Γλωσσικο ζητημα

1
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Γλωσσικό ζήτηµα ονοµάζεται η παράλληλη χρήση στη χώρα µας δύο γλωσσών (διγλωσσία), µίας λόγιας γλώσσας και µίας λαϊκής. Το πρόβληµα ξεκινάει την εποχή του Χριστού ήδη, όταν εµφανίζονται µερικοί συγγραφείς που δεν γράφουν στην ελληνιστική κοινή , γλώσσα η οποία είχε επικρατήσει σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσµο ως η καθοµιλουµένη και διεθνής γλώσσα έπειτα από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά επιλέγουν να γράφουν στη γλώσσα των Αττικών συγγραφέων της κλασικής εποχής (του 5 ου αιώνα π.Χ.). Το κίνηµα αυτό ονοµάστηκε «Αττικισµός» και οι συγγραφείς αυτοί «Αττικιστές» , γιατί θεωρούσαν ότι η αττική διάλεκτος του 5 ου αιώνα π.Χ. ήταν ανώτερη από την κοινή γλώσσα της εποχής τους. Κατόπιν οι πατέρες της εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, Γρηγόριος ο Θεολόγος) ακολούθησαν το κίνηµα των «αττικιστών» και έγραφαν σε γλώσσα «αρχαΐζουσα» , προσπαθώντας να µιµηθούν την αρχαία ελληνική του 5 ου αι. π.Χ. και υποτιµώντας την ελληνιστική κοινή γλώσσα των Ευαγγελίων. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι περισσότεροι λόγιοι συγγραφείς έγραφαν σε γλώσσα αρχαΐζουσα. Στο µεταξύ όµως, µε το πέρασµα των αιώνων και γύρω στον 10 ο αιώνα µ.Χ., η ελληνική γλώσσα που µιλιόταν από τον απλό ελληνικό λαό είχε εξελιχθεί στην «νέα ελληνική κοινή» ή αλλιώς «δηµοτική» γλώσσα, την οποία περίπου µιλούµε και εµείς σήµερα. Επόµενο ήταν λοιπόν να υπάρχει µία µεγάλη διαφορά ανάµεσα στην αρχαίζουσα γλώσσα των λογίων και την δηµοτική του λαού. Κάποιοι λόγιοι µε πρωτεργάτη τον Αδαµάντιο Κοραή προσπάθησαν να συµβιβάσουν τις αντικρουόµενες απόψεις των αρχαϊστών και των δηµοτικιστών και πρότειναν µία µέση λύση, την «καθαρεύουσα» , µία γλώσσα που είχε ως βάση της την οµιλούµενη λαϊκή γλώσσα, όµως θεωρούσαν ότι έπρεπε αυτή τη λαϊκή γλώσσα να την «αποκαθάρουµε» (δηλαδή να την «καθαρίσουµε» (γιαυτό και ονοµάστηκε «καθαρεύουσα») από τις ξένες προσµείξεις που δέχτηκε στη διάρκεια των αιώνων και να την «καλλωπίσουµε» δανειζόµενοι λέξεις και καταλήξεις από την αρχαία ελληνική. Έτσι η καθαρεύουσα ήταν µία γλώσσα πλαστή, γλώσσα κατασκευασµένη από τους λογίους, οι πιο ακραίοι από τους οποίους υποστήριζαν ότι η λαϊκή γλώσσα ήταν µία γλώσσα χυδαία και βάρβαρη µαλλιαρή ») που δεν ήταν σε θέση να εκφράσει τέχνη και επιστήµη, ενώ, για να αναγεννηθεί ο ελληνικός λαός, χρειαζόταν µια γλώσσα ισάξια µε την αρχαία ελληνική. Την καθαρεύουσα υιοθέτησε το νέο ελληνικό κράτος ως επίσηµη γλώσσα µετά την Επανάσταση. Ως το 1976 -µε κάποια µικρά διαλείµµατα- ήταν η γλώσσα της