ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

13
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ Παρουσίαση αγγείων με αφηγηματικές παραστάσεις από τη μυκηναϊκή γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή Μετά το 1400 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της εικονιστικής αγγειογραφίας η οποία αναπτύσσεται κυρίως το 13 ο αι. και εξακολουθεί και κατά το 12 ο αι.. Έχει κοιτίδα την Αργολίδα ακολουθούμενη από την Αττική, τις Κυκλάδες, τη Δωδεκάνησο και την Κύπρο [ 1]. Κυρίως κοσμούσε δύο είδη αγγείων, κρατήρες και ψευδόστομους αμφορείς. Αργότερα εμφανίζεται και επάνω σε πήλινες λάρνακες [ 2]. Τα θέματά της περιλαμβάνουν κυρίως ανθρώπινες μορφές, αλλά και ζώα, πουλιά, ψάρια κλπ. [ 3] Στην κατηγορία αυτή, ανήκει και το περίφημο αγγείο με το όνομα «ο κρατήρας των πολεμιστών» (εικ. 1) το οποίο θα παρατηρήσουμε και θα προσπαθήσουμε παρακάτω να περιγράψουμε. εικόνα 1 Μυκήνες, κάτω ακρόπολη. Ο "Κρατήρας των πολεμιστών" από την ομώνυμη οικία. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 1426. Πρόκειται για ένα αγγείο των τελευταίων μυκηναϊκών χρόνων και συγκεκριμένα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ (1200 1100 π.Χ. [ [2] Σπ. Ιακωβίδη, «Μυκηναϊκή τέχνη», στο: Η αυγή της Ελληνικής Τέχνης σειρά Ελληνική Τέχνη (εκδ. Γ. Χριστόπουλου Ι. Μπαστιά), Αθήνα 1994, σελ. 221 [3] Σπ. Ιακωβίδη, «Η Μυκηναϊκή τέχνη μεταξύ ΙΔ΄ - ΙΑ΄ π.Χ. αιώνος», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Α, σελ.317

Transcript of ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

Page 1: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

Παρουσίαση αγγείων με αφηγηματικές παραστάσεις από τη μυκηναϊκή

γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή

Μετά το 1400 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της εικονιστικής αγγειογραφίας η οποία αναπτύσσεται κυρίως το 13ο αι. και εξακολουθεί και κατά το 12ο αι.. Έχει κοιτίδα την Αργολίδα ακολουθούμενη από την

Αττική, τις Κυκλάδες, τη Δωδεκάνησο και την Κύπρο[1]. Κυρίως κοσμούσε δύο είδη αγγείων, κρατήρες και ψευδόστομους αμφορείς. Αργότερα

εμφανίζεται και επάνω σε πήλινες λάρνακες[2]. Τα θέματά της περιλαμβάνουν κυρίως ανθρώπινες μορφές, αλλά και ζώα, πουλιά, ψάρια

κλπ.[3] Στην κατηγορία αυτή, ανήκει και το περίφημο αγγείο με το όνομα «ο

κρατήρας των πολεμιστών»  (εικ. 1) το οποίο θα παρατηρήσουμε και θα προσπαθήσουμε παρακάτω να περιγράψουμε.

εικόνα 1 Μυκήνες, κάτω ακρόπολη. Ο "Κρατήρας των πολεμιστών" από την

ομώνυμη οικία. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 1426.

Πρόκειται για ένα αγγείο των τελευταίων μυκηναϊκών χρόνων και συγκεκριμένα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ (1200 1100 π.Χ. περίπου) με ύψος

41εκ [4], ανακαλύφθηκε στις Μυκήνες (επώνυμο κτίριο ακροπόλεως Ν.

