Η νοσταλγία του γυρισμού

149
1

description

Το βιβλίο "Η νοσταλγία του γυρισμού" είναι μια καθαρά προσωπική, κατάθεση ψυχής, μια εξομολόγηση.

Transcript of Η νοσταλγία του γυρισμού

Page 1: Η νοσταλγία του γυρισμού

1

Page 2: Η νοσταλγία του γυρισμού

2

Καλ/κή επιµέλεια: Ι. ΣεϊδάρηΕπιµέλεια Εξωφύλλων:Μπλάζα Συµεόνοφσκι

ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΙΚΕΣ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΑΡΙΣΤΕΙ∆ΟΥ

ΚΑΛΛΕΡΓΗ 7 - ΦΛΩΡΙΝΑΤΗΛ. 2385023777

Στη Σία

Page 3: Η νοσταλγία του γυρισμού

3

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΝΤΕΜΟΣ

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

Φλώρινα, 2010

Page 4: Η νοσταλγία του γυρισμού

4

Page 5: Η νοσταλγία του γυρισμού

5

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Στις 23 Φεβρουαρίου 1996 υπογραφόταν στην Αθήναη Συνθήκη µεταξύ της ρουµανικής και της ελληνικής κυ-βέρνησης που αφορούσε στην οριστικοποίηση του ύψουςτων κοινωνικών συνεισφορών τις οποίες η Ρουµανία δε-σµευότανε να καταβάλει στην Ελλάδα για λογαριασµότων χιλιάδων επαναπατρισµένων πολιτικών προσφύγων.Ήταν η τελευταία πράξη της ελληνικής κυβέρνησης προςαυτή την κατεύθυνση για εκείνους τους έλληνες οι οποίοιεν µέσω σταλινικής κοµµουνιστικοποίησης της Ρουµανίαςπου διεξαγόταν παράλληλα µε τον εµφύλιο πόλεµο στηνΕλλάδα, είχαν µετοικίσει στο έδαφος της Ρουµανίας.

Εκτιµάται ότι ο αριθµός των ελλήνων πολιτικών προ-σφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ρουµανία ανήλθε σταπερίπου 8000 άτοµα. Όταν διέσχιζαν τα ρουµανικά σύ-νορα οι περισσότεροι ήταν ακόµη µικρά παιδιά. Από αυ-τούς, µε το πέρασµα των χρόνων, υπολογίζεται ότιπερίπου 7000 επαναπατρίστηκαν, παρόλο που ο πραγ-µατικός αριθµός δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Αυτό που γνω-ρίζουµε όµως µε ακρίβεια είναι ότι, για όλους αυτούς, ηΡουµανία µετατράπηκε, σε σύντοµο χρονικό διάστηµα σεδεύτερη πατρίδα όπου έχαιραν αγάπης και φιλοξενίας.Εγκατεστηµένοι σε διάφορες πόλεις όπως το Βουκουρέ-στι, το Πιτέστι, το Ιάσιον, το Κλούζ, η Κραγιόβα, το Σιµ-πίου, η Βραιλα κ.α. οι έλληνες πολιτικοί πρόσφυγεςαπόλαυσαν άµεσα την απευθείας πρόσβαση στις οικο-

Page 6: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

6

νοµικές και κοινωνικο-πολιτιστικές αξίες της ρουµανικήςκοινωνίας.

Προσωπικά, έµαθα για πρώτη φορά για τους έλληνεςπολιτικούς πρόσφυγες πολλά χρόνια πριν, καθ’ όσον αρ-κετοί ζούσαν και στη γενέτειρά µου, την πόλη του Σιµ-πίου. Τους ήξερα ως ηµιθαγενείς και ως άτοµα άνευιθαγένειας. Ήταν απλά οι συµπολίτες µου µε τις κόκκινεςταυτότητες. Εκείνη την εποχή ούτε καταλάβαινα αλλά καιούτε έδινα σηµασία. Τώρα όµως, µετά από δεκαετίες, µα-θαίνω ποιοι ήταν και κατανοώ την τραγωδία τους. Ήτανπολιτικοί πρόσφυγες οι οποίοι αφού βγήκαν ¨ηττηµένοι»από τον εµφύλιο πόλεµο που έλαβε χώρα κατά τα έτη1946-1949, είχαν βρει καταφύγιο στις γειτονικές σοσιαλι-στικές χώρες.

Αυτόπτης µάρτυρας και θύµα του εµφυλίου πολέµου οΓεώργιος Ντέµος είναι ένα από τα χιλιάδες προσφυγό-πουλα ο οποίος βρήκε στη Ρουµανία όχι µόνο καταφύγιοαλλά και ένα φιλόξενο µέρος, όπου είχε τη δυνατότητα ναεξελιχθεί. Εκεί έδωσε τον προσωπικό του αγώνα για τηνκατάκτηση της µόρφωσης.

Στη διαδροµή από το χωριό Πλαγιά (Ζέρµα) της Ηπεί-ρου και µέχρι το χωριό Τρεστενίκ της Ρουµανίας όπου,µετά το πέρας των σπουδών του, ανέλαβε καθήκοντα γε-ωπόνου, ο µικρός Γιωργάκης είχε χάσει, για χρόνια, όλοτο σύµπαν του: τη «µάνα Νικολάκινα» τη µητέρα του, τον«µάστρο Νικόλα» τον πατέρα του και τα έξι αδέλφια του,διασκορπισµένοι µεταξύ Ουγγαρίας, Ρουµανίας, Ανατο-λικής Γερµανίας και Σοβιετικής Ένωσης., δηλαδή έναςπραγµατικός ξεριζωµός.

Page 7: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

7

Τα 23 χρόνια ξενητιάς δεν έσβησαν όµως από τηµνήµη του τα «ανέµελα παιχνίδια» των παιδικών του χρό-νων, παρέα µε τους γείτονές του Χρήστο και Θωµά, τηνεικόνα του πατρικού του σπιτιού, «κτισµένο από πέτρα,µε τα υποζήγια, τη φοράδα και τα λιγοστά πρόβατα», τονήλιο «που ανέτειλε από την πλευρά του Κάντσικου, ρί-χνοντας τις ζεστές και παιχνιδιάρικες αχτίδες του πάνωστο νωπό έδαφος», τις στιγµές που, ανεβασµένος πάνωστο «ψηλότερο πεζούλι της αυλής ξεπροβόδιζε µε τα παι-δικά του µάτια τον πατέρα του που έφευγε για δουλειάστα ξένα» και δεν έπαψε να αναπολεί τις νόστιµες πίτεςστη γάστρα που έφτιαχνε η µητέρα του και πάνω απ’ όλατα χαρούµενα Χριστούγεννα όταν «το σπίτι γέµιζε µε ‘όλατα καλούδια».

∆εν έσβησαν όµως ούτε οι αναµνήσεις του «Γαλατά»,τα αεροπλάνα που σφυροκοπούσανε «γενναιόδωρα» τοανταρτοκρατούµενο χωριό του σκορπίζοντας το θάνατοκαι την καταστροφή. ∆εν ξέχασε ποτέ τις περιπλανήσειςτης φάλαγγας στα κακοτράχαλα ηπειρώτικα βουνά µέχρινα περάσει τα σύνορα στην Αλβανία «µε τα µατωµέναπόδια του που δεν ένιωθαν πλέον κανένα πόνο».

Είναι όλες αναµνήσεις που σηµάδεψαν τον µικρό Γιωρ-γάκη και γέµισαν την µνήµη του όπως γέµιζε κάποτε οαχυρώνας του πατρικού σπιτιού του «από χόρτο καικλαρί» και το κατώγι «από τα στιβαγµένα σακιά µεάλευρα και φυράµατα». Για τον µικρό Γιωργάκη οι έννοιεςπόλεµος, βοµβαρδισµοί, οπλισµός, καταφύγια, επιστρά-τευση, αντάρτες, στρατός ήταν τότε εντελώς άγνωστες.

Το όνειρο της επιστροφής του στην πατρίδα χαρακτή-

Page 8: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

8

ριζε όλη τη ζωή του. Παρόλο που µεγάλωσε, σπούδασεκαι σταδιοδρόµησε στη Ρουµανία, όπου ρίζωσε και δηµι-ούργησε προσωπικές σχέσεις, µέσα του η νοσταλγία καιο πόθος για την επιστροφή του στην πατρίδα παρέµεινεπάντα άσβεστος. Και όταν οι τοπικές αρχές αρνήθηκαννα του χορηγήσουν βίζα εξόδου από τη Ρουµανία, δεν δί-στασε να στείλει προσωπική επιστολή στον τότε πρόεδροτης χώρας Νικολάε Τσαουσέσκου.

Τον Γεώργιο Ντέµο τον γνώρισα τις πρώτες µέρες µετάτην εγκατάστασή µου στη Φλώρινα, όταν, ενθουσιασµέ-νος µε πήρε από το χέρι και πήγε να µε συστήσει στο Νο-µάρχη. Εργαζόταν ως γεωπόνος στη ∆ιεύθυνση γεωργίαςκαι δεν έχανε ευκαιρία να χαιρετήσει, να αγκαλιάσει καινα εξυπηρετήσει οποιονδήποτε προερχόµενο από τηΡουµανία. Είχε αναλάβει, κάτα κάποιον τρόπο, τον ρόλοτου διερµηνέα και ξεναγού όλων των διερχόµενων ρου-µάνων, σαν να προσπαθούσε , µε το δικό του τρόπο, ναεκφράσει την αγάπη και την ευγνωµοσύνη του προς τηχώρα όπου ανδρώθηκε. ∆εν τον άκουσα ποτέ να µιλά ήνα παραπονιέται για τα χρόνια της προσφυγιάς, τα «πέ-τρινα χρόνια» όπως τα ονοµάζει και ούτε για τις περι-πλανήσεις του στην Αλβανία, Ουγγαρία και Ρουµανία. Ηαισιοδοξία του τον χαρακτήριζε πάντα και γι’ αυτό και πε-ρίµενε, φαίνεται, να τα διατυπώσει σε χαρτί, γεγονός πουτο καταφέρνει µε καταπληκτικό τρόπο.

Όπως και πολλά άλλα προσφυγόπουλα ο µικρόςΓιωργάκης αναζήτησε στη Ρουµανία ένα καταφύγιο καιβρήκε µια πατρίδα. Γι’ αυτό και συνέχεια ψάχνει και βρί-σκει διάφορες αφορµές για να επιστρέψει µόνος η µε συγ-

Page 9: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

9

γενείς και φίλους. Σήµερα, 40 χρόνια µετά τον επαναπα-τρισµό του µπορώ να πω µε βεβαιότητα ότι για τον ήρωατου παρόντος βιβλίου η Ρουµανία παραµένει η δεύτερηπατρίδα του.

Η µαρτυρία του προστίθεται, σαν τεκµήριο ζωής, σταεπίσηµα έγγραφα, ανεπίσηµα σηµειώµατα, υποµνήµατα,επιστολές προς συγγενείς στην πατρίδα, αυτοτελείς εκ-δόσεις, εφηµερίδες και περιοδικά που έχουν δει το φωςτης δηµοσιότητας.

Κυπριανός ΣούτσουΛέκτορας του Τµήµατος Βαλκανικών Σπουδών

Του Πανεπιστηµίου ∆υτικής Μακεδονίας

Page 10: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

10

Page 11: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

11

Ήταν Αύγουστος του 1997 όταν ανηφορίζαµε γιατο νησί του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών µε τονΡουµάνο υπουργό πολιτισµού κ. Μέσκα

Σέβερ και το µορφωτικό ακόλουθο της ρουµανικής πρε-σβείας στην Αθήνα, το όνοµα του οποίου, δυστυχώς, δεντο θυµάµαι. Πηγαίναµε σε αυτό το πανέµορφο νησάκι,προκειµένου να παρακολουθήσουµε µεγάλη λαϊκή συ-ναυλία, που διδόταν στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδη-λώσεων «Πρέσπεια» των οποίων εµπνευστής καιπνευµατικός πατέρας είναι ο τοπικός βουλευτής τουΠΑΣΟΚ Γιώργος Λιάνης.

Θα αναρωτιέστε, τι δουλειά και τι σχέση µπορεί να είχαεγώ µε τους δύο ρουµάνους επισήµους. Εξηγούµαι, λοι-πόν. Νωρίτερα, το πρωί, στο Πνευµατικό Κέντρο τηςΦλώρινας, παρουσία αντιπροσωπειών απ’ όλες τις βαλ-κανικές χώρες, σε επίπεδο υπουργών µάλιστα, είχε γίνειη τελετή έναρξης των σχετικών εκδηλώσεων. Στην κατά-µεστη, από κόσµο, αίθουσα, όλοι οι ξένοι επίσηµοι ανέ-βηκαν στο βήµα και απηύθυναν το σχετικό χαιρετισµότους. Ο καθένας τους µίλησε στη γλώσσα του, έχονταςδίπλα και κάποιον διερµηνέα. Όλοι, εκτός από τον Ρου-

Page 12: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

12

µάνο υπουργό, ο οποίος µίλησε στα αγγλικά. Στο διά-λειµµα που ακολούθησε πλησίασα το ρουµάνο υπουργό,τον κ. Μέσκα Σέβερ και του απευθύνθηκα στα ρουµά-νικα:

-Κύριε υπουργέ, επιτρέψτε µου να συστηθώ και να σαςεκφράσω ένα παράπονο.

Ο υπουργός, σαστισµένος αρχικά, ακούγοντας κά-ποιον να µιλάει τη γλώσσα του µέσα σε κείνο το πλήθος,σούφρωσε για λίγο τα φρύδια του και µε ρώτησε:

-Συγνώµη, θέλετε να µου το επαναλάβετε;-Θα ήθελα να σας εκφράσω ένα παράπονο.-Ορίστε, σας ακούω, ποιο είναι το παράπονό σας;-Το παράπονό µου, κ. υπουργέ, είναι γιατί απευθυν-

θήκατε στο ακροατήριο στα αγγλικά και όχι στα ρουµά-νικα.

-Και πώς θα γινόµουνα κατανοητός στην αίθουσα ανµιλούσα ρουµάνικα;

-Θα έκανα εγώ τον διερµηνέα, κ. υπουργέ.-Και από πού να ξέρω εγώ ότι υπήρχε άτοµο το οποίο

οµιλεί ρουµάνικα; Και λύστε και µένα την απορία µου,πώς και µιλάτε τόσο ωραία τα ρουµάνικα;

-Σπούδασα στη χώρα σας κ. υπουργέ, στην Κρα-γιόβα.

-Α, ώστε έτσι! Τότε, για να ικανοποιήσω την επιθυµίασας, θα ζητήσω και πάλι το λόγο µετά το διάλειµµα.

Έτσι κι έγινε. Σήκωσε το χέρι και ζήτησε να παρέµβειστη συζήτηση. Μπροστά ο υπουργός και πίσω του εγώ,προχωρήσαµε προς τα µικρόφωνα. Πίσω µου άκουγακάτι ψιθύρους, όπως «που πάει αυτός, τι πάει να κάνει;»

Page 13: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

13

Στηθήκαµε κι οι δυο µπροστά στα µικρόφωνα κι άρχισε τηδευτερολογία του ο υπουργός και από δίπλα εγώ να κάνωτον διερµηνέα. Όλο αυτό κράτησε ένα δεκάλεπτο πε-ρίπου. Λίγος ο χρόνος, αλλά πολύ µεγάλη η ικανοποίησηπου ένιωσα, κάνοντας τον µεταφραστή.

Από κείνη τη στιγµή είχα αναλάβει, κατά κάποιοτρόπο, την ξενάγηση του υπουργού για το υπόλοιπο διή-µερο των εκδηλώσεων.

Έτσι λοιπόν, διασχίζοντας το ωραίο τοπίο της δια-δροµής προς τις Πρέσπες, παρέα µε τους δυο ρουµά-νους επισήµους, πιάσαµε ψιλή κουβέντα, ώσπου, δενξέρω πώς µου ήρθε, άρχισα να απαγγέλλω διάφορα ποι-ήµατα του Μιχαήλ Εµινέσκου, του εθνικού ποιητή τηςΡουµανίας. Απάγγειλα τέσσερα ποιήµατα, θυµάµαι, καιπροχωρούσα στο πέµπτο, όταν, κάποια στιγµή, ο υπουρ-γός µε πιάνει από το µπράτσο και µου λέει:

-Σε παρακαλώ, κάνε µια στάση.Τράβηξα δεξιά, έσβησα τη µηχανή, και περίµενα να

βγει. Θα ζαλίστηκε, σκέφθηκα, µε τις τόσες στροφές. Τονκοίταξα, για λίγο, και τον ρώτησα:

-Μήπως ζαλιστήκατε, δεν βγαίνετε να πάρετε λίγοαέρα;

-Όχι, βρε παιδί µου, καλά είµαι, µου λέει, δε ζαλίστηκα,κάτι άλλο µου συµβαίνει.

-Σαν τι, κ. υπουργέ;-Για κοίτα τα µπράτσα µου, έχει σηκωθεί η τρίχα τους.

Ποιος θα µου έλεγε εµένα πως, διασχίζοντας αυτά ταβουνά και τα δάση της Φλώρινας, θα συναντούσα Έλ-ληνα να µου απαγγέλλει Εµινέσκου. Με κατασυγκίνησες

Page 14: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

14

βρε Γιώργη! Μένω άφωνος! Μπράβο σου και τα θερµάµου συγχαρητήρια! Και απευθυνόµενος προς τον µορ-φωτικό ακόλουθο, που κάθονταν στο πίσω κάθισµα, τονρώτησε:

-Εσύ τι λες, κ. σύµβουλε;-Τι να πω, κ. υπουργέ; Έµεινα άναυδος, ποτέ δεν θα το

φανταζόµουν.Μετά από λίγο, αφού συνήλθε από τη βαθιά συγκί-

νηση, µου λέει:-Άκου, Γιώργη, σε δυο εβδοµάδες διοργανώνω στη Σι-

νάια µια συνάντηση όλων των διερµηνέων ρουµανικήςγλώσσας από τις χώρες της ∆υτικής Ευρώπης. Την Ελ-λάδα θα ήθελα να την εκπροσωπήσεις εσύ. Αναλαµβά-νω όλα τα έξοδα παραµονής για σένα και τη σύζυγό σου.Τι λες, θα έρθεις;

Για µια στιγµή, θα αστειεύεται, είπα µέσα µου και δεν τοπολυπίστεψα, οπότε του είπα:

-Σοβαρολογείτε, κ. υπουργέ;-Και βέβαια σοβαρολογώ. Επιµένω να έρθεις στη συ-

νάντηση.-Εντάξει, κ. υπουργέ, µόλις που µπόρεσα να ψελλίσω,

γεµάτος χαρά από αυτό το ανέλπιστο δώρο.Καθώς προχωρούσαµε για τον Άγιο Αχίλλειο, µου ζή-

τησε να του εξιστορήσω, σύντοµα, το πώς βρέθηκα στηΡουµανία. Του είπα µέσες-άκρες για τον εµφύλιο, για τοξερίζωµα, για τα πέτρινα παιδικά µου χρόνια, για τις πε-ριπλανήσεις µου σε Αλβανία, Ουγγαρία, Ρουµανία και γιατον επαναπατρισµό µου στην Ελλάδα. Οι συνεπιβάτεςµου άκουγαν µε προσοχή όσα τους διηγιόµουν και κά-

Page 15: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

15

ποια στιγµή ο υπουργός µε ρώτησε:-Βρε Γιώργη, όλα αυτά που µας διηγείσαι τα έχεις γρά-

ψει κάπου;-Όχι, του απαντάω.-Και γιατί δεν κάθεσαι να τα γράψεις, έχεις ενδιαφέ-

ροντα πράµατα να πεις. Κάνε µια προσπάθεια. Και στηνπερίπτωση που αποφασίσεις, µετάφρασέ το και στα ρου-µάνικα και στείλε µου και µένα ένα αντίγραφο. Έτσι, γιανα σε θυµάµαι, για τη µεγάλη συγκίνηση και χαρά πουµου έδωσες.

Με τον ρουµάνο υπουργό, τον κ. Μέσκα Σέβερ, ξα-ναβρεθήκαµε, µετά από δυο εβδοµάδες, στη Σινάια,στο διεθνές συµπόσιο των διερµηνέων ρουµανικήςγλώσσας και τα ξανάπαµε. Έκτοτε, εκείνα τα λόγιακαι οι παραινέσεις του Ρουµάνου υπουργού όλο καιστριφογύριζαν στο µυαλό µου. Ώσπου, κάποιαστιγµή, πήρα τη µεγάλη απόφαση και κάθισα ναγράψω τις παρακάτω αράδες.

Page 16: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

16

Έπαιζα αµέριµνα µε τα συνοµήλικα παιδιά τηςγειτονιάς, το Χρήστο και το Θωµά, όταν ακού-στηκε µια φωνή

-Γιωργάκ’ έλα γλήγορα σπίτ’.Ήταν η διαπεραστική φωνή της µάνας µου, της ‘µάνας

Νικολάκινας’ καθώς τη φώναζε όλο το χωριό, γυναίκα τουµάστρο Νικόλα, ντε.

Επειδή γνώριζα πολύ καλά τη µάνα µου, το πόσο αυ-στηρή ήταν, έτρεξα αµέσως. Και πώς να µην ήταν αυ-στηρή όταν ήταν αναγκασµένη να κουµαντάρει µόνη τηςτη φαµίλια που δεν ήταν και µικρή. Είχε να θρέψει οκτώστόµατα. Ο µπαµπάς µου, ο µάστρο-Νικόλας, για ναζήσει την οικογένειά του, χρόνια τώρα, ξενιτευότανε. Μετο µπουλούκι του, τους πετράδες, τους κτίστες, τους µα-ραγκούς και τους βοηθούς που θα κάνανε τη χαµάλικηδουλειά έφευγε στα ξένα. Και που δεν έφτασε.

Γύρισε όλη την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Πάτρα,τη νότια Αλβανία. Εκεί όµως που έβαλε την σφραγίδα τουήταν το Άγιο Όρος όπου δούλεψε στην ανέγερση πολλώνµοναστηριών.

-Τι µε θέλεις, ρε µάνα; τη ρώτησα.-Να πάρς το λαγέν και να πας στ’ βρυσ’ να το γιοµιί-

σεις. Όπου ναν’ έχουµ’ επισκέπτες, έρχετ’ ου γαµπρός,ου Ηλίας.

Ο γαµπρός ο Ηλίας ήταν ο άντρας της ετεροθαλούςαδελφής µου, της Τριανταφυλλιάς, της Φιλιώς καθώς τηφωνάζαµε. ∆εν ξέρω γιατί, αλλά πάντα χαιρόµουν ότανερχόταν ο γαµπρός µου ο Ηλίας. Είχα µια συνήθεια νατον ψάχνω στις τσέπες του σακακιού του και πάντα κάτι

Page 17: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

17

µου έφερνε. Πριν προλάβω να φέρω το λαγένι µε το νερόαπ’ τη ‘σιούρκα’- έτσι αποκαλούσανε τη µεγάλη βρύσηστην πλατεία του χωριού- ο γαµπρός µε την αδελφή µουείχαν έρθει ήδη και καθόντουσαν στον οντά. Χωρίς να κα-θυστερήσω αφήνω χάµω το λαγένι και τρέχω στην αγκα-λιά του και τσαφ βουτάω το χεράκι µου στην τσέπη του.Αυτός τραβήχτηκε λιγάκι και δεν πρόλαβα να δω τι είχεµέσα.

-Σήµερα σου έφερα κάχτες, µου είπε και έβγαλε καµιάδεκαριά και µου τις έδωσε. Τις έβαλα στην τσέπη του παν-τελονιού µου και αφού του έδωσα ένα φιλί έγινα καπνός.Πήγα πάλι στο αλώνι να συναντήσω την παρέα µου καινα συνεχίσω τα ανέµελα παιχνίδια µας.

Η οικογένειά µας αποτελούνταν απ’ τους γονείς µου,τις τρεις αδελφές µου, Τριανταφυλλιά, Βεργινάδα και Αλε-ξάνδρα (οι οποίες ήταν παντρεµένες στο χωριό) και τουςαδελφούς µου ∆ηµήτρη, Παντελή, Βασίλη και από µένα,το σουγάρι της οικογένειας. Η διαφορά ηλικίας του ενόςαπό τον άλλον ήταν 3 µε 4 χρόνια. Ο µεγαλύτερος αδελ-φός έφευγε συχνά µε τον πατέρα µας στα ξένα, οι άλλοιδύο είχαν τις παρέες τους και εγώ τη δικιά µου, το Χρήστοκαι το Θωµά.

Το σπίτι µας, όπως και τα περισσότερα στο χωριό,ήταν κτισµένο από πέτρα και στον πάνω όροφο είχε δυοοντάδες, κουζίνα και αποθήκη και κάτω στο κατώγι, εί-χαµε τα υποζύγια, το µουλάρι µας και τα λιγοστά πρό-βατα. Ανεξάρτητα από το σπίτι, στην ανατολική πλευράτου οικοπέδου είχαµε την αποθήκη µε τον αχυρώνα όπουαποθηκεύαµε το γέννηµα για τα ζωντανά. Ανάµεσα στο

Page 18: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

18

σπίτι και την αχυρώνα είχαµε το αλώνι, το οποίο χρησί-µευε στον αλωνισµό των σιτηρών.

Σιγά σιγά τα χιόνια άρχιζαν να λιώνουν, σχηµατί-ζοντας στην αρχή αυλάκια που λίγο-λίγο φούσκωνανκαθώς ανταµώνανε µε άλλα και όλα µαζί οδηγούνταν στοΜεγάλο λάκκο απ’ τα δεξιά του χωριού και στο Μεγάλορέµα από τα αριστερά του. Και τα δυο µαζί φουσκωµένακαι έτοιµα να ξεχειλίσουν κατευθύνονταν γοργά - γοργάπρος την κοίτη του Σαραντάπορου, που δέχονταν στηναγκαλιά του όλα τα νερά που κατέβαιναν απ’ τις δυοπλευρές του. Κατάντι σχηµάτιζε µαιάνδρους µε διά-

Η γενέτειρά µου. Το χωριό Πλαγιά (Ζέρµα) Επαρχίας Κόνιτσας

Page 19: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

19

σπαρτα, εδώ και κει, µικρά νησάκια στα οποία φύτρωνανπελώριες λεύκες. Ο ήλιος που ανέτειλε από την πλευράτου Κάντσικου έριχνε τις ζεστές και παιχνιδιάρικες αχτί-δες του πάνω στο νωπό έδαφος το οποίο άχνιζε. Τα δέν-δρα άρχιζαν να βγάζουν τα πρώτα τους φύλλα και στοναέρα πηγαινοέρχονταν όλων των ειδών τα πουλιά τιτιβί-ζοντας όλο χαρά. Ολόκληρη η πλάση αναγεννιότανε. Σελίγο οι χωρικοί θα άρχιζαν τις αγροτικές εργασίες στα λι-γοστά και άγονα χωράφια τους. Λόγω του επικλινούς τουεδάφους και της έντονης διάβρωσης, χρόνο µε το χρόνοαυτά ξεπλένονταν και σε πολλά µέρη ξεπρόβαλαν βρά-χοι.

Λιγοστά ήταν τα χωράφια που είχαµε, 15 στρέµµαταόλα κι όλα και αυτά διάσπαρτα σε πολλές τοποθεσίες.Λόγω της µεγάλης κλίσης και του βραχώδoυς του εδά-φους ήταν πολύ δύσκολη η κατεργασία τους και µάλισταµε τα πρωτόγονα µέσα που διαθέταµε. Θυµάµαι πως εί-χαµε ένα ξύλινο αλέτρι στο οποίο ζεύαµε το ζευγάρι µε ταβόδια και οργώναµε όλα τα µικροκοµάτια χωραφιών τουκλήρου µας. Μπροστά οδηγούσε το ζευγάρι ο αδελφόςµου ο Βασίλης και πίσω κρατούσε το αλέτρι ο άλλος αδελ-φός µου ο Παντελής ο οποίος όλο βλαστηµούσε καθώς τουνί έβρισκε κάθε τόσο βράχο. Στη συνέχεια όλη η οικογέ-νεια, µε τις τσάπες στο χέρι προσπαθούσε να σπάσειτους σβώλους. Στο θερισµό συµµετείχαν όλοι. Η µάναµου µε το δρεπάνι, χωρίς να παίρνει ανάσα, λουσµένηστον ιδρώτα, θέριζε ενώ ο Βασίλης µε τον Παντελή βγά-ζανε τα δεµάτια στην άκρη του χωραφιού, τα φόρτωνανστα ζώα και ο πατέρας τα µετέφερε και τα ξεφόρτωνε στ’

Page 20: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

20

αλώνι. Εδώ, αφού τα αράδιαζε δεµάτι - δεµάτι σε όλο τοαλώνι, περνούσε από πάνω µε τα ζώα αρκετές φορές καιτα µεστωµένα στάχυα άνοιγαν κι έβγαινε ο καρπός τους.Τα καηµένα τα ζώα, καταϊδρωµένα από τους πολλούς γύ-ρους µόλις που κρατιόντουσαν στα πόδια. Και σαν να µηνέφτανε αυτό σµήνη από µύγες κολλούσαν πάνω τους καιη ουρά τους πηγαινοερχότανε πότε απ’ τη µια και πότεαπό την άλλη πλευρά. Πράγµατι, ήταν να τα λυπάσαι ταάµοιρα τα ζώα, που µόνο τη νύχτα ησύχαζαν κάπως.Μήπως κι ο κοσµάκης ησύχαζε καθόλου; Η µια αγροτικήδουλειά διαδέχονταν την άλλη. Έπρεπε να βοτανίσουνκαι να σκαλίσουν τα καλαµπόκια, να ποτίσουν τους κή-πους, να µαζέψουν κλαρί για τα ζωντανά για το χειµώνα,ξύλα για το τζάκι και τόσες άλλες δουλειές.

Οι µέρες περνούσαν και σιγά-σιγά ο καιρόςέσφιγγε. Το πρωί έκανε τσουχτερό κρύο και τα λιµνάζοντανερά πάγωναν. Στον ουρανό άρχισαν να στροβιλίζονται οιπρώτες νιφάδες χιονιού.

Ήταν ο καιρός που οι καλφάδες, πρωτοµάστορεςκαι τα σινάφια τους ετοιµάζονταν να πάνε για τα ξένα,προκειµένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην στις φαµί-λιές τους. Ανέκαθεν φεύγανε µέσα Νοεµβρίου και επέ-στρεφαν πριν των Αγίων Αποστόλων (30 Ιουνίου), πουγιόρταζε το χωριό.

Ο µπαµπάς µου, ο µάστρο - Νικόλας, µόλις είχε ετοι-µάσει το µουλάρι µας, τον Μάρκο (τον είχε καθαρίσει, τουείχε κόψει τα νύχια,) και άρχισε να τον φορτώνει µε τηναπαραίτητη πραµάτεια για το µακρινό ταξίδι για το Άγιο

Page 21: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

21

Όρος το οποίο θα κρατούσε καµιά δεκαριά µέρες. Μαζίτου θα έπαιρνε και τον µεγαλύτερο αδελφό µου, τον ∆η-µήτρη, ο οποίος θα έκανε τη χαµαλίδικη δουλειά, θαέφτιαχνε και θα κουβαλούσε τη λάσπη στα µαστόρια.Μαζί του, αυτή τη φορά θα πήγαινε κι ο θείος Ανδρέας,αρχιµάστορας κι αυτός, µικροκαµωµένος αλλά πολύσβέλτος στη δουλειά. Τέλος το µπουλούκι θα το συµπλή-ρωναν ο ξάδελφος ο Νίκος κι ο νονός µου ο Τόλης, (απότους καλύτερους πετράδες του χωριού) ο Θωµάς κι ο Βα-σίλης.

Αφού είχε ζέψει τ’ άλογο, ο µπαµπάς µας ασπά-στηκε όλους έναν - έναν και µας παρήγγειλε να υπακούµεχωρίς αντίρρηση τη µητέρα µας και να τη βοηθάµε ο κα-θένας µας όσο µπορούσε γιατί τώρα όλο το βάρος κι ηευθύνη έπεφταν στους ώµους της. Χωρίς να καταλα-βαίνω και πολλά, δεν µπορούσα να εξηγήσω το γεγονόςγιατί έπρεπε να φύγουν κι έβαλα τα κλάµατα και άρχισανα χτυπιέµαι χάµω. Ο πατέρας έσκυψε πάνω µου, µε σή-κωσε απ’ τα χώµατα και αφού µε τίναξε απ’ τις σκόνες,µου είπε: «Μην κλαις, µικρό µου, δεν φεύγω γιατί τοθέλω, η ανάγκη µε κάνει. ∆εν έχουµε ποιος ξέρει τι βιος,ούτε πολλά χωράφια. Αν δεν πάµε στα ξένα δεν θα µπο-ρέσουµε να βγάλουµε το χειµώνα. Θα πάω να βγάλω αρ-κετά χρήµατα ώστε να µπορέσω να σας ταΐσω και να σαςντύσω. Να µη σας βλέπω να γυρίζετε νηστικά και ξυπό-λυτα και να ραγίζει η καρδιά µου».

Καθώς µιλούσε διέκρινα ένα δάκρυ να κυλά στα µάτιατου. ∆εν ξέρω πως µου ‘ρθε και τον αγκάλιασα σφιχτά µετα δυο µου τα χεράκια γύρω απ’ το λαιµό του.

Page 22: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

22

-Άιντε, τελειώντε µε τα κλάµατα, ο ήλιος σε λίγο θα ανέ-βει ψηλά, ακούστηκε η στεντόρεια φωνή της µάνας µου.

Πράγµατι ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά και πολλάαπό τα µπουλούκια είχαν ξεκινήσει ήδη. Αφού ασπαστή-καµε για µια τελευταία φορά, το µπουλούκι του πατέραµου ξεκίνησε για το µακρινό του ταξίδι. Μπροστά ο Μάρ-κος, φορτωµένος για τα καλά και πίσω του ο πατέρας µετον αδελφό µου και τους υπολοίπους. Και ξωπίσω τους κιάλλα µπουλούκια µε τον ίδιο προορισµό, το Άγιον Όρος.Καθώς αποµακρύνονταν, πίσω τους σηκωνότανε έναλεπτό σύννεφο σκόνης που δεν σου επέτρεπε να διακρί-νεις τους δικούς σου. Θυµάµαι πως είχα ανέβει στο ψη-λότερο πεζούλι της αυλής για να µπορώ να βλέπω ταµπουλούκια που όσο αποµακρύνονταν γίνονταν και πιοµικροσκοπικά. Με το που σκαπέτησαν πέρα απ’ το µο-ναστήρι, χάθηκαν απ’ τα µάτια µου. Τότε ένιωσα ένα σφί-ξιµο µέσα µου και έβαλα τα κλάµατα τρέχοντας στο σπίτι.Του κάκου προσπαθούσε η µάνα µου να µε παρηγορή-σει, δε σταµατούσα µε τίποτα. Ώσπου, για µια στιγµήπήρε το γνωστό, και σοβαρό της ύφος και µου λέει:

-Άιντε, πάψε τώρα, γιατί έχµε και δλειές. Άκσες τι είπεο πατέρας σου. Γλήγορα τα λαγένια και σύρε να φέρ’ςνερό. Ήταν η δουλειά που στον καταµερισµό της εργα-σίας ήταν χρεωµένη σε µένα. Χωρίς δεύτερη κουβένταπήρα τα δυο λαγένια απ’ το διάδροµο και τράβηξα για τηβρύση του χωριού.

Οι περισσότεροι άντρες εκτός από τους τσελιγκά-δες και τους τσοµπάνηδες του χωριού, έλλειπαν στα ξένα.

Page 23: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

23

Πίσω τους άφηναν τα γυναικόπαιδα µε τους παππούδεςτους. Έτσι το κουµάντο το είχε η γυναίκα κι όλο το βάροςέπεφτε πάνω της. Και από τον τρόπο που ανταποκρινό-τανε σ’ αυτό της το καθήκον εξαρτιότανε και η πορεία τωνοικονοµικών της οικογένειας. Έκανες καλή διαχείριση τωνοικονοµικών σου τότε έβγαζες τη χρονιά. Εάν ήσουν σπά-ταλη και χωρίς πρόγραµµα, τότε έχανες τον έλεγχο και ταοικονοµικά σου πήγαιναν στράφι. ∆εν ήταν λίγες οι περι-πτώσεις όπου αρκετοί, πριν έρθουν καλά-καλά τ’ αλώνια,είχαν τελειώσει τις προµήθειές τους και αναγκάζονταν ναδανείζονται αριστερά και δεξιά.

