Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική...

23
Πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, οι Ευρωπαίοι πρόγονοί μας ζούσαν ως κυνηγοί και αγρότες. Τα μέταλλα δεν είχαν ανακαλυφθεί, και έτσι κυνηγούσαν και καλλιεργούσαν τη γη με πέτρινα εργαλεία- ο καιρός αυτός ήταν γνωστός ως Λίθινη Εποχή. Οι άνδρες και οι γυναίκες της Λίθινης Εποχής αντάλλασαν μεταξύ τους αγαθά: για παράδειγμα, ένας κυνηγός μπορούσε να ανταλλάξει δέρματα ζώων με καρπούς από έναν αγρότη, ή ένας ψαράς μπορούσε να ανταλλάξει διακοσμητικά κοχύλια με ένα πέτρινο τσεκούρι από έναν κυνηγό. Αυτή η συναλλαγή είναι γνωστή ως αντιπραγματισμός. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του αντιπραγματισμού είναι ότι περιλαμβάνει την ανταλλαγή αγαθών που έχουν αξία. Ο Αριστοτέλης στα “πολιτικά” του αναφέρει: ¨πολύ πριν γίνει η χρήση του νομίσματος μέσου ανταλλαγής οι αρχέγονες κοινότητες αντάλλασαν μεταξύ τους τα απολύτως χρήσιμα στη ζωή, χωρίς κανένα ενδιάμεσο και αργότερα μεταπήδησαν στο στάδιο των χρηματικών συναλλαγών. Κατόπιν οι άνθρωποι συμφώνησαν για τις συναλλαγές τους να δίδουν και να λαμβάνουν αμοιβαία ένα πράγμα, κοινής όμως ανάγκης στη ζωή όπως τον σίδηρο και τον άργυρο¨. Οι πρώτες συναλλαγές γίνονταν με την ανταλλαγή ειδών. Αυτή η μέθοδος συναλλαγών ονομάζεται αντιπραγματισμός. Το σύστημα αυτό είχε πολλά μειονεκτήματα γιατί έπρεπε οι συναλλασσόμενοι να έχουν κάποιο προϊόν που να ήταν χρήσιμο για τον άλλο και η αξία του να ήταν αντίστοιχη με αυτό που τους προσφερόταν. Η καταμέτρηση της περιουσίας ενός ανθρώπου γινόταν με βάση τον αριθμό των βοσκημάτων του, με βάση, δηλαδή, τον αριθμό των κεφαλιών που διέθεσε. (έτσι λοιπόν και οι πολύ γνωστοί όροι capital: περιουσία, κεφάλαιο και καπιταλισμός προέρχονται από τη λατινική λέξη capita= κεφάλι) Με την εξάπλωση του εμπορίου και, γενικότερα, με

Transcript of Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική...

Page 1: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

Πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, οι Ευρωπαίοι πρόγονοί μας ζούσαν ως κυνηγοί και αγρότες.

Τα μέταλλα δεν είχαν ανακαλυφθεί, και έτσι κυνηγούσαν και καλλιεργούσαν τη γη με πέτρινα εργαλεία- ο καιρός αυτός ήταν γνωστός ως Λίθινη Εποχή. Οι άνδρες και οι γυναίκες της Λίθινης Εποχής αντάλλασαν μεταξύ τους αγαθά: για παράδειγμα, ένας κυνηγός μπορούσε να ανταλλάξει δέρματα ζώων με καρπούς από έναν αγρότη, ή ένας ψαράς μπορούσε να ανταλλάξει διακοσμητικά κοχύλια με ένα πέτρινο τσεκούρι από έναν κυνηγό. Αυτή η συναλλαγή είναι γνωστή ως αντιπραγματισμός. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του αντιπραγματισμού είναι ότι περιλαμβάνει την ανταλλαγή αγαθών που έχουν αξία.Ο Αριστοτέλης στα “πολιτικά” του αναφέρει: ¨πολύ πριν γίνει η χρήση του νομίσματος μέσου ανταλλαγής οι αρχέγονες κοινότητες αντάλλασαν μεταξύ τους τα απολύτως χρήσιμα στη ζωή, χωρίς κανένα ενδιάμεσο και αργότερα μεταπήδησαν στο στάδιο των χρηματικών συναλλαγών. Κατόπιν οι άνθρωποι συμφώνησαν για τις συναλλαγές τους να δίδουν και να λαμβάνουν αμοιβαία ένα πράγμα, κοινής όμως ανάγκης στη ζωή όπως τον σίδηρο και τον άργυρο¨.Οι πρώτες συναλλαγές γίνονταν με την ανταλλαγή ειδών. Αυτή η μέθοδος συναλλαγών ονομάζεται αντιπραγματισμός. Το σύστημα αυτό είχε πολλά μειονεκτήματα γιατί έπρεπε οι συναλλασσόμενοι να έχουν κάποιο προϊόν που να ήταν χρήσιμο για τον άλλο και η αξία του να ήταν αντίστοιχη με αυτό που τους προσφερόταν.Η καταμέτρηση της περιουσίας ενός ανθρώπου γινόταν με βάση τον αριθμό των βοσκημάτων του, με βάση, δηλαδή, τον αριθμό των κεφαλιών που διέθεσε. (έτσι λοιπόν και οι πολύ γνωστοί όροι capital: περιουσία, κεφάλαιο και καπιταλισμός προέρχονται από τη λατινική λέξη capita= κεφάλι) Με την εξάπλωση του εμπορίου και, γενικότερα, με την πρόοδο του πολιτισμού και ο παραπάνω τρόπος συναλλαγών αποδείχθηκε ανεπαρκής. Η μετακίνηση των βοσκημάτων σε μακρινές αποστάσεις, οι διάφορες ασθένειες, συχνά, τα αποδεκάτιζαν. Έπρεπε, λοιπόν να αναζητηθεί ένα νέο μέσο ανταλλαγής, αναλλοίωτο στο χρόνο, εύχρηστο, με σταθερή αξία.Τo μέσο αυτό δεν ήταν άλλο από τα μέταλλα. Γιατί επιλέχτηκαν τα μέταλλα για τον σκοπό αυτό; παρότι την οικονομία την αντιπροσώπευαν τα ζώα, κυρίως τα βόδια, τα μέταλλα είχαν σημαντικά πλεονεκτήματα. Μεταφέρονταν εύκολα, υπήρχε η δυνατότητα να διαιρεθούν σε κομμάτια μικρότερης αξίας και κυρίως δεν φθείρονταν με την πάροδο του χρόνου.Τα μέταλλα της προνομισματικής περιόδου που χρησιμοποιήθηκαν για τις συναλλαγές ήταν ακατέργαστα, κομμάτια δηλαδή χαλκού ή σιδήρου που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είχαν κάποιο αποτύπωμα, σαν προσθήκη των κατόχων τους. Τα πρώτα αυτά μέταλλα ζυγίζονταν κάθε φορά που χρειαζόταν να γίνει μια συναλλαγή για να επιβεβαιωθεί το βάρος τους και να καθαριστεί έτσι η ανταλλακτική αξία τους. Αργότερα άρχισαν να σφραγίζονται και η σφραγίδα αυτή ήταν η εγγύηση της εκδίδουσας αρχής ή του εμπόρου ότι το μέταλλο έφερε το σωστό βάρος.

