αυγουστινος ιππωνος

76
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΛΑ∆ΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙ∆ΙΚΕΥΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ∆ΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ To Περί ∆ιδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ. ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΤΟΥ ∆ΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΕΙ∆ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Φώτιος Ιωαννίδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

description

θεολογια

Transcript of αυγουστινος ιππωνος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΛΑ∆ΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙ∆ΙΚΕΥΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ∆ΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

To Περί ∆ιδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΤΟΥ ∆ΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΕΙ∆ΙΚΕΥΣΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Φώτιος Ιωαννίδης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

- 2 -

Στην οικογένειά μου

- 3 -

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο ιερός Αυγουστίνος είναι άγιος της Εκκλησίας, ένας από τους

εκκλησιαστικούς Πατέρες της Δύσης αλλά και φιλόσοφος, του οποίου οι θεολογικές

και φιλοσοφικές απόψεις παραμένουν μέχρι τις μέρες μας ευρέως διαδεδομένες. Στην

πιο γόνιμη θεολογική περίοδο των Μέσων χρόνων το περιεχόμενο του έργου του

Περί Διδασκάλου αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού και συζητήσεων. Ακόμα και

στις μέρες μας μελετάται ενδελεχώς, επειδή πρόκειται για μια σημαντική φιλοσοφική

και παιδαγωγική πηγή, αλλά και επειδή θίγει προβλήματα που σχετίζονται με τη

σημασία και την αξία της γλώσσας.

Σκοπός της παρούσας εργασίας σε πρώτο επίπεδο είναι η σκιαγράφηση του

διαλόγου που αναπτύσσεται στο έργο ανάμεσα στον Αυγουστίνο και το γιο του, αφού

πρώτα τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο χρονολογικό και πραγματολογικό πλαίσιο. Και

σε ένα δεύτερο επίπεδο, στόχος είναι να γίνει μια θεώρηση του έργου από θεολογική,

φιλοσοφική και παιδαγωγική σκοπιά.

Τέλος, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κάποιες άλλες παράμετροι, όπως

είναι η πολύπλοκη αλλά και στριφνή γλώσσα όπως αυτή αναδύεται μέσα από την

αγγλική μετάφραση του έργου καθώς επίσης και το ανεπαρκές βιβλιογραφικό υλικό

ειδικά για αυτό το έργο ενός γενικά τόσο σχολιασμένου συγγραφέα, το οποίο

δυσκολεύει την ερμηνευτική του προσέγγιση. Ωστόσο, επιχειρείται μια ανάλυση που

φρονούμε ότι δεν αποκλίνει από τα πλαίσια της θεματικής.

Ευχαριστίες οφείλονται σε όλους όσους καθ’ οιανδήποτε τρόπο άμεσα ή

έμμεσα με βοήθησαν για τη σύνταξη αυτής της εργασίας και ιδιαίτερα στον

Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Φώτιο Ιωαννίδη για τη συνεχή

συμπαράσταση και καθοδήγησή του.

ΑΔΒ Θεσσαλονίκη, Μάιος 2011

- 4 -

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………………...…3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ…………………………………………………………………………5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΒΙΟΣ, ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ Η ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

1. Βιογραφικό Σχεδίασμα……………………………………………………………………...6

2. Οι σπουδές και τα πρότυπά του……………………………………………………………12

3. Το συγγραφικό του έργο…………………………………………………………………...16

Α΄ ΜΕΡΟΣ

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ DE MAGISTRO

1. Χρονολόγηση και γνησιότητα του έργου………………………… ………………………20

2. Πηγές και πρότυπα…………………………………………………………………………21

3. Γλώσσα, ύφος, τεχνική…………………………………………………………………….26

4. Δομή του συγγράμματος …………………………………………………………………..28

5. Η δομή του επιχειρήματος στο έργο……………………………………………………….30

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Ι. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

1. Ο διάλογος στο De Magistro………………………………………………………………33

2. Η διδασκαλία ως υπενθύμιση……………………………………………………………...34

3. H διδασκαλία ως παρουσίαση……………………………………………………………..38

4. Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας…………………………………….42

ΙΙ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

1. Φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο του έργου……….………………………………..46

2. O ρόλος των λέξεων και των σημείων στη διδασκαλία ………………………………….52

3. Η ερμηνεία των σημείων: Ο εσωτερικός Διδάσκαλος……………………………………60

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………………………………...66

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………….………………………………………………………….…..67

- 5 -

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ACW Ancient Christian Writers, Westminster Maryland etc.

CDEA Collection D’ Études Anciennes, Παρίσι.

DMA Dictionary of Middle Ages, New York.

ΜΙΕΤ Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Aθήνα.

ΠΑΚΜ Πατερικά και Αγιολογικά Κείμενα και Μελέτες, Θεσσαλονίκη.

PRDCA Paulys Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft,

Stuttgart.

PL J. – P. Migne, Patrologiae cursus completus, series Latina, Parisiis.

SSSP Systèmes Symboliques, Science et Philosophie, Paris.

TRE Theologische Realenzyklopädie, Berlin etc.

ΤSEC Travaux du Séminaire d’ Epistémologie Comparative, Paris.

ΦΚΘΒ Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη.

ΦΚΠΒ Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη.

- 6 -

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΒΙΟΣ, ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ Η ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

1. Βιογραφικό σχεδίασμα

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος ή Άγιος Αυγουστίνος ή Ιερός Αυγουστίνος, πλήρες

λατινικό όνομα Aurelius Augustinus, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους

χριστιανούς στοχαστές και θεολόγους της εποχής του καθώς και ένας από τους

πολυγραφότερους συγγραφείς της δυτικής Εκκλησίας. Πολύτιμες πληροφορίες για τη

ζωή του αντλούμε από το Βίο του Αυγουστίνου, που έγραψε ο φίλος, μαθητής του και

επίσκοπος Καλαμά στη Νουμιδία Ποσσίδιος, μετά το θάνατο του Αυγουστίνου, αλλά

και από την Επιστολογραφία του ιδίου, κυρίως όμως, ειδικά για τα τριάντα τρία

πρώτα χρόνια της ζωής του, από τα έργα του Confessiones (Εξομολογήσεις), μια εκ

βαθέων εξομολόγηση ψυχής και Retractationes (Αναθεωρήσεις)1.

Γεννήθηκε στις 13.11.354 στην Ταγάστη της Νουμιδίας στη Βόρεια Αφρική.

Η οικογένειά του δεν ήταν εύπορη. Ο πατέρας του ο Πατρίκιος, γαιοκτήμονας και

μέλος του κοινοτικού συμβουλίου, ήταν ειδωλολάτρης, ενώ η μητέρα του η Μόνικα,

ήταν χριστιανή και ανακηρύχθηκε αγία της καθολικής Εκκλησίας2. Το 371πέθανε ο

πατέρας του ο Πατρίκιος, αφού προηγουμένως με τις παρακλήσεις της ευσεβούς

Μόνικας είχε βαπτιστεί Χριστιανός ένα χρόνο πριν. Στα επόμενα 16 χρόνια η Μόνικα

αγωνίστηκε με δάκρυα και προσευχή για τη μεταστροφή του Αυγουστίνου στην

Εκκλησία, ο οποίος για το λόγο αυτό ονομάσθηκε «ο γιος των δακρύων». Τελικά, με

χαρά είδε τον Αυγουστίνο, τον εγγονό της Αδεοδάτο και το φίλο τους Αλύπιο να

βαπτίζονται από τον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων στις 24 Απριλίου του 387. Η

Μόνικα πέθανε το ίδιο έτος στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης, επιστρέφοντας στη

γενέτειρά της3.

Έλαβε την πρώτη του μόρφωση στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στα Μάδαυρα

σπουδάζει γραμματική κάτω από την πίεση που του ασκούσαν οι γονείς του. Στην

1 Ιωαννίδης, Βίος Αυγουστίνου, σελ. 29. Επίσης, Μπόνης, Ο Άγιος Αυγουστίνος, σελ. 5 – 6. 2 Von Albrecht, Ρωμαϊκή Λογοτεχνία, σελ. 1917. 3 Τσάμης, Μητερικόν, σελ. 324.

- 7 -

ηλικία των 15 ετών άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι τα γράμματα έχουν αξία και ότι η

πίεση που εξασκούσαν οι γονείς του σ’ αυτό το θέμα τον ωφελούσε.

Οι πνευματικές του ενασχολήσεις δεν υπερισχύουν των κοσμικών του

επιθυμιών και βιώνει για μεγάλο διάστημα τη σύγκρουση των δύο στην ψυχή του. Η

πολυδύναμη κυριαρχία των ενστίκτων δεν τον άφησε από τότε μέχρι την ηλικία των

τριάντα δύο ετών4. Ήδη από πολύ νωρίς συνάπτει σχέσεις με μια κοπέλα και καρπός

αυτών των σχέσεων ήταν ο γιος του Αδεοδάτος, ένα παιδί με πολλά χαρίσματα που

πέθανε όμως πρόωρα. Στον Aδεοδάτο αφιερώνει ο Αυγουστίνος το έργο του De

Magistro (Περί Διδασκάλου).

Ο ιερός Αυγουστίνος στα δεκαεννιά του χρόνια, ενώ σπουδάζει και

απολαμβάνει σαν νέος που είναι τις χαρές της ζωής, διαβάζει το βιβλίο του Κικέρωνα

Ορτένσιος, συγκλονίζεται από αυτό και ξεκινά την αναθεώρηση της ζωής του

θέτοντας ως σκοπό της αναζήτηση της σοφίας5. Τα ίδια χρόνια διαβάζει επίσης και

ορισμένα αριστοτελικά κείμενα μεταφρασμένα στα λατινικά. Ο νεαρός φιλόσοφος

σκανδαλίζεται από τα ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά του Θεού της Παλαιάς

Διαθήκης και απομακρύνεται από την Εκκλησία, την οποία είχε προσεγγίσει και

βρισκόταν στο στάδιο της κατήχησης. Προκειμένου να βρει μια ικανοποιητική

αντίληψη περί θεού, στρέφεται προς τους Μανιχαίους, οι οποίοι δεν αποδέχονταν την

Παλαιά Διαθήκη.

Ο Αυγουστίνος έγινε τόσο μεγάλος υποστηρικτής του Μανιχαϊσμού 6 που

κατάφερε να παρασύρει στην ίδια αίρεση και πάρα πολλούς φίλους του. Όμως, ο πιο

στενός του φίλος πεθαίνει και ένοιωθε ότι ακόμα και ο τόπος δεν τον σήκωνε πια. Γι’

αυτό φεύγει και πηγαίνει στην Καρχηδόνα να διαβάσει Λογοτεχνία και Ρητορική.

Στην πόλη αυτή, εστία ακολασίας και διαφθοράς, ο Αυγουστίνος θα παρασυρθεί στην

δίνη των αισθησιακών πειρασμών αλλά έπειτα από μια ζωή παραδομένη σε τρυφηλές

απολαύσεις, θα αναζητήσει την εσωτερική του ταυτότητα.

Καθώς περνούν τα χρόνια, το μυαλό του όλο και διευρύνεται. Είναι μια

μεγαλοφυΐα, δεινός ρήτορας σε νεαρότατη ηλικία και όλοι τον θαυμάζουν. Αρχίζει,

όμως, να βλέπει στην αίρεση των Μανιχαίων μερικά πράγματα που δεν του αρέσουν

πλέον. Καθώς αυξάνει η ευφυΐα του και η κριτική του ικανότητα, μερικά πράγματα

4 Παπίνι, Αυγουστίνος, σελ. 19. 5 Marrou, St Augustin, pg. 18. 6 Russell, Δυτική Φιλοσοφία, σελ. 527.

- 8 -

δεν έχουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Αδυνατεί να συλλάβει τη βαθύτερη

προβληματική του δυισμού τους, καθώς και την αντιεπιστημονικότητα των

κοσμολογικών τους αντιλήψεων. Σε μια ιδιαίτερη συνομιλία με το δάσκαλό τους το

Φαύστο, ανακαλύπτει τις φτωχές γνώσεις του κι έτσι ο ιερός Αυγουστίνος δέχεται την

τελική απογοήτευση από την αίρεση.

Στην Καρχηδόνα θα μείνει πολύ λίγο, θα ρητορεύει, θα διδάσκει, αλλά τελικά

θα φύγει. Η φήμη του ως ρήτορα έχει εξαπλωθεί παντού. Οι Μανιχαίοι τον

προτείνουν για ρήτορα στη Ρώμη, για να βγάζει ωραίους λόγους στον Αυτοκράτορα.

Έτσι λοιπόν, παίρνει την απόφαση να πάει στη Ρώμη και η απόφαση αυτή ήταν στην

πραγματικότητα μια ψυχολογική «φυγή». Ο σκόπιμος αποχωρισμός του από τη

μητέρα του καθώς και μια βαριά ασθένεια ολοκληρώνουν μια εικόνα κρίσης, που

πνευματικά αντικατοπτρίζεται από τη στροφή του προς τον ακαδημαϊκό

σκεπτικισμό7.

Στη Ρώμη έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη διδασκαλία των

Νεοπλατωνικών. Αρρωσταίνει όμως βαριά και επειδή οι Μανιχαίοι τον περιποιούνται

πολύ, αποφασίζει να διατηρήσει τους δεσμούς του μαζί τους και προσχωρεί στο

σκεπτικισμό. Εκεί συνεχίζει τη ζωή της ασωτίας, παρότι είχε ήδη ένα παιδί, το οποίο

μεγάλωνε δίπλα του, από αυτόν τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε. Παρόλα αυτά

βγάζει όμορφους λόγους προς τον Αυτοκράτορα μέχρι που έφτασε στο σημείο να

παραδεχτεί ότι «έγραφα λόγια και πράγματα για τον Αυτοκράτορα, που ο ίδιος δεν τα

πίστευα. Έπρεπε να κολακεύω τον Αυτοκράτορα και όλους τούς αυλικούς του, για να

είμαι αρεστός και όλοι να με δοξάζουν»8.

Ακόμα και η διδακτική του δραστηριότητα στη Ρώμη, παρ’όλο που ήταν

επιτυχής και του είχε προσπορίσει φιλίες με μαθητές φιλοσοφικών ενδιαφερόντων,

επισκιάστηκε από απογοητεύσεις. Μετά από σύσταση του επικεφαλής της μη

χριστιανικής παράταξης της Συγκλήτου, του Συμμάχου, ο Αυγουστίνος καταλαμβάνει

μια σημαντική θέση διδασκάλου της ρητορικής στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο).

Εκεί έρχεται σε επαφή με τον νεοπλατωνισμό μέσω των ομιλιών του επισκόπου

Αμβρόσιου αλλά και μέσω του υπάτου Μαλλίου Θεοδώρου, ο οποίος του δίνει

8 S. Augustini, Confessionum, PL 32, VI, 9, 723 – 724: “Quam ergo miser eram,….die illo quo cum pararem recitare Imperatori laudes,… tabificarum febribus aestuaret;…”

- 9 -

νεοπλατωνικά βιβλία μεταφρασμένα στα Λατινικά από τον Μάριο Βικτωρίνο 9 .

Μελετά επιστολές του Αποστόλου Παύλου και από τους Νεοπλατωνικούς, κυρίως

Πλωτίνο και Πορφύριο, επιδράσεις των οποίων θα δούμε σε όλο το έργο και τη

σκέψη του καθώς στον Νεοπλατωνισμό10 βρίσκει τις απαντήσεις που ψάχνει. Από

την άλλη πλευρά, η επαφή του με τον επίσκοπο Αμβρόσιο τον φέρνει ξανά κοντά

στον Χριστιανισμό.

Ο Αυγουστίνος βλέποντας την ρητορικότητα και τις γνώσεις του Αγίου

Αμβροσίου θαμπώνεται, διότι του αρέσει η ρητορεία. Έτσι, αποφασίζει και πηγαίνει

και παρακολουθεί τα κηρύγματά του. Το ένα κήρυγμα μετά το άλλο, τον πείθουν

σιγά-σιγά ότι η αίρεση των Μανιχαίων που ακολουθούσε είναι σαθρή και ανόητη.

Ο Αυγουστίνος οδηγείται σε μια αποφασιστική τομή, την αντίληψη ότι ο Θεός

δεν έχει υλική υπόσταση και ότι το κακό πρέπει να ερμηνευθεί πλατωνικά ως το «μη

ον». Ταυτόχρονα χάρη στις αλληγορικές ερμηνείες του Αμβρόσιου παύει ο

Αυγουστίνος να σκανδαλίζεται από τους ανθρωπομορφισμούς της Παλαιάς

Διαθήκης. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δρόμο του ιερού Αυγουστίνου προς

τον χριστιανισμό τον «εξομάλυναν» επιστημονικά επιχειρήματα κατά ένα μέρος

φιλοσοφικής και κατά ένα άλλο μέρος «ερμηνευτικής» φύσεως. Επομένως η

μεταστροφή του πραγματοποιήθηκε, αφού προηγουμένως πείσθηκε και η λογική του.

Γι’ αυτόν η νεοπλατωνική αντίληψη περί θεού δεν αποτελεί παρά μια απλή θεωρία,

γίνεται μια εσωτερική εμπειρία και θρησκευτική βεβαιότητα.

Τη μανία του για απόκτηση δόξας –μια μανία που τον οδηγεί στο σημείο να

εκφωνήσει ένα απατηλό εγκώμιο για τον αυτοκράτορα– τη συνειδητοποιεί

συναντώντας ένα μεθυσμένο επαίτη11. Κάποιοι γνωστοί του τον πληροφορούν για το

νέο τότε μοναστικό τρόπο ζωής. Εκείνη την εποχή ο ασκητισμός, που εμφανίστηκε

μετά από εκατοντάδες χρόνια ηθικής ελευθεριότητας, λειτουργούσε ειδικά για τους

νέους ανθρώπους ως ερέθισμα του αγνώστου και της περιπέτειας.

Ο ιερός Αυγουστίνος μελετά τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Βρίσκει

στην Προς Ρωμαίους Επιστολή την έκκληση για απάρνηση του κόσμου και την

ακολουθεί. Αυτή η επιστολή του Αποστόλου Παύλου έμελλε από πολλές απόψεις να

9 Von Albrecht, Ρωμαϊκή Λογοτεχνία, σελ. 1918. 10 Vegetti Mario, Αρχαία Φιλοσοφία, σελ.422. 11 S. Augustini, Confessionum, PL 32, VI, 9, 723 – 724: “Inhiabam honoribus, lucris, conjugio; et tu irridebas. ….animadverti pauperem mendicum,….jocantem atque laetantem…..nunquam fortasse illuc venturos!”

- 10 -

συνοδεύει τον Αυγουστίνο στη ζωή του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κρίσιμη ώρα

σήμανε γι’ αυτόν εκεί που καθόταν μια μέρα στον κήπο του σπιτιού του, κλαίγοντας

και ικετεύοντας για πολλοστή φορά το Θεό να τον απαλλάξει από την πνευματική

αγωνία. Τότε, ξαφνικά, άκουσε μια μυστηριώδη παιδική φωνή που επαναλάμβανε:

‘Tolle et lege!’ (Πάρε και διάβασε!). Ξετύλιξε αμέσως τον κύλινδρο των Επιστολών

του Παύλου και το βλέμμα του έπεσε στο εξής χωρίο: «Μὴ κώμαις καὶ μέθαις, μὴ

κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλὰ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν

Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθαι εἰς ἐπιθυμίας» (Ρωμ. 13, 14)12. Ήταν

η μεγάλη και σωτήρια ώρα της χάριτος. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου Παύλου,

συγκλόνισαν πλέον την καρδιά του Αυγουστίνου. Η Αγία Γραφή που πέταξε κάποτε,

γίνεται στο εξής το αγαπημένο του βιβλίο.

Ακολουθεί μια περίοδος περισυλλογής. Ο Αυγουστίνος μένει μαζί με τους

φίλους και τη μητέρα του –η οποία τον φροντίζει– σε ένα αγρόκτημα στο

Cassiciacum και προετοιμάζεται για το βάπτισμα. Ακολουθεί το βάπτισμά του από

τον Αμβρόσιο και μαζί το βάπτισμα του γιου του. Μετά το θάνατο της μητέρας του

στην Ostia, ο Αυγουστίνος μένει για ένα χρόνο στη Ρώμη. Η Αφρική είχε καταληφθεί

από τον Γίλδωνα και έτσι ήταν εχθρικό έδαφος.

Γυρίζοντας ο Αυγουστίνος στην Αφρική με το παιδί του, αυτό πεθαίνει. Από

κει κι έπειτα επιλέγει μια φιλοσοφική και θρησκευτική κοινοβιακή ζωή μαζί με

άλλους ομόφρονές του. Ιδρύει εκεί στο σπίτι του μοναστήρι, το κάνει μοναστική

αδελφότητα. Ζούνε σαν καλόγεροι, με μερικούς φίλους του, που βρήκε πίσω όταν

γύρισε, και τους έφερε κοντά στο Χριστό. Αφού παραχώρησε τα αγαθά του, ζούσε

για το Θεό μαζί μ’ εκείνους που ήταν κοντά του, με νηστείες, προσευχές και καλά

έργα, μελετώντας νύχτα και μέρα το Νόμο του Κυρίου13.

Πηγαίνει στη διπλανή πόλη, στον Ιππώνα. Ο Επίσκοπος τον χειροτονεί

διάκονο και πρεσβύτερο. Η αγάπη του προς το Θεό γίνεται η κινητήρια δύναμη ενός

μεγαλεπήβολου και σπάνιου έργου, το οποίο αναπτύσσει ως ιερέας. Και ο Επίσκοπος

ζητάει από τον Αυγουστίνο να γίνει συνεπίσκοπός του. Και έτσι παρά τη θέλησή του

σύντομα χειροτονείται Επίσκοπος Ιππώνος. Έχοντας αναλάβει για 24 ολόκληρα

χρόνια το πηδάλιο της εκκλησιαστικής και λειτουργικής ζωής, θα κυβερνήσει με ζήλο

12 Μουστάκης, Παιδαγωγοί, σελ. 135. 13 Ιωαννίδης, Βίος Αυγουστίνου, σελ. 33.

- 11 -

και αφοσίωση το ποίμνιό του και θα ξεχωρίσει για την έντονη αντιαιρετική του

δράση14.

Το τέλος της ζωής του γράφτηκε στις 28 Αυγούστου 430 μ.Χ. σε ηλικία 76

ετών, όταν οι Αρειανοί Βάνδαλοι κατέστρεψαν την πόλη του Ιππώνος, όπου ήταν

επίσκοπος, σημειώνοντας με αυτό τον τρόπο μια ακόμα φάση για τη διάλυση της

Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όπως λέει ο Ποσσίδιος, δεν άφησε καμία διαθήκη, διότι

δεν είχε τίποτα. Διέταξε να φυλαχθούν η βιβλιοθήκη της Εκκλησίας και τα

χειρόγραφά του προς χάρη των διαδόχων του. Για τις ανάγκες των συγγενών του δεν

μερίμνησε ούτε κατά τη ζωή του ούτε κατά το θάνατο15. Πολέμησε με σφοδρότητα

τις αιρέσεις του Μανιχαϊσμού, του Αρειανισμού και Πελαγιανισμού, καθώς και τους

Δονατιστές. Αγωνίσθηκε για την ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας, οργάνωσε το

μοναχικό βίο στην επαρχία του και φρόντισε ως καλός ποιμένας το λαό του16.

Ο Αυγουστίνος έζησε σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την αγγελία του

θανάτου του αρχαίου κόσμου και τις απαρχές της μεσαιωνικής χριστιανικής δυτικής

Ευρώπης. Η μεγάλη κληρονομιά του Αυγουστίνου στο δυτικό πολιτισμό είναι ότι

κατάφερε να ενώσει πνευματικά την αρχαία σκέψη της Ελλάδας και της Ρώμης, και

να προβάλλει με ένα χριστιανικό μανδύα τα πνευματικά επιτεύγματα των αρχαίων.

Για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρείται άγιος και Δάσκαλος της

Εκκλησίας, καθώς και ο προστάτης άγιος του Τάγματος των Αυγουστινιανών.

Ομοίως, αναγνωρίζεται ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία 17 , και συχνά

ονοματίζεται ως "Ιερός Αυγουστίνος". Άγιος επίσης θεωρείται από την Λουθηρανική

και την Αγγλικανική Εκκλησία.

14 Schindler, Augustin, TRE, pg. 652. 15 Φιλάρετος, Πατέρες της Εκκλησίας, σελ. 37 – 38. 16 Ιωαννίδης, Πατέρες της Δύσης, σελ. 54. 17 Μαντζουνέας, Αγιότης Αυγουστίνου, σελ. 16-18.

- 12 -

2. Οι σπουδές και τα πρότυπά του

Το εκπαιδευτικό υπόβαθρο του Αυγουστίνου αντανακλά τις ανησυχίες της

εποχής του. Ο πατέρας του ήταν πολυθεϊστής ενώ η μητέρα του ήταν χριστιανή και

συνεπώς ο Αυγουστίνος έχει επίγνωση από πολύ μικρή ηλικία ενός από τα κεντρικά

προβλήματα της εποχής του, τη σύγκρουση ανάμεσα στον εθνικό κόσμο και τον

Χριστιανισμό. Στη συνέχεια παρουσιάζονται μερικά από τα βασικότερα

χαρακτηριστικά από την εκπαίδευση του Αυγουστίνου, καθώς σχετίζονται με τις

απόψεις περί εκπαίδευσης, όπως τις πραγματεύεται ο ίδιος στο έργο του Περί

Διδασκάλου.

