Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

26
αιώνια επιστροφή, Nietzsche: Η έννοια της 'αιώνιας επιστροφής' των γεγονότων στον Nietzsche, και συνεπώς της επανάληψης του παρελθόντος στο μέλλον, τίθεται ως διαπίστωση και ως πρόκληση για τον υπεράνθρωπο. Παρότι ο Nietzsche δίνει ελάχιστα στοιχεία για το πρώτο (η διαπίστωση εισέρχεται στον Ζαρατούστρα στο έργο Τάδε έφη Ζαρατούστρα μέσω οράματος), το δεύτερο δοκιμάζει την ελεύθερη βούληση και την ισχύ του υποκειμένου να οικοδομήσει γνωρίζοντας εκ των προτέρων την κατάληξη των ενεργειών του. αλήθεια, Kierkegaard: Αποτελεί την αλήθεια του υποκειμένου μέσα από την προσωπική του ύπαρξη και τα βιώματα της ατομικής δράσης. Αντιτίθεται στην αντικειμενική αλήθεια ως όλο του Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel), εφόσον ο Kierkegaard αντιτίθεται σε κάθε έννοια προκαθορισμένου συστήματος, λειτουργώντας ως πρόδρομος του υπαρξισμού (βλ.υπαρξισμός, Sartre). Το υποκείμενο, αντίθετα με τον Hegel, δεν αποτελεί φορέα ενός πλάνου πραγμάτωσης της ιστορίας, αλλά έχει ατομική ύπαρξη και αλήθεια, που εκπορεύεται από την ατομική δράση. Tο παραπάνω φαίνεται να υποδεικνύει μια τελείως υποκειμενική (με τη σημερινή έννοια, χωρίς κοινά παραδεκτά και έγκυρα κριτήρια) άποψη για την αλήθεια, ωστόσο ο Kierkegaard περισσότερο αποσυνδέει την αλήθεια από την συνολικότητα, και την προσκολλά σε μια προσωπική (αλλά δυνατή να υπάρξει σε όλες και όλους) στάση ζωής. αναλυτικός συμπεριφορισμός, Ryle: Η απάντηση του φιλοσόφου από την Οξφόρδη στο πρόβλημα νου και σώματος του Descartes (βλ. νους & σώμα, Descartes). O Ryle αρνείται ότι υπάρχει μια άυλη υπόσταση, η ψυχή, που κατοικεί ένα σώμα- μηχανή, και περιγράφει επικριτικά αυτήν την σύλληψη ως 'το φάντασμα στην μηχανή'. Στην θέση αυτής της εικόνας αναφέρει ότι οι νοητικές έννοιες (σκέψη, αντίληψη, επιθυμία) δεν είναι τίποτε άλλο από κατάλληλες προδιαθέσεις για δράση. Κι αυτό μπορεί να κριθεί μόνο με βάση το νόημα των εννοιών. Με άλλα λόγια, ο συμπεριφορισμός του Ryle, η θεωρία ότι τα νοητικά γεγονότα αποτελούν προδιάθεση για συμπεριφορά και όχι αυτοτελείς οντότητες δεν βασίζεται σε ψυχολογικά πειράματα, αλλά στο ίδιο το νόημα της έννοιας. Για παράδειγμα, το νόημα της πρότασης 'πιστεύω ότι υπάρχει ένα πιάνο στο χώρο' μετασχηματίζεται στο 'υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πρόκειται να παίξω πιάνο (1) ή να ακουμπήσω τα πλήκτρα (2) ή να κατευθυνθώ σ' αυτόν τον χώρο' (3). ανάμνηση, Πλάτων: Η θεωρία της ανάμνησης στον Πλάτωνα αποτελεί το γνωσιοθεωρητικό συμπλήρωμα της θεωρίας των ιδεών (βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]). Εφόσον οι άνθρωποι έχουν ένα

description

ΕΠΟ22

Transcript of Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

Page 1: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

αιώνια επιστροφή, Nietzsche: Η έννοια της 'αιώνιας επιστροφής' των γεγονότων στον Nietzsche, και συνεπώς της επανάληψης του παρελθόντος στο μέλλον, τίθεται ως διαπίστωση και ως πρόκληση για τον υπεράνθρωπο. Παρότι ο Nietzsche δίνει ελάχιστα στοιχεία για το πρώτο (η διαπίστωση εισέρχεται στον Ζαρατούστρα στο έργο Τάδε έφη Ζαρατούστρα μέσω οράματος), το δεύτερο δοκιμάζει την ελεύθερη βούληση και την ισχύ του υποκειμένου να οικοδομήσει γνωρίζοντας εκ των προτέρων την κατάληξη των ενεργειών του.

αλήθεια, Kierkegaard: Αποτελεί την αλήθεια του υποκειμένου μέσα από την προσωπική του ύπαρξη και τα βιώματα της ατομικής δράσης. Αντιτίθεται στην αντικειμενική αλήθεια ως όλο του Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel), εφόσον ο Kierkegaard αντιτίθεται σε κάθε έννοια προκαθορισμένου συστήματος, λειτουργώντας ως πρόδρομος του υπαρξισμού (βλ.υπαρξισμός, Sartre). Το υποκείμενο, αντίθετα με τον Hegel, δεν αποτελεί φορέα ενός πλάνου πραγμάτωσης της ιστορίας, αλλά έχει ατομική ύπαρξη και αλήθεια, που εκπορεύεται από την ατομική δράση. Tο παραπάνω φαίνεται να υποδεικνύει μια τελείως υποκειμενική (με τη σημερινή έννοια, χωρίς κοινά παραδεκτά και έγκυρα κριτήρια) άποψη για την αλήθεια, ωστόσο ο Kierkegaard περισσότερο αποσυνδέει την αλήθεια από την συνολικότητα, και την προσκολλά σε μια προσωπική (αλλά δυνατή να υπάρξει σε όλες και όλους) στάση ζωής.

αναλυτικός συμπεριφορισμός, Ryle: Η απάντηση του φιλοσόφου από την Οξφόρδη στο πρόβλημα νου και σώματος του Descartes (βλ. νους & σώμα, Descartes). O Ryle αρνείται ότι υπάρχει μια άυλη υπόσταση, η ψυχή, που κατοικεί ένα σώμα-μηχανή, και περιγράφει επικριτικά αυτήν την σύλληψη ως 'το φάντασμα στην μηχανή'. Στην θέση αυτής της εικόνας αναφέρει ότι οι νοητικές έννοιες (σκέψη, αντίληψη, επιθυμία) δεν είναι τίποτε άλλο από κατάλληλες προδιαθέσεις για δράση. Κι αυτό μπορεί να κριθεί μόνο με βάση το νόημα των εννοιών. Με άλλα λόγια, ο συμπεριφορισμός του Ryle, η θεωρία ότι τα νοητικά γεγονότα αποτελούν προδιάθεση για συμπεριφορά και όχι αυτοτελείς οντότητες δεν βασίζεται σε ψυχολογικά πειράματα, αλλά στο ίδιο το νόημα της έννοιας. Για παράδειγμα, το νόημα της πρότασης 'πιστεύω ότι υπάρχει ένα πιάνο στο χώρο' μετασχηματίζεται στο 'υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πρόκειται να παίξω πιάνο (1) ή να ακουμπήσω τα πλήκτρα (2) ή να κατευθυνθώ σ' αυτόν τον χώρο' (3).

ανάμνηση, Πλάτων: Η θεωρία της ανάμνησης στον Πλάτωνα αποτελεί το γνωσιοθεωρητικό συμπλήρωμα της θεωρίας των ιδεών (βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]). Εφόσον οι άνθρωποι έχουν ένα τρόπο να έχουν μια (ελλιπή) γνώση των ιδεών, οφείλει να αναζητηθεί η πηγή αυτής της γνώσης. Όμως η καθημερινή εμπειρία είναι έμφορτη μεμονωμένων και ατελών πραγμάτων, και επομένως δεν μπορεί να είναι αυτή η λύση του προβλήματος. Η πρόταση του Πλάτωνα οδηγεί στην τολμηρή εισαγωγή της μετενσάρκωσης και της αθάνατης ψυχής. Η ψυχή θυμάται γεγονότα από τις προηγούμενες ζωές της, όταν άγγιζε περισσότερο τον κόσμο των ιδεών, και σύμφωνα μ' αυτήν την ανάμνηση κατέχει τις έννοιες του καλού, της δικαιοσύνης, του ωραίου, και όλων των καθολικών εννοιών που ο φιλόσοφος εισάγει στην οντολογία του (βλ. επίσης ψυχή, Πλάτων).

απεικονιστική θεωρία νοήματος, Wittgenstein: Η θέση που εκφράζεται στο Tractatus Logico Philosophicus (και σε αντίθεση με την ύστερη θεωρία του νοήματος του ίδιου συγγραφέα, βλ. γλωσσικά παίγνια, Wittgenstein) ότι το νόημα μιας πρότασης απεικονίζει την δομή του κόσμου. Παρότι φαίνεται αρχικά ως μια ακόμη απόπειρα αναπαράστασης του κόσμου στην γλώσσα, υπάρχουν δύο διαφορές: πρώτον, ο Wittgenstein θεωρεί ότι η λογική δομή της γλώσσας (όπως αυτή εκφράζεται μέσω της συμβολικής λογικής, βλ. συμβολική λογική) αντικατοπτρίζεται σε μια λογική δομή του

Page 2: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

κόσμου. Δεύτερον, μέσω του λογικού ατομισμού θεωρεί ότι οι προτάσεις αναλύονται σε συστατικά στοιχεία, τα έσχατα των οποίων αποτελούν τα απλά αντικείμενα. Ωστόσο, η απεικόνιση γίνεται μέσω των προτάσεων, όχι των αντικειμένων, παρότι δεν είναι πάντα σαφές τι είδους προτάσεις (π.χ. προτάσεις για την ηθική) περιλαμβάνονται σ' αυτήν την απεικόνιση.

απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel: Η υπέρβαση τόσο του αντικειμενικού όσο και του υποκειμενικού μέσα σ' ένα πλαίσιο όπου το κύριο πράγμα που υπάρχει είναι το πνεύμα στις διάφορες εκδηλώσεις του. Χωρίς ο Hegel να αρνείται την ύλη - σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό του Berkeley (βλ. ιδεαλισμός, Berkeley), θεωρεί ότι αποτελεί την κατώτερη εκδήλωση στην ιστορική πορεία σε όλες τις τέχνες, συνήθειες και επιστήμες. Βαθύτερη κρίση των πραγμάτων αποκαλύπτει ότι η 'έξω του νου' πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια μόνο φάση στην ιστορία του πνεύματος στην πορεία προς την ολοκλήρωσή του. Από την άλλη πλευρά, το πνεύμα δεν ταυτίζεται με τον ανθρώπινο νου, καθώς και εκείνος αποτελεί με τη σειρά του μια μεμονωμένη φάση στην ίδια ιστορία. Φύση και ανθρώπινος νους αποτελούν διαφορετικές εκδηλώσεις του πνεύματος, χωρίς αυτό να ταυτίζεται με τον μονισμό του Spinoza (βλ. μονισμός, Spinoza), εφόσον ο Hegel αναπτύσσει ως επιπλέον διάσταση την πορεία του πνεύματος μέσα στον χρόνο. Παρότι το πνεύμα του Hegel φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά του Θεού, ο Γερμανός φιλόσοφος αναφέρει ότι δεν ταυτίζεται, εφόσον ο Θεός δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά της ατέλειας που σταδιακά φθάνει στην τελειότητα.

a priori / a posteriori, Leibniz: Σύμφωνα με τον Leibniz, υπάρχουν δύο είδη γνώσης και αληθειών, οι σαφείς στο νου και άχρονες αλήθειες, και δεύτερον τα γεγονότα της εμπειρίας. Οι πρώτες μπορούν να καταστούν γνωστές είτε μέσω ενόρασης είτε μέσω λογικής παραγωγής (βλ. ενόραση-απαγωγή, Descartes), δηλαδή a priori (ανεξάρτητα από την εμπειρία). Οι δεύτερες γίνονται γνωστές μέσω της εμπειρίας, a posteriori. Λεπτομερέστερα οι a priori αληθείς προτάσεις είναι διακριτές, σαφείς και αναγκαίες, και υποκείμενες στην αρχή της αντίφασης (η άρνηση της πρότασης δημιουργεί αντίφαση), π.χ.το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου δεν είναι δυνατόν να μην ισούται με 180 μοίρες –συνάγεται ήδη από τον ορισμό του τριγώνου. Οι αληθείς a posteriori προτάσεις είναι διακριτές, όχι σαφείς, και μη αναγκαίες. Το αντίθετό τους είναι κατανοητό και λογικά δυνατόν να συμβεί, όπως στην πρόταση 'το ουράνιο τόξο εμφανίζεται μετά την βροχή'. Παρότι για τη διάνοια του Θεού ανήκουν στην φύση των πραγμάτων (in natura rerum) και επομένως αναγκαίες, ωστόσο η πραγματικότητα τις εγγυάται μόνο βασιζόμενες στην αρχή του αποχρώντος λόγου. Η αρχή δηλώνει ότι για κάθε υπάρχον ή αληθές γεγονός υπάρχει επαρκής λόγος ή αιτία για να ισχύει αυτό το γεγονός, παρότι η αιτία αυτή ενδέχεται να είναι άγνωστη (στην περίπτωση του ουράνιου τόξου ευθύνεται ο σκεδασμός του ηλιακού φωτός μετά την διάθλαση στις σταγόνες της βροχής). Παρόμοια διάκριση a priori/a posteriori εξέφρασε και ο Hume, ενώ ο Kant συμπληρώνει τις συνθετικές a priori προτάσεις.

a priori συνθετική πρόταση, Kant: O Kant δέχεται ότι οι a priori προτάσεις (γνωστές ανεξάρτητα από την εμπειρία), διακρίνονται σε αναλυτικές και σε συνθετικές. A priori αναλυτική είναι μια πρόταση στην οποία το κατηγόρημα, δηλαδή ό,τι αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης ως χαρακτηριστικό του εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου, κάτι που γίνεται γνωστό από την ανάλυσή του στα στοιχεία που το απαρτίζουν. H αναλυτική a priori πρόταση καταλήγει ως ταυτολογία (π.χ. 5=5). Στην a priori συνθετική πρόταση το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου αλλά προσθέτει στο υποκείμενο κάποιο επιπλέον χαρακτηριστικό. Δεν διέπεται από την αρχή της αντίφασης όπως η αναλυτική, της οποίας η άρνηση συγκροτεί αντίφαση: π.χ. η πρόταση 2+3=5 είναι συνθετική και όχι αναλυτική, διότι οσοδήποτε και να αναλυθεί η

Page 3: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

έννοια 2+3, αυτή δεν εμπεριέχει το 5, ενώ η άρνησή της δεν είναι αντίφαση αλλά αποτελεί σφάλμα που μπορεί να διορθωθεί. Το παράδοξο της a priori πρότασης που είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία, ωστόσο έχει ένα εμπειρικό περιεχόμενο, είναι νεοτερισμός του Kant, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες θέσεις των Hume και Leibniz (βλ. a priori/a posteriori, Leibniz). Αποτελεί επιπλέον τα θεμέλια της υπερβατολογικής φιλοσοφίας του φιλοσόφου, καθώς στις a priori συνθετικές προτάσεις εντάσσονται οι μαθηματικές προτάσεις, η εποπτεία μέσω των αισθήσεων του χώρου και του χρόνου, καθώς και οι δώδεκα κατηγορίες του νου που οργανώνουν τις έννοιες και τα εμπειρικά δεδομένα (βλ. κατηγορίες & υπερβατολογική παραγωγή, Kant). Οι επόμενες φιλοσοφικές θεωρήσεις του 19ου και 20ου αιώνα απέρριψαν τη θέση για τις συνθετικές a priori προτάσεις.

αρετή, Σωκράτης: Το πρόβλημα της αρετής στην αρχαιότητα δεν συνδέεται αποκλειστικά με την έννοια της ηθικότητας, αλλά κυρίως με εκείνη της αριστείας, γι' αυτό το λόγο ένα υποκείμενο μπορεί να κατέχει την αρετή του υποδηματοποιού, αλλά και την αρετή της σωφροσύνης. Αυτήν την εννοιολογική ταύτιση την αξιοποιεί στον έπακρο βαθμό ο φιλόσοφος στον επακόλουθο έλεγχό του, φέρνοντας παραδείγματα από την καθημερινή ζωή όπου, σε αντιδιαστολή με το θέμα υπό εξέταση, υπάρχει γνώση. Η πολυπλοκότητα των διαφόρων περιπτώσεων και η έλλειψη καθολικής συμφωνίας για το περιεχόμενο των γενικών όρων βοηθούν το έργο του Σωκράτη. Επιπλέον, η θέση του για την αδυναμία της γνώσης καθίσταται θετική πρόταση στο θέμα της αρετής και το πρόβλημα της ακρασίας. Το περίφημο "ουδείς εκών κακός" εκφράζει το δίπολο της επιλογής των χειρότερων πράξεων σε αντίθεση με την κρίση του υποκειμένου ως έλλειμμα γνώσης του καλού. Εφόσον υπήρχε τέτοια γνώση (και ο όρος εννοείται ως γνώση του νοήματος των όρων), θα επιλεγόταν και η ανάλογη πράξη. Και, κυρίως στον Πρωταγόρα, το ηθικώς καλό ανάγεται στο περισσότερο και μακροχρόνια ευχάριστο. Οι καθημερινές ηδονές δίνουν τη θέση τους στα ωφέλιμα αγαθά που θα αποτελέσουν επένδυση για μελλοντική ευχαρίστηση (βλ. ωφελιμισμός, Mill). Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την αρχή να δρουν ανάλογα με αυτό που επιτάσσει η καλύτερη λογική τους κρίση, κάτι που μένει να αποδειχθεί.

αρετή, Αριστοτέλης: Η αριστοτελική αρετή, σε αντίθεση με ό,τι ίσως θεωρείται ότι περιλαμβάνει ο όρος, δεν στοχεύει στη δημιουργία κανόνων, ούτε προτύπων ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ηθική στον Αριστοτέλη περιλαμβάνει όχι άκαμπτες οδηγίες, αλλά προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα και τις ισορροπίες ατόμου - κοινωνίας σχετικά με τα ζητήματα αξιών. Βάση της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη είναι η ευδαιμονία, η οποία ορίζεται ως το ύψιστο αγαθό, αυτό το οποίο δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει μέσο για κάτι άλλο καλύτερο (ο τελικός σκοπός). Η ευδαιμονία ωστόσο βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με την αρετή ως έξη και επαναλαμβανόμενη (αν και όχι αυτόματη) συνήθεια. Οι ηθικές αρετές (θάρρος, τιμιότητα, γενναιοδωρία, σωφροσύνη κλπ) εφαρμόζονται με βάση τη μεσότητα, δηλαδή την ικανότητα αποφυγής των ηθικών άκρων, των υπερβολών ή της έλλειψης (π.χ. θάρρος είναι η μεσότητα ανάμεσα στη δειλία και τη θρασύτητα). Ωστόσο, η μεσότητα δεν είναι μία κοινή για όλους κατάσταση, αλλά ο κάθε άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει την δική του μεσότητα, με πρότυπο το μέτρο της λογικής του φρόνιμου ανθρώπου (βλ. φρόνηση, Αριστοτέλης). Για την εκτίμηση κάθε πράξης, προϋπόθεση αποτελεί αυτή να έχει γίνει υπό το καθεστώς της ελεύθερης βούλησης Η συστηματική τήρηση της μεσότητας κατακτάται με την επανάληψη, έτσι ώστε να γίνει «έξις» - συνήθεια, και να αποτελέσει ηθική αρετή. Ως διανοητικές αρετές, ο Αριστοτέλης ορίζει τον νου (ενορατική γνώση), την επιστήμη (αποδεικτική γνώση), την τέχνη (πρακτική δημιουργικότητα), την φρόνηση και τη σοφία, ένα συνδυασμό νου και επιστήμης, κορυφή της ιεραρχίας των διανοητικών αρετών. Στο τελευταίο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων η ηθική συμπεριφορά φαίνεται να μην αποτελεί την ύψιστη ενασχόληση για την ευδαιμονία,

Page 4: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

και ο Αριστοτέλης προσδίδει μεγαλύτερη έμφαση στον 'θεωρητικό βίο', στην αναζήτηση της σοφίας μέσω της φιλοσοφίας.

αρχή της εξατομίκευσης (Ακινάτης -Occam): Η αιτία βάσει της οποίας ένα έμψυχο ή άψυχο ον, που ανήκει σε μία γενική και καθολική έννοια, διακρίνεται από τα υπόλοιπα όντα της αυτής κατηγορίας, αποκτώντας έτσι ατομική παρουσία. Ο Ακινάτης, δεχόμενος τον αριστοτελικό υλομορφισμό (όντα ως συνδυασμός ύλης και μορφής, βλ. υλομορφισμός, Αριστοτέλης) ως προς τα βιολογικά όντα, θεωρεί ότι ούτε η ύλη ούτε η μορφή μπορούν να υπάρξουν μεμονωμένα (βλ. υλομορφισμός, Ακινάτης). Εκφράζει την άποψη ότι παρότι η μορφή πρωταρχικά τοποθετεί το ον σε ένα πλαίσιο αναφοράς, η άμορφη ύλη είναι σχεδιασμένη για τον ποσοτικό προσδιορισμό, τον οποίο λαμβάνει μέσω της ένωσής της με μία συγκεκριμένη μορφή. Έτσι η αρχή της εξατομίκευσης των όντων είναι η ύλη, αν και σαφή ρόλο έχει και η μορφή, η οποία θέτει και τον κόσμο σε τελεολογικά πλαίσια. Ο Occam, αν και διατηρεί στοιχεία της θεωρίας του Ακινάτη, προχωρά σε μία ονοματοκρατική προσέγγιση της αρχής της εξατομίκευσης (βλ. ονοματοκρατία, Occam). Θεωρεί ότι οι γενικές έννοιες δεν είναι δυνατόν να έχουν αυθύπαρκτη ύπαρξη, αφού είναι έννοιες συμβατικές, που εξαρτώνται από το πολιτισμικό πλαίσιο που τις δημιούργησε, και απλά σημασιοδοτούν τα συγκεκριμένα όντα που είναι αισθητά. Επίσης δεν δέχεται ότι οι ομοιότητες των πραγμάτων ανάγονται στον Θεό, μην πιστεύοντας ότι υπάρχουν τέτοιες ιδέες βάσει των οποίων δημιουργήθηκαν τα πράγματα. Τέλος, δεν ξεχωρίζει σε τρεις τις οντολογικές κατηγορίες (το αντικείμενο, την εξατομίκευσή του και την κατηγοριοποίησή του), αλλά υιοθετεί την αρχή της οικονομίας (βλ. αρχή οικονομίας, Occam), λέγοντας ότι αυτές πρέπει να είναι ελάχιστες, και καταλήγει σε μόνο μία, την κατηγορία των υπαρκτών και άμεσα αντιληπτών όντων.

αρχή οικονομίας (ξυράφι Occam): Επιστημονικός κανόνας που, όπως και ο τίτλος προϊδεάζει, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η λύση εκείνη που οδηγεί τον ερευνητή στην υπόθεση μόνο των αναγκαίων οντολογικών δεσμεύσεων στην εξήγηση φαινομένων και στην απάντηση καίριων επιστημονικών ερωτημάτων (χωρίς απαραίτητα να υποδηλώνεται η απλούστερη λύση), είναι και η προτιμότερη. Η αργοπορία μιας φοιτήτριας σε μια συνάντηση του Ανοικτού Παν/μίου είναι δυνατόν να οφείλεται είτε σε κυκλοφοριακό πρόβλημα είτε σε μια μαγική επίδραση των πλανητών στην ψυχοσύνθεσή της, ωστόσο η δεύτερη εξήγηση υποχρεώνει τον επιστήμονα να δεχθεί επιπλέον την αλήθεια των αστρολογικών προτάσεων, κάτι που δεν είναι αναγκαίο από τα πράγματα. Στην εποχή του, ο Occam απενοχοποίησε τους μεταγενέστερους επιστήμονες από τη μη απόλυτη παραδοχή των θρησκευτικών και των αριστοτελικών δογμάτων και τους άνοιξε το δρόμο προς την εμπειρική πραγματικότητα, επιδιώκοντας την καλύτερη δυνατή περιγραφή της. Βλ. επίσης ονοματοκρατία, Occam.

