Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

15

Click here to load reader

Transcript of Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

Page 1: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

Γιάννης Μπέτσας, Ειδικός Επιστήμονας Π.Τ.Ν.

Page 2: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα: μια θεωρητική προσέγγιση του ρόλου του σχολείου

στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στη Βαλκανική

Για την εξέταση της διαμεσολάβησης των εκπαιδευτικών δομών στη διαμόρφωση συλλογικής συνεί-

δησης στους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά 19ο αιώνα είναι απαραίτητος ο εντοπισμός

των μεταβολών που συντελέστηκαν ως προς τον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων της περιοχής. Οπωσ-

δήποτε, την περίοδο αυτή οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, που εντοπίζονται κυρίως στο δεύτερο μισό

του 19ου αιώνα, κλόνισαν τις παραδοσιακές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές ισορροπί-

ες στη Βαλκανική, γεγονός που προκάλεσε σε μερικές περιπτώσεις απώλεια κεκτημένων και σε άλλες

υποβοήθησε τη διαμόρφωση νέων προσδοκιών. Η υιοθέτηση από τους κρατικούς φορείς της οθωμανι-

κής διοίκησης των εννοιών της “προόδου” και του “πολιτισμού”, εννοιών που αρχικά είχαν εισαχθεί στο

χώρο από τα πνευματικά κινήματα των βαλκανικών λαών, κυρίως από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό του

18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, όπως και η ανάληψη μεταρρυθμιστικού έργου με σκοπό τον “εκσυγ-

χρονισμό” της αυτοκρατορίας επέφεραν πρωτοφανέρωτες αντινομίες. Οι πρωτοβουλίες που αναλήφθη-

καν από μια μικρή μερίδα οθωμανών αξιωματούχων, για την περίπτωση του οθωμανικού κράτους, αλλά

και τις ηγεσίες των ανεξάρτητων κρατών που προέκυψαν από την ανακατάταξη του πολιτικού χάρτη των

Βαλκανίων στράφηκαν γύρω από την πρόκληση της νεωτερικότητας1: την οικοδόμηση ενός σύγχρονου

κράτους με μια ισχυρή οικονομία, δημόσιο διοικητικό σύστημα και μηχανισμούς που να μετασχηματί-

σουν τον κοινοτικό θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό των πολιτών σε πηγή πολιτικής συναίνεσης ή σε

κριτήριο διαφορετικότητας, κατά περίπτωση. Αναμφισβήτητα, καταλυτική υπήρξε η επίδραση των ιδεών

του Διαφωτισμού. Στην προσπάθεια αυτή, βέβαια, δε λείπουν καινοφανείς αντιθέσεις που προκαλούνται

από την παραδοσιακή κοινωνική δόμηση και τις ηγεσίες των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ωστόσο, η κοι-

νωνική μεταβολή που παρατηρείται στο βαλκανικό χώρο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρου-

σιάζει ορισμένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά ανάλογων κρίσεων της δυτικής Ευρώπης. Το βασικό

αίτημα, απότοκο των ιδεών του φιλελευθερισμού για πολιτικές ελευθερίες και ευρύτερη εκπροσώπηση

των κοινωνικών και κοινοτικών ομάδων στην πολιτική διοίκηση αντικατοπτρίζει, τις περισσότερες φορές,

τη ρήξη που επέρχεται ανάμεσα σε νεότευκτες ομάδες και την παραδοσιακή εξουσία. Οι συντεχνίες έρ-

χονται αντιμέτωπες με τη νέα εμπορική τάξη2, οι κοινοτικοί προύχοντες με ελεύθερους επαγγελματίες

που επιτελούν βασικές λειτουργίες στο πλαίσιο της πόλης, οι κρατικές διοικήσεις με το αίτημα του εκ-

συγχρονισμού. Η ιδεολογική σύγκρουση επιτελείται στη βάση της διάστασης των απόψεων για τον “ε-

ξευρωπαϊσμό” της κουλτούρας και της συμπεριφοράς της κοινωνίας και την αναβάθμιση του ρόλου του

λαϊκού στοιχείου στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την

1 Pace, Enzo (1992). “Το σαρίκι και το κράνος: η λαϊκοποίηση του Ισλάμ”, στο: Lewis, Bernard, Pace, Enzo, Magister Sandro. Το ισλαμικό αίνιγμα: Λαϊκοποίηση και νεωτερικότητα στον ισλαμικό κόσμο, Αθήνα: Λεβιάθαν, σ.68. 2 Βλ. Βουραζέλη-Μαρινάκου, Ελένη (1950). Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσσαλονίκη: Εται-ρία Μακεδονικών Σπουδών.

Page 3: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

κοινωνική συνείδηση. Παραδοσιακές ομάδες, που μέχρι το 19ο αιώνα αποτελούσαν τους κύριους φορείς

ταυτότητας, όπως η τοπική και η θρησκευτική κοινότητα, βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες συλλογικότη-

τες που εδραιώνονται στο κοινωνικό σώμα και προσδιορίζονται από την εθνοτική διαφοροποίηση και

την κοινωνική διαστρωμάτωση. Αν και οι έννοιες της εθνοτικής και κοινωνικής διαφοροποίησης δεν ή-

ταν άγνωστες στο βαλκανικό χώρο3, την περίοδο αυτή αποκτούν κεντρικό χαρακτήρα και σηματοδο-

τούνται πολιτικά, άλλοτε υπερβαίνοντας και άλλοτε διαιρώντας τον κοινοτικό μικρόκοσμο4.

Το 1872 το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προέβη σε δημοσιοποίηση των θέσεών

του για το φαινόμενο του “φυλετισμού”, που χαρακτηρίζεται “νέα αντιχριστιανική αρχή”, “νεωτερική

πλάνη”, ανατρεπτική του ιερού πολιτεύματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και, επομένως, συνιστά νέα

χριστιανική αίρεση5. Είχε προηγηθεί η αναγνώριση της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλ-

γαρίας από την Υψηλή Πύλη το 1870 και ακολούθησε, λίγο αργότερα, ο Όρος της “Τοπικής Συνόδου”

του 18726, με τον οποίο η νεοσυσταθείσα Εξαρχία χαρακτηριζόταν Σχισματική. Δεν ήταν αυτή η μόνη

περίπτωση στη διάρκεια του 19ου αιώνα που η εκκλησιαστική διοίκηση τοποθετούνταν κατ’ αυτόν τον

τρόπο απέναντι σε εκδηλώσεις “εθνοφυλετικού” χαρακτήρα. Παρόμοια περιστατικά υπήρξαν η αποκή-

ρυξη της ελληνικής εξέγερσης εναντίον των Οθωμανών το 1821 και αντίστοιχη αναφορά στο επίσημο

δημοσιογραφικό όργανο του Πατριαρχείου, την Εκκλησιαστική Αλήθεια, το 18827. Από τα παραπάνω

κείμενα επιβεβαιώνεται η αντίληψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ότι το εκκλησιαστικό καθεστώς

είναι μη συμβατό με την έγερση εθνικιστικών - αποσχιστικών τάσεων8.

Ωστόσο, η επανειλημμένη καταδίκη των αποσχιστικών τάσεων διαφόρων ομάδων από το Πατριαρ-

χείο Κωνσταντινουπόλεως δεν στάθηκε ικανή να αναστείλει την ανατρεπτική δυναμική των πραγμάτων

στη βαλκανική χερσόνησο. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε έντονα από την εκδήλωση εξεγέρσεων στην

οθωμανική επικράτεια και τη σύνδεσή τους με τον εθνικισμό9. Διαδοχικά κινήματα οδήγησαν στη δη-