Η µητέρα µου, αν και δεν είχε πάει σχολείο, ήτανάξιο απορίας το κοφτερό της µυαλό. Ήξερε ανά πάσαστιγµή τα αποθέµατα σε τρόφιµα που είχαµε τόσο για µαςόσο και για τα λιγοστά ζωντανά µας. Μαγείρευε τόσοώστε ποτέ δεν πετούσαµε τίποτα, χωρίς αυτό φυσικά νασηµαίνει ότι πάντοτε ήµασταν χορτάτοι. Πάντα έλεγε ότικαλύτερα να µην χορτάσεις σήµερα για να έχεις να φαςκαι την εποµένη. Και πράγµατι δεν θυµάµαι να είχα νιώ-σει έντονα την αίσθηση της πείνας.

Page 24: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

24

Οκαιρός περνούσε, ώσπου µια µέρα µαύρα µαν-τάτα φτάνουν στο χωριό. «Θα ΄χουµε πόλεµο»έλεγαν οι γεροντότεροι, καθισµένοι στα πεζούλια

της πλατείας. Μιλούσανε για αντάρτες, για εθνικό στρατό,για κατσαπλιάδες και φασίστες, έννοιες που για µας ταπιτσιρίκια ήταν εντελώς άγνωστες.

Γυρνώντας σπίτι και ρωτώντας τα µεγαλύτερα αδέρφιαµου τι σηµαίνουν όλα αυτά η απάντησή τους ήταν «∆ενείναι για σένα αυτά, είσαι µικρός, δεν µπορείς να καταλά-βεις.»

Ανάµεσα στο σπίτι και την αχυρώνα από την βόρειαπλευρά της αυλής είδα µια µέρα τον πατέρα µε τα µεγα-λύτερα αδέλφια µου να παίρνουν κασµάδες και φτυάριακαι να βάζουν µπρος το σκάψιµο. Πλησιάζοντάς τους,τους άκουσα να µιλάνε για καταφύγιο για ώρα ανάγκης.Το παιδικό µου µυαλό δεν µπορούσε να καταλάβει εκείνητη στιγµή περί τίνος επρόκειτο. Και το σκάψιµο συνεχί-ζονταν για πολλές µέρες. Σταµατούσαν για λίγο να βά-λουν κάτι στο στόµα και δώστου πάλι. Κάποια στιγµή τοσκάψιµο ολοκληρώθηκε και όταν µπήκα βρέθηκα µέσα σ’ένα δωµάτιο σκαµµένο στη γη.

Ρωτώντας κάποια στιγµή τον πατέρα µου σε τι θα µαςχρησίµευε αυτό το «καταφύγιο», όπως το αποκαλούσαν,µε πήρε στα γόνατά του και µου είπε µε µια φωνή πουµέσα της διέκρινες κάποιο φόβο. «Άκου, γιόκα µου,» µουλέει, «περιµένουµε άσχηµες µέρες, τα πράγµατα όσοπάνε και χειροτερεύουν, υπάρχει διχόνοια και θα γίνει πό-λεµος, που σηµαίνει ότι θα ‘χουµε αλληλοσπαραγµό. Φυ-σικά όλα αυτά εσύ δεν είσαι σε θέση να τα καταλάβεις,

Page 25: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

25

είσαι πολύ µικρός ακόµη κι εγώ φοβάµαι πολύ για το τιµας περιµένει. Φτιάξαµε αυτό το καταφύγιο για να µπο-ρούµε να κρυβόµαστε σε περίπτωση βοµβαρδισµών,γιατί στον πόλεµο όλα µπορούν να συµβούν» και ξαφνικάένιωσα τα χέρια του να µε σφίγγουν δυνατά στην αγκαλιάτου.

-Αφέντη, ο σοφράς είναι στρωµένος, ακούστηκε ηφωνή της µητέρας απ’ το µπαλκόνι του σπιτιού κι αφούκοντοστάθηκε για λίγο, κοιτάζοντάς µας, µπήκε µέσα.

-Πάµε, γιόκα µου, να τσιµπήσουµε κάτι, αρκετά είπαµεσήµερα.

Στο σοφρά υπήρχε το ταψί µε την πρασόπιτα και το ξι-νόγαλο και πέσαµε όλοι µε τα µούτρα στο φαγητό. ∆ενξέρω για τις άλλες γυναίκες αλλά η µάνα µου έκανε πολύνόστιµες πίτες στη γάστρα, πράγµα που της το αναγνώ-ριζαν όλοι. Όταν ξεφούρνιζε ψωµί µια υπέροχη ευωδιάαναδυότανε στον αέρα, µέχρι τον απάνω µαχαλά. «Η Νι-κολάκινα ξεφουρνίζει ψωµί» λέγανε οι γείτονες.

Οι φόβοι του πατέρα µου δεν άργησαν να επαληθευ-θούν. Ένα παράξενο βουητό ακούστηκε από την µεριάτης Κόνιτσας το οποίο όλο και δυνάµωνε. Οι χωρικοί στα-µατούσαν τις ασχολίες τους και αγνάντευαν προς τηνπλευρά απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος. Ξάφνου, πέρα στοβάθος, στ’ ανοιχτά του Σαρανταπόρου πρόβαλε ένα πε-λώριο σιδερένιο «πουλί». Για πρώτη µου φορά έβλεπακάτι τέτοιο. Τρέχω αµέσως στο σπίτι και λέω στ’ αδέλφιαµου το τι συµβαίνει. Αυτοί πετάχτηκαν όρθιοι και, σύρο-ντάς µε σχεδόν, µπήκαµε στο καταφύγιο. «Αυτό δεν είναιπουλί, χαζέ», µου λέει ο αδελφός µου ο Παντελής «αυτό

Page 26: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

26

είναι αεροπλάνο που ρίχνει βόµβες. Και όπου πέσειβόµβα όλα γίνονται στάχτη». Ακούγοντάς τον ένιωσαέναν τέτοιο φόβο που δεν άντεξα και έβαλα τα κλάµατα.Στο µεταξύ το αεροπλάνο όλο και πλησίαζε κάνονταςέναν εκκωφαντικό θόρυβο. Οι χωριανοί, τροµαγµένοι,τρέχανε αριστερά δεξιά να κρυφτούνε. Το αεροπλάνο, ο«Γαλατάς» καθώς το αποκαλούσανε, έκανε δυο γύρουςπάνω από το χωριό και γύρισε πίσω από εκεί που ήρθε.

Το βράδυ στην πλατεία του χωριού άκουσα τον πάπ-που - Λάµπρο να λέει στους συνδαιτυµόνες του: «Ήρθεγια αναγνώριση και απ’ ό,τι διαισθάνοµαι θα µας επισκέ-πτεται συχνά».

Ο Παππού Λάµπρος και η παρέα του, στην πλατεία του χωριού

Page 27: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

27

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της περιοχήςγύρω από το χωριό µας (πολλά ρέµατα, πολλές σπηλιέςαπέναντι απ’ το Μεγάλο λάκκο, πυκνό δάσος κλπ) συν-τέλεσαν στο γεγονός ώστε το χωριό µου να γίνει ένα απότα πλέον ανταρτοκρατούµενα µέρη.

Έτσι λοιπόν, πριν τον ερχοµό του χειµώνα του ’46-‘47καταφθάνουν και τα πρώτα τµήµατα ανταρτών. Ντυµένοιόπως-όπως και µε τα ντουφέκια στους ώµους προχω-ρούσαν προς την πλατεία του χωριού. Σε λίγο όλη η πλα-τεία καταλήφθηκε απ’ τους αντάρτες. Οι χωριανοί πουβγαίνανε απ΄ τα σπίτια τους, άλλοι τους υποδέχονταν µεχειροκροτήµατα, άλλοι κατσούφιαζαν και µόλις συγκρα-τούσαν το θυµό τους, µουρµουρίζοντας κάτι µέσα τους.Αντίθετα, εµείς, τα πιτσιρίκια, περιεργαζόµασταν µε δέοςτον οπλισµό τους. Και τι δεν είχαν, από τυφέκια, αυτό-µατα όπλα, µυδράλια µέχρι και όλµους και µπαζούκας.

Στο σχολείο ο πρόεδρος του χωριού µε τους δηµογέ-ροντες, τον επικεφαλής του αντάρτικου αποσπάσµατοςκαι τον κοµµατικό επίτροπο, συζητούσαν για την φιλοξε-νία των ανταρτών. Ανάλογα µε τις δυνατότητές τους οκάθε νοικοκύρης θα έπρεπε να παράσχει στέγη σε ένααριθµό ανδρών του ∆.Σ.Ε. (∆ηµοκρατικός Στρατός Ελλά-δας).

Απ’ ό,τι θυµάµαι στο σπίτι µας είχαν εγκατασταθείπέντε αντάρτες και τους είχαµε παραχωρήσει το δωµάτιοπου έβλεπε προς το χωριό Κάντσικο, προσήλιο, ευρύ-χωρο και το µόνο που διέθετε σανιδένιο πάτωµα και τοοποίο το είχαµε για επίσηµο δωµάτιο. Εµείς στριµωχτή-καµε στο απέναντι δωµάτιο µε το χωµάτινο πάτωµα,

Page 28: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

28

πάνω στο οποίο στρώναµε βελέντζες, στρωσίδια και φλο-κάτες.

Οι αντάρτες που φιλοξενούσαµε, κάθε πρωί φεύγανεσε διάφορες επιχειρήσεις απ’ όπου επέστρεφαν αργά τηνύχτα και καµιά φορά αργούσαν δυο και τρεις µέρες ναφανούν. Από τις µεταξύ τους συζητήσεις καταλάβαµε ότιοι τρεις ήταν Ηπειρώτες και οι δύο από την Καρδίτσα τηςΘεσσαλίας. Ανάµεσά τους ήταν και ένας λοχαγός από τηνΆρτα, ένα ψηλό παλικάρι µε µαύρα µαλλιά και µουστάκι.Στη ζώνη πάντα φορούσε το πιστόλι του. Απ’ ό,τι µε ενη-µέρωναν οι µεγαλύτεροι ήταν υπεύθυνος του τοµέα επι-µόρφωσης του αντάρτικου αποσπάσµατος και ήτανδάσκαλος στο επάγγελµα.

Οι χωρικοί προσπαθούσαν να συµµαζέψουν το νοικο-κυριό τους, να τακτοποιήσουν το βιός τους και να εφο-διαστούν µε τις απαραίτητες προµήθειες για το χειµώναπου ερχόταν. Θυµάµαι πολύ καλά πως η αποθήκη και οαχυρώνας ήταν γεµάτα από χόρτο και κλαρί ενώ στο κα-τώγι ήταν στοιβαγµένα πολλά σακιά µε άλευρα και φυρά-µατα. Κόντευαν τα Χριστούγεννα όταν σφάξαµε τογουρούνι και το σπίτι είχε γεµίσει µε όλα τα καλούδια (κα-βουρµά, παστουρµά, λουκάνικα κ.α.).

Με τον ερχοµό των ανταρτών και την εγκατάστασήτους στο χωριό, οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν ένα µέρος τηςπαραγωγής τους να το παραδώσουν για τις ανάγκες επι-σιτισµού των ανδρών του ∆.Σ.Ε (άλευρα, τυριά, πρόβα-τα). Άλλοι το δίνανε πρόθυµα κι άλλοι γκρινιάζανε, όχιάδικα φυσικά, αφού δεν τους έφτανε ούτε καν για τις

Page 29: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

29

ανάγκες των οικογενειών τους.Στο µεταξύ το χιόνι έπεφτε µέρα νύχτα και δεν

έλεγε να σταµατήσει. Το ύψος του έφτανε µέχρι τα παρά-θυρα και µε δυσκολία ανοίγαµε τα παντζούρια. Όλη τηµέρα ο κόσµος φτυάριζε ανοίγοντας κάποιο µονοπάτι,αλλά ώσπου ν’ ανοίξει λίγο δρόµο, από πίσω ξαναγέµιζε.Καταϊδρωµένοι όλοι βλαστηµούσαν τη µοίρα τους. ∆ενήταν λίγες οι φορές που, λόγω του επικλινούς του εδά-φους και µε σκεπασµένα απ’ το χιόνι τα µονοπάτια, πολ-λοί γλιστρούσαν, έπεφταν και φτάνανε στον κάτω µαχαλά.Μια µέρα µάλιστα, κάποιο χωριατόπαιδο, καθώς πήγαινεστη βρύση να γεµίσει τις µπούκλες του, κάνει ένα τέτοιοπέσιµο που βρέθηκε 30 µέτρα πιο κάτω, χωµένο στην κυ-ριολεξία µέσ’ το χιόνι. Ευτυχώς που κάποιος το αντιλή-φθηκε και έβαλε τις φωνές. Τρέξανε αµέσως οι γείτονεςµε τα φτυάρια και µόλις που κατάφεραν να τον ξεθάψουναπ’ το χιόνι.

Και καθώς η κατάσταση πήγαινε απ’ το κακό στο χει-ρότερο, ήρθε διαταγή απ’ το αρχηγείο των ανταρτών γιαγενική επιστράτευση. Όσοι ήταν πάνω από 16 χρόνωνήταν υποχρεωµένοι να παρουσιαστούν στο σχολείο όπουκαι η έδρα του φρουραρχείου. Ο τελάλης του χωριού πή-γαινε από µαχαλά σε µαχαλά και από γειτονιά σε γειτονιάκαλώντας τους νέους να παρουσιαστούν στο σχολείο.Έτσι, δειλά δειλά, άρχισαν να βγαίνουν απ’ τα σπίτια τουςόλοι όσοι είχαν την υποχρέωση να παρουσιαστούν. Ντυ-µένοι όσο πιο χοντρά γινότανε τραβούσαν όλοι τους γιατο φρουραρχείο. Μαζί τους και ο µεγάλος αδελφός µου ο

Page 30: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

30

∆ηµήτρης. Στο σχολείο τους υποδέχονταν ο υπεύθυνοςστρατολόγος µε τον κοµµατικό επίτροπο και τον πρόεδρο.Γίνονταν οι σχετικοί έλεγχοι απ’ τα δηµοτολόγια του χω-ριού και όσοι ήταν αρτιµελείς και ικανοί να κρατήσουνόπλο περνούσαν στην µεγάλη αίθουσα του σχολείουόπου σε λίγο θα τους µιλούσε ο κοµµατικός επίτροπος. Ηαίθουσα στο µεταξύ είχε γεµίσει από τους συγγενείς των«νεοσύλλεκτων» κι άλλους χωριανούς, οι οποίοι αδηµο-νούσαν να µάθουν νέα για την γενικότερη κατάσταση τουµετώπου.

-Συναγωνιστές, άρχισε το λόγο του ο επίτροπος, απ’ό,τι αντιλαµβάνεσθε ο εθνικός στρατός του µοναρχοφα-σιστικού καθεστώτος των Αθηνών θα προβεί σε γενικήαντεπίθεση κατά των θέσεων των δυνάµεων του ∆ηµο-κρατικού Στρατού που ελέγχει την ελεύθερη Ελλάδα. Γι’αυτό το Κ.Κ.Ε. κήρυξε γενική επιστράτευση στις ελεύθε-ρες περιοχές προκειµένου ν’ αντιµετωπιστεί ο επερχόµε-νος κίνδυνος. Κανείς δεν πρέπει να λείψει απ’ αυτό τοπροσκλητήριο. Θα πρέπει, µε νύχια και µε δόντια, ναυπερασπιστούµε την ελεύθερη Ελλάδα. Όσοι είναι σεθέση να κρατήσουν όπλο θα ενταχθούν άµεσα στις τά-ξεις του ∆.Σ.Ε. Και οι υπόλοιποι φυσικά, δεν πρέπει νααδρανήσουν. Μόλις ανοίξει ο καιρός θα πάρουν µέροςστη διάνοιξη χαρακωµάτων, στην κατασκευή πολυβο-λείων και στον αναγκαίο ανεφοδιασµό των αντάρτικωναποσπασµάτων. Ο αγώνας θα είναι σκληρός, άνισος,αλλά είµαστε βέβαιοι πως τελικά θα νικήσουµε. Αυτός οαγώνας µας είναι απελευθερωτικός αγώνας, δίκαιος αγώ-νας και θα τον κερδίσουµε οπωσδήποτε. Ζήτω το Κ.Κ.Ε.,

Page 31: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

31

Ζήτω ο ∆.Σ.Ε., Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα.Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ ο λόγος του που δεν

έλεγε να σταµατήσει. Το ακροατήριο τον άκουγε µε ανοι-χτό το στόµα. Ένιωθαν ένα νέο συναίσθηµα να τους κυ-ριεύει. Η σκέψη και µόνο ότι θα συµµετείχαν κι αυτοί σ’αυτόν τον αγώνα κατά των «φασιστικών ορδών» τους γέ-µιζε µε αίσθηµα έντονης ικανοποίησης. Κοιτούσαν ο έναςτον άλλο και έβλεπες τα µάτια τους ν’ αστράφτουν.

Όση ώρα µιλούσε ο κοµµατικός επίτροπος, µια οµάδαανταρτών ετοίµαζε στη διπλανή ευρύχωρη αίθουσα τουσχολείου µια πρόχειρη σκηνή όπου θα ανέβαζαν µια θε-ατρική παράσταση. Η αίθουσα είχε γεµίσει σχεδόν απόκόσµο κι εµείς, τα πιτσιρίκια, είχαµε πιάσει θέση µπρο-στά-µπροστά, καθισµένοι σταυροπόδι. Μετά το τέλος τηςοµιλίας του κοµµατικού στελέχους, όλοι ήρθαν στην αί-θουσα όπου θα παιζόταν το σχετικό έργο. Το θέµα τηςπαράστασης ήταν µια υπόθεση κατασκοπείας. Είχαν συλ-ληφθεί από τους αντάρτες δυο άτοµα τα οποία αφού ανα-κρίθηκαν, οµολόγησαν ότι συνέλεγαν πληροφορίες ήστοιχεία σχετικά µε τις κινήσεις και τις θέσεις των ανταρ-τών και τα µετέδιδαν στον αντίπαλο. Μετά την ακροαµα-τική διαδικασία το Λαϊκό δικαστήριο τους έκρινε ενόχουςγια το αδίκηµα της κατασκοπείας, και τους επέβαλε τη θα-νατική ποινή στέλνοντάς τους στο εκτελεστικό απόσπα-σµα. Στο άκουσµα των πυροβολισµών και στη θέα του«αίµατος», άθελά µου έβαλα τα κλάµατα. Μάταια προ-σπαθούσαν οι µεγαλύτεροι να µε καθησυχάσουν, συνέ-χιζα να κλαίω µε αναφιλητά. Κάποια στιγµή µε σήκωσεστην αγκαλιά του ένας αντάρτης και χαϊδεύοντάς µε µου

Page 32: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

32

ψιθυρίζει στ’ αυτί «Μην κλαις, Γιωργάκη, θέατρο είναι, δεσκοτώθηκαν στ’ αλήθεια». Σαν ξεκαθάρισαν τα µάτια µουαπ’ τα δάκρυα και κοιτάζοντάς τον καλύτερα, διέκρινα τολοχαγό από την Άρτα τον οποίο φιλοξενούσαµε σπίτι µαςκαι ο οποίος ήταν µορφωτικός υπεύθυνος του αντάρ-τικου αποσπάσµατος που είχε στρατοπεδεύσει στο χωριόµας.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν µαζί µε τον αδελφό µουΒασίλη γυρίσαµε σπίτι ΄όπου δεν αποφύγαµε την κα-τσάδα της µάνας µας.

Από την εποµένη κιόλας µέρα άρχισε η εκπαίδευσητων νεοσύλλεκτων. Κάθε πρωί συντάσσονταν στην πλα-τεία του χωριού και, µετά την σχετική αναφορά, αναχω-ρούσαν για το πρόχειρο πεδίο βολής πίσω από τοΜεγάλο ρέµα όπου εξασκούνταν στην σκοποβολή. Η εκ-παίδευσή τους συµπεριλάµβανε µαθήµατα θεωρίας καιγυµναστικής εξάσκησης. Μετά το πέρας της εκπαίδευσηςοι νεοσύλλεκτοι εντάσσονταν στις δυνάµεις του ∆ηµο-κρατικού στρατού.

Μετά την µάχη της Κόνιτσας και τη νίκη του Εθνικούστρατού, όλο το βάρος των επιχειρήσεων µεταφέρθηκεπρος την ανταρτο-κρατούµενη περιοχή του Γράµµου. Οστρατός, καλά οπλισµένος και έχοντας την βοήθεια τωνΑµερικανών, άρχισε να σφυροκοπά και να σηµειώνει µε-γάλες νίκες κατά των δυνάµεων των ανταρτών, οι οποίοιυποχωρούσαν και ανηφόριζαν προς τα ψηλά όπου θαπροσπαθούσαν να ανασυνταχθούν και να εξαπολύσουντην αντεπίθεσή τους. Ήταν ο καιρός που το χωριό µου

Page 33: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

33

είχε κατακλυσθεί στην κυριολεξία από τους αντάρτες. Ενόψει των µαχών που επρόκειτο να γίνουν, οι αντάρτες άρ-χισαν να κατασκευάζουν οχυρωµατικά έργα. Μέρα-νύχταέσκαβαν χαρακώµατα, στήνανε πολυβολεία, µετέφερανοπλισµό και πυροµαχικά και όλα τα απαιτούµενα εφόδια.Και σε όλο αυτό το έργο τους η βοήθεια και η συµβολήτων κατοίκων του χωριού µου δεν ήταν αµελητέα. Ακόµηκαι παιδάκια 12-14 χρόνων προσφέρονταν να βοηθή-σουν τους αντάρτες κάνοντας όλες τις αγγαρείες που τουςζητούσανε.

Κάποια µέρα µπαίνει στο χωριό ένα έφιππο αντάρτικοαπόσπασµα το οποίο τράβηξε ίσια για το σχολείο. Μπρο-στά στο σχολείο τους υποδέχτηκαν, χαιρετώντας στρα-τιωτικά, ο φρούραρχος µε τον κοµµατικό επίτροπο.Κατεβαίνοντας από τ’ άλογά τους, µπήκαν στο σχολείο, τοοποίο είχε µετατραπεί σε φρουραρχείο.

-Καθώς φαίνεται κι από τα γαλόνια που φέρουν, θα’ ναιαπό το Γενικό επιτελείο των ανταρτών είπε ο πάππου-Λάµπρος, ο οποίος ήταν ο καθηµερινός θαµώνας τηςπλατείας κι αποτελούσε ένα είδος πρακτορείου ειδήσεωνγια τους υπόλοιπους αργόσχολους. Πράγµατι, έτσι ήτανε,τους είχε στείλει ο στρατηγός Μάρκος µε εντολή να επι-θεωρήσουν τα υπό κατασκευή οχυρωµατικά έργα και ναδιαπιστώσουν το βαθµό εκπαίδευσης και ετοιµότητας τωννεοσύλλεκτων για τις µάχες που έµελλε να δώσουν.

Και το κακό το οποίο όλοι φοβόντουσαν δεν άργησε ναέρθει. Την εποµένη κιόλας µέρα φάνηκαν δυο αεροπλάνα,τα οποία, µε τον εκκωφαντικό τους θόρυβο προµηνύανετο κακό που θα επακολουθούσε. Κάτω, στο δηµόσιο

Page 34: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

34

δρόµο, ο οποίος έγλειφε σχεδόν την κοίτη του Σαραντά-πορου, φάνηκαν τα µηχανοκίνητα τµήµατα του εθνικούστρατού, ολόκληρη φάλαγγα από στρατιωτικά αυτοκίνηταπου πίσω τους έσερναν κανόνια µεγάλου βεληνεκούς.

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού τρέχανε από δω κι από κειπροσπαθώντας να κρυφτούν. Από παντού ακούγονταν οικραυγές των µανάδων να καλούν τα µικρά τους, τα οποίαµέχρι εκείνη τη στιγµή έπαιζαν ανέµελα στις γειτονιές.

Οι αντάρτες ήταν αγκυροβοληµένοι γύρω από τα πο-λυβολεία τους και παρατηρούσες µεγάλη κινητικότηταµέσα στα χαρακώµατα. Τα αιωνόβια δένδρα κάλυπταν τιςθέσεις τους και καθιστούσαν δύσκολο τον εντοπισµότους. Τα τηλέφωνα των διαβιβαστών και ο ασύρµατοςείχαν πάρει φωτιά, όλοι τους δίνανε αναφορά στον διοι-κητή τους και εκείνος µε τη σειρά του ενηµέρωνε το Γενικόεπιτελείο των ανταρτών.

Τα αεροπλάνα, πλησιάζοντας στο χωριό, άρχισαν ναξερνούν το βαρύ φορτίο τους κι αυτό που ακολούθησε δενπεριγράφεται. Ένα σύννεφο σκόνης απλώθηκε πάνω απ’το χωριό και σκέπασε τα πάντα. Μόλις διαλύθηκε το σύν-νεφο φάνηκε το µέγεθος της καταστροφής. Πολλά σπίτιαείχαν καταστραφεί και µέσα από τα χαλάσµατα ακούγον-ταν απεγνωσµένες φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. ∆ενπρόλαβαν οι χωριανοί να συνειδητοποιήσουν καλά-καλάτι είχε συµβεί κι ένα δεύτερο κύµα βοµβαρδισµών ήρθενα αποτελειώσει ό,τι είχε µείνει όρθιο.

Κάτω στο δηµόσιο δρόµο, το πυροβολικό και τα πεζο-πόρα τµήµατα του Εθνικού στρατού παίρνανε θέσειςπροκειµένου να εξαπολύσουν τη µεγάλη επίθεσή τους.

Page 35: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

35

Στρατοπέδευσαν σ’ ένα απόµερο µέρος, πίσω απ’ τονΜεγάλο λάκκο απ’ όπου την εποµένη θα εφορµούσανκατά των θέσεων των ανταρτών. Λογάριαζαν όµως χωρίςτον ξενοδόχο. Η εµπροσθοφυλακή των ανταρτών πουόλο αυτό το διάστηµα παρακολουθούσε τις κινήσεις τουεχθρού, έδινε συνεχώς αναφορές στον διοικητή της, έναν50χρονο συνταγµατάρχη από τα µέρη της Θεσσαλίας, οοποίος, καθώς λέγανε, ήταν από τους πιο µπαρουτοκα-πνισµένους του ∆ηµοκρατικού στρατού. Σε συνεννόησηλοιπόν µε το Γενικό επιτελείο, είχε σχεδιάσει, σε όλες τηςτις λεπτοµέρειες, την αντεπίθεση των ανταρτών. Πρινκαλά-καλά ξηµερώσει, έδωσε το σύνθηµα και οι αντάρτεςάρχισαν να σφυροκοπούν µ’ έναν καταιγισµό οµοβρον-τιών από όλµους και µπαζούκας τις εχθρικές θέσεις. Οιφαντάροι που πιάστηκαν σχεδόν στον ύπνο, µη περιµέ-νοντας αυτήν την ξαφνική επίθεση, έτρεχαν αλλόφρονεςεδώ και κει προσπαθώντας να καλυφθούν. Πολλοί απ’αυτούς, πάνω στον πανικό τους, είχαν περάσει από τηνάλλη πλευρά του Σαρανταπόρου, εγκαταλείποντας τις θέ-σεις τους και τον βαρύ οπλισµό τους. Οι οµοβροντίες τωνανταρτών συνεχίζονταν µε αµείωτη ένταση, καταφέρνον-τας µεγάλες απώλειες στον αντίπαλο. Σε λίγο, απ’ ταγύρω χαρακώµατα, άρχισαν να κατηφορίζουν δεκάδεςανταρτών. Σε αυτή τη θέα, ό,τι είχε µείνει απ’ το εκστρα-τευτικό σώµα τράπηκε σε άτακτη φυγή, αφήνοντας πίσωτου το βαρύ οπλισµό του. Χωρίς αµφιβολία οι αντάρτεςείχαν σηµειώσει µια περίλαµπρη νίκη. Αυτό είχε ως άµεσοαποτέλεσµα να ανέβει το ηθικό όχι µόνο των ανταρτώναλλά και του άµαχου πληθυσµού.

Page 36: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

36

Μετά απ’ αυτή την πανωλεθρία που έπαθε ο εθνικόςστρατός στη µάχη της Ζέρµας, αποφασίστηκε να σταλούνστην περιοχή οι πιο επίλεκτες µονάδες του προκειµένουν’ αντιµετωπίσουν τους αντάρτες. Οι βοµβαρδισµοί συνε-χίζονταν σε καθηµερινή βάση και οι ζηµιές που προκα-λούσαν ήταν ανυπολόγιστες. Σ’ έναν απ’ αυτούς τουςβοµβαρδισµούς µια βόµβα πέτυχε το σπίτι µας, µετατρέ-ποντάς το σε συντρίµµια. Ένας µαύρος καπνός και µιαπερίεργη δυσοσµία αναδυότανε απ’ τα χαλάσµατα. Όλοµας το βιός που ήταν στο κατώγι (τα δύο βόδια, το µου-λάρι και καµιά τριανταριά πρόβατα) κάηκαν ζωντανά.Εµείς, κρυµµένοι µέσα στο καταφύγιο, παρακολουθού-σαµε το µακάβριο θέαµα ανήµποροι να προστρέξουµε σεοποιαδήποτε βοήθεια. Η δυστυχία µας ήταν απερίγρα-πτη. ∆εν µας είχε µείνει τίποτα. Τα πάντα είχαν κατα-στραφεί. Η µητέρα µε τα µοιρολόγια της, σπάραζε τασωθικά µας. Καταριότανε συνεχώς τα αεροπλάνα και τονπόλεµο. Ο πατέρας, αµίλητος και περίλυπος έβλεπε τουςκόπους και το µόχθο µιας ζωής να έχουν γίνει στάχτη.Ήµασταν τελείως ξεκρέµαστοι. Το καταφύγιο είχε γίνειπλέον η µόνιµή µας κατοικία. Και φυσικά στη δική µας κα-τάσταση βρέθηκαν οι περισσότεροι από τους χωριανούς,µιας και το ανελέητο σφυροκόπηµα της αεροπορίας είχεµετατρέψει το µισό χωριό σε ερείπια.

Ο κλοιός του στρατού γύρω απ’ την ευρύτερη περιοχήόλο και έσφιγγε. Είχε αποκοπεί κάθε είδους επικοινωνίαµε τα γύρω κεφαλοχώρια και κυρίως µε την Κόνιτσα. Τατρόφιµα και τα είδη πρώτης ανάγκης γίνονταν όλο και πιοδυσεύρετα. Η τροφοδοσία των αντάρτικων τµηµάτων γί-

Page 37: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

37

νονταν από µέρα σε µέρα όλο και πιο προβληµατική. Ταλιγοστά κοπάδια που είχαν αποµείνει στα χέρια των τσελι-γκάδων είχαν επιταχθεί για τις ανάγκες των ανδρών του∆ηµοκρατικού στρατού.

Page 38: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

38

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση η ηγεσία τουΚ.Κ.Ε. και το Γενικό επιτελείο του ∆.Σ.Ε. πήραντην απόφαση για την εκκένωση της περιοχής, δί-

νοντας προτεραιότητα στην συγκέντρωση των παιδιώνκαι την προώθησή τους, προσωρινά, στην Αλβανία. Μετην πρώτη αποστολή «παιδοµαζώµατος» αναχώρησανγια την Αλβανία και τ’ αδέλφια µου Παντελής και Βασίλης.Ο µεγαλύτερός µου αδελφός, ο ∆ηµήτρης, είχε επιστρα-τευθεί από τους αντάρτες στην κατασκευή διαφόρων οχυ-ρωµατικών έργων στη γύρω περιοχή απ’ όπου επέστρεψε µετά από τέσσερις µήνες.

Στο µεταξύ ο Εθνικός στρατός προχωρούσε ακάθεκτααπό νίκη σε νίκη και ήταν θέµα ηµερών η εκδήλωση τηςµεγάλης κλίµακας στρατιωτικής επιχείρησης κατά των θέ-σεων των ανταρτών στο Γράµµο και το Βίτσι.

Εν όψει αυτής της κατάστασης που συνεχώς επιδει-νωνόταν και των σκληρών µαχών που θα επακολουθού-σαν, αποφασίστηκε η πλήρης εκκένωση της περιοχής, µεσκοπό να προστατευθεί ο άµαχος πληθυσµός. Προσω-ρινός προορισµός θα ήταν η Αλβανία. Αυτή η απόφασηέφερε σε µεγάλη αµηχανία τους κατοίκους του χωριού, οιοποίοι ένιωθαν ότι ξεριζώνονταν απ’ τα σπίτια τους, απ’τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάζονταν να πάρουντο δρόµο της προσφυγιάς Από την άλλη πλευρά όµως, µετα συνεχή σφυροκοπήµατα του πυροβολικού και τουςανελέητους βοµβαρδισµούς, έβλεπαν την απόφαση αυτήσαν µια αχτίδα φωτός να σωθούν οι ίδιοι και κυρίως νασώσουν τα παιδιά τους.

Άρχισαν λοιπόν οι εντατικές προετοιµασίες για την µε-

Page 39: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

39

γάλη φυγή. Φλοκάτες, είδη ρουχισµού, τρόφιµα και οτι-δήποτε άλλο θεωρούσαν αναγκαίο για το ταξίδι, τα τσου-βάλιαζαν όπως-όπως και τα φόρτωναν στα ζώα, όσωνφυσικά δεν είχαν χαθεί στους βοµβαρδισµούς ή δεν είχανακόµη επιταχθεί.

Εµείς, τα µόνα πράµατα που µας είχαν µείνει, ήταναυτά που, σε ανύποπτο χρόνο, είχαµε κρύψει στο κατα-φύγιο, µερικές βελέντζες και κάτι κουζινικά. Φορτώθηκανλοιπόν οι γονείς µου και ο αδελφός µου ο ∆ηµήτρης µεό,τι µπορούσε να µεταφέρει ο καθένας τους, και είµαστεέτοιµοι ν’ ακολουθήσουµε τη µεγάλη φάλαγγα µε τα γυ-ναικόπαιδα. Εγώ, ο µικρότερος της οικογένειας (ήµουνδεν ήµουν τότε έξι χρόνων) θα κουβαλούσα στον ώµοµου την µπούκλα µε νερό.

Κάποια στιγµή, µέσα στη νύχτα, δόθηκε το πρόσταγµαεκκίνησης. Ήταν η στιγµή που µου τυπώθηκε για πάνταστο παιδικό µου µυαλό. Ένα συνεχές µοιρολόι άρχισε ν’ακούγεται από το σύνολο των γυναικών, που παρά τιςπροτροπές των συνοδών ανταρτών για ησυχία, δεν έλεγενα σταµατήσει. Όλες οι γυναίκες κλαίγανε και βλαστη-µούσανε τη µοίρα που τους βρήκε. Πολλές, µάλιστα, λι-ποθυµούσανε και µετά βίας τις συνεφέρνανε. Οι άντρες,µε σκυµµένο το κεφάλι και βαρυγκωµώντας κάθε τόσο,προσπαθούσαν να ηρεµήσουν τις γυναίκες τους. Μέχρινα περάσουν το λόφο απ’ όπου πλέον δεν φαινότανε τοχωριό, οι γυναίκες δεν έλεγαν να σωπάσουν.

Τρέχοντας, σχεδόν, για να είµαι κοντά στους δικούςµου, ένιωθα ένα συνεχές τσούξιµο στον ώµο µου από την

Page 40: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

40

τριχιά της µπούκλας. Κάθε τόσο κοντοστεκόµουν για ναανασηκώσω λίγο την τριχιά αλλά αυτή έπεφτε πάλι στοπληγωµένο σηµείο. Στο µεταξύ, άκουγα συνεχώς τηνφωνή της µάνας µου να λέει «Γιωργάκ΄, τσακίς΄ γλήγουρακι πηρπάτα, µη σε χάσω µες΄τουν κόσµο.»

Η φάλαγγα, µακρόσυρτη σαν ένα γιγάντιο φίδι, στρι-φογύριζε ολονυχτίς στα κακοτράχαλα βουνά και µόλιςπου γλυκοχάραζε µπήκε σ’ ένα πυκνό, από αιωνόβιεςοξιές, δάσος. Μόλις ακούσαµε το πρόσταγµα για ξεκού-ραση, παρόλη τη δυστυχία µας, όλοι µας νιώσαµε µεγάληανακούφιση. Περπατούσαµε όλη την νύχτα, 7 ώρες πε-ρίπου κι είχαµε εξαντληθεί από την κούραση. Οι ώµοι µουήταν όλο πληγές από το βάρος της µπούκλας και µόλις τιςείδε η µάνα µου έβαλε τις φωνές, λες κι έφταιγα εγώ. Κα-θίσαµε και τσιµπήσαµε λίγο ψωµοτύρι και στη συνέχειαστρώσαµε τις φλοκάτες για ύπνο. Όµως άδικα! ∆εν προ-λάβαµε καλά-καλά να πάρουµε έναν υπνάκο και ακού-στηκε η γνωστή βουή των αεροπλάνων. Απ’ ό,τι λέγανε οιαντάρτες επρόκειτο για αναγνωριστικά και για καλή µαςτύχη δε βοµβάρδισαν. Καθώς φάνηκε, οι πελώριες οξιέςµε το πυκνό φύλλωµά τους, µας έκρυβαν καλά και δεν γί-ναµε αντιληπτοί από την αεροπορία.

