ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

21
ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. ΑΠΟΥΛΗΙΟΣ Από τις Μεταμορφώσεις και ο Χρυσός Γάιδαρος. (έργο γραμμένο γύρω στα 100 μ.Χ.) 28. Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς· η γυναίκα του είχε κάνει τρεις κόρες, ζηλευτές για την ομορφιά τους. Όσο μεγάλες κι αν ήταν οι χάρες των δύο πρώτων, πάντα ένας άνθρωπος θα βρίσκε λόγια να τις εξυμνήσει· μα η ομορφιά της μικρότερης ήταν τόσο σπάνια και τόσο εξαίσια, που όλη η ανθρώπινη ευγλωττία δε θα μπορούσε να βρει λέξεις να μιλήσει γι' αυτήν. Με λίγα λόγια, ο λαός της χώρας και άπειροι ξένοι, τραβηγμένοι από τη φήμη αυτού του θαύματος κι από την επιθυμία να δουν αυτό το έξοχο θέαμα, έμεναν βουβοί από το θαυμασμό σαν έβλεπαν τόση τελειότητα αφάνταστη, συγκεντρωμένη σε μιαν απλή θνητή, κι έκαναν μπροστά της προσευχές και υποκλίσεις όπως στην ίδια την Αφροδίτη. Ή φήμη της κυκλοφορούσε σε όλες τις πολιτείες και τις ξένες χώρες· λέγαν ότι η ίδια η θεά, που γεννήθηκε από τον Ωκεανό και σχηματίστηκε από τον αφρό των κυμάτων του, είχε αφήσει τον Όλυμπο για να επικοινωνήσει με τους θνητούς και να αποδεχτεί τις τιμές τους. Άλλοι πάλι φαντάζονταν ότι με την ενέργεια των άστρων, η γη έκανε κι αυτή μιαν άλλη Αφροδίτη, που διατηρούσε ακόμη το λουλούδι της παρθενίας. Η γνώμη αυτή έφτασε σιγά-σιγά σε όλο τον κόσμο. 29. Από παντού έφταναν ταξιδιώτες, ακόμη κι από τα πιο απομακρυσμένα μέρη, και θαλασσοπόροι περιφρονούσαν τους κινδύνους των μεγάλων ταξιδιών για να δουν αυτό το θαύμα, το κόσμημα και τη δόξα του αιώνα. Ή Κνίδος κι η Πάφος ερημώθηκαν κανείς δεν πήγαινε να προσκυνήσει την Κυθήρεια Αφροδίτη. Οι θυσίες της παρατήθηκαν, οι βωμοί της ξέπεσαν, οι τελετές της παραμελήθηκαν, τα αγάλματα της δεν στεφανώνονταν πια κι οι βωμοί της, χωρίς προσφορές, ήσαν σκεπασμένοι από κρύα στάχτη. Όλες οι προσευχές απευθύνονταν πια στη βασιλοπούλα- στη μορφή της λατρεύανε την Αφροδίτη κι όταν παρουσιαζόταν την αυγή, κάμανε θυσίες σ' αυτήν για να την εξευμενίσουν. Μες στους δρόμους ο λαός έσκυβε μπρος της και έραινε το πέρασμα της με λουλούδια. 30. Η εξαιρετική αυτή λατρεία, οι θεϊκές αυτές τιμές που γίνονταν σε μιαν απλή θνητή, εξόργισαν πολύ τη μητέρα των ερώτων. Πώς; είπε τρέμοντας από το θυμό της· η φύση και τα στοιχεία μου χρωστούν τη γέννηση τους· θα γονιμοποιώ λοιπόν εγώ τα πάντα μέσα στον άπειρο κόσμο, μα θα μοιράζομαι τις τιμές που μου οφείλονται με μιαν απλή θνητή; και τ' όνομα μου, εξορισμένο στον ουρανό, θα ρεζιλεύεται στη γη; Θα ανέχομαι μια γυναίκα, μια ύπαρξη θνητή να κλέψει το όνομα μου, τους βωμούς μου και τις τιμές που ανήκουν σε μένα; Άδικα λοιπόν ο βοσκός εκείνος, που ο παντοδύναμος Ζευς επιβράβευσε τη σωστή κρίση και τη φρόνηση του, προτίμησε τα δικά μου δελεαστικά θέλγητρα από εκείνα των άλλων δυο θεαινών; Μα όποια κι αν είναι αυτή η θνητή, δε θα χαρεί για πολύ τις τιμές αυτές και τις δόξες· αυτή η εγκληματική της ομορφιά, θα την κάνει να κλάψει. Αμέσως φωνάζει το γιο της, το φτερωτό εκείνο παιδί, το πονηρό και τολμηρότατο, που ξεχαλινώνοντας τα πάθη του τρέχει τη νύχτα οπλισμένο με αναμμένα βέλη, σκορπίζει την ταραχή στις οικογένειες και κάνει τόσα κακουργήματα ατιμώρητα.

description

Απόσπασμα από τις Μεταμορφώσεις και ο Χρυσός Γάιδαρος του ΑΠΟΥΛΗΙΟΥ (έργο γραμμένο γύρω στα 100 μ.Χ.)

Transcript of ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Page 1: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.

ΑΠΟΥΛΗΙΟΣ

Από τις Μεταμορφώσεις και ο Χρυσός Γάιδαρος.

(έργο γραμμένο γύρω στα 100 μ.Χ.)

28. Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς· η γυναίκα του είχε κάνει τρεις κόρες, ζηλευτές για

την ομορφιά τους. Όσο μεγάλες κι αν ήταν οι χάρες των δύο πρώτων, πάντα ένας

άνθρωπος θα βρίσκε λόγια να τις εξυμνήσει· μα η ομορφιά της μικρότερης ήταν τόσο

σπάνια και τόσο εξαίσια, που όλη η ανθρώπινη ευγλωττία δε θα μπορούσε να βρει

λέξεις να μιλήσει γι' αυτήν.

Με λίγα λόγια, ο λαός της χώρας και άπειροι ξένοι, τραβηγμένοι από τη φήμη αυτού

του θαύματος κι από την επιθυμία να δουν αυτό το έξοχο θέαμα, έμεναν βουβοί από

το θαυμασμό σαν έβλεπαν τόση τελειότητα αφάνταστη, συγκεντρωμένη σε μιαν απλή

θνητή, κι έκαναν μπροστά της προσευχές και υποκλίσεις όπως στην ίδια την

Αφροδίτη.

Ή φήμη της κυκλοφορούσε σε όλες τις πολιτείες και τις ξένες χώρες· λέγαν ότι η ίδια

η θεά, που γεννήθηκε από τον Ωκεανό και σχηματίστηκε από τον αφρό των κυμάτων

του, είχε αφήσει τον Όλυμπο για να επικοινωνήσει με τους θνητούς και να αποδεχτεί

τις τιμές τους. Άλλοι πάλι φαντάζονταν ότι με την ενέργεια των άστρων, η γη έκανε

κι αυτή μιαν άλλη Αφροδίτη, που διατηρούσε ακόμη το λουλούδι της παρθενίας. Η

γνώμη αυτή έφτασε σιγά-σιγά σε όλο τον κόσμο.

29. Από παντού έφταναν ταξιδιώτες, ακόμη κι από τα πιο απομακρυσμένα μέρη, και

θαλασσοπόροι περιφρονούσαν τους κινδύνους των μεγάλων ταξιδιών για να δουν

αυτό το θαύμα, το κόσμημα και τη δόξα του αιώνα.

Ή Κνίδος κι η Πάφος ερημώθηκαν κανείς δεν πήγαινε να προσκυνήσει την Κυθήρεια

Αφροδίτη. Οι θυσίες της παρατήθηκαν, οι βωμοί της ξέπεσαν, οι τελετές της

παραμελήθηκαν, τα αγάλματα της δεν στεφανώνονταν πια κι οι βωμοί της, χωρίς

προσφορές, ήσαν σκεπασμένοι από κρύα στάχτη.

Όλες οι προσευχές απευθύνονταν πια στη βασιλοπούλα- στη μορφή της λατρεύανε

την Αφροδίτη κι όταν παρουσιαζόταν την αυγή, κάμανε θυσίες σ' αυτήν για να την

εξευμενίσουν. Μες στους δρόμους ο λαός έσκυβε μπρος της και έραινε το πέρασμα

της με λουλούδια.

30. Η εξαιρετική αυτή λατρεία, οι θεϊκές αυτές τιμές που γίνονταν σε μιαν απλή

θνητή, εξόργισαν πολύ τη μητέρα των ερώτων.

Πώς; είπε τρέμοντας από το θυμό της· η φύση και τα στοιχεία μου χρωστούν τη

γέννηση τους· θα γονιμοποιώ λοιπόν εγώ τα πάντα μέσα στον άπειρο κόσμο, μα θα

μοιράζομαι τις τιμές που μου οφείλονται με μιαν απλή θνητή; και τ' όνομα μου,

εξορισμένο στον ουρανό, θα ρεζιλεύεται στη γη; Θα ανέχομαι μια γυναίκα, μια

ύπαρξη θνητή να κλέψει το όνομα μου, τους βωμούς μου και τις τιμές που ανήκουν

σε μένα; Άδικα λοιπόν ο βοσκός εκείνος, που ο παντοδύναμος Ζευς επιβράβευσε τη

σωστή κρίση και τη φρόνηση του, προτίμησε τα δικά μου δελεαστικά θέλγητρα από

εκείνα των άλλων δυο θεαινών; Μα όποια κι αν είναι αυτή η θνητή, δε θα χαρεί για

πολύ τις τιμές αυτές και τις δόξες· αυτή η εγκληματική της ομορφιά, θα την κάνει να

κλάψει.

Αμέσως φωνάζει το γιο της, το φτερωτό εκείνο παιδί, το πονηρό και τολμηρότατο,

που ξεχαλινώνοντας τα πάθη του τρέχει τη νύχτα οπλισμένο με αναμμένα βέλη,

σκορπίζει την ταραχή στις οικογένειες και κάνει τόσα κακουργήματα ατιμώρητα.

Page 2: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Συνηθισμένη στο κακό η Αφροδίτη, δεν παράλειψε τίποτα απ' όσα θα τον εξαγρίωναν

περισσότερο· τον οδήγησε λοιπόν στην πόλη που κατοικούσε η Ψυχή ( έτσι λεγόταν η

ωραία βασιλοπούλα), και του την έδειξε.

31. Του περιέγραψε με στεναγμούς τη ζήλια που αισθανόταν γι' αυτήν. Παιδί μου,

συνέχισε, εκδικήσου τη μητέρα σου, μα να την εκδικηθείς αλύπητα- σε εξορκίζω στη

μητρική μου στοργή, στα γλυκά χτυπήματα των βελών σου και στις φλογερές ορμές

που ανάβεις σ' όλες τις καρδιές. Προσπάθησε, προ πάντων - είναι η μεγαλύτερη μου

επιθυμία - ν' ανάψεις στην αντίπαλο μου τον πιο δυνατό έρωτα για τον ασκημότερο

των ανθρώπων. Αυτός που θ' αγαπήσει, να 'ναι από ταπεινή καταγωγή, θεόφτωχος,

πάντα άρρωστος και κακομοίρης όσο κανένας σ' όλο τον κόσμο.

Έτσι μίλησε η Αφροδίτη, και φιλώντας τρυφερά το γιο της πήγε στη γειτονική

παραλία, ακούμπησε τα λεπτά της πόδια στα κύματα κι έπειτα κάθισε. Αμέσως η

θαλάσσια συνοδεία της την περιτριγύρισε: οι Νηρηίδες παρουσιάζονται κι αρχίζουν

τα τραγούδια εν χορώ. Εκεί είναι ο Πορτούνος με τη μακριά γαλάζια γενειάδα, η

Σαλάσια, που το φόρεμα της είναι γεμάτο ψάρια, και ο νεαρός Παλαίμων

σκαλωμένος πάνω σ' ένα δελφίνι.( Εδώ ο Άπουλήιος διαχωρίζει το ρωμαϊκό θεό

Πορτούνο, προστάτη των λιμανιών, από τον ελληνικό θεό Παλαίμονα, γιο της Ινώς-

Λευκοθέας· γενικά, οι δύο αυτές θεότητες ταυτίζονται.). Οι Τρίτωνες κολυμβούν

κοπάδια γύρω στη θεά· ο ένας φυσά γλυκά το κοχύλι- ο άλλος απλώνει ένα λεπτό

πανί μεταξωτό ενάντια στο κάψιμο του ήλιου- τούτος εδώ κρατά ένα καθρέφτη

μπροστά στη θεά και πολλοί, ζεμένοι δυό-δυό στο άρμα της, το σέρνουν πάνω στα

κύματα. Με αυτή την πομπή προχώρησε η Αφροδίτη προς τον Ωκεανό.

32. Στο μεταξύ η Ψυχή, αν και προικισμένη με μια τόσο φημισμένη ομορφιά, δεν

είχε καμιά ωφέλεια από το προτέρημα αυτό. Καθένας την παρατηρούσε, καθένας

την εξυμνούσε με επαίνους· μα κανένας βασιλιάς, κανένα βασιλόπουλο, κανένας,

ούτε από τους υπηκόους της ακόμα, δεν παρουσιάζονταν να τη ζητήσει σε γάμο. Όλοι

θαυμάζανε τη θεία εκείνη ομορφιά, μα τη θαυμάζανε μόνο σαν ωραίο άγαλμα.

Από πολύν καιρό, τις δυο μεγαλύτερες αδερφές της, που τα συνηθισμένα θέλγητρα

τους δεν είχαν ξεσηκώσει σάλο μέσα στον κόσμο, τις γύρεψαν γυναίκες δυο βασι-

λιάδες και τις παντρεύτηκαν, ενώ η καημένη η Ψυχή χωρίς εραστές, λυπημένη,

μαραζωμένη, έκλαιγε τη μοναξιά της κι έμενε δίχως άντρα στο πατρικό σπίτι,

μισώντας την καταραμένη ομορφιά της που όλος ο κόσμος θαύμαζε.

Ό δυστυχισμένος ο πατέρας της, υποπτευόμενος το φθόνο και την οργή των θεών,

πηγαίνει μια και δυο να συμβουλευθεί στη Μίλητο, το αρχαίο μαντείο του

Απόλλωνα· πρόσφερε θυσία και παρακάλεσε το θεό να στείλει ένα σύζυγο στην

Ψυχή.

Ό θεός έδωκε τον εξής χρησμό:

33. Η Ψυχή θα εγκαταλειφθεί μόνη πάνω σ' ένα βράχο, στολισμένη με τα νυφικά ενός

καταραμένου γάμου. Μην περιμένεις να βρει σύζυγο θνητό- θα πάρει ένα τέρας

τρομερό, αυταρχικό, απάνθρωπο: αυτό που πετώντας στον αέρα, κάνει στους

ανθρώπους με σίδερο και φωτιά έναν αδιάκοπο πόλεμο. Τα δυνατά του χτυπήματα

τρομάζουν και τον πατέρα των Θεών, τον ίδιο τον Δία, τραντάζουν τη θάλασσα, τον

Άδη, τους Ουρανούς.

Μετά από την τρομερή αυτή προφητεία, ο βασιλιάς, ο άλλοτε ευτυχισμένος γυρίζει

σιγά-σιγά στη χώρα του με την καρδιά σκοτωμένη από τη λύπη, για να ανακοινώσει

στη βασίλισσα τη μαύρη μοίρα της δυστυχισμένης κόρης τους. Για πολλές μέρες όλο

το παλάτι αχολογούσε από θρήνους· ο καιρός έφτανε που επρόκειτο να υπακούσουν

στη διαταγή της σκληρής μοίρας.

Γίνονται οι προετοιμασίες του γάμου της δυστυχισμένης βασιλοπούλας· ανάβουν οι

λαμπάδες του υμεναίου, που πρόκειται να φωτίσουν και την κηδεία της· οι φλογέρες,

Page 3: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

οι προορισμένες για ελαφρά και εύθυμα τραγούδια, βγάζουν μόνο θλιβερούς ήχους

και η νεαρή νύφη σκουπίζει με το πέπλο της τα δάκρυα της. Όλη η πολιτεία είναι

μαζεμένη για να κλάψει τις συμφορές του παλατιού, και διατάχτηκε αμέσως γενικό

πένθος.

34. Έτσι, η ανάγκη της υποταγής στις θείες βουλές επέβαλε να οδηγηθεί η Ψυχή στο

μαρτύριο της. Τέλος, αφού παρά τη γενική θλίψη όλα ήταν έτοιμα για τον άτυχο αυτό

γάμο, η συνοδεία ξεκίνησε· η πόλη με δάκρυα ακολουθούσε τη λυπητερή νεκρική

πομπή μιας ζωντανής, και φαίνονταν μάλλον πώς πηγαίνει σε κηδεία παρά στο γάμο

της όμορφης βασιλοπούλας. Κι επειδή ο πατέρας της κι η μητέρα της, που η μεγάλη

αυτή συμφορά τους είχε απελπίσει, δε μπορούσαν να αποφασίσουν να εκτελέσουν

μια τέτοια βάρβαρη διαταγή, τους λέει εκείνη για να τους ενθαρρύνει: Γιατί να

λιώνεται έτσι τα γερατειά σας σε ανώφελες λύπες; Γιατί με ασταμάτητους και

άχρηστους θρήνους λιγοστεύετε τη ζωή σας, που μου είναι πιο αγαπητή κι από τη

δική μου; τι σας χρησιμεύει να τραβάτε τα μαλλιά σας, να χτυπιέστε στο πρόσωπο

και στο στήθος; Αλίμονο! να το καλό που σας έφερε η ομορφιά μου· αυτό το χτύπημα

σας τσακίζει- μαθαίνετε, μα πολύ αργά, τα θανατερά χτυπήματα του φθόνου. Αχ! τι

λογής θεία δώρα μου 'δίνε ο θεός όταν με ονόμαζαν νέα Αφροδίτη; Τότε έπρεπε να

λυπηθείτε και να με κλαίτε, σαν άνθρωπο προορισμένο στην καταστροφή. Γιατί

καταλαβαίνω, το βλέπω τώρα, ότι το όνομα αυτό της Αφροδίτης είναι η μόνη αιτία

του χαμού μου. Πηγαίνετε με λοιπόν στον καταραμένο βράχο, εκεί οπού η

μοίρα μου διατάζει να με εγκαταλείψετε: ανυπομονώ να υποστώ τον ευτυχισμένο μου

γάμο, ανυπομονώ να ιδώ τον ένδοξο σύζυγο, που γι' αυτόν με έχουν προορίσει. Γιατί

ν' αργούμε; Γιατί να αποφεύγω εκείνον που με γυρεύει, εκείνον που ζει μόνο για την

καταστροφή του σύμπαντος;

35. Η νέα, μετά από τα λόγια αυτά σωπαίνει, και με σταθερό βήμα προχωρεί, ενώ την

ακολουθεί ο λαός σε πομπή. Φτάνουν στον υποδειγμένο βράχο, πάνω στην

απόκρημνη κορυφή του βουνού, και αφήνουν την βασιλοπούλα· οι συνοδοί της

βάζουν κάτω κοντά της τις νυφικές λαμπάδες, που τα δάκρυα τους τις είχαν σβήσει,

κι αφού τελείωσε η τελετή, όλοι, με το κεφάλι σκυμμένο, γυρίζουν στα σπίτια τους.

Οι γονείς της, σκοτωμένοι από την τρομερή συμφορά, κρύβονται στα σκοτεινά πα-

λάτια τους και δεν βγαίνουν καθόλου.

Ή Ψυχή έτρεμε από το φόβο και έκλαιγε στην άκρη του βράχου της, όταν έξαφνα η

γλυκιά και χαϊδευτική πνοή του Ζέφυρου, ανεμίζοντας το φουστάνι της και

φουσκώνοντας το σιγά-σιγά, τη σηκώνει ελαφρά, τη μεταφέρει στη ρίζα του βουνού

και την ακουμπά μαλακά στην ανθισμένη χλόη μιας χαρωπής κοιλάδας.

Ή Ψυχή φτάνει στο λαμπρό παλάτι του συζύγου της, -Ό αόρατος σύζυγος αποδεικνύεται

φλογερός εραστής. -Οι φθονερές αδερφές βάζουνε λόγια στην Ψυχή για να την

καταστρέψουν. - Τα κακούργα σχέδια τους πετυχαίνουν. - Πώς ο αόρατος σύζυγος

φανερώνεται. - η θεά Αφροδίτη ζητά εκδίκηση.

1. Η Ψυχή, ευχάριστα ξαπλωμένη πάνω στο μαλακό κρεβάτι της χλόης και με την

ψυχή τώρα λιγότερο ταραγμένη, παίρνει θάρρος και σιγά-σιγά αποκοιμιέται· και

αμέσως, δυναμωμένη από τη μικρή ανάπαυση, ξυπνά πολύ πιο ήσυχη.

Ένα δάσος με ψηλά δένδρα, που είχε στη μέση μια πηγή με νερά σαν κρύσταλλα

φανερώνεται στα μάτια της. Εκεί κοντά ορθώνεται ένα εξαίσιο παλάτι, έργο αθάνατο,

που δε θα μπορούσαν να το 'χουν κάμει άνθρωποι. Από το προαύλιο όλα μαρτυρούν

μια θεία, μεγαλόπρεπη κατοικία κάποιας θεότητας.

Page 4: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Χρυσές κολόνες είναι στεφανωμένες με φιλντισένια κιονόκρανα, σκαλισμένα με

άφθαστη τέχνη. Όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα που πα-

ριστάνουν ζώα, τόσο ωραία που να μην ξέρει κανείς πώς να θαυμάσει τον ημίθεο, η

καλύτερα το θεό, που τα είχε σκαλίσει πάνω στο μέταλλο με θεία τέχνη. και το πάτω-

μα ακόμα είναι στρωμένο με πολύτιμα πετράδια όλων των χρωμάτων, δουλεμένα και

τοποθετημένα με τρόπο που να σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις. τι ευτυχείς, τι

τρισευτυχισμένοι εκείνοι που πατούν τα πόδια τους σε μπριλάντια και διαμάντια.

Το άλλο μέρος του μεγάλου αυτού παλατιού έχει μιαν αφάνταστη μεγαλοπρέπεια. Οι

τοίχοι των διαμερισμάτων είναι επιχρισμένοι με καθαρό χρυσό και λαμποκοπούν. Κι

αν ακόμη ο ήλιος δε φώτιζε το οικοδόμημα αυτό, οι πόρτες του, η αυλή του, όλο το

εσωτερικό του θα έφεγγαν με εκθαμβωτική λάμψη. και χίλια δυο άλλα πλούτη

πρόσθεταν τόση ομορφιά στη μεγαλοπρέπεια αυτής της κατοικίας, ώστε να νομίζει

κανείς ότι ο Δίας έχτισε αυτό το θεϊκό παλάτι για να κατοικήσει ο ίδιος ανάμεσα

στους θνητούς.

2. Σαστισμένη από τόσα θαυμαστά πράγματα, η Ψυχή πηγαίνει πιο κοντά και

παίρνοντας σιγά-σιγά θάρρος, περνά το κατώφλι του λαμπρού παλατιού· εκεί, όλες

εκείνες οι ομορφιές ξανοίγονται η μια μετά την άλλη στα μάτια της. Θαυμάζει τη

σοφή και ευρύχωρη αρχιτεκτονική των διαμερισμάτων όπου είναι σωρευμένοι

αμέτρητοι θησαυροί. Με μια λέξη, δεν υπάρχει τίποτα πολύτιμο στον κόσμο που να

μην περικλείνεται σε κείνους τους τοίχους.

Μα όσο κι αν είχε σαστίσει από τη θέα του αμέτρητου πλούτου, εκείνο που την έκανε

προ πάντων να απορεί ήταν ότι κανένα εμπόδιο, κανένας φύλακας δεν εμποδίσανε

την είσοδο της στο παλάτι.

Παρατηρούσε την τόση μεγαλοπρέπεια με ευχαρίστηση, όταν άξαφνα άκουσε, χωρίς

να βλέπει κανέναν, μια φωνή, που της έλεγε: Γιατί τα χάνεις βλέποντας τα τόσα

πλούτη; Είναι δικά σου όλα, εσύ είσαι η κυρία εδώ μέσα. Έμπα σ' ένα απ' αυτά τα

δωμάτια, πλάγιασε σ' ένα κρεβάτι, διάταξε αν επιθυμείς να σου ετοιμάσουν το

λουτρό· εκείνη, που ακούς τη φωνή της, κι οι συντρόφισσες της, είναι εδώ με το

σκοπό να σε υπηρετούν και να εκτελούν τις διαταγές σου. Θα σε βοηθήσουν και στο

ντύσιμο σου και θα σου ετοιμάσουν ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι.

3. Η Ψυχή κατάλαβε ότι η θεία πρόνοια την προστάτευε και δίνοντας εμπιστοσύνη

στη φωνή που άκουε, χωρίς να βλέπει κανέναν, κοιμήθηκε· έπειτα, με το μπάνιο,

ξεκούρασε τα καταπονεμένα μέλη της. Ύστερα, βλέπει ένα γεύμα σερβιρισμένο στο

γειτονικό δωμάτιο και με τη σκέψη ότι τα φαγητά εκείνα, το πλούσιο εκείνο σερβί-

τσιο την περίμεναν, κάθισε με χαρά στο τραπέζι.

Αμέσως τα ωραιότερα κρασιά, τα πιο ορεκτικά και ποικίλα πιάτα τοποθετήθηκαν

μπροστά της από αόρατα χέρια· δε βλέπει κανέναν, μα ακούει ωστόσο λόγια και

μονάχα φωνές την υπηρετούνε. Μετά από το θαυμάσιο γεύμα, ένα από τα αόρατα

αυτά πνεύματα μπήκε και τραγούδησε, ενώ ένα άλλο ακομπανιάριζε με κιθάρα αό-

ρατη επίσης. Σε λίγο συναυλία από μελωδικές φωνές χτύπησε τ' αυτιά της· και

μολονότι κανένας δεν παρουσιάστηκε, καταλάβαινε καλά πώς ήταν ολόκληρη χορω-

δία.

4. Αφού τέλειωσε η διασκέδαση, η Ψυχή πήγε ν' αναπαυθεί· είχε άλλωστε βραδιάσει-

μα όταν νύχτωσε καλά, άκουσε μια γλυκύτατη φωνή. Στη βαθιά εκείνη μοναξιά

φοβήθηκε για την παρθενιά της, άρχισε να τρέμει, ανατρίχιασε, υποπτεύθηκε χωρίς

ακόμα να τον καταλαβαίνει, τον κίνδυνο που την απειλούσε.

Μα ήταν πια αργά· ο σύζυγος εκείνος, το τέρας εκείνο γλίστρησε στο κρεβάτι της

Ψυχής- η ωραία κόρη είχε γίνει πια γυναίκα του· απομακρύνθηκε γρήγορα-γρήγορα,

μόλις χάραζε· τη στιγμή εκείνη, οι φωνές που την υπηρετούσαν, ακούστηκαν κοντά

της και κάμαν ετοιμασίες για το ξύπνημα της νεόνυμφης.

Page 5: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Ή Ψυχή πέρασε έτσι πολύν καιρό- συνήθισε, χωρίς να το καταλάβει· ήταν

ευχαριστημένη, και ο ήχος των αόρατων φωνών την παρηγορούσε στη μοναξιά της.

Από την άλλη μεριά, οι γονείς της λιώνανε μέσα στο πένθος και σε μιαν αδιάκοπη

θλίψη. Η φήμη για τη δυστυχία της κόρης τους διαδόθηκε μακριά· κι οι δυο αδελφές

της, άμα το έμαθαν, αφήσανε τους συζύγους τους και τρέξαν να κλάψουν κι αυτές με

τους γονείς των.

5. Την ίδια νύχτα, ο νέος σύζυγος λέγει στην Ψυχή (αν και δεν τον έβλεπε, τον

αισθανόταν όμως και τον άκουγε): Αγαπημένη μου, χρυσή μου γυναικούλα, η

σκληρή μοίρα σε απειλεί με φοβερό κίνδυνο, και σου συστήνω να προσέχεις πάρα

πολύ. οι αδερφές σου, λυπημένες για το θάνατο σου - γιατί σε νομίζουν χαμένη - θα

'ρθούν γρήγορα να δουν στο βράχο. Αν τα κλάματα τους ακουστούν ως εδώ, φυλάξου

μην τους απαντήσεις ούτε να τις κοιτάξεις καν. Ένα τέτοιο πράμα σε μένα θα φέρει

μεγάλη δυστυχία και βάσανα, και σε σένα το θάνατο.

Ή Ψυχή υποσχέθηκε στο σύζυγο της ν' ακολουθήσει τις συμβουλές του, μα μόλις

αυτός έφυγε την αυγή, εκείνη άρχισε να κλαίει πικρά, να παραπονιέται και να λέγει:

Αχ! τώρα καταλαβαίνω· χάθηκα πια, πάω χωρίς καμιά βοήθεια· μαραίνομαι

κλεισμένη σε μιαν ωραία φυλακή, χωρίς καμιά επικοινωνία με ανθρώπους· δε μπορώ

να παρηγορήσω τις άδερφάδες μου για την τύχη μου, ούτε ελπίζω ποτέ να τις δω.

Αρνήθηκε να φάγει, ούτε λούστηκε, πλάγιασε λυπημένη και ξέσπασε στο κλάμα.

6. Τη στιγμή εκείνη ο άντρας της ήρθε στο κρεβάτι, τη φίλησε κι είδε πώς ήταν

δακρυσμένη. Μπα, είπε, αυτά είναι που μου υποσχέθηκες, αγαπημένη μου Ψυχή; τι

μπορώ στο εξής να περιμένω, τι μπορώ να ελπίζω από σένα, αν μέρα-νύχτα είσαι

λυπημένη, και μέσα στην αγκαλιά του άντρός σου ακόμη; Κάμε λοιπόν όπως θέλεις,

εκτέλεσε μιαν επιθυμία που θα σε καταστρέψει· θα θυμηθείς τις συμβουλές μου όταν

πια θα 'ναι αργά.

Ή Ψυχή τον παρακαλεί: θα πεθάνει αν δεν της κάνει το χατίρι· και τυφλωμένος απ'

τον ερωτά ο σύζυγος της υποχωρεί και της επιτρέπει να δει τις αδελφές της, να τους

μιλήσει, να τις παρηγορήσει. Υποχωρεί στην επιμονή της γυναίκας του· δέχεται

μάλιστα να πάρει και να τους δώσει χρήματα και πολύτιμα πετράδια- τη συμβουλεύει

όμως να προσέξει πολύ και να μην ακούσει την ολέθρια συμβουλή που θα της

δώσουν - να προσπαθήσει δηλαδή να ξεσκεπάσει το πρόσωπο του άντρός της· ότι

αυτή η ιερόσυλη περιέργεια θα την γκρέμιζε από τον κολοφώνα της ευτυχίας σε

άβυσσο δυστυχίας, και θα της στερούσε για πάντα τον έρωτα και τα φιλιά του.

