΄΄ Οι περιπέτειες του Οδυσσέα΄΄, Μαρία Φρουδαράκη και...

Post on 15-Feb-2017

88 views 16 download

Transcript of ΄΄ Οι περιπέτειες του Οδυσσέα΄΄, Μαρία Φρουδαράκη και...

«ΣΤΟΥΣ ΚΙΚΟΝΕΣ, ΣΤΟΥΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΥΣ

ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΩΠΕΣ»

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΦΡΟΥΔΑΡΑΚΗ

Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν από τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αμμουδιά να φάνε.

Πολλοί πολεμιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι μπήκαν μέσα στα καράβια και έφυγαν μέσα σε άγρια καταιγίδα.

Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε όμως φύσηξε βοριάς και…

Κάβος Μαλέα

Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις από τους συντρόφους του, για να δουν τι άνθρωποι ζούσαν στη χώρα αυτή. Αυτοί συνάντησαν τους Λωτοφάγους, που τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα μαγεμένα.

Μόλις όμως οι τρεις σύντροφοι του Οδυσσέα έφαγαν τους λωτούς, ξέχασαν την πατρίδα και τους συντρόφους τους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί…

Κρήτη

Κύκλωπες

Ο Οδυσσέας με δώδεκα συντρόφους του βγήκε από το καράβι και είδαν μια θεόρατη σπηλιά. Μπήκαν μέσα και παντού υπήρχαν δοχεία με γάλα, καλάθια με τυρί και πολλά αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίμεναν τον νοικοκύρη.

Όταν τον είδαν όμως τρόμαξαν! Ήταν πανύψηλος κι είχε μόνο ένα μάτι στο μέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφημος, γιος του Ποσειδώνα.

Ποιοι είστε εσείς;

Ξένοι, ναυαγοί από την Τροία.

Για να δω, αν είστε νόστιμοι…

Ας φάω κι άλλους δυο για πρωινό…

Ας φάω κι άλλους δυο για βραδινό…

Ευτυχώς, δεν είδε το κλαδί, που

έκρυψα στις στάχτες…

Ποιο είναι το όνομά σου; Κανένα με

φωνάζουν.

Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο…

Αφού ήπιε όλο το κρασί κι αποκοιμήθηκε ο Κύκλωπας, ο Οδυσσέας άρπαξε το μυτερό κλαδί και , με τη βοήθεια των συντρόφων του , το κάρφωσε στο μάτι του Πολύφημου.

Βοήθεια, με τύφλωσε ο Κανένας!!!

Το πρωί, που ο Κύκλωπας, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, κάθισε κι άπλωνε τα χέρια, για να πιάσει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του.

Όμως, ο πολυμήχανος Οδυσσέας, έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο μεγάλων κριαριών και ο ίδιος κρεμάστηκε απ’ τα μαλλιά του πιο μεγάλου ζώου. Έτσι ο Κύκλωπας χάιδευε τα κριάρια, χωρις να καταλάβει ότι από κάτω κρύβονταν άνθρωποι.

Πολύφημε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την

Ιθάκη!

Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα, που με τύφλωσε, μην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη. Μα, αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει μόνος, με ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συμφορές!!!

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΜΑΡΙΑ ΦΡΟΥΔΑΡΑΚΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΣΙΚΕΛΙΑ

Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα μήνα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν τους έδωσε ένα ασκί, που μέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέμους.

Ένα μόνο άνεμο άφησε απ’ έξω, τον Ζέφυρο, για να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέμασε το ασκί στο κατάρτι. Εννιά μερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη.

Τότε ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε και οι σύντροφοί του άνοιξαν το ασκί, νομίζοντας, ότι έχει μέσα ασήμι και χρυσάφι. Αμέσως όρμησαν έξω όλοι οι άνεμοι κι έσπρωξαν τα καράβια μακριά, στη γη των Λαιστρυγόνων.

Οι Λαιστρυγόνες έτρεξαν στο λιμάνι ουρλιάζοντας. Ήταν άγριοι και ψηλοί σα γίγαντες κι άρπαζαν βράχια και τα έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα και τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους που ήταν μέσα.

Οι άνεμοι τους έριξαν μετά στο νησί της Κίρκης. Ο Οδυσσέας έστειλε μερικούς συντρόφους να πάνε να ρωτήσουν πού βρίσκονται.

Η Κίρκη τους έδωσε μαγικό φίλτρο και τους χτύπησε με ένα μαγικό ραβδί.

