Download - ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ - Μέρος 10

Transcript

νια εισόδου. Ο Ντίας δε θα μπορούσε ν' αντισταθεί. Δεντολμούσε να ρίξει το βάρος του στρατού του εναντίοντους, γιατί έπρεπε να κρατήσει το νότο. Αλλά η φλόγα θ'απλωνόταν και σ' όλο το νότο παρ' όλα αυτά. Ο λαός θαξεσηκωνόταν. Η άμυνα της μιας πόλης μετά την άλλη θακατέρρεε, η μια μετά την άλλη, οι πολιτείες θα έπεφταν.Και στο τέλος, απ' όλες τις πλευρές, οι νικηφόρες στρατιέςτης επανάστασης θα κύκλωναν την ίδια την Πόλη τουΜεξικού, τελευταίο οχυρό του Ντίας.Τα λεφτά, όμως! Είχαν τους άντρες, ανυπόμονους κι επίμονους,που θα χειρίζονταν τα όπλα. Ήξεραν τους εμπόρουςπου θα τους πουλούσαν και θα τουςπαρέδιναντα όπλα. Αλλά η καλλιέργεια της επανάστασης ως εκεί είχεεξαντλήσει το συμβούλιο. Το τελευταίο δολάριο είχε ξοδευτεί,η τελευταία πηγή κι ο τελευταίος πεινασμένος πατριώτηςείχαν ξεζουμιστεί όσο δεν έπαιρνε άλλο κι η μεγάληπεριπέτεια έμενε ακόμα αμφίρροπη. Όπλα και πυρομαχικά!Τα τάγματα των κουρελήδων έπρεπε να οπλιστούν.Αλλά πώς; Ο Ράμος έκλαιγε τα κατασχεμένα του κτήματα.Ο Αρεγιάνο σκυλομετάνιωνε για τις σπατάλες της νιότηςτου. Κι η Μέι Σέθμπι αναρωτιόταν μήπως θα ήταν διαφορετικάτα πράγματα αν αυτοί του συμβουλίου ήταν πιο οικονόμοιστο παρελθόν.«Και να σκεφτεί κανείς πως η λευτεριά του Μεξικούκρέμεται από μερικές ψωροχιλιάδες δολάρια», είπε ο Πα-ουλίνο Βέρα.Η απελπισία φαινόταν στα πρόσωπα ολωνών. Ο ΧοσέΑμαρίγιο, τελευταία τους ελπίδα, που είχε προσχωρήσειπρόσφατα και τους υποσχέθηκε χρήματα, είχε συλληφθείστο αγρόκτημά του στην Τσιουάουα κι είχε εκτελεστεί στημένοςστον τοίχο του δικού του στάβλου. Το νέο μόλις είχεφτάσει.Ο Ριβέρα, που σφουγγάριζε γονατιστός, σήκωσε το κεφάλιτου, με τη βούρτσα μετέωρη, τα γυμνά του μπράτσαπιτσιλισμένα με βρόμικα σαπουνόνερα.«Πέντε χιλιάδες φτάνουνε;» ρώτησε.Έμειναν άναυδοι και δεν το έκρυψαν. Ο Βέρα έγνεψεναι και ξεροκατάπιε. Δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά ένιωσενα τον πλημμυρίζει μονομιάς απέραντη πίστη.«Παραγγείλτε τα όπλα», είπε ο Ριβέρα και διέπραξε τημακρύτερη ροή λέξεων που τον άκουσαν ποτέ να προφέρει.«Το πράμα βιάζει», είπε. «Σε τρεις βδομάδες θα σαςφέρω τις πέντε χιλιάδες. Καλά είναι. Ο καιρός θα ζεστάνειστο μεταξύ γι' αυτούς που θα πολεμάνε. Κι όπως κι αν είναι,τόσα μπορώ.»Ο Βέρα πάλευε με τον εαυτό του. Ήταν απίστευτο. Πάραπολλές ακριβές ελπίδες είχε δει να γίνονται θρύψαλα απότότε που άρχισε να παίζει το παιχνίδι της επανάστασης.Και τώρα πίστευε τούτο τον κουρελή σφουγγαριστήκι όμως δεν τολμούσε και να τον πιστέψει.«Είσαι τρελός», είπε.«Σε τρεις βδομάδες», είπε ο Ριβέρα. «Παραγγείλτε τα όπλα.»Σηκώθηκε, κατέβασε τα μανίκια του και φόρεσε το σακάκιτου.

«Παραγγείλτε τα όπλα», ξανάπε. «Φεύγω τώρα.»* * *