[

[2] Σπ. Ιακωβίδη, «Μυκηναϊκή τέχνη», στο: Η αυγή της Ελληνικής Τέχνης σειρά Ελληνική Τέχνη  (εκδ. Γ. Χριστόπουλου Ι. Μπαστιά), Αθήνα 1994, σελ. 221

[3] Σπ. Ιακωβίδη, «Η Μυκηναϊκή τέχνη μεταξύ ΙΔ΄ - ΙΑ΄ π.Χ. αιώνος», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Α, σελ.317

[4] Σπ. Ιακωβίδη, «Μυκηναϊκή τέχνη», στο: Η αυγή της Ελληνικής Τέχνης σειρά Ελληνική Τέχνη  (εκδ. Γ. Χριστόπουλου Ι. Μπαστιά), Αθήνα 1994, σελ. 328

Page 2: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

ταφικού περιβόλου Α) και βρίσκεται στην Αθήνα στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο[5].

«Το αγγείο είναι συγκολλημένο από πολλά κομμάτια και συμπληρωμένο. Έχει χαμηλό εξώστροφο χείλος διαμέτρου 43 εκ., στενή κωνική βάση και

δύο διπλές λαβές σε σχήμα βουκρανίου, με τα δύο κέρατα δεξιά και αριστερά από το πλαστικά δηλωμένο και επιζωγραφισμένο κεφάλι του

ζώου»[6]. Το χείλος, οι λαβές οι ταινίες αλλά και οι μορφές είναι σχεδιασμένες με κοκκινοκάστανη βαφή. Στη μία όψη εικονίζονται  έξι πολεμιστές τους

οποίους ξεπροβοδίζει μια γυναίκα, που φορά μακρύ φόρεμα,  φαίνεται να είναι ξυπόλυτη και έχει το ένα χέρι σε στάση αποχαιρετισμού.

εικόνα 2 λεπτομέρεια

Ο κάθε πολεμιστής φορά κοντό κροσσωτό χιτώνα και θώρακα. Στο αριστερό του χέρι  κρατά ημιελλειπτική ασπίδα, ενώ με το δεξί χέρι

κρατά δόρυ στην κορυφή σχεδόν του οποίου είναι δεμένο κάτι το οποίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με σακούλα προμηθειών[7] αλλά και με λάβαρο (προσωπική άποψη), καθώς η κίνηση που εμφανίζεται να έχει, δείχνει ότι πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ελαφρύ. Όλη η εικόνα χαρακτηρίζεται από μια σχεδιαστική αδεξιότητα (εικ. 2). Οι αναλογίες είναι αφύσικες χωρίς

καμιά πλαστικότητα. Τα χαρακτηριστικά είναι υπερτονισμένα, οι πολεμιστές, έχουν μεγάλα μάτια, εξαιρετικά μεγάλη σχεδόν αφύσικη μύτη

και όλοι είναι γενειοφόροι. Το ένδυμα καθώς και τα υποδήματα τους μοιάζουν να είναι κατασκευασμένα από ύφασμα, φορούν δε κράνος το

οποίο φέρει κέρατα και λοφίο. Στην πίσω όψη εικονίζονται και πάλι πολεμιστές, σύμφωνα με περιγραφή του Χ. Τσούντα[8] «μαχόμενοι ήδη»

σύμφωνα δε με περιγραφή της  Α. Παπαγιαννοπούλου[9]  «φορούν ακανθωτά κράνη και έχουν το ίδιο ένδυμα και οπλισμό».

Πολλά από τα στοιχεία που εικονίζονται στην παράσταση που το αγγείο αυτό φέρει, δηλαδή της πολεμικής ζωής των Αχαιών, έχουν διασωθεί και

[5] ο.π. σελ. 328

[6] ο.π. σελ. 328

[7] ο.π. σελ. 328

[8] Χρ. Τσούντα, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα,  1928 σελ. 62.

[9] Α. Παπαγιαννοπούλου κλπ, Τέχνες Ι:Ελληνικές εικαστικές τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, τ. Α, Προϊστορική και Κλασσική τέχνη, Πάτρα 1999, σελ. 72.

