Kάτι θα γίνει, θα δεις

Post on 26-Jun-2015

1.109 views 0 download

Transcript of Kάτι θα γίνει, θα δεις

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

“Οι πρόσφατες αλλαγές στο μάθημα της Ν.Ε. Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου εντάσσουν δυναμικά στη σχολική πράξη τη διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου. Είναι ένα βήμα σημαντικό, γιατί η ανάγνωση ολόκληρων βιβλίων καλλιεργεί αξίες, βαθαίνει την ευαισθησία των μαθητών μας και τους ανοίγει ένα παράθυρο προς τη μαγεία και τη συγκίνηση. Το λογοτεχνικό βιβλίο γίνεται έτσι ένας κόσμος μυστικός, που καλεί τον αναγνώστη να τον ανακαλύψει, ενώ, αντίθετα, η συνεχής εναλλαγή των κειμένων καταστρέφει τη μυσταγωγία και διασπά συχνά την αυτοσυγκέντρωση και το νήμα της αφήγησης.

Με την ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως λέει ο Ορχάν Παμούκ σε συνέντευξή του, η λογοτεχνία μετατρέπεται σε ένα αποκαλυπτικό καθρέφτη «μέσα από τον οποίο ο άνθρωπος κατακτά την αυτογνωσία του κι αναγνωρίζει τις αντιφάσεις, τις πλάνες και τα αδιέξοδά του». Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι μια περιπλάνηση σε ανεπαίσθητες διαδρομές που μεταμορφώνουν τον αναγνώστη με τις αποκαλύψεις τους. Ο Ντανιέλ Πενάκ χαρακτηρίζει την ανάγνωση ως ιεροτελεστία, σαν μια προσευχή. Γράφει: «Αυτή η ξαφνική ανακωχή μετά το σαματά της μέρας, αυτή η συνάντηση πέρα από κάθε συγκυρία, αυτή η στιγμή ευλαβικής σιωπής πριν απ’ τα πρώτα λόγια της αφήγησης, η φωνή μας (επιτέλους, αληθινή), η τελετουργία των επεισοδίων […]» αποτελεί «μια επιστροφή στον μοναδικό παράδεισο που αξίζει: την οικειότητα».

Το πλαίσιο της ένταξης της διδασκαλίας του ολόκληρου έργου στην Α΄ Λυκείου είναι –ακόμα- ασαφές. Στο Π.Σ. καταγράφεται κυρίως ο σκοπός της αυτής καινοτομίας, που είναι η δημιουργία ενός «έθνους αναγνωστών», η αύξηση των αναγνωστών της λογοτεχνίας και η προώθηση της φιλαναγνωσίας. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο όμως θα επιτευχθεί αναφέρεται μόνο ότι «κάθε τάξη, ανάλογα µε τις δυνατότητές της, µπορεί να προχωρήσει σε όσα περισσότερα στάδια µπορεί. Πρέπει όµως να καταβάλλεται προσπάθεια σε µόνιµη βάση, έτσι ώστε η ανάγνωση ολόκληρων λογοτεχνικών βιβλίων να ενταχθεί σταθερά και οµαλά στην εκπαιδευτική διαδικασία, µέσα ακριβώς από τη µεθόδευση της διδασκαλίας σε διδακτικές ενότητες/project.».

Ενδιαφέροντα, ωστόσο, είναι τα στοιχεία που παρουσιάζονται σε σχέση με το είδος των εργασιών «που συνοδεύουν την παρουσίαση των κειµένων» και επομένως και των βιβλίων. Συγκεκριμένα: «αυτές μπορεί να σχετίζονται στενότερα ή ευρύτερα µε το κείµενο, λ.χ. επιδιώκουν να αναπτύξουν οι µαθητές αιτιολογηµένη και τεκµηριωµένη προσωπική άποψη γι αυτά που διαβάζουν, να αναγνωρίζουν τα διάφορα πολιτισµικά στοιχεία που υπάρχουν στα κείµενα και να προσδιορίζουν την ιστορικότητά τους. Να περιγράφουν και να ερµηνεύουν την εποχή, το κοινό και τις συνθήκες παραγωγής ενός έργου, να επισηµαίνουν τους συγκρουόµενους κώδικες συµπεριφοράς και τις αξίες που εκφράζονται από τους ήρωες, να διατυπώνουν προτάσεις και πιθανές λύσεις για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι ήρωες, όσο και για τις επιλογές που πρέπει να πραγµατοποιήσουν, να συγκρίνουν κείµενα (λογοτεχνικά και οπτικο-ακουστικά, πεζά και ποιητικά) ως προς έναν παράγοντα (π.χ. κοινή θεµατική). Άλλες εργασίες εστιάζουν στην οπτική, προς έναν παράγοντα (π.χ. κοινή θεµατική). Άλλες εργασίες εστιάζουν στην οπτική γωνία από την οποία µιλά ο αφηγητής, στη συγκεκριµένη στάση ζωής στην οποία παραπέµπει και ζητούν να σχολιάσουν τους διαφορετικούς τρόπους σκέψης, τις διαφορετικές αξίες που καθορίζουν τις συµπεριφορές των ηρώων. Άλλες εργασίες επικεντρώνονται στην αναζήτηση µορφικών χαρακτηριστικών των κειµένων, ανάλογα µε το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκουν ή την τεχνοτροπία που υιοθετούν».

Τα παραπάνω δίνουν αρκετή ελευθερία και ευελιξία στον εκπαιδευτικό να δει με τους μαθητές του το λογοτεχνικό έργο από ποικίλες οπτικές γωνίες, με μόνη «υποχρέωση» να είναι ενταγμένο στις θεματικές ενότητες που προτείνονται. Η προσέγγισή μας, επομένως, μπορεί να εστιαστεί:

Στα βασικά θέματά του Στους ήρωες και τα προβλήματά τους Στην κοινωνία που παρήγαγε το έργο Στις αξίες και τους συγκρουόμενους κώδικες συμπεριφοράς τους Στους αφηγητές Στη δομή και τη σύνθεση του έργου Στην οργάνωση του αφηγηματικού χρόνου Στις κορυφώσεις της πλοκής

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

Στους αφηγηματικούς και εκφραστικούς τρόπους, π.χ. χρήση μονολόγου, περιγραφής, συμβόλων, μεταφορών κ.ά”.

(Aγάθη Γεωργιάδου)

Γνωρίζουμε λοιπόν το τι και το γιατί, απομένει το πώς, πού, πότε. Θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσα από μια εφαρμογή στο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις (εκδ. Πόλις 2010).

Επιλέχτηκε ως παράδειγμα το βιβλίο αυτό για τους εξής λόγους:

Διαθέτει ήρωες με μοναδικούς χαρακτήρες που δημιουργούν σχέσεις, πάθη συγκρούσεις φόβους, ελπίδες.

Και τα 16 διηγήματα δημιουργούν μία ενιαία τοιχογραφία ηττημένων ανθρώπων που σε πείσμα της απελπισίας τους επιμένουν να ελπίζουν και καθημερινά βυθίζονται σε όλο και περισσότερη λάσπη.

Είναι ένα παράδειγμα για το πώς η λογοτεχνία μπορεί να γίνει παράθυρο στην κρίση πριν να γενικευτεί ο πανικός.

Δίνει φωνή στα θύματα της κρίσης: άνεργους, οικογένειες χωρίς στέγη, πρώην ακτιβιστές που ξαφνικά νιώθουν να έχουν μπροστά τους έναν κόσμο που έγινε ακατανόητος. Βγάζει στο προσκήνιο το δράμα της μεσαίας τάξης που καταρρέει και που της βγάζουν το χαλί της ασφάλειας κάτω από τα πόδια της της αφαιρούν τα δικαιώματά της και το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι ιστορίες είναι οργανωμένες σαν αρχιπέλαγος διηγήσεων που επικοινωνούν μεταξύ τους ιστορίες που διαδραματίζονται στη Δυτική Αθήνα και στις υποβαθμισμένες περιοχές του ευρύτερου Πειραιά - Καμίνια, Νίκαια, Δραπετσώνα, στο φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Άρα οι χώροι δράσης είναι οικείοι στους μαθητές.

Όλα τα θέματα της επικαιρότητας και όλα τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας βρίσκονται εδώ: από την απειλή της φτώχειας, την εκμετάλλευση, την εισβολή της βίας στην καθημερινή ζωή, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ασφυξία της νεολαίας ώς την υπαρξιακή μοναξιά, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, τις ενοχλητικές αναμνήσεις, την προδοσία, τον θάνατο. Όλα όμως ιδωμένα από την σκοπιά μιας ευρύτατης κοινωνικής κατηγορίας - ενός προλεταριάτου - που έχει πολλά χρόνια να πρωταγωνιστήσει στην ελληνική λογοτεχνία. Και τώρα επιστρέφει με τα καινούργια του χαρακτηριστικά, για να φωτίσει δύσκολες αλήθειες γενικότερες. Διότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Κάτι θα γίνει, θα δεις μας μιλάει για την τέταρτη διάσταση της κρίσης: για την επίδραση της αβεβαιότητας, της ρευστότητας και της απόγνωσης, στις νοοτροπίες των ανθρώπων· για τη δειλία, τον κανιβαλισμό, την αναλγησία που φουντώνουν.

Λίγα λόγια για το βιβλίοΤο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2011. Μεταφράστηκε στα Ιταλικά και πρόσφατα στα Γερμανικά. Κάποια από τα διηγήματα έγιναν σενάριο για δύο ταινίες μικρού μήκους (δείτε το τρέιλερ: εδώ), ενώ ο «Μάο» ανέβηκε την άνοιξη του 2012 από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών.

