TO Κ 2. ΤΟΥ...

59
1 16 1. T O Κ ΡΆΤΟΣ 2. ΤΟΥ Σ ΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ «Πολιτική κοινωνία είναι διαρκής του συνδιαιτάσθαι σχέσις, καθ’ην ενδίκως πολλοί συνυποχρεούνται αμοιβαίως προς το ευδαιμόνως και καλώς συζήν υπό κοινούς νόμους και κυβέρνησιν. Η πολιτεία λοιπόν, ήτοι η πολιτική κοινωνία, δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα συναγελασμού τυχαίου αριθμού τινός ανθρώπων εις δοθέν τι γης μέρος. Η (πολιτική) κοινωνία απαρτίζεται εκ τριών στοιχείων, εξ ομηγύρεως τινός ανθρώπων αποτελούσης την βάσιν, εκ τάξεώς τινός σχηματιζομένης διά των νόμων και εκ μιας αρχής, ήτοι της κυβερνήσεως, ισχυράς προς συντήρησιν της τάξεως ταύτης» (Ν.Ι. Σαριπόλου, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνησι 1851 [ανατύπωση: Αντ. Σάκκουλας, 1993], σ. 17/18). Ι. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Α. Η ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣ Η ΛΟΓΙΚΉ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΣΧΈΣΗ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΡΆΤΟΥΣ ― Το κράτος, και κάθε σύγχρονο κράτος, ιδρύεται, συγκροτείται, οργανώνεται και αναγνωρίζεται ως τέτοιο με τη μεσολάβηση μιας πρωταρχικής και καταστατικής πράξης που καλείται Σύνταγμα. Mε το Σύνταγμα, και χάρη σε αυτό, κατασκευάζεται ένα κράτος, αποκτά το ίδιο οργανωτική δομή, πολιτική ταυτότητα και κανονιστική φυσιογνωμία. Το κράτος «οφείλει πριν απ’ όλα την

Transcript of TO Κ 2. ΤΟΥ...

  • 116

    1. TO ΚΡΆΤΟΣ 2. ΤΟΥ Σ Υ ΝΤΆΓΜΑΤΟΣ

    «Πολιτική κοινωνία είναι διαρκής του συνδιαιτάσθαισχέσις, καθ’ην ενδίκως πολλοί συνυποχρεούνται αμοιβαίωςπρος το ευδαιμόνως και καλώς συζήν υπό κοινούς νόμους καικυβέρνησιν. Η πολιτεία λοιπόν, ήτοι η πολιτική κοινωνία, δενείναι απλώς το αποτέλεσμα συναγελασμού τυχαίου αριθμούτινός ανθρώπων εις δοθέν τι γης μέρος. Η (πολιτική) κοινωνίααπαρτίζεται εκ τριών στοιχείων, εξ ομηγύρεως τινός ανθρώπωναποτελούσης την βάσιν, εκ τάξεώς τινός σχηματιζομένης διάτων νόμων και εκ μιας αρχής, ήτοι της κυβερνήσεως, ισχυράςπρος συντήρησιν της τάξεως ταύτης» (Ν.Ι. Σαριπόλου,Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνησι 1851[ανατύπωση: Αντ. Σάκκουλας, 1993], σ. 17/18).

    Ι. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Α. Η ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ

    ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣΗ ΛΟΓΙΚΉ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΣΧΈΣΗ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙΚΡΆΤΟΥΣ ― Το κράτος, και κάθε σύγχρονο κράτος,ιδρύεται, συγκροτείται, οργανώνεται και αναγνωρίζεταιως τέτοιο με τη μεσολάβηση μιας πρωταρχικής και

    καταστατικής πράξης που καλείται Σύνταγμα. Mε τοΣύνταγμα, και χάρη σε αυτό, κατασκευάζεται ένα κράτος,αποκτά το ίδιο οργανωτική δομή, πολιτική ταυτότητα καικανονιστική φυσιογνωμία. Το κράτος «οφείλει πριν απ’ όλα την

  • 117

    Το Κράτος του Συντάγματος

    ύπαρξή του στο γεγονός ότι διαθέτει Σύνταγμα»i. Ηδιαδικασία συγκρότησης ενός κράτους αρχίζει πάντα με τησχεδίαση της κανονιστικής, μέσω ενός Συντάγματος,αναπαράστασής του.

    Δεν νοείται σήμερα κράτος που να μην έχει Σύνταγμα, που να μηβασίζει την ύπαρξή του σε ένα κανονιστικό σχεδίασμα της εξουσίας του,που να αναπαριστά και να επιβάλλει ταυτόχρονα ένα συγκεκριμένοτρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της. Για τον ίδιο λόγο, επεκτείνονταςτον προηγούμενο συλλογισμό, θα λέγαμε ότι δεν νοείται σήμεραπολιτικά οργανωμένη κοινωνία, που να μη διαθέτει μερικές θεμελιώδειςκαταστατικές αρχές συγκεντρωμένες συνήθως σ’ ένα κείμενοπανηγυρικού χαρακτήρα, οι οποίες να διέπουν την οργάνωση τηςεξουσίας και τον τρόπο ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων,εξασφαλίζοντας την πολιτική ενότητα και τη συνοχή της κοινωνικήςσυμβίωσης. Είναι, τελικά, τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη σήμερα η έννοιατου κράτους με το Σύνταγμα, ώστε, όπως δεν μπορεί σήμερα ναυπάρξει κράτος χωρίς Σύνταγμα, έτσι δύσκολα μπορεί να νοηθείΣύνταγμα χωρίς κράτος.

    Το κράτος, ως μια απρόσωπη και αυτοδύναμη μορφήεξουσίας που ασκείται σε καθορισμένη χώρα, αποτελεί τοαναγκαίο υπόστρωμα του Συντάγματος. Το επιβεβαιώνει ηδύσκολη και αντιφατική πορεία της ευρωπαϊκής πολιτικήςενοποίησης, η οποία για να καταλήξει στη δημιουργίααυτοδύναμης εξουσίας έχει ανάγκη από ένα Σύνταγμα.

    Β. Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ «ΚΡΑΤΟΣ»ΚΑΙ «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

    ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΊΑ ΔΎΟ ΌΡΟΙ ΣΥΝΏΝΥΜΟΙ; ―Στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος συναντάκανείς άλλοτε τον όρο «Κράτος» και άλλοτε τον όρο«Πολιτεία»II, χωρίς, βεβαίως, να προσδιορίζεται το

    ακριβές νόημά τους· αν επιχειρήσει κανείς να τοαποσαφηνίσει, θα διαπιστώσει ότι ακόμη και ο ίδιος όρος, π.χ.

    170

  • 121

    Το Κράτος του Συντάγματος

    «το κράτος», δεν χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς νομικήσημασία σε όλες τις συνταγματικές διατάξεις. Εξάλλου, αν καιταυτόσημοι για τον κλάδο τουλάχιστον της πολιτειολογίας, οιδύο όροι δεν αποδίδουν γλωσσικά το ίδιο νόημα.

    Ο όρος «Κράτος» προέρχεται από το ρήμα «κρατέω-ω ήκρατύνω» και τονίζει το στοιχείο της εξουσίασης, της ισχύος ήκατίσχυσης, ενώ ο όρος «Πολιτεία», εκτός του ότι παραπέμπειστην αρχαία σημασία της λέξης, όπου υπερίσχυε το στοιχείοτης «πολιτικής κοινότητας» χωρίς διάκριση της εξουσίας απότην κοινωνία, υποδηλώνει μια εξιδανικευμένη μορφή πολιτικήςκοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη τουκοινού καλού ανεξάρτητα από τις σχέσεις εξουσίασης καικαταναγκασμού που η ίδια εμπεριέχειiii.

    Αν θεωρήσουμε την έννοια «Πολιτεία» ταυτόσημη τουκράτους, και πάντως γλωσσικά ως την πλέον αρμόζουσα για νααποδώσει το ιδεατό νόημα μιας «πολιτικά οργανωμένηςκοινωνίας», τότε μπορούμε στη θέση του κράτους νατοποθετούμε τον όρο Πολιτεία. Αυτό και κάνουμε στο ανάχείρας εγχειρίδιο. Η προτίμηση αυτή συνεπάγεται αντιστροφήτων σημαινομένων, διότι στον όρο Πολιτεία προτάσσεται ωςσημαινόμενο το στοιχείο της «πολιτικής οργάνωσης και τάξης»σε αντικατάσταση του στοιχείου του κρατικού καταναγκασμούή της κρατικής εξουσίας, που τονίζει ο όρος «Κράτος».