Με αυτό το μαγικό ραβδί τους έκανε γουρούνια. Μόνο ένας γλίτωσε κι έτρεξε να φωνάξει τον Οδυσσέα.

Εκείνος άρπαξε το σπαθί του κι έτρεξε στο παλάτι. Η Κίρκη του πρόσφερε ποτό, αλλά ο Οδυσσέας άρπαξε το σπαθί του και την ανάγκασε να ξανακάνει τους συντρόφους του ανθρώπους. Έμειναν εκεί αρκετό καιρό.

Πήγαινε στον Άδη, βρες τον Τειρεσία και ρώτα τον πώς θα φτάσεις στην

Ιθάκη.

Ο Οδυσσέας μπήκε στον Άδη, έσκαψε έναν λάκκο, έσφαξε μέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαμένους, αλεύρι, γάλα, κρασί, νερό και μέλι.

Ο Ποσειδώνας σε μισεί, επειδή τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφημο, τον γιο του. Όμως, αν δεν πειράξετε

τα βόδια του θεού Ήλιου , θα φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη…

Μάντη, Τειρεσία, πες μου… Πώς θα καταφέρουμε να φτάσουμε στην Ιθάκη;

Οι Σειρήνες μάγευαν τους ναυτικούς με το γλυκό τραγούδι τους κι όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν.

Ο Οδυσσέας, όπως τον είχε συμβουλεύσει η Κίρκη, βούλωσε με κερί τα αυτιά των συντρόφων του, για να μην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε να δέσουν τον ίδιο σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού του.

Αχ, τι γλυκό τραγούδι!!! Σας παρακαλώ λύστε με!

Ας τον δέσουμε πιο σφιχτά!

Η Χάριβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας και βούλιαζε τα καράβια. Ευτυχώς δεν την πλησίασαν και γλίτωσαν. Η Σκύλλα, όμως, ενώ ήταν κουλουριασμένη στη σπηλιά της, τέντωσε τα έξι κεφάλια της και έφαγε έξι συντρόφους του Οδυσσέα…

Μετά από πολλά ,μερόνυχτα στη θάλασσα, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου, όπου έβοσκαν τα παχιά του βόδια.

Aν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου , θα

φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη…

Ο Οδυσσέας θυμήθηκε τα λόγια του μάντη Τειρεσία…

Ας φύγουμε καλύτερα μακριά από αυτό το νησί!

Όχι, είμαστε πολύ κουρασμένοι…

Φεύγοντας από το νησί του Ήλιου, ο Δίας έστειλε άγρια καταιγίδα και διέλυσε το καράβι τους. Πνίγηκαν όλοι. Ο μόνος, που γλίτωσε, ήταν ο Οδυσσέας… Πιασμένος από ένα ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα μερόνυχτα.

Τέλος, τα κύματα τον έβγαλαν στο νησί της Καλυψώς.

Πατέρα, Δία, σε παρακαλώ, βοήθησε τον Οδυσσέα να φύγει από το νησί της Καλυψώς.

Εντάξει, Αθηνά. Μείνε ήσυχη. Θα στείλω τον Ερμή στην Καλυψώ.

Καλυψώ, ο Δίας σε διατάζει να αφήσεις τον Οδυσσέα να φύγει.

Έφτιαξε λοιπόν ο Οδυσσέας μια σχεδία και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δεκαεπτά μέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη αλλά…

Ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί, χτύπησε με την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε τεράστια κύματα. Η σχεδία διαλύθηκε και ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα κι έμεινε εκεί για δύο μέρες.

Την Τρίτη μέρα, μια θαλάσσια θεότητα, η Λευκοθέα, τον βοήθησε και βγήκε γυμνός σ’ ένα ακρογιάλι.

Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων… Ξάπλωσε κάτω από μια ελιά.. Σκεπάστηκε με τα φύλλα της και κοιμήθηκε βαθιά.

Την άλλη μέρα τον ξύπνησαν κάποιες χαρούμενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα, Ναυσικά, που έπαιζε με τις φίλες της. Μόλις η βασιλοπούλα είδε τον ξένο, τον οδήγησε στο παλάτι, στο βασιλιά Αλκίνοο.

Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε , κι όταν κάθισαν να φάνε, ο μουσικός του παλατιού, ο Δημόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορώματα των Αχαιών στην Τροία. Τότε ο Οδυσσέας συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.

Χαράματα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιμόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αμμουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα, που του χάρισαν κι έφυγαν.

