Σκόρπια και Ξεχασμένα · 2018-12-03 · —Τι λε, ρε! Μαύρη...

263

Transcript of Σκόρπια και Ξεχασμένα · 2018-12-03 · —Τι λε, ρε! Μαύρη...

  • Σκόρπια και Ξεχασμένα

  • Πάνος Κολιόπουλος

    Σκόρπια και Ξεχασμένα

    Εικονογράφηση: Πάνος Κολιόπουλος

    Midnight Publishing2018

  • Copyright © 2018 Panos ColiopoulosS. Dousmani 4449100 Corfuemail: [email protected]

  • Οι Ιστορίες

    1. Αριγκατόγκο Ζαϊμάς......................................................9

    2. Βίος και Πολιτεία του Βαγγέλη του Ναυτικού............45

    3. Μεταξάς (όπως το Κονιάκ κι ο Σκατόψυχος)..............59

    4. ... αλλά Ψηφίζω Βασιλέα.............................................75

    5. Περί Στοιχείων και Φαντασμάτων...............................87

    6. Ο... Πληρωμένος Δολοφόνος.....................................109

    7. Η Ηθική Τάξη των Πραγμάτων.................................125

    8. Sorry, you need a visa................................................135

    9. Ο Φοροφυγάς.............................................................155

    10. Ο μπάρμπα-Μήτσης και οι Εξωγήινοι.......................177

    11. Η μαντάμ Ρουσσώ ανακαλύπτει τον Οδυσσέα..........195

    12. Ο Τυπογράφος - Φάντασμα.......................................209

    13. Ο Μαύρος Αλβανός...................................................225

    14. Ο Λανσελότος............................................................243

  • Αριγκατόγκο Ζαϊμάς

  • ο κακό είχε αρχίσει πολύ παλιά, με τον ΓιώργοΘαλάσση, «το ηρωικό Ελληνόπουλο που οιεχθροί της πατρίδας του έχουν επονομάσει Παι-

    δί-Φάντασμα κλπ. κλπ.».Τ

    Ο Γιώργος Θαλάσσης ήταν ο πρώτος διδάξας τηνευγενή τέχνη της ιαπωνικής λεγομένης πάλης. ΚάθεΤρίτη που κυκλοφορούσε το καινούργιο τεύχος των πε-ριπετειών του «ατρόμητου Ελληνόπουλου» η γειτονιάγνώριζε στιγμές σαχαρικής γαλήνης. Ούτε έναςμπόμπιρας έξω! Όλοι βρισκόμασταν με τα μούτρα πε-σμένοι στη μελέτη της μεγάλης αυτής εποποιίας που ευ-τύχησε να γαλουχήσει μια ολόκληρη γενιά φιλομαθώνπιτσιρικάδων.

    Την επομένη όμως η γειτονιά ξανάβρισκε τουςγνώριμους, σαματατζίδικους ρυθμούς της. Γιατί μα-ζευόμασταν όλοι, άριστα μελετημένοι από την προη-γούμενη, στα πίσω σκαλιά του μπακάλικου του κυρ-Βα-σίλη του Αούτου προκειμένου να σχολιάσουμε τα τσαλί-μια και τα κόλπα του Παιδιού-Φάντασμα και των συ-ντρόφων του.

    11

  • Ο Νικολάρας, ως αδιαφιλονίκητος αρχηγός, μαςέδειχνε τα κόλπα του Ζίου-Ζίτσου που χρησιμοποιήθη-καν αυτή τη βδομάδα «στην υπηρεσία της πατρίδος καιτου ελευθέρου κόσμου», κι εμείς μετά, με τη σειρά μας,τα επιδεικνύαμε στους συμμαθητές μας, στο σχολείο,όπου στουμπιόμασταν, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας με τα«αεροπλανικά» και τις τρικλοποδιές, τις μαζεύαμε μετάαπό τις μανάδες μας κανονικά («αυτά τα τρομακτικάπου διαβάζεις φταίνε»), πλην όμως νιώθαμε πανευτυ-χείς και καμαρώναμε που ήμασταν τόσο φοβεροί καιτρομεροί... «ζιουζίτσου».

