18 PARASKEVI 19 2 2010

Post on 06-Dec-2015

221 views 2 download

description

Θεολογία

Transcript of 18 PARASKEVI 19 2 2010

EBDOMADIAIO ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥΣυντάκτης: † Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος & Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Ἀριθμ. 18

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010Μνήμη Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, Ἀρχίππου ἀπ.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

(Ἀναγινώσκεται κάθε Κυριακή ἀπό τούς Ἱερεῖς στούς Ναούς καί τίς Μονές τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας)

Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

15. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΓΓΕΛΟΙ (Γεν. κ.18-19)

1. Στό σημερινό μας κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά μιλήσουμε γιά μία θεοπτία.Ὅπως τό λέγει καθαρά τό ἱερό κείμενο, «ὁ Θεός ἐμφανίστηκε στόν Ἀβραάμ» (18,1).Καί σέ προηγούμενες φορές εἴχαμε δεῖ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ, ἀλλά ἡ θε-οφάνεια γιά τήν ὁποία θά μιλήσουμε σήμερα εἶναι σαφέστερη καί μεγαλοπρεπέστερη.Αὐτή τή φορά ἐμφανίστηκε στόν Ἀβραάμ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τόἍγιο Πνεῦμα. Τά τρία θεῖα Πρόσωπα ἐμφανίστηκαν στόν Πατριάρχη μέ τήν μορφήτριῶν ἀγγέλων. Καί ὁ Ἀβραάμ, ἀδελφοί μου, ἐπειδή ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, ὅπως τόνεἴδαμε μέχρι τώρα, φωτίστηκε ἀπό τόν Θεό καί τά τρία Πρόσωπα τά προσφώνησεμέ τό «Κύριε» (18,3), σάν νά ἦταν ἕνα Πρόσωπο. Γιατί ἔτσι εἶναι ἡ ἀλήθεια: Τρίαεἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά μία εἶναι ἡ θεία Οὐσία. Πιστεύουμε Τριάδαὁμοούσιο καί ἀχώριστο! Ἄς ποῦμε ὅμως καί τήν ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου,ὅτι ἀπό τά τρία Πρόσωπα πού ἐμφανίστηκαν στόν Ἀβραάμ, τό ἕνα εἶναι Θεός, τόΔεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τά ἄλλα δύο πρόσωπα εἶναι συνοδοί ἄγγελοι.Σεβαστή καί ἡ ἑρμηνεία αὐτή, γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη ὅλο καί παρουσιάζει ἀποκα-

2

λύψεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀλλά ἐμεῖςδεχόμαστε τήν πρώτη ἑρμηνεία πού εἴπαμε καί ἡ ὁποία καταχωρήθηκε στήν ἁγιο-γραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Πραγματικά, ἡ Ἁγία Τριάδα ἁγιογραφεῖται στίς ἱερέςεἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τήν ἐπίσκεψη στόν Ἀβραάμ τῶν τριῶν ἀγγέλων.

Ἀλλά πῶς ὁ Ἀβραάμ ἀξιώθηκε νά ἔχει μιά τέτοια μεγάλη θεοφάνεια; Ἀξιώθηκε,ἀδελφοί μου, ὁ Ἀβραάμ νά ἔχει αὐτή τήν ὑψηλή θεοφάνεια, γιατί, πρῶτον, εἶχε περι-τμηθεῖ καί ἔτσι καταγράφηκε στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Εἴπαμε δέ στό προηγούμενο κή-ρυγμά μας ὅτι ἡ περιτομή στήν Παλαιά Διαθήκη προτυπώνει τό δικό μας Βάπτισμα,μέ τό ὁποῖον μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Καί, δεύτερον, ὁ Ἀβραάμ ἀξιώθηκενά ἔχει αὐτή τήν θεοφάνεια, γιατί εἶχε τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης. Ἦταν πολύ φιλόξενος.Καί τό ἔδειξε αὐτό μέ τήν περιποίηση πού ἔκανε στά τρία ἄγνωστά του Πρόσωπα(βλ. 18, 3-8. Ἑβρ. 13,2). Ὥστε λοιπόν, γιά νά γευθοῦμε τόν Θεό, καί νά δοῦμε στήνΒασιλεία Του τό λαμπρό Του Πρόσωπο, πρέπει πρῶτα νά ἀνήκουμε στήν ἘκκλησίαΤου μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί νά ἔχουμε, δεύτερον, ὡς ἀρετή τήν ἀγάπη. Καί ἄνἔχουμε τήν ἀγάπη, τά ἔχουμε ὅλα, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι τό «πλήρωμα» τῶν ἀρετῶν(Ρωμ. 13,10).

2. Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, στήν συνέχεια φανέρωσε στόν Ἀβραάμ ὅτι θά κατα-στραφοῦν τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Καί θά καταστραφοῦν οἱ πόλεις αὐτές, γιατί οἱἁμαρτίες τους εἶναι πολλές καί βαρειές καί «κράζουν» πρός Αὐτόν (18,20). Ὁ Ἀβραάμπόνεσε ἀπό τό ἄκουσμα αὐτό, γιατί οἱ ἅγιοι δέν χαίρονται γιά τήν καταστροφή τῶνἀνθρώπων. Ἀκόμη περισσότερο ὁ Ἀβραάμ πόνεσε ἀπό τήν πληροφορία αὐτή περί τῆςκαταστροφῆς τῶν Σοδόμων, γιατί στήν πόλη αὐτή κατοικοῦσε ὁ ἀνιψιός του Λώτ.Βέβαια ὁ Λώτ εἶχε πικράνει τόν θεῖο του τόν Ἀβραάμ, εἶχε φανεῖ ἀγνώμων πρός αὐτόν,ἀλλά οἱ ἅγιοι δέν σκέπτονται ἔτσι. Οἱ ἅγιοι ἀγαποῦν καί τούς ἐχθρούς τους ἀκόμη.Πλησίασε λοιπόν ὁ Ἀβραάμ τόν Κύριο καί τόν ἐρώτησε ἕνα μεγάλο ἐρώτημα: «Θάκαταστραφεῖ καί ὁ δίκαιος μαζί μέ τόν ἀσεβῆ;» (18,23). Μέ τό ἐρώτημά του αὐτό ὁἈβραάμ, μέ τό ὁποῖο ἔθιγε τό μεγάλο θέμα τῆς θεοδικίας, ἐννοοῦσε τήν οἰκογένειατοῦ Λώτ, πού κατοικοῦσε στά Σόδομα.

Ὄχι, χριστιανοί μου, δέν θά καταστραφεῖ ὁ δίκαιος γιά τά ἁμαρτήματα τῶν ἀσεβῶν,ἀλλά ἀντίθετα οἱ προσευχές τῶν δικαίων ἔχουν τήν δύναμη νά σώσουν τούς ἀσεβεῖς.Ὁ Θεός διαβεβαίωσε τόν Ἀβραάμ ὅτι καί δέκα δίκαιοι ἄν εὑρεθοῦν στά Σόδομα δέν θάκαταστραφεῖ ἡ πόλη αὐτή ἡ μεγάλη καί ἡ περιοχή της χάριν τῶν δέκα (18,32). Βλέ-πετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πόση δύναμη ἔχουν οἱ προσευχές τῶν δικαίων καί τῶνἁγίων; Οἱ ἅγιοι σώζουν τόν κόσμο ἀπό τήν καταστροφή. Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ μεγαλύτεροιεὐεργέτες τοῦ κόσμου, γιατί προσεύχονται γιά τήν σωτηρία του.Ἐδῶ θά καταλάβουμετήν μεγάλη προσφορά τῶν μοναχῶν μας στά μοναστήρια, πού ἐνῶ ζοῦν μακρυά ἀπότόν κόσμο, ὅμως, μέ τίς προσευχές τους, γίνονται οἱ σωτῆρες τοῦ κόσμου. Ἕνας μορ-φωμένος ἐπισκέπτης στό Ἅγιο Ὄρος ἄκουσε τήν νύχτα ἕνα Μοναχό ἀπό τό κελλί

3

του νά προσεύχεται κλαυθμηριστά καί νά λέει ἐπαναλαμβάνοντας: «Κύριε, σῶσε τόνκόσμο», «Κύριε, σῶσε τόν κόσμο»! Καί ὁ ἐπισκέπτης εἶπε: «Αὐτός κυβερνάει τόνκόσμο, αὐτός σώζει τόν κόσμο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι βουλιάζουν τόν κόσμο»!

3. Στά Σόδομα ὅμως, ἀγαπητοί μου, σ᾿ αὐτή τήν πόλη τήν μεγάλη, δέν βρέθηκανοὔτε δέκα δίκαιοι ἄνθρωποι, γι᾿ αὐτό καί τελικά καταστράφηκαν καί τά Σόδομα καίτά Γόμορρα καί ὅλη ἡ περιοχή τους. Καί τό βιβλίο τῆς Γένεσης μᾶς λέει στή συνέχειαπόσο αἰσχροί ἦταν οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καί πόσο δίκαιη λοιπόν ἦταν ἡ κατα-στροφή τους. Οἱ Σοδομῖτες θέλησαν νά ἁμαρτήσουν μέ τούς δύο θείους ἄνδρες, πούἐπισκέφτηκαν τήν πόλη τους καί κατέφυγαν στήν οἰκία τοῦ Λώτ. Μάλιστα, λέγειπαραστατικά τό ἱερό κείμενο, οἱ Σοδομῖτες περικύκλωσαν τό σπίτι τοῦ Λώτ καί τοῦζητοῦσαν ἀπαιτητικά καί ἀπειλητικά νά τούς παραδώσει τούς ἄνδρες πού φιλοξενεῖ,γιά νά ἁμαρτήσουν μαζί τους (19,1-9). Τότε τά θεῖα Πρόσωπα τύφλωσαν τούς ἀσεβεῖςκαί αἰσχρούς αὐτούς Σοδομῖτες καί μετά ἦρθε πιά ἡ ὥρα γιά τήν καταστροφή τῶνπόλεων Σόδομα καί Γόμορρα καί τῆς περιοχῆς τους. Ἀλλά ἔπρεπε πρῶτα νά χωρι-στοῦν ἀπό αὐτούς οἱ συγγενεῖς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Λώτ καί ἡ οἰκογένειά του. Δέν ἤθελανβέβαια ὁ Λώτ καί ἡ οἰκογένειά του νά ἐγκαταλείψουν τήν ὡραία τους περιοχή, γι᾿αὐτό καί οἱ ἄγγελοι τούς ἔπιασαν ἀπό τό χέρι καί τούς ἔβγαλαν βιαστικά ἔξω ἀπότήν πόλη (19,15-17). Ἔτσι πρέπει νά γίνεται! Νά μεταχειριζόμαστε καί βία γιάτήν σωτηρία τῶν ψυχῶν! Ἡ φράση πού λέμε στήν προσευχή μας στόν ἅγιο ἄγγελο«κράτησον τῆς ἀθλίας καί παρειμένης χειρός μου καί ὁδήγησόν με εἰς ὁδόν σωτηρίας»εἶναι παρμένη ἀπό αὐτό ἀκριβῶς τό περιστατικό, πού οἱ δύο ἄγγελοι πιάνουν ἀπό τάχέρια τόν Λώτ καί τούς οἰκογενεῖς του, γιά νά τούς βγάλουν ἔξω ἀπό τήν πόλη τῆςκαταστροφῆς. Ἀλλά θά συνεχίσουμε στό ἑπόμενο κήρυγμά μας.

