Γνωρίζοντας το Νίκο Καζαντζάκη

Post on 17-Mar-2016

221 views 0 download

description

Τα παιδιά του Β2 επιχειρούν μια πρώτη γνωριμία με το μεγάλο Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, εικονογραφώντας αποσπάσματα από την "Αναφορά στον Γκρέκο"

Transcript of Γνωρίζοντας το Νίκο Καζαντζάκη

ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΤα παιδιά του Β2 του 1ου Δημ. Σχολ. Γαζίου επιχειρούν μια πρώτη

γνωριμία με το μεγάλο Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη

2010 -2011

1ο Δημοτικό Σχολείο Γαζίου

Επιμέλεια: Μαριλία Κωστάκη

Οι εικονογράφοι μας

Ανδρουλάκης Στέλιος

Ζενουνάι Άντζελα

ΖουρίδηΒαγγελίτσα

ΚαλλέργηΦωτεινή

ΚαμάρηςΑντώνης

Κοτσίφης Γεώργιος

ΛουλουδάκηΡίτσα

ΜελικώνηΜαρίνα

ΜιχαλίτσηΑριέτα

ΜπαγκέρηΜαρία

Μπαλούρδος Βαλάντης

Μπλαναρίου Σέρτζιο

Μπορμπαντωνάκης Σπύρος

ΝταήςΛουκάς

ΠαναγιωτάκηΓωγώ

Σαριδάκης Αργύρης

ΣταυρακάκηΝίκη

Στρατήγης Χρήστος

ΣφίγγαΚωνσταντίνα

ΤζαγκαράκηΡάνια

Τζαγκαράκης Γιώργος

ΤσαφαντάκηΕιρήνη

ΧριστοδουλάκηΦιλία

: Εικόνα εξώφυλλου Κωνσταντίνα Σφίγγα

: Εικόνα οπισθόφυλλου ΜαρίαΜπαγκέρη

Αποσπάσματα από την «Αναφορά στον Γκρέκο»

Ο παππούς μουΔυο φορές το χρόνο, τη Λαμπρή και τα Χριστούγεννα, κινούσε

από το μακρινό χωριό ο παππούς μου κι έρχουνταν στο Μεγάλο Κάστρο να δει τ’ αγγόνια του και την κόρη…

Γέρος κοτσονάτος, με άκουρα άσπρα μαλλιά, με γαλάζια γελούμενα μάτια, με βαριές χερούκλες όλο ρόζους. Άπλωνε να με χαδέψει και το δέρμα μου ξεγδέρνουνταν. Φορούσε την κυριακάτική του σκούρα λουλακιά φουφούλα, μαύρα στιβάνια, άσπρο με γαλάζιες βούλες κεφαλομάντιλο. Και κρατούσε, τυλιμένο σε λεμονόφυλλα, το ίδιο πάντα πεσκέσι: ένα γουρουνόπουλο ψητό στο φούρνο. Γελούσε, το ξεσκέπαζε και μοσκομύριζε το σπίτι. Κι από τότε τόσο πολύ έσμιξε, έγινε ένα ο παππούς μου με το ψητό γουρουνάκι και με τα λεμονόφυλλα, που δεν μπορώ πια να μυριστώ ψημένο χοιρινό κρέας ή να μπω σε περιβόλι λεμονιές, χωρίς ν’ ανέβει στο μυαλό μου, γελαστός, απέθαντος, με το ψητό γουρουνόπουλο στα χέρια, ο παππούς μου. Και χαίρουμαι γιατί όσο ζω, θα ζει κι αυτός μέσα μου, κανένας άλλος πια στον κόσμο δεν τον θυμάται, και θα πεθάνουμε μαζί. Ο παππούς μου ετούτος στάθηκε ο πρώτος που μ’ έκαμε να μη θέλω να πεθάνω για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου. Από τότε, πολλοί αγαπημένοι μου που πέθαναν, κατέβηκαν όχι στο χώμα παρά μέσα στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως όσο ζω, θα ζούνε

(σ. 35)

Γιώργος Τζ., Ο παππούς του Νίκου Καζαντζάκη

Αύγουστος

Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας. Αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια. Τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο…

Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη. Τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα ‘χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο. Κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα […]

Αργύρης, Ο παππούς πατάει σταφύλια

Μαρίνα, Ο αγαπημένος μήνας του Νίκου Καζαντζάκη

Άντζελα, Τα αμπέλια του παππού

Γωγώ, Κήπος τον Αύγουστο

Ο σεισμόςΑπό φιλότιμο, από την ιδέα ως είμαι Κρητικός κι από το φόβο

του πατέρα μου, κατάφερα από παιδί να νικήσω το φόβο. Ένα μονάχα φόβο δεν είχα ακόμα μπορέσει να νικήσω: τον τρόμο που μου ‘δινε ο σεισμός.

Συχνά το Μεγάλο Κάστρο κουνιόταν σύρριζα, μουγκρητό ακούγουνταν κάτω στα υπόγεια του κόσμου, η φλούδα της γης έτριζε κι οι κακόμοιροι οι άνθρωποι τα ‘χαναν.

Ο δάσκαλος μια μέρα, ο γερο-Πατερόπουλος, μας εξήγησε για να μας ησυχάσει:

-Πράμα δεν είναι ο σεισμός, παιδιά, μην τον φοβάστε. Ένας ταύρος είναι κάτω από τα χώματα και μουγκρίζει. Χτυπάει με τα κέρατά του τη γης, κι η γης κουνιέται. Οι παλιοί Κρητικοί τον έλεγαν Μινώταυρο. Πράμα δεν είναι.