    Γ. ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΚΡΑΤΟΣ»Από τις διάφορες σημασίες του όρου κράτους μπορούμε

    σχηματοποιώντας να απομονώσουμε τις ακόλουθες:

    ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ-ΘΕΣΜΌΣ ΣΥΝΏΝΥΜΟ ΤΟΥ ΚΡΆΤΟΥΣ-ΈΘΝΟΥΣ ―Εκφράζει συνθετικά και συνολικά τη νεωτερική μορφήπολιτικής οργάνωσης όλων των «κοινωνιών». Με τη

    171

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    μορφή αυτή αναδύθηκε τον 16ο και τον 17ο αιώνα μέσα απότη διάλυση της φεουδαρχικής κοινωνίας και διαδέχθηκεσταδιακά, όχι όμως αναίμακτα, τις ιστορικά προγενέστερεςμορφές κρατικής οργάνωσης, που ήταν οι αυτοκρατορίες,όπως π.χ. η ρωμαϊκή-γερμανική αυτοκρατορία, η ρώσικη ή ηοθωμανική. Σχηματίστηκε θεσμικά σε αντιπαράθεση προςάλλες αντίστοιχες ομοειδείς μορφές κράτους. Συγκροτήθηκεσε εξουσία «κυρίαρχη», «συγκεντρωτική», «κοσμική» καιθεσμοποιημένη νομικά. Εξουσία που οικοδομήθηκε καιεκτεινόταν, πριν απ’ όλα, σε σταθερά εδαφικά σύνορα, ταοποία και οριοθετούσαν τη «χώρα», εντός της οποίαςδιαβιούσε ένας ορισμένος λαός. Συνώνυμο της θεσμικήςσημασίας του κράτους είναι ο όρος «Χώρα».

    Το κράτος-θεσμός γνωρίζει ωστόσο τη θεσμική απογείωσήτου, όταν διασταυρώνεται με την ιδέα του ΄Εθνους, με τηνοποία και ταυτίστηκε. Ιστορικά πρότυπα εθνικών κρατών ηΓαλλία και η Γερμανία, αν και ενσάρκωσαν διαφορετικέςαντιλήψεις περί έθνους. Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμαεθνικού κράτους είναι και η Ελλάδα. Η εθνική ομοιογένεια ή ηεθνική ενότητα γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις κρατών ηαναγκαία «συμβολική» αναφορά, με την οποία το κράτοςαποκτά, πέρα από τις ταξικές αντιπαραθέσεις και τις άλλεςκοινωνικές διαφοροποιήσεις, μιαν εικόνα ενότητας καισυνοχής.

    Αυτή τη σημασία του κράτους υπονοούμε όταναναφερόμαστε στο «Ελληνικό κράτος» ή στην «Ελλάδα» ωςχώρα, στην «Ελληνική Δημοκρατία» και στη διεθνήεκπροσώπηση του Κράτους από τον ΠτΔ.

    Γενικά στις διεθνείς σχέσεις καθώς και όταν πρόκειται γιαμια συνολική απόδοση του κρατικού φαινομένου ο όροςκράτος χρησιμοποιείται με αυτή την ευρεία και θεσμικήέννοια.

    172

  • 122

    Το Κράτος του Συντάγματος

    Ο ΌΡΟΣ ΚΡΆΤΟΣ ΣΥΝΏΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΉΣ ΕΞΟΥΣΊΑΣ ― Με τημορφή αυτή αρθρώνεται και δρα εντός του Κ ρ ά τ ο υ ς ωςκρατικός-μηχανισμός ή ως κράτος-κυβέρνηση. Έτσι, μπορούμε ναπούμε ότι η Ελλάδα είναι ένα Κράτος, εντός του οποίου είναι

    οργανωμένη και δραστηριοποιείται μια κρατική εξουσία. Στην τελευταίααυτή περίπτωση δηλώνεται η κρατική εξουσία που ασκείται σε μια χώρααπό ένα κέντρο εξουσίας σε αντιδιαστολή προς την κοινωνία –ή και τονλαό– ενίοτε και σε αντιπαράθεση προς εκείνη ή και αυτόν.

    Ως κράτος με την προηγούμενη σημασία νοείται άρα οσκληρός πυρήνας του, που περιλαμβάνει την κρατική μηχανή,την απρόσωπη και ακαταγώνιστη εξουσία καταναγκασμού καιόλους τους μηχανισμούς διακυβέρνησης, τη νομοθετική, τηνεκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Από την κρατικήεξουσία προέρχονται οι νόμοι, οι διοικητικές πράξεις και οιδικαστικές αποφάσεις, με τη βοήθεια των οποίων το κράτοςδιασφαλίζει την υπεροχή του και επιβάλλει τη θέλησή του,εξαναγκάζοντας όλους όσοι υπόκεινται στην εξουσία του σευποταγή και συμμόρφωση προς τους κανόνες που θεσπίζει.

    Με αφετηρία την πραγματική κατάσταση ή το πραγματικόγεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι έχουν τη δύναμη ναεπιβάλλουν καταναγκαστικά τη θέλησή τους σε μια ορισμένηκοινωνία ανθρώπων, ο Γάλλος πολιτειολόγος Duguitivαναζήτησε την ουσία του κράτους στην πραγματική διάκρισηανάμεσα σε αυτούς που ασκούν εξουσία, «τους κυβερνώντες»,και σε αυτούς επί των οποίων ασκείται, «τους κυβερνώμενους».Το ουσιώδες στοιχείο και χαρακτηριστικό γνώρισμα τουκράτους και κάθε κράτους για τον γάλλο δημοσιολόγο τουμεσοπολέμου βρίσκεται ακριβως εκεί: στο πραγματικόγεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι, οι κυβερνώντες, έχουν τηδύναμη να επιβάλλουν τη βούλησή τους πάνω στη θέληση

    173

  • 123

    Το Κράτος του Συντάγματος

    άλλων ανθρώπων, που μπορούμε να τους αποκαλούμεκυβερνώμενους. Οι ισχυρότεροι επιβάλλουν τη θέλησή τουςστους ασθενέστερους. Το κράτος δεν είναι επομένως νομικόπρόσωπο και υποκείμενο δικαιωμάτων αλλά μια «πραγματικήκατάσταση» επιβολής θελήσεως, η οποία όμως στηρίζεται σεέναν αντικειμενικό κανόνα δικαίου που προϋπάρχει τουκράτους. Ο κανόνας αυτός επιβάλλει στους κυβερνώμενους τηνυποχρέωση να συμπεριφέρονται με τρόπο ώστε να προάγεταιμεταξύ τους η ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αδυναμίατης θέσης του Γάλλου θεωρητικού έγκειται στο ότι αρνείται ναδει το κράτος και ως αφαίρεση, ως ιδεατή αλλά υπαρκτήενότητα και θεσμοποιημένη από το δίκαιο εξουσία, πουδιαπερνά και υπερβαίνει τις επιμέρους φυσικές θελήσεις τωνκυβερνώντων και επιβάλλεται ως απρόσωπη θέληση τουκράτους.

    Ο διαχωρισμός βοηθά πάντως να διακρίνουμε ακόμη καισήμερα τους φορείς κυβερνητικής εξουσίας από τουςιδιωτικούς φορείς, που στον αγγλοσαξωνικό χώροαποκαλούνται «μη κυβερνητικές οργανώσεις» (nongovernmental organizations).

    ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ - ΥΠΟΚΕΊΜΕΝΟ ΔΙΚΑΊΟΥ ΄Ή ΝΟΜΙΚΌ ΠΡΌΣΩΠΟ― Στο κράτος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί μιαιδιαίτερη υποκειμενικότητα και να του απονεμηθείξεχωριστή νομική προσωπικότητα. Μεταμορφώνεται

    έτσι σε κράτος - υποκείμενο ή κράτος - νομικό πρόσωπο καιμετατρέπεται σε αυτόνομο φορέα δικαιωμάτων ήυποχρεώσεων. Στο κράτος προσκτάται, χάρη στη φυσιογνωμίατου αυτή με τη μεσολάβηση του Δικαίου και τουΣυντάγματος, αυτοτελής νομική υπόσταση, και έτσιαναγνωρίζεται ως αυθύπαρκτο υποκείμενο δικαιωμάτων και

    174

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    υποχρεώσεων. Το όργανά του ενεργούν στο όνομά του και γιαλογαριασμό του, οι δε πράξεις και οι παραλείψεις τουπαράγουν έννομες συνέπειες και το δεσμεύουν απέναντι σεάτομα και σε άλλα υποκείμενα δικαίου. Εξαιτίας τηςσυμβατικής αυτής ιδιότητας βαρύνεται άρα με υποχρεώσειςκαι αναλαμβάνει δεσμεύσεις απέναντι στους πολίτες του, οιοποίοι με τη σειρά τους μπορούν να του καταλογίζουν ευθύνεςή να του ζητούν το λόγο για παράνομες πράξεις ή παραλείψειςτου. Με άλλες λέξεις το κράτος, ως νομικό πρόσωπο, γίνεταιυπόλογο των πράξεών του, ενώ παράλληλα μπορεί ναυπερασπίζεται και να διαχειρίζεται είτε ως κύριος την«ιδιοκτησία» του είτε ως δανειστής ή οφειλέτης την «ιδιωτική»περιουσία του.

    Στη δικαστική πρακτική το κράτος με αυτή τη μορφήαποκαλείται δημόσιο και μπορεί να μετέχει σαν να ήτανιδιώτης στις οικονομικές συναλλαγές, συνάπτοντας συμβάσειςκαι αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις, ενώ παράλληλα μπορεί ναενεργεί δικαστικά και να μετέχει σε δίκες που το αφορούν ωςδιάδικος και υπόλογος των πράξεων και αποφάσεών του.