βούληση για ζωή, Schopenhauer: Δεν αποτελεί την συνειδητή επιθυμία για επιβίωση, αλλά μια ανεξάρτητη της λογικής ορμή, η οποία παράλληλα καθορίζει και την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Ο Schopenhauer εδράζει στο παράδειγμα του σώματος που γίνεται γνωστό τόσο μέσω αντίληψης (υπακούει στους νόμους της βαρύτητας, βρίσκεται στο χώρο όπως άλλα φυσικά αντικείμενα), αλλά παράλληλα το βιώνουμε μέσω του πόνου, της ευχαρίστησης, και γενικότερα της διεργασίας της ζωής. Αυτού του είδους η αντίληψη είναι άμεση, ενορατική, και διαφέρει από την αναπαραστατική αντίληψη (παράδειγμα της οποίας η αισθητηριακή αντίληψη). Η βούληση για ζωή δεν αποτελεί μόνο στοιχείο του ανθρώπινου σώματος, αλλά όλα τα αντικείμενα περιλαμβάνουν στην αληθινή τους φύση αυτήν την βούληση, η οποία διακρίνεται από την αναπαραστατική τους όψη (τα 'φαινόμενα'). Παρότι αυτή η θέση της διπλής όψης των πραγμάτων φαίνεται να προέρχεται από τον Spinoza (βλ. μονισμός, Spinoza), ο Schopenhauer επιπλέον επενδύει το σύμπαν με μια 'έμψυχη' ιδιότητα, επηρεασμένος από την διδασκαλία του Βουδισμού.

Page 5: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

αφηρημένες ιδέες, Berkeley: O Berkeley ως προς τις γενικές έννοιες φαίνεται να ακολουθεί τον νομιναλισμό (βλ. ονοματοκρατία, Occam), σε αντίθεση τόσο με μια ρεαλιστική προσέγγιση των ιδεών (ότι δηλαδή οι ιδέες αντιπροσωπεύουν γενικές οντότητες, βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]), όσο και με την νοοκρατική προσέγγιση του Locke. Υποστηρίζει ότι α) δεν υπάρχουν γενικά πράγματα πέρα από τα συγκεκριμένα (και τα συγκεκριμένα είναι αποτελέσματα της εμπειρίας) β) ούτε καν γενικές ιδέες στο νου, αλλά οι γενικοί όροι στη γλώσσα εκφράζουν αντιπροσωπευτικά μία από τις συγκεκριμένες ιδέες (π.χ. ο όρος 'άνθρωπος' συνδέεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση με την ιδέα του Σωκράτη, άλλοτε με την ιδέα του Πλάτωνα κ.ο.κ.)

γενική βούληση, Rousseau: Ένα είδος βούλησης, που εκφράζεται μεμονωμένα από τον καθένα και την καθεμία για τη σύσταση μιας κοινωνίας, η οποία όμως δεν συμπίπτει μια ατομικιστική έκφραση εγωιστικών τάσεων και προδιαθέσεων. Επίσης, η γενική βούληση δεν αποτελεί ούτε ένα συμβατικό άθροισμα μεμονωμένων ατομικών βουλήσεων, αλλά η οντότητα εκείνη με βάση την οποία οι άνθρωποι συμφωνούν να εγκαθιδρύσουν μια κοινωνία (βλ. κοινωνικό συμβόλαιο, Rousseau), και γίνονται πολίτες. Εφόσον αυτή είναι μια εγγενής ιδιότητα των ανθρώπων ως πολιτών και είναι μοναδική -σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, η υπακοή σ' αυτήν (ακόμα και σε αντίθεση με τις ατομικές βουλήσεις) είναι αδιαπραγμάτευτη.

γλωσσικά παίγνια, Wittgenstein: H επισήμανση ότι οι εκφάνσεις της ίδιας έκφρασης ή πρότασης σε διαφορετικά συμφραζόμενα (κατάφαση, ερώτηση, θαυμασμός, απαγγελία κτλ.) δεν αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο του νοήματος της έκφρασης, αλλά το ίδιο το νόημα της έκφρασης, διατυπωμένο μέσω από τις διαφορετικές γλωσσικές καταστάσεις ή παίγνια. Ο συγκεκριμένος όρος έχει και την επιπλέον λειτουργία: κανένα παιχνίδι, σύμφωνα με τον Wittgenstein, δεν έχει συγκεκριμένα στοιχεία που να καθορίζουν την ουσία του (υπάρχουν παιχνίδια με έναν ή δύο παίχτες, μπορούν να γίνονται για χρήματα ή όχι, τύχης ή στρατηγικής, με τέλος ή ατέρμονα). Με τον ίδιο τρόπο, καμία γλωσσική έκφραση δεν έχει ένα και μοναδικό νόημα σε όλες τις καταστάσεις. Υπάρχουν μόνο οικογενειακές ομοιότητες, έτσι ώστε μια κατάφαση να μοιάζει περισσότερο με μια απαγγελία παρά με μια ερώτηση, δηλαδή συγκεκριμένες καταστάσεις, και όχι αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες. Μ' αυτόν τον τρόπο, η λέξη 'ταύρος' σημαίνει αυτό που κάθε φορά δηλώνεται από το συγκεκριμένο γλωσσικό παίγνιο στο οποίο εντάσσεται, και όχι αποκλειστικά το συγκεκριμένο ζώο ούτε έναν ορμητικό άνθρωπο. Η χρήση της γλώσσας ορίζει και το νόημά της.

cogito & στάδια αμφιβολίας, Descartes: Η θετική κατάληξη της αμφιβολίας για τη γνώση και την ύπαρξη ύστερα από μια ανοδική σε δυσκολία σειρά αμφιβολιών. Πιο συγκεκριμένα, ο Descartes αναπτύσσει πρώτα το γνωστό από την αρχαιότητα επιχείρημα ότι πιθανόν οι αισθήσεις να μας εξαπατούν (π.χ. το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού, το αίσθημα της θερμότητας που μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη διαφορετική κατάσταση του σώματος στον ίδιο άνθρωπο κτλ.). Οι αισθήσεις τίθενται υπό αμφισβήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρεί πως πάντοτε οι αισθήσεις μας εξαπατούν. Αυτό συμβαίνει στο δεύτερο στάδιο της αμφιβολίας, όπου η εξωτερική πραγματικότητα μπορεί να περιγραφεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στα όνειρα, χωρίς κριτήριο διαχωρισμού του ενός από το άλλο. Ακόμη κι εκεί, ωστόσο, οι μαθηματικές αλήθειες (2+3=5) διατηρούν την ισχύ τους, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο. Τότε ακριβώς ο Descartes εισάγει το τρίτο στάδιο της αμφιβολίας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση ενός κακού δαίμονα, που μηχανορραφεί εναντίον του ανθρώπινου γένους και έχει δομήσει ολόκληρη την πραγματικότητα του υποκειμένου και τον κόσμο του, τέτοιο ώστε να βρίσκεται συστηματικά σε πλάνη, ακόμη και για τις βέβαιες, λογικές αλήθειες. Ο Descartes αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει την ασυνήθιστη αλλά όχι αδύνατη υπόθεση με το

Page 6: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

υπέρμετρα γνωστό cogito, ergo sum. Όσο κι αν προσπαθεί να εξαπατήσει ο κακός δαίμων, ένα είναι βέβαιο: από το γεγονός ότι αμφιβάλλω για τα πάντα, σημαίνει ότι σκέπτομαι, και από το γεγονός ότι σκέπτομαι προκύπτει ότι υπάρχει ένα ον, ο εαυτός μου. Παρότι η πρόταση έχει τη μορφή συλλογισμού, ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει μια αποδεικτική διαδικασία, αλλά μια ενορατική σύλληψη, η οποία εντυπώνεται στο νου ως καθαρή και σαφής αλήθεια (βλ. ενόραση - απαγωγή, Descartes). Επιπλέον, η προσωπική ύπαρξη δεν είναι ο ανθρώπινος οργανισμός στο σύνολό του, αλλά ένα σκεπτόμενο ον, που υπάρχει μόνο όσο σκέπτεται, χωρίς να γνωρίζει αν έχει σώμα ή όχι. Η απόδειξη της ύπαρξης σώματος αλλά και του εξωτερικού κόσμου (χωρίς ωστόσο την πλήρη αποκατάσταση όλων των ιδιοτήτων των πραγμάτων αυτού του κόσμου) προέρχεται από την απόδειξη της ύπαρξης ενός καλοκάγαθου Θεού, ο οποίος δεν εξαπατά συστηματικά το υποκείμενο.

διαλεκτική, Hegel: Παρότι το κοινό σημείο με τον Σωκράτη είναι η αναζήτηση της αλήθειας (βλ. έλεγχος, Σωκράτης), ο Hegel θεωρεί ότι η διαλεκτική μέθοδος εμπεριέχει όχι τον διάλογο αλλά την αντιπαράθεση των εννοιών μέσω της αντίφασης. Παρότι η λογική σκέψη είναι αυτή που δεν επιδέχεται αντιφάσεις, ο Hegel επιμένει ότι μια αφηρημένη θέση ακριβώς επειδή είναι αφηρημένη δεν μπορεί να προσδιορίσει ένα συγκεκριμένο πράγμα σε αντίθεση με ένα άλλο. Αυτή η 'αντίφαση' παράγει μια αντίθετη θέση, πλήρως προσδιορισμένη και εξατομικευμένη – η οποία ωστόσο είναι από την άλλη πλευρά μη γενικευμένη. Μια δεύτερη αντίφαση δημιουργείται και μια νέα θέση (η αντίθεση της αντίθεσης ή σύνθεση), η οποία δίνει την καθολική αλήθεια, και μια απόλυτη, λογική σύνθεση που περιλαμβάνει τόσο το γενικό όσο και το συγκεκριμένο. Οι αφηρημένοι ηθικοί κανόνες των Στωικών στην ιστορία της φιλοσοφίας αντιφάσκουν με την ατομική ηθική του Rousseau, που προκρίνει την έννοια της ηθικής συνείδησης. Και τα δύο, ωστόσο, οφείλουν να δώσουν τη θέση τους στην έννοια του ορθού μέσα σε μια κοινωνία που περιλαμβάνει τα άτομα, αλλά όχι σε απομόνωση το ένα από το άλλο, και από την άλλη δεν έχει αφηρημένα ηθικά παραγγέλματα.

δίκαιο, Hegel: Tο δίκαιο για τον Hegel έχει άμεση συνάφεια με την ιστορικότητα των ανθρώπων και των κοινωνιών, χωρίς αυτό να μετατρέπεται σε έναν απλό ιστορισμό (βλ. ιστορία και ιστορισμός, Hegel). Σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδό του ο Hegel (βλ. διαλεκτική, Hegel) αναφέρεται στο αφηρημένο δίκαιο (θέση), μέσω του οποίου τα άτομα –προσωπικότητες παραχωρούν το ένα στο άλλο τον απαιτούμενο από την ελευθερία χώρο για δράση, γεγονός το οποίο ωστόσο έρχεται σε σύγκρουση με τα δεσμά της υποχρέωσης που μας χωρίζουν σε κοινότητες και ομάδες (αντικειμενικό δίκαιο - αντίθεση). Αυτή η σύγκρουση μπορεί να λυθεί μόνο στην ανώτερη σφαίρα της πόλεως (σύνθεση). Σ' αυτήν την περίπτωση, τα υποκείμενα αναγνωρίζουν τις ηθικές επιταγές όχι ως εξωτερικές (και επομένως καταναγκαστικές), αλλά ως μια σχέση ταύτισης με τις δικές τους επιλογές. Αυτή η τελευταία σφαίρα του "ηθικού βίου" έχει επίσης την δική της εσωτερική διαλεκτική δομή. Η κοινωνία ξεκινά με σχέσεις συγγένειας όπου οι υποχρεώσεις απορρέουν από την υπακοή και το σεβασμό. Όμως το πνεύμα, πασχίζοντας να πραγματώσει τις δυνατότητές του ως ατομική βούληση, σπάει τα οικογενειακά δεσμά ακολουθώντας το δρόμο του στην πολιτική κοινωνία, και την συμφωνία των ατόμων βάσει του κοινωνικού συμβολαίου (βλ. κοινωνικό συμβόλαιο, Locke). Ωστόσο, η δεύτερη αποτελεί περισσότερο μια ευκαιριακή συνένωση εξατομικευμένων βουλήσεων και τα προβλήματα που δημιουργούνται ξεπερνώνται μόνο μέσα από τη σύνθεση του ατομικού (οικογένεια) στο καθολικό (κοινωνία) στην υπέρβαση του κράτους, η ατομική βούληση του οποίου είναι καθολικός νόμος. Οι θεσμοί του κράτους συνιστούν την τελική πραγμάτωση της απόλυτης ιδέας (βλ. απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel) μέσα στην ηθική σφαίρα.

Page 7: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

διονυσιακό-απολλώνειο στοιχείο, Nietzsche: Η διάκριση που για πρώτη φορά φαίνεται να επισημαίνεται από τον Nietzsche στην κριτική του ανάλυση της τραγωδίας (στο έργο η Γέννηση της τραγωδίας), χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σ' εκείνην. Σύμφωνα με αυτήν την διάκριση, στην αρχαία ελληνική τραγωδία υπάρχουν τόσο το ορθολογικό στοιχείο (που εκφράζεται με το διαλογικό μέρος, και ονομάζεται απολλώνειο), όσο και το οργιαστικό-μη ορθολογικό μέρος (στα χορικά, το διονυσιακό). Αυτά τα στοιχεία εκφράζουν βασικές ανθρώπινες στάσεις ζωής, σύμφωνα με τον φιλόσοφο. Η μετέπειτα πορεία του Nietzsche επιδιώκει να αποκαλύψει την κατά την γνώμη του 'υποκρισία' του πολιτισμού που έχει τονίσει τόσο το πρώτο στοιχείο εις βάρος του δεύτερου.

ειρωνεία, Kierkegaard: Tο μέσο με το οποίο ο Δανός φιλόσοφος αποπειράται να διαρρήξει τα διάφορα παραδεδομένα συστήματα (και κυρίως το σύστημα του Hegel), και να δηλώσει την αλήθεια του υποκειμένου. Παρομοιάζει την προσπάθειά του με την σωκρατική ειρωνεία και έλεγχο (βλ. έλεγχος, Σωκρατικός), και τα διάφορα ψευδώνυμα που χρησιμοποιεί στα έργα του επιτείνουν αυτήν την εντύπωση. Αυτός ο εξατομικευμένος τρόπος επικοινωνίας είναι ταιριαστός με την υπόλοιπη διδασκαλία του, πρόδρομη της υπαρξιστικής προσέγγισης.

élan vital και ενόραση, Bergson: Ο πρώτος όρος μεταφράζεται ως ζωτική ορμή και δηλώνει εκείνη την τάση για δημιουργία (που ωστόσο η κατώτερη μορφή της είναι ήδη το ένστικτο και υπάρχει στα ζώα), η οποία προσπαθεί να απελευθερωθεί από την κυριαρχία της ύλης. Ο Bergson εφαρμόζει αυτήν την θέση στο μεταίχμιο μεταξύ μιας 'τυφλής' θεωρίας δαρβινικής εξέλιξης και μιας θρησκευτικής κοσμοθεωρίας με προκαθορισμένο τέλος, αναφερόμενος σε 'δημιουργό εξέλιξη' χωρίς έναν τελικό σκοπό και χωρίς απουσία λόγου. Η ενόραση αφορά την συνειδητοποίηση αυτής της ορμής, και διαφέρει από την ενόραση του 17-18ου αιώνα (βλ. ενόραση-απαγωγή, Descartes) στο ότι προσιδιάζει περισσότερο σε μια διαισθητική αλλά ταυτόχρονα αληθή και ανώτερη κατανόηση του κόσμου. Ασφαλές παράδειγμα αυτής της ενόρασης (και της έκφρασης της élan vital) αποτελούν οι άγιοι και οι μυστικιστές.

έλεγχος, Σωκρατικός: Η μέθοδος εκείνη με την οποία ο Σωκράτης αποδεικνύει στην πράξη ότι η υποτιθέμενη γνώση των συνομιλητών του είναι μόνο κατ' όνομα γνώση. Οι διαρκείς ερωτήσεις για την φύση των πραγμάτων στους πλατωνικούς διαλόγους οδηγούν σε προοδευτική αμηχανία τους συχνά πεπαιδευμένους συνομιλητές του. Και παρότι αυτό φαίνεται ως υποκριτική προσπάθεια ανάδειξης της δικής του άποψης, ο συνδυασμός με την επίμονη θέση ότι δεν γνωρίζει τίποτε του ίδιου, οδηγεί στην απορία, στην μη εύρεση αληθειών, που να ικανοποιούν τα ερωτήματα που κάθε φορά τίθενται. Ωστόσο, ο Σωκράτης απαντούσε στους σοφιστές της εποχής του, οι οποίοι από τη μία πλευρά υπόσχονταν ότι μπορούν να διδάξουν την κάθε λογής αρετή, και από την άλλη ελαχιστοποιούσαν την αξία της θεωρητικής γνώσης σχετικοποιώντας την, εφόσον η πρακτική διδαχή επιχειρημάτων για το δικαστήριο ή την αγορά δεν απέκλειε τη διδαχή αντίθετων επιχειρημάτων. Σε αντίθετη θέση ο Σωκράτης, παρότι συμφωνεί σχετικά με την αδυναμία γνώσης, πιστεύει ότι αυτή παρεισφρύει ακόμη και σε μια πρακτική αντιμετώπιση ζητημάτων όπως π.χ σε ποια περίπτωση μπορεί κανείς να θεωρηθεί ευσεβής (στον διάλογο Ευθύφρων), ανδρείος (στον διάλογος Λάχης) ή γενικά ενάρετος (Μένων).

ελευθερία και αυτονομία, Kant: Η αυτονομία είναι η δυνατότητα του υποκειμένου να καθορίσει τους δικούς του νόμους, και να αυτοδεσμευτεί σε μια ηθική στάση, χωρίς την μεσολάβηση κοινωνικών ή θρησκευτικών συμβάσεων. Σύμφωνα με τον Kant, αυτό συμβαίνει όταν τα υποκείμενα συνειδητοποιήσουν ότι αποτελούν οντότητες με συγκεκριμένο τέλος, και όχι μέσα ενός άλλου αιτιακού σκοπού. Η αυτονομία αιτιολογεί και την επίκληση της κατηγορικής προσταγής (βλ. κατηγορική προσταγή, Kant), ωστόσο

Page 8: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

φαίνεται να υπάρχει μια δυσαρμονία ανάμεσα στην ελευθερία που προϋποθέτει η αυτονομία (απουσία κάθε αιτιακού καθορισμού) και στον αγνωστικισμό σχετικά με την έννοια της ελεύθερης βούλησης που εκφράζεται στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. Ο Kant θεωρεί ότι ακόμη κι αν αποτυγχάνει ως θεωρητική απόδειξη, ωστόσο είναι πρακτικό αίτημα η απόδοση της ελευθερίας της βούλησης στα άτομα, για να διασφαλιστεί το έλλογο του ανθρώπινου υποκειμένου.

ελευθερία βούλησης, Ακινάτης (liberum arbitrium): Εφόσον σύμφωνα με τον Ακινάτη, αποτελεί φυσική (και επομένως αδιατάρακτη) τάση του ανθρώπου η επίτευξη της ευδαιμονίας, η ελευθερία της βούλησης έγκειται στην ελευθερία επιλογής όχι του σκοπού (ο οποίος είναι δεδομένος), αλλά των μέσων που απαιτούνται για την επίτευξή. Ο άνθρωπος σε αντίθεση με τα ζώα που καθοδηγούνται από το ένστικτό τους, έχει την κριτική ικανότητα να επιλέξει ελεύθερα τα μέσα που θεωρεί πιο σωστά για την επιτυχή έκβαση του σκοπού. Το παραπάνω προϋποθέτει τη γνώση του καλού ως τελικού σκοπού από το ίδιο το υποκείμενο, και καθιστά την πράξη αντίθετη με τη βούληση ως γνωστική ανεπάρκεια (βλ. αρετή, Σωκράτης). Ο σκοπός της ανθρώπινης πορείας, το καλό, είναι εκείνο που θα πρέπει να το αναζητά ο άνθρωπος κοντά στο Θεό, ενώ τα μέσα γι' αυτό επαφίενται στο ίδιο το υποκείμενο.

ελευθερία βούλησης, Occam: Σε αντιστοιχία με τον Ακινάτη (βλ. ελευθερία βούλησης, Ακινάτης), και ο Occam θεωρεί ότι υπάρχει ένας φυσικός, τελικός σκοπός για νοήμονα όντα, όπως ο άνθρωπος. Τα υποκείμενα δεν επιλέγουν το σκοπό, επιλέγουν τα μέσα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Occam, οι άνθρωποι έχουν επιπλέον τη δυνατότητα να επιθυμήσουν ή όχι να ακολουθήσουν τον προδιαγεγραμμένο σκοπό, και να πράξουν (ή να μην πράξουν) ανάλογα. Τα υποκείμενα είναι ηθικώς υπόλογα, ακριβώς επειδή έχουν αυτήν την δυνατότητα, ακόμη και να επιλέξουν το κακό ως κακό καθεαυτό σε αντίθεση με τον κύριο σκοπό τους (και όχι μόνο ως μέσο για κάτι καλό).

ελευθερία βούλησης, Leibniz: Αν ο Θεός έχει προεγκαταστήσει ένα σύστημα αρμονίας, τότε εγείρεται το ερώτημα της ελεύθερης βούλησης για όλες τις νοητικές οντότητες. Ο Leibniz αποπειράται να το επιλύσει με την εισαγωγή της έννοιας της συν-δυνατότητας στη λογική και τη μεταφυσική: ένα πράγμα Α είναι δυνατό να υπάρξει μαζί με ένα πράγμα Β (συνδυνατό με το Β), αλλά επίσης είναι συνδυνατό και με ένα άλλο Γ. Επομένως, ως προς τον Θεό ως νοητικό ον, ο Θεός επιλέγει από αυτές τις συνδυνατότητες την καλύτερη (κι άρα έχει ελεύθερη βούληση), αφού επιλέγει ανάμεσα σε συνδυνατότητες. Δεύτερον, οι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα τις πράξεις τους, αφού ενώ αυτό που θα επιλέξουν είναι βέβαιο, δεν είναι λογική αλήθεια, αλλά το επιλέγουν για έναν αποχρώντα λόγο, κι επομένως δεν είναι αναγκαίο (βλ a priori/a posteriori, Leibniz). Με παρόμοιο τρόπο ο Leibniz προσπαθεί να επιλύσει το πρόβλημα του κακού σε έναν κόσμο αρμονίας. Η ύπαρξη του κακού συνδυάζεται ως δυνατότητα με την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης, η οποία είναι αρκετά καλύτερη από το συνδυασμό έλλειψης βούλησης και πλήρους καλού, ή από συνδυασμό ελεύθερης βούλησης και πλήρους κακού.

ενόραση - απαγωγή, Descartes: Η ενόραση (intuitio) και η απαγωγή (deductio) είναι δύο πηγές βέβαιης γνώσης σύμφωνα με τον Descartes. Το πρώτο αφορά την άμεση (χωρίς συλλογιστική διαδικασία) κατανόηση του αντικειμένου, ενώ το δεύτερο την αποδεικτική (χωρίς πάντα τυπικά συλλογιστική) διαδικασία. Η ενόραση συνδέεται με σαφείς και διακριτές παραστάσεις (ο πρώτος όρος δηλώνει την κατανόηση του περιεχομένου της έννοιας, ο δεύτερος τη διάκρισή του από διαφορετικές έννοιες). Οι δύο αυτές πηγές γνώσης είναι βέβαιες, ωστόσο το πρόβλημα είναι ποιες πεποιθήσεις μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση την ενόραση και την απόδειξη. Κι ενώ το δεύτερο αναφέρεται κυρίως στις μαθηματικές αλήθειες, ο Descartes χρησιμοποιεί την ενόραση για να δείξει την

Page 9: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

προφάνεια της ύπαρξης του σκεπτόμενου υποκειμένου μέσω της αμφιβολίας (βλ. cogito και στάδια αμφιβολίας, Descartes). Η απόδειξη χρησιμοποιείται για την γνώση της ύπαρξης του Θεού (βλ. Θεός, Descartes).

ευδαιμονία, Αριστοτέλης: Εκφράζει όχι μία κατάσταση, αλλά μια δραστηριότητα και την επιδίωξη ενός τέλους από την πλευρά του υποκειμένου, όχι ως μέσο για άλλο σκοπό αλλά μόνο για το ίδιο, και κρίνεται σύμφωνα με την συνεχή πράξη (και όχι μόνο τις προθέσεις). Αυτό το αύταρκες τέλος, ωστόσο, στην ουσία ισούται με την πράξη σύμφωνη με έναν ηθικό χαρακτήρα. Η ευδαιμονία κρίνεται με βάση την ολότητα του βίου υπό την έννοια ότι πρέπει να αντιμετωπίζει την ηθική ποιότητα του υποκειμένου στην προοπτική της διάρκειας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αυτό διευθύνεται από το ανώτερο μέρος της ανθρώπινης ψυχής, τον λόγο (βλ.ψυχή, Αριστοτέλης).

ευδαιμονία, Σωκράτης: Ο στόχος κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, τόσο για τον Σωκράτη όσο και για τους περισσότερους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους. Επίσης κοινό σημείο είναι η παρουσία της ηθικής ως πρωταρχικό στοιχείο των σκέψεων και πράξεων του υποκειμένου. Σημειώνεται ότι η ηθική στην αρχαιότητα αποτελούσε μια έννοια πιο ευρεία σε σχέση με τη σημερινή της σημασία, περιλαμβάνοντας ένα σύνολο αρετών που έπρεπε να διέπουν την δημόσια και ιδιωτική ζωή, ώστε η τελευταία να στοχεύει στην ευδαιμονία. Η καινοτομία του Σωκράτη έγκειται στην απαίτησή του για τον αναγκαίο ρόλο της γνώσης σε μια τέτοια ηθική συμπεριφορά, και ότι η αδυναμία άσκησης της αρετής (και κατά συνέπεια την κατάκτηση της ευδαιμονίας) οφείλεται στην άγνοια και όχι σε μία αδυναμία επιβολής του ορθού (βλ. αρετή,Σωκράτης).

ηθική και θρησκεία, Kant: Η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής για τον Kant δεν αποδεικνύονται θεωρητικά, ωστόσο αποτελούν 'αιτήματα' του πρακτικού λόγου. Πρόκειται για προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται ολόκληρο το ηθικό οικοδόμημα, και παρότι η ηθική δεν θεμελιώνεται με βάση αυτές, ωστόσο είναι αδιανόητο έλλογα υποκείμενα να δεχθούν μια διαφορετική ηθική χωρίς Θεό (βλ. ωστόσο ηθική και θρησκεία, Nietzsche). O Kant είναι σαφής ότι η θρησκευτική πίστη δεν αποτελεί θέμα εμπειρίας, αλλά βρίσκεται στα όρια του καθαρού λόγου, και ως υπερβατολογική προκείμενη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται (σε αντίθεση με τη θεωρία των υπαρχουσών θρησκειών).

ηθική και θρησκεία, Nietzsche: Δύο όροι ασύμβατοι για τον Γερμανό φιλόσοφο, που επιδιώκει την αναμόρφωση της ηθικής (πέρα από το 'καλό' και το 'κακό'), σε αντίθεση κυρίως με τον χριστιανισμό, αλλά και άλλες θρησκείες της 'παραίτησης' (π.χ. βουδισμός). Η ένσταση του Nietzsche δεν διαγράφεται τόσο στις συνήθεις πρακτικές των θρησκειών, όσο στο ίδιο το περιεχόμενό τους, δηλαδή την παραίτηση από τις φυσικές ικανότητες και διαθέσεις -ακριβώς η αντίθετη θεώρηση από εκείνη του ίδιου. Η έννοια της βούλησης για δύναμη που αναπτύσσει ο Nietzsche δεν έχει (και δεν οφείλει να έχει) χώρο για αλληλεγγύη, βοήθεια, εφόσον το πρώτο ηθικό καθήκον του ανθρώπου είναι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του και την ικανότητά του να επικρατήσει (χωρίς αυτό να δηλώνει επιστροφή στο νόμο των σπηλαίων). Σ' αυτό συμβάλλει και η σιβυλλική δήλωση περί του 'θανάτου του Θεού', αλλά και η προσπάθειά του για την αντικατάστασή του με τον 'Υπεράνθρωπο', ένας όρος που ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως στο πλαίσιο των εθνικοσοσιαλιστικών καθεστώτων.

Θεός, Descartes: Η έννοια του Θεού στο σύστημα του Descartes λειτουργεί τόσο ως στήριγμα για την απόδειξη της υπόλοιπης συλλογιστικής του σκέψης για την ύπαρξη του εξωτερικού προς εκείνον κόσμου, όσο και ως αυτόνομο ερώτημα προς απόδειξη. Το ερώτημα είναι πώς προκύπτει αυτή η ιδέα, εφόσον οι εντυπώσεις των αισθήσεων συνεχώς δίνουν μια ατελή, κατακερματισμένη ιδέα ενός κόσμου που είναι βέβαιο ότι δεν είναι τέλειος. Υπάρχουν 3 αποδείξεις στους Στοχασμούς. Η πρώτη αναφέρεται στην πηγή της

Page 10: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

ιδέας του Θεού που ως τέλεια, δεν μπορεί να προέρχεται από ένα ατελές ανθρώπινο ον. Δεύτερον, η ίδια η ύπαρξη του σκεπτόμενου και ατελούς ανθρώπινου όντος δεν μπορεί να αναχθεί σε αυτοδημιουργία, επομένως υπάρχει ένας δημιουργός Θεός. Τρίτον, στον Πέμπτο Στοχασμό ο Descartes αναπτύσσει το οντολογικό επιχείρημα (βλ. οντολογικό επιχείρημα, Άνσελμος): και μόνο η ιδέα ενός τέλειου όντος εμπεριέχει την ύπαρξη ως μία από τις τέλειες ιδιότητες του Θεού, και ο Θεός υπάρχει. Παρότι αυτή η απόδειξη υπόκειται σε ενστάσεις (η ύπαρξη της ιδέας οδηγεί στην ιδέα της ύπαρξης και όχι στην ίδια την ύπαρξη), ο Descartes την υπερασπίζεται θεωρώντας ότι η ιδέα του Θεού ως τέλειου όντος είναι μια σαφής και διακριτή ιδέα, και όλες οι σαφείς και διακριτές ιδέες υπάρχουν.

Θεός, Spinoza: Η απόδειξη του Θεού στον Spinoza ακολουθεί τις οδούς της λογικής- μαθηματικής μεθόδου στην Ηθική (1677), ωστόσο, ο Θεός του Spinoza δεν είναι ο Θεός ούτε της ιουδαϊκής (ήταν Εβραίος) ούτε της χριστιανικής πίστης. Ο Θεός είναι η μόνη υπόσταση που (όπως θεωρεί ότι αποδεικνύεται από τις προκείμενες) δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τίποτε άλλο, και δεν γίνεται κατανοητός από τίποτε άλλο, αλλά ωστόσο περιλαμβάνει τα πάντα στον κόσμο. Μέσα στην φύση (κι εδώ νοείται όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον, αλλά και τα όντα που δρουν σ' αυτό) βρίσκεται αυτή η υπόσταση, η οποία συνεπώς -αφού δεν έχουν όλα τα φυσικά αντικείμενα ψυχή- έχει και το κατηγόρημα του σώματος (κάτι που δε φαίνεται να ισχύει για τον θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών). Ο Spinoza έχει θεωρηθεί ο πρώτος πανθεϊστής, αφού τα πάντα εκφράζουν με έναν τρόπο τη θεϊκή παρουσία.

ιδιωτική γλώσσα, Wittgenstein: Αποτελεί την αντίθεση σε προηγούμενες προσπάθειες 'εσωτερίκευσης' των νοημάτων της γλώσσας σε έννοιες και σκέψεις του υποκειμένου. Ο Wittgenstein θεωρεί ότι απόπειρες θεμελίωσης του νοήματος της γλώσσας (και επομένως και της γνώσης του κόσμου μέσω της γλώσσας) π.χ. σε αισθητηριακά δεδομένα (βλ. αισθητηριακά δεδομένα και λογικός ατομισμός, Russell) είναι μια εσφαλμένη 'ιδιωτική γλώσσα', καθώς δεν υπάρχει κανένα κριτήριο σ' αυτήν την περίπτωση για να ελεγχθεί το νόημα αυτών των δεδομένων: όπως φαίνεται στο υποκείμενο ότι έτσι είναι τα πράγματα, έτσι ακριβώς και είναι (δεν υπάρχει εξωτερικός παρατηρητής για να διακριβώσει την αλήθεια και το ψεύδος). Μ' αυτόν τον τρόπο, η πλάνη ότι υπάρχει ένα και μόνο νόημα στο νου του υποκειμένου διαλύεται, και δεν υπάρχει ούτε ένα και μόνο νόημα ούτε επιπλέον στο νου του υποκειμένου, αλλά στην γλωσσική χρήση (βλ. γλωσσικά παίγνια, Wittgenstein).

ιστορία και ιστορισμός, Hegel: Ο ιστορισμός του Χέγκελ χαρακτηρίζεται από την κεντρική του θέση ότι η ανθρώπινη κοινωνία και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η επιστήμη, η φιλοσοφία ή η τέχνη, καθορίζονται από την ιστορία τους, έτσι ώστε η ουσία τους μπορεί να αναζητηθεί μόνο μέσα από την κατανόηση της ιστορικής τους διαδρομής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια στενή ιστορικιστική θέση (που εκφράστηκε στην εποχή του κυρίως για το δίκαιο) ότι η διαφορετική ιστορία διαφορετικών κοινωνιών και πολιτισμών εμποδίζει την αναζήτηση της αλήθειας. Ο Hegel απαντά στο παραπάνω εφαρμόζοντας την διαλεκτική του (βλ. διαλεκτική, Hegel), μέσω της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης. Για να κατανοήσουμε το άτομο πρέπει να το τοποθετήσουμε και να το μελετήσουμε μέσα σε μια κοινωνία, και για να κατανοήσουμε μια κοινωνία πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία της και τις δυνάμεις που τη διαμόρφωσαν. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην ηθική και την πολιτική σκέψη, αλλά και σε όλη την πορεία του πνεύματος (βλ. απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel), έως και την φιλοσοφία. Ο περίφημος αφορισμός του Φιλοσοφία είναι η ιστορία της Φιλοσοφίας περιγράφει τα παραπάνω με σαφήνεια, όταν ισχυρίζεται ότι η μεταφυσική είναι δυνατή μόνο εάν οι κεντρικές της έννοιες ερμηνεύονται με ιστορικούς όρους.

Page 11: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

κατηγορίες & υπερβατολογική παραγωγή, Kant: ένα σύνολο πρωταρχικών εννοιών, που δομούν την εμπειρία (αισθήσεις - νόηση), χωρίς να προέρχονται από αυτήν. Η πηγή της διάκρισης είναι η συνήθης της εποχής κατηγοριοποίηση των λογικών συλλογισμών σε διαφορετικές κρίσεις, και ο Kant αναπτύσσει 12 κατηγορίες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η ουσία, η ενότητα, η ολότητα, η άρνηση, η αιτιότητα, η αναγκαιότητα κτλ. O όρος αντανακλά συνειδητή επίκληση των αριστοτελικών κατηγοριών, ωστόσο η διαφορά από τον Αριστοτέλη (βλ. ουσία & συμβεβηκός, Αριστοτέλης), πέρα από τον αριθμό των κατηγοριών, είναι ότι ο Kant θεωρεί αυτές τις κατηγορίες όχι ουσιώδεις των πραγμάτων αυτών καθ' εαυτών, αλλά των αναπαραστάσεων και της γνώσης μας γι' αυτά τα πράγματα. Με αυτόν τον σοβαρό περιορισμό, ο φιλόσοφος προχωρεί στην 'υπερβατολογική παραγωγή' (Transzendental Deduktion) των κατηγοριών, δηλαδή το ακρότατο σημείο στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η ύπαρξη αυτών των σταθερών της γνώσης. Είναι μνημειώδεις οι δυσκολίες της ανάλυσης, ωστόσο αυτό που φαίνεται ότι τονίζεται είναι το εξής: η οδός για την ένωση εποπτείας καιεννοιών σε μη εμπειρικό επίπεδο περνά μέσα από το ίδιο το υποκείμενο. Η αρχική σύνθεση των ιδιοτήτων σε ένα αντικείμενο καθίσταται αναγνωρίσιμη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, και αποκτά ταυτότητα ως έννοια μόνο μέσω της νοητικής πράξης 'εγώ νοώ' του υποκειμένου. Tο συγκεκριμένο υποκείμενο δεν αποτελεί υπόσταση, αλλά υπερβατολογικό και νοούν υποκείμενο, και ο Kant προσεγγίζει από διαφορετικό μονοπάτι τη σκέψη του Descartes (βλ. cogito και στάδια αμφιβολίας, Descartes).