Το σκεπτικό της βράβευσηςΣτην καταληκτική ψηφοφορία υπερίσχυσε το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου αφού λήφθηκε υπ’ όψιν τόσο η λογοτεχνική του αρτιότητα όσο και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματά του. Σε μια ιδιαίτερα δυσμενή οικονομικά και κοινωνικά συγκυρία η συγγραφική αποτύπωση της καθημερινότητας είναι αξιοσημείωτο γεγονός, που κρύβει, ωστόσο, αρκετές παγίδες στον λογοτεχνικό χειρισμό της. Ο Χρήστος Οικονόμου καταθέτει εν προκειμένω μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων που εκτυλίσσονται στην αρχή της κρίσης. Αφουγκράζεται τις ανάσες, τους ψίθυρους και τις έγνοιες μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης απομακρυνόμενος προγραμματικά από τις ενδοσκοπήσεις που χαρακτήρισαν το διήγημα τα προηγούμενα χρόνια. Καθώς οι γνώμες διίστανται για το αν και κατά πόσο η λογοτεχνία θα πρέπει να μεταγράφει εν θερμώ τα τεκταινόμενα ή να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις όποιες, θετικές ή αρνητικές, εξελίξεις αφήνοντας το χρόνο να λειτουργήσει υπέρ της, η στροφή προς

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

έναν τέτοιου είδους ρεαλισμό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της στοιχείο που θα καταξίωνε τον συγγραφέα. Ο Χρήστος Οικονόμου όχι μόνο αποφεύγει κάθε είδους συγγραφική ευκολία (στείρο καταγγελτικό λόγο, πρωτογενή συγκίνηση, φθηνό παρηγορητικό λόγο, ακατέργαστη παράθεση γεγονότων) αλλά καταφέρνει να συγκροτήσει μια ενιαία, θα ’λεγε κανείς, αφήγηση με τους ίδιους θεματικούς και γλωσσικούς παρονομαστές από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, με ύφος προσεκτικά δουλεμένο και άμεσα αναγνωρίσιμο. Στο γράψιμό του ανιχνεύει κανείς έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό γεμάτο επαναλήψεις, παύσεις και ηθελημένες αποσιωπήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί πως η συλλογή τού Οικονόμου, αν και χωρίζεται σε δεκαέξι αυτόνομες ιστορίες, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα ενιαίο όλο, χαρακτηριστικό που βάρυνε στην απόφαση της Επιτροπής. Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι μια συλλογή που έχει να επιδείξει ισορροπία ύφους, έντασης και έκτασης, από το πρώτο διήγημα «Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι» ως το ακροτελεύτιο «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου», προσδίδοντας στο βιβλίο μια αξιοθαύμαστη πληρότητα. Η γραφή του Οικονόμου είναι έμμεσα πολιτική χωρίς να είναι στρατευμένη. Στο βιβλίο του διαβάζουμε ιστορίες από την ζωή μιας σειράς απτών, καθημερινών ανθρώπων που ουδέποτε ηρωοποιούνται προς χάριν μιας εύκολης συγκίνησης. Τα πρόσωπα της συλλογής, χαρακτηριστικοί τύποι της Ελλάδας του μόχθου και της αυξανόμενης ανεργίας, διατηρούν στον πυρήνα τους μια αξιοπρέπεια και μια ελπίδα για το μέλλον, όπως αυτή χαρακτηριστικά εκφράζεται στον γενικό τίτλο της.

Στον συγγραφέα πιστώνεται περαιτέρω η αποφυγή επιμυθίων και διδακτισμών. Ο Οικονόμου δεν υψώνει το δάχτυλο, δεν υποδεικνύει λύσεις, δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά αφήνοντας τις περισσότερες φορές ανοιχτό το τέλος των διηγημάτων του. Παρά το αίσθημα αδικίας που δημιουργείται στον αναγνώστη και δεδομένης της πανταχού παρούσας ανέχειας (της πείνας, της ανεργίας, της σωματικής και λεκτικής βίας), μια χαραμάδα διαφυγής παραμένει τεχνηέντως ανοιχτή. Δημοσιευμένη το 2010, η συλλογή αποδεικνύεται προφητική σηματοδοτώντας παράλληλα μια στροφή προς τον ρεαλισμό και τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, ο σαραντάχρονος Χρήστος Οικονόμου, εκπρόσωπος μιας νεότερης γενιάς Ελλήνων συγγραφέων, καταθέτει μια από κάθε άποψη σημαντική συλλογή διηγημάτων και κρίνεται από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας άξιος βράβευσης.

[Εισηγητής του σκεπτικού: Χρήστος Αστερίου]

Ο τίτλος του βιβλίουΟ αμφίσημος τίτλος αποτελεί πιθανότατα εξέλιξη της φράσης «Θα περάσει, θα δεις» που ανακαλύπτει ο προσεκτικός αναγνώστης στο πρώτο κιόλας διήγημα «Πόσο μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» της πρώτης του συλλογής. Ωστόσο, η αισιοδοξία που διαφαινόταν στο ρηματικό σύνολο «Θα περάσει…» έχει δώσει πλέον τη σειρά της στην απλή παραδοχή «Κάτι θα γίνει…». Μια παραδοχή που επιδέχεται πολλαπλών προσεγγίσεων, ανάλογα με την οπτική του αναγνώστη (χαρακτηριστικό άλλωστε, της σύγχρονης γραφής). Ο φύσει αισιόδοξος, διαβάζοντας τον τίτλο και μόνο, θα ελπίσει πιθανότατα σε αίσια έκβαση της μυθοπλασίας ενώ ο πεσιμιστής θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραμένει διακριτικά «σιωπηλός» αφήνοντας μας μόνους με το έργο του, το οποίο έτσι αυτονομείται και ζητά τη δική μας αναγνωστική κι ερμηνευτική πνοή.

Κριτήρια επιλογήςΌλα τα διηγήματα αυτής της συλλογής αυτής έχουν ως χώρο δράσης συνοικίες της πόλης μας. Λιμάνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Χαραυγή, Κερατσίνι, ακόμα και Σαλαμίνα συμπρωταγωνιστούν με τους ήρωες. Το υποβαθμισμένο χωροταξικά αστικό τοπίο αυτών των περιοχών γίνεται το σκηνικό όπου οι ζωές των ηρώων υποβαθμίζονται κι εκείνες ραγδαία. Ακόμα και η μικροαστική κατάσταση για κάποιους από αυτούς, που οδεύουν ταχύτατα προς την περιθωριοποίηση, μοιάζει με μακρινό όνειρο…

Ποιον τύπο αναγνώστη επιθυμεί ο συγγραφέας; Έτοιμες «συνταγές ζωής», που τόσο εύκολα διαχέονται σήμερα, ιδίως στο συγγραφικό χώρο, δεν υπάρχουν στο έργο του. Άλλωστε δεν πρόκειται για εγχειρίδια αυτοβοήθειας από εκείνα που έχουν πλέον κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις λίστες ευπώλητων στις

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

εφημερίδες και τα περιοδικά. Είναι σαφές πως το έργο του Χ. Οικονόμου δεν συμπεριλαμβάνεται στα αναγνώσματα των δύο ημερών που συντροφεύουν τους αναγνώστες της θερινής ραστώνης και μόνο. Τα διηγήματά του, με την έντασή τους, ενεργοποιούν και καθορίζουν την προσωπική οπτική του αναγνώστη τους. Εγχαράσσονται στη μνήμη του κι επανέρχονται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδά μας. Όχι όμως μέσα από ένα πρίσμα υπαρξιακού τέλματος αλλά μιας απόλυτης κατανόησης κι αποδοχής της πραγματικότητας.

Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες

Έχει εύστοχα λεχθεί πως «Κάθε διήγημα του Χ. Οικονόμου είναι μια γροθιά στο στομάχι». Κι έτσι είναι. Αυτή άλλωστε οφείλει να είναι και η ουσία της σύγχρονης μυθοπλασίας σε εποχές εξαιρετικά οδυνηρές για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη μας. Κάθε φράση του σε υποχρεώνει με την εσωτερική δύναμή της να σταθείς, να την ξαναδείς, να την ξαναζήσεις. Οι ήρωές του, άνθρωποι των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, πορεύονται με αξιοπρέπεια τον προσωπικό τους δρόμο που είναι όμως γεμάτος επικίνδυνες στροφές, γκρεμούς κι αδιέξοδα. Ζουν και κινούνται σε γνώριμα μονοπάτια, βιώνουν αντιξοότητες κι ανατροπές, απώλειες και συντριβές, όπως όλοι μας άλλωστε. Χαρακτήρες διαμορφωμένοι μέσα από την καθημερινή βιοπάλη και τη βαρβαρότητά της. Υπάρξεις καθηλωμένες, εγκλωβισμένες στις συμπληγάδες απρόσωπων μηχανισμών, που οδηγούνται διαρκώς προς το περιθώριο, τόσο το οικονομικοκοινωνικό όσο και το πολιτικό. Ένα περιθώριο συνυφασμένο άρρηκτα με τα προσωπικά αδιέξοδά τους. Ήρωες τραγικοί που, όπως ο Μάκβεθ, ονειρεύονται το τέλος του εφιάλτη που ζουν, ενώ βουλιάζουν όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν. Παρατηρούν τη συνεχή πτώση τους, την πορεία τους προς την ήττα εν πλήρει συνειδήσει. Δεν υπάρχει τραγωδία χωρίς συνείδηση του εφιάλτη. Υπάρχει όμως τραγωδία χωρίς κάθαρση, παρά τη γνωστή ρήση του Αριστοτέλη… Κι αυτή την έλλειψη της καθαρτήριας διεξόδου συναντάμε διαρκώς στα κείμενα αυτά.

Στον κόσμο του Οικονόμου, οι ήρωες βιώνουν, όπως και οι σαιξπηρικοί ήρωες, δράματα καταστάσεων που τους επιβάλλονται. Δεν «παραιτούνται» από τη Ζωή, «απολύονται»… Άνθρωποι-γρανάζια ενός αόρατου άτεγκτου Μηχανισμού, δεν ευελπιστούν σε «βολέματα» μέσω θεσμών πατρωνείας ούτε στην τέλεση θαυμάτων. Αν και συχνοί οι χρονικοί εντοπισμοί (και στις δύο συλλογές) σε εποχές θρησκευτικών εορτών (κυρίως του Πάσχα), οι ήρωες ζουν τα προσωπικά τους δράματα διανύοντας μόνοι το δικό τους Γολγοθά, χωρίς καμιά ελπίδα Ανάστασης. Αντίθετα, οι αναφορές στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές και το μαζικό τους χαρακτήρα κορυφώνουν το αίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης. Χαρακτηριστικά, στο διήγημα «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί» ο ήρωας, απολυμένος από εργοστάσιο του Ρέντη που πλέον έχει κλείσει, ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής καταλήγει σε κατάσταση επαιτείας στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Εκεί, κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο, μονολογεί: «Βέβαια. Αφού ξέρεις ότι θ’ αναστηθείς. Δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχει τίποτα. Ένα θέατρο είναι όλα».

Η εικονοποιία των διηγημάτων

Οι οπτικές εικόνες αποδίδονται με γραμμές αδρότατες, ιμπρεσσιονιστικές στη δυναμική τους, με πινελιές που θυμίζουν τους πίνακες του Βαν Γκογκ. Η χρωματική παλέτα όμως κινείται σε τόνους εξπρεσιονιστικούς και φόρμες που θυμίζουν την τέχνη του Ε. Munch και συγκεκριμένα τον πιο γνωστό πίνακά του, την υπαρξιακή «Κραυγή». Έντονες αποχρώσεις, με κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο, αυτό που άφθονο ρέει στις φλέβες των πρωταγωνιστών, κάποτε και στους τόπους ατυχημάτων, εκεί όπου συχνά πέφτει η αυλαία της ζωής τους. Έντονη και η παρουσία του λευκού, ιδίως όπου κυριαρχεί το μοτίβο του επερχόμενου θανάτου. Χρώματα που δεν παραπέμπουν μόνο στην τέχνη της ζωγραφικής αλλά και στην όμορη τέχνη της ποίησης. Συχνά μας θυμίζουν ποιήματα του Σαχτούρη με την ένταση και την ακρίβειά τους. Η τέχνη της ποίησης όμως μας έρχεται στο μυαλό και κάθε φορά που η ασθματική γραφή, με τον έντονο ρυθμό και την αφαιρετικότητά της, απογειώνει τις περιγραφές των εσωτερικών κι εξωτερικών τοπίων. Η γλώσσα συχνά εμφανίζεται σκληρή, σοκαριστική, εξυπηρετώντας απόλυτα τις ανάγκες του περιεχομένου με το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και δημιουργεί με την πλαστικότητά της εικόνες εξαιρετικές. Η εικονοπλασία ωστόσο δεν είναι μόνο οπτική, είναι και ακουστική.

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

Η μουσική υπόκρουση που συνοδεύει συχνά την αφήγηση, άλλοτε κινείται σε ήχους ρεμπέτικου άλλοτε αμερικάνικου μπλουζ κι άλλοτε ροκ, ανάλογα με τη ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Οι ήρωες ακούν τη μουσική που συνάδει με την κοινωνική και ψυχολογική τους θέση (χαρακτηριστικό παράδειγμα και το διήγημα με τον τίτλο «Πιπλ αρ στρέιντζ», όπου η ηρωίδα αναπολεί την ανέμελη εφηβεία της και το τραγούδι των Doors που την καθόρισε). Η μοναξιά τους και η κραυγή της εσωτερικής τους αγωνίας δε θα μπορούσε να αποδοθεί με μουσικά είδη που είναι πιο αγαπητά σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Το γούστο τους είναι προκαθορισμένο, όπως είναι και οι συνθήκες της ζωής τους, από την κοινωνική τάξη και τον τόπο διαβίωσής τους.

Το χιούμορΤο χιούμορ, ως σανίδα σωτηρίας, ενυπάρχει μόνο με τη μορφή πικρού σαρκασμού. Σε έναν κόσμο συνεχούς Απώλειας, όπου το ηρωικό είναι να καταφέρεις να διατηρήσεις την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά σου, το μειδίαμα δεν μπορεί παρά να σπανίζει, να είναι ακριβό, όπως και η ίδια η Ζωή. Ακόμα κι όταν ο ήρωας στο «Πλακάτ με σκουπόξυλο» προσπαθεί να αντιμετωπίσει με χιούμορ τον αιφνίδιο θάνατο από ηλεκτροπληξία του καλύτερού του φίλου, του Πέτρου, κι ανεκδοτολογεί («Τι’ ναι μαύρο και τινάζεται στο κρεβάτι; Ο Πέτρος!»...) τελικά καταλήγει σε ένα νευρικό, σπασμωδικό γέλιο συνοδευόμενο από σπαρακτικό λυγμό.

Αφηγηματικές τεχνικές

Είναι σαφές πως τα διηγήματα του κου Οικονόμου είναι γραμμένα με τρόπους υψηλής αφηγηματικής τεχνικής. Προσημάνσεις, κυκλικά σχήματα, ασύνδετα, ελλείψεις, επιταχύνσεις καθιστούν διαρκώς το ρυθμό ταχύ, σχεδόν ασθματικό. Ακόμα κι οι επαναλήψεις εξυπηρετούν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλά εκφραστικά σχήματα δε θα συναντήσουμε λόγω της αφαιρετικότητας και της προφορικότητας του λόγου. Δε θα ταίριαζαν ως μορφή με το συγκεκριμένο λιτό κι ενίοτε σκληρό περιεχόμενο. Καμία ωραιοποίηση. Συνειδητά. Μόνη εξαίρεση, και σ’ αυτή τη συλλογή, η συχνή χρήση της παρομοίωσης. Εντυπωσιακά εύστοχες αντιστοιχίσεις αντικειμένων και συμβόλων τους, παραπέμπουν στους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Δημιουργούν όμως και ένα νέο κόσμο εικόνων που συνυπάρχει παράλληλα με την ιστορία. Συχνά, γύρω από μια παρομοίωση πλέκεται σταδιακά όλος ο αφηγηματικός ιστός ενός διηγήματος ή με μια καίρια παρομοίωση κορυφώνεται η εσωτερική δράση του.

Στις περιγραφές είναι έκδηλη μια γνήσια ποιητική διάθεση. Εκφραστικά μέσα, όπως το χιαστό, οι επαναλήψεις (129-132) και η ολική αστιξία (σ. 177), δίνουν συμβολικό χαρακτήρα στα περιγραφόμενα.

- «Πλάι στον επιτάφιο ήταν ο σταυρός. Μεγάλος και ψηλός σταυρός, από σκούρο καφετί χρώμα. Ο Χριστός με κλειστά μάτια και το κεφάλι γερμένο δεξιά. Τα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες, τα πόδια λυγισμένα στα γόνατα. Τα καρφιά ήταν καρφωμένα στις παλάμες που έσταζαν αίμα. Μια πληγή στο δεξί πλευρό έσταζε και αυτή αίμα. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια κι ύστερα τ’ άνοιξε και κοίταξε ξανά τον σταυρωμένο. Τι γαλήνιος που ήταν. Γαλήνιος. Ήρεμος. Παραδομένος».

Το φως του ήλιου ανελέητο, καθιστά πιο αφόρητο το άλγος από τα πολλαπλά κατάγματα που προκαλεί στις ψυχές των απολυμένων εργατών η ανεργία: «Το απόγευμα που μας έδιωξαν από τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ’ τον Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Χαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των κρητικών. Σαν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ’ τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα ‘κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σαν να ‘σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι μια στο τόσο μόνο έβλεπες κάνα σκυλί να γλείφει αλαφιασμένο το νερό που έσταζε από ψηλά απ’ το αιρκοντίσιον που έτρεμαν και αγκομαχούσαν κι εγώ προχώραγα μπροστά και κοίταζα ψηλά κι έλεγα πως εκεί ψηλά ήταν άλλη μέρα άλλη χώρα μια μέρα δροσερή μια χώρα που κοιμότανε δροσερή χορτάτη».

Η σκηνογραφία

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κορυδαλλός, Πέραμα, Αμφιάλη, Σαλαμίνα: αυτός ο συγκεκριμένος χώρος της δράσης που, ως αναλυτική περιγραφή και παρουσίαση, δημιουργεί τη σκηνογραφία, το συνολικό σκηνικό της αφηγημένης πράξης, δε «συμμετέχει» στα δρώμενα με τρόπο στατικό. Αντίθετα, ο χώρος με τη συγκεκριμένη του εδαφική ιδιομορφία αποτελεί λειτουργικό, ρυθμιστικό και αποφασιστικής σημασίας παράγοντα, που επηρεάζει και προ-ρυθμίζει τη βούληση και τις κινήσεις των προσώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: την περιγραφή μιας χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας, που ωστόσο δε θυμίζει Χριστούγεννα, συναντούμε στο διήγημα με τίτλο «Πίπολ αρ στρέιντζ»: «Εικοσιμία δωδεκάτου. Σάββατο απόγευμα. Σε τέσσερις μέρες Χριστούγεννα. Απ’ το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τα πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών. Κόκκινα πράσινα κίτρινα μπλε. Αστέρια και γιρλάντες και αγιοβασίληδες κι έλκηθρα με ελαφάκια. Αμέτρητα φωτάκια. Σα να βρίσκεσαι λέει σ’ ένα απέραντο καζίνο και τα σπίτια να ‘ναι κουλοχέρηδες. Τσιμέντο, φτώχια και πολύχρωμα φωτάκια – λίγο από Μπαγκλαντές λίγο από Λας Βέγκας. Τα παιδιά κάνουν ποδήλατο κι οι γυναίκες ποτίζουν γλάστρες με φουντωμένα λουλούδια. Βλέπω άντρες με βερμούδες να ψήνουν και να πίνουν μπίρες στις ταράτσες… Παραμονές Χριστουγέννων αλλά τίποτα δε θυμίζει Χριστούγεννα. Εκτός από τα φωτάκια».

Η όλη σκηνογραφία των διηγημάτων θυμίζει σε πολλά σημεία τον παπαδιαμαντικό διάκοσμο: «Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα και φυσούσε βοριάς και ο ουρανός είχε το χρώμα που είχαν τα μάτια του παιδιού που καθόταν ώρες τώρα στο τραπέζι της κουζίνας με τα χέρια δεμένα και ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά το τραπέζι στρωμένο με φαγητά».

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σκηνογραφικής τέχνης του κ. Οικονόμου είναι η τάση για εξατομίκευση του χώρου: ο συγγραφέας δεν βλέπει τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του και που είναι ανεξάρτητα από αυτόν, αλλά υποβιβάζει τη φύση σε έναν καθρέφτη που αντανακλά τα αισθήματά του, αναζητά ένα συμβολικό αντίστοιχο για κάτι που βρίσκεται μέσα του: «Τα κύματα έπεφταν στην παραλία σαν τσακισμένοι ναυαγοί, χωρίς δύναμη, χωρίς ψυχή, το ‘να μετά το άλλο, με κοφτά βογκητά, με μικρούς στεναγμούς, το ‘να μετά το άλλο. Νωρίς τ’ απόγευμα το μπουρίνι ξεθύμανε και τώρα ο ήλιος σχημάτιζε μια πελώρια φλεγόμενη κλεψύδρα πάνω στα ήρεμα νερά που ‘χαν γεμίσει φύκια και κλαδιά και κουκουνάρια και μπιτόνια και πλαστικές σακούλες και ξύλα από ψαροκασέλες – λεπτά ξασπρισμένα ξύλα σαν κόκαλα ψαριών που ‘χανε φαγωθεί από άλλα μεγαλύτερα ψάρια. … Ήταν περασμένες εφτά αλλά τα μηχανήματα δούλευαν ακόμα – η βουή έβγαινε βαθιά μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και τάραζε τη γαλήνη του τοπίου. Απαλλοτρίωση» («Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου»).

Τέλος, χαρακτηριστικό του οδηγητικού ρόλου της όλης σκηνογραφίας συνιστά η αντιστοιχία του χώρου με τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Οι περιγραφές επιτελούν μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα των διηγημάτων. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά, ενώ μια εξωτερική εικόνα της φύσης λειτουργεί ρητά ή υπαινικτικά με βάση την ψυχική κατάσταση του ήρωα. Ο Άρης και η Νίκη στο διήγημα «Κάτι θα γίνει, θα δεις» και το νεαρό ζευγάρι κρατουμένων στο θάλαμο-κρατητήριο του νοσοκομείου, βρίσκονται ακινητοποιημένοι σε ένα κρεβάτι. Χώροι περίκλειστοι και οι δύο. Και τα δύο ζευγάρια φυλακισμένα. Το πρώτο στα χρέη του, το δεύτερο στον έρωτά του, με τα χέρια κολλημένα με logo. Η Νίκη αποχαιρετά την αγαπημένη της συνοικία και το βλέμμα της χαϊδεύει το χώρο, τα αντικείμενα, τους ανθρώπους: τις νεραντζιές και τις μουριές, τις κολόνες της ΔΕΗ, την κόκκινη βέσπα του Θοδωρή, τα ρολά στο ψιλικατζίδικο του Αστερία, τον τοίχο στη γωνία Βοσπόρου και Μυκηνών, την σμπαραλιασμένη καγκελόπορτα της Βούλας, την τζαμαρία από το κουρείο του Κοσμά. Ο κόσμος της είναι ένας κόσμος υπό κατάρρευση. Κι αυτή τώρα θεατής στο ρέκβιεμ ενός προαναγγελθέντος θανάτου: αυτού της εργατικής τάξης των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, αποχαιρετά τον μικρόκοσμό της. Έναν μικρόκοσμο – άγνωστο για τους πολλούς – αλλά τόσο σημαντικό για την ίδια. Δεν είναι η μορφολογία του χώρου που του δίνει αξία, αλλά η αγάπη της ηρωίδας που προσδίδει αξία και νόημα σ’ αυτόν.

Και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές τις συνοικίες, που ζουν σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας, αυτού του πλανήτη, που κάποτε δούλευαν και ζούσαν αξιοπρεπώς, τώρα διαπιστώνουν πως

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

όλα έγιναν ΑΜΕΡΙΚΗ και πως η ανέχεια και η ανεργία είναι κάταγμα. Δεν είναι παίξε γέλασε.

Μένοντας στον Πειραιά και διαβάζοντας για την πόλη μουΟ Νικήτας Παρίσης στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος» και πιο συγκεκριμένα στο διήγημα με τίτλο «Εγώ με ξένα τούβλα δε χτίζω», αναφέρει: «Άμα βρεθείς ο ίδιος μέσα στη φωτιά δε χρειάζεται να λες τίποτα. Αυτός που κάνει δε μιλάει. Οι άλλοι θα πρέπει να μιλήσουν. Πού, όμως, τέτοιο πράγμα! Μιλάει κανείς στις μεγάλες πόλεις για τα χρώματα που έχουν οι αυγές; Τα βλέπει κανείς; Είναι σα να μην υπάρχουν. Όμως αυτά υπάρχουν μόνο γι’ αυτούς που βλέπουν την αυγή να ροδίζει στις άκρες των βουνών». ΕΝΑΣ από αυτούς που θεάται με τρόπο ΠΟΙΗΤΙΚΟ τον κόσμο, τις κλιματικές αλλαγές, τις αποσαθρωμένες συνοικίες του Πειραιά και τους ψυχικά σακατεμένους ενοίκους τους είναι και ο Χρήστος Οικονόμου. Με τα 16 διηγήματα της συλλογής επιχειρεί να συνθέσει την τοιχογραφία μιας αιμάσσουσας κοινωνικής τάξης και των ανθρώπων της.

Ο θάνατος της εργασίαςΟ Οικονόμου σκιαγραφεί με σκούρα, πένθιμα χρώματα το τέλος της εργασίας: Τα ρούχα των απολυμένων εργατών είναι «σαν τα πράγματα των πεθαμένων που πρέπει κάποιος να τα μαζεύει. Γιατί τα πράγματα των πεθαμένων είναι ο τελευταίος κάβος, και ο ζωντανός πρέπει πάντα να τον λύνει αυτό τον κάβο, γιατί κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί, όλοι καράβια είμαστε…».

Και οι χαρακτήρες πώς αντιδρούν μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της φθοράς και της προϊούσας κρίσης; Ο συγγραφικός χρωστήρας σκιτσάρει χαρακτηριστικά πορτρέτα με μεγάλη δεξιοτεχνία:

- Ο Γιάννης Εγγλέζος που, που όταν σκοτώθηκε ο φίλος του σε εργατικό ατύχημα, διαρκώς αναφωνεί: «Είμαι γεμάτος με ένα απίστευτο κενό».- Ο Τάκης Βασσάλος που κάνει όνειρα όχι για το μέλλον αλλά για τα περασμένα. Και τον πιάνει ντροπή λες και είναι έγκλημα πια η νοσταλγία. «Η νοσταλγία, σκυλί ψωριάρικο με τσιμπλιασμένα μάτια που γλείφει τις πληγές του και σε ξεγελά και άμα απλώσεις το χέρι να το χαϊδέψεις σε δαγκώνει». - Ο ναύαρχος που προειδοποιεί τον απολυθέντα γιο του: «Πρόσεχε μη χάσεις την πίστη σου. Μην τους κάνεις το χατίρι και χάσεις την πίστη σου. Πρέπει να πιστεύεις. Και θεός να μην υπάρχει, εσύ πρέπει να πιστεύεις». Κι ο ίδιος ήρωας που τις νύχτες ονειρεύεται ότι έχει «βρει ένα μαγικό φάρμακο και γίνεται αόρατος κι αρπάζει λεφτά απ’ τις τράπεζες και τα μοιράζει στον κόσμο». - Ο Μάο που παίρνει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του, για να αντιμετωπίσει ως αυτόκλητος άγγελος-τιμωρός το κακό.- Ο Μιχάλης ο αταίριαστος που είχε τρέλα με τον Ισπανό ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ και που τον φόβιζε η σιωπή: «Απάνθρωπο πράγμα η σιωπή. Πόση σιωπή να κουβαλήσει ένας άνθρωπος μέσα του».- Ο Βασίλης που κάθε βράδυ διηγείται παραμύθια στην γυναίκα του.- Ο «Μολυβένιος στρατιώτης» που γράφει με σπρέι συνθήματα στους τοίχους.- Ο Πέτρος που έχει χόμπυ να παρακολουθεί τους ευκατάστατους κατοίκους των νοτίων προαστίων.- Ο μπαρμπα-Τάσος που τον βρήκε ο γιος του μες στον σκουπιδοντενεκέ, επειδή άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει αβοήθητη.- ο Άρης που πιστεύει πως «το καλύτερο φάρμακο για τους φτωχούς ανθρώπους είναι η τηλεόραση».

Κοινός παρονομαστής όλων των ηρώων που συνθέτουν το μωσαϊκό των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά είναι το ΜΙΣΟΣ από τις διαρκείς στερήσεις στις οποίες υποβάλλονται: «Κουβάλαγαν στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά. Κουβάλαγαν ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και για τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ – για όλους εκείνους τέλος πάντων που εξαιτίας τους αναγκάζονταν να ξενυχτάνε στη μέση του δρόμου μες στην παγωνιά μακριά από τα σπίτια τους».

Κριτικές-Παρουσιάσεις

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

1. «Στα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου -που έχει μόλις άλλη μια συλλογή στο ενεργητικό του προ επταετίας- ο κόσμος «αστράφτει άσπρος, κρύος και σκληρός σαν μαρμαρένιο αλώνι», όπου τα πρόσωπα των διηγημάτων του δίνουν καθημερινά τη μάχη με έναν πολυμήχανο θάνατο, του σώματος και της ψυχής. Ο ένας έχει μείνει στον δρόμο, απολυμένος, και λιμοκτονεί μαζί με το παιδί του, χωρίς ελπίδα και διέξοδο καμιά. Ο άλλος σκοτώνεται στην οικοδομή κι ο φίλος του βγαίνει με το πλακάτ κενό, καθώς το επαναλαμβανόμενο τέλος του κόσμου στομώνει τη σκέψη και τον λόγο και η διαμαρτυρία γίνεται καθολική και αδύνατη. Ένας τρίτος θέλει να μπει στον σκουπιδοτενεκέ γιατί δεν είχε λεφτά να σώσει τη γυναίκα του από τον θάνατο. Τα πάντα λιώνουν, όπως τα παγάκια στη βιοτεχνία όπου δουλεύει ο Μάικ με εργοδηγό έναν σκοτεινό Παλαιστίνιο και ονειρεύεται τη ζωή του στην Ισπανία, την πατρίδα του αγαπημένου του ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ. Τα πάντα διαλύονται. Δεν υπάρχει δουλειά και η απόλυση είναι «σαν κάταγμα», όταν περάσει η ώρα νιώθεις τον πόνο. Δεν υπάρχει μέλλον, η οδός Ουρανού οδηγεί στα χρέη, τις τράπεζες, την πείνα, την έμπρακτη και πιο χειροπιαστή ακύρωση του αισθήματος, καθώς ο άνθρωπος ζει για να επιβιώνει και σκέψεις και αισθήματα απαγορεύονται, αναστέλλονται. Οι άνθρωποι παλεύουν στα σκοτεινά, στα τυφλά, στην κόψη, της ανεργίας, της επιβίωσης, της απελπισίας, της παράνοιας. Παρακαλάνε το ΑΤΜ να τους δώσει ένα πενηντάρικο από τον άδειο τους λογαριασμό, η μαγκιά τους αρχίζει και τελειώνει στις μπότες τους, «χορεύουν βαρύ ζεϊμπέκικο» περιμένοντας το χαρτάκι του ΙΚΑ από τα μαύρα μεσάνυχτα πάνω από ένα βαρέλι όπου έχουν ανάψει φωτιά,

Ο φόβος όμως δεν είναι στάση ζωής, είναι ένας διαρκής θάνατος, μια διαρκής κατατρόπωση, στην οποία ωστόσο αντιτίθενται κάποιοι λίγοι μολυβένιοι στρατιώτες, διαδηλωτές χωρίς κραυγή και λόγο, ξωτικά στα παραμύθια της νέας χιλιετίας, όπου οι δράκοι είναι παντοδύναμοι. Ο Οικονόμου, με τα δεκάξι διηγήματά του, ερμηνεύει πολύ περισσότερα από όσα περιγράφει: ο ρεαλισμός του, αγγλοσαξωνικών καταβολών, με αναφορές στην ελληνική μεσοπολεμική και μεταπολεμική πεζογραφία και κυρίως στην ποίηση, αστραφτερός και κοφτερός σαν τα φώτα-σπαθιά των απεργών στο φουγάρο της ΔΕΗ, σχολιάζει την επιστροφή στον 19ο αιώνα, στην αβίωτη ζωή των αθλίων. Συνειδητά ή ασύνειδα, δεν περιγράφει έναν πόλεμο που επίκειται, ή έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά μια προαναγγελθείσα ήττα: υποκείμενο των διηγημάτων του δεν είναι ο εξεγερμένος λαός, αλλά οι βουβοί απελπισμένοι αόρατοι άνθρωποι.