Με τη δύση του ήλιου αρχίσαµε και πάλι τις προετοι-µασίες για τη νυχτερινή πορεία. Μπροστά, πάντα, πή-γαινε µια οµάδα ανιχνευτών, ακολουθούσε η κυρίωςφάλαγγα και στο τέλος µια διµοιρία ανταρτών. Από καιρόσε καιρό δύο έφιπποι αντάρτες πηγαινοέρχονταν κατάµήκος της φάλαγγας µε σκοπό να ελέγχουν την όλη πο-ρεία. Ήταν πυκνό σκοτάδι και, σαν να µην έφτανε αυτό,

Page 41: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

41

είχε και µια τέτοια οµίχλη που νόµιζα ότι περπατούσαµέσα στα σύννεφα. Μετά βίας διέκρινε ο ένας τον άλλον.Κρατώντας σφιχτά την µπούκλα µε το νερό περισσότεροέτρεχα παρά περπατούσα για να µπορώ να είµαι κοντάστους δικούς µου.

Τα κακοτράχαλα µονοπάτια ήταν όλο πέτρα και κάθετόσο σκοντάφταµε. Τα τσαρούχια µου, µετά από δυοµέρες-ή µάλλον νύχτες-πορείας, είχαν λιώσει και οι πα-τούσες µου έρχονταν σε άµεση επαφή µε το χώµα. Καιδεν άργησε να µατώσουν. Καταπονηµένοι από την κού-ραση και νηστικοί συνεχίζαµε την πορεία µέσα στο µαύροσκοτάδι ώσπου φτάσαµε σ’ ένα ξέφωτο. Από ‘δω και

Η πορεία προς την Αλβανία

Page 42: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

42

πέρα η πορεία συνεχίστηκε κάτω από οµαλότερες συν-θήκες. Με το που άρχισε να χαράζει όµως και διαλύθηκεη οµίχλη, ακούσαµε και πάλι το γνώριµο σε µας θόρυβο.Ένα αεροπλάνο φάνηκε στον ορίζοντα και ο πανικός πουεπακολούθησε δεν περιγράφεται. Με µιας διαλύθηκε ηφάλαγγα κι ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί όπως-όπως. Οι περισσότεροι πρόλαβαν και χώθηκαν στο κον-τινό δάσος, άλλοι πάλι πέσανε µπρούµυτα. Εµείς, γιακαλή µας τύχη, µόλις που προλάβαµε και χωθήκαµε κάτωαπό µια προεξοχή ενός βράχου. Γονατισµένοι για αρκετήώρα περιµέναµε το πότε θα τελειώσουν οι βοµβαρδισµοί.Το αεροπλάνο έκανε έναν τελευταίο γύρο αδειάζοντας τοτελευταίο φορτίο του και επέστρεψε στη βάση του. Ευ-τυχώς που οι ζηµιές, αυτή τη φορά, αναφέρονταν µόνοσε λίγους τραυµατίες και τον αποδεκατισµό ενός κοπα-διού προβάτων το οποίο είχε εγκαταλειφθεί από τ’ αφεν-τικά του στην προσπάθειά τους να σωθούν. Στο µεταξύάρχισε κι η γκρίνια και η µουρµούρα µεταξύ των χωρια-νών.

-Τι το’ θελα κι έφευγα, δεν καθόµουνα καλύτερα στοχωριό, ακούγεται κάποια στιγµή ο πάππου - Λάµπρος.

-Τι να ‘κανες µόνος σου στο χωριό, ρε πάππου - Λάµ-προ; τον ρωτά ο Παναγιώτης ο Τσάγκας. Με ποιόν θατσακωνόσουνα όλη µέρα;

-Ναι, βλέπω και την προκοπή µας εδώ, είµαστε στοδρόµο σχεδόν µια βδοµάδα, κατάκοποι, νηστικοί και δενξέρουµε πότε θα φτάσουµε, κι αν φτάσουµε.

Όλο εκείνο το πρωινό η φάλαγγα παρέµεινε διασκορ-πισµένη µέσα στο πυκνό δάσος και δεν ξεµύτισε κανείς.

Page 43: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

43

Άδραξαν όλοι την ευκαιρία για λίγη ξεκούραση, να βάλουνκάτι στο στόµα και να δέσουν τις πληγές τους. Ο αντάρ-της - νοσοκόµος πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όλουςόσους είχαν τραυµατισθεί κατά τον τελευταίο βοµβαρδι-σµό.

Τα τσαρούχια µου είχαν παντελώς αχρηστευθεί και ταπέταξα. Οι πατούσες όλο πληγές, τις απολυµάναµε µελίγο ρακί που είχε µαζί του ο ξάδελφός µου ο Χρήστοςαπό τον κάτω µαχαλά.

Αργά το βράδυ, µε το που έδυε ο ήλιος και οι τελευ-ταίες ηλιαχτίδες χάθηκαν πίσω από τις πελώριες οξιές,δόθηκε η εντολή για την ανασύνταξη της φάλαγγας. Οιέφιπποι αντάρτες, καλπάζοντας µε τ’ άλογά τους πηγαι-νοέρχονταν προσπαθώντας να συγκεντρώσουν τονκόσµο. Μόλις βράδιασε για τα καλά, να ‘µαστε και πάλιστο δρόµο. Περπατούσαµε ασταµάτητα, οι δικοί µου καµ-πουριασµένοι απ’ το φορτίο που έφεραν κι’ εγώ να τρέχωξωπίσω τους µε τη µπούκλα στον ώµο, µε τον φόβο µηντυχόν και τους χάσω. Αν και ξυπόλητος, µε πληγωµέναπόδια, δεν ένιωθα κανένα σχεδόν πόνο, λες και είχα συ-νηθίσει σ’ αυτήν την ταλαιπωρία.

Ξαφνικά, στο βάθος, αρκετά µακριά, φάνηκαν κάτιµικρά φωτάκια. Μη ξέροντας περί τίνος πρόκειται επιτά-χυνα το βηµατισµό µου κρατώντας καλά τη µπούκλα µου,ζύγωσα τον µπαµπά µου και τον ρώτησα:

-Μπαµπά τι είναι κείνα που φέγγουν;-Φώτα. µου απάντησε.-Τι φώτα; τον ξαναρωτάω.-Φώτα που καίνε και κάνουν την νύχτα µέρα, µου

Page 44: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

44

απάντησε απότοµα και κατάλαβα από τον τόνο τηςφωνής του πως δεν είχε καθόλου διάθεση για κουβέντα.Μέσα του στριφογύριζε η εικόνα της ολοκληρωτικής κατα-στροφής που πάθαµε και αγωνιούσε για το τι µας επιφύ-λασσε το µέλλον. Όσο για τη µητέρα, αυτή δεν σταµατούσε τα µοιρολόγια της για το κακό που µας βρήκε.

Συνεχίζοντας την πορεία µας µέσα στη νύχτα, κάποιαστιγµή κάτι διαδόθηκε και σιγά-σιγά όλη η φάλαγγα έµαθετα νέα. «Περάσαµε τα ελληνο-αλβανικά σύνορα», ανα-φώνησε ο αντάρτης που ξεπρόβαλε µπροστά µας καιόλοι µας, ασυνείδητα, νιώσαµε ένα αίσθηµα ασφάλειας.«Από δω και µπρος δεν πρόκειται να µας βοµβαρδίσουντα καταραµένα τ’ αεροπλάνα» άκουσα να λέει ο θείος Νι-κόλας που ακολουθούσε πίσω µας.

Βαδίζοντας για κάµποση ώρα ακόµη και, χωρίς ναέχουµε πλέον το φόβο των αεροπορικών επιδροµών,φτάσαµε σ’ ένα ίσιωµα όπου µας περίµεναν αρκετά φορ-τηγά αυτοκίνητα. Για πρώτη µου φορά έβλεπα αυτοκί-νητο. Άκουγα γι’ αυτό στο σπίτι από τον πατέρα µου πουταξίδευε συχνά, αλλά ποτέ µου δεν είχα δει κάτι παρό-µοιο. Μου φάνηκαν πολύ περίεργα όντα. Ανεβήκαµε όλοιπάνω στα φορτηγά αυτοκίνητα µε προορισµό το Ελµπα-σάν, µια πόλη στην ενδοχώρα της Αλβανίας. Ο δρόµοςήταν χωµάτινος και καθώς τ’ αυτοκίνητα προχωρούσαν,πίσω τους σήκωναν ένα τέτοιο σύννεφο σκόνης, που δενέβλεπες ούτε τα προπορευόµενα αλλά ούτε αυτά πουακολουθούσαν. Η διαδροµή ήταν αρκετά µεγάλη και χρει-αστήκαµε κάµποσες ώρες για να φτάσουµε στον προ-ορισµό µας. Στα περίχωρα της πόλης του Ελµπασάν

Page 45: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

45

είχαν στηθεί αντίσκηνα όπου θα φιλοξενούµασταν άγνω-στο για πόσο.

Η Αλβανία, µια ορεινή και φτωχή χώρα, µε έκδηλα τασηµάδια της εγκατάλειψης, προσπαθούσε να ορθοποδή-σει και να γιατρέψει τις πληγές της απ’ τον πόλεµο. Γι’αυτόν το λόγο, αυτή θ’ αποτελούσε έναν πρώτο σταθµόυποδοχής και φιλοξενίας, για τόσο διάστηµα όσο θαέπαιρναν οι σχετικές διαβουλεύσεις ανάµεσα στο Κ.Κ.Ε.και τις Λαϊκές δηµοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ηκαθεµιά απ΄ αυτές τις δηµοκρατίες θα απορροφούσε καιθα περιέθαλπε ένα µέρος απ’ τους πρόσφυγες. Σ υ γ κ ε -κριµένα, εδώ, στο Ελµπασάν της Αλβανίας έγινε αυτόπου λέµε «να χάνει η µάνα το παιδί και το παιδί τη µάνα».Η δική µας οικογένεια είχε διασκορπιστεί σε τέσσερις δια-φορετικές Λαϊκές ∆ηµοκρατίες. (Σοβιετική Ένωση, Α. Γερ-µανία, Ρουµανία και Ουγγαρία). Αυτό το βίαιο ξεκλήρισµαάφησε ανεξίτηλα σηµάδια στην παιδική µου ψυχή. ∆ενµπορούσα να καταλάβω, πως από τη µια στιγµή στηνάλλη, βρέθηκα µακριά απ΄ τους δικούς µου και την αγκα-λιά της µάνας µου.

Εννοείται πως εκείνο τον καιρό ούτε καν γνωρίζαµεπρος τα πού προωθήθηκαν οι µεν και οι δε. Για αρκετάχρόνια δεν είχαµε κανενός είδους επαφή.

Στην παιδούπολη του Ελµπασάν έµεινα κάπου τρειςµήνες και άλλους τόσους στην παιδούπολη της Αυλώνας,απ’ όπου µαζί µε άλλα προσφυγόπουλα θα αναχωρού-σαµε για κάποια άλλη λαϊκή δηµοκρατία.

Page 46: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

46

Τέλος, έφτασε και η µέρα της αναχώρησής µου,µαζί µε άλλα ελληνόπουλα, για την Ουγγαρία.Αυτή τη φορά η µεταφορά µας θα γινόταν σιδη-

ροδροµικώς. Φτάνοντας στο σταθµό, µε γουρλωµέναµάτια κοιτούσαµε όλοι µας αυτό που αντικρίσαµε µπρο-στά µας, το τρένο µε την πελώρια ατµοµηχανή και ταπολλά βαγόνια του. Φάνταζε τόσο µεγάλο που µέσα µουαισθάνθηκα ένα δέος. ∆ύο εργάτες τροφοδοτούσαν µεκάρβουνο το λέβητα και από την καπνοδόχο έβγαινε έναςµαύρος και πυκνός καπνός. Ανεβήκαµε, λοιπόν στοτρένο, πιάνοντας ο καθένας µας και µια θέση και περιµέ-ναµε υποµονετικά την στιγµή της εκκίνησης. Κάθε τόσοδυο αντάρτες πηγαινοέρχονταν στα βαγόνια κάνοντας κα-ταµέτρηση και σηµειώνοντας κάτι στα τεφτέρια τους.

Η επιβίβαση στον σιδηροδροµικό σταθµό Αυλώνας

Page 47: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

47

Ένα απότοµο σφύριγµα της µηχανής, µας τρόµαξε γιαλίγο και µετά το τρένο άρχισε σιγά-σιγά να κινείται. Όλα ταπιτσιρίκια, σχεδόν, σηκωθήκαµε από τις θέσεις µας και,κολληµένα στα παράθυρα, βλέπαµε τη γη να χάνεταιπίσω µας. Όσο περνούσε η ώρα το τρένο ανέβαζε ταχύ-τητα και το σκηνικό που ξετυλίγονταν µπροστά µας συ-νεχώς άλλαζε, τα βουνά διαδέχονταν τις πεδιάδες και οιπόλεις τα χωριά.

Μόλις άρχισε να νυχτώνει όλοι επιστρέψαµε στις θέ-σεις µας, κατάκοποι από την ορθοστασία. Προσπάθησανα κοιµηθώ αλλά τα συνεχή τραντάγµατα και ο αφόρητοςµεταλλικός θόρυβος του τρένου µε κρατούσαν άγρυπνο.Στο µεταξύ, µε τα χαράµατα, φθάνουµε στα αλβανογι-ουγκοσλαβικά σύνορα, και το τρένο σταµάτησε για τουςαπαραίτητους ελέγχους.

Ήταν η εποχή που οι σχέσεις των δύο «αδελφών» κοµ-µάτων, του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.)και της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κοµµουνιστών, (Ε.Γ.Κ.)είχαν επιδεινωθεί, λόγω της διαφορετικής αντίληψής τουςως προς τον ρόλο της Κοµµιντερν. Το Κ.Κ.Ε. ήταν πιστόστο δόγµα του Στάλιν για τον ηγεµονικό ρόλο του Κοµ-µουνιστικού Κόµµατος της Σοβιετικής Ένωσης (Κ.Κ.Σ.Ε.)ενώ η Ε.Γ.Κ. ήταν υπέρ της αυτονοµίας του κοµµουνιστι-κού κινήµατος, γι’ αυτό και οι τριβές ανάµεσα στα δύοκόµµατα. Λέγεται πως ο Τίτο, πρόεδρος της Ε.Γ.Κ. είχεδιαµηνύσει στην ηγεσία του Κ.Κ.Ε. ότι θα επέτρεπε τηνδιέλευση των Ελλήνων προσφύγων από τη χώρα του,αλλά τα τρένα µε τους πρόσφυγες δεν θα κάνανε καµίαστάση µέσα στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας. Σε πρώτη

Page 48: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

48

ανάγνωση, αυτό δεν φαίνονταν να είναι και µεγάλο πρό-βληµα για µας αφού θα φθάναµε µια ώρα νωρίτερα στοντελικό µας προορισµό, που ήταν η Ουγγαρία. Λάθος,όµως, µεγάλο λάθος, πέσαµε ολότελα έξω. Έπρεπε ναδιασχίσουµε κατά µήκος ολόκληρη, σχεδόν, τη Γιουγκοσ-λαβία, διανύοντας πάνω από χίλια χιλιόµετρα, χωρίς τηδυνατότητα ανατροφοδοσίας του τρένου.

Αφού ολοκληρώθηκαν οι έλεγχοι και καταµετρήθηκανόλα τα προσφυγόπουλα, το τρένο ξεκίνησε σιγά-σιγά νακυλά πάνω στις ράγες του. Μετά από αρκετές ώρες ταξίδικαι αφού ξηµέρωσε για τα καλά, κολλήσαµε και πάλι σταπαράθυρα παρατηρώντας το τοπίο που κάθε τόσο εναλ-λασσόταν. ∆ιασχίζαµε εύφορες πεδιάδες, βουνά, ποτά-µια, βλέπαµε τους αγρότες να εργάζονται στα χωράφιατους, κοπάδια αιγοπροβάτων να βόσκουν στα καταπρά-σινα λιβάδια και στους γύρω λόφους, αυτοκίνητα να πη-γαινοέρχονται στο δηµόσιο δρόµο και άλλα.

Θυµάµαι πως, πριν ξεκινήσουµε για το µεγάλο ταξίδι,µας είχαν εφοδιάσει µε λίγα τρόφιµα – ψωµοτύρι, δηλαδή- για το δρόµο. Αυτά, φυσικά, πεινασµένα και εξαθλιω-µένα καθώς ήµασταν, εξαντλήθηκαν από την πρώτη κιό-λας µέρα και βρισκόµασταν ακόµη στην αρχή. Το νερό, κιαυτό, ολοένα και λιγόστευε, ώστε τη δεύτερη µέρα του τα-ξιδιού να σωθεί εντελώς. Κι απ’ αυτήν τη στιγµή άρχισε τοµαρτύριό µας. Η δίψα, όσο περνούσε ο χρόνος, όλο καιµας κυρίευε, δεν την αντέχαµε πια και τα µικρότερα -λεςκι εγώ ήµουν µεγάλος, έξι χρόνων ήµουν- βάλανε τα κλά-µατα, φωνάζοντας απελπισµένα «νερό, νερό». Σε λίγοµπήκαµε όλοι στο χορό φωνάζοντας και κλαίγοντας. Οι

Page 49: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

49

υπεύθυνοι της αποστολής, οι αντάρτες «παιδονόµοι»µας, ανήµποροι να κάνουν κάτι, µας κοιτούσαν απλώς,συµπάσχοντας µαζί µας. Σε όλο το τρένο δεν ακούγον-ταν τίποτα άλλο εκτός από το κλάµα µας και, αραιά καιπου, το σφύριγµα της µηχανής. Και να που, πάνω στηναπελπισία µας, γίνεται το θαύµα, γιατί περί θαύµατοςεπρόκειτο, Θεούλη µου. Για καλή µας τύχη, άρχισε ναβρέχει. Καθώς οι σταγόνες της βροχής χτυπούσανε σταπαράθυρα κι απ’ τα ανοίγµατά τους η βροχή έµπαινε στηνεσωτερική πλευρά των παραθύρων, σχηµατίζονταν κατάκάποιο τρόπο µικρά «ρυάκια» τα οποία κυλούσαν προςτα κάτω. Μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο καλό, όλα ταπαιδιά σπρώχνοντας και σχεδόν ποδοπατώντας το ένατο άλλο, χιµήξαµε προς τα παράθυρα και αρχίσαµε µελαιµαργία να γλείφουµε τα τζάµια. Θεέ µου, τι ικανοποί-ηση που είχα νιώσει! Είχα καταφέρει επιτέλους να ξεδιψά-σω, και µε το φόβο πάντα µη τυχόν και ξαναδιψάσω δενέλεγα, όπως και τα περισσότερα παιδιά, να ξεκολλήσωαπ’ το παράθυρο. Και για καλή µας τύχη η βροχή κρά-τησε για αρκετή ώρα εκείνη τη µέρα.

Μέσα στη νύχτα, αρκετά µακριά, άρχισαν να διακρί-νονται µυριάδες φωτάκια τα οποία όσο πλησιάζαµε γί-νονταν και µεγαλύτερα. Σε λίγο οι γραµµές του τρένουπλήθαιναν κι από δεξιά και αριστερά τους υψώνονταν πο-λυώροφα κτίρια. Όλοι µας κοιτούσαµε, µε ανοιχτό τοστόµα ό,τι βλέπαµε γύρω µας, µην ξέροντας που βρι-σκόµαστε. Για µια στιγµή, ακούµε τον παιδονόµο µας ναλέει. «Αυτό είναι το Βελιγράδι, η πρωτεύουσα της Γιουγ-κοσλαβίας». Και όπως ήταν αναµενόµενο, ούτε εδώ κά-

Page 50: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

50

ναµε στάση. Το τρένο, µπαίνοντας στο σταθµό του Βελι-γραδίου, µείωσε κάπως ταχύτητα, σφύριξε δυο-τρειςφορές και, µετά από λίγο, άρχισε να αναπτύσσει και πάλιταχύτητα. Με το που ξηµέρωσε, µπροστά µας ξετυλιγό-τανε ο απέραντος κι εύφορος κάµπος της Βοϊβοδίνας,που απλωνότανε µέχρι τα γιουγκοσλαβο-ουγγρικά σύ-νορα.

Καθώς πλησιάζαµε τα σύνορα µε την Ουγγαρία, κά-ποια στιγµή χρειάστηκε να πάω στην τουαλέτα και καθώςήταν σκοτάδι, ψαχουλεύοντας για το πόµολο της πόρταςτα δυο δάχτυλα του δεξιού µου χεριού χώθηκαν στο διά-κενο της µισάνοιχτης πόρτας. Την ίδια ακριβώς στιγµήέκλεισε η πόρτα απ’ το παιδί που ήδη βρίσκονταν µέσα,µε αποτέλεσµα να εγκλωβιστούν τα δύο µου δάκτυλα, οδείκτης κι ο µεσαίος, και να σπάσουν, σχεδόν, τα κοκα-λάκια. Ο πόνος µου ήταν αβάσταχτος. Το κλάµα κι οιφωνές µου ακούγονταν σ΄ όλο το τρένο. Ευτυχώς πουπλησιάζαµε τα σύνορα και το τρένο θα. έκανε στάση στοσυνοριακό σταθµό του Σέγκεντ της Ουγγαρίας. Μόλις τοτρένο σταµάτησε, οδηγήθηκα στο Πρώτων Βοηθειών τουσταθµού, όπου, αφού µου κάνανε µια ένεση, µου επιδέ-σανε τα δάχτυλα. Παρόλα αυτά ο πόνος δεν έλεγε να στα-µατήσει. Στο µεταξύ. όλα τα παιδιά είχαν κατέβει από τοτρένο και αραδιασµένα στη σειρά περίµεναν την έλευσητου νέου τρένου που θα µας µετέφερε στη Βουδαπέστη.Θυµάµαι πως, η πρώτη λέξη που µάθαµε στα ουγγαρέ-ζικα, ήταν η λέξη «βιζ», δηλαδή νερό, και καθώς την προ-φέραµε όλοι µαζί, «βιζ, βιζ, βιζ» είχες την αίσθηση πωςκάποιο αεράκι φυσούσε. Οι Ούγγροι συνοδοί που θα µας

Page 51: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

51

παραλάµβαναν δεν προλαβαίνανε να κουβαλάνε νερόπροκειµένου να τιθασεύσουµε τη δίψα µας.

Το νέο τρένο, στο οποίο είχαµε ανεβεί, ήταν πολύ κα-λύτερο και πιο καθαρό από το προηγούµενο. Είχε και έναείδος «σέρβις» καθώς µας σέρβιραν και διάφορες λιχου-διές όπως σοκολάτες, καραµέλες, µπισκότα κ.α. Μόλιςτροχοδρόµησε το τρένο κι άρχισε ν’ αναπτύσσει ταχύτητα,µπροστά µας ξεπρόβαλε ο απέραντος πανονικός κάµ-πος, ο κάµπος της Ουγγαρίας. Ώσπου έφτανε το µάτι,µπροστά, αριστερά, δεξιά, δεν έβλεπες τίποτ’ άλλο εκτόςαπό απέραντες εκτάσεις καλαµποκιού, ηλιόσπορου καισταριού, ένα µονότονο τοπίο, εντελώς διαφορετικό απ’αυτό της Γιουγκοσλαβίας. Γι’ αυτό το λόγο, εξάλλου, τοµεγαλύτερο κοµµάτι της διαδροµής το βγάλαµε καθισµέ-νοι στις θέσεις µας. Μετά από τρεις ώρες ταξίδι, φτάσαµεστο σταθµό Κέλετυ της Βουδαπέστης, πρωτεύουσα τηςΟυγγαρίας. Τα µεγάλα πολεοδοµικά συγκροτήµατα καιστις δυο πλευρές του ∆ούναβη, η Βούδα και η Πέστη,µε τα ωραία κλασικά κτίρια, τις µεγάλες πλατείες και τιςφαρδιές λεωφόρους µε είχαν αφήσει άφωνο, ήταν κάτι τοπρωτόγνωρο. Η µεγάλη κίνηση στους δρόµους, µε τατραµ, τα τρόλεϊ, τα λεωφορεία και ο κόσµος που πηγαι-νοερχότανε µε είχανε κάνει να µείνω µε το στόµα ανοιχτό,µε είχανε ζαλίσει στην κυριολεξία. Και πώς να µην ζαλι-στώ, όταν, από τη µια µέρα στην άλλη, βρέθηκα, από τακατσάβραχα της Ηπείρου και της Αλβανίας, στην καρδιάτης Ευρώπης.

Στην αποβάθρα του σιδηροδροµικού σταθµού µας πε-ρίµενε οµάδα του Ουγγρικού Ερυθρού Σταυρού και µε τη

Page 52: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

52

συνοδεία της ανεβήκαµε στα λεωφορεία που περίµενανστη σειρά και ξεκινήσαµε. Το ταξίδι µε τα λεωφορεία ζή-τηµα να κράτησε µισή ώρα, αλλά ήταν αρκετός χρόνοςγια να µείνουµε όλοι µας έκθαµβοι από όλ’ αυτά που βλέ-παµε. Κάποια στιγµή τα λεωφορεία σταµάτησαν µπρο-στά από ένα κτίριο όπου και κατεβήκαµε. Ήταν µιαπρώην φοιτητική εστία, η οποία είχε εκκενωθεί προκειµέ-νου να φιλοξενήσει εµάς, τα ελληνόπουλα. Θυµάµαι πωςτο πρώτο πράµα που κάναµε ήταν να µπούµε σε µια µε-γάλη αίθουσα, όπου ήταν αραδιασµένες, στη σειρά, καµιάδεκαριά καρέκλες και πίσω απ’ τις καρέκλες άλλοι τόσοικουρείς µε τις άσπρες µπλούζες τους. Καθόµασταν δέκα-δέκα και, στο άψε - σβήσε, το κεφαλάκι µας γινότανεγουλί. Ευτυχώς, διότι µετά την ταλαιπωρία που είχαµευποστεί, την πείνα, τη δίψα και κυρίως την έλλειψη στοι-χειώδους προσωπικής υγιεινής είχαµε γεµίσει όλοι µαςψείρες. Τώρα, που το κεφάλι µας ήταν γυµνό από µαλλιά,άνετα διέκρινες κόκκινα ίχνη από το πολύ ξύσιµο. Μετά τοκούρεµα, σειρά είχε το µπάνιο, αφού προηγουµένως εί-χαµε βγάλει και πετάξει τα βρώµικα ρούχα µας. Τα µι-κρότερα µας είχαν αναλάβει οι εθελόντριες του ΕρυθρούΣταυρού και κάνανε τέτοιο τρίψιµο, λες και είχανε βαλθείνα µας βγάλουν το δέρµα. Όταν ήρθε η σειρά µου, η εθε-λόντρια πρόσεξε τον επίδεσµο που είχα στο χέρι και µεµεγάλη προσοχή µου τον έλυσε. Στη θέα αυτού που αν-τίκρισε έβγαλε µια φωνή και κάλεσε µια νοσοκόµα ηοποία αφού καθάρισε την πληγή, µου έβαλε κάποιααλοιφή και πέρασε καινούργιο επίδεσµο. Όταν πια ντύ-θηκα, µε καινούργια ρούχα φυσικά, µε πήρε από το γερό

Page 53: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

53

χέρι και µε οδήγησε στο ιατρείο της εστίας. Πίσω απ’ τογραφείο του, ένας µεσόκοπος άνδρας, µε άσπρηµπλούζα, περιεργάζονταν κάτι χαρτιά. Κάτι του είπε η νο-σοκόµα στη γλώσσα τους και ο γιατρός σηκώθηκε και µεπλησίασε. Πήρε το δεξί µου χέρι, έβγαλε τον επίδεσµο καιάρχισε να εξετάζει µε προσοχή τα δυο µου δάκτυλα. Αφούµου πέρασε τον επίδεσµο, έγραψε κάτι στο µπλοκάκι κιέδωσε το χαρτί στην νοσοκόµα. Τηλεφώνησε δεν ξέρω κιεγώ πού, κάτι είπε στη νοσοκόµα και κατόπιν βγήκαµεαπό το ιατρείο. Είχα την εντύπωση πως θα πηγαίναµεστο εστιατόριο όπου ήδη είχαν συγκεντρωθεί τ’ άλλα παι-διά. Κρατώντας µε πάντα από το χέρι, η νοσοκόµα µεοδήγησε προς την έξοδο της εστίας όπου, µετά από λίγο,φάνηκε ένα ασθενοφόρο. Πάντα µε τη συνοδεία της νο-σοκόµας, ανέβηκα στο ασθενοφόρο το οποίο κατευθύν-θηκε προς το νοσοκοµείο που βρίσκονταν δυο τετράγωναπιο κάτω. Φτάνοντας εκεί, οδηγήθηκα σ’ ένα θάλαµοόπου υπήρχαν άλλοι τρεις ασθενείς. Ιδέα δεν είχα γιατίµε φέρανε εδώ και τι επρόκειτο να γίνει. Τη νύχτα, ούτελόγος να κοιµηθώ. Θέλεις από τον πόνο, θέλεις από τιςδιάφορες σκέψεις που τριγύριζαν στο µυαλουδάκι µου,δεν µπόρεσα να κλείσω µάτι.

Την εποµένη, ένας νοσοκόµος µ’ έβαλε σ’ ένα αναπη-ρικό καρότσι και µε οδήγησε στο χειρουργείο. Εκεί ξανα-συνάντησα τον γιατρό της εστίας ο οποίος κάτι πήγε ναµου πει, αλλά πού να καταλάβω! Μου έκανε µια ένεση καιαποκοιµήθηκα. Όταν ξύπνησα, ήµουνα και πάλι στο δω-µάτιο. Κάτι σκληρό ένοιωθα σαν ψηλαφούσα τα δάχτυλάµου. Στο νοσοκοµείο έµεινα κάπου δυο εβδοµάδες και

Page 54: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

54

στη συνέχεια επέστρεψα στην εστία, όπου συνάντησα καιπάλι τ’ άλλα προσφυγόπουλα. Η επέµβαση στην οποίαείχα υποβληθεί είχε ως αποτέλεσµα την επανακόλλησητων σπασµένων αγγείων και οστών. Μετά από κάνα τρί-µηνο παραµονής στην εστία προωθηθήκαµε σε διάφο-ρες παιδουπόλεις της Ουγγαρίας. Αρχικά εγώ, µαζί µεπολλά άλλα συγχωριανόπουλα πήγαµε στην παιδούπολητου Σίκεσφεχερβαρ Τσιούργκο, όπου φιλοξενηθήκαµεστο θέρετρο του Κάρολυ, ένα µέγαρο σε σχήµα «Π». Στιςπλαϊνές διώροφες πτέρυγες ήταν τα µεγάλα υπνοδωµά-τια, στο κέντρο οι αίθουσες διδασκαλίας, ενώ στο ισόγειοη τραπεζαρία, τα µαγειρεία και διάφορα γραφεία. Το συγ-

Η παιδόπολη στο Τσιούργκο της Ουγγαρίας

Page 55: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

55

κεκριµένο κτίριο-µέγαρο ήταν κτισµένο στις παρυφές ε-νός λόφου και στο πίσω µέρος του, σε κάποια απόσταση,υπήρχε µια µικρή λίµνη απ’ όπου ακούονταν, µέρα-νύχτα,µέσα από τα πυκνά καλάµια τα κοάσµατα των βατράχων.Στη µέση του προαυλίου χώρου µεταξύ των δυο πλαϊνώνπλευρών του συγκροτήµατος υπήρχε ένα µεγάλο σιντρι-βάνι µ’ ένα άγαλµα στη µέση.

Εδώ, στο Τσιούργκο, µετά την τακτοποίησή µας σεθαλάµους και σε τάξεις, αρχίσαµε να µαθαίνουµε και ταπρώτα µας γράµµατα. Κάθε µέρα κάναµε από τέσσεριςώρες ουγγαρέζικα και µία ώρα ελληνικά. Για να είµαι ειλι-κρινής δυσκολεύτηκα αρκετά για να µπω στο νόηµα τηςουγγρικής γλώσσας, η οποία υπακούει σε εντελώς δια-φορετικούς κανόνες γραµµατικής απ’ ό,τι οι αγγλοσαξο-νικές ή οι λατινογενείς γλώσσες. Ένας άλλος λόγος οοποίος δυσχέραινε την γρήγορη εκµάθησή της ήταν και τογεγονός ότι όντας συνεχώς, µέρανύχτα, µαζί, διακόσιαπερίπου παιδιά, µεταξύ µας δεν µιλούσαµε παρά µόνοελληνικά. Επί πλέον, δεν είχαµε καµία επαφή µε τον έξωκόσµο, το χωριό δηλαδή. Ουγγαρέζικα µιλούσαµε καιακούγαµε µόνο µέσα στην τάξη. Ως προς τα µαθήµατατων ελληνικών, όπως ήταν προφανές, αυτά αφορούσανπερισσότερο µαθήµατα σύγχρονης ελληνικής ιστορίας καιγεωγραφίας της Ελλάδας και λιγότερο µαθήµατα γλώσ-σας και γραµµατικής. Εξ’ άλλου, δεν υπήρχε και το ανά-λογο διδακτικό προσωπικό και τα µαθήµατα γινόντουσαναπό αντάρτες που είχαν κάποια µόρφωση.

Στο Τσιούργκο έµεινα σχεδόν δυο χρόνια, µέσα σταοποία έµαθα να διαβάζω και να γράφω ουγγαρέζικα και

Page 56: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

56

ελληνικά. Η περίοδος που πέρασα εδώ, ήταν µια περίο-δος ξένοιαστη κι όλο παιχνίδια. Με το που τελειώναµε ταµαθήµατα, ξεχυνόµασταν στο γήπεδο ποδοσφαίρου καιπαίζαµε ατέλειωτες ώρες. Τα δάκτυλα και οι πατούσες µαςήταν συνεχώς µατωµένα από το πολύ κλωτσίδι και το τρέ-ξιµο.

∆εξιά από το κτίριο υπήρχε ένα µικρό δασύλλιο µε λεύ-κες, το οποίο αποτελούσε ιδανικό χώρο για ανταρτοπό-λεµο. Κατασκευάζαµε ξύλινα όπλα, χωριζόµασταν σε δυοοµάδες, σε αντάρτες και «µπουραντάδες» και κυνηγούσα-µε οι µεν τους δε. Μόνο η δυνατή σφυρίχτρα του παιδο-νόµου µας επανέφερε στην τάξη κι επιστρέφαµε στουςθαλάµους.

Ωραία ήταν όλα αυτά, αλλά ερχότανε και στιγµές πουνοσταλγούσα τους δικούς µου. Είχαν περάσει πάνω απόδυο χρόνια από τότε που είχα αποχωριστεί από τους γο-νείς µου κι ένιωθα ένα διακαή πόθο να βρεθώ κοντά τους.∆εν είχα ιδέα για το πού βρίσκονταν, είχα χάσει εντελώςτα ίχνη τους. Στο µεταξύ, τα σπασµένα δάκτυλά µου εί-χανε θρέψει για τα καλά και µόλις µετά βίας διακρινότανεη πληγή. Μπορούσα πλέον άνετα να πιάνω το µολύβι καινα κάνω τα µαθήµατά µου καθώς επίσης και το κουτάλιγια να τρώω το ουγγαρέζικο «γκούλας», το «πάπρικα»και το «µάκος τίστα». (Ως προς το τελευταίο, το «µακοςτίστα», πρόκειται για µακαρόνια µε σπόρους παπαρού-νας, φαγητό το οποίο το φτιάχνουν ακόµη και σήµερα.Θυµάµαι πως εκείνη την εποχή οι καλλιέργειες παπα-ρούνας έφθαναν µέχρι τον αυλότοιχο του παιδικού σταθ-µού).

