σύνθετα του άγω

Post on 24-Nov-2014

303 views 1 download

Transcript of σύνθετα του άγω

Σύνθετα ρήματα σε Σύνθετα ρήματα σε -άγω / -άγομαι-άγω / -άγομαι

ΠροθέσειςΠροθέσεις : εν, συν, προς, : εν, συν, προς, προ, αν(ά), κατ(ά), δι(ά), προ, αν(ά), κατ(ά), δι(ά),

μετ(ά), συν, επ(ί), απ(ό), εξ, μετ(ά), συν, επ(ί), απ(ό), εξ, εις, παρ(ά), υπ(ά)εις, παρ(ά), υπ(ά)

Σχηματισμός χρόνωνΣχηματισμός χρόνων

Θέμα ενεστώτα : αγ-Θέμα ενεστώτα : αγ-

Θέμα αορίστου : αγαγ-Θέμα αορίστου : αγαγ-

π.χ.

Ε. : παράγω παράγομαι Π. παρήγα παραγόμουνΜ. εξ. : θα παράγω θα παράγομαιΜ. στ. : θα παραγάγω θα παραχθώΑ. : παρήγαγα παρήχθηνΠκ. : έχω παραγάγει έχω παραχθείΥ. : είχα παραγάγει είχα παραχθείΤ. Μ. : θα έχω παραγάγει θα έχω παραχθεί

ενάγω, ενάγομαι, ενάγων, εναγόμενοςενάγω, ενάγομαι, ενάγων, εναγόμενος

(ΝΟΜ.) κατηγορώ, διώκω δικαστικά, κατηγορώ, διώκω δικαστικά, εγκαλώ, μηνύωεγκαλώ, μηνύω

ενάγων-ουσαενάγων-ουσα : ο/η διάδικος που καταθέτει : ο/η διάδικος που καταθέτει δικαστική αγωγή εναντίον κάποιουδικαστική αγωγή εναντίον κάποιου

εναγόμενος-ηεναγόμενος-η : ο/η διάδικος εναντίον του : ο/η διάδικος εναντίον του οποίου κατατίθεται αγωγήοποίου κατατίθεται αγωγή

συνάγω, συνάγομαισυνάγω, συνάγομαι

διαπιστώνω βάσει δεδομένων, συμπεραίνω(-συμπεράσματα, αποτελέσματα, κρίση, γνώμη)

π.χ. Από τα προαναφερθέντα συνάγουμε ότι η λύση

του προβλήματος είναι εξαιρετικά δυσχερή

συνάγεται (απροσ.) : προκύπτει, συμπεραίνεται

π.χ. Από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν συνάγεται ότι υπάρχει παρανομία

συναγωγήσυναγωγή

Συγκέντρωση ομοειδών ή συναφών αντικειμένων

π.χ. «Συναγωγή νέων λέξεων…», τίτλος λεξικού

εβραϊκή συναγωγή

προσάγω, προσάγομαι, προσαγωγήπροσάγω, προσάγομαι, προσαγωγή

(ΝΟΜ.) παρουσιάζω στοιχεία σχετικά με μια δικαστική υπόθεση

(-πειστήρια, αποδείξεις)

οδηγώ ενώπιον δικαστηρίου ή ανακριτή

(π.χ. Ο δολοφόνος θα προσαχθεί αύριο στον τέταρτο τακτικό ανακριτή)

προάγω, προάγομαι, προαγωγήπροάγω, προάγομαι, προαγωγή

ενισχύω, βελτιώνω, βοηθώ, αναπτύσσω (αντ. : υπονομεύω)

π.χ. τέτοιες εμπρηστικές δηλώσεις δεν προάγουν το κλίμα φιλίας και συνεργασίας των δύο χωρών

(για πρόσωπα) : ανεβάζω σε ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα, αναβαθμίζω (αντ. υποβαθμίζω)

π.χ. προήχθη σε συνταγματάρχη

προάγομαι (για μαθητή) : προβιβάζομαι στην επόμενη τάξη

προαγωγικές εξετάσεις

προαγωγός : μαστροπός

ανάγω, ανάγομαι ανάγω, ανάγομαι

αποδίδω σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή αρχική αιτία

π.χ. Σύγχρονοι μελετητές ανάγουν το θεσμό αυτό στα χρόνια της

τουρκοκρατίαςπ.χ. Ανάγει την μεταξύ τους έχθρα στις έντονα ανταγωνιστικές

τους σχέσεις από την παιδική τους ήδη ηλικία

μετατρέπω, αναδεικνύωπ.χ. Έχει αναγάγει την απραξία σε τρόπο ζωής

ανάγομαι : προσδιορίζομαι, χρονολογούμαιπ.χ. Το γενεαλογικό τους δέντρο ανάγεται στους ήρωες της

επανάστασης του 1821

αναγωγή, ανάγωγος αναγωγή, ανάγωγος

αναγωγή : το να τοποθετώ (πράξη, σχέση, κατάσταση) σε άλλη βάση ή διάσταση

π.χ. Η αναγωγή του θέματος σε μείζον πρόβλημα θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις

ανάγωγος-η-ο : αυτός που δεν έχει καλή αγωγή, ανατροφή, κακομαθημένος, αγενής

π.χ. Είναι ανάγωγος. Κοίτα πώς μιλά στους γονείς του.