Η βασική εκπαίδευση που έλαβε ήταν σε μεγάλο βαθμό η ίδια με αυτή που

κατείχε ο κάθε πολίτης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία ελάχιστα είχε αλλάξει

από την εποχή που είχε ξεκινήσει στην αρχαία Ελλάδα. Τα παιδιά πήγαιναν στο

δημοτικό σχολείο, όταν ήταν περίπου επτά ετών. Στη συνέχεια, την εκπαίδευσή τους

αναλάμβανε ένας Γραμματικός, δηλαδή ένας επαγγελματίας δάσκαλος της ποίησης

και της λογοτεχνίας στην ηλικία των 11 ή 12 ετών. Τέλος, αποστέλλανε τα παιδιά στο

Ρήτορα, δηλαδή στο δάσκαλο της ρητορικής στην ηλικία περίπου των 15 χρόνων,

μέχρι να φτάσουν ως τα 20 χρόνια.

Το μεγαλύτερο μέρος επικεντρωνόταν στη λογοτεχνία και κυρίως στη μελέτη

μεγάλων κλασικών συγγραφέων, όπως ήταν ο Βιργίλιος, ο Σαλλούστιος, ο Τερέντιος

και ο Κικέρωνας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραμεριζόταν η φιλοσοφία, η

επιστήμη και η ιστορία. Στόχος αυτής της εκπαίδευσης ήταν να δημιουργήσει

ρήτορες ικανούς να πείθουν τους ανθρώπους, μια πολιτική τέχνη που έλκει την

καταγωγή της από του επαγγελματίες δασκάλους της αρχαίας Ελλάδας, τους

Σοφιστές.

Τη βασική εκπαίδευση την έλαβε στην Ταγάστη και στη Μάδαυρα. Στη τέχνη

της ρητορικής μυήθηκε στη Καρχηδόνα. Το 386, καθώς μελετούσε ένα αντίγραφο

του Ορτένσιου από τον Κικέρωνα, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη φιλοσοφία18.

Για τους αρχαίους δεν υπήρχε σαφής και διακριτός διαχωρισμός ανάμεσα στη

φιλοσοφία και τη θρησκεία. Αντίθετα μάλιστα, η φιλοσοφία προέτρεπε σε ένα τρόπο

ζωής που συνάδει περισσότερο με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό. Το έργο αυτό του

18 Ulich, Educational Wisdom, pg. 151.

- 13 -

Κικέρωνα στάθηκε για τον Αυγουστίνο η αφορμή για να εξοπλιστεί με επιχειρήματα

και να απορρίψει τον υπερβολικό ελευθερισμό του και να ακολουθήσει μια ζωή που

ακολουθεί τη λογική. Αυτό, βέβαια, αποτέλεσε μόνο τη μια από τις πολλές

πνευματικές επιρροές που θα δεχτεί κατά τη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες θα

καθορίσουν και το φιλοσοφικό του χαρακτήρα19.

Πριν όμως ξεκινήσει η διάδραση ανάμεσα στον Αυγουστίνο και τη

φιλοσοφία, εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία των Μανιχαίων 20 , μια μυστική

αίρεση που εξήγησε τη σχέση φιλοσοφίας και θρησκείας καθώς περιέβαλλε ένα

τρόπο ζωής και ένα δόγμα που αφορούσε την τελική πραγματικότητα. Ο

Μανιχαϊσμός βασίστηκε στα δόγματα του Ζωροαστρισμού που εξέφρασαν μια

κοσμολογία που λάμβανε υπόψη της τη μάχη ανάμεσα στο καλό και πνευματικό

κόσμο του φωτός και τον κακό και υλικό κόσμο του σκότους. Αυτό, λοιπόν, που

συγκίνησε τον Αυγουστίνο και τον συνέδεσε με αυτή την ομάδα –εκτός από το

γεγονός ότι πρότεινε μια λύση στο πρόβλημα του κακού, την οποία εν συνεχεία

απορρίπτει- ήταν το γεγονός ότι του δόθηκε η ευκαιρία καταφυγής σε μια μορφή του

γνωστικισμού.

Ο Γνωστικισμός με τις μη δογματικές του θέσεις υποστήριζε ένα άμεσο

φωτισμό στη ψυχή από το Θεό και η άποψη αυτή είχε μεγάλη επίδραση στην

επιστημολογία του Αυγουστίνου και ειδικότερα στη θεωρία του φωτισμού που

ανέπτυξε σχετικά με το φωτισμό στο έργο του De Magistro. Ο Αυγουστίνος

διακρινόταν για την βαθιά του ευαισθησία στις συμβολικές- μυστηριακές- διαστάσεις

της πραγματικότητας, και τις συμβολικές διαστάσεις του φωτός. Ο φωτισμός καθώς

και οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στο Λόγο του Θεού (Verbum) και την

ανθρώπινη ομιλία αποτέλεσε την πρώτη ύλη που πραγματεύτηκε στο έργο του De

Magistro.

Η πιο θεμελιώδης επίδραση που δέχτηκε ο Αυγουστίνος ήταν αυτή του

Πλατωνισμού. Η μελέτη των βιβλίων των Πλατωνικών τον οδήγησε στην απόρριψη

του Μανιχαϊσμού και στη συνέχεια του Σκεπτικισμού και του Υλισμού της Νέας

Ακαδημίας καθώς και της καθοδηγητικής μορφής του Κικέρωνα. Δύο είναι τα βασικά

χαρακτηριστικά του Πλατωνισμού που στάθηκαν η αφορμή να προσελκύσουν το

ενδιαφέρον του Αυγουστίνου. Το πρώτο στοιχείο είναι η άποψη για την αλήθεια και

19 Hagendahl, Augustine and the Latin Classics, pg. 483. 20 Russell, Δυτική Φιλοσοφία, σελ. 527.

- 14 -

το δίκαιο ενώ το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά στη μη υλική πραγματικότητα.

Όπως ακριβώς ο Θωμάς ο Ακινάτης που στήριξε τη σκέψη του στη σύνθεση της

αριστοτελικής με τη χριστιανική σκέψη, με τον ίδιο τρόπο και ο Αυγουστίνος ενώνει

τον Χριστιανισμό με τον Πλατωνισμό. Η στροφή αυτή του Αυγουστίνου στον

Πλατωνισμό προβάλλει ως άλλο ένα βήμα στην κατανόηση του πνευματικού

ανθρώπου για το Θείο. Ιστορικοί έχουν συχνά χαρακτηρίσει τον Αυγουστίνο ως ένα

τυπικό δείγμα αυτού που έχει αποκληθεί «Πλατωνισμός των Πατέρων»21.

Ο αρχαίος κόσμος που αντιλαμβανόταν τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής δεν ήταν

απλώς μια ακαδημαϊκή άσκηση, αντίθετα αυτός ο τρόπος ζωής αποτυπώθηκε στις

μικρές κοινότητες ομοϊδεατών που ζούσαν μαζί μακριά από την κοινωνία. Η στροφή

αυτή του Αυγουστίνου στη φιλοσοφία στάθηκε η αφορμή για να ιδρύσει μια τέτοια

κοινότητα που απαρτιζόταν από φίλους, οι οποίοι επεδίωκαν τις φιλοσοφικές

σπουδές. Ωστόσο ο Πλατωνισμός συμπληρώνεται κι από άλλη μια στροφή στην

ακαδημαϊκή καριέρα του Αυγουστίνου που ήταν οι σπουδές στη ρητορική και η

οποία κατορθώνει να συνδυάσει με τον εναργέστερο τρόπο την αληθινή φιλοσοφία με

την αληθινή θρησκεία22.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μιλάνο δέχτηκε την επίδραση

πολλών χριστιανών, από τους οποίους η βαθύτερη ήταν αυτή του Αμβρόσιου που

συνέβαλλε στη διαμόρφωση της σκέψης του. Μέσω της βιβλικής εξήγησης

στράφηκε εναντίον των Μανιχαίων, υποστηρίζοντας την άυλη φύση της ψυχής και

του Θεού. Οι θέσεις αυτές στάθηκαν για τον Αυγουστίνο ένα ισχυρό κίνητρο για να

προβληματιστεί γύρω από τη φύση της πίστης και της βεβαιότητας. Ενώ ο

Πλατωνισμός τον είχε οδηγήσει σε ένα πνευματικό επίπεδο, αρχίζει τώρα να

αναρωτιέται, αν το να πιστεύει κάποιος είναι απαραίτητο συστατικό για ορισμένα

είδη γνώσης και κατανόησης. Τέτοιες πεποιθήσεις απαιτούν κάτι περισσότερο από

μια πνευματική συμφωνία. Απαιτεί την αναπροσαρμογή ολόκληρου του ατόμου, του

νου, της θέλησης, του σώματος και του πνεύματος. Ο Αυγουστίνος προχωράει τη

σκέψη και διαπιστώνει, ότι κάποιες αλήθειες μπορούν να γίνουν κατανοητές, όταν

συνοδεύονται από την πίστη. Συνεπώς αυτό σηματοδοτεί μια ρήξη με τη φιλοσοφία

των Πλατωνικών καθώς ένα ιδανικό του αρχαίου κόσμου (που χρονολογείται πριν

από τον Όμηρο) ήταν η έννοια της ανθρώπινης αυτάρκειας. Ο Αυγουστίνος αρχίζει

21 Gilson, Christian philosophy, pg. 80. 22 Altaner Augustinus, Patrologie, pg. 436.

- 15 -

να πιστεύει, ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν ανάγκη τόσο την πίστη όσο και τη χάρη

του Θεού για να επιτύχουν τη βεβαιότητα της αλήθειας.

Τελικά προσεγγίζει τον Χριστιανισμό μετά τη μυστική Θεοφάνεια που είχε

στο Μιλάνο, όταν άκουσε φωνή ενός παιδιού να λέει «πάρε και διάβασε». Το

κοντινότερο βιβλίο που υπήρχε και άρχισε να διαβάζει ήταν η Επιστολή του

Αποστόλου Παύλου Προς Ρωμαίους κι αυτό συνέβη πριν να βαπτιστεί χριστιανός.

Δεύτερη μυστική εμπειρία που βιώνει μαζί με την μητέρα του στην Ostia είναι ένα

μυστικό όραμα του Θεού αλλά αυτή τη φορά ο Αυγουστίνος έχει ενστερνιστεί τον

Χριστιανισμό και είναι έτοιμος να ξεκινήσει την διαρκή αποστολή της ζωής του,

δείχνοντας ότι η πραγματική φιλοσοφία και η αληθινή θρησκεία είναι ένα και το

αυτό.

- 16 -

3.Το συγγραφικό του έργο

Κάθε έργο του ιερού Αυγουστίνου κατείχε μια εντελώς δική του θέση στη

ζωή του συγγραφέα. Υπό αυτή την έννοια μας καταπλήσσει πόσο κοντά στους

κλασικούς και τον πραγματικό κόσμο έμεινε αυτός «ο φιλόσοφος της

εσωτερικότητας». Τα πρόσωπα ή οι ομάδες με τα οποία συνδέεται φιλικά ή

αντιπαρατίθεται για κάποιους τρέχοντες λόγους αποτελούν κάθε φορά τον

συγκεκριμένο κύκλο των παραληπτών του. Αναμφίβολα υποβαθμίζουμε και

περιορίζουμε τον ιερό Αυγουστίνο αν τον χαρακτηρίσουμε «περιστασιακό»

συγγραφέα. Από την άλλη μεριά όμως είναι καλό να έχουμε πάντοτε προ οφθαλμών

τις συνθήκες γένεσης των έργων του, προτού απολιθώσουμε το ζωντανό του λόγο σε

ένα αφηρημένο και ψυχρό σύστημα. Ο Αυγουστίνος είναι ένας τυπικός Ρωμαίος, οι

σκέψεις που διατυπώνει αποτελούν έκφραση βιωμένης εμπειρίας και προσωπικής

υπαρξιακής αυτοσυνείδησης. Και μάλιστα αυτό έχει την ιδιαίτερη εκείνη αξία, η

οποία προσδίδει ισχυρή θρησκευτική ακτινοβολία, παρά τις όποιες θεωρητικές

ελλείψεις.

Ο Αυγουστίνος διαβλέπει την πηγή κάθε γνώσης στην πίστη. Η γνωστική

δύναμη του ανθρώπου έχει επισκοτισθεί και απαμβλυνθεί και πως, αν θελήσει να

αντιμετωπίσει το αιώνιο φως της αλήθειας, πρέπει να διακατέχεται από πίστη.

Επίσης, κατά τον Αυγουστίνο, η πίστη δεν αποκτάται με βάση την επιστημονική

έρευνα, αλλά είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση, την οποία καθένας την αντιλαμβάνεται

με τη βίωση. Οι θυμικές καταστάσεις, ισχυρίζεται, που συνδέονται με την πίστη ή

απιστία, πρέπει να ερμηνεύονται σαν πρωταρχικές εκδηλώσεις της ζωής. Αυτή την

πρωταρχική ζωή βρίσκει ο Αυγουστίνος στη βούληση και ως εκ τούτου καινοτομεί

για τα δεδομένα της εποχής του. Αν η βούληση είναι διεστραμμένη, τότε και οι

κινήσεις της ψυχής είναι το ίδιο, εάν όχι, τότε είναι αθώες και αξιέπαινες. Έτσι η

πίστη είναι εκείνη που φανερώνει το είναι και το γίγνεσθαι, την αρχή κάθε γένεσης

και φθοράς.

Η ενέργεια της δημιουργίας στην οφείλεται η γένεση του σύμπαντος γίνεται

νοητή με τη Θεία βούληση κατά τον Αυγουστίνο. Έτσι υποστηρίζει πως ο κόσμος

είναι διάφορος από τον Θεό ενώ η δράση της Θείας βούλησης δεν είναι δυνατό να

νοηθεί σαν αποτέλεσμα φυσικής αιτίας. Επίσης, αναφέρει πως η δημιουργηθείσα

βούληση είναι κατά την ουσία της ελεύθερη και η ελευθερία της συνίσταται στην

- 17 -

ιδιότητά της να εναρμονίζεται ή όχι με τη θεία βούληση. Έτσι, κακό είναι η ελεύθερη

ενέργεια των πλασμάτων, ενώ καλό η από αυτόν το Θεό συντελούμενη ενέργεια.

Τα συγγράμματα του Αυγουστίνου είναι πολυάριθμα και χωρίζονται σε

πολλές κατηγορίες. Από τα απολογητικά, το σημαντικότερο είναι το De Civitate Dei

(Η Πολιτεία του Θεού) καθώς του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί με το νόημα της

ιστορίας και την αξία των πολιτικών θεσμών. Σε αυτό παρουσιάζει την ιστορία της

ανθρωπότητας από την αδαμική εποχή μέχρι μια υποθετική μελλοντική εποχή,

δηλώνοντας πως τίποτε από όσα έγιναν, γίνονται και θα γίνονται δεν είναι τυχαία

αλλά υπακούουν στο Θείο Σχέδιο. Μας μιλά για την ύπαρξη τριών Πόλεων που

υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν που είναι μια πνευματική ουράνια πόλη,

μια πνευματική γήινη πόλη και μια υλιστική γήινη πόλη.

Η αγάπη για τον εαυτό μας, ο εγωισμός δηλαδή, όταν φτάνει μέχρι του

σημείου της περιφρόνησης του Θεού, γεννά την γήινη πόλη, ενώ η αγάπη στο Θεό,

όταν φτάσει στο σημείο της περιφρόνησης του εαυτού μας, γεννά την ουράνια πόλη.

Μπορούμε να δούμε αναλογίες των 3 πόλεων με τον κόσμο των Ιδεών και τη θεωρία

των 3 σφαιρών ή κόσμων του Πλάτωνα. Η πνευματική ουράνια πόλη είναι η πόλη

του Θεού στον ουρανό, αυτό που ο Πλάτωνας ονομάζει ως Αρχέτυπα ή σφαίρα του

Νου. Η πνευματική γήινη πόλη είναι η πόλη του Θεού πάνω στη γη, η αντανάκλασή

της πάνω στη γη, ή οι εικόνες των Ιδεών του Πλάτωνα, η σφαίρα της ψυχής. Και η

υλιστική γήινη πόλη ή πόλη του διαβόλου είναι οι εικόνες των εικόνων, η «σπηλιά»

του Πλάτωνα, η σφαίρα του σώματος23.

Από τα δογματικά το κυριότερο είναι το De Trinitate (Περί Τριάδoς), το

οποίο έγραφε επί 16 έτη, αναπτύσσει στα πρώτα 8 βιβλία το τριαδικό δόγμα κατά την

Αγία Γραφή ως απάντηση στον Αρειανισμό και στα επόμενα εμβαθύνει στην

ανθρώπινη ψυχή ψάχνοντας τις αναλογίες της με την Αγία Τριάδα, θεωρώντας ότι ο

άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει την τριαδικότητα του Θεού αν δεν αποκτήσει

συνείδηση της τριαδικότητας της δικής του ψυχής.

Άλλα από τα έργα του είναι ερμηνευτικά, ηθικά, απολογητικά, βιογραφικά και

φιλοσοφικά. Στo Confessiones (Eξομολογήσεις), το τελευταίο αυτοβιογραφικό

κείμενο που γράφηκε στη Δύση μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα, έργο γραμμένο με

ειλικρίνεια, πάθος και λυρισμό, ξεδιπλώνεται η μάχη της πνευματικής και υλικής

23 Russell, Neoplatonism, The City of God, pg. 403-410.

- 18 -

φύσης του, αποκαλύπτονται τα έντονα βιώματα της προσωπικότητάς του, η συνεχής

διόρθωση του εαυτού του και η πεποίθησή του ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να σωθεί,

αν το θελήσει πραγματικά και δράσει με βούληση. Παράλληλα, παραθέτει σκέψεις

πάνω στο χρόνο και την αιωνιότητα, το Θεό και το δημιούργημά του, τον κόσμο, τη

Θεία Χάρη και το τρισυπόστατο του Θεού.

Αξίζει να επισημάνουμε μερικά ακόμα έργα του, ενδεικτικά της συγγραφικής

του δεινότητας. Στο De libero arbitrio (Περί της ελεύθερης βούλησης) θέτει το θέμα

του καλού και του κακού και των ορίων της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης. Δεν

δέχεται ότι ο Θεός δημιούργησε το κακό, ούτε ότι η ύπαρξη του κακού είναι δύναμη

ικανή να μειώσει το άπειρο της θείας δύναμης. Θεωρεί ότι το κακό γεννιέται, όταν

ξεκινά η εκδήλωση του όντος και δεν είναι μια ουσία αυτή καθεαυτή αλλά μια

«κίνηση του όντος προς το μη ον», μια πτώση προς τη μη ύπαρξη. Ο άνθρωπος

μπορεί να επιλέξει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, επειδή διαθέτει ελεύθερη βούληση.

Λόγω αυτού βρίσκεται σε μια κατάσταση που έχει ανάγκη τη θεία χάρη. Η θεία χάρη

είναι μια «Ουράνια Απόλαυση».

Ο Αυγουστίνος πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να κατακτήσουμε την

Αλήθεια είναι η πίστη. Η πίστη για την οποία μας μιλά λοιπόν υπερβαίνει το Νου,

είναι μια βιωματική πίστη που περιλαμβάνει και υπερβαίνει το λόγο. Η ύπαρξη του

Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί με το λόγο, ούτε μπορεί να είναι αντικείμενο τυφλής

πίστης, χρειάζεται βίωση ώστε να έρθει η θεία Χάρη. Η Αλήθεια που αναζητά ο

Αυγουστίνος είναι μια αλήθεια που αγγίζει και το νου και την καρδιά, βιώνεται, δεν

είναι θεωρητική αλλά ενεργητική και προϋποθέτει γνώση, πίστη, αγάπη. To πνεύμα

μας γνωρίζει μέσα του τις αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες (rationes aeternas) με

την ακτινοβολία και έκχυση του θείου φωτός σ’ αυτό24.

Το εύρος της ποικίλης συγγραφικής του ύλης μαρτυρά ότι ο Αυγουστίνος δεν

περιορίστηκε μόνο σε έργα θεολογικού περιεχομένου. Τo De Musica (Περί

Μουσικής), που γράφηκε μεταξύ 386 και 388, δεν αποτελεί παρά μια θεματική

εξαίρεση όλων των προηγούμενων έργων, μια επιτομή της φιλοσοφικής σκέψης του

Αυγουστίνου πάνω στο θέμα της μουσικής ως επιστήμης25.

24 Θεοδώρου, Φιλοσοφία της Θρησκείας, σελ.11. 25 Rose, Λατινική Λογοτεχνία, σελ. 217.

- 19 -

Από τα απειράριθμα έργα του διασώθηκαν 400 ομιλίες και 270 περίπου

επιστολές26. Πάντως είναι γεγονός ότι από το ογκώδες έργο του ιερού Αυγουστίνου,

που στη Λατινική Πατρολογία του Μigne καταλαμβάνει τους τόμους 32 – 47 και που

άσκησε πελώρια επίδραση στη Δύση, στη χώρα μας κυκλοφορούν μόνο λίγες

μεταφράσεις27. Ο Αυγουστίνος επέδρασε σε φιλόσοφους, θεολόγους, ψυχολόγους,

ιστορικούς, κοινωνιολόγους και νομικούς, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Καλβίνος, ο

Μποσσυέ, ο Jansen, ο Bl. Pascal, ο Paul Tillich κ.α. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το

έργο του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή για τη σύγχρονη επιστήμη και

φιλοσοφία, καθώς διαμόρφωσε ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα που επέτρεψε την

επικράτηση της Σχολαστικής Φιλοσοφίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

26 Jülicher, Augustinus, PRDCA, pg. 2364-2366. 27 Νικήτας, Η Παρουσία του Αυγουστίνου, Κληρονομία, σελ. 7-26.

- 20 -

Α΄ ΜΕΡΟΣ

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ DE MAGISTRO

1. Χρονολόγηση και γνησιότητα του έργου

Ο Αυγουστίνος έγραψε το έργο De Magistro (Περί Διδασκάλου) στην

Ταγάστη της Αφρικής, το 389, δυο χρόνια μετά τη βάπτισή του και λίγο μετά την

επιστροφή του στην Ιταλία. Είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου και πρόκειται για

μια αναφορά στη συζήτηση που είχε με το γιο του Αδεοδάτο, ο οποίος στα δεκαέξι

του χρόνια διακρινόταν για το ταλέντο του, που ήταν όμοιο με αυτό του πατέρα του28.

Δεν είναι σίγουρη η ακριβής ημερομηνία θανάτου του γιου του. Οι πιο

πιθανές χρονολογίες είναι το 389 ή ένα χρόνο αργότερα. Αν η πιθανή χρονολογία

είναι σωστή, ενδέχεται το έργο αυτό του Αυγουστίνου να αποτελεί ένα δώρο για το

γιο του.

Στο έργο του Retractationes (Αναθεωρήσεις), που έγραψε προς το τέλος της

ζωής του, σχολιάζει εν συντομία το De Magistro (Περί Διδασκάλου) και επισημαίνει

την πνευματική ικανότητα του γιου του καθώς και τη μεγάλη συμβολή και

συνεισφορά του στο έργο αυτό. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος

υπενθυμίζει ρητά ότι το έργο αυτό γράφηκε περίπου την ίδια εποχή με το De Genesi

contra Manichaeos (Περί Γενέσεως κατά Μανιχαίων (388-389). Οι εικασίες ότι το

έργο του Αυγουστίνου De Magistro γράφηκε περίπου την ίδια εποχή με το Περί

Γενέσεως κατά Μανιχαίων οφείλονται στο γεγονός ότι στο De Magistro

πραγματεύεται θέματα που είναι βαθιά συνδεδεμένα με την προσπάθειά του να

κατανοήσει το έργο της δημιουργίας του κόσμου από το Θεό. Πράγματι, ο

Αυγουστίνος προαναγγέλλει ρητά τη σχέση μεταξύ διδασκαλίας και

δημιουργικότητας του Θεού στο Confessiones (Εξομολογήσεις). Επίσης επισημαίνει

τις συνδέσεις σε συμβολικό επίπεδο ανάμεσα στο Λόγο του Θεού, την ανθρώπινη

ομιλία και το φωτισμό, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης για τη

διδασκαλία, τη μάθηση και την κατανόηση στο De Magistro.

28 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer.

- 21 -

2. Πηγές και πρότυπα

Το De Magistro ονομάζεται επίσης και εσωτερικός φωτισμός, όπως είχε

προταθεί αρχικά από τον ίδιο τον Αυγουστίνο, ο οποίος τονίζει ότι τα έργα των

Πλατωνικών φιλοσόφων ήταν αυτά που τον βοήθησαν να ανακαλύψει την εσωτερική

σύνδεση του Θεού με την ανθρώπινη ψυχή και το φωτισμό της από τον Θεό.

Ο Αυγουστίνος θεωρούσε τον Πλάτωνα έναν από τους πιο χαρισματικούς

αρχαίους φιλοσόφους, ο οποίος είχε συγκρίνει την αρχή της εξυπνάδας με το φως του

ήλιου και την πνευματική γνώση με την όψη του σώματος 29 . O όρος μάλιστα

‘Χριστιανικός Πλατωνισμός’ την πρώτη μεταχριστιανική χιλιετία καλύπτει μια

ευρύτατη ποικιλία διαφορών, ώστε είναι πολύ δύσκολο να τον προσδιορίσει κανείς με

ακρίβεια ως ένα και μοναδικό. Εστιάζοντας στον Αυγουστίνειο Πλατωνισμό, που

ήταν απλά ένα είδος Χριστιανικής σκέψης επηρεασμένης από τον Πλάτωνα, η

πρόθεσή μας είναι να δώσουμε έμφαση σε αυτό που βάσιμα έγινε η ερμηνεία της

Πλατωνικής παράδοσης που επέδρασε στη Χριστιανική Λατινική Δύση. Μελέτησε τα

κείμενα του Πλάτωνα από μετάφραση του Μάριου Βικτωρίνου. Η συζήτηση του

Αυγουστίνου επηρέασε πολύ τον τρόπο που τα μοναστηριακά σχολεία της

μεσαιωνικής περιόδου θεράπευσαν τη θεία και την ανθρώπινη γλώσσα ως σημεία και

ιδιαίτερα μέσα από την περαιτέρω επεξεργασία στα δύο πρώιμα έργα του το De

Magistro και το De Doctrina Christiana (Περί Χριστιανικής Διδαχής). Εδώ εξηγεί ότι

υπάρχει μια αντιληπτή πραγματικότητα πίσω από τις λέξεις και εάν γνωρίζουμε τι

σημαίνουν οι λέξεις, ανακαλούμε στη μνήμη μια γνωστή αλήθεια, την οποία ο

Αυγουστίνος ονομάζει ανάμνηση. Αυτό είναι ένα είδος τροποποιημένου

Πλατωνισμού, διότι η αλήθεια δεν είναι έμφυτη στον ανθρώπινο νου, κατά τον

Αυγουστίνο, αλλά πρέπει να μαθευτεί. Η θεία δίκη είναι ανεξιχνίαστη. Επιπλέον,

παρέδωσε την αρχική του εμπιστοσύνη σε μια πιθανή διάταξη των ζωών των

ανθρώπων ατομικά ή συνολικά.30

Ο Αυγουστίνος στο πλαίσιο της θεολογίας κάνει λόγο για τον εκχριστιανισμό

της ελληνικής φιλοσοφίας. Είναι ο πρώτος που εκφράζει απόψεις για τη σχέση πίστης

και λόγου στο Μεσαίωνα. Ουσιαστικά δεν υποστήριξε την αντίθεση μεταξύ

φιλοσοφίας και θεολογίας, αλλά για αλληλεπίδρασή του λόγου και της πίστης. Δεν

29 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg.118. 30 Coleman, The Christian Platonism, pg. 27-36.

- 22 -

θεωρούσε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη φύση, ως αντικείμενο της

φιλοσοφίας και το υπερφυσικό, ως αντικείμενο της θεολογίας. Μέσα στη θρησκεία

δεν κυριαρχεί μόνο η πίστη, η οποία παρέρχεται, όταν η νόηση διαιωνίζεται.

Επιπλέον, η πίστη ως αποδοχή υποκαθιστά την έλλογη γνώση. Πιστεύουμε όλα όσα

γνωρίζουμε. Στο πεδίο της θρησκείας και της φιλοσοφίας λόγος και πίστη

συνεργάζονται. Για να κατανοούμε πρέπει να πιστεύουμε και για να πιστεύουμε

πρέπει να κατανοούμε31.

Ο Αυγουστίνος προσλαμβάνει σημαντικά μέρη κυρίως νεοπλατωνικής

φιλοσοφίας· ωστόσο ταυτόχρονα επιχειρεί σε κεντρικά σημεία ριζοσπαστικές

μεταβολές. Αντικαθιστά για παράδειγμα την κυκλική εικόνα της ιστορίας με την

ευθύγραμμη ιστορική αντίληψη, εκμεταλλευόμενος συνάμα με κριτικό τρόπο

παλαιότερες εκτιμήσεις, όπως τις απόψεις του Βιργιλίου για την ιστορία. Επίσης,

μεταβάλλει ριζικά την άποψη (που υπάρχει και στον πλατωνισμό) ότι ανάμεσα στην

ανθρώπινη ψυχή και τη θεϊκή της απαρχή υπάρχει ένα πλατύ χάσμα: δεν αναγνωρίζει

στον άνθρωπο κανένα ποσοστό συμμετοχής στην προσπάθεια για ευτυχία. Κατά τον

Αυγουστίνο η λύση στο πρόβλημα της σωτηρίας του ανθρώπου δεν βρίσκεται μέσα

από κοσμολογικές παρατηρήσεις, αλλά μόνο αν στρέψει κανείς το βλέμμα του στην

ψυχή του και στο Θεό32.

Η κύρια ιδέα που υπάρχει στην σκέψη του ιερού Πατέρα είναι η έννοια της

τάξης. Η πρώτη ιδιότητα της κοσμικής τάξης είναι η ολότητά της. Το όλο υπάρχει

μέσα στον κόσμο και όχι έξω από αυτό. Στο εσωτερικό του κόσμου, του όλου, δεν

ξεφεύγει τίποτα από την τάξη. Τίποτα δεν αντιτίθεται στην τάξη. Θεός, κόσμος,

άνθρωπος, Εκκλησία, Πολιτεία, σωτηρία και βασιλεία των ουρανών ερμηνεύονται σε

μια ιεραρχημένη διάρθρωση. Σ’ όλες αυτές τις τάξεις, που είναι κλειστές και

τυποποιημένες στα πλαίσια του δικαιικού πνεύματος, εντοπίζονται τελικά οι

προϋποθέσεις για τη μακαριότητα των όντων33.

Σύμφωνα με τη θεωρία της έλαμψης, ο θεϊκός νους παρεμβαίνει στον

παθητικό ανθρώπινο νου και τον φωτίζει. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος οδηγείται

στην αληθινή γνώση. Η έλαμψη φέρνει το νου του Θεού σε απευθείας επαφή με το

31 Châtelet, Φιλοσοφία, σελ. 270-271. 32 Εrler, Ρωμαϊκή Φιλοσοφία, σελ. 646-652. 33 Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 611.

- 23 -

δικό μας νου34. Είναι ο πρώτος που εκφράζει απόψεις για τη σχέση πίστης - λόγου

στο Μεσαίωνα. Δέχεται την εμπειρία ως έγκυρη πηγή γνώσης αλλά όχι ως μοναδική

και ανώτερη. Ανώτερη είναι η Θεία Φώτιση. Αυτό σημαίνει ότι μέσω του Θεού

αντιλαμβανόμαστε και συνειδητοποιούμε την αιώνια αλήθεια για τον εξωτερικό

κόσμο. Όλα, όπως η ιδέα του ωραίου, της κανονικότητας και η μαθηματική σκέψη

δίνονται από το Θεό. Για να γνωρίσουμε την αλήθεια των πραγμάτων, χρειάζεται να

μας φωτίσει ο Θεός. Η αλήθεια των πραγμάτων γίνεται κατανοητή μόνο μέσω του

φωτισμού τους από το θείο φως. Για τη γνώση του Θεού, η λογική δεν είναι η μόνη

οδός· είναι και η ενόραση. Όπως ο ήλιος είναι ορατός με τα μάτια του σώματος, έτσι

και ο Θεός είναι θεατός με τα μάτια της ψυχής.35 Ο Αυγουστίνος δεν ασχολείται ως

επί το πλείστον με την καθαρή φιλοσοφία αλλά, όταν συμβαίνει, δείχνει πολύ μεγάλη

ικανότητα. Είναι ο πρώτος μιας μακράς σειράς φιλοσόφων που οι καθαρά θεωρητικές

απόψεις επηρεάζονται από την ανάγκη της συμφωνίας με τις Γραφές. Δεν μπορούμε

να πούμε το ίδιο και για τους προγενέστερους χριστιανούς φιλοσόφους, όπως για

παράδειγμα τον Ωριγένη. Στον Ωριγένη, Χριστιανισμός και Πλατωνισμός κείνται

παράπλευρα και δεν διεισδύουν ο ένας στον άλλο. Αντίθετα, στον Άγιο Αυγουστίνο,

η αρχική σκέψη από καθαρά φιλοσοφική πλευρά, διεγείρεται από το γεγονός ότι ο

Πλατωνισμός, από ορισμένες απόψεις, δεν εναρμονίζεται με τη Γένεση.36

Ο Αυγουστίνος στα πλαίσια του χριστιανισμού και θέλοντας να ενισχύσει το

δόγμα του, καθιστά τη γνώση αποκλειστικό προνόμιο του Θεού. Ο Θεός είναι αυτός

που παραχωρεί τη σταθερή και πραγματική γνώση. Οι άνθρωποι από τη φύση τους

είναι αδύναμα όντα και δεν μπορούν να αποκτήσουν την πραγματική γνώση με τις

δικές τους φυσικές δυνάμεις37. Η καθαυτό αγαθότητα του Θεού διακρίνεται από την

αγαθότητα των δημιουργημάτων που υπάρχει κατά μετοχή38.

Ο Αυγουστίνος επηρεάζεται από τον πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό. Η

θεωρία της έλαμψης είναι η εκδοχή του Αγίου για τη θεωρία της ανάμνησης.

Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνα για την ανάμνηση, όλες οι περιπτώσεις

μάθησης είναι φαινομενικές. Η μάθηση στην πραγματικότητα είναι «ανάμνηση» της

ψυχής των αληθειών που ήδη διαθέτει : η ανάμνηση είναι η «ανάδυση» γνώσεων που

34 Kenny, Δυτική Φιλοσοφία, σελ. 107. 35 Παπαλεξάνδρου, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 96-97. 36 Russel, Western Philosophy, pg. 351. 37 Kenny, Δυτική Φιλοσοφία, σελ. 104. 38 Châtelet, Φιλοσοφία, σελ. 284.

- 24 -

βρίσκονται ήδη μέσα στον άνθρωπο39. Ο Πλάτων στηρίζει αυτή τη θεωρία για την

ανάμνηση στο ζωντανό παράδειγμα του διαλόγου ανάμεσα στο Σωκράτη και το

δούλο Μένωνα40.

Όπως στην πλατωνική θεωρία υπάρχει η ανώτερη γνώση, η οποία είναι η

γνώση των ιδεών, κατά τον ίδιο τρόπο στον Αυγουστίνο η πραγματική γνώση είναι

κάτι το υψηλό, ένα είδος ιδανικής γνωστικής κατάστασης, οριστικής και

αμετάβλητης. Αναζητώντας μια βάση για τη γνώση, ο Αυγουστίνος κατέληξε στη

θεωρία των αιώνιων ιδεών που υπάρχουν πέρα από κάθε υλικό αντικείμενο.

Ο κόσμος των αισθήσεων είναι για τον Πλάτωνα ο κόσμος των εφήμερων και

μεταβλητών πραγμάτων. Ο ιδανικός κόσμος είναι για τον Πλάτωνα ο κόσμος των

ιδεών. Κατά τον ίδιο τρόπο και για τον Αυγουστίνο, ο κόσμος των αισθήσεων δεν μας

παρέχει πληροφορίες για τα αμετάβλητα, αιώνια πράγματα αλλά για τα μεταβλητά

και τα εφήμερα πράγματα. Κάνει και αυτός λόγο για ένα ανώτερο, ιδανικό κόσμο, ο

οποίος είναι ανώτερος από αυτόν των αισθήσεων. Τα αντικείμενα της γνώσης δεν

είναι για τον Αυγουστίνο τα αντικείμενα των αισθήσεων αλλά τα ανώτερα, ιδανικά

πράγματα. Τα αντικείμενα που του παρουσιάζονται άμεσα μπορεί να τα γνωρίσει με

ανώτερο τρόπο.

Στον κόσμο των αισθητών δεν υπάρχουν οι ιδανικές έννοιες, όπως είναι η

τέλεια δικαιοσύνη, το ιδανικό κάλλος, ο τέλειος κύκλος. Δεν είναι δυνατόν ο

άνθρωπος στηριζόμενος στον εμπειρικό κόσμο να επινοήσει από μόνος του τις

ιδανικές έννοιες. Είναι σε θέση να συγκρίνει κάποια αντικείμενα με κριτήριο την

τελειότητα ή την ομορφιά. Ο άνθρωπος κατέχει κάποια γνώση που προϋποθέτει τις

ιδανικές έννοιες. Απαιτείται μια άμεση επαφή με τα ιδανικά αντικείμενα.

Η διαφορά μεταξύ Πλάτωνα και Αυγουστίνου είναι ο τρόπος με τον οποίο ο

ανθρώπινος νους έρχεται σε επαφή με τα ιδανικά αντικείμενα γνώσης41. Για τον

Πλάτωνα, η επαφή που είχαμε με τον ιδανικό κόσμο δεν πραγματοποιείται σε αυτή τη

ζωή, αλλά συνέβη πριν η ψυχή εισχωρήσει στο σώμα. Αποδέχεται την ιδέα της

προΰπαρξης της ψυχής. Η ψυχή γνώριζε τον ιδανικό κόσμο των ιδεών, πριν

ενσωματωθεί και εισέλθει στον κόσμο των αισθήσεων. Με την έλευσή της σε αυτόν

τον κόσμο ξέχασε τις ιδέες και την πραγματική, ιδανική γνώση. Η ψυχή αρχίζει μέσα

39 Πλάτωνος, Μένων, 85d4 και 85d6-7, μτφ. Πετράκης, σελ. 148. 40 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), pg.7, http:individual.utoronto.ca/pking/translations/Augustine_Introduction.pdf. 41 Kenny, Δυτική Φιλοσοφία, σελ. 108.

- 25 -

από την παρουσία της στον αισθητό κόσμο και με τα ερεθίσματα που δέχεται από τις

αισθήσεις να θυμάται σταδιακά αυτά που γνώριζε στον κόσμο των ιδεών. Επομένως

η γνώση είναι ανάμνηση.

Αυτή είναι η βέβαιη γνώση για τον Πλάτωνα, η γνώση μέσω αναπαράστασης.

Για τον Αυγουστίνο βέβαιη γνώση είναι η άμεση γνώση και όχι η γνώση μέσω

αναπαράστασης. Αυτά που προσφέρουν την άμεση γνώση είναι τα αμετάβλητα και

θεϊκά αντικείμενα. Αυτού του είδους τα αντικείμενα είναι σκέψεις μέσα στο νου του

Θεού, θεϊκές ιδέες. Πρόκειται για τις πλατωνικές ιδέες, οι οποίες βρίσκονται στο νου

του Θεού. Στον Πλάτωνα οι ιδέες είναι οι αυθύπαρκτες, ανεξάρτητες υποστάσεις, οι

οποίες δεν ανήκουν κάπου. Ο Πλάτων δεν ισχυρίζεται ότι οι ιδέες βρίσκονται στο νου

του Θεού.

Με την κριτική του ο Αυγουστίνος επιχειρεί να συνδέσει τη χριστιανική πίστη

και τη θεία φώτιση με την πλατωνική γνωσιολογική θεωρία περί ιδεών. «Η θεωρία

της έλαμψης καθιστά τη γνώση υπόθεση υπερφυσικής χάριτος»42.

42 Kenny, Δυτική Φιλοσοφία, σελ. 108.

- 26 -

3. Γλώσσα, ύφος, τεχνική

Το έργο του Αυγουστίνου De Magistro ξεκινάει με ένα βασικό στοιχείο της

αυγουστίνειας τεχνικής που είναι ο διάλογος. Ο διάλογος ως ζωντανό μέσο έκφρασης

δυο κεντρικών ηρώων – συνομιλητών, έχει ως στόχο να εξάρει την ενάργεια και

αμεσότητα του λόγου τους και με τη γρήγορη εναλλαγή των ερωταποκρίσεών τους να

δώσει μια δυνατότερη εκφραστική απόχρωση στο περιεχόμενο της σκέψης τους.

Η ποικιλία του γλωσσικού και υφολογικού ρεπερτορίου που διαθέτει ο

Αυγουστίνος είναι πολύ μεγάλη. Υφολογικές διαφορές παρατηρούνται ακόμη και στο

εσωτερικό ενός και του αυτού έργου. Προβληματικές, αλλά ενδιαφέρουσες ιστορικά,

είναι και οι ποιητικές απόπειρες του Αυγουστίνου43.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αυγουστίνειου τρόπου γραφής φαίνονται

καλύτερα αν κάνουμε μια σύγκριση με τον Κικέρωνα. Είναι γνωστό ότι κατά τη

σύνθεση των έργων των Λατίνων πεζογράφων εμφανίζονται κάποιες ελευθερίες οι

οποίες οφείλονται στο τρόπο χρήσης των πηγών, στην τάση για παρεκβάσεις και

παραδείγματα, κυρίως όμως στην καθημερινή συνήθεια της ανταλλαγής σκέψεων στα

πλαίσια των συζητήσεών τους με φίλους και όπως αυτές διατυπώνονται μέσα από

τους διαλόγους.

Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Τη στιγμή της συγγραφής της

σκέψης του Κικέρωνα μοιάζει να έχει φτάσει ήδη σχεδόν στο τέλος της και η μορφή

του έργου του δίνει την εντύπωση μιας κατά κάποιον τρόπο «πλαστικότητας».

Αντίθετα ο Αυγουστίνος βάζει τους αναγνώστες να βιώσουν και οι ίδιοι την εξέλιξη

των σκέψεών του, όπως δηλαδή γίνεται σε μια μουσική παράσταση. Στη μια

περίπτωση ο διαλογισμός προηγείται της καταγραφής, η οποία έτσι αποκτά το

χαρακτήρα μιας περιγραφής. Αντίθετα, στην περίπτωση του Αυγουστίνου η πρόζα

είναι η ίδια διαλογισμός και συνδέει την έρευνα με τη διδασκαλία. Ένα σύμπτωμα

αυτού του φαινομένου είναι η συχνή χρήση ερωτηματικών προτάσεων μεγάλης

έκτασης44. Η κατά κύριο λόγο ρητορική της δημοκρατικής περιόδου έγινε κατά την

Ύστερη Αρχαιότητα ρητορική της μαθησιακής διαδικασίας, του εσωτερικού

διαλόγου και μονολόγου. Είναι και αυτός ένας από τους παράγοντες στους οποίους

43 Von Albrecht, Ρωμαϊκή Λογοτεχνία, σελ. 1949. 44 Hagendahl, Augustine and the Latin Classics, pg. 483.

- 27 -

στηρίζεται η ζωηρότητα και η θέρμη του αυγουστίνειου λόγου που παρασύρει άμεσα

τον αναγνώστη στην πνευματική διαδικασία45.

45 Von Albrecht, Ρωμαϊκή Λογοτεχνία, σελ. 1951 - 1952.

- 28 -

4. Δομή του συγγράμματος

Η ερμηνεία του έργου De Magistro έγινε αφορμή να διατυπωθούν διάφορες

απόψεις σχετικά με τη διαίρεση και τη σπουδαιότητα των μερών του, παρά τη γενική

συμφωνία ως προς τη βασική θέση του διαλόγου. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος στις

Αναθεωρήσεις μας μιλάει για το σκοπό της συνομιλίας: «…στο οποίο συζητούμε και

διερευνούμε και καταλήγουμε ότι διδάσκαλος δεν υπάρχει άλλος, ο οποίος να

διδάσκει τη γνώση, παρά μόνο ο Θεός…»46.

Με βάση αυτό το σύντομο ορισμό, διάφοροι μελετητές διαιρούν το διάλογο

σε δύο τμήματα: το ένα είναι η συζήτηση, στην οποία ανακαλύπτεται ότι Διδάσκαλος

που να διδάσκει τη γνώση, άλλος από το Χριστό, το εσωτερικό φως, δεν υπάρχει

(§38ff), και το άλλο είναι όλα όσα προηγούνται (§§ 1-37). Στην πραγματικότητα,

αυτή είναι η διαίρεση που πρότεινε ο F. J. Thonnard, μεταφράζοντας το έργο στη

σειρά Bibliothèque Augustinienne. Ομοίως, και ο G. Madec προτείνει την ίδια

διαίρεση σε δύο μέρη, που διαφέρουν όμως μεταξύ τους ως προς την υποδιαίρεση του

πρώτου μέρους47:

Ο μεν Thonnard διακρίνει τα εξής δύο μέρη:

Α) Tην αξία των λέξεων (§§ 1,1 – 8,21).

Β) Την αδυναμία των σημείων να διδάσκουν (§§ 8,22 – 11,37).

Ο δε Madec διακρίνει τα εξής τρία μέρη:

Α) Οι στόχοι της γλώσσας (§§ 1 – 2).

Β) Τίποτα δε σηματοδοτείται χωρίς τα σημεία (§§ 3 – 30).

Γ) Τίποτα δε σηματοδοτείται με τα σημεία (§§ 31 – 37).

Υπάρχουν απόψεις και άλλων μελετητών, όπως του Crosson και άλλων· από

αυτές κατά τη γνώμη μας αξιοπρόσεκτη είναι αυτή του Colleran, ο οποίος ακολουθεί

άλλη διαίρεση με βάση το περιεχόμενο, την παρακάτω 48:

46 S. Augustini, Retratactionum, PL 32, XII, 602: “... in quo disputatur et quaeritur, et invenitur, magistrum non esse, qui docet hominem scientiam, nisi Deum ...” 47 Crossson F. http://documents.irevues.inist.fr/bitstream/handle/2042/1291/89_XXXV_1_06.pdf?sequence=1 pg. 120-121. 48 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writers, pg. 116-117.

- 29 -

Α) Εισαγωγή

α) Σκοπός του λόγου: η διδασκαλία ή η υπενθύμιση (1. 1-2).

β) Οι λέξεις είναι σημεία (2. 3-4).

Β) Πρώτη υπόθεση-αρχική θέση : τίποτα δεν μπορεί να γίνει γνωστό χωρίς ένα σημείο

(3. 5-6).

Γ) Παρενθετικές διευκρινίσεις:

α) Τα σημεία εκφράζουν:

1) Άλλα σημεία είτε αμοιβαία είτε όχι (4,7 – 6,18).

2) Πραγματικότητες που δεν είναι αυτές καθαυτές σημεία (4,7f).

β) Η ανάγκη απεικόνισης του σηματοδοτούμενου πράγματος και όχι της λέξης (8.

21-24).

γ) Οι πραγματικότητες είναι πιο σημαντικές από τα σημεία (9. 25-28).

Δ) Πρώτη τελική θέση: Καμία διδασκαλία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς σημεία (10,

29f). Εντούτοις, η ουσία ορισμένων φυσικών φαινομένων και ανθρώπινων ενεργειών

μπορεί να μαθευτεί χωρίς επιλεγμένα προς τούτο σημεία (λέξεις) ανάλογα με τη

νοημοσύνη των θεατών (10,32).

Ε) Δεύτερη θέση: Ακόμη και οι λέξεις δεν είναι η αιτία που φτάνουμε στην αλήθεια –

πχ. «Ούτε ακόμη με τις λέξεις διδάσκουμε στ’ αλήθεια» (10, 33 – 35· 12, 39-40· 13,

45).

ΣΤ) Επίλογος: Οι άνθρωποι δεν μπορούν να διδάσκουν ο ένας τον άλλο. «Ο Θεός

είναι ο μοναδικός διδάσκαλος των ανθρώπων» (11, 38· 14, 45 f).

Ζ) Συμπέρασμα: η λειτουργία των λέξεων είναι να μας νουθετούν ή να μας

παρακινούν να αναζητούμε την αλήθεια μέσα μας (11, 36· 14, 46).

- 30 -

5. Η δομή του επιχειρήματος στο έργο

Το βασικό επιχείρημα του Αυγουστίνου εναντίον της μεταβίβασης της

διδασκαλίας παρουσιάζεται ως μαθησιακό παράδοξο: δεν μπορώ να γνωρίζω ότι ένα

σημείο είναι ένα σημάδι, αν δε γνωρίζω τι σημαίνει αυτό αλλά στη συνέχεια δε

μαθαίνω τίποτα από το σημείο. Οι γνώσεις για κάθε ένδειξη προϋποτίθεται ότι

αποτελούν ένα σημείο εξαρχής49 . Η γνώση προέρχεται άμεσα από τα πράγματα.

Κανένας προφανής ορισμός δεν μπορεί να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από αυτό το

παράδοξο. Οι λέξεις μπορούν μόνο να μας βοηθήσουν να αναζητήσουμε τα πράγματα

από τα οποία αποκομίζουμε γνώσεις50.

Η δομή του επιχειρήματος στο έργο ακολουθεί τρία παράδοξα που εμπλέκονται

στον προσδιορισμό τριών διαφορετικών τρόπων διδασκαλίας ή μετάδοσης της

γνώσης. Οι τρεις τρόποι διδασκαλίας είναι οι εξής51:

Η διδασκαλία ως υπενθύμιση

Η διδασκαλία ως παρουσίαση και

Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας

Η διδασκαλία ως υπενθύμιση, χαρακτηρίζεται από την παροχή εκ μέρους του

δασκάλου ενδείξεων με την έννοια ότι ο μαθητής κατευθύνεται προς το να

εξοικειωθεί με αυτό που διδάσκεται. Η διδασκαλία ως παρουσίαση κινείται πέρα από

τη χρήση συμβατικών σημείων και εφιστά την προσοχή του μαθητή σε

πραγματικότητες μέσα από τα σημεία. Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της

αλήθειας αφαιρεί το ρόλο του εκπαιδευτικού από τον άνθρωπο και τον ρόλο αυτό τον

αποδίδει στο Θεό ως εσωτερικό φωτιστή των μαθητών αλλά και των δασκάλων.

