skines xenoy dramatologioy 2

92
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Σ Σ Κ Κ Η Η Ν Ν Ε Ε Σ Σ Ξ Ξ Ε Ε Ν Ν Ν Ν Θ Θ Ε Ε Α Α Τ Τ Ρ Ρ Ι Ι Κ Κ Ν Ν Ε Ε Ρ Ρ Γ Γ Ν Ν 2 2 Ξ Ξ - - ΑΘΗΝΑ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΟΝΗΛ Μετάφραση: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΝΑ ΚΡΙΣΤΙ Πράξη 4 η (Ένας παράξενος τρόμος φαίνεται να πιάνει ξαφνικά την Άννα. Ορμάει στο τραπέζι, παίρνει απτο συρτάρι το περίστροφο και μαζεύεται στη γωνιά αριστερά, πίσω απτο μπουφέ. Ύστεραπό λίγο η πόρτα ανοίγει διάπλατα και στο άνοιγμα παρουσιάζεται ο Ματ Μπερκ. Είναι σε κακή κατάσταση - τα ρούχα του σκισμένα και βρώμικα, σκεπασμένα με πριονίδι, σα να είχε συρθεί ή να είχε κοιμηθεί κατάχαμα σε κανένα μπαρ. Έχει ένα κόκκινο σημάδι στο μέτωπό του, πάνω απτο ένα του μάτι, άλλο ένα στο μάγουλό του, πάνω στο μήλο, και οι κόμποι των χεριών του είναι γδαρμένοι και ματωμένοιφανερά σημάδια πάλης. Τα μάτια του είναι κόκκινα, τα βλέφαρά του βαριά και το πρόσωπό του φαίνεται πρισμένο. Αλλά, εκτός απαυτά τα φαινόμενα, που έχουν την αιτία τους σε βαρύ μεθύσι, τα μάτια του μαρτυράνε άγριο διανοητικό τυράννισμα, ανίσχυρο θυμό ζώου που το περιορίζει η ίδια η κακομοιριά κη δυστυχία του) ΜΠΕΡΚ: (κυττάζει γύρω, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, και λέει τραχιά) Όποιος κι αν είνεδώ μέσα, ας μην κρύβεται από μένααν και θάπρεπε να ξέρεις πως είχα κάθε δίκιο να γυρίσω και να σε σκοτώσω. (Στέκεται κι ακούει. Μην ακούγοντας τίποτα κλείνει την πόρτα και προχωρεί προς το τραπέζι. Πέφτει στην πολυθρόνα και λέει αποκαμωμένος) Κανένας δεν είνεδώ, μου φαίνεται, κεγώ είμαι πολύ κουτός που ξεκίνησα κήρθα. (Με κάποια βουβή αγωνία, ανίκανος να καταλάβει τι νόημα έχουν τα πράματα) Μάλιστα, Ματ Μπερκ, κατάντησες ένας μεγάλος γάιδαρος. Τι σου μπήκε τώρα στο νου δε μου λες : Είναι καιρός που εκείνη έφυγε από δω, σου λέω, κι ούτε θα ξαναδείς πια την όψη της. (Η Άννα ορθώνεται, διστακτική, παλεύοντας ανάμεσα στη χαρά και στο φόβο. Τα μάτια του Μπερκ πέφτουνε στη βαλίτσα της. Σκύβει, για να δει καλλίτερα) Τι είναι τούτο (Χαρούμενα) Δική της είναι. Δεν έφυγε !

Transcript of skines xenoy dramatologioy 2

Page 1: skines xenoy dramatologioy 2

ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΗΗΣΣ ΡΡΙΙΤΤΣΣΟΟΣΣ

ΣΣΚΚΗΗΝΝΕΕΣΣ ΞΞΕΕΝΝΩΩΝΝ ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΙΙΚΚΩΩΝΝ ΕΕΡΡΓΓΩΩΝΝ

22 ΞΞ -- ΩΩ

ΑΑΘΘΗΗΝΝΑΑ

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετάφραση: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΑΝΝΝΝΑΑ ΚΚΡΡΙΙΣΣΤΤΙΙ

Πράξη 4η

(Ένας παράξενος τρόμος φαίνεται να πιάνει ξαφνικά την Άννα. Ορμάει στο τραπέζι, παίρνει απ’ το συρτάρι το περίστροφο και μαζεύεται στη γωνιά αριστερά, πίσω απ’ το μπουφέ. Ύστερ’ από λίγο η πόρτα ανοίγει διάπλατα και στο άνοιγμα παρουσιάζεται ο Ματ

Μπερκ. Είναι σε κακή κατάσταση - τα ρούχα του σκισμένα και βρώμικα, σκεπασμένα με πριονίδι, σα να είχε συρθεί ή να είχε κοιμηθεί κατάχαμα σε κανένα μπαρ. Έχει ένα κόκκινο σημάδι στο μέτωπό του, πάνω απ’ το ένα του μάτι, άλλο ένα στο μάγουλό του, πάνω στο μήλο, και οι κόμποι των χεριών του είναι γδαρμένοι και ματωμένοι—φανερά σημάδια πάλης. Τα μάτια του είναι κόκκινα, τα βλέφαρά του βαριά και το πρόσωπό του φαίνεται πρισμένο. Αλλά, εκτός απ’ αυτά τα φαινόμενα, που έχουν την αιτία τους σε βαρύ μεθύσι, τα μάτια του μαρτυράνε άγριο διανοητικό τυράννισμα, ανίσχυρο θυμό ζώου που το περιορίζει η ίδια η κακομοιριά κ’ η

δυστυχία του) ΜΠΕΡΚ: (κυττάζει γύρω, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, και λέει τραχιά) Όποιος κι αν είν’ εδώ μέσα, ας μην κρύβεται από μένα—αν και θάπρεπε να ξέρεις πως είχα κάθε δίκιο να γυρίσω και να σε σκοτώσω. (Στέκεται κι ακούει. Μην ακούγοντας τίποτα κλείνει την πόρτα και προχωρεί προς το τραπέζι. Πέφτει στην πολυθρόνα και λέει αποκαμωμένος) Κανένας δεν είν’ εδώ, μου φαίνεται, κ’ εγώ είμαι πολύ κουτός που ξεκίνησα κ’ ήρθα. (Με κάποια βουβή αγωνία, ανίκανος να καταλάβει τι νόημα έχουν τα πράματα) Μάλιστα, Ματ Μπερκ, κατάντησες ένας μεγάλος γάιδαρος. Τι σου μπήκε τώρα στο νου —δε μου λες : Είναι καιρός που εκείνη έφυγε από δω, σου λέω, κι ούτε θα ξαναδείς πια την όψη της. (Η Άννα ορθώνεται, διστακτική, παλεύοντας ανάμεσα στη χαρά και στο φόβο. Τα μάτια του Μπερκ πέφτουνε στη βαλίτσα της. Σκύβει, για να δει καλλίτερα) Τι είναι τούτο (Χαρούμενα) Δική της είναι. Δεν έφυγε !

Page 2: skines xenoy dramatologioy 2

2Όμως πού είναι ; Βγήκε στη στεριά ; (Κατσουφιάζοντας) Τι πάει να κάμει στη στεριά, νύχτα ώρα, με τέτοιον παλιό-καιρο ; (Πόνος και θυμός προκαλούν ξαφνική σύσπαση στο πρόσωπό του) Αυτό είναι, ε ; Η κατάρα του θεού να πέσει στο κεφάλι της (Παράφορα) θα κάτσω να περιμένω ώσπου νάρθει να την πνίξω—να της πάρω τη βρωμερή της τη ζωή. (Η Άννα κάνει ξαφνιασμένη κίνηση, η όψη της σκληραίνει. Προχωρεί προς το κέντρο κρατώντας με το δεξί χέρι το περίστροφο στο πλευρό της) ΑΝΝΑ: (με ψυχρό, σκληρό τόνο) Τι γυρεύεις εδώ ; ΜΠΕΡΚ: (γυρίζει, ανοίγοντας το στόμα από τρομάρα) Έλα, Θε μου ! (Μένουν για μια στιγμή ακίνητοι κι αμίλητοι, έχοντας καρφωμένα τα μάτια τους ο ένας στου άλλου) ΑΝΝΑ: (με την ίδια τραχιά φωνή) Λοιπόν—έχασες τη λαλιά σου ; ΜΠΕΡΚ: (προσπαθώντας να πάρει ξέγνοιαστο, φυσικό τόνο) Μούκοψες το αίμα, έτσι που μου παρουσιάστηκες ξαφνικά, τη στιγμή που νόμιζα πως ήμουν ολομόναχος. ΑΝΝΑ : Αδιαντροπιά που την έχεις όμως, να μπαίνεις εδώ μέσα χωρίς ούτε να χτυπήσεις ! Τι γυρεύεις; ΜΠΕΡΚ: (αόριστα) Α, τίποτα. Ήθελα μόνο να σου πω δυο λόγια, για τελευταία φορά —αυτό ήταν. (Κάνει ένα βήμα προς το μέρος της) ΑΝΝΑ: (κοφτά, σηκώνοντας το περίστροφο) Το νου σου ! Μην κάνεις πως έρχεσαι κοντά μου. Άκουσα τι λογάριαζες πριν να μου κάμεις. ΜΠΕΡΚ: (βλέποντας τώρα μόλις το περίστροφο) Ώστε τώρα θες να με σκοτώσεις ; Ο Θεός να μη σου το χρωστάει ! (Με περιφρονητικό γέλιο) Ή μπας και σου περνάει ιδέα πώς θα τη φοβηθώ αυτή την τενεκεδένια παλιοσφυρίχτρα ; (Πάει ολόισα προς το μέρος της) ΑΝΝΑ: (άγρια) Έχε το νου σου, είπα ! ΜΠΕΡΚ: (έχει πλησιάσει τόσο, που το περίστροφο ακουμπάει σχεδόν στο στήθος του) τράβα λοιπόν ! (Με ξαφνική άγρια λύπη) Ρίξε, σου λέω, να ξεμπερδεύουμε ! Τελείωσέ με με μια σφαίρα και θα σου το χρωστάω χάρη. Γιατί ήταν σκυλίσια ή ζωή που έζησα τούτες τις δυο μέρες, απ’ τη στιγμή που έμαθα τι είσαι. Μακάρι να μην είχα γεννηθεί σ’ αυτό τον κόσμο ! ΑΝΝΑ: (ανίκανη ν’ αντισταθεί στη συγκίνησή της, αφίνει το περίστροφο να πέσει στο πάτωμα, λες και τα δάχτυλά της δεν είχαν τη δύναμη να το κρατήσουν, και λέει υστερικά) Τι ήθελες και ήρθες; Γιατί δε φεύγεις ; Φύγε σου λέω (Τον προσπερνάει και σωριάζεται στην κουνιστή πολυθρόνα) ΜΠΕΡΚ: (ακολουθώντας την—με βαθιά θλίψη) Έχεις δίκιο να με ρωτάς γιατί ήρθα. (Με θυμό) Γιατί είμαι ένας μεγάλος βλάκας—να κάθομαι να βασανίζομαι για τη σαπίλα που μου φανέρωσες και να πίνω ολόκληρον ωκεανό για να ξεχάσω. Να ξεχάσω ; Ο διάολος να με πάρει αν μπορώ να ξεχάσω—τη στιγμή που όλη ώρα, και στον ύπνο και στον ξύπνο μου, έχω μπροστά στα μάτια μου τη φάτσα σου με το διαβολικό της γέλιο—έτσι πού κατάντησα να λέω πως το τρελλοκομείο είναι το μέρος που σου ταιριάζει. ΑΝΝΑ: (ρίχνοντας ματιές στα χέρια και στο πρόσωπό του—περιφρονητικά) Στην κατάσταση πού βρίσκεσαι, κάπου έπρεπε να σ’ έχουν βάλει. Δε μπορώ να καταλάβω πώς δε σ’ έχωσαν μέσα. Με κάποιον έστησες καυγά, ε ; ΜΠΕΡΚ: Ναι—με τον καθέναν που θέλησε να μου κάμει τον καμπόσο. (Άγρια) Και κάθε φορά που έσκαγα μια γροθιά κατάμουτρα σε κάποιον, δεν έβλεπα το δικό του παρά το δικό σου το πρόσωπο—κ ήθελα να σου δώσω μια που να σε στείλω στον άλλο κόσμο, για να μη σε βλέπω και να μη σε συλλογιέμαι πια. ΑΝΝΑ: (τα χείλη της τρέμουν, αξιολύπητα) Ευχαριστώ ! ΜΠΕΡΚ: (περπατώντας πάνω-κάτω, στενόχωρα) Ωραία, παίξε μ’ εμένα τώρα ! Αχ, σίγουρα δεν είμαι άντρας, αφού γυρίζω και σου μιλάω. Έχεις δίκιο να γελάς μαζί μου. ΑΝΝΑ: Δε γελάω μαζί σου, Ματ. ΜΠΕΡΚ: Εσύ να είσαι τέτοια πού είσαι κ’ εγώ να είμαι ο Ματ Μπερκ—και να γυρίζω πίσω και να ξαναρίχνω τα μάτια μου απάνω σου ! Ντροπή μου ! ΑΝΝΑ: (κακιωμένη) Τότε σήκω και φύγε. Κανένας δε σε κρατάει ! ΜΠΕΡΚ: (σε σύγχυση) Να κάθομαι εγώ ν’ ακούω τέτοια λόγια από μια γυναίκα σαν εσένα και να φοβάμαι να της κλείσω το στόμα μ’ ένα μπάτσο ! Αχ, Θε μου, είμ’ ένα παλιοτόμαρο, που θάπρεπε να το φτάνει ο καθένας ! (Παράφορα) Όμως δε θα φύγω από δω, πριν να τον πω το λόγο μου ! (Σηκώνει τη γροθιά του απειλητικά) Κ’ έχε το νου σου να μη με φέρεις στην άκρη ! (Αφίνοντας να πέσει η γροθιά του, απελπισμένα) Μη θυμώνεις ! Μου φαίνεται πως λέω παλαβομάρες, σα νάμαι τρελλός για δέσιμο. Είναι τέτοια ή λύπη που μούβαλες στην καρδιά, που έχω χάσει τα λογικά μου. (Σκύβει ξαφνικά και την πιάνει δυνατά απ’ το μπράτσο) Πες μου πως είναι ψέμα., σου λέω ! Αυτό ήρθα γυρεύοντας ν’ ακούσω από σένα. ΑΝΝΑ: (άχρωμα) Ψέμα ; Ποιο ; ΜΠΕΡΚ: (με παθητικά παρακλητικό τόνο) Όλα εκείνα τα κακά πράματα που μου είπες εδώ και δυο μέρες. Σίγουρα πρέπει να είναι ψέμα ! Ήθελες να παίξεις μαζί μου, ε ; Πες μου πως ήτανε ψέμα, Άννα, και θα γονατίσω να κάμω την προσευχή μου στον Παντοδύναμο και να του πω «σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου !» ΑΝΝΑ: (φοβερά ταραγμένη - αδύναμα) Δε μπορώ, Ματ. (Παρακλητικά, καθώς εκείνος γυρίζει αλλού) Ω, Ματ. δε μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχει καμιά σημασία το τι ήμουν, αφού δεν είμαι πια ; Άκουσέ με ! Ετοίμασα τη βαλίτσα μου τ’ απόγεμα και βγήκα στη στεριά. Κάθησα εδώ και περίμενα ολομόναχη δυο μέρες, με την ιδέα πως ίσως να γύριζες —πως ίσως να τα ξανασκεφτόσουν όσα σου είπα—κ’ ίσως—ωχ, κ’ εγώ δεν ξέρω τι ελπίδες είχα Αλλά φοβόμουν, ακόμα και να βγω για μια στιγμή απ’ την καμπίνα—αλήθεια σου το λέω—φοβόμουνα μην έρθεις και δε με βρεις εδώ. Ύστερα έχασα κάθε ελπίδα, αφού δε φάνηκες, και πήγα στο σταθμό. Έφευγα για τη Νέα Υόρκη—έφευγα για να ξαναπάω— ΜΠΕΡΚ: (τραχιά) Η κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι σου ! ΑΝΝΑ: Άκουσε, Ματ! Εσύ δεν είχες έρθει κ’ εγώ είχα χάσει κάθε ελπίδα. Αλλά—σαν έφτασα στο σταθμό—δε μπόρεσα να τραβήξω μπρος. Είχα πάρει το εισιτήριό μου, ήμουν έτοιμη σε όλα. (Βγάζει το εισιτήριο από την τσέπη της κα προσπαθεί να του το βάλει μπροστά στα μάτια) Όμως άρχισα να συλλογιέμαι σένα—και δε μπορούσα να πάρω το τραίνο—δε μπορούσα ! Κ’ έτσι ξαναγύρισα εδώ’—για να περιμένω ακόμα. Ω, Ματ, δε βλέπεις πως άλλαξα ; Δε μπορείς να συχωρέσεις κάτι πού είναι. φευγάτο και νεκρό—και να το ξεχάσεις ; ΜΠΕΡΚ: (γυρίζοντας κατά πάνω της, πνιγμένος και πάλι από θυμό) Να ξεχάσω ; Δε θα ξεχάσω ως την ώρα πού θα πεθάνω, σου λέω—και θα με τυραννάνε οι σκέψεις μου. (Ξεφρενιασμένος) Ω, θα ήθελα να βρισκόταν μπροστά μου αντίπαλος ένας από κείνους

Page 3: skines xenoy dramatologioy 2

3τούτη τη στιγμή· θα τον κοπάναγα με τις γροθιές μου, ώσπου να τον καταντήσω ένα ματωμένο κουφάρι ! Να δώσει ό Θεός να ψηθούν ούλοι τους στην Κόλαση ως τη Δεύτερη Παρουσία—και συ μαζί τους, γιατί και συ δεν είσαι καλλίτερη από κείνους ! ΑΝΝΑ: (τρεμουλιάζοντας) Ματ ! (Ύστερ’ από μικρή παύση, με φωνή που φανερώνει νεκρική, παγερή ηρεμία) Πάει καλά—είπες ό,τι είχες να πεις—τώρα μπορείς να του δίνεις. ΜΠΕΡΚ: (ξεκινάει σιγά για την πόρτα - διστάζει—κ’ ύστερα από μικρή παύση της λέει) Και συ τι θα κάμεις ; ΑΝΝΑ: Τι σε νοιάζει εσένα ; Μπερκ: Σε ρωτάω. ΑΝΝΑ: (στον ίδιο τόνο) Η βαλίτσα μου είν’ έτοιμη και το εισιτήριό μου τόχω παρμένο. Αύριο θα πάω στη Νέα Υόρκη. ΜΠΕΡΚ: (μ’ απόγνωση) Πάει να πει—θα ξαναρχίσεις τα ίδια ; ΑΝΝΑ: (παγερά) Ναι. ΜΠΕΡΚ: (με αγωνία) Όχι ! Μη με βασανίζεις με τέτοιες κουβέντες ! Είσαι ένας δαίμονας, σταλμένος για να με κάμει ολότελα παλαβό! ΑΝΝΑ: (η φωνή της τσακίζει) Ω, για τ’ όνομα του θεού, Ματ, άφησέ με στην ησυχία μου ! Φύγε ! Δε βλέπεις πως δεν αντέχω πια; Γιατί θέλεις να με τυραννάς ; ΜΠΕΡΚ: (μ’ αγανάχτηση) Ο Θεός να σου δώσει συχώρεση—Και το χειρότερο που θα σου πω, δε σου αξίζει ; ΑΝΝΑ: Πολύ καλά. Μπορεί να είν’ έτσι. Αλλά μην το λες και το ξαναλές, όλη την ώρα. Γιατί δεν κάνεις εκείνο που έλεγες να κάμεις; Γιατί δεν παίρνεις εκείνο το πλοίο, που θα σε πάει στην άλλη άκρη του κόσμου—κ’ έτσι να μη με ξαναδείς άλλη φορά ; ΜΠΕΡΚ: Θα το πάρω. ΑΝΝΑ: (ξαφνιασμένη) Πώς—ώστε φεύγεις—αληθινά ; ΜΠΕΡΓΚ: Υπόγραψα σήμερα το μεσημέρι—μεθυσμένος καθώς ήμουν, και το πλοίο φεύγει αύριο. ΑΝΝΑ: Και που πάει ; ΜΠΕΡΚ: Στο Κέηπ Τάουν. ΑΝΝΑ: (θυμάται πως το όνομα αυτό το άκουσε λίγο πριν και τον ρωτάει ξαφνιασμένη και συγχυσμένη) Στο Κέηπ Τάουν ; Πού βρίσκεται ; Πολύ μακριά ; ΜΠΕΡΚ: Στην άκρη της Αφρικής. Πολύ μακριά για σένα. ΑΝΝΑ: (με βιασμένο γέλιο) Ώστε τον κρατάς το λόγο σου, (Ύστερ’ από μικρή παύση, με περιέργεια) Πώς το λένε το πλοίο. ΜΠΕΡΚ: Λόντονντέρρυ. ΑΝΝΑ: (θυμάται ξαφνικά πως μ’ αυτό το ίδιο πλοίο φεύγει κι ο πατέρας της) Λόντονντέρυ ! Είναι το ίδιο— ω. αυτό πια παρα είναι ! (Ξεσπάει σε άγριο, ειρωνικό γέλιο) Χα—χα—χα ! ΜΠΕΡΚ: Τι σ’ έπιασε τώρα ; ΑΝΝΑ: Χα—χα- χα ! Είναι αστείο, πολύ αστείο ! Είναι για να πεθάνει κανείς από τα γέλια ! ΜΠΕΡΚ: (ερεθισμένος) Από τα γέλια—για τι πράμα ; ΑΝΝΑ: Αυτό είναι μυστικό. Δε θ’ αργήσεις να το μάθεις. Αστείο είναι, μα την αλήθεια! (Συγκρατεί το γέλιο της κ’ ύστερ’ από κάποια παύση, το λέει κυνικά) Τι λογής τόπος είναι αυτό το Κέηπ Τάουν : θάχε πολλές κυρίες, φαντάζομαι ; ΜΠΕΡΚ: Στο διάβολο να .πάνε ! Ποτέ μου να μη δω γυναίκα, ως τη στιγμή που θα πεθάνω ! ΑΝΝΑ: Αυτό το λες τώρα. Αλλά βάζω στοίχημα πως, ώσπου να φτάσεις εκεί, θα μ’ έχεις ολότελα ξεχάσει και θ’ αρχίσεις να λες σε κάποιαν άλλη τις ίδιες καυχησιάρικες κουβέντες που μου είπες εμένα την πρώτη φορά πού μ’ απάντησες. ΜΠΕΡΚ: (πειραγμένος από την προσβολή) Ε λοιπόν όχι ! Τι διάβολο—λες πως σου μοιάζω—πως μοιάζω με σένα, που σ’ ούλη σου τη ζωή παρατάς τον έναν για να πιάσεις τον άλλον ; ΑΝΝΑ: (θυμωμένη κ’ επιθετική) Ναι, αυτό ίσα-ίσα θέλω να σου πω ! Το ίδιο έκανες και συ σ’ όλη σου τη ζωή—σε κάθε λιμάνι έπιανες κ’ ένα καινούργιο κορίτσι. Γιατί λες πως είσαι καλλίτερος από μένα ; ΜΠΕΡΚ: (σε τέλεια απόγνωση) Μα δεν έχεις καμιά ντροπή ; Είμαι βλάκας πού κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου—με μια γυναίκα που έχει πετρώσει στην αμαρτία. θα φύγω από δω και θα σ’ αφήσω για πάντα (Ξεκινάει προς τη πόρτα, ύστερα σταματάει και γυρίζει φρενιασμένος κατά πάνω της) Πιστεύω πως τις ίδιες ψευτιές που μου είπες εμένα θα είπες και σ’ ούλους τους άλλους πριν από μένα ; ΑΝΝΑ: (με αγανάκτηση) Αυτό είναι ψέμα ! Ποτέ δεν είπα τέτοιο πράμα ! ΜΠΕΡΚ: (αξιοθρήνητα) Όμως μπορεί και να τάλεγες. ΑΝΝΑ: (ορμητικά, με ένταση που όλο και μεγαλώνει) Ζητάς να μου ρίξεις την κατηγόρια πώς ήμουν ερωτευμένη—αληθινά ερωτευμένη—μ’ εκείνους ; ΜΠΕΡΚ: Σίγουρα, την έχω αυτή την ιδέα. ΑΝΝΑ: (παράφορα, σαν αυτή να είναι η τελευταία προσβολή —προχωρώντας απειλητικά κατά πάνω του) Βούλωσέ το λοιπόν ! Φτάνει πια—αρκετά σ’ άφησα κ’ είπες ! Μην τολμήσεις να πεις λέξη πια ! Να τους ερωτευτώ, ε ; Ω, Θε μου ! Μα τι κούτσουρο είσαι συ ; Να τους ερωτευτώ ; (Άγρια) Τους μισούσα, σου λέω ! Τους μισούσα—τους μισούσα ! Ο Θεός να ρίξει φωτιά να με κάψει τούτη τη στιγμή, ο Θεός να παιδέψει την ψυχή της μάννας που με γέννησε. αν δε σου λέω την καθαρή αλήθεια ! ΜΠΕΡΚ: (άφταστα ευχαριστημένος από τον ορμητικό της τρόπο, με όψη που αρχίζει και φωτίζεται, αλλά αβέβαιος ακόμα, αμφίρροπος ανάμεσα στην αμφιβολία και στον πόθο του να την πιστέψει, της λέει μ’ απόγνωση) Αχ, αν μπορούσα να σε πιστέψω ! ΑΝΝΑ: (αποκαμωμένη) Ω, τι ωφελεί που κάθομαι και σου μιλάω; Ανώφελα είν’ όλα. (Παρακλητικά) Ω Ματ, αυτό ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να σου περνάει από το μυαλό ! Δεν πρέπει ! Βάλε στο νου σου για μένα ό,τι άλλο κακό θέλεις—κ’ εγώ δε θα πω λέξη, γιατί θάχεις δίκιο. Όμως, αυτό όχι ! (Έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα) Δε μπορώ να το υποφέρω ! Θα μου ήταν αβάσταχτο να ξέρω πως φεύγεις τόσο μακριά, που δε θα σε ξαναδώ πια ποτέ. και πως έχεις τέτοια ιδέα για μένα ! ΜΠΕΡΚ: (ύστερ’ από ενδόμυχη πάλη—μ’ ένταση—αναγκάζοντας με δυσκολία τα λόγια να βγουν από το στόμα του) Αν το πίστευα—πως ποτέ σου δεν αγάπησες άλλον άντρα στον κόσμο εξόν από μένα—τα άλλα ίσως και να μπορούσα να σου τα συχωρέσω. ΑΝΝΑ: (με χαρούμενο ξεφωνητό) Ματ ! ΜΠΕΡΚ: (αργά) Αν είν’ αλήθεια αυτό που λες, μπορεί με το δίκιο μου να πίστευα πως άλλαξες— και πως κ’ εγώ ο ίδιος θα σ’ έκανα ν’ αλλάξεις, όσπου να πάψεις πια ολότελα να είσαι εκείνο που ήσουν σ’ όλη σου τη ζωή.

Page 4: skines xenoy dramatologioy 2

4ΑΝΝΑ: (αρπάζεται από τα λόγια του -με κομένη ανάσα) Ω, Ματ ! Αυτό προσπαθούσα να σου πω, τόση ώρα ! ΜΠΕΡΚ: (απλά) Γιατί εγώ έχω μέσα μου τη δύναμη να κάνω τους άντρες να παίρνουν το δρόμο που θέλω—μπορεί και τις γυναίκες. Και λέω πως θα σ’ έκανα ν’ αλλάξεις και να γίνεις μια ολότελα καινούργια γυναίκα—έτσι πού ούτ’ εγώ ούτε και συ η ίδια να μπορούμε πια να καταλάβουμε τι λογής γυναίκα στάθηκες στα περασμένα σου. ΑΝΝΑ: Ναι, θα μπορούσες, Ματ ! Είμαι βέβαιη πως θα μπορούσες ! ΜΠΕΡΚ: Και λέω πώς μπορεί το φταίξιμο να μην ήταν δικό σου — μόνο έγινες αυτό που έγινες εξαιτίας από κείνον το γέρο χιμπαντζή τον πατέρα σου που σ’ άφησε και μεγάλωσες ολομόναχη. Αν μπορούσα να πιστέψω πως εσύ μονάχα εμένα— ΑΝΝΑ: (σε αμήχανη στενοχώρια) Πρέπει να το πιστέψεις, Ματ! Τι θέλεις να κάμω ; Είμ’ έτοιμη να κάμω ό,τι θελήσεις—ό,τι κι αν θελήσεις—για να σου δείξω πως δε λέω ψέματα ! ΜΙΙΕΡΚ: (σα να βρήκε ξαφνικά μια λύση, ψάχνει στην τσέπη του σακκακιού του, χουφτώνει κάτι και της λέει επίσημα) Δέχεσαι να πάρεις έναν όρκο—έναν όρκο φοβερό και τρομερό, που θα παράδινε την ψυχή σου στους διαβόλους της Κόλασης, αν έλεγες ψέματα ; ΑΝΝΑ: (ζωηρά) Ό,τι όρκο θέλεις, Ματ—είμ’ έτοιμη να τον πάρω. ΜΙΙΕΡΚ: (βγάζει από την τσέπη του ένα φτηνό και παλιόν Εσταυρωμένο και της τον δείχνει κρατώντας τον ψηλά) Ορκίζεσαι σ’ αυτόν ; ΑΝΝΑ: (απλώνοντας το χέρι της να τον πάρει) Ναι— είμαι πρόθυμη. Δος μου τον. ΜΠΕΡΚ: (κρατώντας το σταυρό μακρυά της) Είν’ ένας σταυρός, που μου τον είχε δώσει η μάννα μου—ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή της ! (Σταυροκοπιέται μηχανικό) Ήμουν παιδί τότε κ’ εκείνη μου είπε να μη τον χάσω παρά να τον έχω κοντά μου και στον ύπνο και στον ξύπνο μου, για να με φυλάει. Ή μάννα μου πέθανε ύστερ’ από λίγο. Όμως από τότε τον φυλάω απάνω μου ως τα τώρα. Και σου λέω πως έχει μεγάλη δύναμη, και πως, στις θάλασσες που πλανιέμαι. με γλύτωσε από μεγάλες συφορές. Την τελευταία φορά, που βούλιαξε το καράβι μου, τον είχα κρεμασμένον στο λαιμό μου—και μ’ έβγαλε σίγουρα στη στεριά, τη στιγμή που οι άλλοι χαθήκανε. (Πολύ σοβαρά) Και να το ξέρεις πως, αν πάρεις όρκο σ’ αυτόν, η ίδια η μάννα μου θα σε βλέπει από τον ουρανό και θα παρακαλέσει τον Παντοδύναμο και τους Άγιους να σου δώσουνε την πιο μεγάλη κατάρα τους. αν σ’ ακούσει να ορκιστείς ψέματα ΑΝΝΑ: (επηρεασμένη από τον τρόπο του—με δεισιδαιμονία) Αν ήτανε ψέμα, δε θα τολμούσα—πίστεψέ με. Αλλά σού λέω την αλήθεια και γι’ αυτό δε φοβάμαι να ορκιστώ. Δόστο μου. ΜΠΕΡΚ: (δίνοντάς της το σταυρό, σχεδόν ταραγμένος, σα να φοβάται για τη δική της την ασφάλεια) Έχε το νου σου τι όρκο θα πάρεις, σου λέω ! ΑΝΝΑ: (κρατώντας με προσοχή το σταυρό) Έλα—τι όρκο θέλεις να πάρω ; Πες μου τον εσύ. ΜΠΕΡΚ: Ορκίσου πως εγώ είμαι ο μόνος άντρας στον κόσμο, που αγάπησες ποτέ σου. ΑΝΝΑ: (κυττάζοντάς τον σταθερά στα μάτια) Τ’ ορκίζομαι. ΜΠΕΡΚ: Και πως από τη μέρα τούτη θα ξεχάσεις όλο το κακό πούκαμες και ποτέ δε θα το ξανακάμεις. ΑΝΝΑ: (ζωηρά) Τ ορκίζομαι ! Τ’ ορκίζομαι στο Θεό ! ΜΠΕΡΚ: Κι αν λες ψέματα, η πιο βαρειά κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι σου. Πες το. ΑΝΝΑ: Η πιο βαρειά κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι μου, αν λέω ψέματα ! ΜΠΕΡΚ: (με βαθύτατο στεναγμό) Ω, δόξα νάχει ο Θεός ! Τώρα σε πιστεύω ! (Της παίρνει το σταυρό, με πρόσωπο που λάμπει από χαρά, και τον ξαναβάζει στην τσέπη του. Περνάει το μπράτσο του γύρω απ’ τη

μέση της κ’ είναι έτοιμος να τη φιλήσει, όταν σταματάει τρομαγμένος κάποια τρομερή αμφιβολία) ΑΝΝΑ: (ανήσυχη) Τι έπαθες ; ΜΠΕΡΚ: (τη ρωτάει αγριεμένος ξαφνικά) Είσαι Καθολική; ΑΝΝΑ: (ταραγμένη) Όχι. Γιατί ; ΜΠΕΡΚ: (με κάποιο ανήσυχο προμάντεμα) Αχ, ο Θεός να με βοηθήσει ! (Ρίχνοντάς της ματιά που τη σκοτεινιάζει η υποψία) Διαβολικό κόλπο είναι τούτο—να παίρνεις όρκο σε Καθολικό σταυρό, τη στιγμή που είσαι από τους άλλους. ΑΝΝΑ: (στενοχωρημένη) Μα δε με πιστεύεις, Ματ ; ΜΠΕΡΚ: (αξιολύπητα) Αν δεν είσαι Καθολική— ΑΝΝΑ: Δεν είμαι. Αλλά Τι πειράζει ; Δε μ’ άκουσες που ορκίστηκα ; ΜΠΕΡΚ: (με πάθος) Ω είχα όλα τα δίκια να κρατηθώ μακρυά από σένα—αλλά δε μπόραγα ! Εγώ σ’ αγαπούσα, μ’ όσα κι αν έμαθα για σένα, κ’ ήθελα να είμαι μαζί σου, ό,τι κι αν είσαι—ο Θεός να με συχωρέσει ! Θα τρελλαινόμουν αν δε γινόσουνα δική μου ! Θα σκότωνα τον κόσμο ούλο—(την αρπάζει στην αγκαλιά του και τη φιλεί άγρια) ΑΝΝΑ: (της πιάνεται η ανάσα κι ανοίγει το στόμα απ’ τη χαρά της) Ματ ! ΜΠΕΡΚ: (ξαφνικά την κρατεί μακρυά του και την κυττάζει κατάματα, σα να θέλει να την ψάξει μέσα στην ψυχή τη και της λέει αργά) Αν ο όρκος σου δεν είναι σωστός όρκος, εγώ θα στηριχτώ στο σκέτο λόγο σου και θα σε κάμω δική μου, όπως και νάναι—τόσο πολύ μου χρειάζεσαι ! ΑΝΝΑ: (πειραγμένη.—επιτιμητικά) Ματ, ορκίστηκα— δεν ορκίστηκα ; ΜΠΕΡΚ: (μ’ αψηφησιά, σα να προκαλεί τη μοίρα) Όρκο, ξεόρκο—δεκάρα δε δίνω. Θα παντρευτούμε το πρωί— με τη βοήθεια του Θεού. (Μ’ ακόμα πιο μεγάλη αψηφησιά) Ο διάολος να σκάσει, εμείς οι δυο θα γίνουμε ευτυχισμένοι τώρα !

(Τη σφίγγει απάνω του και την ξαναφιλεί)

Page 5: skines xenoy dramatologioy 2

5

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΤΤΟΟ ΠΠΕΕΝΝΘΘΟΟΣΣ ΤΤΑΑΙΙΡΡΙΙΑΑΖΖΕΕΙΙ ΣΣΤΤΗΗΝΝ ΗΗΛΛΕΕΚΚΤΤΡΡΑΑ

Πράξη 2η

(Μέσα στο γραφείο τού Έζρα Μαίινον βασιλεύει ψυχρή, αυστηρή ατμόσφαιρα. Τα έπιπλα είναι παλιάς μόδας. Οι τοίχοι έχουν σταχτύ χρώμα και λευκές γαρνιτούρες, πού σκορπάνε ανέκφραστη μελαγχολία. Δεξιά μια πόρτα οδηγεί στο χωλλ στα δεξιά μια φωτογραφία τού Ουάσιγκτον και τα πορτραίτα των Χάμιλτον και Μάρσαλ. Στο βάθος, ακριβώς στη μέση, το τζάκι. Δεξιά μια βιβλιοθήκη με

νομικά βιβλία. Πάνω από το τζάκι ένα μεγάλο πορτραίτο τού Εζρα Μαίινον. Αμέσως καταλαβαίνει κανείς τη μεγάλη του ομοιότητα με τον Άνταμ Μπράντ. Η φωτογραφία τον δείχνει μεγαλόσωμο, σαραντάρη σχεδόν, καθισμένο μεγαλόπρεπα σε μία πολυθρόνα, ν’ ακουμπάει με σταθερότητα τα χέρια του στα στηρίγματά της και με την επίσημη δικαστική τήβεννο. Είναι όμορφος άντρας, με

βλοσυρό κι αυτός μυστικόπαθο βλέμμα. Το πρόσωπό του ψυχρό, χωρίς να διαγράφεται στα χαραχτηριστικά του κανένα απολύτως συναίσθημα. Νομίζει κανείς πάλι πως φορεί το ίδιο προσωπείο που είδαμε στο πρόσωπο της γυναίκας του, τής κόρης του και τού Μπράντ. Αριστερά δυο παράθυρα και στη μέση ένα τραπεζάκι. Λίγο προς τα αριστερά ένα μεγάλο τραπέζι και δυο πολυθρόνες. Προς

ταδεξιά κι άλλη πολυθρόνα. Παχιά χαλιά στο πάτωμα. Ενώ ο ήλιος κοντύει να βασιλέψει. Μια άσπρη χρυσαφένιαανταύγεια πλημμυρίζει το γραφείο. Για μία στιγμή οι αχτίδεςτου γραφείου γίνονται πιο ζωηρές, ύστερα ξεχύνουν πορφυρένια απόχρωση και

τέλος απλώνονται οι πρώτοι ίσκιοι του δειλινού σκορπώντας μεγαλείτερη μελαγχολία στη μυστικόπαθη ατμόσφαιρα του γραφείου. Η Λαβίνια στέκεται μπρος στο τραπέζι. Μάταια προσπαθεί να κρύψει τη μεγάλη της ψυχική αγωνία. Το πρόσωπό της είναι

καταβεβλημένο. Ρίχνει με τρυφερότητα τη ματιά της στο πορτραίτο του πατέρα της κι απομένει καθηλωμένη σ' αυτή τη στάση. Ύστερα πλησιάζει περισσότερο και χαϊδεύει το ζωγραφισμένο χέρι που ακουμπάει στο στήριγμα τής πολυθρόνας, σα να θέλει μ αυτή τη

χειρονομία να τον προστατέψει και να τού δώσει θάρρος)

ΛΑΒΙΝΙΑ : Άμοιρε, πατέρα ! (Ακούει θόρυβο στο χωλλ κι απομακρύνεται αμέσως απ’ την προσωπογραφία. Η πόρτα άνοίγει κ’ έρχεται η Κριστάιν. Προσπθαθεί να

κρύψει τη μεγάλη της ανησυχία αφίνοντας νι διαγράφεται στό πρόσωπό της περιφρόνηση κα γανάχτηση) ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ασφαλώς θα τρελλάθηκες για να στείλεις την Άννυ να με ανησυχήσει τη στιγμή που ήξερες πολύ καλά πως αναπαυόμουν. ΛΑΒΙΝΙΑ : Όπως σου είπα πριν από λίγο στον κήπο, έχουμε να πούμε πολλά εμείς οι δυο. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Κοιτάζει με αποστροφή γύρω της) Και βρήκες αυτό το απαίσιο δωμάτιο για να;... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Δείχνει ψύχραιμα το πορτραίτο) Ναί, ναί έδώ είναι τό κατάλληλο μέρος. Εδώ, μέσα στήν ιερή ατμόσφαιρα που απλώνεται στο γραφείο του πατέρα, θα ξεδιαλύνουμε μερικά μυστήρια οί δυό μας.

(Η Κριστάιν ανατριχιάζει, ρίχνει μιά ματιά οτέ πορτραίτο του άντρα της και παίρνει από κει τρομαγμένη το βλέμμα της. Η Λαβίνια πηγαίνει και κλείνει την πόρτα. Η Κριστάιν της λέει με μεγάλη περιφρόνηση) :

ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Αχ ! αυτά τα μυστήρια θα με σκοτώσουν ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Καλλίτερα ν’ αφήσεις κατά μέρος τα κακά προαισθήματα και να κάτσεις ήσυχα σ’ αυτή την καρέκλα. (Η Κριστάιν υπακούει) ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Σ’ ακούω. Μμορείς να μου κάμεις οποιαδήποτε ερώτηση θέλεις. ΛΑΒΙΝΙΑ : Ασφαλώς θα σου είπε η Άννυ πως στο διάστημα που έλειπες στή Ν. Υόρκη έμεινα λίγες μέρες στο σπίτι του Πήτερ καί τής Χέιζελ. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ναι. Το φαντάστηκα ! Ασφαλώς έπληττες μόνη μέσα σ’ αύτό το κρύο, το αποκρουστικό σπίτι... Αλλ’ εσύ δε συνηθίζεις να ξενοκοιμάσαι. Πώς αποφάσισες να κοιμηθείς στο σπίτι των φίλων σου ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Δεν πήγα καθόλου στο γειτονικό σπίτι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ώστε δεν έμεινες ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Όχι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Τότε που πήγες αυτές τις μέρες που εγώ ;... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με τραχιά φωνή σα να την ενοχοποιεί με τα λόγια της) Στή Ν. ‘Υόρκη ! !... (Η Κριστάιν τρομάζει. Η Λαβίνια συνεχίζει με ταραγμένη φωνή προσπαθώντας να φανεί όσο πιο σκληρή μπορεί) Είχα άρχίσει να σε υοπτεύουμαι από πέρυσι. Πήγαινες τόσο συχνά στη Ν. Υόρκη με τη δικαιολογία νά δεις τον άρρωστο παπού... (Η Κριστάιν προσπαθεί μ’ αγανάχτηση να διαρτυρηθεί) Κατάλαβα όμως γρήγορα πώς δε σε τραβούσε σα μαγνήτης στη Ν. Υόρκη η φανταστική αρώστια του παπού. Θα σου το αποδείξω αμέσως. Σε παρακολούθησα στή Ν. Υόρκη και σε είδα να πηγαίνεις να συναντήσεις τον Μπράντ ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο της) Και τι μ’ αυτό ; Δε σου έξήγησα πως μια μέρα τον συνάντησα έντελώς τυχαία στό δρόμο ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Λες ψέματα ! Πήγες στην κάμαρά του σα μια κοινή γυναίκα !

Page 6: skines xenoy dramatologioy 2

6ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Ο τρόμος της φτάνει στό κατακόρυφο) Με παρακάλεσε να τον συνοδέψω στο σπίτι μιας πολύ γνωστής του κυρίας, μιας κυρίας μέ σπάνια ψυχή, όπτως την παράστηνε, για να μου τη συστήσει και να του πω τη γνώμη μου. Απλούστατα πήγαμε στο σπίτι εκείνης της κυρίας και της κάναμε μια τυπική επίψη... ΛΑΒΙΝΙΑ : Μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις μ’αυτες τις ανόητες δικαιολογίες. Πρόβλεψα καί ρώτησα τη θυρωρό. Μου είπε πως κάτοιος Μπράντ είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σ’ εκείνο το χτίριο με ψεύτικο όνομα. Δεν άργησε όμως να καταλάβει κείνη η γυναίκα πως ο φίλος σου ήταν πλοίαρχος. Αλλά κ’ εσένα σε είχε δει πολλές φορές· κι άλλοτε να δρασκελίζεις το αμαρτωλό κατώφλι της κάμαράς του ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Μ’ απελπισία) Όχι ! όχι, είταν ή πρώτη και τελευταία φορά που πήγα να τον συναντήσω στο δωμάτιό του. Επέμενε πολύ να του κάνω μιά επίσκεψη. Μου είπε πως ήθελε να μου μιλήσει έμπιστευτικά για σένα... Χρειαζόταν και τή δική μου βοήθεια προτού σε ζητήσει επίσημα σε γάμο από τον πατέρα σου... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Τρέμοντας από θυμό) Σε θαυμάζω που μιτορείς και βρίσκεις τέτοια τερατώδη ψέματα ! Είσαι, λοιπόν, τόσο τιποτένια μητέρα ώστε κηλιδώνοντας το δικό μου όνομα να κρόβεις τη δική σου μοιχεία ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Σηκώνεται όρθια — δυσκολεύεται να δικαιολογηθεί) Λαβίνια ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Ναι, ναι, άπάτησες τον πατέρα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ψέματα ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Πάψε πιά νά ύποκρίνεσαι ! Βρήκα το θάρρος ν’ ανεβώ στη σκάλα. Κόλλησα τ’ αυτί μου απ’ έξω απ’ την κλειδωμένη πόρτα. Σ’ άκουσα να του λες μ’ ερωτιάρικη φωνή που έτρεμε από τον πόθο : «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, Άνταμ, και τον φιλούσες παράφορα. (Αγριεμέη και με κρύα φωνή που ξεχειλίζει ανείπωτη πίκρα) Είσαι κάτι χειρότερο από τιποτένια !... Είσαι μια πρόστυχη γυναίκα χωρίς το παραμικρό ίχνος ντροτιής !... Αδιαφορώ αν είσαι μητέρα μου, αν εσύ μ’ φερες στον κόσμο !... Εσύ μ’ έκανες τόσο δυστυχισμένη σήμερα !

(Η Κριστάιν προσπαθεί να βρει θάρρος. Τα τελευταία λόγια της κόρης της είναι μια επίθεση που δε μπορεί πια να την αναχαιτίοει. Προοπαθεί να δώσει ήρεμο τόνο στη φωνή της, όπως θα έκανε μια αθώα γυναίκα)

ΚΡΙΣΤΙΑΝ : Ξέρω πολύ καλά, Λαβίνια, πως από τότε πού ένιωσες τον εαυτό σου, μισείς τη δυστυχισμένη μητέρα σου. Δε φανταζόμουν όμως ποτέ πως το απέραντο μίσος σου θάφτανε ως αυτό το σημείο !... (Σαν έτοιμη ν’ αποκρούσει και νέα πίεσή της) Πολύ καλά ! Λοιπόν, αγαπώ τον Άνταμ Μπραντ ! Τι σκοπεύεις να κάμεις ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Τολμάς, χωρίς την παραμικρή ντροπή, να ξεστομίζεις μια τέτοια λέξη ! Απάτησες με τον πιο αισχρό τρόπο τον καλό μου πατέρα, αυτόν τό χρυσό άνθρωπο που σου έχει απόλυτη εμιτιστοσύνη, σε λατρεύει τόσο ! Πώς τόλμησες καί να σκεφτείς μονάχα κάτι τέτόιο ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Με έξαψη) Θά με καταλάβαινες αμέσως αν είσουνα καταδικασμένη από τη μοίρα νά ζεις μαζί μ’ έναν άντρα που μισείς : ΛΑΒΙΝΙΑ : (Τρομοκραιημένη κοιτάζει με θολό θλιμένο βλέμμα το πορτραίτο του πατέρα της) Πάψε, πάψε ! Δε μπορώ να σ’ ακούω ! Πώς τολμάς να δηλητηριάζεις με τα φαρμακερά λόγια σου αυτή την άγια εικόνα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Την πιάνει βάναυσα απ’ το μπράτσο) Θέλω άκούσεις! Έχω τήν άιταίτηση νά μέ προσέξεις Δε θα σου μιλήσω σα μητέρα στο παιδί της. Ας υποθέσουμε πως αυτή τη στιγμή είμαστε δυο γυναίκες, πως δε μας συνδέει καμιά συγγένεια. Άλλωστε αποξενωθήκαμε κιόλας με τα πικρά λόγια που ξεστόμισες σα νάμουνα η χειρότερη γυναίκα του κόσμου ! Μην ξεχνάς πως αποκάλεσες έκείνη που σ’ έφερε στον κόσμο τιποτένια, πόρνη ! Δε βρίσκω λόγια να σου περιγράιμω τη φρίκη που ένιωθα όλα αυτά τα περασμένα είκοσι χρόνια που είμουν αναγκασμένη ν’ αφίνω τό κορμί μου στήν αγκαλιά ένός ! . . . ΛΑΒΙΝΙΑ : (Προσπαθεί να της ξεφύγει. Βάζει τα χέρια στ’ αυτιά της) Πάψε, πάψε ! Τα λόγια σου μέ σκοτώνον με τον πιο απάνθρωπο τρόπο ! Άσε με να φύγω ! (Φεύγει από κοντά της σα θηρίο που διστάζει να χυμήξει στο θύμα του. Ψελλίζει με στεγνή φωνή) Ώστε αντιπαθούσες, μισούσες, τον πατέρα απ’ την πρώτη στιγμή που τον παντρεύτηκες ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Με πίκρα) Όχι ! Πριν παντρευτούμε είμουνα τρελλά ερωτευμένη μαζί του. Σου φαίνεται παράξενο ε ; Η στολή του ύπολοχαγού τον εκανε άληθινό πριγκιπόπουλο στη φαντασία μου ! Στο πρόσωπό του απλωνόταν ασυνήθιστη μυστικοπάθεια, μια γαλήνη, μια ρωμαντικότητα... Από τη στιγμή όμως που παντρευτήκαμε άρχισα να νιώθω αηδία γι’ αυτόν ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Ανοιγοκλείνει μ’ έκπληξη τα μάτια και ψελλίζει με την τραχειά φωνή της) Ώστε τήν έποχή που μέσα σου φώλιαζε η αηδία και το μίσος γεννήθηκα εγώ η άτυχη κόρη σόυ ; Πάντοτε με τυραννούσε αυτή η ύποψία. Από τότε ακόμα, μητέρα, που είμουν μικρό κοριτσάκι και σε πλησίαζα με μεγάλη άγάπη εσύ μ’ έσπρωχνες με αηδία από κοντά σου. Ποτέ δε μ’ αγκάλιασες με τρυφερότητα, ποτέ δε μου είπες όμορφα. λόγια... Απ’ τη στιγμή που μπόρεσα να σε φωνάζω «μαμά, μανούλα» στο πρόσωπό σου απλωνόταν η άηδία κι ούτε μπορούσα να ξεχωρίσω το φαρμάκι που ξεχείλιζε η καρδιά σου ! (Με ανείπωτο μίσος) Ω ! σε μισώ, σε μισώ αφάνταστα ! Σε μισώ όσο δε φαντάζεσαι ! Έχώ το δικαίωμα να σε μισώ τώρα, γιατί αυτό επιβάλλει η δικαιοσύνη ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Κλονίζεται — πρσσπαθεί πάλι ν’ αμυνθεί) Προσπάθησα να σ’ αγάπήσω μόλις σ’ έφερα στον κόσμο. Προσπάθησα να επιβληθώ στον εαυτό μου να νιώσω πως είχα καθήκον ν’ αγαπήσω το δικό μου το σπλάχνο, το ίδιο μου το αίμα ! Χαμένος όμως πήγε ο κόπος μου ! Δυσκολευόμουν να πιστέψω ακόμα πως εσύ ήσουν δικό μου παιδί ! Εσύ μόνο μου θύμιζες με φρίκη την πρώτη νύχτα του γάμου μου κα το άχαρο ταξίδι του γάμου που έκαμα με τον πάτέρα σου ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Πάψε επιτέλους ! Κλείσε αυτό το στόμα που χύνει δηλητήριο. Πώς μπορείς νάσαι τόσο άσπλαχνη έσύ η... (Μέ δόση παράξενης ζήλειας κα μέ παραπονεμένη φωνή) Κι όμως τον αδελφό μου τον Όριν όχι μόνο δεν τον μισείς, αλλά τον λατρεύεις πραγματικά ! Πώς συμβαίνει σύτό ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Γιατί το παιδί αυτό ήρθε στον κόσμο τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόμουν ένα ηθικό στήριγμα. Είχα πάρει κιόλας την απόφαση να γίνω άλλη γυναίκα. Στο διάστημα της εγκυμοσύνης μου ο πατέρας σου πάσχιζε ν’ αποδειχτεί ήρωας στις μάχες στο Μεξικό. Τον αντιπαθούσα τόσο που είχα σχεδόν σβήσει τη μορφή του απ’ τη σκέψη μου. Μόλις γεννήθηκε όμως ο Οριν νόμισα για μιά στιγμή πώς απόχτησα άλλον άντρα, έναν άντρα όπως άκριβώς τον ήθελα έγώ, γιο που θα με παρηγορούσε στις θλιμένες στιγμές της κατοπινής άχαρης ζωής μου. Η αγάπη μου για τον Όριν δεν έχει όρια. (Μέ πίκρα) Στο τέλος όμως έσύ κι ο άκαρδος πατέρας σου με αποξενώσατε από από το λατρευτό μου παιδί. Ο πατέρας σου θέλησε να τον κάνει κι αυτόν ήρωα και τον έστειλε στον πόλεμο για να γίνει σακάτης και δυστυχισμένος. Ούτε και καταδέχτηκε ν’ ακούσει τα παρακάλια μου, να προσέξει πόσο

Page 7: skines xenoy dramatologioy 2

7υπόφερε η γυναίκα του για το παιδί της, που ίσως να μην το ξανάβλεπε ποτέ πια. (Κοιτάζει τι Λαβίνια μέ μεγαλείτερο μίσος) Ξέρω καλά, Λαβίνια, πως εσύ χάλασες τόν κόσμο για ν’ ατιομακρύνεις απ’ τη μαύρη ζωή μου το παιδί μου, τη μόνη έλπίδα που μου άπόμεινε. ΛΑΒΙΝΙΑ : (Βλοσυρά) Είχε καθήκον κ’ είταν τιμή του να υπηρετήσει την πατρίδα ! Έπειτα, μην ξεχνάς πως το τιμημένο όνομα των Μαίινονς ! Δε θα ένιωθε τύψεις η περήφανη ψυχή του αν ένας Μαίινον φρόντιζε με τα μέσα να μην πάει στον πόλεμο τον αδελφό μου ! Μέρα νύχτα τον σκέφτουμαι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Όπως καταλαβαίνεις πολύ καλά δέ θα ερωτευόμουνα ποτε τον Άνταμ αν είχα κοντά μου τον Όριν. Οταν έφυγε άπό κοντά μου ένιωσα μεγάλο κενό στην ψυχή μου. Σιγά-σιγά πλημμύρισε μέσα μου τό μίσος, ο πόθος για έκδίκηση κ’ η λαχτάρα για ένα μεγάλο έρωτα που στερήθηκα ύστερα απ΄ το γάμο μου. Ακριβώς εκείνη την εποχή συνάντησα τον Μρνατ. Κάτι μούλεγε μέσα μου πως είταν τρελλά έρωτευμένος μαζί μου. ΛΑΒΙΝΙΑ : (Μ αυστηρότητα και περιφρόνηοη στη φωνή της) Κάθε άλλο παρά έρωτευμένος είναι μαζί σου. Σε βεβαιώνω εγώ γι’ αυτό. Καμώνεται τον έρωτευμένο με σένα για να εκδικηθεί πιο εύκολα τον πατέρα ! Ξέρεις πρώτ’ άπ’ όλα ποιός είναι αυτός ο Μπράντ ; Είναι, ο γιος εκείνης της γκουβερνάντας που κάποτε έδιωξε ό’ιτατέρας ! . . . ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή της — με ψυχρή φωνή) Ωστε μπόρεσες να μάθεις κι αυτή τή λεπτομέρεια; Φαντάστηκες πως μ’ αυτά που μου είπες θα μ’ έκανες ν’ άλλάξω γώμη, ν’ απογόητευτώ. Εγώ το ήξερα αυτό πολύ πριν άπό σένα. Μου εμπιστεύθήκε τις είλικρινείς του προθέσεις άπ’ την πρώτη στιγμή που μου εκμυστηρεύθηκε τον μεγάλο του έρωτα. ΛΑΒΙΝΙΑ : Ω ! Ωστε τα μακάβρια σχέδια σ έκαναν τόσο χαρούμενη τον τελευταίο καιρό ; Καταλαβαίνω... Πλησίαζε ή μεγάλη στιγμή !... ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Ξερά κι άποφασισιστικά) Για εξήγησέ μου σε παρακαλώ : Τι σκοπεόεις να κάνεις ; Καταλαβαίνω ! Προτού ακόμα ο πατέρας σου μπει στο σπίτι θα τρέξεις να του βάλεις ψύλλους στ’ σύτιά... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με σιγανή ψυχρή φωνή) Όχι ! Εκτός αν εσύ με αναγκάσεις ! (Προσέχει κάποια έκπληη που ζωγράφίζεται στό πρόσώπο της μητέρας της. Συνεχίζει μέ βλοσυρό βλέμμα) Μην προσπαθεϊς νά μέ ξεγελάσεις μ’ αυτή τη βλακώδη έκπληξη που τόσο πετυχημένα άφησες ν’ απλωθεϊ στο πρόσωπό σου !. . . Ξέρεις πολύ καλά κ’ έσύ ή ίδια πως σου αξίζει η μεγαλείτερη τιμωρία, τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις κσταχθόνιες σκέψεις σου. Ο πατέρας είναι απ’ τους άνθρώπους που δε διστάζει να ξευτελίσει και το πιο σεβαστό ακόμα πρόσωπο αψηφώντας τά σκάνδαλα και τα κουτσομττολιά που ακολουθούν αυτά τα ρεζιλίκια σαν έχει τό δίκιο μέ τό μέρος του. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Σ’ αυτό έχεις μεγάλο δίκιο. Ξέρω τον πατέρα σου πολύ καλλίτερα ατιό σένα. ΛΑΒΙΝΙΑ : Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θα εύχαριστηθώ πολύ να τιμωρηθείς για τη μεγάλη σου κακοήθεια. Αλλά, σέ παρακαλώ, άς προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε για ν’ αποφύγουμε δυσάρεστες συνέπειες. Όπως ξέρεις, η ύγεία του πατέρα δεν είναι καλή τώρα τελευταία. Δε θέλω με κανέναν τρόπο να χειροτερέψει η κατάστασή του ! Έχω καθήκον να τον υπερασπίσω από τα νύχια σου ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Μεγάλη η γενναιοδωρία σου. Μου την προσφέρεις μάλιστά με το γάντι ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Δε θα του πω απολύτως τίποτα για να μην τον συγχίσω. Με τη διαφορά πως θα μου υποσχεθείς και συ πως δε θα ξαναδείς τον Μπράντ, πως θα κοιτάξεις στο μέλλον ν’ αφοσιωθεϊς στήν οίκογένειά σου και πως θα προσπαθήσεις να χαρίσεις στόν πατέρα τη μεγάλη ευτυχία που τόσα χρόνια στερήθηκε εξ αιτίας σου ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Την κοιτάζει μέ προσοχή. Παύση. Κατόπι με καταταχθόνιο γέλιο) Τι πανούργα που είσαι ! Με προσποίηση εκφράζεσαι για το καθήκον μας μέσα σ’ αυτό το σπίτι και για τη μεγάλη αγάιτη πού τρέφεις για τον πατέρα σου... Καταλαβαίνω, καταλαβαινω. Είσαι αποφασισμένη να κάνεις το παν, να θυσιαστείς ακόμα, για να κρατήσεις στα ύψος του το γόητρο του πατέρα σου και ν’ αποφύγεις ένα σκάνδαλο ! Υποκρίνεσαι πως με λυπάσαι και με συχωρείς, χωρίς νάναι αυτός ο πραγματικός λόγος ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Συγκεχυμένα) Όχι, αυτός είναι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Όχι, θέλεις να μου πάρεις τον Άνταμ και να τον κάνεις ερωμένο σου ! Αυτό είναι όλο ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Ψέματα ! Σε παρασύρει το πάθος σου και φτάνεις σ’ αύτά τά συμπεράσματα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Και τώρα που βλέπεις πως είναι μάταια να έπιμένεις να τον κρατήσεις για λογαριασμό σου, αποφάσισες να τον βγάλεις κι από τη δική μου ζωή ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Όχι ! Όχι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Κιαν ακόμα έλεγες στον πατέρα σου πως σκόπευα να φύγω με τον Μπράντ, τι θα κέρδιζες ; Πάλι δικός μου δε θάταν ; Πες καλλίτερα πώς δέ μπορείς να υποφέρεις τη σκέψη πως μπορεί να σου τον πάρω εγώ αψηφώντας ακόμα και την αξιοπρέπειά μου. ΛΑΒΙΝΙΑ : Παραλογίζεσαι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Σε ξέρω πολύ καλά, Λαβίνια ! Θυμάμαι πως από τότε πού είσουνα μικρό κορίτσι κοίταζες πώς να με τυραννάς. Ο πόθος σου είταν να με παραμερίσεις, να γίνεις εσύ κυρά εδώ μέσα και να εξουσιάζεις με το δικό σου τρόπο τον πατέρα σου και τον Όριν. Αυτός είναι ο απραγματοποίητος πόθοςσου ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αγριεμένη) Όχι ! Αντίθετα, εσύ με την ανάρμοστη διαγωγή σου μ’ έκανες να ξεχάσω τη σημασία της γλυκειάς λέξης άγάπη, από τότε που ήρθα στον κόσμο. (Την απειλεί) Είναι περιττό να μου αραδιάσεις κι άλλα ψέματα καί δικαιολογίες ! Θέλω να μου πεις καθαρά και ξάστεραι : Θα κάμεις όπως σου είπα ή όχι ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Κι αν αρνηθώ ; Αν φύγω με τον Άνταμ χωρίς να δώσω λόγο σε κανέναν ; Ποια ντροπή περιμένει το τιμημένο όνομα τών Μαίινανς με το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει ; Και τι αν ξευτελιστώ εγώ μ’ αυτή την πράξη μου ; Θα κερδίσω η όχι τον άντρα που λατρεύω ; Ασφαλώς θα κερδίσω την ευτυχία που τόσο νοσταλγώ ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με το ίδιο ύφος) Μια τέτοια παράνομη εύτυχία δε θάναι παντοτινή ! Ο πατέρας θα εξαντλήσει όλη του τη μεγάλη επιρροή για να χάσει ο Μπραντ τη θέση του χωρίς έλπίδα να γίνει πάλι καπετάνιος σ’ άλλο καράβι. Ξέρεις καλά τί είναι γι αυτόν τό καράβι που κυβερνάει. Έπειτα, ο πατέρας, για να σε τυραννεί, δε θα σου δώσει ποτέ το πολυπόθητο διαζύγιο. Δε θα μπορέσεις ποτέ να νομιμοτοιήσεις την ευτυχία σου με το γάμο που θα σε συνδέσει περισσότερο μ’ αυτόν το σιχαμερό άντρα. Αργότερα θα του γίνεις, βάρος καί θα σε ξεφορτωθεί εύκολα. Μην ξεχνάς επίσης πως τον περνάς στην ηλικία, πέντε ολοστρόγγυλα χρόνια ! Αυτό σημαίνει πως όταν θα σ’ αφίνει ή δική σου ομορφιά, αυτός θα βρίοκεται στο άνθος της ηλικίας του ! Οι πρώτες ρυτίδες στα όμορφα χαραχτηριστικά σου θα τον κάνουν γλυκοκοιτάζει άλλες γυναϊκες...

Page 8: skines xenoy dramatologioy 2

8ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Γίνεται έξω φρενών — παίρνει απειλητική στάση, σα να ετοιμάζεται να χτυπήσει τν κόρη της) Τι είν’ αυτά που λες, πώς σου κατεβαίνουν στο νου τέτοιες ανοησίες ;...

(Η Λαβίνια την κοιτάζει με βλέμμα αετού και σηκώνοντας απειλητικά το δάχτυλο της λέει) ΛΑΒΙΝΙΑ : Αν δεν είμουνα κόρη σου θα σε φώναζα με μια λέξη που θα σου κόστιζε σ’ όλη σου τη ζωή ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Γυρίζει αλλού το πρόσωπο - - η φωνή της εξακολουθεί να τρέμει) Είμαι ανόητη που κάθόυμαι και σ’ ακούω και συγχίζουμαι εξ αιτίας σου. Με ζηλεύεις και με εχθρεύεσαι ! Ναι, ζηλεύεις εκείνη που σου χάρισε το φως της ζωής ! (Σιωπή. Η Λαβίνια την προσέχει. Η Κριστάιν φαίνεται σαν κάτι να σκέφτεται. Το πρόσωπό της παίρνει απαίσια έκφραση. Απευθύνεται με κρύα, παγωμένη φωνή στη Λαβίνια) Λοιπόν, περιμένεις την τελική μου απάντηση, ε ; Σου υπόσχουμαι να κάμω όπως με πρόσταξες ! Σου υπόσχουμαι πως από απόψε, που θα μας επισκεφθεί ο Άνταμ, δε θα τον ξαναδώ ποτέ πια ! Είσαι ευχαριστημένη ; ΛΑΒΙΝΙΑ : (Την προσέχει καχύποπτα) Καλά έλεγα εγώ πως ερωτεόεσαι παράφορα καί ξεχνάς εύκολα... ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Βιάζεται να μιλήσει) Μήπως φαντάστηκες πως θα σου κάνω τη χάρη να με δεις να μαραζώνω από θλίψη κι απελπισία για τη χαμένη αγάπη μου ; Α ! όχι, Λαβίνια ! Εγώ δεν είμαι σα μερικές γυναίκες.... Εγώ μπορώ κ’ επιβάλλουμαι στον εαυτό μου κ’ έχω ατσλένια θέληση ! Σε. βεβαιώνω πως μια τέτοια χαρά δε θα τη νιώσεις ποτέσου ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Εξακολουθεί να την υποψιάζεται – με μεγάλη περιφρόνηση) Αν εγώ αγαπούσα πραγματικά έναν άντρα !. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Πειράζεται) Ναι, αν αγαπούσες στα σοβαρά;... Είμαι σίγουρη πως εσύ τον αγαπάς μ’ όλο το σφοδρό πάθος που ξεχειλίζει απ’ την καρδιά σου ! (Φαίνεται πολύ καλά τώρα η μεγάλη της ζήλεια) Τι ανόητη που είσαι ! Δεν κατάλαβες, κόρη μου, πως εγώ του είπα να σου κάνει γλυκά μάτια για να μην υποψιαστείς... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αηδιάζει — ξεσπώντας) Φαντάστηκες πως μ’ εξαπάτησε με τις προσποιήσεις του; Τον ψυχολόγησα απ’ την πρώτη στιγμή. Κατάλαβα πως είχα νά κάμω μ’ έναν μεγάλο ψεύτη. Στην αρχή του έδωσα θάρρος. Είχα υπ’ όψη μου να εξακριβώσω ορισμένες λεπτομέρειες. Απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα ένιωσα θανάσιμο μίσος γι αύτόν. (Η Κιστάιν χαμογελάει εμπαιχτικά και γυρίζει τάχα για να φύγει. Η Λαβίνια γίνεται πάλι απειλητική) Περίμενε ! Δε σου έχω καμιά. Εμιτιστοσύνη ! Ξέρω πολύ καλά πως άρχισες κιόλας να σχεδιάζεις το μέσο που θα σε απαλλάξει απ’ την υπόσχεση που μου έδωσες ! Όμως μην κοπιάζεις άδικα ! Θα σε παρακολουθώ σε κάθε βήμα σου ! Θάχω μάλιστα καί συνεργάτες στο δύσκολο έργο μου... Έγραψα κιόλας στον πατέρα και στόν Όριν μόλις γύρισα απ’ τη Ν. Υόρκη. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Τρομαγμένη) Τους έγραψες πως με υποψιάζεσαι με τον Άνταμ ;... ΛΑΒΙΝΙΑ : Στο γράμμα μου εκείνο εκφράστηκα με υπονοούμενα, για να λάβουν κι αυτοί τα μέτρα τους και να σε προσέχουν σα γυρίσουν. Τους έγραψα πως σχετίστηκες με κάποιον πλοίαρχο Μπραντ και πως ο κόσμος είχε κιόλας αρχίσει τα κουτσσμπολιά. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Α! Καλά τα κατάφερες ! Νομιζεις τώρα πως πέτυχε το σχέδιο σου ; Φαντάζεσαι πως μ’ αυτό που σκάρωσες θα μ΄έχεις στη διάθεσή σου και θα.μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις; (Δε μπορεί άλλο να συγκρατήσει την οργή της – απειλητικά) Λάβε τα μέτρα σου, Λαβίνια ! Θάσαι υπεύθυνη αν συμβεί... (Μετανοιώνει αμέσως με τα λόγια αυτά) ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αρχίζει να ιην υποπτεύεται σοβαρά) Τι να συμβεί ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Βιαστικά) Τίποτα, τίποτα !. . .Ήθελα να πω, αν έφευγα με τον Άνταμ. . . Μα όταν εγώ δώσω υπέσχεση, εννώ να κρατώ τό λόγο μου... Ξέρεις πολύ καλά πως μ’ έχεις τώρα άλυσοδεμένη και δε μου απομένει τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να υτακούω στις προσταγές σου!. ΛΑΒΙΝΙΑ : (Εξακολουτθεί να την κοιτάζι καχύποπτα) Αν είσουν τίμια καί καθώς πρέπει γυναίκα θα καταλάβαινες απ’ την πρώτη στιγμή πως είναι πολύ ταπεινωτικό για σένα νάσαι κάτω απ’ την επίβλεψη της κόρης σου ντροπιάζσντας με τις αμαρτωλές σκέψεις σου την τιμή και την υπόληψη του πατέρα μου ! (Βιαστικά) Ο Μπραντ περιμένει στον κήπο. Μπορείς να πας κοί να του πεις πως αποφάσισες να μήν τον ξαναδείς. Του λες ακόμα από μέρος μου πως αν τολμήσει πάλι να πατήσει εδώ το πόδι του θάχει να κάνει με μένα !... (Προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό της) Πρέπει να τον διώξεις το συντομώτερο ! Έγώ θα κάνω μια βόλτα έξω για να μάθω αν είναι αλήθεια τα νέα για την ανακωχή. Σε μισή ώρα θα γυρίσω. Πρόσεχε καλά ! Δε θέλω να τον δω εδώ μ’ ακούς ; Αν τον συναντήσω εδώ, γυρίζοντας, θα γράψω αμέσως τα καθέκαστα ατόν πατέρα. Δε θα έχω τήν υπομονή να γυρίσει πρώτα κ’ ύστερα ν μάθει τα κατορθώματα της γυναίκας του ! (Γυρίζει με περιφρόνηση τς πλάτες της στη μητέρα της και βγαίνει έξω από το γραφείο μ’ επιβλητικότητα, χωρίς να καταδεχτεί να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Η Κριστάιν την παρακολουθεί με το βλέμμα της κι απομένει στην ίδια στάση ως που ακούει την εξώπορτα να κλείνει με πάταγο. Ύστερα βυθίζεται σε παράξενες. σκέψεις. Το πρόσωπό της παίρνει απαίσια διαβολεμένη έκφραση. Τέλος

παίρνοντας μιά τελική απόφαση πλησιάζει στο τραπέζι, κόβει ένα κομμάτι χαρτί απ’ το μπλόκ και γράφει μερικές λέξεις. Πετάει τό σημείωμα μέσα στό μακρύ ευρύχωρο μανίκι της κα πλησιάζοντας στο αοιχτό παράθυρο φωνάζει)

ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Άνταμ ! (Πηγαίνει στήν πόρτα νά τόν υποδεχτεί. Ξαφνικά χωρίς να θέλει η ματιά της καρφώνεται στο πορτραίτο του άντρα της. Κοιτάζει την εΙκόνα μέ ανείπωτο μίσος και με γλώσσα που, στάζει φαρμάκι ζητώντας κδίκηση ψιθυρίζει με μανία) Μπορείς να ευχαριστήσεις την πολυαγαπημένη σου κόρη, Έζρα.

(Πλησιάζει την πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να μπει μέσα ο Μπραντ. Τον πιάνει απ’ το χέρι και τον τραβάει στη μέση του γραφείου κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Είναι καταπληχτική η ομοιότητα του νέου με την προσωπογραφία που, κρέμεται πάνω

απ’ το τζάκι)

Page 9: skines xenoy dramatologioy 2

9

ΤΖΩΝ ΟΣΜΠΟΡΝ Μετάφραση: ΔΕΣΠΩ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΑΑ ΝΝΙΙΑΑΤΤΑΑ

Πράξη 3η – Σκηνή 2η

(Απ’ το δωμάτιο του Κλιφφ έρχεται ο ήχος μιας κορνέτας της τζαζ, που παίζει ο Τζίμμυ. Μόλις ανοίγει η αυλαία, η Έλενα είναι αριστερά και σερβίρει τσάι στην Άλισον. Η Άλισον κάθεται στην πολυθρόνα δεξιά. Σκύβει και πιάνει την πίπα του Τζίμμυ. Έπειτα,

μαζεύει μια στάχτη από κάτω και τη βάζει στο τασάκι που είναι στο μπράτσο της πολνθρόνας) ΑΛΙΣΟΝ : Ακόμα καπνίζει αυτόν το φτηνό καπνό. Στην αρχή δεν τόν υπόφερα, όμως έπειτα τόν συνήθισα. ΕΛΕΝΑ : Ναι. ΑΛΙΣΟΝ : Την περασμένη βδομάδα πήγα στον κινηματογράφο, και ένας γέρος πού καθότανε κάμποσες σειρές πιο μπροστά, κάπνιζε αυτό τον καπνό. Σηκώθηκα και πήγα και κάθισα πίσω του. ΕΛΕΝΑ : (Πλησιάζει. με το φλιτζάνι) Έλα, πιες το, θα σου κάνει καλό. ΑΛΙΣΟΝ : (Το παίρνει) Ευχοφιστώ. ΕΛΕΝΑ : Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα ; ΑΛΙΣΟΝ : (Κατανεύει) Ήταν το. . .να, όλα φταίξανε. Δηλαδή το λάθος είναι δικό μου — πέρα για πέρα. Πρέπει να ’μαι τρελή που κουβαλήθηκα έτσι, εδώ πέρα. Λυπάμαι, Έλενα. ΕΛΕΝΑ : Εσύ λυπάσαι ; Εσύ, απ’ όλους ; ΑΛΙΣΟΝ : Δεν ήταν σωστό, ήταν σκληρό να ξαναγυρίσω. Ο Τζίμμυ μ’ έμαθε πως όλα τα πράματα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους. Αυτό που έκανα, δεν ήταν σωστό. (Πίνει το τσάι της) Πολλές φορές συγκρατήθηκα και δεν ήρθα — την τελευταία στιγμή. Ακόμα και απόψε. Όταν βρέθηκα στο σταθμό του Σαιντ Πάκρας, είχε πολύ κόσμο, και καθώς πήγαινα να βγάλω εισιτήριο, δεν πίστευα πως θα ’μπαινα τελικά σ’ αυτό το τρένο. Κι όταν βρέθηκα μέσα στο τρένο, μ’ έπιασε πανικός. Ένιωσα σαν εγκληματίας. Έλεγα μέσα μου, πως θα ’μενα μέσα να γυρίσω με το ίδιο τρένο. Δεν πίστευα πως υπήρχε αυτό το σπίτι. Έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου, πως ύπάρχει αυτό το μέρος, και πως ό,τι μου συνέβηκε είχε σχέση με την πραγματικότητα.

(Κατεβάζει το φλιτζάνι της, και το πόδι της παίζει με τις εφημερίδες) ΑΛΙΣΟΝ : Πόσες φορές αυτούς τους μήνες, αναλογιζόμουνα τα βράδια που περνούσαμε σ’ αυτό το δωμάτιο. Όλα πρόσκαιρα κι απόμακρα. Κάνεις ώραίο τσάι. ΕΛΕΝΑ : (Κάθεται στο τραπέζι αριστερά) Κάτι που μ’ έμαθε ο Τζίμμυ. ΑΛΙΣΟΝ : (Σκεπάζει το πρόσωπό της) Άχ, γιατί να ’μαι εδώ. Όλοι θα προτιμούσατε να βρισκόμουνα μίλια μακριά ! ΕΛΕΝΑ : Ποτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ κι όχι εγώ. ΑΛΙΣΟΝ : Άσ’ τα αυτά Έλενα, δεν υπάρχουν κανόνες. ΕΛΕΝΑ : Μα εσύ, δεν είσαι η γυναίκα του ; Ό,τι κι αν συνέβη, ποτέ δεν μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα. ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, ακόμα κι εγώ έχω πάψει να πιστεύω στα θεία δικαιώματα που σου δίνει ο γάμος, εδώ και πολύν καιρό. Ακόμα πριν να συναντήσω τον Τζίμμυ. Τώρα είναι διαφορετικά τα πράματα — συνταγματική μοναρχία. Ο γάμος κρατάει, με βάση την αμοιβαία συμφωνία. Άμα αγριέψεις, πας, έφυγες. Κι εγώ βρέθηκα στην απέξω. ΕΛΕΝΑ : Ο Τζίμμυ σ’ τα έμαθε αυτά ; ΑΛΙΣΟΝ : Σε παρακαλώ, μη με κάνεις να νιώθω σαν εκβιαστής η κάτι παρόμοιο ! Αυτό που έκανα, να σας κουβαληθώ εδώ, είναι επιπόλαιο και χυδαίο. Το μετανοιώνω και μισώ τον εαυτό μου, γι’ αυτή μου την πράξη. Μα δεν ήρθα για να κερδίσω κάτι. Πες το αν θες υστερία ή μακάβρια περιέργεια, μα δεν είχα πρόθεση να χαλάσω τη σχέση σας με τον Τζίμμυ. Πρέπει να με πιστέψεις. ΕΛΕΝΑ : Και βέβαια σε πιστεύω. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Ούτε καν μου παραπονέθηκες. Θα ’πρεπε να νιώθεις πως σε έχω προσβάλλει, πως έκανα μια κακοήθεια, μα εσύ δεν έχεις θιγεί καθόλου. (Ξαπλώνει σαν να ’θελε να κρυφτεί από τον εαυτό της) ΑΛΙΣΟΝ : Μιλάς γι’ αυτόν, σαν να ’τανε κάτι που για να μου το πάρεις με εξαπάτησες. ΕΛΕΝΑ : (Με σκληράδα) Και συ μιλάς γι’ αυτόν, λες και είναι κανένα βιβλίο ή κάτι, που το δανείζεις σε άλλους άμα το χρειαστούνε για πέντε λεπτά. Τι έχεις πάθει ; Μιλάς, σαν να τον μνημονεύεις συνέχεια. Κάποτε μου είπες πως δεν τα κατάφερνες να πιστέψεις σ’ αυτόν. ΑΛΙΣΟΝ : Δεν είχα ποτέ μου τα ίδια πιστεύω με σένα. ΕΛΕΝΑ : Εγώ τουλάχιστον, πιστεύω στο καλό και το κακό. Οι μήνες εδώ μέσα, σ’ αυτό το τρελοκομείο, δε με άλλαξαν. Αυτό που έκανα ήταν μια κακή πράξη, όμως το ’ξερα πως ήταν κακή. ΑΛΙΣΟΝ : Τον αγάπησες, έτσι δεν είναι ; Αυτό μου έγραψες και μου είπες. ΕΛΕΝΑ : Ήταν άλήθεια. ΑΛΙΣΟΝ : Τότε μου ήταν πολύ δύσκολο να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να καταλάβω. ΕΛΕΝΑ : Μήπως μπορούσα να το πιστέψω κι εγώ η ίδια ; ΑΛΙΣΟΝ : Αργότερα, δε μου ’τανε τόσο δύσκολο. Μιλούσες τότε με βαναυσότητα γι’ αυτόν. Όχι πως με στεναχωρούσε να τ’ ακούω — τότε μου έκανες καλό. Πολλές φορές όμως πάθαινα σοκ ακούγοντάς σε.

Page 10: skines xenoy dramatologioy 2

10ΕΛΕΝΑ : Υποθέτω πως ήμουνα λίγο περισσότερο κατηγορηματική απ’ ό,τι έπρεπε. Δεν υπάρχει λόγος ούτε είναι δυνατό να δίνεις μια εξήγηση για το κάθε τι, δεν μπορείς ε ; ΑΛΙΣΟΝ : Όχι, δε γίνεται. ΕΛΕΝΑ : Ξέρεις — ανακάλυψα τι ειν’ αυτό που πάει στραβά με τον Τζίμμυ. Είναι κάτι πολύ απλό. Γεννήθηκε έξω από την έποχή του. ΑΛΙΣΟΝ : Ναι. Το ξέρω. ΕΛΕΝΑ : Δεν υπάρχει θέση γι’ αυτούς τους ανθρώπους στην εποχή μας, ούτε στο σεξ, ούτε στην πολιτική, ούτε πουθενά. Γι’ αυτό, ό,τι λέει είναι τόσο μάταιο, τόσο ανώφελο. Πολλές φορές, κάθομαι και τον ακούω και αισθάνομαι ότι νομίζει πως ζει στην έποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Κι ίσως τότε θα ’πρεπε να ζει. Δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται, ούτε πού κατευθύνεται. Δε θα κάνει τίποτα ποτέ του, τίποτα το εποικοδομητικό. ΑΛΙΣΟΝ : Εγώ πάλι, υποθέτω πως είναι ένας διαπρεπής Βικτωριανός. Λίγο κωμικός, κατά κάποιον τρόπο... Μα νομίζω πως έχουμε ξανακάνει αυτήν τη συζήτηση. ΕΛΕΝΑ : Ναι, θυμάμαι το καθετί που μου έχεις πει γι’ αυτόν. Ένιωθα φρίκη. Δεν ήθελα να καταλάβω πώς μπόρεσες να παντρευτείς έναν τέτοιον άνθρωπο. Άλισον, όλα τελειώσανε ανάμεσα στον Τζίμμυ και σε μένα. Τώρα το βλέπω. Πρέπει να φύγω. Όχι — άκουσέ με. Απόψε, όταν σε είδα να στέκεσαι εκεί στην πόρτα, κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος, πέρα για πέρα. Πως δεν πίστευα τίποτα απ’ όλ’ αυτά, ούτε και τον ίδιο τον Τζίμμυ, και κατάλαβα, πως κανένας δε θα κατάφερνε να με κάνει να πιστέψω κάτι το αλλιώτικο. (Σηκώνεται) Απορώ πώς πίστεψα ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο ατιμώρητα. Αυτός θέλει έναν κόσμο, κι εγώ θέλω έναν άλλον κόσμο, και με το να πλαγιάζουμε σ’ αυτό το κρεβάτι, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ! Εγώ πιστεύω στο καλό και το κακό και δεν απολογούμαι γι’ αυτό. Αυτή είναι μια, μάλλον σύγχρονη, επιστημονική άποψη, έτσι άκουσα. Σύμφωνα μ’ αυτά που πίστεψα και υποστήριξα στη ζωή μου, αυτό που έκανα είναι λάθος και κακοήθεια συνάμα. ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, δε θα τον αφήσεις ! ΕΛΕΝΑ : Μάλιστα — αυτό θα κάνω. (Πριν προφτάσει η Άλισον να τη διακόψει, συνεχίζει) Δεν παραμερίζω για να ξαναγυρίσεις εσύ. Να κάνεις ό,τι θέλεις. Ειλικρινά σου λέω, πως θα ’σουνα ανόητη, μα βέβαια, αυτό είναι δική σου δουλειά. Άλλωστε, σου έδωσα αρκετές συμβουλές. ΑΛΙΣΟΝ : Μα δε θα ’χει κανέναν. ΕΛΕΝΑ : Αχ, χρυσή μου, κάποια θα βρει. Μπορεί και να αρχίσει να διατηρεί ένα είδος αυλής, όπως έκανε ένας πάπας στην Αναγέννηση. Ξέρω, θα μου πεις, πως σου μιλάω και πάλι για θεσμούς, νόμους και κανόνες, μα πίστεψέ με, κανείς δεν μπορεί να ευτυχήσει έξω απ’ αυτούς. Μόλις φάνηκες στο κατώφλι, άρρωστη, κουρασμένη και πληγωμένη, όλα τελειώσανε για μένα. Βλέπεις, δεν ήξερα για το παιδί. Έπαθα σοκ. Αυτό ήταν ένα είδος τιμωρίας για όλους μας. ΑΛΙΣΟΝ : Με είδες και έπρεπε να σου πω τι έγινε. Εχασα το παιδί. Είναι ένα γεγονός. Δεν είναι ούτε μομφή, ούτε τιμωρία. Τίποτα. ΕΛΕΝΑ : Ίσως να μην είναι. Μα εγώ έτσι αίσθάνομαι. ΑΛΙΣΟΝ : Μα δεν καταλαβαίνεις ; Δεν είναι λογικό. ΕΛΕΝΑ : Όχι, δεν είναι. (Ήρεμα) Μα ξέρω πως είναι το σωστό. ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, (Πάει κοντά της) δεν πρέπει να τον αφήσεις. Σε χρειάζεται, το ξέρω, σε έχει ανάγκη... ΕΛΕΝΑ : Έτσι νομίζεις ; ΑΛΙΣΟΝ : Μπορεί να μην είσαι η πιο κατάλληλη γι’ αυτόν, μα καμιά μας δεν του ταίριαζε. ΕΛΕΝΑ : (Πάει στο βάθος) Γιατί δε σταματάει αυτός ο διαολεμένος θόρυβος ; ΑΛΙΣΟΝ : Ζητάει κάτι πολύ διαφορετικό από μας τις δυο. Τι ακριβώς, δεν ξέρω — ένα είδος διασταύρωσης ανάμεσα στη μητέρα και σε μια ελληνίδα εταίρα, μια οπαδό, ένα μίγμα Κλεοπάτρας και Μπόζουελ. Άσε να περάσει λίγος καιρός. ΕΛΕΝΑ : (Ανοίγει διάπλατα την πόρτα) Σε παρακαλώ ! Πάψε πια ! Δεν μπορώ να σκεφτώ ! (Μια μικρή παύση και η κορνέτα ξαναρχίζει. Βουλώνει τα αυτιά της) Για τ’ όνομα του Θεού, Τζίμμυ ! (Σταματάει) Τζίμμυ, θέλω να σου μιλήσω ! ΤΖΙΜΜΥ : (Απ’ έξω) Είναι ακόμα μέσα η φίλη σου ; ΕΛΕΝΑ : Έλα, μην είσαι ανόητος, έλα δω. (Πάει προς τ’ αριστερά) ΑΛΙΣΟΝ : (Σηκώνεται) Δε θέλει να με δει. ΕΛΕΝΑ : Κάτσε εκεί. Μην είσαι κουτή ! Λυπάμαι. Δε θα είναι πολύ ευχάριστα, μα εγώ τ’ αποφάσισα να φύγω και πρέπει να του το πω, και τώρα μάλιστα.

(Μπαίνει ό Τζίμμυ) ΤΖΙΜΜΥ : Κι άλλη σκοτεινή συνομωσία ; (Κοιτάζει τήν Άλισον) Γιατί αυτή δεν κάθεται ; Είναι σαν φάντασμα. ΕΛΕΝΑ : Με συγχωρείς χρυσή μου. Μήπως θέλεις κι άλλο τσάι ή μια ασπιρίνη. Πες μου. (Η Άλισον κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και κάθεται. Δε σηκώνει τα μάτια της. Η Έλενα μιλάει στον Τζίμμυ, παίρνοντας το παλιό εκείνο ύφος, σαν να δίνει διαταγές) Γιατί εκπλήττεσαι; Ήτανε πολύ άρρωστη. Ήτανε — ΤΖΙΜΜΥ : (Ήρεμα) Δεν έχω ανάγκη από ιστορική έκθεση. Καταλαβαίνω την κατάστασή της. ΕΛΕΝΑ : Και δε σου κάνει εντύπωση ; ΤΖΙΜΜΥ : Δεν μπορώ να πω πως χαίρομαι με την ιδέα πως κάποιος είναι άρρωστος και υποφέρει. Το παιδί ήταν και δικό μου, ξέρεις. Μα (Σηκώνει τοή ώμους του) δεν είναι η πρώτη φορά που χάνω κάποιον. ΑΛΙΣΟΝ : (Σχεδόν σαν ανάσα) Για μένα είναι η πρώτη.

(Της ρίχνει μια ματιά, όμως ξαναγυριζει στην Έλενα) ΤΖΙΜΜΥ: Γιατί έχεις τόσο σοβαρό, επίσημο ύφος ; Τι θέλει αυτή εδώ ; ΑΛΙΣΟΝ : Λυπάμαι. Εγώ - (Βάζει το χέρι στο στόμα της. Η Έλενα πλησιάζει τον Τζίμμυ, που είναι στο κέντρο και του πιάνει το χέρι) ΕΛΕΝΑ : Μη, σε παρακαλώ. Δε βλέπεις την κατάστασή της ; Δεν έκανε τίποτα, δεν είπε τίποτα, δεν έφταιξε σε τίποτα.

Page 11: skines xenoy dramatologioy 2

11

(Τραβάει το χέρι του και πάει μπροστά) ΤΖΙΜΜΥ : Σε τι δεν έφταιξε ; ΕΛΕΝΑ : Τζίμμυ δεν έχω όρεξη για καυγά, λοιπόν σε παρακαλώ. ΤΖΙΜΜΥ : Ας τ’ ακούσουμε λοιπόν, λέγε ! ΕΛΕΝΑ : Πολύ καλά. Θα κατέβω κάτω να μαζέψω τα πράματά μου. Αν βιαστώ, θα προφτάσω το τρένο για το Λονδίνο, που φεύγει στις 7.15. (Τον κοιτάζουν και οι δυο τους, όμως αυτός γέρνει λίγο στο τραπέζι και αποφεύγει να τις κοιτάζει) Δε με επηρέασε σε τίποτα η Άλισον — πρέπει να το καταλάβεις. Εγώ τ’ αποφάσισα, μόνη μου. Ίσια ίσια μάλιστα, προσπάθησε να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη. Μονάχα που, απόψε ξαφνικά, συνειδητοποίησα κάτι που το ’ξερα από καιρό. Πως δεν μπορείς να ευτυχίσεις άμα έχεις κάνει μια κακή πράξη ή έχεις πληγώσει κάποιον άλλον. Υποθέτω πως δε θα πήγαινε μακριά αυτή η υπόθεση, όμως σ’ αγαπώ Τζίμμυ. Ποτέ δε θ’ αγαπήσω κανέναν όσο αγάπησα εσένα. (Τους γυρίζει την πλάτη και πάει αριστερά) Μα δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Δεν αντέχω να βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν τόσο πολύ. Αδύνατον. Δεν μπορώ να συμμετέχω.

(Κατενθύνεται στην πόρτα μα η φωνή του Τζίμμυ τη σταματάει) ΤΖΙΜΜΥ : (Με σιγανή, παραδομένη φωνή) Όλες σας θέλετε να ξεφύγετε από τον πόνο του να είναι κανείς ζωντανός. Και πάνω άπ’ όλα, θέλετε να ξεφύγετε από τον έρωτα. (Προχωρεί στο τραπέζι της τουαλέτας) Το ’ξερα πως κάτι τέτοιο θα ’βγαινε στη μέση — κάποιο πρόβλημα, όπως μια άρρωστη σύζυγος — κάτι που δε θα το άντεχαν τα λεπτεπίλεπτά σου αισθήματα. (Πετάει τα πράματα της Έλενας απ’ το τραπέζι της τουαλέτας και πάει στην ντουλάπα. Εδώ, αρχίζουν να χτυπάνε οι καμπάνες) Είναι ανώφελο να ξεγελάς τον εαυτό σου, σχετικά με τον έρωτα. Στον έρωτα δε βουτάς στα μαλακά, δίχως να λερώσεις τα χέρια σου. (Της δίνει τα σύνεργα του μακιγιάζ της, κείνη τα παίρνει. Ανοίγει την ντουλάπα) Χρειάζεσαι κουράγιο και μυική δύναμη. Κι άν δεν αντέχεις στη σκέψη πως θα αναστατωθεί η καλοσυνάτη και καθαρή ψυχή σου, (Πάει πίσω της) τότε απαρνήσου την όλη ιδέα της ζωής και γίνε αγία. (Της βάζει το φόρεμα στο χέρι) Γιατί δε θα πετύχεις ποτέ σαν ανθρώπινο ον. Διαλέγεις ή ετούτο τον κόσμο ή την αιώνια ζωή. (Τον κοιτάζει για μια στιγμή και φεύγει βιαστική. Εκεινος είναι ταραγμένος, αποφεύγει το βλέμα της Άλισον και πάει στο παράθυρο.

Ακουμπάει σαν για να ξεκουραστεί, κι έπειτα κοπανάει το χέρι του) ΤΖΙΜΜΥ : Αχ, κι αυτές οι καμπάνες !

(Σκοτείνιασε γύρω τους. Ο Τζίμμυ ακουμπάει το μέτωπό του στο παράθυρο. Η Άλισον έχει κουβαριαστεί στην πολυθρόνα δεξιά. Σπάει τη σιωπή και πηγαίνει κοντά στο τραπέζι)

ΑΛΙΣΟΝ : Λυπάμαι. . . να πηγαίνω κι εγώ.

(Ξεκινάει για να πάει στο βάθος. Μα η φωνή του τη σταματάει) ΤΖΙΜΜΥ : Ούτε ένα ματσάκι λουλούδια δεν έστειλες στην κηδεία της. Ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Κι αυτό ακόμα, μου το αρνήθηκες, έτσι δεν είναι ; (Κάνει πάλι να ξεκινήσει, μα αυτός μιλάει πάλι) Αδικία πέρα για πέρα. Αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεινάνε, αυτοί που δε θα ’πρεπε αγαπιούνται, αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεθαίνουν ! (Εκείνη πλησιάζει στη σόμπα. Τώρα γυρίζει και την κοιτάζει) Είχα άδικο να πιστεύω πως υπάρχει κάτι, ένα είδος δύναμης φλογερής στο μυαλό και στο πνεύμα, που ψάχνει κάτι πολύ δυνατό, ανάλογο με το δικό της ! Τα πιο σημαντικά, τα πιο δυνατά πλάσματα σ’ αυτό τον κόσμο είναι και τα πιο μοναχικά. Σαν τη γέρικη αρκούδα που ακολουθεί τη δική της ανάσα μέσα στο κατασκότεινο δάσος. Δεν υπάρχει κοπάδι για να την ανακουφίσει. Αυτή η φωνή που κραυγάζει, δεν είναι απαραίτητο να βγαίνει από ένα αδύνατο πλάσμα, πες μου ! (Πλησιάζει λίγο) Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε είδα, σ’ αυτό το αποτρόπαιο πάρτυ ; Δε με είχες προσέξει, εγώ όμως δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω σου, όλο το βράδυ. Έμοιαζες να ’χεις μια ηρεμία αναπαυτική στην ψυχική σου διάθεση. Αυτό ζητούσα. Πρέπει κανείς να ’ναι αφάνταστα δυνατός, για να πετύχει αυτή την ηρεμία, για να ’χει τη δύναμη να ηρεμήσει. Μονάχα όταν παντρευτήκαμε, κατάλαβα πως αυτό δεν ήτανε ηρεμία, ούτε άνεση. Για να ηρεμήσει και να ανακουφιστεί η ψυχή του ανθρώπου, πρέπει πρώτα να ιδρώσει και να σπαράξει. Όσο για σένα, δε σε είδα ποτέ να αναστατωθείς, ούτε μια σταγόνα ιδρώτα δεν είδα στο μέτωπό σου.

(Της ξεφεύγει μια κραυγή και φέρνει τη γροθιά της στο στόμα της, για να τη σταματήσει. Πλησιάζει στο τραπέζι, και κουμπάει)

ΤΖΙΜΜΥ : Μπορεί να ’μαι μια χαμένη υπόθεση, μα πίστευα πως αν μ’ αγαπούσες τίποτα δε θα ’χε σημασία.

(Εκείνη κλαίει βουβά. Αυτός πλησιάζει κοντά της για να την αντιμετωπίσει) ΑΛΙΣΟΝ : Δεν έχει σημασία ! Είχα άδικο, άδικο ! Δε θέλω να ’μαι αμέτοχη, δε θέλω να ’μαι αγία. Θέλω να ’μαι κι εγώ μια χαμένη υπόθεση. Θέλω να ’μαι χαλασμένη και ασήμαντη ! (Αυτός, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, να την παρακολουθεί. Η φωνή της δυναμώνει λιγάκι, υψώνεται) Μα καταλαβαίνεις ; Πάει ! Πάει ! Έφυγε. Αυτό το αβοήθητο πλασματάκι που είχα μέσα μου. Νόμιζα πώς εκεί μέσα δεν κινδύνευε, πως είχε κάθε ασφάλεια. Νόμιζα πως τίποτα δεν μπορεί να μου το πάρει. Ήτανε δικό μου, εγώ είχα κάθε ευθύνη. Μα πάει. Το ’χασα. (Κυλάει κάτω, στα πόδια του τραπεζιού) Το μόνο που αναζητούσα ήτανε ο θάνατος. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ μου. Δεν φανταζόμουνα πως θα ’ναι έτσι ! Πονούσα και μονάχα εσένα σκεφτόμουνα, εσένα κι αυτό που έχασα. (Μόλις που καταφέρνει να μιλήσει) Σκεφτόμουνα : αν μπορούσε — αν μπορούσε να με δει τώρα, έτσι ήλίθια, άσκημη, ξεφτελισμένη. Έτσι αποζητούσε να με δει. Σ’ αυτό ήθελε να τσαλαβουτήσει μέσα ! Είμαι μέσα στη φωτιά, καίγομαι και

Page 12: skines xenoy dramatologioy 2

12το μόνο που ζητάω, είναι να πεθάνω ! Του κόστισε το παιδί του, κι όλα όσα θα μπορούσα ίσως να αποχτήσω ! Μα τι σημασία έχει — αυτό ζητούσε από μένα ! (Σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει) Μα δεν το βλέπεις ; Επιτέλους, χώθηκα μέσα στη λάσπη. Σούρνομαι στο χώμα. Αχ, Θε μου —

(Σωριάζεται στα πόδια του. Αυτός παγώνει για μια στιγμή, έπειτα σκύβει και την παίρνει στην αγκαλιά του, εκείνη τρέμει σύγκορμη. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του και ψιθυρίζει)

ΤΖΙΜΜΥ : Μη, σε παρακαλώ. . . Μη. . . δεν το μπορώ. (Εκείνη, κολλημένη απάνω του, προσπαθεί να πάρει ανάσα) Είσαι πολύ καλά μαζί μου. Τώρα είσαι καλά. Σε παρακαλώ... Εγώ... όχι πια... (Εκείνη ξαφνικά χαλαρώνει. Εκείνος την κοιτάζει, κατάκοπος και λέει με τρυφερή ειρωνία) Θα φωλιάσουμε μαζί στης αρκούδας μας τη σπηλιά, και στη μικρή φωλίτσα του σκίουρου και θα ζούμε με καρύδια και μέλι — πολλά πολλά καρύδια. Θα τραγουδάμε τραγούδια για μας — για τις γεμάτες θαλπωρή σπηλιές και τη ζέστα των δέντρων και θα λιαζόμαστε. Κι εσύ, με τα μεγάλα σου μάτια, θα με κοιτάς. Και θα φροντίζεις τη γούνα μου, θα με βοηθάς να κρατάω πάντα σε καλή κατάσταση τα νύχια μου, γιατί είμαι αγαπησιάρα και ψωραλέα αρκούδα. Κι εγώ θα φροντίζω τη φουντωτή ουρίτσα σου, να ’ναι γυαλιστερή, γιατί είσαι ένα πολύ όμορφο σκιουράκι, μα είσαι και συ κουτούτσικο, και πρέπει να ’σαι προσεχτικό. Υπάρχουν στημένες φριχτές παγίδες ολούθε, ατσάλινες και παραμονεύουνε να τσακώσουνε τα τρελούτσικα, λιγουλάκι σατανικά και ντροπαλούτσικα μικρά ζωάκια. Σωστά ; (Με πόνο και συγκίνηση) Καημένα σκιουράκια ! ΑΛΙΣΟΝ : (Με την ίδια κωμική υπερβολή) Καημένες αρκούδες ! (Γελάει λιγάκι, έπειτα τον κοιτάζει με τρυφερότητα και προσθέτει πολύ πολύ απαλά) Αχ καημένες, καημένες αρκούδες.

(Τον αγκαλιάζει)

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ Μετάφραση: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΟ ΣΣΟΟΒΒΑΑΡΡΟΟΣΣ ΚΚοοςς ΕΕΡΡΝΝΕΕΣΣΤΤΟΟΣΣ ((ΗΗ ΣΣΗΗΜΜΑΑΣΣΙΙΑΑ ΝΝΑΑ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΚΚΑΑΝΝΕΕΙΙΣΣ ΣΣΟΟΒΒΑΑΡΡΟΟΣΣ))

Πράξη 2η

ΜΕΡΡΙΜΑΝ: Η Μις Φέαρφαξ.

(Μπαίνει η Γκουέντολην. Βγαίνει ο Μέρριμαν) ΣΕΣΙΛΥ: (Προχωρώντας να τη συναντήσει) Επιτρέψατέ μου, παρακαλώ, να συστηθώ. Τ’ όνομά μου είναι Σέσιλυ Κάρντιου. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Σέσιλυ Κάρντιου ; (Πηγαίνοντας κοντά της και σφίγγοντάς της το χέρι) Τι γλυκύτατο όνομα ! Κάτι μου λέει πως θα γίνουμε στενές φίλες. Σας συμπαθώ κιόλα περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα να σας πω. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τους ανθρώπους δεν είναι ποτέ λανθασμένες. ΣΕΣΙΛΥ: Τι ευγενικό από μέρους σας να με συμπαθήσετε τόσο πολύ, αν και το διάστημα που γνωριζόμαστε είναι σχετικά τόσο σύντομο ! Καθήστε, παρακαλώ. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Ορθή ακόμη) Μπορώ να σας λέω Σέσιλυ — δε μπορώ ; ΣΕΣΙΛΥ: Ευχαρίστως ! ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Και συ θα με λες πάντοτε Γκουέντολην — έτσι ; ΣΕΣΙΛΥ: Αν το θέλεις. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: .Ώστε αυτό το ζήτημα είναι τελειωμένο — σύμφωνοι ; ΣΕΣΙΛΥ: Το ελπίζω.

(Παύση. Κάθονται και οι δυο) ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ:. Ίσως αυτή να είναι μια ευνοϊκή ευκαιρία για ν’ αναφέρω ποια είμαι. Ο πατέρας μου είναι ο Λόρδος Μπράκνελ. Δε θ’ άκουσες ποτέ, φαντάζομαι, να μιλούν για το μπαμπά ΣΕΣΙΛΥ: Δε νομίζω. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Έξω απ’ τον οικογενειακό μας κύκλο, ο μπαμπάς, μ’ ευχαρίστησή μου το λέω, είναι εντελώς άγνωστος. Έχω την ιδέα πως αυτό είναι και το σωστό. Μου φαίνεται πως το σπίτι είναι η κατάλληλη σφαίρα για τον άνδρα. Και βέβαια όταν ένας άνδρας αρχίσει να παραμελεί τα οικιακά του καθήκοντα, καταντάει θλιβερά θηλυπρεπής, δεν είν’ έτσι ; Κι’ εμένα δε μου αρέσει αυτό. Κάνει τούς άνδρες πάρα πολύ ελκυστικούς. Η μαμά, Σέσιλυ, που οι αντιλήψεις της στα ζητήματα της ανατροφής είναι αξιοσημείωτα αυστηρές, μ’ ανάθρεψε με τρόπο που να γίνω εξαιρετικά μύωψ· είναι κι’ αυτό ένα μέρος από το σύστημά της· δεν πιστεύω λοιπόν να σε πειράζει αν σε κοιτάζω με τα γυαλιά μου ;

Page 13: skines xenoy dramatologioy 2

13ΣΕΣΙΛΥ: Ω. καθόλου, Γκουέντολην. Μ’ αρέσει πολύ να με κοιτάζουν. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Αφού κοιτάξει εξεταστικά τη Σέσιλυ με τα φασαμαίν της) Θα βρίσκεσαι εδώ για καμιά σύντομη επίσκεψη, υποθέτω ; ΣΕΣΙΛΥ: Α, όχι! Εδώ μένω. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Αυστηρά) Αλήθεια ; Δεν αμφιβάλλω πως θα μένει εδώ και ή μητέρα σου ή καμιά συγγενής σου περασμένης ηλικίας ; ΣΕΣΙΛΥ: Α, όχι ! Δεν έχω μητέρα και μάλιστα ούτε κι’ άλλους συγγενείς. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Σοβαρά ; ΣΕΣΙΛΥ: Ο αγαπητός μου κηδεμόνας, με τη βοήθεια της Μις Πρισμ, έχει αναλάβει το κοπιαστικό καθήκον να φροντίζει για μένα. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ο κηδεμόνας σου ; ΣΕΣΙΛΥ: Ναι, είμαι υπό την κηδεμονία του κυρίου Ουόρδινγκ. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ω ! Παράξενο πώς δε μου ανέφερε ποτέ ότι κηδεμονεύει κάποιον. Τι εχεμύθεια ! Ώρα με την ώρα γίνεται και πιο ενδιαφέρων. Εν τούτοις δεν είμαι βέβαιη πως αυτό το νέο μου εμπνέει αμιγώς ευχάριστα συναισθήματα. (Σηκώνεται και πηγαίνει κοντά της) Σε συμπαθώ πολύ, Σέσιλυ· σε συμπάθησα απ’ την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα ! Οφείλω όμως να σου δηλώσω ότι, τώρα πού ξέρω πως σ’ έχει στην κηδεμονία του ο κύριος Ουόρδινγκ, δε μπορώ να μην εκφράσω την ευχή να ήσουν – να, λιγάκι πιο μεγάλη απ’ όσο φαίνεσαι — και να μην ήσουν και τόσο πολύ ελκυστική στην εμφάνιση. Δηλαδή, αν μπορώ να μιλήσω ειλικρινώς — ΣΕΣΙΛΥ: Σε παρακαλώ ! Νομίζω πώς, όταν έχει κανείς να πει κάτι δυσάρεστο, Πρέπει να είναι πάντοτε εντελώς ειλικρινής. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Λοιπόν, για να μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια, Σέσιλυ, θα επιθυμούσα να είχες κλεισμένα τα σαρανταδύο και να ήσουν άσχημη παραπάνω απ’ όσο είναι συνήθως η γυναίκα σ’ αυτή την ηλικία. Ο Έρνεστ έχει πολύ ευθύ χαρακτήρα. Είναι η ενσάρκωση της αλήθειας και της τιμής. Του είναι αδύνατο να κάμει, τόσο μια ατιμία όσο και μια απάτη. Αλλ’ ακόμη και οι άνθρωποι με τον ευγενέστερο ηθικό χαρακτήρα που γίνεται, είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στην επίδραση των φυσικών θελγήτρων των άλλων. Η σύγχρονη, όπως και η Αρχαία Ιστορία, μας παρέχει πολλά θλιβερότατα παραδείγματα αυτού που αναφέρω. Αν δηλαδή δεν ήταν κι’ αυτό, η Ιστορία δε θα ήταν καθόλου για διάβασμα. ΣΕΣΙΛΥ: Με συγχωρείς, Γκουέντολην, για τον Έρνεστ μιλάς ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ναι. ΣΕΣΙΛΥ: Ώ, μα ο κηδεμόνας μου δεν είναι ο κύριος Έρνεστ Ουόρδινγκ. Είναι ο αδελφός του — ο μεγαλύτερος αδελφός του. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Ξανασηκώνεται) Ο Έρνεστ ποτέ δε μου είπε πως έχει αδελφό. ΣΕΣΙΛΥ: Με λύπη μου πρέπει να πω πως εδώ και πολύν καιρό δε βρίσκονται σε καλές σχέσεις. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Α ! έτσι εξηγείται. Και τώρα που το σκέπτομαι, ποτέ μου δεν άκουσα άνθρωπο ν αναφέρει τον αδελφό του. Αυτό το θέμα φαίνεται αποκρουστικό στους πιο πολλούς. Σέσιλυ, μούβγαλες ένα βάρος από τη σκέψη μου. Είχα σχεδόν αρχίσει ν’ ανησυχώ. Θα ήταν τρομερό αν κάποιο σύννεφο σκίαζε μια φιλία σαν τη δική μας — δεν είν’ έτσι ; Χωρίς αμφιβολία, είσαι εντελώς, μα εντελώς βέβαιη πως ο κηδεμόνας σου δεν είναι ο κ. Έρνεστ Ουόρδινγκ ; ΣΕΣΙΛΥ: Εντελώς βέβαιη. (Παύση) Για να πω την αλήθεια, πρόκειται να γίνω δικός του κηδεμόνας. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Εξεταστικά) Παρντόν ; ΣΕΣΙΛΥ: (Κάπως δειλά κι’ εμπιστευτικά) Πολυαγαπημένη μου Γκουέντολην, δεν υπάρχει λόγος να το κρατήσω μυστικό από σένα. Είναι βέβαιο πως η εφημεριδούλα της κομητείας μας θ’ αναγράψει το γεγονός την ερχόμενη βδομάδα. Ο κ. Έρνεστ Ουόρδινγκ κι’ εγώ αρραβωνιαστήκαμε. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Σηκώνεται, με απόλυτη ευγένεια) Αγαπητή μου Σέσιλυ, υποθέτω πως θα υπάρχει κάποιο μικρό λάθος. Ο κ. Έρνεοτ Ουόρδινγκ είναι αρραβωνιασμένος μαζί μου. Η αναγγελία θα δημοσιευτεί στο Μόρνινγκ Πόστ το Σάββατο, το αργότερο. ΣΕΣΙΛΥ: (Σηκώνεται, πολύ ευγενικά) Φοβάμαι πως θα έχεις κάμει κάποια παρανόηση. Ο Έρνεστ μου έκαμε πρόταση ακριβώς προ δέκα λεπτών. (Δείχνει το ημερολόγιό της) ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Εξετάζει προσεχτικά το ημερολόγιο με τα φασαμαίν της) Είναι ασφαλώς πολύ περίεργο, γιατί εμένα μου ζήτησε να γίνω γυναίκα του χτες στις 5.30’ το απόγευμα. Αν σ’ ενδιαφέρει να πιστοποιήσεις το γεγονός, ορίστε παρακαλώ. (Βγάζει το δικό της ημερολόγιο) Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς το ημερολόγιό μου. Πρέπει να έχει κανείς πάντοτε κάτι εντυπωσιακό να διαβάζει στο τραίνο. Λυπάμαι, αγαπητή Σέσιλυ, αν αυτό αποτελεί απογοήτευση για σένα, φοβάμαι όμως πως έχω προτεραιότητα. ΣΕΣΙΛΥ: Θα με στενοχωρούσε περισσότερο απ’ όσο μπορώ να σου πω, αγαπητή Γκουέντολην, αν το πράγμα σου προξενούσε ψυχικό ή φυσικό πόνο, ασ8άνομαι όμως την υποχρέωση να δηλώσω ότι, από τότε που ο Έρνεστ σου έκαμε την πρότασή του, είναι φανερό πως άλλαξε γνώμη. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Στοχαστικά) Αν ό καημένος ό νέος πιάστηκε σε καμιάν ανόητη υπόσχεση, θα το θεωρήσω καθήκον μου να τον γλυτώσω αμέσως και με σταθερό χέρι. ΣΕΣΙΛΥ: (Σκεπτικά και λυπημένα) Σε όποιο άτυχο μπλέξιμο κι αν βρέθηκε μπερδεμένο το αγοράκι μου, εγώ δε θα τον μαλώσω ποτέ γι’ αυτό μετά το γάμο μας. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Μήπως υπονοείτε εμένα, Μις Κάρντιου, όταν μιλάτε για μπλέξιμο ; Είσαστε φαντασμένη. Σε μια περίσταση σαν κι’ αυτή, το να πει κανείς εκείνο που σκέπτεται, είναι κάτι παραπάνω από ηθικό καθήκον. Είναι ευχαρίστηση. ΣΕΣ1ΛΥ. Μήπως εννοείτε, Μις Φέαρφαξ, ότι εγώ έκαμα τον Έρνεστ να πιαστεί σε κάποια υπόσχεση ; Πώς τολμάτε ; Σε τέτοιες ώρες, δε φορεί κανείς το επιφανειακό προσωπείο της καλής συμπεριφοράς. Λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Σαρκαστικά) Με χαρά μου το λέω, πως δεν έχω δει ποτέ μου σκάφη. Είναι ολοφάνερο πως οι κοινωνικές μας σφαίρες υπήρξαν πάρα πολύ διαφορετικές.

(Μπαίνει ό Μέρριμαν. Φέρνει δίσκο, τραπεζομάντιλο και σερβίτσιο. Η Σέσιλυ είναι έτοιμη να απαντήσει. Η παρουσία του υπηρέτη ασκεί ανασταλτική επίδραση, που κάνει και τα δυο κορίτσια να βράζουν μέσα τους)

ΜΕΡΡΙΜΑΝ: Να σερβίρω εδώ το τσάι, όπως συνήθως, Μις ; ΣΕΣΙΛΥ. (Στεγνά, με ήρεμη φωνή) Ναι, όπως συνήθως.

Page 14: skines xenoy dramatologioy 2

14

(Ο Μέρριμαν αρχίζει να σηκώνει τα πράγματα από το τραπέζι και να στρώνει το τραπεζομάντιλο. Μεγάλη παύση. Η Σέσιλυ και η Γκουέντολην αγριοκοιτάζουν ή μία την άλλη)

ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Έχει πολλά ενδιαφέροντα μέρη για περίπατο στα γύρω, Μις Κάρντιου ; ΣΕΣΙΛΥ: Ω, ναι ! Πάρα πολλά. Από την κορυφή κάποιου πολύ κοντινού λόφου, μπορεί κανείς να δει πέντε κομητείες. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Πέντε κομητείες ! Δεν πιστεύω να μου άρεσε αυτό. Μισώ το συνωστισμό. ΣΕΣΙΛΥ: (Με γλύκα) Γι’ αυτό, φαντάζομαι, θα κατοικείτε στην πόλη ;

(Η Γκουέντολην δαγκώνει το χείλος της και χτυπάει νευρικά το πόδι της με την ομπρέλλα της) ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Κοιτάζοντας γύρω) Πολύ περιποιημένος ο κήπος, Μις Κάρντιου. ΣΕΣΙΛΥ: Χαίρομαι που σας αρέσει, Μις Φέαρφαξ. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Δεν είχα ιδέα πως υπάρχουν λουλούδια στην εξοχή. ΣΕΣΙΛΥ: Ώ, τα λουλούδια είναι τόσο κοινά εδώ, Μις Φέαρφαξ, όσο οι άνθρωποι στο Λονδίνο. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Εγώ προσωπικώς δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα καταφέρνει κανείς να ζει στην εξοχή, αν δηλαδή υπάρχει στην εξοχή άνθρωπος που να είναι κάποιος. Η εξοχή μου είναι πάντοτε θανάσιμα βαρετή. ΣΕΣ1ΛΥ: Α ! Αυτό είν’ εκείνο που ονομάζουν οι εφημερίδες αγροτική κατάπτωση, δεν είν’ έτσι ; Πιστεύω πως η αριστοκρατία, τη σημερινή ακριβώς εποχή, υποφέρει πάρα πολύ απ’ αυτό. Είναι σχεδόν επιδημική αρρώστια μεταξύ τους, όπως μου είπαν. Μπορώ να σας προσφέρω ένα τσάι, Μις Φέαρφαξ ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Με εξεζητημένη ευγένεια) Ευχαριστώ. (Ιδιαίτερα) Σιχαμένο κορίτσι.! Αλλά έλα που το θέλω το τσάι ! ΣΕΣΙΛΥ: (Με γλύκα) Ζάχαρη ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Υπεροπτικά) Όχι, ευχαριστώ. Η ζάχαρη δεν είναι πια της μόδας.

(Η Σέσιλυ την κοιτάζει με θυμό, παίρνει τη ζαχαρολαβίδα και της βάζει τέσσερα κομμάτια ζάχαρη στο φλιτζάνι) ΣΕΣΙΛΥ: (Στεγνά) Κέηκ ή ψωμί με βούτυρο ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Με βαρετό ύφος) Ψωμί με βούτυρο, παρακαλώ. Το κέηκ σπάνια το βλέπει κανείς σήμερα στα πολύ καλά σπίτια. ΣΕΣΙΛΥ: (Κόβει μια μεγάλη φέτα κέηκ και το βάζει στο δίσκο) Δώσ’ το στη μις Φέαρφαξ.

(Ο Μέρριμαν το δίνει και βγαίνει με τον υπηρέτη. Η Γκουέντολην πίνει τσάι και κάνει μορφασμό. Αφήνει αμέσως το φλιτζάνι, απλώνει το χέρι της να πάρει το ψωμί με βούτυρο, το κοιτάζει και βλέπει πώς είναι κέηκ. Σηκώνεται με αγανάκτηση)

ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Μου γεμίσατε το φλιτζάνι μου μ’ ένα σωρό κομμάτια ζάχαρη, κι’ ενώ ζήτησα ολοκάθαρα ψωμί με βούτυρο, μου δώσατε κέηκ. Είναι γνωστή η ευγένεια του χαρακτήρος μου και το εξαιρετικά μειλίχιο φυσικό μου, σας ειδοποιώ όμως, Μις Κάρντιου, πως ίσως το παρακάνετε. ΣΕΣΙΛΥ: (Σηκώνεται) Για να σώσω το φτωχό, το αθώο, το απονήρευτο αγόρι μου από τις μηχανορραφίες οποιουδήποτε κοριτσιού, δεν ξέρω κι’ εγώ πού θα μπορούσα να φτάσω. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Από τη στιγμή που σας είδα, ένιωσα δυσπιστία απέναντί σας. Αισθάνθηκα πως είσαστε όλο ψευτιά και ανειλικρίνεια. Δε γελιέμαι ποτέ σε τέτοια ζητήματα. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τους ανθρώπους είναι, χωρίς εξαίρεση, σωστές. ΣΕΣΙΛΥ: Μου φαίνεται, Μις Φέαρφαξ, πώς κάνω κατάχρηση της πολύτιμης ώρας σας. Χωρίς αμφιβολία, θα έχετε πολλές άλλες επισκέψεις τέτοιου είδους να κάμετε στα περίχωρα.

(Μπαίνει ο Τζακ)

ΘΟΡΤΟΝ ΟΥΑΙΛΝΤΕΡ Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΣΙΟΥΕΡ

ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΕΕΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΓΓΑΑΛΛΛΛΙΙΑΑΣΣ

Μονόπρακτο

(Ένα δικηγορικό γραφείο στη Νέα Ορλεάνη, 1869. Στην πόρτα του δρόμου κρέμεται μια κουρτίνα από καλάμια, μέσα από την οποία διακρίνει κανείς το ηλιόλουστο δημόσιο πάρκο. Ακούγεται ένα κουδουνάκι. Σε λίγο ξανακτυπά. Η Μαρί Σιντονί Κρεσώ,. παραμερίζει τα καλέμια και ρίχνει μι ματιά στο γραφείο. Είναι μια ελκυστική κοπέλα που μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ο,τιδήποτε στη ζωή, εκτός από

Page 15: skines xenoy dramatologioy 2

15μια κλήση σε δικηγορικό γραφείο. Ο κ. Καϋζάκ, ένας ξερακιανός ανθρωπάκος με διαπεραστικά μαύρα μάτια, μπαίνει από ένα

εσωτερικό δωμάτιο) ΜΑΡΙ-ΣΙΝΤΟΝΙ (δείχνοντας ένα γράμμα που κρατά στο χέρι της) Με ... καλέσατε ... ναρθώ να. σας δω. ΚΑΫΖΑΚ: (αυστηρά και σύντομα) Το όνομά σας, κυρία μου ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Δεσποινίς Μαρί Σιντονί Κρεσώ, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: (μετά από μια παύση) Μάλιστα. Καθήστε, παρακαλώ, δεσποινίς.

(Πηγαίνει στο γραφείο του κι ανοίγει πολλά συρτάρια παίρνοντας έγγραφα από το καθένα. Αφού μαζεύει μια μεγάλη δέσμη από έγγραφα επιστρέφει. στο κέντρο του δωματίου. και λέει απότομα)

Δεσποινίς, πρέπει θεωρήσετε την συνέντευξη αυτήν αυστηρώς απόρρητον. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Μάλιστα, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: (αφού την κοιτάζει αυστηρά για μια στιγμή) Μου επιτρέπετε να ερωτήσω εάν η δεσποινίς είναι εις θέσιν να ανθέξει εις τον κλονισμόν της εκπλήξεως, καλών η κακών ειδήσεων ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Μα... βεβαίως, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: Τότε, εάν είσθε η Μαρί—Σιντονί Κρεσώ, η θυγάτηρ του Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ, είναι καθήκον μου να σας πληροφορήσω ότι κινδυνεύετε. ΜΑΡΙ·-ΣΙΝΤΟΝΙ: Κινδυνεύω, κύριε ; (Επιστρέφει στο γραφείο του, ανοίγει κι άλλα συρτάρια, και γυρίζει με περισσότερα χαρτιά. Αυτή τον παρακολουθεί με μάτια γεμάτα

ταραχή) ΚΑΫΖΑΚ: Δεσποινίς, επιπροσθέτως προς τα καθήκοντά μου ως δικηγόρου εις την πόλην αυτήν, εκπροσωπώ και μια Ιστορικήν Εταιρείαν των Παρισίων. Παρακαλώ, προσπαθήστε, να με καταλάβετε δεσποινίς. Η Ιστορική αυτή Εταιρεία ασχολείται με την ανακάλυψιν του Γαλλικού Θρόνου. Ως γνωρίζετε, την εποχήν της Επαναστάσεως… το 1795, δια την ακρίβειαν, δεσποινίς, εξηφανίσθει ο πραγματικός και νόμιμος διάδοχος του Γαλλικού Θρόνου. Εκυκλοφόρησε η φήμη ότι το αγόρι αυτό, το οποίον ήτο τότε 10 ετών, ήλθε εις την Αμερικήν και δια μίαν περίοδον έζησε εις Νέαν Ορλεάνην. Τώρα γνωρίζομεν ότι ή διάδοσις αντεπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Γνωρίζομεν επίσης ότι εδώ απέκτησεν νόμιμον απόγονον, ο οποίος εν συνεχεία απέκτησεν νόμιμον απόγονον, και ότι (ξαφνικά η Μαρί Σιντονί αρχίζει να ψάχνει κάτι μέσα στην τσάντα της αγοράς) ... Δεσποινίς, μπορείτε να με τιμήσετε με την προσοχή σας επί τινα ακόμη χρόνον ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (μ’ αγωνία) Η βεντάλια μου, η βεντάλια μου, κύριε. (Τη βρίσκει κι αμέσως αρχίζει να .κάνει αέρα δαιμονισμένα. Ξαφνικά φωνάζει) Κύριε, από τι κινδυνεύω ; ΚΑΫΖΑΚ: (αυστηρά) Εάν η δεσποινίς κάνει μιας στιγμής, μιας στιγμής μόνον υπομονήν, θα τα μάθει όλα… Λοιπόν ως έλεγον ο, νόμιμος απόγονος απέκτησε εδώ νόμιμον απόγονον, και η βασιλική γραμμή διαδοχής της Γαλλίας καταλήγει (συμβουλεύεται τα έγγραφά του) εις κάποιον Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (σταματά τη βεντάλια της και τον κοιτάζει) Μπα— Μπαπτίστ... ΚΑΫΖΑΚ: (σκύβοντας μπροστά με τρομακτική έμφαση) Δεσποινίς, μπορείτε ν αποδείξετε ότι είσθε η θυγάτηρ του Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Γιατί... γιατί... ΚΑΫΖΑΚ: Δεσποινίς, έχετε πιστοποιητικόν γάμου των γονέων σας ; ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Μάλιστα, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: Εάν αποδειχθεί έγκυρον, και εάν είναι αληθές ότι δεν έχετε πραγματικούς και νομίμους αδελφούς... ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΊ: Όχι, κύριε... ΚΑΫΖΑΚ: Τότε ; δεσποινίς, δεν· έχω τίποτε άλλο να πράξω από το να σας αναγγείλω ότι είστε η πραγματική και από πολλού χαμένη διάδοχος του θρόνου της Γαλλίας. (Σηκώνεται την πλησιάζει με μεγάλη αξιοπρέπεια, και φιλά το χέρι της. Η Μαρι—Σιντονί αρχίζει να κλαίει. Ο κ. Καϋζακ πηγαίνει στο

γραφείο, γεμίζει ένα ποτήρι νερό και ψυθιρίζοντας «Υψηλοτάτη» της το προσφέρει) ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Κύριε Καϋζάκ, λυπούμαι πολύ...,,,Θα πρέπει· νάχει γίνει κάποιο λάθος. Ο πατέρας μου ήταν ένας φτωχός ναύτης... ένας... ένας φτωχός ναύτης. ΚΑΫΖΑΚ: (διαβάζοντας από το χαρτί του)... Ένας διακεκριμένος και σεβαστός θαλασσοπόρος. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: ...Ένας φτωχός ναύτης… ΚΑΫΖΑΚ: (σταθερά)... Θαλασσοπόρος...

(Παύση. Κοιτάζει γύρω της, φοβισμένη) ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: (όπως προηγουμένως, ξαφνικά. και δυνατά) Κύριε, από τι κινδυνε5ω ; ΚΑΫΖΑΚ: (πλησιάζοντάς την και χαμηλώνοντας τη φωνή του) Ως γνωρίζει η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης υπάρχουν αρκεταί οικογένειαι εις την Νέαν Ορλεάνην αι οποίαι, ισχυρίζονται, άνευ εγγράφων (κουνά την περγαμηνή και τις σφραγίδες στο χέρι του), άνευ αποδείξεων ότι ρέει εις τας φλέβας των βασιλικόν αίμα. Ο κίνδυνος εξ αυτών, πάντως, δεν είναι μέγας. Ο μέγας κίνδυνος προέρχεται εκ Γαλλίας. Εκ των φανατικών Δημοκρατικών... ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Φανατ.... ΚΑΫΖΑΚ: Όμως υμείς, Υψηλοτάτη, είναι ανάγκη να εμπιστευθήτε τον εαυτό σας εις τας χείρας μου.

Page 16: skines xenoy dramatologioy 2

16ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (κλαίοντας και πάλι) Σας παρακαλώ μη με λέτε «Υψηλοτάτη». ΚΑΫΖΑΚ: Μου... επιτρέπετε να σας αποκαλώ κυρία Ντε Κρεσώ ; ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Μάλιστα, κύριε, δεσποινίς Κρεσώ. Είμαι η Μαρί— Σιντονί Κρεσώ. ΚΑΫΖΑΚ: Λανθάνομαι... χμ. ... αν πω ότι έχετε παιδιά ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ (ξεψυχισμένα) Μάλιστα, κύριε. Έχω τρία παιδιά.

(Ο κ. Καϋζάκ την κοιτάζει σκεφτικά για μια στιγμή και επιστρέφει στο γραφείο του) ΚΑΫΖΑΚ: Κυρία μου, από τούδε και εις το εξής θα σας κοιτάζουν χιλιάδες μάτια, τα μάτια ολοκλήρου του κόσμου. Πρέπει να σας τονίσω ότι είναι ανάγκη να είστε πολύ διακριτική, πολύ προσεκτική. ΜΑΡ1—ΣΙΝΤΟΝΙ: (σηκώνεται, απότομα, νευρικά) Κύριε Καϋζάκ, δε θέλω να έχω καμιά σχέση με όλα αυτά… Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά κάπου υπάρχει κάποιο λάθος, δεν ξέρω πού. Πρέπει να πηγαίνω τώρα. ΚΑΫΖΑΚ: (ορμά μπροστά) Κυρία μου δεν γνωρίζετε τι πράττετε. Δεν είναι τόσο εύκολο να αποποιηθήτε το αξίωμά σας. Δεν γνωρίζετε ότι εντός ενός ή δύο μηνών, όλαι αι εφημερίδες, του κόσμου, περιλαμβανομένης και της Τάιμς—Πικαίην της Νέας· Ορλεάνης, θα δημοσιεύσουν το όνομά σας ; Οι μεγαλύτεροι ευγενείς της Γαλλίας θα περάσουν τον ωκεανό δια να σας επισκεφθούν. Θα σας επισκεφθεί ο Επίσκοπος της Λουιζιάνας... Ο Δήμαρχος... ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι... ΚΑΫΖΑΚ: Θα σας δοθούν πολλά χρήματα, και αρκετά ανάκτορα. ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Όχι, όχι. ΚΑΫΖΑΚ: Και στρατιωτική φρουρά. δια να σας προστατεύει. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι. ΚΑΫΖΑΚ: Θα καταστήτε πρόεδρος του Λε Πετί Σαλόν και Βασίλισσα του Μαρντί Γκρα… Ακόμα μια γουλιά νερό, Υψηλοτάτη. ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Ω, κύριε, τι να κάνω ; .... Ω, κύριε, σώστε με ! Δε θέλω τον Επίσκοπο, ούτε το Δήμαρχο. ΚΑΫΖΑΚ: Επιθυμείτε να σας υποδείξω τι να πράξετε ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Ω, ναι, ω, Θεέ μου ! ΚΑΫΖΑΚ: Επί του παρόντος, επιστρέψτε εις την οικίαν σας και ξαπλώστε. Ολίγη ανάπαυσις και ολίγη σκέψις θα σας βοηθήσουν να αποφασίσετε περί του τι πρέπει να πράξετε. Ελάτε να με ιδείτε την Πέμπτη το πρωί. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Νομίζω κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. ΚΑΫΖΑΚ: Μου επιτρέπετε να υποβάλω μιαν ερώτησιν προς την κυρίαν Ντε Κρεσώ ; Μπορώ να έχω το προνόμιον να δώσω εις Αυτήν - μέχρις ότου γίνει η μεγάλη ανακοίνωσις — ένα μικρό... χρηματικόν δώρον ; ΜΑΡΊ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι. ΚΑΫΖΑΚ: Η Ιστορική Εταιρεία δεν είναι πλουσία. Η Ιστορική Εταιρεία αντιμετωπίζει δυσχερείας εις την αναζήτησιν των τελευταίων εγγράφων, άτινα θα επιβεβαιώσουν το υψηλόν αξίωμα της Κυρίας. Θα ήτο, όμως, ευτυχής να παραχωρήσει εις την κυρίαν ένα ορισμένον ποσόν, το οποίον συνέλεξαν οι αφοσιωμένοι υπήκοοι της. ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Σας παρακαλώ, όχι. Δε θέλω τίποτα. Πρέπει, να πηγαίνω τώρα. ΚΑΫΖΑΚ: Ας μου επιτραπεί να παρακαλέσω την κυρίαν να μην τρομάξει. Επί του παρόντος ολίγη ανάπαυσις και σκέψεις.., Ευπειθής, θεράπων και αφοσιωμένος υπήκοος. ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Χαίρετε, καλημέρα σας, κύριε Καϋζάκ. (σταματά για. λίγο στην πόρτα, ύστερα γυρίζει και λέει με πολλή ειλικρίνεια) Ω, κύριε Καϋζάκ, μην αφήσετε τον Επίσκοπο να με επισκεφθεί. Τον Δήμαρχο ναι — μα όχι τον Επίσκοπο.

(Φεύγει)

ΘΟΡΤΟΝ ΟΥΑΙΛΝΤΕΡ Μετάφραση: ΜΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ

ΗΗ ΜΜΙΙΚΚΡΡΗΗ ΜΜΑΑΣΣ ΠΠΟΟΛΛΗΗ

Πράξη 2η

(Ο Τζωρτζ και η Έμιλυ μπαίνουν στο μαγαζί και κάθονται απάνω στα σκαμνιά) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : (Ως κ. Μόργκαν) Γεια σου Τζωρτζ. Καλώς την Έμιλυ. Τι θα πάρουμε ; Εϊ, Έμιλυ Γουέμπ, τί έπαθες κι ε1σαι κλαμένη ; ΤΖΩΡΤΖ : (Ψάχνει να βρει μια εξήγηση) Να.. να, τώρα δα, Τώρα δα, πήρε μια τρομάρα, κ. Μόργκαν. Κόντεψε να την πατήσει εκείνο το φορτηγό τού εργοστασίου. Όλος ο κόσμος το λέει πως εκείνος ο Τομ Χάνκινς οδηγεί σαν παλαβός. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Έλα, πιες ένα ποτήρι νερό, Έμιλυ. Φαίνεσαι άνω – κάτω. Ορίστε! Ωραία, τι θα πάρουμε τώρα ;

Page 17: skines xenoy dramatologioy 2

17ΕΜΙΛΥ : Εγώ θα πάρω μια λεμονάδα, παρακαλώ, κ. Μόργκαν. ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, όχι. Έλα να πάρουμε από ένα παγωτό, Έμιλυ. — Δύο παγωτά φράουλα με σόδα, κ. Μόργκαν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : (Σερβίροντας τα παγωτά) Αμέ για να περάσει κανείς το δρόμο πρέπει να ’χει τα μάτια του τέσσερα την σήμερον ημέρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Εκατόν εικοσιπέντε άλογα έχει το Γκρόβερ Κόρνερς αυτή τη στιγμή που σας μιλώ. Και τώρα που μας κουβαλήσαν κι αυτά τα αυτοκίνητα, το καλύτερο πού έχει να κάνει κανείς είναι να κάθεται σπιτάκι του. Εγώ πού με βλέπετε, θυμάμαι έναν καιρό πού ένας σκύλος μπορούσε να ξαπλώσει όλη μέρα καταμεσής στη δημοσιά, και να μην τον πειράξει ούτε κουνούπι. Αμέσως, δεσποινίς Έλλις, έφθασα αμέσως ! Να τα παγωτά σας. Φάτε τα να τα ευχαριστηθείτε.

(Βγαίνει) ΕΜΙΛΥ : Είναι πολύ ακριβά. ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, όχι... αυτό να μην το σκέφτεσαι. Σήμερα γιορτάζουμε την εκλογή μας. Κι ύστερα ξέρεις τι άλλο γιορτάζω ; ΕΜΙΛΥ : Τι ; ΤΖΩΡΤΖ : Γιορτάζω τη μέρα που βρήκα έναν φίλο που μου λέει όσα πρέπει να μου πούνε. ΕΜΙΛΥ : Τζώρτζ, σε παρακαλώ ξέχασέ το. Δεν ξέρω πώς μού ήρθε και το είπα. Δεν είναι αλήθεια. Είσαι... ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, μην τ’ αλλάζεις, Έμιλυ. Σου χρωστάω χάρη που μου μίλησες έτσι. Όμως θα δεις. Θ’ αλλάξω τόσο γρήγορα, θα γίνω αγνώριστος. Όμως, Έμιλυ, θα μου κάνεις και συ μια χάρη. ΕΜΙΛΥ : Τι χάρη ; ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, αν πάω στη Γεωπονική Σχολή του χρόνου, θα μου γράφεις κανένα γράμμα πότε – πότε ; ΕΜΙΛΥ : Και βέβαια θα σου γράφω. Και βέβαια θα σου γράφω, Τζωρτζ... (Παύση) Βέβαια, αν λείψεις τρία χρόνια. θα χάσεις την επαφή σου με τη ζωή εδώ. ΤΖΩΡΤΖ : Όχι. Όχι. Αυτό δεν πρέπει να γίνει. Βλέπεις εγώ δεν πρόκειται να γίνω ένας απλός γεωργός. Ύστερα από λίγον καιρό μπορεί να βάλω υποψηφιότητα για την πολιτική. Γι’ αυτό τα γράμματά σου θα είναι πολύτιμα για μένα. Ξέρεις, θα μου γράφεις τι γίνεται και τι δεν γίνεται εδώ πέρα, Κι όλα αυτά... ΕΜΙΛΥ : Όπως και να ’ναι, τρία χρόνια είναι πολύς καιρός· Ίσως τα γράμματα από το Γκρόβερς Κόρνερς να μην είναι και τόσο πολύτιμα ύστερα από λίγους μήνες. Το Γκρόβερς Κόρνερς δεν είναι και σπουδαίο μέρος όταν το συγκρίνεις με όλο το Νιου Χάμσαϊαρ· όμως εγώ το βρίσκω πολύ ωραίο μέρος. ΤΖΩΡΤΖ : Ποτέ δε θα ’ρθει η μέρα που δε θα με νοιάζει τι γίνεται εδώ. Αυτό το ξέρω καλά, Έμιλυ. ΕΜΙΛΥ : Τέλος πάντων, εγώ θα προσπαθήσω να ’ναι Τα γράμματά μου ενδιαφέροντα.

(Παύση) ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, ξέρεις, όποτε βρίσκω κανένα γεωργό τόν ρωτάω αν νομίζει πως είναι απαραίτητο να πάει κανείς στη Γεωπονική Σχολή, για να γίνει ένας γεωργός της προκοπής. ΕΜΙΛΥ : Μα, Τζωρτζ. ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, και πολλοί μάλιστα μου είπανε πως είναι χαμένος καιρός. Όλα αυτά μπορείς να τα μάθεις κι απ’ τα φυλλάδια τού στέλνει ή κυβέρνηση. Και ο θείος Λουκ γερνάει· είναι έτοιμος να μου παραδώσει το χτήμα του και αύριο ακόμα. αν μπορούσα εγώ να πάω. ΕΜΙΛΥ : Ώ, Θεέ μου ! ΤΖΩΡΤΖ : Και έπειτα, όπως λες κι εσύ, να λείψω όλο αυτό τον καιρό... να ’μαι σ’ άλλα μέρη, να γνωρίσω άλλο κόσμο... Αν αυτό μπορεί να γίνει. Τότε δε θέλω να φύγω. Οι καινούργιοι φίλοι δεν είναι ποτέ καλύτεροι από τούς παλιούς. Ασφαλώς, ποτέ δεν είναι δυνατόν να είναι καλύτεροι. Έμιλυ... νομίζω πως είσαι ο πιο καλός μου φίλος. Δεν χρειάζεται να πάω και να γνωρίσω άλλους σε άλλα μέρη. ΕΜΙΛΥ : Ναι, Τζωρτζ, όμως μπορεί να είναι απαραίτητο να πας να μάθεις πώς να ξεχωρίζεις τα ζωντανά και το χώμα και όλα τα πράγματα. Κι έπειτα, αν θα μπεις στην πολιτική, ίσως να πρέπει να γνωρίσεις κόσμο κι από άλλα μέρη τής πολιτείας... πάλι, εγώ δεν ξέρω. ΤΖΩΡΤΖ : (Ύστερα από παύση) Έμιλυ, θα πάρω μια απόφαση τώρα αμέσως. Δεν θα πάω. Θα το πω στον μπαμπά απόψε κιόλας. ΕΜΙΛΥ : Μα, Τζωρτζ, δεν βλέπω γιατί πρέπει ν’ αποφασίσεις τώρα αμέσως. Έχεις ακόμα μπροστά σου ένα ολόκληρο χρόνο. ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, σε ευχαριστώ πού μου μίλησες πριν για το... για το ελάττωμά μου. Και αυτό που μου είπες ήταν σωστό· όμως σε ένα έπεσες έξω, όταν είπες πως ένα χρόνο τώρα δεν έδινα σημασία στους άλλους, και... να, σ’ εσένα, παραδείγματος χάρη. Άκουσε, Έμιλυ... μου λες πως παρακολουθούσες, ό,τι και αν έκανα... Μα κι εγώ έκανα το ίδιο για σένα, όλη την ώρα. Μα, βέβαια, εγώ πάντα σε λογάριαζα σαν ένα απ’ τα πρόσωπα που... λογάριαζα περισσότερο. Πάντα κοίταζα να δω αν ήσουνα στο γήπεδο, και με ποιον ήσουνα. Και πάντοτε κουβεντιάζαμε... κι αστειευόμασταν στο σχολείο, και για μένα αυτό είχε μεγάλη σημασία, Βέβαια δε μιλήσαμε ποτέ όπως μιλούμε τώρα. Τελευταία πρόσεξα πως μου φερνόσουνα παράξενα, και τρεις μέρες τώρα προσπαθώ να ’ρθω μαζί σου καθώς γυρίζουμε σπίτι, όμως πάντα κάτι βγαίνει στη μέση. Χτες σε περίμενα εκεί, ακυυμπώντας στον τοίχο. κι εσύ πέρασες πηγαίνοντας σπίτι σου μαζί με τη Μις Κόρκοραν. ΕΜΙΛΥ : Τζωρτζ !... Τι αστεία που είναι η ζωή ! Πού να το ’ξερα ; Εγώ μάλιστα, νόμιζα πως... ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, άκουσε, θα σου πω γιατί δε θέλω να πάω στη Γεωπονική Σχολή. Νομίζω πως όταν κανείς βρει ένα πρόσωπο που να το συμπαθεί πολύ, και που κι εκείνο τον συμπαθεί, τουλάχιστον αρκετά για να ένδιαφέρεται για τον χαρακτήρα του, να λοιπόν, θαρρώ πως αυτό είναι σπουδαίο σαν τη Γεωπονική Σχολή και μάλιστα σπουδαιότερο. Έτσι θαρρώ εγώ. ΕΜΙΛΥ : Κι εγώ πιστεύω πως είναι φοβερά σπουδαίο. ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ. ΕΜΙΛΥ : Ναι, Τζωρτζ. ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ αν διορθωθώ και αλλάξω όλως διόλου... ήθελες να γίνεις... δηλαδή θα μπορούσες να είσαι...

Page 18: skines xenoy dramatologioy 2

18ΕΜΙΛΥ : Είμαι και τώρα· πάντα ήμουν...

(Παύση) ΤΖΩΡΤΖ : Θαρρώ πως είναι πολύ σοβαρό αυτό που είπαμε ΕΜΙΛΥ : Ναι, είναι. ΤΖΩΡΤΖ : (Παίρνει βαθειά αναπνοή και ισιώνει την πλάτη του) Περίμενε μια στιγμή και ύστερα θα σε πάω ως το σπίτι. (Σηκώνεται και πηγαίνει προς τον Διευθυντή Σκηνής που μπαίνει εκείνη τη στιγμή) Κύριε Μόργκαν, πρέπει να πεταχτώ ως το σπίτι να πάρω χρήματα για να σας πληρώσω. Σ ένα λεπτό θα ’μαι εδώ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Τι έκανε λέει ; Τζώρτζ Γκιμπς, τι θα πει αυτό ; Μήπως... ΤΖΩΡΤΖ : Ναι ναι, αλλά είχα λόγους, κ. Μόργκαν. — Να ακούστε, κρατείστε το ρολόι μου το χρυσό ώσπου να γυρίσω με τα χρήματα. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Δεν πειράζει. Κράτα το ρολόί . Σου έχω εμπιστοσύνη. ΤΖΩΡΤΖ : Θα γυρίσω το πολύ σε πέντε λεπτά. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Θα σε περιμένω δέκα χρόνια Τζωρτζ, ούτε μέρα παραπάνω. Σου πέρασε, Έμιλυ ; ΕΜΙΛΥ : Μάλιστα, ευχαριστώ, Κύριε Μόργκαν. Δεν ήταν τίποτα. ΤΖΩΡΤΖ : (Παίρνει τα βιβλία από το τραπέζι) Έτοιμος είμαι. (Περπατούν σιωπηλά και επίσημα προς το προσκήνιο, γυρνούν και περνούν από το πλαίσιο που παριστάνει την πόρτα των Γουέμπ και

βγαίνουν)

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα 10η

(Βράδυ. Η Μπλανς έχει ανοίξει την «μαλ-καμπίνα» της στη μέση της κρεβατοκάμαρας – έχει απλώσει στο πάνω μέρος κάτι φουστάνια κλαρωτά, με λουλούδια. Όσο ταχτοποιούσε τα ρούχα δε σταμάτησε να πίνει. Κατέχεται από υστερικό κέφι. Στολίστηκε με μια παλιά στραπατσαρισμένη τουαλέττα από λευκό σατέν. Φοράει κι ένα ζευγάρι ασημένια πασουμάκια μ’ αστραφτερά μπιχλιμπίδια στα τακούνια. Τώρα βάζει ένα καπέλλο με φτερά. Κοιτάζεται στον καθρέφτη της τουαλέττα και μιλάει σιγά, μ’ έξαρση, σα να ’χει

μπροστά της συντροφιά από φανατικούς θαυμαστές της) ΜΠΛΑΝΣ: Τι θα λέγατε αν πηγαίναμε να κολυμπήσουμε με φεγγάρι στο παλιό λατομείο; Φυσικά, πρέπει να ‘ναι και κάποιος απ’ όλους μας ξεμέθυστος για να μας πάει ως εκεί... Χα, χα ! Έτσι θα πάψει να βουίζει το κεφάλι μου ! Το νου σου, όμως, να βουτήξεις στα βαθειά της λίμνης… Έτσι και χτυπήσεις στα βράχια, δε γλυτώνεις.

(Παίρνει τρέμοντας τον καθρέφτη του χεριού για να κοιταχτεί από πιο κοντά. Ανασαίνει βαθειά κι αφήνει τον καθρέφτη με δύναμη, γυρισμένο ανάποδα – σπάει το κρύσταλλο. Ο Στάνλεϋ στρίβει τη γωνιά του σπιτιού, φορώντας ακόμα το παρδαλό πράσινο πουκάμισο. Ακούγεται μουσική που συνεχίζεται σ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής. Εκείνος μπαίνει στην κουζίνα κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα. Καθώς όρμισε μέσα κι αντίκρισε τη Μπλανς, πετάει ένα σιγανό σφύριγμα. Στο δρόμο κατέβασε τα ποτηράκια του. Κρατάει μερικά

μπουκάλια μπύρα) ΜΠΛΑΝΣ: Πώς είναι ή αδερφή μου; ΣΤΑΝΛΕΫ: Φίνα τα πάει. ΜΠΛΑΝΣ: Και το μωρό: ΣΤΑΝΛΕΫ: Το πρωί το περιμένουμε. Γι’ αυτό μου ‘πανε να γυρίσω σπίτι, να πάρω κάναν υπνάκο. ΜΠΛΑΝΣ: Και θα μείνουμε μόνοι μας εδώ τη νύχτα; ΣΤΑΝΛΕΫ: Ναι, μόνον εγώ κι’ εσύ, Μπλανς, Εξόν κι’ αν έχεις κρύψει κανέναν κάτω απ’ το κρεβάτι. Τι σούρθε κι έβαλες αυτά τα φτερά; ΜΠΛΑΝΣ: Α ναι, ξέχασα. Έφυγες πριν έρθει το τηλεγράφημα. ΣΤΑΝΛΕΫ: Είχες τηλεγράφημα; ΜΠΛΑΝΣ: Έλαβα τηλεγράφημα από έναν παλιό θαυμαστή μου. ΣΤΑΝΛΕΫ: Τίποτα ευχάριστο; ΜΠΛΑΝΣ: Μάλλον Είναι μια πρόσκληση. ΣΤΑΝΛΕΫ: Για πού; Για κάνα πανηγύρι; ΜΠΛΑΝΣ: (Ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της) Κρουαζιέρα στην Καραϊβική με γιωτ.

Page 19: skines xenoy dramatologioy 2

19ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα, μπα; ΜΠΛΑΝΣ: Πρώτη φορά στη ζωή μου δοκίμασα τέτοια συγκίνηση. ΣΤΑΝΛΕΫ: E, βέβαια ! ΜΠΛΑΝΣ: Ήρθε σαν ούρανοκατέβατο. ΣΤΑΝΛΕΫ: Ποιος είπες πως σου το στέλνει; ΜΠΛΑΝΣ: Ένας παλιός θαυμαστής μου. ΣΤΑΝΛΕΫ: Αυτός που σου χάρισε την άσπρη γούνα; ΜΠΛΑΝΣ: Ναι. Ο κύριος Σεπ Xάντλεϋ. Είχα να τον δω απ’ τα Χριστούγεννα. Συναντηθήκαμε τυχαία σ’ ένα μεγάλο κατάστημα. Και να τώρα, με προσκαλεί για ένα ταξιδάκι στην Καραϊβική. Το πρόβλημα είναι τι θα φορέσω. Γι’ αυτό ψάχνω στο μπαούλο μου να δω αν έχω κατάλληλα ρούχα, για το τροπικό κλίμα. ΣΤΑΝΛΕΫ: Και ξετρύπωσες αυτή τη βασιλικιά κορώνα; ΜΠΛΑΝΣ: Είναι παμπάλαιη ! Και τα μαργαριτάρια ψεύτικα. ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα κι εγώ τα νόμιζα γι’ αληθινά (ξεκουμπώνει το πουκάμισό του) ΜΠΛΑΝΣ: Πάντως θα διασκεδάσω μεγαλοπρεπώς ! ΣΤΑΝΛΕΫ: Ε, βέβαια δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράματα. ΜΠΛΑΝΣ: Πάνω στην ώρα που έλεγα πως η τύχη έπαψε να μου χαμογελάει. ΣΤΑΝΛΕΫ: (Συνεχίζοντας τη φράση της) Να σου στην οθόνη ο εκατομμυριούχος απ’ το Μαϊάμι ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είναι απ’ το Μαϊάμι, είναι απ’ το Ντάλλας. ΣΤΑΝΛΕΫ : Απ’ το Ντάλλας είναι; ΜΠΛΑΝΣ: Ναι, απ’ το Ντάλλας. Εκεί, ξέρεις, το χρυσάφι κυλάει στους δρόμους σαν το νερό. ΣΤΑΝΛΕΫ: Τέλοσπάντων, ας είναι απ’ όπου θέλει! (Αρχίζει να βγάζει το πουκάμισο) ΜΠΛΑΝΣ: Τράβα τις κουρτίνες, αν συνεχίσεις να γδύνεσαι. ΣΤΑΝΛΕΫ: (Φιλικά) Όχι, τώρα μόνο αυτό θα βγάλω. (Παίρνει απ’ τη χαρτοσακκούλα μια μπουκάλα) Μπας κι είδες το ανοιχτήρι;

(Η Μπλανς πηγαίνει αργά προς την τουαλέτα και σταυρώνει τα χέρια της) ΣΤΑΝΛΕΫ: Είχα έναν ξάδερφο, πού άνοιγε τα μπουκάλια της μπύρας με τα δόντια του. (Χτυπάει το στόμιο του μπουκαλιού στην κώχη του τραπεζιού) Τίποτ’ άλλο δεν ήξερε να κάνει, αλλά σ’ αυτό ήτανε άσσος! Ήταν ο άνθρωπος-ανοιχτήρι! Ώσπου μια βραδιά, σ’ ένα γάμο, καθώς πήγε ν’ ανοίξει ένα μπουκάλι του σπάει το μπροστινό δόντι. Το πήρε τόσο κατάκαρδα, πού άμα ερχόταν καμιά παρέα στο σπίτι, αυτός το ‘σκαγε απ’ την πίσω πόρτα . (Τινάζεται το πώμα τής μπύρας και ξεχύνεται ο αφρός. Ο Στάνλεϋ γελάει χαρούμενα, υψώνοντας το μπουκάλι πάνω απ’ το κεφάλι του) Χα! χα! Βροχή απ’ τον ουρανό (Της προτείνει το μπουκάλι) Δεν αφήνουμε τώρα τη γκρίνια στην μπάντα, να πιούμε κάνα ποτηράκι; ΜΠΛΑΝΣ: Όχι, ευχαριστώ. ΣΤΑΝΛΕΫ: Λοιπόν, ή νύχτα τούτη θα μείνει αξέχαστη και στους δυο μας! (Πηγαίνει στη ντουλάπα, σκύβει να πάρει κάτι) Εσύ θα ‘χεις τον εκατομμυριούχο Κι’ εγώ το γιό μου! ΜΠΛΑΝΣ: (Οπισθοχωρώντας) Τι. κάνεις εκεί; ΣΤΑΝΛΕΫ: Θα βάλω κάτι που το ‘χω μόνο για τις εξαιρετικές περιπτώσεις σαν τη σημερινή. Οι μεταξωτές πυτζάμες που φορούσα την πρώτη νύχτα του γάμου μου (Τις βγάζει απ’ το συρτάρι) ΜΠΛΑΝΣ: Ω!. ΣΤΑΝΛΕΫ: Άμα χτυπήσει το τηλέφωνο και μου πούνε «γεννήθηκε αγόρι ! » θα σκίσω ένα κομμάτι και θα το σηκώσω ψηλά σα σημαία ! (Ανεμίζει το φανταχτερό σακάκι της πυτζάμας) Μου φαίνεται πως είμαστε κι οι δυο τυχεροί ... (Περνάει στην κουζίνα, κρατώντας το σακάκι της πυτζάμας ριγμένο στο μπράτσο του) ΜΠΛΑΝΣ: Όσο σκέφτομαι —πως σε λίγο θα ξανάβρω την ησυχία μου μού ‘ρχεται να κλαίω από χαρά. ΣΤΑΝΛΕΫ: Καλά, ό εκατομμυριούχος απ’ το Ντάλλας δε θα σου ταράζει την ησυχία σου; ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είναι από εκείνους που ξέρεις! Είναι κύριος πολύ καθώς πρέπει και μ’ εκτιμά. (Αυτοσχεδιάζοντας μ’ έξαψη) Του αρέσει μόνο ή συντροφιά μου . . Καμιά φορά το χρήμα κάνει τούς ανθρώπους να νοιώθουν μεγάλη μοναξιά . . . Μια γυναίκα έξυπνη, καλλιεργημενη και με ανατροφή, μπορεί να γεμίσει αφάνταστα τη ζωή ενός άντρα! Αυτά τα προσόντα εγώ τα έχω δεν είναι πράγματα που χάνονται με τα χρόνια. Η φυσική ομορφιά περνάει γρήγορα, είναι κάτι προσωρινό. Αλλά η ομορφιά του νου, ο ψυχικός πλούτος, η τρυφερότητα της καρδιάς—κι αυτά εγώ τα έχω ! - δε σβύνουν εύκολα! Ίσα - Ίσα, δυναμώνουν με τον καιρό παράξενο να λέω πως είμαι φτωχή, ενώ κρύβω τόσους θησαυρούς στην καρδιά μου!... (Ένας συγκρατημένος λυγμός) Πιστεύω πώς είμαι μια πολύ-πολύ πλούσια γυναίκα! Αλλά φέρθηκα κουτά Κι έρριξα τα μαργαριτάρια μου στα … ΣΤΑΝΛΕΫ: Στα γουρούνια… ΜΠΛΑΝΣ: Γουρούνια, ναι, γουρούνια και δεν το λέω μόνο για μένα. Το λέω και για το φίλο σου, τον κύριο Μίτσελ! Ήρθε να με δει απόψε. Τόλμησε να παρουσιαστεί μπροστά μου με τα ρούχα της δουλειάς, για να μου πει ένα σωρό συκοφαντίες, όλες τις βΡΩΜΑΙΟΣερές ιστορίες που είχε ακούσει από σένα. Όμως τον έστειλα από κει που ‘ρθε! ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα; ΜΠΛΑΝΣ: Αργότερα ξαναγύρισα. Ήρθε μ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα να με παρακαλέσει να τον συγχωρήσω. Με ικέτευε να τον συγχωρήσω! Αλλά υπάρχουν και πράγματα που δεν τα συγχωρεί κανείς εύκολα. Την προστυχιά που γίνεται με υπολογισμό, δε μπορεί κανείς να τη συγχωρήσει! Είναι η πιο ασυγχώρητη πράξη—το μόνο που ποτέ, μα ποτέ δεν έκανα . . . Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου, του είπα, ήμουν κουτή πού νόμισα πως ταιριάζουμε ο ένας στον άλλο. Οι δρόμοι μας στη ζωή είναι πολύ διαφορετικοί. Δε

Page 20: skines xenoy dramatologioy 2

20συμβιβάζονται οι αντιλήψεις μας, οι ιδέες μας, η καταγωγή μας. Πρέπει να ‘μαστε ρεαλιστές. Αντίο, λοιπόν, φίλε μου, κι ας μην κρατάμε κακία μεταξύ μας. ΣΤΑΝΛΕΫ: Αυτό έγινε πριν ή μετά πού πήρες το τηλεγράφημα; ΜΠΛΑΝΣ: Ποιο τηλεγράφημα; Α, όχι, όχι. Μετά! Το τηλεγράφημα ήρθε ακριβώς. ΣΤΑΝΛΕΫ: Ακριβώς, δεν ήρθε κανένα τηλεγράφημα! ΜΠΛΑΝΣ: Ω, ω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Δεν υπάρχει εκατομμυριούχος! Ούτε ο Μιτς γύρισε πάλι εδώ με τριαντάφυλλα, γιατί ξέρω πού είναι! ΜΠΛΑΝΣ: Ω ! ΣΤΑΝΛΕΫ: Όλ’ αυτά είναι φαντασίες και κόλπα και ψευτοκαμώματα ! ΜΠΛΑΝΣ: Ω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Δε βλέπεις τα χάλια σου; Δε βλέπεις που έγινες σαν καρνάβαλος με τούτο το φουστάνι, πού το νοικιάζουνε τα παλιατζήδικα τις απόκρηες για πενήντα σεντια; Κι αυτή ή κορώνα στο κεφάλι; Καμιά βασίλισσα θαρρείς πώς είσαι; ΜΠΛΑΝΣ: Ω, Θεέ μου!. ΣΤΑΝΛΕΫ: Απ’ την αρχή σε κατάλαβα! Ούτε μια φορά δε σε πίστεψα. Ήρθες εδώ, μας γέμισες με πούντρες και μυρουδιές, έβαλες χάρτινο αμπαζούρ στη λάμπα - και να! Το σπίτι έγινε μονομιάς Αίγυπτος και συ βασίλισσα του Νείλου! Κάθεσαι στο θρόνο σου και μου ρουφάς το ουίσκυ! Αυτά κάνεις! Χα, χα Μ’ ακούς; Χα, χα, χα !

(Πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα) ΜΠΛΑΝΣ: Φύγε από δω!

(Στον τοίχο, πίσω απ’ τη Μπλανς, πέφτουνε ανταύγειες με πένθιμα χρώματα : Σκιές σε σχήμα απειλητικό, τραβηγμένο. Η Μπλανς ανασαίνει βαρειά και πάει στο τηλέφωνο. Καλεί το Κέντρο. Ο Στάνλεϋ περνάει στο μπάνιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα)

ΜΠΛΑΝΣ: Εμπρός ! Εμπρός ! Κέντρον; Υπεραστικά, παρακαλώ. Συνδέστε με με το Ντάλλας! Με τον κύριο Σεπ Χάντλεϋ ! Είναι πασίγνωστο, δε χρειάζεται διεύθυνση. Όλος ο κόσμος τον ξέρει… Περιμένετε ! Όχι, δε μπορώ να τη βρω τώρα... Σας παρακαλώ, προσπαθείστε να με καταλάβετε Όχι, όχι! Περιμένετε μια στιγμή! Κάποιος εδώ με – τίποτα! Ακούστε, παρακαλώ…

(Αφήνει τ’ ακουστικό και πάει με προφυλάξεις στην κουζίνα. Η νύχτα είναι γεμάτη άγριες φωνές, σαν τις κραυγές της ζούγκλας. Οι σκιές κι οι ανταύγειες με τα πένθιμα χρώματα σαλεύουνε στον τοίχο ελικοειδώς, απλώνονται σα φλόγες, Ο τοίχος του βάθους γίνεται τώρα διαφανής. Προβάλλει το πεζοδρόμιο πίσω απ’ το σπίτι. Εκεί μια π ό ρ ν η ξεγέλασε κάποιον μ ε θ υ σ μ έ ν ο πού την κυνηγάει, την αρπάζει και συμπλέκονται. Ακούγεται απότομα η διαπεραστική σφυρίχτρα ενός α σ τ υ φ ύ λ α κ α. Ο μεθυσμένος κι η πόρνη

εξαφανίζονται. Σε λίγο στρίβει τη γωνιά η Ν έ γ ρ α, κρατώντας ένα επίχρυσο τσαντάκι. Το ψάχνει με φούρια. Η Μπλανς ξανάρχεται στο τηλέφωνο έχει τα δάχτυλά της ανάμεσα στα χείλια, σα να δαγκώνει)

ΜΠΛΑΝΣ: (Με φωνή, σα βραχνό ψιθύρισμα) Εμπρός! Εμπρός! Κέντρον. Αφείστε τα υπεραστικά. Δώστε μου τη Γουέστερν Γιούνιον ! Δεν έχω καιρό. Εμπρός Γουέστερν - Γουέστερν Γιούνιον! (Περιμένει με αγωνία) Γουέστερν Γιούνιον ; Ναι, Θέλω να , . , Ι’ράφτε αυτό το τηλεγράφημα: «Βρίσκομαι εις απελπιστικήν - απελπιστικήν θέσιν. Βοηθείστε με ! Έπεσα σε παγίδα! Έπεσα - ώ ! . . .» (Ανοίγει ορμητικό η πόρτα του μπάνιου και βγαίνει ό Στάνλεϋ φορώντας τις φαινταχτερές πυτζάμες του. Γυρίζει μ’ ένα χαμόγελο προς το μέρος της, καθώς δένει το κορδονέττο της πυτζάμας στη μέση του. Η Μπλανς ανασαίνει δύσκολα, τραβιέται απ’ το τηλέφωνο πηγαίνοντας πλάγια, παράλληλα με τον τοίχο. Τον κοιτάζει επίμονα - όσο διαρκεί το μέτρημα ως το δέκα. Απ’ το παρατημένο

ακουστικό του τηλεφώνου ηχεί το γνωστό σήμα της ελεύθερης γραμμής, επίμονα κι εκνευριστικά) ΣΤΑΝΛΕΫ: Άφησες ανοιχτό το τηλέφωνο…

(Πηγαίνει και βάζει στη θέση του τ’ ακουστικό. Αμέσως γυρίζει και την κοιτάζει κατάματα. ΙΙεριφέρεται ανάμεσα στη Μπλανς και στην εξώπορτα, ενώ το χείλι του καμπυλώνεται σ’ ένα χαμόγελο. Το σιγανό πιάνο, που μόλις ακουγότανε, αρχίζει να δυναμώνει. Ο τόνος του παραλλάζει και φτάνει στο αγκομαχητό, σα μια ατμομηχανή που έρχεται κοντά μας. Η Μπλανς γέρνει σφραγίζοντας τ’

αυτιά με τις γροθιές της, ώσπου σβήνει ό θόρυβος) ΜΠΛΑΝΣ: (Ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της) Άσε με! Άσε με να περάσω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Να περάσεις; Και βέβαια! Πέρνα! (Τραβιέται ένα βήμα απ’ την εξώπορτα) ΜΠΛΑΝΣ: Εκεί στάσου! (Τού δείχνει μια άλλη θέση) ΣΤΑΝΛΕΫ: (Χαμογελώντας) Έχει τόπο για να περάσεις. ΜΠΛΑΝΣ: Μη στέκεσαι μπροστά μου! Έννοια σου κι εγώ θα περάσω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Νομίζεις πώς θα σ’ εμποδίσω ; Χα, χα!

(Ακούγεται απαλά το σιγανό πιάνο. Η Μπλανς γυρίζει σαστισμένη με μια αδιόρατη χειρονομία. Δυναμώνουν οι άγριες κραυγές της ζούγκλας. Ο Στάνλεϋ κάνει ένα βήμα προς το μέρος της—έχει δαγκώσει τη γλώσσα καθώς εξέχει ανάμεσα στα χείλια του)

ΣΤΑΝΛΕΫ: (Απαλά) Αν κι εδώ που τα λέμε, δε θα ‘τανε κι άσχημα, να σ’ εμποδίσω. ΜΠΛΑΝΣ: (Υποχωρεί στην κρεβατοκάμαρα) Στάσου εκεί! Μην προχωρήσεις άλλο γιατί θα… ΣΤΑΝΛΕΫ: Τι;

Page 21: skines xenoy dramatologioy 2

21ΜΠΛΑΝΣ: Θα γίνει μεγάλο κακό! Μεγάλο κακό! ΣΤΑΝΛΕΫ: Τι θες να μου παραστήσεις τώρα;

(Είναι κι οι δυο στην κρεβατοκάμαρα) ΜΠΛΑΝΣ: Πρόσεξε! Μη! . Πρόσεξε, είμαι επικίνδυνη!

(Ο Στάνλεϋ προχωρεί ακόμα ένα βήμα. Τότε ή Μπλανς σπάει ένα μπουκάλι στη γωνιά του τραπεζιού και τον αντιμετωπίζει προτείνοντας το κομμάτι που της έμεινε στο χέρι)

ΣΤΑΝΛΕΫ: Γιατί το ‘κανες αυτό; ΜΠΛΑΝΣ: Θα σου ξεσκίσω το πρόσωπο! ΣΤΑΝΛΕΫ: Όσο γι’ αυτό, βάζω στοίχημα πώς μπορείς να το κάνεις. ΜΠΛΑΝΣ: Θα το κάνω! Θα το κάνω αν... ΣΤΑΝΛΕΫ: Α, ώστε θες με το άγριο; Εντάξει! Με το άγριο!

(Ορμάει πάνω της, αναποδογυρίζοντας το τραπέζι. Η Μπλανς αφήνει μια κραυγή και κάνει να τον χτυπήσει με την άκρη του μπουκαλιού. Εκείνος όμως της πιάνει το χέρι)

ΣΤΑΝΛΕΫ: Τίγρισσα ! Ε τίγρισσα ! Παράτα το μπουκάλι! Άστο, σου λέω. Αυτό έπρεπε να ‘χε γίνει απ’ την αρχή! (Η Μπλανς γονατίζει βογγώντας, ενώ το μπουκάλι της έπεσε απ’ το χέρι. Ο Στάνλεϋ σηκώνει το άψυχο σώμα της και το πηγαίνει στο

κρεβάτι. Απ’ το γειτονικό κέντρο ακούγεται δυνατά ή κορνέττα κι ο ρυθμικός ήχος των «ντράμς»)

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος 2ο - Εικόνα 8η «Το ιατρείο»

(Ο Άγγελος αχνοφαίνεται στο σκοτάδι)

(Στο φωτισμένο ιατρείο, ο Τ ζ ω ν κάθεται καμπουριασμένος μπροστά στο γραφείο. Μπαίνει η Ά λ μ α κρατώντας ένα δίσκο με ένα φλυτζάνι καφέ. Απ’ το γειτονικό δωμάτιο ακούγεται η προσευχή του Αιδ. Γουαϊνμίλλερ)

ΤΖΩΝ: Τι μουρμουρίζει εκεί μέσα ο πατέρας σου; ΑΛΜΑ: Προσεύχεται. ΤΖΩΝ: Πες του να πάψει ! Δε θέλω σολομωνικές εδώ μέσα ! ΑΛΜΑ: Μπορεί να μη θέλετε — αλλά, τώρα πια, εν έχει σημασία τ ι θέλετε ε σ ε Ι ς... Σας έφερα λίγο καφέ... ΤΖΩΝ: Δε θέλω ! ΑΛΜΑ: Ακουμπήστε πίσω... κι άστε με να πλύνω το πρόσωπό σας... (Σκουπίζει τις κόκκινες κηλίδες απ’ το πρόσωπό του) Ένα τόσο όμορφο πρόσωπο... λεπτό κι ευαίσθητο... γεμάτο δύναμη που δεν πρέπει να πάει χαμένη... ΤΖΩΝ: Αφήστε με ! (Της σπρώχνει βίαια το χέρι) ΑΛΜΑ: Πρέπει να πάτε μέσα... να τον δείτε.. ΤΖΩΝ: Δεν μπορώ... Δε θα με θέλει. ΑΛΜΑ: Όλα αυτά έγιναν, επειδή σ α ς α γ α π ά ε ι. ΤΖΩΝ: Έγιναν, επειδή κάποιος προκομμένος ηλίθιος του τηλεφώνησε να γυρίσει πίσω ! Ποιος το ‘κανε αυτό ; Ποιος…; ΑΛΜΑ: Εγώ !.. ΤΖΩΝ: Εσύ ;.. ΑΛΜΑ: Ναι... μόλις έμαθα τι πηγαίνατε να κάνετε... Του τηλεφώνησα να ‘ρθει και να σας εμποδίσει. ΤΖΩΝ: Τον έφερες εδώ και σκοτώθηκε. ΑΛΜΑ: Ο μόνος ένοχος είν’ η δική σας αδυναμία. ΤΖΩΝ: Ε σ ύ με λες αδύναμο ε μ έ ν α ; ΑΛΜΑ: Καμιά φορά, χρειάζεται μια τραγωδία σαν κι αυτήν, για να γίνει ένας αδύνατος άνθρωπος, δυνατός. ΤΖΩΝ: Καταραμένη, άκαρδη γεροντοκόρη !.. Κι εγώ προσπαθούσα να σε γιατρέψω, να σε δυναμώσω — για να γυρίζεις εδώ κι εκεί, και να σκοτώνεις τον κόσμο με την αγιαστούρα και την κατήχηση ! ΑΛΜΑ: Μπορείτε να με βρίσετε όσο θέλετε... φτάνει να μη σας ακούσει ο πατέρας σας.

Page 22: skines xenoy dramatologioy 2

22

(Κάνει να φύγει από κοντά του) ΤΖΩΝ: (την αρπάζει) Κάτσε εδώ ! Θέλω να δεις κάτι ! (Τη γυρίζει προς τον τοίχο) Αυτόν τον πίνακα ! Κοίτα ! (Τη σπρώχνε προς τον πίνακα) ΑΛΜΑ: Τον ξέρω... (Γυρίζει αλλού το κεφάλι) ΤΖΩΝ: Ποτέ σου δεν τόλμησες να του ρίξεις μια ματιά ! ΑΛΜΑ: (παλεύοντας) Είστε τρελός ! ΤΖΩΝ: (κρατώντας την) Με λες εμένα «αδύναμο», και συ δεν μπορείς να κοιτάξεις ούτε μια ζωγραφιά με τα εντόσθια του ανθρώπου... ΑΛΜΑ: Δεν έχουν καμιά σημασία... ΤΖΩΝ: Α υ τ ό είναι το λάθος σου ! Νομίζεις πως το σώμα σου εσένα είναι παραγεμισμένο με ροδοπέταλα ! Γύρνα και κοίταξε δω — θα σου κάνει καλό ! (Την αναγκάζει να κοιτάξει τον πίνακα) ΑΛΜΑ: Πώς μπορείτε να μιλάτε έτσι, την ώρα που ο πατέρας σας πεθαίνει—; (Προσπαθεί να του ξεφύγει) ΤΖΩΝ: Κάτσε ήσυχα ! ΑΛΜΑ: …εξαιτίας σας ! ΤΖΩΝ: Κι εξαιτίας σου ! ΑΛΜΑ: Αυτή την ώρα τουλάχιστον — ΤΖΩΝ: Κοίτα ! ΑΛΜΑ: ... θα μπορούσατε να νιώσετε λίγη ντροπή !Λ ΤΖΩΝ: (με τρελή μανία, μορφάζοντας) Φτάνει ! Τώρα, άκου το μάθημα της ανατομίας. (Την κρατάει με το ‘να χέρι, με τ’ άλλο δείχνει τον πίνακα) Εκεί πάνω είν’ ο εγκέφαλος, που διψάει γι’ Α λ ή θ ε ι α, και ποτέ δεν του δίνουν αρκετή, και ποτέ δεν χορταίνει ! Εδώ στη μέση, είν’ η Κ ο ι λ ι ά, που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το Φ ύ λ ο, που διψάει για έρωτα, επειδή νιώθει μοναξιά πότε πότε... Εγώ τα ‘θρεψα, τα χόρτασα και τα τρία, όσο μπορούσα κι όπως ήθελα... Εσύ, δε χόρτασες κανένα.. Μπορεί την κοιλιά σου, λίγο, με φασκόμηλο !.. Αλλά από έρωτα, από αλήθεια — τίποτα, τίποτα, τίποτα... μόνο φουσκωμένα λόγια... και καμώματα και πόζες ! (Της αφήνει το χέρι) Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Το μάθημα τελείωσε. ΑΛΜΑ: Έ τ σ ι, λοιπόν, βλέπετε εσείς τους ανθρώπινους πόθους; Αυτό εκεί πέρα (δείχνει τον πίνακα) δεν είναι η ανατομία ενός ζώου, αλλά ενός α ν θ ρ ώ π ο υ. Ο έρωτας δε βρίσκεται εκεί που νομίζετε.. και το μυαλό ζητάει μιαν άλλη αλήθεια απ’ τη δική σας... Λείπει κάτι απ’ αυτόν τον πίνακα ! ΤΖΩΝ: Αυτό που λένε ισπανικά «Άλμα», δεν είν’ έτσι ; ΑΛΜΑ: Ναι, αυτό δεν το δείχνει ο πίνακας ! Αλλά, υ π ά ρ χ ε ι ωστόσο, κάπου εκεί, δε φαίνεται... μα υ π ά ρ χ ε ι ! Και μ’ α υ τ ό σας αγαπούσα εγώ... μ’ αυτό ! Κι όχι με κείνο που είπατε πριν ! Ναι, σας αγαπούσα με την ψυχή μου, Τζων, και π έ θ α ι ν α από αγάπη την ώρα που με βασανίζατε και με πληγώνατε… ΤΖΩΝ: (γυρίζει αργά προς αυτήν και της μιλάει απαλά, ευγενικά) Δε θα σας άγγιζα. ΑΛΜΑ: (δεν καταλαβαίνει) Τι ; ΤΖΩΝ: Εκείνη τη νύχτα στο Καζίνο... δε θα σας άγγιζα… ακόμα κι αν δεχόσαστε ν’ ανεβείτε α π ά ν ω... δεν... δε θα μπορούσα…

(Η Άλμα τον κοιτάει σαν να προαισθάνεται κάποιον αβάσταχτο πόνο) . Ναι, ναι !.. Δεν είν’ αστείο ; Πιο πολύ φοβάμαι εγώ την ψυχή σας, απ’ ό,τι εσείς το σώμα μου... Μαζί μου θα ήσαστε πιο εξασφαλισμένη κι απ’ τον Άγγελο της βρύσης... γιατί δεν ένιωθα ά ξ ι ο ς να σας αγγίξω...

(Μπαίνει ο Αιδ. .Γουαϊνμίλλερ)

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος 2ο - Εικόνα 11η «Το ιατρείο»

(Ένα απαλό χρυσό φως χαϊδεύει κάποιον ανεμοδείχτη και τα φτερά του πέτρινου Αγγέλου. Ο αέρας δυναμώνει και πέφτει, κάθε τόσο, σ’ όλη τη σκηνή. Το ιατρείο έχει αλλάξει ριζικά. Όλα είναι βαμμένα κάτασπρα. Και μοντέρνα. Μόνο ο ανατομικός πίνακας βρίσκεται στην παλιά του θέση. Ο Τ ζ ω ν κάθεται μπρος σ’ ένα τραπέζι κι εξετάζει ένα «δείγμα» με το μικροσκόπιο. Κάποιο ρολόι, μακριά,

χτυπάει 5. Ο ήλιος χάνεται πίσω από ένα σύννεφο, όσο χτυπάει η καμπάνα. Έπειτα, βγαίνει πάλι. Με τον τελευταίο χτύπο, μπαίνει στο γραφείο ο δισταχτικά η Ά λ μ α. Φοράει κοκκινωπό φόρεμα και «ασσορτί» καπέλο με φτερό)

ΑΛΜΑ: Λοιπόν; Δε θα μου πείτε ούτε μια «καλησπέρα» ;

Page 23: skines xenoy dramatologioy 2

23ΤΖΩΝ: Καλησπέρα, δεσποινίς Άλμα. ΑΛΜΑ: (μιλάει ζωηρά για να κρύψει την ταραχή της) Άλλαξαν όλα εδώ μέσα !.. Λάμπουν σα χιόνι !.. Θαμπώνουνε τα μάτια ! (Σκεπάζει τα μάτια της με τα χέρια, γελώντας) ΤΖΩΝ: Καινούργια επίπλωση... ΑΛΜΑ: Όλα καινούργια — εκτός απ’ τον Πίνακα ! ΤΖΩΝ: Το ανθρώπινο σώμα μένει πάντα το ίδιο ! ΑΛΜΑ: Πάντα το ίδιο κουραστικό ! Ο λαιμός μου με πονάει όλη την ώρα. ΤΖΩΝ: Είν’ η εποχή... (Ο αέρας δυναμώνει) ΑΛΜΑ: Παράξενος καιρός, σήμερα. ΤΖΩΝ: Ναι;.. Δε βγήκα έξω, καθόλου... ΑΛΜΑ: Ο αέρας είναι τρομερός... και κυνηγάει κάτι μεγάλα άσπρα σύννεφα... πώς τα λένε ; «Σωρείτες» ! Χα, Χα ! ΤΖΩΝ: Καθήστε, δεσποινίς Άλμα. ΑΛΜΑ: Μήπως σας ενοχλώ ; ΤΖΩΝ: Καθόλου ! Τηλεφώνησα στο Πρεσβυτέριο, όταν έμαθα πως ήσαστε άρρωστη. Ο πατέρας σας μου είπε πως δε θέλατε να δείτε κανένα γιατρό. ΑΛΜΑ: Ανάπαυση μου χρειαζόταν — τίποτ’ άλλο... Λείπατε από την πόλη τον περισσότερο καιρό... ΤΖΩΝ: Ήμουνα στο Λάυον, στην κλινική... για να τελειώσω ό,τι είχε αρχίσει ο πατέρας μου. ΑΛΜΑ: Και να δοξαστείτε μεμιάς ! ΤΖΩΝ: Να ε ξ ι λ ε ω θ ώ με καλές πράξεις ! ΑΛΜΑ: Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι γι’ αυτό... και πόσο είμαι περήφανη... Νιώθω... σχεδόν όπως θα ‘νιωθε ο πατέρας σας — αν. Και σεις... είστε... ευτυχισμένος τώρα, Τζων ; ΤΖΩΝ: (αμήχανα χωρίς να την κοιτάει) Συμβιβάστηκα με τη ζωή και με αρκετά καλούς όρους. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει ένας λογικός άνθρωπος ; ΑΛΜΑ: Πολύ περισσότερα : να πραγματοποιηθούν τα πιο τρελά του όνειρα ! ΤΖΩΝ: Καλύτερα να μη ζητάει κανείς τόσο πολλά. ΑΛΜΑ: Δε συμφωνώ. Εγώ λέω : «Ζήταγε τα πάντα — αλλά δέξου και το τίποτα !..» (Σηκώνετα απότομα και πάει στο παράθυρο) Ναι ήμουν, άρρωστη. Για ένα διάστημα νόμισα πως πέθαινα — πως α υ τ ή ήταν η αλλαγή που γινόταν μέσα μου. ΤΖΩΝ: Πότε το νιώσατε αυτό ; ΑΛΜΑ: Τον Αύγουστο, το Σεπτέμβρη... Τώρα όμως ο Θαλασσινός αέρας το σάρωσε σαν βραδινή καταχνιά... και ξέρω τώρα πως δεν θα πεθάνω... πως ο θάνατος δε θα είναι τόσο απλός κι εύκολος... ΤΖΩΝ: Υποφέρατε πάλι απ’ την καρδιά σας; (Παίρνει το επαγγελματικό του ύφος, βγάζει ένα ασημένιο ρολόι και της πιάνει το σφυγμό) ΑΛΜΑ: Και τώρα, το στηθοσκόπιο !

(Ο Τζων παίρνει το στηθοσκόπιο απ’ το τραπέζι, καθίζει κοντά της κι αρχίζει να ξεκουμπώνει τη ζακέτα της. Η Άλμα κοιτάει το σκυμμένο κεφάλι του. Αργά, άθελά της, το γαντοφορεμένο χέρι της σηκώνεται και του χαϊδεύει το κεφάλι. Ο Τζων ορθώνεται αμήχανα. Ξαφνικά, εκείνη σκύβει κοντά του και κολλάει τα χείλια της στο στόμα του. Αυτός μένει ασάλευτος. Αργά, η Άλμα τον

αφήνει) ΑΛΜΑ: Γιατί δε λέτε τίποτα; Σας έφαγε η γάτα τη γλώσσα ; ΤΖΩΝ: Δεσποινίς Άλμα... Τι μπορώ να πω ; ΑΛΜΑ: Με λέτε πάλι «Δεσποινίς Άλμα». ΤΖΩΝ: Ποτέ δεν είχαμε αληθινή οικειότητα μεταξύ μας. ΑΛΜΑ: Ω, ναι ! Είχαμε !... Ήμαστε τόσο κοντά, που μπερδεύονταν οι αναπνοές μας ! ΤΖΩΝ: (αμήχανα) Δεν το ήξερα. ΑΛΜΑ: Αλήθεια ; Εγώ όμως το ήξερα. (Το χέρι της αγγίζει τρυφερά το πρόσωπό του) Δεν έχετε πια εκείνα τα σημαδάκια απ’ το ξυράφι, που τα σκεπάζατε με πούντρα γαρδένιας ! ΤΖΩΝ: Ξυρίζομαι πιο προσεχτικά τώρα. ΑΛΜΑ: (γελώντας) Γι’ αυτό λοιπόν ;...

(Τα δάχτυλά της μένουν πάνω στο πρόσωπό του, σαλεύοντας απαλά απάνω-κάτω, όπως τα χέρια ενός τυφλού που διαβάζει «Μπράιγ». Ο Τζων, πολύ αμήχανος, της κατεβάζει ευγενικά τα χέρια)

Είναι... είναι α δ ύ ν α τ ο, τώρα πια; ΤΖΩΝ: Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. ΑΛΜΑ: Καταλαβαίνετε πολύ καλά ! Λοιπόν, μιλήστε μου ελεύθερα... Κάποτε σας είπα «όχι», όταν μου ζητήσατε κάτι... Θυμάστε, κείνο το βράδυ και τα ουρλιαχτά απ’ την κοκορομαχία ;... Αλλά τώρα άλλαξε, η κοπέλα που σας είπε «όχι» δεν υπάρχει πια, πνίγηκε απ’ τον καπνό μιας φωτιάς που είχε ανάψει μέσα της... Αλλά μου άφησε το δαχτυλίδι της... Βλέπετε ; Εκείνο που. σας άρεσε, το τοπάζι με τις πέρλες... Και καθώς μου το πέρναγε στο δάχτυλο, μου είπε : «Μην ξεχνάς πως εγώ πέθανα με — τα χέρια μου άδεια — γι’ αυτό, κοίταξε εσύ να ‘χεις κ ά τ ι μ έ σ α σ τ α δ ι κ ά σ ο υ χ έ ρ ι α !» (Αφήνει να πέσουν τα γάντια της. Ξαναπαίρνε το κεφάλι του στα χέρα της) «Και η περηφάνια μου ;» ρώτησα — Κι εκείνη μου είπε : «Ξέχασε την περηφάνια σου, όποτε στέκεται ανάμεσα σε σένα... και σε κείνο που πρέπει ν αποκτήσεις».

(Ο Τζων της πιάνει τους καρπούς)

Page 24: skines xenoy dramatologioy 2

24Τότε τη ρώτησα : «Κι αν εκείνος δε με θέλει πια» ; Δεν είμαι βέβαιη αν είπε τίποτα... τα χείλια της έπαψαν να σαλεύουν... ναι, μου φαίνεται πως έπαψε ν’ ανασαίνει !

(Ο Τζων, απαλά, κατεβάζει τα ικετευτικά χέρια της απ’ το πρόσωπό του) Όχι ;

(Ο Τζων δεν αποκρίνεται) Τότε η απάντηση είναι «όχι» ! ΤΖΩΝ: (πιέζει τον εαυτό του να μιλήσει) Σέβομαι την αλήθεια και σ α ς... Γι’ αυτό θα σας μιλήσω ελεύθερα...

(Η Άλμα κουνάει το κεφάλι της ελαφρά) Κερδίσατε το παιχνίδι μας... ΑΛΜΑ: Ποιο παιχνίδι ; ΤΖΩΝ: Το παιχνίδι με τον Πίνακα. (Τον δείχνει) ΑΛΜΑ: Α ! Τον Π ν α κ α ! (Γυρίζει και πάει προς τον Πίνακα. Τον κοιτάει, έπειτα κλείνει τα μάτια και σφίγγει τα χέρια της μπροστά της) ΤΖΩΝ: Ναι ! Τώρα πια, σκέφτομαι όπως εσείς : ότι υπάρχει και κ ά τ ι ά λ λ ο ε κ ε ί . . . κάτι αόρατο και άυλο... και πως μ ό ν ο γ ι α κ ε ί ν ο δουλεύουν όλες αυτές οι άσχημες μηχανές. Και, τώρα που ξέρω ότι υ π ά ρ χ ε ι, η παράξενη ιστορία που ζήσαμε εμείς οι δυο... παίρνει ένα καινούριο νόημα... μιαν αληθινή αξία !... Καταλαβαίνετε ; (Ο αέρας δυναμώνει ακόμα πιο πολύ, σαν άγριο κόρο από φωνές. Κι οι δυο τους γυρίζουν λίγο προς το παράθυρο. Η Άλμα πιάνει το

καπέλο της, σα να φοβήθηκε μην της το πάρει ο αέρας) ΑΛΜΑ: Ναι, καταλαβαίνω ! Τώρα, που δε θέλετε πια τίποτ’ άλλο από μένα, βρίσκετε ότι μπορεί να υπάρξει ένας... π ν ε υ μ ι τ ι κ ό ς δεσμός μεταξύ μας ! ΤΖΩΝ: Δε με πιστεύετε ; ΑΛΜΑ: (ένας τραχύς τόνος ανεβαίνει στη φωνή της) Μην προσπαθείτε να μου δώσετε κουράγιο, σα να ‘μουνα καμιά απ’ τις πελάτισσές σας. Δε χρειάζεται. Είμαι δυνατή τώρα. Ήρθα εδώ σαν ίσος προς ίσον... Είπατε να μιλήσουμε μ’ ανοιχτά χαρτιά. Εμπρός, λοιπόν, ας μιλήσουμε, χωρίς ψέματα — χωρίς έλεος — ακόμα και χωρίς ντροπή. Όλος ο κόσμος το ξέρει πως σας αγαπώ... Πάντα το ‘ξερε... Σας αγαπούσα από παιδί, από τότε που συναντιόμαστε μπροστά στο σιντριβάνι, και διαβάζαμε την επιγραφή κάτω απ’ τον Άγγελο : «Αιωνιότης»... Ναι, θυμάμαι τ’ ατέλειωτα απογέματα, που έπρεπε να μένω σπίτι για να διαβάσω μουσική κι οι φίλοι σας απ’ έξω φώναζαν : «Τζόννυ ! Τζόννυ !» Πώς τρεμούλιαζα, και μόνο που άκουγα τ’ όνομά σας ! Και πώς... έτρεχα στο παράθυρο, για να σας δω να πηδάτε τα κάγκελα ! Σας έπαιρνα από πίσω, ως τα μισά του δρόμου, μόνο και μόνο για να μπορώ να βλέπω το παλιό κόκκινο πουλόβερ σας, να τρέχει στο οικόπεδο όπου παίζατε !.. Ναι, τόσο νωρίς άρχισε αυτή η θλιβερή αγάπη και δε μ’ άφησε στιγμή από τότε, μα όλο και μεγάλωνε, μεγάλωνε... Έζησα, δυο βήματα απ’ την πόρτα σας, όλες τις μέρες της ζωής μου, αδύναμη και χαμένη, γεμάτη λατρεία και φόβο, για την πρωτόγνωρη δύναμή σας... Αυτή είναι η ιστορία μου !.. Και τώρα, πείτε μου ε σ ε ί ς : γ ι α τ ί δ ε ν έ γ ι ν ε τ ί π ο τ α μ ε τ α ξ ύ μ α ς ; Γιατί απότυχα; Γιατί ήρθατε τ ό σ ο κοντά — κι όμως, ό χ ι ο λ ό τ ε λ α κοντά μου ; ΤΖΩΝ: Όποτε βρεθήκαμε μαζί... εκείνες τις τρεις-τέσσερις φορές — ΑΛΜΑ: Τόσες μόνο ; ΤΖΩΝ: Ναι, μόνο τόσες !.. Κάθε φορά... σα να γυρεύαμε κάτι ο ένας απ’ τον άλλον... χωρίς να ξέρουμε κι οι ίδιοι τι θέλαμε... Όμως, δεν ήτανε σωματικός πόθος... Εκείνο το βράδυ στο Καζίνο... σας φέρθηκα «πρόστυχα»... αλλά στην πραγματικότητα δεν ποθούσα το σ ώ μ α σας! ΑΛΜΑ: Το ξέρω, μου το είπατε... ΤΖΩΝ: Ούτε και σεις μπορούσατε να μου το δώσετε. ΑΛΜΑ: Τότε... όχι ! ΤΖΩΝ: Είχατε να μου δώσετε κάτι άλλο... ΑΛΜΑ: Τι ; (Ο Τζων ανάβει ένα μεγάλο σπίρτο. Άθελά του, κρατάει τη διπλωμένη παλάμη του πάνω απ’ τη φλόγα του κεριού, για να τη ζεστάνει. Κοιτάνε κι οι δυο τη φλόγα θλιβερά, χωρίς ακόμα να ‘χουν ξεκαθαρίσει ολότελα τις σκέψεις τους. Η φλόγα φτάνει ως τα δάχτυλα του

Τζων. Η Άλμα σκύβει και τη σβήνει με ένα φύσημα. Έπειτα, αρχίζει να βάζει τα γάντια της) ΤΖΩΝ: Δεν το ξέρατε ούτε και σεις η ίδια, κι εγώ δεν μπορούσα να ανακαλύψω. Νόμιζα πως ήταν ένας πάγος, που έλαμπε σαν φλόγα. Τώρα όμως, πιστεύω πως αληθινά ή τ α ν φ λ ό γ α, που εγώ την έπαιρνα για πάγο ! Ακόμα δεν το καταλαβαίνω, αλλά ξέρω πως υπήρχε, όπως ξέρω πως τα μάτια σας κι η φωνή σας είναι τα πιο όμορφα πράγματα που γνώρισα στη ζωή μου... και τα πιο ζεστά... Κι ωστόσο, λες και δεν είναι μέρος του κορμιού σας... ΑΛΜΑ: Μιλάτε σα να ‘χει πάψει το κορμί μου να υπάρχει για σας. Ναι, α υ τ ό ε ί ν α ι. Προσπαθήσατε να μου το κρύψετε αλλά μου το ‘πατε καθαρά. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν — και με τι τραγική ειρωνεία ! Ε σ ε ί ς σκέφτεστε τώρα, όπως σκεφτόμουν ε γ ώ άλλοτε — κι εγώ, όπως εσείς τότε. (Γελάει) Ήρθα να σας πω, ότι σήμερα δε μου φαίνεται πια τόσο σπουδαίο, να ‘ναι κανείς κ α θ

Page 25: skines xenoy dramatologioy 2

25ω σ π ρ έ π ε ι κ ύ ρ ι ο ς και σεις μου λέτε πως πρέπει να μείνω καθωσπρέπει κυρία. (Γελάει βίαια) Οι ρόλοι αναποδογυρίστηκαν σαρκαστικά !.. (Προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στην ταραχή της) Μυρίζει αιθέρα εδώ μέσα... με ζαλίζει... ΤΖΩΝ: Ν’ ανοίξω το παράθυρο... (Σηκώνεται και πάει στο παράθυρο) ΑΛΜΑ: Ευχαριστώ. ΤΖΩΝ: (τ’ ανοίγει) Νιώθετε καλύτερα ; ΑΛΜΑ: Ναι... Θυμάστε κείνα τα άσπρα χαπάκια που μου δώσατε κάποτε ; Μου τέλειωσαν και θα ‘θελα μερικά... ΤΖΩΝ: Θα σας γράψω μια συνταγή. (Καθίζει στο γραφείο του και γράφειο)

(Απ’ το χωλλ ακούγεται η φωνή της Νέλλι)

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος 2ο - Εικόνα 12η «Το σιντριβάνι»

(Σούρουπο. Μπαίνει η Ά λ μ α, πάει αργά προς το σιντριβάνι και σκύβει να πιει. Σταματάει, βγάζει ένα μικρό άσπρο πακέτο απ’ την τσάντα της και αρχίζει να το ξετυλίγει. Αυτή τη στιγμή, παρουσιάζεται ένας Ν έ ο ς. Φοράει καρρώ κοστούμι και «μελών». Κοιτάει τον Άγγελο κι έπειτα βλέπει την Άλμα. Σταματάει κοντά στον πάγκο. Η Άλμα τον κοιτάει. Μακριά, ένα τραίνο σφυρίζει. Ο Νέος ξεροβήχει. Το τραίνο ξανασφυρίζει. Ο Νέος πάει προς το σιντριβάνι, με μάτια καρφωμένα στην Άλμα. Εκείνη διστάζει λίγο, με το μισανοιγμένο πακέτο στο χέρι. Έπειτα, πάει και στέκεται διστακτικά μπροστά στον πάγκο. Αυτός βάζει τα χέρια στις τσέπες

σιγοψιθυρίζοντας. Την κοιτάει πάνω απ’ τον ώμο του, προσπαθώντας να κάνει τον αδιάφορο. Η Άλμα με μιαν αβέβαιη κίνηση σηκώνει το βέλο της. Το σφύριγμα του Νέου σβήνει. Κουνιέται μπρος-πίσω πάνω στα τακούνια του, καθώς το τραίνο σφυρίζει πάλι. Ξαφνικά, σκύ6ει στο σιντρι6άνι και πίνει. Η Άλμα τρυπώνει το πακέτο στην τσάντα της. Καθώς ο Νέος ορθώνεται, εκείνη μιλάει με

φωνή που μόλις ακούγεται)

ΑΛΜΑ: Το νερό... είναι πολύ κρύο... ΝΕΟΣ: (γυρίζει προς αυτήν, ζωηρά) Είπατε τίποτα ; ΑΛΜΑ: Λέω, Το νερό είναι πολύ κρύο... ΝΕΟΣ: Ω, ναι, πολύ. ΑΛΜΑ: Έτσι είναι πάντα. ΝΕΟΣ: Αλήθεια ; ΑΛΜΑ: Ναι. Ακόμα και το καλοκαίρι. Έρχεται βαθιά απ’ τη γη... ΝΕΟΣ: Γι’ αυτό είναι έτσι κρύο. ΑΛΜΑ: Το Γκλόριους Χιλλ είναι ονομαστό για τα αρτεσιανά του φρέατα... ΝΕΟΣ: Α !.. Δεν το ήξερα... (Βγάζει απότομα τα χέρια του απ’ τις τσέπες) ΑΛΜΑ: (η αδεξιότητά του της δίνει κουράγιο) Είστε ξένος ; ΝΕΟΣ: Είμαι περιοδεύων πλασιέ. ΑΛΜΑ: Α, «ταξιδιάρικο πουλί» ε ; (Γελάει ευγενικά) Όμως είστε πιο νέος απ’ τους άλλους πλασιέ, κι όχι τόσο παχύς! ΝΕΟΣ: Εγώ, τώρα αρχίζω. Είμαι «νεοφώτιστος». ΑΛΜΑ: (ακουμπάει πίσω και τον κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια — Θα μπορούσες να πεις και με κάποιο νόημα) Θα ‘χει ενδιαφέρον η ζωή του πλασιέ... αλλά και πολλή μοναξιά. ΝΕΟΣ: Ναι, σωστά. Τα δωμάτια των ξενοδοχείων μοιάζουν τόσο άδεια...

(Παύση. Μακριά, το τραίνο σφυρίζει πάλι) ΑΛΜΑ: Όλα τα δωμάτια μοιάζουν άδεια, όταν είναι κανείς μόνος. (Τα μάτια της κλείνουν) ΝΕΟΣ: (ευγενικά) Είσαστε κουρασμένη ; ΑΛΜΑ: Εγώ ; Κουρασμένη ; (Πάει να το αρνηθεί, έπειτα γελάει αδύναμα κι ομολογεί την αλήθεια) Ναι... λιγάκι... Αλλά θα μου περάσει. Μόλις πήρα ένα χαπάκι για τον ύπνο. ΝΕΟΣ: Τόσο νωρίς ; ΑΛΜΑ: Ω, δε θα με κοιμήσει. Μόνο θα μου καλμάρει τα νεύρα. ΝΕΟΣ: Γιατί είσαστε ταραγμένη ; ΑΛΜΑ: Κέρδισα ένα παιχνίδι τα’ απόγεμα. ΝΕΟΣ: Αυτό δεν είναι λόγος. Αν χ ά ν α τ ε, μάλιστα ! ΑΛΜΑ: Αυτό το παιχνίδι δ ε ν ήθελα να το κερδίσω. ΝΕΟΣ: Λοιπόν, κι εγώ είμαι ταραγμένος.

Page 26: skines xenoy dramatologioy 2

26ΑΛΜΑ: Γιατί ; ΝΕΟΣ: Πρώτη φορά εργάζομαι και φοβάμαι μη δεν τα καταφέρω.

(Εκείνη η ανεξήγητη, ξαφνική οικειότητα, που γεννιέται, καμιά φορά, ανάμεσα σε δυο ξένους, πιο πολύ παρά ανάμεσα σε παλιούς φίλους ή εραστές, τους αναταράζει και τους δυο)

ΑΛΜΑ: (του απλώνει το κουτί με τα χάπια) Τότε, πάρτε ένα χαπάκι... ΝΕΟΣ: Μπορώ ;... ΑΛΜΑ: Φυσικά ! ΝΕΟΣ: Ευχαριστώ, Θα πάρω. ΑΛΜΑ: Θα δείτε τι αποτελεσματικό που είναι. Η συνταγή έχει αριθμό 96.814. Για μένα, είναι ο αριθμός τηλεφώνου του Θεού !

(Γελάνε κι οι δυο) ΝΕΟΣ: (βάζει ένα χαπάκι στο στόμα του, πάει στο σιντριβάνι και πίνει νερό. Έπειτα, λέει στον πέτρινο Άγγελο) Ευχαριστώ, Άγγελε ! (Του κάνει ένα μικρό χαιρετισμό και ξαναγυρίζει κοντά στην Άλμα) ΑΛΜΑ: Η ζωή είναι γεμάτη από μικρές ευλογίες σαν κι αυτήν — όχι μ ε γ ά λ ε ς και σπουδαίες ευλογίες, αλλά μ ι κ ρ έ ς και βολικές... Έτσι, μπορούμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας... (Έχει ακουμπήσει πίσω, με μισόκλειστα μάτια) ΝΕΟΣ: (γυρίζοντας κοντά της) Νυστάξατε ; ΑΛΜΑ: Ω, όχι, καθόλου ! Έκλεισα μόνο τα μάτια μου. Ξέρετε πως νιώθω αυτή τη στιγμή ; Σα νούφαρο. ΝΈΟΣ: Νούφαρο ; ΑΛΜΑ: Ναι, σαν άσπρο νούφαρο πάνω σε μια κινέζικη λίμνη... Δεν κάθεστε ;

(Ο Νέος &στάζει μια στιγμή, έπειτα βγάζει το καπέλο του και κάθεται, κρατώντας το αδέξια πάνω στα γόνατά του) Με λένε Άλμα. Θα πει «Ψυχή» ισπανικά ! Και σας ; ΝΕΟΣ: Χα, χα ! Άρτσι Κραίμερ. Μucho gusto, όπως λένε στην Ισπανία. ΑΛΜΑ: Usted habla aspagnol, senor ; ΝΕΟΣ: Un poquito ! Usted habla espagnol senorita ; ΑΛΜΑ: Me tambien. Un poquito ! ΝΕΟΣ: (ενθουσιασμένος, γελάει) Χα... χα... χα ! Καμιά φορά un poquito, φτάνει και περισσεύει !

(Η Άλμα γελάει, όπως δεν είχε γελάσει ποτέ ως τώρα: λίγο κουρασμένα αλλά πολύ φυσικά) ΝΕΟΣ: (σκύβει προς αυτήν, εμπιστευτικά) Πώς μπορεί να περάσει κανείς τη περάσει τη βραδιά του, στην πόλη σας ; ΑΛΜΑ: Στην πόλη δεν υπάρχει τίποτα, αλλά κάτω στη Λίμνη έχει ένα σωρό κέντρα, που προσφέρουν κάθε είδους νυχτερινές διασκεδάσεις. Υπάρχει ένα που το λένε : «Το Καζίνο της Λίμνης». Άλλαξε διευθυντή τώρα τελευταία, αλλά δε νομίζω ν’ άλλαξε και ατμόσφαιρα. ΝΕΟΣ: Και πώς ήταν η ατμόσφαιρά του ; ΑΛΜΑ: Εύθυμη, πολύ εύθυμη, κύριε Κράμερ. ΝΕΟΣ: Μα τότε, τι καθόμαστε κα κάνουμε σε τούτον τον πάγκο ; Vamonos. ALΜΑ: Como no senor ! ΝΕΟΣ: Χα, χα, χα ! (Πηδάει απάνω) Θα φωνάξω ένα ταξί ! (Βγαίνει φωνάζοντας) Ταξί ! Ταξί! Ταξί !

(Η Άλμα σηκώνεται. Καθώς πάει προς το σιντριβάνι, μια μουσική φράση ξαναφέρνει πίσω το δραματικό τόνο του έργου. Η Άλμα κοιτάει τον πέτρινο Άγγελο κα σηκώνει το γαντωμένο χέρι της, σα να τον αποχαιρετάει. Έπειτα, γυρίζει αργά προς το Κοινό, με το

χέρι σηκωμένο ακόμα — σα ν’ απορεί και σα να δίνει τέλος σε μιαν ιστορία)

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΚΚΑΑΜΜΙΙΝΝΟΟ ΡΡΕΕΑΑΛΛ

Συμφυρμός από την 6η και 11η Στάση

(Ο μικροπωλητές έχουν περιζώσει τη Μαργαρίτα Γκωτιέ) ΡΟΖΙΤΑ: Καμέλιες ! Καμέλιες ! Κόκκινες, άσπρες — ό,τι προτιμά η κυρία. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Θ’ αγοράσω μια καμέλια. ΡΟΖΙΤΑ: Τ χρώμα θέλετε απόψε;

Page 27: skines xenoy dramatologioy 2

27ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Άσπρη... Μόνον άσπρες τώρα πια...

(Ο Καζανόβας καταφέρνει ν’ ανοίξει δρόμο ίσαμ’ αυτήν) ΙΑΚΩΒΟΣ: Μία κάρα!... Φύγετε, φύγετε... Μην ενοχλείτε την κυρία! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Α!... ΙΑΚΩΒΟΣ: Τι συμβαίνει; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Μου το ‘κλεψαν... Το τσαντάκι πάει... Μαζί μ’ όλα μου τα χαρτιά... ΙΑΚΩΒΟΣ: Και το διαβατήριό σου; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι, και την άδεια παραμονής.

(Ακουμπάει ζαλισμένη στην αψίδα) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γεράκι! Τυραννισμένο γεράκι!

(Φιλάει τα δάχτυλά της, κι αγγίζει το στόμα του) ΙΑΚΩΒΟΣ: Φιλί τ’ ονομάζεις αυτό; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τ’ ονομάζω φάντασμα φιλιού. Αρκεί για την ώρα.

(Ακουμπάει πίσω, Κλείνοντας τα βαμμένα της βλέφαρα. Η κιθάρα του Ονειροπόλου συνοδεύει το διάλογό τους) ΙΑΚΩΒΟΣ: Δεν ξεκουράστηκες τ’ απόγευμα, Μαργαρίτα. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ξεκουράστηκα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Στου Αχμέτ; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι! Πίνοντας τσάι με μέντα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Στην κάτω αίθουσα; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Στην απάνω! ΙΑΚΩΒΟΣ: Εκεί που καίνε το όπιο; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Εκεί που κάνει δροσιά και παίζει μουσική κι ο θόρυβος της αγοράς ακούγεται σα φτερούγισμα περιστεριών. ΙΑΚΩΒΟΣ: Ανάμεσα στις κουρτίνες, στο ντιβάνι με τα μεταξωτά μαξιλάρια; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ξεχνώντας για λίγο πού βρίσκομαι — ή πως δεν ξέρω πού βρίσκομαι... ΙΑΚΩΒΟΣ: Μόνη σου; Ή με κάποιο νεαρό σύντροφο που έπαιζε λαούτο ή φλάουτο; Γιατί φαίνεται σαν να μην ξεκουράστηκες καλά. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Αν είναι κάτι που με κουράζει, είναι ο προβληματικός σου υπαινιγμός πως φαίνομαι κουρασμένη. ΙΑΚΩΒΟΣ: Είναι προβληματικό να ενδιαφέρομαι για την ασφάλειά σου σ’ αυτόν εδώ τον τόπο; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι, όταν το ενδιαφέρον σου συνοδεύεται από υπομνήσεις. ΙΑΚΩΒΟΣ: Τι υπομνήσεις; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Το ξέρεις πολύ καλά. Πως είμαι μια φιλήδονη που άρχισαν να την παίρνουν τα χρόνια... Που άλλοτε πληρωνόταν για να κάνει το κέφι της... Και που τώρα πληρώνει για να το κάνει... Ιάκωβε, δεν εννοώ να με παρακολουθούν... Έχω προχωρήσει πολύ, για να με παρακολουθούν... Είχα ένα γράμμα σήμερα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Τι γράμμα; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τίποτα ιδιαίτερο, μια εικονογρα4ημενη διαφήμιση για ένα ξενοδοχείο στο βουνό. ΙΑΚΩΒΟΣ: Πώς το λένε; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: «Υπομονή».... ΙΑΚΩΒΟΣ: Το ξέρεις; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι. Έμεινα κάποτε. Είναι ένα από κείνα τα κτίρια που βρίσκονται μέσα στα έλατα. Με μεγάλες βεράντες — όλο κρεβάτια... Σειρές από άσπρα σιδερένια κρεβάτια — σα μνήματα… Οι άρρωστοι χαμογελούν ο ένας στον άλλον... κι ανοίγουν τα γράμματα που λαβαίνουν... Οι φίλοι που σου έγραφαν άλλοτε δέκα σελίδες, αρκούνται τώρα σε μια χρωματιστή καρτ-ποστάλ με τρεις λέξεις: Γίνε γρήγορα καλά!.. Κι όταν φτάσει η τελευταία αιμόπτυση — ούτε πολύ αργότερα ούτε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι την περίμενες — σε τσουλάνε διακριτικά πίσω από μια κουρτίνα από άσπρο τουλπάνι... Και η στερνή σου εντύπωση απ’ αυτόν τον κόσμο — που τον γνώρισες τόσο λίγο κι όμως τόσο πολύ — είναι η μυρωδιά ενός άδειου ψυγείου. ΙΑΚΩΒΟΣ: Δεν πρόκειται να ξαναπάς εκεί. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν είχε τελειώσει η θεραπεία μου. Έφυγα χωρίς την άδειά τους. Μου στέλνουν αυτό, για να μου το θυμίσουν. ΙΑΚΩΒΟΣ: Από δω και μπρος, Μαργαρίτα, πρέπει να προσέχεις πιο πολύ. Μ’ ακούς; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Σ’ ακούω. Καμιά διασκέδαση πια; Κανένα όνειρο μες στους καπνούς και τη σιγανή μουσική; Κανένα παλικάρι που η παρουσία του σου μένει αξέχαστη, όταν σε ζορίσει το κάπνισμα της μαγικής σκόνης; ΙΑΚΩΒΟΣ: Τίποτα πια απ’ αυτά. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Και τότε τι μένει, γέρικο γεράκι μου: ΙΑΚΩΒΟΣ: Η ανάπαυση. Η γαλήνη. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Αναπαύεται εις γαλήνην γράφουν στους τάφους. Και δεν είμαι ακόμα έτοιμη γι’ αυτό. Είσαι μήπως εσύ; Είσαι; Γιάκωβε — πότε θα φύγουμε από δω; Πότε Θα φύγουμε; Πες μου; ΙΑΚΩΒΟΣ: Ό,τι ξέρω, στο είπα! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν μου είπες τίποτα. Εγκατέλειψες κάθε ελπίδα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Όχι. Δεν είναι αλήθεια.

Page 28: skines xenoy dramatologioy 2

28ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πότε πήγες για τελευταία φορά στο πρακτορείο ταξιδίων; ΙΑΚΩΒΟΣ: Σήμερα το πρωί. Πήγα σ’ όλα τα πρακτορεία που υπάρχουν εδώ πέρα. Και παντού η ίδια απάντηση. Όλες οι πτήσεις έχουν ανασταλεί, μέχρι νεωτέρας διαταγής. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν υπάρχει Τίποτα; ΙΑΚΩΒΟΣ: Τίποτα. Μόνον, απ’ ό,τι κατάλαβα, ένα μέσον που το λένε «Ο Δραπέτης». ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πώς; ΙΑΚΩΒΟΣ: «Ο Δραπέτης»... Μα δεν ακολουθάει συγκεκριμένο ωράριο. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πότε φεύγει; Από πού; ΙΑΚΩΒΟΣ: Αυτό ακριβώς σου εξηγώ. Δεν έχει συγκεκριμένο ωράριο, που σημαίνει... ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις τι σημαίνει. Εκείνο που χρειάζεται είναι να πληρώσεις, να δωροδοκήσεις, να τους προσφέρεις όσα όσα. Το ‘κανες; Όχι, βέβαια. Και ξέρω γιατί. Γιατί στο βάθος δεν θες να φύγεις από δω. Δεν θες, για ν’ αποδείξεις πως είσαι τολμηρός, ηρωικός — πως έχεις μείνει γεράκι — αυτή τη δικαιολογία δίνεις στον εαυτό σου. Μα πίσω απ’ αυτήν κρύβεται ο αληθινός λόγος. Ο φόβος. Φοβάσαι ν’ αντικρίσεις την άγνωστη γη που ξανοίγεται πίσω απ’ αυτά. ΙΑΚΩΒΟΣ: Πέτυχες διάνα. Φοβάμαι αυτό που ανοίγεται πίσω απ’ τα τείχη κι αυτό που υπάρχει μέσα στα τείχη. Φοβάμαι παντού, όπου δεν είσαι συ κοντά μου. Ο μόνος τόπος που αναπνέω, είναι ο τόπος που σμίγουν οι αναπνοές μας. Τη στιγμή αυτή πάνω απ’ αυτό το παγκάκι. Αργότερα, ακόμα πιο κοντά, στο πορτοκαλένιο φως της λάμπας, στη γλυκιά δροσιά του κρεβατιού σου. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Μικρή η παρηγοριά του έρωτα! ΙΑΚΩΒΟΣ: Μικρή παρηγοριά τη λες; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τα φυλακισμένα πουλιά φιλιούνται μεταξύ τους μα κείνο που ποθούν είναι η λευτεριά. ΙΑΚΩΒΟΣ: Θέλω να μείνω εδώ μαζί σου, να σ’ αγαπώ και να σε προστατεύω, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για μια έντιμη φυγή. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Έντιμη φυγή;... Οι φράσεις που μεταχειρίζεσαι είναι τόσο ξεπερασμένες όσο η μπέρτα σου και τ μπαστουνάκι σου!... Πώς θα φύγουμε ποτέ «έντιμα» απ’ τον τόπο αυτό, όπου μέρα με τη μέρα σαπίζει ό,τι τίμιο κι άξιο υπάρχει ακόμα μέσα μας; Πώς Θα γλιτώσουμε απ’ την απόγνωση — απ΄ τον ολοένα και καινούργιον άνεμο της απόγνωσης που ‘ρχεται μόλις ο περασμένος κοπάσει — και που τα σαρώνει όλα;...

(Ακούγονται τραγούδια απ’ τη φιέστα. Η Μαργαρίτα ταράζεται και σηκώνεται) ΙΑΚΩΒΟΣ: Στηρίξου στο μπράτσο μου, αγαπημένη. Ηρέμησε. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Καμιά ελπίδα... ΙΑΚΩΒΟΣ: Προσπάθησε ν’ ανασάνεις αργά... Κοίτα τον ουρανό... ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Καμιά ελπίδα... ΙΑΚΩΒΟΣ: Είναι τόσο ξάστερες οι νύχτες των τροπικών… Να ο Σταυρός του Νότου... Τον βλέπεις, Μαργαρίτα; Κι εκεί ο Ωρίων, κολυμπάει στο άπειρο σαν καλοφαγωμένο ψάρι... Κι εμείς οι δυο είμαστε μαζί, ενωμένοι, δεν νιώθουμε πια μοναξιά, ούτε φόβο — για πάντα μαζί…

(Κάθονται στον πάγκο) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Θα ‘χα φύγει, χωρίς εσένα... ΙΑΚΩΒΟΣ: Ναι, ναι, το ξέρω... ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Λοιπόν, πώς μπορείς ακόμα και... και...; ΙΑΚΩΒΟΣ: Μένω κοντά σου;

(Εκείνη κάνει «ναι») Γιατί μου ‘μαθες τι σημαίνει τρυφερότητα στον έρωτα. Δεν το ‘ξερα πριν. Πήδαγα απ’ τη μια κρεβατοκάμαρα στην άλλη — σαν ένας κουβάς νερό που τον χώνουν σε διάφορες φωτιές. Ποτέ ωστόσο δεν είχα ερωτευθεί, προτού ανακαλύψω πως ο έρωτας μπορεί να ‘ναι κάτι τόσο τρυφερό. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Σου ‘γινα συνήθεια. Κι αυτό το θαρρείς έρωτα... Καλύτερα να με παρατήσεις, καλύτερα να χωρίσουμε και να μ’ αφήσεις να φύγω, γιατί ένας κρύος άνεμος φυσάει απ’ τα βουνά — πάνω απ’ την ερημιά — ίσαμε μέσα στην καρδιά μου... Αν μείνεις κοντά μου, θ’ ακούσεις λόγια σκληρά όλο κακία — Θα σε πληγώσω στην περηφάνια σου — Θα ματώσω τον ανδρισμό σου που πήρε το δρόμο της παρακμής. ΙΑΚΩΒΟΣ: Άραγε, γιατί η απογοήτεψη κάνει εκδικητικούς τους ανθρώπους; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γιατί, στο βάθος, ο καθένας μας νιώθει πως είναι ολομόναχος. ΙΑΚΩΒΟΣ: Ναι, όταν υπάρχει δυσπιστία ανάμεσά μας. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πρέπει να υπάρχει. Αυτή μας προστατεύει απ’ την προδοσία των άλλων. ΙΑΚΩΒΟΣ: Θαρρώ πως πιο καλά μας προστατεύει η αγάπη. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Στο ξαναλέω, Ιάκωβε, είναι η συνήθεια... Είμαστε ένα ζευγάρι γέρικα γεράκια στο ίδιο κλουβί... έχομε γίνει σαν ένα πλάσμα σι δυο μας. Αυτό είναι που μας κάνει να βλέπουμε σαν έρωτα τη συνήθεια, σ’ αυτό το σκοτεινό τέλος του Καμίνο Ρεάλ... Για ποιο πράμα μπορούμε να ‘μαστε βέβαιοι; Ούτε ακόμα και για την ύπαρξή μας, καλέ μου φίλε. Κι από ποιον μπορούμε να ελπίζουμε μια απάντηση στις ερωτήσεις που μας βασανίζουν: «Πού βρίσκομαι; Τι μέρος είναι αυτό;»… Μονάχα από ένα χοντροξενοδόχο που μιλάει με γρίφους και μια γύφτισσα που κάνει πως διαβάζει χαρτιά. Τι άλλο μας προσφέρει αυτή η ζωή; Μιαν ατέλειωτη σειρά από μικρογεγονότα, που μαρτυρούν μονάχα πως η πορεία μας, κι η πορεία όλων των άγνωστων ολόγυρά μας, συνεχίζεται. Για πού; Ως πότε; Γιατί;… Κι φύγουμε ποτέ, πού μας μένει να πάμε;.. Στο μοιραίο σανατόριο; Στο φρικαλέο «Ριτς»; Ή απ’ την αυτή στην άγνωστη έρημο;... Είμαστε ολομόναχοι φοβισμένοι... Ακούμε τους Οδοκαθαριστάς με το καμπανάκι τους —

Page 29: skines xenoy dramatologioy 2

29όχι πολύ μακριά μας... Και μ’ όλο που πληγώσαμε τόσες φορές τους άλλους, απλώνουμε τα χέρια μας σ’ αυτούς για βοήθεια — για συντροφιά — για διέξοδο απ’ το σκοτάδι που μας σκεπάζει... Κουρνιάζουμε ο ένας κοντά στον άλλο για να βρούμε λίγη κοινωνική ζεστασιά... Κι αυτό τ’ ονομάζουμε αγάπη... Το φανταζόμαστε σαν ένα λουλούδι που βλασταίνει στο φεγγάρι... σαν τους άγριους μενεξέδες που ξεπετάγονται δειλά στο βουνό... Τρυφερότητα... Έρωτας... Όχι, Ιάκωβε, οι μενεξέδες του βουνού δεν ραγίζουνε τους βράχους! ΙΑΚΩΒΟΣ: Τους ραγίζουν, αν δεν τους εμποδίσεις να φυτρώσουν. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν το νιώθεις πως απόψε θα σε απατήσω; ΙΑΚΩΒΟΣ: Γιατί Θα το κάνεις; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γιατί έχω ξεπεράσει την τρυφερότητα του έρωτα.

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΤΤΡΡΙΙΑΑΝΝΤΤΑΑΦΦΥΥΛΛΛΛΟΟ ΣΣΤΤΟΟ ΣΣΤΤΗΗΘΘΟΟΣΣ

Πράξη 1η – Εικόνα 1η

(Η Σεραφίνα καθισμένη στον καναπέ, περιμένει να γυρίσει ο άντρας της, ο Ροζάριο)

ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ακούω την Ασσούντα ! (Φωνάζει) Ασσούντα !

(Η Α σ σ ο ύ ν τ α παρουσιάζεται κα μπαίνει στο σπίτι. Είναι γριά, φοράει ένα γκρίζο σάλι και κουβαλάει ένα καλάθι με χορταρικά, γιατί είναι «φαττουκιέρε» κομπογιαννίτισα)

ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Βένγκο, βένγκο. Μπουόνα σέρα. Μπουόνα σέρα». Κάτι κακό αναδεύει στον αέρα... Όχι άνεμος, μα όλα σαλεύουν... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Δεν βλέπω τ ί π ο τ α να σαλεύει — κι ούτε και συ βλέπεις... ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Τίποτε δε σαλεύει, γ ι α ύ τ ό και. δεν το βλέπεις. Όμως όλα σαλεύουνε... κι εγώ ακούω τις φωνές των άστρων. Εσύ τις ακούς ; Τις ακούς, εσύ ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ. Κουταμάρες ! Δεν είναι οι «φωνές των άστρων». Είναι ο σκόρος, που τρώει το σπίτι... Τι κουβαλάς σ’ αυτά τ’ άσπρα σακουλάκια ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σκόνη ! Θαυματουργή σκόνη ! Ρίχνεις μια πρέζα στον καφέ του άντρα σου... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Και σε τι χρησιμεύει ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Τι χρησιμεύει ; Σ’ ό,τι χρησιμεύει κι ο άντρας !.. Τη φτιάχνω από ξερό αίμα τράγου. ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Νταβέρο» ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Είν’ ένα κι ένα ! Μα έχε το νου σου, να τη ρίξεις στον καφέ του τ ο β ρ ά δ υ, όχι το πρωί. ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ο άντρας μου δεν έχει ανάγκη από μαντζούνια. ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Να με συμπαθάς, βαρωνέσσα. Μπορεί όμως νάχει ανάγκη απ’ το α ν τ θ ε τ ο μαντζούνι... Έχω και τέτοιο... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Άκου γριά, δε χρειαζόμαστε κ α ν έ ν α μαντζούνι, κατάλαβες ;

(Σηκώνει το κεφάλι της με περήφανο χαμόγελο. Απ’ όξω ακούγεται ένα φορτηγό στη δημοσιά να ζυγώνει. Στέκονται και αφουγκράζονται, αλλά το φορτηγό περνάει κα χάνεται)

ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Στην Ασσούντα) Δεν ήταν αυτός. Το δικό του φορτηγό είναι θερίο... 10 τόννοι ! Σαν έρχεται, τραντάζει όλα τα τζάμια της γειτονιάς !.. Ασσούντα, ξεκούμπωσέ μου μερικές κόπιτσες... Πάω να σκάσω ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σεραφίνα... είν’ αλήθεια αυτό που σούπα ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Αλήθεια είναι, μα δε χρειαζότανε να μου το πει κ α ν έ ν α ς !.. Ασσούντα, θα σου πω κάτι, πού μπορεί να μην το πιστέψεις. ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Δεν γίνεται να μου πεις τ ί π ο τ α, που να μην το πιστέψω. ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Βα μπένε !» «Σέντι», Ασσούντα ! Ήξερα πως «έπιασα»... το ίδιο κιόλας βράδυ!

(Μια μουσική φράση ακούγεται καθώς το λέει αυτό) ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Εεεε ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Σέντι» ! Εκείνη τη νύχτα με ξύπνησε ένας πόνος, πού μ’ έσφαξε εδώ, στο αριστερό μου στήθος ! Σαν καφτές βελονιές... Άναψα το φως, άνοιξα το στήθος μου... και τι λες βλέπω απάνω ; Το τ ρ ι α ν τ ά φ υ λ λ ο, πσύχει κεντημένο στο στήθος του ο άντρας μου ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Το τριαντάφυλλο του Ροζάριο ;

Page 30: skines xenoy dramatologioy 2

30ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Απάνω μου, στο στήθος μου, το τ ρ ι α ν τ ά φ υ λ λ ό του ! Κι όταν το είδα, κατάλαβα πως είχα «πιάσει»…

(Ρίχνει πίσω το κεφάλι της χαμογελώντας περήφανα κι’ ανοίγει τη βεντάλια της) ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Την κυττάει σοβαρά, κι έπειτα σηκώνεται και δίνει στη Σεραφίνα το καλάθι της) «Έκκο» ! Πούλα έ σ ό τα μαντζούνια ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Δε με πιστεύεις ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Σταματώντας) Το είδε ο Ροζάριο ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Έβαλα τις φωνές. Μα όταν ξύπνησε αυτός, το τριαντάφυλλο είχε χαθεί. Δεν κράτησε παρά μια στιγμή. Μα εγώ το ε δ α, το ε ί δ α, και κατάλαβα αμέσως Πως είχα «πιάσει»... πως μέσα στο κορμί μου ένα άλλο τριαντάφυλλο φύτρωσε ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ. Κι αυτός ;.. το πίστεψε πως το είδες ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Όχι ! Γέλασε. Γέλασε, κι εγώ έβαλα τα κλάματα... ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Και σε πήρε στην αγκαλιά του, κι έπαψες να κλαις ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Σι» ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σεραφίνα... γιατί, δηλαδή, πρέπει ε σ ύ νάσαι α λ λ ο ι ώ τ ι κ η απ’ τους άλλους; «Σημάδια», «θαύματα», «μυστήρια» ! «Μιλάς με την Παναγιά» ! Λες πως σου αποκρίνεται σ’ ό,τι τη ρωτάς, Πως σου κουνάει το κεφάλι και σου χαμογελάει... Άκου, Σεραφίνα, κάτω απ’ την Παναγιά έχεις ένα καντήλι. Ο αέρας μπαίνει απ’ τις γρύλλιες και τρεμοσβύνει το φως του καντηλιού. Οι σκιές σαλεύουν. Και συ νομίζεις πως σου μιλάει η Παναγία ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Μου κάνει νοήματα ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Γιατί δηλαδή μονάχα σε σένα ; Είσαι πιο σπουδαία εσύ απ’ τους άλλους ; Γυναίκα Βαρώνου, λέει ! Στη Σικελία, τόντις λέγανε το θειό του Βαρώνο, αλλά στη Σικελία ο λ ο ι είναι βαρώνοι, φτάνει νάχουν ένα κομμάτι γης κα χωριστό σπίτι για τις κατσίκες ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Του λέγανε «Βοσέντσα !» του θειου του και φιλούσανε το χέρι του, άμα τον βλέπανε ! (Φιλάει πολλές φορές τη ράχη της παλάμης της με σεβασμό) ΑΣΣΟΥΝΤΑ. Του θειου του, στη Σικελία !—«Σι !» Μα, ε δ ώ, τι κάνει ο κανακάρης σου ; Οδηγάει ένα φορτηγό με μπανάνες ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Ξεσπώντας) «Νο» ! Ό χ ι μπανάνες ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Αμέ ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Στάι τσίτα !» (Της κάνει μια απηλειτική χειρονομία) «Νο - Βιένι κουί», Ασσούντα !

(Της κάνει ένα μυστηριώδες νόημα) ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Πλησιάζει) «Κόζα ντίτσι ;» ΣΕΡΑΦΙΝΑ. ‘Α π ά ν ω στ’ αυτοκίνητο είναι μπανάνες ! Μα αποκάτω — κάτι άλλο ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Κε άλτρε κόζε» ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ό,τι θέλουν να β γ ά λ ο υ ν κρυφά έξω απ’ την πολιτεία οι αδελφοί Ρομάνο, το βγάζει ό Ροζάριο, κάτω απ’ τις μπανάνες! (Κουνάει το κεφάλι με σημασία κι’ επισημότητα) Κι’ από λεφτά... βγάζει τόσα που ξεχειλάνε απ’ τις τσέπες του ! Σε λίγο, δε θάχω ανάγκη να ράβω φορέματα ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Εγώ λέω πως σε λίγο θάχεις να ράψεις μαύρο κρέπι ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Απόψε, ξεμπερδεύει ! Από αύριο δε θα ξανακουβαλήσει τις «πραμάτειες» των Ρομάνο. Ξεπληρώνει τ’ αμάξι, και θα δουλεύει από δω και μπρος για δική του πάρτη ! Τότε, θα ζήσουμε σαν αφεντικά στην Αμέρικα ! Δικό μας φορτηγό ! Δικό μας σπίτι ! Και στο σπίτι, όλα θάναι με ηλεχτρισμό ! Φούρνος – νερά – ψυγείο – «τούτο» ! Μα, απόψε, κάτσε μαζί μου... Η καρδιά μου πάει να σπάσει... ώσπου ν’ ακούσω τ’ αυτοκίνητο να σταματάει μπρος στο σπίτι και το κλειδί του ν’ ανοίγει την πόρτα !.. Όταν τον φωνάζω και μου αποκρίνεται απ’ όξω, «Σ ι σ ό ν ο κ ο υ ί»... Στα μαλλιά του, Ασσούντα, έχει... ροδόνερο. Κι όταν ξυπνάω τη νύχτα... ο αέρας της κάμαρας... είναι γεμάτος από... τριαντάφυλλα... Κ ά θ ε φ ο ρ ά... μ α ζ ί τ ο υ... λες και είναι η πρώτη φορά που σμίγουμε... Ο καιρός δεν περνάει... ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Παίρνει ένα μικρό ρολόϊ απ’ το μπουφέ και τ’ ακουμπάει στ’ αυτί της) Τικ, τακ, τικ,—κι εσύ λες πώς το ρολόι είναι ψεύτης... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Όχι, το ρολόι είναι τρελλό. Δεν το ακούω. Ρολόι μου εμένα είν’ η καρδιά μου, κι’ η καρδιά μου δε λέει «τικ-τακ-τικ», λέει «α-γά-πη, α-γά-πη !». Και τώρα, έχω δυο καρδιές μέσα μου, κι οι δυο λένε, μαζί: «α-γά-πη, α-γά-πη» !

(Ένα αυτοκίνητο ζυγώνει και χάνεται. Η Σεραφίνα αφήνει τη βεντάλια της να πέσει. Η Ασσούντα ανοίγει μια μποτίλια με δυνατό κρότο. Η Σεραφίνα βγάζει μια έντρομη φωνή)

ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Στάϊ τρανκουίλλα ! Κάλματι» ! (Της βάζει ένα ποτήρι κρασί) Πιες το, και πριν αδειάσει το ποτήρι, θα τον έχεις στην αγκαλιά σου ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Η καρδιά μου πάει να σπάσει ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Η καρδιά της γυναίκας πρέπει ν’ αντέχει στα χτυπήματα. (Πάει στην πόρτα) ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Μείνε μαζί μου ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ:. Πρέπει να πάω σε μια γυναίκα, που ήπιε ποντικοφάρμακο, επειδή είχε αδύνατη καρδιά... (Φεύγει) ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Γυρίζει νωχελικά στον καναπέ. Σηκώνει τα χέρια της ως τα μεγάλα φουσκωμένα στήθια της, και μουρμουρίζει δυνατά) Ω, τι όμορφο που είναι νάχεις δ υ ό ζωές μέσα στο κορμί σου... όχι μια, αλλά δ υ ο !

Page 31: skines xenoy dramatologioy 2

31

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ Μετάφραση: ΥΦΗ ΚΑΛΙΦΑΤΙΔΗ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΑΑ

Επεισόδιο 5ο

ΚΟΠΕΛΑ: Δικό σου είναι το σπίτι ; ΑΝΤΡΑΣ: Σ’ άρεσε ; ΚΟΠΕΛΑ: Όμορφο είναι. ΑΝΤΡΑΣ: Βγάλε την καμπαρντίνα σου... ΚΟΠΕΛΑ: Είσαι σίγουρος ότι δε θα ’ρθει κανείς ; ΑΝΤΡΑ Σ: Σπίτι μου είναι. ΚΟΠΕΛΑ: Και μένεις μόνος ; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, τώρα μένω μόνος. ΚΟΠΕΛΑ: Τώρα ; ΑΝΤΡΑΣ: Κάποτε έμεναν εδώ η γυναίκα μου και τα παιδιά. Την άνοιξη έφυγαν.. και δεν ξαναγύρισαν... ΚΟΠΕΛΑ: Μπρρ, έπιασαν τα κρύα από το πρωί συννέφιασε άσχημα... ΑΝΤΡΑΣ: Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή, όταν το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα, είναι η ωραιότερη στιγμή για να κάνεις έρωτα. ΚΟΠΕΛΑ: Εμένα μου φαίνεται πάντα το ίδιο ! ΑΝΤΡΑΣ: Λες ψέματα — υποκρίτρια. Με τη συννεφιά Σου αρέσει πιο πολύ να μένεις σπίτι. Και να κλείνεις τα παράθυρα, για να φτιάξεις την πρώτη θαλπωρή μες στο δωμάτιο: μια θαλπωρή λησμονημένη, αλλά τόσο βαθιά γνώριμη: τη θαλπωρή άλλων καιρών! Νιώθεις τη νοσταλγία της φωτιάς· και η σάρκα σου, κάτω απ’ το πρώτο μάλλινο, νιώθει αυτή την καινούρια δροσιά μες στην καρδιά ενός ουρανού ακόμα γαλήνιου. ΚΟΠΕΛΑ: Πώς είναι τα παιδιά σου; ΑΝΤΡΑΣ: Ο ένας είναι έξι χρονών, ο άλλος τεσσάρων. Δυο αγοράκια σοβαρά, σαν όλα τ’ άλλα. Ώρες ώρες μού φαίνονται μεγαλύτερα από μένα... ΚΟΠΕΛΑ: Να βγάλω την καμπαρντίνα μου ; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, σου είπα... Ο μεγάλος είναι σκληρός, τα σκούρα μάτια του είναι γεμάτα αγάπη για τη μάνα του.

Page 32: skines xenoy dramatologioy 2

32Ο μικρός τής έχει την ίδια αγάπη, αλλά τα μάτια του γελούν, δεν τον νοιάζει τίποτα, είναι ανάλαφρος και αστείος, σαν ζωάκι, και ο σεβασμός του για το μεγάλο αδερφό κρύβει έναν εύθυμο οίκτο... ΚΟΠΕΛΑ: Καλά λες, είναι πολύ ωραία η δροσιά, όταν μέσα έχει ζεστούλα. Ναι, μου φαίνεται σαν να ‘ναι πέρσι. ΑΝΤΡΑΣ: Ή σαν να ‘ναι μετά Από δέκα χρόνια... (αν ζεις ακόμα). Είναι μια μέρα μελλοντική — σ’ αρέσει; — στο τέλος ενός καλοκαιριού που δεν έχει έρθει ακόμα... Βλέπεις ; Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, παρόλο που κυλάει τόσο αργά ! ΚΟΠΕΛΑ: Μα γιατί είπες: αν ζω ακόμα; ΑΝΤΡΑΣ: Γδύσου τώρα. ΚΟΠΕΛΑ: Ξέρεις. ήμουν άρρωστη. Έκανα δυο χρόνια σανατόριο. ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αλλά γδύσου τώρα. ΚΟΠΕΛΑ: Θες να με κοιτάς που ξεντύνομαι ; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. ΚΟΠΕΛΑ: Πλάκα έχεις...

(Αρχίζει να γδύνεται) ΑΝΤΡΑΣ: Το καλοκαίρι πέρασε, αλλά είσαι ακόμα μαυρισμένη... ΚΟΠΕΛΑ: Δεν έχεις καθόλου μουσική ; ΑΝΤΡΑΣ: Όχι. Θα τα κάνουμε όλα μες στη σιωπή. ΚΟΠΕΛΑ: Μα για ποια με πέρασες ; ΑΝΤΡΑΣ: Γι’ αυτό που είσαι, το κορίτσι της πρώτης καλοκαιριάτικης μέρας χωρίς ήλιο. ΚΟΠΕΛΑ: Έτσι μάλιστα... ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια; ΚΟΠΕΛΑ: Όχι, γιατί; ΑΝΤΡΑΣ Γιατί είσαι ολόγυμνη, σαν ζώο σε λιβάδι. ΚΟΠΕΛΑ: Τι κακό βλέμμα που έχεις ! ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ντρέπεσαι ποτέ ; ΚΟΠΕΛΑ: Ντράπηκα λιγάκι την πρώτη φορά· μετά ποτέ. ΑΝΤΡΑΣ: Μα δε σκέφτεσαι την κοιλιά σου ;

Page 33: skines xenoy dramatologioy 2

33ΚΟΠΕΛΑ: Ορίστε ; ΑΝΤΡΑΣ: Την καλιά σου ! Την κοιλιά σου ! Αυτό το μέρος του σώματος που όλοι το κρύβουν, που δεν πρέπει να υπάρχει, που όλοι παριστάνουν ότι δεν το έχουν, ή τουλάχιστον ότι δεν το σκέφτονται, ότι έχουν λευτερωθεί.. Ακόμα κι ο πατέρας σου ! ΚΟΠΕΛΑ: Αστείος είσαι ! Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια πράγματα... ΑΝΤΡΑΣ: Βρίσκεις φυσικό Να έχεις φύλο, αυτό το λείο όριο στο βάθος της κοιλιάς σου, που το γλείφει μια μαύρη πλημμυρίδα... Κι όμως, είναι αφύσικο... αφύσικο ! Δεν ξέρεις ότι είναι απαράδεκτο και σκανδαλώδες η προσωπική μας περίπτωση να επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα ; Αυτό κάνεις με το να μου επιδεικνύεσαι γυμνή... Για να σου δώσω να καταλάβεις... σκέψου δυο πατεράδες... ναι. δυο πατεράδες... δυο ενήλικους άντρες, χωρίς τίποτα πια από την ελαφράδα της νιότης, να στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν άταχτα παιδιά, με ανοιγμενα τα παντελόνια και να κοιτάζονται... ΚΟΠΕΛΑ: Α. α ! Ω, ω ! Μα τι πας και σκέφτεσαι... ΑΝΤΡΑΣ: Έτσι είσαι κι εσύ με τη γυμνή κοιλιά σου... ΚΟΠΕΛΑ: Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα. Εσύ δε θα ξεντυθείς ; ΑΝΤΡΑΣ: Όχι, γιατί ξέρω ότι είσαι βρώμικη και σ’ αρέσει περισσότερο ένας άντρας με λυμένο το παντελόνι, παρά μες στη γύμνια της φύσης του, απλός όπως κι εσύ. ΚΟΠΕΛΑ: Δεν πα’ να κάνεις ό,τι θες... ΑΝΤΡΑΣ: Σ’ αρέσει να κάνεις κακό; ΚΟΠΕΛΑ: Τι ; ΑΝΤΡΑΣ: Να κάνεις κακό. Κ Ο Π Ε Λ Α Στον άντρα; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, κατάλαβες τώρα... ΚΟΠΕΛΑ: Τι να καταλάβω ; ΑΝΤΡΑΣ: Τι πάει να πει κακό; Δε σου κάνει κακό ένας άντρας όταν σε παίρνει με τις κλοτσιές και τις μπουνιές ; ΚΟΠΕΛΑ Εμένα ; Ας τολμήσει κανείς να σηκώσει χέρι πάνω μου ! Καθάρισε !

Page 34: skines xenoy dramatologioy 2

34ΑΝΤΡΑΣ Κόρη φτωχών ανθρώπων... χαριτωμένη... σάρκα που αμύνεται παρ’ όλη τη φτήνια της... Που πρέπει ν’ αγωνιστεί, μασκαρεύοντας σε νίκες τις υποχωρήσεις της μπροστά στα συνεχή χτυπήματα… ΚΟΠΕΛΑ: Το πρόσωπό σου έγινε πανί.. και μου φαίνεται ότι τρέμεις... Τι έχεις ; ΑΝΤΡΑΣ: Είμαι χλομός ; Τρέμω ; Ίσως φταίει το φως... Εξάλλου... είμαι λιγάκι άρρωστος. Αλλά μη σε νοιάζει. Λοιπόν, σ’ αρέσει να κάνεις κακό ; ΚΟΠΕΛΑ: Ναι, αλλά πώς, πώς ; ΑΝΤΡΑΣ: Θα σου πω... Ποιος ήταν ο τελευταίος που πήγες μαζί του; ΚΟΠΕΛΑ: Την περασμένη Κυριακή... Ήταν, θυμάμαι, ένας νεαρός από τη Σικελία, που κάνει στρατιωτικό εδώ στην Μπολόνια : ήρθε ίσια απ’ το σπίτι των γονιών του... ΑΝΤΡΑΣ: Ήταν ωραίο παιδί ; Μελαχρινός ; Καστανός ; ΚΟΠΕΛΑ: Δεν ξέρω… Θύμιζε ληστή. ΑΝΤΡΑΣ: Λοιπόν... σκέψου ότι αυτό το ληστή, που ετοιμάζεται να σου κάνει έρωτα, όπως τον κάνει αυτός, σαν μια μητέρα που σε σφίγγει στο στήθος της ή σαν ένας πατέρας που σε κλείνει σπίτι με το μεγάλο σιτσιλιάνικο φύλο του — το δυνατό σαν κορμός και τρυφερό σαν φρούτο — σκέψου ότι κάποιος τον δένει αυτό το στρατιώτη και σου λέει : Κοίτα αυτή την ανίσχυρη δύναμη : ταπείνωσε την, πλήγωσε την, εκδικήσου τον για την απαίτησή του να γονιμοποιήσει... κάν’ τον να κλάψει σαν παιδί χωρίς σπέρμα...

(Η Κοπέλα γελάει) Αχ, η συναίσθησή σου είναι μικρή σαν το πεπρωμένο σου !

(Η Κοπέλα γελάει) Είσαι μόνη μαζί του, είναι στα χέρια σου. Κατάλαβες ; Κάνετε κάτι που δεν ανήκει πια στον κόσμο τούτο. Είναι έξω από κάθε όριο, είναι του πνεύματος. Ένας δυνατός νεαρός, που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας και τριγυρνάει στον κόσμο, με τα πόδια και το φύλο του, παράτολμος σαν ωραίος Δον Κιχώτης, σωριάζεται — και τα πάντα μπορούν να συμβούν : τα πάντα, εκτός απ’ όσα ανήκουν σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο... ΚΟΠΕΛΑ: Δε σε καταλαβαίνω... ΑΝΤΡΑΣ: Βρίσκεσαι μόνη μαζί του ! Μόνη ! Μόνη ! ΚΟΠΕΛΑ: Εννοείται... ΑΝΤΡΑΣ Εντάξει, πάρε εμάς τους δυο...

Page 35: skines xenoy dramatologioy 2

35Τι γαλήνη ! Είναι η πρώτη βραδιά ! Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα, είναι φτιαγμένος από ανθρώπους που γυρνούν απ’ τις δουλειές τους κι από ένα ποτάμι αυτοκινήτων —ακούς; — που κυλά μες στο φως σαν μια ανάσα. Ο άνθρωπος που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα — εγώ — μπροστά σ’ ένα μνημείο από σάρκα γεμάτη φρέσκο αίμα — εσένα — τρέμει, χτυπούν τα δόντια του. Βρίσκεται σ’ έκσταση. Αυτό που ήταν ιερό στα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν γιος, μόλις πραγματοποιηθεί, τον κάνει αθάνατο. Μάθε ότι όλ’ αυτά επιστρέφουν και επαναλαμβάνονται. Κάθε νέα στύση τα προϋποθέτει. Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν τη θυμάσαι. Σ’ αυτή την επανάληψη αναζητούμε ένα εναρκτήριο γεγονός. Και η αναζήτηση δε σταματάει ποτέ, γιατί κάθε φορά το ξεχνάμε. Μέσα απ’ την επανάληψη ξαναζούμε ένα και μοναδικό πράγμα. Μαζί με το θύμα σου (που περιμένει την πραγματοποίηση του ονείρου) περιμένεις την πραγματοποίηση μιας πραγματικότητας που καταστρέφει κάθε άλλη. ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, μες στη σιωπηλή πλατεία μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα, μια μέρα γαλήνης, που έμεινε ίδια από το 1600 ή το 1800 κι εκεί μου εμφανίστηκε ο Θεός. Κι έπειτα χάθηκε αμέσως. Κάθε νέα στύση, με την αγωνία η την ντροπή της στύσης, ζητά την επανάληψη του πράγματος, την επιστροφή του Θεού.

(Αρπάζει τη γυναίκα και της δένει τα χέρια) ΚΟΠΕΛΑ: Βοήθεια, τι κάνεις ; Βοήθεια ! ΑΝΤΡΑΣ: Σκάσε, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω. ΚΟΠΕΛΑ: Βοήθεια, μανούλα μου, λυπήσου με, άσε με ! ΑΝΤΡΑΣ: Δε θα σου κάνω κακό... ίσως. Ίσως να μου είναι αρκετός ο φόβος σου, ο αληθινός φόβος, που γράφεται κύματα κύματα στα μούτρα σου, κρυμμένος πίσω απ’ την ντροπή... και από τη σκέψη ότι, αν φανερωθεί, θα είναι χειρότερα... Βλέπεις ; Βλέπεις ότι καμιά άλλη πραγματικότητα δε μετράει ; Είναι μια έκσταση όπου ο κόσμος χάνεται και αρχίζει να εμφανίζεται πάλι ο Θεός. ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. αλλά πάμε τώρα, είναι αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι! ΑΝΤΡΑΣ: Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου έφυγαν το Πάσχα. Είναι ψέμα. Τους σκότωσα. Έπρεπε να σκοτώσω μόνο εκείνη,

Page 36: skines xenoy dramatologioy 2

36αλλά ήταν πιο ωραίο να τους σκοτώσω όλους. Έπειτα τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι. ΚΟΠΕΛΑ: Δεν είναι αλήθεια ! Δε σε πιστεύω ! Σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια ! ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις ότι δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου ο θάνατός σου; Γιατί δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το θάνατο — και τη θέλησή μου. Ξέρεις ότι μπορεί να μην ξαναγυρίσεις σπίτι σου; Να μην ξαναδείς τη μάνα σου ; ΚΟΠΕΛΑ: Τι ‘ν’ αυτά που λες ; Αχ, Θεέ μου... ΑΝΤΡΑΣ: Θα μείνεις εδώ, στα χέρια μου, γιατί είσαι μια μικρούλα με τα χέρια κοκκινισμένα απ’ τη δουλειά και μια πρώτη ανάλαφρη ρυτίδα στο μέτωπο... Είσαι μια μικρούλα σαν αγοράκι, παράτολμη και εύπιστη σαν αρσενικό. Τη σχισμή στο βάθος της κοιλιάς σου τη δίνεις στον άντρα σαν σε φίλο, ε ; Έτσι θα μάθεις να δείχνεις τόση εμπιστοσύνη στη φιλία ! ΚΟΠΕΛΑ: Μιλάς σαν τρελός, Θεέ μου, Άσε με να φύγω... ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε γαμήσω εκατό φορές και θα κρατιέμαι… Και θα σε πάρω στις μπουνιές και στις κλοτσιές, σαν μεθύστακας σύζυγος... ΚΟΠΕΛΑ: Φτάνει φτάνει, μαμά, μανούλα μου ! ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε πιάσω στις μπουνιές και στις κλοτσιές, γιατί έτσι αξίζει να τιμωρηθεί η αθωότητά σου ! Και πνίγομαι από τη λαχτάρα να χαθώ και να τελειώνω μια για πάντα.

(Αρχίζει να τη χτυπάει) ΚΟΠΕΛΑ: Αχ, όχι! Μη στην πλάτη ! ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε χτυπάω όπου θέλω...

(Συνεχίζει να τη χτυπάει) ΚΟΠΕΛΑ: Σε παρακαλώ, μη στην πλάτη ! Ήμουν στο σανατόριο ! Σ’ το είπα, σ’ το είπα ! ΑΝΤΡΑΣ Αααααχ, το ξέρω : και να ‘ξερες πόσο χάρηκα ! Ήσουν στο σανατόριο, εκεί που παν οι άποροι... Σαν το σκυλί, ψωρόσκυλο, που μου ήρθες με το πουτανίστικο φουστανάκι σου... να με συγκινήσεις... γεμάτη υγεία, κακομοίρα, κι ας είχες τα πνευμόνια σου τρύπια... Είσαι φτωχή και η ζωή σε χτυπάει, έτσι δεν είναι; Κι εγώ κάνω ό,τι κι η ζωή. Φώναξε, αν θες, τώρα, γιατί μετά θα σκάσεις· γιατί αύριο το πρωί — αν ε σε σκοτώσω — θα συμβιβαστείς και θα ξαναπάρεις τους δρόμους σαν να μην έγινε τίποτα ! Τι σημαντική που είναι η επιβίωση, αγία, αγαπημένη μου πουτάνα ! Θα διηγείσαι αυτή την ιστορία, θριαμβεύτρια,

Page 37: skines xenoy dramatologioy 2

37κι ύστερα θα βρεις κάποιον άλλον, γιατί η ζωή σε βαράει από δω κι από κει κι εσύ προχωρείς ηρωικά, έτσι δεν είναι ; ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. ναι, έτσι είναι. Άσε με τώρα να φύγω ! ΑΝΤΡΑΣ: Ούτε να σου περνάει απ’ το μυαλό !

(Ξαναρχίζει να τη χτυπάει. Η Κοπέλα ουρλιάζει) Κι όταν θα σωριαστείς κάτω, χτυπημένη σαν μοσχάρι, ίσως να ξεκουμπωθώ και, παρόλο που ξέρω ότι το κάτουρό μου δεν έχει καμία αθωότητα ή ζωική δροσιά, να το αδειάσω πάνω σου, κατάλαβες ; Πάνω σ’ αυτά τα μάτια μιας ηλίθιας ανίδεης, πάνω σ αυτά τα στήθη με την ιερή ξετσιπωσιά !

(Ξαναρχίζει να τη χτυπάει. Η Κοπέλα ουρλιάζει) Ε. νόμιζες ότι αστειευόμουν ; Νόμιζες ότι δεν ήθελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ...

(Ξαφνικά σταματάει να τη χτυπάει και τρικλίζει) Αχ. δε νιώθω καλά... Το μέτωπό μου είναι ιδρωμένο και τρέμω... όπως όταν πραγματικά... Είμαι χάλια... Βοήθησε με, Θεέ μου !

(Κάνει εμετό) Έπρεπε να συμβεί. Κάτι με τραβάει κάτω. Μια κάψα στο κεφάλι, Θεέ μου, μου ‘ρχεται να λιποθυμήσω... Αν αυτός είναι ο θάνατος... θα του αφεθώ... δε θα σκέφτομαι τίποτα... (Λιποθυμάει πάνω στα ξερατά του. Η Κοπέλα καταφέρνει να λύσει τα χέρια της, φορά μόνο τα παπούτσια της και το πανωφόρι πάνω

στο γυμνό κορμί της και φεύγει τρέχοντα)

ΤΑΝΤΕΟΥΣ ΡΟΥΖΕΒΙΤΣ Μετάφραση: ΕΡΣΗ ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗ

ΛΛΕΕΥΥΚΚΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Εικόνα 1η – Το υπνοδωμάτιο των κοριτσιών

(Στο τραπέζι ανάμεσα στα δυο κρεβάτια, μια λάμπα πετρελαίου με τριανταφυλλί λαμπόγυαλο. Μεσάνυχτα. Το ρολόι χτυπάει δώδεκα. Με το ένατο χτύπημα μια από τις κοπέλες κουνιέται ανήσυχη. Μετά το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού, ησυχία. Σε λίγο, η κοπέλα δυναμώνει τη λάμπα. Μέσα στο αδύνατο φως διακρίνονται έπιπλα, στους τοίχους κάδρα, ένας σταυρός. Η κοπέλα, με ξέπλεκα τα μαλλιά της, κάθεται στο κρεβάτι. Φοράει άσπρη πουκαμίσα κουμπωμένη ως το λαιμό. Η άλλη κοιμάται με το κεφάλι χωμένο στο

πάπλωμα. Βγάζει το πόδι της έξω από το σκέπασμα μέχρι το γόνατο. Άσπρο, παχουλό, γυμνό, κρέμεται από το κρεβάτι και τα δάχτυλα ακουμπάνε στο πάτωμα. Το πόδι ζει παρ’ όλο πού είναι ακίνητο)

ΜΠΙΑΝΚΑ: (γυρίζει το κεφάλι της προς το μέρος που κοιμάται η άλλη) Παυλίνα... (Μικρή παύση) Παυλίνα... Παυλινάκι. Δε μ’ ακούς ; Κάνεις πως δεν ακούς, ε ; Κοιμήσου. Είσαι κακιά. (Χώνει το χέρι της κάτω από το μαξιλάρι και παίρνει ένα βιβλίο. Το

Page 38: skines xenoy dramatologioy 2

38φέρνει προς το φως, ξαπλώνει στο πλευρό κι αρχίζει να διαβάζει. Σταματάει, αφουγκράζεται για λίγο την αναπνοή της άλλης) Παυλίνκο... Μίλα μου... Σε ικετεύω. Κρυώνω μωρέ... Να ’ρθω να ζεσταθώ κοντά σου ; Είδα ένα όνειρο... πως έπεσα στο πηγάδι. Παγωμένο νερό, παντού... άνοιξα το στόμα κι έμπαινε το νερό μέσα μου, απ’ όλες τις τρύπες. Είδα κι εσένα μέσα στο πηγάδι· το πρόσωπό σου... Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεπαγιασμένη. (Η ΜΠΙΑΝΚΑ ανασηκώνει το πάπλωμα και πλησιάζει το κρεβάτι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ. Σκύβει απάνω της. Αγγίζει το πάπλωμα, το χαϊδεύει. Φέρνει γύρο το κρεβάτι, κάθεται στο χαλάκι και της λέει ψιθυριστά) Λίνα... Ξύπνα. Σε παρακαλώ. Θα σου διαβάσω... (Χαϊδεύει την πατούσα της, ακουμπάει το στόμα στη γάμπα της. Το πόδι κινείται ανήσυχο και κρύβεται κάτω από το πάπλωμα. Η ΠΑΥΛΙΝΑ, μουρμουρίζοντας μέσα στον ύπνο της, γυρίζει και τυλίγεται καλά στα σκεπάσματα. Φανερώνεται το κεφάλι της, με άσπρο σκουφί. Η ΜΠΙΑΝΚΑ τραβάει απότομα το πάπλωμα από πάνω της. Η ΠΑΥΛΙΝΑ είναι ξαπλωμένη ανάσκελα με μακριά άσπρη πουκαμίσα κουμπωμένη ως τα γόνατα. Έχει κλειστά τα μάτια κι απ’ το στόμα βγαίνει σιγά-σιγά, μελανιά, η γλώσσα της. Με το σκύψιμο της ΜΠΙΑΝΚΑΣ, η ΠΑΥΛΙΝΑ βγάζει όλη τη γλώσσα της έξω) Παυλίνα, Τι έχεις ; (Σταυρώνει τα χέρια) ΠΑΥΛΙΝΑ: (με βραχνή φωνή) Φαρμακώθηκα... Από έρωτα για τον Βενιαμίν. Πεθαίνω. Μπιμπινίτσα, χαιρέτα μου τη θεία, τον παππού, τη μαγείρισσα... Το βάζο με το δηλητήριο θα το ’βρεις κάτω απ’ το κρεβάτι. Θα συναντηθούμε στον ουρανό. Φουκαριάρα μου Μπιμπινίτσα... (Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι)

(Η ΜΠΙΑΝΚΑ κοιτάζει κάτω απ’ το κρεβάτι. Η ΠΑΥΛΙΝΑ γελάει) Κοίτα μην πέσεις μέσα στο καθίκι... ΜΠΙΑΝΚΑ: (Κάτω απ’ το κρεβάτι) Τα καταβρόχθισε μόνη της... Παλιοεγωίστρια... (Εμφανίζεται με ένα βάζο που έχει υπολείμματα χυμού από βατόμουρα) Καμιά ώρα θα πεθάνεις απ’ το πολύ φαΐ. Θα σου στριφτούνε τ’ άντερα. (Με το βάζο στα χέρια, η ΜΠΙΑΝΚΑ καβαλάει πάνω στην ΠΑΥΛΙΝΑ. Παρατηρεί το μεγάλο παχύ άσπρο πρόσωπο της φιλενάδας της. Βάφει την ΠΑΥΛΙΝΑ με το χυμό. Της φτιάχνει μουστάκια, γένια) Γατάκι. μου, κουκλάκι μου, Λίνα μου, ζυμάρι μου αφράτο, άνοιχ’ τα ματάκια σου, μην αποκοιμιέσαι.

(Η ΠΑΥΛΙΝΑ αναστενάζει) ΜΠΙΑΝΚΑ: (αφήνει το βάζο πάνω στο ντουλάπι) Πάλι κοιμάται ! Το απαίσιο ζυμαρικό κοιμάται πάλι ! Κοιμάται ! Κοιμάται ! Κοιμάται ! Χοντροζύμαρο ! (Κοιτάζει την ΠΑΥΛΙΝΑ που έχει ξεσκεπαστεί λίγο, μέχρι τους ώμους, και κάνει πως ροχαλίζει) Τι παλιόμαλλα είναι αυτά ; Μουστάκια κάτω απ’ τις μασχάλες, φτου ! Ξύπνα, βασιλιά μου ! Κοιμισμένε μου πολεμιστή, βασίλισσά μου ! Ξύπνα, γιατί θα σου φάω τη μύτη. (Πλησιάζει το στόμα της στο πρόσωπο της ΠΑΥΛΙΝΑΣ κι ακουμπάει προσεκτικά τα δόντια στη μύτη της) ΠΑΥΛΙΝΑ: (ανακάθεται και σκεπάζει τη μύτη με τις παλάμες της) Δος μου πίσω τη μύτη μου, ψοφιοσκούληκο. ΜΠΙΑΝΚΑ: (χαϊδεύει με την παλάμη την κοιλιά της) Μμμ... Μνιάμ... μνιάμ... καλή η μύτη της Λίνας... καλή μυτίτσα... Νόστιμη σα γλυκοπατάτα... ΠΑΥΛΙΝΑ: Σκουλήκια έχεις στην κοιλιά σου... Είσαι παραγεμισμένη με σκουληκαντέρες. ΜΠΙΑΝΚΑ: (σκεπάζει το στόμα της με την παλάμη) Σταμάτα γιατί. θα κάνω εμετό. ΠΑΥΛΙΝΑ: Θα κοιμάσαι και θα σου βγαίνουν απ’ τη μύτη, απ’ τα’ αφτιά... άσπρα, μακριά... σα μακαρόνια... Θα σου βγαίνουν απ’ τον πισινό... ΜΠΙΑΝΚΑ: Είσαι απαίσια, Λίνα... Κι εσύ έχεις μουστάκια παντού. Και στις δυο μασχάλες, κι εκεί, κάτω απ’ την κοιλίτσα... Ζυμάρι μου αφράτο, ζεστούτσικο, γλυκό μου, δε σου κρατάω κακία...

(Η ΠΑΥΛΙΝΑ χασμουριέται) Μην κοιμάσαι... Βαριέμαι μονάχη, μην κοιμάσαι, Λινάκι... Να σου διαβάσω, Θέλεις ; ΠΑΥΛΙΝΑ: (με τεχνητή φωνή, σα να παριστάνει κάποιον) Είσαι βαρετή μ’ αυτά τα διαβάσματα... Δεν έχω όρεξη ν’ ακούσω πάλι ποιήματα... Χρυσάνθεμα, τριαντάφυλλα, κρίνα και σαχλαμάρες. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ξέρεις τι έχω για σένα ; Ένα πούρο... ΠΑΥΛΙΝΑ: Νηστικιά δεν καπνίζω. Θα μου ’ρθει εμετός. Τι βιβλίο είναι αυτό ; ΜΠΙΑΝΚΑ: (παίρνει το βιβλίο από το πάπλωμα) Να ‘ρθω να ξαπλώσω κοντά σου ; Δεν είναι ποιήματα... Πολύ μυστήριο βιβλίο, πρέπει να το διαβάσουμε γρήγορα, πριν το δει ο μπαμπάς πως λείπει από τη βιβλιοθήκη. Τόχω αρχίσει εγώ... Παυλίνα... Κοιμάσαι ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Διάβασέ μας, τέλος πάντων, τα τραλαλά σου. ΜΠΙΑΝΚΑ: Πώς κρυώνω, τρέμω ολόκληρη, σαν το φύλλο στο κλαρί. ΠΑΥλΙΝΑ: Άντε, διάβαζε, μη σ’ αρχίσω στις βρισιές. Σαρανταποδαρούσα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Χθες, στην καλύβα, είδα κάτι... Μου κόπηκε η ανάσα... Πήγα να σκάσω από τα γέλια...

(Η ΜΠΙΑΝΚΑ αγκαλιάζει την ΠΑΥΛΙΝΑ) ΠΑΥΛΙΝΑ: Ε, δείξ’ το μου, τέλος πάντων... (Παίρνει το βιβλίο από την ΜΠΙΑΝΚΑ, του ρίχνει μια ματιά πρώτα χωρίς ενδιαφέρον, μετά αρχίζει να διαβάζει με προσοχή) Για φαντάσου ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Είδες ; είδες ; Διάβασε φωναχτά... Μετά εγώ. Ζεστή που είσαι... ΠΑΥΛΙΝΑ: Έλα, έλα, κρυόμπλαστρο. (Η ΠΑΥΛΙΝΑ διαβάζει λίγο με βραχνή φωνή, σα να’ ναι βουλωμένη ή μύτη της) «Στον άνθρωπο, σε ορισμένα τετράποδα και μικρές μαϊμούδες, σε ορισμένα σαρκοβόρα, αρκούδες, ύαινες, στις λευκές φώκιες και τέλος στα ΝΤΑΜΑΝ του ΚΑΠΣΚΙ, ο κόλπος του θήλεος είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει καλυμμένος από μεμβράνη, την οποίαν το πέος του άρρενος διατρυπά κατά την πρώτη επαφή...»

Page 39: skines xenoy dramatologioy 2

39ΜΠΙΑΝΚΑ: Τι είναι αυτό το ΝΤΑΜΟΝ του ΚΑΠΣΚΙ ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Όχι ΝΤΑΜΟΝ. ΝΤΑΜΑΝ. Ξέρω κι εγώ ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Άκου όνομα... ΠΑΥΛΙΝΑ: Μου ‘ρθε μια λιγούρα... Πεινάω. Γουρούνι ολόκληρο τώρα το ξεκοκάλιζα. Μέχρι και το Νταμάν έτρωγα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Κάτι έχω κρυμμένο για σένα... Να γλείφεις τα δάχτυλά σου... ΠΑΥΛΙΝΑ: Τι ’ναι ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Κάτι γλυκό, κάτι άσπρο και. μαλακό, σαν κι εσένα... Μάντεψε ! ΠΑΥΛΙΝΑ: Μπιμπινίτσα, μη με βασανίζεις... πεθαίνω της πείνας, στ’ ορκίζομαι. ΜΠΙΑΝΚΑ: Μην πεθάνεις ! Στάσου !

(Πετάγεται από το κρεβάτι και τρέχει σε μια κουρτίνα-παραβάν. Βγαίνει αμέσως μ’ ένα πιατάκι γεμάτο φρουτοσαλάτα. Κάθεται στο κρεβάτι με το πιάτο στα γόνατα)

ΠΑΥΛΙΝΑ: Αχ, δικό μου, Μπι.. Μπι.. Μπιμπινίτσα, γλυκιά μου... Κουταλάκι ; Καλά, με τι θα το φάω ; Ποτέ σου δε σκέφτεσαι πρακτικά. ΜΠΙΑΝΚΑ: Φά’ το με το χέρι... ΠΑΥΛΙΝΑ: (ξαναδίνει το βιβλίο και παίρνει το πιάτο με τη φρουτοσαλάτα. Δοκιμάζει με τη γλώσσα της) Λεμόνι... Τώρα θα του δώσω να καταλάβει. Διάβαζε εσύ. ΜΠΙΑΝΚΑ: (κοιτάζει τη φίλη της) Μόνο τρώγε σιγά, γιατί θα πάθεις τίποτα. (Διαβάζει) «Ο άνθρωπος είναι ζώον θηλαστικόν, ομφαλογενές. Ως εκ τούτου, τα γεννητικά του όργανα και ο τρόπος χρησιμοποιήσεώς τους είναι τα ίδια όπως και εις όλα τα ζώα που έχουν τρίχωμα, μαστούς και. ομφαλό. Ούτος κατά το σύνηθες δεν είναι καλυμμένος καθ’ ολοκληρίαν με τρίχες, αλλά δεν υπάρχει επάνω του ούτε ένα σημείο που να μη φύονται τρίχες...».

(Όσο διαβάζει, χαϊδεύει κάπου-κάπου το κεφάλι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ) ΠΑΥΛΙΝΑ: (με γεμάτο το στόμα φρουτοσαλάτα) Και στην παλάμη ; ΜΠΙΑΝΚΑ: (ξεσπάει σε γέλια. Διαβάζει γελώντας) «Στο κεφάλι, λοιπόν, κάτω από τις μασχάλες και στο λόφο της ήβης, τα μαλλιά φυτρώνουν και στα δύο φύλα...». ΠΑΥΛΙΝΑ: (σκαλίζοντας με τα δάχτυλα τη φρουτοσαλάτα, μιλάει μπερδεμένα) Α στο καλό και μ’ αυτές τις τρίχες... Παντού τρίχες... στη σούπα, στη χτένα... ΜΠΙΑΝΚΑ: Μόνο στο κεφάλι του παππού δεν έχει. (Γελάει) ΠΑΥΛΙΝΑ: Τα βαριέμαι αυτά. Διάβασε τίποτε άλλο. (Γλείφει τα δάχτυλά της) ΜΠΙΑΝΚΑ: (ξεφυλλίζει το βιβλίο και διαβάζει) «Οι Πολυνήσιοι, πριν να μεταστραφούν προς το Χριστιανισμό, συνήθιζαν να κρατούν τους όρχεις σε όρθια στάση και με τα δύο χέρια, ούτως ώστε το πέος κρεμόταν μεταξύ των δακτύλων. Αυτή ήταν στάση άγριας Ντάντας...». (Η ΜΠΙΑΝΚΑ διακόπτει το διάβασμα, κοιτάζει την ΠΑΥΛΙΝΑ που γλείφει το πιάτο) Τι σημαίνει «άγρια Ντάντα» ; ΠΑΥΛΙΝΑ: (σταματάει) Άγρια Ντάντα είναι η ονομασία του πέους του Πολυνήσιου πριν τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ποιανού πέους ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Του Πολυνήσιου. ΜΠ1ΑΝΚΑ: (σηκώνει τους ώμους, διαβάζει) «Ορισμένα ζώα είναι εφοδιασμένα με ορχιδοσάκκο, αυτό το είχε ήδη παρατηρήσει ό Πλίνιος...». ΠΑΥΛΙΝΑ: Άσε τώρα τον ΙΊλίνιο. (Ξαναπαίρνει από την ΜΠΙΑΝΚΑ το βιβλίο. Τα δυο κορίτσια κρύβονται κάτω από το πάπλωμα. Φαίνονται μόνον τα κεφάλια και οι ώμοι. Το σκουφάκι στο κεφάλι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ στράβωσε) Ω ! εδώ είναι το ζουμί !... Κασμήλα ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Όχι κασμήλα. Καμήλα. Έχουμε πει γι’ αυτήν. ΠΑΥΛΙΝΑ: Τότε, μην ακούς. Θα διαβάσω από μέσα μου. Αλλά βλέπω πολύ ενδιαφέρον. ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγωίστρια. ΠΑΥΛΙΝΑ: Βδέλλα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Άντε, άντε, διάβασε. ΠΑΥΛΙΝΑ: «Οι δρομάδες και οι γάτες έχουν την άκρη του πέους λυγισμένη προς τα πίσω...». Αυτό δε γίνεται. ΜΠΙΑΝΚΑ: Γιατί ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Εξυπνοπούλι μου... Το πέος σηκώνεται όρθιο μπροστά όταν μεγαλώνει. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ξέρω κι εγώ... ΠΑΥΛΙΝΑ: Τι δεν ξέρεις ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Η δρομάς και η καμήλα είναι το ίδιο πράγμα, αλλά πώς να συγκρίνεις την καμήλα με το γάτο ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Βρε Παναγιά μου, βέβαια... Ο Ντρομάς είναι διπλωματικός ακόλουθος στην Ασία. Ασχολείται με μεταφράσεις... Τώρα, δε θυμάμαι πώς λεγόταν αυτός ο φίλος του Σλοβάτσκι. Λεγόταν... Σπίτσ... Σπίτσ... Ναι ! Εσύ τα ξέρεις όλα... αυτός που λες, με τέτοιο πόστο, κι όμως τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Σπιτσνάγγελ... ΠΑΥΛΙΝΑ: Σπιτσνάγγελ, μάλιστα... Όλο με κόβεις στα πιο κρίσιμα σημεία για να κάνεις επίδειξη γνώσεων... «Το πέος των μηρυκαστικων καθώς και των αγριόχοιρων είναι λεπτοκαμωμένο, ενώ στα μονόνυχα, στον ελέφαντα και στη θαλάσσια αγελάδα είναι παχύ και στρογγυλό...». (Ξεσπάει σε γέλια) Αγελάδα με πέος ! Για κοίτα κάτι επιστήμονες ! Η αγελάδα έχει μαστάρια. ΜΠΙΑΝΚΑ: Θαλασσινή, σου λέει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Κι επειδή είναι θαλασσινή ; Η αγελάδα πρέπει να ‘χει μαστάρια. ΜΠΙΑΝΚΑ: Η θαλασσινή αγελάδα δεν αρμέγεται. επομένως δεν της χρειάζονται μαστάρια. ΠΑΥΛΙΝΑ: Μαστάρια, μαστάρια. Και τη μαγείρισσα δεν την αρμέγουν, έχει όμως μαστάρους.

Page 40: skines xenoy dramatologioy 2

40ΜΠΙΑΝΚΑ: Όχι μαστάρους. Μαστάρια. Δε σ’ αντέχω, όταν σακατεύεις έτσι τη γλώσσα. ΠΑΥΛΙΝΑ: Εξυπνάκια... Κάνεις την έξυπνη και κοιτάς πώς να μπήξεις τα καρφιά σου... ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγώ, καρφιά ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Και δε μας λες, τι απέγινε με κείνον τον τρελό, τον Σπιτσνάγγελ ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Ήθελα εγώ να σε πικράνω μ’ αυτόν τον Σπιτσνάγγελ ; Είσαι πρόστυχη, Λίνα. ΠΑΥΛΙΝΑ: Για ψάξε να βρεις μήπως έχεις κανένα μασταράκι απάνω σου. ΜΠΑΝΚΑ: Εσύ τι έχεις ; Βυζάκτα ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Πάντως, εσύ, δεν έχεις. Ο βδέλλες δεν έχουν βυζιά. (Η ΜΠΙΑΝΚΑ χωρίς μιλά, εγκαταλείπει το κρεβάτι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ. Εκείνη πετάει από κοντά της το βιβλίο. Η ΜΠΙΑΝΚΑ χαμηλώνει

αμίλητη το φως. Τα κορίτσια γυρίζουν τις πλάτες τους. Το ρολόι χτυπάει την ώρα)

ΤΑΝΤΕΟΥΣ ΡΟΥΖΕΒΙΤΣ Μετάφραση: ΕΡΣΗ ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗ

ΛΛΕΕΥΥΚΚΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Εικόνα 10η – Η προίκα της νύφης

ΜΠΙΑΝΚΑ: Η τελευταία βραδιά πού είμαστε μαζί... Τι καμώματα είναι πάλι αυτά ; Με τα παπούτσια θα κοιμηθείς ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Δώρο απ’ τον παππού... Ιππασίας... Μου ’δωσε και το καμουτσίκι για να είμαι κομπλέ... Και ξέρεις τι ζήτησε μόνο για όλα αυτά ; Να φορέσω τις μπότες μπροστά του, ή να παίξω μαζί του τ’ αλογάκι... Είπα πως θα πεθάνω από τα γέλια... Ήθελε να με αρραβωνιαστεί... ΜΠΙΑΝΚΑ: Παυλίνα, πώς μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Μα εγώ δεν κάνω τίποτα... Αυτός, συνέχεια, με παρακαλάει, μου φιλάει τα χέρια... Είναι πολύ διστακτικός... σα να μην έχει πάει με γυναίκα ποτέ του... Μόλις κάτσω στην καρέκλα μπροστά του, κι ανοίξω λίγο τα πόδια, αμέσως αναψοκοκκινίζει, τον πιάνει τρεμούλα, και κοιτάζει εκεί σα να ονειρεύεται... Τώρα, τι βλέπει εκεί... αυτό δε μ’ ενδιαφέρει. Όμως «αυτό» δε θα τον αφήσω να το πιάσει... Καμιά φορά κάνω πώς τάχα δεν καταλαβαίνω, όταν βάζει το χέρι του, κι έπειτα, ξαφνικά, του δίνω μια στο βρωμόχερο ! Μια μέρα έβαλε τα κλάματα ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Πώς μπορείς ! Αυτό είναι θανάσιμο αμάρτημα. ΠΑΥΛΙΝΑ: Μα εγώ δεν κάνω τίποτα. Δεν κουνιέμαι καθόλου. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ζώα... ΠΑΥΛΙΝΑ: Κι εσύ άμα παντρευτείς, τι θα κάνεις ; Θα σπέρνεις μαργαρίτες ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Ο Βενιαμίν μου τ’ ορκίστηκε. Δε θα μ’ αγγίξει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Μάλιστα, δε θα σ’ αγγίξει... Αλλά, πεταλουδίτσα μου... θα έρθουν τα παιδιά... και για να έρθουν τα παιδιά πρέπει το αρσενικό να σου μπήξει εκείνο το παλούκι του... ΜΠΙΑΝΚΑ: (κλείνει τ’ αφτιά της) Όχι, όχι, όχι, όχι. ΠΑΥΛΙΝΑ: Ναι, ναι, ναι, ναι ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Και είναι μεγάλο ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Σαν του αλόγου... ΜΠΙΑΝΚΑ: Α, σε μένα δε χωράει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Σε σένα, παιδί μου, με το ζόρι χωράει βελόνα, αλλά σε μια αληθινή γυναίκα... σαν τη μαγείρισσα, να πούμε... Αυτηνής είναι σα γούνινο καπέλο... ΜΠΙΑΝΚΑ: Τότε, δεν μπορώ να παντρευτώ... Άμα με τρυπήσει θα με σκοτώσει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Πολλές γυναίκες πεθαίνουν απ’ αυτό... Μπορείς όμως να του το κόψεις την πρώτη νύχτα του γάμου. ΜΠΙΑΝΚΑ: (τρέχει στην ΠΑΥΛΙΝΑ, την αγκαλιάζει) Φοβάμαι....

(Τα κορίτσια ξαπλώνονν στο κρεβάτι. Μένουν αγκαλιασμένα από τους ώμους. Η ΠΑΥΛΙΝΑ πάλι κάτι μασουλάει. Σε λίγο κοιμάται. Χτυπά το ρολόι. Η ΜΠΊΑΝΚΑ βγαίνει από το κρεβάτι. Ανοίγει την ντουλάπα με τα σεντόνια. Βάζει στον καναπέ και στο τραπεζάκι τα εσώρρουχα και τα σεντόνια, όλη την προίκα της, μαζί με τα τραπεζομάντιλα, τα πετσετάκια κλπ. Παίρνει ένα ένα κομμάτι στο χέρι της και, ονομάζοντάς το, το σκίζει. Τα σκισμένα ρούχα τα κάνει ένα σωρό. Ενεργεί με μανία, αλλά συστηματικά. Σε όσα κομμάτια δε

σκίζονται εύκολα, βοηθάει με τα δόντια. Ξεσκίζει τρία χασεδένια πουκάμισα —ένα άσπρο, ένα ροζ και ένα γαλάζιο— τρία πουκάμισα ρεγιόν και τα ανάλογα κιλοτάκια, ένα σεμνό ντεσού από ροζ μεταξωτό, στολισμένο με νταντέλα, ένα πιο λουσάτο ντεσού μαύρο, τέσσερις πουκαμίσες για τη νύχτα, μερικούς στηθόδεσμους. Αποκαμωμένη, κάθεται στον καναπέ. Σε λίγο, αρχίζει να σκίζει τα

σεντόνια. Συναντά δυσκολίες μ’ αυτά, καθώς και με τις πετσέτες. Ξετρυπώνει κάτω από το μαξιλάρι ένα μεγάλο ραφτάδικο ψαλίδι. Κόβει με σύστημα, κομμάτι - κομμάτι. Στο μεταξύ, ξυπνάει η ΠΑΥΛΙΝΑ. Κοιτάζει αμίλητη την ΜΠΙΑΝΚΑ. Έχει παραλύσει. Κάθεται στο κρεβάτι ακίνητη. Η ΜΠΙΑΝΚΑ δεν την κοιτάζει, εκτελεί την εργασία της συγκεντρωμένη, σβέλτα, με ακρίβεια, σαν αυτόματο. Τώρα κόβει με το ψαλίδι τα μεγάλα τραπεζομάντιλα για δώδεκα άτομα. Η ΠΑΥΛΙΝΑ τρομαγμένη πλαγιάζει και σκεπάζεται ως το

Page 41: skines xenoy dramatologioy 2

41κεφάλι με το πάπλωμα. Η ΜΠΙΑΝΚΑ τελειώνει. Την τεμαχισμένη προίκα τη διπλώνει, τη δένει με κορδέλες. Κλείνει την πόρτα της

ντουλάπας με το κλειδί) ΜΠΙΑΝΚΑ: (φωναχτά) Η προίκα της νύφης.

(Χώνεται στο κρεβάτι κα σκεπάζεται με το πάπλωμα)

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη 2η – Σκηνή 2η

(Ο κήπος των Καπουλέτων. Μπαίνει ό ΡΩΜΑΙΟΣ. Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ βγαίνει στο παράθυρο)

ΡΩΜΑΙΟΣ:

— Μα κοίτα σ’ εκείνο το παράθυρο τι φως έχει προβάλει ;... Είναι η Ανατολή, κι’ είν’ η Ιουλιέτα ο ήλιος. Έβγα, ωραίε ήλιε, και θάμπωσε τη φθονερή Σελήνη, που χλώμιασε κι’ αρρώστησε κιόλας απ’ το κακό της να βλέπει εσένα, την πιστή της, πιο όμορφη απ’ την ίδια. Τότε και εσύ, μην είσαι πια δική της. Το φόρεμα πού βάζουν οι παρθένες της, είν’ άχαρο και ξέθωρο, και μοναχά οι άμυαλες το φορούνε. Πέταξέ το από πάνω σου ! Είν’ η βασίλισσά μου ! Είναι η αγάπη μου, και—αχ-—ας τόξερε πως είναι !... Μιλεί, κι’ όμως δεν πρόφερε λέξη· μα τι με τούτο ; Τα μάτια της μιλούν· κι εγώ θ’ αποκριθώ... Μα όχι, παραθαρρεύτηκα θαρώ.. Δε μου μιλούν εμένα... Δυο αστέρια πρέπει του ρανού τη θέση τους ν’ αφήσουν για λίγο, και παρακαλούν τα μάτια της να λάμψουν αντί γι’ αυτά στις σφαίρες τους, ως να γυρίσουν πάλι. Μα αν πήγαιναν τα μάτια της εκεί, Κι’ εκείνα ερχόνταν στο λιόκαλό της πρόσωπο, δεν ήθελε ντροπιάσει η λάμψη τους τ’ αστέρια αυτά, καθώς τού ήλιου η λάμψη το λύχνο ; Ναι, τα μάτια της θάχυναν στον αιθέρα τέτοιο ένα φως, που τα πουλιά, θαρώντας πούναι ημέρα, θάρχιζαν τα τραγούδια τους.—Για δες πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι της ! Αχ, νάμουνα χειρόχτι σ’ αυτό το χέρι, ν’ άγγιζα το μάγουλό της.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Θεέ μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Μιλεί !... Ω λιόκαλε άγγελε, μίλα πάλι! Γιατί όπως απάνω απ’ το κεφάλι μου λάμπεις, τούτη τη νύχτα, μοιάζεις με φτερωτόν ουράνιο αγγελιοφόρο, πού στρέφουνε κατάπληχτα τα μάτια των ανθρώπων και τον θωρούν να περπατεί στα νέφη που αργοπλένε.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο, Ρωμαίο ! Αλίμονο, γιατί νάσαι ο Ρωμαίος. Αρνήσου τον πατέρα σου κι’ άλλαξε τόνομά σου. Ή αν δε θες, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς, και πια δε θα ονομάζομαι κόρη του Καπουλέτου.

ΡΩΜΑΙΟΣ:

Page 42: skines xenoy dramatologioy 2

42Νακούσω ακόμη, ή να μιλήσω ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Εχθρός μου είν’ τόνομά σου. Μα πάλι ο ίδιος θάσουνα, κι’ αν δε σε λέγαν έτσι. Τι είναι Μοντέκης τάχατες ; Ούτε χέρι, ούτε πόδι, ούτε μπράτσο, ούτε πρόσωπο, κι’ ούτε κανένα μέρος που αποτελεί τον άνθρωπο... Ω άλλαξε τόνομά σου ! Τόνομα τι σημαίνει; Αυτό πού το καλούμε ρόδο το ίδιο θα μύριζε γλυκά κι’ αν έπαιρνε όνομα άλλο. Έτσι κι’ εσύ, κι’ αν σ’ έλεγαν αλλιώς κι’ όχι Ρωμαίο, θάχες τις χάρες τις πολλές που σε στολίζουν, δίχως να σου τις δίνει τόνομα. Ρωμαίο παράτησέ το ! Κι’ αντί γι’ αυτό που τίποτα δεν είν’ απ’ τη ζωή σου, πάρε με εμένα ολάκερη.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Κρατώ το λόγο που είπες. Ονόμασέ με «αγάπη σου», και με ξαναβαφτίζεις. Ρωμαίος πια δεν θα λέγομαι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ποιος είσαι εσύ που, παίρνοντας για σκέπασμα τη νύχτα, κρυφοπατείς στα μυστικά μου ;

ΡΩΜΑΙΟΣ: Με όνομα δεν ξέρω να πω ποιος είμαι. Τόνομά μου, αγαπητή μου αγία, είναι για μένα μισητό, γιατί είναι και για σένα κι’ αν τόχα τώρα εδώ γραφτό, θα τόκανα κομμάτια.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ταφτιά μου από το στόμα σου μήτε εκατό ως τα τώρα λόγια δεν χάρηκαν, μα εγώ γνωρίζω τη φωνή σου. Δεν είσαι συ ο Ρωμαίος, ο γιος δεν είσαι τού Μοντέκη

ΡΩΜΑΙΟΣ: Όχι δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά, σα δε σ’ αρέσουν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Πώς μπόρεσες ναρθείς εδώ, πε μου, και τι γυρεύεις ; Του κήπου μας είναι ψηλός ο τοίχος και περνιέται δύσκολα, κι’ είναι θάνατος βέβαιος αυτό το μέρος για σένα, αν τύχει να σε ιδεί κανείς απ’ τους δικούς μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Λαφριά μούδωσε ο έρωτας φτερά να τούς περάσω. Πέτρινοι φράχτες δεν μπορούν να κλείσουν της αγάπης το δρόμο. Κι’ ό,τι ο έρωτας μπορεί, το κάνει κιόλα. Γι’ αυτό δεν είναι εμπόδιο για μένα ούτε οι δικοί σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Όμως, αν τύχει να σε ιδούν εδώ, θα σε σκοτώσουν.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Ω, πιο μεγάλο κίνδυνο κλείνουν τα δυο σου μάτια, για μένα, παρά είκοσι σπαθιά τους. Κοίταξέ με εσύ γλυκά, και η έχθρητα η δική τους δε με πιάνει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Θάταν φριχτό να σ’ έβλεπαν εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Έχω της νύχτας τη σκέπη και απ’ τα μάτια τους με κρύβει. Ανίσως όμως δε μ’ αγαπάς καλύτερα να μ’ έβρουν. Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου, παρά ν’ αργήσει ο θάνατος ναρθεί, και να μου λείπει η αγάπη σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ποιος σούδειξε ναρθείς σ’ αυτό το μέρος ;

ΡΩΜΑΙΟΣ:

Ο Έρωτας που μ’ έβαλε νάρθω να σε γυρέψω. Αυτός το νου μου φώτισε, ‘γω τούδωσα τα μάτια. Δεν είμαι ναυτικός, ωστόσο αν είσουνα στις χώρες πού τις δέρνουν τα κύματα στα πέρατα του κόσμου,

Page 43: skines xenoy dramatologioy 2

43θαρχόμουν, τέτοιο θησαυρό για νάβρω, ως εκειπέρα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου, αλλιώς το χρώμα της ντροπής θάβλεπες να μου βάφει την όψη γι’ αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω. Θάθελα να είχα κρατηθεί στους τύπους· να μπορούσα τα λόγια πούχω πει να τ’ αρνηθώ. Μα τώρα πάνε οι τύποι... Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω. Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις. Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις, μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης. Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια. Αν πάλι θαρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις, τότε θα σοβαρέψω, θα γενώ κακιά, θα σού λέω «όχι», ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω. Αλλιώς, ποτέ... Ναι, αυτό ‘ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέκη, εύκολα παραδίνομαι στα αιστήματά μου. Κι’ ίσως θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά. Ωστόσο πίστεψέ με, θα σου δειχτώ πιστότερη απ’ τις άλλες που κατέχουν πιότερη τέχνη, αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν. Θάπρεπε να δειχτώ κι’ εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα, τομολογώ. Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω, κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό. Για τούτο συχώρεσέ με, Κι’ αλαφρό μην πάρεις το αίστημά μου πού έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Ω αγαπημένη, στην ιερή σού ορκίζομαι Σελήνη, εκεί ψηλά, πού τις κορφές των δέντρων ασημώνει—

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ω, όχι, μην ορκίζεσαι στην άστατη Σελήνη, που αδιάκοπα το δίσκο της αλλάζει, όλο το μήνα, στο δρόμο της, για να μη μοιάσει η αγάπη σου μ’ αυτήνε

ΡΩΜΑΙΟΣ: Σε τι θέλεις να σου ορκιστώ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Μην ορκιστείς καθόλου. Ή, αν θες, ορκίσου, πιο καλά, στον όμορφο εαυτό σου, γιατί είσαι τώρα εσύ για μένα ο Θεός και το είδωλό μου· και θα πιστέψω.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Αν τής καρδιάς μου όλη ή λατρεία —

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο, μην ορκιστείς καλύτερα ! Μ’ όλο ποϋσαι η χαρά μου, τούτη τη σημερινή ένωσή μας δεν τη χαίρομαι· ήρθε πολύ γοργά, πολύ μεμιάς, πολύ ανεπάντεχα, πολύ σα μια αστραπή που σβήνει πριν προλάβει να πει κανείς «αστράφτει!»... Καληνύχτα, αγαπημένε ! Ίσως το τρυφερό τούτο μπουμπούκι της αγάπης στης άνοιξης τη ζωογόνα ανάσα, να γίνει ένα όμορφο λουλούδι ως να ιδωθούμε πάλι. Καλή σου νύχτα ! Είθε ναρθεί τόσο γλυκιά γαλήνη μες στην καρδιά σου, όση κι’ εμένα αυτή η βραδιά μου δίνει !

ΡΩΜΑΙΟΣ: Θα φύγω δίχως μια μικρή αμοιβή νάχω από σένα ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Και ποια αμοιβή μπορείς, απόψε, νάχεις από μένα;

ΡΩΜΑΙΟΣ: Την αγάπη σου αντάλλαγμα δος μου για τη δική μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Εγώ κιόλα σ’ την έδωσα, προτού μου τη γυρέψεις εσύ. Ωστόσο θα ήθελα να σου την πάρω πίσω !

ΡΩΜΑΙΟΣ:

Page 44: skines xenoy dramatologioy 2

44Να μου την πάρεις ; Και γιατί, γλυκιά μου αγαπημένη ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Για να δειχτώ γενναιόδωρη και να σ’ την ξαναδώσω ! Όμως ποθώ κάτι που τόχω πάντα σ’ αφθονία. Η απλοχεριά μου είναι πλατιά σα θάλασσα, κι’ η αγάπη μου, βαθιά καθώς αυτή: κι’ όσο σου δίνω, τόσο έχω περισσότερη. Γιατί κι’ οι δυο τους είναι χωρίς σωσμό. Κάποιος με κράζει μέσα. Αντίο, καλέ μου !

(Η ΠΑΡΑΜΑΝΑ φωνάζει από μέσα)

Αμέσως, παραμάνα μου ! Δείξου πιστός σ’ εμένα, καλέ Ρωμαίο !... Περίμενε λιγάκι... Θάρθω αμέσως.

(Αποτραβιέται)

ΡΩΜΑΙΟΣ:

Ω, ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα !... Όμως φοβάμαι, αφού ‘ναι νύχτα, σε όνειρο τα βλέπω τούτα απόψε, τόσο γλυκό, που δεν μπορεί να γίνονται στ’ αλήθεια.

(Ξαναπαρουσιάζεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

Ρωμαίο, δυο λόγια: κι’ έπειτα στ’ αλήθεια καληνύχτα. Αν είναι τόντι η αγάπη σου τίμια, κι’ είναι ο σκοπός σου ο γάμος, μήνυσέ μου πρωί, μ’ αυτόν που θα σου στείλω, πού θες και πότε ο γάμος μας να γίνει. Κι’ εγώ τότε θαποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου, και εσένα θακολουθήσω αφέντη μου μες στη ζωή.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ (Από μέσα): Κυρία !

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Έρχομαι ! Μα αν η αγάπη σου είναι αλαφριά μονάχα,

τότε παρακαλώ— ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

Κυρία. ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

Αμέσως παραμάνα !— Τότε να μη σε ξαναϊδώ, και να μ’ αφήσεις μόνη στον πόνο μου. Αύριο λοιπόν θα στείλω—

ΡΩΜΑΙΟΣ: Σου ορκίζομαι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Λοιπόν, χίλιες φορές, καλή σου νύχτα !...

(Αποτραβιέται)

ΡΩΜΑΙΟΣ:

Χίλιες φορές για μένανε κακή, χωρίς το φως σου.— Η αγάπη την αγάπη πάει να βρει με προθυμία, όπως αφήνει το παιδί δασκάλους και βιβλία. Μα όταν η αγάπη την αγάπη παρατά, σκυμμένη περπατεί σαν παιδί που στο σκολειό πηγαίνει.

(Φεύγει σιγά, σιγά. Ξαναφαίνεται απάνω ή ΙΟΥΛΙΕΤΑ)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

Στ ! Ρωμαίο, στ ! Ω, ας είχα κυνηγού φωνή να κράξω το περήφανο γεράκι μου. Μα, αχ, είναι βραχνή η σκλαβιά, και δεν μπορεί να υψώσει τη φωνή της. Αλλιώς θάκανα να σειστεί το σπήλαιο όπου κοιμάται η Ηχώ, και την αέρινη θε νάκανα φωνή της απ’ τη δική μου πιο βραχνή να γίνει, αντιλαλώντας τόνομα του Ρωμαίου. - Ρωμαίο !

Page 45: skines xenoy dramatologioy 2

45ΡΩΜΑΙΟΣ:

Είναι ή ψυχή μου που με καλεί με τόνομά μου ! Ω, πώς αντιλαλάει η αγαπημένη μας φωνή, γλυκά, αργυρά τη νύχτα, σα μουσική απαλή, στ’ αφτί πού καρτεράει ν’ ακούσει !

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο !

ΡΩΜΑΙΟΣ: Αγάπη μου !

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Αύριο ποιαν ώρα θες να στείλω τον άνθρωπό μου ;

ΡΩΜΑΙΟΣ: Στις εννιά πρωί θα τον προσμένω.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Χωρίς άλλο.., Μου φαίνεται πώς θα προσμένω ως τότε είκοσι χρόνια... Μα γιατί σε φώναξα ; Δεν ξέρω— ξέχασα τι είχα να σου πω.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Καλά. θα περιμένω να θυμηθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Θα το ξεχνώ πάντα για να μη φύγεις και μοναχά πως αγαπώ κοντά σου θα θυμάμαι. ΡΩΜΑΙΟΣ: Τότε κι’ εγώ - για να ξεχνάς—θα μένω εδώ, ξεχνώντας κάθε άλλο σπίτι παρεχτός το σπίτι σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο, κοντεύει πρωί. Θάθελα πια να φύγεις· όμως όχι πιο πέρα απ’ ό,τι ένα πουλί που το κρατεί δεμένο ένα παιδί, και δεν το αφήνει—το φτωχό δεσμώτη— να πεταρίζει παρά λίγο πιο μακριά απ’ το χέρι του κι’ αμέσως πάλι το τραβά κοντά του με τη μεταξωτή κλωστή, ζηλεύοντας ακόμη και αυτή τη λίγη λευτεριά του.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Θα ήθελα νάμουν το πουλί σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Κι’ εγώ θάθελα νάσουνα. Όμως με τα πολλά μου τα χάδια θα σε σκότωνα, φοβάμαι. Καληνύχτα ! Τούτη η πίκρα του χωρισμού έχει μια γλύκα τόση, που «καληνύχτα» θα σου λέω, ως που να ξημερώσει.

(Φεύγει)

ΡΩΜΑΙΟΣ:

Ύπνος νάρθει στα μάτια σου και στην καρδιά σου ειρήνη. Ύπνος και ειρήνη θάθελα για σένα να είχα γίνει – Πάω στο κελλί το γέροντα τώρα, να του ιστορήσω την ευτυχία μου, κι απ’ αυτόν βοήθεια να ζητήσω.

(Φεύγει)

Page 46: skines xenoy dramatologioy 2

46

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΑΑΣΣ ΛΛΗΗΡΡ

Πράξη 3η – Σκηνή 2η

(Η μπόρα εξακολουθεί. Μπαίνουν ό ΛΗΡ κι ό ΤΡΕΛΟΣ)

ΛΗΡ:

Φύσηξε, αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου ! Λύσσα ! Φύσα ! Νεροποντές και καταρράχτες, σεις, χυθείτε, ως να ποτίσετε πυργιά κι ανεμοδείχτες ! Σεις, φλόγες θειάφινες και σαν τη σκέψη γλήγορες προδρόμοι του δρυκόπου αστραποπέλεκου, τ’ άσπρα μαλλιά μου καψαλιάστε ! Και συ, που σύμπαντα ταράζεις, κεραυνέ, χτύπα της γης τον στρόγγυλο όγκο, κάν’ τον πλάκα ! Της φύσης σύντριψε τις μήτρες, λυώσε μονομιάς όλους τούς σπόρους πού γεννούν αχάριστους ανθρώπους.

ΤΡΕΛΟΣ: Ε, μπάρμπα μου, νεράκι από δεσποτικόν αγιασμό σε στεγνό σπίτι ε1να καλύτερο απ’ αυτό το νεράκι τής βροχής στ’ ανοιχτά. Καλέ μπάρμπα, μέσα, και ζήτησε χάρη απ’ τα κορίτσια σου. Τέτοια νύχτα δε λυπάται ούτε σοφούς ούτε τρελούς. ΛΗΡ:

Φύσα τ’ ασκί σου, φούσκα ! Ξέρναγε, αστραπή ! — Χύσου, βροχή ! Η βροχή, ο αγέρας, η βροντή, η αστραπή δεν είναι κόρες μου. Μαζί σας, στοιχειά μου, δεν τα βάζω για την ασπλαχνιά σας. Σε σας δε μοίρασα βασίλειο, δε σας είπα παιδιά μου, εσείς δε μου χρωστάτε υποταγή. Λοιπόν, ας πάψει το φριχτό σας γλέντι· εδώ σκλάβος σας στέκω, ένας φτωχός σακατεμένος, ανήμπορος και καταφρονεμένος γέρος. Όμως σας λέω βοηθούς δουλόπρεπους, που ενώσατε με δυο κακούργες κόρες τα ουρανοκατέβατα φουσάτα σας πάνω σ’ ένα κεφάλι τόσο γέρικο κι άσπρο σαν αυτό. Ω, ω, ντροπή !

ΤΡΕΛΟΣ: Όποιος έχει σπίτι να χώσει μέσα το κεφάλι του, έχει την καλύτερη περικεφαλαία.

Σαν μπει σε σπίτι το βρακί που δε χωρεί και το κεφάλι, ψειριάζουν και τα δυο πολύ. Γυφτόγαμος, χαρά μεγάλη. Όποιος τη φτέρνα του τη βάζει στη θέση πόχει την καρδιά του, από ‘να αγκάθι αυτός φωνάζει κι ο ύπνος γίνεται αγρυπνιά του.

Γιατί δε φάνηκε ακόμα όμορφη γυναίκα, που να μη στραβομουτσουνιάζει στον καθρέφτη. ΛΗΡ:

Άρχισε ο νους μου να σαλεύει. — Γιόκα μου, έλα· τι κάνεις, γιόκα μου, κρυώνεις ; Κι εγώ κρυώνω. — Πού ‘ναι, καλέ μου, τ’ αχυρόστρωμα που λες ; Πόσο παράξενη είναι ή τέχνη της ανάγκης, χαμένα πράματα πολύτιμα τα κάνει ! Πού ‘ναι η καλύβα σου ; — Φτωχό, τρελό μου αγόρι, έχω μιαν άκρη στην καρδιά μου, πού λυπάται για σένα τώρα.

ΤΡΕΛΟΣ: Εκείνος πόχει μια σταλιά μυαλό, με χάι χάι, μ’ αγέρα και βροχή, της τύχης στέργει κάθε χωρατό —

Page 47: skines xenoy dramatologioy 2

47κι έβρεχε η βροχή, βροχή καθημερινή.

ΛΗΡ: Σωστά, γιέ μου. ΤΡΕΛΟΣ:

Ωραία βραδυά, μπορεί να κρυώσει ακόμα και μια κοκότα. Θα ειπώ μια προφητεία, πριν φύγω: Όταν πιο πολύ οι παπάδες θα μιλούν παρά θα κάνουν και στη μπίρα οι μπιραράδες μπόλικο νερό θα βάνουν, όταν θα γενούν μαστόροι οι ευγενήδες στους ραφτάδες και θα καίνε όχι τους άθεους, μοναχά τους γυναικάδες, όταν κάθε νόμου κρίση θα ‘ναι δίκαιη και σωστή κι οι δανδίδες δίχως χρέη κι όχι οι μάγκες πια φτωχοί, όταν οι αβανιές δε θα ‘χουν άλλες γλώσσες για να μένουν κι οι κλεφτοπορτοφολάδες σε στριμούρα δε θα μπαίνουν, όταν φόρα θα μετράνε τα λεφτά οι καταχραστές και θα χτίζουν οι ρουφιάνοι κι οι πουτάνες εκκλησιές, τότε στο βασίλειο της Αλβιόνας θα γενεί μεγάλος κυκεώνας : Γιατί θε να ‘ρθει ένας καιρός — και ποιος θα ζήσει να τα ιδει. που με τα πόδια θα μπορεί ο πάσα ένας να περπατεί. Αυτή την προφητεία θα την κάνει ο Μερλίνος, γιατί εγώ ζω πριν απ’ την εποχή του.

(Βγαίνει)

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΟΟ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΑΑΣΣ ΡΡΙΙΧΧΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΟΟ ΓΓ΄

Πράξη 1η – Σκηνή 2η

(Οι νεκροφόροι σηκώνουνε το φέρετρο και προχωρούν)

Μπαίνει ό ΓΚΛΟΣΤΕΡ) ΓΚΛΟΣΤΕΡ:

Σταθείτε εσείς, κι’ αφήστε καταγής το λείψανο ! ΑΝΝΑ:

Ποιός μάγος σκοτεινός κάλεσε αυτόν το δαίμονα, για να εμποδίσει το ιερό μας έργο ;

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Αχρείοι ! αφήστε αμέσως κάτω αυτό το λείψανο, γιατί θα κάνω, μα τον Άγιο Παύλο, λείψανο όποιον δεν υπακούσει.

(Οι νεκροφόροι αφήνουν καταγής το φέρετρο)

ΑΝΝΑ:

Τι τρέμετε ; Φοβόσαστε ; Αχ, αλίμονο, δεν αδικώ κανένα : είστε θνητοί, και του θνητού το μάτι δεν μπορεί ν’ αντικρίσει το διάβολο.— Φύγε από δω, φριχτέ μεσίτη του Άδη ! είχες δύναμη μόνο στο θνητό κορμί του, στην ψυχή του δεν έχεις. Λοιπόν φύγε !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Άγια ψυχή, κάνε έλεος, μην οργίζεσαι έτσι !

Page 48: skines xenoy dramatologioy 2

48ΑΝΝΑ:

Για το Θεό, φύγε, δαίμονα απαίσιε. Μη μας ταράζεις πια. Γιατί έχεις κάνει τον ωραίο τούτον κόσμο κόλασή σου, γεμάτη από φωνές που καταριούνται κι’ απ’ αναστεναγμούς βαριούς. Αν σ’ ευφραίνει να βλέπεις τα φριχτά σου τα έργα, κοίτα το δείγμα αυτό της κακουργίας σου ! - Ω, άρχοντές μου, δείτε, δείτε, τις πληγές του νεκρού Βασιλιά που άνοιξαν τα πηγμένα στόματά τους και στάζουν αίμα πάλι !— Ντράπου, ντράπου, ω βουνό σιχαμερής ασκήμιας : Εσύ είσαι εδώ, γι’ αυτό αναβρύζει το αίμα από τις κρύες τούτες κι’ άδειες φλέβες. Η πράξη σου, η απάνθρωπη κι’ αφύσικη, το αφύσικο έχει φέρει τούτο αιμάτωμα.— Ω Θεέ, που του ‘χες δώσει το αίμα αυτό, εκδικήσου το θάνατό του ! Ω γη, που το ήπιες, εκδικήσου το θάνατό του ! Ας τον χτυπήσει ό κεραυνός σας, ουρανοί, το φονιά — ή άνοιξε, γη, από κάτω και κατάπιε τον, όπως πίνεις τώρα το αίμα του τίμιου τούτου Βασιλιά, πού εσφάχτη απ’ το σατανικό του χέρι.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δέσποινα, ξεχνάς τούς νόμους της θεϊκής αγάπης, που αντιπληρώνει το κακό με το καλό, και την κατάρα μ’ ευλογία.

ΑΝΝΑ: Αχρείε, για σένα δεν υπάρχουν ούτε του Θεού, ούτε του ανθρώπου νόμοι. Κανένα θηρίο δεν είναι τόσο άγριο, που να μη νιώθει μια σταλιά συμπόνια.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Εγώ δε νιώθω, ώστε δεν είμαι εγώ θηρίο.

ΑΝΝΑ: Ω, τι θαύμα να λένε την αλήθεια οι διάβολοι !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Και θαύμα πιο τρανό να οργίζονται έτσι οι άγγελοι.— Δώσε μου, θεία εικόνα της τέλειας γυναίκας, την άδεια ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου, μ’ αυτή την ευκαιρία, απ’ τα φανταστικά μου κακουργήματα.

ΑΝΝΑ: Δώσ’ μου φαρμακερό το κόσμου απόβρασμα, μ’ αυτή την ευκαιρία, την άδεια να σε καταραστώ, εσένα τον κατάρατο, για τούτα σου τα εγκλήματα.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ω ομορφότερη απ’ ό,τι λόγια ανθρώπινα μπορούν να πούνε, στρέξε ν’ ακούσεις την απολογία μου.

ΑΝΝΑ: Ω φριχτότερε απ’ ό,τι ανθρώπινη ψυχή μπορεί να φανταστεί ! μια απολογία για σένα μόνο υπάρχει : να κρεμαστείς.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μια τέτοια απελπισία θα ‘ταν ομολογία πώς είμαι φταίχτης.

ΑΝΝΑ: Με τέτοια απελπισία, θα ξέπλενες το κρίμα σου

Page 49: skines xenoy dramatologioy 2

49 παίρνοντας δίκια απ’ τον εαυτό σου εκδίκηση για κείνους που ‘χεις άδικα σκοτώσει.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Κι’ αν δεν τους σκότωσα ;

ΑΝΝΑ: Ε, τότε θα ζούνε. Όμως δε ζουν, και, απαίσιε Σατανά, συ τους έχεις σκοτώσει.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δε σκότωσα τον άντρα σου.

ΑΝΝΑ: Τότε θα ζει.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Όχι, είναι πεθαμένος : τον εσκότωσε το χέρι του Εδουάρδου.

ΑΝΝΑ: Λέει ψέματα το βρώμικό σου στόμα. Η Μαργαρίτα η ίδια, η Βασίλισσα, είδε το δολοφόνο σπαθί σου ν’ αχνίζει απ’ το αίμα του — το ίδιο σπαθί που κάποτε έστρεψες προς το στήθος της, μα πρόλαβαν τ’ αδέρφια σου κι’ εμπόδισαν το χτύπημα.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μ’ ανάγκασε η κακή της γλώσσα, που ήθελε να ρίξει απάνω στις αθώες μου πλάτες τα εγκλήματα εκεινών.

ΑΝΝΑ: Σ’ ανάγκασε μονάχα η αιμοβόρα ψυχή σου, που δεν ονειρεύτηκε άλλο ποτέ από φόνους. Συ δε σκότωσες τούτον το Βασιλιά;

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Το δέχομαι.

ΑΝΝΑ: Το δέχεσαι, σκαντζόχοιρε ; Τότε ας δεχτεί κι ο Θεός να κολαστείς για τούτο το έγκλημά σου ! Ώ, τι αγαθός κι’ ευγενικός και δίκαιος που είταν !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Γι’ αυτό του πρέπει η βασιλεία των ουρανών, όπου βρίσκεται τώρα.

ΑΝΝΑ: Ναι, έχει πάει στον ουρανό, όπου εσύ ποτέ σου δε θα πας.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τότε να μου χρωστά και χάρη που τον βοήθησα να πάει. Γιατί είταν πιο πολύ εκειπάνω η θέση του παρά στη γη.

ΑΝΝΑ: Κι’ εσένα η θέση σου δεν είναι αλλού παρά στην Κόλαση.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ω, ναι· και μια άλλη θέση αν θέλεις να σ’ την πω.

ΑΝΝΑ: Ω, καμιά φυλακή.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Η κρεβατοκάμαρά σου.

ΑΝΝΑ: Αναπαμό να μη γνωρίσει ή κάμαρα όπου πλαγιάζεις !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Κι’ ούτε θα γνωρίσει

Page 50: skines xenoy dramatologioy 2

50ενόσω δεν πλαγιάζω δίπλα σου.

ΑΝΝΑ: Το ελπίζω.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Εγώ το ξέρω. Όμως, γλυκιά Λαίδη Άννα,— για ν’ αφήσουμε πια τη ζωηρή μας συζήτηση και να ‘ρΘουμε σε μια ησυχότερη ομιλία,— όποιος είταν η αιτία γι’ αυτόν τον πρόωρο θάνατο των Πλανταγενετών, του Ερρίκου και του Εδουάρδου, δεν είναι ένοχος όσο κι’ εκείνος πού ‘κανε το φόνο ;

ΑΝΝΑ: Εσύ είσουνα η αιτία κι εσύ ο κατάρατος Φονιάς.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Αιτία είταν η ομορφιά σου : η ομορφιά σου που ερχότανε στον ύπνο μου και με παρακινούσε να δώσω το θάνατο σ’ όλο τον κόσμο, ναι, για να μπορέσω να ζήσω μια ώρα στη γλυκιά σου αγκάλη.

ΑΝΝΑ: Αν πίστευα ότι λες, φονιά, τούτα τα νύχια Θα ’χαν ξεσκίσει κιόλα από το πρόσωπό μου αυτή την ομορφιά.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τούτα τα μάτια δε θα ‘στρεγαν ποτέ να ιδούν το ρήμαγμα της γλυκιάς σου ομορφιάς. Δε θα μπορούσες να της κάνεις κακό, αν είμουνα κοντά σου. Γιατί, όπως ό ήλιος δίνει τη χαρά στον κόσμο, έτσι κι αυτή σ εμένα. Είναι το φως μου, η ζωή μου.

ΑΝΝΑ: Μαύρη νύχτα να σκεπάσει το φως σου, και θάνατος τη ζωή σου !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μην καταριέσαι τον εαυτό σου, ουράνιο πλάσμα, τι είσαι εσύ και τα δυο.

ΑΝΝΑ: Μακάρι να ‘μουν, για να σ’ εκδικηθώ.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Θα είταν αφύσικο να εκδικηθείς αυτόν που σ αγαπά.

ΑΝΝΑ: Δίκαιο και λογικό θα ήταν να εκδικηθώ τον άνθρωπο που σκότωσε τον άντρα μου.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ο άνθρωπος που σου πήρε, Δέσποινα, τον άντρα σου το ‘κανε για να πάρεις άλλον πιο καλό.

ΑΝΝΑ: Πιο καλός δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Υπάρχει κάποιος άλλος που σ’ αγαπά καλύτερα.

ΑΝΝΑ: Πώς λέγεται ;

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Πλανταγενέτης.

ΑΝΝΑ: Έτσι λέγονταν εκείνος.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ:

Το ίδιο λέγεται κι’ αυτός, μα είναι καλύτερος.

Page 51: skines xenoy dramatologioy 2

51ΑΝΝΑ:

Πού είναι ; ΓΚΛΟΣΤΕΡ:

Εδώ.

(Η ΑΝΝΑ τον φτύνει)

Γιατί με φτύνεις ; ΑΝΝΑ:

Άμποτε να είταν για σένα φονικό φαρμάκι !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ποτέ φαρμάκι δεν εβγήκε από ένα τέτοιο γλυκό μέρος.

ΑΝΝΑ: Ποτέ δε στάθηκε φαρμάκι σε φριχτότερο φρύνο. Φύγε από μπροστά μου ! Μου πληγώνεις τα μάτια.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: . Τα δικά σου μάτια πλήγωσαν τα δικά μου, ωραία μου Δέσποινα.

ΑΝΝΑ: Μακάρι να είταν βασιλίσκοι, να σε σκότωναν !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μακάρι να ‘ταν, για να πέθαινα μεμιά· τι τώρα με σκοτώνουν, κι’ όμως ζω. Αυτά τα μάτια σου έκαναν τα μάτια μου να κλάψουνε πικρά, και ντρόπιασαν το φως τους με ποτάμια από δάκρυα παιδικά : τούτα τα μάτια που δεν έχυσαν ποτέ συμπόνιας δάκρυα : ούτε τότε πού ‘κλαιγαν ο πατέρας μου ο Γιόρκ και ο Εδουάρδος, ακούγοντας τον άθλιο γόο που ‘κανε ο Ρούτλανδ όταν ο μαύρος Κλίφφορντ έσειε το σπαθί του απάνω απ’ το κεφάλι του, ούτε τότε που ο αντρείος πατέρας σου ιστορούσε σαν το παιδί, τη θλιβερή θανή του δικού μου πατέρα, και είκοσι φορές σταμάτησε η μλιά του απ’ το αναφιλητό κι από το κλάμα — έτσι που όλο όσοι τον ακούγαν είχαν ογρά τα πρόσωπα, σα δέντρα ύστερ’ από βροχή. Κείνες τις μαύρες μέρες, τ αντρίκια μου μάτια καταφρονούσαν τ’ αδύναμα δάκρυα· μα ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει η τόση λύπη το πέτυχε η ομορφιά σου, και τα κανε να τυφλωθούν από το κλάμα. Ποτέ δεν έχω πέσει να παρακαλέσω ούτε φίλο ούτε εχτρό· η γλώσσα μου δεν έμαθε ποτέ τα λόγια τα γλυκά της κολακείας· μα τώρα που σκοπός μου είναι τα κάλλη σου, παρακαλεί η περήφανη καρδιά μου και αναγκάζει τη γλώσσα μου να σου μιλήσει.

(Η ΑΝΝΑ τον κοιτάζει με καταφρόνια)

Μην τα βάζεις να δείχνουν τέτοια καταφρόνια τα χείλια σου, γιατί έχουνε πλαστεί μόνο για να φιλούν, Μυλαίδη, κι’ όχι για να καταφρονούν. Αν δεν μπορεί η καρδιά σου να συχωρέσει, και γυρεύει εκδίκηση, να ! πάρε αυτό το κοφτερό σπαθί, κι’ αν θέλεις, βύθισέ το σε τούτο το πιστό μου στήθος,

Page 52: skines xenoy dramatologioy 2

52για να φύγει η ψυχή που σε λατρεύει. Το προσφέρω γυμνό στο θανάσιμο χτύπημα, και σου ζητώ γονατιστός το θάνατο.

(Τής δίνει το σπαθί και γονατίζει ξεσκεπάζοντας το στήθος του)

Όχι, μην περιμένεις· γιατί εγώ τον σκότωσα το Βασιλέα Ερρίκο.—

(Η ΑΝΝΑ στρέφει το σπαθί κατά το στήθος του)

Μα η ομορφιά σου μ’ έσπρωξε να το κάνω. Χτύπα ! Εγώ τον σκότωσα και τον Εδουάρδο —

(Η ΑΝΝΑ στρέφει πάλι το σπαθί κατεπάνω του)

Μα η θεία μορφή σου μ’ ανάγκασε σ αυτό.

(Η ΑΝΝΑ αφήνει το σπαθί να πέσει)

Παρ’ το σπαθί μου πάλι πάρε εμένα.

ΑΝΝΑ: Σήκω, υποκριτή !

Αν και ποθώ το θάνατό σου, δεν θέλω να γίνω ο δήμιός σου εγώ.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ε, τότε, πες μου να σκοτωθώ, και θα το κάνω.

ΑΝΝΑ: Σου το έχω πει.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μου το είπες στο θυμό σου. Πες το πάλι, και τούτο εδώ το χέρι, που για την αγάπη σου σκότωσε την αγάπη σου, θα σκοτώσει, γι’ αγάπη σου, μια αγάπη πολύ πιστότερη· και θα ‘σαι εσύ η αιτία και για τους δυο θανάτους.

ΑΝΝΑ: Πώς ήθελα να ξέρω την καρδιά σου !

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τη φανερώνει ή γλώσσα μου.

ΑΝΝΑ: Φοβάμαι και τα δυο πώς είναι ψεύτικα.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τότε δε στάθηκε άνθρωπος αληθινός στον κόσμο.

ΑΝΝΑ: Καλά, καλά, βάλ’ το σπαθί στη θήκη.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Πες μου λοιπόν πως είμαστε πια φίλοι.

ΑΝΝΑ: Αυτό θε να το δούμε αργότερα.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Όμως μπορώ να ζω με την ελπίδα ;

ΑΝΝΑ: Όλοι, θαρώ με μιαν ελπίδα ζούμε.

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δέξου από μένα αυτό το δαχτυλίδι.

ΑΝΝΑ: Δέχομαι δε θα πει παραχωρώ.

(Φορεί το δαχτυλίδι)

ΓΚΛΟΣΤΕΡ:

Page 53: skines xenoy dramatologioy 2

53Δες, όπως ζώνει αυτό το δαχτυλίδι το δάχτυλό σου, έτσι κλείνει και το στήθος σου τη δόλια μου καρδιά. Κράτησ’ τα και τα δυο, γιατί είναι και τα δυο δικά σου. Κι αν μπορεί ο αφοσιωμένος δύστυχος ικέτης σου να ζητήσει μια χάρη από το σπλαχνικό σου χέρι, θα του κάνεις τη ζωή του για πάντα ευτυχισμένη.

ΑΝΝΑ: Τι θες λοιπών ;

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ν αφήσεις αυτό το πένθιμο έργο σ’ αυτόν που ’χει μεγαλύτερο λόγο να πονεί, και να φύγεις αμέσως για το Κρόσμπυ· κι’ εκεί — σα θάψω μ’ όλη την πρεπούμενη πομπή το σώμα αυτού του τίμιου Βασιλιά, στου Τσέρσυ τη μονή, και ραντίσω τον τάφο του με της μετάνοιας μου τα δάκρυα,—θα ‘ρθω αμέσως να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Για πολλούς λόγους που δεν ξέρεις, σε ικετεύω, κάνε μου αυτή τη χάρη.

ΑΝΝΑ: Μ’ όλη μου την καρδιά. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια να βλέπω που έχεις έτσι μετανιώσει.

(Η ΑΝΝΑ κάνει να φύγει)

ΓΚΛΟΣΤΕΡ:

ΔΕ μ’ αποχαιρετάς ; ΑΝΝΑ:

Ζητάς πολλά. Όμως αφού με μαθαίνεις εσύ πώς να σε κολακέψω, φαντάσου πως σου το ‘χω πει το χαίρε.

(Φεύγει)

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ

Πράξη 3η – Σκηνή 1η

ΟΦΙΛΙΑ:

Καλέ μου αφέντη, Πώς είναι ή χάρη σου όλες τούτες τις ήμέρες ;

ΑΜΛΕΤ: Ω, ταπεινά σ’ ευχαριστώ· καλά, καλά, καλότατα.

ΟΦΙΛΙΑ: Αφέντη μου, έχω μερικά χαρίσματά σου που από καιρό ποθούσα να σ’ τα ξαναδώσω· παρακαλώ σε τώρα πάρ’ τα.

ΑΜΛΕΤ: Εγώ ; όχι δα· ποτέ δε σου ‘χω δώσει τίποτα.

ΟΦΙΛΙΑ: Καλέ μου αφέντη, ξέρω εγώ καλά πως μου ‘δωσες·

Page 54: skines xenoy dramatologioy 2

54μαζί και λόγια με γλυκόπνοη ευωδιά που τα ‘κανε πολύ πλουσιότερα τα δώρα· σαν χάθη το άρωμά τους, πάρ ‘τα πίσω τώρα· σε αγνή ψυχή το πλούσιο χάρισμα φτωχαίνει σαν τύχει ό χαριστής κακός να γένει. Ορίστε, αφέντη μου.

ΑΜΛΕΤ: Χα, χα ! Είσαι τίμια ;

ΟΦΙΛΙΑ: Αφέντη μου ;

ΑΜΛΕΤ: Είσαι όμορφη ;

ΟΦΙΛΙΑ: Τι θες να πεις, αφέντη μου ;

ΑΜΛΕΤ: Γιατί, αν είσαι τίμια κι όμορφη, η τιμή σου δεν πρέπει να ‘χει καμιά σχέση με την ομορφιά σου.

ΟΦΙΛΙΑ: Μπορεί η ομορφιά, αφέντη μου, να βρει άλλη παρέα καλύτερη απ’ την τιμή ;

ΑΜΛΕΤ: Βεβαιότατα, γιατί μάλλον η δύναμη της ομορφιάς θα μεταμορφώσει την τιμή κι από αυτό που είναι θα την κάμει μεσίτρα, παρά η δύναμη της τιμής να μπορέσει ν’ αλλάξει την μορφιά και να την κάμει όμοιά της· αυτό ήταν άλλοτε παραδοξολογία, αλλά η εποχή μας το βγάζει σωστό. Σ’ αγάπησα κάποτε.

ΟΦΙΛΙΑ: Αλήθεια, αφέντη μου, μ’ έκαμες να το πιστέψω.

ΑΜΛΕΤ: Δεν έπρεπε να μ’ είχες πιστέψει· γιατί όσα μυρουδικά αρετής κι αν ρίξουμε στον παλιό μας μπελντέ, το καταλαβαίνουμε στη γέψη· δε σ’ αγάπησα.

ΟΦΙΛΙΑ: Τόσο το χειρότερο, γελάστηκα.

ΑΜΛΕΤ: Να πας σε μοναστήρι· τι θες να γίνεις γεννήτρα αμαρτωλών Κι εγώ είμαι, ας πούμε, τίμιος· κι όμως έχω να κατηγορήσω τον εαυτό μου για πράματα που κάλλιο να μη μ’ είχε κάμει η μάνα μου· είμαι πολύ φαντασμένος, εκδικητικός, φιλόδοξος· είμαι με τόσες κακίες φορτωμένος, όσες δεν έχω σκέψεις να τις χωρέσουν, φαντασία να τους δώσει μορφή, ή καιρό να τις βάλω σε πράξη. Τι θέλουν τέτοιοι κακόμοιροι σαν εμένα να σέρνονται ανάμεσα ουρανό και γη ; Είμαστε όλοι αλήτες, Κανέναν μας μην πιστεύεις. Άντε να κλειστείς σε μοναστήρι. — Που είναι ο πατέρας σου ;

ΟΦΙΛΙΑ: Στο σπίτι, αφέντη μου.

ΑΜΛΕΤ:

Να τον κλείσετε μέσα για να μην κάνει αλλού τον τρελό, μόνο μέσ’ στο σπίτι του. Γεια σου. ΟΦΙΛΙΑ (Μόνη της) :

Ω βοηθάτε τον, ουράνιες χάρες ! ΑΜΛΕΤ:

Αν παντρευτείς, θα σου δώσω τούτη την πικρή προφητεία για προίκα σου : κι ας είσαι αγνή σαν το κρούσταλλο και καθαρή σαν το χιόνι, απ’ την αβανιά δε θα γλυτώσεις. Άντε, πήγαινε σε μοναστήρι. Γεια σου. — Ή αν θέλεις και καλά να παντρευτείς, Πάρε έναν τρελό· γιατί οι φρόνιμοι πολύ καλά ξέρουν τι τέρατα τους κάνετε. Σε μοναστήρι, εμπρός· και γρήγορα. Γεια σου.

ΟΦΙΛΙΑ (μόνη της) : Ω, ουράνιες δύναμες, δώστε του την υγειά του !

ΑΜΛΕΤ: Έχω ακούσει και για τα βαψίματά σας, τα ξέρω καλά· ο Θεός σας δίνει ένα πρόσωπο και σεις το φκιάνετε άλλο· λυγιζόσαστε, σουσουραδίζετε, μιλάτε με νάζι και δίνετε χαϊδευτικά παρατσούκλια στα πλάσματα του θεού· και την ακολασία σας την παρουσιάζετε για άγνοια. Άντε, δεν τα υποφέρω πια, αυτά με τρέλαναν. Σου λέω δε θέλουμε άλλες παντρειές· όσοι είναι ως τώρα παντρεμένοι, όλοι έξω από έναν, θα ζήσουν· οι άλλοι θα μείνουν έτσι. Σε μοναστήρι, άντε.

