Αυγουστος Κορτω-Η Λαιμαργια

123

description

λογοτεχνια

Transcript of Αυγουστος Κορτω-Η Λαιμαργια

Ι.Ετοιµάζοντας το δείπνο -Δεν φαντάζεσαι πόσο καυλώνω όταν φτιάχνω τη ζύµη για κάτι,είπε ο Πόρ-κους ανακατεύοντας το καφετί µείγµα µέσα στο µπωλ.Όταν η κουζίνα είναι,όπως τώ-ρα,σπαρµένη µε κηλίδες από κακάο,κρέµα,αλεύρι,ζάχαρη ή ρούµι-παντού τριγύρω η απόλυτη αναρχία,κι όµως µέσα στο µπώλ,από την θύελλα των υλικών,ετοιµάζεται να γεννηθεί ένα κέικ,ή ένα γλύκισµα σαν κι αυτό που φτιάχνω τώρα!Η δύναµη να χρησι-µοποιείς το χάος και την αταξία,την αποδιοργανωµένη βρώµα για να δώσεις το ζωο-γόνο πνεύµα της ύπαρξης σ’ένα πλάσµα τόσο τέλειο,όπως το επιδόρπιο!Είναι σαν να γίνεσαι ξαφνικά ένας παντοδύναµος θεός της αρχέγονης γής,που διασκεδάζει µε τη λάσπη,παίζει µαζί της όπως θα µπορούσε να παίζει µε την ψωλή του,κι ωστόσο,αντί ο οίστρος αυτός να αποσυνθέτει ακόµη περισσότερο την άµορφη ύλη,καταφέρνει να την κάνει ζωντανή-αλλά µόνο για λίγο,ώσπου ο θεός να χορτάσει διασκέδαση,κι ύστερα να καταβροχθίσει το πλάσµα που έπλασε από τη λάσπη.Τέτοιαν ηδονή αισθά-νοµαι τώρα κι εγώ για το µικρό σοκολατένιο δηµιούργηµά µου,και καθώς το βλέπω να παίρνει επιτέλους τη σφιχτή σύσταση που πρέπει,να γίνεται ένα συµπαγές αστέρι, ας πούµε,µέσα από την ατέλειωτη γαλαξιακή χλέπα,δεν ξέρω αν θέλω περισσότερο να το φάω ή να το γαµήσω!Τόσο ξαναµµένος είµαι!Αχ!

Μ’αυτά τα λόγια,κοίταξε κάπως µελαγχολικά το καφετί µείγµα,συλλογιζό-µενος αν θα έπρεπε στ’αλήθεια να βάλει µέσα το πράµα του,καθώς και τον ενδεχόµε-νο κίνδυνο να χαλάσει έτσι η γεύση. Όµως ο οίστρος του συζύγου της µετά βίας έφτανε στ’αυτιά της Ούρσα,και πολύ περισσότερο,δεν παρήγαγε καµµιάν αντίδραση από µέρους της.Γιατί εδώ και λί-γη ώρα βρισκόταν κι η ίδια βυθισµένη σε ανάλογη ερωτική µανία,καθώς ξεφύλλιζε έναν οδηγό ζαχαροπλαστικής,στο κεφάλαιο για το πώς γαρνίρουµε µια τούρτα.Την στιγµή αυτή,έσυρε το δάχτυλο σιωπηλά στη βάση της σελίδας,γούρλωσε τα µάτια,και πρόφερε φιλήδονα την ανακάλυψή της: -Γκλάσο καρύδας,είπε,και πρόσθεσε µε ξέπνοη επιθυµία: Έτσι µού’ρχεται να αυνανιστώ. Κι αµέσως,διαπιστώνοντας τη σιωπή που είχε µεσολαβήσει ανάµεσα στην αι-σθησιακή παράκρουση του καθενός,ύψωσε τα µάτια προς το µέρος του Πόρκους,και τον ρώτησε: -Είπες κάτι,ή έτσι µου φάνηκε; -Βεβαίως και είπα,βιάστηκε να απαντήσει εκείνος.Είπα πως έχω καυλώσει,και νοµίζω πως ήρθε η ώρα να µε βοηθήσεις. -Αποκλείεται,του απάντησε ορθά-κοφτά η Ούρσα.Ποτέ σπέρµα πριν το δεί-πνο.Μου κόβει την όρεξη. Ο Πόρκους άφησε για λίγο το κουτάλι και την κοίταξε µε απελπισία. -Δεν εννοώ αυτό,πρόστυχη ψυχή,της είπε.Απλά νοµίζω ότι η δουλειά µου τε-λείωσε εδώ.Είχαµε συµφωνήσει ότι εγώ θα έφτιαχνα τη ζύµη κι ότι εσύ θα έπλαθες τα µπαλλάκια.Μην µου τα χαλάς τώρα.Άντε,γιατί δεν κρατιέµαι για πολύ ακόµα.Αν

δεν πάρεις σύντοµα το µπώλ από τα χέρια µου,θα φάω το µείγµα έτσι σκέτο,και θα τραβάς τα βυζιά σου,γιατί δεν έχουµε άλλο ρούµι στο σπίτι.Το ήπια όλο. Η Ούρσα συνοφρυώθηκε.Δεν ήθελε να παρατήσει το βιβλίο της και την σελί-δα µε τα γκλάσα.Για την ακρίβεια,βαριόταν ακόµη και να σηκωθεί απ’την καρέκλα. Έτσι,έφερε αντιρρήσεις. -Γιατί πρέπει εσύ να παίρνεις όλη την καύλα του ανακατέµατος,σαν τον µα-θητευόµενο µάγο,και σε µένα να πέφτει η σκατοδουλειά του πλασίµατος;Μήπως δεν θέλεις να λερώσεις τα χέρια σου; -Δεν είναι αυτό,της απάντησε µε ψυχραιµία ο Πόρκους.Ο λόγος για τον οποίο επιµένω σ’αυτό τον καταµερισµό των εργασιών,είναι γιατί συµφωνεί µε τις ιδιότητες του κάθε φύλου,του αρσενικού και του θηλυκού. -Μαλακία θα πείς. -Καθόλου.Κι άκου πόσο λογικό είναι:Εµείς οι άνδρες δεν είµαστε παρά κατα-στροφικά στοιχεία.Δεν έχουµε µέσα µας τη δύναµη της δηµιουργίας.Μπορούµε µο-νάχα να αναστατώνουµε τα στοιχεία του κόσµου,κι όχι να φτάνουµε ως το τέλος την ανοικοδόµησή τους.Αυτή είναι δουλειά των γυναικών.Εσείς µας γεννάτε! -Κι εσείς µας γαµάτε!Μου φαίνεται ότι πάς να µου φορτώσεις το καθάρισµα της κουζίνας,αλλά δεν θα σου περάσει καηµένε µου!Για να δείξει πιο καθαρά τις α-πειλητικές προθέσεις της,η Ούρσα σήκωσε ένα µεγάλο µαχαίρι που βρισκόταν κοντά της κι άρχισε να το κραδαίνει.«Έτσι και την κοπανήσεις χωρίς να καθαρίσεις το τρα-πέζι,θα σου κόψω τα αρχίδια,και θα σου φύγει όλο το καταστροφικό στοιχείο.» Για µερικά δευτερόλεπτα ο Πόρκους την κοίταξε απορηµένος.Ελικρινά δεν ήξερε τί εννοούσε.Αφού,έτσι κι αλλιώς,ποτέ δεν καθαρίζαν την κουζίνα.Μάλλον ή-ταν µπλόφα,επειδή βαριόταν να πλάσει.Δεν θα την πατούσε όµως τόσο εύκολα.Με µια κίνηση αγανακτισµένου µαέστρου,κάρφωσε την κουτάλα στο µείγµα,και φώναξε: -Α,όλα κι όλα!Δεν σκοπεύω να αναλωθώ στην συζήτηση για την κότα και το αυγό!Εγώ έκανα την δουλειά µου,έσπειρα,µου βγήκε ο πάτος,καιρός τώρα να πάρεις τις ευθύνες της γκαστριάς.Άλλωστε έχω να κοιτάξω και το αρνί,που φοβάµαι ότι κο-ντεύει να αρπάξει. Πριν προλάβει να του απαντήσει,της γύρισε την πλάτη,κι ανέβηκε στο ψηλό σκαµνί,για να κοιτάξει τον όγδοο φούρνο,που βρισκόταν κοντά στο ταβάνι.Όλος ο τοίχος της κουζίνας ήταν σκεπασµένος µε φούρνους,συνολικά εικοσιτέσσερις.Η ζέ-στη καµµιά φορά ήταν αφόρητη,όπως κι οι λογαριασµοί,όµως δεν υπήρχε άλλη λύση. Αλλιώς δεν θα προλάβαιναν να ψήσουν ούτε τα ορεκτικά.Καθώς άνοιγε την καυτή σιδερένια πόρτα µε γυµνό χέρι,η Ούρσα πήρε τη θέση του µπροστά στο βαθύ µπώλ, και του φώναξε: -Τζάµπα σκαρφαλώνεις,αρχιδοκέφαλέ µου!Εκεί ψηλά βάλαµε τις πάπιες.Το αρνί είναι κάτω,εκεί που τώρα είναι τα πόδια σου.Έπειτα άνοιξε ένα συρτάρι του τρα-πεζιού,έβγαλε ένα λευκό ρολό κι έκοψε ένα µεγάλο φύλλο.Για να στερεώσει την λα-δόκολλα που είχε την τάση να τυλιχτεί σε κύλινδρο,έβαλε από µια πατάτα σε κάθε γωνία.Τότε,όταν όλα ήταν έτοιµα κι ενόσο ο Πόρκους έχωνε το κεφάλι του στο φούρ-νο σαν αυτόχειρας,για να δεί αν οι πουτσότριχες του αρνιού είχαν αρπάξει,η Ούρσα πήρε την πρώτη δόση από το µείγµα και την στριφογύρισε στην δεξιά της παλάµη,ε-νώ µε το αριστερό χέρι σκόρπιζε σοκολατένια τρούφα πάνω στη λαδόκολλα.Μιας και δούλευε χωρίς επιτήρηση,δεν έβαλε τη µικρή µπάλλα στο χαρτί,όπως θα έπρεπε, αλλά την εκτόξευσε στον καταπιώνα της.Καθώς όµως η σοκολάτα απλωνόταν στο

λαρύγγι της,η βουλιµία την πρόδωσε,γιατί άφησε ένα µακρόσυρτο βογγητό ηδονής.Ο Πόρκους,που κατάλαβε την παρασπονδία,γύρισε και την κοίταξε αυστηρά. -Δεν ντρέπεσαι;την ρώτησε. -Καθόλου,του απάντησε εκείνη,και για να τον καλοπιάσει,του είπε µερικά γλυκόλογα,σε τσιριχτή µητρική φωνή:Αχ,πουτσαρούλη µου!Τί ωραία το πέτυχες το µείγµα!Μπράβο σου!Μπράβο σ’εσένα και στ’αρχίδια σου! Ύστερα,για να µην δώσει συνέχεια,άρχισε να πλάθει τα µπαλλάκια όσο πιο γρήγορα µπορούσε,στρίβοντας το σφιχτό µείγµα ανάµεσα στις παλάµες της,και κυ-λώντας το πάνω στην τρούφα.Το αποτέλεσµα ήταν τόσο συµµετρικό,ώστε στην όψη θύµιζε µικρές κουράδες κάποιου φυτοφάγου ζώου.Ο Πόρκους την παρατηρούσε µα-γεµένος να φτιάχνει δέκα,είκοσι,σαράντα,εκατό κουραδάκια,χωρίς να κουράζεται,και χωρίς να παρεκκλίνει ούτε σε ένα από το τέλειο σχήµα της µικροσκοπικής σφαίρας. Όταν τέλειωσε,ολόκληρα τα χέρια της,από τους καρπούς µέχρι τις άκρες των δαχτύ-λων,ήταν σκεπασµένα µε σοκολάτα.Ακόµη και κάτω από τα νύχια υπήρχε σοκολάτα.Εκµεταλλευόµενη το έκπληκτο βλέµµα του,κι αφού έριξε τα µπαλλάκια ξανά µέσα στο µπώλ για να βεβαιωθεί ότι θα ήταν ασφαλή ως το τέλος του δείπνου,η Ούρσα πρότεινε τα χέρια της προς το µέρος του,και του είπε επιτακτικά: -Εµπρός λοιπόν,άθλιε σκλάβε!Γλύψε τα σκατά από τα χέρια της Κυρίας σου! Κι ο Πόρκους,υπακούγοντας στην προσταγή µε προθυµία που ούτε κι ο πιο παθιασµένος µαζοχιστής δεν θα φανταζόταν,άρχισε να της γλύφει τα δάχτυλα και τις παλάµες.Η χοντρή,µεγάλη του γλώσσα καθάρισε µέσα σε ένα λεπτό σχεδόν τελείως την σοκολάτα από τα χέρια της,ενώ µέσα από κάποιες κρυφές οδούς του δέρµατος,η Ούρσα ένοιωσε ένα γαργάλισµα στο µουνί της. -Ααχ,αναστέναξε καθώς ο Πόρκους αποτραβιόταν.Όλοι έχουµε ανάγκη από µια γλώσσα όταν πεινάµε! Όµως η παθητικότητα αυτής της αίσθησης δεν έµελλε να κρατήσει για πολύ. Ξαφνικά,σαν αστραπή µέσα στο µυαλό της,θυµήθηκε ότι από τη νοερή εικόνα του µενού απουσίαζε ένα σηµαντικότατο πτηνό. -Τα ορτύκια!φώναξε.Δεν µαγειρέψαµε τα ορτύκια! -Τα ορτύκια!αναφώνησε κι ο Πόρκους,µιµούµενος ειλικρινώς τον πανικό της. Και τώρα,τί θα κάνουµε χωρίς ορτύκια;Θα µείνουµε νηστικοί! Με τυφλή και µάταιη ελπίδα,ο Πόρκους κι η Ούρσα άρχισαν να ανοίγουν έναν-έναν τους δεκαοχτώ φούρνους,αυτούς που ήταν γεµάτοι.Όµως τα ορτύκια δεν ήταν πουθενά.Την κουζίνα πληµµύρισε η µυρωδιά του περιστεριού,του βοδινού,του κοτόπουλου και τους αρνιού,του ψαριού και του χταποδιού,της πέρδικας και του φα-σιανού,του ελαφιού και του ταράνδου,του αλόγου και του φιδιού,του κουνελιού και της γαλοπούλας,ακόµη κι οι πιο διακριτικές µυρωδιές των στρειδιών,της σουπιάς, του καγκουρώ και της γαζέλας,όµως σ’όλες αυτές τις οσµές δεν υπήρχε το παραµικρό ίχνος από ορτύκι.Μέσα στην απόγνωσή του,ο Πόρκους έβγαλε το ταψί µε τα χταπό-δια,κι άρχισε να ανασηκώνει τα πλοκάµια,σαν κοπέλα που έχει χάσει το καθρεφτάκι µέσα στα πυκνά µαλλιά της. -Πουθενά!Πουθενά!ούρλιαξε από την απελπισία του,και τότε η φωνή της γυ-ναίκας του τον διέκοψε. -Σκάσε,σκάσε,και βάλε µέσα τα χταπόδια,του είπε.Θυµήθηκα πού άφησα τα ορτύκια!Τα ξέχασα στο µπαλκόνι.Μέχρι τώρα θα πρέπει να έχουν ψοφήσει από το κρύο.

Ο Πόρκους,ενθουσιασµένος από την απρόσµενη ανατροπή της τραγωδίας,άρ-χισε να χτυπά τα χέρια του όλο χαρά. -Τα βρήκαµε!Τα βρήκαµε!φώναζε.Κι όταν ο ενθουσιασµός του κόπασε,γύρι-σε και ρώτησε παρακλητικά την Ούρσα: «Μήπως µπορούµε να τα φάµε έτσι κρύα, σαν αλλαντικό;» -Μην είσαι κτήνος,τον αποπήρε εκείνη.Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι τόσο.Θα τα ετοιµάσω µε µια φίνα κίτρινη σάλτσα από σαφράνι,και θα γίνουν στο λεπτό.Το µόνο δύσκολο θα είναι να τα µαδήσουµε. -Και…και να τα σκοτώσουµε;Αυτό δεν θα είναι δύσκολο;ρώτησε ο Πόρκους που πάντοτε δίσταζε στα ζητήµατα του φόνου,θαρρείς κι είχε διαφορά να τρώει το ψοφίµι απ’το να το σκοτώνει. -Α,καθόλου,τον καθησύχασε η Ούρσα,που ήδη σκεφτόταν την κίτρινη σάλτσα κι έχυνε κρυφά.Ακόµη κι αν δεν έχουν ήδη ψοφήσει απ’το κρύο-που θεωρώ πως είναι και το πιο πιθανό-ο φόνος τους θα είναι πιο εύκολος κι απ’το φόνο µιας κατσαρίδας. -Μην λές τέτοια πράγµατα!είπε ο Πόρκους,που έτρεµε τα έντοµα,και που όταν έβλεπε µια κατσαρίδα in vivo ανέβαινε πηδώντας στην καρέκλα.Τώρα η σκέψη απλά έκανε τη φωνή του να τρέµει.«Μην λές τέτοια πράγµατα,»επανέλαβε. Όµως η Ούρσα είχε κιόλας φορέσει τις παντόφλες της,πράγµα που σήµαινε ότι ετοιµαζόταν να διασχίσει το σαλόνι και να βγεί στο µπαλκόνι,για να φέρει τα ορ-τύκια.Καθώς έβγαινε από την πόρτα,του είπε αυστηρά: -Μέχρι να έρθω,µην κάθεσαι και τον παίζεις.Ούτε να κλέψεις έστω κι ένα τό-σο δα κοµµατάκι από το κρέας ή τα επιδόρπια.Έχε το νού σου,καηµένε!Έτσι και δώ ότι λείπει κάτι,θα το αναπληρώσεις µε την ίδια σου τη σάρκα. Μ’αυτή την προειδοποίηση,βγήκε απ’την κουζίνα,σέρνοντας τα πόδια και τα βυζιά της στο πάτωµα.Επέστρεψε ύστερα από λίγο,κρατώντας στην αγκαλιά της ένα µεγάλο ξύλινο τελάρο,που ήταν σκεπασµένο µ’ένα διάτρητο κόντρα-πλακέ,ώστε να σχηµατίζει ένα αυτοσχέδιο κλουβί.Απ’το εσωτερικό του ακούγονταν οι πνιγµένες φωνές των τελευταίων ζωντανών πουλιών,όµως η Ούρσα δεν φάνηκε να πτοείται κα-θόλου από αυτό που σε άλλους θα έφερνε συγκινητικές µνήµες-ψυχές,την ειρήνη,ή κι ένα σωρό άλλες µαλακίες.Τα πουλιά ήταν απλώς πουλιά,κι όταν είχες όρεξη για δαύ-τα δεν είχε νόηµα να βασανίζεσαι µε συµβολισµούς.Εξάλλου δεν είχαν πολύ χρόνο.Η ιστορία µε τα επιδόρπια τους είχε καθυστερήσει πολύ,τους είχε αναγκάσει να βγά-λουν όλα τα υπόλοιπα κοψίδια και τις σαλάτες από το ψυγείο,έτσι ώστε αν δεν ετοί-µαζε γρήγορα αυτά τα µικρά διαβολεµένα ορεκτικά,υπήρχε ο σοβαρός κίνδυνος να χάσουν το συγχρονισµό τους.Κι ένα ασυγχρόνιστο δείπνο,ήταν το ίδιο άσκοπο µ’έναν ετεροχρονισµένο οργασµό. Έτσι,αφού κάθισε στην δεξιά πλευρά της κουζίνας-που ήταν κατειληµµένη από τις τέσσερις µεγάλες κουζίνες του γκαζιού,µε τις γαλάζιες τους φλόγες να καίνε αδιάκοπα,όπως σ’ένα ιερό-τράβηξε στα πόδια της το καλάθι των σκουπιδιών και σή-κωσε το κόντρα-πλακέ.Αν και κάποια εξακολουθούσαν να κινούνται αδύναµα στην βάση του τελάρου,κανένα δεν µπορούσε να ξεφύγει,γεγονός που της έδινε χρόνο για ένα τελευταίο µέτρο προφύλαξης-µια µεγάλη σαλιάρα γύρω από το λαιµό,την οποία της έδεσε ο Πόρκους µ’ένα διεστραµµένο πατρικό χαµόγελο.Η σαλιάρα είχε ένα κέ-ντηµα που έγραφε: «Τάισέ µε»,και το οποίο,αν το καλοσκεφτόταν κανείς,θα µπορού-σε να σηµαίνει οτιδήποτε.Όµως τώρα ήταν απαραίτητη,γιατί µε µια ασυνήθιστη λαβή ακόµη και για τον πιο ακραίο σφαγέα,η Ούρσα άρχισε να κόβει τα κεφάλια των ορ-

τυκιών.Για να το πετύχει,έβαζε το κεφάλι του πουλιού µέσα στο στόµα της,το δάγκω-νε δυνατά,κι ύστερα έφτυνε το κοµµένο κεφάλι µέσα στα σκουπίδια,ενώ άφηνε το α-κέφαλο σώµα να πέσει ανάµεσα στα υπόλοιπα.Μερικά ορτύκια στον επιθανάτιο ρόγ-χο τους της τσιµπούσαν τη γλώσσα,όµως δεν ένοιωθε πόνο.Μαζί µε τα κεφάλια τους έφτυνε και πούπουλα,καθώς και αίµα,γι’αυτό κι η σαλιάρα ήταν απαραίτητη.Ο Πόρ-κους την παρακολουθούσε έκθαµβος,ίσως και λίγο σοκαρισµένος από την µικρογρα-φία του ευνουχισµού που αισθανότανε να κρύβεται πίσω απ’τις κινήσεις της.Τα σα-γόνια της έµοιαζαν τόσο δυνατά! Σε δέκα λεπτά είχε τελειώσει.Στην αγκαλιά της,µέσα στο τελάρο,υπήρχε ένας λοφίσκος από ακέφαλα ορτύκια,το καλάθι ήταν γεµάτο µε τα κεφάλια τους,κι απ’το πηγούνι της έσταζε ένα ρυάκι αίµα.Ωστόσο εκείνη χαµογελούσε,και µέσα σ’αυτό της το χαµόγελο,του είπε: -Τώρα ήρθε η σειρά σου,καλέ µου.Θα πρέπει να τα ξεπουπουλιάσεις. -Μα πώς,ρώτησε εκείνος;Του ήταν στ’αλήθεια αδύνατο να σκεφτεί πώς. -Είναι πολύ απλό,του εξήγησε η Ούρσα,λέγοντας: «Γύρισέ µου την πλάτη σου.» Ο Πόρκους της γύρισε την πλάτη,αλλά αποµακρύνθηκε λίγο για να το κάνει. -Όχι,όχι έτσι,του είπε εκείνη.Θέλω να τσιτώσεις τον κώλο σου προς τα µένα, όπως αν ήθελες να σε ξεκωλιάσω. Οι οδηγίες ήταν σαφέστατες,όµως ο Πόρκους δίστασε λίγο προτού τις εκτελέ-σει.Ήταν όπως αν υπήρχε στ’αλήθεια η πιθανότητα,έπειτα απ’όλη αυτή την επίδειξη της σκληρότητας,να τον σοδοµίσει.Όµως,σαν καλός και πειθήνιος άνδρας,υπάκουσε. Έστρεψε τα νώτα του στην Ούρσα,και τότε άκουσε την δεύτερη ύποπτη οδηγία. -Κατέβασε το παντελόνι σου τώρα,του είπε. Σ’αυτή τη δεύτερη εντολή άργησε ακόµη περισσότερο να υπακούσει,κι όταν το έκανε,κατέβασε το παντελόνι του µόνο µέχρι τα γόνατα. -Μα εννοώ και το βρακί µαζί!τον επέπληξε θυµωµένη η Ούρσα.Τί διάβολο έ-χεις πάθει κι είσαι τόσο σεµνός;Δεν θέλω να σε γαµήσω,που να πάρει η οργή,θέλω απλώς να µαδήσουµε τα ορτύκια! Ανήµπορος να καταλάβει,ωστόσο µε µια µικρή υποψία αυτού που θα ακολου-θούσε,(ιδίως όταν ο αέρας της κουζίνας τύλιξε τα κωλοµάγουλά του) ο Πόρκους κα-τέβασε και το βρακί του,αποκαλύπτοντας τα δύσοσµα αρχίδια και την σπηλαιώδη κωλοτρυπίδα του στον µοναδικό άνθρωπο επί γής που µπορούσε να τα εκτιµήσει.Τό-τε δέχτηκε την πρώτη ευνόητη εντολή. -Τώρα κλάσε ψυχή µου,κλάσε!του φώναξε η Ούρσα,κρατώντας ένα ακέφαλο ορτύκι µπροστά στη σχισµή των µηρών του. Κι εκείνος,που είχε πάντοτε διαθέσιµο αέρα στα έντερά του-µάλιστα κατά πε-ρίσταση τόσον ώστε,αν ξεχυνόταν όλος µαζί υποθετικά,θα ήταν αρκετός για να κάµει την έρηµο της Σαχάρας να αλλάξει θέση κόκκο προς κόκκο-κι ένοιωθε ιδιαίτερα ευ-τυχής όταν η φλυαρία αυτή του κώλου του ήταν ευπρόσδεκτη,αµόλησε µια πορδή τό-σο ηχηρή και δυνατή,ώστε στο κύµα της το ορτύκι έχασε όλα τα φτερά του,και η γα-λάζια φλόγα της µεσαίας κουζίνας άφησε µια µικρή έκρηξη. Κατενθουσιασµένη,η Ούρσα τον χειροκρότησε.Στα χέρια της κρατούσε ήδη το πρώτο µαδηµένο πουλί,παντού τριγύρω ίπταντο πούπουλα,κι όλα αυτά σε χρόνο µηδέν.Ήταν πραγµατικά ένας ανεκτίµητος θησαυρός αυτές οι κλανιές,αν και ποτέ στο παρελθόν δεν είχε σκεφτεί να τις χρησιµοποιήσει.Προτού δώσει το σήµα για την επό-

µενη,µύρισε το ορτύκι.Το κρέας του είχε πάρει µια βαριά,κιµπάρικη µυρωδιά,όπως αν είχε καπνιστεί στην κορυφή µιας βέργας για µια ολόκληρη βδοµάδα.Έτσι συνεχά-ρη και γι’αυτό τον κώλο του συζύγου της,µ’ένα φιλικό χαστούκι. -Αχ,κωλαράκο µου,του είπε,τί νοστιµιές µου ετοιµάζεις!Ξέρεις ότι τα ορτύκια θα γίνουν καπνιστά µ’αυτόν τον τρόπο;Ίσως να µην χρειαστεί καν να τα µαγειρέψω! Περήφανος που είχε συντελέσει τόσο απρόσµενα στην επιτυχία ενός από τα είκοσι πρώτα πιάτα,ο Πόρκους άρχισε να κλάνει ασταµάτητα,στην αρχή σαν ένα νο-νέτο χάλκινων πνευστών κι ύστερα,καθώς η πορδή του εξαντλούσε την ανάσα της, σαν µια τροµπέττα που ανταγωνίζεται ένα φαγκόττο.Στη διάρκεια αυτού του τυφώνα από πορδές,η Ούρσα σήκωνε τα ορτύκια,τα έφερνε κοντά στη σούφρα του,κι εκείνα έχαναν αµέσως το απαλό φτέρωµά τους.Όταν και το τελευταίο ορτύκι είχε ξεπουπου-λιαστεί,άρπαξε τον φελλό από ένα ανοιχτό µπουκάλι,και του τον έχωσε στην κωλο-τρυπίδα για να σταµατήσει. -Αχ,µή!φώναξε ο Πόρκους.Μου χάλασες τον εξαγνισµό! -Κι εσύ µου χάλασες την κόµµωση,σχολίασε η Ούρσα,που αν και καθόλου µαταιόδοξη,είχε δίκιο σ’αυτό που έλεγε:Οι τρίχες της κεφαλής της είχαν σηκωθεί όρ-θιες,προς όλες τις κατευθύνσεις. Παρ’όλ’αυτά,κι οι δυό γεµάτοι ευφορία για την επίσπευση του δείπνου,τακτο-ποίησαν τα ορτύκια σε µια πιατέλλα,κι αναποδογύρισαν στο κέντρο του µεγάλου κύκλου-ενός κύκλου από δώδεκα στεφάνια που το καθένα τους είχε περίπου δέκα ορτύκια-ένα ψηλό ποτήρι µε µαύρο χαβιάρι. -Τώρα όλα είναι έτοιµα,είπε η γυναίκα του ζευγαριού,η υπεύθυνη για την αρ-µονία του γαστριµαργικού σύµπαντος.Θα µε βοηθήσεις να βγάλουµε τα ταψιά και τα πιάτα από τους φούρνους,θα πάρουµε τις κατσαρόλες από τις κουζίνες,θα βγάλουµε τις πιατέλλες από το ψυγείο και τέλος,µαζί µε ό,τι υπάρχει που τρώγεται µέσα σε αυ-τό το σπίτι,θα τα βάλουµε όλα στο σαλόνι. Οι οδηγίες θα έµοιαζαν αποκαρδιωτικές αν αφορούσαν οποιονδήποτε άλλο χώρο,ή οποιοδήποτε άλλον αποδέκτη.Όµως ο Πόρκους ήταν εξοικειωµένος σε τέτοια µικρά βραδυνά όργια των χιλίων πιάτων,και το ίδιο εξοικειωµένο ήταν και το σπίτι. Μην φανταστείτε κανένα από τα κατακαηµένα σαλονάκια σας,που δεν χωράνε ούτε ένα σερβίτσιο του τσαγιού!Όχι βεβαια!Το σπίτι τους είχε ένα σαλόνι µεγάλο όσο ένα αίθριο,όσο ένα στάδιο για λιοντάρια και ζέβρες,µόνο που παραδόξως ολόκληρο ήταν στριµωγµένο στις διαστάσεις ενός συνηθισµένου διαµερίσµατος.(Οι αναγκαίες θυσίες της ζωής στην πόλη,όπου προµηθεύεσαι τα πάντα χωρίς κόπο και δίχως κυνήγι.Ακό-µη κι οι ίδιοι ζορίζονταν να περπατούν µέσα στο σπίτι-τα βυζιά και τα κωλιά τους,τα ψωµιά και οι πατσές τους σέρνονταν στο πάτωµα των διαδρόµων και φράκαραν στις γωνίες.) Αλλά ειδικά το τραπέζι του σαλονιού,ε αυτό ήταν το κάτι άλλο!Θυµάστε το αίνιγµα µε το οποίο µαλακίζονταν µια εποχή οι παπάδες;Πόσοι άγγελοι χωράνε πάνω σε µια καρφίτσα;Λοιπόν,σκεφτείτε ότι τα πιάτα του ζευγαριού µας ήταν οι άγγελοι.Ό-µως το τραπέζι δεν ήταν η καρφίτσα.Το τραπέζι ήταν ένα κανονικό τραπέζι,και φα-ντάζεστε πόσοι άγγελοι χωράνε πάνω σ’ένα τραπέζι,όταν πάνω στην καρφίτσα γίνε-ται,αποδεδειγµένα,της πουτάνας.Έτσι,τίποτε δεν ήταν αδύνατο,ακόµη κι όταν θα ά-δειαζαν όλοι οι φούρνοι,και θα ξεφορτώνονταν όλες οι κουζίνες. Ήδη,όσο µιλώ µαζί σας,ο Πόρκους είχε κουβαλήσει µέσα το αρνί (στο ένα χέρι) το καγκουρώ (στο άλλο) ενώ στα βυζιά του στήριζε τις πάπιες.Τα απόθεσε όλα στο τραπέζι.Ακολούθησε η Ούρσα µε τα υπόλοιπα κρεατικά (είχε το προνόµιο ότι

µπορούσε να βάλει πιο πολλά πράγµατα πάνω στα βυζιά της) κι ύστερα ήταν η σειρά για τις κατσαρόλες.Οι δύο πρώτες µαρµίτες είχαν ρυζο-παράγωγα.Η µία πολύχρωµο ρύζι-πράσινο,κόκκινο,κίτρινο,σαν φανάρι του δρόµου-αλλά στεγνό,για να ταιριάζει µε το περιεχόµενο µιας άλλης κατσαρόλας,που είχε ινδικές καύλες σε πλούσια σάλ-τσα,κι η άλλη ρυζόγαλο.Κρέµα ρυζιού µε καραµέλα,για την ακρίβεια.Τί θείος συνδυ-ασµός! -Τί θείος συνδυασµός,επανέλαβε η Ούρσα!Ποίηση,ποίηση αγαπητέ µου!Το ρύζι αυτό θα έφτανε για να ταϊσει όλη την Κίνα,κι όµως θα το φάµε εµείς! -Μόνον εµείς!είπε κι ο Πόρκους σαν αντίλαλος. -Τί θα κάνουµε τώρα;ρώτησε η Ούρσα µε ψεύτικη απορία,σαν εκείνη που εκφράζουν οι πουτανίτσες της επαρχίες όταν γαµιούνται και ρωτάνε: «Τί µου κάνεις τώρα;» Ήξερε την απάντηση,κι όµως το να την ακούει ξανά την ερέθιζε αφάνταστα. -Μα,θα φάµε φυσικά,της απήντησε ο Πόρκους. -Θα φάµε απλώς; -Όχι,θα φάµε µέχρι να αποβιώσουµε,µέχρι να σκάσουµε! Η Ούρσα ενθουσιάστηκε τόσο πολύ µε αυτή τη δήλωση αµοιβαίας αποκτήνω-σης,που πήδηξε στην αγκαλιά του,κι οι δυό µαζί σωριάστηκαν στο πάτωµα,σπάζο-ντας αρκετές σανίδες κάτω απ’το παχύ χαλί.Όταν κατάφεραν να σηκωθούν,πήγαν και πάλι στην κουζίνα,για να µεταφέρουν τα µακαρόνια,τους κιµάδες,τις σάλτσες,τα ψω-µιά,τα αλλαντικά,τα τυριά,τα λουκάνικα,τα δηµητριακά,τις πρασινάδες,τα φρούτα και τα γλυκά.Ω,πόσα γλυκά!Θά’φταναν να σαπίσουν και τα δόντια του ίδιου του Θεού. Τέλος έφεραν τα αρτύµατα και τα ποτά.Τα αρτύµατα(αµαρτήµατα) περιλάµ-βαναν σάλτσες βινεγκρέτ και ταρτάρ,ταπεινές µαγιονέζες και µουστάρδες,αλλά κι ένα σωρό πολύχρωµες χυσιές απ’όλες τις γωνιές της υφηλίου: σάλτσες µέντας,ταπιόκας, µπούνα και βινταλού,για να αναφέρω µόνο µερικές από αυτές.Καθώς µετέφεραν τα µπουκάλια µε τα ποτά,ο Πόρκους σηµείωσε δειλά την κάποια αβλεψία του. -Φοβάµαι ότι το κρασί δεν είναι αρκετό,είπε.Έχουµε τριάντα δύο µπουκάλια. -Τριάντα δύο µπουκάλια;ρώτησε η Ούρσα,κι έπειτα συµπλήρωσε οργισµένη: Τριάντα δύο µπουκάλια!Άχρηστε!Αυτά δεν φτάνουν ούτε για να βρέξουµε τα ούλα µας! Έστρεψε µε θυµό τα µάτια στον άνδρα της,που την κοιτούσε τροµαγµένος,και ξαφνικά-όπως είναι το χρέος κάθε σωστής γυναίκας προς τον σύζυγό της-άφησε τον τρόµο να διαλυθεί µέσα σ’ένα χαµόγελο γλυκιάς συγχώρεσης,άφεσης αµαρτιών. «Δεν πειράζει,όµως,» του είπε, «ευτυχώς εγώ προνόησα,κι έκρυψα στην αποθήκη εί-κοσι φλασκιά µε πάντς του Νόρφολκ.» Έπειτα σκυθρώπιασε,το ίδιο απότοµα,και πρόσθεσε: «Πήγαινε αµέσως να τα φέρεις.» Ο Πόρκους έτρεξε στην αποθήκη,κι εκείνη διευθέτησε τα τελευταία πιάτα και µπώλ πάνω στο τραπέζι.Τα περισσότερα ήταν τόσο καυτά από τον φούρνο,ώστε έκαι-γαν σιγά-σιγά και το τραπεζοµάντηλο,ακόµη και το ξύλο του τραπεζιού όπου ακου-µπούσαν.Όµως αυτό έκανε την µυρωδιά τους περισσότερο καυλιάρικη:Αντί για το αποπνικτικό αστικό περιβάλλον του σαλονιού,η Ούρσα φαντασιωνόταν,µυρίζοντας το καµµένο ξύλο,ότι βρισκόταν ελεύθερη στην εξοχή,γυµνή µπροστά σ’ένα δάσος πυρποληµένο από τους κεραυνούς της λαιµαργίας,που άχνιζε και την προσκαλούσε να το αποτελειώσει.Συγχρόνως σκεφτόταν και το πάντς του Νόρφολκ,την τελευταία διαβολική πινελιά.Απ’όσο είχε διαβάσει,παραδοσιακά το κατασκεύαζαν οι παπάδες στα αγγλικά µοναστήρια. «Πώς γίνεται αυτοί οι παλιογαµιώληδες να έχουν τα πρω-

τεία σ’όλες τις νοστιµιές;» σκέφτηκε «Αυτοί υποτίθεται ότι κηρύσσουν όλη µέρα το λόγο του Θεού,ο ένας στον άλλο.» Κι όµως,κι όµως.Αυτό το πάντς έλεγε µιαν αλλιώ-τικη ιστορία για τους παπάδες.Δεν είχε καν για βάση του σταφύλια,αλλά ένα δαιµο-νικό εκχύλισµα φρούτων του δάσους,µικρών µαύρων µούρων δυνατών όσο κι οι σπόροι της µπελλαντόνας,καθώς και χίλια-δυό µπαχαρικά:κανέλλα,γαρύφαλλο,θυ-µάρι,λεβάντα,ό,τι σκατά φυτρώνει γύρω από τα µοναστήρια.Κι όταν το έπινες,όταν κυλούσε στον ουρανίσκο σου,ένοιωθες πραγµατικά τέτοια ευδαιµονία,που ήταν σαν να έσερνε ο ίδιος ο Κύριος την βάλανό Του στο λαρύγγι σου.Έκσταση,έκσταση,από-λυτη έκσταση κι αποσύνθεση των αισθήσεων,µαστούρα και θέωση ανώτερη κι από την καλύτερη σοδειά µήκωνος της υπνοφόρου. Σε λίγο ο Πόρκους γύρισε,ασθµαίνοντας απ’την λαχτάρα και την προσµονή. Ανάµεσα στα παχουλά του δάχτυλα βαστούσε δυο-δυό τους λαιµούς των είκοσι φλα-σκιών,τα οποία άφησε στο βοηθητικό τραπέζι,δίπλα στο κρασί.Τα µπουκάλια του κρασιού ήταν ψηλά-φαλλοί-ενώ του πάντς κοντόχοντρα,µε καµπύλες,σαν ειδώλια πρωτόγονων θεοτήτων.Την ίδια στιγµή η Ούρσα είχε παραδοθεί εντελώς στο άρωµα του φαγητού,κι ήταν σκυµµένη πάνω από τα πιάτα,ρουφώντας άπληστα τον αέρα µε κλειστά µάτια.Ο Πόρκους εκµεταλλεύτηκε την περίσταση,και στάθηκε νυχοπατώντας πίσω από τον κώλο της.Για να την ξαφνιάσει,της ψιθύρισε ερωτιάρικα: -Πόσο µ’αρέσει ο κώλος σου!της είπε.Μοιάζει µε το φεγγάρι!Και το φεγγάρι µοιάζει µε τυρί!Γι’αυτό αγαπώ τον κώλο σου,γιατί µου θυµίζει τυρί! Και µ’αυτά τα λόγια,έσκυψε,έγλειψε το βελούδο,κι έπειτα δάγκωσε το δεξί της κωλοµάγουλο. Εκείνη,που είχε αντιληφθεί την λατρευτική του έξαψη και την υπέµενε,του απήντησε: -Αν θέλεις τυρί,αγάπη µου,πρέπει να γλείψεις πιο µπροστά από κεί που γλεί-φεις τώρα.Έχω βδοµάδες να πλυθώ! Δεν χρειαζόταν βέβαια να του το πεί.Ο Πόρκους γνώριζε καλά την προσφορά της,και την απολάµβανε συχνά.Ωστόσο τόνισε: -Όχι γλυκιά µου.Τη µουνάρα σου δεν τη θέλω για τυρί,αλλά για επιδόρπιο! Τα λόγια του είχαν λογικότατη βάση.Ήταν αλήθεια πως το µουνί της είχε πά-ντοτε τη θέση του επιδόρπιου στο µενού,κι όχι µόνο επειδή συνήθως το απολάµβανε µετά το φαγητό (λόγου χάρη κι η ψωλή του ήταν ένα έδεσµα που της πρόσφερε µετά το δείπνο,όµως είχε τον διπλό ρόλο του τυριού και του σάπιου λουκάνικου-ένας συν-δυασµός αρκετά αλµυρός.) Η ιδιαιτερότητα που εξασφάλιζε στο αιδοίο της την περί-οπτη θέση του,ήταν αυταπόδεικτη:Τα µουνόχειλα της Ούρσα είχαν µια περίεργη υφή, ήταν µαλακά στο γλείψιµο και τραγανά στο δάγκωµα,όπως η άκρη µιας τηγανίτας που έχει βυθιστεί για λίγες µόνοστιγµές στο καυτό λάδι.Κι η αίσθηση αυτή του ζυ-µαριού ήταν τόσο έντονη,ώστε συχνά την συνόδευε κι η ψευδαίσθηση της γλυκιάς γεύσης. Χωρίς άλλη χρονοτριβή,πήραν τις θέσεις τους στο τραπέζι,ο ένας απέναντι στον άλλο,σαν αντίπαλοι σε µια τερατώδη παρτίδα σκάκι.Είχαν,άλλωστε τα χέρια τους γυµνά,όπως οι σκακιστές.Δεν υπήρχαν µαχαιροπήρουνα.Τίποτε το περιττό.Τα ροµαντικά κεριά ήταν φτιαγµένα από πηγµένο αρνίσιο λίπος,ώστε-µιας και θα τέλειωναν πολύ προτού λιώσουν-θα µπορούσαν να τα φάνε πριν σηκωθούν απ’το τραπέζι.Τα λουλούδια στο βάζο είχαν ροδοπέταλα από χρωµατισµένη αµυγδαλόψυ-χα,και κοτσάνια από γλυκόρριζα.Το ίδιο το βάζο ήταν ζαχαρένιο.Μονάχα τα πιάτα,τα ταψιά κι οι κατσαρόλες δεν θα τρώγονταν-αυτά τους χρειάζονταν για τα προσεχή

δείπνα.Το επιδόρπιο ήταν στρατηγικά τοποθετηµένο στην δεξιά πλευρά του τραπε-ζιού,κοντά στους καναπέδες όπου θα σωριάζονταν για να χωνέψουν,αρπάζοντάς τα στην αγκαλιά τους.Άλλωστε το ντεσέρ είναι κάτι το εξαιρετικό,και δεν µπορείς να το τρώς αδιάφορα καθισµένος στο τραπέζι.Αν το κυρίως γεύµα είναι το γαµήσι,το γλυκό στο τέλος είναι η εκσπερµάτωση.Και πάντοτε για την εκσπερµάτωσή µας φυλάµε την καλύτερη θέση,και την καλύτερη στιγµή. -Θα κάνουµε πρόποση;ρώτησε ο Πόρκους,στρέφοντας τα γουρλωµένα απ’την επιθυµία µάτια του σε όλες τις γωνιές του τραπεζιού. -Ασφαλώς και θα κάνουµε,είπε η Ούρσα,και πήρε απ’το βοηθητικό τραπέζι δυό µπουκάλια κρασί.Έβγαλε τους φελλούς βυθίζοντας τον κυνόδοντά της µέσα,κι έπειτα τραβώντας µε τα υπόλοιπα δόντια γύρω απ’το στόµιο του µπουκαλιού,σαν µο-χλό.Έτσι κατάπιε και τους δυό φελλούς,που ήταν παντελώς άχρηστοι.Τα µπουκάλια είχαν σκοπό να αδειάσουν.Έδωσε το ένα στον Πόρκους,κι ύψωσε το δικό της. -Ας πιούµε λοιπόν,είπε εκείνος. Αναστρέφοντας συγχρονισµένα τα µπουκάλια,τα έφεραν στο στόµα τους κι άρχισαν να τα θηλάζουν,µαζεύοντας µε την γλώσσα κάθε σταγόνα που πήγαινε να ξε-φύγει,σαν πουτάνες εξασκηµένες στο τσιµπούκι,που θεωρούν ότι έστω και µια χαµέ-νη σταγόνα απ’τον πολύτιµο χυµό είναι προσβολή για την τιµή τους.Με µιαν ανάσα, άδειασαν τα µπουκάλια,κι όταν τα κατέβασαν,θυµήθηκαν ότι δεν είχαν κάνει καµµιά ευχή για την πρόποσή τους.Όµως αυτό δεν ήταν µεγάλο πρόβληµα,γιατί κι οι δυό ξέ-ραν ποιά θα ήταν η κοινή ευχή τους.Όρεξη.Όρεξη κι λαιµαργία.Πάντα ευχόµαστε για αυτό που δεν µας χρειάζεται,γι’αυτό που ήδη έχουµε.Ανάµεσά τους,σε απόσταση µι-λίων,που διένυαν µε τα µάτια της ψυχής για να κοιτούν ο ένας τον άλλο,απλωνόταν όλη η χλωρίδα κι η πανίδα του γήινου βασιλείου. -Ο Θεός να ευλογεί το τραπέζι µας,είπε ο Πόρκους. -Κι ο Διάβολος να ευλογεί την όρεξή µας,πρόσθεσε η Ούρσα.

II.Όταν τρώµε δε µιλάµε,όταν τρώµε πολεµάµε.

-Γκρρργκλ,µπέρασε γκλλµ,πατάτες,γρύλλισε ο Πόρκους. -Μνααµ,µπουρλέ ή γκβραστές;ρώτησε η Ούρσα. -Γκρέεε,της απήντησε,αφήνοντας το ‘ε’ µετέωρο σ’ένα πελώριο ρέψιµο. Η Ούρσα πήρε το πιάτο µε τον πουρέ και το πέταξε στο µέρος του.Εκείνος, αφού βύθισε πρώτα τα δάχτυλά του σε µια κόκκινη-καφετιά σάλτσα,που φυσιολογικά προορίζονταν για τα παϊδάκια,έχωσε το χέρι του µέσα στον πουρέ και πήρε µια φτυα-ριά.Καθώς την έβαζε στο στόµα του,ξαναρεύτηκε,κι απ’τις άκρες της γενειάδας του έπεσαν µερικά µπιζέλια. «Γκρρλ,γκτήνος,» τον επέπληξε η Ούρσα κι έκοψε µε τα δό-ντια την φτερούγα της πάπιας που κρατούσε.Η αλήθεια είναι πως πάντα τον ζήλευε για την γενειάδα του,γιατί ανάµεσα στις πυκνές της τρίχες µαζευόταν,διαδοχικά,ένα πλήρες γεύµα από πεσµένα όσπρια,κοµµάτια κρέας,καµµιά φορά κι ολόκληρες πραλίνες ή µπούτια από κοτόπουλο.Ήταν σαν µια προσωπική,µυστική αποθήκη,και

το χειρότερο,του ανήκε αποκλειστικά.Ποτέ δεν µοιραζόταν µαζί της τα ευρήµατα της γενειάδας του,γι’αυτό και τον ζήλευε,γι’αυτό και τώρα τον επέκρινε. Τα κρέατα έκαιγαν και ζεµατούσαν.Ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να τα αγγίξεις χωρίς την µεσολάβηση ενός πηρουνιού,όµως αυτοί τα κατάφερναν µια χαρά.Βέβαια στην πορεία,τα δάχτυλά τους καίγονταν και ξεφλουδίζονταν,αλλά κι αυτό ακόµη το έγκαυµα πρόσθετε µια νοστιµιά σε ό,τι κρατούσαν κι εν συνεχεία έτρωγαν,τη νοστι-µιά του τσιγαρισµένου ανθρώπινου λίπους,του λεπτού δέρµατος και του αίµατος.Εξ-άλλου,τα λάφυρα δεν έµεναν για πολύ στα χέρια τους.Πριν προλάβουν να αισθαν-θούν το κάψιµο,πετούσαν αυτό που είχαν πιάσει στο στόµα τους-που είναι πάντοτε πιο ανθεκτικό-όπου η ζέστη καταλάγιαζε από την παρουσία του προηγούµενου βλω-µού (γιατί δεν κατάπιναν ποτέ την µπουκιά τους αν δεν είχαν πρώτα ετοιµάσει µέσα στο στόµα τους µια δεύτερη) καθώς κι από τους καταρράκτες του κρασιού και του πάντς που κυλούσαν κατά διαστήµατα ανάµεσά τους.Στην ουσία είχαν σταµατήσει και να αναπνέουν.Μονάχα όταν ρεύονταν έβρισκε ο αέρας διέξοδο,κι απ’το στοµάχι παλινδροµούσε προς τα πάνω,τολµώντας την τελευταία στιγµή µια διστακτική είσοδο στα πνευµόνια,όπου έπρεπε να µπεί στοιχειωδώς για να τους συντηρήσει στη ζωή.Έ-τσι,ακόµη κι η ίδια τους η αναπνοή ήταν απόρροια του φαγητού,είχε τη µυρωδιά και την γεύση του,ολόκληρη η ύπαρξή τους στηριζόταν αυτή την ώρα στην τροφή και σε τίποτε άλλο,όπως των φυτών και των δέντρων.Όσο για τους ατµούς που αναδίδοντο απ’τα καυτά πιάτα και τις κατσαρόλες,απλώς τόνιζαν το µεγαλείο της έκστασής τους, όπως το µονοπάτι µε τα κάρβουνα στο οποίο περπατούν οι πιστοί σε κάποιες ανόητες θρησκευτικές γιορτές,όταν υποτιθέµενα το πνεύµα τους καταλαµβάνει.Και λέω ανόη-τες,γιατί εκείνοι οι άνθρωποι αρνούνται να παραδεχτούν πως η δύναµη βρίσκεται ήδη µέσα τους,κι επινοούν έναν ηλίθιο άγιο για να δικαιολογήσουν την εµφάνισή της.Ενώ ο Πόρκους και η Ούρσα γνώριζαν καλά ότι η κτηνώδης αντοχή τους δεν υπήρχε παρά µέσα τους,πίσω από τα βυζιά και µέσα στο στοµάχι τους,απ’όπου,για να την ανασύ-ρουν στην επιφάνεια,απαιτούνταν µονάχα η παρουσία ενός άψυχου,και καθόλου ά-γιου,εδέσµατος. Για να εξαντλήσουν κάθε ίχνος σάλτσας στον πυθµένα των µαρµιτών,έκαναν ρολό τα ψωµιά και σκούπιζαν µε προσοχή την τσίγκινη κοιλότητα,κι έπειτα,όταν οι αµφιβολίες δεν τους άφηναν να ησυχάσουν,έχωναν και το ίδιο το κεφάλι τους µέσα στις κατσαρόλες και τις έγλειφαν. Κι όσο για τους ήχους,οι ήχοι ήταν µουσική.Αλλά όχι µουσική των αγγέλων. Οι µελωδίες σε τούτο το τραπέζι ήταν ανάλογες µόνον αυτών που ακούγονται στην κόλαση,όπου κι υπάρχουν καζάνια (και δαίµονες) αντίστοιχου µεγέθους.Πρώτα-πρώ-τα το απαλό βούτηγµα των δαχτύλων στις υγρές µάζες του λίπους,της σάλτσας,των τρυφερών λαχανικών και του ρυζιού.Αυτό ήταν ένα απαλό προανάκρουσµα,ένα θρό-ισµα σαν του κύκνου που βουτάει το κεφάλι του στην λίµνη,το προµήνυµα του κλαρι-νέττου πριν την έκρηξη της ορχήστρας,ή πριν την άγρια λύσσα µε την οποία ο κύκνος αρπάζει το ψάρι µέσα στο νερό της λίµνης.Κι αµέσως έρχονταν οι πραγµατικοί ήχοι. Το µουσικό τσάκισµα των οστών,καθώς έσχιζαν τα πόδια των λαγών,του αρνιού,του µοσχαριού,ή τα φτερά της πάπιας και της κότας.Η σύνθλιψη των πλευρών πρώτα στα χέρια κι έπειτα στα δόντια τους,καθώς δεν άφηναν να πάει χαµένο ούτε το πιο µικρό κοκκαλάκι.Μαζί η ηδονή,ώ η αφάνταστη ηδονή των χόνδρων,των διάφανων εκείνων κύβων που οµοιάζουν απατηλά µε κρέας µέσα στο περιτύλιγµα της σάλτσας,που ό-µως,σαν τους δαγκώνεις,ανθίστανται στο κόψιµο,κι απειλούν να σε πνίξουν,αφού εί-

σαι αναγκασµένος να τους καταπιείς αµάσητους.Αλλά τα κοφτερά δόντια της Ούρσα και του Πόρκους έκοβαν στη µέση κι αυτούς τους χόνδρους,παράγοντας ένα φρικια-στικό ‘κρακ’,υγρό,που ακουγόταν συγχρόνως σαν ‘κλάτς’,σαν ένα κλαρί που σπάζει και προδίδει την παρουσία σου στα θηρία του δάσους,ή τον ήχο ενός κύµβαλου που δεν αντέχει ούτε ο µαέστρος,ή πιό καλά ακόµα,τον ίδιο θόρυβο που κάνει ο ιατροδι-καστής όταν ανοίγει,πάνω στο νεκροτοµικό τραπέζι,τον θώρακα του πεθαµένου.Στο υπόβαθρο όλων αυτών των ήχων,η βάση,το πλήθος των εγχόρδων,ήταν ο αέναος ή-χος που κάµναν οι οδοντοστοιχίες τους,καθώς διασχίζαν την ηδονική οδό των πιάτων σαν στρατιώτες,που πυρπολούν και βιάζουνε ό,τι βρούν στο πέρασµά τους.Το σύνολο συµπλήρωναν τα πιάτα που κουδούνιζαν,όταν στιβάζονταν σε σωρούς,καθώς και τα µπουκάλια,που όταν άδειαζαν πέφταν στο πάτωµα και σπάζαν.Πιο σπάνιοι,όπως των χάλκινων πνευστών,ήσαν οι ήχοι απ’τις πορδές και τα ρεψίµατά τους.Η Ούρσα ήθελε να ρεύεται αφού είχε καταπιεί,για να νοιώθει ένα είδος deja mange,ενώ ο Πόρκους άφηνε το ρέψιµο να γλιστρήσει µέσα απ’την µπουκιά,να την ανατρέψει,ή και να φρα-κάρει πάνω της και να παγιδευτεί στο λαρύγγι του.Όσο για το κλάσιµο,εδώ τα πράγ-µατα συµβαίναν αντίστροφα:Η Ούρσα κατέπνιγε τις κλανιές της,όχι από ντροπή,αλ-λά γιατί της άρεσε το αργό,ύπουλο ‘Πρρρρ’ που έκανε το φόρεµά της να φουσκώνει κάτω από τα µπούτια,ενώ συγχρόνως,µε την τεχνική αυτή,το άρωµα των σκατών δεν εξαφανιζόταν γρήγορα,αλλά την τύλιγε ολόκληρη κι έδινε στην µπουκιά εκείνης της στιγµής ανυπέρβλητη γεύση.Ο Πόρκους αντίθετα σήκωνε το δεξί του κωλοµάγουλο, σαν τις ηλικιωµένες κυρίες στα τεϊοποτεία,που δεν θέλουν να τις περάσουν οι φίλες τους για κλανιάρες,κι άφηνε µια βροντόφωνη πορδή,αναγγέλοντας συγχρόνως το αν-δραγάθηµά του στην λατρεµένη του σύζυγο. -Γκρλάνω!φώναζε,κι έπειτα έκλανε. Κι η Ούρσα τον συνέχαιρε,είτε χειροκροτώντας,είτε κλάνοντας κι αυτή,αν της ερχόταν.Πάνω απ’όλα,προτιµούσε να ρεύεται ως απάντηση. Ήταν απόρροια φυσική της αδηφαγίας τους,και των υγρών που κατανάλωναν µαζί µε το φαγητό τους,ότι κάποια στιγµή µετά την δεύτερη ώρα άρχισαν να νιώθουν την ανάγκη να κατουρήσουν.Το χέσιµο µπορούσε να αναβληθεί,ακόµη κι οι πιο µε-γάλες ποσότητες σκατών είχαν τον τρόπο να αποθηκεύονται στο έντερο,να γίνονται σκληρά σαν τον γρανίτη,ή να αθροίζονται σε φυσίγγια από κουράδες,που ξαλάφρω-ναν κάπως µε τις πορδές που αµολούσαν.Όµως το κάτουρο,όπως µαζευόταν και πίεζε την κύστη,καταλάµβανε πολύτιµο χώρο απ’το στοµάχι και τα έντερα,εµποδίζοντας συνεπώς το µέγιστο της απόλαυσης.Έπρεπε λοιπόν σύντοµα να βρούνε τρόπο να το αποβάλλουν.Θα µπορούσαν ίσως να ξεράσουν,όµως ο εµετός,εκτός απ’τα υγρά,θα παράσερνε και κοµµάτια φαγητού,που ήταν εξαιρετικά πολύτιµα για να τα χαραµί-σουν.Κι άλλωστε ξερνώντας,θα έπρεπε,έστω και για λίγο,να σταµατήσουν να τρώνε, και µια τέτοια παύση ήταν και στους δυό αδιανόητη.Έτσι,όταν η φούσκα τους κινδύ-νευε πλέον να σκάσει,συµφώνησαν σιωπηλά να την αδειάσουν όπως ακριβώς προνοεί και η φύση,δηλαδή κατουρώντας.Δεν υπήρχε περίπτωση,βέβαια,να σηκωθούν απ’το τραπέζι και να πάνε µέχρι το µπάνιο-υπήρχε το χαλί για να τα απορροφήσει,και κάτω απ’το χαλί ένα ξύλινο πάτωµα µε πλατιά ανοίγµατα ανάµεσα απ’τις σανίδες.Αν τα ούρα περνούσαν απ’τις χαραµάδες,θα έφταναν µε τη βαρύτητα στο διαµέρισµα του κάτω ορόφου,αλλά κανείς τους δεν είχε αντίρρηση σε αυτό:Ο αποκάτω ήταν ένα αρ-χίδι.Ας έπινε,λοιπόν,και λίγα κάτουρα,που τόσο ευγενικά θα του πρόσφεραν οι γείτο-νές του.Με το ένα χέρι-το άλλο ήταν µόνιµα απασχοληµένο πάνω στο τραπέζι-η

Ούρσα ανέβασε το φόρεµά της,κι ο Πόρκους άνοιξε το κουµπί του παντελονιού κι έ-βγαλε έξω το πουλί του.Το ότι ποτέ δεν φορούσανε βρακί διευκόλυνε κάπως τα πράγ-µατα.Λίγο προτού αρχίσουν,ο Πόρκους φώναξε πνιγµένος: «Μµιά στιγµή!» κι ύψωσε τα γόνατά του,στηρίζοντας έτσι τις πατούσες του στην καρέκλα.Έµοιαζε µε ξωτικό, από εκείνα που βλέπει κανείς στα γλυπτά των κήπων,κουρνιασµένα πάνω στα γόνατά τους.Ο λόγος γι’αυτή την περίεργη στάση ήταν ένα καταραµένο άρθρο που είχε δια-βάσει σ’ένα περιοδικό,το οποίο προειδοποιούσε για τους κινδύνους που διατρέχει κα- νείς αν βυθιστεί στο νερό µετά το φαγητό.Πίστευε λοιπόν,πως αν τα πόδια του βρέχο-νταν απ’τα ούρα την ώρα που έτρωγε,θα πνιγόταν.Για τον ίδιο λόγο είχε σταµατήσει να λούζεται και να κάνει µπάνιο,εδώ και πέντε χρόνια.Σαν δικαιολογία έλεγε ότι µιας κι ήτανε πάντα φαγωµένος,η επαφή µε το νερό αποτελούσε γι’αυτόν θανάσιµο κίνδυ-νο.Όταν ισορρόπησε,της έδωσε το σύνθηµα,αρπάζοντας ένα µπουκάλι κρασί.Η Ούρσα τον µιµήθηκε,κι έτσι,καθώς άρχισαν να κατουρούνε πάνω στις καρέκλες τους,έµοιαζαν µε µαγικές βρύσες,που από την µιά τους πηγή δέχονται κόκκινο νερό, κι από την άλλη αφήνουνε να βγεί κίτρινο.Κατουρήσανε σαν άλογα,από πέντε λίτρα και παραπάνω ο καθένας τους.Τα ούρα πληµµύρισαν το πάτωµα κάτω από το τραπέ-ζι,και κύλησαν ως το χαλί,το οποίο σε µερικά λεπτά τα είχε απορροφήσει εντελώς. Αφού αντάλλαξαν ένα βλέµµα αµοιβαίας ικανοποίησης,το πρόσωπο του Πόρκους διαπέρασε µια φευγαλέα έκφραση πόνου.Η Ούρσα χαµογέλασε,γιατί ήξερε τί του συνέβαινε: Η ανδρική του ουρήθρα,πιο µεγάλη απ’την δική της,ήταν πολύ πιό ευαί-σθητη στα καυτερά µπαχαρικά της ινδικής σάλτσας βινταλού (που ήταν φτιαγµένη µε κόκκινο και µαύρο πιπέρι,κάρρυ,κύµινο,γαρύφαλλα και µικροσκοπικές φονικές πρά-σινες πιπεριές) ώστε τώρα η άκρη της ψωλής του έτσουζε απ’τα ούρα,που είχαν περάσει µέσα απ’το τρυφερό κεφάλι της σαν ένας χείµαρρος λάβας.Τον συµπονούσε λιγάκι γι’αυτή του την αδυναµία,ωστόσο τώρα προτίµησε να τον ειρωνευτεί. -Μµ,είπε µέσα από µια µπουκιά,είδες τί παθαίνετε εσείς οι άνδρες για να την έχετε πιο µεγάλη; Ο Πόρκους,που ακόµη υπέφερε απ’το τσούξιµο,δεν µπορούσε να εκτιµήσει το αστείο για τις ουρήθρες τους,κι απλώς χαµογέλασε µε δυσκολία,βάζοντας το πράµα του ξανά µέσα στο παντελόνι.Η Ούρσα σκέφτηκε ότι θα πλήρωνε την ειρωνία της ό-ταν θα έχεζε,και τα µπαχαρικά θα της πυρπολούσανε την σούφρα. Το δείπνο συνεχίστηκε χωρίς άλλες κουβέντες,κι ύστερα από περίπου µιά ώρα στα πιάτα είχαν µείνει (εκτός από τα επιδόρπια) µονάχα µερικά λαχανικά-που δεν ήταν και πολύ δηµοφιλή-ένα βρασµένο αυγό που µύριζε κάπως περίεργα,κι ένα για-ούρτι µέσα σε πήλινο κεσέ.Για µερικά δευτερόλεπτα οι δυό τους κοιτούσαν πότε το τραπέζι,έκπληκτοι που το φαγητό είχε εξαντληθεί τόσο γρήγορα,και πότε ο ένας τον άλλο,µε γουρλωµένα µάτια,σαν να λέγαν: «Και τώρα τί κάνουµε;» Φυσικά,δεν είχαν χορτάσει.Είχαν απλώς ξεγελάσει την πείνα τους,κάνοντάς την να νοµίζει πως δεν υ-πήρχε,µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι παπάδες προσπαθούνε να πείσουν τον Θεό για το ακριβώς αντίθετο.Τους έµενε βέβαια το επιδόρπιο,και λέγοντας επιδόρπιο εν-νοούµε δυο στίβες µε δέκα πλάκες µαύρης και δέκα πλάκες λευκής σοκολάτας,µια µεγάλη ασηµένια πιατέλλα µε πραλίνες όλων των ειδών,έξι τάρτες µε βύσσινο κι έξι µε φράουλες,γκοφρέττες,γλυκίσµατα από καραµελωµένη βρώµη,µπισκότα,µια διώρο-φη τούρτα µε καφέ,είκοσι εκλαίρ,παγωτό βανίλλια µέσα σ’ένα πιάτο µε σχήµα κύκνου,σιροπιαστά γλυκά από λεπτό φύλλο που θύµιζε µουνότριχες βυθισµένες σε σιρόπι (µε κρέµα),φρουί-γκλασέ,µαρόν-γκλασέ,τις περίφηµες µπαλλίτσες µε το ρού-

µι,και τέλος έναν ακαθόριστο όγκο από παντεσπάνι,καραµέλα,βανίλλια και σαντιγύ πράσινου χρώµατος,που προσπαθούσε να περάσει για τούρτα.Όµως σ’όλα αυτά,ο Πόρκους ήθελε να προσθέσει και το γιαούρτι,αφού πρώτα το πασπάλιζε µε δυό δάχτυλα άχνη ζάχαρη.Αν κι ήταν ένα από τα αγαπηµένα του γλυκά,µπροστά στην ή-δη υπάρχουσα πληθώρα ήταν υπερβολικό και κτηνώδες από µέρους του να σκέφτεται τόσο πολύ το µέλλον.Έπρεπε κανείς να ζεί µονάχα για το παρόν,κι αυτή τη στιγµή το παρόν ήταν αλµυρό.Άρα το γιαούρτι έπρεπε να φαγωθεί ως είχε.Δίχως να φανερώσει τις µοχθηρές αυτές προθέσεις,η Ούρσα άπλωσε µε δήθεν αδιάφορο τρόπο το χέρι της προς το χαλασµένο αυγό,και την τελευταία στιγµή επιχείρησε να αρπάξει το γιαούρτι. Αλλά ο Πόρκους την πρόλαβε.Για ένα δευτερόλεπτο αγωνίας,κι οι δυό τους κρατού-σαν τον πήλινο κεσέ,κινδυνεύοντας να τον αναποδογυρίσουν,όµως στο τέλος εκείνος κατάφερε να τον κερδίσει µε το πιο παλιό κόλπο,που ωστόσο έπιανε πάντα.Με το ε-λεύθερο χέρι του,που δεν κρατούσε τον κεσέ,της γαργάλησε το δεξί βυζί,κι η Ούρσα τραβήχτηκε µ’ένα ουρλιαχτό κι έπεσε στην καρέκλα της.Σφίγγοντας στην αγκαλιά του το τρόπαιο,ο Πόρκους σηκώθηκε απ’το τραπέζι-σηµάδι πως,τουλάχιστον για ε-κείνον,το κυρίως δείπνο είχε τελειώσει-κι έτρεξε προς την κουζίνα.«Αν κρίνω απ’την σπατάλη τόσης ενέργειας αµέσως µετά το φαγητό,» σκέφτηκε η Ούρσα, «αυτός ο ά-θλιος µάλλον θα πάει να πάρει την ζάχαρη από το ντουλάπι.» Έτσι,σηκώθηκε κι αυτή ξεφυσώντας,κι έτρεξε ξοπίσω του.Τον είδε πράγµατι σκυµµένο πάνω απ’το τραπέζι της κουζίνας,να ρίχνει τη ζάχαρη µέσα στο γιαούρτι και να την ανακατεύει µε τα δά-χτυλά του για να πάει παντού.Καθώς δεν την περίµενε,µόλις αντιλήφθηκε ότι στεκό-ταν απέναντί του και τον κοιτούσε,γούρλωσε τα µάτια µε τρόµο κι έκανε ένα βήµα πίσω. «Πέθανες,καριόλη» ούρλιαξε η Ούρσα κι όρµηξε κατά πάνω του.Δεν την ενδι-έφερε τόσο το ίδιο το γιαούρτι,όσο το να ξεκαθαρίσει κάτι που για την ίδια ήταν ζή-τηµα τιµής:να σου κλέβουν την τελευταία µπουκιά.Τον άρπαξε απ’το λαιµό κι άρχισε να τον πνίγει.Εκείνος όµως την γαργάλησε ξανά,αυτή τη φορά ανάµεσα στα µπούτια, αναγκάζοντάς την σε µια ανάποδη πτώση.Πέφτοντα,χτύπησε πάνω στο ψυγείο,που άνοιξε διάπλατα.Εκεί,µπροστά τους,στο πιο ψηλό ράφι,βρισκόταν ένα ακόµη γιαούρτι,που τους είχε διαφύγει εξαιτίας του διάφανου κεσέ του,που το έκανε να φαίνεται το ίδιο άσπρο όπως και το εσωτερικό του ψυγείου.Αυτό σήµαινε ανακωχή.Ο Πόρκους βοήθησε την Ούρσα να σηκωθεί απ’το πάτωµα,κι αφού ο καθένας πήρε το γιαούρτι του,ξεκίνησαν για το σαλόνι.Όµως στα µισά του διαδρόµου,η Ούρσα γύρισε για να φέρει το πιο σηµαντικό απ’όλα-είχαν ξεχάσει τα κουτάλια.Ίσως η εµµονή αυτή να έµοιαζε παράδοξη έπειτα απ’την κτηνωδία του κυρίως δείπνου,που τους είχε αφή-σει πασαλειµένους µε σάλτσες και µε τα µπούτια κατουρηµένα,αλλά ποτέ δεν έτρω-γαν επιδόρπιο χωρίς κουτάλι.Ακόµη και τα εκλαίρ ή τα φρουί-γκλασέ,τα έβαζαν πρώ-τα σ’ένα µικρό πιατάκι,κι έτσι τα έτρωγαν,φινετσάτα,σαν κυρίες της αυλής.Κι αν αναρωτιέστε σε τί αποσκοπούσε αυτή η µεθεόρτια τελετουργία,σας υπενθυµίζω ότι το επιδόρπιο κατείχε την θέση της εκσπερµάτωσης µετά το γαµήσι που αντιπροσώ-πευε γι’αυτούς το φαγητό.Μια κυρία της αυλής λοιπόν,ενώ µπορεί να γαµηθεί από ό-ποια τρύπα επιθυµεί,και µε τον αγριότερο επιστάτη του παλατιού,δεν αφήνει ποτέ την εκσπερµάτωση στο έλεος της τύχης-πρώτον γιατί το σπέρµα έχει θαυµάσια γεύση την οποία οι περισσότερες κυρίες εκτιµούν,κι έπειτα γιατί όλοι ξέρετε πόσο µοιραία µπο-ρεί να αποβεί µια χυσιά στον λάθος βωµό.Κανείς δεν αγαπά τα µπάσταρδα και τις εκ-τρώσεις.Απ’όλα ετούτα εξάγεται το συµπέρασµα ότι,ενώ µπορεί κανείς να τρώει σαν το κτήνος,για το επιδόρπιο χρειάζεται µια κάποια λεπτότητα,µια κάποια επιτήδευση.

Προτού ξαπλώσουν στους καναπέδες,η Ούρσα συγύρισε ό,τι είχε περισσέψει πάνω στο τραπέζι,χρησιµοποιώντας το χέρι της για σκούπα και το στόµα της για φα-ράσι.Ο απολογισµός ήταν σχετικά φτωχικός: το χαλασµένο αυγό,τα κεριά-που έφαγε χωρίς προηγουµένως να τα σβήσει-δύο µπρόκολα,µια πίκλα και λίγο καµαµπέρ,που µύριζε ακριβώς όπως και το αυγό.Όταν τελείωσε,κοίταξε µε θλίψη το άδειο τραπέζι. Ρουφώντας τον αέρα µε λύσσα,έσκυψε πάνω απ’το τραπέζι κι επιδόθηκε στην ύστατη έρευνα,ελπίζοντας να καταπιεί έτσι κάποιο ψίχουλο που είχε γλυτώσει. -Παραιτήσου,της είπε ο Πόρκους,αλλά εκείνη δεν του έδωσε σηµασία.Αφού απογοητεύτηκε απ’το τραπέζι,πήρε ένα-ένα όλα τα άδεια µπουκάλια κι άρχισε να τα αναποδογυρίζει πάνω απ’το πρόθυµο στόµα της,γλείφοντας µε λύσσα το στόµιό τους για να πιεί κάποια περίσσεια σταγόνα. -Κάτι τέτοιες στιγµές εύχοµαι να είχα µια γλώσσα µακριά σαν του φιδιού,είπε στενάζοντας,και κάθισε στον καναπέ µε το νεοανακαλυφθέν γιαούρτι.Ο Πόρκους είχε ήδη φάει το δικό του,κι η άχνη ζάχαρη που είχε πέσει στα γένια του τον έκανε να µοι-άζει µ’εκείνον τον κωλοµπαρά που περιµένουν τα παιδιά να κατέβει απ’την καµινά-δα.Είχε τα ίδια κόκκινα µάγουλα,και το ίδιο ικανοποιηµένο ύφος,το καυλωµένο χα-µόγελο της πρώτης γλυκιάς γεύσης.Μόλις όµως είδε το δικό της θλιµµένο πρόσωπο, αντέδρασε σαν ιππότης.Πετώντας στην άκρη τον καλογλειµµένο κεσέ,σηκώθηκε και της έφερε απ’το τραπέζι το βάζο µε τα λουλούδια.Κρατώντας το βάζο για τον εαυτό του,της πρόσφερε τα λουλούδια,λέγοντας: -Αυτά τα ολίγα άνθη για σάς,ωραία µου κυρία. -Με κάνετε να κοκκινίζω,είπε η Ούρσα,που ήταν ήδη κόκκινη από την υπερ-φαγία,και δέχτηκε τα λουλούδια του µ’ένα χαµόγελο.Ωστόσο θα προτιµούσε το βάζο. Τα πέταλα τρώγονταν εύκολα,αλλά η γλυκόρριζα κολλούε στον ουρανίσκο της σαν κακοφορµισµένη µασέλα.Μην θέλοντας όµως να προσβάλει την ευγενική χειρονοµία του,καταβρόχθισε τα λουλούδια όσο πιο γρήγορα µπορούσε,για να προετοιµάσει τον δρόµο για το κύριο επιδόρπιο.Ο Πόρκους έσπαζε ακόµη το βάζο µε τα δόντια του ό-ταν εκείνη κατάπιε και το τελευταίο κοτσάνι.Σκεφτόταν να σηκωθεί και να πάρει από το τραπέζι τα έντεκα από τα είκοσι εκλαίρ,τοποθετώντας τα υπόλοιπα µε τέτοιο τρό-πο,ώστε να µοιάζουν για δέκα.Ο Πόρκους δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα καλός στο µέτρη-µα.Μόλις όµως τα πόδια της άγγιξαν το υγρό χαλί,πρόσεξε µια συγκλονιστική λεπτο-µέρεια.Μια φτερούγα κοτόπουλου βρισκόταν στον καβάλο του Πόρκους.Πιθανώς είχε πέσει απ’το χέρι του,κι είχε σκαλώσει στο άνοιγµα του βελούδινου παντελονιού, σαν αγκίστρι πάνω απ’την ψωλή του.Και µέσα στην γενική καυλοκρατία,δεν το είχε αντιληφθεί.Εκείνη τη στιγµή,ο Πόρκους σήκωσε το κεφάλι και την είδε που κοιτούσε µε πόθο τον καβάλο του.Ανήµπορος να πιστέψει πως στην Ούρσα είχε ξαφνικά ξυ-πνήσει η επιθυµία για ζωντανό κρέας,κοίταξε κι αυτός στο ίδιο µέρος,αλλά η κοιλιά του παρεµβάλλονταν ανάµεσα σ’αυτόν και τη φυσική θέση της ψωλής του,όπως πά-ντα.Όµως,καθώς την είδε να ορµάει τρέχοντας κατά πάνω του,υπέθεσε την αιτία,κι η υπόθεσή του ήταν σωστή. -Χαµένο φαί!φώναξαν κι οι δυό τους συγχρόνως,όµως ο Πόρκους,αντί να α-πλώσει το χέρι του και να πιάσει την φτερούγα,πάσχισε µες στον πανικό του να ση-κώσει πάνω απ’τη µέση ολόκληρο το παντελόνι του.Η λανθασµένη αυτή κίνηση έδω-σε το προβάδισµα στην Ούρσα,που έπεσε στα γόνατα µπροστά του κι άρχισε να του δαγκώνει τον καβάλο. -Μή τα αρχίδια µου!φώναξε ο Πόρκους.

-Α-χά!είπε θριαµβευτικά η Ούρσα,και σηκώθηκε κρατώντας την πολυπόθητη φτερούγα στο δεξί της χέρι.Για να τον σκανδαλίσει περισσότερο,άνοιξε τα χείλη της διάπλατα,σαν δελφίνι που περιµένει απ’τον εκπαιδευτή να του ρίξει στο στόµα ένα ψάρι,κι άφησε την φτερούγα να αιωρηθεί απ’τις άκρες των δαχτύλων της. -Περίµενε!Περίµενε!ξαναφώναξε ο Πόρκους. -Αν ελπίζεις να την µοιραστούµε,χάνεις τον καιρό σου,του είπε. -Όχι,όχι,κάθε άλλο,της απάντησε εκείνος,κι απ’την τσέπη του πανωφοριού του έβγαλε ένα ξεφλουδισµένο κρεµµύδι.Κοίτα τί σού’χω εδώ,της είπε µε χαµόγελο, κουνώντας το κρεµµύδι το ίδιο επιδεικτικά όπως κι εκείνη κουνούσε την φτερούγα. -Κλέφτη!Παλιοκλέφτη!του φώναξε η Ούρσα.Κλέβεις φαγητό απ’το τραπέζι! Θα σε σκίσω,µουνόχυµα!Θα πεθάνεις γι’αυτό,είπε,κι έπεσε στην αγκαλιά του για να του πάρει το κρεµµύδι.Όµως εκείνος το έχωσε στο παντελόνι του,όπως ακριβώς κι η ίδια είχε βάλει το µπούτι ανάµεσα στα βυζιά της.Για λίγα δευτερόλεπτα παλέψανε πάνω στον καναπέ,κι έπειτα έπεσαν στο πάτωµα.Ο γδούπος έκανε τις σανίδες να λυ-γίσουν σ’ένα βαθύ λάκκο.Μονάχα η θαυµαστή αντοχή του χαλιού τους κρατούσε απ’ το να πέσουν στην τρύπα που είχαν φτιάξει µε την πτώση τους. -Ισοπαλία;ρώτησε εξουθενωµένη η Ούρσα.Ο Πόρκους την κοίταξε για µια στιγµή εχθρικά,κι έπειτα της µίλησε. -Μωρή παλιοπουτάνα,θα σου άξιζε να σου γαργαλήσω τα βυζιά µέχρι να πείς ‘ήµαρτον’,αλλά θα δώσω τόπο στην οργή,γιατί θέλω το κοτόπουλο. -Εντάξει,του είπε εκείνη,αλλά θα µου δώσεις το κρεµµύδι. Το κόλπο του ήταν βρώµικο.Ήξερε ότι λάτρευε τα κρεµµύδια όσο τίποτε στον κόσµο-µε την εξαίρεση ίσως του ίδιου του Πόρκους-κι ότι θα αντάλλασσε οτιδήποτε για ένα ωµό,λαχταριστό κρεµµύδι.Ωστόσο δεν της άρεσαν οι εκβιασµοί. Η ανταλλαγή των λαφύρων έγινε µε σµιχτά φρύδια και βρισιές µέσα απ’τα δόντια.Κανείς δεν συγχωρούσε την απώλεια του τελευταίου εδέσµατος. -Βρωµιάρη,ψιθύρισε εκείνη. -Λυσσασµένη,ψιθύρισε εκείνος. Μια στιγµή αργότερα,όταν ο καθένας είχε καταβροχθίσει τον αιχµάλωτό του, κοιτάχτηκαν µε µεταµέλεια,αλλά κρατώντας τα παιχνιδιάρικα αντίποινα ενός τυπικού συζυγικού καυγά,σηκώθηκαν αµίλητοι και πλησίασαν το τραπέζι από διαφορετικές γωνίες.Όµως η κοινή τους επιθυµία,αυτό που τους ένωνε πάντα,τους έφερε και πάλι κοντά-ήθελαν κι οι δυό να πάρουν µια πραλίνα από τη µεγάλη πιατέλα,και µάλιστα την ίδια πραλίνα,µε πικρή σοκολάτα και γέµιση από πάστα πορτοκαλιού.Καθώς απλώναν το χέρι στην κορυφή του σωρού,για να πάρουν την πραλίνα,τα δάχτυλά τους µπλέχτηκαν.Αυτή τη φορά δεν µαλώσαν.Η Ούρσα βρήκε µια δεύτερη όµοια πραλίνα και του την έδωσε.Καθώς τις τρώγανε κοιτάχτηκαν ξανά. -Συγγνώµη που σου έκρυψα το κρεµµύδι,της είπε ο Πόρκους.Δεν το έκανα για να σου αποσπάσω φαγητό.Όπως είδες,το είχα ξεχάσει ολότελα,κι ούτε που σκόπευα να το φάω ο ίδιος. -Έχεις δίκιο καλέ µου,του είπε η Ούρσα.Κι εγώ έπρεπε να σου πώ πως είχες µια φτερούγα κοτόπουλου στ’αρχίδια σου,κι όχι να ορµήσω για να σου την πάρω.Αλ-λωστε,αφού βρισκόταν πάνω στα δικά σου αρχίδια,σου ανήκε. Συγκινηµένοι κι οι δυό απ’την αποδοχή του σφάλµατος που είχαν διαπράξει, πλησίασαν όσο τους επέτρεπαν οι σάρκες τους που ξεχείλιζαν,κι αφού άγγιξαν κοιλιά µε κοιλιά και στήθος µε στήθος,τέντωσαν το λαιµό και φιλήθηκαν για µια στιγµή στα

χείλη.Το φιλί τους θα διαρκούσε περισσότερο,αλλά στον λαιµό της Ούρσα σκαρφά-λωσε ένα ρέψιµο,που για να µην το πνίξει-και για να µην τον πνίξει-τράβηξε το στό-µα της από το στόµα του Πόρκους.Η τρυφερή σκηνή δεν χάλασε καθόλου όταν γύρι-σε προφίλ και ρεύτηκε.Ήταν το ίδιο τρυφερή και για τους δυό,και µάλιστα ακόµη πιο ερωτική απ’ό,τι ένα απλό φιλί.Το ρέψιµο την έκανε να ανατριχιάσει από ηδονή. Μια ηδονή αισθησιακή,αισθησιακότατη. -Αχ,αχ,είπε µε λιγωµένη φωνή,νοµίζω ότι θα λιποθυµήσω απ’την καύλα µου. Πέφτοντας στα χέρια του µε θεατρικό τρόπο,τον άφησε να τη σύρει όσο µπο-ρούσε,µέχρι τον καναπέ,κι εκεί ξαπλώθηκε ανάσκελα.Ο Πόρκους πήγε και ξάπλωσε στον απέναντι καναπέ,κοιτώντας την µε κάποια ανησυχία. -Είσαι καλά;την ρώτησε έπειτα από λίγο. Η ανησυχία του ήταν συγκινητική. -Είµαι θαυµάσια,του απήντησε,ποτέ δεν ήµουν καλύτερα,και συµπλήρωσε «Μην φοβάσαι,αγάπη µου.Θα χρειαστεί πολύ περισσότερο φαγητό απ’το αποψινό για να µε βγάλει απ’τη µέση.Απλώς ένοιωσα προς στιγµή ίλιγγο απ’την µετάγευση του κρεµµυδιού.Ξέρεις;Ξέρεις πώς είναι;» Ο Πόρκους έγνεψε καταφατικά,αλλά ήταν µάλλον από ευγένεια,για να µην τη διακόψει,να µην αποθαρρύνει τον ειρµό της.Φυσικά και δεν ήξερε,γιατί δεν αγαπούσε τόσο το ωµό κρεµµύδι,κι ούτε είχε µουνί,για να νοιώσει αυτό που θα του έλεγε.Ωστό-σο του το είπε έτσι κι αλλιώς. -Η µετάγευση του κρεµµυδιού έπειτα απ’την σοκολάτα,όπως η διπλή αίσθηση µεταφέρεται από τον φάρυγγα µε το ρέψιµο στον ουρανίσκο,είναι τόσο ηδονική,που εξαντλείσαι απ’την απόλαυση.Είναι σαν να σε γαµάει ένας στιβαρός µαύρος εραστής, όµως εξευγενισµένος,µε πλυµένες µασχάλες και καθαρή ψωλή-φαντάσου ένα νουµί-δη σκλάβο από την εποχή της Κλεοπάτρας.Και καθώς χύνει µέσα σου,καθώς σε υψώ-νει στο απόγειο της καύλας,νοιώθεις το µουνί σου να τρέµει ακόµη απ’το προηγού-µενο γαµήσι,απ’την θηριώδη ψωλή ενός χυδαίου,βαριά ιδρωµένου επιβήτορα,που σε έχει βιάσει µε τέτοιον τρόπο ώστε εξακολουθείς να αισθάνεσαι την παρουσία του. Ο Πόρκους,που την άκουγε έκθαµβος,µόλις τελείωσε κούνησε καταφατικά το κεφάλι,και παρόλη την αµηχανία του κατάφερε να ψελλίσει: -Μπορώ να το φανταστώ. Τώρα το πεδίο είχε ανοίξει ελεύθερα για ανάλογες κουβέντες,για µιαν ολό-κληρη συζήτηση,αν το επιθυµούσαν.Το κυρίως δείπνο είχε τελειώσει,κι ο κίνδυνος του θανάτου από ασιτία είχε,για άλλη µια φορά,αποσοβηθεί.Σε λίγο θα ξεκινούσε ο αποψινός κολοφώνας,µε το επιρδόρπιο.Θα τρώγανε γλυκά για να µιλήσουνε γλυκά.