Μέ πολλές εὐχές, † Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Ἡ νεκρά θάλασσα

4

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ KΗΡΥΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ

9. Ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτου

1. Γιά νά νοήσουμε ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ Ἠσαΐου, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ποιάἔννοια ἔχει γιά τόν Θεό ὁ προφήτης αὐτός. Γιά τόν προφήτη Ἠσαΐα ὁ Θεός εἶναιἅγιος, «καδώς» ἑβραϊκά.

Τήν λέξη ἅγιος τήν συναντᾶμε πάρα πολλές φορές στό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐα. Ἔχειὅμως ἡ λέξη αὐτή στόν προφήτη αὐτόν μιά ἰδιαίτερη σημασία. Σήμερα τήν λέξη«ἅγιος» τήν ἐννοοῦμε μέ ἠθική ἔννοια, μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι μακρυά ἀπό τήν ἁμαρτία.Μέ αὐτήν τήν ἠθική ἔννοια ὀνομάζει ὁ προφήτης Ὠσηέ τόν Θεό ἅγιο καί τόν δια-στέλλει, τόν διαχωρίζει ἀπό τούς ἀνθρώπους (11,9).Ἐπίσης λέγουμε καί γιά πράγ-ματα καί γιά τόπους ὅτι εἶναι ἅγια καί ἱερά καί ἐννοοῦμε μέ αὐτό ὅτι αὐτά τάπράγματα καί οἱ τόποι εἶναι ἀφιερωμένα στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια,τήν ἠθική ἔννοια, συναντᾶμε τήν λέξη «ἅγιος» σέ πάρα πολλά σημεῖα τῆς ἉγίαςΓραφῆς, καί τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (Λευιτ. 21,7. Ἀριθμ. 6,5. Δευτ.33,3. Ἐξ. 3,5. 29,31. Λευιτ. 7,6).

2. Στόν προφήτη Ἠσαΐα ὅμως συναντοῦμε τήν λέξη «ἅγιος», μέ τήν ὁποία αὐτόςπροσδιορίζει τόν Θεό, μέ ἄλλη ἔννοια. Μέ τήν λέξη «ἅγιος» ὁ προφήτης Ἠσαΐας δένδηλώνει κάποια ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, τό ἀναμάρτητο τοῦ Θεοῦ, γιά παράδειγμα, ἀλλάμέ τήν λέξη αὐτή δηλώνει τόν χαρακτήρα, τήν φύση τοῦ Θεοῦ καί θέλει νά τόν πα-ραστήσει ὡς Ὑπερκόσμιο Ὄν. «Ἅγιος» καλεῖται ὁ Θεός στόν Ἠσαΐα γιατί εἶναι ὑπε-ράνω τῆς φύσεως, γιατί εἶναι τελείως διάφορος τοῦ κόσμου, γιατί εἶναι ὁ ἀπόλυτοςκύριος καί ἐξουσιαστής τοῦ Σύμπαντος. Τόν ἅγιο Θεό – «καδώς», ξαναλέγουμε στάἑβραϊκά – τόν ἐννοεῖ ὁ Ἠσαΐας μέ τήν ἔννοια τοῦ Παντοκράτορα. Ἀλλά καί στόνἨσαΐα ἡ λέξη «ἅγιος» δέν περιορίζεται σ᾿ αὐτήν μόνο τήν ἔννοια τοῦ Ὑπερκοσμίου,ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στήν ἠθική σφαίρα. Καί ὅταν λέγει ὁ Ἠσαΐας τόν Θεό «ἅγιο»τόν ἐννοεῖ καί ὡς Παντοκράτορα, ἀλλά καί ὡς ἀπόλυτο ἠθικό Ὄν, ὡς τό τέλειο καίἀσύγκριτο ἠθικό Ὄν. Γι᾿ αὐτό καί ὁ προφήτης ὅταν, στό ὑπέροχο ἐκεῖνο ὅραμα τῆςκλήσεώς του, εἶδε τόν Θεό, συνετρίβη, ἐπειδή συναισθάνθηκε καί τήν δική του καίτοῦ λαοῦ του ἁμαρτωλή κατάσταση καί εἶπε:

6,5 Ἀλλοίμονο σέ μένα, γιατί καταστράφηκα!Γιατί εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος μέ ἀκάθαρτα χείλη

καί κατοικῶ ἀνάμεσα σέ λαό μέ ἀκάθαρτα χείλη,καί ὅμως τά μάτια μου εἶδαν τόν βασιλέα Γιαχβέ Σαβαώθ.

Ἔτσι λοιπόν στόν προφήτη Ἠσαΐα ἡ λέξη «ἅγιος» περικλείει αὐτές τίς δύο ἔννοιες:

5

Τήν ἔννοια πρῶτον τοῦ ὑπερκοσμίου καί παντοδυνάμου Θεοῦ, πού ἐκδηλώνεται στήνφύση καί τήν ἱστορία (τό ὀντολογικό στοιχεῖο), καί τήν ἔννοια τοῦ ἀπολύτου, τοῦ ἀνυ-περβλήτου ἠθικοῦ Ὄντος, ὅπως ἐκδηλώνεται στό ἠθικό πεδίο (τό ἠθικό στοιχεῖο).Ἔτσι ἡ λέξη «ἅγιος» στόν προφήτη Ἠσαΐα, τήν ὁποία ἀποδίδει στόν Θεό, θά μπο-ροῦσε νά ἀποδοθεῖ μέ τήν ἔκφραση «μεγαλειώδης» ἤ καλύτερα μέ τήν ἔκφραση «ἔνδο-ξος», μέ τήν θεολογική ὅμως ἔννοια τῆς λέξεως «δόξα», πού ἔχει στήν θεία λατρεία.Γι᾿ αὐτό καί τούς ἁγίους, ὡς μετέχοντας στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τούς λέγομε «ἐνδόξους».«Τοῦ ἁγίου ἐνδόξου πατρός ἡμῶν... τάδε», λέγει ὁ Ἱερεύς μνημονεύοντας ἕναν ἅγιο.

Τήν μεγαλειώδη αὐτή ἔννοια περί Θεοῦ γεύθηκε ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό μεγαλο-πρεπέστατο ἐκεῖνο ὅραμα τῆς κλήσεώς του, ὅταν ἀντελήφθηκε τόν Θεό ὡς τόν Ὑπερ-κόσμιο Δεσπότη τοῦ σύμπαντος, τοῦ Ὁποίου ἡ δόξα γέμιζε τά πάντα, καί τά Σεραφίμτόν ὕμνησαν μέ τόν Τρισάγιο Ὕμνο: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» (6,3).Μέ τήν λέξη «Σαβαώθ» δηλώνονται κατ᾿ ἀρχάς οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Ἀλλά ἔπειτα ἡλέξη σημαίνει καί κάθε δύναμη. Τό «Σαβαώθ» λοιπόν δηλώνει τόν ΠαντοκράτοραΘεό, τόν «Κύριον τῶν Δυνάμεων». Ἔτσι ἡ λέξη «Σαβαώθ» σημαίνει ὅ,τι καί ἡ λέξη«ἅγιος», κατά τήν μία ὅμως ἔννοια αὐτῆς, κατά τήν ἔννοια τοῦ Ὑπερκοσμίου Ὄντος.Γιατί εἴπαμε ὅτι τό «ἅγιος» στόν Ἠσαΐα περικλείει καί τήν ἠθική ἔννοια, τήν ἔννοιατοῦ τελείου καί ὑπερτελείου ἠθικοῦ Ὄντος.

3. Ἀφοῦ ὁ προφήτης Ἠσαΐας στήν λέξη «ἅγιος» ἔδωσε μία πλατύτερη ἔννοια ἀπ᾿αὐτήν πού ὑπῆρχε μέχρι τότε, τήν ἔννοια τοῦ Ὑπερκοσμίου Θεοῦ, τόνισε μέ τήν ἔννοιααὐτή πού ἔδωσε τήν ζωηρά ἀντίθεση μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου καί τήν μεγάληἀπόσταση πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό (βλ. Ἠσ. 2,11. 6,4. 31,3). Τήν ἔννοιααὐτή βέβαια τήν εἶχε ἐκφράσει προηγουμένως καί ὁ προφήτης Ὠσηέ παρουσιάζονταςτόν Θεό νά λέγει: «Θεός εἶμαι ἐγώ καί ὄχι ἄνθρωπος, εἶμαι ὁ μόνος ἅγιος ἀπό σᾶς»(11,9). Οἱ λόγοι αὐτοί ἐκφράζουν μέν τήν ἀπόσταση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλάἀπό τήν ἠθική πλευρά. Ὁ προφήτης ὅμως Ἠσαΐας μέ τήν πλατύτερη ἔννοια πού ἔδωσεστήν λέξη «ἅγιος» (ἑβρ. «καδώς») τονίζει πολύ δυνατά καί τήν φυσική μεταξύ τοῦ Θεοῦκαί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ἀπόσταση. Ὁ Θεός πλέον σάν ὑπερκόσμιος, διάφορος τοῦ ἀνθρώ-που κατά τήν φύση του, ἀπομακρύνεται καί τίθεται πολύ μακρυά τοῦ κόσμου καί τοῦἀνθρώπου καί γίνεται ἀπροσπέλαστος. Μέ λίγα λόγια στόν προφήτη Ἠσαΐα μέ τήν λέξη«ἅγιος» τονίζεται ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἀφ᾿ ἑτέρου δε ὁ προφήτης Ἠσαΐας το-νίζει καί τό μηδαμινό τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι ἡ ἀπόσταση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπουγίνεται ἀκόμη μεγαλυτέρα (Ἠσ. 2,21. 6,5. 14,27). Ἡ ἀνθρώπινη δύναμη καί οἱ ἀνθρώ-πινες βουλές καί σκέψεις λογίζονται ὡς μηδαμινές καί δέν μποροῦν νά ἀντιστοῦν κατάτῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ (Ἠσ. 14,27. 29,15).