Τότε χαρούμενη η Ψυχή ευχαριστεί τον άντρα της και του λέγει με χαρά: Καλύτερα

να πεθάνω χίλιες φορές, παρά να κάμω κάτι που θα καταστρέψει τη γλυκεία μας

αγάπη· η αφοσίωση μου για σένα δεν εκφράζεται, κι όποιος κι αν είσαι σ' αγαπώ σαν

τον εαυτό μου και σε προτιμώ κι από το Θεό Έρωτα ακόμη. Μα σε παρακαλώ να μου

κάνεις και μιαν άλλη χάρη· διάταξε το Ζέφυρο, το σκλάβο σου, να μεταφέρει εδώ τις

αδερφές μου, όπως μετέφερε και μένα. και δίνοντας του τα πιο θερμά φιλιά, τον

αγκάλιασε σφιχτά και του έλεγε τα πιο χαϊδευτικά ονόματα, χρυσέ μου, ψυχή μου,

ταίρι μου.

Εκείνος πάλι, φλογισμένος από τον πόθο του έρωτα και του κορμιού της, υποχώρησε

σε όλα και της υποσχέθηκε να κάνει ό,τι του ζήτησε. και μόλις ξημέρωσε, την αφήκε

πάλι κι έφυγε.

7. Οι αδερφές της Ψυχής έμαθαν το μέρος που την είχαν αφήσει και πήγαν αμέσως

εκεί. Μόλις έφτασαν, άρχισαν τα κλάματα, χτυπούσαν τα στήθη τους και θρηνούσαν

τόσο γοερά, που αντηχούσαν κι οι βράχοι ακόμη. Φώναξαν δυνατά την αδερφή τους

με τ' όνομα της, και η ηχώ έφερε στ' αυτιά της τις λυπητερές φωνές τους.

Ή Ψυχή τρέμοντας και σαστισμένη, βγαίνει αμέσως από το παλάτι της. Καλέ γιατί

κλαίτε έτσι; Εγώ είμαι κείνη που θρηνείτε· σταματήστε τα δάκρυα σας, αφού

Page 6: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

μπορείτε να σφίξετε στην αγκαλιά σας εμένα την ίδια που τόσο πενθείτε. Φωνάζει

αμέσως το Ζέφυρο και του δίνει τη διαταγή του συζύγου της· εκείνος πρόθυμος τρέ-

χει και με το ελαφρό του φύσημα σηκώνει τις πριγκίπισσες και τις μεταφέρει χωρίς

να τρομάξουν καθόλου κοντά στην Ψυχή.

Φιλιούνται, αγκαλιάζονται σφιχτά και τα δάκρυα τους που είχαν σταματήσει, τρέχουν

πάλι, από χαρά όμως τώρα πια. Ελάτε, ελάτε, μπείτε μέσα να παρηγορηθείτε και να

χαρείτε, είπε η Ψυχή, με την αδελφούλα σας που σας λατρεύει και τη λατρεύετε.

8. Σ' αυτά πάνω τους δείχνει την έξοχη μεγαλοπρέπεια του παλατιού της· αφού τις

έβαλε ν' ακούσουν το πλήθος τις φωνές που την υπηρετούσαν, τις οδήγησε σε

απολαυστικά λουτρά, και τους παράθεσε ένα πλουσιότατο κι εκλεκτό γεύμα.

Ή θέα όμως τόσου πλούτου, γέννησε μες στην ψυχή τους το δηλητήριο του μίσους. Η

μία δεν έπαυε να τη ρωτά με μεγάλη περιέργεια το όνομα του νοικοκύρη τόσων και

τέτοιων μεγαλείων και για την καταγωγή και τη μορφή του άντρός της.

Ή Ψυχή θυμήθηκε τις συμβουλές που της είχε δώσει, και φύλαξε το μυστικό της-

έπλασε αμέσως μιαν απάντηση κι αποκρίθηκε ότι είναι ένας ωραίος νέος, με λεπτό

ελαφρό μουστάκι που μόλις φύτρωνε, κι ότι διασκέδαζε διαρκώς με το κυνήγι στα

βουνά και στα δάση. Κι από φόβο μήπως μια μακρύτερη συζήτηση την προδώσει,

τους δίνει πολλά κοσμήματα χρυσά και διαμαντόπετρες.

Έπειτα φωνάζει το Ζέφυρο της και τον διατάζει να τις φέρει πίσω στο βράχο.

9. Οι υπέροχες αυτές αδερφές, με την καρδιά βασανισμένη από φθόνο, γυρίζοντας

στο σπίτι άρχισαν από το δρόμο τα κλάματα και τις φωνές: Μοίρα τυφλή και σκληρή,

λέγει η μια, γιατί αφού είμαστε από ίδιους γονείς γεννημένες να έχουμε διαφορετική

τύχη; Γιατί οι μεγαλύτερες να δοθούν σα σκλάβες σε συζύγους ξένους και να περνούν

τον καιρό τους εξόριστες, μακριά από την πατρίδα και τους γονείς των, ενώ η Ψυχή,

που είναι και η μικρότερη μέσα στην οικογένεια, να πετύχει για άντρα ένα θεό και να

έχει μια τόσο χρυσή τύχη, χωρίς μάλιστα να ξέρει και να τη μεταχειριστεί όπως

αξίζει; Παρατήρησες, αδερφή μου, τι αφθονία από πολύτιμα πράγματα βρίσκεται κει

μέσα, τι έπιπλα, πόσα ωραία φορέματα, τι διαμαντικά και τι χρυσάφι; Αν ο άντρας

της είναι τόσον ωραίος, όπως μας βεβαιώνει, καμιά στον κόσμο δεν είναι τόσο

ευτυχισμένη όσο αυτή. Ίσως μάλιστα, και δεν αμφιβάλλω καθόλου, από την πολλή

αγάπη του ο θεός αυτός σιγά-σιγά να την ανεβάσει στην τάξη των θεών κι αυτήν την

ίδια. Από τώρα μάλιστα κάνει σα θεά και φιλοδοξεί τέτοιο πράγμα- κι άλλωστε μια

γυναίκα που την υπηρετούν αόρατα πλάσματα και διατάζει τους ανέμους, δεν απέχει

και πολύ από θεά. Κι εμένα της άμοιρης, ο άντρας μου είναι πιο γέρος κι από τον

μπαμπά μου· είναι φαλακρός· είναι σαν τέρας, κοκαλιάρης, κι έχει τόση δυσπιστία

που σε όλα στο σπίτι του έχει βάλει αλυσίδες και λουκέτα.

10. Ο δικός μου είναι αρθριτικός και καμπούρης, έλεγε η άλλη, και έχει πολύ λίγη

διάθεση και ικανότητα για έρωτες και χάδια. τι σόι ευχαρίστηση μπορώ να νιώσω με

δαύτον; Πολύ συχνά αναγκάζομαι με τα λεπτά μου τα χεράκια, που είναι πλασμένα

για άλλες δουλειές, να του φτιάνω καταπλάσματα και να του τυλίγω με πανιά τα

αρρωστιάρικα χοντρόχερά του κι εκπληρώνω κοντά του περισσότερο το ρόλο

νοσοκόμας παρά γυναίκας. Άδερφούλα μου, θα σου πω καθαρά τη σκέψη μου: πες

μου, έχεις αρκετό κουράγιο, η μάλλον αντοχή, για να υποφέρεις μια τέτοια διαφορά

ανάμεσα σε μας και στην Ψυχή; Όσο για μένα, σου ομολογώ ότι δεν αντέχω αυτή η

ανάξια για μια τόσο μεγάλη ευτυχία, να συνεχίζει να τη χαίρεται πολύ ακόμη.

Θυμάσαι με τι υπεροψία, με τι αναίδεια μας φέρθηκε; Με τι ανυπόφορη επίδειξη

άπλωνε στα μάτια μας τους θησαυρούς της; Από όλα κείνα τα πλούτη δε μας έδωκε

παρά κάτι μικροπράγματα, και κείνα με λύπη· είδες τι γρήγορα που μας βαρέθηκε και

διάταξε το Ζέφυρο να μας πάρει πίσω, μακριά από το σπίτι της. Μα να σκάσω από το

κακό μου, να μη με πούνε γυναίκα αν δεν τη ρίξω απ' αυτή την ευτυχία που βρίσκε-

Page 7: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ται. Κι αν τη προσβολή που μας έκανε την αισθάνεσαι και συ σαν και μένα, έλα να

πάρουμε τα μέτρα μας και οι δυο, να δούμε τι θα κάνουμε. Ας μη δείξουμε σε κα-

νέναν, ούτε στους γονείς μας, τα δώρα που μας έκανε-καλύτερα να δείξουμε ότι δε

μπορέσαμε να μάθουμε πώς ζει· αυτά που είδαμε μας προξενούν ήδη αρκετή λύπη,

φαντάσου να διηγιόμασταν κιόλας στον κόσμο την τεράστια ευτυχία της· γιατί όπως

ξέρεις, οι άνθρωποι γίνονται πραγματικά ευτυχισμένοι όταν μαθαίνει κι ο κόσμος την

ευτυχία τους. Πρέπει να της δώσουμε να καταλάβει ότι είμαστε οι μεγαλύτερες

αδερφές της, κι όχι σκλάβες. Ας γυρίσουμε τώρα στα μαύρα τα σπιτάκια μας, κι όταν

σκεφτούμε και μελετήσουμε καλά τα σχέδια μας, θα ξαναγυρίσουμε, με την απόφαση

να τιμωρήσουμε τον ξέφρενο εγωισμό της.

11. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη ρίζωνε μέσα τους η κακούργα αυτή σκέψη·

έκρυψαν λοιπόν τα πλούσια δώρα της αδερφής τους, ξανάρχισαν τα κλάματα· φτά-

νουν στο πατρικό σπίτι τραβώντας τα μαλλιά και ξεγδέρνοντας τα πρόσωπα τους. Τα

ψεύτικα εκείνα δάκρυα ξαναδυνάμωσαν τη λύπη των γονιών τους.

Φύγανε τέλος γεμάτες λύσσα, μελετώντας στη μαύρη ψυχή τους πώς θα μπορέσουν

να εξοντώσουν την αθώα αδερφή τους.

Ό άντρας της όμως, που η Ψυχή δεν είχε δει ακόμη, την προειδοποιούσε κάθε νύχτα

να φυλαχτεί: Δε βλέπεις τον κίνδυνο που σε απειλεί- ακόμα είναι μακριά, μα αν δεν

προσέξεις από τώρα πολύ θα πάθεις. οι άπιστες αδερφές σου μεταχειρίζονται τα

πάντα για να σε καταστρέψουν· θα προσπαθήσουν προ πάντων να σε καταφέρουν να

ζητήσεις να με δεις- μα όπως πολλές φορές σου το είπα, αν τύχει και με δεις μια

φορά, πάει, μ' έχασες, δε θα με ξαναδείς ποτέ. Έτσι λοιπόν, αν αυτές οι μέγαιρες

ξανάρθουν με τα πανούργα τους σχέδια (και το ξέρω καλά πώς θα ξανάρθουν), μην

τους μιλάς καθόλου η αν δεν μπορέσεις, από αδυναμία κι από τη φυσική σου κα-

λοσύνη, τουλάχιστο μην ακούς, μην απαντάς σε τίποτα από ό,τι θα σου πούνε για τον

άντρα σου. Η φαμίλια μας τώρα αρχίζει ν' αυξάνει· έχεις στην κοιλιά σου τον καρπό

του γάμου μας· θα γίνει αθάνατος, θεός, αν δεν αποκαλύψεις τα μυστικά μου- θα γίνει

θνητός αν ζητήσεις να τα μάθεις.

12. Γοητεμένη από αυτή την είδηση, η Ψυχή έγινε πιο ωραία ακόμη- μακάριζε τον

εαυτό της για μια τόσο ένδοξη γονιμοποίηση, και χάρηκε που θα γινότανε μητέρα.

Με ανυπομονησία μετρούσε τις μέρες και τους μήνες-αγνοούσε την αίτια της

εγκυμοσύνης της και αισθανόταν αθώα έκπληξη, πώς εκείνο το τόσο λεπτό

κέντρισμα-φούσκωσε τόσο την κοιλιά της. Μα να που οι δυο στρίγγλες, γεμάτες

μίσος, ξανάρθανε γρήγορα σ' αυτήν. Τότε ο σύζυγος της Ψυχής, της ξαναλέει πάλι τις

συμβουλές του: Να η τελευταία μέρα, ο κίνδυνος πλησιάζει- οι αχάριστες και

διεστραμμένες αδερφές σου αρματώθηκαν· προαναγγέλλουν την επίθεση κι είναι

έτοιμες να σου ριχτούν- τα εγκληματικά τους χέρια σηκώνουν το μαχαίρι πάνω στο

κεφάλι σου. Αχ, Ψυχή μου, τι συμφορές μας τριγυρνούν- λυπήσου με, λυπήσου τον

εαυτό σου και μη παραβιάσεις το μυστικό, σώζοντας έτσι από την καταστροφή τον

άντρα σου, όλο το σπίτι μας, τον εαυτό σου και τον καρπό του ερωτά μας. Απόφυγε

αυτές τις κακούργες γυναίκες, που δεν πρέπει πια να τις λες αδερφές σου γιατί

τσαλαπατώντας τους αδελφικούς δεσμούς, σου στήνουν έναν πόλεμο θανατερό. Μη

βλέπεις, μην ακούς αυτές τις Σειρήνες, όταν από την άκρη του βράχου θ' αντηχήσουν

οι καταραμένες φωνές τους.

13. Δεν πιστεύω, του είπε η Ψυχή, με φωνή ραγισμένη από τα κλάματα, να έχεις ως

τώρα παράπονα από την αφοσίωση και την εχεμύθεια μου- αποδώ και πέρα θα

καταλάβεις καλύτερα τη σταθερότητα του χαρακτήρα μου. Ανανέωσε λοιπόν στο

Ζέφυρο τη διαταγή να με υπακούει, κι επειδή δε μου επιτρέπεται να κοιτάξω το θεϊκό

πρόσωπο σου, τουλάχιστο ας μπορέσω να ιδώ τις αδερφές μου. Σου ορκίζομαι σ'

αυτά τα μοσκομυρισμένα σου μαλλιά, που πέφτουνε σα μπούκλες πάνω στους ώμους

Page 8: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

σου, στο θελκτικό αυτό πρόσωπο, που κάτω από τα δάχτυλα μου, μου φαίνεται λεπτό

σαν το δικό μου, και σ' αυτό το στήθος σου που το καίει μια τόσο εξαίσια φλόγα. Αχ,

ας μπορούσα ποτέ να σε δω τουλάχιστον στο πρόσωπο του γιου σου. Άφησε με όμως,

σε παρακαλώ, να φιλήσω τις αδερφές μου· δώσε τουλάχιστο αυτή την παρηγοριά

στην πιστή, στην αγαπημένη σου Ψυχή, σ' αυτήν που υπομένει να σε αγνοεί και να

μην παραπονιέται για το σκοτάδι της νύχτας, αυτήν που στην αγκαλιά

σου μέσα, σε θεωρεί για το μοναδικό της φως.

Τα παρακάλια εκείνα, τα θερμά χάδια τον μαλακώνουν· με τα μακριά μαλλιά του

σφουγγίζει τα δάκρυα της γυναίκας του, δε μπορεί πια τίποτα να της αρνηθεί και

φεύγει πριν ξημερώσει.