3 Ortayli, Ilber (1983). “The problem of nationalities in the ottoman empire following the second siege of Vienna”, στο: Das Osmanische Reich und Europa 1683 bis 1789: Konflikt, Entspannung und Austausch, pp.223-236. 4 Τζεδόπουλος, Γεώργιος κ.α. (2000). “Η οθωμανική Αυτοκρατορία και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ”, στο: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (επιμ.) Μεταρρυθμίσεις στην οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα, ανακτήθηκε: http://www.ime.gr/projects/tanzimat/gr/frame2.html. 5 Βλ. “Έκθεσις διαφωτίζουσα την ετεροδιδασκαλίαν του φυλετισμού”, στο Γεδεών, Μ. (1908). Έγγραφα Πατριαρχικά και Συ-νοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), σσ.392-426, όπου αναφέρεται: “Ο φυλετισμός...εν τη χριστιανική εκκλησί-α...είναι τι ξένον και όλως αδιανόητον” και “η εν τω αυτώ τόπω συγκρότησις ιδίων φυλετικών Εκκλησιών, πάντας μεν τους ομοφύλους αποδεχομένων, πάντας δε τους ετεροφύλους αποκλειουσών...είναι τι όλως ανήκουστον και πρωτοφανές...”. 6 όπ.π., σσ.427-432. 7 Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 3/11/1882, τόμος 4, σ.77. 8 Βλ. Αγγελόπουλος, Αθανάσιος (1995). Ο κόσμος της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια σήμερα, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αφών Κυριακίδη, σ.34, Ματάλας, Παρασκευάς (2002). Έθνος και Ορθοδοξία: Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το “ελλαδι-κό” στο βουλγαρικό σχίσμα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ.220-222 και Kitromelides, P. (1989). “«Imagined Communities» and the origins of the national question in the Balkans”, στο: European History Quarterly, 19, n. 2, London: Sage Publications, pp.150-151. 9 Ο όρος “εθνικισμός” υποδηλώνει, στο πολιτιστικό και ιστορικό πλαίσιο που σχετίζεται με την παρούσα μελέτη, την ιστορι-κή διαδικασία με την οποία διάφορα έθνη απέκτησαν ανεξάρτητη πολιτική οντότητα. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Charles P. Schleicher στο Λεξικό των Κοινωνικών Επιστημών (τόμος 1, σσ.197-198): “[…] ο εθνικισμός αποτελεί μια πραγμα-τική ιστορική διαδικασία –τη διαδικασία με την οποία οι εθνότητες αναγορεύονται σε πολιτικές μονάδες ή από τις φυλές και τις αυτοκρατορίες συγκροτείται ο σύγχρονος θεσμός του εθνικού κράτους. Η σημαντική λέξη σ’ αυτόν τον τρόπο θεώρησης είναι το επίθετο σύγχρονος. Αν και ορισμένοι συγγραφείς ανευρίσκουν τις ρίζες του εθνικισμού στους Εβραιο-ελληνικούς

Page 4: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

μιουργία ανεξάρτητων κρατών ή αυτόνομων διοικητικών περιφερειών. Κρατικές οντότητες όπως η σερ-

βική (1817), η ελληνική (1829), η βουλγαρική (1878), η ρουμανική (1878) στη Βαλκανική, η αποσκίρ-

τηση της Αιγύπτου, η εγκαθίδρυση αυτόνομης διοίκησης στην Ανατολική Ρωμυλία και την Κρήτη είχαν

καταστήσει προφανή τη διαδικασία αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως επίσης και τη

γενίκευση του εθνικιστικού φαινομένου στους κόλπους της.

Η άποψη ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα η οθωμανική ηγεσία ελάχιστα είχε συνειδητοποιήσει την έντα-

ση και τη φύση των δυναμικών εθνικιστικών κινημάτων έχει αρκετούς θιασώτες10. Ωστόσο, είναι εξίσου

βάσιμη και η αντίληψη ότι η διαδικασία συγκρότησης των εθνικών ομάδων, από τη στιγμή που είχε αρ-

χίσει, ήταν περισσότερο πιθανό να ενισχυθεί παρά να κατασταλεί από τα όποια διοικητικά ή στρατιωτι-

κά μέτρα των μηχανισμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας11. Η Υψηλή Πύλη από την τρίτη ήδη δεκαε-

τία του 19ου αιώνα προσπάθησε να αποτρέψει τις εξεγέρσεις που εκδηλώνονταν στην οθωμανική επικρά-

τεια εφαρμόζοντας ένα είδος πολιτικής ισονομίας, η οποία επιδιώχθηκε κατά την περίοδο των μεταρ-

ρυθμίσεων και έκλεισε, μάλλον άδοξα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα στελέχη της οθωμανικής διοίκησης

που υιοθετούσαν το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα ως προοπτική αποτροπής των εξεγέρσεων έπρεπε όχι

μόνον να εξουδετερώσουν την ισχυρή παραδοσιακή ισλαμική ιεραρχία, που ήταν αντίθετη σε ενδεχόμε-

νη ισονομία μωαμεθανών και “άπιστων”, αλλά και να αναμετρηθούν με την “εκσυγχρονιστική αντίληψη”

του τουρκικού κοσμικού εθνικισμού των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.

Στην περίπτωση του τουρκικού εθνικισμού, που χρονικά εκδηλώθηκε τελευταίος στο ανταγωνιστικό

πλαίσιο της περιόδου, η δύναμη επιβολής που εξασφάλισε η προοπτική διακυβέρνησης της χώρας από

ομάδες θετικά προσκείμενες στη δημιουργία ενός σύγχρονου εθνικού τουρκικού κράτους οδήγησε στην

υιοθέτηση της εξτρεμιστικής εθνικιστικής αρχής cuius legio eius lingua (όποιου η περιοχή, εκείνου και

η γλώσσα).

Καταλυτική για το ύφος και την ποιότητα έκφρασης του τουρκικού εθνικισμού υπήρξε η επεξεργασία

των βασικών επιδιώξεών του κάτω από την επίδραση των ιδεών του θετικισμού12. Η ανάπτυξη της επι-

πολιτισμούς αντιμετωπίζουν τον εθνικισμό σαν ένα ουσιαστικά σύγχρονο φαινόμενο, που ανέκυψε μέσα από σειρά γεγονότων και περιστάσεων κατά τα μέσα του 18ου αιώνα.” 10 Davison, Roderic (1977). “Nationalism as an Ottoman Problem and the Ottoman Response”, στο: Haddad, W. & W. Ochsenwald (eds.) Nationalism in a Non-National State: the Dissolution of the Ottoman Empire, Columbus: Ohio State University Press. p.38, και Haddad, W. (1977). “Nationalism in the Ottoman Empire”, στο: Haddad, W. & W. Ochsenwald (eds.) όπ.π., pp.12-13. 11 Βλ. Fishman, J.A. (1972). Language and Nationalism, Rowley Mass: Newbury House Publishers, p. 108. 12 Σκοπετέα, Ε.(1994). “Βαλκανικές Εθνικές Ιστορίες” στο: Έθνος - Κράτος - Εθνικισμός (επιστημονικό συμπόσιο), Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σ. 313, όπου η Σκοπετέα αντιπαραβάλλοντας την επί-δραση του ρομαντισμού και του θετικισμού στη δημιουργία του ελληνικού και του τουρκικού κράτους αντίστοιχα, επισημαί-νει “τις διαφορετικές επιπτώσεις στην εξέλιξη των βαλκανικών εθνικών ιστοριών που έχουν οι διαφορετικές στιγμές της σύνδεσης του κάθε έθνους με τη Δύση”. Σε παρόμοια διαπίστωση ως προς την ιδεολογική αφετηρία του Νεοτουρκικού Κομιτάτου “Ένωσις και Πρόοδος” καταλήγει και ο Hobsbawm: “είχε ως στόχο την εγκαθίδρυση ενός πανοθωμανικού πατριωτισμού που διαπερνούσε τις εθνικές, γλωσσικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, στη βάση των κοσμικών ηθικών αρχών του γαλλικού διαφωτισμού του 19ου αιώνα. Η εκδοχή του Διαφωτισμού την οποία πρωτίστως ασπάζονταν ήταν εμπνευσμένη από το θετικισμό του Αύγουστου Κοντ, ο οποίος συνδύαζε την παράφορη πίστη στην επιστήμη και τον αναπόδραστο εκσυγχρονισμό με το κοσμικό αντίστοιχο μιας θρησκείας, τη μη δημοκρατική πρόδο (“τάξη & πρόοδος” ήταν το έμβλημα του θετικισμού) και τον κοινωνικό σχεδιασμό εκ των άνω. Για λόγους που είναι προφανείς, αυτή η ιδεολογία είχε απήχηση σε σχετικά ολιγάριθμες εκσυγχρονιστικές ομάδες που βρίσκονταν στην εξουσία σε οπισθοδρομικές,

Page 5: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

στημολογικής προοπτικής του θετικισμού, η διάχυσή της στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα13 και

ιδιαίτερα η θεωρία της καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου, όπως μεταλλάχτηκε από τον Spencer στην

αρχή του κοινωνικού Δαρβινισμού αποτέλεσαν ισχυρές βάσεις του εθνικισμού στην πιο εξτρεμιστική

του έκφανση14.

Μία τυπολογία του εθνικιστικού φαινομένου επιχειρεί τη διάκριση μεταξύ “πολιτικού” και “πολιτιστι-

κού” εθνικισμού. Ο “πολιτικός” εθνικισμός σχετίζεται με το Διαφωτισμό και υποστηρίζει ότι το έθνος

αποτελεί μια υποκειμενική συλλογική πραγματικότητα, στην οποία οι πολίτες συμμετέχουν εθελούσια

μέσα από ένα σύνολο αρχών, πολιτικών και του δικαίου, που εξασφαλίζουν την έκφραση της λαϊκής κυ-

ριαρχίας. O “πολιτιστικός” εθνικισμός, η εκδοχή του οποίου κυριάρχησε στην περίπτωση των Βαλκα-

νίων, συνδέθηκε άρρηκτα με το κίνημα του Ρομαντισμού και του Νεοανθρωπισμού στη Γερμανία. Α-

ντιμετωπίζει το έθνος ως μια ιστορική συλλογική οντότητα, που συγκροτείται στη βάση της κοινής κα-

ταγωγής, της γλώσσας και της θρησκείας15. Μολονότι η θεμελίωση του έθνους διαφέρει στις δύο προ-

σεγγίσεις, είναι διακριτές δύο σημαντικές περιοχές ταύτισης. Η απόδοση της συλλογικής ταυτότητας

είτε σε εθελοντικά είτε σε ιστορικά και “αντικειμενικά” κριτήρια αφορά και στις δύο περιπτώσεις κατα-

πίεση των μειονοτήτων και αποκλεισμό της ετερότητας. Εξάλλου, και οι δυο προσεγγίσεις αντιλαμβάνο-

νται το έθνος ως μια μορφή συλλογικότητας που είναι πρωτεύουσα σε σχέση σε άλλες κατηγορίες ταύτι-

σης και αλληλεγγύης16.

Η κυριαρχία της ιδεολογίας του εθνικισμού εξυπηρέτησε σε μεγάλο βαθμό τη συνοχή και την ανάπτυ-

ξη παλαιόθεν ιδρυμένων κρατών όπως η Βρετανία και η Γαλλία. Σε περιοχές όμως, όπως η οθωμανική

αυτοκρατορία όπου η χαρτογράφηση της καταγωγής, της γλώσσας και της θρησκευτικής ένταξης δημι-

ουργούσε ένα πολύχρωμο μωσαϊκό εγκατεσπαρμένο σε όλο περίπου το γεωγραφικό εύρος της οθωμα-

νικής επικράτειας, όπου οι διάφοροι πληθυσμοί προσδιορίζονταν από διαφορετικούς δεσμούς συγγένει-

ας, γειτονίας, τόπου η εφαρμογή της εθνικιστικής αρχής απέβαινε ιδιαζόντως προβληματική. Η ιδιο-

μορφία αυτή σε επιστημολογικό επίπεδο καταγράφηκε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν πρωτο-

εμφανίστηκε η διάκριση ανάμεσα στα “ιστορικά έθνη” και τις “άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες”17. Η

διάκριση αναφέρεται, αφ’ ενός, σε εκείνα τα έθνη των οποίων η αίσθηση της πολιτισμικής και κοινωνικής

παραδοσιακές χώρες, τις οποίες ήθελαν δια της βίας να εισαγάγουν στον 20ο αιώνα. Επρόκειτο για μια ιδεολογία που η ακμή της μπορεί να τοποθετηθεί στο φθίνοντα 19ο αιώνα σε μη ευρωπαϊκές χώρες.” Hobsbawm, E.J. (2000). Η εποχή των Αυτοκρατοριών (1875-1914), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ.436-437. 13 Parvez Manzoor (1998). An Epistemology of Questions: The Crisis Of Reason In The West, ανακτήθηκε: http://www.algonet.se/~pmanzoor/Epistemology-Questions.htm, pp.6-8. 14 Bowen, James (1981). A History of Western Education: Volume three: The modern west Europe and the new world, London: Methuen & Co. Ltd., p.346. 15 Βλ. Δεμερζής, Ν. (1994). “Ο Εθνικισμός ως ιδεολογία”, στο: Έθνος- Κράτος- Εθνικισμός, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεο-ελληνικού Πολιτισμού, σ.108. Οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο τυπολογιών που ερμηνεύουν της ανάπτυξη της εθνι-κιστικής ιδεολογίας χωροχρονικά αναλύονται και από τον Anthony Smith, ο οποίος διαχωρίζει το δυτικού τύπου πολιτικό εθνικισμό της κρατικής τάξης από τον πολιτισμικό εθνικισμό, την προσπάθεια συγκρότησης, δηλαδή, μιας υπάρχουσας κοι-νότητας σε έθνος με βάση την κοινή καταγωγή, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις. Βλ. Smith, A. (2000). “Nations and their past”, The Warwick Debates, ανακτήθηκε: www.lse.ac.uk/Depts/Government/gellner/Warwick.html, p. 5. 16 Δεμερτζής, Ν. (1994). όπ.π., σ.109. 17 Woolf, St. (1995). Ο Εθνικισμός στην Ευρώπη, Αθήνα: Θεμέλιο, σσ.50-51.

Page 6: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

ταυτότητας υλοποιήθηκε και επισημοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης κρατικής οντότητας και, αφ’

ετέρου, στις υποταγμένες εθνότητες, οι οποίες είτε αδυνατούσαν να αρθρώσουν πειστικά τον εθνικό τους

λόγο είτε παρέμεναν αδύναμες να τον συγκροτήσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να του προσδώσουν πολιτι-

κή διάσταση (αφορούσε, δηλαδή, κυρίως την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη).

Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από τη διαδοχική εκδήλωση εξεγέρσεων στα

γεωγραφικά όρια της οθωμανικής επικράτειας που αποσκοπούσαν στην εναρμόνιση της πολιτικής ταυ-

τότητας πληθυσμιακών ομάδων με την εθνική. Άλλωστε, ο εθνικισμός, ως η ιστορική διαδικασία με την

οποία διάφορα έθνη απέκτησαν ξεχωριστή πολιτική οντότητα, θεωρείται ένα σχετικά σύγχρονο

φαινόμενο18, το οποίο σταδιακά νομιμοποιήθηκε και συνδέθηκε με τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων19.

Η ιδιαιτερότητα της διάδοσης της εθνικιστικής ιδέας ανάμεσα στους πληθυσμούς της οθωμανικής αυτο-

κρατορίας γίνεται αντιληπτή και από το γεγονός ότι σε μεγάλο μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας αφιε-

ρώνονται ξεχωριστά κεφάλαια που διακρίνουν τη μορφολογία των εθνικιστικών κινημάτων της Δυτικής

Ευρώπης από τα αντίστοιχα της Κεντρικής και Ανατολικής20. Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι στην

κεντροανατολική Ευρώπη η εθνική ταυτότητα σφυρηλατήθηκε μέσα σε πολυεθνικές /πολυθρησκευτικές

αυτοκρατορίες, προτού υπάρξει ένα πολιτικό πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός αντίστοιχου ανεξάρτη-

του κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της ιδιαιτερότητας υπήρξε η διαμάχη μεταξύ των διαφόρων ομάδων

“φαντασιακής συλλογικότητας”, προκειμένου να αποκτήσουν και να διαχειριστούν αυτόνομα την “ιστο-

ρική/πατρογονική” τους γη21.

Η αναγνώριση διακριτών εθνοθρησκευτικών ενοτήτων στην υπό την κυριαρχία της αχανούς οθωμανι-

κής αυτοκρατορίας περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Mεσογείου είχε αξιοποιηθεί από την πολιτική

αρχή για λειτουργίες διοικητικές και κυρίως οικονομικές. Η αίσθηση διαφορετικότητας ανάμεσα στην

ορθόδοξη, καθολική, ουνιτική, προτεσταντική, εβραϊκή και ισλαμική θρησκευτική κοινότητα χαρακτή-

ριζε τις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική συμπεριφορά δημιουργώντας, παράλληλα, μια ταύτιση θρη-

σκείας και πολιτικής ταυτότητας22. Καθώς μάλιστα η ένταξη σε μια ορισμένη θρησκευτική κοινότητα

(millet) υπεκατέστησε την άμεση πολιτική νομιμοφροσύνη στη δυναστική τάξη πραγμάτων, αυτή η υπο-

κατάσταση απετέλεσε και μια από τις αιτίες, αν όχι την κύρια, για την αδυναμία της κεντρικής διοίκησης

να αναπτύξει ισχυρές κρατικές δομές, αντίστοιχες των κρατών της δυτικής Ευρώπης.

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η συλλογική δράση των κατοίκων της Βαλκανικής κατέτεινε σταδιακά

στην ευθεία αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας της Υψηλής Πύλης να εξουσιάζει το χώρο και τους κατοί-

κους του. Ως μορφές συλλογικής δράσης καταγράφονται την περίοδο αυτή τόσο ένοπλες εξεγέρσεις, 18 Βλ. Gellner, Ernest (1992). Έθνη και εθνικισμός, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ.13 και Hobsbawm, Ε.J. (1994). Έθνη και εθνικι-σμός από το 1780 μέχρι σήμερα: πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Αθήνα: Καρδαμίτσα, σ.22. 19 Gellner, Ernest (1994). Encounters with Nationalism, Oxford, Cambridge: Basil Blackwell, p.45. 20 Ενδεικτικά αναφέρονται οι εργασίες των Gellner, Ε. (1992). όπ.π., Smith, D. A. (1996). The ethnic origins of nations. Oxford: Blackwell Publishers Ltd., Woolf, St. (1995).όπ.π. 21 Βλ. Πολίτης, Αλέξης (1998). Ρομαντικά Χρόνια: Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. - Μνήμων, σσ.26-27. 22 Davison, R. (1977). όπ.π., p.33.

Page 7: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

που σχετίστηκαν κυρίως με τους αγροτικούς πληθυσμούς, όσο και οργανωμένες μορφωτικές και πολιτι-

στικές δραστηριότητες που αποσκοπούσαν στην επεξεργασία και διαμόρφωση ενός ριζοσπαστικού ιδεο-

λογικού πλαισίου. Οι μορφωτικές και πολιτιστικές αυτές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν, κυρίως, σε

μορφωτικούς μη κρατικούς οργανισμούς, που υπήρξαν φορείς της εθνικιστικής ιδεολογίας τόσο με τη

σκοποθεσία που έθεταν όσο και με την οργανωτική και λειτουργική διάσταση της δραστηριοποίησής

τους23. Την αποστολή της διάχυσης της αντίληψης της συλλογικότητας και του “συνανήκειν” σε ευρύτε-

ρα στρώματα ανέλαβαν οι διανοούμενοι της περιόδου, οι οποίοι αποπειράθηκαν να κωδικοποιήσουν

συστηματικά και να επεξεργαστούν τις βασικές παραμέτρους της εθνικής θεωρίας διαμορφώνοντας τη

λόγια διατύπωσή της24.Ο κυρίαρχος ρόλος των διανοούμενων στη διαδικασία διάχυσης της εθνικής ιδέ-

ας έχει επισημανθεί από το σύνολο σχεδόν των μελετητών που έχουν εστιάσει την προσοχή τους στον

τρόπο με τον οποίο διαχέεται η εθνικιστική ιδεολογία. Ανάμεσά τους ο Μ. Hroch, προτείνει την ανά-

λυση διάχυσης του εθνικισμού στην Ανατολική Ευρώπη σε τρεις φάσεις25:

(i)Την επεξεργασία από τους διανοούμενους των χαρακτηριστικών που αποδίδονται στο έθνος. Στην

επεξεργασία αυτή επιχειρείται η ανακάλυψη και ανάδειξη των εθνικών δεσμών και αισθημάτων, μέσα

από ισχυρισμούς κοινής καταγωγής (επικά χρονικά και φιλολογία), την προαγωγή του λαϊκού πολιτι-

σμού (θρησκεία, γλώσσα, έθιμα) και την επαναδιαπραγμάτευση της ιστορίας μέσα από μια νέα βάση

(έμφαση στο κοινό συλλογικό παρελθόν και προορισμό)26.

(ii)Tη συντονισμένη δράση πατριωτικών ομάδων μέσα από συλλόγους, τον τύπο και οργανώσεις με

σκοπό την ανάπτυξη πολιτικής προπαγάνδας. Στο στάδιο αυτό η πρωτοβουλία επικεντρώνεται στα κοι-

νωνικά στρώματα που έχουν άμεση πρόσβαση στο γραπτό λόγο και τείνουν να μετακενώσουν το εθνικό

μήνυμα σε ευρύτερους λαϊκούς και αγροτικούς πληθυσμούς. Στα μεσαία αυτά στρώματα της

Βαλκανικής27 (συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτά η εμπορική τάξη, χαμηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας

διοίκησης, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες) εντοπίζονται δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς το ρόλο

τους στη διάχυση της εθνικής ιδέας: α)οι φορείς τους στα αστικά κέντρα συνήθως αντιτίθενται στο συ-

ντηρητισμό αναδεικνύοντας μια έντονα κοσμική ταυτότητα28 και β)η συμβολή των στρωμάτων αυτών

υπήρξε πολύ σημαντικότερη στην Ανατολική απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη29. Ο πολιτικός ρόλος της α-

23 Τζεδόπουλος, Γ. κ.α. (2000).όπ.π. 24 Λέκκας, Π. (1994). “Η συγκρότηση της εθνικιστικής ιδεολογίας - εθνική θεωρία και εθνικό φρόνημα”, στο: Έθνος-Κράτος-Εθνικισμός, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, σ.236. 25 Hroch, M. (1985). Social Preconditions of National Revival in Europe: a comparative analysis of the social compositions of the patriotic groups among the smaller European nations, Cambridge: CPU, pp.34-35. 26 Βλ. Smith, A. (1996). όπ.π., p.145. 27 Δεν είναι σαφές ότι τα μικροαστικά στρώματα που ανέλαβαν ακριβώς αυτή τη διαδικασία μετακένωσης των νέων ιδεών στη Δύση είχαν το ισοδύναμό τους στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης Ο υποκατάστατος όρος “μεσαία στρώματα” αποδίδεται σε επαγγελματικές κυρίως ομάδες που δεν ασχολούνταν με τον πρωτογενή τομέα, ανα-πτύχθηκαν κυρίως σε αστικά κέντρα, αλλά όχι μόνο σ’ αυτά, και είχαν πρόσβαση στην ανάγνωση και την αναπαραγωγή του γραπτού λόγου. 28 Βλ. Τσουκαλάς, Κ. (1977). Εξάρτηση και Αναπαραγωγή:Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα: Θεμέλιο, σσ.42-43. 29 Woolf, St. (1995). όπ.π., σσ.53-54.

Page 8: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

γροτικής περιφέρειας, σε κανονικές συνθήκες δυσανάλογα μικρότερος από το δημογραφικό της βάρος,

λαμβάνει στη διαδικασία διάχυσης και την προοπτική μαζικοποίησης του εθνικισμού σημασία αντίστοι-

χη του πληθυσμιακού της μεγέθους. Με το δεδομένο αυτό η μετάβαση από το στάδιο της διάχυσης σ’

αυτά της μαζικοποίησης και της γενίκευσης της εθνικιστικής ιδέας -που στην Ανατολική Ευρώπη συναρ-

τώνται απόλυτα με τη συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού-, εξαρτάται αναγκαστικά από τη συμβολή

των ομάδων που αναλαμβάνουν με όρους εμπιστοσύνης και σε σύντομο διάστημα να μεταδώσουν τα

νέα μηνύματα, δηλαδή τους τοπικούς αξιωματούχους, τους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς της περι-

ιξη των κινημά-

τω

φέρειας.

(iii)Την εκδήλωση μαζικής υποστήριξης των εθνικιστικών κινημάτων. Το στάδιο αυτό έχει γίνει αντικεί-

μενο προσέγγισης και ανάλυσης σε πολύ μικρότερο βαθμό από τα προηγούμενα δύο στάδια. Αφορά

στην ανακάλυψη των αισθημάτων και των προθέσεων ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, σε μεγάλο

ποσοστό αναλφάβητου και χωρίς γραπτά τεκμήρια. Μια ενδιαφέρουσα άποψη προς διερεύνηση σχετίζε-

ται με την επισήμανση ότι σε πολλές περιπτώσεις ανταγωνιστικών εθνικισμών, πέρα από την υπόθεση

της εθνικής, και η κοινωνική συνείδηση έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο αποδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα και στις

εξαγγελίες κοινωνικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης30. Αναμφισβήτητο πάντως είναι ότι από τη στιγ-

μή που η μαζικοποίηση ακολούθησε τη διαδικασία διάχυσης η κατάσταση οδηγήθηκε σε μια λογική

αναπόφευκτη σύμφωνα με την οποία τη μη εθελούσια συμμετοχή στη μαζική υποστήρ

ν ακολουθούσαν συνήθως προσπάθειες πειθαναγκασμού ή βεβιασμένης αφομοίωσης.