Σάν ἀποτέλεσμα τῆς ἔννοιας αὐτῆς περί τοῦ ἁγίου Θεοῦ ἔχουμε τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος,ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς μηδαμινῆς του δυνάμεως, νά νοιώθει ἕνα φόβο πρός τόν Παν-τοκράτορα καί Παντοδύναμο Θεό, τόν «ἅγιο» τοῦ Ἠσαΐα, κατά τήν πρώτη ἔννοια

6

πού ἔδωσε ὁ προφήτης στήν λέξη. Ἡ θρησκεία πραγματικά ἑδράζεται στόν φόβο αὐτόπρός τόν ἅγιο Θεό! Καί ὁ προφήτης μας, συνεπής πρός τήν παράσταση πού ἔδωσεγιά τόν ἅγιο Θεό, δέν παραλείπει νά τονίζει συχνά τόν φόβο αὐτό καί νά ἀπαιτεῖ ἀπότόν ἄνθρωπο τήν ἀπόλυτο ὑποταγή στόν Θεό (Ἠσ. 2,10. 7,9. 8,11 ἑξ. 30,15. 33,5).Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι σέ ὅλα τά μετέπειτα ἱερά κείμενα παρατηρεῖται σ᾿ αὐτά ἡἐπίδραση τῆς διδασκαλίας αὐτῆς τοῦ Ἠσαΐου.

4. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Ἠσαΐου φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως διάφορη ἀπό τήνδιδασκαλία τοῦ Ὠσηέ, ὁ ὁποῖος τόνισε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Γιατί ἡ ἔννοια ὅτι ὁΘεός εἶναι ἀγάπη τόν φέρει πολύ πλησίον στόν ἄνθρωπο καί τόν ἐγκλείει στήν καρδιάτου. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι, γιατί, ὅπως εἴπαμε, ἡ ἔννοια πού ἔδωσε ὁ προφήτης Ἠσαΐαςστήν λέξη «ἅγιος» ἐκτείνεται καί στήν ἠθική σφαίρα. Ὁ Θεός δηλαδή τοῦ Ἠσαΐαδέν εἶναι ἅγιος μέ τήν ὑπερβατική μόνο ἔννοια, τήν ἔννοια τοῦ Παντοκράτορα, ἀλλάὁ Θεός, κατά τόν Ἠσαΐα πάλι, εἶναι καί τό κατ᾿ ἐξοχήν ἠθικόν Ὄν. Καί σάν τοιοῦτοςὁ Θεός ἔθεσε στόν κόσμο ἠθικές ἀρχές καί ἀξιώματα καί τόν κυβερνᾶ μέ βάση αὐτάτά ἀξιώματα. Ἔτσι ὁ Θεός εἶναι κοντά στόν κόσμο, γιατί αὐτός ἔθεσε τήν ἠθικήτάξη σ᾿ αὐτόν καί ἐπιβλέπει γιά τήν τήρηση τῆς τάξης αὐτῆς. Ὁ ἄνθρωπος βλέπειστόν κόσμο τήν θεία ἐνέργεια καί βλέπει ἡ ἱστορία του νά καθοδηγεῖται ἀπό τόν Θεόσέ ἕνα «τέλος», δηλαδή σέ ἕνα καθορισμένο σκοπό. Ἔτσι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήνἱστορία τῶν ἀνθρώπων μαρτυρεῖ τήν μέριμνα καί τήν ἀγάπη Του σ᾿ αὐτούς καί τό ὅτιὁ Θεός εἶναι πολύ κοντά τους. Γεφυρώνεται λοιπόν ἔτσι ἡ ἀπόσταση τοῦ Θεοῦ πρόςτόν ἄνθρωπο, πού δημιουργεῖται ἀπό τήν πρώτη ἔννοια τῆς λέξεως «ἅγιος», πού το-νίζει τήν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐκεῖνος ὁ φόβος πρός τόν ΠαντοκράτοραΘεό δέν εἶναι φόβος καταθλιπτικός σέ μιά ἀνώτερη δύναμη πού κυβερνάει τυφλά τόνκόσμο, ἕνας φόβος πού θά ἐμπόδιζε πραγματικά τήν πρόοδο καί τήν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώ-που, ὅπως συμβαίνει μέ τά εἰδωλολατρικά θρησκεύματα. Ὁ φόβος, πού τονίζει ὁ προ-φήτης Ἠσαΐας πρός τόν ἅγιο Θεό, τόν Ὁποῖο παριστάνει ὄχι μόνο ὑπερβατικό ἀλλάκαί ἠθικό Θεό, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του καί σέ ταπείνωση,πού εἶναι ἡ βάση τῆς ἠθικῆς προόδου του.

Ἀλλά ὁ προφήτης Ἠσαΐας δέν ὁμιλεῖ μόνο γιά φόβο Θεοῦ, ἀλλά θέλει νά θεμελιώσειτήν θρησκεία σέ μιά βαθύτερη καί γενικώτερη ἔννοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόρροια τῆς πα-ραστάσεως περί τοῦ ἁγίου Θεοῦ πού ἔχει. Γιά τόν προφήτη Ἀμώς, πού τόνισε τήνἠθικότητα τοῦ Θεοῦ, θρησκεία εἶναι ἡ ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ. Γιά τόν Ὠσηέ, πού ἐξέ-λαβε τόν Θεό ὡς ἀγάπη, ἡ θρησκεία ἑδράζεται στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Καί γιάτόν προφήτη μας Ἠσαΐα, πού παρέστησε τόν Θεό ὡς ἀπόλυτο Κύριο τῆς φύσεωςκαί τῆς ἱστορίας, ἡ θρησκεία ἑδράζεται στήν πίστη. Ἡ πίστη δέ, κατά τόν προφήτηἨσαΐα, ἀναλύεται στήν ἀπόλυτη πεποίθηση στόν Θεό καί στό δέος, τόν φόβο, πούγεννιέται ἀπό τήν συναίσθηση τῆς ἀνθρωπίνης μηδαμινότητος καί ἠθικῆς ἀτέλειαςτοῦ ἀνθρώπου (Ἠσ. 7,9. 28,16. 30,15).

7

Γιά νά νοήσουμε καί ἐκτιμήσουμε ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ προφήτου Ἠσαΐου θάπρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν τήν γενική παράσταση πού ἔχει ὁ προφήτης περί τοῦ Θεοῦὡς ἁγίου, μέ τήν διπλῆ ἔννοια τῆς λέξεως πού δώσαμε παραπάνω. Βέβαια σέ ἄλλασημεῖα ὁ προφήτης τονίζει τήν μιά ἔννοια τῆς λέξης «ἅγιος», σέ ἄλλα δέ σημεῖατονίζει τήν ἄλλη ἔννοια. Γιά τήν σφαιρική ὅμως ἔννοια τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἠσαΐαθά πρέπει νά συνδυάσουμε καί τίς δύο ἔννοιες πού μᾶς προσφέρει περί τοῦ ἁγίου Θεοῦ.Καί τήν ἔννοια τῆς ὑπερβατικότητος καί τήν ἔννοια τῆς ἠθικότητας τοῦ Θεοῦ.

7888888888888888888888888889

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ(συνέχεια)

– Ἐρ.: Πῶς πρέπει νά διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή;Ἀπ.: Κατά πρῶτον πρέπει νά τήν διαβάζουμε μέ εὐλάβεια, σάν λόγο Θεοῦ,

καί μέ προσευχή, γιά νά τήν νοοῦμε σωστά· ἔπειτα πρέπει νά τήν διαβάζουμε μέτήν ἐπιθυμία νά σπουδάσουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά τόν κάνουμε βίωμα στήνζωή μας μέ τά καλά ἔργα· καί τρίτον πρέπει νοοῦμε τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως τήνἑρμήνευσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ἁγίων Πατέρων Της. Οἱ Προ-τεστᾶντες λέγουν: «Ὁ θεολόγος γεννᾶται στίς Γραφές». Ἀλλά ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοισυμπληρώνουμε: «Ὁ θεολόγος γεννᾶται στίς Γραφές, ὅπως αὐτές τίς ἑρμήνευσανοἱ ἅγιοι Πατέρες»! Ἄς ἔχουμε δέ ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει συγγραφέατό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί γράφηκε ἀπό θεοφόρους ἀνθρώπους, κατανοεῖται λοιπόνκαλῶς ἀπό πιστούς πού ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

– Ἐρ.: Ἐρωτῶ νά μᾶς πεῖτε πιό συγκεκριμένα πῶς νά διαβάζουμε ὡς ὀρθό-δοξοι τήν Ἁγία Γραφή. Ἀπ.: Γι᾿ αὐτό πού μοῦ ζητᾶτε παρακαλῶ νά ἀκούσετε τήν φωνή ἑνός σοφοῦ

καί ἐναρέτου ἱεράρχου, τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη Σερβίων καί Κοζάνηςκυροῦ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥκαί ἄς προβληματισθοῦμε καί ἄς συνετισθοῦμε ἀπό ὅσα γρά-φει ὁ ὀρθόδοξος στήν καρδία του καί τόν λόγο του αὐτός Ἱεράρχης:

«Ἄς τό ποῦμε καθαρά, παντοῦ πνέει στήν Ἐκκλησία μας προτεσταντικός

ΟΡΘΟΔΟΞΗ KATHXHΣΗ(Σέ συνέχειες)

8

ἀέρας. Ὄχι πώς οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι ἕτοιμοι νά γίνουν προτεστάντες, μά φοβοῦνταιπώς ἡ Ἐκκλησία μένει πίσω καί πώς εἶναι ἀνάγκη πολλά παληά νά λείψουν κιἄλλα πάλι ν᾿ ἀνανεωθοῦν, ἡ γλώσσα τῶν Γραφῶν καί τῆς Λατρείας, ἡ διοίκησητοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ κι ἄλλα. Ὅλα ἐτοῦτα εἶν᾿ ἕνας ἀέρας ἐπανα-στατικός πού ἔρχεται ἀπό τόν προτεσταντισμό, σάν μιά διάθεση στό βάθος νάλυτρωθοῦμε ἀπό τά δῆθεν δεσμά τῆς παραδόσεως...Οἱ πιό πολλοί ἀπό κείνουςπού κρατοῦν μιά Καινή Διαθήκη στήν τσέπη τους καί τήν ἀνοίγουν εὔκαιρα καίἄκαιρα ὅπου βρεθοῦν, τάχα πώς διαβάζουν καί μελετοῦν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, αὐτοίλοιπόν ἐκεῖνο μᾶλλον πού κερδίζουν εἶναι ὅτι ἐξοικειώνονται μέ τό ἱερό κείμενοκαί στό τέλος κρατοῦν στά χέρια τους τήν Καινή Διαθήκη σάν ἕνα κοινό βιβλίο.Κάποιοι τώρα θά γελάσουν καί θά ποῦν· “Νά βάλουμε λοιπόν τήν Ἁγία Γραφήστά εἰκονίσματα, νά τήν προσκυνοῦμε καί νά μήν τήν ἀνοίγουμε”. Κι ὅμως αὐτήεἶναι ἡ ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας· ἡ Ἁγία Γραφή δέν κουβαλιέται στήντσέπη, εἶναι στά εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ καί στήν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας.Κι ὅταν εἶναι νά διαβάση ἡ οἰκογένεια, κάνουν τό σταυρό τους γιά νά κατεβάσουντό Εὐαγγέλιο (ὅλη τήν ἁγία Γραφή Εὐαγγέλιο τή λένε οἱ Ὀρθόδοξοι) ἀπό τάεἰκονίσματα· κι ὅταν εἶναι νά διαβαστοῦν οἱ Γραφές στήν Ἐκκλησία γίνεταιπρῶτα ἐπίσημη λιτανεία (ἡ μικρά Εἴσοδος) κι ὕστερα ὁ λειτουργός φωνάζει:«Σοφία· Ὀρθοί». Κι ὁ λαός κάνει τό σταυρό του καί λέει· «Δόξα σοι, Κύριε· δόξασοι». Ὅλα ἐτοῦτα δείχνουν πώς οἱ ὀρθόδοξοι τό θεῖο λόγο δέν τόν διαβάζουν μόνο,μά τόν προσκυνοῦν καί τόν λατρεύουν» (Ἱερά Μητρόπολις Σερβίων καί Κοζάνης,Λόγος Παρακλήσεως ἤτοι Γραπτό κήρυγμα στούς Ἀποστόλους καί στά Εὐαγ-γέλια ὅλου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Κοζάνῃ, 1967), Προλεγόμενα· σ. 8).

– Ἐρ.: Ὅταν ἡ Ἐκκλησία κηρύττει στόν λαό Της τήν Ἁγία Γραφή, ποιέςἀποδείξεις δίνει ὅτι αὐτή εἶναι πραγματικά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;Ἀπ.: Αὐτές τίς ἀποδείξεις:1. Τό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού μαρτυρεῖ

ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἐπινόηση ἀνθρώπινης διάνοιας.2. Τήν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, πού σημαίνει ὅτι προέρχεται ἀπό

τό Πανάγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.3. Τίς προφητεῖες της.4. Τά θαύματά της.5. Μιά μυστική θεϊκή δύναμη πού ἔρχεται στήν καρδιά ἐκείνου πού δέχεται

τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, καί πού ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ λόγος τοῦΘεοῦ ἡ διδασκαλία αὐτή.

9

– Ἐρ.: Κατά ποιόν τρόπο οἱ προφητεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι σημεῖοτῆς θείας Ἀποκάλυψης;Ἀπ.: Αὐτό μπορεῖ νά φανεῖ μέ ἕνα παράδειγμα: Ὅταν ὁ προφήτης Ἡσαΐας

εἶχε προφητεύσει τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό μιά παρθένο, πράγμα πού δένμποροῦσε νά φανταστεῖ ἀνθρώπινο μυαλό, καί ὅταν ἑκατοντάδες χρόνια ἀργότεραξεπληρώθηκε αὐτή ἡ προφητεία μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ΠαναγίαΠαρθένο Μαρία, εἶναι ἀδύνατο νά μήν ποῦμε ὅτι ἡ προφητεία αὐτή εἶναι πραγ-ματικά ἀπό τόν Θεό καί ὅτι ἡ ἐκπλήρωσή της εἶναι ἔργο τῆς θείας παντοδυνα-μίας. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὅταν ἀναφέρει τήν Γέννηση τοῦΧριστοῦ, μνημονεύει αὐτή τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα καί λέει: «Μέ ὅλο αὐτόπού ἔγινε ἄρχισε νά ἐκπληρώνεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου, “ἰδούἡ παρθένος θά συλλάβει στήν κοιλία της καί θά γεννήσει υἱό καί θά τόν ὀνομάσουνἘμμανουήλ, τό ὁποῖο μεταφραζόμενο σημαίνει, μαζί μας εἶναι ὁ Θεός”» (Ματθ.1, 22.23).

Ἀλλά τό ὅλο περιστατικό τῆς προφητείας αὐτῆς τοῦ Ἠσαΐου πού ἀναφέραμεμᾶς φανερώνει γενικά καί τά χαρακτηριστικά τῶν προφητῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς,πού τούς ἀποδεικνύουν ἀληθινούς προφῆτες.

– Ἐρ.: Ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά αὐτά στό ὅλο περιστατικό τῆς πα-ραπάνω προφητείας τοῦ Ἠσαΐου; Ἀπ.: Κατά τό περιστατικό αὐτό (βλ. Ἠσ. κεφ. 7) ὁ Ἠσαΐας διαβλέπει πρῶτα

τό παρόν, τήν ταραγμένη ψυχική κατάσταση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας Ἄχαζ,λόγω τῆς πολιορκίας τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τούς ξένους ἐχθρούς βασιλεῖς, καί τοῦλέγει νά ἠρεμήσει καί νά μή φοβᾶται (στίχ. 4). Δεύτερον ὁ προφήτης ἀναφέρεταιμέ προφητεία του στό ἐγγύς μέλλον καί λέγει στόν βασιλέα Ἄχαζ ὅτι οἱ ἐπιδρο-μεῖς βασιλεῖς θά ἀποτύχουν καί θά λύσουν τήν πολιορκία (στίχ. 7-9). Καί τρίτονὁ προφήτης ἀναφέρεται στό ἀπώτατο μέλλον καί ἐκφέρει τήν προφητεία τῆς γεν-νήσεως τοῦ Μεσσία ἀπό παρθένο (στίχ. 14). Οἱ προφητεῖες λοιπόν τῆς ἉγίαςΓραφῆς εἶναι ἀληθινές, γιατί οἱ προφῆτες πού τίς ἐκφέρουν εἶναι πραγματικά θε-οφόροι ἄνδρες, ἀφοῦ γνωρίζουν καλά τό παρόν καί μπορεῖ νά εἰσχωροῦν στήν καρ-διά τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Ἠσαΐας διέγνωσε τήν ταραγμένη ψυχή τοῦ Ἄχαζ,καί μποροῦν ἔπειτα νά ἐκφέρουν προφητεῖες γιά τό ἐγγύς μέλλον, πού, ἀπό τούςἀνθρώπους τῆς γενιᾶς του, φαίνονται ὅτι πραγματοποιοῦνται. Ἡ γνώση ἀπό τούςπροφῆτες τοῦ παρόντος καί τοῦ ἐγγύς μέλλοντος εἶναι ἐγγύηση ὅτι θά πραγμα-τοποιηθοῦν καί οἱ προφητεῖες τους γιά τό ἀπώτατο μέλλον.1

1. Τό χαρακτηριστικό αὐτό τῆς ἀληθινῆς προφητείας, ἡ διάγνωση δηλαδή πρῶτα τοῦ παρόντος, ἡἀναφορά ἔπειτα στό ἐγγύς μέλλον καί ἡ προφητεία ἔπειτα στό ἀπώτατο μέλλον, παρατηρεῖται καί στήν

10

– Ἐρ.: Τί εἶναι τά θαύματα;Ἀπ.: Εἶναι πράξεις πού δέν μπορεῖ νά γίνουν μέ ἀνθρώπινη δύναμη ἤ τέχνη,

ἀλλά μόνο μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ· γιά παράδειγμα ἡ ἀνάστασηνεκροῦ. Ἤ, «θαύματα εἶναι ὑπερφυσικά γεγονότα τοῦ φυσικοῦ κόσμου καί φυσικάγεγονότα τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου» (Καθηγητής Λεωνίδας Φιλιππίδης).2

– Ἐρ.: Πῶς τό θαῦμα εἶναι ἕνα σημεῖο ὅτι αὐτός πού μιλάει τόν λόγο τοῦΘεοῦ εἶναι πραγματικά ἀπό τόν Θεό;Ἀπ.: Αὐτός πού κάνει ἀληθινά θαύματα τά κάνει μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ·

κατά συνέπεια αὐτός πρέπει νά ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά τόν χρησιμο-ποιεῖ ὁ Θεός ὡς ὄργανό Του νά θαυματοποιεῖ καί ὁ λόγος του ἄρα εἶναι πραγμα-τικά ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός λέει γιά τάθαύματά Του ὅτι εἶναι μιά δυνατή ἀπόδειξη τῆς θείας Του ἀποστολῆς: «Τά ἔργα,πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατέρας νά ἐκτελέσω, αὐτά τά ἔργα πού κάνω, μαρτυροῦνγιά μένα ὅτι μέ ἔχει στείλει ὁ Πατέρας» (Ἰωάν. 5, 36).

– Ἐρ.: Ἀπό ποῦ μποροῦμε νά δοῦμε πιό εἰδικά τήν δύναμη τῆς διδασκαλίαςτοῦ Χριστοῦ;Ἀπ.: Ἀπ’ αὐτό: Ἀπό τό ὅτι οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι ἄν καί ἦταν πτωχοί καί

ἀγράμματοι καί ἄνθρωποι κατώτερης τάξης, ὅμως μέ τήν διδασκαλία αὐτή ὑπέ-ταξαν στόν Χριστό τούς δυνατούς, τούς σοφούς καί τούς πλούσιους· τούς βασιλεῖςκαί τά βασίλειά τους.

Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία εἶναι προφητικό βιβλίο. Ἡ Ἀποκάλυψη ἀρχίζει ἀπό τό παρόν, γιατί στό β΄καίγ΄κεφ. τοῦ βιβλίου ἐλέγχεται ἡ ἐπικρατοῦσα κατάσταση τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀσίας· δέν πρόκειται γιάἔλεγχο καταστάσεων πού φαίνονται, ἀλλά γιά ἀποκάλυψη καρδιῶν τῶν Ἐπισκόπων, πού μόνο ἀληθινόςπροφήτης μπορεῖ νά κάνει (βλ. 2,2-4). Ἡ Ἀποκάλυψη ἔπειτα ἀναφέρεται στό ἐγγύς μέλλον (βλ. 2,5.10)καί τέλος ἐκφέρει προφητείας γιά τό ἀπώτατο μέλλον. Ἡ διάγνωση δέ τῆς καρδίας τῶν Ἐπισκόπωνκαί ἡ πραγματοποίηση τῶν ἀπειλῶν τῆς Ἀποκαλύψεως γιά τό ἐγγύς μέλλον, εἶναι ἐγγύηση γιά τήνἀλήθεια τῶν προφητειῶν της πού ἀναφέρονται στό μακρύτερο μέλλον.

2. Ὅπως ἐνθυμοῦμαι τόν ὁρισμό αὐτό τοῦ μακαριστοῦ σοφοῦ Καθηγητοῦ ἀπό προφορική του πανε-πιστημιακή παράδοση.

11

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ(Σέ συνέχειες)

Οἱ Πατέρες γιά τήν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ

Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀνέπτυξαν μέ λεπτομέρειατίς παραπάνω ἀλήθειες τῆς πίστης μας σχετικά μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, πρόπαντός μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐμφανίσεως διαφόρων αἱρετικῶν πάνω σ᾿ αὐτό τόθέμα.

Πραγματικά, ἐμφανίστηκαν μερικοί αἱρετικοί πού δίδασκαν ὅτι ὁ Θεός εἶναιτέλεια καταληπτός ἀπό ᾿μᾶς τούς ἀνθρώπους· ὅτι μποροῦμε νά τόν γνωρίζουμετόσο καλά, ὅσο Αὐτός ὁ Ἴδιος γνωρίζει τόν Ἑαυτό Του· καί ὅτι τά ὀνόματα πούἀποδίδονται στόν Θεό ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἐκφράζουν τήν ἴδια τήν οὐσία Του.Τέτοιοι αἱρετικοί ἦταν τόν δεύτερο αἰώνα οἱ Γνωστικοί Οὐαλεντῖνος, Πτολεμαῖοςκαί Καρποκράτης.16 Πρό παντός ὅμως τήν πλάνη αὐτή τῆς τέλειας γνώσης τοῦΘεοῦ τήν ὑποστήριξαν τόν τέταρτο αἰώνα ὁ Ἀέτιος καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς ὁπα-δούς τους.17

Τούς τρεῖς πρώτους αἱρετικούς, τόν Οὐαλεντῖνο, τόν Πτολεμαῖο καί τόν Καρ-ποκράτη, ἀντιμετώπισε ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος. Τόν αἱρετικό Εὐνόμιο μέ τούς μαθητέςτου ἀντιμετώπισαν πολλοί ἅγιοι Πατέρες: Ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Γρηγόριοςὁ θεολόγος, ὁ μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.ἄ.18

16. Βλ. Εἰρηναίου, Contra Haereses, Βιβλ. ΙΙ, κεφ. 28,9, MPG 7,811. Bλέπε περισσότερα εἰς Δογ-ματικήν Τρεμπέλα, τόμ. 1, σ. 148 ἑξ.

17. Ὁ Ἀέτιος ἔλεγε: «Οὕτως τόν Θεόν ἐπίσταμαι τηλαυγέστατα καί τοσοῦτον αὐτόν ἐπίσταμαι καίοἶδα, ὥστε μή εἰδέναι ἐμαυτόν, ὡς Θεόν μᾶλλον ἐπίσταμαι» (Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων, 76. MPG

42,521). Καί ὁ Εὐνόμιος «ἐτόλμησε εἰπεῖν, ὡς οὐδέν τῶν θείων ἠγνόησεν, ἀλλά καί αὐτήν ἀκριβῶςἐπίσταται τοῦ Θεοῦ τήν οὐσίαν καί τήν αὐτήν ἔχει περί τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἥν αὐτός ἔχει περί ἑαυτοῦ ὁΘεός. Εἰς ταύτην ὑπ᾿ αὐτοῦ τήν μανίαν ἐκβακχευθέντες οἱ τῆς ἐκείνου λώβης μετεσχηκότες, τολμῶσινἄντικρυς λέγειν, οὕτως εἰδέναι τόν Θεόν, ὡς αὐτός ἑαυτόν» (Θεοδωρήτου, Αἱρετικῆς κακομυθίας Λόγοςτέταρτος. Γ΄ Περί Εὐνομίου καί Ἀετίου. MPG 83,421).

18. Γρηγόριος Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικοί λόγοι ΙΒ (MPG 45,244-1131). Γρηγόριος ὁΘεολόγος, Πέντε θεολογικοί λόγοι κατά Εὐνομιανῶν (MPG 36,12 ἑξ.). Βασίλειος ὁ Μέγας, Λόγος Α«Ἀνατρεπτικός τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου» (MPG 29,497 ἑξ.)· Λόγος Β΄ Πρός Εὐνό-μιον περί Υἱοῦ (MPG 29,573 ἑξ.)· Λόγος Γ΄ Κατ᾿ Εὐνομίου περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (MPG 29,653ἑξ.)· Λόγος Δ Ἀντιρρητικός καί κατά Εὐνομίου... (MPG 29,672 ἑξ.). Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Πέντεὁμιλίες Περί ἀκαταλήπτου πρός τούς Ἀνομοίους» (MPG 48,701-735). Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔγραψεκατά τῶν ἐξεταστῶν τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.

12

Οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες, πολεμώντας τήν αἵρεση τῆς τέλειας γνώσης τοῦ Θεοῦἀπό ᾿μᾶς τούς ἀνθρώπους, διδάσκουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτηἀπό ᾿μᾶς. Εἶναι ἀνόητο, εἶναι τρελλό τό νά ζητᾶμε νά γνωρίσουμε τήν οὐσία τοῦΘεοῦ. Ὁ Χρυσόστομος λέει κάπου: «Μανίας γάρ ἐσχάτης φιλονικεῖν εἰδέναι τίτήν οὐσίαν ἐστίν ὁ Θεός».19

Τά ἑξῆς περίπου ἐπιχειρήματα φέρουν οἱ Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλη-σίας μας στήν πολεμική τους κατά τῆς αἱρέσεως τῆς τελείας γνώσεως τοῦ Θεοῦ:

α) Τό πνεῦμα μας εἶναι περιορισμένο, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἀπεριόριστος καί τόἀπεριόριστο θά ἔπαυε νά εἶναι ἔτσι, ἄν γινόταν πλήρως καταληπτό ἀπό μιά πε-ριορισμένη ὕπαρξη.20

β) Τό περιορισμένο πνεῦμα μας εἶναι ἑνωμένο μέ ἕνα ὑλικό σῶμα, πού παρεμ-βάλλεται σάν μιά πυκνή ὁμίχλη μεταξύ ἡμῶν καί τῆς ἄυλης θεότητας καί ἐμπο-δίζει τόν πνευματικό μας ὀφθαλμό νά δεχτοῦμε σ᾿ ὅλη τήν καθαρότητά του τίςἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός.21

γ) Τό πνεῦμα μας, ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι περιορισμένο καί στενά ἑνωμένο μέ τόσῶμα, εἶναι σκοτισμένο μέ τήν ἁμαρτία· αὐτό τό καθιστᾶ ἀκόμη λιγώτερο ἱκανόνά ἀνυψωθεῖ στήν καθαρή μελέτη τοῦ Θεοῦ.22

19. Περί ἀκαταλήπτου Α Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 1,448 Α.20. Λέει κάπου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ὅτι ὁ Θεός θά ἦταν ἀναγκαίως περιορισμένος, ἄν ἦταν

καταληπτός ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη· γιατί ἡ ἴδια σκέψη ἔχει ὅριο, εἶναι περιορισμένη. Βλ. καί Ἰου-στίνου Πρός Τρύφωνα 4. («Ἤ τόν Θεόν ἀνθρώπου νοῦς ὄψεταί ποτε...;». Βλέπε ὅλη τήν παράγραφο.MPG 6,484), Ἀθηναγόρου Πρεσβεία..., 10 MPG 6,908 ἑξ.), Θεοφίλου Ἀντιοχείας Πρός Αὐτόλυκον1,3 (MPG 6,1028), Εἰρηναίου Advers. Haeres. 4,19 (MPG 7,1032). Mεγάλου Ἀθανασίου Ἐπιστολή«ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος...», 22 (MPG 25,452) καί Αὐγουστίνου De Civitatis... Βιβλ. ΧΙΙ, c, 18.

21. «Μέσος ἡμῶν τε καί Θεοῦ ὁ σωματικός οὗτος ἵσταται γνόφος, ὥσπερ ἡ νεφέλη τό πάλαι τῶνΑἰγυπτίων καί τῶν Ἑβραίων (βλ. Ἐξ. 14,20). Καί τοῦτό ἐστιν ἴσως, ὅ “ἔθετο σκότος ἀποκρυφήναὐτοῦ” (Ψαλμ. 17,12), τήν ἡμετέραν παχύτητα, δι᾿ ἥν ὀλίγοι καί μικρόν διακύπτουσιν» (Γρηγόρ. θεο-λόγος ΒΕΠ 59,225· βλ. καί σ. 221).