14. Μόλις φτάσανε στην πολιτεία οι δυο συνένοχες αδερφές, χωρίς να επισκεφτούν

τους γονείς τους, πηγαίνουν γρήγορα γρήγορα κατ' ευθείαν στο βράχο· εκεί τις

σπρώχνει τόσο το θράσος τους, που χωρίς να περιμένουν τον άνεμο που επρόκειτο να

τις σηκώσει, πήδηξαν μόνες τους στο χάος. Ο Ζέφυρος όμως, που δεν ξέχασε κείνο

που τον είχε διατάξει η κυρά του, τις ανασηκώνει με το φύσημα του απ' το πέσιμο

τους, και τις φέρνει άθελα του μπροστά στο παλάτι. Χωρίς αργοπορία, εκείνες μπαί-

νουν μέσα, αγκαλιάζουν το θύμα τους, που αναιδώς ονομάζουν αδερφή τους, και

κρύβοντας με υποκριτικά χάδια και φιλιά τα μαύρα τους σχέδια της λένε: Ψυχή δεν

είσαι πια παιδί, είσαι μητέρα- πόσα καλά μας υπόσχεται η εγκυμοσύνη σου! τι χαρά

για όλη μας την οικογένεια! τι ευτυχισμένες που θα είμαστε να καμαρώνομε το

χρυσούλι, το παιδάκι σου! Αν μοιάσει, όπως είναι βέβαιο, στην ομορφιά του μπαμπά

και της μάνας του, θα γίνει ο ίδιος ο Έρωτας.

15. Με τη μάσκα της στοργής έμπαιναν πονηρά μέσα στη σκέψη της αδερφής των.

Αφού λοιπόν ξεκουράστηκαν και λούστηκαν, τις οδήγησε σε μια μεγαλόπρεπη

κάμαρη όπου ήταν σερβιρισμένο ένα θαυμάσιο γεύμα-διατάζει να παίξουν κιθάρα και

φλογέρα, και μόλις το είπε ακούστηκαν τα όργανα· διατάζει να τραγουδήσει ο χορός,

κι αμέσως ακούονται ωραία τραγούδια, μελωδικότατα, χωρίς να φαίνεται κανείς.

Μα οι ομορφιές της γλυκιάς εκείνης αρμονίας στάθηκε αδύνατο να καλμάρουν τη

λύσσα των κακούργων εκείνων γυναικών, που υποκρινόταν και με τρόπο φέρανε την

κουβέντα εκεί που ήθελαν- αρχίζουν λοιπόν και ρωτούνε την Ψυχή ποιος είναι ο

άντρας της, από ποια οικογένεια. Το καημένο, το αθώο πλάσμα, ξεχνώντας εκείνα

που είχε επινοήσει την άλλη φορά, σκαρφίζεται τώρα ένα νέο ψέμα και τους λέγει ότι

ο άντρας της είναι από μια γειτονική πολιτεία και ότι έχει μεγάλες εμπορικές

δουλειές· ότι είναι μεσήλικας κι ότι αρχίζει τώρα ν' ασπρίζει· μα κόβοντας γρήγορα

αυτή την ομιλία, τις φορτώνει με καινούργια δώρα, και τις εμπιστεύεται στο φύσημα

του Ζέφυρου.

16. Εκείνες, ενώ πετούσαν ήσυχα-ήσυχα πάνω στα φτερά του, έλεγαν: τι να πει

κανείς, αδερφή μου, για το γελοίο ψέμα που μας ξεφούρνισε ο αθώος αυτός άγγελος;

ο άντρας της ήταν, όπως μας έλεγε στην αρχή, παλικαράκι που μόλις ίδρωνε το

μουστάκι του· τώρα μας μιλάει για έναν μεσήλικα, με γκρίζους κροτάφους. τι άν-

θρωπος θα ειν' αυτός που γερνά έτσι γρήγορα; -Αδερφή μου, είπε η άλλη, η Ψυχή η

μας γελά, η ποτέ δεν είδε τον άντρα της· αλλά όπως κι αν είναι, εμείς πρέπει να

καταστρέψομε την ευτυχία της. Αν είν' αλήθεια ότι αγνοεί το πρόσωπο του άντρός

της, δε χωρεί αμφιβολία ότι είναι θεός· και το παιδί που έχει στην κοιλιά της θα είναι

βέβαια αθάνατο· ο θεός να μας λυπηθεί· γιατί αν γεννήσει αθάνατο παιδί, εγώ αμέσως

θα κρεμαστώ. Ας πάμε τώρα στο σπίτι του μπαμπά για να βρούμε με την ησυχία μας

κανένα σχέδιο που θα μας φέρει στο σκοπό μας.

17. Πιο θυμωμένες τώρα έρχονται στους γονείς τους, μόλις που χαιρετούν, κρατούν

τη νύχτα όλο το σπίτι στο πόδι και μόλις ξημέρωσε πηγαίνουν πάλι στο βράχο κι από

κει ο Ζέφυρος, γρήγορα-γρήγορα τις φέρνει κάτω.

Page 9: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Τότε προσποιούμενες ότι κλαίνε, οι πονηρές πλησιάζουν την Ψυχή κι αρχίζουν να της

λέγουν: Ζεις ευτυχισμένη, αγνοώντας τη συμφορά σου, κοιμάσαι χωρίς να

λογαριάζεις τον κίνδυνο· μα εμείς αγρυπνάμε για σένα, μοιραζόμαστε τη λύπη σου

και τρέμαμε για το μέλλον που σε απειλεί. Γι' αυτό πρέπει να σου φανερώσουμε, ότι

έχουμε μάθει πώς ο άντρας σου είναι ένα πελώριο φίδι, που διπλώνεται σε χίλιες

κουλούρες και πετά ένα ματωμένο δηλητήριο, έρχεται με ανοιχτό το στόμα και πλα-

γιάζει μαζί σου φυλαγμένο από το σκοτάδι της νύχτας. Θυμήσου ότι το μαντείο του

Απόλλωνα προείπε πώς θα παντρευτείς ένα τέρας. Πολλοί κάτοικοι περαστικοί και

κυνηγοί των περιχώρων, το είδαν χτες βράδυ να περνά κολυμπώντας το ποτάμι εδώ

κοντά.

18. Όλοι βεβαιώνουν ότι δε θα χαρείς για πολύ αύτη τη δύναμη, αύτη την πλούσια

τροφή και την περιποίηση, και άμα γεννήσεις, τότε που θα είσαι πιο παχιά, το θηρίο

θα σε φάει. Στοχάσου λοιπόν, αν πιστεύεις στις δυο αδερφές σου, που η ζωή σου τους

είναι πολύτιμη, και διάλεξε η να ζήσεις ασφαλισμένη η να ταφείς στην κοιλιά του

τρομερού θηρίου. Μα κι αν η άγρια και τέλεια μοναξιά σου, που την διακόπτουν

μόνο μερικές φωνές η τα επικίνδυνα νυχτερινά χάδια του φαρμακερού αυτού τέρατος

και τα φρικιαστικά αγκαλιάσματα ταυ, έχει για σένα κάποια κρυφή γοητεία, εμείς

τουλάχιστο σου το 'πάμε, και κάναμε ευσυνείδητα το αδερφικό μας καθήκον.

Φοβισμένη από τα τρομαχτικά εκείνα λόγια, η καημένη η Ψυχή, πολύ απλοϊκή και

εύπιστη, ταράχτηκε και ξεχνώντας πια τις συμβουλές του συζύγου της και τις

υποσχέσεις που του είχε δώσει, τρέχει μόνη της στην καταστροφή της. Ωχρή,

τρομαγμένη, με κομμένα και σβησμένα λόγια, τους αποκρίνεται:

19. Αγαπημένες μου αδερφές, μου δίνετε σημάδια φυσικά και πολύ φανερά της

αγάπης σας. Έχω μάλιστα λόγους να πιστεύω ότι και τα πρόσωπα που σας έδωκαν

αυτές τις πληροφορίες, δε θα σας είπαν ψέματα· ναι, δεν είδα ποτέ μου το πρόσωπο

του άντρός μου, και αγνοώ απολύτως από ποια χώρα είναι. Περνώ τις νύχτες μου μ'

έναν άντρα που δεν τον ξέρω καθόλου, που αποφεύγει το φως και ακούω μόνο τη

φωνή του και πρέπει πράγματι να είναι κάποιο τέρας όπως μου λέτε, γιατί πάντοτε

μου απαγόρεψε αυστηρά να του γυρέψω να τον δω, βεβαιώνοντας ότι η περιέργεια

αύτη θα μου έφερνε την πιο μεγάλη δυστυχία. Αν σ' αύτη τη δύσκολη περίσταση ξέ-

ρετε κανέναν τρόπο να σώσετε την αδερφή σας, μην της τον αρνηθείτε· δεν πρέπει

βέβαια να στηρίζεται κανείς μόνο στη θεία πρόνοια.

Τότε οι απαίσιες αυτές γυναίκες, βλέποντας ότι τους παραδόθηκε η αφελής καρδιά

της Ψυχής, παράτησαν τα άλλα, τα σοβαρότερα μέτρα, που ήταν πια περιττά· υπο-

τάσσουν αμέσως την σκέψη της αδερφής τους και χτυπούν πλέον στα ίσα

20. οι συγγενικοί δεσμοί που μας δένουν με σένα, της λέγει η μια, μας υποχρεώνουν

να περιφρονήσαμε όλους τους κινδύνους προκειμένου να σωθεί η ζωή σου. Έτσι

λοιπόν αφού σκεφτήκαμε καλά, θα σου πούμε τι μέσο νομίζουμε κατάλληλο για να

σωθείς. Να πάρεις ένα ξυράφι καλά ακονισμένο· να είναι πολύ κοφτερό για να κάνει

την ενέργεια του και στο πιο αδύνατο χέρι· κρύψε το προσεχτικά στο κρεβάτι σου

από το μέρος που πλαγιάζεις συνήθως· ετοίμασε επίσης μια λάμπα γεμάτη λάδι, που

ν' ανάβει καλά. Μα πρόσεχε όλα αυτά να ετοιμαστούν μυστικά. Όταν το τέρας, όπως

συνηθίζει, θα έχει σκαλώσει στο κρεβάτι σου και θα πλαγιάσει στο πλάι σου, και

μόλις αποκοιμηθεί, σήκω σιγά-σιγά χωρίς να κάνεις το παραμικρό θόρυβο· πάρε τη

λάμπα, άναψε την για να βλέπεις, ώστε να εκτελέσεις σωστά μια τόσο τολμηρή

πράξη, και κόψε άφοβα το κεφάλι του τέρατος με το ξυράφι· εμείς θα είμαστε έτοιμες

να τρέξουμε κοντά σου. και μόλις με το θάνατο του θα έχεις εξασφαλίσει τη ζωή σου,

θα σε βοηθήσουμε να πάρεις όλους τους θησαυρούς του παλατιού, και θα σε

παντρέψουμε μ' έναν σωστό άνθρωπο, όπως είμαστε παντρεμένες κι εμείς.

Page 10: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

21. Οι κακούργες αδερφές, αφού άναψαν με τα εμπρηστικά αυτά λόγια την καρδία

της Ψυχής, έφυγαν αμέσως γιατί φοβόντουσαν μην μπλέξουν κι οι ίδιες στον κίνδυνο

που την έριξαν· κι αμέσως ανέβηκαν με την βοήθεια του Ζέφυρου στην κορυφή του

βράχου, μπήκαν στα καράβια τους και ξεκουμπίστηκαν.

Ή Ψυχή, μόνη της, η καλύτερα έχοντας συντροφιά το θυμό που της άναψαν, μοιάζει

σαν αγριεμένη θάλασσα· όμως παρ' όλη την αποφασιστικότητα και το θάρρος της, τη

στιγμή που επρόκειτο να εκτελέσει το έγκλημα ένιωθε δισταγμό και χίλια δυο

ολέθρια προαισθήματα την ταράζανε· βιαζόταν μα και δίσταζε· άναβε από θυμό μα

έτρεμε· περιφρονούσε τον εαυτό της για τη δειλία της και θύμωνε· και το πιο τραγικό

στην απελπιστική αυτή θέση, ήταν που μισούσε το τέρας, αλλά λάτρευε το σύζυγο.

Τέλος βράδιαζε πια, όταν αποφάσισε βιαστικά-βιαστικά να προετοιμαστεί για το

εγκληματικό σχέδιο της.

Μόλις ήρθε κοντά της ο άντρας της, αφού πρώτα την αγκάλιασε και της χάρισε μιαν

εξαίσια ηδονή, ύστερα αποκοιμήθηκε βαθιά.

22. Η Ψυχή τότε, με αδυναμία σωματική και ψυχική, μα σπρωχμένη από την κακή

μοίρα που ερέθιζε τις δυνάμεις της, βγαίνει από το κρεβάτι της, παίρνει τη λάμπα και

το ξυράφι κι αισθάνεται κείνη την ώρα μιαν ορμή και μια τόλμη ανώτερη από τη

γυναικεία φύση της. Μα μόλις πλησίασε το φως, ω Θεέ μου, τι βλέπει; Το πιο γλυκό,

το πιο αξιολάτρευτο από όλα τα τέρατα, τον Έρωτα τον ίδιο, το θελχτικό αυτό θεό,

πλαγιασμένο σε μια χαριτωμένη στάση. Στη θέα αυτή, μέχρι και το όπλο που

βαστούσε στο αμαρτωλό της χέρι άστραψε, και το φως της λάμπας δυνάμωσε πιο

πολύ.

Σαστισμένη από το απροσδόκητο αυτό θαύμα, τα 'χασέ· το χρώμα της άλλαξε·

έτρεμε, δεν είχε δύναμη να σταθεί στα πόδια της κι έπεσε στα γόνατα· ήθελε να κρύ-

ψει μέσα στο στήθος της το ξουράφι που της προξενούσε φρίκη τώρα· μέσα στην

απελπισία της θα χτυπιόταν μόνη της, αλλά το όπλο έπεσε από τα τρεμάμενα χέρια

της. Μα παρ' όλη την αδυναμία και την απελπισία της η θεϊκή εκείνη ομορφιά, που

αδιάκοπα παρατηρούσε, της αιχμαλώτιζε τα λογικά της και την ξάναβε.

Θαύμαζε σιωπηλή την ξανθή εκείνη κόμη, απ' όπου ξεχυνόταν μια γλυκύτατη

μυρωδιά, το τόσο λευκό και λεπτό εκείνο δέρμα, τα ροδισμένα εκείνα μάγουλα με το

εξαίσιο χρώμα, τις μακριές εκείνες σγουρές τρίχες, που οι ατημέλητες μπούκλες τους

σαν να έχυναν μια λάμψη πιο δυνατή ·από το φως της λάμπας και πέφτανε

ερωτιάρικα στο λαιμό και στο στήθος του ωραιότερου θεού. Φτερούγες με χρώμα ροζ

φύτρωναν απ' τους ώμους του, και μολονότι κοιμόταν, οι άκρες των φτερών

φαίνονταν να παίζουν ελαφρά με τη χαϊδευτική πνοή του Ζέφυρου. Το κορμί του

ολόκληρο ήταν γεμάτο χάρες κι ομορφιές· ναι, ήταν πράγματι το καμάρι κι η δόξα

της Αφροδίτης.

Ένα τόξο, μια φαρέτρα και βέλη, αυτά που ο επικίνδυνος θεός τα ρίχνει όπου θέλει,

ήσαν κρεμασμένα στην κολόνα του κρεβατιού.

23. Αχόρταγα η Ψυχή τα αγγίζει και τα ψηλαφά με μεγάλη κι ατέλειωτη περιέργεια-

θαυμάζει τα όπλα του άντρός της και, τραβώντας ένα βέλος από τη φαρέτρα,

προσπαθεί τρέμοντας να το δοκιμάσει με την άκρη του δαχτύλου της για να δει αν η

άκρη του είναι αρκετά σουβλερή.

Μα επειδή το πίεσε πολύ δυνατά, έκανε μια μικρή γρατσουνιά και μικρές σταγόνες

από ένα αίμα τριανταφυλλένιο βγήκαν, απλώθηκαν και χρωμάτισαν το χιονάτο δέρμα

της. Έτσι, χωρίς να το φανταστεί, με την δικιά της αυτή κίνηση, η Ψυχή αισθάνθηκε

έρωτα για τον ίδιο τον Έρωτα. Τέλος, όλο και πιο παθιασμένη για τον Έρωτα και

σκυμμένη πάνω του με τα φλογερά χείλη της, τον σκεπάζει με φιλιά· τον γεμίζει με

λάγνα χάδια, τρέμοντας μην τον ξυπνήσει.

