μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της...

20
Οι μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977) * Στην μνήμη και τις ιδέες του μακαριστού Μητροπολίτη Ιωαννίνων κυρού Θεοκλήτου Θεόδωρου Δ. Παπαγεωργίου Δικηγόρου LL . M . - Νομικού Συμβούλου Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Οι επακολουθήσασες την ψήφιση του ν. 590/1977 και μέχρι τον ν. 4235/2014 μεταβολές επί του κειμένου του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Κ.Χ.Ε.Ε.) αφορούσαν ζητήματα απτόμενα κυρίως του Επισκοπικού λειτουργήματος 1 . Μέχρι τον ν. 4235/2014 όμως ο Κ.Χ.Ε.Ε. είχε υποστεί πλείονες -ανεπαίσθητες για τον αναγνώστη του κειμένου του- μεταβολές εξ αιτίας διατάξεων, οι οποίες παραμένουν εκτός του σώματός του, αλλά κανονίζουν ζητήματα της νομοθετικής του ύλης κατά τρόπο αντίθετο ή και συμπληρωματικό προς αυτόν 2 . Δεν χρειάζονται πολλά επιχειρήματα ότι η νομοτεχνικώς ορθή 1 . Οι 4 θέσεις βοηθών Επισκόπων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και 6 θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος ( 27 Κ.Χ.Ε.Ε. = 13 ν. 1951/1991, Α' 84), του οποίου η παρ. 5 (για την εκλογιμότητά τους) καταργήθηκε με το εδ. στ΄ της παρ. 8 του άρθρου 15 ν. 2817/2000 (Α' 78), ενώ η παρ. 1 τροποποιήθηκε εκ νέου από την περ. α του άρθρου 30 ν. 3432/2006 (Α΄ 14). Στο άρθρο 34 Κ.Χ.Ε.Ε. προστέθηκε παρ. 8 (= 15 ν. 1351/1983, Α΄ 56) για την δυνατότητα της Δ.Ι.Σ. να επιβάλει διαθεσιμότητα και έκπτωση σε Μητροπολίτη. Στην ήδη καταργηθείσα (53 ν. 4178/2013) παρ. 2 του άρθρου 47 προβλεπόταν (29 παρ. 7 ν. 1577/1985, Α' 210) η αρμοδιότητα των Ε.Π.Α.Ε. να χορηγούν όρους δόμησης για τις εκκλησιαστικές κατασκευές. Η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 66 για την σύνθεση της Δ.Ε. του Π.Ι.Ι.Ε.Τ. καταργήθηκε (8 παρ. 9 ν. 2740/1999, Α΄ 186). 2 . Π.χ. η πρόβλεψη ότι η διαδικασία πλήρωσης ειδικώς των μισθοδοτούμενων από το Κράτος οργανικών θέσεων λαϊκών εκκλησιαστικών υπαλλήλων υπάγεται στον ν. 2190/1994 κατά σιωπηρή τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 42 (1 παρ. 1 ν. 3812/2009, Α΄ 234), η σύσταση Υπηρεσίας Δόμησης κατά κατάργηση της παρ. 47 παρ. 2 (53 ν. 4178/2013, Α΄ 174).

description

εκκλησιαστικό δίκαιο

Transcript of μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της...

Page 1: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

Οι μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτητης Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

* Στην μνήμη και τις ιδέες του μακαριστού Μητροπολίτη Ιωαννίνων κυρού Θεοκλήτου

Θεόδωρου Δ. Παπαγεωργίου Δικηγόρου LL.M. - Νομικού Συμβούλου

Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

Οι επακολουθήσασες την ψήφιση του ν. 590/1977 και μέχρι τον ν. 4235/2014 μεταβολές επί του κειμένου του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Κ.Χ.Ε.Ε.) αφορούσαν ζητήματα απτόμενα κυρίως του Επισκοπικού λειτουργήματος1. Μέχρι τον ν. 4235/2014 όμως ο Κ.Χ.Ε.Ε. είχε υποστεί πλείονες -ανεπαίσθητες για τον αναγνώστη του κειμένου του- μεταβολές εξ αιτίας διατάξεων, οι οποίες παραμένουν εκτός του σώματός του, αλλά κανονίζουν ζητήματα της νομοθετικής του ύλης κατά τρόπο αντίθετο ή και συμπληρωματικό προς αυτόν2. Δεν χρειάζονται πολλά επιχειρήματα ότι η νομοτεχνικώς ορθή πρακτική επέβαλε, ώστε οι νομοθετικές μεταβολές να επενεχθούν στο κείμενο του ν. 590/1977, το οποίο θα έπρεπε να κωδικοποιείται. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί η χαρακτηριστική απροθυμία των εμπλεκόμενων διοικητικών οργάνων, κυρίως της Εκκλησίας, απέναντι σε αλλαγές επί του κειμένου του Κ.Χ.Ε.Ε., καθώς στον χώρο της Εκκλησίας επιχωριάζει η πρόσληψη του ν. 590/1977 ως κειμένου αυξημένης ισχύος και εκ παραλλήλου ο φόβος της απροσδιοριστίας μίας πολιτικής συζήτησης στην Βουλή για τις σχέσεις Εκκλησίας

1. Οι 4 θέσεις βοηθών Επισκόπων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και 6 θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος ( 27 Κ.Χ.Ε.Ε. = 13 ν. 1951/1991, Α' 84), του οποίου η παρ. 5 (για την εκλογιμότητά τους) καταργήθηκε με το εδ. στ΄ της παρ. 8 του άρθρου 15 ν. 2817/2000 (Α' 78), ενώ η παρ. 1 τροποποιήθηκε εκ νέου από την περ. α του άρθρου 30 ν. 3432/2006 (Α΄ 14). Στο άρθρο 34 Κ.Χ.Ε.Ε. προστέθηκε παρ. 8 (= 15 ν. 1351/1983, Α΄ 56) για την δυνατότητα της Δ.Ι.Σ. να επιβάλει διαθεσιμότητα και έκπτωση σε Μητροπολίτη. Στην ήδη καταργηθείσα (53 ν. 4178/2013) παρ. 2 του άρθρου 47 προβλεπόταν (29 παρ. 7 ν. 1577/1985, Α' 210) η αρμοδιότητα των Ε.Π.Α.Ε. να χορηγούν όρους δόμησης για τις εκκλησιαστικές κατασκευές. Η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 66 για την σύνθεση της Δ.Ε. του Π.Ι.Ι.Ε.Τ. καταργήθηκε (8 παρ. 9 ν. 2740/1999, Α΄ 186). 2. Π.χ. η πρόβλεψη ότι η διαδικασία πλήρωσης ειδικώς των μισθοδοτούμενων από το Κράτος οργανικών θέσεων λαϊκών εκκλησιαστικών υπαλλήλων υπάγεται στον ν. 2190/1994 κατά σιωπηρή τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 42 (1 παρ. 1 ν. 3812/2009, Α΄ 234), η σύσταση Υπηρεσίας Δόμησης κατά κατάργηση της παρ. 47 παρ. 2 (53 ν. 4178/2013, Α΄ 174).

Page 2: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

και Κράτους επ' ευκαιρία μίας, φαινομενικά ανύποπτης, τροποποίησης στον ν. 590/1977.

Στοιχείο διαφορισμού πάντως των μεταβολών του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 είναι αφ' ενός ότι προήλθαν από πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν εσωτερικής επεξεργασίας, αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ. 13.5.2013), αποστολής σχετικών επιστολών προς τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων (2.7.2013), διαβούλευσης με την Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του ιδίου Υπουργείου και αφ' ετέρου, και το κυριότερο, οι νέες διατάξεις, παρά την πολυειδή θεματολογία τους, στοιχούνται ενιαία υπό την παραδοχή του τυπικού νομοθέτη ότι, εν όψει των άρθρων 13 Συντ. και 9, 11 Ε.Σ.Δ.Α. και η Εκκλησία της Ελλάδος, αν και νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου «κατά τας νομικάς σχέσεις» Της (1 παρ. 4 ΚΧΕΕ), πρέπει να είναι φορέας θρησκευτικής αυτονομίας3, ελευθερίας αυτοδιοικήσεώς Της έναντι του Κράτους. Κατά την σχετική αιτιολογική έκθεση τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της ορθόδοξης Εκκλησίας και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων είναι αυτοδιοίκητα και αυτοχρηματοδοτούμενα νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού, που έχουν διακριτό ρόλο από το Κράτος4 και δεν εντάσσονται στην έννοια της Δημόσιας Διοίκησης5.

Έτσι οι μεταβολές του ν. 4235/2014 αποτελούν απερίφραστη νομοθετική ενέργεια αφομοίωσης της, μάλλον αυτονόητης για τις λοιπές θρησκευτικές ενώσεις στην χώρα, παραδοχής της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. ότι οι φορείς της εν ευρεία εννοία Εκκλησίας της Ελλάδος είναι και αυτά υποκείμενα δικαιωμάτων

3. Η «θρησκευτική αυτονομία» ως έννομο αγαθό απαντώμενο και σταθμιζόμενο στην νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. προκύπτει από τον συνδυασμό της ελευθερίας συνείδησης (9 Ε.Σ.Δ.Α.) και συνενώσεως (11 Ε.Σ.Δ.Α.) (βλ. υπόθ. Metropolitan Church of Bessarabia and Others v. Moldova, προσφυγή Νο 45701/09, απόφαση της 13.12.2001, υπόθ. Lombardi Vallauri v. Italy, προσφυγή Νο 39128/05, απόφαση της 20.10.2009, υπόθ. Obst v. Germany, προσφυγή Νο 425/03, 23.9.2010, υπόθ. Schüth v. Germany, προσφυγή Νο 425/03, απόφαση της 23.9.2010, υπόθ. Siebenhaar v. Germany, προσφυγή Νο 18136/02, απόφαση της 20.6.2011, υπόθ. Fernandez Martinez v. Spain, προσφυγή Νο 56030/07, απόφαση της 15.5.2012, υπόθ. Sindicatul “Păstorul cel Bun” v. Romania, προσφυγή Νο 2330/09, απόφαση της 9.7.2013), αλλά παραμένει άγνωστη ως όρος (και ως επιχείρημα μείζονος σκέψης) στην ελληνική νομολογία, η οποία σε λίγες περιπτώσεις έχει κάνει λόγο περί « συνταγματικώς κατοχυρωμένης αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας» χωρίς αναφορά σε διάταξη και πάντοτε για να καταλήξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της, χωρίς τις λεπτομερείς σταθμίσεις του Ε.Δ.Δ.Α. (ΣτΕ 5057/1987 (πλειοψηφούσα γνώμη), ΕλλΔνη 1989, 399, ΣτΕ 4849/1997, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΣτΕ 4850/1997, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΜονΠρΘεσσ 15606/2010, ΤΝΠ Ισοκράτης). Xρήση του όρου στην ημεδαπή βιβλιογραφία βλ. CH. K. PAPASTATHIS, Religious self-administration in the Hellenic Republic, in : Church Autonomy: A Comparative Survey (G. Rodders, ed.), 2001, 425 4. Η σχετική νομολογία παρατίθεται στην αιτιολογική έκθεση της υπουργικής τροπολογίας (1093/16/13.1.2014), η οποία ενσωματώθηκε, ως άρθρο 68 παρ. 1, στον ν. 4235/2014, όπου εκφέρεται η άποψη του νομοθέτη ότι οι θρησκευτικές ενώσεις, ακόμα και εάν έχουν περιβληθεί νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, αποτελούν «μη κυβερνητικούς οργανισμούς». 5. Βλ. και Π.Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 1136α, ΕΠ. ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, 2010, αρ. 372, Ν.Σ.Κ. 796/1991.

Page 3: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

ελευθεριών κατοχυρωμένων από την Ε.Σ.Δ.Α. έναντι του Κράτους. Από την άποψη αυτή το άρθρο 68 παρ. 1 του ν. 4235/2014 συνιστά ορόσημο μεταβολής των εκπεφρασμένων απόψεων της ελληνικής Πολιτείας6 για την κατά το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. δυνατότητα επέμβασής της στα εσωτερικά ζητήματα της κατά το άρθρο 3 παρ. 1 Συντ. Εκκλησίας και διαφοροποιεί ερμηνευτικά την συνύπαρξη μέσα στο κείμενο του Συντάγματος των άρθρων 3 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 72 παρ. 17. Κατωτέρω θεματοποιούνται οι ρυθμίσεις των υποπαραγράφων της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014.

Ι. Διάκριση Γενικής Κυβέρνησης και Δημόσιου Τομέα από τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας

Στην έγγραφη διαμαρτυρία της Δ.Ι.Σ. προς το αρμόδιο Υπουργείο για την συμπερίληψη του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών ως δικαιούχων χρήσης κρατικών αυτοκινήτων και ως υποκειμένων στις ρυθμίσεις της Κ.Υ.Α. (Εσωτ.-Αποκεντρ.-Οικ.) υπ' αριθμ. 129/2534/20.1.2010 (Β΄ 108) για το όριο κυβισμού αυτοκινήτων των Μητροπόλεών τους, τέθηκε το ζήτημα εάν ο Υπουργός είχε σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση για να συμπεριλάβει και τα οχήματα - περιουσιακά στοιχεία των Ιερών Μητροπόλεων. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους κλήθηκε να γνωμοδοτήσει και απάντησε (Ν.Σ.Κ. 233/20118) ότι τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. εντάσσονται στο δημόσιο τομέα, διότι σε αυτόν ανήκουν «τα κάθε είδους Ν.Π.Δ.Δ.» κατά τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 51 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 1892/1990, ώστε, του νόμου μη διακρίνοντος, περιλαμβάνονται σε αυτόν και τα ν.π.δ.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/19779. Η γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. επιβεβαίωνε την ερμηνευτική νοοτροπία της δημόσιας διοίκησης (και

6. Ως ενδεικτικός της αντίληψης της ελληνικής Πολιτείας για τα παραφερνάλια της νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο ισχυρισμός της Κυβέρνησης στην υπόθεση «Καθολική Εκκλησία των Χανίων κατά Ελλάδος» ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. (προσφυγή αρ. 143/1996/762/963) ότι «η διοικητική ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας θα ήταν δύσκολα συμβατή με τις υποχρεώσεις που επισύρει στην Ελλάδα ή νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, όπως στην περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και ειδικότερα η αποδοχή του γεγονότος ότι η κυβέρνηση, η διοίκηση και τα δικαστήρια παρεμβαίνουν στη διαχρονική οργάνωση και λειτουργία της τελευταίας» (παρ. 45). 7. Για την όλη προβληματική βλ. Ι.Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Ο νόμος 1700/1987 και η πρόσφατη κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας 1988, σελ. 30-32, τον ίδιο, Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους 1994, σελ. 201 -208. 8.http://static.diavgeia.gov.gr/doc/%CE%924%CE%A4%CE%A7%CE%9F%CE%A1%CE%A1%CE%95-%CE%A1%CE%93%CE%95. 9 . Βλ. αντίθετα Γ.Ι. ΔΕΛΛΗ - Κ.Θ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟ, Οι σχέσεις εκκλησίας-κράτους υπό το πρίσμα της υπαγωγής της πρώτης στην έννοια του «ευρύτερου δημόσιου τομέα» και στους κανόνες περί «διαπλοκής», ΕΔΔΔΔ 2001, σελ. 673-675 (παρ. 46-58).