κατηγορική προσταγή, Kant: 'Να ενεργείς με έναν τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η βούλησή σου να γίνει καθολικός νόμος'. H a priori αρχή με τη μορφή προστακτικής σύμφωνα με τον Kant θεμελιώνει την ηθική συμπεριφορά, και αποτελεί περισσότερο έναν τύπο κανόνα, παρά μια συγκεκριμένη προτροπή. Αντιδιαστέλλεται με τη μορφή του υποθετικού λόγου: αν επιθυμείς την ευτυχία, πρέπει να βοηθήσεις τον χ συνάνθρωπό σου ή αν η φιλανθρωπία αυξήσει το κοινωνικό σου γόητρο, τότε πρέπει να εκτελείς παρόμοιες πράξεις. Οι παραπάνω υποθετικοί λόγοι δεν είναι ούτε αναγκαίοι ούτε βέβαιοι, κι επομένως δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν την ορθή ηθικά πράξη. Στα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών τίθενται παραδείγματα όπου αυτή η κατηγορική προσταγή γίνεται αποδεκτή, ακόμη κι όταν φαίνεται να παραβιάζεται. Κανείς δε θα αθετούσε την υπόσχεσή του αν γνώριζε ότι αυτό θα γινόταν καθολικός νόμος, διότι τότε κανείς πλέον δε θα δεσμευόταν για τίποτε και επομένως δε θα υπήρχε η έννοια της υπόσχεσης (αντίφαση). Αυτό που οι περισσότεροι ζητούν, τονίζει ο Kant, είναι όχι μια διαφορετική προσταγή, αλλά μια εξαίρεση για τους ίδιους από την κατηγορική προσταγή που ενδόμυχα οι ίδιοι αναγνωρίζουν. Η έννοια της κατηγορικής προσταγής ως a priori αρχής θεμελίωσης της ηθικής συνδέεται τόσο με την δεοντοκρατία του Kant, όσο και (αρχικά παραδόξως) με την ελεύθερη βούληση του υποκειμένου (βλ. ελευθερία και αυτονομία, Kant).

κοινωνικό συμβόλαιο, Locke: Ο Αγγλος φιλόσοφος είναι οπαδός του φυσικού δικαίου, της άποψης ότι υπάρχουν αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώματα στην φυσική κατάσταση του ανθρώπου, τα οποία δεν προέρχονται από πολιτικές αποφάσεις (βλ. φυσικό δίκαιο, Ακινάτης, φυσικό δίκαιο, Occam). Χωρίς ο Locke να δικαιολογεί το φυσικό δίκαιο από την θεϊκή του προέλευση (και χωρίς από την άλλη πλευρά να το αποκλείει), διατείνεται για το φυσικό δικαίωμα στην ζωή, την ελευθερία, αλλά και την ιδιοκτησία, και περιγράφει μια προ-πολιτική κατάσταση, όπου οι άνθρωποι ζουν σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής. Ωστόσο, η εισαγωγή των χρηματικών συναλλαγών, αλλά και άλλες αιτίες (ανθρώπινες βιαιοπραγίες) αναγκάζουν την σύσταση κοινωνιών και πολιτικής διοίκησης. Αυτό συμβαίνει είτε με την ρητή είτε με την άρρητη αλλά υπονοούμενη συναίνεση όλων των μελών που θα συγκροτήσουν ένα πολιτικό σώμα, στο οποίο θα εκχωρήσουν την διαχείριση των δικαιωμάτων τους που πριν είχαν οι ίδιοι. Αυτού του είδους το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι απαραίτητα μια ιστορική συμφωνία (αν και ο Locke περιλαμβάνει

Page 12: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

μερικά παραδείγματα), και δεν δηλώνει την απόλυτη υποταγή σε έναν κυρίαρχο (βλ. πολιτική θεωρία, Hobbes). Απόδειξη για το παραπάνω είναι η επισήμανση του φιλοσόφου για το δικαίωμα στην επανάσταση, όταν η πολιτική εξουσία καταπατεί υπέρ αυτής ακριβώς αυτά τα δικαιώματα που με συναίνεση παραχώρησαν οι πολίτες για την διαχείριση και όχι την εκμηδένισή τους.

κοινωνικό συμβόλαιο, Rousseau: Η πραγμάτευση της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου από τον Rousseau περιλαμβάνει τις εξής προκείμενες:

1) Η ερμηνεία της κοινωνικής ζωής δεν μπορεί να αναζητηθεί στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, εφόσον αυτή περιλαμβάνει την πλήρη ελευθερία, κάτι που δεν υπάρχει στην υπακοή στο κράτος. Επομένως, το κοινωνικό συμβόλαιο αποτελεί την εξήγηση αυτής της κοινωνικής ζωής. Ο πολίτης μιας ενωμένης κοινότητας ανταλλάσσει τη φυσική ελευθερία του με κάτι καλύτερο, την ηθική ελευθερία.

2) Αυτή η ανταλλαγή ωστόσο δεν προϋποθέτει παραίτηση σε εξωτερική δύναμη ή αίτιο, αλλά οι άνθρωποι υπακούουν με βάση την γενική βούληση που υπάρχει στον καθένα ξεχωριστά για την δημιουργία κοινωνίας, χωριστή από την ατομική βούληση και επίσης χωριστή από το αριθμητικό σύνολο των ατομικών βουλήσεων.

3) Για να έχει ένα κράτος λειτουργική γενική βούληση πρέπει να είναι αρκετά μικρό, ώστε να έχουν όλοι τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στη νομοθετική διαδικασία δια των συνελεύσεων. Ο Rousseau φαίνεται να υποστηρίζει ότι ακριβώς επειδή η γενική βούληση για τη συγκρότηση της κοινωνίας είναι καθολική, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως εκφραστής αυτής της βούλησης αποτελεί μια πλάνη.

Η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου αποτέλεσε φιλοσοφικό υπόβαθρο για την Γαλλική Επανάσταση, αλλά και κατηγορήθηκε επίσης ως φορέας ολοκληρωτισμού.

κοπερνίκεια στροφή, Kant: Η προσπάθεια του φιλοσόφου να διασώσει την μεταφυσική πραγμάτευση από το δίλημμα είτε του άκριτου δογματισμού φιλοσοφικών θεωριών είτε του σκεπτικισμού, που προκύπτει από την αδυναμία γνώσης αληθειών για τον κόσμο αποκαθαρμένων από την εξατομικευμένη εμπειρία. Ο Kant προτείνει την αναστροφή της έρευνας, κατά την πρακτική του Κοπέρνικου, που με τη θεωρία του για το ηλιοκεντρικό σύστημα (με πλήρη αντιστροφή των παραδεδομένων απόψεων) έθεσε τις ορθές βάσεις για τη μελέτη της αστρονομίας και των φυσικών επιστημών. Ενός τέτοιου είδους αναστροφή επιδιώκει και ο ίδιος: αντί να αναζητάται χωρίς επίκληση στην εμπειρία (όπως συμβαίνει στην μεταφυσική) ο γενικός τρόπος με τον οποίο οι νοητικές μας εντυπώσεις αντιστοιχούν στα αντικείμενα, είναι προτιμότερο να αναζητηθεί πώς τα αντικείμενα αντιστοιχούν στις ήδη διαμορφωμένες εντυπώσεις μας, με άλλα λόγια τι είδους γνώση ανεξάρτητη της εμπειρίας μπορούμε να έχουμε των αντικειμένων που παρουσιάζονται στη νόησή μας. Μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί πρώτον στην υπερβατολογική φιλοσοφία (βλ. υπερβατολογκή φιλοσοφία, Kant) και δεύτερον στην διαφοροποίηση των φαινομένων από τα νοούμενα ή τα πράγματα καθαυτά (βλ. φαινόμενα και νοούμενα, Kant).

κριτική δύναμη & τέχνη, Kant: Η κριτική δύναμη αντιπροσωπεύει για τον Kant την ικανότητα να κατηγοριοποιείται από ήδη γνωστές κατηγορίες το συγκεκριμένο, αλλά και την αντίστροφη ικανότητα μέσα από ένα συγκεκριμένο να τίθεται το καθολικό, χωρίς την επίκληση προδιαγεγραμμένων κατηγοριών. Η δεύτερη ικανότητα, η οποία ονομάζεται στοχαστική, είναι εκείνη που επικρατεί στην τέχνη. Εκεί ο Kant ισχυρίζεται ότι παρότι δεν παρεμβαίνουν οι κατηγορίες της νόησης, το αποτέλεσμα των κρίσεων για το ωραίο δεν είναι υποκειμενικό με την έννοια της προσωπικής προτίμησης, η οποία διαφέρει από

Page 13: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

άτομο σε άτομο. Η σύζευξη της προσωπικής εμπειρίας με την αντικειμενική κρίση έρχεται μέσω της σύνθεσης των ατομικών προτιμήσεων από την φαντασία (σε αντικατάσταση των νοητικών κατηγοριών), η οποία επενδύει στην αρμονία των μερών με την νόηση. Το ηλιοβασίλεμα είναι ωραίο όχι επειδή αισθάνεται το υποκείμενο κάτι ξεχωριστό ως προς αυτό (π.χ. ανάμνηση διαφόρων γεγονότων) αλλά επειδή τίθεται από την φαντασία και την στοχαστική κρίση ως κάτι ουδέτερο και αρμονικό, χωρίς αυτό να αναλύεται νοητικά. Το ελεύθερο παιγνίδι της φαντασίας που δημιουργεί ωστόσο αντικειμενικές κρίσεις προσδίδει και την αξία του ωραίου και της τέχνης.

κύριος & δούλος, Hegel: Αποτελεί ένα παράδειγμα εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου (βλ. διαλεκτική μέθοδος, Hegel), και μία περίπτωση πολιτικής φιλοσοφίας που χρησιμοποιήθηκε και διαμορφώθηκε ανάλογα από τον Marx. Τόσο ο κύριος, όσο και ο δούλος έχουν μόνο μέρος της ελευθερίας. Ο κύριος έχει τη δύναμη και την ελευθερία να διατάξει, αλλά δεν έχει αυτοσυνειδησία, ζει σε μια 'ψευδή συνείδηση' του εαυτού του ως απομονωμένου και κυρίαρχου του κόσμου, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι στην ουσία βρίσκεται (όπως και όλοι οι άνθρωποι) σε αντίθεση με τον φυσικό κόσμο, κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσει. Το τελευταίο ενυπάρχει στο δούλο, που με την εργασία του αντιμετωπίζει τα φυσικά εμπόδια, όμως ο δούλος δεν έχει την ελευθερία ο ίδιος να διακριβώσει τη βούλησή του, αλλά κατευθύνεται από τον κύριο. Όταν κύριος και δούλος κατά τον Hegel συνειδητοποιήσουν αυτό που τους λείπει, τότε η σχέση κυρίου και δούλου θα παύσει να υφίσταται, μέσα σε μια διαφορετικού τύπου κοινωνία.

λογική, Hegel: Χωρίς να έχει σχέση με την τυπική ή αριστοτελική λογική, η λογική για τον Hegel ερευνά την ουσία της σκέψης, και αφού η σκέψη στην ανώτερη βαθμίδα της, το πνεύμα, είναι ισοδύναμη με την πραγματικότητα, με το είναι, την ουσία του είναι. Η Επιστήμη της Λογικής, και το πρώτο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας ερευνά έννοιες οντολογικές πάντα με βάση την διαλεκτική μέθοδο (βλ. διαλεκτική, Hegel), και χωρίζεται σε 3 μέρη, το είναι, την ουσία, και την έννοια. Παρότι μοιράζεται με τον Kant την υπερβατολογική προσέγγιση της λογικής και των a priori προϋποθέσεων της σκέψης, ο ιδεαλισμός του Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel) επεκτείνει την έκταση της λογικής πραγμάτευσης πέρα από τα σκεπτόμενα υποκείμενα.

φιλοσοφία, Hegel: Το τελικό στάδιο στην εκδίπλωση του πνεύματος και στην επιστροφή στον εαυτό του. Το απόλυτο πνεύμα (βλ. απόλυτος ιδεαλισμός, Hegel) μέσα από την ιστορία και τις επιστήμες εκφράζεται μέσω τριών θεωρητικών ενασχολήσεων, της τέχνης, της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Η τέχνη είναι ένας τρόπος άμεσης κατανόησης της πραγματικότητας, που όμως δίνει τη θέση της στην θρησκευτική κατανόηση, μια αναπαράσταση της πραγματικότητας μέσω του θείου. Η εξύψωση του πνεύματος συντελείται μόνο μέσω της φιλοσοφίας, αφηρημένης αλλά και ταυτόχρονα καθαρής και καθορισμένης μορφής ενατένισης του ενός και μοναδικού πνεύματος στην διαδρομή του τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο, από την αρχαιότητα έως και την εποχή του Hegel.