Page 11: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Μα ενώ αισθάνεται τόσο γλυκιά ηδονή κι η φαντασία της κυριεύεται από ένα πλήθος

τολμηρές επιθυμίες, η λάμπα της, είτε από μαύρη ατυχία είτε από ζηλοτυπία, είτε

γιατί κι αύτη φλογίστηκε κι ήθελε να χαϊδέψει και φιλήσει το ωραίο εκείνο σώμα,

ρίχνει από το δοχείο της μια σταγόνα καυτό λάδι στον ώμο του ωραίου θεού. Αχ,

πρόστυχη, κακορίζικη λάμπα· ελεεινή φλόγα της αγάπης, πώς μπορείς να κάψεις το

δημιουργό της φωτιάς; Εσύ, που σ' άνεκάλυψεν ένας εραστής, γιατί ήθελε ν'

απολαύσει τη νύχτα με τα μάτια εκείνην π' αγαπούσε, έτσι λοιπόν προστατεύεις τους

ερωτευμένους;

Ό Έρωτας ένιωσε πώς καιγόταν- πετιέται πάνω και βλέποντας προδομένους τόσους

όρκους ξεφεύγει από την αγκαλιά της δυστυχισμένης Ψυχής, πετά χωρίς να της μι-

λήσει; εκείνη, πιάνοντας τον με τα δυο της χέρια από το αριστερό του πόδι,

κρεμάστηκε απ' αυτόν και την σήκωσε στον αέρα, ώσπου εξαντλημένη άνοιξε τα

χέρια της κι έπεσε καταγής.

24. Ο θεός, ο εραστής της, μη θέλοντας να την αφήσει στην απελπισία της, σταματά

στην κορυφή ενός γειτονικού κυπαρισσιού και με συγκινητική φωνή της λέγει:

Αδύνατη κι απλοϊκή Ψυχή, αντί να υπακούσω τη διαταγή της Αφροδίτης, της μάνας

μου, που με είχε προστάξει να σε κάνω να ερωτευθείς τον πιο άμοιρο και πιο

εξευτελισμένο άνθρωπο και να στον δώσω σύζυγο, έγινα εγώ σκλάβος της ομορφιάς

σου. Έκανα πολλά λάθη και το βλέπω- ενήργησα απερίσκεπτα· για χατίρι σου

πληγώθηκα μόνος μου με ένα από τα βέλη μου και σ' έκανα γυναίκα μου. Κι εσύ

πίστεψες ότι είμαι τέρας, και θέλησες να με σκοτώσεις. Να η συμφορά που τόσες φο-

ρές σου έλεγα να την προσέξεις· να γιατί τόσες φορές και με τόση αγάπη σε

συμβούλευα να είσαι προσεκτική. Όσο για τις αδερφές σου, τις έξυπνες αυτές

συμβουλατόρισες, πολύ γρήγορα θα τις κάνω να μετανιώσουν για τις καταστρεπτικές

συμβουλές που σου έδωκαν· μα εσένα Ψυχή δε θα σε τιμωρήσω με άλλο τρόπο, παρά

φεύγοντας από κοντά σου για πάντα. Σ' αυτά τα λόγια, ο Έρωτας, ανοίγοντας τα

φτερά του, πέταξε στα ύψη.

25. Η Ψυχή ξαπλωμένη καταγής, βασανισμένη από τη σκληρότερη θλίψη, έχει τα

μάτια καρφωμένα στον άντρα της. Τον παρακολουθεί ως εκεί που φτάνει η ματιά της

και μόλις τον έχασε από το βλέμμα της, απελπισμένη, τρέχει να πέσει σ' ένα ποτάμι

που έτρεχε εκεί κοντά. Μα ο ποτάμιος Θεός, από σεβασμό προς τον Παντοδύναμο

Έρωτα, για να μην έχει ν' αντιμετωπίσει το θυμό του, την παίρνει ανάλαφρα και

χωρίς να την αφήσει να μάθει τίποτε, την οδηγεί στην όχθη και την αφήνει σιγά-σιγά

πάνω σε μιαν όλοπράσινη χλόη, σπαρμένη που και που με λουλούδια.

Ό Πάν, ο θεός των αγρών, καθόταν εκείνη την ώρα σ' ένα λοφίσκο στην

ακροποταμιά: ερωτευμένος πάντα με τη θεά Σύριγγα, της μάθαινε να βγάζει ωραίους

ήχους και τα κατσίκια του, που φαίνονταν εδώ κι εκεί στην ακροποταμιά, χόρευαν

τριγύρω του. Ο θεός αυτός με τα τραγίσια πόδια, που ήξερε την τραγική περιπέτεια

της ψυχής, την προσκάλεσε γλυκά κοντά του, και προσπάθησε να μετριάσει τη θλίψη

της με παρηγορητικά λόγια: Χρυσό μου παιδί, της έλεγε, αν και με βλέπεις που

βόσκω γίδια κι έχω άξεστο παρουσιαστικό, έμαθα όμως και ξέρω πολλά πράματα,

από τη μεγάλη μου πείρα- και μάλιστα, αν ξέρω καλά να συμπεραίνω - ικανότητα

που οι άνθρωποι τη λένε μαντική - βλέποντας το αναποφάσιστο βάδισμα σου και τη

μεγάλη θλίψη που φανερώνει το βλέμμα σου, ένας φλογερός έρωτας σε καίει και σε

σπαράζει. Πίστεψε λοιπόν τις συμβουλές μου και παραιτώντας το σχέδιο της

αυτοκτονίας, στέγνωσε τα δάκρυα σου, ησύχασε τη λύπη σου και καλύτερα να κάνεις

προσευχές και δεήσεις στον Έρωτα, στον μεγαλύτερο απ' τους θεούς· επειδή είναι

νέος, ευαίσθητος και φιλήδονος, η τέλεια υποταγή σου θα τον μαλακώσει.

26. Η Ψυχή δεν απάντησε τίποτα στον ποιμενικό θεό, κι αφού τον προσκύνησε

τράβηξε το δρόμο της. Αφού με πολύ κόπο περπάτησε καμπόση ώρα, σαν άνθρωπος

Page 12: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

που δεν ξέρει που πηγαίνει, ακολουθεί ένα δρόμο που δεν τον ήξερε καθόλου κι

αυτός την έβγαλε στην πολιτεία όπου βασίλευε ο άντρας της μιας αδερφής της.

Ή Ψυχή, σαν το έμαθε, δίνει είδηση στην αδερφή της και γυρεύει να την δει· αμέσως

την έφεραν μπροστά της κι αφού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, η Ψυχή είπε στην

αδερφή της, που ήταν περίεργη να μάθει την αιτία του ερχομού της:

Θυμάστε τη συμβουλή που μου δώσατε, να κόψω με το ξουράφι το κεφάλι του

τέρατος, που σαν άντρας μου περνούσε τις νύχτες κοντά μου, για να προλάβω το σκο-

πό που είχε, δηλαδή να με φάει; Ήμουν αποφασισμένη να το κάνω, μα μόλις είχα

πλησιάσει το φως στο πρόσωπο του, είδα κάτι τι έξοχο και υπερφυσικό· είδα το γιο

της Αφροδίτης, τον Έρωτα τον ίδιο, παραδομένο σε γλυκό ύπνο. Γεμάτη χαρά μπρος

στο θέαμα εκείνο, παρασυρμένη από την ορμή του ερωτά μου, ξεχάστηκα και γύρεψα

να σβήσω παρευθύς τη φλόγα του κορμιού μου· έξαφνα όμως, για την κακή μου τύχη,

χύθηκε από τη λάμπα μια σταγόνα καυτό λάδι πάνω στον ωμό του. Στη στιγμή

ξύπνησε από τον πόνο και με είδε που ήμουν οπλισμένη με φωτιά και μαχαίρι: - Για

να σε τιμωρήσω για μια τέτοια εγκληματική απόπειρα, είπε, σε διώχνω-έβγα γρήγορα

από το κρεβάτι μου- πάρε μαζί σου ό,τι είναι δικό σου, κι από τώρα δε θέλω πια να σε

ξέρω. Κι εγώ, συνέχισε, θα προσφέρω την αγάπη μου στην αδερφή σου, και είπε το

δικό σου όνομα. Ο Ζέφυρος πήρε διαταγή και μ' έφερε μακριά από το παλάτι του.

27. Μόλις τελείωσε την ομιλία της, η αδερφή της ένιωσε τη ζωηρή επιθυμία να

παραδοθεί σ' έναν άνομο ερωτά, και μάλιστα κεντρισμένη από τη φιλοδοξία που της

είχε γεννήσει η ευτυχία της Ψυχής, προφασίζεται στον άντρα της ότι πέθανε κάποιος

συγγενής της και αναχωρεί ευθύς. Φτάνει γρήγορα στο βράχο- ανεβαίνει, μα χωρίς να

προσέξει καθόλου ότι ο Ζέφυρος δε φυσούσε: Έρωτα, φώναξε τρελή από χαρά, δέξου

μια σύζυγο άξια για σένα- Ζέφυρε, σήκωσε στα φτερά σου την κυρία σου.

Την ίδια ώρα ρίχνεται στο κενό και κατρακυλά από γκρεμό σε γκρεμό- δε μπόρεσε

ούτε νεκρή να φτάσει στο παλάτι, στο τέρμα της τρελής επιθυμίας της- τα μέλη της,

σπασμένα και σκορπισμένα πάνω στους βράχους χρησίμεψαν, όπως τ' άξιζαν

άλλωστε, για τροφή των όρνιων και των αγριμιών. Κι η άλλη αδερφή πολύ γρήγορα

τιμωρήθηκε κι εκείνη. Γιατί η Ψυχή, καθώς περιπλανιόταν, έφτασε στην πολιτεία

όπου κατοικούσε, και της έπαιξε το ίδιο παιγνίδι. Κι αυτή λοιπόν έτρεξε σαν την

αδερφή της γρήγορα-γρήγορα να γίνει γυναίκα του θεού Έρωτα, κι έπαθε τα ίδια.

28. Ενώ η Ψυχή καταγίνονταν να γυρεύει τον Έρωτα και τριγυρνούσε στον κόσμο, ο

μικρός αυτός θεός, άρρωστος από την πληγή του, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της

μάνας του. Ένας γλάρος τότε βουτά βαθιά μέσα στη θάλασσα και πηγαίνει και

βρίσκει την πανώρια Αφροδίτη, που λουζόταν και κολυμπούσε στα βάθη του

Ωκεανού. Της λέγει ότι ο γιος της είναι κατάκοιτος, άρρωστος από ένα κάψιμο στον

ώμο που τον πεθαίνει από τον πόνο, και ότι κινδυνεύει κι η ζωή του ακόμη- κι επίσης

ότι διαδίδονται πάνω στη γη περίεργα πράγματα για την οικογένεια της Αφροδίτης-

ότι δηλαδή λέγουν πώς ενώ ο Έρωτας ήταν αποτραβηγμένος σ' ένα ψηλό βουνό με

μιαν ερωμένη του, η μητέρα του γλεντά με τα κύματα· ότι στο αναμεταξύ ο κόσμος

έχει χάσει τις διασκεδάσεις του και δε γνωρίζει πια ούτε γέλια ούτε χαρές· ότι οι άν-

θρωποι ξανάγιναν βάρβαροι και άγριοι, ξέχασαν σχεδόν εντελώς τη φιλία, την

πατρική στοργή και δεν παντρεύονται πια όπως πριν κι έτσι ο κόσμος βαδίζει στο

γενικό ξεχαρβάλωμα και στην καταστροφή.

Με τέτοιο τρόπο το αδιάκριτο και φλύαρο εκείνο πουλί κατηγορούσε τον καημένο

τον Έρωτα στη μάνα του. τι; φώναξε θυμωμένη η Αφροδίτη· ο γιος μου έχει από

τώρα ερωμένη; Σε παρακαλώ, αγαπημένο μου πουλί, να μου πεις τ' όνομα εκείνης

που κατόρθωσε να διαφθείρει το παιδί μου, αυτό το αθώο πλάσμα. Είναι καμιά

Νύμφη, καμιά από τις Ώρες, τις Μούσες, η καμιά από τις Χάριτες που με

συνοδεύουν; Δεν ξέρω, είπε το πουλί που δε μπορούσε να σιωπήσει, μα πιστεύω, αν

Page 13: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

θυμούμαι καλά, ότι εκείνη που τον έχει ξετρελάνει ονομάζεται Ψυχή - τι; είπε η

Αφροδίτη με αηδία· αγάπησε την Ψυχή; Έκείνην που είχε την αναίδεια να παραβγεί

μαζί μου στην ομορφιά, που δε δίστασε να καταχραστεί τ' όνομα μου; Αχ! για να

συμπληρωθεί φαίνεται ο εξευτελισμός μου, έγινα εγώ, χωρίς να το ξέρω, η μεσίτρα

αυτού του έρωτα· γιατί εγώ του γνώρισα αυτή τη θνητή.

29. Τελειώνοντας, πετάχτηκε βιαστικά από τα βάθη της θάλασσας και τρέχει ολόισια

στο παλάτι της, όπου βρήκε στο κρεβάτι της, όπως της είχαν πει, το γιο της άρρωστο

κι άρχισε να του φωνάζει: Φέρθηκες μ' ένα τρόπο πολύ πρόστυχο, που δε σου

ταίριαζε καθόλου· δε σε φτάνει που περιφρόνησες την προσταγή της μάνας σου, κι

όχι μόνο δεν ξετρέλανες την έχθρα μου με κανέναν παλιάνθρωπο για να την

ταπεινώσεις, παρά την αγαπάς εσύ ο ίδιος, κι είχες το θράσος μάλιστα να ικα-

νοποιήσεις έναν έρωτα αμαρτωλό και πρόωρο για την ηλικία σου, και να την

παντρευτείς κιόλας· και δίχως να λογαριάσεις την οργή μου, πήρες έκείνην που μισώ.

Το δίχως άλλο, προστυχόπαιδο, μασκαρά, ελεεινό πλάσμα, νομίζεις πώς μόνο εσύ

μπορείς τώρα να σπέρνεις παιδιά, κι ότι η ηλικία μου εμένα δεν μου επιτρέπει πια να

μείνω έγκυος· μάθε όμως ότι μπορώ ακόμη να αποχτήσω κι άλλον έναν γιο, πολύ

καλύτερο από σένα.

Και για να δεις πώς δε σε λογαριάζω πια για τίποτα, θα υιοθετήσω ένα από τα παιδιά

της συνοδείας μου· θα του δώσω τα φτερά, τη φλόγα, το τόξο και τα βέλη ακόμη, με

λίγα λόγια, όλα εκείνα που είχα δώσει σε σένα, για να τα μεταχειριστεί όπως πρέπει·

και, να ξέρεις, ότι κανένα από αυτά τα πράματα δεν το 'χεις από τον πατέρα σου.

30. Ναι, από τα μικρά σου χρόνια είχες όλο διεστραμμένες διαθέσεις· τα χέρια σου

είναι επικίνδυνα· χωρίς τον ελάχιστο σεβασμό για τους γονείς σου, όλη την ώρα τους

τυραννείς· κι εμένα, εμένα τη μάνα σου, δε με πληγώνεις όλη μέρα; Με περιφρονείς,

με κακολογείς σα μια χήρα παρατημένη, χωρίς να φοβάσαι το γενναίο πολεμιστή, τον

πατριό σου. και μόνο αυτό; Όλη μέρα δεν τον τυραννείς σε πείσμα μου; Μα θα σε

κάνω να μετανιώσεις και θα σου τόνε βγάλω ξινό τον όμορφο αυτό γάμο.

Τι να κάνω πια η κακομοίρα, έλεγε μόνη της, εξευτελισμένη, περιφρονημένη απ' αυτό

τον αχάριστο; Σε ποιόν να πω τον πόνο μου; Πώς να τιμωρήσω αυτόν τον κατεργάρη;

Να ζητήσω τάχα βοήθεια απ' τη Σωφροσύνη, τη θανάσιμη έχθρα μου, που τόσες

φορές την έχω προσβάλει για να παραβλέπει τις σκανταλιές του γιου μου; Πρέπει

λοιπόν εγώ να ταπεινωθώ και να κάνω συντροφιά με μια γυναίκα τόσο πικρόχολη και

τόσο βαρετή; Τη σιχαίνομαι, κι όμως θα μεταχειριστώ όλα τα μέσα για να εκδικηθώ.

Η Σωφροσύνη μοναχά μπορεί να μου φανεί χρήσιμη. Θέλω να τιμωρήσει αυστηρά το

τρελόπαιδο αυτό, ν' αδειάσει τη φαρέτρα του, να του σπάσει τα βέλη, να του

ξετεντώσει το τόξο, να του σβήσει το δαυλό και να τον κάμει να πλαντάξει από τη

στέρηση. Μόνο τότε θα θεωρήσω τον εαυτό μου εκδικημένο γι' αυτή την καινούρια

προσβολή, όταν θα καταφέρω να του κόψω σίρριζα την όμορφη χρυσή εκείνη κόμη,

που άλλοτε τα δάχτυλα μου χαίρονταν να την πλέκουν, και να μαδήσω τα φτερά από

τις φτερούγες του, που τόσες φορές σφίγγοντας τα στην αγκαλιά μου, τα ράντιζα με

νέκταρ.

31. Μ' αυτά τα λόγια η Αφροδίτη φουρκισμένη βγήκε από το παλάτι της. Η Δήμητρα

και η Ήρα τρέχουν κοντά της αμέσως και τη ρωτούν, βλέποντας το πρόσωπο της

ξαναμμένο, Τι είχε:

Μου ήρθατε, είπε, για να μεγαλώσετε τη συμφορά μου, με τα πειράγματα σας; Α, σας

παρακαλώ, προσπαθήστε καλύτερα να μου βρείτε την Ψυχή, που φεύγοντας τώρα

περιπλανιέται ποιος ξέρει πού- γιατί θα ξέρετε βέβαια τη φοβερή συμφορά μου και τη

διαγωγή εκείνου του προκομμένου, που δε θέλω πια να τον θεωρώ παιδί μου.

Οι θεές, που ήξεραν όλα τα τρέχοντα, προσπαθούν να καλμάρουν την οργή της

Αφροδίτης, λέγοντας της:

Page 14: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Ω θεά, Τι κακό σου έκαμε ο γιος σου, για να εναντιώνεσαι στις απολαύσεις του με

τόση επιμονή, και να θέλεις την καταστροφή της κόρης που αγαπά; Είναι λοιπόν

έγκλημα που ερωτεύτηκε μιαν ωραία γυναίκα; Ξεχνάς ότι είναι άνθρωπος, είναι νέος

και ώριμος πια; η επειδή είναι χαριτωμένος και λεπτός, νομίζεις πώς είναι ακόμη

παιδί; Άλλωστε είσαι μάνα, έχεις πείρα· θέλεις να κατασκοπεύεις πάντα τα γλέντια

του γιου σου, να κατακρίνεις τις επιθυμίες του, να εμποδίζεις τους έρωτες του και να

φορτώνεις απάνω του τα δικά σου τεχνάσματα, τις δικές σου απολαύσεις; Ποιος θεός,

ποιος άνθρωπος θα μπορέσει να ανεχθεί, εσύ που σπέρνεις όλα τα πάθη μέσα στον

κόσμο να θέλεις να σβήσεις την ερωτική χαρά από την οικογένεια σου;

Οι θεές αυτές, που έτρεμαν κι οι ίδιες τα βέλη του Έρωτα, τον υποστήριζαν στην

απουσία του. Μα η Αφροδίτη συχίστηκε περισσότερο με τα λόγια τους, τους γύρισε

την πλάτη και με μεγάλα βήματα τράβηξε πάλι προς τον ωκεανό.

Ή Ψυχή περιπλανιέται για να βρει τον άντρα της. - Τα μαρτύρια μιας ψυχής

ερωτευμένης με τον Έρωτα. -Πώς οι θεές που τρέμουνε την Αφροδίτη, αρνούνται να

βοηθήσουν. - η Ψυχή στον Άδη. - ο Δίας σώζει την κατάσταση κι ευλογεί τους γάμους

του Έρωτα και της Ψυχής· ίσως μ' αυτό το γάμο το φτερωτό παιδί να φρονιμέψει. -

Τέλος του παραμυθιού.

1. Στο μεταξύ η Ψυχή γύριζε μέρα-νύχτα για να βρει τον άντρα της. Περιπλανιόταν

από χώρα σε χώρα κι η αντοχή της μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, επειδή έλπιζε ότι

αν τα χάδια της δεν κατόρθωναν να ησυχάσουν το θυμό του, τουλάχιστο θα τη

δεχόταν για σκλάβα του.

Έξαφνα είδε ένα βωμό στην κορφή ενός βουνού. Ίσως, σκέφτηκε, ο Θεός μου κι

Αφέντης μου να μένει σ' αυτό το βωμό. Αμέσως στρέφει εκεί τα βήματα της· παρ' όλη

την κούραση της ανεβαίνει γοργά, δυναμωμένη από την αγάπη και την ελπίδα· κι

όταν έφτασε στην κορυφή, μπαίνει μέσα στο βωμό κι εκεί βλέπει σωρευμένα στάχυα

κριθαριού κι άλλα χόρτα πλεγμένα σε στεφάνια· υπήρχαν επίσης δεμάτια βρώμης,

δρεπάνια και όλα τα σύνεργα του θερισμού πεταμένα εδώ κι εκεί, όπως τα ρίχνουν Οι

θεριστάδες σαν πηγαίνουν να ξεκουραστούν. Η Ψυχή άρχισε να ξεχωρίζει το καθετί

και να ταχτοποιεί, πεισμένη ότι δεν πρέπει να παραμελεί κανείς ούτε τους βωμούς,

ούτε τη λατρεία κανενός θεού και προσπαθώντας να αποχτήσει την εύνοια και τη

συμπάθεια τους.

2. Ενώ καταγίνονταν με ζήλο σ' αυτή τη δουλειά, τη βλέπει η καλή Δήμητρα και της

φωνάζει από μακριά: Δυστυχισμένη Ψυχή, η Αφροδίτη, παράφορη από θυμό σε

γυρεύει παντού. Αποφάσισε να βάλει όλα τα δυνατά της για να σε εκδικηθεί και να σε

παραδώσει στα πιο φριχτά μαρτύρια- αν όμως δεν λογαριάζεις τη ζωή σου και θέλεις

να ξεχνιέσαι, μπορείς να περιποιείσαι εδώ πέρα το βωμό μου.

Τότε η Ψυχή τρέχει και πέφτει στα πόδια της θεάς, τα βρέχει με τα δάκρυα της, και

σκουπίζοντας τη γη με τα μαλλιά της γυρεύει βοήθεια με τα συγκινητικότερα πα-

ρακάλια: Αχ! σε εξορκίζω, είπε, στο χέρι αυτό που σκορπίζει την αφθονία στις

εύθυμες γιορτές των θεριστών, στα ιερά σου μυστήρια, στην ευφορία της Σικελίας,

στο άρμα σου που το τραβούν φτερωτοί δράκοντες, σε κείνο οπού άρπαξαν την

Περσεφόνη, στη γη που άνοιξε για να την κρύψει, στα σκοτάδια που παραστάθηκαν

στο γάμο της, στη διαδοχική ζωή της πότε στη γη πότε στον Άδη· σε εξορκίζω σε όλα

όσα με θρησκευτική μυστικότητα κρύβει η Ελευσίνα, σύντρεξε την άμοιρη Ψυχή,

άφησε με να κρυφτώ για λίγες μέρες πίσω από αυτά τα στάχυα, ώσπου να ξεθυμάνει

η παντοδύναμη Αφροδίτη· η λίγη αύτη ξεκούραση θα με δυναμώσει κάπως στην τόση

μου εξάντληση.

Page 15: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

3. Τα δάκρυα και τα παρακάλια σου με συγκινούν, της λέει η Δήμητρα, κι ήθελα να

σε βοηθήσω, μα συνδέομαι με την Αφροδίτη με δεσμούς αίματος και φιλίας και δε

θέλω να τη δυσαρεστήσω, κι άλλωστε είναι κι εξαίρετη γυναίκα. Έβγα λοιπόν

γρήγορα από το βωμό μου κι έχε χάρη που σ' αφήνω ελεύθερη.

Διωγμένη παρά τις ελπίδες της, η Ψυχή γύριζε φοβερά θλιμμένη, όταν έξαφνα βλέπει

στα πόδια του βουνού μέσα σ' ένα πυκνό δάσος ένα θαυμάσιο βωμό. Μη θέλοντας να

παραμελήσει κανένα μέσο, έστω και αβέβαιο, για να γλιτώσει από τα βάσανα, κι

αποφασισμένη να ικετέψει όλους τους θεούς, πλησιάζει κι αυτό το βωμό. Της κίνη-

σαν το θαυμασμό τα πλούσια δώρα: φορέματα χρυσοκέντητα κρεμασμένα στα κλαδιά

των δέντρων και στην πόρτα του βωμού, όπου διάβαζε κανείς το όνομα της θεάς και

τα θαύματα της. Η Ψυχή σκουπίζει τα δάκρυα της, λυγίζει τα γόνατα και με τα χέρια

της, αγκαλιάζοντας το βωμό που κάπνιζε ακόμα, έκαμε την εξής προσευχή:

4. Γυναίκα κι αδερφή του μεγάλου Δία, συ που κατοικείς στους αρχαίους ναούς της

Σάμου, που περηφανεύεται γιατί γεννήθηκες και μεγάλωσες εκεί· η στην ένδοξη

Καρχηδόνα που σε λατρεύει με τη μορφή μιας παρθένας που πετά στον ουρανό πάνω

σ' ένα λιοντάρι· η στις όχθες του Ίνάχου, όπου σε δοξάζει το ξακουσμένο Αργός και

σε ονομάζει γυναίκα του Διός και βασίλισσα των θεών. Εσένα που σε τιμούν, όλη η

Ανατολή με το όνομα Ζυγία, όλη η Δύση με το όνομα Λυκίνη (Ή Ήρα Ζυγία ήταν η

θεά προστάτιδα τον γάμου, ενώ η Ήρα Λυκίνη, στη Δύση, θεωρούνταν προστάτιδα της

γέννας.). Ήρα προστάτιδα, μη μ' αφήσεις σ' αυτή τη δυστυχία και το κατάντημα κι

απομάκρυνε τους κινδύνους που με απειλούν, εσύ που ξέρω πώς στον κίνδυνο μ'

ευχαρίστηση συντρέχεις τις έγκυες γυναίκες.

Στην ταπεινή αυτή επίκληση η Ήρα δείχνεται με όλη τη μεγαλοπρέπεια που

φανερώνει τη δύναμη της, και λέγει: Πολύ θα επιθυμούσα, Ψυχή, να εισακούσω την

προσευχή σου· μα η ευπρέπεια δε μου επιτρέπει να σε προστατέψω από τα σχέδια και

τους σκοπούς της Αφροδίτης, της νύφης μου, που την αγαπώ πάντα σαν κόρη μου,

και εξάλλου ο νόμος που απαγορεύει να δίνει κανείς άσυλο στους σκλάβους φυγάδες

ενάντια στη θέληση των κυρίων τους, μ' εμποδίζει να σε πάρω στην προστασία μου.

5. Συντριμμένη από το τελευταίο αυτό χτύπημα η Ψυχή, απελπισμένη πια πώς θα

γλιτώσει από τη σκληρή της μοίρα και πώς θα μπορέσει να ξαναβρεί τον άντρα της,

είπε μέσα της: Τι γιατρικό να βρω πια στη δυστυχία, αφού κι οι θεές αυτές, αν και το

επιθυμούν, δε μπορούν να με βοηθήσουν; Τριγυρισμένη από χίλιους κινδύνους, που

να πάω; Ποιοι τοίχοι, ποια σκεπάσματα μπορούν να με κρύψουν από τα αλάθευτα

μάτια της Αφροδίτης; Δυστυχισμένη Ψυχή· οπλίσου με θάρρος όσο μπορείς- πέταξε

την τρελή ελπίδα πώς μπορείς να κρύβεσαι· τρέξε, παραδόσου στη θεά και

προσπάθησε να την εξιλεώσεις με την υποταγή σου, έστω κι αν άργησες να το κάνεις.

Ποιος ξέρει; τον οίκτο που γυρεύεις από άλλους μπορεί να τον βρεις στην πεθερά

σου.

Έτσι, αμφίβολη για την επιτυχία της υποταγής της, ήταν έτοιμη και για το θάνατο

ακόμη, και μελετούσε τώρα πώς θ' αντικρίσει την Αφροδίτη και πώς θα προσπαθήσει

να την μαλακώσει.

6. Η θεά, κουρασμένη να αναζητά την Ψυχή στη γη, σκεφτόταν να ανεβεί στον

ουρανό. Διατάζει να ετοιμάσουν το άρμα που της έδωκε ο Ήφαιστος πριν τον παν-

τρευτεί. Το σοφό χέρι του θεού εκείνου το είχε δουλέψει καλλιτεχνικά·

λαμποκοπούσε από το χρυσάφι και η αξία του ήταν αλογάριαστη. Τέσσερα άσπρα

περιστέρια με ευλύγιστο λαιμό, που είχαν διάφορους χρωματισμούς, διαλεγμένα

μέσα απ' όλα όσα βρίσκονταν στην επικράτεια της Θεάς, πέρασαν τα όμορφα

κεφάλια τους σ' ένα ζυγό διαμαντοκόλλητο και χαρούμενα σκίσανε τον αιθέρα με το

αστραφτερό άρμα που σήκωνε την κυρά τους.

Page 16: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Πολλά σπουργίτια φλύαρα φτερούγιζαν πίσω της και χίλιοι μικροί φτερωτοί

τραγουδιστάδες αναγγέλλανε τον ερχομό της με τα μελωδικά τραγούδια τους, χωρίς

να φοβηθούν το νύχι του αετού ούτε των άλλων αρπαχτικών. Τα σύννεφα

παραμέρισαν, ο ουρανός άνοιξε και ο Όλυμπος με περηφάνια υποδέχτηκε τη Θεά.

7. Εκείνη βάδισε προς το παλάτι του Δία και ζήτησε επίμονα την άδεια να

χρησιμοποιήσει τον αγγελιοφόρο, το θεό Έρμη. Ο Δίας με νεύμα της έδωσε την

άδεια- η Αφροδίτη θριάμβεψε· άφησε τα αιθέρια βασίλεια ακολουθούμενη από το

φτερωτό θεό, και βιαστικά του λέει:

Ξέρεις άδερφούλη μου, ότι ποτέ δεν έκανα τίποτα χωρίς εσένα- πρέπει να σου πω ότι

από πολύ καιρό γυρεύω μια από τις δούλες μου, χωρίς να μπορέσω ν' ανακαλύψω το

καταφύγιο της. Δε μου μένει άλλη λύση για να το κατορθώσω, παρά να διαλαλήσω

με τη φωνή σου ότι θ' ανταμείψω εκείνον που θα μου δώσει καμιά είδηση- χωρίς

αργοπορία εκτέλεσε την επιθυμία μου και περίγραψε την με τέτοιο τρόπο, ώστε ν'

αναγνωρίζεται εύκολα, κι αν τυχόν κανένας την έχει κρύψει δήθεν από άγνοια, να

μην μπορεί υστέρα να δικαιολογηθεί. και δίνοντας στον Έρμη ένα χαρτί όπου ήταν

σημειωμένο το όνομα της Ψυχής κι όλα τα χαρακτηριστικά της, γοργά -γοργά

τραβήχτηκε στο παλάτι της.