(Βγαίνει) ΟΦΙΛΙΑ:

Ω τόσο ευγενικό μυαλό πώς σακατεύτη ! Μάτι, λαλιά, σπαθί αυλικού, σοφού, στρατιώτη, η απαντοχή, το ρόδο στ’ όμορφο βασίλειο, της μόδας ο καθρέφτης, πρότυπο στους τρόπους, το θώρι όσων θωρούν, τόσο να πέσει, τόσο ! Κι εγώ η πιο άθλια κι έρμη απ’ τις γυναίκες, που βύζαξα το μέλι απ’ τα γλυκά του λόγια,

Page 55: skines xenoy dramatologioy 2

55να βλέπω το έξοχο, το υπέροχό του πνεύμα σαν σήμαντρο γλυκό που ράισε να γκρινιάζει· το ασύγκριτό του θώρι, τα ανθισμένα νιάτα να τα μαραίνει το ξεφρένιασμα. Ω μαύρη μου ώρα, τι να ‘χω δει και τι να βλέπω τώρα !

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ

Πράξη 3η – Σκηνή 4η

(Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ κρύβεται πίσω από την κουρτίνα)

ΑΜΛΕΤ: (Από μέσα) Μητέρα, μητέρα, μητέρα !

(Μπαίνει ο ΑΜΛΕΤ)

ΑΜΛΕΤ:

Δοιπόν, μητέρα μου, τι τρέχει ; ΓΕΤΡΟΥΔΗ:

Άμλετ, στον πατέρα σου έκαμες πολύ κακό. ΑΜΛΕΤ:

Μητέρα, στον πατέρα μου έκαμες πολύ κακό. ΓΕΤΡΟΥΔΗ:

Έλα, έλα, μου αποκρίνεσαι μ’ ανούσια γλώσσα. ΑΜΛΕΤ:

Άντε, άντε, μου αποτείνεσαι με ανόσια γλώσσα. ΓΕΤΡΟΥΔΗ:

Τι είναι αυτά, Άμλετ ; ΑΜΛΕΤ:

Τι, μητέρα μου ; ΓΕΤΡΟΥΔΗ:

Με ξέχασες ; ΑΜΛΕΤ:

Όχι, όχι, μα τον σταυρωμένο, όχι και τόσο· είσαι η βασίλισσα, η γυναίκα του αντραδέρφου σου, κι είσαι — που να μην ήσουνα — η μητέρα μου.

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Ε, όχι, άλλους θα βάλω να μπορούν να σου μιλήσουν.

ΑΜΛΕΤ: Έλα, έλα εδώ, και κάτσε κάτω· μη σαλέψεις· δε φεύγεις πριν μπροστά σου βάλω έναν καθρέφτη όπου να δεις μέσα και μέσα τον εαυτό σου.

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι μελετάς να κάμεις ; Δε θα με σκοτώσεις; Βοήθεια, βοήθεια, ώ !

ΑΜΛΕΤ: (Ξεσπαθώνοντας τραβάει μια σπαθιά στην κουρτίνα) Τι ! ποντικός ; στον τόπο, ένα δουκάτο, πέθανε !

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Αλί μου, τι έκανες ;

ΑΜΛΕΤ: Δεν ξέρω, τι, είν’ ο βασιλιάς ;

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι ξαφνικό κι απαίσιο έγκλημα είν’ αυτό ;

ΑΜΛΕΤ: Απαίσιο έγκλημα ! σχεδόν τόσο κακό,

Page 56: skines xenoy dramatologioy 2

56καλή μητέρα, σαν να θανατώσεις βασιλιά κι απέ να παντρευτείς τον αδερφό του.

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Να θανατώσεις βασιλιά ; κι απέ να παντρευτείς τον αδερφό του.

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Να θανατώσεις βασιλιά ;

ΑΜΛΕΤ: Ναι, κυρά, το ‘πα.—

(Σηκώνει την κουρτίνα και ξεσκεπάζει τον ΠΟΛΩΝΙΟ)

Συ δόλιε φλύαρε, τρελέ, κουτοπερίεργε, ώρα καλή ! σε πήρα τον καλύτερό σου· τα ‘θελες, τα ‘παθες· κανείς σαν πολυχώνεται τρέχει και κάποιον κίνδυνο, το βλέπεις.—

(Στη μητέρα του)

Πάψε τα χέρια να ζουλάς. Σύχασε, κάτσε, κι άσε με να ζουλήξω την καρδιά σου· ναι, αν είναι από ύλη ευκολοπέραστη, αν δεν είναι απ’ την κατάρατη συνήθεια ατσαλωμένη, σαν στεγανό θωράκισμα, ενάντια στο αίσθημα.

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι έχω κάμει πού τολμάς με γλώσσα αδιάντροπη τόσο σκληρά να με αποπαίρνεις ;

ΑΜΛΕΤ: Πράξη τέτοια, που σβει τη χάρη και το χρώμα της ντροπής· την αρετή τη λέει υποκρίτρα· βγάζει το τριαντάφυλλο από το μέτωπο τ’ ωραίο αγνής αγάπης και βάζει εκεί ένα απόστημα· τα λόγια του αρρεβώνα τα κάνει ψεύτικα σαν όρκους τζογαδόρων· ω, τέτοια πράξη, που απ’ το σώμα το ιερό του γάμου ξεριζώνει την ψυχή την ίδια και τη γλυκειά του τελετή την κάνει ψαλμωδία φλύαρη· κοκκινίζει η όψη τ’ ουρανού κι αυτός ο ατόφιος στέρεος όγκος με θλιμμένο πρόσωπο, ωσάν την κρίση ν’ αντικρύζει, λιώνει πού συλλογιέται αυτή την πράξη.

ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Ωιμέ, τι πράξη, πού έτσι μουγκρίζει και βροντάει ο πρόλογός της ; ΑΜΛΕΤ: Κοίταξε εδώ, δες την εικόνα αυτή κι αυτή, που παρουσιάζουν δυο αδερφούς σ’ αντιπαράσταση. Δες πόση χάρη έχει απλωθεί σ’ αυτό το πρόσωπο· σγουρά Υπερίονα· του Δία του ίδιου μέτωπο· ματιά σαν του Άρη, φοβερίζει και προστάζει· κορμοστασιά σαν του Ερμή του αγγέλου, μόλις ακροπατεί σε κορυφή ουρανοφιλούσα. Σύνθεση τόντι και μορφή που επάνω της ο κάθε Θεός λες κι έχει βάλει τη σφραγίδα του να εγγυηθούν στον κόσμο για έναν άντρα· αυτός ήταν ο άντρας σου.— Δες τώρα τη συνέχεια : τούτος είν’ ο άντρας σου· σαν ήρα καπνισμένη, που το γερό το αδέρφι της μολύνει. Έχεις μάτια ; Άφησες τη βοσκή στο ωραίο αυτό βουνό για να παχαίνεις μέσ’ σ’ αυτόν τον βούρκο ; Χα ! Έχεις μάτια ; Μη μου πεις έρωτας, γιατί στην ηλικία σου η θέρμη των αιμάτων ημερεύει, πέφτει κι ακολουθεί την κρίση· ποια όμως κρίση θα ‘πεφτε σ’ αυτό απ’ αυτό ; Νουν έχεις σίγουρα, τι αλλιώς δε σάλευες — μα ‘παθε ο νους σου αποπληξία·

Page 57: skines xenoy dramatologioy 2

57γιατί ούτε η τρέλα δε θα λάθευε· ούτε ο νους δεν εσκλαβώθη έτσι ποτέ στη λύσσα του έρωτα που να μην έχει λίγη δύναμη να ξεχωρίσει την τόση διαφορά. Ποιος διάολος σ’ έμπλεξε έτσι στην τυφλομύγα ; Μάτια δίχως την αφή, αφή αόμματη, αφτιά χωρίς χέρια και μάτια, όσφρηση δίχως τίποτ’ άλλο, ή κι ένα μέρος αρρωστημένο από μια γνήσια αίσθηση δε θα ‘χε τόση στραβομάρα. — Ω ντροπή, πού ‘ναι το χρώμα σου ; Άδη αντάρτη, αφού σηκώνεις τέτοια επανάσταση σε μιας κυράς τα κόκαλα, ας γίνει στη φωτιά της νιότης η αρετή κερί, στη φλόγα της να λιώνει· κι ας μη ντρέπεται σαν κάνει επίθεση το πάθος το ασυγκράτητο, αφού ως κι ο πάγος με άλλη τόση καίει ορμή, κι είναι μεσίτρα ο νους στον πόθο.

ΓΕΡΤΡΟΎΔΗ: Ω Άμλετ, μη μιλάς πια· μου γυρνάς τα μάτια μέσ’ στης ψυχής μου τα κατάβαθα, όπου βλέπω λεκέδες τόσο μελανούς που δεν ξεφάφονται.

ΑΜΛΕΤ: Μόν’ για να ζεις σε λιγδωμένου κρεβατιού τον σάπιο ιδρώτα, στην χλιαρήν ακολασία, να κάνεις έρωτα και γλύκες μέσα σ’ ένα γουρνοσταλιό —

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Ω, πάψε πια· τα λόγια αυτά σου σαν μαχαίρια μπαίνουν στ’ αφτιά μου. Πάψε πια, Άμλετ ακριβέ μου !

ΑΜΛΕΤ: Μ’ έναν φονιά κι έναν αχρείο· μ’ έναν σκλάβο που ούτε το δέκατο δεν έχει απ’ το εικοστό του πρώτου αφέντη σου· έναν καραγκιόζη βασιλιά· πορτοφολά του θρόνου και της εξουσίας, που απ’ το σεντούκι το πολύτιμο το στέμμα το βούτηξε και το ‘χωσε στην τσέπη του !

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Όχι πια !

ΑΜΛΕΤ: Έναν βασιλέα από κουρέλια και μπαλώματα —

(Μπαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ)

Φυλάχτε με, σκεπάστε με, άγγελοι, με τα φτερά σας ! — Τι θέλει η σπλαχνική μορφή σου ;

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Αλίμονο, είναι τρελός !

ΑΜΛΕΤ: Ήρθες για να μαλώσεις τον οκνό σου γιο που αφήνοντας καιρό και πάθος να περνάει δεν εχτελεί τη βιαστική, την τρομερή σου προσταγή ; Ω, πες μου !

ΑΜΛΕΤ: Πώς είσαι, κυρία ;

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Αλίμονο, πώς είσαι συ, που έτσι καρφώνεις στο κενό τα μάτια και με τον άυλον αέρα κουβεντιάζεις ; Το πνέμα σου άγριο ξεπροβάλλει από τα μάτια σου, και, σαν στρατιώτες σε συναγερμό στον ύπνο τους τα πλαγιασμένα σου μαλλιά, σαν ξαφνικά να παίρνουν ζωή, πετιούνται ορθά. Καλό παιδί μου, την κάψα και φωτιά της ταραχής σου ράντισε με κρύα υπομονή. Μα τι κοιτάζεις ;

ΑΜΛΕΤ: Αυτόν, αυτόν ! Δες τι χλωμή ή θωριά του !

Page 58: skines xenoy dramatologioy 2

58Μορφή κι αιτία του ενωμένα αν εμιλούσαν στις πέτρες, θα τις συγκινούσαν. — Ω, μη με κοιτάζεις, μήπως μ’ αυτό σου το ύφος το θλιμμένο αλλάξεις τη στέρια διάθεσή μου· κι ό,τι πάω να κάμω πάρει άλλο χρώμα· δάκρυα ίσως αντίς αίμα.

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Σε ποιον τα λες αυτά ;

ΑΜΛΕΤ: Τίποτα εκεί δε βλέπεις ;

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Τίποτα κι όμως όλα όσα ναι κει τα βλέπω.

ΑΜΛΕΤ: Και τίποτα δεν άκουσες ;

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Τίποτα, μόνο εμάς.

ΑΜΛΕΤ: Πώς, κοίτα κει ! Κοίτα πώς φεύγει αργά και πάει ! Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε ! Κοίταξε κει, να, τώρα βγαίνει από την πόρτα !

(Βγαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ)

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:

Γέννημα μόνο του μυαλού σου· πράμα ασώματο η έξαψη μόνο πλάθει.

ΑΜΛΕΤ: Έξαψη ! Δες ο σφυγμός μου, ταχτικός σαν τον δικόν σου, κρατάει τον ίδιο υγείας ρυθμό· δεν είναι τρέλα όσα ξεστόμισα· δοκίμασέ με κι όλα σ’ τα ξαναλέω λέξη προς λέξη· η τρέλα θα πηδούσε μακριά. Μητέρα, έτσι να δεις Θεό, μη βάζεις το γλυκό στην ψυχή σου μπάλσαμο πώς τάχα μιλάει η τρέλα μου κι όχι τ ανόμημά σου· θα κάμει στο έλκος σου μια πέτσα επάνω-επάνω και μέσα κρυφοβόσκοντα ή κακιά σαπίλα θα προχωρεί παντού. Στο Θεό ξομολογήσου· μετάνιωσε για ό,τι έγινε, απόφυγε στο μέλλον και μη τ’ αγριόχορτα φουσκίζεις και τα κάνεις θρασύτερα. Συχώρα αυτή την αρετή μου, γιατί στην έγκωμη, παχύσαρκη εποχή μας ως κι η αρετή πρέπει να παίρνει απ’ την κακία συμπάθιο, ναι, ταπεινά σκυφτή να της ζητάει την άδεια για να τής της κάμει τ καλό.

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Αχ, Άμλετ, την καρδιά μου μου ’σκιεσες στα δύο.

ΑΜΛΕΤ: Ω, πέτα πέρα το χειρότερο κομμάτι και ζήσε αγνότερη με τ άλλο.— Καληνύχτα. Όμως στου θείου μου το κρεβάτι να μην πας· πάρε, αν δεν έχεις, αρετή με το στανιό. Κρατήσου απόψε· λίγο θα σ’ ευκολύνει αυτό τη δεύτερη φορά· την τρίτη πιο πολύ· τι λίγο-λίγο ή χρήση μπορεί ν’ αλλάξει και της φύσης τη συνήθεια και, ή να δαμάσει ή να πετάξει έξω τον διάβολο με θαυμαστήν ορμή. Και πάλι καληνύχτα· κι όταν ποθήσεις ευλογία, θα σου ζητήσω να μ’ εύλογήσεις.— Όσο για τον κύριο τούτον

(Δείχνει τον ΠΟΛΩΝΙΟ)

το μετανιώνω· μα ο Θεός το θέλησε έτσι να τιμωρήσει εμέ μ’ αυτό κι αυτό με μένα για να με κάμει μάστιγά του κι υπηρέτη του.

Page 59: skines xenoy dramatologioy 2

59Θα τον φροντίσω και θα δώσω λόγο μόνος μου που πήρα τη ζωή του.— Πάλι καληνύχτα. Σκληρός είμαι από ανάγκη μόνο να ωφελήσω· τούτο άρχισε κακά, χειρότερα είναι πίσω.— Μια λέξη ακόμα θα σου πω, καλή κυρία.—

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Τι θες να κάμω ;

ΑΜΛΕΤ: Κάθε άλλο απ’ ό,τι σου είπα πριν· άσ’ τονε πάλι να σε τραβήξει ο μπεκροβασιλιάς στο στρώμα· στο μάγουλο να σε γλυκοτσιμπήσει· να σε ειπεί ποντίκι του· για δυο βρωμόχνωτα φιλιά, ή μπατσάκια στον σβέρκο με τα κολασμένα του τα δάχτυλα στρέξε όλα αυτά να του τα φανερώσεις, πως ουσιαστικά τρελός δεν είμαι, παρά ή τρέλα μου είναι φκιαστή. Αυτό καλό ‘ναι να το μάθει·

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Ω, να ‘σαι βέβαιος αν τα λόγια είναι πνοή, κι είναι ή πνοή ζωή, δεν έχω εγώ ζωή να δώσω πνοή σ’ αυτά που μου ‘πες.

ΑΜΛΕΤ: Πρέπει να πάω στην Αγγλία· αυτό το ξέρεις ;

ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Ωχού, το ξέχασα· έχει γίνει τέτοια απόφαση.

ΑΜΛΕΤ: Τα έγγραφα έχουν σφραγιστεί και τα κομίζουν οι δυο μου σύσκολοι, που εγώ τους επιστεύομαι όσο δυο οχιές φαρμακερές· αυτοί μου ανοίγουν τον δρόμο· μου είναι οι αρχηγοί στην προδοσία. Ασ’ το, ας τραβήξει· κι έχει γούστο να ξεκάμεις με τη δική του μηχανή τον μάστορή της. Δύσκολα, μα θα σκάψω κάτω απ’ τα λαγούμια τους μια όργιά, να τούς τινάξω στ’ άστρα· είναι γλυκό δυο πονηριές αντίπαλες να συγκρουστούν. Τούτον να τον μαζέψω και να τα μαζεύω· τ’ άντερα αυτά θα τα τραβήξω πλάι στην κάμαρη.— Μητέρα, καληνύχτα.—-Αλήθεια αυτός ο σύμβουλος τώρα ‘ναι σιωπηλός πολύ και σοβαρός, ενώ, όσο ζούσε, ήταν ό φίλος φλύαρος και λωλός.— Κύριε, εμπρός, να τελειώνουμε με σένα.— Μητέρα, καληνύχτα.

(Βγαίνουν χώρια. Ο ΑΜΛΕΤ σέρνει τον ΠΟΛΩΝΙΟ)

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ

Πράξη 5η – Σκηνή 1η

(Μπαίνουν δυο ΚΩΜΙΚΟΙ με τσάπες κλπ.) Α’ ΚΩΜ: Είναι να τηνε Θάψουνε σαν χριστιανή μια που γυρεύει στανικά να σώσει τις αμαρτίες της ; Β’ ΚΩΜ: Είναι σου λέω· και γι’ αυτό ίσα, φτιάχ’ της τον τάφο· ο κορονάτος την έβαλε κάτω και της έβγαλε χριστιανικό θάψιμο. Α’ ΚΩΜ: Αυτό δε γίνεται, έξω κι αν πνίχτηκε «ναμύνη ζωής». Β’ ΚΩΜ: Ε, έτσι το ‘βραν.

Page 60: skines xenoy dramatologioy 2

60Α’ ΚΩΜ: Πρέπει να ‘ναι «ναμύνη ζωής», αλλιώς δε γίνεται. Γιατί δω ‘ναι ο κόμπος· γιατί αν πάω και πνιχτώ «εγνώσει», αυτό ‘ναι μια πράξη· και μια πράξη έχει τρεις κλάδωσες : το πράττω, το ποιώ, το κάνω· αραγούν, αυτή πνίχτηκε «εγνώσει». Β’ ΚΩΜ: Όχι, άκουσε, μαστροτσάπα μου, — Α’ ΚΩΜ. Με το συμπάθιο : εδώ ‘ναι το νερό· πάει καλά· εδώ στέκεται ο άθρωπος· πάει καλά· αν ο άθρωπος πάει σ’ αυτό το νερό και πνιχτεί, θα ειπεί, θέλει δε θέλει, πως πήγε· αυτό να σημειώσεις· αν όμως το νερό πάει σ’ αυτόν και τον πνίξει, δεν έχει πνιχτεί μόνος του· αραγούν, εκείνος δεν έχει εγκληματήσει στον εαυτό του, δεν κόβει ο ίδιος τη ζωή του. Β’ ΚΩΜ: Μα έτσι είν’ ο νόμος ; Α’ ΚΩΜ: Αμ έτσι βέβαια· ό βασιλικός ο νόμος της ανάκρισης. Β’ ΚΩΜ: Θες να μάθεις την αλήθεια ; Αν αυτή δεν ήταν αρχοντοπούλα, δε θα τη θάβανε με την εκκλησία. Α’ ΚΩΜ: Α, αυτό το ‘πες σωστά· κι είναι μάλιστα άδικο οι μεγαλουσάνοι να ‘χουν το λεύτερο και να πνιχτούν και να κρεμαστούν περισσότερο από τους άλλους χριστιανούς. Έλα, την τσάπα μου. Δεν έχει παλιό αρχοντολόι, μονάχα οι περιβολάρηδες, οι σκαφτιάδες κι οι νεκροθάφτες, αυτοί κρατάνε την τέχνη του Αδάμ. Β’ ΚΩΜ: Τι, αυτός ήταν άρχοντας ; Α’ ΚΩΜ: Αμέ, αυτός πρωτόβαλε άρματα. Β’ ΚΩΜ: Άντε, δεν είχε άρματα. Α’ ΚΩΜ: Τι, δωλολάτρης είσαι ; Έτσι ξηγάς την Αγία Γραφή ; Η Αγία Γραφή το λέει «ο Αδάμ ήταν ο πρώτος αρματολός». Ε, μπόρηγε να ‘ναι αρματολός δίχως άρματα ; Θα σου βάλω άλλο ένα ζήτημα· α δε μου δώσεις σωστή απόκριση, τότε ξομολογήσου,— Β’ ΚΩΜ: Άντε, μπρος. Α’ ΚΩΜ: Ποιος είν’ εκείνος που κοδομάει στερεώτερα κι από χτίστη, κι από καλαφάτη, κι από μαραγκό ; Β’ ΚΩΜ: Ο κρεμαλοφτιάχτης· γιατί το κοδόμημα αυτουνού φιλεύει χιλιάδες και πάλι βαστάει. Α’ ΚΩΜ: Μ’ αρέσει η ξυπνάδα σου, μα την πίστη μου· καλή ‘ναι η κρεμάλα· αμή πώς καλή ; καλή για κείνους που κάνουν κακά κι εσύ κάνεις κακά να λες πως η κρεμάλα είναι κοδόμημα πιο στέρεο κι απ’ την εκκλησιά· αραγούν, η κρεμάλα είναι καλή για σένα. Έλα, μπρος, άλλο. Β’ ΚΩΜ: Ποιος είν’ εκείνος που κοδομάει στερεώτερα κι από χτίστη, καλαφάτη και μαραγκό; Α’ ΚΩΜ: Ναι, αυτό να μου πεις, κι άι καλιά σου. Β’ ΚΩΜ: Στην πίστη μου, τώρα θα σ’ το πω. Α’ ΚΩΜ: Πες το. Β’ ΚΩΜ: Στο διάτανο, δε μπορώ. Α’ ΚΩΜ: Μην κοπανάς το μυαλό σου περισσότερο, γιατί τ’ οκνό σου το γαϊδούρι δε σιάζει την περπατησιά του με το ξύλο· κι όταν στο εξής σου βάλουν αυτό το ζήτημα, να ειπείς : «ο νεκροθάφτης»· τα σπίτια που σου φτιάνει αυτός σου βαστάνε ως τη δεύτερη παρουσία. Χάιντε πετάξου στου Γιόχαν· φέρε μου ένα καραφάκι ρακί.

(Βγαίνει ό Β’ ΚΩΜΙΚΟΣ. Τούτος σκάβει και τραγουδάει)

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΗΗ ΣΣΤΤΡΡΙΙΓΓΓΓΛΛΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΓΓΙΙΝΝΕΕ ΑΑΡΡΝΝΑΑΚΚΙΙ

Πράξη 2η – Σκηνή 1η

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

Κι’ αν έρθει, θα φερθώ με κάποια αναίδεια. Ας πούμε πως με βρίζει, εγώ θα πω, χωρίς καμιά ντροπή, πως κελαϊδεί γλυκύτερ’ απ’ τα’ αηδόνι. Ας πούμε πως μου ρίχνει άγριες ματιές, εγώ θα πω πως τα μάτια της είναι λαγαρά σαν τριαντάφυλλα που τα ’χει λούσει η δρόσο της αυγής. Ας πούμε πως βουβαίνεται, μη θέλοντας να βγάλει ούτε μια λέξη, εγώ θ’ αρχίσω να παινεύω την έξυπνη λαλιά της και τη γοητευτική της ευγλωττία. Κι ν πει να της αδειάσω τη γωνιά, θα την ευχαριστήσω, σα να μου ’λεγε να καθίσω κοντά της μια βδομάδα.

Page 61: skines xenoy dramatologioy 2

61Αν πει πως δεν παντρεύεται, θ’ αρχίσω να τη ρωτάω επίμονα πότε θα προκηρύξουμε τους γάμους μας στην εκκλησία, και πότε θα τούς κάνουμε. — Μα να την κιόλα ! Εμπρός λοιπόν, Πετρούκιε.

(Έρχεται η ΚΑΤΕΡΙΝΑ)

Καλημέρα σου, Καίτη, έτσι άκουσα πως είναι το όνομά σου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Καλά άκουσες, μα όχι πολύ σωστά. Με λένε Κατερίνα, όταν μιλούν για μένα.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Στην πίστη μου, λες ψέματα· λέγεσαι Καίτη, απλά, ή η καλή Καίτη, και επίσης κάποτε η κακίστρα η Καίτη ! Μα είσαι η Καίτη, η πιο χαριτωμένη Καίτη μες στη Χριστιανοσύνη· η Καίτη, η Καίτω, το χρυσό κουφέτο. Γι’ αυτό, Καίτη, άκουσέ με, Καίτη, μοναδική παρηγοριά μου ! — Ακούοντας να παινεύουνε παντού την καλή σου καρδιά, να κουβεντιάζουν για τι; πολλές σου χάρες, και να υμνούνε τη μεγάλη ομορφιά σου (όμως όχι ποτέ κι’ όσο το αξίζει) εκίνησα να ’ρθω να σε γυρέψω.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εκίνησες ! Καλά ! Τότε κουνήσου να φύγεις από δω το γρηγορότερο. Σε κατάλαβα αμέσως ό,τι σε είδα, πώς είσαι σωστό μόμπιλο.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Τι μόμπιλο ;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ένα τρίποδο !

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Το ’βρες ! Τότε κάθισε απάνω μου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Οι γάιδαροι πλαστήκαν για να σηκώνουν βάρη· αυτό είσαι εσύ.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Οι γυναίκες πλαστήκαν για να σηκώνουν. Και εσύ ’σαι γυναίκα. —

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι τέτοια κωθόνια σαν του λόγου σου, αν θες να πεις για μένα.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Έννοια σου, Καίτη, και δε θα σε βαρύνω εσένα. Ξέρω πως είσαι τόσο νέα, τόσο αλαφριά, και δεν...

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Είμαι πολύ αλαφριά για να με πιάσει ένας άχαρος μπούφος σαν κι’ εσένα. Κι’ όμως έχω το βάρος που μου πρέπει...

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ω χαμηλοπετούσα περιστέρα, κάποιο γεράκι θα σε πάρει.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Θα με πάρει για περιστέρι και θα βρει ξεφτέρι.

Page 62: skines xenoy dramatologioy 2

62ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

Έλα, έλα σφήγκα· είσαι πολύ κακιά. ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Πρόσεξε, γιατί η σφήγκα έχει κεντρί. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

Ε, τότε θα χρειαστεί να της το βγάλουμε. ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Αν ξέραν οι κουτοί πού ’ναι κρυμμένο. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

Ποιος δεν το ξέρει ; Στην ουρά ! ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Στη γλώσσα. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

Σε ποια γλώσσα; ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Στη δική σου, αφού μωρολογάς για ουρές. Αντίο ! Σου αφήνω γεια.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Πώς ! και θα μείνει η γλώσσα μου μες στην ουρά σου ; Όχι, μη φεύγεις, Καίτη ! Είμαι αρχοντόπουλο.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αυτό θα το δούμε. (Τον χτυπά)

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Μα την ψυχή μου, θα σε δείρω, αν κάνεις πως με ξαναχτυπάς !

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Τότε θα χάσεις πια το οικόσημό σου. Αν βάλεις χέρι απάνω μου, δε θα ’σαι καθώς είπες, αρχοντόπουλο, και ούτε οικόσημο θα ’χεις.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Καταγίνεσαι με τα οικόσημα, Καίτη ; Ω τότε γράψε με κι’ εμένα στα βιβλία σου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ποιο είν’ το στέμμα σου ; Ένα λειρί κοκόρου ;

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ένας κόκορας χωρίς λειρί, αν η Καίτη γίνει η κότα μου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι για μένα κόκορας λαλείς σαν πετεινάρι νικημένο.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Αχ, Καίτη, γιατί φέρνεσαι έτσι άγρια ;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Το ’χω σύστημα, όταν βλέπω αγριόχοιρο.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Εδώ δεν είναι κανένα τέτοιο ζώο. Λοιπόν ημέρωσε.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Πώς, είναι ! είναι !

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Δείξε μου το !

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αν είχα έναν καθρέφτη, θα σου το ’δειχνα.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Τι ; Θες να πεις το πρόσωπό μου ;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Page 63: skines xenoy dramatologioy 2

63 Μπρ6ο, είσαι αρκετά ξυπνός στην ηλικία σου.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Βλέπω, μα τον Άη-Γιώργη, πως είμαι πολύ νέος για σένα,

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Κι’ όμως σε βλέπω γερασμένο.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Είναι απ’ τις έγνοιες.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Φαντάζομαι τις έγνοιες σου !

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Άκου, Καίτη: σου λέω αλήθεια, δε θα μου ξεφύγεις.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι· θα τσακωθούμε, αν μείνω εδώ. Άφησέ με να φύγω.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ούτε ιδέα. Σε βρίσκω τρομερά χαριτωμένη. Είχα ακούσει να λένε πώς είσαι άγρια, σκουντούφλα κι’ ακατάδεχτη. Τώρα βλέπω όλα αυτά πως είναι ψέματα· γιατί σε βρίσκω ευχάριστη κι’ αστεία και τέλεια ευγενικιά· λίγο ακριβή στα λόγια μα γλυκιά σα λουλούδι της άνοιξης. Δεν ξέρεις να μουτρώνεις, δεν ξέρεις ν’ αγριοκοιτάζεις, ούτε να δαγκώνεις τα χείλια σου, όπως κάνουν ο κακόγνωμες γυναίκες· ούτε βρίσκεις ευχαρίστηση να αντιμιλείς πικρά· μονάχα δέχεσαι τούς άντρες που σε θέλουν, με ήμερη καλοσύνη και με λόγια γλυκά, διακριτικά και φιλικά. Γιατί λένε ότι η Καίτη είναι κουτσή ; Άπιστε κόσμε, η Καίτη είναι σα βέργα της φουντουκιάς, λιγνή και λυγερή, μελαχρινή στην όψη σα φουντούκι, πιο γλυκιά απ’ τον καρπό του. Περπάτησε να δω. — Μπα, δεν κουτσαίνεις !

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Άμε, κουτέ, να δίνεις προσταγές στα κοπέλια σου.

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ομόρφηνε ποτέ κανένα δάσος η Άρτεμη, όπως η Καίτη αυτό εδώ το σαλόνι με τη βασιλική περπατησιά της ; Αχ, η Άρτεμη λοιπόν ας είσαι εσύ, κι’ ας είναι εκείνη ή Καίτη και τότε ας είναι η Καίτη αγνή, και η Άρτεμη ας είναι ή παιχνιδιάρα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Πού τα ’χεις μάθει αυτά τα όμορφα λόγια ;

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Τα λέω «εξ υπογυίου»· είναι το πνεύμα της μάνας μου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αλίμονο, τι ξυπνή μάνα, και τι ανόητος γιος

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Δεν είμαι, λες, ξυπνός ;

Page 64: skines xenoy dramatologioy 2

64 ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Μόνο όσο φτάνει για να μην κοιμάσαι ; ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

Αυτό θέλω να γίνει στο κρεβάτι σου, καλή μου Κατερίνα. Και γιαυτό, ας σταματήσει πια τούτη ή φλυαρία· και σου λέω καθαρά : — Ο πατέρας σου δέχεται να γίνεις γυναίκα μου, και μείναμε οι δυο σύμφωνοι για την προίκα· λοιπόν θέλεις δε θέλεις, θα παντρευτούμε. Εγώ είμαι τωόντι, Καίτη, ο άντρας που σου ταιριάζει. Τι, μα το φως που μ αφήνει να βλέπω την ομορφιά σου, — αυτή την ομορφιά σου που με κάνει τόσο να σ’ αγαπώ, — δεν πρέπει εσύ να πάρεις άλλον άντρα από μένα· γιατί είμαι ό μόνος που ’χω γεννηθεί να σε μερώσω, Καίτη : και απ’ την άγρια κατσούλα που είσαι τώρα να σε κάνω Καιτούλα, γλυκιά σαν όλες τις γατούλες των σπιτιών. — Να που ’ρχεται ο πατέρας σου. Κοίτα μη μ’ αρνηθείς, πρέπει και θέλω να γίνει η Καίτη εξάπαντος γυναίκα μου.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΔΔΩΩΔΔΕΕΚΚΑΑΤΤΗΗ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑ

Πράξη 1η – Σκηνή 5η

(Μπαίνει ή ΒΙΟΛΑ)

ΒΙΟΛΑ: Η τιμημένη κυρία του σπιτιού, ποια είναι ;

ΟΛΙΒΙΑ: Μίλησε σε μένα. Θ’ απαντήσω από μέρος της, τι θέλεις ;

ΒΙΟΛΑ: Λαμπρή κι υπέροχη κι ασύγκριτη ομορφιά, παρακαλώ, πες μου αν αυτή ‘ναι η κυρία του σπιτιού, γιατί δεν την έχω ιδεί ποτέ. Θα μου κακοφανεί να πάει χαμένος ο λόγος μου, γιατί, έξω που είναι καλοσυνταγμένος, έκανα πολύν κόπο για να τον μάθω απέξω. Ωραίες μου κυρίες, μη μ’ αφήσετε να ρεζιλευτώ. Είμαι πολύ μυγιάγγιχτος και. το παραμικρό άσκημο φέρσιμο το παίρνω κατάκαρδα.

ΟΛΙΒΙΑ: Από πού έρχεσαι, Κύριε ;

ΒΙΟΛΑ: Δε μπορώ να ειπώ άλλο απ’ ό,τι έμαθα, κι αυτή η ερώτηση δεν είναι στο μέρος μου. Καλή κι ευγενικιά μου, δώσ’ μου λίγο θάρρος, αν είσαι η κυρία του σπιτιού, για να προχωρήσω στον ρόλο μου.

ΟΛΙΒΙΑ: Είσαι θεατρίνος ;

ΒΙΟΛΑ: Όχι, καρδιά της καρδιάς μου. Κι όμως στης διαβολιάς τα νύχια ορκίζομαι πως δεν είμαι αυτό που παρασταίνω. Είσαι η κυρία του σπιτιού ;

ΟΛΙΒΙΑ: Αν δεν κάνω κατάχρηση του εαυτού μου, είμαι.

Page 65: skines xenoy dramatologioy 2

65ΒΙΟΛΑ:

Βεβαιότατα, αν είσαι, κάνεις κατάχρηση του εαυτού σου, γιατί. εκείνο που είναι δικό σου για να το χαρίσεις, δεν είναι δικό σου για να το κρατάς. Αλλ’ αυτό δεν είναι μέσα στην εντολή που έχω. Θα σου απαγγείλω τον λόγο μου, που είναι ύμνος για σένα, κι έπειτα θα σου φανερώσω την ουσία της αποστολής μου.

ΟΛΙ ΒΙΑ: Έλα στην ουσία. Τον ύμνο σ’ τον χαρίζω.

ΒΙΟΛΑ: Κρίμα, έκανα τόσον κόπο να τον μάθω, κι είναι σε στίχους.

ΟΛΙΒΙΑ: Ένας λόγος περισσότερο για να ‘ναι ψεύτικος. Παρακαλώ, ας μένει. Μου είπαν πως φέρθηκες άσκημα έξω απ’ την πόρτα μου. Κι έδωσα την άδεια να μπεις μάλλον για να σε θαυμάσω παρά να σ’ ακούσω. Αν είσαι τρελός, να φύγεις. Αν έχεις τα λογικά σου, να είσαι σύντομος. Δεν είμαι σήμερα στα φεγγάρια που μπορεί κανείς να κάνει ασυνάρτητες κουβέντες μαζί μου. Πες μου ό,τι έχεις να πεις.

ΒΙΟΛΑ: Είμαι αποσταλμένος.

ΟΛΙΒΙΑ: Βέβαια κάτι τρομερό θα ‘χεις να μου πεις για να κάνεις τόσες τσιριμόνιες. Κάμε την αναφορά σου.

ΒΙΟΛΑ: Αυτό ενδιαφέρει μόνον τα δικά σου αυτιά. Δε φέρνω κήρυγμα πολέμου, ούτε όρους υποταγής. Ελιάς κλαδί κρατώ στο χέρι. Τα λόγια μου είναι ειρηνικά και σοβαρά.

ΟΛΙΒΙΑ: Ωστόσο άρχισες με τρόπο βάρβαρο. Ποιος είσαι ; Τι θέλεις ;

ΒΙΟΛΑ: Τον βάρβαρο τρόπο μου τον πήρα απ’ την υποδοχή που μου ‘καναν. Το τι είμαι και τι θέλω είναι τόσο μυστικό όσο κι η παρθενική σκέψη : για το δικό σου αυτί αποκάλυψη, για ό,τινος άλλου ιεροσυλία.

ΟΛΙΒΙΑ: Άφησέ μας μόνους. Ας ακούσουμε αυτή την αποκάλυψη. Τώρα, Κύριε, στο προκείμενο.

ΒΙΟΛΑ: Γλυκιά κυρά μου, —

ΟΛΙΒΙΑ: Παρηγορητική θεωρία, που παίρνει άλλωστε πολλή συζήτηση. Πού είναι το κείμενό σου ;

ΒΙΟΛΑ: Μέσα στο στήθος του Ορσίνου.

ΟΛΙΒΙΑ: Στο στήθος του ; Σε ποιο κεφάλαιο του στήθους του ;

ΒΙΟΛΑ: Για ν’ αποκριθώ μεθοδικά, στο πρώτο φύλλο της καρδιάς του.

ΟΛΙΒ1Α: Ω, το ‘χω διαβάσει, δεν είναι πιστό κείμενο. Δεν έχεις τίποτ’ άλλο να πεις ; ΒΙΟΛΑ: Καλή κυρά μου, άσε να ιδώ το πρόσωπό σου.

ΟΛΙΒΙΑ: Έχεις εντολή απ’ τον κύριό σου να συζητήσεις με το πρόσωπό μου ; Να που έφυγες απ’ το κείμενο. Αλλά θα τραβήξω την κουρτίνα, για να σου δείξω την εικόνα. Κοίταξε, κύριε, τέτοια ήμουν εγώ, σαν τούτη τη ζουγραφιά πού βλέπεις τώρα. Δεν είναι καλοκαμωμένη ;

(Βγάζει το βέλο)

ΒΙΟΛΑ:

Έξοχη, αν ο Θεός μόνον τη ζωγράφισε. ΟΛΙΒΙΑ:

Είναι στέρεο το χρώμα, κύριε, αντέχει. και στον άνεμο και σ’ ό,τι καιρό. ΒΙΟΛΑ:

Θαύμα αρμονία χρωμάτων, όπου η φύση η ίδια έβαλε το άσπρο και το κόκκινο με το απαλό, μαστορικό της χέρι. Κυρά μου, είσαι η σκληρότερη θνητή, που θες να πας στον τάφο αυτές τις χάρες, χωρίς ν’ αφήσεις ένα αντίτυπο στον κόσμο.

ΟΛΙΒΙΑ:

Α όχι, κύριε, δε θα ‘μαι δα τόσο σκληρόκαρδη. Θα βγάλω πιστοποιητικό της καλλονής μου σε κάμποσα αντίγραφα. Θα κάμω απογραφή του εαυτού μου και θα τα βάλω όλα μου τα μέλη λεπτομερώς στη διαθήκη μου : δύο χείλη, αρκετά

Page 66: skines xenoy dramatologioy 2

66κόκκινα, δυο γαλανά μάτια, με τα βλέφαρά τους, ένας λαιμός, ένα σαγόνι, και ούτω καθεξής. Μήπως σ’ έστειλαν εδώ για να μ’ εκτιμήσεις ;

ΒΙΟΛΑ: Το βλέπω τι είσαι, είσαι περήφανη πολύ. Όμως κι αν είσαι ο διάολος, είσαι ωραία ! Ο κύριός μου σε λατρεύει. Ω, τέτοια αγάπη δε θα ‘πρεπε να μείνει δίχως ανταπόκριση, κι ακόμα αν ήσουν η πεντάμορφη του κόσμου.

ΟΛΙΒΙΑ: Πώς με αγαπάει ;

ΒΙΟΛΑ: Η συλλογή του συννεφιά, το δάκρυ του κατακλυσμός, τα βογκητά του κεραυνοί, φωτιά και λάβρα οι στεναγμοί του.

ΟΛΙ ΒΙΑ: Ο κύριός σου ξέρει τη γνώμη που έχω. Δεν τον αγαπώ· τον έχω όμως για τίμιο, τον ξέρω ευγενικό, με βιο πολύ, με νιότη δροσερή κι αμόλυντη, φήμη καλή, καλή καρδιά και μόρφωση, κι αντρειά, και φυσική ομορφιά και χάρη σε όψη κι ανάστημα. Μα να που δε μπορώ, δεν τονε θέλω. Αυτό το ξέρει από καιρό.

ΒΙΟΛΑ: Αν σ’ αγαπούσα εγώ με τέτοια φλόγα, με τέτοιον πόνο, τέτοια αζώητη ζωή, την άρνησή σου δίχως νόημα θα την έβρισκα, δε θα την ένιωθα.

ΟΛΙΒΙΑ: Μπα, και τι θα ‘κανες ;

ΒΙΟΛΑ: Καλύβα θα ‘φτιαχνα με ιτιές μπροστά στην πόρτα σου, για να λατρεύω τη θεά μου μες στο σπίτι της. Τραγούδια θα ‘γραφα γι’ αγάπη απελπισμένη, και στη σιωπή της νύχτας θα σ’ τα τραγουδούσα. Θα φώναζα ν’ αντιλαλούν οι λόφοι τ’ όνομά σου, και θα ‘κανα το φλύαρο μουρμούρισμα του αέρα όλο να λέει : «Ολίβια !» Ω, δε θα ‘χες πια ησυχία πού να σταθείς ανάμεσα ουρανό και γη, ώσπου θα με λυπόσουν.

ΟΛΙΒΙΑ: Ίσως. Ποια ‘ναι η γενιά σου ;

ΒΙΟΛΑ: Πάνω απ’ την τύχη μου, όμως κι έτσι είμαι καλά· μα είμαι από γένος.

ΟΛΙ ΒΙΑ: Πήγαινε στον κύριό σου. Να βιάσω την καρδιά μου δε μπορώ· και πια ας μη στείλει, έξω κι αν τύχει εσύ να ‘ρθείς για να μου πεις πώς θα το πάρει. Στο καλό· και για τον κόπο σου σ’ ευχαριστώ. Να, πάρε, ξόδιασε για χάρη μου.

ΒΙΟΛΑ: Δεν είμαι ταχυδρόμος· κράτα το πουγκί σου. Ανταμοιβή χρειάζεται ο αφέντης μου, όχι εγώ· κι άμποτε την καρδιά εκείνου που θ’ αγαπήσεις να τηνε κάμει ο έρωτας στουρνάρι κι ο καημός σου, σαν του κυρίου μου, να βρει την περιφρόνηση. Χαίρε, ωραία σκληρόκαρδη !

(Βγαίνει)

ΟΛΙΒΙΑ:

Ποια ‘ναι η γενιά σου ;

Page 67: skines xenoy dramatologioy 2

67«Πάνω απ’ την τύχη μου, όμως κι έτσι είμαι καλά· μα είμαι από γένος». Είσαι, αυτό τ’ ορκίζομαι : η γλώσσα σου, η θωριά, το ανάστημά σου, οι τρόποι και το μυαλό σου πέντε οικόσημα σου δίνουν. Για στάσου, όχι κι έτσι δα — σιγά, σιγά ! Έξω κι αν ήταν να ‘ναι ο κύριος έτσι. — Μπα ! Τόσο γοργά πιάνει κανέναν το κακό ; Θαρρώ το νιώθω πως αυτού του νέου οι χάρες κλεφτά, γλυκά, μαργιόλικα γλιστράνε μέσα απ’ τα μάτια μου.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη 3η – Σκηνή 2η

(Μπαίνουν ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ κι η ΕΛΕΝΗ)

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:

Γιατί θαρρείς πως κοροϊδεύω όταν σου λέω πως σ’ αγαπώ ; Δες, σαν ορκίζομαι, πώς κλαίω. Δάκρυα δε φέρνει ο χλευασμός ούτ’ η ειρωνεία· της πίστης δάκρυα είν’ αυτά. Πώς κοροϊδία μπορεί να φαίνεται σε σένα αυτό το πράμα, αφού της πίστης είναι βούλα αυτό το κλάμα ;

ΕΛΕΝΗ: Η πονηριά σου όσο πάει. και δυναμώνει. Φριχτό η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει. Τους ίδιους όρκους έχεις κάνει στην Ερμία· πώς την αρνιέσαι με τη νέα σου φλυαρία ; Γιατί τον όρκο με τον όρκο όταν ζυγιάζεις, δε βρίσκεις άκρη· και τους όρκους που αραδιάζεις σε με κι εκείνη, αν μπουν στο ζύγι, αντιζυγιάζουν κι είν’ αλαφροί το ίδιο, φαφλατάδες μοιάζουν.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Όταν ορκίζομουν σ’ αυτή, δεν είχα κρίση.

ΕΛΕΝΗ: Όχι, ούτε τώρα που την έχεις παρατήσει.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Εκείνη θέλει κι ο Δημήτρης, όχι εσένα.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Ξυπνώντας): Ελένη, θεά, νεράιδα, ουράνια, αιθέρια, τέλεια ! Με τι τα μάτια σου, ω καλή, να παρομοιάσω ; Το κρούσταλλο είναι σκούρο. Ω, πόσο σκανταλίζουν για το φιλί τα χείλη σου, ώριμα κεράσια ! Το πιο καθάριο χιόνι στην κορφή του Ταύρου, που κρουσταλλένια ασπράδα παίρνει απ’ την πνοή του ανατολίτη αγέρα, μαύρη κάργια γίνεται, μόλις σηκώσεις συ το χέρι σου· άσε με, αχ, να προσκυνήσω της ασπράδας τη βασίλισσα, του ολάσπρου αγνού τη θεία σφραγίδα να φιλήσω !

ΕΛΕΝΗ: Ω κόλαση ! Ω ντροπή ! Σεις βλέπω συμφωνήσατε να διασκεδάσετε μαζί μου: κύριοι αν ήσαστε κι είχατε τρόπους, έτσι δε θα με προσβάλλατε.

Page 68: skines xenoy dramatologioy 2

68Ξέρω το μίσος της καρδιάς σας, δε σας φτάνει παρά βαλθήκατε και να με ρεζιλέψετε ; Αν ήσαστε άντρες, όπως είσαστε στην όψη, σε μια κυρία δε θα φερνόσαστε έτσι. Μ’ όρκους και λόγια αγάπης να παινεύετε τα μέλη μου, ενώ απ’ τα βάθη της καρδιάς σας με μισείτε ! Εσείς δυο αντίπαλοι για αγάπη της Ερμίας, και πάλι αντίπαλοι στην κοροϊδία για μένα ! Τι ωραία δουλειά, τι αντρών γενναίο κατόρθωμα, να περγελάς μια δόλια νέα για να την κάνεις να τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια της ! Αυτό κανείς δεν το ‘κανε ευγενής, έτσι μια κόρη να την προσβάλει, και να φέρει σ’ αγανάχτηση, μόνο για γούστο του, μια αδύνατη ψυχή.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, φέρνεσαι, άσκημα, και μην το κάνεις. Εσύ θες την Ερμία,— το ξέρεις και το ξέρω. Λοιπόν εδώ, μ’ όλο τον τρόπο τον καλό, κι απ’ την καρδιά μου μέσα σου παραχωρώ το μερτικό μου απ’ της Ερμίας την αγάπη· το ίδιο κάνε εσύ σε με για την Ελένη, που εγώ αγαπώ και θα λατρεύω μέχρι τάφου.

ΕΛΕΝΗ: Ω ! φλύαροι, ψεύτες και πρωτάκουστοι στον κόσμο !

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Λύσανδρε, κράτα την Ερμία σου· δεν τη θέλω. Κι αν την αγάπησα ποτέ, πάει πια, μου πέρασε. Σ’ εκείνην ήταν η καρδιά ξενιτεμένη και τώρα γύρισε στο σπίτι, στην Ελένη, να μείνει εκεί για πάντα.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, μην πιστεύεις.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Την πίστη μην εξευτελίζεις. Δεν την ξέρεις, έξω αν θες να την πληρώσεις ακριβά. Δες, να η αγάπη σου, έρχεται, να η ακριβή σου.

(Mπαίνει η ΕΡΜΙΑ)

ΕΡΜΙΑ:

Ω, νύχτα σκοτεινή, που παίρνεις απ’ το μάτι και δίνεις πιότερη ικανότητα στ’ αφτί· κι αν έχει η όραση ζημιά απ’ το φως που χάνεται, διπλοπληρώνεται για τούτο η ακοή.— Δε σ’ ήβρε, Λύσανδρε, το μάτι μου. Τ’ αφτί μου σε σένα μ’ έφερε, γι’ αυτό το ευχαριστώ. Μ’ αυτός τι τρόπος ήταν έτσι να μ’ αφήσεις ;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Κι έχει όποιος σπρώχνεται απ’ τον έρωτα στασιό ;

ΕΡΜΙΑ: Τι έρωτας έσπρωξε τον Λύσανδρο μακριά μου ;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Του Λύσανδρου έρωτας, πού δεν τον άφηνε ήσυχο,— η ωραία Ελένη, που στολίζει πιο πολύ τη νύχτα απ’ όλα αυτά τ’ αστέρια και τις πούλιες. Τι τρέχεις πίσω μου ; Μ’ αυτό δεν το κατάλαβες, πως από σένα μίσος μ’ έδιωξε για σένα ;

ΕΡΜΙΑ: Δεν τα πιστεύεις όσα λες, δε γίνεται, όχι.

ΕΛΕΝΗ: Α, είναι και τούτη μέσ’ σ’ αυτή τη συμπαιγνία ! Τώρα το βλέπω : συμφωνήσανε κι οι τρεις τους για να μου παίξουν αυτό το άνοστο παιχνίδι. Κακίστρω Ερμία ! κόρη αχάριστη ! και συ

Page 69: skines xenoy dramatologioy 2

69συνώμοσες μαζί μ’ αυτούς και τα σκεδιάσατε για να με μπλέξετε μέσ’ στη σαχλή ειρωνεία σας ; Όλα, λοιπόν, που ή μια στην άλλη εμπιστευόμαστε τα μυστικά μας, οι όρκοι μας οι αδερφικοί, οι ώρες που ευχάριστα περνούσαμε μαζί προτού χωρίσουμε, όλα αυτά είναι ξεχασμένα ; Όλη ή φιλία μας του σκολειού, τ’ αθώα παιδιάτικα παιχνίδια ; Εμείς, Ερμία, σαν δυο φκιαστοί θεοί, με τις βελόνες μας επλάσαμε κι οι δυο μας ένα λουλούδι, στο ίδιο σκέδιο, καθισμένες κι οι δυο στον ίδιο καναπέ κι οι δυο μας το ίδιο τραγούδι λέγοντας κι οι δυο στον ίδιο τόνο, σαν να ‘χαν σμίξει στο ίδιο σώμα τα πλευρά μας, τα χέρια, ο νους μας κι οι φωνές μας. Μεγαλώσαμε μαζί σαν ένα διπλοκέρασο, που φαίνεται σαν χωρισμένο, όμως είν’ ένα με τα μέρη του· δυο προφαντές, σ’ ένα κλωνί δεμένες, φράουλες· στο θώρι δυο κορμιά, μα τόντις μια καρδιά· δυο κι όμως ένα, σαν στα οικόσημα ζευγάρι, που δυο φιγούρες ένα στέμμα στεφανώνει. Και κουρελιάζεις την παλιά μας την αγάπη να συμμαχήσεις μ’ άντρες για να κοροϊδέψετε τη φιλενάδα σου ; Αμ αυτό, αυτό δεν το θέλει ούτε η φιλία ούτε μιας κόρης ή καρδιά. Πρέπει γι’ αυτό όλα τα κορίτσια σαν εμένα να σ’ αποδιώξουν, κι ας ντροπιάζομαι εγώ μόνο.

ΕΡΜΙΑ: Παραξενεύομαι με τα οργισμένα λόγια σου. Σε κοροϊδεύω εγώ, ή εσύ με κοροϊδεύεις ;

ΕΛΕΝΗ: Εσύ δεν έβαλες επίτηδες τον Λύσανδρο να τρέχει πίσω μου γι’ αστεία και να παινεύει το πρόσωπό μου και τα μάτια μου ; Δεν έκανες τον ερωμένο σου τον άλλο, τον Δημήτρη,— που τώρα μόλις λίγο πριν με κλωτσοπάτησε — να με καλεί θεά, νεράιδα, θεία, πεντάμορη, ουράνια, ασύγκριτη ; Πώς τέτοια λέει σ’ αυτή που τη μισεί; Και πώς ο Λύσανδρος αρνιέται τον έρωτά σου, που ήτον πλούτος στην ψυχή του, να μου προσφέρει αγάπη εμένα, αν δεν τον έβαλες εσύ με την δική σου συγκατάθεση ; Αν εγώ δεν είμαι σαν εσένα τυχερή, να ‘χω τη χάρη σου να πλέχω στην αγάπη,— παρ’ αγαπώ η πανάθλια δίχως ανταγάπη,— να με λυπάσαι θα ‘πρεπε, όχι να μ’ εμπαίζεις.

ΕΡΜΙΑ:

Τι θες να πεις δε νιώθω. ΕΛΕΝΗ:

Και πολύ καλά, γιατί κρατιέσαι και καμώνεσαι θλιμμένο βλέμμα και μόλις στρίψω αλλούθε, ευθύς στραβώνεις το στόμα σου κι ένας στον άλλον κάνει νοήματα. Ε, συνεχίστε το γλυκό σας χωρατό· πετυχεμένο είν’ το παιχνίδι σας και πρέπει στα χρονικά να μπει. Μ’ αν είχατε μια στάλα συμπόνια, λύπηση και φέρσιμο καλό, δε θα με κάνατε παιχνίδι σας. Μα χαίρετε· το λάθος είναι και δικό μου και δεν έχει άλλη γιατρειά, παρά να λείψω η να πεθάνω.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, στάσου, εύγενικιά ψυχή, άκουσέ με, ζωή μου, αγάπη μου, ψυχή μου, ωραία Ελένη !

Page 70: skines xenoy dramatologioy 2

70ΕΛΕΝΗ:

Έξοχα ! ΕΡΜΙΑ:

Φίλε μου, έτσι μη την κοροϊδεύεις. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:

Αν όχι με καλό, θ’ ακούσει με στανιό !

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Στανιό δικό σου κι αυτηνής ορμήνιες το ίδιο τα ‘χω· δεν πιάνουν οι φοβέρες σου, ούτε παρακάλια της. Σ’ το λέω, Ελένη, σ’ αγαπώ, μα τη ζωή μου· σ’ αυτό σ’ ορκίζομαι, που εσένα το θυσιάζω, να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει δε σ’ αγαπώ.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Κι εγώ σου λέω πως σ’ αγαπώ απ’ αυτόνε πιο πολύ.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Αφού το λες, με το σπαθί σου απόδειξέ το κιόλα.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Εμπρός!

ΕΡΜΙΑ: Τι είν’ όλα τούτα, Λύσανδρέ μου ;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τραβήξου, αράπισσα !

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Όχι δα ! Για δες τον, τάχα

πώς πολεμάει να της ξεφύγει· πρώτα κάνεις τάχα πως θες ν’ ακολουθήσεις, μα δεν έρχεσαι· είσαι δειλός, καημένε !

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Φεύγα, στα κομμάτια ! Άσε με, γάτα, γκολιτσίδα, άσε, γιατί θα σε τινάξω πέρα, σίχαμα, σα φίδι !

ΕΡΜΙΑ: Πώς έτσι αγρίεψες, πώς άλλαζες, καλέ μου ;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Καλός σου ! Πέρα, μαυροτσούκαλο, Άδη, Τάρταρε ! Φεύγα, αναγούλα, γιατρικό πικρό, μακριά !

ΕΡΜΙΑ: Δε χωρατεύεις ;

ΕΛΕΝΗ: Πώς ! Και συ τ ίδιο κάνεις.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, έχεις το λόγο μου.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Θα προτιμούσα να σ’ χω με χαρτί δεμένο, τι όπως βλέπω, κι ένας αδύνατος δεσμός σε καταφέρνει· λόγο από σένα δεν πιστεύω.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μα τι θέλεις, να τη χτυπήσω, να τη δείρω, να τή σφάξω ; κι αν τη μισώ, κακό δε θέλω να της κάνω.

ΕΡΜΙΑ: Κι είναι κακό χειρότερο απ’ το μίσος σου άλλο ; Μίσος ! Γιατί ; Αχ, αλί μου, τι ‘ναι τούτα, αγάπη μου ; Δεν είμαι γω η Ερμία ; Εσύ δεν είσαι ο Λύσανδρος ; Ωραία και τώρα είν’ η όμορφή μου όπως και πριν. Σαν ήρθε η νύχτα μ αγαπούσες· νύχτα είν’ ακόμα και μ’ αφήνεις ; Με τι, μ’ αφήνεις, θεός φυλάξοι, σοβαρά, να ειπούμε ;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μα τη ζωή μου, σοβαρά· και πια ποτέ δε θέλω να σε ξαναϊδώ. Γι’ αυτό απελπίσου, μην αμφιβάλλεις, μην ξετάζεις, χώνεψέ το, πάρε το απόφαση, είναι αλήθεια κι όχι αστεία,

Page 71: skines xenoy dramatologioy 2

71πως σε μισώ και πως λατρεύω την Ελένη.

ΕΡΜΙΑ: Ωιμέ ! — συ αγύρτισσα, συ ανθέ σκουληκιασμένε, συ κλέφτρα της αγάπης ! τι ‘ρθες μεσ’ στη νύχτα για να μου κλέψεις την καρδιά του αγαπημένου μου ;

ΕΛΕΝΗ: Ωραία, αλήθεια κι απαλήθεια ! Μα δεν έχεις διόλου σεμνότητα και κοριτσιού ντροπή, συμμαζεμό σταλιά ; Τι θες λοιπών, να βγάλεις λόγια αγανάχτησης απ’ την ευγενικιά μου τη γλώσσα ; Φτού σου ! φτού, υποκρίτρα εσύ και κούκλα !

ΕΡΜΙΑ: Πώς ; Κούκλα ! Αμ έτσι το λοιπόν είναι τα πράματα ; Τώρα το βλέπω πως τους είπε να συγκρίνουν ποια ‘ναι απ’ τις δυο μας πιο ψηλή· το μπόι της έδειξε. Με την ψηλή, καμαρωτή κορμοστασιά της το νου του σήκωσε.— Και τόσο πια μου ψήλωσες στα μάτια του, επειδή είμ’ εγώ τόσο κοντή ; Πόσο κοντή είμ’ εγώ, ζωγραφιστό μου ξόανο ; πόσο κοντή είμαι ; πες· δεν είμαι δα και τόσο πού να μη φτάνω με τα νύχια μου τα μάτια σου.

ΕΛΕΝΗ: Παρακαλώ σας, κύριοι, μ’ όλο που μ’ εμπαίζετε, μην την αφήσετε να με πειράξει. Εγώ δεν ξέρω από κακίες, ούτε είμαι μαθημένη σε γυναικοκαβγάδες και κυρατσισιές. Είμαι δειλή σαν κάθε κόρη, μην αφήνετε να με χτυπήσει κι ούτε πρέπει να νομίζετε πως, επειδή είναι τάχα πιο κοντή από μένα, μπορώ μαζί της να τα βάλω.

ΕΡΜΙΑ: Άκου την, πάλι κοντή με λέει !

ΕΛΕΝΗ: Καλή μου Ερμία, μη μου κακιώνεις· Γω σ’ αγαπούσα πάντα, Ερμία μου, πάντα εφύλαξα τα μυστικά σου και ποτέ μου δε σε πείραξα. Το μόνο στον Δημήτρη απόψε που μαρτύρησα πως θα το σκάζατε, κι αυτό απ’ την αγάπη μου. Σας ακολούθησε κι εγώ τον ακολούθησα. Μ’ αυτός μ’ απόδιωξε μακριά και με φοβέρισε να με χτυπήσει και — τι λέω ; — να με σκοτώσει ! Και τώρα, αν ήσυχα μ’ αφήσετε να φύγω, για την Αθήνα θα τραβήξω με την τρέλα μου. Πίσω σας πια δε θα ‘ρθω. Αφήστε με να φύγω. Βλέπετε πόσο απλή κι ανόητη είμαι.

ΕΡΜΙΑ: Φεύγα, ποιος σε κρατεί ;

ΕΛΕΝΗ: Κάποια καρδιά, που αφήνω εδώ.

ΕΡΜΙΑ: Τον Λύσανδρο ;

ΕΛΕΝΗ: Όχι, τον Δημήτρη.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μη φοβάσαι, δε σε πειράζει, Ελένη μου.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: . Όχι, Κύριε, κι άσε, μην παίρνεις δα το μέρος της.

ΕΛΕΝΗ: Ω, είναι κακίστρω και διαστρεμμένη όταν θυμώνει ! Στο σκολειό

Page 72: skines xenoy dramatologioy 2

72ήτανε πάντα καβγατζού και πεισματάρα, αν και μικρόσωμη.

ΕΡΜΙΑ: Μικρόσωμη είπες πάλι ! όλο μικρόσωμη, κοντή και τίποτ’ άλλο ! — Πώς το επιτρέπετε, εσείς, έτσι να με βρίζει ; Σταθείτε, αφήστε να την πιάσω.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Φεύγα, ζάρωμα, γκρεμίσου, μόριο, που έχεις φάει το ζαροβότανο, κοντορεβίθι, βαλανίδι !

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Πάρα δείχνεις να την κρατήσεις προθυμία κι είναι εις βάρος σου. Ασ’ την: να μη μιλήσεις πια για την Ελένη. Άσε το μέρος της, γιατί αν μια στάλα αγάπη δείξεις γι’ αυτή, το μετανόησες κιόλας.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τώρα δε με κρατεί, κι αν σου βαστάει, έλα από πίσω μου, να δούμε ποιος από τους δυο μας στην Ελένη έχει δικαίωμα πιο πολύ. Εγώ ή εσύ.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Πίσω σου εγώ; Όχι ! πάμε πλάι με πλάι μαζί !

(Βγαίνουν ό ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ κα ό ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ)

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΙΛΛΕΡ Μετάφραση: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη 3η – Σκηνή 3η

(Η Μαρία συγκεντρώνει τις δυνάμεις της και κάνει να προχωρήσει προς την Ελισάβετ, αλλά στο δρόμο σταματάει με φρίκη, οι κινήσεις της δείχνουν σφοδρή ψυχική πάλη)

ΕΛΙΣΑΒΕΤ:

Ποιος μου είχε πει για μια ταπεινωμένη ; Μια περήφανη είναι, που οι συμφορές δεν την έχουν δαμάσει. ΜΑΡΙΑ: Ας είναι ! Ας το δεχτώ και τούτο ακόμα. Ευγενικιά μου μάταιη περηφάνια, σύρε ! Ας ξεχάσω ποια είμαι κι όσα ω; τώρα υπόφερα· μπροστά σ’ εκείνη ας πέσω, που μ’ έριζε σ’ αυτή την καταφρόνια.

(Γυρίζει κατά τη βασίλισσα)

Ο ουρανός στο δικό σας το κεφάλι της νίκης έχει βάλει το στεφάνι, αδερφή· στη θεότητα προσπέφτω, που σας έχει ανυψώσει !

(Γονατίζει μπροστά της)

Μα σταθείτε

Page 73: skines xenoy dramatologioy 2

73τώρα κι εσείς γενναιόψυχη, αδερφή μου. Στην ντροπή μη μ’ αφήσετε πεσμένη, το ρηγικό σας χέρι απλώστε τώρα και σκώστε με απ’ το μέγα πέσιμό μου.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ (κάνοντας πίσω): Λαίδη Μαρία, είστε όπου πρέπει να είστε ! Κι ας είναι δοξασμένος ο θεός μου, που μπροστά σας δεν έστρεξε να πέσω, όπως πέφτετε τώρα εσείς μπροστά μου.

ΜΑΡΙΑ (με πάθος ολοένα πιο δυνατό): Του ανθρώπου η τύχη είν’ άστατη, σκεφτείτε ! Τους τρομερούς θεούς, που τιμωρούνε την περηφάνια, που με ρίχνουν τώρα στα πόδια σας μπροστά, να σεβαστείτε. Για χάρη αυτών των ξένων που μας βλέπουν σ’ εμένανε τιμήστε τον εαυτό σας, των Τιούντορ μην ντροπιάζετε το αίμα, που ρέει και στων δυονώνε μας τις φλέβες. Μη στέκεστε απροσπέλαστη έτσι, Θεέ μου, σαν τον γκρεμό τον άγριο, που του κάκου ο ναυαγός παλεύει να τον πιάσει. Όλα, η ζωή μου, η τύχη μου, απ’ των λόγων και των θρήνων μου κρέμονται τη δύναμη : λύστε μου την καρδιά, για να μπορέσω ν’ αγγίξω τη δικιά σας ! Όταν έτσι με βλέμμα παγωμένο με κοιτάτε, κλειέται η καρδιά μου εντός μου τρομαγμένη, τα δάκρυα σταματούν κι η φρίκη δένει τής ικεσίας τα λόγια μες στο στήθος.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ (κρύα κι αυστηρά): Τι έχετε να μου πείτε, λαίδη Στούαρτ ; Ακρόαση μου ζητήσατε. Ξεχνάω πως είμαι μια βασίλισσα, ξεχνάω τη βαριά προσβολή που μου ‘χει γίνει, χρέος ιερό αδερφής για να εχτελέσω, και σας παρηγορώ με τη θωριά μου. Τη μεγαλοψυχία μου ακλουθάω, όσο κι ν ξέρω πως στο δίκαιο ψόγο θενά εκτεθώ, πώς κατεβαίνω τόσο χαμηλά... γιατί βέβαια δεν ξεχνάτε πως βάλατε εναντίον μου δολοφόνους.

ΜΑΡΙΑ: Πούθε ν’ αρχίσω, πού να βρω τα λόγια τα φρόνιμα, που δίχως να πληγώσουν θ’ αγγίξουν την καρδιά σας ; Δώσε, Θεέ μου, στην ομιλία μου δύναμη και βγάλ’ της κάθε κεντρί. Μα για τον εαυτό μου δεν μπορώ να μιλήσω, δίχως πάλι κακό να πω για σας, και δεν το θέλω. Φερθήκατε σ’ εμένα μ’ έναν τρόπο όχι σωστό, γιατί βασίλισσα είμαι κι εγώ, και με κρατήσατε σα σκλάβα· ήρθα άσυλο γυρεύοντας, κι εσείς, τους ιερούς της ξενίας πατώντας νόμους και των εθνών το δίκαιο απέναντί μου, στη φυλακή με κλείσατε, μού πήραν και φίλους και υπηρέτες με ασπλαχνία, σε στέρηση άπρεπη έμεινα, με στήσαν μπρος σ’ ατιμωτικό ένα δικαστήριο... Μα ας τα’ αφήσουμε τούτα· αιώνια λήθη τα φριχτά βάσανά μου ας τα σκεπάσει. Ας πω πως ήταν όλ’ αυτά μοιραία. Δε φταίτε εσείς, δε φταίω κι εγώ, ένα πνεύμα

Page 74: skines xenoy dramatologioy 2

74ήρθε κακό απ’ την άβυσσο, ν ανάψει στις καρδιές μας το μίσος που απ’ τα χρόνια τα νεανικά μας έχει χωρισμένες. Άξαινε αυτό μ’ εμάς, και την απαίσια φλόγα άνθρωποι κακοί του τη σιμπούσαν. Τρελοί θιασώτες αρματώναν χέρια, που κανείς δεν τους ζήτησε τη βοήθεια. Αυτή ‘ναι η μαύρη μοίρα των ρηγάδων : διαιρούν τον κόσμο, όταν αυτοί μαλώσουν, και ξαμολάν τις Ερινύες του μίσους. —Δεν έχει ξένο στόμα ανάμεσά μας,

(την πλησιάζει μ’ εμπιστοσύνη και με ύφος χαϊδευτικό)

είμαστε τώρα η μια μπροστά στην άλλη. Πέστε, αδερφή μου, ποια ναι η ενοχή μου και πλέρια ικανοποίηση θα σας δώσω. Αχ, να μ’ ακούατε τότε, που ζητούσα με τόση επιμονή ν ανταμωθούμε. Δε θα φταναν τα πράματα όπου φτάσαν, κι η θλιβερή συνάντηση σε τούτη τη θλιβερή δε θα γινόταν θέση.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Με φύλαξε απ’ αυτό, η καλή μου η τύχη, στον κόρφο μου την όχεντρα να βάλω. —Στη μοίρα μην τα ρίχνετε, η καρδιά σας η μαύρη φταίει κι η άγρια του σπιτιού σας δοξομανία. Χωρίς ανάμεσά μας τίποτα να ‘χει γίνει, μου κηρύχνει τον πόλεμο ο παπάς ο λυσσασμένος, ο θείος σας, που τ’ αυθάδικό σου χέρι κατά τους θρόνους όλους το ξαμώνει· σας ξεμυάλισε αυτός το οκόσημό μου να πάρετε, να σκώσετε απαιτήσεις στο θρόνο μου, να μπείτε σε μια πάλη για ζωή και για θάνατο μ’ έμενα. Ενάντια μου ξεσήκωσε τα πάντα, σπαθιά λαών και γλώσσες ιερωμένων, της θρησκόληπτης τρέλας τ’ άγρια όπλα. Και στην ειρηνική μου ακόμα χώρα της ανταρσίας μου σίμπησε τις φλόγες. Αλλά ο Θεός είναι μ’ εμέ· τη νίκη δεν κέρδισε ο παπάς ο φαντασμένος. Για το δικό μου ετοίμαζε κεφάλι το χτύπημα, και πέφτει το δικό σας !

ΜΑΡΙΑ: Στο χέρι το Θεού ‘μαι. Η δύναμή σας τόσο σκληρήν εφαρμογή δε θα ‘χει.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Θα με μποδίσει ποιος ; Τούς βασιλιάδες ο θείος σας τους εδίδαξε, πως πρέπει με τούς οχτρούς να κλειούν ειρήνη : η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου σκολειό μου ας γίνει ! Δίκαιο εθνών για με η συγγένεια τι ‘ναι; Απ’ τα καθήκοντα όλα η Εκκλησία μας λύνει, αγιάζει αυτή τους ορκοπάτες και τους βασιλοχτόνους. Των δικών σας παπάδων τα μαθήματα εφαρμόζω. Για σας ποια εγγύηση θα ‘χα, αν τα δεσμά σας τα ‘λυνα μεγαλόψυχα ; Πού να ‘βρω μια κλειδαριά την πίστη σας να κλείσω που να μην την ανοίγει του άγιου Πέτρου το κλειδί ; Μόνη ασφάλεια είναι ή βία. Δε γίνονται με φίδια συμφωνίες.

ΜΑΡΙΑ:

Page 75: skines xenoy dramatologioy 2

75Α, η θλιβερή σας, σκοτεινή υποψία ! Για εχθρά και ξένη με είχατε από πάντα. Αν κληρονόμα με κηρύχνατε, όπως μου πρέπει, θα με κάνανε πιστή σας και φίλη και συγγένισσα η αγάπη κι η ευγνωμοσύνη.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ:

Είν’ έξω, λαίδη Στούαρτ, οι φίλοι σας, αδέρφια οι καλογέροι και σπίτι η παποσύνη. Κληρονόμα να κάμω εσάς ! Προδοτική παγίδα ! Για να μου ξεπλανέψετε το λαό μου, Αρμίδα δολοπλόκα, πριν πεθάνω, της χώρας τ’ αρχοντόπουλα πιδέξια να μπλέξετε μες στου έρωτα τα δίχτυα και στου καινούριου ηλιού το ανάβλεμμα όλοι να στραφούν…

ΜΑΡΙΑ: Βασιλεύετε με ειρήνη ! Καμιά δεν έχω αξίωση για το θρόνο. Όπως μ’ έχετε κάμει, της ψυχής μου κοπήκαν τα φτερά, τα μεγαλεία δε με τραβούν, είμ’ ο ίσκιος της Μαρίας. Χρόνια στης φυλακής την καταφρόνια η περηφάνια μου έγινε συντρίμμια. Μου κάματε ό,τι το χειρότερο είναι, με χαλάσατε απάνω στον ανθό μου. —Τώρα, αδερφή, δώστε ένα τέλος. Πέστε τη λέξη, που για δαύτην έχετε έρθει· βέβαια σκοπός δεν ήταν του ερχομού σας το θύμα σας φριχτά να ειρωνευτείτε. Πέστε τη λέξη αυτή, πέστε : «Μαρία, ελεύτερη είστε πια ! Τη δύναμή μου έχετε νιώσει, τώρα διδαχτείτε τη μεγαλοψυχία μου να τιμάτε». Πέστε την και η ζωή και η λευτεριά μου θα μου είναι ως δώρο απ’ το δικό σας χέρι. —Μια λέξη όλα τα σβει. Την περιμένω. Ω συντομέψτε την απαντοχή μου ! Αν μ’ αυτή δεν τελειώσετε τη λέξη, κακό για σας. Αν τώρα από κοντά μου δε φύγετε σα θεά καλοσυνάτη και σεβαστή..., αδερφή ! για όλο το πλούσιο νησί, για όλες τις χώρες που τις ζώνει η θάλασσα, δε θα ‘θελα να στέκω μπροστά σας έτσι, όπως εσείς μπροστά μου !

ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Την ήττα σας λοιπόν ομολογείτε ; Τελειώσαν οι πλεχτάνες σας ; Στο δρόμο κανένας δολοφόνος πια δεν είναι ; Δεν προσπαθεί κανένας τυχοδιώκτης ο θλιβερός ιππότης σας να γίνει ; —Ναι, πάει, λαίδη Μαρία, δε μου πλανάτε Κανέναν πια. Έχει ο κόσμος άλλες έγνοιες. Κανενός δε γουστάρει ο… τέταρτός σας να γίνει άντρας, γιατί, όπως τους συζύγους, έτσι και τους μνηστήρες σας ξοφλάτε.

ΜΑΡΙΑ (με έξαψη): Αχ, αδερφή ! αδερφή ! Δίνε μου, Θεέ μου υπομονή !

Page 76: skines xenoy dramatologioy 2

76

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΔΔΑΑΝΝΕΕΙΙΣΣΤΤΕΕΣΣ

Τέλος

(Η ΘΕΚΛΑ μένει μόνη. Λίγες στιγμές αργότερα, μπαίνει ο ΓΚΟΥΣΤΑΒ. Πηγαίνει ίσια στο τραπέζι να πάρει την εφημερίδα, κάνοντας

πως δε βλέπει τη ΘΕΚΛΑ) ΘΕΚΛΑ: (Ξαφνιάζεται, αλλά συγκρατείται) Εσύ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Εγώ... Με συγχωρείς — ΘΕΚΛΑ: Πώς βρέθηκες εδώ; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Έτυχε. Αλλά... δε Θα μείνω, αφού — ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; Μπορείς να μείνεις... Πάει πολύς καιρός που ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, πάρα πολύς... ΘΕΚΛΑ: Άλλαξες... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ενώ εσύ είσαι το ίδιο γοητευτική, όπως πάντα. Μάλλον... νεότερη... Με συγχωρείς, δε θέλω να ταράξω την ευτυχία σου με την παρουσία μου… Αν ήξερα πως είσαι εδώ, δε θα – ΘΕΚΛΑ: Κι εγώ σου λέω να μείνεις, αν δεν το βρίσκεις άπρεπο από μέρους μου – ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Από μέρους μου, δεν υπάρχει αντίρρηση. Ωστόσο, φοβάμαι πως, ό,τι κι αν πω, μπορεί να σε πληγώσει. ΘΕΚΛΑ: Κάθισε λίγο. Δε θα με πληγώσεις — έχεις το σπάνιο χάρισμα να είσαι διακριτικός και λεπτός. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μεγάλη σου ευγένεια! Αλλά αμφιβάλλω κι ο άντρας σου θα μ’ έβλεπε με τόση επιείκεια. ΘΕΚΛΑ: Ίσα ίσα. Πριν από λίγο, μου μιλούσε με πολλή συμπάθεια για σένα. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Α; Ο χρόνος σβήνει τα πάντα όπως ένα όνομα χαραγμένο στον κορμό ενός δέντρου. Ακόμα κι η έχθρα δεν επιζεί αιώνια. ΘΕΚΛΑ: Μα δεν σου είχε καμιάν «έχθρα», αφού δε σ’ έχει δει ποτέ... Όσο για μένα, πάντα ονειρευόμουν να σας δω φίλους, έστω και για μια στιγμή... ή, τουλάχιστο, να συναντιόσαστε κάποτε, μπροστά μου, να δώσετε τα χέρια... και να χωρίσετε. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Κι εμένα, κρυφή μου επιθυμία ήταν να δω εκείνην που αγάπησα πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου, να έχει πέσει σε καλά χέρια... Έχω ακούσει πολλά γι’ αυτόν, ξέρω και θαυμάζω τα έργα του... αλλά θα ήθελα, πριν γεράσω, να του σφίξω το χέρι, να τον κοιτάξω κατάματα και να τον παρακαλέσω να φροντίσει το πολύτιμο πετράδι που η μοίρα τού εμπιστεύθηκε. Έτσι, θα έσβηνε το μίσος που άθελα μου έχω γι’ αυτόν, και θα τέλειωνα τη θλιβερή ζωή μου με γαλήνη και ταπεινοφροσύνη... ΘΕΚΛΑ: Είπες αυτό που σκέφτομαι, κατάλαβες τα αισθήματά μου. Σ’ ευχαριστώ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είμαι ένας ασήμαντος άνθρωπος — και δεν μπορούσα να σ’ επισκιάσω. Η μονότονη ζωή μου, η πληκτική δουλειά μου, ο στενός κύκλος όπου ζούσα δεν ταίριαζαν με την ψυχή σου, που διψούσε για ελευθερία. Το παραδέχομαι. Αλλά, εσύ, που έχεις μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, καταλαβαίνεις πόσο μου κοστίζει αυτό που λέω... ΘΕΚΛΑ: Είναι γενναίο κι ευγενικό ν’ αναγνωρίζει κανείς τις αδυναμίες του — πολύ λίγοι το μπορούν... (Αναστενάζει) Αλλά εσύ ήσουνα πάντα τίμιος, ειλικρινής, αξιόπιστος... Σ’ εκτιμούσα, αλλά – ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι, δεν ήμουν — τ ό τ ε... Όμως, ο πόνος εξαγνίζει, η λύπη εξευγενίζει, και εγώ... υπέφερα... πολύ... ΘΕΚΛΑ: Καημένε μου Γκούσταβ! Μπορείς να με συγχωρέσεις; Μπορείς; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Να σε συγχωρέσω; Τι να σου συγχωρέσω; Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη. ΘΕΚΛΑ: (Αλλάζει τόνο) Ω, Θεέ μου, νομίζω πως θα βάλουμε τα κλάματα — στην ηλικία μας! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Αλλάζει κι αυτός, προσεχτικά) Στην ηλικία μας; Ναι. Εγώ γέρασα. Αλλά εσύ είσαι όλο και πιο νέα.

(Κάθεται στην αριστερή καρέκλα. Η ΘΕΚΛΑ. χωρίς να το προσέξει, κάθεται στον καναπέ) ΘΕΚΛΑ: Αλήθεια; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και ξέρεις να ντύνεσαι! ΘΕΚΛΑ: Εσύ μ’ έμαθες. Δε θυμάσαι που ανακάλυψες ποια χρώματα μου πάνε; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Εγώ; Όχι. ΘΕΚΛΑ: Ναι, εσύ. Το ξέχασες; (Γελάει) Και, μάλιστα, θύμωνες, όταν δε φορούσα κάτι κόκκινο της φωτιά! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δε θύμωνα. Ποτέ δε θύμωνα μαζί σου. ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα!... Να, όταν προσπαθούσες να με μάθεις πώς να σκέφτομαι σωστά. Θυμάσαι; Εκείνο τον καιρό, δεν ήξερα – ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και βέβαια ήξερες! Όλοι ξέρουν να σκέφτονται... Και, τώρα, είσαι φοβερή και κοφτερή — τουλάχιστο, στα βιβλία σου! ΘΕΚΛΑ: (Αμήχανη, μιλάει γρήγορα) Λοιπόν, αγαπητέ μου Γκούσταβ, χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα, και μάλιστα έτσι φιλικά... ήρεμα... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ω, ποτέ δεν ήμουνα «ταραχοποιός». Και η ζωή σου μαζί μου ήταν πολύ ήσυχη... ΘΕΚΛΑ: Ναι. Παραήταν... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Α; Μα νόμιζα πως αυτό ήθελες. Έτσι έλεγες, όταν ήμαστε αρραβωνιασμένοι.

Page 77: skines xenoy dramatologioy 2

77ΘΕΚΛΑ: Ξέρει κανείς τι θέλει, εκείνη την εποχή; Κι έπειτα, η μητέρα μου με είχε δασκαλέψει να παίζω το ήσυχο ποταμάκι και να μην αντιμιλώ στους κυρίους. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τώρα, όμως, το «ποταμάκι» έγινε καταρράκτης! Π ζωή των καλλιτεχνών είναι λαμπερή και πολυκύμαντη, κι ο άντρας σου δε μοιάζει με στεκάμενη λίμνη... ΘΕΚΛΑ: Χμ, ξέρεις... το πολύ Κύριε ελέησον... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Αλλάζει θέμα) Μπα! Φοράς ακόμα τα σκουλαρίκια που σου χάρισα; ΘΕΚΛΑ: (Αμήχανα) Γιατί όχι; Δε γίναμε εχθροί.. τα φοράω σαν σύμβολο... σαν υπενθύμιση πως είμαστε φίλοι... Άλλωστε, δε βρίσκεις πια τέτοια σκουλαρίκια. (Βγάζει το ένα) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καλά κι ωραία όλα αυτά — αλλά ο άντρας σου τι λέει; ΘΕΚΛΑ: Ας λέει ό,τι θέλει. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μα μπορεί να τον πληγώνει που τα φοράς... νιώθει κάπως γελοίος! ΘΕΚΛΑ: (Κοφτά, σαν στον εαυτό της) Είναι από μόνος του! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Βλέποντας πως η ΘΕΚΛΑ δυσκολεύεται να ξαναβάλει το σκουλαρίκι) Μου επιτρέπεις να σε βοηθήσω; ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; Ευχαριστώ. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Της τσιμπάει το αυτί, καθώς της βάζει το σκουλαρίκι) Αυτό το μικρό αυτάκι!... Σκέψου να μας έβλεπε ο άντρας σου! ΘΕΚΛΑ: Τι Θρήνος και οδυρμός θα γινόταν! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ζηλεύει; ΘΕΚΛΑ: Αν ζηλεύει; Άλλο τίποτα!

(Ακούγεται θόρυβος απ’ το πλαϊνό δωμάτιο) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ποιος μένει εκεί; ΘΕΚΛΑ: Δεν έχω ιδέα... Αλλά, πες μου, πώς τα πας; Τι κάνεις; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Πες μου, πρώτα, τι κάνεις εσύ —

(Η ΘΕΚΛΑ, αμήχανη, ανασηκώνει μηχανικά το ύφασμα απ’ την κέρινη φιγούρα) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι είναι αυτό; Όχι, δα! Εσύ; ΘΕΚΛΑ: Δε νομίζω. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μα σου μοιάζει. ΘΕΚΛΑ: Βρίσκεις; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είναι ντροπαλός ο άντρας σου; ΘΕΚΛΑ: Ναι. Στα λόγια. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και... στα έργα; ΘΕΚΛΑ: Είναι πολύ άρρωστος πια... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καημένο κορίτσι! ... Αλλά, κι αυτός, γιατί πήγε κι έβαλε το χέρι του σε ξένη κερήθρα; ΘΕΚΛΑ: (Γελάει) Είσαι για τα σίδερα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Θυμάσαι; Όταν ήμαστε νιόπαντροι, μείναμε σ’ αυτό το ξενοδοχείο... σ’ αυτό το δωμάτιο... Μόνο που, τότε, ήταν επιπλωμένο διαφορετικά: πλάι στην κολόνα, είχε ένα γραφείο... και το κρεβάτι βρισκόταν εκεί.. ΘΕΚΛΑ: Πάψε! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Νομίζεις πως μπορεί κανείς να ξεχάσει; ΘΕΚΛΑ: Όχι. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ τις αναμνήσεις μας. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Θυμάσαι όταν πρωτογνωριστήκαμε; Ήσουν ένα γλυκό κι αξιαγάπητο παιδί. Όπως κάθομαι εδώ και σου μιλάω, μου φαίνεται σαν να σιγοπίνω ένα παλιό κρασί απ’ τη δική μου κάβα. Ξαναβρίσκω το κρασί μου — αλλά πιο «ζυμωμένο», με καλύτερο άρωμα... Και, τώρα, που αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ, διάλεξα επίτηδες μια νέα κοπέλα, που θα την πλάσω στα δικά μου μέτρα. Βλέπεις η γυναίκα είναι το παιδί του άντρα – κι αν δεν είναι, τότε γίνεται α υ τ ό ς παιδί της. κι ο κόσμος έρχεται τα πάνω κάτω! ΘΕΚΛΑ: Θα ξαναπαντρευτείς, λοιπόν; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι. Θα προκαλέσω ξανά την Τύχη. Αλλά αυτή τη φορά, θα δέσω γερά τα χαλινάρια. Για να μη μου ξεφύγει. ΘΕΚΛΑ: Είναι όμορφη; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι — για μένα... Αλλά μπορεί και να γέρασα… Παράξενο... Τώρα, που έτυχε να ξαναβρεθούμε αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν μπορώ να ξαναπαίξω αυτό το παιχνίδι... ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οι ρίζες μου βρίσκονται ακόμα μέσα σου, κι οι παλιές πληγές ματώνουν πάλι... Είσαι επικίνδυνη γυναίκα, Θέκλα! ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα! Ο υπ’ αριθμόν δύο σύζυγός μου λέει πως δεν μπορώ πια να έχω κατακτήσεις! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μ’ άλλα λόγια, έπαψε να σ’ αγαπά. ΘΕΚΛΑ: Δεν ξέρω τι σημαίνει γι’ αυτόν «αγάπη». ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Παίξατε τόσον πολύ καιρό Το «κρυφτό», που δεν μπορείτε πια να βρείτε ο ένας τον άλλο... Γίνονται κάτι τέτοια... Εσύ έπαιξες την αθώα τόσο έξυπνα, που πριόνισες το κουράγιο του... Βλέπεις, οι αλλαγές είναι επικίνδυνες. Πολύ επικίνδυνες! ΘΕΚΛΑ: Με κατηγορείς ότι —; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καθόλου! Ό,τι γίνεται, έ π ρ ε π ε να γίνει — είναι μια αναγκαιότητα. Αν δε γινόταν αυτό, Θα γινόταν κάτι άλλο. Όμως, έγινε αυτό — και έγινε έτσι...

Page 78: skines xenoy dramatologioy 2

78ΘΕΚΛΑ: Καταλαβαίνεις τόσο καλά τόσα πολλά! Μαζί σου νιώθει κανείς ελεύθερος... Ξέρεις ότι ζηλεύω τη μέλλουσα γυναίκα σου; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ξέρεις ότι ζηλεύω τον άντρα σου; ΘΕΚΛΑ: (Σηκώνετα) Τώρα, όμως, πρέπει να χωρίσουμε. Για πάντα. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, πρέπει. Αλλά όχι χωρίς ν’ αποχαιρετιστούμε. Ε; ΘΕΚΛΑ: (Ανήσυχη) Όχι! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Την ακολουθεί) Ναι! Θ’ αποχαιρετιστούμε! Θα πνίξουμε τις αναμνήσεις μας σ’ ένα μεθύσι τόσο βαθύ, που, όταν ξυπνήσουμε, δε θα θυμόμαστε τίποτα... (Την αγκαλιάζει απ’ τη μέση) Η άρρωστη ψυχή του άντρα σου σε μολύνει με τον μαρασμό της και σε τραβάει στον βυθό. Εγώ θα φυσήξω καινούρια ζωή, Θα κάνω το ταλέντο σου να ξανανθίσει σαν φθινοπωρινό τριαντάφυλλο. Θα – (Τη φιλάει) ΘΕΚΛΑ: Άφησε με! Σε φοβάμαι! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Γιατί; ΘΕΚΛΑ: Γιατί μου παίρνεις την ψυχή! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και σου δίνω τη δική μου σ’ αντάλλαγμα. Άλλωστε, εσύ δεν έχεις ψυχή — δεν είναι παρά μια φαντασίωση! ΘΕΚΛΑ: Λες τις χειρότερες κακίες μ’ έναν τρόπο που δεν μπορεί κανείς να σου θυμώσει. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Επειδή έχω γράψει πρώτος υποθήκη απάνω σου, και το ξέρεις... Λοιπόν, λέγε. Πού; Και πότε; ΘΕΚΛΑ: Όχι! Δεν μπορώ!... Τον λυπάμαι. Με αγαπάει, και δε θέλω να τον πληγώσω. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δε σ’ αγαπάει! ΘΕΚΛΑ: Ναι! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι! Θες να σ’ το αποδείξω; ΘΕΚΛΑ: Πώς; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Μαζεύει από κάτω τα κομμάτια της σκισμένης φωτογραφίας) Ορίστε! Δες και μόνη σου. ΘΕΚΛΑ: Α!... Γιατί το ’κανε αυτό; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Επειδή σε περιφρονεί! ΘΕΚΛΑ: Ω, το κτήνος! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Βλέπεις;... Λοιπόν;.. ΘΕΚΛΑ: Ο ψεύτης! Ο διπρόσωπος! Ο φαρισαίος! Ορκιζόταν πως με λάτρευε — και με μισούσε! Μου έκανε κηρύγματα για ειλικρίνειες κι εντιμότητες, μ’ έμαθε να λέω την αλήθεια — και με κορόιδευε!... Αλλά... για στάσου, για στάσου... τι ακριβώς έγινε... Με υποδέχτηκε ψυχρά, όταν γύρισα... Δεν κατέβηκε στην αποβάθρα... Κι έπειτα, άρχισε να λέει αποφθέγματα για τις γυναίκες... και, μετά, είπε πως τον «στοιχειώνεις»... και, ύστερα, πως θέλει να γίνει γλύπτης, επειδή αυτή είναι η τέχνη του καιρού μας — όπως ακριβώς έλεγες κι εσύ, κάποτε! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι, δα! ΘΕΚΛΑ: Ναι!... Α, τώρα καταλαβαίνω! Τώρα, αρχίζω να βλέπω τι εκδικητικό κάθαρμα είσαι!... Εσύ ήσουν εδώ... εσύ — και τον κατασπάραξες!... Εσύ καθόσουνα στον καναπέ... εσύ τον έπεισες πως είναι επιληπτικός... πως πρέπει να μην κάνουμε έρωτα... πως πρέπει ν’ αποδείξει ότι είναι άντρας, επαναστατώντας κατά της γυναίκας του! Εσύ! Πόσον καιρό βρίσκεσαι εδώ; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οκτώ μέρες. ΘΕΚΛΑ: Ήρθες εδώ με το βρόμικο σχέδιο να καταστρέψεις την ευτυχία. μου, κι έκανες κάθε ατιμία για να το πετύχεις… Μου παράστησες τον μάγο και τον μαγεμένο... ώσπου άνοιξα τα μάτια μου και σε τσάκωσα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Φυσικά. ήθελα μ’ όλη μου την ψυχή το ναυάγιο του γάμου σας. Αλλά ήμουνα σχεδόν βέβαιος πως αυτό θα γινόταν και χωρίς την παρέμβασή μου. Κι άλλωστε, είχα τόσα άλλα να κάνω, που δε μου έμενε καιρός για μηχανορραφίες. Ήρθα εδώ — και το «πρόβατό» σου έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του λύκου. Κέρδισα τη συμπάθειά του, προκαλώντας μερικά αντανακλαστικά του — Πώς; θα ήταν απρέπεια να σ’ το εξηγήσω. Στην αρχή, τον λυπήθηκα, επειδή βρισκόταν στην ίδια κατάσταση όπου ήμουν κι εγώ κάποτε. Έπειτα, όμως, άρχισε να ξύνει τις παλιές πληγές μου — ξέρεις, για το βιβλίο σου και για τον «ηλίθιο». Εμένα!... Και, τότε, μ’ έπιασε η μανία να τον κομματιάσω και ν ανακατέψω τα κομμάτια του, έτσι που να μην μπορεί Κανένας να τα ξανακολλήσει. Και το πέτυχα — χάρη στη θαυμάσια προεργασία που είχες κάνει εσύ... Ύστερα, ήταν η σειρά σου: Ήσουνα το ελατήριο του ρολογιού, κι έπρεπε να σε στρίψω ώσπου να σπάσεις κι εσύ. Όταν μπήκα, πριν, δεν ήξερα τι ακριβώς θα πω και θα κάνω. Βέβαια, είχα πολλά σχέδια στον νου μου, όπως σι σκακιστές, αλλά π ο ι ο θα εφάρμοζα, εξαρτιόταν απ’ τις δικές σου κινήσεις. Η μια κίνηση προκάλεσε την άλλη, με βοήθησε και η τύχη και σ’ έκανα «ματ». Τώρα, η «βασίλισσα» είναι αιχμάλωτή μου! ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, δα! Αυτό που φοβόσουν πιο πολύ απ’ όλα, έγινε! Ο Κόσμος ——που τον αντιπροσωπεύουν οι δύο ταξιδιώτισσες και που δεν τις προσκάλεσα εγώ – ο Κόσμος, λοιπόν, είδε πως συμφιλιώθηκες με τον πρώην σύζυγό σου και πως έπεσες μετανιωμένη στην πιστή και νόμιμη αγκαλιά του! Δε φτάνει αυτό; ΘΕΚΛΑ: Μπορεί να «φτάνει» σε σένα για την εκδίκησή σου. Μα λογαριάζεις χωρίς τους άλλους παίκτες. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οι άλλοι παίκτες έχασαν! Και ξέρεις γιατί; ΘΕΚΛΑ: (Κάνει μια περιφρονητική γκριμάτσα) Δεν ξέρω, γιατί δεν έχασα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Έχασες. Χάσατε! Σας έπιασα στα δίχτυα μου, επειδή εγώ ήμουν δυνατότερος από σας, κι εξυπνότερος. Εσύ κι αυτός είσαστε οι ηλίθιοι! Βλέπεις, δεν είναι ντε και καλά ηλίθιοι όσοι δε γράφουν μυθιστορήματα και δε ζωγραφίζουν. Μην το ξεχνάς! ΘΕΚΛΑ: Δεν έχεις αισθήματα διόλου; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Διόλου! Γι’ αυτό μπορώ και σκέφτομαι — πράγμα που εσύ σπάνια κάνεις— και ενεργώ, όπως το κατάλαβες, μόλις τώρα. ΘΕΚΛΑ: Κι όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή πλήγωσα τον εγωισμό σου! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι εννοείς «μόνο και μόνο»; Τον εγωισμό των άλλων δεν πρέπει να τον αγγίζεις — είναι το πιο ευαίσθητο σημείο των ανθρώπων! ΘΕΚΛΑ: Είσαι ένα εκδικητικό κτήνος! Σε μισώ!

Page 79: skines xenoy dramatologioy 2

79ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είσαι ένα ακόλαστο κτήνος! Σε μισώ! ΘΕΚΛΑ: Έτσι είμαι από τη φύση μου, ε; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Κι εγώ το ίδιο! ΘΕΚΛΑ: Εσύ δε Θα μάθεις ποτέ να συγχωρείς! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Πως! Εσένα σε συγχώρεσα κιόλας. ΘΕΚΛΑ: Εσύ; Το είδα. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Βέβαια! Το μόνο που έκανα ήταν να έρθω εδώ —Έπαιξα λίγο με τον άντρα σου, κι αυτό έφτασε για να γίνει θρύψαλα... Αλλά γιατί εγώ, που είμαι ο κατήγορος, κάθομαι και απολογούμαι σε σένα—; ΘΕΚΛΑ: (Σαρκαστικά) .. .τον «εγκληματία»! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Γελάς; Δεν έχεις να κατηγορήσεις τον αυτό σου για τίποτα; ΘΕΚΛΑ: Όχι, για τίποτα! Πρώτα πρώτα, ό,τι έκανα, το έκανα επειδή το αγάπησα και το πίστεψα. Έπειτα, οι Χριστιανοί λένε πως τις πράξεις μας τις κατευθύνει η Θεία Πρόνοια... άλλοι την ονομάζουν Μοίρα... Έτσι ή αλλιώς, είμαστε αθώοι για ό,τι κάνουμε. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ως ένα σημείο. Έχουμε, όμως, ένα περιθώριο εκλογής — κι εκεί αρχίζει η ευθύνη κι η ενοχή μας. Και, τότε, αργά ή γρήγορα, οι δανειστές μάς χτυπάν την Πόρτα. Είμαστε αθώοι, αλλά υπεύθυνοι! Αθώοι απέναντι στο Θεό —που δεν πιστεύουμε πια— και υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους. ΘΕΚΛΑ: Κι εσύ, ήρθες να απαιτήσεις την εξόφληση του «χρέους»! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ήρθα να πάρω πίσω αυτό που μου έκλεψες. όχι αυτό που σου χ ά ρ ι σ α; Μου έκλεψες την υπόληψη μου — και δεν μπορώ να την ξαναβρώ παρά μόνο βρομίζοντας τη δική σου. Δεν έχω δίκιο: ΘΕΚΛΑ: Την υπόληψή σου! Χμ... Και, τώρα, είσαι ικανοποιημένος απ’ την «εξόφληση»; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είμαι! (Χτυπάει το κουδούνι για να έρθει ο καμαριέρης) ΘΕΚΛΑ: Και Θα γυρίσεις θριαμβευτής στην αρραβωνιαστικιά σου! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δεν έχω καμιά αρραβωνιαστικιά, κι ούτε θέλω ναι έχω. Δε γυρίζω σπίτι, γιατί δεν έχω σπίτι, και δε θέλω να έχω. Τώρα φεύγω με το πλοίο των οκτώ. ΘΕΚΛΑ: Δεν μπορούμε ναι χωρίσουμε φιλικά; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: «Φιλικά»; Για σένα, μερικές λέξεις έχουν χάσει κάθε νόημα πια. Τι θα πει «φιλικά»; Μήπως θα ήθελες να ζήσουμε κι οι τρεις μαζί;... Εσύ, και μόνο εσύ, Θα μπορούσες να θάψεις το μίσος μας, αποζημιώνοντας με για ό,τι έχασα — αλλά δεν είσαι ικανή ! Εσύ δεν έκανες τίποτ’ άλλο παρά ν α π α ί ρ ν ε ι ς από μένα, κι αυτά που πήρες τα σκόρπισες και δεν μπορείς να μου τα δώσεις πίσω... Θα ήσουν ευχαριστημένη, αν σου έλεγα: «Συγχώρεσε με, που μου κομμάτιασες την καρδιά... Συγχώρεσε με, που με ατίμασες... Συγχώρεσε με, που, εφτά χρόνια, μ’ έκανες περίγελο των φοιτητών μου... Συγχώρεσε με, που σε λύτρωσα απ’ την τυραννία των γονιών σου κι απ’ τη σκλαβιά της αμάθειας και της προκατάληψης... που σ’ έκανα αφέντρα του σπιτιού μου, σου έδωσα κοινωνική θέση, φίλους και, από παιδί, σε έκανα γυναίκα! Συγχώρεσε με, όπως σε συγχώρεσα κι εγώ! Τώρα, σβήνω το χρέος σου. Πήγαινε να τακτοποιήσεις τον λογαριασμό σου με τον άλλο «δανειστή σου!» ΘΕΚΛΑ: Τον «άλλο» —; Πού είναι; Τι του έκανες; Αρχίζω να υποψιάζομαι κάτι... κάτι απαίσιο! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι «του έκανα»;... Τον αγαπάς ακόμα; ΘΕΚΛΑ: Ναι! Τον αγαπώ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και για μένα είπες το ίδιο, πρωτύτερα... Έλεγες αλήθεια; ΘΕΚΛΑ: Ναι, αλήθεια. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ξέρεις τι είσαι; ΘΕΚΛΑ: Δε με νοιάζει αν με περιφρονείς! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Σε λυπάμαι... Δε φταις εσύ που είσαι έτσι... Φταίει. ο χαρακτήρας σου — αλλά, αυτό, έχει τρομερές συνέπειες... Καημένη Θέκλα! Δεν ξέρω, αλλά σχεδόν μετανιώνω γι’ αυτό που έκανα, αν και είμαι αθώος, όπως εσύ... Μα, πάλι, ίσως σου κάνει. καλό να νιώσεις όπως ένιωσα εγώ κάποτε... Ξέρεις πού είναι ο άντρας σου; ΘΕΚΛΑ: Νομίζω πως... καταλαβαίνω, τώρα... Φονιά!... Είναι εκεί, πλάι. Και τ’ άκουσε όλα... τα είδε όλα! Κι όποιος δει τον δαίμονά του, πεθαίνει!

(Χιμάει προς την πόρτα και φεύγει) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Αλήθεια είπε! Τον αγαπάει κι αυτόν!... Καημένη γυναίκα !

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετάφραση: Ι. Ε. ΧΡΥΣΑΦΗΣ

ΟΟ ΧΧΟΟΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΘΘΑΑΝΝΑΑΤΤΟΟΥΥ

Πράξη 2η – Συμφυρμός από την 1η και 2η Εικόνα

( Ο Λοχαγός φεύγει από την πόρτα του βάθους)

Page 80: skines xenoy dramatologioy 2

80 ΚΟΥΡΤ: Ποιος είνε αυτός ο άνθρωπος ; ΑΛΙΣ: αυτός είναι ένας διάβολος κι’ όχι άνθρωπος ! ΚΟΥΡΤ: Και τι τον θέλει το γιο μου ! ΑΛΙΣ: Τον θέλει να τον κρατή ως όμηρο για να μπορέση να σε υποδουλώση. Θέλει να σε απομονώση από όλες τις άλλες αρχές του νησιού... Ξέρεις ότι αυτό το νησί το λεν οι κάτοικοί του «η μικρή κόλαση ;» Κ0ΥΡΤ: Αυτό δεν τόξερα !.. Αλίς, είσαι ή πρώτη γυναίκα που ξυπνάς τη συμπονιά μου· όλες οι άλλες ενόμιζα πως ήταν άξιες της τύχης των ! ΑΛΙ Σ: Μη μ’ εγκαταλείψης όμως τώρα ! Μη φύγης από κοντά μου γιατί θα με δείρη πάλι... Μ’ έδερνε εικοσιπέντε χρόνια τώρα.. .και μπροστά στα παιδιά... μ’ έρριξε και στη θάλασσα !.. ΚΟΥΡΤ: Μ’ αυτά που ακούω αναγκάζομαι να κηρυχθώ ωρισμένως αντίπαλός του ! Εγώ ήρθα εδώ χωρίς κακία, χωρίς να θυμάμαι ούτε μια από τις περασμένες ταπεινώσεις και τις κακογλωσσιές του ! Τον εσυχώρεσα δε κι όταν ακόμη άκουσα από σένα ότι αυτός ήταν που μ’ εχώρισε από τα παιδιά μου... επειδή ήταν άρρωστος κι’ ετοιμοθάνατος... Τώρα όμως που θέλει να μου πάρη το γιο μου, πρέπει να βγη από τη μέση,—αυτός ή εγώ ! ΑΛΙΣ: Λαμπρά ! το φρούριο δεν το παραδίνουμε ! αλλά το πετάμε στον αέρα μ’ αυτόν μαζύ. Το μπαρούτι τόχω στα χέρια μου ! Κ0ΥΡΤ: Δεν ήμουνα κακός όταν ήρθα εδώ, εσκέφτηκα μάλιστα να φύγω όταν ένοιωσα ότι το μίσος σας άρχισε να με μολύνη κι’ εμένα· τώρα όμως ασθάνουμαι έναν ακαταμάχητο προορισμό για να μισήσω αυτόν τον άνθρωπο, όπως έχω μισήση την ίδια την κακία !.. Λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε ; ΑΛΙΣ: Την τακτική μου την έχει μάθη αυτός ο ίδιος ! Θα σημάνουμε προσκλητήριο στους εχθρούς του και θα ζητήσουμε συμμάχους ! ΚΟΥΡΤ: Φαντάσου ότι κατόρθωσε ν’ ανακαλύψη και να συνεννοηθή και με τη γυναίκα μου ! Δεν ήταν να καλιάζανε αυτοί οι δυο τους εδώ Κι’ εικοσιπέντε χρόνια ! Θ’ αρχίζανε τέτιο σκυλοκαυγά που θα χαλούσε ο κόσμος ! ΑΛΙΣ: Τώρα όμως αντάμωσαν οι ψυχές των... και πρέπει να χωρίσουν ! Προσπαθώ να μαντέψω ποιο είνε το τρωτό του σημείο. Πολλές φορές ως τώρα εγελάστηκα... Κ0ΥΡΤ: Ποιος είνε ο ασπονδότερος του εχθρός δω στο νησί ; ΑΛΙΣ: Είνε ό διοικητής του πυροβολικού ! Κ0ΥΡΤ: Είνε έντιμος άνθρωπος; ΑΛΙΣ: Ναι, είνε !... Και ξέρει... κι εκείνος αυτά που... αυτά που ξέρω κι εγώ... Αυτός ξέρει τι δουλιες σκαρώνανε ό λοχαγός με το διαχειριστή ! ΚΟΥΡΤ: Τι δουλιές;.. Τι θες να ειπής μ’ αυτό ; ΑΛΙΣ: Κλεψιές ! ΚΟΥΡΤ: Απαίσιο ! Όχι, δε θέλω εγώ ν ανασκαλέψω τέτια πράματα. ΑΛΙ Σ: Χα, χα, χα ! Δε μπορείς να χτυπήσης ένα εχθρό σου ; ΚΟΥΡΤ: Πρώτα μπορούσα ! Τώρα πια όμως δε μπορώ ! ΑΛΙΣ: Γιατί ; ΚΟΥΡΤ: Γιατί έχω ανακαλύψη ότι παρ’ όλα αυτά υπάρχει δικαιοσύνη ! ΑΛΙ Σ: Κάτσε τότε να την περιμένης ! Έτσι σου πήραν και το γιο σου ! Κοίταξε τα ψαρά τα μαλλιά μου... Ναι, πιάσε να δης μολαταύτα τι πυκνά που είνε !.. Λογαριάζει να ξαναπαντρευή και τότε είμαι κι εγώ ελεύτερη— να κάνω το ίδιο—είμαι ελεύτερη ! Και σε δέκα λεπτά θα κάθεται αυτός εδώ από κάτω στο κρατητήριο, εδώ από κάτω (χτυπάει με το πόδι της το πάτωμα).. κι εγώ θα χορέβω απάνω στο κεφάλι του την είσοδο των Βογιάρων (κάνει μερικά χορευτικά βήματα με τα χέρια στη μέση)... χά, χά, χά! και θα παίζω και τόσο δυνατά πιάνο, για να τ’ ακούη. (Χτυπάει δυνατά το πιάνο) Ω, ο πύργος ανοίγει τις πόρτες του κι ο φρουρός με το γυμνό σπαθί του δε θα φυλάη πια εμένα παρά αυτόν !. ταρά ταμ ταμ τα ! ταρά ταμ ταμ ταμ ταμ ! Αυτόν, αυτόν, αυτόν, αυτόνε θα φυλάη ! ΚΟΥΡΤ: (Την κοιτάζει με αγριεμένες ματιές) Αλίς ! μήπως κι εσύ δεν είσαι παρά ένας άλλος διάβολος ; ΑΛΙΣ: (Πηδάει σε μια καρέκλα και κατεβάζει τα δάφνινα στεφάνια) Ετούτα δω θα τα πάρω μαζύ μου όταν θα φύγω από δω μέσα ! Οι δάφνες του θριάμβου ! Κι οι κορδέλλες που θ’ ανεμίζουν. Λίγο σκονισμένα μα πράσινα αιωνίως ! — σαν τη νιότη μου ! — Δεν εγέρασα ακόμα, Κουρτ ! ΚΟΥΡΤ: (Με αστραφτερά μάτια) Είσαι σωστός διάολος ! ΑΛΙΣ: Στη μικρή κόλαση ! ναι !.. Άκου δω, Τώρα εγώ θα κάνω την τουαλέττα μου... (λύνει τα μαλλιά της) σε δυο λεπτά θα ντυθώ... σ’ άλλα δυο λεπτά θα είμαι στο διοικητή του πυροβολικού... κι ύστερα το φρούριο στον αέρα ! ΚΟΥΡΤ: (Όπως προτήτερα) Είσαι σωστός διάολος ! ΑΛΙΣ: Έτσι έλεγες πάντα, όταν είμαστε παιδιά ακόμα ! Θυμάσαι όταν είμαστε μικροί και αρραβωνιαζόμαστε ! χα, χα, χα ! Εσύ ήσουνα ντροπαλός, εννοείται !.. ΚΟΥΡΤ: (Σοβαρά) Αλίς ! ΑΛΙΣ: Και πραγματικώς ήσουνα ! Και σου ταίριαζε κι’ όλας ! Ξέρεις, υπάρχουν πρόστυχες γυναίκες που τους αρέσουν οι ντροπαλοί νέοι... και φαίνεται πως υπάρχουν και ντροπαλοί άντρες που τους αρέσουν οι πρόστυχες γυναίκες ! Κι συ με γουστάριζες λιγάκι τότε ! ψέματα ; ΚΟΥΡΤ: Ούτε ξέρω πού βρίσκουμαι ούτε τι κάνω ! ΑΛΙΣ: Είσαι στο σπίτι μιανής θεατρίνας, που είνε μεν λιγάκι sans façon αλλά κατά τα άλλα είνε έκτακτη γυναίκα ! Μάλιστα ! Τώρα όμως είμαι ελεύτερη, ελεύτερη, ελεύτερη !.. Γύρισε από κει γιατί θ’ αλλάξω φόρεμα !

(Ξεκουμπώνει το φόρεμά της. Ο Κουρτ χυμάει, την αρπάζει στα χέρια του, τη σηκώνει ψηλά και τη δαγκώνει στο λαρύγκι έτσι που αυτή βάζει τις φωνές. Ύστερα την πετάει επάνω στη chaise longue)

ΑΛΙΣ: Μη δαγκώνεις !

Page 81: skines xenoy dramatologioy 2

81ΚΟΥΡΤ: (Εκτός εαυτού) Ναι, θέλω να σου δαγκώσω το λαρύγγι και να βυζάξω το αίμα σου σαν αγριόγατος ! Εξύπνησες το θηρίο μέσα μου, που χρόνια τώρα παιδεβόμουνα να το σκοτώσω με χίλιες δυο αφοσιώσεις και θεληματικές θυσίες. Όταν ήρθα νόμιζα πως ήμουν μια σταλιά καλύτερος από σας και τώρα είμαι ο ατιμότερος ! Από τότε που σε είδα—σε όλη την απαίσια γυμνότητά σου, από τότε που το πάθος μου έκανε και τα μάτια μου να βλέπουν αλλοιώτικα, νοιώθω μέσα μου όλη τη δύναμη της κακίας. Το άσκημο έγινε ωραίο, το καλό έγινε άσκημο κι ανήμπορο !. . Έλα, έλα να σε πνίξω.. . μ’ ένα φιλί ! (Την αγκαλιάζει) ΑΛΙ Σ: (Του δείχνει το αριστερό της χέρι) Να το σημάδι της αλυσίδας που εσύ την έσπασες. Ήμουν σκλάβα και τώρα έγινα ελεύτερη !.. ΚΟΥΡΤ: Θα σε δέσω όμως εγώ !.. ΑΛΙ Σ: Εσύ ; ΚΟΥΡΤ: Εγώ ! ΑΛΙ Σ: Εγώ για μια στιγμή σε είχα πάρη για... ΚΟΥΡΤ: Για θεοφοβούμενο ; ΑΛΙΣ: Ναι, όλο σαλιάριζες για την αμαρτία... ΚΟΥΡΤ: Αλήθια ; ΑΛΙΣ: Και νόμιζα πως ήρθες εδώ να κάνης τον ιεροκήρυκα,.. ΚΟΥΡΤ: Μπα, έτσι νόμισες ; Σε μια ώρα που θάμαστε μέσα στην πόλη τότε θα ιδής ποιος είμαι !.. ΑΛΙΣ: Απόψε κιόλας θα πάμε στο θέατρο για να μας δουν ! Αυτός θα ρεζιλεφτή, αν του φύγω, το καταλαβαίνεις ; ΚΟΥΡΤ: Αρχίζω να καταλαβαίνω και βλέπω ότι η φυλακή δεν είνε αρκετή... ΑΛΙΣ: Όχι, δεν είνε αρκετή ! Πρέπει να γίνη και σκάνδαλο ! ΚΟΥΡΤ; ΤΙ παράξενος κόσμος ! Εσύ κάνεις το σκάνδαλο κι’ αυτός παίρνει στην καμπούρα του το ρεζιλίκι ! ΑΛΙ Σ: Αφού ο κόσμος είνε τόσο ηλίθιος ! ΚΟΥΡΤ: Σα νάχουν ποτιστή και μεθύση οι τοίχοι ετούτοι απ’ όλα τα εγκλήματα των κακούργων πού ήταν κλεισμένοι εδώ μέσα και φτάνει ν’ ανασάνης μόνο για να μπούνε μέσα σου ! Άλλο δεν είχες στο νου σου παρά το θέατρο και το σουπέ, μου φαίνεται ! Εγώ όμως συλλογιζόμουνα το γιό μου ! ΑΛΙΣ: (Τον χτυπάει στο στόμα με το γάντι της) Βλάκα !

(Ο Κουρτ σηκώνει το χέρι του να την μπατσίση. Εκείνη τραβιέται πίσω) Tout beau ! Κ0ΥΡΤ: Με συγχωρείς ! ΑΛΙΣ: Αν γονατίσης μάλιστα.

(Ο Κουρτ γονατίζει) Και το κεφάλι κάτω !

(Ο Κουρτ σκύβει το κεφάλι του ως το πάτωμα) Φίλησε το πόδι μου !

(Ο Κουρτ της φιλεί το πόδι) Και να μην το ξανακάμης αυτό άλλη φορά !.. πάνω τώρα ! ΚΟΥΡΤ: (Σηκώνεται) Που έχω έρθει ; Πού βρίσκουμαι ; ΑΛΙΣ: Αυτό το ξέρεις !

(Ο Κουρτ κοιτάζει τριγύρω του με τρόμο)

ΜΠΕΡΝΑΡ ΣΩ Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΟΥ

ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΥΥΠΠΕΕΡΡΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ

Πράξη 4η

(Η Άννα μόνη της με τον Τάννερ τον κοιτάζει και περιμένει. Στην αρχή αυτός κάνει μια αναποφάσιστη κίνηση. Αλλά κάποιος μαγνήτης τον τραβάει κοντά της και μένει, άβουλος και τσακισμένος)

Page 82: skines xenoy dramatologioy 2

82 ΤΑΝΝΕΡ: (ξεσπάει) Άννα, δεν πρόκειται να σε παντρευτώ. Μ’ ακούς ; Δεν θέλω να σε παντρευτώ, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω, δ ε ν θ έ λ ω . ΑΝΝΑ: (ήρεμα) Πολύ καλά, κύριε, κανένας δεν σας παρακάλεσε. Φθάνει ! ΤΑΝΝΕΡ: Ναι, κανένας δεν με παρακάλεσε, αλλά όλοι το θεωρούν σαν βέβαιο. Είναι μέσα στην ατμόσφαιρα. Όταν συναντιόμαστε οι άλλοι βρίσκουν τις πιο γελοίες προφάσεις για να μας αφήσουν μόνους μαζί. Ο Ράμστεν δεν με βρίζει πια. Τα μάτια του λάμπουν σαν να γλεντάει κιόλας με την ιδέα ότι θα με παραδώσει στα χέρια σου. Ο Τάβυ με παραπέμπει στη μάνα σου και μου δίνει την ευλογία του. Ο σωφέρ μου σε μεταχειρίζεται κιόλας σαν νάσουν η κυρία του. Άλλωστε αυτός μου το είπε πρώτος στο Ρίτσμοντ. ΑΝΝΑ: Γι’ αυτό τόσκασες τότε από την Αγγλία ; ΤΑΝΝΕΡ: Ναι. Και τι όφελος ; Έπεσα στα χέρια ενός ερωτευμένου ληστού και να με πιάσει έπειτα, σαν μαθητούδι που τόσκασε απ’ το σχολείο. ΑΝΝΑ: Εν πάσει περιπτώσει, αν δεν θέλεις να παντρευθείς, κανένας δεν σε βιάζει. (Του γυρίζει την πλάτη και κάθεται με απόλυτη ηρεμία) ΤΑΝΝΕΡ: (την ακολουθεί) Θέλει κανένας άνθρωπος να κρεμαστεί ; Κι όμως οι κατάδικοι αφήνουν να τους κρεμάσουν χωρίς ν’ αγωνιστούν για τη ζωή τους, χωρίς να δώσουν τουλάχιστον μια καλή γροθιά στον εισαγγελέα. Κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος και όχι, ό,τι θέλουμε εμείς. Έτσι έχω το τρομερό προαίσθημα ότι θα αφήσω να με παντρέψουν επειδή ο κόσμος θέλει να βρεις εσύ έναν άντρα. ΑΝΝΑ: Εγώ πάντως μια μέρα θα βρω άντρα. ΤΑΝΝΕΡ: Αλλά γιατί εμένα ; Γιατί εμένα μέσα σε εκατομμύρια άλλους άνδρες ; Για μέναν ο γάμος είναι αποστασία, ιεροσυλία της ψυχής μου, απάρνηση των αρχών μου, αισχρή παράδοση, αξιοθρήνητη συνθηκολόγηση, αποδοχή της ήττας. Θα ξεπέσω σαν κάτι που δεν έχει πια κανένα προορισμό στη ζωή. Από άνθρωπος με μέλλον, θα γίνω άνθρωπος με παρελθόν. Στα συχαμένα βλέμματα των άλλων συζύγων θα βλέπω την ικανοποίησή τους που έρχεται άλλος ένας φυλακισμένος να μοιραστεί τη ντροπή τους. Οι γυναίκες, που με θεωρούσαν πάντοτε σαν ένα αίνιγμα και μια δυνατότητα, θα με θεωρούν τώρα πια σαν μια ξένη ιδιοκτησία ή το πολύ-πολύ σαν ένα μεταχειρισμένο εμπόρευμα σε όχι καλή κατάσταση… Γιατί σε παρακαλώ δεν παίρνεις τον Τάβυ, που τόσο το θέλει κι ο ίδιος ; Πρέπει το θύμα σου να σπαράζει στα νύχια σου για νάσαι ευτυχισμένη ; ΑΝΝΑ: (γυρίζει προς το μέρος του σαν να θέλει να του πει ένα μυστικό) Ο Τάβυ δεν θα παντρευτεί ποτέ. Δεν έχεις παρατηρήσει ότι αυτού του είδους οι άνδρες δεν παντρεύονται συνήθως ; ΤΑΝΝΕΡ: Τι λες ; Ένας άνδρας που λατρεύει τις γυναίκες σαν θεές ; που δεν βλέπει τη φύση παρά σαν μια σκηνοθεσία για ερωτικά ντουέτα ; Ο Τάβυ, ο ιπποτικός, ο τρυφερός, ο πιστός, ο καλόκαρδος ; Ο Τάβυ να μη παντρευτεί ποτέ ; Μ’ αυτός γεννήθηκε για να τον αιχμαλωτίσει το πρώτο ζευγάρι γαλανά μάτια που θα συναντούσε στο δρόμο. ΑΝΝΑ: Ναι, ξέρω. Κι όμως Τζώνη, οι άνδρες σαν αυτόν μένουν γεροντοπαλίκαρα, κάθονται σε περιποιημένα απαρτμάν και τους λατρεύει η σπιτονοικοκυρά τους. Ενώ οι άνδρες σαν εσένα παντρεύονται πάντοτε. ΤΑΝΝΕΡ: (χτυπάει το μέτωπό του) Αλήθεια, φρικτή, απαίσια αλήθεια ! Την αντιμετώπιζα σ’ όλη μου τη ζωή και δεν μπορούσα να την καταλάβω. ΑΝΝΑ: Το ίδιο συμβαίνει και με τις γυναίκες. Η ποιητική ιδιοσυγκρασία είναι πολλή ωραία, πολλή ευχάριστη, πολλή ανώδυνη, πολλή ρομαντική. Αλλά είναι ιδιοσυγκρασία που ταιριάζει σε γεροντοκόρες. ΤΑΝΝΕΡ: Αυτές είναι καταδικασμένες. Η ζωτική δύναμις τις προσπερνάει με αδιαφορία. ΑΝΝΑ: Δεν ξέρω τι εννοείς μ’ αυτή τη λέξη. Αλλά φαντάζομαι πως έχεις δίκιο. ΤΑΝΝΕΡ: Δεν σε ενδιαφέρει ο Τάβυ ; ΑΝΝΑ: (κοιτάζει προσεκτικά γύρω της, για να εξακριβώσει μηπως τυχόν την ακούει από πουθενά ο Τάβυ) Όχι, καθόλου. ΤΑΝΝΕΡ: Και σε ενδιαφέρω εγώ ; ΑΝΝΑ: (σηκώνεται ήσυχα και κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλό της προς το μέρος του) Έλα, Τζώνη, μην κάνεις τον βλάκα ; ΤΑΝΝΕΡ: Άτιμη, ασυγκράτητη γυναίκα ! Σατανά ! ΑΝΝΑ: Βόα συσφιγκτήρα ! Ελέφαντα ! ΤΑΝΝΕΡ: Υποκρίτρια ! ΑΝΝΑ: (τρυφερά) Πρέπει να είμαι λίγο για χάρη του άντρα μου. ΤΑΝΝΕΡ: Για χάρη μου ; (Διορθώνει με πείσμα τον εαυτό του) Για χάρη του άντρα σου εννοώ ; ΑΝΝΑ: (αγνοεί τη διόρθωσή του) Ναι, για χάρη σου. Είναι καλύτερα για σένα να πάρεις μια γυναίκα, που νάναι υποκρίτρια, όπως την λες. Οι γυναίκες που δεν είναι υποκρίτριες, ζουν και ντύνονται σαν καλόγριες κι όμως μπερδεύουν και τον εαυτό τους και τους άνδρες τους σ’ ένα σωρό φασαρίες. Δεν θα προτιμούσες μια γυναίκα, που να σε καταλαβαίνει, να σε βοηθάει και να μπορείς να της έχεις εμπιστοσύνη ; ΤΑΝΝΕΡ: (με απελπισία) Αλίμονο, είσαι έξυπνη. Στην υπέρτατη στιγμή η ζωτική δύναμις σε προικίζει με κάθε προτέρημα. Αλλά μπορώ κι εγώ να είμαι υποκριτής. Η διαθήκη του πατέρα σου με διόρισε κηδεμόνα σου και όχι αρραβωνιαστικό σου. Θα φανώ πιστός στην εντολή του πατέρα σου. ΑΝΝΑ: (με χαμηλή φωνή σειρήνας) Ε μ έ να με ρώτησε ποιον θέλω να έχω κηδεμόνα, πριν κάνει αυτή τη διαθήκη. Κι ε γ ώ διάλεξα εσένα. ΤΑΝΝΕΡ: Ώστε κι τελευταία θέληση του πατέρα σου δική σου ήταν κι αυτή ; Η παγίδα είχε στηθεί από την πρώτη στιγμή. ΑΝΝΑ: (συγκεντρώνει όλη τη γοητεία της) Από την αρχή… από τα παιδικά μας χρόνια… και για τους δυο μας… την είχε στήσει η Ζωτική Δύναμις, όπως σου αρέσει να λες. ΤΑΝΝΕΡ: Δεν θα σε παντρευτώ ! Δεν θα σε παντρευτώ ! ΑΝΝΑ: Θα με παντρευτείς, θα με παντρευτείς ! ΤΑΝΝΕΡ: Σου λέω όχι, όχι, όχι ! ΑΝΝΑ: Σου λέω ναι, ναι, ναι ! ΤΑΝΝΕΡ: Όχι !

Page 83: skines xenoy dramatologioy 2

83ΑΝΝΑ: (χαϊδευτικά, ικετευτικά, σχεδόν εξαντλημένη) Ναι σου λέω, τώρα που είναι καιρός ακόμα πριν το μετανιώσουμε… Ναι ! ΤΑΝΝΕΡ: (σαν να τον τρομάζει μια μακρινή απήχηση από το παρελθόν) Πότε τα ξανάζησα όλα αυτά εγώ ; Ονειρευόμαστε κι οι δυο μας ; ΑΝΝΑ: (χάνει άξαφνα το κουράγιο της. Με αγωνία που δεν κρύβεται) Όχι. Είμαστε ξυπνοί και είπες όχι. Αυτό είναι όλο. ΤΑΝΝΕΡ: (πρόστυχα) Και λοιπόν ; ΑΝΝΑ: Λοιπόν, έκανα λάθος. Δεν μ’ αγαπάς. ΤΑΝΝΕΡ: (την αγκαλιάζει) Ψέματα λες. Σ’ αγαπάω. Η ζωτική δύναμις με έχει μαγέψει. Έχω ολόκληρο τον κόσμο στα χέρια μου όταν αγκαλιάζω εσένα. Αλλά αγωνίζομαι για την ελευθερία μου, για την αξιοπρέπειά μου, για τον εαυτό μου, ενιαίο κι αδιαίρετο. ΑΝΝΑ: Η ευτυχία σου τα’ αξίζει όλ’ αυτά μαζί. ΤΑΝΝΕΡ: Θα πουλούσες εσύ για την ευτυχία, ελευθερία, αξιοπρέπεια και τον εαυτό σου μαζί; ΑΝΝΑ: Για μέναν η ζωή μας δεν είναι πάντα ευτυχία. Ίσως θα είναι θάνατος. Αλλά πρόσεξε, Τζώνη. Αν έρθει κανείς και μας δει καθώς είμαστε έτσι, θα πρέπει οπωσδήποτε να με παντρευτείς. ΤΑΝΝΕΡ: Αν βρισκόμαστε τώρα οι δυο μας στην άκρη ενός γκρεμού θα σ’ έσφιγγα ακόμα περισσότερο και θα πηδούσα μαζί σου. ΑΝΝΑ: (ζαλίζεται, κλονίζεται διαρκώς περισσότερο από τη μεγάλη της προσπάθεια) Άσε με, Τζώνη. Δεν μπορώ πια… Τόλμησα πάρα πολύ. Κράτησε περισσότερο από ό,τι φανταζόμουνα. Δεν αντέχω πια. ΤΑΝΝΕΡ: Κι εγώ δεν αντέχω πια. Καλύτερα να πεθάνουμε. ΑΝΝΑ: Ναι. Δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν έχω πια δυνάμεις. Νομίζω ότι θα λιποθυμήσω.

(Λιποθυμάει)

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΤΤΟΟΥΥ ΦΦΤΤΩΩΧΧΟΟΥΥ ΤΤ’’ ΑΑΡΡΝΝΙΙ

Πράξη 3η – Εικόνα 3η

(Ο ΦΟΥΡΕΣ έρχεται μέσα ίσος κι αλύγιστος. Κρύβει την ηθική συντριβή του πίσω από ένα ακατάληπτο πείσμα) ΦΟΥΡΕΣ: (Προκλητικά) Με διατάξατε, πολίτα υπουργέ. Να με, είμαι στη διάθεσή σας. Τι έχει να μου κατηγορήσει ή δημοκρατία; ΦΟΥΣΕ: (χωρίς να προσέξει τον προκλητικό τόνο του, με νωχέλεια) Καθίστε, παρακαλώ, πολίτα Φουρές ! Έτσι μιλά κανείς καλήτερα.

(Ο Φουρές κάθεται δισταχτικά. Όλο του το είναι φανερώνει μια δύσπιστη άμυνα ενάντια σε μιαν αθέατη επίθεση) ΦΟΥΣΕ: Γιατί σάς κάλεσα, πολίτα Φουρές; Για να σας πω μόνο κατιτί πολύ απλό. (Σχεδόν εγκάρδια) Κάνετε κουταμάρες, πολίτα ανθυπολοχαγέ!

(Ο Φουρές ανατινάζεται, θέλει να μιλήσει)

ΦΟΥΣΕ: (συνεχίζοντας χωρίς να ταραχθεί καθόλου) Ναι, κουταμάρες δε βρίσκω καμιά ευγενικώτερη )έξη. Ή μήπως έχετε την αξίωση να το πω «εσχάτη προδοσία», όταν ένας και μόνος μέσα σε εικοσιτέσσερα εκατομμύρια Γάλλους κατεβαίνει στους δρόμους και φωνάζει «Κάτω ό Βοναπάρτης» Όχι, πολίτα Φουρές, δε σκοτώνει κανείς τον αναδιοργανωτή της Γαλλίας με τσιμπιές ψύλλων. ΦΟΥΡΕΣ: Να λείψουν, παρακαλώ, τ’ αστεία σας. Θεωρώ το στρατηγό Βοναπάρτη σαν εγκληματία, σα φονιά της δημοκρατίας κ’ επιμένω στη γνώμη μου. Αν είμαι ένοχος, κάνετέ μου δίκη. ΦΟΥΣΕ: Και για ποιο λόγο; Για την ώρα μια τέτοια δίκη δε μας συμφέρει. ΦΟΥΡΕΣ: Συμφέρει όμως εμένα, πολίτα υπουργέ! Επιμένω να με δικάσετε, γιατί η δίκη αυτή θα βγάλει το Βοναπάρτη κατηγορούμενο. Κ’ είτε θέλετε, είτε όχι, εγώ θα την εκβιάσω. ΦΟΥΣΕ : Γελιέστε, πολίτα Φουρές. Ένας και μόνος δε μπορεί να εκβιάσει τίποτα ενάντια στο σύνολο. Σ’ όλη τη Γαλλία δε θα βρείτε ούτ’ ένα δικαστή να δικάσει το Βοναπάρτη μας, κι ούτε να συνήγορο να σας υπερασπίσει ενάντια στον υπερασπιστή της Γαλλίας. Αν δεν κάνω λάθος, αποχτήσατε κι όλας πικρή πείρα στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο. ΦΟΥΡΕΣ: (που ανατινάζεται) Α, ΘΑ λέτε για τον Ντεκάζ. γι’ αυτό τον αχρείο! Από κει μας έρχονται τα μαντάτα! Μ’ αυτόν τον αγοράσατε. ΦΟΥΣΕ: (ψυχρά) Όχι, τον κατατοπίσαμε μόνο. Κι αυτό έφτασε. (Παύση) Και τώρα, ακούστε με φρόνιμα, Φουρές. Αύριο—σας θεωρώ αρκετά έντιμο για να σας εμπιστευθώ ένα στρατιωτικό μυστικό—αύριο ό Ύπατος παίρνει στα χέρια του τη διοίκηση της στρατιάς του Νότου. Μια μεγάλη, μια αποφασιστική εκστρατεία γίνεται κάτω στην Ιταλία κ’ η τύχη της δημοκρατίας κρέμεται

Page 84: skines xenoy dramatologioy 2

84από την έκβασή της. Πείτε μου και μόνος, σα στρατιώτης, είναι τώρα στιγμή κατάλληλη για να μηνύσετε τον αρχηγό του καλήτερου στρατού μας; Είτε δίκιο έχετε, είτε άδικο, αυτή τη στιγμή στέκεται απέναντί σας το υπέρτατο δίκιο της πατρίδας. ΦΟΥΡΕΣ: (θυμωμένος) Η πατρίδα, χε χε, το περίμενα πως σηκώνατε τη μεγάλη αυτή παντιέρα που πίσω της κρύβετε πάντα όλες τις βρωμοδουλειές σας. Σας ευχαριστώ για το μάθημα, πολίτα υπουργέ, μα γω τη δούλεψα τη δημοκρατία εφτά χρόνια με το πετσί μου, τίμια, παληκαρίσια και τυφλά. Ωστόσο τώρα, κάτω στην Αίγυπτο, φωτίστηκα, τα μάτια μου άνοιξαν κ’ έχω την τιμή να σας αναφέρω πως τη βράζω εγώ μια πατρίδα πού βάζει ένα ληστή πάνω από την ελευθερία. Γιατί εγώ, γιατί εμείς· πάντα, ο λαός, οι κουτοί να ξεγελιόμαστε και να θυσιαζόμαστε για την πατρίδα; Σαν είναι για κέρδος και για δόξα, τότε οι κύριοι πάνε μπροστά, σαν είναι όμως για θυσίες, σπρώχνουν εμάς να μπούμε πρώτοι. Σκέφτηκε ό Βοναπάρτης την πατρίδα, σα μούπαιρνε τη γυναίκα μου; Όχι, πολίτα υπουργέ, μ’ αυτά τα μεγάλα λόγια δεν πέφτω πια τ’ ανάσκελα. (Πολύ δυνατά) Σαν πολίτης γυρεύω το δίκιο· μου απ’ την πατρίδα, δικαιοσύνη γυρεύω! Και θα φωνάζω όσο που να μ’ ακούσουν. ΦΟΥΣΕ: (πολύ ήσυχος) Όχι, Φουρές, μην ξεγελιέστε. Δε θα σας ακούσει κανένας. Φροντίσαμε γι’ αυτό. (Τον κοιτάζει αυστηρά στα μάτια) Εννοείτε σώνει και καλά να γκρεμίσετε τον τοίχο με το κεφάλι σας. Μα πίσω από τον τοίχο στέκεται όλη Γαλλία. Γι’ αυτό’- ότι και να κάνετε, δε θα γίνει ποτέ η δίκη Φουρές,—για τον απλούστατο λόγο, πώς δεν την ανέχουμαι... Αν όμως επιμένετε να κάνετε φασαρίες, Τότε θα... (παίζει με το μολύβι του) τότε θα δεχτώ το πολύ πολύ πώς τρελλαθήκατε, πως σας έπιασε, σα να λέμε... μια μανία καταδιώξεως... και ξέρετε, πιστεύω, με πιο τρόπο μεταχειρίζονται αυτούς τους ανθρώπους. Δε θα φτάνατε ποτέ σε δικαστήριο, αποχαιρετήστε για πάντα αυτή την ελπίδα, μα στην Μπισέτρ, σ’ ένα σπίτι με πολύ γερές πόρτες και πολύ χοντρά ντουβάρια... ένα σπίτι, πού κάθε πόρτα μόνο προς τα μέσα ανοίγει... Ελπίζω να με καταλάβατε. ΦΟΥΡΕΣ: (σηκώνεται κάτωχρος και τρέμοντας από θυμό) Και τολμάτε να μου πείτε κατάμουτρα μια τέτοια ατιμία; ΦΟΥΣΕ (σηκώνεται κι αυτός, πολύ έντονα) Και να την πραγματοποιήσω με την ίδια ανεπιείκεια, μάλιστα, πολίτα Φουρές. Η συνείδησή μου και η ιστορία θα με δικαιώσουν, επειδή δεν ανέχθηκα, κάποιος ανθυπολοχαγός Φουρές να δημιουργήσει προσκόμματα στο στρατηγό Βοναπάρτη. σε μια στιγμή τόσο κρίσιμη για το έθνος. Για τη δικαιοσύνη το άτομό σας δεν έχει αυτή τη στιγμή αρκετή σημασία — ένας μόνο άνθρωπος έχει αυτή την ώρα για όλους μας σημασία: ό Βοναπάρτης. Αν εννοείτε να παλέψετε μαζί του, θα νικηθείτε και μάλιστα χωρίς τιμές- κανένας πετεινός δε θα λαλήσει για χάρη σας και δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα πιο κουτό από μια θυσία χωρίς νόημα. Έτσι έχει το ζήτημα, ανθυπολοχαγέ Φουρές· τώρα είστε πληροφορημένος! Σας παρακαλώ να μην αμφιβάλλετε καθόλου για την αποφασιστικότητά μου. (Μια παύση. Αλλάζοντας τόνο πολύ ήρεμα) Ωστόσο θα σας ευγνωμονούσα, αν με βγάζατε απ’ τον κόπο να λάβω τα μέτρα εκείνα. Σιχαίνουμαι τη βία, όταν μπορεί κανένας να την αποφύγει. Και γι’ αυτό, μ’ όλες σας τις προκλητικότητες, σας φάνηκα πάντα επιεικής. ΦΟΥΡΕΣ: (χλευαστικά) Επιεικής; Χαχά! Μόνο που με κλείσατε στη φυλακή. ΦΟΥΣΕ: Για να σας προστατέψω από τον εαυτό σας. ΦΟΥΡΕΣ: Είστε δηλαδή και προστάτης μου, σα να λέμε. Ευχαριστώ ευπειθέστατα. Είναι πολύ συγκινητική, μα την αλήθεια, η τρυφερότητα που δείχνουν όλοι στον Κουτοφουρές. Ο Βοναπάρτης με στέλνει ως επιστολέα στη Γαλλία, ο Μπερτιέ μέσα στους βούρκους στη Μανσούρα, και σεις στη φυλακή. Όλοι από καλοσύνη, από επιείκεια, δεν είναι αλήθεια; Κι από ανθρώπινο αίσθημα, φυσικά, απαγορεύετε και στη γυναίκα μου να μου μιλήσει. ΦΟΥΣΕ: Ποτέ δεν έδωσα τέτοια εντολή. ΦΟΥΡΕΣ: Λέτε ψέμματα ! Μου τ’ ομολόγησε η ίδια. Σαν παλιόσκυλο με διώξανε σι λακέδες της! ΦΟΥΣΕ: Χωρίς να το ξέρω. Σας δίνω το λόγο μου. (Ύστερα από μια παύση) Επιθυμείτε λοιπόν να μιλήσετε στη γυναίκα σας; ΦΟΥΡΕΣ: Δεν επιθυμώ. Είναι δίκιο μου και το απαιτώ. Επιμένω. ΦΟΥΣΕ : Καλά. Πότε θέλετε να τη δείτε; ΦΟΥΡΕΣ: Να λείπουν τα πότε και τα πού. Τι σόι τερτίπια είναι αυτά ; (Χτυπώντας θυμωμένος τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι) Αμέσως ! ΦΟΥΣΕ: (ήσυχα) Παρακαλώ!

(Σημαίνει το κουδούνι του γραφείου του)

ΝΤΙΕΓΚΟ ΦΑΜΠΡΙ Μετάφραση: ΤΑΣΟΣ ΡΑΜΣΗΣ

ΗΗ ΨΨΕΕΥΥΤΤΡΡΑΑ

Πράξη 1η – Εικόνα 1η

(Η Ίζαμπέλα, ζαπλωμένη στο σοφά, καπνίζει, χασμουριέται και διαβάζει ένα περιοδικό, εντελώς ελεύθερα με την αίσθηση της γυναίκας που δεν τη βλέπει κανένας. Το ραδιόφωνο παίζει μουσική. Σε μια στιγμή τεντώνεται, σηκώνεται και πηγαίνει στο παράθυρο.

Τραβάει προσεχτικά την κουρτίνα και κατασκοπεύει κάποιον που βρίσκεται κάτω. Μετά εξακολουθώντας να. καπνίζει και σιγοσφυρίζοντας τη μουσική που παίζει το ραδιόφωνο έρχεται στον καθρέφτη της ντουλέπας που είναι κοντά στο προσκήνιο και

δοκιμάζει διάφορες κομμώσεις. Κάποια στιγμή, σα να πήρε μια απόφαση κλείνει το ραδιόφωνο και πάει αποφασιστικά στο τηλέφωνο όπου αρχίζει ένα τηλεφώνημα. Αλλά. στο τέταρτο, πέμπτο νούμερο μετανοιώνει και το κλείνει. Παίρνει την τελευταία ρουφηξιά. του

τσιγάρου και πετάει το αποτσίγαρο στο πάτωμα σβύνοντάς το με το πόδι. Ακούγεται απ’ έξω θόρυβος)

Page 85: skines xenoy dramatologioy 2

85 ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (με δυνατή φωνή) Ποιος είναι;... (Οι θόρυβοι γίνονται πιο κοντινοί. Πανικόβλητη) Ποιος είναι ; ΕΛΜΙΡΑ : (εκτός σκηνής) Τι φωνάζεις παιδί μου εγώ είμαι, ποιος να. είναι ! ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μίλα λοιπόν : Μούκοψες τη χολή... στο διάολο.... ΕΛΒΙΡΑ : (μπαίνει. είναι μια γυναίκα ασήμαντη μάλλον, γύρω στα. πενήντα. Έχει όμως ένα καρφωτό βλέμμα επίμονο και διαρκώς περίεργο, σε σημείο που να προκαλεί φόβο. Φαίνεται αυταρχικό και κενόδοξο άτομο, αλλά με φροντισμένη συμπεριφορά. ώστε να το καλύπτει) Μπα ; Τι φοβάσαι : Τους κλέφτες ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γιατί, αποκλείεται να ήταν «αυτός» ; Έχει να. με δει τρεις μέρες. Τρεις μέρες του κάνω την άρρωστη. Θα βράζει τώρα. Μήπως τον συνάντησες κάτω ; ΕΛΒΙΡΑ : Δε συνάντησα κανέναν. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Ξαναπηγαίνει στο παράθυρο) Προχθές όμως ήταν εκεί κάτω τόν είδα… ΕΛΒΙΡΑ : Που κάτω ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Εκεί, απέναντι, στο πεζοδρόμιο. ΕΛΒΙΡΑ : Θα περνούσε τυχαία, φαίνεται. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Όχι. Στεκόταν εκεί και κοίταζε στο παράθυρό μας. ΕΛΒΙΡΑ : Και σε είδε ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ευτυχώς όχι. ΕΛΒΙΡΑ : Ένας άνδρας σαν κι αυτόν, να φέρεται σαν παιδαρέλι. Αααχ… μυαλά !... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε λοιπόν, μάθε ότι εμένα μ’ αρέσει ακριβώς γιατί φέρεται σαν παιδαρέλι και δε λογαριάζει κανέναν, κι ας είναι αυτός που είναι. ΕΛΒΙΡΑ : Τότε τι κάθεσαι και μου σκοτίζεις το κεφάλι ; Έχεις τρεις μέρες που μου παίζεις κρυφτούλι. Τι θέλεις να παραστήσεις ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Κάποιο σκοπό είχα κι εγώ για να το κάνω. Φαίνεται όμως ότι έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Εγώ έκανα την άρρωστη για να μείνω δυο τρεις μέρες ελεύθερη. Αυτός όμως παλουκώθηκε εκεί κάτω απέναντι απ’ την πόρτα. Άντε να βγεις έξω ! ΕΛΒΙΡΑ : Κι αντί να κάνει το παλούκι γιατί δεν ανεβαίνει πάνω ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι λες καλέ ; Τρελλάθηκες ; Ν’ ανεβεί πάνω ε ; Για φαντάσου να τουρχόταν καμιά τέτοια ιδέα ; ΕΛΒΙΡΑ : Τι θα γίνει ! Θα. τον δεχτώ εγώ. Ειιένα με ξέρει. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μα τι θα δεχτείς καλέ ; Ποιον θα δεχτείς ; Είσαι με τα καλά σου ; ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί : Τι θα γίνει ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι να γίνει ; Αν την ώρα που βρίσκεται αυτός επάνω έρθει κι ο Αλπίνο ο αρραβωνιαστικός μου και θρονιαστεί εδώ μέσα σαν νοικοκύρης, τότε να δεις τραγούδια. Ο Αλπίνο κάθε βράδυ αυτή την ώρα είναι εδώ, απόψε άργησε λίγο. ΕΛΒΙΡΑ : Ε τότε για ποιό λόγο ρε παιδάκι μου έφτιαξες αυτό το μπέρδεμα. —Δεν ξέρω ίσως να είμαι αργόστροφη ή βλάκας— αλλά γιατί σκέφτηκες να κάνεις την άρρωστη, ακόμα δεν μπόρεσα να το καταλάβω. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Έχεις δίκιο....γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί μου, κι ότι θα στηνόταν μπάστακας απέναντι απ’ την πόρτα μου. ΕΛΒΙΡΑ : (ειρωνικά) Οουου. Ερωτευμένος !..... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γι’ αυτό απόψε τελειώνω την αρρώστια μου. Θα. γίνω καλά. Είναι προτιμότερο. Από αύριο θα ξαναβγώ. (Προχωρώντας προς τα μέσα στο σοφά) Εσύ τι έκανες ; Ρώτησες τίποτα γι’ αυτά που σου είπα ή όχι ; Τι έμαθες ; ΕΛΒΙΡΑ : (που ήρθε στο προσκήνιο για να βγάλει επανωφόρι κι έναν καπελάκι σκούρο) Τι είπες; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (πέφτει στο σοφά και ξεφυλλίζει ένα περιοδικό) Σε ρώτησα αν έμαθες τίποτα για την οικονομική κατάσταση του υποψήφιου άνδρα μου. (Ησυχία) Δε μου λες, κουτή είσαι ; ΕΛΒΙΡΑ : (Πέφτοντας απ’ τα σύννεφα) Αααα ! Ναι ! Όχι ! Δεν έμαθα τίποτ’ ακόμα. ΕΛΒΙΡΑ : (Πετώντας το περιοδικό) Και γιατί παρακαλώ ; ΕΛΒΙΡΑ : Ε ; Και πώς θέλεις να μάθω ! Ντέτεκτιβ είμ’ εγώ ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Σηκώνοντας τον τόνο) Καλέ δε μου είπες ότι θα πήγαινες σε κάτι γραφεία, δεν ξέρω πώς τα είδες κιόλας, για να πάρεις πληροφορίες ; ΕΛΒΙΡΑ : Ε λοιπόν ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι λοιπόν. Σουλατσάρισες όλη την ημέρα και μου λες ότι δεν έκανες τίποτα ; Τι παιχνίδι μου παίζεις μπορώ να ξέρω ; Πρόσεξε αν πας να με καταφέρεις να παντρευτώ με ψέμματα γελιέσαι. να το ξέρεις : Δε με γελάς εμένα ! ΕΛΒΙΡΑ : Μα γιατί να. σε γελάσω. Τι βλακείες είν’ αυτές ! Τα γραφεία είναι κλειστά το απόγευμα και δεν το ήξερα. ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Εγώ ξέρω ότι ένα μήνα μου λες γι’ αυτές τις πληροφορίες και κάθε φορά βρίσκεις μια δικαιολογία.. Λοιπόν : Για να μην πω το όχι, την ώρα που με ρωτάει ο παπάς και γίνουμε όλοι ρεζίλι, στο λέω να το βάλεις καλά στο κεφάλι σου : Δεν τον παντρεύομαι αν δεν ξέρω με κάθε λεπτομέρεια την οικονομική του κατάσταση. (Συλλαβίζοντας) Δ ε ν τα ο ν π α ν τ ρ ε ύ ο μ α ι ! ΕΛΒΙΡΑ : Τον παντρεύεσαι. Τον παντρεύεσαι... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (έξω φρενών, αναιδής, τινάζεται όρθια) Στο διάολο.... Δεν τον παντρεύομαι καλέ !... Με νομίζεις τόσο ηλίθια να παντρευτώ έναν άνθρωπο που δε θέλω κι από πάνω να μην έχει ούτε... ΕΛΒΙΡΑ : Έχει το αγρόκτημα, πώς δεν έχει ; Δε σου φτάνει ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Και τι να το κάνω εγώ το αγρόκτημα. Θ’ ανοίξω ορνιθοπωλείο ή θα μεγαλώσω βόδια; ΕΛΒΙΡΑ : Ε ! Τι θέλεις παιδί μου ;...... Την Εθνική Τράπεζα ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μα μου λες κτήματα. ! Πόσα κτήματα είναι ξέρεις ; Πόσα σπίτια έχει ; Είναι δικά. του, εντελώς δικά του αυτά ; Δεν το ξέρεις βέβαια Εσύ μου είπες ότι είναι τρεις. Αυτός και δυο αδελφές, εκτός από τη μάνα του που μπορεί να. πάρει κι αυτή μερίδιο. ΕΛΒΙΡΑ : Μια μέρα θα με ευγνωμονείς γι’ αυτό το γάμο. Τίποτ’ άλλο δε σου λέω ! Θα μου πεις : μαμά είχες δίκιο.

Page 86: skines xenoy dramatologioy 2

86ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Δε. χρειάζεται ούτε να σ’ ευγνωμονώ ούτε να σε βρίζω. Δεν τον ήθελα γι’ άντρα μου αυτόν τον άνθρωπο καταλαβαίνεις ; Με το ζόρι το κάνω γιατί μου το επιβάλλεις εσύ. ΕΛΒΙΡΑ: (πνιγμένη από αγανάκτηση) Ενώ τον άλλο τον ήθελες, ε ; Που είναι και παντρεμένος. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Αυτόν τον θέλω, τον αγαπάω, καταλαβαίνεις ; ΕΛΒΙΡΑ : Αφού δεν είναι δυνατόν να σε παντρευτεί ! ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Θα χωρίσει από τη γυναίκα του, δεν πάνε καλά. ΕΛΒΙΡΑ : Άντε βρε κουτορνίθι, όλοι έτσι λένε για να εκμεταλλεύονται ανόητες σαν και σένα. ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Γιατί μ’ εκμεταλλεύεται ; Πηγαίνω μαζί του γιατί μ’ αρέσει, τον εαυτό μου ικανοποιώ. ΕΛΜΙΡΑ : Έτσι πες, όχι πως θα χωρίσει ! Σιγά μη χωρίσει μια γυναίκα με τέτοια περιουσία. Κορόιδο τον νόμισες ; Γιατί νομίζεις ότι την παντρεύτηκε. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γι’ αυτό πήγε ο γάμος τους κατά διαβόλου κι έτσι θέλεις να με κάνεις και μένα αλλά εγώ δε θα υποκύψω. Δε θα κάνω κάτι που δε θέλω. Προτιμώ να σηκωθώ να φύγω από δω και να μη βλέπω κανέναν. ΕΛΒΙΡΑ : (μυξοκλαίγοντας) Ορίστε. Κι αυτό έπρεπε να τα’ ακούσω ! Να κάνεις τόσα για το καλό της, κι αυτή να με βρίζει κατάμουτρα. Να προσπαθώ να την προφυλάξω κι αυτή να με βρίζει. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ποιος σου είπε πως το δικό σου μυαλό είναι παραπάνω απ’ το δικό μου που θέλεις να με προφυλάξεις, ε ; Θέλεις να με κουμαντάρεις όχι να με προφυλάξεις. Νομίζεις ότι είμαι ακόμα μωρό παιδί. ΕΛΒΙΡΑ : (κλαίγοντας) Πες μου κι άλλα αφού δε σε πλακώνω στο ξύλο !... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ναιεε, βγάλε τώρα και το μαντήλι να σκουπίσεις τα δάκρυα. Νομίζεις ότι με τα δάκρυα θα με πείσεις πως , έχεις δίκιο. ΕΛΒΙΡΑ : (Ξαναβάζοντας το μαντήλι στην τσέπη) Ολόκληρη ιστορία για το τίποτα ! Τι έχει ; Πού το έχει : Πώς το έχει ; Τώρα που θα έρθει ρώτησε τον ίδιο να στο πει. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ποιον να ρωτήσω ; Τον Αλπίνο ! ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ωραία ! ΕΛΒΙΡΑ : Γιατί ; Υποψήφιος γαμπρός δεν είναι ; Πρέπει να ξέρεις τι περιουσία έχει. Πέστου το ξεκάθαρα : «Θέλω να ξέρω ποιον παίρνω και γιατί τον παίρνω». Νέτα σκέτα. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Το γιατί τον παίρνω.. είναι πολύ γνωστό. (Ειρωνικά) Είμαι ερωτευμένη ! Πολύ έρωτευμένη. (Γελάει) Βέεβαια ! Αν του κάνω και τέτοιες ερωτήσεις τότε θα καταλάβει πολύ καλά γιατί τον παντρεύομαι. Αυτός και τώρα δεν το πιστεύει ότι τον αγαπάω. Φαντάσου τι θα γίνει αν τον ρωτήσω πόσα λεφτά βγάζει. ΕΛΒΙΡΑ: Ε τότε δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Κάνε ο,τι καταλαβαίνεις. (Προχωρεί προς την κουίντα, σταματάει, γυρίζει) Αρκεί να παντρευτείς. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Τσιρίζοντας) Δεν παντρεύομαι. ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί ; Μήπως συμβαίνει τίποτα με τον άλλο και δε μου το λες ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι να συμβαίνει ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μήπως είσαι έγκυος ; ΕΛΒΙΡΑ : Το μυαλό σου όλο στις σαχλαμάρες πηγαίνει. . . . Α έμενα έγκυος ήταν δύσκολο να κάνω έκτρωση ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε τότε τι είναι ; ΕΛΒΙΡΑ: Καλέ αυτός έβαλε μπρος το διαζύγιο με τη γυναίκα του κι εγώ θα του πω ότι παντρεύομαι ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Λοιπόν ; Τι θα κάνεις θα συνεχίσεις και μ’ αυτόν ; ΕΛΒΙΡΑ : Ακριβώς. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε… τότε κράτησέ τους και τους δυο !

ΡΑΪΝΕΡ ΒΕΡΝΕΡ ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ Μετάφραση: ΡΟΥΛΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

ΤΤΑΑ ΠΠΙΙΚΚΡΡΑΑ ΔΔΑΑΚΚΡΡΥΥΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΠΠΕΕΤΤΡΡΑΑ ΦΦΟΟΝΝ ΚΚΑΑΝΝΤΤ

Πράξη 3η

(Η Πέτρα μπαίνει στο δωμάτιο)

ΠΕΤΡΑ: Πού ήσουν χτες βράδυ;

(Η Κάριν δεν ανττδρά) Κάριν; ΚΑΡΙΝ: Τι;

Page 87: skines xenoy dramatologioy 2

87ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα, Πού ήσουν χτες βράδυ. ΚΑΡΙΝ: Χόρευα. ΠΕΙΡΑ: Μέχρι τις έξι το πρωί; ΚΑΡΙΝ: Και λοιπόν; ΠΕΙΡΑ: Επειδή δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό αυτή την ώρα. ΚΑΡΙΝ: Ναι; ΠΕΙΡΑ: Ναι Με ποιον χόρευες λοιπόν μαζί; ΚΑΡΙΝ: Τι Θες να πεις; ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα με ποιον χόρευες μαζί. Μπήκες; ΚΑΡΙΝ: Μ’ έναν άντρα. ΠΕΤΡΑ: Α! Ναι; Τι σόι άντρα; ΚΑΡΙΝ; Έναν ψηλό νέγρο με μια μεγάλη μαύρη πούτσα. ΠΕΙΡΑ: Έλα Τώρα. (Πηγαίνει στο μπαρ και φτιάχνει ένα τζιν τόνικ) Θες και συ άλλο ένα; ΚΑΡΙΝ: Ναι, πιάσε ακόμα ένα. ΠΕΤΡΑ: Ευχαρίστως! ΚΑΡΙΝ: Αν δεν γουστάρεις και Τόσο μην το κάνεις. ΠΕΤΡΑ: Θέλω. Πώς δεν Θέλω. Αλλά Θα μπορούσες να είσαι πιο ευγενική ; Ορίστε. ΚΑΡΙΝ: Ευχαριστώ, αγαπημένη, ευχαριστώ. ΠΕΤΡΑ: Και πώς ήταν αυτός ο άντρας; ΚΑΡΙΝ: Στο κρεβάτι; ΠΕΤΡΑ: Ας πούμε. ΚΑΡΙΝ: Λυσσασμένος! ΠΕΤΡΑ: Ναι; ΚΑΡΙΝ: Ατέλειωτα! Φαντάσου δυο κατάμαυρες χερούκλες πάνω στο τρυφερό άσπρο δέρμα μου. Και... κάτι χείλια ! Ξέρεις τώρα, σι νέγροι έχουν χοντρά χείλια, καυτά. (Η Πέτρα κρατάει την καρδιά της) Λιποθυμάς, αγαπημένη; (Ξεσπάει σ’ ένα γέλιο ατέλειωτο) Και πού ‘σαι, δε σου ‘πα το καλύτερο ακόμα. ΠΕΤΡΑ: Μη γίνεσαι Τόσο χυδαία. ΚΑΡΙΝ: Δεν είμαι χυδαία. Λέω την αλήθεια, Πέτρα. Εμείς είχαμε αποφασίσει να λέμε πάντα την αλήθεια μεταξύ μας. Αλλά εσύ δεν το αντέχεις. Προτιμάς να σου λένε ψέματα. ΠΕΤΡΑ: Ναι, λέγε μου ψέματα, σε παρακαλώ, λέγε μου ψέματα. ΚΑΡΙΝ: Λοιπόν Ο.Κ. δεν είν’ αλήθεια! ΠΕΤΡΑ: Ναι; (Γεμάτη ελπίδα) Λες αλήθεια; ΚΑΡΙΝ: Φυσικά όχι. Κοιμήθηκα μ’ έναν άντρα. Αλλά δε χάλασε κι ο κόσμος ! Έτσι; ΠΕΙΡΑ: (κλαίει) Δε χάλασε κι ο κόσμος ! Όχι. Δεν καταλαβαίνω, αληθινά δεν καταλαβαίνω. Γιατί... γιατί... ΚΑΡΙΝ: Έλα, Παράτα τα κλάματα, Πέτρα. Κοίτα, αλήθεια μου αρέσεις, αλήθεια σ’ αγαπώ... αλλά... (Σηκώνει τους ώμους. Η Πέτρα κλαίει ασυγκράτητα) Κοίτα, ήταν φως φανάρι απ’ την αρχή ότι εγώ κάποτε Θα ξαναπήγαινα με άντρες. Έτσι είμ’ εγώ. Και μετά αυτό δεν είναι πρόβλημα για μας τις δυο. Τους άντρες τους έχω για να βολεύομαι. Τίποτα παραπάνω. Λίγη ευχαρίστηση κι έξω απ’ την πόρτα. Εσύ δεν ήσουνα πού’ λεγες πάντα για ελευθερίες και τέτοια ;... Εσύ δεν ήσουνα πού ‘λεγες συνέχεια, ότι εμείς δεν πρέπει να καταπιέζουμε η μια την άλλη ; Έλα παράτα τα κλάματα, μ’ ακούς; ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου πονάει τόσο, Σα να με τρύπησαν μ’ ένα μαχαίρι. ΚΑΡΙΝ: Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά σου να πονάς. ΠΕΙΡΑ: Η καρδιά μου να πονάει. Η καρδιά μου να πονάει. Πονάω, πονάς, πονάει. Αυτή πονάει. Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά μσν να πονάει. ΚΑΡΙΝ: Έλα, Πέτρα, καλά, δεν είμαι τόσο έξυπνη σαν εσένα ή τόσο μορφωμένη, Ο.Κ. το ξέρουμε αυτό... ΠΕΙΡΑ: Είσαι όμορφη ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που πονώ. Αχ Θεέ μου ! Θεέ μου! (Πάει να φτιάξει ένα ποτό) Θέλεις άλλο ένα κι εσύ; ΚΑΡΙΝ: Όχι, πρέπει να προσέξω τη γραμμή μου.

(Κοιτάζει η μια την άλλη και για μια στιγμή γελούν αυθόρμητα. Σταματούν. Σχεδόν ταυτόχρονα κοιτάζονται λίγο ακόμα)

ΠΕΤΡΑ: Θα τον ξαναδείς; ΚΑΡΙΝ: Ποιον, αυτόν τον άντρα; ΠΕΤΡΑ: Ναι. Γιατί; Υπάρχουν κι άλλοι; ΚΑΡΙΝ: Έλα Τώρα! ΠΕΙΡΑ: Λοιπόν; ΚΑΡΙΝ: Όχι, δε Θα τον ξαναδώ. Δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά του. Και μετά αυτός κάτι είπε για μετάθεση ή κάτι τέτοιο. ΠΕΤΡΑ: Αλήθεια ήταν νέγρος; ΚΑΡΙΝ: Ναι! Γιατί; ΠΕΙΡΑ: Τίποτα, έτσι. ΚΑΡΙΝ: Ξέρεις, ήταν σπουδαίος τύπος. Θα σου πήγαινε πολύ κι εσένα. Δεν ήταν μαύρος μαύρος, μελαψός. Κι είχε μια φάτσα πολύ ξύπνια. Υπάρχουν Κάτι νέγροι που είναι τα μούτρα τους σαν τους Ευρωπαίους, ξέρεις. ΠΕΤΡΑ: Ναι; ΚΑΡΙΝ: Πως Υπάρχουν ! Αυτός τέτοιος ήταν. Και μού ‘πε κιόλας ωραία πραγματάκια για την Αμερική και τα λοιπά.

Page 88: skines xenoy dramatologioy 2

88ΠΕΤΡΑ: Κάριν, σε παρακαλώ! (Αρχίζει πάλι να κλαίει) ΚΑΡΙΝ: Εντάξει. Σταματάω. Νόμιζα πως μ’ αυτό είχαμε ξεκαθαρίσει κάπως. ΠΕΙΡΑ: Δεν υπάρχει όμως λόγος να το διασκεδάζεις κι από πάνω.

(Η Πέτρα ετοιμάζει ένα ποτό για την Κάριν) ΚΑΡΙΝ: Εσύ όμως το γλεντάς για τα καλά, να πούμε. ΠΕΙΡΑ: Τι άλλο μου μένει να κάνω; ΚΑΡΙΝ: Μην το παρατραβάς, γαμώτο, είσαι κανονικά υστέρω. ΠΕΙΡΑ: Δεν είμαι υστερική. Δεν αντέχω άλλο. Αυτό είν’ όλο. ΚΑΡΙΝ: Αν δεν αντέχεις άλλο, πιες τ’ άντερά σου, Θα σου κάνει καλό. ΠΕΙΡΑ: Εντάξει, εντάξει προπαντός μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας Αφού δεν αντέχω άλλο ας πιω τ’ άντερά μου, θα μου κάνει καλό. ΚΑΡΙΝ: Αλλά Πώς; ΠΕΤΡΑ: Πίστεψέ με, Θα ‘θελα να ‘μαι ευτυχισμενη. Όλο αυτό μ’ αρρωσταίνει! ΚΑΡΙΝ: Μα τι ‘ναι αυτό που σ’ αρρωσταίνει; ΠΕΤΡΑ: Ξέχνα Το. ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί δε μου λες αυτό Που σ’ αρρωσταίνει; ΠΕΤΡΑ: Εσύ. Εσύ είσ’ αυτό που μ’ αρρωσταίνει, επειδή ποτέ δεν μπορώ να ξέρω γιατί είσ’ εδώ μαζί μου. Για τα λεφτά ή επειδή σου ανοίγω δρόμους ή επειδή μ’ αγαπάς. ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί, φυσικά σ’ αγαπώ! ΠΕΤΡΑ: Άστα τώρα. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια τέτοια αβεβαιότητα. ΚΑΡΙΝ: Αφού δεν με πιστεύεις, τότε... ΠΕΤΡΑ: Δε σε πιστεύω ! Τι πα να πει αυτό ; Τι το Θέλεις αυτή την ώρα το πιστεύω; Δεν έχει κανένα νόημα. Ασφαλώς πιστεύω ότι μ’ αγαπάς. Γιατί όχι; Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τίποτα ! Δεν ξέρω απολύτως τίποτα ! Κι αυτό είναι που μ’ αρρωσταίνει. Αυτό!

(Η Πέτρα παίρνει μια εφημερίδα και την ανοίγει) Εδώ είμαστε, λοιπόν : «Η τελευταία κολλεξιόν της Πέρα φον Καντ, μια αξιόλογη συνεισφορά στον χώρο της μόδας κάνει όλον τον Κόσμο ν’ ανυπομονεί πότε Θα μπει ο χειμώνας». Έχει και τη φωτογραφία σου! ΚΑΡΙΝ: Έλα, πού είναι; ΠΕΤΡΑ: Ορίστε. ΚΑΡΙΝ: Α ψώνιο ! Και καλή φωτογραφία μάλιστα ε ; Έλα πες το μου! ΠΕΤΡΑ: Ναι, πολύ ωραία! ΚΑΡΙΝ: Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Είναι φανταστικά καταπληκτική. Η πρώτη μου φωτογραφία στην εφημερίδα. Ψώνιο! (Αγκαλιά ζει και φιλάει την Πέτρα) Σ’αγαπώ έλα! ΠΕΤΡΑ: Θέλω να σε φιλήσω.

(Φιλιούνται)

ΓΙΑΝ ΝΤΕ ΧΑΡΤΟΓΚ Μετάφραση: ΜΑΝΘΟΣ ΚΡΙΣΠΗΣ

ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΑΤΙ

Πράξη 2η – Εικόνα 1η

(1901. Νύχτα. Στο ίδιο δωμάτιο, δέκα χρόνια αργότερα. Από τα έπιπλα των προηγούμενων σκηνών μόνο το κρεβάτι απομένει, κι αυτό είναι στολισμένο με καινούργιες κεντημένες κουρτίνες. Στους τοίχους κρέμονται πίνακες ζωγραφικής. Ακριβά έπιπλα

διακοσμούν το δωμάτιο. Δεν υπάρχει πια νιπτήρας, αλλά ένα λουτρό, αριστερά. Εκεί που ήταν η γκαρνταρόμπα, στην προηγούμενη πράξη, γκρεμίστηκε ο τοίχος και μπήκε μια πόρτα, που οδηγεί στο ντρέσινγκ-ρουμ. Το σύνολο είναι πανάκριβο, μεγαλοπρεπές και

κατακαίνουργο. Μόνο η μια πλευρά του κρεβατιού είναι στρωμένη. Υπάρχει μόνο ένα μαξιλάρι πάνω στο κρεβάτι, και ριγμένο απάνω του είναι «Ο Θεός αγάπη εστί». Όταν σηκώνεται η αυλαία, δεν είναι κανείς στο δωμάτιο. Μπαίνει η Αγνή και βροντάει την πόρτα

πίσω της. Στέκεται στα ποδαρικά του κρεβατιού, βγάζοντας τα γάντια της. Πάει στο τραπεζάκι της τουαλέτας, ρίχνει απάνω τα γάντια της και κοντοστέκεται στο χτύπημα τη πόρτας. Για μια στιγμή μένει ακίνητη. Το χτύπημα επαναλαμβάνεται, πιο επίμονο)

Page 89: skines xenoy dramatologioy 2

89ΑΓΝΗ: (παύση) Ναι. ΜΑΙΚ: (μπαίνει, κλείνει την πόρτα) Με συγχωρείς. (Πηγαίνει στο ντρέσινγκ-ρουμ, παίρνει τα βραδινά του ρούχα, ξαναμπαίνει και διασχίζει το δωμάτιο, προς την πόρτα) Καληνύχτα. ΑΓΝΗ: (καθώς εκείνος ανοίγει την πόρτα) Με κείνα τα πικάντικα... ατέλειωτα ανέκδοτά σου, ήσουνα η ψυχή της συντροφιάς απόψε. ΜΑΙΚ: (κάνει να βγει, σταματάει, γυρίζει) Αγαπητή μου, αν νομίζεις πως δε σου πάνε οι δευτερεύοντες ρόλοι, τότε σε συμβουλεύω να εγκαταλείψεις το θίασο και να σχηματίσεις ένα δικό σου. (Βγαίνει και κλείνει την πόρτα) ΑΓΝΗ: (μένει για μια στιγμή άναυδη. Έπειτα μουρμουρίζει) Α, φτάνει πια ! (Τρέχει στην πόρτα, την ανοίγει ορθάνοιχτη, στέκεται στο διάδρομο και φωνάζει) Μάικ ! (Στριγγλίζει) Μάικ ! Έλα δω ! ΜΑΙΚ: (πετιέται ξαφνικά μέσα. Φοράει «ψηλό», κρατάει μπαστούνι και τη βραδινή μπέρτα στο χέρι) Μα παραφρόνησες, δε σκέπτεσαι τους υπηρέτες ; ΑΓΝΉ: Δε με νοιάζει να μ’ ακούσει ύλη η γειτονιά. (Εκείνος βγαίνει) Έλα δω, σου λέω ! ΜΑΙΚ: Αυτή η κατάσταση έχει γίνει ανυπόφορη ! (Κλείνει την πόρτα) ΑΓΝΗ: Μα, επιτέλους, τι έχεις πάθει ; ΜΑΙΚ: Για στάσου, βρε παιδί μου. Δεν μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε μια στιγμή σαν άνθρωποι εδώ μέσα ; Είναι ανάγκη να χαλάμε τον κόσμο ; (Εκείνη πηγαίνει στο τραπεζάκι της τουαλέτας, βγάζει το καμωμένο από φτερά καπελάκι της — πλουμ — το πετάει πάνω στο τραπέζι) Ξέρεις κάτι ; Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου είναι που άφηνα να περνάνε οι ιδιοτροπίες σου και σε καλόπιανα με δώρα κιόλας. ΑΓΝΗ: Νόστιμο κι αυτό ! (Παίρνει τα γάντια της) Είπαμε: σιγά. Ξέρεις Τι έπρεπε να κάνω ; Να σε στείλω, σ’ αυτή την ηλικία, σ’ ένα σχολείο εσωτερική, να μάθεις καλή συμπεριφορά. ΑΓΝΗ: Συμπεριφορά ; Και τι να την κάνω ; ΜΑΙK: Για να γίνεις άξια να στέκεις πλάι μου. ΑΓNH: Κοίταξε τον ψωροφαντασμένο ! Επειδή πουλήθηκαν τριακόσιες χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου του, κοκορεύεται ! ΜΑΙΚ: Αυτό εν έχει καμιά σχέση. ΑΓΝΗ: Έχει και παράχει ! Γιατί πριν γράψεις αυτό το μυθιστόρημα, δεν είχαν πάρει τα μυαλά σου αέρα... Κάθε φορά που τέλειωνες ένα βιβλίο ή ένα θεατρικό έργο ή ξέρω γω τι... και θεωρούσες τον εαυτό σου τη μεγαλύτερη ιδιοφυία, απ’ τον καιρό του Σαίξπηρ... (Εκείνος λέει: «Τώρα μάλιστα!»)... έτρεμα μη τυχόν και πετύχει. Δόξα σοι ο Θεός όμως, όλα σου τα έργα είχαν παταγώδη αποτυχία, κι έτσι μπόρεσα να τα βγάλω κι εγώ πέρα με μεγαλομανία σου... Τώρα όμως μ’ αυτή τη φυλλάδα —που και συ ο ίδιος παραδεχόσουνα πως ήταν για τα σκουπίδια. ως τη στιγμή που διάβασες τις κριτικές — πήρες... Αλλά, δε βαριέσαι ! Χάνω τα λόγια μου. ΜΑΙΚ: Ίσως να είμαι ματαιόδοξος, αλλά η ερίτιμος κυρία κάνει ένα τραγικό σφάλμα. ΑΓΝΗ: (γελάει) Άκου ! Άκου τι λέει ! Να ‘σαι παντρεμένη μ’ έναν άντρα έντεκα χρόνια και να σου μιλάει σα ν’ αγορεύει στη Βουλή. «Τραγικό σφάλμα» ! Κακομοίρη μου ! Να μπορούσες να δεις μόνο από μια μεριά την κατάντια σου ! Πούλησες την ψυχή σου για μια επιφυλλίδα της κακιάς ώρας. ΜΑΙΚ: Αν εξακολουθήσεις έτσι... ΑΓΝΗ: Όχι ! Θα τ’ ακούσεις όλα ! (Εκείνος χτυπάει το πάτωμα με το μπαστούνι του) Και μη με διακόπτεις ! Ακούς ; Γιατί μόνο ένας σ’ αγαπάει σ αυτόν τον κόσμο, κι ας είσαι ό,τι είσαι. Κι αν θες να σου πω... ΜΑΙΚ: Κάνεις λάθος. Πράγματι υπάρχει ένας άνθρωπος που μ’ αγαπάει σ’ αυτόν τον κόσμο, ακριβώς γι’ αυτό που είμαι. ΑΓΝΗ: Και τι είσαι, αγάπη μου ; ΜΑΙΚ: Ρώτησέ τ η ν, να σου πει. ΑΓΝΗ: . . .την ;... ΜΑΙΚ: Μάλιστα. «Την». ΑΓΝΗ: Ω... (Πιάνεται απ’ το στύλο του κρεατιού) Ποια είναι ; ΜΑΙΚ: Δεν την ξέρεις. ΑΓΝΗ: Είναι νέα ; Πόσω χρονών είναι ; ΜΑΙΚ: Δεν πρόκειται να συνεχίσω, γιατί έγινες πτώμα. ΑΓΝΗ: Πτώμα ; ΜΑΙΚ: Κίτρινη, πώς το λένε. (Στην πόρτα) Αγνή, μη νομίζεις πως είμαι τόσο κτήνος, που... Κάτσε κάτω. Έλα, Αγνή, κάθησε... Αγνή ! ΑΓΝΗ: (απομακρύνεται) Όχι, όχι... Δεν είναι τίποτα. Καλά είμαι. Τι σου περνάει απ’ το νου ; Πως θα λιποθυμούσα, στα είκοσι εννιά μου χρόνια, για ένα πράμα τόσο... τόσο συνηθισμένο ! ΜΑΙΚ: Συνηθισμένο ; ΑΓΝΉ: Και μάνα με δυο παιδιά ; Εγώ δε λιποθύμησα όταν έπαθε μαγουλάδες ο γιος μου. ΜΑΊΚ: Μα είναι κάπως διαφορετική η περίπτωση, δεν νομίζεις ; ΑΓΝΗ: Όχι, Μάικ. Κι αυτό είναι ένα είδος μαγουλάδες. ΜΑΙΚ: Την αγαπώ ! ΑΓΝΗ: Δηλαδή, δε μ’ αγαπάς εμένα πια. (Εκείνος δεν απαντά) Δεν εννοώ σα φίλη ή σαν... μητέρα των παιδιών σου. Σα γυναίκα σου, λέω. Πες μου, τώρα, αλλά μ’ όλη σου την ειλικρίνεια ; γι’ αυτό κοιμόσουνα στο γραφείο ; ΜΑΙΚ: Κοιμόμουνα ; Μάτι δεν έκλεισα ! ΑΓΝΗ: Έτσι. Τότε θα ροχάλιζε ο μάγειρας. ΜΑΙΚ: Κι από πότε ροχαλίζω ; ΑΓΝΗ: Εσύ ; Ποτέ. Ο μάγειρας. Τον ακούω κάθε νύχτα, όταν περνάω απ’ το διάδρομο. ΜΑΙΚ: (πηγαίνει στην πόρτα. Την ανοίγει) Καληνύχτα. ΑΓΝΗ: Όνειρα γλυκά. ΜΑΙΚ: Τ’ είπες ;

Page 90: skines xenoy dramatologioy 2

90ΑΓΝΗ: Όνειρα γλυκά. ΜΑΙΚ: (Σταματάει στην πόρτα, έπειτα την κλείνει με βρόντο) Ε, όχι, λοιπόν ! Να με πάρει ο διάολος, αν το καταπιώ κι αυτό ! ΑΓΝΗ: Τι συμβαίνει ; ΜΑΙΚ: «Ροχαλίζει ο μάγειρας». Αγνή, αγαπώ μιαν άλλη. Μου ‘ρχεται σαν τρέλα ! Εσύ, τα παιδιά, εκείνη, τα παιδιά, εσύ, εγώ, εκείνη... Τρεις βδομάδες τώρα κοντεύω να χάσω το μυαλό μου, κι εσύ λες: ροχαλίζει ο μάγειρας… ΑΓΝΗ: Μα, αγάπη μου... ΜΑΙΚ: Όχι, όχι, όχι! Αυτή η απερίγραπτη αυτοπεποίθησή σου μου ανακατεύει τα σωθικά. Το ξέρω πως δεν το παίρνεις στα σοβαρά, αλλά, πίστεψέ με, αγαπώ αυτή τη γυναίκα ! Ή θα γίνει δική μου ή θα μου στρίψει. ΑΓΝΗ: Καλά ακόμα δεν έγινε... δική σου ; ΜΑΙΚ: Επιτέλους ! Ενδιαφέρθηκες ! Γιατί να μη δείξεις αυτό το ενδιαφέρον τόσον καιρό ; Σε παρακάλεσα, σε ικέτευσα, σύρθηκα στα πόδια σου για να μου δώσεις λίγη κατανόηση, λίγη ζεστασιά, λίγη αγάπη. Τίποτα εσύ. Ακόμα και το βιβλίο μου, που το ενεπνεύσθηκα από σένα, που βγήκε για σένα — κι αυτό ακόμα, από την αρχή, το αντίκρισες σαν αντίζηλο. Ό,τι και να ’κανα με τίποτα δεν μπορούσα να σε μαλακώσω: σου πήρα αμάξι, υπηρέτες, φορέματα, πίνακες, σου ‘δωσα λεφτά, τα πάντα... Τίποτα εσύ: μισούσες το βιβλίο μου. Και τώρα ; Τώρα, να. Μ έστειλες στην αγκαλιά μιας άλλης. Μιας άλλης, που καταλαβαίνει τουλάχιστον ένα πράμα: ότι πρέπει να με μοιραστεί με το έργο μου. ΑΓΝΉ: Ξέρει επίσης ότι θα πρέπει να σε μοιράζεται και με άλλες γυναίκες ; ΜΑΙΚ: Δε χρειάζεται. Επιτέλους βρήκα μια γυναίκα, που να μπορεί να συζεί με το έργο μου. Αυτό μόνο φτάνει, να της είμαι πιστός. ΑΓΝΗ: Μα πώς συζεί με το έργο σου ; Τι κάνει δηλαδή ; ΜΑΙΚ: Ακούει. Μ’ ενθαρρύνει. Μ’ ένα βλέμμα, μ’ ένα χάδι, μ ένα — τέλος πάντων, μου δίνει κουράγιο. Χαίρεται όταν χαίρομαι. Όταν στοχάζομαι, στοχάζεται κι εκείνη μαζί μου... ΑΓΝΉ: Κι όταν χάφτεις μύγες, χάφτει κι αυτή μαζί σου ; ΜΑΙΚ: Μα κατάλαβες τι σου λέω τόσην ώρα ή μιλάω στο βρόντο ; Τέλος πάντων, δεν μπορείς να δεις ότι άλλαξα ; ΑΓΝΗ: Όχι. ΜΑΙΚ: Ε, τότε είσαι στραβή. Εσύ πάντως έχεις αλλάξει. ΑΓΝΗ: Εγώ ! ΜΑΙΚ: Ωχ ! Ας μην αρχίσουμε τα ίδια. ΑΓΝΗ: Για λέγε... ΜΑΙΚ: Δεν αξίζει τον κόπο. Δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζω άλλο, μια και... ΑΓΝΗ: Μια κι έβγαλες το άχτι σου. ΜΑΙΚ: Δεν... δεν το ‘θελα, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να σε πληγώσω. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα. Βρίσκομαι στο έλεος ενός πάθους, που είναι δυνατότερο κι από μένα. ΑΓΝΗ: Σαράκι, ε; ΜΑΙκ: Μαρτύριο. ΑΓΝΗ: Κι όμως δεν μπορείς να το πεις απόλυτα μαρτύριο. ΜΑΙΚ: Ασφαλώς όχι. Από μιαν άλλη πλευρά είναι θεσπέσιο. ΑΓΝΗ: Το μεγαλύτερο πράμα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. ΜΑΙΚ: Χαίρομαι που το καταλαβαίνεις. ΑΓΝΗ: Και βέβαια το καταλαβαίνω. Ανθρώπινο είναι. ΜΑΙΚ: Καλά. Και πώς το ξέρεις ; ΑΓΝΗ: Ποιο ; ΜΑΙΚ: Ό.. .τι είναι ανθρώπινο ; ΑΓΝΗ: Μα... άνθρωπος δεν είμαι κι εγώ ; ΜΑΙΚ: Πρώτη φορά σ’ ακούω να μιλάς έτσι. Τι θες να πεις ; ΑΓΝΉ: Ε, μπορεί να ‘χω κι εγώ μια σχετική πείρα. Έτσι δεν είναι ; Καληνύχτα. ΜΑΙΚ: Μια στιγμή. Στάσου. Δεν μας το κάνετε πιο λιανά; ΑΓΝΉ: Τι πιο λιανά, αγαπητέ μου; ΜΑΙΚ: Τι λογής πράμα είν’ αυτή η «σχετική πείρα» σου — δε μας εξηγείς ; ΑΓΝΗ: Άκου, φίλτατέ μου. Με απέλυσες, χωρίς προειδοποίηση κι εγώ ούτε παραπονέθηκα καν — όπως θα ‘κανε ακόμα και ο τελευταίος υπάλληλος. Τα ανέχθηκα όλα, γιατί καταλαβαίνω πως ένας άνθρωπος είναι ανίσχυρος σ’ ένα αίσθημα, που είναι και μαρτύριο και σαράκι και θεσπέσιο. ΜΑΙΚ: Αγνή ! ΑΓΝΗ: Μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω. Εγώ σ’ άφησα να κάνεις ό,τι θέλεις, κι εσύ, αντί να φύγεις ευτυχισμένος και με τη συνείδησή σου ήσυχη, γιατί δεν αφήνεις πίσω σου ένα ράκος... ΜΑΙΚ: Ν’ απαντήσεις χωρίς περιστροφές σ’ αυτό που σε ρωτάω, πριν... να τα κάνω λίμπα εδώ μέσα. Ε... θα μείνεις μονάχη, αν σ’ αφήσω ; ΑΓΝΉ: Μονάχη ; Μα έχω τα παιδιά μου. ΜΑΙΚ: Αυτό δεν είναι και τόσο βέβαιο. ΑΓΝΗ: (έπειτα από μια σιωπή πολλά προμηνύουσα) Καλύτερα, λέω, να φύγεις αμέσως από δω μέσα, πριν δείξω μια όψη του εαυτού μου που δεν την ξέρεις. ΜΑΙΚ: Απαιτώ μιαν απάντηση ; Έχεις εραστή ; ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει) Καληνύχτα. ΜΑΙΚ: Έντεκα ολόκληρα χρόνια ορκιζόμουνα στ’ όνομά σου. Ήσουνα για μένα το πιο αγνό, το... ΜΑΙΚ: (συμπληρώνει τη φράση) Το πιο ευγενικό πράμα της ζωής σου ! Καληνύχτα.

Page 91: skines xenoy dramatologioy 2

91ΜΑΙΚ: Θ’ απαντήσεις ; Λέγε ! Αλλιώς δε θα με ξαναδείς. ΑΓΝΗ: Έξω από δω ! ΜΑΙΚ: Όχι, δε βγαίνω ! ΑΓΝΗ: Καλά. Τότε ένα πράμα μου μένει να κάνω. (Παίρνει το κάλυμμα από το κρεβάτι και βγαίνει στο ντρέσινγκ-ρουμ) ΜΑΙΚ: Τι;... Τι σημαίνουν όλα αυτά; (Εκείνη δεν απαντά. Γυρίζει μ’ ένα άλλο κάλυμμα κι ένα βαλιτσάκι. Τ’ απιθώνει στην πολυθρόνα κι ανοίγει το βαλιτσάκι).. Δε μου λες ; (Εκείνη παίρνει τη νυχτικιά της και το «νεγκλιζέ», τα βάζει στο βαλιτσάκι) Πίστεψέ με, αγάπη μου, δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω για τίποτα. Μόνο πες μου πού πας ; ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στην τουαλέτα, παίρνει τις βούρτσες και το χτένι) Φωνάζεις, σε παρακαλώ, ένα αμάξι ; ΜΑΙΚ: Αγνή! ΑΓΝΗ: (βάζει τις βούρτσες και το χτένι στο βαλιτσάκι) Σε παρακαλώ, Μάικ, δε θέλω να φτάσω πολύ αργά. Είναι κιόλας περασμένη η ώρα. Μου δίνεις το ξυπνητήρι ; ΜΑΙΚ: Όχι, δεν είναι δυνατόν να ‘χω κάνει τέτοιο λάθος ! Χτες ακόμα μου λεγες ότι είχα προτερήματα... ΑΓΝΗ: Με συγχωρείς. (Τον προσπερνάει, παίρνει το ξυπνητήρι, το βάζει στο βαλιτσάκι) ΜΑΙΚ: (κάνει να τη σταματήσει, καθώς περνάει από μπροστά του, αλλά συγκρατείται) Καλά, λοιπόν. Είναι κι αυτό «μια κάποια λύσις». ΑΓΝΗ: (κλείνει τη βαλίτσα, τη σηκώνει, παίρνει το κάλυμμα στο χέρι, πηγαίνει προς το μέρος του, περνώντας πίσω απ’ την πολυθρόνα και του απλώνει το χέρι) Αντίο, Μάικ. (Της φράζει το δρόμο) ΜΑΙΚ: Πιστεύεις, δηλαδή, ότι μπορώ να σ’ αφήσω να κάνεις τέτοια τρέλα ; Ε ; ΑΓΝΗ: Ένας κύριος δεν κρατάει με το ζόρι μια κυρία, όταν αυτή θέλει να φύγει. ΜΑΙΚ: Με συγχωρείς. (Παραμερίζει) ΑΓΝΗ: Ευχαριστώ. (Τη γραπώνει απ’ το μπράτσο και την τραβάει πίσω. Καθώς παλεύουν, της πέφτει η βαλίτσα και το κάλυμμα. Την ρίχνει στο κρεβάτι) Μάικ! Άσε με να φύγω, σου λέω ! Δεν... ΜΑΙΚ: Άκου, ως εδώ μ’ έχεις φέρει μ’ αυτές τις παλαβομάρες σου !... (Καταφέρνει να του ξεφύγει, φεύγει απ’ το κρεβάτι και τον κλοτσάει στο καλάμι) Ωχ ! (Τρίβει το καλάμι και κουτσαίνει. Ακουμπάει στο χερούλι του καναπέ) ΑΓΝΗ: Έξω. ΜΑΙΚ: Απάνω στο καλάμι. ΑΓΝΗ: Έξω. (Βγάζει το σακάκι του, το ρίχνει στην πολυθρόνα. Καθώς κάνει ένα μα προς το μέρος της) Θα σηκώσω όλο το σπίτι στο πόδι, αν έρθεις κοντά μου. (Εκείνη σκαρφαλώνει στο κρεβάτι) ΜΑΙΚ: Πού ‘ναι το μαξιλάρι μου ; ΑΓΝΗ: (απλώνει το χέρι της στο κορδόνι του κουδουνιού) Φύγε, αλλιώς θα χτυπήσω το κουδούνι ! ΜΑΙΚ: (βγαίνοντας στο ντρέσινγκ-ρουμ) Φτιάξε το κρεβάτι απ’ τη δική μου τη μεριά. ΑΓΝΗ: Είσαι ένα γαϊδούρι, ένα ξεκαπίστρωτο γαϊδούρι. ΜΑΙΚ: (ξαναμπαίνει, κρατώντας το μαξιλάρι) Εσύ είσαι — και πρέπει να σου βάλω χαλινάρι. Για να καταλάβεις τι άντρας είμαι. Στρώσ’ το κρεβάτι, σου λέω ! (Της πετάει το μαξιλάρι) ΑΓΝΗ: Δεν πεθαίνω καλύτερα ! ΜΑΙΚ: Πάψε. Φτιάξε το κρεβάτι. ΑΓΝΗ: (του πετάει το μαξιλάρι) «Ο Θεός αγάπη εστί» : Συγγραφέας είσαι ή σκιτζής ; ΜΑΙΚ: (πιάνει το μαξιλάρι και το πετάει) Σήκω από κει, η θα σε βγάλω σηκωτή ! ΑΓΝΗ: (σηκώνεται) Και το βιβλίο σου είναι για τον τενεκέ των σκουπιδιών. ΜΑΙΚ: Δε στο ‘λεγα ; Δε θα σ’ έβλαπτε να μ’ άκουγες πού και πού. Πάρε δω ! (Της ρίχνει το κασκόλ-κομφόρτερ) Δίπλωσέ το ! ΑΓΝΗ: (του το ξαναρίχνει) Να το διπλώσεις εσύ ! ΜΑΙΚ: (της το ξαναρίχνει) Δίπλωσέ το, είπα ! (Του ρίχνεται και εκείνος πιάνει τα χέρια της. Εκείνη προσπαθεί να τον τσιμπήσει. Εκείνος γλιστράει, ενώ παλεύουν, και κάθεται στη

βάση του κρεβατιού. Προσπαθεί να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Εκείνος κατορθώνει να σηκωθεί και της κρατάει τα χέρια πίσω) ΑΓΝΗ: (καθώς εκείνος της αρπάζει το πρόσωπο με το αριστερό χέρι) Θα σε δαγκώσω. ΜΑΙΚ: Αν μπορούσες να δεις τα μάτια σου αυτή τη στιγμή, Θα προτιμούσες να τα κλείσεις. Φωτιές βγάζουν. ΑΓΝΗ: Από μίσος ! ΜΑΙΚ: Από αγάπη ! (Της δίνει ένα γρήγορο φιλάκι. Εκείνη του ξεφεύγει. Εκείνος προφυλάγεται) ΑΓΝΗ: (τον κοιτάζει άναυδη για μια στιγμή, έπειτα κάθεται στο κρεβάτι μακριά του, με λυγμούς) Θέλω να πεθάνω. Να πεθάνω, να πεθάνω. ΜΑΙΚ: (κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, κρατώντας το καλάμι του) Πριν πεθάνεις, κοίταξέ με στα μάτια. Για κοίτα με ! (Την γυρίζει προς το μέρος του. Εκείνη κοιτάει) Τι βλέπεις ; ΑΓΝΗ: Ρυτίδες ! ΜΑΙΚ: (παίρνει τα παπούτσια, που του βγήκαν κατά τη διάρκεια της πάλης, και ξαναγυρίζει στη βάση του κρεβατιού. Κάθεται στο κρεβάτι και φοράει το παπούτσια) Αυτό δείχνει πόσον καιρό έχεις να με κοιτάξεις. (Κάθεται στο κρεβάτι) Τι άλλο βλέπεις ; ΑΓΝΗ: Μα... Εκείνη ; ΜΑΙΚ: Ένιωθα μόνος. ΑΓΝΗ: (σηκώνεται) Καλύτερα να φύγεις τώρα. ΜΑΙΚ: Εσύ ; Ένιωθες μόνη ; ΑΓΝΗ: Έλα, φύγε. ΜΑΙΚ: (παίρνει το βραδινό του σακάκι. Εκείνη παίρνει το μαξιλάρι του και το βάζει στην πολυθρόνα. Καθώς βάζει και το άλλο παπούτσι) Ξέρεις, άρχισα να γράφω κι άλλο βιβλίο. ΑΓΝΗ: Πότε ;

Page 92: skines xenoy dramatologioy 2

92ΜΑΙΚ: Εδώ και δυο βδομάδες. ΑΓΝΗ: Και δε μου διάβασες τίποτ’ ακόμα ; Ψέματα λες. ΜΑΙΚ: Το διάβασα σε κείνη. ΑΓΝΗ: Α... Και ; ΜΑΙΚ: Της άρεσε. Το βρήκε όμως λίγο... χοντροκοπιά. ΑΓΝΗ: Χοντροκοπιά ! Μα τι ζώον είναι αυτή η γυναίκα. ΜΑΙΚ: Τι λες, να πάω να φέρω το χειρόγραφο ; ΑΓΝΗ: (παίρνει το μαξιλάρι του) Αύριο. ΜΑΙΚ: (πάει στην πόρτα βιαστικά και πιάνει το πόμολο) Όχι, τώρα. ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στη βάση του κρεβατιού. Βάζει τα μαξιλάρι του στο κρεβάτι) Μάικ, αύριο... Σε παρακαλώ.

(Ρίχνει το σακάκι του στα κάγκελα, στα ποδαρικά του κρεβατιού, και περπατώντας πάνω στη βάση πηγαίνει και την αγκαλιάζει)