νους & σώμα, Descartes: Ο Descartes έχει μείνει διάσημος για την υποστήριξη του δυϊσμού ανάμεσα σε ένα σώμα με κύριο χαρακτηριστικό την έκταση και σε μια άυλη ψυχή (ή νου, οι όροι εδώ είναι εναλλάξιμοι) με κύριο χαρακτηριστικό την σκέψη. Από την άλλη πλευρά, αν αυτά τα δύο πράγματα είναι τελείως διακριτά, τότε δεν εξηγείται η σε πρώτη εμφάνιση υπαρκτή αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο. Στενοχωριέμαι για μια αποτυχία (νους) και κλαίω (οργανική αντίδραση) ή αντίστροφα, οργανικές διαταραχές προκαλούν πόνο (νοητική-ψυχική αντίδραση). Η λύση του προβλήματος για τον Γάλλο φιλόσοφο έγκειται σε μια βιολογική δομή του εγκεφάλου, την επίφυση (ή κωνάριο), όπου κατά τη γνώμη του είναι το μοναδικό σημείο όπου μπορούν να αλληλεπιδρούν οι δύο υποστάσεις. Επιστημονική έρευνα έχει αμφισβητήσει τη δομή και το ρόλο της επίφυσης, ωστόσο το

Page 14: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

πρόβλημα συζητείται και επαναοριοθετείται και στον 21ο αιώνα (βλ. επίσης, νους & σώμα, Leibniz).

νους & σώμα, Leibniz: Στο σύμπαν του Leibniz δεν υπάρχει αιτιότητα, και η βροχή δεν είναι το αποτέλεσμα του χαμηλού βαρομετρικού, αλλά αποτελούν δύο ανεξάρτητα συστήματα που προκατασκευάστηκαν τόσο αρμονικά έτσι ώστε το χαμηλό βαρομετρικό να συνυπάρχει με τη βροχή. Για τον ίδιο λόγο, η απόφαση να περπατήσω και το συνακόλουθο βάδισμά μου δεν αποτελούν μια σχέση αιτίου και αποτελέσματος, αλλά ο νους και το σώμα δρουν σε μια θαυμαστή ψυχοφυσική παραλληλία: η νοητική απόφαση συμβαδίζει παράλληλα με τις πραγματικές κινήσεις. Υπεύθυνος γι' αυτήν την εδραιωμένη αρμονία είναι ο Θεός, σύμφωνα με τον Leibniz, ο οποίος επιλέγει ανάμεσα στις άπειρες δυνατότητες που μπορούν να υπάρξουν όχι τον καλύτερο, αλλά τον καλύτερο δυνατό κόσμο.

νους/ψυχή & σώμα, Ακινάτης: Η ένωση σώματος και ψυχής στον άνθρωπο έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Δεν αποτελεί ένα συνδυασμό όπως εκείνος της ύλης και της μορφής (που υπάρχει στον άνθρωπο, βλ. υλομορφισμός, Αριστοτέλης), αλλά μια επιπρόσθετη σύσταση δύο διαφορετικών υποστάσεων (σώματος=ύλης+μορφής, και ψυχής). Η ψυχή είναι αθάνατη ως υπόσταση και άυλη (διότι διαφορετικά η ύλη δεν μπορεί να οδηγήσει σε νόηση και γνώση), και μετά το θάνατό του ο άνθρωπος δεν αποτελεί την ίδια υπόσταση (εφόσον δεν υπάρχει πλέον συνδυασμός μορφής και ύλης σε σώμα), αλλά αποτελεί το ίδιο πρόσωπο, ακριβώς εξαιτίας της αθανασίας της ψυχής (βλ. προσωπική ταυτότητα, Locke). Με διαφορετικό τρόπο, ισχύει και εδώ η διάκριση ουσίας και ύπαρξης (βλ. ουσία και ύπαρξη, Ακινάτης): η ουσία του ανθρώπου μεταβάλλεται από τη ζωή στο θάνατο (χάνει τη συγκεκριμένη ύλη και μορφή), ωστόσο η ύπαρξή του παραμένει αναλλοίωτη, ακριβώς επειδή παραμένει η ψυχή που συνιστά το ίδιο πρόσωπο.

οντολογικό επιχείρημα (ύπαρξη Θεού), Άνσελμος: Ο Ανσελμος (1033-1109) στο έργο του Proslogion αναπτύσσει το επιχείρημα εκ της ύπαρξης ή οντολογικό επιχείρημα με την ακόλουθη λογική σειρά: αν ο Θεός υπήρχε μόνον ως ιδέα ή έννοια στο νου, τότε θα ήταν δυνατό ο νους να συλλάβει ένα ον που θα ήταν τελειότερο· θα ήταν σαν Αυτόν αλλά θα είχε και κάτι παραπάνω, π.χ. πραγματική ύπαρξη. Αλλά ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει τελειότερο ον (τελειότερο, σοφότερο κτλ.) από τον Θεό. Συνεπώς ο Θεός δεν είναι μόνο ιδέα, αλλά υπάρχει και στην πραγματικότητα. Το οντολογικό επιχείρημα του Άνσελμου απορρίφθηκε από τον σύγχρονό του μοναχό φιλόσοφο Γκαουνίλο (11ος αιώνας), με τη θέση ότι ένα αντικείμενο το οποίο συλλαμβάνεται από το νου με αναγκαίο λογικό τρόπο (π.χ. το τελειότερο κλειδί εξώπορτας) είναι δυνατόν να μην υπάρχει πραγματικά ως τέτοιο. Με άλλα λόγια, δεν είναι παραδεκτή φιλοσοφικά η συναγωγή της πραγματικότητας μόνο από την λογική αναγκαιότητα. Διαφορετικές γραμμές απόρριψης ακολουθούν ο Ακινάτης και ο Kant (βλ. τελεολογικό επιχείρημα, Ακινάτης, οντολογικό επιχείρημα Kant), ενώ ο Descartes το ενστερνίζεται (βλ. Θεός, Descartes). Ως γενική ένσταση προβάλλεται ότι το οντολογικό επιχείρημα δεν μπορεί να έχει καθολική ισχύ, αν απαιτηθεί ότι προαπαιτείται για την αποδοχή του η ύπαρξη θρησκευτικής πίστης.

oντολογικό επιχείρημα (ύπαρξη Θεού), Kant: Η κριτική του Kant στο οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού (βλ. οντολογικό επιχείρημα, Άνσελμος) είναι ότι ο Θεός δεν αποτελεί αντικείμενο αυταπόδεικτης ύπαρξης, για τον λόγο ότι η ύπαρξη δεν αποτελεί ιδιότητα και κατηγόρημα αντικειμένων, αλλά ιδιότητα της σκέψης μας για τα πράγματα. Η πρόταση 'Ο Θεός είναι ένας' προσθέτει στην έννοια του Θεού εκείνη της αριθμητικής μονάδας, αλλά η πρόταση 'Ο Θεός υπάρχει' δεν προσθέτει μια νέα ιδιότητα, απλώς υποστηρίζει ότι οι προδιαγεγραμμένες ιδιότητες έχουν μια πραγματική βάση. Επομένως, η δομή του οντολογικού επιχειρήματος, που αφού πρώτα επιχειρεί να δώσει

Page 15: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

όλες τις ιδιότητες-τελειότητες στον Θεό, και μετά επιλέγει την ύπαρξη ως μία από αυτές τις ιδιότητες για να δείξει την ύπαρξη του Θεού, είναι λανθασμένη. Ωστόσο, η κριτική στο συγκεκριμένο επιχείρημα δεν υποδηλώνει ότι ο Kant δεν αποδέχεται την ύπαρξη του Θεού (βλ. ηθική και θρησκεία, Kant).

παγκόσμια ειρήνη, Kant: H αποφυγή της βίας στον Kant συνδέεται άρρηκτα με την ηθική του θεωρία (βλ. ελευθερία και αυτονομία, Kant). Ο στόχος του Γερμανού φιλοσόφου είναι μια ιδεατή κοινωνία με έλλογα όντα που αναγνωρίζουν την ελευθερία του άλλου ως δική τους ελευθερία. Μια κοινωνία τέλειας δικαιοσύνης και τέλειας ισοτιμίας, με πολίτες που θα είναι συγχρόνως νομοθέτες και εκτελεστές των κανόνων της κοινής ζωής. Η βία θα είναι απαραίτητη μόνο σε περίπτωση ελλιπής ηθικής αυτοσυνειδησίας του έλλογου όντος. Γι' αυτόν τον λόγο, η ειρήνη δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε νομοθετικό ζήτημα, που μπορεί κάποτε να υπερκεραστεί. Το αίτημα αφορά την αιώνια ειρήνη, και βασίζεται στον κοσμοπολιτισμό, χωρίς συμβατικούς φυλετικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς.

πηγές γνώσης, Kant: Η φημισμένη σύνθεση της αισθητηριακής εμπειρίας και του λόγου υπογραμμίζεται στον Kant με τις αντίστοιχες έννοιες της εποπτείας και της νόησης, ενώ πραγματική γνώση προκύπτει από την συμμετοχή και των δύο. Εποπτεία χωρίς έννοιες που να δίνουν σχήμα και μορφή στα δεδομένα είναι 'τυφλή', ενώ έννοιες χωρίς τα αποτελέσματα της εποπτείας 'κενές'. Ωστόσο, ο Kant εφαρμόζει το παραπάνω πλαίσιο στην υπερβατολογική φιλοσοφία του προϋποθέτοντας περαιτέρω a priori αρχές τόσο για την εποπτεία όσο και για την νόηση (βλ. κατηγορίες και υπερβατολογική παραγωγή, Kant, χώρος και χρόνος, Kant).

υπερβατολογική φιλοσοφία, Kant: Δεν δηλώνει την φιλοσοφία που υπερβαίνει τα όρια των γνωστικών μας δυνατοτήτων, κάτι αναληθές (αυτή είναι η υπερβατική φιλοσοφία). Σηματοδοτεί αντίθετα την μη εμπειρική έρευνα για τους όρους και τις αναγκαίες συνθήκες που δικαιολογούν και προκαθορίζουν όλη την εμπειρία και τη γνώση, και τις αποτυχημένες απόπειρες υπέρβασης αυτής της γνώσης. Στο πρώτο μέρος της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, την υπερβατολογική αναλυτική, ο Kant διακρίνει τα δύο κύρια τμήματα της γνώσης, την εμπειρία και την νόηση, και αντίστοιχα προτείνει την πραγμάτευση της υπερβατολογικής αισθητικής (βλ. επίσης χώρος- χρόνος, Kant), και της υπερβατολογικής λογικής. Στην υπερβατολογική αισθητική ερευνώνται οι a priori πηγές του περιεχομένου μέσω των αισθήσεων, το οποίο, συνολικά (εμπειρικό και μη εμπειρικό) ονομάζεται 'εποπτεία' (Anschauung), ενώ στην υπερβατολογική λογική πάλι οι a priori πηγές των εννοιών της νόησης, που από τον Kant ονομάζονται κατηγορίες (βλ. κατηγορίες & υπερβατολογική παραγωγή, Kant). To δεύτερο μέρος της Κριτικής, η υπερβατολογική διαλεκτική, αναφέρεται στις παρερμηνείες και εσφαλμένες μεταφυσικές τοποθετήσεις για μεγάλα θεωρητικά ζητήματα που αναφέρονται στα πράγματα 'καθ' εαυτά'. Το παραπάνω εγχείρημα προϋποθέτει τη γνώση μέσω κρίσεων που δεν προέρχονται από την εμπειρία αλλά ωστόσο εφαρμόζονται στην εμπειρία (βλ. a priori συνθετική πρόταση, φαινόμενα και νοούμενα, Kant).

