Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

278

Transcript of Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Page 1: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης
www.princexml.com
Prince - Personal Edition
This document was created with Prince, a great way of getting web content onto paper.
Page 2: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Morning flight to the abyss ofEkati

A novel in Greek language

Published in electronic format by ErrikosKalyvas (www.errikos.gr) at Smashwords

Copyright 2005 Errikos Kalyvas

e-book version of 8/7/2011

This book is available also in print, pub-lished by "Iambos" (www.iambos.gr) and canbe ordered at most Greek bookstores and on-

line retailer web sites.

Cover image by Aimilios Barbatos

Smashwords Edition, License Notes

Page 3: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

This ebook is licensed for your personalenjoyment only. This ebook may not re-soldor given away to other people. If you wouldlike to share this book with another personplease purchase an additional copy for eachrecipient. If you're reading this book and didnot purchase it, or it was not purchased foryour use only, then please return to Smash-

words.com and purchase your own copy.Thank you for respecting the hard work of

this author.

Πρωινή πτήση στην άβυσσο τηςΕκάτης

Ένα μυθιστόρημα στην Ελληνικήγλώσσα

3/278

Page 4: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Εκδίδεται σε ηλεκτρονική μορφή απότον Ερρίκο Καλύβα (www.errikos.gr) στο

SmashwordsCopyright 2005 Ερρίκος Καλύβας

εκδοχή ηλεκτρονικής μορφής της 8/7/2011

Το βιβλίο αυτό είναι διαθέσιμο και σεεκτυπωμένη μορφή, από τις εκδόσεις"Ίαμβος" (www.iambos.gr) και είναι

διαθέσιμο από τα περισσότερα Ελληνικάβιβλιοπωλεία και διαδικτυακούς διανομείς.

Εικονογράφηση εξωφύλλου: ΑιμίλιοςΜπαρμπάτος

Άδεια Χρήσης της Smashwods έκδοσης

Για παρόν ηλεκτρονικό βιβλίο δίδεταιάδεια χρήσης για την προσωπική σας

απόλαυση μόνο. Το παρόν ηλεκτρονικό

4/278

Page 5: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βιβλίο δεν πρέπει να μεταπωλείται ή ναδίδεται σε τρίτα πρόσωπα. Εάν επιθυμείταινα μοιραστείτε το ηλεκτρονικό αυτό βιβλίο

με κάποιο τρίτο πρόσωπο παρακαλούμεόπως αγοράσετε ένα επιπλέον αντίγραφο

για κάθε αποδέκτη. Εάν διαβάζετε τοηλεκτρονικό αυτό βιβλίο και δεν το

αγοράσατε εσείς ή δεν αγοράστηκε απότρίτους για τη δική σας χρήση και μόνο τότεπαρακαλούμε όπως αγοράσετε το δικό σας

αντίγραφο από το Smashwords.com.Ευχαριστούμε που σέβεστε τη σκληρή

εργασία του συγγραφέα.

5/278

Page 7: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ι. Πρωινή πτήση στην άβυσσοτης Εκάτης

Εκείνο το πρωί... Εκείνο το όμορφο πρωινό,καλοκαιριάτικο, ίσως τα πράγματα να μην είχανκυλήσει έτσι, αν δεν είχαν πιει τόσο πολύ τοπροηγούμενο βράδυ. Άλλωστε, δεν ήτανσυνηθισμένοι στο ποτό, απλά ο Σίμος με τηΜάνια είχαν γιορτάσει τη δεύτερη επέτειο τουγάμου τους, οι δυο τους, με πολύ αγάπη και λίγοκρασάκι παραπάνω.

Τα πράγματα, λοιπόν, εκείνο το όμορφοπρωινό, θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθείδιαφορετικά, να είχαν ακολουθήσει τησυνηθισμένη ρουτίνα. Ο Σίμος θα σηκωνόταναπό το κρεβάτι, θα έπλενε τα δόντια του, θαετοιμαζόταν για το γραφείο...

Αντί αυτού, όμως, ο Σίμος ξύπνησε μ' έναφοβερό πονοκέφαλο. Προσπάθησε ναχαλαρώσει, όπως του είχαν μάθει στο μάθημαδιαλογισμού. Θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου

Page 8: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

του: "Ο διαλογισμός δεν είναι προνόμιο τωνανατολικών θρησκειών, αλλά ακόμα και οιαρχαίοι Έλληνες διαλογίζονταν. Στο ΤροφώνιοΆνδρο, στη Λιβαδειά, οι πιστοί έμπαιναντελετουργικά στον υπόγειο χώρο του ιερού,κρατώντας γλυκά, ζυμωμένα με μέλι καιδιαλογίζονταν για ώρες. Ο Τίμαρχος είχε μείνειπάνω από μία ημέρα στο υπόγειο ιερό τουΤροφωνίου και είχε μια περίεργη εμπειρία. Τουείχε φανεί ότι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλικαι σαν ν' άνοιξαν οι ραφές του κρανίου του καιη ψυχή του βγήκε έξω από το σώμα του.Κοιτάζοντας προς τα πάνω δεν είχε δει πουθενάτη γη, αλλά είχε δει σφαιρικά νησιά, πλανήτεςμάλλον".

Ο Σίμος μπορεί να ήταν ξαπλωμένος στοκρεβάτι του και όχι σε κανένα αρχαιοελληνικόιερό, εκείνο όμως το πρωινό κατάλαβε τιεννοούσε ο Τίμαρχος. Ένιωσε, χωρίς να τοπεριμένει, το πνεύμα του να περνάει μέσα από τιςραφές του κρανίου του. Όπως ένα υπόγειο ρυάκι

8/278

Page 9: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βρίσκει το δρόμο του μέσα από σχισμές βράχων,έτσι και ο Σίμος ένιωσε να χύνεται, προς τα πάνωόμως, αβίαστα και μαλακά, σαν να ήταν το πιοφυσικό πράγμα του κόσμου. Πολύ γρήγοραβγήκε από το ταβάνι και ανέβηκε ψηλά, χωρίς ναγυρίσει ούτε μια στιγμή να κοιτάξει προς ταπίσω. Και γιατί να κοιτάξει; Ήταν επιτέλουςελεύθερος να χορεύει και στροβιλιζόταν χωρίς ναζαλίζεται, χωρίς να νιώθει τίποτα άλλο από μιαμεθυσμένη ελευθερία. Δεν ήθελε πια τίποτα άλλοαπό το να φύγει από τη φυλακή της πραγματικήςτου υπόστασης, γιατί ο Σίμος δεν ήταν πια παράφως.

Περίεργο όμως! Αν και ήταν φως, η πορείαπου ακολουθούσε τον οδηγούσε προς τηναντίθετη κατεύθυνση. Βρισκόταν τώρα κοντάστο σκοτάδι. Το σούρουπο φάνηκε ελάχιστο καιη νύχτα έπεσε βαθιά στον κώνο σκιάς πουσχηματίζεται πίσω από τη σελήνη. Δεν έβλεπετίποτα, παρά μόνο πηχτό σκοτάδι. Τρόμαξε.Θυμήθηκε που κάποτε είχε προσπαθήσει νακολυμπήσει ως ένα μικρό νησάκι μακριά από την

9/278

Page 10: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παραλία. Στην αρχή είχε κολυμπήσει γρήγορακαι αποφασιστικά, χωρίς να νοιάζεται για τοβάθος. Κάποια στιγμή, όμως, και ενώ είχεπεράσει το μέσο της διαδρομής, κοίταξε προς τοβυθό. Ένιωσε να παγώνει μια και δεν μπορούσεπια να διακρίνει τον πάτο. Έβλεπε μόνο τυχαίεςακτίνες φωτός να διαχέονται μέσα στο βαθύσκοτάδι. Κάτι τον ρουφούσε, αλλά αυτός δεμπορούσε να το επιτρέψει αυτό κι έτσι τογρήγορο κολύμπι του μετατράπηκε σεπανικόβλητο.

Τώρα, ένιωθε όμως πολύ χειρότερα. Όχιμόνο το σκοτάδι ήταν απόλυτο, αλλά ήταν καιυποχρεωμένος να ταξιδεύει και προς το βάθοςτου σκοταδιού, σαν να είχε δηλαδή τότεκολυμπήσει προς τον πάτο και όχι προς το νησί.Νόμισε ότι το είχε ελέγξει, μέχρι που ξαφνικάσυνειδητοποίησε που βρισκόταν.

«Η άβυσσος της Εκάτης», ούρλιαξε μεαπόγνωση, ανατριχιάζοντας σε όλο του το σώμα,χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς το νόημα τωνλέξεων.

10/278

Page 11: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Άκουσε άλλες κραυγές, ή μήπως ήταν η ηχώτης σκέψης του, να γεμίζουν την άβυσσο.

«Η Στύγα», άκουσε μια άλλη φωνή να κλαίειπαραδομένη.

«Η Στύγα!»Στα σκοτεινά βάθη, μέσα σε μια

παραφροσύνη ήχου και σκιάς, νόμισε τελικά πωςείδε τον πάτο. Ήταν η Σελήνη, κι εκεί στησκοτεινή πλευρά της, στα Πεδία τηςΠερσεφόνης, μέσα σε μια σκιερή κοιλάδα έναχιλιόχρονο παλάτι.

Ωστόσο, ο Σίμος δεν ήξερε τίποτα για ταΠεδία και το παλάτι της Περσεφόνης μια καιαυτά βρίσκονταν στην πίσω μεριά της Σελήνης,που δεν κοιτάει ποτέ προς τη γη. Τα μάτια τουείχαν αρχίσει να συνηθίζουν το σκοτάδι, "όχι καιτόσο βαθύ τελικά", σκέφτηκε, αν και το σώματου τουρτούριζε ακόμα από το συναισθηματικόκρύο και την άγρια μοναξιά του σκοτεινούσεληνιακού τοπίου. Ήταν πράγματι άγριο τοτοπίο, τόσο μοναχικό και όχι τελείως σκοτεινό,καθώς το φως των αστεριών το φώτιζε ψυχρά,

11/278

Page 12: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δημιουργώντας τρομακτικές σκιές πίσω από τουςβράχους και τους λοφίσκους, σίγουρα λημέριαεξωγήινων τεράτων και αποκεφαλισμένωνκάτωχρων φαντασμάτων. Ήταν λίγο σαν ναβρίσκεται στο βυθό μιας νεκρής θάλασσας, όπουτο θύμα δεν συνειδητοποιεί τον κίνδυνο, παράμόνο την τελευταία στιγμή.

Ένιωσε να συνέρχεται κάπως από τονανείπωτο τρόμο που είχε νιώσει. Βρισκόταντώρα στην όχθη ενός ποταμού, αρκετά φαρδύκαι, αν και μπορούσε να δει αχνά την απέναντιπλευρά του, αυτή φαινόταν να χάνεται μέσα σεμια αλλόκοτη ομίχλη. Πλησίασε κι έσκυψε στηνκοίτη. Το νερό έτρεχε γρήγορα, μαύρο καιπαχύρευστο, με μικρές δίνες. Ακολούθησε τηνκοίτη του ποταμού, όταν μετά από λίγο οποταμός άρχισε να φαρδαίνει μέσα σε μιακατάμαυρη λίμνη. Συνέχισε να προχωράει,ακολουθώντας την όχθη της λίμνης,ανεβαίνοντας ένα χαμηλό λόφο. Έφτασε στηνκορφή και κάθισε σ' ένα βράχο να ξαποστάσεικαι να παρατηρήσει το τοπίο γύρω του. Είδε

12/278

Page 13: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

λοιπόν τη λίμνη, μεγάλη και στρογγυλή, με τιςομιχλώδεις αντίκρυ όχθες της, με μαύρα σχεδόνστάσιμα νερά.

Εκεί που χάζευε το περίεργο αυτό θέαμα, ανκαι όχι τελείως ευχάριστο, χωρίς να νιώθει όμωςτον παραμικρό φόβο για το ότι είχε βγει από τοσώμα του, χωρίς να αναρωτιέται για το τιγυρεύουν τα ποτάμια και οι λίμνες στη σελήνηπου, από όσο γνώριζε, δεν είχε νερό ούτε γιαδείγμα, χωρίς να νοιάζεται για το κατάμαυροπηχτό νερό ή την ομίχλη και το σκοτάδι, τότεείδε κάτι που πραγματικά τον τρόμαξε. Εκεί, εκείστην όχθη της λίμνης, εκεί σχεδόν από κάτω του,είδε μια σκιά να κινείται κοντά στην όχθη. Όχι,δεν ήταν μία σκιά, ήταν δύο. Η πρώτη του σκέψηήταν να κρυφτεί. Δεν πρόλαβε όμως, καθώς πρινπρολάβει να το ξανασκεφτεί, άκουσε μια φωνή:

«Ε! Εσύ! Πού βρέθηκες εκεί πάνω μόνοςσου; Κατέβα κάτω».

Ένιωσε το σώμα του να αναρριγεί.Σηκώθηκε και προς στιγμή κοίταξε προς τηνάλλη πλευρά του λόφου, ψάχνοντας ένα δρόμο

13/278

Page 14: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

διαφυγής. Σκύβοντας προς τα κει είδε κάτι ακόμαπιο παράδοξο. Ένας γεράκος, με άσπρα μαλλιάκαι φαλάκρα, καμπούρης και σκυμμένος από τοβάρος των χρόνων, κοκαλιάρης και ρακένδυτος,κύλαγε ένα τεράστιο λιθάρι προς την κορυφή τουλόφου.

«Σε παρακαλώ», είπε με τρεμάμενη φωνή,«βοήθησέ με».

Ο Σίμος τον κοίταξε με οίκτο. Για μιαστιγμή μόνο κοντοστάθηκε, αλλά αμέσως μετάέτρεξε να τον βοηθήσει και άρχισε να σπρώχνειτο λιθάρι μαζί του προς την κορυφή του λόφου.

«Σ' ευχαριστώ», μουρμούρισε ο γέρος μεευγνωμοσύνη.

«Ε! Εσύ εκεί πάνω», επανέλαβε η φωνή απότην όχθη, «κατέβα σου λέω! Δεν ξέρεις ότιαπαγορεύεται να είσαι εκεί!»

Ο Σίμος αποφάσισε ότι δεν είχε άλληεπιλογή από το να υπακούσει. Άφησε το λιθάρι,το οποίο άρχισε να κυλάει στην πλαγιά μεταχύτητα, με το γέρο να τρέχει ξοπίσω του, καιάρχισε να κατεβαίνει προς την όχθη της λίμνης...

14/278

Page 15: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Σίμος πλησίασε τις δύο σκιές. Το αγόριφορούσε κοντό χιτώνιο και σανδάλια με όμορφεςαγκράφες. Ήταν όμορφο, γεμάτο ζωντάνια καιδεν έμοιαζε να είναι πάνω από 15 ή 16 χρόνων.Θα το νόμιζε μάλιστα κανείς μικρότερο, λόγωτου κοντού του αναστήματος, αν το βλέμμα τουδε φανέρωνε ότι δεν ήταν πια παιδί, αλλά μάλλονέφηβος. Χαμογελούσε και του έγνεφε ναπλησιάσει.

Δίπλα στο αγόρι, βρισκόταν αμίλητος έναςάντρας με μακριά σκούρα σγουρά μαλλιά καιγενειάδα. Φορούσε ένα φτωχικό χιτώνα και απλάφθαρμένα δερμάτινα σανδάλια. Ο άντρας γύρισεπρος τη μεριά του και τον κοίταξε, χωρίς να πειλέξη. Ο Σίμος σάστισε, πήρε το βλέμμα του απότο παιδί και κοίταξε καλά τον άντρα. Ήταν πολύαδύνατος, αρκετά κοντός και αυτός και τοπρόσωπό του ακτινοβολούσε μ' ένα περίεργοφως, ένα φως που δεν ταίριαζε σ' ένα τέτοιοσκοτεινό σεληνιακό τοπίο, "...ανκαι τίποτα δενταιριάζει εδώ..." σκέφτηκε. Δεν μπόρεσε να μην

15/278

Page 16: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

προσέξει τα γαλαζοπράσινα μάτια του άντρα. Ταείδε στιγμιαία! Ήταν τόσο ήρεμα και καθάρια,σαν να συγκέντρωναν αιώνες σοφίας.

Ο Σίμος γύρισε και πάλι προς το αγόρι."Καλά, πού βρισκόμαι", ήταν έτοιμος ναρωτήσει, όταν το αγόρι γύρισε προς την πλευράτης λίμνης και δείχνοντας κάτι είπε:

«Νάτος, ήρθε επιτέλους. Γεια σου γέρο, έλα,σε περιμένουμε μια αιωνιότητα, βαρεθήκαμε νακόβουμε βόλτες πέρα - δώθε».

Η βαρκούλα ακούμπησε απαλά στην όχθη.Το αγόρι έκανε νόημα στο Σίμο και στον άνδρανα επιβιβαστούν. Μπήκαν και κάθισαν όπωςμπορούσαν στο μικρό, άβολο μονόξυλο. Οβαρκάρης κοίταξε πρώτα τους επιβάτες και μετάτο αγόρι.

«Και το εισιτήριο;» ρώτησε τελικάθυμωμένα, όταν δεν είδε καμία κίνηση, σαν ναήξερε ήδη την απάντηση.

Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους καιαποκρίθηκε:

16/278

Page 17: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Αφού τα έχουμε ξαναπεί αυτά, ο κόσμοςδεν είναι αυτός που ήταν... »

Ο βαρκάρης δεν απάντησε, μόνο έσπρωξε μετο κουπί του την όχθη και η βάρκα βρέθηκε ναπλέει μέσα στο μαύρο νερό. Η νύχτα είχε γίνειξαφνικά σχεδόν όμορφη μια και η γη είχεξεπροβάλλει κι ένα γλυκό γαιόφως απάλυνε τημαυρίλα του σεληνιακού τοπίου. "Αν είμαστεστη γη", σκέφτηκε ο Σίμος κάτω από απαλόγαλαζωπό φως, "θαλέγαμε ότι έχει πανσέληνο".Απ' ότι φαίνεται, όμως, δεν ήταν ο μοναδικόςπου ένιωσε τον παράξενο ρομαντισμό τηςστιγμής μια και ο βαρκάρης ακούμπησε το κουπίκαι, αφήνοντας το ρεύμα να οδηγήσει απαλά τοβαρκάκι, έπιασε το μαντολίνο του, χαϊδεύονταςτη μαγική νύχτα:

"Ο έρωτας μια φορά μου χτύπησε την πόρταένα βράδυ κρύο, σκοτεινόη βάρκα μου γεμάτη από βότανα και χόρταπαραγγελιά του βασιλιά της σκιάς.

17/278

Page 18: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Έτοιμος να φύγω ήμουνα απέναντι γιαβόλτα

λυγερή ξάφνου εφάνη στο γιαλόέκατσε πάνω στα βότανα, στα χόρταπαραγγελιά του βασιλιά της σκιάς.

Τότε, και όταν το γαιόφως φώτισε τη νύχταμέσα στο γαλάζιο φωτεινότο λευκό της ψυχο-σώμα αγάπησα πάνω στα

χόρταπαραγγελιά του βασιλιά της σκιάς".

Ο Σίμος και ο άνδρας δε μιλούσαν, άλλωστετι να πουν. Ο πόνος στην παράξενα γλυκιά φωνήτου γεροβαρκάρη, τους είχε μαγνητίσει. "Πόσοςπόνος μπορεί να κρύβεται μια νύχτα σαν κι αυτήστο φεγγάρι, κάτω από το γλυκό γαιόφως",σκέφτηκε ο Σίμος, "άραγε τα ερωτευμέναζευγάρια που κοιτάνε το φεγγάρι καιαναστενάζουν στο απαλό του φως, γνωρίζουν ότιαλλόκοτα ζευγάρια μπορεί ν' αναστενάζουν τηνίδια στιγμή κάτω από το φως της γης;"

18/278

Page 19: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο βαρκάρης άφησε το μαντολίνο κι έπιασεκαι πάλι το μακρύ κουπί, το οποίο κάρφωσε στοναμμώδη βυθό για να ανακόψει την πορεία τηςβάρκας. Η βάρκα σταμάτησε απότομα,γυρνώντας παράλληλα προς την όχθη και οιεπιβάτες κατέβηκαν. Τι κρύα που ήταν η άμμος!Ο Σίμος παρακολούθησε το βαρκάρη να φεύγει,κάνοντας μεγάλες κινήσεις με το μακρύ τουκουπί, μέχρι που αυτός χάθηκε μέσα στηνομίχλη, και τότε άκουσε και πάλι τη μελαγχολικήμελωδία, μια μελωδία που προϊδέαζε ότι όλαείχαν χαθεί, για πάντα. Άκουσε και τη φωνή τουβαρκάρη: «...Παραγγελιά του βασιλιά τηςσκιάς... » φώναζε, ροκάροντας κάτω από τοαπαλό φως.

Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. «Πάμε», είπεο άντρας.

Άρχισαν να προχωρούν ο ένας δίπλα στονάλλο. Ο Σίμος δεν είχε την παραμικρή ιδέα γιατο πού πηγαίνανε, ούτε καν αν ο σύντροφός τουήξερε. Μπροστά τους, και όσο τους επέτρεπε τοημίφως να δουν, απλωνόταν η έρημος, επίπεδη,

19/278

Page 20: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να σπάει τη μονοτονία,εκτός από διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους μεκίτρινα λουλουδάκια. "Ασφόδελοι στη σελήνη!",σκέφτηκε με έκπληξη, λες και όλα τα υπόλοιπαπου είχε συναντήσει ήταν φυσιολογικά.

«Φτάνουμε», είπε τελικά ο άνδρας,δείχνοντας ίσια μπροστά.

Και πράγματι, το τοπίο άλλαζε. Στο βάθοςτου οπτικού τους πεδίου, ο Σίμος μπορούσε ναδακρίνει μια χαμηλή οροσειρά. Κοντά στοφυσικό αυτό όριο υπήρχαν αρκετά δέντρα, όχιακριβώς δάσος, αλλά δέντρα διάσπαρτα, αν καιαρκετά πυκνά. "Φτάνουμε πού;" σκέφτηκε, χωρίςνα σταματήσει να περπατάει.

Η πρώτη σκέψη του όταν έφτασε στην όασηήταν η δίψα. Διψούσε διαβολεμένα, καιγότανεσαν να μην είχε ποτέ πιει νερό. Κάπου πρέπει ναυπήρχε νερό με τόσα δέντρα γύρω του,κυπαρίσσια και λεύκες. "Οι λεύκες χρειάζονταιπολύ νερό", σκέφτηκε. Λίγο πιο πέρα υπήρχε έναπερίεργο δέντρο, που ξεχώριζε από τα υπόλοιπα,

20/278

Page 21: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

καθώς έμοιαζε με άσπρο κυπαρίσσι και πλάι τουμια πηγή. Ο άντρας με τα γαλαζοπράσινα μάτιαακολούθησε τη ματιά του Σίμου και πρόλαβεμόνο να πει μια λέξη:

«Μη...»Ήταν πολύ αργά όμως, καθώς ο Σίμος είχε

είδη διανύσει τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν απότην πηγή, είχε σκύψει και είχε πιει από αυτό πουτου έμοιαζε γάργαρο και καθάριο νερό τηςπηγής. Αφού ξεδίψασε, σηκώθηκε και κοίταξεγύρω του. Έμοιαζε σαν χαμένος.

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του καισυνέχισε προς μια μικρή λιμνούλα με καθάριονερό και δίπλα μια πηγούλα. Μερικοί στρατιώτεςτη φύλαγαν και μόλις ο άντρας πλησίασε εκείνοιτου έκλεισαν το δρόμο με τα δόρατά τους.Εκείνος σταμάτησε μπροστά στα αιχμηράδόρατα και τους είπε θαρρετά:

«Είμαι παιδί της Γης και του Ουρανού.Όπως, όμως, γνωρίζετε κι εσείς η γενιά μου είναιμόνο από τον ουρανό. Διψάω πολύ, καίγομαι,

21/278

Page 22: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δώστε μου παρακαλώ να πιω λίγο δροσερόνεράκι».

Τότε οι φρουροί παραμέρησαν και ο άντραςέσκυψε και ξεδίψασε.

Ο Σίμος στεκόταν δίπλα σε μια πύλη. Έναπαιχνιδιάρικο κουτάβι χοροπηδούσε δίπλα του.Έσκυψε και του χάιδεψε το κεφάλι, ενώ εκείνοτού ανταπέδωσε τα χάδια, γλείφοντάς του τοχέρι. Κοίταξε τη σκοτεινή είσοδο, χωρίς ναμπορεί να διακρίνει κάτι μέσα. Δε θυμόταντίποτα. Ούτε ποιος ήταν, ούτε τι γύρευε σ'εκείνον τον παράξενο τόπο. Έξυσε το κεφάλι τουκαι αποφάσισε ότι το μόνο που του έμενε ήταννα περάσει το κατώφλι του σκοτεινού κόσμουπου ξανοιγόταν μπροστά του. Το κουταβάκιτριβόταν στα πόδια του και χοροπηδούσε γύρωτου. Ο Σίμος χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, κάτωαπό το βλέμμα του άντρα με τα γαλαζοπράσιναμάτια.

Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο πίσω απότην πύλη, ενώ μια άσχημη μυρωδιά ακάθαρτουζώου τού χτύπησε αμέσως τα ρουθούνια.

22/278

Page 23: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Στάθηκε ακίνητος, προσπαθώντας να συνηθίσεικάπως στο απόλυτο σκοτάδι. Μπροστά τουφαντάστηκε μια απέραντη έκταση, σκοτάδι καιομίχλη παντού. Κρύωνε. Ίσως και ναζεσταινόταν. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, ηθερμοκρασία δεν ήταν ιδανική και η απαίσιαμυρωδιά σαπισμένου κρέατος παντού. Τότεάκουσε ένα βαρύ φτεροκόπημα, τον ήχο από τιςφτερούγες ενός μεγάλου πουλιού. Πράγματι,αμέσως προσγειώθηκε μπροστά του με πολύθόρυβο και σηκώνοντας σκόνη ένα τεράστιοπουλί με ανθρώπινο κεφάλι.

Σκέφτηκε να τρέξει προς την έξοδο, προςτην πύλη απ' όπου είχε μπει λίγο νωρίτερα.Γύρισε την πλάτη του στο ανθρωπόμορφο θηρίοκαι με δύο δρασκελιές έφτασε στην πύλη. Δενπρόλαβε, όμως, να τη διασχίσει, καθώς μπροστάτου εμφανίστηκε ένας τεράστιος κάτασπροςσκύλος, που του έκλεισε το δρόμο. Δεχρειάστηκε να γαυγίσει, έσκυψε λίγο μόνο,φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο πρόσωποτου Σίμου. Το κεφάλι του ήταν τεράστιο και το

23/278

Page 24: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

μάτι του όσο μια σφιγμένη γροθιά. Ο Σίμος, πριναποφασίσει ότι τελικά προτιμούσε την παρέα τηςΆρπυιας, πρόλαβε να δει ένα μισάνοιχτο στόμαμε τεράστιους κυνόδοντες, από το οποίο έσταζεπηχτό σάλιο. Τότε ένιωσε κάτι να τον γραπώνειδυνατά από τα ρούχα και να τον σηκώνει από τοέδαφος.

Ταξίδευαν τώρα λίγο πάνω από το έδαφος,χωρίς να μπορεί να διακρίνει κάποιο σημάδιουρανού. Το πουλί, αν μπορούσε ν' αποκαλέσειέτσι την ανθρωπόμορφη Άρπυια, πετούσε μεμικρή ταχύτητα, κουνώντας αργά τα τεράστιαφτερά της. Ο Σίμος μπορούσε να διακρίνει σεμερικά σημεία το έδαφος μέσα στην πυκνήομίχλη, το οποίο έμοιαζε γενικά γυμνό, μεεξαίρεση χαμηλούς θάμνους. Κάποιες στιγμέςνόμισε ότι άκουσε ψιθύρους και ότι είδε σκιές,αλλά δε θα μπορούσε να το πει με σιγουριά. Τομόνο σίγουρο ήταν ότι το πουλί που τον είχεαρπάξει δεν ήταν το μοναδικό, αφού αρκετέςφορές άκουσε ένα μεταλλικό κράξιμο κοντά του,

24/278

Page 25: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

στο οποίο απαντούσε η Άρπυια με τον ίδιοακριβώς τρόπο.

Η αλήθεια είναι μία: ο Σίμος θα είχετρομάξει πολύ, αν μπορούσε να θυμηθείοτιδήποτε από την προηγούμενη ζωή του, ανμπορούσε να θυμηθεί το πώς είχε καταλήξει σεαυτόν τον περίεργο βαλτώδη βρωμερό τόπο, στανύχια ενός ανθρωπόμορφου, μυθικού τέρατος.Όμως, δεν είχε καμιά αίσθηση του τι συνέβαινε.Αντιμετώπιζε την όλη κατάσταση πολύ ήρεμα,όπως κάποιος που ονειρεύεται. Δεν τονενοχλούσε ούτε το "πτηνό", ούτε η ομίχλη και οισκιές. Απλά, θα ήθελε να προσγειωθούν και ναξεκουραστεί λίγο.

Και όντως, σαν να εισάκουσε κάποιος τηνευχή του, το πουλί προσγειώθηκε σ' ένα μεγάλοπλάτωμα, ένα λόφο μέσα στην ατελείωτηπεδιάδα. Ο Σίμος αφέθηκε να σκάσει στο έδαφοςκι έφαγε μερικές τούμπες πριν σταματήσει.Ανασηκώθηκε και είδε το περίεργο "πτηνό" λίγοπιο πέρα. Είχε προλάβει να χώσει το κεφάλι του

25/278

Page 26: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κάτω από τις φτερούγες του και, απ' ότι φαίνεται,κοιμόταν.

Σηκώθηκε και άρχισε να εξερευνά τοπλάτωμα. Έμοιαζε να είναι ακριβώς όπως και ηυπόλοιπη ατελείωτη πεδιάδα, έδαφος μαλακό μεμια βαλτώδη αίσθηση, γεμάτο με χαμηλούςθάμνους με κίτρινα λουλούδια. "Ασφόδελοι",γέλασε, αλλά δεν μπορούσε φυσικά να θυμηθεί τιτου θύμιζαν. Πλησίασε στην άκρη του λόφου. Τοπλάτωμα κατέληγε απότομα σ' ένα γκρεμό, αλλάη ομίχλη ήταν πολύ πυκνή γύρω του και δεμπορούσε να καταλάβει τι υπήρχε από κάτω του.Συνέχισε ν' ακούει μόνο κάτι σαν ψίθυρο.

Γύρισε και πλησίασε προς το κοιμισμένοθηρίο. Το φτέρωμά του ήταν βασικά γκρίζο,αλλά έμοιαζε έτσι κι αλλιώς λερωμένο. Τα πόδιατου "πτηνού" είχαν νύχια γαμψά και μαύρα, θαέλεγε κανείς μεταλλικά. Άκουσε ένα κράξιμοαπό κάπου ψηλά. Το "πτηνό" έβγαλε το φρικτότου κεφάλι κάτω από τις φτερούγες του και τονκοίταξε. Φρικτό; Όχι, περίεργο, το κεφάλι τηςΆρπυιας ήταν ένα πολύ όμορφο γυναικείο

26/278

Page 27: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κεφάλι με πολλές όμορφες πλεκτές κοτσίδες ναδένουν όλες μαζί πίσω. Ο Σίμος ένιωσε σχεδόντην ανάγκη να τη φιλήσει.

Η Άρπυια ανοιγόκλεισε τα όμορφα γαλανάτης μάτια πολλές φορές. Ο Σίμος πρόσεξεκαλύτερα για να συνειδητοποιήσει ότι κάτι είχεμπει μέσα στο αριστερό της μάτι, κάτι σαν μικρόφύλλο ή κοτσάνι ή κάτι τέτοιο. Η Άρπυια, ανείχε χέρια, θα μπορούσε πολύ εύκολα να τοβγάλει, μια και φανερά την ενοχλούσε. Σήκωσετο χέρι του και το πλησίασε στο κεφάλι της.Εκείνη, σαν να διαισθάνθηκε την καλή πρόθεσήτου, κάθισε ακίνητη και έτσι εκείνος κατάφερεεύκολα να βγάλει το μικρό κοτσάνι από το μάτιτης. Τον κοίταξε στιγμιαία, ευχαριστώντας τοννοερά, όπως τουλάχιστον νόμισε εκείνος, πριντον αρπάξει πάλι με τα δυνατά της πόδια καιαπογειωθούν μ' ένα κράξιμο, από το λοφίσκο.

Η πτήση πάνω από την ατελείωτη πεδιάδασυνεχίστηκε, όπως και προηγουμένως. Θα πρέπεινα είχαν περάσει αρκετές μονότονες ώρες, ότανστο βάθος μπροστά τους φάνηκε ένας ορεινός

27/278

Page 28: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

όγκος που φύτρωνε απότομα στην κατά τ' άλλαεπίπεδη πεδιάδα. Καθώς πλησίαζαν, ο Σίμοςπαρατήρησε ότι το βουνό ήταν απροσδιορίστουύψους, μια και η κορυφή του χανόταν στοσκοτάδι, ενώ ήταν ξεκάθαρα ζωσμένο από κάτισαν δρόμο. Λίγο αργότερα η Άρπυια τον άφηνενα πέσει σ' ένα μικρό πλάτωμα του απότομουβουνού.

Το σώμα του προσγειώθηκε απότομα στοπλάτωμα και παραλίγο να πέσει στο κενό.Αμέσως, σηκώθηκε και παρατήρησε την Άρπυιανα χάνεται από το οπτικό του πεδίο. Προσπάθησενα οργανώσει τη σκέψη του, προσπάθησε ναθυμηθεί κάτι, αλλά μάταια. Το καλό ήταν ότι είχεβρεθεί και πάλι σε μια κατάσταση, στην οποίαδεν υπήρχαν επιλογές. Βρισκόταν σ' έναπλάτωμα, σ' ένα απότομο βουνό, αρκετά ψηλάαπό την πεδιάδα, καθώς το μόνο που μπορούσενα διακρίνει κάτω ήταν ομίχλη και σκοτάδι. Απότο πλάτωμα αυτό ξεκινούσε ένας στενόςανηφορικός δρόμος, πέτρινα σκαλοπάτια,σκαλισμένα πάνω στο βράχο. Δεν υπήρχε

28/278

Page 29: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κανένας φανερός τρόπος για να κατέβει κανείςπρος τα κάτω με ασφάλεια, τουλάχιστον για ένασώμα του γήινου κόσμου. Ένα σώμα σαν τουΣίμου όμως; Τι νόμους άραγε ν' ακολουθούσε σεαυτά τα περίεργα Πεδία;

Ο Σίμος δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι οινόμοι του Σύμπαντος ίσως να μην ήταν πια οιίδιοι γι' αυτόν; Τι θα είχε κάνει άραγε, ανθυμόταν ότι δεν ήταν παρά μια ψυχή που είχεαφήσει το σώμα της πριν από μερικές ώρες ήχρόνια ή αιώνες ή... Ωστόσο, δε θυμόταν τίποτακι έκρινε ότι το μόνο που είχε να κάνει ήταν ν'ανέβει προς τα πάνω, ακολουθώντας την πέτρινησκάλα. Στην αρχή της σκάλας, δεξιά καιαριστερά, ήταν σκαλισμένες στο βράχο δύοανθρώπινες νεκροκεφαλές. Δεν έδωσε σημασίακαι ξεκίνησε την ανάβαση.

Είχε περάσει ήδη αρκετή ώρα που ανέβαινε,ακολουθώντας τα πέτρινα σκαλοπάτια,φέρνοντας ήδη αρκετές φορές βόλτα το απότομοβουνό, όταν συνειδητοποίησε ότι οι συνθήκεςήταν φανερά καλύτερες όσο ανέβαινε. Πρώτον,

29/278

Page 30: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

μπορούσε ν' αναπνέει καλύτερα μια και είχεεξαφανιστεί αυτή η φρικτή μυρωδιά σαπίλας, τηνοποία, αν και είχε συνηθίσει, δεν του έλειπεκαθόλου. Μετά, υπήρχε κάποιο φως, αν καιαμυδρό, που φώτιζε το χώρο γύρω του, ενώ ηομίχλη είχε διαλυθεί αρκετά, σε σημείο πουμπορούσε να δει κάποιες από τις κορυφές τουβουνού. Μετά την τελευταία στροφή είδε τοπαλάτι, τεράστιο, μεγαλοπρεπές.

Στεκόταν πια μπροστά στα πλατύσκαλα πουοδηγούσαν στην κεντρική είσοδο του παλατιού.Στάθηκε, με κομμένη την ανάσα μπροστά στηνείσοδο, αρκετά μέτρα ψηλή, με μεταλλικάτετράγωνα να τη στολίζουν, χωρίς καμίαπιθανότητα να φτάνει να χτυπήσει το στρογγυλόθυροκύμβαλο. Πριν προλάβει ν' αναρωτηθεί τιθα έκανε, η πόρτα άνοιξε μόνη της. "Κάποιος μεπεριμένει", σκέφτηκε και μπήκε μέσα.

Το εσωτερικό του παλατιού ήταν απλό, αλλάεπιβλητικό και αρκετά φωτεινό. Η κεντρικήαίθουσα ήταν εξαιρετικά ψηλοτάβανη, ενώ μιαφαρδιά σκάλα στο βάθος οδηγούσε προς τα

30/278

Page 31: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πάνω. Στο κέντρο της αίθουσας υπήρχε έναμεγάλο στρογγυλό ψηφιδωτό που εικόνιζε ένανκόκορα να κρατά στο ράμφος του μερικάστάχυα, ενώ η όλη σύνθεση πλαισιωνόταν απόμαίανδρους.

"Άχρονα", σκέφτηκε ο Σίμος, "αιώνια καιόμως τόσο καινούρια είναι όλα αυτά", εννοώνταςτόσο το ψηφιδωτό, όσο και το τεράστιο πέτρινοκτίριο, "σαν να φτιάχτηκαν χτες και σαν ναυπήρχαν πάντα".

Προχώρησε προς το βάθος της μεγάληςαίθουσας και ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι τονπρώτο όροφο, σε μια αίθουσα πολύ μικρότερη.Μπροστά του υπήρχε μια μικρή πόρτα, ανάμεσααπό μια σειρά παράθυρα. Στα αριστερά και σταδεξιά ξεκινούσαν φαρδιοί, σκοτεινοί διάδρομοι.Διέσχισε τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν καιπέρασε το κατώφλι της μικρής πόρτας.

Η μικρή ημικυκλική αίθουσα στην οποίαμπήκε ήταν πολύ σκοτεινή και μόνο οι πυρσοίστους τοίχους έδιναν κάποιο φως. Δύοεπιβλητικοί θρόνοι στέκονταν απέναντί του,

31/278

Page 32: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

φανερά οι θέσεις ενός ισχυρού βασιλιά και τηςβασίλισσάς του. Ο ένας θρόνος από τους δύο,ελάχιστα πιο μεγάλος από τον άλλο, είχεσκαλισμένο στην πλάτη του έναν κόκορα, ενώ οδιπλανός του, ο θρόνος της βασίλισσας μάλλον,είχε σκαλισμένο στο ξύλο του ένα στάχυ. Οιθρόνοι ήταν άδειοι, αλλά διέκρινε τρειςφιγούρες, που κάθονταν σε μικρότερουςθρόνους.

Πρώτος μίλησε ο Μίνωας και τα πρώταλόγια που είπε, κρατώντας το χρυσό τουσκήπτρο, ήταν:

«Άρχεται το δικαστήριο».Ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός δε μίλησαν,

αφήνοντας τον Αρχιδικαστή ν' ακολουθήσει τοπρωτόκολλο.

«Φέρτε στον κατηγορούμενο να πιει το"νερό της ζωής"».

Μια σκιά γλίστρησε από το πλάι καιπλησίασε το Σίμο, κρατώντας μια μεγάλη πήλινηκούπα. Ανατρίχιασε παίρνοντάς την από τα χέριατης. Ήταν μια κάτωχρη αποστεωμένη φιγούρα,

32/278

Page 33: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

απροσδιορίστου φύλου. Ήπιε χωρίς μεγάλοδισταγμό. Ένα παχύρευστο, πικρό και αλμυρόυγρό κατέβηκε στο λαρύγγι του. Ο Μίνωας, οαδερφός του ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός, οποιητής, περίμεναν.

Ο Σίμος άρχισε να νιώθει το κορμί τουπερίεργα. Ένιωθε μια ευχάριστη ζέστη, μιαθαλπωρή. Δεν κρύωνε πια. Τι ευχάριστηαίσθηση! "Τι γλυκό πιοτό", σκέφτηκε, "ζεσταίνειτην ψυχή", χωρίς να συνειδητοποιεί την ακρίβειατων λόγων του.

Τότε άρχισε να θυμάται. Θυμήθηκε τονεαυτό του στη γη, στην Αθήνα. Θυμήθηκε πουήταν μικρό παιδάκι. Θυμήθηκε που πήγε σχολείοκαι τα καλοκαίρια στη θάλασσα και που πήγεστο πανεπιστήμιο, και, και... Θυμήθηκε και τηΜάνια, τις γλύκες και τις πίκρες τους, τουςτσακωμούς τους. Θυμήθηκε και τον τσακωμό τηςπροηγούμενης νύχτας, αλλά και το ξύπνημά του,όταν... όταν άφησε το σώμα του! Δεν μπορούσενα το πιστέψει! Και μετά που βρέθηκε στησελήνη, περαστικός πίστευε, και διέσχισε ένα

33/278

Page 34: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ποτάμι μ' ένα βαρκάρη κι έναν άντρα μεγαλαζοπράσινα μάτια και μετά περπάτησε μέσαστην έρημο και μετά... Και μετά ήπιε νερό απόμια πηγή κάτω από ένα λευκό κυπαρίσσι. "Μη",είχε προλάβει να πει... "Μη", είχε προλάβει ναπει ο άντρας πριν εκείνος πιει από το νερό της"πηγής της λησμονιάς".

Δεν το ήξερε... Δεν μπορούσε να το ξέρει ότιδεν έπρεπε να πιει νερό από κει... Μόνο οιμυημένοι στα αρχαία μυστήρια το ήξεραν, οιΟρφικοί. Και ύστερα είχε βρεθεί μπροστά στηνπύλη και είχε περάσει μέσα χωρίς καθόλου ναδιστάσει. Και ύστερα... Και ύστερα είχαν συμβείόλα τα υπόλοιπα... Και τώρα ήταν εδώ. Μα πουήταν το εδώ; Ένιωσε ένα ανείπωτο τρόμο ν'απλώνεται σε όλο του το σώμα.

«Μα που είμαι;» μπόρεσε μόνο να ψελλίσει.«Πού είμαι και ποιοι είσαστε εσείς;»

Ο Μίνωας χάιδεψε το γένι του.«Μα πού αλλού;» ρώτησε ρητορικά. «Δε

γνωρίζεις άραγε ότι η θέση των νεκρών είναιστον Άδη, στο βασίλειο του άρχοντα των

34/278

Page 35: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

νεκρών, του Αηδωνέα, του Μέγα Ζαγρέα, τουΠολυδέγμων, που κανέναν δεν αρνείται στοβασίλειό του και που όλοι σε αυτό καταλήγουνυπήκοοί του;»

Ο Σίμος έμεινε με ανοιχτό το στόμα.Βρισκόταν στον Άδη, στο βασίλειο τουΠλούτωνα;

«Μα πώς; Εγώ δεν είμαι νεκρός. Πώςβρέθηκα εδώ;» ψέλισε τελικά.

Ο Μίνωας κοίταξε το Ροδάμανθη και ύστερατον Αιακό, πριν στρέψει και πάλι τησυγκαταβατική ματιά του στο Σίμο.

«Βούλιαξες στα βάθη της Εκάτης καιύστερα πέρασες τη ράχη του Σύσιφου».

«Εκεί που είναι καταδικασμένος νατιμωρείται αιωνίως ο Σύσιφος, γιατί βλαστήμησεενάντια στους Θεούς», πρόσθεσε ο Αιακός.

«Ο Ερμής, ο ψυχοπομπός, σ' επιβίβασε στηβάρκα του γηραιού Χάροντα και μαζί τουδιέσχισες την Αχερουσία λίμνη, εκεί που οποταμός Αχέροντας συναντά τονΠυριφλεγέθοντα και τον Κόκυτο, του οποίου τα

35/278

Page 36: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

νερά είναι μαύρα, ανακατεμένα με τα βαριά νεράτης Στύγας».

«Στην οποία όρκο βαρύ αποφεύγουν ναδώσουν ακόμα και οι ίδιοι οι Θεοί», πρόσθεσε οΑιακός.

«Αφού διέσχισες, λοιπόν, την Αχερουσίαλίμνη στη βάρκα του Χάροντα, ο οποίος ζωντανόποτέ δε δέχεται να περάσει στην απέναντι όχθη,έφτασες μέχρι την πύλη του Άδη και, χωρίςδισταγμό, μπήκες μέσα στο αιώνιο βασίλειο τουΑηδωνέα, του Πολυδέγμων, εκεί που όλοι καιόλα καταλήγουν», συνέχισε ο Ραδάμανθυς.

«Πώς λες, λοιπόν, ότι δεν είναι εδώ η θέσησου; Πώς υποστηρίζεις ότι δεν είσαι νεκρός;»κατέληξε ο Μίνωας.

Ο Σίμος προσπάθησε να συμμαζέψει τησκέψη του. Έβαλε το χέρι του στο μέτωπό του,σκουπίζοντας μερικές σταγόνες ιδρώτα, καιύστερα χάιδεψε τα μαλλιά του, μέχρι το σβέρκοτου.

36/278

Page 37: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Μα εγώ», ξεκίνησε χωρίς να είναι καθόλουσίγουρος ότι θα έπειθε, «εγώ, δεν είμαι νεκρός,εγώ απλά... »

Κοίταξε γύρω του τους Δικαστές. Ένα μικρόνεύμα συμπάθειας από κάποιον θ' αρκούσε γιανα πάρει λίγο κουράγιο. Εκείνοι, όμως, τονκοιτούσαν ανέκφραστοι και σοβαροί.

«Δεν είμαι νεκρός», επανέλαβε, μεμεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. «Εγώ απλά, σήμερατο πρωί που ξύπνησα αποφάσισα να βγω από τοσώμα μου. Ο σκοπός μου ήταν... Δηλαδή οσκοπός μου είναι να επιστρέψω πολύ σύντομα!»

Τους κοίταξε και πάλι και του φάνηκανσκεφτικοί. "Τους έπεισα;" σκέφτηκε όλοαμφιβολία.

Ο Μίνωας πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν ν'αναστέναξε, κοίταξε σοβαρά το Σίμο, ψάχνονταςίσως να βρει τα κατάλληλα λόγια.

«Νομίζω ότι δεν καταλαβαίνεις»,παρατήρησε τελικά με την ήρεμη,καθησυχαστική είναι η αλήθεια, φωνή του.«Όταν η καρδιά του ανθρώπου σταματήσει να

37/278

Page 38: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

λειτουργεί τότε ο άνθρωπος πεθαίνει. Η ψυχήτου αφήνει το σώμα του και αφού αυτή βυθιστείστα βάθη της Εκάτης τότε έρχεται στον Άδη».

«Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων»,βεβαίωσε ο Αιακός.

«Άλλος σκοτώνεται στη μάχη από το κρύοτο ατσάλι και άλλος, λιγότερο τιμημένα ίσως,αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, στο κρεβάτιτου, συνέχισε ο Μίνωας. Και οι δύο ψυχέςέρχονται στο βασιλιά τους, το σεβάσμιοΑηδωνέα και τη βασίλισσά του την ΠότνιαΠερσεφόνη. Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων...»

Ο Σίμος πάγωσε. Δεν ήταν δυνατόν! Τιυπονοούσε ο Μίνωας; Ότι είχε πάθει ανακοπή ήκάτι τέτοιο, και είχε πεθάνει στο κρεβάτι του;Δεν είναι δυνατόν! Και αυτός που νόμιζε ότι είχεκαταφέρει απλά να βγει από το σώμα του με τηθέλησή του, όπως κάνουν οι μεγάλοι γκουρού!Πόσο είχε γελαστεί! Ήταν, λοιπόν, τελικάνεκρός;

38/278

Page 39: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Πέρασαν μερικές στιγμές απόλυτης σιωπής,όπου σχεδόν μπορούσε κανείς ν' ακούσει τιςφλόγες να γλείφουν τους πέτρινους τοίχους.