III.Η φιλοσοφία στο σαλόνι

Στη διάρκεια του έβδοµου εκλαίρ,που ισοδυναµούσε και για τους δυό τους µε τον έβδοµο ουρανό,στον Πόρκους και την Ούρσα συνέβη κάτι απολύτως φυσιολογι-κό,κάτι που συνοδεύει τον ανθρώπινο ψυχισµό µετά από κάθε γεύµα,όταν η χώνευση δηµιουργεί ένα πλέγµα ενοχών σ’εκείνον που χωνεύει,ενοχές που µπορούν να διαλυ-θούν µονάχα αν απαντήσει στην ερώτηση: «Τί είναι αυτό για το οποίο εξακολουθώ

να συντηρώ την ζωή µου τρώγοντας;Σε τί αποσκοπεί η διατήρηση στη ζωή του σώ-µατος,αν πίσω της δεν κρύβεται µια βαθύτερη τελεονοµία του πνεύµατος;» Κι είναι εξαιρετικά σύνηθες,στη διάρκεια τέτοιων στιγµιαίων αναζητήσεων,το µυαλό που ήδη πασχίζει να ξεκλέψει µερικές σταγόνες αίµα απ’το στοµάχι,να θολώσει για τα καλά µπροστά στο βάρος των υποθετικών του υποχρεώσεων,και µε την πρόφαση της µέθης να πάψει για λίγο να λειτουργεί.Γι’αυτό κι οι περισσότεροι άνθρωποι,όταν γίνονται τούµπανο από το φαγητό,αποκοιµιούνται σχεδόν αµέσως,γιατί δεν τολµούν ούτε να αναλογιστούν τις ευθύνες της αυτο-συντήρησής τους όσο ακόµη έχουν γεµάτη την κοιλιά.Υπάρχει και µια δεύτερη κατηγορία,εκείνων που είτε προνοούν ώστε την ώρα του δείπνου να µην αγγίξουν την κτηνωδία,είτε από την φύση τους διαθέτουν ένα πνεύµα αρκετά σπινθηροβόλο,που καταφέρνει να εργάζεται κι υπό τις πιο εξαντλητι-κές συνθήκες.Και στην ύπαρξη αυτών των ανθρώπων,που διαλογίζονται και συζητούν στη διάρκεια της χώνευσης ζητήµατα φιλοσοφικά,θεολογικά,αισθητικά ή επιστηµονικά,χρωστά η ανθρωπότητα,δίχως να το γνωρίζει,όλο το µεγαλείο και την αθλιότητα της εξέλιξής της.Στην πραγµατικότητα κι οι σοφοί αυτοί,οι ξαπλωµένοι σε ανάκλιντρα κατά την αρχαιότητα ή σε πολυτελείς καναπέδες κατά την εποχή του Διαφωτισµού,δεν µεριµνούσαν παρά µόνο για την δική τους µπάκα,κι όλα τα σοφίσµατα που έβγαιναν απ’τα χείλη τους ήσαν εξευγενισµένα ρεψίµατα, συµπε-ράσµατα του κώλου και µάλιστα του δικού τους κώλου,που επιθυµούσαν να βρίσκε-ται πάντοτε στην πιο αναπαυτική θέση.Ειρωνία λοιπόν,πως από την χώνευση αυτών των ανθρώπων ετρέφετο επί αιώνες το πνεύµα ενός ολόκληρου πλανήτη,στην ουσία µε χωνευµένα υποπροϊόντα σκέψης και γνώσης,θεωρητικές πορδές και φιλοσοφικά κόπρανα.Όµως η περίπτωση του ζευγαριού µας,για το οποίο οποιαδήποτε ποσότητα τροφής θεωρείτο αµελητέα,δεν ανήκε σε καµµιάν από τις παραπάνω κατηγορίες.Έτσι η διάθεση που ξαφνικά αφυπνίσθη µέσα τους να διαλεχθούν,να συζητήσουν,ακόµη και να φιλοσοφήσουν,δεν ήταν παρά η απόρροια της επιθυµίας τους να σχολιάσουν, έµµεσα και άµεσα,το δείπνο που είχε προηγηθεί,το φαγητό εν γένει,προκειµένου να τιµήσουν και λεκτικά αυτό που αποτελούσε τον άξονα της ύπαρξής τους.Αντί να επι-νοήσουν ένα συµβολικό όνοµα για την ιδιοτέλειά τους,την παραδέχτηκαν όπως ακρι-βώς την αισθάνονταν,σαν επιθυµία για ολοένα και περισσότερη τροφή,ολοένα και πε-ρισσότερη ηδονή (δική τους ηδονή,και κανενός άλλου) χωρίς επίφαση βοηθείας προς οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο εκτός του σαλοινού τους.Άλλωστε,ήταν αναγκαίο,ανά-µεσα στις µακρές περιόδους της σίτισης,οι παύσεις που παρεµβάλλονταν,και χρονο-µετρούσαν την κοινή τους πορεία προς τον θάνατο,να γίνουν πιο ανάλαφρες,να ξο-δευτούν σε κάποιον περισπασµό.Και ποιός καλύτερος περισπασµός θα υπήρχε από αυτόν για τον οποίο ένοιωθαν ότι η ίδια η ζωή τους είχε χαριστεί; -Κι εγώ σου λέω πως η δέκατη εντολή απαγόρευε την σοκολάτα,είπε η Ούρσα µε σοβαρό ύφος.Την ίδια στιγµή,είχε παρατήσει το πηρούνι στην άκρη του πιάτου της και παράχωνε το υπόλοιπο εκλαίρ αµάσητο στο λαρύγγι της. -Μιααµ,µµόκι!πήγε να φέρει αντίρρηση ο Πόρκους,αλλά η σοκολατένια ψωλή που είχε µε παρόµοιο τρόπο µόλις στριµώξει στο στόµα του,δεν του επέτρεπε να µι-λήσει καθαρά. -Μην µιλάς µε γεµάτο στόµα,ρε κτήνος! -Μάαµ,µααµ,θα µε πνίξεις!Αυτό που ήθελα να πώς είναι ότι κάπου τα έχεις µπερδέψει.Η δέκατη εντολή δεν απαγορεύει την σοκολάτα,αλλά το να επιθυµείς τα τρόφιµα του πλησίον σου.

Η Ούρσα δεν εγκατέλειπε εύκολα τις θεολογικές της πεποιθήσεις. -Διαφωνώ κάθετα,του είπε,δαγκώνοντας το επόµενο εκλαίρ.Είµαι σίγουρη ότι µιλούσε για την σοκολάτα,κόβω το µουνί µου,τόσο σίγουρη είµαι!Κι άλλωστε,τί ηλί-θια εντολή θα ήταν αυτή;Μην επιθυµείς τα τρόφιµα του πλησίον σου!Κι αν ο πλησίον µου είναι µαλάκας;Αν το ψυγείο του είναι γεµάτο µε ψωµί σίκαλης σε φέτες,κι εκείνο το εµµετικό γάλα που δεν έχει λίπος,κι είναι σαν αραιωµένο χύσι;Γιατί λοιπόν να επι-θυµήσω τα τρόφιµα του πλησίον µου;Η εντολή σου δεν έχει καµµιά λογική. -Δεν είναι δική µου εντολή,την διέκοψε ο Πόρκους,που είχε κι αυτός ξεκινή-σει το όγδοο εκλαίρ.Είναι εντολή του Θεού,κι όπως πολύ καλά ξέρουµε,ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από καλό φαγητό. -Σ’αυτό θα µε βρείς απόλυτα σύµφωνη,σχολίασα η Ούρσα.Δεν ξέρω αν φταίει το ότι είναι άυλος,πάντως δεν έχει ιδέα από φαγητό.Κοίτα τί σκατά τάιζε τον περιού-σιο λαό του!Ψωµί από τον ουρανό! «Γκχχ!» έκανε ο Πόρκους,ανατριχιάζοντας στην σκέψη του σκέτου ψωµιού, χωρίς τυρί,αλλαντικά,πατέ ή βούτυρο µε σκόρδο. -Ψωµί από τον ουρανό!επανέλαβε η Ούρσα,δαγκώνοντας µε αγανάκτιση την άκρη του εκλαίρ,σαν να ήθελε να τονίσει µε αυτή την κίνηση πόσο την αποτροπίαζε η σκέψη.Ψωµί που έπεφτε στην έρηµο και γέµιζε άµµο,κι όταν το έτρωγαν,έκανε ‘χρίτς-χρατς’! -Μη!Θα ξεράσω! -Και άντε να τους το πετούσε µέρα παρά µέρα!Αλλά κάθε µέρα;Ούτε λίγο σα-λάµι,για αλλαγή;Θά’πρεπε να είχε σφίξει ο κώλος τους απ’το πολύ ψωµί. -Μµ,γι’αυτό κι ο Μωυσής µάλωσε µε τον αδερφό του,συνέχισε την σκέψη της ο Πόρκους.Επειδή τους είχε βάλει να φάνε ένα βώδι. -Νόµιζα ότι τους είχε βάλει να λατρεύουν ένα βώδι. -Μα γίνεται να τρώς κάτι χωρίς να το λατρεύεις;Ή να το λατρεύεις χωρίς να το τρώς; -Έχεις δίκιο.Πάντως το γεγονός παραµένει ότι ο καλός Θεός τους δεν είχε ί-χνος γαστριµαργικής ευαισθησίας.Ούτε ίχνος!Φαίνεται κι απ’την πρώτη του απαγό-ρευση.Φαντάσου ότι είχε ξαµολήσει εκείνους τους δυό ξεβράκωτους σ’έναν ολόκλη-ρο παράδεισο,µε λαγούς,ζαρκάδια,κακαόδεντρα,βυσσινιές- -Φέρε µου σε παρακαλώ δυό τάρτες µε βύσσινο,τον διέκοψε ο Πόρκους,που είχε αισθανθεί στη νοερή εικόνα της βυσσινιάς µια βασανιστική πείνα να την διαπερ-νά.Η Ούρσα σηκώθηκε,πήρε απ’το τραπέζι τέσσερις τάρτες,του έδωσε τις δύο,κι ύ-στερα ξανακάθισε και συνέχισε ό,τι έλεγε,τρώγοντας συγχρόνως τα βύσσινα ένα-ένα. -Φαντάσου λοιπόν πως απ’όλες αυτές τις καύλες,τους απαγόρευσε µόνο τα µήλα!Τα κωλό-µήλα,που είναι πιο ταπεινά κι απ’τις πορδές µου!Κι αυτός τα θεωρού-σε την πιο µεγάλη λιχουδιά! -Μιαµµ,µµµ,απαράδεκτο,υπερθεµάτισε ο Πόρκους,επιδοκιµάζοντας εξίσου τη συλλογιστική της γυναίκας του και την κρέµα της τάρτας. -Από εκεί ξεκίνησε το κακό,συνέχισε η Ούρσα.Η γνώση που δεν ήθελε να αποκτήσουν,δεν ήταν του καλού και του κακού,αλλά του νόστιµου και του άνοστου. Γιατί αν µαθαίναν τί ήταν πραγµατικά νόστιµο,και διαπιστώναν ότι ο καλός Θεός του; το είχε στερήσει απ’τον Παράδεισό του,δεν θα έδιναν ένα αρχίδι για τις διαταγές του.Θα έφευγαν µόνοι τους από εκεί για να αναζητήσουν τις σοκολάτες,τα ζυµαρικά, τα γιαούρτια και τα ζαχαρωτά.Όλα αυτά που δεν υπήρχαν ούτε για δείγµα στην Εδέµ.

-Έχεις δίκιο,αγάπη µου-µµ,µµ,συγγνώµη,αλλά γλείφω λίγο τα ούλα µου-ναι, ναι,έχεις απόλυτο δίκιο.

-Γι’αυτό και έδιωξε και τον Σατανά µαζί τους. -Γιατί;ρώτησε ο Πόρκους.Στο σηµείο αυτό προφανώς η θεωρητική του ορµή δεν είχε φτάσει ακόµη να δώσει απάντηση. -Μα γιατί τους έδωσε τη γνώση του νόστιµου και του άνοστου! -Εγώ νόµιζα επειδή τους είχε δώσει το µήλο. -Αρχίδια,αγάπη µου,αρχίδια!Το µήλο ούτε καν υπήρχε.Αν την ήθελε αποκλει-στική την κωλο-µηλιά του,νοµίζεις ότι θα την άφηνε στη µέση του κήπου,σαν µαλά-κας;Όχι,όχι,κάθε άλλο.Σίγουρα θα την είχε κλειδωµένη στο σπίτι του,για να µαζεύει εκείνος όλα τα µήλα και να τα κάνει κοµπόστα,ή µηλίτη,ή ό,τι σκατά ήθελε. -Τότε γιατί έγινε η πτώση των πρωτόπλαστων; -Γιατί ο Σατανάς γάµησε την Εύα. -Και τί σηµασία είχε αυτό;Μήπως κι ο Αδάµ δεν την γαµούσε; -Την γαµούσε,αλλά παραδοσιακά.Τίποτε το ιδιαίτερο.Ένα γρήγορο δώσ’του και πάρ’του, κι αυτό ήταν όλο.Ενώ το φίδι της έδειξε κόλπα.Της έκανε γλειφοµούνι. -Ο Αδάµ δηλαδή δεν της έκανε γλειφοµούνι; Τα µάτια του Πόρκους έλαµπαν από θαυµασµό κι απορία.Του φαινόταν απίστευτο ότι οποιοσδήποτε άνδρας δεν είχε θελήσει να γλύψει το µουνί της γυναίκας του.Τώρα κοιτούσε την Ούρσα µε απεριόρι-στο θαυµασµό,κρεµόταν απ’τα χείλη της. -Όχι βέβαια,του απάντησε εκείνη,φυσικά και δεν της έκανε.Σιχαινόταν ο µα-λάκας.Νόµιζε ότι δεν θα είχε ωραία γεύση.Ενώ µόλις το φίδι άρχισε να την γλείφει και να λέει: «Αχ,πόσο νόστιµο είναι το µουνάκι της!Τί τρυφερά και γλυκά µουνόχει-λα που έχει!Κι αυτή η κλειτορίδα της,είναι σκέτο κερασάκι!»,ο Αδάµ άκουσε και ζή-λεψε.Ήταν κι άλλη καυλωµένη απ’το µινέττο,του είπε: «Έλα,έλα,πάρε µου κι εσύ µια πίπα,» και τότε τους άκουσε ο Θεός κι έγινε της πουτάνας. -Αν τους άκουσε αµέσως,γιατί δεν έκανε κάτι επι τόπου για να τους εµποδί-σει;Γιατί περίµενε τόση ώρα µέχρι να τους επιπλήξει; -Γιατί ήθελε να πάρει µάτι!Δεν υπάρχει µεγαλύτερος µπανιστιρτζής!Όµως από εκείνη τη στιγµή,ο Αδάµ κατάλαβε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο νόστιµο στον κήπο απ’τα χύσια της Εύας.Και µαζί,κατάφερε επιτέλους να ξεχωρίσει όλα τα πράγµατα που ήταν πραγµατικά νόστιµα από τα άνοστα. -Κι η Εύα;Του έκανε τσιµπούκι κι αυτή;ρώτησε ο Πόρκους µε τρελλή περι-έργεια,για να διαλευκάνει την αρχαιότητα της ερωτικής πράξης που τόσο τον καύλω-νε. Μήπως του έκανε πρώτα πίπα ο Σατανάς; -Όχι,όχι,είπε η Ούρσα γελώντας.Μόλις τελείωσε µε το µινέττο,είχε φουντώσει τόσο κι η δική της περιέργεια,ώστε δοκίµασε αµέως την ψωλή του και το µέλι της. Ο Πόρκους έκλεισε για µια στιγµή τα µάτια και προσπάθησε να φανταστεί τη συγκίνηση της πρώτης φοράς,πώς θα ένοιωσε ο πρώτος εκείνος άνδρας όταν οσµί-στηκε τον πιπεράτο ιδρώτα του µουνιού,όταν παραµέρισε µε την γλώσσα του τις µου-νότριχες όπως ο άνεµος παραµερίζει τα καλάµια στην όχθη µιας λίµνης,κι ύστερα την έχωσε βαθιά µέσα στον κόλπο της.Τί θαυµαστός ναός από αρώµατα και γεύσεις ήταν στ’αλήθεια το ανθρώπινο σώµα!Ο ιδρώτας του προσώπου και το σάλιο δεν είχαν πα-ρά µιαν αµυδρότατη γεύση,σαν τα ορεκτικά που σερβίρουν στην Κίνα και την Ινδία. Οι µασχάλες,και το σµήγµα του γυναικείου στήθους,αυτά είχαν την χαρακτηριστική µυρωδιά του ψωµιού.Να χώνεις το κεφάλι σου στην αγκαλιά µιας γυναίκας και να

δαγκώνεις το στήθος της κοντά στη µασχάλη,ήταν σαν να δοκιµάζεις ένα ψωµί που έ-χει µόλις βγεί από τον φούρνο,τραγανό και ξεροψηµένο!Τα δάχτυλα των χεριών και τα πόδια ήταν αλµυρά,αλµυρά από την βρωµιά του κόσµου,ενώ το ίδιο το µουνί,ιδίως τις ηµέρες της περιόδου κι αµέσως µετά,µύριζε σαν το φρέσκο ψάρι,που σπαρταράει ακόµα ζωντανό πάνω στην κασέλα,ώσπου ο ιχθυέµπορας χώνει το µαχαίρι του και το ξεκοιλιάζει,οδηγώντας το στον ύστατο οργασµό!Έτσι ακριβώς έσφυζε και το µουνί, σαν ψάρι που ζητούσε απ’την γλώσσα,τα δάχτυλα και την ψωλή να το δολοφονήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν,κι ανάδιδε για να εξαγοράσει αυτόν τον φόνο τη θεσπέσια αλµύρα του ψαριού,ώστε γλείφοντας ένα ώριµο µουνί ταξίδευες µε τη φαντασία σου στον πιο βαθύ ωκεανό.Και τα χύσια,οι σταγόνες της αµοιβής,πέφταν πάνω στην κου-ρασµένη γλώσσα όπως ακριβώς ένας κόµπος µέλι-η εκσπερµάτωση της γυναίκας ή-ταν στ’αλήθεια ένα επιδόρπιο,ένα γλυκό,γλυκύτατο µέλι,πιο γλυκό κι απ’το µέλι των ανθών που φυτρώνουν µιά φορά κάθε πενήντα χρόνια πάνω στους τάφους των πρι-γκηπισσών.Όµως και οι γεύσεις του δικού του σώµατος,τις οποίες δεν είχε καταφέρει ποτέ να δοκιµάσει,εξαιτίας της πληθωρικής σάρκας που τον εµπόδιζε,είχαν,σύµφωνα µε τη µαρτυρία της Ούρσα,αφάνταστη νοστιµιά.Του είχε πεί πως ο ιδρώτας του κορ-µιού του µύριζε σαν τσιγαρισµένο λίπος,κι ότι ολόκληρη η περιοχή γύρω από τα αρ-χίδια του είχε την γεύση καπνιστού βοδινού.Η ψωλή του,που λάτρευε να παίρνει στο στόµα της,έλεγε πως της θύµιζε στη γεύση τα αιµάτινα λουκάνικα που κρεµούνε οι χασάπηδες στα τσιγκέλια,κι ήταν συνήθως πασπαλισµένη µε χοντρές φλούδες τυριού, αλµυρού τυριού που έπηζε κάτω απ’το λεπτό δέρµα µε την πάροδο του χρόνου και της απλυσιάς.Και το σπέρµα του,όπως για τον ίδιο τα δικά της χύσια,ήταν για εκείνην γλυκό και πυκνό σαν µέλι,µε τη λεπτή διαφορά ότι το διαπερνούσε µια έντονη µυρω-διά πικραµύγδαλου.Πόσο τέλειο δηµιούργηµα ήταν ο άνθρωπος!Έµοιαζε να κουβαλά επάνω του,χωρίς την παραµικρή προσπάθεια,ένα ολόκληρο µενού,που µπορούσε να προσφέρει απλά και µόνο µε τον έρωτα.Κι ο Θεός,που ήταν υπεύθυνος γι’αυτό το µε-γαλειώδες κι εµπνευσµένο δηµιούργηµα,είχε αρνηθεί στους πρωτόπλαστους την από-λαυσή του.Τί παράλογος,τί µοχθηρός Θεός,µα την αλήθεια!Ίσως η κακία του να οφείλονταν στη ζήλια,να φθονούσε το γυµνό ζευγάρι που,µέσα στην αµάθειά του, κατείχε κάτι πολύ πιο πολύτιµο απ’την σοφία του-την αίσθηση της γεύσης,τη δύναµη να δοκιµάσει κάποια µέρα τις καύλες για τις οποίες ο ίδιος µονάχα θεωρητικές κι ηθι-κές γνώσεις µπορούσε να εκφράσει.Κι ευθύς αµέσως,η Ούρσα επιβεβαίωσε τις σκέ-ψεις του,αποτελιώνοντας την δεύτερη τάρτα της. -Γι’αυτό ακριβώς κι έγινε η πτώση.Ήταν µια πολύ κυριολεκτική πτώση,γιατί µέχρι τη στιγµή που δοκίµασαν ο ένας τα χύσια του άλλου,οι πρωτόπλαστοι δεν είχαν δοκιµάσει κανένα άλλο γλυκό,εκτός από τα ταπεινά φρούτα του κήπου.Μόλις όµως κατάπιαν τις πρώτες σταγόνες,η γνώση της αληθινή νοστιµιάς αφυπνίσθη µέσα τους, κι άρχισαν να αναζητούν µονάχα ό,τι ήταν νόστιµο,και κατά συνέπεια ό,τι πάχαινε, γιατί µονάχα οι αληθινά ωραίες γεύσεις είναι ικανές να καλλωπίσουν το ανθρώπινο σώµα µε περιττό λίπος.Κι όλη αυτή την ώρα,ο Θεός τους παρακολουθούσε.Τους πα-ρακολουθούσε να τρώνε,να αλληλλο-τσιµπουκώνονται,κι έσκαγε από την ζήλεια του για την αγνότητα που του ήταν επιβεβληµένη προ πάντων των αιώνων.Ώσπου κάποια στιγµή,τα σύννεφα πάνω στα οποία στηρίζονταν το έδαφος άρχισαν να υποχωρούν κάτω απ’το βάρος τους,και για να συνεχίσουν να τρώνε,να ζούν και να γαµιούνται,α-νέβηκαν στα δέντρα,όπως οι κάτοικοι της Βενετίας και του Αµστελόδαµου ανέβηκαν σε ξύλινα παλούκια για να µην πνιγούνε από την θάλασσα.Τότε ο καλός Θεός δεν

άντεξε!Τους έβαλε τις φωνές,και το ζευγάρι βγήκε τροµαγµένο απ’την συκιά,όπου είχε σκαρφαλώσει για να γαµηθεί. -Γιατί διάλεξαν τη συκιά;ρώτησε ο Πόρκους,αν και ήδη γνώριζε την απάντη-ση,µιας και ο ίδιος λάτρευε τα σύκα. -Γιατί τα σύκα είναι τα πιο γλυκά φρούτα,αυτά που παχαίνουν περισσότερο, και γιατί το ζουµί τους µοιάζει µε το χύσι,του απήντησε η Ούρσα µε σιγουριά.Είναι σαν υπερβολική ανπαράσταση του ανθρώπινου χυµού-παχύρρευστο,κολλώδες,µε µικρά σποράκια σαν τα ζωάρια που κατοικούν στο χύσι.Κι όπως βγήκαν βιαστικά απ’τα φυλλώµατα-που ξέρεις πόσο κολλάνε,µ’εκείνο το γάλα που έχουν-ένα φύλλο κόλλησε κατά λάθος µπροστά στην ψωλή του Αδάµ και πάνω στις µουνότριχες της Εύας.Όσο για τον καλό Θεό,δεν πρόλαβε να τους καταραστεί όπως ήθελε.Πριν αρχί-σει καλά-καλά το κύρηγµα,οι πρωτόπλαστοι,που είχαν γίνει στο µεταξύ τετράπαχοι, πέσαν µέσα από τα σύννεφα σαν κουράδες πάνω στη γή.Κι εκεί άρχισαν να τρώνε- να τρώνε το ψωµί που βγάζαν µε τον ιδρώτα του προσώπου τους,να τρώνε τον ίδιο τον ιδρώτα του προσώπου τους,να γεννάνε µε τον ιδρώτα του µουνιού τους,να τρώνε τον ιδρώτα του µουνιού τους,κι ακόµη και τον καρπό της γέννας.Γιατί στην γή,µακριά απ’ την συνεχή επίβλεψη του αφεντικού τους,διαπίστωσαν ότι το νοστιµότερο απ’όλα δεν είναι αυτό που περιβάλλει το κορµί ή περιέχεται µέσα του,όπως ο ιδρώτας και το σπέρµα,αλλά το ίδιο το κορµί. -Τί λές;την διέκοψε ο Πόρκους,κατενθουσιασµένος.Η ιδέα του καννιβαλι-σµού πάντοτε τον έθελγε αφάνταστα,γιατί στο µυαλό του ερχόταν η εικόνα ενός αν-θρώπου στις δικές του διαστάσεις,να ξεροψήνεται σε µια σούβλα.Αυτή ήταν µια από τις πιο καυλιάρικες φαντασιώσεις του,κι ας µην την είχε αποτολµήσει ποτέ.Έτσι τα λόγια αυτά της Ούρσα τον έκαναν σχεδόν να ξεροχύσει από πόθο. «Οι πρωτόπλα-στοι…ήταν…ήταν καννίβαλοι;» την ρώτησε. -Κι όχι µόνο οι πρωτόπλαστοι,του απάντησε εκείνη.Γιατί νοµίζεις ότι ο Θεός έκαψε τα Σόδοµα και τα Γόµορρα;Επειδή γαµιόντουσαν οι άντρες κι οι γυναίκες µε-ταξύ τους;Αυτό είναι για γέλια!Τους έκαψε γιατί τους ζήλευε,επειδή στα Σόδοµα η ανθρωποφαγία ήταν το πιο διαδεδοµένο έθιµο.Ο Λώτ δεν ξεκώλιαζε τις κόρες του,τις έτρωγε,όπως έκανε ο Κρόνος.Κι ο καλός Γιαχβέ ζήλευε,ζήλευε,έσκαγε απ’το φθόνο που δεν µπορούσε κι ο ίδιος να φάει µερικούς απ’τους ανθρώπους που είχε πλάσει-η τραγική του θέση έµοιαζε µε ενός φούρναρη,ο οποίος ψήνει καθηµερινά χιλιάδες χι-λιάδων φρέσκα,λαχταριστά µπισκότα,κι ωστόσο δεν του επιτρέπεται ούτε να τα αγγί-ξει.Έτσι κατέστρεψε τις δυό πόλεις,µόνο που πάνω στην βιασύνη του,µεταµόρφωσε τη γυναίκα του Λώτ σε κάτι που φανέρωνε την καννιβαλιστική του επιθυµία-σε µια στήλη άλατος.Αυτό δείχνει ξεκάθαρα πόσο οι αρχαίοι εκτιµούσαν την γεύση του αν-θρώπινου κρέατος. -Αλήθεια;Αλήθεια;ρώτησε ο Πόρκους.Η λαχτάρα του να πάρει µια καταφατι-κή απάντηση έκανε το πρόσωπό του να λάµπει,όπως του µικρού παιδιού που ξαφνικά µαθαίνει κάτι που από καιρό υποπτευόταν.Βέβαια,ποτέ ως τώρα δεν είχε σκεφτεί την διάσταση αυτή της Βίβλου,που την µετέτρεπε σε ανθρωποφαγικό χρονικό. -Φυσικά κι είναι αλήθεια,απάντησε προς τέρψιν του η Ούρσα.Πάρε για παρά-δειγµα τον Αβραάµ,που ήθελε να θυσιάσει τον µοναδικό του γιό,σαν το σφαχτάρι,µε την δικαιολογία τάχα πως του το ζητούσε ο Θεός.Τί είχε να κερδίσει ο Θεός;Τίποτε-όλα ήταν ένα παραµύθι.Όµως τέτοια ήταν η όρεξή του για ανθρώπινο κρέας,για σφι-χτά νεανικά αρχιδάκια,µπούτια και κωλοµάγουλα,που δεν τον ένοιαζε ακόµη κι αν

ανήκαν στο µονάκριβο παιδί του,που τόσο είχε ιδρώσει αυτός κι η γεροντοµούνα η γυναίκα του να γεννήσουν.Και θα τον έσφαζε,και θα τον έτρωγε-στο εγγυώµαι-αν την τελευταία στιγµή ο Θεός δεν παρενέβαινε από καθαρή ζήλεια,επειδή δεν άντεχε να βλέπει άλλο το δελεαστικό αυτό θέαµα.Κι η θρησκευτική µυθολογία είναι γεµάτη από παρόµοια παραδείγµατα.Για να δραπετεύσουν απ’τον ζυγό των Αιγυπτίων,οι εκπρόσωποι του ‘περιούσιου λαού’,αφού ρήµαξαν όλα τα κοπάδια των αγελάδων, έφτασαν στο σηµείο να απαγάγουν µέσα σε µια νύχτα όλα τα πρωτότοκα,και να τα φάνε µαζί µε αρνί και πικρά χόρτα,λέγοντας ότι ήταν ο Θεός που τα είχε σκοτώ-σει.Και δεν είναι µόνο αυτό.Γιατί νοµίζεις ότι η Σαλώµη ζήτησε το κεφάλι του Ιωάν-νη σε δίσκο; -Γιατί; Ειλικρινά δεν µπορούσε να φανταστεί. -Γιατί ήθελε να του πάρει τσιµπούκι κι αυτός δεν την άφηνε.Κι όσο εκείνος αψηφούσε τις πριγκηπικές διαταγές της κι αρνούνταν να της το δώσει,τόσο η λαχτά-ρα της Σαλώµης φούντωνε και γινόταν πιο άγρια,ώσπου στο τέλος αποφάσισε να φά-ει κοµµένη από το σώµα του την ψωλή που δεν µπορούσε να κερδίσει αλλιώς.Έτσι, αφού γαµήθηκε µε τον πατέρα της-ο οποίος µερικά χρόνια πριν είχε φάει όλα τα νεο-γέννητα αγόρια της Ιουδαίας,έτσι για την καύλα του-ζήτησε και της φέραν την ψωλή του Ιωάννη σε ασηµένιο δίσκο,απ’όπου την καταβρόχθισε σαν να ήταν ένα από τα ε-κλαίρ που µόλις φάγαµε. Η σκέψη πως µέσα στο στοµάχι του αντί για οχτώ εκλαίρ,επέπλεαν,ανάµεσα στα υγρά και τις σάλτσες,οχτώ φαλλοί καλυµµένοι µε σοκολάτα,έφεραν στον Πόρ-κους µια κάποια ανησυχία.Ωστόσο,χωρίς να φανερώσει πόσο τον επηρέαζε η αφήγη-σή της,σηκώθηκε,πήρε την τούρτα απ’το τραπέζι,πρόσφερε την µισή στην Ούρσα,και ξανακάθισε για να την ακούσει.Καθώς έπαιρνε την πρώτη µπουκιά,είπε: -Εγώ νόµιζα ότι του είχαν κόψει το πάνω κεφάλι. Η φωνή του Πόρκους φανέ-ρωνε την µεγάλη,αξιολάτρευτη αφέλειά του. -Όχι,φυσικά και όχι.Ο Ηρώδης δεν θα τολµούσε να το κάνει.Απλά τον ευ-νουχίσανε για χάρη της Σαλώµης,κι έπειτα τον αφήσαν να πεθάνει από αιµορραγία. Για να πάρει µιαν ανάσα απ’την πολυλογία της,η Ούρσα έχωσε το κεφάλι της µέσα στο βουνό µε το παντεσπάνι κι άρχισε να τρώει θορυβωδώς.Όταν έφτιαξε στην µέση της µια µεγάλη σπηλιά,σήκωσε ικανοποιηµένη το πρόσωπό της,που ήταν σκε-πασµένο κατά τόπους µε σαντιγύ,κι εξακολούθησε τις βλάσφηµες σοφιστείες της. -Όµως ο Θεός δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους να τρώνε,να τρώνε και να καυλώνουν,να τρώνε και να ξεχνούν για χάρη της απόλαυσής τους εκείνον,που ή-ταν ο δηµιουργός όλων.Οι άλλοι λαοί,τουλάχιστον,θυσίαζαν στους θεούς τους κατσί-κια,ταύρους,γυναικόπαιδα,κάτι τελοσπάντων που να γεµίζει τον ουρανό µε τσίκνα! Οι δικοί του ήταν όλο προσευχές και µαλακία-ποιό λοιπόν το όφελος;Για να ξεκλέβει λίγη τσίκνα κουβαλιόταν µέχρι τον Όλυµπο,κι εκεί στεκόταν αόρατος ανάµεσα στους άλλους θεούς,τους ψεύτικους,και ρουφούσε άπληστα τον καπνό απ’τα καµµένα σφά-για.Ήταν παράδεισος για αυτόν-οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ο πιο διεφθαρµένος απ’ό-λους τους λαούς σε ό,τι αφορά το φαγητό.Οι Ρωµαίοι και τα όργιά τους δεν ήταν πα-ρά η σκιά όσων έκαναν πρώτοι οι Έλληνες.Κι οι θεοί τους ακόµη ήταν καννίβαλοιΝα σκεφτείς ότι έφταναν σε σηµείο και να πολεµούν για το φαγητό.Λόγου χάρη,οι Σπαρτιάτες έπιναν µονάχα µέλανα ζωµό για να σκληραγωγούνται,κι οι Αθηναίοι,που τρώγανε τα πάντα,τους κοροϊδεύαν.Αυτή η αντιδικία στάθηκε η αφορµή όλων των µεταξύ τους πολέµων.Ακόµη κι οι φιλόσοφοι είχαν το µυαλό τους στο φαγοπότι,στα

συµπόσια και στις παρτούζες.Ο Σωκράτης,ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης,ήσαν οι πρώτοι που έχτισαν ολόκληρη σχολή,θεωρητική και πρακτική,για την αληθινή αξία του σπέρµατος,που σύµφωνα µε αυτούς ήταν η µόνη τροφή για το σώµα,την ψυχή και το πνεύµα του ανθρώπου.Ο διάσηµος µαθητής του τελευταίου είχε φτάσει στο σηµείο να πάιρνει τσιµπούκι από το ίδιο του το άλογο,κι υποστήριζε µάλιστα ότι ήταν εξίσου θρεπτικό και µάλιστα πολύ πιο νόστιµο. Από τα πολλά λόγια,και τα επιχειρήµατα που διάβαιναν µε όχι και τόσο διαυ-γή τρόπο το όχι και τόσο διαυγές µυαλό του,ο Πόρκους είχε αρχίσει να δελεάζεται σοβαρά από την περιγραφή αυτού του περίφηµου σπέρµατος.Δεν είχε δοκιµάσει ποτέ του,κι αν ήθελε να είναι ο ίδιος προµηθευτή του εαυτού του,υπήρχαν σίγουρα µηχα-νικά προβλήµατα-εξαιτίας των βυζιών και της κοιλιάς του,δεν έφτανε την ψωλή του µε τα χέρια παρά µόνο όταν ήταν καθιστός,και σ’εκείνη την στάση,η καηµένη απορ-ροφώνταν απ’το γύρω λίπος κι εξαφανιζόταν στο βάθος των µηρών του,σαν µικρό κουµπί από δέρµα.Ήταν αδύνατο να µαλακιστεί σε αυτή την στάση.Προκειµένου λοιπόν να γευτεί αυτό που κατά τα λεγόµενα της Ούρσα αποτελούσε το νέκταρ όλων των Θεών,θα έπρεπε να της ζητήσει,την επόµενη φορά που θα έχυνε στο στόµα της, να µην το καταπιεί,αλλά να σηκωθεί και να τον φιλήσει,για να το µοιραστούνε.Δεν θα ήταν εύκολο,βέβαια-η γυναίκα του ήταν εξαιρετικά άπληστη µε κάθε τί φαγώσιµο. Τις θολερές του σκέψεις διέκοψε για άλλη µια φορά η φωνή της. -Ωστόσο ο καλός Θεός,αυτός ο άθλιος γευσιλάγνος,που δεν ξέρει να ξεχωρί-σει τα σκατά απ’την σοκολάτα,δεν µπορούσε να βρεί ησυχία.Ήθελε να εκδικηθεί µιά για πάντα το ανθρώπινο γένος για την καύλα που ένοιωθε στον ουρανίσκο του,να δη-λητηριάσει στους αιώνες το µυαλό των ανόητων,ώστε να µην απολαµβάνουν το φα-γητό,να µην απολαµβάνουν τίποτε.Κι επειδή ήταν αδύνατο να το πετύχει µε µεσάζο-ντες,αποφάσισε να κατέβει ο ίδιος. -Ο Χριστός!αναφώνησε ο Πόρκους,σαν να τον έβλεπε µπροστά του. -Ακριβώς,ο Χριστός.Βλέπεις,διάλεξε να παρουσιαστεί στους ανθρώπους αδύ-νατος,µίζερος,κοκκαλιάρης,ώστε όταν θα ξεστόµιζε τις τροµερές ‘σοφίες’ του,όλοι να συσχετίζουν την ευφυία µε την ασιτία,και την αµαρτία µε την τροφή.Κύρηξε-αυ-τός κι οι µαλακισµένοι του προφήτες-τον ασκητισµό,να τρέχουν δηλαδή οι άνθρωποι στις ερήµους,σαν να ήτανε καµήλες,και να τρώνε µέλι και αρχίδια!Όταν όµως ο ίδιος πήγε στην έρηµο,δήθεν για να παλέψει µε το διάβολο,πήγε µόνος του.Το ακούς;Μό-νος του!Κι αν ήταν παντοδύναµος,γιατί να µην πιστέψουµε ότι όσο βρισκόταν στην έρηµο έτρωγε του σκασµού,από τραπέζια που εµφάνιζε ειδικά για την αφεντιά του; Άλλωστε υπέπεπτε συχνά σε τέτοια παραπτώµατα-η επιθυµία του να δοκιµάσει την τροφή των ανθρώπων,να γευτεί,τον κυρίευε ώρες-ώρες,δυνατότερη ακόµα κι απ’την καύλα της ψωλής του,που πιπίλιζαν κατά περίσταση οι πόρνες που τον περιέβαλλαν. Σ’ένα γάµο έκανε το νερό κρασί,σε µιαν αγορά πολλαπλασίασε τα ψωµιά και τα ψά-ρια,και το ίδιο έκανε και στη θάλασσα,για να ντερλικώσει ο ίδιος κι οι µαθητές του! Ακόµη και µια συκιά την ξέρανε-δήθεν επειδή δεν έσκυψε τα κλαδιά όταν περνούσε από µπροστά της-για να δοκιµάσει ξερά ζαχαρωµένα σύκα!Ακόµη και τις τελευταίες ώρες πριν τον εκτελέσουν,αυτός οργάνωνε δείπνα,για να φάει όσο µπορούσε πιο πο-λύ,µε την ελπίδα να αισθανθεί κάτι το ξεχωριστό.Όµως η θεϊκή του φύση,η ατελής αυτή του φύση δεν είχε αισθήσεις,κι ούτε το γευστικό του κριτήριο τον βοηθούσε,α-φού όλο διάλεγε άνοστα πιάτα.Οργισµένος που δεν µπορούσε να νοιώσει την ανώτε-ρη απ’όλες τις απολαύσεις των ανθρώπων,ακόµη και στον σταυρό όπου ξεψυχούσε,

ζήτησε να του φέρουν λίγο ξύδι,γιατί πριν τον σταυρώσουν είχε φάει καπνιστές ρέγ-γες,κι ήθελε να δεί αν θα ταίριαζε. -Αχ,αναστέναξε ο Πόρκους,σ’αυτό ειδικά το σηµείο τον καταλαβαίνω.Κι εγώ λατρεύω την καπνιστή ρέγγα,και µάλιστα µε όσο πιο πολύ ξύδι γίνεται! Η Ούρσα προσπέρασε το σχόλιό του,για να µην παγιδευτεί κι η ίδια σε κάποια γκουρµέ φαντασίωση και ξεχάσει όλο τον ορυµαγδό των κατηγοριών που σκόπευε να εκτοξεύσει εναντίον του θεανθρώπου. -Κι όταν επιτέλους ψόφησε,συνέχισε να σπέρνει την διχόνοια και την κακο-µοιριά στα στόµατα των ανθρώπων,διαδίδοντας µέσα από την καταραµένη πίστη των µαθητών του χίλια δυό ψέµµατα.Πρώτα απ’όλα,ότι το κρέας είναι βρώµικο,κι ότι για να το φάς πρέπει πρώτα να το ευλογήσεις.Άθλια τακτική που ακολούθησαν και χιλιά-δες άλλοι άθλιοι µιµητές του πανάθλιου Θεού,κάνοντας το χοιρινό ή το βοδινό και το οινόπνευµα απαγορευµένο σε όλους τους ανθρώπους,σε όλους εκτός απ’τους ιερείς που το ευλογούσαν και το τρώγαν στα κρυφά,αφού κατανοούσαν καλύτερα την απά-τη που είχε σκαρώσει ο µεγαλοδύναµος!Δεν του αρκούσε πλέον ν’απολαύσει ο ίδιος. Έχοντας συντριβεί περίτρανα ως Χριστός,ήθελε να στερήσει την χαρά της βουλιµίας απ’τους ανθρώπους,µε τον ίδιο τρόπο που οι µικρόψυχοι έµποροι χαίρονται όταν µια πληµµύρα καταστρέφει το εµπόρευµα του γείτονά τους,αφού η δυστυχία του είναι η δική τους ευτυχία.Εξάπλωσε φριχτές,αφύσικες νηστείες,αναγόρευσε σε θανάσιµο α-µάρτηµα τη λαιµαργία,κατηγόρησε ως άκυρες ακόµη και τις θρησκείες που,ενώ είχαν προκύψει απ’την δική του,υπόσχονταν στον άλλο κόσµο πλούσιο φαγητό στους πι-στούς.Στον δικό του παράδεισο όλοι θα έµεναν νηστικοί!Μόλυνε το ψωµί και το κρα-σί λέγοντας πως βρισκόταν ο ίδιος µέσα σε αυτά,µε την ελπίδα έτσι ο κόσµος να φο-βάται να φάει ακόµη και ψωµί,να φοβάται τον αθώο χυµό της αµπέλου!Διέδοσε την φήµη πως κάθε προσβολή στο Άγιο Πνεύµα ήταν η µεγαλύτερη προσβολή εναντίον του,µόνο και µόνο για να αποτρέψει τους κυνηγούς απ’το να σκοτώνουνε περιστέρια, γιατί όπως ξέρεις καλά,το πιτσούνι έχει το νοστιµότερο κρέας απ’όλα τα πτηνά. -Αχ,το πιτσούνι!Το πιτσούνι! Ευτυχής που ο ρόλος του στην συζήτηση είχε περιοριστεί σε περιστασιακά επιφωνήµατα,ο Πόρκους έφερε στο µυαλό του την εικό-να ενός ξεροψηµένου νεαρού περιστεριού.Μάλιστα η εικόνα αυτή κάλυπτε για τα ε-πόµενα λεπτά σχεδόν τελείως όσα του έλεγε η Ούρσα,ώστε στ’αυτιά του η φωνή της έφτανε περισσότερο σαν σιγανό µουρµούρισµα,παρά σαν συγκροτηµένος λόγος,αλλά φρόντισε η συµπεριφορά του να µην είναι αποκαλυτπική της ονειροπόλησής του,για-τί αν η Ούρσα υποτπευόταν ότι δεν την άκουγε προσεκτικά,θα είχε την ίδια µοίρα µε το πιτσούνι των ονείρων του.Εκείνη πάλι,συνέχιζε ακάθεκτη.Είχε ξεχάσει ακόµη και τα γλυκά,αν και µε τον Πόρκους δεν συνέβαινε το ίδιο.Όσο κι αν δεν το τολµούσε,ή-θελε να σηκωθεί και να πάρει τις µπαλλίτσες µε το ρούµι απ’το τραπέζι.Τότε,από κά-ποια ανέλπιστη,τηλεπαθητική παρέµβαση της τύχης,η Ούρσα σηκώθηκε απ’τον κα-ναπέ της,πήγε µέχρι το τραπέζι κι επέστρεψε κρατώντας το µπώλ µε τις µπαλλίτσες στην αγκαλιά της.Στη διάρκεια αυτής της µετακίνησης δεν είχε σταµατήσει ούτε για λίγο τον µακρύ λόγο της,κι επειδή µόλις κάθισε άρχισε να καταβροχθίζει τα σοκολα-τένια κουραδάκια,ο Πόρκους ένοιωσε προς στιγµή να καταλαµβάνεται από πανικό;Τί θα συνέβαινε αν,αφηρηµένη καθώς ήταν µε όσα έλεγε,έτρωγε όλα τα τρουφάκια χω-ρίς να του δώσει ούτε ένα;Ευτυχώς όµως,ύστερα από ένα λεπτό φριχτής αγωνίας,µια δεύτερη παρέµβαση της τύχης απέτρεψε το τροµερό αυτό ενδεχόµενο-σηµειώνοντας µε την άκρη του µατιού τα γουρλωµένα,λαίµαργα µάτια του,η Ούρσα άρχισε να του

πετάει ένα-ένα τα τρουφάκια που του αναλογούσαν,κι εκείνος,τεντώνοντας το λαιµό, τά’πιανε στον αέρα µε το στόµα,όπως κάµνουν οι εκπαιδευµένες φώκιες.Ήταν ένα κόλπο ύπουλο,αλλά αποτελεσµατικό.Ό,τι κι αν έκανε τώρα,η προσοχή του θα έπρεπε να είναι απόλυτα συγκεντρωµένη επάνω της,ώστε να µην χάσει ούτε ένα τρουφάκι. -Κι οι ηλίθιες επόµενες γενιές,εξακολούθησε ακάθεκτη η Ούρσα,είτε υπερα-σπιζόµενες,είτε πολεµώντας τον µοχθηρό Θεό και την θρησκεία του,αποµάκρυναν τοους ανθρώπους απ’την αληθινή απόλαυση της ζωής,διδάσκοντας πότε ότι η ζωή αυτή δεν άξιζε συγκρινόµενη µε την αιώνια βασιλεία του ουρανού-τί αρχιδιά,θεέ µου!-και πότε ότι ο άνθρωπος θα έπρεπε να αναζητά πνευµατικές απολαύσεις,την χα-ρά της γνώσης,της σοφίας,κι άλλες τέτοιες µαλακίες.Οι επιστήµονες,οι γιατροί,όλοι οι γαµηµένοι ανθρωπιστές,δεν ήσαν καλύτεροι σ’αυτό.Όλη τους η µέριµνα ήτανε να προφυλάξουν τη ζωή του ανθρώπου,ή να τον ξυπνήσουν απ’τον ενδεχόµενο κοινωνι-κό του λήθαργο.Αναρωτιότνουσαν όµως όλοι αυτοί οι καριόληδες τί θα έτρωγε ο άν-θρωπος µόλις ξυπνούσε απ’τον υποτιθέµενο λήθαργό του;Οι κωλο-γαµηµένοι φιλό-σοφοι,που τολµούσαν να ισχυρίζονται ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις είναι απατηλές κι ότι υπάρχει µια πραγµατικότητα άλλη απ’αυτήν µες στην οποία ζούµε!Που σέρβιραν το ίδιο παραµύθι µε τους σκατιάρηδες τους ιερείς,και το ονόµαζαν επιστήµη!Σκατά στο λάκκο του Ντεκάρτ και του περίφηµου δαίµονά του!Άλλωστε τί µπορεί να ήξερε από καλό φαγητό ένας αλκοολικός σαν και του λόγου του,που νοιαζόταν µονάχα για το πώς θα βουτήξει το σαπισµένο ρύγχος του σ’ένα καινούριο βαρέλι κάθε βρά-δυ;Σκατά και στον λάκκο όσων έκαναν τους ανθρώπους να αναρωτιούνται για πράγ-µατα µακρινά από την γή και τις χίλιες καύλες της,στων παλιογαµιώληδων αστρονό-µων και φυσικών που ανακάλυψαν το άπειρο σύµπαν,το σύµπαν του Θεού!Τίποτε δεν είναι άπειρο!Όλα µπορούν να φαγωθούν,αν υπάρχει χρόνος!Σκατά και σ’εκείνους που,προφυλάσσοντας το γένος των ανθρώπων απ’τις αρρώστιες,το έκαναν ηλιθιωδώς να πιστεύει ότι θα ζούσε για πάντα!Σκατά και σ’όσους τολµήσαν να παροµοιάσουν τη λαιµαργία µε κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή!Η λαιµαργία είναι πάνω από την ζωή,την ξεπερνά,την υπερπηδά όπως η καύλα ενός µικρού αγοριού ξεπρνά τα όρια της µικροσκοπικής ψωλής του!Σκατά στα µούτρα των ποιητών που ύµνησαν τον έ-ρωτα,αντί να υµνήσουν το φαγητό!Γιατί ποιά είναι η αξία του έρωτα;Πόσες ώρες στη σειρά µπορεί να γαµιέται µια κοπέλα,πόσες ψωλές αντέχει το µουνί της,και πόσα δευ-τερόλεπτα κρατάει ο οργασµός της;Πόσο χρειάζεται ο άνδρας για να στραγγίξει την ψωλή του από το χύσι της,είτε στον κώλο,είτε µέσα στο µουνί,είτε ακόµη κι όταν γα-µιέται ο ίδιος και γαµάει το χέρι του;Τίποτε-τίποτε!Μονάχα µια φευγαλέα συγκίνηση, που οι λευχαιµικοί και φθισικοί ποιητές,ακριβώς εξαιτίας της αναπηρίας τους,που δεν τους επέτρεπε να πιούνε παρά µόνο τσάι,την φαντάζονταν σαν την πιο µεγάλη ηδονή του ανθρώπου,παρασέρνοντας χιλιάδες αφελείς στο ψέµµα που πιστεύαν!Πόσες ποι-κιλίες µπορεί να έχει και το πιο καλό γαµήσι;Πόσο διαφορετικό µπορεί να είναι το µουνί µιας κοπέλας απ’όλες τις άλλες,ή η ψωλή του γαµιά της απ’των υπόλοιπων;Το γαµήσι είναι πιο ασήµαντο κι από τον ύπνο,κι απ’το κατούρηµα ή το χέσιµο,ακόµη κι απ’το κλάσιµο,µιας και µπορείς να αφήνεις αλλεπάλληλες πορδές για µιαν ολόκληρη ώρα,ενώ για να ξαναγεµίσουν τ’αρχίδια σου και να σου ξανασηκωθεί,χρειάζεσαι ώρες και ώρες!Τί µε κοιτάς; Ξαφνικά ούρλιαξε στον Πόρκους,που την κοίταζε σαστι-σµένος. Μήπως έχεις καµµιάν αντίρρηση;Θέλεις να έρθω εκεί και να σε γαµήσω,για να δούµε ποιός έχει δίκιο;

Ο Πόρκους έγνεψε αρνητικά,γουρλώνοντας πανικόβλητος τα µάτια.Έτσι κι η Ούρσα τον καβαλούσε όσο ακόµη χώνευε,θα πέθαινε επί τόπου. -Έτσι µπράβο!είπε ευχαριστηµένη,και συνέχισε. Ενώ το φαγητό-το φαγητό! Αυτή είναι η µόνη αληθινά άπειρη ηδονή,αφού οι ποικιλίες της είναι ασύλληπτες,κι η καύλα της διαρκεί για ώρες,πολλές φορές για µέρες.Όταν πεινάς,καυλώνεις.Όση ώρα µαγειρεύεις,καυλώνεις.Όση ώρα τρώς,καυλώνεις.Αλλά µετά;Ως εδώ,θα µου πείς,όλα µοιάζουν να οδεύουν παράλληλα µε το γαµήσι,που σε καυλώνει τόσο όταν την έχεις σηκωµένη,όταν ετοιµάζεσαι να την χώσεις µέσα,κι όταν την χώσεις κι αρχίσεις να γαµάς.Όµως µετά;Μετά το τέλος;Τί γίνεται µετά τον οργασµό;Μόλις κάψεις στον βωµό της αρεσκείας σου το ψωλόχυµά σου,θέλεις να κρυφτείς κάτω απ’τα σεντόνια, σαν να έχεις µόλις γαµήσει την ίδια σου την µάνα,έτσι δεν είναι;Την ψωλή σου την αισθάνεσαι σαν ένα τεράστιο βάρος,άχαρο κι οδυνηρό,και θέλεις να την εξαφανίσεις από προσώπου γής.Κι αν εσύ νοιώθεις τέτοια φριχτή απογοήτευση,καλύτερα να µην µάθεις τί αισθάνεται η γυναίκα που γαµούσες.Αηδία,αηδία,θλίψη κι αηδία.Εύχεται ποτέ να µην είχε γίνει και ποτέ να µην ξαναγίνει.Μετά τον οργασµό,η επιθυµία της να σε ξεφορτωθεί είναι τόσο έντονη,που θα µπορούσε και να σε σκοτώσει.Τί βλέπουµε λοιπόν;Ένα ζευγάρι που καυλώνει και καυλώνει για να απολαύσει µερικά µόνο λεπτά ηδονής,που έπειτα χάνεται σε µιαν άβυσσο απάθειας,µαζί µε κάθε ανάµνησή της!Ενώ στο φαγητό,η χώνευση είναι συχνά πιο θεία κι απ’το ίδιο το γεύµα που χωνεύεις.Το ζευγάρι µπορεί να κάθεται για ώρες στο τραπέζι,χωνεύοντας,να αναπολεί όσα δοκί-µασε,να ρεύεται ο ένας στο πρόσωπο του άλλου και να φιλιούνται παθητικά για να αλλάξουν γεύση από το σάλιο τους.Το βάρος στο στοµάχι ούτε συγκρίνεται µε την µεταθανάτια αποστροφή που νοιώθεις µετά τον θάνατο του έρωτα.Ο κοιλόπονος της χώνευσης είναι µια γλυκιά εγκυµοσύνη,που όµως στην διάρκειά της δεν γινόµαστε ευέξαπτοι όπως οι γκστρωµένες,αφού ξέρουµε ότι οι ευθύνες απέναντι στο ‘µωρό’ που κουβαλάµε θα τελειώσουν µόλις καθίσουµε στη χέστρα.Ω,θεία λαιµαργία!Κι εσύ γεύση θεία,πιο θεϊκή απ’όλες τις αισθήσεις,γεύση αλάνθαστη,που συνοδεύεις ό,τι µας κρατάει στη ζωή και µας προειδοποιείς για ό,τι µας απειλεί!Ω γεύση,τί θα γινόµασταν χωρίς εσένα;Θα ήµασταν χαµένοι-χαµένοι για πάντα! Στο σηµείο αυτό η Ούρσα άρχισε να παραληρεί,να φωνάζει,να ωρύεται,σαν να την έπνιγε µια αόρατη αδικία.Ο Πόρκους την άκουγε φοβισµένος,και προσπαθού-σε-ακόµη πιο φοβισµένος-να πιάσει τα τρουφάκια,που τώρα εκτοξεύονταν προς το µέρος του µε εξωφρενική ταχύτητα και συχνότητα.Για να τα προλάβει,η γλώσσα του συστρέφονταν έξω από το στόµα,όπως του βατράχου.Κι η Ούρσα συνέχιζε τον κραυ-γαλέο µονόλογό της. -Όλες οι άλλες αισθήσεις είναι άχρηστες,ψευδείς!ούρλιαξε.Οι µνήµες των ή-χων και των εικόνων δεν είναι παρά κατασκευάσµατα του ίδιου µας του µυαλού,παι-διάστικα παιχνίδια που µας αποπροσανατολίζουν απ’την ύπαρξη,η οποία είναι συγ-χρόνως η αφορµή κι ο µοναδικός µας σκοπός!Ενώ η γεύση!Χωρίς αυτήν,αν η επαφή µας µε τις τροφές ήταν αδιάφορη ή οδυνηρή,αν αγγίζοντας µε την γλώσσα ή βάζο-ντας στο στόµα του ό,τι έβρισκε µπροστά του το βρέφος δεν ένοιωθε ηδονή αλλά πόνο,δεν θα µπορούσε να ζήσει.Οι στιγµιαίες αναµνήσεις των µατιών και των αυτιών µας είναι απατηλές,αληθινά φαντάσµατα που δεν αφήνουν τίποτε στο πέρασµά τους, παρά µόνο αν είναι καταστροφικές για µάς,όπως το µετείκασµα του ήλιου,ή ένας δυ-νατός κρότος που αχρηστεύει την ακοή µας.Ενώ η γεύση είναι παντοδύναµη!Τίποτε δεν µπορεί να την εξαφανίσει!Ακόµη και σε µια καυτή σούπα,που πυρπολεί τον τρυ-

φερό µας ουρανίσκο και γδέρνει τη γλώσσα µας,µπορούµε να αισθανθούµε το αλάτι, το πιπέρι,το πικάντικο κρεµµύδι.Και λίγες ώρες µετά,για φαντάσου!Το κάψιµο έχει υποχωρήσει,κι η γλώσσα µας είναι σαν καινούρια.Κι όσο για την µνήµη της,αυτή δεν στηρίζεται σε µισο-ξεχασµένες εντυπώσεις,που δυσκολευόµαστε να θυµηθούµε,όπως όταν προσπαθούµε να περιγράψουµε µια εικόνα που έχουν δεί τα τυφλά µας µάτια.Ό-ταν,λόγου χάρη,γευόµαστε την σοκολάτα,όση ώρα η γεύση της µας κατακλύζει,µικρά κοµµάτια της εξακολουθούν να είναι λιωµένα µες στο σάλιο µας,να κολυµπούνε πά-νω στα µάγουλά µας σαν µικροσκοπικοί φαλλοί που ερεθίζουν µε το άγγιγµά τους τις γευστικές θηλές µας.Ακόµη κι απ’την βάση του λαιµού,όπου καµµιά φορά ίχνη από τις τροφές σκαλώνουν,εξακολουθούν να µας στέλνουν µηνύµατα της γεύσης,υπαρκτά όσο και το ρέψιµο ή ο αέρας που τα µεταφέρει.Κι η χώνευση,πο συνεχίζεται ακόµη κι όταν όλες οι γεύσεις πάψουν,είναι η πιο περίτρανη απόδειξη πως κάτι έχουµε αισθαν-θεί,πως η ύπαρξή µας δεν κυλά απαρατήρητη,αλλά επιδρά στον κόσµο,καθώς κι ο κόσµος επιδρά επάνω της.Άχρηστη όραση κι άχρηστη ακοή!Μονάχα η όσφρηση κι η αφή µπορούνε να εξιλεωθούν,χάρη στην ηδονή που µας προσφέρουν όταν υπηρετούν τη γεύση.Αλλιώς,κανένα άρωµα και καµµιά υφή δεν µπορεί να µας είναι χρήσιµη.Ω, θεϊκή αίσθηση,που χάνεσαι πρώτη απ’όλες τις αισθήσεις καθώς πεθαίνουµε,αφού εί-σαι κι η πιο στενά δεµένη µε την ζωή.Χωρίς εσένα,δεν έχουµε άλλη λύση από το να πεθάνουµε! Μ’αυτά τα λόγια,κι όπως αν αντίκρυζε ήδη το φάσµα του θανάτου και την µετέπειτα άγευστη αιωνιότητα,η Ούρσα άφησε µια τροµερή κραυγή,φόρεσε το µπώλ-που είχε στο µεταξύ αδειάσει-σαν πολεµικό κράνος στο κεφάλι της,και πετά-χτηκε αλαλάζοντας απ’τον καναπέ.Θα έκανε έφοδο στα υπόλοιπα γλυκά.Ο Πόρκους, που είχε ξεχαστεί και περίµενε ακόµη µε ανοιχτό στόµα το επόµενο τρουφάκι,µόλις την είδε να ορµάει αλλόφρων στο τραπέζι,σηκώθηκε κι αυτός κι έτρεξε δίπλα της.Τα λόγια της τον είχαν ταράξει βαθιά,αλλά η προοπτική να χάσει το επιδόρπιο που δικαι-ούνταν µέσα από τα χέρια του,τον τάραζε ακόµα περισσότερο.

IV.Ταφελµουζίκ

Παρά την ακρότητα των απόψεών της σχετικά µε τις αισθήσεις,και την βδε-λυγµία µε την οποία πάντοτε εκφραζόταν για οτιδήποτε δεν ήταν φαγώσιµο-ή δεν είχε σχέση µε κάτι φαγώσιµο-η Ούρσα απολάµβανε ιδιαίτερα να ακούει µουσική την ώρα που έτρωγε.Το ίδιο συνέβαινε και µε τον Πόρκους.Όµως η συνήθειά τους δεν είχε καµιά συγγένεια µε τους αυτοκράτορες του µπαρόκ που την είχαν επινοήσει, µιας και την εποχή εκείνη,όταν οι άνθρωποι δειπνούσαν υπό το φώς των κεριών και µε τη συνοδεία µιας ορχήστρας δωµατίου ειδικά προορισµένης γι’αυτό τον σκοπό,δεν έτρωγαν στην πραγµατικότητα.Αυτό που κάµναν τότε θυµίζει περισσότερο τις κέρινες κούκλες που συναντούµε στα πάρκα διασκέδασης,οι οποίες µιµούνται κάποιες κινή-σεις,για να διασκεδάσουν τα παιδιά,λόγου χάρη φέρνοντας ένα τεράστιο πλαστικό πηρούνι µ’ένα λουκάνικο καρφωµένο στην άκρη του ως το στόµα τους,αλλά η θλι-βερή αλήθεια είναι πως αυτές οι κούκλες ποτέ δεν καταφέρνουν να φάνε.Έτσι κι οι ευγενείς του δεκάτου ογδόου αιώνα,που δειπνούσαν υπό µουσική,στην πραγµατι-κότητα απλώς µαλακίζονταν,προσποιούνταν ότι έτρωγαν,όλο το δείπνο δεν ήταν πα-

ρά µια παράσταση,µια παρτούζα όπου αντί για γαµιάδες και ψωλαρπάχτρες υπήρχαν υπηρέτες µε λιβρέες και καλοντυµένοι συνδαιτηµόνες.Όχι,όχι,η συνήθεια που είχαν ο Πόρκους και η Ούρσα να ακούνε µουσική στη διάρκεια του φαγητού δεν έµοιαζε καθόλου µε τούτα τα καµώµατα του Διαφωτισµού.Πρώτα-πρώτα,διέφερε στην επι-λογή του χρόνου κατά τον οποίο ακούγαν τη µουσική.Έτσι,από µια κοινή,βουβή συµ-φωνία,δεν έβαζαν ποτέ τον δίσκο στο πικάπ όσο διαρκούσε το κυρίως γεύµα,οι αλµυρές γεύσεις.Ο λόγος δεν ήταν ότι περιφρονούσαν,κατά κάποιο τρόπο,το κρυίως γεύµα,ή ότι το θεωρούσαν ανάξιο µουσικής συνοδείας,αλλά γιατί την ώρα που εκτυ-λίσσονταν,οι ίδοι παρήγαγαν την δική τους µουσική και τις δικές τους χορευτικές κι-νήσεις,που ήταν απολύτως επαρκείς ως συνοδεία κι οι οποίες,όσο κι αν δυνάµωναν την ένταση των ηχείων,θα ήταν σε θέση να επισκιάσουν κάθε δίσκο.Η ακρόαση,λοι-πόν είχε µετατεθεί για την ώρα του επιδόρπιου,όταν κι οι δυό τους υιοθετούσαν πιο εκλεπτυσµένους τρόπους.Ωστόσο η επιλογή αυτή,πέρα απ’τις υπόλοιπες αιτίες της,ή-ταν βαθιά ριζωµένη στην ίδια την αναγκαιότητα που είχε γι’αυτούς η µουσική,ανα-γκαιότητα που αποκαλύπτονταν πιό πολύ από ποτέ την ώρα του επιδόρπιου.Κι εδώ ας εξηγηθώ. Όπως θα έχετε ως τώρα καταλάβει,το ζευγάρι µας δεν έτρωγε το γλυκό του για να αλλάξει την γεύση που είχε στο στόµα-όπως οι περισσότεροι άνθρωποι,στους οποίους µια επιπλέον µπουκιά µοιάζει θανατηφόρα,αν δεν είναι γλυκιά-αλλά για να προσθέσουν κι άλλη τροφή στο ήδη βαρυφορτωµένο στοµάχι τους.Από την άλλη,λα-χταρούσαν την ποικιλία που τους πρόσφερε ο διαφορετικός αυτός κόσµος γεύσεων, την εναλλαγή από το αλµυρό,το αλµυρό-πικρό (παραδείγµατος χάρη του καµµένου κρέατος) και του αλµυρού-ξυνού,µε το γλυκό,το γλυκόξυνο,και το γλυκόπικρο.Πα-ράλληλα,η παύση του γλυκού είχε σκοπό να τους προφυλάξει από τους ίδιους τους εαυτούς τους,µιας κι αν αφήνονταν ελεύθεροι,το κυρίως γεύµα τους δεν θα τελείωνε ποτέ.Έτσι,το ηµερήσιο πρόγραµµά τους,ήταν διάσπαρτο µε νησίδες χρόνου,τις οποίες αφιερώναν αποκλειστικά στο επιδόρπιο,και για να τις επιµηκύνουν,χρησιµοποιούσαν µέσα όπως µαχαιροπήρουνα,χαρτοπετσέτες,και καλούς τρόπους.Συγχρόνως όµως,η ώρα του επιδόρπιου τους έφερνε την σοβαρή κι ελαφρώς µελαγχολική διάθεση που νοιώθει ένας αληθινός ποιητής όταν παρατηρεί την ανατολή ή το ηλιοβασίλεµµα,την εναλλαγή της µέρας µε τη νύχτα,κι αναλογίζεται πόσο θλιβερός θα είναι ο θάνατός του όποτε κι αν συµβεί,αφού το να µην προλάβεις να ξαναδείς το φώς του ήλιου είναι εξίσου οδυνηρό µε το να χάσεις για πάντα το χλωµός φώς της σελήνης,και το µαγευ-τικό στερέωµα,το σκεπασµένο µε άστρα και πλανήτες.Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο,ό-ταν αδράχναν το κουτάλι και το πιάτο που τους αναλογούσε και βρίσκονταν αντιµέ-τωποι µε τη συµβολική εναλλαγή του αλµυρού µε το γλυκό,βαθιά µέσα τους,ο Πόρ-κους κι η Ούρσα σκέφτονταν πόσο φριχτό θα ήταν το να πέθαιναν και να στερούνταν τόσο τη µιά όσο και την άλλη κυρίαρχη γεύση.Αυτός ο φόβος µέσα τους γεννούσε την επιθυµία να τελειώσουν το γλυκό τους όσο πιο γρήγορα γινόταν,και να ξαναρχί-σουν να τρώνε το επόµενο κυρίως γεύµα,πράγµα που έτσι κι αλλιώς θα έκαναν µόλις τελείωναν,αφού η αντοχή τους ήταν παροιµιώδης.Όµως ένας δεύτερος φόβος,πως αν δεν έδειχναν τον απαραίτητο σεβασµό στην ανθοφορία του ουρανίσκου από την ζά-χαρη η µοίρα ίσως να τους τιµωρούσε σκληρά,κάνοντας αυτή να είναι η τελευταία τους εµπειρία στον κόσµο,τους συγκρατούσε,και τους επέβαλλε µιαν ιδιαίτερη ιερο-τελεστία για το επιδόρπιο.Προκειµένου λοιπόν,να απωθήσουν απ’την προσοχή τους την γευστικο-υπαρξιακή αγωνία που τους βασάνιζε,αναζητούσαν την ώρα αυτή κά-

ποιο αντικείµενο κοινής λησµονιάς,µε το οποίο θα µπορούσαν να απασχοληθούν όσο έτρωγαν,ώστε να µην σκέφτονται άλλο το φοβερό βάρος του θανάτου.Οι συζητήσεις ήταν µια τέτοια διέξοδος,όµως συχνά,όπως άλλωστε παρατηρήσατε,εκτρέπονταν από την επιθυµητή ψυχραιµία,καθώς ένας ή και οι δυό τους παρασύρονταν από ιερή µα-νία.Η µόνη άλλη λύση που απέµενε ήταν η τέχνη,κάποιας µορφή τέχνη την οποία θα µπορούσαν να απολαµβάνουν από κοινού στη διάρκεια του επιδόρπιου.Αλλά οι εικα-στικές τέχνες,για τον σκοπό αυτό,δεν τους ήταν καθόλου χρήσιµες.Η γλυπτική απο-κλείονταν από χέρι.Σκέφτεστε δυό ανθρώπους να τρώνε κοιτάζοντας ένα άγαλµα; Ασφαλώς δεν µπορεί να υπάρξει τίποτε πιο ηλίθιο.Ούτε όµως κι η ζωγραφική πρόσ-φερε ικανοποιητική λύση.Γιατί αυτό που ήθελαν είναι κάτι που θα τους αποσπούσε µεν από το άγχος της ζωής χωρίς φαγητό,χωρίς όµως να µεταθέτει την σκέψη τους σ’ένα νοητικό,εγκεφαλικό επίπεδο που να µην έχει σχέση µε το φαγητό,όπως οι διάφοροι ζωγραφικοί πίνακες µε τα κρυµµένα θέµατά τους και τα αινίγµατα του ζωγράφου,ο οποίος ήθελε για παράδειγµα να συµβολίσει µια ψωλή και ζωγράφιζε ένα κυπαρίσσι.Υπήρχαν βέβαια κι οι νεκρές φύσεις,όµως κι από αυτές οι περισ-σότερες απεικόνιζαν λουλούδια ή ωµά ψάρια,πράγµατα δηλαδή που δεν τρώγονται.Κι οι ελάχιστοι πίνακες που έδειχναν κάποιας λογής θελκτικά φαγώσιµα,σπάνια αναφέ-ρονταν σε γλυκά αλλά σε αλµυρά εδέσµατα,γεγονός που τόνιζε την σηµασία του επό-µενου κυρίως γεύµατος,κι αντί να τους ηρεµεί αύξαινε το άγχος τους.Για τον ίδιο λόγο,της αοριστολογίας,δηλαδή της εξευγενισµένης µαλακίας,αποκλείονταν η ποίη-ση,το θέατρο,κι ο κινηµατογράφος-ποιός κινηµατογράφος άλλωστε θα τους δεχόταν στην κατάσταση που βρίσκονταν αφού είχαν φάει,και πώς θα πήγαιναν µέχρι εκεί;Έ-µεναν µονάχα η µουσική κι ο χορός,κι επειδή ήταν κάπως κουραστικό να χορεύουν µε το πιατάκι στο ένα χέρι και το πηρούνι στο άλλο,κατέφευγαν στη µουσική.Η µου-σική ήταν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν.Ήταν αόριστη,αλλά χωρίς να περιέχει κάποιο συγκεκριµένο νόηµα το οποίο έπρεπε να αναλύσουν,και το οποίο θα τους αποµάκρυ-νε απ’το επιβεβληµένο θέµα του φαγητού.Μπορούσαν να ερµηνεύσουν τις µελωδίες όπως ήθελαν,να τους προσδώσουν την ίδια γλυκιά γεύση που είχαν εκείνη τη στιγµή στο στόµα τους,ή απλώς να την χρησιµοποιήσουν σαν υπόβαθρο στην µεταξύ τους συζήτηση,στα ρεψίµατα και τις πορδές τους,σαν ένα τρίτο πρόσωπο χωρίς υπόσταση ή άλλη λειτουργία εκτός απ’το να τους συνοδεύει στο επιδόρπιο.Χάρη δε σ’αυτή την ελαστικότητα των προθέσεών τους,δεν έδειχναν στη µουσική το γελοίο ακαδηµαϊκό σεβασµό που συναντά κανείς ανάµεσα στους λάτρεις της.Θεωρώντας την σαν ένα αόρατο καµβά όπου ήσαν απόλυτα ελεύθεροι να απλώσουν τις σκέψεις και τα αισθή-µατα που τους προξενούσε η λαιµαργία,την διαλέγαν αδιαφορώντας για το συµφωνι-κό,επικό,πένθιµο ή ροµαντικό χαρακτήρα της-σε αντίθεση µε τους περισσότερους ανθρώπους που πιστεύουν σαν τέλειοι βλάκες πως η µελαγχολική µουσική κατα-βάλλει το πνεύµα και µαζί την όρεξη-την διέκοπταν όποτε ήθελαν και µε τους πιο αγενείς ήχους,ή σχολίαζαν,καταναλώνοντάς την µε την ίδια όρεξη όπως και το γλυκό που είχαν στην αγκαλιά τους,το συνθέτη της,σαν να ήταν κι αυτός µέσα στο σαλόνι, µονάχα δεµένος και φιµωµένος. Έτσι κι απόψε,όταν ο Πόρκους στάθηκε µπροστά στο ράφι µε τους δίσκους κι άρχισε να ψάχνει ανάµεσά τους για τον πιο κατάλληλο,είχε αρκετούς λόγους για να το κάνει.Πρώτον,η Ούρσα ήταν ακόµη ξαναµµένη απ’το λογύδριό της,κι αν δεν έβρι-σκε γρήγορα ένα τρόπο να την ηρεµήσει,να της τραβήξει την προσοχή απ’τα αιώνια διλήµµατα της λαιµαργίας,θα έπρεπε να πολεµήσει µαζί της µέχρι τελικής πτώσεως

για να µοιραστούν δίκαια το υπόλοιπο επιδόρπιο.Από την άλλη ένοιωθε ένοχος για την σιωπή του όλη αυτή την ώρα-έστω κι αν η ίδια του την επέβαλλε,µε την τροµα-κτική της έξαρση-κι ήθελε να αναπληρώσει το κενό,όχι όµως µε την φωνή του,που ίσως την παρέσυρε σε µιαν ακόµα επικίνδυνη συζήτηση,µε µερικές ανάλαφρες µελω-δίες.Τέλος, ειδικά απόψε το κλίµα µετά το επιδόρπιο θα ήταν ιδιαίτερα θλιβερό,µιας κι απ’ό,τι γνώριζε,στην κουζίνα δεν υπήρχε τίποτε άλλο φαγώσιµο.Η ώρα ήταν µία µετά τα µεσάνυχτα,τα µπακάλικα ήταν κλειστά,και σύντοµα θα έµεναν νηστικοί.Ίσως βέβαια να είχαν κρύψει κάποια τρόφιµα σε διάφορα σηµεία του σπιτιού-µια πρακτική που εφάρµοζαν εδώ και καιρό,κι η οποία είχε αποδειχτεί σωτήρια σε παρόµοιες απελπιστικές καταστάσεις,όπως όταν συνέβαινε να ξυπνήσουν στη µέση της νύχτας, παράφρονες από την πείνα-αλλά κι αυτά δεν θα ήταν παρά µικροπράγµατα.Και για να ξεχάσουν την λυπητερή αυτή κατάσταση,η µουσική του φαινόταν η ιδανική λύση. Το ξεφύσηµα της Ούρσα,που ήδη καταβρόχθιζε την τρίτη τάρτα µε φράουλες, κι ετοιµαζόταν να οικειοποιηθεί µερικές από τις γκοφρέττες,διέκοψε το τρίξιµο της βελόνας του πικάπ κι έπειτα οι πρώτες επαναλαµβανόµενες νότες από την ουβερτού-ρα της όπερας Έτσι κάνουν όλες,του Βόλφγκανγκ Αµαντέους Μότσαρτ. -Ααχ,είπε,αναστενάζοντας βαθιά.Επιτέλους,επιτέλους,να κι ένας άνθρωπος που η όρεξή του θα µπορούσε να συγκριθεί µε την δική µας;Δε συµφωνείς,καλέ µου; -Ασφαλώς,απήντησε ο Πόρκους,παίρνοντας στην αγκαλιά του την τούρτα µε τον καφέ. Ο Μότσαρτ είχε πολύ µεγάλη όρεξη στη µουσική του,γι’αυτό κι έγραφε τό-σο πολύ,και µε τόσο µπρίο.Το να τον ακούς,είναι σαν να βλέπεις έναν ζαχαροπλάστη πλήρη οργιαστικής έµπνευσης,που τρέχει από δώ κι από ‘κεί µε το κορνέ του να ξε-χειλίζει σαντιγύ… -…και την ψωλή του να ξεχειλίζει σπέρµα,συµπλήρωσε η Ούρσα. -Απ’το στόµα µου το πήρες.Γιατί αυτά τα δύο συµβαδίζουν.Ένας άνθρωπος πραγµατικά λαίµαργος-έστω κι αν η λαιµαργία του δεν είναι κυριολεκτική,ώστε να του χαρίζει ένα σώµα τέλειο όπως το δικό µας,κι ας το παραδεχτούµε,είναι δύσκολο να είσαι τόσο τέλειος-δεν µπορεί να είναι σε τίποτε ανόρεχτος,ούτε στην τέχνη του, ούτε στα ζητήµατα της ψωλής του.Έτσι,παραδείγµατος χάρη,ο Μότσαρτ ήταν µεγά-λος γαµιάς στην εποχή του. -Κι ήταν και κακάσχηµος-µαυριδερός και κακάσχηµος. -Ακριβώς.Αλλά δεν είχε καµµιά σηµασία.Αγόραζε πολλά και πανάκριβα ρού-χα,τις πιο θαυµάσιες περούκες για να κρύβει την κασίδα του,κι αρωµατιζόταν µε τα πιο εκλεκτά αρώµατα,την εποχή που οι περισσότεροι άνδρες έπλεναν τα αρχίδια τους µια φορά το χρόνο. -Έτσι παρέσερνε τα τρυφερά µουνιά της αριστοκρατίας,τις φιλόµουσες κυρίες και τις φιλόψωλες κοπέλες,τις παρέσερνε µε την όρεξη που είχε για ζωή,κι ήταν σαν να τις έτρωγε κι αυτές,σαν να γευµάτιζε γαµώντας τες. -Ναι,ναι,όπως τα λές καλή µου,σχολίασε ο Πόρκους µε βαθιά περίσκεψη στη φωνή του,η οποία τρεµόπαιζε έτσι όταν επρόκειτο να ρευτεί.Αφού ρεύτηκε,συνέχισε. «Κι αυτό φαίνεται και στη µουσική του.» -Όχι στην πίπα που ακούµε τώρα,τον πρόλαβε η Ούρσα.Η εισαγωγή απ’το Έτσι κάνουν όλες,ήταν γι’αυτήν,όπως και για όλους τους λογικούς ανθρώπους,µια από τις χιλιάδες πίπες του Μότσαρτ,οι οποίες είχαν ενδυθεί τον µανδύα του αρι-στουργήµατος,απλώς και µόνον επειδή συγγένευαν στην καταγωγή τους µε άλλα, αληθινά αριστουργήµατα.