φαινόμενα και νοούμενα, Kant: Δεν αποτελεί τη γνωστή διάκριση ανάμεσα στις πλάνες της εμπειρίας και την πραγματικότητα, αλλά τον διαχωρισμό της πραγματικότητας που είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τόσο με βάση τις αισθήσεις όσο και με τη λογική (έχοντας ως προϋπόθεση και στα δύο a priori κατηγορίες) από εκείνη που μόνο συλλαμβάνουμε και νοούμε (αλλά αγνοούμε) μέσω των νοητικών μας δυνάμεων. To πρώτο εξετάζεται στην υπερβατική αναλυτική, το πρώτο μέρος της Κριτικής του Καθαρού Λόγου. Η αναλυτική διαλεκτική, το δεύτερο μέρος της Κριτικής, εστιάζει στην αντιμετώπιση τριών ιδεών του καθαρού λόγου, για τις οποίες ο φιλόσοφος θεωρεί ότι είναι αδύνατη η γνώση: η έννοια της ψυχής ως μόνιμης υπόστασης στο υποκείμενο, η έννοια του κόσμου

Page 16: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

ως ενός συνόλου πραγμάτων σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, και η αρχή ή όχι στον χρόνο, και η έννοια του Θεού ως όντος. Αυτές οι οντολογικές θέσεις επιδιώκονται από τον 'λόγο' (Vernunft), ο οποίος ωστόσο αντιδιαστέλλεται από το νου/νόηση (Verstand) και τη γνώση. Αποτέλεσμα πρώτον οι τέσσερις 'παραλογισμοί', που αφορούν ανάμεσα στα άλλα την αθανασία της ψυχής, αλλά και την προσωπική ταυτότητα. Για το κοσμολογικό θέμα, ο Kant αναπτύσσει 4 αντινομίες, θέσεις και αντιθέσεις, για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους γνώση, ενώ για την ιδέα του Θεού, το 'ιδανικό του καθαρού λόγου', όπως το ονομάζει, ασκεί σφοδρή κριτική στο οντολογικό επιχείρημα (βλ. οντολογικό επιχείρημα, Kant). Ωστόσο, παρά τα παραπάνω ο Kant δέχεται ότι υπάρχει μια πραγματικότητα (το πράγμα καθεαυτό), και το αξιοποιεί στην ηθική του θεωρία (βλ. ελευθερία και αυτονομία, Kant).

χώρος και χρόνος, Kant: Αποτελούν a priori μορφές της εποπτείας του υποκειμένου (βλ. πηγές γνώσης, Kant), και δεν είναι ούτε 'υποκειμενικές' ούτε 'αντικειμενικές' σταθερές, αλλά προϋποθέσεις της όποιας εμπειρίας μέσω των αισθήσεων. Ο χώρος και ο χρόνος εντάσσονται στις συνθετικές a priori προτάσεις (βλ. a priori συνθετική πρόταση, Kant), και υπάρχουν ανεξάρτητα από την εμπειρία, ωστόσο εφαρμόζονται επιπλέον σε κάθε εμπειρία. Ο Kant διευκρινίζει ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι έννοιες ως γενίκευση αρκετών μεμονωμένων τόπων και στιγμών (διότι π.χ. μπορούμε να αναπαραστήσουμε μόνο έναν χώρο, και οι πολλοί τόποι είναι μόνο μέρη του ενός χώρου), ούτε είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας, γιατί και μόνο η αναπαράσταση ενός πράγματος έξω του υποκειμένου προϋποθέτει π.χ. τον χώρο. Ο χώρος και ο χρόνος εμπλέκονται στις συζητήσεις για την αρχή και το άπειρο του κόσμου, όπου ο Kant υποστηρίζει ότι λανθασμένα εφαρμόζονται προϋποθέσεις (και γίνεται απόπειρα να εξαχθούν συμπεράσματα) που ισχύουν στον άνθρωπο ως στοιχεία του ίδιου του κόσμου.

παγκόσμια βούληση και πεσιμισμός, Schopenhauer: Δύο παραδοξότητες φαίνεται να συνυπάρχουν σ' αυτήν την σκέψη, πρώτον η έννοια μιας παγκόσμιας βούλησης χωρίς συνείδηση, και δεύτερον η θέση ότι είναι αναγκαίο αυτή η βούληση να οδηγεί στην ατομική καταστροφή. Η ατομική βούληση για ζωή που διαθέτει κάθε άτομο (βλ. βούληση για ζωή, Schopenhauer) αποτελεί το τμήμα μιας παγκόσμιας βούλησης που επιδιώκει την διατήρηση της ζωής στην αιωνιότητα. Η παγκόσμια βούληση αντλεί την ύπαρξή της από τον ίδιο της τον εαυτό της και συντηρεί την ενεργητικότητά της με την εξάλειψη κάθε επιμέρους ατομικότητας που την απαρτίζει. Η κατάλυση ολόκληρων "υποσυστημάτων ζωής" αποτελεί για τον ανθρώπινο νου παραλογισμό και αυθαιρεσία, ωστόσο με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η διατήρηση της ισορροπίας της φυσικής ζωής. H οδύνη και ο θάνατος αποτελούν για τον Schopenhauer μια αναγκαιότητα που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ή να αποφύγει. Ο πεσιμισμός, επομένως, του Schopenhauer δεν είναι απλή απαισιοδοξία, αλλά αναγκαία θεμελιωμένη θέση με βάση την ίδια την έννοια της παγκόσμιας βούλησης. Μέσο διαφυγής από την αναγνώριση αυτής της αναγκαιότητας είναι η τέχνη (βλ. τέχνη, Schopenhauer).

3 είδη βιωματικής στάσης, Kierkegaard: Η ζωή σύμφωνα με τις αισθητικές απολαύσεις και η επιδίωξη της 'χαράς' είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη βασίζεται στην προσήλωση στους κανόνες (ηθικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς) και στα δόγματα. Παρότι η κοινή λογική θα επεδίωκε την τρίτη στάση ως μια μέση οδό ανάμεσα στα δύο, ο Kierkegaard επιμένει για μια υπέρβαση και των δύο, και τον δρόμο της θρησκευτικής πίστης. Το επιχείρημα είναι ότι και στους δύο προηγούμενους στην πραγματικότητα δεν υπάρχει επιλογή του υποκειμένου, καθώς εκείνο είναι δέσμιο είτε των ενστίκτων του είτε της κοινωνικής προσαρμογής. Η μόνη επιλογή και η μόνη ελευθερία έγκειται στον ανορθολογισμό της θρησκευτικής πίστης, η οποία δεν έχει σχέση με την θεολογική διδαχή

Page 17: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

και συγκεκριμένη θρησκεία αλλά με το ίδιο το θρησκευτικό βίωμα (βλ. φόβος και τρόμος, Kierkegaard).

φόβος και τρόμος, Kierkegaard: Τίτλος ομώνυμου έργου του Δανού φιλοσόφου και συνέπεια ανάληψης ευθύνης από το υποκείμενο χωρίς ορθολογική εκτίμηση των συνεπειών. Παρότι το παραπάνω φαίνεται απλή αφέλεια, ο Kierkegaard δηλώνει ότι πρόκειται για κάτι παραπάνω από αυτό. Το παράδειγμα του Αβραάμ που θυσιάζει τον γιο του είναι κατ' εξοχήν δείγμα μη ορθολογισμού, εφόσον γνωρίζει τις συνέπειες, μπορεί να νιώσει την πατρική αγάπη, και γνωρίζει ότι η πράξη του είναι αντίθετη με τις ηθικές επιταγές της κοινωνίας. Ωστόσο, το 'άλμα της πίστης', όπως το περιγράφει ο Kierkegaard, τον υψώνει πάνω από τα ορθολογιστικά όρια (ηθική, συναισθήματα, κοινή λογική), και ταυτόχρονα του δημιουργεί τρόμο, ακριβώς διότι πρόκειται να ξεπεράσει αυτά τα όρια. Δεν πρόκειται για έναν άβουλο άνθρωπο παρατημένο στην θεϊκή βουλή, ούτε για έναν θαρραλέο αλλά χωρίς επίγνωση των συνεπειών των ατομικών πράξεων. Το υποκείμενο στην πιο αυθεντική εκδοχή του επιλέγει τον ανορθολογισμό, έχοντας παράλληλα την αγωνία για αυτό το βήμα (βλ. υπαρξισμός, Sartre).

φυσικό δίκαιο, Ακινάτης: Η θεωρία σύμφωνα με την οποία α) η ανθρώπινη ηθική συμπεριφορά μπορεί να καθοριστεί κανονιστικά με βάση την ανθρώπινη φύση β) η ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να καθοριστεί μέσω των νόμων με βάση την ηθική συμπεριφορά. Ως προς το πρώτο, ο Ακινάτης θεωρεί ότι η ανθρώπινη φύση είναι η έλλογη φύση, και η προσήλωση στις επιταγές του λόγου (και όχι απαραίτητα της θρησκευτικής διδαχής) προσδίδει την ηθικότητα του ατόμου. Ως προς το δεύτερο, η κοσμική εξουσία είναι ένας φυσικός κοινωνικός θεσμός όπως η οικογένεια, και μπορεί να συνυπάρξει με την εκκλησία και το θεϊκό νόμο, δημιουργώντας με τη σειρά της τους δικούς της, ανθρώπινους ('θετούς') νόμους. Ο άνθρωπος σύμφωνα με τη φύση του και ως πολιτικό και κοινωνικό ον, το οποίο είναι ικανό να επικοινωνεί με τη λογική και τη γλώσσα του, χρειάζεται το φυσικό νόμο για να βιώνει την καθημερινότητα του μέσα σε μια θρησκευτική κοινότητα. Ωστόσο, ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι η πολιτική εξουσία πρέπει να υπακούει στον θεϊκό νόμο και να δημιουργεί τον κατάλληλο θετό νόμο για την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας.

φυσικό δίκαιο, Occam: Σύμφωνα με την πολιτική και ηθική θεωρία του Occam, η οποία συμπυκνώνεται στην πραγματεία «Opus nonagnita dierum» (1332), η τάση του ανθρώπου για την απόκτηση και χρήση της περιουσίας του αιτιολογείται ως φυσικό του δικαίωμα, καθώς αυτή εκπορεύεται από την ανάγκη του για επιβίωση, από τη βούληση και τις εντολές του Θεού, αλλά και από τις υποδείξεις της λογικής. Aυτό το δικαίωμα δεν αποκτά εγγενή αξία κατά τον Occam αφού, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία (όπως αυτή ερμηνεύεται από το τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών) δεν δικαιολογείται στα υποκείμενα η κατοχή των υλικών πραγμάτων. Ωστόσο, ο άνθρωπος μπορεί να προβαίνει στε τέτοια χρήση, εφόσον αυτή του η πράξη συνάδει με τις εντολές του Θεού. Στο τελευταίο σημείο, η άποψη του Occam για τη μη αυτούσια αξία του φυσικού δικαιώματος, έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις του Ακινάτη (βλ. φυσικό δίκαιο, Ακινάτης).

φυσικό δίκαιο, Hobbes: Oι φυσικοί νόμοι για τον Hobbes είναι όλες εκείνες οι πρακτικές (αλλά και σε μερικές αναγνώσεις θεϊκής καταγωγής) επιταγές που όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν, και όλοι οφείλουν να υπηρετούν, εφόσον επιθυμούν ακριβώς το δικό τους εγωιστικό καλό. Εφόσον χωρίς αυτούς η 'φυσική κατάσταση' των ανθρώπων είναι εκείνη του πολέμου όλων εναντίων όλων, της πλεονεξίας και της άγριας αρπαγής, η 'πρακτική' σύσταση ότι αυτή η κατάσταση δεν οδηγεί μακροπρόθεσμα στη διασφάλιση του ατομικού συμφέροντος αποτελεί μια τέτοια προσταγή. Μια άλλη επιταγή είναι ότι η

Page 18: Μικροί Ορισμοί ΕΠΟ22

επιδίωξη της ειρήνης και η υποταγή όλων σε έναν κυρίαρχο με απόλυτη εξουσία είναι η μοναδική έλλογη λύση για την κοινωνική συμβίωση (βλ. πολιτική φιλοσοφία, Hobbes).

φυσικό δίκαιο, Locke: Αναφέρεται στο σύνολο των αρχών, των κανόνων, των δικαιωμάτων, των αξιών που υπαγορεύονται από την φύση και το λογικό του ανθρώπου, είναι αναλλοίωτες, και μοιάζουν έτσι να είναι ανεξάρτητες από τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και το κράτος. Πρόκειται για την κατάσταση στην οποία τοποθετεί ο Θεός τους ανθρώπους ως φορείς υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Στον Locke αυτές περιλαμβάνουν το δικαίωμα της ζωής, της ελευθερίας και της απολαβής των αγαθών μέσω της εργασίας, μέσα σε προ-πολιτικές κοινωνίες φιλειρηνικές και ανταλλακτικές. Ο Locke συνδυάζει τη θεωρία του φυσικού δικαίου με αυτή του κοινωνικού συμβολαίου (βλ. κοινωνικό συμβόλαιο, Locke), σύμφωνα με το οποίο πρεσβεύει ότι στην κυβέρνηση μεταβιβάζεται ένα μέρος μόνο των «φυσικών δικαιωμάτων» (απόδοση δικαιοσύνης, εξωτερικές σχέσεις κ.λ.π.) για να γίνει περισσότερο αποτελεσματική από τις συγκρούσεις η υπεράσπιση όλων των υπολοίπων: της ελευθερίας του λόγου, της πίστης και κυρίως της ιδιοκτησίας.