Page 57: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

57

Η νέα σχολική χρονιά 1951-1952 µε βρήκε στην παι-δούπολη του Μπάλατον Κένεσε, ένα χωριό στις όχθεςτης λίµνης Μπάλατον, τη µεγαλύτερη της Ουγγαρίας κιαπό τις µεγαλύτερες της Ευρώπης. Εδώ έµεινα για δυοχρόνια, όπου τελείωσα την τετάρτη δηµοτικού. Η παι-δούπολη αποτελούνταν από δυο αυτοτελή κτίρια. Τοπρώτο, κτισµένο σύρριζα µε το δηµόσιο δρόµο, ήταντριώροφο και στους δυο πάνω ορόφους ήταν τα υπνο-δωµάτια, µεγάλα, ευάερα και ευήλια και στον πρώτοόροφο ήταν οι αίθουσες διδασκαλίας και το γραφείο του«ιγκαζγκάτο», του διευθυντή δηλαδή. Στο άλλο κτίριο, τοοποίο βρισκότανε στα πενήντα περίπου µέτρα από τοπρώτο, στεγάζονταν τα µαγειρεία, η τραπεζαρία και οι

Το δηµοτικό σχολείο στο Μπάλατον Κένεσε της Ουγγαρίας

Page 58: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

58

χώροι διαµονής του προσωπικού. Στο άλλο άκρο τηςαυλής βρισκόταν το γήπεδο ποδοσφαίρου, όπου περ-νούσαµε ολόκληρο σχεδόν τον ελεύθερο χρόνο µας.Ήταν η εποχή που το ουγγρικό ποδόσφαιρο µεσουρα-νούσε σε όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας τις µεγαλύτερεςδόξες. Η εποχή των Πούσκας, Κότσις, Μπούνται, Χίν-τεκουτι, Τσίµπορ, του τερµατοφύλακα Γκρόσιτς καιάλλων. Μάλιστα είχα την τύχη να δω τους ποδοσφαιρι-στές της εθνικής Ουγγαρίας σε αγώνα προετοιµασίας µετην επίλεκτη οµάδα της περιοχής του Μπάλατον. Ο Πού-σκας και η παρέα του είχαν δώσει ένα πραγµατικό ρεσι-τάλ. Μετά το µατς, όλοι οι ποδοσφαιριστές τρέξανε καιβουτήξανε στα νερά της λίµνης Μπάλατον. Το βράδυ,στην παιδούπολη, δεν είχαµε άλλη συζήτηση εκτός απ΄ τοθέαµα που είχαµε παρακολουθήσει. Ήταν η οµάδα ηοποία το 1953 νίκησε µε σκορ 6-3 την εθνική Αγγλίας, ηοποία είχε κάπου 50 χρόνια να χάσει στην έδρα της.

Η διαµονή µου στο Μπάλατον Κένεσε κυλούσεοµαλά, και χαιρόµουνα, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, όταν εί-χαµε υποχρεωτικό δίωρο πρόγραµµα κολύµβησης.

Για τους Ούγγρους ή λίµνη του Μπάλατον ήταν, και πα-ραµένει ακόµα, το αγαπηµένο τους µέρος για τις θερινέςτους διακοπές.

Μέσα στο 1953 δέχθηκα µια απρόσµενη επίσκεψη,αυτή του αδελφού µου ∆ηµήτρη, ο οποίος διέµενε και ερ-γαζότανε στη Βουδαπέστη. Είχαν περάσει κάπου πέντεχρόνια από τότε που είχαµε χωρίσει. Η χαρά µου ήταν α-περίγραπτη. Είχα ριχτεί στην αγκαλιά του και δεν έλεγα

Page 59: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

59

να ξεκολλήσω από πάνω του. ∆εν ήµουν πλέον µόνος,ένιωθα µέσα µου ότι υπήρχε ελπίδα να ξανασµίξει η οι-κογένεια.

-Πού µένεις, αδελφέ; τον ρώτησα.-Στη Βουδαπέστη, µου απάντησε, στο Ντόχανγκυαρ,

µια περιοχή που πήρε τ’ όνοµά της από το εργοστάσιοκαπνού και τσιγάρων που υπάρχει εκεί (Ντόχαν = κα-πνός).

-Γιατί δεν έρχεσαι να µείνεις µαζί µου εδώ, στο Μπά-λατον Κένεσε;

-Αυτό δε γίνεται, µου λέει, γιατί εγώ εργάζοµαι ήδη σεκάποιο εργοστάσιο στη Βουδαπέστη και παρακολουθώσυγχρόνως και µαθήµατα σε κάποιο νυχτερινό σχολείο.

Η λίµνη Μπάλατον στο Μπάλατον Αλµάντι της Ουγγαρίας

Page 60: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

60

-Από τους γονείς και τ’ αδέλφια µας είχες καθόλου νέατους; Πού βρίσκονται;

-Το µόνο που µπόρεσα να µάθω είναι πώς οι γονείςµας µε την Βεργινάδα και τον Βασίλη βρίσκονται κάπουστη Ρουµανία και τώρα κάνω προσπάθειες, µέσω τουΕρυθρού Σταυρού, να µάθω πού ακριβώς.

Μου είχε φέρει και ένα ζευγάρι κοντά παντελόνια καιµια µπλούζα, τα οποία τα φόρεσα αυτοστιγµής κι ένιωθαπερήφανος. Την εποµένη όµως, επέστρεψε στη Βουδα-πέστη κι έµεινα και πάλι µόνος. Κι όµως, αυτή τη φορά,κάτι είχε αλλάξει µέσα µου. ∆εν αισθανόµουν εκείνη τηναβάσταχτη µοναξιά, που δε γνώριζα τίποτα για τους δι-

Το δηµοτικό σχολείο στο Μπάλατον ΄Αλµαντι της Ουγγαρίας

Page 61: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

61

κούς µου, η πρώτη επαφή µε την οικογένεια είχε γίνει κιέλπιζα πως κάποια στιγµή θα σµίγαµε.

Μετά το Μπάλατον Κένεσε ήρθε η σειρά του Μπά-λατον Άλµαντι να µας φιλοξενήσει. Αυτό βρίσκοντανδίπλα στη λίµνη, καµιά δεκαριά χιλιόµετρα νοτιότερα απότο προηγούµενο. Η διαφορά µε το Μπάλατον Κένεσεήταν ότι το κτίριο όπου διαµέναµε δε βρισκόταν στον ίδιοχώρο µε το σχολείο. Για να πάµε στο σχολείο διασχίζαµεόλο το χωριό. Ήµαστε συντεταγµένα, στη σειρά και ακού-γαµε, κάθε τόσο, τους Μαγυάρους χωρικούς να λένε µε-ταξύ τους «α γκιούρουκ γκέρεκεκ» δηλαδή ταελληνόπουλα. Το χωριό εκτεινόταν κατά µήκος του δηµό-σιου δρόµου και της παράλληλης µε αυτόν σιδηροδροµι-κής γραµµής. Αν και περνούσαµε κάθε µέρα δίπλα απ΄τον σιδηροδροµικό σταθµό, πάντα µας έκανε αίσθηση τοπόσο καλά ήταν συντηρηµένο το κτίριο και ειδικότερα οπροαύλιος χώρος του, µε τις πρασιές και τους καλλωπι-στικούς θάµνους. Στο Μπάλατον Αλµαντι έβγαλα την τε-τάρτη και πέµπτη δηµοτικού και είχα φθάσει, θαµπορούσα να πω, σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσηςτης ουγγρικής γλώσσας.

Από τα γεγονότα που σηµάδεψαν τα παιδικά µου χρό-νια κατά την παραµονή µου στο Μπάλατον Αλµαντι θαµπορούσα να αναφέρω δυο. Το ένα αφορά ένα τραγικόπεριστατικό, όταν κάποιο προσφυγόπουλο, από τα µέρητης Καστοριάς, έπαθε ηλεκτροπληξία από πεσµένο ηλε-κτροφόρο καλώδιο. Είχαν ειδοποιηθεί οι δικοί του στηΒουδαπέστη κι είχαν σπεύσει για την κηδεία του. Το άλλο

Page 62: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

62

γεγονός έχει να κάνει µε τα καθηµερινά µας παιχνίδια.∆ίπλα στα µαγειρεία υπήρχε µια ψηλή λεύκη και κάθετόσο συναγωνιζόµασταν για το ποιος θα ανέβει πιο ψηλά.Έτσι λοιπόν, στην προσπάθειά του να ανέβει όσο ψηλό-τερα µπορούσε, κάποιο προσφυγόπουλο από τα µέρητης Κόνιτσας στραβοπάτησε, έχασε την ισορροπία του κιέπεσε. Όλοι µας κοκαλώσαµε, είχε χτυπήσει πολύ

άσχηµα. Καλέ-σανε αµέσωςένα ασθενοφόροκαι το µετέφερανστο νοσοκοµείοτου Σεκεσφε-χερβαρ όπουπαρέ-µεινε γιααρκετό καιρό.Επέστρεψε στηνπαιδούπολη λίγοπριν την έναρξητης νέας σχολι-κής χρονιάς. Εν-νοείται, ότι στοεξής, δεν ξανανέ-βηκε σε δένδρο,ούτε αυτός αλλάούτε κι εµείς µετάτη λαχτάρα πουπάθαµε.

Η συνάντηση µε τον αδελφό µου ∆ηµήτρητο 1953

Page 63: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

63

Οι προσπάθειες των οργάνων του Ερυθρού Σταυρούπου στόχευαν στην επανένωση των διαλυµένων οικογε-νειών άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Από τα µέσα του1953 τα πρώτα προσφυγόπουλα άρχισαν να εγκαταλεί-πουν την παιδούπολη του Μπάλατον Αλµαντι και πήγαι-ναν να συναντήσουν τους δικούς τους. Βλέποντας ναφεύγουν οι συνοµήλικοί µου, µέσα µου φούντωνε όλο καιπερισσότερο η ελπίδα ότι κάποια µέρα θα άφηνα κι εγώτην παιδούπολη για να βρεθώ και πάλι στην αγκαλιά τωνδικών µου. Αυτή η µέρα δεν άργησε να έρθει. Ήταν φθι-νόπωρο του 1954 όταν απρόσµενα ήρθε στην παιδού-πολη ο αδελφός µου ο ∆ηµήτρης να µε πάρει για τηΒουδαπέστη απ’ όπου θα αναχωρούσαµε για την Κρα-γιόβα της Ρουµανίας. Εκεί διέµεναν οι γονείς µε τ’ αδέλ-φια µας Βεργινάδα και Βασίλη. Εκείνη τη νύχτα δενµπόρεσα να κλείσω µάτι. ∆εν σκεφτόµουνα τίποτα άλλοπαρά µόνο τη στιγµή της αντάµωσης µε τους δικούς µου.∆εν λέω, φορές-φορές µ’ έπιανε και ένα είδος µελαγχο-λίας, που θ’ αποχωριζόµουνα τους συγχωριανούς καισυµµαθητές µου, µε τους οποίους είχα µοιραστεί σχεδόνέξι χρόνια.

Την εποµένη, πρωί-πρωί, σηκώθηκα γεµάτος καλήδιάθεση, χαιρέτησα τους γείτονές µου στο χωριό Χρήστοκαι Θωµά Ζήνδρο καθώς και τους υπολοίπους που µέ-ναµε στον ίδιο θάλαµο και ξεκινήσαµε µε τον αδελφό µουγια το σιδηροδροµικό σταθµό. Το τρένο είχε κάποια κα-θυστέρηση και µε είχε κυριεύσει αγωνία κι άγχος µπαςκαι δεν έρθει τελικά. Σε λίγο, όµως, όλοι οι φόβοι µου δια-λύθηκαν από το γνωστό σφύριγµα της µηχανής που το

Page 64: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

64

άκουγα καθηµερινά για δυο χρόνια. Ανεβήκαµε στο τρένοκαι καθίσαµε στις θέσεις µας.

- Πότε θα φθάσουµε στη Βουδαπέστη; ρώτησα τοναδελφό µου.

-Θέλουµε κάνα δυο ώρες ταξίδι, µου απάντησε.Σε άλλη περίπτωση αυτός ο χρόνος δεν θα µου έκανε

καµιά εντύπωση. Τώρα, όµως, τα πράγµατα ήταν διαφο-ρετικά, καιγόµουνα από την επιθυµία να φτάσω το συν-τοµότερο δυνατό στη Βουδαπέστη και από κει, µε άλλοτρένο, στην Κραγιόβα της Ρουµανίας. Έτσι, λοιπόν, αυτέςοι δυο ώρες µου φάνηκαν αιώνας, λες και είχαν σταµα-τήσει οι δείκτες του ρολογιού.

Από το παράθυρο του βαγονιού έβλεπα να ξετυλίγεταικαι πάλι το γνώριµο τοπίο. Μετά από λίγο φτάσαµε στοσταθµό του Μπάλατον Κένεσε, όπου είχα περάσει δυοχρόνια στην εδώ παιδούπολη. Μετά το Μπάλατον Κένεσετο τρένο άρχισε να αναπτύσσει ταχύτητα και µπροστάµας πρόβαλε η ουγγρική στέπα. Ένας απέραντος κάµ-πος µε κύρια καλλιέργεια το καλαµπόκι. Στο βάθος, µόλιςπου διακρινόταν ο λόφος Μπάκονυ, µε, σχεδόν, µονο-καλλιέργεια το αµπέλι, από το οποίο παράγονται τα φη-µισµένα ουγγρικά κρασιά Τόκαυ και Έγκρι µπίκα βιρ,δηλαδή το αίµα του ταύρου. Περάσαµε την κωµόπολη Βέ-σπρεµ και στη συνέχεια το τρένο έκανε στάση στο Σέκε-φεχιρβαρ, πρωτεύουσα της περιοχής και στη µέση τηςαπόστασης ανάµεσα στη λίµνη του Μπάλατον και τηςΒουδαπέστης. Εδώ, το τρένο χρειάστηκε να αλλάξει µη-χανή επειδή η δική του είχε πάθει κάποια βλάβη. Και πάλι,µέσα µου, άρχισα να ανησυχώ, σηκωνόµουνα, ξανακα-

Page 65: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

65

θόµουνα, δε µε χωρούσε ο τόπος.-Ηρέµησε! µου κάνει ο αδελφός µου, τι σ’ έπιασε, αντί

να χαίρεσαι που θα ανταµώσουµε µε τους δικούς µας όλογκριµάτσες µου είσαι!

-Θέλω να φτάσουµε γρήγορα στο µπαµπά και τη µαµά,του λέω, δεν αντέχω άλλο, πάνε έξι χρόνια από τότε πουδεν τους έχω δει!

-Τα ψέµατα τελείωσαν, µου απαντά εκείνος, φάγαµεολόκληρο το βόδι η ουρά έµεινε.

Το γνωστό πλέον σφύριγµα του τρένου µου έδωσε µιανότα χαράς κι άρχισε και πάλι να φτιάχνει η διάθεσή µου.Το τρένο άρχισε να τροχοδροµεί και σιγά-σιγά, όλο και αύ-ξανε ταχύτητα. Οι τηλεφωνικοί στύλοι, αραδιασµένοι κατάµήκος της σιδηροδροµικής γραµµής, µόλις που προλά-βαινα να τους µετρήσω. Μάλιστα, µετά το Σεκεσφεχερ-βαρ και ως τη Βουδαπέστη η γραµµή ήταν διπλή. Μετάαπό λίγο, στο βάθος, άρχισαν να διακρίνονται τα περί-χωρα της Βουδαπέστης. Μαύρος καπνός υψωνότανεστον ουρανό από τις καµινάδες των εργοστασίων της βιο-µηχανικής ζώνης. Σφυρίζοντας δαιµονικά, το τρένο άρ-χισε να κόβει ταχύτητα. Τα πρώτα σπίτια, οι πρώτεςπολυκατοικίες στέκονταν αριστερά και δεξιά της σιδηρο-δροµικής γραµµής λες και «παρουσίαζαν όπλα». Σε λίγοµπήκαµε στην αποβάθρα του σταθµού Κέλλετυ (Ανατο-λικός σταθµός).

Κατεβαίνοντας από το τρένο τραβήξαµε ολοταχώς γιατο σταθµό λεωφορείων και σε λίγα λεπτά βρεθήκαµε στηνπεριοχή του Ντόχανγκυαρ όπου βρισκότανε η εστία στηνοποία διέµενε ο αδελφός µου, µαζί µε άλλους συνοµήλι-

Page 66: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

66

Page 67: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

67

Επιτέλους, έφθασε και η πολυπόθητη ηµέρα τηςαναχώρησής µας για τη Ρουµανία. Ήταν αρχέςΟκτωβρίου όταν, κουβαλώντας τα λίγα υπάρχοντά

µας, πήραµε το λεωφορείο για το σιδηροδροµικό σταθµό.Αυτή τη φορά θα µας συνόδευε µέχρι τα ρουµανικά σύ-νορα κάποια εκπρόσωπος του ουγγρικού Ερυθρού Σταυ-ρού.

Το ταξίδι από τη Βουδαπέστη για τη συνοριακή πόληΟράντεα της Ρουµανίας κράτησε περίπου τέσσερις ώρεςχωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Στην Οράντεα µας παρέλαβε ηεκπρόσωπος του Ρουµανικού Ερυθρού Σταυρού η οποίαθα µας συνόδευε µέχρι την Κραγιόβα, οδηγώντας µαςστα γραφεία του εκεί παραρτήµατος του Συλλόγου Ελ-λήνων Πολιτικών Προσφύγων (Σ.Ε.Π.Π.). Το ταξίδι µαςκράτησε όλη τη νύχτα και στην Κραγιόβα φτάσαµε λίγοπριν το µεσηµέρι. Ανεβήκαµε στο λεωφορείο της γραµ-µής και µετά από λίγο φτάσαµε στο κέντρο της πόλης. Ταγραφεία του παραρτήµατος Κραγιόβας του Σ.Ε.Π.Π. στε-γάζονταν στο δεύτερο όροφο ενός νεοκλασικού κτιρίου,ακριβώς στο κέντρο της πόλης, επί της οδού Ουνίρι(Ένωση). Ανεβαίνοντας τις σκάλες, στο δεύτερο όροφο,ακριβώς απέναντί µας, πρόσεξα την πινακίδα «Σύλλο-γος Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων - ΠαράρτηµαΚραγιόβας». Η Ρουµάνα συνοδός µας χτύπησε ευγενικάτην πόρτα και µπήκαµε. Στη στενόµακρη αίθουσα, σ’ έναγραφείο δίπλα στο παράθυρο, κάθονταν ο πρόεδρος τουτοπικού παραρτήµατος, κ. Καλπατζίδης, ο οποίος συζη-τούσε µε µια νεαρή, όµορφη, κοπέλα - ήταν δεν ήταν δε-καοκτώ χρόνων. Κοντά στη βιβλιοθήκη, καθισµένη σε µια

Page 68: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

68

καρέκλα και αφηµένη στις δικές της έγνοιες καθόταν µιαγριούλα, γύρω στα εξήντα, µαυροφορεµένη και µε µαύροµαντήλι στο κεφάλι που κάλυπτε τα, ακόµη µαύρα, µαλ-λιά της.

Οικογενειακή φωτογραφία µετά την µερική επανένωση.

Page 69: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

69

Μόλις µπήκαµε στο γραφείο η γιαγιά γύρισε το κεφάλιπρος το µέρος µας και σαν σούστα πετάχτηκε από τηθέση της και χίµηξε πάνω µας. Για λίγο σάστισα. Αµέσωςµετά όµως κατάλαβα ότι ήταν η µάνα µου. Ρίχτηκα µε τησειρά µου κι εγώ στην αγκαλιά της και την έσφιγγα όσοµπορούσα. ∆εν ήθελα να ξεκολλήσω από πάνω της.Μετά από έξι χρόνια χωρισµού να ‘µαι και πάλι στην αγ-καλιά της. Και αυτή να αγκαλιάζει πότε τον αδελφό µουκαι πότε εµένα παραµιλώντας από τη χαρά της.

-΄Ηρθατε, σκώτια µου, ήρθατε µάτια µου, να λέει κάθετόσο και να µας αγκαλιάζει. Να ξέρατε πόσα δάκρυαέχυσα όλ’ αυτά τα χρόνια που σας είχαν πάρ’ από κοντάµου, ένας Θεός το ξέρει! Τώρα δεν πρόκειται να σαςαφήκω, κανένας δεν θα σας ξαναπάρ’ από κοντά µου.

Η ωραία κοπέλα, που, πριν λίγο, συζητούσε µε τονπρόεδρο, έµελλε να παντρευτεί, µετά από δυο χρόνια, µετον αδελφό µου ∆ηµήτρη.

Με την ολοκλήρωση των τυπικών διαδικασιών στογραφείο του προέδρου και αφού ευχαριστήσαµε για τηνόλη βοήθεια την εκπρόσωπο του ρουµανικού ΕρυθρούΣταυρού, και τον ίδιο τον πρόεδρο, αποχωρήσαµε και πή-ραµε το δρόµο για το σπίτι, όπου θα συναντούσαµε ταάλλα µέλη της οικογένειας. Καθώς βαδίζαµε πεζοί για τοσπίτι, µ’ έτρωγε µέσα µου η περιέργεια, αν ήταν απλήσύµπτωση ή κάτι άλλο, η συνάντηση µε τη µάνα µας στογραφείο του προέδρου του παραρτήµατος.

-Ρε µάνα, τη ρώτησα, από πού ήξερες ότι σήµερα θαφτάναµε στην Κραγιόβα;

-Μωρ µάναµ, µου λέει, από τότε που µαθεύτηκε ότι θα

Page 70: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

70

ρθείτε απ’ ν Ουγγαρία, δεν πέρασε µέρα π’ να µη περ-νάω και να ρωτάω. Προχθές µού’ στειλε µαντάτο ο Πρό-εδρός µας, ότι θα’ ρχόσασταν σήµερα κι εγώ, πρωί-πρωί,ήρθα στο γραφείο και καρφώθηκα σε κείνη την καρέκλακαι σας περίµενα, σκώτια µου. ∆εν ξέρετε πόση χαρά µουδώκατε.

Αν και κοντούλα, είχε ένα σταθερό και γρήγορο βήµακαι µόλις που µπορούσα και την ακολουθούσα. Περπα-τήσαµε ένα µισάωρο ακόµη και κάποια στιγµή στρίψαµεστην οδό Κρούτσεα ντε πιάτρα (Πέτρινος σταυρός) καισταµατήσαµε µπροστά σε ένα χαµηλό σπίτι µε ξύλινοφράχτη. Καθώς φαινόταν, βρισκόµασταν ακόµη στα πε-ρίχωρα της πόλης της Κραγιόβας, όπου η βίαιη ανοικο-δόµηση δεν είχε φθάσει ακόµα. Ανοίγοντας τηνεξώπορτα, στο βάθος της αυλής πρόσεξα ένα γέρο νασχίζει ξύλα. Απορροφηµένος καθώς ήταν στη δουλειάτου, δεν µας είχε αντιληφθεί.

-Ω, Νικολάκ’, έβγαλε µια φωνή η µητέρα, έλα να δειςποιους σου φέρνω!

Ο γέρος γύρισε το κεφάλι, και µόλις µας αντίκρισε πέ-ταξε το τσεκούρι χάµω και µε γοργά βήµατα ήρθε προς τοµέρος µας. Ήταν ο πατέρας µας, ο µάστρο Νικόλας. Πέ-σαµε κι οι δυο στην αγκαλιά του και µείναµε έτσι για αρ-κετή ώρα. Ψηλός, ξυρισµένος - πάντα πρόσεχε τον εαυτότου- τα µαλλιά του είχαν πάρει ένα κάτασπρο χρώµα. Φο-ρούσε χοντρό µάλλινο παντελόνι, µια µάλλινη φανέλαπου την είχε πλέξει η µητέρα και γαλότσες στα πόδια.Κατά το µεσηµέρι φάνηκε κι ο αδελφός µου ο Βασίλης,µαθητής τότε στην Εµπορική Σχολή και προς το από-

Page 71: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

71

γευµα η αδελφή µου η Βεργινάδα µε τον µικρό της γιο,τον Τάκη. Η αδελφή µας εργαζότανε σε βρεφονηπιακόσταθµό. Ήταν χαροκαµένη, ο άνδρας της είχε σκοτωθείστον εµφύλιο, ενώ το µεγαλύτερο γιο της, τον Αποστόλη,τον είχανε στείλει στο Στετίνο της Πολωνίας.

Φωτογραφία µε όλα ταξαδέλφια µου, Χρήστο, Θωµά, Σπυριδούλα και Αλε-ξάνδρα

Page 72: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

72

Το σπίτι ήταν µικρό. Είχε ένα δωµάτιο, µια κουζίνα καιµια µικρή αποθήκη. Σ’ αυτούς εδώ τους χώρους µέχριχθες ζούσανε πέντε άτοµα και από σήµερα θα προσθέ-τονταν άλλα δυο, εγώ µε τον µεγάλο µας αδελφό.

Το βράδυ καθίσαµε και οι επτά στο τραπέζι και φάγαµεκάτι πρόχειρο µιας και η συζήτηση µας είχε απορροφήσειόλους. Η µητέρα είχε ετοιµάσει στα πεταχτά τηγανητάαυγά µε τυρί και ντοµατοσαλάτα. Ο πατέρας είχε ανοίξεικαι ένα µπουκάλι κρασί, έτσι για να γιορτάσουµε το χαρ-µόσυνο γεγονός - ποιος ξέρει από πότε το φύλαγε ο καη-µένος. Φτωχικό το τραπέζι, αλλά το ένιωσα ως το µεδούλιµου Το ευχαριστήθηκα περισσότερο ακόµη και από το ανγευµάτιζα στη «Μινέρβα», το πιο ξακουστό ρεστοράν τηςΚραγιόβας εκείνη την εποχή. Είχαν περάσει ήδη έξι χρό-νια από τότε που είχαµε φάει, για τελευταία φορά, ως οι-κογένεια, όλοι µαζί. Και µόνο η σκέψη ότι στο εξής αυτότο σκηνικό θα επαναλαµβανόταν κάθε µέρα, µε γέµιζε όλοχαρά.

Από τη ∆ευτέρα της επόµενης εβδοµάδας άρχισα ναπηγαίνω στο σχολείο. Με είχαν εγγράψει στο ΣκόαλαΠενταγκότζικα (Παιδαγωγικό Σχολείο), όπου πήγαιναντα περισσότερα ελληνόπουλα των πολιτικών προσφύ-γων. Το σχολείο αποτελούνταν από ένα µεγάλο κτιριακόσυγκρότηµα, νεοκλασικού τύπου, µε πάµπολλες αίθου-σες διδασκαλίας όπου συστεγαζόταν το ∆ηµοτικό µε τηνΠαιδαγωγική Σχολή. Εδώ φοιτούσαν όσοι ήθελαν να γί-νουν δάσκαλοι. Μαθητές και σπουδαστές ξεπερνούσαµετους επτακόσιους, από τους οποίους καµιά τριανταριά ελ-ληνόπουλα σε διάφορες τάξεις του ∆ηµοτικού σχολείου.

Page 73: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

73

Εκείνη την εποχή η υποχρεωτική εκπαίδευση στη Ρου-µανία ήταν επταετής, όσο και η διάρκεια του ∆ηµοτικούσχολείου.

Page 74: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

74

Ερχόµενος από την Ουγγαρία, όπου είχα βγάλει τηνπέµπτη τάξη, οι δικοί µου έκριναν σκόπιµο να µ’εγγράψουν και πάλι στην πέµπτη αντί στην έκτη

που ήταν και το κανονικό. Εγώ, µε το που το έµαθα,έβαλα αµέσως τις φωνές και τα κλάµατα. Με τίποτα δενήθελα να χάσω χρονιά. Μάταια, όµως. Όλοι πέσανεπάνω µου λέγοντας πως ήταν καλύτερα για µένα να επα-ναλάβω την πέµπτη, γιατί θα διευκολυνόµουνα να µπωνωρίτερα στο νόηµα της ρουµανικής γλώσσας. Τέλοςπάντων, µετά από πολλές πιέσεις συµφιλιώθηκα µε τηνιδέα να παρακολουθήσω και πάλι την ίδια τάξη. Μπαί-νοντας λοιπόν την πρώτη µέρα στην αίθουσα Β’ της πέµ-πτης τάξης, φυσικό ήταν να µη γνωρίζω κανέναν. Η τάξηήταν µικτή, αγόρια και κορίτσια. Για καλή µου τύχη, στηνίδια τάξη µε µένα ήταν κι άλλο ένα ελληνόπουλο, ο Κώ-στας, ο οποίος είχε έρθει, νωρίτερα, από κάποια άλληλαϊκή δηµοκρατία προκειµένου να σµίξει µε τους δικούςτου. Αυτός θα έπαιζε το ρόλο του διερµηνέα µου. Ότανχτύπησε το κουδούνι, όλοι οι συµµαθητές µου κάθισανστις θέσεις τους. Πήγα και κάθισα κι εγώ στο τελευταίοθρανίο που ήταν κενό. Μπαίνοντας η δασκάλα στην τάξη,όλοι σηκωθήκαµε απ’ τις θέσεις µας και δεν καθίσαµεπαρά µόνο όταν κάθισε εκείνη. Μαζί της κάναµε γλώσσακαι ήταν, όπως είχε ορίσει η διεύθυνση του σχολείου,υπεύθυνη για την τάξη µας. Πήρε στα χέρια της τον κα-τάλογο και, µε ψιλή φωνή, άρχισε να διαβάζει ένα-ένα ταονόµατά µας. Φτάνοντας στο δικό µου, έβγαλε τα γυαλιάτης και µε ρώτησε.

-Από πού µας ήρθες εσύ;

Page 75: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

75

Τι ν’ απαντήσω εγώ τώρα, αφού δεν ήξερα γρι ρουµά-νικα.

-Για πλησίασε στην έδρα, µου κάνει. Λοξοκοιτάζονταςτο άλλο ελληνόπουλο που κάθονταν στο άλλα άκρο τηςαίθουσας, αυτό µου γνεύει ότι έπρεπε να πλησιάσω στηνέδρα, πράγµα που και έκανα. Η κυρία µου δίνει το ανα-γνωστικό και µε βάζει να διαβάσω, το θυµάµαι πολύ καλά,ένα ποίηµα του Εµινέσκου, του εθνικού ποιητή της Ρου-µανίας. Πρώτη µου φορά ένιωσα τόσο αµήχανα, τόσοάσχηµα. Άρχισα λοιπόν να συλλαβίζω, σιγά-σιγά, τιςπρώτες λέξεις και ακούω ξαφνικά όλη την τάξη να βάζει ταγέλια. Εγώ συνέχιζα στο µεταξύ να «διαβάζω», τονίζον-τας τις λέξεις µε την ουγγρική προφορά µου. Και τα γέλιατων συµµαθητών µου δεν έλεγαν να κοπάσουν. Κάποιαστιγµή, η κυρία ύψωσε λίγο τον τόνο της φωνής της απαι-τώντας να κάνουν όλοι ησυχία και, απευθυνόµενη στοάλλο ελληνόπουλο, τον «διερµηνέα» µου δηλαδή, τουείπε:

-Να του πεις πως αυτό δεν είναι διάβασµα µαθητήπέµπτης τάξης, αλλά ούτε τρίτης και ότι θα εισηγηθώ στη∆ιεύθυνση να τον υποβιβάσουµε δυο τάξεις.

Ενώ ο «διερµηνέας» µου της εξηγούσε πως µόλις πρινλίγες µέρες είχα έρθει από την Ουγγαρία, όπου είχα τε-λειώσει ήδη την πέµπτη τάξη, η κυρία ανένδοτη, συνέχιζετα δικά της λέγοντας πως το επίπεδό µου δεν ήταν γι’αυτήν την τάξη.

Τι µε θέλεις εµένα. Στο άκουσµα ότι θα µε υποβίβαζανκι άλλο, είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια µου και ασυ-ναίσθητα, καθώς επέστρεψα στη θέση µου, ακούµπησα

Page 76: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

76

το κεφάλι στο θρανίο κι έβαλα τα κλάµατα. Στο διάλειµµαοι περισσότεροι συµµαθητές µου συνέχιζαν την πλάκατους µαζί µου, µιµούµενοι την ανάγνωσή µου. Καθισµέ-νος στη θέση µου είχα κοκκινίσει από το κακό µου, τανεύρα µου πήγαιναν να σπάσουν. Ένιωθα ντροπιασµέ-νος, δεν ήθελα να βγω καν στο διάλειµµα, µε το φόβο ότιθα γινόµουνα αντικείµενο χλευασµού και από τους άλ-λους µαθητές.

Το µεσηµέρι, επιστρέφοντας στο σπίτι, µόλις που µπο-ρούσα να κοιτάξω στα µάτια τους δικούς µου. Με σκυµ-µένο το κεφάλι και σκυθρωπός, ένιωθα έναν κόµπο στολαιµό µου. Η µάνα, οξυδερκής καθώς ήταν, πρόσεξε όληαυτή την κατάσταση και µε ρώτησε:

-Τι έχεις, γιόκα µου; για πες µας πως πήγε η πρώτηµέρα στο σχολείο;

-Πώς να πήγε, ρε µάνα, της λέω, µαύρα κι άραχνα.Και, άθελά µου, έβαλα και πάλι τα κλάµατα.

-Τι έχεις και κλαις; µπήκε στη µέση κι ο πατέρας, τι σουσυµβαίνει;

Επιστρατεύοντας όλες µου τις δυνάµεις, κάποια στιγµήσταµάτησα το κλάµα και τους διηγήθηκα τα καθέκαστα,διακόπτοντας κάθε τόσο τη διήγηση µου µε αναφιλητά.Αλληλοκοιτάχτηκαν για λίγο οι δυο τους και για κάποιαστιγµή υπήρξε απόλυτη σιωπή. Μετά από λίγο ακούω τηµάνα µου να λέει:

-Αύριο κιόλας θα πάω στον πρόεδρό του συλλόγουµας και θα τ’ πω να πιασ’ τον διευθυντή και να τ’ πει να µηκαµ’ καµιά τέτοια κουταµάρα κι’ αλλάξ ταξ τον γιόκα µας.Καλά, κι’ αυτή η δασκάλα τόσο ντιπ για ντιπ είναι; Πρωτ’

Page 77: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

77

µέρα το παιδί στο σχολειό, µόλις ήρθη απ΄τα ξένα κράτηκι’ ήθελ να ξέρ’ να διαβάζ’ σαν τα ντόπια παιδιά; Να φλά-ξεις, Θεέ µ’.

-Να πας, της είπε κι ο πατέρας, αναγνωρίζοντας τηναποφασιστικότητά της. Εξάλλου, ανέκαθεν, από τότε πουθυµάµαι, κουµάντο στο σπίτι έκανε η µητέρα. Αυταρχικήµεν αλλά πολύ φιλεύσπλαχνη.

∆ε γνωρίζω αν τελικά η δασκάλα ενηµέρωσε τον διευ-θυντή του σχολείου ή αν ο πρόεδρος του συλλόγου έκανεκάποια παρέµβαση στο διευθυντή. Την εποµένη πάντωςπήγα στην ίδια τάξη και είχα και πάλι µάθηµα γλώσσας µετην κυρία η οποία όµως δεν έκανε καµία νύξη. Αυτό πουξέρω, όµως, σε ό,τι µε αφορά, πείσµωσα τόσο πολύ, πουυποσχέθηκα στον εαυτό µου ότι θα βάλω τα δυνατά µουνα περάσω όλα τα µαθήµατα και µάλιστα µε καλούς βαθ-µούς. Και η προσπάθεια άρχισε από κείνη τη µέρα κιό-λας. Μέχρι αργά µεσάνυχτα, στο τρεµάµενο φως τηςλάµπας πετρελαίου, διάβαζα κανόνες γραµµατικής τηςρουµάνικης γλώσσας. Ο αδελφός µου ο Βασίλης, µόλιςτελείωνε τα µαθήµατά του µου έκανε κι αυτός εντατικά µα-θήµατα γλώσσας. Στα υπόλοιπα µαθήµατα, όπως τα µα-θηµατικά, φυσική, χηµεία, γεωγραφία δεν είχα κανέναιδιαίτερο πρόβληµα, καλά τα πήγαινα.