-Όχι,ασφαλώς όχι.Αυτό που ακούµε τώρα είναι µια κοινότατη µαλακία.Αλλά µέσα στην ίδια όπερα…,θυµάσαι;Θυµάσαι τη σκηνή που η Ντέσπινα ετοιµάζει σοκο-λάτα για την Φιορντιλίτζε και την Ντοραµπέλλα,και σκέφτεται πόσο άδικο είναι να την λαχταρά και να µην τη δοκιµάζει; -Αχ,ναί,είπε η Ούρσα,κάπως ταραγµένη. Τις ρουφιάνες!Να κάθεσαι όλη µέρα στον κήπο,µε θέα το λιµάνι της Νάπολης,να ξύνεις τη µουνάρα σου χωρίς να κάνεις τίποτε,και να έχεις την σκλάβα να σου ετοιµάζει σοκολάτα κι άλλες τέτοιες καύλες! Αυτό θα πεί ζωή! -Κι ο Μότσαρτ ήξερε ότι αυτό θα πεί ζωή.Και στον Ντον Τζιοβάννι,θυµάσαι εκείνο το τεράστιο γιορτινό τραπέζι,και τον καηµένο τον Λεπορέλλο,που έτρεχε συ-νέχεια πεινασµένος πίσω απ’τον αφέντη του; -Πώς δεν το θυµάµαι!Βέβαια ο ίδιος ο Ντον Τζιοβάννι,µάλλον ενδιαφερόταν περισσότερο να γαµάει,παρά να τρώει.Εγώ στην θέση του θα άφηνα την Τσερλίνα να πάει να γαµηθεί-άλλωστε είχε άντρα για να το κάνει-και θά’πεφτα στο τραπέζι µε τα τέσσερα!Αχ!Καυλώνω και µόνο που το σκέφτοµαι. Και µα την αλήθεια,η καύλα της Ούρσα δεν ήταν µια φραστική υπερβολή!Πάντοτε ερεθιζόταν στη σκέψη λογοτεχνι-κών,θεατρικών ή οπερατικών γευµάτων,τα οποία θα µπορούσε να ξεκοκκαλίσει σαν χαρακτήρας από το πουθενά,χωρίς συνέπειες. -Όµως δεν έχει σηµασία που τον ενδιαφέρει το µουνί,κι όχι το πιάτο,της είπε ο Πόρκους,υψώνοντας τον τόνο της φωνής του για να σκεπάσει την ουβερτούρα. Σηµα-σία έχει η όρεξη του Ντον Τζιοβάννι,αυτή η θηριώδης λαιµαργία του για καινούρια ή παλιά µουνιά-στην πραγµατικότητα δεν είναι το µουνί,ούτε το πιάτο που κυνηγά,αλ-λά το µουνί στο πιάτο!Η εύκολα λεία,το ατέλειωτο µενού των ερωµένων του που δια-βάζει ο Λεπορέλλο δεν είναι παρά το µενού ενός ατέλειωτου εστιατορίου,όπου οι ξανθές γυναίκες είναι το κρασί,οι µελαχρινές το κρέας,κι οι κοκκινοµάλλες το γλυκό! Οι µουνότριχές τους είχαν για τον Ντόν Τζιοβάννι την ίδια ιερή αξία που έχει για σέ-να το σιροπιαστό που τρώς αυτή τη στιγµή! Η Ούρσα σταµάτησε για λίγο να µασάει,κράτησε το γλυκό µε τις ζυµαρένιες τρίχες που έσταζαν σιρόπι λίγα εκατοστά µακριά απ’τα χείλη της,και φώναξε: «Αχ, µην σταµατάς!Κάνε µου κι άλλο µινέττο!Δεν βλέπεις;Έχω πάθει ρεύση!» και µ’αυτά τα λόγια καταβρόχθισε και το υπόλοιπο,απολαµβάνοντας τη λεσβιακή φαντασίωση που είχε εµπλουτίσει την γεύση του.Όταν τελείωσε όµως,για να µην νοµίσει ο Πόρ-κους ότι δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά,συνέχισε την κουβέντα από εκεί που είχε στα-µατήσει,επεκτείνοντας τους συλλογισµούς του. -Έχεις απόλυτο δίκιο,αγάπη µου.Το νοιώθω αυτό κάθε φορά που ακούµε την τελευταία του συµφωνία,την πρώτη κίνηση που σπαρταράει σαν ψάρι έξω απ’το νε-ρό,σαν αγάµητη σούφρα σε κελί µοναστηριού!Θυµάσαι,θυµάσαι πόσο µας ανοίγει η όρεξη κάθε φορά που ακούµε την πρώτη κίνηση του Δία,όταν,στην προσπάθειά µας να ακολουθήσουµε την χοροπηδηχτή µελωδία τρώµε στο µισό χρόνο την διπλάσια ποσότητα γλυκών; -Και βέβαια θυµάµαι,ψυχή µου,ψυχή του στοµαχιού και των εντέρων µου!της απάντησε ο Πόρκους,κι η Ούρσα,ανίκανη να αντισταθεί σε τόση ξαφνική τρυφερότη-τα,όρµηξε κατά πάνω του και τον αγκάλιασε.Κάτω απ’το βάρος και των δυό,τα πόδια του καναπέ έσπασαν και τινάχτηκαν στις τέσσερις γωνίες του σαλονιού,σαν ξύλινες οβίδες.Στριµώχνοντας τα κρέατά τους ο ένας δίπλα στο άλλο,αγκάλιασαν αυτό που περίσσευε ανάµεσα στο σβέρκο και την πλάτη και φιλήθηκαν.Καθώς αποχωρίζονταν,

το προγούλι της κόλλησε πάνω στη γενειάδα του,που ήταν βουτηγµένη ολόκληρη στο σιρόπι.Μόλις απελευθερώθηκε,έσκυψε το κεφάλι κι άρχισε να του πιπιλίζει την γε-νειάδα,βογγώντας από ηδονή.Ο Πόρκους,εξίσου καυλωµένος,σαν να µην ήταν η γε-νειάδα αλλά η ψωλή του που βρισκόταν στο στόµα της,συνέχισε να τρώει την υπό-λοιπη τούρτα,θέλοντας να είναι και το δικό του στόµα γεµάτο.Κι όταν τελείωσε,αντί για ένα ακόµα φιλί,την αντάµειψε µε αυτό που θα την έκανε ακόµα πιο ευτυχισµένη- το τελευταίο κοµµάτι τούρτας,που περιείχε,σύµφωνα µε τον µύθο που λένε κάποιες µητέρες στα παιδιά τους,όλη του την δύναµη κι όλη του την καύλα. -Θέλεις να αλλάξω δίσκο;την ρώτησε ο Πόρκους έπειτα από λίγο. -Ναί,αλλά τί θα βάλεις; ρώτησε καχύποπτη η Ούρσα.Είχε κάθε λόγο να είναι καχύποπτη.Ο αγαπηµένος της άνδρας,µέσα στην άπειρη αφέλειά του,ήταν επιρρεπής σε πολλά είδη αφόρητης ροµαντικής µουσικής,όπως σε εµµετικά,ατέλειωτα συµφωνι-κά παπάρια του Μέντελσον,φρικαλέα µαµούθ του Μπρούκνερ,ή,αν ήταν τόσο άτυχη όσο τις προηγούµενες φορές,µουσική δωµατίου του Φωρέ.Θεέ µου, η αβάσταχτη πλήξη της ροµαντικής µουσικής!Καµµία συνοχή,καµµία σεµνότητα,ούτε ίχνος αυτο-συγκράτησης και πνευµατικότητας.«Αυτοί οι ροµαντικοί,» σκεφτόταν καµµιά φορά η Ούρσα, «έγραφαν µουσική σαν να τους έπαιρνε κάποιος τσιµπούκι λίγα δευτερό-λπετα αφότου είχαν εµπνευστεί το αρχικό θέµα.»Έτσι,υπήρχε µόνο το αρχικό θέµα, που µπορεί ακόµα και να σε µάγευε-αρετή που είχαν ακόµη κι οι πιο µεγάλοι αρχί-δες,όπως ο Τσαϊκόφσκι ή ο Σαιν-Σανς-κι έπειτα το χάος.Όλα εξαφανίζονταν.Ξα-φνικά,έπαυες να ακούς,κι άρχιζες να µαλακίζεσαι.Κι ο χρόνος έχανε τις αρχικές του διαστάσεις από την βαρεµάρα,τα λεπτά διαρκούσαν µια ώρα το καθένα.Το αρχικό θέ-µα µπορεί να ξαναγύριζε πού και πού,για να σε ξεγελάσει,αλλά ήσουν τόσο εξαντλη-µένος,που δεν µπορούσες καν να το αντιληφθείς.Έπρεπε λοιπόν να προφυλάξει µε κάθε τρόπο τα αυτιά της από µια τέτοια συµφορά. -Λοιπόν;Τί να βάλω; την ξαναρώτησε ο Πόρκους,αποσπώντας την από τις σκέψεις της. Εκείνη είχε την απάντηση στην άκρη της γλώσσας,αλλά φοβόταν να την ξε-στοµίσει,γιατί δεν ήταν σίγουρη ότι θα έβρισκε ανταπόκριση.Έτσι,βάζοντας πρώτα µια γκοφρέτα στο στόµα του για να τον γλυκάνει,υπέβαλε το αίτηµά της υπό µορφήν διστακτικής ερώτησης. -Λίγο Μπάχ;είπε. Τί θα έλεγες για λίγο Μπάχ; Ο Πόρκους ξύνισε τα µούτρα του παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε για να µην φανεί ότι η πρότασή της τον εξέπληττε δυσάρεστα.Για να αντέξει στο βαρύ φορ-τίο που θα αναλάµβανε αν απαντούσε καταφατικά,πήρε απ’τα χέρια της άλλη µια γκοφρέττα,την οποία κατάπιε σχεδόν αµάσητη.Στο τέλος όµως δέχτηκε,πασχίζοντας µάλιστα να χαµογελάσει. -Εντάξει,είπε,Μπάχ.Τί θέλεις να βάλω; Η Ούρσα τον κοίταξε ξανά,κι η όψη του της έφερε τόση συζυγική,µητρική θα έλεγα,θλίψη,ώστε παραλίγο θα της έκοβε την όρεξη για την επόµενη γκοφρέττα.Ο καηµένος ο Πόρκους,έπειτα από τόσα χρόνια,εξακολουθούσε να φοβάται τον Μπάχ όπως ο Θεός το θειάφι.Ό,τι κι αν έκανε,όσο κι αν του εξηγούσε τις αρετές του,δεν µπορούσε να τον απαλλάξει απ’αυτό το φόβο. -Γιατί φοβάσαι τον Μπάχ,µικρό µου γουρουνάκι;τον ρώτησε τρυφερά,πιάνο-ντας τα χοντρά του δάχτυλα στα δυό της χέρια. Γιατί τον φοβάσαι;

-Δεν τον φοβάµαι,είπε ο Πόρκους παραπονιάρικα.Απλά,δεν µ’αρέσει.Δεν έχει µελωδία. Η αφέλειά του ήταν συγκινητική.Φαινόταν σχεδόν έτοιµος να κλάψει επειδή η µουσική του Μπαχ δεν είχε µελωδία. -Μα δεν πειράζει,τον καθησύχασε η Ούρσα,δεν πειράζει που δεν έχει µια συγ-κεκριµένη µελωδία που να µπορείς να σφυρίξεις.Άλλωστε,κι αν ακόµη αυτό είναι α-λήθεια,στο σύνολό της η µουσική του Μπάχ είναι πολύ µελωδική,και πολύ-πολύ συν-αισθηµατική. Αυτό ήταν µια πουστιά φυσικά,µια παγίδα,γιατί ήξερε πόσο εύκολα υπέκυπτε ο Πόρκους σε µια µουσική,αν τη θεωρούσε συναισθηµατική.Η καρδιά του ήταν ένας µεγάλος βώλος από µαλακό ελβετικό τυρί,που έλιωνε µε την παραµικρή αναφορά της λέξης συναισθήµατα. -Εγώ πάλι νοµίζω πως είναι ψυχρή,της απάντησε. -Όχι,όχι,δεν είναι καθόλου ψυχρή.Αυτό που ερµηνεύεις ως ψυχρότητα είναι η εγκεφαλική διάσταση της µουσικής του Μπάχ,η αυστηρή δοµή της κι η απόσταση που υπάρχει ανάµεσα στην αµιγή κλασσική µουσική και στα εργαλεία που χρησιµο-ποιεί ο Μπάχ-την φούγκα,τον κανόνα,την τοκάττα,τις ζίγκ και τις µπουρέ,τις αλεµάντ και τα πασπιέ.Όµως αυτά ήταν τα απαραίτητα εργαλεία την εποχή του Μπαρόκ,κανέ-νας δεν µπορούσε να γράψει µουσική χωρίς αυτά.Ωστόσο ο Μπάχ,αν κι η δουλειά του ήταν να συνθέτει µια καντάτα κάθε εβδοµάδα,για την κυριακάτικη λειτουργία της εκκλησίας του Αγίου Θωµά,στην πραγµατικότητα δεν ήταν καθόλου θρησκευόµενος, δεν ήταν καν πιστός στους κανόνες της µπαρόκ µουσικής,έστω κι αν τους τηρούσε µε θρησκευτική ευλάβεια,για να έχει την ελπίδα τα κοµµάτια του να πουλιούνται και να ακούγονται.Την ίδια στιγµή λοιπόν που σε µια καντάτα του υµνούσε τον Χριστό,σε µιαν άλλη σουίτα του για τσέµπαλο έγραφε τον Χριστό και την εποχή όπου ζούσε στ’αρχίδια του,δηµιουργούσε µε τρόπο πραγµατικά αναρχικό.Γι’αυτό κι η µουσική του διαφέρει τόσο απ’των υπόλοιπων σκατιάδων του µπαρόκ,όπως η µουσική του Μότσαρτ διαφέρει απ’την ηλίθια,υπαλληλίστικη µουσική του Χάυντν.Πάνω απ’όλα,ο Μπάχ είχε την ίδια όρεξη,κι ακόµα µεγαλύτερη-µιαν αξιοθαύµαστη όρεξη!Ήταν λαί-µαργος µε την µουσική του,συνθέτοντας ασταµάτητα,λαίµαργος µε την γυναίκα του, γαµώντας και γκαστρώνοντάς την ασταµάτητα,και το πιο σηµαντικό,ήταν χοντρός! -Αυτό είναι αλήθεια,είπε ο Πόρκους χαµογελώντας µε µιαν έκφραση αλλη-λεγγύης που διέσχιζε τον χώρο και το χρόνο. Ήταν ένας κανονικός χοντροµπαλάς,κι αυτό το δείχνουν όλα τα πορτραίτα του. -Βλέπεις λοιπόν πόσα κοινά έχει µε µάς;συνέχισε να τον καλοπιάνει η Ούρσα. Να σκεφτείς ότι,όταν ο καφές έφτασε στην Ευρώπη από την Αµερική,ο Μπαχ έγραψε µιαν ολόκληρη καντάτα αφιερωµένη στον καφέ! Το τελευταίο κόλπο θα λύγιζε αµέσως τις αντιστάσεις του.Ο Πόρκους έδειχνε τυφλή λατρεία στον καφέ,και πάνω απ’όλα σε όσα τον συνόδευαν.Τώρα που το σκε-φτόταν,η Ούρσα πίστευε πως δεν αγαπούσε καθόλου τον ίδιο τον καφέ,αφού όταν τα απογεύµατα έπαιρναν τσάι ή καφέ,άφηνε και τα δυό ανέπαφα στο φλυτζάνι του,τρώ-γοντας µονάχα τα µπισκότα,τις γκοφρέττες,το ψωµί µε τη µαρµελάδα,ή τα κέικ που είχαν ετοιµάσει για την περίσταση.Κι όταν καµµιά φορά τον επέπληττε γι’αυτή του την µονοµέρεια,εκείνος της απαντούσε µε το ίδιο νόµισµα,χρησιµοποιώντας σαν δι-καιολογία την κοινή τους φιλοσοφία. «Γιατί να πίνω κάτι που έχει µονάχα άρωµα και καθόλου γεύση;Αν χρειάζοµαι νερό,αν διψάω,πίνω κρύο νερό από την βρύση.Αν πά-

λι θέλω να πιώ γάλα µε ζάχαρη-γιατί αυτό πίνεις γλυκιά µου,όσο κι αν νοµίζεις ότι πίνεις καφέ ή τσάι-τότε βάζω σ’ένα φλυτζάνι γάλα µε ζάχαρη.Τουλάχιστον αυτά έ-χουν γεύση,ενώ τα ξεπλύµατα που µου προτείνεις είναι άγευστα,κι όσα µυρωδικά κι αν έχουν µέσα τους,δεν µε ικανοποιούν ποτέ.Το µόνο που καταφέρνουν είναι να µε καυλώνουν για µια αληθινή µπουκιά από αυτό που υπόσχεται το άρωµά τους,όπως µια κουταλιά καφέ σε σκόνη,ένα ξύλο κανέλλας,ή ατόφια ροδοπέταλα.Αυτό µάλιστα! Αλλά δεν βλέπω το λόγο γιατί να βασανίζω τον ουρανίσκο µου µε την υποψία µιας γεύσης που δεν έρχεται ποτέ.» Αυτή ήταν η άποψή του,όµως τις περισσότερες φορές την συγκάλυπτε,είτε γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν τον συγκινούσε µια από-λαυση που ασπάζονταν τόσες χιλιάδες άνθρωποι-µεταξύ των οποίων και η ίδια η Ούρσα-είτε γιατί ήλπιζε,καθώς έπινε το τσάι ή τον καφέ του στραβοµουτσουνιάζο-ντας,να ανακαλύψει κάποτε αυτό το περίφηµο εσσάνς που µεταµόρφωνε την όσφρη-ση σε γεύση.Κι η Ούρσα,αιώνια µητρική µαζί του,τον άφηνε να προσποιείται ότι α-γαπούσε τον καφέ όσο κι εκείνη,ενώ στην πραγµατικότητα ήταν µονάχα τα παραφερ-νάλια του καφέ που τον ευχαριστούσαν.Όπως πάντα λοιπόν,έτσι και τώρα,το δόλωµα του καφέ έφερε αµέσως αποτελέσµατα. -Καντάτα για τον καφέ;!αναφώνησε ο Πόρκους ενθουσιασµένος.Μα αυτό είναι θαυµάσιο!Είναι υπέροχο!Καφές-µπισκότα-µαρµελάδα-νουγκά-µάτρσιπαν-σορ-µπέ µε αµύγδαλα!κι άρχισε να απαριθµεί όλες τις καύλες που συνόδευαν συνήθως τον απογευµατινό τους καφέ.Η Ούρσα τον κοιτούσε,χαµογελώντας µε βουβή συγκα-τάβαση,κι ικανοποιηµένη που,µε τον ένα ή µε τον άλλο τρόπο,είχε καταφέρει να πε-ράσει το δικό της.Όταν ο οίστορς του κόπασε,την έπιασε απ’τα χέρια,και της είπε: «Έλα λοιπόν,µην αργείς!Βάλε γρήγορα κάποιο κοµµάτι του Μπάχ να ακούσουµε-έχω αναθεωρήσει πλήρως τις απόψεις µου γι’αυτόν!» Δεν χρειαζόταν ασφαλώς να της το ξαναπεί.Τα πρώτα δέκα λεπτά του Έτσι κάνουν όλες είχαν φέρει ένα ελαφρύ πρήξιµο στα βυζιά της,που το εξηγούσε ως απο-τέλεσµα των βαθιών αναπνοών που έπαιρνε από τη βαρεµάρα,όπως όταν ταξίδευε στην ορεινή επαρχία,κι ερχόταν αντιµέτωπη µε την ατέρµονη πλήξη των χωριατών. Αν δεν έβγαζε σύντοµα αυτή την καταραµένη όπερα απ’το πικάπ,σε λίγο τα βυζιά θα έσχιζαν το φόρεµά της και θα έπαιρναν δρόµο.Έτσι σηκώθηκε µε σβελτάδα παγετώνα που µετακινείται,έβγαλε τον δίσκο απ’το πικάπ όσο πιο απότοµα µπορούσε,ελπίζο-ντας να τον γρατσουνίσει ανεπανόρθωτα,κι έβαλε τη δεύτερη αγγλική σουίτα για τσέ-µπαλο του Μπάχ. -Ααχ,είπε ικανοποιηµένη καθώς ξανακαθόταν. Καύλα στα αυτιά µου! Όµως κι ο Πόρκους φαινόταν αρκετά ευχαριστηµένος.Η σουίτα άλλωστε ήταν γρήγορη κι ιδιαίτερα µελωδική,κατά το προσωπικό του γούστο. -Είδες που ανησυχούσες άδικα;του επισήµανε η Ούρσα έπειτα από λίγο.Το κοµµάτι αυτό είναι τόσο µελωδικό,που µπορείς ακόµα και να το σφυρίξεις.Τί λές;Θέ-λεις να το σφυρίξεις; -Όχι,απάντησε παγερά εκείνος.Αν σφυρίζω πώς θα τρώω; -Έχεις δίκιο,έχεις δίκο.Πάντως,βλέπεις ότι πρέπει να µου έχεις εµπιστοσύνη, καθώς και σε όλους τους χοντρούς συνθέτες.Δεν υπήρξε ποτέ χοντρός συνθέτης που να µην ήταν και καλός συνθέτης.Κι όσο πιο χοντρός,τόσο πιο καλός. -Κι ο Χαίντελ;Κι ο Ροσσίνι;Τί έχεις να πείς για αυτούς; Εδώ την είχε πραγµατικά αποστοµώσει.Ευτυχώς όµως που υπήρχε κι η φύση, στην οποία µπορούσε να επιρρίψει τα πάντα.

-Ε,η φύση δεν είναι κι αλάνθαστη,απολογήθηκε.Όµως πάρε για παράδειγµα τον Σούµπερτ.Ήταν τετράπαχος,γι’αυτό κι ήταν τόσο καλός. Με το όνοµα Σούµπερτ,ήξερε πως είχε πετύχει το κουµπί του οργασµού του, έστω κι αν δεν ήξερε µε βεβαιότητα πού βρισκόταν αυτό (πίστευε πως ήταν πίσω από τα αρχίδια του,εκεί που η αρχιδοσακούλα σταµατούσε πριν την αρχή της σούφρας.) -Βέβαια,βέβαια,ο Σούµπερτ!είπε µ’ένα τεράστιο χαµόγελο ο Πόρκους.Πώς µπορεί να µην είναι σπουδαίος συνθέτης ένας άνθρωπος που εκτιµάει τόσο πολύ τις πέστροφες;Έχεις δίκιο τελικά,καλή µου.Όλοι οι χοντροί συνθέτες ήταν ευφυείς.Όπως ο Μπράµς,λόγου χάρη.Στα νιάτα του,ήταν λίγο µαλάκας-ο κουφός τον επηρέαζε πά-ρα πολύ,όπως κι όλους τους σκατόµυαλους στη Βιέννη.Αλλά όσο γερνούσε και πά-χαινε,η µουσική του γινόταν αληθινός θησαυρός. -Κι ο Μουσσόργκσκυ,που έτρωγε σαν αγριογούρουνο κι έπινε σαν ελέφαντας, ήταν ο µεγαλύτερος γαµιάς σ’όλη τη ρωσσική µουσική.Οι υπόλοιποι δεν άξιζαν ούτε στραβή αρχιδότριχα µπροστά του,συµπλήρωσε η Ούρσα,βάζοντας συγχρόνως στο στόµα της τέσσερα φρουί-γκλασέ.Για τα επόµενα είκοσι δευτερόλεπτα,όσο τα µασού-σε και τα κατάπινε,το πρόσωπό της έµοιαζε νά’χει φουσκώσει µε τρόµπα ποδηλάτου. -Κι ο Σιµπέλιους;Τί έχεις να πείς για τον Σιµπέλιους;ρώτησε ο Πόρκους. -Μάαµ,µααµ,µααµ,ήταν η απάντηση που πήρε,µιας κι η σύζυγός του δεν είχε ακόµη καταπιεί,αλλά απ’το επιδοκιµαστικό της ύφος,και τα χέρια της,που κουνούσε µε ενθουσιασµό,κατάλαβε πως θεωρούσε την επιλογή του ιδιαίτερα εύστοχη.Πράγ-µατι,οι δυό τους είχαν µοιραστεί µερικές στιγµές απίθανης ηδονής µε υπόκρουση τη µουσική του Φινλανδού σαπιοκοιλιά.Υπήρχε κάτι,τόσο στις συµφωνίες όσο και στα υπόλοιπα έργα του,µια απέραντη άπλα,σαν να αντίκρυζες µια τεράστια σκανδιναβική τούνδρα,γεµάτη τάρανδους που µαλακίζονται,και ξαφνικά ένοιωθες την επιθυµία να ορµήξεις,να πέσεις στα τέσσερα και να βοσκήσεις το χορτάρι,έπειτα να ξεδιψάσεις µε λιωµένο χιόνι από τα βράχια,και στο τέλος,αφού σφάξεις όλους τους ταράνδους και τους φάς ωµούς,να καθίσεις πλάι σε µια λίµνη και να πιείς ένα φλυτζάνι ζεστή σοκο-λάτα µε λιωµένο λίπος ταράνδου αντί για γάλα.Όλα αυτά στην θεωρία,φυσικά.Στην πράξη,η µουσική του Σιµπέλιους τους προκαλούσε τόση ψυχικήν ανάταση,που κά-ποιες φορές είχαν νοιώσει σχεδόν να πετούν.Σε µια τέτοια περίπτωση,είχαν διακόψει το επιδόρπιο γιατί ο Πόρκους είχε ανακαλύψει στο βάθος του ψυγείου ένα µπώλ µε γιαούρτι,σκόρδο και ψιλοκοµµένο αγγουράκι,καθώς και µια φραντζόλα µεγάλη όσο δυό αλογόπουτσες στη σειρά.Είχαν καθίσει λοιπόν στο τραπέζι,κι όσο διέπρατταν το παράνοµο αυτό αλµυρό διάλειµµα,άκουγαν το Βάλς Τρίστ.Η µουσική τους είχε συνε-πάρει τόσο,που λικνίζονταν ολόκληροι,βουτούσαν τα κοµµάτια του ψωµιού στο για-ούρτι µε χορευτικές κινήσεις,και µασούσαν γέρνοντας το κεφάλι τους ροµαντικά πέ-ρα-δώθε,σαν βιολέττες που τις κουνά ο άνεµος.Τότε,λίγες στιγµές προτού τελειώσουν τη µικρή παρασπονδία τους,στο σηµείο που η µουσική µεταµορφώνεται σ’ένα αληθι-νό,δαιµονικό βάλς,ένοιωσαν τους τεράστιους κώλους τους να σηκώνονται απ’τις κα-ρέκλες,και βρέθηκαν να πετούν πάνω απ’το τραπέζι,µε το µπώλ να αιωρείται ανάµε-σά τους.Όσο πάλευαν στον αέρα για το ποιός θα το αρπάξει,το κοµµάτι τέλειωσε,κι έπεσαν ξανά κάτω σαν κουράδες.Όµως και µια ακόµη φορά,όταν βρίσκονταν σ’ένα αεροπλάνο µε προορισµό την Κίνα-λογαριάζοντας πως µια χώρα µε τέτοιο πληθυσµό θα πρέπει να είχε απίστευτα αποθέµατα φαγητού,και µε σκοπό να τα καταχραστούν- ο Πόρκους θυµήθηκε το θέµα απ’την τρίτη κίνηση της πέµπτης συµφωνίας του Σιµπέλιους,κι οι δυό τους άρχισαν να το σφυρίζουν µε µανία.Το αποτέλεσµα ήταν ότι

το αεροπλάνο είχε σηκωθεί απ’τον διάδροµο του αεροδροµίου πριν την κανονική ώρα της απογείωσης,κι ο πιλότος τους είχε διώξει κακήν-κακώς. Χαµογελώντας,πιθανώς σε ανάµνηση όλων αυτών των ευτυχισµένων στιγ-µών,η Ούρσα σχολίασε: -Ναι,αγάπη µου,ο Σιµπέλιους ήταν στ’αλήθεια ένας ξεχωριστός χοντρός.Όχι µόνο ήταν ένας πελώριος συνθέτης,αλλά κατάφερε να νικήσει ακόµα και τον καρκίνο τρώγοντας και πίνοντας,εις πείσµα όλων των ηλίθιων γιατρών. -Όχι,όχι!φώναξε ο Πόρκους,κλείνοντας τα αυτιά του σε µια ψεύτικη κρίση υ-στερίας. Μην λές αυτή την παλιοκουβέντα την ώρα που τρώµε! -Ω,συγγνώµη,µικρό µου βρέφος,είπε εκείνη,χαϊδεύοντάς τον απαλά στο κεφά-λι. Συγγνώµη.Πές µου εσύ τί θέλεις να σου λέω.Για τί θέλεις να σου µιλήσω; -Μίλα µου για το φαγητό,της είπε εκείνος,και την πήρε ξαφνικά στην αγκαλιά του.Μίλα µου για το φαγητό,για τα γλυκά που δεν τελειώνουν ποτέ,που θα υπάρχουν ακόµη κι όταν όλοι οι άνθρωποι θά’χουν πεθάνει,και δεν θα υπάρχει κανείς για να τα φάει!Μίλα µου για σένα,και την χοντρή σου γλώσσα που µοιάζει µε ψητό λουκάνικο! -Εννοείς αυτή την γλώσσα;ρώτησε η Ούρσα παιχνιδιάρικα,αφήνοντας να προ-βάλλει η γλώσσα ανάµεσα απ’τα χείλη της. Αν την θέλεις,είναι δική σου.Φά’την! -Μην µε προκαλείς,της απάντησε εκείνος,γιατί µπορεί και να το κάνω! Και µ’αυτά τα λόγια,υπό τους θεσπέσιους ήχους της δεύτερης αγγλικής σουί-τας του Γιόχαν Σεµπάστιαν Μπάχ,το ζευγάρι αγκαλιάστηκε σφιχτά και φιλήθηκε. V.Τρία φιλολογικά επεισόδια

-Αγάπη µου,πήγαινε κι άνοιξε το συρτάρι του κοµοδίνου,και θα δείς ότι εκεί σου έχω κρυµµένη µια έκπληξη. Αυτό θα έλεγε οποιοσδήποτε κοινός άνδρας ενός οποιουδήποτε κοινού ζευγα-ριού στην κοινή γυναίκα του.Το δώρο του θα ήταν κατά κανόνα σκουλαρίκια,ένα δα-χτυλίδι,κάποιο άρωµα ή ένα ρολόι,όλα γενικώς αυτά τα άχρηστα πράγµατα που,αν και δεν µπορεί κανένας να τα φάει,ή να τα χρησιµοποιήσει µε κάποιο τρόπο που να τον κάνουν καλύτερο-εκτός ίσως απ’το ρολόι,όταν χρονοµετρείς ακριβώς τη διάρκεια κάποιας συνταγής-είναι εντούτοις εξαιρετικά δηµοφιλή στο ηλίθιο γένος των ανθρώ-πων.Η επιλογή του χρόνου που θα ανακοίνωνε αυτό το δώρο στη γυναίκα του,όσο και το µέρος του σπιτιού όπου θα είχε διαλέξει να το τοποθετήσει,θα ήταν ενδεικτικά της αφάνταστα πρόστυχης συµπεριφοράς που δείχνουν οι κοινοί άνδρες στις γυναίκες τους.Λίγο µετά το δείπνο,ώστε το δώρο να προσλαµβάνει µορφή ευχαριστίας προς τη δουλάρα,η οποία κάθεται όλη µέρα και κωλογαµιέται για να είναι εκείνος,και µόνον εκείνος,ευχαριστηµένος.Το ανόητο «Σ’αγαπώ»,αντί για ένα απλό κι ειλικρινές «Ευ-χαριστώ»,που θα ακούσει απ’τα χείλη της µόλις βρεί το κόσµηµα,και που αντί να τον βάλει σε σκέψεις-µήπως σε τέτοια δώρα στηριζόταν όλη της η αγάπη,όπως µιας πόρ-νης;-εκείνος θα το υποδεχτεί µε το πλατύ χαµόγελο του άρχοντα,που δέχεται χαρού-µενος τις ευχαριστίες των υπηρετών ακόµη κι όταν ξέρει πως δεν τις αξίζει,µιας και τους έχει κατ’εξακολούθησιν αδικήσει.Κι ακόµη,η επιλογή του µπουντουάρ,και µάλι-στα το αλάνθαστο σηµείο του κοµοδίνου,όπου έπειτα από λίγο η γυναίκα γνωρίζει ότι

θα πρέπει να αποχωριστεί προσωρινά το καινούριο της απόκτηµα,για να γαµηθεί µε εκείνον που της το αγόρασε και να το ξεπληρώσει.Οι συναισθηµατικοί υπότιτλοι θα µπορούσαν να είναι: «Πάρε το δώρο,ελεεινή σκρόφα,κι έπειτα κάθισε ακριβώς εκεί που το βρήκες,γδύσου,ώστε να µπορώ να σου πιάσω τα βυζιά αµέσως µόλις έρθω κι εγώ στο υπνοδωµάτιο,κι έπειτα σκύψε και πάρε µου ένα τσιµπούκι,όπως αρµόζει σε µια φτηνή πουτάνα σαν και του λόγου σου,κι όπως το επιθυµεί η κουρασµένη Μεγα-λειότητά µου.» Η αιώνια αγάπη,η έλξη κι η λατρεία ανάµεσα στον άντρα και την γυ-ναίκα,όπως την επιβάλλει ανέκαθεν η φύση,φτιάχνοντας τη γυναίκα πιο κοντή και λι-γότερο µυώδη,σε αυτό εδώ το παράδειγµα του κοινού,αγαπηµένου ζευγαριού,βρίσκει την πιο συνήθη και γλαφυρή απεικόνισή της.Όπως άλλωστε συνήθιζε να λέει το λαϊ-κό πνεύµα: «Η γυναίκα πρέπει να είναι κυρία στο σαλόνι,δούλα στην κουζίνα,και πουτάνα στο κρεβάτι.» Όµως εσείς ξεχάστε το φρικτό αυτό ζευγάρι.Στο δικό µας ζευγάρι,δεν υπήρ-χαν ασφαλώς ποτέ τέτοιοι κανόνες.Σε ό,τι αφορά την κατανοµή των ρόλων,ο Πόρ-κους ήταν τη συγκεκριµένη στιγµή η κυρία στο σαλόνι,αφού έτρωγε το φρουί-γκλασέ µε µεγάλη λεπτότητα από το πιατάκι του,ανασηκώνοντας το µικρό του δάχτυλο κα-θώς κρατούσε το κουτάλι.Η Ούρσα ήταν συνήθως πουτάνα,αλλά πουτάνα στην κου-ζίνα,όπου ο Πόρκους ήταν ο νταβατζής της,χωρίς φυσικά αυτό να σηµαίνει ότι οι ρό-λοι δεν αντιστρέφονταν.Όταν µαγείρευε εκείνος,γινόταν αυτόµατα ο χοντρός της ευνούχος,η αρσενική πουτάνα της,κι εκείνη µια πανευτυχής σουλτάνα,ή µια αυστηρή µαντάµ.Και στην προκειµένη περίπτωση,λίγο πριν το οριστικό τέλος του επιδόρπιου, που θα συνέπιπτε και µε το τέλος του δίσκου του Μπάχ,την πρόταση,αυτήν του κρυµ-µένου δώρου,ετοιµαζόταν να κάνει όχι ο άνδρας,αλλά η γυναίκα του ζευγαριού. Κι ο σκοπός της Ούρσα δεν ήταν να εξαγοράσει ερωτικά,ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο,τον καλό της Πόρκους.Το δώρο που του είχε ετοιµάσει θα αποκαλύπτο-νταν σε τρία στάδια,κι είχε σκοπό από τη µιά να τους διασκεδάσει ως ένα γαστριµαρ-γικό εύρηµα,κι από την άλλη να διώξει κάπως τη θλίψη που έβλεπε να χαράζεται στο πρόσωπό του καθώς το επιδόρπιο τελείωνε,και δεν απέµενε τίποτε άλλο για να φάνε. Έτσι,το χαµόγελό της δεν εξέπεµπε τίποτε άλλο πέρα απ’την θερµότητα της αληθινής ευεργεσίας,καθώς άφηνε κάτω το άδειο πιάτο της. -Έχω µια έκπληξη για σένα στο ντουλάπι της κουζίνας,του είπε γλυκά. Στο άκουσµα της λέξης ‘έκπληξη’,και την υποψία του µόνου πράγµατος που θα µπορούσε να υπονοεί-µιας και µονάχα κάτι που τρώγεται θα µπορούσε να τον εκπλήξει ευχάριστα αυτή τη στιγµή-τα µάτια του Πόρκους έλαµψαν ξαφνικά,κατάπιε το τελευταίο φρουί-γκλασέ σαν παυσίπονο,κι αφήνοντας το πιάτο του στο µπράτσο του καναπέ,πετάχτηκε όρθιος όπως η λεοπάρδαλη που βλέπει να περνά από µπροστά της µια γαζέλα κι έτρεξε στον διάδροµο.Η Ούρσα που δεν είχε ακόµη τελειώσει µε το δικό της επιδόρπιο,τον άκουσε να σπινάρει στο γυαλιστερό µάρµαρο του διαδρόµου, να χάνει την ισορροπία του λίγο πριν πετύχει το κέντρο της πόρτας που οδηγούσε στην κουζίνα,κι αφού χτύπησε από τοίχο σε τοίχο σαν γιγαντιαία µπάλλα του µπιλ-λιάρδου,να πέφτει στο πάτωµα της κουζίνας µ’ένα πνιγµένο «Να πάρει η ευχή!».Από την ησυχία που ακολούθησε,υπέθεσε ότι ο καλός της δεν έβρισκε τη δύναµη να ση-κωθεί,κι ότι µπουσουλούσε µέχρι το ντουλάπι,σαν µωρό.Πράγµατι,έπειτα από λίγο ά-κουσε το τρίξιµο που έκαναν οι µικρές ξύλινες πόρτες,και την σπαρακτική κραυγή του Πόρκους να σχίζει τον αέρα. «Όχιιιιι!»,ούρλιαξε µε απελπισία,και πριν προλάβει να ακούσει την Ούρσα,που του φώναζε να ανοίξει το αριστερό ντουλάπι,ξήλωσε την

πόρτα και την πέταξε στο πάτωµα µε οργή.Έπειτα,άνοιξε τη διπλανή,και την πρωτύ-τερη κραυγή της απελπισίας διαδέχθηκε µια νέα,θριαµβική: «Ζήτωω!» φώναξε,κι έ-πειτα: «Αγάπη µου!» Όσο διαρκούσαν οι παιδαριώδεις αυτές αντιδράσεις,η Ούρσα δεν µετακινήθηκε ούτε µια στιγµή απ’τον καναπέ,ως οφείλει µια παιδαγωγός όταν βλέπει τους µαθητές της ευχαριστηµένους,αγνοώντας τις ζηµιές που κάνουν πάνω στον ενθουσιασµό τους-ή κι απλώς επειδή βαριόταν να σηκωθεί και να τον επιπλήξει. Μόλις όµως τον είδε να µπαίνει τροπαιοφόρος στο σαλόνι,έσµιξε τα φρύδια µε ψεύ-τικη αυστηρότητα,και τον ρώτησε: -Έκανες λάθος ντουλάπι; -Ναι,απήντησε ο Πόρκους χαµηλώνοντας το κεφάλι σε ένδειξη µεταµέλειας. Ωστόσο δεν µπορούσε µε τίποτε να κρύψει το χαµόγελό του,και την ευτυχία για την έκπληξή της.Στα χέρια του κρατούσε µια µεγάλη πλαστική σακούλα µε µικρά διαβο-λεµένα κέικ,εκείνα που µοιάζουν µε συνδυασµό γυναικείων ερωτικών οργάνων-αφού στην όψη θυµίζουν ζυµαρένιο µουνί ανήλικου κοριτσιού,στο κέντρο του οποίου,εκεί που τα τροφαντά µουνόχειλα συναντιούνται,υπάρχει ένα ολοστρόγγυλο βυζί-και τα οποία είναι γνωστά µε την ονοµασία µικρές µαντλέν.Η Ούρσα είχε κατά νου εδώ και µέρες να σκαρώσει µια φάρσα µε αφορµή αυτά τα κέικ,και τις ψυχεδελικές αντιδρά-σεις που είχαν προκαλέσει σε κάποιο συγγραφέα.Έτσι,µόλις είδε τον Πόρκους να κά-θεται δίπλα της και να ανοίγει τη σακούλα,έτοιµος να ξεπαστρέψει χωρίς ανάσα το περιεχόµενό της,τον σταµάτησε,αρπάζοντας την σακούλα από τα χέρια του. -Γιατί το έκανες αυτό,άσπλαχνη;την ρώτησε εκείνος ξαφνιασµένος. -Μην µε κοιτάζεις σαν παραπονεµένος σκύλος,του είπε η Ούρσα. Θα τα φάµε, θα τα φάµε όλα,αλλά όχι όπως νοµίζουµε εµείς. -Αλλά πώς;Υπάρχει κι άλλος τρόπος; -Βεβαίως.Υπάρχει ο τρόπος του Προύστ. -Ο Προύστ;είπε ο Πόρκους γουρλώνοντας τα µάτια µε τρόµο.Τί σχέση έχει ο Προύστ µε το φαγητό;Ο άνθρωπος δεν έτρωγε τίποτε-είχε αλλεργία στα πάντα!Έπινε µονάχα ζουµί από δαµάσκηνα!Έτσι και του έδινες µια από αυτές τις καύλες,θα πνιγό-ταν και θα πέθαινε! -Γι’αυτό ακριβώς και δεν θα τις φάµε στεγνές,αλλά θα τις βουτήξουµε πρώτα σε τσάι.Έτσι έκανε κι εκείνος. -Μα πώς θα τις βουτήξουµε σε τσάι;φώναξε ο πόρκους,στα όρια της απόγνω-σης. Κοίτα πόσες είναι!Θα χρειαστούµε δύο σαµοβάρια τσάι!Κι άλλωστε γιατί να το κάνουµε;Τί το ιδιαίτερο έχουν; Αντί για απάντηση,η Ούρσα έβγαλε απ’την ανοιχτή σακούλα µια µαντλέν και την κράτησε απέναντί του,ανάµεσα στα δυό της δάχτυλα.Τα σαγόνια του ανοιγόκλει-ναν ασυναίσθητα σ’όλη τη διάρκεια των εξηγήσεων που του έδινε. -Κοίταξε προσεκτικά αυτό το γλύκισµα,του είπε. Δεν σου θυµίζει τίποτε; -Ναι,της απάντησε εκείνος βιαστικά,µου θυµίζει ένα µουνί. -Όχι ανόητε,δεν εννοώ αυτό.Εννοώ δεν σου θυµίζει τίποτε απ’το Αναζητώντας το Χαµένο χρόνο; -Όχι.Τίποτε.Μου θυµίζει απλώς ένα µουνί. -Μα είναι µια µικρή µαντλέν! Το πρόσωπό του φωτίστηκε,αλλά από την µακρόχρονη πείρα της,η Ούρσα κατάλαβε αµέσως ότι υποκρινόταν,κι ότι θα προσπαθούσε να την ξεγελάσει µε το δή-θεν ενδιαφέρον του.

-Μα αυτό είναι θαυµάσιο,είπε ο Πόρκους. Είναι πράγµατι µια µικρή µανλτέν. Πώς δεν το σκέφτηκα τόση ώρα;Και τί όµορφη που είναι! Και µ’αυτά τα λόγια,πήγε να της αρπάξει τη σκαούλα απ’το χέρι.Όµως εκείνη,άγρυπνη φρουρός,τού’δωσε ένα χαστούκι και τον αποµάκρυνε. -Βρε αδηφάγο κτήνος,του είπε,γιατί δεν µπορείς να είσαι υποµονετικός για µια φορά στη ζωή σου;Αφού στο τέλος θα τις φάµε,στο έχω υποσχεθεί.Αν όµως τις φάµε µε τον τρόπο που περιγράφει ο Προύστ,ίσως να είναι χίλιες φορές καλύτερες. -Μα γιατί;Πού ακούστηκε να βουτάµε το κέικ στο τσάι,σαν γριές πουτάνες, που δεν έχουν δόντια να µασήσουν;Στ’αρχίδια µου ο Προύστ-µπορεί να φορούσε µα-σέλα,και να φοβόταν µήπως η στεγνή Μαντλέν του κολλήσει στον ουρανίσκο! -Μικρό µου γουρουνάκι,προσπάθησε να καταλάβεις,είπε η Ούρσα,χαϊδεύο-ντάς τον στην πλάτη για να τον ηρεµήσει. Αν επιµένω,δεν είναι γιατί εγώ πιστεύω ότι οι µαντλέν θα είναι πιο νόστιµες µ’αυτόν τον τρόπο,αλλά γιατί ο Προύστ,όταν έφαγε µια κουταλιά τσάι µε µερικά ψίχουλα να µαλακώνουν στο κέντρο της,είδε ένα σωρό θαυµάσια πράγµατα.Είδε να βγαίνουν απ’το φλυτζάνι η θεία του,ο θείος του,το χωριό όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια,κι όλα αυτά σχεδόν ζωντάνεψαν µπροστά του,ό-πως στο παιχνίδι που παίζουν οι Ιάπωνες,που βάζουν µικρά κοµµάτια µε χαρτί σ’ένα µπώλ,κι ενώ αυτά είναι µαλακά,µόλις τα βγάζουν σκληράινουν,στρίβουν και γίνονται στέρεα σαν τα σκηνικά ενός µικρού θεάτρου. -Δεν καταλαβαίνω τί παιχνίδι είναι αυτό!διαµαρτυρήθηκε ο Πόρκους. Κι άλ-λωστε οι Ιάπωνες κάνουν τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγµατα!Τρώνε ωµά ψάρια!Το κα-ταλαβαίνεις;Ω-µά ψά-ρια!Έπειτα εγώ δεν θέλω να βγεί απ’το φλυτζάνι ο θείος µου, και πολύ περισσότερο η θεία µου!Όσο για το χωριό µου,εγώ µεγάλωσα σε πόλη,δεν είµαι χωριάτης,όπως ο κύριος Προύστ!Τί κοινό µπορεί να έχουµε; Η Ούρσα έστρεψε τα µάτια ψηλά,σε µιαν έκφραση σιωπηλής ικεσίας προς το άπειρο.«Το έργο µου είναι δύσκολο,» έλεγε το πρόσωπό της,ωστόσο ήταν αποφασι-σµένη να ολοκληρώσει το λογοτεχνικό της σκαρίφηµα.Εξάλλου,πίστευε ακράδαντα ότι στο έργο των σηµαντικών λογοτεχνών-που ασχολούνται τόσο κοπιαστικά µε ό,τι βγαίνει από το στόµα,όπως κι εκείνη ασχολούνταν µε ό,τι µπαίνει σε αυτό-υπήρχαν συχνά ψήγµατα της υπέρτατης αλήθειας,ικανά να σε µεταφέρουν σε µιαν άλλη διά-σταση,όπου η λαιµαργία,η γεύση και η χώνευση ίσως αποκτούσαν την αρχετυπική τους σηµασία,αυτήν που είχαν στον κόσµο των ιδεών,όταν ακόµη ο άνθρωπος ήταν µια αδιαµόρφωτη µάζα ενέργειας που µπορούσε να τρώει επ’άπειρον.Φυσικά,δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να µοιραστεί τις ανησυχίες της µε τον Πόρκους αυτή τη στιγ-µή,που τα δόντια του κροτάλιζαν επικίνδυνα.Όµως είχε χρέος να προσπαθήσει. -Μην σε πιάνει πανικός χωρίς λόγο,του είπε,προσπαθώντας να ακουστεί κα-θησυχαστική. Το σηµαντικό εδώ δεν είναι οι συγκεκριµένες αναµνήσεις,που είχε ο Προύστ,αλλά ο τρόπος µε τον οποίον του αποκαλύφθηκαν.Ο Προύστ είχε καταλάβει τις µαγικές δυνάµεις της γεύσης,κι αυτό που τον είχε βοηθήσει,ήταν µια µαντλέν-σαν αυτήν ακριβώς που κρατάω-βουτηγµένη σε τσάι.Αν λοιπόν υποθέσουµε πως δεν ή-ταν η ιδιαίτερη συναισθηµατική σχέση που είχε στη µνήµη του µε αυτά τα γλυκίσµα-τα (γιατί αυτός ο πούστης είχε συναισθηµατική σχέση µε οτιδήποτε) που του έδωσε την ώθηση να δεί τα οράµατα που είδε,αλλά κάποια µαγική ιδιότητα που έχουν οι ί-διες οι µαντλέν,τότε ίσως βρισκόµαστε µπροστά σε µια τροµερή αποκάλυψη.Ίσως µέσα σε αυτό εδώ το µικρό,αιδοιόσχηµο κέικ,και στην γεύση που αποκτά όταν βυθι-στεί σε µια κουταλιά τσάι,να κρύβεται το µυστικό που ξεκλειδώνει τις αναµνήσεις

όλων των ανθρώπων!Ίσως λοιπόν,αγάπη µου,τρώγοντας λίγη µουσκεµένη µαντλέν, να µπορέσουµε κι εµείς να έχουµε παραισθήσεις ανάλογες µε του Προύστ.Μονάχα που,ενώ οι δικές του παραισθήσεις ήσαν οπτικές,αφού ήταν ένα αλλεργικό σκατόπαι-δο που ό,τι και να έτρωγε το έπιανε βήχας του θανατά,οι δικές µας παραισθήσεις θα είναι γευστικές!Σκέψου το,µόνο για µια στιγµή!Σκέψου ότι απ’το φλυτζάνι του τσα-γιού µπορεί να αισθανθείς να βγαίνουν όλες οι γεύσεις που δοκίµασες στα παιδικά συο χρόνια,και µάλιστα µε την πρωτοφανέρωτη δύναµη που είχαν τότε,όταν ακόµη ο ουρανίσκος σου ήταν µια παρθένα έκταση,και δεχόταν τις καινούριες απολάυσεις-το αρωµατισµένο παγωτό της µηχανής και τα καραµελωµένα µήλα-σαν να ανέπνεε τον αέρα ενός άλλου πλανήτη!Σε αυτό το µικροσκοπικό γλύκισµα,ίσως να µπορείς να νοιώσεις και πάλι την καύλα της εφηβείας σου,όταν δοκίµασες για πρώτη φορά πιο βαριά πιάτα,όπως ελάφι και καπνιστό χέλι,ή και την πρώτη φορά που γεύτηκες τα χύσια µου,όταν είχες σηκώσει το κεφάλι και µε είχες ρωτήσει αν έπρεπε νά’ναι τόσο γλυκά όσο σου φαίνονταν.Κι όλα αυτά µπορεί να µας αποκαλυφθούν αν δοκιµάσουµε να βουτήξουµε λίγα ψίχουλα απ’αυτή την πουστιά σε µια κουταλιά τσάι–δεν είναι καταπληκτικό;Τί λές;Θέλεις να δοκιµάσουµε; Ο Πόρκους την κοίταξε για λίγο µε δυσπιστία,σµίγοντας τα φρύδια όπως θα πρέπει να κοιτούσαν οι σύχγρονοί του τον Παστέρ,όταν κρατούσε µπροστά στα µάτια τους το µικρό γυάλινο τρυβλίο,και προσπαθούσε να τους πείσει ότι εκεί µέσα,στον αόρατο κόσµο των µικροβίων,κρυβόντουσαν τα µεγαλύτερα θαύµατα κι οι µεγαλύ-τερες συµφορές της φύσης,από το πήξιµο του γάλακτος σε τυρί,µέχρι την πανούκλα και τη λύσσα.Ήταν όµως φανερό ότι η προοπτική µιας τέτοιας µεταφυσικής σχεδόν εµπειρίας,που θα εκµηδένιζε το χρόνο φέρνοντας στη µνήµη του γεύσεις από το πα-ρελθόν,τον δελέαζε πολύ.Παρ’όλ’αυτά,έκανε µια τελευταία προσπάθεια να την ξεγε-λάσει.Αφού χαµογέλασε,της είπε: -Λοιπόν,µου φαίνεται ότι έχεις δίκιο.Πήγαινε αν θέλεις στην κουζίνα να φτιά-ξεις το τσάι,µόνο φρόντισε να βράσεις µπόλικο νερό,γιατί εδώ έχουµε τουλάχιστον εξήντα µαντλέν.Και µην ανησυχείς για µένα-δεν πρόκειται να φάω ούτε µία προτού επιστρέψεις. Τέτοια ήταν η ειλικρίνεια στη φωνή του,που η Ούρσα παραλίγο να τον πιστέ-ψει και να φύγει για την κουζίνα.Όµως την τελευταία στιγµή τον κοίταξε καλά στα µάτια,κι εκεί,στο βάθος της κόρης,είδε µια µικρογραφία του,ντυµένου σαν διάβολο, να της βγάζει περιπαιχτικά την γλώσσα.Αν τον άφηνε µόνο του στο σαλόνι,θα έτρω-γε τις µαντλέν εν ριπή οφθαλµού,και το λογοτεχνικό της πείραµα θα πήγαινε περίπα-το.Έτσι,χαµογελώντας του κι αυτή,σαν να είχε πιστέψει τις καλές του προθέσεις,του έδωσε µια δυνατή ξυλία στον πισινό,που τον ξάφνιασε τόσο,ώστε τινάχτηκε αµέσως όρθιος. -Πήγαινε τώρα να ετοιµάσεις το τσάι,αν δεν θέλεις να σε ξυλίσω για τα καλά, του είπε. Άντε,γιατί βιάζοµαι να δώ οράµατα.Αλλιώς,αν υποπτευθώ ότι άδικα διάβα-ζα επί ένα χρόνο ένα και µοναδικό βιβλίο,θα θυµώσω πολύ. Όση ώρα άκουγε τον Πόρκους να σέρνει τα βήµατά του απρόθυµα µέσα στην κουζίνα,η Ούρσα πολεµούσε µε την συνείδησή της,για να µην φάει έστω και µια µα-ντλέν προτού ετοιµαστεί το τσάι.Ο πειρασµός ήταν αφόρητος,µιας κι ύστερα από λί-γα λεπτά η ανεπαίσθητη για πολλούς οσµή του φρέσκου κέικ ανέβηκε απ’την ανοιχτή σακούλα κι άρχισε να της γαργαλάει τα ρουθούνια.Η όρεξή της είχε εξαφθεί σε τέ-τοιο βαθµό,ώστε κλείνοντας τα µάτια µπορούσε σχεδόν να δεί µπροστά της τα χέρια

του ζαχαροπλάστη που είχε ανακατέψει τα υλικά για το παντεσπάνι,και τον λαδωµέ-νο λαιµό του µπουκαλιού-αφού ήταν πάντα σε πρώτη χρήση ανάµεσα στα άλλα υλικά του φούρνου-απ’το οποίο έριχνε στο µείγµα µία,το πολύ δύο γουλιές κονιάκ,για να του δώσει αυτό το ερεθιστικό άρωµα.Έτσι,όταν ακούστηκε το σφύριγµα της τσαγιέ-ρας,µαζί ένοιωσε να ξεσπά και µια κραυγή µέσα στο στήθος της,όµοια µε το ουρλια-χτό της µαθήτριας που έχει βαρεθεί να φυλάει την παρθενιά της,και παραδίνεται µε ουρλιαχτά στον πρώτο της οργασµό.Στους επόµενους ήχους-ο Πόρκους έβαζε την τσαγιέρα και τα φλυτζάνια πάνω στο δίσκο,κι επέστρεφε στο σαλόνι,αργοκίνητος όπως πάντα-ένα λεπτό ρυάκι σάλιου άρχισε να τρέχει απ’τα χείλη της. -Επιτέλους!φώναξε µόλις τον είδε να µπαίνει στο σαλόνι. Εκείνος την κοίταξε ειρωνικά,ίσως και λίγο εκδικητικά,και της είπε: -Απ’ό,τι βλέπω,δεν κρατιέσαι να δοκιµάσεις τη λογοτεχνική σου έµπνευση! -Η ειρωνία σου δεν έχει θέση στο ναό του πνεύµατός µου,του απήντησε από-τοµα η Ούρσα. Κι άλλωστε,πώς τολµάς να µε κατηγορείς για λαιµαργία;Και κάτι άλ-λο-τί στο καλό είναι αυτό που κρέµεται απ’το παντελόνι σου; Ο Πόρκους έσκυψε,αλλά φυσικά η κοιλιά του παρεµβάλλονταν και δεν µπο-ρούσε να δεί.Ωστόσο,γνωρίζοντας προφανώς σε τί αναφερόταν,απολογήθηκε. -Μα χρειαζόµασταν ένα µεγάλο κουτάλι,για να χωράει µεγάλα ψίχουλα,ώστε να έχουµε µεγάλες παραισθήσεις. -Ναι,αλλά αυτό εκεί είναι µια κουτάλα της σούπας! -Ε,τόσο το καλύτερο. Δίχως άλλη καθυστέρηση,ο Πόρκους τράβηξε µε το πόδι ένα απ’τα τρία ξύλι-να τραπεζάκια,το έφερε σέρνοντας µπροστά στον καναπέ,κι ύστερα ακούµπησε πάνω του τον δίσκο µε τα φλυτζάνια.Η Ούρσα µετά βίας συγκρατιόταν για να µην γελάσει, καθώς έβλεπε την κουτάλα να παλινδροµεί,κρεµασµένη κάτω απ’την τεράστια κοιλιά του,όπως στους µάγειρες των στρατώνων.Ο αθεόφοβος δεν είχε φέρει ούτε κουτάλια για ανακάτεµα. -Λιγούρη,του ψιθύρισε γελώντας,καθώς σέρβιρε το τσάι στα δυό φλυτζάνια. -Κουλτουριάρα,της απάντησε εκείνος. Αφού ο καθένας πήρε το φλυτζάνι µαζί µε το πιατάκι του στα γόνατά του,η Ούρσα έβαλε την σακούλα µε τις µαντλέν στο τραπεζάκι,ανάµεσά τους,κι έπειτα ζή-τησε απ’τον Πόρκους να κάνει την αρχή. -Άντε λοιπόν,του είπε. Αφού εσύ είσαι ο υπεύθυνος για το συσσίτιο. Χωρίς να χαµογελάσει,και µάλλον περισσότερο σκυθρωπός από πριν,έφερε την κουτάλα στο ύψος του τραπεζιού,έχυσε µέσα της µε προσοχή το µισό από το τσάι του-κοιτάζοντας το κόκκινο υγρό που άχνιζε µε αποστροφή,σαν να επρόκειτο για εκ-χύλισµα περιόδου-έκοψε µια µαντλέν στα δύο,και την έριξε µέσα στο τσάι,πιέζοντας τα κοµµάτια µε το δάχτυλό του για να βυθιστούν ολόκληρα.Για µερικά δευτερόλεπτα έµεινε ακίνητος σ’αυτή τη στάση,όπως αν δεν είχε αποφασίσει αν ήθελε να την πιεί ή να την χύσει στο χαλί µαζί µε τα κάτουρα,ώσπου στο τέλος σήκωσε την άκρη και της την πρότεινε.Μιας κι η ιδέα ήταν δική της,η Ούρσα δεν µπορούσε τώρα να κάνει πί-σω,οπότε,αντικρούοντας το κατσουφιασµένο βλέµµα του µ’ένα µειδίαµα αισιοδοξίας, έφερε την κουτάλα στα χείλη της και ρούφηξε το µισό της περιεχόµενο.Μόλις την κατάπιε,έκλεισε τα µάτια κι απάλλαξε το πρόσωπό της από κάθε µορφασµό,όπως υ-ποτίθεται ότι κάµνουν όλοι εκείνοι οι φακίρηδες,ιερείς,κι άλλοι υστερικοί κρετίνοι ό-ταν πέφτουν σε έκσταση.Όµως µια στιγµή αργότερα,όταν είχε ήδη καταπιεί την περί-

φηµη κουταλιά του τσαγιού µε την µαντλέν,άνοιξε απότοµα τα µάτια,και κοίταξε τον Πόρκους µε απορία.Τίποτε το συγκλονιστικό δεν της είχε συµβεί.Τώρα αισθανόταν όπως ακριβώς θα αισθανόταν κι εκείνη η κοπέλα,που έχει µόλις ζήσει τον πρώτο της οργασµό,αν διαπίστωνε ότι κανείς δεν την είχε γαµήσει,κι ότι χτυπιόταν άδικα.«Κά-ποιος από τους δυό µας,» σκέφτηκε-και στο σηµείο αυτό εκτός από τον εαυτό της υπονοούσε τον Προύστ- «είναι πολύ µεγάλος µαλάκας.»Ωστόσο δεν τολµούσε ακόµη να παραδεχτεί την ατυχή της έµπνευση ενώπιον του Πόρκους,τουλάχιστον όχι προτού είχε κι αυτός την ευκαιρία να δοκιµάσει.Στο κάτω-κάτω,ίσως αυτό το κόλπο να δού-λευε µόνο µε τους άντρες.Από την άλλη ο Προύστ ήταν αδερφή.Τί τροµερό µπέρδε-µα! «Όχι,όχι,» είπε ξανά στον εαυτό της, «δεν πρέπει να το παραδεχτώ.» Έτσι χαµο-γέλασε και πάλι στον Πόρκους (είχαν αρχίσει να πονούν τα ούλα της από τα πολλά χαµόγελα) και του έδωσε πίσω την κουτάλα. -Δοκίµασε κι εσύ,του είπε,αποτυγχάνοντας να κρύψει τον δισταγµό στη φωνή της. Εκείνος πήρε την κουτάλα,και µε µια κίνηση την αναποδογύρισε πάνω από το α-νοιχτό του στόµα.Και δεν χρειάστηκε,φυσικά,να περιµένει.Την επόµενη στιγµή είχε γυρίσει προς το µέρος της,και την κοιτούσε µε µιαν έκφραση βαθιάς απογοήτευσης, σαν να του είχε φτιάξει κρεµµυδόσουπα χωρίς να βάλει αλάτι. -Δεν είχα παραισθήσεις,της είπε. -Ούτε κι εγώ,απήντησε εκείνη. Η θλίψη κορυφωνόταν. -Μήπως κάνουµε κάτι λάθος; Προσπαθούσε φανερά να της δώσει κουράγιο. -Δεν νοµίζω. -Τότε; -Συγγνώµη,αγάπη µου,είπε η Ούρσα πιάνοντας τα χέρια του. Ήθελες πολύ να δείς οράµατα;Ήθελες πολύ να θυµηθείς όσες γεύσεις έχεις δοκιµάσει; -Όχι,της είπε ο Πόρκους.Μάλιστα αν µου συνέβαινε,θα στενοχωριόµουν πο-λύ,γιατί το στόµα µου θα γέµιζε σάλια,χωρίς να γεµίζει στην πραγµατικότητα,θα πά-θαινα αεροφαγία,και θα έκλανα όλο το βράδυ. Η καλωσύνη του διέγειρε τον ηρωισµό της. -Τότε χέσε τον Προύστ,καρδιά µου.Χέσε και το τσάι! -Δηλαδή ορµάµε;την ρώτησε γεµάτος ελπίδες. -Ασφαλώς και ορµάµε! Και,κυριολεκτώντας για άλλη µια φορά,άφησαν τα φλυτζάνια κατά µέρος,κι επιτέθηκαν στην σακούλα µε τις µαντλέν,άτακτα κι αγανακτισµένα,µε τον ίδιο τρόπο που θα επετίθεντο τα πιράνχας και τα µπαρακούντα σ’έναν παχύσαρκο,γυµνό κολυµ-βητή,ο οποίος µάλιστα θα είχε πασαλειφτεί µε αίµα πριν βουτήξει στο ποτάµι.Τα δά-χτυλα τους κινούνταν µε σβελτάδα που θα ζήλευε κι ο πιο περίφηµος πιανίστας.Κοµ-µάτια απ’τις µαντλέν πετούσαν από τη σακούλα κι υψώνονταν στον αέρα,ανάµεσά τους,αλλά τα έπιαναν µε τις γλώσσες τους.Χρειάστηκαν σχεδόν δυό λεπτά για να ε-ξαντλήσουν τις περίπου ογδόντα µαντλέν της σακούλας,κι όταν τελείωσαν,η Ούρσα, κατά το προσφιλές της συνήθειο,έχωσε το κεφάλι της µέσα στην άδεια σακούλα κι άρχισε να ρουφάει τα ψίχουλα σαν ηλεκτρική σκούπα.Μονάχα ύστερα από άλλο ένα λεπτό,κι όταν πλέον κινδύνευε σοβαρά από ασφυξία,έβγαλε έξω το κεφάλι της.Τα µαλλιά της ήταν σκεπασµένα µε ψίχουλα,αλλά το ίδιο ίσχυε και για τα ρούχα και τα µαλλιά του Πόρκους,καθώς και για την γενειάδα του.

-Ααχ,το κατευχαριστήθηκα,είπε η Ούρσα στενάζοντας,και σωριάστηκε στον καναπέ. -Κι εγώ το ίδιο,πρόσθεσε ο Πόρκους. Τί άλλο θα φάµε; -Α,για τη συνέχεια σου έχω µια ακόµη έκπληξη,του είπε κι ανασηκώθηκε λίγο για να µπορεί να τον κοιτάζει. Για πές µου,τί ακριβώς νοιώθεις κάτι τέτοιες στιγµές, όταν έχεις φάει του σκασµού;Δεν αισθάνεσαι ένα µε τα αστέρια,τους πλανήτες και τα ουράνια σώµατα;Δεν αισθάνεσαι το πνεύµα σου να υψώνεται,φτερωτό και χορτασµέ-νο,πάνω απ’τους φραγµούς της σάρκας,για να απολαύσει την χώνευση σ’ένα ανώτε-ρο επίπεδο; Σε κάθε λέξη,δεκάδες ψίχουλα εκτοξεύονταν απ’το στόµα της. -Όχι,της απάντησε εκείνος µε την αποστοµωτική του ειλικρίνεια. Αν µάλιστα µου συνέβαινε κάτι τέτοιο,αν δηλαδή µ’εγκατέλειπε το πνεύµα µου,θα ήταν φοβερό. Πώς θα µπορούσα να συνεχίσω να τρώω; -Δεν εννοώ αυτό.Θέλω να πώ,δεν έχεις αισθανθεί ποτέ την υπέρτατη ικανο-ποίηση της όρεξής σου; -Ναι,αλλά δεν συµβαίνει συχνά,κι όταν συµβαίνει δεν κρατάει πολύ,γιατί… -Τέλος πάντων,τον διέκοψε εκνευρισµένη η Ούρσα,όταν συµβαίνει,και για ό-σο κρατάει,δεν νοιώθεις σαν να είσαι ο κυρίαρχος του σύµπαντος;Σαν να είσαι ο βα-σιλιάς της γής και του ουρανού,παντοδύναµος,που µπορεί µε µια του κίνηση,µε µια του σκέψη ακόµη,να συνθλίψει όλο τον κόσµο αν το θελήσει; -Περίπου-για την ακρίβεια νοιώθω σαν να γαµάω και να… -Δεν έχει σηµασία πώς ακριβώς νοιώθεις!Μην µε διακόπτεις!Όταν φτάνεις σε αυτή την κατάσταση,είσαι σχεδόν παντοδύναµος,έτσι δεν είναι;Και ποιόν γνωστό πα-τνοδύναµο µας φέρνει για παράδειγµα η εκκλησία µε το καλό της βιβλίο; -Τον Σαµψών. -Είσαι αδιόρθωτος.Τον Θεό! -Α,ναι,και τον Θεό. -Η κατάσταση λοιπόν της απόλυτης αποκτήνωσης,στην οποία φτάνουµε σχε-δόν κάθε βράδυ,δεν είναι άλλη από την θέωση,που υπόσχονται οι τραγο-παπάδες.Μό-νο που µε το φαί δεν φτάνεις απλώς στο ίδιο επίπεδο µε τον Θεό,αλλά τον αντικαθι-στάς,τον ξεπερνάς!Εγώ όµως σκέφτηκα κάτι που ίσως αποδειχτεί ακόµη πιο αποτε-λεσµατικό από τα συνηθισµένα όργιά µας,κάτι που να βρίσκεται πιο κοντά στην αυ-θεντική θέωση. -Και τί θα µπορούσε να είναι αυτό; ρώτησε ο Πόρκους,µ’ένα χαµόγελο βουλι-µίας να ανθίζει ξαφνικά στα χείλη του. Η Ούρσα ανακάθισε στον καναπέ,για να τονίσει περισσότερο τη σηµασία που θα είχαν τα λόγια της. -Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι,είπε,που µαζέυονται κάθε βδοµάδα στην εκκλησία και τρών εκείνα τα µικρά,επίπεδα αρχιδάκια από ζυµάρι,δεν υποτίθεται ότι γίνονται ένα µε τον Θεό;Μάλιστα όταν τους τα χώνουνε στο στόµα,οι παπάδες λέν ότι «Τώρα τρώς το σώµα του Κυρίου» κι όταν τους δίνουνε να πιούνε κρασί, «Τώρα πίνεις το αίµα του Κυρίου».Σκέφτηκα λοιπόν να κάνουµε κι εµείς το ίδιο. -Μα ήπιαµε ήδη κρασί,είπε ο Πόρκους µε κάποιο παράπονο,και µάλιστα τριά-ντα δύο µπουκάλια.Πόσο αίµα έχει πια ο Κύριος; -Όχι,όχι,δεν κατάλαβες,τον διέκοψε εκείνη. Δεν έχει σηµασία το κρασί που πίνουµε απ’το µπουκάλι,δεν πιάνεται.Πρέπει να το πιούµε από δισκοπότηρο για να

δουλεύει το κόλπο.Και µαζί πρέπει να φάµε και τις όστιες,το σώµα του Κυρίου-µόνο το αίµα δεν φτάνει.Αλλιώς θα φτάνανε στην θέωση και τα κουνούπια. -Και πιστεύεις ότι θα πετύχει; -Δεν ξέρω,είπε η Ούρσα χαµηλώνοντας τα µάτια,ειλικρινά δεν ξέρω.Πάντοτε πίστευα-κι εξακολουθώ να πιστεύω-ότι τα κηρύγµατα όλων αυτών των ξεκωλιάρη-δων ήταν ψέµµατα,όπως το κήρυγµα οποιουδήποτε χορτάτου υπέρ οποιουδήποτε νη-στικού.Αυτά δεν συµβαίνουν στην πραγµατικότητα.Όµως όσο σκέφτοµαι όλους τους καριόληδες που µαζεύονται σαν αληθινά πρόβατα στις εκκλησίες,για φάνε το σώµα του Κυρίου,δεν µπορώ,ζηλεύω.Δεν το βρίσκεις κάπως παράλογο; -Καθόλου,την καθησύχασε ο Πόρκους.Το ίδιο συµβαίνει και σε µένα,µε το κάπνισµα.Όταν έβλεπα τους ανθρώπους να καπνίζουν,να ανάβουν τα τσιγάρα,τα πού-ρα και τις πίπες τους µε λαχτάρα,και να εισπνέουν τον καπνό κατακαυλωµένοι,µε έ-πιανε λύσσα από την ζήλια.Ήθελα να µάθω τί υπήρχε στην πικρή,αποκρουστική γεύ-ση του καπνού πους τους έκανε τόσο να τον γυρεύουνε.Και θυµάσαι τί είχα φτάσει να κάνω για να διαπιστώσω αν είχαν δίκιο. -Φυσικά και θυµάµαι,του είπε η Ούρσα. Πώς θα µπορούσε άλλωστε να το ξε-χάσει;Ένα βράδυ,την εποχή εκείνη που τον είχε πιάσει λύσσα µε τα τσιγάρα και το κάπνισµα,ο Πόρκους είχε διαρρήξει ένα καπνοπωλείο,είχε φάει δέκα κουτιά πούρα χωρίς καν να τα ανάψει,ώσπου σε µια στιγµή που είχε ανοίξει ένα µεγάλο πακέτο µε αρωµατικό καπνό πίπας κι ετοιµαζόταν να τον καταβροχθίσει,λιποθύµισε απ’τις ανα-θυµιάσεις που του έρχονταν µε το ρέψιµο.Είχε αναγκαστεί να τον σύρει µέχρι το σπί-τι από τα πόδια,σαν άροτρο,και χρειάστηκαν ώρες µέχρι να συνέλθει. Φοβάµαι µή-πως κι εγώ την πατήσω µε τον ίδιο τρόπο,του εξοµολογήθηκε,καθώς θυµόταν τα δρα-µατικά γεγονότα εκείνης της νύχτας.Όµως κάτι µέσα µου µε προκαλεί να το δοκιµά-σω,έστω και για να αποδείξω ότι είναι ψέµµατα,και να ξεφτιλίσω την πουτάνα την θρησκεία.Όµως σκέφτοµαι και το άλλο.Αν πετύχει,αν πραγµατικά πετύχει… -Τί θα συµβεί αν πετύχει; -Σκέψου ξαφνικά να αποκτήσουµε τις διαστάσεις του Θεού.Έξω απ’τον χώρο κι απ’τον χρόνο,να τρώµε αιωνίως,χωρίς να παχαίνουµε και χωρίς να χορταίνουµε.Η όρεξή µας να είναι η όρεξη ενός παντοδύναµου πλάσµατος,που µέσα του περιέχεται ολόκληρο το σύµπαν.Κι ακόµα σκέψου,καλέ µου-αν οι υστερικοί κωλοµπαράδες έ-χουν δίκιο,και µέσα στην όστια περιέχεται το ίδιο το σώµα του Θεού,φαντάσου πόσο χορταστική θα πρέπει να είναι.Ο Θεός είναι άπειρος!Οπότε και το σώµα του θα πρέ-πει να είναι µεγαλύτερο κια απ’το σώµα χίλιων βουβαλιών,πιο χορταστικό κι από χί-λιες ψητές καµήλες!Όλο το σύµπαν,κάθε κόκκος σκόνης και του πιο µακρινού αστε-ροειδή,κάθε πούπουλο αγγέλου,εφόσον περιέχεται µέσα στο σώµα του,θα περιέχεται και στην όστια.Τρώγοντάς την,θα είναι σαν να τρώς τα πάντα.Τα πάντα! Οι τελευταίες λέξεις της ακούγονταν στ’αλήθεια δελεαστικές.Βέβαια ο Πόρ-κους δεν ήταν ακόµη σίγουρος για το αν ήταν δυνατόν,πίνοντας λίγο κρασί και τρώ-γοντας ένα κοµµατάκι άγευστο ζυµάρι ήταν δυνατό να αποκτήσει την όρεξη ενός πα-ντοδύναµου πλάσµατος.Εκτός αυτού,πίστευε ότι είχε ήδη την όρεξη ενός παντοδύνα-µου πλάσµατος.Όσο για την θέρµη µε την οποία µιλούσε η Ούρσα γι’αυτό της το εγχείρηµα,αυτό τον εξέπληττε ακόµη περισσότερο.Δεν είχε περάσει πάνω από µιά ώρα από τότε που η ίδια εξακόντιζε φρικτές κατάρες στον Θεό,και τώρα ήθελε να δο-κιµάσει ένα από τα µυστήρια της εκκλησίας του.Η αδυναµία του να εξηγήσει αυτή την αλλαγή,ήταν ωστόσο επόµενη,µιας κι η δική του συµπεριφορά,σε ανάλογες περι-

πτώσεις,ήταν το ίδιο αλλοπρόσαλλη όπως και της γυναίκας του,για παράδειγµα στο ζήτηµα του τσαγιού και του καφέ που εξακολουθούσε να δοκιµάζει,και να υποστηρί-ζει µε σθένος,αν και κατά βάθος σιχαινόταν όσο τίποτε.Σε πλάσµατα των οποίων η ίδια η ύπαρξη στηρίζεται πάνω σε φαινόµενα υπερβολής,τέτοιες αντιφάσεις είναι α-πόλυτα λογικές,γιατί ο δρόµος που ακολουθούν και λατρεύουν δεν έχει επιλεγεί από τους ίδιους,ως απόρροια της κριτικής σκέψης,αλλά είναι συνυφασµένος µε το είναι τους.Μόνον αυτός τους επιτρέπει να υπάρχουν.Έτσι και το άσβεστο µίσος τους για ότιδήποτε ξένο προς τις συνήθειες και την ηθική τους,είναι µάλλον ένα αντανακλα-στικό,µια έµφυτη αντίδραση φόβου προς εκείνο που,εκφράζοντας µιαν άλλη αλήθεια από αυτήν που γνωρίζουν απ’τη γέννα τους,µοιάζει να τους απειλεί έστω και χωρίς να τους αφορά.Ο συνδυασµός λοιπόν του φόβου,και της αδηφαγίας-γιατί ας µην ξε-χνούµε πως οι άνθρωποι αναζητούν µια νόρµα γενικής συµπεριφοράς,διαλέγουν σαν πρότυπο την αγριότερη απ’όλες τους τις δραστηριότητες-κάνει αυτά τα πλάσµατα επιρρεπή σε αντιφάσεις,και καλλιεργεί µε τον χρόνο µέσα τους την διεστραµµένη επι-θυµία να δοκιµάσουν ακριβώς αυτό που βρίσκεται στους αντίποδες,ίσως για να το εκ-µηδενίσουν και να ησυχάσουν από την απειλή του,ή και µε την ελπίδα να το ενσωµα-τώσουν στο πλέγµα της δικής τους ηθικής,και να αποδείξουν την τεράστια δύναµή τους.Δεν µπορούµε λοιπόν να απαιτούµε από µέρους τους καµµιάς µορφής συνέπεια σε ζητήµατα ηθικά,συναισθηµατικά ή διανοητικά-γιατί η συνέπεια είναι µια αρετή καµωµένη από την µετριότητα,την µετριότητα του ανθρωπίνου γένους που δεν µπο-ρεί,από φόβο,να αποδεχτεί ως φυσιολογική την υπερβολή,και να την ασπασθεί.Το α-δύναµο σώµα και το αδύναµο πνεύµα του δεν του το επιτρέπει. Από την άλλη,υπήρχε και το πρακτικό µέρος. -Εξάλλου τα έχω ήδη έτοιµα,σχολίασε η Ούρσα για να θέσει οριστικά τέλος στις αµφιβολίες του,και στις δικές της. Δεν καθόµουν σαν µαλακισµένη να ψήνω µες στη µαύρη νύχτα,για να δειλιάσουµε την τελευταία στιγµή.Θα δοκιµάσουµε,κι αν υ-πάρχει Θεός,τότε δεν µπορεί παρά να ενωθούµε αµέσως µαζί του. Και µ’αυτά τα λόγια,σηκώθηκε απ’τον καναπέ κι έτρεξε στην κουζίνα.Όταν επέστρεψε,στο ένα της χέρι κρατούσε ένα µικρό,ρηχό πιάτο µε όστιες,ενώ στο άλλο ισορροπούσε το ‘δισκοπότηρο’.Φυσικά,δεν υπήρχε αληθινό δισκοπότηρο,οπότε αυτό που κρατούσε ήταν το γουδί,που είχε απλώς χρυσό χρώµα.Για να προσθέσει µια πινελιά αληθοφάνειας,είχε σκεπάσει το στόµιό του µ’ένα τετράγωνο κόκκινο πανί. Μόλις έφτασε µπροστά στον Πόρκους,κοντοστάθηκε κι άπλωσε τα χέρια της προς το µέρος του.Εκείνος,που την κοιτούσε έκθαµβος-η οφθαλµαπάτη των σκευών τον είχε εντυπωσιάσει τόσο,ώστε προς στιγµήν νόµιζε πως η Ούρσα φορούσε στο κεφάλι της εκείνο το στρόγγυλο καθηκάκι των ιερέων,κι έπειτα ότι της είχε φυτρώσει µούσι-δεν ήξερε τί ακριβώς να κάνει.Ήθελε µήπως να της φιλήσει το χέρι;Όµως εκείνη πρότεινε ακόµη πιο µπροστά το γουδί,και του είπε εκνευρισµένη: -Πάρ’το επιτέλους,το γαµιώλικο!Έναν τόννο ζυγίζει. Ο Πόρκους,µε έντροµη ευσέβεια,που θα ταίριαζε σε νεαρό ιερωµένο-σ’έναν από εκείνους που οι γέροι ιερωµένοι ξεκωλιάζουν στον ελεύθερό τους χρόνο-πήρε το ‘δισκοπότηρο’ απ’το χέρι της και το ακούµπησε στο τραπεζάκι.Έπειτα παραµέρισε,κι η Ούρσα σωριάστηκε στον καναπέ,δίπλα του,προσέχοντας να µην της πέσει καµµιά όστια απ’το πιάτο που κρατούσε.Αφού πήρε µιαν ανάσα,έφερε το πιάτο κάτω απ’την πασπαλισµένη µε ψίχουλα γενειάδα του. -Αυτή τη φορά η τιµή ανήκει σε σένα,είπε. Μπορείς να δοκιµάσεις πρώτος.