Κάθε τρόπος διδασκαλίας γεννά μια σειρά από συζητήσεις γύρω από τη σχέση

που αναπτύσσεται ανάμεσα στο δάσκαλο και τον τρόπο διδασκαλίας αλλά και με το

τελικό προϊόν, τη γνώση που ανακαλύφθηκε. Το παράδοξο που προκύπτει από τη

49 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 33, 1214: “Cum enim mihi signum datur, si nescientem me invenit, cujus rei signum sit, docere me nihil potest: si vero scientem, quid disco per signum?” 50 King P., Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), http:individual.utoronto.ca/pking/translations/Augustine_Introduction.pdf, pg. 11. 51 Mooney T. Brian, Augustine De Magistro Commentary, http://www.mysmu.edu/faculty/brianmooney/default.htm, pg.13.

- 31 -

διαδικασία της διδασκαλίας ως υπενθύμιση είναι αν αυτό που διδάσκεται είναι απλώς

μια λέξη, ένα σημάδι ή μια πραγματικότητα. Το παράδοξο που προκύπτει από τη

διαδικασία της διδασκαλίας ως παρουσίασης επικεντρώνεται στο εάν, σε ένα τέτοιο

είδος διδασκαλίας, διδάσκεται μόνο το όνομα ή διδάσκεται και η γνώση της

πραγματικότητας. Το παράδοξο που προκύπτει από τη διαδικασία της διδασκαλίας ως

εσωτερικής αναζήτησης της αλήθειας έγκειται στο πώς ένα άτομο επιτυγχάνει τη

βεβαιότητα52. Προέρχεται η πραγματικότητα από τον τρόπο που σχετίζονται μεταξύ

τους οι πραγματικότητες και ερμηνεύονται ή από τον τρόπο που ερμηνεύονται τα

σημάδια ή προέρχεται η βεβαιότητα από τη σχέση ανάμεσα στα σημεία και την

πραγματικότητα;

Η διαλεκτική του Περί Διδασκάλου ανιχνεύει τα παράδοξα που εμπλέκονται

στους τρεις τρόπους διδασκαλίας με επικέντρωση στην αντιμετώπιση των ακόλουθων

θεμάτων:

1. τη φύση των σημείων

2. την πραγματικότητα που δείχνουν τα σημάδια

3. τη φύση του δικαίου και της αλήθειας

Τα ζητήματα αυτά προκύπτουν διαλεκτικά από τα παρακάτω ερωτήματα.

Μπορεί να διδαχτεί κάτι χωρίς σημάδια; Μπορεί η πραγματικότητα να γίνει

κατανοητή, όταν προκύπτει άμεσα από την επισήμανση ή την απόδοση; Τέλος

μπορούν οι λέξεις ή τα σημάδια να οδηγήσουν στη βεβαιότητα;

Η διαλεύκανση αυτών των ζητημάτων και ερωτημάτων αποκαλύπτει

ιεραρχικά τρεις αρχές:

Η διδασκαλία ως υπενθύμιση αποκαλύπτει την αρχή της καθολικότητας

που συνδέεται με το νόημα στη γλώσσα.

Η διδασκαλία ως υπενθύμιση αποκαλύπτει την αρχή της αξίας στη σχέση

μεταξύ πραγματικότητας και σημείων.

52 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction.

- 32 -

Τέλος, η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας αποδίδεται

στη βεβαιότητα της αλήθειας και ως εκ τούτου αποτελεί πηγή και αρχή

όλων των επικοινωνιών στη διδασκαλία, στη μάθηση και στην κατανόηση.

Η οικουμενικότητα του νοήματος μέσα στη γλώσσα συνεπάγεται για τον

Αυγουστίνο μια ιεραρχία της αξίας, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την αλήθεια

ως έδαφος επικοινωνίας. Η σημασία στη γλώσσα είναι καθολική καθώς η γλώσσα

μπορεί να μεταφραστεί από το ένα ιδίωμα σε κάποιο άλλο. Οι κρίσεις της αλήθειας

και η αξία αυτής της αλήθειας, για τον Αυγουστίνο εξαρτάται από μια αρχή της

αλήθειας που συμπίπτει με το Θεό.

Επιπλέον, το έργο Περί Διδασκάλου σχετίζεται και με το βαθμό διδασκαλίας

καθώς παρέχει το φωτισμό της αλήθειας53. Ως αποτέλεσμα τίθεται θέμα συζήτησης το

τι πρέπει να διδάσκεται, τα χαρακτηριστικά στοιχεία των δραστηριοτήτων της

διδασκαλίας ή ακόμα και η φύση του μαθητή. Ο Αυγουστίνος φωτίζει όλες αυτές τις

διαστάσεις, δείχνοντας πως μπορούν να συνενωθούν όλα αυτά μαζί αριστοτεχνικά

μέσα στο πλαίσιο ενός διαλόγου ανάμεσα σε ένα χαρισματικό μαθητή και δάσκαλο54.

53 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction. 54 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg. 117-125.

- 33 -

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Ι. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ 1. Ο διάλογος στο De Magistro

Η θεωρία ότι κανένας άνθρωπος (homo) δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο δεν

υποστηρίζεται από πουθενά παρά μόνο από την αρχή των Γραφών. Επιπλέον, αν αυτή

η παράδοξη θεωρία ίσχυε και για τον ίδιο, ο Αυγουστίνος δεν θα μπορούσε να είχε

διδαχθεί από τον Ματθαίο (23:10) ούτε θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του

Αδεοδάτο, στο διάλογο που παρουσιάζεται στο Περί Διδασκάλου. 55 Αλλά ο

Αυγουστίνος συνέχεια μας λέει να το πιστέψουμε, ώστε να μπορέσουμε να το

καταλάβουμε. Είναι γεγονός ότι στο διάλογο56 ο Αδεοδάτος δέχεται ότι δεν έχει

διδαχθεί από τον πατέρα του και ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει έναν

άλλο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το έμαθε. Το ξέρει χωρίς ίχνος αμφιβολίας. Αυτό είναι

μια συνειδητή ένδειξη από τον Αυγουστίνο ότι ο διάλογός του έχει σαν στόχο να

δείξει το δικό του μήνυμα: Ότι θα καταλάβουμε τη θεωρία του και ίσως να δούμε ότι

δεν είναι και τόσο παράλογη, αν την συσχετίσουμε με όλη τη συζήτηση με τον

Αδεοδάτο, στην οποία μαθαίνει χωρίς να διδάσκεται57.

Ο Αυγουστίνος, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, πιστεύει πως η

διδασκαλία είναι ένας τρόπος μετάδοσης γνώσεων. Το κατά πόσο η ανθρώπινη

διδασκαλία είναι εφικτή, στηρίζεται στο κατά πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να

μεταδώσει γνώση σε κάποιον άλλο. Γι’ αυτό αξίζει να δούμε την άποψη του

Αυγουστίνου για την γνώση (scientia).

55 Burnyeat Μ.F., Wittgenstein and Augustine de Magistro, http://www.jstor.org/stable/4106832 pg. 5. 56 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XIV 46, 1220: “Ad: Ego vero didici admonitione verborum tuorum nihil aliud verbis quam admoneri hominem, ut discat, et perparum esse, quod per locutionem aliquanta cogitatio loquentis apparet;…” 57 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writers, pg. 117-125.

- 34 -

2. Η διδασκαλία ως υπενθύμιση

Το κύριο επιχείρημα από το πρώτο μέρος του Περί Διδασκάλου αφορά στην

διδασκαλία μέσω της υπενθύμισης58. Το επιχείρημα του Αυγουστίνου βασίζεται στην

ιδέα ότι όλες οι λέξεις έχουν μια προσωνυμία και, κατά συνέπεια, ότι όλες οι λέξεις

είναι εν δυνάμει ουσιαστικά. Οι λέξεις εξηγούν μια πραγματικότητα, ένα γεγονός,

είτε βοηθώντας μας να θυμηθούμε μια κατάσταση ή υποδεικνύοντάς μας την

πραγματικότητα την ίδια, όπως ο καπνός που είναι ένα σημάδι της φωτιάς. Αλλά πώς

ακριβώς μπορεί να διδαχθεί κανείς από τη διδασκαλία μέσω της υπενθύμισης; Το

παράδοξο εδώ είναι ότι αν κάποιος δεν γνωρίζει την πραγματικότητα την οποία τα

σημεία υποδεικνύουν, τότε το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί επίσης να αντιληφθεί και

το σημείο. Δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος τρόπος διδασκαλίας γίνεται με την

χρησιμοποίηση ορισμένων «σημείων» και τις περισσότερες φορές χρησιμοποιώντας

λέξεις, αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει την πραγματικότητα αλλά ούτε και την

λέξη, η οποία μας δείχνει την πραγματικότητα, τότε η διδασκαλία φαντάζει πολύ

δύσκολη.

Αυτό το παράδοξο μας παρέχει το πλαίσιο για ολόκληρο το τμήμα της

διδασκαλίας ως υπενθύμιση. Ο Αυγουστίνος σε διάλογό του με τον Αδεοδάτο,

προσπαθεί να παρακάμψει αυτό το παράδοξο με την εύρεση της αρχής της

καθολικότητας του νοήματος στη γλώσσα που σχεδιάστηκε ως ένα σύστημα από

«σημεία» (λέξεις που υποδεικνύουν μια έννοια). Πρώτος ο Αυγουστίνος έχει αρκετές

αντιρρήσεις ως προς την ιδέα ότι ο σκοπός της γλώσσας είναι να διδάξει59. Με μια

πρώτη ματιά, δραστηριότητες όπως ο προβληματισμός, το τραγούδι και η προσευχή

φαίνεται πως δεν έχουν καμία σχέση με την διδασκαλία. Όμως είναι γενικά

παραδεκτό ότι ο προβληματισμός και η αμφισβήτηση είναι μια μορφή διδασκαλίας με

την έννοια ότι οι ερωτήσεις διδάσκουν αυτό που κάποιος ευελπιστεί να γνωρίζει. Το

τραγούδι ξεχωρίζει από την ομιλία και επομένως από τη διδασκαλία, επειδή ο σκοπός

του είναι η ευχαρίστηση που πηγάζει από τον ρυθμό και τη μουσική. Όταν οι ιερείς

λένε προσευχές δυνατά σε ένα εκκλησίασμα, ανακαλούν στη μνήμη μας και

επομένως μας διδάσκουν τη σχέση μας με τα θεία. Ωστόσο, σε μια σιωπηλή

58 Mooney T. Brian, Augustine De Magistro Commentary, http://www.mysmu.edu/faculty/brianmooney/default.htm, pg. 15. 59 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writers, pg. 117-125.

- 35 -

προσευχή, όπου τα λόγια δεν βγαίνουν δυνατά από το στόμα αλλά από ‘μέσα’ μας,

όπως συνηθίζεται να λέμε, η μνήμη ανακαλεί τις αλήθειες στις οποίες αναφέρονται οι

ανείπωτες λέξεις και σκέψεις.

Ο Αυγουστίνος θέλει να μας δείξει ότι η ομιλία συνδέεται με τη μνήμη. Το

πραγματοποιεί με το επιχείρημα πως όλες οι λέξεις είναι σημεία, δηλαδή όλες οι

λέξεις εκφράζουν πραγματικότητες που τις θυμόμαστε στο άκουσμα της λέξης.

Φτάνει σε αυτή την άποψη αναλύοντας τρία αντιπροσωπευτικά γραμματικά δείγματα

της γλώσσας: τον σύνδεσμο «εάν», την πρόθεση «από» και το ουσιαστικό «τίποτα».

Ο σύνδεσμος «εάν» φέρνει στο νου ένα είδος αμφιβολίας, η πρόθεση «από» την

έννοια κάποιου διαχωρισμού και η λέξη «τίποτα» έχει μια δυσκολία, καθώς τα

σημεία, όπως έχει ήδη συμφωνηθεί, αντιπροσωπεύουν πραγματικότητες. Το «τίποτα»

επομένως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι το οποίο δεν υπάρχει. Ο

Αυγουστίνος σ’ αυτό το σημείο, αιώνες πριν από το σύγχρονο Γάλλο υπαρξιστή

φιλόσοφο Σαρτρ, είπε ότι το «τίποτα» φέρνει στο νου μια επίδραση της ψυχής. Με τις

παραπάνω υποθέσεις ο Αυγουστίνος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι λέξεις

έχουν μια λειτουργία προσδιορισμού. Το «εάν» λειτουργεί ως ένα είδος αμφιβολίας,

το «από» ως μια μορφή διαχωρισμού και το «τίποτα» δηλώνει την απουσία μιας

παρουσίας. Επιπλέον, σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις η σαφήνεια

επιτυγχάνεται με την εισαγωγή νέων λέξεων που εξηγούν το νόημα των αρχικών

όρων. Έτσι, σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, ένα σημείο ή μια λέξη έχει

διδαχθεί μέσω άλλων σημείων ή λέξεων. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε μετακινηθεί

ακόμη πέρα από τα σημεία.

Αυτό δεν εξαντλεί τους τρόπους με τους οποίους τα «σημεία» μπορούν να

διδαχθούν. Τα «σημεία» προσελκύουν την προσοχή μας προς τις πραγματικότητες

που συμβολίζουν αλλά αυτό μπορεί να γίνει με την πραγματοποίηση μιας ενέργειας

ή με επίδειξη. Εάν ερωτηθώ τι σημαίνει το «βάδην», εκτελώ την πράξη του

βαδίσματος. Μολαταύτα, και πάλι ίσως υπάρξει σύγχυση, καθώς είναι απροσδιόριστο

εάν η πράξη αναφέρεται στο πρόσωπο που βαδίζει ή στην πράξη καθεαυτή που

εκτελείται ή ακόμη και στην έννοια της λέξης «βάδην».

Σε αυτό το σημείο ο Αυγουστίνος προβληματίζεται με τη διάκριση ανάμεσα

σε ένα σημείο και την πραγματικότητα που εκφράζεται από το σημείο. Τα πράγματα

γίνονται πιο πολύπλοκα όταν υπάρχουν σημεία των σημείων, όπως συμβαίνει στην

- 36 -

περίπτωση που η λέξη είναι γραμμένη. Ο γραπτός λόγος είναι σημείο του σημείου. Οι

λέξεις «Ρωμύλος», «Ρώμη», «αρετή», «ποτάμι», είναι όλες ουσιαστικά αλλά οι

λέξεις, που χρησιμοποιούνται είτε στο γραπτό λόγο είτε στον προφορικό, δεν είναι οι

πραγματικότητες καθαυτές που υποδεικνύονται με τη βοήθεια των σημείων αυτών.

Ο Αυγουστίνος αναφέρεται σε αυτές τις πραγματικότητες στις πραγματικότητες αυτές

που κατευθύνουν τα σημεία ως δυνάμενες να εκφραστούν με σημεία (significables).

Οι λέξεις που αναφέρονται είναι όλες παραδείγματα από ουσιαστικά. Το άκουσμα της

λέξης «ουσιαστικό» είναι ένα αισθητό σημείο, ενώ η γραπτή λέξη «ουσιαστικό» είναι

ένα σημείο του σημείου», ακριβώς όπως η «λέξη», που σύμφωνα με τον Αυγουστίνο,

είναι ένα σημείο του «ουσιαστικού».

Το σημείο αυτό είναι δύσκολο να κατανοηθεί. O Αυγουστίνος επιχειρεί να

δείξει ότι τα σημεία μπορούν να προσδιορίζουν τα ίδια καθαυτά ή να εκφράζουν

άλλα σημεία. Για την πρώτη περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η «λέξη» είναι

επίσης μια λέξη. Για την δεύτερη περίπτωση, ο Αυγουστίνος πιστεύει οτιδήποτε

εκφράζεται από «λέξη», εκφράζεται επίσης και από «ουσιαστικό». Αυτή η κίνηση

έχει σχεδιαστεί ώστε να στηρίξει το αξίωμα ότι όλα τα σημεία προσδιορίζουν

πραγματικότητες είτε αυτές είναι πραγματικότητες οι ίδιες καθαυτές είτε άλλων

πραγμάτων και δεν είναι απλά μέρη της γλώσσας. Για αυτό το λόγο ο Αυγουστίνος

θεωρεί σημαντικό να μελετήσει τα γλωσσολογικά σημεία που δεν φαίνονται άμεσα

να αναφέρονται σε πραγματικότητες.

Οι λέξεις «εάν», «ή» και «από» είναι παραδείγματα γραμματικών συνδέσμων.

Αυτές οι τρεις λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να συνδέσουν απλές

προτάσεις και να γίνουν σύνθετες. Όμως ενώ η «σύνδεση» είναι αυτή που εκφράζει

αυτές τις τρεις λέξεις, αυτές στη συνέχεια από μόνες τους δε φαίνεται να σημαίνουν

‘σύνδεση’. Είναι σύνδεσμοι, αλλά μεμονωμένα καμιά τους δεν φαίνεται να συνδέει

κάτι. Έτσι, ο Αυγουστίνος χρειάζεται ένα επιχείρημα για να αποδείξει με ποιο τρόπο

όλες οι λέξεις μπορούν να θεωρηθούν ως ψευδο-ουσιαστικά έτσι ώστε για τις λέξεις

να αποτελούν σημεία που δείχνουν τις πραγματικότητες. Αυτό το πράττει

επικαλούμενος την αυθεντία του Αποστόλου Παύλου και υπερασπιζόμενος, μέσω του

Κικέρωνα, τους κανόνες για τη χρήση της γλώσσας. Το βασικό στοιχείο είναι ότι όλα

τα μέρη του λόγου, συμπεριλαμβανομένων και των συνδέσμων, κατονομάζονται,

όπως για παράδειγμα ουσιαστικό, ή ρήμα, ή πρόθεση. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι

- 37 -

σύνδεσμοι λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως ουσιαστικά. Με άλλα λόγια

αναφέρονται σε πραγματικότητες. «Ουσιαστικό» και «λέξη» έχουν την ίδια

προέκταση και την ίδια στιγμή το ένα εκφράζει το άλλο. Δεδομένου ότι τα σημεία

έχουν και τις δύο ιδιότητες, είναι δηλαδή και ουσιαστικό και λέξη και αναφέρονται

στα ίδια καθαυτά και καθορίζονται από άλλα σημεία, οι έννοιες που συνδέονται με τα

σημεία, κατ’ αρχήν, μπορούν να μεταφραστούν από μια γλώσσα σε μία άλλη. Αυτό

που διαφέρει είναι μόνο ο ήχος: nomen, όταν εκφέρεται στα Λατινικά (κατά λέξη

«όνομα») και όνομα, όταν εκφέρεται στα Ελληνικά, είναι αυτό που διαφέρει, όχι

όμως και το νόημά τους.

Ευθύς μόλις γίνεται δεκτό ότι όλα τα σημεία είναι ψευδο-ουσιαστικά,

κατονομάζουν δηλαδή, και, επομένως υποδεικνύουν μια πραγματικότητα, ο

Αυγουστίνος μπορεί να συμπεράνει ότι οι έννοιες οποιασδήποτε πρότασης στη

γλώσσα (εφόσον το νόημα καταρχήν είναι δυνατόν να μεταφρασθεί, διότι υπάρχουν

πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται τα σημεία) είναι καθολικές και επίσης δεν

συνδέονται με μία συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα. Το νόημα, λοιπόν, στη

γλώσσα τροφοδοτείται από την πραγματικότητα και ο καθένας έχει πρόσβαση στο

νόημα, άσχετα αν η γλώσσα είναι γραπτή ή προφορική. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι

παρά προσωρινά βήματα στη διαλεκτική έρευνα και παρά το ότι είναι αποδεκτοί από

τους συνομιλητές, παραμένουν αρκετά αμφισβητήσιμοι. Ανεξάρτητα από αυτό, ο

Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ριζοσπαστική απροσδιοριστία που

συνδέεται με σημεία και σημεία σημείων, ακριβώς όπως υπάρχει μια εγγενής

απροσδιοριστία στη διδασκαλία ως παρουσίαση, πράγμα που θα δείξει αργότερα.

Η αρχή της καθολικότητας του νοήματος καθιστά περίπλοκη την

επιχειρηματολογία του Αυγουστίνου. Όταν ασχολούμαστε με την διδασκαλία ως

υπενθύμιση, ο δάσκαλος χρησιμοποιεί σημεία και ως συνήθως λέξεις που

εκφέρονται. Έτσι, ο δάσκαλος στρέφει την προσοχή του μαθητή σε πραγματικότητες,

με τις οποίες είναι ήδη εξοικειωμένος. Έχοντας ξεκαθαρίσει το σημείο αυτό, το

επόμενο βήμα του Αυγουστίνου είναι να ερευνήσει κατά πόσο ένας δάσκαλος

χρησιμοποιώντας σημεία μπορεί να κατευθύνει την προσοχή του μαθητή σε

πραγματικότητες που δεν είναι ήδη γνωστές.

- 38 -

3. Διδασκαλία ως παρουσίαση

Αυτό το επόμενο στάδιο της διαλεκτικής ξεκινά με ένα παράδοξο. Η

διδασκαλία διεξάγεται επικοινωνώντας τη γνώση των σημείων, τα οποία είναι

ονόματα που δείχνουν πραγματικότητες. Προκύπτουν ερωτήματα, όπως εάν

επιτυγχάνεται η γνώση με την διδασκαλία ενός σημείου, εφόσον το σημείο πρέπει

κατά μία έννοια να είναι ήδη γνωστό, προκειμένου να έχει νόημα. Επίσης, εάν

μπορεί ο δάσκαλος να διδάσκει άμεσα κάτι για τις πραγματικότητες ή, οτιδήποτε

είναι γνωστό, αφού προηγουμένως έχουν αποκαλυφθεί οι πραγματικότητες είτε με

επισήμανση είτε με παράσταση, είναι απλά: α) η γνώση μιας λέξης, ή β) η γνώση της

πραγματικότητας καθαυτής ή γ) η γνώση κάποιας σχέσης ανάμεσα σε

πραγματικότητα και λέξεις.

Δεδομένου ότι η διδασκαλία ως υπενθύμιση, όπως είναι γνωστό, προϋποθέτει

ο δάσκαλος να προσελκύσει την προσοχή των μαθητών με τη βοήθεια σημείων

καθώς και σημείων των σημείων, απαιτείται ένας νέος τρόπος διδασκαλίας60. Αυτό

οφείλεται στο γεγονός ότι ούτε τα σημεία, ούτε τα σημεία των σημείων διδάσκουν τη

γνώση πραγματικοτήτων. Ο Αυγουστίνος εξετάζει τη λατινική φράση utrum homo,

nomen sit (εάν ο «άνθρωπος» είναι ουσιαστικό). Η διαλεκτική διερεύνηση

αποκαλύπτει ότι οι συλλαβές που εκφωνούνται δεν εκφράζονται από την

πραγματικότητα. Με άλλα λόγια οι συλλαβές ho και mo δεν βρίσκονται σε αυτόν το

συγκεκριμένο άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά μας, και ούτε θα μπορούσαν στην

πραγματικότητα να κάνουν κάτι σ’ έναν άνθρωπο. Αν το σκεφτούμε καλά επίσης

αποκαλύπτεται ότι η ικανότητα να κατονομάζουμε στη γλώσσα, δεν μπορεί από μόνη

της να μετατοπίσει την προσοχή από μια λέξη στην αντίστοιχη πραγματικότητα. Αν

δεν γνωρίζουμε ότι η λέξη «ομπρελάς» είναι η λέξη για το επάγγελμα κάποιου που

επιδιορθώνει ομπρέλες, τότε η λειτουργία να κατονομάζω δε θα σημαίνει τίποτα.

Ωστόσο οι κανόνες γραμματικής, γλώσσας και έννοιας επιτρέπουν σ’ ένα

δάσκαλο να κατευθύνει την προσοχή του μαθητή στην πραγματικότητα που

σηματοδοτείται, υπό την προϋπόθεση ότι η πραγματικότητα είναι κατά μία έννοια

ήδη γνωστή. Αν κάποιος ήδη γνωρίζει τη σημασία ή την πραγματικότητα της οποίας

60 Mooney T. Brian, Augustine De Magistro Commentary, http://www.mysmu.edu/faculty/brianmooney/default.htm, pg. 21.

- 39 -

ο «άνθρωπος» είναι το σημείο, τότε ο μαθητής γρήγορα γενικεύει στον κατανοητό

ορισμό «λογικό θνητό ζώο», τουλάχιστον σύμφωνα με τον Αυγουστίνο. Η γνώση της

λατινικής λέξης “homo” (άνθρωπος) περιλαμβάνει γνώση του ουσιαστικού, γνώση

της μοναδικότητας του σημαινόμενου –«λογικός», «θνητός» και «ζώο»- και γνωριμία

με τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Η γνώση που εμπεριέχεται στη σημασία που

υποδεικνύεται από το σημείο homo απαιτεί γνώση και των τριών στοιχείων αλλά και

των σχέσεών τους και στην ιδανική περίπτωση το πώς αυτή η λέξη συγκλίνει με την

πραγματικότητα που εκφράζεται μέσα από τις σχέσεις τους και στις κεντρικές

διαστάσεις.