Επεδίωξα και πέτυχα, να αναπτύξω πολύ στενή φιλίαµε δυο-τρεις συµµαθητές µου οι οποίοι είχαν αναλάβειστην κυριολεξία να µε βοηθήσουν να µάθω γρήγορα τηγλώσσα τους. Καθόµασταν στο ίδιο θρανίο και στα δια-λείµµατα ήµασταν αχώριστη παρέα. Μου εξηγούσαν συ-νεχώς πώς λέγεται το ένα και πώς λέγεται το άλλο και τ’

Page 78: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

78

απογεύµατα, αφού τελειώναµε τα µαθήµατά µας συναν-τιόµασταν σε µια διπλανή αλάνα και παίζαµε ποδό-σφαιρο. Η βελτίωση, ως προς τη γλώσσα, ήταν ορατή.Μέρα µε τη µέρα γινόµουνα και καλύτερος. Για να µπορώνα παρακολουθώ τους δασκάλους µου, προσπαθούσανα διαβάζω και το επόµενο µάθηµα. Έτσι στο τέλος του α΄τριµήνου, πριν τα Χριστούγεννα, κατάφερα να περάσωόλα τα µαθήµατα συµπεριλαµβανοµένου και αυτό τηςγλώσσας. Και φυσικά κατά τις χειµερινές διακοπές δενέπαψα να διαβάζω και να συναναστρέφοµαι µε τους ρου-µάνους συµµαθητές µου

Ο χειµώνας του 1955 ήταν πολύ βαρύς. ∆εν υπήρξεµέρα που να µη χιονίσει. Έβλεπες τις µεγάλες νιφάδες ναστροβιλίζονται στον αέρα και, καθώς πέφτανε, να σκεπά-ζουν τα πάντα. Σε λίγο, το ύψος του χιονιού θα σκέπαζεακόµη και τους ξύλινους φράχτες. Ο πατέρας από τα χα-ράµατα προσπαθούσε να ανοίξει δρόµο προς το υπαί-θριο αποχωρητήριο χωρίς να τα καταφέρνει. Το χιόνισυνέχιζε να πέφτει µε αµείωτη ένταση. Και φυσικά εκείνατα χρόνια δεν µπορούµε να µιλάµε για καλά οργανωµέ-νους αποχιονισµούς. Προσπαθούσαν να κρατήσουνανοιχτούς τους κεντρικότερους δρόµους, οι υπόλοιποιόµως παρέµειναν κλειστοί. Κι όµως, δε θυµάµαι ποτέ ναείχαν κλείσει τα σχολεία. Ντυµένοι όσο πιο χοντρά µπο-ρούσαµε µε την «κατσιούλα» στο κεφάλι, µάλλινες κάλ-τσες και άρβυλα στα πόδια και µε το σακίδιο στον ώµο,τραβούσαµε για το σχολείο.

Τ’ απογεύµατα, όταν είχα µάθηµα ελληνικής γλώσσας,

Page 79: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

79

θυµάµαι πως ερχότανε ο αδελφός µου ο ∆ηµήτρης, οοποίος δούλευε στο εργοστάσιο «Ελεκτροπουτέρε», τοοποίο δεν απείχε και πολύ από το σχολείο µου και φεύ-γαµε µαζί για το σπίτι. Μπροστά αυτός και ακριβώς πίσωτου εγώ, πατώντας σχεδόν στις πατηµασιές του, απέ-φευγα εκείνον τον τσουχτερό, παγωµένο αέρα πουέφτανε ως το µεδούλι σου. Και σαν φτάναµε σπίτι µας, τοπρώτο µέληµά µας ήταν να βγάλουµε τα βρεγµένα ρούχαµας και να καθίσουµε γύρω από τη σόµπα.

Στο σπίτι επί της οδού Κρούτσεα ντε πιάτρα δεν εί-χαµε ακόµη ηλεκτρικό και διαβάζαµε στο φως της λάµπαςπετρελαίου. Καθισµένοι γύρω από το τραπέζι και έχον-τας τη λάµπα στη µέση γράφαµε και κάναµε τα µαθήµατάµας. Ο αδελφός µου Βασίλης, ο οποίος πήγαινε στην Εµ-πορική σχολή, είχε πολύ ωραίο γραφικό χαρακτήρα, ήταναπ’ τους καλούς µαθητές κι εγώ προσπαθούσα να τον µι-µηθώ.

Ο χειµώνας σιγά-σιγά έφευγε και η µέρα όλο και µεγά-λωνε. Ο καιρός µύριζε άνοιξη ενώ τα χιόνια είχαν λιώσειγια τα καλά. Στις αυλές και έξω απ’ αυτές, κατά µήκος τηςξύλινης περίφραξης των σπιτιών πρόβαλαν τα πρώτατριαντάφυλλα. ∆εν υπήρχε σπίτι χωρίς τριανταφυλλιές.Καθώς πηγαίναµε για το σχολείο το δυνατό άρωµά τουςµας µεθούσε.

Οι νοικοκυραίοι έσκαβαν τους κήπους τους, κλάδευαντα δένδρα τους, καθάριζαν τις αυλές τους και οι γυναίκεςασβέστωναν το πεζοδρόµιο µπροστά απ’ το σπίτι τους.Ο καθένας µε τον τρόπο του ετοιµαζότανε για τη µεγάληγιορτή, το Άγιο Πάσχα.

Page 80: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

80

Στο σχολείο, τα πράγµατα τώρα ήταν εντελώς διαφο-ρετικά. Είχα φτάσει ήδη σε αρκετά προχωρηµένο στάδιοµε την εκµάθηση της ρουµανικής γλώσσας και ειδικότερατης γραµµατικής. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, η ίδιαη δασκάλα, η οποία στην αρχή είχε απειλήσει µε τον υπο-βιβασµό µου σε µικρότερη τάξη, έπλεξε το εγκώµιό µουδίνοντάς µου συγχαρητήρια για την υπερπροσπάθειαπου είχα καταβάλει και είχα καταφέρει να είµαι µεταξύ τωνπρώτων στην τάξη. Αυτό για µένα ήταν η µεγαλύτερηχαρά και ικανοποίηση που µπορούσα να έχω.

Το καλοκαίρι του 1957, ο κολλητός µου φίλος και συµ-µαθητής στο ίδιο θρανίο Τσιοκόιου Σέβερ µου πρότεινενα περάσω κάµποσες µέρες στο χωριό του, το Τυρνάβετο οποίο βρισκότανε 34 χιλιόµετρα βορειοανατολικά τηςΚραγιόβας. Έτσι, λοιπόν, ένα ωραίο πρωί, παίρνονταςµαζί µου λιγοστά πράµατα ξεκινήσαµε µε τα πόδια µαζί µετον κολλητό µου για το χωριό του. Βγαίνοντας από τηνπόλη, µετά από µια ώρα βάδην, φτάσαµε στο «τιργκ»,παζάρι δηλαδή, όπου κάθε Τετάρτη γινότανε µεγάλο ζωο-πάζαρο. Χαζέψαµε για λίγο γυρνώντας από ‘δω κι από‘κει και συνεχίσαµε τη µεγάλη πεζοπορία µας. Μετά απόκάνα δυο ώρες φτάνουµε στο δάσος «Γκερµάν» καικαθώς προχωρούσαµε και διεισδύαµε όλο και περισσό-τερο στα ενδότερα, ένα περίεργο αίσθηµα άρχισε να µεκυριεύει, το οποίο πολύ σύντοµα µετατράπηκε σε φόβο.Ήµασταν µόνοι σ’ αυτό το δάσος µε τα θεόρατα δένδραπου κρύβανε εντελώς τον ήλιο. Κάθε τόσο κοιτούσαµεαριστερά-δεξιά µήπως και φανεί κάποιο άγριο θηρίο. Από

Page 81: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

81

τον πολύ φόβο µας αρχίσαµε να τραγουδάµε και να σφυ-ρίζουµε. Την απόλυτη ησυχία του δάσους την διέκοπταναραιά και πού τα «τσιοκιρλία», οι κορυδαλλοί δηλαδή καιοι κούκοι. Είχαµε διανύσει τη µισή σχεδόν απόσταση καιτο δάσος δεν έλεγε να τελειώσει.

-Σε πόση ώρα λες να φτάσουµε; ρώτησα κάποιαστιγµή το φίλο µου.

-Έχουµε ακόµα κάπου τρεις ώρες δρόµου, µου απάν-τησε εκείνος. Σε λίγο θα βγούµε από το δάσος και θα πιά-σουµε την κατηφόρα, συνέχισε.

Κάποια στιγµή µας προσπέρασε το λεωφορείο τηςγραµµής και κάπως αναθαρρήσαµε. Μετά από έξι ώρεςδρόµο είδαµε κόσµο. Στην έξοδο από το δάσος υπήρχεκάποιο παλιό χάνι όπου σταµατήσαµε να ξαποστάσουµεκαι να ικανοποιήσουµε τη δίψα µας. Στο βάθος, στα πόδιαενός λόφου µόλις διακρινόταν αµυδρά το χωριό του φίλουµου. Συνεχίσαµε πλέον µε άλλον αέρα και καλύτερη διά-θεση την πορεία µας προς το χωριό, το οποίο όσο πλη-σιάζαµε όλο και µεγάλωνε. Στ’ αριστερά και δεξιά µας ταχωράφια ήταν σπαρµένα µε καλαµπόκι και ηλιόσπορο καιοι πέρα λόφοι, διαµορφωµένοι σε αναβαθµίδες, µε αµ-πέλια και οπωροφόρα δένδρα, κυρίως µηλιές.

Κάποτε, αργά το απόγευµα, πριν το σούρουπο, φτά-σαµε επιτέλους στο χωριό. Το σπίτι του φίλου µου ήτανκάπου στο κέντρο, δίπλα στο σχολείο και απέναντι απότην εκκλησία. Στο σπίτι ζούσε µόνη της η γιαγιά του ηοποία µόλις αντιλήφθηκε το εγγόνι της έτρεξε να το προ-ϋπαντήσει.

-Από δω, ο καλύτερος φίλος µου, γιαγιά, ο «Γιόργκου»,

Page 82: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

82

το ελληνόπουλο για το οποίο σου έγραφα στο γράµµα.-Χαίρω πολύ, γιε µου, µου είπε και µου έδωσε το χέρι

της το οποίο και ασπάστηκα µε µεγάλο σεβασµό.Το σπίτι του φίλου µου ήταν αρκετά µεγάλο, ευρύχωρο

και µε υπόγειο. Στην αυλή, στην άκρη του οικοπέδου,υπήρχε ένας µικρός στάβλος µε δυο αγελάδες και δίπλα,µια υπαίθρια αποθήκη, «πατούλουλ», µια απλή κατα-σκευή από σανίδια µε πολλά διάκενα µεταξύ τους για τοναερισµό του καλαµποκιού. Στο πίσω µέρος της αυλής έναµικρό κοτέτσι κι απ’ έξω κότες και κοτόπουλα να βόσκουνµε την ησυχία τους. Το όλο θέαµα ήταν πολύ ειδυλλιακόκαι πάντα µε φανταζόµουνα µ’ ένα τέτοιο σπίτι.

-Το βλέπεις εκείνο το κοκοράκι; µου λέει ξαφνικά οφίλος µου.

-Ναι, του απαντώ.-Αύριο δε θα το δεις, µου κάνει.-Και γιατί; τον ρωτώ.-∆ιότι θα το ψήσουµε στο φούρνο, µου απάντησε και

βάλαµε κι οι δυο τα γέλια.Στο χωριό γνωρίστηκα κι’ έκανα φιλίες και µε άλλα χω-

ριατόπαιδα της ηλικίας µας µε τα οποία, κάθε µέρα, κά-ναµε και κάτι το διαφορετικό. Είτε θα πηγαίναµε γιαψάρεµα στο διπλανό ρέµα µε τα ορµητικά νερά του, είτεθα πηγαίναµε στα αµπέλια να κόψουµε σταφύλια είτε, τοσυνηθέστερο απ’ όλα, θα παίζαµε ποδόσφαιρο στο γή-πεδο του χωριού. Τα βράδια συναντιόµασταν έξω από τοσπίτι του φίλου και συµµαθητή µου και καθόµασταν ώρεςολόκληρες να µιλάµε περί ανέµων και υδάτων. Μόνο οιφωνές των µανάδων που καλούσαν τα παιδιά τους τάρα-

Page 83: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

83

ζαν την ηρεµία της νύχτας. Αυτό το δεκαήµερο που πέ-ρασα στο χωριό του συµµαθητή µου θα µου µείνει πράγ-µατι αξέχαστο. Ακόµη και τώρα, µετά από πενήνταχρόνια, που κάθοµαι και γράφω αυτές τις γραµµές, ανα-πολώ µε νοσταλγία εκείνες τις ξένοιαστες και αθώες παι-δικές στιγµές.

Ο φίλος µου παρέµεινε στο χωριό για το υπόλοιπο τωνθερινών διακοπών κι εγώ επέστρεψα µόνος µου στοσπίτι, µε τον ίδιο πάντα φόβο όταν διέσχιζα το απέραντοδάσος.

Η νέα σχολική χρονιά άρχιζε µε τους καλύτερους οι-ωνούς για µένα. Με τη γλώσσα πλέον δεν είχα κανέναπρόβληµα και είχα δεθεί µε στενή φιλία µε τους περισσό-τερους συµµαθητές µου. Είχα αρχίσει να ξεχωρίζω καιστον αθλητισµό, ιδιαίτερα στο στίβο όπου στις δυο τε-λευταίες τάξεις του δηµοτικού εκπροσωπούσα µονίµωςτο σχολείο στους αγώνες ταχύτητας και τα διπλώµατα καιτα έπαθλα διαδέχονταν το ένα µετά το άλλο.

Αυτή, λοιπόν, η χρονιά ήταν και η τελευταία του δηµο-τικού σχολείου, στο τέλος της οποίας θα ακολουθούσαν οιεισιτήριες εξετάσεις για το γυµνάσιο. Γι’ αυτό στρώθηκαακόµη περισσότερο στο διάβασµα για να πετύχω όσο τοδυνατόν καλύτερα αποτελέσµατα. ∆εν µπορώ να εξη-γήσω το πώς και το γιατί, αλλά εκεί που άρχισα να ξεχω-ρίζω περισσότερο ήταν η ρουµανική γλώσσα, γραµµατικήκαι λογοτεχνία. Τον ελεύθερο χρόνο µου τον ανάλωναστην ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων, κυρίως µυθιστο-ρηµάτων ρουµάνων κλασικών, γεγονός που είχε ως απο-

Page 84: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

84

τέλεσµα τον εµπλουτισµό του λεξιλογίου µου. Στο µάθηµα«έκθεση ιδεών» είχα αρχίσει ήδη να συναγωνίζοµαι τουςΡουµάνους συµµαθητές µου. Τα µαθήµατα κυλούσανοµαλά όπως επίσης και τα διάφορα τεστ και οι διαγωνι-σµοί. Το ίδιο και η ενασχόλησή µου µε τον παιδικό αθλη-τισµό όπου τα πήγαινα πολύ καλά στους διάφορουςµαθητικούς αγώνες.

Μ’ αυτά και µε εκείνα, λοιπόν, φτάσαµε στο τέλος τηςβασικής µας εκπαίδευσης και δεν απέµεινε παρά µόνο ηαναγγελία των αποτελεσµάτων των γραπτών εξετάσεώνµας. Στο µεγάλο αµφιθέατρο, την «άουλα», όπως τηνονοµάζαµε, είχαµε συγκεντρωθεί όλοι οι µαθητές του σχο-λείου, από την πρώτη τάξη µέχρι την έβδοµη, -κάπουτριακόσιοι,- καθώς επίσης και όλο το διδακτικό προσω-πικό, για την τελετή αποφοίτησης των µαθητών της εβδό-µης. Φυσικό ήταν λοιπόν, µε τόσο κόσµο να γίνεται µέσατο «έλα να δεις»: φωνές, γέλια και τραγούδια, ένα σωστόπανδαιµόνιο. Με την είσοδο όµως του διευθυντή στην«άουλα» τα πάντα σίγησαν και µια απέραντη σιωπήαπλώθηκε στην αίθουσα. Αφού πλησίασε στην έδρα ο δι-ευθυντής φόρεσε τα χονδρά γυαλιά του, έριξε µια µατιάαριστερά και δεξιά, λες και ήθελε να µας αγκαλιάσειόλους, και, κοιτάζοντάς µας στα µάτια, άρχισε την οµιλίατου:

-Αγαπητά µου παιδιά, σήµερα, όπως κάθε χρόνο τέ-τοια µέρα, συγκεντρωθήκαµε για να αποχαιρετήσουµετους τελειόφοιτους του σχολείου µας και να τους ευχη-θούµε καλή επιτυχία στις εξετάσεις για το γυµνάσιο. Θαήθελα, από τη θέση αυτή, να σας συγχαρώ όλους για τις

Page 85: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

85

προσπάθειες που καταβάλατε σ’ όλη τη διάρκεια της φε-τινής σχολικής χρονιάς, έτσι ώστε να διατηρηθεί η παρά-δοση που θέλει το σχολείο µας πάντα να πρωτεύει.

Επίσης, θα ήθελα να απευθύνω ένα µεγάλο «ευχαρι-στώ» σε όλο το διδακτικό προσωπικό, το οποίο κατέβαλεκάθε δυνατή προσπάθεια προκειµένου να σας µεταδώ-σει τη γνώση.

Και τώρα, συνέχισε ο διευθυντής, θέλω να καλέσωέναν-έναν τους πρωτεύσαντες µαθητές, να τους συγχαρώκαι να τους απονείµω τα σχετικά διπλώµατα. Ανέφερε δυοονόµατα από το Α΄ και Β΄ τµήµα της εβδόµης και συνέ-χισε:

Τέλος, θα ήθελα να κάνω ειδική µνεία και να συγχαρώιδιαιτέρως έναν µαθητή, ο οποίος, αν και πριν από τρίαχρόνια ήρθε από ξένη χώρα, κατάφερε, µε την υπερπρο-σπάθεια που κατέβαλε, να συγκαταλέγεται µεταξύ τωναριστευσάντων. Κι όπως θα καταλάβατε όλοι σας, ανα-φέροµαι στο ελληνόπουλο Γεώργιο Ντέµο. Ένα παρατε-ταµένο χειροκρότηµα ακολούθησε τα λόγια του διευθυντήκαι οι κολλητοί µου άρχισαν να φωνάζουν ρυθµικά τ’όνοµά µου «Γιόργκου-Γιόργκου». Εγώ, φυσικά, είχα κα-τακοκκινίσει. Καθώς σηκωνόµουνα, ένιωσα τα πόδια µουνα τρέµουνε και να µην µπορώ να κάνω βήµα. Η συγκί-νησή µου είχε χτυπήσει «κόκκινο». Κι αφού κάποιαστιγµή συνήλθα, προχώρησα προς το διευθυντή και µετρεµάµενα χέρια παρέλαβα το δίπλωµά µου και ευχαρί-στησα, µε τη σειρά µου, τους δασκάλους και τους συµ-µαθητές µου, που µου συµπαραστάθηκαν και µεβοήθησαν όλον αυτόν τον καιρό.

Page 86: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

86

Στο σπίτι, στο άκουσµα των αποτελεσµάτων όλοι τουςµου έδωσαν συγχαρητήρια και µου ευχήθηκαν καλή επι-τυχία στις εξετάσεις για το γυµνάσιο. Η µάνα µου δενµπόρεσε να αντέξει στον πειρασµό και είπε του πατέραµου:

-Είδες, Νικολάκ’ τι παιδί βγάλαµε, και γω, η κακούργα,σκόπευα να το πετάξω στο Μεγάλο λάκκο (επειδή µε είχεγεννήσει σε µεγάλη ηλικία, ένιωθε, κάπως, ενοχές καιντροπή).

Στο µεσοδιάστηµα από την αποφοίτηση από το δηµο-τικό σχολείο µέχρι τις εισιτήριες εξετάσεις για το γυµνά-σιο είχα ρίξει πολύ διάβασµα. Τα παιχνίδια και οι έξοδοι

Το σπίτι στην οδό Γκ. Ντιµιτρώφ αρ. 57 στην Κραγιόβα

Page 87: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

87

είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο. Εξάλλου αυτό είχαν κάνεικαι οι κολλητοί µου φίλοι µε τους οποίους, τώρα, βλεπό-µασταν αραιά και που. Προτεραιότητα είχαν οι εξετάσεις.Και οι καρποί αυτής της προσπάθειας δεν άργησαν ναφανούν, µιας και κατάφερα να µπω, µε καλή σειρά, µάλι-στα, στο κολέγιο «Νικολάε Μπαλτσέσκου» το πιο ξα-κουστό γυµνάσιο της Κραγιόβας. Στο γυµνάσιο αυτόυπήρχαν δυο κατευθύνσεις, η θεωρητική και η κλασικήκατεύθυνση. Εγώ προτίµησα και επέλεξα την δεύτερηεπειδή είχα διαπιστώσει ότι είχα µεγαλύτερη κλίση προςτις ξένες γλώσσες. Ήδη µε το που είχα τελειώσει το δη-µοτικό µιλούσα τρεις γλώσσες.

Στο µεταξύ είχαµε µετακοµίσει από το επί της οδούΚρούτσεα ντε πιάτρα µικρό σπιτάκι σ’ ένα κάπως µεγα-λύτερο και σε καλύτερη κατάσταση, το οποίο βρισκότανεστην οδό Γκεόργκι Ντιµιτρόβ αρ. 57. Το νέο αυτό σπίτι,λοιπόν, διέθετε ένα αρκετά µεγάλο δωµάτιο στον πρώτοόροφο κι ένα µικρότερο, µε το µαγειρείο στο ισόγειο. Ητουαλέτα βρισκόταν έξω από το σπίτι και τη µοιραζόµα-σταν µε τους ενοίκους ενός διπλανού σπιτιού. Το σπίτιδεν διέθετε τρεχούµενο νερό και εξυπηρετούµασταν απότις συνοικιακές βρύσες οι οποίες δεν απείχαν και πολύαπό το σπίτι. Το καλό µε αυτό το σπίτι ήταν ότι είχε ηλε-κτρικό, πράγµα που µας διευκόλυνε πολύ σε όλες µας τιςδραστηριότητες. Σε αυτό, λοιπόν, το σπίτι µείναµε για αρ-κετό χρονικό διάστηµα, δέκα άτοµα αφού στο µεταξύ οαδελφός µου ο ∆ηµήτρης είχε παντρευτεί και είχε απο-κτήσει το γιο του το Θωµά, και είχε έρθει από το Στετίνοτης Πολωνίας και ο πρωτότοκος γιος της αδελφής µου

Page 88: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

88

Βεργινάδας.Έχοντας λοιπόν ηλεκτρικό, το σπίτι απέκτησε τώρα και

ραδιόφωνο κι έτσι, για πρώτη φορά, ακούγαµε ελληνικούςσταθµούς και µαθαίναµε νέα από την πατρίδα. Κάθε Κυ-ριακή ακούγαµε την λειτουργία και στη συνέχεια, στη δια-πασών, δηµοτική και λαϊκή µουσική. Ήταν ο καιρός πουµέσα µου κάτι καινούργιο ξυπνούσε, κάτι καινούργιο γεν-νιότανε, ένα είδος νοσταλγίας για την πατρίδα, ένα συ-ναίσθηµα που, χρόνο µε το χρόνο, όλο και θα δυνάµωνε.

Το γυµνάσιο, το οποίο αρχικά έφερε το όνοµα του βα-σιλιά Καρόλου του Α’, µετά την εγκαθίδρυση του κοµµου-νιστικού καθεστώτος µετονοµάστηκε σε «Λαϊκό ΚολέγιοΝικολάε Μπαλτσέσκου» προς τιµήν αυτού του Ρουµά-νου λόγιου και επαναστάτη κατά των Τούρκων.

Το κολλέγιο Νικολάε Μπαλτσέσκου ή (Κάρολος ο 1ος)στην Κραγιόβα Ρουµανίας

Page 89: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

89

Πρόκειται, πράγµατι, για ένα αρχιτεκτονικό κόσµηµα,ένα από τα ωραιότερα και πιο επιβλητικά κτήρια, νεοκλα-σικού τύπου, που υπάρχουν στην πόλη της Κραγιόβας.Έχει πάµπολλες αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια φυ-σικής και χηµείας. Εδώ στεγάζεται και το Εθνικό Θέατροτης πόλης µε αίθουσα πεντακοσίων θέσεων και άλλουςβοηθητικούς χώρους.

Το γυµνάσιο διέθετε, επίσης, κλειστό γυµναστήριο,καθώς και γήπεδο για ποδόσφαιρο και στίβο, δηλαδήόλες εκείνες τις υποδοµές που είναι αναγκαίες για τη σω-µατική και πνευµατική διάπλαση των µαθητών.

Επίσης, το γυµνάσιο είχε και δική του εστία, στηνοποία φιλοξενούνταν άπορα παιδιά, κυρίως από το ύπαι-θρο. Εδώ έµεναν και αρκετά ελληνόπουλα τα οποία δενείχαν καταφέρει ακόµη να ανταµώσουν µε τους δικούςτους. Στο εστιατόριό του σιτιζόµασταν όλοι σχεδόν οι µα-θητές µιας και οι οικογένειες των περισσοτέρων υπέφε-ραν από την πείνα και την ανέχεια. Πράγµατι η δεκαετίατου ‘50 ήταν από τις χειρότερες για το ρουµανικό λαό.Κατά τη διάρκεια του β΄ παγκοσµίου πολέµου, η Ρουµα-νία είχε συµµετάσχει στο πλευρό των Γερµανών κατά τωνΣοβιετικών στρατευµάτων. Με τη λήξη του πολέµου τηςείχαν επιβληθεί δυσβάσταχτες πολεµικές αποζηµιώσεις,οι οποίες την είχαν γονατίσει κυριολεκτικά. Κατά συνέ-πεια, µεγάλο µέρος της αγροτικής και κτηνοτροφικής πα-ραγωγής έπαιρναν το δρόµο προς την ηγέτιδα τουΑνατολικού µπλοκ, τη Σοβιετική Ένωση.

Το ρουµανικό κράτος ήταν πλέον, εκ των πραγµάτων,αναγκασµένο να επιβάλει δελτίο στην παροχή των βασι-κότερων αγαθών πρώτης ανάγκης και οι ελλείψεις, σε

Page 90: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

90

τρόφιµα κυρίως, ήταν περισσότερο από εµφανείς. Οιουρές στη σειρά ήταν ένα καθηµερινό φαινόµενο. ∆ενήταν σπάνιες οι φορές, που είχαν εξαντληθεί τα πάντα,όταν επιτέλους έφτανε η σειρά σου.

Αρκετές φορές, σε όλη τη διάρκεια των γυµνασιακώνµου σπουδών, ξυπνούσα από τις τέσσερις το πρωί προ-κειµένου να πιάσω σειρά στην ουρά για λίγο ψωµί, είτεγια λίγο γάλα, είτε ακόµη και για φιάλη υγραερίου. Όταν,καµιά φορά επέστρεφα άπραγος, µε άδεια χέρια, άκουγατην κατσάδα της µάνας µου:

-Σου’ λεγα γω, σηκ’ και συ γύριζες απ ν ’άλλη πλευρά.Να δούµε τι θα φάτε τώρα.

Για κρέας, ούτε λόγος, τα χασάπικα στην κεντρικήαγορά ήταν άδεια και τα τσιγκέλια αραδιασµένα στη σειράνα περιµένουν βουβά κάνα χοιροµέρι. Μόνο λαρδί έβρι-σκες κι αυτό όχι πάντοτε. Κάθε χρόνο, πριν τα Χριστού-γεννα, οι δικοί µου πηγαίνανε στο ζωοπάζαρο καιαγόραζαν κάνα χοιρινό µε τ’ οποίο, µετά από κατάλληληεπεξεργασία φτιάχνανε καβουρµά, παστουρµά και λου-κάνικα και βγάζαµε το χειµώνα.

Μέσα σ’ αυτήν την γενικότερη ανέχεια, η στάση τουντόπιου πληθυσµού απέναντί µας, µπορώ να πω πωςήταν άψογη. ∆εν είχα διαπιστώσει ούτε ίχνος ρατσιστικήςσυµπεριφοράς. Αντίθετα, µάλιστα, µας είχαν περιβάλει µεαγάπη και συµπόνια και προστρέχανε σε κάθε µαςανάγκη. Είχαµε δηµιουργήσει τόσο φιλικές και στενές,σχέσεις µεταξύ µας, που ήταν άξιον απορίας. Και αυτόθα το απέδιδα κατά κάποιον τρόπο στην παιδεία τους.Στα βιβλία της Ιστορίας της τετάρτης τάξης του δηµοτικού,µεγάλο µέρος καταλάµβανε το κεφάλαιο που αφορούσε

Page 91: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

91

την αρχαία Ελλάδα, µε τους φιλοσόφους, τους τραγω-δούς και το δηµοκρατικό τρόπο οργάνωσης της πόλης-κράτους της Αθήνας.

Κι’ εµείς, οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, µε τη σειράµας, τρέφαµε απεριόριστη ευγνωµοσύνη προς το ρου-µανικό λαό, ο οποίος παρά τα τόσα οικονοµικά προβλή-µατα που είχε, µας συµπαραστέκονταν µε το παραπάνω.∆εν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που, µε την εντατικοποί-ηση της ανοικοδόµησης της χώρας και ιδιαίτερα της προ-σπάθειας επίλυσης του στεγαστικού προβλήµατος, οιΈλληνες πολιτικοί πρόσφυγες προτιµούνταν έναντι τωνΡουµάνων. Το ίδιο συνέβαινε και µε την εργασία. Είχεαπορροφηθεί το σύνολο του ελληνικού εργατικού δυνα-µικού, άσχετα που οι περισσότεροι δεν είχαν καµία προ-ηγούµενη εκπαίδευση, πράγµα που έγινε στη συνέχειαστους χώρους δουλειάς. Οι Έλληνες, µε το συνεχή ζήλοπου έδειχναν στη δουλειά τους, πολύ σύντοµα αναδείχ-θηκαν και κατέλαβαν και θέσεις ευθύνης. Τα εργοστάσιαστα οποία απασχολούνταν οι περισσότεροι από τους πο-λιτικούς πρόσφυγες ήταν το «Ελεκτροπουτέρε» το «Στε-άγκουλ ρόσου» και το «Ιντεπεντέντσα». Το πρώτο ήταντο µεγαλύτερο της Ρουµανίας, στο είδος του, εξειδικευ-µένο στην παραγωγή µηχανών Ντίζελ για λοκοµοτίβεςτρένων και µετασχηµατιστές. Εδώ δούλευε και ο αδελφόςµου ∆ηµήτρης ως εφαρµοστής και ήταν υπεύθυνος οµα-δάρχης στους µετασχηµατιστές. Το «Στεάγκουλ ρόσου»ήταν εργοστάσιο παραγωγής αγροτικών µηχανηµάτων,εξαιρετικά απαραίτητων στην όλο και περισσότερο κολε-κτιβοποιηµένη γεωργία της Ρουµανίας.

Page 92: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

92

Το 1958, µετά από ένα κρυολόγηµα πεθαίνει απόπνευµονικό οίδηµα ο πατέρας, σε ηλικία 78 ετών,τυλίγοντας την οικογένεια στο πένθος. Η µητέρα, ει-

δικά, ήταν απαρηγόρητη, γεγονός που µεγάλωνε τονπόνο µας. Μας πήρε αρκετό χρόνο ώσπου να ξανα-βρούµε το ρυθµό µας, την καθηµερινότητά µας.

Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα, το ένα πίσω από τ’άλλο και οι γυµνασιακές µου σπουδές φθάνανε προς τοτέλος. Σε όλο αυτό το διάστηµα, η πρόοδος ήταν κατα-φανής, ειδικότερα στις γλώσσες (ρουµανική, γαλλική καιρωσική). ∆εν ήταν λίγες οι φορές που ο καθηγητής ρου-µανικής λογοτεχνίας Τραϊστάρου, κάθε φορά που µαςµοίραζε τα γραπτά, έλεγε: «Μπράβο,ρε Ντέµο, ήρθες απότην Ελλάδα κι έµαθες να γράφεις καλύτερα από τους ρου-µάνους συµµαθητές σου. Αν ήµουνα στη θέση τους, θαπροτιµούσα να µε είχε καταπιεί η γη. Πού ακούστηκε,ένας ξένος να κατανοεί τα κείµενα και να γράφει καλύτερααπό τους ντόπιους! Και πάλι µπράβο σου». Περιττό ναπω ότι ντρεπόµουνα κάθε φορά που το έλεγε ο καθηγη-τής µου και µάλιστα κάποια µέρα του είπα:

-Κύριε καθηγητά, θα σας παρακαλούσα να µη µε φέρ-νετε σε δύσκολη θέση γιατί δεν νιώθω καθόλου άνετααπέναντι στους συµµαθητές µου.

-Μα δε λέω και κάτι το παράλογο, µου απάντησε. Θατο λέω και θα το ξαναλέω µπας και ξυπνήσει λίγο µέσατους το φιλότιµο και στρωθούν κι αυτοί στο διάβασµα.

Στις δυο πρώτες τάξεις του γυµνασίου κάθε Τετάρτηαπόγευµα είχα και µια ώρα µάθηµα ελληνικών µαζί µεάλλα προσφυγόπουλα και µε καθηγητή τον κ. Άκη Βουρ-

Page 93: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

93

δουνά, πρώην δικαστή. Είναι ο άνθρωπος που µου εµ-φύσησε την αγάπη για τη µητρική µου γλώσσα και που µεπαρακίνησε να διαβάζω ό,τι είχε σχέση µε τα ελληνικάγράµµατα. Τα λιγοστά βιβλία που υπήρχαν στην βιβλιο-θήκη του συλλόγου τα είχα «καταβροχθίσει» στην κυριο-λεξία. Εφηµερίδες, περιοδικά, δεν τα πετούσα αν δενδιάβαζα και το τελευταίο άρθρο τους.

Εκείνο τον καιρό στη Ρουµανία, όπως άλλωστε και στιςυπόλοιπες λαϊκές δηµοκρατίες είχε γίνει θεσµός η διορ-γάνωση φεστιβάλ µε πολιτιστικές εκδηλώσεις που συµ-περιλάµβαναν παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια,διάφορα θεατρικά έργα, εκθέσεις ζωγραφικής ελλήνωνπολιτικών προσφύγων κ.α. Αυτά τα φεστιβάλ, κάθε φοράλάµβαναν χώρα και σε διαφορετική πόλη όπου διέµενανπολιτικοί πρόσφυγες, όπως το Βουκουρέστι, η Οράντεα,η Κραγιόβα, η Βραϊλα, το Πιτέστι κ.α.

Η ατµόσφαιρα µέσα κι έξω από το χώρο όπου γίνον-ταν οι διάφορες εκδηλώσεις, ήταν εντυπωσιακή, θύµιζεΕλλάδα. Τα χορευτικά συγκροτήµατα, οι χορωδίες και οιτραγουδιστές συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον. Οι εθνι-κές παραδοσιακές στολές που φορούσαν οι χορευτές καιαντιπροσώπευαν το σύνολο σχεδόν της ελληνικής επι-κράτειας ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακές. Και οικατ’ ιδίαν συζητήσεις δεν είχαν άλλο αντικείµενο εκτόςαπό τον επαναπατρισµό. Στο φεστιβάλ που είχε γίνει στοΠιτέστι, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να γνωρίσω και τοσυγγραφέα Μενέλαο Λουντέµη του οποίου το βιβλίο«Ένα παιδί µετράει τ’ άστρα» µόλις είχα διαβάσει. Τηνεποµένη ηµέρα αυτού του φεστιβάλ, η διοργανώτρια επι-

Page 94: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

94

τροπή είχε προγραµµατίσει µια επίσκεψη στο Ντραγκα-τσάνι, όπου καταθέσαµε δάφνινο στεφάνι στο ηρώο τωνπεσόντων Ιερολοχιτών. Όσο η χορωδία έψελνε τονΕθνικό Ύµνο, κυριεύτηκα από ρίγη συγκίνησης και δέους.Βρισκόµουνα σε αυτά τα άγια µέρη, µπροστά στους πε-σόντες Ιερολοχίτες οι οποίοι πάλεψαν και θυσιάστηκανγια την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού που για τετρακό-σια και πλέον χρόνια καταδυνάστευε τους λαούς των Βαλ-κανίων.

Αυτές τις πολιτιστικές εκδηλώσεις των ελλήνων πολιτι-κών προσφύγων τις παρακολουθούσαν και πολλοί ρου-µάνοι οι οποίοι εκφράζονταν µε τα πιο εγκωµιαστικά λόγιαγια τον πλούτο και την µεγάλη ποικιλία της λαϊκής µας πα-ράδοσης.

Εκείνο που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση σε µας, αλλά καιστους Ρουµάνους φίλους µας, ήταν η ελληνική µουσική.Ήταν η εποχή που όλη η Ρουµανία χόρευε στους ρυθ-µούς της µουσικής του Θεοδωράκη. Θυµάµαι πως άνοιγατο παράθυρο του διαµερίσµατος της πολυκατοικίας «Ρο-µάρτα», όπου είχαµε µετακοµίσει στο µεταξύ, κι έβαζαστη διαπασών το δίσκο µε το συρτάκι κι οι Ρουµάνοι φίλοιµου, που παίζανε στην αυλή, να µε παρακαλάνε να τονβάλω ξανά και ξανά. Στο σπίτι είχαµε ολόκληρη δισκο-θήκη µε τραγούδια των Θεοδωράκη, Χατζηδάκη, Ξαρ-χάκο, Πλέσσα κ.α. Μάλιστα, είχαµε αγοράσει κι έναµαγνητόφωνο Τέσλα όπου ηχογραφούσαµε διάφορα ελ-ληνικά τραγούδια από το ραδιόφωνο.

Page 95: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

95

Μετά το πέρας των γυµνασιακών µου σπουδώνέδωσα και πέτυχα στις εισαγωγικές εξετάσεις στη Γεω-πονική Σχολή του Πανεπιστηµίου της Κραγιόβας. ΗΣχολή στεγάζονταν σ’ ένα τριώροφο νεοκλασικό κτίριοτου 19ου αιώνα σχήµατος τετραγώνου και στο εσωτερικότου, στη µέση της αυλής, υψωνόταν το άγαλµα του Τούν-τορ Βλαντιµιρέσκου, γνωστού Ρουµάνου επαναστάτηκατά των Τούρκων. Προς τιµήν του, από την ίδρυσή τηςη Σχολή φέρει τ’ όνοµά του.

Όπως και κάθε άλλη σχολή, η Γεωπονική Σχολή τηςΚραγιόβας διέθετε φοιτητική εστία στην οποία φιλοξε-νούνταν κυρίως αγροτόπαιδα και στο εστιατόριό της σιτί-ζονταν όλοι σχεδόν οι φοιτητές. Το κλειστό γυµναστήριο

Η γεωπονική σχολή στην Κραγιόβα Ρουµανίας

Page 96: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

96

βρισκόταν στο υπόγειο του εστιατορίου και ήταν εξοπλι-σµένο µε όλα τα απαραίτητα όργανα. Πίσω από το εστια-τόριο και µπροστά από τη φοιτητική εστία βρισκόταν τογήπεδο ποδοσφαίρου.

Οι 180 επιτυχόντες στις εισαγωγικές εξετάσεις είχαµεµοιραστεί σε έξι οµάδες των 30 φοιτητών για την καλύ-τερη παρακολούθηση των εργαστηρίων. Όπως ήταν φυ-σικό, µένοντας µαζί, πολύ γρήγορα ανέπτυξα φιλία µεόλους τους συµφοιτητές µου. Όλοι θέλανε να µάθουνε λε-πτοµέρειες για το πώς βρέθηκα στη Ρουµανία. Γνώριζαναρκετά πράγµατα από το σχολείο για την αρχαία Ελλάδακαι προσπαθούσαν µαζί µου να µάθουν κάποιες λέξειςστα ελληνικά. Ιδιαίτερα είχα δεθεί πολύ στενά µε τουςΜπάντεα Λίβιου, Τρούϊκα Κωνσταντίν, Βάντουβα Ιων,Λουλεά Κωνσταντίν κ.α. τους οποίους συναντούσα µε-τέπειτα στις ανά δέκα ή ανά πέντε χρόνια προγραµµατι-σµένες συναντήσεις των τελειόφοιτων της σειράς µας,ταξιδεύοντας οδικώς από την Ελλάδα για την Κραγιόβατης Ρουµανίας.

Οι σπουδές µου στη Γεωπονική σχολή κυλούσανοµαλά, παρακολουθώντας όλα τα µαθήµατα και τα εργα-στήρια. Στο τέλος κάθε χρονιάς ακολουθούσε και σχετικήπρακτική εξάσκηση διάρκειας δυο µηνών, οπότε παρα-κολουθούσαµε όλες τις αγροτικές εργασίες επί τόπου, σεδιάφορους αγροτικούς συνεταιρισµούς ή σε µεγάλα κρα-τικά αγροτικά συγκροτήµατα (φάρµες). Αυτή η καθηµε-ρινή και άµεση επαφή µε την παραγωγική διαδικασία µαςωφέλησε πολύ στην καλύτερη κατανόηση της θεωρίαςτων διαφόρων µαθηµάτων, όπως η φυτοτεχνία, ζωοτε-

Page 97: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

97

χνία, εκµηχάνιση της γεωργίας κ.λ.π.Ως αλλοδαπός φοιτητής που ήµουν - µε την ιδιότητα

του Έλληνα πολιτικού πρόσφυγα - το ρουµανικό κράτοςµου εξασφάλιζε δωρεάν όλα τα έξοδα σίτισης και στέγα-σης (κάπου 350 λέι εκείνης της εποχής). Επειδή όµως σεόλη τη διάρκεια των σπουδών µου, σε όλες τις εξεταστι-κές περιόδους, εξασφάλιζα µέσο όρο βαθµολογίας άνωτου 6,5 η Σχολή µου χορηγούσε, όπως άλλωστε σε όλουςτους ρουµάνους συµφοιτητές µου, άλλα τόσα. ∆ηλαδή ωςφοιτητής είχα έσοδα 700 λέι, σχεδόν όσα κι ο αδελφόςµου που δούλευε οκτάωρο στο εργοστάσιο «Ελεκτρο-πουτέρε». Απ’ αυτή την άποψη, τα φοιτητικά µου χρόνιαήταν ανέµελα, γεµάτα εµπειρίες και χωρίς κανένα οικο-νοµικό πρόβληµα.

Το Πανεπιστήµιο της Κραγιόβας Ρουµανίας

Page 98: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

98

Οσο µεγάλωνα κι αντρειωνόµουνα, άλλο τόσο µε-γάλωνε µέσα µου η νοσταλγία για την πατρίδα,για την Ελλάδα. Καθετί ελληνικό µε συγκινούσε.

Η εφηµερίδα Αυγή και το περιοδικό Οι δρόµοι της ειρή-νης, τα µόνα που κυκλοφορούσαν στη Ρουµανία, τα διά-βαζα και τα ξαναδιάβαζα. Όταν, µάλιστα, οι περισσότεροιαπό τους συµφοιτητές µου µε φώναζαν όχι µε τ’ όνοµάµου αλλά ως «γκρέκουλε», δηλαδή «Έλληνα», όχι µόνοδεν παρεξηγιόµουνα αλλά αντίθετα, ήταν σαν να το επι-ζητούσα κιόλας, νιώθοντας καµάρι που ήµουν Έλληνας.

Το γεγονός, όµως, που µε συγκίνησε σε υπέρτατοβαθµό, ήταν το κινηµατογραφικό έργο Το κορίτσι µε ταµαύρα του Μιχάλη Κακογιάννη µε τους ∆ηµήτρη Χορν καιΈλλη Λαµπέτη. Απ’ ό,τι θυµάµαι, θα πρέπει να ήταν τοπρώτο ελληνικό έργο που προβαλλόταν στην Κραγιόβα.Στην πρώτη προβολή της ∆ευτέρας ολόκληρη η αίθουσαείχε κατακλυσθεί από τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυ-γες, οι οποίοι είχαν στηθεί από πολύ νωρίς στη σειράπροκειµένου να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο εισιτήριο.

Με το που άρχισε το έργο, στη θέα της θάλασσας καιτων ελληνικών νησιών και στο άκουσµα του τραγουδιού«Ξεκινάει µια ψαροπούλα» κάτι σκίρτησε µέσα µου. Ασυ-ναίσθητα, δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα µάτια µου.Κι όσο το έργο προχωρούσε άλλο τόσο µεγάλωνε κι ησυγκίνησή µου. Με είχε συνεπάρει τόσο πολύ η πλοκήτου έργου λες και συµµετείχα κι εγώ στα δρώµενα, λεςκαι δε βρισκόµουνα στην Κραγιόβα της Ρουµανίας αλλάσε κάποιο ελληνικό νησί. Το άναµµα των φώτων στην αί-θουσα µετά το τέλος της προβολής, µε επανέφερε στην

Page 99: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

99

πεζή πραγµατικότητα κι ένιωσα µέσα µου µια απέραντηθλίψη και απογοήτευση.

Κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά παρατήρησα πως όλοιήταν µε βουρκωµένα µάτια και υποθέτω πως µέσα τουςαισθάνονταν όπως κι εγώ. Πάντως, δεν υπερβάλλω κα-θόλου, αυτό το έργο το είδα και το ξαναείδα εκείνη τηνεβδοµάδα επτά φορές. Με τον αδελφό µου τον Βασίλη εί-χαµε µάθει όλους σχεδόν τους διαλόγους και το βράδυ,πριν πέσουµε για ύπνο, τους επαναλαµβάναµε. Από τότε,δεν υπήρξε ελληνικό έργο που να είχε έρθει στην Κρα-γιόβα και να µην το είχα δει από τρεις και τέσσερις φορές(∆ιπλοπενιές, ο Λούστρος, Ηλέκτρα κ.α.)

Καθώς περνούσαν τα χρόνια έφτασε κι ο καιρός τωνπτυχιακών εξετάσεων. Η διπλωµατική µου εργασία είχεως τίτλο «Η ορθολογική χρήση της εργατικής δύνα-µης στο αγρόκτηµα του Ιονέστι» ενός αγροτικού συνε-ταιρισµού, κάπου 40 χιλιόµετρα δυτικά της Κραγιόβας.Επιπλέον, οι προφορικές εξετάσεις αφορούσαν τα µαθή-µατα φυτοτεχνίας, ζωοτεχνίας και οργάνωσης των αγρο-τικών επιχειρήσεων. Θυµάµαι πως, όλο εκείνο τοδιάστηµα, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια της εξάµη-νης πρακτικής άσκησης του πέµπτου έτους, είχα ρίξειγερό διάβασµα προκειµένου να πετύχω ένα καλό αποτέ-λεσµα. Κι όπως φάνηκε, οι κόποι δεν πήγανε χαµένοι.Πήρα πτυχίο µηχανικού γεωπόνου µε γενικό βαθµό 7,66.

Εκείνον τον καιρό, µε τα τότε δεδοµένα, ένα µήνα µετάτη λήψη του πτυχίου ερχότανε κι ο διορισµός σου.Υπήρχε ειδική επιτροπή στη Σχολή στην οποία προσέρ-

Page 100: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

100

χονταν όλοι οι τελειόφοιτοι και δήλωναν τρεις νοµούς τηςπροτίµησής τους όπου θα επιθυµούσαν να εργαστούν.Έτσι λοιπόν, προσερχόµενος στην επιτροπή ζήτησα διο-ρισµό σ’ έναν από τους νοµούς Κωνστάντσα ή Τούλ-τσεα, περισσότερο γνωστοί κι οι δυο ως Ντόµπροτζα.Ήταν, µαζί µε την πεδιάδα του Μπαραγκάν, από τουςµεγαλύτερους σιτοβολώνες της Ρουµανίας και από τουςπλέον αναπτυγµένους αγροτικά. Σε σχέση µε την Κρα-γιόβα βρίσκονταν σε µια απόσταση κάπου 400 χιλιόµε-τρα ανατολικά. Προτίµησα αυτή την περιοχή αντί γιακάποια άλλη που θα ήταν πιο κοντά στην Κραγιόβα γιαέναν και µόνο λόγο. Μέσα µου είχα πάρει ήδη την από-φαση για την επιστροφή µου στην Ελλάδα, για τον επα-ναπατρισµό µου! Γι’ αυτό θεώρησα σκόπιµο να πάω ναεργασθώ κάπου όπου η γεωργία ήταν πιο αναπτυγµένηκαι όπου θα µπορούσα να αξιοποιήσω καλύτερα τις θε-ωρητικές µου γνώσεις πάνω στην γεωργική επιστήµη καινα «παντρέψω» καλύτερα τη θεωρία µε την πρακτική.

Για την απόφασή µου αυτή, φυσικά, δεν είχα κάνει κου-βέντα στους δικούς µου, γνωρίζοντας εκ των προτέρωντην αντίδρασή τους στο ν’ αποµακρυνθώ τόσο πολύ.Μέσα στο µήνα ήρθε ο διορισµός µου για τη ∆ιεύθυνσηΓεωργίας Νοµού Τούλτσεα και έτσι επέδειξα το διορι-στήριο στους δικούς µου, που δυσανασχέτησαν για το ότιθα έφευγα τόσο µακριά, όµως το δέχτηκαν καθώς δενµπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά. ∆εν υπήρχε ούτεχρόνος ούτε τρόπος αλλαγής του. Μέσα σε τρεις µέρες,έπρεπε ν’ αναχωρήσω και να παρουσιαστώ στη νέα µουθέση. Η µητέρα δεν µπορούσε να το χωνέψει και συνε-

Page 101: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

101

χώς έκλαιγε, κι έλεγε. «Τι είναι τούτο πάλι, θα σε ξανα-χάσω, πότε θα σε ξαναδώ;» και άλλα πολλά λες και ξενι-τευόµουνα για πάντα. ∆εν ησύχασε παρά µόνο όταν τηςυποσχέθηκα ότι µια φορά το µήνα θα έρχοµαι να την επι-σκέπτοµαι. Και την υπόσχεσή µου αυτή την τήρησα.

Αφού έγιναν οι σχετικές προετοιµασίες αποχαιρέτησατους δικούς µου, πήρα το βαλιτσάκι µου και µε το πρωινότρένο ταξίδεψα για Βουκουρέστι απ’ όπου θα έπαιρνα τοαεροπλάνο για την Τούλτσεα. Μέχρι το Βουκουρέστι τοταξίδι κράτησε κάπου τρεις ώρες, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο.Παίρνοντας το ταξί και φτάνοντας στο αεροδρόµιο Μπα-νεάσα, διαπίστωσα πως ήµουνα ο µοναδικός επιβάτηςστο αεροπλάνο, ένα δικινητήριο 16 θέσεων. Μάλιστα οπιλότος, αστειευόµενος, µου πρότεινε να πάω να καθίσωστην καµπίνα, να µην πλήττω µόνος µου. Το ταξίδι κρά-τησε κάπου µια ώρα και προσγειώθηκε στο αεροδρόµιο-τρόπος του λέγειν αεροδρόµιο- καθώς δεν ήταν τίποτεάλλο από ένα χωράφι και κάπου στην άκρη το «κτίριο δι-οίκησης». Παίρνοντας το βαλιτσάκι µου µπήκα στο λεω-φορείο της γραµµής και τράβηξα για το κεντρικόξενοδοχείο της πόλης, το ∆έλτα όπου και διανυκτέρευσα.Το ξενοδοχείο ήταν ένα επταώροφο, νεόκτιστο κτίριο,σύγχρονο, µε µεγάλα ηλιόλουστα δωµάτια που παρείχανκάθε άνεση. Ήταν κτισµένο στις όχθες του ∆ούναβη, λίγεςεκατοντάδες µέτρα από τη διακλάδωσή του στα δυο κα-νάλια, το Σουλίνα και το Σφίντου Γκεόργκε κι απ’ όπουξεκινά το ∆έλτα του ∆ούναβη. Μπροστά από το ξενο-δοχείο υπήρχε µια αποβάθρα όπου δένανε πολλά τουρι-στικά πλοιάρια τα οποία κάνανε συνεχή δροµολόγια στο

Page 102: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

102

∆έλτα, ξεναγώντας τους ξένους και ντόπιους τουρίστες.Και πράγµατι, αξίζει ο κόπος να κάνει κανείς αυτή τη δια-δροµή, µέσα στο ∆έλτα, µε τα πολλά κανάλια, τους καλα-µώνες και την πληθώρα της πανίδας και της χλωρίδας.Είναι κάτι το φανταστικό, το ανεπανάληπτο. Πιστεύω πωςείναι από τα ωραιότερα εθνικά πάρκα όχι µόνο της Ρου-µανίας αλλά και της Ευρώπης.

Η πόλη της Τουλτσεα, εκείνη την εποχή, ήταν µια ακ-µάζουσα πόλη, έχοντας αναπτυγµένη την µεταποιητική,κυρίως, βιοµηχανία, όπως κονσερβοποιεία αλιευµάτων,οπωροκηπευτικών, επεξεργασία δερµάτων κ.α. Ένα ση-µαντικό ρόλο, στην οικονοµική ζωή της πόλης, έπαιζε καιτο λιµάνι όπου ελλιµενίζονταν µεγάλα εµπορικά πλοία

Το ξενοδοχείο «∆έλτα» στην πόλη Τούλτσεα της Ρουµανίας

Page 103: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

103

που έρχονταν από τη Μαύρη θάλασσα µέσω του κανα-λιού της Σουλίνας.

Καθώς όλο το Σαββατοκύριακο περιφερόµουν µέσαστην πόλη, τη ∆ευτέρα, πρωί-πρωί παρουσιάστηκα στογραφείο του διευθυντή της ∆ιεύθυνσης Γεωργίας. Αφούσυζητήσαµε για λίγο για την κατάσταση της γεωργίας στονοµό, παραξενεύτηκε µε τ’ όνοµά µου, και µε ρώτησε:

-Συγνώµη, αν κρίνω από το όνοµα, δεν φαίνεται ναείσαι ρουµάνος.

-Όχι, του απάντησα, είµαι έλληνας.-Έλληνας! Αναρωτήθηκε. Ξέρεις, έχουµε κι άλλον έναν

έλληνα γεωπόνο.-Ναι; και πώς τον λένε; ρώτησα.

Ο ποταµός ∆ούναβης µε την προβλήτα στην πόλη Τούλτσεατης Ρουµανίας

Page 104: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

104

-Αλέκο, Αλέκο Γρηγορίου, µου απαντά.-∆εν τον γνωρίζω προσωπικά, λέω, αλλά θα επιδιώξω,

το συντοµότερο δυνατό, να τον γνωρίσω, µιας και είµαστεκαι συµπατριώτες.

-Ξέρεις, συνεχίζει ο διευθυντής, υπάρχει ένα χωριό «Ιζ-βόαρελε» (Πηγές), όπου οι κάτοικοι οµιλούν µια διάλε-κτο, που, όπως λένε, µοιάζει µε την ελληνική γλώσσα.

-Τότε, θα σας παρακαλούσα κύριε διευθυντά, του λέω,αν είναι δυνατόν, να µε τοποθετήσετε σ’ αυτό το χωριό.

-Αυτό σκέφτηκα κι εγώ, µόλις πριν λίγο, αλλά κοιτά-ζοντας τα χαρτιά µου, βλέπω πως δεν υπάρχει κενή θέσησ’ αυτό το αγρόκτηµα. Εκκενώνεται όµως µια θέση στοδιπλανό χωριό, το Τρεστενίκ και σκέπτοµαι να σε τοπο-θετήσω εκεί. Τι λες;

-Ευχαρίστως, του λέω, µια και συνορεύει µε το «ελλη-νικό χωριό», τοποθετήστε µε στο Τρεστενίκ.

Μετά το διευθυντή γεωργίας, και µε δική του υπόδειξη,έκανα ένα γύρο απ΄ όλους τους προϊσταµένους Τµηµά-των για µια γενικότερη ενηµέρωση. Με τον Προϊστάµενοτης δενδροκοµίας ανάλωσα τον περισσότερο από τονχρόνο µου µιας κι ο ίδιος καταγότανε από το χωριό όπουοµιλούσαν την ελληνική διάλεκτο.

Page 105: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

105

Την εποµένη, ηµέρα Τρίτη, έχοντας µαζί µου το έγ-γραφο τοποθέτησής µου για τον αγροτικό συνεται-ρισµό του χωριού Τρεστενίκ, τράβηξα για το σταθµό

λεωφορείων και πήρα το λεωφορείο της γραµµής. Τοπρώτο χωριό που συναντά κανείς στο δηµόσιο δρόµοΤούλτσεα-Κωνστάντσα, µετά από ένα τέταρτο διαδρο-µής, είναι το Καταλόι, ένα από τα πιο αναπτυγµένα καιεξελιγµένα από γεωργική άποψη. Ιδιαίτερη εντύπωσηµου προκάλεσε το γεγονός ότι όλοι οι γύρω λόφοι, εκα-τοντάδες στρεµµάτων, είχαν αξιοποιηθεί και φυτευτεί µεαµπέλια. Μακριά στον κάµπο, όσο έβλεπε το µάτι σου,εκτείνονταν απέραντες εκτάσεις µε αραβόσιτο καιηλίανθο. Στις σταβλικές εγκαταστάσεις, σε κάποια από-σταση από το χωριό, ενσταβλίζονταν, απ’ ό,τι έµαθα αρ-γότερα, κάτι παραπάνω από οκτακόσιες αγελάδεςγαλακτοπαραγωγής. Τα αγροτικά µηχανήµατα, αναγκαίαγια τις αγροτικές εργασίες, ήταν αραδιασµένα στο χώροµηχανηµάτων και περίµναν τους χειριστές τους για να«εκδράµουν» στα χωράφια.

Το χωριό που εκτεινόταν από τη µια και την άλληπλευρά του δηµοσίου δρόµου είχε σπίτια καλά διατηρη-µένα µε τον κήπο και τ’ αµπελάκι τους. Στο δρόµο πηγαι-νοέρχονταν κάρα τα οποία έσερναν καλοταϊσµένα άλογα.

Μετά από µια ολιγόλεπτη στάση στην πλατεία του χω-ριού, όπου άδειασε σχεδόν το λεωφορείο, ξεκινήσαµε γιατην επόµενή µας στάση, που ήταν και ο τελικός µου προ-ορισµός, το χωριό Ναλµπάντ. Ώσπου να φτάσουµε εδώ,όπου και να έριχνες το µάτι, δεν έβλεπες τίποτ’ άλλο εκτόςαπό καλαµποκαλλιέργειες και φρεσκοοργωµένα χωρά-

Page 106: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

106

φια. Κάπου στο βάθος, στ’ αριστερά µας, µόλις που δια-κρίνονταν τα σιλό και οι λοιπές εγκαταστάσεις της κρατι-κής φάρµας του Ναλµπάντ, η οποία διέπονταν απόδιαφορετικό καθεστώς από εκείνο των αγροτικών παρα-γωγικών συνεταιρισµών.

Φτάνοντας, λοιπόν, στο Ναλµπάντ, κατέβηκα και ρώ-τησα τον πρώτο χωρικό που συνάντησα.

-Μου λέτε, παρακαλώ, προς τα πού πέφτει το Τρεστε-νίκ;

Αφού µε ζύγισε καλά, κοιτώντας µε από πάνω µέχρικάτω, µου απάντησε:

-Θα περπατήσετε καµιά πενηνταριά βήµατα πιο κάτωκαι θα στρίψετε στον πρώτο χωµατόδροµο, δεξιά.

-Απέχει πολύ το χωριό; τον ρώτησα-Κάπου πέντε χιλιόµετρα µου απαντά. Να σας ρωτήσω

κάτι, δάσκαλος είστε;-Όχι, γεωπόνος, του απαντώ. Μόλις διορίστηκα στο

αγρόκτηµα του Τρεστενίκ.-Α, έτσι, και µε χαιρετά βγάζοντας το καπέλο του.

Καθώς φαίνεται, τους γεωπόνους τους είχαν σε µεγάληυπόληψη, σκέφθηκα, και τράβηξα το δρόµο µου, σύµ-φωνα µε τις υποδείξεις του.

Το πρόβληµα ήταν ότι το χωριό και ο συνεταιρισµός δεδιέθεταν τηλέφωνο και δεν µπόρεσα να ειδοποιήσω τονπρόεδρο του συνεταιρισµού να στείλει κάποιον να µε πε-ριµένει. Κι έτσι, αναγκαστικά, ξεκίνησα πεζός, κουβαλών-τας µαζί µου και τα µπογαλάκια µου. Ο δρόµος ήτανχωµατόδροµος και κατά τόπους, εδώ κι εκεί χαλικοστρω-µένος, της κακιάς ώρας. Και οι δυο πλευρές του δρόµου

Page 107: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

107

ήταν φυτεµένες µε ακακίες και καθώς φυσούσε ένααπαλό αεράκι, άκουγες το θρόισµα των φύλλων. Για κακήµου τύχη, δεν περνούσε κανένα κάρο προς το Τρεστενίκ.Για αυτοκίνητο ούτε λόγος να γίνεται, και κάθε τόσο κον-τοστεκόµουνα, έπαιρνα µια ανάσα και συνέχιζα. Κι έτσι,καθώς προχωρούσα σιγά-σιγά, παρατηρούσα το χώροόπου θα έκανα τα πρώτα µου βήµατα ως γεωπόνος. Σταδεξιά µου, καθώς βάδιζα προς το χωριό, µεγάλες εκτά-σεις µε καλαµπόκια που είχαν σχεδόν ωριµάσει, ενώ στ’αριστερά, το έδαφος παρουσίαζε κάποια σχετική κλίσηκαι ήτανε κατάφυτο µε βερικοκιές και στα χαµηλότερα ση-µεία, µε καρυδιές. Κοντά στο ρέµα, απ’ την πάνω πλευράτου, µερικές θερµοκηπιακές εγκαταστάσεις. Παρατηρών-

Το χωριό Τρεστενίκ του νοµού Τούλτσεα Ρουµανίας

Page 108: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

108

τας πότε το ένα και πότε το άλλο, µπροστά µου άρχισαννα προβάλουν τα πρώτα σπίτια του χωριού. Μπαίνονταςστο χωριό, ο δρόµος χωριζότανε στα δυο, κάνοντας µιαορθή γωνία.

-Καληµέρα, γιαγιά, µου λες σε παρακαλώ ποιον δρόµοθα πάρω για να πάω στα γραφεία του συνεταιρισµού; ρώ-τησα µια γριούλα που γέµιζε νερό απ’ το πηγάδι.

-Από αριστερά, µου απαντά η γυναίκα, θα βαδίσετεκάπου εκατό µέτρα και στο δεξί σας χέρι είναι τα γραφεία.

Συνέχισα λοιπόν να βαδίζω στον έρηµο δρόµο και κά-ποια στιγµή έφθασα στην πλατεία του χωριού, έναάνοιγµα κάπου τριών στρεµµάτων. Στα δεξιά µου, στοντοίχο µιας απλής κατασκευής, διέκρινα την πινακίδα«Αγροτικός Παραγωγικός Συνεταιρισµός Τρεστενίκ».Εδώ είµαστε, είπα µέσα µου. Στην απέναντι πλευρά ήτανη εκκλησία του χωριού και λίγο πιο πάνω το σχολείο.

Κοντοστάθηκα για λίγο, να πάρω µια ανάσα, και χτύ-πησα την πόρτα. Από µέσα ακούγονταν φωνές και απ’ό,τι φάνηκε δε µε άκουσαν, οπότε ξαναχτύπησα πιο δυ-νατά.

-Εµπρός! ακούστηκε µια βραχνή φωνή, και καθώςµπήκα κόπασαν οι φωνές κι όλοι µου έριξαν µια µατιά όλοπεριέργεια.

-Ορίστε! µου λέει ο άνθρωπος µε τη βραχνή φωνή, τιθα θέλατε;

-Τι να θέλω, του απαντώ, τίποτα, απλώς ήρθα να πα-ρουσιαστώ, είµαι ο νέος γεωπόνος του συνεταιρισµού.

-Συγνώµη, µου κάνει, και σηκώνεται από τη θέση του.Να συστηθώ, κ. γεωπόνε, ονοµάζοµαι Ιων Μπαλντόιου

Page 109: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

109

και είµαι ο πρόεδρος του συνεταιρισµού.-Χαίρω πολύ κ. πρόεδρε. Εγώ ονοµάζοµαι Γεώργιος

Ντέµος, γεωπόνος, έλληνας πολιτικός πρόσφυγας, τουαπάντησα.

Ο πρόεδρος, στη συνέχεια, µου σύστησε ένα-ένα ταάτοµα που ήταν µαζί του στο γραφείο και που ήταν οι«µπριγκαντιέρηδες» δηλαδή οι τοµεάρχες, ο καθέναςυπεύθυνος στον τοµέα ευθύνης του (µεγάλη καλλιέργεια,δενδροκοµία, ζωοτεχνία).

Από το διπλανό γραφείο, στη µισάνοιχτη πόρτα τουοποίου κρεµότανε µια πινακίδα µε την επιγραφή «Κον-ταµπιλιτάτε» δηλαδή λογιστήριο, ξεπρόβαλε ένας µεσό-κοπος κύριος, σπανός, µε γυαλιά µυωπίας και

Το δηµοτικό σχολείο στο χωριό Τρεστενίκ της Ρουµανίας

Page 110: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

110

αυτοσυστήθηκε:-Ονοµάζοµαι Ίων Λεόντε και είµαι ο αρχιλογιστής του

συνεταιρισµού. Καλώς ήρθατε στο χωριό µας, κ. γεω-πόνε.

-Χαίρω πολύ, κ. αρχιλογιστή µου καλώς σας βρήκα,και µετά από λίγο, απευθυνόµενος προς τον πρόεδρο

-Ο συνάδελφος γεωπόνος, που είναι κ. πρόεδρε;-Αφήστε τον αυτόν κ. γεωπόνε. Από τη στιγµή που

έµαθε ότι µετατίθεται και έρχεται ο αντικαταστάτης του, τοέριξε λίγο έξω. Έρχεται για λίγο το πρωί, προγραµµατίζειτις διάφορες δουλειές µε τους υπεύθυνους τοµεάρχες καιµετά «µην τον είδατε τον Παναγή». Από την πρώτη µέραπου ανέλαβε υπηρεσία, πριν δυο χρόνια περίπου, είχεβάλει σκοπό της ζωής του να φύγει το συντοµότερο δυ-νατό. Καθώς φαίνεται, δεν µπόρεσε να εγκλιµατισθεί στιςδικές µας συνθήκες.

-Ρώτησα, κ. πρόεδρε, γιατί πρέπει να γίνει το πρωτό-κολλο παράδοσης-παραλαβής, αφού από αύριο αναλαµ-βάνω εγώ την ευθύνη της παραγωγικής διαδικασίας τουσυνεταιρισµού.

-Θα στείλω αµέσως τον κλητήρα µας να πεταχτεί µέχριτο σπίτι του, µπας και είναι εκεί.

∆εν πέρασε ούτε ένα τέταρτο κι ο συνάδελφος γεωπό-νος, λαχανιασµένος, µπήκε στο γραφείο. Αφού έγιναν οιαπαραίτητες συστάσεις, µπήκαµε στο γραφείο του όπουµου έκανε µια περιληπτική, από γεωτεχνικής άποψης,ενηµέρωση πάνω σε θέµατα που αφορούσαν την οργά-νωση και λειτουργία του συνεταιρισµού. Και ήταν τόσοµεγάλη η βιασύνη του για να φύγει, που στις ερωτήσεις

Page 111: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

111

µου απαντούσε µονολεκτικά. Η όλη ενηµέρωση ζήτηµανα κράτησε µισή ώρα. Μετά την υπογραφή του πρωτο-κόλλου παράδοσης-παραλαβής µου ευχήθηκε καλή στα-διοδροµία. Το ίδιο απόγευµα αναχώρησε για Τούλτσεααπ’ όπου θα έπαιρνε το τρένο για την Κωνστάντσα.

Εκείνο το βράδυ διανυκτέρευσα σ’ ένα διπλανό δωµά-τιο που χρησίµευε ως ξενώνας για τους κοµµατικούς ιν-στρούχτορες ή για διάφορα άλλα ελεγκτικά όργανα τηςπεριφέρειας. Την εποµένη µέρα, πρώτη µου έγνοια ήταννα νοικιάσω κάποιο δωµάτιο και µε τη βοήθεια του προ-έδρου νοίκιασα σ’ ένα ζευγάρι γερόντων οι οποίοι είχανδυο δωµάτια ελεύθερα. Έτσι λοιπόν, κουβάλησα τις απο-σκευές µου και αφού τις τακτοποίησα στο δωµάτιο, επέ-στρεψα και πάλι στο γραφείο µου όπου συγκάλεσασύσκεψη τοµεαρχών και, παρουσία του προέδρου, ζή-τησα λεπτοµερή ενηµέρωση από τον καθένα για τοντοµέα ευθύνης του.

Το αγρόκτηµα Τρεστενίκ ήταν από τα µικρού µεγέθουςαγροκτήµατα, θα έλεγα, η συνολική του καλλιεργήσιµηέκταση ανερχόταν στα 11000 στρέµµατα. Είχε τρεις βα-σικούς τοµείς δραστηριοτήτων -µεγάλη καλλιέργεια, δεν-δροκηπευτικά και ζωοτεχνία- µε υπεύθυνο για κάθε τοµέακι έναν τοµεάρχη. Η καλλιεργήσιµη γη ήταν επίπεδη, µεµηδενική σχεδόν κλίση, εκτός από τα 850 στρέµµατα πουκαταλάµβαναν το οπωροφόρα δένδρα και τ’ αµπέλια. Ωςπρος το µέγεθος των αγροτεµαχίων, αυτά κυµαίνονταναπό 50 στρέµµατα το µικρότερο έως 1200 στρέµµατα τοµεγαλύτερο.

Οι σταβλικές εγκαταστάσεις, τα µαντριά, οι αποθήκες,

Page 112: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

112

τα σιλό ζωοτροφών και τα συνεργεία εξυπηρέτησης τουσυνεταιρισµού βρίσκονταν εγκαταστηµένα βόρεια του χω-ριού, στον αγροτικό δρόµο προς το χωριό «Ιζβοάρελε».

Ο αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισµός µας, όπωςεξάλλου όλοι οι συνεταιρισµοί, δεν διέθετε δικά του τρα-κτέρ και ούτε αγροτικά µηχανήµατα. Για τις ανάγκες εξυ-πηρέτησής µας, υπήρχαν οι περιφερειακοί ΣταθµοίΑγροτικών Μηχανηµάτων και Τρακτέρ (Σ.Μ.Τ.) οι οποίοιαργότερα µετονοµάστηκαν σε Επιχειρήσεις εκµηχάνισηςτης γεωργίας. (Ι.Μ.Α.). Επρόκειτο για κρατικές επιχειρή-σεις, προς τις οποίες ο συνεταιρισµός πλήρωνε σε είδοςτο σύνολο των µηχανικών εργασιών.

Η πρώτη µου εβδοµάδα στο συνεταιρισµό ήταν αφιε-ρωµένη στην καλύτερη ενηµέρωσή µου πάνω σε τεχνικάκαι οργανωτικά θέµατα καθώς και οικονοµικά, που είχανσχέση µε τον τρόπο πληρωµής των αγροτών, την εξα-σφάλιση των απαραίτητων ζωοτροφών και τη σύνταξηισορροπηµένων σιτηρεσίων. Το ίδιο διάστηµα είχα γυρί-σει όλη την περιοχή του αγροκτήµατος, αγροτεµάχιοπρος αγροτεµάχιο, προκειµένου να σχηµατίσω µια πλη-ρέστερη εικόνα. Για τις µετακινήσεις µου είχα στη διάθεσήµου ένα δίτροχο συρόµενο απ’ ένα ολόµαυρο, γεροδε-µένο άλογο -Μίρτσεα το φωνάζανε - και µε το οποίο είχαδεθεί πάρα πολύ κατά την τρίχρονη παραµονή µου στοσυνεταιρισµό του Τρεστενίκ. Ήταν ο πιστός, ο καθηµερι-νός µου σύντροφος, απ’ το πρωί µέχρι αργά το βράδυήµασταν συνεχώς όλη µέρα µαζί. Και πράγµατι, κυριολε-κτώ όταν λέω όλη µέρα. Εκείνη την εποχή, οι γεωπόνοικαι, γενικώς, οι γεωτεχνικοί που δούλευαν στην ύπαιθρο

Page 113: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

113

δεν είχαν ωράριο. Ήταν ο µοναδικός επαγγελµατικός κλά-δος για τον οποίο δεν ίσχυε το συνηθισµένο ωράριο 7 µε3, ή 8 µε 4. Το ωράριο του γεωπόνου είχε ειδική ορολο-γία και λεγότανε «ζι-λουµίνα» ήτοι «φως-ηµέρα» που σή-µαινε ότι όσο έφεγγε η µέρα και υπήρχαν σε εξέλιξηδιάφορες αγροτικές εργασίες, είτε χειρωνακτικές, είτε µη-χανικές, ο γεωπόνος έπρεπε να είναι επί ποδός και ναελέγχει την έκβαση της κάθε εργασίας.

Το χειµώνα πάλι που δεν υπήρχαν σχετικές εργασίεςστο ύπαιθρο, έπρεπε να βρίσκεται στο ζωοτεχνικό τοµέαελέγχοντας τα σιτηρέσια, το τάισµα και την περιποίησητων ζώων. ∆ηλαδή, χειµώνα-καλοκαίρι, ο γεωπόνοςέπρεπε να βρίσκεται επί ποδός. Και φυσικά υπήρχε συ-χνός έλεγχος, πότε από τους προϊσταµένους µας της ∆ι-εύθυνσης γεωργίας, και πολύ περισσότερο ακόµη, απότους κοµµατικούς ινστρούκτορες της Περιφέρειας, οιοποίοι περιοδεύανε συχνά-πυκνά τους αγροτικούς συνε-ταιρισµούς για να διαπιστώσουν αν βρισκόµαστε στις θέ-σεις µας.