διοίκησης, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης, της εκκλησίας, του στρατού κλπ. Η γλώσσα αυτή ανάλογα µε την αποµάκρυνσή της από την οµιλούµενη γλώσσα ονοµάστηκε απλή ή αυστηρή καθαρεύουσα. Το γλωσσικό ζήτηµα γνώρισε περιόδους έντονης σύγκρουσης, καθώς πολλοί ακαδηµαϊκοί καθηγητές, λόγιοι και λογοτέχνες της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής Φαναριώτες επέµεναν στην χρήση της καθαρεύουσας και µάλιστα µερικοί, όπως ο Παναγιώτης Σούτσος (1853) εισηγούνταν ακόµη και την επιστροφή στην αρχαία γλώσσα. Το 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης , καθηγητής γλωσσολογίας στη Σορβόννη, δηµοσιεύει το έργο του «Το ταξίδι µου», υποστηρίζοντας ότι η γλώσσα είναι υπόθεση του έθνους και όχι λίγων γραµµατιζούµενων. Για να προκόψει το έθνος, υποστήριζε, έπρεπε να καθιερωθεί η δηµοτική ως επίσηµη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Οι απόψεις του Ψυχάρη βρήκαν πολύ έντονες αντιδράσεις από τους κύκλους των λογίων και κατηγορήθηκε ως «µαλλιαριστής». Γύρω από το πρόσωπο του Ψυχάρη και του Κωστή Παλαµά δηµιουργήθηκε ένας κύκλος νέων λογοτεχνών (Νέα Αθηναϊκή Σχολή: Πάλλης, Εφταλιώτης, ∆ροσίνης, Καµπάς, Πολέµης κλπ) που υιοθέτησαν τη δηµοτική γλώσσα. Τον Νοέµβριο του 1901, όταν δηµοσιεύτηκαν στην «Ακρόπολι» µεταφρασµένα από τον Πάλλη στη δηµοτική αποσπάσµατα του Ευαγγελίου, ξέσπασαν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, υποκινηµένα από τους καθηγητές Θεολογίας και τους φοιτητές τους, µε αποτέλεσµα 8 νεκρούς. (Ευαγγελικά ). ∆ύο χρόνια αργότερα (1903) ξέσπασαν πάλι επεισόδια µε πρωταγωνιστές τους φοιτητές της φιλολογίας, που αντιδρούσαν στην µετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου (δύο νεκροί)! Στις αρχές του 20 ου αιώνα έγιναν οι πρώτες κινήσεις για εισαγωγή της δηµοτικής στην εκπαίδευση από εκσυγχρονιστές παιδαγωγούς. Το 1910 ιδρύθηκε ο Εκπαιδευτικός Όµιλος από τους ∆ελµούζο, Γληνό και Τριανταφυλλίδη, ο οποίος σχεδίασε την εκπαιδευτική µεταρρύθµιση του 1917, που εισήγαγε την δηµοτική γλώσσα στην εκπαίδευση για πρώτη φορά στην ιστορία. Ιδρύθηκαν πολλοί σύλλογοι για την υποστήριξη της δηµοτικής και εκδόθηκαν οι πρώτες εφηµερίδες που είναι γραµµένες στη γλώσσα αυτή. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης πρωτοστάτησε στο κίνηµα του εκπαιδευτικού δηµοτικισµού και κατάρτισε γλωσσικό πρόγραµµα που εφαρµόστηκε στα δηµοτικά σχολεία το 1917. Περιέγραψε την «Νεοελληνική Κοινή» γλώσσα στην «Νεοελληνική Γραµµατική» του (1941). Έπειτα από πολλές συγκρούσεις τελικά η Νεοελληνική Κοινή γλώσσα έγινε η επίσηµη γλώσσα του ελληνικού κράτους και της εκπαίδευσης από το 1976. Η νεοελληνική κοινή έχει ως βάση της το ιδίωµα της Αττικοβοιωτίας.