Αυτή την ήττα την περιγράφει μαστορικά, με πρόσωπα αόρατα, χωρίς σώμα ή αδρά σχεδιασμένο, χλωμό, σκεβρωμένο, λιγνό, ή απλώς των ονείρων, με χέρια που κρατούν το τσιγάρο και ποτήρι αλλά δεν αγγίζουν τον άλλον. Με λιγοστούς αλλά εξαιρετικούς διαλόγους, διαφορετικές φωνές και εναλλαγή των προσώπων στην αφήγηση, με μια πρόζα που αγκαλιάζει στον ρυθμό της την ποίηση, παραβιάζοντας τη στίξη, ξεδιπλωμένη σαν ποίημα και σαν μουσική, θλιμμένο μπλουζ του λιμανιού, με γλώσσα δουλεμένη στον πόντο και εικόνες που την ανανεώνουν, μαζί και το βλέμμα του αναγνώστη. Στο κάθε διήγημα το θέμα διασπάται, με ποικίλες τεχνικές, με τον συνειρμό, με την παρέκβαση, τον παραλληλισμό: οι Ινδιάνοι που αφήνουν τον τόπο τους και αποχαιρετούν τα λουλούδια και η Νίκη που αποχαιρετά τα ταπεινά της γειτονιάς της, βέσπες, αυλές, το κουρείο όπου πρωτοείδε τον αγαπημένο της. Σπαραγματικά και σπαρακτικά, ενώνονται την ίδια στιγμή, όλα μαζί, σαν σε ένα αρθρωτό μυθιστόρημα, φτιάχνουν έναν κόσμο ζωντανό, που ακούμε το λαχάνιασμα και τη σιωπή του. Αρχαιολογία της φτώχειας και σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία του αποκλεισμού, η συλλογή του Οικονόμου φλερτάρει ίσως κάποιες στιγμές με το μελοδραματισμό, αλλά σε γενικές γραμμές οι ιστορίες λέγονται με κρύα καρδιά, όπως πρέπει «να λέγονται οι ιστορίες αγάπης» και όπως πρέπει να γράφονται τα καλά διηγήματα, όπου η ένταση ξεχειλίζει χωρίς να περισσεύει από πουθενά. Ο Οικονόμου φτιάχνει κόσμο και διαθέτει ύφος, η ματιά του είναι διεισδυτική, η άποψή του για την τέχνη ολοκληρωμένη, από τα όρια της αναπαράστασης ως την αναπόφευκτη αυτοαναπαράσταση του έργου τέχνης.

Καθώς τα διηγήματα αυτά δεν γράφτηκαν φαντάζομαι σε μια μέρα, διαβάζονται σήμερα και ως προφητικά: η κρίση έρχεται να επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους όσων συντρίβονται χωρίς ποτέ να έχουν καταλάβει πώς δουλεύει η μηχανή του τέρατος. Μια αμελητέα ένσταση, ότι ένας τέτοιος κόσμος, ο τόσο αξιοπρεπής μες στον συμβιβασμό και την καρτερία του, δεν μπορεί παρά να έχει και πολύ πιο σκοτεινές και βίαιες πλευρές. Όπως και να έχει, τα διηγήματα του Οικονόμου συνδέονται με τις ανάλογες εξελίξεις το

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

τελευταίο διάστημα στο ελληνικό σινεμά και θέατρο και στον εικαστικό χώρο και μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι, συνεπικουρούσης της κρίσης, σύντομα θα είναι πια παρελθόν οι χρόνοι της άνοστης και άνευρης ομφαλοσκόπησης και του βιασμένου μεταμοντερνισμού. Μια συλλογή που σφραγίζει λογοτεχνικά την αποτυχία της μεταπολίτευσης, εκρηκτικά, λαμπερά διηγήματα, ένας συγγραφέας που έχει καταφέρει εξαρχής πολλά και υπόσχεται ακόμα περισσότερα» (Τιτίκα Δημητρούλια, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ).

2. «Εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι λιγότερο η ρεαλιστική εποπτεία και ακρίβεια και περισσότερο η νατουραλιστική πύκνωση μέσα από την οποία ο συγγραφέας θέλει να υποδείξει τον εγκλωβισμό της ελληνικής κοινωνίας σε μια καταθλιπτική (παρά τον φαινομενικό εκσυγχρονισμό) ακινησία, σ’ ένα κρυμμένο, αλλά ακατανίκητο περίσσευμα αδράνειας και αβελτηρίας, που υπέχει και την πλήρη ευθύνη για τη δυστυχία των πρωταγωνιστών του Κάτι θα γίνει, θα δεις. Το σπουδαίο στον νατουραλισμό του Οικονόμου είναι πως η παλαίωση του παρόντος (η υπαγωγή του στην ιστορική μιζέρια της ελληνικής καθημερινότητας) δεν γίνεται ούτε με τους προγραμματικούς-εργαστηριακούς όρους του Ζολά ούτε με το σιδερένιο χέρι της οποιασδήποτε στρατευμένης τέχνης: μετά τη δύσπεπτη (ως όφειλε) κατανάλωσή της, η παρελθοντική τοπογραφία και ανθρωπογεωγραφία του καταλήγει ανοικονόμητο (πέρα από κάθε αισθητικό ή ιδεολογικό σχήμα) και ανατριχιαστικό παρόν, που μας κάνει να σκεφτούμε τον άγνωστο και ξένο εαυτό μας, συνειδητοποιώντας πως έχει έρθει ίσως η ώρα να ψάξουμε και να καταλάβουμε το μέγεθος της εμπλοκής μας μαζί του» (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου).

3. «Συλλογή διηγημάτων, σχεδόν σπονδυλωτό μυθιστόρημα της φτωχολογιάς του Πειραιά. Όλα τους καταλήγουν σ' ένα γνωστό από παλιά αίσθημα λυρικού ουμανισμού, που εδώ οδηγείται στο επίπεδο μιας ποιητικής αφαίρεσης. Και θέλοντας και μη, απηχεί τον γενικευμένο φόβο ότι κάτω απ' τη βαριά σκιά της οικονομικής κρίσης θα μεταβληθούμε όλοι σε ήρωες του Οικονόμου» (Βαγγέλης Ραπτόπουλος).

4. «Κάθε διήγημα του παρόντος τόμου, κάθε ιστορία, προστιθέμενη στην άλλη, στην προηγούμενη ή στην επόμενη, συμβάλλει στον φωτισμό και στον συναισθηματικό-συγκινησιακό ιριδισμό μιας διαφορετικής πτυχής της ίδιας πραγματικότητας. Της πραγματικότητας των κοινωνικά - όχι, κατʼ ανάγκη, και ψυχικά - καθημαγμένων ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της καθημερινής αγωνίας και αβεβαιότητας, όχι μόνο για την επιβίωσή τους - τη δική τους και όλων όσοι εξαρτώνται απʼ αυτούς -, αλλά και για τη συνειδησιακή τους αρτιμέλεια. Ανθρώπων που, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας και, πάντως, παρά τη θέλησή τους και τις αρχικές τους προθέσεις, ζουν και κινούνται όχι ακριβώς στο περιθώριο, αλλά στις παρυφές του σφύζοντος, από ζωή και δράση, κόσμου της πολιτείας κυρίως στα συνοικιακά περίχωρα του Πειραιά, αλλά και αλλού.

Οι ήρωες των ιστοριών του Χρήστου Οικονόμου δεν είναι άνθρωποι του περιθωρίου είναι ηττημένοι, αλλά όχι παραιτημένοι. Το γεγονός ότι, στην πλειονότητά τους, διακατέχονται από ένα βαθύτατο αίσθημα αδικίας, δεν τους απαλλάσσει από την οδυνηρή επίγνωση και της προσωπικής τους αδυναμίας ή ανικανότητας να θωρακιστούν απέναντι στην αμείλικτη κοινωνική πραγματικότητα γιʼ αυτό και δεν αιτιώνται μόνο τους άλλους γιʼ αυτήν τους την αδυναμία ή ανικανότητα και για την κατάστασή τους, εν γένει, αλλά και τους εαυτούς τους. Έχοντας πλήρη συνείδηση του μηδαμινού - ή και ανύπαρκτου - εκτοπίσματος της ύπαρξής τους έξω από το ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο της οικογένειας, της γειτονιάς και της δουλειάς, πάνω απʼ όλα αγωνιούν και μεριμνούν για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του σκεπασμένου κάτω από τις γκριμάτσες της οδύνης, της απόγνωσης και της καθημερινής φθοράς αληθινού τους προσώπου.

Εκτός από τον, μονίμως επικρεμάμενο, κίνδυνο να χάσουν το υποθηκευμένο από τη δανειοδότρια τράπεζα σπίτι τους, εκτός από τον τρομακτικό εφιάλτη ότι μπορεί να βρεθούν, από στιγμή σε στιγμή, έρμαια μπροστά στο αδηφάγο τέρας της ανεργίας, φοβούνται και για κάτι πολύ σοβαρότερο τρέμουν στο ενδεχόμενο να συντριβούν στα σιδερένια σαγόνια του μηχανισμού της αλλοτρίωσης να απεμπολήσουν την αυθεντικότητά τους να εξομοιωθούν με τα τηλεοπτικά ανδρείκελα και, ακόμα χειρότερα, να χάσουν τη

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

φωνή τους, να αμβλυνθεί ο λόγος τους, η μοναδική επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Γιατί, μιλώντας, συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν ιστορώντας τα πάθη τους "ιστορούνται" και ιστορούν κι έτσι συνδέονται με τον κόσμο κι ακόμα, μιλώντας, φέρνουν στην επιφάνεια και, ίσως ίσως, εξορκίζουν όλα όσα φοβούνται και μισούν όλα όσα, με άλλα λόγια, τους δένουν μεταξύ τους.

Όλα σχεδόν τα πρόσωπα των δεκαέξι ιστοριών του βιβλίου είναι έρμαια συγκεκριμένων ή απροσδιόριστων φόβων και φοβιών. Τρέμουν στην ιδέα του κενού -που γεμίζει και καλύπτει τα πάντα-, ταράζονται στην ιδέα του συμβιβασμού και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να αποβάλουν το "προπατορικό στίγμα" του συμβιβασμένου, που κουβαλούν στο αίμα τους, αφού η ύπαρξή τους οφείλεται σε κάποιο "σιωπηλό ναι" των γονιών τους αισθάνονται τρόμο στην ιδέα να χάσουν την πίστη τους σε κάτι, σε οτιδήποτε, που θα μπορούσε να διατηρήσει ζωντανή τη σχέση τους με την πραγματικότητα και τη ζωή ("...Και θεός να μην υπάρχει εσύ πρέπει να πιστεύεις. Η πίστη σου είναι ο θεός"), φοβούνται -κι ας μην είναι σε θέση να κατανοήσουν τον φόβο τους- μην έρθει κάποτε η στιγμή που θα επικρατήσει το κακό, πράγμα που θα συμβεί όταν αυτό αρχίσει να μιλάει με τη φωνή τους. Όλα όσα κουβαλούν τα πρόσωπα του διηγήματος "Τα πράγματα που κουβάλαγαν", αποτελούν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας των κεντρικών προσώπων όλων σχεδόν των διηγημάτων. Ποια είναι αυτά που κουβαλούν; "Πολλά χρόνια δουλειά στις πλάτες τους", "στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά", "το βάρος του χρόνου που είχαν μοιραστεί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους". "Συμβιβασμούς που είχαν δεχτεί και όρκους που είχαν πατήσει", "προδοσίες που είχαν κάνει και προδοσίες που είχαν ανεχθεί", "το άγχος, το φόβο και την αγωνία για το χρόνο και την αρρώστια". "Παλιά τραγούδια, εικόνες και αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια. Νοσταλγία για τα περασμένα, μυρωδιές από τα σπίτια τους, το βρώμικο αέρα της συνοικίας τους, εικόνες και πολλές φωνές, ζωντανών και πεθαμένων", "ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ". Όλα όσα τους έκαναν ευήκοους και ευπροσήγορους στον ξένο πόνο και ικανούς να συλλαμβάνουν τους ήχους της οδύνης όχι με τα αυτιά, αλλά με την καρδιά τους νιώθοντάς τους -αυτούς τους ήχους- να τους χτυπούν στο στήθος.

Απέναντι σʼ αυτά τα πρόσωπα, ο αφηγητής, διακατεχόμενος από μια, θα τολμούσα να πω, νεορεαλιστική πρόθεση και διάθεση, κρατάει μία στάση μάλλον αντικειμενική. Ό,τι μοιάζει να τον ενδιαφέρει, πρωτίστως, είναι ο εντοπισμός και η ακινητοποίησή τους σε διάφορες - όχι κατʼ ανάγκην καθοριστικές, πάντως ενδεικτικές - περιστάσεις και καταστάσεις του βίου τους και η λεπτομερής καταγραφή των ψυχικών, πνευματικών, ενίοτε και σωματικών τους κραδασμών κατά την αντιμετώπισή τους. Μία προσεκτικότερη, ωστόσο, παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο τα ακινητοποιεί, προκειμένου να τα προσεγγίσει ως αντικείμενα-υποκείμενα της αφηγηματικής διαδικασίας, φανερώνει μία, νηφάλια έστω, με ιδεολογικό υπόβαθρο, συγκινησιακή φόρτιση και συμμετοχή του στα όσα υφίστανται και πάσχουν. Υπάρχει στην αφήγησή του ένας τόνος κατανόησης και τρυφερότητας απέναντι σʼ αυτά τα πρόσωπα, μία, άλλοτε φανερή και άλλοτε τεκμαιρόμενη, διάθεση να τα προφυλάξει από κι άλλες κακουχίες, περιβάλλοντάς τα με τη θερμότητα των προσωπικών του συναισθημάτων κι εκφράζοντας, για λογαριασμό τους, την ελπίδα ότι "δεν μπορεί, κάτι θα γίνει". "Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο". Όσο για τον εαυτό του, πιστεύει ή, εν πάση περιπτώσει, θέλει να πιστεύει ότι η αλήθεια, οι αλήθειες των ιστοριών του δεν κρίνονται τόσο από τη συνάφειά τους με την πραγματικότητα -αν και αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι δεδομένο-, όσο από το ήθος τους το οποίο προσπαθεί -και καταφέρνει- να διαφυλάξει ακέραιο, όσο αφηγείται τα αλλότρια πάθη, που, όπως φαίνεται, θεωρεί και αισθάνεται και δικά του» (Κώστας Παπαγεωργίου, εφημ. ΑΥΓΗ)

5. «Ο Χρήστος Οικονόμου φτιάχνει τη μεγάλη τοιχογραφία ενός κόσμου που, ενώ είναι αναγνωρίσιμος, παραμένει ξένος, σαν να ζει πίσω από ένα αόρατο τείχος. Αλλά είναι τόσο δυνατοί οι ήρωες - αυτοί οι καθημερινοί μικροαστοί -, τόσο δυναμική η αφήγηση, τόσο έντονα τα συναισθήματα που δοκιμάζει ο αναγνώστης (υπάρχουν ιστορίες που σε κάνουν να κλαις), τόσο μεγάλη η αισθητική απόλαυση, τόσο πρωτότυπη η πλοκή, που αυτός ο κόσμος των δυτικών συνοικιών γίνεται δικός μας, γιατί είναι τελικά πανανθρώπινος.

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

Με αυτό το ίδιο υλικό - εννοώ την ίδια γεωγραφία και ανάλογους ήρωες- έχουμε δει αρκετά λογοτεχνικά κείμενα, που κινούνται όμως στον χώρο μιας ηθογραφίας, άλλοτε καλής άλλοτε μπανάλ- δεν έχει σημασία. Αλλά ο Χρήστος Οικονόμου κινείται πάνω σε μια καθαρή γραμμή ρεαλισμού- που δηλώνεται τόσο από την περιγραφή όσο και από τη γλώσσα- η οποία τακτικά τορπιλίζεται από τον λυρισμό ή την αλληγορία. Για παράδειγμα, στην πρώτη ιστορία, η ηρωίδα, που την έχει εγκαταλείψει ο άνδρας της, παίρνοντας μαζί του τον κουμπαρά-γουρουνάκι με τις οικονομίες της, κάπου 900 ευρώ, κάθεται στο κρεβάτι και για παρηγοριά τρώει τον σιμιγδαλένιο χαλβά που έφτιαξε: «Μασουλώντας αργά στο σκοτάδι ακούγοντας το σκοτάδι που μεγαλώνει έξω αρχίζει να τρώει αργά, μικρές κοφτές μπουκιές, τον άντρα που πέρασε κι αυτός απ’ τη ζωή της από τ’ αφύλαχτα σύνορά της σαν στρατιώτης κατακτητής ή σαν κυνηγημένος μετανάστης». Σε μια άλλη ιστορία, ο άνεργος ήρωας που, ημέρες του Πάσχα, προσπαθεί να εξασφαλίσει το σοκολατένιο αβγό του παιδιού του, βοηθάει ένα κορίτσι να κρεμάσει το ακάνθινο στεφάνι στον σταυρό: «Ήταν φτιαγμένο από κάποιο φυτό μ’ αγκάθια και στο σκιερό φως του πολυελαίου και των κεριών το στεφάνι έμοιαζε με τον σκελετό ενός αλλόκοτου μιαρού πλάσματος που ‘χε ψοφήσει χρόνια πριν πάνω σε ‘κείνο το τραπέζι». Αλλού ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά τολμηρός, όπως στην ιστορία όπου ο ήρωας, «με κοτσίδες και σκουλαρίκια», που τον έχει σπάσει στο ξύλο η Ασφάλεια, ταυτίζεται με τον μολυβένιο στρατιώτη, του παραμυθιού του Άντερσεν, και γίνεται και ο ίδιος «πλάσμα μαγικό κι απίστευτο, ένα πλάσμα για τα παραμύθια της επόμενης χιλιετίας».

Ο Χρήστος Οικονόμου είναι εξαιρετικός αφηγητής και το βιβλίο του από τα καλύτερα της πεζογραφικής (;) παραγωγής».

(Νίκος Μπακουνάκης, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ)

6. «Μισό αιώνα μετά τη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη, τα χαμόσπιτα εκεί έχουν γίνει μικροαστικές πολυκατοικίες, το ραδιόφωνο το έχει διαδεχτεί η τηλεόραση. Αλλά για τη γλάστρα με το γεράνι δεν υπάρχει πια αυλή, ο ορίζοντας είναι από τσιμέντο, εκεί η φτώχεια και η ανεργία ενδημούν από πριν αρχίσει όλη η Ελλάδα να γίνεται Δραπετσώνα. Και όμως, σ΄ αυτό το γκρίζο τοπίο υπάρχει κρυμμένη ομορφιά, ανθρωπιά, θέληση για ζωή στο χείλος του γκρεμού. Ζωηρή ματιά, ζεστή χωρίς αισθηματολογίες και κηρύγματα, στα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου, ενός νέου συγγραφέα, για τους ανθρώπους των λαϊκών προαστίων του Πειραιά, που επιμένουν να λένε, όπως σ’ εκείνο το τραγούδι, «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» (Δ. Μανιάτης).

7. «Στα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου πρωταγωνιστεί η σύγχρονη φτωχολογιά των παραδοσιακά προλεταριακών προαστίων του Πειραιά, όπως η Νίκαια, η Χαραυγή, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι.