Page 2: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

Τα πρώτα νομίσματαΠριν περίπου 2600 χρόνια, κατασκευάστηκαν τα πρώτα κέρματα στη Μικρά Ασία.

Οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν γρήγορα αυτή τη νέα ιδέα και άρχισαν να κατασκευάζουν ασημένια και χάλκινα νομίσματα, όπως η ασημένια δραχμή. Αυτά τα πρώιμα νομίσματα περιείχαν συγκεκριμένη ποσότητα μετάλλου με ορισμένη αξία. Και για τη διασφάλιση της ποσότητας αυτής, τα κέρματα έφεραν τη σφραγίδα του βασιλιά ή της πόλης ή της χώρας που τα εξέδιδε. Τα κέρματα ήταν πρακτικά γιατί μπορούσαν να μετρηθούν αντί να ζυγιστούν. Επειδή αυτά τα νέα κέρματα ήταν ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό ¨μέσο ανταλλαγής¨, βοήθησαν στη σημαντική ενίσχυση του εμπορίου στον αρχαίο κόσμο.

Τα πρώτα ευρωπαϊκά νομίσματαΓια να διασφαλίσουν την αξία των κερμάτων, οι βασιλιάδες και οι κυβερνήσεις ήλεγχαν αυστηρά την παραγωγή τους.

Στην αρχαία Ρώμη, η παραγωγή κερμάτων γινόταν στο ναό της Ήρας Μονήτας - εξού και η αγγλική λέξη ¨money¨. Αργότερα, καθώς επεκτεινόταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, άνοιξαν και άλλα νομισματοκοπεία, και τα ίδια ρωμαϊκά κέρματα γίνονταν δεκτά σε όλη την Ευρώπη, από τις Βρετανικές Νήσους έως την Τουρκία-και αποτέλεσαν το πρώτο πανευρωπαϊκό νόμισμα.

Στη συνέχεια, με τη διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των εθνών της Ευρώπης, κάθε χώρα ήλεγχε τα δικά της νομίσματα.

Από αυτά τα ευρωπαϊκά έθνη υιοθετήσανε τα πολλά κέρματα και νομίσματα που υπήρχαν πριν από το ευρώ. Αυτά συχνά έπαιρναν τις ονομασίες τους από μονάδες μέτρησης, όπως η ιταλική λιρέτα και το φινλανδικό μάρκο, γιατί τα κέρματα αρχικά περιείχαν ορισμένη ποσότητα χρυσού ή ασημιού. Ένα πρόβλημα με τα πολλά νομίσματα είναι ότι, ανάλογα με την επιτυχία των επιμέρους οικονομιών, η ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων διαφοροποιείται σημαντικά - έτσι το εμπόριο από χώρα σε χώρα γίνεται επικίνδυνο και αποθαρρύνεται.

Ενιαία νομίσματα στην ιστορία.Πριν από το ευρώ, δοκιμάστηκαν και άλλες νομισματικές ενώσεις με ενιαία νομίσματα στην Ευρώπη.

Η Λατινική Νομισματική ‘Ένωση ένωσε τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ελβετία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία το 1867 με χρυσά και ασημένια νομίσματα, ενώ το 1875 ιδρύθηκε μια Σκανδιναβική Νομισματική ‘Ένωση. ’Ένας λόγος που απέτυχαν οι ενώσεις αυτές ήταν γιατί η τιμή

Page 3: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

του χρυσού διαφοροποιούνταν σε σχέση με το ασήμι – αποσταθεροποιώντας τα νομίσματα.Μια επιτυχημένη νομισματική ένωση ήταν αυτή της Γερμανικής Ομοσπονδίας .Το 1834 ολοκληρώθηκε η τελωνειακή ένωση και καθορίστηκαν οι ισοτιμίες ανταλλαγής νομισμάτων.Στη συνέχεια ήρθε το ενιαίο νόμισμα, το Reichsmark, προκάτοχος του γερμανικού μάρκου .Η γερμανική νομισματική ένωση σημείωσε επιτυχία εν μέρει γιατί θεσπίστηκαν σαφείς κανόνες για την παραγωγή των κερμάτων.

Νομίσματα του 20ού αιώνα στην Ευρώπη

Πριν από την εισαγωγή του ευρώ, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν δικά τους κέρματα και χαρτονομίσματα-το δικό τους νόμισμα.

Για τα ταξίδια και το εμπόριο, ήταν απαραίτητη η αλλαγή χρημάτων ταυτόχρονα με την αλλαγή χώρας. Στη Γερμανία πλήρωνες με γερμανικά μάρκα, αλλά αν έφευγες από τη Γερμανία και πήγαινες στη Γαλλία έπρεπε να αλλάξεις τα μάρκα με γαλλικά φράγκα, κ.ο.κΤα ονόματα των παλαιών νομισμάτων της Ευρώπης συχνά αποκάλυπταν κάτι για την προέλευσή τους:

*Το σελίνι, που χρησιμοποιούσαν στην Αυστρία, πήρε το όνομά του από ένα σημάδι σε ένα ξύλο που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση.

*Το τόλαρ που χρησιμοποιούσαν στη Σλοβενία προέρχεται από το μεσαιωνικό νόμισμα τάλερ που κόπηκε για πρώτη φορά στην Τσεχία το 1518-το όνομα ’’τάλερ’’ είναι και η ρίζα του όρου ‘’δολάριο‘’ στις ΗΠΑ.*Το όνομα της ελληνικής δραχμής σημαίνει ’’χούφτα’’ και αναφέρεται σε μια χούφτα από έξι οβολούς, που χρησιμοποιούσαν ως νόμισμα πριν από την εισαγωγή της δραχμής στην αρχαία Ελλάδα.

*Το φράγκο, που σημαίνει ’’ελεύθερο’’ στα Γαλλικά, κόπηκε για πρώτη φορά το 14 αιώνα, για την πληρωμή λύτρων για τον Γάλλο Βασιλιά Ιωάννη τον Καλό.

Είδη χρήματος στην εξέλιξη της Ανθρώπινης Κοινωνίας Το περιεκτικό χρήμα

Η ανθρώπινη κοινωνία γνώρισε πολλά έμψυχα και άψυχα χρηματικά μέσα. Με την εξέλιξη και εξάπλωση των οικονομικών τους συναλλαγών, οι άνθρωποι διαπίστωναν συνεχώς ότι οι καθημερινές αλλά και οι πιο μακροχρόνιες συναλλαγές τους θα διευκολύνονταν περισσότερο αν ως χρήμα χρησιμοποιούσαν πράγματα τα οποία : α) θα είχαν αντοχή στο χρόνο, β) θα είχαν επαρκή υποδιαίρεση , για να εκφράζουν και

Page 4: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

ασήμαντες ακόμα αξίες, γ) θα ήταν ευχερή στην αποθήκευση άρα και στην αποθεματοποίηση. Επομένως , είναι εύκολο να αιτιολογηθεί το πέρασμα στην χρησιμοποίηση του σιδήρου και αργότερα του χρυσού και του αργύρου ως βασικών χρηματικών μέσων. Επίσης , είναι εύκολο να εξηγηθεί γιατί τα - αρχικά ανεπεξέργαστα - κομμάτια χρυσού και αργύρου που χρησιμοποιήθηκαν ως χρήμα, αντικαταστάθηκαν από μικρά ομοιόμορφα κομμάτια « κέρματα » , με λειτουργίες ίδιες με αυτές του χρήματος. Παρατηρούμε ότι , την εποχή κατά την οποία γίνεται χρήση του περιεκτικού χρήματος, οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως χρήμα έχει νομισματική ( χρηματική ) αξία ακριβώς ίση με την αξία του ως αγαθό, δηλαδή, περιέχει ακριβώς την αξία χρήσης του σε σχέση ανταλλαγής του ως αγαθό με άλλο αγαθό. Στο βαθμό που οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως χρήμα είναι 100% περιεκτικό, όλοι οι άνθρωποι μπορούν , θεωρητικά να το παράγουν και μάλιστα σε όσες ποσότητες επιθυμούν.

Το παραστατικό χρήμα Παραστατικό χρήμα είναι το χρήμα εκείνο το οποίο ενσωματώνει αξία χρήσης, ως αγαθό, μικρότερη της νομισματικής του αξίας και η εμφάνισή του οφείλεται στην τάση του ανθρώπου να βρίσκει πρακτικότερους και ευκολότερους τρόπους ζωής και συνεργασίας με τους συνανθρώπους του. Αφετηρία του παραστατικού χρήματος ήταν : α) οι χρυσοχόοι ( και όσοι έκοβαν χρυσά ή αργυρά νομίσματα ή επεξεργάζονταν τον χρυσό και τον άργυρο ή απλώς διαφύλατταν για λογαριασμό πελατών τους χρυσό ή άργυρο) άρχισαν, για πρακτικούς λόγους, να εκδίδουν αποδεικτικά κατάθεσης των πολύτιμων μετάλλων. Το αποδεικτικό του χρυσοχόου ήταν κλασική περίπτωση παραστατικού χρήματος αφού η αξία χρήσης του (χαρτί και μελάνι) ήταν σαφώς μικρότερη από τη χρηματική ή νομισματική ή ανταλλακτική του αξία στην αγορά. β) άτομα με σκοπό την απάτη ή τον πολλαπλασιασμό των χρηματικών τους πόρων πολύ συχνά έλειωναν χρυσά νομίσματα και κατασκεύαζαν άλλα, μικρότερα αλλά και περισσότερα, τα οποία εμφάνιζαν , όμως την ίδια χρηματική αξία στην επιφάνειά τους. Δηλαδή, γινόταν χρήση χρήματος του οποίου η χρηματική ή ανταλλακτική του αξία ήταν σαφώς μεγαλύτερη της αξίας χρήσης του ως αγαθού.

Χρυσοχόοι , οι « πρωτόγονοι» τραπεζίτες Οι χρυσοχόοι αρχικά, γρήγορα διαπίστωσαν ότι:α) Οι ανταλλαγές διεξάγονταν εύκολα και γρήγορα με μόνη τη χρήση των γενικά αποδεκτών χάρτινων αποδεικτικών τους και , β) - σε σχέση με την προηγούμενη διαπίστωση - , ότι οι αποθήκες τους ήταν , σε μόνιμη βάση, αρκετά γεμάτες με χρυσό. Αν και κάποιοι πελάτες τους έκαναν, όχι συχνά, αναλήψεις ποσοτήτων χρυσού, κάποιοι άλλοι, παράλληλα έκαναν καταθέσεις νέων ποσοτήτων χρυσού. Το συμπέρασμα είναι ότι τα « χαρτιά» των χρυσοχόων είχαν τέτοια κοινωνική φερεγγυότητα και αποδοχή, ώστε η πλειοψηφία των

Page 5: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

ανταλλαγών γινόταν με αυτά τα χαρτιά και όχι με τα φυσικά αποθέματα χρυσού που τα « κάλυπτε».Ο μη διακινούμενος χρυσός των χρυσοχόων ήταν το έναυσμα μιας πρωτόγονης μεν, αλλά αφετηριακής τραπεζικής σύλληψής τους: της έκδοσης , νέων , πρόσθετων, αποδεικτικών τα οποία δεν είχαν την αντίστοιχη κάλυψη σε χρυσό , επειδή δεν προέκυπταν από νέες καταθέσεις χρυσού. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η τάση των οικονομικών μονάδων ( νοικοκυριά, επιχειρήσεις ) που έχουν ανάγκη πρόσθετων πραγματικών οικονομικών πόρων και είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν κάποια πρόσθετη αμοιβή για τη δυνατότητα τους να δανειστούν τέτοιους πόρους. Δανείζονται από τον χρυσοχόο , όχι όμως πραγματικούς οικονομικούς πόρους, αλλά χρηματικά μέσα και με αυτά αποκτούν τους πρόσθετους ( πραγματικούς) οικονομικούς πόρους που έχουν ανάγκη. Από αυτή την πρωτόγονη ακόμα τραπεζική πρακτική του χρυσοχόου, γίνεται φανερό πως το χρήμα αρχίζει να επηρεάζει την δυνατότητα ανάπτυξης της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας μέσα από τη δημιουργία της « Πίστης». Η νέα αυτή δραστηριότητα των χρυσοχόων, « οι χορηγήσεις δανείων », έχει την εξής απλή αλλά σημαντική συνέπεια: το συνολικά κυκλοφορούν χρήμα ( χάρτινο χρήμα), μέσα στην οικονομία , είναι περισσότερο από τον χρυσό που το καλύπτει και έχει ως σύνολο όχι 100% μετατρεψιμότητα, αλλά σαφώς μικρότερη. Ήδη , είναι εμφανές ότι οι τράπεζες, είτε οι πρωτόγονες της παλαιότερης εποχής, είτε οι σημερινές, πραγματικά δημιουργούν πρόσθετο χρήμα μέσα στην οικονομία. Η ταχύτατη διάδοση του χάρτινου χρήματος σημαδεύει μια νέα εποχή. Το χρήμα – ως μέσο ανταλλαγής, περισσότερο, παρά ως αγαθό – είναι επιθυμητό , επειδή μπορεί να αγοράσει πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες, όχι μόνο στο παρόν αλλά, διαφυλασσόμενο ως « αξία» και στο μέλλον.

Το τραπεζικό χρήμα Η απαρχή της επόμενης φάσης σηματοδοτείται από την τάση μερικών οικονομικών μονάδων να εκποιούν τους οικονομικούς τους πόρους έναντι χάρτινων αποδεικτικών και να τα τοποθετούν « καταθέτουν» στους χρυσοχόους έναντι κάποιας αμοιβής τους « τόκος». Οι πρώτες τράπεζες ( δηλαδή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δέχονται καταθέσεις έναντι ενός « τόκου καταθέσεων » και χορηγούν δάνεια έναντι ενός «τόκου χορηγήσεων») και μαζί τους οι τεράστιες συνέπειες από τις δραστηριότητές τους στον τομέα της παραγωγής, ανταλλαγής, διανομής και ανάλωσης πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών είναι πια γεγονός. Το πέρασμα από την εποχή του χάρτινου χρήματος στην εποχή του τραπεζικού χρήματος ( του οποίου μέρος, όχι μεγάλο, αποτελεί το χάρτινο χρήμα) συντελείται αρκετά γρήγορα . Η επιταγή η οποία αντιπροσωπεύει ένα μέρος των κατατιθεμένων σε μια τράπεζα χρηματικών πόρων κάποιου, είναι μια από τις κυριότερες μορφές τραπεζικού χρήματος που κυκλοφορεί . Και φυσικά, οποιοσδήποτε δέχεται τη συναλλαγή με επιταγή, ενδιαφέρεται για το αν η επιταγή είναι καλυμμένη με κατάθεση χρηματικών πόρων και όχι αν η κάλυψη

Page 6: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

αυτή αντιπροσωπεύει πραγματική δυνατότητα μετατροπής της σε χρυσό. Επίσης , η εποχή του τραπεζικού χρήματος συνοδεύεται και από την κρατική και κοινωνική πρόνοια να μην μπορεί ο καθένας να παράγει και να κυκλοφορεί « πρωτογενές χρήμα» ( τραπεζογραμμάτια και κέρματα) αφού το εκδοτικό προνόμιο συνεπάγεται πολλαπλάσιο προνόμιο επηρεασμού του πραγματικού τομέα της οικονομίας. Στα σύγχρονα κράτη η Κεντρική Τράπεζα από κοινού με αρμόδια κυβερνητικά όργανα είναι επιφορτισμένη με τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της γενικότερης νομισματοπιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής.

Τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου χρήματος Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν έγινε κατανοητό ότι το σύγχρονο χρήμα έχει μερικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν μοναδικό στην εκπλήρωση των τριών βασικών λειτουργιών του. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι :

i. Η ευρύτατη αποδοχή του από όλους τους συναλλασσόμενουςii. Η διαιρετότητά του, ώστε να εξυπηρετούνται όλες οι συναλλαγές,

είτε με μικρή είτε με μεγάλη αξία.iii. Η αντοχή του στο χρόνο, ώστε να μην αλλοιώνεται κατά τη

φύλαξη και να μη φθείρεται με τη χρήση του. iv. Η ευκολία στην καθημερινή του χρήση ως μέσου συναλλαγών ( να

έχει μικρό όγκο και βάρος, να μεταφέρεται εύκολα κ.τ.λ.)v. Η δυσκολία στην παραγωγή « πλαστικών» αντιτύπων του.

vi. Η σταθερότητα της αξίας του. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό δεν συνδέεται με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χρήματος αλλά με την « αγοραστική του αξία» η οποία είναι το αντίστροφο του Τιμάριθμου. Άρα , συνδέεται κυρίως με την αποτελεσματικότητα της Οικονομικής Πολιτικής στον τομέα της καταπολέμησης του πληθωρισμού.

Λειτουργίες του χρήματος

Οι βασικές λειτουργίες του χρήματος που το καθιστούν απαραίτητο για την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας είναι οι εξής :

(α) Μέσο συναλλαγής

Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι κύρια λειτουργία του χρήματος είναι η χρησιμοποίηση του ως μέσου συναλλαγής. Σε αυτή τη λειτουργία οφείλονται ο μεγάλος καταμερισμός των έργων και η ανάπτυξη του εμπορίου.

(β) Μονάδα μέτρησης αξίας

Η ζήτηση και η προσφορά διαμορφώνουν στην αγορά την τιμή ενός αγαθού σε χρηματικές μονάδες. Έτσι η αξία κάθε προϊόντος εκφράζεται σε χρηματικές μονάδες. Για παράδειγμα , η αξία ενός μολυβιού είναι 0,5 ευρώ κτλ, ενός τετραδίου 2 ευρώ κτλ., το ευρώ δηλαδή γίνεται μέτρο της

Page 7: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

απόλυτης αξίας των αγαθών. Μπορούμε επίσης με τι χρήμα να προσδιορίσουμε την αξία ενός αγαθού σε σχέση με την αξία ενός άλλου , δηλαδή τη σχετική αξία των αγαθών. Στο παράδειγμα μας η σχετική αξία ενός τετραδίου είναι 4 μολύβια (4Χ0,5=2).

(γ) Μέσο διατήρησης αξιών

Εφόσον το χρήμα είναι μέτρο της απόλυτης αξίας των αγαθών, ο κάτοχος χρήματος μπορεί να διαθέτει τμηματικά μέρος των χρημάτων του για την αγορά αγαθών. Παράδειγμα : Έ ένας παραγωγός σιταριού σε μια οικονομία που δε χρησιμοποιεί χρήμα. Ο παραγωγός είναι υποχρεωμένος να διατηρεί σε αποθήκες την ετήσια παραγωγή σιταριού και να την διαθέτει τμηματικά, ανταλλάσσοντάς την με άλλα αγαθά που έχει ανάγκη. Αν όμως γίνει χρήση του χρήματος , ο ίδιος παραγωγός θα είχε τη δυνατότητα να πουλήσει ολόκληρη τη σοδιά του και να εισπράξει την αξία της σε χρήμα, το οποίο θα μπορούσε να δαπανά τμηματικά σε διαφορετικές στιγμές για τις ανάγκες του. Έτσι το χρήμα γίνεται και διατήρησης αξιών.

3. Είδη χρήματος

Στις σύγχρονες οικονομίες η χρησιμοποίηση του έχει γενικευτεί. Τα είδη χρήματος είναι τα εξής:

i. Τα κέρματα. είναι μεταλλικά νομίσματα ευτελούς αξίας που χρησιμοποιούντο για συναλλαγές μικρής αξίας , όπως για αγορά εφημερίδων, εισιτηρίων στις αστικές συγκοινωνίες κ.τ.λ. Η αξία όλων των κερμάτων ως ποσοστό στη συνολική ποσότητα του χρήματος είναι πολύ μικρή.

ii. Τα χαρτονομίσματα. Τα εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα. Παλαιότερα, την αξία των χαρτονομισμάτων «κάλυπτε» η τράπεζα με αντίστοιχης αξίας ποσότητα χρυσού, που μπορούσε στο θησαυροφυλάκιο της. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Η ποσότητα των χαρτονομισμάτων που θέτει σε κυκλοφορία η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζεται από τη νομισματική πολιτική κάθε χώρας με βάση γενικότερα οικονομικά κριτήρια.

iii. Οι τραπεζικές επιταγές. Οι εμπορικές τράπεζες δίνουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να πληρώνουν εκείνους με τους οποίους συναλλάσσονται με επιταγές. Στην επιταγή αναγράφεται το χρηματικό ποσό, το όνομα του δικαιούχου και υπογραφή από τον εκδότη, με την προϋπόθεση ότι το αντίστοιχο χρηματικό ποσό έχει είδη κατατεθεί στην τράπεζα στο λογαριασμό του εκδότη.

iv. Οι πιστωτικές κάρτες. Τις εκδίδουν οι εμπορικές τράπεζες ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και αποτελούν το λεγόμενο «πλαστικό χρήμα». Οι πιστωτικές κάρτες χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές για αγορές εμπορευμάτων από καταστήματα που έχουν συμβληθεί με τις τράπεζες. Η αγορά με πιστωτική

Page 8: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

κάρτα επιτρέπει στον κάτοχό της να μην πληρώνει αμέσως σε μετρητά, αλλά να πληρώνει το ποσό αργότερα στην τράπεζα του, επιβαρυμένο με τόκο ενώ ο πωλητής εξοφλείται από την τράπεζα.

Το τραπεζικό Σύστημα

Οι Εμπορικές Τράπεζες

Οι τράπεζες είναι επιχειρήσεις με κύρια δραστηριότητα τη μεσολάβηση τους στην αγορά χρήματος, εκεί δηλαδή, όπου το χρήμα ζητείται και προσφέρεται. Οι εμπορικές τράπεζες, που ονομάζονται και πιστωτικά ιδρύματα, δέχονται καταθέσεις χρηματικών ποσών και ταυτόχρονα χορηγούν χρηματικά ποσά με τη μορφή δανείων.

Οι καταθέσεις στις εμπορικές τράπεζες προέρχονται από ιδιώτες, ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσιους οργανισμούς κ.τ.λ. και διακρίνονται σε καταθέσεις όψεως, καταθέσεις ταμιευτηρίου και καταθέσεις επί προθεσμία. Οι καταθέσεις όψεως γίνονται από επιχειρήσεις και διακινούνται συχνά με επιταγές. Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου είναι η συνηθέστερη μορφή κατάθεσης. Στις καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου ο καταθέτης έχει το δικαίωμα να κάνει κατάθεση ή ανάληψη χρηματικού ποσού οποιαδήποτε χρονική στιγμή το επιθυμεί. Στην περίπτωση των καταθέσεων επί προθεσμία, ο καταθέτης δεν έχει το δικαίωμα να αποσύρει τα χρήματά του ούτε μέρος αυτών, πριν παρέλθει η συμφωνημένη προθεσμία. Αν όμως θελήσει να αποσύρει τα χρήματά του νωρίτερα από την προθεσμία, πληρώνει ένα προκαθορισμένο πρόστιμο στην τράπεζα. Το επιτόκιο των καταθέσεων δεν είναι πάντοτε το ίδιο, αλλά διαφέρει για κάθε τράπεζα και οπωσδήποτε εξαρτάται από είδος της κατάθεσης. Στις καταθέσεις επί προθεσμία το επιτόκιο είναι μεγαλύτερο από αυτό των καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου και μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η προθεσμία κατάθεσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο. Αυτό συμβαίνει, γιατί η τράπεζα γνωρίζει το χρονικό διάστημα που έχει στη διάθεσή της το χρηματικό ποσό και μπορεί να το εκμεταλλεύεται καλύτερα και με λιγότερους κινδύνους.

Οι εμπορικές τράπεζες, για να καλύψουν το κόστος λειτουργίας τους (μισθούς υπαλλήλων, ενοίκια, ηλεκτρικό ρεύμα, τόκους καταθέσεων κ.τ.λ.)και να έχουν κέρδος, χορηγούν δάνεια με μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό των καταθέσεων. Η χορήγηση δανείων γίνεται σε ιδιώτες, σε επιχειρήσεις και στο κράτος. Όπως κάθε επιχείρηση, έτσι και η εμπορική τράπεζα έχει ως αντικειμενικό στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Όσο αυξάνονται τα δάνεια που χορηγεί, τόσο αυξάνονται οι τόκοι που εισπράττει και, επομένως , και τα κέρδη της. Συνεπώς, μεγιστοποίηση του κέρδους θα σήμαινε ουσιαστικά μεγιστοποίηση των χρηματικών ποσών που χορηγεί η τράπεζα. Υπάρχουν όμως δύο σοβαροί περιορισμοί στις δανειοδοτήσεις. Ο ένας προέρχεται από την πολιτική και τους κανονισμούς που επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα, όπως ο

Page 9: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

καθορισμός του ποσοστού των ρευστών διαθεσίμων. Τα ρευστά διαθέσιμα είναι ένα απόθεμα χρημάτων που οφείλει να κρατάει η εμπορική τράπεζα στο ταμείο της. Για παράδειγμα, όταν η Κεντρική Τράπεζα καθορίσει το ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων στο 20%, τότε οι εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες για κάθε 100 ευρώ που καταθέτουν οι πελάτες τους, να κρατούν στο ταμείο τους 20 ευρώ και έχουν τη δυνατότητα να δανείσουν τα υπόλοιπα 80 ευρώ. κάθε 100 ευρώ που καταθέτουν οι πελάτες τους, να κρατούν στο ταμείο τους 20 ευρώ και έχουν τη δυνατότητα να δανείσουν τα υπόλοιπα 80 ευρώ.

Ο άλλος περιορισμός προέρχεται από τις ίδιες τις εμπορικές τράπεζες, που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρηματικών κεφαλαίων που δανείζουν μαζί με τους τόκους. Για το λόγο αυτό, όταν μια τράπεζα χορήγει κάποιο δάνειο, φροντίζει να ερευνά την οικονομική κατάσταση του δανειοδοτούμενου και τη δυνατότητα της αποδοτικής χρησιμοποίησης του δάνειου, δηλαδή επιδιώκει την εξασφάλιση των κεφαλαίων της.

Οι δυο αυτές επιδιώξεις είναι σε κάποιο βαθμό αντίθετες. Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των δανείων που δίνει μια τράπεζα, τόσο πιο πολλά είναι τα έσοδά της και, συνεπώς, τα κέρδη της, αλλά τόσο πιο μεγάλος και ο κίνδυνος απώλειας χρηματικών κεφαλαίων. Τελικά η πολιτική των δανειοδοτήσεων είναι τέτοια, ώστε να επιτυγχάνονται υψηλά κέρδη, χωρίς υπερβολικούς κινδύνους. Η ποσότητα του χρήματος σε κυκλοφορία

Η ποσότητα του χρήματος ορίζεται ως το σύνολο των νομισματικών μονάδων κάθε είδους, δηλαδή κερμάτων, χαρτονομισμάτων και καταθέσεων, οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή των οικονομικών ατόμων, δηλαδή των ιδιωτών, των επιχειρήσεων και των δημοσίων οργανισμών σε μια χρονική περίοδο. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς, π.χ. για τις συναλλαγές, σύμφωνα με τις ανάγκες αυτών των ατόμων.

Η ποσότητα χρήματος είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό μέγεθος για τη λειτουργία της οικονομίας και την εξέλιξη των τιμών των αγαθών.

Η δημιουργία χρήματος από τις Εμπορικές Τράπεζες

Γενικά, οι εμπορικές τράπεζες επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών και ταυτόχρονα την ελαχιστοποίηση του κίνδυνου τον όποιο αναλαμβάνουν.

Page 10: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι οι εμπορικές τράπεζες, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, πρέπει να χορηγούν για δάνεια τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα χρήματος. Οι εμπορικές τράπεζες όμως πρέπει να ανταποκριθούν και στις καθημερινές αναλήψεις χρημάτων που κάνουν οι πελάτες τους. Για το σκοπό αυτό οι τράπεζες χρησιμοποιούν τα ρευστά διαθέσιμα που διατηρούν στα ταμεία τους καθώς και ένα μέρος των καθημερινών καταθέσεων που δέχονται από άλλους πελάτες. Η πείρα από τη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών δείχνει ότι σε κανονικές (συνηθισμένες) συνθήκες η τράπεζα μπορεί να δανείζει, χωρίς να αντιμετωπίζει πρόβλημα, το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων. Για παράδειγμα, από μια κατάθεση 100 ευρώ μπορεί να δανείσει τα 75 ευρώ και να κρατήσει ένα πόσο ρευστών διαθεσίμων αξίας 25 ευρώ, που μαζί με τις καθημερινές καταθέσεις μπορεί να ικανοποιήσει τις καθημερινές αναλήψεις των πελατών της. Το πρόβλημα ρευστότητας ισχύει μόνο για τις καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου. Οι καταθέσεις επί προθεσμία δε δημιουργούν πρόβλημα, αφού ο καταθέτης δεν μπορεί να κάνει ανάληψη των χρημάτων του, πριν παρέλθει η προθεσμία κατάθεσης, αρκεί βέβαια η τράπεζα να συνδυάζει σωστά τις προθεσμίες των καταθέσεων με τις προθεσμίες τω δανείων που χορηγεί.

Ευνόητο είναι ότι σε περιπτώσεις ασυνήθιστων καταστάσεων, για παράδειγμα, γενικού πανικού η τράπεζα δε μπορεί να επιστρέψει σε όλους τους κατάθετες ολόκληρο το πόσο των καταθέσεων, αφού στη περίπτωση αυτή θα ήταν αναγκασμένη να κρατεί στο ταμείο της το 100 % των καταθέσεων και, συνεπώς να μη χορηγεί δάνεια. Τέτοιες περιπτώσεις πανικού σπάνια εμφανίζονται.

Ας δούμε τώρα πώς από μια κατάθεση όψεως, η εμπορική τράπεζα μπορεί να δημιουργήσει χρήμα ή ακριβέστερα πώς μπορεί να αυξήσει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί. Ας υποθέσουμε ότι ένα άτομο Α κάνει κατάθεση όψεως σε μια τράπεζα 10.000 ευρώ. Η τράπεζα δίνει το δικαίωμα στο άτομο Α να πληρώνει στις συναλλαγές του με επιταγές μέχρι του ποσού της κατάθεσής του, δηλαδή μέχρι 10.000 ευρώ. Το άτομο Α μπορεί να χρησιμοποιήσει το πόσο των 10.000 ευρώ από την επόμενη μέρα της κατάθεσης με τη μορφή επιταγών, διατηρώντας έτσι την αγοραστική δύναμη των 10.000 ευρώ. Η τράπεζα από την κατάθεση αυτή είναι υποχρεωμένη να κρατήσει στο ταμείο της 2.000 ευρώ, αν, για παράδειγμα, το ποσοστό ρευστών διαθεσίμων είναι 20%. Τις υπόλοιπες 8.000 ευρώ μπορεί να τις χορηγήσει δάνειο σε ένα άλλο άτομο Β. Το άτομο Β διαθέτει τώρα αγοραστική δύναμη 8.000 ευρώ σε μετρητά, δηλαδή μπορεί να κάνει αγορές αυτής της αξίας. Με τη λειτουργία αυτή η τράπεζα από μια κατάθεση όψεως 10.000 ευρώ έδωσε τη δυνατότητα στα δύο άτομα να διακινήσουν συνολικά πόσο 18.000 ευρώ. Η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί αυξήθηκε κατά 8.000 ευρώ. Με ανάλογο τρόπο, αν και το άτομο Β κάνει κατάθεση όψεως σε μια άλλη τράπεζα τα 8.000 ευρώ, η τράπεζα θα κρατήσει ρευστά διαθέσιμα 1.600 ευρώ (ποσοστό 20%) και θα δανείσει σε ένα άτομο Γ τα υπόλοιπα 6.400 ευρώ,

Page 11: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

αυξάνοντας πάλι την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί κατά 6.400. Η ίδια διαδικασία μπορεί να γίνει και με κατάθεση ταμιευτήριου, αφού ο καταθέτης έχει τη δυνατότητα να κάνει αναλήψεις, όποτε θελήσει, μέχρι του πόσου που κατέθεσε. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ποσοστό ρευστών διαθεσίμων 20%, που υποθέσαμε στο παράδειγμα, μπορεί να μεταβληθεί.

Η Εκδοτική Τράπεζα

Η Εκδοτική Τράπεζα ή Κεντρική Τράπεζα είναι αυτή που δημιουργείται από το κράτος με στόχο την παρέμβασή τους την οικονομία (νομισματική και πιστωτική πολιτική). Στη χώρα μας το ρόλο αυτό έχει η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι ουσιαστικές λειτουργίες της είναι οι εξής :

α) Έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδίδει χαρτονομίσματα

β) Παρότι είναι ανεξάρτητη ως προς την διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής, είναι η τράπεζα μέσω της οποίας ο δημόσιος τομέας διεκπεραιώνει σημαντικές οικονομικές συναλλαγές του.

γ) Ασκεί έλεγχο στη γενική λειτουργία των εμπορικών τραπεζών.

δ) Ασκεί τη νομισματική και πιστωτική πολιτική και προσδιορίζει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία.

Οι δύο πρώτες λειτουργίες είναι αυτονόητες και δεν απαιτείται πρόσθετη εξήγηση.

Η τρίτη αφορά τον έλεγχο που ασκεί η εκδοτική τράπεζα στη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών με σκοπό : i. να προστατέψει το κοινό που καταθέτει τα χρήματά τους στις

εμπορικές τράπεζες,ii. να στρέψει τα δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες σε τοποθετήσεις

που βοηθούν τη ανάπτυξη της οικονομίας.

Για την προστασία του αποταμιευτικού κοινού, η εκδοτική τράπεζα μπορεί να επιβάλλει στις εμπορικές τράπεζες να θέτουν στη διάθεσή της ένα μικρό μέρος των χρηματικών καταθέσεων που δέχονται, χωρίς να μπορούν οι ίδιες να το χρησιμοποιούν. Παράδειγμα : Για κατάθεση 100 ευρώ η εμπορική τράπεζα υποχρεούται να καταθέτει στην εκδοτική τα 5 ευρώ για κάποια εξασφάλιση των καταθετών.

Η εκδοτική τράπεζα μπορεί επίσης να υποδεικνύει στις εμπορικές τράπεζες πώς να κατανέμουν τα δάνεια που χορηγούν. Μπορεί, για παράδειγμα, να υποδεικνύει μείωση των δανείων που δίνονται σε εισαγωγείς ξένων προϊόντων και αύξηση των δανείων σε εξαγωγείς εγχωρίων προϊόντων, ώστε να βοηθήσει την εγχώρια παραγωγή και να

Page 12: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

περιορίσει την εξαγωγή συναλλάγματος. Μπορεί επίσης να υποδεικνύει και τα επιτόκια χορηγήσεων. Αν θέλει, για παράδειγμα, να ενισχύσει τις επενδύσεις και να μειώσει την κατανάλωση, μπορεί να προσδιορίσει χαμηλό επιτόκιο για δάνεια που χορηγούνται για επενδύσεις και υψηλό επιτόκιο για δάνεια καταναλωτικά.

Με την τέταρτη λειτουργία της, δηλαδή την άσκηση της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, καθορίζει τον όγκο των δανείων που χορηγούνται, με συνέπεια να μεταβάλλει την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί. Νομισματική και πιστωτική πολιτική είναι ένα σύνολο μέτρων που παίρνει η Κεντρική Τράπεζα και έχουν σκοπό να μεταβάλλουν την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί και το επιτόκιο, και γενικά να επηρεάσουν την αγορά χρήματος. Τέτοια μέτρα είναι :

Οι μεταβολές στο ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων Η πολιτική της ανοικτής αγοράς Το προεξοφλητικό επιτόκιο

i. Μεταβολές στο ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων.

Η εκδοτική τράπεζα, αν μεταβάλλει το ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων, μπορεί να επηρεάσει τον όγκο των δανείων που χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες και με τον τρόπο αυτό να πετύχει αύξηση ή μείωση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορεί. Παράδειγμα : Αν το ποσοστό ρευστών διαθεσίμων είναι 20%, οι εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες από κάθε κατάθεση 100 ευρώ να κρατούν στο ταμείο τους 20 ευρώ και μπορούν να διαθέσουν για δάνεια το υπόλοιπο ποσό των 80 ευρώ. Αν η εκδοτική τράπεζα θελήσει να μειώσει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, αυξάνει το ποσοστό τω ρευστών διαθεσίμων, για παράδειγμα, ορίζει ποσοστό 30%. Οι εμπορικές τράπεζες είναι τώρα υποχρεωμένες από κάθε κατάθεση 100 ευρώ να κρατούν στο ταμείο τους 30 ευρώ και μπορούν να χορηγούν για δάνεια τα υπόλοιπα 70 ευρώ. Έτσι οι πιστώσεις μειώνονται κατά 10 ευρώ, με συνέπεια να μειώνεται και η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί. Στην αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, η εκδοτική τράπεζα επιδιώκει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί, μειώνει το ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων που επιβάλλει στις εμπορικές τράπεζες.

ii. Η πολιτική της ανοικτής αγοράς

Η πολιτική της αγοράς αφορά την αγορά ή την πώληση τίτλων από Κεντρική Τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί η εκδότρια τράπεζα να επηρεάσει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί. Αν η εκδοτική τράπεζα επιθυμεί την αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί, αγοράζει κρατικές ομολογίες καταβάλλοντας στους κατόχους αυτών την