Χρήστος, «Πράμα δεν είναι ο σεισμός, παιδιά. Ένας ταύρος είναι κάτω από τα χώματα και μουγκρίζει. Χτυπάει με τα κέρατά του τη γης, κι η

γης κουνιέται»

Μα ο φόβος μας, ύστερα από την παρηγοριά αυτή του δασκάλου, πλήθυνε. Ένα πράμα λοιπόν ζωντανό, ένα θεριό με κέρατα είναι ο σεισμός, μουγκρίζει και κουνιέται κάτω από τα πόδια μας και τρώει ανθρώπους. […]

«Ένα πράμα λοιπόν ζωντανό, ένα θεριό με κέρατα είναι ο σεισμός»

Μια μέρα όμως που περνούσα από τον τούρκικο μαχαλά, γρήγορα γρήγορα, γιατί σιχαίνουμουν τη μυρωδιά που έβγαζαν οι Τούρκοι, η γης πάλι κουνήθηκε, τα πορτοπαράθυρα έτριξαν κι ακούστηκε βουή, σαν να γκρεμίζουνταν σπίτια. Απόμεινα στη μέση του στενού σοκακιού ξερός από την τρομάρα μου. Είχα καρφώσει τα μάτια στη γης και περίμενα ν’ ανοίξει, να προβάλει ο ταύρος να με φάει. Και να, άξαφνα, μια δοξαρωτή πόρτα άνοιξε, ένα περβόλι φάνηκε και τρία χανουμάκια πετάχτηκαν όξω με το πρόσωπο ξέσκεπο, ξυπόλυτα, ξεχτένιστα, σκόρπισαν δώθε-κείθε κατατρομαγμένα κι έβγαζαν ψιλές φωνές σαν χελιδόνια. Όλο το στενό σοκάκι μύρισε μόσκο. Από την ώρα εκείνη, σε όλη μου τη ζωή, ο σεισμός πήρε άλλο πρόσωπο, όχι πια άγριο πρόσωπο ταύρου, δε μούγκριζε πια, τιτίβιζε σαν πουλί, σεισμός και χανουμάκια έγιναν ένα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα μια σκοτεινή δύναμη να σμίγει με το φως και να φωτίζεται.

Όμοια πολλές φορές στη ζωή μου, πότε θεληματικά, πότε άθελά μου, έβαζα μια καλόβολη μάσκα στις τρομάρες –στον έρωτα, στην αρετή και στην αρρώστια- και μπόρεσα έτσι να βαστάξω τη ζωή.

(σ. 70-71)

Αντώνης, Ο σεισμός

Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί Ώρες μάς έπαιρνε τ’ αφτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια

βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν, και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο.

Ρίτσα, «Ώρες μας έπαιρνε τα αφτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή

περισπωμένη»

Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες.

Βαλάντης, «Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά»

Κι ίσα ίσα ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε.

Σπύρος, «Κι ίσα ίσα ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε»

Τότε πια ένας μαθητής, χλομός, κοκκινομάλλης, που ‘χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!

Λουκάς, «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!»

Αριέτα, Ο δάσκαλος σιωπά και όλοι ακούνε το πουλί

Φιλία, Ο δάσκαλος εξηγεί στους μαθητές τα γράμματα και τους τόνους

Η Νέα Παιδαγωγική[…] Στην Τετάρτη τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής

του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ’ ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης…

Σέρτζιο, Ο διευθυντής του Σχολείου

Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική. Μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά, ήταν ολομόναχος. Η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι.

Κωνσταντίνα, «Μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά, ήταν ολομόναχος. Η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι»

Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα. Αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα. Και σταυρό τα χέρια. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα, «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!».

Κι, αλήθεια, είδαμε. Όταν κάναμε καμιάν αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα. Κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ’ αφτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.

Ράνια, Ο δάσκαλος που χτυπούσε τα παιδιά στα αφτιά

Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:

-Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;

Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.

Μαρία, «Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα»

-Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.

Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.

Ειρήνη, «Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου»

-Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.

Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.

-Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!

(σ. 58-59)

Στέλιος, Ο διευθυντής φωνάζει στον Καζαντζάκη

Η μάνα μου      Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της.[…]

Στέλιος, Η μητέρα του Ν. Καζαντζάκη

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη.

Κωνσταντίνα, «Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο»

Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά…

Νίκη, Η μητέρα του Ν. Καζαντζάκη σκουπίζει το σπίτι

Ειρήνη, Η μητέρα του Καζαντζάκη ασχολείται με δουλειές του σπιτιού

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας  ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Φιλία, «Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου»

Ειρήνη, «Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου»

Γωγώ, Ο Ν. Καζαντζάκης με τη μητέρα του στο σπίτι τους

Σέρτζιο, «Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου»

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Αριέτα, Ο Καζαντζάκης δίνει ένα λουλούδι γαζίας στη μαμά του

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και μου χαμογελούσε.

Ράνια, Μητέρα και παιδί κάθονται κοντά στο παράθυρο και κουβεντιάζουν

Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Ρίτσα, «Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο»

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…

Λουκάς, Το καναρίνι ελεύθερο πετά πάνω από τα κεφάλια μητέρας και παιδιού

Βαλάντης, Μητέρα και παιδί συζητούν έξω απ’ το σπίτι

Αργύρης, Το σπίτι του Ν. Καζαντζάκη

Άντζελα, Ο Ν. Καζαντζάκης με τη σύζυγό του στο σπίτι τους

Βαγγελίτσα, Ο Ν. Καζαντζάκης με τη γυναίκα του στο σπίτι τους

Τα παιδιά του Β2 του 1ου Δημ. Σχολ. Γαζίου 2010-2011 Συναντούν το Νίκο Καζαντζάκη και την

οικογένειά του μέσα από το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»