Στη διαδικασία διάχυσης της εθνικιστικής ιδέας εν δυνάμει σημαντική υπήρξε και η συμβολή του

κλήρου. Εξαιτίας του λειτουργικού ρόλου και της συμβολικής παρουσίας του στη θρησκευτική κοινότη-

τα ο κλήρος είχε τη δυνατότητα να διασπείρει στοιχεία της θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης

στο ποίμνιό του από πλεονεκτική θέση. Προφανώς, αυτό συνήθως συνέβαινε για τους παραδοσιακούς

εκκλησιαστικούς οργανισμούς. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί διείσδυαν

και σε πληθυσμούς εκτός της ποιμαντορικής τους δικαιοδοσίας εξαρτιόταν κυρίως από τον τύπο και τον

αυτοπροσδιορισμό της εκκλησιαστικής οργάνωσης. Εκκλησίες με ιεραποστολική δραστηριότητα και

αποκεντρωτική δομή υπήρξαν περισσότερο αποτελεσματικές στον προσηλυτισμό κυρίως αναλφάβητων

χωρικών31. Αν ο 19ος αιώνας απετέλεσε μια πρωτοφανή περίοδο δημιουργίας ομόδοξων “πατριωτικών

εκκλησιών”32, αυτό οφείλεται στην προσπάθεια αξιοποίησης από τα κατά τόπους εθνικιστικά κινήματα

της δυνητικής προπαγανδιστικής ικανότητας των εκκλησιαστικών οργανισμών. Άλλωστε, η καταγγελία

του “φυλετισμού” από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βασίστηκε ακριβώς στην

“υπερεθνική”, οικουμενική προοπτική που μέχρι τότε χαρακτήριζε στο σύνολό της την εκκλησία. Το

γεγονός ότι τα εθνικιστικά κινήματα της Βαλκανικής, πριν ή μετά την πολιτική τους νομιμοποίηση, κατά

30 Βλ. Κολιόπουλος, Ι. (1994). “Λεηλασία Φρονημάτων”: το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη δυτική Μακεδονία (1941-44), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σ.40. 31 Smith, Α. (1996). όπ.π., σσ.158-159. 32 Woolf, St. (1995). όπ.π., σ.72.

Page 9: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

κανόνα προέβησαν σε ανακήρυξη αυτοδιάθεσης της εκκλησιαστικής τους οργάνωσης, αποδεικνύει, σε

μεγάλο βαθμό, ότι η διακριτή θρησκευτική ταυτότητα δεν μπορεί, θεωρούμενη αυτόνομα, να θεωρηθεί

πρόκριμα ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης33. Η ταύτιση εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, αν και

στις μέρες μας φαντάζει κατά κανόνα αυτονόητη, είναι αβάσιμη για την περίοδο διάχυσης του εθνικι-

σμού. Κυρίως ατομικές πορείες κληρικών34, φορέων διαφωτιστικών μηνυμάτων, ή χειραγωγούμενες εκ-

κ

φορείς, μηχανι-

σ

ωνης με την εθνική ιδέα γνώσης και, αφ’ ετέρου, του μοντέλου κοι-

νω

λησιαστικές οργανώσεις εξυπηρέτησαν άμεσα τη διαμόρφωση ή τη διάχυση του εθνικισμού.

Στη διαδικασία διάχυσης της νεωτεριστικής εθνικιστικής ιδεολογίας στους πληθυσμούς της Βαλκανι-

κής συνέβαλαν, παράλληλα με τους συγκεκριμένους κοινωνικούς και επαγγελματικούς

μοί, που ενισχύθηκαν σημαντικά και γενικεύτηκαν στη Βαλκανική κατά το 19ο αιώνα.

Οπωσδήποτε, η φύση των μηχανισμών αυτών υπαγορεύτηκε από τη λογική να αποκρυσταλλώσουν την

εθνική ιδιαιτερότητα στη βάση της συνύπαρξης μιας σειράς προϋπαρχουσών πρακτικών, πεποιθήσεων

και αξιών, οι οποίες λειτουργούσαν ως απόδειξη αυθεντικότητας και ιστορικής συνέχειας της “φαντασια-

κής συλλογικότητας”. Η θρησκεία και η γλώσσα είχαν, εν δυνάμει, ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας της απο-

τελεσματικότητάς τους στο να δημιουργούν και να ενισχύουν μια αίσθηση ταυτότητας, αλλά και να λει-

τουργούν ως στοιχεία διαφοράς από τις άλλες ομάδες. Κατά το πρότυπο της οργάνωσης “πατριωτικών”

εκκλησιαστικών οργανισμών τα εθνικιστικά κινήματα επιχείρησαν να αξιοποιήσουν το σημαντικότερο

μηχανισμό διάδοσης της κουλτούρας και της γλώσσας, ένα προσαρμοσμένο στις επιδιώξεις τους εκπαι-

δευτικό δίκτυο35. Ως εκπαιδευτικό δίκτυο δε θεωρείται, βέβαια, μόνο το σχολικό σύστημα που ανέπτυξε

το επίσημο κράτος αλλά και τα ιδρύματα που διέδιδαν τη σύγχρονη εκπαίδευση και λειτουργούσαν υπό

την ευθύνη ιδιωτικών, θρησκευτικών και μη, οργανισμών. Η συμβολή των τελευταίων δεν έγκειται στη

συγκρότηση προσωπικού για κυβερνητικές και άλλες θέσεις αλλά στην αυξανόμενη αποδοχή, αφ’ ενός,

της ηθικής σπουδαιότητας της σύμφ

νικοποίησης που προέβαλλαν36.

Μολονότι η ανάπτυξη του εκπαιδευτικού δικτύου στην Ευρώπη του 19ου αιώνα έχει συσχετισθεί σε με-

γάλο βαθμό με την εκβιομηχάνιση και τις ανάγκες οικονομικού εκσυγχρονισμού που επέβαλε το καπι-

ταλιστικό σύστημα παραγωγής, μια προσεκτικότερη αναδίφηση σε μελέτες σχετικές με το θέμα αναδει-

κνύει, επίσης, τον ουσιαστικό διαμεσολαβητικό ρόλο του εθνικισμού και του παραγώγου του, του εθνι-

κού κράτους37. Ίσως η περισσότερο γνωστή καταγραφή της διαμεσολάβησης αυτής είναι αυτή που προ-

33 Hobsbawm, E.J. (1994). όπ.π., σ.102. 34 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μοναχού Παΐσιου, ο οποίος πρώτος αναφέρεται στην ανάγκη να γνωρίσει το βουλ-γαρικό έθνος την ιστορία του. Βλ. Λάσκαρι, Μ.Θ. (1948). Το Ανατολικόν Ζήτημα 1880-1923, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πουρ-νάρα, σ.247. Για τη συμβολή Σέρβων μοναχών στη συγκρότηση της εθνικής ιδέας των Σέρβων κατά το 18ο αιώνα, βλ. Rogel, C. (1977). “Τhe Wandering Monk and the Balkan National Awakening”, στο: Haddad, W. & W. Ochsenwald (eds.) όπ.π.,

6. estern Educational Heritage, New York: Macmillian Publishing Co. Inc., p.393

pp.75-101. 35 Τσουκαλάς, Κ. (1977). όπ.π., σ.453. 36 Anderson, B. (1997). Φαντασιακές Κοινότητες: στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Αθήνα: Νεφέλη, σ.1737 Βλ. Lucas, J. Christopher (1972). Our W

Page 10: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

κύπτει από το θεωρητικό σχήμα του Gellner38. Σύμφωνα με αυτό, είναι οι ανάγκες του οικονομικού εκ-

συγχρονισμού που γεννούν τον εθνικισμό ως προϋπόθεση συγκρότησης μιας συλλογικής ταυτότητας που

συνεπάγεται δεσμεύσεις, την ένταξη σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, διαφορετικό απ’ αυτό της αγροτικής

κοινωνίας και την καλλιέργεια κοινωνικής αλληλεγγύης. Για τον Gellner η πολιτισμική ομοιογένεια και

η

και στη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής και η

σ

τα βαλκανικά κράτη είχαν προχωρήσει στην εγκαθίδρυση

εν

ανάδειξη μιας κυρίαρχης εγγράμματης κουλτούρας δια του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί προ-

ϋπόθεση για τη διαμόρφωση και την επιβίωση ενός κυρίαρχου εθνικού κράτους39.

Σχετίζεται, επομένως, η εκρηκτική μεγέθυνση του σχολικού θεσμού, που παρατηρήθηκε στο δεύτερο

ήμισυ του 19ου αιώνα στα Βαλκάνια με την εθνικιστική έξαρση της εποχής. Κατά τη ρήση του

Hobsbawm: “η πρόοδος των σχολείων και των πανεπιστημίων είναι το μέτρο της προόδου του εθνικισμού, και τα

σχολεία και τα πανεπιστήμια ήταν οι πιο συνειδητοί υπέρμαχοί του”40. Από την άποψη αυτή, το εθνικό σχολείο

απετέλεσε τον κατεξοχήν φορέα της εθνικής ιδεολογίας και μηχανισμό διαμόρφωσης της εθνικής ταυτό-

τητας. Αποτέλεσμα της αναβάθμισης της σημασίας του σχολείου υπήρξε αναμφισβήτητα η ενεργοποίη-

ση του κράτους στη διοίκηση του εκπαιδευτικού δικτύου

ταδιακή συρρίκνωση της αρμοδιότητας του μέχρι τότε παραδοσιακού φορέα διοίκησης και οργάνω-

σης της εκπαίδευσης, του θρησκευτικού κέντρου.

Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά που συγκροτούν το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αυτό που παρουσιά-

ζεται σχεδόν καθολικό είναι η υπό την κρατική εποπτεία δημιουργία ενός δικτύου στοιχειώδους εκπαί-

δευσης, στο οποίο ορίζεται υποχρεωτική φοίτηση όλων ανεξαιρέτως των παιδιών μιας ορισμένης

ηλικίας41. Μέχρι τη δεκαετία του 1890 όλα

ός δικτύου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρέμενε περιορισμένη,

απευθυνόμενη σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα42.

Σημαντικό σημείο αναφοράς του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί η σύλληψή του σε ένα

συγκεντρωτικό οργανωτικό εγχείρημα43. Σε αντιδιαστολή με τα παραδοσιακά τοπικά σχολεία, τα οποία

σε μεγάλο βαθμό οργανώθηκαν και λειτούργησαν στη βάση των εκάστοτε αναγκών μιας οριοθετημένης

θρησκευτικής κοινότητας και χαρακτηρίζονταν από την προσωπικότητα του διδάσκοντα ή του χρημα-

τοδότη τους, το σχολείο της εποχής του εθνικισμού επιδιώκει απόλυτη ομοιομορφία. Η επιδίωξη της

ομοιομορφίας του εκπαιδευτικού συστήματος κάτω από την εποπτεία της κρατικής διοίκησης και όχι

των εκκλησιαστικών φορέων σχετίζεται με την αντίληψη ότι για το κράτος το ζήτημα της εκπαιδευτικής

ναι κινητική και εν δυνάμει εξισωτική” (όπ.π., σ.57) και η

: Europe, 1870-1914” στο: Hobsbawn, E. & T. Ranger (eds.) The niversity Press. p.308

38 Βλ. Gellner, E. (1992). όπ.π., σσ.53-58. 39 Στην προσέγγιση του Gellner, εκτός της γνωστικής και της κοινωνικοποιητικής, επισημαίνονται και δύο πρόσθετες λει-τουργίες που επιτελεί η εκπαίδευση ενός εθνικού κράτους στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας: η επιλογή, ο ανακατα-νεμητικός ρόλος, όπως εύγλωττα επισημαίνει: “η βιομηχανική κοινωνία είεξειδίκευση, που συνδέεται με το βιομηχανικό καταμερισμό εργασίας. 40 Hobsbawm, E.J. (1997). “Mass- Producing Traditionsinvention of tradition, Cambridge: U41 Lucas, C. (1972). όπ.π., p.452 42 Bowen, J. (1981). όπ.π., p.464 43 Anderson, B. (1997). όπ.π., σσ.181-182.

Page 11: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

μεταρρύθμισης αποτελεί συνέχεια ή και προϋπόθεση της κοινωνικής μεταρρύθμισης44. Η πολιτική βού-

ληση των βαλκανικών ελίτ να εγκαθιδρύσουν στη διάρκεια του 19ου αιώνα ένα εκπαιδευτικό σύστημα

ελ

ε τη σταδιακή επέκταση του εκλογικού δικαιώματος, την ισότητα των

π

στήματος, τις οποίες οι διοικητικοί μηχανισμοί έτειναν να ελέγχουν και να

κ

εγχόμενο από το κράτος, κοσμικό και διαφοροποιημένο από το παραδοσιακό σύστημα που ήταν στα

χέρια των θρησκευτικών ιδρυμάτων οδήγησε στη δόμηση κρατικών εκπαιδευτικών δικτύων, που, κατά

περίπτωση, λειτούργησαν ως εναλλακτικά ή υποκατάστατα των παραδοσιακών κοινοτικών δικτύων45.

Η επιτυχής υποκατάσταση του παραδοσιακού κοινοτικού σχολικού δικτύου από το κρατικό εκπαιδευ-

τικό δίκτυο εντοπίζεται από τον Stein Rokkan ως μία, η δεύτερη σε χρονική ακολουθία, από τις τέσσε-

ρις κοινές βασικές διαδικασίες πολιτικής εξέλιξης που διαμόρφωσαν σε ένα βαθμό τα ευρωπαϊκά εθνικά

κράτη46. Οι δύο πρώτες διαδικασίες αφορούν στις προσπάθειες των διοικητικών κέντρων να εντάξουν

την περιφέρειά τους σε ένα ενιαίο διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, ενώ οι δύο τελευταίες

αντιπροσωπεύουν την επιδίωξη μιας εσωτερικής αναδόμησης αυτών των συνενωμένων τμημάτων, δημι-

ουργώντας τις προϋποθέσεις για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η πρώτη διαδικασία αναφέρεται

στη δημιουργία κρατών και την επιβολή από το διοικητικό κέντρο στην περιφέρεια ενός δικτύου μηχα-

νισμών για τη συγκέντρωση των φόρων, την ακεραιότητα των εξωτερικών του συνόρων και την προστα-

σία της έννομης τάξης. Η δεύτερη διαδικασία αφορά στην επιδίωξη για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυ-

τότητας των πολιτών, μέσω της διείσδυσης του σχολικού δικτύου, επιδίωξη η οποία αποσκοπεί πρωταρ-

χικά στο να εσωτερικεύσει ο πολίτης το ρόλο του ως μέλους μιας κοινής ομάδας, με κοινή κουλτούρα,

αξίες και παρελθόν. Η τρίτη διαδικασία τείνει στην αυξανόμενη ενεργό συμμετοχή των πολιτών στις πο-

λιτικές διαδικασίες του κράτους μ

ολιτικών δικαιωμάτων, τη θεσμοθέτηση κοινοβουλευτικών διαδικασιών και πολιτικών κομμάτων. Η

τέταρτη διαδικασία, τέλος, αφορά στη θεμελίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη με την ανά-

πτυξη του Κράτους Πρόνοιας47.

Στο πλαίσιο της ομοιομορφίας τα κοινά αναλυτικά προγράμματα και διδακτικά εγχειρίδια, η ενιαία

διάρθρωση των σχολικών βαθμίδων, τα τυποποιημένα διπλώματα, αποτέλεσαν λειτουργικές παραμέ-

τρους του εκπαιδευτικού συ

αθορίζουν με μεγαλύτερη ευχέρεια. Κεντρικό ρόλο στην εγχάραξη ή την ενδυνάμωση του εθνικού

φρονήματος μέσω του εκπαιδευτικού δικτύου απέκτησε η διδασκαλία της ιστορίας, της γεωγραφίας και

του γλωσσικού μαθήματος.

στο: Braude, B. -B., Lewis

ic-geopolitical model of sources of variations across the territories of Western Europe, Bellagio: Paper

in Western emocracies and Welfare States, Vol.1, Frankfurt, London, Chicago, pp.16-26.

44 Kazamias, A. (1966). Education and the quest for modernity in Turkey, London: George Allen & Unwin Ltd., p.58. 45 Βλ. Meletiades, Haris (2000). “Types of Transition to National Educational Systems in the Balkans of the 19th Century”, στο: Terzis, N. (ed.) Education in the Balkans: From the Enlightenment to the Founding of the nation-states, Thessaloniki: Kyriakides Brothers, pp.21-27. Για την περίπτωση των οθωμανικού κράτους βλ. Karpat, H. Kemal (1986). “Millets and Nationality: The Roots of the Incongruity of Nation and State, in the Post-Ottoman Era”, (eds.) Christians and Jews in the Ottoman Empire: The functioning of a plural society, V. I, pp.164-165. 46 Rokkan, St. (1976). A geoeconomfor the ISSC-MSH Symposium. 47 Αναλυτικότερα για τις φάσεις εξέλιξης των ευρωπαϊκών κρατών βλ. Flora, P. (1983). State, Economy and SocietyEurope 1815-1975: The growth of mass d

Page 12: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

Αν και η διαπίστωση του Anderson48 πως “όλοι οι προφανείς μετασχηματισμοί της συνείδησης, από τη φύση

τους, έχουν σαν τυπικό χαρακτηριστικό την αμνησία” φαίνεται αφοριστική, έχει τη χρησιμότητά της σε ό,τι

αφορά στην ιδεολογική προσέγγιση της διδασκαλίας της ιστορίας και της γεωγραφίας από το εθνικό

σχολείο. Τα μαθήματα αυτά απετέλεσαν τις αιχμές μιας σχολικής βιομηχανίας που ως σκοπό της όρισε

την ανάδειξη και εγχάραξη όλων εκείνων των ενοποιητικών δεσμών, οι οποίοι λειτουργούσαν ως απόδει-

ξη μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας. Το σχολείο της εποχής του εθνικισμού υιοθέτησε και αναπαρήγαγε

κ

ογικής συνείδησης συνδέεται πάντα με μία

σ

σταθερότητα στη

γρ

αινοφανή ιστορικά και γεωπολιτικά σχήματα49 που προέκυψαν από την ανάγκη που επικαθόρισε η αρ-

χή του εθνικού κράτους να θεμελιωθεί η “αφήγηση της ταυτότητας” των μελών του. Η λειτουργία αυτή

εξυπηρετήθηκε όχι τόσο από την “αμνησία” αλλά την “επιλεκτική μνήμη” όσων διαμόρφωσαν ή και

αναπαρήγαγαν τις αφηγήσεις αυτές.

Η διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος υπήρξε, επίσης, κεντρικός άξονας, στον οποίο κινήθηκε το

αίτημα της αξιοποίησης του σχολείου από την εθνικιστική ιδεολογία. Είναι προφανές ότι η διδασκαλία

της προφορικής και γραπτής χρήσης μιας τυποποιημένης γλώσσας που λειτουργούσε ως στοιχείο ταυ-

τότητας αλλά και ως έμβλημα διαφοράς σε σχέση με άλλες ομάδες συνιστά μια από τις καίριες επιδιώ-

ξεις του εθνικού σχολείου. Άλλωστε, η διαμόρφωση της συλλ

υγκεκριμένη γλωσσική διάταξη της εμπειρίας, η οποία αποκρυσταλλώνεται στη “γλώσσα κοινής συνεν-

νόησης” μιας ομάδας50. Αν και η επίσημη, κωδικοποιημένη και διδασκόμενη γραπτή γλώσσα δεν ταυτί-

ζεται απαραίτητα με τη γλώσσα κοινής συνεννόησης, αποτελεί την πιο καταξιωμένη κοινωνικά από τις

ποικίλες μορφές της και υιοθετείται από το σχολικό θεσμό.

Αναμφισβήτητα, στη διαδικασία συγκρότησης μιας επίσημης γραπτής εθνικής γλώσσας συνέβαλαν

παράγοντες που προηγήθηκαν της εγκαθίδρυσης του εθνικού σχολικού δικτύου. Είχε προηγηθεί η στα-

διακή εφαρμογή μιας σειράς νέων τεχνολογιών των επικοινωνιών (τυπογραφία), η οποία αποδίδεται στη

βιβλιογραφία με τον όρο “έντυπος καπιταλισμός”51. Ο έντυπος καπιταλισμός έδωσε

απτή λόγια γλώσσα και, παράλληλα, έφερε κάποιες διαλέκτους πιο κοντά στην έντυπη γλώσσα, οδη-

γώντας σε μειονεκτική θέση συγγενείς διαλέκτους που επιβαλλόταν να αφομοιωθούν στην ισχυρή έντυπη

γλώσσα. Με τον τρόπο αυτό, η επίσημη πολιτιστικά κυρίαρχη γλώσσα των σύγχρονων κρατών αναπα-

ραγόταν μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης και άλλων διοικητικών μηχανισμών52.

Ένα από τα πιο σύνθετα προβλήματα που αναδύθηκε σχεδόν με τη συγκρότηση των κρατικών εκπαι-

δευτικών δικτύων υπήρξε ακριβώς η αναποτελεσματικότητα διείσδυσης σε πλατιές μαθητικές μάζες μιας

48 Anderson, B. (1997). όπ.π., σ.297. 49 Eby, Frederick (1952). The development of Modern Education,- Prentice-Hall, Inc., pp.284-286. 50 Βλ. Χαραλαμπόπουλος, Αγ. - Χατζησαββίδης, Σ. (1997). Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας: θεωρία και πρα-

.39. . (1997). όπ.π., σσ.78-79. Με τον όρο “έντυπος καπιταλισμός” εννοείται η μαζική παραγωγή και διακίνηση

κτική εφαρμογή, Θεσσαλονίκη: Κώδικας, σ51 Anderson, Bβιβλίων και εφημερίδων που προωθήθηκαν μέσα από τη διαδικασία της αγοράς που συγκροτεί ο καπιταλισμός. 52 Hobsbawm, E.J. (1994). όπ.π., σ.91.

Page 13: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

τυποποιημένης και σε πολλές περιπτώσεις κατασκευασμένης γλωσσικής μορφής53, κατά το πλείστον μη

οικείας στο προφορικό ιδίωμα που χειρίζονταν οι ίδιες. Αν και η αποτελεσματικότητα ως προς την άρ-

ση των χαρακτηριστικών της δυσλειτουργίας της γλωσσικής διδασκαλίας στο εθνικό σχολείο διαφορο-

ποιήθηκε έντονα για κάθε εθνική περίπτωση54, υπάρχουν ομάδες και φαινόμενα αντίδρασης που εμφανί-

ζουν στοιχεία κανονικότητας, ώστε είναι δυνατόν να διατυπωθούν ορισμένες γενικές αρχές με την προϋ-

πόθεση ενός ευρέος χωροχρονικού πλαισίου. Κατ’ αρχήν, ως προς τις ομάδες που πρωτοστάτησαν στην

εισαγωγή και επίσημη χρήση μιας γραπτής δημώδους γλώσσας στο σχολείο, φαίνεται να υπάρχει σύ-

μπτωση ανάμεσα στους διάφορους μελετητές για τον καθοριστικό ρόλο των μορφωμένων “μεσαίων

στρωμάτων”55. Η σύνδεση των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων με τους αγώνες για την καθιέρωση

μιας περισσότερο λαϊκής γλωσσικής μορφής στο σύστημα της εκπαίδευσης αφορούσε τόσο στην προσ-

δοκία τους οι επόμενες γενιές να μπορούν να αναρριχηθούν κοινωνικά, παρακάμπτοντας το μηχανισμό

επιλογής που όρθωνε η αξιολόγηση μιας επιτηδευμένης γλωσσικής επίδοσης όσο και την πεποίθησή

τους για τη συμβολή της καθομιλουμένης γραπτής γλώσσας στην ενδυνάμωση ή και εξάπλωση της εθνι-

κής ταυτότητας. Μια πεποίθηση που αναδείκνυε την “εθνική διάσταση”56 της επικράτησης της δημώ-

δους γλώσσας στο εκπαιδευτικό δίκτυο του εθνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε επικράτειες

όπου η επίσημη γλώσσα του κράτους συνέπιπτε με την προφορική γλώσσα της πλειοψηφίας του πληθυ-

σ

σύνολο του πληθυσμού58. Με τον τρόπο αυτό, η ανάγκη για ομοιομορ-

φία συναιρείται στο αίτημα για την ανάδειξη διακριτών κοινωνικών ρόλων και ομάδων μέσα στο ίδιο

εθνικό σώμα. Η διαφορά με την περίοδο της γκειται στο ότι μηχανισμοί αριστοκρατίας

κα

μού παρουσιάστηκε μια γενική διείσδυση του επίσημου γλωσσικού οργάνου χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές

επιπτώσεις ή αναταράξεις57. Αντίστοιχα, όποτε αυτή η προσπάθεια επιβολής μιας επίσημης κρατικής

γλώσσας εμφανίστηκε στο πλαίσιο ενός ενσυνείδητου εθνικισμού και σε ένα διεσπαρμένο πολυγλωσσικό

περιβάλλον, οι συνέπειες συνέτειναν στη βίαιη γλωσσική αφομοίωση των διαφόρων ομάδων.