κατάγομαι, καταγωγή κατάγομαι, καταγωγή

κατάγομαι : προέρχομαι, έλκω την καταγωγή μου

καταγωγή : οικογενειακή, εθνική, φυλετική κ.τ.λ.

π.χ. Έχω συνείδηση της ελληνικής μου καταγωγής

διάγω, διαγωγήδιάγω, διαγωγή

διάγω : περνώ τη ζωή μου / τον καιρό μου με συγκεκριμένο τρόπο

π.χ. Διάγω έκλυτο βίο

διαγωγή : τρόπος συμπεριφοράς π.χ. Δείχνω σωστή διαγωγή

π.χ. Διαγωγή κοσμία

μεταγωγή, μεταγωγικόςμεταγωγή, μεταγωγικός

μεταγωγή : μεταφορά (προσώπου ή πράγματος) από έναν τόπο σε άλλον.

Κυρίως κρατουμένων με τη συνοδεία φρουρών (από φυλακή σε φυλακή ή δικαστήριο).

> Τμήμα μεταγωγών

μεταγωγικός-ή-ό : αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για μεταφορές

π.χ. μεταγωγική υπηρεσία στρατού, μεταγωγικό σώμα, μεταγωγικό αεροσκάφος

Το μεταγωγικό : κάθε είδους στρατιωτικό μεταφορικό μέσο (ζώο, όχημα, σκάφος)

συνεπάγεται, συνεπαγωγήσυνεπάγεται, συνεπαγωγή Συνεπάγεται : 1. έχει ως αποτέλεσμαπ.χ. Κάθε απρόσεκτη κίνηση συνεπάγεται πολλούς κινδύνους

2. Απορρέει το συμπέρασμαπ.χ. Από τα λεγόμενά του συνεπάγεται ότι τα πράγματα

καλυτερεύουν

3. Οδηγεί στο συμπέρασμαπ.χ. Το γεγονός ότι δεν είναι πειστικός δεν συνεπάγεται και ότι

δεν λέει την αλήθεια

4. Μαθηματικό σύμβολο σε εξίσωση : =>

συνεπαγωγή : ό,τι προκύπτει ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα από κάτι άλλο ή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεσή του

απάγω, απάγομαι, απαγωγή, απάγω, απάγομαι, απαγωγή, απαγωγέαςαπαγωγέας

απάγω : αρπάζω βία κάποιον, συνήθως με σκοπό τον εκβιασμό

π.χ. Απήγαγαν το γιο του και ζήτησαν λύτραπ.χ. Οι τρομοκράτες απήγαγαν τρεις βουλευτές και

τους κρατούν ομήρους

Παράγω-ομαιΠαράγω-ομαι

δημιουργώ / κατασκευάζω προϊόντα μαζικάπ.χ. το εργοστάσιό μας παράγει τα καλύτερα υφάσμαστα της

αγοράς

δίνω ως καρπόπ.χ. Η χώρα μας παράγει βαμβάκι, λάδι κ.α.

κάνω κάτι να υπάρξειπ.χ. οι παλμικές κινήσεις παράγουν ήχο

δημιουργώ, είμαι αποδοτικόςπ.χ. παράγω έργο

(το μέσο / ΓΛΩΣΣ.) : σχηματίζομαι, προέρχομαιπ.χ. η λέξη λόγος παράγεται από τη λέξη λέγω

παραγωγήπαραγωγή δημιουργία

π.χ. παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας

Το σύνολο των διαδικασιών που αποσκοπούν στη δημιουργία προϊόντος σε μεγάλες ποσότητες

π.χ. μαζική, πρωτογενής παραγωγή / παραγωγή χαρτιού

Το σύνολο των προϊόντων σε κάποιο τομέαπ.χ. Η φετινή παραγωγή βάμβακος ήταν φτωχή / πνευματική

παραγωγή

Χρηματοδότηση και συντονισμός καλλιτεχνικού έργου

(ταινίας, εκπομπής)

Η δημιουργία μιας λέξης από ήδη υπάρχουσα

Παραγωγός (ο/η)Παραγωγός (ο/η)

Αυτός που παράγει (καλλιεργεί ή κατασκευάζει) κατ’αντιδιαστολή προς τον έμπορο ή το μεσάζοντα

Ο επιχειρηματίας που χρηματοδοτεί καλλιτεχνικό έργο

Ραδιοφωνικός παραγωγός

ΠαραγωγικότηταΠαραγωγικότητα : δημιουργικότητα, : δημιουργικότητα, αποδοτικότητααποδοτικότητα

ΠαραγωγικόςΠαραγωγικός : :

1. αυτός που σχετίζεται με τον παραγωγό ή 1. αυτός που σχετίζεται με τον παραγωγό ή την παραγωγή (διαδικασίες, δυνάμεις, την παραγωγή (διαδικασίες, δυνάμεις, μέσα)μέσα)

