ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΕΡΓΟ

18
Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Θεέ μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά Θεέ μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη θάλασσα! Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος Θεέ μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ Θεέ μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση Ένα το χελιδόνι ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ http://www.youtube.com/watch?v=_QVbC0ZeKu4

Transcript of ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΕΡΓΟ

Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβήγια να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλήΘέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούςΘέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

Θεέ μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνάΘεέ μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του ΜαγιούΤο 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγουσ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστόμύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος

Θεέ μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και ΣυΘεέ μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση

Ένα το χελιδόνι

ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗhttp://www.youtube.com/watch?v=_QVbC0ZeKu4

…Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ‘ αγαπώ και στην αγάπη ξέρωνα μπαίνω σαν Πανσέληνοςαπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ‘ αχανήσεντόνιανα μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμηαποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνωμες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές τής θάλασσας στοέςυπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε

Ακουστά σ‘ έχουν τα κύματαΠώς χαϊδεύεις, πώς φιλάςΠώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"Τριγύρω στο λαιμό στον όρμοΠάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ‘ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενοΠάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιάΤο βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά…

Μονόγραμμα- αποσπάσματα

…Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ‘ ακούςΔεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ‘ ακούςΤο χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ‘ ακούςΜαχαίριΣαν κριάρι πού τρέχει μες στους ουρανούςΚαι των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ‘ ακούςΕίμαι εγώ, μ‘ ακούςΣ‘ αγαπώ, μ‘ ακούςΣε κρατώ και σε πάω και σου φορώΤο λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ‘ ακούςΠού μ‘ αφήνεις, πού πάς και ποιος, μ‘ ακούς

σου κρατεί το χέρι πάνω απ‘ τούς κατακλυσμούς…

…Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ‘ ακούςΝα τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ‘ ακούςΜες στη μέση τής θάλασσαςΑπό το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ‘ ακούςΑνεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ‘ ακούςΜε σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούςάκου, άκουΠοιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει-ακούς;Είμαι εγώ πού φωνάζω κι είμαι εγώ πού κλαίω, μ‘ ακούςΣ‘ αγαπώ, σ‘ αγαπώ, μ‘ ακούς….

Το παράπονο

Εδώ στου δρόμου τα μισάέφτασε η ώρα να το πωάλλα είναι εκείνα που αγαπώγι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα.

Στ' αληθινά στα ψεύτικατο λέω και τ' ομολογώ.Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώμες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχειόσο κι αν το κυνηγά,πάντα πάντα θα 'ναι αργάδεύτερη ζωή δεν έχει.

ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗhttp://www.youtube.com/watch?v=G3ZoenlqJuY&feature=related

Του μικρού βοριά

Του μικρού βοριά παράγγειλα, να 'ναι καλό παιδάκιΜη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκιΓιατί στο σπίτι π' αγρυπνώ, η αγάπη μου πεθαίνεικαι μες στα μάτια την κοιτώ, που μόλις ανασαίνει

Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιέςΓεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιέςΓεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοίΓεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί

Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνατα καλοκαίρια τα 'χασα κι έπεσα στον χειμώναΣαν το καράβι π' άνοιξε τ' άρμενα κι αλαργεύειβλέπω να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει

Το τρελοβάποροΒαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνάκι αρχίζει τις μανούβρες "βίρα-μάινα"την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριέςφορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειροκι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρόαπό τα βάθη φτάνει στους παλιούς καιρούςβάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώτέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάποροχρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμεχίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμεμπήκαμε μες στα όλα και περάσαμεκι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτοραπαντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα

Μάγια

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιάμέσ' απ' τους ουρανούς περνά.Κάποτε λίγο σταματάστο φτωχικό μου και κοιτά.

-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;-Τι να σας πω εκεί ψηλά τατρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.

-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,δε μου τα φέρνεις εδωνά;-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλάθα σου τη φάνε τη σοδειά.

-Δώσε μου καν την πιο μικρήτη Μάγια την αστραφτερή.-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νουπως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.

Λάμπουνε γύρω τα βουνά,τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιάφεύγει και μ' αποχαιρετά.