«Με την εξουσία, λοιπόν, που μου δίνει οΒασιλιάς και η Πότνια, κηρύσσω την έναρξη τουδικαστηρίου. Εδώ θα κρίνουμε κατά πόσο οκατηγορούμενος έζησε δίκαιος ή άδικος. Ανέζησε μέσα στην ύβρη, τότε η καταδίκη του θαείναι τα αιώνια Τάρταρα, όπου καταλήγουν όλοιοι βλάσφημοι. Αν η ζωή του υπήρξε μέτρια,όπως των περισσοτέρων, χωρίς να έχει πράξειμεγάλη αδικία ή ύβρη προς το Θεό, τότε θαοδηγηθεί στον "Ασφοδελό Λειμώνα", όπου θαυπηρετεί το Βασιλιά τον Πολυδέγμων στηναιωνιότητα».

Ο Ραδάμανθυς πήρε το λόγο συνεχίζοντας:«Αν όμως κριθεί ότι έζησε σύμφωνα με το

λόγο του Θεού, πιο δίκαιος από τους δίκαιους,τότε δεν μπορεί παρά ν' ανταμειφθεί με τηναιώνια ζωή στους Νήσους των Μακάρων ή σταΗλύσια Πεδία».

39/278

Page 40: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Η απόφαση του δικαστηρίου θα είναιτελεσίδικη και αμετάκλητη, χωρίς τη δυνατότηταέφεσης», τόνισε σοβαρά ο Μίνωας.

Ο Σίμος καταλάβαινε ότι τα πράγματα ήταναρκετά σοβαρά. Είχε βρεθεί ξαφνικά και χωρίςκαμία προειδοποίηση νεκρός και τώρα, πριν καντον αφήσουν να συνειδητοποιήσει το γεγονόςαυτό, τον δίκαζαν και, από ότι φαίνεται, τοαποτέλεσμα της δίκης αυτής θα τον επηρέαζε γιαπάντα. Δεν είχε βέβαια ψευδαισθήσεις. Τοκαλύτερο που θα μπορούσε να περιμένει ήταν ο"Ασφοδελός Λειμώνας", ό,τι και αν σήμαινεαυτό. Δεν πίστευε ότι είχε καμία σοβαρή ελπίδαγια τα Ηλύσια Πεδία, ενώ ο Τάρταρος ήτανμάλλον μια σοβαρή πιθανότητα. Έπρεπε ναβρεθεί μια λύση σε περίπτωση που κάτι πήγαινεστραβά.

«Να ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία»,διέταξε ο Μίνωας.

Πρώτα κλήθηκε ως μάρτυρας ο Ήλιος:«Ο κατηγορούμενος έζησε ενάρετη ζωή

κάτω από το φως μου. Αγάπησε περισσότερο

40/278

Page 41: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παρά μίσησε. Σπλαχνίστηκε το φτωχό που έτυχενα διασταυρώσει το βήμα του. Τίμησε το Θεό...»

Ύστερα κλήθηκε η Νύχτα:«Έζησε χωρίς να χρειάζεται να κρύβει

άνομες πράξεις κάτω από τα πέπλα μου.Κράτησε το σκοτεινό μέρος της ψυχής του υπόέλεγχο. Στο σκοτάδι έψαχνε πάντα να βρει τ'αστέρια...»

Ύστερα από αυτά ο Σίμος ένιωσε καλύτερα.Οι ελπίδες του για μια καλή μεταθανάτια ζωή,ακόμα και στα Νησιά των Μακάρων, είχαναυξηθεί. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που πήρε τολόγο το Έρεβος:

«Μία μόνο πράξη του αποτελεί πραγματικήύβρη προς το Θεό. Το ότι βοήθησε το Σίσυφο νακυλήσει το λιθάρι του προς την κορυφή».

Οι Δικαστές κοίταξαν με φρίκη το Σίμο, οοποίος δεν αντέδρασε, αλλά αντιθέτως όρθωσετο σώμα του.

«Καλά, δε γνωρίζεις ότι ο Σίσυφος είναικαταραμένος; Δε γνωρίζεις ότι προσπάθησε νακοροϊδέψει τους Θεούς; Πριν πεθάνει είχε

41/278

Page 42: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ορμηνεύσει τη γυναίκα του να μην του κάνεινεκρώσιμες τιμές. Έτσι, όταν πέθανε και ήρθεστον Άδη, ζήτησε άδεια από την Περσεφόνη ναεπιστρέψει στη γη, δήθεν για να την τιμωρήσειγια την παράλειψή της. Έφυγε και δεν επέστρεψεποτέ...»

«Δεν ήξερες ότι από τότε καταδικάστηκε νακυλάει αιώνια το λιθάρι, χωρίς στιγμήξεκούρασης;»

«Πώς μπόρεσες να έρθεις ενάντια στηθέληση των Θεών;»

Ο Σίμος κατάλαβε ότι τα πράγματα είχανπάρει άσχημη τροπή και προσπάθησε ναδικαιολογηθεί.

«Αγαπητοί Δικαστές», ξεκίνησε. «Δεθέλησα ποτέ να εναντιωθώ στη θέληση τωνΘεών. Απλά θέλησα να βοηθήσω ένανκακόμοιρο γεράκο, χωρίς να γνωρίζω ότι ο γέροςαυτός ήταν ο Σίσυφος, ότι είχε διαπράξει τέτοιαεγκλήματα και ότι είχε τιμωρηθεί από το Θεό.Τον βοήθησα να σπρώξει την πέτρα, δεν τοαρνούμαι, όπως θα έκανα με οποιονδήποτε στη

42/278

Page 43: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

θέση του βρισκόταν σε ανάγκη. Είναι στη φύσημου να θέλω να βοηθάω το συνάνθρωπό μου. Δεγνώριζα, κύριοι Δικαστές, την τιμωρία που έχειπέσει πάνω του από τους Θεούς».

«Η μη γνώση των νόμων του Θεού»,διέκοψε αυστηρά ο Αιακός, «δεν μπορεί ν'αποτελεί δικαιολογία για την μη τήρησή τους. Οινόμοι του Θεού βρίσκονται στην ίδια τη φύσητου κόσμου».

Ο Σίμος έδειξε έτοιμος ν' αντιδράσει, αλλά οΜίνωας του έκανε νόημα να σωπάσει.

«Όπως κανείς δεν μπορεί να υποβάλειένσταση για το ότι σκοτώθηκε πέφτοντας απόψηλό κτίριο», συνέχισε ο Αιακός, «επειδή δεγνώριζε ότι η γη θα τον έλξει μέσω τηςβαρύτητας, έτσι και κανείς δεν μπορεί ναδηλώσει άγνοια σε άλλους, ανώτερους θεϊκούςνόμους. Γιατί δίκαιος δεν είναι αυτός πουαντιδρά σπασμωδικά, ακολουθώντας αυτό που οίδιος νομίζει για καλό και κατακρίνοντας αυτόπου θεωρεί κακό. Δίκαιος είναι αυτός που έχει τη

43/278

Page 44: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σοφία να κρίνει τι είναι καλό και τι κακό καιύστερα ν' ακολουθήσει το καλό».

Ο Σίμος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει άλλοεπιχείρημα:

«Έτσι κι αλλιώς», είπε, «όταν έκανα τηνπράξη αυτή ήμουν ήδη νεκρός. Εσείς όμως, ανδεν κάνω λάθος κύριοι Δικαστές, με κρίνετε γιατις πράξεις μου όσο ήμουν ζωντανός».

Ο Αιακός τον κοίταξε βλοσυρά:«Νομίζω ότι ο κατηγορούμενος προσπαθεί

να μας κοροϊδέψει. Ο ίδιος δεν προσπάθησεπροηγουμένως να μας πείσει ότι είναι ζωντανόςκαι άρα ότι η θέση του είναι στη γη; Τώρα πουβλέπει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει δέχεταιότι είναι νεκρός και προσπαθεί να τοχρησιμοποιήσει ως επιχείρημα υπέρ του. Είναι ήδεν είναι ασέβεια αυτή προς το Δικαστήριο και,κατά προέκταση, το Θεό».

Ο Σίμος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.«Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι», είπε ο

Ραδάμανθυς, «έχει κάποιο δίκιο μια και μετάθάνατον, οι πράξεις του ανθρώπου δεν έχουν

44/278

Page 45: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

καμία σημασία. Απόδειξη αποτελεί το γεγονόςότι ο Τάνταλος θα είναι αιώνια καταδικασμένος,όσο και αν έχει μετανιώσει για τις πράξεις του,στην πείνα και στη δίψα, ενώ Σύσιφος θα κυλάειτο λιθάρι στην αιωνιότητα».

«Το δικαστήριο τούτο», πήρε το λόγο οΜίνωας, «θα κρίνει για την τύχη τούκατηγορούμενου και τη θέση του στο Βασίλειοτου Άδη. Μέχρι όμως να το πράξει αυτό, δενμπορεί, τυπικά, να θεωρείται νεκρός, μια καιακόμα και αυτό το θέμα, δηλαδή το αν οκατηγορούμενος είναι πραγματικά νεκρός ή όχι,είναι στις αρμοδιότητες του δικαστηρίου. Οκατηγορούμενος, λοιπόν, ασέβησε, βοηθώνταςτο Σίσυφο ενώ ήταν, τυπικά, ζωντανός. Άρα ηπράξη του είναι δικάσιμη και κολάσιμη. Ως εκτούτου προτείνω την παραδειγματική καιαμετάκλητη καταδίκη του στο σκοτεινόΤάρταρο».

«Στο σκοτεινό Τάρταρο», είπε οΡαδάμανθυς.

45/278

Page 46: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Στο σκοτεινό Τάρταρο», συμφώνησε οΑιακός.

«Στο σκοτεινό Τάρταρο λοιπόν», επανέλαβεο Μίνωας, επικυρώνοντας την απόφαση.

Ο Σίμος κατάλαβε ότι αυτή ήταν η στιγμήγια να δράσει:

«Κύριοι», είπε. «Έχω αντιρρήσεις σχετικάμε την νομιμότητα του δικαστηρίου τούτου.Ποιοι είσαστε, λοιπόν, εσείς που θα με δικάσετε;Ποιος σας έδωσε την εντολή αυτή; Δε σαςαναγνωρίζω καμία εξουσία πάνω μου, όπως καιδεν αναγνωρίζω τον κόσμο τούτο ως την τελικήκαι αμετάκλητη κατοικία των νεκρών. Επιπλέον,κύριοι, δεν αποδέχομαι ότι είμαι νεκρός, όχιακόμα».

Πήρε ανάσα και συνέχισε:«Αλλά ακόμα κι αν αναγνωρίσω την εξουσία

του δικαστηρίου σας, πείτε μου. Πού είναι οιαληθινοί Δικαστές;» συνέχισε, δείχνοντάς τουςδύο άδειους θρόνους απέναντί του. «Πού είναι οιΚύριοι του κόσμου αυτού, ο Πλούτων Αηδωνέαςκαι η Πότνια Περσεφόνη; Ποια εξουσία έχει

46/278

Page 47: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

οποιαδήποτε απόφασή σας, δίχως την έγκρισήτους;»

Οι Δικαστές αποσβολωμένοι δε μίλησαναμέσως. Ο Μίνωας συνήλθε πρώτος:

«Η ετυμηγορία αναβάλλεται», είπε. «Ο ίδιοςο Αηδωνέας θα πάρει απόφαση για τονκατηγορούμενο. Ως τότε ο κατηγορούμενος ναμεταφερθεί προσωρινά στον "ΑσφοδελόΛειμώνα"».

Ζαλισμένο τον μετέφεραν μαύρες σκιέςμέχρι την είσοδο του παλατιού, ενώ μια Άρπυιατον περίμενε στα σκαλοπάτια. Όταν ένιωσε τανύχια του πουλιού να τον αρπάζουν, άρχισε ναξεχνάει και πάλι και ν' αναρωτιέται ποιος ήτανκαι πού βρισκόταν. Το "νερό της ζωής" είχε πιαξεθυμάνει, διαλυμένο από ώρα στο αίμα του. Τοπουλί πέταξε με μεγάλη ταχύτητα, κατεβαίνονταςτις απότομες πλαγιές του βουνού, και φτάνονταςστην απέραντη πεδιάδα τον άφησε να πέσειμαλακά στη λάσπη και χάθηκε αμέσως μέσα στοσκοτάδι.

47/278

Page 48: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Σίμος αφουγκράστηκε το χώρο γύρω του.Δεν άκουγε σχεδόν τίποτα εκτός από τοσφύριγμα του ανέμου ή μήπως κάποιος έκλαιγε;Αποφάσισε ότι κάποιος έκλαιγε, αλλά χωρίςπολλή ένταση, απαλά, σαν ένα ομαδικό κλάμαπου έχει ξεφτίσει από κάποιο αρχικό οδυρμό,σαν ένα σύνολο από κραυγές πόνου που έχουνξεφτιλιστεί σε μια γκρίνια ενόχλησης. Κάποιοςτον σήκωσε βίαια. Μια σκιά πλησίασε έναφανάρι κοντά στο πρόσωπό του.

«Καινούργιος», είπε και τράβηξε τοφαναράκι. «Οδηγείστε τον στο χώρο εργασίας».

Μπόρεσε μόνο να δει το πρόσωπό του, έναασπριδερό κρανίο χωρίς μύτη και μάτια, ναπροβάλει μέσα από μια κάπα, πριν του γυρίσειτην πλάτη και απομακρυνθεί. Δίπλα τουβρισκόταν η σκιά που τον είχε σηκώσει από τοέδαφος.

«Ακολούθησέ με», του είπε αδιάφορα.Αφού περπάτησαν αμίλητοι για λίγη ώρα

μέσα στη λάσπη έφτασαν στα όρια μιαςτεράστιας καλλιεργημένης έκτασης. Ήταν

48/278

Page 49: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

φανερό, από το δυνατό κλάμα του ανέμου, ότιένας μεγάλος αριθμός από σκιές βρισκόταν μέσαστα χωράφια. Πλησιάσανε και ακολούθησαν έναμονοπάτι που διέσχιζε την καλλιεργημένηέκταση, περπατώντας ανάμεσα σε τετράγωναχωράφια, στα οποία έλαμπαν μικρά φωτάκια απότα φανάρια των επιστατών, των σκιών με τιςκάπες. Άφησαν το μονοπάτι και μπήκαν μέσα σ'ένα από τα χωράφια.

Δύο η τρία φαναράκια αχνοφώτιζαν τοχώρο, ώστε ήταν δυνατόν να διακρίνει κανείςαρκετές σκιές που δούλευαν στις καλλιέργειες.Μέσα στο αμυδρό φως μπορούσε να δει ταπρόσωπά τους, άσπρες νεκροκεφαλές πουγύριζαν προς τη μεριά του και τον κοιτούσαν μεμάτια άδεια, σταματώντας στιγμιαία την εργασίατους, πριν επιστρέψουν στα φυτά και στομουρμουρητό τους. Κάποιοι χαμογελούσανειρωνικά, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε τουΣίμου. Πλησίασαν ένα από τα φαναράκια πουκρατούσε ένας επιστάτης.

49/278

Page 50: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Καινούργιος», είπε η σκιά που είχε έρθειμαζί με το Σίμο.

Ο επιστάτης φώτισε το πρόσωπό του,κοιτώντας τον με τα άδεια του μάτια.

«Μάλιστα» συμφώνησε, και αφού έψαξε γιαμια στιγμή στις τσέπες της κάπας, έβγαλε έναμικρό μυτερό μαχαίρι με λεπτή λεπίδα κι έναμεταλλικό κύπελλο. «Πάρτα», είπε, «καιστρώσου στη δουλειά, αν θέλεις να πληρωθείς».

Ο Σίμος πήρε το μαχαίρι και το κύπελλο απότο σκελετωμένο χέρι. Ο επιστάτης τούς γύρισετην πλάτη κι έκανε να φύγει. Ύστερα, σαν νακοντοστάθηκε, έκανε μεταβολή και τον πλησίασεκαι πάλι.

«Και πρόσεξε καλά, μην τα χάσεις, γιατίούτε ο ίδιος ο Αηδωνέας δε σε σώζει από τονΤάρταρο. Άντε, και μην τεμπελιάζετε».

Ο Σίμος γύρισε προς τη μεριά τουσυντρόφου του. Δεν ήταν σε θέση να δει καλά τοπρόσωπό του, αλλά έβλεπε ότι κι εκείνος είχετην ίδια παγερή όψη του θανάτου όπως και οιυπόλοιπες σκιές. Επιπλέον, όπως και οι

50/278

Page 51: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

περισσότερες σκιές που είχε δει, ο σύντροφόςτου δε φορούσε κάπα αλλά ούτε και κάποιο άλλορούχο. Ήταν απλά ένας μικρός, αξιοθρήνητοςσκελετός, καθόλου τρομακτικός, όπως και οιυπόλοιποι που έβλεπε γύρω του να εργάζονταιστα χωράφια.

"Είδωλα καμόντων", "αμενηνά κάρηνα",αυτό ήταν, φαντάσματα, αδύναμα κεφάλια. Κιεκείνος; Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του μευποψία. Ένιωσε ανακούφιση, όταν κατάλαβε ότιδεν ήταν σαν κι αυτούς. Γιατί, όμως, δεν ήταν κιεκείνος ένας σκελετός;

«Ακολούθησέ με», πρόσταξε ο σύντροφόςτου. «Θα πάμε λίγο πιο κάτω να σου δείξω τιπρέπει να κάνεις...»

Προχώρησαν μερικά βήματα μέσα στοχωράφι και σταμάτησαν μπροστά από ένα λιγνόφυτό που του έφτανε στους ώμους, το οποίοδιακλαδιζόταν και κατέληγε σε δύο καραφλούςβολβούς.

«Θα ψάχνεις να βρεις τέτοιους βολβούς σεφυτά λυγερά, στα οποία το λουλούδι θα έχει

51/278

Page 52: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

χάσει τα πέταλά του. Το φυτό θα πρέπει να έχειίσιο κορμό και όχι να γέρνει στο βάρος τουλουλουδιού, αλλιώς προχωράς, αφήνοντας τολουλούδι να ωριμάσει, μέχρι να πέσουν τα μαύραπέταλά του και το φυτό να σκληρύνει το μίσχοτου. Τότε είναι έτοιμο».

Ο Σίμος αναρωτήθηκε για ποιο πράγμα τουμιλούσε.

«Θα πιάνεις λοιπόν το βολβό και θα τονχαράζεις ελαφρά για να τρέξει ο χυμός από μέσα.Θα μαζεύεις όσο χυμό μπορείς στο κύπελλό σουκαι μετά θα προχωράς στον επόμενο βολβό».

Με αυτά τα λόγια η σκιά χάραξε με τομαχαίρι της τον ένα από τους δύο βολβούς καιύστερα τον άλλο. Άρχισε να τρέχει έναπαχύρρευστο, απίστευτα λευκό υγρό, το οποίοάρχισε να συλλέγει στο κύπελλό της.

«Βλέπεις; Δεν είναι και πολύ δύσκολο.Θέλει μόνο λίγο τέχνη, να μην μπήξεις τομαχαίρι πολύ βαθιά και πεταχτεί έξω όλο το υγρόκαι το χάσεις, αλλά ούτε και πολύ επιφανειακάκαι δεν καταφέρεις να τρυπήσεις το μαλακό

52/278

Page 53: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

περίβλημα. Θα μάθεις, μη φοβάσαι, έχεις πολύχρόνο μπροστά σου».

Ο Σίμος την κοίταξε με απορία.«Τώρα όμως ξεκίνα», πρόσταξε η σκιά,

«γιατί υπάρχουν μερικοί που δεν αστειεύονταιόταν βλέπουν κάποιον να μη δουλεύει άσε πουαν σε πιάσουν να τεμπελιάζεις δε σε πληρώνουν.Εγώ θα εργάζομαι εδώ δίπλα σου, έτσι ώστε ανχρειαστείς κάτι να σε βοηθήσω».

Ο Σίμος δεν καταλάβαινε τίποτα. Πούβρισκόταν; Τι ήταν αυτά που τον έβαζαν νακάνει και προς τι; Μπορούσε κάπως ν' αποφύγειαυτή την ηλίθια εργασία; Και, τέλος πάντων, καιαυτό ήταν το κυριότερο, ποιος ήταν ο ίδιος; Ησκιά τον περίμενε προφανώς να ξεκινήσει, αλλάεκείνος αποφάσισε ότι έπρεπε να μάθει όσαπερισσότερα μπορούσε.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε τελικά. «Και ανξέρεις σε παρακαλώ πες μου κι εμένα, ποιοςείμαι εγώ;»

Η σκιά τον κοίταξε ανέκφραστα και ύστερααπό μια στιγμή σιωπής απάντησε: «Κοίτα... να,

53/278

Page 54: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δεν ξέρω πώς να σου το πω, αλλά δεν ξέρω ποιοςείμαι, ούτε ξέρω ποιος είσαι εσύ. Δε γνωρίζωούτε τους υπόλοιπους, αλλά ούτε και αυτοί μεγνωρίζουν. Ούτε και εκείνοι ξέρουν ποιοι είναι».

Ο Σίμος σώπασε, προσπαθώντας να χωνέψειτα λόγια αυτά:

«Καλά», παρατήρησε τελικά, «και ότανκάποιος θέλει να σου απευθύνει το λόγο, πώς σεφωνάζει, δεν έχεις κάποιο όνομα;»

«Λοιπόν, τα πράγματα είναι απλά. Κανείς δεθυμάται πως τον λένε, ούτε πώς βρέθηκε εδώ,ούτε πού ήταν πριν. Φυσικά, κανείς δεν μπορείνα συστηθεί στους άλλους, αφού δε θυμάταιποιος είναι».

Ο Σίμος την κοίταξε σκεπτικός:«Όμως, παρόλο που η μνήμη μου δε μου

δίνει καμία πληροφορία για περασμένα γεγονόταπρο της άφιξής μου σε τούτο το μέρος, γνωρίζωγια κάποιο προηγούμενο στάδιο ύπαρξης πουαφήνει την ηχώ του στο μυαλό μου. Έτσι δεσυμβαίνει και σε σένα;»

54/278

Page 55: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Έτσι είναι. Όλοι θυμόμαστε να περνάμεμια πύλη, να μας γραπώνει στα νύχια της μιαΆρπυα και αφού περιπλανηθούμε σε κάποιοπαλάτι στην κορυφή του βουνού να βρισκόμαστεσε αυτόν τον περίεργο τόπο».

«Σωστά, αυτά είναι τα μόνα που θυμάμαι κιεγώ», συμφώνησε ο Σίμος. «Όμως η μνήμη μουκαταγράφει τα πάντα ύστερα από το πέρασμάμου στον κόσμο τούτο. Άρα, υπάρχω και είμαιεγώ, όποιος και αν είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ,όποιος και αν είσαι».

«Δηλαδή, πού θέλεις να καταλήξεις;»«Ας υποθέσουμε, παρόλο που δεν έχουμε

καμιά απόδειξη, ότι κάποτε βρεθήκαμε σ' ένανάλλο κόσμο. Δε γνωρίζουμε ότι υπήρξε κάτιτέτοιο, απλά υποθέτουμε ότι υπήρξε κάτι πριναπό την είσοδό μας, που όλοι τη θυμόμαστε,στον κόσμο αυτό. Σωστά;»

«Σωστά», συμφώνησε η σκιά.«Ας ονομάσουμε, λοιπόν, την είσοδό μας σε

τούτο τον κόσμο, το πέρασμά μας από την πύλημε μια τυχαία λέξη, με τη λέξη "γέννηση", για

55/278

Page 56: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παράδειγμα. Πριν από τη "γέννησή" μας, λοιπόν,το πέρασμά μας στον κόσμο τούτο, υπήρχε έναςάλλος κόσμος, υποθέτω, ένας κόσμος όπου όλοιείχαμε κάποιο όνομα και κάποιες μνήμες. Όμως,είναι πιθανόν και στον κόσμο εκείνο κάποτε ναείχαμε πάει από ένα άλλο προηγούμενο κόσμο,ίσως πάλι χωρίς μνήμες».

Η σκιά κοίταξε με απορία το Σίμο χωρίς ναμιλήσει.

«Θέλω να πω απλά», συνέχισε ο Σίμος, «ότιδεν είναι απαραίτητη η μνήμη μιαςπροηγούμενης κατάστασης. Δεν είναιαπαραίτητο να θυμηθούμε το όνομά μας, τιόνομα είχαμε σ' ένα άλλο κόσμο, σε κάποιο άλλοστάδιο ύπαρξης, αλλά μπορούμε κάλλιστα ναλειτουργήσουμε μ' ένα καινούριο όνομα. Δεσυμφωνείς;»

«Δηλαδή θέλεις να πεις ότι μπορούμε ναζήσουμε μ' ένα καινούριο όνομα;»

«Μα ναι, εκεί θέλω να καταλήξω».Η σκιά γέλασε:

56/278

Page 57: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Κατάλαβα. Δεν μπορώ να πω, καλή η ιδέασου, αλλά δεν έχει καμία πρακτική εφαρμογή.Εδώ είμαστε όλοι σκιές και δεν υπάρχει τίποταάλλο εκτός από την εργασία στα χωράφια. Ηατομικότητα δεν έχει κανένα νόημα, τα ονόματαθα ήταν άχρηστα. Έτσι κι αλλιώς, στην αρχή δεθα είναι εύκολο να ξεχωρίζεις τον έναν από τονάλλο, όλοι σκελετοί είμαστε, Ψυχές. Τίποταάλλο. Έλα όμως να ξεκινήσουμε την εργασία,γιατί αν μας δει κανένας από τους επιστάτες δεμας βλέπω καθόλου καλά, δε θα πληρωθούμεσήμερα».

«Εντάξει», συμπλήρωσε ο Σίμος. «Αν και δεβλέπω τι πληρωμή θα μπορούσαν να μαςδώσουν».

Έπιασε, λοιπόν, το μαχαίρι του και χάραξετο κοντινότερο βολβό που βρήκε. Η σκιά δίπλατου άρχισε κι εκείνη την εργασία. Η δουλειά δενήταν και τόσο δύσκολη. Μετά από λίγη ώρα είχεπιάσει το νόημα και το μόνο που του έλειπε ήτανη σβελτάδα της σκιάς. Εκείνη τονπαρακολουθούσε, τον διόρθωνε, του έδινε

57/278

Page 58: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

συμβουλές. Πώς να καταλαβαίνει αν το λουλούδιήταν έτοιμο, πώς να χαράζει το βολβό στο σωστόβάθος, πώς να μαζεύει το χυμό στην κούπα...

Δούλεψαν για αρκετές ώρες, μέχρι που έναςεπιστάτης φάνηκε στο μονοπάτι. «Μισή ώραδιάλειμμα», φώναξε δυνατά για να τον ακούσουνόλοι όσοι δούλευαν στα κοντινά χωράφια, «Μισήώρα διάλειμμα», ξαναφώναξε.

Ξάπλωσαν στο χώμα. Ο Σίμος ξάπλωσεανάσκελα, με τα χέρια πίσω από το λαιμό,προσπαθώντας να διακρίνει κάτι στον ουρανό.Το μόνο που κατάφερε να δει ήταν σκοτάδι καιομίχλη.

«Πού είμαστε;» ρώτησε χωρίς να περιμένεικάποια απάντηση. «Πού είμαστε και τι κάνουμεεδώ;»

Η σκιά ανασηκώθηκε και τον κοίταξε:«Νομίζω ότι είναι φανερό. Είμαστε στον

Άδη, στο βασίλειο του Αηδονέα».Ξαναξάπλωσε.«Από κει και πέρα δεν μπορώ να σου πω

τίποτα. Κανείς δε γνωρίζει πως φτάσαμε εδώ,

58/278

Page 59: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ούτε πόσο θα μείνουμε. Οι περισσότεροιπιστεύουν ότι θα είμαστε εδώ για πάντα, μέχριτον αιώνα τον άπαντα».

«Πώς είναι δυνατόν;»«Κάποιοι πιστεύουν ότι μπορεί κάποτε να

ξεφύγουμε από τον κόσμο αυτό. Αλλά ίσως όλααυτά να είναι απλά μπούρδες. Πολύ λίγοιάλλωστε πιστεύουν σε όλα αυτά...»

Ο Σίμος νόμισε ότι είδε κάτι να πετάειακριβώς από πάνω του. "Μάλλον κάποιαΆρπυια", σκέφτηκε.

«Εντάξει όλα αυτά», είπε τελικά. «Είμαστεστον Άδη, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Όμως, τικάνουμε εδώ και γιατί; Γιατί χαράζουμε τουςβολβούς και τι γίνεται όλο αυτό το ασπριδερόυγρό που μαζεύουμε;»

Η σκιά τον κοίταξε και πάλι σκεφτική.«Κανείς δεν το ξέρει», παρατήρησε. Στο

τέλος της ημέρας οι επιστάτες παίρνουν όλο τουγρό που έχουμε μαζέψει, πολύ σπάνια πάνω απόμισή κούπα ο καθένας, και εξαφανίζονται.Κανείς δεν ξέρει πού καταλήγει και σε τι

59/278

Page 60: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

χρησιμεύει. Ίσως οι επιστάτες να ξέρουν κάτιπαραπάνω. Όμως κανείς μας ποτέ δενανταλλάσσει κουβέντα μαζί τους για οτιδήποτεεκτός από την εργασία στα χωράφια με τιςμαύρες παπαρούνες».

«Μαύρες παπαρούνες;» ρώτησε μ'ενδιαφέρον ο Σίμος.

«Ναι, οι βολβοί αυτοί που χαράζουμε δενείναι παρά παπαρούνες, μαύρες παπαρούνες πουέχουν χάσει τα φύλλα τους».

«Όλοι όρθιοι», άκουσαν μια φωνή. «Όλοιπίσω στην εργασία σας».

Ο Σίμος κοίταξε τη σκιά που σηκώθηκεαμέσως όρθια.

«Σήκω», τον παρότρυνε. «Πρέπει νασυνεχίσουμε... »

Είχαν περάσει πια αρκετές ώρες από τοσύντομο διάλειμμά τους και τόσο ο Σίμος όσοκαι ο σύντροφός του δούλευαν πια μηχανικά. Ηεργασία δεν ήταν καθόλου δύσκολη ούτεκουραστική, μια και δε χρειαζόταν ούτε καν νασκύβεις. Ήταν απλά μονότονη για το μυαλό,

60/278

Page 61: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

εξοντωτική. Τότε ήρθε και πάλι ο επιστάτης,κρατώντας το μικρό του φαναράκι. Κοιτώνταςμέσα στο φαναράκι ο Σίμος μπόρεσε ν'ανακαλύψει το μικρό μυστικό του αμυδρούφωτός, δύο ή τρεις μικρές πυγολαμπίδεςζουζούνιζαν μέσα στο μικρό διαφανές κλουβάκιτους.

«Τέλος της εργασίας για σήμερα», είπε απλάο επιστάτης. «Δώστε μου τις κούπες σας».

Του έδωσαν και οι δύο τις κούπες τους.Εκείνος τις άδειασε σ' ένα μεγάλο δοχείο,βοηθώντας το παχύρευστο υγρό με μια κουτάλα,και τις επέστρεψε τελικά στις δύο σκιές.

«Έχουμε και λέμε, η πληρωμή σας είναι...»,είπε ψάχνοντας μέσα στις τσέπες της κάπας του.«Δύο μονάδες εσύ... » κι έβαλε κάτι στο χέρι τουΣίμου, «...και πέντε μονάδες εσύ... » δίνονταςκάτι στη σκιά. «Πάρτε την πληρωμή σας καιφύγετε».

Με αυτά τα λόγια τους γύρισε την πλάτη κιέφυγε. Ο Σίμος ένιωσε στο χέρι του δύο

61/278

Page 62: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

μεταλλικά αντικείμενα. Κοίταξε την παλάμη του,δύο μικρά μεταλλικά ρόδια.

«Έλα», είπε η σκιά χαρωπά. «Πάμε στηΣτύγα να ξεκουραστούμε και ναδιασκεδάσουμε».

Τον έπιασε από το χέρι και άρχισαν ναπερπατούν στα μονοπάτια που διέσχιζαν ταχωράφια. Χοροπηδούσε, κρατώντας πάντα τοΣίμο από το χέρι. Τι αστείο θέαμα αλήθεια! Έναςάντρας να περπατά ανάμεσα στα ατέλειωταχωράφια με μαύρες παπαρούνες, κρατώντας έναχοροπηδηχτό σκελετό από το χέρι! Πράγματι,τώρα περνούσαν δίπλα από χωράφια μεανθισμένες μαύρες παπαρούνες, ενώ σε άλλα πιοπέρα τα μπουμπούκια δεν είχαν ανοίξει ακόμακαι ήταν γερμένα, κοιτώντας προς τα κάτω. Ένασύστημα από λεπτές σωληνώσεις περνούσανστην άκρη του μονοπατιού.

«Χρειάζονται αρκετό νερό σε αυτό τοστάδιο», παρατήρησε η σκιά. «Αλλά έλα, κάνεπιο γρήγορα!» συνέχισε χωρίς να σταματάει το

62/278

Page 63: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αστείο χοροπηδητό της, έχοντας πια αφήσει τοχέρι του. «Δε βλέπω την ώρα να φτάσουμε».

«Μα καλά, τι έχει εκεί και βιάζεσαι τόσο ναφτάσεις;»

«Δεν ξέρω», ακούστηκε από μακριά η φωνήτου σκελετού. «Το μόνο που ξέρω είναι ότιπερνάμε καλά στη Στύγα. Ω ναι, μάρτυρές μου οιθεοί, περνάμε πολύ καλά στη Στύγα!»

Έφτασαν σ' ένα τεράστιο ξέφωτο. Εδώ δενυπήρχαν χωράφια. Δε φύτρωνε σχεδόν τίποτα,εκτός από μερικούς κίτρινους ασφόδελους. Στοβάθος υψωνόταν απότομα ένα ψηλόαδιαπέραστο βραχώδες φυσικό τείχος.Προχώρησαν μέχρι τη βάση του βράχου κι εκεί,δίπλα σε μια συστάδα δέντρων από λεύκες καικυπαρίσσια, έρεε ένα ποταμάκι μέσα από μιαμεγάλη σπηλιά. Η σκιά, φτάνοντας πρώτη στηνείσοδο της σπηλιάς, σταμάτησε και γύρισε προςτην πλευρά του Σίμου, περιμένοντάς τονανυπόμονα. Όταν έφτασε κι εκείνος, τον άρπαξεκαι πάλι από το χέρι και άρχισαν να περπατούν

63/278

Page 64: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

μαζί στο φαρδύ φυσικό διάδρομο του σπηλαίου,δίπλα στο ποτάμι.

Φυσικά ήταν σκοτεινά, πιο σκοτεινά απ' ότιέξω, όμως, τι περίεργο, ύστερα από λίγη ώρα τοφως γύρω τους άρχισε να είναι πιο δυνατό. Ότανμάλιστα έφτασαν στην τεράστια αίθουσα, το φωςδεν ήταν πιο αδύναμο από μια νύχτα μεπανσέληνο στη γη μια και στον τοίχο υπήρχανμεγάλες τρύπες απ' όπου έμπαινε φως, άγνωστοαπό πού προερχόταν. Ο Σίμος κοντοστάθηκε καιη σκιά δεν τον πίεσε να προχωρήσει, δίνοντάςτου χρόνο να συνηθίσει το αρκετά δυνατό, για ταδεδομένα του Άδη φως και να περιεργαστεί τηναίθουσα. Ήταν πράγματι τεράστια. Το μάτι,παρόλο το φως, δεν μπορούσε να δει τα όριά της.Το σκοτεινό ποτάμι έμοιαζε να πηγάζει από μιατρύπα στο βάθος, σαν σε μικρό καταρράχτη,μερικά μέτρα πάνω από το δάπεδο της αίθουσας.

«Η Στύγα, η πηγή της Στύγας», τονπληροφόρησε η σκιά, παρακολουθώντας τοβλέμμα του.

64/278

Page 65: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο. Σκιέςκαθόντουσαν σε μικρά ή μεγαλύτερα πέτρινατραπεζάκια, ενώ άλλοι κάθονταν σε σκαλοπάτια,παρέες παρέες ή και μόνοι τους. Η ατμόσφαιραήταν πολύ περίεργη μια και άλλοι γελούσανδυνατά, άλλοι απλά συζητούσαν, ενώ υπήρχανκαι κάποιοι, συνήθως μόνοι τους, που απλάέκλαιγαν γοερά. Μια απαλή αναγεννησιακήμουσική χάιδευε το χώρο, χωρίς ο Σίμος ναμπορεί να προσδιορίσει από πού ερχόταν. Στοβάθος υπήρχε ένα μπαρ το οποίο φωτιζόταν σαναπό προβολέα από μια τρύπα ακριβώς από πάνω.Η σκιά τού έκανε νόημα να την ακολουθήσει καιάρχισε να κατευθύνεται προς τα κει περνώνταςανάμεσα από τους σκελετούς οι οποίοι δεν τουςέδιναν γενικά σημασία.

«Ένα τζόβενο, ένα τζόβενο», φώναξεκάποιος.

«Καλώς ήρθες, καλώς ήρθες τζόβενο»,γέλασε κάποιος άλλος καλόκαρδα.

Όταν τελικά έφτασαν στο μπαρ,στριμωγμένοι ανάμεσα σε δεκάδες κόσμο, η σκιά

65/278

Page 66: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έβγαλε τρία μεταλλικά ρόδια και βρόντηξε τοχέρι της στην μπάρα.

«Μια οκά κατσικίσιο», είπε και γύρισε προςτο Σίμο. «Κερνάω εγώ. Ξέρεις, για τοκαλωσόρισες».

Ο μπάρμαν γέλασε και γέμισε ένα κανάτιαπό το βαρέλι, δίνοντάς τους και δύο κέρατα.

«Να μην πιει πολύ ο νέος, θα τον πειράξει».Η σκιά πήρε τα κέρατα στο ένα χέρι και το

κανάτι στο άλλο και κατευθύνθηκε στοπλησιέστερο άδειο τραπέζι. Ο Σίμος τηνακολούθησε και κάθισε απέναντί της.

Τι όμορφη που ήταν η πιανόλα! Πόσονοσταλγικές έμοιαζαν να είναι οι μελωδίες!Όμως ο Σίμος δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα,μέχρι που η σκιά τού γέμισε το κέρατο μ' ένασκούρο κοκκινωπό, παχύρευστο υγρό. Μέχριπου ύψωσε το κέρατό της και το τσούγκρισε μετο δικό του λέγοντας:

«Καλώς όρισες. Στην υγειά σου. Είθε ναείναι φωτεινές οι μέρες σου».

Μέχρι που εκείνος απάντησε:

66/278

Page 67: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Καλώς σας βρήκα. Είθε να είμαστε πάντακαλά».

Μέχρι που... μέχρι που ήπιε την πρώτηγουλιά από το κατσικίσιο αίμα, ήπιε και η σκιά.Τότε ήταν που τα θυμήθηκε όλα. Θυμήθηκε τοπώς είχε βγει από το σώμα του, πώς είχεκαταλήξει στον Άδη και το πως είχανπροσπαθήσει να τον καταδικάσουν στα αιώνιαΤάρταρα. Ένιωσε να ιδρώνει από το φόβο καιχάιδεψε τα μαλλιά του μέσα στον εκνευρισμότου, όταν αντίκρισε τη ματιά της σκιάς. Ο Σίμοςαναγνώρισε τον ήχο της πιανόλας. Τότε οσύντροφός του, ξαφνικά πετάχθηκε από τοτραπέζι και ήρθε δίπλα του, αγκαλιάζοντάς τονβίαια.

«Παιδί μου», είπε. «Γιε μου», επανέλαβε.Ο Σίμος προσπάθησε να ξεφύγει από το

σφιχταγγάλιασμα του σκελετού.«Εγώ είμαι παιδί μου. Η μανούλα σου».Ο Σίμος κατάφερε ν' απελευθερωθεί. Μια

σκιά, ένας σκελετός, τού έλεγε, αν είναι δυνατόν,

67/278

Page 68: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ότι ήταν η μάνα του! Πετάχθηκε όρθιος καιαπομακρύνθηκε δύο βήματα μακριά του.

Η μάνα τον κοιτούσε με απλωμένα χέρια.«Εσύ η μάνα μου; Η μάνα μου έχει πεθάνει

εδώ και χρόνια. Εσύ τι είσαι; Εσύ δεν είσαι παράένας ίσκιος, ένας σκελετός. Πώς μπορεί να είσαιεσύ η μάνα μου;»

Και ύστερα κάπως πιο ευγενικά ρώτησε:«Πώς μπορώ να ξέρω ότι εσύ είσαι η μάνα

μου;»Η Μάνα τον κοίταξε μέσα από τις πονεμένες

κόχες των ματιών της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ναχαρεί που είχε ξαναβρεί το γιο της, τουλάχιστονπροσωρινά, αφού όταν θα τελείωνε το αίμα τότεθα τον ξαναέχανε, ή να λυπάται που ήταν τελικάκι εκείνος νεκρός; Κάθε ημέρα που περνούσεεδώ στον Άδη, ύστερα από την εργασία σταχωράφια, έπινε αίμα και θυμόταν. Άλλες φορέςθυμόταν τη ζωή και έκλεγε γι' αυτά που είχεχάσει και άλλες φορές χαιρόταν, καθώς θυμόταντις όμορφες στιγμές. Πάντα όμως, πάντα, κάθε

68/278

Page 69: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

φορά που έπινε το ζωογόνο υγρό σκεφτόταν ταπαιδιά της κι ευχόταν να είναι καλά.

Έλπιζε, όταν και αυτοί θα ερχόντουσαν στονκόσμο των νεκρών, να είχαν καλύτερη τύχη απόεκείνη. Να μη χρειαζόταν να εργάζονται σταχωράφια με τις μαύρες παπαρούνες, στονατέλειωτο "ασφοδελό λειμώνα", αλλά νακατέληγαν στα "Νησιά των Μακάρων" ή στα"Ηλύσια Πεδία". Τα συναισθήματά ήταν βέβαιαανάμεικτα μια και, όσο και αν προσπαθούσε νατο κρύψει από τον εαυτό της, θα ήθελε να ταξαναδεί. Και έτσι περνούσε ο χρόνος της στηΣτύγα, στο μπαρ το νεκρών, εκεί που οι ψυχέςδεν πίνουν για να ξεχάσουν, αλλά για ναθυμηθούν. Τώρα, που είχε έρθει η στιγμή ναξαναβρεί το γιο της, δεν ένιωθε παρά μόνο χαρά.Ωστόσο, εκείνος την απέφευγε αηδιασμένος. Δενπειράζει, εκείνη χαιρόταν που τον έβλεπε. Είπε:

«Εσύ κι εγώ κάποτε μοιραζόμαστε τη ζωή,όταν στα σπλάχνα μου έτρεχε το δικό σου αίμα.Ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό;»

69/278

Page 70: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Εκείνος δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση.Ο σκελετός που στεκόταν μπροστά του είχε πειδυνατές λέξεις, λέξεις που μόνο μια μάνα θαμπορούσε να πει στο παιδί της.

«Μάνα», είπε τελικά, και αφέθηκε στηναγκαλιά της.

Έμειναν έτσι αμίλητοι, αγκαλιασμένοι γιαλίγο. Άραγε θα προλάβαιναν να χορτάσουν οένας τον άλλο; Τι θα γινόταν όταν θα τελείωνε τοαίμα και θα ξεχνούσαν ο ένας τον άλλο; Αυτό δεθα ήταν και τόσο σοβαρό, αν ήταν σίγουρο ότιθα συναντιόντουσαν και πάλι γύρω από ένακανάτι με αίμα κατσίκας την επόμενη φορά πουθα ερχόντουσαν στο μπαρ της Στύγας. Αν, όμως,τους χώριζαν; Αν τους έστελναν να δουλέψουνσε διαφορετικά χωράφια; Όταν θα ξαναερχότανη ώρα να πάνε στη Στύγα θα πήγαιναν χωριστάκαι θα ήταν δύσκολο να ξαναβρεθούν μέσα σεόλο αυτό το πλήθος.

Το ίδιο είχε άλλωστε πάθει η μάνα και μεάλλους αγαπημένους της. Είχε συναντήσειπολλούς, αλλά μέσα στα μιλούνια των ψυχών

70/278

Page 71: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ήταν σχεδόν αδύνατο να τους ξαναβρεί, πόσομάλλον που ύστερα από σύντομο διάστημα οΕυρύνομος, ο καταχθόνιος δαίμονας,αναλάμβανε να κατασπαράξει τις σάρκες τουνεκρού, αφήνοντάς του μόνο το γυμνό τουσκέλεθρο, πιο γυμνός από το γυμνό, ένα ξερόκουκούτσι στο εσωτερικό ενός χυμώδουςφρούτου.

Είχε, πάντως, συναντήσει πολλούς. Πρώτα,πριν χάσει τη σάρκα της, την είχε αναγνωρίσει οπατέρας της. Αργότερα, όταν και η ίδια ήταν πιαένας λευκός σκελετός, είχε αναγνωρίσει τοναδερφό της και το θείο της τον Παύλο,φρεσκοφερμένοι οι ίδιοι. Εκτός αυτού, είχεσυναντήσει και αρκετούς γνωστούς όπως το κυρΠέτρο το μανάβη ή τη φίλη της τη Μαίρη.Κανέναν, όμως, δεν τον είχε δει περισσότερο απόπέντε ή δέκα φορές. Δεν είναι ότι ήταν όλοισκελετοί και δεν μπορούσαν πια ν' αναγνωρίζουνο ένας τον άλλο. Με τον καιρό όλοι ανέπτυσσαντην ιδιότητα ν' αναγνωρίζουν μια μορφή,παρατηρώντας απλά ένα κρανίο. Το πρόβλημα

71/278

Page 72: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ήταν ότι υπήρχαν δισεκατομμύρια ψυχών και ωςεκ τούτου ήταν σχεδόν αδύνατο να συναντηθείκάποιος με κάποιον άλλο από τύχη.

Παράλληλα, το να δώσουν ραντεβού σεκάποιο συγκεκριμένο σημείο ήταν επίσης σχεδόναδύνατο, καθώς θα ήταν δύσκολο να περιγραφείκάποιο ακριβές σημείο συνάντησης. Εξαίρεσηαποτελούσαν ίσως το μπαρ, η είσοδος ή, γιατίόχι, η ίδια η Στύγα, αλλά εκεί συνήθως ήτανμαζεμένες πολλές ψυχές, με αποτέλεσμα να είναιαδύνατο να βρεθεί κάποιος με κάποιον άλλο.

«Ο Ευρύνομος; Ποιος είναι ο Ευρύνομος;»ρώτησε με τρόμο ο Σίμος.

Η μάνα τον κοίταξε με κατανόηση.«Ακούγεται τρομακτικό, αλλά δεν είναι και

τόσο» παρατήρησε, προσπαθώντας να τονηρεμήσει. «Γιατί νομίζεις ότι γύρω σουυπάρχουν σχεδόν αποκλειστικά σκελετοί;»

Πράγματι ο Σίμος κοίταξε γύρω τουπροσεκτικά. Παντού σκελετοί. Μόνο δύο ή τρειςψυχές διατηρούσαν την ανθρώπινη μορφή τους.

72/278

Page 73: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Λίγο καιρό αφού έρθει ένας νέος»,συνέχισε η μάνα, «ο Ευρύνομος τρώει τις σάρκεςτου. Δεν πονάει όμως καθόλου! Νιώθεις αμέσωςπιο ανάλαφρος και το συνηθίζεις πολύ γρήγορα.Μετά από λίγο, κανείς από τις υπόλοιπες ψυχέςδε σου μοιάζει να είναι απλά ένας σκελετόςακόμα. Μπορείς και ξεχωρίζεις τον κάθε σκελετόχωριστά, όπως μπορούσες να ξεχωρίζεις τουςδιαβάτες σ' ένα πολυσύχναστο δρόμο στη γη».