Ήρθε όμως η θεά Αθηνά, που σκόρπισε την ομίχλη κι έτσι ο Οδυσσέας κατάλαβε , ότι βρισκόταν στην Ιθάκη. Τότε γονάτισε, κλαίγοντας, και φίλησε το χώμα της πατρίδας του.

Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν μπει πολλοί μνηστήρες, που κάθε μέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες στην Ιθάκη. Η Πηνελόπη όμως κλαίει αδιάκοπα και περιμένει να γυρίσεις. Τώρα όμως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύμαιου, και περίμενε εκεί τον ερχομό του γιου σου, του Τηλέμαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη, για να μάθει από το Μενέλαο και από το γέρο Νέστορα νέα για σένα.

Θα σε μεταμορφώσω σε ζητιάνο, για να μη σε αναγνωρίσει

κανείς!

Την άλλη μέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέμαχος.

Ο Εύμαιος πήγε στο παλάτι, για να πει στην Πηνελόπη, ότι ο γιος της γύρισε από το ταξίδι.

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια πάτησε ο Οδυσσέας το χώμα της αυλής του. Κανένας δεν τον γνώρισε. Μόνο ο Άργος, το πιστό σκυλί του, που γέρικο πια, περίμενε το αφεντικό του να γυρίσει. Μόλις τον είδε, ο Άργος κούνησε την ουρά του χαρούμενος κι ο Οδυσσέας τον χάιδεψε δακρυσμένος. Μετά από λίγο ο Άργος ξεψύχησε…

Κάθισε στο κατώφλι και ο Τηλέμαχος του έφερε φαγητό. Οι μνηστήρες όμως τον κορόιδευαν, τον χτυπούσαν, τον φοβέριζαν και του έλεγαν να φύγει.

Θέλω να δω τον ζητιάνο, να τον ρωτήσω, μήπως ξέρει κάτι για τον άντρα μου… Αλλά όχι τώρα. Να νυχτώσει πρώτα, για να φύγουν οι μνηστήρες. Κι εσύ, Ευρύκλεια, πιστή μου σκλάβα, να πλύνεις τα πόδια του ξένου.

Η Ευρύκλεια έφερε μια λεκάνη με νερό, μα καθώς έπλενε τα πόδια του ξένου, έπιασε ένα σημάδι, που είχε ο Οδυσσέας πάνω στο δεξί του γόνατο, και τον γνώρισε αμέσως...

Όμως εκείνος της έκλεισε το στόμα…

Αν με αγαπάς, κράτα το στόμα σου κλειστό!

Μη στενοχωριέσαι… Ο άντρας σου θα έρθει σύντομα…

Η Ευρύκλεια του έστρωσε κρεβάτι να κοιμηθεί…

…μα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε…

Πηνελόπη, φέρε το τόξο και τα βέλη του Οδυσσέα και δώδεκα τσεκούρια με τρύπα στην κορυφή τους.

Ο Εύμαιος έστησε τα τσεκούρια στη σειρά.

Ακούστε με , μνηστήρες! Όποιος μπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει μέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άντρας μου.

Κανένας όμως δεν μπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιμάσει. Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά του έδωσε την πρώτη του μορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάμεσα από τις τρύπες όλων των τσεκουριών.

Οι μνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν. Ο Εύμαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες και ο Οδυσσέας άρχισε να σημαδεύει τους μνηστήρες, που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέμαχος έριχνε κι εκείνος με το τόξο.

Ξύπνα, κυρά μου! Ήρθε ο άντρας σου, ο Οδυσσέας!!!

Δεν την πιστεύω την Ευρύκλεια… Να ήρθε ο Οδυσσέας; Αποκλείεται!

Στ’ αλήθεια είσαι εσύ, Οδυσσέα! Ήρθες!!! Είκοσι ολόκληρα χρόνια σε περίμενα!!!

Εγώ είμαι, Πηνελόπη. Μετά από τόσα χρόνια είμαι πάλι πίσω!

Οι συγγενείς των μνηστήρων πήγαν οπλισμένοι να βρουν τον Οδυσσέα… Κι αφού δεν τον βρήκαν στο παλάτι, πήγαν στα κτήματα του Λαέρτη. Πήραν τότε ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος τα όπλα τους και ετοιμάστηκαν για μάχη.

Σταματήστε τον πόλεμο και γίνετε όλοι φίλοι!

Ορκιζόμαστε πίστη σε ‘σένα, βασιλιά

Οδυσσέα!