description

Γλωσσικό ζήτημα

Transcript of Γλωσσικο ζητημα

Page 1: Γλωσσικο ζητημα

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Γλωσσικό ζήτηµα ονοµάζεται η παράλληλη χρήση στη χώρα µας δύο γλωσσών (διγλωσσία), µίας λόγιας

γλώσσας και µίας λαϊκής. Το πρόβληµα ξεκινάει την εποχή του Χριστού ήδη, όταν εµφανίζονται µερικοί συγγραφείς που δεν γράφουν στην ελληνιστική κοινή, γλώσσα η οποία είχε επικρατήσει σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσµο ως η καθοµιλουµένη και διεθνής γλώσσα έπειτα από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά επιλέγουν να γράφουν στη γλώσσα των Αττικών συγγραφέων της κλασικής εποχής (του 5ου αιώνα π.Χ.). Το κίνηµα αυτό ονοµάστηκε «Αττικισµός» και οι συγγραφείς αυτοί «Αττικιστές», γιατί θεωρούσαν ότι η αττική διάλεκτος του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν ανώτερη από την κοινή γλώσσα της εποχής τους. Κατόπιν οι πατέρες της εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, Γρηγόριος ο Θεολόγος)

ακολούθησαν το κίνηµα των «αττικιστών» και έγραφαν σε γλώσσα «αρχαΐζουσα», προσπαθώντας να µιµηθούν την αρχαία ελληνική του 5ου αι. π.Χ. και υποτιµώντας την ελληνιστική κοινή γλώσσα των Ευαγγελίων. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι περισσότεροι λόγιοι συγγραφείς έγραφαν σε γλώσσα αρχαΐζουσα.

Στο µεταξύ όµως, µε το πέρασµα των αιώνων και γύρω στον 10ο αιώνα µ.Χ., η ελληνική γλώσσα που µιλιόταν από τον απλό ελληνικό λαό είχε εξελιχθεί στην «νέα ελληνική κοινή» ή αλλιώς «δηµοτική» γλώσσα, την οποία περίπου µιλούµε και εµείς σήµερα. Επόµενο ήταν λοιπόν να υπάρχει µία µεγάλη διαφορά ανάµεσα στην αρχαίζουσα γλώσσα των λογίων και την δηµοτική του λαού. Κάποιοι λόγιοι µε πρωτεργάτη τον Αδαµάντιο Κοραή προσπάθησαν να συµβιβάσουν τις αντικρουόµενες απόψεις των αρχαϊστών και των δηµοτικιστών και πρότειναν µία µέση λύση, την «καθαρεύουσα», µία γλώσσα που είχε ως βάση της την οµιλούµενη λαϊκή γλώσσα, όµως θεωρούσαν ότι έπρεπε αυτή τη λαϊκή γλώσσα να την «αποκαθάρουµε» (δηλαδή να την «καθαρίσουµε» (γι’ αυτό και ονοµάστηκε «καθαρεύουσα») από τις ξένες προσµείξεις που δέχτηκε στη διάρκεια των αιώνων και να την «καλλωπίσουµε» δανειζόµενοι λέξεις και καταλήξεις από την αρχαία ελληνική. Έτσι η καθαρεύουσα ήταν µία γλώσσα πλαστή, γλώσσα κατασκευασµένη από τους λογίους, οι πιο ακραίοι από τους οποίους υποστήριζαν ότι η λαϊκή γλώσσα ήταν µία γλώσσα χυδαία και βάρβαρη («µαλλιαρή») που δεν ήταν σε θέση να εκφράσει τέχνη και επιστήµη, ενώ, για να αναγεννηθεί ο ελληνικός λαός, χρειαζόταν µια γλώσσα ισάξια µε την αρχαία ελληνική. Την καθαρεύουσα υιοθέτησε το νέο ελληνικό κράτος ως επίσηµη γλώσσα µετά την Επανάσταση. Ως το