Page 4: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

συχνά της ελληνικής δικαιοσύνης), κατά την οποία το σύνολο της νομοθεσίας για τα κρατικά ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. αφορά κατά το αδιάστικτο γράμμα της τουλάχιστον, και τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ.10. Πρόκειται για μια ιστορικά ριζωμένη προϊδέαση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, που έχει διαποτίσει και την εκκλησιαστική γραφειοκρατία, ανάγεται στην παραδοχή του κρατικού παρεμβατισμού ως πολιτικά και νομικά δεδομένου και γι' αυτό αποτελεί την ερμηνευτική αφετηρία επί τέτοιων νομικών ερωτημάτων. Η κρατική παραγωγή νόμων και κανονιστικών πράξεων για το στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συνδυασμό με την αδράνεια των οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι στις παρεχόμενες προς αυτά νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις του Κ.Χ.Ε.Ε. έφθασε κατ' αποτέλεσμα στο σημείο ερμηνευτικής συρρίκνωσης των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων του ν. 590/1977 από την ελληνική νομολογία11.

Κατά τρόπο θαρραλέο, η υποπαρ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 διευκρίνισε ότι τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/197712 δεν εντάσσονται ως προς έξι θεματικά αντικείμενα (οργάνωση, διοίκηση, εν γένει περιουσιακή και λογιστική διαχείριση, λειτουργούς και προσωπικό) στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (άρθρο 1.Β ν. 2362/1995) και στο Δημόσιο Τομέα (άρθρα 51 παρ. 1 ν. 1892/1990, 1 παρ. 6 ν. 1256/1982, 14 παρ. 1 ν. 2190/1994), όπως εκάστοτε ορίζονται, εκτός εάν υφίσταται ειδική διάταξη, που προβλέπει την ένταξή τους. Ο περιορισμός της εξαίρεσης στα συγκεκριμένα θεματικά αντικείμενα σημαίνει ότι δεν καταργούνται ευεργετικές διατάξεις (π.χ. ατέλειες υπέρ των ν.π.δ.δ., πολεοδομική μεταχείριση ακινήτων των ν.π.δ.δ., προστατευτικές της περιουσίας των ν.π.δ.δ. ρυθμίσεις). Συνεπώς, ο νομοθέτης αντιστρέφει το τεκμήριο υπαγωγής των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. υπέρ του κανόνα της εξαίρεσής τους από το σύνολο των διατάξεων για το Δημόσιο Τομέα και την Γενική Κυβέρνηση, ώστε πλέον, αντί η Εκκλησία να πρέπει να ζητεί την εξαίρεσή της από διατάξεις, που απάδουν στην φύση και την αποστολή Της, θα πρέπει ο νομοθέτης να μεριμνά για την συμπερίληψή Της σε αυτές, όταν το επιθυμεί. Ωστόσο και στην τελευταία αυτή περίπτωση, όταν δεν πρόκειται για την θέσπιση γενικών υποχρεώσεων, που ισχύουν για όλα τα

10. Ανάλυση των συνεπειών του είδους της νομικής προσωπικότητας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και de lege ferenda προτάσεις βλ. Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Η διαπάλη (ό.π.), σελ. 213-219. 11. Βλ. Ε.Σ. (Τμ. VI) 2496/2009 (για την ισχύ του Ν. 3669/2008 στα εκκλησιαστικά έργα) 12. Το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977, όπως αυτή τροποποιείται με την υποπαρ. 4 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014, περιλαμβάνει την Εκκλησία της Ελλάδος, τις Ι. Μητροπόλεις, Ι. Μονές και Ενορίες, το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Αποστολική Διακονία, Εκκλ. Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, τα εκκλ. Ιδρύματα, τα Ι. Προσκυνήματα και τα εκκλ. Μουσεία.

Page 5: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

υποκείμενα δικαίου13, αλλά για εσωτερικά θέματα οργάνωσης, διοίκησης, διαχείρισης και προσωπικού η σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας απαιτείται πριν την άσκηση της αρμοδιότητας της Βουλής (72 παρ. 1 Συντ.). Από την άποψη αυτή, οι παραδοχές της αιτιολογικής έκθεσης υπό το άρθρο 6814 ότι από την ερμηνεία των άρθρων 13 Συντ., 9, 11 Ε.Σ.Δ.Α. απορρέει το δικαίωμα θρησκευτικής αυτονομίας των νομικών προσώπων της Εκκλησίας ως όριο για την νομοθετική εξουσία του Κράτους, έχουν εξιδιασμένο κανονιστικό βάρος, καθώς θεμελιώνουν μία νέα άποψη του νομοθέτη και εισάγουν περιορισμούς στο περιεχόμενο του «οιονεί συνταγματικού εθίμου» της ρύθμισης των εσωτερικών ζητημάτων της ορθόδοξης Εκκλησίας από την Βουλή15.

Περαιτέρω, οι επόμενες ρυθμίσεις της υποπαραγράφου 3 προβλέπουν ότι δεν θίγονται οι γενικές και ειδικές διατάξεις, που προβλέπουν «ρητώς την κρατική εποπτεία επί των ανωτέρω νομικών προσώπων, τη διοίκηση και διαχείρισή τους, το δημοσιονομικό και διαχειριστικό έλεγχό τους, καθώς και τη διαδικασία πρόσληψης και την υπηρεσιακή κατάσταση του κάθε είδους προσωπικού τους», δηλαδή οι διατάξεις περί εποπτείας του Υπουργού Παιδείας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις16, η πρόβλεψη έκτακτου κατασταλτικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου17, η υπαγωγή στον ν. 2190/1994 της διαδικασίας επιλογής λαϊκών υπαλλήλων, που πληρώνονται από το Κράτος18 και η μισθοδοσία τους κατά τις διατάξεις του ν. 4024/201119.

Τρίτος και τελευταίος κανόνας είναι ότι οι συγκεκριμένες διαχειριστικές πράξεις των εκκλησιαστικών φορέων, οι οποίες χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται20 «υπόκεινται στις διατάξεις για τις κρατικές ή δημόσιες συμβάσεις και την εποπτεία και έλεγχο της διαχείρισης κρατικών και ευρωπαϊκών

13. Πρβλ. άρθρο 13 παρ. 4 Συντ. («Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.»)14.http://www.parliament.gr/UserFiles/bbb19498-1ec8-431f-82e6-023bb91713a9/8312834.pdf 15. Κατά τον Χ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, Στοιχεία Εκκλησιαστικού Δικαίου 1994, σελ. 49 το σύστημα σχέσεων υπό το Σύνταγμα 1975 είναι, κατά την κρατούσα άποψη, πολιτειοκρατικό (σύμφωνος ότι έτσι απέβη η ερμηνεία του άρθρου 72 παρ. 1 Συντ. και ο Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Ο νόμος 1700/1987 (ό.π.), σελ. 29 σημ. 50, και σελ. 30-32) Για το οιονεί συνταγματικό έθιμο βλ. Ι.Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Λαϊκό κράτος και επικρατούσα θρησκεία σε : Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Θρησκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία, 2000, σελ. 73.16. Πρόκειται για δέκα περιπτώσεις (14 παρ. 2, 15 παρ. 5 και 6, 26 παρ. 1,2, 34 παρ. 2, 34 παρ. 4 και 6, 36 παρ. 2 και 5, 39 παρ. 3 και 7, 40 παρ. 2, 57 παρ. 5, 46 παρ. 4 ν. 590/1977) βλ. Θ.Δ. Παπαγεωργίου, Ασκεί «εποπτείαν» το Κράτος επί της Εκκλησίας ; ΕΚΚΛΗΣΙΑ 2012, σελ. 652-653. 17. Άρθρα 57 ν. 1591/1986, 85 ν. 1892/1990, 77 ν. 1943/1991. 18. Άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ν. 3812/2009. 19. Άρθρα 4-32(Κεφάλαιο Β΄) ν. 4024/2011. 20. Για την διαφορά επιχορήγησης και χρηματοδότησης βλ. άρθρο 41 παρ. 1, 2 ν. 4129/2013.