Ο Αυγουστίνος ισχυρίζεται ότι το να γνωρίζεις μια πραγματικότητα και να

κατανοείς τη σημασία του συνδεδεμένου με αυτή σημείου δεν εξαρτάται από τη

χρήση των λέξεων από μέρους μας, αλλά μάλλον από μια προγενέστερη μνήμη που

έχουμε για τις πραγματικότητες. Όταν ασχολούμαστε με την διδασκαλία ως

παρουσίαση, αντί να κάνουμε χρήση σημείων, τα οποία είναι ήδη κατανοητά από τον

μαθητή, ο δάσκαλος κατευθύνει την προσοχή του σε πραγματικότητες που είναι ήδη

κατανοητές. Όμως προτού διερευνήσει τη λειτουργικότητα της διδασκαλίας ως

παρουσίασης, ο Αυγουστίνος εξετάζει τη σειρά της εξάρτησης και των σχέσεων

ανάμεσα στα σημεία και στις πραγματικότητες που δηλώνουν και τις αξίες που

προσδίδουμε στο καθένα.

Όλη τη συζήτηση του Αυγουστίνου για τη διδασκαλία ως παρουσίαση τη

διατρέχει η έννοια της «υπόδειξης». Επιπλέον, δεδομένου ότι ο ρόλος της μνήμης

είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διδασκαλία, τη μάθηση και την κατανόηση, ο

Αυγουστίνος εισάγει την έννοια «μνήμη του παρόντος» για να εξηγήσει το πώς είναι

δυνατή η γνώση των υποδεδειγμένων πραγματικοτήτων61. Μερικές φορές ο δάσκαλος

κατά την παρουσίαση ή την υπόδειξη μετατοπίζει την προσοχή του μαθητή σε μια

άμεση αντίληψη των πραγματικοτήτων, οι οποίες ούτε μελετώνται αμέσως ούτε είναι

άμεσα κατανοητές, αλλά μπορεί να ιδιοποιηθούν δια των εικόνων μέσα στη μνήμη

του παρόντος (ή τη φαντασία θα λέγαμε). Ο τρόπος αυτός που τίθεται το θέμα βοηθά

να κατανοήσει κανείς καταστάσεις όπως οι ακόλουθες. Ας υποθέσουμε ότι ο

δάσκαλος θέλει ο μαθητής να προσέξει κάποιες πραγματικότητες τις οποίες δεν έχει

προσέξει στο παρελθόν. Ο δάσκαλος μπορεί να πει «Κοιτάξτε εκεί!» και να δείξει

61 Kirwan, Augustine’s Philosophy of Language, Cambridge Companion, pg. 64.

- 40 -

εκείνες τις πραγματικότητες που θέλει. Ο μαθητής τότε παρακολουθεί τις

πραγματικότητες μπροστά του και βλέπει μια ομάδα ζώων, που δεν την είχε

παρατηρήσει προηγουμένως. Ο δάσκαλος λέει: «Αυτοί είναι λύκοι». Ο μαθητής του

οποίου την προσοχή κατηύθυνε ο δάσκαλος εξοικειώνεται με εκείνες τις

πραγματικότητες που καμία εμπειρία δεν είχε στο παρελθόν και στη συνέχεια αντλεί

το γλωσσικό σημείο για τις νέες πραγματικότητες. Συνεπώς η συζήτηση του

Αυγουστίνου για τη διδασκαλία ως παρουσίαση περιέχει μια έρευνα για τη

διδασκαλία χωρίς σημεία ή λέξεις.

Ο Αυγουστίνος ασχολείται επίσης με τη γνώση της αξίας που υπάρχει στις

πραγματικότητες. Για τον Αυγουστίνο, τα δυνάμενα να εκφραστούν με σημεία, που

είναι οι κατανοητές πραγματικότητες, πρέπει να θεωρηθούν με όρους της σημασίας

τους. Δίνει έμφαση σε μια αρχή αξιολόγησης που προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ

σημείων, σημείων των σημείων και δυνάμενων να εκφραστούν με σημεία

(singificables) ή πραγματικοτήτων που πρόκειται να γίνουν γνωστές. Το καταφέρνει

αυτό προσφεύγοντας σε ευρέως αποδεκτές μεταφυσικές αρχές που αναφέρουν ότι

«οτιδήποτε υπάρχει για χάρη κάτι άλλου πρέπει να είναι κατώτερο εκείνου χάρη του

οποίου υπάρχει»62.

Αν η αρχή αυτή γίνει δεκτή, είναι αναπόφευκτο ότι τα σημαινόμενα είναι πιο

πολύτιμα από τα σημεία που χρησιμοποιούνται για να τα υποδείξουν. Κάθε σημείο

υπάρχει για να δείξει την πραγματικότητα την οποία εκφράζει, έτσι τα σημεία είναι

λιγότερο σημαντικά από ότι αυτό που υποδηλώνουν. Αυτή η αρχή της αξίας

διαφωτίζεται, όταν εξετάζουμε τι εκτιμούμε περισσότερο. Εξετάζεται τι πράγμα

εκτιμούμε περισσότερο: το σημείο μιας πραγματικότητας ή την πραγματικότητα

καθαυτή ή τη γνώση μιας πραγματικότητας, ή τη γνώση του σημείου μιας

πραγματικότητας. Ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί τα παραδείγματα της «ακαθαρσίας»,

«κακίας» και «αρετής» για να αποδείξει ότι η γνωστή πραγματικότητα έχει

μεγαλύτερη αξία από την πραγματικότητα την ίδια. Επομένως ο Αυγουστίνος

δεσμεύεται με τη γνώμη ότι γνώση και πραγματικότητα είναι πολυτιμότερη από ό,τι η

πραγματικότητα από μόνη της. Η πραγματικότητα είναι πλεονέκτημα για τη

σηματοδότηση, κατά τον ίδιο τρόπο που η γνώση της πραγματικότητας είναι

62 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writers, pg. 117-125.

- 41 -

πλεονέκτημα για τη γνώση των σημείων της πραγματικότητας. Είναι ο

προσανατολισμός προς αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία και κάνει τη διδασκαλία ως

παρουσίαση να υπερτερεί από τη διδασκαλία ως υπενθύμιση63.

Με την συλλογή όλων αυτών των στοιχείων, ο Αυγουστίνος έχει δείξει ότι η

διδασκαλία ως παρουσίαση συγκεντρώνει όλα τα ήδη γνωστά στοιχεία και τα

συνθέτει ξανά σε μια νέα σύνθεση -μνήμη του παρόντος- η οποία παράγει ένα είδος

νέας γνώσης. Αλλά γεννάται το ερώτημα: είναι δυνατόν για ένα μαθητή να διδαχθεί

οτιδήποτε για πραγματικότητες με τις οποίες το μυαλό δεν είναι καθόλου

εξοικειωμένο; Αυτό μας οδηγεί στο τελικό βήμα στη διαλεκτική - διδασκαλία ως

εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας.

63 Price, Education and Philosophical Thought, pg. 144-145.

- 42 -

4. Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας

Για τον Αυγουστίνο μόνο η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της

αλήθειας 64 έχει βεβαιότητα. Πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω, η διδασκαλία ως

υπενθύμιση γενικά, λαμβάνει χώρα, όταν η μνήμη εμπλέκεται παρακολουθώντας τα

σημεία που φτάνουν στο αυτί ή στην περίπτωση του γραπτού λόγου, τα σημεία των

σημείων που πέφτουν στην αντίληψη του ματιού. Η διδασκαλία ως παρουσίαση

λαμβάνει χώρα, όταν η προσοχή του μαθητή προσελκύεται στο πώς ένα

συγκεκριμένο σημείο συνδέεται με μια πραγματικότητα ή καθ’ υπόδειξη. Η

διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας, απαιτεί γνώση της

πραγματικότητας με γνώση και ενόραση των ενδείξεων που ενδυναμώνουν τις

σχέσεις των σημείων. Όμως, αν η βεβαιότητα είναι αυτή που θέλουμε να επιτευχθεί,

αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι δεν απαιτεί αισθητές αλλά νοητές

πραγματικότητες, δηλαδή πραγματικότητες που δεν άπτονται μόνο των αισθήσεων

αλλά κατανοούνται με τη διάνοια. Σε αυτό το πεδίο της γνώσης ο Αυγουστίνος

ασχολείται κύρια με τη αισθητική γνώση δηλαδή, την άμεση αντίληψη των νοητών

αντικειμένων.

Ο Αυγουστίνος έχει ήδη υποστηρίξει ότι οι έμφυτοι κανόνες είναι

απαραίτητοι για την κατανόηση των εννοιών των λέξεων, οι οποίες προσδιορίζουν

πραγματικότητες. Αυτοί οι έμφυτοι κανόνες είναι λογικοί και οντολογικοί, όπως και η

αρχή της μη αντίφασης. Περιλαμβάνουν κανόνες αναγνώρισης, που είναι έμφυτες

ικανότητες αναγνώρισης και κρίσης ατόμων και ειδών και εκμαίευσης κυριοτέρων

χαρακτηριστικών. Είναι έμφυτοι, επειδή παρέχουν τους ίδιους τους όρους της λογικής

μας. Όπως τόνισε ο Αριστοτέλης, δεν μπορούμε να παρέχουμε ένα επιχείρημα για την

αρχή της μη αντίφασης προσφεύγοντας σε μια πιο βασική αρχή, αφού η αρχή της μη

αντίφασης πρέπει να γίνει δεκτή για κάθε λογικό επιχείρημα, ώστε να προχωρήσουμε.

Οι οντολογικοί κανόνες λειτουργούν στο πλέον γενικό επίπεδο επιβεβαίωσης.

Περιλαμβάνουν τόσο τους περιορισμούς όσο και τις δυνατότητες που έχουν τα

πράγματα λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους. Έτσι, ένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να να

πετάξει ψηλά με τα χέρια του· είναι τα πουλιά που το κάνουν αυτό.

64 Mooney T. Brian, Augustine De Magistro Commentary, http://www.mysmu.edu/faculty/brianmooney/default.htm, pg. 25.

- 43 -

Ο Αυγουστίνος αναγνωρίζει ότι η βεβαιότητα έρχεται σταδιακά. Όταν

καταλαβαίνουμε κάτι, το πιστεύουμε κιόλας, αλλά μπορούμε να πιστεύουμε

πράγματα χωρίς να μπορούμε να τα καταλάβουμε. Η σημασία που υποδηλώνεται με

τα ονόματα των Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ είναι πασίγνωστη σε όσους μελετούν τη

Βίβλο, αλλά η αναφορά του Δανιήλ στις ιστορίες τους είναι κάτι που πιστεύεται και

όχι κάτι γνωστό με βεβαιότητα. Έτσι γνώση και πίστη διαφέρουν65.

Αυτή η διάκριση οδηγεί στη συνακόλουθη συζήτηση του ρόλου της βούλησης

για γνώση. Η γνώση ορισμένων νοητών πραγματικοτήτων εξαρτάται από την

τελειότητα της βούλησης. Όταν η αλήθεια είναι γνωστή με βεβαιότητα σε κάθε

πράξη της γνώσης, ο Θεός φωτίζει το νου, αλλά, κατά τον Αυγουστίνο, η πίστη, είναι

απαραίτητη για να προετοιμάσει το νου για την φώτιση του Θεού66. Η βούληση, που

τελειοποιείται από την πίστη, είναι ανοιχτή στην αγάπη και υπάρχουν πολλές

πραγματικότητες που μπορούν να γίνουν γνωστές μόνο εάν αγαπηθούν. Αυτές οι

πραγματικότητες περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, την αγάπη των

ανθρώπων, τις σχέσεις αγάπης χαρακτηριστικό της κοινωνίας των αγίων, των

θρησκευτικών μυστηρίων και γενικότερα τις αλήθειες σχετικά με τα Θεία.

Η γνώση που προέρχεται από προτάσεις απευθύνεται τόσο στις αισθήσεις ή

σε εικόνες, αλλά και νοητά αντικείμενα. Αν διδάσκουμε για αισθητά πράγματα τα

οποία είναι παρόντα (κατά μια έννοια), κάποιος μπορεί να πιστέψει αυτό που λέμε. Ο

μαθητής δεν μαθαίνει από τα λόγια μας, εκτός αν «δει» για ποιο πράγμα μιλάμε. Όταν

προσπαθούμε να διδάξουμε κάτι σχετικά με το παρελθόν, τα λόγια μας δεν

εκφράζουν πραγματικότητες αλλά μάλλον εντυπώσεις ή εικόνες και ως εκ τούτου

είναι αμφισβητήσιμα.

Ωστόσο, όταν προσπαθούμε να διδάξουμε πραγματικότητες που γίνονται

κατανοητές με το νου, μας απασχολούν νοητά αντικείμενα, τα οποία ο μαθητής

μπορεί να προσεγγίσει με το φως της αλήθειας. Εδώ ο μαθητής αντιλαμβάνεται

έννοιες άμεσα μέσω εσωτερικού Διδασκάλου, του Χριστού, που φωτίζει τον

«εσωτερικό άνθρωπο»67. Την έννοια του εσωτερικού δασκάλου ή του εσωτερικού

φωτισμού μπορεί να την προσεγγίσουμε από τη μάλλον ανεπαρκή αλλά απλή

65 Gilson, Christian philosophy, pg. 74 – 77. 66 Gilson, Le philosophe et la théologie, pg. 205. 67 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XII 40, 1217: “….docetur enim non verbis meis, sed ipsis rebus, Deo intus pandente, manifestis; itaque de his etiam interrogatus respondere posset.”

- 44 -

εμπειρία διαισθητικής κατανόησης. Όλοι μας έχουμε την εμπειρία του να

προσπαθούμε, όπως και στα μαθηματικά, να βρούμε μια λύση σε ένα δύσκολο

πρόβλημα και παρά τις προσπάθειές μας αλλά και εκείνες των δασκάλων μας,

αδυνατούμε να «δούμε» τη λύση. Συχνά σε κάποιο σημείο μας έρχεται η φώτιση και

λύνουμε το πρόβλημα.

Ο Αυγουστίνος στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην ακόλουθη

παρατήρηση: «Αφού οι δάσκαλοι παρουσίασαν τις σκέψεις τους σχετικά με τις

ειδικότητες που πρόκειται να διδάξουν, συμπεριλαμβανομένων και της σοφίας και

της αρετής, οι μαθητές τους στην συνέχεια εξετάζουν για αυτούς τους ίδιους, αν όσα

ειπώθηκαν είναι αλήθεια, και κατά συνέπεια μελετούν με τις δικές τους ικανότητες

της εσωτερικής αλήθειας»68. Ο μαθητής μαθαίνει από μόνος του (εσωτερικά) και

κανένας εξωτερικός δάσκαλος δεν μπορεί να διδάξει με αυτόν τον τρόπο. Εδώ ο

εσωτερικός Διδάσκαλος δεν είναι άλλος, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, από το

Χριστό, τον αιώνιο Λόγο Του, τη Σοφία και το Φως του Θεού69. Η έννοια του

εσωτερικού δασκάλου, η οποία είναι ένα σημαντικό θέμα που υπάρχει στα γραπτά

του Αυγουστίνου από τα πρώιμα χρόνια μέχρι και στα έργα του De Doctrina

Christiana (Περί Χριστιανικού Δόγματος), Confessiones (Εξομολογήσεις) και De

Civitate Dei (Η Πολιτεία του Θεού), αναφέρεται μόνο εν συντομία στο τέλος του De

Magistro. Εδώ ενδιαφέρεται να δείξει την ανάγκη τοποθέτησης ενός εσωτερικού

δασκάλου και ανησυχεί λιγότερο για τη θετική εξέλιξη αυτής της πράξης.

Ας υποθέσουμε πως ένας δάσκαλος είναι πετυχημένος όσον αφορά στην

παρουσίαση των σκέψεών του σε έναν μαθητή. Ακόμη και αν θεωρήσουμε την

ιδανική περίπτωση της διδασκαλίας ως παρουσίαση, αυτή η παρουσίαση είναι

ανεπαρκής για την πραγματική γνώση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, όπως

υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, πως πρέπει να αποφασίσει ο μαθητής αν θέλει να

διδαχθεί. Η απόφαση αυτή καθαυτή στηρίζεται στην αναγνώριση του τι συμβαίνει

και τι όχι. Αυτή η αναγνώριση δεν προέρχεται από τον εξωτερικό δάσκαλο αλλά

πηγάζει από το εσωτερικό του. Αλλά πώς ο μαθητής θα μπορούσε να αναγνωρίσει

κάτι για το οποίο δεν έχει ένα μέτρο σύγκρισης; Μια καλή εφαρμογή αυτού του

68 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XIV 45, 1219 – 1220: “At istas omnes disciplinas, quas se docere profitetur, ipsiusque virtutis atque sapientiae, cum verbis explicaverint; tum illi, qui discipuli vocantur, utrum vera dicta sint, apud semetipsos considerant, interiorem scilicet illam veritatem pro viribus intuentes.” 69 Stock, The Reader, pg. 148-153.

- 45 -

μέτρου σύγκρισης αποτελεί η απόφαση του μαθητή σε αυτό που του έχει προτείνει ο

δάσκαλός του. Έτσι θα πρέπει να υπάρχει ένας εσωτερικός δάσκαλος που λειτουργεί

ως εσωτερικό πρότυπο και είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση

ορισμένων αληθειών από το μαθητή70.

Ο προσδιορισμός του εσωτερικού Διδασκάλου με τον Χριστό, τον Αιώνιο

Λόγο του Θεού, παρόντα εσωτερικό δάσκαλο σε κάθε πράξη κατανόησης, μπορεί να

αναπτυχθεί σύντομα. Δεν υπάρχουν όρια στις αλήθειες που ο άνθρωπος μπορεί να

γνωρίζει. Ενώ αυτά που είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μάθει και αυτά που μπορεί

πράγματι να γνωρίζει είναι και τα μεν και τα δε άπειρα, είναι άκυρος ο ισχυρισμός ότι

κάθε ανθρώπινο ον είναι παντογνώστης. Ότι έχει άπειρες γνώσεις. Το κατ’ ανάγκην

τέλειο και απεριόριστο πρότυπο που χρησιμεύει ως μέτρο σύγκρισης κάθε αλήθειας

που αναγνωρίζεται και μπορεί να είναι αναγνωρίσιμη, δηλαδή αυτή που βρίσκεται

μέσα στο μαθητή, ως εκ τούτου δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτόν. Ενώ το

υπερβατικό άπειρο και το οικείο της εσωτερικότητας δεν είναι συμβατά με

οποιονδήποτε ανθρώπινο δάσκαλο ή μαθητευόμενο, αυτές οι ιδιότητες προσήκουν

στο Θείο. Ως εκ τούτου ο εσωτερικός δάσκαλος, υποστηρίζει ο ιερός Πατέρας, είναι ο

Θεός, ο αιώνιος Λόγος, η Σοφία και το Φως, ο Οποίος ζει μέσα μας και φωτίζει το

νου μας και μέσα στον Οποίο τα πάντα κατοικούν, κινούνται και παίρνουν ζωή απ’

Αυτόν71.

Η γνώση είναι συνάμα έρωτας και βούληση για το Θεό, μακριά από κάθε

κατώτερη ευδαιμονιστική τάση. Τελειούται δε και αναδεικνύεται με την όραση του

Θείου Φωτός72.

70 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg. 117-125. 71 Burnyeat Μ.F.,Wittgenstein and Augustine de Magistro, http://www.jstor.org/stable/4106832, pg. 22 72 Ιωαννίδης, Δυτική Εμπειρία, σελ. 82.

- 46 -

ΙΙ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

1. Φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο του έργου

Υπάρχει ένα σημαντικό και αποκαλυπτικό κομμάτι Πλατωνισμού στο

Retractationes, το έργο στο οποίο ο Αυγουστίνος στα γηρατειά του έγραψε την

γνώμη του για τα προηγούμενα γραπτά του. Εδώ μας δίνει μια διευκρίνιση για τον

επιστημονικό διαχωρισμό στο De Utilitate Credendi του 391-392 μ.Χ73:

«Αυτό που γνωρίζουμε, πρέπει για αυτό το λόγο να το πιστεύουμε» (quod scimus

igitur, debemus rationi, quod credimus, auctoritati), αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να

φοβόμαστε σε μια συζήτηση να πούμε ότι γνωρίζουμε τι πιστεύουμε. Είναι αλήθεια

ότι, όταν μιλούμε σωστά (proprie), λέμε ότι γνωρίζουμε μόνο αυτό που μπορούμε να

αντιληφθούμε με την λογική μας. Αλλά, όταν μιλάμε σε μια πιο απλή γλώσσα, όπως

γίνεται και στην Αγία Γραφή, δεν πρέπει να διστάζουμε να πούμε ότι γνωρίζουμε και

τα δύο, δηλαδή ό,τι μπορούμε να αντιληφθούμε με τις σωματικές μας αισθήσεις αλλά

και από αξιόπιστους μάρτυρες, παρόλο που δεν καταλαβαίνουμε την απόσταση

μεταξύ τους74.

Είναι δελεαστικό να διαβάσουμε αυτό το απόσπασμα καθώς εισάγονται δύο

έννοιες του ρήματος «γνωρίζω» μια αυστηρή και μια φιλοσοφική κάθε μία από τις

οποίες ενισχύει την αλήθεια στα λεγόμενα του Αυγουστίνου. «Ό,τι γνωρίζουμε, το

γνωρίζουμε για κάποιο λόγο» και σαν μια αίσθηση ενός απλού ανθρώπου, η οποία

μας δείχνει ότι είναι λάθος, γιατί με αυτή την έννοια γνωρίζουμε πράγματα που

πιστεύουμε. Αλλά αυτό πρέπει να ξεπεραστεί. Αυτό που διαχωρίζει ο Αυγουστίνος

είναι η σωστή έννοια του ρήματος «γνωρίζω» και η ελλιπής που χρησιμοποιούμε στη

συνηθισμένη ομιλία. H συνηθισμένη χρήση είναι ακίνδυνη και θα ήταν άσκοπο να

αντιταχθούμε σε αυτήν: αλλά γνωρίζουμε ότι τη σωστή χρήση του όρου την

οφείλουμε στη λογική του νου.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι δύο χρήσεις του

ρήματος «γνωρίζω», φαίνονται να επιβεβαιώνουν την αληθινή πίστη. Η διαφορά

μεταξύ των δύο είναι στον τρόπο που αιτιολογούνται. Όταν μια πραγματική αλήθεια

73 Μ. F. Burnyeat, Wittgenstein and Augustine de Magistro, http://www.jstor.org/stable/4106832. 74 S. Augustini, Retractationes I, PL 32, XIV, 3, 606-607.

- 47 -

μπορεί να γίνει αντιληπτή από αισθήσεις ή από αξιόπιστη μαρτυρία, ο απλός

άνθρωπος την αποκαλεί γνώση, ο φιλόσοφος την αποκαλεί πίστη75. Αλλά αυτή η

πίστη είναι πολύ σημαντική για τον Αυγουστίνο, αφού περιλαμβάνει την πίστη του

Χριστιανισμού στην μαρτυρία των Γραφών. Όταν λέει ότι δεν είναι γνώση, σύμφωνα

με την σωστή αποδοχή του όρου, αυτό δεν το κάνει για να απαξιώσει τις πεποιθήσεις

ή να αμφισβητηθεί η λογική του, ή να αρνηθεί αυτό που επιβεβαιώνεται. Η μαρτυρία

είναι, σε τελική ανάλυση, κάτι επαρκές και αξιόπιστο. Αυτό που λείπει, σε σύγκριση

με τις περιπτώσεις όπου μια πραγματική πίστη δικαιολογείται από το νου, είναι κάτι

άλλο από την αιτιολόγηση: κάτι που αιτιολογείται από την λογική και συμβάλει

συμπληρώνοντας την αιτιολόγηση και που δικαιολογείται από την αντίληψη των

αισθήσεων ή την μαρτυρία, δεν μπορεί να είναι προσφορά.

Αυτό που επιπλέον γίνεται σαφές είναι όταν δούμε την αρχική δήλωσή του

στο De Utilitate Credendi76. Ανακαλύπτουμε ότι η αντίθεση μεταξύ «πιστεύω» και

«γνωρίζω» (scire) παρουσιάστηκε εκεί ως αντίθεση μεταξύ «πιστεύω» και

«καταλαβαίνω» (intellegere). Η αρχική δήλωση ήταν: «Αυτό που καταλαβαίνουμε,

το οφείλουμε σε κάποιο λόγο». Αν ο Αυγουστίνος θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμία

διαφορά στο να γράφει scire ή intellegere, τότε για εκείνον το κατάλληλο νόημα στην

λέξη "scire" (γνωρίζω) είναι "intellegere" (κατανοώ). Αυτό με την σειρά του εξηγεί

γιατί πιστεύει πως είναι ακατάλληλη η χρήση του «γνωρίζω» στον συνήθη τρόπο που

πιστεύουμε σε μια επαρκή μαρτυρία. Το «κατανοώ» δεν ταιριάζει εδώ καθόλου. Η

επαρκής μαρτυρία είναι εξαιρετική δικαιολογία για να πιστέψεις σε κάτι, αλλά αυτό

δεν συμβάλει στην κατανόηση των πραγμάτων που θα πιστέψεις. Η λογική

αιτιολόγηση από την άλλη πλευρά, κάνει και τα δύο: δικαιολογεί την πίστη με τέτοιο

τρόπο ώστε να την διαφωτίσει με την κατανόηση.