8. Ο Έρμης υπάκουσε πρόθυμα και διατρέχοντας όλες τις πολιτείες διαλαλούσε: Αν

κανένας μπορεί να φέρει η ν' ανακαλύψει την Ψυχή, τη φυγάδα σκλάβα της

Αφροδίτης και κόρη του βασιλιά, να παρουσιαστεί μπρος στον Έρμη τον κήρυκα, στο

ιερό της Μυρτιάς Αφροδίτης στη Ρώμη- οχτώ γλυκά φιλιά από την τρυφερή

Αφροδίτη, κι ένα άλλο ακόμη, δοσμένο με αφάνταστη ηδονή και γλύκα, με την άκρη

της γλώσσας, θα είναι η αμοιβή του.

Με την υπόσχεση του Έρμη, η σφοδρή επιθυμία για μια τέτοια εύνοια άναψε όλες τις

καρδιές των θνητών· κι αυτό το περιστατικό έκανε τελειωτικά την Ψυχή ν' απο-

φασίσει να παραδοθεί μόνη της. Πλησίασε στο παλάτι της Θεάς, και μια από τις

ακόλουθες, η Έξη, έρχεται κατά πάνω της και της φωνάζει με δυνατή φωνή:

Επιτέλους, άπιστη σκλάβα, δείχνεις πώς άρχισες να καταλαβαίνεις ότι έχεις μια

κυρία· χωρίς άλλο κατά τη συνήθεια σου, θα 'χεις την αναίδεια να δείχνεις πώς δεν

ξέρεις τι τραβήξαμε να σε γυρεύουμε- μα ευτυχώς, δε θα μπορούσες να πέσεις σε

καλύτερα χέρια· θα γίνουμε για σένα οι συνεργάτες του Ερέβους, και θα σου

δώσουμε την τιμωρία που σου αξίζει. και πιάνοντας την από τα μαλλιά, την τραβά

αλύπητα, αν κι η καημένη δεν έδειχνε καμιά αντίσταση.

9. Η Έξη τη φέρνει στα πόδια της Αφροδίτης, που άμα την είδε, ξέσπασε σε

κοροϊδευτικά δυνατά γέλια, σημάδι μεγάλου θυμού, και φώναξε κουνώντας το κεφάλι

και ξύνοντας τ' αυτί:

Καταδέχεσαι, τέλος πάντων, να χαιρετήσεις την πεθερά σου; η μήπως έρχεσαι να δεις

τον αντρούλη σου, που η πληγή που του έκανες τον έφερε σε κίνδυνο; Μα μένε

ήσυχη- θα σε υποδεχτώ σαν πεθερά. Που είναι οι ακόλουθες μου, η Ανησυχία και η

Λύπη; Παρουσιάζονται αμέσως και η Αφροδίτη τους παραδίνει το θύμα της να το

βασανίσουν.

Υπακούοντας στην προσταγή της κυράς τους, χτυπούν με βέργες την καημένη την

Ψυχή, την τυραννούν με χίλιους τρόπους και τη φέρνουν πάλι μπρος στη Θεά, που με

νέα γέλια ξανάρχισε:

Μπας και νομίζει ότι επειδή είναι γκαστρωμένη θα τη συμπονέσω, κι ότι θα τη

λυπηθώ για χατίρι του λαμπρού βλασταριού, που είμαι υποχρεωμένη να γίνω γιαγιά

του; Στ' αλήθεια, τι σπουδαία ευτυχία να γίνω γιαγιά στον ανθό της ηλικίας μου, και

ν' ακούω να λένε το παιδί μιας σιχαμένης σκλάβας, εγγόνι μου! Έμενα, της

Αφροδίτης! Μα δεν είμαι τόσο τρελή για να το ανεχτώ αυτό· δεν μπορώ να το θεωρώ

εγγόνι μου, είναι ρεζιλίκι για μένα. Κι άλλωστε ένας γάμος που έγινε στην εξοχή

Page 17: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

χωρίς μάρτυρες, χωρίς την έγκριση του πατέρα, μπορεί να είναι νόμιμος; Το παιδί

αυτό θα είναι μπάσταρδο, αν επιτρέψω στη μάνα του να το μεγαλώσει.

10. Στα λόγια αυτά χύνεται κατά πάνω της, της σκίζει το φουστάνι, της ξεριζώνει τα

μαλλιά, της ξεγδέρνει το ωραίο πρόσωπο και την κακομεταχειρίζεται τρομερά. και

παίρνοντας σιτάρι, βρώμη, κριθάρι, φακές, κανναβούρι, μπιζέλια, τ' ανακατεύει όλα

καλά, κάνει ένα σωρό και της λέγει:

Μου φαίνεσαι ένα τόσο σιχαμένο δουλικό, και δε θα κατορθώσεις ποτέ να γίνεις

συμπαθής, παρά μόνο αν δείξεις έκτακτη ικανότητα στη δουλειά. Θέλω να δοκιμάσω

την' αξιοσύνη σου χωρίς αργοπορία. Λοιπόν, θα μου ξεχωρίσεις αυτά τα

ανακατωμένα όσπρια και ως το βράδυ να τα 'χεις έτοιμα. Της είπε αυτά και βγήκε για

να πάει σ' ένα γάμο. Η Ψυχή μήτε που άπλωσε χέρι στον ανακατωμένο εκείνο σωρό,

και συντριμμένη από μια τόσο σκληρή διαταγή, σιωπούσε ακίνητη. Τότε ένα μικρό

μυρμήγκι, συγκινημένο που έβλεπε τη γυναίκα ενός τόσο μεγάλου θεού

καταδικασμένη σε μια δουλειά τόσο δύσκολη και αηδιασμένο με τη σκληρότητα της

πεθεράς της, τρέχει γρήγορα να καλέσει όλα τα μυρμήγκια της επαρχίας:

Προκομμένα παιδιά της γης, τους είπε, συγκινηθείτε από τους κινδύνους της γυναίκας

του Έρωτα· τρέξτε να βοηθήσετε το ομορφότερο κορίτσι.

Σαν κύματα που σωριάζονται, ορμούν όλα μαζί και δουλεύουν με τρομερή

γρηγοράδα ξεχωρίζοντας τους σπόρους, σχηματίζουν νέους σωρούς από κάθε είδος,

τα τελειώνουν όλα και εξαφανίζονται.

11. Μόλις νύχτωσε, η Αφροδίτη, μεθυσμένη από νέκταρ, γεμισμένη από μυρωδιές

και στολισμένη με τριαντάφυλλα γυρίζει από το γάμο· άμα είδε κείνο το θαύμα, είπε:

Διαβολοθήλυκο, ξέρω πώς δεν τα κατάφερες μόνη σου· είναι δουλειά του

παλιόπαιδου εκείνου που τον ξετρέλανες, για μεγάλη σου δυστυχία και για δική του.

Της έριξε ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και πήγε να πλαγιάσει.

Στο μεταξύ ο Έρωτας ήταν απομονωμένος αυστηρά μέσα σ' ένα εσωτερικό δωμάτιο

του παλατιού, κι από φόβο μην ερεθιστεί η πληγή του από ερωτικές περιπτύξεις δεν

πήγαινε ν' ανταμώσει την Ψυχή. οι δυο ερωτευμένοι, φυλακισμένοι χωριστά κάτω

από την ίδια στέγη, πέρασαν μιαν ατέλειωτη μελαγχολική νύχτα· μα την αυγή η

Αφροδίτη φωνάζει την Ψυχή κοντά της και με αυστηρό τόνο της λέγει:

Βλέπεις αυτά τα δασάκια στις όχθες εκείνου του ποταμού και την πηγή που βγαίνει

από τη ρίζα εκείνου του βράχου; Εκεί κάτου πηδούν χωρίς βοσκούς κάτι πρόβατα

που το μαλλί τους έχει το χρώμα και τη λάμψη του χρυσαφιού- θέλω χωρίς άλλο να

μου φέρεις το χρυσό τους μαλλί, μα να μη λείψει ούτε μια τριχούλα.

12. Μάλλον για να πέσει στο ποτάμι και να γλιτώσει από τα βάσανα, παρά για να

υπακούσει τη διαταγή της θεάς, η Ψυχή πήγαινε με τη θέληση της, όταν ένα καλάμι,

που το τάρασσε το γλυκό φύσημα του Ζέφυρου, ψιθυρίζει ελαφρά και ευχάριστα στη

μέση των κυματισμών και φτάνουν στ' αυτιά της Ψυχής τα παρακάτω λόγια: Όποιες

κι αν είναι, Ψυχή, οι συμφορές που σε καταβάλλουν, μη μολύνεις μ' ένα τραγικό

θάνατο την καθαρότητα των ιερών νερών μου- πρόσεχε προ πάντων μη πλησιάσεις τα

τρομερά αυτά αρνιά όταν ο ήλιος ρίχνει τις αχτίνες του· την ώρα εκείνη είναι

φρενιασμένα και τα μυτερά κερατά τους, το κούτελο τους, πραγματική πέτρα, τα

φαρμακερά τους δόντια που το άγγιγμα τους είναι θανατερό, όλα αυτά είναι φοβερά

επικίνδυνα. Μπορείς όμως να κρυφτείς εύκολα κάτω από αυτό το μεγάλο δέντρο που

το ποτίζει ο ποταμός, όπως κι εμένα, ώσπου να μετριασθεί η μεγάλη ζέστη της

ημέρας, και τα ζώα αυτά, λιγότερο ερεθισμένα, να 'ρθούν για ν' αναπαυθούν στη

δροσιά. Τότε μόνο θα μπεις στο γειτονικό δασάκι, όπου θα βρεις άφθονο εδώ κι εκεί

από το πολύτιμο αυτό μαλλί, που αφήνουν τα πρόβατα πάνω στους θάμνους.

13. Έτσι, η αγαθή συμπόνια του καλαμιού εκείνου έσωσε την καημένη την Ψυχή.

Έπαψε λοιπόν κάθε απόπειρα και χάρηκε γι' αυτή τη συμβουλή, που βάλθηκε να την

Page 18: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ακολουθήσει πιστά. Έτσι μπόρεσε μ' ευκολία και χωρίς κίνδυνο να μαζέψει αρκετό

από το μαλλί εκείνο και το πήγε στην Αφροδίτη. και όμως, ο κίνδυνος που πέρασε η

Ψυχή στη δεύτερη αυτή διαταγή δε μαλάκωσε τη Θεά, και σουφρώνοντας τα φρύδια

με πικρό χαμόγελο της λέγει:

Ξέρω καλά τον άπιστο που σε βοήθησε και πέτυχες, μα θέλω να δοκιμάσω ακόμη

καλύτερα το μεγάλο θάρρος σου και τη σπάνια εξυπνάδα σου. Βλέπεις αυτό τον από-

τομο βράχο στην κορυφή εκείνου του βουνού; Εκεί είναι οι πηγές ποταμών υπογείων-

από κει τρέχουν τα μαύρα εκείνα νερά, που ορμώντας μ' ένα τρομερό κρότο στη

γειτονική κοιλάδα, ποτίζουν τα έλη της Στυγός και μεγαλώνουν τον αδύνατο Κωκυτό.

Πήγαινε γρήγορα να πάρεις νερό από την ίδια την πηγή και να μου το φέρεις μέσα σ'

αυτή τη στάμνα. Συνάμα της δίνει ένα κρυσταλλένιο δοχείο καλοδουλεμένο και την

απειλεί με τα φριχτότερα μαρτύρια αν τύχει και δε φέρει νερό.

14. Η Ψυχή, ταχύνοντας το βήμα πέρασε την κορυφή του βουνού, με την ελπίδα να

φτάσει τουλάχιστο στο τέρμα της αξιοθρήνητης ζωής της. Άμα έφτασε στο οροπέδιο,

κατάλαβε αμέσως ότι ήταν αδύνατο να εκτελέσει τη διαταγή της Θεάς. Ένας βράχος

πελώριος, απρόσιτος απ' όλες τις μεριές και γλιστερός ξερνούσε τρομερά νερά που

βυθίζονταν αμέσως, έπειτα ξανάβγαιναν στην πλαγιά του βουνού, χώνονταν πάλι σε

ένα υπόγειο χαντάκι και χύνονταν στην κοντινή πεδιάδα.

Από κάθε μέρος της πηγής ήσαν δυο σπηλιές, απ' όπου ξεπρόβαλλαν δυο τρομερά

φίδια, που ποτέ δεν τα παίρνει ο ύπνος παρά ξαγρυπνούν παντοτινά φυλάγοντας την

πηγή· και το χειρότερο, τα ίδια τα νερά στην ταραχή τους μέσα μουρμουρίζουν από

καιρό σε καιρό αυτές τις λέξεις:

Τι κάνεις; τραβήξου, φεύγα γιατί χάθηκες.

Τόσες αξεπέραστες δυσκολίες σα να απολίθωσαν την Ψυχή· ζούσε μα ήταν σαν

αναίσθητη· κατατσακισμένη από τόσα εμπόδια, δεν είχε ούτε τη θλιβερή παρηγοριά

να κλάψει.

15. Μα τότε η θεία Πρόνοια έριξε τη ματιά της σ' αυτό το αθώο πλάσμα. Ο αετός, το

βασιλικό πουλί του κυρίαρχου των θεών, θυμήθηκε την έκδούλευση που είχε κάποτε

προσφέρει ο Έρωτας στο Δία, τότε στην αρπαγή του Γανυμήδη, που τον έκανε

οινοχόο του, και θέλοντας ν' ανταποδώσει το καλό στο νεαρό θεό έτρεξε στη δυ-

στυχισμένη του γυναίκα, άπλωσε τα φτερά του κι αφήνοντας τον ουρανό ήρθε και

πετάριζε γύρω στην Ψυχή, και της λέγει:

Τι απλοϊκή που είσαι και τι λίγη πείρα που έχεις, αν νομίζεις πώς μπορείς να πάρεις

και μια σταγόνα νερό από αύτη την πηγή· μη σου περάσει καν από το μυαλό ότι

μπορείς να αγγίξεις τα νερά της. Δεν άκουσες ποτέ σου πόσο τρομερά είναι τα νερά

της Στυγός, που σ' αυτήν ο ίδιος ο Δίας κι όλοι οι Θεοί ορκίζονται; Δώσε μου εμένα

αυτό το λαγήνι.

Ό αετός με τα λόγια αυτά το παίρνει από τα χέρια της Ψυχής, πηδά κατά την πηγή και

στριφογυρίζοντας εδώ κι εκεί στον αέρα, ανάμεσα απ' τα στόματα των φρενιασμένων

φιδιών, το γεμίζει από τα νερά εκείνα, αν κι αυτά ακόμη έδειχναν μια δυνατή

δυσαρέσκεια, σαν να τον συμβούλευαν να τραβηχτεί γρήγορα πριν την πάθει για το

τόλμημα του· μα ο αετός, λέγοντας πώς ερχόταν να πάρει νερό για τη Θεά τα

κατάφερε και έφερε στην Ψυχή τη στάμνα γεμάτη· αυτή πάλι με χαρά έτρεξε να την

πάει στην Αφροδίτη.