Page 3: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

στα ομηρικά έπη όπως τα κράνη με τους χαυλιόδοντες ή το σχήμα των ασπίδων κλπ.[10]

Η μυκηναϊκή τέχνη, παιδί της μινωϊκής,[11]  παρουσιάζει μια έντονη ιδιαιτερότητα που απηχεί τον πολεμικό και αγωνιστικό χαρακτήρα των φορέων της. Η αδρότητα, η αγωνιστική διάθεση στην θεματολογία, η τεκτονική διάταξη των μορφών, η συμμετρία και η λιτότητα είναι τα

κύρια γνωρίσματα της[12] και είναι απόλυτα διακριτά στον «κρατήρα των πολεμιστών».

Η αδεξιότητα στο σχεδιασμό, που πιο πάνω αναφέρθηκε, φαίνεται να είναι ένα φαινόμενο που συναντάται γενικότερα την εποχή αυτή και έχει να

κάνει με το μαρασμό του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Η μείωση των επαφών με τον γύρω κόσμο, οδηγεί σιγά - σιγά στην μείωση των ερεθισμάτων και

της έμπνευσης των αγγειογράφων οι οποίοι οδηγούνται στο να εγκαταλείψουν τον πυκνό ρυθμό και να υιοθετήσουν το ρυθμό του Σιτοβολώνα, προδρόμου του υπομηκυναϊκού και του γεωμετρικού

ρυθμού[13].       Από  την πρωτογεωμετρική ακόμα εποχή (1050-900 π.Χ.[14])

συνηθίζονταν να τοποθετείται επάνω στον τάφο ένα μικρό αγγείο, μέσα στο οποίο τελούνταν οι χοές προς τον νεκρό, για το λόγο αυτό μάλιστα, συνήθιζαν να τρυπούν τον πυθμένα του αγγείου, ώστε η χοή να χύνεται

στο χώμα και να φθάνει στον τάφο.[15] Τα αγγεία αυτά σιγά σιγά γίνονταν όλο και μεγαλύτερα και εκτός από τον αρχικό πρακτικό τους

σκοπό απέκτησαν και ένα δεύτερο: έγιναν μνημεία που διακοσμούσαν τους τάφους των ευγενών. Το ύψος τους συχνά ξεπερνούσε το 1 1,50 μ.[16]

Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της τεχνοτροπίας είναι οι αμφορείς και οι κρατήρες (όπως αυτός που που παρακάτω θα μελετήσουμε) με

παραστάσεις «προθέσεως» ή «εκφοράς» του νεκρού.[17]       Εμείς θα μιλήσουμε για τον κρατήρα του Hirschfeld (πήρε το όνομά

του από το όνομα του πρώτου γερμανού μελετητή αυτού του έργου[18]) ή αλλιώς τον κρατήρα με τον κωδικό αριθμό 990 που βρίσκεται στο Ε. Α. Μ.

[10] Σπ. Ιακωβίδη, «Οι αιώνες της Αχαϊκής κυριαρχίας», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Α, σελ. 285.

[11] Σπ. Ιακωβίδη, «Μυκηναϊκή τέχνη», στο: Η αυγή της Ελληνικής Τέχνης σειρά Ελληνική Τέχνη  (εκδ. Γ. Χριστόπουλου Ι. Μπαστιά), Αθήνα 1994, σελ. 220

[12] ο.π. σελ. 220

[13] Σπ. Ιακωβίδη, «Η Μυκηναϊκή τέχνη μεταξύ ΙΔ΄ - ΙΑ΄ π.Χ. αιώνος», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Α, σελ. 314-318.

[14] Μαν. Ανδρόνικου, «Η Γεωμετρική τέχνη (1050-700 π.Χ.)» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Β, σελ. 182.

[15] ο. π., σελ. 184.

[16] ο. π., σελ. 188 

[17] ο. π., σελ. 189           

[18] Μιχ. Τιβέριου, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 240.

Page 4: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

Αθηνών και ανήκει στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο (εικ. 3). Ο κρατήρας του Hirschfeld χρονολογείται μεταξύ 745 740 π.Χ. και έχει ύψος 1,23μ.[19]

Ο τύπος του σχετίζεται με ανδρική ταφή[20]. Στις γυναικείες ταφές χρησιμοποιούνταν αμφορείς με λαβές στην γάστρα, ενώ στις αδρικές

αμφορείς με λαιμό ή κρατήρες με ψηλό πόδι[21].