Αυτό θα ήταν μια παραδοσιακή αντίληψη της γνώσης, που αντικατοπτρίζει τη

συνεχή επίδραση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στο φιλοσοφικό κλίμα της

εποχής77. Το De Magistro μόνο του μπορεί να μας εξηγήσει την κατανόηση από τον

Αυγουστίνο της έννοιας «κατανόηση». Για το αν είναι σωστό να υποθέσουμε ότι ο

Αυγουστίνος σκέφτεται την κατανόηση και όχι την αιτιολόγηση σαν μια

διαφοροποίηση των συστατικών της γνώσης, η κύρια θέση του De Magistro, «ότι

75 Hagendahl, Augustine and the Latin Classics, pg. 515. 76 S. Augustini, De Utilitate Credendi, PL 42, XI, 25, 82 – 84. 77 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg. 117-125.

- 48 -

κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο», μπορεί τώρα να διατυπωθεί ως:

«κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο να καταλάβει κάτι». Το

επιχείρημα δεν είναι ότι οι πληροφορίες δεν μπορούν να μεταδοθούν από ένα άτομο

σε ένα άλλο, αλλά ότι η εκτίμηση ή η κατανόηση κάθε τέτοιας πληροφορίας είναι ένα

έργο που κάθε άτομο θα πρέπει να το κάνει για τον εαυτό του. Ενώ τα παραπάνω

είναι σαφέστατα, θα μπορούσε κανείς να καταλάβει και να τα εκτιμήσει μέσα από τον

διάλογο78.

Ο διάλογος ξεκινά με αυτό που μοιάζει με μια άσκηση στην Ακαδημαϊκή

διαδικασία υποστηρίζοντας και τις δύο πλευρές ενός ζητήματος 79 . Το πρώτο

επιχείρημα είναι πως όλη η διδασκαλία επηρεάζεται μέσα από τις λέξεις ή

γενικότερα, μέσα από τα σημεία (I,1- X,31), ενώ στη συνέχεια το δεύτερο επιχείρημα

είναι, ότι η διδασκαλία δεν επηρεάζεται από σημεία ή λέξεις (X, 32-35). Αλλά οι δύο

πλευρές στην πραγματικότητα δεν σταθμίζονται εξίσου. Η δεύτερη θέση του

υπερισχύει και στο υπόλοιπο του διαλόγου (XI,36 - XIV,46) εξηγεί πώς με δεδομένα

τις λέξεις και τα σημεία δεν διδάσκεται τίποτα, ότι μπορούμε να μάθουμε πράγματα

και χωρίς αυτά. Εκ των υστέρων, ως εκ τούτου, το πρώτο μεγάλο τμήμα είναι μια

έκθεση της άποψης που πρέπει να ανατραπεί. Η θέση ότι όλα τα διδασκόμενα

επηρεάζονται μέσα από τις λέξεις και τα σημεία είναι η λάθος απάντηση που πρέπει

να υποστεί επεξεργασία στο πρώτο κομμάτι, πριν οδηγηθούμε στη σωστή απάντηση

ως διαφωτιστική λύση. Όπως ο Πλάτωνας, το ίδιο και ο Αυγουστίνος θα ήταν

ευτυχής να πει ότι: «Για να πείσεις κάποιον για την αλήθεια, δεν είναι αρκετό να την

πεις μόνο, αλλά πρέπει να βρεθεί μέσα από το λάθος».

Ο Αυγουστίνος αποδεικνύεται ότι είναι παθιασμένος με ό,τι ο Jonathan Barnes

έχει αποκαλέσει «γνωσιολογική κατηγορία». Ταξινομεί όλες τις αναγνωρίσιμες

αλήθειες σε δυο κατηγορίες:

1) αλήθειες έτσι ώστε αν ο χ ξέρει ό,τι ο π, τότε ο χ έχει αντιληφθεί τον π,

2) αλήθειες, έτσι ώστε όταν ο χ γνωρίζει το π, τότε ο χ έχει αντιληφθεί με τον

νου το π.

Αν ο χ δεν έχει αντιληφθεί ό,τι ο π, με κανέναν τρόπο, δεν μπορούμε να

πιστέψουμε ότι ο π δεν το γνωρίζει. Και τούτο, επειδή ο π μπορεί να έχει αντιληφθεί

78 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction. 79 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction.

- 49 -

αυτό, που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο χ, με το δικό του νου, το δικό του εσωτερικό

φως, τη δική του εσωτερική αλήθεια, έννοιες που αναπτύσσονται στις παραγράφους

XII, 39 – 40 του De Magistro.

Όλα όσα αντιλαμβανόμαστε, τα αντιλαμβανόμαστε είτε με τις αισθήσεις είτε

με το νου. Τα πρώτα τα αποκαλούμε «λογικά πράγματα» και τα δεύτερα

«κατανοητά» ή για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Χριστιανών

συγγραφέων, τα πρώτα τα αποκαλούμε «σαρκικά πράγματα» και τα δεύτερα

«πνευματικά πράγματα». Όταν ερωτόμαστε σχετικά με τα πρώτα, απαντάμε αν

έχουμε τις αισθήσεις μας, για παράδειγμα, εάν μας ρωτάει κάποιος για το νέο

φεγγάρι αν υπάρχει ή όχι και πού είναι. Αν αυτός που μας ρωτάει δεν το βλέπει,

πιστεύει στα λόγια μας, ή πολλές φορές δεν τα πιστεύει, αλλά δεν μαθαίνει

τίποτα εκτός αν το δει. Όταν το δει, μαθαίνει όχι από τα λόγια αλλά από το

αντικείμενο που είδε με την αίσθηση της όρασης.

Τώρα, αν έχουμε να κάνουμε με πράγματα τα οποία είναι στην σκέψη, με την

λογική και την αιτιολόγηση μιλούμε για πράγματα τα οποία αναζητούμε όπως

τον «εσωτερικό άνθρωπο» που όλοι μας ψάχνουμε. Αν πάλι ο ακροατής μας

βλέπει αυτά τα πράγματα με το εσωτερικό μάτι του, γνωρίζει τι λέμε όχι από τα

λόγια μας αλλά ως αποτέλεσμα της εσωτερικής του αναζήτησης. Ακόμα όταν

μιλάμε για κάτι που είναι αλήθεια και βλέπει ότι είναι αλήθεια, δεν είμαστε

εμείς που τον διδάξαμε. Διδάχθηκε όχι από τα λόγια μας αλλά από τα πράγματα

τα ίδια που ενδόμυχα ο Θεός τα έχει κάνει προφανή σε αυτόν80.

Όλη η γνώση έχει προέλθει απευθείας από τη δική μας νόηση ή τη δική μας

αντίληψη, όπως ακριβώς υποστηρίζει ο Πλάτων στο Mένωνα. Η αμφιβολία του

Πλάτωνα81 για το αν επιτρέπεται η γνώση των αισθητών πραγμάτων έχει συζητηθεί.

Το γεγονός ότι έχει γίνει παραλληλισμός με τον Αυγουστίνο μας οδηγεί στο

συμπέρασμα ότι προέρχεται από την κοινή τους αναζήτηση για άμεση γνώση.

Κατά το De Magistro υπάρχει ανάγκη για μια σωστή αναλογία στην

«αντίληψη μέσω των αισθήσεων» του Αυγουστίνου για να επιβάλει το νόημα,

δηλαδή ότι η γνώση απαιτεί εκτίμηση από δικές μας παραστάσεις και ότι για τον ίδιο

80 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XII, 39 – 40, 1216 – 1217. 81 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction.

- 50 -

λόγο ο Πλάτων στο Mένωνα μιλάει για τον αυτόπτη μάρτυρα. Η ανάγκη αυτή είναι η

ανάγκη της υπεράσπισης. Αυτό που υπάρχει τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον

Αυγουστίνο είναι η προσπάθεια να καταστεί η θέση πειστική σε εμάς εάν

αναλογιστούμε το χάσμα της αίσθησής μας ανάμεσα στην γνωσιολογική θέση ενός

αυτόπτη μάρτυρα και της κριτικής μας82.

Ο Πλάτων και ο Αυγουστίνος θέλουν να μας πείσουν ότι αυτό το χάσμα είναι

το χάσμα μεταξύ της γνώσης και της απλής αληθινής πίστης 83 . Μπορούμε να

απαντήσουμε ότι η εικαζόμενη διαφορά δεν είναι παρά μόνο μια απλή διαφορά: η

αξιολόγηση που είναι από προσωπικές μας εμπειρίες, είναι διαφορετική από αυτήν

που προέρχεται από έξωθεν μαρτυρίες, αλλά στο ίδιο γεγονός δεν είναι παρά μια

αιτιολόγηση. Ας υποθέσουμε ότι πιστεύουμε στον π (όπως μας έχει πει αυτόπτης

μάρτυρας) και ότι είναι αλήθεια. Υποστηρίζουμε ότι ξέρουμε τον π. Όμως θα

υπάρξουν και άλλα γεγονότα που συνδέονται με την πραγματικότητα της υπόθεσης,

τα οποία ο αυτόπτης μάρτυρας δεν μας έχει πει. Ο μάρτυρας ξέρει ως συνήθως

περισσότερα από ό,τι μας έχει πει και αυτό είναι ένα στοιχείο που μπορεί να

αποτελέσει ένα κενό, μια διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και σε εμάς. Για να θεωρηθεί

σημαντική η διαφορά μεταξύ της γνώσης και της κατανόησης πρέπει να πούμε ότι η

γνώση περιλαμβάνει μεμονωμένες αλήθειες ενώ η κατανόηση πάντα περιλαμβάνει

και τις σχέσεις μεταξύ των γνωστών στοιχείων.

Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα στο De Magistro που μας δείχνουν ότι η

αντίληψη του τι στοχεύει ο Αδεοδάτος, σχετίζεται με το πόσο είναι ικανός να

καταλάβει ένα μεγάλο πεδίο84. Αλλά υποψιαζόμαστε ότι ο Αυγουστίνος έχει μια πιο

αδύναμη αντίληψη της γνώσης ως κατανόησης από ό,τι ο Πλάτων θα συνιστούσε.

Για τον Πλάτωνα, όπως και για τον Αριστοτέλη, η κατανόηση του π είναι και η

εξήγησή του. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να δούμε την σχέση μεταξύ του π και άλλων

προτάσεων αλλά δεν είναι παρά μια απλή συνεκτικότητα το πώς συνδέονται. Έτσι και

οι δυο (Πλάτων, Αριστοτέλης) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η γνώση με την

πλήρη έννοια του όρου απαιτεί μια συνοπτική αντίληψη ενός πεδίου. Ο Αυγουστίνος

82 Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction. 83 Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg. 117-125. 84 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 31, 1213: “…et ipsa rerum implicatio totum me inspicere, ac securum respondere non sinit verentem, ne quid in tantis inuolucris lateat, quod acies mentis meae lustrare non possit.” Επίσης, PL 32, XIV 46, 1220: “Ad: Ego vero didici admonitione verborum tuorum, nihil aliud verbis quam admoneri hominem, ut discat, et perparum esse, quod per locutionem aliquanta cogitatio loquentis apparet;…”

- 51 -

ωστόσο δεν αναφέρει τίποτα στο De Magistro για την εξήγηση. Το σημαντικό σημείο

για τους σκοπούς μας είναι ότι η έμφαση στην σύνδεση ενός αντικειμένου με ένα

άλλο δεν είναι αρκετή από μόνη της για να αποδώσει το συμπέρασμα και ότι η

γνώση, με την έννοια της κατανόησης, δεν μπορεί να διδαχθεί ή να μεταφέρεται από

ένα άτομο σε ένα άλλο με τις λέξεις. Η γνώση προκύπτει από παραστάσεις που

έχουμε ήδη μέσα μας85.

Μπορούμε βέβαια, με δεδομένη την πληροφορία ότι το π συνδέεται με το χ, ζ,

κτλ. να υποστηρίξουμε ότι το π είναι αλήθεια γιατί είναι αλήθεια και το χ. Αλλά κάθε

μαθητής είναι εξοικειωμένος με το γεγονός ότι για να γνωρίζει ένα πράγμα θα πρέπει

να γνωρίζει και όλα τα πράγματα που συνδέονται με αυτό για να μπορέσει να τα

συνδυάσει και να κατανοήσει την σύνδεση. Αυτό είναι κάτι που μπορεί κανείς να

κάνει για τον εαυτό του. Έχουμε περιγράψει την στιγμή που επιτυγχάνεται ως μια

στιγμή διαφωτισμού.

Το De Magistro ήταν η πρώτη εκτεταμένη παρουσίαση από τον Αυγουστίνο

του διάσημου δόγματός του «του εσωτερικού διαφωτισμού». Το δόγμα έχει

περιγραφεί ως μια εσφαλμένη μεταφορά της ιδέας του εμπειρικού οράματος μέσα

στην πνευματική σφαίρα. Το ίδιο ισχύει και για τον Πλάτωνα. Οι δύο φιλόσοφοι

έχουν την άποψη ότι η γνώση ή η κατανόηση είναι μια άμεση σχέση με απομονωμένα

στοιχεία. Και οι δύο στην ουσία λένε ακριβώς το αντίθετο, ότι η γνώση ή η

κατανόηση είναι εκτός των συνδέσεων μεταξύ των πραγμάτων, για αυτό, όπως και

στην εμπειρική όψη πρέπει να δούμε κάτι για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε.

Και οι δυο φιλόσοφοι έχουν επίσης την ιδέα ότι υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα όπως η

πλήρης συνοπτική ματιά το οποίο περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους κατανοητά

κομμάτια και ότι κάθε κατανόηση που ξεφεύγει από αυτό δεν είναι κατά την πλήρη

έννοια γνώση διότι δεν υπάρχουν όλες οι συνδέσεις. Με άλλα λόγια η όλη αλήθεια

είναι επίσης το φως που μας δίνει την κατανόηση. Ο Αυγουστίνος προσθέτει μόνο

ότι η Αλήθεια και αυτό το Φως είναι ο Θεός όπως τον έχουμε στο μυαλό μας. Για

αυτό και η ρήση ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Δάσκαλος, μια πηγή κατανόησης86.

85 Burnyeat Μ.F.,Wittgenstein and Augustine de Magistro, http://www.jstor.org/stable/4106832, pg.21. 86 Burnyeat Μ.F.,Wittgenstein and Augustine de Magistro, http://www.jstor.org/stable/4106832, pg.22.

- 52 -

2. Ο ρόλος των λέξεων και των σημείων στη διδασκαλία

Η διδασκαλία επηρεάζεται από τις λέξεις και τα σημεία. Είναι αυτό που οι

εκπαιδευτικοί λένε: «Συζήτηση και κιμωλία». Οι λέξεις και τα σημεία είναι τα

όργανα μέσω των οποίων μας μεταβιβάζεται η γνώση. Αυτή είναι η κοινή άποψη της

διδασκαλίας και αυτό συνεπάγεται μια όχι και τόσο μεγάλη διάκριση μεταξύ της

διδασκαλίας και των πληροφοριών της επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, ο διάλογος

αρχίζει με μια τέλεια γενική ερώτηση σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ή την

λειτουργία του λόγου, στην οποία η απάντηση που δίνεται έχει την έννοια του να

διδάσκεις από μια γενική σκοπιά: «Ο λόγος ασκείται μόνο για τη διδασκαλία ή την

υπενθύμιση»87.

Σε αυτή τη μεγάλη γενίκευση προκύπτουν κάποιες ερωτήσεις, όπως, για

παράδειγμα, εάν όποιος διδάσκει, διδάσκει αυτά που εσύ θέλεις να μάθεις και εάν τα

λόγια που απευθύνονται στο Θεό στις προσευχές, είναι υπενθυμίσεις για Εκείνον. Ο

Αυγουστίνος εμπλέκεται σε μια διαλεκτική διαδικασία. «Παίξτε με σκοπό την όξυνση

της σκέψης» είναι η προτροπή του88 και το τελικό μήνυμα του διαλόγου είναι ότι

όλες τις λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει δεν τις έχει χρησιμοποιήσει ούτε για να

διδάξει, ούτε για να υπενθυμίσει αλλά το έχει κάνει για να υποκινήσει τον γιο του να

μάθει για τον εαυτό του. Αυτό που έχει σημασία στην παρούσα φάση είναι ότι τόσο η

κοινή λογική αλλά και πολλοί θεωρητικοί (αρχαίοι και σύγχρονοι) θα συμφωνήσουν

ότι είναι απολύτως βασική λειτουργία της γλώσσας η μετάδοση πληροφοριών,

βοηθώντας τους ανθρώπους να μάθουν πράγματα, διδάσκοντας. Το πρώτο καθήκον

του Αδεοδάτου είναι να καταλάβει τις επιπτώσεις της κοινής αίσθησης της αλήθειας,

δηλαδή ότι, όταν κάποιος δεν γνωρίζει τι είναι το π, δεν μπορεί να διδαχθεί μέσω των

λέξεων και επομένως να μάθει κάτι που δεν γνώριζε πριν89.

Αν λοιπόν κάποια διδασκαλία είναι με τα λόγια, πώς οι λέξεις επηρεάζουν την

διδασκαλία, πως μεταφέρουν τις πληροφορίες που έχουν συσταθεί; Η απάντηση που

δόθηκε είναι ότι οι λέξεις είναι σημεία και διδάσκουν σηματοδοτώντας90. Εδώ ο

87 Burnyeat Μ.F., Wittgenstein and Augustine de Magistro, http://www.jstor.org/stable/4106832, pg. 8. 88 S. Augustini, De Magistro, PL 32, VIII 21, 1207: “Dabis igitur veniam, si praeludo tecum non ludendi gratia, sed exercendi vires et mentis aciem,…” 89 Hagendahl, Augustine and the Latin Classics, pg 474. 90 S. Augustini, De Magistro, PL 32, II 3, 1196: “Aug.: Constat ergo inter nos uerba signa esse. Ad.: Constat… …Aug:...sed revocat me ab assentiendo, quod superius concessisti, non esse signum, nisi

- 53 -

Αυγουστίνος ξεκινά μια μακρά επιχειρηματολογία υπέρ της άποψης ότι όλες οι λέξεις

σημαίνουν κάτι, ακόμη και οι σύνδεσμοι, όπως το «εάν» και προθέσεις όπως το

«από», και κατά συνέπεια όλες οι λέξεις είναι ονόματα. Μας θυμίζει την χρήση του

Αυγουστίνου από τον Wittgenstein ως δούρειου ίππου για την επίθεσή του στην ιδέα

ότι οι λέξεις μιας γλώσσας είναι ονόματα και ότι οι προτάσεις της είναι συνδυασμοί

ονομάτων. Ο Wittgenstein, έγκριτος μελετητής του Αυγουστίνου της δεκαετίας 1950

στον οποίο συχνά αναφέρεται ο Burnyeat αλλά και άλλοι μελετητές όπως ο Kirwan,

διατυπώνει την άποψη ότι ο καθένας πέφτει θύμα του πειρασμού να σκεφτεί αυτόν

τον τρόπο, όταν επικεντρώνει την προσοχή του σε κοινά ουσιαστικά όπως το

«τραπέζι» και ονόματα, αφήνοντας άλλα είδη λέξεων στην μοίρα τους. Ο

Αυγουστίνος ήταν πιο διεξοδικός. Όχι μόνο υποστήριζε την ονομασία των λέξεων

εκτός από τα ουσιαστικά, αλλά εξηγούσε κιόλας με προσοχή ότι δεν εννοούσε πως

μια λέξη, όπως το «από», είναι ουσιαστικό σαν το «τραπέζι» ή το «Σωκράτη». Αυτό

που εννοούσε ήταν ότι το «από» είναι ένα σημείο που σηματοδοτεί κάτι, όχι βέβαια

ένα φυσικό αντικείμενο αλλά ένα διαχωρισμό των πραγμάτων στην ερώτηση, και ότι

η συμβολή του «εάν» σε μια πρόταση διαφέρει από την συμβολή του «επειδή» στην

ίδια πρόταση91.

Αν δω ένα αντικείμενο σε απόσταση και είμαι βέβαιος τι είναι, θα πρέπει να

είμαι ικανοποιημένος με το ρητό «Εάν είναι άνθρωπος, είναι ζώο», αλλά όχι με το

«Επειδή είναι άνθρωπος, είναι ζώο». Το παραπάνω αποδεικνύει την διαφορά μεταξύ

του «εάν» και το «επειδή». Σκεφτείτε τώρα τις ακόλουθες προτάσεις:

Αν με ικανοποιεί

Επειδή δεν με ικανοποιεί

Αν εφαρμόσουμε τις σύγχρονες χρήσεις, είναι σαφές ότι το «εάν» και το

«επειδή» δεν χρησιμοποιούνται όπως στην αρχική πρόταση. Αλλά μια προηγούμενη

επιχειρηματολογία (v 13-14) επιβεβαιώνει ότι ο Αυγουστίνος θα αρνούνταν να

επιλέξει το άλλο μισό της σύγχρονης διχοτόμησης. Διότι δεν είναι ο ήχος που

ικανοποιεί ή δεν ικανοποιεί. Είναι το νόημα ή η λέξη μαζί με το νόημα που ο

Αυγουστίνος το αποκαλεί dictiο σε αντίθεση με το verbum ή την λέξη όπως

aliquid significet;....” Επίσης, PL 32, X 30, 1212: “Aug.: Falsum est igitur quod paulo ante dixisti, doceri rem posse sine signis, cum quaeritur quid sit ipsum docere; quando ne hoc quidem videmus sine significatione agi posse, cum aliud esse significare, aliud docere concesseris.” 91 Kirwan, Augustine’s Philosophy of Language, Cambridge Companion, pg. 2-3.

- 54 -

ακούγεται. Η άποψη ότι το «εάν» και το «επειδή» είναι ονόματα, πρώτον, είναι η

άποψη ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δείξουν την δική τους σημασία. Αυτό

ισχύει για όλες τις λέξεις, και δεύτερον οποιαδήποτε λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί

αυτόνομα, για να κατονομαστεί ως verbum.

Προφανώς είναι ένα θέμα συνήθειας να επιτραπεί στο «εάν» και το «επειδή»

να χρησιμοποιηθούν με αυτούς τους επιπλέον τρόπους, όπως είναι ένα θέμα και η

χρησιμοποίηση εισαγωγικών. Το ουσιαστικό θέμα είναι ότι ακόμη και οι σύνδεσμοι

έχουν μια ξεχωριστή συμβολή στον λόγο. Ο λόγος που ο Αυγουστίνος επιμένει σε

αυτό το θέμα είναι η διδασκαλία. Θέλει να πει πως κάθε λέξη συμβάλλει στο

περιεχόμενο της πρότασης και ότι διδάσκει με αυτό. Αυτή είναι και η βαρύτητα αυτής

της άποψης, ότι δηλαδή όλες οι λέξεις είναι ονόματα.

Έτσι, το «εάν» και το «εάν» δηλώνουν αλήθεια και συνθήκες στις προτάσεις

που βρίσκονται. Ο Αυγουστίνος έχει διάφορες παρατηρήσεις που ξεχωρίζουν τι

σημαίνει μια λέξη και τι σηματοδοτεί. «Έγχρωμο», και «ορατό», «όνομα» και «λέξη»

είναι ζεύγη λέξεων που δηλώνουν τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ούτε

μπορούμε να διδάξουμε το νόημα των λέξεων βασιζόμενοι σε μια επίδειξη, ακόμη και

με τα παραδείγματα «εάν» και «από»:

Αυγ: Ας υποθέσουμε ότι δεν είχα ιδέα της σημασίας της λέξης περπατάω και σε

ρωτούσα όταν περπατούσες, τι σημαίνει το «περπατάω», πώς θα με δίδασκες;

Αδεοδ: Θα περπατούσα λίγο πιο γρήγορα και η αλλαγή του ρυθμού θα σου έδινε το

σημάδι ότι απαντάω στην ερώτησή σου.

Αυγ: Όμως πρέπει να γνωρίζεις πως υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του περπατήματος

και της επίσπευσης. Αυτός που περπατάει δεν βιάζεται και αυτός που βιάζεται δεν

είναι απαραίτητο να περπατάει. Κατά συνέπεια, αν το έκανες αυτό, θα καταλάβαινα

ότι το περπάτημα είναι το ίδιο με το να βιάζομαι, επειδή η επιτάχυνση ήταν το νέο

χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς σου. Έτσι θα είχα παραπλανηθεί.

Σε αυτά αργότερα ο Αδεοδάτος προσθέτει ότι δεν αρκεί να περπατήσεις για

να δείξεις σε κάποιον τι σημαίνει η λέξη «περπατάω»,επειδή μπορεί να οδηγηθείς σε

λάθος συμπεράσματα.

Με όλα αυτά ο Αυγουστίνος οδηγεί τον Αδεοδάτο στο συμπέρασμα πως

τίποτα δεν διδάσκεται χωρίς λόγια ή σημεία. Αυτή η επίδειξη είναι ανοιχτή σε πολλές

- 55 -

ερμηνείες, αλλά δεν αποδεικνύει ότι πάντα δεν έχουμε αποτέλεσμα. Ακόμη και αν

αυτό αποδειχθεί και το αποδεχτούμε ως αλήθεια, ότι δηλαδή η διδασκαλία των

λέξεων χρειάζεται την χρήση άλλων λέξεων, δεν προκύπτει από το ότι:

α) Η διδασκαλία επηρεάζεται από τις λέξεις ή τα σημεία

β) Όλη η διδασκαλία σχετικά με τις λέξεις ή τα σημεία επηρεάζεται από

λέξεις και σημεία

γ) Όλη η διδασκαλία γίνεται μόνο μέσα από λέξεις ή σημεία.

Αλλά ο Αυγουστίνος ξέρει ότι δεν θα ακολουθήσει. Προειδοποιεί τον γιο του

να μην ταραχθεί, όταν μια γνώμη που είναι αποτέλεσμα μιας πολύ ώριμης σκέψης

απορριφθεί από ένα αντίθετο επιχείρημα92.

Η αντίθετη άποψη είναι η εξής:

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος δεν έχει ιδέα για το πώς τα πουλιά εξαπατώνται

από τα κλαδιά που έχει πάνω του ένας κυνηγός πουλιών. Ας υποθέσουμε πως

αναρωτιέται ποιος είναι ο σκοπός του εξοπλισμού του κυνηγού. Αν ο κυνηγός

φορέσει τον εξοπλισμό του και πιάσει ένα πουλί, ο παρατηρητής θα καταλάβει την

σημασία του εξοπλισμού; Θα διδαχθεί από την πράξη χωρίς κανένα σημείο93;

Επισήμως αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα για την γενίκευση του γ) : «Είναι

αρκετό για τον σκοπό μας ότι κάποιοι άνθρωποι μπορούν να διδαχθούν μερικά αλλά

όχι όλα χωρίς την χρήση σημείων»94. Το πρόβλημα είναι ότι ένα αντίθετο παράδειγμα

στο τελικό συμπέρασμα του διαλόγου. Για τον Αυγουστίνο είναι έτοιμο να

υποστηρίξει πως:

δ) Δεν υπάρχει διδασκαλία που να είναι αποτελεσματική μέσω των σημείων ή

των λέξεων

ε) Κανένας δεν μαθαίνει κάποιον κάτι.

92 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 31, 1213: “Nam difficillimum omnino est non perturbari, cum ea, quae prona et procliua adprobatione tenebamus, contrariis disputationibus labefactantur….” 93 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 32, 1213: “Nam quaero abs te, si quisquam ignarus deceptionis avium, quae calamis et visco affectatur, obviam fieret aucupi, armis quidem suis instructo, non tamen aucupanti, sed iter agenti;…” 94 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 32, 1213: “…satis est namque ad rem et de quibusdam rebus tametsi non omnibus, et quosdam homines doceri posse sine signo.”

- 56 -

Στο τέλος του παραδείγματος φαίνεται να ήταν μια προσωρινή διαλεκτική

παραχώρηση95.

Με όσα αναφέρει παραπάνω, ο Αυγουστίνος, όπως και ο Πλάτωνας συχνά,

δείχνει ότι είναι αποφασισμένος να μην μας πει πώς να διαβάσουμε τα γραπτά του.

Μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, αν γίνει διάκριση μεταξύ της διδασκαλίας

με παράδοση και της διδασκαλίας με παρουσίαση. Στο πρώτο μέρος της συζήτησης

μας δείχνει τα της αφήγησης. Πράγματι, εάν η διδασκαλία περιορίζεται στην

αφήγηση, τα (α), (β), και (γ) αληθεύουν. Επιπλέον, η στενή και λογική

σημασιολογική θεωρία επικαλείται πως μπορεί να αποδείξει, ότι όλες οι λέξεις είναι

τα ονόματα για το πώς κάποιος λέει τα πράγματα με τις λέξεις. Αντίθετα, στο δεύτερο

μέρος της συζήτησης μας δείχνει το προνόμιο του να διδάσκεις με αφήγηση. Εάν η

διδασκαλία περιορίζεται στο να παρουσιάζεις, το (δ) αληθεύει και ο Αυγουστίνος το

περιορίζει λέγοντας:

«Η μέγιστη αξία που μπορώ να αποδώσω στα λόγια είναι η εξής: Μας

βοηθούν να δούμε τα πράγματα αλλά δεν μας τα δείχνουν ώστε να τα γνωρίζουμε.

Μόνος του κανείς δεν με διδάσκει τίποτα που είναι μπροστά στα μάτια μου ή

μπροστά σε μια από τις άλλες σωματικές αισθήσεις μου, ή με το μυαλό μου, τα

πράγματα τα οποία εγώ επιθυμώ να μάθω».

Είναι το παράδειγμα του κυνηγού πουλιών, το οποίο περνάει την συζήτηση

από την αφήγηση στην παρουσίαση. Αν δούμε προσεχτικά το παράδειγμα, μπορούμε

να δούμε πως λύνει την αντίθεση μεταξύ του ισχυρισμού ότι ο κυνηγός πουλιών

διδάσκει με το τελικό συμπέρασμα (ε) ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει κανέναν

άλλο.

Όπως ο Αυγουστίνος περιγράφει την περίπτωση, ο κυνηγός πουλιών γνωρίζει

ότι παρακολουθείται από κάποιον που θέλει να μάθει σε τι χρησιμεύει ο εξοπλισμός

του και πιάνει το πουλί με πρόθεση να ικανοποιήσει την επιθυμία του θεατή. Αυτό

είναι όλο. Δεν λέγεται, αλλά ούτε και υπονοείται ότι ο κυνηγός πουλιών έχει πρόθεση

ο θεατής να καταλάβει, ότι δίνει αυτήν την επίδειξη για αυτόν τον σκοπό, δηλαδή ο

θεατής να διδαχθεί αυτό για το οποίο ήταν περίεργος. Σε καμία περίπτωση ο κυνηγός

δεν προσπαθεί να μεταδώσει τις πληροφορίες, δηλαδή ότι ο εξοπλισμός είναι για να

95 Kirwan, Augustine’s Philosophy of Language, Cambridge Companion, pg. 39.

- 57 -

πιάσει τα πουλιά. Κάνει κάτι για το οποίο ξέρει ότι ο θεατής μπορεί να συλλέξει

πληροφορίες για αυτόν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Αυγουστίνος προχωρά στον

ισχυρισμό ότι ο Θεός μας δείχνει συνεχώς τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια τη γη και

την θάλασσα και άλλα αμέτρητα πράγματα που κατευθύνουν αυτούς που τα κοιτούν.

Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να διδάξουμε τον καθένα απλά βάζοντάς τον

μπροστά από ένα βάζο. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς θα συμφωνούσαν ότι αυτό

δεν είναι πραγματική διδασκαλία. Απλώς παρέχει μια ευκαιρία για τον θεατή να

μάθει96.

Εν ολίγοις, αν η παρουσίαση ή η διδασκαλία δεν απαιτεί περισσότερο από τα

αυτονόητα, έτσι ενεργώντας ή μεριμνώντας τα πράγματα που άλλοι άνθρωποι μπορεί,

αν το θέλουν, να μάθουν για τον εαυτό τους, τίποτα δεν είναι πιο εύκολο και ο

κυνηγός είναι ένας τέλειος δάσκαλος. Αυτό που αρνείται ο Αυγουστίνος όταν φθάνει

στα συμπεράσματά του (ε) είναι ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ότι του λένε, δηλαδή

να μεταδώσει γνώση σε ένα άλλο μυαλό. Με την κοινή αντίληψη της «διδασκαλίας»

ο κυνηγός δεν διδάσκει.

Αυτό μας οδηγεί στο κεντρικό και πιο ενδιαφέρον θέμα του διαλόγου. Γιατί

είναι αδύνατον να διδάξεις κάποιον απλά με τα λόγια; Ο Αυγουστίνος προχωρά για

να πει στον Αδεοδάτο (ο οποίος δεν μιλάει ξανά μέχρι το τέλος του διαλόγου) σε ένα

μακρύ διάλογο που ξεκινά με μια φράση από την ιστορία του βιβλίου του Δανιήλ για

τους τρεις νεαρούς των οποίων η πίστη τους, τους επέτρεψε να επιβιώσουν στην

κάμινο του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα:

Αν λάβουμε υπόψη αυτό λίγο πιο προσεκτικά, ίσως να διαπιστώσουμε ότι

τίποτα δεν μαθαίνεται ακόμα και με τα κατάλληλα σημεία. Αν μας δοθεί ένα

σημείο και δεν ξέρουμε τι σημείο είναι αυτό, δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτα.

Αν ξέρουμε τι είναι το σημείο μπορούμε να μάθουμε τι θα γνωρίσουμε μέσω

του σημείου. Όταν διαβάσουμε (Δαν. 3:27: LXX Δαν. 3:94) «Τα φαρδιά ρούχα

(sarabarae) τους δεν άλλαξαν» η φράση φαρδιά ρούχα δεν θα μου πει τίποτα.

Αν κάτι καλύπτει το κεφάλι και ονομάζεται κάπως, δεν θα μάθουμε τι είναι το

κεφάλι ή αυτό που καλύπτει το κεφάλι. Αυτά τα πράγματα που ήδη γνωρίζουμε

96 Michael W. DeLashmutt, Augustine's Quest for the Self: A Threefold Journey http://www.gla.ac.uk/departments/esharp/issues/2/delashmutt/.

- 58 -

και η γνώση από αυτά μας έρχεται όχι όταν ονομάστηκαν από άλλα πράγματα,

αλλά όταν στη πραγματικότητα τα είδαμε. Μετά από όλα αυτά όταν ακούμε τις

δύο συλλαβές ca-put έχουμε άγνοια όπως και με την λέξη φαρδιά ρούχα

(sarabarae), όταν την ακούμε για πρώτη φορά. Αλλά, όταν επαναλαμβάνεται η

λέξη, παρατηρούμε ότι είναι για ένα πράγμα γύρω μας που ήδη γνωρίζουμε.

Πριν ανακαλύψαμε μια λέξη άγνωστη για εμάς. Μάθαμε ότι είναι ένα σημείο

και όταν μάθουμε τι σημαίνει αυτό το σημείο, το ίδιο το πράγμα δηλαδή, δεν θα

το μαθαίναμε αν δεν το βλέπαμε. Έτσι το σημείο είναι αυτό από το οποίο

μάθαμε την γνώση του πράγματος, παρά από ότι μας μαθαίνει το ίδιο το

πράγμα, όταν το σημείο είναι δεδομένο97.

H πρώτη πρόταση στα εισαγωγικά ότι το επιχείρημα αφορά μεμονωμένα λόγια.

Καμία λέξη δεν μου δείχνει το πράγμα το οποίο σημαίνει. Καμία λέξη, αν ληφθεί

μεμονωμένα, δεν μας λέει τι σημαίνει ή κάτι το οποίο σημαίνει. Κάποιος μπορεί να

μας πει ότι ένα χαλαρό ύφασμα είναι κάτι με το οποίο καλύπτουμε το κεφάλι μας δεν

μας λέει τίποτα, εκτός αν ήδη γνωρίζω τι είναι το κεφάλι και τι είναι το κάλυμμα. Ας

υποθέσουμε ότι ξέρουμε τι είναι το κάλυμμα και τι είναι το κεφάλι. Ο Αυγουστίνος

υποστηρίζει πως ακόμα και έτσι δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει το χαλαρό ύφασμα. Δεν

μπορεί κάθε λέξη ή συνδυασμός λέξεων ακόμη και αν τις καταλαβαίνουμε καλά να

μας πει τι σημαίνει κάτι. Θα πρέπει να δούμε ένα ζωντανό παράδειγμα από κοντά. Το

περισσότερο που μπορούν να κάνουν οι λέξεις, προϋποθέτοντας ότι τις

καταλαβαίνουμε, είναι να μας υποδείξουν να κοιτάξουμε προς το αντικείμενο όταν

μπορούμε να το δούμε98.

Στο σημείο αυτό καθίσταται σαφές ότι ο Αυγουστίνος στο Περί Διδασκάλου

έχει ειδικές απαιτήσεις τι σημαίνει το να γνωρίζεις κάτι. Η γνώση δεν είναι μόνο θέμα

του να έχουμε την πληροφορία και να δικαιολογούμε την αποδοχή της. Δεν είναι

καλύτερη αιτιολόγηση από ότι χρειαζόμαστε για να ξέρουμε την ιδιομορφία του

χαλαρού υφάσματος και το τι σημαίνει αλλά ένα συγκεκριμένο είδος αιτιολόγησης

στο οποίο τώρα που το συγκεκριμένο είδος (χαλαρό ρούχο) δεν υπάρχει μας βοηθά

στο να καταλάβουμε την λέξη. Αυτή η έμφαση στην αιτιολόγηση με βάση δικές μας

97 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 33, 1214: “Itaque magis signum re cognita, quam signo dato ipsa res discitur.” 98 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 35, 1215: “…illis tamen fortasse ut attenderem credidi, id est ut aspectu quaererem, quid viderem.”

- 59 -

παραστάσεις επιβεβαιώνεται όταν ο Αυγουστίνος κινείται από την μεμονωμένη λέξη

σε μια αφήγηση στην οποία περιλαμβάνει την λέξη. Όταν οι λέξεις συνδυάζονται για

να σχηματίσουν προτάσεις και ιστορίες που δεν μπορούν να μεταδώσουν την γνώση

στον ακροατή, αλλά το τρίτο δίνεται (tertium datur) ανάμεσα στην γνώση και την

άγνοια, δηλαδή την πεποίθηση. Μια ιστορία για τον θρίαμβο της πίστης

χρησιμοποιείται για να δείξει την σημασία της πίστης για μια επιστημολογία που

επιμένει ότι η γνώση απαιτεί μάθηση από προσωπικές παραστάσεις:

«Αλλά μπορείτε να πείτε: δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε τα γάντια με τον ήχο

του ονόματος των οποίων θυμόμαστε τι είναι, εκτός και αν τα έχουμε δει, και

ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πλήρως το όνομά τους μέχρι να γνωρίζουμε το

πράγμα. Αλλά τι γίνεται με αυτούς τους νέους άνδρες που έχουμε ακούσει πως

γλίτωσαν από τον Ναβουχοδονόσορα με την πίστη τους και την θρησκεία, τον

τρόπο που έψαλαν προσευχές στο Θεό, και κέρδισαν την τιμή από τους εχθρούς

τους; Έχουμε μάθει τίποτα για αυτούς εκτός από ιστορίες που έχουμε ακούσει;

Ναι, αλλά ήδη γνωρίζουμε τις έννοιες «τρεις νέοι», «φωτιά», «βασιλιάς» και

όλες τις υπόλοιπες. Αλλά οι Ανανίας, Αζαρίας και Μιχαήλ, είναι τόσο άγνωστοι

όσο και το χαλαρό ύφασμα και τα ονόματά τους δεν μας βοηθούν καθόλου για

να τους γνωρίζουμε. Πιστεύουμε αντί να γνωρίζουμε ό,τι έχουμε διαβάσει για

εκείνη την ιστορία99. Και οι συγγραφείς στους οποίους πιστεύουμε δεν ήταν

ανίδεοι της διαφοράς αυτής. Για τον προφήτη: «Αν δεν πιστέψουμε δεν θα

μπορέσουμε να μάθουμε». Αυτό δεν θα είχε ειπωθεί αν δεν υπήρχε καμία

διαφορά. Αυτό που καταλαβαίνουμε το πιστεύουμε κιόλας, αλλά δεν

καταλαβαίνουμε σε όλα αυτά που πιστεύουμε. Ξέρουμε πόσο χρήσιμο είναι να

πιστεύουμε σε πολλά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε, μέσα σε αυτά είναι

και η ιστορία των τριών νέων. Έτσι, παρόλο που υπάρχουν πολλά πράγματα

που δεν μπορώ να γνωρίζω, ξέρω πόσο χρήσιμο είναι να πιστεύω σε αυτά100.

99 Stock, The Reader, pg. 155-157. 100 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XI 37, 1216: “…quare pleraque rerum, cum scire non possim, quanta tamen utilitate credantur scio.”

- 60 -

3.Η ερμηνεία των σημείων: Ο εσωτερικός Διδάσκαλος

Η πρώτη συζήτηση του Αυγουστίνου για την έννοια των σημείων εμφανίζεται

στην αρχή του De Magistro. Αυτό το έργο, γραμμένο περίπου το 389, είναι ένας

διάλογος μοναδικός και ιστορικός, όπως ισχυρίζεται ο Αυγουστίνος στις

Εξομολογήσεις, μεταξύ αυτού και του γιου του, Αδεοδάτου. Μάλιστα, εξηγεί ο ίδιος,

γιατί ασχολείται τόσο με τους κανόνες της Γραμματικής101.

Η έρευνα αυτή αφορά το νόημα των σημείων και των προφορικών λέξεων

συγκεκριμένα, οι οποίες είναι οι πιο κοινές και οι πιο σημαντικές από τα σημεία.

Γιατί χρησιμοποιούμε τα σημεία; Είναι μια ερώτηση που κάνει ο Αυγουστίνος για να

ανοίξει τον διάλογο. Ο σκοπός των όσων λέγονται, μας έχουν πει, ότι είναι «είτε για

να διδάξουμε είτε για να θυμίσουμε κάτι σε άλλους ή στους εαυτούς μας» 102. Άλλοι

προφανείς σκοποί είναι να ρωτήσουμε κάτι για να μάθουμε, όλοι οι σκοποί μπορούν

να τεθούν ως: για τις ερωτήσεις, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να διδάσκουμε σε

άλλους ανθρώπους αυτό που θέλουν να μάθουν. Αλλά υπάρχουν πιο σοβαρές

αντιρρήσεις που πρέπει να απαντηθούν, οι απαντήσεις των οποίων δίνουν μια

αίσθηση για το πόσο ευρύ είναι το φάσμα των λειτουργιών που θα πρέπει να

αποδοθούν στο «υπενθυμίζοντας» και στη μνήμη. Έτσι, η ένσταση είναι ότι ο

Χριστός δίδαξε τους μαθητές του να προσεύχονται με ένα σύνολο μορφών των

λέξεων, ενώ ο Θεός δεν μπορεί να έχει την ανάγκη να διδαχθεί από τις επιθυμίες των

ανθρώπων. Αυτή η δυσκολία λύνεται αν πούμε ότι ο Χριστός «δεν τους δίδαξε λέξεις

αλλά πραγματικότητες μέσω των λέξεων» . Έτσι είναι σαν να θυμίζει σε κάποιον να

προσευχηθεί και γιατί πρέπει να προσευχόμαστε. Έτσι η ομιλία είναι μια υπενθύμιση

στο νου, δεδομένου ότι η μνήμη στη οποία αποθηκεύονται τα λόγια, εξετάζοντάς τα,

φέρνει στο νου την πραγματικότητα την ίδια που οι λέξεις είναι σημεία της103.

Στην συνέχεια το κοινό έδαφος στο οποίο προχωρά η έρευνα που άρχισε στο

κεφάλαιο II για το τι σηματοδοτούν οι λέξεις. Το πρώτο μέρος του επιχειρήματος που

επεκτείνεται στα επόμενα πέντε κεφάλαια και συνοψίζεται στο VIII αποσκοπεί στο

να μας υποδείξει ότι τα σημεία είναι στοιχεία που αποσπούν την προσοχή του νου και

101 Ulich, Educational Wisdom, pg. 149. 102 S. Augustini, De Magistro, PL 32, I 1, 1195: “…nec docere illum qui commemorat, non resisto tibi: et duas iam loquendi causas constituo, aut ut doceamus, aut ut commemoremus vel alios vel nosmetipsos;…” 103 R. A. Markus, St. Augustine on Signs, http://www.jstor.org/stable/4181613, pg. 66.

- 61 -

τίποτα ως εκ τούτου δεν μπορεί να διδαχθεί χωρίς τα σημεία. Η έννοια του σημείου,

τι αυτό σηματοδοτεί, μπορεί να αναπτυχθεί μέσω περισσοτέρων σημείων, όπως για

μια λέξη δίνουμε συνώνυμα. Οι μόνες εξαιρέσεις σε αυτό το στάδιο του διαλόγου

είναι οι λέξεις που παρουσιάζουν πράξεις, το νόημα των οποίων μπορεί να

παρουσιαστεί εκτελώντας την πράξη. Ο Αδεοδάτος εδώ σωστά επισημαίνει πως δεν

γίνεται να κατανοήσουμε μια λέξη χωρίς να έχουμε μια ένδειξη (πράξη) για να γίνει

αυτό. Έτσι προτείνει ότι εκτός από την ομιλία, η διδασκαλία θα έπρεπε να έχει και

άμεσα παραδείγματα. Αλλά δεδομένου ότι η ίδια ομιλία αποτελείται από σημεία,

εξακολουθεί να μην υπάρχει κάτι που μπορεί να διδαχθεί χωρίς σημεία. Η δημιουργία

αυτού του συμπεράσματος αποτελεί το επίκεντρο του πρώτου μέρους του έργου. Έτσι

περνάμε στο δεύτερο μέρος του διαλόγου που ασχολείται με τα σημεία που

αποτελούν ενδείξεις για άλλα σημεία104.

Το μέρος αυτό αρχίζει με την πολύ καθυστερημένη διάκριση μεταξύ της

χρήσης και της αναφοράς, η διαφορά για παράδειγμα όταν αναφέρουμε τον

«άνθρωπο» ως ουσιαστικό και όταν αναφέρουμε τον «άνθρωπο» σαν ον. Για να

μπορέσουμε να κάνουμε αυτή την διάκριση θα πρέπει να παραμελήσουμε αυτό που

λέει ο Αδεοδάτος, δηλαδή ότι «για ότι μιλάμε θα πρέπει να τα σηματοδοτούμε» και

ότι «αυτό που βγαίνει από το στόμα του ομιλητή δεν είναι στην πραγματικότητα

αυτό που σηματοδοτεί, αλλά είναι το σημείο εκείνο το οποίο σηματοδοτεί». Ο

Αδεοδάτος συνεχίζει και αρνείται την δυνατότητα της διάκρισης των λέξεων μεταξύ

της χρήσης και της αναφοράς τους και αναφέρει: «η εξαίρεση (σε αυτόν τον κανόνα)

είναι όταν τα σημεία από μόνα τους σηματοδοτούν». Εκτός από αυτές τις εξαιρέσεις,

γενικά, χρησιμοποιούμε τις λέξεις για να μιλήσουμε για πράγματα που

αντιπροσωπεύουν με σκοπό να κερδίσουμε την γνώση τη οποία προσφέρουν.

Μάλιστα, όπως ισχυρίζεται το πρώτο κομμάτι της επιχειρηματολογίας, τίποτα δεν

μπορεί να μαθευτεί χωρίς τα σημεία, ούτε τα πράγματα τα οποία μπορούν να μας

φανερωθούν από τον δάσκαλο.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας μια λέξη ή μια

φράση δεν γίνεται κατανοητή;

Έτσι, όταν διάβασα τις λέξεις δεν έχουν αλλάξει τα «χαλαρά» τους, η λέξη

«χαλαρά» δεν μου έδειξε τι πραγματικά σημαίνει. Αν είναι κάποιου είδους

104 R. A. Markus, St. Augustine on Signs, http://www.jstor.org/stable/4181613, pg. 66.

- 62 -

καλύμματα για το κεφάλι πως θα μπορούσα να καταλάβω τι είναι μην γνωρίζοντας τι

είναι το «κεφάλι» ή το «κάλυμμα»; Αυτά τα γνώριζα πριν; Αλλά και πάλι η γνώση δεν

αποκτήθηκε όταν άκουσα τις λέξεις αλλά όταν είδα από κοντά τα πράγματα που

σημαίνουν. Το ίδιο έγινε όταν για πρώτη φορά ακούμε την λέξη σκουφάκι. Δεν

ξέρουμε τι σημαίνει αλλά όταν επαναλαμβάνεται συνέχεια τότε μπορούμε να

καταλάβουμε τι σημαίνει, βλέποντας κιόλας το αντικείμενο που προσδιορίζει. Οπότε

είναι το σημείο που προσδιορίζεται από το πράγμα και όχι το πράγμα από το

δεδομένο σημείο. Η αποτυχία στην επικοινωνία μπορεί να διορθωθεί με μια

επεξήγηση της λέξης ή του σημείου που αποτυγχάνει να εξηγήσει τι σημαίνει στην

πραγματικότητα. Αλλά όπως και το παράδειγμα του «χαλαρά ρούχα» μας δείχνει,

πρέπει να υπάρξει μια εξήγηση και μια άμεση επαφή με το αντικείμενο που

σηματοδοτεί για να γίνει κατανοητό. Στην επόμενη παράγραφο ο Αυγουστίνος

γενικεύει το συμπέρασμα: «Αυτό που προσπαθώ να πείσω είναι ότι δεν μπορούμε να

μάθουμε τίποτα από τα σημεία που ονομάζουμε λέξεις. Αντίθετα μαθαίνουμε την

έννοια της λέξης, δηλαδή τη σημασία που κρύβεται πίσω από τον ήχο, μόνο αφού

αναγνωρίσουμε τι πραγματικά σημαίνει.» Το να δείχνεις με το δάχτυλο υποστηρίζει

ο Αυγουστίνος, δεν είναι ένα σημείο της πραγματικότητας που δείχνει ή της λέξης

που εξηγείται, αλλά μάλλον είναι μόνο μια ένδειξη. «Με την βοήθειά του, να μας

δείξουν κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε είτε το αντικείμενο είτε το σημείο για

τη λέξη, γιατί το δάχτυλο δεν μου τα «δείχνει»105.