16. Και μόλα ταύτα, κι η νέα αυτή υπηρεσία δεν ήταν αρκετή για να μαλακώσει το

θυμό της εκδικητικής Θεάς· και απειλώντας την Ψυχή να την υποβάλει σε νέες και

φοβερότερες ακόμη δοκιμασίες, της λέγει και τα εξής σκληρά λόγια:

Μου φαίνεται πώς είσαι ικανότατη μάγισσα, αφού κατορθώνεις κι εκτελείς τόσο

εύκολα τέτοιες διαταγές· πρέπει όμως μικρούλα μου να μου κάνεις ακόμη κάτι. Πάρε

αυτό το κουτί που σου δίνω, έμπα στον Άδη και προχώρησε ως το παλάτι του

Page 19: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Πλούτωνα, δός το στην Περσεφόνη και πες της: η Αφροδίτη σε παρακαλεί να της

στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, όσο χρειάζεται μόνο για λίγες ώρες. Γιατί οι

μεγάλες φροντίδες που έχει με την αρρώστια του γιου της, μάραναν ολότελα τα φυ-

σικά της θέλγητρα. Να γυρίσεις όμως πολύ γρήγορα· είναι απαραίτητο να

μεταχειριστώ τη συνταγή για να κάνω εντύπωση στη συνέλευση των αθανάτων.

17. Η Ψυχή βλέπει τότε καθαρά ότι είναι πια στα τελευταία της. Καταλαβαίνει ότι

την σπρώχνουν στο θάνατο. Τι άλλο να σκεφτεί, αφού την υποχρέωνε να πάει μόνη

της να βρει τους νεκρούς; Χωρίς πια άλλους δισταγμούς, τραβάει προς ένα ψηλό

πύργο αποφασισμένη να γκρεμιστεί από κει με τη θαρραλέα σκέψη ότι ο δρόμος

αυτός είναι ο πιο σύντομος και πιο παλικαρίσιος για να κατέβει κανείς στον Άδη.

Έξαφνα όμως ακούστηκαν από τον πύργο τα εξής λόγια:

Δυστυχισμένη Ψυχή, γιατί γυρεύεις ν' αυτοκτονήσεις; Γιατί χάνεις το θάρρος σου

έτσι απερίσκεπτα στο νέο αυτό κίνδυνο; Άμα χωριστεί η ψυχή από το σώμα σου,

μπορείς ασφαλώς να μπεις στον Άδη μα δε θα γυρίσεις ποτέ πίσω. Άκουσε τις

συμβουλές μου.

18. Κοντά στη Λακεδαίμονα, την πρώτη πόλη της Αχαΐας, λίγο πιο πέρα, σε

απόκεντρα και κρυφά μέρη είναι το Ταίναρο, πλατύ παράθυρο του Άδη· από κει

φαίνεται ένας δρόμος άγνωστος στους ανθρώπους, που σε φέρνει κατευθείαν στο

παλάτι του Πλούτωνα· πρόσεχε όμως, όταν μπαίνεις, πρέπει να έχεις σε κάθε χέρι σου

από μια κριθαρόπιτα με μέλι και δυο οβολούς μέσα στο στόμα σου. Όταν θα έχεις

περάσει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δρόμου, θα βρεις ένα κουτσό γάιδαρο

φορτωμένο ξύλα κι έναν αγωγιάτη, κουτσό κι αυτόν, θα σε παρακαλέσει να του

πιάσεις μερικά μικρά ξυλαράκια που είναι πεσμένα από το γάιδαρο- εσύ να περάσεις

χωρίς ν' απαντήσεις. Λίγο πιο πέρα, θα βρεις τον ποταμό των νεκρών, όπου ο

Χάροντας, παίρνοντας πρώτα την πληρωμή του, δέχεται τους ταξιδιώτες μέσα στην

παλιόβαρκά του και τους περνά στην αντικρινή όχθη. Φαίνεται πώς η φυλαργυρία

βασιλεύει και στους νεκρούς ακόμη, αφού κι ο Χάροντας κι ο Πλούτωνας, ο λαμπρός

αυτός θεός, δεν κάνουν τίποτα δίχως συμφέρον, κι ο φτωχός που δε βαστά στο χέρι

του όβολό δε μπορεί ούτε να πεθάνει.

Δώσε λοιπόν στο φιλάργυρο αυτό βαρκάρη τον ένα όβολό, η καλύτερα, άσε τον να

τον πάρει μέσα από το στόμα σου.

Ενώ θα διασχίζεις τα κοιμισμένα αυτά νερά, το φάντασμα ενός γέρου που κολυμπά

και σηκώνει τα σκελετωμένα χέρια του θα σε παρακαλέσει να τον βοηθήσεις για ν'

ανεβεί μέσα στη βάρκα- πρόσεξε μη γελαστείς.

19. Άμα περάσεις το ποτάμι, θα προχωρήσεις λίγα βήματα και θα δεις κάτι γριές που

υφαίνουν· θα σε παρακαλέσουν να τις βοηθήσεις μια στιγμή· μην αγγίξεις το

εργόχειρο τους. Η Αφροδίτη θα σου στήσει όλες αυτές τις παγίδες κι άλλες πολλές

για να σ' αναγκάσει ν' αφήσεις τη μια πίτα τουλάχιστο. Αυτό όμως θα σου στοιχίσει

πολύ· αν χάσεις έστω τη μια πίτα δε θα ξαναδείς ποτέ τον ήλιο. Τέλος, ένας

τερατώδης και τρομερός σκύλος με τρία πελώρια κεφάλια, που ουρλιάζουν

τρομαχτικά τις καημένες τις ψυχές, άγρυπνα παντοτινά μπρος στο ακατοίκητο παλάτι

της Περσεφόνης, θα του ρίξεις λοιπόν μια πίτα, και θα μπεις μέσα ανενόχλητη· θα

φτάσεις στη θέα, που θα σε υποδεχτεί με καλό τρόπο και θα σε πρότρεψα, να

καθίσεις στο πλούσιο γεύμα της. Εσύ όμως να καθίσεις καταγής· ζήτησε μαύρο ψωμί

σκέτο και φάγε το· έπειτα θα εκθέσεις το σκοπό του ταξιδιού σου και θα πάρεις ό,τι

σου δώσει. Γυρίζοντας, θα καθησυχάσεις πάλι τον Κέρβερο ρίχνοντας του την άλλη

πίτα· ο τσιγκούνης ο Χάροντας θα σε περάσει στην άλλη όχθη με τον όβολό·

ξαναπάρε πάλι τον ίδιο δρόμο και θα βγεις έξω. Πρόσεχε όμως καλά, μην τύχει και

δοκιμάσεις ν' ανοίξεις ούτε να κοιτάξεις τι έχει μέσα το κουτί που θα σου δώσει. Να

μη σε κυριέψει η περιέργεια, γιατί χάθηκες.

Page 20: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

20. Χωρίς να χάνει καιρό, η Ψυχή ξεκινά για το Ταίναρο και εφοδιασμένη με το

νόμισμα και τις πίτες, χώνεται μέσα στο υπόγειο βάραθρο.

Προσπερνά τον κουτσό αγωγιάτη, χωρίς να του δώσει προσοχή. Πληρώνει τα ναύλα

της στο Χάροντα, χωρίς να σταματήσει στα παρακάλια του φαντάσματος που κο-

λυμπούσε. Οι ψεύτικες παρακλήσεις των γριών που ύφαιναν δεν την σταμάτησαν·

καθησύχασε τη λύσσα του Κέρβερου ρίχνοντας του τη μια πίτα και μπαίνει τέλος στο

Παλάτι της Περσεφόνης. Αρνήθηκε να καθίσει αναπαυτικά και να φάγει από τα

διαλεχτά φαγητά( Το κάθισμα που πρόσφερε η Περσεφόνη ήταν μια παγίδα: όποιος

καθόταν, έμενε εκεί. Την περιπέτεια αυτή δοκίμασαν ο Θησέας κι ο Πειρίθοος, όταν

κατέβηκαν στον Άδη.) · ζάρωσε με ταπεινότητα στα πόδια της Θεάς, έφαγε λίγο μαύρο

ψωμί κι έδωσε την παραγγελία της Αφροδίτης.

Αμέσως η Περσεφόνη γεμίζει στα κρυφά και κλείνει το κουτί- η Ψυχή το παίρνει και

με την άλλη πίτα σταματά τα γαυγίσματα του Κέρβερου· με τον άλλο όβολό που δίνει

στο Χάροντα, κατορθώνει και βγαίνει έξω από τον Άδη.

Μα μόλις ξαναείδε το φως, μια τολμηρή κι ακράτητη περιέργεια γεννήθηκε μέσα της.

Θα κάνω, σκέφτηκε, μεγάλη κουταμάρα αν αποφάσιζα κρατώντας στα χέρια την

αθάνατη ομορφιά να μην πάρω ούτε μια στάλα, για να αρέσω περισσότερο στον

ωραίο μου εραστή.

21. Σ' αυτά τα λόγια ανοίγει το κουτί. Ωχ, Θεέ μου-δε βρίσκει μέσα ούτε χάρες ούτε

την ομορφιά που γύρευε· βγαίνει μόνο ένας ναρκωτικός ατμός, μια αναθυμίαση, που

την περικυκλώνει, την αναποδογυρίζει, μουδιάζει όλα τα μέλη της και τη βυθίζει σ'

ένα τόσο βαθύ ύπνο που έμοιαζε σαν πεθαμένη.

Ό Έρωτας όμως, που η πληγή του είχε γιατρευτεί εντελώς και δεν μπορούσε πια ν'

αντέξει την απουσία της Ψυχής, πέταξε από το στενό παράθυρο του δωματίου

πού τον φύλαγαν. και με δυναμωμένα τα φτερά από την πολλή ακινησία, μ' ένα

γρήγορο πέταγμα φτάνει κοντά της· συμμαζεύει το ναρκωτικό ατμό που την

περιτυλίγει και τον κλείνει μέσα στο κουτί. Την ξυπνά ανήσυχος, κεντώντας την

ελαφρά μ' ένα βέλος. Καημένη Ψυχή, της λέγει, η περιέργεια σου για δεύτερη φορά

κόντεψε να σε καταστρέψει. Βιάσου να εκτελέσεις την παραγγελία της μητέρας μου·

τα άλλα αφορούν εμένα. Άμα είπε αυτά ο τρυφερός εραστής πέταξε αμέσως, και η

Ψυχή πήγε γοργά-γοργά το δώρο της Περσεφόνης στην Αφροδίτη.

22. Στο μεταξύ ο Έρωτας, που έλιωνε από την αγάπη κι έτρεμε στο άκουσμα και

μόνο της κατσούφας Σωφροσύνης, που μ' αυτήν η μητέρα του τον είχε φοβερίσει,

άρχισε τις συνηθισμένες του πονηριές. Πετά στο ψηλότερο μέρος του ουρανού,

ρίχνεται στα πόδια του Δία και του εκθέτει το πρόβλημα του. Τότε ο Άρχοντας των

Θεών τον αγκαλιάζει, του φιλά στοργικά το χέρι και του λέγει:

Παιδί μου και νικητή μου, αν και ποτέ δε μου απέδωκες τις τιμές που δέχομαι από

τους άλλους Θεούς, αν και πολλές φορές με πλήγωσες, έμενα που διευθύνω τις

δυνάμεις και κανονίζω το δρόμο των άστρων· αν και ξανάβοντας αδιάκοπα τον πόθο

μου για ανθρώπινες καλλονές μ' έχεις εξευτελίσει στους ανθρώπους, αναγκάζοντας

με να παραβαίνω τους νόμους, και κυρίως τον Ιουλιανό, και με κάνεις να

μεταμορφώνω τη σεβαστή μου μορφή σε φίδι, σε φλόγα, σε άγριο ζώο, σε πουλί, παρ'

όλα αυτά θα υπακούσω μόνο στην καλοσύνη μου, αφού άλλωστε μεγάλωσες και στα

χέρια μου, και θα σου κάνω αυτό που μου γυρεύεις, φτάνει μονό να ξέρεις να φερθεί

καλά στους αντιπάλους σου(Τον Ιουλιανό νόμο, που καταδίκαζε τη μοιχεία, είχε

θεσπίσει ο Αύγουστος για να συμβάλει στην αποκατάσταση της δημόσιας ηθικής.)· κι αν

γνωρίζεις για καμιά ομορφούλα θνητή, κάνε την να μ' αγαπήσει κι έτσι μου

ξεπληρώνεις τη χάρη που σου κάνω.

23. Σαν είπε αυτά ο Δίας, διατάζει τον Έρμη να καλέσει αμέσως γενική συνέλευση

των Θεών και να κηρύξει δέκα χιλιάδες λίρες πρόστιμο σε καθέναν που θ' απουσίαζε

Page 21: ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

από τη Συνέλευση. Με τη φοβέρα αύτη το ουράνιο Παλάτι γέμισε, και ο

μεγαλόπρεπος Δίας, πάνω στον υψηλό του θρόνο, αρχίζει:

Θεοί γραμμένοι στο βιβλίο των Μουσών, ποιος από σας δεν γνωρίζει τον Έρωτα, τον

έφηβο αυτό που εγώ ο ίδιος τον ανάθρεψα; Θέλω να του βάλω λίγο χαλινάρι στη

σφοδρότητα των πρώτων εφηβικών του εκδηλώσεων· τα σκάνδαλα, οι ασωτείες του

είναι κάθε μέρα το σούσουρο όλου του κόσμου· πρέπει να μη βρίσκει πια ευκαιρίες

για τέτοια πράματα. Με το γάμο, θα συμμαζευτεί, θα φρονιμέψει. Έχει διαλέξει μια

νέα και του 'χει δώσει και την παρθενιά της. Ας την πάρει λοιπόν, κι ας ζήσει

ευτυχισμένος με τον πρώτο του αυτόν έρωτα, την Ψυχή.

Έπειτα, γυρίζοντας στην Αφροδίτη: και συ κόρη μου, μη λυπάσαι, μη φοβάσαι πώς ο

γιος σου θα ντροπιάσει την καταγωγή του παίρνοντας μια θνητή· εγώ θα ισιώσω τη

διαφορά· ο γάμος αυτός θα είναι νόμιμος. Κι αμέσως διατάζει τον Έρμη να φέρει την

Ψυχή στον Όλυμπο· δίνοντας της τότε ένα δοχείο γεμάτο αμβροσία, πάρε Ψυχή, της

είπε, και γίνου αθάνατη· ποτέ ο Έρωτας δε θα χωριστεί από σένα. Ο Υμέναιος σας

ενώνει για πάντα.

24. Χωρίς αργοπορία, στήνουν το μεγαλόπρεπο τραπέζι για το συμπόσιο του γάμου.

Ο Έρωτας με την Ψυχή στα γόνατα του πιάσαν το πάνω μέρος του τραπεζιού· έπειτα

έρχονταν ο Δίας με την Ήρα· οι άλλες θεότητες ακολουθούσαν κατά την τάξη τους. Ο

νεαρός βοσκοί., Γανυμήδης. Ο κεραστής του Δία, κερνούσε το νέκταρ και ο Βάκχος

το πρόσφερε άφθονα στους αθανάτους. Ο Ήφαιστος προετοίμαζε τα φαγητά, οι ώρες

στολίζανε τη σάλα με λουλούδια, οι Χάριτες σκορπίζανε χίλιες μυρωδιές και οι

Μούσες ξέχυναν τις αρμονικές φωνές των. Ο Απόλλωνας τραγουδούσε με τη λύρα

του, οι εννιά Αδερφές στήσανε χορό, ένας Σάτυρος έπαιζε τη φλογέρα και ο Πάν τον

αυλό, ενώ η ωραία Αφροδίτη μ' αυτή τη μουσική χόρευε μαγευτικά. Έτσι ο Έρωτας

κι η Ψυχή ενώθηκαν επίσημα και σύντομα, μετά το γάμο τους, γεννήθηκε ένα

κοριτσάκι, που τ' ονομάσανε Ηδονή.

25. Εδώ τελειώνει το παραμύθι