Post on 31-Jul-2015
Λέξη Σημασία Συνώνυμο Ετυμολογία1 αμφιβάλλω Δεν είμαι βέβαιος,
σίγουρος για κτ., έχω αμφιβολίες
αμφισβητώ Αμφί+βάλλω
2 αναβάλλω μεταθέτω στο μέλλον την εκτέλεση μιας ενέργειας, τη λήψη μιας απόφασης
ακυρώνω Ανά+βάλλω
3 αποβάλλω 1.παύω να έχω2.επιβάλλω σε μαθητή την ποινή της αποβολής3.για μόσχευμα που δεν το δέχεται ο οργανισμός·
διώχνω,
απορρίπτω
Από+βάλλω
4 διαβάλλω κατηγορώ κπ. σε τρίτους ψευδώς και με ύπουλο τρόπο
συκοφαντώ Διά+βάλλω
5 εισβάλλω εισέρχομαι, μπαίνω βίαια και ορμητικά.
εισέρχομαι Εις+βάλλω
6 βάλλω 1.ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο2. εκτοξεύω κατηγορίες
χτυπώ, επιτίθεμαι
7 αντιπαραβάλλω 1.παραβάλλω, συγκρίνω κτ. με κτ. άλλο
αντιπαραθέτω Αντί+παρά+βάλλω
ΑΣΚΗΣΗ - ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΟΣ (ΒΑΛΛΩ)