22. Τήν θεογνωσία τήν χάσαμε μέ τήν ἁμαρτία (βλ. καί τήν ἀρχή τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Χρυσοστόμουστό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο). Ἑπομένως χρειάζεται κάθαρση γιά τήν καθαρή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέει στόν Α θεολογικό του λόγο (Γ΄, Κατά Εὐνομιανῶν προδιαλέξεις): «Οὐπαντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός· οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχο-μένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ᾿ ἐστιν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾿ ὅσον. Οὐπάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμακεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μεριώτατον. Μή καθαρῷ γάρ ἅπτεσθαι καθαροῦ τυχόν οὐδέ ἀσφαλές,ὥσπερ οὐδέ ὄψει σαθρᾷ ἡλιακῆς ἀκτῖνος. Ὅτε δέ; Ἡνίκα ἄν σχολήν ἄγωμεν ἀπό τῆς ἔξωθεν ἰλύος καίταραχῆς, καί μή τό ἡγεμονικόν ἡμῶν συγχέηται τοῖς μοχθηροῖς τύποις καί πλανωμένοις, οἷον γράμμασιπονηροῖς ἀναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων ἤ βορβόρῳ μύρων εὐωδίαν» (ΒΕΠ 59,214.15.25). – Περίτοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ λέει ἡ Ἐκκλησία μας: «Κουφιζομένου πταισμάτων πρός γνῶσιν θεολογίας»

13

δ) Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν κατανοοῦμε τελείως οὔτε τίς περιορισμένες ὑπάρξειςκαί τά ἀντικείμενα πού βλέπουμε· δέν κατανοοῦμε τήν οὐσία τῶν στοιχείων τῆςφύσης μας, οὔτε τήν οὐσία τῆς ψυχῆς μας καί τόν τρόπο τῆς ἕνωσής της μέ τόσῶμα, οὔτε τήν φύση τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων ἀσωμάτων δυνάμεων. Πῶςεἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά κατανοήσουμε τόν Θεό;23

ε) Οἱ ἅγιοι Πατέρες παρατηροῦν ἀκόμη πόσο ἦταν ἀτελής ἡ γνώση τοῦ Θεοῦκαί σ᾿ αὐτούς ἀκόμη πού τιμήθηκαν μέ εἰδικές ἀποκαλύψεις σάν τόν Μωυσῆ,τόν Ἠσαΐα, τόν Ἰεζεκιήλ, τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο καί γενικά σ᾿ ὅλους τούςΠροφῆτες καί τούς Ἀποστόλους.24

ς) Δέν εἶναι μόνον οἱ ἄνθρωποι πού δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τήν φύση τοῦΘεοῦ, ἀλλά καί αὐτά τά Χερουβίμ καί τά Σεραφείμ καί γενικά τά πλέον ἀνώτεραπνεύματα τῆς δημιουργίας.25

(Δοξαστικόν Θ΄ Ὥρας). Καί σέ ἄλλο τροπάριο ἡ Ἐκκλησία μας λέει: «Γρηγόρησον, ἀρίστευσον ὡς ὁμέγας ἐν πατριάρχαις ἵνα κτήσῃ πρᾶξιν μετά γνώσεως, ἵνα χρηματίσῃς νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν καί φθάσῃςτόν ἄδυτον γνόφον ἐν θεωρίᾳ...» (Τριώδιον· Τρίτη Α ἑβδομ. ἑσπέρας, δ΄ ὠδή). Καί, «Οὐ πέφυκε νοῦςγεώδης τοῖς θεῖοις ἐμβατεύειν» (Μην. Σεπτεμβρίου Δ΄, Ἑσπερ., α΄ τροπάρ.). – Ἡ ἴδια διδασκαλίαἀπαντᾶ συχνά καί στόν ἱερό Χρυσόστομο: «Βίος διεφθαρμένος κώλυμα τῆς τῶν ὑψηλῶν δογμάτων ἀκρι-βείας γίνεται». (Ὁμιλία εἰς τόν Δ Ψαλμόν. Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 53,155AB)· ἑρμηνεύονταςἀλλοῦ τόν λόγο τοῦ Κυρίου «Ἐάν τις θέλῃ τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν γνώσεται περί τῆς διδασκαλίας, πό-τερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἤ ἐγώ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ» (Ἰωάν.7,17) ὁ ἴδιος ἱερός πατήρ λέει: «Ὁ δέ λέγει,τοῦτό ἐστι· Τήν πονηρίαν ἐξ ἑαυτῶν ἐκβάλετε, καί τήν ὀργήν, καί τόν φθόνον, καί τό μῖσος... καί οὐδέντό κωλύον ὑμᾶς γνωρίσαι ὅτι Θεοῦ ὄντως ἐστί τά ρήματα τά ἐμά· νῦν μέν γάρ ὑμῖν ταῦτα ἐπισκοπεῖ,καί τήν ὀρθήν διαφθείρει κρίσιν λάμπουσαν, ἄν δέ ταῦτα ἐξέλητε, οὔτε ἔτι τοῦτο πείσεσθε» (Εἰς τό κατάἸωάν. ὁμιλ. ΜΘ΄, Εἰς Ἅπαντα τῶν Ἁγίων Πατέρων 73,372). Βλ. καί Φιλοκαλία Α 9, μβ΄. Β΄ 262,λη΄. Α 153, πδ΄. Α 24, ρνδ΄. – Πρέπει λοιπόν πρῶτα νά καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας καί τότε θάἀποκτήσουμε γνώση τοῦ καθαροῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»,εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 5,8).

23. Ἡ ἀπόδειξη αὐτή λέγεται ἰδιαίτερα ἀπό τόν Εἰρηναῖο, τόν ἱερό Χρυσόστομο (βλ. εἰς τό κατάἸωάννην ὁμιλ. ΚΕ΄, εἰς Ἅπαντα τῶν Ἁγίων Πατέρων 72,333 ἑξ.), τόν μέγα Βασίλειο καί πρό παντόςἀπό τόν Γρηγόριο τόν θεολόγο (βλ. Θεολογικός δεύτερος, Ε΄. ΒΕΠ 59,221.21 ἑξ.). Καί ὁ μέγας Ἀθα-νάσιος λέει: «Εἰ γάρ τούς ἀγγέλους, ἤ τάς ἡμετέρας ψυχάς κτίσματα ὄντα καταλαβεῖν οὐ δυνάμεθα,πόσῳ μᾶλλον αὐτῷ τῷ τούτων ποιητῇ πρέπει τό εἶναι ἀκατάληπτον;» (Πρός Ἀντίοχον ἄρχοντα. Ἐρώ-τησις α΄ MPG 28,597.600).

24. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέει κάπου: «Κἄν ᾖς Μωυσῆς καί Φαραώ θεός κἄν μέχρι τρίτουκατά τόν Παῦλον οὐρανοῦ φθάσῃς καί ἀκούσῃς ἄρρητα ρήματα· κἄν ὑπέρ ἐκεῖνον γένῃ, ἀγγελικῆς τινοςἤ ἀρχαγγελικῆς στάσεώς τε καί τάξεως ἠξιωμένος. Κἄν γάρ οὐράνιον ἅπαν, κἄν ὑπερουράνιόν τι καίπολύ τήν φύσιν ὑψηλότερον ἡμῶν ᾖ καί ἐγγυτέρω Θεοῦ, πλέον ἀπέχει Θεοῦ καί τῆς τελείας καταλήψεωςἤ ὅσον ὑπεραίρει τοῦ συνθέτου καί ταπεινοῦ καί κάτω βρίθοντος κράματος» (Θεολογικός δεύτερος, ΒΕΠ59,220.35-221. 1-4· βλ. καί σ. 221,11 ἑξ.). Βλ. καί MPG 48,730 (ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Λόγος τέ-ταρτος πρός Ἀνομοίους).

25. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει στήν ἑρμηνεία τοῦ 6ου κεφ. τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, στήν περικοπήὅπου οἱ ἄγγελοι παρουσιάζονται νά καλύπτουν τά πρόσωπά τους πρό τοῦ Θεοῦ: «Εἰ τά Σεραφίμ, αἱ με-

14

ζ) Τέλος, ἄν ὁ Θεός ἦταν τέλεια καταληπτός ἀπό μᾶς, θά ἔπαυε νά ἦταν Θεόςγιά ᾿μᾶς.26

Ἀναφερόμενοι στό ἀκατανόητο τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες καλοῦν τόν Θεό«ἄρρητον», «ἀνεκδιήγητον», «ἀπερίγραπτον»·27 καί λένε ὅτι ὅλα τά ὀνόματαπού ἀποδίδει ἡ Ἁγία Γραφή στόν Θεό, ὅπως τό Γιαχβέ 28 (ὁ Ὑπάρχων), τό Ἐλω-χίμ (πληθυντικός τοῦ Ἐλόαχ, ὁ Δυνατός), τό Ἀδωναΐ (Κύριος), τό Θεός, τόΚύριος κ.ἄ. δέν ἐκφράζουν καθόλου τήν οὐσία Του, τήν φύση Του, ἀλλά «τά περίτήν φύσιν», ἤ σημαίνουν τήν ἀναφορά Του πρός τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο29 καί

γάλαι καί θαυμάσιαι δυνάμεις ἐκεῖναι, Θεόν καθήμενον, καί ἐπί θρόνου καθήμενον ἰδεῖν ἀδεῶς οὐκ ἠδυ-νήθησαν, ἀλλά καί τάς ὄψεις καί τούς πόδας ἐκάλυπτον, τίς ἄν παραστήσειε λόγος τήν μανίαν τῶναὐτόν τόν Θεόν εἰδέναι σαφῶς λεγόντων, καί τήν ἀκήρατον ἐκείνην περιεργαζομένην οὐσίαν;» (ΕἰςἍπαντα τῶν Ἁγίων Πατέρων 62,184C). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάλι ἀφιερώνει ὅλη τήν τρίτη ὁμιλίατου πρός Ἀνομοίους γιά νά ἀναπτύξει αὐτή τήν ἰδέα (MPG 48,719 ἑξ.). Σημειώνουμε ἐδῶ μία μόνο πε-ρικοπή: «Τό ἀκατάληπτον (τοῦ Θεοῦ) οὐχ οὕτως ἡμεῖς ἴσμεν, ὡς ἐκεῖναι αἱ δυνάμεις, ὅσῳ καθαρώτεραικαί σοφώτεραι καί διορατικώτεραι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰσί. Καθάπερ γάρ τό τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνωνἀπρόσιτον οὐχ οὕτως οἶδεν ὁ τυφλός ὡς ὁ βλέπων, οὕτω καί τό τοῦ Θεοῦ ἀκατάληπτον οὐχ οὕτως ἡμεῖςἴσμεν ὡς ἐκεῖναι. Ὅσον γάρ τυφλοῦ καί βλέποντος τό μέσον, τοσοῦτον ἡμῶν καί ἐκείνων τό διάφορον»(MPG 48,722). Ὁμοίως πάλι ὁ Χρυσόστομος ἀφιερώνει καί μεγάλο μέρος τῆς τετάρτης ὁμιλίας τουπρός Ἀνομοίους πρός ἀνάπτυξη τῆς ἴδιας ἰδέας (MPG 48,727 ἑξ.).