Το μοντέλο που επικράτησε στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα, προωθώντας μια πειστική λύση

στο παραπάνω πρόβλημα, επέβαλε, από τη μία, τη χρήση της δημώδους καθομιλουμένης γλώσσας στο

επίπεδο της μαζικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, ενώ, από την άλλη, για τη μέση εκπαίδευση που προο-

ριζόταν για μια περιορισμένη κοινωνική ελίτ, τη χρήση μιας λόγιας γλώσσας που δεν χρησιμοποιούνταν

και δεν ήταν κατανοητή από το

φεουδαρχίας έ

ι γενεαλογικής προέλευσης αντικαθίστανται από την επιτυχή διέλευση μέσα από το αξιολογικό σύ-

στημα του σχολικού δικτύου.

53 όπ.π., σ.80. 54 Ο Hobsbawm διερευνά την αναντιστοιχία της επίσημης λόγιας γραπτής γλώσσας με τα προφορικά ιδιώματα σε παγκό-σμια κλίμακα και αποφαίνεται πως το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Βλ. Hobsbawm E.J. (1994). όπ.π., σ.83. 55 Όπως τα ορίζουν κατά περίπτωση οι Hobsbawm (1990). όπ.π., σ.166, Anderson (1997). όπ.π., σ.122, Gellner (1992). όπ.π., σ.247, Τσουκαλάς (1977). όπ.π., σ.550. 56 Σκοπετέα, Ε. (1992). Η Δύση της Ανατολής: εικόνες από το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα: Γνώση, σ.128. 57 Βλ. Anderson, Β. (1997). όπ.π., σσ.123-125. 58 Hobsbawm, E. J. (1994). όπ.π., σ.134.

Page 14: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

Βιβλιογραφία

Αγγελόπουλος, Α. (1995). Ο κόσμος της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια σήμερα, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Anderson, B. (1997). Φαντασιακές Κοινότητες: στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Αθήνα: Νεφέλη. Βουραζέλη-Μαρινάκου, Ε. (1950). Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσ-

σαλονίκη: Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών. Bowen, J. (1981). A History of Western Education: V. III: The modern west Europe and the new world,

London: Methuen & Co. Ltd. Χαραλαμπόπουλος, Αγ. - Χατζησαββίδης, Σ. (1997). Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας:

θε

tional State: the Dissolution of the Ottoman E

mpire: T

ωρία και πρακτική εφαρμογή, Θεσσαλονίκη: Κώδικας. Davison, R. (1977). “Nationalism as an Ottoman Problem and the Ottoman Response”, στο:

Haddad, W. & W. Ochsenwald (eds.) Nationalism in a Non-Nampire, Columbus: Ohio State University Press. Δεμερζής, Ν. (1994). “Ο Εθνικισμός ως ιδεολογία”, στο: Έθνος- Κράτος- Εθνικισμός, Αθήνα: Εταιρεία

Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, σσ.67-116. Eby, F. (1952). The development of Modern Education, Prentice-Hall, Inc. Fishman, J.A. (1972). Language and Nationalism, Rowley Mass: Newbury House Publishers. Flora, P. (1983). State, Economy and Society in Western Europe 1815-1975: The growth of mass democracies

and Welfare States, Vol.1, Frankfurt, London, Chicago. Gellner, E. (1992). Έθνη και εθνικισμός, Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Gellner, E. (1994). Encounters with Nationalism, Oxford, Cambridge: Basil Blackwell. Γεδεών, Μ. (1908). Έγγραφα Πατριαρχικά και Συνοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), Εν

Κωνσταντινουπόλει: εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου. Haddad, W. (1977). “Nationalism in the Ottoman Empire”, στο: Haddad, W. & W. Ochsenwald

(eds) Nationalism in a Non-National State, The Dissolution of the Ottoman Empire, Columbus: Ohio State University Press, pp. 3-24.

Hobsbawm, E.J. (1997). “Mass- Producing Traditions: Europe, 1870-1914” στο: Hobsbawn, E. & T. Ranger (eds.) The invention of tradition, Cambridge: University Press.

Hobsbawm, E.J. (2000). Η εποχή των Αυτοκρατοριών (1875-1914), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Hobsbawm, Ε.J. (1994). Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα: πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότη-τα, Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Hroch, M. (1985). Social Preconditions of National Revival in Europe: a comparative analysis of the social compositions of the patriotic groups among the smaller European nations, Cambridge: CPU.

Karpat, H. K. (1986). “Millets and Nationality: The Roots of the Incongruity of Nation and State, in the Post-Ottoman Era”, στο: Braude, B. -B., Lewis (eds.) Christians and Jews in the Ottoman E

he functioning of a plural society, V. I, pp.141-170. Kazamias, A. (1966). Education and the quest for modernity in Turkey, London: George Allen & Unwin

Ltd. Kitromelides, P. (1989). “«Imagined Communities» and the origins of the national question in the

Balkans”, στο: European History Quarterly, 19, n. 2, London: Sage Publications, pp.149-192. Κολιόπουλος, Ι. (1994). “Λεηλασία Φρονημάτων”: το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη δυτική Μακεδο-

νία (1941-44), Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Λάσκαρι, Μ.Θ. (1948). Το Ανατολικόν Ζήτημα 1880-1923, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πουρνάρα. Lucas, J. Ch. (1972). Our Western Educational Heritage, New York: Macmillian Publishing Co. Inc. Λέκκας, Π. (1994). “Η συγκρότηση της εθνικιστικής ιδεολογίας - εθνική θεωρία και εθνικό φρόνημα”,

στο: Έθνος-Κράτος-Εθνικισμός, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, σσ.233-252. Ματάλας, Π. (2002). Έθνος και Ορθοδοξία: Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το “ελλαδικό” στο βουλγαρικό

σχίσμα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Page 15: Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα

Meletiades, Haris (2000). “Types of Transition to National Educational Systems in the Balkans of the 19th Century”, στο: Terzis, N. (ed.) Education in the Balkans: From the Enlightenment to the Founding of th

he problem of nationalities in the ottoman empire following the second siege o

κοποίηση του Ισλάμ”, στο: Lewis, B., Pace, E., M

s.htm.

830-1880, Αθήνα: Ε

, C. (1977). “Τhe Wandering Monk and the Balkan National Awakening”, στο: Haddad, W. &

ick Debates, ανακτήθηκε: w

tions, Oxford: Blackwell Publishers Ltd. Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα:

Γνώση Σκοπετέα, Ε.(1994). “Βαλκανικές Εθνικές Ιστορίες” στο: Έθνος - Κράτος - Εθνικισμός, Αθήνα: Εται-

ρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, σσ. 305-317. Τζεδόπουλος, Γ. κ.α. (2000). “Η οθωμανική Αυτοκρατορία και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ”,

στο: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (επιμ.) Μεταρρυθμίσεις στην οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώ-να, ανακτήθηκε: http://www.ime.gr/projects/tanzimat/gr/frame2.html. Τσουκαλάς, Κ. (1977). Εξάρτηση και Αναπαραγωγή:Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών

στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα: Θεμέλιο. Woolf, St. (1995). Ο Εθνικισμός στην Ευρώπη, Αθήνα: Θεμέλιο.

e nation-states, Thessaloniki: Kyriakides Brothers, pp.21-27 Ortayli, I. (1983). “Tf Vienna”, στο: Das Osmanische Reich und Europa 1683 bis 1789: Konflikt, Entspannung und Austausch,

pp.223-236. Pace, E. (1992). “Το σαρίκι και το κράνος: η λαϊagister S. (eds.) Το ισλαμικό αίνιγμα: Λαϊκοποίηση και νεωτερικότητα στον ισλαμικό κόσμο, Αθήνα: Λεβιά-

θαν. Parvez M. (1998). An Epistemology of Questions: The Crisis Of Reason In The West, ανακτήθηκε:

http://www.algonet.se/~pmanzoor/Epistemology-QuestionΠολίτης, Αλ. (1998). Ρομαντικά Χρόνια: Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1.Μ.Ν.Ε. - Μνήμων. Rogel W. Ochsenwald (eds.) Nationalism in a Non-National State, The Dissolution of the Ottoman Empire,

Columbus: Ohio State University Press, pp.75-101. Rokkan, St. (1976). A geoeconomic-geopolitical model of sources of variations across the territories of Western

Europe, Bellagio: Paper for the ISSC-MSH Symposium. Smith, D. A. (2000). “Nations and their past”, The Warwww.lse.ac.uk/Depts/Government/gellner/Warwick.html. Smith, D. A. (1996). The ethnic origins of naΣκοπετέα, Ε. (1992). Η Δύση της Ανατολής: εικόνες από το τέλος της