εικόνα 3 Αττικός κρατήρας της Ύστερης Γεωμετρικής εποχής. 745-740 π.Χ.

Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 990. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ.       Πρόκειται για ένα επιβλητικό επιτάφιο αγγείο από το νεκροταφείο του

Κεραμεικού της Αθήνας. Το κύριο θέμα είναι η Εκφορά του νεκρού, δηλαδή η μεταφορά του για ενταφιασμό. Αυτή η σκηνή είναι λιγότερο

συχνή από την Πρόθεση που εικονίζεται στον αμφορέα του Διπύλου [22] (εικ. 4).

      Η διακόσμηση του αγγείου τόσο των παραστάσεων, όσο και των διαφόρων άλλων γεωμετρικών σχημάτων (κύκλων, μαιάνδρων,

αγκυλωτών σταυρών, ομόκεντρων κύκλων) είναι ζωγραφισμένη επάνω σε κιτρινωπή επιφάνεια με στιλπνό μελανό ή καστανό χρώμα.[23]

[19] Μαν. Ανδρόνικου, «Η Γεωμετρική τέχνη (1050-700 π.Χ.)» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Β, σελ. 184.

[20] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 240.

[21] http://users.thess.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/geom/geom.agg.10.htm

[22] http://users.thess.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/geom/geom.agg.10.htm

Page 5: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

      Στο αγγείο αυτό οι εικονιστικές σκηνές έχουν περιορίσει κατά πολύ τα γεωμετρικά στοιχεία. Στην πρώτη εικονιστική ζώνη (εικ. 5) ανάμεσα στις λαβές εμφανίζονται τα εξής: Η νεκρική κλίνη μεταφέρεται πάνω σε ένα

άρμα με δύο τροχούς που το σέρνουν δύο άλογα. Πάνω από το νεκρό παρατηρούμε ένα αβακωτό κόσμημα που θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως κάποιο ύφασμα με το οποίο ήταν σκεπασμένος ο νεκρός[24]. Άνδρες, με εγχειρίδια στη μέση και γυναίκες (χωρίς) στραμμένοι προς το νεκρό

τον θρηνούν, ενώ πλήθος άλλων φαίνεται να ακολουθεί. [25] Ομάδες θρηνωδών βλέπουμε και κάτω από τις λαβές όπως και στην άλλη

πλευρά του αγγείου που δεν σώζεται καλά[26]

[23] Χρ. Τσούντα, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα,  1928 σελ.67

[24] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, σειρά Ελληνική Τέχνη (εκδ. Γ. Χριστόπουλου Ι. Μπαστιά), Αθήνα 1996, σελ. 240.

[25] Χρ. Τσούντα, ο.π.  σελ.67

[26] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, σειρά Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 240.

Page 6: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

  εικόνα 4

Αττικός αμφορέας του ζωγράφου του Διπύλου. 755-750 π.Χ.  Ύψος 1,55 εκ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 804. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ

   

     εικόνα 5

λεπτομέρεια από την πρώτη εικονιστική ζώνη 

Page 7: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

      Στην δεύτερη εικονιστική ζώνη (εικ. 6), που βρίσκεται στο μέσον περίπου του αγγείου, παρουσιάζεται μια πομπή δέκα[27] αρμάτων. Οι

ηνίοχοι είναι ένοπλοι. Φορούν κράνος και κρατούν οκτώσχημη ασπίδα. Η πομπή ίσως να είναι ένα ανεξάρτητο θέμα, πιθανόν όμως να σχετίζεται με την προηγούμενη σκηνή της εκφοράς και να αποτελεί συνέχειά της και τα άρματα να συμμετέχουν στην απόδοση τιμής στο νεκρό[28]. Ίσως ακόμα η παρουσία αυτή των αρμάτων να απεικονίζει, τα «άθλα επί Πατρόκλω» της

«Ιλιάδος»[29], τις αρματοδρομίες που γίνονταν προς τιμή επιφανών νεκρών και μας είναι γνωστές από τον Όμηρο.

εικόνα 6 λεπτομέρεια από τη δεύτερη εικονιστική ζώνη

        Ο ζωγράφος του Hirschfeld φαίνεται να έχει επηρεαστεί από το έργο του ζωγράφου του Διπύλου αν και το όλο σχέδιο του πρώτου δεν φαίνεται

να έχει την ακρίβεια και τη στιβαρότητα που το έργο του δεύτερου διαθέτει.

Αξιοσημείωτη ωστόσο και παράλληλα εντυπωσιακή θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί η προσπάθεια του ζωγράφου του Hirschfeld να αποδώσει με σχετικά πρωτόγονο τρόπο την τρίτη διάσταση - το βάθος- αλλά και την κίνηση. Ως προς το βάθος την προσπάθεια του αυτή παρατηρούμε

στα πόδια της νεκρικής κλίνης (τα πίσω μικρότερα), αλλά και στα άλογα (το κεφάλι του ενός μικρότερο από το άλλο, το ύψος του ενός μεγαλύτερο

από το δεύτερο). Ως προς την κίνηση στις ρόδες της άμαξας, οι οποίες φαίνεται να μην ακουμπούν στο έδαφος.

 Στο ξεκίνημα του 6ου αιώνα π.Χ., η αθηναϊκή κεραμική ανάπτυξε νέα σχήματα και αφομοίωσε τις κορινθιακές επιδράσεις του μελανόμορφου

[27] http://www2.fhw.gr/chronos/03/gr/gallery/cph2.html

[28] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 240

[29] «Τα «άθλα επί Πατρόκλω» της «Ιλιάδος» είναι αγώνες που οργάνωσε ο βασιλεύς της Φθίας Αχιλλεύς για να τιμήσει τον νεκρό φίλο του Πάτροκλο. Είναι η πιο αρχαία περιγραφή αγώνων&. Τα αγωνίσματα, σύμφωνα με τη σειρά που έγιναν, ήταν αρματοδρομία, πυγμή, πάλη, δρόμος, οπλομαχία, δίσκος, σκοποβολή με τόξο, ακόντιο.» (βλ. Δημ. Λαζαρίδη «Ο Αθλητισμός στην Αρχαία Ελλάδα» Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), Αθήνα 1970, τ. Β, σελ. 474.)

Page 8: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

ρυθμού τον οποίο οι Κορίνθιοι κεραμείς έχουν ήδη ανακαλύψει από τις αρχές κιόλας του 7ου αι. π.Χ.. Στο ρυθμό αυτό οι μορφές αποδίδονται με σκιαγραφία και οι λεπτομέρειες με χάραξη και δύο επίθετα χρώματα, λευκό και ιώδες[30] Οι αττικοί κεραμείς, προκειμένου να εισχωρήσουν

στις διεθνείς αγορές προσαρμόζουν την παραγωγή τους στις απαιτήσεις της αγοράς[31]. Τα αγγεία αυτής της περιόδου συναγωνίζονται στις

αγορές της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου τα κορινθιακά, καθώς και εκείνα των ανατολικών εργαστηρίων. Προς το τέλος της μέσης φάσης, ο αττικός Κεραμεικός, καταφέρνει να εκτοπίσει τα κορινθιακά αγγεία και

να γίνει ο πρωταγωνιστής σε όλες τις αγορές της Μεσογείου[32] Από την περίοδο αυτή επιλέξαμε να μελετήσουμε τα θραύσματα ενός αγγείου (εικ.

7) που προέρχονται από αττικό μελανόμορφο κάνθαρο (αγγείο πόσης αποτελούμενο από ένα βαθύ κύπελο με δύο όρθιες κάθετες λαβές,

συνήθως υπερυψωμένες). Πρόκειται για ένα σχήμα όχι πολύ συνηθισμένο στην Αττική, σε αντίθεση με τη Βοιωτία που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές. Το αγγείο υπογράφεται από

τον αγγειοπλάστη και αγγειογράφο Νέαρχο, τα έργα του οποίου χαρακτηρίζονται από την έξοχη σχεδίαση και την εμμονή στη

λεπτομέρεια[33]. Ο ζωγράφος αυτός όπως και ο Κλειτίας, ο Σοφίλος αλλά και άλλοι, χρησιμοποιεί επίθετο λευκό χρώμα, για τη δήλωση του

δέρματος γυναικών αλλά και την απόδοση λεπτομερειών[34]

εικόνα 7 Αττικός μελανόμορφος κάνθαρος, 560-555 π.Χ. Σώζεται αποσπασματικά. Σωζόμενο ύψος μεγαλύτερου οστράκου 15,5 εκ. από την Ακρόπολη των

Αθηνών. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 15166 (Ακρ. 611)

      Τα θραύσματα του αγγείου με το οποίο εδώ θα ασχοληθούμε, βρέθηκαν καμένα στο στρώμα καταστροφής που δημιουργήθηκε στην

Ακρόπολη μετά την πυρπόληση της από τους Πέρσες το 480/79 π.Χ.[35] το μεγαλύτερο έχει μέγιστο ύψος 15,5 εκ.[36] Σ' αυτό διακρίνουμε μια κάθετη επιγραφή σε δύο σειρές, η οποία δεν σώζεται ολόκληρη, και

[30] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 30

[31] ο.π. σελ 30

[32] ο.π. σελ 31

[33] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 31

[34] Γ. Κοκκορού Αλευρά, Η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1995, σελ. 101

[35] Φιλιππάκη Βαρβάρα, κατάλογος «τα αγγεία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου», σελ. 62

Page 9: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

δηλώνει τον κεραμέα αγγειογράφο Νέαρχο «ΝΕΑΡΧΟΣΜΕ / ΓΡΑΦΣΕΝ ΚΑ[ΠΟΙΕΣΕΝ][37]. Χρονολογείται γύρω στο 560 π.Χ. Στο αγγείο

εικονίζεται ο ετοιμασία του άρματος του Αχιλλέα και ο οπλισμός του. Διακρίνουμε μια ψηλή και επιβλητική μορφή που ξεπερνά το χώρο της

παράστασης και ταυτίζεται με την επιγραφή (ΑΧΙΛΕ).       Ο Αχιλλέας εμφανίζεται στραμμένος προς τα δεξιά, γενειοφόρος και με μακριά μαλλιά, οπλισμένος με θώρακα και κνημίδες, ρυθμίζει με το

δεξί του χέρι το χαλινάρι του πρώτου αλόγου του τεθρίππου του, ενώ με το αριστερό χαϊδεύει τη χαίτη του. Πίσω από το άλογο διακρίνονται άλλα

δύο άλογα (τα μεσαία) τα οποία ήδη έχουν ζευχθεί ενώ στα δεξιά, ένας δεύτερος άνδρας φέρνει το τέταρτο άλογο, συγκρατώντας το απ΄ το κεφάλι. Το λευκό διαφοροποιεί το ένα ζεύγος αλόγων και δημιουργεί ποικιλία στην απόδοση της διακόσμησης του χείλους κανθάρου[38].

      Επιγραφές πάνω από τα άλογα μας δίνουν τα ονόματα των δύο από τα τέσσερα άλογα, ΧΑΙΤΟΣ, ΕΥΘΟΙΑΣ, ενώ κάτω από την κοιλιά του

μπροστινού αλόγου σώζεται το γράμμα Π πιθανόν του ονόματος του τρίτου αλόγου. Τα ονόματα που ο Νέαρχος χρησιμοποιεί μας προξενούν εντύπωση όντας διαφορετικά απ' εκείνα που αναφέρονται στην Ιλιάδα.