Page 6: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

πόρων». Η ratio της ρύθμισης αποπνέει μία στάθμιση : η χρηματοδότηση με δημόσιο χρήμα διαχειριστικών πράξεων αλλοιώνει την φύση των εννόμων αυτών σχέσεων προς την κατεύθυνση υπαγωγής τους στο ίδιο νομοθετικό καθεστώς, που ακολουθεί ο δημόσιος τομέας ή τουλάχιστον δικαιολογεί το ενδιαφέρον του νομοθέτη να επιβάλλει στον λήπτη των δημόσιων πόρων τους κανόνες διαχείρισής τους21. Η διάταξη αυτή λειτουργεί συνεπώς ανταγωνιστικά προς την νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 46 παρ. 2 του ν. 590/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την υποπαρ. 6 του άρθρου 68 παρ. 1 του ν. 4235/2014.

ΙΙ. Διεύρυνση των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου της Εκκλησίας

Οι υποπαράγραφοι 4, 5 και της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 διεύρυναν σημαντικά τις κατηγορίες νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία μπορούν να ιδρύονται με την πρωτοβουλία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Χαρακτηρίζονται πλέον ρητά ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (με σχετική προσθήκη στο άρθρο 1 παρ. 4 ΚΧΕΕ) και τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα του άρθρου 29 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε., τα εκκλησιαστικά Μουσεία του άρθρου 45 Κ.Χ.Ε.Ε. και τα Ιερά Προσκυνήματα του άρθρου 59 Κ.Χ.Ε.Ε..

Σε ό,τι αφορά τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα διευκρινίσθηκε το ζήτημα, που είχε αμφισβητηθεί από την Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. (250/2005) με συνέπεια την διοικητική και συναλλακτική εκθεμελίωση της λειτουργίας τους. To N.Σ.Κ. θεώρησε, ότι ελλείψει ρητής μνείας στο άρθρο 29 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε., τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα, που συνιστώνται με Κανονισμούς, τους οποίους ψηφίζει η Δ.Ι.Σ. (στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της να ρυθμίζει «τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων … και ειδικώς θέματα επί μέρους Μητροπόλεων … τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως»), δεν μπορούν να έχουν νομική προσωπικότητα (ιδιωτικού δικαίου), εάν δεν έχουν ιδρυθεί κατά τις περί Ιδρυμάτων διατάξεις του ΑΚ (108 επομ.) -η αρχή του numerus clausus των νομικών προσώπων αποκλείει την σύσταση νέου είδους νομικού προσώπου, για τις προϋποθέσεις ίδρυσης του οποίου δεν κάνει λόγο ο τυπικός νομοθέτης. Στην εκκλησιαστική πράξη έχουν συσταθεί με τέτοιους Κανονισμούς εκκλησιαστικά Ιδρύματα, τα οποία κατά τον Κανονισμό λειτουργίας

21. Ίδια λογική υπερείδει τα άρθρα 14 παρ. 1 περ. ι΄ ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ν. 3812/2009, 4 παρ. 1 εδαφ. 2 περ. ζ΄ ν. 4024/2011 (για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους και τους θρησκευτικούς λειτουργούς, των οποίων η μισθοδοσία «επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό»)

Page 7: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

τους αναφέρονταν είτε ως «εξαρτημένες υπηρεσίες αυτοτελούς διαχείρισης» της οικείας Ενορίας ή Ι. Μητροπόλεως είτε ως «μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου». Η λειτουργία των δεύτερων (άπαντα είχαν λάβει Α.Φ.Μ., είχαν αναπτύξει συναλλακτικές έννομες σχέσεις με τρίτους, είχαν δηλωθεί ως εργοδότες στο Ι.Κ.Α. κ.λπ.) τέθηκε συνεπώς υπό αμφισβήτηση μετά την παραπάνω γενόμενη δεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών γνωμοδότηση και με απρόβλεπτης έκτασης παρενέργειες.

Ο νομοθέτης έλυσε το θέμα κατά διττό τρόπο, με πάγια και μεταβατική ρύθμιση, ορίζοντας ότι τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα μπορούν να ιδρύονται από την Δ.Ι.Σ. ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφ' όσον τούτο ορίζεται στον Κανονισμό λειτουργίας τους, ο οποίος θα πρέπει να έχει ένα ελάχιστο και αναγκαίο κατά νόμον περιεχόμενο : «τους εν γένει κανόνες λειτουργίας και διαχείρισής τους, με τους οποίους καθορίζεται οπωσδήποτε η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκησή του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσής του». Με την μεταβατική ρύθμιση της υποπαραγράφου 5.β. της παρ. 1 του άρθρου 68 δόθηκε ενιαύσια προθεσμία για όσους Κανονισμούς Ιδρυμάτων δεν πληρούσαν τις παραπάνω προϋποθέσεις ώστε να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της υποπαρ. 5.α και να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα -διαφορετικά, εξυπακούεται ότι θα εξακολουθήσουν την λειτουργία τους ως υπηρεσίες του οικείου νομικού προσώπου, χωρίς νομική αυτοτέλεια. Θεωρώ ότι και μετά την προσθήκη εδαφίων στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 590/1977 δεν αποκλείεται η δυνατότητα να συνεχίσουν στο μέλλον να συνιστώνται «Ιδρύματα» υπό την μορφή της εξαρτημένης υπηρεσίας του οικείου νομικού προσώπου, νομική συνέπεια στην οποία άλλωστε κατέληγε και το Ν.Σ.Κ. (250/2005) υπό την (μέχρι την ισχύ του ν. 4235/2014) διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 29, η οποία δεν καταργήθηκε από την νέα διάταξη, αλλά απλώς συμπληρώθηκε και δη κατά τρόπο, που δεν δικαιολογεί την e contrario ερμηνεία των νέων διατάξεων ως αποκλειουσών την εξακολούθηση της σύστασης «Ιδρυμάτων» με την μορφή της υπηρεσίας - ομάδας περιουσίας αυτοτελούς διαχείρισης.

Η ιδιαιτερότητα του νέου είδους νομικού προσώπου, παρά την ταυτωνυμία του προς τον αντίστοιχο θεσμό του άρθρου 108 ΑΚ, είναι ότι δεν απαιτείται ρητώς η διάθεση περιουσίας κατά την ίδρυσή του. Στο σημείο αυτό επικυρώνεται νομοθετικά η πρακτική ίδρυσης εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, χωρίς την διάθεση περιουσίας κατά την σύστασή τους, για τα οποία υφίσταται

Page 8: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

πρόβλεψη μελλοντικών πόρων στον Κανονισμό λειτουργίας τους, οι οποίοι από την διατύπωση των οικείων διατάξεων προέκυπταν ως δυνητικοί.

Επίσης πολύ σημαντική ρύθμιση είναι η σχεδόν πλήρης εξαίρεση όλων των εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, που διαχειρίζονται περιουσίες που διατέθηκαν σε εκκλησιαστικούς φορείς εν ζωή ή αιτία θανάτου, από τον Κώδικα Κοινωφελών Περιουσίων (ν. 4182/2013), οι διατάξεις του οποίου (άρθρα 10-11) προβλέπεται ότι εφαρμόζονται μόνον για την μεταβολή του σκοπού τους σε συνδυασμό με το άρθρο 109 Συντ..

Για τα υφιστάμενα Ιερά Προσκυνήματα είχε γίνει δεκτό στη θεωρία ότι υπό την ισχύ του ν. 590/1977 μετατράπηκαν αθρόως σε ν.π.ι.δ., επειδή η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 χαρακτήριζε ως ν.π.ι.δ. όλα τα τότε λειτουργούντα εκκλησιαστικά Ιδρύματα, στα οποία νοηματικώς υπάγονται τα Ιερά Προσκυνήματα22. Μάλιστα η ευρύτατη εξουσιοδότηση προς την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.) να ρυθμίζει με Κανονισμούς τη διοίκηση και διαχείρισή τους «ανεξαρτήτως της μέχρι τούδε νομικής αυτών μορφής και καταστάσεως» ερμηνεύθηκε ότι θεμελιώνει αρμοδιότητα ρύθμισης της λειτουργίας των Προσκυνημάτων από την Ι.Σ.Ι., ακόμα και κατά κατάργηση τυχόν προϋφιστάμενων του Κ.Χ.Ε.Ε., ειδικών νομοθετικών διατάξεων ή κανονιστικών διατάξεων κρατικής προέλευσης23.

Ο χαρακτηρισμός των εκκλησιαστικών Μουσείων του άρθρου 45 παρ. 5 Κ.Χ.Ε.Ε. ως αυτοτελών ν.π.ι.δ. αναμένεται να βοηθήσει την ανάπτυξη εννόμων σχέσεων, συχνά απαραίτητων για την υπαγωγή τους σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, ενώ παράλληλα ενισχύει θεσμικά την κατά το άρθρο 45 παρ. 5 Κ.Χ.Ε.Ε. αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων να προστατεύουν τα θρησκευτικά μνημεία τους, επί των οποίων ο νομοθέτης έχει επαναφέρει και διατηρεί την κυριότητά τους (άρθρο 73 παρ. 1 ν. 3028/2002)24, ακόμα και εάν

22. ΣΠ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Περί της νομικής φύσεως των Ιερών Προσκυνημάτων κατά την ισχύουσαν νομοθεσίαν, 1982, σελ. 9. Το άρθρο 1 παρ. 4 ν.δ. 126/1969 χαρακτήριζε τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα ως ν.π.δ.δ. και το άρθρο 1 παρ. 4 του ισχύοντος Κ.Χ.Ε.Ε. όρισε ότι τα εκκλησιαστικά Καθιδρύματα της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ι. Μητροπόλεων «τα λειτουργούντα μέχρι της ισχύος του παρόντος και κεκτημένα νομικήν προσωπικότητα» καθίστανται ν.π.ι.δ.. 23. ΣΠ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ό.π., σελ. 10, Α. ΜΑΡΙΝΟΣ, γνωμοδότηση 79/5.8.2006, αδημ. (για το καθεστώς του θρησκευτικού και κοινωφελούς ν.π.δ.δ. κατά το β.δ. 924/1966 και μετονομασθέντος κατά την Κανονιστική Διάταξη 47/1973 της Ι. Συνόδου ως Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος «Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά»). Στην ερμηνεία αυτή βασίζεται ο Κανονισμός 210/2010, που αναγνωρίζει ως Προσκύνημα κατά το άρθρο 59 παρ. 1 Κ.Χ.Ε.Ε. τους Ι. Ναούς του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» και ρυθμίζει τη διοίκηση και διαχείρισή τους κατά πλήρη σχεδόν κατάργηση του β.δ. 924/1966 (διατήρησε μόνο την νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου). 24. Θ.Δ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η τύχη της περιουσίας των διαλελυμένων Μονών, Νομοκανονικά 1/2008, σελ. 70, Θ. ΤΣΙΒΟΛΑΣ, Η έννομη προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών, 2013, σελ. 164.

Page 9: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

είναι αρχαία, δηλ. προγενέστερα του 1830, κατ' εξαίρεση του κανόνα της κυριότητας του Δημοσίου25.

ΙΙΙ. Διεύρυνση της κανονιστικής αυτονομίας και της δικαιοπρακτικής ελευθερίας επί της εκκλησιαστικής περιουσίας

Α. Μπροστά στο ενδεχόμενο της ελεύθερης και ακώλυτης από κάθε κοσμική επέμβαση διοίκησης, προστασίας, διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας υπήρχε διαχρονικά μια δυστοκία του νομοθέτη και της διοίκησης. Είναι επί πλέον αλήθεια ότι βασική αδυναμία και ταυτόχρονα ιδεολογική επιλογή του ισχύοντος Κ.Χ.Ε.Ε. είναι ότι οι συσσωματώσεις του εκκλησιαστικού γεγονότος (Μητροπόλεις, Ενορίες, Μονές) κηρύχθηκαν συλλήβδην νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από τον νομοθέτη, χωρίς παράλληλη πρόβλεψη γενναίων νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων για την αυτορρύθμιση θεμάτων της οργάνωσης, διοίκησης και διαχείρισής τους, τα οποία δεν κανονίζονται στον Κ.Χ.Ε.Ε.. Επί πλέον δε κάποιες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις λόγω των γενικόλογων διατυπώσεών τους απέχουν από τα διαμορφωμένα υπό το άρθρο 43 παρ. 2 Συντ. νομολογιακά κριτήρια σαφήνειας και ειδικότητας26.

Κατά την μέχρι πρότινος διατύπωση του άρθρου 46 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε. διδόταν νομοθετική εξουσιοδότηση στην Ι.Σ.Ι. ώστε να ψηφίζει Κανονισμούς για τον τρόπο «διοικήσεως, διαχειρίσεως και της εν γένει αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας ήτοι της μοναστηριακής, διατηρητέας τε και μη, της Μητροπολιτικής, ενοριακής και της ανηκούσης εις τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Ως είχε διατυπωμένη η νομοθετική εξουσιοδότηση υπονοούσε την δυνατότητα ψήφισης ενιαίων Κανονισμών με διατοπική ισχύ στο κανονικό έδαφος της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι Κανονισμών ανά εκκλησιαστικό φορέα, γεγονός που αποθάρρυνε την Ι.Σ.Ι. να εγκρίνει με βάση την αρχή της πλειοψηφίας Κανονισμούς ακόμα και για Μητροπόλεις, των οποίων οι Μητροπολίτες ενδεχομένως θα μειοψηφούσαν κατά τη διαδικασία ψήφισής τους. Παράλληλα, το πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης, μέσα στο οποίο δύναται να κινηθεί το εξουσιοδοτούμενο όργανο διαμορφωνόταν «βάσει των ιερών

25. ΣΠ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Αρχαία μνημεία στην Εκκλησία της Ελλάδος, ΕΚΚΛΗΣΙΑ 2006, σελ. 31, 32. 26. ΣτΕ (Ολομ.) 4025/1998, ΣτΕ (Ολομ.) 2815/2004, ΣτΕ 125/2009, ΣτΕ 445/2010. Ωστόσο κατά τον Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟ (Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες, 2000, σελ. 188-194) η συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 43 παρ. 2, 72 παρ.1 και 13 παρ. 1 Συντ. δικαιολογεί ως συνταγματικά έγκυρες και νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις ευρύτατα διατυπωμένες προς έκδοση κανονιστικών πράξεων από όργανα της Εκκλησίας για την ρύθμιση των εκκλησιαστικών θεμάτων.

Page 10: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

κανόνων και των νόμων της Πολιτείας». Η επιφύλαξη υπέρ των νόμων της Πολιτείας καθιστούσε εκ προοιμίου την κανονιστική αυτονομία της Εκκλησίας άνευ αντικειμένου, διότι υφίσταται ένα εξαντλητικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο της Πολιτείας για την διαχείριση της δημόσιας περιουσίας. Συνέπεια του συνδυασμού των παραπάνω αντικινήτρων ήταν ότι από το 1977 μέχρι σήμερα δεν είχε εκδοθεί (πλην των οργανωτικών Κανονισμών της Ε.Κ.Υ.Ο. και του Κανονισμού 229/201127) κανένας Κανονισμός με ουσιαστικές ρυθμίσεις για τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Με την νέα ρύθμιση κατακερματίζεται τοπικά η δυνατότητα έκδοσης Κανονισμών ανά εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο (ακόμα και εντός της ίδιας Ι. Μητρόπολης) και περιέρχεται η σχετική αρμοδιότητα στη Δ.Ι.Σ.28, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα έκδοσης Κανονισμών με διατοπική ισχύ για την ενιαία ρύθμιση θεμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας από την Ι.Σ.Ι.. Τέλος, η διατύπωση της νομοθετικής εξουσιοδότησης είναι πλέον αρκετά αναλυτική, και αφορά τον τρόπο «διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παράγραφος 4».

Β. Με τις διατάξεις των υποπαραγράφων 7 και 9 της παρ. 1 του άρθρου 68 επιτρέπεται στα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. η σύσταση εταιρειών κερδοσκοπικών ή μη και «δικαιώματος επιφάνειας» στα ακίνητά τους αντίστοιχα.

i. Η προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 46 παρ. 3 Κ.Χ.Ε.Ε. προέβλεπε την ανάγκη έκδοσης ειδικού νόμου για την σύσταση Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. και με ειδικό σκοπό την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με την νέα διάταξη αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 46 και α) καταργείται η ανάγκη έκδοσης ειδικού νόμου, η οποία στην πράξη είχε καταργηθεί εν μέρει για την Εκκλησία της Ελλάδος (άρθρο 52 παρ. 2 εδαφ. 3 ν. 2778/1999) και κατά τα λοιπά είχε ατονήσει και ήταν αντισυνταγματική (4 παρ. 1, 5 παρ. 1 Συντ.), β) επιτρέπεται η σύσταση εταιρειών κάθε μορφής κερδοσκοπικών ή όχι, μονοπρόσωπων ή μη, γ) ο καταστατικός σκοπός πρέπει να είναι η «υποστήριξη του θρησκευτικού, μορφωτικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού έργου», δ) απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή στις εταιρείες, που ιδρύουν οι εκκλησιαστικοί

27. Κανονισμός 229/2011 «Περί προστασίας των διαλελυμένων και ερημωθεισών Ιερών Μονών και των Εκκλησιαστικών Μνημείων» (Α΄ 253). 28. Πρώτη χρήση της νομοθετικής εξουσιοδότησης έγινε με τον Κανονισμό 255/2014 «Περί αναθέσεως και εκτελέσεως παρά της Εκκλησίας της Ελλάδος συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών» (Α΄ 95/15.4.2014).

Page 11: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

φορείς φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου που επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό. Η δυνατότητα σύστασης μονοπρόσωπης εταιρείας δεν αποτελεί καινοτομία για τις Α.Ε. και ΕΠΕ29, αποτελεί όμως νεωτερισμό για τις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, καθώς μόνο η Εκκλησία της Ελλάδος είχε μέχρι τον ν. 4235/2014 αυτή τη δυνατότητα δυνάμει του άρθρου 52 παρ. 2 εδαφ. 3 του ν. 2778/1999. Η τελευταία ρύθμιση, που κάθε άλλο παρά διακρίνεται για την νομοτεχνική της ακρίβεια30, καταργούσε εν μέρει την παρ. 3 του άρθρου 46 για την Εκκλησία της Ελλάδος επιτρέποντας ως προς Αυτήν την σύσταση εταιρειών, χωρίς την πρότερη έκδοση νόμου, ενώ οι Ι. Μητροπόλεις μπορούσαν να συμμετέχουν σε αυτές τις εταιρείες της Εκκλησίας της Ελλάδος «μετά από άδεια της Δ.Ι.Σ.», διάταξη που υπονοούσε ως απαγορευμένη για τα λοιπά -πλην της Εκκλησίας της Ελλάδος- εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα την σύσταση εταιρειών χωρίς ειδικό νόμο. Η απλούστερη λύση απέναντι σε αυτόν τον κρατικό πατερναλισμό θα ήταν η κατάργηση της παρ. 3 του άρθρου 47 και η σιωπή του νομοθέτη κατά τα λοιπά, ώστε να ισχύουν αυτοθρόως οι διατάξεις του αστικού και εμπορικού δικαίου. Τελικά επιλέχθηκε και πάλι η μέθοδος να επιτραπεί από τον νομοθέτη, ως μη συνταγματικά αυτονόητη, η σύσταση εταιρειών. Εν πάση περιπτώσει, η νέα ρύθμιση κινείται σε σαφώς πιο ανεκτή, συνταγματικά, γραμμή, αν και η απαγόρευση συμμετοχής κερδοσκοπικών ν.π. ή ιδιωτών στις εκκλησιαστικές εταιρείες, ακόμα και εάν είναι κατά το τυπικό κριτήριο κερδοσκοπικές, δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί και αναδίδει μια κρατική ανησυχία για την τήρηση των Ιερών Κανόνων εκ μέρους της Εκκλησίας, η οποία εκδηλούται ανωτέρωθεν και έξωθεν της Εκκλησίας. Πάντως ο παραπάνω περιορισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί αντίστροφα προς την κατεύθυνση ότι απαγορεύεται σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο να συμμετέχει π.χ. ως μέτοχος σε εταιρεία, που έχουν ιδρύσει κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες (π.χ. τραπεζική Α.Ε.) γεγονός που, πρακτικά, εκμηδενίζει τη δραστικότητα του περιορισμού.

ii. Η θέσπιση του δικαιώματος του περιορισμένου εμπράγματου «δικαιώματος επιφάνειας» και για τα ακίνητα των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. με την υποπαράγραφο 9 της παρ. 1 του άρθρου 68 χρειάσθηκε λόγω του κανόνα της υποπαρ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 68, ο οποίος εξαιρεί τους φορείς της Εκκλησίας,

29. Άρθρα 1 παρ. 3 ν. 2190/1920, 43α ν. 3190/1955.30. «2. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) με αποφάσεις της δύναται η ίδια ή δια της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.) να συνιστά ανώνυμες εταιρίες ή εταιρίες περιορισμένης ευθύνης … . Στις ιδρυόμενες κατά τα άνω εταιρίες δύναται μετά από έγκριση της Δ.Ι.Σ. να συμμετέχουν Ιερές Μητροπόλεις ή άλλοι φορείς με τη σχετική απόφαση ποσοστό συμμετοχής σε αυτές. Η Δ.Ι.Σ. δύναται να συνιστά μόνη ή με άλλους φορείς από κοινού εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα».

Page 12: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

πλην άλλων, και από τους κανόνες διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, επομένως και από τα άρθρα 18-26 του ν. 3986/2011, που θέσπισαν το δικαίωμα αυτό για τα δημόσια κτήματα31. Ουσιαστικά αποτελεί μία μορφή κυριότητας σε οικοδόμημα ή εγκατάσταση επί του εδάφους χωρίς συγκυριότητα στο έδαφος, κατ' εξαίρεση δηλ. του κανόνα ότι «τα υπερκείμενα είκει τοις υποκειμένοις» (Gaius, 2.73: «…superficies solo cedit»), συνιστάται δια συμβολαιογραφικής συμφωνίας μεταξύ ιδιοκτήτη και «επιφανειούχου» είτε δωρεάν είτε έναντι ανταλλάγματος καταβαλλόμενου περιοδικά ή εφ' άπαξ («εδαφονόμιο») και η συμφωνία μεταγράφεται στο υποθηκοφυλακείο και καταχωρίζεται στα κτηματολογικά βιβλία32. Αποτελεί χρήσιμο μέσο χρηματοδότησης, γιατί και ο επιφανειούχος μπορεί να δανειοδοτηθεί υποθηκεύοντας το δικαίωμα επιφάνειας στα μελλοντικά οικοδομήματα, αλλά και ο ιδιοκτήτης δύναται να τιτλοποιήση τις μελλοντικές απαιτήσεις του από το εδαφονόμιο και να τις εκχωρήσει σε τρίτον, ο οποίος θα τις προεξοφλήσει και ακολούθως θα εισπράττει περιοδικώς το εδαφονόμιο, χωρίς πλέον ο ιδιοκτήτης να φέρει τον κίνδυνο της πορείας της επένδυσης του επιφανειούχου.

IV. Διεύρυνση δυνατότητας δωρεών εκκλησιαστικών ή δημοσίων ακινήτων για δημόσιους ή εκκλησιαστικούς σκοπούς

Η υποπαράγραφος 7 της παρ. 1 του άρθρου 68 αναδιατύπωσε το άρθρο 46 παρ. 3 του ν. 590/1977 και επανέφερε σε ισχύ τη δυνατότητα δωρεάς κυριότητας ακινήτων του Δημοσίου για τους σκοπούς της παρ. 1 του άρθρου 47 33, καθ' όσον είχε καταργηθεί για τα αγροτικά ακίνητα δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1.β του ν. 4061/2012, που επέτρεπε πλέον μόνον την κατά χρήση παραχώρηση. Διατηρείται επίσης η δυνατότητα δωρεάς ακινήτων Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. προς εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και προστίθεται νέα ρύθμιση ότι απαλλάσσονται των τελών μεταγραφής οι παραπάνω μεταβιβάσεις, όπως και οι άνευ ανταλλάγματος μεταβιβάσεις ακινήτων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή ιδιωτών, επί των οποίων λειτουργεί ή με σκοπό να ανεγερθεί Ι. Ναός ή Επισκοπείο ή Ι. Μονή, προς το οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ή μεταξύ

31. Εκεί περιλαμβάνονται κατά το άρθρο 18 παρ. 4 ν. 3986/2011 «τα ακίνητα οποιασδήποτε φύσης που ανήκουν…, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», αλλά μετά την ισχύ του άρθρου 68 παρ. 1 υποπαρ. 3 του ν. 4235/2014 η ρύθμιση πλέον δεν αφορά τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ..32. Βλ. πιο αναλυτικά ΕΥ. ΠΕΡΑΚΗ, Η μερική (επαν)εισαγωγή του εμπράγματου δικαιώματος της επιφάνειας (Ν. 3986/2011), ΕφΑΔ 2012, 652-665 33. Άρθρο 47 παρ. 1 Κ.Χ.Ε.Ε. : «εξυπηρετούν αμέσως ή εμμέσως την εκπλήρωσιν φιλανθρωπικών ή μορφωτικών σκοπών της Εκκλησίας της Ελλάδος ή νομικών προσώπων αυτής»

Page 13: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

εκκλησιαστικών νομικών προσώπων του Κ.Χ.Ε.Ε.34 προκειμένου να εξυπηρετηθεί η λειτουργία τους.

V. Θέσπιση νέου είδους συμβολαιογραφικού εγγράφου καταγραφής της εκκλησιαστικής περιουσίας

Η διάταξη της υποπαρ. 8 της παρ.1 του άρθρου 68 θεσπίζει νέο είδος συμβολαιογραφικού εγγράφου, την «έκθεση απογραφής», η οποία συντάσσεται μονομερώς από τον Μητροπολίτη για συγκεκριμένες κατηγορίες εκκλησιαστικών ακινήτων, δεν θεωρείται μεταβιβαστική δικαιώματος δικαιοπραξία (επομένως δεν υπόκειται στις διατυπώσεις των συστατικών ή εκποιητικών εμπράγματων δικαιοπραξιών35), έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα (αποτελεί πράξη αναγνώρισης και καταγραφής εμπράγματου δικαιώματος) και αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία αναγνώρισης της ύπαρξης ή αυτοδίκαιης περιέλευσης προϋφιστάμενου εμπράγματου δικαιώματος με αναδρομική ισχύ, συντάσσεται και μεταγράφεται χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη.

Το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της έκθεσης απογραφής αφορά : α) ακίνητα νεοπαγών Μητροπόλεων ή Ενοριών. Για τα ακίνητα αυτά ο νομοθέτης θεσπίζει τον κανόνα της οιονεί καθολικής διαδοχής. Έτσι π.χ. καταργείται η κοστοβόρα πρακτική της μεταβίβασης ακινήτων από Μητρόπολη ή Ενορία σε νεοπαγή Μητρόπολη ή Ενορία, που προήλθε με απόσπαση εδάφους από προϋφιστάμενη Μητρόπολη ή Ενορία, η οποία τακτική ακολουθείτο εν όψει της έλλειψης κανόνα δικαίου για την αυτοδίκαιη σύσταση κυριότητας του νέου νομικού προσώπου. Η έκθεση απογραφής μπορεί να εφαρμοσθεί όχι μόνο σε περίπτωση δημιουργίας Μητρόπολης ή Ενορίας με απόσπαση εδάφους υπό την ισχύ του ν. 590/1977, αλλά και σε περίπτωση «οποτεδήποτε σύστασης» Ι. Μητρόπολης ή Ενορίας, ακόμα και πριν την ισχύ του Κ.Χ.Ε.Ε., οπότε συνιστά χρήσιμο αποδεικτικό μέσο ακόμα και για την απόδειξη της οιονεί καθολικής διαδοχής των Ι. Μητροπόλεων ή Ενοριών του ν. 590/1977 ως προς την ακίνητη περιουσία των εν Ελλάδι παλαιότερων Επισκοπών ή Ενοριών ή Χριστιανικών Κοινοτήτων, που λειτουργούσαν προ της ισχύος του Κ.Χ.Ε.Ε. εντός της αυτής εδαφικής περιφέρειας. Η έκθεση εγκρίνεται από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο ή

34. Ως εκ της γενικότητάς της ρύθμισης καλύπτονται οι μεταβιβάσεις μεταξύ όλων των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. (1 παρ. 4, 29 παρ. 2, 45 παρ. 5, 46 παρ. 3, 59 παρ.1 Κ.Χ.Ε.Ε.). 35. Δεν απαιτείται επισύναψη υπεύθυνης δήλωσης μηχανικού (23 παρ. 4 ν. 4014/2011), οικοδομικής άδειας ή υπεύθυνης δήλωσης περί του χρόνου ανεγέρσεως κατασκευής (17 παρ. 12 ν. 1337/1983) ή πιστοποιητικού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας (54Α ν. 4174/2013).

Page 14: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ανάλογα εάν πρόκειται για ενοριακό ή μητροπολιτικό ακίνητο. Επίσης έκθεση απογραφής μπορεί να συνταχθεί για την αναγνώριση εμπράγματου δικαιώματος μοναστηριακών ακινήτων και ακινήτων Ναών : β) όταν συγχωνεύεται Ιερά Μονή με άλλη Ι. Μονή, γ) όταν ανασυστήνεται Ιερά Μονή, δ) όταν διαλελυμένη ή ερημωθείσα Ιερά Μονή36 καθίσταται μετόχιο άλλης Μονής, ε) όταν Ιερός Ναός (και εδώ πρέπει να νοηθεί ο Ι. Ναός μετά της περιουσίας του37) «προσαρτάται» σε νομικό πρόσωπο του άρθρου 1 παρ. 4 Κ.Χ.Ε.Ε.. Ο νομοθέτης δεν ορίζει τι αποτελεί προσάρτηση και παραπέμπει με την ορολογική αυτή επιλογή στο ανοικτό περιεχόμενο και την τυπολογία, που μπορεί να προσλαμβάνει (κατά την χρήση από την Δ.Ι.Σ. ή την Ι.Σ.Ι. των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων των άρθρων 36 παρ. 6, 46 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.) η περιουσιακή υπαγωγή Ναού σε άλλο νομικό πρόσωπο όπως π.χ. απόσπαση Ναού από Ενορία ή Προσκύνημα και κήρυξή του ως Μητροπολιτικού Παρεκκλησίου (13 παρ. 6 Κανονισμού 8/1979) ή υπαγωγή Παρεκκλησίου ή Εξωκκλησίου σε Ενορία (άρθρα 1 περ. α΄ Κανονισμού 8/1979), και τέλος, στ) όταν Ιερός Ναός (κάθε είδους, Ενοριακός, μετόχιο Ιεράς Μονής κ.λπ., περιλαμβανομένου και του Ναού διαλελυμένης ή ερημωθείσας Μονής) καθίσταται Ναός νεοϊδρυόμενης Ιεράς Μονής.

Κοινό στοιχείο της έκθεσης απογραφής του άρθρου 47 παρ. 3 περ. β΄ Κ.Χ.Ε.Ε. και των μονομερών συμβολαιογραφικών δηλώσεων των άρθρων 7 ν. 3800/1957, 88 α.ν. 2200/1940, 62 παρ. 1 ΚΧΕΕ38 είναι ότι δεν πρόκειται για συστατικούς τίτλους ιδιοκτησίας, αλλά αποδεικτικά συμβολαιογραφικά έγγραφα, μονομερείς πράξεις καταγραφής εμπράγματων δικαιωμάτων39. Κρίσιμη διαφορά της ρύθμισης για την έκθεση απογραφής είναι ότι δεν ενδιαφέρει ο χρόνος κτήσης της κυριότητας, σε αντιδιαστολή προς τα άρθρα 7 ν. 3800/1957, 88 α.ν. 2200/1940, που αφορούν εκκλησιαστικά ακίνητα κατεχόμενα από της τουρκοκρατίας ή ενετοκρατίας. Πάντως η δυνατότητα ειδικά της μονομερούς αναγνώρισης και καταγραφής εμπραγμάτων δικαιωμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν αποτελεί παράβαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1, 17 παρ. 1 Συντ.) έναντι των ιδιωτών, καθ' όσον δεν αποτελεί κάποια πρωτοτυπία στην 36. Για τον ορισμό της διαλελυμένης και της ερημωθείσας Μονής βλ. άρθρο 1 Κανονισμού 229/2011 (Α΄ 253). 37. Για την νομική προσωπικότητα των Ι. Ναών στις Νέες Χώρες, βλ. ΑΠ (Oλομ) 1741/1980, NoB 1981, 1224, AΠ 1527/2012, ΤΝΠ Ισοκράτης, AΠ 1298/2008, ΝοΒ 2008, 619, ΑΠ 1056/2013, ΝοΒ 2013, 2701.38. Ο νομοθέτης (2 παρ. 2 περ. ΙΓ΄ ν. 4030/2011 = 53 ν. 4178/2013) επιλύοντας τις νομολογιακές αμφιβολίες προέβλεψε ότι οι δηλώσεις των ανωτέρω διατάξεων α) συντάσσονται και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του εκκλησιαστικού ν.π., β) εφαρμόζονται και για μοναστηριακά ακίνητα (επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής τους). 39. Γα τις διατάξεις αυτές βλ. Θ.Δ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Τυπική τακτοποίηση και δημιουργία ελλειπόντων Τίτλων Ιδιοκτησίας για εκκλησιαστικά ακίνητα (άρθρα 7 του ν. 3800/1957 και 88 του α.ν. 2200/1940), ΕΚΚΛΗΣΙΑ 2010, 349-354.

Page 15: μεταβολές του ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977)

ιστορία των νομικών ανακαλύψεων, που επινόησε ο νομοθέτης ειδικά υπέρ των εκκλησιαστικών φορέων40. Στην πραγματικότητα αποτελεί μεταφορά στον Κ.Χ.Ε.Ε. της αντίστοιχης ιδέας καταγραφής δημοσίου κτήματος στο βιβλίο καταγραφής δημοσίων κτημάτων (Β.Κ.): η καταγραφή από την Κτηματική Υπηρεσία έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και φυσικά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τρίτος να αποδείξει εξώδικα (8-12 α.ν. 1539/1938) ή δικαστικά εμπράγματο δικαίωμά του στο καταγραφέν ακίνητο. Παράλληλα η νέα ρύθμιση υπακούει στην θεμελιώδη για το εμπράγματο δίκαιο των ακινήτων αρχή της δημοσιότητας. Η έκθεση απογραφής, παρά την ευρεία διατύπωση της σχετικής διάταξης δεν μπορεί να καλύψει ει μη μόνον ορισμένες περιπτώσεις από την εκτενή ειδολογία εκκλησιαστικών ακινήτων, τα οποία νέμονται ή επί των οποίων προβάλλουν δικαιώματα οι εκκλησιαστικοί φορείς χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας. Φυσικά η μετά λόγου και υπεύθυνη χρήση της από την πλευρά των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων αποτελεί βασική παράμετρο για την ομαλή υποδοχή, ερμηνεία και αφομοίωση της νέας ρύθμισης από την πλευρά της διοίκησης και της δικαιοσύνης, από τις οποίες επηρεάζεται αποφασιστικά το προσδόκιμο επιβίωσης και η ερμηνευτική διαστολή ή συστολή των σχετικών διατάξεων.

40. Πρωτόλεια αναγνώριση της δυνατότητας μονομερούς καταγραφής αποτελούσε η ρύθμιση περί των «Μοναστηριακών Κωδήκων» ή «Βρεβίων» κατά τα Β.Δ. της 21.7.1836, Β.Δ. της 12.2.1857, παρ. Ζ΄ του Β.Δ. της 28.7.1858 (Α΄ 42), άρθρο Ζ΄ Υπουργικής Οδηγίας (Εκκλησιαστικών) υπ' αριθμ. 4064/1110 της 4.3.1859 (βλ. Α.Ζ. ΜΑΜΟΥΚΑ, Τα Μοναστηριακά, σελ. ιβ΄, ιζ΄, και Παράρτημα σελ. 5 και στοιχ. Ε΄ σελ. 35, 36). Βλ. αναδρομική αναγνώριση κυριότητας στις Νέες Χώρες, άρθρο 3 παρ 6 ν. 2508/1920.