Από την άλλη πλευρά πάλι ήµασταν ο κλάδος πουαµειβότανε καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Έτσι, λόγουχάρη, µε τα ίδια χρόνια υπηρεσίας ο κοινοτικός γιατρόςτου Τρεστενίκ είχε µηνιαίο µισθό 1400 λέι, την στιγµή πουο δικός µου µισθός ανερχότανε στα 1700 λέι.

Στο γραφείο του ο γεωπόνος ερχότανε το βράδυ καιµαζί µε τους βοηθούς του τοµεάρχες κάνανε µια ανασκό-πηση των εργασιών της ηµέρας και σχεδίαζαν τον προ-γραµµατισµό για την εποµένη.

Page 114: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

114

Μετά την ολοκλήρωση της ενηµέρωσής µου για όλα ταθέµατα που είχαν σχέση µε τη δική µου αρµοδιότητα,πήρα στα χέρια µου τα ηνία του συνεταιρισµού σε ό,τιαφορούσε την παραγωγική διαδικασία. Ήδη από βραδύςοι υπεύθυνοι του κάθε τοµέα ήξεραν επακριβώς την φύσητης εργασίας που έπρεπε να ολοκληρώσουν την επο-µένη. Έτσι, ο κάθε υπεύθυνος έπαιρνε τους ανθρώπουςτου και µε κάρα ή, όταν επρόκειτο για τα πολύ αποµα-κρυσµένα αγροτεµάχια, µε το φορτηγό αυτοκίνητο του συ-νεταιρισµού τραβούσαν για το χώρο εργασίας τους. Ηαµοιβή των αγροτών γινότανε ανάλογα µε το κατά πόσοεπιτυγχανόταν η «νόρµα». Για το σύνολο των χειρωνα-κτικών εργασιών υπήρχαν σχετικοί δείκτες που αντιστοι-χούσαν και σε κάποια νόρµα. Το 80 τοις εκατό τηςαµοιβής γινότανε σε είδος και το υπόλοιπο 20 τοις εκατόσε χρήµα. Εµείς οι γεωπόνοι αµειβόµασταν µε το 80 %του κανονικού µας µισθού ενώ το υπόλοιπο 20% θα µαςκαταβαλλόταν στο τέλος της χρονιάς ανάλογα µε το ανεπιτυγχάνονταν ή όχι οι στόχοι του πλάνου. Ήταν κι αυτόένα είδος εξαναγκασµού προς εµάς ώστε να βρισκόµαστεσυνεχώς στο συνεταιρισµό και να προσπαθούµε για τηνπραγµατοποίηση των στόχων του ετήσιου προγράµµα-τος.

Εκείνη την εποχή δεν µπορούσα να εξηγήσω τη γενι-κότερη απροθυµία που έβλεπα στον αγροτικό κόσµο νασυµµετάσχει ενεργά σε όλη την παραγωγική διαδικασία.Η απροθυµία αυτή αφορούσε στην άρνηση να δουλέψειµε ζήλο και ενθουσιασµό για την πραγµάτωση των στό-χων που έθετε η κεντρική υπηρεσία. Οι στόχοι αυτοί,

Page 115: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

115

χρόνο µε το χρόνο, ήταν όλο και πιο υψηλοί. Κάθε πρωίπου ξεκινούσανε για τη δουλειά τους διέκρινες µια βαριε-στιµάρα πάνω τους σαν να πήγαιναν σε καταναγκαστικάέργα. Τώρα, που τα πράγµατα τα βλέπω από κάποιααπόσταση και κάτω από άλλο πρίσµα, τους δικαιολογώαπόλυτα. Με την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση πουσυντελέστηκε τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60, οι αγρότες χά-σανε τα χωράφια τους. Αυτά πέρασαν στην κυριότητα τωναγροτικών συνεταιρισµών µε τους οποίους δεν είχανκαµία συναισθηµατική επαφή, κανένα δέσιµο. Είχαν τηναίσθηση πλέον ότι δεν δούλευαν για «πάρτη τους», γιαδικό τους όφελος, αλλά για το συνεταιρισµό, για το γενι-κότερο συµφέρον, µε ό,τι µπορεί να σηµαίνει αυτό.

Μέσα Νοέµβρη είχαµε τελειώσει τις φθινοπωρινέςσπορές των σιτηρών και είχαµε ρίξει όλες µας τις δυνά-µεις στη συγκοµιδή του καλαµποκιού. Εκείνη τη χρονιάµας είχε ευνοήσει ο καιρός µε τις άφθονες βροχές καιαναµέναµε µια παραγωγή ρεκόρ-κάπου 600 κιλά τοστρέµµα σε ξηρική καλλιέργεια. Τα αρδευτικά έργα πουείχαν ξεκινήσει προ τριετίας δεν είχαν φθάσει ακόµα στοαγρόκτηµά µας και όλες οι καλλιέργειές µας ήταν ξηρικές.

Λοιπόν, αναµέναµε µεγάλη παραγωγή την οποίαέπρεπε να συγκοµίσουµε εγκαίρως. Οι θεριζοαλωνιστι-κές µηχανές ήταν ελάχιστες και ο Περιφερειακός σταθµόςαγροτικών µηχανηµάτων (Σ.Μ.Τ.) τις προωθούσε σε συ-νεταιρισµούς που είχαν τριπλάσιες ή και πενταπλάσιες,ακόµη, εκτάσεις µε καλαµπόκι, συγκριτικά µε το δικό µαςαγρόκτηµα. Συνεπώς τα 4000 στρέµµατα µε καλαµπόκι

Page 116: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

116

έπρεπε να µαζευτούν µε το χέρι και αυτό ήταν µια επί-πονη και χρονοβόρα διαδικασία και επί πλέον δεν ξέραµετι µας επεφύλασσε κι ο καιρός.

Οι χωρικοί, απ΄ τα χαράµατα µέχρι αργά τη νύχτα,σκορπισµένοι µέσα στις καλαµποκιές, σπάζανε τα µεγάλακοτσάνια µε τη χρυσή παραγωγή και ευγνωµονούσαν τον«Ντουµνεζέου» -το Θεούλη- που εκείνη τη χρονιά είχερίξει µπόλικο νερό και πιάσανε καλή παραγωγή. Σκεπτό-µενοι πως και η αµοιβή τους θα είναι ανάλογη, προχω-ρούσαν αµίλητοι στις απέραντες σειρές. Τα φορτηγάαυτοκίνητα και τα κάρα πηγαινοέρχονταν συνεχώς µετα-φέροντας την παραγωγή στις αποθήκες.

Κάθε πρωί, παρέα µε το άλογό µου, πήγαινα µέχρι τηδιπλανή κοινότητα Ναλµπάντ απ’ όπου έδινα τηλεφωνι-κώς την αναφορά µου στην υπηρεσία σχετικά µε την πο-ρεία της συγκοµιδής.

Αρχές ∆εκέµβρη είχαµε όλοι οι γεωτεχνικοί του νοµούσυγκέντρωση στην αίθουσα συνεδριάσεων της Νοµαρ-χιακής επιτροπής του Κοµµουνιστικού κόµµατος. Εκτόςτων υπηρεσιακών παραγόντων σε αυτού του είδους τιςσυγκεντρώσεις συµµετείχαν πάντα και κοµµατικά στελέχητης νοµαρχιακής επιτροπής τα οποία ασφαλώς είχαν καιτον πρώτο λόγο.

Σε αυτή λοιπόν τη συγκέντρωση ο διευθυντής Γεωρ-γίας παρουσίασε µια συνοπτική έκθεση σχετικά µε τηνπορεία και την εξέλιξη των αγροτικών εργασιών σε επί-πεδο νοµού, επαίνεσε τους συνεταιρισµούς που προχω-ρούσαν σύµφωνα µε τον προγραµµατισµό της υπηρεσίας

Page 117: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

117

και επέκρινε όσους παρουσίαζαν καθυστέρηση. Και φυ-σικά δεν αισθανόσουν καθόλου άνετα όταν αναφερότανστο δικό σου συνεταιρισµό. Άντε εσύ µετά να δικαιολογή-σεις τα αδικαιολόγητα. ∆εν σου αναγνώριζαν κανένα ελα-φρυντικό. Και όλα αυτά µπροστά σε 250 γεωτεχνικούς.Στο τέλος αυτής της συγκέντρωσης το λόγο πήρε ο κοµ-µατικός γραµµατέας, ο οποίος µε τις παρατηρήσεις και τιςπαραινέσεις του µας ζητούσε, σε αυστηρό ύφος, ν’ ανα-σκουµπωθούµε και να ολοκληρώσουµε το έργο που µαςείχε ανατεθεί από το κόµµα και την κυβέρνηση.

Σ’ αυτήν την πρώτη συγκέντρωση που συµµετείχα ωςγεωπόνος του αγροτικού συνεταιρισµού Τρεστενίκ επε-δίωξα να γνωρίσω και τον άλλον Ελληνα συνάδελφο, τονΑλέκο Γρηγορίου, για τον οποίον µου είχε κάνει νύξη ο δι-ευθυντής Γεωργίας όταν πρωτοπαρουσιάστηκα στηνυπηρεσία. Προς το τέλος της συγκέντρωσης και πριν δια-λυθούµε ρώτησα το διπλανό µου συνάδελφο:

-Συγνώµη, µήπως ξέρεις ποιος είναι ο κ. Αλέκος Γρη-γορίου;

-Πως, βεβαίως, τον ξέρω τ’ αγροκτήµατά µας συνο-ρεύουν. Μια στιγµή να ρίξω µια µατιά. Μετά από λίγο µουγνέφει:

-Να ‘τος εκεί δεξιά, στην τέταρτη σειρά καθισµάτων,δίπλα σ’ εκείνον µε το µεγάλο κεφάλι.

∆ιέκρινα έναν νέο, ξερακιανό, µε πολλές ρυτίδες στοπρόσωπο, που τον κάνανε να δείχνει πολύ µεγαλύτεροςαπ’ ό,τι ήταν. Τα µαλλιά του είχαν ασπρίσει στους κροτά-φους και στο πίσω µέρος της κεφαλής πρόβαλαν ταπρώτα σηµάδια φαλάκρας. Μετά το τέλος της συγκέν-

Page 118: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

118

τρωσης, σηκώθηκα απ’ τους πρώτους από φόβο µην τονχάσω µεσ’ το πλήθος, τον πλησίασα και ακουµπώνταςτον στην πλάτη, του λέω:

-Γεια σου, Αλέκο, τι κάνεις;Αυτός παραξενεύτηκε αρχικά, αλλά µετά, απ’ ό,τι κα-

τάλαβα είχε µάθει για τον ερχοµό µου και µε ρώτησε:-Εσύ είσαι ο Ντέµος, ο Γεώργιος Ντέµος;

-Ναι, του απάντησα, και χαίροµαι που θα έχω παρέαένα συνάδελφο πατριώτη, εδώ στα βάθη της Ρουµανίας.

-Το ίδιο κι εγώ, µου απαντά, και τώρα που γνωριστή-καµε να µη χάσουµε την επαφή µας. Άλλωστε το Τρεστε-νίκ δεν απέχει και πολύ από το δικό µου το αγρόκτηµα, τοΜιχαήλ Κογκαλνιτσεάνου.

Κατόπιν βγήκαµε µαζί από την αίθουσα συνεδριάσεωνκαι κατευθυνθήκαµε προς το εστιατόριο του ξενοδοχείου∆έλτα όπου γευµατίσαµε και ξετυλίξαµε τις αναµνήσεις

Η εκκλησία του Αγίου ∆ηµητρίου και η πλατεία στο «ελληνικό χωριό»ιζβόαρελε του νοµού Τούλτσεα Ρουµανίας

Page 119: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

119

από τα πέτρινα παιδικά µας χρόνια, νοσταλγώντας πάντατην επιστροφή µας στην πατρίδα. Ένιωσα ένα περίεργοαίσθηµα αγαλλίασης κι ελπίδας συγχρόνως, µετά απ’ όληαυτή τη συζήτηση και τη συνάντηση µε τον συµπατριώτησυνάδελφο. Από τότε, κάθε φορά που προσερχόµαστανστις µηνιαίες συγκεντρώσεις της υπηρεσίας, καθόµαστανο ένας δίπλα στον άλλον και µετά το τέλος τους τα βή-µατά µας µας οδηγούσαν από µόνα τους στο ξενοδοχείο∆έλτα.

Κάποια Κυριακή του ∆εκέµβρη του ’67, αποφάσισα ναπεταχτώ µέχρι το διπλανό χωριό, το «Ιζβόαρελε»(Πηγές) το «ελληνικό χωριό», δηλαδή. Με αυτό το χωριόσυνορεύαµε από βορρά και η απόσταση που µας χώριζεήταν δεν ήταν 5 χιλιόµετρα. Έφτασα στο χωριό όταν σχο-λούσε η εκκλησία κι ο κόσµος, ντυµένος µε τα καλά του,έκοβε βόλτες στην πλατεία και παρέες-παρέες συζητού-σαν περί ανέµων και υδάτων. Ασφάλισα λοιπόν σ’ έναδένδρο το δίτροχό µου µε τον Μίρτσεα και κατευθύνθηκαπρος µια παρέα από τρεις γέροντες που καθόντουσαν σ’ένα παγκάκι της πλατείας. Προσπαθώντας να οξύνω λίγοτην ακοή µου, διαπίστωσα ότι στην οµιλία τους χρησιµο-ποιούσαν αρκετές ελληνικές λέξεις αλλά κάπως αλλοι-ωµένες.

-Καληµέρα σας κύριοι, τους χαιρέτησα ελληνικά κιαυτοί µου ανταπέδωσαν το χαιρετισµό επίσης στα ελλη-νικά και µε περιεργάστηκαν κι οι τρεις τους. Ο γηραιότε-ρος, µε κάτασπρα µαλλιά στην κεφαλή και µε µουστάκιπου έφτανε ως το πηγούνι, δεν άντεξε και µε ρώτησε:

Page 120: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

120

- Από πού ‘σαι συ;-Από την Ελλάδα, του απαντάω, είµαι Έλληνας και

είµαι γεωπόνος στο διπλανό χωριό, το Τρεστενίκ.-Τι λες; πετάχτηκαν κι οι άλλοι δυο, είσι θκός µας!-Αν και σεις είστε Έλληνες, ναι, είµαι δικός σας, τους

λέω.-Κι απ’ πού σι’ απ’ ν Ελλάδα; µε ξαναρωτά ο ασπρο-

µάλλης µε το µουστάκι.-Από την Ήπειρο του κάνω, από τα Γιάννενα αν έχετε

ακουστά.-Πως, πως, απαντούν συγχρόνως κι οι τρεις τους.Στο µεταξύ, στην παρέα µας προστέθηκαν κι άλλοι και

η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά. Τους εξήγησα πωςστη Ρουµανία βρισκόµουν ως πολιτικός πρόσφυγας εξαι-τίας του εµφυλίου πολέµου και πως έχουν περάσει 20χρόνια από τότε που εκπατρίστηκα. ∆εν είχα τελειώσεικαλά-καλά να τους εξηγώ το πώς βρέθηκα στη Ρουµανία.και να ‘σου, στην παρέα µας προστέθηκε κι ο συνάδελ-φος γεωπόνος που καταγότανε από αυτό το χωριό καιήταν υπεύθυνος γεωπόνος δενδροκηπευτικής στη ∆ιεύ-θυνση γεωργίας Τούλτσεα.

-Κύρ γιωπόνε, του λέει ο ασπροµάλλης γεροντάκοςγιατί δεν έστειλς το πδί στου χουριό µας και τό στείλς στουΤρεστενίκ; Μετ’ ειµάς θα περνούσ καλύτερα κι θα µαθαί-ναµαν κι µείς πλιότερα απ τν µακρινήν τν πατρίδαν.

-∆εν υπήρχ’ θέσ’ γιωπόνου στου χουριό µας, µπάρµπαΝίκο, µακάρ να υπήρχ. Κι γώ, εχ κηρό που σκέφκα να κα-λυτερέψω τα «ελληνικά» π µλάµε στου χουριό µας. Θα µ’ηρχόταν κι µένα λουκούµ. Πάλ καλά π’ άδειασ’ η θέσ

Page 121: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

121

τ’γιωπόνου στου Τρεστενίκ κι ετσ θ’άχµε κάποιο αλισβε-ρίσ’ µαζίτ. Τώρα, συνέχισε ο συνάδελφος, θα µ’ επιτρέψ-τει να φύγω για ν’ Τούλτσεα διοτ’ έχω σνάντησ’ στουΚόµµα.

Στη συνέχεια, όλη η παρέα, όπως ήµασταν, µπήκαµεστο µοναδικό µπακάλικο-καφενείο που υπήρχε στο χωριόόπου οι «συµπατριώτες» µου επέµεναν να µε τρατάρουνµε «τσούικα» ρακί δηλαδή, και η συζήτηση δεν έλεγε ναπάρει τέλος. Είχε µεσηµεριάσει για τα καλά, όταν οµπάρµπα Νίκος ακούστηκε να λέει, µε µπερδεµένη απ’το ρακί, φωνή:

-Πδί µ’ να µας ξανάρθς, ηµείς σ’ έχµε σαν θκό µας.-Να σε ρωτήσω κάτι, µπάρµπα Νίκο, του λέω, πως

εξηγείτε το γεγονός ότι σ’ αυτό τον τόσο µακρινό από τηνΕλλάδα τόπο, µε τα δεκάδες ρουµάνικα χωριά τριγύρωνα υπάρχει το χωριό σας µε ελληνικής καταγωγής, απ’ό.τι φαντάζοµαι, κατοίκους;

-Αυτό, κύρ γιωπόνε, είν’ µεγάλ’ στορία και θα σ΄ντ πωναλ φορά πθαρθς. Κι νάχµι κι καλό ηρώτµα, ποιο ΄ν το-νουµάς;

-Ζητώ συγνώµη για την παράλειψη, τ’ όνοµά µου είναιΓεώργιος, Γεώργιος Ντέµος.

-Νάσ’ καλά πδίµ’ κι ου Θεός µαζίς.Αφού ήπιαµε και το τελευταίο ποτηράκι ρακής, χαιρέ-

τησα την παρέα έναν προς έναν και τράβηξα για το δί-τροχό µου όπου ο Μίρτσεα, ο πιστός και καλός µουσύντροφος, µε περίµενε στωικά.

Με τον τερµατισµό της συγκοµιδής του καλαµποκιού

Page 122: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

122

και την κατάλληλη κατεργασία και προετοιµασία του εδά-φους για την εαρινή σπορά, είχαµε τελειώσει όλες τις ερ-γασίες που αφορούσαν την ύπαιθρο. Όλη η προσοχή µαςστο εξής θα επικεντρωνότανε στον κτηνοτροφικό - ζωο-τεχνικό τοµέα.

Πριν µπούµε στο χειµώνα, συνήθιζα πάντα να κάνωµια τελευταία βόλτα στον κάµπο, επιθεωρώντας όλο τοαγρόκτηµα, αγροτεµάχιο προς αγροτεµάχιο. Ήταν απότις πιο ευχάριστες στιγµές µου, ως γεωπόνος. Καθώςέβλεπα τα σπαρτά να σχηµατίζουν ένα απέραντο πρά-σινο χαλί, τα φρεσκοοργωµένα χωράφια να περιµένουντις βροχές και τα χιόνια για να µπορέσουν και πάλι να δώ-σουν πλούσιο καρπό, το λάκκωµα των αµπελιών και τουςφρεσκοασβεστωµένους κορµούς των οπωροφόρων δέν-δρων ένιωθα µέσα µου ένα βαθύ αίσθηµα ικανοποίησης.Σε όλη αυτή την όµορφη εικόνα ήξερα πως είχα βάλει κιεγώ ένα λιθαράκι.

Οι µέρες περνούσαν γρήγορα, η µία πίσω από τηνάλλη, κι ο χειµώνας δεν άργησε να δείξει τα δόντια του. Τοκρύο ήταν τσουχτερό και οι πρωινοί παγετοί, καθηµερινόφαινόµενο. ∆εν άργησε να πέσουν κι οι πρώτες νιφάδες.Τα πιτσιρίκια, στη θέα του χιονιού, άρχισαν τον χιονοπό-λεµο. Οι παιδικές χαρούµενες φωνές τους ξέσχιζαν τοναέρα φτάνοντας µακριά. Οι χωρικοί κουβαλούσαν τα τε-λευταία φορτία µε ξύλα για τις ανάγκες θέρµανσης. Σεδιάστηµα ολίγων ηµερών το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντακαι το ύψος του ήδη είχε φτάσει το µισό µέτρο. Στο χωριόάρχισαν να ακούγονται οι σπαρακτικές φωνές των γου-ρουνιών που σφάζονταν και θα αποτελούσαν τα γερά

Page 123: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

123

εφόδια του κοσµάκη για την δύσκολη περίοδο του χει-µώνα. Ο καθένας θα ετοίµαζε τον καβουρµά του, τον πα-στουρµά του, τα λουκάνικά του, και το λαρδί του. Στοµεταξύ, νοικοκυραίοι καθώς ήτανε όλοι τους, είχαν τρα-βήξει και το κρασί από τη «µάνα» του και ετοιµάζονταννα βράσουν τα τσίπουρά τους. Ήταν η περίοδος, πουπαρά τις όποιες αντιξοότητες και τη βαρυχειµωνιά, διέ-κρινες κάποια ευφορία στα πρόσωπα των χωρικών, αφούείχαν εξασφαλίσει το κρέας και το κρασί τους. Μόνο πουαυτή η ευφορία δεν κρατούσε για πολύ, καθώς τ’ αποθέ-µατα τελείωναν πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι αρχικά είχαν υπο-λογίσει.

Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ στο γραφείο είχα µείνειµε τον πρόεδρο και τον κτηνίατρο και συζητούσαµε για τασιτηρέσια των βοοειδών, όταν ξαφνικά ο πρόεδρος κάνειτην πρόταση:

- Τι θα λέγατε κύριε γεωπόνε, αν σας προσκαλούσαστο σπίτι για µια γουρουνοχαρά; Το πρωί σφάξαµε τογουρούνι κι η γυναίκα µου ετοίµασε µια ωραία τηγανιά.

- Τι να πω πρόεδρέ µου; Ευχαριστώ, και θα δεχθώ ευ-χαρίστως την πρόσκλησή σου.

- Εσείς γιατρέ; απευθυνόµενος προς τον κτηνίατρο.- Και ‘γω θα ’ρθω, µόνο που θα πεταχτώ στα µαντριά

για να δω πώς πάνε οι γέννες στα πρόβατα.- Οπότε είµαστε σύµφωνοι, λέει ο πρόεδρος. Θα σας

περιµένω γύρω στις εννέα. Και άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.Αµέσως νιώσαµε τον κρύο αέρα που µπήκε και αυτό

σήµαινε ότι ο υδράργυρος είχε πέσει πολύ κάτω από τοµηδέν.

Page 124: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

124

Αφού τελείωσα και τις τελευταίες λεπτοµέρειες στηνκατάρτιση των σιτηρεσίων, πήρα το παλτό µου και ξεκί-νησα για το σπίτι. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει κι ο τσου-χτερός αέρας που φυσούσε πετούσε µε µανία τις νιφάδεςπάνω µου. Στο µουστάκι και τα φρύδια µε το που έπεφτετο χιόνι πάγωνε, και σιγά-σιγά σχηµάτιζε µικρούς κρυ-στάλλους. Στο δρόµο δεν υπήρχε ψυχή και καθώς ανη-φόριζα, µόνο τα πεινασµένα σκυλιά γάβγιζαν στο διάβαµου. Φτάνοντας στο σπίτι, µετά βίας κατάφερα ν’ ανοίξωτην πόρτα καθώς το χιόνι που είχε συσσωρευτεί απ’ τηνπίσω µεριά είχε παγώσει. Οι σπιτονοικοκύρηδες τέτοιαώρα φυσικά κοιµότανε. Μπαίνοντας στο δωµάτιό µουάναψα µετά δυσκολίας τη λάµπα πετρελαίου και προχώ-ρησα προς τη σόµπα τύπου Τερακότα η οποία ήτανκάπως ζεστή και κόλλησα πάνω της τα χέρια µου. Στοτραπέζι η σπιτονοικοκυρά µου είχε ετοιµάσει το βραδινό(ψωµί, τυρί και λίγο λαρδί).

Αφού λοιπόν ζεστάθηκα κάπως, ντύθηκα πιο χοντρά,φόρεσα την προβιά µου και βγήκα.

Το σπίτι του προέδρου δεν απείχε και πολύ από τοδικό µου, βρισκόταν στο ύψωµα, στον απάνω µαχαλά,µια απόσταση 150 µέτρων. Κι όµως ώσπου να φτάσωεκεί µου πήρε κάπου µία ώρα. Τόσο πολύ που ήταν τοχιόνι, δυσκολευόµουνα να περπατήσω. Άσε που ο τσου-χτερός αέρας δεν σου επέτρεπε να κοιτάς µπροστά σου.Σκυµµένος και παραπατώντας µέσα στα χιόνια κάποιαστιγµή βρέθηκα µπροστά στο σπίτι του προέδρου. Χτύ-πησα την πόρτα και από µέσα ακούω:

-Εµπρός, περάστε, ήταν η γλυκιά φωνή της γυναίκας

Page 125: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

125

του προέδρου, µιας καλοσυνάτης κυρίας και πολύ νοικο-κυράς, απ’ ό,τι λέγανε.

-Καλησπέρα, κυρία Ιωάννα, πως είστε; µόλις που κα-τάφερα να πω και κατευθύνθηκα προς τη σόµπα η οποίαήταν τόσο πυρακτωµένη που, απ’ την πίσω µεριά, η λα-µαρίνα είχε κοκκινίσει. Η ζέστη κι η µυρωδιά της χοιρινήςτηγανιάς δηµιουργούσαν µια ευχάριστη ατµόσφαιρα.

-Πού είναι ο πρόεδρος; ρώτησα.-Κατέβηκε στο κελάρι, να γεµίσει κρασί και πριν τελει-

ώσει την κουβέντα της, να ‘τος, προβάλλει ο πρόεδροςαπό τη διπλανή πόρτα κρατώντας στο χέρι του ένα κουβάγεµάτο κρασί.

-Καλώς ήρθατε στο φτωχικό µας, κ. γεωπόνε.-Ευχαριστώ και πάλι για την πρόσκληση κ. πρόεδρε

απάντησα και πήραµε θέση στο τραπέζι.-Ο κτηνίατρος δε φάνηκε ακόµη, θα έχει µπλέξει,

καθώς φαίνεται, µε τις γέννες των προβάτων, παρατή-ρησα.

-Όσο κι αν έχει µπλέξει αυτό το κελεπούρι δεν πρόκει-ται να το χάσει. Κάθε χρόνο, τέτοιο καιρό, αυτό γίνεται.Εσείς είστε καινούργιος στο χωριό µας, αλλά πού θα πάει,θα σας βάλουµε και σας στο λούκι.

Την ώρα που η σπιτονοικοκυρά έστρωνε το τραπέζιακούστηκαν βήµατα και χτυπήµατα των ποδιών.

-Να ‘τος, µου λέει ο πρόεδρος, κατέφθασε κι ο φίλοςµας. Χτυπάει τα πόδια να καθαρίσει τα χιόνια απ’ τα πα-πούτσια

Χτύπησε σιγά την πόρτα και χωρίς να περιµένει αντα-πόκριση χίµηξε µέσα. Ήταν σκεπασµένος από πάνω

Page 126: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

126

µέχρι κάτω µε παγωµένο χιόνι. Τα µαλλιά του που εξεί-χαν απ’ το καπέλο, τα φαρδιά φρύδια του και το παχύµούσι του, ήταν κάτασπρα, σωστός ΄Αι Βασίλης.

-Καλησπέρα σας και πάλι, κύριοι, ψέλλισε και προχώ-ρησε προς την πυρακτωµένη σόµπα. Πήρε µια βαθιάανάσα έτριψε καλά-καλά τα χέρια του και πήρε θέση στοτραπέζι. Ο κτηνίατρος ήταν καµιά δεκαπενταριά χρόνιαµεγαλύτερός µου και η καταγωγή του ήταν απ’ τα µέρητης Βραΐλας.

Καθισµένοι, λοιπόν, στο στρωµένο µε όλα τα αγαθάτραπέζι, αρχίσαµε σιγά-σιγά να απολαµβάνουµε τις λι-χουδιές της οικοδέσποινας. Τόσο η τηγανιά όσο και ταλουκάνικα και τα τουρσιά της ήταν εξαίσια. Το κρασί δε,ποικιλίας Καµπερνέτ, εξαιρετικό. Για κάποιο διάστηµα δενακουγότανε παρά µόνο ο ήχος των πιρουνιών, κατα-βροχθίζοντας όλοι µας τους εκλεκτούς µεζέδες.

-Πώς σας φαίνεται το κρασί κ. γεωπόνε; µε ρωτά οπρόεδρος.

-Εξαίσιο, πρόεδρέ µου, καλύτερο κι απ’ αυτό που πα-ράγουµε στο συνεταιρισµό. Μπράβο σας, είστε καλός οι-νοποιός.

Και φυσικά την ίδια γνώµη είχε και ο κτηνίατρος οοποίος κατέβαζε το ένα ποτήρι µετά το άλλο. Η ώρα περ-νούσε και ήδη ήταν µαύρα µεσάνυχτα. Βλέποντάς µε οπρόεδρος να κρυφοκοιτάζω το ρολόι µου, λέει:

-Κύριε γεωπόνε, αφήστε το ρολόι στην άκρη. Αν δενπιούµε όλο το περιεχόµενο του κουβά, δεν πρόκειται νατο διαλύσουµε.

Ρίχνοντας µια µατιά στον κουβά, διαπίστωσα πως δεν

Page 127: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

127

είχαµε πιει ούτε το µισό από το περιεχόµενό του.-Αµάν βρε, πρόεδρε! είναι αδύνατο να το πιούµε όλο!

µετά πώς θα πάµε σπίτι;-Και ποιος σας είπε ότι θα πάτε σπίτι, µε τέτοιο καιρό;

Εδώ θα µείνετε, δωµάτια, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν.Για να είµαι ειλικρινής δε µου φάνηκε άσχηµη ιδέα. Θα

κοιµόµουνα σε σπίτι το οποίο είχε και ηλεκτρικό. Εξάλλουήµουν µόνος και δεν µε περίµενε κανείς.

-Εγώ, κ. πρόεδρε, λέει ο κτηνίατρος, θα πρέπει ναφύγω σε λίγο, θ’ ανησυχούνε οι δικοί µου.

-Τέλος πάντων, λέει ο πρόεδρος, ας συνεχίσουµε τοφαγοπότι µας και βλέποντας και κάνοντας.

Συνεχίσαµε για κάνα δίωρο ακόµη και καταφέραµε τε-λικά να κατεβάσουµε όλο το περιεχόµενο του κουβά. Ευ-χαριστώντας τους οικοδεσπότες για τη φιλοξενία τους καιπαραπαίοντας σχεδόν, βγήκα από το σπίτι. Και τώρα άρ-χιζαν τα δύσκολα!

Ο χιονιάς δεν έλεγε να κοπάσει και ο τσουχτερός βο-ριάς φυσούσε µε µεγαλύτερη ένταση. Το µονοπάτι πουυπήρχε όταν ερχόµουν στον πρόεδρο είχε σκεπαστεί µεπαχύ στρώµα χιονιού που ξεπερνούσε το ύψος του γό-νατου. Βαδίζοντας µε βαριά βήµατα και µε σκυµµένοπάντα το κεφάλι χτύπησα πάνω σ’ ένα χοντρό κλωνάρικαρυδιάς το οποίο φορτωµένο καθώς ήταν µε χιόνι είχεγείρει προς την πλευρά του δρόµου. Ζαλίστηκα για λίγοκαι θολωµένο καθώς ήταν το µυαλό µου από το πολύκρασί, έχασα για λίγο τις αισθήσεις µου. Μπροστά µου οδρόµος κατηφόριζε και µου ήταν αδύνατον να τον κα-τέβω. Από κείνη τη στιγµή και πέρα δεν θυµάµαι το πώς

Page 128: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

128

έφθασα σπίτι. Την εποµένη µόλις συνήλθα από τη ζάληκαι πήγα να ντυθώ διαπίστωσα ότι το παντελόνι µου ήτανµούσκεµα στο πίσω µέρος Τότε κατάλαβα ότι την κατη-φόρα την είχα κατέβει σαν να ήταν τσουλήθρα.

Όταν πήγα στο γραφείο ο πρόεδρος συζητούσε µε κάτιχωρικούς και βλέποντάς µε:

-Πώς περάσαµε χθες βράδυ, κ. γεωπόνε; µε ρώτησε.-Πολύ καλά, κ. πρόεδρε, µόνο που δεν θυµάµαι το πώς

έφτασα σπίτι. Μετά από αυτό όλοι βάλανε τα γέλια.Μέσα στο χειµώνα αυτές οι οινοποσίες επαναλήφθη-

καν αρκετές φορές πότε σε άλλη γουρουνοχαρά, πότε µεκάνα λαγό στιφάδο-µιας και η περιοχή ήταν πλούσια σεθηράµατα-και πότε µε καµιά χήνα γεµιστή.

Η εκκλησία των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στο χωριό Τρεστενικτου νοµού Τούλτσεα Ρουµανίας

Page 129: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

129

Μιας και στο σπίτι που είχα νοικιάσει, οι ιδιοκτήτες τουδεν ενδιαφέρονταν για την ηλεκτροδότησή του, άλλαξασπίτι και νοίκιασα ένα χαµηλοτάβανο δύο δωµατίων τοοποίο ανήκε στον υπεύθυνο του τοµέα µεγάλης καλλιέρ-γειας, τον κ. Ιων Αριόν. Το ευχάριστο ήταν ότι βρισκότανδίπλα στα γραφεία του συνεταιρισµού. Είχα αγοράσει κιένα ραδιόφωνο και µπορούσα πλέον να ενηµερώνοµαιγια τα δρώµενα στην πατρίδα.

Το χιόνι δε σταµάτησε να πέφτει σ’ όλη τη διάρκεια τουχειµώνα κι οι δρόµοι παρέµειναν κλειστοί. Μόνο ο κεν-τρικός δρόµος που οδηγούσε στο Ναλµπάντ άνοιγε πότεπότε και πετιόµουνα µέχρι το εκεί τηλεφωνείο για ναδώσω το «ραπόρτο», την αναφορά µου, δηλαδή, σε ό,τιείχε σχέση µε τον κτηνοτροφικό τοµέα του συνεταιρισµού.Ευτυχώς που εκείνη τη χρονιά είχαµε υπερπαραγωγήζωοτροφών και δεν αντιµετωπίσαµε κανένα πρόβληµαστην σίτιση των ζώων.

Page 130: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

130

Από την εποχή που ήµουν µαθητής ακόµα, στηνΚραγιόβα, ο µπαµπάς µου διατηρούσε αλληλο-γραφία µε τον αδερφό του, το θείο µου Ηλία, ο

οποίος, προπολεµικά ακόµη, είχε εγκαταλείψει το χωριόκι είχε εγκατασταθεί στη Φλώρινα, όπου είχε δηµιουργή-σει την δική του οικογένεια. Έτσι λοιπόν, αραιά και πού,είχαµε µια µικρή επαφή µε την πατρίδα. Μάλιστα, τιςαπαντήσεις στο θείο Ηλία τις έγραφα εγώ και συχνά τουεκµυστηρευόµουν τον διακαή µου πόθο να επιστρέψωστην Ελλάδα.

Αυτές λοιπόν τις, χωρίς τέλος, νύχτες του χειµώνα του‘68, διάφορες σκέψεις τριγυρνούσαν στο µυαλό µου, γιατο πώς θα µπορούσα να επισπεύσω την επιστροφή µουστην πατρίδα. Ξαφνικά, έφερα στο νου µου το θείο Ηλίακαι αναρωτήθηκα «γιατί δεν του γράφω να µου πει σεποιες ενέργειες πρέπει να προβώ για να επιστρέψω στηνΕλλάδα;». ∆εύτερη σκέψη δε χρειάστηκε να κάνω. Εκείνηακριβώς τη στιγµή σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και στρώ-θηκα στο γράψιµο. Τον παρακάλεσα µάλιστα να µου στεί-λει και κάποια διεύθυνση νέου Φλωρινιώτη ή Φλωρινιώτισσας για ν’ αλληλογραφώ µαζί τους.