Έτσι όπως ήταν µαζεµένες σ’ένα λοφίσκο στο κέντρο του πιάτου,οι όστιες δεν δηµιουργούσαν στον Πόρκους κανένα θρησκευτικό αίσθηµα,ανάλογο ή έστω και α-µυδρώς σχετικό µε την έκσταση που υποθετικά περιείχαν.Η όψη τους του θύµιζε κά-τι απολύτως γήινο,κι εποµένως αρκετά µακριά απ’την ουράνια θέωση.Για την ακρί-βεια,του θύµιζαν το υπόγειο ρεστωράν όπου έτρωγαν κάθε βράδυ,στη διάρκεια των διακοπών τους σ’ένα γειτονικό νησί.Ήταν ένα µικρό λαγούµι που στην φωτεινή επι-γραφή της εισόδου του,στην κορυφή µιας θανατηφόρας σκάλας,διαφήµιζε µε πράσι-να γράµµατα τις λέξεις «Ινδική Διεθνής Κουζίνα».Ήταν ένας παράδοξος τίτλος,αλλά απ’όσο θυµόταν,εξαιρετικά εύστοχος,αφού για να απαλύνει την πιθανή ξενοφοβία στους ουρανίσκους των υποψηφίων πελατών,ο σέφ του ρεστωράν είχε προσθέσει στο µενού,δίπλα στα παραδοσιακά ινδικά πιάτα,µερικές παγκοσµίου διάδοσης γεύσεις. Επίσης,στα πλαίσια της ίδιας διεθνιστικής παραφροσύνης,το ρεστωράν δεν σέρβιρε καµµιάς µορφής οινοπνευµατώδες ποτό,επιχειρώντας ίσως έτσι µια προσέγγιση ανά-µεσα στον ινδουϊστικό και τον οθωµανικό πολιτισµό,δεσµός που έτσι κι αλλιώς τονίζεται κι απ’την κοινή απέχθεια και των δύο θρησκειών για τα καηµένα τα γου-ρούνια.Σ’αυτό λοιπόν το λαγούµι,λίγο πρίν φτάσουν τα κυρίως πιάτα-στην πραγµα-τικότητα βαθείς µεταλλικοί δίσκοι,ζεστοί απ’την φωτιά και γεµάτοι σάλτσα και κοµµάτια κρέας,που τους έκαναν να χύνουν σιωπηλά κάτω απ’το τραπέζι-ο ανήλικος σερβιτόρος τους έφερνε ένα λυχνάρι µε σάλτσα µέντας,κι ένα τέτοιο πιατάκι µε κάτι τρισκατάρατα,άνοστα µπισκοτάκια,τα οποία υποτίθεται ότι ήσαν φτιαγµένα από πα-τατάλευρο και γαρίδες,µα που η γεύση τους για τον Πόρκους ισοδυναµούσε µε αυτήν του αέρα,και µάλιστα του αέρα χωρίς κανένα άρωµα και χωρίς κανένα ενδιαφέρον.Η Ούρσα όµως τα έτρωγε πάντοτε µε µεγάλη προθυµία.Γι’αυτό και τώρα ήταν προβλη-µατισµένος µε τις όστιες που του πρότεινε.Αν σ’εκείνον δεν είχαν αποτέλεσµα κι η ίδια έπεφτε σε θεϊκό ντελίριο,θα ένοιωθε πολύ άσχηµα.Κι ακόµα,τώρα που είχε θυµηθεί τα άνοστα κράκερς του ινδικού ρεστωράν,ήθελε και κάποια σως για να βου-τήξει τις όστιες.Ωστόσο δεν τολµούσε να ζητήσει κάτι τέτοιο.Δεν ήθελε να τον περά-σει για κανέναν απολίτιστο άπιστο,δίχως ίχνος ευλάβειας και κατάνυξης στα µυστή-ρια του Θεού.Έτσι,έκανε την καρδιά του πέτρα και βουτώντας µια χούφτα όστιες,τις έχωσε στο στόµα του κι άρχισε να τις µασουλάει. -Όχι,όχι έτσι!ούρλιαξε η Ούρσα,τόσο δυνατά,που παραλίγο θα στραβοκατάπι-νε.Δεν είναι κράκερς γαρίδας,ασεβέστατο κτήνος,αλλά το σώµα του Κυρίου!Πρέπει να τις τρώς µία-µία,και χωρίς να τις µασάς.Θα τις καταπίνεις αµάσητες! -Αµάσητες;ρώτησε ο Πόρκους,φτύνοντας άθελά του µερικά κοµµάτια από το σώµα του Κυρίου-πιθανώς τα κόκκαλα.Η έκπληξή του ήταν η πεµπτουσία της υπο-κρισίας,µιας κι οι µπουκιές που κατάπινε συνήθως αµάσητες είχαν µέγεθος όχι όσο µιά όστια,αλλά όσο το πιάτο όπου όλες µαζί αναπαύονταν. Πώς θα τις καταπίνω αµά-σητες;Θα πνιγώ!Μήπως πρέπει να πίνω και λίγο νερό µαζί,όπως µε τα χάπια; -Μα όχι!φώναξε αγανακτισµένη η Ούρσα. Θα την βάζεις στο στόµα,θα την σέρνεις µε τη γλώσσα στον ουρανίσκο,κι ύστερα θα την σπρώχνεις προς τα πίσω και θα την καταπίνεις.Είναι πολύ απλό.Αν είχες πάρει έστω κι ένα τσιµπούκι στη ζωή σου θα ήξερες ακριβώς τις σωστές κινήσεις. Για µια ακόµη φορά απόψε,ο Πόρκους αισθάνθηκε τροµερά αµόρφωτος.Είχε όµως κάθε πρόθεση να βελτιωθεί.Έτσι,αφού κατάπιε κακήν-κακώς την αιχµηρή,άνο-στη µπουκιά του,πήρε µια καινούρια όστια,και την έβαλε στο στόµα του µε ντελικάτο

τρόπο.Σφίγγοντας τα χείλη και κλείνοντας τα µάτια,την πίεσε µε τη γλώσσα του και την κατάπιε.Έπειτα άνοιξε τα µάτια,κι είδε ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει στο δωµάτιο. -Δεν τα κατάφερα να θεωθώ,είπε απογοητευµένος. Κάποιο λάθος θα έκανα. -Νοµίζω ότι θα έπρεπε να απαγγέλλουµε και µερικά ξόρκια συγχρόνως,είπε η Ούρσα,βάζοντας κι αυτή στο στόµα της µια όστια.Μόλις την κατάπιε,συνέχισε: «Ί-σως πρέπει να πιούµε και λίγο κρασί απ’το δισκοπότηρο.» Όµως ο Πόρκους,που είχε ήδη σηκώσει το σκέπασµα κι είχε χώσει τη µύτη του στο γουδί,ρουθούνιζε δυσαρεστηµένος. -Πιφ! µυρίζει σκόρδο απ’το χθεσινό µεσηµεριανό.Δεν το θέλω.Πάρ’το. Και µ’αυτά τα λόγια έκανε να της το δώσει.Άλλα η Ούρσα το αρνήθηκε. -Πιές πρώτα µια γουλιά,επέµεινε. -Δεν θέλω κρασί.Και το γουδί βρωµάει. -Δεν είναι γουδί,χοντροκέφαλε,είναι το άγιον δισκοπότηρο! -Έστω.Πάντως βρωµάει και ζέχνει.Κι εξάλλου στο είπα-δεν θέλω άλλο κρασί. -Δεν είναι κρασί!Είναι το αίµα του Κυρίου! -Δεν πάει να είναι και το σπέρµα του Κυρίου;Εγώ δεν το θέλω. -Πιές ρε µουνί!αγρίεψε η Ούρσα. Πώς θα φτάσεις στη θέωση; -Μα δεν γίνεται να φτάσουµε στη θέωση,αφού δεν υπάρχει Θεός! -Ας µην φτάνουµε σε βιαστικά συµπεράσµατα.Πιές. -Όχι,όχι,όχι.Με λίγα λόγια,όχι. -Πιές το,και δεν θα σε αναγκάσω να φάς άλλη όστια. -Το ορκίζεσαι; -Το ορκίζοµαι. -Τέλος πάντων,θα το κάνω µόνο και µόνο για να µε αφήσεις ήσυχο. Φέρνοντας το γουδί στα χείλη του µε µιαν έκφραση συγκρατηµένης αηδίας,ο Πόρκους ήπιε µερικές γουλιές.Το αίµα ξεχείλισε απ’το βαρύ κύπελλο κι έτρεξε στα µάγουλα και τη γενειάδα του.Όσο έπινε όµως,η δίψα του,κοιµισµένη για ώρα,µεγά-λωνε,και πριν καλά-καλά το καταλάβει,το ‘δισκοπότηρο’ είχε αδειάσει. -Ωχ,είπε. Πάει το κρασί. Η Ούρσα πήρε το γουδί και το κοίταξε µε γουρλωµένα µάτια απ’την έκπληξη. -Ανθρωποφάγε!Ήπιες όλο το αίµα του Κυρίου! -Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πολύ.Ο Κύριος ήταν µάλλον αναιµικός. Με την άκρη της γλώσσας,εκείνη προσπάθησε να µαζέψει λίγες σταγόνες από τα τοιχώµατα του δισκοπότηρου,κι έπειτα κατάπιε άλλη µια όστια,σε µια τελευταία απόπειρα να προσεγγίσει τον ιδιοκτήτη του σύµπαντος.Όταν και πάλι δεν έγινε τίπο-τε,έχασε την υποµονή της.Χωρίς να πεί λέξη,σηκώθηκε απ’τον καναπέ,παίρνοντας το µικρό πιάτο µαζί της,κι εξαφανίστηκε στο διάδροµο.Ο Πόρκους άκουσε την πόρτα του µικρού µπάνιου να ανοίγει,το απαλό θρόισµα που έκαναν οι όστιες καθώς έπε-φταν µέσα στη λεκάνη της τουαλέττας,και στο τέλος τον θόρυβο από το καζανάκι. Συγχρόνως άκουσε την Ούρσα να φωνάζει: -Στα τσακίδια!Παλιοπουτάνες!Δεν ντρέπεστε να κοροϊδεύετε τους πιστούς,έ; Δεν ντρέπεστε;Κι αυτοί οι µαλάκες νηστεύουν και προσεύχονται,για να φάνε µία από εσάς!Τί καταλαβαίνουν,µπορείτε να µου πείτε;Μήπως χορταίνουν;Αρχίδια! Και µ’αυτά τα λόγια,άφησε ένα ηχηρό ‘Χρρ’,που έκανε το αίµα του Πόρκους να παγώσει-προς στιγµήν φοβήθηκε ότι είχε πνιγεί απ’τη λύσσα της-κι ύστερα έφτυ-σε µια τεράστια ροχάλα µέσα στην τουαλέττα,για να τιµωρήσει όσες όστιες επέπλεαν

ακόµη στην βάση της.Θα έλεγε κανείς πως το προσωπικό της µίσος είχε µεταµορφώ-σει το αποτυχηµένο έδεσµα σε κάτι ζωντανό,µε εξαιρετικά κακές προθέσεις,σαν να ήταν οι όστιες υπεύθυνες για την αθλιότητα όλων των θρησκειών του κόσµου.Μετά από λίγο την άκουσε να σέρνει τα βήµατά της ως την κουζίνα,να ανοίγει το φώς,και στη συνέχεια να ανοίγει έναν από τους φούρνους. «Έχει πάθει παράκρουση από την πείνα,» σκέφτηκε τροµοκρατηµένος, «ψάχνει για φαγητό ενώ ξέρει καλά πως δεν έχει µείνει τίποτε εκεί µέσα.Τί θα κάνω;» Όταν δε άκουσε τον φούρνο να ξανακλείνει,και την Ούρσα να επιστρέφει βαριανασαίνοντας,ο φόβος του τον έκανε σχεδόν να χεστεί απάνω του. «Τί θα κάνω για να την ηρεµήσω;» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Όµως η αγωνία του φτωχού Πόρκους ήταν εντελώς αδικαιολόγητη,έστω κι αν ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει.Οι µικροί θόρυβοι απ’την κουζίνα δεν ήταν σηµάδια κατάρρευσης της Ούρσα,η οποία,παρόλη την οργή της,ποτέ δεν έψαχνε για φαί κάπου αν δεν ήταν πρώτα σίγουρη ότι θα έβρισκε κάτι.Και το ελαφρύ αγκοµαχη-τό της καθώς γύριζε στο σαλόνι δεν ήταν τίποτε άλλο απ’την προσπάθεια που κατέ-βαλλε να ισορροπήσει ανάµεσα στα βυζιά και τα χέρια της ένα πελώριο στρόγγυλο ταψί.Το ταψί αυτό περιείχε το τρίτο µέρος της λογοτεχνικής βεγγέρας που είχε ετοι-µάσει και για τους δυό τους,κι ήταν κατά κάποιο τρόπο το αποκορύφωµα της βρα-διάς.Επρόκειτο για µια µεγάλη,εξωτική πίτα,της οποίας τα υλικά η Ούρσα είχε απλώσει στο ταψί σε συνθήκες απόλυτης µυστικότητας µε το λυκαυγές της προη-γούµενης µέρας,και την οποία είχε ψήσει στον πιο απόµερο φούρνο,για να είναι σίγουρη πως ο Πόρκους δεν θα τον άνοιγε κατά λάθος όσο ψήνονταν τα υπόλοιπα φαγητά του αποψινού τους δείπνου.Ευτυχώς είχαν όλα πάει καλά,κι ακόµη κι η δριµεία µυρωδιά από την γέµιση της πίτας είχε καταφέρει να καλυφθεί από την τσίκνα των άλλων κρεάτων,και να µείνει κρυφή απ’τον ανυποψίαστο Πόρκους. Έτσι, τώρα που εκείνος θα είχε χάσει οριστικά τις ελπίδες του για ένα ύστατο µεταµεσο-νύχτιο τσιµπόυσι,η ξαφνική εµφάνιση της πίτας θα διπλασίαζε την ευτυχία του.Η συνταγή που είχε ακολουθήσει για την παρασκευή της προέρχονταν από ένα βιβλίο εξίσου µεγάλο µε τα δύο προηγούµενα,µε την διαφορά ότι δεν ήταν γεµάτο µε υπο-κειµενικές αλήθειες κι αισθητικές υπερβολές,όπως το πρώτο,ούτε µε ασύστολα ψέµ-µατα κι αισχρές υποσχέσεις,όπως το δεύτερο.Για να φτιάξει την γέµιση,η Ούρσα είχε δανειστεί-ή µάλλον είχε κλέψει-την έµπνευση ενός από τα πιο σπινθηροβόλα πνεύ-µατα της ιστορίας,ενός ανθρώπου που,αν ακόµη και τώρα,που ετοιµαζόταν να εξετά-σει την αλήθεια του λόγου του,δεν ήθελε να σκέπτεται ως λογοτέχνη,ήταν γιατί ούτε κι ο ίδιος θα το επιθυµούσε.Ο φαύλος αυτός κύριος µε την αγνή φαντασία δεν αγα-πούσε καθόλου την υστεροφηµία,σε καµµιά της µορφή.Δεν σκεφτόταν το παρελθόν µε νεκροφιλική λαγνεία,όπως ο Προύστ,ούτε προφήτευε το µαύρο µέλλον µε την α-πάνθρωπη βεβαιότητα των ιουδαίων ψαράδων.Η µόνη αποστολή που είχε αναλάβει σ’ολόκληρη τη ζωή του ήταν να υµνεί την φθαρτότητα ως την µεγαλύτερη αρετή της φύσης,και τα σκατά ως τον µόνο άξιο-κι επιστηµονικά τεκµηριωµένο-προορισµό του ανθρώπου.Αλλά ακόµη κι αυτό του το καθήκον,στο τέλος το είχε περιφρονήσει,κι εί-χε διατάξει τα µελλοντικά,ζωντανά σκατά,να δεχτούν αυτόν και το έργο του ανάµεσά τους σαν µια µεγάλη,ασήµαντη κουράδα,και τίποτε περισσότερο.Από εκεί και πέρα, οι θεωρητικές πολιτικές του δοξασίες,άφηναν την Ούρσα παγερά αδιάφορη.Ήθελε µονάχα την υπερβολή αυτού του συγγραφέα,την απληστία και τη λαιµαργία που τον είχαν καταντήσει,µε το πέρασµα του χρόνου,το ίδιο παχύ κι αµετακίνητο όπως ήταν η ίδια,κι ο καλός της Πόρκους.Κι ήξερε ότι,αυτή τη φορά,οι προσδοκίες της δεν θα δια-

ψεύδονταν.Έτσι,µπήκε στο σαλόνι µε αέρα θριάµβου,υψώνοντας το γιγαντιαίο ταψί πάνω απ’το κεφάλι της,όπως ο άτλαντας σήκωνε την γή προτού ανακαλυφθεί πως ή-ταν σφαιρική.Ο Πόρκους αναπήδησε από την θέση του και γούρλωσε τα µάτια,µ’ένα χαµόγελο χιλίων εµφραγµάτων. -Πί…πι…πίτα!Μια πίτα!ούρλιαξε. -Κι όχι οποιαδήποτε πίτα,συµπλήρωσε η Ούρσα πλησιάζοντας. Αρχιδόπιτα! -Πού ήταν τόση ώρα;Πού την έκρυβες;ρώτησε ο Πόρκους,τρέχοντας ενθου-σιασµένος στο τραπέζι,όπου είχε απιθώσει το ταψί.Κι έπειτα,διαπιστώνοντας αυτό που του είχε πεί,πρπόσθεσε έκπληκτος: «Αρχιδόπιτα;Δηλαδή τί;» -Δηλαδή µια πίτα µε αρχίδια,καλέ µου,αρχιδάκια σαν και τα δικά σου,µονάχα που αυτά είναι αρνίσια.Λυπάµαι που δεν µπόρεσα να φτιάξω µια πίτα µε αρχίδια δε-καπεντάχρονων αγοριών,όπως στο πρωτότυπο,αλλά δυστυχώς δεν είναι και τόσο εύ-κολο να έχεις ένα ολόκληρο εκτροφείο εφήβων µέσα σ’ένα διαµέρισµα. Ολοκληρωτικά συνεπαρµένος,ο Πόρκους έσκυψε πάνω απ’το ζεστό ακόµη φύλλο,που ήταν γεµάτο ρόδινες στάµπες απ’τα αυγά που είχε σπάσει η Ούρσα για να της δώσει πιο ωραία όψη,κι οσφράνθηκε µε κλειστά µάτια την θεϊκή µυρωδιά τηε γέ-µισης.Όταν σηκώθηκε,το πρόσωπό του ήταν λιγωµένο απ’την καύλα. -Σ’ευχαριστώ,γλυκιά µου,της είπε. Σ’ευγνοµονώ. -Μην µ’ευγνωµονείς καθόλου.Άλλωστε θα φάω κι εγώ,κι αν περνάει απ’το χέρι µου,θα φάω και περισσότερο από σένα.Αλλά τί έχεις να πείς για την ιδέα µου; -Έχω να πώ ότι τώρα µάλλον εκδικήθηκες για τα καλά τις όστιες κι όλα αυτά. -Τί εννοείς; -Δεν πιστεύω να ξέχασες τον αµνό του Θεού;Qui tollis peccata mundi-σωστά; -Ναί,αλλά δεν βλέπω πού το πάς. -Τίποτε,τίποτε.Το καλύτερο που έχουµε να κάνουµε είναι να φάµε την καυ-λιάρα πίτα που ετοίµασες χωρίς πολλές λογοτεχνικές προεκτάσεις.Το χαρτί δεν τρώ-γεται,ούτε οι καλές ιδέες κι οι εµπνευσµένες περιγραφές.Όσο γι’αυτό που έλεγα πριν, αν υπάρχει στοιχειώδης δικαιοσύνη στο σύµπαν,κι αν φυσικά υπάρχει και Θεός,µετά από αυτή την πίτα,τις αµαρτίες του κόσµου θα κουβαλάει ένας ευνούχος.

VI.Αµόκ

-Πρέπει κάτι να κάνεις,είπε µε απελπισία η Ούρσα,πρέπει κάτι να κάνεις,αλ-λιώς κινδυνεύω να πεθάνω της πείνας! Ο Πόρκους δεν είχε δύναµη ούτε να σκεφτεί, τόσο τον είχε εξαντλήσει η έλλειψη τροφής,κι έτσι δεν αντέδρασε. «Μα κάνε κάτι, επιτέλους,» του ξανάπε, σκουντώντας τον στην πλάτη για να τον ταρακουνήσει, «δεν µπορείς να µε αφήσεις έτσι!Στο κάτω-κάτω είµαι η γυναίκα σου,και πρέπει να µε υπερασπιστείς!» -Βλέπω ότι χειρίζεσαι το φύλο σου κατά πώς σε συµφέρει καλύτερα,της απάντησε εκείνος θυµωµένος.Όταν πρόκειται για θέµατα προτεραιότητας,όπως αν υπάρχει µόνο µία κενή θέση στο λεωφορείο,ή όταν αποφασίζουµε ποιός θα πάρει την πρώτη µπουκιά από κάτι,µου λές αµέσως: «Οι κυρίες προηγούνται»,κι επωφελείσαι. Κι όταν πάλι σφίγγουν οι κώλοι,όπως απόψε,µου παριστάνεις την τρωγλοδύτρια,και

µε κατηγορείς που δεν αναλαµβάνω τα καθήκοντα ενός άνδρα των σπηλαίων!Μήπως θέλεις κιόλας να σε τραβήξω από το µαλλί και να σε δείρω; -Άκου να δείς,τον διέκοψε η Ούρσα,το ότι κάνω υποµονή επειδή πεινάω και δεν εξαντλώ τις δυνάµεις µου για να σε πλακώσω στις φάπες,δεν σηµαίνει ότι δεν µπορώ να αλλάξω γνώµη ανά πάσα στιγµή.Άκου να µε δείρεις!Απλώς,σου ζήτησα να µε ταϊσεις,όπως είναι το χρέος κάθε σωστού άντρα απέναντι στη γυναίκα του.Άντε λοιπόν,κάνε κάτι!Πεινάω! -Κι εγώ πεινάω!Κι αν θέλεις να µάθεις,σε ακόµη πιο πρωτόγονες εποχές,το καθεστώς ήταν µητριαρχικό.Οπότε κι εγώ θα καθίσω εδώ και θα περιµένω από την µητέρα φύση ή από εσένα-όποια απ’τις δυό σας,τέλος πάντων,συγκινηθεί γρηγορότε-ρα-να µου φέρει να φάω. Αρπάζοντας το ταψί της αρχιδόπιτας,που εδώ και δέκα λεπτά κείτονταν ανά-µεσά τους,θλιβερά άδειο,η Ούρσα επιχείρησε να του το φέρει στο κεφάλι,όµως την τελευταία στιγµή ο Πόρκους αντελήφθη την κίνησή της,της άρπαξε το ταψί από τα χέρια και το πέταξε στον απέναντι καναπέ.Εκείνη έβαλε τις φωνές από την οργή. -Θα πεθάνω παιδάκι µου,το καταλαβαίνεις;Θα αποβιώσω!Θα λιµοκτονήσω! Πώς µπορείς να κάθεσαι απαθής;Αλλά αυτό είναι!Θέλεις να πεθάνω για να είσαι µό-νος σου και να µην χρειάζεται να µοιράζεσαι τα ψώνια που θα κάνεις µε κανέναν!Αλ-λά δεν θα σου περάσει!Ακόµα κι αν πεθάνω,ρε πούστη,θα έρχεται το πνεύµα µου το βράδυ και θα σκούζει πάνω απ’το κρεβάτι σου,κι αν δεν του δίνεις να φάει,θα σου τσιµπολογάει τα αρχίδια και το συκώτι,όπως ο γύπας τον Προµηθέα! -Δεν θα πεθάνεις,µην ανησυχείς,δεν θα πάθεις τίποτε.Και µην φωνάζεις,γιατί είµαι κι εγώ ζαλισµένος απ’την πείνα,και νοιώθω σκοτοδίνες.Μου φαίνεται ότι θα ή-ταν καλύτερο αν κοιµόµασταν. -Νοµίζεις ότι δεν το ξέρω;Αλλά δεν µε πιάνει ύπνος απ’την πείνα. -Ούτε και µένα. -Και τότε τί θα κάνουµε; -Τίποτε.Θα περιµένουµε µέχρι το πρωί,που θα ανοίξει ο φούρνος στη γωνία, και θα πάµε να αγοράσουµε δυό ντουζίνες κρουασάν βουτύρου. -Ποιό πρωί;Τρελλάθηκες;Ως το πρωί,θα έχω αφήσει την τελευταία µου πνοή! Τώρα πρέπει να δράσουµε!Πρέπει να πάρουµε τους δρόµους,να κατεβούµε στις στά-σεις του µετρό και να διαρρήξουµε τα µηχανήµατα µε τις σοκολάτες!Τί λές;Θέλεις να κατέβουµε στο κέντρο και να ληστέψουµε κανένα µπακάλικο; Ο Πόρκους χασµουρήθηκε µια φορά,τίναξε την γενειάδα µε τα δάχτυλά του,κι αφού έφαγε τον πτωχό απολογισµό-µισό ψητό αρχίδι και µερικά κοµµάτια φύλλο-της απήντησε. -Δεν χρειάζεται να πάς µέχρι το κέντρο,είπε. Αν θέλεις οπωσδήποτε να φάς κάτι,µπορείς να ψάξεις και µέσα στο σπίτι. Τα µάτια της Ούρσα άστραψαν πρώτα µε έκπληξη,έπειτα µε ενθουσιασµό,και στο τέλος µε οργή.Η έκφρασή της καθώς τον άρπαζε απ’το πέτο του σακακιού του θύµιζε τους απισχνασµένους νεαρούς που βλέπει κανείς να τρυπούν τα χέρια και τα πόδια τους (αυτούς που αγνοούν ότι η αληθινή ευτυχία κρύβεται στις κρέπες που θα µπορούσαν να αγοράσουν και να φάνε µε τα χρήµατα που κοστίζει η λεπτεπίλεπτη σύριγγά τους) όταν κάποιος κουνάει προκλητικά κάτω απ’τη µύτη τους ένα σκουλά-κι µε την πολυπόθητη σκόνη. -Έχεις κρυµµένο φαί;ούρλιαξε.Πού;ΠΟΥ;

-Άφησέ µε!Άφησέ µε!Μην µε κουνάς,γιατί κουνιέται το στοµάχι µου! -Εντάξει,σ’αφήνω.Λέγε ρε κάθαρµα,που είναι το φαί;Γιατί δεν έλεγες τίποτε τόση ώρα;Γιατί δεν πήγες να το φέρεις; Προτού της απαντήσει µε λέξεις,ο Πόρκους τεντώθηκε στον καναπέ κι άφησε ν’απλωθεί στο πρόσωπό του ένα πλατύ,ειρωνικό χαµόγελο. -Δεν πήγα γιατί είµαι κουρασµένος,και γιατί χωνεύω,της είπε.Άλλωστε ήµουν σίγουρος ότι θα πήγαινες να το φέρεις εσύ,τέτοια λιµάρα που είσαι. «Θα πληρώσεις για τις προσβολές σου,αρχίδι» σκέφτηκε η Ούρσα,αλλά του χαµογέλασε εξίσου γλυκά,δείχνοντας όλα τα δόντια της.Θα τον εκµεταλλευόταν µε τον παραδοσιακό τρόπο που γνωρίζαν ανέκαθεν οι κάτοχοι ενός µουνιού στη γή.Θα τον παράσερνε µε γλυκόλογα. -Λατρεία µου,πόσο προνοητικός είσαι! Μ’αυτά τα λόγια,ξάπλωσε στην αγκα-λιά του κι άρχισε να του χαϊδέυει την κοιλιά.Η µετάπτωση ήταν φανερή,αλλά εφόσον κατάφερνε να κάνει τη δουλειά της,δεν την ένοιαζε καθόλου.«Και για πές µου,»του ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί,δαγκώνοντας απαλά τον λοβό προτού συνεχίσει «πού έ-χεις κρύψει τις νοστιµιές που µου φύλαγες;» -Είναι µόνο µία νοστιµιά,είπε ο Πόρκους βαριανασαίνοντας απ’την πίεση των βυζιών της,και βρίσκεται στην αποθήκη,µέσα στη σιφονιέρα. -Μέσα στη σιφονιέρα,έ; Τώρα τον χάιδευε πιο χαµηλά. Και τί είναι; -Είναι µια κονσέρβα µε πατέ ελαφιού. Ακούγοντας τις λέξεις ‘πατέ ελαφιού’ οι κόρες των µατιών της άστραψαν και πάλι άθελά της µε τέτοια λάµψη,ώστε ο Πόρκους είδε σχεδόν ένα ελάφι να ζωγραφί-ζεται στο κέντρο της κάθε µιάς,σαν ζωντανό αντικαθρέφτισµα του πόθου της.Με µια κίνηση αποστροφής,σαν να αγκάλιαζε όλη αυτή την ώρα ένα τσουβάλι µε σκατά,ση-κώθηκε απότοµα απ’τον καναπέ.«Έτσι θα πρέπει να αισθάνονται οι πλούσιοι γέροι κάθε φορά που αναφέρουν τη λέξη ‘διαθήκη’ µπροστά στη νεαρή ερωµένη τους,» σκέφτηκε,κάπως απογοητευµένος.Όµως δεν είχε σηµασία.Σε λίγο θα τιµωρούνταν για την απληστία της. -Ένα πατέ πέθανε!φώναξε η Ούρσα,και βγήκε αλαλάζοντας απ’το σαλόνι.Οι ιαχές του θριάµβου της-προµήνυµα των δόλιων προθέσεών της να µην µοιραστεί την κονσέρβα µαζί του-έµελλε να µεταµορφωθούν σε µια κραυγή τρόµου έπειτα από λί-γο,όταν άνοιξε το συρτάρι κι αντίκρυσε το θωρακισµένο έδεσµα. «Άααααααααα!Το ανοιχτήρι!Το ανοιχτήρι!» ούρλιαξε,κι έτρεξε πίσω στην κουζίνα.Η κονσέρβα,παρά το εκτυφλωτικό χρυσαφί της χρώµα,ήταν ένα από εκείνα τα παραδοσιακά κυλινδρικά τενεκεδόκουτα,χωρίς κρίκο,ώστε για να την ανοίξει κανείς χρειαζόταν ανοιχτήρι.Φυ-σικά,στην προκειµένη περίπτωση,το ανοιχτήρι βρισκόταν ήδη ασφαλές στην τσέπη του παντελονιού του Πόρκους.Όµως εκείνη δεν το ήξερε.Έτσι,για να µην καθυστερεί, αναποδογύρισε ολόκληρο το συρτάρι µε τα µαχαιροπήρουνα στο πάτωµα,και πέφτο-ντας στα τέσσερα,άρχισε να το ψάχνει. «Πού είσαι καταραµένο;Πού είσαι;» φώναζε πού και πού.Κάποια στιγµή την έπιασε µανία κι άρχισε να δαγκώνει το κονσερβο-κούτι,όµως αυτό δεν κράτησε πολύ.Μόλις κατάλαβε την πλεκτάνη που είχε στηθεί πί-σω απ’την πλάτη της,άρπαξε το σφυρί κι ένα κοφτερό µαχαίρι κι όρµησε στο σαλόνι. -Μη µου πείς ότι έψαχνες γι’αυτό,είπε ο Πόρκους,κραδαίνοντας περιπαιχτικά το ανοιχτήρι στο δεξί του χέρι.

Η Ούρσα γούρλωσε ξανά τα µάτια,συνοφρυώθηκε,αλλά για λίγο δεν είπε τί-ποτε.Έπειτα έβαλε την κονσέρβα κάτω απ’τη µασχάλη της κι ύψωσε το µαχαίρι και το σφυρί προς το µέρος του. -Αν δεν µου το δώσεις αµέσως,του είπε,θα έρθω εκεί και θα σε λαξεύσω,µέ-χρι να βγάλω από µέσα σου την Πιετά. Ο Πόρκους άφησε το ανοιχτήρι δίπλα του κι άρχισε τις διαπραγµατεύσεις. -Αν ηρεµήσεις,και µου υποσχεθείς ότι θα µοιραστούµε το πατέ,θα σου πώ ένα µυστικό.Συµφωνείς; -Εξαρτάται.Τί µυστικό;Εσύ µπορεί να µου πείς πόσα κιλά είσαι. -Όχι,εννοώ ένα φαγώσιµο µυστικό. Η Ούρσα τον κοίταξε για λίγο σκυθρωπή,ύστερα άφησε τα φονικά εργαλεία στο χαµηλό µαρµάρινο τραπέζι στο κέντρο του σαλονιού,πλησίασε και του έδωσε την κονσέρβα. -Ορίστε,είπε,και τώρα λέγε. -Στο ντουλάπι που βρίσκεται πίσω σου και απέναντί µου,υπάρχει ένα πακέτο µε αλµυρά µπισκότα σίκαλης.Νοµίζω πως ταιριάζουν πολύ µε το πατέ. Όπως ξαφνικά ένα χωράφι που κοιµάται ξυπνά για να υποδεχτεί τον ανατέλ-λοντα ήλιο,µε τα λουλούδια να υψώνουν το λεπτό τους µίσχο προς τη φωτεινή πηγή, τις σταγόνες της δροσιάς να τρεµοπαίζουν σαν ευτυχισµένα δάκρυα,τα τρωκτικά να βγαίνουν από το λαγούµι τους για να ξεδιψάσουν στο ρυάκι και τις πεταλούδες να απλώνουν τα πλουµιστά φτερά τους για να δείξουν στην αγουροξυπνηµένη πλάση πόσο όµορφες είναι,έτσι και τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της Ούρσα,µόλις πλη-ροφορήθηκε την ύπαρξη των αλµυρών µπισκότων και συλλογίστηκε την απέραντη αγάπη του Πόρκους,φωτίστηκαν και απαλύναν από συγκίνηση.Ένοιωθε φριχτές τύ-ψεις για την πρωτύτερη πλεονεξία της.Έτσι,αφού πήρε το πακέτο απ’το ντουλάπι,κά-θισε δίπλα του και του έδωσε ένα απολογητικό φιλί στο µάγουλο.Εκείνος,που στο µεταξύ είχε ανοίξει την κονσέρβα,έκανε τον δύσκολο. -Δεν µ’αγαπάς,της είπε.Μια κονσέρβα είναι ικανή να µας χωρίσει. -Αχ,µην λές τέτοια πράγµατα,γιατί µου σχίζεις την καρδιά.Συγχώρεσέ µε.Κα-νένα πατέ δεν µπορεί να σε αντικαταστήσει στην καρδιά µου.Σ’αγαπώ πιο πολύ από οποιαδήποτε κονσέρβα. -Αλήθεια το λές; Τα δάχτυλά του,αθέατα,είχαν σχίσει την άκρη του πακέτου, κι είχαν βγάλει ένα µπισκότο,όπου,καθώς η προσοχή της ήταν στραµµένη στο πρό-σωπό του,άφησε να πέσει ένα κοµµάτι απ’το πατέ. -Αλήθεια.Η πείνα µου ποτέ δεν θα νικήσει την αγάπη µου. -Ε,τότε,νά! Και µ’αυτά τα λόγια,στη θέση ενός φιλιού που δεν προσφέρει τί-ποτε άλλο εκτός απ’τα λιγοστά,άγευστα σάλια,της έχωσε το µπισκότο στο στόµα. Όµως οι τρυφερές στιγµές,καθώς κι οι στιγµές του έρωτα,είναι καταδικασµέ-νες να ζούν µονάχα µέσα στη µνήµη-όπου µπορούν να εκταθούν και να καταλάβουν αιώνιες διαστάσεις-γιατί το αντικείµενό τους είναι,αλλοίµονο,εξαιρετικά βραχύβιο.Η σπίθα της ερωτικής έξαψης,ένα σαγηνευτικό βλέµµα,µια κονσέρβα µε πατέ ελαφιού-όλα τελειώνουν τόσο γρήγορα,κι ύστερα δεν αποµένει παρά η θλιβερή σκιά τους,κι η ανάµνηση της ευτυχίας που µόνο πόνο φέρνει σ’όσους την έζησαν και τη νοσταλ-γούν.Έτσι,λίγα λεπτά αφότου είχε εκτυλιχθεί αυτή η σκηνή της συζυγικής γλυκύτη-τας,πάνω στον καναπέ,και πάνω απ’το κουφάρι της κονσέρβας και το τσαλακωµένο περιτύλιγµα των µπισκότων,έπεφτε µια βαριά,σχεδόν πένθιµη σιωπή.Κανείς τους δεν

τολµούσε να µιλήσει.Ο Πόρκους γιατί φοβόταν ότι µε την πρώτη κουβέντα θα ρευόταν, και θα υπέφερε µε την ανάµνηση του πατέ που θα αναδυόταν απ’το στοµάχι του µε το ρέψιµο,κι η Ούρσα γιατί πάνω στην απληστία της,είχε γλύψει το άδειο κον-σερβοκούτι κι είχε κόψει την γλώσσα της στο αιχµηρό του χείλος.Τώρα αιµορ-ραγούσε,κι η αιµορραγία της επέβαλλε να είναι σιωπηλή.Εξάλλου,ακόµη κι αυτό το λιγοστό αίµα ήταν κάτι.Την βοηθούσε να ξεχνάει την πείνα της,καθώς ρουφούσε,σαν άλλος πελεκάνος,το ίδιο της το αίµα σαν νά’ταν κάποιο θρεπτικό ρόφηµα.Στο βάθος όµως ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε όφελος σ’αυτή την ανακύκλωση των υγρών της. Έπρεπε να βρεί µια εξωτερική πηγή,ωστόσο µέχρι η πληγή να κλείσει κάπως φοβό-ταν να ανοίξει το στόµα της και να µιλήσει.Αν ο Πόρκους αντιλαµβανόταν το τραύ-µα,θα είχε δυσκολίες στο να περιορίσει τις πιθανές βαµπιρικές του τάσεις.Κι αυτό ήταν πάνω απ’όλα-δεν έπρεπε να καννιβαλιστούν µεταξύ τους.Το µόνο λοιπόν που της απέµενε ήταν να κοιτάζει τον άντρα και προµηθευτή της µε βουβή απόγνωση. -Τί θα απογίνουµε; έλεγαν τα µάτια της. -Δεν ξέρω-γκράαακ-είπε ο Πόρκους,και συγχρόνως ρεύτηκε. Δεν έχει µείνει τίποτε στο σπίτι που να τρώγεται.Νοµίζω ότι εκτός από ένα πακέτο αλεύρι,τα ντουλά-πια της κουζίνας είναι εντελώς- Πριν προλάβει να πεί την λέξη ‘αδεια’,η Ούρσα πετάχτηκε απ’τον καναπέ και του έγνεψε να την ακολουθήσει.Εκείνος σηκώθηκε απρόθυµα κι έτρεξε ξοπίσω της. -Μα τί θα το κάνουµε το αλεύρι;φώναξε. Δεν έχουµε ούτε αυγά,ούτε γάλα,ού-τε κάν λίγο λάδι για το τηγάνι. -Μµµµ,µµµ,µουγκάνισε η Ούρσα µε κλειστό στόµα. -Τί έπαθες και µουγκρίζεις;ρώτησε ο Πόρκους,κι αµέσως την κοίταξε καχύπο-πτα. Έχει γούστο να γλείφεις τόση ώρα καµµιά καραµέλα και να παριστάνεις την α-νήξερη!Θα σε σκοτώσω,καηµένη µου!Άνοιξε το στόµα σου! Χωρίς να απαντήσει,του έκανε νόηµα να ψάξει στο ντουλάπι. -Μµµ,µµ,ορίστε,είπε κι άνοιξε διάπλατα το στόµα της. Δεν έχω τίποτε, βλέ-πεις; Έπειτα έφερε άλλη µια φορά την άκρη της γλώσσας στην πληγή,κι είπε: «Γαµώ-το.Σταµάτησε και το αίµα.» Ο Πόρκους όµως δεν την άκουσε,γιατί είχε σκύψει µπροστά στο ντουλάπι κι έψαχνε,µε το κεφάλι του χωµένο µέσα στο έρεβος. -Κατάρα,ακούστηκε η φωνή του σε λίγο,εδώ µέσα βλέπω µόνο ένα µπουκάλι µε ξύδι!Κι αυτό που νόµιζα για αλεύρι,κοίτα τί είναι! Και µ’αυτά τα λόγια,έβγαλε από το ντουλάπι και κράτησε µπροστά της το τετράγωνο,µαλακό πακέτο.Πάνω στο γαλάζιο χαρτί,µε άσπρα γράµµατα,έγραφε: «Αλάτι φίνο και ιωδιούχο».Τα µάτια της Ούρσα πληµµύρισαν για ακόµη µια φορά µε τρόµο. -Γαµώ το ιώδιο!Γαµώ τις θάλασσες όλου του κόσµου µε το γαµηµένο τους ι-ώδιο!ούρλιαξε. Γαµώ τον Ποσειδώνα,µε την ίδια του την τρίαινα!Τί θα κάνουµε τώ-ρα;Τί µπορούµε να µαγειρέψουµε µε αλάτι και ξύδι; -Τίποτε,είπε ο Πόρκους,ξαπλώνοντας µελαγχολικά στο πάτωµα της κουζίνας. Τουλάχιστον αν είχαµε λίγες πατάτες και λίγο λάδι,θα µπορούσαµε να τις κάνουµε ωραιότατες-τηγανητές µε µπόλικο αλάτι και ξύδι! -Μην µου λές αυτά που θα µπορούσαµε να κάνουµε και µε καυλώνεις!Σκέ-ψου καλύτερα τί µπορούµε να κάνουµε τώρα! -Τώρα µπορούµε να κάνουµε µονάχα υποµονή,της είπε εκείνος ψύχραιµος. Όµως η Ούρσα ήταν αποφασισµένη να δράσει.

-Υποµονή να κάνεις εσύ,του απήντησε. Εγώ δεν σκοπεύω να λιµοκτονήσω!Κι έτσι αλλόφρων,βγήκε απ’την κουζίνα τρέχοντας και χώθηκε στην αποθήκη.Με την µάταιη ελπίδα που συναντά κανείς στα παιδιά,τα οποία δεν είναι σε θέση να διαχωρί-σουν µιαν ευχάριστη έκπληξη απ’το περιβάλλον όπου αυτή εµφανίζεται για πρώτη φορά,και συχνά αναζητούν την επανάληψή της απλά και µόνο επαναλαµβάνοντας τις ίδιες εκείνες συνθήκες,άρχισε να ψάχνει σαν τρελλή στα συρτάρια της σιφονιέρας,πε-ριµένοντας να βρεί κάποια ακόµη ξεχασµένη κονσέρβα µε πατέ.Όση ώρα έψαχνε,από τα χείλη της έβγαινε µια συνεχής,χαµηλόφωνη κραυγή,ένα «Αούουουουουου» σαν το συντονισµό µιας ορχήστρας εγχόρδων γύρω απ’το πολυπόθητο λά.Επειδή δεν έβρι-σκε τίποτε,αναποδογύρισε το περιεχόµενο και των τριών συρταριών στο πάτωµα της αποθήκης,ενώ έκανε το ίδιο και µε τις ντουλάπες.Μπροστά της τώρα στεκόταν ένας γιγαντιαίος σωρός από ρούχα,εσώρουχα,και χίλιες-δυό µαλακίες που ούτε ο Θεός δεν γνώριζε γιατί δεν είχαν ακόµη πετάξει.Πέφτοντας στα τέσσερα,έχωσε τα χέρια της κι άρχισε να ανακατεύει τα σουτιέν και τις κυλότες.Σε µια στιγµή νόµισε πως είδε ένα κουτί µε σοκολατένια γλυκά,και χωρίς να αναρωτηθεί για το ακαθόριστο σχήµα ή το εξαιρετικά µικρό τους βάρος,άνοιξε µε δάχτυλα που έτρεµαν το κουτί κι άδειασε το περιεχόµενό του στο στόµα της.Μόνο όταν κατάπιε το ένα από τα δυό κοµµάτια µε κίνδυνο της ζωής της κατάλαβε ότι το κουτί περιείχε παλιές νάυλον κάλτσεςκι έφτυσε την δεύτερη.Στην τσέπη ενός παλτού βρήκε δυό παµπάλαιες µαστίχες,τις οποίες,αφού καθάρισε απ’τα χνούδια και τις κλωστές,έχωσε άπληστα στο στόµα της.Αυτές έσπα-σαν σαν µικροσκοπικά ξυράφια,κι όταν αρνήθηκαν να ενωθούν σε µια σφαίρα που να µπορεί να µασήσει,τις κατάπιε έτσι,γδέρνοντας κι άλλο τον ήδη πληγωµένο απ’την κάλτσα λαιµό της.Χρειάστηκαν γύρω στα πέντε λεπτά για να χάσει εντελώς τις ελπί-δες της και να βγεί ξανά στο διάδροµο,κολυµπώντας ανάµεσα στα ρούχα.Ετοιµαζό-ταν να µπεί στο υπνοδωµάτιο για να συνεχίσει την απελπισµένη έρευνά της,όταν από τη µισάνοιχτη πόρτα του µπάνιου είδε κάτι που της αναπτέρωσε πλήρως το ηθικό.Στο ράφι του νιπτήρα,ανάµεσα στα είδη της υγιεινής που τόσο σπάνια χρησιµοποιούσαν, περιφρονηµένη και αφανής,στεκόταν η οδοντόπαστα.Μάλιστα δεν ήταν κανένα από αυτά τα µίζερα σωληνάρια,που χρησιµοποιούν όσοι πλένουν στ’αλήθεια τα δόντια τους,αλλά ένας µεγάλος πλαστικός σωλήνας,που µέσα του υπήρχε οδοντόπαστα σε τρία διαφορετικά χρώµατα που ενώνονταν στις άκρες:µπλέ,λευκό και κόκκινο.Στη θέα αυτής της µαγευτικής τρίχρωµης οδοντόπαστας η Ούρσα ένοιωσε να κατακλύζε-ται από ηρωική συγκίνηση.Δεν ήξερε αν έπρεπε να την φάει-όπως της επέτασσε η συνείδησή της-ή να τραγουδήσει την Μασσαλιώτιδα.Φανταζόταν την τριπλή γεύση της µέντας,της σόδας και του κόκκινου ζελέ,και συγχρόνως την διαστροφή του να τρέφεσαι µ’ένα προϊόν που σαν σκοπό του έχει να συντηρεί τα δόντια.Η ιδέα έκανε τις ρώγες της να ηλεκτρίζονται.Αποφασισµένη να µοιραστεί αυτό το ακραίο έδεσµα µε τον Πόρκους,µπήκε στο µπάνιο,άρπαξε την οδοντόπαστα κι επέστρεψε τρέχοντας στην κουζίνα. «Ίσως αν βάλουµε και λίγο αλάτι,ή λίγο ξύδι,να έχει ακόµα καλύτερη γεύση,» σκεφτόταν.Μόλις όµως έφτασε στην κουζίνα,είδε προς έκπληξή της ότι ο Πόρκους δεν βρισκόταν πια εκεί.Το αλάτι και το ξύδι είχαν επίσης εξαφανιστεί.Τότε άκουσε την φωνούλα του να την φωνάζει,βραχνή και πνιγµένη,απ’το σαλόνι. -Βοήθεια,φώναζε ξέπνοα. Βοήθεια! Η Ούρσα έτρεξε στο σαλόνι,και τον είδε ξαπλωµένο στο πάτωµα,να ανασαί-νει µε δυσκολία. -Ξεψυχώ,της είπε,σηκώνοντας λίγο το κεφάλι. Πεθαίνω!

Ήταν φανερό από τί ξεψυχούσε.Στο δεξί του χέρι κρατούσε το µπουκάλι του ξυδιού,που ήταν άδειο,ενώ στην αριστερή του χούφτα έσφιγγε το γαλάζιο χαρτί από το κουτί µε το αλάτι.Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο,όπως ο πρωκτός των θηλυ-κών πιθπήκων της Αφρικής όταν µπαίνουν στην εποχή του ζευγαρώµατος. -Ανυπόµονο τέρας!είπε κι έσκυψε στο πλάι του. -Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό,ψιθύρισε εκείνος.Η φωνή του ακουγόταν στα όρια του θανάτου. -Τί θέλεις τώρα;ρώτησε η Ούρσα. Έχω οδοντόπαστα-θέλεις να σου δώσω; -Ααα,ααα,έκανε ο Πόρκους,δείχνοντας το ανοιχτό του στόµα,σε ένδειξη κατα-φατικής αφασίας. Εκείνη ξεβίδωσε το πώµα,έφερε το στόµιο πάνω από τα πρησµένα του χείλη,και πίεσε µε όλη της τη δύναµη.Τρείς λεπτές λωρίδες ελευθερίας,ισότητας και αδελφότητας,βγήκαν µε µια υπόκωφη πορδή απ’το σωλήνα κι έπεσαν στο κέντρο της γλώσσας του σαν πολύχρωµα σκουλήκια.Η µέντα πρέπει να τον δρόσιζε,γιατί έ-πειτα από λίγο µουρµούρισε «Γκι άλλο»,ενώ κατάπινε την οδοντόπαστα µε άπληστες µπουκιές.Όταν ο σωλήνας άδειασε,το πρόσωπό του δεν ήταν πιά και τόσο κόκκινο. Ωστόσο δεν µπορούσε ακόµα να σηκωθεί. -Συγχώρεσέ µε που έφαγα όλες µας τις προµήθειες,είπε. -Μην το σκέφτεσαι,τον καθησύχασε η Ούρσα µε υποκριτική µεγαλοψυχία. Στην πραγµατικότητα θα ήθελε να τον αναποδογυρίσει και να τον τινάξει όπως τινά-ζουν τα παστά ψάρια για να φύγει το χοντρό αλάτι.Αντί γι’αυτό,του χάιδεψε το µέτω-πο και τον ρώτησε αν ήθελε κάτι άλλο. -Ναι,ψιθύρισε.Διψάω.Δώσε µου κάτι να πιώ.Κατούρησέ µε,εν ανάγκη. -Δεν µπορώ.Δεν µού’ρχονται. -Τότε φέρε µου νερό.Νερό.Νερό,νερό,νερό,χχχχχ… Οι τελευταίες του λέξεις πνίγηκαν σ’έναν ρόδινο αφρό,πιθανώς από την οδο-ντόπαστα,οπότε η Ούρσα σηκώθηκε φοβισµένη για να πάει στην κουζίνα για να του φέρει το νερό που ζητούσε.Αλλά ο Πόρκους,που την είδε µε την άκρη του µατιού του να του γυρίζει την πλάτη,την άρπαξε απ’το πόδι,και της είπε: -Όχι,όχι κουζίνα.Μπαλκόνι! Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε απορηµένη. -Το λάστιχο,φέρε µου το λάστιχο,είπε ο Πόρκους µε τα τελευταία αποθέµατα δύναµης,κι έπειτα έκλεισε τα µάτια του κι άρχισε να βογγάει ότι ξεψυχούσε. Η Ούρσα βγήκε γρήγορα στο µπαλκόνι,κι έπειτα από λίγο γύρισε κρατώντας το λάστιχο του ποτίσµατος.Αφού σφήνωσε την άκρη του στα δόντια του Πόρκους,ξα-ναβγήκε έξω,και πριν ανοίξει τη βρύση,φώναξε: -Είσαι έτοιµος;Ανοίγω το νερό-πρόσεξε µην πνιγείς! Το χέρι του σηκώθηκε τρέµοντας,και της έγνεψε.Η Ούρσα γύρισε τον µοχλό και το λάστιχο σκλήρυνε απότοµα από την πίεση του νερού.Για να βεβαιωθεί ότι δεν θα πνιγόταν,κοιτούσε απ’το παράθυρο τον φτωχό της σύζυγο,ο οποίος πάσχιζε να ανατρέψει το δολοφονικό περίσσευµα του αλατιού στο αίµα του.Είχε γουρλώσει τα µάτια,ενώ απ’την προσπάθεια να καταπίνει όλο αυτό το νερό τα µάγουλά του είχαν φουσκώσει.Έτσι όπως το πράσινο λάστιχο χωνόταν σπαρταρώντας µέσα στο στόµα του,στο κέντρο της ανάκατης κόµµης και της γενειάδας του,ο Πόρκους έµοιαζε µε µαγκούστα που έχει µόλις αρπάξει ένα τεράστιο δηλητηριώδες φίδι απ’την ουρά και προσπαθεί να το ρουφήξει σαν µακαρόνι.Μετά από δυό λεπτά,όταν πλέον άρχισε να φουσκώνει και η κοιλιά του,σήκωσε ξανά το χέρι του,αυτή τη φορά κουνώντας το µε

µανία.Η Ούρσα έκλεισε το νερό και µπήκε γρήγορα µέσα.Σκύβοντας από πάνω του, τράβηξε το λάστιχο,που έκανε καθώς έβγαινε έναν ήχο πώµατος από παλιό µπουκά-λι.Αµέσως µετά,ένα θηριώδες ρέψιµο ξεχύθηκε απ’το στήθος του.Αλληθωρίζοντας από ανακούφιση,ο Πόρκους άνοιξε διάπλατα το στόµα του για να διευκολύνει την ο-µοβροντία,κι όταν αυτή τελείωσε,άφησε ένα «αχ» βαθιάς ικανοποίησης,και τέντωσε το χέρι του προς το µέρος της,για να τον βοηθήσει να σηκωθεί-ένα όχι και τόσο εύκο-λο έργο.Πιασµένοι ο ένας απ’τον αγκώνα του άλλου,έσυραν τα βήµατά τους ως τον καναπέ,όπου σωριάστηκαν. -Σ’ευχαριστώ καρδιά µου,της είπε,χαϊδεύοντάς της το πόδι. Αισθάνοµαι πολύ καλύτερα τώρα.Θα έλεγα ότι αισθάνοµαι σχεδόν ρωµαλέος. Η Ούρσα τον κοίταξε πρώτα χαµογελώντας,κι έπειτα έσµιξε τα φρύδια µε αυ-στηρότητα.Για να δείξει ότι του είχε θυµώσει,χαστούκισε τον αέρα µπροστά στο πρό-σωπό του,µιµούµενη-«Πάφ!»-τον ήχο ενός πραγµατικού χαστουκιού. -Γιατί βρε ψυχή µου έφαγες το αλάτι;Θα σε σκότωνε η αφέλεια!Τί λαίµαργο που είσαι! Μ’αυτά τα λόγια τον χάιδεψε στο κεφάλι,ισιώνοντας τα τσουλούφια που πετούσαν. Ανησύχησα πολύ όταν σε είδα πεσµένο στο πάτωµα-για µια στιγµή φοβή-θηκα ότι είχες βγεί νοκ-άουτ. Ο Πόρκους την χτύπησε µερικές φορές απαλά στο γόνατο,για να την καθησυ-χάσει. -Έλα,έλα,δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς πιά.Είµαι µια χαρά.Αλήθεια λέω. Και για να το αποδείξει,έγειρε κοντά της και την φίλησε.Στην αρχή η Ούρσα πρότει-νε κι αυτή τα χείλη µε λαχτάρα,µόλις όµως γεύτηκε το αλάτι που είχε ακόµη στο στό-µα του,τον έσπρωξε πίσω µε συγκρατηµένη αηδία.Ήταν σαν νά’χε φιλήσει τη Νεκρά Θάλασσα. «Το µόνο πρόβληµα,» πρόσθεσε ύστερα από λίγο, «είναι ότι µε όλα αυτά τα αλµυρά και τα ξυνά που έφαγα,µου άνοιξε περισσότερο η όρεξη.Και τώρα δεν έ-χουµε τίποτε πια µέσα στο σπίτι που να τρώγεται.» -Λές να µην το ξέρω; είπε η Ούρσα,κάπως νευρική. -Και τώρα,τί θα κάνουµε,που εγώ πεινάω; Εκείνη τη στιγµή,σαν ανέλπιστη απάντηση στον Πόρκους,από το γειτονικό διαµέρισµα ακούστηκε ένα βαθύ,δυνατό βογγητό.Καθώς το είχαν ακούσει κι οι δυό, κοιτάχτηκαν µεταξύ τους έκπληκτοι. -Τί ήταν αυτό; -Υπάρχει κι άλλος τρελλός στην πολυκατοικία που να είναι ξύπνιος αυτή την ώρα;Εγώ νόµιζα ότι ο διπλανός µας κοιµόταν µε τις κότες. Πράγµατι,όσα χρόνια µέναν σ’αυτή την πολυκατοικία,θεωρούσαν ότι ο όρο-φός τους ήταν σκέτο νεκροταφείο.Ο άνδρας που έµενε στο γειτονικό διαµέρισµα ή-ταν δάσκαλος-ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχαν-όµως,και παρά το νεαρό της ηλικίας του,αντί να ξενυχτά ακούγοντας µουσική,βλέποντας ταινίες,ή γαµώντας άλ-λες συνοµήλικες δασκάλες (ή και µαθήτριές του) αυτός έσβηνε τα φώτα από τις οχτώ το βράδυ.Ιδιαίτερα µετά τα µεσάνυχτα,η σιωπή στο διπλανό σπίτι ήταν αδιαπέραστη. Από τη µία φορά που είχε µπεί στο σπίτι του κατά τύχη-για να ζητήσει ζάχαρη που θέλανε να φάνε σκέτη (αν και σ’εκείνον είχε πεί ότι την χρειαζόταν για ένα κέικ)-η Ούρσα είχε παρατηρήσει πως το υπνοδωµάτιο του νεαρού δασκάλου βρισκόταν ακρι-βώς πίσω απ’τον τοίχο του σαλονιού τους.Έτσι,όταν κάποιες νύχτες επιδίδονταν σε όργια στο σαλόνι,τρώγοντας θορυβωδώς ή ακούγοντας µουσική στη διαπασών,απ’τη σκέψη τους περνούσαν,φευγαλέες σαν σκιές οι τύψεις,που ταράζαν τον ύπνο αυτού

του τόσο ήσυχου γείτονα.Κι αν µέχρι τώρα δεν είχαν περιορίσει καθόλου τις συνή-θειές τους,ήταν γιατί ποτέ δεν είχαν δεχτεί έστω και µία παρατήρηση από δαύτον,α-φού έτσι κι αλλιώς δεν έβγαινε ποτέ απ’το διαµέρισµά του.Το βογγητό λοιπόν που είχε ακουστεί απ’την κρεβατοκάµαρά του,τους είχε ξαφνιάσει διπλά.Πώς ήταν δυνα-τό να µην κοιµάται;Κι αν ήταν ξύπνιος,τί στο διάβολο έκανε;Νοιώθοντας την περιέρ-γεια να τον φαγουρίζει όπως µια δερµατική ασθένεια,ο Πόρκους σηκώθηκε απ’τον καναπέ και προχώρησε στις µύτες των ποδιών µέχρι τον απέναντι τοίχο,για να στήσει αυτί.Η Ούρσα,που ήθελε να κάνει το ίδιο αλλά δεν είχε προλάβει,τον επέπληξε. -Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα,του είπε χαµηλόφωνα. -Σσσ,ψιθύρισε εκείνος. Μην κάνεις θόρυβο.Ποιόν σκότωσες; -Όχι εγώ-η περιέργεια.Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. -Και τί την έκανε αφού την σκότωσε; Η Ούρσα είχε απελπιστεί που η τόσο εύστοχη παροιµία της δεν είχε κανένα αποτέλεσµα πάνω του. -Ξέρω ‘γώ; ψιθύρισε θυµωµένη. Την έψησε και την έφαγε! -Μµµ,είπε ο Πόρκους και ξερογλείφτηκε. Τρελλαίνοµαι για ψητή γάτα! Την στιχοµυθία τους διέκοψε ένα δεύτερο βογγητό,ακόµη πιο δυνατό απ’το πρώτο,αλλά και πιο βαθύ.Δεν υπήρχε αµφιβολία ότι ήταν ο δάσκαλος που βογγούσε έτσι,όµως εξαιτίας του τοίχου που παρεµβάλλονταν,ήταν αδύνατο να διακρίνουν αν επρόκειτο για κραυγή ευχαρίστησης ή πόνου.Πριν περάσει ένα λεπτό,το δεύτερο βογ-γητό ακολούθησε κι ένα τρίτο,που εξαντλήθηκε σε µια σειρά από βαθείς αναστεναγ-µούς.Η Ούρσα κοίταξε τον Πόρκους πονηρά. -Λοιπόν,είπε,απόψε ο διπλανός µας είτε γαµεί,είτε δολοφονεί. -Ναί,αλλά τί από τα δύο;Το να ζούµε δίπλα σ’έναν που γαµάει δεν έχει κανέ-να ενδιαφέρον.Όλος ο κόσµος γαµάει.Αλλά ένας δολοφόνος έχει άλλη χάρη. -Είναι περίεργο,αλλά και τις τρείς φορές δεν µπόρεσα να καταλάβω αν αυτός που βογγούσε-όποιος κι αν ήταν-το έκανε από κάυλα ή από πόνο. -Ούτε κι εγώ,συµφώνησε ο Πόρκους. Τώρα που το σκέφτοµαι,µου θυµίζει τον τίτλο ενός βιβλίου που είχαµε δεί σ’ένα θρησκευτικό βιβλοπωλείο-ξέρεις,ένα από ε-κείνα τα εγχειρίδια που εξηγούν πόσο κακό είναι να γαµηθεί µια κοπέλα,ιδιαίτερα αν ο Θεός δεν έχει ευλογήσει πρώτα την ψωλή του γαµιά της µε τα δεσµά του γάµου.Δεν ξέρω αν το θυµάσαι.Λεγόταν,νοµίζω ακριβώς έτσι: «Ηδονή ή οδύνη;» -Σσσ,κάνε ησυχία,µήπως τον ξανακούσουµε. Όσο όµως κι αν περίµεναν σιωπηλοί,τρέµοντας από την περιέργεια,από το υ-πνοδωµάτιο του διπλανού δεν ακούστηκε το παραµικρό.Αν γαµούσε,µάλλον είχε χύ-σει,κι αν δολοφονούσε,µάλλον το θύµα του τα είχε τινάξει.Όταν κατάλαβαν ότι δεν είχαν λόγο να αφουγκράζονται άλλο,ο Πόρκους κάθισε και πάλι στον καναπέ. -Πολύ περίεργο,είπε. Τί ώρα είναι; -Δύο και τέταρτο. Έπειτα έµειναν και πάλι σιωπηλοί.Στο µυαλό και των δύο γεννιόταν η ίδια παράτολµη ιδέα.Σε λίγο,από τα χείλη του κρεµόταν η ίδια ανήκουστη πρόταση.Έτσι, όταν το πήραν απόφαση,είπαν συγχρόνως τα ίδια λόγια. -Τί λές,πάµε δίπλα να δούµε τί έγινε; -Ρέ κάθαρµα,είπε η Ούρσα γελώντας,πώς γίνεται να σκέφτεσαι ακόµη το φαί; -Καθόλου,είπε ο Πόρκους για να αµυνθεί τον εαυτό του.Ωστόσο το πλατύ του χαµόγελο τον πρόδιδε. «Καθόλου δεν σκεφτόµουν το φαί.Εσύ το σκεφτόσουν,γι’αυτό

και είπες ότι εγώ το σκεφτόµουν,για να µην παραδεχτείς ότι είσαι µια λαίµαργη γου-ρούνα!» -Εγώ είµαι γουρούνα;είπε,και τού’ριξε µια φάπα.Εκείνος της επιτέθηκε κι άρ-χισε να της γαργαλάει τα βυζιά. «Μή!Μή!Σταµάτα!» ούρλιαξε η Ούρσα και πετά-χτηκε απ’τον καναπέ.Καθώς µιλούσε,την έπιαναν συνεχώς τα γέλια. «Εγώ πρότεινα να πάµε δίπλα µόνο και µόνο επειδή ανησύχησα για τον καηµένο το δάσκαλο,που βογγούσε µες στη µαύρη νύχτα.Μπορεί κάτι να του συνέβη.» -Σε ποιόν τα πουλάς αυτά;Αφού δεν δίνεις ούτε ένα αρχίδι για το δάσκαλο!Κι αν κάναµε λάθος κι ο άνθρωπος γαµούσε,ή τραβούσε µαλακία,και µπούµε και τον δούµε µε την ψωλή στο χέρι,τί θα πούµε; «Καλησπέρα σας,µας συγχωρείτε για την ενόχληση,αλλά σας ακούσαµε να την παίζετε κι ανησυχήσαµε µην τυφλωθείτε;» -Όχι βρε παιδί µου.Θα πούµε ότι ήµασταν περαστικοί. -Περαστικοί απ’το µπαλκόνι του ξένου σπιτιού;Κι ακόµη πώς θα περάσουµε στο διπλανό µπαλκόνι;Το σκέφτηκες αυτό; -Αυτό είναι απλούστατο.Θα ανεβούµε στην σκάλα που έχουµε για το πατάρι, θα περάσουµε τα κάγκελα,και θα πηδήξουµε απέναντι. -Αποκλείεται.Θα πέσουµε και θα γίνουµε χιλιάδες κοµµάτια. -Μα πώς είναι δυνατόν να σε δέρνει συνεχώς η αφέλεια;Για έλα µαζί µου. Και µ’αυτά τα λόγια η Ούρσα βγήκε στο µπαλκόνι.Ο Πόρκους την ακολούθησε,κι όταν βγήκε,εκείνη του έδειξε το κενό που υπήρχε ανάµεσα στα δυό µπαλκόνια. «Ορίστε,» του είπε ψιθυριστά για να µην ακουστούν «πές µου ότι χωράς να πέσεις από εδώ.Ού-τε τα µπουτάκια σου δεν χωράνε,πολύ περισσότερο η κοιλιά σου!Δεν είναι τίποτε. Μπορούµε ακόµη και να κυλιστούµε πάνω απ’το χώρισµα των µπαλκονιών.» Τώρα που το έβλεπε από κοντά,µάλλον είχε δίκιο.Τίποτε δεν µπορεί να πέσει από µια τρύπα που δεν το χωράει.Ωστόσο είχε ακόµη κάποιους ηθικούς ενδοιασµούς. -Καλά όλα αυτά,είπε,αλλά θα µπούµε τώρα στο σπίτι του ξένου ανθρώπου για να κλέψουµε φαγητό;Είµαστε σοβαροί; -Καθόλου σοβαροί.Είµαστε απλώς πεινασµένοι.Κι εξάλλου δεν θα πάρουµε τίποτα ακριβό-τηλεοράσεις και κοσµήµατα,που βουτάνε οι ηλίθιοι οι κλέφτες.Κανένα σαλαµάκι,λίγο τυρί,κι αν έχει και ψωµί ή καµµιά σοκολάτα για επιδόρπιο. -Δηλαδή το εννοείς. Χρειαζόταν µία ακόµη κατάφαση,και θα είχε πειστεί. -Φυσικά και το εννοώ,είπε η Ούρσα,και τον έπεισε. -Τότε πάω να φέρω τη σκάλα. Δυό λεπτά αργότερα,η Ούρσα-µιας και η ιδέα ήταν δική της-µπουσουλούσε προσεκτικά πάνω απ’το χάσµα.Μόλις τα βυζιά της κρεµάστηκαν στα κάγκελα του γειτονικού µπαλκονιού,έσπρωξε όλο της το σώµα µε δύναµη κι έπεσε µέσα στο µπαλ-κόνι σαν σάπιο φρούτο.Ο Πόρκους την ακολούθησε,ανεβαίνοντας δειλά τα σκαλο-πάτια ένα-ένα.Μόλις σηκώθηκε και τον είδε,τον µάλωσε χαµηλόφωνα. -Άντε παιδάκι µου,τί σόι διαρρήκτης είσαι εσύ;Κοίτα αργοπορία!Θαρρείς και είναι να µπεί στη θάλασσα και φοβάται µην κρυώσει!Έλα!Το νερό είναι ζεστό! -Μην λες τέτοια πράγµατα,της είπε εκείνος φοβισµένος. Το στοµάχι του είχε βαρύνει τόσο απ’το νερό που είχε πιεί,ώστε και µόνο η σκέψη της θάλασσας τον έκα-νε να αισθάνεται ότι έχει πνιγεί.Αφού ανέβηκε τη µικρή σκάλα,κυλίστηκε κι αυτός πάνω από το κενό,κι έπεσε στο γειτονικό µπαλκόνι,πλακώνοντας την Ούρσα,που δεν είχε προλάβει στο µεταξύ να κάνει χώρο.Σαν µεγάλη πίπιζα,που ξαφνικά βγαίνει όλος ο αέρας από µέσα της,η Ούρσα άφησε µια κραυγή κάτω απ’το βάρος του.

-Σσστ,της είπε ο Πόρκους. Μην φωνάζεις!Θα τον ξυπνήσουµε! -Δεν µπορώ,ψιθύρισε εκείνη,στραγγίζοντας όλη της την πνοή. Σήκω!Σήκω! Μου πατάς τα βυζιά!Αµάν πιά!Για τίποτε δεν είσαι ικανός! Φυσικά,δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν µήπως ξυπνήσουν τον γείτονά τους,όµως αυτό θα το µάθαιναν σε λίγο.Όσο για σας,που ίσως µε δυσπιστία διαβάζε-τε την παράτολµη αυτή εξόρµηση του ζευγαριού,θεωρώντας την υπερβολική,έχω να σας πώ µονάχα ένα πράγµα-η αληθινή επιθυµία,η λαιµαργία για ένα πάθος,για ένα ο-ποιοδήποτε πάθος,δεν γνωρίζει υπερβολές.Και για ν’αποδείξω τους ισχυρισµούς µου, θα σας φέρω ένα παράδειγµα απ’το-δυστυχώς για σας-πιο προσφιλές σας πάθος του έρωτα.Πρόσφατα λοιπόν ένας αγαπητός µου φίλος,καλός και ηλίθιος όπως πρέπει να είναι όλοι οι φίλοι,µου εκµυστηρεύτηκε ένα περιστατικό που του είχε συµβεί,αφού πρώτα µ’έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα το πώς σε κανέναν.Εγώ βέβαια τώρα σπάζω αυό τον όρκο,αλλά δεν έχω ενδοιασµούς-αν ντρεπόταν τόσο για την ηλιθιότητά του, δεν έπρεπε να µου το εξοµολογηθεί.Αυτός λοιπόν ο φίλος µου,φρόντιζε για λογαρια-σµό του εκκεντρικού του θείου,που έλειπε στο εξωτερικό για µερικούς µήνες,το τε-ράστιο σπίτι του,ποτίζοντας τις γλάστρες µε τους φύκους κι όλες αυτές τις µαλακίες που συλλέγουν οι εκκεντρικοί άνθρωποι µέχρι να πεθάνουν και να τους κληρονοµή-σουν τα ανήψια τους.Επειδή λοιπόν το διαµέρισµα αυτό κατείχε εξαιρετικά θέλγητρα, από αυτά που σαγηνεύουν τις ταπεινές µικροαστές και γενικώς τις µουνίτσες που φλερτάρουν και πηδιούνται εύκολα,ο φίλος µου σκέφθηκε να εκµεταλλευτεί την πε-ρίσταση προς όφελός του.Αφού ντύθηκε µε τα καλύτερα ρούχα του,πήγε σ’ένα από τα πλέον καλόφηµα µπάρ της µπορζουαζίας,και διαλέγοντας την γοητευτικότερη κα-τά τα γούστα του κοπέλα,κάθισε δίπλα της κι άρχισε να την ποιλορκεί µε διαδοχικά κεράσµατα.Η κοπέλα,έχοντας προφανώς κάποια στοιχειώδη ανατροφή,δεν συµφώνη-σε να γαµηθούν το ίδιο εκείνο βράδυ,και συνολικά µάλλον απέφευγε τις ερωτικού περιεχοµένου κρούσεις του.Όµως εκείνος δεν έλεγε να καταλάβει.Αφού µέθυσε µό-νος του,της έκλεισε ραντεβού για το επόµενο βράδυ στο σπίτι του θείου του,κι ύστε-ρα έφυγε από το µπαρ,τρεκλίζοντας ευτυχής προς κάθε κατεύθυνση.Το επόµενο πρωί, όταν ξύπνησε,ξεκίνησε µανιωδώς τις ετοιµασίες.Σκόπευε να εντυπωσιάσει τη νεαρή του φίλη,οικειοποιούµενος το αριστοκρατικό περιβάλλον του ξένου διαµερίσµατος, και διανθίζοντάς το µε διάφορα,κατά την γνώµη του,αφροδισιακά αντικείµενα.Για παράδειγµα,θα αγόραζε φράουλες τις οποίες θα τις πρόσφερε µε σαντιγύ και σαµπά-νια-ηλίθια πρακτική της ψευδο-αριστοκρατίας,αφού όλοι ξέρουν ότι οι φράουλες ταιριάζουν καλύτερα µε την σοκολάτα,και µάλιστα την πικρή-θα έραινε το κρεβάτι µε ροδοπέταλα, και για το αποκορύφωµα της βραδυάς,θα την φωτογράφιζε γυµνή,αν φυσικά δεχόταν κάτι τέτοιο.Έτσι,κάµνοντας µια διόλου ευκαταφρόνητη ανάληψη απ’τον λογαριασµό του στην τράπεζα,πήρε σβάρνα τα µαγαζιά.Μέσα στην ταραχή του,φυσικά,ξέχασε τα µισά απ’όσα σκόπευε να αγοράσει.Όταν λοιπόν ανέβηκε για πρώτη φορά στο διαµέρισµα,είχε πάρει µονάχα τις φράουλες και τα λουλούδια-είχε ξεχάσει την φωτογραφική µηχανή µε το τρίποδο,τη σαµπάνια,και τη σαντιγύ.Και,κά-τι που ξέχασα να σας αναφέρω,το διαµέρισµα βρισκόταν στον έκτο όροφο µιας σχε-τικά παλιάς πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ.Αφού ξελαχάνιασε κάπως,κατέβηκε τρέ-χοντας κάτω κι αγόρασε τη σαµπάνια και τη σαντιγύ.Κι επειδή εκεί γύρω δεν υπήρχε κανένα κατάστηµα µε φωτογραφικά είδη,κι ο ενθουσιασµός του ξεχείλιζε όπως ήλπι-ζε το βράδυ να του ξεχίλιζε το σπέρµα,ανέβηκε για δεύτερη φορά έχοντας ξεχάσει τη µηχανή.Αναγκασµένος να επαναλάβει,παραπατώντας πια την ίδια διαδροµή,όταν α-

κούµπησε την µηχανή στο τραπέζι του σαλονιού του θείου του,ορκίστηκε ότι δεν θα υπέβαλλε ποτέ ξανά τον εαυτό του σε µια τέτοια δοκιµασία,αφού η υπέρβαρη καρδιά του κόντευε να σκάσει από την κούραση.Όµως είχε ξεχάσει να συνυπολογίσει την η-λιθιότητά του.Γιατί λίγο αφότου είχε φτάσει στο σπίτι του,κι είχε πάρει σχολαστικά το λουτρό του-πασχίζοντας να συγκρατηθεί για να µην µαλακιστεί µέσα στο µπάνιο- θυµήθηκε ότι δεν είχε µαδήσει τα τριαντάφυλλα πάνω στο κρεβάτι,όπως είχε αρχικά σχεδιάσει.Αλλόφρων,µπήκε σ’ένα ταξί,έφτασε στην πολυκατοικία,κι ανέβηκε τους έξι ορόφους για τέταρτη φορά µέσα στην ίδια µέρα.Δεν ήξερε αν θα άντεχε και µια πέµπτη,τα νεύρα-κι οι γάµπες του-είχαν κουρελιαστεί,κι εκτός αυτού έπρεπε να επι-στρέψει ξανά στο σπίτι για να ξαναλουστεί,αφού είχε ιδρώσει σαν το µοσχάρι,και στο σπίτι του θείου δεν υπήρχε ούτε σαπούνι ούτε σαµπουάν.Πώς θα γαµούσε βρώµικος; Έτσι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες,σταµάτησε στον τρίτο γιατί είχε ξεχάσει να κλειδώσει την πόρτα,ανέβηκε,κλείδωσε,ξανακατέβηκε,και λίγο πριν φτάσει στο ισό-γειο,έπεσε απ’τη σκάλα και στραµπούληξε τον δεξιό του αστράγαλο.Τώρα,εκτός των άλλων,θα έπρεπε να εµφανιστεί στο ραντεβού τους κουτσαίνοντας.Κι είχε στην διά-θεσή του µόνο µισή ώρα,αφού είχε κλείσει το ραντεβού για τις δέκα κι ήταν ήδη εν-νιάµιση.Με υπερφυσικές προσπάθειες,τα κατάφερε να βρίσκεται πράγµατι στην ώρα του,λίγα µέτρα µακριά απ’την είσοδο της πολυκατοικίας.Όµως η κοπέλα δεν ερχόταν.Δεν ερχόταν στις εννιάµιση,δεν ερχόταν στις δέκα παρά τέταρτο,δεν ερχόταν καν στις δέκα στρογγυλές.Θεωρώντας πως ίσως κάτι της είχε συµβεί,ο ανόητος φίλος µου αποφάσισε να την περιµένει στο σπίτι,κοιτάζοντας από το µπαλκόνι στο δρόµο,ώστε όταν την έβλεπε θα την φώναζε και θα της άνοιγε από το θυροτηλέφωνο για να ανέβει.Μέσα στον οίστρο του,η αλλαγή αυτή του φαινόταν πως αύξαινε την αριστοκρατικότητα της όλης βραδυάς.Με φριχτούς πόνους,σχεδόν ανάλογους µε της Μικρής Γοργόνας µετά την µεταµόρφωσή της,άρχισε να ανεβαίνει για πέµπτη φορά την σκάλα του µαρτυρίου,σέρνοντας το πληγωµένο δεξί του πόδι. Όταν έφτασε στον έκτο όροφο και µπήκε στο σπίτι,ήταν µούσκεµα στον ιδρώτα και νόµιζε πως θα πεθάνει.Για να µην προλάβει δε να βρωµίσει,έβγαλε γρήγορα το σακάκι του,και ξεκούµπωσε το πουκάµισό του,για να επιδείξει το τριχωτό του στήθος-φρικαλέα αρρενωπή συνήθεια.Έπειτα βγήκε στο µπαλκόνι κι άρχισε να περιµένει,κρεµασµένος στα κάγκελα.Όµως έµελλε να πάρει και πάλι τον πούτσο,αφού η κοπέλα δεν εµφανίστηκε ούτε στις έντεκα,ούτε στις δώδεκα.Λίγο µετά τα µεσάνυχτα,κι αφού είχε πάθει µια ελαφρά ψύξη στα αριστερά πλευρά του απ’το να κάθεται ηµίγυµνος στον κρύο βραδυνό αέρα,µπήκε µέσα απογοητευµένος.Και τότε,καθώς προσπαθούσε να δικαιολογήσει την τραγική αυτή απόρριψη,συνειδητοποίησε το σφάλµα του.Μέσα στην απερίγραπτη φλυαρία του χθεσινοβραδυνού µεθυσιού,όχι µόνο δεν είχε δώσει στην κοπέλα το τηλέφωνο ή το επίθετό του,αλλά δεν της είχε πεί ούτε πού βρισκόταν το σπίτι του θείου.Είχε δώσει ραντεβού µε τον εαυτό του.Η κοπέλα φυσικά και δεν θα ερχόταν,αφού δεν γνώριζε το σηµείο της συνάντησής τους,κι ήταν πολύ αργά για να βγεί και να την ψάξει στο ίδιο µπάρ.Το πιθανότερο ήταν να µην την έβρισκε ποτέ ξα-νά.Ωστόσο,και παρόλη την απογοήτευση,η φλόγα του ερωτικού πάθους εξακολου-θούσε να καίει εντός του,κι έµελλε να τον σπρώξει σε νέες ηλιθιότητες.Έτσι,προσπα-θώντας να µην βλέπει και να µην σκέπτεται τα έξοδα που µάταια είχε κάνει,έβγαλε τις φράουλες από το ψυγείο κι άρχισε να τις τρώει µόνος του,µε την ελπίδα να έχουν και πάνω του κάποια διεγερτική επίδραση.Αλλά τίποτε τέτοιο δεν συνέβη.Απλώς,στη δεύτερη φράουλα,το κοµµάτι που δάγκωσε του έπεσε απ’το στόµα,αφήνοντας ένα

τροµερό κόκκινο λεκκέ πάνω στην ακριβή άσπρη µοκέττα.Πανικόβλητος,προσπάθη-σε να την καθαρίσει µε νερό,αλλά ο λεκκές γινόταν ρόζ και άπλωνε.Κι από την άλλη ο πανικός του αύξαινε κατακόρυφα τον οίστρο.Αποφάσισε να µαλακιστεί,για να δώ-σει στη βραδυά ένα κάποιο αίσιο τέλος.Και για να εκδικηθεί την κοπέλα για την δική του βλακεία,θα µαλακιζόταν µε τη φαντασίωση ότι την γαµούσε απ’τον κώλο,ενώ ε-κείνη του έφερνε αντίσταση.Αυτή η ιδέα του την σήκωνε πολύ.Πήγε λοιπόν στην κρεβατοκάµαρα,γυµνώθηκε,ξάπλωσε πάνω στα ροδοπέταλα,κι άρχισε να λικνίζεται βίαια,τρίβοντας την στύση του στο πάπλωµα και φωνάζοντας: «Σου αρέσει πουτανί-τσα;Σου αρέσει που σου σκίζω τον κώλο;» Ο καηµένος,αδυνατούσε να φανταστεί πόσο εξαιρετικά γελοίο ήταν το θέαµα που παρουσίαζε.Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον οργασµό,για να µην χύσει πάνω στο πάπλωµα-το σπίτι είχε ήδη έναν λεκκέ εξαιτίας του-ανασηκώθηκε λίγο κι έφερε την χούφτα του κάτω απ’την ψωλή του.Τότε αντί-κρυσε το φρικτό θέαµα.Τα κόκκινα ροδοπέταλα είχαν βάψει το πάπλωµα και τα σε-ντόνια,που ήσαν γεµάτα κόκκινους λεκκέδες.Αφήνοντας µια κραυγή-πώς θα τα διόρ-θωνε όλα αυτά;-ο κουτός µου φίλος σηκώθηκε κι έτρεξε µακριά απ’το υπνοδωµάτιο, για να τελειώσει την µαλακία του ήσυχος.Φυσικά,όταν έχυνε,τα προβλήµατα θα επέ-στρεφαν δριµύτατα,όµως όπως όλοι οι αυνανιστές,προτιµούσε να µην το σκέπτεται. Αντί γι’αυτό,πήγε στο µπάνιο.Θα έχυνε µέσα στην τουαλέττα.Άρχισε έτσι να µαλακί-ζεται µε κλειστά µάτια,ώσπου,και πάλι λίγο πριν τον οργασµό,άνοιξε τα µάτια του για να πετύχει κέντρο και παρατήρησε µια βαθιά τρύπα στον τοίχο,πάνω απ’την µπα-νιέρα.Άπληστος κι υπερβολικός στην καύλα του-γιατί αυτό θέλω να σας τονίσω,ότι κι εσείς έτσι υπερβολικοί γίνεστε όταν καυλώνετε-προχώρησε µ’ανοιχτά πόδια,σαν τη χήνα,κι έχωσε την ψωλή του µέσα στην τρύπα.Όµως η πολυκατοικία,όπως σας είπα ήδη,ήταν σχετικά παλιά.Και στις παλιές οικοδοµές,σε τρύπες και λαγούµια που επι-κοινωνούν ανάµεσα σε όλα τα διαµερίσµατα,πολύ συχνά κάνουν τη φωλιά τους διά-φορα τρωκτικά.Προτού λοιπόν καλά-καλά βολευτεί µέσα στο τεχνητό µουνί του τοί-χου,ο φίλος µου ένοιωσε έναν τροµερό πόνο στη βάλανο,τραβήχτηκε,κι έβγαλε,κρε-µασµένη απ’την ψωλή του µε τα δόντια,µια ποντικοµάνα µεγάλη όσο και το παπάρι του.Καταλαβαίνετε τον πόνο και τον φόβο του,καθώς και τον εξευτελισµό που υπέ-στη στο νοσοκοµείο που διανυκτέρευε,όταν κατέφτασε κουτσαίνοντας κι αναγκάστη-κε να παραδεχτεί στους γιατρούς ότι ένα ποντίκι του είχε δαγκώσει την ψωλή. Όµως τώρα ξεχάστε αυτή την διδακτική παρένθεση.Γιατί την ίδια ώρα που σας την αφηγούµαι,η Ούρσα και ο Πόρκους έσπρωχναν νυχοπατώντας την µπαλκο-νόπορτα που οδηγούσε στην κρεβατοκάµαρα του γείτονά τους,κι έµπαιναν µέσα. VII. Το σπίτι του δασκάλου

ήταν ένα µίζερο διαµέρισµα,αν κι είχε την ίδια ακριβώς έκταση µε το διαµέρι-σµα του Πόρκους και της Ούρσα.Η µιζέρια του οφείλονταν δηλαδή όχι στο σπίτι κα-θεαυτό,αλλά στον µαλάκα που κατοικούσε µέσα του.Ο φιλήσυχος λοιπόν γείτονας ήταν στην πραγµατικότητα,και σε αντίθεση µε την κοινωνική του συµπεριφορά,που άγγιζε τα όρια του αυτισµού,ένας άνθρωπος εξαιρετικά καλλιεργηµένος,ωστόσο µε την κυριολεκτική έννοια της λέξης.Αυτό που θέλω να πώ είναι ότι,όπως ακριβώς τα

χωράφια δεν έχουν ποτέ συναίσθηση της θαυµαστής τους καλλιέργειας,η οποία µπο-ρεί να περιλαµβάνει λαχταριστές βερυκοκιές,κερασιές που ο καρπός τους είναι σαν τη ρώγα της λεχώνας,ή καρπούζια µεγάλα όσο τα αρχίδια των θεών,έτσι κι ο φτωχός, ηλίθιος δάσκαλος,δεν ένοιωθε τη σηµασία της µόρφωσης που του είχε χαριστεί.Το σφάλµα ίσως ανήκε στους πιεστικούς γονείς του,όµως πιθανότατα ήταν εξίσου και δι-κό του,και τέλος πάντων,µετά από κάποια ηλικία είναι ντροπή κανείς να καταφεύγει συνεχώς στην ψυχανάλυση για να απεκδύεται των ευθυνών του.Στην παιδική του ηλι-κία είχε µάθει να παίζει πιάνο-µια πολυτέλεια που πολλοί αυτοδίδακτοι µουσικοί θα έδιναν κώλο για να είχαν-ενώ συγχρόνως καλλιεργούσε την γλωσσοµάθειά του και τις γνώσεις του στις θετικές επιστήµες.Στην εφηβεία του,πολύγλωττος πλέον και φτα-σµένος πιανίστας,άρχισε να εντρυφεί στην ιστορία,τις κοινωνικές και πολιτικές επι-στήµες,κι απέκτησε έναν µανδύα µαρξιστικού φλέγµατος γύρω απ’την πουλτέλεια της ζωής του.Ωστόσο,σαν µακροπρόθεσµη κατάρα της ίδιας του της φύσης,ο άνθρω-πος αυτός είχε χάσει µε τα χρόνια κάθε ενδιαφέρον για τον τεράστιο γνωστικό του πλούτο,και σπαταλούσε τον καιρό του ανάµεσα στο σχολείο όπου δούλευε,σε όργανα γυµναστικής-που είχαν σκοπό να συντηρήσουν µιαν εικόνα ακµής για το παρηκµα-σµένο,ανέραστο σώµα του-και σε µικροαστικές κοµµατικές φιλοδοξίες,µε το όνειρο όχι να αλλάξει τον κόσµο,αλλά ίσως να πειστεί κάποια στιγµή ότι ο κόσµος άξιζε τον κόπο και ως είχε.Με κανένα τρόπο όµως δεν µπορούσε να αισθανθεί όρεξη,λαιµαργία για τα πνευµατικά αγαθά που είχε στο σπίτι του,µε τον ίδιο τρόπο που περιφρονούσε και τα υλικά αγαθά,κρατώντας το σώµα του αποκρουστικά αδύνατο και γυµνασµένο. Αν κανείς συζητούσε µαζί του (κι ήταν ελάχιστοι αυτοί που το έκαναν,µιας και κανείς δεν θέλει να έχει συναλλαγές µε µαλάκες) θα διαπίστωνε στις απόψεις του,στις κινήσεις των χεριών,ακόµα και στον τόνο της φωνής του,µιαν αξεπέραστη πλήξη,µια νωθρή ουδετερότητα,και πάνω απ’όλα την αδυναµία να υποστηρίξει έστω και µία ιδέα µε αληθινό πάθος.Καµµία σχέση,δηλαδή,µε τις εµπαθείς συζητήσεις γύρω απ’την ζωή και την µουσική που είχαν ο Πόρκους κι η Ούρσα κατά το επιδόρπιο. Με λίγα λόγια,ο γείτονάς τους ήταν ένα σκατό,µάλιστα ένα άνοστο σκατό,που δεν είχε ποτέ αποδράσει απ’τον ψυχισµό του ανόρεχτου παιδιού το οποίο σπρώχνεται σε κάθε τί καινούριο παρά την θέλησή του.Έτσι,ήταν ένα άχθος της γής,και το απο-ψινό βράδυ που επιτέλους το συνειδητοποίησε,προχώρησε σε κάτι ουσιαστικό. Σπρώχνοντας τη µισάνοιχτη µπαλκονόπορτα,η Ούρσα άφησε µια πορδή τόσο δυνατή,που παρέσυρε µια µικρή γλάστρα και την έριξε απ’το µπαλκόνι. -Σσστ!Σκάσε επιτέλους!είπε άγρια στον Πόρκους. -Μα δεν έκανα τίποτε,απολογήθηκε συντετριµµένος εκείνος. Εσύ έκλασες! -Α ναί;Ω,µε συγχωρείτε. Και παίρνοντας θάρρος απ’το γεγονός ότι οι εξωφρενικοί τους θόρυβοι δεν εί-χαν ως τώρα προκαλέσει την παραµικρή αντίδραση απ’το εσωτερικό της κρεβατοκά-µαρας,η Ούρσα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και µπήκε µέσα.Ο Πόρκους,που φοβόταν το σκοτάδι όσο τίποτε,την ακολούθησε τρέχοντας,και χωρίς να δεί µες στο σκοτάδι ότι είχε σταθεί ακριβώς στο χώρισµα της πόρτας,την εµβόλισε µε φόρα δέκα πισω-κολλητών,κάνοντάς την να χάσει την ισορροπία της.Για δεύτερη φορά µέσα σε δύο λεπτά,κι οι δυό τους βρίσκονταν πεσµένοι κάτω,κι ο Πόρκους ήταν πάλι από πάνω. -Σταµάτα να µε πλακώνεις,είπε η Ούρσα. Δεν βλέπεις ότι έχω λαχανιάσει;Αν θέλεις να µου βάλεις χέρι,µπορείς να το κάνεις µε πιο ευγενικό τρόπο.

-Συγγνώµη,είπε ο Πόρκους,κι άπλωσε το χέρι του για να πιαστεί από κάπου. Καθώς όµως το σκοτάδι στο δωµάτιο ήταν πυκνό,άρπαξε το καλώδιο ενός πορτατίφ, και στην προσπάθειά του να σηκωθεί απλώς έπεσε λίγο πιο εκεί,παρασέρνοντας µαζί του και το πορτατίφ,που άναψε.Η Ούρσα πρόλαβε να πεί «Κατάρα!» κι έπειτα σώ-πασε,πιστεύοντας ότι το φώς είχε ανάψει ο γείτονάς τους.Συγχρόνως προσπαθούσε να σκεφτεί τί στο διάβολο θα µπορούσαν να του πούν για να δικαιολογήσουν την πα-ρουσία τους.Μόλις όµως ανακάθισε στο πάτωµα κι είδε τον δάσκαλο ξαπλωµένο στο κρεβάτι,µε εµφανή τα σηµάδια του αιώνιου ύπνου,άφησε µια κρυαγή χαράς.Το σπίτι ήταν στη διάθεσή τους.Μπορούσαν να πάρουν ό,τι θέλαν,και να περάσουν εντελώς απαρατήρητοι.Όµως ο Πόρκους,που ήταν ακόµη πεσµένος κάτω µε το πορτατίφ στην αγκαλιά του,δεν κατάλαβε καλά την έκπληξη στη φωνή της,και παρερµηνεύοντάς την ως δυσάρεστο ξάφνιασµα,έσπευσε να απολογηθεί. -Μας συγχωρείτε κύριε καθηγητά,είπε µε τροµερή ταχύτητα,και χωρίς να σηκωθεί απ’τη θέση του,αλλά είχαµε κλειδώσει την πόρτα από µέσα γιατί φοβόµαστε τους διαρρήκτες-σαν κι εµάς-κι έπειτα χάσαµε τα κλειδιά και δεν µπορούσαµε να βγούµε,κι η γυναίκα µου από ‘δώ ήθελε να πάει στην τουαλέττα να χέσει,δηλαδή θέ-λω να πώ ήθελε να αγοράσει µια εφηµερίδα για να σκουπιστεί γιατί µας είχε τελειώ-σει το χαρτί,και για να βγούµε είπαµε να περάσουµε απ’το διαµέρισµά σας,αν δεν σας ενοχλεί φυσικά,και µια που βρισκόµαστε εδώ,ήθελα να ρωτήσω αν έχετε λίγο σα-λαµάκι… -Τί είναι αυτά που λές,Πόρκους;τον διέκοψε η Ούρσα. Ο άνθρωπος είναι νε-κρός!Δεν το βλέπεις; -Νεκρός;είπε εκείνος έκπληκτος,αφήνοντας το πορτατίφ στο πάτωµα. Μα πώς έγινε αυτό;Εµείς νοµίζαµε ότι γαµούσε,ή ότι σκότωνε. -Απ’ό,τι φαίνεται,µάλλον έκανε και τα δυό συγχρόνως,είπε η Ούρσα,και πλη-σίασε για να εξετάσει το νεκρό.Έπειτα από λίγο κι οι δυό στέκονταν από πάνω του. Το πτώµα έφερε τρία µεγάλα τραύµατα,από αραβικό χαντζάρι µε στριφογυρι-στή λάµα,απ’τα οποία κι είχε αιµορραγήσει σαν βουβάλι,ώσπου επήλθε ο θάνατος. Το πρώτο τραύµα είχε γίνει στο λαιµό,το δεύτερο κοντά στην καρδιά,και το τρίτο λί-γο πιό πάνω από τα αρχίδια.Το πτώµα ήταν γυµνό,µη γνωρίζον την ντροπή των ζω-ντανών,ωστόσο αν ο δάσκαλος είχε υπόψιν του ότι το γειτονικό ζευγάρι θα έµπαινε στο σπίτι µετά την αυτοκτονία του,θα είχε σίγουρα φροντίσει να ρίξει ένα σώβρακο επάνω του.Τα σχόλια που αντηλλάγησαν ήσαν το λιγότερο υποτιµητικά. -Κοίτα τί αδύνατος που είναι,είπε ο Πόρκους. -Ισχνός!Απαίσιος!είπε µε απέχθεια η Ούρσα. -Και τί µικρή ψωλή! -Πού η δική,σου αγάπη µου! -Είναι µεγαλύτερη η δική µου;Σ’ευχαριστώ καλή µου,δεν το γνώριζα.Είχα καιρό να την δώ.Πάντως είναι πολύ άσχηµος,έτσι κοκκαλιάρης. -Ίσως γι’αυτό αυτοκτόνησε,γιατί δεν άντεχε άλλο την ασχήµια του. -Πρόκειται περί αυτοκτονίας; Το µυαλό του Πόρκους ποτέ δεν πήγαινε στο κακό,αν προηγουµένως δεν είχε πάει στο ψυγείο. -Μα αφού κρατάει το µαχαίρι στο δεξί του χέρι! -Σωστά.Και στο αριστερό κρατάει την πετσέτα του.Φαίνεται ότι ετοιµαζόταν να δειπνήσει,όταν αυτοκτόνησε.

-Μα τί πετσέτα µου λές;είπε η Ούρσα αγανακτισµένη. Πώς είναι δυνατόν να σκέπτεσαι συνέχεια το φαγητό;Αυτό είναι ένα σηµείωµα! Και µ’αυτά τα λόγια, τρά-βηξε ένα φύλλο χαρτί απ’τα χαλαρά ακόµη δάχτυλα του νεκρού. -Τί γράφει;Τί γράφει;ρώτησε γεµάτος περιέργεια ο Πόρκους. -Δεν καταλαβαίνω.Ελικρινά δεν καταλαβαίνω.Διάβασέ το κι εσύ. Εκείνος το πήρε στα χέρια του µε νοσηρή λαχτάρα,όµως την έκφρασή του διαδέχτηκε γρήγορα η απορία.Το σηµείωµα είχε πιτσιλιστεί από το αίµα,κι από τη θέση του και µόνο θα περίµεναν να εξηγεί τους λόγους της αυτοκτονίας του,µε κά-ποια από αυτά τα ηλίθια επιχειρήµατα των αυτοχείρων,που σε ανθρώπους µε το πνεύ-µα της Ούρσα και του Πόρκους φέρνουν γέλια.Θα µπορούσε για παράδειγµα να γρά-φει: «Δεν µου σηκώνεται πια,γι’αυτό κι εγώ θα πεθάνω για να µάθει η ψωλή µου να µου φέρνει αντιρρήσεις»,όπως στην περίπτωση ενός συγγραφέα της Αµερικής,ή «Ού-τε µια κλανιά.Ούτε ένα ρέψιµο.Δεν θα ξανα-αεριστώ ποτέ πια»,όπως σ’έναν άλλο,Ι-ταλό συγγραφέα.Θα µπορούσε έστω να περιέχει κάποιες υστερο-θάνατες ύβρεις,όπως στις αυτοκτονίες των εφήβων,του τύπου: «Ελπίζω τώρα που είµαι νεκρός,να µετα-νοιώσετε και να κλάψετε µε µαύρο δάκρυ,κουφάλες!»Όµως τίποτε,τίποτε απ’όλα αυτά δεν υπήρχε στο µατωµένο σηµείωµα.Το µόνο που είχε γράψει ο δάσκαλος πριν πεθάνει,ήταν µια σιβυλλική φράση: «Δεν υπάρχουν αρκετά». -Τί µπορεί να σηµαίνει αυτό;ρώτησε ο Πόρκους έπειτα από λίγο. Τί δεν του φαινόταν να υπάρχει σε αρκετή ποσότητα; -Για να σκεφτώ,για να σκεφτώ…,είπε η Ουρσα. Μέχρι να σκεφτεί,ο Πόρκους πήγε ως την ντουλάπα,την άνοιξε,είπε: «Όχι, δεν είναι αυτό» την ξανάκλεισε,και γύρισε δίπλα της. -Γιατί άνοιξες την ντουλάπα;τον ρώτησε. -Σκέφτηκα µήπως εννοούσε ότι δεν υπάρχουν αρκετά ρούχα,γι’αυτό και αυτο-κτόνησε γυµνός,σε ένδιεξη διαµαρτυρίας. Η Ούρσα τον κοίταξε αυστηρά,κι έπειτα είπε: -Όχι,όχι,νοµίζω πως,παρόλη την ηλιθιότητά του,ο δάσκαλος ήθελε να πεί κάτι πιο συµβολικό µε αυτές τις λέξεις. Μερικές ακόµα στιγµές σιωπής µεσολάβησαν ανάµεσά τους,ώσπου ξαφνικά ο Πόρκους φώναξε: -Μουνιά!Το βρήκα!Εννοούσε ότι δεν υπάρχουν αρκετά µουνιά! -Κι αυτοκτόνησε επειδή δεν υπήρχαν αρκετά µουνιά; -Αν δεν έβρισκε να γαµήσει… -Αυτό δεν είναι δικαιολογία-υπάρχουν πάντα αρκετοί κώλοι. Η Ούρσα ήταν µια φανατική κόρη των Σοδόµων,κι εκτός αυτού,είχε αρχίσει να χάνει την υποµονή της µε την περιέργεια του Πόρκους,ο οποίος,µετά από όλο το νερό που είχε πιεί,ίσως να µην πεινούσε όσο εκείνη. -Όχι,του είπε,δεν είναι αυτό,αλλά… -Τότε τί;την διέκοψε εκείνος. -Τότε µια πούτσα τριχωτή!Δεν ξέρω,κι ούτε µ’ενδιαφέρει να µάθω!Στο κάτω- κάτω,γιατί να παρεκκλίνουµε απ’τον αρχικό µας σκοπό;Εµείς ήρθαµε εδώ για να πά-ρουµε κάτι να φάµε,µήπως και σωθούµε απ’τη λιµοκτονία!Από εκεί και πέρα,αν ο µαλάκας από δώ είναι νεκρός,τόσο το καλύτερο.Δεν δίνω ένα αρχίδι για τον λόγο που αυτοκτόνησε!Ένα τέτοιο σκατό,που γυµνάζεται όλη µέρα,µπορεί να αυτοκοτνήσει

για οτιδήποτε-επειδή δεν υπάρχουν αρκετά βαράκια!Λοιπόν,θα πάµε στην κουζίνα να την κουρσέψουµε,ή θα καθόµαστε εδώ και θα τον παίζουµε; Ο Πόρκους το σκέφτηκε για λίγο,έπειτα τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε. -Στην κουζίνα!είπε,δείχνοντας την πόρτα σαν καπετάνιος πειρατικού πλοίου. Όπως όλα τα ηλίθια δωµάτια στα ηλίθια σπίτια των ηλίθιων ανθρώπων,έτσι κι η κουζίνα του δασκάλου είχε την πιο ηλίθια διαρρύθµιση.Όχι δηλαδή πως ήταν άσχη-µη,ή κακόγουστα σχεδιασµένη.Αν κανείς την παροµοίαζε µε κάτι,κι είχε ίχνος αισθη-τικής στις φλέβες του,στο µυαλό του θα ερχόντουσαν οι πολυπρόσωπες συνθέσεις του Ντελακρουά,παροµοίωση που θα υπογράµµιζε και το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της-άψογη,άλλα άψυχη.Στο κέντρο της υπήρχε ένας τετράγωνος πάγκος µε µεταλλική µπορντούρα και γκρίζα πλακάκια,πάνω απ’την οποία,κρεµασµένα από µια τετράγωνη δοκό που ακολουθούσε τον πάγκο,υπήρχαν µαχαίρια και µπαλτάδες,κατά σειρά αυ-ξανόµενου µεγέθους,όπως οι πλάκες ενός ξυλόφωνου.Η ηλεκτρική κουζίνα,το ψυγείο και τα ντουλάπια,ήσαν όλα κατασκευασµένα από τα ίδια υλικά,όµως σ’έναν πιο ζε-στό χρωµατικό συνδυασµό-καφέ και ανοιχτό πράσινο-κάτι δηλαδή από το φόρεµα της µητέρας φύσης,µε ανάλογα σχέδια στα πλακάκια,που παρίσταναν φύλλα,φρούτα και λουλούδια.Πάνω απ’τον απατράπτοντα νεροχύτη υπήρχε ένα ξύλινο ράφι για τα µπαχαρικά,ενώ δίπλα στο ψυγείο,και πίσω απ’την µεγάλη κυλινδρική ψωµιέρα,κρε-µόντουσαν τέσσερα πιαστράκια για το φούρνο,µε κεντήµατα που απεικόνιζαν τις τέσ-σερις εποχές.Στο σύνολο όλα έµοιαζαν να αγγίζουν ένα ανώτερο επίπεδο κουζινικής τελειότητας,κάτι σαν οικιακή νιρβάνα,όµως στο βάθος µια τέτοια κουζίνα δεν µπο-ρούσε να ανήκει παρά σε έναν άνθρωπο που όχι µόνο δεν αγαπούσε το φαγητό,αλλά δεν το είχε απολαύσει ποτέ στη ζωή του.Σε ανάλογες κουζίνες θα έβλεπε κανείς τους (υποτίθεται) πιο αφοσιωµένους µάγειρες,ή γυναίκες παθιασµένες µε την ζαχαροπλα-στική.Αν ωστόσο έστω και µια σταγόνα από την σάλτσα έπεφτε και λέκιαζε την υ-πέροχη πετσέτα τους,ή αν το καρότο δεν κοβόταν αρκετά καλά ώστε να αναπαριστά το βέλος,δίπλα στην καρδιά του µπιφτεκιού και την εκσπερµάτωση της µουστάρδας,ο µέχρι πρότινος ήρεµος και µειλίχιος µάγειρας θα γινόταν απότοµα εξαιρετικά σκυ-θρωπος,ίσως ακόµα και να ξεσπούσε σε µια κρίση υστερίας.Γιατί η σιχαµένη αυτή κατηγορία των γκουρµέ-οι οποίοι αυτοαναιρούν την ίδια την ονοµασία τους,µιας κι είναι συνήθως ισχνοί κι ανόρεχτοι-δεν νοιώθει καµµιά αληθινή λατρεία για το φαγη-τό,κι απλώς συνεπαίρνεται µε την διαδικασία της προετοιµασίας και την ιεροτελεστία του αισθητικού αποτελέσµατος,ακριβώς µε τον ίδιο τρόπο που ορισµένοι ‘εραστές’ της ροµαντικής εποχής έγραφαν γράµµατα γεµάτα πάθος στις συζύγους τους,αρωµα-τίζονταν µε τις πιο φίνες κολώνιες για να εξάψουν τις αισθήσεις τους,και στο τέλος ξεχνούσαν να τις γαµήσουν.Οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν εννοούν να καταλάβουν ότι το στύλ ανήκει σ’εκείνους που µπορούν,µέσα από την υπερβολή και µόνο,να το κα-ταργούν,κι ότι καµµιάς µορφής τελειότητα δεν είναι χρήσιµη αν δεν ευφραίνει στ’α-λήθεια αυτόν που την επιδιώκει.Ο Πόρκους κι η Ούρσα,αν κάτι χυνόταν στον πάγκο της κοουζίνας ή στο πάτωµα,θα έπεφταν αµέσως στα τέσσερα για να το γλείψουν,ό-πως υποτίθεται ότι κάµνουν οι παπάδες αν τους πέσει καµµιά όστια απ’το χέρι.Για την οµορφιά των πιάτων τους στην πραγµατικότητα δεν έδιναν ούτε έναν πούτσο,α-φού σε αντίθεση µε τη ράτσα των ‘γκουρµέ’ ήσαν ικανοί να καταβροχθίσουν µε τη µεγαλύτερη βαρβαρότητα και το πιο φίνα διακοσµηµένο πιάτο.Δεν χρησιµοποιούσαν κάν µαχαιροπήρουνα.Όµως ο ανόητος γείτονάς τους,προφανώς µε την ελπίδα να ε-ντυπωσιάσει και να γαµήσει κάποια κοπέλα από αυτές που ποτέ δεν έµπαιναν στο

σπίτι του,είχε υπακούσει απόλυτα στον συρµό της κοινής αισθητικής.Εξάλλου αυτό ήταν κάτι που άρεσε πράγµατι στις άθλιες πουτανίτσες-ένας άνδρας που µαγειρεύει µέσα σ’ένα ωραίο περιβάλλον,είναι (ή τουλάχιστον έτσι νοµίζουν,µέχρι ν’αποδειχτεί το αντίθετο) κι ένας άνδρας που θα γαµάει ωραία και τακτικά,κι ο οποίος,έχοντας α-ποδεχτεί έστω και στην επιφάνεια µια θηλυκή πλευρά στην φύση του (µιας κι οι γυ-ναίκες έχουν πλαστεί από την φύση για τις δουλειές του σπιτιού) δεν θα είναι πολύ απαιτητικός,κτητικός,ή βίαιος µαζί τους.Πλάνη,τεράστια πλάνη. Γεγονός όµως ήταν ότι µπαίνοντας στην κουζίνα του δασκάλου,η Ούρσα κι ο Πόρκους αισθάνθηκαν σαν ψάρια που ξαφνικά µεταφέρονται απ’την θάλασσα σ’ένα ενυδρείο.Όλα τους µοιάζαν,δικαιολογηµένα,ψεύτικα.«Καλά,ο άνθρωπος µαγειρεύει εδώ µέσα;» έµοιαζαν να λέν τα µάτια τους.Βέβαια η λαιµαργία ήταν πιο δυνατή απ’την περιέργεια,κι έτσι,αντί να παίξουν µε τα κρεµασµένα µαχαίρια, προχώρησαν κατε’ευθείαν εκεί όπου υπήρχε το πράµα.Ο Πόρκους στάθηκε µπροστά στο ψυγείο κι η Ούρσα µπροστά στα ντουλάπια.Αφού αντάλλαξαν ένα βλέµµα γεµάτο απορία,άνοι-ξαν τις πόρτες.Στο κάτω-κάτω,όπως θα έλεγε κι ένας σπουδαίος ποιητής αν ετύγχανε να είναι και σπουδαίος φαγάς: «Το στιφάδο,όποιο όνοµα κι αν του έδινες,θα είχε πάλι την ίδια γλυκιά γεύση.» Κι λεία ήταν πραγµατικά εκθαµβωτική.Μόλις ο Πόρκους εί-δε τί υπήρχε µέσα στο ψυγείο,άφησε έναν καυλωµένο στεναγµό.Στο ψηλότερο ράφι υπήρχε µια σοκολατένια τούρτα,µέσα σε µιαν ασηµένια πιατέλλα,και µε την σπάτου-λα στην βάση της,όπως αν στο σαλόνι του σπιτιού γινόταν την ίδια ώρα κάποιο πάρ-τυ,κι ο οικοδεσπότης ετοιµαζόταν να σερβίρει το γλυκό.Την εντύπωση του πάρτυ ό-µως ενίσχυαν και τα υπόλοιπα τρόφιµα,που δεν υστερούσαν καθόλου σε πολυτέλεια. Στο κέντρο του µεσαίου ραφιού,περιτριγυρισµένο από στρόγγυλες πατάτες και µικρά µπουκετάκια άνηθου,βρισκόταν ένα τεράστιο φιλλέτο σολωµού.Και δεν ήταν µόνον αυτό.Παντού µέσα στο ψυγείο υπήρχαν ασηµένιες πιατέλλες,σε όλα τα µεγέθη,µε τα πιο εκλεκτά εδέσµατα,που αν κι ο Πόρκους τα θεωρούσε κάπως ηλίθια ακριβώς εξαι-τίας της εκλεκτόηττάς τους,που επέβαλλε έναν τόσο αυστηρό κι άσκοπο τρόπο σερβι-ρίσµατος,έκαναν παρ’όλ’αυτά τα σάλια του να τρέχουν.Σπαρράγια µε κρέµα,καρδιές αγκινάρας µε καφετιά σάλτσα βωδινού κρέατος,στηθάκια πάπιας µε πορτοκάλι,πράσ-σα µε λιωµένο τυρί,κι ένα σωρό ερεθιστικά πράγµατα.Όµως περισσότερο απ’όλα,στο βάθος των µατιών του έλαµπε το κόκκινο φιλλέτο του σολωµού.Έτσι,µε τα δάχτυλά του να τρέµουν όπως αν έκλεβε στην κυριολεξία τα εδέσµατα που προορίζονταν για ένα πάρτυ,πλησίασε το ψάρι,και τη στιγµή που άγγιζε την άκρη της πιατέλλας,ακού-στηκε το σπαραξικάρδιο ουρλιαχτό της Ούρσα.Συγχρόνως,ο σολωµός κι οι πατάτες εξαφανίστηκαν µ’ένα ηχηρό ‘πλοπ’,αφήνοντας την πιατέλλα ολότελα άδεια.Δίχως να σκεφτεί καλά αυτό που είχε δεί,ο Πόρκους γύρισε προς το µέρος της γυναίκας του, που τον κοιτούσε έντροµη,και του έδειχνε ένα µεγάλο άδειο βάζο. -Το βάζο αυτό µέχρι πριν ένα λεπτό ήταν γεµάτο µε κοφτό µακαρόνι,είπε η Ούρσα σε έξαλλη κατάσταση,και τώρα είναι άδειο!Κι όχι επειδή τα έφαγα χωρίς να το καταλάβω-δεν πρόλαβα να φάω ούτε ένα!Μόλις έχωσα τη γλώσσα µου µέσα,τα µακαρόνια εξαφανίστηκαν. -Το ίδιο έγινε και µε τον σολωµό,είπε ο Πόρκους,κοιτάζοντας µιά την Ούρσα και µια το ψυγείο,για να βεβαιωθεί ότι όσα έλεγε ευσταθούσαν. Τί συµβαίνει; -Δεν ξέρω!Δεν ξέρω!είπε η Ούρσα,κι έβγαλε απ’το ντουλάπι ένα δεύτερο βά-ζο,γεµάτο µε ρύζι.Πετώντας το τετράγωνο καπάκι στο πάτωµα,αναποδογύρισε το

βάζο πάνω απ’το ανοιχτό της στόµα,αλλά αντί να σχηµατίσει τον αναµενόµενο κα-ταρράχτη,το ρύζι εξαφανίστηκε. Το ζευγάρι αντάλλαξε ένα βλέµµα πανικού,κι αφού ουρλιάξαν µαζί,άρχισαν σαν τρελλοί να βγάζουν ότι υπήρχε µέσα στο ψυγείο και τα ντουλάπια.Μόλις όµως τα δάχτυλά τους άγγιζαν τα τρόφιµα,αυτά διαλύονταν στον αέρα όπως οι σαπουνόφου-σκες.Με πόνο ψυχής,ο Πόρκους είδε την σοκολατένια τούρτα να χάνεται σαν αντικα-τοπτρισµός µέσ’απ’τα χέρια του,µαζί µε όλες τις άλλες καύλες που υπήρχαν στα ρά-φια και τα συρτάρια του ψυγείου.Στο τέλος απόµειναν µονάχα οι ασηµένιες πιατέλες, που άστραφταν σχεδόν ειρωνικά και τον τύφλωναν.Κι τραγωδία της Ούρσα δεν ήταν µικρότερη.Αφού είδε όλη την ξηρά τροφή να εξαφανίζεται και τα βάζα να αδειάζουν, ένα προς ένα,έτρεξε απελπισµένη στο ράφι µε τα µπαχαρικά κι άρχισε να ξεβιδώνει τους µικροσκοπικούς γυάλινους κυλίνδρους.Όµως η µοίρα του πιπεριού,του κάρυ και της κανέλλας ήταν η ίδια:Προτού οι κόκκοι ή τα ξυλαράκια πέσουν στο στόµα της, έπαυαν για κάποιο λόγο να υπάρχουν. -Αυτο…αυτό είναι κατάρα!είπε ο Πόρκους,τραυλίζοντας από την ταραχή. Το σπίτι είναι στοιχειωµένο! Η Ούρσα,αν και συντετριµµένη,έµεινε για λίγο σιωπηλή και σκεπτική.Όταν µίλησε έπειτα από λίγο,ένα διαβολικό χαµόγελο είχε χαραχτεί στο πρόσωπό της. -Βέβαια,είπε,τώρα εξηγούνται όλα! -Βρήκες τρόπο να εµφανίσεις και πάλι τα φαγητά;ρώτησε ο Πόρκους,αρπάζο-ντάς την από τα µπράτσα και ταρακουνώντας την µε λαχτάρα. -Όχι,όχι,του απήντησε εκείνη. Όµως νοµίζω ότι κατάλαβα τί ήθελε να πεί ο δάσκαλος στο σηµείωµα του θανάτου του.Δεν έγραφε πως δεν υπάρχουν αρκετά; -Ναι,αλλά τί εννοούσε; -Προφανώς εννοούσε τα τρόφιµα!Ίσως να του συνέβαινε αυτό που µόλις είδα-µε κι εµείς,µε τα ίδια µας τα µάτια.Κάθε φορά,δηλαδή,που πήγαινε να αγγίξει κάτι φαγώσιµο,αυτό να εξαφανιζόταν.Κι έτσι,για να µην πεθάνει από την πείνα,αποφάσισε να βάλει ο ίδιος τέρµα στη ζωή του. -Έχεις δίκιο-γι’αυτό και πέθανε τόσο αδύνατος,τόσο αποστεωµένος! -Ακριβώς.Οι διαστάσεις του δεν είναι διαστάσεις φυσιολογικού ανθρώπου. Και για να επαληθεύσουν τη θεωρία τους,επέστρεψαν φουριόζοι στο υπνοδω-µάτιο του αποθανόντα µαλάκα.Φτάνει να προσθέσω,βέβαια,ότι ο δάσκαλος,υπό το πρίσµα της κοινής οράσεως και της κοινής αισθητικής,δεν θα χαρακτηριζόταν ούτε καν αδύνατος,πολύ δε περισσότερο απισχνασµένος στα όρια του θανάτου.Ωστόσο το µόνο που είχε σηµασία ήταν η οπτική του ζευγαριού,µέσα από τα µάτια του οποίου,ό-πως ακριβώς η µικρή τους κουζίνα χωρούσε εικοσιτέσσερις φούρνους και το µετρίου µεγέθους τραπέζι του σαλονιού τους είχε χώρο για δεκάδες πιατέλλες,έτσι κι ένας άν-θρωπος θα µπορούσε να χαρακτηριστεί φυσιολογικός αν ήταν λαίµαργος,έστω κι αν, από κεί και πέρα,ζύγιζε το µισό ή το διπλάσιο απ’όσο ζύγιζαν οι ίδιοι. Αφού στάθηκαν χέρι-χέρι πάνω από το πτώµα,άρχισαν για άλλη µια φορά την µεταθανάτια διαπόµπευσή του. -Τον ηλίθιο!είπε η Ούρσα γελώντας. Κοίτα τί έπαθε! -Σαν τον Μίδα!πρόσθεσε ο Πόρκους. -Μα τί Μίδας;Τουλάχιστον τα τρόφιµα που άγγιζε εκείνος µεταµορφώνονταν σε χρυσάφι,ενώ τα δικά του εξαφανίζονταν.Αυτός δεν είναι Μίδας,είναι αρχίδας!

Στο βάθος όµως της µικρής,δηκτικής στιχοµυθίας τους,υπήρχε ένα αδιάψευ-στο γεγονός,παρόµοιο µε την αυστηρότητα ορισµένων καθηγητών οι οποίοι ονειρεύ-ονται να γαµήσουν τις µαθήτριές του,κι επειδή δεν µπορούν,τα βάζουν µε τους µαθη-τές.Παρόλα λοιπόν τα επιτιµητικά τους σχόλια,και µάλιστα ως αιτία γι’αυτά,η Ούρσα κι ο Πόρκους είχαν αρχίσει να ποθούν το πτώµα.Όχι βέβαια πως ήθελαν να το γαµή-σουν-κάθε άλλο.Αυτό δεν το είχαν ποθήσει ούτε κι οι πιό ηλίθιοι άνθρωποι,κι όταν ακόµη ο δάσκαλος ήταν ζωντανός.Ωστόσο η θέα του γυµνού,αιµατοβαµµένου κορ-µιού,ιδιαίτερα όπως ήταν γυµνασµένο ώστε οι µύες να προβάλλουν κάτω από το δέρ-µα,τους έφερνε στο µυαλό την εικόνα ενός σφαγίου,που αντί να κρέµεται απ’το τσι-γκέλι του χασάπη βρίσκεται ξαπλωµένο σ’ένα κρεβάτι.Κι η νοερή αυτή εικόνα ήταν αρκετή για να ωθήσει στα άκρα την ήδη µεγάλη πείνα τους.Όµως επειδή κανείς από τους δυό τους δεν ήθελε να παραδεχτεί πρώτος αυτή του την επιθυµία-κι όχι από συ-στολή µπροστά στην πράξη του καννιβαλισµού,αλλά από καθαρό καπρίτσιο-σαν ασυνείδητη µετάθεση του πόθου σε αλλαγή του κλίµατος,η συζήτησή τους στράφηκε απότοµα σε πιο φιλοσοφικές κατευθύνσεις. -Γιατί ο άνθρωπος πεθαίνει;ρώτησε ο Πόρκους,απλώνοντας το χέρι του πάνω στο στήθος του εποπτικού οργάνου. -Γιατί πρέπει να φάνε κι οι επόµενοι άνθρωποι,του απάντησε η Ούρσα,εξίσου στοχαστικά. Αν όλοι ζούσαν για πάντα,σύντοµα οι τροφές θα εξαντλούνταν,και θα εξαρτώµασταν απ’τα ψωµιά που θα µας πετούσε ο Θεός απ’τον ουρανό. -Όχι,δεν ρωτάω για οποιονδήποτε άνθρωπο,την διέκοψε ο Πόρκους,που είχε αρχίσει τώρα να χαϊδεύει απαλά το κρέας που κάποτε ήταν δάσκαλος. Εννοώ γιατί έ-νας µαλάκας σαν τον συγκεκριµένο πεθαίνει; -Α,τώρα κατάλαβα τί θες να πείς.Ειλικρινά,αγάπη µου,ώρες-ώρες αυτού του είδους οι άνθρωποι µου φαίνονται τόσο ηλίθιοι,που δεν ξέρω όχι µόνο αν αξίζει να α-ναρωτιόµαστε για το θάνατό τους,αλλά κι αν είναι ποτέ δυνατό να εξηγήσουµε τις πράξεις τους.Είναι σαν τα κατώτερα ζώα-µπορείς να εξηγήσεις γιατί οι γάτες χέζουν στα χαλίκια,ενώ οι σκύλοι χέζουν όπου βρούν; -Όχι.Υποθέτω πως είναι στη φύση τους. -Έτσι ακριβώς είναι και στη φύση τέτοιων ηλιθιών κάποια στιγµή να οδηγού-νται στο θάνατο από ασιτία.Πιστεύω λοιπόν πως η αιτία είναι καθαρά εσωτερική,και πηγάζει από την φετιχιστική µαλακία που τους δέρνει.Οι άνθρωποι αυτοί καυλώνουν µε τις διαδικασίες,κι όχι µε το περιεχόµενο της ζωής.Όπως το γαµήσι είναι γι’αυτούς η αφορµή να δείξουν πόσο καλοξυρισµένα είναι τα πόδια τους,ή πόσο ακριβή καπότα φοράνε στην ψωλή τους,έτσι και το φαγητό δεν είναι παρά µια αφορµή για επίδειξη σερβίτσιων,µαγειρικών εργαλείων,κι ένα σωρό παρόµοιων πραγµατών που στην ου-σία τους είναι εντελώς άχρηστα,αφού κανένας τους δεν απολαµβάνει πραγµατικά το φαγητό.Πολλοί απ’αυτούς ούτε καν τρώνε,επιβιώνοντας από µια κάποια ανακύκλω-ση των κοπράνων και της µαταιοδοξίας τους.Το ίδιο το φαγητό βρίσκεται τόσο χαµη-λά στην εκτίµησή τους,ώστε θα µπορούσε και να µην υπάρχει.Όµως αυτή η κοροϊδία δεν µπορεί να κρατήσει για πάντα.Κάποια στιγµή το φαγητό τους εκδικείται,και παύει στ’αλήθεια να υπάρχει.Τότε,κάθε σκατό σαν τον κύριο δάσκαλο από ‘δώ,µας απαλ-λάσσει οριστικά από την παρουσία του! Και για να εκφράσει όλη την οργή της φύσης,των τροφίµων,αλλά και την δική της,η Ούρσα,που στη διάρκεια του σύντοµου λόγου της είχε βγάλει το µαχαίρι από την τρίτη πληγή,το ξαναβύθισε µε δύναµη κοντά στην δεύτερη,απ’όπου πρόβαλλε µια

λεπτή έλικα εντέρου.Σαν µουσκεµένο χαρτί,το δέρµα της κοιλιάς σχίστηκε κι άλ-λο,αφήνοντας περισσότερο έντερο να βγεί έξω.Ο Πόρκους,που παρακολοθούσε τις κινήσεις της γλείφοντας τα χείλη του,πήρε µε τη σειρά του το µαχαίρι,και το κάρφω-σε λίγο πιο πέρα,µεγαλώνοντας την τοµή προς την κατεύθυνση του συκωτιού. -Δηλαδή η φύση τους εγκαταλείπει,τους αφήνει να σφαχτούν!είπε ενθουσια-σµένος,συνοδεύοντας την διαπίστωσή του µε µια µεγάλη σχισµή,σ’όλο το µήκος της κοιλιάς.Έπειτα έδωσε ξανά το µαχαίρι στην Ούρσα,λέγοντας: «Δείξε µου εσύ,καλύ-τερα.Άλλωστε η φύση είναι γυναίκα.» Η Ούρσα δέχτηκε µετά χαράς να συνεχίσει. -Να!φώναξε,και µε αξιοθαύµαστη σβελτάδα,βύθισε το µαχαίρι στο συκώτι του δασκάλου,που είχε στο µεταξύ αποκαλυφθεί,ενώ µε το άλλο χέρι της έσπρωχνε τους µύς και το δέρµα της κοιλιάς του προς τα πάνω. Έτσι τιµωρεί η φύση τους µαλά-κες-αχά! Με µια θριαµβική κραυγή,έβγαλε και κράτησε ένα µεγάλο κοµµάτι από το συκώτι,που έπαλλε,λαµπερό και κόκκινο,µέσα στο χέρι της.Αφού το ακούµπησε για λίγο πάνω στο στήθος του νεκρού,τράβηξε ένα µακρύ τµήµα από το έντερο και το έ-κοψε στις δυό του άκρες.Έπειτα,µαζεύοντας στα χέρια της όλα τα πολύτιµα συστατι-κά της σπεσιαλιτέ-συκώτι τυλιγµένο µε εντεράκια στο φούρνο-γύρισε στον Πόρκους και του έδωσε οδηγίες. «Ωραία » του είπε, «και τώρα,επειδή µαλακιστήκαµε αρκετά, κόψε τα κωλοµέρια αυτού του µαλάκα κι έλα να µε βρείς στην κουζίνα.Να δοκιµά-σουµε και κάτι άλλο εκτός από τα εντόσθια.» Ο Πόρκους,που µετά βίας µπορούσε πλέον να ελέγξει την σιελόρροιά του,α-ναποδογύρισε το πτώµα,και µε κινήσεις έµπειρου χασάπη,έκοψε τους δυό γλουτούς. Έτσι σφιχτοί καθώς ήταν από την γυµναστική (ω,τα ασύλληπτα ωφέλη της καθηµερι-νής άσκησης!) έµοιαζαν µε φιλλετάκια λαγού.Αφού τα έγδαρε,έτρεξε στην κουζίνα, όπου η λατρεµένη του γυναίκα έπλενε το έντερο στο νεροχύτη,σφυρίζοντας και τρα-γουδώντας από την χαρά της. -Κοίτα τί σου έχω!είπε,κουνώντας περήφανα τους γλουτούς του δασκάλου. Δυό λαχταριστά κωλοµάγουλα! -Υπέροχα,αγάπη µου,υπέροχα.Βάλτα τώρα να βράζουν σε µια κατσαρόλα,κι ύστερα αν µπορείς ψάξε στα ντουλάπια και βρές µου ένα γυάλινο ταψί.Είµαι σίγουρη πως αυτός ο µαλάκας θα έχει πολύ εντυπωσιακά σκεύη. Κι όπως έµελλε πράγµατι να αποδειχτεί,τα κουζινικά του δασκάλου ήταν εξαιρετικά πολυτελή-ασηµένιες κατσαρόλες µε επίχρυση µπορντούρα και σκαλιστή λαβή σε σχήµα κεφαλιού κύκνου.Ήταν απόλυτα γελοίο.Θα πίστευε κανείς,βλέπο-ντας τα σκεύη αυτού του ηλίθιου,ότι κάθε βράδυ ο ίδιος ο Βασιλιάς Ήλιος έβγαινε απ’τον τάφο κι ερχόταν να δειπνήσει µαζί του.Κι αυτός είχε περάσει όλη την ανόητη ζωή του ολοµόναχος,χωρίς καµµιά συγκίνηση. -Κρίµα που δεν έχουµε λάδι για το ψητό του φούρνου,σχολίασε µε θλίψη η Ούρσα. Όµως ίσως είναι καλύτερα έτσι-αν όλα γίνονταν στην εντέλεια,θα µας άνοιγε ακόµη περισσότερο η όρεξη,και θα έπρεπε να φάµε ολόκληρο τον δάσκαλο.Οπότε τί θα έβρισκαν οι ιατροδικαστές,ώστε ο µαλάκας να γίνει ρεζίλι και στους λίγους που τον γνώριζαν; Όσο για τα αποτυπώµατα που ενδεχοµένως θα είχαν αφήσει,αυτό ούτε καν να το σκέπτεστε,γιατί δεν υπήρχαν,σε κανένα από τα δέκα δάχτυλά τους.Έχετε δεί τις µι-κρές πετσούλες που κρέµονται καµµιά φορά στην άκρη της εσωτερικής επιφάνειας των δαχτύλων;Ασφαλώς και θα έχετε δεί.Κι ίσως µάλιστα καµµιά φορά να µπήκατε στον πειρασµό να τις δαγκώσετε και να τις καταπιείτε,γιατί είναι πολύ µεγάλη καύλα

να τις κόβεις έτσι,µε τα δόντια.Όπως λοιπόν είναι ευνόητο,σε δάχτυλα σαν του Πόρ-κους και της Ούρσα,που είχαν διάµετρο γερµανικών µπρατβουρστ,αυτές οι πετσούλες ήταν µεγάλες όσο η πέτσα του κοτόπουλου,µε αποτέλεσµα το ζευγάρι µας να τις θεω-ρεί εκλεκτό έδεσµα και να τους γαµάει τον αδόξαστο,τρώγοντας κάθε βδοµάδα την καινούρια επιδερµίδα που φύτρωνε στη θέση της παλιάς. Είκοσι λεπτά αργότερα-λεπτά που πέρασαν υπό το βασανιστικό βάρος της αναµονής και κατά τα οποία ο Πόρκους κι η Ούρσα περιδιάβηκαν τόσες φορές γύρω από τον πάγκο ώστε βούλιαξαν αρκετά πλακάκια στο πάτωµα-τα εδέσµατα ήταν έ-τοιµα,αν όχι λίγο ωµά.Εικοσι-ένα λεπτά αργότερα,είχαν κιόλας φαγωθεί,και το ζευ-γάρι αλληλλοκοιταζόταν µε ανανεωµένο πανικό,µιας και το µεταµεσονύχτιο δείπνο απ’το κρέας του δασκάλου δεν τους είχε αρκέσει ούτε καν σαν ορ ντ’έβρ. -Ωραία,είπε ο Πόρκους και τώρα τί θα φάµε; -Δεν ξέρω,του απάντησε η Ούρσα. Ασφαλώς δεν µπορούµε να αρχίσουµε να µπαίνουµε στα διαµερίσµατα των υπόλοιπων ενοίκων,για να τους φάµε κι αυτούς. -Ασφαλώς όχι-αν κι είναι κρίµα.Ιδιαίτερα µ’εκείνη την οικογένεια στον δεύτε-ρο όροφο.Τέσσερα παιδιά έχουν; -Πέντε.Κι όλα αγόρια.Και τα δυό µικρότερα ιδιαίτερα ευτραφή. -Ναι,ναι…το τελευταίο ειδικά είναι σκέτο λουκούµι.Θα ζυγίζει ίσα µε εκατό κιλά.Κρίµα,κρίµα. -Κι είναι και θρησκόληπτοι.Κανείς δεν θα τους αναζητούσε-οι θρησκόληπτοι άνθρωποι είναι το πιο άχρηστο πράγµα στον κόσµο. -Το πιο άχρηστο,συµφωνώ απόλυτα…κι όµως γεµίζουν τον τόπο µε παιδιά. -Με παχουλά παιδιά. -Έλα,γλυκιά µου,της είπε,πιάνοντάς την τρυφερά από το χέρι,δεν το σκέφτε-σαι σοβαρά,έτσι δεν είναι; -Όχι,όχι,η αλήθεια είναι πως δεν το σκέφτοµαι σοβαρά.Κι άλλωστε,µε το που θα σηκώναµε το µαχαίρι για να τους σφάξουµε,αυτοί θα έπεφταν στα γόνατα και θα παρακαλούσαν µε φωνές το Θεό να µας συγχωρέσει,ή θα συνωστίζονταν γιατί ο κα-θένας θα ήθελε να θυσιαστεί πρώτος.Δεν θα µπορούσα να αντέξω µια τέτοια σκηνή. -Οπότε,τί µας µένει να κάνουµε; -Η πολυκατοικία αυτή δεν έχει πια ψωµί,τουλάχιστον απόψε.Πρέπει να φύ-γουµε,όσο είναι ακόµα καιρός.Η πείνα είναι κακός σύµβουλος.

VIII. Έξοδος

Το αυτοκίνητο της Ούρσα και του Πόρκους ανήκε σ’αυτή την κατηγορία των οχηµάτων,που αν κανείς δεν τα έχει δεί από κοντά-λόγου χάρη,αν δεν του ανήκε ένα τέτοιο,ή αν δεν είχε την σπάνια τύχη να µπεί σε κάποιο ως συνεπιβάτης-µε δυσκολία µπορούν να χωρέσουν στο µυαλό του ως υπαρκτές κατασκευές,και τον αναγκάζουν να τα ανάγει,όχι χωρίς κάποια δυσπιστία,στο επίπεδο των θρύλων,όπως τα αγάλµατα του Χριστού που µατώνουν,τα γιγαντιαία καλαµάρια και οι λυκάνθρωποι,για την ύπαρξη των οποίων µοναδική µαρτυρία αποτελόυν τα παραληρήµατα των καλογέρων ή των κοινών µέθυσων.Πρώτα’απ’όλα,λόγω της παλαιότητάς του.Υπήρχαν ακόµη ο-

ρισµένοι ζωντανοί γέροι,οι οποίοι,όταν έβλεπαν αυτό το αυτοκίνητο,αντιδρούσαν µε νοσταλγία,λέγοντας ο ένας στον άλλο: «Θυµάσαι όταν είχε κυκλοφορήσει αυτό το µοντέλλο;Τί εποχή κι εκείνη!» Σαν ελάχιστο τεκµήριο της ηλικίας του,θα αρκεστώ να σας αναφέρω ότι το αυτοκίνητο είχε µανιβέλλα,που κάποιος έπρεπε να γυρίσει για να ξεκινήσει ο κινητήρας.Ο δεύτερος λόγος ήταν η άθλια κατάστασή του,τόσο σε µηχανικά,όσο και σε αισθητικά ζητήµατα.Όπως είναι φυσικό,ένα ζευγάρι µε τις επιδιώξεις και τα ενδιαφέροντα του Πόρκους και της Ούρσα δεν θα µπορούσε να νοιάζεται λιγότερο για τέτοια ζητήµατα-έτσι ο κινητήρας,από την έλλειψη συντήρη-σης,όταν δούλευε έβγαζε απίστευτους κρότους,που σ’όποιον τους άκουγε για πρώτη φορά δηµιουργούσαν την επιθυµία να κρυφτεί σε κάποιο σκουπιδοτενεκέ,αφού νόµι-ζε ότι βρισκόταν στο κέντρο κάποιας µαφιόζικης ανταλλαγής πυρών.Το αµάξωµα ή-ταν γδραµένο και σκουριασµένο σε χιλιάδες σηµεία,εξαιτίας της τροµακτικής ανικα-νότητας και των δυό τους να κρατούν το αυτοκίνητο µακριά από πεζοδρόµια,δέντρα και γωνίες κτηρίων,ενώ και το εσωτερικό του αυτοκινήτου προκαλούσε σε όποιον το έβλεπε ανάλογη φρίκη.Προκειµένου να χωρούν και οι δύο ταυτόχρονα µέσα σ’αυτό, είχαν αφαιρέσει όλα τα καθίσµατα,µπροστά και πίσω,κι απλώς κάθονταν στο πάτωµα του αυτοκινήτου,χρησιµοποιώντας τα γιγαντιαία κωλιά τους σαν σάρκινα µαξιλάρια. Η εξοικονόµηση δε του χώρου που προέκυπτε µ’αυτό τον τρόπο,τους επέτρεπε να αντιµετωπίζουν το υπόλοιπο εσωτερικό σαν χωµατερή,πετώντας χωρίς φροντίδα τα περιτυλίγµατα,τις φλούδες,ή τα κουτιά όσων έτρωγαν την ώρα που οδηγούσαν.Απο-τέλεσµα ήταν ότι,όταν δεν άδειαζαν από εκεί τα σκουπίδια-πράγµα που συνέβαινε σπανιότατα-το αυτοκίνητο,που ήταν ανοιχτό για να τους χωράει,σκόρπιζε τριγύρω µιαν ανυπόφορη µπόχα,ενώ απ’τον ορυµαγδό των σκουπιδιών συχνά ξεπηδούσαν και ποντίκια.Όλες αυτές οι αντι-συµβατικότητες φυσικά ενοχλούσαν τους γείτονες,ωστό-σο το ζευγάρι µας όχι µόνο δεν λάµβανε υπ’όψιν τα παράπονά τους,αλλά για να ευχα-ριστιέται περισσότερο τις βόλτες του,κουβαλούσε µαζί του και τοποθετούσε στο πίσω µέρος,στο κέντρο των σκουπιδιών,ένα φορητό γραµµόφωνο µε µανιβέλλα.Όσο ο ένας οδηγούσε,ο άλλος φρόντιζε το γραµµόφωνο να παίζει,σκορπίζοντας,µαζί µε την δυ-σωδία,και την αγαπηµένη τους µουσική,ανεξάρτητα από την ώρα της µέρας ή της νύ-χτας.Ίσως τώρα να σας έχει δηµιουργηθεί µια απορία γύρω από το συγκεκριµένο αυ-τοκίνητο,και να πιστεύετε ότι το ζευγάρι µας περιέπεπτε µε τις παραξενιές του σε αντιφάσεις.Όµως δεν είναι έτσι.Αν αναρωτιέστε για ποιό λόγο σ’ένα τόσο παλιό και ετοιµόρροπο αυτοκίνητο,που ήταν κατά το ήµισυ απορριµατοφόρο,θα ήθελε κανείς να ακούει µουσική,τότε µάλλον δεν έχετε καταλάβει τον σκοπό για τον οποίο η Ούρ-σα και ο Πόρκους έµπαιναν ποτέ σ’αυτό. Οι έξοδοι λοιπόν του ζευγαριού µας δεν είχαν καµµιά σχέση µε την λατρεία της οδήγησης,ή της ίδιας της βόλτας µε το αυτοκίνητο.Άλλωστε,όπως σας είπα ήδη, ήσαν κι οι δυό τους τέτοιοι δεινοί οδηγοί,ώστε οι περισσότεροι ένοικοι των γειτονι-κών πολυκατοικιών άφηναν τα δικά τους αυτοκίνητα σε αποµακρυσµένα,εσωτερικά γκαράζ,για να τα προφυλάξουν.Κι ούτε το γεγονός ότι κρατούσαν ακόµη ένα τόσο παλιό µοντέλλο υπό την κατοχή τους είχε να κάνει µε την νεκροφιλική καθήλωση ο-ρισµένων ηλιθίων,οι οποίοι ερωτεύονται ένα αυτοκίνητο,µια µοτοσυκλέττα,ή µια η-λεκτρική σκούπα κι αρνούνται να τα αποχωριστούν,ανανεώνοντας τα µηχανικά µέρη µε την ίδια αφοσίωση που ένα παιδί αλλάζει,αν χρειαστεί,τα νεφρά της µητέρας του. Ο Πόρκους κι η Ούρσα,όπως όλοι οι ισορροπηµένοι άνθρωποι,δεν νοιάζονταν παρά µόνο για εκείνα τα αντικείµενα που τους ήταν χρήσιµα,και για όσο διάστηµα τους ή-

ταν χρήσιµα.Από εκεί και πέρα,όταν αχρηστεύονταν τα πετούσαν σαν κοινά κονσερ-βοκούτια.Κι αν ως τώρα δεν είχαν κάνει το ίδιο και µε το αυτοκίνητό τους,ήταν γιατί κανένας από τους δυό δεν ήταν αποφασισµένος να υποστεί όλες τις φριχτές διαδικα-σίες της αγοράς ενός καινούριου.Από την άλλη,τα περισσότερα καινούρια αυτοκίνη-τα είχαν οροφή κι ήσαν απάνθρωπα στενά,ακόµη κι αν τους έβγαζες όλες τις θέσεις, ενώ το δικό τους,σχεδιασµένο κάπου κοντά στις αρχές του αιώνα,τους χωρούσε µε σχετική άνεση,αφήνοντας µόνο τα βυζιά τους να προεξέχουν απ’τα πλάγια.Όσο τώρα για την µουσική,αυτή ήταν ένα είδος luxuriance domestique,αφού στην πραγµατικό-τητα,για τον Πόρκους και την Ούρσα,που δεν έβγαιναν από το σπίτι παρά µόνον εις αναζήτησιν τροφής,όπως απόψε,το αυτοκίνητο έπρεπε να είναι µια προέκταση του σαλονιού τους,στο οποίο όχι µόνο θα κάθονταν κατά το δυνατόν πιο αναπαυτικά,αλ-λά,σε τέλεια αποµίµηση της οικιακής γαλήνης,θα µπορούσαν να απολαµβάνουν και τη µουσική που ταίριαζε στην περίσταση.Καθώς δε η περίσταση ήταν συνηθέστατα οδυνηρή,έως και πένθιµη-γιατί ποιό πένθος είναι µεγαλύτερο από το πένθος της πεί-νας;-η µουσική που ακούγαν έφερνε ταραχή στους ανυποψίαστους γείτονες µε τα µακρουλά αυτιά,που δεν γνώριζαν από εσωτερικό πόνο και την ανάταση που προσφέ-ρει η θλιβερή µουσική σ’αυτόν που τον αισθάνεται.Απόψε,για παράδειγµα,κάµνοντας µια µικρή αλλά απαραίτητη στάση στο σπίτι τους-στο οποίο επέστρεψαν περνώντας από το µπαλκόνι του δασκάλου,αφού ο Πόρκους µουλάρωσε για λίγο σε µια δεύτερη κρίση βέρτιγκο-πήραν,µαζί µε το γραµµόφωνο,έναν δίσκο µε το γνωστό κουαρτέττο του Σούµπερτ,που στο δεύτερο µέρος του δανείζεται το θέµα από το τραγούδι του ι-δίου µε τίτλο: “Ο θάνατος κι η δύσκολη γκόµενα.”Είχαν άλλωστε κάθε λόγο να αι-σθάνονται καταπτοηµένοι,και να ταυτίζονται µε το κλίµα της σκοτεινής αυτής µου-σικής-η ώρα ήταν δυόµιση,και στους δρόµους επικρατούσε νεκρική σιγή.Πού θα έβρισκαν κάτι για να γεµίσουν την κοιλιά τους που γουργούριζε; -Γκράουουρρρρ!έκανε η κοιλιά της Ούρσα. -Χριστέ µου,µας επιτίθενται άγρια σκυλιά!ούρλιαξε έντροµος ο Πόρκους,που περπατούσε µπροστά της,κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας. -Πού πάς;Σταµάτα!Μην τρέχεις!του φώναξε εκείνη. Η κοιλιά µου ήταν! Τον βρήκε στο επόµενο κεφαλόσκαλο,να τρέµει. -Μα πώς φοβάσαι έτσι;του είπε. Πώς διάβολο θα έµπαιναν τα σκυλιά στην πολυκατοικία;Ώρες-ώρες παραλογίζεσαι εντελώς. -Καλά,συγγνώµη.Αν είναι όµως να ξανακάνεις τέτοιους θορύβους,ή αν σου έρθει να κλάσεις,ειδοποίησέ µε πρώτα.Κατά βάθος είµαι κι εγώ ένα µικρό αγόρι που φοβάται το σκοτάδι και τους ξαφνικούς θορύβους. Κι αµέσως πήρε ένα παραπονεµέ-νο βλέµµα,ξεδιπλώνοντας το κάτω χείλος του σαν περγαµηνή. Η επίκληση στην παιδική του αθωότητα την τούµπαρε πάλι. -Αχ,ψυχή µου!είπε,τσιµπώντας του το µάγουλο. Αχ,το αγόρι µου,που φοβάται το σκοτάδι και τους θορύβους,και δεν πρέπει να το τροµάζω για να µην του πέσουν τα αρχιδάκια του!Αχ!Αχ! Ο Πόρκους ανταποκρινόταν στα χάδια και τα γλυκόλογα κλείνοντας τα µάτια και τρίβοντας την κοιλιά του πάνω στη δική της,σαν χορτάτος γάτος.Μόνο που η γά-τα της οικογένειας ήταν νηστική. -Άντε,του είπε έπειτα από λίγο,σπρώχνοντάς τον το ίδιο απότοµα όπως είχε αρχίσει και να τον χαϊδεύει. Δεν θα γαµηθούµε στο πλατύσκαλο,και σίγουρα όχι τώ-ρα.Πεινάω!Φύγαµε!Φύγαµε!Και συνέχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες,κουτρουβα-

λώντας.Κάποιοι απ’τους ένοικους σίγουρα,την ίδια ώρα,θα γύριζαν ανήσυχοι πλευρό µέσα στον ύπνο τους,µε την σκέψη ότι η πολυκατοικία δεχόταν επιδροµή ληστών,ό-µως ούτε ο Πόρκους ούτε η Ούρσα είχαν τέτοιες ευαισθησίες,κι από την άλλη,κανείς τους δεν χωρούσε εδώ και χρόνια στον ανελκυστήρα.Την τελευταία φορά που ο Πόρ-κους είχε δοκιµάσει,από τεµπελιά,να το χρησιµοποιήσει,ο θάλαµος είχε κατέβει µε ιλιγγιώδη ταχύτητα,κι είχε σφηνωθεί στο υπόγειο της πολυκατοικίας σαν οβίδα.Έτσι, ήταν αναγκασµένοι να χρησιµοποιούν τις σκάλες,γεγονός που έκανε τις εξόδους τους όλο και πιο σπάνιες,αφού η ανάβαση ήταν ένα πραγµατικό µαρτύριο.Όµως όπως οι γέροι,που πολλές φορές ξεκινούν να γαµήσουν χωρίς να αναρωτηθούν αν η καρδιά τους µπορεί να αντέξει τα λικνίσµατα και την ένταση του έρωτα,έτσι και το ζευγάρι µας δεν σκεπτόταν αυτή τη στιγµή το φοβερό ενδεχόµενο της επιστροφής τους. Μόλις βγήκαν στο δρόµο,η Ούρσα πήρε µια βαθιά ανάσα κι αναστέναξε. -Αχ,είπε,αυτός ο κρύος βραδυνός αέρας πάντα µου ανοίγει την όρεξη! Έπειτα στράφηκε στον Πόρκους,που ήταν ήδη φορτωµένος µε το γραµµόφωνο και τον δίσκο και τον πρόσταξε: «Απόψε θα οδηγήσεις εσύ.» -Αποκλείεται,της το ξέκοψε εκείνος. Δεν είµαι ο µπάτλερ σου.Κι άλλωστε η κοιλιά µου είναι ακόµα φουσκωµένη απ’το νερό,και δεν θα µπορώ να γυρίσω το τιµό-νι.Το αυτοκίνητο θα πηγαίνει όπου θέλει. -Αυτό δεν είναι επιχείρηµα.Το αυτοκίνητο πηγαίνει έτσι κι αλλιώς όπου θέλει. Ο Πόρκους το σκέφτηκε για λίγο κι αποφάσισε να χτυπήσει στο δεύτερο ευ-αίσθητο σηµείο της Ούρσα µετά το µητρικό φίλτρο-θα χτυπούσε τη φεµινιστική της καµπάνα.Έτσι,έσµιξε τα φρύδια,και την ρώτησε: -Και θέλεις όσοι µας βλέπουν να νοµίζουν ότι είσαι µια ταπεινή αστή,µια γυ-ναικούλα που είναι απόλυτα εξαρτηµένη απ’τον άντρα της,που δεν ξέρει ούτε να ο-δηγεί,κι αφήνεται να την πηγαίνει εκείνος όπου θέλει; -Δεν αφήνεις τις πουστιές;τον διέκοψε θυµωµένη η Ούρσα. Όταν πεινάω δεν είµαι και τόσο µαχητική σε τέτοια θέµατα-εξάλλου δεν πρόκειται να µας δεί κανείς. Αυτή την ώρα οι περισσότεροι ηλίθιοι κοιµούνται. Αφού κοίταξε προβληµατισµένος δεξιά-αριστερά,ο Πόρκους πήρε την κατά-σταση δυναµικά στα χέρια του,ή µάλλον στα πόδια του,κι άρχισε να τρέχει προς το αυτοκίνητο,για να καθίσει στη θέση του συνοδηγού.Η Ούρσα έτρεξε ξοπίσω του,φω-νάζοντάς του να σταµατήσει,όµως αυτός δεν την άκουσε.Μόλις έφτασε,άνοιξε την µικροσκοπική πόρτα και πήδηξε µέσα στο αυτοκίνητο,στέλνοντας τριγύρω δεκάδες κονσέρβες που πετάχτηκαν απ’το πίσω κάθισµα µε το βάρος του.Όταν εκείνη έφτασε λαχανιασµένη,την κοίταξε µ’ένα χαµόγελο βαθιάς ικανοποίησης,κι έσφιξε το γραµ-µόφωνο στην αγκαλιά του,σαν τη µητέρα που λέει,δείχνοντας το παιδί της µ’αυτή την χειρονοµία: «Κοίταξε εδώ.Εγώ έχω αυτό,κι άρα µπορώ να κάνω ό,τι µου καπνίσει.» Ωστόσο η αληθινή γυναίκα από τους δυό τους δεν είχε ακόµα παραδόσει τα όπλα. -Εντάξει,εντάξει,θα οδηγήσω εγώ,είπε ξέπνοα,αλλά βιάστηκες να θρονιαστείς εκεί σαν την κυρία των τιµών.Σήκω αµέσως και κατέβα απ’το αυτοκίνητο. -Γιατί; Ο Πόρκους δεν είχε καµµιά διάθεση να υπακούσει. -Γιατί κάποιος πρέπει να γυρίσει τη µανιβέλλα,το ξέχασες;Δεν µπορώ να τα κάνω όλα εγώ-είναι τροµερό πώς εσείς οι άντρες βρίσκετε τον τρόπο να µας εκµεταλ-λεύεστε ακόµη κι όταν φαινοµενικά αντιστρέφονται οι ρόλοι µας! Αφήνοντας µ’ένα στεναγµό το γραµµόφωνο στο πίσω κάθισµα,ο Πόρκους κα-τέβηκε απ’το αυτοκίνητο,που αµέσως κέρδισε πενήντα πόντους σε ύψος-ξαλάφρωµα

που όµως δεν έµελλε να κρατήσει,αφού ένα δευτερόλεπτο αργότερα η Ούρσα σκαρ-φάλωσε στη θέση του οδηγού.Έβαλε το κλειδί στη µηχανή,και του φώναξε να γυρίσει τη µανιβέλλα.Εκείνος γονάτισε,και πριν ξεκινήσει,της φώναξε: -Μην µε πατήσεις! -Όχι,ψυχή µου,δεν θα σε πατήσω,είπε κάπως εκνευρισµένη η Ούρσα,µόνο κά-νε το γαµηµένο κωλάµαξο να ξεκινήσει γιατί κοντεύει να µου στρίψει απ’την πείνα! Οι δυό στροφές-του κλειδιού και της µανιβέλλας-διέκοψαν ταυτόχρονα τη νυ-χτερινή ησυχία,και ξαφνικά,σαν τις ορδές των δαιµόνων που εµφανίζονται για να πά-ρουν µαζί τους στην κόλαση την ψυχή κάποιου κακούργου,ακούστηκαν οι απανωτές εκρήξεις του κινητήρα.Συγχρόνως,από διάφορες γωνίες του δρόµου,ακούστηκαν απεγνωσµένα «νιάουου»,κι όλες οι κεραµιδόγατες σε ακτίνα εκατό µέτρων τινάχτη-καν έντροµες απ’τις κρυψώνες τους κι ανέβηκαν σε δέντρα,υδρορροές και στέγες,για να γλυτώσουν το τοµάρι τους.Ο Πόρκους επέστρεψε γρήγορα στη θέση του,και το αυτοκίνητο άρχισε να προχωρά,σαν διασταύρωση νυφικής άµαξας µε αµαξοστοιχία. Το ένα φανάρι φώτιζε κάθε άλλο παρά τον δρόµο µπροστά τους-σαν αλλήθωρο µάτι, έριχνε την φωτεινή δεσµίδα του στους τοίχους των σπιτιών που περνούσαν στα δε-ξιά τους.Ό,τι βρισκόταν πίσω τους,ντυνόταν µε τα ρούχα µιας καινούριας,πυκνότερης νύχτας,που δηµιουργούσε ο καπνός,ενώ οι πόρτες,που δεν είχαν καταφέρει να κλεί-σουν-«Πρέπει να βάλαµε µερικά κιλάκια από την περασµένη εβδοµάδα,» σχολίασε διακριτικά ο Πόρκους πάνω σ’αυτό-κροτάλιζαν µπροστά και πίσω σαν σαπισµένα δό-ντια στο στόµα ενός γέρου που αρνείται να πεθάνει ή να βάλει µασέλλα.Μέσα σ’όλη αυτή την ταραχή,ο Πόρκους γύρισε προς τα πίσω,έβαλε τον δίσκο στο γραµµόφωνο, κι άρχισε να γυρίζει τη µανιβέλλα.Η µουσική,όµορφη και σκοτεινή όπως οι ώρες του µεταµεσονυχτίου που διένυαν,βγήκε απ’τον κώνο µ’ένα κρώξιµο. -Υπέροχα,είπε η Ούρσα,κι άρχισε να σφυρίζει τις πρώτες νότες. -Ναι,αλλά ο σκλάβος γυρίζει πάλι τη µανιβέλλα,απήντησε µε παράπονο ο Πόρκους. Αυτή η κίνηση είναι εξουθενωτική.Είναι σαν να ανακατεύεις το περιεχόµε-νο ενός ανύπαρκτου µπώλ µ’ένα ανύπαρκτο χτυπητήρι-σκέτο µαρτύριο! -Εσύ διάλεξες να µην οδηγείς!Γιατί διαµαρτύρεσαι συνέχεια;Ορίστε,αν θέλεις να απασχοληθείς µε κάτι,ψάξε ανάµεσα στα σκουπίδια µήπως βρείς κάτι που να τρώ-γεται ακόµα. Ο Πόρκους κοίταξε µελαγχολικά τον σωρό των σκουπιδιών.«Δεν νοµίζω να βρώ τίποτε,» είπε,όµως µε το ελεύθερο χέρι του άρχισε να αναµοχλεύει τα χαρτιά του περιτυλίγµατος και τα άδεια κονσερβοκούτια από τις περασµένες βόλτες τους.Κάθε λίγο,για να βγάλει το άχτι του που δεν έβρισκε τίποτε,πετούσε µερικά σκουπίδια στο δρόµο.Στο µεταξύ η Ούρσα,µε άγρυπνο µάτι,έψαχνε στα σκοτεινά σοκάκια και τους δρόµους που περνούσαν για κάποιο φωτεινό σηµάδι,όπως ο ναυαγός ψάχνει στα φώ-τα κάποιου πλοίου την σωτηρία του.Αλλά κι η δική της έρευνα φαινόταν να είναι το ίδιο µάταιη.Ούτε ένα ταµπά,ούτε µια πατισερί που να διανυκτερεύει για τα επείγοντα περιστατικά.Μάλιστα το πρώτο ελπιδοφόρο σηµείο έτυχε να πέσει στην προσοχή του λιγότερο επιµελή ναυαγού.Κάποια στιγµή λοιπόν,το µάτι του Πόρκους πήρε ένα µεγάλο αρτοποιείο στη δεξιά πλευρά του δρόµου,κι επειδή το παράθυρο που βρισκό-ταν ακριβώς από πάνω του ήταν µισο-φωτισµένο,της είπε να οδηγεί πιο σιγά,µήπως κι ο φούρναρης είχε κατέβει στο µαγαζί του από πιό νωρίς για να φουρνίσει.Για να το διαπιστώσει,ο Πόρκους άρπαξε ένα µεγάλο κονσερβοκούτι,και το εκσφενδόνισε στα κλειστά ρολά του αρτοποιείου.Όταν δεν πήραν απάντηση,άρχισε να πετάει ένα-ένα

ό,τι πιο βαρύ έπιανε απ’τα σκουπίδια.Είχε σταµατήσει να γυρίζει τη µανιβέλλα του γραµµόφωνου,κι ανάµεσα στις ριπές φώναζε: «Ξυπνήστε!Ξυπνήστε!»,επιτακτικά.Ξα-φνικά,απ’το παράθυρο ξεπρόβαλλε το κεφάλι του φούρναρη,που προφανώς κοιµόταν γιατί φορούσε ένα λευκό σκούφο και µια από αυτές τις µάσκες που βάζουν πάνω από τα µάτια τους όσοι υποφέρουν από αϋπνίες.«Ένας φούρναρης µε αϋπνίες!» σκέφτηκε χαµογελώντας η Ούρσα,όµως η αντίδρασή του δεν ήταν το ίδιο διασκεδαστική.Βγά-ζοντας τη µάσκα,άρχισε να ουρλιάζει. -Κτήνη!Ανώµαλοι!φώναζε. Να ξυπνάτε τον κόσµο τέτοια ώρα! Όµως ο Πόρκους ήταν απτόητος.Συνεχίζοντας να πετάει κονσερβοκούτια στα ρολά του φούρνου,του απάντησε ακόµη πιο εριστικά. -Ξέρεις τί ώρα είναι; τον ρώτησε,σαν να ήταν εκείνος που τους είχε ξυπνήσει. Δυόµιση!Μάλιστα,δυό-µι-ση!Κι εσύ πού είσαι;Είσαι κάτω στον φούρνο σου,για να ετοιµάζεις ψωµιά και κρουασάν για τους πεινασµένους περαστικούς;Όχι,όχι,η αυτού µεγαλειότης ο κωλο-φούρναρης είναι ακόµα στο κρεβάτι του και µαλακίζεται,αντί να στρωθεί στη δουλειά,όπως πρέπει!Αίσχος!Αίσχος! -Θα σε σκοτώσω,κάθαρµα!φώναξε εκείνος απ’το παράθυρο. Χοντρό τέρας, που θα µου πείς και αίσχος!Φύγετε αµέσως,γιατί θα φωνάξω την αστυνοµία! -Θα µας κλάσεις τ’αρχίδια! Η Ούρσα,που ένοιωθε ότι όλη αυτή η λογοµαχία,εκτός από εξαιρετικά άσκο-πη,είχε καταφέρει να της ανοίξει την όρεξη-ίσως έφταιγε η αναφορά του Πόρκους στα ψωµιά και τα κρουασάν-άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει,δίνοντας τέλος στην ατυχή συνάντηση µε τον φούρναρη.Ο Πόρκους όµως,που ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο,πέταξε άλλο ένα κονσερβοκούτι,και ούρλιαξε στον φούρναρη: -Γαµώ τη µάνα σου!Αργόσχολε! Και για να καλµάρει κάπως τα νεύρα του,συ-νέχισε να ψάχνει ανάµεσα στα σκουπίδια του πίσω καθίσµατος,µουρµουρίζοντας πό-τε-πότε: «Ακούς εκεί!Απίστευτο θράσος!».Η σύζυγός του,όχι λιγότερο εκνευρισµένη µε την πορεία των πραγµάτων,άρχισε να πατάει την κόρνα,µε την ελπίδα κάποιος να ξυπνούσε και να τους πέταγε καµµιά ντοµάτα,ή κάτι άλλο φαγώσιµο.Ωστόσο,ο µόνος που κατάφερε να ενοχληθεί από την κόρνα,ήταν ένας θρεµµένος ποντικός,που όλη αυτή την ώρα κοιµόταν κάτω απ’το σωρό των σκουπιδιών του αυτοκινήτου,ή απλώς παρίστανε τον ψόφιο κοριό για να γλυτώσει.Θεωρώντας λοιπόν ότι η κόρνα ήταν το σηµάδι του απόλυτου ολέθρου,το µεγάλο τρωκτικό πετάχτηκε µέσα απ’τα χαρτιά κι έκανε να ξεφύγει.Ο Πόρκους το είδε,και ούρλιαξε: -Ένα ποντίκι!Ένα ποντίκι! -Πιάσ’το!Πιάσ’το!ούρλιαξε η Ούρσα µε την σειρά της,κι αφήνοντας το τιµόνι για να τον βοηθήσει,γύρισε προς τα πίσω.Το αυτοκίνητο,ολότελα ακυβέρνητο,λοξο-δρόµησε,ανέβηκε σ’ένα πεζοδρόµιο,και συνέχισε να προχωρά αργά,ξύνοντας δεξιά κι αριστερά τα δέντρα και τα στόρια των καταστηµάτων. -Πούν’το;Έχει γούστο να µας ξέφυγε! -Το κρατάω!Το κρατάω απ’την ουρά!φώναξε ξαφνικά ο Πόρκους,και µε µια κραυγή θριάµβου,έβγαλε απ’τον ορυµαγδό ένα κορδόνι παπουτσιού. «Ένα κορδόνι!» είπε έκπληκτος, «Ένα κορδόνι από ένα παπούτσι!Πότε φάγαµε ένα παπούτσι;» Η Ούρσα,χωµένη ως το λαιµό στα σκουπίδια,απάντησε µε πνιγµένη φωνή «Δεν ξέρω!» κι έπειτα αναδύθηκε,µε χιλιάδες χαρτιά και πλαστικά κύπελλα κολληµένα στα µαλλιά της. «Το χάσαµε,ζώον» του είπε,σκουντώντας τον επιτιµητικά,κι ύστερα γύρισε,έπια-σε το τιµόνι,κι οδήγησε ξανά το αυτοκίνητο στο δρόµο.

-Δεν φταίω εγώ,απολογήθηκε ο Πόρκους µε κλαψιάρικη φωνή. Νόµιζα ότι το είχα πιάσει,ενώ αυτό είχε ήδη πηδήξει απ’το αυτοκίνητο! -Τέλος πάντων,είπε µεγαλόψυχα η Ούρσα,δεν έχει και τόση σηµασία.Άλλω-στε δεν θα σωζόµασταν µε ένα ποντίκι.Εδώ χρειαζόµαστε πολύ περισσότερα. -Κι όµως,κι όµως,εξακολούθησε ο Πόρκους,ήταν ένα ποντίκι,τόσο µεγάλο-κι άνοιξε τα χέρια του για να της δείξει πόσο µεγάλο ήταν το χαµένο τους θήραµα. -Γιατί γυρίζεις το µαχαίρι στην πληγή;ρώτησε θυµωµένη εκείνη. Θέλεις να σε κατεβάσω απ’το αυτοκίνητο και να σε στείλω να το κυνηγήσεις; -Όχι,όχι,δεν είπα αυτό.Στο κάτω-κάτω,πού να το βρώ µέσα στη νύχτα; -Τότε µην µου το θυµίζεις,και κοίτα µε προσοχή στα δεξιά.Εγώ κοιτάζω αρι-στερά.Αν δείς οποιοδήποτε φώς,πές µου να σταµατήσω,ή να στρίψω.Είτε είναι φούρ-νος,είτε ταµπά,είτε σπίτι,δεν έχει σηµασία.Θα το επισκεφτούµε. Όµως η πόλη ήταν έρηµη,απόκοσµα έρηµη και σκοτεινή.Ούτε ένα παράθυρο σε µια πολυκατοικία δεν ήταν φωτισµένο,ούτε µία ανθρώπινη φωνή δεν ακουγότανε σοτυς δρόµους.Για άλλη µια φορά,γύρω τους είχαν την απόδειξη για το πόσο ανόρε-χτα ζούσαν τη σύντοµη,ηλίθια ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι-αντί να απολαύσουν τις ώρες αυτές τις τόσο εξαιρετικά όµορφες,όταν η νύχτα µοιάζει να εγκυµονεί την ανα-τολή,αντί να νοιώσουν κι αυτοί τον γλυκό ίλιγγο της νύστας και ν’αποκοιµηθούν για λίγες µόνο ώρες,όταν πιά το βουητό του αίµατος στ’αυτιά του θα τους τρέλλαινε,οι άνθρωποι αυτοί κρύβονταν πίσω απ’το πρόσχηµα της δουλειάς,της τάξης.Δεν κοιµό-ντουσαν για την καύλα του ύπνου (γιατί στ’αλήθεια είναι πολύ µεγάλη καύλα να κοι-µάσαι) αλλά γιατί ο ύπνος ήταν το µέρος κάποιου αδιανόητου προγράµµατος,κι έτσι δεν τον απολάµβαναν,ακόµα κι όταν θά’πρεπε νά’χουν χορτάσει από δαύτον.Αντί να ξαγρυπνήσουν µέχρις εσχάτων,να πάνε παραπατώντας στις αδιάφορες δουλειές τους-µισοκλείνοντας διαρκώς τα µάτια σε ηδονική αναπόληση του κρεβατιού-και να γυρί-σουν το µεσηµέρι γεµάτοι λαχτάρα,σχεδόν γεµάτοι µ’ερωτικό πόθο για τα σεντόνια και το µαξιλάρι τους,αυτοί ξοδεύαν τις γλυκύτερες ώρες της υπάρξεώς τους χωρίς να το καταλάβουν,σαν παιδιά κι ακόµη πιο ηλίθιοι,γιατί τουλάχιστον εκείνα συνέχεια ζούν µε τ’όνειρο των µεταµεσονύχτιων ωρών που τους είναι απαγορευµένες.«Κι ε-κτός αυτού,» σκέφτηκε η Ούρσα «είναι ανεπίτρεπτο να µην συλλογίζονται τους λι-γοστούς συνανθρώπους τους που αυτή την ώρα πιάνουν δουλειά,όπως οι ρακοσυλλέ-κτες κι οι ζητιάνοι.Οι άνθρωποι αυτοί,όπως κι εµείς,πεινάνε,και πρέπει να φάνε.Πού θα φάνε όµως όταν όλοι οι ασυνείδητοι κοιµούνται;» Με γερακίσιο βλέµµα,έψαξε α-νάµεσα στις εισόδους των σπιτιών που προσπερνούσαν και στα πιό στενά σοκάκια, δίπλα και κάτω απ’τους σκουπιδοτενεκέδες,µε την ελπίδα να δεί κάποιον ζητιάνο και να επιβεβαιώσει την θεωρία της.Όµως ακόµη κι οι ζητιάνοι φαίνονταν να κοιµούνται, κάπου µακριά. «Γιατί κρύβεστε,καριόληδες;» σκέφτηκε µε οργή.Το σκοτάδι είχε αρ-χίσει να την εκνευρίζει-ένοιωθε να τυφλώνεται από αυτό,όπως οι ηλίθιοι χιονοδρόµοι απ’το λευκό του χιονιού.Αλλά κι η σιωπή ήταν εξίσου ενοχλητική.Ο Πόρκους είχε σταµατήσει να παίζει το γραµµόφωνο,κι όπως οι άνθρωποι αυτής της πόλης είχαν α-ποφασίσει να εξαφανιστούν όλοι µαζί,κανένας άλλος θόρυβος δεν ακουγόταν εκτός απ’την µηχανή του δικού τους αυτοκινήτου.Ούτε ένα ξεσκισµένο ταξί!Σύντοµα κι ο θόρυβος αυτός πέρασε στο φόντο,κι η Ούρσα άρχισε να ακούει την ίδια της την ανα-πνοή,καθώς και την αναπνοή του Πόρκους.Η αναπνοή του Πόρκους µάλιστα ήταν πιο δυνατή,κι έπειτα από ένα λεπτό σχεδόν εκκωφαντική.Κόντευε να την τρελλάνει. «Σταµάτα να αναπνέεις!» του φώναξε ξαφνικά κι εκείνος,βλέποντας πόσο άγρια τον

κοιτούσε,πήρε µια βαθιά ανάσα κι έµεινε ακίνητος,µε τα µάγουλα φουσκωµένα.Έτσι ήταν καλύτερα.Λίγο-λίγο,όλες οι αισθήσεις υποχωρούσαν:Η όραση,η ακοή,η γεύση πάνω απ’όλα (αυτή µε συνειδητή απώθηση,µιας κι ήταν µαρτύριο να γεύεται τα τε-λευταία αποµεινάρια απ’το αίµα του δασκάλου,και να σκέπτεται πόσο πολύ πεινού-σε).Κι η αφή ήταν αδιάφορη,µιας και το τιµόνι ήταν το µοναδικό πράγµα που έπιανε. Σύντοµα λοιπόν,απ’όλο το περιβάλλον πιο δυνατή αναδύθηκε η όσφρηση.Η Ούρσα άρχισε να συσπά τα ρουθούνια της,για να συλλάβει και την πιο µικρή υποψία κάποιας φαγώσιµης µυρωδιάς,όµως αµέσως σούφρωσε τα χείλη.Κάτι βρωµούσε εκεί γύρω. -Πόρκους,είπε,σπρώχνοντάς τον απαλά για να µην τον τροµάξει,µήπως δεν έ-ψαξες καλά τα σκουπίδια στο πίσω κάθισµα; -Μµµ!Μµµ!µούγκρισε µ’απελπισία εκείνος.Είχε γίνει µώβ.Ο φτωχός,υπάκου-ος Πόρκους-ο κατά κανόνα ανυπάκουος Πόρκους-είχε διαλέξει την πιο αλλοπρόσαλ-λη στιγµή για να επιδείξει πόσο πειθήνιος ήταν,κι είχε σταµατήσει να αναπνέει. -Ανάσανε παιδί µου!του φώναξε η Ούρσα. Δεν το εννοούσα στ’αλήθεια!Εσύ θα σκάσεις! Και µ’ένα βαθύ «Ααααχ»,ο Πόρκους άφησε τον παλιό αέρα να βγεί από το στήθος του κι εισέπνευσε µπόλικο καινούριο.Μόλις η αναπνοή του αποκαταστά-θηκε,γύρισε προς το µέρος της και της είπε: -Όχι,δεν νοµίζω ότι υπάρχει κάτι στα σκουπίδια.Γιατί ρωτάς; -Γιατί κάτι βρωµάει σ’αυτό το αυτοκίνητο,κι έχω την εντύπωση ότι είναι το µουνί µου. Ο Πόρκους έσκυψε αµέσως ανάµεσα στα πόδια της και το µύρισε. -Δεν µου µυρίζει,της είπε,σηκώνοντας το κεφάλι. -Εσένα ποτέ δεν σου µυρίζει.Αλλά αν δεν είναι αυτό,τότε τί είναι;Είσαι σίγου-ρος πως δεν σου ξέφυγε καµµιά µισο-τελειωµένη κονσέρβα µε ψάρι; -Όχι,το αποκλείω,είπε εκείνος µε βεβαιότητα. Αν υπήρχε ψάρι στο αυτοκίνη-το,έστω και χαλασµένο,θα το είχα βρεί και θα το είχαµε φάει. Για να την βοηθήσει, οσµίστηκε κι αυτός τον αέρα,κι ύστερα την ρώτησε: «Μήπως είναι τ’αρχίδια µου;» -Δεν ξέρω,πάντως κάτι µου βρωµάει-και νοµίζω ότι είναι απ’τα σκουπίδια. Σ’αυτό το σηµείο ο Πόρκους πήρε ένα ύφος θιγµένου λόρδου,που κάποιος τον έχει προσβάλλει λέγοντας ότι η δική του κωλοτρυπίδα είναι φαρδύτερη. -Δεν υπάρχει περίπτωση κάτι να µυρίζει πιο δυνατά από τ’αρχίδια µου,είπε. Κι αν σκεπάζει την δική τους µυρωδιά,σίγουρα δεν θα µπορεί να καλύψει την µπόχα απ’τις µασχάλες µου.Οι µασχάλες µου είναι το πιο βρωµερό πράγµα στον κόσµο.Τί-ποτε δεν µπορεί να τις ανταγωνιστεί-είναι ζήτηµα προσωπικής τιµής! -Καλά,καλά,είπε η Ούρσα,δεν αντιλέγω.Ωστόσο… -Μα όχι,την διέκοψε ο Πόρκους,βλέπω ξεκάθαρα ότι µε αµφισβητείς.Θέλεις να µυρίσεις τη µασχάλη µου για να διαπίστώσεις πόσο βρωµερή είναι; -Όχι,δεν έχω καµµιά επιθυµία να µυρίσω τη µασχάλη σου. -Μόνο µια πεταχτή µυτιά,έτσι,για να σου φύγει η περιέργεια. -Μα δεν έχω περιέργεια για το πώς µυρίζουν οι µασχάλες σου! -Ναι,αλλά κάτι σου βρωµάει,δεν σου βρωµάει;Περίµενε και θα δείς τί είναι! Και µ’αυτά τα λόγια έγειρε προς το µέρος της κι άρχισε να σηκώνει το χέρι του µπρο-στά από το πρόσωπό της. -Όχι,όχι,ούρλιαξε εκείνη. Δέν θέλω! Κι έκανε να στρέψει το κεφάλι. Την ίδια στιγµή όµως,ο Πόρκους έκανε τούµπα και σωριάστηκε ολόκληρος πάνω της,σπάζο-ντας το τζάµι και πέφτοντας πάνω στο τιµόνι,και σε µια αιφνιδιαστική κίνηση κόλ-λησε την δεξιά του µασχάλη στο πρόσωπό της.Η Ούρσα έβγαλε µια δυνατή κραυγή

κι έχασε αµέσως τις αισθήσεις της.Μέχρι ο Πόρκους να ξαναγυρίσει στη θέση του, µ’ένα ικανοποιηµένο ύφος,κι εκείνη ν’ανοίξει τα µάτια της ζαλισµένη,το αυτοκίνητο ξέφυγε για άλλη µια φορά απ’την πορεία του,και σαν από µια φαταλιστική παρέµ-βαση της µοίρας,χτύπησε µια γυναίκα που εκείνη την ώρα άνοιγε την ξύλινη πόρτα του κήπου της.Το πήδηµα που έκανε καθώς την πατούσε τους τίναξε και τους δυό ψηλά.Τροµαγµένη,η Ούρσα γύρισε το κλειδί κι έσβησε τη µηχανή.

ΙΧ. Η Κρυψιφάγος -Γαµώ την Αγία Πατάτα!είπε ο Πόρκους,κοιτάζοντας τη γυναίκα που κείτο-νταν νεκρή στο πεζοδρόµιο,στα δεξιά του αυτοκινήτου. Πατήσαµε µια γριά! Η Ούρσα,που είχε στο µεταξύ κατέβει απ’το αυτοκίνητο,κατέφτασε τρέχοντας δίπλα στο πτώµα.Για να βεβαιωθούν ότι την είχαν πράγµατι σκοτώσει,όσο και για να µάθουν την ηλικία της,έπιασε την γυναίκα και την αναποδογύρισε.Μια έκπληξη τους περίµενε όταν είδαν το πρόσωπό της-η γυναίκα δεν ήταν ασφαλώς νέα,αλλά σίγουρα δεν ήταν και γριά.Έµοιαζε µεσήλικη,γύρω στα πενήντα έξη.Εκείνο που είχε ξεγελά-σει τον Πόρκους ήταν τα ασυνήθιστα γεροντικά της ρούχα-ένα µακρύ µαύρο φόρεµα, µαύρα γάντια και µαύρο καπέλλο µε κορδέλλα που έδενε κάτω απ’το πηγούνι-ρούχα τόσο κυριαρχούµενα απ’το µαύρο χρώµα,ώστε ακόµη κι αν δεν είχαν πλακωθεί την ώρα που την πάτησαν,ίσως να την είχαν πατήσει έτσι κι αλλιώς,αφού µέσα στη νύχτα η σιλουέττα της δεν θα ξεχώριζε από µία σκιά.Και τί σιλουέττα!Κι οι δυό τους την περιεργάζονταν µε τρόµο.Αν της έβγαζες τα ρούχα και τις κοντές µπότες που φορού-σε,δεν θα ζύγιζε πάνω από πενήντα κιλά. «Τί στο διάβολο;» αναρωτήθηκε η Ούρσα, κοιτώντας την, «Ένα κιλό το χρόνο έβαζε;» Αλλά το πιο εξαιρετικό χαρακτηριστικό της νεκρής γυναίκας ήταν το πρόσωπό της.Μιας και το αυτοκίνητο την είχε πατήσει µπρούµυτα,δεν υπήρχαν αίµατα,ή τίποτε τέτοιο,κι έτσι αυτό που έκανε εντύπωση ήταν η τροµερή της απάθεια.Φυσικά όλα τα πτώµατα µοιάζουν λιγάκι απαθή,αφού στην πραγµατικότητα τίποτε δεν τα απασχολεί,ωστόσο υποτίθεται πως,όταν ο θάνα-τος έρχεται τόσο ξαφνικά-και τόσο δραµατικά-η έκφραση που διατηρείς και µετά από αυτόν είναι πληµµυρισµένη από τον πανικό της τελευταίας στιγµής,ένα συνεσπα-σµένο προσωπείο τρόµου.Όµως αυτή η γυναίκα δεν είχε καµµιά τέτοια έκφραση.Τα µάτια της ήταν κλειστά και το πλακουτσό της πρόσωπο-ένα πρόσωπο στ’αλήθεια τόσο πλακουτσό,που για µερικά λεπτά ο Πόρκους προσπαθούσε να καταλάβει αν την είχαν πατήσει από µπροστά ή από πίσω-που ήταν ολότελα ανέκφραστο, σχεδόν όπως αν η γυναίκα περίµενε το θάνατο,κι η σκέψη,άρα κι η έκφρασή της την στιγµή του συνέβη το µοιραίο ήταν απολύτως συµβιβασµένη µε τον ερχοµό του. -Εγώ προτείνω να φύγουµε,ψιθύρισε ο Πόρκους ύστερα από λίγο.Είχε κρεµα-στεί απ’το αυτοκίνητο και µιλούσε στο αυτί της Ούρσα,σαν να φοβόταν µήν ξυπνήσει τη νεκρή. «Απ’ό,τι βλέπω,η µακαρίτισσα δεν έχει και πολύ κρέας επάνω της,κι ακόµη δεν έχουµε και µαχαίρι για να την σφάξουµε,ούτε φωτιά για να την µαγειρέψουµε,ο-πότε προτείνω να συνεχίσουµε το δρόµο µας γιατί άρχισα να νοιώθω µια λιγούρα…»

-Μα καλά,τρελλάθηκες;του είπε η Ούρσα,διακόπτοντάς τον ξαφνικά. Δε βλέ-πεις πού βρισκόµαστε; Ο Πόρκους κοίταξε µια στιγµή τριγύρω,για να δεί αν βρισκόντουσαν µπροστά σε καµµιά εκκλησία,ή τίποτε τέτοιο,που να απαγορεύει την ανθρωποφαγία,όµως το µόνο που υπήρχε ήταν σπίτια.Έτσι γύρισε και κοίταξε ξανά την Ούρσα,και τότε κα-τάλαβε ότι τα λόγια της δεν εξέφραζαν την αγανάκτηση απέναντι στην ‘βεβήλωση’ που της πρότεινε,αλλά τον θρίαµβο µιας ανακάλυψης που του είχε διαφύγει. -Κοίτα!Κοίτα καλά!του ξανάπε. Αυτή η κάργια,την στιγµή που την πατήσαµε, ετοιµαζόταν να µπεί στο σπίτι της. Και µ’αυτά τα λόγια,σήκωσε το χέρι της νεκρής, το οποίο έσφιγγε ακόµη ένα µεγάλο κλειδί ανάµεσα στα άκαµπτα δάχτυλά του. «Εί-ναι το κλειδί αυτής της πόρτας!» είπε,κι έδειξε τον κήπο µπροστά στο οποίο ήταν σταµατηµένοι.Τότε κι εκείνος πρόσεξε για πρώτη φορά το σπίτι. Σε σύγκριση µε τις πολυκατοικίες που το περιτριγύριζαν,το σπίτι αυτό ήταν τόσο διαφορετικό,που µιά µατιά και µόνο προς το µέρος του σου έφερνε ανατριχίλα, ιδιαίτερα αυτή την ώρα της νύχτας.Καθώς ο επόµενος φανοστάτης βρισκόταν πολλά µέτρα µακριά,το µεγαλύτερο µέρος της πρόσοψης του σπιτιού,µαζί µε την στέγη του, ήσαν αθέατα,αλλά όσα ξεπρόβαλλαν απ’το σκοτάδι σε άφηναν να υποθέσεις την τρο-µακτική µορφή και της υπόλοιπης εικόνας,σαν τη σκοτεινή πλευρά µιας άγριας σελή-νης.Στο διάστηµα από το πεζοδρόµιο µέχρι το πλατύσκαλο της εισόδου υπήρχε ένας µεγάλος κήπος,που έκλεινε µ’έναν άσπρο φράχτη ο οποίος εκτείνονταν ανάµεσα στις δυό διπλανές πολυκατοικίες.Ο κήπος έµοιαζε ολότελα εγκαταλελειµένος,κι ήταν γε-µάτος µε ψηλά χορτάρια,που έφταναν σχεδόν ως τη µέση της πόρτας.Όµως το ίδιο συνέβαινε και µε το υπόλοιπο σπίτι,που ήταν κι αυτό εξαθλιωµένο κι ετοιµόρροπο, σαν να δικαιολογούσε µ’αυτό τον τρόπο την παράταιρη εµφάνισή του.Τα ξύλα του φράχτη και της πόρτας είχαν σαπίσει,κι η άσπρη τους µπογιά κρεµόταν ξεραµένη σε µεγάλα ραγισµένα φύλλα.Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν σκεπασµένοι µε κισσό,που όµως τα κλαδιά του είχαν ξεραθεί από χρόνια κι έµοιαζαν-ιδίως γύρω απ’τα παράθυρα, όπου γίνονταν πιο πυκνά-µε τα µαλλιά στο κρανίο ενός νεκρού,που συνεχίζουν να µεγαλώνουν και µετά το θάνατό του.Κι όσο για τα παραθυρόφυλλα,έµοιαζαν να έ-χουν µείνει σφαλιστά για χρόνια,µε τους µεντεσσέδες τους σκουριασµένους και τα κλαδιά του κισσού να χώνονται ανάµεσα στις µικρές ξύλινες σανίδες.Όσο παρατη-ρούσε το σπίτι,ο Πόρκους αναρωτιόταν πώς η παράξεν γυναίκα που είχαν σκοτώσει άθελά τους µπορούσε να ζεί εκεί µέσα.Θα πρέπει να της άρεσε αυτός ο αέρας της κρύπτης που περιέβαλλε τον κήπο και τη πρόσοψη του σπιτιού,ίσως µάλιστα να ευχαριστιόταν µε τη φαντασίωση πως είχε ήδη πεθάνει,κι ότι τα πάντα γύρω της παραδίδονταν σε µιαν ανεξέλεγκτη αποσύνθεση,όπως σ’έναν αληθινό τάφο.Σ’αυτή την περίπτωση,δεν ήθελε ούτε να φανταστεί πώς ήταν το εσωτερικό του σπιτιού,πολύ περισσότερο να µπεί ο ίδιος µέσα για να το εξερευνήσει.Άλλωστε πάντα αντιπαθούσε και φοβόταν τα στοιχειωµένα σπίτια-ή τουλάχιστον τα σπίτια που έµοιαζαν να είναι στοιχειωµένα,όπως αυτό.Πέρα απ’την µεταφυσική του αγωνία γύρω απ’τους απέθα-ντους ενοίκους τους (την οποία δεν τολµούσε να εκφράσει µπροστά στην Ούρσα, γιατί τον κορόιδευε ανελέητα) έβρισκε πως τα σπίτια αυτά,έχοντας χάσει προ πολλού την επαφή µε τους ζωντανούς ανθρώπους,δεν είχαν να προσφέρουν τροφή παρά µό-νο στις αράχνες.Κι ένα σπίτι χωρίς τρόφιµα,είναι ένα άχρηστο σπίτι. -Εγώ δεν µπαίνω εκεί µέσα,είπε κατηγορηµατικά στην Ούρσα µετά από λίγο. -Έχει γούστο να φοβάσαι!του είπε εκείνη,χαµογελώντας πονηρά.

-Εγώ να φοβάµαι;απάντησε ο Πόρκους µε επιτηδευµένη περιφρόνηση. Μα, αγαπητή µου,θα έπρεπε ως τώρα να γνωρίζεις ότι είµαι ατρόµητος! -Μπού!εκανε τότε η Ούρσα,και πετάχτηκε ξαφνικά κατά πάνω του,δείχνοντας τα δόντια της και κυρτώνοντας τα δάχτυλα,όπως ένα βαµπίρ που επιτίθεται.Ο Πόρ-κους άφησε µια κραυγή τρόµου,και τινάχτηκε προς τα πίσω µε τέτοια δύναµη,ώστε κύλισε στην άλλη πλευρά του αυτοκινήτου κι έπεσε απ’την ανοιχτή πόρτα του οδη-γού.Μόλις σηκώθηκε,ατιµασµένος κι εξευτελισµένος,της είπε: -Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. -Ήθελα να δώ πόσο ατρόµητος είσαι,καλέ µου,του είπε εκείνη παιχνιδιάρικα. -Είµαι πάρα πολύ ατρόµητος.Απλώς,αιφνιδιάζοµαι εύκολα. -Τέλος πάντων,έχεις κάποιον άλλο σοβαρό λόγο εκτός απ’τους παράλογους φόβους σου για τα φαντάσµατα,για τον οποίο δεν θέλεις να µπούµε στο σπίτι; -Βεβαίως,είπε εκείνος,κι αφού σκέφτηκε µια στιγµή είπε: «Δεν…δεν είναι σωστό να κλέβουµε τους νεκρούς.» -Τώρα το πιστεύεις αυτό που λές;τον ρώτησε η Ούρσα µε αυστηρό βλέµµα. -Ό…ό-όχι,δεν το πιστεύω,είπε ο Πόρκους,και χαµήλωσε το κεφάλι. -Τότε το ζήτηµα έκλεισε. Με µια κίνηση,η Ούρσα πήρε το κλειδί απ’το χέρι της νεκρής,κι άνοιξε την πόρτα του κήπου που βρισκόταν πίσω της. -Περίµενε!Περίµενε!φώναξε ξαφνικά ο Πόρκους. Η Ούρσα σταµάτησε και γύρισε προς το µέρος του.Τα µάτια ήταν στραµµένα προς τον ουρανό,µ’ένα βουβό κράµα ανυποµονησίας κι απελπισίας. -Τί είναι πάλι; -Δεν…δεν θέλω να µπούµε σ’αυτό το σπίτι,είπε ξανά εκείνος. -Αυτό το ξέρω.Το γιατί δεν µπορώ να καταλάβω. Εδώ ο Πόρκους πίστευε πως είχε ένα ατράνταχτο επιχείρηµα. -Πώς θα µε προφυλάξεις από τα φαντάσµατα και τους βρυκόλακες;τη ρώτησε. -Δεν υπάρχουν φαντάσµατα και βρυκόλακες. -Κι αν υπάρχουν; -Θα τους δείξω ένα σταυρό και θα φύγουν. Η ηρεµία της είχε αρχίσει να εξα-ντλείται,και χτυπούσε νευρικά το πόδι της στο πεζοδρόµιο. -Ποιό σταυρό;επέµεινε ο Πόρκους.Εσύ δεν έχεις σταυρό!Εσύ είσαι άθεη! -Τότε θα τους δείξω το µουνί µου!ούρλιαξε αγανακτισµένη η Ούρσα. Αυτό θα τα διώξει στα σίγουρα!Και τώρα τσακίσου κι έλα γρήγορα εδώ,γιατί θα χάσω την υ-ποµονή µου και θα αρχίσω να σε κυνηγάω! Σκυθρωπός,και µε δειλά,διστακτικά βήµατα,ο Πόρκους ανέβηκε ξανά στο αυ-τοκίνητο-σαν να ήθελε µ’αυτή του την κίνηση να δηλώσει την επιθυµία που είχε να φύγουν από εκεί-προχώρησε στη θέση του συνοδηγού,κι από εκεί ετοιµάστηκε να κα-τέβει στο δρόµο µ’ένα πηδηµατάκι.Την ώρα που πηδούσε,διαµαρτυρόταν συνεχώς, µουρµουρίζοντας χαµηλόφωνα: «…και τί θα κάνουµε σ’ένα τέτοιο έρηµο σπίτι;…εί-µαι σίγουρος ότι δεν θα έχει τίποτε φαγώσιµο…θα πεινάσουµε πάλι…» κι έτσι δεν πρόσεξε ότι ακριβώς κάτω απ’την πόρτα του συνοδηγού βρισκόταν το πτώµα της γυ-ναίκας.Πέφτοντας µε όλο του το βάρος επάνω της,τα πόδια του κατάφεραν να στραγ-γίξουν απ’τους πνεύµονές της και τα τελευταία ίχνη αέρα,όπως αν πατούσε µια πίπιζα,κι από το στόµα της νεκρής βγήκε µια πνιχτή κραυγή.Ωστόσο στ’αυτιά του Πόρκους,που ήταν ήδη σε υπερένταση απ’το φόβο,η φωνή αυτή ακούστηκε σαν το τροµερό ουρλιαχτό της αδικο-σκοτωµένης γυναίκας,που είχε επιστρέψει από τον άλ-

λο κόσµο για να εκδικηθεί τους δολοφόνους που ετοιµάζονταν να λεηλατήσουν και το σπίτι της.Κι όπως ήταν φυσικό,κατελήφθη από πανικό. -Μαµά µου!ούρλιαξε,και µ’ένα δεύτερο σάλτο όρµησε πάνω στην Ούρσα και την παρέσυρε,πέφτοντας µαζί της µέσα στ’αγριόχορτα του κήπου.Κι επειδή µέσα απ’ τα κλειστά του µάτια νόµιζε ότι τα χόρτα ήταν τα δάχτυλα της νεκρής που προσπα-θούσαν να τον αρπάξουν,συνέχισε να φωνάζει: «Μαµά µου!»,και να παλεύει στα τυ-φλά µε χέρια και µε πόδια,συνθλίβοντας την Ούρσα που βρισκόταν από κάτω του. -Πόρκους!ΠΟΡΚΟΥΣ!φώναξε κι εκείνη ξέπνοα έπειτα από λίγο. Δεν είµαι η µαµά σου,κι επιτέλους φύγε από πάνω µου! Με όλη της τη δύναµη,ανασηκώθηκε και τον έριξε στο χώµα δίπλα της,σαν σακί. «Είναι η τρίτη φορά που πέφτεις πάνω µου απόψε!Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι το κάνεις επίτηδες!» Ο Πόρκους έβγαλε απ’τις συστάδες ένα έντροµο κεφάλι,στα µαλλιά και τα γέ-νεια του οποίου ήσαν πλεγµένα άφθονα χόρτα,και κοίταξε την γυναίκα του. -Έφύγε;Έφυγε;ρώτησε σαστισµένος. -Και βέβαια έφυγε,πουλί µου.Εδώ και ώρα,απότη στιγµή που την πατήσαµε. -Εγώ πιστεύω πως είναι ζωντανή,είπε εκείνος τρέµοντας,κι ότι µόλις µπούµε στο σπίτι της,θα µας καταδιώξει και θα µας πιεί το αίµα. -Θέλεις να βγούµε έξω για να δείς ξανά ότι είναι πεθαµένη;ρώτησε η Ούρσα. -Όχι!Όχι!Οτιδήποτε εκτός απ’αυτό,είπε ο Πόρκους,και βρίσκοντας θάρρος µέσα από τη δειλία του,όπως τόσο συχνά συµβαίνει στα ζώα όταν συγκρίνουν ένα κίνδυνο µ’ένα µεγαλύτερο (µόνο που οι άνθρωποι το ονοµάζουν ηρωισµό,έτσι δεν είναι;) σηκώθηκε κι άρχισε να πισωπατάει προς την κατεύθυνση του σπιτιού,όσο γινόταν πιο µακριά από το πτώµα.Η Ούρσα,που σηκώθηκε δεύτερη,είδε αυτό που ε-πρόκειτο να συµβεί,και του φώναξε «Πρόσεχε!»,αλλά δεν πρόλαβε να τον σταµατή-σει.Με το βάρος χιλίων πολιορκητικών κλοιών,ο Πόρκους έπεσε πάνω στην πόρτα του σπιτιού,που υποχώρησε κάτω απ’το βάρος του,κι έπεσε µέσα µ’ένα καινούριο ουρλιαχτό.Τρέχοντας προς το µέρος του,τον βοήθησε να σηκωθεί.Για να τον ηρεµή-σει,τον αγκάλιασε κι άρχισε να του χαιδεύει το κεφάλι,βγάζοντας πού και πού κανένα χορτάρι απ’τα µαλλιά του.Όταν αισθάνθηκε πάνω στο στήθος της την καρδιά του να χτυπά λιγότερο τροµαγµένη,έκανε ένα βήµα πίσω. -Δεν νοµίζω να κλειδώσουµε φεύγοντας,είπε,και πέταξε κάτω το κλειδί. Όχι φυσικά πως υπήρχε και τίποτε εκεί µέσα που θα άξιζε να προφυλάξεις, κλειδώνοντας την πόρτα.Μ’ένα πρώτο βλέµµα τριγύρω,η Ούρσα αισθάνθηκε να κα-ταλαµβάνεται από µια βαθιά απογοήτευση.Αισθανόταν σχεδόν µαλακισµένη.Απ’όσο µπορούσε να διακρίνει µέσα στο σκοτάδι,ο Πόρκους µάλλον είχε δίκιο,έστω κι αν οι υστερίες του είχαν άλλη αιτία.Τίποτε στο εγγύς περιβάλλον του σπιτιού δεν φαινόταν να κρύβει κάτι φαγώσιµο.Για την ακρίβεια,δεν υπήρχε ούτε καν κουζίνα.Όλο το σπίτι ήταν ένα µεγάλο δωµάτιο,χωρισµένο µε χαµηλούς τοίχους σε τρία δωµάτια-ένα µπά-νιο,ένα µικρό γραφείο,και το υπνοδωµάτιο.Τα µοναδικά έπιπλα εκτός απ’το κρεβάτι και την ντουλάπα της κρεβατοκάµαρας ήταν ένα παλιοµοδίτικο σεκρετέρ κι ένα τρα-πέζι,στη µέση του δωµατίου που έµοιαζε µε γραφείο.Όµως από κεί και πέρα,το σπίτι ήταν γυµνό-ούτε κουζίνα,ούτε ντουλάπια για την αποθήκευση ξηράς τροφής,ούτε καν ένα ψυγείο.Στρέφοντας εκνευρισµένη τα µάτια της από ‘δω κι από’κεί,η Ούρσα σκέ-φτηκε: «Εντάξει µε το κρεβάτι,όπου κοιµόταν,και µε το µπάνιο,όπου έπλενε το µουνί της-αλλά πού στο διάολο έτρωγε αυτή η πουτάνα;» Σε µιαν ύστατη αναζήτηση,ύψωσε το βλέµµα στο ταβάνι,όπου χιλιάδες αράχνες είχαν υφάνει έναν πυκνό ιστό,που κρε-

µόταν ανάµεσα στις τέσσερις γωνιές της οροφής του σπιτιού αδιάσπαστος,σαν τον ουρανό ενός αποικιακού κρεβατιού.Η γυναίκα θα πρέπει να συντηρούνταν όπως οι α-ράχνες που φιλοξενούσε,µε µύγες,κουνούπια και καµµιά πεταλούδα για επιδόρπιο. Εκτός αυτού,κοιτάζοντας προσεκτικά όλο το ταβάνι,διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ούτε µια λάµπα επάνω του.Για να επαληθεύσει την σκέψη της,γύρισε και κοίταξε δίπλα στην πόρτα,όπου θα έπρεπε να υπάρχει ο κεντρικός διακόπτης του ηλεκτρικού.Δεν υ-πήρχε τίποτε-η µαυροντυµένη κάργια ζούσε χωρίς ηλεκτρικό ρεύµα,σαν αµερικάνα επαρχιώτισσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.«Μα τί βίτσια έχει ο κόσµος;» συλλογίστη-κε αγανακτισµένη η Ούρσα,µπαίνοντας στο γραφείο, «Πώς είναι δυνατόν να ζείς µέ-σα σ’έναν κόσµο γεµάτο συσκευές κατάλληλες για την διατήρηση του φαγητού,σ’έ-ναν κόσµο µε ηλεκτρικές κουζίνες,ψυγεία και καταψύκτες,φούρνους κι αυτόµατους αναδευτήρες,και να µην σκανδαλίζεσαι να τα αποκτησεις;» Η µόνη απάντηση ήταν: «Είναι δυνατόν,αν το φαγητό δεν σ’ενδιαφέρει»,αλλά η Ούρσα αρνούνταν να αποδε-χτεί µια τόσο παράλογη λογική.Εξάλλου,παρατηρώντας την ταφική ατµόσφαιρα του σπιτιού και του κήπου,ήταν φανερό πως είχε κανείς να κάνει µε µιαν ιδιότροπη,µονα-χική γυναίκα,κι από τις µέχρι τώρα γνώσεις της για τον κόσµο,η Ούρσα ήξερε ότι οι ιδιότροποι,µοναχικοί άνθρωποι συνήθως είναι εκείνοι που ασχολούνται µε το φαγητό περισσότερο απ’όλους,σε σηµείο µάλιστα που γίνονται-κατά κανόνα-τετράπαχοι.Την άποψη αυτή είχε διαβάσει κάποτε σ’ένα βιβλίο ψυχολογίας,και παρόλο που δεν εκτι-µούσε ιδιαίτερα τον σεξοµανή του συγγραφέα-πρώτ’απ’όλα γιατί δεν πίστευε στην α-ναγκαιότητα της ψυχής,ως κάτι που δεν µπορεί να βρεθεί στα εντόσθια των ζώων και να φαγωθεί,κι έπειτα γιατί τον συγγραφέα αυτό απασχολούσε περισσότερο η ψωλή του παρά το στοµάχι του-είχε συµφωνήσει µε την άποψη πως η υπερφαγία συµπλή-ρωνε την έλλειψη στοργής που αισθάνονταν οι µοναχικοί άνθρωποι.Ήταν λοιπόν πε-ρίεργο που η γυναίκα που είχαν πατήσει ήταν κοκαλιάρα,κι όχι καµµιά βουβάλα,ό-πως θα περίµενε κανείς.Αυτή η ανυπακοή στον γενικό κανόνα ήταν κάπως ύποπτη. Σαν φευγαλέα µαντεία,απ’το µυαλό της πέρασε µια σκέψη: «Ίσως η νεκρή γυναίκα να ήταν χοντρή,αλλά µια χοντρή µεταµφιεσµένη σε κοκαλιάρα.» Η Ούρσα δεν ήξερε πώς να ερµηνεύσει αυτή την υποψία,όµως σκεφτόταν πως ίσως έκρυβε την αλήθεια.Η προκλητική,άλλωστε,αφαίρεση ενός χαρακτηριστικού απ’τη συµπεριφορά ή τον χώ-ρο τους σπιτιού µας,συχνά φανερώνει την κρυφή µας επιθυµία γι’αυτό,λόγου χάρη οι ιερείς που κηρύττουν την εγκράτεια,και στο διάλειµµα του κηρύγµατος κλείνονται στο εξοµολογητήριο και τραβούνε µαλακία µε κάποιο πορνοπεριοδικό.Έτσι,δεν ήταν διόλου απίθανο πίσω απ’την εικόνα του σπιτιού που θύµιζε έρηµο,απογυµνωµένη από κάθε τί φαγώσιµο,να κρυβόταν µια γυναίκα που ποθούσε το φαγητό όσο λίγοι, µια ύπαρξη αφιερωµένη στη λαιµαργία και τις γευστικές κραιπάλες,που όµως κάποια συγκυρία της ζωής την είχε αναγκάσει να υποδύεται την αδύνατη στον υπόλοιπο κό-σµο.Από την άλλη,µπορεί όλα αυτά να ήταν ευσεβείς πόθοι του πεινασµένου της µυ-αλού,κι οι δυό τους να µαλακίζονταν εκεί µέσα χωρίς κανένα λόγο απολύτως.Ωστόσο προτού παραιτηθεί,η Ούρσα ήθελε να εξερευνήσει αυτό το τελευταίο ελπιδοφόρο εν-δεχόµενο,της διπλής ζωής της καχεκτικής γυναίκας,την οποία φανταζόταν σαν µια κυρφή επαναστάτρια της λαιµαργίας.Έτσι,προσπερνώντας το άδειο τραπέζι,κι αφού κοίταξε κάτω απ’το κρεβάτι και δεν βρήκε τίποτε,πλησίασε το σεκρετέρ και στάθηκε µπροστά του αποφασισµένη.Μια λάµπα πετρελαίου βρισκόταν στην κορυφή του,αλ-λά δεν θα χρειαζόταν να την ανάψουν,αφού πάνω απ’το σεκρετέρ υπήρχε η µοναδική φωτεινή

πηγή όλου του δωµατίου-ένα παράθυρο που έβλεπε στον γειτονικό φωταγω-γό,κλέβοντας το φώς απ’τα διαµερίσµατα που περιτριγύριζαν το σπίτι.Ίσως η γυναίκα να είχε διαλέξει επίτηδες αυτή τη θέση,ώστε να δουλεύει χωρίς καθόλου φώς.Όµως ποιά ήταν αυτή η τόσο µυστική δουλειά της,που χωρούσε ολόκληρη σ’ένα µόνο έπι-πλο,και για χάρη της οποίας είχε καταντήσει να ζεί σαν ερηµίτης;Με εικόνες βαλσα-µωµένων ψητών κοτόπουλων,αρνίσιων κεφαλιών τυλιγµένων σε χαρτί αλληλογρα-φίας,και χίλιες άλλες παραληρηµατικές καύλες να γεµίζουν το µυαλό της,η Ούρσα γύρισε το µικρό κλειδί και τράβηξε προς τα πάνω τη συρόµενη πόρτα του σεκρετέρ. Ξαφνικά ένας χείµαρρος χαρτιού ξεχείλισε µέσα απ’το παλιό έπιπλο κι άρχισε να πέ-φτει στο πάτωµα.Όταν σταµάτησε,τα πόδια της ήταν βυθισµένα ως το γόνατο µέσα στα χαρτιά,ενώ στο έπιπλο υπήρχαν ακόµη άλλα τόσα.Με τις κόρες των µατιών της διεσταλµένες από την απορία,η Ούρσα έπιασε ένα χαρτί στην τύχη,και το έφερε στο φώς του παραθύρου.Πριν όµως αρχίσει να το διαβάζει,αποφάσισε να µοιραστεί την αλλόκοτη ανακάλυψή της µε τον άντρα της,τον οποίο είχε χάσει εδώ και λίγη ώρα. -Πόρκους!στρίγγλισε µε όλη της τη δύναµη. -Αααααα!ούρλιαξε εκείνος τροµαγµένος. Τί είναι;!Από πού να φύγουµε; -Σσστ,ηρέµησε,του είπε χαµηλόφωνα η Ούρσα. Δεν θα φύγουµε ακόµα.Έλα να δείς τί βρήκα! Ο Πόρκους πλησίασε µε δειλά,µικρά βήµατα προς το µέρος της.Στο χέρι του κρατούσε ένα µπουκάλι µε σαµπουάν,που είχε βρεί ακουµπισµένο στο γείσο της µπα-νιέρας.Μιας και δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο µπάνιο,είχε ήδη πιεί το µισό,αλλά για να µην επαναλάβει το εγωιστικό µονοπώλιο που είχε εξασκήσει και µε το αλάτι,άπλωσε το µπουκάλι και της είπε: -Δές,κι εγώ βρήκα κάτι.Είναι σαµπουάν,νοµίζω.Δεν έχει και πολύ σπουδαία γεύση,αλλά το άρωµά του είναι υπέροχο-τριαντάφυλλο και ασφόδελος! Τότε πρόσεξε το λευκό βουνό µέσα στο οποίο στεκόταν,κι αφήνοντας το µπουκάλι στο τραπέζι ήρ-θε κοντά της,γεµάτος απορία. «Τί είναι όλα αυτά;» ρώτησε. -Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα,είπε η Ούρσα,αλλά αυτό είναι ένα ποίηµα-ένα πολύ παράξενο ποίηµα.Για άκου λίγο.Κι άρχισε να του απαγγέλει τους στίχους που ήταν γραµµένοι στο µικρό χαρτί: Because I could not eat an Ox I kindly ate a ewe. My stomach held but just the ribs And chicken, one or two.

I slowly belched; I knew no haste, For I had put away My dignity and my hunger too For my brutality.

I passed a school where children’s stoves Were cooking in a ring. I munched some bread of gazing grain; I mucnhed the setting sun –

Or rather,he munched me. The dews didn’t quench me from the chilli, For only sesame my snack, My snippet only drool.

I paused before a hog that seemed A swelling of the ground. The snout was scarcely visible, The pigtail in the ground.

Since then ‘tis dinner-time,and yet Feels shorter than the day I first surmised the horses’ heads Were tastier than the entirety.

-Πολύ ωραίο ποίηµα,είπε ο Πόρκους µόλις τελείωσε η απαγγελία της. Ειδικά εκείνο το σηµείο στο τέλος,όπου κατάλαβε ότι το κεφάλι του αλόγου είναι το πιο νό-στιµο κοµµάτι του,µε συγκίνησε πάρα πολύ!Το βρήκα πολύ..πολύ…ποιητικό! -Ναι,αλλά δεν σου κάνει εντύπωση πώς µια ξερακιανή γυναίκα έγραψε ένα τέτοιο ποίηµα,πληµµυρισµένο από συναισθήµατα λαιµαργίας;Η ποίηση αυτή αρµόζει σε ανθρώπους που µπορούν στην κυριολεξία να φάνε µια προβατίνα,όπως λέει στο δεύτερο στίχο-άρα σε ανθρώπους εύσωµους,σαν κι εµάς. Ο Πόρκους έµεινε για λίγο σιωπηλός-δεν είχε σκεφτεί ποτέ στο παρελθόν τον εαυτό του ως ‘εύσωµο’-κι έπειτα είπε: -Ίσως ντρεπόταν που ήταν αδύνατη.Ίσως ονειρευόταν να ήταν χοντρή,ώστε να µπορούσε να φάει όλα αυτά τα θαυµάσια πράγµατα που γράφει. Τώρα ήταν η σειρά της Ούρσα να µείνει σιωπηλή,γιατί την είχε καταπλήξει. Όχι µόνο είχε εκφράσει ένα είδος ενόρασης-πράγµα σπάνιο για τον Πόρκους όταν ήταν νηστικός-αλλά η υπόθεσή του είχε συµπέσει ακριβώς µε την δική της.Προσπα-θώντας να διαλευκάνει ακόµη περισσότερο το µυστήριο,γύρισε το χαρτί από την άλ-λη πλευρά,κι είδε προς µεγάλη της έκπληξη ότι ήταν κι αυτή σκεπασµένη µε µικρά γράµµατα.Με µια πρόχειρη µατιά,διαπίστωσε ότι επρόκειτο για µια συνταγή (άλλω-στε είχε τεράστια πείρα σ’αυτά),οπότε διακόπτοντας τον Πόρκους που ετοιµαζόταν να προσθέσει κάτι,είπε: «Άκου κι αυτό,που είναι γραµµένο απ’την ανάποδη!» Η φω-νή της έτρεµε καθώς διάβαζε,γιατί της έτρεχαν τα σάλια. -Παίρνουµε ένα βώδι,το σφάζουµε,το γδέρνουµε,κι έπειτα κόβουµε διαδοχικά το κεφάλι,τα αυτιά την γλώσσα του,το ποντίκι και το κιλότο,τη σπάλα,τα κότσια και την ουρά.Αφού ετοιµάσουµε τα αυτιά του σε ζελέ,βράζουµε τη γλώσσα,δένουµε το ποντίκι σ’ένα ρολό,και φτιάχνουµε µια πηχτή σούπα µε το κρέας της ουράς.Στο µετα-ξύ έχουµε σφάξει και γδάρει µια προβατίνα,την οποία ρίχνουµε ολόκληρη σ’ένα µε-γάλο καζάνι,εκτός από τα µάτια,που µπορούµε να τα ρουφήξουµε επί τόπου… -Σταµάτα!φώναξε λιγωµένος ο Πόρκους ύστερα από λίγο. Δεν αντέχω άλλο! Αν συνεχίσεις,θα την πετάξω απ’έξω! Αλλά κι η Ούρσα δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη παρότρυνση για να σταµατήσει τη µεγαλόφωνη ανάγνωση,µιας κι η συνταγή έφερνε και στην ίδια τροµερή αναστάτω-ση.Το µουνί της είχε ήδη υγρανθεί από την περιγραφή της ετοιµασίας του βωδιού.Ρί-χνοντας µια µατιά και στο υπόλοιπο κείµενο,διαπίστωσε µε έκπληξη ότι η συνταγή ακολουθούσε κατά γράµµα τους στίχους του ποιήµατος,δίνοντας στη συνέχεια οδηγί-ες για ψητούς µαθητές,για ψωµί από γερµένο σιτάρι,µουσούδα γουρουνιού σε πηχτή, και σούπα από κεφάλι αλόγου.Πιο εκπληκτική όµως κι απ’την ακρίβεια µε την οποία παρακολουθούσε το ποίηµα ήταν η ζωντάνια της συνταγής,ένα στοιχείο πρωτόγνωρο, που έµοιαζε να ξεπερνά το απρόσωπο φράγµα του χαρτιού και να µεταφέρει τον πόθο

της ποιήτριας για όλα αυτά τα εδέσµατα κατ’ευθείαν σ’εκείνον που τη διάβαζε.Η Ούρσα µπορούσε σχεδόν να γευτεί τη βραστή γλώσσα του βωδιού και τα µάτια της προβατίνας,σαν να τα είχε κιόλας µες στο στόµα της,ενώ φέρνοντας το χαρτί κοντά στη µύτη της,ένοιωσε την γαργαλιστική µυρωδιά του ψητού.Κι απ’ό,τι φαίνεται,η συνταγή πρέπει να είχε την ίδια επίδραση και στον Πόρκους,αφού ένα λεπτό αργότε-ρα µουρµούρισε: «Εδώ µέσα υπάρχει κάτι φαγώσιµο» και πέφτοντας στα τέσσερα άρχισα να ψάχνει µέσα στο λόφο του χαρτιού.Όµως εκείνη ήξερε ότι δεν ήταν κάποιο υπαρκτό έδεσµα που σκανδάλιζε την όσφρηση και την γεύση του Πόρκους,αλλά το τροµερό πάθος µε το οποίο ήταν γραµµένη η συνταγή.Απ’τις χιλιάδες ανάλογες που είχε διαβάσει στα διάφορα βιβλία µαγειρικής και ζαχαροπλαστικής,ήξερε ότι ήσαν γραµµένες µε τέτοια τροµερή απάθεια,που δεν µπορούσες µε τίποτε να φανταστείς ότι ο συγγραφέας τους είχε ποτέ αληθινά καυλώσει µε όσα περιέγραφε.Στο σύνολό τους οι συνταγές εκείνες θύµιζαν τα λήµµατα παλιών εγκυκλοπαιδειών για τα µουσι-κά έργα της κλασικής περιόδου,που ενώ µπορεί να περιέγραφαν ένα συγκλονιστικό αριστούργηµα ήταν τόσο άτεχνα γραµµένα,που απωθούσαν τον αναγνώστη απ’το να τα ακούσει.Οι µάγειρες των βιβλίων εκείνων ήταν σαν τους άπιστους ιερείς-προσπα-θούσαν να πείσουν τον αναγνώστη να παθιαστεί µε ένα πάθος που έλειπε απ’τους ί-διους.Κι εδώ ήταν το µεγαλείο αυτής της ποιήτριας.Σηκώνοντας στην τύχη ένα άλλο µικρό χαρτί-που έπειτα κατάλαβε ότι επρόκειτο για σχισµένη χαρτοσακούλα-διάβασε ένα δεύτερο ποίηµα,ακόµη πιο ωραίο κι ατίθασο απ’το πρώτο,όπου η γυναίκα έλεγε πως πήγαινε µε το σκύλο της στη θάλασσα-για ψάρεµα-ότι απ’το κελλάρι (του σπι-τιού ή της θάλασσας) έβγαιναν αφράτες γοργόνες που τις καταβρόχθιζε,κι ότι στο τέλος ο ωκεανός ζωντάνευε,την τύλιγε σαν κανονικός γαµιάς,κι έχωνε στα βυζιά,το στόµα,ακόµη και στο γοβάκι της,ένα σωρό νοστιµιές της θάλασσας µαζί µε την αλµύ-ρα του: Φύκια,στρείδια µε µαργαριτάρια κι όλα αυτά γαρνιρισµένα µε σιρόπι από φύλλα πικραλίδας.Στο πίσω µέρος υπήρχε πάλι µια συνταγή που επαναλάµβανε την παρασκευή όσων εδεσµάτων αναφέρονταν στο ποίηµα,και µιά µατιά ήταν αρκετή για να γεµίσει το κεφάλι της µε το θεσπέσιο άρωµα των φρέσκων θαλασσινών,της αλµύ-ρας που χώνεται-στ’αλήθεια-σαν ψωλή στη µύτη σου και σε τραβάει κοντά της για να ολοκληρώσει την γευστική της συνουσία.Τί πάθος,τί ασύλληπτη καύλα πρέπει να έ-τρεχε στις φλέβες αυτής της γυναίκας,για να την κάνει ικανή για τέτοια αριστουργή-µατα!Η Ούρσα ένοιωσε προς στιγµήν τύψεις που την είχαν πατήσει µε το αυτοκίνητο, έπειτα όµως είδε τον θησαυρό των ποιηµάτων και των συνταγών που βρίσκονταν στι-βαγµένες γύρω της-τον απέραντο θησαυρό που τώρα της ανήκε-κι οι τύψεις έσβησαν αµέσως κάτω απ’το βάρος της ηδονής.Άρχισε να τραβάει πολλά χαρτιά µαζί,στην τύ-χη,και κάθε καινούριο ποίηµα που ανακάλυπτε ήταν ένα θαύµα.Μερικά από αυτά εί-χαν τίτλους,αλλά τα περισσότερα ήσαν γυµνά,χωρίς καµµιάν άλλη σηµείωση εκτός απ’τους µεγαλειώδεις στίχους τους.Έτσι,για να τα συγκρατεί λίγο περισσότερο στο µυαλό της,προσπαθούσε να αποµνηµονεύσει τον πρώτο στίχο απ’το καθένα. «Η κότα είναι αυτό το φτερωτό πράγµα» ήταν ο τίτλος του ενός,ενώ ένα άλλο ξεκινούσε µε το στίχο: «Γεύοµαι ένα λικέρ που δεν ζυµώθηκε ποτέ»,και στο πίσω µέρος του περιέ-γραφε τα συστατικά αυτού του περίφηµου λικέρ,µε την υποσηµείωση πως όποιος το δοκίµαζε θα έβλεπε οράµατα µε αγίους και σεραφείµ.Η Ούρσα µύριζε όλα αυτά τα θαυµαστά πράγµατα καθώς διάβαζε τα ποιήµατα,κι η όρεξή της,που µεγάλωνε ολοέ-να,αντί να της φέρνει απελπισία την ευχαριστούσε,όπως ο πόνος κάποιον που βρίσκε-ται υπό την επήρρεια της µορφίνης.Η πείνα της ήταν γλυκιά όση ώρα διάβαζε τα

σκορπισµένα ποιήµατα.«Ένοιωσα µια δεξίωση στο µυαλό µου»,«Πέθανα για τη λαι-µαργία»,«Η καρδιά πρώτα ζητάει φαγητό»,«Πεινούσα όλα µου τα χρόνια»,«Απ’τον Θεό ζητάµε µιά γεύση»,κι ένα σωρό άλλοι υπέροχοι τίτλοι,που το διάβασµά τους και µόνο της έφερνε αλλεπάλληλα ηδονικά ρίγη,όπως αν περνούσαν από µπροστά της δίσκοι µε τις πιο ορεχτικές γεύσεις του κόσµου.Συγχρόνως όµως,στο µυαλό της Ούρ-σα άρχιζε να ανατέλλει µια απορία: Πώς ήταν δυνατόν αυτή η µεγαλοφυής ποιήτρια- που τόσο εύστοχα απέδιδε την επιθυµία για το φαγητό,που φαίνονταν να κατέχεται σ’όλ την µέχρι απόψε ζωή της γι’αυτή την καύλα-να ζούσε την ζωή µιας µοναχικής, αποµονωµένης κι αποστεωµένης γυναίκας,χωρίς να έχει γίνει πασίγνωστη,όπως της άξιζε;Υπήρχαν βέβαια άγριες ρίµες στους στίχους της,ρίµες που πολλές φορές δεν υ-πήρχαν καν,αφού η επόµενη λέξη δεν ταίριαζε µε την προηγούµενη,ωστόσο στον πυ-ρήνα τους ήταν χίλιες φορές πιο ζωντανά,πιο λαίµαργα από τα έργα πολλών ποιητών που γνώριζε,κι οι οποίοι αντιµετώπιζαν την τέχνη τους το ίδιο ανόρεχτα όπως τα πά-θη,ή και την ίδια τη ζωή τους.Αυτή η γυναίκα ήταν ένα ηφαίστειο µε θηριώδη όρεξη, όπως φαινόταν απ’τα χιλιάδες ποιήµατα και τις χιλιάδες συνταγές που είχε γράψει. Όµως γιατί τις έκρυβε;Μήπως ντρεπόταν για το καχεκτικό της σώµα,όπως είχε υπο-θέσει ο Πόρκους,ή µήπως µπροστά της είχε σταθεί κάποιο ανυπέρβλητο εµπόδιο,που δεν µπορούσε να παραµερίσει για να πραγµατοποιήσει τις επιθυµίες της,ή να γίνει γνωστή;Όποια απ’τις δυό περιπτώσεις κι αν ήταν αληθινή,η Ούρσα ένοιωθε να θαυ-µάζει απεριόριστα την άγνωστη ποιήτρια,αφού χρειάζεται ακόµη µεγαλύτερο κουρά-γιο για να µιλήσεις λαίµαργα για κάτι,εφόσον δεν µπορείς να το απολαύσεις και στην κυριολεξία.Αυτό δείχνει ένα πάθος που υπερνικά ακόµη και το θάνατο!Κι εκείνη α-κριβώς τη στιγµή,καθώς ήταν χαµένη µέσα σε τέτοιες βαθιές σκέψεις,ο Πόρκους,που όλη αυτή την ώρα πάλευε ανάµεσα στα χαρτιά για να βρεί την πηγή της µυρωδιάς που τον είχε τρελλάνει,γραπώθηκε απ’τα µπούτια της κι αναδύθηκε στην επιφάνεια, κρατώντας στα χέρια του τρία λεπτά δέµατα µε φακέλλους,τυλιγµένους µε βελούδι-νες κορδέλλες.«Ούφ!» είπε, «Κόντεψα να σκάσω!Κι αυτή η µυρωδιά µου έχει σπάσει τα ρουθούνια!Τί συνταγή ήταν αυτή;» Καθώς έδινε στην Ούρσα τους φακέλλους,της είπε: «Ανάµεσα στα χαρτιά βρήκα αυτά τα τρία δεµατάκια-ελπίζω να σε βοηθήσουν να λύσεις το µυστήριο.Στο µεταξύ εγώ θα διαβάσω καµµιά ακόµα συνταγή,γιατί κο-ντεύω να πάθω ρεύση απ’την προηγούµενη.» Και µ’αυτά τα λόγια κατέρρευσε ξανά µέσα στο βουνό των χαρτιών,αρπάζοντας µερικά στο πέρασµά του. Όµως το περιεχόµενο των φακέλλων που τόσο απρόσεχτα της είχε δώσει,έ-µελλε να δικαιολογήσει όλες τις ιδιοτροπίες της ποιήτριας,σαν ένα δεύτερο παράθυρο που έβλεπε όχι στον φωταγωγό,αλλά στο φωτεινό κανάλι της ψυχής της.Γιατί στα χέ-ρια της η Ούρσα κρατούσε την αλληλλογραφία της γυναίκας µε τους τρείς µεγάλους έρωτες της ζωής της.Κι όπως κι ο πιό δυνατός,ο πιο ευφυής άνθρωπος έχει την ανά-γκη ενός συντρόφου,υπαρκτού ή φανταστικού,για να µπορέσει να σπρώξει τα δηµι-ουργήµατά του στον κόσµο,ή σαν τις µητέρες του παλιού καιρού,που αποδεχόντου-σαν τη γέννηση του παιδιού τους µονάχα όταν δεν ήταν νόθο,έτσι κι αυτή η θαυµάσια γυναίκα είχε υποχρεωθεί,από τις θλιβερές συνθήκες που αποκαλύπτονταν στα γράµ-µατα,σε µια ζωή αφανή του πάθους που την συνετάραζε διαρκώς.Αν όταν είχαν πε-ράσει από πάνω της µε το αυτοκίνητο νόµιζαν πως είχαν σκοτώσει µια γριά,κι έπειτα µια γεροντοκόρη,όταν η Ούρσα ξετύλιξε το πρώτο δέµα κι άρχισε να ανοίγει τους φα-κέλλους,κατάλαβε πόσο µεγάλο ήταν το λάθος τους.Ο έρωτας αυτής της γυναίκας,αν και περιεστραµµένος πάντοτε γύρω από τις ηδονές της τροφής,ήταν εξίσου δυνατός

µε τα µαγευτικά της ποιήµατα.Διπλωµένη µέσα στον πρώτο φάκελλο,η Ούρσα βρήκε την φωτογραφία ενός άνδρα.Η φωτογραφία ήταν τραβηγµένη µε την τεχνική της δαγ-γεροτυπίας,γεγονός που φανέρωνε µιαν αξιοπερίεργη ηλικία,ωστόσο η ενδυµασία του άνδρα,έχοντας παραµείνει ίδια και σ’αυτό τον αιώνα,δεν άφηνε αµφιβολίες για το ε-πάγγελµά του.Ο άνδρας φορούσε µια κοντή λευκή ποδιά κι ένα λευκό καπελλάκι,ενώ και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του συµπλήρωναν τη βαναυσότητα της δουλειάς του.Είχε χοντρά,δασύτριχα χέρια,πλατύ στέρνο και κοντόχοντρο κεφάλι µ’ένα µεγά-λο τσιγκελωτό µουστάκι.Τα µάτια του,παρά την πόζα της φωτογραφίας,διατηρούσαν ακέραιη την έκφυλη γοητεία που είχε πάρει το πρόσωπό του εκείνη την στιγµή του χρόνου,ενώ από πίσω τον πλαισίωναν τα τελευταία αποδεικτικά στοιχεία-ένας µπαλ-τάς καρφωµένος σ’ένα ξύλινο πάγκο,κι ένα σφαγµένο µοσχάρι,κρεµασµένο από ένα γάντζο.Ο άνδρας ήταν ένας χασάπης,όµως το γράµµα του,αυτό που υπήρχε πρώτο στο µικρό δέµα,ξεχείλιζε από τρυφερότητα που θα ζήλευαν πολλοί ποιητές,ιδιαίτερα όσοι ποτέ δεν κατάφεραν να δώσουν µια πρακτική διάσταση στον έρωτά τους.Χωρίς να δώσει σηµασία στην ηµεροµηνία,η Ούρσα άρχισε να διαβάζει ψιθυρίζοντας µερι-κές προτάσεις από το γράµµα,τρέµοντας από συγκίνηση. «…Όταν σε σκέφτοµαι,αγάπη µου,τίποτε δεν µπορεί να µου προσφέρει πια την ευτυχία-ούτε ο κιµάς που αλέθω στην καινούρια,αστραφτερή µου µηχανή,ούτε οι φασιανοί που οι κυνηγοί του χωριού µου φέρνουν υπερήφανοι,κρεµασµένους από ένα τσιγκέλι…θα ήθελα όλα αυτά να τα χαρίσω σε σένα,τα πλουµιστά φτερά των φασια-νών να γίνουν η ανθοδέσµη που θα κρατήσουνε τα τρυφερά χεράκια σου,και τα κου-νέλια που γδέρνω χωρίς σκοπό να καθίσουν πάνω απ’το κρεβάτι του έρωτά µας,σαν έµβρυα του πόθου και της λαχτάρας µου…θα ήθελα να κλειστούµε µαζί σ’ένα κελ-λάρι,σ’ένα βαρέλι σαν δυό φέτες απ’το ίδιο παστό βωδινό,κι εκεί να σου δώσω όλα τα γλυκά φιλιά µου που στερήθηκες…περιµένω να σε δώ,όµορφη και ψηλόλιγνη σαν µαυροφορεµένο αρνάκι του γάλακτος,ο µέχρι σφαγής εραστής σου…» Μόλις τελείωσε την ανάγνωση του γράµµατος,ο Πόρκους σάλεψε κάτω απ’το σωρό των χαρτιών,σήκωσε τη φούστα και της φίλησε τη γάµπα. «Τί τρυφερή που εί-σαι απόψε!» της είπε.Η Ούρσα προς στιγµήν δεν κατάλαβε,έπειτα όµως του είπε: «Σ’ευχαριστώ για το φιλί,καλέ µου,αλλά αυτό που διάβαζα ήταν το γράµµα ενός χα-σάπη προς την ερωµένη του.» Μετά απ’αυτό το σχόλιο ο Πόρκους έµεινε βουβός για λίγο,ύστερα όµως είπε: «Πολύ τρυφερός χασάπης» και συνέχισε να ψάχνει ανάµεσα στα ποιήµατα και τις συνταγές για να διαλέξει-στα τυφλά,σαν ένας καλλιτέχνης του τυχαίου-εκείνο το χαρτί που το άρωµά του θα υπόσχονταν την πιο υπέροχη γεύση.Η Ούρσα,αντί να τον ενοχλήσει,άνοιξε το δεύτερο γράµµα,και βλέποντας ότι συντάκτης του ήταν η γυναίκα,κατάλαβε αµέσως το θλιβερό τέλος του ειδυλλίου.Ωστόσο συνέ-χισε να διαβάζει,αυτή τη φορά χωρίς καν να ψιθυρίζει. «Παντοτινή µου σάρκα,» ξεκινούσε το παθιασµένο γράµµα της ποιήτριας, «από την µέρα που µπήκες στο πατρικό µου σπίτι,όλα έχουν πάρει την βαριά µυρω-διά σου,αυτήν που τόσο απολαµβάνω,κι αυτή που µόνη πια µπορεί να µε οδηγήσει στον ύπνο,τις νύχτες που στριφογυρίζω µόνη κι έρηµη στο-αλλοίµονο,για τόσο λίγο χρόνο!-νυφικό κρεβάτι µας….το άρωµα αυτό από αίµα κι έκκριµα κάποιου αδένα που κρύβεται,όπως έχω µάθει,στο σώµα του µοσχαριού…την µυρωδιά αυτή λαχταρώ όσο τίποτε,και µαζί της το δυνατό σου στέρνο,που µε συνέθλιβε όταν ξάπλωνες επάνω µου όπως το βαρύ σώµα ενός ταύρου µιαν ανήλικη αγελάδα...θέλω και πάλι να σπαρ-ταρήσω στα χέρια σου σαν κοτόπουλο που βλέπει το µαχαίρι του µπόγια του,κι έπει-

τα η σκληρή,αποστερηµένη από την ηδονή κορµοστασιά µου,να περάσει µέσα από την µηχανή των λαγόνων σου και να µε κάνει µαλακή όπως τον κιµά…σε περιµένω- γδέρνοντας µόνη µου την καρδιά µου,για να σ’την ταϊσω σαν ένα γλυκό φρούτο…» Συνεπαρµένη από τον σφοδρό έρωτα ανάµεσα στην νεαρή τότε ποιήτρια και τον χασάπη,η Ούρσα συνέχισε την ηδονοβλεπτική της ανάγνωση,ξεδιπλώνοντας κάθε γράµµα σαν να απευθύνονταν στην ίδια.Όµως αµέσως µετά το τρίτο γράµµα του χα-σάπη,αντί για απόκριση ή έναν ακόµη φάκελλο,υπήρχε µονάχα µια σελίδα µε δυσα-νάγνωστα γράµµατα,πιθανώς κοµµένη από κάποιο ηµερολόγιο.Η αιτία του θανάτου του άνδρα δεν γινόταν εµφανής,όµως η οδύνη της γυναίκας ήταν σπαραξικάρδια. «Νοιώθω σαν ένα αθώο αρνί,» έγραφε,«που ενώ έχει γνωρίσει τις ηδονές της ζωής µόνο για µια στιγµή,και χωρίς να σκεφτεί ούτε για µια στιγµή την αµαρτία,τι-µωρείται γι’αυτή την ευτυχισµένη στιγµή απ’τον απάνθρωπο ουράνιο σφαγέα…δεν θα µπορέσω ποτέ ξανά να γευτώ το κόκκινο κρέας,αυτό που µου θυµίζει το χρώµα των χειλιών,του προσώπου σου,της καρδιάς σου που πάντα µε τόσο έρωτα χτυπούσε για µένα…όµως φοβάµαι πως ούτς αυτή η νηστεία,ούτε κι οποιαδήποτε άλλη τιµωρία µπορεί να µε παρηγορήσει για τον χαµό σου,αγαπηµένε µου…» Προτού της έρθει διάθεση να δακρύσει-τα δάκρυα είχαν µια αλµυρή γεύση που της έφερνε πάντοτε πείνα-η Ούρσα δίπλωσε ξανά την σελίδα και την έβαλε στη βάση των υπόλοιπων φακέλλων,δένοντας µε αµήχανες κινήσεις την κορδέλλα που τα συγκρατούσε και πριν.Σκέφτηκε πως ίσως είχε πάρει όσες απαντήσεις έψαχνε,αλλά η περιέργειά της ήταν δυνατότερη από την ίδια-µια στιγµή αργότερα,άνοιγε µε φούρια το δεύτερο δέµα µε τους φακέλλους.Αυτό ήταν πιο µεγάλο,κι απ’την φωτογραφία που υπήρχε και πάλι µες στον πρώτο φάκελλο,συνεπέρανε ότι αφορούσε τον δεύτερο µεγάλο δεσµό της ποιήτριας.Αυτή τη φορά ο άνδρας ήταν ψηλόλιγνος,µε ευγενικά χαρακτηριστικά,κοντό µαύρο γενάκι κι ανεπαίσθητη φαλάκρα.Όπως έλεγε η πινακίδα πίσω του,καθώς κι ο µεταλλικός κρίκος σ’ένα βαρέλι που υπήρχε δίπλα του,ήταν ο ι-διοκτήτης κάποιας µεγάλης γαλακτοκοµικής βιοµηχανίας.Κι από την αλληλλογραφία τους,που ήταν η πιο εκτενής απ’όλα τα τρία δέµατα,η Ούρσα συνεπέρανε πως µε τον λεπτεπίλεπτο τυροκόµο-που έκρυβε πίσω απ’την αδύνατη κορµοστασιά του ένα πλά-σµα εξίσου αδηφάγο όσο κι εκείνη-η ποιήτρια είχε αναπτύξει την πιο εγκεφαλική και συνάµα αισθησιακή ερωτική σχέση της ζωής της.Το πρώτο του γράµµα έγραφε: «Λατρεµένη µου οπτασία,λευκή όπως το αρχέγονο γάλα του παραδείσου… µέχρι την µέρα που φανερώθηκες µπροστά µου δεν πίστευα ότι µπορούσε να υπάρξει οµορφιά µεγαλύτερη απ’την δική σου,άρωµα πιο γλυκό από το άρωµα του στήθους σου-ίσως µονάχα η ζεστή κρέµα που βράζει καθώς την ανακατεύεις µε µια ξύλινη κουτάλα,όµως κι αυτήν ακόµα τη µυρωδιά την ξεπερνούσες…σε λάτρεψα και συνε-χίζω να σε λατρεύω,σε λαχταρώ όπως τα βρέφη την πρώτη τους τροφή…φιλώ τα χεί-λη σου,τα αψιά και ξυνά όπως το βουτυρόγαλα,και περιµένω να σε δώ…» Η απάντηση της γυναίκας ήταν εξίσου φλογερή,όµως,όπως και στο δικό του γράµµα,διαποτισµένη από µιαν ερωτικότατη συστολή: «Αγαπηµένε µου,…χάρη στο δικό σου άγγιγµα έµαθα πως υπήρχε µέσα µου µια αγνότητα που αγνοούσα και την ύπαρξή της,σαν να βυθίστηκα στο άσπρο γάλα που καθηµερινά περνά µέσα απ’τα χέρια σου κι εξαγνίστηκα.Έτσι αγνή παραδίνοµαι στον έρωτά σου…αναπολώ τις µέρες που περάσαµε µαζί,όταν παίρναµε το πρόγευµα στον κήπο του σπιτιού µου,και µε τάιζες µιά-µιά τις κουταλιές από την κρέµα του ρυ-ζιού…όταν το βράδυ ξαπλώναµε κι αφού άλειφες στο στήθος µου µια πυκνή στρώση

βουτύρου,λέγοντας πως σου θύµιζε φρεσκοψηµένο ψωµί,έστι λευκό που ήταν-πόσο γελώ ακόµα καθώς θυµάµαι αυτά τα λόγια σου!-άφηνες να στάξει πάνω στους µα-στούς µου λίγο µέλι,κι έπεφτες λαίµαργα σαν τη µέλισσα και το καταβρόχθιζες!Πόσο έχω επιθυµήσει το βραδυνό κοντά σου,το γλυκό κίτρινο τυρί που µου έδινες στο στόµα,µαζί µε µια ρώγα πράσινο σταφύλι,κι ήταν όπως αν είχα µες στο στόµα µου έ-να κοµµάτι από το ίδιο το φεγγάρι…τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να γίνω όσο το δυνατόν καλύτερη γυναίκα για χάρη σου…έχω βάλει είκοσι κιλά,κι όλο θαυµάζω την στρουµπουλή κοιλιά και το στήθος µου που παχαίνει…χθές έγραψα κι άλλα τέσσερα ποιήµατα,µετά από τη δική σου ενθάρρυνση-χωρίς αυτήν,δεν θα τολµούσα ποτέ να ξαναγράψω έστω και µιά γραµµή,έστω και µιά καινούρια συνταγή…σε φιλώ.» Αυτή ήταν η πρώτη αναφορά στο σπουδαίο ποιητικό της έργο,κι απ’ό,τι είδε στο επόµενο γράµµα του άνδρα,µέσα του υπήρχε πράγµατι η φιλότεχνη εκείνη φλόγα που απαιτείται για να ενθαρρύνεις έναν φοβισµένο ποιητή.Το δεύτερο γράµµα του ξε-κινούσε µε αυτήν ακριβώς την επιβράβευση. «Αγάπη µου πιο λευκή κι απ’το γάλα,δεν ξέρεις µε πόση περηφάνεια φου-σκώσανε τα στήθη µου όταν είδα την µια από τις τρείς συνταγές σου δηµοσιευµένες στην τοπική εφηµερίδα µας.Το όνοµά σου βέβαια δεν υπήρχε,όµως εγώ ήξερα πως ή-τανε δική σου,κι η γνώση αυτή-καθώς µόνον εγώ την είχα-µ’έκανε τρελλό από χαρά, σαν να ήταν αφιερωµένη ειδικά σε µένα…όµως τέτοια έργα δεν πρέπει να σκλαβώ-νονται στην ιδιοκτησία κανενός άνδρα…σε προτρέπω λοιπόν να δηµοσιεύσεις κι άλ-λες συνταγές,κι άλλα ποιήµατα,αυτή τη φορά όχι ανώνυµα,για να µαθευτεί σ’όλο τον κόσµο ο σπάνιος θησαυρός που κρύβεις µέσα σου…έναν θησαυρό,που απ’ό,τι µου γράφεις,αρχίζει να εµφανίζεται και πάνω σου…αγάπη µου,είµαι πανευτυχής που µου αναγγέλλεις ότι πάχυνες.Πιστεύω πως αυτή η αλλαγή θα ανοίξει καινούριους δρό-µους για την µελλοντική µας ευτυχία…ονειρεύοµαι από τώρα πως σε αγκαλιάζω…» Η αλληλλογραφία συνέχιζε έτσι για πολλά ακόµη γράµµατα,µε αναφορές στα σχόλια της προηγούµενης αποστολής,όµως η Ούρσα ήξερε πως,για να υπάρχουν και τα δικά της γράµµατα µαζί µε τα δικά του,σήµαινε ότι κάποια από τα προσωπικά του υπάρχοντα είχαν περιέλθει ξανά σ’εκείνην,για κάποιο λόγο.Κι ο λόγος αυτός δεν µπορούσε να είναι άλλος από το θάνατο.Βέβαιη λοιπόν για το µακάβριο τέλος,η Ούρ-σα προσπέρασε τα εκθειαστικά λόγια του τυρέµπορα για τα ποιήµατα,τις παθιασµέ-νες όσο κι εκλεπτυσµένες εξοµολογήσεις του έρωτά της,ώσπου ξαφνικά,λίγο πριν το τέλος,αντίκρυσε ένα κίτρινο χαρτί γυµνό,χωρίς φάκελλο.Ήταν ένα τηλεγράφηµα,και καθώς το ξεδίπλωσε κι άρχισε να το διαβάζει,µια ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκα-λιά της.Το τηλεγράφηµα,µε νεκρική συντοµία,ανακοίνωνε το τραγικό νέο: «Διευθυ-ντής τυροκοµικής εταιρίας νεκρός.Στοπ.Έπειτα από ατύχηµα.Στοπ.Έπεσε µέσα σε καζάνι µε βραστό γάλα.Στοπ.Ειλικρινή συλληπητήρια.» Και πίσω απ’το τηλεγράφη-µα,πιασµένο µ’ένα συνδετήρα,βρισκόταν το γνώριµο πλέον φύλλο,η αναπάντητη τε-λευταία επιστολή της γυναίκας,που αυτή τη φορά ήταν γραµµένη µε ακόµα πιο µεγά-λη απόγνωση. «Δεν µπορώ,δεν µπορώ µε κανένα τρόπο να υποφέρω το νέο αυτό µαρτύριο που η µοίρα µε αναγκάζει να ζήσω…τώρα που έχασα εσένα,καλέ µου,το κέντρο της υπάρξεώς µου χάθηκε,και µαζί του έσβησε και κάθε λόγος που είχα για να το συντηρώ…η όρεξή µου κόπηκε δια µιάς…δεν βρίσκω πια καµµιάν απόλαυση στο φαγητό,ούτε στο λιγοστό γάλα που έπινα το πρωί…δεν νοµίζω ότι µπορώ να ξαναγ-γίξω γάλα…µοιάζω µε µωρό που η µητέρα του το απογαλάκτισε άσπλαχνα κι απότο-µα,και κάθε τί καινούριο που του βάζουνε στο στόµα οι ξένοι,του φέρνει αναγούλα…

είµαι πια πολύ γριά για να ελπίζω σ’ένα νέον έρωτα,σε µια καινούρια ευτυχιά…έτσι µοναδική µου παρηγοριά είναι τα ποιήµατα κι οι συνταγές µου,που δίχως τη δική σου παρότρυνση µοιάζουν κι αυτά να βουλιάζουν σ’ένα φριχτό τέλµα.» Γραµµένο µε τα-ραγµένα,µουντζουρωµένα γράµµατα κάτω απ’το σηµείωµα αυτό υπήρχε ένα δίστιχο, που όταν η Ούρσα το διάβασε,ένοιωσε δάκρυα να κυλούν άθελα στα µάγουλά της: «Ο χωρισµός είναι το µόνο που γνωρίζουµε απ’τον παράδεισο-και το µόνο που µας χρειάζεται απ’την κόλαση.» Διπλώνοντας γρήγορα το χαρτί,έδεσε γύρω απ’το δεύτερο δέµα την κορδέλλα του,κι άνοιξε το τρίτο.Εδώ τα πράγµατα ήσαν ακόµη πιο συγκινη-τικά,όµως µ’έναν τρόπο και περισσότερο αλλόκοτα.Σ’αυτό δεν υπήρχε η φωτογραφία κανενός άνδρα.Την ύπαρξή του υπέθετε µονάχα ξεφυλλίζοντας τα γράµµατα,κι όχι επειδή ανάµεσά τους υπήρχε κάποιο γραµµένο από εκείνον,αλλά γιατί η γυναίκα του µιλούσε συνέχεια,σε δεύτερο πρόσωπο.Για την ακρίβεια,υπήρχαν µόνο δικά της γράµµατα,χωρίς γραµµατόσηµο ή άλλη σφραγίδα στον φάκελλο,όπως αν αντάλλασ-σαν την αλληλλογραφία τους χέρι µε χέρι,ή αν τα γράµµατα δεν διαβάστηκαν ποτέ α-πό τον άνδρα στον οποίο απευθύνονταν,ή ακόµη-και σ’αυτή την υπόθεση συνέτεινε η απουσία έστω κι ενός δικού του γράµµατος-αν ο τρίτος εραστής δεν υπήρξε ποτέ,αν δηλαδή ήταν ένα σκαρίφηµα που η ποιήτρια είχε φανταστεί για να παρηγορήσει τον εαυτό της.Στην ίδια σκέψη οδηγούσε και ο απόµακρος,συγκρατηµένος τρόπος µε τον οποίο η γυναίκα έγραφε στον µυστηριώδη έρωτά της,χρησιµοποιώντας τον πληθυντι-κό,και µε πολύ λιγότερες ερωτικές εικόνες,σαν να την περιέβαλλε γι’αυτόν ένας µε-γάλος σεβασµός,ή ίσως κι επειδή η νεανική της επιθυµία είχε οριστικά εξασθενήσει. Πάντως ακόµα κι έτσι,τα γράµµατά της έδιναν µιαν ανάγλυφη κι ιδιαίτερα πιεστική περιγραφή της σχέσης που είχε αναπτυχθεί ανάµεσά τους,καθώς και κάποια χαρακτη-ριστικά του ανώνυµου παραλήπτη-ήταν ψαράς στο επάγγελµα,αρκετά ηλικιωµένος, και κάπως απόµακρος στα συναισθήµατά του. «Αγαπητέ κύριε,» ξεκινούσε ένα από τα γράµµατα της ποιήτριας «τώρα που οι ηµέρες µου είναι πια µετρηµένες,στρέφοµαι σ’εσάς µε τις πιο θερµές προσδοκίες, και καρτερώ να µε λυτρώσετε απ’την δυστυχία µου…σαν τα ψάρια που τα έµπειρα χέρια σας µπορούν να φέρουν στην επιφάνεια κι απ’τον πιο ταραγµένο θαλάσσιο βυ-θό,έτσι θα επιθυµούσα να ανασύρετε και την δική µου καρδιά από την άβυσσο όπου βρίσκεται για χρόνια,και να την περιθάλψετε µε όση στοργή έχετε µέσα σας,έστω κι αν σύντοµα θα εκπνεύσει,αποστερηµένη από το µαύρο νερό που είναι πια η δεύτερή της φύση…στα µάτια σας βλέπω την αλµύρα που αναγκαστικά στερούµαι,κι αυτή την ίδια γεύση µου υπόσχονται τα χείλη σας…όµως µην µε αφήνετε να παραληρώ έ-τσι…δώστε µου την ελπίδα όπως εσείς γνωρίζετε καλύτερα…» Στα επόµενα γράµµατα γινόταν φανερό πως οι δυό τους είχαν συναντηθεί,του-λάχιστον µια φορά,όµως συγχρόνως αποκαλύπτονταν η τροµερή απαισιοδοξία της ποιήτριας,η οποία όχι µόνο δεν µιλούσε για το έργο της,αλλά καταφερόταν µε πικρό-χολα σχόλια στην υγεία της,σαν να βρισκόταν,εκτός απ’τον ψυχικό,και κοντά στον σωµατικό θάνατο. «Ευγενικέ µου σωτήρα,» του έγραφε «θυµάµαι ακόµη τα επαινετικά σας λό-για για την κοµψή σιλουέττα µου,και το βράδυ όταν,στο µέσο του δείπνου,µου είχατε πεί ότι πρέπει να παχύνω κι άλλο,ότι θα σας άρεσα καλύτερα έτσι…µε πόση δυσκο-λία σας είχα κρύψει τα δάκρυά µου,τότε!Ξέρω ότι ποτέ δεν θα καταφέρω να αποκτή-σω την όρεξη µιας γυναίκας που σας αξίζει,κι οµολογώ µε ντροπή ότι εκείνο το βρά-συ έφτυνα σ’ένα χαρτί κάθε µπουκιά που µου βάζατε στο στόµα…δεν µπορώ να φάω

πιά σχεδόν τίποτε,εγώ που κάποτε έσφυζα από πόθο για όλες τις γεύσεις του κόσµου- προχθές προσπάθησα να φάω µια παστή ρέγγα,για να θυµηθώ εσάς και το άρωµά σας,όµως το αλάτι µε πείραξε και λιποθύµησα…έµεινα λιπόθυµη για τρείς µέρες…οι γιατροί µου λέν πως τα νεφρά µου έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί,όµως ε-γώ ξέρω πως δεν είναι τα νεφρά µου…είναι η ψυχή µου που έχει ραγίσει από την θλί-ψη,κι η οποία στο επόµενο χτύπηµα θα σπάσει,παρασέρνοντας και µένα µαζί της… σας εκλιπαρώ να µην µου δώσετε αυτό το χτύπηµα.Μην αρνηθείτε την αγάπη µου.» Όµως το χτύπηµα είχε έρθει,γιατί το αµέσως επόµενο γράµµα,που ήταν και το τελευταίο της λεπτής δεσµίδας,ήταν γραµµένο µε µεγάλα,παιδικά σχεδόν γράµµατα- που κατά τη γνώµη της Ούρσα φανέρωναν τη σύγχυση της γυναίκας-κι ήταν ένας θρήνος για τον τρίτο έρωτα της ζωής της,που αυτή τη φορά δεν είχε πεθάνει,αλλά εί-χε εξαφανιστεί,διακόπτοντας απότοµα την αλληλλογραφία τους.Με χέρια που έτρε-µαν,η Ούρσα γύρισε τα φύλλα και διάβασε την τελευταία σελίδα. «Είµαι ήδη νεκρή χωρίς να το γνωρίζω.Δεν έχω πιά όρεξη για τίποτε-κι αυτή είναι µια αλήθεια το ίδιο κυριολεκτική όσο και το ότι η ψυχή µου είναι µαύρη.Αν τα ρούχα που φορώ είναι µαύρα,µαύρα από το πένθος,αν το αίµα της καρδιάς µου έχει µαυρίσει από τον πόνο,τότε γιατί η ψυχή µου να έχει αλλιώτικο χρώµα;Σας αναζητώ ακόµη,άσπλαχνε έρωτα,ψάχνω για σας γυρίζοντας σαν τρελλή στους δρόµους-έπαψα να τρώω εδώ και µήνες,και ζώ µονάχα τρώγοντας απ’τη θλίψη µου,τρέφοµαι από τις ίδιες µου τις σάρκες.Τώρα γνωρίζω πως η αγάπη ήταν η µοναδική τροφή µου,κι αφού την έχω χάσει για πάντα,τίποτε δεν µπορεί να µε κρατήσει στη ζωή.» Η Ούρσα δεν κατάφερε να δέσει το τρίτο δεµατάκι στην αρχική του µορφή, γιατί το γράµµα της έπεσε απ’τα χέρια,και χάθηκε µες στο σωρό των χαρτιών.Καθώς ο Πόρκους σάλευε ακόµη γύρω από τα πόδια της,µυρίζοντας την χάρτινη λεία του όπως ένα κυνηγόσκυλο που ξαφνικά το ρίχνεις σ’ένα δωµάτιο µαζί µε εκατό λαγούς, εκείνη πέρασε το χέρι της µέσα απ’τα χαρτιά,αγνόησε την τροµαγµένη του κραυγή,κι άρχισε να του χαϊδεύει το κεφάλι.Κάθε λεπτοµέρεια γύρω απ’την ζωή της γυναίκας είχε τώρα φωτιστεί στο µυαλό της,κι έλαµπε όπως µονάχα η πολυτιµότερη αλήθεια είναι ικανή να λάµψει.Η εξαιρετική αυτή ποιήτρια,που είχε τη δύναµη και τη φαντα-σία να γεννά τέτοια αριστουργήµατα,αν κι ήταν αφοσιωµένη στις απολαύσεις του ου-ρανίσκου όσο κι η ίδια,είχε χάσει,µαζί µε τον έρωτα των τριών ανδρών,κι όλη της την όρεξη.Όµως αυτή η ανορεξία δεν ήταν ένα καπρίτσιο,ή η άρνησή της να αναγνωρίσει στο φαγητό µιαν αξία ανώτερη κι απ’την ίδια τη ζωή.Εκείνο που έλειπε απ’την ποιή-τρια δεν ήταν η ζωή,όπως έλεγε,αλλά το ίδιο το φαγητό,αφού στην ουσία καµµιά τρο-φή-όπως και καµµιά ηδονή-δεν είναι ικανή να µας συγκινήσει αρκετά αν δεν υπάρχει κάποιος για να την µοιραστεί µαζί µας.Από τον έφηβο που αυνανίζεται πλάθοντας στο µυαλό του µια φανταστική ερωµένη,η οποία χωρά µέσα στην ιδρωµένη του πα-λάµη,µέχρι τον γέρο που κάθεται να γευµατίσει µόνος του,σ’έναν θλιβερό οίκο ευγη-ρίας,κι ονειρεύεται τις ευτυχισµένες µέρες όταν ολόκληρη η οικογένεια,µαζί µε τα παιδιά του που τον εγκατέλειψαν,ήταν καθισµένη γύρω από ένα µεγάλο τραπέζι-αν δε σκεφτεί αυτή την εικόνα,του είναι αδύνατο να καταπιεί έστω και µια µπουκιά-όλοι οι άνθρωποι είναι πλασµένοι έτσι,ώστε ο ένας αποτελεί το ορεχτικό του άλλου.Χωρίς τη συντροφιά κάποιου που σε καταβροχθίζει µε την παρουσία του-αφού κάθε ύπαρξη σκοτώνει,τεµαχίζει και τρέφεται µε την παντοδυναµία των άλλων υπάρξεων,εκείνων που αναιρεί-χωρίς το βλέµµα του που σου δείχνει πόσο κι ο ίδιος τον κατατρώγεις µε τον έρωτά σου,δεν µπορεί να νοηθεί η ιερή στιγµή του γεύµατος ή του δείπνου.Ακό-

µη κι η δική της θηριώδης όρεξη χωρίς τον Πόρκους,χωρίς τον έρωτα που έσβηνε τη ζωή της µέσα του,κάµνοντάς την ικανή να υπερβεί την ζωή,και να επιδοθεί σε κραι-πάλες που την έθεταν σε κίνδυνο,χωρίς το σύντροφο που κρατούσε την εικόνα της µέσα στα αγαπηµένα του µάτια,θα έπαυε να έχει την υπόσταση ενός αληθινού ανθρώ-που,κι έτσι,σαν φάντασµα που δεν έχει χείλη,ή γλώσσα,ή δόντια,θα ήταν αδύνατο να φάει.Ο έρωτας,αυτή η αόρατη πηρούνα,στις δυό άκρες της οποίας σπαρταρούσαν δι-αρκώς µισοπεθαµένοι,ήταν η δύναµη που τους ανασήκωνε απ’το τραπέζι και τους έ-δινε την υπεράνθρωπη όρεξη των θεών.Πριν από την πείνα υπήρχε η αγάπη,και µετά από κάθε γεύση,η αγάπη τους σκούπιζε τα χείλη.Αρπάζοντας τον Πόρκους από το µπράτσο,η Ούρσα άρχισε να τρέχει προς την πόρτα του σπιτιού.Η αλήθεια,η αλήθεια του αληθινού θανάτου,τον οποίο τόσο πρόστυχα η φύση τους ανάγκαζε να αντιµετω-πίζουν,την φόβιζε τροµερά µέσα σ’αυτό τον χώρο που πληµµύριζε από πένθος.Τελι-κά ήταν εκείνη που έκανε σαν να είχε δεί φαντάσµατα.Ο Πόρκους στην αρχή την ά-φησε να τον σύρει,κι έπειτα,όταν περάσαν τον κήπο και βγήκαν ξανά στο δρόµο,ση-κώθηκε κι έφτυσε τα δυό χαρτιά που είχε δαγκώσει απ’τον σωρό µέσα στην ξαφνική τους αναχώρηση.Κοιτάζοντας την Ούρσα που ήταν ταραγµένη,ανησύχησε κι αυτός. -Τί συµβαίνει;την ρώτησε. Γιατί φεύγουµε; -Τίποτε,τίποτε,είπε εκείνη,προσπαθώντας να πιέσει τους λυγµούς που ανεβαί-ναν απ’το στήθος της. Δεν µπορείς να καταλάβεις. -Γιατί δεν µπορώ;διαµαρτυρήθηκε ο Πόρκους. Δοκίµασέ µε. -Φοβάµαι.Αν δεν καταλάβεις,δεν ξέρω κι εγώ τί θα κάνω. -Μην φοβάσαι,της είπε εκείνος,πιάνοντάς την απαλά από τα χέρια. Πές µου τί συµβαίνει,κι εγώ θα προσπαθήσω να καταλάβω. Αφού τον κοίταξε για µια στιγµή διστάζοντας,έπειτα τον ρώτησε: -Αν ξανφικά αισθανόσουν ότι πέθαινες,και δίπλα σου βρισκόµουν εγώ,κι ένα εκλαίρ στο κοµοδίνο,τί θα διάλεγες για την τελευταία σου στιγµή;Να µε φιλήσεις,ή να δαγκώσεις το εκλαίρ; Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου,και χωρίς λόγια,ο Πόρκους έσκυψε προς το µέ-ρος της και την φίλησε απαλά στα χείλη.Η Ούρσα τον κοίταξε ξανά,και τα µάτια της έλαµπαν από ευτυχία.Λίγο αργότερα,και καθώς οδηγούσε,κρατώντας το χέρι του λα-τρεµένου της συζύγου-που όλη αυτή την ώρα πάσχιζε µάταια να δώσει κάποια συµ-βολική διάσταση στο εκλαίρ της ερώτησής της-εκείνος έγειρε και την ρώτησε δειλά: -Τελικά κατάλαβα;

Χ. Ένα ροδάκινο να φάω θα τολµήσω;

-Γερνάω…γερνάω! Λίγο µετά τις τρείς,κι ενώ το αυτοκίνητό τους διέσχιζε µίαν ακόµη έρηµη πε-ριοχή της πόλης,η προσοχή της Ούρσα-που είχε ξεπεράσει τα πρωτύτερα τραγικά της συναισθήµατα κι αναζητούσε µε νέο ζήλο κάποιο φωτεινό σηµείο στο σκοτάδι των δρόµων-διασπάστηκε απ’αυτό το κλαψούρισµα.Θυµωµένη,και χωρίς να αντιληφθεί ότι κι ο Πόρκους βρισκόταν από ώρα βυθισµένος σε ανάλλογη βουβή περισυλλογή, γύρισε προς το µέρος του και τον επέπληξε αυστηρά.

-Μπορείς να σταµατήσεις,επιτέλους;του είπε. Κι εγώ πεινάω,αλλά δεν µουρ-µουρίζω συνέχεια!Κοντεύεις να µε τρελλάνεις µ’αυτό το «Πεινάω…πεινάω…» Ο Πόρκους την κοίταξε εµβρόντητος.Τα χείλη του πήραν τη µελαγχολική κα-µπή ενός µικρού παιδιού που το µαλώνει άδικα η δασκάλα του,και ρώτησε: -Μα τί έκανα πάλι; -Γκρινιάζεις.Γκρινιάζεις ασταµάτητα ότι πεινάς.Σε ακούω απ’το περασµένο τετράγωνο,κι ακόµη δεν έχεις σταµατήσει. -Μα εγώ δεν είπα τίποτε!επανέλαβε ο καηµένος ο Πόρκους,και τότε,σαν επα-λήθευση του δίκιου που τον έπνιγε,ακούστηκε ξανά η ίδια µονότονη διαµαρτυρία,από το βάθος ενός δρόµου που βρισκόταν στα δεξιά τους.Η Ούρσα σταµάτησε αµέσως το αυτοκίνητο,έσβησε τη µηχανή,κι αφουγκράστηκε την άγνωστη φωνή. -Τί λέει;ρώτησε τον Πόρκους έπειτα από λίγο. -Νοµίζω ότι λέει: «Γαµάω»,απάντησε εκείνος. -Δεν µπορεί.Ποιός θά’βγαινε στο δρόµο για να φωνάξει ότι γαµάει; -Ίσως είναι κανένας τρελλός.Μπορεί κιόλας να πουλάει σοκολατένια µήλα. Η Ούρσα,πάνω σ’αυτό το σχόλιο,τον κοίταξε γεµάτη απορία.Ασφαλώς δεν µπορούσε να ακολουθήσει τα ψυχεδελικά µονοπάτια της σκέψης του,όµως αν το έκα-νε,θα έβλεπε µια ανάµνηση προ δεκαετίας-όταν,σ’ένα δρόµο παρόµοιο µε αυτό που διασχίζαν τώρα,είχαν πέσει πάνω σ’έναν πλανόδιο που πουλούσε σοκολατένια µήλα. Ο άνδρας εκείνος ήταν εντελώς τρελλός,αφού έβγαζε το καπέλο στους περαστικούς, λέγοντας: «Καληµέρα Υψηλότατη,θα µπορούσα να έχω την τιµή να σας γυαλίσω τα µποτίνια;» και σαν να κρατούσε τη βούρτσα και το βερνίκι που αποτελούσαν το φετίχ του,πρότεινε δυό σοκολατένια µήλα,ένα σε κάθε χέρι.Οι υπόλοιποι περαστικοί τον α-πέφευγαν,αλλά ο Πόρκους,µόλις τον είχε δεί,είχε ορµήσει πάνω του κι είχε αγοράσει όλα τα µήλα,µαζί µε τον ξύλινο ταβλά.Ο τρελλός-όπως κι ο Πόρκους-είχε κάνει µε-γάλες χαρές µε την συναλλαγή τους,κι από τότε,στο µυαλό του συζύγου της,(ιδιαίτε-ρα σε στιγµές που η ανάγκη γεννούσε µιαν ελαφρά παράκρουση,όπως απόψε) η έν-νοια του τρελλού και του ανθρώπου που πουλάει σοκολατένια µήλα ήσαν απόλυτα ταυτισµένες.Γι’αυτό το λόγο η πρότασή του ήταν άµεση. -Θέλεις να κατεβούµε για να δούµε τί τρέχει;της είπε παρακλητικά. -Ας κατεβούµε,είπε εκείνη,και πριν προλάβει να προφέρει την τελευταία λέξη ο Πόρκους είχε εκτιναχθεί απ’το αυτοκίνητο σαν ρουκέττα,κι έτρεχε στην κατεύθυν-ση της φωνής.Η Ούρσα τον ακολούθησε µε συγκρατηµένη περιέργεια-οι πόνοι στην κοιλιά από την πείνα είχαν αρχίσει να την κουράζουν,κι εξάλλου δεν πίστευε ότι ο τρελλός θα είχε να τους προσφέρει κάτι φαγώσιµο.Μόλις όµως έστριψε από την γω-νία του δρόµου κι είδε τον άνδρα που στεκόταν απέναντί τους,ξέχασε σχεδόν και την ίδια της την πείνα.Το θέαµα που παρουσίαζε ήταν µοναδικό,σχεδόν όσο κι η εµφάνι-σή του,ή η µονότονη θλίψη στη φωνή του καθώς επαναλάµβανε την ίδια φράση. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα εξήντα,µε µεγάλη,αιχµηρή µύτη και µικροσκο-πικό σαγόνι,που φορούσε κοκκάλινα γυαλιά κι είχε τα µαλλιά του χτενισµένα προς τα πίσω,προφανώς µε τη βοήθεια αρκετής µπριγιαντίνης,γιατί το κεφάλι του γυάλιζε κά-τω απ’το φώς του φανοστάτη σαν σφαιρικό τενεκεδόκουτο.Φορούσε ένα γεροντικό γκρίζο κοστούµι,και µαύρες µανσέττες γύρω απ’τα µανίκια,όπως έκαµναν στο παρελ-θόν οι δηµόσιοι υπάλληλοι για να µην λιώνουν τα σακάκια τους.Ακριβώς πίσω του, ακουµπώντας στον τοίχο µιας πολυκατοικίας,βρισκόταν ένα µεγάλο πανέρι µε φρού-τα,που όταν πλησίασαν κοντά του είδε πως ήταν ροδάκινα.Σαν υπερφυσική πινελιά

σ’αυτό τον αλλόκοτο πίνακα,γύρω απ’τα πόδια του άντρα σάλευε ένα λεπτό κίτρινο σύννεφο,σαν διασταύρωση καπνού και οµίχλης.Το σύννεφο αυτό,που ήταν µακρύ και λεπτό σαν φίδι,αφού τυλίγονταν γύρω απ’τα πόδια του,µέσα σε µια λιµνούλα µε από-νερα του δρόµου,σκαρφάλωνε στην υδρορροή της πολυκατοικίας,τριβόταν πάνω στα τζάµια,ανέβαινε µέχρι την ταράτσα,κι από ‘κεί έπεφτε ξανά κάτω,όπως η στάχτη από µια καµινάδα.Ήταν µια σκέτη ενόχληση να το παρατηρείς,σχεδόν όσο και να το περι-γράφεις,ωστόσο ο άνδρας δεν έµοιαζε να του δίνει σηµασία.Έχοντας τα µάτια του καρφωµένα στο απέναντι πεζοδρόµιο,όπως αν πάνω στην άσφαλτο του δρόµου έτρε-χαν τα νερά του ίδιου του Ρουβίκωνα,έλεγε και ξανάλεγε: «Γερνάω…γερνάω,» κάθε φορά µε µεγαλύτερο σπαραγµό στη φωνή του.Μην µπορώντας να καταλάβουν το εί-δος της µαλακίας που τον έδερνε,ο Πόρκους κι η Ούρσα πλησίασαν τον άνδρα και στάθηκαν µπροστά του.Εκείνος τους έριξε µια βιαστική,πονεµένη µατιά,κι έπειτα συ-νέχισε το µοιρολόι του.Ο Πόρκους βρήκε την ευκαιρία κι άρχισε να φλερτάρει το καλάθι µε τα ροδάκινα,ωστόσο οι καλοί του τρόποι δεν του επέτρεπαν να το βουτή-ξει χωρίς τη συγκατάθεση του άνδρα.Βλέποντας την ένταση που θα επικρατούσε,και για να αποφευχθεί κάποιο θερµό επεισόδιο κλοπής,η Ούρσα αποφάσισε να µιλήσει στον άνδρα-άλλωστε η φωνή του είχε αρχίσει να της φέρνει πονοκέφαλο. -Δεν σταµατάτε λίγο;του είπε. Μας έχετε πάρει το κεφάλι. Εκείνος έπαψε για µια στιγµή,την κοίταξε µε πόνο ψυχής στα µάτια,κι έπειτα, µε το πείσµα ενός αυτιστικού είπε πάλι: «Γερνάω!» Η Ούρσα τον διέκοψε ξανά. -Σας φαίνεται ωραίο να στέκεστε εδώ µέσα στη µαύρη νύχτα και να φωνάζε-τε,σαν νά’σασταν καµµιά αδέσποτη γάτα;τον ρώτησε. Με το άκουσµα της τελευταίας λέξης,ο άνδρας την κοίταξε και πάλι,και είπε, µ’έναν υπόκωφο λυγµό στη φωνή του. -Μα γιατί;Τί κακό έχουν οι γάτες;Εγώ αγαπώ πολύ τις γάτες! -Κι εγώ!βιάστηκε να συµπληρώσει ο Πόρκους. Τις λατρεύω!Μπορώ να φάω ίσαµε δέκα,χωρίς καν να βαρυστοµαχιάσω! -Καλέ Θεέ!αναφώνησε έντροµος ο άνδρας,και σκέπασε το πρόσωπο µε τα χέ-ρια του. Τί ακούω,Θεέ µου! Ο Πόρκους,κάπως σαστισµένος µε την αντίδρασή του,κι υπό το βλέµµα της Ούρσα που τον κοιτούσε παγερή κι αµίλητη σαν χάλκινος Βούδας,τον χτύπησε απα-λά στον ώµο και προσπάθησε να τον παρηγορήσει. -Ελάτε,ελάτε,του είπε. Μην κάνετε έτσι.Δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω.Συ-νήθως δεν τρώω περισσότερες από δύο τη φορά,κι αυτό αν έχει καλό καιρό κι έχουν βγεί στα κεραµίδια. Ο άνδρας σήκωσε το πρόσωπο απ’τα χέρια του,τον κοίταξε µε απελπισία,και του είπε: «Δεν µπορείτε να καταλάβετε τη δυστυχία µου.» -Μα γιατί;επέµεινε ο Πόρκους. Γιατί είστε τόσο πολύ δυστυχισµένος; -Γερνάω,φίλε µου,του είπε εκείνος. Γερνάω! Η Ούρσα,που παρακολουθούσε τη στιχοµυθία βράζοντας από οργή,ξαφνικά ξέσπασε κι έβαλε τις φωνές. -Μας το είπατε ότι γερνάτε!Μας πρήξατε τ’αρχίδια!Αν γερνάτε,γιατί δεν κά-νετε κάτι για να το σταµατήσετε,αντί να τα πρήζετε στους περαστικούς; -Μα…µα δεν µπορώ να σταµατήσω τα γεράµατα,αποκρίθηκε έντροµος ο άν-δρας. Κανένας άνθρωπος δεν µπορεί.

-Ε,ωραία,φώναξε εκείνη,αφού είναι έτσι τα πράγµατα,γιατί δεν το παίρνετε απόφαση;Γιατί κλαίγεστε συνέχεια,και λέτε ότι είστε δυστυχισµένος;Αφού όλοι γερ-νάνε,γιατί ειδικά εσείς να είστε δυστυχισµένος; -Μα δεν είµαι δυστυχισµένος επειδή γερνάω,της απάντησε µε την µεγαλύτερη φυσικότητα. Κάθε άλλο.Η αιτία της δυστυχίας µου είναι βαθύτερη.Απλώς,συγχρόνως µε αυτήν,και την έγνοια της που µε τρώει,σκέφτοµαι τον χρόνο που κυλά,κι ότι γερ-νάω,και γι’αυτό το επαναλαµβάνω,για να ξεχνιέµαι,να ξεχνάω τον χρόνο που κυλά χωρίς να γιατρεύει τη δυστυχία µου. -Μήπως είστε µαλάκας;τον ρώτησε ο Πόρκους,σκύβοντας προς το µέρος του µε τη διακριτικότητα ενός πεπειραµένου ψυχιάτρου. -Α!Α!Τί φρίκη!ούρλιαξε ο άνδρας,κι έκλεισε τ’αυτιά του. Η Ούρσα ετοιµάστηκε να πεί κάτι,αλλά την ίδια στιγµή ο κίτρινος καπνός σηκώθηκε ανάµεσά τους,χορεύοντας σαν την κόµπρα στο καλάθι,τυλίχτηκε γύρω α-πό την υδρορροή,κι άρχισε να σκαρφαλώνει στην πολυκατοικία.Ήταν η τρίτη φορά που αυτό συνέβαινε,και τα νεύρα της Ούρσα έσπασαν. -Κι επιτέλους,ούρλιαξε,ας διώξει κάποιος αυτή τη µαλακία µες απ’τα πόδια µας!Πόρκους,ρούφα την! Υπάκουος σαν ηλεκτρική σκούπα,ο Πόρκους σούφρωσε τα χείλη κι άρχισε να ρουφά την άκρη του κίτρινου καπνού.Σε λίγο ολόκληρο το αέρινο πλοκάµι είχε εξα-φανιστεί µέσα στο στήθος του,κι αφήνοντας ένα ρέψιµο ικανοποίησης,είδε ένα µικρό κίτρινο συννεφάκι να βγαίνει απ’το στόµα του και να διαλύεται στον αέρα. -Αχ!είπε ευχαριστηµένος,ήταν πολύ νόστιµο.Είχε βέβαια µια ελαφρά γεύση ξύλου,σαν πριονίδι,αλλά στο βάθος ήταν αλµυρός,σαν φρέσκα στρείδια! -Μπορείτε τώρα να µας εξηγήσετε την αιτία της τροµερής σας δυστυχίας;είπε η Ούρσα στον άνδρα,που φαινόταν να έχει ηρεµήσει,κι είχε βγάλει τα δάχτυλα απ’τα αυτιά του.Εκείνος,δίχως να απαντήσει,έβγαλε απ’την τσέπη του σακακιού του ένα µεγάλο ροδάκινο,και το ισορρόπησε πάνω στην ανοιχτή του παλάµη. -Αυτό,είπε,δείχνοντας το ώριµο φρούτο,είναι ό,τι µε κάνει πιο δυστυχισµένο. -Γιατί;ρώτησε ο Πόρκους. Δεν σας αρέσουν τα φρούτα; -Όχι,δεν είναι αυτό.Το αντίθετο-µου αρέσουν πολύ,ιδιαίτερα τα ροδάκινα.Ό-µως δεν µπορώ να το φάω. -Μήπως ανατριχιάζετε µε τη φλούδα του;ξαναρώτησε ο Πόρκους. -Όχι,η φλούδα του δεν µ’ενοχλεί.Εκείνο που µ’ενοχλεί είναι η ιδέα του ροδά-κινου,κι η ύπαρξή µου απογυµνωµένη,µπροστά του.Τολµώ να πώ ότι είναι η ύπαρξή µου η ίδια που ανατριχιάζει καθώς κρατώ αυτό το φρούτο για να σας το δείξω. Με φοβερή σβελτάδα,ο Πόρκους άρπαξε το ροδάκινο και το κατάπιε αµάση-το,µαζί µε το κουκούτσι.Ο άνδρας τον κοιτούσε µε γουρλωµένα µάτια. -Αυτό είναι όλο;τον ρώτησε. Αν σας ενοχλούσε το συγκεκριµένο ροδάκινο, πάρτε ένα άλλο απ’το πανέρι.Ίσως θέλετε ένα που να µην είναι τόσο ώριµο. -Μα δεν µπορώ να φάω κανένα,αγαπητέ µου,δεν το βλέπετε;Πεθαίνω από λα-χτάρα να τα αγγίξω,να τα χαϊδέψω,να τα δαγκώσω απαλά,κι όµως µόνο που το σκέ-φτοµαι,νοιώθω ένα φριχτό πόνο,ένα φόβο να µου τρυπάει το στήθος. -Φοβάστε να τα δαγκώσετε; -Ναι.Τρέµω και µόνο στη σκέψη. -Από δόντια πώς πάτε;

Ο άνδρας τέντωσε τα χείλη του και του έδειξε δυό σειρές κατακίτρινα,αλλά γερά δόντια.Έπειτα έκλεισε και πάλι τα χείλη του και του είπε: -Βλέπετε πόσο δυστυχισµένος είµαι; Στο σηµείο αυτό η Ούρσα παρενέβη δυναµικά. -Ξέρω ακριβώς τί σας συµβαίνει,είπε στον άνδρα. -Κι εγώ,πρόσθεσε ο Πόρκους. Είστε µαλάκας. -Α!Α!Πάλι αυτή η τροµερή λέξη!φώναξε ο άνδρας κι έκλεισε τ’αυτιά του. Η Ούρσα στράφηκε προς τον Πόρκους και τον κατακεράυνωσε µε το βλέµµα της. «Θα µε αφήσεις να τον παραµυθιάσω για να του φάµε τα ροδάκινα;» ψιθύρισε,κι εκείνος έκανε το σήµα του φερµουάρ πάνω απ’τα χείλη του.Μόλις ο άντρας άνοιξε τα αυτιά και τα µάτια του,η Ούρσα άρχισε να του εξηγεί το πρόβληµά του. -Αυτό που σας φοβίζει,του είπε,δεν είναι το χρώµα του ροδάκινου,ούτε το µέ-γεθός του.Πιο πολύ σας τροµάζει το σχήµα του,η προκλητική σχισµή που περνάει από το κέντρο του,χωρίζοντάς το σε δύο ζουµερές καµπύλες. -Μα…µα γιατί να φοβάµαι κάτι τέτοιο;ρώτησε τρέµοντας εκείνος. -Γιατί είστε σοδοµιστής!φώναξε θριαµβευτικά η Ούρσα. Το ροδάκινο σας θυ-µίζει παιδικό κωλαράκι,µε το πρώτο του χνούδι,το οποίο θα θέλατε να ξεκωλιάσετε, αλλά οι αναστολές δεν σας αφήνουν!Γι’αυτό και δεν µπορείτε να το φάτε,γιατί κάθε φορά που σκέφτεστε πως το δαγκώνετε,είναι σαν να διακορεύετε έναν παιδικό κώλο! Ακούγοντας τα λόγια της,ο άνδρας έκλεισε τ’αυτιά του κι άρχισε να σκούζει σαν ασθενοφόρο,για να µην ακούσει άλλα.Εκείνη όµως του τράβηξε τα χέρια δυνατά. -Α,σταµατήστε πιά µε αυτή την ανοησία!Μπορείτε να µου πείτε γιατί κάµνετε σαν νευρόσπαστο κάθε φορά που σας λέµε κάτι; -Μα είναι φοβερό!Είναι…είναι αδιανόητο!τραύλισε. Δεν…δεν συναισθάνε-στε τα ανήκουστα πράγµατα που λέτε!Τις λέξεις που χρησιµοποιείτε! -Γιατί;ρώτησε εκνευρισµένη η Ούρσα. Τί έχουν οι λέξεις µας; -Είναι χυδαίες.Είναι ανυπόφορες. -Τί να κάνουµε;Κι η µύτη σας είναι ανυπόφορη,αλλά δεν παραπονιόµαστε. -Δεν µπορώ…δεν µπορώ να σας ακούω.Δεν µου το επιτρέπει η ηθική µου.Να σκεφτείτε ότι εγώ τόλµησα,µιά φορά στη ζωή µου,να χρησιµοποιήσω την λέξη (στο σηµείο αυτό η γλώσσα του κόλλησε πολλές φορές,σαν τη βελόνα ενός χαλασµένου γραµµόφωνου) βυ…βυ…βυζιά σε ένα ποίηµά µου,κι έπειτα έκανα τρείς µέρες να κοι-µηθώ από τις τύψεις. Η Ούρσα τον κοίταξε χαµογελώντας.Την είχε σκανδαλίσει τόσο πολύ,που έπρεπε οπωσδήποτε να του το ανταποδώσει. -Τί βυζιά;Σαν κι αυτά εδώ;ρώτησε,και µε µια κίνηση,κατέβασε το φόρεµά της µέχρι τη µέση,ξεγυµνώνοντας τα τεράστια µαστάρια της.Ο Πόρκους,ενστικτωδώς,έ-σκυψε δίπλα της κι άρχισε να της τα γλείφει.Κι ο σεµνότυφος ποιητής-τώρα που είχε αποκαλύψει την ταυτότητά του ήταν τόσο πιο εύκολο να τον ειρωνευτούν!Γιατί αλλοίµονο αν ο ποιητής,που µόνος ανάµεσα σ’όλους τους ανθρώπους µπορεί να εµπνεύσει το αληθινό πάθος και να γκρεµίσει τα είδωλα,κάνει το αντίθετο από προσωπικούς ενδοιασµούς-αφού έβγαλε µερικές κραυγές τρόµου,πισωπάτησε,έπεσε κάτω και κουλουριάστηκε στο πεζοδρόµιο,δίπλα στο πανέρι µε τα ροδάκινα. Χρειά-στηκαν πέντε λεπτά για να τον συνεφέρουν,κι όταν επιτέλους σταµάτησε να µουρ-µουρίζει: «Γερνάω!» κι άνοιξε τ’αυτιά του,ο καηµένος έµοιαζε έτοιµος να ξεσπάσει σε κλάµατα.

-Μου…µου υπόσχεστε ότι δεν θα ξαναρχίσετε τα ίδια;τους ρώτησε. -Βεβαίως,τον καθησύχασε η Ούρσα,που είχε ήδη σκεπάσει το στήθος της,και τον βοήθησε να σηκωθεί.Όταν στάθηκε και πάλι στα πόδια του,του µίλησε µε τη µει-λίχια φωνή που χρησιµοποιούσε πάντα όταν έλεγε ψέµµατα,όταν παρίστανε την ήρε-µη,ενώ στην πραγµατικότητα ήταν έτοιµη να αγριέψει.Και µόνο που την άκουγε,ο Πόρκους κόντευε να σκάσει στα γέλια,όµως συγκρατιόταν,για χάρη της φάρσας και του πανεριού µε τα ροδάκινα. «Για πείτε µας,» του είπε η Ούρσα ύστερα από λίγο, «το πρόβληµά σας έχει να κάνει µόνο µε τα ροδάκινα,ή υπάρχουν κι άλλα πράγµατα που δεν µπορείτε να φάτε,που σας ταράζουν;» -Είναι…είναι και το παγωτό,είπε δειλά ο ποιητής. Κάθε φορά που τρώω πα-γωτό,µε πιάνει κρίση. -Μήπως είστε επιληπτικός;ρώτησε ο Πόρκους. -Όχι. -Τότε τί κρίση;Λύσσα έχετε; -Με ειρωνεύστε πάλι! -Όχι,όχι,κάθε άλλο,είπε εκείνος,υπό το απηνές βλέµµα της Ούρσα. Απλά είµαι περίεργος να µάθω τί είδους κρίση σας πιάνει. -Δεν ξέρω πώς να υποθέσω…απήντησε ο ποιητής,µε ένα κόµπο στο λαιµό. Καµµιά φορά νοµίζω πως εγώ φέρνω την κρίση,επίτηδες.Πάντως όταν µε πιάνει,θέ-λω να τυλίξω το σύµπαν σε µια µπάλλα. -Μα αυτό είναι υπέροχο!φώναξε ο Πόρκους. Αυτό δεν είναι κρίση-εγώ το φα-ντάζοµαι κάθε µέρα!Σκέφτοµαι πως µπορώ να σφίξω όλο το σύµπαν σε µια µπάλλα, κι έπειτα να το κυλίσω σε σοκολατένια τρούφα και να το φάω! -Εγώ δεν έχω την όρεξή σας,τον διέκοψε ο άνδρας. Η κρίση που µε πιάνει εί-ναι καθαρά ψυχική,κι αυτό που µου συµβαίνει είναι ότι δεν µπορώ να υποθέσω. -Τί να υποθέσετε;Τους αριθµούς του λαχείου; Βλέποντας πως η συζήτησε όδευε ολοταχώς προς αδιέξοδο,η Ούρσα πήρε και πάλι την κατάσταση στα χέρια της. -Πόρκους,είπε,µην απασχολείς τον κύριο µε ανόητες ερωτήσεις!Μα κι εσείς, καλέ µου άνθρωπε,αφού σας ταράζει τόσο το παγωτό,γιατί το τρώτε;Ή τα ροδάκινα! Αν κάθε φορά που τα βλέπετε και τα πιάνετε συγκλονίζεται το είναι σας,γιατί δεν τρώτε κάτι άλλο; -Και τί να φάω;ρώτησε απελπισµένος ο ποιητής. Η απάντηση που κρεµόταν-εδώ και ώρα-από τα χείλη της Ούρσα,και ταίριαζε στην περίσταση,ήταν: «Φάε ένα αρχίδι!»,αλλά την καταπίεσε.Αντ’αυτού,είπε: -Γιατί δεν τρώτε µια µπανάνα που είναι και πιο χορταστική; -Μπανάνα;είπε εκείνος,µε περιφρονητική διάθεση αριστοκράτου. Μα,αγαπη-τή µου,η µπανάνα είναι εντελώς ακατάλληλη για ανθρώπους σαν κι εµένα.Σκέφτεστε να βρίσκοµαι στη συντροφιά κάποιας κυρίας,σ’ένα δωµάτιο µισοφωτισµένο,σαν τον τάφο της Ιουλιέττας,µε κεριά που πετούν ολόγυρα τρελλές σκιές και πασχαλιές στο µπωλ,σκέφτεστε στο κέντρο όλων αυτών να ξεφλουδίζω µια µπανάνα;Αυτό το φρού-το δεν είναι διόλου…διόλου ατµοσφαιρικό! -Εξαρτάται απ’το πώς την τρώς!σχολιάσε η Ούρσα µ’ένα έκφυλο χαµόγελο, έτοιµη να ξεσπάσει. -Ελπίζω να µην έχετε κατά νού πάλι κανένα από εκείνα τα απαίσια ερωτικά σας αστεία,είπε εκείνος µε συγκρατηµένο τρόµο.Όµως ήταν ήδη πολύ αργά.

-Και βέβαια αυτό έχω κατά νού!φώναξε αγανακτισµένη η Ούρσα. Γιατί δεν το παραδέχστε επιτέλους,άθλιε πουριτανέ,ότι είστε ένας πορνόγερος;Γιατί δεν παραδέ-χεστε ότι τα ροδάκινα σας θυµίζουν τα τρυφερά κωλοµέρια ενός κοριτσιού,παρά µου λέτε για κυρίες και πασχαλιές;Αφού κατά βάθος είστε ένας κωλοµπαράς!Είναι φυσι-κό που σας έχει κοπέι η όρεξη!Αφού κάθε φορά που βλέπετε ροδάκινα,δεν θέλετε να τα φάτε,αλλά να τα γαµήσετε!Ποιός ξέρει τί άλλη διαστροφή φαντάζεστε µε το παγω-τό,όταν σας πιάνει κρίση!Κανένα δροσερό βυζάκι,φαντάζοµαι,ή εφβηικό µουνόχυµα! Αυτή τη φορά η αντίδρασή του δεν ήταν παθητική.Υψώνοντας ένα διδακτικό, οργισµένο δάχτυλο προς το µέρος της,άρχισε να κραυγάζει: -Νοµίζω ότι σας απαγόρευσα να χρησιµοποιείτε τέτοιες λέξεις µπροστά µου! Και πολύ περισσότερο όταν αφορούν εµένα τον ίδιο!Θά’πρεπε να ξέρετε ότι εγώ εί-µαι Καθολικός,είµαι υπερήφανος που είµαι Καθολικός,και δεν ανέχοµαι να µου απο-δίδουν τέτοιες διαστροφές! -Κι εγώ ξέρετε τί δίνω που είστε Καθολικός;είπε η Ούρσα. Έναν πούτσο δίνω! Ο ποιητής,ακόµη πιο εξοργισµένος,συνέχισε να την κατηχεί. -Να ξέρετε,δυστυχισµένη,ότι αν δεν προσκηνύσετε τον Κύριο,τον Ιησού Χρι-στό και τον Πατέρα του,θα αναγκαστείτε να προσκυνήσετε κάποιον άλλο άνθρωπο! Με δυό απανωτές µπάτσες,η Ούρσα του έκοψε τη φόρα,και τον πήρε παρα-µάζωµα.Ο Πόρκους,αν κι ήθελε πολύ να εκµεταλλευτεί την ευκαιρία για να βάλει χέρι στα ροδάκινα,δεν τολµούσε να την διακόψει.Άλλωστε,οι αντιχριστιανικές εκρή-ξεις τηα γυναίκας του ήσαν πάντα πολύ διασκεδαστικές. -Εγώ δεν προσκυνώ κανέναν άνθρωπο!ούρλιαξε µε όλη της τη δύναµη. Πόσο µάλλον έναν ξερακιανό µαραγκό,που άφησε να τον κρεµάσουν σ’ένα σταυρό σαν να ήταν κανένα χταπόδι!Ο δικός µου Θεός-αν υπήρχε-θα ήταν τόσο χοντρός,που θα έκα-νε τον σταυρό να σπάσει,και θα έπεφτε κάτω ζωντανός!Δεν θα µοίραζε τα ψάρια και τα ψωµιά σαν µαλάκας στους φτωχούς,αλλά θα τα έτρωγε ο ίδιος!Γι’αυτό δεν προ-σκυνώ παρά µόνο το φαγητό!Αυτό λατρεύω,αυτό είναι ο Θεός µου,γιατί µπορώ να το καταβροχθίσω και να το εξαφανίσω,όποτε µου καυλώσει!Τί νόηµα έχει ένας Θεός χωρίς ύλη,χωρίς βάρος;Είναι το µαλακισµένο κατασκεύασµα µαλακισµένων ανθρώ-πων!Αν θέλετε λοιπόν να µάθετε πού τον έχω γραµµένο,ορίστε! Κι ανασηκώνοντας τη φούστα της-πόσο ευτυχής ήταν τώρα που δεν φορούσε ποτέ βρακί!-του έδειξε τη µουνάρα της,κατάµαυρη κι απειλητική σαν τη θάλασσα των Σαργασσών.Ο άντρας, που είχε κουλουριαστεί και πάλι στο πεζοδρόµιο,αν κι ήθελε να κρυφτεί απ’όσα έ-βλεπε,ένοιωθε ανίκανος να κουνηθεί.Η βιαιότητα της Ούρσα τον είχε καθηλώσει. «Ιδού πού έχω γρµµένο τον Θεό και την Εκκλησία σας!» του φώναξε. «Κάθε µου-νότριχα είναι κι ένας άγγελος,τα µουνόχειλα οι πύλες του παραδείσου,κι η κλειτορί-δα µου το φωτοστέφανο του Κυρίου!Μονάχα εκεί αξίζει να ζούν τέτοια ανόρεχτα πλάσµατα,µε την ελπίδα κάποτε,απ’τα πολλά υγρά που θα πιούνε,απ’το αλµυρό µου κάτουρο κι απ’το γλυκό µου χύσι,να τους ανοίξει η όρεξη και ν’αρχίσουν να µε δα-γκώνουν,για να καυλώσω!Ίσως έτσι φανούν και κάπου χρήσιµοι!Και νοµίζω ότι το ίδιο χρειάζεστε κι εσείς!» Και µ’αυτά τα λόγια,άρπαξε ένα ροδάκινο απ’το πανέρι και το έχωσε ολόκληρο µέσα στο µουνί της.Όταν βγήκε πάλι έξω,το φρούτο είχε βραχεί κι ήταν γυαλιστερό,σαν νεκταρίνι.Χωρίς να χάσει χρόνο,η Ούρσα άρπαξε τον ποιητή απ’το σαγόνι,και του έχωσε το ροδάκινο µέσα στο στόµα,πιέζοντάς το για να καρφω-θεί στα δόντια και να µην πέσει.Μόλις τελείωσε,ο άνδρας είχε την απεγνωσµένη έκ-φραση ενός γουρουνιού που του βουλώνουν το στόµα µ’ένα µήλο πριν ακόµη το σκο-

τώσουν. «Πάµε λοιπόν αγάπη µου,» είπε στον Πόρκους έπειτα από λίγο,κι εκείνος, παίρνοντας το πανέρι στην αγκαλιά του,την ακολούθησε. Όση ώρα έβαζαν µπρος το αυτοκίνητο,απ’το στενό σοκάκι δεν ακούστηκε ού-τε µια φορά η φωνή του άνδρα.Ίσως το είχε πάρει απόφαση ότι γερνούσε,ή ίσως είχε καταλάβει την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια της Ούρσα,κι έτρωγε λαίµαργα το ρο-δάκινο που του είχε ετοιµάσει.Όπως κι αν είχαν τα πράγµατα,ο εκνευρισµός και στις δυό πλευρές σύντοµα καταλάγιασε.Λίγα λεπτά αργότερα,το ζευγάρι µας διέσχιζε και πάλι τους έρηµους δρόµους της πόλης εις αναζήτησιν τροφής,κάπως πιό ήρεµο.Στο κεφάλι του ο Πόρκους φορούσε το µεγάλο άδειο πανέρι,σαν καλοκαιρινό καπέλο.

ΧΙ. Σπλήν

Η ώρα ήταν τέσσερις µετά τα µεσάνυχτα,όµως αλλοίµονο,αντί να γυρίζουν πλευρό,βγαίνοντας απ’τον ύπνο και να χαϊδεύον το µουνί της γυναίκας τους,αντί να ξυπνούν από φιλήδονα όνειρα και να φιλούνε την ψωλή του άνδρα τους,κι αντί πάνω απ’όλα να επιδίδονται σε µια νυχτερινή επιδροµή στο ψυγείο του σπιτιού τους,ή και του γείτονα,οι άνδρες κι οι γυναίκες αυτής της πόλης ήσαν βαθιά κοιµισµένοι,χωρίς να παράγουν ούτε ένα φώς,ούτε ένα βογγητό που να διασπά τη νεκρική σιγή και το σκοτάδι των δρόµων. Όµως τα βλέφαρα της Ούρσα και του Πόρκους δεν είχαν διόλου βαρύνει από τη νύστα,καθώς µια άλλη ανάγκη-η πείνα-αυτή που κρατάει ξύπνια ως και τα µωρά, τους τρυπούσε το κεφάλι,χτυπώντας σαν το καµπανάκι ενός αόρατου,διεστραµµένου µάγειρα-φαρσέρ.Κι ενώ το ζευγάρι µας ήταν έτοιµο να παραδοθεί στην απόγνωση,και να επιτεθεί σ’ένα κλειστό µπακάλικο που προσπερνούσαν εκείνη τη στιγµή,ξαφνικά µια πράσινη λάµψη τους απέσπασε την προσοχή.Όπως ήταν το µοναδικό φώς εκτός από τις λάµπες των φανοστατών,τράβηξε αµέσως το βλέµµα τους,όπως το µωβ φώς στη βιτρίνα των κρεοπωλείων µαγνητίζει τα έντοµα.Η Ούρσα έστριψε το τιµόνι,και το αυτοκίνητο µπήκε στο δρόµο απ’όπου ερχόταν η πράσινη λάµψη.Λίγα όµως µέτρα παρακάτω αναγκαστήκαν να το εγκαταλείψουν,και να συνεχίσουν µε τα πόδια,γιατί ο δρόµος στένευε,και τη θέση του έπαιρνε ένα ανηφορικό λιθόστρωτο µονοπάτι.Αν και δεν ήταν συνηθισµένοι στην πεζοπορία,κι αντιπαθούσαν µέχρι θανάτου τις ανηφόρες, αυτή τη φορά ένοιωθαν να τους τραβά προς την κατεύθυνση του πράσινου φωτός µια ακατανίκητη δύναµη,σαν σιωπηλή υπόσχεση για την εκπλήρωση του πόθου τους να φάνε,ή σαν τις ονειρικές εκείνες αύρες που οδηγούν τις ευαίσθητες ψυχές σε τάφους και σε κρύπτες όπου βρίσκονται θαµµένοι θησαυροί. Κι η εσωτερική αυτή δύναµη αποδείχτηκε πράγµατι σωστή,αφού λίγα µέτρα µετά το τέλος της ανηφόρας,στην κορυφή µιας σύντοµης σκάλας,υπήρχε ένα µικρό µπιστρό.Το µέρος όπου ήταν χτισµένο,και τα πυκνά δέντρα που σκέπαζαν την πρόσο-ψή του έµοιαζαν σκόπιµα να το κρύβουν απ’τα µάτια των ανθρώπων,ενώ η πράσινη αύρα,που καθώς πλησίαζαν την είσοδο γινόταν όλο και πιο πυκνή,πρόσθετε µιαν α-πόκοσµη νότα,που στους περισσότερους θαµώνες των πολυτελών µπιστρό-σιχαµερά κατασκευάσµατα!-θα φαινόταν πένθιµη,και απειλητική.Ωστόσο για τον Πόρκους και την Ούρσα,κανένα χρώµα δεν µπορούσε να τους αποθαρρύνει απ’το να µπούν σ’ένα

µαγαζί που σέρβιρε φαγητό (ιδιαίτερα όταν είχαν τόσο δυσκολευτεί για να το ανακα-λύψουν),ακόµη κι αν έξω απ’την πόρτα του κρεµόντουσαν σκέλεθρα και µισοφα-γωµένα πτώµατα,µε γύπες να κατασπαράζουν τα τελευταία υπολείµµατα σάρκας.Φυ-σικά όλα αυτά υπήρχαν,µονάχα που ήταν κρυµµένα στην κουζίνα και τα ψυγεία του µπιστρό.Θα το διαπιστώναν σε λίγα λεπτά. Σπρώχνοντας λοιπόν ο ένας τον άλλο για το ποιός θα ανέβει πρώτος-η σκάλα ήταν στενή και δεν χωρούσαν ταυτόχρονα-το ζευγάρι µας πέρασε σαν διπλός τυφώ-νας ανάµεσα στη συστάδα των δέντρων και µπήκε στο µπιστρό.Μέσα,η πράσινη λάµ-ψη εξαφανίζονταν,κι απόµεναν µονάχα ίχνη της στο τζάµι,σαν αντανάκλαση µιας φωτεινής επιγραφής µε νέον,που όµως δεν υπήρχε πουθενά.Όχι βέβαια ότι κανένας τους πρόσεξε την απουσία της αύρας.Κάθε άλλο.Βλέποντας ότι,παρά την έκτασή του, το κατάστηµα διέθετε µονάχα ένα τραπέζι µε δυό καρέκλες,και µε τον παράλογο φό-βο πως ίσως κάποιος άλλος τους προλάβαινε,ορµήξαν στο τραπέζι και σωριάστηκαν µε δύναµη στις καρέκλες,κάνοντάς τες να λυγίσουν σαν αιώρες.Αφού της γαργάλησε το βυζί για να την αφοπλίσει,ο Πόρκους άρπαξε τον µοναδικό κατάλογο που βρισκό-ταν πάνω στο τραπέζι,και τον άνοιξε πανευτυχής.Μόλις όµως είδε τί έγραφε,τα µάτια του γέµισαν έκπληξη. -Τί είναι;Τί συµβαίνει;ρώτησε ανυπόµονη η Ούρσα. -Πάρε και δες,της είπε ο Πόρκους,και της έδωσε τον κατάλογο. Η Ούρσα τον άνοιξε,κι είδε µε ανάλογη έκπληξη πως στο κέντρο της δεύτερης σελίδας,πλαισιωµένο από καλλιγραφικές καµπύλες,υπήρχε το µενού,κι ότι το µενού ήταν µόνο µια λέξη.Η λέξη ‘Σπλήν’. -Τί σηµαίνει αυτό;ρώτησε τον Πόρκους. -Δεν ξέρω,αποκρίθηκε εκείνος. Ίσως σ’αυτό το µπιστρό να σερβίρουν µονάχα σπληνάντερο.Αν και θά’πρεπε να διευκρινίζει αν είναι βωδινό ή χοιρινό. -Μα είναι δυνατόν;Ας δούµε αν υπάρχει κανείς εδώ µέσα για να µας πεί τί γί-νεται. Και γυρίζοντας το κεφάλι στην κατεύθυνση της κουζίνας,η Ούρσα άρχισε να ψάχνει για κάποιον σερβιτόρο.Τότε,κι αφού το βλέµµα της πλανήθηκε για λίγο µά-ταια στο κενό,πρόσεξε το νεαρό που στεκόταν απέναντί της,πίσω ακριβώς από τον Πόρκους.Ο λόγος που δεν τον είχε προσέξει,ήταν γιατί είχε τις άκρες των µαλλιών του βαµµένες πράσινες,κι όπως το πρόσωπό του ήταν χλωµό,έµοιαζε ολόκληρος µε κοµµάτι της πράσινης λάµψης που αντανακλώνταν στο τζάµι.Ο νεαρός αυτός,όχι πά-νω από τριάντα χρόνων,φορούσε µαύρο βελούδινο παντελόνι και λευκό πουκάµισο µε µακρυά µανίκια που του σκέπαζαν τα χέρια.Τα πράσινα µαλλιά του ήταν καλοχτε-νισµένα,µε χωρίστρα στα αριστερά,ενώ µια ακόµη πινελιά επισηµότητας έδινε ο λευ-κός φιόγκος που φορούσε στο λαιµό του πουκαµίσου.Το πιο εντυπωσιακό όµως απ’ όλα,ήταν η έκφραση του νεαρού,ο οποίος,απ’την στιγµή που είχαν µπεί,κι όση ώρα περιεργάζονταν τον κατάλογο,είχε στο πρόσωπό του χαραγµένη τη θλίψη.Ακόµη και τώρα που τον παρατηρούσε,τα µάτια του δεν άλλαζαν στιγµή θέση,όπως σ’ένα κέρινο οµοίωµα,και κοιτούσαν πάντα το άπειρο πάνω απ’το σβέρκο του Πόρκους.Μόνο όταν σήκωσε το χέρι της και του έκανε νόηµα να πλησιάσει,ο νεαρός την κοίταξε µελαγχολικά και πλησίασε προς το µέρος της.Ο Πόρκους,που δεν είχα αντιληφθεί την παρουσία του αιφνιδιάστηκε κάπως,αλλά η Ούρσα ανέλαβε γρήγορα τις συστάσεις. -Πώς λέγεσαι νεαρέ µου;ρώτησε τον σερβιτόρο. -Σαρλ Πιέρ,κυρία,απάντησε ευγενικά εκείνος. -Δεν µου λές Σαρλ Πιέρ,του είπε,είσαι πολλή ώρα εδώ;

-Πάρα πολλή ώρα κυρία.Χρόνια και χρόνια.Εγώ είµαι πάντα εδώ. -Και γιατί δεν είπες τίποτε και µας άφησες να σε ψάχνουµε; -Δεν πρέπει να ενοχλώ τους πελάτες,κυρία. -Μα ποιοί πελάτες;Μόνοι µας είµαστε! Στο σηµείο αυτό τα µάτια του νεαρού γίναν ακόµη πιο µελαγχολικά. -Το ξέρω κυρία.Οι άνθρωποι δεν αγαπούν πολύ αυτό το µπιστρό. -Και ποιανού σφάλµα νοµίζεις πως είναι αυτό;ρώτησε περίεργη η Ούρσα. Δικό σας,ή των ανθρώπων;Εγώ βλέπω µόνο ένα τραπέζι.Ποιός φταίει λοιπόν αν το µπιστρό είναι άδειο,εσείς ή οι άνθρωποι; -Ω,οι άνθρωποι κυρία,βιάστηκε να αποκριθεί ο σερβιτόρος.Οι άνθρωποι έρ-χονται εδώ και περιµένουν να τους φέρουµε λουλούδια στο τραπέζι,και να είµαστε α-ρωµατισµένοι όµορφα.Αλλά όπως βλέπετε,το τραπέζι είναι γυµνό σαν κρανίο.Κι εγώ δεν είµαι καθόλου όµορφα αρωµατισµένος.Για την ακρίβεια βρωµάω και ζέχνω. Η Ούρσα έγειρε προς το µέρος του κι οσµίστηκε το πουκάµισό του.Έπειτα,µε µια ξυνισµένη έκφραση,γύρισε στη θέση της και είπε. -Είναι αλήθεια πως µυρίζεις σαν ψοφίµι.Πάντως όχι χειρότερα από µένα. -Ω,όχι,όχι χειρότερα από εσάς κυρία.Εσείς µυρίζετε ασύγκριτα πιο άσχηµα. -Σ’ευχαριστώ,σ’ευχαριστώ παιδί µου.Κι εσύ είσαι αρκετά βρωµερός.Και τα µαλλιά σου,µου αρέσουν πολύ. -Σας ευχαριστώ κυρία. Ο Πόρκους,που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε την συζήτησή τους όπως ένας ευγενής,που κρυφακούει µε διακριτικότητα την γυναίκα του να συνοµιλεί µε τον υπηρέτη ακόµη κι όταν εκείνη του προτείνει να την γαµήσει,τους διέκοψε χαµηλόφω-να και ρώτησε. -Δεν µου λές παιδί µου,γιατί υπάρχει µόνο αυτό το ‘Σπλήν’ στον κατάλογο; -Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω κι εγώ,πρόσθεσε η Ούρσα. Δεν νοµίζεις ότι είναι κάπως φτωχό να σερβίρεις ένα µόνο έδεσµα;Ίσως γι’αυτό δεν έρχονται οι άνθρωποι. -Ω,όχι,όχι,αποκρίθηκε µε σεβασµό αλλά και ένταση ο νεαρός. Το ‘Σπλήν’ δεν είναι ένα απλό έδεσµα.Είναι ένα ολόκληρο µενού,το µενού αυτού του µπιστρό,τολµώ να πώ η ψυχή αυτού του µπιστρό.Αλλά οι άνθρωποι προτιµούν τα άψυχα µπιστρό.Σας βεβαιώ ότι το µενού αυτό περιέχει την πιο συγκλονιστική ποικιλία από καταβολής κόσµου,αλλά οι άνθρωποι δεν αγαπούν ούτε την ποικιλία-την φοβούνται.Οι άνθρω-ποι αγαπούν την οµοιοµορφία.Κι άλλωστε δεν είναι µονάχα τα πιάτα που σερβίρου-µε,αλλά κι ο τρόπος µε τον οποίο πρέπει να φαγωθούν. -Πρέπει να φαγωθούν;ρώτησε άγρια ο Πόρκους,που αντιπαθούσε όσο τίποτε τους κανόνες στο τραπέζι,κι είχε πρόσφατο το τραύµα των φιλολογικών πειραµάτων της Ούρσα. Νεαρέ,απαιτώ εξηγήσεις.Ελπίζω να µην είναι τίποτε εξωτικές µαλακίες! -Ώ,µε συγχωρείτε,µε συγχωρείτε κύριε,απολογήθηκε εκείνος. Δεν ήθελα να νοµίσετε ότι στο µπιστρό µας πρέπει να τρώτε µε έναν ορισµένο τρόπο.Το αντίθετο, είστε ελεύθεροι να απολαµβάνετε ό,τι έχουµε να σας προσφέρουµε µε την µεγαλύτε-ρη έλλειψη κοσµιότητας,αν αυτό επιθυµείτε.Εκείνο που ήθελα να πώ είναι ότι την εµ-φάνιση του µενού συνοδεύει από µέρους µας µια κάποια εσωστρέφεια,µια θλίψη κι ένα είδος ζοφερής αγριότητας,που είναι απαραίτητα και για τους πελάτες,αν θέλουν να ευχαριστηθούν περισσότερο τα πιάτα που απαρτίζουν το µενού.Όµως οι άνθρωποι δεν αγαπούν αυτά τα συναισθήµατα,γι’αυτό και δεν έρχονται τόσο συχνά.

-Όλα αυτά τα µαύρα κι άραχνα συναισθήµατα-που,apropos,δεν µε αποθαρρύ-νουν διόλου από ένα καλό γεύµα,κι ούτε τα βρίσκω αταίριαστα µε το φαγητό-σχολί-ασε η Ούρσα,θα πρέπει ασφαλώς να αφορούν ένα εξαιρετικό φαγητό,έτσι δεν είναι; -Πολύ εξαιρετικό,κυρία. Το καλύτερο που υπάρχει. -Τότε γιατί είσαι τόσο θλιµµένος; Ο σερβιτόρος έµεινε για µια στιγµή σιωπηλός,κι έπειτα,µε την ίδια απόµακρη ευγένεια που θα ταίριαζε καλύτερα σ’έναν υπερήλικα συνάδελφό του,της είπε: -Γιατί το γεύµα,κυρία,είµαι εγώ,κι η θλίψη που το συνοδεύει είναι και δική µου. Και µ’αυτά τα λόγια χαµήλωσε το κεφάλι. -Δεν καταλαβαίνω,είπε ο Πόρκους,εσένα θα φάµε; Όµως η Ούρσα του έκανε νόηµα να σωπάσει,κι άγγιξε τον ώµο του νεαρού.Εκείνος τους κοίταξε ξανά. -Δεν εννοώ το σώµα µου,αλλά την ψυχή µου.Το γεύµα που,αν θέλετε,µπορώ να σας ετοιµάσω,το µενού του µπιστρό,είναι η ψυχή µου-κι η ψυχή µου είναι γεµάτη θλίψη.Θλίψη για την ίδια µου τη δουλειά και θλίψη που η δουλειά µου είναι η θλίψη. -Δεν αντέχω τόση θλίψη!είπε δραµατικά ο Πόρκους,έτοιµος να κλάψει. -Με συγχωρείτε αν σας αναστάτωσα,κύριε,του είπε ο νεαρός. Αν θέλετε,µπο-ρείτε να ονοµάσετε την θλίψη µου χαρά.Χαρά του θανάτου. -Γιατί όµως όλα αυτά;ρώτησε και πάλι η Ούρσα. Τί το τόσο τροµερό κρύβεται µέσα στην ψυχή σου,που όποιος το δοκιµάσει βυθίζεται στη θλίψη; -Ω,ελπίζω να µην σας παραπλάνησα κυρία.Δεν είπα ότι κανείς βυθίζεται στην θλίψη,αλλά ότι χρειάζεται να είναι ήδη βυθισµένος για να µε καταλάβει. -Μα πρέπει να έχεις κάποιο φριχτό πρόβληµα για να µιλάς έτσι,επέµεινε εκεί-νη.Η περιέργειά της αφορούσε τον ίδιο το νεαρό,αλλά και το µενού,αφού σύφωνα µε όσα έλεγε,το µυστικό του µενού αντανακλούσε την ψυχή του. «Τί σε βασανίζει;» Ο σερβιτόρος δίστασε για µια στιγµή,κι έπειτα είπε: -Με βασανίζει η πείνα,κυρία. -Και τότε γιατί δεν τρώς; -Γιατί δεν έχω όρεξη. -Ψάχνεις για µαλάκες;ρώτησε µισο-θυµωµένη η Ούρσα. -Όχι,κυρία,καθόλου.Όταν λέω ότι δεν έχω όρεξη,εννοώ ότι δεν έχω όρεξη αν-θρώπου,κι ότι η πείνα µε βασανίζει όχι γιατί δεν µπορώ να χορτάσω,αλλά γιατί ο σκοπός µου βρίσκεται πέρα κι απ’το να χορτάσω. Η Ούρσα τον κοίταξε για λίγο απορηµένη,προτού συνεχίσει. -Μα υπάρχει τίποτε πέρα απ’το να χορτάσεις; -Υπάρχει κυρία,απάντησε ο νεαρός,αν δεν έχεις ανθρώπινη όρεξη. -Το καταλαβαίνω,το καταλαβαίνω.Ούτε κι εµείς έχουµε ανθρώπινη όρεξη.Αλ-λά δεν είµαστε διαρκώς δυστυχισµένοι γι’αυτό. -Εγώ είµαι,απάντησε κατηγορηµατικά ο σερβιτόρος. -Όµως γιατί; -Γιατί έχω ανακαλύψει αυτό που δεν µπορεί να φαγωθεί ποτέ ολόκληρο. Τα τελευταία λόγια του έκαναν και τους δυό τους να παγώσουν.Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο,ο σερβιτόρος έβγαλε ένα διπλωµένο χαρτί από την τσέπη του παντελονιού του,και το έδωσε στην Ούρσα. «Αυτό είναι ένα ποίηµα που έχω γράψει, κυρία» της είπε, «και το οποίο πιστεύω ότι µπορεί να σας δώσει τις εξηγήσεις που ζη-τάτε,καθώς περιέχει όλη µου την ψυχή.» Η Ούρσα ξεδίπλωσε το χαρτί µε αργές κι-νήσεις,και προτού αρχίσει τη µεγαλόφωνη ανάγνωσή του,γύρισε προς το µέρος του.

-Είσαι ο τρίτος ποιητής που συναντούµε απόψε,µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είστε όλοι τόσο δυστυχισµένοι; -Φοβάµαι ότι δεν γνωρίζω τίποτε για την δυστυχία των ποιητών,απήντησε µε συστολή ο σερβιτόρος. Εγώ δεν είµαι παρά ένας απλός σαρκουτιέ,ένας σαρκουτιέ του θανάτου.Η ποίηση είναι το χαρτί µε το οποίο σκουπίζω τον µπαλτά µου. Χωρίς να δώσει σηµασία στα σχόλιά του,η Ούρσα άρχισε να διαβάζει το ποί-ηµα που βρισκόταν γραµµένο στο µικρό χαρτί.Ο Πόρκους άκουγε έκθαµβος,κοιτά-ζοντας µιά προς το µέρος της και µια προς τον σερβιτόρο.Και µε το άκουσµα του κάθε στίχου,το ζυεγάρι µας συνειδητοποιούσε όλο και πιο βαθιά την απόγνωση του νεαρού µε τα πράσινα µαλλιά.Το ποίηµα έλεγε: Είµαι σαν κάποιο µάγειρα σε µια σκοτεινή κουζίνα Πλούσιον,αλλά ανόρεχτο,χορτάτο,µα που η πείνα Τον βασανίζει,κι από αυτήν διαρκώς κοιλοπονεί, Μα να γεµίσει το στοµάχι του περιφρονεί Μ’όσα ορ ντ’έβρ του ετοιµάζουν νυχθηµερόν οι σέφ του Τίποτε δε φαιδρύνει πια τη γλώσσα του ανορέχτου Ούτε οι παχιές γελάδες του,που είν’έτοιµες να πούν Αν το ζητήσει,πως γι’αυτόν µονάχα θ’αρµεχτούν Ούτε η αγέλη των λαγών,οι πάπιες,το κυνήγι, Ούτε ο αυγοπώλης,τρέχοντας,η πόρτα όταν ανοίγει, Γίνεται µνήµα το βαρύ επιδόρπιο,κι αυτός Δίχως κλάσιµο ή ρέψιµο,σέρνεται σκελετός Χαβιάρι κι αν του φέρνουν οι βοηθοί,δεν θα µπορέσουν Το χορτασµένο του είναι του στοιχείο ν’αφαιρέσουν Ούτε τα αιµάτινα αλλαντικά,τέχνη γαλατική Ιδιοτροπία των χοντρών,τότε,χωνευτική Να δώσουνε την όρεξη σ’αυτό το πτώµα,που έχει Μόνο της πείνας το όπιο στις φλέβες του και τρέχει.

Όταν τελείωσε,η Ούρσα κράτησε το χαρτί σε απόσταση από τα µάτια της και το κοίταξε για µια στιγµή εκστατική,σαν να δυσπιστούσε απέναντι στην φλογερή ση-µασία των λέξεων που είχε διαβάσει,όπως ο πιστός µ’ένα ιερό κείµενο.Αφού συνήλθε κάπως,γύρισε προς το νεαρό σερβιτόρο,και του είπε: -Μα πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τόσο ευφυής,που µπορεί να συµπυ-κνώσει τα αισθήµατά του µε τέτοιο τέλειο,µουσικό τρόπο,να κατέχεται από αυτά τα ίδια αισθήµατα που περιγράφει;Πώς γίνεται το πάθος,η όρεξη που γεννά στο µυαλό σας αυτές τις σκέψεις να είναι η όρεξη που λείπει,καθώς γράφετε,από τον µάγειρα του ποιήµατός σας; -Σας το είπα ήδη,κυρία,απάντησε όλο σεµνότητα εκείνος. Αυτό που µου έχει στερήσει την όρεξή µου είναι και πάλι η θηριώδης όρεξη που νοιώθω. -Δεν…δεν µπορώ να το καταλάβω…ψέλλισε σαν χαµένος ο Πόρκους. Ο µά-γειρας στο ποίηµα δεν φαίνεται να βρίσκει πουθενά την ευχαρίστηση,αν κι είναι χορ-τάτος,και πλούσιος.Λέτε πως είστε πλούσιος-ή τουλάχιστον ήσασταν κάποτε, γιατί µόλις προ ολίγου µας είπατε ότι είστε ένας απλός σαρκουτιέ.Τί απέγιναν λοιπόν όλα αυτά τα χρήµατα;Τα φάγατε όλα στο όπιο,ή είναι κι αυτό µια µεταφορά;

Ο Πόρκους στο σηµείο αυτό ανατρίχιασε ελαφρώς,µιας και πάντοτε θεωρού-σε την µεγάλη περιουσία ως το σπουδαιότερο αγαθό,εφόσον βέβαια µεταφράζεται σε φαγητό-αλλιώς,κι ιδιαίτερα οι άνθρωποι που σπαταλούσαν τα χρήµατά τους σε απο-λαύσεις άλλες απ’τις γευστικές,όπως τα ναρκωτικά,του έφερναν ναυτία. -Όχι…όχι,δεν είναι µεταφορά,είπε ο σερβιτόρος χαµογελώντας για πρώτη φο-ρά µε κάποια νοσταλγία. Το όπιο ήταν η αρχή του δρόµου που µε οδήγησε στο από-λυτο φώς και στο απόλυτο σκοτάδι,όµως δεν ήταν τα πάντα.Ο σπόρος του κακού βρι-σκόταν πάντοτε µέσα στην ψυχή µου,και το όπιο απλώς τον βοήθησε να ανθίσει. Στο σηµείο αυτό χαµογέλασε και πάλι,κι έπειτα έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη,για να δείξει πως εξακολουθούσε να είναι στην υπηρεσία τους. «Όµως…είστε σίγουροι πως θέλετε να ακούσετε για την προσωπική µου τραγωδία;» -Αν θα σας βοηθήσει να ανακτήσετε την χαµένη σας όρεξη,θα την ακούγαµε ευχαρίστως,είπε η Ούρσα,που σε ζητήµατα όρεξης και λαιµαργίας θύµιζε τους πλέον φανατικούς προσηλυτιστές-δεν άφηνε κανένα να χαθεί απ’το δόγµα της. -Ω,κυρία,δεν νοµίζω ότι µπορείτε να µου ξαναδώσετε την όρεξή µου-εγώ εί-µαι απλώς ο σερβιτόρος κι ο οινοχόος σας.Αυτό που µπορεί να συµβεί είναι ότι ίσως εσείς χάσετε την δική σας. -Αυτό αποκλείεται!βροντοφώναξε ο Πόρκους. Κι αν πιστεύετε στην διπλή φύ-ση των πραγµάτων,η όρεξή µας θα νικήσει την ανορεξία σας! -Έστω,είπε εκείνος,και παίρνοντας πόζα κλασικού αφηγητή,µε το ένα χέρι να διασχίζει τη µέση και το άλλο να στηρίζεται πάνω του,σαν ετοιµοθάνατο λουλούδι, που τα δάχτυλά του παίζουν ασθενικά γύρω απ’τον φιόγκο του πουκάµισου,ο νεαρός ποιητής άρχισε να µιλά. «Ήµουν κι εγώ κάποτε νέος,» είπε «και µην νοµίζετε πως λέ-γοντας κάτι τέτοιο υπερβάλλω,ως προς τη νιότη που βλέπουνε τα µάτια σας.Σας βε-βαιώνω πως είµαι πιο γέρος από εσάς,πιο γέρος απ’οποιονδήποτε άνθρωπο.Όµως κάποτε η νιότη µου ήταν αληθινή,κι όπως την έντυναν αµέτρητα χρυσά φλουριά κι ωραία,ακριβά ρούχα,δεν σκεφτόµουν ούτε µια στιγµή για ουράνιους παραδείσους, ώστε να ξοδευτώ σε εκκλησίες και µοναστήρια-έψαχνα τον παράδεισό µου στα πιο κακόφηµα πορνεία,µε παρέα µου κλέφτες,δολοφόνους,κάθε λογής εγκληµατίες,και πόρνες που µοσχοβολούσαν απ’τα αρώµατα και βρώµαγαν απ’την αρρώστια.Τίποτε ωστόσο δεν µε φόβιζε απ’όλα αυτά,ούτε καν το γεγονός της ανατροφής µου,που θά’ πρεπε να µε κάµει επιφυλακτικό.Η ανατροφή,έλεγα πάντοτε,είναι η τροφή που όλοι οι γονείς δίνουνε στα παιδιά τους σαν φαρµάκι από άγραφο µπουκάλι,χωρίς να ξέρουν τί περιέχει,κι αν πρόκειται να τα ωφελήσει.Μιας κι είχα λοιπόν την πολυτέλεια άλλοι να µεριµνούν για την καθηµερινή τροφή µου,µπορούσα το ίδιο εύκολα να την περι-φρονώ,όπως οι νεαροί βασιλιάδες,και να διαλέγω σαν εδέσµατα ξεχωριστά το πιοτό, το όπιο και το ξενύχτι,και να τα απολαµβάνω όσο περισσότερο άντεχε το σώµα και το πνεύµα µου.Ερχόντουσαν φορές που,µεθυσµένος,πεσµένος µπρούµυτα σε κάποιο καταγώγι όπου µε είχαν πρωτύτερα γυµνώσει και ληστέψει οι πόρνες,άκουγα µέσα από το µεθύσι την καρδιά µου να χτυπά επίµονα πίσω απ’το στήθος,σαν συντριβάνι αιµάτινο,και την προκαλούσα,λέγοντας: ‘Πάψε να µ’ενοχλείς µε τον σαµατά σου, σκύλα!’ Έβριζα αυτή την ίδια τη ζωή που µε ξυπνούσε κάθε µέρα ζωντανό,γιατί αυτό που την συντηρούσε ήταν κι αυτό που περιόριζε την χαρά µου,αυτό που απαγόρευε στην ευτυχία µου να κρατήσει πάνω από µια νύχτα,ρίχνοντάς µε λιπόθυµο µόλις έ-φτανε το ξηµέρωµα.Ψάχνοντας λοιπόν λύτρωση από τη ζωή,άρχισα να καπνίζω όπιο σαν τρελλός,µέρα και νύχτα.Δεν µ’ένοιαζε το φαγητό,ή ο έρωτας-αν και τα δυό τους

τ’απολάµβανα σε αθφονία όσο ήµουνα χαµένος-όσο το να σκοτώσω τον εαυτό µου, σκοτώνοντας το χρόνο.Κι ώρες-ώρες,θαρρούσα πως τα κατάφερνα,και το µυαλό µου πήγαινε να σπάσει από τις σκέψεις που έκανα µέσα σ’ένα λεπτό,αφού µου φαινόταν πως διαρκούσε έναν αιώνα.Μέσα σε µια τέτοια κατάνυξη,καθώς έπλεα ανάµεσα στο κρασί και το όπιο,κι είχα στο στόµα µου την γεύση από ωµό κρέας-που δεν ήξερα καν αν ανήκε σε ζώο,ή σε κάποια πόρνη που είχαµε σφάξει εγώ κι οι σύντροφοί µου- αισθάνθηκα για πρώτη φορά την αλήθεια,κι από τον φόβο τα έκανα πάνω µου,όπως ένα µικρό παιδί.Γιατί αυτό που είδα µέσα στα κίτρινα σύννεφα ήταν η απόδειξη που γύρευα,πως η ζωή ήταν µάταια,αλλά το όνειρό µου έφτανε ακόµη πιο µακριά: Μού’ λεγε πως για να γνωρίσω την αληθινή ηδονή,έπρεπε να αναζητήσω το θάνατο.Κι όπως στο στοµάχι και τ’άντερά µου ξεσπούσε πόλεµος,κατάλαβα ότι η φωνή του οπίου είχε δίκιο.Σκέφτηκα τη φύση,άγρια κι απέραντη,κι απ’όλη τη θαυµαστή της έ-κταση ένα λιβάδι,που στο κέντρο του σαπίζει ένα ψοφίµι.Κι είδα απ’το ρυπαρό,απαί-σιο κουφάρι να αναδύονται στρατιές λευκών σκουληκιών,που σπάζαν σε µεγάλες µεµβράνες κι έπειτα απλώναν και χώνονταν τυφλά στο χώµα.Από παντού τριγύρω καταφτάναν σµήνη από µύγες,σκαθάρια και κάθε λογής έντοµα για να καταβροχθί-σουν το εκλεκτό γεύµα,ακόµη και πουλιά και ζώα,όπως οι γύπες κι οι ύαινες,ώσπου απ’το ψοφίµι δεν απόµεναν παρά τα κόκκαλα.Όµως κι αυτά-µέσα απ’τον άπειρο χρό-νο που γεννούσε στη φαντασία µου το όπιο-τα είδα να λιώνουν µέσα στο χώµα,που τα ρουφούσε όπως το µωρό το γάλα της µητέρας,και µε την αλλαγή των εποχών,α-µέσως,στο σηµείο που κάποτε βρισκόταν το ψοφίµι έβλεπα να φυτρώνει ένα κλαρί, που γινότανε ολάκερο δέντρο από το λίπασµα κι άλλων ψοφιµιών,µέχρι που το λιβά-δι πληµµύριζε από λουλούδια,µέλισσες και πεταλούδες,θέαµα που τα µάτια των αν-θώπων,που τόσο επιλεκτικά λατρεύουνε τη φύση,θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι χρωστούσαν στα ψοφίµια.Κι έπειτα,µ’έναν κεραυνό,διασκεδάζοντας σαν το παιδάκι που παίζει µε τα σπίρτα,η φύση έβαζε φωτιά στο δέντρο,το µισόκαιγε,τό’σβηνε όταν µε τη βροχή όταν είχε αποµείνει µόνο ένα κούτσουρο,και το άφηνε έτσι µισοπεθαµέ-νο,ώσπου τα µανιτάρια που στην αρχή απλώνονταν δειλά στις ρίζες του το κατέ-τρωγαν όλο,και το εξαφάνιζαν.Τότε,από την άκρη του ίδιου ηλιόλουστου κάµπου, ερχόταν µια λαίµαργη κατσίκα κι έτρωγε µαζί µε το χορτάρι και µερικά απ’τα µανι-τάρια,που ήσαν δηλητηριώδη.Ένα λεπτό αργότερα,το ψοφίµι της έπεφτε στο ίδιο ακριβώς σηµείο όπου το είχα πρωτοδεί.Κι έκπληκτος,στεκόµουν µπροστά στην καρ-κινική γραφή του οράµατος,και σκεφτόµουν: «Η φύση τρώει.» Ήταν ένα θαύµα,το µεγαλύτερο απ’όλα τα θαύµατα,να βλέπεις µε τί όρεξη κατασπάραζε τα πλάσµατά της,µε πόση χαρά τρεφόταν απ’τις ίδιες της τις σάρκες.Έκλαιγα και γελούσα.Την φύση,την κάθε φύση,δεν ευχαριστούσε η γέννηση-την ευχαριστούσε µόνον ο θάνα-τος,αυτός ήταν η πιο τρανή γιορτή της.Δεν ήθελε να κουράζεται,για να φτιάξει ένα δέντρο,ή µια πεταλούδα-όπως κι εγώ,που λαχταρούσα πιότερο απ’οτιδήποτε να στρωθώ σ’ένα τεκέ και να καταντήσω σαν το ψοφίµι απ’το µεθύσι,έτσι κι εκείνη χαι-ρόταν πιό πολύ όταν σπαταλούσε τις θαυµαστές δυνάµεις της,παρά όταν συνέθετε µ’αυτές κάτι.Η αποσύνθεση,που οι άνθρωποι τόσο βλακωδώς φοβόντουσαν, φυλάγο-ντας το σώµα τους µε φέρετρα και πανιά,ήταν η λαµπρότερη ευεργεσία της φύσης,το ύστατο γλυκό φιλί της γής που µας γεννούσε,ήταν η ίδια µιµική της αποσύνθεσης που γινόταν και µέσα µας µε τη χώνεψη,για να µας κρατάει ζωντανούς,κι αυτήν έπρεπε πάση θυσία να αναζητήσω.Από ’κείνη τη στιγµή αφιερώθηκα στο θάνατο,όπως οι νεαρές µαθήτριες αφιερώνονται στο θεό,κι η σήψη έγινε το άγαλµα που προσκυνού-

σα.Μόνο που το δικό µου ησυχαστήριο,το µέρος όπου συναντούσα τους θεούς µου δεν ήταν αποµονωµένο, κι ούτε γνώριζε την στέρηση της νηστείας ή της εγκράτειας. Εγώ θα προσπαθούσα να φτάσω το θάνατο µέσα από την έκλυση,θα ξεπερνούσα τον εαυτό µου στη λαιµαργία του σώµατος,της ηδονής,της χορτασιάς και της µέθης, ώσπου να αντικρύσω και για λογαριασµό µου ένα µικρό κοµµάτι από το θαυµάσιο χωνευτήρι του σύµπαντος,να σταθώ για µιά στιγµή στο χείλος του και ν’αντικρύσω τον οργιαστικό κανιβαλλισµό της πλάσης,κι έτσι χορτάτος να πεθάνω,ευχαριστηµέ-νος για την τροφή που θα πρόσφερα στα σκουλήκια σαν να αποκτούσα ταυτόχρονα τα στόµατα ολωνών τους,κι έτρωγα εγώ τον ίδιο µου τον εαυτό.Όµως δεν ήτανε γραφτό να τα καταφέρω,κι αυτό το απόδειχνε περίτρανα η πρώτη µου λιποθυµιά,το πρώτο πέσιµο µε το οποίο σωριαζόµουνα στο δρόµο,όταν εγώ έλεγα ότι θα συνέχιζα να περπατώ για πάντα.Ήταν φοβερός ο πόνος που ένοιωθα,σαν του ανθρώπου που έχει καταλάβει,λόγου χάρη,ότι για να δεί το πρόσωπο του Θεού,θα πρέπει πρώτα να τυφλωθεί.Πώς να ανταλλάξεις κάτι που σου δίνει ήδη ευτυχία για κάτι αµφίβολο,που µόνο το ονειρεύεσει σε µια στιγµή έκστασης;Γιατί,παρόλο µου τον εγωισµό,δεν αγνοούσα την ευτυχία που µου έδινε το πλούσιο φαγητό και το πιοτό,δεν ξεχνούσα την ηδονή που µου χαρίζαν οι πόρνες,και µάλιστα την καλοδεχόµουν,έτσι που η ιδέα να χάσω όλες αυτές τις αισθήσεις,να τις παραδώσω στον βωµό του θανάτου µε την ελπίδα να νοιώσω µια πιο µεγάλη ανάταση µε φόβιζε.Δεν ήξερα άλλο παράδεισο απ’αυτόν που µου προσφέραν οι αισθήσεις µου,και το τίµηµα ήταν πολύ βαρύ.Και τρίτος δρόµος δεν υπήρχε-δεν µπορούσα άλλωστε να έχω από την φύση την απαίτηση να µου φερθεί ξεχωριστά,αφού γι’αυτήν ήµουν ακόµη ένα απ’τα χιλιάδες ζώα που καταβρόχθιζε κάθε λεπτό της ώρας.Ήταν µια τρέλλα να πιστεύω ότι µπορού-σα να σταθώ στο διάκενο της ζωής και του θανάτου,για να απολαύσω το µεγαλείο του δεύτερου µε τα όπλα της πρώτης.Κι αυτή η αδυναµία,όπως όλους τους πλούσιους νεαρούς που δεν τους γίνεται το καπρίτσιο,µ’έκανε να λυσσάω απ’την οργή,µιας και δεν ήθελα να απαρνηθώ τον αρχικό µου στόχο,το θάνατο.Έτσι,λέγοντας πως είχα πιά γνωρίσει τις ηδονές της ζωής κι ότι µου φέρναν πλήξη,καρτερούσα µέρα και νύχτα κάτι διαφορετικό,κι ήλπιζα πως όταν αυτό θα ερχόταν µε τη µορφή του τέλους µου,θα πρόφταινα να το αναγνωρίσω,και θα ρουφούσα άπληστα τον τελευταίο αέρα αντί να τον αποδιώξω µ’ένα ρόγχο.Για τον σκοπό αυτό,και για να βαυκαλίζοµαι πως έτσι τον κατακτούσα,άρχισα να υποδύοµαι τον πεθαµένο σε όσους µε γνώριζαν,και σ’όσους τυχαία µε συναντούσαν.Στα χάδια των γυναικών έπεφτα απαθής κι ακίνητος σαν πτώµα,κάπνιζα µονάχα για να αποκοιµηθώ,κι αρνιόµουν σχεδόν ολότελα το κοινό φαγητό των ανθρώπων.Έφτιαξα απ’τις αλλοτινές συσπάσεις του προσώπου µου ένα παγερό προσωπείο θανάτου,που το φορούσα συνεχώς,κι έτσι,βυθισµένος στο πένθος της αναµονής,περίµενα το τέλος.Καθώς όµως τίποτε δεν άλλαζε στην ανιαρή εναλλαγή των ηµερών,γινόµουν ολοένα και πιο νωθρός,εξίσου µουδιασµένος απ’τις ηδονές που στερούµουν όσο και παλιά,που τις απολάµβανα µέχρι αηδίας.Ώσπου µια µέρα σκέφτηκα µε τρόµο το ενδεχόµενο η ευχή µου να είχε ήδη πραγµατοποιηθεί, ωστόσο αυτό να µην µετέβαλλε διόλου την πλήξη. ‘Κι αν αυτός είναι ο θάνατος;’ αναρωτήθηκα.‘Αν πίσω απ’το µεγάλο µυστήριο του τέλους δεν κρύβεται τίποτε εκτός από ατέρµονη πλήξη,χωρίς καν τα πάθη της ζωής,όπου τη µονοτονία βαραίνει η απουσία κάθε πράξης;’ Η σκέψη µ’έκανε να τρέµω από φόβο,όµως δεν µπορούσα πιά να περάσω στην απέναντι όχθη,αφού ούτε κι ο ίδιος δεν γνώριζα πότε και κατά πόσο είχα διασχίσει το ποτάµι της ζωής.Ήταν τόσος καιρός που σφετεριζόµουν το θάνατο,

ζώντας σαν νεκρός,που πιά δεν ήξερα αν µου είχε συµβεί στ’αλήθεια αυτή η συµφο-ρά,ή αν το πέπλο που µου σκέπαζε την θέληση ήταν ένα ακόµη,ύστατο,πείσµα του µυαλού µου.Είχα περιπέσει στην µεγαλύτερη αµαρτία,κι είχα επισύρει πάνω µου την κατάρα των θεών-αυτή που οι ιερείς νοµίζουν για λύτρωση:τη γαλήνη της ψυχής.Η φύση µπορεί να µοιάζει γαλήνια ενώ στην πραγµατικότητα βράζει από τον διαρκή θάνατο και την αναγέννησή της,όµως εγώ δεν ήµουν άπειρος όπως η φύση,κι η αποσύνθεσή µου-αν όντως συνέβαινε-γινόταν τόσο αργά,ώστε δυσκολευόµουν να την αντιληφθώ.Έτσι,από µίσος κι αχαριστία προς τη φύση,που δεν µου είχε χαρίσει την υπέρτατη ηδονή,αυτήν που πίστευα πως δικαιωµατικά µου ανήκε,αποστράφηκα την πλήξη του θανάτου όπως αποστρεφόµουν και την πλήξη της ζωής.Απεχθανόµουν κάθε τί ζωντανό επάνω µου,όµως τώρα µισούσα και την ιδέα του πτώµατός µου,να σαπίζει χωρίς να καρπώνοµαι λίγη απ’τη µεταθανάτια όρεξή του.Γι’αυτό το λόγο, ε-πειδή η ζωή κι ο θάνατος µου ήσαν εξίσου µισητά,έπαψαν και τα δυό να µε διεκδι-κούν,και βρέθηκα µετέωρος σ’έναν κόσµο µακριά απ’των ζωντανών όσο κι απ’των πεθαµένων,όπου δεν υπάρχει χρόνος-βλέπετε ότι δεν έχω γεράσει από τότε ούτε µια µέρα.Ακόµη κι αν ήµουν νεκρός,θά’πρεπε τα µαλλιά µου να µακραίναν,όπως των κρανίων που πολλές φορές ξεθάβονται µε µακριά κόµµη.Όµως εγώ µένω για πάντα απαράλλαχτος,σαν πρόσωπο σε µια εικόνα,χωρίς ούτε την φυσική φθορά µιας φωτογραφίας.Δεν µπορώ να διαµαρτυρηθώ,δεν µπορώ ν’αντιδράσω γι’αυτό.Είναι µό-νο δίκαιο,εκείνον που σε αποστρέφεται και σε διώχνει µακριά του,να τον διώχνεις κι εσύ,όπως έκαµαν µαζί µου οι δυό παράλληλες µορφές της φύσης.Αλλά κι αν ακόµη είχε διαπραχθεί σε βάρος µου µια φριχτή αδικία,πάλι δεν θά’χα τη δύναµη να πολε-µήσω την άθλια κατάστασή µου,γιατί µέσα σ’αυτό που κάποτε ήταν η καρδιά µου δεν έχει αποµείνει παρά η θλίψη,η νοσταλγία,που ωστόσο δεν µοιάζει ούτε και µ’εκείνην που γνωρίζουν οι ζωντανοί.Γιατί ο κάθε άνθρωπος νοσταλγεί εκείνο που ελπίζει πως θα ξαναζήσει,όπως στο παρελθόν.Και για µένα κάθε τέτοια ελπίδα έχει χαθεί.Εµένα δεν µε αγγίζει πια το παρελθόν,ούτε µε πλησιάζει το µέλλον.Τίποτε δεν µπορεί να αλ-λάξει στην ακινησία της ψυχής µου.Σαν τη λίµνη,βαθύς κι αδιατάραχτος από αισθή-µατα και πάθη,κουβαλώ µαζί µου µονάχα τη νεκρή αντανάκλαση αισθήσεων που δεν υπάρχουν πια.Ακόµη κι οι κατάρες που ώρες-ώρες εκτοξεύω στον παλιό εαυτό µου δεν έχουν αποδέχτη,αφού κι όταν πήρα για πρώτη φορά αυτό τον ολέθριο δρόµο, πρέ-πει να αναγνώριζα µέσα µου την άβυσσο που ερχόταν,όµως εγώ την λαχταρούσα,για να χορτάσω κι άλλη,κι άλλη ηδονή.Μπορείτε να πείτε,καλοί µου κύριοι,ότι αυτή είναι όλη η ιστορία µου-η λαιµαργία µου στέρησε την όρεξη.» Σαν συνεσταλµένος µαθητής που έχει µόλις τελειώσει την απαγγελία ενός ποι-ήµατος,ο νεαρός έκανε ένα βήµα πίσω κι απέµεινε σιωπηλός,σε απόσταση υπηρέτου, όπως και πριν.Η Ούρσα,αφού κατάφερε να ξεκολλήσει τη γλώσσα από τον ουρανί-σκο της,όπου είχε κολλήσει αφενός εξαιτίας της παρατεταµένης πείνας κι αφετέρου απ’τη συγκίνηση της αφήγησης,του απηύθυνε το λόγο. -Με τάραξε πολύ η ιστορία σας,νεαρέ µου,του είπε. Τολµώ να πώ ότι δεν συµµερίζοµαι την απαισιοδοξία σας,κι ίσως µάλιστα µπορώ και να την ανατρέψω,αν δεν το έχετε ήδη κάνει από µόνος σας.Θέλω να πώ…γιατί,αν η ύπαρξη σας κατέχεται από µια τέτοια αδιαπέραστη πλήξη,δουλεύετε σ’αυτό το µπιστρό;Ποιό ώφελος προσ-δοκάτε απ’την δουλειά του σερβιτόρου;Γιατί αν έχετε απ’αυτό έστω και µια µικρήν ελπίδα,αυτό σηµαίνει πως ελπίζετε να απαλλαγείτε κι απ’την µετέωρη κατάσταση που τόσο γλαφυρά µας περιγράψατε.

Ο Πόρκους έγνεψε καταφατικά,κλείνοντας τα µάτια µ’επιδοκιµασία για την ερώτηση της συζύγου του.Ήταν σαν να έλεγε συγχρόνως: «Πόυ το πάς;» και «Πότε επιτέλους θα φάµε;» Ο νεαρός,σκαρώνοντας στα χείλη του ξανά το ίδιο παραιτηµένο χαµόγελο ηδυπάθειας,άρχισε να µιλά: -Έχετε δίκιο να απορείτε κυρία,είπε,γιατί στο σηµείο αυτό υπάρχει µια κάποια αντίφαση-ιδού εγώ,ο άνθρωπος ο απόλυτα παραιτηµένος απ’την ζωή και το θάνατο, που λειτουργώ σε αυτό το µπιστρό τακτικά,κάθε µέρα,σαν τον πιο πιστό ιερέα.Ποιά δύναµη λοιπόν είναι ικανή να µε µετακινήσει έστω και γι’αυτό,αν όπως σας είπα,έχω παραδοθεί οριστικά στη νωθρότητα της ανυπαρξίας; Στο σηµείο αυτό χαµογέλασε πάλι,κι αυτή τη φορά η θλίψη του σχεδόν εξαφανίστηκε,αφήνοντας µονάχα την γλυ-κιά ανάµνησή της. «Θά’πρεπε ωστόσο να γνωρίζετε» συνέχισε «ότι κι ο πιο σκληρός, ο πιο αποφασισµένος άνθρωπος,δεν µπορεί ν’απαρνηθεί ποτέ ολότελα την ευτυχία, ακόµα κι όταν έχει χάσει κάθε ελπίδα,ή κι όταν,όπως εγώ,έχει µονάχος του δηλώσει πόσο του είναι αποκρουστική.Γιατί το µεγαλύτερο πάθος των λαίµαργων ανθρώπων είναι η δειλία,αυτή που τους κρατάει στη ζωή για να µην σταµατήσουν να ηδονίζο-νται.Σ’αυτό το µπιστρό που βλέπετε,σερβίρω στους ανθρώπους το φαγητό της ψυχής µου,αυτό µε το οποίο τρέφεται κι αυτό απ’το οποίο είναι φτιαγµένη,µε την ελπίδα να το δοκιµάσουν.Ως κι η µαύρη λίµνη που σας είπα,νοιώθει κάποιες φορές την ανάγκη να µπούνε µέσα της άνθρωποι,να ταράξουν τα αρυτίδωτα νερά της και να ανακατέ-ψουν τη λάσπη µε το χτύπηµα των ποδιών τους,ώστε να αισθανθεί µέσα από την δική τους κίνηση,µέσα από την δική τους συγκίνηση,λίγη ψεύτικη ευτυχία.Ο ερχοµός τους θα ήταν άλλωστε η µοναδική απόδειξη ότι υπάρχει,αφού η αιώνια ακινησία δεν της επιτρέπει να ορίσει τον εαυτό της.Αν θέλω να µοιραστώ µε τους ανθρώπους κάποιες απ’τις αλλοτινές µου απολαύσεις,είναι γιατί µονάχα κλέβοντας τα µάτια τους,υποδυ-όµενος την δική τους ύπαρξη,µπορώ για µια στιγµή να ανατείλω απ’την βαριά µου θλίψη και να αντικρύσω την παντοτινά χαµένη µου ηδονή.Η συγκίνησή τους,εκείνων που ζούνε µε βεβαιότητα,και δεν πλανιώνται µάταια στον κόσµο όπως εγώ,ίσως µου απόδειχνε πως είχα κάποιο δίκαιο όταν αναζητούσα τις άγριες ηδονές της νιότης µου, κι αυτό θα ήταν µια τεράστια,ανέλπιστη ανταµοιβή.Η συγκατάθεση των άλλων να δοκιµάσουν λίγο από το υλικό της ψυχής µου,να φάνε,τρόπον τινά ένα κοµµάτι µου κι έτσι να µε θανατώσουν,ίσως µου έδινε επιτέλους τον θάνατο που γυρεύω,έναν θά-νατο οριστικό κι ευτυχισµένο,που θα έπαυε την ύπαρξή µου αυτή,σαν φάντασµα που θρηνεί έχοντας για κρύπτη του όλο τον κόσµο.Μονάχα που κανείς δεν θέλει να δοκι-µάσει.» Μ’αυτά τα λόγια,ο νεαρός άρχισε να κλαίει,όµως από τα µάτια του δεν έτρε-χαν δάκρυα,παρά αχτίδες πράσινου φωτός,που διέσχιζαν τα µάγουλά του και χάνο-νταν. «Γιατί έτσι…έτσι όπως έχω περάσει χίλιες ζωές χωρίς απ’τον χρόνο των αν-θρώπων,µόνος σαν το αγρίµι,έπαψα να φοβάµαι την ζωή και το θάνατο,κι όλες µου οι αισθήσεις,µε πρώτη την γεύση,απέκτησαν µια τροµερή αγριότητα.Εξατίας αυτής της µεταµόρφωσης αποστράφηκα κάθε γεύση που άλλοτε µου φαινόταν ωραία,ή έστω συνηθισµένη,κι αφού δεν είχα µήτε τον φόβο πως θα µε σκοτώσουν,άρχισα να ψά-χνω την απόλαυση στις πιο αψιές,απωθητικές γεύσεις,γεύσεις που θα έφερναν φρίκη στους ζωντανούς,κι ίσως να έκρυβαν κινδύνους για την ίδια τους την ζωή.Όµως εγώ, άψυχος πιά,µπορούσα ακόµη και να προκαλώ τον θάνατο,τρώγοντας πράγµατα που µου έφερναν εµµετό,ξανά και ξανά,ώσπου τα συνήθιζα,σαν το µωρό που συνηθίζει τις βαριές γεύσεις του αληθινού κόσµου.Κι αφού ο δικός µου αληθινός κόσµος µε εί-χε καταδικάσει,γύρευα την οµορφιά των αποτροπιαστικότερων εδεσµάτων,σκανδάλι-

ζα την φύση µου µε δηλητηριασµένη τροφή,µήπως κι αποδειχτεί πως δεν ήταν ά-τρωτη,ενώ συγχρόνως απολάµβανα,κυριολεκτικά τουλάχιστον,τη νεκροφαγία που η ζωή µου είχε στερήσει.Μιας και δεν µπορούσα να πεθάνω,για να γευτώ τα εδέσµατα του άλλου κόσµου,µιας κι η ζωή µου ήταν παγερά αδιάφορη,θα έκαµνα µια άγρια το-µή ανάµεσα στα δύο,και θα τρεφόµουν απ’τον ίδιο το θάνατο,απ’ότι τον προκαλούσε κι ό,τι ερχόταν πίσω του,πολεµώντας την αηδία ώσπου το κακό να µου φαίνεται καλό και το σιχαµερό να µου κάνει να τρέχουν τα σάλια.Αλλά κανείς δεν δέχεται να µοιρα-στεί µαζί µου ένα τέτοιο φριχτό γεύµα.Οι άνθρωποι αποστρέφονται δικαιολογηµένα την δυσωδία των πιάτων που τους σερβίρω,και φεύγουν µακριά απ’τα δηλητηριασµέ-να ποτά που χύνω στο κύπελλό τους.» Κάνοντας µια σύντοµη παύση,σκούπισε τα µάτια του µε την άκρη του µανικού του,και συνέχισε. «Οπότε υποθέτω κυρία,πως δεν σας έδωσα µιαν ικανοποιητική απάντηση.Γιατί αν κανείς δεν δέχεται να φάει,κι εγώ συνεχίζω να σερβίρω το ίδιο µενού,επί αιώνες αιώνων,τότε πραγµατικά δεν ξέρω για-τί δουλεύω µαγειρεύοντας σ’αυτό το µπιστρό.» Κι ενώ θα περιµένατε ίσως να συµβεί το αντίθετο,την πρώτη κουβέντα,εν µέσω λυγµών,είπε ο Πόρκους (γιατί ακριβώς αυτή η υπερχειλίζουσα ευσυγκινησία ήταν που σκέπαζε φαινοµενικά την ευστροφία του).Ρουφώντας λοιπόν τη µύτη του,κι αρπάζοντας το νεαρό σερβιτόρο απ’το πουκάµισο,ψέλλισε: -Όχι,όχι…δεν έχεις δίκιο,Σάρλ Πιέρ,δεν έχεις καθόλου δίκιο.Γιατί µπροστά σου στέκονται δυό άνθρωποι που θα δικαιώσουν όλη σου την προσµονή.Μην πικαρί-νεσαι άλλο,αγόρι µου.Όπως κι η δική σου,έτσι κι η δική µας λαιµαργία ξεπερνά τις έννοιες της ζωής και του θανάτου.Φέρε λοιπόν ό,τι περιλαµβάνει το περίφµο µενού σου,και µην ανησυχείς ούτε για µια στιγµή-δεν υπάρχει τίποτε που να µην µπορούµε να φάµε.Σου υπόσχοµαι πως θα το δείς µε τα ίδια σου τα µάτια! Η Ούρσα κοιτούσε υπερήφανη τον άνδρα της,κι ο νεαρός,µε τα µάτια του να λάµπουν ξαφνικά από ενθουσιασµό,ρώτησε χαµηλόφωνα: «Είστε σίγουροι;» -Απόλυτα!αναφώνησαν κι οι δυό µαζί,κι εκείνος έφυγε τρέχοντας για την κου-ζίνα.Μέχρι να επιστρέψει-ένα λεπτό αργότερα,γιατί οι ιδανικές συνθήκες σερβιρίσµα-τος συνίστανται στο να φτάνει το πιάτο στο τραπέζι πριν ακόµη ο πελάτης προλάβει να ξεδιπλώσει την πετσέτα του-ο Πόρκους κι η Ούρσα είχαν λάβει θέσεις µάχης,µε τους αγκώνες ανεβασµένους στο τραπέζι,και τα δάχτυλα να ανοιγοκλείνουν µηχανι-κά,όπως των αντιπάλων σ’ένα µπρά-ντε-φέρ.Για να µην καθυστερεί µε περιττά πή-γαινε-έλα,ο σερβιτόρος είχε φέρει όλα τα πιάτα του µενού πάνω σ’ένα µεγάλο αση-µένιο καρότσι,µε δυό πατώµατα.Στον πάνω δίσκο βρισκόταν µια τεράστια πιατέλλα, µε διάµετρο όσο ακριβώς και το τραπέζι,µαζί µε µια πήλινη κανάτα,ενώ στον κάτω δίσκο υπήρχαν δυό όµοιες οβάλ πιατέλλες.Στην κορυφή της κανάτας ισορροπούσαν δύο χάλκινα κύπελλα,ενώ κάθε πιατέλλα ήταν σκεπασµένη µε µιαν ανάλογου µεγέ-θους ασηµένια καµπάνα.Ολόκληρο το καρότσι ανέδιδε µια δαιµονική αποφορά,όµως κανένας από τους τρείς δεν έµοιαζε να την προσέχει:ο σερβιτόρος γιατί επιτέλους έ-βρισκε κάποιους να δοκιµάσουν τη µαγειρική του,κι ήταν πανευτυχής,και το ζευγάρι µας γιατί καµµιά του αίσθηση εκτός απ’την όραση και την γεύση δεν λειτουργούσε σε επίπεδο συνείδησης.Πέρα από µια ελαφριά ε νό χληση στην αρχή ,δ ε ν έ νο ιωσαν καµ µ ι ά απολύ τως εµ µ ε τ ι κή διάθεση.Μάλιστα,µόλις ο νεαρός ακούµπησε την µεγάλη πιατέλλα στο τραπέζι,αγκοµαχώντας απ’το βάρος της,ο Πόρκους θέλησε να παρατεί-νει για λίγο τον γευστικό οργασµό,και µε φωνή ειδήµονα,ρώτησε για το περιεχόµενο.

-Και…τί ακριβώς περιλαµβάνει το πρώτο πιάτο,νεαρέ µου;Μας έχετε πεί τό-σα πολλά γι’αυτό το-πώς το λέτε;-φαγητό της ψυχής σας,που ανυποµονώ να το δοκι-µάσω.Θα είχατε την καλωσύνη να µας κατατοπίσετε ως προς το τί περιλαµβάνει η ψυχή σας,και άρα τί θα τρώµε σε λίγο; Ο σερβιτόρος έκανε µιαν επιτηδευµένη,δουλοπρεπή υπόκλιση,κι άρχισε να περιγράφει το πρώτο πιάτο του µενού,τρέµοντας από έξαψη καθώς το έκανε. -Πρόκειται για ένα σφάγιο που έχω την τιµή να σας σερβίρω,είπε,σκύβοντας πάνω απ’την πιατέλλα-αλλά ένα σφάγιο εκλεκτό.Για την ετοιµασία του,δεν το άγγιξε η ανθρώπινη φωτιά.Αντίθετα,ωρίµασε µέσα στους κόλπους της ίδιας της φύσης που το γέννησε,όπως ωριµάζει το κρασί σ’ένα σκοτεινό κελλάρι.Είναι αυτό που οι άνθρω-ποι θα αποκαλούσαν-όχι και τόσο ευγενικά-ένα ψοφίµι,όµως σας εκλιπαρώ να µην προκαταληφθείτε από αρνητικά συναισθήµατα εξαιτίας µιας άδικης διάκρισης.Γιατί και το σφάγιο που κρέµεται φρέσκο στο τσιγκέλι του χασάπη,είναι κι αυτό ένα ψοφί-µι.Μονάχα που η γλώσσα του κοινού ανθρώπου,απρόσεχτου όπως είναι και σ’όλες του τις απολαύσεις,προτιµά τούτο το εφήµερο,νεανικό κρασί,που καµµιά πρωτοτυπία δεν έχει να προσφέρει στον ουρανίσκο του.Όµως σε καλοφαγάδες τόσο ξεχωριστούς όσο εσείς,δεν χρειάζεται να υµνήσω την αληθινή αξία και την ασύγκριτα πλουσιότε-ρη γεύση του ώριµου,παλιού κρασιού.Λοιπόν,το ίδιο ακριβώς συµβαίνει και µε το κρέας.Η ζύµωση της σήψης το κάνει χίλιες φορές πιο νόστιµο,πιο αγνό,ακόµη και πιο εύκολο να φαγωθεί,όπως αν η φύση µεριµνά συνειδητά γι’αυτό,ίδια µε έναν αόρατο µάγειρα.Κι όσο για το συγκεκριµένο σφάγιο,έχω φροντίσει µε όλες µου τις δυνάµεις να έχει υποστεί την πιο γλυκιά αποσύνθεση.Θα δείτε ότι το λίπος του είναι µαλακό και λιώνει σαν κατακίτρινο βούτυρο µέσα στο στόµα.Τα σπλάχνα είναι απείρως πιο τρυφερά,χωρίς την µπρούτα µυρωδιά του αίµατος στο συκώτι,ή των ούρων στα νε-φρά,κι αν είστε τυχεροί (όπως νοµίζω) στο κέντρο τους µπορεί να κρύβονται φωλιές από λευκά σκουλήκια,που έχουν µια θαυµάσια γεύση,χίλιες φορές ανώτερη από των σαλιγκαριών,που θεωρούνται εκλεκτός µεζές.Τα κόκκαλα έχουν µαλακώσει,και σπά-ζουν εύκολα µε µια δαγκωµατιά.Όσο για την µυρωδιά…ε,αυτήν δεν έχω λόγια να την εκθειάσω,κι ούτε χρειάζεται,άλλωστε,αφού την απολαµβάνετε ήδη.Προσέξτε πίσω από την αρχική αηδία,µόλις η εξοικείωση µεταµφιέζει το εσσάνς της σήψης,πόσο η µύτη σας λαχταράει να πληµµυρίσει κι άλλο απ’αυτή τη µυρωδιά!Στοιχηµατίζω πως αν βγαίνατε τώρα έξω απ’το µπιστρό και στεκόσασταν στο δρόµο,αυτή η γλυκερή µυρωδιά ήταν που θα σας τραβούσε πάλι µέσα,µαγνητίζοντάς σας πιο πολύ κι απ’την γεύση που υπόσχεται. Στο σηµείο αυτό,σκούπισε µε το µανίκι τον ιδρώτα που είχε µαζευτεί στο µέτωπό του,και προτού συνεχίσει,χαµογέλασε πλατιά. «Όµως ας µην χάνουµε άλλο χρόνο,» είπε «ο χρόνος εφευρέθηκε για να µετρούµε τη διάρκεια που έχουν οι απολαύσεις µας,κι είναι έγκληµα να τον σπαταλούµε σε οτιδήποτε άλλο.» -Αχ,πόσο µε καύλωσαν τα λόγια σου νεαρέ µου!φώναξε την ίδια στιγµή η Ούρσα,ξαφνιάζοντας και τους δυό τους. Μ’έχεις φέρει σε τέτοια κατάσταση,που θά’ θελα να σου κατεβάσω αυτό το κοµψό βελούδινο παντελονάκι και να σου πάρω ένα τσιµπούκι για ορ ντ’έβρ! -Ω,κυρία δεν νοµίζω πως θά’πρεπε,είπε εκείνος χαµηλώνοντας το κεφάλι µε ντροπή. Έχω πάει µε πάρα πολλές πόρνες,κι είναι βέβαιον πως έχω κολλήσει σύφιλη. Βέβαια,αµφιβάλλω αν οποιαδήποτε αρρώστια µπορεί να προσβάλλει ένα σώµα σαν το δικό σας,ωστόσο πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να φυλάξετε όλη σας την όρεξη για το πρώτο πιάτο,κι όχι για τα ταπεινά µου υγρά.

-Δεν θα µπορούσες να έχεις περισσότερο δίκιο!είπε ο Πόρκους,και µε µια κί-νηση αποκάλυψε το θεϊκό σφάγιο,πετώντας µακριά το µεταλλικό σκέπασµα.Εκείνο έπεσε στο πάτωµα του µπιστρό κι έκανε διαβολεµένο θόρυβο,αλλά κανείς τους δεν το πρόσεξε.Τα βλέµµατά τους ήσαν καρφωµένα στο σαγηνευτικό ήµισυ ενός βωδιού, κοµµένου κι ανοιγµένου έτσι ώστε να φαίνονται τα σπλάχνα του,και κουλουριασµέ-νου µε τα πόδια γύρω από το µισό κεφάλι,ώστε να χωρά στην πιατέλλα.Η µπόχα ή-ταν αποτρόπαιη,αλλά όπως είχε παρατηρήσει ο σερβιτόρος,σύντοµα έγινε γλυκιά,και τους γαργαλούσε τα ρουθούνια να την δοκιµάσουν.Και τότε άρχισε το πανδαιµόνιο. Κάθε υπόσχεση του νεαρού ήταν αληθινή.Τα σπλάχνα ήταν ολόγλυκα,µαλακά σαν την ψίχα του ψωµιού,κι ο Πόρκους,που είχε προλάβει να αρπάξει το συκώτι,βρή-κε µέσα ένα ολόκληρο χωριό σκουληκιών,που µόνο έπειτα από έντονη πίεση και α-πειλές δέχθηκε να µοιραστεί µε την Ούρσα.Τα χέρια τους έµπαιναν µέσα στην κου-φάλα του βωδιού και ξέσχιζαν άπληστα ό,τι έβρισκαν στο πέρασµά τους,αφού κανένα κοµµάτι δεν έφερνε την αντίσταση της ζωντανής σάρκας-οι µύες,αυτό το τόσο επίµο-να σκληρό κρέας,που καµµιά φορά σε πνίγει µε τις ίνες και το λίπος του,ήταν απαλό σαν βρασµένη πατάτα,το δέρµα-πολύ πιο νόστιµο απ’την ξερή,καµµένη πέτσα των ψητών-ξεκολλούσε εύκολα σε πλατιές µαυροπράσινες λουρίδες,ενώ η ουρά,που αλ-λιώς θα ήθελε ώρες βράσιµο,ήταν ψαχνή και πικάντικη σαν το κρέας του φιδιού.Το ζευγάρι µας κατασπάραζε το ψοφίµι µε αγριότητα πιο µεγάλη κι απ’της µητέρας φύ-σης,αφήνοντας θηριώδη ρεψίµατα,που µυρίζαν όπως ο αέρας γύρω από µια εκταφή. Σε χρόνο µικρότερο από δέκα λεπτά,είχαν αποµείνει µονάχα τα κόκκαλα του ζώου, σε σχήµα µικρής βάρκας µε το µισό κρανίο στην κορυφή,κι η Ούρσα µε τον Πόρκους άρχισαν να παλεύουν για αυτά-και µε αυτά-όπως οι πιθηκάνθρωποι της προϊστορίας. Το κρανίο πρόλαβε να το κοµµατιάσει µε τα δόντια της η Ούρσα,αλλά ο Πόρκους εκµεταλλεύτηκε την κίνηση αυτή για να οικειοποιηθεί τα τρία µεγαλύτερα πλευρά, χώνοντάς τα συγχρόνως στο στόµα του σαν γιγαντιαίο αυλό και ρουφώντας το σα-πισµένο µεδούλι από µέσα τους.Μόλις κατάλαβε το κόλπο που της είχε σκαρώσει,η Ούρσα γράπωσε τα τρία άδεια πλευρά κι άρχισε να παίζει ξυλόφωνο πάνω στο κεφάλι του.Για το τελευταίο από αυτά τα πλευρά πολεµήσαν µε ύβρεις και χαστού-κια,ώσπου κατέληξαν στη συµβιβαστική λύση να κρατήσουν ο καθένας από µιά άκρη και να ρουφήξουν ταυτόχρονα.Μετά κι απ’αυτό,πάνω στην πιατέλλα απέµεναν µονά-χα τα λιγοστά κόκκαλα που ήταν πολύ σκληρά για να φαγωθούν έστω και άδεια,και το ζευγάρι µας κατέρρεε στις καρέκλες του,σχεδόν χορτάτο.Ο σερβιτόρος ήταν παν-ευτυχής,και τους εξέφρασε την ευγνωµοσύνη του: -Χαίροµαι τόσο πολύ που σας άρεσε!Ελπίζω το επόµενο πιάτο να σας αρέσει το ίδιο,είπε,κι έσκυψε για να το βγάλει από τον κάτω δίσκο του καροτσιού. -Πούν’το;Πούν’το;ρώτησε αναστατωµένος ο Πόρκους,καθώς η κοιλιά του δεν τον άφηνε να δεί τις κινήσεις του νεαρού. -Eίσαι ένα βουβάλι!σχολίασε µε περιφρόνηση η Ούρσα. Ακόµη δεν τελειώ-σαµε,κι εσύ δεν κρατιέσαι! -Είναι κακό που είµαι υπέρ της ταχείας εξυπηρέτησης; -Όχι,αλλά τουλάχιστον θα µπορούσες να εξαντλήσεις το προηγούµενο πιά-το.Το απαιτεί η στοιχειώδης ευγένεια. -Τί θέλεις να πείς;ρώτησε ξαφνιασµένος εκείνος. -Έχεις ένα σκουλήκι στα γένεια σου.

-Α!Α!αναφώνησε ο Πόρκους,και στρέφοντας έντροµος τα µάτια του στα όρια της κόγχης,επιθεώρησε τη γενειάδα του,εντόπισε τον µικρό δραπέτη,και σουφρώνο-ντας τα χείλη του τον ρούφηξε κι αυτόν µέσα στο στόµα του.Έπειτα,για να ανταπο-δώσει την προσβολή,της είπε: «Φθονερή!» και της έβγαλε τη γλώσσα. Τη µικρή τους διαφωνία διέκοψε ο σερβιτόρος,που την ίδια στιγµή απίθωσε- πάντα χαµογελώντας,µ’ένα κράµα κατακτητικού θριάµβου και προσωπικής απόλαυ-σης,κάτι σαν το γέλιο της µητέρας όταν διδάσκει τα παιδιά της-το δεύτερο πιάτο.Αυ-τή τη φορά δεν περίµενε να του το ζητήσουν,κι έτσι άρχισε µόνος του να περιγράφει το περιεχόµενο της πιατέλλας. -Για δεύτερο πιάτο,δεν δεσµεύτηκα ασφαλώς στους ηλίθιους κανόνες της κα-λής κοινωνίας,που απαιτεί το πρώτο πιάτο να ακολουθείται πάντοτε από κρέας.Βε-βαια θα µπορούσατε να πείτε πως το έδεσµα που θα αποκαλυφθεί σε λίγο είναι ένα είδος κρέατος,αφού το ζωϊκό και το φυτικό βασίλειο διεκδικούν εξίσου αυτό το τρίτο, διεστραµµένο βασίλειο.Σας µιλώ για τα µανιτάρια,ίσως τα πιό θαυµάσια απ’όλα τα δηµιουργήµατα της φύσης,µιας κι είναι εκείνα που πιο ξεκάθαρα απ’όλα τρέφονται µε τη σήψη και την αποσύνθεση,χωρίς να καταβάλλουν κανένα προσωπικό µόχθο για τη συντήρησή τους,όπως τα ανόητα ζώα και τα ηλίθια φυτά.Είναι σαν µικροσκοπικοί κλεπταποδόχοι της ηδονής του θανάτου,µιας και ξεκινούν τη ζωή τους εκεί όπου άλ-λα πλάσµατα έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή.Όµως και σ’αυτό το βασίλειο υπάρχουν οι εκλεκτοί,οι γαλαζοαίµατοι,ας πούµε,που ξεχωρίζουν απ’τον υπόλοιπο λαό γιατί η διαστροφή τους είναι ακόµη µεγαλύτερη-τα δηλητηριώδη µανιτάρια.Τα ύπουλα αυτά τέρατα λοιπόν,όχι µόνο βρίσκουν τροφή µέσα από το θάνατο των άλλων πλασµάτων,αλλά φροντίζουν ώστε κανείς να µην µπορεί να κάνει το ίδιο µε εκείνα, χωρίς να θυσιάζει τη ζωή του.Σ’αυτό τον φριχτό εγωισµό τους θυµίζουν όσο τίποτε τον άνθρωπο,απαράλλαχτα στην οκνηρία και την ηδονή της αυτο-συντήρησης.Κι ι-διαίτερα σε ελευθέριους όπως εσείς,που η διαστροφή σας έχει ακριβώς την µεταµφί-εση της αυτο-συντήρησης,µέσα απ’την αδηφαγία,το έδεσµα αυτό ταιριάζει όπως µια ποροσωπογραφία. Ρίχνοντας µια µατιά στο µέρος του καθενός,είδε τα σαγόνια τους να συσπώνται από τη λαχτάρα. «Και για να µην παρατείνω άλλο την αγωνία σας,» εί-πε, «Ιδού!» και µ’ένα τίναγµα του χεριού έριξε και το δεύτερο σκέπασµα στο πάτω-µα.Πάνω στην πιατέλλα,σε αλλεπάλληλες στρώσεις υπήρχαν κάθε λογής µανιτάρια, ωµά και τσιγαρισµένα σε µαύρο λίπος,βρασµένα και ψητά,που όµως απ’το παράξενο σχήµα των µίσχων και την φοβερή µυρωδιά που ανέδιδαν,γινόταν φανερό πως ήταν δηλητηριώδη.Ωστόσο ο Πόρκους κι η Ούρσα δεν είχαν κανένα ενδοιασµό,αφού δεν υπήρχε δηλητήριο στον κόσµο ικανό να τους σκοτώσει-µέχρι να περάσει απ’το τερά-στιο έντερό τους και να φτάσει στο λιγωµένο από την καύλα εγκέφαλό τους,και το πιο ισχυρό δηλητήριο,το φαρµάκι από χίλιες νάγιες και χίλιους κροταλίες,θα είχε εξα-σθενήσει.Ο σερβιτόρος προφανώς ήξερε µε ποιούς είχε να κάνει.Έτσι,για να του δώ-σουν λίγη ακόµη απ’τη χαρά που αξίζει κάθε µάγειρας,να επαινεί τα έργα του,τον ά-φησαν να εκθειάσει τις διάφορες ποικιλίες προτού ορµήσουν επάνω τους. «Ιδού λοι-πόν,» αναφώνησε «ο Αµανίτης ο φαλλοειδής,που σ’όποιον τον φάει φέρνει τρέµουλο και φριχτές παραισθήσεις,διαπερνώντας τη λογική σαν αληθινός φαλλός.Δίπλα του,το πιο επικίνδυνο απ’όλα τα µανιτάρια του δάσους,το περίφηµο Μπολέ Σατάν,που χρω-στά το όνοµά του στον λατρευτό Εωσφόρο,τον Αρχάγγελο που,πιο σοφός απ’όλα τα ηλίθια σµήνη των εντόµων που υπηρετούνε το Θεό,διάλεξε να φτύσει κατάµουτρα το αιώνιο φώς,κι έχτισε το βασίλειό του πάνω στο θάνατο και την αποσύνθεση.Ανάµεσά

τους δεκάδες δηλητηριώδεις µύκητες,ασπέργιλλοι που φέρνουνε σπασµούς ικανούς να σκοτώσουν και το πιο δυνατά κτήνη,και µούχλες του σιταριού που µε την πρώτη δαγκωµατιά κάνουν τα σπλάχνα να σαπίζουν µε καρκίνο.» Παίρνοντας µια βαθιά α-νάσα,καθώς είχε λαχανιάσει,ο νεαρός υποκλίθηκε ξανά,κι έδωσε το σύνθηµα. -Και τώρα ευτυχείτε,είπε. Εκείνη τη στιγµή,θα ευχόντουσαν να είχαν οχτώ χέρια,σαν την αράχνη,ώστε µε µιά µόνο κίνηση να µπορούν να παραγεµίζουν το στόµα τους µε πολλά µανιτάρια συγχρόνως.Τα µάτια τους είχαν αγριέψει από τη βουλιµία,και τα δόντια τους µετά βί-ας άγγιζαν τη γλιστερή,σάρκινη επιφάνεια των µυκήτων,αφού τους κατάπιναν σχεδόν αµάσητους.Η γεύση τους έκανε να τρέµουν από ηδονή-το δηλητήριο ήταν πιο νόστι-µο απ’όλα µαζί τα µπαχάρια της ανατολής και της δύσης,κι απ’όλες τις σάλτσες που συνήθως συνοδεύουν τα µανιτάρια.Και σαν το άρωµα του πράσινου πιπεριού,που λί-γο προτού φέρεις την µπουκιά στο στόµα σου αναδίδει ένα αόρατο πλοκάµι µυρωδιάς και την εικόνα ενός αγροκτήµατος µε κληµαταριές,ενός αχυρώνα µε άλογα και µια κουβέρτα στρωµένη στο χώµα,µιας χωριατοπούλας που έχει ανοίξει το στηθόδεσµό της και ο ιδρώτας των βυζιών της µυρίζει κατσικίσιο τυρί,όλα αυτά σε µια στιγµιαία παράκρουση των αισθήσεων που πασχίζουν να µαντέψουν την προέλευση της ευτυ-χίας που νοιώθει η γεύση,έτσι και την βρώση κάθε µανιταριού ακολουθούσε µια φευ-γαλέα παραίσθηση,η οποία,αν και δεν ήταν αρκετή για να βλάψει το ζευγάρι µας,του δηµιουργούσε την πεποίθηση δυό αλληλλοσυµπληρουµένων ιστορικών ρόλων. Στην αρχή νοµίσαν πως ήσαν ο πατέρας κι η κόρη,οι πιό διαβόητοι,του αγγλι-κού θρόνου,κι αντήλλαξαν προσβλητικά λόγια. ΕΡΡΙΚΟΣ: Φαλακρή κάργια!Είσαι άσχηµη σαν την πουτάνα τη µάνα σου!Κα-λά έκανα και την έσφαξα!Ού να χαθείς από τα µάτια µου,µπάσταρδο! ΕΛΙΣΑΒΕΤ Α’: Συζυγοκτόνο καθήκι!Κωλόχοντρε!Τώρα βλέπω ποιόν έµοια-ξε κι η σκρόφα η αδελφή µου!Αλλά έννοια σου,και την καθάρισα την γαµιώλα την κόρη σου,για να µάθεις να γαµάς και να µην παντρεύεσαι! Έπειτα είχαν την ψευδαίσθηση πως ήσαν ο πατέρας κι ο γιός σ’ένα ζευγάρι αρχαίων Ελλήνων,λαµπρών εφευρετών και αξεπέραστων αυνανιστών. ΔΑΙΔΑΛΟΣ: Μη µαλάκα!Όχι τόσο ψηλά!Θα σε κάψει ο Ήλιος και θα πέσεις στη θάλασσα σαν αρχίδι!Αχ,τί ήθελα κι έφτιαξα αυτά τα φτερά! ΙΚΑΡΟΣ: Δεν µας γαµάς καλύτερα,πατέρα;Εγώ δεν µπορώ να πετάω στα χα-µηλά,µαζί µε σένα και τις χήνες!Κι ο Ήλιος ας µου κλάσει τ’αρχίδια! Κι ακόµη ένα άλλο ζευγάρι,που όλοι θεωρούν παράνοµο κι ανήθικο. ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ (ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ): Έλα να µυρίσεις τον κρίνο µου!Έλα,κι εγώ δεν θα το πώ σε κανένα! ΜΑΡΙΑΜ: Δεν τολµώ,κύριε!Είναι πολύ µεγάλος! Για να ξεθολώσει κάπως το µυαλό τους,ο νεαρός σερβιτόρος ακούµπησε δί-πλα στον καθένα το κύπελλό του-ένα κύπελλο χάλκινο,που είχε πρασινίσει από τα χρόνια µε µια σκουριά που τρυπάει τα σωθικά-και το γέµισε ως επάνω µε κρασί από την πήλινη κανάτα,λέγοντας: «Πιείτε και λίγο απ’το θαυµάσιο αυτό κρασί,για να βρέ-ξετε τον ουρανίσκο σας και να ξεπλύνετε καλύτερα την γεύση.Όµοιό του δεν θα βρεί-τε στ’αµπέλια όλου του κόσµου,γιατί αυτό το κρασί δεν φτιάχτηκε µε τον χυµό των σταφυλιών,αυτόν που βρώµισε µε την ευλογία του ο Ναζωραίος,κι ούτε το πάτησαν µε τα βρωµοπόδαρά τους οι χωριάτες!Το πιοτό ετούτο φτιάχτηκε απ’το αίµα ενός ταύρου,που φυλάχτηκε και σάπισε στο αγγειό για δέκα χρόνια,κι είναι το νοστιµότε-

ρο κρασί όλου του Άδη!» Υπακούγοντας ασυναίσθητα στη φωνή του,ο Πόρκους κι η Ούρσα ύψωσαν τα κύπελλά τους σε µια βουβή πρόποση,κι ήπιαν µονορούφι το µαύ-ρο αίµα.Έπειτα σκούπισαν τα χείλη τους,κι ο Πόρκους ρώτησε: -Τί ήταν αυτά τα κοµµάτια που είχε µέσα το κρασί,παιδί µου;Ποτέ δεν έχω δοκιµάσει µεγαλύτερη καύλα,ούτε και σ’εκείνο το ισπανικό πιοτό που είναι γεµάτο µε κοµµάτια µήλου! -Είναι θρόµβοι,κύριε,απήντησε ο νεαρός µ’ένα σατανικό χαµόγελο. Πηγµένο αίµα,κάτι σαν τα κοµµάτια του φελλού σ’ένα αρχαίο κρασί! -Πόσα κόλπα ξέρεις!είπε η Ούρσα καταπίνοντας ένα µεγάλο µαύρο µανιτάρι, και του τσίµπησε τον κώλο. -Ω,κυρία,είπε εκείνος αναπηδώντας ξαφνιασµένος,χαίροµαι υπερβολικά που είστε ικανοποιηµένοι!Η ευτυχία σας,η καλή σας όρεξη,είναι η πρώτη ευτυχία που δο-κιµάζω κι ο ίδιος εδώ κι ενάµισι αιώνα! -Τότε γιατί δεν κάθεσαι µαζί µας,να µας βοηθήσεις να τελειώσουµε τα υπό-λοιπα µανιτάρια; -Τρελλάθηκες Ούρσα;την επέπληξε ο Πόρκους. Πρώτον,δεν χρειαζόµαστε βοήθεια.Δεύτερον,δεν υπάρχει καρέκλα.Τρίτον,δεν θα χορτάσουµε.Και τέταρτον,πώς καλείς τον ξένο άνθρωπο να φάει τα περισσεύµατα;Μπορεί να τον προσβάλλεις! -Μα όχι…µα όχι,βιάστηκε να τον καθησυχάσει ο νεαρός. Αν δεν χορτάσατε, υπάρχουν στην κουζίνα χίλιες φορές όσα φάγατε. Στο άκουσµα αυτών των λέξεων,το ζευγάρι µας σταµάτησε ακαριαία να µασά και γούρλωσε τα µάτια.Η σκέψη να επανα-λάµβαναν το ίδιο θανατηφόρο όργιο ξανά και ξανά,έκανε τα µπούτια τους να υγραί-νονται από επιθυµία. «Εκείνο για το οποίο δεν είµαι ακόµα σίγουρος,» συνέχισε ο σερβιτόρος, «είναι αν έχω όρεξη να φάω.» -Ανοησίες!τον διέκοψε η Ούρσα. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη!Θα φάς µαζί µας,τέρµα και τελείωσε! -Ακριβώς!είπε κι ο Πόρκους,σε µια απρόσµενη έκρηξη γενναιοδωρίας,που α-πέδιδε πιστά το ρητό: «Καλύτερα να γαµάς δέκα µε παρέα,παρά µία µόνος σου.» -Δεν είµαι σίγουρος,ξανάπε ο νεαρός. Κι άλλωστε,ακόµη δεν δοκιµάσατε το επιδόρπιο. -Τί έχουµε για επιδόρπιο;ρώτησε η Ούρσα. -Όπιο,κυρία.Χυλό από όπιο,µε σκόνη οπίου.Αλλά φοβάµαι ότι δεν θα καταφέ-ρετε να φάτε και πολλά µετά από αυτό,γιατί φέρνει δυσκοιλιότητα. -Ασφαλώς θα αστειεύεσαι!παρενέβη ο Πόρκους. Δεν υπάρχουν σκατοµηχανές σαν και του λόγου µας,Σαρλ Πιέρ.Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε. -Κι αν σφίξουν οι κώλοι µας,πρόσθεσε η Ούρσα,τόσο το καλύτερο!Έτσι το φαγητό θα µείνει για πιο πολύ χρόνο µέσα µας! Ο σερβιτόρος χαµογελούσε τώρα πιο πλατιά από ποτέ.Η διεστραµµένη λάµψη στα µάτια του,που ξαφνικά είχαν γίνει πράσινα όπως τα µαλλιά του,πρόδιδε ότι ήταν έτοιµος να παραδοθεί σε µια µακρόχρονη,βασανιστική,ανεκπλήρωτη επιθυµία του. -Είστε βέβαιη γι’αυτό που µου προτείνατε πριν,κυρία;ρώτησε ξανά. -Απόλυτα βέβαιη!είπε η Ούρσα. Λοιπόν,τρέξε γρήγορα στην κουζίνα,και µην γυρίσεις χωρίς δυό τέτοια καρότσια ή χωρίς µια τρίτη καρέκλα!Μια παρτούζα είναι πάντοτε πιο διασκεδαστική από ένα απλό γαµήσι!

ΧΙΙ. Η αφόδευση

-Ωχ,ωχ,ωχ,άρχισε να βογγάει ο Πόρκους λίγα τετράγωνα πριν απ’την πολυκα-τοικία τους,ωχ,ωχ,ωχ,νοµίζω ότι θα χεστώ εδώ και τώρα! -Μή!Μή µες στο αυτοκίνητο!Όχιιιι! Αλλά ήταν πολύ αργά.Με την αυλαία µιας πορδής άξιας όλων των ασκών του Αιόλου να προαναγγέλει την πρώτη πράξη,η σούφρα του Πόρκους άνοιξε κι απόθεσε στο κάθισµα του αυτοκινήτου ένα µικρό σωρό σκατά.Όπως ήταν δε εξαιρετικά µαλα-κά,µερικά γλίστρησαν έξω απ’το παντελόνι του,λερώνοντας και την Ούρσα.Τώρα κι οι δυό τους κάθονταν λίγο πιο ψηλά απ’ό,τι πριν,κι εκείνη τον κατακεραύνωνε µ’ένα φαρµακερό βλέµµα. -Τί;ρώτησε θλιµµένος. Μου έχεις θυµώσει; -Εγώ;Καθόλου!Λατρεύω να κάθοµαι µέσα στα σκατά σου! -Μα…µα δεν φταίω εγώ,είπε ο Πόρκους σε µια κρίση τρελλού ψεύδους. -Και τότε ποιός τα έκανε όλα αυτά;ρώτησε η Ούρσα,δείχνοντας τα σκατά που υπήρχαν ανάµεσά τους. Τα αόρατα πουλάκια της νύχτας; -Ναί!Ναί!Τα αόρατα πουλάκια της νύχτας τα έκαναν! -Έ,τότε τα πουλάκια αυτά δεν τελείωσαν ακόµη,και σου έχουν ένα δώρο!Νγκ! Κι ανασηκώνοντας το δεξί της κωλοµάγουλο για να στοχεύσει επάνω του,η Ούρσα τράβηξε τη φούστα,έκλεισε τα µάτια και σφίχτηκε (όλα αυτά σε µια απίστευτη επίδει-ξη συγχρονισµού) και τον έχεσε,κυριολεκτικά και µεγαλόπρεπα. «Έτσι,για να δείς ποιός φταίει,» είπε,κι άρχισαν κι οι δυό να γελούν. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ο Πόρκους είχε δίκιο-δεν έφταιγε εκείνος,αλλά οι αθροισµένες περιστάσεις.Πρώτον,µε όλη αυτή τη νυχτερινή περιπλάνηση στην πόλη, είχαν καθυστερήσει σηµαντικά την φυσιολογική ώρα της χοντρής ανάγκης (του χεσί-µατος,όπως αυτό λέγεται στη γλώσσα των ευγενών).Έπειτα,ειδικά στην τελευταία τους στάση στο µπιστρό είχαν γίνει τούµπανο από το φαϊ,έτσι ώστε,ακόµη και µε το όπιο του επιδόρπιου,υπήρχε πολύ καινούριο πράµα στα έντερα που έσπρωχνε το πα-λιό να φύγει.Τέλος-κι αυτό ήταν το µεγαλύτερο µαρτύριο στη διάρκεια της διαδρο-µής µέχρι το σπίτι-οι κραδασµοί του αυτοκινήτου κι οι ήχοι (ποτ-ποτ-πρρρ) της µη-χανής,µιµούνταν στην εντέλεια τους ήχους που κάµναν κι οι δυό τους όταν κάθονταν στη λεκάνη για να χέσουν,έτσι ώστε ήταν σχεδόν σαν τους προκαλούσε να το κάνουν εκεί µέσα.Κοιτάζοντας την καφετιά λίµνη που απλωνόταν στο κάθισµα κι έσταζε στο πάτωµα του αυτοκινήτου,η Ούρσα αναλογίστηκε για πρώτη φορά µε κάποια ασέβεια το ποιητικό corpus της γυναίκας που είχαν πατήσει.Όµως ούτε οι κέδροι του λιβάνου, που είχαν κοπεί για έναν πολύ πιο ευτελή σκοπό,δεν θα έβγαζαν αρκετό χαρτί για να µαζέψουν όλη αυτή τη συµφορά.Κι άλλωστε,δεν είχαν λόγο να µεµψιµοιρούν,αφού σύντοµα θα ξαλάφρωναν και στο παραδοσιακό περιβάλλον,καθώς το αυτοκίνητο έ-στριβε στο δρόµο του σπιτιού τους. Αφού παρκάραν µε δυσκολία,χτυπώντας διαδοχικά σε δύο άλλα αυτοκίνητα-τα πεντάλια ήταν γεµάτα σκατά και γλιστρούσαν,µε αποτέλεσµα να µην πιάνει το φρένο-το ζευγάρι µας βγήκε µε προσοχή,ισορροπώντας στο χεσµένο άνοιγµα του ο-δηγού και του συνοδηγού.Όµως ο Πόρκους την τελευταία στιγµή ξεπέρασε τον εαυτό του,γλιστρώντας και πέφτοντας µε την κοιλιά πάνω σε µιά γάτα,που εκείνη την ώρα

είχε την ατυχία να διασχίζει το δρόµο δίπλα απ’την ανοιχτή του πόρτα.Η γάτα,που ε-πέζησε από καθαρό θαύµα,µόλις σηκώθηκε από πάνω της άρχισε να τρεκλίζει γύρω από τα πόδια του αποπροσανατολισµένη,κι εκείνος (χωρίς να θέλει να την αποτελειώ-σει) την έχεσε κι από πάνω.Έπειτα έτρεξε πίσω απ’τη γυναίκα του και µπήκαν µαζί στην πολυκατοικία,όπου,παρά τις προφυλάξεις τους να µην κάνουν θόρυβο στη σκά-λα-η ώρα ήταν ακόµη έξι,σ’αυτή την ατέλειωτη νύχτα-κάθε λίγο κάποιος απ’τους δυό έχανε τον έλεγχο,άφηνε µια εκκωφαντική για το στενό χώρο πορδή,κι έχεζε.Κανένας τους δεν φορούσε βρακί,οπότε τα σκατά πέφταν κατ’ευθείαν στα σκαλοπάτια,όµως επειδή ο Πόρκους φορούσε παντελόνι-χέζοντας έτσι σε δυό συµµετρικές λουρίδες,ό-πως αν τα µπατζάκια του ήταν δυό κορνέ ζαχαροπλαστικής παραγεµισµένα µε κρέµα σοκολάτα-ενώ η Ούρσα έχεζε σε µια πλατιά,ακανόνιστη γραµµή,σαν αυτοκρατορικό χαλί σε σκάλα εκκλησίας,είχαν αποφασίσει εκείνος να πηγαίνει µπροστά κι εκείνη να τον ακολουθεί ανεβαίνοντας τη σκάλα πλαγίως,ώστε κανείς να µην πατήσει τα σκατά του άλλου και γκρεµοτσακιστεί.Ακόµη,παραβαίνοντας και την πιο στοιχειώδη λεπτό-τητα προς τους γείτονες που κοιµόντουσαν,ο καθένας άφηνε και µια χαρακτηριστική ιαχή µόλις έβγαζε την καινούρια φουρνιά.Ο Πόρκους,για να επαληθεύει µε κάθε τρό-πο την ηδονή που ένοιωθε,φώναζε: «Χέζω!»,ενώ η Ούρσα φώναζε: «Γαµώτο! Τί σου κάνω!» σαν να είχε στην τρύπα του κώλου της ένα βούρδουλα,που µε αυτόν µαστί-γωνε τα σκαλοπάτια.Αφού στόλισαν κατ’αυτό τον τρόπο όλο το κλιµακοστάσιο,κά-ποια στιγµή έφτασαν έξω απ’το διαµέρισµά τους,ξεκλείδωσαν και µπήκαν. Δεν υπήρχε,φυσικά,λόγος να κρατήσουν το σπίτι τους πιο καθαρό απ’ό,τι το αυτοκίνητο,ή την σκάλα.Εξάλλου ήταν κι αδύνατο-η ανάβαση τους είχε κάνει να λα-χανιάσουν τόσο πολύ,ώστε µε κάθε εισπνοή κατάπιναν µαζεµένα δέκα λίτρα αέρα, που έσπρωχνε (µέσα απ’τον θαυµαστό αυλό που αποτελεί το ανθρώπινο σώµα) τα σκατά και τα έβγαζε από πίσω µαζί µε ένα θερµό ωστικό κύµα.Έτσι έχεσαν το χώλ,το διάδροµο και το πάτωµα του µπάνιου,όπου µπήκαν καλπάζοντας και πήραν τις θέσεις τους.Προκειµένου να απολαµβάνουν συγχρόνως αυτή την ιερή στιγµή-ή µάλλον πε-ρίοδο-της ηµέρας,ο Πόρκους κι η Ούρσα είχαν τοποθετήσει δυό χέστρες στο µπάνιο τους,τη µιάν απέναντι στην άλλη,µε κοινή αποχέτευση και κοινό καζανάκι,η αλυσίδα του οποίου ήταν τεράστια και κρεµόταν ανάµεσά τους σαν κληµατσίδα που πετούσαν ο ένας στον άλλο όταν κάποιος απόπατος γέµιζε κι έπρεπε να τραβήξουν το νερό.Τη συµπεριφορά τους εκεί µέσα συνόδευαν παρόµοιοι άγραφοι κανόνες όπως αυτοί που ισχύαν για την ώρα του φαγητού,δηλαδή σχεδόν απόλυτη σιωπή,για να ακούγεται κα-λύτερα η µουσική των πορδών τους,και το µελωδικό κελάρυσµα των σκατών πάνω στην πορσελάνη της χέστρας.Ήταν τροµερή η απόλαυση που ένοιωθαν την ώρα της αφόδευσης.Απόρροια εξάλλου της τροµακτικής ποσότητας υγρών που έπιναν µαζί µε το φαγητό τους,ήταν ότι ποτέ δεν είχαν γνωρίσει την έννοια της δυσκοιλιότητος,ώστε το χέσιµο γι’αυτούς συνίστατο στο άνοιγµα ενός θαυµατουργού,ηδονικού κρουνού. Μεγαλύτερη πρωκτική καθήλωση δεν θα έβρισκε κανείς ούτε σε κίναιδο τρόφιµο α-γροτικών φυλακών.Για να παρατείνουν την παραµονή τους εκεί,αφού ακόµη κι όταν αδειάζαν θέλαν να µείνουν λίγο ακόµη (για να µυρίσουν τα σκατά,τα δικά τους και του άλλου,καθώς έρωτας θα πεί να µυρίζεις τα σκατά του συντρόφου σου και να λι-γώνεσαι από ευτυχία,και το ζευγάρι µας είχε τρελλό έρωτα) παίρναν µαζί τους και ύλη προς ανάγνωσιν,την οποία πολλές φορές διαλέγαν πανικόβλητοι απ’τα ράφια της βιβλιοθήκης,νοιώθοντας την πρώτη κουράδα να προβάλλει απ’τη σούφρα και να τους καλησπερίζει.Τα αγαπηµένα αναγνώσµατα του Πόρκους ήταν διάφορα περιοδικά

κλασσικής µουσικής,ενώ η Ούρσα,αν είχε χρόνο να την ανακαλύψει,έπαιρνε πάντα µαζί της τη Βίβλο.Η προτίµηση αυτή αφορούσε τόσο το µέγεθος-µιας και συχνά η παραµονή τους εκεί ξεπερνούσε τις δύο ώρες-αλλά και τις εικόνες του ιερού βιβλίου, τις οποίες η Ούρσα έβρισκε εξαιρετικά ταιριαστές µε το χέσιµο.Έτσι,για παράδειγµα, αν τύχαινε την ώρα που άφηνε ένα µεγάλο αυγό να βγεί απ’τον κώλο της να διάβαζε για τον κατακλυσµό,ή το χώρισµα της Ερυθράς Θάλασσας,έφτανε στο απόγειο της ηδονής,σαν τα παιδιά που τρώνε µε µεγαλύτερη όρεξη όταν διαβάζουν µια ιστορία µε αδηφάγους πρωταγωνιστές.Πάνω απ’όλα,προτιµούσε µια εικόνα που έδειχνε τους α-ποστόλους καθισµένους σε κύκλο,και το Άγιο Πνεύµα να τους επιφοιτά µε µικρές κόκκινες φλόγες-φανταζόταν λοιπόν την έκλπηξη όλων αυτών των αχρείων,αν αντί για φλόγες,το Άγιο Πνεύµα διάλεγε να αφήσει µια χεσιά πάνω απ’το κεφάλι του κα-θενός.Η φαντασίωση αυτή την έκανε σχεδόν να καυλώνει µε τα ίδια τα σκατά της. Όµως απόψε,οποιαδήποτε τέτοια στάση στη βιβλιοθήκη ήταν πολυτέλεια,α-πλούστατα γιατί δεν προλάβαιναν.Χωρίς λοιπόν άλλη προοπτική απασχόλησης εκτός απ’αυτήν που θα τους πρόσφεραν οι κώλοι τους,η Ούρσα κι ο Πόρκους µπήκαν στο µπάνιο και σωριάστηκαν στις αντικρυστές χέστρες.Μόλις εκείνος κατέβασε το παντε-λόνι του κι εκείνη ανέβασε την φούστα της-για την ακρίβεια και λίγο πριν-άρχισαν αµέσως το µακρύ τους έργο.Δυό δίδυµοι τυφώνες,τροµερή στην ορµή και στο περιε-χόµενό τους,αντηχούσαν µέσα στα πορσελάνινα τοιχώµατα.Ο θόρυβος ήταν τέτοιος που ο Πόρκους χρειάστηκε να ειδοποιήσει την σύζυγό του µε νοήµατα,ώστε εκείνη να του πετάξει την αλυσίδα από το καζανάκι,όταν αισθάνθηκε τη λεκάνη του να γεµί-ζει.Η προσπάθειας τους έκανε να ζεσταίνονται υπερβολικά,κι έτσι,για να µπορούν να σκουπίζουν τον ιδρώτα απ’την κοιλιά και τα βυζιά τους,έβγαλαν όλα τους τα ρούχα και συνέχισαν να χέζουνε γυµνοί,κάµνοντας πρόστυχες χειρονοµίες ο ένας στον άλ-λο.Η Ούρσα,αλληθωρίζοντας τα µάτια και κουνώντας παιχνιδιάρικα τη γλώσσα της, του έκανε νόηµα: «Θέλω να σε γλείψω »,στο οποίο εκείνος απήντησε: «Δεν χόρτασες ακόµα;» Έπειτα,πετώντας της την αλυσίδα,τέντωσε τον µέσα του δεξιού χεριού,υπο-νοώντας έτσι πως ήθελε να της βάλει κωλοδάχτυλο,σχόλιο στο οποίο η Ούρσα απή-ντησε λέγοντας µε τα χείλη: «Δεν θα τολµούσες!» Μ’όλες ωστόσο αυτές τις αστειότητες,και το παιχνίδισµα των λέξεων και των πορδών,από την προσοχή του ζευγαριού είχε διαφύγει µια βασική λεπτοµέρεια-το γεγονός ότι το αποψινό τους διατροφικό όργιο δεν είχε προηγούµενο,κι ότι ο µοναδι-κός σωλήνας της αποχέτευσης ερχόταν για πρώτη φορά αντιµέτωπος µ’ένα τέτοιο φορτίο.Έτσι,δέκα περίπου λεπτά αφότου είχαν καθίσει,κι αφού το καζανάκι άφησε την τελευταία του πνοή,οι λεκάνες σταµάτησαν να αποχετέυουν το περιεχόµενό τους, κι ο σωλήνας,κάτω από το πάτωµα,άρχισε να φουσκώνει.Έκπληκτοι ο Πόρκους κι η Ούρσα είδαν µια σειρά πλακάκια να ανασηκώνονται,σαν το λιθόστρωτο µονοπάτι σ’ένα ενεργό ηφαίστειο,που από κάτω του περνούν ποτάµια λάβας,κι ένα-ένα να ξε-κολλούν και να πετιούνται µε δύναµη στον αέρα.Κι όπως γινόταν εµφανές από τον γύψο του πατώµατος που είχε αποµείνει γυµνός και φούσκωνε ολοένα,ότι σε λίγο θα ακολουθούσε η έκρηξη,κι οι δυό σηκώθηκαν και βγήκαν από το µπάνιο για να προ-φυλάξουν τη ζωή τους-µια κίνηση µόλις και µετά βίας έγκαιρη,αφού την ίδια στιγµή που άρχισαν να τρέχουν στο διάδροµο,από µέσα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρό-τος,ανάλογος µ’αυτόν που παράγεται κατά την σχάση του ατόµου,κι ένα ποτάµι σκα-τών ξήλωσε την πόρτα απ’τους µεντεσσέδες και την πέταξε στην κρεβατοκάµαρα. -Τί θα κάνουµε τώρα;είπε ανήσυχος ο Πόρκους. Εγώ δεν τελείωσα ακόµα.

-Ούτε κι εγώ,απήντησε η Ούρσα. -Και στο σπίτι δεν αποµένει άλλος σωλήνας αποχέτευσης,εκτός… Και τα µά-τια του διαπέρασε µια πονηρή λάµψη. -Εκτός από τι;ρώτησε η Ούρσα,χαµογελώντας µε την ίδια πονηριά. -Μην µου πείς ότι το σκέφτηκες κι εσύ!Διεστραµµένο πλάσµα…! -Μα πώς θα µπορούσα να µην το σκεφτώ;Άλλωστε ξέρεις πόσο αγαπώ τους γείτονές µας των κάτω ορόφων,και πόσο µεριµνώ για τα φυτά και τα µπαλκόνια τους. Γιατί λοιπόν να µην επωφεληθούµε,προσφέροντας παράλληλα λίγο λίπασµα στους κρεµαστούς κήπους της πολυκατοικίας µας; -Άλλωστε το υπαίθριο χέσιµο έχει πολλά πλεονεκτήµατα,και πρώτα-πρώτα ότι µπορεί κάποιος να σε δεί,είπε ο Πόρκους,που είχε έντονες τάσεις επιδειξιοµανίας. -Βέβαια,πρόσθεσε η Ούρσα. Κι ο κρύος αέρας,ειδικά αυτή την ώρα,κάνει την κοιλιά σου να κρυώνει και σε βοηθά να ξαλαφρώνεις ακόµη πιο ηδονικά! -Ας µην καθυστερούµε λοιπόν,γιατί νοιώθω να µού΄ρχεται καινούριο κύµα. Και µ’ένα συνοµωτικό χαµόγελο-και τέσσερα σκατωµένα µπούτια-το ζευγάρι µας διέσχισε το σαλόνι,άναψε τα εξωτερικά φώτα,και βγήκε στο µπαλκόνι,το µπαλκόνι µε τις δεκάδες γλάστρες και τις έξη υδρορροές.Ήταν έξη και τέταρτο,όµως ο ουρανός ήταν ακόµη µαύρος,γεµάτος αστέρια,και το κρύο τους χτύπησε κατάστηθα,ζαρώνο-ντας τις ρώγες της Ούρσα και την ψωλή του Πόρκους.Τα κρύα πλακάκια κάτω απ’τα γυµνά τους πόδια έκαναν την περαιτέρω αναµονή µαρτυρική.Έτσι ο Πόρκους,αφού στάθηκε στο πιο ψηλό σηµείο του µπαλκονιού,άπλωσε τον κώλο του πάνω στα κά-γκελα κι έριξε την πρώτη µερίδα,φωνάζοντας στις απέναντι πολυκατοικίες: -Ελπίζω να είστε στα µπαλκόνια και να µε βλέπετε,κουφάλες!Σας χέζω στα µούτρα. Η αλήθεια ήταν πως,αν εκείνη την ώρα κάποιος βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας,θα του έχεζε και κυριολεκτικά τα µούτρα,αφού οι αφράτες κουράδες του έπεσαν και σκόρπισαν ακριβώς µπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας.«Αύ-ριο το πρωί οι ιδιοκτήτες σκύλων της πολυκατοικίας θα πρέπει να λογοδοτήσουν σοβαρά στους υπόλοιπους ένοικους,» σκέφτηκε ο Πόρκους,θαυµάζοντας από ψηλά τα κατορθώµατά του.Όµως κι η Ούρσα δεν πήγαινε πίσω.Για την πρώτη δόση,είχε σκαρφαλώσει πάνω σε µια γλάστρα κι είχε στριµώξει κάθε εύπλαστο κωλοµέρι της ανάµεσα στα κάγκελα,ώστε η σούφρα της σηµάδευε το αποκάτω µπαλκόνι,και για την ακρίβεια µια γλάστρα µε λευκά τριαντάφυλλα που ήταν το καµάρι της ηλίθιας γεροντοκόρης που έµενε σ’αυτό το διαµέρισµα. -Αγαπάτε τη φύση!φώναξε η Ούρσα κι αµόλησε δυό κιλά λίπασµα πάνω στη µικρή,εύθραυστη τριανταφυλλιά,παρασέρνοντας τα περισσότερα κλαδιά της στο κε-νό,κι αφήνοντας µονάχα µερικά,τώρα πλέον καφετιά τριαντάφυλλα.Καθώς κατέβαινε απ’τη γλάστρα,γελούσε µε την καρδιά της στη σκέψη της αγάµητης γριάς,όταν θα άνοιγε το παράθυρο σε λίγες ώρες µε το ποτιστήρι στο χέρι και θα έβλεπε τα λουλού-δια της χεσµένα κι αποδεκατισµένα. Κι η γιορτή των κώλων τους συνεχίστηκε.Αφού λοιπόν έβαλαν σηµάδι και µαγάρισαν όλα τα γύρω µπαλκόνια,συµπεριλαµβανοµένου και του αποθανόντος δα-σκάλου-τα σκατά είναι πάντα ένα ωραίο ταφικό δώρο-συνέχισαν και µε την χλωρίδα του δικού τους µπαλκονιού,που άλλωστε φαινόταν ιδανική γι’αυτή την χρήση.Σκί-ζοντας δίχως περίσκεψη τα φύλλα των φύκων,σκουπίζαν τον κώλο τους µ’αυτά,κι έπειτα τα πετούσαν από το µπαλκόνι,όσο πιο µακριά µπορούσαν,µε την ελπίδα να πέ-σουν στα πιο ακριβά και καλογυαλισµένα αυτοκίνητα.Όταν οι γλάστρες µε τα µεγάλα

φυτά είχαν ξεπαστρευθεί,έχεσαν πάνω στο χώµα τους,για να εµποδίσουν µε τον τρό-πο αυτό κάθε ζωντανό οργανισµό να αναπτυχθεί εκεί,ενώ χρησιµοποίησαν τους δυό κάκτους σαν αγκαθωτά ρόπαλα,κυνηγώντας ο ένας τον άλλο για να ανταλλάξουν ξυ-λιές στον πισινό.Παράλληλα,είχαν ανοίξει το νερό,και κρατώντας το λάστιχο πότε ο ένας και πότε ο άλλος,αλληλοκαταβρέχονταν,ξέπλεναν τους κώλους τους-που ύστερα λέρωναν αµέσως-κι έστελναν τα σκατά από το πάτωµα του µπαλκονιού στις υδρορ-ροές,κι από εκεί στο πεζοδρόµιο της πολυκατοικίας.Τελικά τους σκύλους δεν θα τους γλύτωνε ούτε ο Θεός ο ίδιος. Σαν µαγική δε πηγή,που µεταµορφώνει αυτό που όλοι λατρεύουν σε αυτό που όλοι σιχαίνονται,τα σκατά τους διατηρούσαν στη µυρωδιά,την υφή και την αίσθηση τις ίδιες ιδιότητες που είχε και το φαγητό του οποίου αποτελούσαν έκκριµα,αφού άλ-λωστε έβγαιναν απ’το έντερο µε τη σειρά που είχαν φαγωθεί,όπως περίπου θα πρέπει να γίνεται κι η ταξινόµηση των ψυχών στον άλλο κόσµο.Έτσι,µετά τα πρώτα σκατά που ήταν υγρά,χάρη στο κρασί και το µαλακό κρέας των πρώτων πιάτων,ακολούθησε ένα κύµα καυτερής κόπρου,απότοκος της ινδικής σάλτσας,που τους πυρπόλησε τη σούφρα και τους έκανε να πέσουν κάτω και να χτυπούν τον κώλο τους στα βρεγµένα πλακάκια για να δροσιστούν.Τα σκατά απ’το επιδόρπιο βγήκαν µ’ένα γλυκό ξαλά-φρωµα,όπως γλυκό ήταν και το φάγωµα όσων τα γεννούσαν,ενώ έπειτα από µερικά λεπτά,και προς µεγάλη διασκέδασή τους,άρχισαν να χέζουν τα κουκούτσια από τα ροδάκινα του ποιητή,τα οποία είχαν φάει ολόκληρα.Σ’αυτό το σηµείο ο κώλος τους ηχούσε σαν ληστής µε το ένα χέρι,αυτό το διαβολικό µηχάνηµα των καζίνο,µονάχα σε µια απ’τις σπάνιες στιγµές κέρδους-πρώτα ακουγόταν µια πορδή,κι ύστερα,σαν τη βροχή των κερµάτων,στα πλακάκια του µπαλκονιού έπεφτε ένας χείµαρρος από κου-κούτσια.Ώσπου ξαφνικά… …συνέβη η πρώτη στιγµή αληθινής µαγείας σ’όλη τη βραδυά.Καθώς από τα σπλάχνα τους έφευγε η τροφή,καθώς µέσα στην βρεφική τους κτηνωδία απέβαλλαν αυτό που αποτελούσε τον πυρήνα της ύπαρξής τους,ο Πόρκους κι η Ούρσα µεταµορ-φώθηκαν,ή µάλλον εξαφανίστηκαν,και την θέση τους πήραν οι σιλουέττες δυό υπέρ-βαρων ανθρώπων,που όµως αποτελούνταν από καθαρή σκέψη,χωρίς πρόφαση,χωρίς καν τη λογική που ειδάλλως συγκροτεί την σκέψη,παρά µονάχα µε κεραυνοβόλους διαθέσεις που διαπερνούσαν το φαντασµάτινο κορµί τους όπως πρωτύτερα τα ρίγη της αφόδευσης.Κι η Ούρσα,διατηρώντας µέσα σ’αυτό τον υπο-υπαρκτό κυκλώνα µια κάποια οξυδέρκεια στην ανατοµία της πραγµατικότητας,όπως όλες οι γυναίκες-ίσως γιατί το µουνί βρίσκεται τόσο κοντά στον κώλο τους,προσφέροντας έτσι στους δυό πόλους κάθε φιλοσοφίας,τη δηµιουργία και την αποσύνθεση,µιαν εξαιρετικά βολική εγγύτητα-αποφάσισε για µιαν ακόµη φορά να φιλοσοφήσει.Άλλωστε,ήταν η τελευ-ταία ευκαιρία που είχαν πριν την ανατολή του ήλιου,που θα τους ανάγκαζε να κρυ-φτούν,όπως όλα τα φαντάσµατα,ως το επόµενο βράδυ και το επόµενο ολονύχτιο δεί-πνο.Έτσι,γυρίζοντας στο µέρος του συζύγου της,τον ρώτησε: -Δεν αισθάνεσαι σκλαβωµένος απ’το χέσιµο; -Ναι,της απάντησε εκείνος,αµολώντας µιαν ακόµη µερίδα αόρατων κοπράνων στο πάτωµα του µπαλκονιού,όµως είναι µια γλυκιά σκλαβιά. -Δεν εννοώ την ηδονή που νοιώθεις,τον διόρθωσε εκείνη. Είµαι σίγουρη πως νοιώθεις ηδονή καθώς χέζεις,όπως κι εγώ.Όµως δεν αναρωτήθηκες ποτέ µήπως όλα αυτά είναι ένα τέχνασµα,ένα τρύκ για να εκπληρώνουµε έναν σκοπό άλλον απ’την προσωπική µας ευχαρίστηση;

-Τί εννοείς; -Θέλω να πώ ότι,κοίτα-αν σταµατήσω να χέζω,θα αρρωστήσω,και δεν θα µπο-ρώ να ξαναφάω,ούτε να ζήσω για πολύ.Γι’αυτό το χέσιµο φτιάχτηκε έτσι που να µε ευχαριστεί,ώστε να χέζω τακτικά και να διατηρούµαι στην ζωή.Το ίδιο και το φαγητό που τόσο λατρεύοµε κι οι δυό-αν δεν ήταν νόστιµο,αν δεν µας πληµµύριζε µε ρίγη απολαυστικά κάθε βλωµός που ακουµπούσε στον ουρανίσκο µας,δεν θα είχαµε κανέ-να λόγο να τρώµε,και να κρατιόµαστε στη ζωή.Άρα,µήπως κι αυτό δεν είναι ένα θλι-βερό τέχνασµα,ένα κόλπο για να παραµένουµε ζωντανοί; -Μα δεν είναι κακό να είµαστε ζωντανοί,είπε ο Πόρκους. Μονάχα έτσι µπο-ρούµε να απολαµβάνουµε το φαγητό! -Ναι,δεν αντιλέγω-αλλά συγχρόνως δεν το βλέπεις;Είναι ένας εκβιασµός,ένας φριχτός εκβιασµός!Μένουµε στη ζωή,και νοµίζουµε ότι το κάνουµε µε την θέλησή µας,αλλά στην πραγµατικότητα το κάνουµε για να µην στερηθούµε την ηδονή.Η ζωή είναι το τίµηµα που πληρώνουµε για την απόλαυση,κι όχι η το αντίθετο!Ό,τι κι αν κά-νουµε,σ’όποιο άκρο κι αν φτάσουµε,όσο κι αν κυνηγήσουµε την ηδονή,η ζωή πάντα έρχεται πρώτη!Θα έπρεπε να µπορούµε να τρώµε όχι για χάρη κάποιας ανόητης βιο-λογικής ισορροπίας,που έτσι κι αλλιώς ανατρέπεται µε το παραµικρό,αλλά για την ί-δια την ευχαρίστηση του φαγητού.Να µην τρώµε για να ζούµε,ούτε να ζούµε για να τρώµε-αλλά να τρώµε για να τρώµε,και να χέζουµε για να χέζουµε. -Μα…µα εσύ προτείνεις να µην ζούµε! -Ακριβώς! -Τότε…τότε πώς θα απολαµβάνουµε;Με ποιές αισθήσεις; -Θα πρέπει να πετύχουµε κάποιου είδους κάθαρση,που να µην µας αναγκάζει να χρησιµοποιούµε τις αισθήσεις µας.Να γνωρίσουµε την πρωταρχική ηδονή. -Κι αν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο;Αν η ζωή,που λές ότι είναι άχρηστη σαν σκο-πός,δεν είναι τίποτε άλλο από διαδοχικές απολαύσεις; -Θα ήταν πολύ ωραίο αν ήταν αληθινό,είπε η Ούρσα µελαγχολικά. Αν ήταν έτσι,δεν θα υπήρχαν όρια στη δύναµη της κραιπάλης,δεν θα υπήρχε φόβος ή πόνος, και πάνω απ’όλα,δεν θα υπήρχε θάνατος.Ο θάνατος είναι η οριστική παύση στις δια-δοχικές απολαύσεις που αναφέρεις,κι ο Θεός η αέναη συνέχισή τους,ο λυτρωτής του ανθρώπου από τον θάνατο,όπως λένε µε άλλα λόγια οι θρησκείες.Όµως Θεός δεν υ-πάρχει,δυστυχώς για την καύλα και την αθανασία της.Η ηδονή,που λέω ότι µας χαρί-ζεται,δεν µας χαρίζεται κυριολεκτικά,από κάποιο ανώτερο πλάσµα,αλλά µας δίνεται παράλογα,κι άνισα µοιρασµένα,από ένα εξίσου άνισο και παράλογο παιχνίδι. Ο Πόρκους την κοίταξε µπερδεµένος,κι έπειτα από λίγο είπε: -Κι αν υπάρχει;Αν το ανώτερο ον έχει συγκεκριµένο πρόσωπο; -Τότε…σκέφτηκε για λίγο η Ούρσα,κι ύστερα πρόσθεσε απότοµα: «Τότε και πάλι είµαστε καταδικασµένοι.Γιατί αυτό σηµαίνει πως είµαστε στην υπηρεσία ενός άρχοντα που έχει χίλιες φορές περισσότερες ευκαιρίες να χορτάσει απ’ό,τι εµείς,που ενώ δεν νοιάζεται διόλου αν πεινάµε ή αν πεθαίνουµε,µας δελεάζει µόνο µ’ένα κόκ-καλο απ’όσα πραγµατικά διαθέτει.Κι ο άρχοντας αυτός,ο ευγενής στην υπηρεσία του οποίου δουλεύουµε σαν σκλάβοι,χωρίς ωστόσο σαφή προορισµό,αν και θά’πρεπε λό-γω της υψηλής του θέσης νά’χει κάποιον ανώτερο στόχο,δεν έχει καµµιάν άλλη αιτία ύπαρξης πέρα από την απόλαυσή του,απ’την σπατάλη της άπειρής του ενέργειας.Κι ωστόσο σε εµάς απαγορεύει να κάνουµε το ίδιο,περιορίζοντάς µας φριχτά µέσα σε µιαν αδύναµη,µικροσκοπική ύπαρξη,που έχει τις ίδιες µ’αυτόν βασανιστικές επιθυ-

µίες.Δεν σε κάνει να σκάς από την ζήλεια;» Ο Πόρκους,που είχε σταµατήσει να χέζει και την άκουγε εκστατικός,έγνεψε καταφατικά,γεµάτος θυµό. «Μακάρι να µπορού-σαµε να εξορίσουµε για πάντα αυτό τον αφέντη στους δαίµονες της κόλασης,ώστε να µην οφείλουµε να τον υπηρετούµε,ούτε να τον διασκεδάζουµε µε τα καµώµατά µας, και να ζούσαµε καθαρά για την απόλαυση,σε µιαν εξ’ορισµού αιώνια ζωή.Όµως αλ-λοίµονο!Πώς να εξορίσεις κάποιον που ίσως να µην υπάρχει;» Ο Πόρκους έµεινε για λίγο συνοφρυωµένος κι έπειτα,πιθανώς αντανακλώντας την σχεδόν άυλη κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει και οι δυό τους απ’τον ε-ξαγνισµό της αφόδευσης,ρώτησε ξανά: -Είσαι σίγουρη πως ο άρχοντας αυτός δεν υπάρχει; -Όχι,απάντησε µε ειλικρίνεια η Ούρσα. Είναι το πιο πιθανό,αλλά ποτέ δεν µπορείς να είσαι σίγουρος.Εξάλλου,είναι κουτό να ψάχνουµε το µεταφυσικό,αόρατο πρόσωπό του και να ανρωτιόµαστε για τα αισθήµατά του,την στιγµή που το βλέπουµε παντού γύρω µας,στα έµψυχα και τα άψυχα πλάσµατα. -Το βλέπουµε παντού;είπε γεµάτος έκπληξη ο Πόρκους. -Μα βέβαια,καλέ µου.Είναι η φύση.Κοίταξε γύρω σου-τα φυτά,το νερό,ο αέ-ρας,τα ίδια σου τα κόπρανα είναι όλα κοµµάτια της φύσης,αυτού του απρόσωπου άρ-ζοντα που τόσο φθονούµε.Τα πάντα,και πάνω απ’όλα,τα αστέρια. Ο Πόρκους σήκωσε το βλέµµα του και κοίταξε τον έναστρο ουρανό. -Γιατί τα αστέρια;ρώτησε. -Γιατί στο βάθος τους,ή τουλάχιστον σ’αυτό που βλέπουµε σαν βάθος τους, ξεκίνησε κάποτε όλη ετούτη η παράλογη χώνεψη,όλη η διαστροφή της φύσης.Κι εκεί εξακολουθεί,κατά κάποιο τρόπο,να βρίσκεται το βασίλειό της. -Το βασίλειό της,ε;Χµµ…είπε ο Πόρκους σκεφτικός,κι έπειτα από λίγο έσκυ-ψε και µάζεψε απ’τα πλακάκια δυό χούφτες σκατά. -Τί κάνεις εκεί;τον ρώτησε η Ούρσα. -Αν θέλεις να προσβάλεις κάποιον,της είπε,ο καλύτερος τρόπος είναι να του πετάξεις σκατά στα µούτρα.Κι όπως µου λές,ο αφέντης µας έχει τα µούτρα του εκεί ψηλά,στον ουρανό. -Μπορείς να το πείς κι έτσι. -Ε τότε τί περιµένεις;Έλα να του δώσουµε να καταλάβει,του παλιοκαργιόλη! Και µ’αυτά τα λόγια ο Πόρκους έριξε µε δύναµη τα σκατά που κρατούσε.Αν δεν θα έφταναν ποτέ στον ουράνιο προορισµό τους,δεν είχε σηµασία-σηµασία είχε η οργή,και η προσπάθεια που γεννιόταν από την οργή.Έτσι κι η Ούρσα,βγαίνοντας από το φιλοσοφικό κουκούλι της αµφιβολίας τον µιµήθηκε,κι άρπαξε από κάτω δυό µε-γάλες,διαλυµένες κουράδες.Καθώς σηµάδευαν µαζί τον προαιώνιο φταίχτη,ένα τρα-γούδι,µια εύθυµη άρια ξεπήδησε απ’τα χείλη τους ταυτόχρονα:

Θέλω ο ευγενής να γίνω Κι όχι πια να υπηρετώ Κι όχι να-υ-πη-ρε-τώ Όχι,όχι,όχι,όχι Κι όχι να υπηρετώ!

Και τα σκατά πετάξανε στα αστέρια.