26. «Θεός γάρ καταλαμβανόμενος οὐκ ἔστι Θεός» (Μέγας Ἀθανάσιος).27. «Ἄρρητος» (Ἰουστῖνος, Ἀπολογία πρώτη MPG 6,421), «ἀνώνυμος» (Μάξιμος, Λόγος Η΄. MPG

91,772), «ἀκατονόμαστος» (Γρηγόριος θεολόγος, Θεολογικός τέταρτος: «Τό θεῖον ἀκατονόμαστον».ΒΕΠ 59,262,12), «ἀνονόμαστος» (Τατιανός, Πρός Ἕλληνας, 4. MPG 6,813. Βλ. καί Θεοφίλου,Πρός Ἕλληνας, 4. MPG 6,813. Βλ. καί Θεοφίλου, Πρός Αὐτόλυκον 3.4. MPG 6,1023.4), «ἄφραστος»(Γρηγόριος Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Λόγος ΙΒ΄), «ἀνέκφραστος» (Εὐσέβιος, Ἐὐαγγ. ἀπόδειξις Δ , 1.ΒΕΠ 27,140.38), «inenarrabilis» (ἀνέκφραστος, Εἰρηναῖος Κατά Αἱρέσεων IV, 20.6), «ineffabilis»(ἄφατος. Αὐγουστῖνος, εἰς Ψαλμόν 85 § 12) κ.ἄ.

28. Περί τῆς ἐννοίας τοῦ θείου αὐτοῦ ὀνόματος βλ. φυλλάδιό μας, Πρώτη ἐπιστολή πρός Χιλιαστάς,Ἄμφισσα Ἰανουάρ. 1980. Βλ. καί παρακάτω τήν ὑποσημείωση 28.

29. «Ἕν μέν οὐδέν ἐστιν ὄνομα ὁ πᾶσαν ἐξαρκεῖ τήν τοῦ Θεοῦ φύσιν περιλαβόν, ἱκανῶς ἐξαγγεῖλαι»(Μέγας Βασίλειος, Κατά Εὐνομίου Λόγος Α ΒΕΠ 52,170.37-38). – «Χρή τοίνυν ἕκαστος τῶν ἐπίΘεοῦ λεγομένων οὐ, τί κατ᾿ οὐσίαν ἐστί, σημαίνειν οἴεσθαι, ἀλλ᾿ ἤ, τί οὐκ ἔστι, δηλοῦν ἤ σχέσιν τινάπρός τί τῶν ἀντιδιαστελλομένων ἤ τι τῶν παρεπομένων τῇ φύσει ἤ ἐνέργειαν» (Ἰωάννην Δαμασκηνόν,Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 9. Περί τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων Ἔκδοσις Πουρνάρα σ.70). – Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέει γιά τά «ὀνόματα» τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα γιά τό «Ὤν»:«Ὅσον δ᾿ οὖν ἐκ τῶν ἡμῖν ἐφικτῶν, ὁ μέν ὤν καί ὁ Θεός, μᾶλλόν πως τῆς οὐσίας ὀνόματα· καί τούτωνμᾶλλον ὁ ὤν· οὐ μόνον ὅτι τῷ Μωυσεῖ χρηματίζων ἐπί τοῦ ὄρους καί τήν κλῆσιν ἀπαιτούμενος, ἥ τίςποτε εἴη, τοῦτο προσεῖπεν ἑαυτόν, “Ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με” τῷ λαῷ κελεύσας εἰπεῖν· ἀλλ᾿ ὅτι καί κυριω-τέραν ταύτην εὑρίσκομεν. Ἡ μέν γάρ τοῦ Θεοῦ, κἄν ἀπό τοῦ θέειν ἤ αἴθειν, ἠτυμολόγηται τοῖς περίταῦτα κομψοῖς, διά τό ἀεικίνητον καί δαπανηρόν τῶν μοχθηρῶν ἕξεων – καί γάρ “πῦρ καταναλίσκον”ἐντεῦθεν λέγεται – ἀλλ᾿ οὖν τῶν πρός τι λεγομένων ἐστι καί οὐκ ἔφετος· ὥσπερ καί ἡ Κύριος φωνή,ὄνομα εἶναι Θεοῦ καί αὐτή λεγομένη· “Ἐγώ γάρ, φησί, Κύριος ὁ Θεός σου· τοῦτό μου ἐστιν ὄνομα”·καί “Κύριος ὄνομα αὐτῷ”. Ἡμεῖς δέ φύσιν ἐπιζητοῦμεν, ᾗ τό εἶναι καθ᾿ ἑαυτό καί οὐκ ἄλλῳ συνδεδε-

15

εἶναι ὀνόματα μᾶλλον ἀρνητικά παρά θετικά.30 Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν θά μπορέ-σουμε ποτέ νά βροῦμε ἕνα ὄνομα, πού νά ἀνταποκρίνεται στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ·31

ἔχουμε «ἀνωνυμία» τοῦ Θεοῦ· αὐτή δέ ἡ «ἀνωνυμία» εἶναι αἰτία τῶν πολλῶνὀνομασιῶν πού ἀποδίδουμε στόν Θεό. Ἔτσι ἔχουμε «πολυωνυμία» τοῦ Θεοῦ.32

Γενικά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ τήνἐκφράζει αὐτός ὁ σύντομος ἀλλά περιεκτικός λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δα-μασκηνοῦ: «Ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον· καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ κατα-

μένον· τό δέ ὄν ἴδιον ὄντως Θεοῦ καί ὅλον, μήτε τῷ πρό αὐτοῦ, μήτε τῷ μετ᾿ αὐτόν, οὐ γάρ ἦν ἤ ἔσται,περατούμενον ἤ περικοπτόμενον. Τῶν δ᾿ ἄλλων προσηγοριῶν αἱ μέν τῆς ἐξουσίας εἰσί προφανῶς, αἱ δέτῆς οἰκονομίας καί ταύτης διττῆς» (Θεολογικός τέταρτος, ΙΗ΄. ΙΘ΄. ΒΕΠ 59,262.263.1-2). – Γιάτό «Ὤν» πάλι λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Δοκεῖ μέν οὖν κυριώτερον πάντων τῶν ἐπί Θεοῦλεγομένων ὀνομάτων εἶναι τό ὤν, καθώς αὐτός χρηματίζων τῷ Μωσεῖ ἐπί τοῦ ὄρους φησίν· “Εἶποντοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με”. Ὅλον γάρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβών ἔχει τό εἶναι οἷόν τι πέλαγοςοὐσίας ἄπειρον καί ἀόριστον». Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Πατέρας ἐτυμολογεῖ τό ὄνομα «Θεός» ἤ ἀπό τό«αἴθειν» (δηλ. «καίειν», γιατί ὁ Θεός εἶναι «πῦρ καταναλίσκον») ἤ ἀπό τό «θεᾶσθαι», ἐπειδή ὁ Θεός«ἀλάθητός ἐστι καί πάντων ἐπόπτης» (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 9. Ἔκδοσις Πουρ-νάρα σ. 70). – Βλ. καί Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων Ὀνομάτων κεφ. V.VI (MPG 3,593 ἑξ.)·Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων 69 (MPG 42,201 ἑξ.)· Ἀμβροσίου Ὑπόμνημα στόν Ψαλμ. 43 καί ἹερωνύμουἘπιστολή 136.

30. Θεοφίλου Πρός Αὐτόλυκον 1,3-4 (MPG 6,1028-1029). Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείωνὀνομάτων κεφ. 1 § 5 (MPG 3,624 ἑξ.). Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου ΠίστεωςΑ § 4. Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέει: «Deus ineffabilis est; facilius dicimus quid non sit, quam quid

sit» (Ὑπόμνημα στόν Ψαλμ. 85 § 12).31. «Ὄνομα γάρ τῷ ἀρρήτῳ Θεῷ οὐδείς ἔχει εἰπεῖν· εἰ δέ τις τολμήσειεν εἶναι λέγειν, μέμηνε τήν

ἄσωτον μανίαν» (Ἰουστῖνος, Ἀπολογία Α , 11. ΒΕΠ 3,195. Βλ. καί Β΄ Ἀπολ. 6,1. ΒΕΠ 3,203 καίἈριστείδου Ἀπολογία 1. ΒΕΠ 3,134.28 ἑξ.). Ἡ ἴδια ἰδέα λέγεται καί ἀπό τόν Χρυσόστομο στήν β΄ὁμιλία του στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (MPG 63,19 ἑξ. «... Καί τί θαυμαστόν εἰ ἐπί Θεοῦ, ὅπου γεοὐδέ ἐπί ἀγγέλου εὕροι τις ἄν τῆς οὐσίας δηλωτικόν; Τάχα δέ οὐδέ ἐπί ψυχῆς· οὐ γάρ μοι δοκεῖ τοῦτοτό ὄνομα παραστατικόν εἶναι τῆς οὐσίας αὐτῆς, ἀλλά τοῦ ψύχειν» στ. 23)· ὁμοίως λέει καί ὁ ἱερόςΑὐγουστῖνος (στήν ἑρμηνεία στόν Ψαλμ. 35), Γρηγόριος ὁ θεολόγος (Θεολογικός τέταρτος, ΙΖ΄. ΒΕΠ59,12 ἑξ.). Ἰδιαίτερα βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων ὀνομάτων 1,6. MPG 3,596: «Τοῦτο γοῦνεἰδότες οἱ θεολόγοι καί ὡς ἀνώνυμον αὐτήν (τήν Θεότητα) ὑμνοῦσι καί ἐκ παντός ὀνόματος. Ἀνώνυμονμέν ὡς ὅταν φασί τήν θεαρχίαν αὐτήν ἐν μιᾷ τῶν μυστικῶν τῆς συμβολικῆς θεοφανείας ὁράσεωνἐπιπλῆξαι τῷ φήσαντι: “Τί τό ὄνομά σου;” Καί ὥσπερ ἀπό πάσης αὐτόν θεωνυμικῆς γνώσεως ἀπάγουσανφάναι τό· “καί ἵνατί ἐρωτᾶς τό ὄνομά μου;” Καί τοῦτ᾿ ἔστι θαυμαστόν. Ἤ οὐχί τοῦτο ὄντως ἐστί τόθαυμαστόν ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό ἀνώνυμον, τό παντός ὑπεριδρυμένον ὀνόματος ὀνομαζομένου,εἴτε ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ, εἴτε ἐν τῷ μέλλοντι; Πολυώνυμον δέ, ὡς ὅταν αὖθις αὐτήν εἰσάγωσι φάσκου-σαν· Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν· ἡ ζωή, τό φῶς, ὁ Θεός, ἡ ἀλήθεια, καί ὅταν αὐτοί τῶν πάντων αἴτιον οἱ θεόσοφοιπολυωνύμως ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὑμνῶσιν, ὡς ἀγαθόν, ὡς καλόν, ὡς σοφόν, ὡς ἀγαπητόν, ὡς Θεόνθεῶν, ὡς Κύριον κυρίων, ὡς Ἅγιον ἁγίων, ὡς αἰώνιον, ὡς ὄντα, ὡς...». Βλ. καί κεφ. Ζ΄ § 1 MPG

3,865).32. Βλ. Θεοφίλου Πρός Αὐτόλυκον 1,3-4. Γρηγορίου θεολόγου Ὕμνος πρός τόν Θεόν, Γρηγορίου

Νύσσης Contra Eunom. Λόγος XII.