    Επομένως, η αναγνώριση στο κράτος της ιδιότητας τουδικαιικού υποκειμένου επισύρει πολλές και σημαντικές,νομικές και πολιτικές, συνέπειες. Ως ιδιόρρυθμο νομικό πρόσωποδημοσίου δικαίου δεσμεύεται γενικά από τους κανόνες που τοίδιο θεσπίζει, ενώ ως φορέας νομικών υποχρεώσεων βαρύνεταιειδικότερα με το καθήκον να σέβεται και να προστατεύει ταδικαιώματα «του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους τουκοινωνικού συνόλου» και να «διασφαλίζει την ανεμπόδιστηάσκησή τους». Η δικαιική υποκειμενικότητα και ησυνεπαγόμενη νομική ευθύνη του κράτους είναι θεμελιώδουςσημασίας ιδιότητα για ένα κράτος δικαίου και, παρόλο πουδεν αναγνωρίζεται ρητά από το Σύνταγμα, αλλά προκύπτειαπό το σύνολο της νομοθεσίας, θα πρέπει να θεωρηθεί

    175

  • 124

    Το Κράτος του Συντάγματος

    κανόνας συνταγματικής περιωπής, που δεν δικαιούται να θίξειή να αγνοήσει ο νομοθέτης.

    Η πιο σημαντική όμως συνέπεια της απονομής στο κράτοςαυτοτελούς νομικής προσωπικότητας είναι ότι γίνεται έτσιδυνατός ο διαχωρισμός της δικής του βούλησης από τηβούληση των φυσικών προσώπων, τα οποία ως κρατικά όργαναείναι επιφορτισμένα από το νόμο να εκφράζουν την κρατικήθέληση. Αυτό σημαίνει, γράφει παραστατικά ο Μάνεσης, ότιδεν είναι και δεν ισχύει ως κρατική θέληση η οποιαδήποτεθέληση των φυσικών αυτών προσώπων, αλλά μόνον εκείνη ηθέληση που εκδηλώνεται στο πλαίσιο της καθορισμένηςαρμοδιότητάς του. Με τον τρόπο αυτό η άσκηση της κρατικήςεξουσίας αποπροσωποποιείται, αφού φορέας στην κυριολεξίατης κρατικής εξουσίας δεν θεωρούνται τα εκάστοτε φυσικάπρόσωπα που την ασκούν, αλλά το ίδιο το νομικό πρόσωποτου κράτους, που εκφράζει την πλασματική βούλησή του μεπράξεις των κρατικών οργάνων του.

    Με την αποδέσμευση της λειτουργίας του κράτους από ταφυσικά πρόσωπα, που είναι ταγμένα να εκφράζουν τηαπρόσωπη βούλησή του, διασφαλίζεται παράλληλα η συνέχειατου κράτους, ακόμη και όταν συμβαίνει αλλαγή τουπολιτεύματος ή αλλαγή των φυσικών προσώπων που τοεκπροσωπούν.

    ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉ ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΞΟΥΣΊΑ ― Τέλος, ωςκράτος νοείται με την πιο στενή έννοια του όρου μόνονη «κεντρική κρατική εξουσία», η οποία οργανώνεταιδιοικητικά και δρα ως ενιαία Διοίκηση του κράτους, σε

    αντιδιαστολή προς τους δήμους και τις νομαρχίες, τηνπρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση,καθώς και προς τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα δημόσια ταμεία

    176

  • 125

    Το Κράτος του Συντάγματος

    κοινωνικής ασφάλισης, η Εκκλησία της Ελλάδος, οι δικηγορικοίσύλλογοι κ.ά.

    ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΚΟΙΝΩΝΊΑ ― Το κράτος με τηνίδια σημασία αντιδιαστέλλεται είτε προς την «ιδιωτικήκοινωνία» είτε προς την «κοινωνία των πολιτών». Η πρώτηαποτελείται από άτομα, ομάδες, ενώσεις, σωματεία,

    κοινωνικούς θεσμούς, όπως η οικογένεια, ιδρύματα ιδιωτικά,θρησκευτικές κοινότητες, επιχειρήσεις και άλλα κοινωνικάυποκείμενα, που συνάπτουν σχέσεις μεταξύ τους καιεπιδίδονται σε δραστηριότητες κοινωνικού ή οικονομικούχαρακτήρα με κίνητρό τους την προάσπιση των «ιδιωτικών»τους συμφερόντων. Δεν αντιπροσωπεύουν παρά τα «μερικά»συμφέροντα της κοινωνίας. Κινητήρια δύναμη των ενεργειώντους είναι η αυτονομία της ιδιωτικής τους βούλησης.

    Με την έννοια της ιδιωτικής κοινωνίας διασταυρώνεται ησυγγενής, όχι όμως ταυτόσημη, έννοια της κοινωνίας τωνπολιτών. Στην κοινωνία των πολιτών ανήκουν άτομα καιοργανώσεις κάθε είδους, που δεν ενεργούν, αν και ιδιώτες, γιατην προάσπιση των ιδιωτικών τους συμφερόντων άλλα ωςπολίτες και «μέλη ενός κοινωνικού συνόλου», τα οποίαπασχίζουν για το κοινό καλό. Ενδιαφέρονται, υπερβαίνονταςτην ιδιω-τικότητά τους, να συμμετάσχουν στη δημόσια σφαίρακαι να προβάλουν τη δική τους αντίληψη για το γενικό ήδημόσιο συμφέρον, αντιπαραβάλλοντάς την ή καιαντιπαραθέτοντάς την με άλλες αντίστοιχες αντιλήψειςπολιτών, συμβάλλοντας έτσι στην προαγωγή του κοινού καλού.Οι οργανώσεις που δρουν σε αυτήν τη σφαίρα αποκαλούνταιμη κυβερνητικές.

    Απέναντι στην «ιδιωτική κοινωνία» και στην «κοινωνία τωνπολιτών» στέκεται το κράτος ως «πολιτική κοινωνία», ωςπολιτική ενότητα και πολιτειακή τάξη. Απαρτίζεται από το

    177

  • 126

    Το Κράτος του Συντάγματος

    σύνολο των πολιτών του, που αναγνωρίζονται και δρουν ωςισότιμα μέλη ενός οργανωμένου πολιτικά κοινωνικού συνόλου.Το κράτος, ως πολιτική κοινωνία ή ως οργανωμένο πολιτικάσύνολο, γίνεται αντιληπτό ως μια ιδεατή και ιδανική πολιτικήκατάσταση, στην οποία οι σχέσεις εξουσίας και οικαταναγκαστικές δομές της κρατικής δύναμης αγνοούνται. Ηαναπαράστασή του βασίζεται μόνο στο πολιτικό στοιχείο καιστην πολιτική οργάνωση των πολιτών, οι οποίοι επιδιώκουν τοκοινό καλό. Αντιδιαστέλλεται έτσι και διακρίνεται από τηνοικονομική και κοινωνική τάξη ενός κοινωνικού σχηματισμού.Ως ευρύτερη από την έννοια του κράτους η πολιτική κοινωνίαμπορεί να συμπεριλάβει κάθε μορφή «πολιτικά οργανωμένηςκοινωνίας» είτε είναι προγενέστερη ιστορικά του κράτους-έθνους είτε εμφανίζεται ως μελλοντική και ενδεχόμενη μορφήοργάνωσης υπερεθνικών πολιτικών ενοτήτων –όπως ηΕυρωπαϊκή Ένωση– ή υπο-κρατικών πολιτικών ενώσεων. Οόρος «πολιτική κοινωνία» εκφράζει και ένα ιδεώδες, τηνιδανική πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας, προς το οποίοοφείλει να τείνει το κράτος, αποβάλλοντας την εξουσιαστικήτου υφή. Βρίσκεται για τον λόγο αυτό πολύ κοντά στον όροΠολιτεία, την οποία ανταγωνίζεται, αν και δεν είναι τόσοπεριεκτική νοηματικά όσο εκείνη.

    ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ ΩΣ ΈΝΝΟΜΗ ΤΆΞΗ ― Τέλος, το κράτος γιαορισμένους συγγραφείς ταυτίζεται με το Δίκαιο καιαποδίδεται με τον όρο έννομη τάξη. Με αυτήν τηνέννοια το κράτος γίνεται αντιληπτό κυρίως ως μια

    οντότητα οργανωμένη νομικά, που σχηματίζεται από ένασύστημα κανόνων ή από νομικούς θεσμούς, οι οποίοι ισχύουνσε μια χώρα.

    178

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    Το κράτος, ως έννομη τάξη, αποτελεί ένα συγκεντρωτικόκανονιστικό σύστημα, που είναι συνολικά και αποτελεσματικάεξοπλισμένο με κυρώσειςv.