2. αποδοτικός (εργασία, επιχείρηση)2. αποδοτικός (εργασία, επιχείρηση)

3. ΓΛΩΣΣ. Παραγωγική κατάληξη, επίθημα3. ΓΛΩΣΣ. Παραγωγική κατάληξη, επίθημα

Παράγωγος-η-οΠαράγωγος-η-ο

Αυτός που παράγεται από κάποιον άλλον (προϊόν, λέξη)

Ό,τι παράγεται δευτερευόντως από ένα προϊόν

π.χ. η βενζίνη είναι παράγωγο του πετρελαίου

απαγωγή, παραγωγή, επαγωγήαπαγωγή, παραγωγή, επαγωγή(φιλοσοφία)(φιλοσοφία)

απαγωγή / παραγωγή : μέθοδος συλλογισμού κατά την οποία ή σκέψη ξεκινά από τα γενικά για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για το μερικό

απαγωγική ή παραγωγική μέθοδος / συλλογισμός

(π.χ. Οι πλανήτες γυρίζουν γύρω από τον ήλιο. Η γη είναι πλανήτης. Άρα, η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο)

επαγωγή, επαγωγική μέθοδος / συλλογισμός (από τα ειδικά προς τα γενικά)

εξάγω, εξάγομαι, εξαγωγή, εξάγω, εξάγομαι, εξαγωγή, εξαγωγέας, εξαγωγικός, εξαγώγιμος, εξαγωγέας, εξαγωγικός, εξαγώγιμος,

εξαγόμενοςεξαγόμενος πουλώ στο εξωτερικό Βγάζω (συγκεκριμένες χρήσεις)

(αλάτι από τη θάλασσα, πολύτιμο μετάλλευμα, χαλασμένο δόντι, συνάλλαγμα παράνομα, συμπέρασμα, κουλτούρα/ιδεολογία-μτφρ.)

Εξαγώγιμος : αυτός που είναι κατάλληλος για εξαγωγήπ.χ. εξαγώγιμο προϊόν

Εξαγωγικός : αυτός που σχετίζεται με την εξαγωγή(εμπόριο, διαδικασία, ενδιαφέρον, πρόγραμμα, κίνηση, κέντρο

κ.α.)π.χ. ενίσχυση της εξαγωγικής προσπάθειας

π.χ. αύξηση της εξαγωγικής κίνησης

Εισάγω, εισάγομαι, εισαγωγή, εισαγωγέας, Εισάγω, εισάγομαι, εισαγωγή, εισαγωγέας, εισαγώγιμος, εισαγόμενοςεισαγώγιμος, εισαγόμενος

φέρνω από ξένη χώρα βάζω μέσα οδηγώ κάποιον στη σταδιακή κατάκτηση γνώσης ή

τέχνης, μυώ, μαθαίνω, διδάσκωπ.χ. Τον εισήγαγε στα μυστικά της τέχνης του

φέρνω προς ψήφιση, συζήτηση, επικύρωση σε αρμόδιο συλλογικό όργανο

π.χ. Ο πρόεδρος εισήγαγε προς συζήτηση δύο θέματα εκτός ημερησίας διάταξης (προτάσεις, ρυθμίσεις, προσθήκες, μέτρα, σε δίκη)

συμβάλλω στη διάδοση, καθιερώνω (μόδα, θεωρία, ιδεολογία, μέθοδο, αντίληψη, ορολογία, τεχνοτροπία,

κουλτούρα, νέα οπτική, αισθητική, ξένα έθιμα/ συνήθειες, καινά δαιμόνια)

(χρηματιστήριο) εντάσσω στη διαδικασία διαπραγμάτευσης π.χ. Νέες μετοχές του ΟΤΕ θα εισαχθούν στο

χρηματιστήριο

Άλλες σημασίες : εισάγομαι : 1. εισέρχομαι στο νοσοκομείοπ.χ. εισήχθη προχθές επειγόντως στον Ευαγγελισμό

2. επιτυγχάνω στις εξετάσεις για την εισαγωγή μου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα

(εισαγωγή, εισαγωγικός, εισακτέος)π.χ. εισήχθη πρώτος στη Φιλολογική Σχολή

εισαγωγή : προκαταρκτικό τμήμα, πρόλογος (εισαγωγικός)

εισαγωγικά : σημείο στίξηςΦράση : εντός εισαγωγικών

υπάγω, υπάγομαι, υπαγωγήυπάγω, υπάγομαι, υπαγωγή

Τοποθετώ σε ορισμένη σειρά, τον θέτω υπό τη δικαιοδοσία κάποιου (εντάσσω, κατατάσσω, ταξινομώ)

π.χ. ο πρωθυπουργός αποφάσισε να υπαγάγει τις κοινωνικές ασφαλίσεις στο υπουργείο Εργασίας

π.χ. Το α υπάγεται στα φωνήενταπ.χ. Η Εκκλησία των Δωδεκανήσων υπάγεται στο

Πατριαρχείο Κων/πολης

Στερεότυπες εκφράσεις : Ύπαγε οπίσω μου, σατανά Ύπαγε εν ειρήνη