Page 13: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

αντίστοιχη αξία σε χρήμα. Έτσι οι κάτοχοι των ομολογιών, ενώ προηγουμένως είχαν στα χέρια τους τίτλους, τώρα διαθέτουν μετρητά. Αντίθετα, αν επιθυμεί τη μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί, προβαίνει σε πώληση κρατικών ομολόγων. Η ποσότητα χρήματος που αντιστοιχεί στην αξία αυτών των ομολόγων, βρίσκεται πλέων στη διάθεση της εκδοτικής τράπεζας, ενώ οι αγοραστές, αντί για μετρητά έχουν τίτλους (ομολογίες). Η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί μειώθηκε κατά την αξία πώλησης των ομολογιών.

iii. Το προεξοφλητικό επιτόκιο

Πολλές φορές εμπορικές συναλλαγές οι πληρωμές δε γίνονται άμεσα με χρήμα αλλά με συναλλαγματικές. Οι συναλλαγματικές είναι ένα έγγραφο, με το οποίο αυτός που το υπογράφει υπόσχεται ότι σε ορισμένο χρόνο θα πληρώσει το οφειλόμενο ποσό. Για παράδειγμα, ένας βιομήχανος Α αγοράζει πρώτες ύλες από το έμπορο Β και , αντί για χρήμα, του υπογράφει μια συναλλαγματική για χρονικό διάστημα έξι μηνών. Αν ο έμπορος Β έχει ανάγκη μετρητών, μπορεί να καταθέσει τη συναλλαγματική σε μια εμπορική τράπεζα και να εισπράξει το αναγραφόμενο ποσό μειωμένο κατά τον τόκο των έξι μηνών. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται προεξόφληση, δηλαδή της συναλλαγματικής, πριν από τον καθορισμένο χρόνο των έξι μηνών. Η εμπορική τράπεζα έχει δύο τουλάχιστον επιλογές. Η μια είναι να κρατήσει τη συναλλαγματική και να εισπράξει το χρηματικό ποσό από τον οφειλέτη (βιομήχανο Α), όταν λήξει η περίοδος των έξι μηνών. Στη περίπτωση αυτή το έσοδο της τράπεζας είναι ο τόκος των έξι μηνών. Η δεύτερη επιλογή είναι να προσφύγει στην εκδοτική τράπεζα και να ζητήσει αναπροεξόφληση την συναλλαγματικής, δηλαδή η εκδοτική τράπεζα προεξοφλεί τη συναλλαγματική πληρώνοντας στην εμπορική τράπεζα το ποσό μειωμένο κατά τον τόκο των έξι μηνών υπολογίζοντας τον τόκο με βάση ένα επιτόκιο που η ίδια προσδιορίζει. Το επιτόκιο αυτό λέγεται προεξοφλητικό.

Όσο μεγαλύτερο είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο που καθορίζει η εκδοτική τράπεζα, τόσο πιο δαπανηρό και, συνεπώς, ασύμφορο είναι για τις εμπορικές τράπεζες να ζητούν προεξόφληση των συναλλαγματικών, γιατί αναγκάζονται να αυξάνουν και αυτές το επιτόκιο με το οποίο προεξοφλούν. Με τον τρόπο αυτό αυξάνει το κόστος των εμπορικών συναλλαγών με συναλλαγματικές, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η χρήση τους και έτσι να μειώνεται η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί.

Αντίθετα, αν η εκδοτική τράπεζα επιθυμεί να αυξήσει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, μειώνει το προεξοφλητικό επιτόκιο.

Τοκισμός – Ανατοκισμός

Page 14: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

Η κατάθεση ενός χρηματικού ποσού στην τράπεζα για ένα έτος σημαίνει ότι στο τέλος του έτους ο καταθέτης μπορεί να εισπράξει το αρχικό χρηματικό ποσό αυξημένο κατά τον τόκο. Ο τόκος εξαρτάται από το επιτόκιο. Επιτόκιο είναι ο τόκος των 100 ευρώ σε ένα έτος.

Αν, για παράδειγμα, κάποιος καταθέσει ένα αρχικό ποσό 400.000 ευρώ για ένα έτος με επιτόκιο 15% στο τέλος του έτους μπορεί να εισπράξει: 400.00 + (15%) Χ 400.000 = 400.000 + 460.00 ευρώ. Αν ο καταθέτης δεν εισπράξει το ποσό αυτόν στο τέλος του πρώτου έτους, αλλά στο τέλος του δεύτερου έτους, τότε ο τόκος για το δεύτερο έτος υπολογίζεται στο συνολικό ποσό του αρχαίου κεφαλαίου κατάθεσης (400.000 ευρώ) και του τόκου του πρώτου έτους (60.000 ευρώ), δηλαδή στο ποσό των 460.000 ευρώ. Έτσι ο καταθέτης μπορεί να εισπράξει: 460.000 + 15% Χ 460.000 + 460.000 + 69.000 = 529.000 ευρώ. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ανατοκισμός και μπορεί να συνεχιστεί για ν έτη. Γενικά , αν καταθέσει κάποιος σε μια τράπεζα ένα χρηματικό ποσό Κο με επιτόκιο i, μετά πάροδο ν ετών το χρηματικό ποσό θα γίνει Κν, σύμφωνα με τον τύπο τοθ ανατοκισμού: Κν = Κο (1 + i)ν

Σχόλια

Το χρήμα και η αγορά χρήματος είναι εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες για τη λειτουργία της οικονομίας.

Η Κεντρική τράπεζα έχει αποφασιστικό ρόλο στη λειτουργία της αγοράς χρήματος και κυρίως με τον καθορισμό του ποσοστού των ρευστών διαθεσίμων, την πολιτική της ανοικτής αγοράς και το προεξοφλητικό επιτόκιο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Page 15: Οικονομία και Χρήμα - 2ο Λύκειο Κορυδαλλού - Ερευνητική Εργασία μαθητών 2011-12 Α' Τετράμηνο

A. ΒΙΒΛΙΑ

1) Το νέο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον Προβόπουλος εκδόσεις: Σάκκουλα 2004

2) Η εξέλιξη του χρήματος N.Fergnson εκδόσεις: Αλεξάνδρεια3) Αρχές οικονομίας Ά Λυκείου εκδόσεις: Ο .Ε.Δ.Β.4) Αρχές οικονομικής θεωρίας ΄Γ Λυκείου εκδόσεις: Ο.Ε.Δ.Β 5) Διεθνής τραπεζική στην αλλαγή του αιώνα Κώστας Ι. Μελάς Δρ.

Φιλομήλα Κ. Χρηστίδου Δρ. εκδόσεις: Ευγ. Μπένου – Αθήνα 1999

B. INTERNET

Διάφορες ιστοσελίδες με θέμα την εξέλιξη του χρήματος