Ο θείος µου, εκείνη την εποχή, εργαζόταν ως κλητή-ρας, στο δήµο Φλώρινας

Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Αφού µ’ ενηµέρωνεγια τις διαδικασίες επιστροφής µου στην πατρίδα, µουέστειλε και µια διεύθυνση κάποιας υπάλλήλου που δού-λευε στο δήµο και η οποία ήταν διατεθειµένη ν’ ανοίξει αλ-ληλογραφία µαζί µου. Η ικανοποίησή µου ήταν µεγάληκαθώς άνοιγε άλλη µια δίοδος επικοινωνίας µε την πα-

Page 131: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

131

τρίδα! Και φυσικά δεν άργησα να αλληλογραφήσω µε τηνκοπέλα που µου είχε συστήσει ο θείος, στην οποία εξι-στορούσα, µέσες-άκρες, την ιστορία µου. Η ανταπόκρισηαπό την πλευρά της ήταν άµεση, καθώς, από την πρώτηστιγµή, έδειξε ενδιαφέρον για την περιπέτειά µου και τιςπεριπλανήσεις µου. Μέσα στα επόµενα δύο χρόνια η νο-σταλγία για την πατρίδα άρχισε να συµπληρώνεται και µεάλλου είδους συναισθήµατα, τα οποία όλο και δυνάµω-ναν και αποκτούσαν καινούργιο περιεχόµενο.

Αρχές του 1970 πήρα την µεγάλη απόφαση! Κατέβηκαστην πρωτεύουσα, στο Βουκουρέστι και παρουσιάστηκαστην Πρεσβεία µας προκειµένου να υποβάλω αίτησηεπαναπατρισµού. Ο αρµόδιος υπάλληλος της πρεσβείαςπαραξενεύτηκε κάπως µε την τολµηρή µου απόφαση καιάρχισε τις διευκρινιστικές ερωτήσεις:

-Οι δικοί σου πού βρίσκονται; µε ρώτησε.-∆ιασκορπισµένοι σε Ρουµανία, Ανατολική Γερµανία

και Σοβιετική Ένωση, του απάντησα.-Στην Ελλάδα δεν έχεις κανένα δικό σου;-Όχι, του απάντησα, εκτός από ένα θείο στη Φλώρινα

και άλλον έναν στο χωριό.-Και πώς πήρες αυτήν την απόφαση, να εγκαταλείψεις

τους δικούς σου στη Ρουµανία, τη στρωµένη και εγγυη-µένη δουλειά σου και να τραβήξεις για το άγνωστο;

-Η απόφασή µου αυτή, του απάντησα, είναι οριστική.Η νοσταλγία και η αγάπη για την πατρίδα µου είναι τόσοµεγάλες που τίποτα δεν είναι σε θέση να µε κρατήσει εδώ.

-Έχε, υπόψη σου, µου λέει πως αν τελικά επαναπα-τρισθείς θα χρειαστεί να κάνεις και το στρατιωτικό σου,

Page 132: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

132

ενώ εδώ δεν έχεις αυτή την υποχρέωση.-Το στρατιωτικό, του απάντησα, είναι υποχρέωση κάθε

νέου και, εξάλλου, ο στρατός θα αποτελέσει για µένα ένακαλό σχολείο και µια ευκαιρία να µάθω καλύτερα τη µη-τρική µου γλώσσα.

-Και θα αφήσεις τους δικούς σου πίσω; συνέχισε-Αναγκαστικά. ∆εν είναι δυνατόν να επιστρέψουµε

συγχρόνως όλοι µαζί. Εγώ απλώς θα κάνω την αρχή. Μετην πάροδο του χρόνου είµαι βέβαιος πως όλοι θα επι-στρέψουν στην πατρίδα!

Όσο µιλούσα, ο υπάλληλος µε κοιτούσε, κουνώνταςκαταφατικά το κεφάλι. Ώσπου, κάποια στιγµή, ανοίγει ένασυρτάρι και βγάζει από µέσα ένα έντυπο αίτησης επανα-πατρισµού. Το συµπλήρωσα χωρίς άλλη καθυστέρησηκαι του το επέστρεψα ρωτώντας τον:

-Πόσο χρόνο θα πάρει για να βγει το διαβατήριο;-Λιγότερο από µήνα, µου απάντησε.Αφού τον ευχαρίστησα για το χρόνο που µου διέθεσε

ξεκίνησα για τον κεντρικό σταθµό,την «Γκάρα ντενορντ», απ’ όπου πήρα το τρένο της επιστροφής. Φτά-νοντας αργά το βράδυ στην Τούλτσεα, τράβηξα κατευ-θείαν για το ξενοδοχείο ∆έλτα όπου έπεσα για ύπνο.Μάταια, όµως. Η χαρά µου ήταν τόσο µεγάλη που δενµπόρεσα να κλείσω µάτι ούτε για µια στιγµή. Το µόνο πουσκεπτόµουνα τώρα ήταν το ελληνικό διαβατήριο.

Την εποµένη, πήρα το λεωφορείο της γραµµής καιεπέστρεψα στην έδρα µου, στο Τρεστενίκ, όπου και πάλικαταπιάστηκα µε τα καθηµερινά του συνεταιρισµού. Τόσοο πρόεδρος, όσο και οι στενότεροι συνεργάτες µου, διέ-

Page 133: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

133

κριναν κάποια αλλαγή στην όλη συµπεριφορά µου,καθώς ήµουν πιο ευδιάθετος, πιο πρόσχαρος. Κάποιαστιγµή ο πρόεδρος δεν άντεξε και µε ρώτησε:

-Σε τι οφείλεται αυτή η αλλαγή που είναι ευδιάκριτηπάνω σας, κύριε γεωπόνε;

-Να σου πω, κύριε πρόεδρε, µόλις προχθές πήγα στηνελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι όπου υπέβαλα αί-τηση επαναπατρισµού.

-Πώς; ∆ηλαδή, θα µας εγκαταλείψετε; Ίσα-ίσα πουγνωριστήκαµε, ίσα που είπαµε να κι ένας γεωπόνος πουνοιάζεται για µας και τώρα θα µας φύγετε;

-Λυπάµαι, κύριε πρόεδρε, αλλά δεν µπορώ να κάνωκαι διαφορετικά. Η νοσταλγία µου για την πατρίδα είναιπάρα πολύ µεγάλη. Ειλικρινά σου λέω πως λυπάµαι πουθα σας αφήσω, αλλά έλα και συ στη θέση µου. Πατρίδαµου είναι η Ελλάδα και δεύτερη, φυσικά, πατρίδα η Ρου-µανία.

Μετά από λίγο µαθεύτηκε σε όλο το χωριό πως ο Έλ-ληνας γεωπόνος θα φύγει στην Ελλάδα.

Στο µεταξύ καθώς µετρούσα τις µέρες για την έκδοσητου διαβατηρίου, άρχισα κάπως να αγχώνοµαι αφού πλη-σίαζε µήνας από τότε που είχα πάει στην πρεσβεία. Ευ-τυχώς, αυτή η αγωνία µου δεν κράτησε και πολύ επειδήµετά από δυο µέρες ο κλητήρας µου έφερε το γράµµα µετο ακριβό περιεχόµενο, το διαβατήριο και τις σχετικέςοδηγίες για την έκδοση της βίζας εξόδου από τη Ρουµα-νία. Απ’ ό,τι είχα προσέξει η ισχύς του διαβατηρίου ήτανεξάµηνης διάρκειας. Μέσα σ’ αυτό το διάστηµα θα έπρεπενα έχω επιστρέψει στην Ελλάδα. Χωρίς να χρονοτρι-

Page 134: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

134

βήσω, την επόµένη κιόλας ηµέρα, πήγα στη ∆ιεύθυνσηΑσφάλειας της Τούλτσεα, τη γνωστή στους ρουµάνουςως «Σεκουριτάτε», όπου κατέθεσα το ελληνικό µου δια-βατήριο για την σχετική θεώρηση.

Με το που µπήκε η άνοιξη, άρχισαν και οι εντατικές ερ-γασίες στο συνεταιρισµό που είχαν να κάνουν µε την εα-ρινή σπορά των σιτηρών, το κλάδεµα των αµπελιών καιτων οπωροφόρων δένδρων, τη λίπανση των φθινοπωρι-νών σιτηρών κλπ. Με τον πιστό µου και αχώριστο φίλο,τον Μίρτσεα, πηγαινοερχόµουν από χωράφι σε χωράφικαι από συνεργείο σε συνεργείο, προκειµένου να ελέγξω

Το σπίτι στο χωριό Τρεστενίκ όπου διέµενα τη διετία 1968 – 1970

Page 135: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

135

την ποιότητα των εργασιών και την τήρηση των οδηγιώνπου είχα δώσει από την προηγουµένη στους υπεύθυνουςτοµεάρχες. ∆εν υπήρχε µέρα που να µην κάνω το γύροόλου του αγροκτήµατος.

Στο µεταξύ, οι µέρες περνούσαν χωρίς να έχω κάποιααπάντηση από τη «Σεκουριτάτε». Κάθε φορά που πή-γαινα να ρωτήσω σχετικά, πάντα έπαιρνα την ίδια απάν-τηση, «Τίποτα ακόµη». Ώσπου, µια µέρα, καθώς ήµουνµε τους αµπελουργούς σε κάποιο αµπέλι, φάνηκε ο κλη-τήρας ο οποίος µου έφερε ένα γράµµα. Αποστολέας τουήταν το Υπουργείο Εσωτερικών. Με ανάµεικτα συναι-σθήµατα άνοιξα το φάκελο και σιγά-σιγά άρχισα να ξεδι-πλώνω το δαχτυλογραφηµένο έντυπο. Τα χέρια µου, απότην µεγάλη αγωνία για το περιεχόµενο της επιστολής,έτρεµαν στην κυριολεξία. Και αυτή άρχιζε κάπως έτσι:«Απαντώντας στην από 6-1-1970 αίτησή σας για χο-ρήγηση βίζας εξόδου από τη Ρουµανία σας γνωρί-ζουµε ότι οι ρουµανικές αρχές δε συµφωνούν µε τονεπαναπατρισµό σας». ∆εν πίστευα στα µάτια µου αυτόπου διάβαζα. Ένιωσα για µια στιγµή να φεύγει η γη κάτωαπό τα πόδια µου. Έτρεµα σύγκορµος. Το πρόσωπό µουείχε πάρει άλλη όψη. Κάποια στιγµή που ο κλητήρας είχεπροσέξει την ταραχή µου, µε ρώτησε:

-Τι συµβαίνει, κύριε γεωπόνε, γιατί είστε τόσο ταραγ-µένος;

Πώς να του απαντήσω, του ανθρώπου, µου είχε κοπείκαι η λαλιά µου. Τον κοιτούσα µε ένα απλανές βλέµµα καιµόλις συνήλθα λιγάκι, του είπα:

-Ενηµέρωσε τον πρόεδρο ότι φεύγω για το Βουκουρέ-

Page 136: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

136

στι. Και τώρα, πήγαινέ µε µέχρι το σταθµό να προλάβω τοβραδινό τρένο.

Στην πρεσβεία µας, στο Βουκουρέστι, συνάντησα τονίδιο υπάλληλο στον οποίο είχα υποβάλει το σχετικό αί-τηµά µου για επαναπατρισµό. Πριν προλάβει να µε ρω-τήσει οτιδήποτε, του έδωσα την απαντητική επιστολή τουΥπουργείου Εσωτερικών. Σαν τελείωσε το διάβασµα, µεκοίταξε µε ένα αυστηρό ύφος, λέγοντάς µου:

-Πρώτη φορά µας συµβαίνει κάτι τέτοιο, ν’ απορριφθείελληνικό αίτηµα για χορήγηση βίζας. Μπας κι έκανες τί-ποτα και σου απαγορεύουν την έξοδο από τη χώρα;

-Μα τι λέτε τώρα, κύριε, του είπα, µ’ έναν τόνο στηφωνή µου που πρόδιδε θυµό. Εγώ, το µόνο που κοιτάζω,είναι να είµαι εντάξει στη δουλειά µου και να µην τους δη-µιουργώ κανενός είδους πρόβληµα. ∆εν έχω κάνει το πα-ραµικρό, δεν έχω δώσει καµιά αφορµή. Η συνείδησή µουείναι καθαρή. Γιατί απέρριψαν το αίτηµά µου; Ήθελα ναπω κι άλλα πολλά, να διαµαρτυρηθώ γι αυτήν την, σεβάρος µου αδικία, αλλά µε διέκοψε, λέγοντάς µου:

-Εάν έτσι έχουν τα πράγµατα, άσε θα το λύσουµε τοπρόβληµα δια της διπλωµατικής οδού. Αυτό που έχεις νακάνεις τώρα εσύ, είναι να επιστρέψεις στη δουλειά σουκαι να είσαι σε όλα εντάξει.

Έφυγα από την πρεσβεία χωρίς να είµαι απόλυτα πε-πεισµένος ότι η υπόθεσή µου θα έχει αίσιο τέλος. Στοτρένο της επιστροφής για την Τούλτσεα, το µόνο που σκε-πτόµουνα ήταν σε τι παραπέρα ενέργειες έπρεπε ναπροβώ προκειµένου να µου χορηγηθεί η πολυπόθητηβίζα. Μετά από πολύ σκέψη, αποφάσισα να αποτανθώ

Page 137: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

137

στον Γενικό Γραµµατέα του Κοµµουνιστικού κόµµατος τηςΡουµανίας τον σύντροφο Νικολάε Τσαουσέσκου µε ταυ-τόχρονη κοινοποίηση της επιστολής µου στον πρωθυ-πουργό, τον υπουργό εξωτερικών και τον πρόεδρο τουρουµανικού Ερυθρού Σταυρού. Αµ’ έπος, αµ’ έργον. Μετο που έφτασα στον συνεταιρισµό του Τρεστενίκ, κάθισαστο µικρό γραφείο µου και συνέταξα την παρακάτω επι-στολή:

Προς τον σ. Νικολάε Τσαουσέσκου,Γ.Γ. του Κ.Κ. Ρουµανίας

Κοιν: α. σ. Ιον Γκεόργκε Μάουρερ,Πρωθυπουργό της Σ.∆. Ρουµανίαςβ. σ. Κορνέλιου ΜανέσκουΥπουργό Εξωτερικώνγ. Πρόεδρο Ρουµανικου Ε. Σταυρού

Σύντροφε Γενικέ Γραµµατέα,Καταρχάς, θα ήθελα να σας δηλώσω ότι αισθάνοµαι

απέραντη ευγνωµοσύνη προς το ρουµανικό κράτος καιιδιαίτερα προς τον ρουµανικό λαό για το γεγονός ότι µεπεριέθαλψαν εµένα, όπως και εκατοντάδες Ελλήνων πο-λιτικών προσφύγων, δίνοντάς µου τη δυνατότητα να µορ-φωθώ και να γίνω χρήσιµος στην κοινωνία.

Προ εξαµήνου, σ. Γενικέ, είχα υποβάλει προς τις αρ-µόδιες ρουµανικές αρχές το ελληνικό µου διαβατήριο,προκειµένου να µου χορηγηθεί η βίζα εξόδου από τη Ρου-µανία και να πραγµατοποιηθεί, µετά από 23 χρόνια ξενι-τιάς ο επαναπατρισµός µου στην Ελλάδα.

Page 138: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

138

∆υστυχώς, σ. Γενικέ, µε την εκπνοή της εξάµηνηςισχύος του ελληνικού διαβατηρίου µου, το ΥπουργείοΕσωτερικών µου έκανε γνωστό ότι δεν εγκρίνει τον επα-ναπατρισµό µου, απορρίπτοντας το αίτηµά µου για τη χο-ρήγηση της σχετικής βίζας, χωρίς, φυσικά να αιτιολογείτην απόφασή του αυτή. Περιττό να σας περιγράψω τηναπογοήτευσή που ένιωσα για την απόρριψη του αιτήµα-τός µου. ∆εν µπορώ να εξηγήσω το γεγονός, πώς είναιδυνατόν, ένα σοσιαλιστικό κράτος, στο οποίο γαλουχή-θηκα και ανατράφηκα µε τα υψηλότερα ιδεώδη του σο-σιαλισµού, να µου στερεί το δικαίωµα να ζήσω κάτω απότον ήλιο της πατρίδας µου.

Κάνοντας έκκληση στα ανθρώπινα αισθήµατά σας, σ.Γενικέ, παρακαλώ όπως παρέµβητε για την άρση αυτήςτης, σε βάρος µου, αδικίας.

Με εκτίµησηΓ. Ντέµος

Τη διάβασα και την ξαναδιάβασα, αρκετές φορές αυτήτην επιστολή, γιατί δεν ήθελα να θίξω, µε οποιονδήποτετρόπο, ούτε το ρουµανικό κράτος, και πολύ περισσότεροτο ρουµανικό λαό, για τον οποίο µόνο βαθιά αισθήµαταευγνωµοσύνης έχω να εκφράσω. Και για να σιγουρευτώγια τα παραπάνω, πριν την αποστείλω, ζήτησα τη γνώµητου προϊσταµένου µου διευθυντή γεωργίας κ. Μακαβέη,ο οποίος διαβάζοντάς την µου είπε να τη στείλω χωρίςάλλη καθυστέρηση. Μετά απ’ αυτό ταχυδρόµησα τις επι-στολές και παρακάλεσα το διευθυντή µου να µου κλείσει

Page 139: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

139

«ραντεβού» µε το Γραµµατέα της Νοµαρχιακής επιτρο-πής του κόµµατος της περιοχής Τούλτσεα, Ίων Κούµαν.

Μετά από σχεδόν δέκα µέρες, παρέα µε το διευθυντήµου, ανέβαινα τις σκάλες των γραφείων του κόµµατος γιατο προκαθορισµένο «ραντεβού». Στα µέσα της διαδρο-µής συναντήθηκα µε τον αξιωµατικό της «Σεκουριτάτε»στον οποίο είχα καταθέσει το διαβατήριο για τη χορήγησητης βίζας κι ο οποίος κάθε φορά που τον επισκεπτόµουναστο γραφείο του και τον ρωτούσα σχετικά µου απαντούσεστερεότυπα «ουδέν νεώτερον» Μόλις πλησιάσαµε ο έναςτον άλλον, τον βλέπω να µου χαµογελά. ∆εν κρατήθηκακαι του είπα:

-∆ε ντρεπόµαστε, έχουµε το θράσος και γελάµε µε τονπόνο του άλλου;

Για µια στιγµή ένιωσα το χέρι του διευθυντή µου νασφίγγει το µπράτσο µου, προσπαθώντας να µε συνεφέ-ρει. Ο αξιωµατικός είχε κοντοσταθεί και συνέχιζε να χα-µογελάει. Και πάλι δεν κρατήθηκα και του λέω:

-Καλά, τόσο αναίσθητος είστε, δεν καταλαβαίνεις απόανθρώπινο πόνο;

Οπότε, χωρίς να χάσει το χαµόγελό του, µου είπε:-Έλληνα, µόλις ήρθε η έγκριση για τη χορήγηση της

βίζας. Πέρνα από την ασφάλεια να παραλάβεις το διαβα-τήριό σου.

Είχα µείνει µε το στόµα ανοιχτό. ∆εν ήξερα πώς να δι-καιολογηθώ για την άπρεπή συµπεριφορά µου. Του ζή-τησα ταπεινά συγνώµη και τράβηξα ολοταχώς για τη«Σεκουριτάτε» απ’ όπου παρέλαβα το θεωρηµένο πλέονδιαβατήριό µου.

Page 140: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

140

Πριν αναχωρήσω από το µικρό χωριό του Τρεστε-νίκ, συναντήθηκα µε τον πατριώτη και συνάδελφοΑλέκο Γρηγορίου. Φάγαµε παρέα, για τελευταία

φορά, στο καθιερωµένο µας στέκι, το εστιατόριο του ξε-νοδοχείου ∆έλτα. Ήταν το δείπνο του αποχαιρετισµού µαςΣυζητήσαµε για ώρα για πολλά και διάφορα πράµατα καιπαρατήρησα στα µάτια του κάτι σαν παράπονο, κάτι σαναπογοήτευση που δεν µε είχε ακούσει όταν είχαµε κάνειµια κουβέντα για τον από κοινού γυρισµό στην Ελλάδα.

Μια τελευταία επίσκεψή µου ήταν στο «ελληνικό»χωριό «Ιζβόαρελε» όπου, δυστυχώς, δεν µπόρεσα ναβρω τους παλιούς µου γνώριµους και ούτε κανένανάλλον, καθώς όλοι τους λείπανε στις αγροτικές τους ερ-γασίες.

Λίγες µέρες πριν εγκαταλείψω για πάντα το αγρόκτηµατου Τρεστενίκ, πήρα µέρος, για τελευταία φορά, στην ετή-σια γενική συνέλευση των αγροτών - µελών του συνεται-ρισµού, κατά τη διάρκεια της οποίας µου δόθηκε ηευκαιρία να ευχαριστήσω όλο τον κόσµο, από τον πρό-εδρο µέχρι και τον τελευταίο χωρικό, για την καλή µας συ-νεργασία και την κατανόηση που µου δείξανε. Μετά τοτέλος της συνεδρίασης µε πλησίασε ο υπεύθυνος κοµ-µατάρχης της περιοχής, ο κ. Αρντελεάνου, και µε ρώ-τησε:

-΄Εµαθες, τελικά, κ. γεωπόνε, γιατί σε πρώτη φάσηήρθε αρνητική απάντηση ως προς τον επαναπατρισµόσου στην Ελλάδα;

-Όχι, του απάντησα, και πολύ θα ήθελα να το µάθω.-Άκουσε, λοιπόν, συνέχισε, µε το που υπέβαλες το δια-

Page 141: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

141

βατήριό σου στην «Σεκουριτάτε» για τη χορήγηση τηςσχετικής βίζας, η ασφάλεια ζήτησε αναφορές και συστά-σεις από πολλούς παράγοντες του χωριού και της ευρύ-τερης περιοχής. Να ξέρεις, λοιπόν, πως δε βρέθηκε ούτεένας που να πει µια κακή κουβέντα σε βάρος σου, που ναεκφράσει κάποιο παράπονο. Ίσα-ίσα, όλοι εκφράστηκανµε τα καλύτερα και τα πιο κολακευτικά λόγια, εκτιµώνταςτην εργατικότητά σου και το συνεχές ενδιαφέρον σου γιατο καλό του συνεταιρισµού. Και µέσα σε όλους αυτούςβάλε και µένα. Οπότε, µια και κανένας δεν εκφράστηκεεναντίον σου, είπαµε µήπως και σε µεταπείσουµε και πα-ραµείνεις κοντά µας. Αλλά εσύ, όχι µόνο δεν µεταπείστη-κες αλλά «κίνησες γη και ουρανό» προκειµένου ναπετύχεις το στόχο σου. Τέλος πάντων, αφού η απόφασήσου για επιστροφή στην Ελλάδα ήταν αµετάκλητη, δεν εί-χαµε άλλη επιλογή εκτός από την χορήγηση της σχετι-κής βίζας. Εγώ, πάντως, σου εύχοµαι ό,τι καλύτερο στηνπατρίδα σου και µη µας ξεχάσεις.

Όση ώρα µιλούσε, τον άκουγα, είναι αλήθεια, µε κά-ποια ικανοποίηση. Είχε εκτιµηθεί, καθώς φαίνεται, η όληπαρουσία µου στο συνεταιρισµό.

Ως προς την προτροπή του να µην τους ξεχάσω, απότο 1970 που είχα αναχωρήσει για την Ελλάδα και µέχρι τηστιγµή που γράφω αυτές τις γραµµές, τους έχω επισκε-φθεί πάνω από δέκα φορές. Κάθε φορά που τα βήµατάµου µε οδηγούνε στη Ρουµανία, βρίσκω χρόνο να πε-ταχτώ και µέχρι το χωριό Τρεστενίκ, όπου έχω κάνει ταπρώτα µου βήµατα ως γεωπόνος.

Τη µέρα, πριν αναχωρήσω για την Κραγιόβα, πρωί-

Page 142: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

142

πρωί, έκανα µια τελευταία βόλτα µε το πιστό µου άλογο,τον Μίρτσεα, γυρίζοντας το αγρόκτηµα απ’ άκρη σ’ άκρη.Τα σιτάρια, µε τα µεγάλα και γεµάτο καρπό στάχυα, κυ-µάτιζαν στο ανάλαφρο καλοκαιρινό αεράκι. Τα καλαµπό-κια, ήταν φρεσκοσκαλισµένα και καταπράσινα από τιςσυνεχείς βροχές εκείνης της άνοιξης. βροχές, που σεάλλες περιοχές, είχαν προξενήσει τεράστιες ζηµιές απότο φούσκωµα του ∆ούναβη και των παραποτάµων του.Τα δένδρα και τα αµπέλια καλοδουλεµένα και αυτά. Τέλοςανέβηκα, για τελευταία φορά, και στο χώρο των σταβλι-κών εγκαταστάσεων και αποχαιρέτησα το προσωπικόπου ήταν επιφορτισµένο µε την περιποίηση των ζώων.

Καλλιέργεια καλαµποκιού στο Τρεστενίκ Ρουµανίας

Page 143: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

143

Σε όλη αυτή την τελευταία βόλτα στο αγρόκτηµα είχα µαζίµου και το µικρό µου τρανζιστοράκι, το οποίο µόλις τοέβαλα στο πρώτο πρόγραµµα του ράδιο Αθήναι, έπαιζετο τραγούδι «Τα τρένα που φύγαν» µε τη Βίκυ Μοσχο-λιού. «Σηµαδιακό» είπα µέσα µου. Σε λιγότερο από µιαώρα θα έπαιρνα το τρένο για την Κραγιόβα, εγκαταλεί-ποντας για πάντα το Τρεστενίκ.

Στους δικούς µου, στην Κραγιόβα, είχα ανακοινώσει τιςενέργειές µου για επιστροφή στην Ελλάδα χωρίς να τουςδώσω περισσότερες λεπτοµέρειες. Έτσι, όταν µε είδαννα µπαίνω µε τη βαλίτσα στο χέρι, όλοι ξαφνιάστηκαν.Τους εξήγησα πως όλα είχαν τελειώσει και πως είχα ήδηστο χέρι µου το διαβατήριο. Ενδόµυχα, όλοι τους χάρη-καν, αν και φαινοµενικά δεν το έδειχναν. Εκείνη που έδει-χνε να στενοχωριέται ήταν η µάνα, η οποία άρχισε καιπάλι τα παράπονά της, όπως «πάλι θα χωρίσουµε, πότεθα σε ξαναδώ» και τα παρόµοια. Μάλιστα είχε και τις συγ-χωριανές της που, καθώς βγαίνανε βόλτα στο «Ινγκλιςπάρκ», στο κέντρο της Κραγιόβας, κάθε τόσο της έλεγαν«πού τον αφήνεις και φεύγει, δεν έχει κανένα στήριγµακάτω, θα το χάσεις το παιδί» και άλλα πολλά. Και της φέρ-νανε, ως παράδειγµα, τη λαϊκή παροιµία «Το πρόβατοπου φεύγει απ΄ το µαντρί, το τρώει ο λύκος».

Είχε µαθευτεί σ’ όλη την ελληνική παροικία της Κρα-γιόβας ότι επιστρέφω στην πατρίδα, και οι περισσότεροιµάλλον µε κακό µάτι είχαν δει αυτή µου την απόφαση. Τοµόνο που δεν µε απασχολούσε ήταν η γνώµη του κό-σµου. Εγώ είχα πάρει την απόφασή µου και πορευό-

Page 144: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

144

µουνα σύµφωνα µε αυτή. ∆εν ήταν λίγες οι φορές που,καθώς συναντούσα κάποιον που κατέκρινε την απόφασήµου, του απαντούσα πως, αργά ή γρήγορα, κι ο ίδιος θαακολουθούσε τον δρόµο µου. Κάποτε κι αυτός θα επέ-στρεφε στην πατρίδα. Και, φυσικά, δικαιώθηκα.

Πριν εγκαταλείψω για πάντα την Κραγιόβα, θεώρησασκόπιµο να περάσω από τη Γεωπονική Σχολή του Πανε-πιστηµίου και να δω, για µια τελευταία φορά, τους καθη-γητές µου µε τους οποίους είχα συγκινητικές συναντήσεις.Όλοι τους µου ευχήθηκαν καλό ταξίδι στην πατρίδα καινα µην τους ξεχάσω.

Και βέβαια, δεν τους ξέχασα. Στη Ρουµανία, σε όλεςτις πανεπιστηµιακές σχολές, ήταν καθιερωµένες οι συ-

Η πολυκατοικία Ροµάτα στο κέντρο της Κραγιόβας όπου µένανε οι δικοίµου µέχρι τον επαναπατρισµό τους

Page 145: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

145

ναντήσεις των αποφοίτων της σχολής κάθε πέντε ή δέκαχρόνια. Ε, λοιπόν, ήµουνα, καθώς το επιβεβαιώνουν καιοι ίδιοι οι διοργανωτές, από τους λίγους που παραβρέ-θηκαν σε όλες τις µέχρι τώρα συναντήσεις, δηλαδή τωνετών 1977, 1987, 1992, 1997, 2002 και 2007. Και όλοιεκτιµούσαν το γεγονός ότι, ξεκινώντας από την Ελλάδακαι διανύοντας κάθε φορά 800 χιλιόµετρα, ερχόµουν νασυναντήσω τους παλιούς µου συµφοιτητές και τους κα-θηγητές µου.

Το πάρκο «Ιγκλις πάρκ» στο κέντρο της Κραγιόβας

Page 146: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

146

Επιτέλους έφθασε και η µεγάλη µέρα της επιστρο-φής. Έβαλα, λοιπόν, στη βαλίτσα µου τα τελείωςαπαραίτητα και, µε συνοδεία τους δικούς µου, φύ-

γαµε για τη «Γκάρα», δηλαδή το σιδηροδροµικό σταθµό.Θα έπαιρνα το τρένο που ερχότανε από το Βουκουρέστιµε προορισµό το Βελιγράδι. Μόλις το τρένο έµπαινε στοσταθµό, η µια αγκαλιά διαδεχόταν την άλλη. Αυτός ο απο-χωρισµός, όµως, ήταν κάπως διαφορετικός, είχε ένα άλλοπεριεχόµενο. Έκρυβε µέσα του µια κρυφή ελπίδα. Αφούγινότανε η αρχή του επαναπατρισµού από κάποιο µέλοςτης οικογένειας, αργά ή γρήγορα θα ακολουθούσαν καιοι υπόλοιποι. Γι’ αυτό τα δάκρυα όλων δεν ήταν µόνο δά-κρυα θλίψης αλλά συνάµα, και κρυφής ελπίδας και για τηδική τους επιστροφή στην πατρίδα.

Αφήνοντας πίσω τους δικούς µου, επιβιβάσθηκα στοτρένο και ταχτοποίησα τις αποσκευές µου πάνω από τηθέση µου. Κατόπιν άνοιξα το παράθυρο και συνέχισα τησυζήτηση µαζί τους. Όσο περνούσαν τα λεπτά το κλίµαγινόταν όλο και πιο βαρύ. Έβλεπα τα βουρκωµένα µάτιατων δικών µου και µε δυσκολία συγκρατούσα τα δάκρυάµου. Η µάνα, ακουµπισµένη στο µπαστούνι της, κάθετόσο σκούπιζε µε το µαντήλι τα µάτια της. Με το σφύ-ριγµα της µηχανής και το ξεκίνηµα του τρένου, δεν κρα-τήθηκα και τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στοπρόσωπό µου. Μέσα από τον εκκωφαντικό και σιδερένιοθόρυβο του τρένου ακούστηκε η κραυγή της µάνας µου:«Γιε µου, γιε µου, πάλι σε χάνω, πότε θα σε ξαναδώ;».

Στο µεταξύ το τρένο άρχιζε να αναπτύσσει ταχύτητακαι ο σιδηροδροµικός σταθµός να χάνεται από τα µάτια

Page 147: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

147

µου. Μόνο τότε έπαψα να κουνάω το χέρι µου και κάθισαστη θέση µου. Για πολλή ώρα έµεινα αφηρηµένος, βυθι-σµένος στις σκέψεις µου από τις οποίες µ’ έβγαλε ο ελεγ-κτής των εισιτηρίων.

Μαζί µου, στην ίδια κουκέτα, ήταν κι ένα ζευγάρι ρου-µάνων που ταξίδευε για Τιµισοάρα µε το οποίο έπιασακουβέντα. Ήταν κι οι δυο τους γιατροί και πήγαιναν νααναλάβουν υπηρεσία στο τοπικό γενικό νοσοκοµείο τηςπόλης. Με τη συζήτηση δεν κατάλαβα το πότε φτάσαµεστα ρουµανο-γιουγκοσλαβικά σύνορα.

Στο Βελιγράδι χρειάστηκε να αλλάξω τρένο και να πε-ριµένω την ανταπόκριση του τρένου που ερχόταν από τοΜόναχο της Γερµανίας και είχε τελικό προορισµό τηνΑθήνα. Όταν το τρένο ξεκίνησε από το Βελιγράδι, ο ήλιοςείχε δύσει για τα καλά και µαύρα σύννεφα άρχισαν νασκεπάζουν τον ουρανό. Μετά από λίγο ακολούθησαναστραπές και βροντές κι οι πρώτες σταγόνες βροχής δενάργησαν να πέσουν. Και όσο το τρένο κατέβαινε νότιατόσο δυνάµωνε κι η βροχή η οποία µε λύσσα χτυπούσεστα παράθυρα. Και ξαφνικά, εντελώς ασυναίσθητα, µουήρθαν στο µυαλό παλιές µνήµες. Όλο εκείνο το σκηνικόµε τα προσφυγόπουλα, που, προκειµένου να καταλαγιά-σουµε τη δίψα µας είχαµε κολλήσει στα παράθυρα γλεί-φοντας ατέλειωτες ώρες τα τζάµια. Κι ένιωσα ένα δυνατόσφίξιµο στο στοµάχι.

Στο σταθµό του Νις ανέβηκε και κάθισε δίπλα µου έναςΣέρβος, συνοµήλικός µου σχεδόν, ο οποίος, κατά καλήµου τύχη, µιλούσε γαλλικά και πιάσαµε κουβέντα. Ήταν κιαυτός γεωπόνος και εργαζότανε στο Ινστιτούτο αµπε-

Page 148: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ

148

λουργίας του Βελιγραδίου. Η υπηρεσία του τον είχε στεί-λει στα Σκόπια να ελέγξει κάτι πειραµατικούς αµπελώνεςµε ξενικές ποικιλίες που είχε εγκαταστήσει στην περιοχή.Με το συγκεκριµένο συνάδελφο, τον Ντράγκαν Πέτρο-βιτς συναντηθήκαµε, µετά από πέντε χρόνια, το 1975,στην Ισπανία σ’ ένα διεθνές σεµινάριο αµπελουργίας.

Στο µεταξύ η βροχή είχε, σχεδόν, κοπάσει και καθώςάνοιξα το παράθυρο, ένας καθαρός, ολόφρεσκος αέραςγέµισε την κουκέτα.

Κάποια στιγµή το τρένο άρχισε να κόβει ταχύτητα καινα σφυρίζει δαιµονισµένα. Έµπαινε στο σταθµό της Γευ-γελής, τελευταίο σταθµό πριν το τρένο µπει στο ελληνικόέδαφος. Εδώ έγινε η αλλαγή µηχανής και µετά από λίγοµπαίναµε στους Ευζώνους. Ώσπου να ολοκληρωθεί οέλεγχος διαβατηρίων, κατέβηκα από το τρένο, γονάτισακαι µε βουρκωµένα µάτια φίλησα το χώµα. Πολλοί επιβά-τες κι άλλοι αργόσχολοι που βρίσκονταν στο σταθµό κον-τοστέκονταν και µε κοιτούσαν περίεργα. Μια ηλικιωµένηγυναίκα, µάλιστα, µε πλησίασε και µε ρώτησε:

-Από πού έρχεσαι, νεαρέ;-Από τη Ρουµανία, της αποκρίθηκα. Επιστρέφω στην

πατρίδα µετά από 23 ολόκληρα χρόνια.Όταν το τρένο, πλέον, ξεκίνησε άρχιζε να γλυκοχαρά-

ζει. Η βροχή είχε πια σταµατήσει και τα µαύρα σύννεφασκορπούσαν και διαλύονταν σιγά-σιγά. Στο βάθος, στ΄αριστερά µας, ξεπρόβαλε δειλά-δειλά ο ήλιος σκορπίζον-τας το φως τριγύρω του. Μια νέα µέρα ξηµέρωνε καικαθώς το τρένο έµπαινε στη Θεσσαλονίκη, µια νέα µέραανέτειλε και για µένα, το προσφυγόπουλο από την Πλα-

Page 149: Η νοσταλγία του γυρισμού

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

149

γιά (Ζέρµα) της Ηπείρου που επέστρεφα στην πατρίδακαι ένα όνειρο ζωής γινόταν πλέον πραγµατικότητα.