ZOYRARIS.doc

27
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΑΜΑΛΙ Η ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ Παραμύθι αντιδραστικό, όπως όλα τα παραμύθια, για τα παιδιά που δεν πρέπει να μεγαλώσουν και για τους μεγάλους που δεν ξέρουν πώς να ξαναγίνουν παιδιά Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μία πόλη, άλλοτε μικρή κι άλλοτε μεγάλη, και ξανά μικρή όταν ήταν πια μεγάλη, και πάλι μεγάλωνε όταν δεν χλαπάκωνε κοψίδια, αλλά το ’ριχνε στο χάζεμα. Στην πόλη αυτή φυσούσε πάντα ένας δυνατός αέρας κι οι άνθρωποι εκεί τον είχαν ονομάσει κάπως. Ο αέρας όμως τους κορόιδευε και τους έλεγε — «μα είσαστε άσχετοι και βγάζετε στους ανέμους και αέρηδες ονόματα, ό,τι να ‘ναι. Δεν ακούτε πόσο πιο όμορφος είναι ο ήχος μου από το όνομα μου; Εσείς, να κάθεστε στ’ αυγά σας και να κοιτάτε πόσο πιο ωραία κάνω την πόλη σας, όταν την σαρώνω». Είχε δίκιο ο άνεμος ο ισχυρός, γιατί η πόλη αυτή ήταν μαλακία και λίγο ξέχειλη κι ήταν πάντοτε θολή, διότι είχε υγρασία, έκανε κάτι κοιλιές, εκεί προς το κέντρο της, κι ήταν γεμάτη λάσπη, κατηχητικά σχολεία και χαφιέδες. Δεν ήταν σαν την Κρήτη, που έλαμπε στα σταφύλια και τις βαθύσκιες χαρουπιές, με πηδηχτούς άντρες καυχησιάρηδες και γυναίκες γελούσες, μέσα σε χορούς χορευτικούς. Η πόλη του αέρα, μόνο προς την παραλία της ομόρφαινε κάπως. Εκεί, στις επιβλητικές πολυκατοικίες με τα σιωπηλά, χρυσολαμπαδόκορμα πλουσιοκόριτσα, που δεν πήγαιναν στο Κατηχητικό · και πάλι ομόρφαινε, ψηλά προς τα Κάστρα, όπου μια αληταρία, παιδομάζωμα, πούχε μόνο μάτια τεράστια πείνας μισής και καλάμια τσάκνα για πόδια, αλητόφερνε, ενώ από γύρω-γύρω στα χαμόσπιτα άκουγες ήχους αργόσυρτους, τραγούδι όρθιο κι αυστηρό, που δεν μπορούσαν να το τραγουδήσουν στο πιάνο τους, τα αγέρωχα κορίτσια της παραλίας. Ο άνεμος ο ισχυρός είχε δίκιο που τους κορόιδευε όλους μαζί. Γιατί η πόλη τους, αποχτούσε λίγο σφρίγος κι έδειχνε στητή και παιχνιδιάρα σαν τις μικρές, από κεράμους, εκκλησιές της, μόνον όταν φυσούσε αυτός, πανίσχυρος. Τότε η λάσπη έπηζε, οι χαφιέδες ζάρωναν, κι οι χωροφύλακες με το μουστακάκι, το σκεβρωμένο κορμί και το μαυροκιτρινιάρικο νύχι, ρουφούσαν την ματιά τους μπρούμυτη στο ντουβάρι του τμήματος Μεταγωγών, στην Πολωνίας. Κρήτη βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει ποτέ της, η πόλη του αέρα, της λάσπης και των χαφιέδων που χαφιέδιζαν με το κιτρινιάρικο νύχι τους, στις παιχνιδιάρικες, κεραμιδένιες εκκλησιές της, στα καφενεία και έξω από τα σπίτια. Τον ίδιο καιρό κι εκείνη την φορά, έξω από μια εκκλησιά αυτής της πόλης, καθόταν ένα ταψί, κι όταν δεν φυσούσε πολύ ο δριμύς αέρας, το ταψί είχε σάμαλι. Πίσω από το σάμαλι βρισκόταν ένας σκεβρωμένος γέρος, που ‘μοιαζε με χαφιέ αλλά και δεν έμοιαζε. Ο γέρος μισοφώναζε σβυσμένα — «σάμαλι, καλό σάμαλι»—, για τα παιδιά που έβγαιναν τις Κυριακές από την Εκκλησία, μετά από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Πίσω από το ταψί, το σάμαλι, τον γέρο και τα παιδιά, υπήρχε μισοβουλιαγμένη σαν σε βάλτο μισολασπωμένο, η εκκλησία. Δεν έμοιαζε όμως με τις άλλες, τις κεραμιδένιες παιχνιδιάρες. Αυτή ήταν μακρουλή και κοντόχοντρη, μισή στον βούρκο μέσα και μισή

description

ΖΟΥΡΑΡΗΣ

Transcript of ZOYRARIS.doc

Page 1: ZOYRARIS.doc

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΑΜΑΛΙ Η ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ 

Παραμύθι αντιδραστικό, όπως όλα τα παραμύθια,για τα παιδιά που δεν πρέπει να μεγαλώσουν

και για τους μεγάλους που δεν ξέρουν πώς να ξαναγίνουν παιδιά

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μία πόλη, άλλοτε μικρή κι άλλοτε μεγάλη, και ξανά μικρή όταν

ήταν πια μεγάλη, και πάλι μεγάλωνε όταν δεν χλαπάκωνε κοψίδια, αλλά το ’ριχνε στο χάζεμα. Στην πόλη αυτή φυσούσε πάντα ένας δυνατός αέρας κι οι άνθρωποι εκεί τον είχαν ονομάσει κάπως. Ο αέρας όμως τους κορόιδευε και τους έλεγε — «μα είσαστε άσχετοι και βγάζετε στους ανέμους και αέρηδες ονόματα, ό,τι να ‘ναι. Δεν ακούτε πόσο πιο όμορφος είναι ο ήχος μου από το όνομα μου; Εσείς, να κάθεστε στ’ αυγά σας και να κοιτάτε πόσο πιο ωραία κάνω την πόλη σας, όταν την σαρώνω».

Είχε δίκιο ο άνεμος ο ισχυρός, γιατί η πόλη αυτή ήταν μαλακία και λίγο ξέχειλη κι ήταν πάντοτε θολή, διότι είχε υγρασία, έκανε κάτι κοιλιές, εκεί προς το κέντρο της, κι ήταν γεμάτη λάσπη, κατηχητικά σχολεία και χαφιέδες. Δεν ήταν σαν την Κρήτη, που έλαμπε στα σταφύλια και τις βαθύσκιες χαρουπιές, με πηδηχτούς άντρες καυχησιάρηδες και γυναίκες γελούσες, μέσα σε χορούς χορευτικούς.

Η πόλη του αέρα, μόνο προς την παραλία της ομόρφαινε κάπως. Εκεί, στις επιβλητικές πολυκατοικίες με τα σιωπηλά, χρυσολαμπαδόκορμα πλουσιοκόριτσα, που δεν πήγαιναν στο Κατηχητικό · και πάλι ομόρφαινε, ψηλά προς τα Κάστρα, όπου μια αληταρία, παιδομάζωμα, πούχε μόνο μάτια τεράστια πείνας μισής και καλάμια τσάκνα για πόδια, αλητόφερνε, ενώ από γύρω-γύρω στα χαμόσπιτα άκουγες ήχους αργόσυρτους, τραγούδι όρθιο κι αυστηρό, που δεν μπορούσαν να το τραγουδήσουν στο πιάνο τους, τα αγέρωχα κορίτσια της παραλίας.

Ο άνεμος ο ισχυρός είχε δίκιο που τους κορόιδευε όλους μαζί. Γιατί η πόλη τους, αποχτούσε λίγο σφρίγος κι έδειχνε στητή και παιχνιδιάρα σαν τις μικρές, από κεράμους, εκκλησιές της, μόνον όταν φυσούσε αυτός, πανίσχυρος.

Τότε η λάσπη έπηζε, οι χαφιέδες ζάρωναν, κι οι χωροφύλακες με το μουστακάκι, το σκεβρωμένο κορμί και το μαυροκιτρινιάρικο νύχι, ρουφούσαν την ματιά τους μπρούμυτη στο ντουβάρι του τμήματος Μεταγωγών, στην Πολωνίας. Κρήτη βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει ποτέ της, η πόλη του αέρα, της λάσπης και των χαφιέδων που χαφιέδιζαν με το κιτρινιάρικο νύχι τους, στις παιχνιδιάρικες, κεραμιδένιες εκκλησιές της, στα καφενεία και έξω από τα σπίτια.

Τον ίδιο καιρό κι εκείνη την φορά, έξω από μια εκκλησιά αυτής της πόλης, καθόταν ένα ταψί, κι όταν δεν φυσούσε πολύ ο δριμύς αέρας, το ταψί είχε σάμαλι. Πίσω από το σάμαλι βρισκόταν ένας σκεβρωμένος γέρος, που ‘μοιαζε με χαφιέ αλλά και δεν έμοιαζε. Ο γέρος μισοφώναζε σβυσμένα — «σάμαλι, καλό σάμαλι»—, για τα παιδιά που έβγαιναν τις Κυριακές από την Εκκλησία, μετά από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.

Πίσω από το ταψί, το σάμαλι, τον γέρο και τα παιδιά, υπήρχε μισοβουλιαγμένη σαν σε βάλτο μισολασπωμένο, η εκκλησία.

Δεν έμοιαζε όμως με τις άλλες, τις κεραμιδένιες παιχνιδιάρες. Αυτή ήταν μακρουλή και κοντόχοντρη, μισή στον βούρκο μέσα και μισή από πάνω πλαδαρή, ίδια κι όμοια με τις αποθήκες της πόλης στο λιμάνι και τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η εκκλησία ήταν βρώμικη, σβυσμένη κι άσχημη.

Κάθε κάποια Κυριακή οι οδηγίες του Υπουργείου οδηγούσαν εκεί, στην ασχήμια, τα παιδιά ενός Σχολείου, παστωμένα, στοιχημένα, για να τα κάνουν καλά ελληνόπουλα. Όλα τα παιδιά που είχαν δραχμές για να πληρώσουν, πήγαιναν με χαρά στον εκκλησιασμό, πρώτον, γιατί αλλιώς θα είχαν απουσία και δεύτερον, γιατί εκεί υπήρχε το σάμαλι. Τι χαρά ήταν αυτή, γι’ αυτά τα παιδιά!

Τα άλλα παιδιά που δεν είχαν δραχμές για το σάμαλι, πήγαιναν κι αυτά στον εκκλησιασμό. Ο εκκλησιασμός ήταν για όλους.

Το σάμαλι εκείνης της εκκλησιάς, σε μικρά μακρόστενα κομμάτια κομμένο, ήταν σφιχτό, γεροδεμένο κι όταν το δάγκωνες, αμέσως ξεχυνόταν μέσα σου ένα σάμαλι ολόγλυκο, σαν σάμαλι.

Στην λασπωμένη πόλη περπατούσαν κι άλλα ταψιά με καλά γλυκά, αλλά, όλα τα παιδιά ήξεραν ότι μόνον εκείνη η κοντόχοντρη εκκλησία είχε το καλύτερο σάμαλι.

Σ’ εκείνον τον ένα τον καιρό και κάθε φορά στον ίδιο εκκλησιασμό, ήταν κι ένα παιδί, όμοια παστωμένο και στοιχημένο με συμμαθητές και συμμαθήτριες. Πήγαινε όμως πολύ χαρούμενο, την υποχρεωτική Κυριακή, στην εκκλησία εκείνη, γιατί το σάμαλι ήταν εκεί κι αυτό είχε τις πιο πολλές δραχμές απ’ όλη την τάξη του.

Το παιδί αγαπούσε πάρα πολύ το σάμαλι, επειδή είχε όσες δραχμές ήθελε. Δραχμές άφθονες είχε κι έτσι αγαπούσε πολύ το σάμαλι, μπαμπά όμως δεν είχε. Δηλαδή είχε, αλλά ο μπαμπάς ήταν συνέχεια φυλακή.

Page 2: ZOYRARIS.doc

Στην εκκλησία, όταν τέλειωναν τα τραγούδια, οι καπνοί από τα θυμιατά κι οι παπάδες έμπαιναν στο Ιερό, έβγαινε ένας ασχημομούρης χοντρός με ράσο, κοίταζε αυστηρά το παιδί κι άρχιζε να φωνάζει, ότι όλοι οι κακοί που δεν αγαπάνε τον Θεό και τον βασιλιά πρέπει να πάνε φυλακή, για να μάθουν ν’ αγαπάνε. Ο ασχημομούρης χοντρός με το ράσο, σταματούσε λίγο, γιατί είχε ιδρώσει κι έβγαινε ξύγκι γλιτσιασμένο από τις δίπλες του λαιμού του, ξανακοιτούσε αυστηρά το παιδί κι έλεγε βραχνιασμένος πια από τις τσιρίδες του, ότι όσοι είναι κιόλας στην φυλακή, καλά κάνουν και είναι εκεί, γιατί είναι κακοί.

Το παιδί είχε προσέξει, ότι κάθε φορά που ο λιγδιασμένος χοντρός ούρλιαζε: — «ο Θεός»—, του ‘φευγαν σάλια γύρω-γύρω απ’ τα χείλια του και ροχάλες που πηγαίνανε τρία-τέσσερα μέτρα, γιατί ο χοντρός με το ράσο, έδειχνε πρησμένος μέσ’ το ράσο και τα δόντια του δεν κρατούσαν πια τα σάλια του.

Το παιδί όμως, ενώ πότε-πότε έκλαιγε που ο πατέρας του ήταν φυλακή, δεν στενοχωριόταν καθόλου όταν άκουγε τον χοντρό με το ράσο - ιεροκήρυκα τον λέγανε, τον καιρό εκείνο - να λέει ότι καλά κάνει κι είναι ο πατέρας του στην φυλακή: πρώτον, γιατί στο Σχολείο του η Δασκάλα του που ήταν από μια πανώρια, πλούσια πόλη, που όμοια της δεν υπήρχε στον κόσμο - Βασιλεύουσα την έλεγαν -, η δασκάλα του που τα ‘ξερε όλα, αφού καταγόταν από τέτοια πόλη, του ‘λεγε, να μη νοιάζεται, γιατί ο πατέρας του ήταν καλός, και πότε-πότε, σ’ αυτήν την μικρή πόλη του αέρα, την ώδε μένουσαν Πόλιν - έτσι την έλεγε η Δασκάλα του - οι κακοί φυλακίζουν τους καλούς.

Αλλά κι η γιαγιά του, που ήταν κι αυτή από την Βασιλεύουσα κι ήταν ψηλόκορμη, αριστοκρατική και που δεν έβαζε την γλώσσα μέσα, ενώ γύρω της όλοι ήταν σκυφτοί και φοβισμένοι, τα ίδια του έλεγε. Η γιαγιά άλλωστε κι η δασκάλα του, τα λέγανε συχνά και κοροϊδεύανε ανοιχτά τον ιδρωμένο, χοντρό ιεροκήρυκα, και κανείς δεν τολμούσε να αντιμιλήσει στην γιαγιά και την δασκάλα.

Δεύτερον, το παιδί δεν στενοχωριόταν καθόλου όταν ο λιγδιάρης ιεροκήρυκας έβριζε τον πατέρα του, γιατί η μαμά του τού είχε μάθει, ότι οι άνθρωποι που είναι από καλό σπίτι, δεν ουρλιάζουν όταν μιλούν και δεν βγάζουν σάλια μαζί με τα λόγια τους. Ο χοντρός με το ράσο λοιπόν, που ξελαρυγγιζόταν και έφτυνε, δεν ήταν από καλό σπίτι και το παιδί ήξερε ότι χωρίς καλούς τρόπους κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιο είναι το καλό ή το κακό. Άρα ο φυλακισμένος μπαμπάς του με τους καλούς τρόπους ήταν ο καλός, ενώ ο ιεροκήρυκας με τα ουρλιαχτά και τα σάλια, ο κακός.