Στο έπος, το άρμα του Αχιλλέα είχε τρία άλογα, του αθάνατους Ξάνθο και Βαλίο και τον θνητό Πήδασο.        Πίσω από τον Αχιλλέα,  σε άλλο

θραύσμα (εικ. 8), μια γυναικεία μορφή, πιθανόν η Θέτιδα ή μια Νηρηίδα[39] (Χορώ; Πιθανόν, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη την επιγραφή ΧΟ

που βλέπουμε ανάμεσα στη μορφή της και σε αυτήν του Αχιλλέα).

[36] Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 252

[37] ο.π. σελ.252

[38] Γ. Κοκκορού Αλευρά, Η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1995, σελ. 101

[39]Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 252

Page 10: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

εικόνα 8 μικρό θραύσμα που συμπληρώνει το μεγαλύτερο σωζόμενο της εικόνας 9

και στο οποίο εμφανίζεται γυναικεία μορφή να φέρει την οκτώσχημη ασπίδα του Αχιλλέα.

Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

εικ. 9 Το μεγαλύτερο θραύσμα από τον κάνθαρο του Νεάρχου.

  εικόνα 10

2 από τα θραύσματα του κάνθαρου του Νεάρχου ενωμένα. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 15166 (Ακρ. 611)

Στον κάνθαρο του Νεάρχου παρουσιάζεται για πρώτη φορά το θέμα του ζεψίματος των αλόγων

Page 11: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

στην Αττική αγγειογραφία[40], ένα θέμα που έγινε από τα μέσα του 6ου

αιώνα π.Χ. πολύ αγαπητό στα μελανόμορφα αγγεία. Η πυκνή, σωστή και λεπτή χάραξη του Νέαρχου καθώς επίσης και η παρουσία λευκού και

ιώδους επίθετου «χρώματος» κάνει το αγγείο αυτό, παρά την αποσπασματική του κατάσταση, να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα

του αττικού Κεραμικού[41].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρόνικου Μαν., «Η Γεωμετρική τέχνη (1050-700 π.Χ.)» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), τ. Β, Αθήνα 1970

Ιακωβίδη Σπ., «Η Μυκηναϊκή τέχνη μεταξύ ΙΔ΄ - ΙΑ΄ π.Χ. αιώνος», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), τ. Α,  Αθήνα 1970

Ιακωβίδη Σπ., «Οι αιώνες της Αχαϊκής κυριαρχίας», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), τ. Α, Αθήνα 1970

Κοκκορού  Αλευρά Γ., Η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, Σύντομη ιστορία (1050-50 π.Χ.) Αθήνα: εκδόσεις Καρδαμίτσα, 31995

Λαζαρίδη Δημ. «Ο Αθλητισμός στην Αρχαία Ελλάδα» Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστόπουλου), τ. Β, Αθήνα 1970

Παπαγιαννοπούλου Α.  κλπ, Τέχνες Ι:Ελληνικές εικαστικές τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, τ. Α, Προϊστορική και Κλασσική τέχνη, Πάτρα 1999

Σακελλαράκης Γ. Ντούμας Χρ. Σαπουνά- Σακελλαράκη Ε. Ιακωβίδης Σ., Η αυγή της ελληνικής τέχνης, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1994

Τιβέριος Μιχάλης, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996

Τσούντα Χρ., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα,  1928

Φιλιππάκη Βαρβάρα, κατάλογος «Τα αγγεία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου»

ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ

http://www2.fhw.gr/chronos/03/gr/gallery/cph2.html

http://users.thess.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/geom/geom.agg.10.htm

Προέλευση εικόνων. http://ime.gr

 

[40]Μιχ. Τιβέριου, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (Σειρά: Ελληνική τέχνη), 1996, σελ. 252

[41] ο.π. σελ 252

Page 12: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

[1] Σπ. Ιακωβίδη, «Μυκηναϊκή τέχνη», στο: Η αυγή της Ελληνικής Τέχνης σειρά Ελληνική Τέχνη  (εκδ. Γ. Χριστόπουλου Ι. Μπαστιά), Αθήνα 1994, σελ. 221

[