1976 -µε κάποια µικρά διαλείµµατα- ήταν η γλώσσα της διοίκησης, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης, της εκκλησίας, του στρατού κλπ. Η γλώσσα αυτή ανάλογα µε την αποµάκρυνσή της από την οµιλούµενη γλώσσα ονοµάστηκε απλή ή αυστηρή καθαρεύουσα. Το γλωσσικό ζήτηµα γνώρισε περιόδους έντονης σύγκρουσης, καθώς πολλοί ακαδηµαϊκοί καθηγητές,

λόγιοι και λογοτέχνες της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής – Φαναριώτες επέµεναν στην χρήση της καθαρεύουσας και µάλιστα µερικοί, όπως ο Παναγιώτης Σούτσος (1853) εισηγούνταν ακόµη και την επιστροφή στην αρχαία γλώσσα. Το 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης, καθηγητής γλωσσολογίας στη Σορβόννη, δηµοσιεύει το έργο του «Το ταξίδι µου», υποστηρίζοντας ότι η γλώσσα είναι υπόθεση του έθνους και όχι λίγων γραµµατιζούµενων. Για να προκόψει το έθνος, υποστήριζε, έπρεπε να καθιερωθεί η δηµοτική ως επίσηµη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Οι απόψεις του Ψυχάρη βρήκαν πολύ έντονες αντιδράσεις από τους κύκλους των λογίων και κατηγορήθηκε ως «µαλλιαριστής». Γύρω από το πρόσωπο του Ψυχάρη και του Κωστή Παλαµά δηµιουργήθηκε ένας κύκλος νέων λογοτεχνών (Νέα Αθηναϊκή Σχολή: Πάλλης, Εφταλιώτης, ∆ροσίνης, Καµπάς, Πολέµης κλπ) που υιοθέτησαν τη δηµοτική γλώσσα. Τον Νοέµβριο του 1901, όταν δηµοσιεύτηκαν στην «Ακρόπολι» µεταφρασµένα από τον Πάλλη στη δηµοτική αποσπάσµατα του Ευαγγελίου, ξέσπασαν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, υποκινηµένα από τους καθηγητές Θεολογίας και τους φοιτητές τους, µε αποτέλεσµα 8 νεκρούς. (Ευαγγελικά). ∆ύο χρόνια αργότερα (1903) ξέσπασαν πάλι επεισόδια µε πρωταγωνιστές τους φοιτητές της φιλολογίας, που αντιδρούσαν στην µετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου (δύο νεκροί)! Στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν οι πρώτες κινήσεις για εισαγωγή της δηµοτικής στην εκπαίδευση από

εκσυγχρονιστές παιδαγωγούς. Το 1910 ιδρύθηκε ο Εκπαιδευτικός Όµιλος από τους ∆ελµούζο, Γληνό και Τριανταφυλλίδη, ο οποίος σχεδίασε την εκπαιδευτική µεταρρύθµιση του 1917, που εισήγαγε την δηµοτική γλώσσα στην εκπαίδευση για πρώτη φορά στην ιστορία. Ιδρύθηκαν πολλοί σύλλογοι για την υποστήριξη της δηµοτικής και εκδόθηκαν οι πρώτες εφηµερίδες που είναι γραµµένες στη γλώσσα αυτή. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης πρωτοστάτησε στο κίνηµα του εκπαιδευτικού δηµοτικισµού και κατάρτισε γλωσσικό πρόγραµµα που εφαρµόστηκε στα δηµοτικά σχολεία το 1917. Περιέγραψε την «Νεοελληνική Κοινή» γλώσσα στην «Νεοελληνική Γραµµατική» του (1941). Έπειτα από πολλές συγκρούσεις τελικά η Νεοελληνική Κοινή γλώσσα έγινε η επίσηµη γλώσσα του ελληνικού κράτους και της εκπαίδευσης από το 1976. Η νεοελληνική κοινή έχει ως βάση της το ιδίωµα της Αττικοβοιωτίας.