Τρίτον, το παιδί δεν στενοχωριόταν καθόλου με τα ψέματα του ιεροκήρυκα που δεν ήταν από σπίτι, αλλά από αχούρι, αφού έφτυνε όταν μιλούσε, γιατί η εκκλησία η καημένη που λερωνόταν από τις φτυσιές του ιεροκήρυκα, και γι’ αυτό τον σιχαινόταν, έσκυβε με το λιβάνι της το ευωδιαστό, πιο δυνατή η εκκλησία από την ιδρωτίλα του χοντρού με το ράσο και ψιθύριζε στο παιδί:

— «Μη στενοχωριέσαι, μην τον ακούς. Να φροντίζεις απλώς, όταν ο χοντρός βρίζει και φτύνει κάθε φορά που λέει «Θεός», εσύ, με επιδέξιους ελιγμούς να αποφεύγεις τα σάλια του. Μη μου κακοκαρδίζεσαι, μικρέ. Κοίτα γύρω σου. Όλοι οι Άγιοι κι όλες οι Αγίες, ο Χριστός κι η Παναγία, κοροϊδεύουν τον χοντρό ιεροκήρυκα. Εσύ να τρως σάμαλι και να δίνεις και στ’ άλλα τα παιδιά. Δεν βλέπεις; Κι εγώ, η εκκλησία, ένα μεγάλο σάμαλι είμαι. Όταν τρως εσύ και δίνεις και στ’ άλλα τα παιδιά που δεν έχουν δραχμές, εγώ φουσκώνω από περηφάνεια, και πρήζω τον χοντρό με το ράσο. Για να γελάτε εσείς με τα ψέμματα και τα σάλια του».

Το παιδί, επειδή είχε τρόπους από το σπίτι του και ήξερε ότι τα παιδιά πρέπει να σέβονται τους μεγάλους, την άκουγε την εκκλησία, επειδή ήταν μεγάλη, αλλά δεν την πίστευε. Ούτε καταλάβαινε γιατί οι Άγιοι κι οι Αγίες δεν κατέβαιναν από τις εικόνες να βγάλουν τον πατέρα του από την φυλακή και να χώσουν τον λιγδιάρη ιεροκήρυκα, που με τα ψέμματα και τα σάλια του βρώμιζε την εκκλησία. Βρώμικη η εκκλησία, λασπωμένη η πόλη, γεμάτη χαφιέδες με κιτρινιάρικα νύχια... Το παιδί άρχισε σιγά -σιγά να θυμώνει κι εύρισκε ότι οι Άγιοι κι οι Αγίες δεν κάνανε την δουλειά τους κι η πόλη του αέρα ήταν για πέταμα μαζί με τις εκκλησίες, τους χαφιέδες και τους Αγίους της. Εκτός βέβαια από την γιαγιά του, την κυρία Αγγέλα - την δασκάλα του - και το σάμαλι με τους συμμαθητές του. Κι εκτός βέβαια από την Καίτη με την μεγάλη ξανθιά κοτσίδα και τα γαλαζοπράσινα μάτια.

Μια και δυο λοιπόν, θυμωμένο το παιδί, αποφάσισε να αναλάβει δράση, όπως έκαναν στα βιβλία οι Σπαρτιάτες κι οι Σουλιώτες και οι ιππότες στον κινηματογράφο. Τηλεόραση τότε δεν υπήρχε στην πόλη με τον αέρα τον ισχυρό.

Μασουλώντας αχόρταγα ένα σάμαλι, το παιδί, μια και ήταν υποχρεωτικά μέσα στην εκκλησία, αποφάσισε να γίνει αρχηγός - όπως ήταν στην αυλή του σχολείου - σε μια τσακαλαρία με συμμαθητές, Αγίους και Αγίες. Από τους συμμαθητές ήξερε ποιους θα πάρει. Είπε να πάρει για στρατιώτες από τους άλλους, που ήταν μέσα στις Εικόνες.

Άρχισε λοιπόν να εξετάζει μία - μία τις Εικόνες. Οι Αγίες δεν του γέμισαν το μάτι για τσακαλαρία. Άλλες, πολύ καθωσπρέπει του φάνηκαν, σαν μερικές φιληνάδες της μάνας του από τις πλούσιες πολυκατοικίες της κάτω πόλης, κι άλλες πολύ χλωμές κι ανήπραγες, σαν τις παραδουλεύτρες που πηγαινόφερναν τα ψητά στους φούρνους. Χαΐρι για πετροπόλεμο δεν έβλεπε με καμμιά απ’ αυτές.

Ούτε όμως κι οι Άγιοι του φάνηκαν σόϊ. Οι πιο πολλοί μοιάζανε σαν τους φίλους του πατέρα

Page 3: ZOYRARIS.doc

του, που τους έβλεπε στην φυλακή, σκυφτούς, σκεβρωμένους και ήρεμους με πλατειά μάτια, τόσο, που δεν έκαναν κι αυτοί για επελάσεις με σπαθιά και πολυβόλα. Ένας, μόνον δηλαδή δυο, ήταν κοντά σ’ αυτό που ήθελε.

Ο ένας ήταν πολύ όμορφος, στητός, με περήφανη φορεσιά και μάτια όπως τα ‘θελε το παιδί: να χαμογελάνε και να ετοιμάζονται να του δώσουν σάμαλι. Αυτός ήταν ο Άγιος Δημήτριος, που οι μεγάλοι τον έλεγαν Πολιούχο. Το παιδί δεν πολυκαταλάβαινε τι θα πει αυτό κι ούτε ρωτούσε. Σκεφτόταν ότι κι ο Άγιος Δημήτριος πρέπει να κατοικούσε μέσα στο Διοικητήριο, εκεί στην επάνω πόλη. Άλλωστε, από κει τον έβλεπε να συχνοκατεβαίνει στην παραλία κι αφού ο Άγιος ήταν αρχηγός, κάπως έτσι θα ‘ταν.

Ο Άγιος Δημήτριος, όμως, είχε ένα κουσούρι: ήταν πεζός. Όσο ωραίος να ‘ταν αυτός ο Δημήτριος αρχηγός, δεν έπαυε να ‘ναι πεζικάριος. Δεν του γέμιζε το μάτι, του παιδιού, για αρχηγός - αρχηγός, γιατί ο Άη-Δημήτρης του θύμιζε εκείνους τους λοχαγούς που τρέχανε ιδρωμένοι στις παρελάσεις μαζί με την φανταρία και φωνάζανε.

Οι αληθινοί αρχηγοί ήταν αλλιώς.Το παιδί θυμόταν, πως όταν ήταν πιο παιδί, μια μέρα, στην Αγίας Σοφίας, μπροστά στο σπίτι

του, πέρασε μια μεγάλη παρέλαση. Κι είχε σημαίες και φωνές και στρατά βρώμικα με αγόρια και κορίτσια που γελούσαν όλα. Και πάνω απ’ όλα, ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος από όργανα σκληρά και πλούσια και γινόταν μια μουσική από ήχους πιο ψηλούς από τον ουρανό · τότε φάνηκαν άλογα, άσπρα και μαύρα και πολλά και ιππότες πάνω στ’ άλογα που ‘χαν σταυρό μεγάλο - σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Τα άλογα χόρευαν, οι καβαλλάρηδες τραγουδούσαν, σταυρωτά τα φυσεκλίκια άστραφταν και σκέπαζαν τον ήλιο, το παιδί έβλεπε τους ιππότες με τα φυσεκλίκια να σηκώνουν την πόλη του αέρα, πάνω από την λάσπη της κι η πόλη, πρώτη φορά γελούσε χωρίς υγρασία κι ο πατέρας του παιδιού, δίπλα του, έρραινε τους καβαλλάρηδες με ροδοπέταλα και δάφνες και τους έλεγε Μυροφόρους.

Άλλοι, δίπλα στο παιδί μέσα σ’ εκείνη τη γιορτή, τους ιππότες Μυροφόρους με τα σταυρωτά φυσίγγια, τους έλεγαν και έλαμπαν τα πρόσωπα τους, «οι Αντάρτες».

Έναν τέτοιο ήθελε στην τσακαλαρία του, το παιδί. Και ξαφνικά τον είδε. Μέσα σ’ εκείνη την πηχτή εκκλησία την κοντόχοντρη, ένας ιππεύς θωρακισμένος έλαμπε. Και τότε το παιδί θυμήθηκε. Αυτόν τον καβαλλάρη της εικόνας, τον είχε ξαναδεί! Ήταν εκείνος, ο πρώτος Αντάρτης, στην Αγίας Σοφίας, τότε, στην παρέλαση των Μυροφόρων με τα φυσεκλίκια! Εκείνος, που το άλογο του, χορευτικό κι ερεθισμένο, ανέμιζε την χαίτη του με το κεφάλι πάντα ανάγερτα στα πίσω. Πάνω στο άλογο το ατίθασσο, σφιχτός, παιχνιδιάρης και μελαχροινός, ο Άντρας με τα σταυρωτά φυσίγγια, γελούσε κι έσκυβε καμαρωτός να φιλήσει ένα κορίτσι, δάκρυζε μαζί με την γριά που τον αγκάλιαζε, και ξανά σήκωνε το σώμα του σπαθί, φωτίζοντας την θάλασσα πιο πέρα απ’ τον Ουρανό, με τις ριπές του γέλιου του.

— Είσαι Νικηφόρος ως Ουρανός, εσύ ο Χρονοκράτωρ! - έψελνε το πλήθος στο πέρασμα του.Το παιδί τα θυμήθηκε όλα, τον ξαναείδε εκεί στην εικόνα, έφιππο με λαμπρή πανοπλία και

μελαχροινό βλέμμα, το ίδιο αγέρωχο, όπως τότε στην παρέλαση, μόνον που στην εικόνα δεν φιλούσε κορίτσια, ούτε αγκάλιαζε γριές μαυροφόρες, αλλά με την λόγχη του κατατρυπούσε ένα Δράκο.

Το παιδί πλησίασε στην εικόνα και είπε:— Άγιε, εσένα θέλω για την τσακαλαρία μου.

Ο Άγιος, γύρισε προς το παιδί, χαμογέλασε, έρριξε μια ματιά στον Δράκο και είπε:— Καλά, ο Δράκος μπορεί να περιμένει. Θα τον σουβλίσω άλλη φορά. Εσύ, μικρέ, πάρε τη λόγχη

μου και κάνε πίσω. Έτσι κι έγινε. Το παιδί πήρε την λόγχη από το χέρι του Αγίου και ξαφνικά η πηχτή εκκλησία

άστραψε και βρόντηξε. Ευωδιές από μύρα και λιβάνια θόλωσαν τον αέρα κι η κοντόχοντρη εκκλησία, άνοιγε και ξανάνοιγε και γινόταν πλατυτέρα και ενδοξωτέρα με μουσικές εξαίσιες και φωνές αστρικές κι άστρα φεγγοβολούσαν και φωτοφάνεια λαμπρή φανέρωνε νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες. Κι ο Άγιος κατέβαινε αργά, χορευτικά από την εικόνα του, με το ένα χέρι τινάζοντας τα χαλινάρια του αλόγου του κι αυτό έρριχνε πίσω το κεφάλι του ανέμελα και με το άλλο του χέρι, ο Άγιος ζωγράφιζε στον ουρανό φωτοβολίδες ντυμένες με χρυσάφια κατακόκκινα, φωτοβολίδες που τραγουδούσαν «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» κι ο Άγιος κάλπαζε κυκλικά στην εκκλησία ντυμένος στα λιβάνια, με πανοπλίες, κλαγγές όπλων και χάδια στα παιδιά, χάδια στο άλογο του. Μέσα στην εκκλησία, την λασπωμένη πόλη την είχαν σηκώσει πάνδροση, θριαμβική, στα χέρια τους, οι Μυροφόροι Αντάρτες και την έρραιναν με αστερόσκονη, ενώ ο έφιππος Άγιος, την προσκυνούσε, έφιππος.

Το παιδί, εκεί, στην μέση της εκκλησίας, έβλεπε την πόλη του να σηκώνεται στον ουρανό, πιο ψηλά κι απ’ τα βουνά της κι έβλεπε το ιππικό των Μυροφόρων να την κρατά στα χέρια και να καλπάζει αστραφτερό, κι έλεγε μέσα του - τέτοια πρέπει να είναι η πόλη μου, εκεί, με αστερόσκονη και μουσικές πυραύλων κι όχι σκονισμένη χωματερή, μέσα στην κοντόχοντρη λάσπη του γλιτσιάρη ιεροκήρυκα.

Page 4: ZOYRARIS.doc

— Στάσου τώρα προσοχή. Μοιάσε στους Αντάρτες και πάψε να μασουλάς το σάμαλι - του είπε ο Άγιος.

Και πριν προλάβει το παιδί, ο Άγιος συνέχισε: — —Να σωπάσει τώρα το φως, η αστερόσκονη ας ξαναγυρίσει στον Γαλαξία, η πόλη να ξανακατέβει στην χωματερή της κι ο ιεροκήρυκας ας συνεχίσει.— —Γιατί με θες στην συμμορία σου, μικρέ;— —Γιατί σε είχα δει, να μπαίνεις έφιππος στην πόλη και να διώχνεις τους εχθρούς και να μας κάνεις όλους Αρχηγούς. Και μου ‘παν πως όλοι οι Αντάρτες σου, έτσι καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε. Κάνε με και μένα έτσι, να πάω καβάλα στο Γεντί - Κουλέ, να βγάλω τον πατέρα μου από κει και να χώσω τον ιεροκήρυκα. — Θα ‘ρθεις μαζί μας; Εμένα με λένε Παιδί. Εσένα πως σε λένε, Άγιε;

Γέλασε ο Άγιος, εκεί στην μέση της εκκλησιάς.— —Δεν θες να ξεπεζέψω, όπως ο Άη-Δημήτρης, έτσι δεν είναι;— —Ναι, ναι, να μείνεις έτσι, στο άλογο επάνω, είπε το παιδί, έτσι σε θέλω. Πως σε λένε;— —Είμαι ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής, επιτελάρχης της ομάδας μεραρχιών των Μυροφόρων

Μακεδονίας. Είχα έρθει, τότε που σας απελευθέρωσα, στο ιατρείο του πατέρα σου, αλλά δεν με αναγνώρισες γιατί είχα ξεπεζέψει. Άγγελοι πρωτοστάτες ουρανόθεν πεμπόμενοι, τάγματα χερουβείμ και εν νηφαλίω κραιπάλη συντάγματα μπαμπατζίμ, όλοι τελούν υπό τας διαταγάς μου. Σκοπός μου είναι να φυλάω τα έρημα και να φοβίζω τα ισχυρά, να κάνω μάνες δίχως γυιούς, για τους εχθρούς, γυναίκες δίχως άντρες, χωρίς να περιμένω πότε θα κάνει ξαστεριά, διότι είμαι ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής και δεν επηρεάζομαι από το μετεωρολογικό δελτίο.

Το παιδί τον κοίταζε μ’ ανοιχτό το στόμα κι είχε ξεχάσει το σάμαλι:— Δηλαδή, εσύ Άγιε Μπακιρτζή, βγαίνεις στον Ουρανό όταν δεν πετάνε τα Έφ-δεκάξι και τα Μιράζ και δεν εκτοξεύονται οι πύραυλοι στον Άρη;— —«Εγώ τροχιοδρομώ τα μιράζ και τα εφ-δεκάξι κι αλλάζω, αν θέλω την τροχιά του Άρη και τα φώτα στον Άδη. Αναδομώ πόλεις και γκρεμίζω πολεοδόμους, παραλαμβάνω καμμένη γη από τους κακούς και την αφήνω όπως είναι, γιατί ξέρω ότι μόλις την δώσω στους καλούς, θα μου την παραδώσουν κι αυτοί το ίδιο καμμένη.

Δεν μ' αρέσουν τα μέγαρα, βάζω το άλογο μου και κοπρίζει στο Μέγαρο Μαξίμου και στο Μέγαρο Μουσικής μήπως με την άγια μου κοπριά καθαρίσει η εκεί κόπρος του Αυγείου, και φυτρώσουν εκεί, καρδιά και αυτιά.

Δεν αγαπώ τα σύνθετα, σιχαίνομαι το οργανόγραμμα και λατρεύω τα αυθαίρετα. Γνώμης το αυθαίρετον, είναι το καλό και το ελεύθερον, όπως λέει ο Άη-Βασίλης, που σου φέρνει τα δώρα».— —Χάζεψε το παιδί κι ακόμη να θυμηθεί το σάμαλι!— —Και πως ξεχωρίζεις τους εχθρούς, Άγιε Μπακιρτζή;

Γέλασε ξανά ο Άγιος.— —Είναι πολύ απλό. Μοιάζουν με σένα.— —Μ’ εμένα; τρόμαξε το παιδί. — Είμαι εγώ εχθρός σου, Άη-Γιώργη Μπακιρτζή;— Δεν είπα ότι είσαι εχθρός μου. Να προσέχεις τι λέω. Είπα ότι οι εχθροί σού μοιάζουν, άρα εσύ μοιάζεις με εχθρός.— Εχθρός σου, γιατί Άγιε; - ξανατρόμαξε το παιδί.— Όχι εχθρός μου, ξαναείπε υπομονητικός ο Άη- Γιώργης. Εχθρός, σκέτο. Μοιάζεις με εχθρό χωρίς μου και σου.— Μα ποιος είναι εχθρός, που δεν είναι εχθρός κανενός; - απόρησε το παιδί.— —Πολλοί. Όλοι. Όλοι οι εχθροί, δεν είναι εχθροί μου ή εχθροί σου. Είναι εχθροί, σκέτα. Ή εχθροί του εαυτού τους κι όχι εχθροί εναντίον άλλου, - είπε ο Άη-Γιώργης.— —Δηλαδή; - ρώτησε κατάπληκτο το παιδί.— —Δηλαδή, να. Οι εχθροί σου μοιάζουν κι εσύ μοιάζεις με εχθρός. Όχι εχθρός μου, αλλά να, κάτι σαν βλαμμένος. Θυμάσαι τι μου είπες στην αρχή; Να σε βοηθήσω να αποφυλακίσεις τον πατέρα σου και να χώσεις τον ιεροκήρυκα στο Γεντί- Κουλέ;— —Και μοιάζω με εχθρός; - ρώτησε το παιδί.— —Ναι, γιατί όταν ζητάς τέτοια πράγματα, μοιάζεις με βλαμμένο, άρα σαν εχθρός, απάντησε ο Άη-Γιώργης. Για ποιόν λόγο, βρε βλαμμένο, θες να σώσεις τον πατέρα σου και να χώσεις τον άλλον στην φυλακή; Δεν σου φτάνει, να ‘ναι ελεύθερος ο μπαμπάς σου. Το άλλο τι το θες;— —Εε, πως, κόμπιασε το παιδί.— —Τι, εε πως, - κορόιδεψε ο Άη-Γιώργης.— —Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Εσύ παίρνεις τον μπαμπά σου και είσαι πια ευχαριστημένος. Τα παραπάνω τι τα θες;— —Έε, πως; - ξανακόμπιασε το παιδί, συγχυσμένο πια γερά. — Για να τιμωρηθεί, πρέπει να μπει κι αυτός στην φυλακή.

Page 5: ZOYRARIS.doc

— —Και που θα μπει ο λιγδιάρης ιεροκήρυκας στην φυλακή, θα κερδίσει ο πατέρας σου τα χρόνια που έχασε στην φυλακή, βρε βλαμμένο;

Κόκκαλο, το παιδί. Προσπάθησε να σκεφτεί, δηλαδή να καταπιεί την μπουκιά, που είχε ξεχασμένη. Ακόμη και το σάμαλι δεν κατέβαινε!— —Δηλαδή..., πήγε να κομπιάσει.— —Δεν έχει δηλαδή, βλαμμένο, - του είπε βροντερά ο Άη-Γιώργης. Αυτό είναι ακριβώς να μοιάζεις με εχθρό ή να ‘σαι εχθρός κανενός, αλλά εχθρός του εαυτού σου. Γιατί, όταν δεν αρκείσαι στην χαρά σου και θες την δυστυχία του άλλου για να χαίρεσαι εσύ, τότε είσαι βλαμμένος και γίνεσαι εχθρός, δηλαδή μίζερος. Εσύ μόνος σου βλάπτεις τον εαυτό σου, γιατί αντί να κάθεσαι να χαίρεσαι την χαρά σου, χαιρέκακα κατασκοπεύεις τον άλλον, κουράζεσαι για να τον ζορίσεις και να τον τιμωρήσεις. Η τιμωρία, βρε βλαμμένο, είναι μιζέρια.— —Μάααα, ξανατραύλισε το παιδί... Αν τον αφήσω ελεύθερο τον ιεροκήρυκα, θα ξαναλέει κακά πράγματα για τον πατέρα μου, θα τον βρίζει από τον άμβωνα... .— —Ε, και; ρώτησε ξερά ο Άη-Γιώργης. Άστον να βρίζει και να λέει ότι πρέπει να τους βάλουμε όλους φυλακή, όσους δεν αγαπάνε τον Θεό και τον βασιλιά. Τι σε πειράζει εσένα; Άστον να ξελαρυγγίζεται και να ασχημαίνει. Κερδισμένος είναι ο μπαμπάς σου, που δεν είναι φωνακλάς. Κι άλλωστε, βρε βλαμμένο, σωστά δεν τα ουρλιάζει ο ιεροκήρυκας; Ο πατέρας σου, που είναι τίμιος άνθρωπος, δεν έκρυψε ποτέούτε το ότι δεν τον χρειάζεται τον Θεό, ούτε το ότι δεν θέλει βασιλιά. Ο ιεροκήρυκας λοιπόν, μπορεί να φτύνει και να ουρλιάζει όσο θέλει, αρκεί να κάθεται στ’ αυγά του. Δηλαδή, ας ξεφωνίζει όσο θέλει, ότι η θέση του μπαμπά σου είναι στην φυλακή, φτάνει να μην τον στέλνει στην φυλακή. Κατάλαβες;— —Δηλαδή, αν σου ζητήσω μοναχά να με βοηθήσεις και δεν θα θέλω πια να χώσεις τον ιεροκήρυκα στο Γεντί-Κουλέ, θα πάψω να ‘μαι σαν εχθρός; - ρώτησε το παιδί.— —Όχι, είπε με υπομονή ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής. Πάλι θα εξακολουθείς να είσαι εχθρός. Ούτε εχθρός μου, ούτε εχθρός κανενός άλλου, αλλά σκέτα εχθρός, δηλαδή έναβλαμμένο.— —Καλά, γιατί ρε Άγιε; - είπε πια αγανακτισμένο το παιδί κι απ’ τα νεύρα του κατάπιε ολόκληρο το σάμαλι κι άρχισε να πνίγεται.

Ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής άρχισε να χτυπά την πλάτη του παιδιού, σκασμένος στα γέλια.— Ήρεμα, ρε ανήλικο, θα πνιγείς! Σάμαλι είναι αυτό, δεν είναι ηρεμιστικό να το κατεβάζεις μια κι όξω. Ηρέμησε κι άκου τώρα τα πιο δύσκολα.

Το παιδί, άρχισε να μασάει πια μαλακά το σάμαλι, κάθησε σ’ ένα στασίδι, του ‘ρθε κι η μυρωδιά από τα κεριά, συνήλθε κι άρχισε ν’ ακούει. Ο Άη-Γιώργης ορθώθηκε στους βατήρες, το άλογο χλιμίντρισε κι οι οπλές του άναψαν σπίθες. Η εκκλησιά πάλι φεγγοβολούσε, οι Άγιοι κι οι Άγιες πλησίασαν, και, ξαφνικά πανώρηα, με καλλονή αλλόκοτη από σπινθήρες μουσικούς και βροντές πολύχρωμες, ολόκληρη η πόλη του αέρα μαζεύτηκε σε γενική συνέλευση, γύρω απ’ το παιδί, σπέρνοντας στο δάπεδο της εκκλησίας φοίνικες και χαρουπιές, κι έψαλε με φωνή μεγάλη:

Συ νικάς, Άγιε, αντάρτη Μπακιρτζή! Εφ’ όπλου λόγχη, λογχοφόρε Άγιε,

Συ νικάς! Κι αμέσως, με σιωπή μεγάλη, η πόλη στάθηκε στην σιωπή. Κι αμέσως, τώρα, ο Άγιος

Γεώργιος εφορμούσε ή πάλι ξαφνικά στεκόταν, τινάζοντας το άλογο, μια γελώντας μέσα στα μάτια του παιδιού και μια σκοτεινιασμένος μέσα στα βλέμματα του λαού, πότε ανεβαίνοντας στους λόφους της πόλης ως το Αρσακλί και πότε καλπάζοντας πάνω στην θάλασσα της, μέχρι το Μπαξέ-Τσιφλίκι, Άγιος Αντάρτης πανοπλίτης γύρω-γύρω από τον νάρθηκα μέχρι το ιερό.

Το παιδί έβλεπε τον Άγιο να λογχίζει την σιωπή:— Ναι, μικρέ, επακούσαι σου Κύριος εν ήμερα θλίψεως...

Εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου...Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σουκαι πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι,

ναι, έτσι είναι βρε ανήλικο, άλλα τι βοήθεια να σου δώσω; Κι εγώ άγιος είμαι, δεν είμαι μάγος... Και τί βουλή σου να σου εκπληρώσω και σε ποια θλίψη σου να στήσω αυτί, όταν εσύ δεν ξέρεις τι θέλεις;

» Όλο τάχα μου κλαίγεσαι για τον μπαμπά σου, αλλά το μυαλό σου είναι στο σάμαλι. Σάμαλι, θες, ή μπαμπά;

» Μέσ’ την θλίψη είσαι βουτηγμένος τάχα μου, άλλα που σε βρίσκει - που σε χάνει κανείς, όλο στου «Αργύρη» θρονιάζεις, βουτηγμένος στην κρεμ ρουαγιάλ και κει πια παύεις να είσαι εν ήμερα θλίψεως. Κι άμα τύχει και πέσεις στην κοτσίδα και τα γαλαζοπράσινα μάτια της Καίτης, εκεί πια μας τελείωσαν κι ο καημός για τον πατέρα και τα ηρωικά γιουρούσια στο Γεντί-Κουλέ κι οι αντάρτικες οι τρίχες κατσαρές.

»Να γιατί είσαι ακόμη σαν εχθρός. Διότι κλαίγεσαι και γρινιάζεις κι όλο οι άλλοι σου φταίνε

Page 6: ZOYRARIS.doc

και κανείς τάχα μου δεν σε βοηθάει κι όλα τα περιμένεις από τους άλλους... —Μάα, πήγε να πει το παιδί.—Δεν έχει μα και ξεμά, βρόντηξε ο Άη-Γιώργης κι οι οπλές του αλόγου σπιθοβόλησαν ξανά. — Δεν λέω ότι δεν θες να ελευθερώσεις τον πατέρα σου, αλλά το θέλεις ξενέρωτα και θέλεις το ζόρι να το τραβήξει άλλος: Άγιε κάνε κάτι, άτιμε ιεροκήρυκα που φυλάκισες τον μπαμπά μου. Άγιε τρέχα βγάλτον, κι εσύ δώστου σάμαλι και Καίτη μου με τα μάτια τα λυσιμελή κι όλο βόλτες στα Χίλια Δέντρα, προς μεριά Γεντί-Κουλέ μιξοκλαίγοντας μέσ’ την «Καντιλλάκ», να εκεί κρατάνε οι φασίστες τον πατέρα μου, και συ δώστου ξανά αυτά τα ξεχειλωμένα. Δουλειά δική σου κι όχι άλλου, εσύ να κατατροπώνεις τους δεσμοφύλακες, εσύ να λεηλατείς τα φρούρια και να ξεθεμελιώνεις τις καταιγίδες, για να ψάλλει κάποτε ο λαός του πατέρα σου τον Επινίκιο Ύμνο, ψηλά στον Λευκό Πύργο!».

Το παιδί έπιασε γερά τα χαλινάρια του Άη-Γιώργη και τον σταμάτησε.—Άη-Γιώργη Μπακιρτζή, σ’ έχουν, φαίνεται, επηρεάσει οι «Σκληροί του Μαϊάμι». Κι αυτοί, άλλωστε, δυο είναι, ενώ εγώ μονάχος. Αν είναι να σαλτάρω και να νομίσω πως θα τα κάνω όλα αυτά, άστα καλύτερα για τον Ομπελίξ · ο πατέρας μου θα μείνει φυλακή και μετά από την Δευτέρα Παρουσία, αλλά, τουλάχιστον, οι άλλοι θα γλυτώσουμε όλη αυτήν την βαβούρα...— Βλαμμένο, πάλι δεν με κατάλαβες, ξεράθηκε ξανά στα γέλια ο Άη-Γιώργης. Βεβαίως δεν μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά. Μήπως τα ‘δες τα μούτρα σου στον καθρέφτη, όταν πηγαίνεις στην «Βλάστη» να ξεπατωθείς στις τουλούμπες με καϊμάκι; Δεν είσαι εσύ για τέτοια. Αυτά τα μπορεί ο Καραϊσκάκης, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Αυξεντίου κι οι Γυναίκες της Πίνδου. Εσύ με το πιάνο και τα γαλλικά σου, το ηδύπνοο βλέμμα της Καίτης στα μάτια και το σάμαλι στο στόμα, ποια Πίνδο, τώρα, και οικολογικά άλογα. Για μέχρι Χορτιάτη και Νταβός σε έχω και λοιπά χιονοδρομικά κέντρα, με γουότερ-σκι, ένα ντρίνγκ στα χέρια και fuseau-στολή. Αλλά, άλλο fuseau κι άλλο fustanelle... Και, για να ‘χουμε καλό ρώτημα, τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;... ρώτησε ο Άη-Γιώργης, που ψοφούσε για κουτσομπολιό και χαβαλέ, όταν ήταν σε άδεια. (Δηλαδή και σε ώρα υπηρεσίας ήταν πρώτος στον χαβαλέ ο Άη-Γιώργης, εξ ου και δυο χιλιάδες χρόνια τώρα που λογχίζει, ακόμη να τον ξεκοιλιάσει τον Δράκο - κάτι σαν το Εθνικό Κτηματολόγιο κι ο Άγιος - αλλά να, όσο να ‘ναι είχε και φιλότιμο, δεν τον βόλευε και το άλογο, που δεν είχε ακόμα συνηθίσει τον Δράκο ανάμεσα στα πόδια του, και έτσι. πολύ ζαχάρωνε με κάτι τέτοιες ψιλο-καταστάσεις ο Άη-Γιώργης).— Θα γίνω διπλωμάτης, είπε περήφανα το Παιδί.

Λύθηκε ο Άγιος απ’ τα γέλια.— Τι θα γίνεις, λέει; Διπλωμάτης; Και θα βγάλεις ποτέ τον πατέρα σου από την φυλακή με την διπλωματία; Που είδες ποτέ σου άνθρωπο ή τόπο να βρίσκει την λευτεριά του με την διπλωματία; Καλός καρπαζοεισπράχτορας θα μείνεις του λόγου σου, κύριε Διπλωμάτη μου, και καλά κόλλυβα για τον πατέρα σου, που θ’ αραχνιάσει εκεί μέσα στο μπουντρούμι!

Άκου διπλωμάτης! Οι διπλωμάτες, αγόρι μου, είναι σαν το μαχαιροπήρουνο για το σάμαλι! Σε τι σου χρειάζεται για να φας το σάμαλι; Σε τίποτε! 'Αλλά, να! Είναι πιο κυριλέ να το τρως με μαχαιροπήρουνο, διότι τι θα πει ο καλός κόσμος και κουραφέξαλα!

Ο Διπλωμάτης, βρε βλαμμένο, ούτε να φυλακίσει ούτε να ελευθερώσει τους ανθρώπους μπορεί. Το μόνο που κάνει είναι να φλυαρεί εις τον αιώνα τον άπαντα με τους δεσμοφύλακες. Έτσι θα πάρουμε την Επτάλοφο; Με υποκλίσεις, κοκτέιλ και το σάμαλι ρομφαία;

Καλά, τι σας μαθαίνουν στο σπουδαίο σου σχολείο, όλο τάχα μου μοντέρνο σύστημα και πείραμα; Τι θα πει διπλωμάτης; Αυτός που διπλώνει, ή τον διπλώνουν. Ένας διπλωμένος άνθρωπος, βρε άχρηστε, μπορεί να πάρει το Επταπύργιο και να δώσει λευτεριά στα κατεχόμενα, στους πατεράδες και τις μανάδες μας; Με διπλωμένες διαπραγματεύσεις νομίζεις ότι θα ξαναδείς τον πατέρα σου;

Όσο το παιδί ζάρωνε, τόσο ο Άγιος αστραποβροντούσε έφιππος σε υπερκαινοφανείς τροχιές, Άγιος Γεώργιος ολόκληρος η Μεγάλη Έκρηξη, ο Πριν και ο Μετά της. Πάμφωτος, σε μουσικές υπερουράνιες όλος ο λαός, στην σιωπή του Όρθιος, ξανάβλεπε τον καλπασμό να κατεβαίνει στην εκκλησία, άκουγε την λόγχη του Άη-Γιώργη να χαϊδεύει τις ακτίνες των υπερήχων κι ο λαός της πόλης με τον ισχυρό αέρα αγκάλιαζε το παιδί.

Οι ακτίνες κύκλωσαν τον Άη-Γιώργη κι ο Άη-Γιώργης άρχισε να τρώει ένα ακτινίδιο, που βρέθηκε καθαρισμένο στην άκρη της λόγχης του.— Το παραξήλωσα μου φαίνεται, είπε κοιτάζοντας αμήχανα το ζαρωμένο παιδί. Μη με παρεξηγείς, μικρέ, είναι το χούι μου: θυμώνω κι ανάβω ακούγοντας τα ίδια μου τα λόγια. Τέλος πάντων, Άγιοι είμαστε, λέμε και καμμιά κουβέντα παραπάνω.

Όλα όσα σου είπα ισχύουν στο περίπου και έχουν και ένα διακόσια πενήντα τοις εκατόν υπερβολή.

Κάτι θα γίνει και με σένα και με το σάμαλι και με τον πατέρα σου. Τόση ώρα, λοιπόν, όσο είχες λουφάξει εσύ από τον φόβο σου, εγώ κάλεσα τον εαυτό μου σε σύσκεψη στελεχών με τον εαυτό μου και κατεβάζω τώρα στην ολομέλεια του εαυτού μου την καινούργια γραμμή, για το πέρασμα σε ανώτερη μορφή πάλης, της πλατειάς αντι-ιεροκηρυκτικής συσπείρωσης ενάντια στα ξένα μονοπώλια

Page 7: ZOYRARIS.doc

της τουλούμπας και του σάμαλι, για την ειρήνη και τον σαμαλισμό...— —Και που είναι ο πατέρας μου;... ρώτησε έκπληκτο το παιδί.— —Τον πατέρα σου δεν θα τον βρεις μέσα σ’ αυτά τα λόγια, γιατί αυτά τα λόγια είναι η πλατφόρμα του κινήματος και μέσα σε μια πλατφόρμα δεν υπάρχουν ποτέ ούτε άνθρωποι ούτε πατεράδες ούτε μανάδες. Στην πλατφόρμα υπάρχει η πλατφόρμα..., είπε ο Άη-Γιώργης.— —Δεν καταλαβαίνω, είπε το παιδί. Ποιο είναι το κίνημα αυτό και τι θα πει πλατφόρμα;— —Δεν χρειάζεται να ξέρεις ούτε το ένα ούτε το άλλο. Άλλωστε σημασία δεν έχει ποτέ το κίνημα, άλλα η πλατφόρμα. Πρώτα πρέπει να έχεις πλατφόρμα και μετά κατασκευάζεις ένα κίνημα. Έτσι κι αλλιώς όμως, ούτε στο ένα μέσα ούτε στο άλλο θα βρεις ανθρώπους, κι έτσι θα σου δείξω και θα σου δώσω άλλους τρόπους για να λευτερώσεις τον πατέρα σου, είπε ο Άγιος.— —Τρόπους, για να πάψω να είμαι εχθρός δηλαδή, για να τα καταφέρνω μόνος μου, για να μη μου φταίνε οι άλλοι και για να θέλω συνέχεια πολύ, αυτό που θέλω; - ρώτησε χαρούμενο το παιδί.— —Ναι, για όλα αυτά. Και τώρα πλησίασε, είπε γελαστός ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής. Θα δεις πως θα θέλεις πολύ αυτό που πρέπει να θέλεις και πως δεν θα θέλεις πολύ αυτά που θέλεις άλλα δεν πρέπει να τα θέλεις. Θα σε βοηθήσω να πάψεις να είσαι σαν εχθρός και δεν θα γρινιάζεις πια και δεν θα σου φταίνε οι άλλοι και δεν θα τα περιμένεις όλα έτοιμα.

Και λέγοντας αυτά, ο Άη-Γιώργης τον πλησίασε, έσκυψε από το άλογο και χωρίς ν’ αφιππεύσει, ακούμπησε τα δυο του χέρια στους ώμους του παιδιού.— Κράτα την λόγχη μου, του είπε.

Το παιδί κοίταξε την λόγχη, την φίλησε και την έπιασε. Κι αμέσως στο χέρι του παιδιού η λόγχη έγινε αναμμένη λαμπάδα.

Ο Άγιος ξεπέζεψε, προσκύνησε το αγόρι της λόγχης που ‘χε γίνει λαμπάδα αναμμένη, το σήκωσε ψηλά με τα κατάφρακτα, θωρακισμένα του χέρια κι άρχισε να προχωρεί και να επιθεωρεί τον λαό της πόλης με τον ισχυρό αέρα, γύρω-γύρω στην εκκλησία. Η λόγχη, πότε λόγχη - πότε λαμπάδα, έλαμπε, πυρπολημένη ολόκληρη και τον οδηγούσε.

Η λόγχη έλαμπε και μοσχομύριζε, το παιδί τυλιγόταν σιγά-σιγά στις φλόγες κι ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής, αγκαλιά με την πυρκαϊά, με το παιδί της φωτιάς και την αναμμένη λόγχη, γονάτιζε και προσκυνούσε τον λαό. Μέσ’ την εκκλησιά, η πόλη τώρα καιγόταν ολόκληρη: Όλα της τα χρώματα ευωδιάζανε, πυρπολημένα από τα νυχτολούλουδα πάνω στα τάγματα του λαού, παραταγμένα τάματα για τον πυρίκαυστο Άγιο και το πυρίμαχο παιδί, που όποια λόγχη πια έπιανε, την έκανε αναμμένη λαμπάδα.

Και τα τάγματα, ολόκληρα μέσα στις φλόγες, βροντοφώναζαν στο πέρασμα τους, στέλνοντας ιαχές πυρφόρες με πυρσούς δοξαστικούς, πέρα απ’ τους Ουρανούς: — Συ Νικάς, Άγιε Πυράντοχε! Συ Νικάς, Λαμπάς! Παιδί, δαδί και σά-μα-λι! Παιδί, δαδί και σά-μα-λι! Συ Νικάς, Λαμπάς!

Ο Άη-Γιώργης πήρε τότε την λόγχη από το χέρι του παιδιού κι αμέσως κεραυνοβόλησε την πόλη μέσα στην εκκλησία η κλαγγή των ταγμάτων: Συ Νικάς, πυρός σιωπή! Κι αμέσως η σιωπή του λαού πυρπόλησε την φωτιά και την έσβησε. Έμενε μόνο το παιδί λαμπαδιασμένο και η λόγχη.

Τότε ο Άγιος, την λόγχη που καιγόταν την έστησε Λαμπάδα μπροστά στο ιερό Βήμα. Κι αμέσως, μ’ ένα φοβερό βήμα, μίλησε στο παιδί και είπε:— —Καλούτσικα τα κατάφερες τόσο καιρό, με το σάμαλι! Δεν είσαι τόσο άχρηστος, όσο δείχνεις! Στην ηλικία σου, για να ‘μαι ειλικρινής, δεν τα ‘χα καταφέρει να πάρω μια λόγχη και να την κάνω λαμπάδα... Αν ήμουν χαζοχαρούμενος θα σου ‘λεγα λοιπόν πως θα πας μπροστά. Άλλα τι θα πει «μπροστά»; Μπροστά είναι και το πουθενά. Εγώ λοιπόν θα σε βοηθήσω να πας στο Γεντί-Κουλέ και να το πάρεις και για να μάθεις πως να το πάρεις πρέπει πρώτα να κατακυριεύσεις άλλα πράγματα.— —Ποια πράγματα; άρχισε να ανησυχεί πάλι το παιδί, που υποψιαζόταν πια ότι ο Άγιος θα του έβγαζε την ψυχή, πριν του δώσει την συνταγή. Τι άλλο να κάνω δηλαδή; Εδώ κι εσύ ομολογείς κι όλη η πόλη το είδε ότι έπιασα, την λόγχη και την έκανα λαμπάδα. Τι άλλο θες;— —Αα, μου φαίνεται καβαλήσαμε το καλάμι, δηλαδή την λόγχη, μικρέ. Δεν μου λες, το είχες ξανακάνει αυτό ποτέ;— —Όχι, αναγνώρισε το παιδί.— —Βλέπεις; Δεν προπονήθηκες ποτέ για να το κάνεις. Και ξέρεις, πως αν δεν ιδρώσει η φανέλα στην προπόνηση, τίποτε δεν έχει αξία και δεν μπορείς να βασίζεσαι στο αν και στο ίσως. Αυτό, λοιπόν που έκανες και νομίζεις πως έτσιξεμπέρδεψες με την προπόνηση, αυτό είναι χάρισμα. Δωρεάν σου δόθηκε, δεν το κατάφερες μόνος σου.— —Ποιος μου το χάρισε, δηλαδή; είπε, ξέχειλο από περιέργεια το παιδί.— —Να μη κάνεις άσκοπες ερωτήσεις. Μπορεί αυτό να το οφείλεις στην Δασκάλα σου ή στην Γιαγιά σου, μπορεί αυτό το δώρο να στο δώρησε ο Θεός ή ο Φούφουτος, ή ο Θεός και ο Φούφουτος μαζί, είπε ο Άη-Γιώργης. Αυτό που ξέρω είναι ότι εσύ δεν κουράστηκες ποτέ να το αποκτήσεις. Από δω και πέρα να μάθεις να κάνεις ερωτήσεις, για να βρεις μια άκρη, που θα σε πάει Πορθητή στο Γεντί-Κουλέ.

Page 8: ZOYRARIS.doc

Πάψε να καμαρώνεις για χαρίσματα που δεν ίδρωσες να τ’ αποκτήσεις. Να, κοίταξε και μένα. Ολόκληρος Άη-Γιώργης, σκέτος παίδαρος είμαι, κι όλοι με λιβανίζουν, αλλά εγώ δεν καυχιέμαι γι’ αυτό, διότι με γέννησαν μ’ αυτήν την φυσική ροπή να πουλάω μούρη - και τι μούρη, εεε - δεν το πέτυχα αυτό μόνος μου και με προσπάθεια, ώστε να το θεωρώ δικό μου. Γι’ αυτό και με βλέπεις, ενώ θα μπορούσα να ‘μαι αραχτός, εγώ, επάνω στο άλογο, μεροδούλι -μεροφάι αγγαρεία και σκοπιά, για να σκοτώσω τον Δράκοντα: Άσκηση και προπόνηση, χωρίς ανάσα και χωρίς να βασίζομαι στην αεράτη μούρη, που μου χάρισαν.— —Δεν βλέπω όμως μεγάλη απόδοση, Άη-Γιώργη, τον κορόιδεψε το παιδί. Δεν έχεις πιάσει ακόμη την επίδοση που πρέπει, τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια, τουλάχιστον. Ο άθλιος Όφις σφαδάζει βέβαια κάτω από την λόγχη σου, αλλά σφαδάζει σε αρίστη υγεία. Για την ώρα, σ’ ένα μηδέν - μηδέν σ’ έχει στριμώξει ο Δράκοντας. Που οφείλεται αυτό, Άη-Γιώργη μου;— —Σ’ εσένα οφείλεται. Σ’ εσένα και σε κάτι παρτσακλά σαν και σένα που μιξοκλαίνε, και δώστου Άη-Γιώργη βοήθησε μας και ξαναδώστου, Άγιε βοήθεια, χωρίς να κουνάν το δαχτυλάκι τους, μπουκιά μασημένη δεν μπορούν να καταπιούν, και που καιρός να σουβλίσω τον Δράκοντα.

Αυτά τα ‘λεγε και φούσκωνε ο Άη-Γιώργης, αναψοκοκκινισμένος λίγο από την προηγούμενη ανάφλεξη του, αλλά πιο πολύ από την τσαντίλα του, γιατί ως γνήσιος Ρωμηός Άγιος, δεχόταν ευχαρίστως την δημοκρατική κριτική, αρκεί αυτή να ήταν εγκωμιαστική.— Δεν βαρυέσαι όμως, άστα τώρα αυτά, συνέχισε ο Άη-Γιώργης. Από την ώρα που πήρες την λόγχη και την αλλοίωσες σε λαμπάδα αναμμένη, ξέρω πως δεν είσαι τόσο άσχετος ζήτουλας του «φταίει ο άλλος» και του «ελεήστε». Δεν είσαι τόσο εχθρός, όσο μου φάνηκες στην αρχή με την τεμπελιά σου, το μυαλό σου στο σάμαλι και στην γρίνια.

Θα σου δώσω τρόπους λοιπόν, θα σου δείξω πως να προσπαθήσεις να πάψει να φταίει ο εαυτός σου για την ανημποριά σου, κι αν σιγά-σιγά αφήσεις την αβουλία σου, δεν θα πας ίσως μπροστά, μ’ αυτά που θα σε δασκαλέψω, αλλά θα πας σίγουρα στο Γεντί-Κουλέ.— Μα πως δεν θα πάω μπροστά, άμα βρεθώ στο Γεντί-Κουλέ, αφού αυτό θέλω κι εγώ, να βγάλω από κει τον πατέρα μου; - ρώτησε ξαφνιασμένο το παιδί.— —Διότι, βρε ασχετίδικο, εγώ θα σου δώσω τρόπους, ώστε να ξεφύγεις, αν θέλεις από την μιζέρια σου, να σφίξεις, αν θέλεις την καρδιά σου και τα αχαμνά σου, να γίνεις, αν προπονηθείς, πρωταθλητής και να βρεθείς, ναι, μέσα στο Γεντί-Κουλέ. Εγγύηση όμως δεν σου δίνω, ότι θα γίνεις Πορθητής. Αυτό μόνος σου θα το δοκιμάσεις, αν έχεις κότσια και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί επιτυχία. Εγώ είμαι Άη-Γιώργης ο Προπονητής κι όχι τμηματάρχης βήτα των Βρυξελλών για να δίνω βεβαιώσεις: βέ`βαιον ημίν μηδέν καθεστήξει ων αν δόξη πέρι... Η βοήθεια μου μπορεί να σε φέρει δίπλα στον πατέρα σου, αλλά και δίπλα στον πατέρα σου...— —Εε, τι ήξεις αφήξεις είναι αυτά βρε άγιε; Αυτό θέλω κι εγώ, άρα θα πάω μπροστά, με τις συμβουλές σου, είπε εκνευρισμένο το παιδί.—Είπα, βρε ασχετίδικο, ότι μπροστά είναι και το καλά, μπροστά είναι και το πουθενά, απάντησε γελώντας ο Άη-Γιώργης. Θα σε βοηθήσω να βρεθείς δίπλα στον πατέρα σου, πάει να πει, ότι ή θα βρεθείς στο πλευρό του και θα τον ελευθερώσεις, ή θα βρεθείς στο πλευρό του κι εσύ μπουζουριασμένο μέσα στο κελλί. Βεβαιώσεις επιτυχίας, εγώ δεν δίνω. Θες, ή δεν θες; Δώσε λοιπόν την λόγχη σε κάποιον, για να πάψεις να παριστάνεις τον ήρωα και σημείωσε στο κεφάλι σου ή οπού θες, αυτά που θα σου πω.

Το παιδί δεν πολυέδωσε σημασία στα βαρύγδουπα του Αγίου κι έκανε υπακοή, γιατί όλοι του λέγανε ότι οι Έλληνες κι οι Άγιοί τους μπορεί να αρπάζονται και να κάνουν όλο επίσημες δηλώσεις, τάχα μου για προπονήσεις, θεσμούς ή διαδικασίες, αλλά κατά βάθος ήταν ψυχοπονιάρηδες και ψυχούλες, το ρουσφέτι έτσι κι αλλιώς πήγαινε σύννεφο και δεν θ’ άφηναν τώρα, έτσι άσπλαχνα, σαν γερμανίδες γκουβερνάντες κι ευρωπαϊκά παιδαγωγικά συστήματα, ένα παιδί να μιξοκλαίει και να ζητάει παγωτό ή τον μπαμπά του, χωρίς να του κάνουν το χατήρι.—Ναι, άγιε, είπε το παιδί, τάχα με μεγάλο σεβασμό. Δώσε εσύ την συμβουλή, δώστα όλα εσύ και μη σε νοιάζει. Άλλωστε, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.— —Ναι, αλλά εκεί, αν την πατήσεις, δεν έχει ούτε Καίτη, ούτε σάμαλι, ούτε Καντιλάκ, είπε τάχα μου λυπημένα ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής.— Δεν μ’ ενδιαφέρει, είπε το παιδί και πέταξε μπροστά το πηγούνι του, όπως είχε δει στο σινεμά να το κάνει ο Βιττόριο Γκάσμαν, ως «Μπρανκαλεόνε», τρομερός κοντοττιέρος.— —Ίδιος η Ιοκάστη είσαι, όλο ύφος, ίδιο καραγκιοζλίκι, είπε ξεκαρδισμένος ο Άγιος.— —Ποια είναι αυτή η Ιοκάστη;... ξαφνιάστηκε το παιδί.— —Η κόρη σου...— —Ποια κόρη μου; Άη-Γιώργη Μπακιρτζή, έχεις σαλτάρει εντελώς; Εγώ είμαι εννιά χρονών… άρχισε να ξεφωνίζει το παιδί.— —Είσαι, τώρα, εννιά χρονώ, βρε βλαμμένο, άρχισε να δασκαλεύει το παιδί ο Άη-Γιώργης καταευχαριστημένος, που έβλεπε τον μικρό να τα ‘χει παίξει. Τώρα, είσαι εννιά χρονώ, ναι, αλλά

Page 9: ZOYRARIS.doc

επειδή κάποτε θ’ αποφασίσεις να γεννήσεις ένα παιδί, που θα σου βγει κορίτσι, αυτό σημαίνει ότι η κόρη σου υπάρχει, τώρα, πριν, μετά, στον αιώνα τον άπαντα και γι’ αυτό, εγώ μπορώ να δω τα κοινά σας τα κουσούρια. Εσύ, θα τα δεις, με την σειρά τους. Ξέχνα, λοιπόν, προσωρινά την κόρη σου που υπάρχει για την ώρα ασύλληπτη κι αγέννητη και γύρνα στον πατέρα σου, που από σύλληψη σε σύλληψη τραβιέται και τουφεκισμένο θα τον δεις, αν δεν κουνηθείς.— —Προχώρα, στο παρασύνθημα, διέταξε στον Άη-Γιώργη το παιδί, γιατί ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια που έλεγε μετά από δεκαπέντε χρόνια, στην σκοπιά, εκεί στο Σουφλί. Καλά λένε – σκέφτηκε - πως όταν κάνεις παρέα μ’ ένα κουτσό, μαθαίνεις να κουτσαίνεις: ο Άη-Γιώργης απ’ την μια, να βλέπει σε ποιον μοιάζει η κόρη που δεν έχω, από μια μάνα που δεν έχει ακόμη γεννηθεί κι εγώ απ’ την άλλη να γνωρίζω τι είπα μετά από δεκαπέντε χρόνια, καλές καφετζούδες θα κάναμε, ο Άη-Γιώργης κι εγώ. Αλλά μέσα σ’ όλα αυτά, ξεχνάω τον μπαμπά.— Προχώρα στο παρασύνθημα, Άη-Γιώργη Μπακιρτζή. Πες μου τι να κάνω, για να τον βγάλω, είπε πια αποφασισμένο το παιδί.— —Άκου αν θες, πρόσεχε σεαυτώ και κάνε υπακοή, αν θες, μίλησε ο Άη- Γιώργης, ξαναπαίρνοντας την λόγχη, έφιππος.— —Σκύψε!

Το παιδί έσκυψε και σκυμμένο, στραβοκοίταξε τον άγιο γελώντας.Η πόλη του αέρα είχε σωπάσει, τα τάγματα των Μυροφόρων Ανταρτών είχαν αποθέσει τα

πολυβόλα στο δάπεδο της εκκλησίας, όλα μαζί τα καλλιγάληνα κορίτσια ψιθύριζαν, δυναμώνοντας την σιωπή που έστελνε ο άνεμος γύρω από τους ώμους των κοριτσιών κι όλα τα σπίτια με τις πλατείες της πόλης, από τον Κεδρηνό λόφο μέχρι την θάλασσα, ήρθαν και παρατάχτηκαν μπροστά από τα στασίδια. Σε κάθε στασίδι της κοντόχοντρης εκκλησίας υπήρχε ένα σπίτι κι ένα ταψί με σάμαλι. Μπροστά στο κάθε ταψί, ένας Άγιος και μια Αγία μαζί, περιπλέκονται, ασπάζονται, καταφιλούσι, συνήδονται, τρώγοντας από ένα σάμαλι και πετώντας όλο το σάμαλι, από τα ταψιά στον λαό, στα μυροφόρα τάγματα και τα κορίτσια με τους ανεμοπαρμένους ώμους. Το σιρόπι έσταζε ξανθό, από το σάμαλι. Το σάμαλι πλημμύριζε την εκκλησία κι ανάμεικτοι παντού, σιροπιασμένοι θρόμβοι σφριγηλοί και ώμοι σφιχτοί συνεσταλμένων κοριτσιών, που χάϊδευαν τις λόγχες των ταγμάτων ψιθυρίζοντας:

Γεύση! Γεύση!Γεύση! Γεύση!

Γεύσις η Άχειροποίητος! Άχειροποίητος η γεύσις η Άχειροποίητος!

Page 10: ZOYRARIS.doc

Το παιδί ξαναστήλωσε το σώμα του και με την λόγχη του Αγίου λόγχισε πιο ψηλά από τα ουράνια, τον ουρανό της πόλης του αέρα. Ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής, χαμογέλασε, ανασήκωσε το άλογο του, έκλεισε με το ένα χέρι του τον Ουρανό και τον κατέβασε μέσα στην εκκλησία.— Υπομονή, είπε και ξαναγέλασε. Υπομονή, μικρέ, και πάρε! Πάρε στους ώμους σου αυτά τα φτερά που σου δίνω. Είναι φορητά και πρόσεξε, γιατί μπορούν να μείνουν δροσερά και ισχυρά φτερά πέρα από την συντέλεια των αιώνων, αλλά ζαρώνουν και μαραίνονται εύκολα, άμα δεν προσέξεις.— —Το παιδί πήρε στα δυο του χέρια τα φτερά και αμέσως βρήκε την θέση τους πίσω από τους ώμους του. Ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές τις φτερούγες του κι είδε ότι λειτουργούσαν άψογα. Πολύ του άρεσε.— —Τι πρέπει να προσέξω, Άγιε Μπακιρτζή;— —Πρώτα-πρώτα θα τα βγάζεις τα φτερά σου όταν κάνεις παρέα με επιτυχημένους επιχειρηματίες, διαπρεπείς παράγοντες της πολιτικής, με προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, με διάσημους επιστήμονες και διακεκριμένους επωνύμους της κοινωνικής ζωής.— —Γιατί; - ρώτησε κατάπληκτο το παιδί.— —Άκουγε, βλαμμένο, μήπως και νοιώσεις κάτι: αν φοράς τα φτερά σου, ούτε εσύ θα τους καταλαβαίνεις, ούτε αυτοί θα σε παρακολουθούν. Μαζί θα μιλάτε και χώρια θα καταλαβαίνετε.— —Άη-Μπακιρτζή, έχω αρχίσει να έχω αρχή εγκεφαλικού επεισοδίου, τραύλισε το παιδί. Τα εννοείς αυτά που μου λες;— —Τα εννοώ και τα παρα-εννοώ, είπε ο Άγιος. Αν κάνεις παρέα με επιτυχημένους και λοιπούς διαπρεπείς της κοινωνικής ζωής, θα πει ότι κι εσύ θέλεις να τους μοιάσεις. Γι’ αυτό, θα βγάζεις τα φτερά σου. Διότι οι επιτυχημένοι δεν έχουν φτερά και ποτέ δεν μπορούν να συνεννοηθούν μ’ αυτούς που έχουν φτερά. Γι’ αυτό, κάθε φορά που θα πρέπει να πλησιάσεις ένα μεγάλο επιχειρηματία, ένα διάσημο καθηγητή, κάποιον σπουδαίο πολιτικό, έναν οποιονδήποτε μεγάλο και τρανό, τότε, για να τα βρεις μαζί του, για να σε πάρειμε καλό μάτι, εσύ θα πρέπει να βγάζεις τα φτερά σου.— —Και γιατί, βρε Άγιε, οι επιτυχημένοι δεν έχουν φτερά;— —Κοντά στο νου κι η γνώση, βρε βλαμμένο, είπε χορευτικός στον τροχασμό του με το άλογο και την λόγχη ο Άη-Γιώργης. Για να πετύχεις στην σταδιοδρομία, στην ζωή, πρέπει να είσαι συνεχώς παρών και να είσαι βαρύς κι ασήκωτος. Να έχεις βάρος, που λένε. Κι εκεί κι εκεί, ξανά και ξανά, μέσ’ στην πιάτσα, με επιμονή, στα φαξ και στα τηλέφωνα και στις οθόνες, να παρακολουθείς, να ελέγχεις και συνέχεια και ξανά επαφές και επαφές και συνωμοσίες. Πανταχού παρών συνέχεια στην χωματερή, χωρίς να σηκώνεις κεφάλι, γιατί αλλοιώς θα σου την φέρει ο άλλος, ο πιο βαρύς κι ασήκωτος. Για να είσαι επιτυχημένος, πρέπει να γίνεις μόνος σου τεθωρακισμένη μεραρχία.— —Και γιατί, Άγιε, δεν τα πάνε καλά οι επιτυχημένοι μ’ αυτούς που έχουν φτερά;— —Ε, τι κοινό, έχει βρε άσχετο, μια μπουλντόζα μ’ ένα εξαπτέρυγο; Άλλο Κατερπιλάρ με τα μπάζα για μπάζωμα κι άλλο ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν επί πτερύγων ανέμων. Κατάλαβες;— —Βεβαίως και δεν κατάλαβα, είπε το παιδί, που τα είχε καταλάβει όλα, αλλά του άρεσε να τσαντίζει τον Άη-Γιώργη, που το παρα-έπαιζε Δάσκαλος του Γένους.— —Οι επιτυχημένοι, βρε βλαμμένο, πρώτον δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τον φτερωτό συνομιλητή τους και, δεύτερον, ζηλεύουν, διότι κατά βάθος όλοι προτιμούν να πετούν φτερωτοί επί πτερύγων άνεμων, αντί να παθαίνουν χοληστερίνη και εγκεφαλικά με τέσσερα μπάϊ παςς, εκεί στο βάθος της χωματερής, στα χρηματιστήρια και τα βουλευτήρια.

»Και να ξέρεις, ανήλικο, ότι όσο θα προσπαθείς να μοιάσεις στους επιτυχημένους - να, σαν καλή ώρα, που θες να γίνεις Διπλωμάτης - τρομάρα σου -, τόσο θα ζαρώνουν και θα μαραίνονται τα φτερά σου. Κι αν κάποτε φτάσεις και γίνεις σούπερ-σταρ, διαπρεπής, επώνυμος, μεγάλος και τρανός, τότε θα μαραθούν τελείως και θα σου πέσουν τα φτερά σου και θα είσαι κι εσύ άπτερος-πετυχημένος. Έχεις δει μαδημένο κοτόπουλο; Αυτό είναι ο επιτυχημένος.—Αν είναι έτσι, ρε Άγιε, τι τα χρειάζομαι τα φτερά;—Μάθε, ασχετίδη μπέϊμπυ, ότι δεν τα χρειάζεσαι τα φτερά που σου χάρισα. Τα φτερά είναι άχρηστα. Σε τι χρειάζεται ο ιέραξ και η λαίλαψ; Αφού σε προειδοποίησα, άλλωστε, ότι αν θέλεις να γίνεις ανώτατο στέλεχος και επιτυχημένος, πρέπει να βγάζεις τις φτερούγες σου. Άρα τα φτερά δεν είναι χρήσιμα. Τα φτερά είναι. Τελεία και παύλα.

»Την βλέπεις την πόλη σου με τον ισχυρό αέρα; Η πόλη σου του αέρα, με την υγρασία και την λασπωμένη λάσπη της, η πόλη σου με τους χαφιέδες, τους μαυραγορίτες, τους συνεργάτες των Γερμανών και τους ευρωλιγούρηδες των Αθηνών, υπάρχει, επειδή υπάρχουν φτερά.—Και τι θα πει, βρε Άγιε Μπακιρτζή μου, ότι η πόλη μου υπάρχει επειδή υπάρχουν φτερά; Και τι θα πει υπάρχουν φτερά; Ποιος τα ‘χει; - ρώτησε καταφανώς συγχυσμένο πια το παιδί.

Ο Άη-Γιώργης πολύ το ευχαριστήθηκε. Πήρε ακόμη πιο δασκαλίστικο ύφος και για να του την σπάσει ακόμη πιο πολύ του παιδιού, κατέβηκε από το άλογο κι έμοιαζε πια με τμηματάρχη βήτα της Ευρωπαϊκής κοινότητας, που κάνει εκπαιδευτικό τουρισμό σε βουδιστικό μοναστήρι του Αγίου

Page 11: ZOYRARIS.doc

Όρους. Άρχισε να μιλάει, λοιπόν, σαν να ήταν σε γεύμα εργασίας: —Άκου, μπέϊμπυ: πρώτον, υπάρχουν φτερά, πάει να πει υπάρχουν φτερά. Έτσι ξερά, κι ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Δεύτερον, αν δεν υπήρχαν φτερά, θα υπήρχαν μόνον χαφιέδες, δωσίλογοι, ευρωλιγούρηδες και επιτυχημένοι μέσα στην λάσπη, ενώ τώρα υπάρχουν βέβαια όλοι αυτοί μέσα στην λάσπη, αλλά αυτοί και η λάσπη τους είναι μέσα στην πόλη, που είναι μέσα στην εκκλησία, που είναι μέσα στο σάμαλι.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής σταμάτησε καταευχαριστημένος, επειδή έβλεπε ότι το σώμα του παιδιού, σιγά-σιγά, άρχισε να μοιάζει με Γερμανό οικολόγο που χορεύει τσιφτετέλι. — —Δηλαδή; - ρώτησε το παιδί, κι είχε ίδιο πια βλέμμα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, που εκλιπαρεί όλους να ξεχάσουν την προηγούμενη απάντηση του, ικετεύοντας για μια επόμενη ερώτηση.— —Δηλαδή, μικρέ, αν δεν υπάρχουν φτερά, δεν υπάρχει πόλη και ζουν και βασιλεύουν μόνον χαφιέδες, δωσίλογοι, ευρωλιγούρηδες και επιτυχημένοι μέσα στην λάσπη.

»Και υπάρχει πόλη, πόλη, δηλαδή εκκλησία, μόνον όταν υπάρχει σάμαλι. Χωρίς σάμαλι, θα ‘χεις πάντα γύρω σου λάσπη και πετυχημένους, πόλη όμως δεν θα έχεις...

»Αλλά για να υπάρξει το σάμαλι, δηλαδή για να ζεις σε πόλη κι όχι σε επιτυχημένη λάσπη, πρέπει να υπάρχουν φτερά. Χωρίς φτερά δεν γίνεται το σάμαλι.— —Πω, πω, ρε Άγιε, τρίποντο! θαύμασε έκθαμβο το παιδί, που τα κατάλαβε πια όλα, λόγω σάμαλι.— —Ακόμη δεν κατάλαβες τίποτα, ανήλικο, γέλασε ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής, που σταμάτησε πια να παριστάνει τον τμηματάρχη βήτα των Βρυξελλών, διότι βαρέθηκε την ορθοστασία και ίππευσε, Τροπαιοφόρος, χαϊδεύοντας με την λόγχη τα φτερά του πεζού παιδιού.

»Δεν κατάλαβες ακόμη.»Τα φτερά θα τα έχεις για να μένεις ακίνητος. Σου χάρισα τις φτερούγες αυτές για να

ασκείσαι σε μια καθημερινή προπόνηση ακινησίας. Και σιγά-σιγά, ίσως, θα μπορέσεις κάποτε, αν σκληρά αγωνιστείς, - πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται - προσέχοντας τι τρως, πότε κοιμάσαι, πως αθλείσαι, θα τα καταφέρεις κάποτε, να μείνεις ακίνητος. Γι’ αυτό υπάρχουν τα φτερά: για να σε βοηθήσουν να μείνεις ακίνητος.—Και γιατί, Άγιε, να μείνω ακίνητος; άρχισε να εξοργίζεται το παιδί, βλέποντας το δώρον άδωρον, αφού με τις οδηγίες του Άη-Γιώργη οι πτήσεις, τέρμα.—Για να φτάσεις κάποτε στο σάμαλι. Όχι μόνον να το τρως, αλλά να γίνεις ένα με την γεύση του και να μπορείς κι εσύ να ετοιμάζεις ένα ταψί σάμαλι. Διότι, τι θα γίνεις, αν κάποτε σταματήσουν τα ταψιά; Θα μείνεις χωρίς σάμαλι; - ρώτησε ως Άγιος-Φονιάς ο Άη-Γιώργης, εντελώς κίλλερ.— Έλεος, Άη-Γιώργη με τα φυσεκλίκια σου, κι εγώ να σ’ ανεβοκατεβάζω στην πλάτη μου, εσένα και το άλογο με πλήρη εξάρτυση, Σέϊχ-Σου - Μηχανιώνα αλλέ-ρετούρ με τα πεϊνιρλι και το χταποδάκι σου στα κάρβουνα και τον δράκο σου να τον ταΐζω φουά-γκρα και τιραμισού για τις ξεχωριστές σας στιγμές, αλλά έλεος, μη μου το κάνεις αυτό! - άρχισε να ξεφωνίζει ζεματισμένο το παιδί, έχοντας βεβαίως ξεχάσει εντελώς τον μπαμπά του, που σάπιζε στις φυλακές των μοναρχοφασιστών, διότι το στερητικό του σύνδρομο από το σάμαλι ήταν εντονώτερο από την υιϊκή του στοργή. (Η οποία χωρίς το σάμαλι γινόταν αυτομάτως υϊκή).

»Έλεος, Άη-Γιώργη μου! »ΠΑΟΚ, σάμαλι και ξερό ψωμί! δηλαδή ΠΑΟΚ, σάμαλι και σάμαλι!!! κι εγώ θα σου ανάβω

λόγχες σαν το μπόι σου, Άγιε μου, ή όποιο μπόϊ μου υποδείξεις, αλλά να χαρείς, μη γρουσουζεύεις το σάμαλι,!!! - τσίριζε το παιδί, σαν να έβλεπε Τσέτες στην παραλία της Νέας Σμύρνης...— Ψυχραιμία, μπέϊμπυ! Πάψε να στριγγλίζεις σαν την Εκάβη στην Γιουροβίζιον, όταν παίζει την Βουγιουκλάκη στους Επτά επί Ντάτσουν!

»Ψυχραιμία, ξαναφώναξε ο Άη-Γιώργης, σκασμένος στα γέλια.»Γι’ αυτό ακριβώς σου χάρισα τις φτερούγες. Διότι τα φτερά σου θα σου διδάξουν την

ακινησία και η ακινησία θα σου μάθει πως να κάνεις σάμαλι. Με τα φτερά σου ακίνητος, στο σάμαλι και κάπου άλλου: αυτή είναι η διαδρομή σου.— —Και γιατί, Άγιε, μόνον αν μάθω να μένω ακίνητος θα μάθω να κάνω σάμαλι; - ρώτησε καθησυχασμένο πια το παιδί, αν και ακόμη παραζαλισμένο.— —Μα δεν βλέπεις, βρε βλαμμένο, τους άλλους; Έχεις δει ποτέ σου ένα δωσίλογο ή έναν πετυχημένο να μπορεί να κάνει σάμαλι; Έχει καμμιά σχέση, ένα αναπτυξιακό στέλεχος, ένας διάσημος επιστήμων, ένας παράγων της πολιτικής, με το σάμαλι; Αυτοί όλοι τους, όπως είδες, όλοι οι επιτυχημένοι και οι επώνυμοι, χαφιέδες και διαπρεπείς της λάσπης, όλοι αυτοί κινούνται συνεχώς σαν νευρόσπαστα. Κανένας από τους πετυχημένους δεν έχει φτερά, δεν το πρόσεξες; Γι’ αυτό κι όλοι οι επιτυχημένοι, χαφιέδες - επιστήμονες - πολιτικοί, κουνιούνται ασταμάτητα μέσα στην χωματερή της πόλης του αέρα, με φαξ, μαχαιρώματα, μίζες και λαδώματα. Κανείς απ’ όλους αυτούς τους επιτυχημένους δεν μπορεί να φκιάξει σάμαλι, γιατί όλοι αυτοί τρέχουν και γλιστράνε συνεχώς για να ξεγλιστρήσουν από τους άλλους, ενώ το σάμαλι θέλει να ’σαι ακίνητος για να το φκιάξεις και για να είσαι ακίνητος πρέπει να ‘χεις φτερά. Το νοιώθεις τώρα; - ρώτησε ο Άη-Γιώργης.

Page 12: ZOYRARIS.doc

— Δεν το νοιώθω, αλλά το βλέπω, είπε σκεφτικό το παιδί.» Πες μου, όμως, Άγιε. Καλά, μου ‘δωσες τα φτερά για να μπορέσω να μάθω να μένω

ακίνητος. Γιατί όμως για να γίνει το σάμαλι χρειάζεται να είμαι ακίνητος;— Δεν βλέπεις τον γέρο με το σάμαλι, που το φκιάνει μέσα στην εκκλησία, πόσο ακίνητος είναι; Δεν πρόσεξες πόσο ακλόνητα ήσυχη είναι η εκκλησία; Από σάμαλι είναι η εκκλησία και ξέρει να κάνει σάμαλι, γι’ αυτό είναι τόσο σταθερή. Γιατί άραγε, τόσο πολύ σου αρέσουν οι Αγίες και θαυμάζεις τους Άγιους και πιο πολύ τους στρατιωτικούς Αγίους; Διότι είναι Ακίνητοι στις Εικόνες τους, και είναι ακίνητοι, επειδή όλοι οι Άγιοι και όλες οι Αγίες είναι από σάμαλι, και ξέρουν να φτιάχνουν σάμαλι επειδή είναι ακίνητοι. Γι’ αυτό, η γλύκα τους και η αρχοντιά τους.

» Μάθε, λοιπόν, μικρέ, πως να αγαπάς αυτό που αγαπάς: για να γίνει το σάμαλι θέλει δουλειά πολλή, δηλαδή ακινησία ατέλειωτη. Θα μάθεις, ακίνητος, να παρακολουθείς τον σπόρο όταν πεθαίνει, ώστε να υπάρξει στάχυ, αν ανοίξουν οι ουρανοί και βρέξουν το σκουλίκι, που θα ευλογήσει το χώμα για να πάρεις αλεύρι. Εσύ, ακίνητος, θα τα πλάθεις αυτά χαϊδευτικά, θα πυρώνεις φωτιές στον φούρνο, θα ζυμώνεις και θα προσκυνάς την ζύμη, το μέλι, το σκουλίκι και τον χρόνο. Κι αν ακίνητος εσύ, σεβαστείς την συνταγή, χωρίς να αποστείς, το σάμαλι τότε θα φαιδρύνει το φως και θα δώσει άφεση στους Αγίους. Γιατί η γεύση κινεί τα πάντα τα έκτος και τα εντός σου άπαντα, αλλά η γεύση δεν αντέχει την κίνηση.

Όλα θα τα χειρίζεσαι σιγά-σιγά, με τον ίδιο σεβασμό για τις ανεπανάληπτες κινήσεις, που θα τις επαναλαμβάνεις ακινήτως κινητές και μέσα στην επανάληψη και την μονοτονία θα ‘χεις πάντα την ίδια αγωνία: ότι, παρ’ όλα αυτά, όσα σεβάσμια τήρησες, ίσως το σάμαλι δεν γίνει. Χωρίς ακίνητη αγωνία δεν θα έχεις ποτέ σάμαλι και θεοπτία. Γι’ αυτό τα φτερά σου και γι’ αυτό κι η ακινησία σου. Μόνον τα φτερά σου θα σου δίνουν τέτοια ηρεμία ώστε η κίνηση να μη γίνει πειρασμός σου. Όταν έχεις φτερά δεν βιάζεσαι και δεν βιάζεις τους άλλους. Δεν είδες ότι οι επιτυχημένοι είναι πάντα βίαιοι, βιαστικοί και βιαστές;— —Και γιατί είναι βιαστικοί; - ρώτησε το παιδί, αρκετά μπερδεμένο, γιατί απ’ τη μια ευχαριστιόταν που το σάμαλι ήταν στο επίκεντρο των λογισμών του Αγίου, απ’ την άλλη όμως όλο κι ήθελε να ανήκει στους επιτυχημένους και πολύ αγανακτούσε με τον Εξάψαλμο που έριχνε ο Άη-Γιώργης επί δικαίων και αδίκων, διαπρεπών, επωνύμων και χαφιέδων.— —Οι επώνυμοι και οι διαπρεπείς, χαφιέδες, επιστήμονες, μαυραγορίτες και πολιτικοί είναι βιαστικοί επειδή δεν έχουν φτερά. Και δεν έχουν φτερά, επειδή προσπαθούν να γίνουν επιτυχημένοι και χάνει κάποιος και τα φτερά που του ‘δωσα, όταν θέλει να γίνει επώνυμος, επιτυχημένος. Μπήκες;

»Κι όχι μόνον αυτό..., συνέχισε ο Άη-Γιώργης και, με την φόρα που ‘χε πάρει, παραλίγο να ρίξει το άλογο του σ’ όλο το εικονοστάσι, το εικονοστάσι στην λόγχη και τα σπηρούνια του στην μούρη του παιδιού.

»...Σου ‘χω πει ότι θυμώνω με τα ίδια μου τα λόγια, βροντοφώναξε ο Άη-Γιώργης κι η αντρίκεια αλαζονεία του έγινε ακόμη πιο πολεμική.

»Κράτα με, γιατί αλλοιώς την πόλη σου θα την πλημμυρίσω με τουριστικούς πράκτορες, μπουτίκ, μαστρωπούς κι ανάπτυξη, κι η θάλασσα σου θα ‘χει τότε γίνει μια θερμαία λίγδα της μπόχας!

»Είσαι αργός! Είσαι αργός γιατί βιάζεσαι! Όλο ερωτήσεις είσαι κι όλο επιτυχίες κρυφολιμπίζεσαι!

»Κι ο πατέρας σου, εκεί, στη φυλακή!»Τελευταία φορά, άκου και, πράξε!Ο Άη-Γιώργης έπαιζε όλο αυτό το θέατρο, γιατί είχε καταλάβει ότι το Παιδί, κανονικός

αλητάμπουρας, με τις τάχα μου ερωτήσεις κρίσεως ήθελε να γλυτώσει την αγγαρεία και την προπόνηση, που του ετοίμαζε ο Άγιος.—Οι επιτυχημένοι βιάζονται και βιάζουν τους άλλους, επειδή δεν έχουν φτερά. Διότι, βρε βλαμμένο, χωρίς φτερά βουλιάζεις εκεί στα πεζά, στην χωματερή των επιτυχημένων και τρίβεσαι με τους άλλους. Τριβή, συντριβή των πετυχημένων από τους άλλους τους πετυχημένους, αποπληξία για όλους, χωρίς φτερά όλοι τους μια τεράστια κρεατομηχανή επιτυχίας με φαγούρα.

»Όλοι αυτοί οι επιτυχημένοι χωρίς φτερά τρίβονται μεταξύ τους, ξαναμμένοι χτικιάρηδες, ποιος θα πρωτο-διαπρέψει και θα πρωτο-νικήσει. Χολή, μίσος μεταξύ τους, νίκη. Οι επιτυχημένοι είναι οι νικητές πάνω σε άλλους επιτυχημένους, που είναι οι νικημένοι: όλοι τους χωρίς φτερά. Όσοι νίκησαν βάζουν τους άλλους στη φυλακή κι οι φυλακισμένοι ονειρεύονται να βάλουν με τη σειρά τους τούς νικητές στη φυλακή. Αυτό θες;

— —Όχι, είπε ψύχραιμα το παιδί. Εγώ θέλω σάμαλι, τον πατέρα μου ελεύθερο και τα γαλαζοπράσινα μάτια της Καίτης, είτε με φτερά, είτε χωρίς φτερά.— —Χωρίς φτερά θα βουλιάζεις από επιτυχία σε επιτυχία, σαν αναπτυξιακός μικρομεσαίος επίτροπος της Ευρωπαϊκής κοινότητας. Με τα φτερά που σου έδωσα, φτερά σου έδωσα, εγγύηση καμμία δεν σου έδωσα. Με τα φτερά, θα πετύχεις να μείνεις ακίνητος, ίσως. Κι ό,τι βγει, δηλαδή όσο προπονηθείς κι ό,τι μαρτυρήσεις. Για να καταβροχθίζεις σάμαλι, ίσως, αλλά και με δίχως σάμαλι,

Page 13: ZOYRARIS.doc

πάλι ίσως. Με τα φτερά σου, συνεχώς ενώπιος, όλος εσύ όψη, μπροστά στα γαλαζοπράσινα μάτια της, αλλά κι η Καίτη, ίσως, φτερουγίσει μακρυά σου. Με τα φτερά σου ακίνητος, θα ξέρεις τουλάχιστον, ότι δεν θα γίνεις ποτέ συντετριμμένος και περίτριμμα της τριβής, αλλά πάντα δίπλα θα ‘σαι στον πατέρα σου: είτε μαζί του φυλακισμένος, είτε μαζί του ελευθερωμένος, άρα ακίνητος. Μάθε, Αγόρι: εν ησυχαζούση μεν πόλει, τα ακίνητα νόμιμα άριστα. Και με σάμαλι.

Το παιδί γέλασε, γέλασε πολύ, κι είπε γελαστό - ευχαριστώ.— Ναι, γυιέ μου, είπε ξαφνικά κουρασμένος ο Άγιος Αντάρτης ο Μπακιρτζής, ενώ έλαμπαν οι λόγχες και η κλαγγή των ταγμάτων σήκωνε την πόλη του αέρα πέρα από τα πολυβόλα των Ουρανών.

»— Ναι, γυιέ μου, που δυστυχώς θα μεγαλώσεις. Σου έδωσα τα φτερά, για να μη μεγαλώσεις, αν τα καταφέρεις. Μόνον αν μείνεις ακίνητος μικρός, θα ελευθερώσεις τον πατέρα σου και θα γιορτάζεις το σάμαλι και τα γαλαζοπράσινα μάτια της: με τα ακίνητα φτερά σου που θα σου χαρίσουν την ακινησία.

»Διότι όλοι πετυχαίνουν, δηλαδή όλοι σκοτώνουν και σκοτώνονται όταν δεν έχουν φτερά κι όλοι αρρωσταίνουν, γερνούν και πεθαίνουν, επειδή δεν έχουν φτερά.

»Κι εσύ κάποτε θα πεθάνεις κι ακόμη χειρότερα: θα χαλάσεις. Τα φτερά όμως πάντα μένουν. Κι εσύ, θα ‘σαι τα φτερά σου.

Αυτά είπε ο Άη-Γιώργης και το άλογο του άρχισε σιγά να δακρύζει και τότε, λευχειμονούσες κόρες με θωπείες έγερναν χρυσοδαχτυλιδόστομες στην χαίτη του, τελειώνοντας τα δάκρυα του άλογου στα κρινοδάχτυλά τους, ανθοδροσομιλούσες.—Φεύγω, Άη-Γιώργη, σ’ αφήνω, βιάζομαι. Θα πάω στον Εύοσμο, εκεί στην «Μαντουμπάλα», να σκοτώσω τους παρακρατικούς της Καρφίτσας. Κι αμέσως μετά, τελική έφοδος στο Γεντί-Κουλέ. Θα βλαστημήσουν οι φασίστες την ώρα και την μάνα που τους γέννησε, μίλησε αγέρωχα το παιδί.— —Προοδεύεις, μπέϊμπυ, ξεράθηκε με θαυμασμό ο Άη- Γιώργης.— —Σε λίγο, μ’ αυτά τα μυαλά, θα είσαι ώριμος για επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα! Δεν θα πας στην «Μαντουμπάλα» για να σκοτώσεις τους παρακρατικούς της Καρφίτσας. Θα πας να βρεις εκεί τον χαφιέ που θα έχει σκοτώσει, όταν δεν ξέρεις, τον πατέρα σου. Θα τον δεις να χορεύει ζεϊμπέκικο. Ξέρεις, όμως, βρε ανήλικο, τι είναι ο ζεϊμπέκικος;

Το παιδί δάμασε τον Άη-Γιώργη με το βλέμμα του και αλαζονικά του είπε:— —Άη-Γιώργη Μπακιρτζή, δεν ξέρω τι είναι ο ζεϊμπέκικος: Τον χορεύω.— —Καλά, είπε ο Άγιος, και γελώντας κάλπασε, παίρνοντας την εκκλησία με τα τάγματα, μακρυά, στα πολυβόλα των Ουρανών.

Στην «Μαντουμπάλα», στο κεντρικό κάθισμα της ορχήστρας - κι από γύρω της τα όργανα - καθόταν μια αυστηρή, αγέλαστη αγία, με λυγερή ματιά, η Λίτσα Ξάνου κι έψελνε έναν βαρύ ζεϊμπέκικο. Ο χαφιές, που είχε σκοτώσει μετά από πέντε χρόνια τον φυλακισμένο πατέρα του παιδιού, έστειλε παραγγελιά.

Το παιδί γύρισε κι έψαξε παντού στο κέντρο, την λάμψη του Άη Γιώργη Μπακιρτζή, αλλ’ αυτός κι η λόγχη του κάλπαζαν μακρυά. Στο κέντρο ήταν καθισμένοι γύρω-γύρω οι παρακρατικοί, φτωχοί, σκεβρωμένοι, μ’ ένα κουρασμένο μίσος στα μάτια τους, από πίκρα μεγάλη. Όλα ήταν σκοτεινά, τα όργανα έπαιζαν σκοτεινά, οι άνθρωποι στα τραπεζάκια σκυμμένοι σκοτεινοί και τα φώτα φώτιζαν σκοτεινά. Το παιδί έβλεπε το σκοτάδι κι έβλεπε στο σκοτάδι να αστράφτει ένα φωτοστέφανο γύρω από το αγέλαστο, αυστηρό κορμί της Λίτσας. Στη μέση, μπροστά στην Λίτσα Ξάνου που ‘χε φωτοστέφανο εννεάσημον, ο χαφιές, φτωχός, δακρυσμένος και σκοτεινός, προσκυνούσε στο χώμα τα σκοτάδια και στην γυροβολιά του τα χέρια του δακρυσμένα, σκοτείνιαζαν ψηλά σκοτεινούς γύρους με σκοτάδια. Ο χαφιές στριφογυρνούσε γύρω του σκοτάδια κι άπλωνε ο ζεϊμπέκικος πάνω από τον χαφιέ σπίθες κι αστραπές και ξαφνικά, τάγματα λαού κατέβηκαν από τον ουρανό της φυλακής και προσκύνησαν τον χαφιέ.

Το παιδί προχώρησε μπροστά από τα τάγματα κι έφτασε δίπλα στον δολοφόνο του πατέρα του, τον χαφιέ που του είχε σκοτώσει τον πατέρα του μετά από πέντε χρόνια από σήμερα, κι ο φονιάς ακόμη χόρευε σκοτάδια, φτωχός, σκεβρωμένος, δακρυσμένος, παρακαλώντας τα σκοτάδια, κι ο ζεϊμπέκικος, βαρύς, πλάγιος, συνέχεια έλουζε με φως τον φονιά.

Το παιδί, γελαστό, ήξερε πια ότι ήταν ορφανό, αφού ο παρακρατικός της Καρφίτσας είχε σκοτώσει μετά από πέντε χρόνια από σήμερα τον πατέρα του. Χορευτικό τώρα, το γελαστό παιδί, έσκυψε μπροστά στον δολοφόνο του πατέρα του, που συνέχεια σκοτείνιαζε μέσα στον ζεϊμπέκικο, φίλησε το τσιμέντο που πατούσε ο φονιάς του πατέρα του και με παλαμάκια, άρχισε να του κρατάει ισοκράτημα στον ζεϊμπέκικο. Όλα τα τάγματα του λαού περικύκλωσαν τον φτωχό, σκεβρωμένο φονιά, που γινόταν στρόβιλος στα σκοτάδια. Τα τάγματα περικύκλωσαν και το παιδί με το ισοκράτημα, το απαστράπτον φως ζεϊμπέκικο, και τότε, φωτιές ανάψανε μέσ’ στα δυο τους μάτια.

Το παιδί με το ισοκράτημα, σκυμμένο, του φιλούσε μια τα πόδια, μια το τσιμέντο που πατούσε, κι ο Φονιάς στριφογύριζε σκοτάδια πάνω από το παιδί με το μουστακάκι της λίγδας και η πίκρα της πίκρας του σιγόκαιγε πάνω στο γελαστό παιδί.

Page 14: ZOYRARIS.doc

— —Θα σε σφάξω κι εσένα, μούλικο, όπως έσφαξα τον μεγάλο και τρανό πατέρα σου, τότε, μετά από πέντε χρόνια, μόλις τον έβγαλες απ’ την φυλακή, φώναζε κι έσταζε λυγμούς μέσα στον ζεϊμπέκικο ο χαφιές... Και τα χέρια του συνέχεια δάκρυζαν, γράφοντας κύκλους σκοτεινούς, χέρια, φίδια μαύρα σε ουρλιαχτά σκοτάδια.— —Σφάξε με αν θες, είπε γελώντας το παιδί. Αυτό ξέρεις να κάνεις. Σφάξε με, όπως έσφαξες μετά από πέντε χρόνια από σήμερα και τον πατέρα μου. Αυτό ξέρεις να κάνεις. Χόρευε, όμως, χόρευε. Να χορεύεις συνέχεια ζεϊμπέκικο. Κι αυτό ξέρεις να το κάνεις. Αν χορεύεις, σκότωνε, αν θέλεις.

Ο χαφιές χόρευε, έρριχνε τις γυροβολιές και τα τσακίσματα του, έπινε με το ένα χέρι κι έκλαιγε με το άλλο. Κι έρριχνε, χαφιές φτωχός και σκεβρωμένος, έρριχνε συνέχεια την ζεϊμπεκιά του. Κι έκλαιγε συνέχεια ο χαφιές κι έρριχνε βρισιές στο παιδί.—Δεν θα με ρίξεις μ’ αυτές τις μαλαγανιές, ρε βουτυρόπαιδο! Και μη νομίζεις πως θα γλυτώσεις, επειδή είσαι πλουσιόπαιδο! Στο γόνατο επάνω θα σε σφάξω, όπως έσφαξα μετά από πέντε χρόνια από σήμερα, τον προδότη τον πατέρα σου!

Ο ζεϊμπέκικος, βαρύς, πλάγιος και φωτοδότης, έρραινε με φως το σκοτάδι του χαφιέ που χόρευε στριφογυριστός μέσ’ στα σκοτάδια του. Τα χέρια του χαφιέ απλωμένα, δάκρυζαν συνέχεια κι όλος έψαχνε μέσα στον χορό του, πως να ξεφύγει από το παιδί, που σκυμμένο του φιλούσε το τσιμέντο των ποδιών του και του κρατούσε ισοκράτημα. Τα χέρια φίδια του χαφιέ, έκλαιγαν τώρα και ούρλιαζαν:—Εγώ είμαι Λαός, ρε βουτυρόπαιδο! Εγώ, που ‘γλυφα το λάδι απ’ το καντήλι όταν στέρευε, για να μυρίσω χόρταση! Εγώ είμαι Λαός, ρε αλήτες πλουτοκράτες, που θέλετε να με σώσετε τάχα μου, με τις κούρσες και τα λιολιά σας, τις γκουβερνάντες και τα γαλλικά σας! Ναι, ρε μπάσταρδε! Εγώ είμαι λαός, εγώ ο χαφιές, που το σάμαλι το ‘βλεπα, παιδάκι, από μακρυά κι άλειψα την πορδή μου σάλιο να την κάνω αντίδωρο!

»Ναι, ρε, τσόγλανε! Που ‘θελε ο τρανός πατέρας σου να μου ανοίξει τα μάτια, τάχα μου! Ο Θεός κι η Παναγιά κι ο Χριστός ήταν για να μας εκμεταλλεύονται, εμάς, την φτωχολογιά,... τον Χριστό του! Κι ο φωτισμένος, ο επιστήμονας, να με φωτίζει, την τύφλα του, ότι δεν υπάρχει η Παναγιά μου, ....την Παναγία του! Ποιός του ‘πε του πατέρα σου του μεγαλογιατρού, που μετράει λίρες τα μασούρια του και τον κόσμο με τα μυαλά του, ποιός του το ‘πε ρε τσόγλανε, ότι προτιμώ εγώ τα πλούτη του, από την Παναγιά μου, ... την Παναγία σου!

»Ναι, ρε τζιτζιφιόγκε! Εγώ είμαι Λαός, εγώ ο χαφιές, ο παρακρατικός! Θα σε σφάξω τώρα, πάντα, όπου κι αν κάτσεις, όπου κι αν βρεθείς, ρε μούλικο! Δεν θα μου γλυτώσεις! Είμαι ο χαφιές Λαός!

Κι ο ζεϊμπέκικος του χαφιέ, σερνόταν τώρα βαρύς από το κλάμα του και στο τσιμέντο, μόνη, πλάγιαζε η πίκρα του χαφιέ. Το παιδί του σκούπιζε τα δάκρυα, που πιάνανε λάσπη στο τσιμέντο και χάιδευε συνέχεια το λασπωμένο κλάμα του τσιμέντου. Κι ήταν ξανά τα παλαμάκια του παιδιού, γελαστά, στο ισοκράτημα.—Μα δεν θέλω να γλυτώσω, ρε χαφιέ! γελούσε, ξεκαρδιζόταν το παιδί, με το ισοκράτημα μαζί.

»Εγώ, ρε χαφιέ, δεν φοβάμαι, παίζω.»Κι εσύ, κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις: Σκότωνε, αφού θέλεις να σκοτώνεις. Να σκοτώνεις

και να χορεύεις. Κι αυτό ξέρεις να το κάνεις! Σκότωνε, χαφιέ, αρκεί να χορεύεις ζεϊμπέκικο! Σκότωσέ με, αλλά να χορεύεις κι εγώ έχω φτερά και τα φτερά μου είμαι εγώ, αν με σκοτώσεις.

»Κι όσο εσύ χορεύεις ζεϊμπέκικο, δεν βλέπεις, ρε φονιά, ότι το σάμαλι ξανακατεβαίνει απ’ τους Ουρανούς κι όλη η Εκκλησία είναι πάλι σάμαλι; Όταν χορεύεις, ρε φονιά, μοναρχοφασίστα, το σάμαλι είναι πάλι γύρω-γύρω πάνω μας, κατεβαίνει το σάμαλι από τα Κάστρα κι ανηφορίζει από την παραλία, στρογγυλοκάθεται το σάμαλι, όταν χορεύεις ζεϊμπέκικο, στην πλατεία Δικαστηρίων και το Πειραματικό γίνεται σάμαλι και το τρώμε και γλύφουμε τα δάχτυλα μας Πειραματικό.

»Μοσχομυρίζει η πόλη του αέρα σάμαλι, όταν, χαφιέ, χορεύεις ζεϊμπέκικο. Τα κατάφρακτα τάγματα του λαού έχουν την χειροβομβίδα Κοσμοσώτειρα στο ένα χέρι και εχθρών παρηγοριά το σάμαλι, στο άλλο, κάθε φορά που εσύ, χαφιέ, τρελλαίνεσαι μέσ’ στην γυροβολιά σου!

»Και σπαρταράς με κλάμα απαρηγόρητο, χαφιέ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε, και στάζεις δάκρυα τυφλωμένα, που γίνονται, σάμαλι, μόλις στήσεις τον ζεϊμπέκικο, φονιά!

»Να σκοτώνεις, χαφιέ, να με σκοτώσεις, κι εγώ είμαι ισοκράτημα κι εγώ είμαι φτερά!»Κι όταν χορεύεις, εσύ, φονιά, γεννιέται σάμαλι! Το παιδί γελούσε, έσκυβε γελώντας και φιλούσε την σκόνη στα πόδια που ‘χαν σκοτώσει

μετά από πέντε χρόνια από σήμερα, τον πατέρα του και πάντα κρατούσε ισοκράτημα για τον ζεϊμπέκικο του φονιά, παλαμάκια και φιλιά. Ο χαφιές έκλαιγε και τύλιγε με τα σκοτάδια του, σκοτάδια. Κι ο ζεϊμπέκικος που χόρευε, ήταν πια δίνη μέσ’ στο φως, και μέσα στο φως στριφογύριζαν τα μπουζούκια κι ανέμιζε ήχους εκκλησίας η ολόρθια φωνή της Λίτσας Ξάνου κι ήταν το φωτοστέφανο της, σάμαλι.

Η πόλη του αέρα σηκώθηκε, τότε. Πήρε το κέντρο με τους παρακρατικούς στην αγκαλιά της

Page 15: ZOYRARIS.doc

και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ενώ το παιδί γελούσε ακίνητο, με τα φτερά του ν’ ανοιγοκλείνουν ακίνητα και από παντού ο ζεϊμπέκικος του χαφιέ έρραινε την πόλη με σάμαλι.

Κι όσο η πόλη του αέρα ανέβαινε στους Ουρανούς, μια λεπτή βροχή λάσπης άρχισε να την σκεπάζει, από τα Κάστρα της μέχρι την παραλία. Τα τάγματα του λαού, λευκοντυμένα, έτρωγαν σάμαλι, κι επάνω τους έσταζε συνέχεια μαύρη λάσπη. Κι όλοι μαζί, χαφιέδες, φονιάδες, τάγματα πυρφόρα και κορίτσια καλλιγάληνα, όλοι μαζί έτρωγαν σάμαλι και γέμιζαν λάσπη. Ο φονιάς συνέχεια χόρευε ζεϊμπέκικο και δάκρυζε λάσπη. Το παιδί ακίνητο, με τα φτερά του λασπωμένα, έβλεπε την πόλη του αέρα, λασπωμένη ολόκληρη, να ανεβαίνει στους Ουρανούς επί πτερύγων ανέμων, που χόρευαν ζεϊμπέκικο λασπωμένο.

Και το παιδί, τότε, είδε ότι η πόλη του ήταν όμορφη. Τόσο όμορφη, που πιο όμορφη δεν γινόταν. Η πόλη του, παντοτεινά όμορφη, ακόμη και με τον σκοτωμένο πατέρα του φυλακισμένο.

Ο καιρός περνούσε, περνούσε και ξαναπερνούσε, το παιδί έκανε προπόνηση σ’ όλα όσα του είχε πει ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής, δηλαδή τάχα μου έκανε προπόνηση, διότι το παιδί ήταν το γνωστό παιδί, όλο φλυαρία, σάμαλι και άποψη, ο γέρος με το σάμαλι πάντα εκεί, ο πατέρας του παιδιού πάντα εκεί, στην φυλακή κι ο καιρός περνούσε, κι όλα ήταν όπως πάντα.

Ένα βράδυ που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα - μέρες τώρα έσταζε υγρασία κι η κοντόχοντρη εκκλησία είχε πρηστεί από τη μούχλα - ένα βράδυ που ‘βρεχε, το παιδί κατρακύλησε τις σκάλες, μπήκε στον μαυριδερό μουχλιασμένο πρόναο κι άρχισε να φωνάζει λαχανιασμένο:— —Άγιε, Άγιε, που ‘σαι, Άη-Γιώργη; — —Τι ‘ναι, παιδί μου; - ρώτησε ο Άγιος, καλπάζοντας νωχελικός μέσα στην εκκλησία.

Το παιδί έμοιαζε αναστατωμένο κι έλαμπε αναψοκοκκινισμένο από χαρά και καθόλου δεν είχε βραχεί από την βροχή που ‘βρεχε μονότονα. Όλα ήθελε να τα πει κουτρουβαλιαστά στον Άη-Γιώργη τον Μπακιρτζή.— —Άκου, Άγιε. Περνούσα έξω από του «Φλόκα» και βλέπω να βγαίνει ένας από τους σκληρούς του Μαϊάμι. Ναι, Άγιε! Ολοζώντανος! Τον ακούμπησα! Ήταν εκεί ένας σκληρός του Μαϊάμι! Φορούσε ένα σιδερωμένο τσαλακωμένο τρουά πιες, με γραμμωτές γκρίζες ανταύγειες, γραβάτα με σφιχτό χαλαρό κόμπο, ασημένιες πιτσιλωτές κουκκίδες, μαντήλι γκρι χέβυ μέταλ, πουκάμισο πολύ έτσι και θεληματικό πηγούνι με βλέμμα και μιλάμε πολύ αρνητική άντωση στα φλαπς!— —Καλά, και δεν στραβοπατούσε μ’ όλα αυτά; - ρώτησε με νωχέλεια ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής.— —Καλά, Άγιε τώρα, επικοινωνείς με Κάϊρο; Μιλάμε τα ‘παιξα! - εξερράγη το παιδί, με πολύ συγκαταβατική περιφρόνηση προς τον Άγιο.— —Καλά, καλά, και τι έγινε μετά; - είπε όλος τάχα μου έγνοια, ο Άη-Γιώργης, για να εξευμενίσει τον μικρό.— —Καλά, Άγιε, έγινε το έλα να δεις! Περνούσε εκείνη τη στιγμή μπροστά στον «Φλόκα» η Καίτη, φεγγαρολαμπιρούσα, και τα γαλαζοπράσινα μάτια της δεν κοίταζαν κανένα. Ο αυτός, που λες, ρίχνει στην Καίτη φοβερό μάτι, δηλαδή φοβερό, μιλάμε φόρμουλα με οπισθέλκουσα στα πιτς και λέει στον κολλητό του: «Την βλέπεις αυτήν; Που θα μου πάει! Θα της πετάξω τα μάτια έξω!» Μιλάμε αφασία, Άη-Γιώργη!— —Ε, και; Και τι έγινε; Γιατί ήρθες με την γλώσσα έξω να μου τα πεις; - άρχισε να ρωτάει σαν χοντρός αρχιμανδρίτης ο Άη-Γιώργης, που έβλεπε το παιδί ανάστατο κι ετοιμαζόταν να το δουλέψει κανονικά.— —Και τι έγινε; - ούρλιαξε έξαλλο το παιδί. Μιλάμε μ’ άρεσε, τα ‘παιξα!— —Με ποια απ’ όλα μιλάμε τα ‘παιξες; - ρώτησε γελώντας ο Άγιος, που την καταεύρισκε με την ταραχή του παιδιού.— —Με όλα, Άη-Γιώργη, με όλα, αλλά πιο πολύ μ’ αυτό που είπε ο έτσι, είπε ξαναμμένο το παιδί.— —Δηλαδή, τι; - ρώτησε τάχα αθώος ο Άη-Γιώργης.—Δηλαδή, να..., κόμπιασε το παιδί. Δηλαδή, Άη- Γιώργη, μ’ άρεσε πολύ, έτσι που το ‘πε.— —Τι θα πει σ’ άρεσε, έτσι που το ‘πε; - ρώτησε ακόμη πιο σπαστικός ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής.— —Να... πως να σου πω... ήταν όπως όταν τρώω σάμαλι,... να... θέλω να της πετάξω τα μάτια έξω της Καίτης, να, μ’ αρέσει τώρα, έτσι που το λέω, είπε το παιδί, με ύφος τύπου θεληματικό πηγούνι και μπαίνουμε στη Βοσνία και χαμός.— —Και τι θα πει, βρε βλαμμένο, να της πετάξεις τα μάτια έξω, της Καίτης; - ρώτησε ξεκαρδισμένος ο Άη-Γιώργης.— —Τι θα πει, τι θα πει; - απάντησε πυρ και μανία πια με τον Άη-Γιώργη το παιδί. Θα πει αυτό που θα πει κι εμένα έτσι μ’ αρέσει να το λέω!

Μπαρούτι είχε πια γίνει το παιδί. — Αα, σ’ αρέσει να το λες! Να το κάνεις, μπορείς; - ρώτησε πνιγμένος πια από τα γέλια ο Άη-Γιώργης, τόσο, που κόντεψε να πέσει απ’ το άλογο και στηρίχθηκε με τηνλόγχη του στο εικονοστάσι, πίσω του.

Το παιδί ξανακοίταξε τον Άη-Γιώργη με φοβερό ύφος, τύπου πως δενότανε τ’ ατσάλι.

Page 16: ZOYRARIS.doc

Ξαφνικά όμως άρχισε να χάσκει ως συνήθης χάσκαξ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο Άγιος Γεώργιος κοίταζε χαλαρά το παιδί και το παιδί ξαφνικά άρχισε να ζαρώνει, πάει και το πηγούνι, πάει και τ’ ατσάλι και πανικόβλητο το παιδί θυμήθηκε πως στο σάμαλι ήταν πρώτος, αλλά χαμπάρι δεν είχε πως τα πετάνε έξω τα μάτια της Καίτης. Ο Άγιος συνέχεια κοίταζε χαλαρά το παιδί και το παιδί μίκραινε -μίκραινε κι ούτε ήξερε πόσο μίκραινε μέσα στη ζάλη του κι άρχισε να ψιθυρίζει όπως έβλεπε να κάνουν τα γεροντάκια στα στασίδια:—Στερνό μου σάμαλι, να σ’ είχα τώρα, στερνό μου σάμαλι να σ’ είχα τώρα, στερνό μου σάμαλι...—Ησυχία! - βροντοφώναξε ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής.

»Ησυχία! Πάψε να ψαχουλεύεις λέξεις που δεν τις καταλαβαίνεις! Κι άσε το σάμαλι στην ησυχία του! Και τώρα, φροντιστηριακή άσκηση, αφού μαϊμουδίζεις πηγούνια που σου πέφτουν και λέξεις που χάσκουν. Δεν μου λες, βρε βλαμμένο, εσένα σ’ αρέσουν ή δεν σ’ αρέσουν τα γαλαζοπράσινα μάτια της Καίτης;—Μ’ αρέσουν.— —Κι αφού σ’ αρέσουν, ρε βλαμμένο, τι θα γίνει, αν της πετάξεις τα μάτια έξω; Δυο μαύρες τρύπες θα μείνουν! Αυτό θέλεις;— —Όχι, ψέλλισε το παιδί ημιλιπόθυμο μέσα στο χάλι του. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της Καίτης, άρχισε να τραυλίζει το παιδί κι οι Εικόνες, από την ταραχή του, χοροπηδούσαν κι έτρεμαν. Το παιδί κοίταζε προς τον Άη-Γιώργη σαν δαρμένο σκυλί, που το έβρεξαν κι από πάνω.— —Έλα μικρέ, τώρα, κοντά, κι άκου - τον λυπήθηκε πια ο Άη-Γιώργης - και τέρμα τα θεληματικά πηγούνια κι οι ατσάλινες ανταύγειες στα ζυγωματικά.

»Δεν είπαμε, ότι εσύ θα γίνεις άνεμος ακίνητος, για να σώσεις τον πατέρα σου; Δεν σου ‘δωσα φτερά; Δεν τον είδες, άλλωστε, πως μοιάζει αυτός ο έτσι σου, με τα γραβατωμένα του πηγούνια και το θεληματικό γκαρκατσουλιό; Ολόιδιος με τα αναπτυξιακά στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που προτείνουν οπτικές ίνες για να επιταχύνουν την Θεοπτία στον Ακάθιστο Ύμνο! Τέτοιος θες να γίνεις; Που είναι οι Μυροφόροι Αντάρτες που κατέβαιναν την Αγίας Σοφίας; Εσύ μου ‘πες ότι θες να γίνεις αρχηγός τσακαλαρίας για να βγάλεις τον πατέρα σου από την φυλακή, κι όχι Διευθύνων Σύμβουλος διατραπεζικών διακανονισμών! Διάλεξε! Δυο μαύρες τρύπες θες να γίνεις;—Τα γαλαζοπράσινα μάτια της Καίτης έχουν ξανθή κοτσίδα, είπε κι έτρεμε το παιδί.—Έτσι, μικρέ, εύγε. Αυτό είναι κι όχι εκείνα τα τουρμπο - άτσαλέξ εξωπετάγματα, των πολύ in στα τσόφλια. Εσύ είπες να γίνεις Μυροφόρος. Κι οι Μυροφόροι Αντάρτες πάντοτε προσκυνούν τα γαλαζοπράσινα μάτια της Καίτης. Τίποτε άλλο. Προσκυνούν τα γαλαζοπράσινα μάτια της, ευθυτενείς, και σκύβουν την ευχαριστία τους στην ξανθιά της κοτσίδα, που τους χαρίζει αυγή.

»— Τίποτε άλλο... Αντάρτες Μυροφόροι. Το παιδί κοίταζε τον Άη-Γιώργη. Ο Άη-Γιώργης κοίταζε το παιδί.

Το παιδί δεν δάκρυζε.Ο Άη-Γιώργης δάκρυζε.Το άλογο του δάκρυζε.Η λόγχη του δάκρυζε.Ο Δράκοντας δάκρυζε.Το παιδί δεν δάκρυζε.— —Αχειροποίητος η ξανθή κοτσίδα. Τα γαλαζοπράσινα μάτια, όχι, ψιθύρισε ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής.— —Τι θα πει Αχειροποίητος; - ρώτησε το παιδί.— —Αχειροποίητος θα πει σάμαλι. Ό,τι είναι σάμαλι είναι Αχειροποίητος, του είπε μαλακά, πολύ μαλακά ο Άη-Γιώργης, δακρυσμένος. — —Δηλαδή αυτό που θέλω συνέχεια και θέλω πιο πολύ απ’ όσο θέλω και που μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όσο αντέχω να μ’ αρέσει και πάλι μ’ αρέσει και ξανά θέλω, αυτό είναι Αχειροποίητος..., μονολόγησε το παιδί χωρίς να κάνει ερώτηση στον Άγιο.— Ναι, Αχειροποίητος, είπε ο Άη-Γιώργης.

»Ναι, αυτό, και να προσκυνάς χωρίς να χαλνάς αυτό που αγαπάς, όπως, ανέγγιχτη, σκύβεις και ευχαριστείς την ξανθή κοτσίδα της. Αυτό είναι Αχειροποίητος.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής ακόμη δάκρυζε. Και ξαφνικά, Τροπαιοφόρος, κάλπασε ορμητικά από το δυτικό τείχος μέχρι την Ροτόντα, ξαναπέρασε, κι άρχισαν να τρέμουν οι Δώδεκα Απόστολοι στο γκρεμισμένο δυτικό τείχος. Τότε, ο ισχυρός αέρας άρχισε να σηκώνεται παγωμένος και να αίρει την πόλη του αέρα πάνω από τους άνεμους, ενώ τα τάγματα του λαού είχαν όλα νικηθεί από τους εχθρούς και δεν ήταν πια εκεί. Η πόλη όμως λαμπαδηφορούσα όλη, έλαμπε στους ουρανούς των λόφων της και το παιδί, τώρα, ξαναγελούσε, ανάβοντας ξανά την λόγχη του Άη Γιώργη, αναμμένη λαμπάδα.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής ακόμη δάκρυζε. Το παιδί ξαφνικά, κατάλαβε, πλησίασε.

Page 17: ZOYRARIS.doc

Ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής έκλαιγε τώρα, Τροπαιοφόρος, και υψαύχην του είπε:—Άκου, παιδί... ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη οπού δεν έχει καθημερινές και σκόλες...

»...Δεν θα συναντηθούμε πια. Θα προχωρήσεις μόνος, για όλα όσα θέλεις και με όλα όσα φοβάσαι. Παιδί, θα είσαι μόνος. Θα έρχεσαι και δεν θα με βρίσκεις. Θα με αναζητάς στης ερημιάς τον πυρετό κι η αναζήτηση μαχαίρι. Θα με θέλεις και δεν θα με έχεις. Θα ζητάς και δεν θα σου δίνω. Θα πηγαίνεις και δεν θα είμαι εκεί.— —Ποτέ πια; - ρώτησε ήρεμο το παιδί.— —Ποτέ πια, απάντησε πνιγμένος στον καημό του ο Άη-Γιώργης.

»Ποτέ πια, έκτος από κάποτε. Ίσως... »Θα συναντηθούμε ξανά, μόνον αν γίνεις Αντάρτης Μυροφόρος, μόνος σου. Κι Αντάρτης

Μυροφόρος θα γίνεις μόνος σου, αν μόνος σου αγαπήσεις στ’ αλήθεια τον χαφιέ, αν μονάχος σου σεβαστείς όλο το σάμαλι του κόσμου, κι όταν μόνος σου, μόνο να προσκυνήσεις θα θέλεις την ξανθή κοτσίδα με τα γαλαζοπράσινα μάτια της και μόνον αν μόνος σου γίνεις Αντάρτης Μυροφόρος σιγοψιθύρισε πολύ κουρασμένος ο Άη-Γιώργης.— —Δώσε μου τώρα τα φυσεκλίκια! είπε αυστηρά το παιδί.— —Μόνος σου θα κερδίσεις τα φυσεκλίκια και θα τα κάνεις αναμμένες λαμπάδες! Εγώ σου έδωσα φτερά και σου έδειξα την Λόγχη! Εσύ τώρα μόνος σου θα τα προσπαθήσεις, μόνος! Ο Αντάρτης Μυροφόρος είναι πάντα μόνος στο κλαρί,κι όχι κοπάδι στο κλουβί!

Και ξαφνικά, μέσ’ στην εκκλησιά, νύχτωσε χωρίς φεγγάρι και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος, ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας και τα τάγματα του λαού λευκοντυμένα σάλπισαν την κλαγγή των όπλων.

Και εγένετο πάλι εκ του ουρανού ήχος ζεϊμπέκικος κι η πόλη, αναδυόμενη νύμφη, φώτιζε τους ουρανούς που έψαλλαν μαζί με τον Άη-Γιώργη κι αποχαιρετούσαν: ελθέ, ο μόνος προς μόνον, Συ νικάς, Παιδί!

Και τότε, πνοή βίαιη σηκώθηκε ο άνεμος της πόλης. Φυσούσε και πάγωνε η Πλάση, η πόλη του αέρα χανόταν μέσα στην παγωμένη της θάλασσα και η θύελλα γκρέμιζε τους λόφους της και νικούσε τον ήλιο.

Το παιδί άρχισε να περπατάει και κανείς δεν υπήρχε στους δρόμους και κανείς δεν υπήρχε στα σπίτια. Ο αέρας ξανά έφερνε την παγωνιά, ο αέρας αυτός ήταν πάντοτε μόνος, όπως έπρεπε να ‘ναι πια το παιδί. Ο αέρας ξαναγινόταν Πολιούχος της πόλης και το παιδί αγαπούσε τον Πολιούχο άνεμο, που το βοηθούσε να πετύχει την μοναξιά του.

Η πόλη του δεν είχε σπίτια πια, τα λόγια της είχαν αιχμαλωτισθεί, οι άνθρωποι είχαν ξεριζωθεί από τον ισχυρό αέρα της παγωμένοι και οι Ψαλμοί είχαν σωπάσει νικημένοι, γιατί ο Άη-Γιώργης ο Μπακιρτζής είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τα Επινίκια των Βαρβάρων.

Το παιδί περπατούσε, ανέβαινε την Κομνηνών, περνούσε από την Τσιμισκή και το Καπάνι, πορεία προς την Αρμενοπούλου ένα, που όμως δεν υπήρχε, και ήξερε πια ότι τέτοια προπόνηση του ‘χε δώσει ο Άγιος Γεώργιος ο Μπακιρτζής, να περπατάει προς τα κει που δεν υπάρχει διεύθυνση και ν’ αγαπάει την πορεία.

Το παιδί περπατούσε, γιατί θυμόταν πάλι, ότι πήγαινε πάντοτε να συναντήσει την μητέρα του, που τον περίμενε γελώντας στου «Αργύρη», - έλα - του ‘λεγε - και θα δοκιμάσεις εκεί όλα τα γλυκά του κόσμου. Ο αέρας κυριαρχούσε στα πάντα, παγωμένος Πολιούχος και το παιδί ήταν μόνο του πια, όπως ταίριαζε σ’ εκείνον που αξιώθηκε μια τέτοια Πόλη. Μόνο του τώρα περπατούσε, κι ο Βαρδάρης Πολιούχος, μόνος, όριζε όλα αυτά που το παιδί δεν ήξερε.

Το παιδί όμως ήξερε πια, ότι δεν είχε ανάγκη τα φτερά του Άη-Γιώργη. Σταμάτησε μέσα στον παγωμένο αέρα, έβγάλε τα φτερά του με σεβασμό και είπε στα φτερά να πάνε στην δασκάλα του, την κυρία Αγγέλα. Και ξανάρχισε την πορεία και το παιδί πια περπατούσε παγωμένο, χωρίς φτερά, μόνο του στον αέρα κι είχε άγγελο πρωτοστάτη τον Βαρδάρη κι αυτό δεν έφτανε, γιατί έκανε κρύο, πολύ κρύο και το παιδί δεν έπρεπε να καλέσει τον Άη-Γιώργη. Και το παιδί σιγά-σιγά σιγοσβήνε και περπατούσε. Το παιδί σιγά-σιγά αργοπέθαινε και περπατούσε, χωρίς φτερά, συνέχεια περπατούσε για να γίνει αντάρτης και να βρει την μητέρα του. Κι ενώ ο Βαρδάρης σκόρπιζε με μανία το παιδί που αργοπέθαινε, το παιδί, πεθαμένο πια, προχωρούσε ακόμη να βρει την μητέρα του, να γίνει Αντάρτης, Αντάρτης Μυροφόρος και να βρει την μητέρα του.

 ---Σημείωση: Το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει με το γνωστό και μη εξαιρετέο «και ζήσανε

αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», διότι η πρόσφατη κοινοτική οδηγία υπ’ αριθμ. 000/000 το απέσυρε, εντάσσοντας την φράση στα ΜΟΠ για να επιδοτήσει την απόσυρση. Η Commission πρότεινε για έγκριση στο Συμβούλιο των Δώδεκα μια νέα φόρμουλα, που να ανταποκρίνεται στις νέες προοπτικές, όπως αυτές διανοίγονται για τον πολιτισμό της ενωμένης Ευρώπης, μετά το Μάαστριχτ.

Page 18: ZOYRARIS.doc

Η νέα φόρμουλα που προτείνει η Commission είναι: «και ζήσανε αυτοί αρκετά άσχημα πριν από την Ενιαία Πράξη κι εμείς καλύτερα μετά από την συμφωνία του Μάαστριχτ».

Ο συγγραφεύς και οι έκδοτες δεσμεύονται να συμπεριλάβουν σε αναθεωρημένη έκδοση την νέα καταληκτική κατάληξη του ευρωπαϊκού παραμυθιού, μόλις αυτή εγκριθεί από το Συμβούλιο των Δώδεκα.   «...και καταντήσαμεν, σιμά εις τα αλλά να έχωμεν δυο γλώσσας, μίαν δια τα παραμύθια και μίαν δια τα σοβαρά πράγματα.»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Πηγή: Εκδόσεις «Αρμός», β΄ έκδοση Φεβρουάριος 1994