O όρος «φτωχολογιά» μπορεί να παραπλανήσει, γιατί παραπέμπει σε εικόνες εξαθλίωσης άλλων εποχών, από τις οποίες και προέρχεται. Οι ήρωες του Οικονόμου δεν ζουν σε τρώγλες ή χαμόσπιτα ή συστάδες δωματίων γύρω από φτωχικές αυλές αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, πολλοί από αυτούς έχουν ένα έστω φτηνό αυτοκίνητο, τσιτάρουν στίχους από ροκ συγκροτήματα μάλλον παρά από λαϊκά τραγούδια, βλέπουν τηλεόραση και ξέρουν μέσες άκρες τι συμβαίνει αλλού. Εργάτες, υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, ό, τι και αν είναι, έχουν παραστάσεις ενός πλατύτερου κόσμου και «απολαμβάνουν» μια ελάχιστη, επισφαλή μικροαστική άνεση. Αλλά η φτώχεια τους γίνεται πραγματική και απόλυτη, από τη στιγμή που τους καταπλακώνει η ξαφνική ανεργία ή το βάρος των χρεών ή και τα δυο μαζί.

Να λοιπόν ένα πρώτο πράγμα που μας κάνει να προσέξουμε τα διηγήματα του Οικονόμου: εκθέτουν τη δυστυχία των μικροαστικοποιημένων και αποπτωχευμένων λαϊκών τάξεων εντός του χρόνου και του χώρου, μια σύγχρονη, σύνθετη και απόλυτα συγκεκριμένη εκδοχή της φτωχολογιάς, όχι μια αφηρημένη, ιδεοτυπική εικόνα της έξω από οποιαδήποτε ιστορικά συμφραζόμενα.

Ο κόσμος των λαϊκών στρωμάτων έχει εκλείψει από την πεζογραφία μας, καθώς ο κύριος όγκος της παράγεται πια από συγγραφείς νεότερων γενεών με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, χωρίς σχετικά βιώματα και με άλλου είδους ευαισθησίες. Είναι, γι’ αυτό, αξιοπρόσεκτο ότι ένας νέος πεζογράφος (ο Οικονόμου γεννήθηκε το 1970 και το Κάτι θα

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

γίνει, θα δεις είναι μόλις το δεύτερο βιβλίο του) στράφηκε σ’ αυτό το αγνοημένο θέμα και μάλιστα δείχνει την ικανότητα να το παρουσιάζει εκ των ένδον, με κατανόηση της γλώσσας λεπτομερειών που ένας περαστικός θα προσπερνούσε και συναισθημάτων που μένουν βουβά ή εκφράζονται με αινιγματική ελλειπτικότητα. Είναι και αυτό ένα σημάδι του γενικότερου αναπροσανατολισμού της λογοτεχνίας μας, για τον οποίο μου δόθηκε επανειλημμένα η αφορμή να μιλήσω τον τελευταίο καιρό.

Το σκηνικό: καταθλιπτικά γνώριμο, γκρίζο, αλλά τόσο υποβλητικά ζωγραφισμένο και με τόση αίσθηση για το παραξένισμα που μπορεί να προκαλέσει το οικείο και καθημερινό όταν η τρικυμισμένη ψυχή εκτρέπει το βλέμμα από τις συνήθειές του, ώστε η μουντάδα του μεταρσιώνεται σε ποιητική εικόνα με αναπάντεχες, συγκινητικές αποχρώσεις. Μικροαστικές πολυκατοικίες, εδώ κι εκεί ταπεινές μονοκατοικίες, παλιά μαγαζιά και αποθήκες, γιαπιά, άδεια οικόπεδα με ξεθωριασμένες διαφημιστικές επιγραφές, δρόμοι με σκονισμένες μουριές και νεραντζιές, στο βάθος το λιμάνι και η θάλασσα, τόσο κοντινή και όμως τόσο μακρινή. Παγωνιές που χαρακώνουν την άνεργη ζωή, μαύρα σύννεφα που κουβαλούν τρόμο, καύσωνες που διαλύουν την ύπαρξη, καλοκαιρινές καταιγίδες και χειμωνιάτικες ζέστες με ανομβρία καιρός με τις ακραίες διακυμάνσεις που προκαλούν οι κλιματικές αλλαγές της εποχής μας, σαν σαδιστική υπόκρουση στην ανασφάλεια των ανθρώπων για τους οποίους μιλάει ο Οικονόμου.

Τα δράματα των ανθρώπων αυτών δεν έχουν κατάληξη, ούτε ευτυχή ούτε τραγική. Συνεχίζονται πέρα από το τέλος των διηγημάτων. Όταν μπούμε στο κλίμα αυτών των ιστοριών, οι οποίες είναι πιο πολύ στιγμιότυπα, μαθαίνουμε να εκτιμούμε τη συγκεκριμένη επιλογή του συγγραφέα. Εκείνο που μετράει είναι ό, τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με όλο το φορτίο του σε συναισθήματα και σημασίες, όχι το τι θα γίνει έπειτα, παρόλο που το «κάτι θα γίνει, θα δεις» του τίτλου μπορεί να υποδηλώνει μια ακαθόριστη αισιοδοξία (και λέω «μπορεί», επειδή υπάρχει και η άλλη, η ειρωνική εκδοχή). Αλλά η αληθινή αισιοδοξία που αποπνέουν αυτά τα διηγήματα πηγάζει από τη βαθύτερη αξιοπρέπεια και περηφάνια των λαϊκών χαρακτήρων τους, από την ακατάβλητη θέλησή τους να προχωρήσουν, από την άρνησή τους να παραιτηθούν από τον εαυτό τους. Οι άνδρες σ’ αυτό το βιβλίο φορούν πάντα μπότες (που δεσπόζουν και στο εξώφυλλο, πλάι σ’ ένα ζευγάρι λερωμένες γόβες). Οι μπότες, σκέφτεται ένας από αυτούς, τον κάνουν να νιώθει σαν να φοράει πανοπλία, τα παπούτσια τα σιχαίνεται, είναι ντροπή για έναν άνδρα να δείχνει τις κάλτσες του.

Ο Οικονόμου δεν υποδεικνύει ούτε, πολύ περισσότερο, προπαγανδίζει λύσεις. Δεν φλερτάρει με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ούτε υιοθετεί καταγγελτικούς τόνους. Δεν ενδίδει ούτε στιγμή στο μελό, από την άλλη όμως δεν επιδίδεται σ’ έναν στεγνό, χειρουργικό νατουραλισμό. Τα διηγήματά του πάλλονται από μια διακριτική, αλλά άμεση και ζωηρή συμπάθεια για τα πάσχοντα πρόσωπά τους, συμπάθεια τόσο μεταδοτική ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμμεσα εξασκούν πολιτική επίδραση. Γνωρίζουν και αξιοποιούν θαυμάσια τη δύναμη της μεταφοράς, γνωρίζουν όμως και τη δύναμη της σιωπής. Ο τρόπος που η γραφή του Οικονόμου χρησιμοποιεί τη σιωπή βρίσκει ένα ωραίο οπτικό αντίστοιχο στη σκηνή από το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο» όπου ο πρωταγωνιστής, πνιγμένος στο πένθος και την οργή για τον χαμό ενός στενού φίλου του σ’ ένα εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω από το μοιραίο γιαπί κρατώντας υψωμένο ένα πρόχειρο πλακάτ που δεν γράφει τίποτα πάνω του: το άγραφο πλακάτ είναι μια διαμαρτυρία ηχηρότερη από οποιοδήποτε σύνθημα.

Η γλώσσα αυτών των διηγημάτων βασίζεται στην προφορική ομιλία των λαϊκών στρωμάτων της περιοχής, αλλά δεν είναι μαγνητοφωνικά πιστή απόδοσή της. Είναι φανερή η προσεκτική επεξεργασία της από τον συγγραφέα, όχι τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο σε επίπεδο δομής του λόγου, έτσι όμως ώστε να παραμένει πειστική, δεδομένου ότι η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, δηλαδή από τη σκοπιά των ίδιων των χαρακτήρων. Ο Οικονόμου εμφυτεύει συχνά σ’ αυτό τον λόγο εντυπωσιακά χυμώδεις αποφθεγματικές προτάσεις, πιστές στο πνεύμα των προσώπων του, αλλά όχι απαραίτητα και στη ρητορική ικανότητά τους. Τέλος, τα διηγήματα του Κάτι θα γίνει, θα δεις αναδεικνύουν την ομορφιά ενός κόσμου που σχεδόν όλοι οι εξωτερικοί παρατηρητές θα χαρακτήριζαν άσχημο. Γιατί η ομορφιά δεν υπάρχει τόσο στα πράγματα όσο στον τρόπο που τα βλέπουμε, στη σχέση που έχουμε με αυτά. Όταν, στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή, η Νίκη αναρωτιέται τι θα έκανε αν κάποτε αναγκαζόταν να φύγει από τη γειτονιά όπου γεννήθηκε

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

και μεγάλωσε, ακολουθεί μια νοερή, σπαρακτικά συγκινητική περιπλάνηση του βλέμματός της ανάμεσα σε ρολά ρημαγμένων ψιλικατζίδικων, κολόνες της ΔΕΗ γεμάτες αφίσες, ενοικιαστήρια και κηδειόσημα, τις μουριές και τις νεραντζιές των δρόμων, παγκάκια σε πλατείες, ορφανές βέσπες πεθαμένων γειτόνων, θολές τζαμαρίες κουρείων, σμπαραλιασμένες καγκελόπορτες. Είναι το χάδι του βλέμματος, το χάδι της μνήμης που κάνει όλα αυτά τα πράγματα όμορφα» (Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ).

Περισσότερες κριτικέςΕδώ

Οργάνωση ομάδωνΗ τάξη χωρίζεται σε 7 ομάδες των 4 μαθητών καθεμία. Κάθε ομάδα αναλαμβάνει να διαβάσει ένα διήγημα. Εναλλακτικά δίνεται ένα επιπλέον διήγημα, σε περίπτωση που βρεθούν πρόθυμοι μαθητές να δουλέψουν περισσότερο.

Οι στόχοι της διδασκαλίας για το συγκεκριμένο έργο Η γνωριμία με το έργο ενός σύγχρονου συγγραφέα που τολμά να αγγίξει καυτά

προβλήματα. Η ανάδειξη των ποικίλων αφηγηματικών τεχνικών και της ρέουσας γλώσσας. Η γνωριμία με τον εμπειρικό αφηγηματικό τρόπο: ο συγγραφέας αποφεύγει τη θεωρητική

ή επεξηγηματική κηδεμονία της αφηγηματικής δράσης, αφήνοντάς την να εξελιχθεί αβίαστα, σύμφωνα με τις ενδόμυχες αντιδράσεις των κεντρικών προσώπων.