    Έτσι, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη σχετική θεωρία,την κανονιστική του αυστριακού νομικού Κέλσεν: κράτος είναιμια ιδεατή, εξαναγκαστική «τάξη» κανόνων δικαίου, η οποίαορίζει τον τρόπο ή τις διαδικασίες χρήσης του καταναγκασμούσε μια καθορισμένη κοινωνία, καθώς και τους όρουςπαραγωγής των κανόνων που συνθέτουν την ύπαρξη τουκράτουςvi. Το κράτος ανήκει στον κόσμο των ιδεών –και όχιστον φυσικό κόσμο– και ειδικότερα στον κόσμο του «δέοντοςγενέσθαι», ο οποίος αντιπαρατίθεται στον κόσμο του «όντος».Αποτελεί μια συγκεντρωτική έννομη τάξη, επειδή μονοπωλείτη χρήση του καταναγκασμούvii. Γνώρισμα της κρατικής τάξηςείναι το «αντικειμενικό κύρος που διαθέτουν οι κανόνες», τοοποίο γίνεται αντιληπτό με τον εξαναγκασμό που επιτυγχάνειη «διατάσσουσα πολιτεία ως έννομη τάξη». Η πολιτειακήέννομη τάξη είναι κυρίως μια «τάξη συμμόρφωσης»viii. Οεξαναγκασμός ωστόσο των κρατικών οργάνων προς ενέργειασύμφωνη με την έννομη τάξη καθώς και των ανθρώπων σεσυμπεριφορά σύμφωνη προς το περιεχόμενο των κανόνωνδικαίου επιτυγχάνονται με τη δύναμη της παράστασης πουεκπέμπει το κράτος ως «δεοντολογική τάξη» παρά με τηνυλική δύναμη των κρατικών μέσων καταστολής. Το κράτοςλειτουργεί εξάλλου και ως το «κοινό σημείο αναφοράς», ως η«ενότητα της δεοντολογικής τάξης, στην οποία ανάγονται καικαταλογίζονται όλες οι κρατικές πράξεις». Ο χαρακτηρισμόςτους ως κρατικών δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι οιενέργειες αυτές ανταποκρίνονται στους ορισμούς της έννομηςτάξης, ότι εκτελούνται εντός της σφαίρας της και ότι είναιδυνατόν να αναχθούν στην ενότητά της. Το κράτος «ως τουποκείμενο των πολιτειακών ενεργειών είναι η

    179

  • 127

    Το Κράτος του Συντάγματος

    προσωποποιημένη έκφραση της ενότητας της έννομης τάξης,το κοινό κέντρο του καταλογισμού τους».

    Δ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΟι ορισμοί για το κράτος ποικίλλουν στην επιστήμη του

    Συνταγματικού Δικαίου από συγγραφέα σε συγγραφέαανάλογα με τις αντιλήψεις του καθένα και τη θεωρητική σχολήστην οποία ανήκει. Ορισμένοι τονίζουν την πλευρά τηςνομικής οργάνωσης και την επένδυσή του με νομικήπροσωπικότητα και άλλοι το στοιχείο της εξουσίας και τουοργανωμένου καταναγκασμού.

    Ο ΟΡΙΣΜΌΣ ΤΟΥ G. JELLINEK ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΊΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΉΣΠΡΟΣΩΠΙΚΌΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ― Στην ελληνική επιστή-μη του Συνταγματικού Δικαίου κυριάρχησε από τιςαρχές του 20ού αιώνα ο ορισμός του γερμανού

    πολιτειολόγου Georg Jellinek, τον οποίο υιοθέτησε αρχικά οΝ.Ν. Σαρίπολος και στη συνέχεια η πλειονότητα των Eλλήνωνσυνταγματολόγων.

    Ο Jellinek έκανε διάκριση μεταξύ νομικού καικοινωνιολογικού ορισμού. Σύμφωνα με το νομικό ορισμό του«κράτος είναι το με πρωτογενή εξουσιαστική ισχύ εξοπλισμένονομικό πρόσωπο ενός λαού, που είναι εγκατεστημένος σεορισμένη χώρα». Η θεωρία της νομικής προσωπικότητας τουκράτους βρήκε στη νομική επιστήμη μεγάλη απήχηση, διότιαπαντούσε και εξακολουθεί να απαντά σε καίριας σημασίαςνομικά και πολιτικά ζητήματα, που συνδέονται με τηνοργάνωση, τη δράση και τις λειτουργίες του κράτους. Τοπλάσμα επομένως της νομικής προσωπικότητας έχει μιατεράστια πρακτική χρησιμότητα, που οφείλεται κυρίως στηνπροσωποποίηση του κράτους και στη λογική αναγωγή του σε

    180

  • 128

    129

    Το Κράτος του Συντάγματος

    υποκείμενο δικαίου. Η δεύτερη μεγάλη αρετή της θεωρίας τηςνομικής προσωπικότητας του κράτους είναι ότι συνδέειοργανικά και συστατικά το Κράτος με το Δίκαιο.

    Η ΚΡΙΤΙΚΉ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΤΣΆΤΣΟΥ ― Καταλυτική κριτικήστον κλασικό νομικό ορισμό του G. Jellinek για τοκράτος και στη θεωρία του περί νομικήςπροσωπικότητας άσκησε ο καθηγητής Δημ. Τσάτσος

    στο σύγγραμμά του Συνταγματικό Δίκαιο. Το κυριότεροσημείο της κριτικής του εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι με τηναναγωγή του λαού, ως συνόλου υπηκόων, σε στοιχείοσυστατικό του κράτους αγνοείται η «κοινωνία» ως σύνθεσησχέσεων και κοινωνικών αντιθέσεων. Η οργάνωση άλλωστε τουλαού σε νομικό πρόσωπο ναι μεν εισάγει στην Πολιτεία τοστοιχείο του Δικαίου, διασφαλίζει όμως και κατοχυρώνει τονδιαχωρισμό της «εξουσίας από το λαό, και του κράτους απότην κοινωνία». Ακολουθώντας στο σημείο αυτό τον ορισμό τηςΠολιτείας που είχε δώσει ο πατέρας του, Θεμ. Τσάτσοςix,θεωρεί ότι «Πολιτεία είναι η εν λειτουργία συνένωσις δικαίουκαι κοινωνίας». Απαγκιστρώνει, βέβαια, έτσι τη νομική θεωρίαγια το κράτος από τον νομικό δογματισμό και θετικισμό, καισυνδέει οργανικά το κρατικό φαινόμενο τόσο με την«κοινωνία» όσο και με το «Δίκαιο», θυσιάζει όμως στηθεωρητική αυτή κατασκευή το στοιχείο της εξουσίας και τουκρατικού καταναγκασμού, ενώ ταυτόχρονα υπερβαίνειιδεαλιστικά την πραγματικότητα του λειτουργικούδιαχωρισμού του κράτους από την κοινωνία.

    Ο ΟΡΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΚΡΆΤΟΥΣ ΚΑΤΆ ΜΆΝΕΣΗ ― Το στοιχείοτου κρατικού καταναγκασμού και της εξουσίας τονίζειστον ορισμό του κράτους, αντίθετα με τον Τσάτσο, οΑριστόβουλος Μάνεσης, ακολουθώντας στο σημείο

    181

  • 130

    Το Κράτος του Συντάγματος

    αυτό τον Αλέξανδρο Σβώλο. Αναζητώντας την πεμπτουσίατου κράτους κατασκευάζει, αγνοώντας τη νομικήπροσωπικότητά του, τον ακόλουθο θετικό ορισμό: «Κράτοςείναι οργάνωσις εξουσίας αυτοδυνάμου, διέπουσα την συμβίωσιν τουσυνόλου των ανθρώπων των διαβιούντων εντός ορισμένης χώρας». Γιατον Μάνεση «το πρωτεύον και ιδιαζόντως χαρακτηριστικόνστοιχείον του κράτους είναι η οργάνωσις εξουσίαςαυτοδυνάμου», «επειδή οργανώνει τους τρόπουςκαταναγκαστικής συμβίωσης των ανθρώπων»x. Η νομικήπροσωπικότητα δεν αποκλείεται, αλλά δεν θεωρείται αναγκαίοστοιχείο του κράτους.

    ΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΆ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΤΗΣ ΈΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΡΆΤΟΥΣ― Η αναζήτηση ενός περιεκτικού ορισμού του κράτουςσήμερα έχει μικρή χρησιμότητα, και τούτο, όχι μόνοδιότι είναι, τελικά, επιστημολογικά μάταιο να

    επιδιώκεται ένας ορισμός, που να εκφράζει το κρατικόφαινόμενο συνολικά και αφαιρετικά, ανεξάρτητα από τιςιστορικές του εκφάνσεις, αλλά κυρίως διότι ένας ορισμός τουκράτους γενικός και αφηρημένος, που αγνοεί τις εθνικέςσυνταγματικές του παραμέτρους, δεν εξυπηρετεί τις ανάγκεςμελέτης του συνταγματικού κράτους και της ερμηνείας τουΣυντάγματος. Για τη συνταγματική θεωρία το κράτος υπάρχειδιά του Συντάγματος, το οποίο το ανακαλύπτει «ιστορικά καιτο διαμορφώνει δικαιικά».

    Από την εξαιρετικά γόνιμη θεωρητική συζήτηση και τιςθεωρητικές αντιπαραθέσεις που πραγματοποιήθηκαν καθ’ όλητη διάρκεια του 20ού αιώνα στην Ευρώπη, εκείνο που έμεινεως σταθερή και γενικά αποδεκτή διαπίστωση καιεπαναλαμβάνεται σε όλα τα εγχειρίδια του ΣυνταγματικούΔικαίου και της θεωρίας περί κράτους είναι ότι:

    182

  • 131

    Το Κράτος του Συντάγματος

    το κράτος αποτελεί σύνθεση τριών στοιχείων, «λαού»,«χώρας» και «εξουσίας», τα οποία συναρμολογούνται από το Δίκαιοσε μια εξουσιαστικά, οργανωμένη πολιτική κοινωνία, που μορφοποιείμια κοινή διαβίωση σε ορισμένη χώρα ενός συγκεκριμένου λαού.

    Αν η συνδρομή και των τριών στοιχείων (ή προϋποθέσεων)αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει ένα κράτος, ηδιαμεσολάβηση του Συντάγματος και γενικότερα του Δικαίουγια τη διαμόρφωση του καθενός στοιχείου ξεχωριστά καθώςκαι για τη συνάρθρωσή τους σε μια ενότητα «τάξης» είναικαθοριστική. Το κράτος είναι μια δ ικα ι ικά οργανωμένη«κο ινων ία πολ ι τών» , έχοντας ως βασική του συνιστώσα«μ ια δ ικα ι ικά συν τεταγμένη ε ξουσ ία», που ασκείται σεμια αυστηρά οριοθετημένη επικράτεια ή χώρα. Η κρατικήεξουσία έχει το ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι δεν εκδηλώνεταιως «γυμνή φυσική βία αλλά ως εξουσία και καταναγκασμόςδικαίου».

    Ε. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣα. Χώρα ή επικράτεια

    ΟΡΙΣΜΌΣ ― Πρώτη λογική και πραγματικήπροϋπόθεση για την υπόσταση ενός κράτους είναι ηύπαρξη «χώρας» ή «επικράτειας». Χώρα ή επικράτειακαλείται η εδαφική έκταση ή ο χώρος εντός του οποίου

    ασκείται η κρατική εξουσία επί των προσώπων που είναιεγκατεστημένα ή διαμένουν σε αυτήν, ως πολίτες της ή ως αλλοδαποί.

    Το κράτος προϋποθέτει και συνεπάγεται άρα μιακατοικημένη και αυστηρά οροθετημένη γεωπολιτικά περιοχή,η οποία διαθέτει σαφώς προσδιορισμένα σύνορα, μέσα σταοποία εκδηλώνεται και γίνεται αντιληπτή η κρατική εξουσία.Το κράτος είναι μια «χωρική» επικράτεια, μια επικράτεια που

    183

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    προσδιορίζεται, πρώτα, από τα εδαφικά της σύνορα. Χώρα ήεπικράτεια χωρίς κράτος μπορεί να υπάρξει, κράτος χωρίςχώρα ή επικράτεια όμως δεν νοείται. Η ομοιογενής καισυνεχής ακτινοβολία ενός «τόπου» από την κρατική ισχύ και ηδυναμική ένταξή του στη δικαιοδοσία μιας κρατικής εξουσίαςτον μετατρέπουν από απλή γεωγραφική έκταση σε«επικράτεια». Ο όρος «επικράτεια» είναι άλλωστε νομικά πιοακριβής από το συνώνυμο όρο «χώρα», διότι δηλώνει μετρόπο εμφαντικό το στοιχείο της κυριαρχίας ή ακριβέστερατη σχέση κυριαρχίας, στην οποία η χώρα υπόκειται και τηνοποία η ίδια εγκολπώνεται.

    Όλα τα κράτη έχουν ανάγκη από έναν «τόπο», από μιαχωρική έκταση, εντός της οποίας εκδηλώνεται η εξουσία τουςκαι ισχύουν οι πράξεις τους. Η αυστηρή όμως «συνοριακή»οριοθέτηση της εδαφικής έκτασης, εντός της οποίαςεκδηλώνεται η κυριαρχία τους, κατέστη δυνατή χάρη στηνπρόοδο στις εργασίες της χαρτογράφησης, που είχε επιτευχθείτην εποχή της αναγέννησης και στις επιστήμες τωνμαθηματικών και της γεωγραφίας. Μόνο που η τεχνολογικήδυνατότητα χαρτογράφησης των κρατικών συνόρων αποτέλεσεαπλώς την τεχνική προϋπόθεση για τη δημιουργία από τοαπολυταρχικό κράτος –ή από την απόλυτη μοναρχία– ενόςενοποιημένου διοικητικά και πολιτικά χώρου, ώστε να μπορείνα ασκείται ενιαία και συγκεντρωτικά η κρατική εξουσία.

    Το κράτος-έθνος είναι κατ’ αρχήν μια εξουσίασυγκεντρωτική, χωρικά προσδιορισμένη. Θα μπορούσε ναοριστεί και ως ενότητα εξουσίας χωροταξικά οροθετημένη ήως χώρα εδαφικά κλειστή (territorium clausum). Η επικράτειααποτελεί τη χωρική προβολή ή έκφραση της κυριαρχίας, γι’αυτό και το Κράτος αποκαλείται και Χώρα, η οποίαλειτουργεί ως συνώνυμό του. Το εθνικό κράτος αποτελεί άραένα «εδαφικό-κράτος» (état territorial) σε αντιδιαστολή προς

    184

  • 132

    Το Κράτος του Συντάγματος

    τα ασιατικά κράτη, τις αυτοκρατορίες και τα φεουδαρχικάπριγκιπάτα, που η επικράτειά τους οριζόταν με αναφοράκυρίως σε λαούς, φυλές, γένη ή πρόσωπα, αφού τα όρια τουςήταν από διοικητική άποψη ασαφή. Έτσι δανείζονταν τηνονομασία τους από το όνομα του βασιλιά τους ή του γένους ήτου λαού που ανήκαν και ονομάζονταν: κράτος των Περσών ήτων Ασσυρίων, Πολιτεία των Αθηναίων, κράτος τωνΜακεδόνων, αυτοκρατορία του Καρλομάγνου κλπ.

    Ο χώρος εντός του οποίου ασκείται η κρατική εξουσίαορίζεται και περιορίζεται, λοιπόν, από τα «σύνορα» ή τα«όρια» της κάθε χώρας, τα οποία προσδιορίζονται ήπροκύπτουν συνήθως από διεθνείς συνθήκες.

    Έτσι, τα σύνορα του ελληνικού κράτους καθορίστηκαναρχικά με βάση το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10/22Μαρτίου 1829 και, μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τηςΕλλάδος, από το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830. Τα σύνορα του κράτουςκαθορίστηκαν τελικά από τη συνθήκη τηςΚωνσταντινουπόλεως της 9/21 Ιουλίου 1832 και έφθαναν απότον κόλπο του Βόλου μέχρι τον κόλπο της Άρτας.

    Τα όρια της ελληνικής επικράτειας προκύπτουν από μίαδέσμη διεθνών συνθηκών και μονομερών πράξεων τουελληνικού κράτους.

    ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΄Ή ΕΠΙΚΡΆΤΕΙΑ ― Στηχώρα περιλαμβάνεται η χερσαία, η υδάτινη και ηεναέρια εδαφική περιοχή. Αναλυτικότερα η χώρα ή ηεπικράτεια αποτελείται:

    α) από τη χερσαία περιοχή μαζί με τις λίμνες, τουςποταμούς και τις νήσους·

    β) από το τμήμα της θάλασσας που περιβάλλει τη χερσαίαπεριοχή και καλείται αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα, στα

    185

  • 133

    Το Κράτος του Συντάγματος

    οποία περιλαμβάνεται η υφαλοκρηπίδα. Η έκταση τηςαιγιαλίτιδος ζώνης μπορεί να φθάσει με μονομερή απόφαση τουπαράκτιου κράτους, σύμφωνα με τη Σύμβαση των ΗνωμένωνΕθνών περί του Δικαίου της Θάλασσας που κυρώθηκε από τηχώρα μας με τον νόμο 2321/1995, και μέχρι τα 12 ναυτικάμίλια. Η έκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης έχεικαθοριστεί με τον αναγκαστικό νόμο 230/1936 στα έξι ναυτικάμίλια· και

    γ) από τα αντίστοιχα προς τη χερσαία και θαλάσσιαπεριοχή τμήματα του υπεδάφους και του υπερκείμενουεναέριου χώρου.

    Η ΝΟΜΙΚΉ ΣΧΈΣΗ ΚΡΆΤΟΥΣ ΚΑΙ ΧΏΡΑΣ ― Η σχέση τηςκρατικής εξουσίας προς τη χώρα δεν είναι σχέσηδικαιικού υποκειμένου προς αντικείμενο ούτε σχέσηνομικού προσώπου προς πράγμα. Δεν πρόκειται για

    εμπράγματη ή για ιδιοκτησιακή σχέση, αλλά για μια σχέση«εξουσίας» επί όλων των προσώπων που βρίσκονται στηνεπικράτεια. Στη χώρα ενός κράτους δεν ασκείται, άρα, από τηνκρατική εξουσία dominium επί πράγματος αλλά imperium επίπροσώπων.

    Δεν πρέπει επομένως να συγχέεται η σχέση αυτή με τηνομική σχέση που διατηρεί ή έχει το κράτος με τα ακίνηταπράγματά του (εδαφικές εκτάσεις), από τα οποία άλλαενδέχεται να ανήκουν στη δημόσια (domaine public) και άλλαστην ιδιωτική περιουσία του.

    Η χώρα αποτελεί για την κρατική εξουσία τη φυσική έδρατης, το χωρικό πλαίσιο εκδήλωσης και πραγμάτωσης τηςεξουσίας του κράτους ή, με άλλες λέξεις, συνιστά το χωρικάπροσδιορισμένο πεδίο άσκησης της κυριαρχίας και τηςεκδήλωσης των κρατικών αρμοδιοτήτων που απορρέουν απόαυτήν. Ορίζει τη σφαίρα ισχύος των κρατικών πράξεων.

    186

  • 137

    Το Κράτος του Συντάγματος

    Είναι, άρα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την κυριαρχία τουκράτους, ενυπάρχει σε αυτήν. Για τον λόγο αυτό, κάθε ενέργειαξένου κράτους που στρέφεται κατά της χώρας άλλου κράτους ήπου απειλεί την εδαφική της ακεραιότητα θεωρείται προσβολήτης κυριαρχίας της και, άρα, θίγει την υπόσταση του ίδιου τουκράτους. Για τον ίδιο λόγο παραχώρηση ή προσάρτησητμήματος εδάφους ή αιγιαλίτιδος ζώνης ή εναέριου χώρου απόένα κράτος σε άλλο δεν θεωρείται ως μεταβίβαση ή κτήσηπράγματος από ένα πρόσωπο σε άλλο αλλά ως παραίτηση απότην κυριαρχία που ασκούσε το κράτος υπέρ ενός άλλουκράτους, το οποίο αναλαμβάνει να ασκεί εφεξής την κυριαρχίαστα πρόσωπα που κατοικούν στην εκχωρούμενη επικράτεια.

    Σε μια τέτοια περίπτωση θίγεται καίρια η εθνική κυριαρχίακαι η εδαφική ακεραιότητα του κράτους, γι’ αυτό και το άρθρο27 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι «Καμία μεταβολήστα όρια της Επικράτειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς νόμο πουψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού τωνβουλευτών».

    β. Λαός

    ΟΡΙΣΜΌΣ ― Ο λαός αποτελεί το έμψυχο ή υποκειμενικόστοιχείο ενός συνταγματικού κράτους καιχρησιμοποιείται στη συνταγματική θεωρία με δύοβασικά έννοιες, μια στενή και μια ευρεία.

    Με τη ευρεία και πλέον καθιερωμένη έννοια λαός είναι τοσύνολο των ατόμων που είναι εγκατεστημένα σε μια ορισμένη χώρακαι έχουν την ίδια ιθαγένεια. Το προσόν που τους ενώνει είναικατ’ αρχήν τυπικό: αποτελούν πολίτες του ίδιου κράτους,συνδέονται δηλαδή μαζί του με το νομικό δεσμό τηςιθαγένειας. Ο λαός απαρτίζεται επομένως από το σύνολο τωνπολιτών ορισμένου κράτους, ανεξάρτητα από το φύλο, την

    187

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    ηλικία, την εθνική ή κοινωνική τους καταγωγή, τη γλώσσα πουμιλούν ή τη θρησκεία που ασπάζονται.

    Ο λαός, με την προηγούμενη πολιτικο-νομική έννοια,συνιστά ένα θεμελιώδες συστατικό στοιχείο κάθεσυνταγματικού κράτους, διότι χάρη στον παραμερισμό καιστη λογική αφαίρεση των κοινωνικών, φυλετικών, εθνικών,γλωσσικών ή θρησκευτικών διαφοροποιήσεων των ατόμων πουτον απαρτίζουν κατασκευάζεται με βάση αποκλειστικά μιακοινή τυπική ιδιότητα, εκείνη του πολίτη, η πολιτική ενότητα τηςπολιτείας, η οποία οικοδομείται στην αρχή της πολιτικήςισότητας. Ως πολίτες του ίδιου κράτους έχουν χωρίς διάκρισηόλοι τους τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις.

    Είναι εξάλλου φανερό ότι ο λαός με την προηγούμενηέννοια αναφέρεται σε άτομα που είναι μόνιμα εγκατεστημέναστη χώρα και δεν περιλαμβάνει τους περαστικούς, τουςταξιδιώτες ή τους μετανάστες και γενικά τους αλλοδαπούς.

    Η συνταγματική δημοκρατία, σε αντίθεση προς τααπολυταρχικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποίααποκαλούν τα άτομα που κατοικούν στην επικράτειά τουςυποκόους και όχι πολίτες, γνωρίζει και αναγνωρίζει αυτήν την«τυπική» αλλά πολιτικά βαρυσήμαντη έννοια του λαού. Ησυνταγματική σύλληψη του λαού αντιδιαστέλλεται, ωστόσο,από τη μία μεριά προς την κοινωνιολογική ή εμπειρική έννοια τουλαού, η οποία όχι μόνον δεν αρνείται λογικά τις κοινωνικές ήφυλετικές διαφοροποιήσεις, όταν αναφέρεται στο λαό με τηνέννοια του πλήθους ή της μάζας των ανθρώπων, αλλά και τιςεμπεριέχει. Από την άλλη αντιπαρατίθεται προς την έννοια του«λαού-γένους», κατά την οποία ο «λαός» απαρτίζεται από όσουςδιατείνονται ότι έχουν κοινή καταγωγή και ανήκουν στην ίδιαφυλή (φασισμός) ή στο ίδιο Γένοςxi (ελληνισμός). Κατά τηφασιστική μάλιστα θεωρία περί κράτους, το κράτος ωςπροσωποποίηση του λαού-φυλής δεν εκπροσωπεί το σύνολο

    188

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    των ζώντων ατόμων αλλά μια σειρά γενεών, παρελθουσών καιμελλουσών.

    Ο λαός ως στοιχείο του κράτους συγκροτεί λοιπόν μιαπολιτική ενότητα και αντιδιαστέλλεται προς τον λαό με τηνκοινωνιολογική ή εμπειρική έννοια του όρου, όπου λαόςσημαίνει πλήθος ανθρώπων ανοργάνωτων ή μάζα πληθυσμούαπρόσωπη και αδιαχώριστη. Έτσι γινόταν αντιληπτός ο λαόςκατά τον μεσαίωνα, πριν από τη γαλλική επανάσταση ή στααυτοκρατορικά καθεστώτα και στα ασιατικά ή θεοκρατικάκράτη. Με αυτήν την πεζή σημασία γίνεται ακόμη και σήμερααναφορά για να δηλωθεί η μάζα των φτωχών ανθρώπων, τοπλήθος των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ή η «πλέμπα»,όπου τα άτομα δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, σε αντιδιαστολήπρος τους αστούς που διακρίνονται κοινωνικά από τηνπροσωπικότητά τους.

    Ο λαός αποτελεί στοιχείο κάθε κράτους ανεξάρτητα απότη μορφή του πολιτεύματος που παίρνει, που μπορεί να είναιμοναρχία, δημοκρατία ή δικτατορία. Δεν πρέπει να ταυτίζεταιωστόσο με το κράτος, όπως συμβαίνει στο ολοκληρωτικόκράτος, το καλούμενο και «κράτος του λαού», και απέχει πολύαπό τον «λαό του Θεού», μιαν άλλη «προπολιτική» και«εξωσυνταγματική» σημασία του λαού, που παραπέμπει στο«κράτους του Θεού» και που δεν συμβιβάζεται με τοπολίτευμα της συνταγματικής δημοκρατίας.

    Το σύνολο αυτό, όταν εκληφθεί με την πιο στενή έννοιατου όρου, ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα, το οποίο αποτελείταιαπό τους ενεργούς πολίτες (και πολίτισσες), που έχουνσυμπληρώσει τη νόμιμη εκλογική ηλικία και έχουν τα

    189

  • 138

    Το Κράτος του Συντάγματος

    προσόντα του εκλέγειν. Θεωρείται το ανώτατο όργανο ενόςδημοκρατικού κράτους.

    Ο ΛΑΟΣ ΣΕ ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΉ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΌ ― Ησυνταγματική έννοια του λαού αντιδιαστέλλεται,εξάλλου, προς εκείνη του πληθυσμού, στον οποίοπεριλαμβάνονται όλοι οι κάτοικοι μιας χώρας,

    ανεξάρτητα αν είναι πολίτες της ή όχι, αρκεί να υπόκεινταιστην κρατική εξουσία της. Κοινό γνώρισμα του πληθυσμούμια χώρας αποτελεί άρα το γεγονός της υποταγής των μελώντου στη δικαιοδοσία του ίδιου κράτους και της ένταξής τουςστη δικαιοταξία του. Αρκεί επομένως κανείς να διαβιώνει σεμια επικράτεια, να τελεί υπό την προστασία της εξουσίας τηςκαι να συμμορφώνεται στους νόμους της για να καταταγεί στονπληθυσμό της, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλο δεσμό,τυπικό (π.χ. ιθαγένεια), συναισθηματικό (π.χ. αίσθημακοινωνικής ή εθνικής αλληλεγγύης), ή ιδεολογικό, πουενδεχομένως τον συνδέει με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

    Το απλό πληθυσμιακό άθροισμα ατόμων στερείταιοποιουδήποτε ενοποιητικού ή συνεκτικού κριτηρίου, ώστε ναμπορεί εννοιολογικά να υποκαταστήσει την πολιτική ενότητατου λαού και να λειτουργήσει έγκυρα ως συνώνυμό του. Στονπληθυσμό ενός κράτους ενδέχεται εξάλλου να ανήκουν καιάτομα που ανήκουν σε άλλο λαό και να είναι πολίτες άλληςχώρας. Επειδή ο λαός αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο τουκράτους και συμβάλλει τα μέγιστα με αυτήν τη σημασία στηνπολιτική ενσωμάτωση και ενότητά του, ο πληθυσμός δενμπορεί εκληφθεί ως ένα από τα συστατικά στοιχεία τουκράτους σε αντικατάσταση μάλιστα του λαού. Δεν πρέπειεξάλλου να αγνοείται ότι κάθε λαός μπορεί να αποτελείται απόπερισσότερες εθνότητες και να υποδιαιρείται σε περισσότερεςκοινότητες συμφερόντων ή ιδεών. Αυτό που ενώνει, τελικά, τα

    190

  • 139

    Το Κράτος του Συντάγματος

    μέλη ενός κοινωνικού συνόλου και επιτρέπει τονμετασχηματισμό τους από απλή «κοινότητα διαβίωσης», από«πληθυσμό» σε «κοινωνία πολιτών», δηλαδή σε «λαό» ή«δήμο», είναι η ιδιότητα του πολίτη με την τυπική καιουσιαστική του όρου έννοια, υποβασταζόμενη, άρα, απόαισθήματα πολιτικής, κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, απότη θέληση της κοινής διαβίωσης. Μόνο ως «κοινωνία πολιτών»ο λαός συμβάλλει στο πολιτικό γίγνεσθαι του κράτους καισυντελεί καθοριστικά στην πολιτική ενσωμάτωση μιαςκοινωνίας.

    i. Ο λαός ως έθνος

    ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΕΘΝΟΥΣ ― Ηέννοια, πάντως, που άλλοτε υποκαθιστώντας και άλλοτευπερβαίνοντας αυτή του λαού, έχει εναγκαλιστεί σφικτάαπό τη γένεσή του τον θεσμό του κράτους –και δεν

    εννοεί έκτοτε να το εγκαταλείψει ανώδυνα– είναι εκείνη τουέθνους.

    Το έθνος χρησιμοποιείται είτε με την πολιτική είτε με τηνπολιτισμική σημασία του όρουxii.

    Το έθνος με την πολιτική έννοια συμπίπτει με τον λαό χωρίςνα ταυτίζεται μαζί του και δηλώνει την ενότητα των ατόμωνπου διαβιούν από κοινού σε μια ορισμένη επικράτεια,συμμερίζονται τους όρους μιας κοινής διαβίωσης και θεωρούνότι ανήκουν ιδεατά στην ίδια εθνική κοινότητα. Για αυτό καιεμφορούνται από την ίδια εθνική συνείδηση. Η έννοια τουέθνους υπερβαίνει την έννοια του λαού, διότι δηλώνει μίαιδεατή κοινότητα ανθρώπων που αποτελείται όχι μόνο από τονενεστώτα λαό ενός κράτους, αλλά συμπεριλαμβάνει νοερά καιτις περελθούσες ή μέλλουσες γενεές και κάθε ομάδα ατόμων

    191

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    που θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη του ίδιου εθνικάσυνόλου.

    Το έθνος με την πολιτισμική έννοια του όρουαντιδιαστέλλεται προς την πολιτική, και δηλώνει τηφαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, η οποία βασίζει την ενότητάτης σε κοινές αναγωγές ή ιδιότητες, όπως είναι η κοινήκαταγωγή ή η φυλή, η κοινή γλώσσα, η θρησκεία, η κοινήπαράδοση και ιστορία, ο κοινός πολιτισμός κ.ά., καιχρησιμοποιείται ως το πολιτισμικό και ιδεολογικό υπόστρωμαενός κράτους.

    Η έννοια του έθνους έχει οριστικά προσκολληθεί στοκράτος και το ακολουθεί ως αναγκαίο και σύμφυτο ζεύγμα τουαιώνες τώρα: η νεωτερική έννοια του κράτους αποδίδεταιμάλιστα συχνά με τον σύνθετο όρο κράτος-έθνος. Η γένεσηκαι εξέλιξη του κράτους-έθνους καθρεφτίζεται στην ιστορίατου όρου έθνους, θα γράψει ο Χάμπερμαςxiii. Το κράτοςπροϋποθέτει ένα έθνος και το έθνος εγκαλεί το κράτος. Τοκράτος-έθνος φτάνει στο απόγειό του στο πλαίσιο του εθνικούκράτους και μάλιστα στο πλαίσιο του κράτους ενός και μόνονέθνουςxiv. Κατασκευή που συνεπάγεται τον αποκλεισμό απότους κόλπους του κάθε άλλης «εθνότητας» ή εθνικήςμειονότητας.

    Τα έθνη με τη σημερινή πολιτική τους σημασία είναιδημιούργημα των νεώτερων χρόνων. Έκαναν την εμφάνισή τουςτον 17ο και τον 18ο αιώνα με ιστορικά τους πρότυπα τη Γαλλία,την Αγγλία και την Ισπανία. Για να σχηματιστούν χρειάστηκε ναδιαμορφωθεί μια συμπαγής και οροθετημένη εδαφικήεπικράτεια, μια ενοποιημένη σε εθνική κλίμακα οικονομία τηςαγοράς, ένας ενιαίος κώδικας νόμων, δικαιωμάτων καιυποχρεώσεων των πολιτών, και μια ενιαία πολιτική κουλτούραμαζί με ένα δημόσιο μαζικό εκπαιδευτικό και επικοινωνιακόσύστημαxv. Όλα αυτά συναρθρώθηκαν σε μια ενότητα, η οποία

    192

  • 140

    Το Κράτος του Συντάγματος

    συγκροτήθηκε πολιτικά και σχηματίστηκε έπειτα από πράξεις ήενέργειες συλλογικές και επαναστατικές.

    Το έθνος δεν είχε πάντα σημασία πολιτική. Μπορεί σήμερανα εμφανίζεται ως ενότητα πολιτική, η ιστορική όμως προέλευσητης έννοιας είναι γεμάτη από πολιτισμικούς προσδιορισμούς (ταπροαιώνια γνωρίσματα μιας παλιάς εθνότητας), και αναπτύχθηκεπροσβλέποντας σε μια μετα-πολιτική ιδεατή ή ιδανικήκατάσταση εθνικής ολοκλήρωσης.

    Η ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΣΎΜΠΛΕΥΣΗ ΚΡΆΤΟΥΣ ΚΑΙ ΈΘΝΟΥΣ ― Στιςδιεθνείς μάλιστα σχέσεις ο όρος «Έθνος» λειτουργεί ωςσυνώνυμο και υποκατάστατο του κράτους, εξ ού και οιόροι: «κοινωνία των Εθνών» ή «Οργανισμός Ηνωμένων

    Εθνών». Τον 19ο αιώνα, που αποκλήθηκε και αιώνας«σχηματισμού του εθνών» και καθιέρωσης της αρχής τωνεθνοτήτων, καθώς και στο πρώτο ήμισυ του 20ού και αμέσωςμετά, υπήρξε τέτοια έκρηξη δημιουργίας εθνικών κρατών ανάτον κόσμοxvi, ως αποτέλεσμα εθνικο-απελευθερωτικώνκινημάτων, ώστε δεν μπορούσε να νοηθεί κράτος που να μηδικαιούται και τον τίτλο του έθνους.

    Ιστορικά πρότυπα εθνικών κρατών υπήρξαν η Γαλλία και ηΓερμανία, με διαφορετικές, όμως, και ενίοτε ανταγωνιστικές,όπως θα δούμε, αντιλήψεις για το έθνος και τον εθνικισμό.Αντιπροσωπευτικό και ρομαντικό μαζί δείγμα δημιουργίαςανεξάρτητου εθνικού κράτους τον 19ο αιώνα, μετά μιανικηφόρα εθνική επανάσταση κατά της Οθωμανικήςαυτοκρατορίας, είναι η Ελλάδα.

    Έθνος και κράτος-έθνος είναι, ωστόσο, δύο έννοιες πουδεν ταυτίζονται: η πρώτη έχει μια προ-πολιτική προέλευση καιμια συγγένεια αίματος με τον όρο εθνότητα· η δεύτερη είναιμια έννοια πολιτική με διακριτούς πολιτικούς προσδιορισμούς.

    193

  • 145

    Το Κράτος του Συντάγματος

    Το έθνος με τη σημερινή του σημασία –και όχι με τησημασία της εθνότητας, που είναι γνωστή και αναφέρεται καιστην Αγία Γραφή (τα έθνη π.χ. της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας)–λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως ο εμψυχωτήςκαι η «υπερβατική ουσία» του κράτους. Αναπαριστάνει καιαναπαριστάνοντας κατασκευάζει φαντασιακά τη «διαχρονική»ενότητα ενός ομοιογενούς κατά πολιτική σύμβαση λαούxvii καιαξιώνει η πολιτική ενσωμάτωση αυτή να βρει την αντίστοιχηκρατική έκφρασή της.

    ii. Ο λαός ως «Δήμος»

    ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΉΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΔΉΜΟΥ» ― Στις σύγχρονες πλουραλιστικέςκοινωνίες, στις οποίες χρειάζεται να διασφαλιστεί ηκοινή πολιτική συμβίωση ομάδων και κοινοτήτων με

    διαφορετικές συλλογικές ταυτότητες (θρησκευτικές, γλωσσικές,εθνικές, πολιτιστικές, πολιτισμικές κλπ.), η έννοια του λαού δενμπορεί να παίξει τον ενσωματωτικό της ρόλο μέσα στοκράτος, παρά μόνον αν απαγκιστρωθεί από την «πολιτισμικήσυνιστώσα του έθνους και μείνει σκέτη με την πολιτική τηςδιάσταση, που καθρεφτίζεται στην αρχαιοελληνική έννοια τουΔήμου».

    Λαός με τη σημασία του Δήμου νοείται το σύνολο τωνπολιτών που έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, καιαπαρτίζουν μια πολιτική κοινωνία ίσων και ελεύθερων ατόμων,ανεξάρτητα από εθνικές καταβολές, θρησκευτικές ή ιδεολογικέςπεποιθήσεις. Με αυτήν την έννοια ο λαός αποτελεί μια καθαράπολιτική ενότητα, διακριτή και απογυμνωμένη από κάθε εθνικό,πολιτιστικό ή πολιτισμικό προσδιορισμό. Ορίζεται χωρίςαναγωγές σε δεσμούς εθνοτικούς ή φυλετικούς. Η ταυτότητα τουλαού σε μια Δημο-κρατούμενη κοινωνία προσδιορίζεται με

    194

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    αναγωγή σε νομικά και πολιτικά αποκλειστικά κριτήρια, όπωςείναι η ισότητα δικαιωμάτων και η κοινή πολιτική συνείδηση,που πλάθεται δυναμικά μέσα από την πολιτική πράξη καισυμμετοχή όλων όσοι συμμερίζονται κοινές πολιτικές αξίες καιυπερασπίζονται μια κοινή πολιτική κληρονομιά και κουλτούρα,τη δική τους «πολιτική» πατρίδα.

    Η πολιτική ταυτότητα ενός λαού διακρίνεται, και πρέπειάρα να διακρίνεται, από τις πολιτισμικές και εθνοτικές τουαναγωγές ή καταγωγές, που μπορεί να είναι πολλές καιπολλαπλές. Η εθνική ομοιογένεια ενός λαού είναι βέβαια μιαιδεατή και ίσως επιθυμητή κατάσταση, που όταν υπάρχειλειτουργεί ενοποιητικά και συνεκτικά για το κράτος και στηρίζειτην πολιτική του ταυτότητα, με την οποία ενίοτε συγχέεται, ότανδεν την απορροφά. Ωστόσο, το ιδανικό αυτό στήριγμα ενόςεθνικού κράτους δεν μπορεί να αποτελέσει σήμεραενσωματωτικό στοιχείο μιας ιδανικής δημοκρατικής πολιτείας.Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου μιαςπλουραλιστικής κοινωνίας η κρατική εξουσία οφείλει να τηρείουδέτερη στάση απέναντι στις πολιτιστικές συλλογικέςταυτότητες, να μην ενστερνίζεται καμμιά εθνο-γενετικήταυτότητα ούτε να γίνεται κήρυκας εθνοτικής ή εθνικιστικήςιδεολογίας.

    Έθνος και εθνική συλλογική ταυτότητα, εφόσον εκληφθούνως κατηγορίες «μη πολιτικές» ή «προ-πολιτικές», δενεπιτρέπεται να συγχέονται, όπως παρατηρεί ο Χάμπερμας, μετην «κοινή πολιτική κουλτούρα» ενός λαού, όπως αυτήαποτυπώνεται στο Σύνταγμα. Η τελευταία αναλαμβάνει ναεπιτελέσει μόνη της, και επιτελεί πλέον αυτή, το ρόλο τουπραγματικού και ζωντανού ενσωματωτικού στοιχείου τουκοινωνικού σώματος, παραμερίζοντας τις εθνικές ταυτότητεςκαι ιδεολογίες, τ ι ς οπο ίε ς όμως δεν καταργε ί ούτεαρνε ί τα ι ούτε περ ιφρονε ί . Τις απωθεί στη σφαίρα του

    195

  • 146

    Το Κράτος του Συντάγματος

    πολιτισμού, όπου αναζωογονούνται και προστατεύονταισυνταγματικά ως στοιχεία της ατομικής και συλλογικήςσυνείδησης του καθένα, ως ατομικές και συλλογικέςταυτότητες, άξιες ισότιμης προστασίας και σεβασμού απόόλους.

    Είναι αλήθεια ότι στο εθνικό κράτος τα εθνικά και ταδημοκρατικο-πολιτικά γνωρίσματα ενός λαού συνυπάρχουναδιαχώριστα. Σε ένα όμως συνταγματικό κράτος ηκ υ ρ ι α ρ χ ί α τ ο υ λ α ο ύ δ ε ν ν ο ε ί τ α ι π λ έ ο ν ω ςκ υ ρ ι α ρ χ ί α τ ο υ έ θ ν ο υ ς α λ λ ά ω ς ε ξ ο υ σ ί α τ ο υδ ή μ ο υ . Δεν ασκείται στο όνομα της τεκμαιρόμενηςδιαχρονικής και αφηρημένης βούλησης του έθνους. Προκύπτεικαι επιβάλλεται ως δύναμη και απόφαση, συλλογική καινομιμοποιημένη, μέσα από μια διαρκή, καθημερινή και ενεργόδιαλογική επικοινωνία και αντιπαράθεση των πολιτών πουαπαρτίζουν τον Δήμο. Με την ενεργό και συνειδητήσυμμετοχή τους στα κοινά οι πολίτες δηλώνουν την κοινή«πίστη» τους στις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας, καιδιατρανώνουν τα αισθήματα του «συνταγματικούπατριωτισμού» από τα οποία διακατέχονται.

    ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΊΑ― Η ιδέα του ελληνικού έθνους διαμορφώθηκε βασικάτον 18ο και τον 19ο αιώνα από τους εκπροσώπους τουΝεοελληνικού Διαφωτισμού, για να εκφράσει και να

    νομιμοποιήσει το αίτημα των υπόδουλων στη σουλτανικήδεσποτεία ελληνόγλωσσων χριστιανών για εθνική ανεξαρτησίακαι πολιτική ελευθερία, και για δημιουργία ενός ανεξάρτητου,δημοκρατικού κράτους.

    Η αναφορά που έγινε στο «έθνος» από τα επαναστατικάσυντάγματα είχε προεχόντως πολιτική σημασία, έτεινε να

    196

  • Το Κράτος του Συντάγματος

    ταυτιστεί και πάντως υποβασταζόταν νοηματικά από το«εθνικό κράτος». Είναι επομένως η ιστορική προοπτικήσυγκρότησης ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους και οιθεσμικές δυνατότητες πολιτικής στέγασης ενός έθνους εκείνατα στοιχεία που έκαναν δυνατή την υποστασιοποίηση τουελληνικού έθνους και οδήγησαν στη διαμόρφωση τηςελληνικής εθνικής συνείδησης. Καταλυτική λειτουργία στηνενεργοποίηση και την ολοκλήρωση όλων αυτών τωνδιεργασιών έπαιξε η εθνική Επανάσταση. Χωρίς τηνΕπανάσταση, τη μοναδική και ανεπανάληπτη αυτή συλλογικήπράξη, ούτε ανεξάρτητο κράτος θα υπήρχε ούτε το ελληνικόέθνος θα ήταν νοητό. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται απότο γεγονός ότι η κοινωνική διαδικασία δημιουργίας εθνικήςσυνείδησης και κυοφορίας του ελληνικού έθνους είχανξεκινήσει πολύ πριν από την κήρυξη της εθνικής επανάστασηςκαι τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Μαρτυρίες τέτοιαςμορφής συναντάμε σίγουρα μερικούς αιώνες πριν. Μόνο πουοι σπερματικές και αποσπασματικές εκείνες συνειδησιακέςκαταβολές δεν μπορούσαν να αναχθούν σε μιαν ενιαία καισυνεκτική πολιτική αντίληψη περί έθνους. Αναφέροντανάλλωστε στο έθνος των Ελλήνων με την πολιτισμική σημασία,της εθνότητας (ethnie), και όχι με την πολιτική, του έθνους(Nation) ή της εθνικότητας. Και πάντως οι σημασίες αυτέςήταν συνδεδεμένες με τον γεωγραφικό και τον πολιτικό χώρομιας αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής ή της Οθωμανικής, καιόχι με την επικράτεια του κράτους-έθνους.

    Η αναφορά επομένως στο «ελληνικό έθνος» είχε, τόσοκατά την επαναστατική όσο και κατά τη μετεπαναστατικήπερίοδο, πολιτική κυρίως σημασία και όχι εθνολογική ήπολιτισμική, ούτε ταυτιζόταν στα συνταγματικά τουλάχιστονκείμενα η έννοια του έθνους με εκείνη του γένους. Μιαπαρόμοια σύγχυση θα καταστούσε άλλωστε αδύνατη τη

    197

  • Το Κράτος του Συ