Το συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την έννοια των σημείων

μην γνωρίζοντας την πραγματικότητα είναι απλώς ενδεικτικό και φαίνεται να

αντιφάσκει με το συμπέρασμα του πρώτου μέρους του έργου, δηλαδή ότι

χρειαζόμαστε σημεία για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε πράγματα. Αλλά ο

Αυγουστίνος θέλει αυτές οι θέσεις να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Η θέση του είναι ότι

καμία γνώση δεν μπορεί να αποκτηθεί ή να γνωστοποιηθεί: «Για να μπορούμε να

γνωρίζουμε τη σημασία των σημείων, πρέπει να γνωρίζουμε τα πράγματα στα οποία

αναφέρονται. Από την άλλη πλευρά πρέπει να βασιστούμε στις λέξεις και στα σημεία

των δασκάλων για να λάβουμε την άμεση εμπειρία από αυτά τα πράγματα106». Η αξία

των λέξεων συνίσταται στην προσφορά τους για το πώς βλέπουμε τα πράγματα. Αυτά

δεν εμφανίζονται σε εμάς για τις γνώσεις μας». «Αν ξέρουμε (το νόημα των λέξεων

105 R. A. Markus, St. Augustine on Signs, http://www.jstor.org/stable/4181613, pg. 68. 106 S. Augustini, De Magistro, PL 32, X, 35, 1215.

- 63 -

μαζί με αυτά που σημαίνουν) μήπως θυμόμαστε αντί να μαθαίνουμε; Αν όμως δεν

γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να θυμηθούμε, τότε ίσως χρειαστεί να ρωτήσουμε»107. Οι

εκπαιδευτικοί (άνθρωποι) από την μία μπορούν να μας διδάξουν τις έννοιες των

λέξεων αλλά και των σημείων καθώς και την εμπειρία, αλλά από την άλλη πλευρά

μας δίνουν ωμή αλήθεια (τροφή). Μόνο ο Εσωτερικός Διδάσκαλος, ο οποίος είναι ο

Χριστός που κατοικεί στο μυαλό, μπορεί να μας διδάξει με την εμφάνιση στο μυαλό

μας την πραγματικότητα και παρέχοντας μας γλώσσα για την κατανόησή της. Αυτός

είναι η πηγή των αντικειμένων αλλά και το φως για να τα δούμε και να τα

κατανοήσουμε. Αυτός είναι ο δάσκαλος του οποίου η δραστηριότητα προϋποθέτει

την μάθηση από όλους μας. Τα υπόλοιπα τρία κεφάλαια αφιερώνονται για να μας

αποδείξουν την ύπαρξη αυτού του Εσωτερικού Διδασκάλου και πως Αυτός είναι

πηγή των πάντων, είναι η αλήθεια και η γνώση, είναι το αόρατο φως που φωτίζει τα

ορατά πράγματα, αυτά που μπορεί να φαίνονται προφανή για εμάς, στο βαθμό που

είμαστε σε θέση να τα αντιληφθούμε108.

Αυτή η συζήτηση των σημείων, στα χέρια του Αυγουστίνου και μέσα από μια

μεταφυσική ματιά, γίνεται μια βάση για το δόγμα και όσα λέγονται γύρω από αυτόν.

Ο σκοπός του έργου, όπως μας λέει ο ίδιος στο τέλος της ζωής του, ήταν να μας

δείξει ότι «δεν υπάρχει δάσκαλος να διδάξει στο άνθρωπο την γνώση αλλά ο Θεός

μπορεί, σύμφωνα με την διδασκαλία του Ευαγγελίου «ένας είναι ο δάσκαλος, ο

Χριστός»109. Ο Αυγουστίνος συμπεραίνει από το επιχείρημα του διαλόγου ότι τίποτα

έξω από το μυαλό δεν μπορεί να θεωρηθεί πηγή γνώσης. Ούτε η συζήτηση για τα

σημεία ούτε οι «δείκτες» μπορούν να δώσουν γνώση χωρίς αυτό που έχει ονομάσει ο

E. Gilson «απαραβίαστος αυθορμητισμός» του μυαλού110.

Στο De Magistro ο Αυγουστίνος αρκείται στο να κάνει μια βραχεία εξέταση

σε αυτό που αποκαλείται αυθορμητισμός και το κάνει επικαλούμενος την αγαπημένη

του θεωρία σε μια από τις μορφές της, στο κρίσιμο σημείο. Μια περαιτέρω

διερεύνηση τον έφερε αντιμέτωπο με την ανεπάρκεια μιας θεωρίας της γλώσσας,

όπως είναι σε αυτό το έργο, και όπως λειτουργεί παράλληλα με την εμπειρία.

107 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XI 36, 1215: “Ηactenus verba valuerunt, quibus ut plurimum tribuam, admonent tantum, ut quaeramus res, non exhibent, ut norimus. Is me autem aliquid docet, qui vel oculis uel ulli corporis sensui, vel ipsi etiam menti praebet ea quae cognoscere volo.” 108 R. A. Markus, St. Augustine on Signs, http://www.jstor.org/stable/4181613. 109 R. A. Markus, St. Augustine on Signs, http://www.jstor.org/stable/4181613. 110 Moran, Revelation, Religious Education, pg. 269-283.

- 64 -

Υπάρχει πράγματι μια υπόδειξη μιας άλλης γλωσσικής έκφρασης, η άσκηση της

οποίας μπορεί να είχε οδηγήσει τον Αυγουστίνο να αμφισβητήσει την επάρκεια της

εικόνας που προκύπτει εμμέσως από το υπόλοιπο του διαλόγου. Αυτή είναι η

πρόταση που ισχυρίζεται ότι ορισμένα σημεία, γλωσσικά ή των χεριών, μπορεί να

είναι σημεία ένδειξης και όχι με σημαινόμενα αντικείμενα. Σε αυτή την πρόταση, ένα

σύστημα σημείων μπορεί να περιέχει από μόνο του την υπόδειξη (intentio)

αντικειμένων, για τα οποία ο Αυγουστίνος δεν μπόρεσε να βρει θέση στην γλώσσα.

Αλλά αυτή η υπόδειξη δεν είναι ανεπτυγμένη, διότι, όπως λέει ο Αυγουστίνος με

αφορμή την πρόταση αυτή, που δεν αναφέρεται ακριβώς στο λόγο που, όπως λέει ο

ίδιος, τονίζει ότι αυτό είναι μόνο ένα σημάδι της ένδειξης και όχι πράγματα που

αναφέρονται. Η περαιτέρω ανάπτυξη μιας τέτοιας πρότασης θα έχει σπάσει το

φράγμα μεταξύ των σημείων και σηματοδότησης, η αμοιβαία εξωτερικότητα η μία

στην γλώσσα και η άλλη στην εμπειρία, συνδέονται μόνο με συμβατικά

σημειολογικούς κανόνες111. Όμως, επικαλούμενος την ερμηνευτική δραστηριότητα

του Εσωτερικού Διδασκάλου, ο Αυγουστίνος ήταν σε θέση να ξεφύγει από τις

δυσκολίες αυτής της θεώρησης της γλώσσας και αισθάνθηκε να απαλλάσσεται από

την υποβολή σε περαιτέρω έλεγχο.

H συζήτηση στο Περί Διδασκάλου καταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι, αν

και η λειτουργία του δασκάλου είναι πιο περιορισμένη από ό,τι συχνά υποτίθεται,

ωστόσο είναι ακόμη σημαντική. Παρόλο που ο δάσκαλος δεν μπορεί ευθέως να

μεταδώσει γνώση στους μαθητές, μπορεί να τους παρακινήσει να διδαχθούν από

μόνοι τους· μπορεί να το προκαλέσει μόνο αν θέτει τους μαθητές σε άμεση επαφή με

τα πράγματα που θέλει να γνωρίσουν. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία επιτυγχάνεται

όχι μιλώντας αλλά δείχνοντας τα ίδια τα πράγματα112.

Εκφράζοντας με ευαίσθητο και ελκυστικό λόγο τις ιδέες που έχει κοινωνήσει

ο ίδιος ύστερα από δική του προσωπική προσπάθεια κατανόησης, ο δάσκαλος μπορεί

να αφυπνίσει το μαθητή να «διδάξει» τον ίδιο τον εαυτό του· αυτό από μόνο του είναι

ένα σημαντικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του δασκάλου. Εντούτοις, εάν ο

μαθητής πράγματι κατανοήσει την αλήθεια, η αιτία της μάθησης δεν βρίσκεται στα

111 R. A. Markus, St. Augustine on Signs, http://www.jstor.org/stable/4181613. 112 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XI 36, 1215.

- 65 -

λόγια του δασκάλου αλλά στην επίμονη προσπάθεια της σκέψης του

διδασκόμενου113.

113 S. Augustini, De Magistro, PL 32, XII, 40, 1217.

- 66 -

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Αυγουστίνος, βαθειά επηρεασμένος από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, τη

χρησιμοποιεί διαφορετικά, για να δώσει μια χριστιανική ερμηνεία του κόσμου. Η

αφετηρία του δεν ήταν η φιλοσοφική ηρεμία των Νεοπλατωνικών, αλλά ο πόθος του

Χριστιανού να προσεγγίσει το Δημιουργό του. Παρακινήθηκε από τις προϋποθέσεις

της Χριστιανικής πίστης, τις οποίες δεν επιδίωκε να αποδείξει αλλά να τις

κατανοήσει, ώστε να τις κατανοήσουν και οι άλλοι. Αυτό σηματοδοτεί μια διαφορά

στην προσέγγιση από μια αυστηρά φιλοσοφική έρευνα και ο ιερός Πατέρας σ’ αυτό,

όπως και σε τόσα πολλά άλλα, προσφέρει ένα νέο θεμελιώδες έργο για τη

Χριστιανική σκέψη.

Η γνώση, κατά την άποψη του Αυγουστίνου, μπορεί να προέρχεται μόνο από

την πίστη. Προτού κάποιος αναζητήσει να γνωρίσει οτιδήποτε, πρέπει να πιστεύει ότι

αυτό υπάρχει. Θα πρέπει να είναι μια ιδέα στο νου. Αυτό συμβαδίζει με τη

Νεοπλατωνική άποψη αναφορικά με τη γνώση. Ακόμη, αυτό είναι μόνο ένα στοιχείο

της άποψής του, καθώς η ίδια η επιθυμία να γνωρίζεις προϋποθέτει μια κατάσταση

του νου, αγάπη για αλήθεια, και αυτό είναι ένα σημάδι χάρης, της αγάπης του Θεού

μέσα μας. Μόνο με τη χάρη του Θεού μπορούμε να θέλουμε να γνωρίζουμε και να

πιστεύουμε. Το να γνωρίζουμε την αλήθεια απαιτεί πνευματική διαύγεια· αλλά μια

τέτοια διαύγεια συνεπάγεται ένα ολόκληρο τρόπο ζωής: την αναζήτηση της

μακαριότητας την οποία μονάχα η χάρη μπορεί να φέρει. Πριν την κατανόηση,

λοιπόν, πρέπει να υπάρχει αρετή. Χωρίς σωστές πράξεις δεν μπορεί να υπάρχει ορθή

σκέψη. Για τον ιερό Αυγουστίνο, η χάρη είναι η γέφυρα μεταξύ κτιστού και θείου.

Είναι το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με το Θεό, γίνεται τέκνο

Του και ακολουθεί το δρόμο Του.

Η αφετηρία, λοιπόν, για γνώση βρίσκεται στις σκέψεις μας. Αυτό παραμένει

σταθερό, ακόμη κι αν δε γνωρίζουμε τίποτε άλλο. Από αυτή τη στοιχειώδη επίγνωση

της ύπαρξής μας μέσω του στοχασμού οδηγούμαστε στην επίγνωση βέβαιων ιδεών

της ψυχής. Αυτές, σε αντίθεση με τα ρευστά αντικείμενα του πραγματικού κόσμου,

παραμένουν σταθερές και καθολικές: αριθμοί, χρώματα, καλοσύνη, ύπαρξη είναι όλα

- 67 -

έννοιες που κατέχουμε ανεξάρτητες από εξωτερικές συνθήκες, που μας βοηθούν να

διατυπώνουμε νόμους. Τέτοιες αλήθειες είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους· είναι

αιώνιες και αμετάβλητες, που υπερβαίνουν όχι μόνο τον υλικό κόσμο, αλλά και τις

εμπειρίες μας. Είναι σημεία μιας ύψιστης Αλήθειας, την οποία ονομάζουμε Θεό.

Είναι ο «εσωτερικός διδάσκαλος», το φως που φωτίζει την αλήθεια στην ψυχή μας.

- 68 -

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α΄ Πηγές Augustinus

De Magistro

S. Aurelii Augustini, Hipponesis Episcopi, De Magistro

Liber Unus, PL 32, 1193 – 1220.

Augustinus

Confessionum

S. Aurelii Augustini, Hipponesis Episcopi, Confessionum

Libri Tredecim, PL 32, 659 – 868.

Augustinus

De Utilitate Credendi S. Aurelii Augustini, Hipponesis Episcopi, De Utilitate

Credendi, Ad Honoratum, Liber Unus, PL 42, 65 – 92.

Augustinus Retractationum S. Aurelii Augustini, Hipponesis Episcopi,

Retractationum Libri Duo, PL 32, 583 – 656.

Β΄ Βοηθήματα Altaner

Patrologie

Altaner B, Stuiber A., Patrologie Leben Schriften und

Lehre der Kirchenväter, Herder 1980, pg. 412-449.

Βradley

Augustine, DMA Βradley Denis J.M, Philosophy and Theology, Western

European: To mid Twelfth Century, DMA, Joseph R.

Strayer, v.9, Charles Scribner’s Sons, N. York 1991, pg.

582 – 590.

Châtelet

Φιλοσοφία Châtelet François, Η Φιλοσοφία από τον Πλάτωνα ως τον

Θωμά Ακινάτη, (μτφ.) Παπαγιώργης Κ., τ. Α΄, Γνώση,

Αθήνα 1984.

- 69 -

Coleman

The Christian Platonism Coleman Janet, The Christian Platonism of St.Augustine in

the Platonism and the English Imagination, (ed) Anna

Baldwin and Sarah Hutton, Cambridge University Press,

New York 1994, pg. 27-37.

Colleran

St.Augustine The

Teacher, A C W

Colleran Joseph M., St. Augustine The Τeacher in the

Ancient Christian Writers, (trans and an.) Colleran Joseph

M., Westminster Maryland etc, The Newman Press 1950.

Εrler

Ρωμαϊκή Φιλοσοφία

Εrler Michael, Ρωμαϊκή Φιλοσοφία στο Εισαγωγή στην

Αρχαιογνωσία, τ.Β΄ Ρώμη, (επιμ.) Graf Fritz, (μετ., επιμ.)

Νικήτας Δημήτρης Ζ., Παπαδήμα, Αθήνα 2003, σελ. 595 -

661.

Festugière

La révélation Festugière A.J., La révélation d’Hermes Trimégiste, L’

Astrologie et les Sciences Occultes, CDEA, v.I, Études

Bibliques, Belles Lettres, Paris 1950.

Gilson

Le philosophe et la

théologie

Gilson Étienne, Le philosophe et la théologie, Le Signe,

Librairie Arthème Fayard, Paris 1960.

Gilson

Christian philosophy

Gilson Etienne, History of Christian philosophy in the

Middle Ages, Sheed and Ward, London 1955.

- 70 -

Hagendahl

Augustine and the Latin

Classics

Hagendahl Harald, Augustine and the Latin Classics, vol.

II, Acta Universitatis Gothoburgensis, 1967.

Howie

Educational Theory and

Practice

Howie George, Educational Theory and Practicein St.

Augustine, Routledge & Kegan Paul, London, 1969.

Jülicher

Augustinus

Jülicher, Augustinus, PRDCA, Neue Bearbeitung Georg

Wissowa vol.4, Alfred Druckenmüller, Stuttgart, 1896, pg.

2363-2367.

Θεοδώρου

Φιλοσοφία της

Θρησκείας

Θεοδώρου Ευαγγ., Ο Άγιος Αυγουστίνος και η Φιλοσοφία

της Θρησκείας, ήτοι: Η Διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου

εν σχέσει προς τα θεμελιώδη προβλήματα της φιλοσοφίας

της θρησκείας, ομιλία σε Διεθνές Συνέδριο, 1954,

Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Πατερικών Μελετών.

Ιωαννίδης

Πατέρες της Δύσης

Ιωαννίδης Φ., Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Συγγραφείς

και Πατέρες της Δύσης (Β΄ - ΣΤ΄ αι.), τ. Α΄, Βάνιας,

Θεσσαλονίκη 2004.

Ιωαννίδης

Βίος Αυγουστίνου

Ιωαννίδης Φ., Ποσσίδιος, Βίος Αυγουστίνου (Vita

Augustini) Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια,

Συγγραφείς και Πατέρες της Δύσης (Β΄ - ΣΤ΄ αι), τ. Δ΄,

Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.

- 71 -

Ιωαννίδης

Δυτική Εμπειρία

Ιωαννίδης Φ., Πτυχές της Ορθόδοξης Δυτικής Εμπειρίας,

Θεολογία – Γραμματεία – Πνευματικότητα, ΠΑΚΜ,

Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010.

Kenny

Δυτική Φιλοσοφία Kenny Anthony, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας,

Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, (μτφ.) Ρισσάκη Δ., Νεφέλη,

Αθήνα 2005.

Kirwan

Augustine’s Philosophy

of Language,

Cambridge Companion

Kirwan Christopher, Augustine’s Philosophy of Language

in the Cambridge Companion to Augustine, Eleonore

Stump and Norman Kretzmann, Cambridge University

Press, Cambridge, UK, 2001, pg. 186-204.

Marrou

St Augustin

Marrou Henri-Irene, St Augustin et l’augustinisme, Maitres

Spirituels, Edition du Seuil, 1978.

Μαντζουνέας

Αγιότης Αυγουστίνου

Μαντζουνέας Ευαγ. Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αγιότης του

Επισκόπου Ιππώνος Αυγουστίνου, Ανάτυπον εκ του

Αρχείου Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, Αθήνα

1977.

Ματσούκας

Ιστορία της Φιλοσοφίας

Ματσούκας Ν., Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας

Ελληνικής - Βυζαντινής Δυτικοευρωπαϊκής, Με σύντομη

εισαγωγή στη φιλοσοφία, ΦΚΘΒ-47, Πουρναρά,

Θεσσαλονίκη 2009.

- 72 -

Μουστάκης

Παιδαγωγοί

Μουστάκης Β., Μεγάλοι Παιδαγωγοί, Αθήνα 1982.

Μπόνης

Ο Άγιος Αυγουστίνος

Μπόνης Κ., Ο Άγιος Αυγουστίνος Επίσκοπος Ιππώνος, Βίος

και Συγγράμματα, Αθήναι 1964.

Moran

Revelation

Religious Education

Moran Gabriel, «Revelation as teaching-learning»,

Religious Education, Vol. 95, No 3, Summer 2000, New

York University, pg. 269 – 283.

Oberdorfer

Filioque Oberdorfer Bernd, Filioque, Geschichte und Theologie

eines ökumenischen Problems, Vandenhoeck und

Ruprecht, Göttingen 2001.

Παπαλεξάνδρου

Ιστορία της Φιλοσοφίας

Παπαλεξάνδρου Κ., Συνοπτική Ιστορία της Φιλοσοφίας,

Αθήναι 31969.

Παπίνι

Αυγουστίνος

Παπίνι Τζοβάνι, Αυγουστίνος (Ιστορία μιας ψυχής), (μτφ.)

Μουστάκης Β., Αστήρ, Παπαδημητρίου, Αθήνα 1953.

Πλάτωνος

Μένων Πλάτωνος, Μένων, (εισ., μτφ., σχολ.) Πετράκης, Πόλις,

Αθήνα 2008.

- 73 -

Price

Education and

Philosophical Thought

Price Kingsley, Education and Philosophical Thought, The

Johns Hopkins University, Allyn and Bacon, Boston 21967.

Roberts

The Earliest Writings,

Companion to the study

of St. Augustine

Roberts David, The Earliest Writings in a Companion to

the study of St. Augustine, (ed.) Roy Battenhouse, Oxford

University Press, New York 1995, pg. 93-125.

Rose

Λατινική Λογοτεχνία

Rose H.J., Ιστορία της Λατινικής Λογοτεχνίας, Από την

πεζογραφία του Αυγούστου ως τον Αυγουστίνο, (μτφ.)

Γρόλλιου Κ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978.

Russell

Western Philosophy

Russell Bertrand, History of Western Philosophy and its

Connection with Political and Social Circumstances from

the Earliest Times to the Present Day, George Allen and

Unwin LTD, London 21969.

Russell

Δυτική Φιλοσοφία

Russell Bertrand, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας και η

Συνάρτησή της με τις Πολιτικές και Κοινωνικές Συνθήκες

από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της εποχής μας, (μτφ.,

σημ.) Αιμ. Χουρμούζιος, Ι- Δ Αρσενίδης και Σία, Αθήνα.

Scott-Craig

On Christian

Instruction, Companion

to the study of St.

Augustine

Scott-Craig T.S.K., Christian Instruction in a Companion

to the study of St. Augustine, (ed.) Roy Battenhouse,

Oxford University Press, New York 1995, pg. 127-147.

- 74 -

Schindler

Augustin/Augustinismus

I TRE

Schindler Αlfred, Augustin/Augustinismus I, TRE, Horst

Balz, et al. v. IV, Walter de Gruyter, Berlin etc. 1979, pg.

646 – 698.

Stock

The Reader

Stock Brian, Augustine the Reader, Meditation, Self-

Knowledge, and the Ethics of Interpretation, Harvard

University Press, Cambridge, Massachusetts etc. 21998.

Synan

Augustine of Hippo,

DMA

Synan Edward A., Augustine of Hippo, DMA, Joseph R.

Strayer, v.1 Charles Scribner’s Sons, N. York 1991, pg. 64

– 655.

Τσάμης

Μητερικόν Τσάμης Δ., Μητερικόν, Διηγήσεις και Βίοι των Αγίων

Μητέρων της Ερήμου, Ασκητριών και Οσίων Γυναικών της

Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. Στ΄, Ησυχαστήριο Τιμίου

Προδρόμου Ακριτοχωρίου, Θεσσαλονίκη 1996.

Φιλάρετος

Πατέρες της Εκκλησίας

Φιλάρετος, Αρχιεπίσκοπος Τσερνιγόβου, Ιστορική

Διδασκαλία περί των Πατέρων της Εκκλησίας στα ρωσικά,

(μετ.) Παγίδας Νεόφυτος, Αρχιμανδρίτης, (εκδ.)

Πατριαρχείο Ιεροσολύμων επί Πατριάρχου Νικοδήμου Α΄,

τ.3, Ιεροσόλυμα 1887.

- 75 -

Ulich

Educational Wisdom Ulich Robert, Three Thousand Years of Educational

Wisdom, Selection from Great Documents, Harvard

University Press, Cambridge, Massachusetts 1948.

Vegetti

Αρχαία Φιλοσοφία Vegetti Mario, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, (μτφ.)

Δημητρακόπουλος Γ., Π. Τραυλός, Αθήνα 102003.

Von Albrecht

Ρωμαϊκή Λογοτεχνία

Von Albrecht Michael, Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας

από τον Ανδρόνικο ως τον Βοήθιο και η σημασία της για τα

νεότερα χρόνια, τ. 2, (μετ., επιμ.) Νικήτας Δ. Ζ.,

Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002.

Γ΄ Περιοδικά Moran

Revelation

Religious Education

Gabriel Moran, «Revelation as teaching-learning»,

Religious Education, Vol. 95, No 3, Summer 2000, New

York University, pg 269 – 283.

Νικήτας

Η Παρουσία του

Αυγουστίνου

Κληρονομία

Νικήτας Δ., «Η Παρουσία του Αυγουστίνου στην

Ανατολική Εκκλησία», Κληρονομία, τ.14, τχ. Α΄,

Περιοδικό Δημοσίευμα ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος

1982, σελ. 7-26.

- 76 -

Παπαδόπουλος

Αυγουστίνος

Θεολογία

Παπαδόπουλος Σ.Γ., «Αυγουστίνος Ιππώνος (430). Ο

μέγιστος εκκλησιαστικός Πατέρας της Δύσεως»,

Θεολογία 79, 2 (2008), σελ. 459 – 525.

Δ΄ Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία Burnyeat Μ. F., Wittgenstein and Augustine de Magistro,

http://www.jstor.org/stable/4106832

Crosson Frederick, The structure of De Magistro, Revues des Études Augustiniennes,

35 (1989), 120-127,

http://documents.irevues.inist.fr/bitstream/handle/2042/1291/89_XXXV_1_06.pdf?se

quence=1

DeLashmutt Michael, Augustine's Quest for the Self: A Threefold Journey

http://www.gla.ac.uk/departments/esharp/issues/2/delashmutt/

King Peter, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), p.7,

http:individual.utoronto.ca/pking/translations/Augustine_Introduction.pdf

Markus R. A., St. Augustine on Signs,

http://www.jstor.org/stable/4181613

Mooney T. Brian, Augustine De Magistro Commentary

http://www.mysmu.edu/faculty/brianmooney/