Προσέγγιση και ηθογράφηση των λογοτεχνικών χαρακτήρων. Επισήμανση του ρόλου της σκηνογραφίας σε ένα λογοτεχνικό έργο. Η βιωματική προσέγγιση ενός αφηγηματικού έργου. Η γόνιμη εμπλοκή με διάφορες μορφές τέχνης (μουσική, κινηματογράφος, θέατρο).

Διάγραμμα διδασκαλίαςΓια τα διηγήματα μπορούν να διατεθούν 8 δίωρα (4 στο πρώτο τετράμηνο και 4 στο δεύτερο).

1ο δίωροΠροσέλκυση του ενδιαφέροντος των μαθητών με τις προσδοκίες που τους δημιουργεί ο τίτλος και στη συνέχεια λίγα εισαγωγικά στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του. Ανάγνωση μερικών αποσπασμάτων από το σύνολο των διηγημάτων. Επίσης, οι μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν αποσπάσματα από τη συμμετοχή του συγγραφέα σε Λέσχη Ανάγνωσης (εδώ).

Υπόλοιπα δίωραΚάθε ομάδα παρουσιάζει τη δουλειά της με βάση τις εργασίες που περιέχει το Φύλλο Εργασίας 1 (βλ. παρακάτω). Ακολουθεί συζήτηση στην ολομέλεια της τάξης.

Παρουσίαση ποικίλων δραστηριοτήτωνΗ παρουσίαση των ποικίλων δραστηριοτήτων (βλ. Φύλλο Εργασίας 2) μπορεί να γίνει σε χρόνο που θα καθορίσει ο διδάσκων μαζί με τους μαθητές του, μετά την ολοκλήρωσή τους, και σε χώρο που προσφέρεται (όπως είναι η αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου).

Επιλεγμένα κείμενα

1. Έλα Έλλη, τάισε το γουρουνάκι (12 σελ.)

2. Μολυβένιος στρατιώτης (10 σελ.)

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

3. Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί (16 σελ.)

4. Κάτι θα γίνει, θα δεις (15 σελ.)

5. Για τους φτωχούς ανθρώπους (16 σελ.)

6. Πλακάτ με σκουπόξυλο (14 σελ.)

7. Το αίμα του κρεμμυδιού (11 σελ.)

8. Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου (15 σελ.)

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1

Εργασίες επί του κειμένου (κοινές για όλες τις ομάδες)

Περιεχόμενο Το θέμα του κειμένου Περιληπτική απόδοση της ιστορίας Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες (διάκριση με βάση τον πίνακα, κοινωνική τάξη,

επάγγελμα, οικονομική κατάσταση, ψυχολογικά και ιδεολογικά τους χαρακτηριστικά) και οι μεταξύ τους σχέσεις. Ειδικότερα:

Ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας ή οι κεντρικοί χαρακτήρες και ποιοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δορυφόροι» τους, αυτοί δηλαδή οι οποίοι δεν συμβάλλουν στην εξέλιξη της πλοκής αλλά αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά των κεντρικών χαρακτήρων; Να επισημάνετε τις λέξεις-κλειδιά που μπορούν να προσδιορίσουν την εξωτερική εμφάνιση και τον εσωτερικό-υπαρξιακό κώδικα του χαρακτήρα, όπως αυτές παρουσιάζονται από την εξέλιξη της δράσης ή από καταστάσεις. Τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους χαρακτήρες προκύπτουν από σταθερά επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές τους ή αποτελούν αντιδράσεις της στιγμής υπό το βάρος της εξέλιξης της πλοκής; Ποιες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται οι χαρακτήρες και πώς αυτές επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται;

Τεχνική Γλωσσικές παρατηρήσεις (λεξιλόγιο, ύφος, εκφραστικά μέσα) Χώρος-σκηνογραφία (χώρος δράσης των προσώπων, περιγραφές φύσης και αστικού

χώρου, ανίχνευση και περιγραφή του χώρου ζωής του ήρωα με βάση όσα αναφέρονται στο κείμενο-βλ. τον σχετικό πίνακα)

Δράση-Πλοκή (στοιχεία περιπέτειας και πλοκής, δέση-κορύφωση-λύση του μύθου…) Αφηγηματικοί τρόποι (διήγηση-μίμηση-περιγραφή-σχόλια-εσωτερικός μονόλογος…) Είδος αφηγητή /φωνή (δραματοποιημένος ή μη, εναλλαγή φωνών…) Εστίαση – προοπτική (εσωτερική, μηδενική, εξωτερική): πλεονεκτήματα-

μειονεκτήματα κάθε επιλογής Αφηγηματικός χρόνος (τάξη, ρυθμός, συχνότητα) Λοιπές τεχνικές (π.χ. εγκιβωτισμένη αφήγηση, ρεαλισμός, νατουραλισμός…)

Ερμηνεία Μηνύματα και αξίες Κεντρικές ιδέες Σχολιασμός των απόψεων των προσώπων Σχολιασμός αποφθεγματικών φράσεων Κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα της εποχής Κυρίαρχες αντιλήψεις-στερεότυπα Επίδραση εξωτερικών καταστάσεων στον χαρακτήρα των προσώπων – ποικίλες

αντιδράσεις Σχέση λογοτεχνίας (γενικότερα τέχνης) και πολιτικής πραγματικότητας (Διαβάστε το

κείμενο)

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2

Ποικίλες δραστηριότητες

1. Έλα Έλλη, τάισε το γουρουνάκι - Αφήγηση με τη φωνή και από την οπτική γωνία του Σωτήρη- Εικονογράφηση- Δείτε στο youtube το βίντεο και γράψτε και σεις μια ιστορία με πρωταγωνίστρια τη βασίλισσα Godiva.- Συγγραφή μιας σελίδας ημερολογίου της Έλλης Δράκου- Σύνταξη μιας σύντομης κριτικής

2. Μολυβένιος στρατιώτης - Αφήγηση με τη φωνή και από την οπτική γωνία: α) του μικρού αδελφού, β) ενός ασφαλίτη- Εικονογράφηση- Φτιάξτε στο power point ή στο windows media player την οπτικοακουστική παρουσίαση της ιστορίας που διαβάσατε. - Ο μικρός αδελφός στέλνει από τη φυλακή μια επιστολή στον αδελφό του.- Δραματοποίηση με την τεχνική του συλλογικού ρόλου: το ρόλο του μικρού αδελφού τον υποδύονται και οι τέσσερις μαθητές της ομάδας ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, κάθε μαθητής μπορεί να εκφράσει μια διαφορετική οπτική της προσωπικότητας του ίδιου χαρακτήρα.

3. Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί - Το παιδί ως ενήλικας (από απόσταση χρόνου και με εναλλαγή εστίασης) θυμάται τα δύσκολα παιδικά του χρόνια- Δώστε ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα - Εικονογράφηση- Δημιουργία ψηφιακής ιστορίας η οποία μπορεί να πάρει δύο μορφές: α) ο αφηγητής (μαθητής) επικεντρώνει στον χαρακτήρα του πατέρα και ξετυλίγει την ιστορία του, δίνοντας έμφαση στη σχέση που αναπτύσσει ως αναγνώστης μαζί του (γιατί του αρέσει ή γιατί τον βρίσκει ενδιαφέροντα, αν τον εμπνέει, αν ταυτίζεται). β) Αφηγητής είναι ο ίδιος ο λογοτεχνικός χαρακτήρας ο οποίος λέει την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο. (Για τις ψηφιακές ιστορίες, δες στη διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?v=dKZiXR5qUlQ )

4. Κάτι θα γίνει, θα δεις - Αφήγηση με τη φωνή και από την οπτική γωνία του Άρη (εσωτερικός μονόλογος)- Ποιο ρόλο επιτελεί η εγκιβωτισμένη αφήγηση του περιστατικού στο Νοσοκομείο;- Εικονογράφηση- Φωτογράφιση χώρων που αναφέρονται στο διήγημα. Παρουσίαση με το power point. - Σύνταξη μιας σύντομης κριτικής

5. Για τους φτωχούς ανθρώπους - Αφήγηση με τη φωνή και από την οπτική γωνία του Άρη- Εικονογράφηση- Εργασία με θέμα «Ανεργία και Ψυχολογικά προβλήματα», με αφορμή την εναρκτήρια φράση: Να σε διώχνουν απ’ τη δουλειά είναι σαν κάταγμα.- Σύνταξη μιας σύντομης κριτικής

6. Πλακάτ με σκουπόξυλο - Αφήγηση με τη φωνή και από την οπτική γωνία ενός γιατρού στο Νοσοκομείο- Εικονογράφηση- Μετατρέψτε σε είδηση για εφημερίδα το διήγημα που διαβάσατε. (Τίτλος, δομή ανεστραμμένης πυραμίδας, σχόλια, φωτογραφίες, συνεντεύξεις από τους πρωταγωνιστές, κατάλληλη γλωσσική ποικιλία)- Κάντε έρευνα στο διαδίκτυο για τα εργατικά ατυχήματα και παρουσιάστε την εργασία σας.

Ζάννειο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο

- Με τη βοήθεια ψηφιακής βιντεοκάμερας να γυρίσετε μια ταινία μικρού μήκους (έως 10 λεπτά), με θέμα την ιστορία που διαβάσατε, αφού πρώτα γράψετε το σενάριό της.

7. Το αίμα του κρεμμυδιού- Αφήγηση με τη φωνή και από την οπτική γωνία του Μιχάλη (Μάικ)- Εικονογράφηση- Αναζητήστε στο διαδίκτυο το ποίημα «Νανούρισμα των Κρεμμυδιών» του Ισπανού Μιγκέλ Ερνάντεθ καθώς και άλλα ποιήματα του ίδιου. Επίσης, συσχετίστε τη ζωή του ποιητή με την ιδιαίτερη αδυναμία που του έχει ο Μιχάλης. - Θεατρική διασκευή με διαλόγους, σκηνοθετικές και σκηνογραφικές οδηγίες. Χρήση βίντεο, ψηφιακών φωτογραφιών και επιλογή κατάλληλης μουσικής υπόκρουσης.

8. Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου - Θεατρική διασκευή με διαλόγους, σκηνοθετικές και σκηνογραφικές οδηγίες. Χρήση βίντεο, ψηφιακών φωτογραφιών και επιλογή κατάλληλης μουσικής υπόκρουσης. - Σύνταξη μιας σύντομης κριτικής