16

ληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία» (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως1,4).33

33. Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ὁμοίως λέει συντόμως: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθε-ώρητον καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία» (Λόγ. 45,3. MPG 36,625). Βλ. καίΛόγ. 28,4. MPG 36,29: «Θεόν... φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον...». Πρβλ. καί σ. 48:«Θεόν, ὅ,τί ποτε μέν ἐστι τήν φύσιν καί τήν οὐσίαν, οὔτε τις εὗρεν ἀνθρώπων πώποτε, οὔτε μήν εὕρῃ».Ὁ ἴδιος Πατέρας μέ βάση τό χωρίο Α Τιμ. 6,16 χαρακτήρισε τόν Θεό ὡς «φῶς τό ἀκρότατον καίἀπρόσιτον καί ἄρρητον, οὔτε νῷ καταληπτόν οὔτε λόγῳ ρητόν» (Λόγος 40,5. MPG 36,364). Ὡραῖαπερί τῆς ἀκαταληψίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅσα γράφει ὁ Ἀνδροῦτσος στήν Δογματική του εἰς σ. 33-34. Βλ.καί Π. Τρεμπέλα τόμ. 1, σ. 150 ἑξ. Ἰ. Καρμίρη Σύνοψις τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς ὈρθοδόξουΚαθολικῆς Ἐκκλησίας σ. 15.16. Τοῦ ἰδίου Πανεπιστημιακαί παραδόσεις Ὀρθοδόξου Δογματικῆς (ση-μειώσεις φοιτητῶν) σ. 102 ἑξ. Π. Χρήστου, Τό Μυστήριον τοῦ Θεοῦ, σ. 32 ἑξ. (κεφάλαιον 2, Ἡ ὑπερ-βατικότης τοῦ Θεοῦ) καί Πρωτοπρ. Ἰ. Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς ὈρθοδόξουΚαθολικῆς Ἐκκλησίας τόμ. Α , σ. 74 ἑξ.

*

ΣΥΝΤΟΜΑ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΑΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ(πρός τούς Ἱερεῖς)

Μάθημα 19ο

Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά τούς πίνακες πού παραθέσαμε παραδείγματα κλίσεως πρωτοκλίτωνοὐσιαστικῶν στά μαθήματα 16, 17, 18 θά παρατηρήσουμε ὅτι:

1. Τά ἀρσενικά σέ -ας καί -ης στήν γενική ἔχουν κατάληξη -ου.**Σημείωση: Μερικά μέ κατάληξη -ας στήν γενική παίρνουν κατάληξη -α ἀντί -ου. Αὐτά εἶναι ὁ Εὐρώτας,

τοῦ Εὐρώτα, ὁ βορρᾶς, τοῦ βορρᾶ καί ὅσα λήγουν σέ -θήρας, π.χ. ὁ χρυσοθήρας, τοῦ χρυσοθήρα, ὁ ὀρνιθοθήρας,τοῦ ὀρνιθοθήρα κ.ἄ. Ἐπίσης μερικά κύρια ὀνόματα, π.χ. Ὁ Σύλλας, τοῦ Σύλλα, ὁ Παλαμᾶς, τοῦ Παλαμᾶ, ὁΜιαούλης, τοῦ Μιαούλη, ὁ Κανάρης, τοῦ Κανάρη κ.ἄ.

2. Ὅλα τά πρωτόκλιτα οὐσιαστικά στόν πληθυντικό ἔχουν τίς ἴδιες καταλήξεις. Π.χ. οἱ νεανίαι, τῶν νεανιῶν, τοῖς νεανίαις, τούς νεανίας, ὦ νεανίαι

αἱ χῶραι, τῶν χωρῶν, ταῖς χώραις, τάς χώρας, ὦ χῶραι.3. Τό α στήν κατάληξη -ας τῶν πρωτοκλίτων εἶναι πάντοτε μακρό σέ ὁποιαδήποτε πτώση.Π.χ. ὁ κτηματίας, τούς τραυματίας, τῆς ὥρας, τάς χώρας, τάς γλώσσας.4. Ἡ αἰτιατική καί κλητική ἑνικοῦ τῶν θηλυκῶν οὐσιαστ. τονίζονται ὅπου καί ἡ ὀνομα-

στική καί παίρνουν τόν ἴδιο τόνο. Π.χ. τήν χώραν, ὦ χώρα, τήν πηγήν, ὦ πηγή, ἡ γλῶσσα,τήν γλῶσσαν, ὦ γλῶσσα, ἡ μοῦσα, τήν μοῦσαν, ὦ μοῦσα κ.ἄ.

5. Ἡ γενική πληθυντικοῦ τῶν πρωτοκλ. οὐσιαστ. τονίζεται πάντοτε στήν λήγουσα καίπαίρνει περισπωμένη. Π.χ. τῶν κριτῶν, τῶν ἐργατῶν, τῶν οἰκιῶν, τῶν ἀσθενειῶν κ.ἄ.

6. Ἡ δίφθογγος αι ὅταν βρίσκεται στό τέλος κλιτῆς λέξεως (ἐκτός ἀπό τήν εὐκτική ρήμα-τος, στήν ὁποία θά ἀναφερθοῦμε ἀργότερα) εἶναι βραχεῖα. Π.χ. οἱ ποιηταί, αἱ τιμαί, αἱ ὧραι, αἱσημαῖαι (ἀλλά τοῖς μαθηταῖς, ταῖς τιμαῖς, ταῖς ὥραις· ἐδῶ ἀκολουθεῖ ς, δέν βρίσκεται στό τέλοςτῆς λέξεως τό αι, γι᾿αὐτό εἶναι μακρά συλλαβή) (βλ. καί κανόνες τονισμοῦ).

7. Ἡ γενική καί δοτική τῶν πρωτοκλίτων ὅταν τονίζονται στήν λήγουσα παίρνουν περι-σπωμένη καί στούς δύο ἀριθμούς. Π.χ. τοῦ δικαστοῦ, τῷ δικαστῇ, τῶν δικαστῶν, τοῖς δικασταῖς,τῆς φωνῆς, τῇ φωνῇ, τῶν φωνῶν, ταῖς φωναῖς, κ.ἄ.

8. Τά οὐσιαστικά πού τονίζονται στήν λήγουσα στήν ὀνομαστ. αἰτιατική καί κλητική παίρνουνὀξεῖα (ἡ φωνή, τήν χαράν, τάς δωρεάς), στήν γενική καί δοτική παίρνουν περισπωμένη (τοῦἀθλητοῦ, τῷ δικαστῇ, τῶν πηγῶν, τῶν δωρεῶν κ.ἄ.).

9. Ἀπό τά πρωτόκλιτα πού λήγουν σέ -ης ἐλάχιστα διατηροῦν τήν κατάληξη -η στήν κλητική.Αὐτά εἶναι ὅσα λήγουν σέ -δης, π.χ. ὦ Μιλτιάδη, ὦ Ἀριστείδη, καί ὅσα λήγουν σέ -ης κύρια μήἐθνικά, π.χ. ὦ Ἰωάννη, ὦ Ξέρξη, ὦ Αἰσχίνη. Τά ἄλλα λήγουν σέ ᾰ.

Π.χ. πολῖτα, τεχνῖτα, τελῶνα, κ.ἄ. Τό ὄνομα Δεσπότης ἔχει κλητική Δέσποτα.10. Ὅσα λήγουν σέ -ιτης ἔχουν τό ι τῆς παραλήγουσας μακρό, π.χ. ὁ τεχνίτης, ὦ τεχνῖτα,

οἱ τεχνῖται. Ὅσα λήγουν σέ -ατης ἔχουν τό α τῆς παραλήγ. βραχύ π.χ. ὁ ἐργάτης, οἱ ἐργάται,ὁ διαβάτης, οἱ διαβάται (γι᾿ αὐτό καί παίρνουν ὀξεῖα· βλ. κανόνες τονισμοῦ). Ἐξαιροῦνται τάἐθνικά, π.χ. ὁ Σπαρτιάτης, οἱ Σπαρτιᾶται, ὁ Μανιάτης, οἱ Μανιᾶται, ὁ Τεγεάτης, οἱ Τεγεᾶται.

καί ἔχουν τό α μακρό (γι᾿ αὐτό καί παίρνουν περισπωμένη· βλ. κανόνες τονισμοῦ).11. Τά ἀρσενικά σέ -ιας καί τά θηλυκά σέ -ια ἔχουν τό ι τῆς παραλήγουσας βραχύ (ῐ).Π.χ. ὁ ταμίας, ὁ κτηματίας, οἱ ταμίαι, οἱ τραυματίαι, ἡ ἐργασία, αἱ ἐργασίαι κ.ἄ.

* Tά προηγούμενα μαθήματα Γραμματικῆς εὑρίσκονται στό περιοδικό μας ΑΠΛΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ. Στόἑξῆς ὅμως θά καταχωροῦνται ἐδῶ στό Περιοδικό τοῦ Διαδικτύου.

Γενικές συμπληρωματικές παρατηρήσειςστά οὐσιαστικά Α´ κλίσεως

17