Του Σίμου δεν του άρεσε καθόλου ηπροοπτική να καταλήξει ένα μάτσο κόκαλα. Τουάρεσε η μούρη του, αν και η μύτη του ήταν λίγοστραβή, καθώς και το κορμί του, έστω και ανήταν πλαδαρό. Τότε ήταν που αποφάσισετελειωτικά ότι όλα ήταν ένα λάθος. Τότε ήτανπου πίστεψε ότι είχε βρεθεί στον "Κάτω Κόσμο"πριν την ώρα του. Όχι, δεν ήταν νεκρός! Είχεαπλά βγει από το σώμα του και είχε ταξιδέψειστο αστρικό πεδίο και δε θα άφηνε κανέναανθρωποφάγο τέρας να τον γδύσει από τηνπροβιά του. Θα επέστρεφε στη γη και όλα θασυνέχιζαν όπως πριν και ο σκοτεινός Άδης θα

73/278

Page 74: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έσβηνε από τη θύμησή του σαν ένα κακό όνειρο.Πήρε, λοιπόν, τη μεγάλη απόφαση. Θαδραπέτευε από τον Άδη. Οι νεκροί με τουςνεκρούς, αλλά και οι ζωντανοί με τουςζωντανούς...

Η μάνα είχε καθίσει πια δίπλα στο Σίμο, γιανα είναι πιο κοντά του και να τον καμαρώνει.Τον κοιτούσε τρυφερά και του χάιδευε τομάγουλο. Ο Σίμος ήταν και αυτός συγκινημένοςκαι προς στιγμή, του φάνηκε ότι είδε τη μάνα τουόπως τη θυμόταν από μια ξεθωριασμένηφωτογραφία. Καθόταν σ' ένα πεζούλι με φόντοτον ήλιο και τη θάλασσα και φορούσε ένα μπλεσκούρο φόρεμα. Τα μακριά μαλλιά της μαύρακαι ίσια.

«Μάνα», είπε τελικά κι εκείνος και τηςέπιασε το χέρι τρυφερά. «Εσύ είσαι! Εσύ πουχαμογελούσες κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο,κάποιο πρωινό τόσο μακρινό, που είναι σαν ναμην υπήρξε ποτέ. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα μέχρισήμερα, και όλα αυτά τα χρόνια που δεν είσαιπια μαζί μας, μέχρι πριν από λίγο. Τώρα ξέρω ότι

74/278

Page 75: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

εσύ είσαι εκείνο το κορίτσι και ότι τίποτα δε θατο ακυρώσει αυτό. Ακόμα και αν αυτό είναι τοτελευταίο στάδιο της ύπαρξής σου, ή ακόμα καιαν δεν είναι παρά μόνο ένα από τα άπειρα στάδιαπου θα περάσεις, εσύ θα είσαι στηνπραγματικότητα, εκείνο το κορίτσι».

Την κοίταξε στις άδειες κόχες των ματιώντης.

Πώς η δροσοσταλίδα το αυγουστιάτικοπρωινό κάθεται νωχελικά σ' ένα φύλλο,ξυπνώντας από τη γλυκιά ξεκούραση της νύχτας;Έχει σημασία αν μετά θα πέσει στο χώμα ή αν θαεξατμιστεί από τη δύναμη του ήλιου; Έχεισημασία αν θα ταξιδέψει μακριά σαν σύννεφο ήαν θα επιστρέψει αμέσως σαν βροχή; Όχι, δενέχει καμία σημασία, καθώς για το φύλλο ηδροσοσταλίδα αυτή θα είναι πάντα η ίδια, καικάθε φορά που θα συναντιούνται, θααναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. "Γεια σου" θαπουν άπειρες φορές τα πλάσματα αυτού τουκόσμου και το σύμπαν θα τα κρατάει στηναγκαλιά του, κοιτώντας τα με φροντίδα και

75/278

Page 76: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

στοργή και μέσα σε αυτά θα είμαστε κι εμείςόπως και όλοι οι άλλοι, όλοι όσοι έχουμεαγαπήσει και θ' αγαπήσουμε, όλο το ζωντανόπνεύμα της ύλης.

Ο Σίμος σταμάτησε να μιλάει, βλέπονταςένα δάκρυ να τρέχει στο μάγουλο της μάνας."Μπορούν και κλαίνε οι νεκροί;" αναρωτήθηκε,αλλά δε σταμάτησε να της χαϊδεύει το χέρι, μέχριπου ένιωσε και στο δικό του μάγουλο ένα δάκρυ.Έμειναν έτσι, απολαμβάνοντας τη μελαγχολικήχαρά, βιώνοντας την ελπίδα ότι τίποτα δεντελειώνει εδώ, στο καταγώγιο του Άδη. Ο Σίμοςέσπασε τελικά πρώτος τη σιωπή και πάλι:

«Ωστόσο, μάνα, το θέμα είναι ότι εγώ δε θαέπρεπε να είμαι εδώ σήμερα, στο ζοφερό Άδη.Εγώ είμαι ακόμα ζωντανός και θα έπρεπε ναβρίσκομαι με γερά τα πόδια μου πάνω στο χώμα,στη Γη. Δεν είμαι νεκρός, μάνα, είμαι εδώ απόλάθος. Πρέπει να γυρίσω πίσω, δεν τελείωσαακόμα με τη Γη. Πρέπει να δραπετεύσω.Βοήθησέ με...»

76/278

Page 77: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Τη σιωπή που ακολούθησε σκέπασε έναςδυνατός θόρυβος, σαν ένας χείμαρρος πουξαφνικά αφέθηκε να χυθεί. Ο Σίμος κοίταξεγύρω του και είδε ότι οι ψυχές χειροκροτούσαν!Χτυπούσαν τα κοκάλινα χέρια τους το ένα με τοάλλο, παράγοντας αυτόν τον περίεργο δυνατόήχο. Η σκηνή φωτίστηκε μ' ένα κόκκινο απαλόφως. Το μόνο που φαινόταν στο πάλκο ήταν έναμεγάλο πιάνο με ουρά. Οι ψυχές συνέχισαν ναχειροκροτούν, μέχρι που κάποιος ανέβηκε πάνωμε γρήγορα βήματα. Κάθισε στο πιάνο και έπαιξετις πρώτες νότες. Τότε φωτίστηκε και η υπόλοιπησκηνή και φάνηκαν και άλλες ψυχές με διάφοραόργανα, βιολί, κοντραμπάσο... Α! Τι όμορφημουσική! Ο Σίμος αναγνώρισε το κονσέρτο γιαπιάνο νούμερο 9 του Μότσαρτ.

«Αλήθεια», παρατήρησε η μητέρα, «τιόμορφη μελωδία! Έχουμε και τα καλά μας εδώ.Στη γη δε θα μπορούσες με κανένα τρόπο ν'ακούσεις τον ίδιο το Μότσαρτ να παίζει τιςσυνθέσεις του. Και πόσο μάλλον καινούργιεςσυνθέσεις!»

77/278

Page 78: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Γύρισε και πάλι προς τη μεριά του Σίμου:«Είσαι σίγουρος, αγόρι μου, ότι θέλεις να

φύγεις; Είναι σχεδόν αδύνατο. Δεν ξέρω κανέναννα το κατόρθωσε!

Βέβαια... στα αρχαία χρόνια, κάποιοι τακατάφεραν, κοροϊδεύοντας τους Θεούς. Αλλά να,δες, ο ένας από αυτούς είναι ο Σίσυφος, πουτώρα κυλάει το λιθάρι, χωρίς τελειωμό. Τικέρδισε; Ποιος θα τον ζήλευε;»

«Σε παρακαλώ...» είπε απλά ο Σίμος.«Εντάξει», είπε τελικά εκείνη. «Έχω μια

ιδέα...»Αναστέναξε.«Φρόντισε μόνο, αγόρι μου, όταν θα σε

πιάσουν, τώρα ή αργότερα όταν πεθάνεις, ναέχεις μια καλή δικαιολογία για την πράξη σου, νασυγκινήσεις την Πότνια και να γλιτώσεις τηντιμωρία, γιατί ο Αηδωνέας δεν έχει καρδιά και οιτιμωρίες που βάζει στους θνητούς είναι σκληρές,σαν να μην τους έφτανε που είναι νεκροί. Αύριο,αγόρι μου, αύριο θα δράσουμε. Σήμερα, όμως,

78/278

Page 79: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

άσε με να σε χαρώ, άσε με να σε αγγίξω και νασε ακούσω. Αύριο θα δραπετεύσεις...»

Ήπιαν, λοιπόν, το ζωντανό αίμα,θυμήθηκαν, γέλασαν κι έκλαψαν. Όταν άδειασετο κανάτι ο Σίμος σηκώθηκε να πάρει και άλλοπιοτί, αλλά η μάνα τον έπιασε από το μπράτσο.

«Όχι», τον συμβούλευσε. «Μην πάρειςάλλο. Αύριο θα χρειαστούμε πολύ. Να, πάρε καιτα δικά μου που περίσσεψαν και φύλαξέ τα»,πρόσθεσε, δίνοντάς του δύο μικρά μεταλλικάρόδια.

Εκείνος ξανακάθισε δίπλα της και άδειασετο κέρατό του.

«Και τώρα; Και τώρα τι θα γίνει;»«Τίποτα», απάντησε η μάνα. «Απλά σε λίγο

θα τα ξεχάσουμε όλα. Θα γίνει σε μια στιγμή.Ύστερα, θα βγούμε και πάλι μαζί στα χωράφιαμε τις παπαρούνες και αφού ξεκουραστούμε γιαλίγες ώρες θα έρθουν οι επιστάτες να μαςβάλλουν και πάλι να δουλέψουμε. Μετά θαξανάρθουμε και πάλι στη Στύγα, χωρίς ναξέρουμε γιατί, απλά επειδή αυτό κάνουν κάθε

79/278

Page 80: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

φορά οι ψυχές, όταν τελειώνει η εργασία σταχωράφια. Μόλις πιούμε και πάλι λίγη ζωή θα ταθυμηθούμε και πάλι όλα. Θ' αναγνωρίσουμε καιπάλι ο ένας τον άλλο και θα θυμηθούμε όσαείπαμε και κάναμε σήμερα. Μόλις, λοιπόν,συνέλθουμε και πάλι από το σοκ, καιαγοράσουμε πολλή ζωή, θα βάλλουμε μπρος τοσχέδιό μου για την απόδρασή σου».

«Όλα καλά αυτά που λες. Τι θα γίνει αν μαςχωρίσει κάποιος κατά τη διάρκεια της λήθης;Πώς θα βρεθούμε σε περίπτωση που φτάσει κάθεένας από εμάς μοναχός στη Στύγα;»

Η μάνα του χάιδεψε το χέρι.«Δε θα μας χωρίσουνε, μη φοβάσαι. Θα

είμαστε όλη την ημέρα μαζί και ύστερα, αφούπιούμε θα θυμηθούμε».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε και πάλι τοδυνατό νεκρικό χειροκρότημα των ψυχών.Κοίταξαν προς τη σκηνή. Ο Μότσαρτ δίπλα στοπιάνο έκανε μια βαθιά υπόκλιση, πριναποχωρήσει και σβήσουν τα φώτα.

80/278

Page 81: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Έλα όμως», τον παρότρυνε τελικά ύστερααπό μια σύντομη σιωπή. «Είναι ώρα ναφεύγουμε. Χρειαζόμαστε λίγη ξεκούραση».

Σηκώθηκε και την ακολούθησε,σπρώχνοντας το δρόμο του ανάμεσα στις ψυχέςπου εγκατέλειπαν και αυτές τη Στύγα...

Έξω, το σκοτάδι τους φάνηκε σχεδόναπόλυτο, αν και τίποτα δεν είχε αλλάξει.Περπατούσαν μέσα σ' ένα ποτάμι από χιλιάδεςψυχές.

«Πού πάμε;» ρώτησε τελικά ο Σίμος, αφούείχαν αφήσει το ξέφωτο με τους ασφοδελούς καιπερπατούσαν πια ανάμεσα στα χωράφια με τιςπαπαρούνες.

«Απλά γυρνάμε πίσω, εκεί που δουλεύαμε»,απάντησε η μάνα.

Συνέχισαν να περπατούν σιωπηλοί, ο έναςδίπλα στον άλλο, μέχρι που άφησαν το μονοπάτιπου ακολουθούσαν και μπήκαν σ' ένα χωράφι.

«Εδώ είμαστε. Ξάπλωσε και ξεκουράσου».Ο Σίμος ξάπλωσε στο μαλακό κρύο χώμα,

ανάμεσα από τους βολβούς της μαύρης

81/278

Page 82: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παπαρούνας, βάζοντας τα χέρια του πίσω από τολαιμό του, σαν μαξιλάρι, κοιτώντας το μαύροτίποτα ακριβώς από πάνω του.

«Μη στεναχωριέσαι», είπε τελικά η μάνα,νιώθοντας την άσχημη διάθεσή του. «Όλοι έτσινιώθουμε όταν επιστρέφουμε από τη Στύγα. Σαννα χάσαμε κάτι, σαν κάτι να μας διαφεύγει.Μάρτυρές μου οι Θεοί. Περνάμε καλά στηΣτύγα, γι' αυτό άλλωστε, μόλις τελειώσει ηεργασία, τρέχουμε εκεί, χωρίς να ξέρουμε γιατί.Πολλοί λένε ότι το ποτό δεν κάνει καλό, ότικαταστρέφει την υγεία. Λένε ότι όποιος πίνει στηΣτύγα χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας.Αυτοί δεν πίνουν, ούτε καν πλησιάζουν τηΣτύγα. Δουλεύουν και ξεκουράζονται, αυτή είναιη ζωή τους. Αλλά μη στενοχωριέσαι. Εμείςαύριο, μετά τη δουλειά, θα ξαναπάμε στη Στύγα.Ξεκουράσου».

Ο Σίμος ξάπλωσε και, χωρίς να καταλάβειπως, αποκοιμήθηκε. Και ονειρεύτηκε. Είδε λέειότι βρισκόταν στην όχθη ενός ποταμού με μαύρονερό και πολλά καλάμια στις όχθες. Μια βάρκα

82/278

Page 83: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πλησίασε, σκίζοντας την ομίχλη. Ένας αδύνατοςγέρος, ψηλός, όρθιος μέσα στη βάρκα τηνοδηγούσε μ' ένα μακρύ ξύλο. Μπήκε και κάθισεμπροστά από το γέρο, ο οποίος γύρισε τη βάρκακαι άρχισε να πηγαίνει προς την αντίπερα όχθη.Μέσα στην ομίχλη ένιωσε παράξενα. Άκουσεέναν ήχο από μαντολίνο και μια όμορφη αντρικήφωνή. Γύρισε προς τη μεριά του γέρου και αντίαυτού είδε ένα όμορφο παλικάρι να τραγουδάεικαι να παίζει το μαντολίνο του. Φορούσε έναεπίπεδο καπέλο με κορδέλα να ανεμίζει."Γονδολιέρης;" σκέφτηκε, γυρνώντας μέσα στονύπνο του. Και πράγματι δε βρισκόταν πια σ' ένασάπιο μονόξυλο, αλλά σε μια όμορφη γόνδολα.Δεν έβλεπε πια την όχθη, αλλά μια απέραντηθάλασσα. Ο ήλιος ήταν ψηλά κι έκανε ζέστη. Ογονδολιέρης άφησε το μαντολίνο και τον κοίταξεχαμογελαστός.

"Πεινάς; Θέλεις να φας;"Ο Σίμος πεινούσε πολύ. Ένιωθε το στομάχι

του να πονά.

83/278

Page 84: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

"Πεινάω" απάντησε, χωρίς να περιμένει ότιπραγματικά υπήρχε κάτι φαγώσιμο στη γόνδολα.

"Περίμενε", του έκανε χαμογελαστά ογονδολιέρης υψώνοντας το δάκτυλό του."Περίμενε... "

Σηκώθηκε και η βάρκα ταλαντεύτηκε λίγο.Έσκυψε και άνοιξε ένα μικρό ντουλαπάκι απ'όπου έβγαλε ένα μαχαίρι, μια ξύλινη τάβλα κιένα πακέτο. Ξανακάθισε και ακούμπησε τηντάβλα στα γόνατά του. Άνοιξε το πακέτο καιτοποθέτησε ένα μεγάλο κομμάτι ωμό κρέας στηντάβλα, ένα μεγάλο κομμάτι σκουρόχρωμοσυκώτι. Κοίταξε το Σίμο και χαμογέλασε.Ξαναέσκυψε προς το κρέας και άρχισε να τοκόβει στα τέσσερα. Τότε ο Σίμος άφησε μιακραυγή τρόμου. Το κρέας δεν ήταν πια κρέας!Είχε μεταμορφωθεί σε πλαστελίνη! Κοίταξε καιπάλι το γονδολιέρη, προσπαθώντας να ηρεμήσει.Ωστόσο, αυτός δεν ήταν πια γονδολιέρης ούτεβρισκόντουσαν πια σε γόνδολα, αλλά στο παλιόμονόξυλο. Ήταν ένας άντρας αδύνατος μεμακριά λαδωμένα μαλλιά και κάτι μάτια γαλάζια

84/278

Page 85: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

(ή μήπως πράσινα;) τόσο φωτεινά! Κάτι τουθύμιζε. Ο άντρας τον κάρφωσε μέσα στα μάτιατου.

"Στο είχα πει", παρατήρησε σοβαρά. "Στοείχα πει να μην πιεις από το νερό εκείνο".

«Ξύπνα», άκουσε μια φωνή. «Πρέπει ναξεκινήσουμε την εργασία».

Η μάνα ήταν ήδη όρθια και είχε αρχίσει τηδουλειά. Ο Σίμος σηκώθηκε και έπιασε κιεκείνος δουλειά. Δε θυμόταν τίποτα πια από τηΣτύγα. Ούτε τη μάνα του...

Είχαν εργαστεί πια αρκετές ώρες, ότανεμφανίστηκε ένας επιστάτης.

«Εσύ», έδειξε τη μάνα. «Παράτησέ τα όλακαι ακολούθησέ με. Πρέπει να επιδιορθώσουμετο φράγμα, η ροή του νερού έχει σταματήσει σεαρκετά χωράφια».

Μαζί με τον επιστάτη ήταν ένα πλήθος απόψυχές. Η μάνα τους ακολούθησε. Ο Σίμοςσυνέχισε την εργασία του. δεν ήθελαν φαίνεταιτζόβενους στη δουλειά αυτή.

85/278

Page 86: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να εμφανιστείάλλος επιστάτης.

«Τέλος της εργασίας για σήμερα», είπε.«Δώσε μου το κύπελό σου».

Πήρε δύο μεταλλικά ρόδια από τον επιστάτηκαι τα έβαλε στην τσέπη του, όταν ανακάλυψεότι είχε ακόμα τέσσερα, σύνολο έξι. Με τα ρόδιαστην τσέπη του ξεκίνησε για τη Στύγα.Προχώρησε ανάμεσα από τα ατελείωτα χωράφιαμέχρι που έφτασε και πάλι στο μεγάλο ξέφωτοκαι τελικά, αφού μπήκε στη σπηλιά, ακολούθησετο ποτάμι μέχρι την τεράστια αίθουσα τηςΣτύγας. Το μέρος ήταν σχετικά άδειο, αλλάπαρέες παρέες κατέφθαναν συνεχώς.Κατευθύνθηκε προς το μπαρ κι έκανε νόημαστον μπάρμαν. Δίπλα του καθόταν ένα ψηλόςσκελετός.

«Χα, ένα τζόβενο», παρατήρησεπεριπαικτικά. «Ένας νέος που δεν έχει χάσειακόμα την προβιά του! Λοιπόν μη φοβάσαι, όλαθα πάνε καλά, όλοι φοβούνται στην αρχή, αλλά

86/278

Page 87: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τελικά δεν πονάει καθόλου, νιώθεις και πιοελεύθερος».

Ο Σίμος τον αγνόησε, αλλά εκείνος φανερά,γύρευε κουβέντα.

«Εσύ, εσύ πώς από δω; Πώς συνέβη τομοιραίο; Αααα! Βλέπω δεν έχεις πιει ακόμα.Κάτσε, θα σε κανονίσω».

Άδειασε το κέρατό του σβέλτα και πέταξετρία ρόδια στον πάγκο.

«Για φέρε μας μισή οκά αρνίσιο κι ένακέρατο ακόμα για το φίλο μας». Και γυρίζονταςπρος το Σίμο: «Κερνάω εγώ φυσικά».

Ο Σίμος δυσκολευόταν να καταλάβει τιακριβώς εννοούσε.

«Λοιπόν, μέχρι να σου φέρουν ένα κέρατοκαι λίγο γλυκό αρνίσιο ποτό θα σου πω μιαιστορία που άκουσα χθες και ξεράθηκα σταγέλια. Μας τη διηγήθηκε κάποιος που την είχεακούσει από πρώτο χέρι, από τον ίδιο τονπαθόντα».

Γύρισε προς τον μπάρμαν.

87/278

Page 88: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Τι θα γίνει, θα μας φέρεις μια οκά αρνίσιοκι ένα κέρατο ή θα πιω το δικό σου αίμα, χα χαχα».

Ο μπάρμαν του έγνεψε από την άλλη άκρητης μπάρας ότι έρχεται.

«Ήταν που λες ένας τύπος, ας τον πούμε Ζανμια και ήταν Γάλλος, και είχε πάει εκδρομή μετην οικογένειά του στην Ισπανία. Είχαν περάσειήδη δύο υπέροχες εβδομάδες με τη γυναίκα τουκαι τα παιδιά του. Ξέρεις, Σεβίλλη, Κόρντοβακαι τέτοια. Τότε, άρχισαν να παίρνουν το δρόμοτης επιστροφής. Ο Ζαν είχε κουραστεί, αφούοδηγούσε μεγάλες αποστάσεις κάθε ημέρα, αλλάήταν πολύ χαρούμενος. Τα παιδιά γκρίνιαζανβέβαια λίγο, αλλά η γυναίκα του, ύστερα απόπολλά χρόνια, έμοιαζε πάλι όμορφη και νέα.Τέλος πάντων, όλα πήγαιναν καλά, μέχρι πουπέρασαν δίπλα από ένα πάρκο, κάτι σαν τεράστιοζωολογικό κήπο, όπου τα ζώα κυκλοφορούσανμέσα ελεύθερα. Στην είσοδο έγραφε με μεγάλαγράμματα, "Κλειδώστε τις πόρτες και κλείστε ταπαράθυρα", ή κάτι τέτοιο. Είχαν δεν είχαν

88/278

Page 89: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

περάσει δέκα λεπτά, όταν ο Ζαν αποφάσισε νακατέβει από το αυτοκίνητο να βγάλει μερικέςφωτογραφίες. Τα λιοντάρια φαινόντουσαν ναείναι αρκετά μακριά. Η γυναίκα του κάτι πήγε νατου πει, αλλά αυτός δε σήκωνε κουβέντα. Ένιωθενα είναι στο απόγειο του αντρισμού του.Πρόλαβε να βγάλει μία ή δύο φωτογραφίες, πριντον πλησιάσει με μεγάλη ταχύτητα το πρώτολιοντάρι. Τον έφαγαν μέσα σε πέντε λεπτά».

«Ναι, ναι, την έχω ακούσει κι εγώ αυτή τηνιστορία», πετάχτηκε ένας άλλος. «Ο Ζαν,μεγάλος βλάκας. Εγώ δε γελάω. Απλά δοξάζω τοΘεό. Ευτυχώς που τον έφαγαν τα λιοντάρια, πρινπρολάβει να κάνει μεγαλύτερο κακό. Γιατί, δενμπορεί, όταν κάποιος είναι τόσο βλάκας,αποτελεί δημόσιο κίνδυνο. Μου θυμίζει μια άλληιστορία όμως. Κάποιοι είχαν πάει σ' ένα γάμοστη Νότια Αφρική. Ο γάμος...»

Ο Σίμος ήπιε την πρώτη γουλιά από τοκέρατο που του έφερε μπάρμαν. Τότεθυμήθηκε...

89/278

Page 90: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Γαμώτο», έβρισε και σηκώθηκε απότομα.«Και τώρα πώς θα ξαναβρώ τη μάνα;»

Κοίταξε γύρω του το πλήθος. Δεν υπήρχεκαμία ελπίδα να την βρει μέσα σε όλο αυτό τονκόσμο από σκελετούς, που ήταν όλοι ίδιοιμεταξύ τους.

«Χα, χα, χα», είχαν ξεραθεί στα γέλια οιδιπλανοί του.

«Σοβαρολογείς ρε φίλε; Πήγαν για νυχτερινόμπάνιο σε μια άγνωστη λίμνη, σε μια άγνωστηάγρια χώρα, μέσα σε ένα πάρκο άγριων ζώων καιτο μόνο που τους συνέβη ήταν να τους φάει οιπποπόταμος;»

Ο Σίμος ξανακάθισε.«Και πού να σου πω και για τον άλλο που

είχε αποφασίσει να πάει να εκπολιτίσει τουςκανίβαλους».

Ο Σίμος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Ήθελελίγη ησυχία, για να σκεφτεί καθαρά. Για ναεκτιμήσει σωστά την κατάσταση.

«Σταματήστε», σήκωσε ψηλά τα χέρια του.«Αφήστε με ήσυχο».

90/278

Page 91: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Ωχ, πολύ νευρικός είσαι».«Σκασμός», επανέλαβε ο Σίμος.«Πάμε», είπε ο άλλος. «Πάμε να γελάσουμε

κάπου αλλού, γιατί αυτός εδώ είναι σπαστικός».Και με αυτά τα λόγια σηκώθηκαν μαζί με τις

νταμιζάνες τους.Ο Σίμος άδειασε το κέρατό του.«Μία οκά κατσικίσιο», φώναξε στον

μπάρμαν."Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά",

σκέφτηκε, "καθόλου καλά". Και πράγματι, ηκατάστασή του δεν ήταν καθόλου καλή. Είχεχαθεί με τη μάνα του, τη μόνη του ελπίδα ίσωςνα ξεφύγει από τον Άδη, και τώρα ήταν σχεδόναδύνατο να ξαναβρεθούν. Είχε τρία μεταλλικάρόδια για μια οκά αίμα και άλλα τρία για ακόμαμία αργότερα. Και ύστερα; Μετά θα ξέχναγε ταπάντα και θα ερχόταν η ώρα να επιστρέψει σταχωράφια με τις παπαρούνες. Ήταν ήδη τοδεύτερο βράδυ στον Άδη.

Και τι θα γινόταν με τον Ευρύνομο; Άραγεπότε θα τον πήγαιναν σε αυτόν για να τον κάνουν

91/278

Page 92: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ένα σκελετό σαν όλους τους άλλους; Είχε ακόμαχρόνο ή μήπως αυτή θα ήταν η τελευταία τουευκαιρία; Μήπως το επόμενο πρωί ήταν η μέραπου θα χώνευε τις σάρκες του ο δαίμονας;Έδωσε τα τρία μεταλλικά ρόδια στο μπάρμαν κιέβαλε ακόμα ένα κέρατο από το γλυκό πιοτό.Κάθε γουλιά και μια ακόμα ανάμνηση, κάθεκέρατο κι ένα μελαγχολικό φθινοπωρινόαπόγευμα στη βεράντα να τρώει την τελευταίαδροσερή φέτα από καρπούζι, την τελευταία τηςζωής του. Μπορούν οι νεκροί να κλάψουν;Άλλωστε, ο Σίμος δεν ήταν νεκρός. Τουλάχιστονέτσι πίστευε...

Άραγε υπήρξε ποτέ κανείς που ν'αναγνώρισε το τελευταίο χάδι του καλοκαιριού,τόσο μοναδικά πολύτιμο; Άραγε ποιος δενέκλαψε στο μπαρ της Στύγας, μπροστά από ένακέρατο με αίμα, προσπαθώντας να θυμηθεί καινα ξαναζήσει, να νιώσει, να ξαναοργανώσει τησκέψη του και να λυτρωθεί; Και όμως, όλοι τογνωρίζουν, μετά θάνατον δεν υπάρχεισυγχώρεση. Όλοι το γνωρίζουν... Και έτσι ο

92/278

Page 93: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Σίμος συνέχισε να πίνει το ένα κέρατο μετά τοάλλο, ενώ ο Μάιλς Ντέιβις είχε ανέβει στησκηνή. Φορούσε τα μαύρα του γυαλιά καικρατούσε μια όμορφη τρομπέτα με μεταλλικόήχο. Γύρισε την πλάτη στο κοινό κι έδωσε τιςπρώτες νότες.

Αχ, όμορφα περνούν οι ψυχές στη Στύγα,αλήθεια τι να πρωτοθυμηθεί κανείς κάτω απόαυτούς τους γλυκούς ήχους; Ο Σίμος δεν ξέρειότι ο θάνατος μοιάζει πολύ στη ζωή. Κάποιοςπρέπει να ξέρει να ζει για να είναι ευτυχισμένοςόσο ζει, αλλά και να ξέρει ν' απολαμβάνει τοθάνατο. Όπως και να 'χει, λίγο πιοτό με καλήμουσική, δύο γλυκόπικρες αναμνήσεις και καλήπαρέα για να τα μοιραστεί δημιουργούν μιαατμόσφαιρα που κάποιος πρέπει να είναι πολύγκρινιάρης για να μην την απολαμβάνει. "Εγώόμως δεν είμαι νεκρός", απάντησε ο Σίμος στιςσκέψεις του.

Έφυγε από τους τελευταίος, τρεκλίζοντας.«Τα ήπιε το τζόβενο», γελούσαν οι ψυχές.

93/278

Page 94: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Είχε γεμίσει από ζωή. Έπεσε ξερός ανάμεσααπό τις παπαρούνες και κοιμήθηκε μέχρι τοπρωί.

«Ξύπνα», είπε μια φωνή. «Έχουμε δουλειά».Ο Σίμος ανασήκωσε το κεφάλι του. Ω, πόσοβαρύ το ένιωθε!

«Τι θέλεις;» ρώτησε βαριεστημένα.«Σήκω», επανέλαβε η φωνή, «και

ακολούθησέ με».Ο Σίμος έξυσε το κεφάλι του και γύρισε

προς τη φωνή.«Α, εσύ είσαι», είπε χαρούμενα στη σκιά,

χωρίς να θυμάται βέβαια ότι ήταν η ίδια του ημάνα. «Σε έχασα χθες».

«Μην καθυστερείς, μας βλέπει και αυτός οπαλιάνθρωπος, ο αρχιεπιστάτης, και είναι πολύαυστηρός. Αν πάρει μυρωδιά ότι δεν είσαι στακαλά σου μπορεί και να σου κόψει την πληρωμήγια σήμερα και ύστερα ξέχνα τη Στύγα».

"Η Στύγα", σκέφτηκε ο Σίμος. Το ήξερεαυτό το μέρος, του θύμιζε κάτι όμορφο ή, τέλος

94/278

Page 95: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πάντων, κάτι δυνατό. Ήταν ωραία στη Στύγα καιγι' αυτό έπρεπε να σηκωθεί αμέσως.

«Εντάξει, εντάξει, να 'μαι, σηκώθηκα», είπεκαι αμέσως βρέθηκε όρθιος.

«Επιτέλους. Ακολούθησέ με».Πέρασαν από γνώριμα μέρη, ακολουθώντας

το δρόμο για τη Στύγα.«Πού χάθηκες χθες;» ρώτησε ο Σίμος. «Το

φτιάξατε το φράγμα;»«Ναι, όλα καλά», απάντησε η μάνα.

Φαινόταν πολύ βιαστική και αγχωμένη. "Τι νασυμβαίνει άραγε", σκέφτηκε ο Σίμος,προσπαθώντας να την ακολουθήσει.

Έφτασαν μπροστά από την είσοδο τηςΣτύγας κι έστριψαν, ακολουθώντας το μονοπάτιπαράλληλα με το ποτάμι. Περνούσαν τώραανάμεσα από κατάμαυρα χωράφια, γεμάταανθισμένες παπαρούνες. Προχωρώντας, έφτασανστο τέλος των καλλιεργειών. Τώρα, υπήρχε μόνοερημιά, ένα ατελείωτο επίπεδο γεμάτοασφόδελους.

«Πού πάμε;» ρώτησε τελικά ο Σίμος.

95/278

Page 96: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Κοίτα, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Δεν έχουμεκαθόλου χρόνο θα έλεγα. Γι' αυτό ακολούθα, όσοπιο γρήγορα μπορείς και μη μιλάς».

Λίγο αργότερα, περνούσαν ένα ξύλινογεφυράκι, πάνω από τον ποταμό. Στο βάθος μιαςσχισμένης με τσεκούρι κοιλάδας περίμενε έναςεπιστάτης.

«Αργήσατε», είπε με τα άδεια μάτια του νακοιτάνε τα φοβισμένα μάτια του Σίμου.

«Μα τι;» πήγε να πει εκείνος, αλλά τασκελετωμένα χέρια είχαν ήδη βγάλει ένα μεγάλομεταλλικό κλειδί και ξεκλείδωναν την ξύλινηπόρτα που τους έφραζε το δρόμο.

«Περάστε», είπε και τους έδειξε το δρόμο,ακολουθώντας τους από πίσω.

Βρέθηκαν σε μια απέραντη πεδιάδα, έναατέλειωτο οροπέδιο, καλυμμένο γύρω απόβουνά. Ο Σίμος σταμάτησε προς στιγμή και είδεκοπάδια από ζέβρες να καλπάζουν, ενώ μερικοίνεροβούβαλοι έβοσκαν λίγο πιο πέρα. Οεπιστάτης κλείδωσε την πόρτα και άρχισε ναπροχωρά. Η μάνα, που δεν ήταν καθόλου ήρεμη,

96/278

Page 97: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σκούντησε το Σίμο και του έκανε νόημα ναπροχωρήσει κι εκείνος.

Περπάτησαν για αρκετή ώρα μέσα στηνηλιόλουστη πεδιάδα, βλέποντας όλων των ειδώντα ζώα να συνυπάρχουν αρμονικά. Τίγρεις μεμακριούς χαβλιόδοντες έπιναν νεράκι δίπλα σεόμορφα ελαφάκια, ενώ μικρά λιονταράκιακυλιόντουσαν στο γρασίδι με γαζέλες, κάτω απότο κοιμισμένο βλέμμα των στιβαρών γονιώντους. Και ο λύκος; Ναι, μια αγέλη από λύκουςείχε ξαπλώσει δίπλα σε ένα κοπάδι απόκατσικάκια. Τα κατσικάκια έβοσκαν τρυφεράχορταράκια αμέριμνα, ενώ τι περίεργο, μερικοίλύκοι είχαν πάρει στην αγκάλη τους από δύο ήτρία μικρά, τρυφερά κατσικάκια και τα έγλειφαν,όπως μια μητέρα γάτα τα μικρά της, έτσι για νατα καθαρίσουν.

Σταμάτησαν σ' ένα μικρό πέτρινο κύκλο.Είχε μερικά δέντρα τριγύρω και μια μικρήλιμνούλα.

«Περιμένετέ με εδώ», πρόσταξε ο επιστάτηςκι έφυγε.

97/278

Page 98: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Έκανε μερικά βήματα και ξαναγύρισε προςτη μεριά τους. "Μήπως κάτι δεν πάει καλά;"σκέφτηκε, πριν ξαναγυρίσει προς την αρχική τουπορεία.

«Εδώ έρχονται τα ζώα, όταν πεθαίνουν»,είπε απλά η μάνα. «Και δεν έχουμε καθόλουχρόνο», πρόσθεσε.

«Δηλαδή...»«Γρήγορα», τον διέκοψε, δίνοντάς του μια

νταμιζάνα. «Πιες».Ο Σίμος πήρε την νταμιζάνα, χωρίς να

τολμάει να φέρει αντίρρηση και ήπιε.«Μάνα», ψέλλισε μετά την πρώτη γουλιά.«Ναι, ξέρω παιδί μου», είπε εκείνη τρυφερά,

αλλά φανερά βιαστική. «Λοιπόν κοίτα. Εδώπεριμένουμε να έρθει ο επιστάτης με τονΕυρύνομο, το δαίμονα που τρώει τις σάρκες τωννεκρών, μετατρέποντάς τους σε σκελετούς».

Ο Σίμος την κοίταξε με απορία.«Έχουμε ελάχιστο χρόνο», συνέχισε εκείνη,

«μέχρι να έρθει ο Ευρύνομος και να σε"ξεφλουδίσει". Εκτός των άλλων, αν μας

98/278

Page 99: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πιάσουν, πάμε κατ' ευθείαν για τα Τάρταρα. Γι'αυτό βιάσου. Πάρε αυτή τη σκούφια και φόρεσέτη. Είναι η "Κυνή" η θρυλική σκούφια τουΑηδωνέα, που κάνει αόρατο όποιον τη φοράει.Πάρε, όμως, και αυτή τη νταμιζάνα για να πίνειςκαι να μην ξεχνιέσαι μέχρι να βγεις από τον Άδη.Τότε δε θα σου χρειάζεται».

Ο Σίμος πήρε τη σκούφια και την κοίταξε.«Κι εσύ;» τη ρώτησε δειλά. «Εσύ τι θ'

απογίνεις;»Η μάνα τον κοίταξε τρυφερά.«Μη φοβάσαι. Έχω την πίστη ότι ο θάνατος

δεν είναι το τέλος, αλλά μόνο η αρχή. Σ' ένατέτοιο απίθανο σύμπαν, σ' ένα τόσο περίπλοκοκόσμο, ο Άδης δεν είναι υποχρεωτικά αιώνιος».

Εκείνος κοντοστάθηκε.«Φύγε», του φώναξε. «Δε θα πάθω τίποτα,

μη φοβάσαι. Εσύ, μόνο, κοίτα να ξεφύγεις... »Με δάκρυα στα μάτια την αγκάλιασε και τη

φίλησε στο μάγουλο.«Σ' ευχαριστώ μάνα», ψιθύρισε στ' αφτί της.

«Θα ξανανταμώσουμε σύντομα... »

99/278

Page 100: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Χωρίς άλλη κουβέντα, φόρεσε την "Κυνή"και άρχισε να τρέχει, αόρατος πια. Τρέχονταςδίπλα στη λίμνη έβλεπε διάφορα περίεργα ζώανα πίνουν νερό. Κοντοστάθηκε προσπαθώντας ναθυμηθεί, «Δεινόσαυροι!», είπε τελικά μεθαυμασμό και συνέχισε να τρέχει. Και πράγματι,κοπάδια ολόκληρα από βροντόσαυρους καιτυρανόσαυρους και άλλους γίγαντες των δέκα ήείκοσι μέτρων, χορτοφάγοι και σαρκοφάγοι, όλοιμαζί έβοσκαν ειρηνικά, μαζί με λιγότερο εξωτικάζώα, όπως ένα κοπάδι από μαμούθ. Εκεί, στοβάθος, είδε το στόχο του. Ένας τεράστιοςπτεροδάκτυλος, ένας αρχαιοπτέρυξ ή κάτι τέτοιο,ένα δεινοσαυρικό πτηνοτέρας, με μήκος φτερώνμερικά μέτρα το κάθε ένα λιαζόταν εκεί, κοντάστην όχθη της λίμνης. Ο Σίμος πήδηξε πάνω στοσβέρκο του και γραπώθηκε σφιχτά.

«Ξεκίνα», είπε και του τράβηξε το λοφίο.Το τεράστιο πτηνό έκραξε σε μια αρχαία

γλώσσα και σηκώθηκε από το έδαφος,προσπαθώντας να ξεφύγει από τον ενοχλητικό,που του είχε καθίσει στο σβέρκο. "Κατέβα", θα

100/278

Page 101: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει. «Ανέβα», τουφώναζε στο αφτί ο αόρατος αφέντης του. Οαρχαιοπτέρυξ έτρεξε μερικά μέτρα μέσα στηναιώνια σαβάνα και τελικά απογειώθηκε...

101/278

Page 102: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

II. ΔραπέτηςΚανείς δεν έδωσε σημασία στην τυχαία

πτήση ενός αρχαίου τέρατος, αφού δεν ήτανακόμα ευρύτερα γνωστή η απουσία του. Παρόλααυτά, κάποιοι ήδη γνώριζαν ότι έλειπε. OΕυρύνομος είχε φτάσει στη μικρή λίμνη,οδηγούμενος από τον επιστάτη και δεν είχε βρειτην τρυφερή ζωντανή σάρκα που του είχανυποσχεθεί. Ο Ευρύνομος ήταν γενικά έναςκαλοκάγαθος δαίμονας, αλλά δεν του άρεσε νατου παίρνουν την τροφή από το στόμα.Τσαντιζόταν. «ΜΜΜΜμμμμ», έκανε σε όλη τηδιαδρομή όσο ο επιστάτης τον έσερνε από τηναλυσίδα. «ΜΜΜΜμμμμ», κι έγλειφε τα χονδράτου χείλη. «Χααα», έκανε λίγο πριν φτάσει στηλιμνούλα και, πως του ήρθε, έπιασε τον επιστάτηαπό το χέρι και τον σήκωσε ψηλά στην αγκαλιάτου.

Έφτασαν, τελικά, στο σημείο που περίμενε ημάνα. Ο Ευρύνομος σταμάτησε απορρημένος, μηβλέποντας κάτι φαγώσιμο παρά έναν άνοστοσκελετό και άφησε να κατέβει ο

Page 103: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κατατρομαγμένος επιστάτης. Εκείνος μάζεψε ταμαύρα ράσα του και ρώτησε όλο αγωνία:

«Πού είναι αυτός, πού είναι το τζόβενο;»Η Μάνα κοίταξε το χώμα, μην ξέροντας για

τι πράγμα ακριβώς μιλούσε ο επιστάτης και είπεαπλά, χωρίς να τολμά να κοιτάξει τις άδειεςκόχες του:

«Κοίτα, έφυγε...»Την κοίταξε, προσπαθώντας να ισιώσει την

κουκούλα του.«Έφυγε; Έφυγε; Μα καλά, πού πήγε;» ενώ ο

Ευρύνομος χοροπηδούσε εκτός ελέγχου. «Καιτώρα;»

Στο μεταξύ, ο Σίμος θαύμαζε τη θέα,αόρατος κάτω από την προστασία της "Κυνής".Τι όμορφα που ήταν! Μπορεί να μην ξεχώριζεπια σχεδόν τίποτα, μερικοί μόνο από τουςμεγάλους δεινόσαυρους φαίνονταν πια από τόσούψος, αλλά δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει όλοαυτό το πράσινο χαλί, με πολλές μικρές, αλλάκαι μεγαλύτερες λιμνούλες, που απλωνόταν από

103/278

Page 104: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κάτω του. Είχε ακόμα δρόμο, μέχρι την πύλη τουΆδη. Άραγε, υπήρχε αρκετός χρόνος για να τονπρολάβουν; Λίγο αργότερα πετούσαν πια μέσαστον ασφόδελο λειμώνα. Διέσχισαν την έρημηέκταση μέχρι που φάνηκαν τελικά ψηλά βουνά."Κάπου εκεί πρέπει να είναι και η πύλη",σκέφτηκε ο Σίμος.

Ο αρχαιοπτέρυξ άρχισε να πετάει όλο καιπιο ψηλά, ακολουθώντας το απότομο ανάγλυφο.Έφτασε στο ψηλότερο σημείο και τότε ο Σίμοςκόντεψε να πέσει κάτω από τον ξαφνικό ίλιγγο.Το έδαφος από κάτω τους έσκαγε απότομα σ' ένααπύθμενο βάραθρο. Κρατήθηκε σφιχτά,αναριγώντας στον απρόσμενα κρύο αέρα τουαπογεύματος της Σελήνης. Ήταν πια εκτός Άδη!Αυτό ήταν σίγουρο, καθώς η έκταση πουαπλωνόταν μπροστά του, μέχρι το τέλος τουορίζοντα, ήταν ένα σκοτεινό σεληνιακό τοπίο,όπως το είχε δει στην άφιξή του και όπως το είχεφανταστεί όσο ζούσε στη γη. Ο ήλιος ήταν προςτο γέρμα του στο βάθος του ορίζοντα, ενώ τώραέσκαγε μύτη η Γη. Άφηναν φανερά πια πίσω

104/278

Page 105: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τους τη μυστηριώδη σκοτεινή πλευρά τηςΣελήνης, τον Άδη και τις ψυχές του, σκλάβουςτου Αηδωνέα, του μοχθηρού θεού του ΚάτωΚόσμου.

Το πτηνό προσγειώθηκε δίπλα στην πύλη,ίσα ίσα για να κατέβει ο Σίμος, και αμέσως μετάαπογειώθηκε μ' ένα κρώξιμο, ώσπου χάθηκεμέσα στον Άδη. Μερικοί άντρες φύλαγαν τηλίμνη και την πηγή, το νερό της οποίας είχε πιειο παράξενος άντρας με τα γαλαζοπράσινα μάτια.Ο Σίμος κατάλαβε αμέσως τι έπρεπε να κάνει, ανδεν ήθελε να ξαναχάσει τη μνήμη του. Πλησίασεμε θάρρος τη λίμνη, πέρασε ανάμεσα από τουςάντρες με τα ακόντια, χωρίς εκείνοι φυσικά νατον αντιληφθούν, και ήπιε μερικές γερές γουλιέςαπό την πηγή. Ξεκίνησε αμέσως την πορεία τουμε κατεύθυνση τον απογευματινό ήλιο.

Είχε περπατήσει αρκετά πια και ο ήλιος είχεκατέβει λίγο ακόμα και είχε αρχίσει να τοντυφλώνει, όταν τόλμησε να κοιτάξει πίσω του.Τώρα πια, τα ψηλά βουνά που αποτελούσαν τασύνορα του Άδη μόλις που φαινόντουσαν, ενώ οι

105/278

Page 106: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σκιές είχαν μεγαλώσει, κάνοντας το τοπίο ναμοιάζει πιο αφιλόξενο. Γύρισε και κοίταξε καιπάλι προς τον ήλιο που έδυε. Έρημος, παντούέρημος, μια σχεδόν απόλυτα επίπεδη πεδιάδα, μεελάχιστους μικρούς λόφους και χαράδρες, μέχριεκεί που έφτανε το μάτι. Πουθενά κάτι γνώριμο,κάτι διαφορετικό. Κάθισε κάτω, σωριάστηκε,ξάπλωσε στην κρύα άμμο και κοίταξε ψηλά τομισοσκότεινο ουρανό. Πόσα πολλά αστέρια καιεκεί στην άκρη η γη να μισοφαίνεται. "Και τώρα;Καλά βγήκαμε από τον Άδη, πως θα γυρίσουμεπίσω στη γη;" σκέφτηκε. Άραγε πόσες ώρεςημέρας να είχε μπροστά του μέχρι το τέλειοσκοτάδι;

Βέβαια, δε θα νύχτωνε ακόμα, αφού η μέραστη Σελήνη διαρκεί δεκαπέντε γήινες ημέρες. Τιθα έκανε όμως ύστερα; Είχε ακούσει για τιςΚήρες, τις "γρήγορες σκύλες του Άδη" τιςάσχημες γριές, με τα μάτια πεταγμένα έξω,γουρλωτά, με κατακόκκινες φλέβες και κίτρινεςκόρες, και το στόμα και τα χέρια γεμάτα αίμα.Αυτές τρέχουν, σαν όρνια που μύρισαν το

106/278

Page 107: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

θάνατο στα πεδία των μαχών και παίρνουν τομερίδιό τους από τις σάρκες του τραυματία, πριντον μεταφέρουν στον Άδη. Ο Σίμος φαντάστηκετο σεληνιακό τοπίο τελείως σκοτεινό, κατάλληλοπεδίο για νυχτερινά περίπολα των πιο άσχημωναπό τις Κήρες σε αναζήτησή του.

Σηκώθηκε και συνέχισε να περπατά στηνατέλειωτη επίπεδη πεδιάδα. Τότε, ένιωσε μιασκιά να κρύβει τον ήλιο. Κοίταξε λοξά προς ταπάνω και είδε μια Αρπύια να πετάει πάνω από τοκεφάλι του. "Ωχ!", σκέφτηκε, "με πιάσανε". ΗΆρπυα, όμως, συνέχισε την πορεία της χωρίς νατον ενοχλήσει. "Ουφ", σκέφτηκε, "ξέχασα ότιείμαι αόρατος", και συνέχισε να περπατά.

Θα πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες,όταν τελικά έφτασε σε μια απότομη χαράδρα. ΗΆρπυα είχε περάσει πολλές φορές από κοντάτου, χωρίς να καταφέρει να τον εντοπίσει. ΟΣίμος πλησίασε στην άκρη του γκρεμού καικοίταξε κάτω, όταν ξαναεμφανίστηκε τοανθρωπόμορφο πτηνό. Χωρίς πάτο έμοιαζε ηχαράδρα-βάραθρο! Τραβήχτηκε απότομα και

107/278

Page 108: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ύστερα ξανακοίταξε δειλά, προσπαθώντας ναεπικεντρωθεί στα πρώτα μέτρα. Παρατήρησε ότιβρισκόταν κοντά σε μια σκάλα σκαμμένη στοβράχο. Χωρίς να δώσει σημασία στην Αρπύια,που πετούσε ακριβώς από πάνω του, άρχισε νακατεβαίνει τη σκάλα. Τότε εκείνη προσγειώθηκεακριβώς μπροστά του. Έμεινε ακίνητος,προσπαθώντας να μην ανασαίνει.

