το κόκκινο μπαλονι

Post on 02-Jul-2015

1.477 views 0 download

Transcript of το κόκκινο μπαλονι

Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήρθε κι έφυγε νωρίς. Χωρίς χιόνια και κρύα. Τον διαδέχτηκε μια Άνοιξη βροχερή και μουντή. Η αμυγδαλιά στη γωνία του δρόμου ίσα που πρόλαβε ν’ ανθίσει κι ύστερα τα λευκά της λουλούδια τα παρέσυρε το νερό της βροχής. Το καλοκαίρι μπήκε απότομα, καυτό και ξερό, τόσο καυτό που έμοιαζε να θέλει να στεγνώσει και την ίδια τη θάλασσα.

Σημάδια του καιρού περίεργα που κανείς δεν είχε χρόνο να προσέξει. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν βιαστικά στις δουλειές του, έμπαινε κι έβγαινε στα λεωφορεία και στο μετρό. Κι έτσι κι αλλιώς οι μυρωδιές της φύσης είχαν από καιρό χαθεί.

Μόνο η μικρή Δέσποινα είχε προσέξει πως κάτι παράξενο γινόταν. Οι γονείς της έλειπαν πολλές ώρες από το σπίτι και καθώς εκείνη βαριόταν τα παιχνίδια που γέμιζαν κάθε γωνιά του δωματίου της, χάζευε από το παράθυρο της τον κόσμο.

Έτσι κατάλαβε το μπέρδεμα των εποχών. Μα ούτε κι εκείνη το σκέφτηκε για πολύ. Συνέχισε να ασχολείται με το αγαπημένο της παιχνίδι: τα χρωματιστά της μπαλόνια. Καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της φούσκωνε χρωματιστά μπαλόνια και τα έβλεπε να ταξιδεύουν στον ουρανό. Έβαζε στοίχημα με τον εαυτό της ποιο μπαλόνι θ’ ανέβει πιο ψηλά.

Το ίδιο παιχνίδι έπαιζε κι όταν πήγαινε στη γειτόνισσα της τη γιαγιά Σοφία για να της κάνει παρέα. Η γιαγιά Σοφία έφτιαχνε τηγανίτες με μέλι και η Δέσποινα έπαιζε χαρούμενη με τα χρωματιστά μπαλόνια της.

Μια μέρα η Δέσποινα βρήκε ένα μπαλόνι κόκκινο, τόσο κόκκινο σαν καρπούζι καλοκαιρινό. Ξεκίνησε να το φουσκώνει, μα φούσκωνε φούσκωνε κι εκείνο μεγάλωνε διαρκώς σαν να μην είχε τέλος.

Έγινε μεγάλο σαν ήλιος που δύει στον ουρανό. Τόσο μεγάλο που σε λίγο σήκωσε τη Δέσποινα σον αέρα. Κι όταν η γιαγιά προσπάθησε να την κρατήσει σήκωσε και τη γιαγιά.

Εκείνη τη μέρα βρέθηκαν να ταξιδεύουν στον αέρα μια γιαγιά κι ένα κορίτσι μ’ ένα κόκκινο μεγάλο μπαλόνι και να χαζεύουν τον κόσμο από ψηλά. Κι ο κόσμος έμοιαζε όμορφος και παράξενος μαζί τόσο μικρός που φαινόταν.

Το θέαμα τις είχε συνεπάρει. Ξέχασαν τους φόβους τους και χάζευαν τη γη που ατελείωτη απλωνόταν από κάτω. Ξαφνικά, το μπαλόνι μαζί με τη γιαγιά και τη Δέσποινα χώθηκε μέσα σ’ ένα μαύρο σύννεφο καπνού. Όχι μόνο δεν έβλεπαν τίποτα, μα τους κόπηκε η ανάσα κι άρχισαν να βήχουν με δυσφορία.

Τότε ένα ρεύμα αέρα σήκωσε το μπαλόνι ψηλά. Κοίταξαν κάτω από τα πόδια τους τις καμινάδες ενός μεγάλου εργοστασίου. Με θλίψη είδαν τους καπνούς σαν μαύροι δράκοι να απλώνονται στο γαλάζιο ουρανό….

«Κρίμα» σκέφτηκαν. Μα πριν προλάβουν να πουν κάτι παραπάνω, το τοπίο μπροστά τους είχε κιόλας αλλάξει και ξεχάστηκαν ξανά χαζεύοντας την ομορφιά που απλωνόταν ως εκεί που έφτανε ο ορίζοντας.

Περνούσαν τώρα πάνω από ένα μικρό δάσος. Ένα ποταμάκι το έκοβε στη μέση. Ζώα και πουλιά ξεδιψούσαν στο νερό του.

Ξαφνικά μια μικρή στήλη καπνού και κόκκινες φλόγες ξεπετάχτηκαν από μια μεριά του δάσους. Πρώτα τις είδε η Δέσποινα. Καθώς το έδειχνε στη γιαγιά Στέλλα παρατήρησε ότι η φωτιά είχε ξεσπάσει πάνω σε μια στοίβα από σκουπίδια. Πώς είχαν βρεθεί μέσα στο δάσος τα σκουπίδια; Αναρωτήθηκαν και οι δύο χωρίς να πουν λέξη.

Η φωτιά γρήγορα απλώθηκε σε όλο το δάσος. Σε λίγο τα ζώα έτρεχαν πανικόβλητα να σωθούν.

Η Δέσποινα και η γιαγιά είδαν μια μικρή αλεπού που είχε παγιδευτεί στο ξέφωτο του δάσους. Πλησίαζαν κιόλας από πάνω της….

Ένα ρεύμα αέρα κατέβασε το μπαλόνι χαμηλά. Η Δέσποινα βρήκε την ευκαιρία κι άρπαξε τη μικρή αλεπουδίτσα στη αγκαλιά της. Ύστερα το μπαλόνι υψώθηκε πάλι στον ουρανό.

Είχε πια μεσημεριάσει. Ένα μικρό κορίτσι, μια γιαγιά και μια κόκκινη αλεπού ταξίδευαν τώρα πια στον ουρανό κρατώντας ένα κόκκινο μεγάλο μπαλόνι.

Την ίδια στιγμή κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου, σε μια παραλία με φοινικόδεντρα και πράσινα σαν ρουμπίνια νερά, έπαιζαν τρία αγόρια με τις σανίδες τους γλιστρώντας επάνω στα κύματα.

Λίγο αργότερα τα τρία αγόρια βρέθηκαν να χαζεύουν ένα μεγάλο κοχύλι που τα κύματα είχαν βγάλει στην παραλία….

Το πιο θαρραλέο απ’ αυτά ο Μαχού μπήκε μέσα στο κοχύλι κι αποφάσισε να κάνει μια μικρή βόλτα στη θάλασσα. Μα τα θαλάσσια ρεύματα τον τράβηξαν πιο μακριά απ’ όσο υπολόγιζε.

Ξαφνικά είδε μέσα στη θάλασσα ένα γλάρο με κατάμαυρα φτερά να προσπαθεί απελπισμένα να πετάξει. Ύστερα παρατήρησε πως η θάλασσα ήταν μαύρη ως εκεί που έφτανε το μάτι του. «Πετρελαιοκηλίδα» σκέφτηκε. Φαίνεται πως ο γλάρος είχε πέσει μέσα σε αυτήν την πετρελαιοκηλίδα και τα φτερά του κόλλησαν. Μάταια προσπαθούσε να σωθεί…

Ο Μαχού τον πλησίασε προσεχτικά για να μην τον τρομάξει και τον τράβηξε έξω από τα νερά. Ύστερα ασχολήθηκε με το καθάρισμα των φτερών του.

Πόσες ώρες ταξίδευε ο Μαχού στη θάλασσα; Σίγουρα πολλές και πάντως τόσες ώστε η δικιά του πορεία να διασταυρωθεί με τη πορεία των ταξιδιωτών με το μπαλόνι. Κι έτσι η μοίρα το ήθελε τη στιγμή ακριβώς που το περίεργο κόκκινο μπαλόνι έσκασε, ο Μαχού με το γλάρο και το μεγάλο κοχύλι να βρεθεί ακριβώς από κάτω.

Ήταν η σανίδα σωτηρίας τους. Ο ήλιος έγερνε πια προς τη θάλασσα. Ένα αγόρι κι ένας γλάρος, μαζί μ’ ένα κορίτσι, μια γιαγιά και μια μικρή αλεπού ταξίδευαν μέσα σ’ ένα πελώριο κοχύλι.

Κι έπαιρνε να βραδιάζει. Ο ουρανός βάφτηκε με χίλια χρώματα και η θάλασσα απλωνόταν από παντού γαλήνια και απέραντη.

Μα ο Μαχού ήξερε καλά αυτά τα νερά. Με ψυχραιμία οδήγησε το κοχύλι πίσω στην ακτή. Κι εκεί βρέθηκαν μπροστά στη φωτιά να μιλούν για όλα όσα είχαν δει. Η Δέσποινα μίλησε για το μπέρδεμα των εποχών, για τους καπνούς από το εργοστάσιο και για τα σκουπίδια με τη φωτιά μέσα στο δάσος. Ο Μαχού για το πετρέλαιο μέσα στη θάλασσα και για το γλάρο. Κι η γιαγιά άκουγε σιωπηλή και στενοχωρημένη.

Ήταν φανερό πως ο κόσμος κινδύνευε. Κι ακόμα πιο φανερό πως έπρεπε να γίνει κάτι. Η ιδέα ήταν της Δέσποινας. Βρήκαν χαρτί και μολύβι κι έγραψαν τρία γράμματα. Και στα τρία το ίδιο μήνυμα: Πως ο κόσμος έπρεπε να σωθεί. Από τι κινδύνευε και τι έπρεπε να κάνουν όλα τα παιδιά της γης για να βοηθήσουν.

Με το πρώτο φως της μέρας, τα τρία μηνύματα μπήκαν σε τρία μπουκάλια και ύστερα γλίστρησαν απαλά πάνω στη θάλασσα. Και έλπιζαν οι ταξιδευτές μας ότι ήταν ικανά αυτά τα τρία μυνήματα να κινητοποιήσουν τα παιδιά όλου του κόσμου. Θα μπορούσαν;

Το πρώτο μήνυμα το πήρε ένα παιδί που έγραφε συνθήματα στους τοίχους. Το διάβασε προσεχτικά κι ύστερα γέμισε τους τοίχους όλης της πόλης με το σύνθημα «ΣΩΣΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ». Μετά έγραφε το ραντεβού που είχε βρει μέσα στο μήνυμα του μπουκαλιού και αφορούσε τα παιδιά όλης της γης.

Το δεύτερο μήνυμα το πήρε ένα παιδί που ασχολιόταν φανατικά με υπολογιστές. Έγραψε το μήνυμα στον υπολογιστή του και το ταχυδρόμησε ηλεκτρονικά σε όσα περισσότερα παιδιά μπορούσε.

Το τρίτο μήνυμα το πήρε ένα κορίτσι που τραγουδούσε πολύ όμορφα. Κι έκανε μια μεγάλη συναυλία κι εκεί είπε το μήνυμα σε όλα τα παιδιά που βρίσκονταν εκεί.

Κι όταν η άλλη μέρα ξημέρωσε, τα παιδιά όλης της γης, βγήκαν από τα σπίτια τους μα δεν πήγαιναν σχολείο. Και δεν κρατούσαν σάκες στα χέρια τους μα μικρά δέντρα. Και το κάθε παιδί από την παγωμένη Αλάσκα ως το ζεστό Ισημερινό φύτεψε κι από ένα δέντρο. Η αρχή είχε γίνει. Τελικά πολλοί είχαν ακούσει το μήνυμα. Ο κόσμος δεν είχε ακόμα σωθεί μα τώρα τουλάχιστον υπήρχε η ελπίδα.

©ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΘΗΤΕΛΟΣ