ΝΙΚΟς ΚΑΒΒΑΔΙΑς · 2019. 2. 27. · • 1929 το πρώτο μπάρκο…....

Post on 20-Mar-2021

5 views 0 download

Transcript of ΝΙΚΟς ΚΑΒΒΑΔΙΑς · 2019. 2. 27. · • 1929 το πρώτο μπάρκο…....

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

1910 Χαρμπίν Μαντζουρίας

«Ο πατέρας μου ….. ο λαθρέμπορας του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίκτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα»

Βάρδια

• 1921 Πειραιάς

• 1929 το πρώτο μπάρκο….

Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ΄καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια…»

• Βάρδια

Στα φορτηγά…

Ατημέλητος… παλιοπαντέλονο δίχως τσάκιση, το αιώνιο σκούρο πουλόβερ με το γυριστό γιακά κι ο αχώριστος σκούφος στο κεφάλι.

….κοντός, κάτου από το κανονικό, με αραιωμένα μαλλιά. Χακί βρακί, που κρατιόταν στη μέση του μονάχα από το πρώτο κουμπί. Τ΄ άλλα λείπανε. Το ΄να του αυτί έγερνε κι ήταν μεγαλύτερο από το άλλο.

ταξιδευτής…..

Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτοπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους…. Εμένα μ΄ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει και με συγχωρούσε. Μου ΄δινε δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ΄πε. Από να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα…

Βάρδια

1933 Μαραμπού

Το να γράψει κανείς σ΄ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ΄ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω. Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι΄ αυτό θα σου γράψω

Στο άλογό μου

Α. Ταπεινός

Περιοδικό Πρωτοπόροι: «Αθήνα 1943»

Περιοδικό

Ελεύθερα γράμματα:

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

πουσι

Ταξιδεύεις γιατί φοβάσαι τη στεριά. Πας με τις πόρνες, γιατί είσαι δειλός. Νίκησες από ανάγκη την αηδία. Είσαι γιομάτος τατού. Μασκαριλίκια. Δεν τα κέντησες από θαλασσινή πίστη. Όλοι σταμπάρονται μεθυσμένοι και μετανιώνουν, εσύ πήγες ξεμέθυστος. Τα ΄βαλες για να μπορείς να τα δείχνεις. Μόστρα. Είσ΄ έτοιμος κάθε στιγμή να κάνεις τούμπες για να γελάσουν οι άλλοι.

ο,τι αγγίζω σαπίζει.

Δεν πεθαίνει, σαπίζει.

• nanoi

εσμεραλδα

γυναικα

• Θεανώ Σουνά

τον κορόιδευα, δεν τον πίστευα. ίσως τον φοβόμουνα, γιατί όχι; και χθες πήγα στον Πειραιά κι έψαχνα να βρω κάτι... μια γυναίκα που μου ΄πε μια φορά: "καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πως θα γελάς τώρα που φεύγεις!" και πήγα στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί, παρ΄ όλο που δεν είμαι θρήσκος

Αυτή δε θα με αφήσει ποτέ. Μ΄ αυτή θα πάω. δε θα με προδώσει. τώρα αυτή είναι σαράντα χρονών κορίτσι. μου την έφτιαξαν στο Χονγκ -Κονγκ. μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω, κοιτάζω τη χορεύτρια με αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται... βιάζομαι να ξημερώσει να δω πως είναι ακόμα πάνω στο μπράτσο μου.

πικρια

• 10 Φλεβάρη 1975 πεθαίνει στη στεριά..

• Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, θα ΄χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες

• ο Πέτρος Βαλχάλας

• ο Α. Ταπεινός

• ο Κόλλιας

• ο Μαραμπού

• ο ναυτικός

42 χρόνια μετά…

Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα, του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά. Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο. Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού. Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο, σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού. Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι, όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές. Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές