Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ...

29
Μάκης Μάτσας Πίσω απ΄τη Μαρκίζα ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ

Transcript of Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ...

Page 1: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

Μάκης Μάτσας

Πίσω απ́ τη Μαρκίζα

ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ

Page 2: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια
Page 3: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 7

Κεφάλαια

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΌΠΌΥΛΌΣ: Με τόλμη και ήθος ................................................................................... 11ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΌΣ ΖΌΥΛΑΣ: Όσα έκρυβε ένας «μύθος» ..........................................................................13

Αντί προλόγου .................................................................................................................. 15

Ι. ΠΟΛΕΜΟΣ-ΚΑΤΟΧΗ-ΕΜΦΥΛΙΟΣ1. Το Hoffman και οι πρώτες φωτιές στον Πειραιά ............................................................192. Φυγή στο άγνωστο .......................................................................................................223. Φτάνοντας στην ελεύθερη Ελλάδα ...............................................................................264. Στην πλατεία Ομονοίας και οι πρώτες προσπάθειες ......................................................345. Ένας αγαπημένος επισκέπτης ....................................................................................... 41

ΙΙ. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ1. Η αρχή μιας διαδρομής και ο πρώτος δισκογραφικός χάρτης στην Ελλάδα ...................472. Ο Μάρκος δοκιμάζει ξανά την τύχη του ........................................................................523. Βασίλης Τσιτσάνης: το ξεκίνημα και το κλείσιμο μιας σπουδαίας πορείας .....................55 4. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου και η συμπλήρωση της τριανδρίας ..........................................615. Η πρώτη μου συνάντηση με τον Απόστολο Καλδάρα στο γραφείο του Μίνου Μάτσα ....636. Το πρώτο στούντιο στην Ελλάδα, ο Ζοζέφ και ο νεαρός Γούναρης ............................... 667. Έρωτας, δισκογραφία και η Κίτσα Κορίνα ..................................................................... 69

Page 4: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

8 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

ΙΙΙ. ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΥΤΑΛΗΣ1. Το ξαφνικό χτύπημα μέσα στο στούντιο ........................................................................752. Τα επόμενα χρόνια: η Μαίρη Λίντα, η μεγάλη μπόρα… και μια τρελή ιδέα .....................793. Η μεγάλη μου απόφαση ...............................................................................................844. Το νέο ξεκίνημα – η Μίνως Μάτσας & Υιός .................................................................. 905. Ψυχαναλύοντας τον εαυτό μου και τους ανταγωνιστές μου ..........................................94

ΙV. Η ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ: 19601. «Ανεβαίνω σκαλοπάτια» ............................................................................................ 1072. Για μια εκπομπή στο ραδιόφωνο − τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60… .............1093. Ο Στέλιος, εγώ και η Τατιάνα .......................................................................................1134. Δύο χρόνια μετά − το συμβόλαιο με τον Στέλιο και η Μαρινέλλα ............................... 1185. Η Καταχνιά και ο Λεοντής ........................................................................................... 1216. Ένας νέος στιχουργός με ταλέντο .............................................................................. 1247. Ο δικός μου Μπιθικώτσης ..........................................................................................1288. Στο απέναντι στρατόπεδο και η συνέχεια Καζαντζίδη ................................................ 1329. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η αναβίωση του ρεμπέτικου ............................................14110. Η Minos και το δημοτικό τραγούδι .............................................................................15111. Με δύο συνθέτες κι ένα στιχουργό ........................................................................... 156

V. ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ TOY ’60, ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’701. Ο Σταθμός του Μάνου ................................................................................................ 1652. Από τον Γιώργο Νταράλα... στον Γιώργο Νταλάρα ...................................................... 1723. Η εξέλιξη και τα επόμενα χρόνια ............................................................................... 1814. Ο Απόστολος Καλδάρας και πάλι με την οικογένεια Μάτσα ........................................ 1915. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής κι «Ο ουρανός φεύγει βαρύς» ............................................1996. Ένας πρίγκιπας στην πίστα: Τόλης Βοσκόπουλος ........................................................2037. Ο τραγουδιστής του έρωτα και της θάλασσας: Γιάννης Πάριος ...................................2128. Η υπόσχεση στον πατέρα του και Τα νησιώτικα ..........................................................2239. Το υιοθετημένο μου παιδί: Δήμητρα Γαλάνη ..............................................................22610. Και η περιπέτεια συνεχίζεται ....................................................................................23011. Ο άγνωστος Νίκος Καρβέλας .....................................................................................24812. Μια κρυμμένη δύναμη: η Χαρούλα Αλεξίου και… ......................................................252

VI. ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ1. Μίκης Θεοδωράκης: Παρίσι-επιστροφή ......................................................................2632. Το νέο εργοστάσιο και το... Star System ..................................................................... 2713. Canto General ........................................................................................................... 2864. Ο Τσάντας που... έσωσε την κατάσταση ..................................................................... 288

Page 5: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 9

VII. ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ1. Μουσική ποπ και ροκ ..................................................................................................2952. Ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ του ...................................................................................2973. Βασίλη, ζούμε για να σ’ ακούμε ................................................................................. 2994. Πυξ Λαξ ......................................................................................................................3045. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και το «Διδυμότειχο blues» ...............................................3076. Ένας αγαπημένος τσέλιγκας: Γιάννης Μηλιώκας ......................................................... 3107. Ένας έρωτας εν διανοία: Διονύσης Σαββόπουλος ....................................................... 313

VIII. ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980-19901. Μάριος Τόκας: από τον Αραγκόν στον Γιάννη και τον Δημήτρη .................................... 3192. Θάνος ο μαθηματικός, η «Ρόζα» του και ο Δημήτρης Μητροπάνος .............................3253. Ο Στράτος Διονυσίου και το τελευταίο του το πλοίο ....................................................3324. Η λύση της τραγωδίας ................................................................................................338

IX. ΤΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ1. Μάνος Χατζιδάκις − ο μεγάλος ερωτικός ....................................................................3532. Όταν η δράση προκαλεί αντίδραση: η Minos-ΕΜΙ… και οι… Μίνως-Μαργαρίτα…… ......3623. Ό,τι ονειρευτείς μπορείς να το πετύχεις ......................................................................3784. Υπάρχει συνταγή επιτυχίας .........................................................................................382

X. ΑΠΟΦΩΝΗΣΗ1. Οι κολλητοί μου ..........................................................................................................3972. Κάτι σαν επίλογος .......................................................................................................4043. Επιμύθιο .................................................................................................................... 409

Page 6: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια
Page 7: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11

Mε τόλμη και ήθος

Πενήντα ένα χρόνια είμαστε φίλοι με τον Μάκη Μάτσα. Σ’ αυτή την… αιωνιότητα, γλε-ντήσαμε, θριαμβεύσαμε, τσακωθήκαμε, βριστήκαμε (πάντα για «αισθητικούς» λόγους), κόψαμε καλημέρες, αγκαλιαστήκαμε, ξαναδώσαμε τα χέρια, βγήκαμε στο ξέφωτο. Και σήμερα νιώθω βαθιά συγκίνηση και περηφάνια που προλογίζω το βιβλίο με την αυτοβιο-γραφία του. Θέλοντας από την αρχή να τονίσω ότι ο Μάκης, όπως θα το διαπιστώσετε κι εσείς διαβάζοντας αυτή τη «βίβλο», είναι άξιος.

Για μένα είναι ο άνθρωπος που πήρε στα χέρια του σε πολύ νεαρή ηλικία μια σχεδόν πτω-χευμένη βιοτεχνία και την κατέστησε −με έμπνευση και σκληρό και παθιασμένο αγώνα− ακμάζουσα βιομηχανία, με πλήθος επιτευγμάτων: H δισκογραφία στην Ελλάδα –το ελλη-νικό τραγούδι πιο σωστά– έφτασε σε κορυφές δόξας επί των ημερών του. Και αυτό είναι αναμφισβήτητο.

Τιμή μεγάλη βέβαια στον πατέρα του, τον Μίνω, που έδωσε τις δικές του δύσκολες, εκ του συστάδην μάχες για την καθιέρωση του Μάρκου, του Τσιτσάνη και όλης της φαμί-λιας της ρεμπέτικης κυρίως εποποιίας. Αλλά πολύ μεγαλύτερη κατά τη γνώμη μου τιμή στο γιο του, που, κόντρα σε έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό, παρέλαβε σε ημιθανή σχεδόν κατάσταση την Odeon και την Parlophone, τις στήριξε, τις διέσωσε και τις οδήγησε στη μονοπωλιακή σχεδόν, από πλευράς επιρροής και οικονομικής ευρωστίας, Μίνως Μάτσας & Υιός.

Γνώρισα και τον πατέρα Μάτσα. Βιβλική φυσιογνωμία. Λιγοστές κουβέντες, χαμηλό-τονες, διορατικότητα και ήθος. Δίκαια η πολιτεία τον τίμησε με μια πλατεία που φέρει το όνομά του και με ένα υπέροχο γλυπτό του Βαρώτσου, στα Ιωάννινα. Ο Μάκης όμως ήταν πλασμένος από άλλο χάλυβα. Με ιδρώτα και αίμα δημιούργησε ένα θαύμα σε μια εποχή

Page 8: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

12 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

που η μισή Ελλάδα δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, το πικάπ ήταν σχεδόν άγνωστο είδος και οι δίσκοι μακράς διαρκείας μόλις έκαναν τα πρώτα βήματά τους στην αγορά.

Από την άλλη μεριά, κυρίαρχος στη δισκογραφία ήταν ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος. Ένας γοητευτικός άντρας, έξυπνος και πλούσιος, που είχε πίσω του το μεγαλύτερο κατάστημα νεωτερισμών στην Ελλάδα, με τεράστιο πλήθος υπαλλήλων και υποτακτικών. Κι αυτός ο παντοδύναμος και πάμπλουτος Λαμπρόπουλος, διευθύνοντας την εταιρεία Columbia, είχε συνεργάτες-δημιουργούς την εποχή εκείνη πρόσωπα σαν τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Καζαν-τζίδη, την Πόλυ Πάνου, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Σταύρο Ξαρχάκο και λίγο αργότερα τον Μίκη Θεοδωράκη.

Και όμως ο Μάκης Μάτσας, με ελάχιστα χρήματα, χωρίς διασυνδέσεις, χωρίς πολλούς συνεργάτες υψηλής στάθμης στην αρχή, κατόρθωσε να τον νικήσει! Να εκτοπίσει την εται-ρεία του από την πρώτη θέση στην αγορά και σιγά-σιγά να τον κάνει να εγκαταλείψει το επάγγελμα! Και αυτά όλα φυσικά δεν έγιναν στην τύχη. Έγιναν με σκληρή δουλειά, λατρεία για το τραγούδι και επιτελικές κινήσεις που ο «συναγωνισμός» ούτε καν τις είχε ονειρευτεί. Και φυσικά λεβεντιά και εξηγήσεις πρόσωπο με πρόσωπο.

Εδώ θέλω να τονίσω κάτι που ο αναγνώστης το αγνοεί: O Λαμπρόπουλος συμπεριφερό-ταν σε συνεργάτες, δημοσιογράφους και συναδέλφους του με το στιλ ενός πρίγκιπα! Σαν άνθρωπος άλλου επιπέδου, που σου άφηνε την εντύπωση όταν σου μιλούσε ότι σου κάνει χάρη! Αντιθέτως, ο Μάκης έδινε στο συνομιλητή του την εντύπωση ότι είναι ισότιμός του, ότι κουβεντιάζει με ίσους όρους∙ είχε χιούμορ και κατανόηση, ήξερε τον τρόπο να γίνεται αγαπητός. Και όλα αυτά γιατί ο Μάκης ήξερε από πρώτο χέρι τη ζωή.

Ο Μάκης Μάτσας στη δισκογραφία αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι είχε αρχίσει να πνέει ένας νέος άνεμος στο τραγούδι και τόλμησε. Ολόκληρη η καινούρια γενιά των δημιουργών και των τραγουδιστών έχουν τη δική του σφραγίδα. Λοΐζος, Λεοντής, Κουγιουμτζής, Αλεξίου, Νταλάρας, Πάριος, Καλατζής, Παπακωνσταντίνου, Μαχαιρίτσας και τόσοι άλλοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην εταιρεία του. Μια εταιρεία που έγινε πρότυπο για την ελληνική δισκο-γραφία και ο κάθε συνθέτης και εκτελεστής επιζητούσε να συνεργαστεί μαζί της.

Σε ηλικία τεσσάρων-πέντε χρόνων ο Μάκης Μάτσας και η οικογένειά του, από τον τρόμο της σύλληψης και της εκτέλεσης από τους Γερμανούς κατακτητές, βρέθηκε με ψεύτικο όνομα, λόγω εβραϊκού θρησκεύματος, σε ένα ανταρτοκρατούμενο χωριό, το Δίκαστρο στο Καρπενήσι. Εκεί συναναστράφηκε με ξυπόλυτα και πεινασμένα αγόρια, τσακώθηκε και φίλιωσε μαζί τους, έμαθε να παίζει μπάλα στα κατσάβραχα, έμαθε να πονάει το ψωμί και το κρεβάτι της φιλοξενίας. Με δυο λόγια έγινε άνθρωπος. Και έμεινε άνθρωπος!

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΌΠΌΥΛΌΣ Oκτώβριος 2014

Page 9: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 13

Όσα έκρυβε ένας «μύθος»

Τον Μάκη Μάτσα τον γνωρίζω όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου. Ή, για να είμαι ακριβέ-στερος, ο κύριος Μάκης με ξέρει περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι ξέρω εγώ τον εαυτό μου. Συμ-βαίνει αυτό με τους φίλους των γονιών σου και όταν γίνεσαι κι εσύ φίλος με τα παιδιά τους.

Επέλεξα αυτό τον πρόλογο για να καταλάβετε τη χαρά αλλά και την έκπληξή μου όταν ο κύριος Μάκης (συγχωρέστε με, αλλά έτσι τον αποκαλώ μια ζωή) μου τηλεφώνησε και μου είπε:

«Ο πατέρας σου ο Στάμος προλόγισε το βιβλίο του Μίνου Μάτσα. Συνεχίζοντας την παράδοση, θα σου στείλω το δικό μου βιβλίο, που μόλις τελείωσα. Θα ήθελα να μου κάνεις αυστηρή κριτική και, αν σου αρέσει, να γράψεις έναν πρόλογο».

Διακρίνοντας προφανώς τον αιφνιδιασμό μου, πρόσθεσε: «Σ’ όλη μου τη ζωή προσπάθησα να ανακαλύπτω νέα ταλέντα. Εκτιμώ πολύ τον ζωντανό

τρόπο που γράφεις και ήρθε η ώρα να σε δοκιμάσω και ως αναγνώστη…»Θα σας μεταφέρω περιληπτικά στις επόμενες γραμμές ό,τι του είπα. Το βιβλίο που κρα-

τάτε είναι συναρπαστικό, γιατί απλούστατα είναι βιωματικό και πέρα για πέρα αληθινό. Περιγράφει το ξεκίνημα και την πορεία της ζωής του αλλά και κάποιων από τους σημαντι-κότερους τραγουδιστές, συνθέτες και στιχουργούς, που όλοι γνωρίζουμε, και είναι πραγ-ματικά εντυπωσιακό να συνειδητοποιείς ότι πιθανώς δεν θα τους μαθαίναμε ποτέ αν δεν υπήρχε ο συγγραφέας τούτου του βιβλίου.

Ξέρω ότι ο Μάκης Μάτσας βρίσκει υπερβολική μια παρατήρηση που του έκανα, αλλά για κάποιον τρίτο το βιβλίο αυτό είναι και ιστορία. Ένα τεράστιο κομμάτι της ιστορίας της ελλη-νικής μουσικής των τελευταίων πενήντα ετών. Και μάλιστα γραμμένη από έναν κατεξοχήν πρωταγωνιστή της − και θα σας εξηγήσω τι εννοώ.

Page 10: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

14 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

Ένα τραγούδι για να φτάσει στ’ αυτιά μας περνά πρώτα από τ’ αυτιά κάποιων άλλων ανθρώπων. Οι οποίοι δεν αποφασίζουν μόνο αν αξίζει να δισκογραφηθεί, αλλά συχνά επεμ-βαίνουν για να διορθώσουν μια ατέλειά του. Αυτή είναι η δουλειά του παραγωγού της μου-σικής και θα σας έλεγα ότι Μάκης Μάτσας ήταν και παραμένει πρωτίστως παραγωγός και λιγότερο ιδιοκτήτης μιας δισκογραφικής εταιρείας. Υπάρχουν αμέτρητα τραγούδια που δεν θα γίνονταν τεράστιες επιτυχίες αν δεν είχε βάλει το χεράκι του. Αλλάζοντας ακόμα και μία λέξη, όπως θα δείτε στο κεφάλαιο που απαντά στο ερώτημα αν υπάρχει τελικά συνταγή επιτυχίας. Το σπάνιο αυτό ταλέντο του Μάκη Μάτσα λίγοι, νομίζω, το γνωρίζουν, και πάντως όχι όσοι δημιούργησαν την κάπως απόμακρη εικόνα του τις τελευταίες δεκαετίες.

Η δημοσιογραφική μου διαστροφή με έκανε να αναζητήσω στο διαδίκτυο δημοσιεύ-ματα για κείνον. Και ξέροντας από παιδί πόσο απλός, οικείος και φιλικός είναι στις παρέες του, χαμογέλασα ξαναβρίσκοντας τους τίτλους που του έχουν προσδώσει κατά καιρούς. Δεν εννοώ μόνο το «πατριάρχης της δισκογραφίας». Βρήκα ακόμα πιο ευφάνταστους χαρα-κτηρισμούς, όπως «ο αυτοκράτωρ της μελωδίας», «ο κυρίαρχος του μουσικού παιχνιδιού», αλλά και δημοσιεύματα κορυφαίων ξένων περιοδικών, όπως το Billboard, που τον περιγρά-φουν ως «The most wanted person», τον «Mr Greek Music» ή ακόμα και ως «The Legend».

«Δεν ήξερα ότι σας έχουν αποκαλέσει μέχρι και “μύθο”», του είπα προσφάτως για να τον πειράξω.

Χαμογέλασε και με τον συχνά πατρικό τόνο που έχουν οι κουβέντες μας μου απάντησε: «Κοίταξε στη ζωή σου να παραμένεις πάντα προσγειωμένος και να στηρίζεσαι στα πόδια

σου όσα κομπλιμέντα κι αν ακούσεις για τη δουλειά σου». Δεν του είπα τον πιο επιτυχημένο τίτλο που βρήκα και κράτησα γι’ αυτό τον πρόλογο. Σε

μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του σε μια μεγάλη εφημερίδα ένας συνάδελφος έβαλε τον τίτλο: «Η Rolls-Royce της ελληνικής δισκογραφίας ανοίγει επιτέλους το καπό της».

Κυρίες και κύριοι, αυτό συμβαίνει σ’ αυτό το βιβλίο. Ο «απόμακρος» Μάκης Μάτσας ανοίγει το καπό της Minos, που ήταν και παραμένει η Rolls-Royce της ελληνικής μουσικής, και αποκαλύπτει για πρώτη φορά τη μηχανή της. Ή μάλλον τον άνθρωπο που δημιούργησε τη μηχανή της.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΌΣ ΖΌΥΛΑΣ Οκτώβριος 2014

Page 11: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 15

Αντί προλόγου

Σύμφωνα με τη σοφία των προγόνων μας, «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Έλα όμως που εγώ αυτή τη φορά, άθελά μου, πρωτοτύπησα. Τελείωσα ακόμα και τον επίλογο του βιβλίου και τότε άρχισα να σκέφτομαι την αρχή. Να αρχίσω με ένα φλας μπακ από το τέλος; Ή μήπως από τότε που ανέλαβα δράση στη δισκογραφία; Ή θα ήταν καλύτερα να αρχίσω από τα χρό-νια της παιδικής μου ηλικίας;

Βεβαίως, όλη αυτή η ανοργανωσιά μου οφείλεται και στο ότι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας δεν προοριζόταν να γίνει βιβλίο. Αρχική πρόθεσή μου ήταν να καταγράψω μερικές ιστο-ρίες από τη διαδρομή μου στο ελληνικό τραγούδι, για να μείνουν στο οικογενειακό αρχείο για τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Υπεύθυνη όμως για τη δημοσιοποίηση όσων ακολουθούν υπήρξε η ατμόσφαιρα μιας υπέροχης καλοκαιρινής βραδιάς στις Σπέτσες και η συζήτηση με δύο καλούς μου φίλους: το γλύπτη Κώστα Βαρώτσο και το σκιτσογράφο Γιάννη ΚΥΡ. Κουβε-ντιάζοντας μαζί τους κάτω από τον ξάστερο ουρανό και πλάι στη γλυκιά αύρα της θάλασσας, τους είπα ότι εκείνο το καλοκαίρι το είχα αφιερώσει για να καταγράψω το προσωπικό μου αρχείο από το χώρο της δισκογραφίας, οπότε αυθόρμητα με ρώτησαν πότε θα εκδοθεί το βιβλίο. Και όταν τους απάντησα ότι δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση, συνοφρυώθηκαν και έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής πετάχτηκε ο Κώστας και μου είπε:

«Στο χώρο της Τέχνης, όποια κι αν είναι αυτή, ένας άνθρωπος που επί τόσες δεκαετίες επηρεάζει και σημαδεύει την εξέλιξή της οφείλει να δημοσιοποιεί τα πεπραγμένα του».

Και συνέχισε: «Μαζί με τους ανθρώπους της μουσικής έχεις γράψει κι εσύ τη δική σου ιστορία. Δεν επη-

ρέασες μόνο την πορεία και την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, αλλά −μαζί μ’ αυτό− τα

Page 12: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

16 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

ακούσματα και τον συναισθηματικό κόσμο ενός ολόκληρου λαού τις τελευταίες δεκαετίες. Γι’ αυτό νομίζω ότι όσα γράφεις οφείλεις να τα εκδώσεις».

Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι εκείνο το βράδυ θεωρούσα ότι τα μόνα σημαντικά δημιουρ-γήματα της ζωής μου ήταν τα δύο παιδιά μου, η Μαργαρίτα και ο Μίνως, και μια γωνίτσα γης στην οποία περνάω τα καλοκαίρια μου αγναντεύοντας ουρανό και θάλασσα. Και ενώ στα πρώτα δύο «δημιουργήματά» μου συνέβαλε νομοτελειακά και καθοριστικά η σύντροφός μου, η Ρούλα, για το ησυχαστήριο στις Σπέτσες όχι μόνο δεν με βοήθησε, αλλά υπήρξε προ-κλητικά αντιδραστική μέχρι να μπουν τα θεμέλια, λέγοντάς μου με απαξιωτικό ύφος: «Για διακοπές υπάρχουν και τα ξενοδοχεία». Εγώ όμως ήθελα τη δικιά μου γωνιά για να περάσω τα υπόλοιπα πενήντα χρόνια της ζωής μου μετά τη συνταξιοδότησή μου. Σας παρακαλώ, μη γελάτε. Προσωπικά έχω αποφασίσει ότι, όπως λέει και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε ένα τραγούδι του, αυτή την κουφάλα το νεκροθάφτη θα τον ταλαιπωρήσω όσο δεν φαντάζεται για να πάρει δουλειά από μένα.

Αστειεύομαι κάπου-κάπου, παρότι −χωρίς νομίζω να μου λείπει το χιούμορ− σ’ ολόκληρη τη ζωή μου υπήρξα σοβαρός, αυστηρός με τον εαυτό μου και πιστός στους τύπους και τους κανόνες. Μια άγνωστη όμως πτυχή του χαρακτήρα μου την εντόπισε για πρώτη φορά πριν από χρόνια ένας άλλος φίλος μου, που με είχε, όπως αποδείχτηκε, ψυχαναλύσει καλύτερα κι από τον ίδιο μου τον εαυτό. Μου είχε πει κάποτε ότι αυτό που τον ιντριγκάρει σ’ εμένα δεν είναι η σοβαρότητά που εκπέμπω, αλλά μια ανέμελη παιδικότητα που έχω βαθιά κρυμμένη μέσα μου.

Είχα απορήσει τότε, γιατί ομολογώ ότι, όπως μου τα ’φερε η ζωή, δεν θυμάμαι ποτέ να ένιωσα παιδί. Ούτε ακόμα κι όταν ήμουν παιδί. Όταν μου το είπε όμως, προσπάθησα να διε-ρευνήσω τον εαυτό μου και να κατανοήσω τα λόγια του. Και θα σας φανεί ίσως αστείο, αλλά κατάλαβα ότι είχε απόλυτο δίκιο όταν συνειδητοποίησα τον τρόπο με τον οποίο κατεβαίνω ακόμα και σήμερα τις σκάλες στο σπίτι μου. Εντελώς ασυναίσθητα τις κατεβαίνω χοροπηδώ-ντας. Σαν χαρούμενο, ανέμελο παιδί.

Και καταγράφοντας αυτές τις σκόρπιες σκέψεις, βρήκα επιτέλους και τον πρόλογο για να αρχίσω το βιβλίο μου.

Page 13: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

Ι. ΠΌΛΕΜΌΣ-ΚΑΤΌΧΗ-ΕΜΦΥΛΙΌΣ

Page 14: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια
Page 15: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 19

1. Το Hoffman και οι πρώτες φωτιές στον Πειραιά

Μπαίνοντας στο στούντιο της Odeon στη Μεσογείων, ακριβώς μετά την είσοδο, στον δεξή τοίχο, βρίσκε-ται εδώ και χρόνια ένα παλιό όρθιο πιάνο Hoffman. Το μαύρο χρώμα του είναι ξεθωριασμένο απ’ το χρόνο, τα άσπρα πλήκτρα του έχουν κιτρινίσει, ενώ η φωνή του ακούγεται κι αυτή βραχνιασμένη.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, θυ -μάμαι, όταν η ηχογράφηση στο στού-

ντιο είχε τελειώσει, όλοι οι μουσικοί είχαν αποχωρήσει, σχεδόν όλα τα φώτα είχαν σβήσει, κι εγώ με τον ηχολήπτη βρισκόμασταν στην εξώπορτα για να φύγουμε. Ένα ξαφνικό τηλε-φώνημα με καθυστέρησε, έκανα νόημα στον ηχολήπτη να φύγει κι έμεινα μόνος μου. Χωρίς να το καταλάβω, κάθισα στο μικρό σκαμπό του πιάνου και συνέχισα να συζητάω και, όσο μίλαγα, ασυναίσθητα άνοιξα το καπάκι και αφηρημένα τα δάχτυλα του δεξιού χεριού μου χάιδεψαν τα πλήκτρα του. Παράτησα το τηλέφωνο, ακούμπησα και τα δυο χέρια μου πάνω στα κιτρινισμένα πλήκτρα και άρχισα να παίζω με δυσκολία ένα παλιό γαλλικό τραγούδι, το «Reproches d’amour». Ξαφνικά ένιωσα ότι χανόμουν, ότι έφευγα, ότι πέταγα μέσα σε ένα όνειρο, μέχρι που βρέθηκα σε ένα γνωστό μεσοαστικό σπίτι. Το ίδιο πιάνο, στημένο στο

Το πιάνο Hoffman που έπαιζε η μητέρα μου.

Page 16: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

20 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

ωραιότερο σημείο του σαλονιού, και η μητέρα μου, η Μαργαρίτα, να παίζει ακριβώς το ίδιο τραγούδι.

Εγώ, θα ’μουνα τριών-τριάμισι ετών, στεκόμουν δίπλα της χαζεύοντας τα μακριά, όμορφα δάχτυλά της, που χάιδευαν τα πλήκτρα, γεμίζοντας το δωμάτιο με την υπέροχη μελωδία του «Reproches d’amour». Πολλές φορές έβαζα κι εγώ τα μικροσκοπικά δάχτυλά μου πάνω στα πλήκτρα, δίπλα στα δικά της.

Μια από τις ωραιότερες ώρες της ημέρας ήταν το σούρουπο, όταν μαζευόμασταν όλοι στο σαλόνι, πότε για ν’ ακούσουμε τη Μαργαρίτα να παίζει και πότε γύρω από το ραδιό-φωνο. Οι μεγάλοι άκουγαν τα τραγούδια και πολλές φορές τραγουδούσαν κι αυτοί, ενώ κι εγώ σιγά-σιγά είχα αρχίσει να μαθαίνω τα πρώτα τραγουδάκια.

Ένα βράδυ όμως, που περίμενα και πάλι να τραγουδήσουμε, αντιλήφθηκα από το ύφος τους ότι κάτι κακό συνέβαινε. Είδα για πρώτη φορά τους γονείς μου τρομαγμένους. Από το ράδιο δεν ακουγόταν μουσική. Μιλούσε ένας αυστηρός κύριος, που δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έλεγε, ενώ όλοι γύρω μου φαίνονταν πολύ ταραγμένοι. Ο πόλεμος με τους Γερμα-νούς είχε ξεσπάσει!

«Τώρα τι θα γίνει; Τι θα κάνουμε;» έλεγαν και ξανάλεγαν. Τους ρωτούσα «Τι συμβαίνει;», αλλά δεν μου έλεγαν. «Δεν θα καταλάβεις και να σου πούμε», απαντούσαν και δεν μου έδιναν σημασία.

Η μητέρα μου στο μπαλκόνι του πατρικού της σπιτιού στη Θεσσαλονίκη.

Στην αγκαλιά του πατέρα μου.

Page 17: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 21

Ύστερα από λίγες μέρες ακούσαμε από μακριά κάτι τρομερούς θορύβους. Με πήραν αγκαλιά κι όλοι μαζί κατεβήκαμε στο υπόγειο του σπιτιού. Έπειτα από ώρα ανεβήκαμε στην ταράτσα και μέσα στο βράδυ διακρίναμε στο βάθος του ορίζοντα φωτιές και καπνούς να φτάνουν μέχρι τον ουρανό. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιες τεράστιες φωτιές. Η μητέρα μου, φανερά ταραγμένη, με πήρε κοντά της και χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου προσπαθούσε, όσο πιο γλυκά και τρυφερά μπορούσε, να με καθησυχάσει και να μου εξηγήσει τι συμβαίνει:

«Άκουσε, παιδί μου. Οι εχθροί μάς βομβαρδίζουν. Αυτές οι μακρινές φωτιές που βλέπεις είναι από τη διπλανή πόλη του Πειραιά. Πρέπει να φύγουμε από το σπίτι μας, να πάμε κάπου πολύ μακριά για να κρυφτούμε. Όλοι φοβούνται αυτό τον πόλεμο, αλλά εμείς πολύ περισ-σότερο, γιατί είμαστε Εβραίοι».

Δεν πολυκατάλαβα τι ακριβώς γινόταν. Αυτό όμως που ένιωσα ήταν ένας πρωτόγνω-ρος φόβος. Μια τρομερή αγωνία ότι κάτι πολύ κακό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Έγινα λιγομίλητος, σταμάτησα τα παιχνίδια, προσπαθούσα με κάθε τρόπο να μη δίνω αφορμές για να με μαλώνουν και ασυνείδητα αισθανόμουν την ανάγκη να δείχνω πιο μεγάλος και πιο σοβαρός. Μέρα με τη μέρα η ατμόσφαιρα γινόταν πιο βαριά και πιο μελαγχολική, κι εγώ γινόμουν το ίδιο μαζί της. Δεν τολμούσα καν να τους ξαναρωτήσω τι συμβαίνει, επειδή ένιωθα ότι οι μέρες που θα έρχονταν θα ήταν ακόμα πιο δύσκολες και πολύ πιο στενάχωρες.

Ώσπου ξαφνικά ένα πρωινό πετάχτηκα από το κρεβάτι μου: υπήρχε μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι. Σηκώθηκα σαν χαμένος και είδα τους γονείς μου αλλόφρονες να ετοιμάζουν τις βαλί-τσες μας. Δεν ήξεραν τι να πρωτοβάλουν μέσα. Τα πρόσωπα γύρω μου ήταν πολύ φοβισμένα. Τότε κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να συμβαίνει αυτό ακριβώς που μου είχε πει η μητέρα μου.

Κλείσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε τις πόρτες κι εγώ με τη μητέρα μου και δύο βαλί-τσες μπήκαμε σ’ ένα αυτοκίνητο, ενώ ο πατέρας μου με τον παππού μου τον Αζαρία μπήκαν σ’ ένα άλλο. Είδα τη μητέρα μου μέσα στο αυτοκίνητο να προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά της και αυθόρμητα ένιωσα την ανάγκη να τη χαϊδέψω για να την παρηγορήσω. Αυτή είναι μια στιγμή της παιδικής μου ηλικίας που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου. Αυτός είναι και ο λόγος που τελικά δεν θυμάμαι να υπήρξα ποτέ παιδί.

Page 18: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

22 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

2. Φυγή στο άγνωστο

Ο πρώτος προορισμός μας ήταν το σπίτι της γραμματέα του πατέρα μου, της Πιπίτσας Παπα-οικονόμου. Η Πιπίτσα έμενε στην οδό Χίου 10, κοντά στην πλατεία Βάθης. Η Πιπίτσα από τότε έμελλε να γίνει αναπόσπαστο μέλος της οικογένειάς μας και να παίξει σημαντικό ρόλο σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας, μέχρι το θάνατό της.

Το σπίτι της Πιπίτσας ήταν ο πρώτος μας σταθμός, η πρώτη μας κρυψώνα, όπως μου έλε-γαν τότε, τη στιγμή που οι διωγμοί των Εβραίων στην Αθήνα είχαν φτάσει στην κορύφωσή τους. Μπαίνοντας από την εξώπορτα του σπιτιού, θυμάμαι μια αυλή που είχε γύρω της τέσ-σερα δωμάτια και μια σκάλα που ανέβαινε στον δεύτερο όροφο, ο οποίος είχε έναν μεγάλο

εξώστη και πόρτες που οδηγούσαν σε άλλα δωμάτια. Σ’ αυτά έμεναν διάφορες οικογένειες, που χρησιμοποιού-σαν όλες την κοινόχρηστη αυλή.

Η Πιπίτσα είχε στο ισόγειο τρία δωμάτια. Στο ένα έμε-ναν η μάνα της, η Βασούλα, όπως τη φώναζε, μαζί με τη θεία της την Ειρήνη. Στο άλλο, που ήταν το σαλόνι, έμενε η ίδια η Πιπίτσα και στο τρίτο η Παναγία η Γλυκοφιλούσα. Η Πιπίτσα είχε από τη γιαγιά της μια θαυματουργή εικόνα, κι έτσι το ένα δωμάτιο ήταν αφιερωμένο στην εικόνα. Το είχε κάπως σαν παρεκκλήσι και κάθε βδομάδα ερχόταν ο παπάς της ενορίας μαζί με πολλούς γείτονες και γινόταν λειτουργία.

Εκεί λοιπόν, παρέα με τη θαυματουργή Γλυκοφιλούσα, μας έβαλε να κοιμηθούμε μέχρις ότου οργανωθεί το ταξίδι Πιπίτσα Παπαοικονόμου,

η γραμματέας του πατέρα μου.

Page 19: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 23

μας μακριά από την Αθήνα. Ήδη από τις πρώτες μέρες στην οδό Χίου άκουγα να λένε οι μεγάλοι ότι δεν ήμαστε ασφαλείς. Τον πατέρα μου τον γνώριζε πολύς κόσμος και η περιοχή ήταν πολυσύχναστη. Έτσι σύντομα η Πιπίτσα φρόντισε, μέσω ενός γνωστού της φαρμακέ-μπορου ονόματι Πρεβενά, να μας φυγαδεύσουν και να πάμε σε ένα ορεινό χωριό της Ευρυ-τανίας, το Δίκαστρο.

Είναι ένα πολύ μικρό, αμφιθεατρικό χωριό, το οποίο λεγόταν τότε και Ζημιανή, και απέ-χει τριάντα πέντε χιλιόμετρα από το Καρπενήσι. Ο πατέρας μου μαζί με τον πεθερό του, τον Αζαρία, σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλύτερα να φύγουν πρώτοι. Να διερευνήσουν τις συνθήκες στο χωριό και στη συνέχεια να μας φωνάξουν κι εμάς.

Πράγματι έφυγαν, αφού είχαν κάνει ορισμένες συμφωνίες με τη μάνα μου και την Πιπίτσα για το πώς θα συνεννοηθούν συνθηματικά στο τηλέφωνο. Αν η διαδρομή για το Δίκαστρο και τα πράγματα εκεί ήταν ασφαλή, θα πηγαίναμε κι εμείς να τους συνα-ντήσουμε, αλλιώς έπρεπε να παραμείνουμε στην Αθήνα και να περιμένουμε νεότερες οδηγίες.

Όλα αυτά βεβαίως τα κατάλαβα εκ των υστέρων, γιατί στα τέσσερά μου χρόνια δεν μπο-ρούσα να αντιληφθώ το κακό που είχε βρει την οικογένειά μου. Ακόμα και σήμερα όμως θυμάμαι την αγωνία που ένιωθα ακούγοντας τους πάντες γύρω μου να αναλύουν τα σχέδια της φυγάδευσής μας.

Χρειάζεται όμως να κάνω εδώ μια σημαντική παρένθεση. Ο παππούς μου ο Αζαρίας με τον πατέρα μου δεν έφυγαν μόνοι τους για το Δίκαστρο. Τους συνόδευαν η Σαρίκα, μια νέα κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε, μαζί με την εξηντάχρονη μητέρα της, τη Ματθίλδη. Και οι δύο ήταν από τη Θεσσαλονίκη και ζούσαν μαζί με τον Αζαρία τα τελευταία χρόνια.

Η γυναίκα του Αζαρία, η Εσθήρ, δηλαδή η γιαγιά μου, είχε πεθάνει από καρκίνο πριν καλά-καλά κλείσει τα σαράντα της. Ο Αζαρίας, που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερός της, είχε μετακομίσει προ πολλού από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, όπου εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους υφασματέμπορους της εποχής. Στη δουλειά του τον έλεγαν και «η σκούπα του Λαναρά», διότι πήγαινε κάθε τόσο στο μεγαλύτερο εργοστάσιο υφασμάτων της εποχής, που ανήκε στους Λαναράδες, και στην κυριολεξία σάρωνε ό,τι στοκ υπήρχε, ξέροντας ότι θα το πουλήσει είτε στη χονδρική είτε στη λιανική από το πασίγνωστο τότε μαγαζί που διατηρούσε επί της οδού Πανδρόσου. Ήταν απίστευτα εξωστρεφής, υπερδραστήριος και απλοχέρης μέχρι ασυγχώρητης σπατάλης. Του Στην αγκαλιά του παππού Αζαρία. Πίσω ο Μίνως

και η Πιπίτσα Παπαοικονόμου.

Page 20: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

24 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

άρεσε πολύ η καλή ζωή με τους φίλους του και το τραγούδι. Τα γλέντια που οργάνωνε στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του, την Εσθήρ, είχαν αφήσει εποχή στη Θεσσαλονίκη.

Μετά το θάνατο της γυναίκας του όλα αυτά ήταν αναπόφευκτο να του λείψουν. Σε ένα ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη γνώρισε αυτές τις δύο γυναίκες, γοητεύτηκε από τη νεαρή Σαρίκα, αλλά ταυτόχρονα και από τη μητέρα της, τη Ματθίλδη, που έπαιζε ούτι και τραγου-δούσε υπέροχα ελληνικά, λαντίνο και τούρκικα τραγούδια. Ο ίδιος άλλωστε μιλούσε άπται-στα και την τουρκική γλώσσα, καθώς η γενιά του παππού μου, που ζούσε τότε στη Μακεδο-νία, ανατράφηκε με την επιρροή της τουρκικής κουλτούρας. Και από τη στιγμή που έμεινε χήρος, πρότεινε στις δύο γυναίκες να μετακομίσουν μαζί του στην Αθήνα.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα βράδια η Ματθίλδη με τη Σαρίκα και το λίγο ρακί που έπινε ο παππούς μου έφτιαχναν τις καταλληλότερες συνθήκες για να ανοίξουν ξανά την πόρτα στο... θεό έρωτα. Πολύ σύντομα αισθάνθηκε τη νεανική ακόμη καρδιά του να χτυπάει δυνατά για την όμορφη Σαλονικιά Σαρίκα, την οποία ερωτεύτηκε κάτω από τους γλυκούς ήχους που σκόρπιζε η μητέρα της με το ούτι και τη φωνή της.

Η μητέρα μου, όπως διαπίστωσα μεγαλώνοντας, ήταν από την αρχή απολύτως αντίθετη με την απόφαση του πατέρα της να συζήσει με αυτές τις δύο γυναίκες. Πάντα του έλεγε:

«Δεν είναι σοβαρά πράγματα να είσαι ερωτευμένος με μια κοπέλα που θα μπορούσε να είναι και κόρη σου».

Αλλά εκείνος, με το ιδιάζον χιούμορ που πάντα τον διέκρινε, της απαντούσε: «Άκου, παιδί μου. Εγώ είμαι, όπως λες, μεγάλος. Πενήντα χρόνων. Η Σαρίκα είναι είκοσι

και το άθροισμα των δύο μάς κάνει εβδομήντα. Αν όμως το διαιρέσεις διά του δύο, μας κάνει τριάντα πέντε. Επομένως δεν είμαι πενήντα, όπως ισχυρίζεσαι, αλλά τριάντα πέντε. Πολύ περισσότερο όταν η Σαρίκα με κάνει να νιώθω ακόμα μικρότερος».

Και μ’ αυτά τα σοφά του λόγια, η μάνα μου η Μαργαρίτα έμενε άφωνη. Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν έφτασε η ώρα να φύγει ο Αζαρίας με τον πατέρα μου για

το Δίκαστρο, για να κάνουν «αναγνώριση τοπίου», του ήταν αδιανόητο να αφήσει τις δύο γυναίκες μόνες τους στην Αθήνα.

Ο Αζαρίας εκτός από τη μητέρα μου τη Μαργαρίτα είχε κι ένα γιο, τον Δαβίκο, ο οποίος όμως δεν χρειάστηκε να φύγει μαζί του για να κρυφτεί από τους Γερμανούς. Λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο διωγμός των Εβραίων είχε ήδη βαφτιστεί χριστιανός προς χάριν του έρωτα της ζωής του, μιας υπέροχης κοπέλας, της Χρυσάνθης Μανωλίδου, την οποία παντρεύτηκε. Η Χρυσάνθη ήταν αδελφή της μετέπειτα σπουδαίας ηθοποιού Βάσως Μανωλίδου, παντρεμένης με τον Θεόδωρο Κρίτα, που κι αυτός στο χώρο του άφησε εποχή ως θεατρικός επιχειρηματίας.

Όταν έφτασαν στο Δίκαστρο, ο Αζαρίας σύστησε τη Σαρίκα ως κοντινή μικρανιψιά του, που τον συνόδευε με τη μητέρα της. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει και διαφορετικά, καθώς για τα ήθη της εποχής σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας θα ήταν ακόμα και επικίν-δυνο να παρουσιάσει τις δύο γυναίκες ως τα «κερασάκια» της προσωπικής του ζωής μετά το θάνατο της συζύγου του. Αυτό όμως το ψέμα θα είχε αργότερα τις συνέπειές του.

Λίγες μέρες μετά την άφιξη του πατέρα μου και του παππού μου στο Δίκαστρο, τα μηνύ-ματα που έφτασαν στη μητέρα μου ήταν θετικά. Οι συνθήκες στο ορεινό χωριό ήταν σαφώς

Page 21: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 25

καλύτερες και κυρίως πιο ασφαλείς απ’ ό,τι στην Αθήνα. Κι έτσι ένα πρωινό στα τέλη Απρι-λίου του 1943, η μάνα μου μου είπε ότι φεύγουμε για να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς βρεθήκαμε φορτωμένοι σε ένα φορτηγό στρατιωτικού τύπου και ξεκινήσαμε από την Αθήνα για το Δίκαστρο. Αντί για καθίσματα είχε κάτω από τη σκε-πασμένη με ύφασμα καρότσα του δύο μεγάλους πάγκους, στους οποίους καθόμασταν αντι-κριστά καμιά τριανταριά άνθρωποι, που πηγαίναμε σε διάφορα χωριά. Ήταν τρόπον τινά το ΚΤΕΛ της εποχής. Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν προορισμό τα χωριά τους, κι εμείς με τη μάνα μου πρέπει να ήμαστε μες στο καμιόνι οι μόνοι Εβραίοι που φεύγαμε από την Αθήνα για να κρυφτούμε.

Το ταξίδι κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες και αν κάτι μου έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη είναι τα μπλόκα των Γερμανών, που μας σταματούσαν κάθε τόσο για έλεγχο. «Παπίρ, παπίρ» («Χαρτιά, χαρτιά») ούρλιαζαν, κι εμείς τους δείχναμε τα ψεύτικα χαρτιά μας και τις ψεύτικες ταυτότητες με τις οποίες είχε εφοδιάσει τους περισσότερους Εβραίους ο τότε αείμνηστος διευθυντής της Αστυνομίας Έβερτ, πατέρας του Μιλτιάδη Έβερτ, σε συ -νεργασία με τον μεγάλο ήρωα της εποχής Μητροπολίτη Δαμασκηνό.

Θυμάμαι ότι η μάνα μου όλες τις προηγούμενες ημέρες με δασκάλευε να μην πω με τίποτα το πραγματικό μου όνομα σε όποιον με ρωτήσει. Η αγωνία της να μην κάνω κανένα λάθος και ξεφουρνίσω την αλήθεια ήταν μεγάλη. Τη θυμάμαι τόσο έντονα να με βαστά σφιχτά από το χέρι και με ένα παγωμένο χαμόγελο να δείχνει κάθε τόσο στους Γερμανούς τις ψεύτικες ταυτότητές μας. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, τη μητέρα μου Ελένη, κι εμένα Γεράσιμο, απ’ όπου προέκυψε και το Μάκης, που μου έμεινε μέχρι σήμερα.

Ό αδελφός της μητέρας μου Δαβίκος με τη γυναίκα του Χρυσάνθη Μανωλίδου.

Τα παιδιά τους και ξαδέλφια μου, Ιλεάνα και Πάρις, με τη θεία τους, τη γνωστή ηθοποιό Βάσω Μανωλίδου.

Page 22: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

26 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

3. Φτάνοντας στην ελεύθερη Ελλάδα

Ήταν σούρουπο όταν το φορτηγό μάς ξεφόρτωσε στη μικρή πλατεία του Δίκαστρου. Η μάνα μου ήταν αποκαμωμένη από την ταλαιπωρία και την αϋπνία, αλλά είχε κι ένα χαμόγελο που είχαμε φτάσει επιτέλους στον προορισμό μας.

«Αυτό είναι το σπίτι των Βλάχων», μας είπε κάποιος, που αμέσως κατάλαβε τι ζητού-σαμε. «Εκεί να πάτε».

Γιώργος Βλάχος λεγόταν ο άνθρωπος που θα μας φιλοξενούσε μαζί με τη γυναίκα του, την Αθηνά, τα δύο μεγάλα αγόρια τους, τον Δημήτρη και τον Κώστα, και την κόρη τους, τη Ρηνιώ, που ήμαστε συνομήλικοι. Περπατώντας για το σπίτι των Βλάχων, υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο με δύο τραπεζάκια έξω, όπου ήταν καθισμένοι τέσσερις-πέντε άντρες. Ανάμεσά τους ήταν ο πατέρας μου κι ο παππούς μου με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι.

«Για να πίνουν τσίπουρα, καλά είναι», μονολόγησε η μάνα μου. Εκείνοι, μόλις μας είδαν, πετάχτηκαν από τις καρέκλες τους και μας αγκάλιασαν, καθώς

μετά το τηλεφώνημα που μας είχαν κάνει στην Αθήνα δεν είχε μεσολαβήσει άλλη επικοι-νωνία μαζί τους. Ούτε ήξεραν το πώς ούτε και το πότε θα κατορθώσουμε να φτάσουμε. Άρπαξαν αμέσως τις βαλίτσες μας στα χέρια τους και άρχισαν να μας οδηγούν προς το σπίτι.

Το σπίτι των Βλάχων είχε στο υπερυψωμένο ισόγειο τέσσερα δωμάτια. Στο ένα κοιμού-νταν οι οικοδεσπότες μας, στο άλλο τα τρία παιδιά τους, στο τρίτο οι γονείς μου κι εγώ και στο τέταρτο, που ήταν και το μεγαλύτερο, με το τζάκι, έμενε η βάβω, που κοιμόταν δίπλα στη φωτιά. Λίγο πιο πέρα είχαν στρώσει για τον Αζαρία, τη Ματθίλδη και τη Σαρίκα.

Δεν θα ξεχάσω βεβαίως ποτέ την τούρκικη τουαλέτα του σπιτιού, που ήταν στην αυλή. Καζανάκι δεν υπήρχε, γιατί δεν χρειαζόταν. Το ρόλο του γνωστού τότε «νιαγάρα» αναλάμ-βαναν τα δύο γουρούνια ελευθέρας βοσκής που τριγύριζαν στην αυλή και κρατούσαν το

Page 23: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 27

χώρο πεντακάθαρο. Εννοείται ότι ένα άλλο γουρούνι, όχι ζωντανό αυτό, υπήρχε μονίμως κρεμασμένο στο κατώι του σπιτιού, απ’ το οποίο κάθε τόσο, όταν υπήρχαν καλεσμένοι στο σπίτι, συνήθως αντάρτες της περιοχής, οι οικοδεσπότες έκοβαν κοψίδια και έφτιαχναν τρο-μερούς μεζέδες.

Δεν αργήσαμε να προσαρμοστούμε. Εγώ μάλιστα ύστερα από λίγο ξανάρχισα το παιχνίδι, καθώς είχα πια και παρέα − την όμορφη και πανέξυπνη Ρηνιώ, που μου άρεσε να την πει-ράζω κι εκείνη με κατσάδιαζε λέγοντάς μου αυστηρά και θυμωμένα την ίδια πάντα φράση:

«Μάκη, σου λέω!» Αυτό το επιτακτικό και συνάμα χαριτωμένο «Μάκη, σου λέω!» της Ρηνιώς ηχούσε θυμά-

μαι για χρόνια στ’ αυτιά μου.Οι γονείς μου στο Δίκαστρο έδειχναν πιο ήρεμοι. Φεύγοντας από την Αθήνα ο πατέρας

μου είχε προνοήσει να πάρει μαζί του και μερικά χρήσιμα εμπορεύματα: λίγα υφάσματα, ρούχα, φάρμακα, κάτι ζευγάρια παπούτσια και μερικές λίρες. Ο Γιώργος και η Αθηνά δεν μας ζητούσαν κάποιο αντάλλαγμα για τη φιλοξενία τους. Ήταν ζεστοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι και η οικογένειά μου τους οφείλει παντοτινά ευγνωμοσύνη για το ρίσκο που πήραν τότε. Παρ’ όλα αυτά, θυμάμαι τον Μίνω να αισθάνεται τρομερά υποχρεωμένος απέναντί τους. Κι έτσι πολύ συχνά τους έδινε πότε υφάσματα, πότε ρούχα και πότε καμία λίρα, για να τους ξεπληρώσει το αλεύρι του μήνα, τα φασόλια και τα όσπρια που τρώγαμε πολύ συχνά, και βεβαίως το γουρούνι που μαγείρευε με όλους τους δυνατούς τρόπους η κυρία Αθηνά μαζί με την εκπαιδευόμενη μητέρα μου.

Το Δίκαστρο ήταν, όπως και όλα τα γύρω χωριά, ανταρτοκρατούμενο. Έχω πολλές μνή-μες από τους αντάρτες που μπαινόβγαιναν στο σπίτι με τα φυσίγγια σταυρωτά στο στήθος

Δίκαστρο. Το χωριό όπου μας φιλοξένησε η οικογένεια Βλάχου.

Page 24: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

28 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

τους, καθώς οι οικοδεσπότες, ο Γιώργος και η Αθηνά, είχαν στενές σχέσεις μαζί τους. Δεν άργησα μάλιστα να γίνω η μασκότ των ανταρτών. Όλοι με έπαιρναν στα γόνατά τους να με παίξουν, καθώς ήμουν ο βενι-αμίν του σπιτιού.

Εξυπακούεται ότι την εποχή εκείνη η ψείρα πήγαινε σύννεφο. Κι εγώ, που όλη μέρα έπαιζα με τη Ρηνιώ, το βράδυ έπαιζα κρυφτό με τις ψείρες. Έλεγα στον Μίνω «Πατέρα, με τρώει το κεφάλι μου. Πάλι περπατάνε οι ψείρες». Κι εκείνος έπαιρνε τη λάμπα πετρελαίου, έβαζε σ’ ένα πανί λίγο πετρέλαιο και μου έτριβε τα μαλλιά για να τις σκοτώσει. Το αστείο μάλιστα που έκανα συχνά ήταν να προσποιούμαι ότι κρατάω τάχα ψείρες και να φοβερίζω τη Ρηνιώ, που απαντούσε πάντα με την ίδια φράση:

«Μάκη, σου λέω!»Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 πέρασαν

χωρίς σχεδόν να το καταλάβουμε. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε αυτή τη νέα μας ζωή και να γνωρί-

ζουμε καινούριους ανθρώπους. Ο πατέρας μου με τα νομικά που είχε σπουδάσει ήταν ο μορφωμένος του χωριού και δεν χρειάστηκε να περάσει καιρός για να του ζητήσουν να γίνει και ο δικαστής τους! Σχεδόν κάθε Κυριακή στην πλατεία του Δίκαστρου στηνόταν λαϊκό δικαστήριο, και ο πατέρας μου, μαζί με τον κοινοτάρχη και με τη βοήθεια πότε του δασκάλου και πότε του παπά, αναλάμβανε να λύσει τις διαφορές των κατοίκων. Και καθώς ο Μίνως πάντα διακρινόταν για τον δίκαιο χαρακτήρα του, δεν άργησε να γίνει πολύ δημοφιλής. Όλοι τον είχαν στα όπα-όπα και τον συμβουλεύονταν για οτιδήποτε τους απασχολούσε.

Το ίδιο αγαπητός όμως έγινε γρήγορα και ο Αζαρίας λόγω των ιατρικών του γνώσεων. Γνώσεων, σχήμα λόγου δηλαδή. Στον πάντα εξωστρεφή παππού μου άρεσε πολύ να παρι-στάνει το γιατρό. Έχοντας μαζί του τα φάρμακα που είχαμε πάρει από την Αθήνα, δηλαδή κυρίως ασπιρίνες και κινίνα, ήταν πρόθυμος να πηγαίνει σε όποιον αρρώσταινε στο χωριό και να τον φροντίζει. Είχε μάλιστα και ένα τσαντάκι όπου κουβαλούσε τα φάρμακα και ανα-λόγως με την περίσταση πότε έδινε ασπιρίνη και πότε κινίνη, με συνέπεια πολύ σύντομα όλοι να τον φωνάζουν γιατρό, μια που γιατρός στο χωριό δεν υπήρχε.

Εγώ κάποια στιγμή έπρεπε για πρώτη φορά στη ζωή μου να πάω σχολείο. Κι έτσι μόλις μπήκε ο Σεπτέμβρης, βρέθηκα μαζί με τη Ρηνιώ, χωρίς να το πολυκαταλάβω, να παρακο-λουθώ τα μαθήματα της πρώτης τάξης στα θρανία του δημοτικού στο Δίκαστρο.

Ενταγμένοι πια στη ζωή του χωριού, πολύ σύντομα γίναμε μια μεγάλη παρέα όχι μόνο με την οικογένεια των Βλάχων αλλά και με τους φίλους τους, που έρχονταν συχνά στο σπίτι. Μαζί τρώγαμε, μαζί έπιναν οι μεγάλοι τα βράδια και σιγά-σιγά επανήλθε και το τραγούδι. Η

Η παιδική μου φίλη στο Δίκαστρο Ρηνιώ, σε μεταγενέστερη φωτογραφία.

Page 25: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 29

Ματθίλδη άρχισε να παίζει ξανά το ούτι της, η όμορφη κόρη της έκανε σεκόντο και καθόταν πάντα δίπλα στο «θείο» της, τον Αζαρία.

Πέρασαν τα Χριστούγεννα, φτάσαμε ξανά στην άνοιξη και έμπαινε το δεύτερο καλοκαίρι στο Δίκαστρο. Μπορεί η δικαιοσύνη, που είχε χαρίσει στον πατέρα μου μια εξέχουσα θέση στο δικαστήριο του χωριού, να ήταν τυφλή, μπορεί τυφλή να ήταν και η εμπιστοσύνη που έδειχναν όλοι στο «γιατρό» Αζαρία, τα μάτια όμως του έρωτα κάθε άλλο παρά τυφλά ήταν. Τα ορθάνοιχτα μάτια του ένα καλοκαιρινό βράδυ έμελλε να προκαλέσουν μεγάλη αναστά-τωση στο σπιτικό των Βλάχων. Τα μάτια ενός όμορφου αντάρτη, του καπετάν Δημήτρη Κρέ-τση, καρφώθηκαν στην όμορφη Σαρίκα.

Η Σαρίκα στην αρχή έδειξε να μην το καταλαβαίνει ή προσποιήθηκε ότι δεν το καταλα-βαίνει. Ύστερα όμως από λίγο άρχισε κι εκείνη να ανταποκρίνεται. Ματιές ο ένας, ματιές ο άλλος, δεν πέρασαν λίγες μέρες κι ο καπετάν Κρέτσης άρχισε να μιλάει στον παππού Αζαρία για τα όμορφα μάτια της «ανιψιάς» του, χωρίς να ξέρει ο άμοιρος ότι του ράγιζε την καρδιά με τα λόγια του.

Σιγά-σιγά ο καπετάνιος άρχισε να έρχεται τακτικότερα στο σπίτι, να γίνεται πια αναπό-σπαστο μέλος της παρέας και κάποια στιγμή, όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν το καλόβλεπε ο «θείος» της Σαρίκας, μίλησε στη μάνα της, τη Ματθίλδη. Της εξομολογήθηκε πόσο του άρεσε η κόρη της και έπειτα από λίγες βρα-διές μίλησε και στην ίδια τη Σαρίκα για το πόσο ευτυχισμένη θα την έκανε αν δεχόταν να γίνει δικιά του και να τον παντρευτεί. Οι βραδινές γιορτές άρχισαν πια να μοιάζουν με τα προεόρτια ενός εμφύλιου πολέμου μέσα στο ασφαλές και ήρεμο σπίτι των Βλάχων.

Ο παππούς μελαγχόλησε. Δώσ’ του τα τσίπουρα το ένα μετά το άλλο, δώσ’ του το βράδυ να τραγουδάει θλιμμένους αμανέδες. Και το χειρότερο ήταν ότι πάντα τον συνό-δευε με το ούτι της η μάνα της Σαρίκας, που πότε έπαιζε κοιτάζοντας προς τα δεξιά, τον παππού Αζαρία, και πότε αλληθωρίζοντας προς τα αριστερά, όπου καθόταν ο καπετά-νιος. Ώσπου κάποιο βράδυ ο παππούς δεν άντεξε. Αποφάσισε να εμπιστευτεί στον κα-πετάν Κρέτση όλη την αλήθεια και να του κάνει μια εξήγηση. Αντρίκεια και λεβέντικη.

«Άκουσε, καπετάνιε», του είπε. «H Σαρίκα δεν είναι ανιψιά μου. Θα μπορούσε όμως να είναι και κόρη μου. Αν λοιπόν πραγματικά την

Ό καπετάν Κρέτσης από σκίτσο της εποχής. Λεύκωμα του αγώνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ 1941-1945, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1946.

Page 26: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

30 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

αγαπάς και θέλεις να την παντρευτείς, χαλάλι σου. Να την πάρεις, κι εγώ, να ’σαι σίγουρος, θα νιώθω καλύτερα, γιατί θα έχω εκπληρώσει μια υποχρέωσή μου. Θα έχω αποκαταστήσει το κορίτσι που αγάπησα μ’ ένα καλό παιδί σαν κι εσένα».

Ο καπετάνιος, φαντάζομαι, στην αρχή θα αισθάνθηκε ότι τον χτύπησε κεραυνός. Από την απάντησή του ωστόσο φάνηκε να εκτιμά την ντόμπρα εξήγηση του Αζαρία. Όχι μόνο του έδωσε το λόγο του ότι θα κάνει βασίλισσα την «ανιψιά» του, αλλά και ζήτησε από τον Αζαρία να τους παντρέψει ο ίδιος.

Το νέο ότι ο καπετάνιος λογοδόθηκε με τη Σαρίκα έγινε αμέσως γνωστό στο Δίκαστρο και όλοι περίμεναν πια το γάμο. Ύστερα από λίγες μέρες όμως οι ετοιμασίες ματαιώθηκαν. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς, τον Ιούλιο του ’44 μάθαμε ότι οι Γερμανοί έρχονται προς το χωριό. Μου έχουν μείνει στη μνήμη μου τα πρόσωπα των γονιών μου. Από τη μια στιγμή στην άλλη τους είδα να χλωμιάζουν και να παίρνουν και πάλι αυτό το ύφος αγωνίας και φόβου. Τούτη τη φορά δεν ήξεραν καν πού μπορούσαμε να βρούμε ασφαλές καταφύγιο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη τη μέρα τον καπετάν Κρέτση με πολλούς άλλους αντάρτες, που είχαν έρθει στην αυλή, να μιλούν αναστατωμένοι. Δεν πίστευαν ότι οι Γερμανοί θα κατάφερναν να ανέβουν ως το Δίκαστρο.

Λίγο αργότερα τα νέα που έφτασαν σήμαναν συναγερμό. Ο Γιώργος Βλάχος είχε ένα μύλο στη Βίτολη, ένα χωριό νοτιοανατολικά του Δίκαστρου. Έμαθε ότι οι Γερμανοί μπήκαν κι έκαψαν το χωριό μαζί με το μύλο του, σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους.

Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία σ’ όλο το Δίκαστρο. Η φήμη που τη συνόδευσε ήταν ότι οι Γερμανοί είχαν μάθει ότι στο χωριό υπήρχε και μια ομάδα ανταρτών. Μέσα σε ελάχι-στες ώρες οι περισσότεροι αποφάσισαν άρον-άρον να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να κατευθυνθούν σε ασφαλέστερες περιοχές. Οι γονείς μου άρχισαν και πάλι πανικόβλητοι να μαζεύουν ό,τι μπορούσαν, μαζί με τον Αζαρία, τη Ματθίλδη και τη Σαρίκα. Θυμάμαι τη Σαρίκα να χαιρετά τον καπετάν Κρέτση, ο οποίος θα έφευγε επίσης απ’ το Δίκαστρο για κάποιο βουνό, ξέροντας ότι μπορεί και να μην ξανασυναντηθούν ποτέ.

Ύστερα από δεκαπέντε ολόκληρους μήνες αποχαιρετούσαμε κι εμείς τον Γιώργο, την Αθηνά, τη Ρηνιώ και τα αδέλφια της. Μας ευχήθηκαν καλή τύχη, και οι γονείς μου συγκινη-μένοι προσπαθούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους, μάλλον για να μη φοβηθώ εγώ.

«Σας ευχαριστούμε για όλα και μακάρι να ξανασυναντηθούμε», είπε ο Μίνως στον Γιώργο Βλάχο.

Εκείνος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και έμειναν πίσω, όπως και λίγες ακόμα οικογένειες του χωριού.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε ένας πραγματικός Γολγοθάς, που κράτησε δύο ολόκληρους μήνες. Περισσότεροι από πενήντα άνθρωποι ξεκινήσαμε με τα πόδια και με τρία μουλά-ρια φορτωμένα με τα απαραίτητα: φάρμακα, φαγητό και νερό. Ο αρχικός προορισμός μας ήταν το Καρπενήσι, το οποίο οι μεγάλοι πιθανολογούσαν ότι οι Γερμανοί δεν θα πλησίαζαν. Θυμάμαι ένα ολόκληρο τσούρμο, σαν καραβάνι, να βαδίζουμε ο ένας πίσω από τον άλλο ατέλειωτες ώρες. Μπροστά ήταν οι μεγαλύτεροι και πίσω οι νεότεροι με τα παιδιά. Και πιο μπροστά απ’ όλους προπορευόταν ο παπάς του Δίκαστρου, που έψελνε και τραγουδούσε, για να δίνει κουράγιο σ’ όλους μας.

Page 27: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 31

Δεν ξέρω πόσα χωριά περάσαμε και πόσες μέρες ή και βδομάδες μάς πήρε. Έχω αναμνή-σεις από τα Φουρνά και έπειτα από τις ράχες του Τυμφρηστού. Μας θυμάμαι να σταματάμε είτε σε κάποια χάνια είτε σε σπίτια για να ξαποστάσουμε λίγες ώρες. Καταλάβαινα όμως, απ’ όσα άκουγα να λένε οι μεγάλοι, ότι δεν υπήρχε χώρος για να φιλοξενήσουν τόσους ανθρώπους σε κάποιο χωριό. Και υποθέτω ότι και πολλοί θα φοβούνταν όταν μάθαιναν ότι στο καραβάνι μας υπήρχε και μία εβραϊκή οικογένεια. Όλοι όμως έλεγαν ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να περπατήσουμε ως στο Καρπενήσι, που το θεωρούσαν ασφαλέστερο.

Ύστερα από ατέλειωτα μερόνυχτα απίστευτης ταλαιπωρίας, κάποια στιγμή είδαμε από μακριά το Καρπενήσι. Αλλά ούτε εκεί έμελλε τελικά να βρούμε καταφύγιο και να φιλοξενη-θούμε τόσοι άνθρωποι. Ύστερα από μερικές μέρες ξεκινήσαμε πάλι όλοι μαζί για τη Λαμία. Από αυτή τη νέα τεράστια διαδρομή έχω κρατήσει στη μνήμη μου ένα ποτάμι που διαρκώς βρίσκαμε μπροστά μας. Στην αρχή πρέπει να ήταν ο Καρπενησιώτης και μετά ο Σπερχειός, που έδειχνε το δρόμο. Περάσαμε από τη μια όχθη του στην άλλη αμέτρητες φορές. Εμένα, σαν πιο μικρό, με έβαζαν συχνά πάνω σε ένα από τα τρία μουλάρια, όπως και τους μεγαλύ-τερους σε ηλικία, όταν δεν τους βαστούσαν τα πόδια τους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα των παπουτσιών του πατέρα μου. Είχαν πια λιώσει από το νερό και τα χώματα και τα είχε δέσει με κάτι επιδέσμους, για να μην περπατά ξυπόλυτος.

Οι αναμνήσεις μου από αυτό το δίμηνο που περιπλανιόμασταν στα χωριά του Σπερχειού μέχρι να φτάσουμε στη Λαμία είναι συγκεχυμένες, αλλά έχω πολύ έντονες εικόνες. Πολλά χρόνια μετά, κοιτώντας το χάρτη, κατάλαβα ότι περπατήσαμε μια τεράστια διαδρομή, από τον Αϊ-Γιώργη, τη Φτελιά, τη Μακρακώμη, το Παλιούρι, το Ζηλευτό, μέχρι να κατευθυνθούμε προς τη Λαμία. Τα εφόδια που είχαμε πάρει μαζί μας από το Καρπενήσι κάποια στιγμή τελεί-ωσαν. Έτσι αν μας έδιναν κάτι να φάμε όπου φτάναμε, τρώγαμε, διαφορετικά μοιραζόμα-σταν ό,τι βρίσκαμε ή μέναμε νηστικοί.

Σαν να ’ναι τώρα, θυμάμαι μια Κυριακή στην εκκλησία, νομίζω της Φτελιάς, έναν παπά να με παίρνει από το χέρι, να μου δίνει ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί και να μου λέει να το μοιραστώ με τους δικούς μου. Σε ένα άλλο χωριό είχαμε βρει έναν Γάλλο Εβραίο που τον έλεγαν Ιζενμπέργκ. Τον θυμάμαι γιατί είχε κάτι κουτιά με μέλι και όπως με είδε αδύνατο, με λυπήθηκε και μου έδινε μερικές κουταλιές. Και βλέποντάς με να μην το χορταίνω, φώναξε στον πατέρα μου:

«Mino, passe moi le miel». Δηλαδή «Μίνω, δώσε μου πίσω το μέλι». Ο άνθρωπος είχε το φόβο μην του το τελειώσω.Σε ένα τρίτο χωριό συναντήσαμε τον Αρχιραββίνο Αθηνών, τον Χάιμ Μπαρτζελάι, που

είχε κάψει τα αρχεία της εβραϊκής κοινότητας και είχε ανέβει στα βουνά με τους αντάρ-τες. Από κείνον οι μεγάλοι πήραν πληροφορίες για τα μονοπάτια που έπρεπε να ακολου-θήσουμε για να μη συναντηθούμε με τους Γερμανούς. Σε ένα άλλο χωριό βρήκαμε έναν νεαρό φοιτητή της Ιατρικής, που έχω την εικόνα του ζωντανή γιατί ήταν πολύ άρρωστος, με αδενοπάθεια. Πολλά χρόνια μετά έτυχε να μάθω ότι ο νεαρός αυτός έγινε ο πολύ γνω-στός γιατρός Ιάκωβος Αλασδράκης, ιδιοκτήτης και διευθυντής του Κυανού Σταυρού μέχρι το θάνατό του.

Page 28: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

32 / ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΣΑΣ

Και όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, στην ίδια διαδρομή έτυχε να γνωρίσω για πρώτη φορά και τον μέλλοντα πεθερό μου, τον Ηλία Νάχμαν. Πού να το φανταζόμουν τότε, παιδί ακόμη, ότι θα ήταν ο πατέρας της μέλλουσας γυναίκας μου, που δεν είχε βεβαίως γεννηθεί τότε. Είχε μαζί του μάλιστα και το γιο του, τον μετέπειτα κουνιάδο μου, με τον οποίο παίξαμε για μερικές ώρες σαν συνομήλικοι που ήμαστε.

Η περιπλάνησή μας από χωριό σε χωριό γινόταν εφιαλτική όταν κάθε τόσο μαθαίναμε πού κινούνταν οι Γερμανοί και αλλάζαμε μονοπάτια για να τους αποφύγουμε. Ούτε ξέρω σε πόσα διαφορετικά μέρη κοιμηθήκαμε μέχρι να σταματήσει αυτός ο ατέλειωτος εφιάλτης, για να φτάσουμε κάποια στιγμή εντελώς εξαντλημένοι και ρακένδυτοι στη Λαμία.

Εκεί τα σπίτια ήταν περισσότερα και μας μοίρασαν σχεδόν όλους σε δυο-τρεις γειτονιές. Έχω εικόνες άγνωστων ανθρώπων να μας φροντίζουν, να μας δίνουν κουράγιο και να μην πιστεύουν στ’ αυτιά τους όταν οι δικοί μου τους έλεγαν πόσα χιλιόμετρα είχαμε περπατήσει από το Δίκαστρο ως το Καρπενήσι και μετά όλη αυτή τη διαδρομή μέχρι να φτάσουμε στον τόπο τους.

Δεν είμαι σίγουρος πόσες ακριβώς μέρες μείναμε στη Λαμία. Πάντως δεν θα ήταν πολ-λές, όταν ξαφνικά κυκλοφόρησε μια φήμη: Ο Χίτλερ έπεσε. Οι Γερμανοί οπισθοχωρούν.

Ό Αρχιεπίσκοπος Δημητριάδος Ιωακείμ με τη στολή του αντάρτη μαζί με τον Αρχιρραβίνο Χάιμ Μπαρτζελάι, στο αντάρτικο.

Page 29: Μάκης Μάτσας - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9789603647973.pdfΠΙΣΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 11 Mε τόλμη και ήθος Πενήντα ένα χρόνια

ΠΙΣΩ ΑΠ́ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ / 33

Κάποιοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν και άλλοι δεν το πίστευαν. Πάντως, εκείνο το βράδυ μείναμε όλοι ξάγρυπνοι, περιμένοντας με αγωνία να μάθουμε αν οι φήμες ήταν αληθινές. Και όλοι καταλάβαμε ότι το θαύμα είχε γίνει όταν ακούσαμε αξημέρωτα τις καμπάνες των εκκλησιών να χτυπούν χαρμόσυνα.

Ύστερα από λίγες μέρες οι γονείς μου, ο Αζαρίας, η Ματθίλδη και η Σαρίκα ήμαστε όλοι μαζί στο δρόμο, σχηματίζοντας μια μεγάλη ουρά.

«Εδώ να περιμένετε για Αθήνα», φώναζε ένας κύριος. Λίγο αργότερα ήρθαν δύο βρετανικά καμιόνια. Μόλις τους είπε ο Μίνως ότι είμαστε

Εβραίοι πρόσφυγες από την Αθήνα, αμέσως μας άνοιξαν δρόμο για να μπούμε πρώτοι. Ένας Άγγλος με πήρε στην αγκαλιά του και με έδωσε στη μάνα μου, που την είχαν ήδη ανεβάσει στην καρότσα. Η επιστροφή στην κανονική ζωή ήταν πια μπροστά μας, ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε...

Ηλίας Νάχμαν. Toν συναντήσαμε στα βουνά της Ευρυτανίας. Είκοσι δύο

χρόνια αργότερα έμελλε να γίνει πεθερός μου και το κοριτσάκι της

φωτογραφίας γυναίκα μου.