«Σε βρήκα», είπε απαλά, ενώ το όμορφογυναικείο πρόσωπό της πλησίασε το πρόσωποτού απορημένου δραπέτη του κόσμου των σκιών.«Και δεν είναι ακόμη αργά», συνέχισε. «Όλαμπορούν να διορθωθούν ακόμα».

Ο Σίμος συνέχισε να κρατάει την ανάσα του,προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο. Πώς τον είχεβρει; Άραγε ήταν σίγουρη ότι τον είχε μπροστάτης; Μήπως μπλόφαρε; Αποφάσισε τελικά ναμην προσπαθήσει άλλο να κρυφτεί.

«Μα πώς με είδες; Φοράω την "Κυνή"»,απόρησε.

Η Νικηθόη τον κοίταξε με τα όμορφα μπλεμάτια της.

108/278

Page 109: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Σε μύρισα», είπε μαλακά. «Μην ανησυχείςόμως, θέλω το καλό σου».

Ο Σίμος έβγαλε την "Κυνή" και την έβαλεστην τσέπη του. Η Νικηθόη χαμογέλασε. Εκείνοςτην κοίταξε και θαύμασε τα όμορφα μεγάλα μπλεμάτια της.

«Δεν το ξέχασα ότι ένας τρομαγμένοςάνθρωπος, ένας άνθρωπος σ' ένα ξένο, εχθρικόπεριβάλλον ασχολήθηκε μ' ένα τέρας σαν κιεμένα. Και όμως εσύ, μέσα στον τρόμο σου γιατο άγνωστο, μου έδωσες σημασία και απάλυνεςτον πόνο μου, βγάζοντας το μικρό κοτσάνι πουείχε μπει στο μάτι μου, την πρώτη φορά πουσυναντηθήκαμε. Κανείς μέχρι τώρα δε μου είχεφερθεί έτσι, σαν να ήμουν ένα πλάσμα από αίμα,σαν να ήμουν ζωντανή. Και όμως είμαι».

Ο Σίμος έμεινε άναυδος, προσπαθώντας νασυνειδητοποιήσει πως μια μικρή, κατ' εκείνονασήμαντη πράξη, ήταν τόσο σημαντική γιαεκείνη, ένα ζωντανό πλάσμα μέσα στον κόσμοτων νεκρών.

109/278

Page 110: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Κοίτα», συνέχισε εκείνη. «Δεν έχουμε πολύχρόνο. Πρέπει να με ακούσεις πολύ προσεκτικά.Ο δρόμος που ακολουθείς δε θα σε οδηγήσει εκείπου ποθείς. Ξέρω ότι θέλεις να επιστρέψεις στηγη. Ξέρω ότι θέλεις μια ευκαιρία ακόμη και πωςπιστεύεις ότι είσαι ζωντανός. Όμως, ο μόνοςδρόμος για να γυρίσεις πίσω στη Γη είναι μέσωτου Άδη. Μόνο ο Αηδωνέας μπορεί να σε στείλειπίσω και, πίστεψέ με, μπορεί και να έχει καικάποιο λόγο να το κάνει. Γι' αυτό, σου ζητώ ναμε εμπιστευθείς και να με ακολουθήσεις πίσωστον Άδη. Στο λέω εγώ η Νικηθόη, που δεν έχωπει ποτέ ψέμα, μάρτυράς μου η Στύγα».

Να επιστρέψει στον Άδη; Ποτέ! Ο Σίμοςείχε ρισκάρει τα πάντα, ακόμα και τηνπιθανότητα να τιμωρηθεί η ίδια του η μάνα σταΤάρταρα, είχε κλέψει την "Κυνή" και είχεδραπετεύσει μ' ένα προϊστορικό τέρας. Είχεγλιτώσει από τα δόντια του Ευρύνομου και απότη σκλαβιά στα αιώνια χωράφια με τις μαύρεςπαπαρούνες. Άλλωστε, ήταν ξεκάθαρο. Οιδικαστές ήθελαν να τον στείλουν στα Τάρταρα,

110/278

Page 111: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πόσο μάλλον τώρα. Πίστευε πάντως στις αγνέςπροθέσεις της Νικηθόης. Ωστόσο, τι θέση στηνιεραρχία, και τι εξυπνάδα μπορεί να διέθετε ένατέτοιο πλάσμα; Πιθανόν να την είχαν κοροϊδέψεικι εκείνη, να την είχαν κάνει να πιστέψει ότιδήθεν θα τον έστελνε ο ίδιος ο Αηδωνέας στη γη,για να την πείσουν να τον αναζητήσει. Μπορεί οιΆρπυιες γενικά, ή ειδικά η Νικηθόη, να ήταναγνά και εύπιστα πλάσματα, αλλά ο Σίμος δε θαέπεφτε στην παγίδα τους. Της χάιδεψε τα όμορφαμακριά ξανθά μαλλιά της και της είπε:

«Καλή μου Νικηθόη, σε παρακαλώ, ανθέλεις το καλό μου, άσε με να φύγω. Μη μεπάρεις μαζί σου πίσω στον Άδη με το ζόρι. Είμαισίγουρος ότι θα τα καταφέρω από μόνος μου ναεπιστρέψω στη γη. Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω καιπες τους ότι δε με είδες, πες τους ότι δενκατάφερες να με βρεις. Άλλωστε, κανείς δε θα σεκατηγορήσει που δε βρήκες έναν αόρατοάνθρωπο! Σε παρακαλώ...»

Η Νικηθόη φάνηκε πολύ στενοχωρημένη.

111/278

Page 112: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Δεν κατάλαβες μου φαίνεται. Δε μ' έστειλεκανείς να σε αναζητήσω. Αυτή τη δουλειά τηνέχουν αναλάβει οι "Κήρες" και καλύτερα να μησε βρουν εκείνες. Εγώ ήρθα να σε ψάξω με δικήμου πρωτοβουλία, και μάλιστα κρυφά. Αν τομάθουν ότι έφυγα μπορεί και να με τιμωρήσουν».

Ο Σίμος απόρησε.«Καλά, γιατί τα κάνεις όλα αυτά για μένα,

γιατί ρισκάρεις τόσα πολλά;»Η Άρπυα γύρισε το κεφάλι της στο πλάι.

Ύστερα, όμως, γύρισε και πάλι προς τη μεριάτου, ενώ ένα γαλάζιο δάκρυ έτρεχε από τα μάτιατης, και του είπε πριν φύγει βιαστικά προς τηνκατεύθυνση του Άδη.

«Επειδή», ξεκίνησε ενώ το δάκρυ τηςύγραινε το χώμα, «επειδή ο έρωτας είναιτυφλός».

Έμεινε να την κοιτάει όλο απορία, καθώςεκείνη ξεμάκραινε, τινάζοντας δυνατά τα φτεράτης. Στο χώμα, ακριβώς μπροστά του, το δάκρυτης είχε στεγνώσει σε μια πολύ όμορφη γαλάζιασταγόνα. Έσκυψε και την πήρε και, αφού την

112/278

Page 113: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

περιεργάστηκε για λίγο, ξανακοίταξε προς τονορίζοντα, βάζοντας τη γαλάζια σταγόνα στονκόρφο του. Η Άρπυα είχε πια χαθεί.

Συνέχισε την κατάβαση, ακολουθώντας ταατέλειωτα σκαλοπάτια. Λίγο αργότερα χάθηκε οήλιος, αλλά επιτέλους, μέσα στο μισοσκόταδοφάνηκε πια αμυδρά ένας πάτος στο απύθμενοαυτό φαράγγι, όταν συνειδητοποίησε ότι τομονοπάτι κατέληγε σε μια στενή γέφυρα κι εκείμπροστά βρισκόταν ένας φρουρός. "Άνθρωπος!"σκέφτηκε, πλησιάζοντας, "ευτυχώς που είμαιαόρατος..." πρόσθεσε, όταν ξαφνικά είδε τοφρουρό να σηκώνεται, ψηλός αδύνατος καιμυώδης, με μεταλλικά βραχιόλια στα μπράτσα,κανονικός άνθρωπος με εξαίρεση το ανοιχτόπράσινο χρώμα του δέρματός του. «Αλτ τις ει;»διέταξε και προέτεινε το δόρυ του. Ο Σίμοςένιωσε την "Κυνή" στην τσέπη του, αλλά ήτανπια πολύ αργά για να κρυφτεί.

Πέρασαν μαζί την κρεμαστή γέφυρα πουκατέληγε στην απέναντι πλευρά του απύθμενουφαραγγιού. Εκεί, στον κάθετο τοίχο, ήταν

113/278

Page 114: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σκαμμένη μια ολόκληρη πολιτεία. Εκατοντάδεςτρύπες, απ' όπου έφεγγαν μικρά φαναράκια.Φτάνοντας στην άκρη της γέφυρας ο φρουρόςέβγαλε μια κραυγή και άρχισαν να εμφανίζονταιδεκάδες άνθρωποι, όλοι καταπράσινοι, σταπαράθυρα και στα μπαλκόνια και άλλοι να τουςπλησιάζουν. Ένα μεγάλο πανηγύρι, όλοιφώναζαν χαρούμενοι και γελούσαν και καθώς οφρουρός μαζί με τον αιχμάλωτό του ανέβαινεπρος το κέντρο του χωριού, οι χαρούμενοιΚιμμέριοι συνωστίζονταν στο πέρασμά τους, γιανα δουν καλύτερα τον αιχμάλωτο, να τοναγγίξουν.

Τα σκαλοπάτια τούς οδήγησαν στηνκαμπυλωτή είσοδο, την οποία και διέσχισαν,καταλήγοντας σε μια κυκλική αίθουσα. ΟΌμηρος καθόταν σταυροπόδι πάνω σε έναμεγάλο πορτοκαλί μαξιλάρι. «Κάθισε», έκανενόημα στο Σίμο, δείχνοντας του τα μαξιλάριαπου ήταν απλωμένα μπροστά του και γύρω του.Η θερμοκρασία ήταν πολύ καλή, αφού το τζάκιέκαιγε στο βάθος της αίθουσας. Ο Σίμος κάθισε

114/278

Page 115: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

στα παχιά μαξιλάρια. Ο Όμηρος κοίταξε τοφρουρό και είπε: «Σ' ευχαριστώ Ανδρόνικε».Εκείνος χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά το κεφάλιτου κι έφυγε.

Ο Όμηρος χτύπησε τις παλάμες του. «Καλώςήρθες στη χώρα μας. Στη χώρα των ευγενικώνΚιμμερίων», είπε. Η όμορφη κοπέλα που μπήκεστην αίθουσα έφερε ένα δίσκο που τονακούμπησε με χάρη μπροστά από τοφιλοξενούμενο. «Θα πεινάς», πρόσθεσε «Φάεκαι θα τα πούμε». Χαμογέλασε, ενώ ο Σίμος,νιώθοντας ξαφνικά μια απίστευτη πείνα, έπιασετο βαθύ πιάτο και άρχισε να τρώει τον πράσινοπουρέ. Έφαγε με ησυχία, χωρίς να βιάζεται,κάτω από το διακριτικό βλέμμα του οικοδεσπότητου. Όταν τελικά σκούπισε τα χείλια του με τονκαρπό του και κοίταξε γύρω του με απορία τότεμόνο ο Όμηρος ξαναπήρε το λόγο.

«Βρίσκεσαι, όπως σου είπα, στη χώρα τωνευγενικών Κιμμερίων. Εγώ είμαι ο Όμηρος, οΥπηρέτης του περήφανου αυτού λαού που η τύχη

115/278

Page 116: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τον έφερε να ζει κοντά στην πύλη του Άδη κιεπιθυμώ να σε καλωσορίσω στη χώρα μας».

Ο Σίμος έσπρωξε πέρα το δίσκο με τααπομεινάρια του φαγητού του και είπε.

«Ευχαριστώ πολύ για την όμορφη υποδοχή,ευγενικέ άρχοντα, τόσο εσένα όσο και το γενναίολαό σου. Το όνομά μου είναι Σίμος, έρχομαιδραπέτης από τον Άδη και ικέτης στην εστίασου, ζητώντας την προστασία σου από τιςδυνάμεις του Αηδωνέα, του άρχοντα του Άδη,καθώς είμαι ζωντανός και όχι μια Ψυχή».

Ο Όμηρος χαμογέλασε.«Έτσι ή αλλιώς, εδώ θα είσαι ασφαλής»,

παρατήρησε. «Κανείς δεν πρόκειται να σεπειράξει και από εδώ θα φύγεις μόνο όταν και αντο θελήσεις εσύ. Αν και... » πρόσθεσε σκεπτικός.«Αν και δεν υπάρχει κάπου αλλού, που θαμπορούσες να πας».

Ο Σίμος δεν ευχαριστήθηκε με τηναπάντηση αυτή. Παρόλα αυτά ένιωσε καλύτερα.Τουλάχιστον δε φαινόταν να κινδυνεύει άμεσα.Θα έβλεπε αργότερα πως θα επέστρεφε στη γη.

116/278

Page 117: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Πες μου όμως άρχοντα», είπε τελικά στοσεβάσμιο γέροντα. «Πες μου για το λαό σου, γιατην ιστορία των Κιμμερίων».

Ο Όμηρος έτριψε τα αδύνατα πόδια του καικοίταξε το φιλοξενούμενό του.

«Η ιστορία των Κιμμερίων αρχίζει πολύπαλιά. Ο λαός αυτός γεννήθηκε στην αρχή τουΚόσμου, όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο με ψηλάδέντρα και γάργαρα ποτάμια. Τότε δεν υπήρχεΆδης, ούτε θάνατος, ούτε αρρώστια και πόνος.Οι Κιμμέριοι ζούσαν ήσυχα, τρώγοντας τουςκαρπούς του φεγγαριού, όμορφα χρυσαφένιαφρούτα, και πίνοντας ασημένιο νερό. Τις νύχτεςτα φεγγαροτζίτζικα νανούριζαν τους μακάριουςΚιμμέριους, οι οποίοι ζούσαν αρμονικά με τηφύση. Αφού δεν υπήρχε Άδης και θάνατος, οιάνθρωποι, όταν έφταναν σε βαθιά γηρατειά,απλά άφηναν το σώμα τους καιξαναγεννιόντουσαν με την πρώτη ευκαιρία,συνήθως επιλέγοντας τα ίδια τους τα παιδιά ωςνέους γονείς τους. Η ζωή ήταν τόσο γλυκιάτότε!»

117/278

Page 118: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Αναστέναξε. Ο Σίμος δε θέλησε να τονδιακόψει κι έτσι ο γέροντας συνέχισε.

«Οι Κιμμέριοι τότε δεν είχαν καμία έγνοια,δούλευαν μόνο το πνεύμα τους, προσπαθώνταςνα φτάσουν στην τέλεια πνευματική διαύγεια.Και μετά ήρθε ο Άδης, ο φρικτός Αηδωνέας, οσκοτεινός Ζαγρεύς, ο γιος του Κρόνου,άσπλαχνος γιος άσπλαχνου πατέρα και τααφάνισε όλα. Έκοψε τα δάση και ρούφηξε όλο τονερό, φτιάχνοντας το καταχθόνιο βασίλειό του».

Ο Όμηρος σώπασε. Ο Σίμος δεν μπορούσενα δει καθαρά στο μισοσκόταδο, αλλά ένιωσεένα δάκρυ να τρέχει στο μάγουλο του γέροντακαι έτσι δε μίλησε. Η ευγένεια νίκησε τηνπεριέργεια κι έτσι, μη θέλοντας να επιβαρύνειάλλο τον γέροντα, είπε απλά:

«Αξιότιμε γέροντα, είναι πια αργά και είμαιπολύ κουρασμένος. Θα μπορούσα ίσως ναξεκουραστώ λίγο πριν την καινούργια μέρα;»

Ο Όμηρος χτύπησε τις παλάμες του κιεμφανίστηκε πάλι η όμορφη κοπέλα, που είχεφέρει το δίσκο με το φαγητό. «Άλκηστη», είπε

118/278

Page 119: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

στην όμορφη νέα, «σε παρακαλώ, οδήγησε τονφιλοξενούμενό μας στον κοιτώνα του, για ναξεκουραστεί λίγο» και ύστερα, γυρνώντας στοΣίμο, «μια και αύριο τον περιμένει αρκετήδουλειά. Όλοι δουλεύουν εδώ».

«Μάλιστα Υπηρέτη», απάντησε η νέα κιέκανε νόημα στο Σίμο να την ακολουθήσει. Έξωήταν σκοτεινά, καθώς ο ήλιος είχε από ώρα δύσειπια, αλλά ένα γαλαζωπό φως φώτιζε τώρα απαλάτο σκοτάδι. Ο Σίμος κοίταξε ψηλά στη λωρίδαουρανού που φαινόταν από το βάθος τουφαραγγιού και είδε ένα κομμάτι της γης ναξεπροβάλλει.

Η κοπέλα άρχισε ν' ανεβαίνει πιο ψηλά καιτελικά μπήκε σ' ένα από τα τελευταία σπίτια τουχωριού. Ο Σίμος την ακολούθησε. Το δωμάτιοήταν τελείως άδειο, εκτός από ένα μεγάλοκρεβάτι στο δάπεδο, ακριβώς απέναντι από τηνπόρτα. Δεξιά και αριστερά από το κρεβάτιυπήρχαν σκαμμένες κόγχες που οδηγούσαν σεάλλα δωμάτια του σπιτιού. Στο μυαλό του ήρθαντα Μάταλα, που τα είχε επισκεφθεί κάποτε ένα

119/278

Page 120: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ξεθωριασμένο καλοκαίρι της πρώτης νιότης του.Περίεργο, η κρεβατοκάμαρα βρισκόταν στηνείσοδο του σπιτιού, ενώ τα άλλα δωμάτια θαέπρεπε να βρίσκονται σκαμμένα πιο βαθιά στοβράχο.

«Απλά, σε εμάς τους Κιμμέριους μας αρέσεινα κοιμόμαστε κάτω από την προστασία τουγαλάζιου φωτός τη γης, γι' αυτό και ηκρεβατοκάμαρά μας βρίσκεται πάντα στηνεξωτερική πλευρά».

Και πράγματι, ο Σίμος ένιωσε ότι κάτω απόένα τέτοιο θαλερό φως μόνο γλυκά όνειρα θαμπορούσε να κάνει κανείς.

«Ξάπλωσε, όμως, να ξεκουραστείς ξένε» καιαμέσως εξαφανίστηκε στο διπλανό δωμάτιο.

Ο Σίμος, χωρίς δεύτερη κουβέντα, κάθισεστην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να βγάζειτα ρούχα του. Ύστερα, σήκωσε τα υφαντάσκεπάσματα και γλίστρησε μέσα στο τεράστιοκρεβάτι. Σύρθηκε περίπου μέχρι τη μέση, ότανένιωσε ένα ζεστό αντικείμενο δίπλα του. Όχι, δενήταν ένα αντικείμενο, κάποιος ήδη κοιμόταν στο

120/278

Page 121: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κρεβάτι του! Εκείνη τη στιγμή ένιωσε τασκεπάσματα να σηκώνονται και γύρισε και πάλιτο βλέμμα του προς την εξωτερική πλευρά τουκρεβατιού. Η Άλκηστη, ολόγυμνη, με το όμορφοστρογγυλό, σφριγηλό, νεανικό της σώμα,πρασινογάλαζο κάτω από το φως της γης,γλιστρούσε απαλά δίπλα στον ξαφνιασμένογήινο. «Αύτη είναι η αδερφή μου η Αλκμήνη,είμαστε δίδυμες», είπε απλά.

Ο Σίμος γύρισε τελικά προς την άλληπλευρά και είδε ένα όμορφο αγουροξυπνημένοπρόσωπο, ακριβώς ίδιο με αυτό της Άλκηστης,να εμφανίζεται κάτω από τα σκεπάσματα.

Η Άλκηστη χαμογέλασε, «Κάνει κρύο τιςνύχτες στο Φεγγάρι».

Ήταν τέτοιο το έθιμο; Ποιος ξέρει; Ο Σίμοςείχε ακούσει πολλά περίεργα έθιμα γιαδιάφορους λαούς στη γη. Λένε για παράδειγμαγια τους Εσκιμώους ότι προσφέρουν τη γυναίκατους στον φιλοξενούμενο που έτυχε ναδιασταυρώσει το παγωμένο μονοπάτι του μαζίτους. Από την άλλη οι γυναίκες, λέει, στη

121/278

Page 122: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Λατινική Αμερική, έχουν το δικαίωμα ναπλαγιάζουν με τον ξένο, αν αυτός είναι όμορφος,ώστε να κάνουν όμορφα παιδιά, χωρίς ο νόμιμοςσύζυγος να μπορεί ν' αντιδράσει. Πολύφυσιολογικό! Ήταν λοιπόν τέτοιο το έθιμο στουςΚιμμέριους;

Ο Σίμος πάντως είχε ακούσει πολλέςιστορίες για τα πράσινα ανθρωπάκια. Είχεακούσει επανειλημμένως ότι είχαν προσγειωθείστην Αθήνα, στην Ακρόπολη, και ότι είχαν βγειαπό τους μικρούς τους ιπτάμενους δίσκους με τιςφωτογραφικές τους μηχανές και τις κάμερέςτους. Είχαν αγοράσει σουβενίρ και γρήγοραγρήγορα, αφού φωτογραφήθηκαν μπροστά στιςΚαρυάτιδες, είχαν φύγει πάλι με τα αθόρυβασκάφη τους. Διαπλανητικοί τουρίστες, τι τα θες...Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες είχαν μιλήσει γιακοντόχοντρα πλάσματα με μικρές κεραίες, σανμακριά, γλοιώδη κέρατα, μεγάλα χαμογελαστάπρόσωπα με όμορφα μάτια και μακριά χοντρήάκαμπτη προβοσκίδα, από την οποία έβγαινανπερίεργοι αρμονικοί ήχοι.

122/278

Page 123: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Δεν είχε φανταστεί, πάντως, τα πράσιναανθρωπάκια, όπως του παρουσιάστηκαν οιδίδυμες αδερφές εκείνη την ατελείωτη νύχτα, τηνπρώτη και τελευταία που πέρασε με τουςΚιμμέριους. Δεν ήξερε ότι τα θηλυκά πράσιναανθρωπάκια είχαν τόσο μαλακό δέρμα καιμακριά μαύρα μαλλιά με γαλάζιες ανταύγειες,παρόμοιο χρώμα με το προσεκτικάκοντοκουρεμένο, πυκνό εφηβαίο τους. Ούτε ότιείχαν επίπεδα μυώδη στομάχια, όμορφουςολοστρόγγυλους γλουτούς και τεράστιασφαιρικά μεγαλόθηλα στήθη. Έφταιγε ίσως ημειωμένη βαρύτητα! Όχι, δεν τα είχε φανταστείέτσι ο Σίμος τα πράσινα ανθρωπάκια.

Τα μικρά αστραφτερά κοχύλια που είχανκολλήσει τα κορίτσια στο ταβάνι, ακριβώς πάνωαπό το κρεβάτι, των οποίων το νεκρό περίβλημαέβρισκε κανείς σε μεγάλες ποσότητες στοφαράγγι, αρχαίο κατάλοιπο από άλλες εποχές,όταν το φεγγάρι είχε αρχέγονες θάλασσεςγεμάτες ζωή, φώτιζαν σαν μικρά αστεράκια τηνύχτα με αυτό το γαλάζιο φως, με το οποίο

123/278

Page 124: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έλουζε ο γήινος ωκεανός το δωμάτιο με τομεγάλο κρεβάτι. Τώρα, ο Σίμος κοιτούσε τααστεράκια αυτά με ένα χαζό χαμόγελο, ενώ τακορίτσια κοιμόντουσαν αποκαμωμένα στοστήθος του, καθώς εκείνος τις κρατούσε μέσαστην αγκαλιά του, μια με το αριστερό και μια μετο δεξί του χέρι, χαϊδεύοντας απαλά πότε τηνκαμάρα της λεπτής μέσης τους και άλλοτε τιςαγαλματένιες κοιλιές τους ή τους γλουτούς τους.

Ήταν ευτυχισμένος. Όχι μόνο για τοαπρόσμενο καλωσόρισμα, αλλά κι επειδή είχεεπιτέλους την απόδειξη που ήθελε. Ήταν πιασίγουρος ότι ήταν ζωντανός, καθώς οι νεκροί δενιώθουν συναισθήματα σαν και αυτά που είχεζήσει εκείνος τις τελευταίες ώρες, ανακατωμένοςστις κουβέρτες με δύο εξωγήινες καλλονές.

Τότε, τον πήρε ο ύπνος και είδε τη σελήνηνα χορεύει γύρω από τη γη και τον ήλιο,ακολουθώντας τη πορεία, που της όρισαν οινόμοι της φύσης. Εκείνος ήταν κάπου έξω απ'όλα αυτά. Έξω από το ηλιακό σύστημα; Ίσως

124/278

Page 125: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έξω και από το γαλαξία ή, μπορεί ακόμα, να ήτανσε κάποιον άλλο χώρο, εκτός του δικού μαςσύμπαντος, εκτός του χρόνου που γνωρίζουμεεμείς, μια οντότητα μακάρια, γεμάτη με το φωςεκατομμυρίων ήλιων. Μήπως ήταν ο Θεός; Ίσωςόχι, αλλά το γαλάζιο φως της γης τον κοίμιζεαπαλά, υπενθυμίζοντάς του ότι είναι μέρος τουΘεού, ότι το τέλος δεν είναι παρά μόνο η αρχή.Θύμωσε μέσα στον ύπνο του και το χαμόγελοέσβησε από το πρόσωπό του. "Εγώ όμως είμαιζωντανός! Μπορεί το τέλος να μην είναι παράμόνο η αρχή αλλά ΕΓΩ δεν έχω φτάσει στοτέλος".

Βρέθηκε και πάλι μέσα στη βάρκα τουπορθμέα να διασχίζει τον Αχέροντα. Είπε οπορθμέας, «Εδώ είναι το τέλος». Ο Σίμος πήγε ν'ανοίξει το στόμα του και να διαμαρτυρηθεί, αλλάο άντρας με τα μακριά λαδωμένα μαλλιά και ταλαμπερά γαλαζοπράσινα μάτια τον σταμάτησε,σηκώνοντας την παλάμη του, «Το τέλος δεν είναιπαρά μόνο η αρχή» ξεκίνησε, νευριάζονταςακόμα περισσότερο το Σίμο, «αλλά» συνέχισε,

125/278

Page 126: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«έτσι κι αλλιώς εμείς δεν είμαστε νεκροί!». Οπορθμέας χλόμιασε και άφησε το κουπί να τουπέσει από το χέρι, «Εσύ», μπόρεσε να ψελλίσειτρομαγμένος, πριν παραπατήσει και πέσει μέσαστα μαύρα αφρισμένα νερά του ποταμού.

Σηκώθηκε τότε μεγάλη τρικυμία. Ο άντραςέβγαλε ένα κλειδί από το χιτώνα του, ξεκλείδωσετις χειροπέδες από τα χέρια του Σίμου και τιςπέταξε στο μαύρο νερό. Χειροπέδες; Δε θυμόταννα φοράει χειροπέδες. Έτριψε τους βραχίονέςτου. Ο άντρας με τα γαλαζοπράσινα μάτιαχαμογελούσε ακόμα, όταν ο Σίμος άνοιξε ταμάτια του. Τι ώρα να ήταν;

Ένιωσε τα χείλη της Άλκηστης, ή μήπωςήταν της Αλκμήνης, που ήταν ελαφρά πιοόμορφη ν' αγγίζουν στην αρχή εξερευνητικά καιύστερα να πιπιλίζουν το δείκτη του αριστερούτου χεριού. Άνοιξε τα μάτια του μέσα στογαλάζιο μισοσκόταδο, προσπαθώντας νακαταλάβει που βρισκόταν και μόλις θυμήθηκε,χαμογέλασε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Η άλληαδερφή, προφανώς πιο βιαστική να χορτάσει την

126/278

Page 127: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ηδονή, σκαρφάλωσε χωρίς άλλη προειδοποίησηπάνω στο κορμί του. Η Άλκηστη λιγότεροβιαστική, άρχισε να φιλάει το σώμα του,γλιστρώντας πάνω του τα χείλη της σανσαλιγκάρι. Α! Τα χείλη της ήταν τόσο απαλά,προσφέροντας τόσο τρυφερή ηδονή, ειδικά ότανέφτασαν στο πρόσωπό του, εξερευνώντας τηνπεριοχή ανάμεσα στο κάτω χείλος του και τηβάση του πηγουνιού του, που ο Σίμος είχεσχεδόν ξεχάσει την ύπαρξη της άλλη αδερφής.

Τότε, έσταξε ιδρώτας από το πρόσωπο τηςΑλκμήνης στην άκρη των χειλιών του και ηΆλκηστη αμέσως ανέβηκε λίγο πιο ψηλά και τονφίλησε τελικά στο στόμα. Δεν άντεξε άλλο. Αυτότο φιλί ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.Οι κραυγές του ενώθηκαν με αυτές τηςΑλκμήνης η οποία και έπεσε εξαντλημέναιδρωμένη πάνω του. Η Άλκηστη, πιο τρυφερή,χάιδευε την πλάτη και τα μαλλιά της αδερφήςτης και με την ανάποδη της παλάμης της, τομάγουλο του εραστή τους, «Σσσσσστ», έλεγεχαμηλόφωνα, «σσσσστ».

127/278

Page 128: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Σίμος, ίσως να μην το είχε καταλάβει στηναρχή, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβε ότι κάτι δενπήγαινε καλά. Ύστερα από αρκετά διαδοχικάδιαλείμματα ταραγμένου ύπνου, βλέπονταςόνειρα παρόμοιο με αυτό που είχε δει στην αρχήτης νύχτας, ακολουθούμενο από χορταστικό,εξαντλητικό έρωτα, άρχισε να αναρωτιέται για τοπότε θα τελείωνε η νύχτα αυτή. Γιατί είχανπεράσει πάρα πολλές ώρες πια και ο ήλιος δενέμοιαζε να έχει την πρόθεση να ανατείλει.Σχεδόν δεν μπορούσε να κοιμηθεί πια και αν τακατάφερνε για λίγο, όσο τα κορίτσιακοιμόντουσαν, ήταν μόνο λόγω της εξάντλησηςτου από την απαιτητική ερωτική μανία τους.

Στην αρχή, νόμισε ότι είχε χάσει τηναίσθηση του χρόνου, εξαιτίας όλων αυτών τωνπεριπετειών του των τελευταίων ημερών. Καιπράγματι, δεν του είχαν συμβεί και λίγα. Είχεαφήσει το σώμα του, είχε βρεθεί στον Άδη, είχεδραπετεύσει... Και τώρα είχε πια χορτάσει τοναπόλυτο έρωτα με τις όμορφες φαιοπράσινεςκαλλονές. Και μετά; Έπρεπε να ξημερώσει πια.

128/278

Page 129: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Δεν άντεχε άλλο, ένιωθε αποκαμωμένος, αλλάέπρεπε να σηκωθεί μόλις ξημερώσει, νακαταλάβει που ακριβώς βρισκόταν και ποιες θαήταν οι προοπτικές του. Ο γέροντας είχε πει,«...αν και δεν υπάρχει κάπου αλλού, που θαμπορούσες να πας...»

Όταν τελικά ξημέρωσε, επτά γήινες ημέρεςαργότερα, ο Σίμος αποφάσισε πως δεν επρόκειτονα περάσει άλλο βράδυ με τους Κιμμέριους.

Ο ήλιος ήταν πια ψηλά στον ορίζοντα, όταντα κορίτσια τον ξύπνησαν με χαχανητά από ένανύπνο που έμοιαζε περισσότερο με λήθαργο.Κάθισε σταυροπόδι, σκεπασμένος με ταανακατεμένα σεντόνια κι έβαλε μπροστά του τονδίσκο που του έδωσαν τα κορίτσια. Τον φίλησανκαι οι δύο στο μάγουλο, του χάιδεψαν τα μαλλιάμια τελευταία φορά και χάθηκαν στο διπλανόδωμάτιο. Πεινούσε, κι έτσι έφαγε με πολύ όρεξητον σχετικά άνοστο αλλά χορταστικό πράσινοπουρέ, που είχε φάει και το περασμένο βράδυ.Ακούμπησε το δίσκο στο δάπεδο κι έγειρε τοκεφάλι του πρώτα πίσω και ύστερα μπροστά.

129/278

Page 130: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Όταν τελικά κοίταξε μπροστά του, είδε στηνείσοδο της πόρτας να στέκεται ο Ανδρόνικος, οφρουρός που τον είχε φέρει στο χωριό τηνπροηγούμενη ημέρα.

«Καλημέρα», είπε ο Ανδρόνικος. «Είθε ημέρα σου να είναι δροσερή. Ο Υπηρέτης μουμήνυσε να έρθω να σε πάρω από εδώ και να σεοδηγήσω στο χώρο της εργασίας».

Χασκογέλασε πονηρά.«Αν δεν είσαι πολύ κουρασμένος βέβαια.

Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά, γιατί η μέρα θαείναι κουραστική!»

Ο Σίμος δεν έδωσε σημασία στα κακεντρεχήσχόλια του. Απλά, σηκώθηκε από το κρεβάτι καιντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Είμαι έτοιμος», είπε τελικά και τονακολούθησε.

Περπατούσαν με δεκάδες άλλουςανθρώπους, άντρες και γυναίκες, το μονοπάτιπου οδηγούσε προς τη βάση του φαραγγιού,στενή σκάλα σκαμμένη στο βράχο γεμάτηστροφές. Φτάνοντας κάτω από το ύψος της

130/278

Page 131: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

γέφυρας που είχε περάσει την προηγούμενηημέρα, ο Σίμος είδε ξεκάθαρα το φαράγγι ναπλαταίνει και άλλο και στον πάτο του να τρέχεισε όλο του το μήκος ένα φαρδύ ποτάμι. Δεξιάκαι αριστερά του ποταμού υπήρχαν καλλιέργειες,χωραφάκια, ενώ χαμηλές γέφυρες διέσχιζαν τοποτάμι ανά τακτά διαστήματα.

Φτάνοντας στη βάση του φαραγγιού δενμπόρεσε να συγκρατήσει μια αυθόρμητη κραυγήαπόγνωσης. Μπροστά του, στην όχθη τουποταμού στην οποία στεκόταν, υπήρχανκαλλιέργειες κάποιου είδους φασολιού ήμπιζελιού αρκετά πράσινο, ώστε να χρωματίζειτο δέρμα των Κιμμερίων.

«Το μοναδικό φαγητό μας», είπεχαμογελαστά ο Ανδρόνικος. «Θρεπτικό, αλλάμοναδικό».

Όμως ο Σίμος δεν είχε ανησυχήσει λόγω τουπρασινωπού ζαρζαβατικού, αλλά επειδή στηναντίπερα όχθη, μπορούσε ξεκάθαρα να διακρίνεικαλλιέργειες μαύρης παπαρούνας να τρέχουν

131/278

Page 132: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παράλληλα με το ποτάμι, σε όλο το μήκος πουεκείνος μπορούσε να διακρίνει.

«Τι γυρεύουν αυτά εδώ», γύρισε και ρώτησετον Ανδρόνικο με αγωνία. «Τι είναι αυτά; Τι ταθέλετε;»

Ο Ανδρόνικος τον κοίταξε χωρίς ναξαφνιαστεί από την απότομη αντίδρασή του.

«Ο Υπηρέτης θα σου τα εξηγήσει όλα τοαπόγευμα. Μέχρι τότε πάρε εργαλεία καιστρώσου στη δουλειά».

Έτσι κι έγινε. Δεν έπαψε στιγμή να δουλεύειμέχρι το σεληνιακό μεσημέρι, τρεις γήινεςημέρες αργότερα. Η εργασία ήταν ιδιαίτερακουραστική, αλλά δεν ήθελε να δώσει κανέναδικαίωμα. Στο κάτω κάτω τους χρωστούσε. Οιφιλόξενοι κι ευγενικοί Κιμμέριοι τού είχαν δώσεικαταφύγιο και τροφή και ίσως να τον είχανγλιτώσει από βέβαιο θάνατο. Τι θα είχε συμβείάραγε, αν δεν είχε βρει τους Κιμμέριους και είχεπεριπλανηθεί μέσα στην παγωμένη νύχτα, χωρίςφαγητό και νερό; Θα είχε πεθάνει; Τότε τι θαεπακολουθούσε; Θα ερχόταν ο ψυχοπομπός

132/278

Page 133: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ερμής να τον πάρει και να τον αποθέσει μπροστάστο βαρκάρη στην Αχερουσία λίμνη; Τιμπέρδεμα Θεέ μου!

Ευτυχώς, τον είχαν βάλει ν' ασχολείται με ταμπιζέλια και όχι με τις παπαρούνες. Φαίνεταιείχαν δοθεί σχετικές διαταγές. Ο Ανδρόνικοςδούλευε κι εκείνος στο ίδιο χωράφι, πότεσκαλίζοντας, πότε ποτίζοντας, πότε δένοντας τανεαρά φυτά σε χονδρούς πασσάλους. Άλλοιεργάτες, στα διπλανά χωράφια, μάζευαν τησοδειά γεμίζοντας μεγάλα κοφίνια με ώριμουςκαρπούς, που οι γυναίκες καθάριζαν επιτόπουαπό τα τσόφλια τους, τα οποία και απόθεταν σεάλλα κοφίνια. Κάθε εργάτης επέστρεφε στοχωράφι και άδειαζε τα φλούδια στο ελάχισταγόνιμο έδαφος, προσπαθώντας να μειώσει τιςανάγκες σε λίπασμα. Στην απέναντι όχθη, άλλοιεργάτες δούλευαν στα χωράφια με τιςπαπαρούνες.

Ήταν πια μεσημέρι, ο ήλιος βρισκότανακριβώς από πάνω τους και οι σκιές είχαν σχεδόνχαθεί, όταν άρχισαν όλοι ν' αφήνουν την εργασία

133/278

Page 134: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τους και ν' ανοίγουν τα καλαθάκια με τοκολατσιό τους.

Ο Αδρόνικος άφησε την τσάπα στην άκρηκαι χτύπησε φιλικά το Σίμο στον ώμο. «Έλα ναξεκουραστούμε και να φάμε λίγο».

Κάθισαν λίγο πιο πέρα κάτω από μια σκιά.Έκανε ζέστη. Ο Ανδρόνικος κάθισε σταυροπόδικαι ακούμπησε ένα καλαθάκι στο αμμώδεςέδαφος, από το οποίο έβγαλε μια τετράγωνηκαρό πετσέτα και μερικά μακρουλά πράσιναψωμάκια. Έδωσε στο Σίμο μια μικρή γυάλινηνταμιζάνα, γεμάτη με πράσινο υγρό. Ήπιαν κιέφαγαν.

Τότε, ακούστηκε ο βαθύς ήχος ενός αυλούκαι το κοφτό, απότομο χτύπημα σε πήλινοτουμπελέκι. Γύρω από τους οργανοπαίκτες όλοιοι χαρούμενοι Κιμμέριοι άρχισαν να τραγουδάνεκαι δε χρειάστηκε πολύ ώρα για να παρασύρουνκαι τον ίδιο το Σίμο. Όλοι μαζί τραγούδησαν,κάτω από το σκληρό ήχο του τουμπελεκιού, το"Γαία μου λαμπρή, φέγγε μου να περπατώ" καιτο "Νύχτωσε χωρίς Γαιόφως" καθώς και πολλές

134/278

Page 135: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

άλλες παλιές και νεότερες επιτυχίες. Ω ναι, οιΚιμμέριοι ήταν χαρούμενος και γενναίος λαός,πόσο μάλλον που το μπιζέλι που έτρωγαν, ηβάση της διατροφής τους, είχε ιδιότητεςπαρόμοιες, αλλά απείρως πιο ευγενικές, με τοφυτό που είναι γνωστό στη γη, ως ινδικήκάνναβη. Ο Ανδρόνικος γέλασε, «το μάννα, μαςδίνει τα πάντα, τροφή για το σώμα και τοπνεύμα».

Συνέχισαν την εργασία μέχρι αργά τοαπόγευμα. Σκληρή εργασία. Ο Σίμος κατάλαβεότι θα του έπαιρνε πολύ καιρό να συνηθίσει τοσεληνιακό κύκλο της ημέρας και της νύχτας.Αλλά τι έλεγε; Δεν πρόκειται να περνούσε άλλημέρα εκεί. Θα έφευγε, το είχε πάρει απόφαση.Θα έφευγε και θα επέστρεφε με κάποιο τρόποστη Γη.

Άφησαν τα εργαλεία στις αποθήκες καιπήραν το δρόμο του γυρισμού στο χωριό. Είχανανέβει αμίλητοι μέχρι τη γέφυρα, όταν ο Σίμοςείπε, «Θέλω να μιλήσω στον "Υπηρέτη".Νομίζεις ότι είναι καλή ώρα;»

135/278

Page 136: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Ανδρόνικος του έγνεψε καταφατικά.«Ακολούθησέ με, εκεί θα σε οδηγούσα έτσι κιαλλιώς».

Πέντε λεπτά αργότερα καθόταν μπροστάστον γέροντα. Ο ήλιος ήταν ακόμα αρκετά ψηλάκαι, αν και βρισκόντουσαν μέσα στη σκιά τουφαραγγιού, ο Σίμος μπόρεσε να διακρίνει μιαλεπτομέρεια που του είχε ξεφύγει τοπροηγούμενο βράδυ. Ο Όμηρος, χαμογελούσεστο υπερπέραν, φανερά χωρίς να εστιάζει κάπουσυγκεκριμένα Τα μάτια του ήταν σκεπασμένα μεμια ομίχλη. Ο Σίμος, σαν να θυμήθηκε κάτι,ανατρίχιασε, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς γιατί.«Ο Όμηρος είναι τυφλός», μουρμούρισε, «οΌμηρος είναι τυφλός...»

«Θέλω να φύγω», ξεκίνησε κάπως απότομακαι ίσως και με μια δόση αγένειας προς τονάψογο οικοδεσπότη του. «Θέλω να φύγω και ναεπιστρέψω στη Γη. Εκεί ανήκω. Άλλωστε, εδώδε διαφέρει πολύ η ζωή σας από τον Άδη. Ζείτεφυλακισμένοι σ' ένα φαράγγι, καλλιεργώντας ωςμοναδικό φαγώσιμο ένα πράσινο μπιζέλι που σας

136/278

Page 137: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αποχαυνώνει, ενώ επιπλέον καλλιεργείτε καιαυτή την καταραμένη παπαρούνα. Τι στο καλότη θέλετε;»

Ο Σίμος ήταν φανερά εκνευρισμένος, όχιγιατί του έφταιγε κάποιος, αλλά επειδή δεν τουάρεσε ούτε ο Άδης, ούτε και το φαράγγι τωνΚιμμερίων, όσο χαρούμενοι και φιλόξενοι κι ανήταν οι κάτοικοί του. Εκείνος ήθελε να φύγει, ναεπιστρέψει στη Γη ή τουλάχιστον κάπου πουυπήρχε κάποια δράση.

Ο Όμηρος δε μίλησε αμέσως, σαν ναπροσπαθούσε να ζυγιάσει τις λέξεις του, μηθέλοντας να στενοχωρήσει τον φιλοξενούμενότου.

«Δεν ξέρω πως αλλιώς να σου το πω», είπετελικά ο σεβάσμιος γέροντας. «Εδώ που ήρθες τοψωμί και το τραγούδι είναι αρκετό. Τη μέραδουλεύουμε και το βράδυ ξεκουραζόμαστε. Τιάλλο θα ήθελε κανείς; Εκτός των άλλων, όπωςσου είπα και χθες, δεν υπάρχει κάπου αλλού πουθα μπορούσες να πας από εδώ».

137/278

Page 138: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Σίμος κοίταξε το μεγάλο τζάκι που έκαιγεαργά και ύστερα και πάλι το γέροντα.

«Δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν υπάρχει κάτιάλλο; Γιατί δεν μπορώ να πάω κάπου αλλού;Γιατί δεν μπορώ να επιστρέψω στη Γη;»

Ο γέροντας αναστέναξε.«Δεν καταλαβαίνεις; Δε σου εξήγησα χθες τι

συνέβη; Σου είπα ότι όταν ήρθε ο Άδης τακατέστρεψε όλα. Εμείς εδώ μπορεί ν'απολαμβάνουμε τόσες χαρές, που μόνο στουςζωντανούς αρμόζουν, αλλά νομίζεις ότι είμαστεζωντανοί; Δεν καταλαβαίνεις ότι το βασίλειο τουΑηδωνέα δε σταματάει στα όρια του Άδη;Είμαστε νεκροί όλοι μας, όπως κι εσύ. Ο λαόςτων Κιμμερίων χάθηκε μαζί με την αιώνια ζωή.Τώρα υπάρχει μόνο ο θάνατος, ο σκληρόςΑηδωνέας, ο πολυδέγμων, ο άρχοντας όλων, εκείπου όλοι και όλα καταλήγουν. Είμαστε όλοισκλάβοι του!»

Ο Σίμος έμεινε άφωνος, προσπαθώντας νασυνειδητοποιήσει τα λόγια του γέροντα. Εκείνοςσηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το τζάκι.

138/278

Page 139: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Άπλωσε τα χέρια του και άρχισε να τα τρίβει τοένα με το άλλο.

«Εδώ», είπε, «είναι η χώρα των Κιμμερίων.Εδώ κατέληξε ο λαός των Κιμμερίων, όταναιχμαλωτίστηκε από τον άρχοντα του θανάτου,όταν έχασε την αθανασία του. Εδώ είναι πουκαταλήγουν όλοι οι άνθρωποι που έζησαν άξιαστη ζωή τους, σύμφωνα με την αυθαίρετη αλλάκαι αμετάκλητη κρίση των Δικαστών και τουΑηδωνέα».

«Δηλαδή, άξιε γέροντα, εδώ είναι η Νήσοςτων Μακάρων;»

«Ναι, εδώ είναι η Νήσος των Μακάρων ή,αν προτιμάς, τα Ηλύσια Πεδία μόνο που, αν καιη ζωή είναι σχετικά όμορφη, τα τείχη δεν είναισμαραγδένια ούτε τα σπίτια μαλαματένια, αλλάούτε και τα ψωμιά κρέμονται ψημένα σταστάχυα, όπως κορόιδευε ο Λουκιανός, ο οποίοςάλλωστε γι' αυτά και πολλά άλλα κατέληξε σταΤάρταρα. Εδώ, λοιπόν, καταλήγουν οι δίκαιοι, ήπιο σωστά οι τυχεροί, αλλά και μερικοίπαράτολμοι σαν κι εσένα. Γιατί ο άγραφος

139/278

Page 140: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κανόνας είναι απαράβατος: Όποιος βρεθεί εδώ,με οποιονδήποτε τρόπο, έχει άσυλο. Εδώκατέληξα κι εγώ, ύστερα από την κρίση τωνΔικαστών».

«Αυθαίρετη και αμετάκλητη κρίση τωνΔικαστών!» μουρμούρισε ο Σίμος αυτόματα.

«Είπαν ότι το έργο μου είναι αιώνιο καιθεόπνευστο. Είπαν ότι οι ίδιοι οι Θεοίευφραίνονται από τους στίχους μου. Μερικέςφορές αναρωτιέμαι μήπως φταίω κι εγώ. Μήπωςοι Θεοί εμπνεύστηκαν από εμένα; Μήπως, απότην άλλη, τα δημιούργησα όλα αυτά στο μυαλόμου για αληθινά; Ίσως θα ήταν καλύτερα έτσι,όμως...»

«Όμως;» επανέλαβε ο Σίμος.«Όμως, είτε έτσι, είτε αλλιώς πρέπει να το

χωνέψεις. Είσαι νεκρός και δεν υπάρχει πουθενάκαλύτερα που να μπορείς να πας εκτός της χώραςαυτής, όπου ανώτατος κυβερνήτης είναι οΡαδάμανθυς, υπηρέτης του μοχθηρού Αηδωνέα».

Ο Σίμος ανατρίχιασε προς στιγμή αλλάτελικά επικράτησε ο θυμός του. «Λες ψέματα!»

140/278

Page 141: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

είπε, χωρίς να το πολυσκεφτεί και ύστερα,προσπαθώντας να διορθώσει την τελείωςανάγωγη συμπεριφορά του, «ή απλά δε γνωρίζειςποια είναι η αλήθεια».

Με αυτά τα λόγια σηκώθηκε και έφυγε. Δενείχε ιδέα που θα πήγαινε, πάντως θα έφευγε απόαυτό τον τόπο. «Είστε ζωντανοί!» φώναζε στοδρόμο, «επαναστατήστε».

Πήρε ν' ακολουθεί το μονοπάτι πουοδηγούσε στην επιφάνεια του πλανήτη, χιλιάδεςσκαλοπάτια σκαμμένα στον απότομο βράχο. Είχεακόμα φως και ο ήλιος θα έλαμπε ακόμα γιααρκετές ώρες. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένοσχέδιο, απλά έπρεπε να φύγει από αυτό τον τόποτων ζωντανών νεκρών.

Έφτασε στην επιφάνεια και συνέχισε ναπροχωρά ακολουθώντας τυχαία διεύθυνση.Έπρεπε να βρει ένα τρόπο... Ποιος ξέρει...Μπορεί να έβρισκε τίποτα απομεινάρια απόκάποια αποστολή των Αμερικάνων ή των Ρώσωνστη Σελήνη, ξεχασμένα τεχνολογικά σκουπίδια,

141/278

Page 142: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σεληνάκατοι και πύραυλοι, που κάποια στιγμήδεν υπάκουσαν σε σήματα, που δόθηκαν χιλιάδεςχιλιόμετρα μακριά, τα οποία κάπως ναεπανέφερε σε λειτουργία και να ταχρησιμοποιούσε για να επιστρέψει στη Γη.

Άλλωστε, είχε ακούσει ότι οι Αμερικάνοι θαέφτιαχναν μια επανδρωμένη βάση στη σελήνη.Άραγε, θα μπορούσε να περιμένει μέχρι ναπραγματοποιηθεί το σχέδιο αυτό, θα μπορούσενα βρει το σωστό σημείο και να περιμένει τουςαστροναύτες; Εκείνοι, μόλις τον συναντούσαν,θα του έφτιαχναν καφέ και θα τον έβαζαν στονπρώτο πύραυλο για το σπίτι. Από την άλλη, θαμπορούσε ίσως να επισπεύσει μια επανδρωμένηαποστολή. Θα μπορούσε να φτιάξει ένα μεγάλο"SOS" στην επιφάνεια, όπου κάθε γράμμα θαείχε μήκος πολλές δεκάδες χιλιομέτρων, όπως θαέκανε οποιοσδήποτε διαπλανητικός ναυαγός,προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή τωνΓήινων. Αυτό ήταν! Ένα "SOS" στη Σελήνη θαπροκαλούσε τρομερή αναστάτωση στη Γη και ηαντίδραση θα ήταν άμεση.

142/278

Page 143: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Φαντάστηκε μια παλιά ιταλική φρεγάτα νακαταφθάνει με σχισμένα τα πανιά. Στο πλάιμπορούσε να διακρίνει το όνομα "Αταλάντη".Στην πλώρη μια πανέμορφη κοπέλα, η Αταλάντηαυτοπροσώπως, που για τον έρωτά της χάθηκανπολλά παλικάρια. "Έλα", θα του ψιθύριζε τοζωντανό ακρόπλωρο, "έλα", και θα του άνοιγεδιάπλατα τα χέρια της, ενώ το στήθος της θαξεπρόβαλε ανέμελα...

Είχε πια νυχτώσει και η Γη φώτιζε απαλάτην ατέλειωτη επίπεδη έκταση. Αποφάσισε ναξαποστάσει λίγο και ξάπλωσε δίπλα από έναμικρό αμμόλοφο. Κοίταξε τη Γη και του φάνηκετόσο κοντά. Ήταν τόσο όμορφη! Σπίτι! Πρώτηφορά αυτή η λέξη είχε τόσο βαθύ νόημα όσοτώρα. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του. Έκανεκρύο. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και ένιωσετην "Κυνή", αλλά κι ένα κρύο γυάλινο βόλο.Αναρωτήθηκε τι είναι, βγάζοντας το από τηντσέπη του. «Α! Το δάκρυ της Νικηθόης, τιόμορφο...» σκέφτηκε δυνατά. Και πράγματι το

143/278

Page 144: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δάκρυ έμοιαζε σαν κρύσταλλο, φωτίζοντας τογύρω χώρο μ' ένα δυνατό γαλάζιο φως.

Κοίταξε μέσα στο δάκρυ και είδε μιακαταιγίδα χρωμάτων ή μάλλον μια μάχη, όπου τοκόκκινο, το πράσινο και το μπλε πολεμούσαν.Πότε έμοιαζε να νικάει το κόκκινο κι έναςορμητικός κόκκινος χείμαρρος πλημμύριζε ταπάντα, ενώ άλλοτε το κίτρινο έντυνε τη σταγόναμε χρυσαφένια χρώματα και το μπλε, κυρίαρχοςτην περισσότερη ώρα, έδινε το ψυχρό φως πουγέμιζε το χώρο. Μέσα στη μάχη των χρωμάτωνμπόρεσε να διακρίνει ένα πρόσωπο. Ήταν ηΝικηθόη που έκλαιγε. Τα μακριά σγουράμαλλάκια της έπεφταν στους ώμους. Όμως,όμως... Το πρόσωπο ήταν την Νικηθόης, αλλά τοσώμα δεν ήταν πια πουλιού. Η Νικηθόη καθότανσ' ένα καναπέ, φορώντας ένα αστραφτερόβελούδινο φόρεμα και κολιέ από όμορφαλαμπερά μαργαριτάρια. Τώρα, χαμογελούσε καιστα μπούτια της ξάπλωνε ένας όμορφος γάτος, οοποίος χουρχούριζε, έχοντας γυρίσει την κοιλιάτου, παραδομένος στα χάδια της...

144/278

Page 145: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Του φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή.Ξυπνώντας σαν από όνειρο επιβεβαίωσε τηνόμορφη γλυκιά γυναικεία φωνή που είχε ακούσεικαι, σαν αντανακλαστική κίνηση, φόρεσε την"Κυνή" και έχωσε το δάκρυ βιαστικά στην τσέπητου. Η νύχτα επανήλθε στους κανονικούς τηςρυθμούς.

«Ψου, ψου, ψου. Έλα, έλα μικρό καπόνι!Έλα μικρό καπόνι. Ψου ψου ψου. Έλα καπόνιμου γλυκό!», έλεγε τρυφερά μια γυναίκα. Πρέπεινα ήταν πολύ όμορφη, καθώς η φωνή της ήταντόσο γλυκιά! Ύστερα, του ήρθε μια μπόχα απόσαπισμένο αίμα και σάρκα και αμέσως μετά είδεμια άσχημη γριά, σκυμμένη να ψάχνει. «Ψουψου. Έλα καλό μου καπόνι», επανέλαβε με τηγεμάτη μέλι φωνή της και γύρισε προς το μέροςτου, χωρίς να μπορεί να τον δει. Ζάρωσε στηγωνία του, καθώς την είδε με τα μακριάγκριζωπά της μαλλιά και τα σκισμένα ρούχα,βρώμικα και ματωμένα. Με εξογκωμένα μάτιαέσκυψε από πάνω του η μιαρή Κήρα, μέχρι πουμπόρεσε να ξεχωρίσει τα κοκκινοπράσινα

145/278

Page 146: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αιμοφόρα αγγεία μέσα στα τεράστια μάτια της μετις κίτρινες κόρες, ενώ μόλις που μπόρεσε νακρατήσει την ανάσα του και να μην προδοθεί,κάνοντας εμετό από την αηδιαστική μυρωδιά πουαπέπνεε το μαύρο ζαρωμένο σαν μούμιαπρόσωπό της.

Τον είχε δει; Σίγουρα είχε δει το φως, αλλάίσως να μην τον είχε δει. Ίσως να μην έβλεπε καιτόσο καλά και να μην είχε καταλάβει τίποτα. Τιστο διάβολο γύρευε; Ένα καπόνι; Τι στο καλό τοήθελε το καπόνι; "Περίεργο" σκέφτηκε, "ίσως ναμη γυρεύει εμένα". Δεν μπορούσε, βέβαια, ναφανταστεί ότι αργότερα θα έμπλεκε κι εκείνος σεαυτή την ιστορία...

«Τι άσχημο πλάσμα θεέ μου», ανάσανε όταντελικά το αποκρουστικό πλάσμααπομακρύνθηκε.

Αμέσως μετά κατέφθασε η Νικηθόη,σηκώνοντας πολύ άμμο.

«Πού είσαι;» είπε ανυπόμονα η γυναίκα μετο σώμα πουλιού. «Φανερώσου!»

146/278

Page 147: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Χτυπούσε νευρικά το ποδάρι της στο χώμα,σηκώνοντας συννεφάκια άμμου και κουνούσε τιςφτερούγες της. Ο Σίμος τη φαντάστηκε μεγυναικείο σώμα, όπως την είχε δει νωρίτερα, νακρατάει με το δεξί χέρι τον πλάστη, το αριστερόστη μέση. Έβγαλε την Κυνή και την ξαναέχωσεστην τσέπη, σκύβοντας το κεφάλι.

«Α, εδώ είσαι του λόγου σου!» γύρισε προςτη μεριά του. «Τα βλέπεις; Λίγο έλειψε να σεπιάσει αυτή η σκύλα. Ευτυχώς που βρωμάει τόσοπολύ το σαπισμένο σώμα της, που δεν μπορεί ναμυρίσει τίποτα. Γιατί, κακομοίρη μου, αν σ'έπαιρνε μυρωδιά την είχες πατήσει. Στην ανάσατης θα σου έπεφταν τα μαλλιά σου και τα δόντιασου ενώ στο άγγιγμά της θα σάπιζε το κρέας σουκαι θα σου έπεφταν κομμάτια, όπως τρίβονταιστο λεπρό. Το κορμί σου θα έσφιγγε και θαμαύριζε σαν το κατράμι και θα έσταζε πύον καιαίμα. Θα πονούσες φρικτά από την απαίσιαμόλυνση και ο ίδιος ο Ευρύνομος, που άλλωστεείναι ιδιαίτερα επιλεκτικός στο φαγητό του, θ'

147/278

Page 148: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αρνιόταν να σε βγάλει από το αιώνιο μαρτύριόσου».

Εκείνος γύρισε προς τη μεριά της καιχαμογέλασε. Ήταν όμορφη και ο τρόπος πουενδιαφερόταν για αυτόν την έκανε τόσο γλυκιά.Σιώπησαν και οι δύο, κοιτώντας ο ένας τον άλλο.Εκείνη τελικά, μαλακώνοντας τον τόνο τηςφωνής της, ξαναμίλησε.

«Δε σου είπα, βρε κουτέ, ότι δεν υπάρχειπουθενά να πας; Δε σου είπα ότι ο μόνος δρόμοςγια να επιστρέψεις στη Γη είναι μέσω του Άδη;Αποδέξου το επιτέλους, είσαι νεκρός και μόνο οΑηδωνέας μπορεί να σε αναστήσει».

Ο Σίμος, που είχε σκύψει και πάλι τοκεφάλι, γύρισε απότομα και της είπε μεσυγκρατημένο θυμό, τρίζοντας τα δόντια του.

«Κανένας δεν είναι νεκρός, αν δεν τοαποφασίσει ο ίδιος».

Λίγη ώρα αργότερα, πετούσαν προς τηνκατεύθυνση του Άδη. Η πτήση διήρκεσε πολλήώρα. Πολύ αργότερα, όταν ο ήλιος είχε σχεδόνχαθεί στο βάθος του ορίζοντα, στέλνοντας μόνο

148/278

Page 149: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ένα αμυδρό φως στην επιφάνεια του πλανήτη, ηΆρπυια προσγειώθηκε μπροστά από το παλάτιτου Αηδωνέα και της Πότνιας. Ο Σίμος ξεπέζεψεπηδώντας πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια καιχάιδεψε τα μαλλιά της.

«Πρόσεξε καλά», του είπε εκείνη, «έχεις μιακαλή ευκαιρία, μην την πετάξεις στα Τάρταρα μετην ανόητη ψευτοπερηφάνειά σου. Παίξε καλάτα χαρτιά σου. Ο νικητής είναι αυτός που παίζειτα χαρτιά που του έφερε η μοίρα με τονκαλύτερο δυνατό τρόπο, ακολουθώντας τουςκανόνες του παιχνιδιού που έχει θέσει η ανάγκη.Αυτός που πετάει τα χαρτιά και αρνείται ναπαίξει με τους κανόνες που του έχουν θέσει είναιαυτός που χάνει. Και δεν έχει τίποτα το ηρωικόνα χάσει κανείς, όταν θα μπορούσε να είχεκερδίσει. Παίξε και κέρδισε». Και με τα λόγιααυτά, η Νικηθόη άπλωσε τις φτερούγες της καιτινάχθηκε απαλά στο βάθος του ορίζοντα.

Ο Σίμος έμεινε να την κοιτάει μέχρι πουεξαφανίστηκε. "Τι περίεργο μέρος για ένα τέτοιοπράο πλάσμα", σκέφτηκε και στράφηκε προς την

149/278

Page 150: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

είσοδο του παλατιού. Τότε είναι πουσυνειδητοποίησε ότι κάποιος φώναζε δυνατά,έσκουζε.

Η μεγάλη πόρτα ήταν ανοιχτή και μπορούσενα διακρίνει μια μαύρη φιγούρα να τονπεριμένει, ένας Επιστάτης. Οι κραυγέςσυνέχιζαν. Κάποιος έκλαιγε γοερά, φωνάζονταςακατανόητες φράσεις. Ο Σίμος μπορούσε μόνονα καταλάβει μερικές λέξεις. Η φωνή, ξεκάθαρααντρική, έβριζε κάποιον που τον είχε "φάειμπαμπέσικα", και ύστερα έκλαιγε, όπως δεναρμόζει σε άντρες, μ' ένα τσιριχτό καιμακρόσυρτο "άαααααααααα". Ο πόνος θα πρέπεινα ήταν αβάσταχτος. Ο Σίμος έφτασε στοκατώφλι και ακολούθησε τον Επιστάτη.Διέσχισαν μαζί την κεντρική αίθουσα με τομεγάλο στρογγυλό ψηφιδωτό με τον κόκορα καιάρχισαν ν' ανεβαίνουν προς τα πάνω.

Οι κραυγές δεν έλεγαν να σταματήσουν καιτώρα, μέσα στο κτίριο, αντηχούσαν ακόμα πιοδυνατά. Οι πόνοι πρέπει να ήταν φρικτοί. Στοπάνω πάτωμα, μπροστά από την ημικυκλική

150/278

Page 151: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αίθουσα, όπου είχε συναντηθεί πριν λίγο καιρό,με τους Δικαστές, έστριψαν και ακολούθησανένα φαρδύ διάδρομο. Τώρα, βρισκόντουσαν πολύκοντά στον άντρα που βασάνιζαν. Τι άλλο θαμπορούσε να κάνει έναν άντρα να κλαίει και ναπαρακαλάει με τέτοιο τρόπο; «Σε παρακαλώ... »ψιθύρισε ο άντρας και αντιλάλησε ο διάδρομος,«...σε παρακαλώ, σταμάτησε τον πόνο τώρα».Και ύστερα ανακούφιση μ' ένα "αχ" και η σιωπήμέσα στο σκοτάδι του διαδρόμου.

Έφτασαν μπροστά από μια πόρτα και οΕπιστάτης χτύπησε. «Περάστε», είπε η αντρικήφωνή.

Ο Άδης ή Αηδωνέας, ή χαϊδευτικάΠλούτωνας, είναι γιος του Κρόνου και αδερφόςτου Δία. Ο πατέρας του είχε πάρει την εξουσία,ευνουχίζοντας τον ίδιο τον πατέρα του, τονΟυρανό. Ο αδερφός του, ο βασιλιάς τον θεών, οΔίας, είχε ρίξει τον ίδιο τον πατέρα του τονΚρόνο στα Τάρταρα, όχι τελείως άδικα βέβαια,αφού ως γνωστόν, είχε φάει τα παιδιά του, απόφόβο μήπως του πάρουν την εξουσία. Και ο ίδιος

151/278

Page 152: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ο Άδης είχε πολεμήσει στο πλευρό του Δία καιείχε κερδίσει το μοιράδι του με την αξία του. ΟΔίας ήταν ο βασιλιάς των θεών και εξουσιαστήςτου ουρανού και της γης. Ο Ποσειδώναςεξουσίαζε τις θάλασσες. Ο Αηδωνέας είχεκερδίσει τον κόσμο των νεκρών.

Ο Σίμος φανταζόταν, λοιπόν, ένα φρικτό,αποτρόπαιο θεό. Δυνατό αλλά χλωμό, με μακριάκορακίσια γενειάδα. Φανταζόταν ότι η ματιά τουθα έκαιγε σαν πυρωμένο σίδερο και ότι μπροστάτου θα γονάτιζαν αυθόρμητα, ακόμα και οι πιοθαρραλέοι. Τίποτα όμως δεν τον είχεπροετοιμάσει γι' αυτό που αντίκρισε, μόλιςάνοιξε την πόρτα. Απέναντί του, μέσα σ' έναμεγάλο κρεβάτι με ουρανό, ήταν ξαπλωμένο έναμικρόσωμο γεροντάκι, γυρισμένο στο πλάι,προσπαθώντας ν' ανασάνει. Ο Σίμος έμεινεάναυδος μπροστά στο κρεβάτι, περιμένοντας νατου απευθύνουν το λόγο.

Ο Αηδωνέας, παίρνοντας μια τελευταίαανάσα, γύρισε ανάσκελα με μεγάλη προσπάθεια

152/278

Page 153: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

και ανασηκώθηκε λίγο στο μεγάλο μαξιλάρι.Έβηξε και τελικά μίλησε.

«Κάθισε», είπε με αρκετά σταθερή φωνή.Ο Σίμος πλησίασε στο κρεβάτι και κάθισε σε

μια καρέκλα. "Περίεργο", σκέφτηκε. "Ο ίδιος οΑηδωνέας αδύναμος και γέρος, άραγε μήπως θαπεθάνει κιόλας;"

Ο Αηδωνέας ξαναέβηξε δυνατά.«Δεν ήμουν πάντα έτσι», απάντησε στη

νοερή ερώτηση, «και δυστυχώς δεν είναιδυνατόν να πεθάνω μια και είμαι θεός. Είμαι,μάλιστα, ο ίδιος ο θάνατος!»

Χαμογέλασε και ο Σίμος σχεδόν τονλυπήθηκε.

«Θέλω να επιστρέψω πίσω στη γη, εκεί πουανήκω, μαζί με τους υπόλοιπους ζωντανούς»,είπε, αδιαφορώντας για την κατάσταση τουΘεού, μπαίνοντας στο θέμα χωρίς περιστροφές.

«Χααα!» προσπάθησε να γελάσει οΑηδωνέας. «Θέλεις να επιστρέψες στη γη, "μαζίμε τους υπόλοιπους ζωντανούς". Νομίζεις λοιπόνότι είσαι ζωντανός; Δεν ξέρεις ότι κανείς

153/278

Page 154: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

άθαφτος δεν μπαίνει στον Άδη; Επιπλέον, γιασκέψου, αν ήσουν ζωντανός πώς θα μπορούσεςνα κυκλοφορείς στο φεγγάρι, όπου δεν υπάρχειαέρας και οι θερμοκρασίες είναι ακατάλληλες γιαοποιαδήποτε μορφή ζωής;»

Ο Σίμος κάτι πήγε να πει, αλλά τελικάαποφάσισε να μην απαντήσει. Δεν είναι ότι είχεκλονιστεί η πεποίθησή του, απλά θυμήθηκε τησυμβουλή της Νικηθόης και αποφάσισε να μηνεπιμείνει. Ήταν φανερό ότι ο Αηδωνέας τον είχεφωνάξει για κάποιο άλλο σοβαρό λόγο, όχι απλάγια να τον δικάσει ή να τον τιμωρήσει. Τα μάτιατου Αηδωνέα άστραψαν.

«Εγώ, όμως, μπορώ να σε βοηθήσω!»πρόσθεσε, βλέποντας το Σίμο να μην αντιδρά.«Φτάνει να με βοηθήσεις κι εσύ».

Ο Σίμος σήκωσε το κεφάλι του και τονκοίταξε με ενδιαφέρον.

«Θα σου πω μια μικρή ιστορία», συνέχισε.«Όταν ξεκίνησαν όλα αυτά», έδειξε με το χέριτου γύρω το χώρο, «τα πράγματα ήταν τελείωςδιαφορετικά. Ήμουν νέος τότε, υγιής στο σώμα

154/278

Page 155: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

και την ψυχή. Με τα χρόνια όμως η ψυχή μουαρρώστησε, πρώτα όμως αρρώστησε το σώμα.Ατέλειωτα χρόνια στοίβαζα τις ψυχές τωννεκρών στον Ασφόδελο Λειμώνα, αλλά και σταΤάρταρα, νομίζοντας τον εαυτό μου και τουςΔικαστές για δίκαιους. Κάποιες φορές, ότανένιωθα επιεικής, έστελνα και κάποιον σταΗλύσια Πεδία, πολλές φορές τους πιοσυμπαθητικούς, τους πιο κόλακες και τους πιοπονηρούς, όχι πάντα τους πιο καλούς. Υπήρχεκάποια τάξη πάντως, κάποιοι νόμοι. Οι ψυχέςαπλά υπήρχαν σε μια κατάσταση ανυπαρξίας.Δεν ένιωθαν τίποτα, δεν σκεφτόντουσαν τίποτακαι φυσικά, δεν έπιναν ποτέ αίμα, με εξαίρεσηόταν κάποιος τους καλούσε, για πολύ σοβαρόλόγο, από τα νεκρομαντεία. Τότε τουςεπιτρεπόταν να πιουν λίγη από τη ζωή και ν'απαντήσουν σε κάποια σημαντικά ερωτήματα».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Ναι, οκόσμος ήταν διαφορετικός. Τότε, ήμουν νέοςστην ψυχή, νόμιζα ότι όλα ήταν σημαντικά και ονόμος σοβαρός και άκαμπτος. Νόμιζα ότι έπρεπε

155/278

Page 156: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

εγώ να φροντίζω για την τάξη του κόσμου και νααποθηκεύω προσεκτικά τις ψυχές, για πάντα.Νόμιζα... Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν». Έβηξε.Πέταξε τα σκεπάσματα και ανακάθισε στο πλάιτου κρεβατιού. Έτριψε τα χέρια του και τα πόδιατου και μετά τεντώθηκε. Σηκώθηκε. Φορούσεμια όμορφη χρυσοκέντητη ρόμπα και τώραέμοιαζε πολύ πιο Θεός απ' ότι πριν. Μάλιστα,τώρα ήταν πιο ψηλός και, τι περίεργο, πιο νέος.Φαινόταν δυνατός και το κορακίσιο γένι τουήταν λίγο πιο κοντό. Ήταν επιβλητικός. Ο Σίμοςσκιάχθηκε και ζάρωσε. Εκείνος χαμογέλασεφρικτά.

«Μη φοβάσαι», του είπε, «πάμε νακάτσουμε και να τα πούμε», και του έδειξε τηνπόρτα δίπλα στην κάμαρα.

Στο καθιστικό έκαιγε μια μεγάλη φωτιά στοτζάκι. Κάθισαν σ' ένα μαλακό καναπέ κοντά στηφωτιά. Μια Ψυχή τους σέρβιρε γλυκό νέκταρ.

«Είμαι άρρωστος», είπε ο Άδης σοβαρά,«πολύ άρρωστος εδώ και αιώνες, όπως θα

156/278

Page 157: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

διαπίστωσες και ο ίδιος, άρρωστος στο κορμί καιστην ψυχή».

Ο Σίμος κοίταξε το δυνατό θεό και το μόνοπου κατάφερε να κάνει ήταν να πιει δειλά μιαγουλιά από το νέκταρ του. Ένιωσε πιο ζωντανόςαπό ποτέ. Τι γλυκό ποτό!

«Όλα άρχισαν πριν από πολύ καιρό, απόαυτόν τον καταραμένο. Δε φτάνει που μουπροκάλεσε τρομερή αναστάτωση, κλέβοντάς μουτον "Κέρβερο", ήθελε να τον δανειστεί λέει,αλλά με τόξευσε κιόλας ο καταραμένος».

Ήπιε ακόμα μια γουλιά, αφήνοντας το Σίμον' αναρωτιέται για ποιον "καταραμένο" μιλούσε.

«Αφού λοιπόν με τόξευσε ο καταραμένος οΗρακλής με πήγαν βιαστικά στον Όλυμπο ενώσφάδαζα από τους πόνους που μου προκαλούσετο δηλητηριασμένο βέλος. Εκεί, ο Παιώνας μούέβγαλε το βέλος και με γιάτρεψε με διάφοραβότανα. Έτσι τουλάχιστον νόμισα. Ωστόσο, ταπράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Την ώρα που,πονώντας πια ελάχιστα, ευχαριστούσα το γιατρόεκείνος μου είπε σκυθρωπά: "Άρχοντα του Κάτω

157/278

Page 158: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Κόσμου, αυτό δε θα είναι το τέλος του πόνου. Οπόνος με τον καιρό θα επανέλθει και θασυνεχίσει να επανέρχεται όλο πιο συχνά, όλο πιοδυνατός, μια και γιατρειά δεν υπάρχει. Θα πονάςαφόρητα και το δηλητήριο θα σκουληκιάσειπρώτα το σώμα σου και μετά την ψυχή σου"».

Ο Αηδωνέας αναστέναξε, ήπιε μια γουλιάακόμη και κοίταξε το Σίμο με το δυνατό τουβλέμμα. «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Εγώείμαι αθάνατος, μην το ξεχνάμε» και συνέχισε:«Άλλωστε όλοι μας είμαστε, απλά τότε δεν είχασυνειδητοποιήσει ότι οι θνητοί που στοίβαζα σταΤάρταρα δεν ήταν παρά αθάνατες ψυχές πουνομίζαμε, εμείς οι θεοί, ότι είχαμε το δικαίωμανα κρίνουμε και να φυλακίσουμε».

Αναστέναξε βαριά, πήρε μια βαθιά ανάσακαι συνέχισε: «Όταν λοιπόν μου είπε αυτά ταλόγια ο Παιώνας, έμεινα να τον κοιτάω άφωνος,με τη χαρά να έχει παγώσει στο πρόσωπό μου."Έχω όμως ένα φάρμακο για σένα", είχεσυνεχίσει λυπημένα ο γιατρός των θεών, "δενείναι ακριβώς φάρμακο μια και δε θα σε κάνει

158/278

Page 159: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ποτέ καλά", συνέχισε, "απλά τις ώρες τουφρικτού πόνου θα μπορεί λίγο ν' απαλύνει τηναγωνία σου". Με κοίταξε με συμπάθεια και πρινμε αποχαιρετήσει μου έδωσε ένα μικρό κουτάκι,ένα όμορφο χρυσό κουτάκι, τόσο μικρό πουμπορούσα να το κλείσω μέσα στην παλάμη μου,μ' ένα μικρό κλειδάκι να εξέχει στην μπροστινήτου πλευρά. Το πήρα και το περιεργάστηκα,χωρίς να το ανοίξω, θαυμάζοντας τα όμορφασκαλίσματα. Ύστερα, όταν επέστρεψα στον Άδη,το άφησα σε μια άκρη. Έμεινε εκεί για αιώνεςολόκληρους...»

Χτύπησε τα χέρια του και μια Ψυχή έφερε κιάλλο νέκταρ. «Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ποτέ δεσταμάτησα να έχω μια ενόχληση, όμως πέρασεπάρα πολύς καιρός μέχρι αυτή η ενόχληση, πουτην είχα συνηθίσει και δεν τη συνειδητοποιούσα,να γίνει πόνος. Στο μεταξύ, συνέχιζα να είμαι οαμείλικτος άρχοντας του Κάτω Κόσμου, οδεσμοφύλακας και αποθηκάριος των άβουλωνψυχών...

159/278

Page 160: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Κάποια μέρα, όμως, συνειδητοποίησα ότι οπόνος είχε γίνει αβάσταχτος. Τότε, αν και όχιαμέσως, θυμήθηκα τα λόγια του Παιώνα.Αναζήτησα το κουτάκι που μου είχε δώσει, τοοποίο και βρήκα χωρίς δυσκολία σε μια γωνιά.Εκείνο που δε βρήκα ήταν το κλειδί, όσο κι ανέψαξα. Προσπάθησα να παραβιάσω το κουτάκι,αλλά στάθηκε αδύνατο. Έπεσα στο κρεβάτι μεαφόρητους πόνους και παρακάλεσα τον Ερμή ναζητήσει από τον Παιώνα άλλο κλειδί ή κουτάκιή, τέλος πάντων, γιατρικό.

Ο Παιώνας μού μήνυσε ότι το γιατρικό μέσαστο κουτάκι ήταν μοναδικό και δεν είχε άλλοκλειδί για το κουτάκι αυτό το οποίο είναιαδύνατο να ανοίξει χωρίς το κλειδάκι του. Τότε,μέσα σε αφόρητους πόνους, έστειλα τον Ερμήστον Ήφαιστο, μαζί με το χρυσό κουτάκι, οοποίος, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια,κατάφερε να σπάσει την κλειδαριά. Όταν οΕρμής επέστρεψε, παίρνοντας ξαφνική δύναμηανακάθισα στο κρεβάτι και άνοιξα, το κουτάκι.Στο εσωτερικό του, μέσα στα πουπουλένια

160/278

Page 161: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

μεταξωτά μωβ υφάσματα, βρήκα ένα μικρόσπόρο. Απογοητεύτηκα, καθώς περίμενα κάτι πιοάμεσο, αλλά δεν έχασα το κουράγιο μου."Φυτέψτε το και ποτίστε το", διέταξα, "και μόλιςβγάλει μπουμπούκι ειδοποιήστε με" καιξαναξάπλωσα».

Μια Ψυχή γέμισε και πάλι τα ποτήρια καιαφού ήπιαν μια γουλιά ο Αηδωνέας συνέχισε:«Υπέφερα για ενενήντα εννέα χρόνια, χωρίς ναμπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι, να κοιμηθώ ήνα ασχοληθώ με το βασίλειό μου. Τόσο έκανε ν'ανθίσει το πρώτο φυτό. Όταν τελικά το πρώτομπουμπούκι της μαύρης παπαρούναςεμφανίστηκε, διέταξα να το χαράξουν μ' έναμαχαίρι και να μου φέρουν το κολλώδες άσπρορετσίνι που θα έτρεχε. Έτσι κι έγινε. Μουετοίμασαν ένα αφέψημα και μόλις το ήπια,ένιωσα αμέσως καλύτερα. Ύστερα από λίγομάλιστα, σηκώθηκα και από το κρεβάτι, ύστερααπό σχεδόν εκατό χρόνια και ανέλαβα και πάλιτα καθήκοντά μου».

161/278

Page 162: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Πέρασαν πάλι χρόνια», συνέχισε, «και είχαξεχάσει τι σημαίνει πόνος, είχα ξεχάσει τηθαυματουργή παπαρούνα, μέχρι που κάποιο πρωίο πόνος επέστρεψε πιο δυνατός από ποτέ.Έστειλα αμέσως να μου φέρουν λίγο από τομαγικό γαλάκτωμα της μαύρης παπαρούνας.Έτσι κι έγινε, καθώς ευτυχώς, γύρω από τοπρώτο φυτό είχαν φυτρώσει από μόνες τους καιάλλες παπαρούνες. Μου έφεραν, λοιπόν, μεγάληποσότητα άσπρης ρετσίνης και μου έφτιαξαν καιπάλι ένα αφέψημα. Το ήπια. Ωστόσο, αν και οπόνος είχε μαλακώσει πολύ, δεν εξαφανίστηκετελείως. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του σοφούΠαιώνα, "...Αυτό δε θα είναι το τέλος τουπόνου", είχε πει, "...ο πόνος με τον καιρό θαεπανέλθει και θα συνεχίσει να επανέρχεται, όλοπιο συχνά, όλο πιο δυνατός, μια και γιατρειά δενυπάρχει. Θα πονάς αφόρητα και το δηλητήριο θασκουληκιάσει πρώτα το σώμα σου και μετά τηνψυχή σου". Τότε, όλο αγωνία πήγα ο ίδιος στοχώρο που είχε φυτρώσει το ναρκωτικό καιδιέταξα να γεμίσουν ένα μεγάλο χωράφι με

162/278

Page 163: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δαύτο και να μου φέρνουν κάθε μέρα όσο από τομαγικό χυμό μπορούσαν να μαζέψουν. Έτσι καιέγινε, και μπόρεσα να συνεχίσω να δικάζω και ναδιοικώ τις ψυχές των νεκρών».

Ήπιε μια γουλιά και κοίταξε και πάλι προςτο Σίμο. «Όμως, μπορείς να μαντέψεις τησυνέχεια, έτσι δεν είναι;»

Ο Σίμος ένιωσε ανίκανος ν' απαντήσει αλλά,έτσι κι αλλιώς, ο Αηδωνέας συνέχισε μόνος του.«Η ποσότητα που μου χρειαζόταν όλο καιαυξανόταν. Το χωράφι έγινε χωράφια και οιΨυχές στρώθηκαν στη δουλειά με αντίστοιχαανταλλάγματα: Λίγη ζωή στη Στύγα. Από τηνάλλη, εμένα δε με ένοιαζε τίποτα πια. Ήθελαμόνο το φάρμακό μου. Και δεν ήταν καθόλουεύκολο πια. Δε μου έδιναν πια αφέψημα, αλλάμου έκαναν ένεση, αφού συμπύκνωναν μεγάλεςποσότητες από το χυμό της παπαρούνας. Αυτό,όπως καταλαβαίνεις, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.Χρειάζομαι όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, ενώακόμα και αυτές, δεν είναι αρκετές να μου

163/278

Page 164: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

απαλύνουν αρκετά τον πόνο, ούτε καν για λίγεςώρες τη φορά.

Το σώμα μου και η ψυχή μου, είναι βαριάάρρωστα πια, κατεστραμμένα. Ποιο κορμί, ποιομυαλό, μπορεί να νικήσει τέτοιες ποσότητεςναρκωτικού, χωρίς να σκλαβωθεί τελικά σε αυτό;Με δυο λόγια, σήμερα δεν είμαι παρά η σκιά τουεαυτού μου, ένας Θεός ναρκομανής, ένα τζάνκι,ένας τελειωμένος. Φταίω, πως δε φταίω, σηκώνωόλα τα βάρη της ανθρωπότητας. Εγώ, ο πιομισητός από ανθρώπους και Θεούς, ο αιώνιοςδιοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης τωννεκρών, άξιος της τύχης μου, καθώς όλαξεκίνησαν από τη δική μου αλαζονεία. Μουέδωσαν εξουσία, ένα μάτσο με κλειδιά, κι εγώ,αντί να τα πετάξω στα Τάρταρα και ναελευθερώσω τις ψυχές, τις δίκαζα και τιςτιμωρούσα. Σήμερα μετανιώνω πικρά, αλλά δενέχω καμιά δύναμη, δεν μπορώ ν' αντιδράσω πια.Σήμερα είμαι εξαρτημένος από τις Ψυχές για ναπαίρνω τη δόση μου».

164/278

Page 165: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Σίμος γύρισε και τον κοίταξε για πρώτηφορά, ύστερα από αρκετή ώρα. Δεν ήταν όπωςτον είχε δει νωρίτερα, γερός και δυνατός. Είχεαρχίσει να μαζεύει και πάλι, ενώ το γένι του είχεκάπως ασπρίσει.

Ο γέρος τον κοίταξε και συμπλήρωσε:«Εσύ, όμως, μπορείς να με βοηθήσεις και

συγχρόνως να κερδίσεις την ελευθερία σου ωςέπαθλο. Να επιστρέψεις ζωντανός στη Γη, τομόνο εύκολο. Έχεις αυτή τη δυνατότητα, φτάνεινα δεχθείς να με βοηθήσεις. Φτάνει ν' αναλάβειςμια αποστολή που θα σου αναθέσω και να τηφέρεις εις πέρας με επιτυχία».

Και το ζαρωμένο γεροντάκι του εξήγησε τιζητούσε και τι θα έπρεπε να κάνει. Εκείνος, αφούσκέφτηκε λίγο, απάντησε:

«Δέχομαι την πρόταση! Θέλω όμως ναελευθερώσεις και όλη μου την οικογένεια!»

«Σύμφωνοι!» απάντησε ο πονηρόςΑηδωνέας και τσούγκρισε το ποτήρι του με αυτότου Σίμου.

165/278

Page 166: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

"Εντάξει", σκέφτηκε ο φρικτός θεός πουκαθόλου δεν είχε μετανιώσει για τις πράξεις τουκαι απλά είχε βρεθεί σε ανάγκη, "θα σας αφήσωνα γυρίσετε στη γη, αλλά μετά ...μετά πάλι εδώθα έρθετε. Και τότε θα καθίσω δυνατός στοθρόνο μου και θα σας στείλω, για πάντα πια, σταΤάρταρα. Γιατί οι θεοί με τους θνητούς δεν είναιίσα και όμοια!"

166/278

Page 167: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

III. Σκιές στον ελαιώναΤο πρώτο πράγμα που κατάλαβε ο Σίμος

ήταν ότι δε βρισκόταν πια στο Φεγγάρι, αλλάστη Γη, αφού ο δορυφόρος φώτιζε αχνά τοσκοτάδι, φεγγάρι μερικών ημερών, με τοχρυσωπό του χρώμα και όχι με το γαλάζιο χρώμαπου είχε εκείνος συνηθίσει. Το σκοτάδι πάντωςήταν αρκετά πυκνό κι έκανε κρύο. Μιακουκουβάγια έκραξε κοντά του, επαναφέροντάςτον στην πραγματικότητα. Ανατρίχιασε, ότανκατάλαβε πού βρισκόταν και χωρίς δεύτερησκέψη, με βήμα ταχύ, έφτασε στην είσοδο,άνοιξε την καγκελόπορτα και βγήκε έξω.

Βρισκόταν στην πλαγιά ενός λόφου, δίπλαστο χωματόδρομο και από κει μπορούσε να δειλίγο πιο μακριά τα σπίτια, καμιά δεκαριά όλα κιόλα, του μικρού χωριού. Τα σπίτια ήταν όλασκοτεινά. Το ήξερε αυτό το χωριό,δυσκολεύτηκε, όμως, να το αναγνωρίσει, καθώςείχε να το επισκεφτεί πάνω από δεκαπέντεχρόνια, από μικρό παιδί. Ήταν το χωριό που είχεγεννηθεί η μάνα του. Τι γύρευε τώρα εδώ;

Page 168: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Γύρισε και κοίταξε προς την άκρη τηςκορυφογραμμής του λόφου. Στην αρχή νόμισεότι το φως δεν ήταν παρά ένα ακόμα αστέρι στοσκοτεινό, γεμάτο αστέρια, στερέωμα. Κοιτώνταςπιο προσεκτικά, όμως, διαπίστωσε ότι εκεί, στοψηλότερο σημείο του λόφου υπήρχε ένα σπίτι μεαναμμένο φως. Κοιτώντας στιγμιαία και πάλιπίσω του το σκοτεινό χωριουδάκι, αποφάσισετελικά να προχωρήσει μέχρι το σπίτι στηνκορυφή του λόφου.

Η πόρτα ήταν κλειστή, αλλά φανεράκάποιος βρισκόταν μέσα στο ξύλινο καλύβι,καθώς εκτός του ότι είχε φως, μπορούσε ν'ακούσει κάποιον να καρφώνει κάτι. Χτύπησεμαλακά την πόρτα και περίμενε λίγο, χωρίς ν'ακούσει άλλη απάντηση παρά μόνο το σφυρί πουσυνέχιζε να δουλεύει. Χτύπησε πιο δυνατά.

Προς στιγμή ο μόνος ήχος που άκουσε ήτανκαι πάλι το κράξιμο μιας κουκουβάγιας, ενώαμέσως μετά άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκεένα μικρό χαμογελαστό γεροντάκι στην πόρτα.

168/278

Page 169: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Κόπιασε, κόπιασε, σε περίμενα», είπε οΠέτρος, σκουπίζοντας τα χέρια του στην πέτσινηποδιά που φορούσε στο στήθος του και γύρω απότη μέση του. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και οΣίμος μπόρεσε ν' αντικρίσει το χώρο μέσα στοκαλύβι. Ένα μεγάλο τζάκι έκαιγε στο βάθος καικοντά σ' αυτό ένα κρεβάτι. Στα αριστεράβρισκόταν ένα ξύλινο τραπέζι και δύο καρέκλες.

Το γεροντάκι, κοντό, με μούσια,αναμαλλιασμένο, έκλεισε την πόρτα πίσω τουκαι επανέλαβε: «Κόπιασε, κόπιασε», παίρνονταςμια καρέκλα και βάζοντάς την κοντά στη φωτιά.«Κάτσε εδώ να ζεσταθείς λιγάκι», πρόσθσε καιύστερα έφερε ένα πήλινο ποτήρι από τον πάγκοκαι το γέμισε κρασί. «Πιες» πρότεινε το ποτήριστο Σίμο, που είχε ήδη καθίσει δίπλα στη φωτιά,και έπιασε το δικό του ποτήρι και τσούγκρισεεγκάρδια. «Καλώς όρισες!» είπε και ήπιε δύογερές γουλιές. Ξανακάθισε στην καρέκλα πουκαθόταν πριν κι έπιασε το παπούτσι και τοσφυρί.

169/278

Page 170: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Όσο ο γέρος δούλευε το παπούτσι μεμετρημένες σφυριές, στην αρχή πιο απαλές καιμετά πιο δυνατές, ο Σίμος προσπαθούσε ναζεσταθεί, κοιτώντας αμίλητος τα χονδράαναμμένα κεριά που έλιωναν, χωρίς κηροπήγια,πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Αφού τελείωσε τοπρώτο παπούτσι, ο γέρος το έβαλε δίπλα του,μαζί με άλλα που είχε φτιάξει νωρίτερα κι έπιασεένα ακόμα από έναν άλλο σωρό, το ακούμπησεπάνω στο σκαμνάκι μπροστά στα πόδια του καισκυφτός στην καρέκλα άρχισε και πάλι νασφυροκοπεί ρυθμικά. Τελειώνοντας, το έβαλεκαι αυτό στην άκρη κι έβγαλε την ποδιά του.Ύστερα, γύρισε προς το Σίμο με καλόκαρδηδιάθεση.

«Καλό το κρασί;» ρώτησε.Ο Σίμος έγνεψε, ανταποδίδοντας το φιλικό

χαμόγελο.«Με περίμενες;» ρώτησε δειλά.Ο Πέτρος δεν αποκρίθηκε άμεσα στην

ερώτησή του.

170/278

Page 171: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Έχω πολλή δουλειά. Πάρα πολλή δουλειά.Τα παπούτσια θέλουν συνέχεια επισκευή και οιπελάτες πολλοί». Έδειξε μερικά ζευγάρια δίπλατου. Χαμογέλασε και έγειρε προς το Σίμοσυνωμοτικά: «Αλλά σήμερα, Χάαααα! Σήμεραείναι γιορτή. Έχουμε επέτειο! Σήμερα θα πιούμε,θα παίξουμε μουσική, θα τραγουδήσουμε και θαχορέψουμε. Χάααα!» και με τα λόγια αυτάέβγαλε σβέλτα ένα βιολί και άρχισε να δοξαρίζειχαρωπούς σκοπούς. Ήταν τόσο αστείος! Ο γεροΠέτρος είχε σηκωθεί κι έπαιζε το βιολί του, ενώχόρευε ξέφρενα και η άσπρη του γενειάδαανέμιζε δεξιά και αριστερά.

«Της νύχτας το αντάμωμα με της σελήνηςτην αχτίδα,

είναι ωραίο σμίξιμο, μα σπάζει τηναυγούλα...»

Ο Σίμος, αν και τον απασχολούσαν άλλαθέματα, δεν μπόρεσε να μην παρασυρθεί από τηνκαλή διάθεση και τα αστεία τραγουδάκια του

171/278

Page 172: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

γέρου. Άρχισε κι αυτός να σιγοσφυρίζει και ναχτυπάει παλαμάκια στο ρυθμό που έδινε οΠέτρος. «Χάαα», φώναζε εκείνος ανάμεσα απότα αστεία στιχάκια του, «άιντα», πρόσθετε,«έχουμε γιορτή εδώ, έχουμε πάρτι! Χάαα, άιντα»και ύστερα συνέχιζε με μερικούς στίχους ακόμα.

«...κι ολονυχτίς χορεύουμε εμείς οιτσαγκαράδες,

μα όταν έρθει ο Αυγερινός, η μαγικήΑφροδίτη,

βαθιά στον ύπνο πέφτουμε στο ξύλινοκρεβάτι,

που ξυλουργοί μας έφτιαξαν τον ύπνο ναχαιρόμαστε...»

Σταμάτησε να κάνει ένα διάλειμμα και ναπιει μια γουλιά κρασί. Είχε χορέψει ξέφρενα, σαννα ήταν παιδί είκοσι χρονών και τώρα,σκουπίζοντας το στόμα του με το μανίκι του, είχεαποθέσει προσεκτικά το βιολί στο τραπέζι και

172/278

Page 173: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

είχε γεμίσει και πάλι, ως σωστός οικοδεσπότης,τα ποτήρια με το γλυκόπιοτο κρασί.

«Είναι δικό μου», είπε χωρίς ούτε μια στάλαιδρώτα να στάξει από το πρόσωπό του, «είναικαλό κρασί. Το έφτιαξε το νερό, το παχύ χώμα.Το έδεσε ο ήλιος και οι ψίθυροι του ανέμου. Τοζύμωσε το φυλαγμένο από τα κρύα κελάρι, μέσαστα παχιά δρύινα βαρέλια μου. Πιες καιζεστάσου στη φωτιά και στην ομορφιά τουτραγουδιού και ύστερα, αφού χαρούμε το ποτόκαι το βιολί, θα πούμε παραμύθια και ό,τι άλλοποθεί το πνεύμα, πριν έρθει η ώρα να πέσει καιπάλι στο λήθαργο του ύπνου. Γιατί είσαιφιλοξενούμενος εδώ και είμαι υπεύθυνος γιαεσένα!»

Και με τα λόγια αυτά κατέβασε μονορούφιτο υπόλοιπο του ποτηριού του και άρπαξεσβέλτα το βιολί του και πάλι, πηδώντας δυοβήματα μπροστά, αρχίζοντας και πάλι τα αστεία,γουστόζικα τραγουδάκια του.

173/278

Page 174: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«...Ίσως να με αγάπησες, ίσως να μεποθούσες,

μα σαν με πήραν μακριά μια νύχτα μεφεγγάρι,

εσύ δε μ' αναζήτησες, να μ' έβρεις δενπροσπάθεις

αμέσως με λησμόνησες και άλλονεζητούσες... »

Πέρασε πολύ ώρα και ο Σίμος είχε πιααρχίσει να βαριέται. Ήταν όντως γουστόζικα τατραγουδάκια του γέρου, αλλά είχε πια χορτάσειαπό γέλιο και μουσική. Ήθελε λίγη ησυχία τώρα.Ήθελε να ξεκουραστεί και να σκεφτεί ποια θαήταν τα επόμενα βήματα. Άραγε το αστείο αυτόανθρωπάκι θα μπορούσε να τον βοηθήσει;Σήκωσε ψηλά το ποτήρι του και είπε ευγενικά:

«Δεν ξέρω τι γιορτάζουμε, καλέ μουάνθρωπε, μα σ' ευχαριστώ για τη θερμή σουυποδοχή και τη ζεστή σου φιλοξενία. Μακάρι ναέχεις πάντα μαζί σου κάποιον να γιορτάζει τιςχαρές σου και να μοιράζεται τις λύπες σου!» Και

174/278

Page 175: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

με τα λόγια αυτά κατέβασε μερικές γουλιέςακόμα από το ποτήρι του.

Ο γέρος χαμογέλασε και αυτός φιλικά καιτου γέμισε και πάλι ο ποτήρι.

«Μακάρι να έχω πάντα παρέα καλή σαν καισήμερα, που ξέρει να χαίρεται και ναδιασκεδάζει. Μακάρι κι εσύ ξένε να είσαι πάντακαλά και να δίνεις χαρά στους γύρω σου, όπωςμου δίνεις εμένα, γιορτάζοντας μαζί μου!» Καιμε τα λόγια αυτά ύψωσε κι εκείνος το ποτήρι τουκαι ήπιε μερικές γουλιές από το δροσερό κρασί.

«Στην υγειά μας!» ύψωσε το ποτήρι του καιο Σίμος.

«Όμως», συνέχισε ο γέρο τσαγκάρης, αφούσκούπισε και πάλι το στόμα του με το μανίκιτου, «βλέπω ότι κουράστηκες από το χορό, τημουσική και τα καλαμπούρια. Πώς θέλεις λοιπόννα σε διασκεδάσω; Θέλεις να σου διηγηθώόμορφες, περίεργες ιστορίες που θρέφουν τοπνεύμα; Θέλεις να συζητήσουμε; Πώς θέλεις ναπεράσουμε το χρόνο μας μέχρι τα χαράματα πουτο πνεύμα μας θα πρέπει να ξεκουραστεί, μέχρι

175/278

Page 176: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

το επόμενο σούρουπο; Γιατί εγώ είμαι άνθρωποςτης νύχτας. Το βράδυ, η φύση ξεκουράζεται καιέτσι η δουλειά είναι πιο ελαφριά και το κρασί καιτα χωρατά πιάνουν πιο πολύ τόπο απ' ότι τηνημέρα που όλα χάνονται μέσα στο θόρυβο και τησκόνη».

Ο Σίμος κοίταξε και πάλι τον οικοδεσπότητου. Τόσο περίεργο ανθρωπάκι! Μακριά άσπραμαλλιά και γένι. Απλά ντυμένος, με μάλλονβρώμικα, αλλά σίγουρα παλιά ρούχα. Γέρος,αλλά τόσο ζωντανός, τόσο ακούραστος να πίνειτη ζωή και τις μικρές τις χαρές σαν σε πήλινοποτήρι γεμάτο με κρασί. Άραγε μπορούσε να τονβοηθήσει να βρει αυτό που έψαχνε;

Ο Πέτρος, ως εξαιρετικός οικοδεσπότης πουήταν, εξέλαβε τη σιωπή του Σίμου ως απόρροιατου ευγενικού του χαρακτήρα. Νόμισε, λοιπόν,ότι ο Σίμος ήθελε μεν ν' ακούσει τις όμορφεςιστορίες που είχε εκείνος να διηγηθεί, και πουείναι αλήθεια, δέκα χρόνια τώρα (σήμερα δεγιόρταζε το δέκατο χρόνο άλλωστε;) δεν τις είχεδιηγηθεί σε κανένα, αλλά ότι ντρεπόταν να το πει

176/278

Page 177: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

για να μη δημιουργήσει πρόβλημα στονοικοδεσπότη του. Έτσι, αφού άναψε τσιγάρο,αποφάσισε να ξεκινήσει χωρίς τη συγκατάθεσητου Σίμου.

«Πάνε πολλά χρόνια», ξεκίνησε ο γέρος...«Ήμουνα νέος και ομορφόπαιδο. Η δουλειά

βαριά στα χωράφια, αλλά εγώ ήμουν δυνατός,δεκάξι χρονών παιδί και όμως άντρας, μεποντίκια και μουστάκι. Οι κοπελιές, όταν καμιάφορά το μάτι μου έπεφτε πάνω στο δικό τους στηβρύση που πήγαιναν για νερό, κοκκίνιζαν καιαπέστρεφαν το βλέμμα τους, φεύγοντας από τοδρόμο μου όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.Ντρεπόντουσαν το αντρίκιο βλέμμα μου κι εμέναμού άρεσε να τις καρφώνω με αυτό. Ένιωθα τοαίμα μου να τρέχει τραχύ στις φλέβες μου καιαπό καιρό πια τις νύχτες δεν μπορούσα νακοιμηθώ με τη σκέψη των θηλυκών. Δύσκολοικαιροί τότε όμως. Τα κορίτσια τότε ήταν αγνάκαι δεν έδιναν τις χάρες τους πριν το γάμο.

Αλλά και να τις έδιναν είχαν πάντα ένασωρό αδέρφια και συγγενείς να προστατέψουν

177/278

Page 178: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

την τιμή τους, πράμα που σήμαινε ότι έβαζες τοστεφάνι με την ατιμασμένη και ήσουν σίγουροςότι όπως δεν είχε ακολουθήσει τους κανόνεςμέχρι τότε έτσι και σ' όλη τη ζωή σας δε θα έχανετην ευκαιρία να ποδοπατάει το στεφάνι σας καινα αμαρτάνει με άλλους. Έτσι κι εγώ είχααποφασίσει να πάρω την πιο ντροπαλή, την πιοπαρθενόπη, αλλά και την πιο όμορφη τουχωριού, τη Βούλα τη βοσκοπούλα.

Η Βούλα δεν έβοσκε πρόβατα, απλά ήταν ημικρότερη κόρη του βοσκού, γι' αυτό την έλεγανβοσκοπούλα. Στην πραγματικότητα ζούσε σανβασιλοπούλα, αφού η μάνα της την τάιζε μόνομέλι, γάλα και αρνάκια γάλακτος και της ανέθετεμόνο τις πιο εύκολες εργασίες, ώστε να μηνκουράζεται και να μένει πάντα αφράτη καιάσπρη, όπως αρμόζει στις πεντάμορφεςπαρθένες. Μια φορά μόνο είχα καταφέρει ν'αντικρίσω το πρόσωπό της, αλλά αυτή αρκούσενα με κρατάει ξύπνιο τα βράδια.

Μια μέρα, λοιπόν, το πήρα απόφαση κιέστειλα τη μάνα μου να μιλήσει στη μάνα της,

178/278

Page 179: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

για να μιλήσει εκείνη με τη σειρά της στονπατέρα της. Η μάνα μου γύρισε φουριόζα καιαναψοκοκκινισμένη. "Α που να την πάρει οτραγοπόδαρος", είπε οργισμένα, μπαίνονταςμέσα στο καλύβι μας. "Δεν τη θρέφει λέει μεμέλι και με γάλα για να τη δώσει του γιου τουτσαγκάρη. Α τη ζουρλαμένη!"

Το πρόβλημα ήταν σοβαρό, καθώς δενήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοιααπάντηση. Τι μπορούσα να κάνω; Έπεσαάρρωστος. Ούτε έπινα, ούτε έτρωγα. Τι η μάναμου μού έλεγε ότι θα μου βρει άλλη, καλύτερη, τιμου έλεγε ότι έχει τόσα όμορφα κορίτσια, τι ότιείμαι ο καλύτερος στο χωριό. Εγώ τίποτα, μόνοέλεγα: "Εγώ, μάνα, ή τη Βούλα θα πάρω απούναιαφράτη σαν πασχαλινό τσουρέκι ή θ' αποθάνω".

Τι να κάνει η μάνα μου, δρόμο παίρνειδρόμο αφήνει πάει πάλι στη μάνα της.

"Γειτόνισσα", της λέει. "Το και το, το αγόριμου θα ποθάνει για το κορίτσι σου. Το αγαπά καιθα το προσέχει. Φτωχοί είμαστε, αλλά η αγάπηδε θα τους λείψει και μαζί θα γεράσουν με πολλά

179/278

Page 180: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παιδιά και εγγόνια και όλοι οι χωριανοί θαζηλεύουν τόση αγάπη και θα μακαρίζουν τουγονιούς τους, που έκαναν τόσο καλά παιδιά καιπου τα ταίριαξαν με περισσή σοφία".

Ήταν που 'ταν λοξή η μάνα της Βούλας, τηνέπεισε τελικά με τα πονηρά λόγια της η μάναμου.

"Άντε γειτόνισσα", της λέει. "Μ' έπεισεςεμένα. Κάτσε, όμως, να το πω στον άντρα μου τοβράδυ να δούμε τι θ' αποφασίσει".

Πέρασαν μια και δυο μέρες. Είδα από τοπαραθύρι τη γειτόνισσα, την είδε και η μάνα μουπου σκούπιζε στο προαύλιο.

"Κόπιασε γειτόνισσα", της χαμογέλασε."Έλα μέσα να τα πούμε" και σκούπισε τα χέριαστην ποδιά της.

"Δε θα μείνω γειτόνισσα", είπε εκείνηλυπημένα. "Ήρθα να σου πω ότι ο άντρας μουδεν τη δίνει τη Βούλα μας. Μου είπε ότι δεν τηνταΐζουμε μέλι και γάλα, για να τη δώσουμε στογιο του τσαγκάρη. Έτσι μου είπε. Πάει, χάλασετο προξενιό, δε γίνεται τίποτα... "

180/278

Page 181: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Πέρασε εβδομάδα. Εγώ δεν έβαζα τίποταστο στόμα μου. "Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου",μου έλεγε η μάνα μου, "που υπάρχουν τόσακορίτσια, να κορίτσια, σαν τα κρύα τα νερά".Εγώ όμως τίποτα. Και θα είχα ίσως πεθάνει απότην πείνα και την αδυναμία, όταν συνέβη κάτιαναπάντεχο.

Ο πατέρας της Βούλας γύρισε ένα πρωί,τρέχοντας αλαφιασμένα. Εγώ μισοκοιμόμουναμέσα στην ασθένειά μου και δεν κατάλαβα τιακριβώς συνέβαινε. Άκουσα μόνο φωνές καιθόρυβο. Ήρθε μετά η μάνα μου να μου φέρεινερό και μου είπε τα μαντάτα. Είχε γυρίσει, λέει,ο πατέρας της Βούλας από το μαντρί και είχεβρει ένα από τα αρνάκια του, το πιο όμορφο καιπαιχνιδιάρικο, κατασπαραγμένο. Υπήρχαν λύκοιξέρεις τότες και οι βοσκοί, όχι σπάνια, έχαναν ταπρόβατά τους με τέτοιο τρόπο. Γι' αυτόαναρωτήθηκα στην αρχή, όταν άκουσα τηνιστορία από τη μάνα μου, γιατί το έκανε τόσομεγάλο θέμα ο γερο τσιφούτης.

181/278

Page 182: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώςόπως είχα νομίσει. Ο πατέρας της Βούλας είχεπετάξει το αρνί στη μέση της πλατείας για να τοδουν όλοι. Ήταν ξεκάθαρο, είχε επιβεβαιώσει καιη μάνα μου, το ζώο δεν είχε πεθάνει από τιςδαγκωματιές μια και δεν υπήρχε παρά μία γερήδαγκωματιά στο κάτω μέρος του λαιμού του.Ούτε καν δαγκωματιά, απλά δυο μικρέςτρυπούλες από σουβλερά δόντια, που είχανμπηχτεί απότομα στον τρυφερό λαιμό. Αυτό καιτίποτα άλλο. Κι όμως το ζώο ήταν νεκρό κιέμοιαζε σαν να μην υπήρχε σταγόνα αίματοςμέσα του, σαν κάτι να είχε ρουφήξει όλο του τοαίμα μέσα από αυτές τις μικρές τρυπούλες.

Την επόμενη ημέρα το πρωί, με το πουάκουσα τις κραυγές του γερο τσιφούτη, "Ώ κακόπου μι' βρε, ήρθαν οι βουρκόλακες να μεαφανίσουν, ω καταστροφή", ανασηκώθηκα στοκρεβάτι και χαμογέλασα. "Μάνα", φώναξα,"φέρε φαΐ καλό να φάω και μια γουλιάτσίπουρο". Όλη την ημέρα την πέρασα στο σπίτι,τρώγοντας και πίνοντας με όρεξη, καθώς ήξερα

182/278

Page 183: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ότι το επόμενο πρωί θα έπαιρνα αυτό που ήθελα.Το βράδυ κοιμήθηκα σαν πουλάκι, ενώ τοφαγητό, το τσίπουρο και ο ύπνος έθρεψε τοαδυνατισμένο μου κορμί.

Μόλις ήρθε το πρωί, επαναλήφθηκε η ίδιασκηνή.

"Ωιμέ!" φώναζε γονατιστός μπροστά από τοκουφάρι του ζώου με σκυμμένο πρόσωπο,τραβώντας πίσω τα μαλλιά του. "Ώιμέ, τι μι' βρεπάλιιιιι!" συνέχιζε με κροκοδείλια δάκρυα. "Μουφάγανε το βιος μου οι καταραμένοι οιβουρκόλακες! Ωωωωω, καλύτερα να έπιναν τοδικό μου αίμα!"

Τον πλησίασα, διασκεδάζοντας με τον πόνοτου και στάθηκα μπροστά του με ανοιχτά ταποδάρια μου και τα χέρια στη μέση.

"Ωι, μπάρμπα Μήτσο!" είπα. "Σταμάτα τιςκλάψες που δεν αρμόζουν σε άντρες".

Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του και μεκοίταξε ερωτηματικά προς στιγμή και αμέσωςμετά έσκυψε το κεφάλι για να συνεχίσει,

183/278

Page 184: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

λιγότερο επιδεικτικά το κλάμα του, ότανπρόσθεσα.

"Σου υπόσχομαι ότι σήμερα το βράδυ κιόλαςθα παραφυλάξω στο μαντρί σου και θα μάθω τισυμβαίνει, ποιος ή τι σου σκοτώνει τα ζώα σουκαι θα το διώξω ή θα το σκοτώσω, να μηνξανάρθει ποτέ πια να σ' ενοχλήσει".

Ο γέρος με κοίταξε μ' ευγνωμοσύνη."Θα το κάνεις αυτό λεβέντη μου; Θα κάνεις

τέτοιο καλό σε μένα και στην οικογένειά μου;"Τον κοίταξα με συμπάθεια και είπα απλά,

αλλά με νόημα."Ναι πατέρα, θα το κάνω αυτό με χαρά".Του γέρου του έλαμψαν τα μάτια και

σηκώθηκε όρθιος και με αγκάλιασε."Αν το κάνεις αυτό που λες θα γίνεις γιος

μου, μάρτυράς μου ο Θεός και όλο το χωριό".Την υπόλοιπη ημέρα, όπως καταλαβαίνεις,

δεν μπορούσα να ησυχάσω. Όσο ήμουν σπίτιέπινα το ένα ποτήρι τσίπουρο μετά το άλλο, ενώείχα πρήξει και τη μάνα μου με την πολυλογίαμου τόσο, που στο τέλος αυτή, η τόσο

184/278

Page 185: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

υπομονετική γυναίκα, η ίδια μου η μάνα, μουείπε: "Αμάν βρε γιόκα μου, μας έπρηξες τασυκώτια με τη Βούλα και τη Βούλα. Α σε καλόσου! Άιντε καμιά βόλτα να σε χτυπήσει λίγοςκαθαρός αέρας μπας και συνέλθεις και έρθεις καιπάλι στα λογικά σου!"

Έτσι έκανα κι εγώ. Ανέβηκα στο λιβάδι καιεκεί, αφού έβγαλα όλα μου τα ρούχα, άρχισα ναφωνάζω με όλη μου τη δύναμη: "Βούλααααααα,θα γίνεις δική μουυυυυ", και να τρέχω και ναπηδώ στα βράχια και να κυλιέμαι σαναγριοκάτσικο.

Θα είχαν πια περάσει αρκετές ώρες, ότανένιωσα και πάλι νηφάλιος. Είχε αρχίσει νανυχτώνει και να δροσίζει και έτσι ντύθηκα καιπήρα το δρόμο για το μαντρί του μέλλοντοςπεθερού μου. Είχε πιάσει για τα καλά τοσούρουπο, όταν χώθηκα σε μια άκρια μέσα στομαντρί του, ανάμεσα στο πρόβατα που ήδηκοιμόντουσαν. Ήταν ήσυχη νύχτα και παρόλοπου έκανε αρκετή δροσιά, μέσα στο μαντρί είχεμια ζεστή θαλπωρή. Με τόσο μαλλί κοντά μου

185/278

Page 186: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

και με την θεοπάλαβη ημέρα που είχα περάσει δεδυσκολεύτηκα καθόλου να αποκοιμηθώ.

Τα αστέρια στόλιζαν από ώρα πια τονουρανό, όταν τελικά με ξύπνησε κάτι, ένα σιγανόαπελπισμένο βέλασμα. Και τότε είδα τη σκιά,ένα μαύρο πλάσμα, δίπλα από το πεσμένοαρνάκι. Ήταν μεγάλο και μόλις το κοίταξαγύρισε κι εκείνο προς τη μεριά μου και μεκοίταξε ήσυχα. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη ματιά αυτήόσο θα ζω. Το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο και τοκορμί του πλάσματος τόσο μαύρο, που δενμπόρεσα να διακρίνω τίποτα άλλο από τοβουρκόλακα, γιατί χωρίς άλλο περί αυτούεπρόκειτο, εκτός από δύο κατακόκκινααμυγδαλωτά μάτια, που με διαπέρασαν σανακτινογραφία. Ύστερα, το πλάσμα μού γύρισεαπότομα την πλάτη και χάθηκε μέσα στη νύχτα!»

Ο Σίμος κοίταξε το γέρο με τρόμο. Τα κεριάστο τραπέζι είχαν σβήσει, ενώ η φωτιά στο τζάκισιγόκαιγε με κάρβουνα κόκκινα σαν μάτιαβουρκόλακα να τον κοιτάνε. Ο γέρος σηκώθηκε,πήρε δύο φρέσκα σπαρματσέτα και τα

186/278

Page 187: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, πάνω από ταλιωμένα. Τα άναψε και ξανακάθισε στο κάθισμάτου. Η σκιά του στον τοίχο έμοιαζε σαν σκιάγίγαντα. Μη συνειδητοποιώντας το στιγμιαίοτρόμο που είχε προκαλέσει η ιστορία του στοφιλοξενούμενό του συνέχισε:

«Ό,τι κι αν ήταν πάντως, το πλάσμα αυτόδεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ, ούτε εκείνο, ούτεάλλο βράδυ. Το πρωί επέστρεψα, λοιπόν, στοχωριό κι έφερα στην πλατεία το μικρό αρνάκιπου την είχε γλιτώσει τόσο απρόσμενα από ταδόντια του πλάσματος της νύχτας. Εκεί, μαζί μετον πεθερό μου του πλύναμε και του δέσαμε τιςπληγές. Εκεί, κάτω από το μεγάλο πλάτανοδώσαμε τα χέρια μας και αγκαλιάσαμε ο ένας τονάλλο. "Γιέ μου", είπε, "ας κανονίσουμε τώρα τιςχαρές σου και τις χαρές του κοριτσιού μου". Έτσικι έγινε. Ο γάμος κανονίστηκε για την επόμενηΚυριακή.

Έτσι κι έγινε ή τουλάχιστον περίπου έτσι.Πήγαμε στον Αη Γιώργη, ένα εκκλησάκι πάνωστο λιβάδι, σ' ένα μεγάλο πλάτωμα κοντά στην

187/278

Page 188: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κορυφή. Περίμενα μπροστά στην πόρτα με τηνκαλή μου φορεσιά. Η αλυσίδα του ρολογιού πουμου είχε χαρίσει ο πεθερός μου κρεμόταν απότην τσέπη του γιλέκου μου και κάθε λίγο καιλιγάκι την τραβούσα κι έπιανα άτσαλα καικοιτούσα με αγωνία το ρολόι.

Όταν τελικά η νύφη εμφανίστηκε από τηνάκρη του δρόμου, κόντεψα να πέσω κάτω. Ταπόδια μου δε με κρατούσαν. Τόση ήταν η χαράμου και η συγκίνησή μου! Ήταν καθισμένη πάνωστο μουλάρι, φορώντας τα χρυσοκέντητασεγκούνια της και, όπως το θέλει το έθιμο, μιαάσπρη καλύπτρα στο πρόσωπό της. Κατέβηκε,ψηλή και λυγερή και με πλησίασε μαζί με τονπατέρα της που γέλαγαν και τα μουστάκια του.Μου την παρέδωσε με μια κίνηση, "Να! Πάρε",ήταν σαν να μου έλεγε.

Τότε άρχισαν να μας ραίνουν με λουλούδια,μέχρι που προσπεράσαμε το μικρό ξωκλήσι καιφτάσαμε στην άκρη του πλατώματος. Τι όμορφομέρος! Παλιά όλοι εκεί παντρευόντουσαν, καθώςαπό εκείνο το σημείο βλέπεις τον κάμπο όλο, τον

188/278

Page 189: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ελαιώνα μέχρι τη θάλασσα στο βάθος τουορίζοντα. Και πράγματι, ήταν τόσο όμορφη ημέρα εκείνη! Ο παπάς είχε αρχίσει το μυστήριοκι εγώ της κρατούσα το χέρι χωρίς, όμως, ναμπορώ ν' ακούσω το παραμικρό από αυτά πουέλεγε εκείνος. Εκείνος ήταν απλά το εμπόδιο,μέχρι το πρώτο φιλί.

Α, δεν έβλεπα την ώρα που θα σήκωνα τοκάλυμμα. Θα έβλεπα μέσα το όμορφο τροφαντόπροσωπάκι της και θα το σκούπιζα πρώτα απότον ιδρώτα, σίγουρα θα είχε ιδρώσει με τόσηζέστη, και μετά θα έκλεινε τα μάτια της και θαπερίμενε παραδομένη. Πρώτα θα τη φιλούσε οάνεμος, δροσίζοντας το ιδρωμένο πρόσωπο καιτο στήθος της. Ύστερα, θα πλησίαζα εγώ καιπριν προλάβω ν' ακούσω το φτερούγισμα στηνκαρδιά της θα τη φίλαγα, ενώ όλοι θαχειροκροτούσαν. Έτσι κι έγινε ή περίπου έτσι. Οπαπάς είχε ήδη τελειώσει, όταν κάποιος μεσκούντηξε και μ' έβγαλε από την ονειροπόλησήμου. Είχε έρθει η ώρα να κάνω το όνειρό μου

189/278

Page 190: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πραγματικότητα. Γύρισα προς τη μεριά τηςΒούλας και της σήκωσα την καλύπτρα.

Δυσκολεύτηκα πολύ, αλλά κατάφερα να μηναφήσω να μου φύγει μια κραυγή έκπληξης. "Μααυτή δεν είναι η Βούλα", είπα μέσα μου, "Αυτήείναι η άσχημη γεροντοκόρη αδερφή της ηΜαρίκα!" Και πράγματι, κοιτώντας καλύτεραπαρατήρησα ότι αυτή ήταν πολύ ψηλή και πολύαδύνατη για να είναι η Βούλα μου. Είχε στενήμέση και, όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει,τεράστια στητά στήθη. Η Βούλα μου δεν ήτανκαθόλου έτσι, είχε κανονικό ύψος και ήταναφράτη, όχι ξυλάγκουρο σαν κι αυτή.

Το πρόσωπο της Μαρίκας ήταν εξίσουάσχημο με το σώμα της. Είχε ψυχρά πράσιναμάτια, αντί τα τσαχπίνικα καφετιά της Βούλας,και στενόμακρο πρόσωπο δίχως μάγουλα, ενώ ταμαλλιά της ήταν, ω Θεέ μου, ξανθά. Κόντεψα ναλιποθυμήσω από την ντροπή. Όλοι θα μεέδειχναν με το δάκτυλο και θα με λυπόντουσανκάθε φορά που θα περνούσα δίπλα τους,ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλο: "Τον κακομοίρη

190/278

Page 191: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τον Πέτρο, τόσο όμορφο παλικάρι και πήρε τοξυλάγγουρο την Μαρίκα, πώς την έπαθε έτσι;"

Βλέποντάς με χαμένο στις σκέψεις μου, μετο χέρι παγωμένο ψηλά να κρατάει τηνκαλύπτρα, η Μαρίκα αποφάσισε να πάρει εκείνητην κατάσταση στα χέρια της και έτσι έσκυψεεκείνη και με φίλησε. Και τότε έγινε κάτιαπίστευτο. Ξαφνικά τα ξέχασα όλα. Ξέχασα τηΒούλα και τα κάλη της και ξέχασα την κοροϊδίαπου μου είχαν κάνει. Αφέθηκα απλά στο μαγικότης άγγιγμα, στο φιλί της και χάθηκα σε μιαθάλασσα πρωτόγνωρων αισθήσεων. Σαν νακυλιόμουν με μια ηλιαχτίδα μέσα στη θάλασσατου κάμπου του ελαιώνα με τα φύλλα ναδροσίζονται από τις ριπές του ανέμου. Η Μαρίκατότε έγινε η γυναίκα που είχα αγαπήσει, πουαγαπούσα και που θα αγαπούσα σε όλη μου τηζωή.

Μπορεί να είχε μείνει στο ράφι τόσα χρόνια,μπορεί να ήταν η μεγάλη κόρη του Μήτσου τουβοσκού, μπορεί να με είχαν κοροϊδέψειοικογενειακώς, μπορεί να ήταν και πέντε χρόνια

191/278

Page 192: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

μεγαλύτερή μου, αλλά, όπως έμαθα αργότερα,όλα αυτά τα είχε προκαλέσει εκείνη επίτηδες.

Όταν ήμουν μόλις πέντε κι εκείνη δέκαχρονών είχε αποφασίσει, μυστικά, πως εγώ θαγινόμουν ο άντρας της, άλλωστε λένε πως οιάντρες δεν είναι εκείνοι που διαλέγουν. Και ηΜαρίκα δεν ήταν ένα οποιοδήποτε κορίτσι. Ήτανμια καλή μάγισσα, που είχε μαγέψει τους πάντεςνα νομίζουν ότι ήταν άσχημη, ώστε να παραμένειανύπαντρη στα αζήτητα, μέχρι να ερχόμουν εγώσε ηλικία γάμου. Κατάφερε, λοιπόν, να πείσει,ποιος ξέρει πώς, τη Βούλα ότι δεν ήμουν καλόςγι' αυτή, ότι δεν ήμουν όμορφος ή δυνατός, ότιήμουν ένας άχρηστος. Η Βούλα με τη σειρά τηςάρχισε να κλαίει μέρα νύχτα, όταν έμαθε ότι θατην παντρεύανε με μένα. Τότε η Μαρίκα έριξετην ιδέα να πάρει εκείνη τη θέση της μικρής τηςαδερφής. Άλλωστε, εκείνη δεν ήταν ημεγαλύτερη; Δεν έπρεπε κι εκείνη να παντρευτεί;

Με σύμμαχο τη Βούλα, τη μητέρα της καιτην τέχνη της, της μάγισσας, η Μαρίκαδυσκολεύτηκε ελάχιστα να πείσει τον πατέρα

192/278

Page 193: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τους να μου πασσάρει εκείνη αντί της Βούλας.Και δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα τελικά, γιατίόταν συνήλθα από το φιλί ξύπνησα από τολήθαργο, όπως όλοι οι παρευρισκόμενοι και είδατη Μαρίκα όπως πραγματικά ήταν, μια καλλονήμοναδικής ομορφιάς!»

Πέταξε το αποτσίγαρο στο τζάκι καιχαμογέλασε και πάλι στο φιλοξενούμενό του.

«Έτσι που λες, τέλος καλό, όλα καλά. Καιζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ή κάτιτέτοιο».

Ο Σίμος δεν αναρωτήθηκε τι έγινε η γυναίκατου Πέτρου. Προφανώς, ζήσανε μαζί πολλάχρόνια αγαπημένοι. «Και ζήσανε ευτυχισμένοιμέχρι που τους χώρισε ο θάνατος», του ξέφυγε ησκέψη, χωρίς να το καταλάβει καν.

Εκείνος φάνηκε να ξαφνιάζεται. Έσκυψελίγο το κεφάλι και μετά κοίταξε, όσο τουεπέτρεπε το μισοσκόταδο, στα μάτια το Σίμο.

«Ναι, κάπως έτσι συνέβη», είπε, «αν και όχιακριβώς έτσι».

193/278

Page 194: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ύστερα, φάνηκε να θυμάται ταπροηγούμενα τραγούδια και τα γέλια και άλλαξεδιάθεση.

«Έλα λοιπόν, ας πιούμε μια γουλιά ακόμηαπό το γλυκό αυτό νέκταρ», γέλασε και γέμισεκαι πάλι σβέλτα το ποτήρι του Σίμου.

Εκείνος σήκωσε και πάλι το ποτήρι του καιευχήθηκε.

«Ό,τι κι αν γιορτάζεις, καλέ μου γέροντασου εύχομαι... » και ύστερα, μην ξέροντας τι ναπει, αφού δε γνώριζε τη φύση του γεγονότος πουγιόρταζαν είπε απλά, «ό,τι ποθείς. Και τουχρόνου!»

Ήπιαν και τότε ο Σίμος αποφάσισε ότι ήτανώρα να του αποκαλύψει τι ψάχνει και να ζητήσειτη βοήθειά του. "Δε μπορεί", σκέφτηκε, "ηγυναίκα του ήταν μάγισσα, όλο και κάτι θα ξέρειαπό αυτά. Κάπως θα μπορέσει να βοηθήσει.Άλλωστε, φαίνεται άνθρωπος που ξέρει πολλάκαι, εκτός των άλλων, φαίνεται πρόθυμος ναβοηθήσει τους συνανθρώπους του". Ήπιε λοιπόν

194/278

Page 195: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βιαστικά την τελευταία γουλιά από το ποτήρι τουκαι ξεκίνησε αποφασιστικά.

«Θα ήθελα να σου ζητήσ...»«Σσσσστ...», έκανε ξαφνικά ο γέροντας,

σηκώνοντας το χέρι του. «Άκου...»Ο Σίμος, συγκρατώντας το θυμό του που τον

είχαν διακόψει, προσπάθησε να φανεί ευγενικός.«Δεν ακούω τίποτα...» είπε ύστερα από

μερικά δευτερόλεπτα σιγής.Ο γέρος σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο.

Εκεί στο περβάζι, με φόντο το μαύρο ουρανό καιτο γαλαξία, στεκόταν μια κουκουβάγια. Κούνησεελαφρά το κεφάλι της με τον περίεργο τρόπο πουτο κουνούν οι κουκουβάγιες και άφησε έναδυνατό "κουκουβάου", ενώ τα μάτια τηςγυάλισαν ασημένια, κοιτώντας βαθιά μέσα σταμάτια του Σίμου. Ο γέρος φάνηκε να χαίρεταιπολύ.

«Καλώς την κουτσούνα μου», της είπετρυφερά. «Καλώς τηνε!» και αμέσως της έφερεένα πιατάκι με διάφορα καλούδια από αυτά πουτρώνε οι κουκουβάγιες.

195/278

Page 196: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Βέβαια, τα μοναδικά αυτά πτηνά είναικυνηγοί, αλλά η μικρή μου Λιλέτα, σύντροφόςμου τις νύχτες εδώ και χρόνια, έχει συνηθίσει νατρώει από τα χέρια μου». Κούνησε το κεφάλιτου. «Άλλωστε δεν είναι και τόσο νέα και,λογικό είναι, δεν είναι και τόσο ικανή στο κυνήγιπια, γι' αυτό όσο πάει έρχεται όλο και πιο συχνά.Έτσι δεν είναι γλυκιά μου;» ρώτησε και γύρισεπρος τη μεριά της.

Εκείνη, σαν να καταλάβαινε ότι μιλούσανγια εκείνη, τίναξε και πάλι το κεφάλι της καικουκουβάγισε ξανά δυνατά.

Ο γερο Πέτρος γύρισε και πάλι προς τοΣίμο, χαϊδεύοντας τα φτέρωμά της. «Μόνο εμένααφήνει να την αγγίζω. Αν προσπαθούσες τώρανα τη χαϊδέψεις εσύ θα έφευγε αμέσως. Δεν είναιόμως τυχαίο. Τόσα χρόνια μαζί...»

Κάθισε και πάλι στο τραπέζι και ήπιε μιαγουλιά ακόμα από το ποτήρι του. «Ναφανταστείς ότι της καθαρίζω το φαγητό της.Ποτέ δεν της βάζω στο πιάτο της κάτι που ναμην μπορεί να χωνέψει. Ξέρεις, οι κουκουβάγιες

196/278

Page 197: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έχουν ένα περίεργο τρόπο ν' αποβάλουν ό,τι δενμπορούν να χωνέψουν».

Ξαναγέμισε τα ποτήρια τους και συνέχισε:«Απλά ξαναβγάζουν από το στόμα, μέσα σεμικρά μαλακά μπαλάκια, όλα τα κόκαλα, νύχια,δέρμα και ό,τι άλλο από τα θύματά τους δενμπορούν να χωνέψουν».

Κοίταξε πάλι προς τη μεριά τηςκουκουβάγιας: «Αλλά αυτό μου θυμίζει μιαιστορία που μου είχε πει ο παππούς μου, ότανήμουν μικρός».

«Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν», ξεκίνησεο γερο Πέτρος, πριν προλάβει ο Σίμος να τονδιακόψει, «ζούσε ένα μικρό βατραχάκι στηνάκρη του ποταμιού μαζί με τη μαμά του και τονμπαμπά του. Ήταν ένα χαρούμενο και λίγοζωηρό βατραχάκι, όπως όλα τα μικρά, πράσινομε όμορφες καφέ βουλίτσες. Ο μπαμπάς του καιη μαμά του το αγαπούσαν πολύ και περνούσανπολύ χρόνο, διδάσκοντάς του τις τέχνες καιεπιστήμες των βατραχιών και ανακαλύπτονταςξανά μαζί του τον κόσμο. Πότε το μάθαιναν να

197/278

Page 198: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

στέκεται πάνω στα νούφαρα χωρίς να βουλιάζεικαι άλλοτε να πιάνει μύγες, πηδώντας ψηλά μεανοιχτό το στόμα και τεντωμένη γλώσσα.Ωστόσο, αυτό που αγαπούσε περισσότερο οΡιρίκος, γιατί έτσι το έλεγαν το βατραχάκι, ήταννα ξαπλώνει στην όχθη, μισός μέσα και μισόςέξω από το νερό και να λιάζεται με τις ώρες.

Ο Ριρίκος ήταν τόσο τρυφερός καιανέμελος! Όταν ερχόταν το απόγευμα δεν ήθελετίποτα περισσότερο από το να χαζοκοιμάται καινα χαίρεται τις τελευταίες ζεστές ακτίνες τουήλιου, πάνω στο αγαπημένο του νούφαρο,κάνοντας όρεξη για το νυχτερινό τραγούδι πουθα ακολουθούσε. Γιατί ήταν καταπληκτικόςτραγουδιστής και του άρεσε να διασκεδάζει τουςγύρω του με άριες από τον "Κουρέα τηςΣεβίλλης" ή άλλες αγαπημένες όπερες.

Όταν ερχόταν εκείνη η ώρα, αφού ο ήλιοςείχε δύσει για τα καλά, ανέβαινε στο νούφαρότου μέσα στη σιωπή της νύχτας, σε αυτό τονελάχιστο χρόνο που δεν είναι ούτε ημέρα, αλλάούτε νύχτα. Είναι η ώρα που τα τζιτζίκια έχουν

198/278

Page 199: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σταματήσει το δικό τους τραγούδι και πριν τατριζόνια ξεκινήσουν τη συναυλία τους. Την ώρααυτή, τα ζωντανά, προς στιγμήαποπροσανατολίζονται. Είναι η στιγμή πουκάποια από αυτά ξυπνάνε και άλλα πηγαίνουνγια ύπνο. Εκείνη τη μοναδική στιγμή, ο Ριρίκοςέδινε, ωσάν μαέστρος, το σύνθημα μ' έναψεύτικο μπάσο βήξιμο. Τα τριζόνια τότε,καταλάβαιναν ότι είχε έρθει η δική τους σειράκαι ξεκινούσαν να παίζουν τα όργανά τους.Αφού, λοιπόν, είχε ζεσταθεί λίγο η ατμόσφαιρα,ο Ριρίκος άρχιζε το τραγούδι του.

»Τι όμορφο που ήταν το τραγούδι του καιπόσο καλοδεχούμενος ο ήχος της γλυκιάς τουφωνής απ' όλα τα πλάσματα της φύσης! Ο έναςπήγαινε για ύπνο και το τραγούδι του Ριρίκουτον νανούριζε γλυκά. Ο άλλος ξύπναγε όμορφα,σαν να έβγαινε σιγά σιγά από μια ζεστή αγκαλιά.Ο τρίτος, και αυτή η κατηγορία αγαπούσε πιοπολύ το τραγούδι του Ριρίκου, έψαχνε για ταίριγια να ζευγαρώσει. Το μόνο εύκολο! Όλα ταθηλυκά, εκστασιασμένα, υπνωτισμένα θα έλεγε

199/278

Page 200: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κανείς από τη βαθιά φωνή του τραγουδιστή...έπεφταν πιο εύκολα στην αγκαλιά του επίδοξουεραστή... Τι μαγικές βραδιές!

Όμως, στο ίδιο ρυάκι ζούσε κι ένα μικρόψαράκι. Το ψαράκι αυτό ήταν κακό και μοχθηρόκαι μισούσε όλα τ' άλλα ζωντανά. Περισσότεροαπ' όλα, όμως, μισούσε το Ριρίκο, γιατί όπωςέλεγε, δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια.Στην πραγματικότητα, όμως, το ψαράκι μισούσετο βατραχάκι απλά γιατί ήταν το πιο ευτυχισμένοπλάσμα, το πιο αγαπητό από τα ζωάκια πουζούσαν στο ρυάκι. Όσο εκείνο άραζε στονούφαρό του, το ψαράκι συνήθιζε να περνάειώρες απαρατήρητο κοντά του, να το παρατηρείκαι να εύχεται να του συμβεί ένα μεγάλο κακό.

Και πράγματι, οι τελευταίες ημέρες δεν ήτανκαι τόσο καλές για το μικρό Ριρίκο. Είχεκρυολογήσει, είχε κλείσει ο λαιμός του και δενμπορούσε να τραγουδήσει. Ήταν τόσοδυστυχισμένος που δεν πρόσεχε καθόλου γύρωτου. Το κακόβουλο ψαράκι είχε δει, στηφαντασία του, τόσες φορές την εικόνα αυτή, που

200/278

Page 201: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δεν ξαφνιάστηκε καθόλου, όταν εκείνο τοσούρουπο είδε ένα πουλί να τον αρπάζει με ταγαμψά του νύχια. Δεν πρόλαβε καθόλου όμως ναχαρεί μια και παρόμοια γαμψά νύχια άρπαξανευθύς αμέσως και το ίδιο. Λίγες στιγμέςαργότερα έπεφταν και τα δυο μέσα σε μια φωλιά,ψηλά στις λεύκες που έγερναν στο ρυάκι.

Το κουκουβαγιόπουλο μισάνοιξε τα μάτιατου, προσπαθώντας, μέσα στο τελευταίο φως τηςημέρας, να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε μέσαστη φωλιά του. Είδε τότε τα δύο μικρά ζωάκια,το φαγητό που του είχε φέρει η μαμά του,φοβισμένα, κολλημένα στα τοιχώματα τηςφωλιάς. Η αλήθεια είναι ότι δεν πεινούσε καιπολύ. Αποφάσισε, λοιπόν, να παίξει ένα σκληρόπαιχνίδι με τα θύματά του.

"Όποιος με πείσει ότι αξίζει περισσότεροαπό τον άλλο, θα ζήσει. Ο άλλος θα γίνει τοβραδινό μου γεύμα!" είπε.

Ο Ριρίκος δε μίλησε. Δε του άρεσε καθόλουη μυρωδιά του φόβου που απέπνεε η ατμόσφαιρακαι αποφάσισε να μην παίξει το μακάβριο

201/278

Page 202: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

παιχνίδι της μικρής κουκουβάγιας. Θα πέθαινε μετο κεφάλι ψηλά, σαν βάτραχος και όχιπαρακαλώντας για τη ζωή του, σαν σκουλήκι.Όμως το φοβητσιάρικο, αλλά πονηρό ψαράκιπήρε αμέσως το λόγο.

"Άρχοντά μου, η αξία μου και ηχρησιμότητά μου, αν και ταπεινό σκουλήκιμπροστά στη δική σου αφεντιά, είναι δεδομένη.Εγώ", πρόσθεσε το κουτοπόνηρο ψαράκι,γνωρίζοντας την κατάσταση του Ριρίκου, "είμαιο μεγαλύτερος τραγουδιστής της περιοχής. Θαέχεις ακούσει άλλωστε τις άριες που τραγουδώκάθε βράδυ, μόλις πέσει ο ήλιος. Μάλιστα, αν μεαφήσεις να φύγω, μόλις επιστρέψω στο ρυάκι καιμου λυθεί η φωνή, που τώρα έχει πνιγεί από τοφόβο, θα σου τραγουδήσω ό,τι μου ζητήσεις".

"Α! Ώστε εσύ είσαι ο ενοχλητικός πουτραγουδάς όλο το βράδυ και δε μας αφήνεις σεησυχία με τις αγριοφωνάρες σου; Νομίζεις ότιέχεις και καλή φωνή!" απάντησε τοκουκουβαγιόπουλο θυμωμένα.

Το ψαράκι χλόμιασε.

202/278

Page 203: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

"Έχεις λοιπόν κάποιο καλύτερο λόγο να μουπεις, γιατί θα έπρεπε ν' αφήσω εσένα να φύγειςκαι να φάω τούτο εδώ το βατράχι;" συνέχισε."Έχεις κάποια απόδειξη ότι η αξία σου είναιμεγαλύτερη ή μήπως να φάω κατευθείαν εσένα,μια και αποδείχθηκε ότι μου είσαι πολύενοχλητικός έτσι κι αλλιώς".

Ο Ριρίκος, παρόλο το φόβο του, δενκρατήθηκε να μη χαμογελάσει. Το ψαράκιπροσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα.

"Να", είπε αμέσως με τρεμάμενη φωνή"Εμένα αν με φας θ' αρρωστήσεις. Έχω πολλάκοφτερά λέπια και τα κόκαλά μου είναιδυσκολοχώνευτα. Αν με φας, μπορεί και ναπεθάνεις με φρικτούς πόνους".

Το κουκουβαγιόπουλο δεν ήθελε όμως νατον αφήσει να ξεφύγει. Προτιμούσε να φάει τοόμορφο ψαράκι από ένα γλοιώδες βατράχι.Άλλωστε, ως γνωστόν, από τα βατράχιατρώγονται μόνο τα ποδάρια τους.

"Δεν υπάρχει πρόβλημα", είπε τελικά ήρεμα."Τόσο τα λέπια σου, όσο και τα κόκαλά σου θα

203/278

Page 204: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βγουν μόνα τους από το στόμα μου σε μικράμπαλάκια πριν αρχίσω να χωνεύω το τρυφερόκαι εύγευστο κορμί σου".

Το ψαράκι άρχισε να τρέμει από το φόβοτου.

"Δώσε μου λοιπόν", είπε θυμωμένα τοκουκουβαγιόπουλο, "ένα καλό λόγο για να μη σεφάω".

Το ψαράκι άρχισε να κλαίει γοερά."Σε παρακαλώ, άσε με να ζήσω!"

παρακαλούσε.Ο Ρίρίκος, που παρακολουθούσε τη σκηνή

αμίλητος, ένιωσε ξαφνικά ένα τσίμπημα στηνκαρδούλα του. Δεν ήξερε πώς ακριβώς συνέβη,απλά ένιωσε απέραντο πόνο και οίκτο για τομικρό ψαράκι και τότε, τελείως αναπάντεχα,αποφάσισε να μιλήσει.

"Αγαπητέ μου φίλε", ξεκίνησε όλο σιγουριάστη φωνή του. "Θα μου επιτρέψεις να σου πωτην άποψή μου επί του θέματος;"

Το κουκουβαγιόπουλο γύρισε με απορίαπρος τη μεριά του.

204/278

Page 205: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

"Ναι;"Το καλόκαρδο βατραχάκι πήρε μια βαθιά

ανάσα και συνέχισε:"Λοιπόν, το καλύτερο που έχεις να κάνεις,

και στο λέω τελείως φιλικά, είναι να μαςαφήσεις, για το καλό σου, να φύγουμε και οι δύοσώοι και αβλαβείς".

"Μπα, και γιατί να το κάνω αυτό;" ρώτησεμε απορία το κουκουβαγιόπουλο, που είχεαρχίσει, στο μεταξύ, να πεινάει.

"Για πρόσεξέ μας", παρατήρησε τοβατραχάκι. "Για κοίταξέ μας προσεκτικά. Δεβλέπεις κάτι περίεργο;"

Το πουλί κοίταξε πρώτα τον έναν και μετάτον άλλον και μετά ξαναγύρισε προς το Ριρίκο."Όχι, δε βλέπω τίποτα, τι θα έπρεπε να δω;"

Το βατραχάκι χαμογέλασε πονηρά καιαποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. "Δενομίζεις ότι λάμπουμε λίγο στο σκοτάδι; Γιακοίτα προσεκτικά, πολύ προσεκτικά!" είπεψέματα, προσπαθώντας να κοροϊδέψει το πουλί.

205/278

Page 206: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Το κουκουβαγιόπουλο κοίταξε και τους δύοπροσεκτικά, αυθυποβάλλοντας τον εαυτό του."Τώρα που το λες... Ναι, τώρα που το λες σαν ναλάμπετε λίγο. Περίεργο πράγμα. Μα καλά τισυμβαίνει;"

"Δεν ξέρεις;" συνέχισε το ψέμα του τοπονηρό βατραχάκι. "Δε γνωρίζεις ότι το ρυάκιμέσα στο οποίο ζούμε είναι μολυσμένο μεραδιενέργεια; Δεν έχεις ακούσει για το πυρηνικόεργοστάσιο, το Κοζλοντούι; Αν μας φας θαμολυνθείς κι εσύ!"

Το κουκουβαγιάκι, χωρίς δεύτερη σκέψη,ζάρωσε στην άκρη της φωλιάς του. "Εεεε, δενπεινώ καθόλου τελικά. Μάλιστα νομίζω ότι είμαιακόμα κουρασμένο και θα ήθελα να κοιμηθώλίγο ακόμα. Καλύτερα να φύγετε και να μεαφήσετε μόνο μου".

Και έτσι τη γλίτωσαν, τόσο το πονηρό,καλόκαρδο βατραχάκι, όσο και το ψαράκι, έναμικρό μπλε καπόνι, το τελευταίο του είδους του.Συνέβη, μάλιστα, κάτι περίεργο ύστερα από αυτότο γεγονός. Το καπόνι από κακό και μοχθηρό

206/278

Page 207: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

έγινε το καλύτερο ψαράκι του κόσμου.Αγαπούσε τους πάντες και δεν έχανε τηνευκαιρία να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη».

«Το μπλε καπόνι», ψέλλισε ο Σίμος,εκστασιασμένος με την απρόσμενη τύχη του.«Πρέπει να βρω το μπλε καπόνι. Ξέρεις πούμπορώ να το βρω;»

Ο μπάρμπα Πέτρος γύρισε ξαφνιασμένοςπρος τη μεριά του Σίμου. Γέμισε τα ποτήρια μεκρασί, κοιτώντας προς τα ποτήρια σκεφτικός.Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξεερωτηματικά.

«Καλά, εσύ τι θέλεις από το καπόνι; Πώς θαμπορούσε να σε βοηθήσει στην κατάστασή σου;»

Ο Σίμος απάντησε αμέσως, φοβούμενος ότιο γέρος κάτι ήξερε, αλλά δε θα τον βοηθούσε ναπετύχει το στόχο του, αν δεν ικανοποιούσε τηνπεριέργειά του.

«Να», είπε. «Μ' έστειλαν να το βρω, γιατίυπάρχει η φήμη ότι το μπλε καπόνι, το τελευταίο

207/278

Page 208: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

του είδους του, μπορεί να γιατρέψει κάθεαρρώστια και ν' ανακουφίσει κάθε πόνο».

«Σε έστειλαν;» ρώτησε όλο περιέργεια οΠέτρος. «Ποιος σε έστειλε;»

Ο Σίμος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Σήκωσετο ποτήρι του για να πιει μια γουλιά κρασί,απορημένος από την ξαφνική αδιακρισία τουοικοδεσπότη του, προσπαθώντας να κερδίσειχρόνο.

«Εεεε», ψέλλισε τελικά. «Με έστειλε ο... »και τελικά, αποφασίζοντας ότι δεν μπορούσε ναμαρτυρήσει ότι τον είχε στείλει ο Αηδωνέας,συνέχισε, λέγοντας τη μισή αλήθεια. «Δηλαδή,να... δεν είναι ότι με έστειλε κάποιος ακριβώς...αλλά τέλος πάντων, το χρειάζομαι για τη μάναμου».

Ο γέρος κοίταξε το Σίμο αφηρημένα, πριντελικά απαντήσει.

«Ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω», είπε.«Αλλά οι πιθανότητες επιτυχίας είναιπεριορισμένες και, όπως άλλωστε συμβαίνει

208/278

Page 209: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σχεδόν πάντα, όλα θα εξαρτηθούν τελικά απόαυτόν που ψάχνει κάτι, από σένα δηλαδή».

Ο Σίμος έλαμψε από χαρά!«Πάμε όμως», συνέχισε ο Πέτρος. «Μια και

δεν έχουμε πολλές ώρες μπροστά μας».Σηκώθηκε, έβγαλε μια γυάλα από το

ντουλαπάκι και την έδωσε στο Σίμο. Φόρεσε τοπαλτό του κι έκλεισε τα φώτα.

Βγήκαν μαζί στο κρύο της νύχτας. Ήτανσίγουρα άνοιξη πια, αλλά το κρύο δεν είχευποχωρήσει τελείως και καθώς η ώρα ήταν ήδηπροχωρημένη, η δροσιά της νύχτας ήταν αρκετάέντονη. Ακολούθησαν ένα στενό μονοπάτι,κατεβαίνοντας αργά το βουνό προς την αντίθετηπλευρά από το μικρό οικισμό. Η κοιλάδα έμοιαζεπολύ βαθιά και τώρα, που και το τελευταίοτεχνητό φως είχε χαθεί, τα αστέρια και τοφεγγάρι τη φώτιζαν μαγικά. Το μονοπάτιέμοιαζε, μετά από πολλές στροφές, να καταλήγεισε χωματόδρομο στο βάθος της κοιλάδας, ηοποία, αντίθετα με τις γενικά ξερές πλαγιές, ήτανγεμάτη με ελαιόδεντρα, σχηματίζοντας ένα

209/278

Page 210: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

απέραντο ελαιώνα, που ασήμιζε στο σκοτάδι. Οιδύο σύντροφοι συνέχισαν να κατεβαίνουνγρήγορα την πλαγιά, μπροστά ο γέρος και πίσω οΣίμος.

Ξαπόστασαν τελικά λίγο μετά τις παρυφέςτου ελαιόδασους στις μαρμάρινες πλάκες ενόςμικρού ναού, μέσα σ' ένα μικρό επίπεδο ξέφωτο.Τρεις κίονες ήταν ακόμα όρθιοι, ενώ κομμάτιααπό άλλους, μαζί με όμορφα δωρικά κιονόκρανα,κείτονταν μαζί στο χορταριασμένο ξέφωτο.Κάθισαν δίπλα δίπλα, απολαμβάνοντας τηνήσυχη νύχτα. Εδώ, μέσα στον ελαιώνα στο βάθοςτης κοιλάδας δεν έκανε καθόλου κρύο. Είχανάλλωστε ζεσταθεί και από το γρήγοροπερπάτημα. Μόνο ένα δροσιστικό αεράκι χάιδευετα ασημένια φύλλα των δέντρων, προκαλώνταςένα απαλό θρόισμα, κάτι σαν μυστικό ψίθυρο, θαέλεγε κανείς, των ιερών δέντρων. Και πράγματι,όταν ο Σίμος θέλησε να ρωτήσει το γερο Πέτρογια το πού βρισκόντουσαν και πού πήγαιναν,εκείνος αρκέστηκε να σηκώσει το χέρι του και να

210/278

Page 211: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πει ενοχλημένος, «Ησυχία, προσπαθώ ν'ακούσω...»

Ο Σίμος περίμενε ήσυχα, ξάπλωσε μάλισταστο χώμα, και άρχισε κι εκείνος να δίνει σημασίαστους ήχους της φύσης. Πρώτα συνειδητοποίησετο μονότονο κράξιμο της κουκουβάγιας. Μετά,κατάλαβε και άλλους ήχους. Άκουσε τα τριζόνια,τα βατράχια και το βέλασμα των προβάτων και,ύστερα από μια μικρή ριπή ανέμου, του φάνηκεότι άκουσε το θρόισμα των ελαιόδεντρων.

Τι άλλοι ήχοι να υπήρχαν; Ο Σίμος δενμπορούσε να τους ακούσει, αλλά προς στιγμή,μέσα στη μαγική ησυχία της φύσης, όπου οικύριοι ήχοι δεν είναι παρά μια λεπτή διαφανήςκουρτίνα στο κύριο σκηνικό της νύχτας, νόμισεότι άκουσε το σπόρο να μεγαλώνει μέσα στη γη,το σκαθάρι να σπρώχνει το σβόλο με τιςακαθαρσίες, το λύκο να στήνει ενέδρα στοκατσικάκι που έχει χαθεί στο δάσος, βελάζονταςαπεγνωσμένα... Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότιπεινούσε. Άραγε πού πήγαιναν και τι

211/278

Page 212: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

προσπαθούσε ν' ακούσει ο γέρος; Ανασηκώθηκε,προσπαθώντας να ξεχάσει την πείνα του.

Ο Πέτρος σηκώθηκε απότομα και του είπεψιθυριστά, «Περίμενε εδώ», και αμέσως χάθηκεμέσα στον ελαιώνα.

Πέρασαν μερικά λεπτά, όταν τελικά ο Σίμοςκατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άκουσεξεκάθαρα το αλύχτημα του λύκου και ύστερα ένακλάμα μωρού, ή έτσι του φάνηκε. Αποφάσισε ναδράσει και άρχισε να τρέχει προς τηνκατεύθυνση που είχε χαθεί ο Πέτρος πριν απόμόλις μερικά λεπτά. Τα δέντρα μέσα στονελαιώνα ήταν πιο σκοτεινά κι έμοιαζαν μεγέρικες μάγισσες με σηκωμένα χέρια προς τονουρανό, έτοιμες να πετάξουν μοχθηρό ξόρκιστους περαστικούς. Ο Σίμος προς στιγμήδείλιασε, αλλά τελικά συνέχισε να τρέχει, όταναντίκρισε μια σκιά στο χώμα. Σταμάτησε μεκομμένη την ανάσα. Άκουσε και πάλι τοπαραπονιάρικο κλάμα που άφηνε το κατσικάκι.Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα στο σκοτάδι,

212/278

Page 213: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αλλά φαίνεται ότι ο λύκος είχε βάλει κάτω τοανυπεράσπιστο θύμα του και το έτρωγε.

Συνειδητοποίησε με αηδία ότι το πρώτοπράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν το φαγητό.Πεινούσε διαολεμένα κι έπρεπε να φάει άμεσα.Ένιωθε να ζαλίζεται. Άκουσε το αλύχτησμα τουλύκου να έρχεται από μακριά. "Έρχονται καιάλλοι λύκοι", σκέφτηκε. Και τότε, έχοντας πια ταμάτια του συνηθίσει στο σκοτάδι, είδε πιοξεκάθαρα τη σκηνή του φόνου. Το πλάσμαγύρισε και τον κοίταξε.

Και τότε ο Σίμος ένιωσε τα πόδια να τουκόβονται και θυμήθηκε τα λόγια του Πέτρου,καθώς ένιωσε τα δύο κατακόκκινα αμυγδαλωτάμάτια του πλάσματος να τον καίνε σανκάρβουνα. Το πλάσμα, που δεν έμοιαζε καθόλουγια λύκος, δε φάνηκε να φοβάται, απλά κάθισεακίνητο να τον κοιτά. Το κατσικάκι βέλασε σιγά,χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να ξεφύγει. ΟΣίμος πεινούσε, έπρεπε να φάει κάτι εκείνη τηστιγμή. Έπρεπε να πιει κάτι. Του έφτανε απλάλίγο από το αίμα του κατσικιού και θα ήταν

213/278

Page 214: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

καλά. Το πλάσμα σηκώθηκε όρθιο και είπε:"Έλα λοιπόν, τι περιμένεις. Έλα να φας κι εσύ,έχει αρκετό και για τους δυο μας". Ο Σίμοςπλησίασε τον Πέτρο και μέσα στο μισόφως είδετο πρόσωπό του βουτηγμένο μέσα στο αίμα.Έσκυψε κι εκείνος και χόρτασε την πείνα του μετο φρέσκο αίμα του αθώου ζώου που άφηνε,λυτρωμένο πια, την τελευταία του πνοή.

Αφού χόρτασαν την πείνα τους οι δύοβουρκόλακες άφησαν στεγνό το κουφάρι τουζώου και συνέχισαν να περπατάνε ανάμεσα στοασημένιο δάσος. Ο Σίμος δεν τρόμαζε πια από ταπερίεργα σχήματα των δέντρων, ούτε από τουςήχους του δάσους και το μακρινό ουρλιαχτό τουλύκου. Ο τρόμος του πήγαζε από τον ίδιο του τονεαυτό.

Πρώτα, στον Άδη, τού είχαν αποδείξει ότιήταν νεκρός. Είχε ήδη δυσκολευτεί να τοαποδεχτεί αυτό. Τώρα, ήταν ξεκάθαραβρικόλακας, που έπρεπε να πίνει αίμα για νασβήνει την πείνα του. Δεν του άρεσε καθόλουαυτή η νέα του ιδιότητα. Ήταν τόσο σκιαγμένος,

214/278

Page 215: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αλλά ευτυχώς χορτάτος πια, που δεν αντάλλαξεούτε μια κουβέντα με το γέρο, ο οποίοςπερπατούσε, αμίλητος και αυτός, μερικά βήματαμπροστά. Έφτασαν τελικά στην όχθη ενόςμικρού ποταμού. Έσκυψαν και οι δύο καιπλύθηκαν. Ήταν κρύο το νερό και όπωςπλενόταν ο Σίμος γύρισε και έριξε μια κλεφτήματιά στο γέρο. Τίποτα στο πρόσωπό του δεθύμιζε πια το μακελειό που είχε συμβεί λίγονωρίτερα.

Ο Σίμος σηκώθηκε, τίναξε τα χέρια του καιγύρισε προς τον Πέτρο, που έπλενε όρθιος τοπρόσωπό του.

«Είμαστε βρικόλακες, έτσι δεν είναι;» είπεαπλά, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση.

Ο Πέτρος γύρισε προς τη μεριά του.«Κοίτα, δεν έχουμε πολλή ώρα μέχρι την

αυγή και, όπως καταλαβαίνεις, πρέπει ναγυρίσουμε στους τάφους μας, πριν λαλήσει οκόκορας. Στο μεταξύ πρέπει να βρούμε και τοκαπόνι».

Ο Σίμος τον κοίταξε λυπημένα.

215/278

Page 216: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Μη με κοιτάς έτσι!» είπε για πρώτη φοράθυμωμένα ο γέρος. «Δε σου φταίω εγώ γιατίποτα. Εγώ, απλά προσπαθώ να σε βοηθήσω».

«Εσύ γιόρταζες σήμερα την επέτειο τουθανάτου σου!» είπε κουνώντας το κεφάλι του οΣίμος. «Καλά», συνέχισε, «τι ακριβώς γιορτάζειςκακομοίρη; Το ότι ζεις, ή μάλλον υπάρχεις, μέσαστη μοναξιά; Το ότι πρέπει να πίνεις αίμα για νασυνεχίζεις τη βδελυρή σου ύπαρξη; Ποιο τοκέρδος;»

Ο Πέτρος έσκυψε προς στιγμή το κεφάλι τουκαι χάιδεψε το σβέρκο του. Γύρισε και τονκοίταξε σοβαρά.

«Κοίτα να δεις», επανέλαβε ενοχλημένοςστον ίδιο τόνο με πριν. «Όπως σου είπα, εγώ δεσου φταίω σε τίποτα. Απλά, θέλησα να σεβοηθήσω. Άλλωστε, εσύ ήρθες και με βρήκες».

Πήρε το βλέμμα από πάνω του και κοίταξεπρος την απέναντι όχθη του ποταμού.

«Άλλωστε, δε καταλαβαίνω, γιατί μεκατακρίνεις», συνέχισε. «Γνωρίζεις τις επιλογές.Η μία είναι αυτή η ζωή, η ύπαρξη όπως λες εσύ

216/278

Page 217: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

περιφρονητικά και η άλλη είναι η μη ύπαρξηστον Άδη. Νομίζεις ότι υπάρχει επιλογή;»ρώτησε, γυρίζοντας και πάλι προς τη μεριά τουΣίμου.

«Μα να πρέπει να πίνεις αίμα για ναεπιβιώνεις;» απόρησε με αηδία ο Σίμος.

«Γιατί», απάντησε ο Πέτρος, «όταν ήσουνζωντανός δεν έτρωγες κρέας; Τι διαφορά έχει;Άλλωστε, υπάρχουν ζώα, καθ' όλα ζωντανά, πουπίνουν αίμα για να ζήσουν, όπως τα κουνούπιακαι οι βδέλλες».

«Ναι, αλλά πρέπει να ζεις τη νύχτα και ν'αποφεύγεις τους ζωντανούς».

«Σου είπα», ύψωσε τη φωνή του ο γέρος.«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ή αυτό ή Ψυχή στονΆδη».

Ο Σίμος σιώπησε. Απομακρύνθηκε καιάρχισε να περπατά πέρα δώθε δίπλα στο ποτάμι,τρώγοντας τα νύχια του. Τα κοίταξε προσεκτικά,αλλά δεν του φάνηκαν καθόλου γαμψά, όπως θαπερίμενε κανείς από ένα σκοτεινό πλάσμα της

217/278

Page 218: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

νύχτας. Κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου. Ο γεροΠέτρος ήρθε κι αυτός και κάθισε δίπλα του.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε τελικά ο Σίμος.«Πώς βρεθήκαμε εδώ;»

Ο Πέτρος κούνησε το κεφάλι του αόριστα.«Κοίτα. Ο καθένας από εμάς έχει τη δική

του ιστορία. Ω! Δεν υπάρχουν βέβαια και τόσοιβρικόλακες. Είμαστε μάλλον ειδικές περιπτώσειςπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κορόιδεψαν τοΘάνατο! Άλλωστε, οι περισσότεροι βρικόλακεςκαταλήγουν μ' ένα παλούκι στην καρδιά πολύσύντομα».

Ο Σίμος γέλασε στην ιδέα. Κοίταξε τονΠέτρο.

«Καλά κι εσύ πώς κι έχεις καταφέρει ναξεφύγεις από τους χωριανούς τόσο καιρό;»

«Ω! Εγώ προσπαθώ να μην ενοχλώ κανένανκι έτσι με αφήνουν ήσυχο. Αποφεύγω να τουςπειράζω τα κατσίκια τους, προτιμώντας τα άγριαζώα. Κανένα λαγό, κανένα ποντικό των αγρών...Εκτός των άλλων, όμως, είμαι και χρήσιμος.Ίσως δεν το γνωρίζεις, αλλά οι περισσότεροι

218/278

Page 219: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βρικόλακες είναι τσαγκάρηδες. Το έχει τοεπάγγελμα. Έτσι κι εγώ. Όποιος έχει ανάγκη απόεπισκευή στα παπούτσια του τα αφήνει έξω απότο καλύβι μου και του το επισκευάζω δωρεάν.Είναι το τίμημα που πληρώνω για να με αφήνουνήσυχο!

Ο Σίμος δεν μπόρεσε να μη γελάσει στηνιδέα του τσαγκάρη - βρικόλακα.

«Καλά, μού φαίνεται απίστευτο. Ξέρουν ότιείσαι βρικόλακας και όμως δεν προσπαθούν νασε διώξουν!»

Ο Πέτρος τον κοίταξε σοβαρά.«Νομίζω δεν καταλαβαίνεις. Εμείς οι

βρικόλακες δεν είμαστε τα φοβερά πλάσματα τηςνύχτας! Εμείς, καλέ μου φίλε» συνέχισε,υψώνοντας τη φωνή του όλο περηφάνια,«είμαστε δραπέτες από τον Άδη! Ποιος δεθαυμάζει έναν τέτοιο άνθρωπο που μπόρεσε νανικήσει το Θάνατο! Ποιος δε μακαρίζει και δενυποστηρίζει ένα τέτοιο άνθρωπο που μπόρεσε ναβρει τη δύναμη και να κοιτάξει το Θάνατοκατάματα και να του πει: "Εγώ δε σου ανήκω, δε

219/278

Page 220: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σου αναγνωρίζω εξουσία πάνω στο πνεύμαμου!"»

Ο Σίμος σώπαινε.«Έτσι δεν πάλευε και ο Κωσταντής στα

μαρμαρένια αλώνια;» συνέχισε ο γέρος.«Υπάρχουν, βέβαια και διάφοροι δεισιδαίμονες,οι οποίοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν στοβρικόλακα το δικαίωμα στη ζωή, ή έστω στηνύπαρξη και έτσι οι περισσότεροι, αργά ήγρήγορα, επιστρέφουν στον Άδη μ' ένα παλούκιστην καρδιά».

Ο Σίμος τον κοίταξε με νέο μάτι. Αυτός οπερίεργος ανθρωπάκος είχε αλλάξει τον τρόποπου έβλεπε τον κόσμο μέσα σε λίγες κουβέντες.

«Είμαστε δραπέτες από τον Άδη», τονμιμήθηκε ο Σίμος σοβαρά. «Είμαστε άξιοιθαυμασμού και όχι μίσους και απέχθειας.Είμαστε βρικόλακες! Είμαι βρικόλακας!»πρόσθεσε, προσπαθώντας να συνηθίσει στηνπερίεργη αυτή νέα του ιδιότητα. Δεν τουφαινόταν πια και τόσο περίεργη.

220/278

Page 221: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο γέρος σηκώθηκε πρώτος κι έδωσε το χέριτου στο σύντροφό του.

«Έλα όμως, μην καθυστερούμε άλλο, δενέχουμε πολύ χρόνο».

Ο Σίμος του έδωσε το χέρι και σηκώθηκεκαι αυτός, τινάζοντας τα χώματα από πάνω του.

«Ωραία», είπε με νέα διάθεση. «Και τώρα τικάνουμε;»

Ο γέρος χαμογέλασε κι έβγαλε κάτι σανμικρό κομμάτι ξύλο από την εσωτερική τσέπητου πανωφοριού του και το έδωσε στο Σίμο.

«Ορίστε!» του είπε πονηρά. «Πάρε τοκαλάμι και τράβα για ψάρεμα!»

Ο Σίμος ξαφνιάστηκε. Δεν είχε φανταστείκάτι τέτοιο, αλλά έβλεπε ότι ήταν τελείωςφυσιολογικός τρόπος για να πιάσεις ένα ψάρι,έστω και αν αυτό δεν ήταν παρά ένα μικρό μπλεκαπόνι του γλυκού νερού. Πήρε, λοιπόν, τοκαλάμι και πλησίασε στην όχθη. Γύρισε τότεπρος τη μεριά του γέρου, ο οποίος είχε και πάλιξαπλώσει στη ρίζα του δέντρου.

«Καλά, και τι δόλωμα θα πρέπει να βάλω;»

221/278

Page 222: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Αααα! Εδώ σε θέλω! Το μπλε καπόνι είναιπολύ επιλεκτικό στο φαγητό του!» απάντησε ογέρος. «Τρώει μόνο ένα ειδικό είδος μιας μικρήςγαλάζιας πεταλούδας, εξού και το χρώμα του, ηοποία ζει τον περισσότερο καιρό σαν κάμπια σταδέντρα και μόνο ένα βράδυ το χρόνο, συνήθωςτον Ιούλιο, φυτρώνουν στο απαλό κορμί της ταόμορφα φανταχτερά φτερά. Το καπόνι πρέπει νατην εντοπίσει και να τη φάει το βράδυ εκείνο,γιατί την επόμενη ημέρα τα φτερά της πέφτουνκαι συνεχίζει να ζει τη ζωή της πάνω στα φύλλατων δέντρων».

Ο Σίμος τον κοίταξε μπερδεμένος, ξύνονταςτο κρανίο του αμήχανα, κρατώντας το καλάμισαν μπαστούνι.

«Καλά, και τώρα τι θα κάνουμε; Πού θαβρούμε το έντομο αυτό, το σπάνιο αυτόλεπιδόπτερο, μέσα στον Απρίλη;»

«Κοίτα την άκρη της πετονιάς!» γέλασε ογέρος.

222/278

Page 223: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Σίμος ξετύλιξε την πετονιά και είδε στηνάκρη της μια μικρή πλαστική γαλάζιαπεταλούδα.

«Σου αρέσει το χιούμορ, ε;» παρατήρησε,αφήνοντας το αγκίστρι να πέσει μέσα στο νερό.

Το ψάρεμα, ως γνωστόν, θέλει υπομονή καιχρόνο, κάτι που κανείς από τους δυο δεν είχεεκείνη τη στιγμή. Ο Πέτρος καθόταν με τηνπλάτη στον κορμό του δέντρου και άκουγε τηνύχτα αμίλητος. Ο Σίμος έσερνε μαλακά τηνπετονιά μέσα στο νερό, προσπαθώντας ναπροσελκύσει το καπόνι. Άραγε το μικρόθαυματουργό ψαράκι να ήταν κάπου εκεί κοντά;Μήπως δεν πεινούσε ή μήπως δεν έβλεπε τοπλαστικό δόλωμα μέσα στη νύχτα;

Ο Πέτρος σηκώθηκε και πλησίασε την όχθη.«Πώς τα πας;» ρώτησε περιπαιχτικά,

προσπαθώντας ίσως να διασκεδάσει τηνκατάσταση.

Ο Σίμος δεν απάντησε αμέσως, αλλάσυνέχισε να σέρνει την άκρη της πετονιάς μέσαστο ήρεμο νερό. Και τότε, μες το φως του

223/278

Page 224: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

φεγγαριού, νόμισε ότι κάτι είδε μες το νερό.Έσκυψε να δει καλύτερα και αμέσως βρέθηκε,χωρίς να το καταλάβει, μέσα στο ποτάμι. ΟΠέτρος πλησίασε, τον έπιασε από το μπράτσοκαι τον τράβηξε αμέσως στην όχθη.

«Μπορεί εσύ να μην έπιασες τίποτα ακόμη»,είπε ειρωνικά, «αλλά εγώ έπιασα ψαρούκλα.Εεεε;»

Ο Σίμος γύρισε και κοίταξε το σύντροφότου. Είχε τόσο αστεία έκφραση το πρόσωπό του,που δεν μπόρεσε να μην αναγνωρίσει το αστείοτης κατάστασης. Άρχισε να γελά μ' ένα φρέσκοπηγαίο γέλιο.

Ο Πέτρος άρχισε κι αυτός να καγχάζει καινα φωνάζει: «Χάααα! Έχουμε γιορτή σήμερα,χάααα!»

Οι δυο βρικόλακες βρέθηκαν να κυλιούνταιστο χορτάρι της όχθης, ξεραμένοι από τα γέλια.Τι περίεργη παρέα! Ο ένας χρόνια "ζούσε"ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς,φυγάς από το βασίλειο της σκιάς και ο άλλος,έχοντας παλέψει με νύχια και με δόντια,

224/278

Page 225: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βρισκόταν τώρα ένα βήμα πριν να εξαγοράσειτην ελευθερία του από τον άρχοντα τουΘανάτου, το μοχθηρό Αηδωνέα. Τι είχαν νακερδίσουν και τι να χάσουν;

Ο γερο Πέτρος, στην καλύτερη περίπτωσηθα συνέχιζε τη μονότονη ύπαρξή του μέχρι ναβρεθεί κάποιος κομπλεξικός να του μπήξει τοπαλούκι στην καρδιά και να επιστρέψει σκλάβοςτου Αηδωνέα. Ο άλλος μπορούσε να ελπίζει ότιθα εξαγόραζε τη ζωή του. Προσωρινά όμως.Μετά, κάποτε θα πέθαινε και πάλι και θαεπέστρεφε στον Άδη. Δεν υπήρχε καμίαλύτρωση. Κάθε νίκη θα ήταν προσωρινή.

Και όμως, αυτές οι δυο ψυχές ήτανελεύθερες. Δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Ότανθα ξαναβρισκόντουσαν στον Άδη θα έβρισκαντον τρόπο να ξεφύγουν, να δραπετεύσουν.Έφτανε που ήξεραν ότι ο διαχωρισμός μεταξύζωντανών και νεκρών είναι πλασματικός. Οπραγματικός διαχωρισμός είναι μεταξύελεύθερων και σκλάβων. Ναι, οι δύο βρικόλακεςπου κυλιόντουσαν στο χώμα τόσο ανέμελοι,

225/278

Page 226: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

ξεραμένοι από τα γέλια, ήξεραν ένα μεγάλομυστικό. Γνώριζαν ότι ο θάνατος δεν είναιυποχρεωτικά το τέλος. Ο θάνατος δεν είναι καναπαραίτητος, αλλά μόνο λίγοι μπορούν νακαταλάβουν τη φράση αυτή στο μεδούλι τους καινα σπάσουν τις αλυσίδες τους.

Ο Πέτρος ανακάθισε στο πλάι, σκουπίζονταςτα δάκρυα από τα μάτια του.

«Μπα σε καλό σου!» είπε και τότε, ξαφνικάέδειξε με το δείκτη του το Σίμο. «Κοίτα!»μπόρεσε να πει απλά.

Ο Σίμος έγειρε το κεφάλι του και κοίταξε τοσημείο που του έδειχνε ο γερο βρικόλακας. Εκεί,στο τσεπάκι του πουκαμίσου του εξείχε έναμικρό αντικείμενο. Ήταν μπλε και σπαρταρούσεσαν... ψαράκι.

«Το καπόνι!» είπαν και οι δυο με μια φωνή.Το κακόμοιρο ξεκάθαρα προσπαθούσε ν'

αναπνεύσει, ανοιγοκλείνοντας το στόμα τουρυθμικά. Ο Σίμος, ύστερα από την πρώτηέκπληξή του, σηκώθηκε σβέλτα και γέμισε τηγυάλα που είχε μαζί του με νερό από το ποτάμι.

226/278

Page 227: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Έβαλε μετά το ψαράκι μέσα. «Τώρα είσαι κάπωςκαλύτερα, έτσι δεν είναι;» Του φάνηκε πως τουέγνεψε, "ναι".

Πήραν αμέσως το δρόμο του γυρισμού. Ηφύση τώρα ησύχαζε τελείως και οι λεπτέςμυρωδιές της νύχτας είχαν πια σιγήσει και αυτές,περιμένοντας τη βίαιη έκρηξη του ήλιου.Πράγματι, το χάραμα δεν αργούσε πια. Σε λίγηώρα θα ανέτειλε ο ήλιος και τα πουλάκια θ'άρχιζαν το πρωινό τους τιτίβισμα, μια ώρα βίαιηγια τους βρικόλακες μια και η φύση τουσύμπαντος, τούς είχε ορίσει να μην μπορούνποτέ πια να αντικρίσουν το φως της ημέρας μετίμημα την ίδια τους την ύπαρξη. Ύστερα από τολάλημα του μαύρου πετεινού, τα σώματα τωνβρικολάκων γίνονται σκόνη και οι ψυχές τουςεπιστρέφουν στον Άδη.

Οι δύο βρικόλακες περπατούσαν γρήγορα,για να προλάβουν να κρυφτούν στην ασφάλειατου τάφου τους. Έφτασαν τρέχοντας,λαχανιασμένα, στο νεκροταφείο, άνοιξαν την

227/278

Page 228: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

σιδερένια πορτούλα και μπήκαν μέσα στονπερίβολο.

«Πόσοι διαφορετικοί τάφοι!» θαύμασε οΣίμος. «Ποιος να είναι ο δικός μου;»

Έβλεπε τάφους περιφραγμένους με χοντράσιδερένια κάγκελα, "για το φόβο τωνβρικολάκων", σκέφτηκε και γέλασε μέσα του.Άλλοι τάφοι ήταν ρημαγμένοι, με σπασμένεςταφόπλακες και πεσμένους σταυρούς.

«Τάφοι ανθρώπων δυστυχισμένων,ανθρώπων που έσβησε η γενιά τους, που έμεινανάτεκνοι ή τα παιδιά τους δε γέννησαν ή πουέφυγαν σε ξένα μέρη», σχολίασε ο γέρος.

Ένας άλλος τάφος πιο πέρα ήταν πιοχαρούμενος. Είχε όμορφα πήλινα μανιτάριαχρωματισμένα με μωβ, κόκκινα και κίτριναχρώματα.

Ο Πέτρος έκανε νόημα στο Σίμο. Πλησίασεέναν τάφο μαρμάρινο και είπε: «Εγώ είμαι εδώ.Το γούστο της κόρης μου, μου πέφτει σίγουραλίγο βαρύ!» γέλασε και πρόσθεσε. «Και εσύείσαι ακριβώς δίπλα».

228/278

Page 229: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Καλά και εσύ πού το ξέρεις;» απόρησε οΣίμος. «Άλλωστε, πώς ήξερες ποιος ήμουν, ότανμε πρωτοαντίκρισες; Η πρώτη σου κουβένταήταν, "κόπιασε, κόπιασε, σε περίμενα". Μεπερίμενες; Πώς το ήξερες;»

Ο γέρος δε φάνηκε να εκπλήσσεται από τηνερώτηση.

«Ξέρεις πολλούς αγνώστους νακυκλοφορούν μονάχοι τους μέσα στα άγριαμεσάνυχτα, σ' ένα απομακρυσμένο χωριό πέντεσπιτιών, χαμένοι, ποδαράτοι, χωρίς μεταφορικόμέσο;»

Για μια στιγμή περίμενε δήθεν μια απάντησηκαι ύστερα συνέχισε:

«Ήξερα πολύ καλά ποιος ήσουν μόλις σεαντίκρισα. Έτσι κι αλλιώς σε περίμενα. Ότανβγήκα από τα μαρμαρένια σεντόνια μου, όπωςκάθε βράδυ, είδα δίπλα μου ένα καινούριο τάφο,φρεσκοσκαμμένο. Πάνω στο χώμα του τάφουείδα... αλλά δες και μόνος σου».

Ο Σίμος γύρισε και για πρώτη φορά πρόσεξετον τάφο του, απλά ένα βουναλάκι από χώμα.

229/278

Page 230: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Δεν είχαν προλάβει να τον φτιάξουν. Πάνω τουήταν ξαπλωμένες δύο κατάμαυρες γάτες.

«Δεν κάθονται όπου να 'ναι, ξέρεις»,πρόσθεσε ο γέρος. «Συνήθως, προτιμούν το δικόμου τάφο, αλλά σήμερα όταν σηκώθηκα τις είδανα κάθονται πάνω στο δικό σου».

Η μία γάτα κύλησε ανάσκελα και άφησε ένααπόκοσμο βρυχηθμό, δείχνοντάς τους τα μυτεράδόντια της. Η άλλη, τους κοίταξε με τα πράσιναμάτια της να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Τότεήταν που συνέβη το κακό. Κανείς από τους δύοδεν περίμενε μια τέτοια αντίδραση. Ενώ, όμως, ημια γάτα βρυχόταν μ' ένα δεύτερο χασμουρητό, ηάλλη, που μέχρι τότε κοιτούσε ανέμελα, πήδηξεαπότομα προς το Σίμο. Εκείνος σάστισε, άφησεανεπαίσθητα τη γυάλα να πέσει στο χώμα καιπριν προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι το καπόνισπαρταρούσε μέσα στη λάσπη και στα σπασμέναγυαλιά, η γάτα το άρπαξε και το έκανε μιαχαψιά.

«Οιμέ!» τράβηξε τα μαλλιά του καιπροσπάθησε να πιάσει τη γάτα.

230/278

Page 231: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ήταν ικανός να της σκίσει την κοιλιά με τανύχια του. Το καπόνι μπορεί να ήταν ζωντανόακόμα μέσα στην κοιλιά της. Ίσως είχε στηδιάθεσή του μισό ή ένα λεπτό, πριν ψοφήσει.

«Έλα εδώ κωλόγατο!» της φώναξε, μόλιςαυτή του ξέφυγε και πήδηξε στο διπλανό τάφο.

Ο Σίμος σκύλιασε, έβγαλε αφρούς.Αποφάσισε ότι θα την έπιανε ό,τι και ανσυνέβαινε, άλλωστε δεν του είχαν ζητήσει ναφέρει το καπόνι ζωντανό. Θα έπιανε τη γάτα καιθα της άνοιγε το στομάχι και θα έπαιρνε τοκαπόνι ζωντανό ή νεκρό. Θα την κυνηγούσε γιαώρες ολόκληρες, αν χρειαζόταν. Άλλωστε,υπήρχε άλλη λύση;

Άρχισαν να πηδάνε από τάφο σε τάφο σανδαιμονισμένοι. Το αιλουροειδές είχετρομοκρατηθεί τόσο, που δεν προλάβαινε νασκεφτεί την επόμενη κίνησή του. Πηδούσε προςτυχαίες κατευθύνσεις και άλλαζε πορεία στοναέρα, προσπαθώντας να γλιτώσει από το θηρευτήτου, χωρίς ίσως να μπορεί να καταλάβει το λόγο

231/278

Page 232: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

του βίαιου αυτού κυνηγητού. Ο βρικόλακαςσταμάτησε για να πάρει μια ανάσα.

«Θα σε πιάσω και θα σου δείξω!» είπε μεκομμένη την ανάσα.

Κάτι τον άρπαξε από το μπράτσο.«Δεν έχουμε ούτε λεπτό», παρατήρησε ο

γέρος και τον τράβηξε απότομα προς τον τάφο.«Και το καπόνι;» πήγε να παραπονεθεί ο

Σίμος.«Θα δούμε, θα δούμε, μπες μέσα τώρα

γρήγορα!» τον έσπρωξε ο γέρος.Μέσα στη σιγουριά του τάφου, νιώθοντας τη

γη να αναριγά από το ξύπνημα της φύσης, οΣίμος προσπαθούσε να ηρεμήσει. Τι κακό ήταναυτό που τον είχε βρει; Τι θα έκανε τώρα; Τοκαπόνι το χρειαζόταν μάλλον ζωντανό. Έτσι πουείχαν έρθει τα πράγματα όμως, μάλλον ούτενεκρό δε θα το έβρισκε.

«Μην ανησυχείς», άκουσε θαμπά τη φωνήτου Πέτρου από το διπλανό τάφο. «Όταννυχτώσει θα βγούμε και θα πιάσουμε τονπαλιόγατο και θα πάρουμε το καπόνι».

232/278

Page 233: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Ποιο καπόνι; Τι μου λες βρε», αντέδρασε οΣίμος τσαντισμένος. «Το καπόνι θα είναι νεκρόκαι χωνεμένο από ώρες. Δε θα βρούμε τίποτε.Πάει αυτό ήταν», πρόσθεσε απογοητευμένα.

«Μη στεναχωριέσαι, κοιμήσου τώρα, θαβρούμε μια λύση, ίσως να υπάρχει και δεύτεροκαπόνι στο ποτάμι».

Ο Σίμος γύρισε πλευρό. Δε χωρούσε καιπολύ καλά και το κουτί δεν ήταν και τόσο άνετο.Είχαν μάλλον τσιγκουνευτεί τις πολυτέλειες καιδεν είχε ούτε απαλά μαξιλαράκια ούτε βελούδα.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ», γκρίνιαξε. «Αργείνα νυχτώσει;»

«Κοιμήσου», είπε ο γέρος φανεράεκνευρισμένος.

Ο Σίμος ξαναγύρισε ανάσκελα. Άρχισε ναμετράει προβατάκια να πηδάνε το φράκτη.Σύντομα κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν τόσο καλήλύση, καθώς έτσι τον έπιανε πείνα περισσότερο,παρά ύπνος. "Γιατί με θάψανε στο χωριό τηςμάνας μου;" σκέφτηκε. "Είχα πει κάποτε ότι μουαρέσει, αλλά είχα τόσα χρόνια να έρθω! Τέλος

233/278

Page 234: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πάντων, δεν έχει και πολύ σημασία, ποιος ξέρειτι είχε στο μυαλό της η χήρα... Άραγε η Μάνιαθα χαρεί, όταν επιστρέψω ζωντανός κοντά της ήθα έχει ήδη βρει αντικαταστάτη να της ζεσταίνειτο κρεβάτι; Να επιστρέψω... Είναι μια κουβέντα.Πώς θα επιστρέψω χωρίς το γαμημένο τοκαπόνι;"

Προσπαθώντας να κοιμηθεί σκεφτόταν ταπροηγούμενα γεγονότα. Θυμήθηκε τις πρώτεςτου στιγμές στη σελήνη. Θυμήθηκε τον Ερμή τονψυχοπομπό, που συνάντησε στην όχθη τηςΑχερουσίας λίμνης και το θλιβερό Χάροντα πουτους πέρασε στην απέναντι όχθη. Τους πέρασε;Ναι, ήταν κι εκείνος ο παράξενος άντρας,κοντός, αδύνατος με ίσια μαλλιά και γένια,φορώντας φθαρμένα σανδάλια και χιτώνα.

Ο άντρας είχε γυρίσει προς τη μεριά του καιτον είχε κοιτάξει χαμογελαστά, χωρίς να πειλέξη. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε μ' έναπερίεργο φως, ενώ τα γαλαζοπράσινα μάτια του,τόσο ήρεμα και καθάρια, έμοιαζαν νασυγκεντρώνουν αιώνες σοφίας. Και τότε ο Σίμος,

234/278

Page 235: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

με τις σκέψεις αυτές αποκοιμήθηκε ήρεμος πια,σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά.

Είχε πια ξημερώσει και ο παπά Λουκάςέψηνε το καφεδάκι του μαχμουρλής, φορώνταςμόνο τα ελαφριά εσωτερικά άμφιά του. Κάθισεκαι ακούγοντας τα πουλάκια να κελαηδάνε ήπιετην πρώτη ρουφηξιά. Ήταν απλός άνθρωπος οπαπά Λουκάς, άνθρωπος της φύσης. Ζούσεμόνος του και η μέρα του μοιραζόταν ανάμεσαστα καθήκοντά του ως ιερωμένου και στοπεριβόλι του, όπου καλλιεργούσε ταπερισσότερα από τα χρειαζούμενά του.

Άλλωστε, δεν είχε και πολλές ανάγκες οπαπά Λουκάς. Το κρασί του και το λάδι του τοέδιναν οι χωριανοί, κρέας δεν έτρωγε σχεδόνποτέ, ενώ τα περισσότερα από τα ζαρζαβατικάτου και τα όσπρια, που υπεραγαπούσε, τακαλλιεργούσε στο περιβόλι του. Ε, όλο καικάποιος τσοπάνης του έφερνε και λίγο τυράκι.

Μόνο τον καφέ του χρειαζόταν ναπρομηθεύεται από το μπακάλη. Του άρεσε το

235/278

Page 236: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

πρωί, όταν ο καιρός ήταν καλός, να κάθεται έξω,σ' ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα στην εξώπορτα, ναπίνει το καφεδάκι του και να θαυμάζει τηνπλάση. Ήπιε μια γουλιά ακόμη και κοίταξε στονορίζοντα. «Δόξα τω Θεώ», είπε, «ήρθαν ταχελιδόνια!» Η ημέρα φαινόταν να ξεκινά τόσοόμορφα! Και πράγματι, φαινόταν τόσοευτυχισμένος ο παπά Λουκάς, μέχρι πουαντίκρισε το Δάσκαλο να ανοίγει τηνκαγκελόπορτα.

«Καλώς το Δάσκαλο», είπε προσπαθώνταςνα κρύψει την αντιπάθειά του.

Κανείς από τους ελάχιστους πια κατοίκουςτου μικρού χωριού δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τοΔάσκαλο, αφού ήταν κακότροπος και δύσκολοςχαρακτήρας. Ο Δάσκαλος είχε πάρει από καιρόσύνταξη. Άλλωστε, δεν υπήρχε πια σχολείο, ούτεπαιδιά στο χωριό. Επτά ψυχές είχαν απομείνειόλες κι όλες, όλοι άνω των εξήντα, πουπερίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν τις κενέςθέσεις που είχαν απομείνει στο νεκροταφείο τουχωριού.

236/278

Page 237: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Κάτσε Δάσκαλε», είπε ευγενικά κι έκανενα σηκωθεί. «Κάτσε να σου ψήσω καφέ».

Ο Δάσκαλος κάθισε και του έκανε νόημα ναξανακάτσει και αυτός.

«Άσε, δε θέλω, έχω πιει».Τον άφησε να καθήσει και συνέχισε χωρίς

περιστροφές.«Παπά Λουκά, τα έχουμε ξαναπεί. Έκανα

υπομονή, αλλά τώρα το κακό παράγινε. Είχαμεπου είχαμε έναν, τώρα από ότι φαίνεταιβρικολάκιασε κι άλλος, μάλλον αυτός ο νέος πουθάψαμε προχθές».

«Τι λες εκεί;» ρώτησε ξαφνιασμένος οπαπάς.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκαναν τησυζήτηση αυτή, ήταν αλήθεια. Όλοι στο χωριόείχαν λυπηθεί, όταν καμιά δεκαριά χρόνιανωρίτερα είχε πεθάνει ο Πέτρος, καλόςάνθρωπος και σύντροφος στο κρασί και στηνπαρέα. Πέρασε αρκετός καιρός, όμως, μέχρι νατο συνειδητοποιήσουν και να το πιστέψουν όλοιοι εναπομείναντες, ότι ο γερο Πέτρος είχε γίνει

237/278

Page 238: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

βουρκόλακας, βουρβούλακας, καταχανάς ή όπωςαλλιώς τους λένε.

Στην αρχή είχαν χαθεί κανά δυο κατσίκια.Είχε βρεθεί, μάλιστα, το πτώμα του ενός με δύοτρύπες στο λαιμό. Αργότερα σταμάτησαν τακατσίκια, μόνο που και που έβρισκαν κανάαγρίμι ρουφηγμένο, αλλά τα κατσίκια, φαίνεται οβουρβούλακας τα απέφευγε, για να μην κάνειζημιές στους χωριανούς. Όταν πια έγινεξεκάθαρο ότι υπήρχε ένας βουρκόλακας ανάμεσάτους και ότι αυτός ήταν ο παλιός τουςαγαπημένος σύντροφος ο γερο Πέτρος, οιπερισσότεροι χάρηκαν που κάποιος είχεκατορθώσει να κοροϊδέψει το θάνατο. Όχι όμωςο Δάσκαλος.

«Γιατί Δάσκαλε σε πειράζει ο γερο Πέτροςαπό το μνήμα;» είχε ρωτήσει ο παπά Λουκάςεκείνη την ημέρα λίγους μήνες μετά το θάνατοκαι το βρικολάκιασμα του γερο Πέτρου, ότανμαζεύτηκαν και οι επτά για να συζητήσουν τοθέμα.

238/278

Page 239: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Τι σου έκανε; Άλλωστε, εσύ δεν έχειςκατσίκια», είχε προσθέσει κοροϊδευτικά.

«Εσύ ρωτάς παπά Λουκά;» είχε απαντήσεισοβαρά εκείνος. «Εσύ, ένας ιερωμένος δεν ξέρειςότι αυτά είναι έργα του Σατανά; Δεν ξέρεις ότι οπρώτος βουρκόλακας στην ιστορία, όπως λένεκαι οι γραφές, ήταν εκείνος ο τρισκατάρατος οΙούδας ο Ισκαριώτης;»

Ακολούθησε ιερή σιωπή. Σίγουρα κάποιοιτρόμαξαν και σκέφτηκαν ότι ίσως να μην είχεκαι άδικο ο Δάσκαλος. Ένας από τουςπαρευρισκόμενους, όμως, ο μπάρμπα Θανάσης,φίλος και ομοκάνατος του Πέτρου,καλαμπουρτζής από τη φύση του, έσπασε τελικάτη σιωπή και πήρε το λόγο.

«Εγώ αυτό που ξέρω», είπε, «ο σχωρεμένοςόχι μόνο δε μ' έχει ενοχλήσει, ούτε και κανένανάλλωστε, αλλά μου φτιάχνει και τα παπούτσαδωρεάν, τσάμπα!»

Κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Τι να εννοούσε ομπάρμπα Θανάσης!

239/278

Page 240: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Εξηγούμαι», συνέχισε εκείνος απτόητος.«Πριν από μερικές ημέρες σκέφτηκα ότι, αφούζει και τρώει, ίσως και να συνεχίζει να εργάζεται.Έτσι, λοιπόν, άφησα, έτσι για δοκιμή, έναζευγάρι παλιά παπούτσια έξω από το καλύβιτου».

Σταμάτησε, όλοι τον κοιτούσαν περίεργα,κρεμασμένοι από τα χείλη του.

«Ε λοιπόν», συνέχισε μ' ενθουσιασμό, «τηνεπόμενη ημέρα βρήκα τα παπούτσια μουεπισκευασμένα και φρεσκοραμμένα, πιοκαινούργια από ποτέ! Δοκιμάστε κι εσείς και θαδείτε!»

Αυτό ήταν! Η συζήτηση διακόπηκε καιλύθηκαν όλοι στα γέλια. «Μωρέ μπράβο το γεροΠέτρο, δουλευταράς», έλεγαν μερικοί,κρατώντας την κοιλιά τους και πείραζαν τονΑστυνόμο, που ήταν συνταξιούχος και αυτός απόχρόνια, λέγοντάς του: «Να πας να δεις αν ταχαρτιά του είναι εντάξει και αν πληρώνειασφάλεια, αλλιώς να τονε συλλάβεις!»

240/278

Page 241: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο Δάσκαλος είχε χάσει τη μάχη και τονπόλεμο μαζί. Το μόνο αποτέλεσμα τηςσυζήτησης αυτής ήταν να αυξηθεί η πελατεία τουΠέτρου.

«Αφού δε μας ενοχλεί», είχε κλείσει τησυζήτηση ο παπα Λουκάς, «ας τον αφήσουμε κιεμείς ήσυχο!»

Πέρασαν, λοιπόν, τα χρόνια και οΔάσκαλος, αν και φαινομενικά είχε αποδεχθείτην κατάσταση αυτή και δε συζητούσε το θέμαμε τους υπόλοιπους χωριανούς, ποτέ δεν είχεσταματήσει να τσιγκλά τον παπά για το θέμα. Ολόγος ήταν απλός. Αν κάποιος μπορούσε ναπείσει τους υπόλοιπους ότι έπρεπε να κάνουνκάτι, τότε αυτός ήταν ο παπά Λουκάς, ως ο πιοσεβαστός, τόσο λόγω της ιδιότητάς του ωςιερωμένος, όσο και λόγω του χαρακτήρα του καιτης αδιαμφισβήτητης σοφίας του. Όλοι θαακολουθούσαν τον παπά Λουκά σε μια απόφασήτου.

Έτσι, ο Δάσκαλος συνέχισε ανά τακτάδιαστήματα να τον ενοχλεί για το θέμα, μέχρι

241/278

Page 242: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κάποιο απόγευμα που τον μιρμίριζε πάνω από τοκεφάλι του, ο παπάς ακούμπησε κουρασμένος τοτσαπί κάτω, σκούπισε τον ιδρώτα του και είπετσαντισμένος:

«Κοίτα να δεις, με έχεις πρήξει! Γιατίεπιτέλους επιμένεις τόσο; Τι σου έχει κάνει ομακαρίτης;»

Ο Δάσκαλος τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια.Δεν είχε σκοπό να το αποκαλύψει σε κανέναν,αλλά ένιωσε ότι έπρεπε κάπου επιτέλους ναεκμυστηρευτεί το μυστικό του, να πει τον πόνοτου, ν' αποκαλύψει το σκουλήκι που του έτρωγετην ψυχή. Βλέποντας τον παπά ν' αντιδρά δενκρατήθηκε.

«Δεν μπορώ ν' ανεχτώ την ύπαρξη τουβουρκόλακα!» είπε. «Στο μυαλό μουπροσπάθησα πάντα να τα βάλω όλα σε μια τάξη.Κάθε γνώση που πήρα, και έμαθα αρκετάπράγματα στα νιάτα μου, την έβαζα μέσα σ' έναφανταστικό κουτάκι μέσα στο μυαλό μου. Κάθεκουτάκι το συνέδεα με άλλα κουτάκια και έτσιέστησα τον τρόπο που σκέφτομαι. Έτσι

242/278

Page 243: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

δημιούργησα τον κόσμο της λογικής, όπως τοναντιλαμβάνομαι εγώ».

«Εντάξει, και τι πρόβλημα έχεις με το γέροΠέτρο; Πώς ακριβώς σ' έχει ενοχλήσει;»

«Ο βουρκόλακας δε χωράει μέσα σε κανένααπό τα κουτάκια που έφτιαξα», παρατήρησε οΔάσκαλος, και πρόσθεσε λυπημένα, «και είμαιπολύ γέρος, για ν' αλλάξω τον τρόπο πουσκέφτομαι, τον τρόπο που λειτουργώ μέσα στοσύμπαν».

Ο παπά Λουκάς, που πρώτη φορά άκουγε τοΔάσκαλο να μιλάει με τόση ειλικρίνεια τονλυπήθηκε. Άλλωστε, αγαπούσε όλα τα πλάσματατης φύσης, ακόμα και το Δάσκαλο.

«Δηλαδή τι θέλεις;» τον ρώτησε,ακουμπώντας πάντα στο τσαπί του. «Να τονξεσκεπάσουμε και να του καρφώσουμε έναπαλούκι στην καρδιά;»

Ο Δάσκαλος κοίταξε τον παπά Λουκά μεαπορία. Πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνιαείχε καταφέρει να τον "σπάσει", έστω καιστιγμιαία.

243/278

Page 244: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Ίσως, δεν ξέρω», είπε σοβαρά. «Μπορεί,όμως, να υπάρχουν και άλλες λύσεις».

Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, ο παπά Λουκάςείχε δώσει μια υπόσχεση στο Δάσκαλο, μιαυπόσχεση που θα μετάνιωνε, που όμως τότε δεντην είχε πάρει πολύ σοβαρά, καθώς ήξερε ακόμακαι ο ίδιος, ότι θαύματα δε συμβαίνουν κάθεμέρα. Του υποσχέθηκε, λοιπόν, ότι εάν ποτέ τοφαινόμενο επαναλαμβανόταν, εάν δηλαδή ποτέεμφανιζόταν και άλλος βουρκόλακας, τότε δε θαείχε και ο ίδιος αντίρρηση να πάρουν τα μέτρατους. Και ο Δάσκαλος δεν τον ξαναενόχλησε,τουλάχιστον όχι γι' αυτό το θέμα, μέχρι εκείνο τοφαινομενικά τόσο όμορφο πρωινό, τηνανοιξιάτικη εκείνη ημέρα που είδε τα χελιδόνια.

«Μου είχες υποσχεθεί!» τόνισε,επαναλαμβάνοντας την υπόσχεσή του εκείνη, μετόνο προσταγής ο Δάσκαλος.

Ο παπά Λουκάς σιωπούσε με σκυφτό τοκεφάλι. Δεν μπορούσε ν' αθετήσει την υπόσχεσήτου από τη μία, αλλά από την άλλη δεν ήθελε νακάνει τέτοιο κακό.

244/278

Page 245: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Άλλωστε», συνέχισε ο Δάσκαλος, «δύομαζί είναι φασαριώζοι. Εχθές το βράδυ, εκτός ότιρούφηξαν μέχρι τελευταίας σταγόνας ένακατσικάκι που είχε χάσει ο Μήτσος, όπως μουείπε η γυναίκα του η γρια Σταθού, έκαναν καιπολλή φασαρία. Ακούστηκαν γέλια και φωνέςαπό τη ρεματιά, ενώ στο νεκροταφείο έγινεολόκληρη μάχη λίγο πριν ξημερώσει».

Πλησίασε το πρόσωπο του παπά καισυνέχισε.

«Δε το βλέπεις, λοιπόν, ότι παράγινε τοκακό; Έχεις ευθύνη... » συνέχισε, «καιάλλωστε», επανέλαβε, γνωρίζοντας ότι αυτόήταν το ισχυρότερο χαρτί του, «μου το είχεςυποσχεθεί, κι εγώ βασίστηκα στο λόγο σου».

«Εντάξει Δάσκαλε, όπως αγαπάς», απάντησεο παπά Λουκάς λυπημένα. «Το κρίμα, όμως, στολαιμό σου. Αν συμφωνήσουν οι υπόλοιποι, τότεθα γίνει όπως θες».

Είχε μια ελπίδα ότι δε θα συμφωνούσαν οιυπόλοιποι χωριανοί.

245/278

Page 246: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Όταν αργότερα μαζεύτηκαν και οι επτά στοσχολείο, η συζήτηση δεν κράτησε πολύ. Ο παπάΛουκάς πήρε πρώτος το λόγο και είπε με βαριάκαρδιά:

«Χωριανοί, είχαμε τον αγαπημένο μας τογέρο Πέτρο τόσο καιρό να γλιστρά απαλά σανσκιά τα βράδια ανάμεσά μας, χωρίς να μαςενοχλεί. Τώρα, όμως, τα πλάσματα της νύχτας,λέω για τους βουρκόλακες, έγιναν δύο. Ίσως θαέπρεπε να δράσουμε και να στείλουμε τις ψυχέςτους στον Άδη να ξαποστάσουν πια».

Τότε, έχοντας τη φανερά θετική ψήφο τουπαπά Λουκά, πήρε το λόγο ο Δάσκαλος.

«Αυτός ο νέος βουρκόλακας δεν είναι όπωςο αγαπημένος μας Πέτρος. Είναι βίαιος,χρειάζεται πολύ αίμα κάθε βράδυ, ενώ, αν θ'ακούσατε τις φωνές και το θόρυβο, απ' ότιφαίνεται δεν τα πάνε καλά με τον μπάρμπαΠέτρο. Τσακώνονταν και παλεύανε βίαια στηρεματιά και στο νεκροταφείο χθες το βράδυ.Άλλωστε», πρόσθεσε, προσπαθώντας ναεντυπωσιάσει, «τον είδα το χάραμα, λίγο πριν

246/278

Page 247: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

χαθεί ο καταραμένος, στον τάφο του. Ήταν τρίαμέτρα ψηλός, καμπούρης, με μάτια πουπετάγονται έξω, πράσινο δέρμα και γαμψάνύχια».

Σταμάτησε λίγο για να δώσει το χρόνο στουςυπόλοιπους, όσο έκαμαν το σταυρό τους, ναχωνέψουν τα λόγια του.

«Θα μας φάνε κι εμάς», είπε τελικά, «εκτόςκαι αν κάνουμε κάτι σήμερα, όσο είναι μέραακόμη και αυτοί κοιμούνται τον καταραμένούπνο τους».

Οι χωριανοί έμοιαζαν πολύ σκεπτικοί, όταντελικά πήρε το λόγο ο Θανάσης, ο σύντροφοςτου Πέτρου στο πιοτί.

«Ας πούμε Δάσκαλε», ξεκίνησε, «ότι ταπράγματα είναι όπως τα λες και ότι ο ξένος πουθάψαμε προχθές βρικολάκιασε κι αυτός και πως,αντίθετα με το φίλο μας τον Πέτρο, αυτός είναιβίαιος κι επικίνδυνος. Το ερώτημά μου, φίλοιμου, είναι γιατί να πειράξουμε τον Πέτρο, αςξεφορτωθούμε μόνο τον ξένο και ας αφήσουμετο φίλο μας στην ησυχία του».

247/278

Page 248: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Σωστά», μουρμούρισαν μερικοί. «ΟΠέτρος είναι ήσυχος, δεν μας έχει πειράξει ποτέ,γιατί να τον πειράξουμε εμείς».

Ο Δάσκαλος, ακούγοντας αυτά τα λόγια,πρασίνισε από το κακό του. Πριν προλάβει ν'αντιδράσει, ο παπά Λουκάς, βλέποντας ότιτουλάχιστον τον ένα θα τον γλίτωνε, πήρε καιπάλι το λόγο.

«Ωραία, προτείνω λοιπόν να αναπαύσουμετην ψυχή του ξένου και ν' αφήσουμε το μπάρμπαΠέτρο στην ησυχία του. Είμαστε σύμφωνοι;»

Και οι πέντε, εκτός του Δάσκαλου που είχεχάσει τα λόγια του, απάντησαν με μια φωνή:«Σύμφωνοι!» Η απόφαση είχε παρθεί ομόφωνα,έμενε τώρα να την εκτελέσουν.

Μισή ώρα αργότερα, όλο το χωριό, τα επτάγερόντια, κατευθύνθηκαν προς το νεκροταφείο.Ο παπά Λουκάς προχωρούσε μπροστά,κρατώντας ένα μεγάλο σταυρό που κρεμόταν μεμια αλυσίδα από το λαιμό του, με το Δάσκαλοδίπλα του μέσα στο άσπρο κουστούμι του πουφορούσε μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Όλοι ήταν

248/278

Page 249: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

χαρούμενοι. Ο παπά Λουκάς επειδή είχεγλιτώσει τουλάχιστον τον έναν από τους δύοβουρκόλακες από τον Άδη, χωρίς ν' αθετήσει τηνυπόσχεσή του. Ο Δάσκαλος, επειδή έβλεπε ότιγινόταν μια αρχή, μπορεί την επόμενη φορά νακατάφερνε να ξαποστείλει και τον μπάρμπαΠέτρο. Οι υπόλοιποι, επειδή υπήρχε επιτέλουςλίγη δράση στο βαρετό χωριουδάκι τους.

Άνοιξαν την πορτούλα του νεκροταφείουκαι μπήκαν μέσα. Τι όμορφα που μύριζαν οιπασχαλιές! Ο Δάσκαλος, ως ο μοναδικόςΣαββατογεννημένος του χωριού, πήρε τον κασμάαπό το Θανάση και άρχισε να σκάβει στον τάφοτου βουρκόλακα, ενώ ο Θανάσης απομάκρυνε ταχώματα με το φτυάρι. Ο παπά Λουκάς, φορώνταςτα επίσημα άμφιά του, έψελνε και κάθε λίγοβούταγε το ματσάκι με το βασιλικό πουκρατούσε στο μπολάκι με τον αγιασμό και έρανετον τάφο. Η γριά Σταθού, περιέργως η μοναδικήγυναίκα του χωριού, είχε λάβει κι εκείνη το ρόλοτης, ψιθυρίζοντας ανά τακτά διαστήματα, «έξωαπό δω, στα όρη και στα άγρια βουνά», ενώ οι

249/278

Page 250: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

υπόλοιποι χωριανοί έκαμαν το σταυρό τους καιψιθύριζαν με ευλάβεια, «Ιησούς Χρηστός νικάκαι όλα τα κακά σκορπά».

Το χώμα ήταν μαλακό, μόλις προ δύοημερών τον είχαν θάψει το μακαρίτη και έτσιπολύ σύντομα ο κασμάς χτύπησε το φέρετρο. Τοκαθάρισαν καλά από τα χώματα και το άνοιξαν.Ο βουρκόλακας κοιμόταν ύπνο βαθύ. Τότε οΔάσκαλος, παράτησε το κασμά κι έπιασε τομαυρομάνικο μαχαίρι που του έδωσε έναςχωριανός. Ο παπά Λουκάς έρανε το μαχαίρι τρειςφορές με αγιασμό και, αφού έδωσε μερικέςακόμα ευχές, σταμάτησε. Όλοι κρατούσαν τηναναπνοή τους και κοιτούσαν μια το ξεσκέπαστοπτώμα και μια το Δάσκαλο. Εκείνος, παίρνονταςύφος, έπιασε το μαχαίρι και με τα δυο του χέριακαι το έμπηξε βαθιά στην καρδιά του Σίμου τουβουρκόλακα.

«Να καταραμένε», είπε με μίσος οΔάσκαλος. «Πήγαινε πίσω στην κόλαση, εκείπου ανήκεις!»

250/278

Page 251: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ήταν Μεγάλο Σάββατο. Την επόμενη θαξημέρωνε το άγιο Πάσχα.

IV. Το τελευταίο ΠάσχαΟ Σίμος ξύπνησε απότομα κάτω από το

σκοτεινό ουρανό της σελήνης. "Σκατά",σκέφτηκε αμέσως, "Τι γυρεύω εδώ; Κάτι πρέπεινα πήγε πολύ στραβά", πρόσθεσε.

Περπάτησε κάτω από το απαλό φως της Γηςμέσα σε μονοπάτια που είχε ακολουθήσει και τηνπροηγούμενη φορά και σύντομα βρέθηκεμπροστά στην Αχερουσία λίμνη. Τι περίεργο!Μπορούσε να δει το μονόξυλο του Χάροντα νακάθεται ακίνητο, αραγμένο στην όχθη, αλλά δενμπορούσε πουθενά να δει τον ίδιο τον υποχθόνιοβαρκάρη. Έσπρωξε τη βάρκα και πιάνοντας τοκουπί πήδηξε κι εκείνος μέσα και άρχισε ναγλιστράει προς την απέναντι όχθη.

Τα νερά ήταν, όπως και την προηγούμενηφορά, κατάμαυρα, και σε οποιαδήποτεπερίπτωση δε θα ήθελε να κολυμπήσει μέσα σε

251/278

Page 252: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αυτά, ούτε καν να βάλει το χέρι του. Έκανε κρύοκαι το νερό μύριζε άσχημα. Αύξησε τηνταχύτητα της βάρκας με μερικές γρήγορεςκινήσεις. "Πού να είναι ο Χάροντας", σκέφτηκε,"Δεν είναι περίεργο που εξαφανίστηκε; Κι εγώπού πηγαίνω", συνέχισε, "Πού πηγαίνω; Υπάρχειπια κάπου που μπορώ εγώ να πάω και να βρωησυχία; Πού θα ησυχάσει εμένα η Ψυχή μου;"συνέχισε τη σκέψη του με παράπονο.

«Άδηηηη!» φώναξε σε μια ξαφνική έξαρση,σε μια τελική συνειδητοποίηση της κατάστασήςτου. «Είμαι νεκρός! Άδηηηη!» φώναξε η ψυχήτου Σίμου μέσα στο μονόξυλο του Χάροντα, στημέση της μελανής λίμνης. «Είμαι νεκρός και ηαιώνια ψυχή μου είναι σκλάβα σου. Μπορείς νατην κάνεις ό,τι θέλεις».

Κουλουριάστηκε και μέσα στους σπασμούςαπό γοερό κλάμα συνέχισε:

«Ναι, έχεις απόλυτη εξουσία πάνω στηναιώνια ψυχή μου, αλλά δε σου την αναγνωρίζω,άτιμε, την εξουσία αυτή. Δεν είσαι παρά μόνοένας άθλιος άρπαγας, ένας μιαρός

252/278

Page 253: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

θαλαμοφύλακας στην αποθήκη των ψυχών. Καιμια μέρα, με την πρώτη ευκαιρία, θα δραπετεύσωαπό τη φυλακή σου και θα χορέψω με φόντο τ'αστέρια, μέχρι αυτά να σβήσουν!»

Έμεινε εκεί, κουλουριασμένος μέσα στομονόξυλο, τόσο μόνος, στη μέση της Αχερουσίαςλίμνης για αρκετή ώρα. Ύστερα, αφού τα δάκρυάτου στέρεψαν, σκούπισε τα μάτια του καιξανάπιασε το κουπί. Λίγη ώρα αργότερα,πατούσε στην απέναντι όχθη.

Διέσχισε την έρημη έκταση με τουςπεριστασιακούς κίτρινους ασφόδελους μέχρι τηνπύλη του Άδη. Ο ήλιος έκαιγε ή έτσι τουφαινόταν; Καιγόταν, μια διαβολεμένη δίψα τουέκαιγε τα σωθικά, όπως την προηγούμενη φορά."Όπως την προηγούμενη φορά", σκέφτηκε καιθυμήθηκε το άσπρο κυπαρίσσι και δίπλα του τηνπηγή της λησμονιάς. Δεν έπρεπε να πιει απόεκείνο το νερό, έπρεπε να πιει από τη λιμνούλα,από την πηγούλα που φύλαγαν οι άντρες με ταακόντια, το νερό της μνημοσύνης, το νερό που

253/278

Page 254: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

είχε πιει αόρατος, φορώντας την "Κυνή". Τώρα,όμως, δεν είχε πια την "Κυνή" στην κατοχή του.

Πλησίασε τους άντρες, ικέτης, με τα χέριααπλωμένα.

«Σας παρακαλώ», είπε. «Σας παρακαλώ,μόνο μια γουλιά».

Οι άντρες σηκώθηκαν και άδραξαν τα βαριάακόντιά τους, κλείνοντάς του την πρόσβαση.

«Σας παρακαλώ», επανέλαβε εκείνος κιέπεσε γονατιστός μπροστά στα ακόντια, τα οποίαέγειραν προς το κεφάλι του.

Γέλασε.«Νομίζετε ότι με τρομάζετε με τα ακόντιά

σας;»Άρχισε να σέρνεται με υπεράνθρωπη

προσπάθεια προς το νερό.«Δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα, γιατί

είμαι νεκρός! Είμαι νεκρός!»Είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το χείλος

της μικρής λίμνης και χωρίς να το ξανασκεφτείέχωσε τη μούρη του μέσα και άρχισε να πίνει μεβουλιμία. Μόνο αφού χόρτασε νερό σήκωσε το

254/278

Page 255: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κεφάλι του να δει τι ακριβώς είχε συμβεί. Καιείδε τους φύλακες να έχουν πετάξει όπως όπωςτα ακόντιά τους και να τρέχουν μακριά του. Έναςκοιτούσε προς τη μεριά του, μ' ένα ύφος γεμάτοτρόμο και απόγνωση. Οι υπόλοιποιβρισκόντουσαν ήδη αρκετά μακριά.

Σηκώθηκε, ξεσκονίστηκε κι έπιασε μιαπέτρα από το έδαφος την οποία εκσφενδόνισεδυνατά προς τη μεριά τους. «Ξου ρε», τουςφώναξε. Και τότε γύρισε προς την αντίθετηκατεύθυνση με σκοπό να περπατήσει τηναπόσταση που τον χώριζε από την πύλη τουζοφερού Άδη. Σταμάτησε άφωνος, κοιτώντας τοαπίστευτο θέαμα.

Μπροστά του ήταν αραδιασμένες καιπερπατούσαν προς την κατεύθυνσή του μυριάδεςψυχές, οι οποίες, βγαίνοντας από τη στενή πύλητου Άδη, γέμιζαν πια σχεδόν όλο το χώροανάμεσα στην πηγή και το όριο του Άδη.Μπροστά μπροστά, μόλις μερικά βήματα μακριάτου, βρισκόταν μια γνωστή φυσιογνωμία. Τώραήταν πια όλα ξεκάθαρα!

255/278

Page 256: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Εσύ», μπόρεσε μόνο να ψελλίσει ο Σίμος,πριν πέσει αυτόματα στα γόνατά του για μιαακόμη φορά. «Από τότε που σε συνάντησα στηβάρκα του Χάροντα σε είδα αμέτρητες φορές σταόνειρά μου, αλλά μόνο τώρα συνειδητοποιώποιος είσαι».

Ο άντρας με τα γαλαζοπράσινα μάτιαχαμογέλασε τρυφερά, γεμάτος κατανόηση. Ταμακριά του μαλλιά ήταν τώρα τόσο απαλά καιμεταξένια.

«Πώς και δε σε αναγνώρισα», συνέχισεεκστασιασμένος ο Σίμος.

Ο άντρας ακτινοβολούσε φως. Φορούσε μιαάσπρη χλαμύδα κι έλαμπε μ' ένα απαλό γαλάζιοφως, ή μήπως έφταιγε το φως της γης;Προχώρησε μερικά βήματα και μόλις έφτασεστην όχθη της λίμνης δε δίστασε. Συνέχισε απλάνα περπατάει, πατώντας πάνω στην επιφάνειατου νερού. Οι ψυχές συνέχιζαν να συρρέουν στοχώρο. Ήταν φανερό ότι διψούσαν, γιατί οιπρώτες είχαν ήδη αρχίσει να πίνουν νερό.

256/278

Page 257: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ο άντρας στάθηκε στη μέση της λίμνης και,ύστερα από μια σύντομη παύση, μίλησε:

«Αδέλφια μου», είπε. «Ξέρω ότι ζήσατεμέσα στη λήθη για αιώνες, σκλάβοι τουμοχθηρού Άδη. Ξέρω ότι υποφέρατεφυλακισμένοι στα Τάρταρα, στον ΑσφοδελόΛειμώνα ή και ακόμα στα Ηλύσια Πεδία. Πώςείναι δυνατόν να φυλακίσεις μια ψυχή; Ποιοςεγκληματίας μπόρεσε να φτιάξει ένα τέτοιοαπέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης ψυχών;»

Σήκωσε τα χέρια του με οργή.«Ο Πατέρας μου, ο Πατέρας μας, μας

έφτιαξε όλους ελεύθερους. Έπιασε ενέργεια απότην πρώτη λάμψη της "Μεγάλης Έκρηξης" καιμε σφυρί και αμόνι κατασκεύασε μία μία κάθεψυχή καθάρια, δυνατή και αιώνια, γεμάτη απότην απέραντη χαρά της Ύπαρξης».

Κοίταξε με σιγουριά το πλήθος.«Κάθε Ψυχή είναι μοναδική και αιώνια και

μπορεί να ζήσει σαν καθαρή ενέργεια που είναιή, σαν μάθημα πριν ανυψωθεί, να αποκτήσει τηνεμπειρία της ύλης, το πιο χαμηλό στάδιο της

257/278

Page 258: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ύπαρξης. Κανονικά, μετά την εμπειρία της ύλης,οι Ψυχές ανυψώνονται. Όμως στην περίπτωσήσας, σαν να μην έφτανε που ζήσατε στη φυλακήτης ύλης, ο πονηρός Άδης κατάφερε να σας κάνεισκλάβους του, ακόμα και αφούαπελευθερωθήκατε από αυτήν».

Έκανε παύση για να ηρεμήσει. Ήταν φανερόαπό τον τόνο της φωνής του ότι ήταν πολύθυμωμένος.

«Όμως, ο Πατέρας μ' έστειλε στη Γη ναδιδάξω την Αλήθεια, το μοναδικό μήνυμα τηςαιώνιας Αγάπης. Γιατί το Σύμπαν είναι οΠατέρας και ο Πατέρας είναι η Αγάπη, που είναιτο Σύμπαν. Γιατί το Σύμπαν δεν είναι παράκαθαρή αρχέγονη ενέργεια κι εμείς, οι αιώνιεςψυχές, δεν είμαστε παρά μέρος αυτής τηςαρχέγονης, αιώνιας ενέργειας».

Ο Ιησούς ο Ναζωραίος έκανε και πάλι μιαπαύση. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχε κάτι πολύσημαντικό να πει ακόμα κι έψαχνε τα λόγια.

«Δεν το βλέπετε; Είμαστε όλοι μέρος τηςπαγκόσμιας, αιώνιας οντότητας, αυτής της

258/278

Page 259: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

άπειρης ευφυΐας που ονομάζεται Πατέρας, Θεόςή Σύμπαν».

Ήταν τώρα πιο ήρεμος. Κοίταξε το πλήθοςμε φανερή αγάπη και συνέχισε:

«Ο Πατέρας μ' έστειλε στη Γη για να διδάξωτο μήνυμά του και τώρα, αφού υπέφερα στοσταυρό, ήρθα και στον Άδη για να τον καταλύσωκαι να ελευθερώσω όλους εσάς αδέρφια μου».

Φαινόταν πολύ συγκινημένος.«Είσαστε Ελεύθεροι!» φώναξε. «Μπορείτε

να πάτε όπου θέλετε και να κάνετε ό,τι σαςαρέσει. Μαζί μπορούμε να φτιάξουμε ένα ακόμηκαλύτερο σύμπαν, όπου δε θα υπάρχει κανέναςκαταπιεσμένος, όπου όλες οι ψυχές θαδουλεύουν για την ολοκλήρωση του Κόσμουτούτου, όπου η αιώνια Αγάπη θα λάμψει μέχριτην άκρη του Σύμπαντος με τη δύναμη όλων τωνΣούπερ Νόβα που θα γίνουν ποτέ. Έτσι, θαζήσουμε όλοι ειρηνικά και αγαπημένα μέχρι νασβήσουν όλα τ' άστρα».

«Καλά», ρώτησε μια ψυχή. «Και όλοι θαείμαστε ίσα και όμοια; Όσοι έζησαν δίκαια και

259/278

Page 260: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

χωρίς να πειράξουν κανένα θα έχουν τα ίδιαπρονόμια με το βασανιστή και τον τύραννο; Οκαλός άνθρωπος θα έχει την ίδια κατάληξη με τομοχθηρό σφετεριστή ψευτοθεό Αηδωνέα, πουμας κρατούσε φυλακισμένους, παριστάνοντας τοΘεό, όταν στην πραγματικότητα δεν ήταν παράμια Ψυχή όπως όλοι μας; Όλοι αυτοί δε θατιμωρηθούν;»

«Οι Ψυχές είναι καθαρές, η καθαρή ενέργειαρέει αβίαστα μέσα τους και κανονικά μόνοκαλοσύνη και αγάπη για το σύμπαν και τη φύσημπορεί να υπάρξει μέσα τους», απάντησε οΧριστός και συνέχισε: «Αυτό δε σημαίνει ότι οιάδικοι δε θα τιμωρούνται. Θα υποφέρουν».

«Πώς θα γίνει αυτό; Ποια θα είναι η τιμωρίατους; Ποιος θα τους καταδικάσει;»

«Όχι κάποιος Δικαστής, αλλά θατιμωρηθούν από μόνοι τους, από τύψεις για τακρίματά τους, για μεγάλα χρονικά διαστήματα,αν όχι στην αιωνιότητα. Το γεγονός ότι όλες οιυπόλοιπες ψυχές, ακόμα και όσες υπέφεραν σταχέρια τους όταν ζούσαν, δε θα τους κατακρίνουν,

260/278

Page 261: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

θα κάνει τους φαύλους να βασανίζονται ακόμαπερισσότερο από τις τύψεις. Θ' αναλαμβάνουν,με δική τους πρωτοβουλία, τις πιο δύσκολες καιβαρετές εργασίες και θα ζουν απομονωμένοι απότις άλλες Ψυχές».

«Και το μαρτύριο αυτό, η τιμωρία τους, θαέχει τέλος;»

«Οι περισσότερες από τις ψυχές πουυπήρξαν άδικοι άνθρωποι, κάποια μέρα θαμπορέσουν να συγχωρήσουν τους εαυτούς τουςκαι να χαρούν την ανώτερη ύπαρξή τους ωςκαθαρή ενέργεια. Άλλες όμως ψυχές, πουέβλαψαν πολύ το συνάνθρωπό τους θαβασανίζονται από τύψεις μέχρι το τέλος τουΧρόνου, μέχρι την ημέρα που και ο τελευταίοςκόκκος της αστρικής ύλης θα έχει επιστρέψειστην αρχέγονη μαύρη τρύπα στο κέντρο τουΣύμπαντος. Τότε, ίσως τότε, να βρούνε ησυχία,αλλά και αυτό δεν είναι σίγουρο...»

«Και ο Αηδωνέας;» επέμεινε η ψυχή.«Η ψυχή του Αηδωνέα», απάντησε ο

Χριστός, «δε θα βρει ποτέ ησυχία. Άλλωστε, ήδη

261/278

Page 262: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

υπέφερε πολύ μ' ένα πόνο σχεδόν ανθρώπινο,που δε θα μπορούσε να μειώσει ούτε το πιοδυνατό ναρκωτικό του κόσμου. Ωστόσο, όλααυτά δεν έχουν και πολύ σημασία. Σημασία έχειότι είσαστε ελεύθεροι!»

«Και μετά;» συνέχισε να επιμένει η ίδιαΨυχή. «Τι θα γίνει μετά το τέλος του σύμπαντος,όταν όλα θα επιστρέψουν στην αρχέγονη μαύρητρύπα; Γιατί δεν είναι σίγουρο ότι οι άδικοι θαβρουν ησυχία τότε;»

Ο Χριστός κοίταξε με τα λαμπεράγαλαζοπράσινα μάτια το Σίμο, την ψυχή πουεπέμενε να κάνει όλες αυτές τις δύσκολεςερωτήσεις.

«Επειδή ο Χρόνος πιθανόν να ξαναγεννηθείμέσω μιας νέας "Μεγάλης Έκρηξης" και όλες οιψυχές πιθανόν να συνεχίσουν να υπάρχουν,κρατώντας μνήμες από προηγούμενα Σύμπαντα...»

«Πιθανόν;» ξαναρώτησε ο Σίμος. «Ακόμακαι οι αθάνατες Ψυχές μας μπορεί να έχουν

262/278

Page 263: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

κάποιο τέλος; Ακόμα και ο Θεός, ο Πατέρας, τοΣύμπαν μπορεί να έχει κάποιο τέλος;»

«Ο Θεός, οι Ψυχές, όλοι μας γεννηθήκαμεμε τη γέννηση του Σύμπαντος τούτου. Δεγνωρίζουμε τι θα γίνει, όταν το Σύμπανσυρρικνωθεί και πάλι στο κέντρο του Χώρου.Δεν ξέρουμε καν αν είχε υπάρξει άλλο "πριν" ήαν θα υπάρξει άλλο "μετά". Όμως, μέχρι τότεέχουμε πολύ χρόνο! Έχουμε πολύ χρόνο καιπολλή δουλειά!»

«Δηλαδή κάποια μέρα, έτσι κι αλλιώς,πιθανόν να πρέπει να πούμε το τελευταίοαντίο...» παρατήρησε ο Σίμος με πίκρα.

Κανείς, όμως, δεν έδωσε πια σημασία στοΣίμο, καθώς οι περισσότερες από τις ψυχές είχανήδη πιει από το νερό της μνημοσύνης καιετοιμαζόντουσαν να πάρουν το δρόμο τους.

«Φύγετε!» φώναξε ο Χριστός. «Είσαστεελεύθεροι να δημιουργήσετε έναν όμορφοκόσμο».

«Και στη Γη; Μπορούμε να επιστρέψουμεστη Γη;» ρώτησε ο Σίμος.

263/278

Page 264: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Σήμερα είναι Πάσχα», είπε χαρούμενα οΧριστός. «Ημέρα ανάστασης των νεκρών!Όποιος από εσάς πέθανε προσφάτως, από τηΜεγάλη Παρασκευή και μετά, μπορεί αν θέλει ν'αναστηθεί, όπως κι εγώ!»

Και οι Ψυχές άρχισαν να παίρνουν το δρόμοτους. Ο Σίμος είδε τόσους γνωστούς, τόσουςφίλους και συγγενείς! Ανθρώπους που κάποτεδεν πρόλαβε ν' αποχαιρετήσει και που ποτέ δενπερίμενε ότι θα είχε την ευκαιρία ναξανακαλωσορίσει. Και όμως, αγκάλιασε καιφίλησε τόσους αγαπημένους, εκεί μπροστά στηνείσοδο του Άδη, ξέροντας ότι μπορούσε όποτεθέλει να τους ξαναδεί, γνωρίζοντας ότι τελικό"αντίο" δε θα ξαναϋπάρξει, τουλάχιστον όχιτώρα. Και ήταν τόσα που έπρεπε να γίνουν!

Η Μάνα αγκάλιασε το Σίμο και τον φίλησεσταυρωτά. Του είπε ότι αποφάσισε να εργαστείστον τομέα του ανθίσματος των λουλουδιών, ενώη Ελίνα, ακόμα πιο καλλιτεχνική φύση, είχεαποφασίσει ότι αυτό που της ταίριαζε καλύτερατη στιγμή αυτή θα ήταν να εργαστεί στον τομέα

264/278

Page 265: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

του χρωματισμού των πεταλούδων. Είχε πολλέςιδέες και φαινόταν τόσο ευτυχισμένη!

Παντού άκουγες γέλια και φωνές.«Εγώ θέλω να εργαστώ στον ήλιο», έλεγε

ένας πυρηνικός φυσικός. «Να ρυθμίζω τηνπαραγωγή ενέργειας του ήλιου».

«Εγώ», έλεγε ένας άλλος, «θέλω νακαβαλήσω ένα κομήτη και να ταξιδέψω μέχρι τοκέντρο του Γαλαξία».

«Εγώ θέλω να εργαστώ στον τομέαγέννησης της ζωής σε νέους πλανήτες», δήλωνεένας άλλος.

«Γιατί;» τον ρώτησε ο Σίμος. «Αφού η ύλη,η ζωή όπως τη γνωρίζουμε, δε φέρνει παρά μόνοπόνο».

Η Ψυχή τον κοίταξε απορημένη, αλλά τοναποστόμωσε αμέσως.

«Επειδή, αγαπητέ μου, κανείς ποτέ δενξεχνάει τα αδέρφια του, τους αγαπημένους του,τους συμπολεμιστές του... Αν δεν είχες ζήσειστον κόσμο της ύλης, δε θα είχες γνωρίσει τηναγάπη της μάνας. Η ύλη μαθαίνει τη δυστυχία,

265/278

Page 266: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

γιατί ακόμα και η πιο χαρούμενη ύπαρξη στη Γηπενθεί στο εφήμερο της ζωής και χαιρετάειαπρόσμενα, νομίζοντας για πάντα, το φίλο καιτον αδερφό, το γονιό ή ακόμα και το γιο. Παντούκυριαρχεί ο πόνος. Υπάρχει βέβαια και η ηδονή,αλλά αυτή είναι ακόμα πιο εφήμερη και στοτέλος δε φέρνει παρά μόνο πόνο... Υπάρχει οπόνος, η πείνα, η δίψα, ο πόλεμος και η μοναξιά.Η ύλη μαθαίνει όμως και την Αγάπη!»

Τότε το καπόνι, το μικρό μπλε καπόνι,πλησίασε το Σίμο και, για πρώτη φορά, τουμίλησε.

«Εγώ πάντως θα επιστρέψω στο όμορφοποταμάκι που με ψάρεψες».

Ο Σίμος το κοίταξε που έπλεε μπροστά στοπρόσωπό του, κουνώντας ελαφρά τα μικρά τουπτερύγια.

«Γιατί σε ήθελε ο Αηδωνέας καλό μουκαπόνι;» το ρώτησε με απορία. «Πες μου, πώς θατον γιάτρευες;»

266/278

Page 267: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Χα», είπε το όμορφο ψαράκι, «εγώ δενμπορώ να γιατρέψω κανέναν, όλα αυτά δεν είναιπαρά μια παρανόηση».

Ο Σίμος γέλασε.«Καλά, πώς;»«Είναι απλό», απάντησε το καπόνι.

«Επέτρεψέ μου να σου θέσω μια ερώτηση.Πιστεύεις ότι ο ζωμός από νύχια τυφλής σαύραςαλεσμένα σε γουδί, φτιαγμένο από δόντικουτσού αλιγάτορα, βρασμένα σε κόκκινο κρασί,σε χαμηλή φωτιά, μπορεί να θεραπεύσει τηνανδρική ανικανότητα και το λόξιγκα;»

«Φυσικά και όχι!» γέλασε ο Σίμος. «Τιερώτηση!»

«Ε, στο ίδιο βιβλίο λέει ότι αν βράσετε έναμπλε ποταμίσιο καπόνι και πιείτε το ζουμί του,τότε θα σταματήσετε κάθε πόνο και θαθεραπεύσετε κάθε ασθένεια εκτός από τη μυωπίακαι την τριχόπτωση».

«Χα, χα, χα», γέλασε ο Σίμος.«Γι' αυτό και είμαι το μοναδικό μπλε

ποταμίσιο καπόνι που έχει απομείνει. Όλα τ'

267/278

Page 268: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

άλλα τα ξεπάστρεψαν», είπε καλόκαρδα το μικρόψαράκι.

Φωνές και γέλια παντού!Όλοι έπαιρναν το δρόμο τους, άλλοι μόνοι

τους και άλλοι παρέες παρέες άφηναν τη Σελήνηκαι σαν αερικά κατευθύνονταν είτε προς τη Γη,είτε προς τον Ήλιο, είτε προς άλλες κατευθύνσειςσε μακρινά άγνωστα μέρη. Κανείς δεν έλεγε πια"αντίο" στους αγαπημένους του, αλλά έλεγαναπλά, "θα τα πούμε αργότερα".

Κάποιοι είχαν στρατολογηθεί για ακόμα πιοσημαντικές αποστολές. Θα πήγαιναν να διδάξουντο λόγο του Θεού σε άλλους πλανήτες ή ν'απελευθερώσουν φυλακισμένες Ψυχές απόάλλους ψευτοθεούς σε άλλους Γαλαξίες.

Ο Σίμος είχε πάρει αμέσως την απόφασήτου. Δεν είχε πια καιρό για επιπλέονκαθυστερήσεις. Χαιρέτησε όλους τουςαγαπημένους του και πήρε το δρόμο του.

268/278

Page 269: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Μπίπ, μπίπ, μπίπ. Κυριακή του Πάσχα,δελτίο ειδήσεων των 12:00. Κυρίες και κύριοικαλημέρα σας.

Πρωτοφανή αναστάτωση έχει προκαλέσει τομαζικό κύμα αναστάσεων που έχει εξαπλωθεί,σαν επιδημία, σε όλο τον κόσμο. Και στηνΕλλάδα, σε όλα σχεδόν τα νεκροταφεία τηςχώρας παρατηρούνται μαζικές αναστάσειςνεκρών. Συγγενείς και φίλοι συμπολιτών μας πουπέθαναν τις τελευταίες ημέρες περιμένουν στιςεισόδους των νεκροταφείων ή μπροστά από τουςτάφους των αγαπημένων τους, κρατώνταςσταυρούς και λαμπάδες με το Άγιο Φως,αναμένοντας καρτερικά τυχόν σημάδι τηςανάστασής τους.

Δίπλα τους, υπάλληλοι των δήμων, τωννεκροταφείων, αλλά και ιδιώτες από γραφείατελετών προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίεςτους, ανοίγοντας τάφους όπου υπάρχουν σημάδιαζωής, χωρίς βέβαια να λείψουν και κάποιαπεριστασιακά κρούσματα κερδοσκοπίας. ΤοΥπουργείο των Οικονομικών μάλιστα έσπευσε

269/278

Page 270: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

να δηλώσει με έκτακτη ανακοίνωση ότι πρέπειοπωσδήποτε να δίδεται απόδειξη παροχήςυπηρεσιών για κάθε εκταφή νεκρού, ενώ τοΥπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι οποιαδήποτεεκταφή είναι παράνομη, αν δεν έχει κατατεθείσχετική αίτηση εκταφής στις οικείες Νομαρχίες ηοποία, σύμφωνα με το Νόμο, δίδεται μέσα σ' ένατρίμηνο από την κατάθεση της αίτησης.

Μεγάλο έργο πάντως προσφέρει και τοΕΚΑΒ, αλλά και η Πυροσβεστική Υπηρεσία, ηοποία έχει λάβει ήδη εκατοντάδες κλίσεις απόαναστημένους νεκρούς, εγκλωβισμένους σταφέρετρά τους, οι οποίοι στάθηκε δυνατόν να τηνειδοποιήσουν μέσω των κινητών τηλεφώνωντους.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πάντως,δήλωσε ότι η Κυβέρνηση βρίσκεται σεκατάσταση έκτακτης ανάγκης και οκυβερνητικός μηχανισμός σε πλήρη λειτουργίαγια την ομαλή εξυπηρέτηση των πολιτών. Υψηλόκυβερνητικό στέλεχος, πάντως, σχολίασε τηνκατάσταση, δηλώνοντας: "Η ανάσταση δεν είναι

270/278

Page 271: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

τυχαίο γεγονός, είναι αποτέλεσμα συντονισμένηςσκληρής και επίμονης εργασίας της Κυβέρνησήςμας, που για μια ακόμη φορά δείχνει το επίπεδοτης οργάνωσης και της αξιοπιστίας της".

Σύσσωμη πάντως η αντιπολίτευσηστρέφεται εναντίον της Κυβέρνησης,κατηγορώντας την ότι δεν είχε προβλέψει τογεγονός της ανάστασης και δεν είχε λάβει όλα τακατάλληλα μέτρα, με αποτέλεσμα τηνταλαιπωρία του πολίτη σε τεράστιες ουρέςαναμονής για τις πολυπόθητες άδειες εκταφής,που οι πιο νομιμόφρρονες από τους συμπολίτεςμας προσπαθούν να εξασφαλίσουν πριν από τηδιενέργεια εκταφής των αγαπημένων τους. Οαρχηγός μάλιστα της αξιωματικήςαντιπολίτευσης σκλήρυνε τους τόνους,δηλώνοντας: "Η Κυβέρνηση καπηλεύεται με τονπιο αισχρό τρόπο το έργο που επιτελέσαμε εμείςως Κυβέρνηση, όταν βρισκόμαστε στην εξουσία.Ο λαός, όμως, έχει κρίση και γνωρίζει ποιοι είναιαυτοί που πραγματικά εργάστηκαν για τηνανάσταση των νεκρών πολιτών και ποιοι είναι

271/278

Page 272: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

αυτοί που δεν είναι σε θέση ούτε να τουςξεθάψουν".

Μείνετε μαζί μας γιατί, μετά το σύντομοδιαφημιστικό διάλειμμα, το κανάλι μαςπαρουσιάζει πρώτο και κατ' αποκλειστικότητασυνεντεύξεις με αναστημένους συμπολίτες μας».

Η Μάνια είχε μείνει άναυδη, κρατώνταςπάντα το τηλεχειριστήριο στο χέρι. Αμέσως τομυαλό της πήγε στο Σίμο. Άφησε κάτω τοτηλεχειριστήριο και άρχισε να ετοιμάζεταιβιαστικά. Είχε και τρεις ώρες δρόμο μέχρι ναφτάσει στο χωριό που τον είχαν θάψει, μόλιςπροχθές. Τότε το κουδούνι της πόρτας χτύπησε.Αν και υποσυνείδητα η Μάνια ήξερε ποιος ήταν,δεν μπορούσε να μην νιώσει μια απότομησυγκίνηση, όταν αντίκρισε το Σίμο μπροστά τηςστο κατώφλι της πόρτας, ζωντανό, με σάρκα καιοστά. Μην μπορώντας ν' αντέξει τη συγκίνησητης στιγμής έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα.

«Ναι», ακουγόταν να λέει ο αναστημένοςάντρας μέσα από το γυαλί της τηλεόρασης,

272/278

Page 273: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«άναψα τον αναπτήρα μου και είδα ότιβρισκόμουν μέσα στο φέρετρο. Εκείνη τηστιγμή, όμως, είδα τη μύτη της αξίνας να σκίζειτο καπάκι και δυο λεπτά αργότερα βρισκόμουνστην επιφάνεια, αγκαλιά με τους δικούς μου, πουμου φόραγαν στεφάνια με λουλούδια στο λαιμόκαι με φιλούσαν κλαίγοντας. Η μάνα μου ειδικάείχε πέσει στο λαιμό μου και δε με άφηνε ναανασάνω. "Σιγά ρε μάνα", είπα τότε, "θα μεπεθάνεις", και όλοι ξεράθηκαν στα γέλια.Μοιάζει τόσο φυσικό, μοιάζει τόσο λογικό ότιείμαστε αιώνιες, αθάνατες ψυχές και όμως οιάνθρωποι πάντα ζούσαν και πέθαιναν με τηναμφιβολία. Τώρα πια, όμως, γνωρίζω, όλοιπρέπει να μάθουν με σιγουριά ότι η πραγματικήζωή είναι αυτή της αιώνιας Ψυχής και ότι η ζωήμέσα στην ύλη δεν είναι παρά ένα μάθημα πουπρέπει να βιώσουμε για την εξέλιξή μας».

Η Μάνια ανασηκώθηκε από τον καναπέ πουτην είχε ξαπλώσει ο Σίμος και τον είδε να τηςτρίβει απαλά τις πατούσες. Αμέσως, έπεσε στηναγκαλιά του και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.

273/278

Page 274: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

«Σώπα αγάπη μου, σώπα. Γύρισα και είμαιμαζί σου. Σώπα, όλα είναι εντάξει»,πρασπαθούσε εκείνος να την καθησυχάσει.

«Δε θα μου ξαναφύγεις ποτέ αγάπη μου;Έτσι δεν είναι;» ρώτησε τελικά η Μάνια.

«Όχι», απάντησε ο Σίμος. «Ποτέ πια δε θαξαναχωρίσουμε. Θα είμαστε για πάντα μαζί. Δύοαιώνιες Ψυχές που θα μοιράζονται τη χαρά τηςύπαρξης, μέχρι το θάνατο αλλά και μετά».

«Εδώ κάνεις, όμως, ένα λάθος Σίμο μου»,χαμογέλασε η Μάνια.

«Δηλαδή, τι εννοείς;»«Να, δε θα είμαστε δύο, αλλά τρεις ψυχές»,

απάντησε αινιγματικά, χαϊδεύοντας την ελαφράπρησμένη της κοιλιά.

«Δηλαδή, θες να πεις ότι...» χαμογέλασε κιεκείνος ξαφνιασμένος με τη σειρά του.

«Ναι, είμαι στο δεύτερο μήνα, αλλά δεν είχαβρει την ευκαιρία να σου το πω... »

«Μια νέα ψυχή θα μοιραστεί μαζί μας τηζωή! Τι χαρά! Τι τιμή!» είπε φανεράσυγκινημένος.

274/278

Page 275: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Ύστερα, της χάιδεψε το μάγουλο και τηςέδωσε ένα τρυφερό φιλί, πριν την αγκαλιάσειγύρω από την κοιλιά της.

Έτσι, ξαπλωμένοι στον καναπέαποκοιμήθηκαν γλυκά...

ΤΕΛΟΣ

Βιβλιογραφία - Πηγέςέμπνευσης

Διαμάντης Κουτούλας, «Οι απόκρυφεςεπιστήμες στην Ελληνική αρχαιότητα», εκδόσεις«Έσοπτρον», Αθήνα 2002.

Άλις Κ. Τέρνερ, «Η Ιστορία της Κόλασης»,εκδόσεις «Φιλίστορ», 1997.

Γεράσιμος Στουραϊτης, «ΕλευσίνιαΜυστήρια», εκδόσεις «Ίαμος», 1994.

Εμμανουήλ Κουτσιαύτης, «Ο Άδης τωνΕλλήνων», εκδόσεις «Γρηγόρη», Αθήνα 2002.

275/278

Page 276: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Παντελής Γιαννουλάκης, «ΜυστικήΕλλάδα» (άρθρο «οι Έλληνες Βρυκόλακες»),εκδόσεις «Αρχέτυπο», Θεσσαλονίκη 2001.

Στέλιος Α. Μουζάκης, «Οι Βρυκόλακεςστους Βυζαντινούς και μεταΒυζαντινούςνομοκανόνες και στις παραδόσεις του Ελληνικούλαού», εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο τωνβιβλιόφιλων», Αθήνα 1989.

Σίμος Καλαϊτζής, «Το μαύρο είδωλο τηςΑφροδίτης», ARS LONGA / NEMO, Αθήνα1990.

Larry Gonick & Alice Outwater, "The car-toon guide to the environment", HarperPerennial,New York 1996.

Κατερίνα Σέρβη, «Ελληνική Μυθολογία»,Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2001

Δημήτρης Καμπουράκης, «Μια σταγόναιστορία - μέρος δεύτερο», Πατάκης, Αθήνα 2003

276/278

Page 277: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Μερικές πληροφορίες για τοσυγγραφέα:

Ο Ερρίκος Καλύβας γεννήθηκε το 1972και ζει στην Αθήνα, παντρεμένος καιπερήφανος πατέρας δύο κοριτσιών.

Η έμπνευσή του πηγάζει από τονάνθρωπο, τα προβλήματά του και τα πάθη

του, από τη φύση αλλά και από την Ελλάδα,την ιστορία της και τους μύθους της.

«Η πρωινή πτήση στην άβυσσο τηςΕκάτης» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του.

Άλλοι τίτλοι του συγγραφέα:

1) Ο Φάρος στην άκρη της λίμνης.Διαθέσιμο μόνο σε εκτυπωμένη μορφή

(εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ). Αναμένεται σύντομα ηηλεκτρονική έκδοσή του από το Smash-

words.com2) 21 Παραμύθια. Διατίθεται από τον

ιστότοπο του συγγραφέα σε μορφή PDF.

Page 278: Πρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης

Αναμένεται σύντομα η έκδοσή του και απότο Smashwords.com

Τρόποι επικοινωνίας με τοσυγγραφέα

Twitter: Δεν είναι ακόμα διαθέσιμοFacebook: Δεν είναι ακόμα διαθέσιμο

Smashwords: Δεν είναι ακόμα διαθέσιμοΠροσωπική σελίδα: www.errikos.gr

Παρακαλώ για τα σχόλιά σαςκαι την κριτική σας στο

Smashwords ή οπουδήποτε αλλούσε ηλεκτρονικό ή έντυπο μέσο!

Σε τέτοια περίπτωση παρακαλώενημερώστε με!

278/278