    Μεγαλώσαμε, αλλάξαν οι καιροί, ο Γιώργος Θαλάσ-σης μαράζωσε να πολεμάει τους «εχθρούς της πατρί-δος» και τελειωμό να μην έχει, τα κόλπα του σκούρια-σαν...

    Εκεί πάνω εμφανίστηκε ο δεύτερος μέγας Διδάσκα-λος.

    «Τζέημς Μποντ, πράκτωρ 007 εναντίον δόκτοροςΝο» τιτλοφορείτο το πρώτο κεφάλαιο μιας ακόμα επο-ποιίας που έμελλε να διαγράψει μια θεαματική διαδρο-μή —κινηματογραφική τούτη τη φορά— και ν’ αντέξειως και τις μέρες μας.

    Ένας εναντίον όλων! Ένας, αλλά τι ένας! ΤζέημςΜπόντ!! Όλα τα νικάει, όλα τα τσακίζει! Είναι μοντέρ-νος! Είναι ζόρικος και γοητευτικός! Είναι «καράτε»!

    Τρέξαμε στο σινεμά, τον απολαύσαμε τον «Τζεμη-μπό», μείναμε με το στόμα ανοιχτό σ’ όλα αυτά τα πα-ράξενα και θαυμαστά που βλέπαμε για πρώτη φορά,

    12

  • ενθουσιαστήκαμε αλλά και κάπως δυσπιστήσαμε —στην αρχή.

    —Μα είναι τώρα δυνατόν;!...

    —Έλα μωρέ καημένε... Μούσι!

    —Παραμυθάκια της Χαλιμάς.—Γίνονται τώρα αυτά;

    —Στα ψέματα, μωρέ... Σιγά!

    Δεν δώσαμε μεγάλη πίστη στο πρώτο. Άπιστοι Θω-μάδες, δύσκολο κοινό. Χρειαζόμασταν περισσότεραστοιχεία.

    Και ήρθε η δεύτερη ταινία, ο «Χρυσοδάκτυλος», καιμετά έσκασε κι ο «Φλίντ», που ήταν ακόμα ανώτερος,και κάτι μυστικοί πράκτορες OSS 117 κι ο «ΜίστερΣόλο» (και ο Ιλία Κουρυάκιν —μου άρεσε το όνομαγιατί παρέπεμπε στην παλιά πατρίδα) κι ο «Κοπλάν» καιδεν συμμαζεύεται. Εδώ αρχίσαμε να το συζητάμε σοβα-ρά.

    —Καράτε;

    —Βέβαια! Σπας τούβλα με τα χέρια, καδρόνια με ταπόδια, τσιμεντόλιθους με το κεφάλι... Μεγάλη φάση!

    —Μα... είναι δυνατόν;

    —Ε, πώς τώρα... Αφού κι ο Διάδοχος...

    —Έλα μωρέ...

    —Τι, δεν πιστεύεις; Αφού τον είχε φωτογραφία στις«Εικόνες». Μαύρη ζώνη λέει!

    13

  • —Τι λε, ρε! Μαύρη ζώνη!!!

    Έτσι η ιδέα άρχισε να κάνει τις διαδρομές της μέσαστο μυαλό μας.

    Έπειτα ήταν κι η διαφήμιση.

    «Είναι ένας μοντέρνος άνδρας! Ένας μυστικόςπράκτωρ του Καράτε! Χτενίζεται με ΤΖΙΤΖΙΚΡΗΜ».

    «Θέλεις να είσαι σαν αυτόν τον γίγαντα του Καράτε3 νταν; Αγόρασε μια θερμοφόρα ΖΑΖΟΥΛΟΡ».

    Στα κατασκοπευτικά αναγνώσματα τώρα υπήρχε πε-ρισσότερο καράτε παρά υπόθεση. Α, ναι, και... σεξ!

    Παντού, παντού και πάντα το καράτε βρισκότανμπροστά σου. Καταντούσε πρόκληση.

    Ώσπου αρχίσαμε να το σκεφτόμαστε σοβαρά. «Γιατίδηλαδή ο Τζεμημπό κι όχι εμείς;». Σωστά. Τι μας έλειπεεδώ που τα λέμε; Μπόϊ διαθέταμε, μαλλί διαθέταμε,γοητεία και «σεξ-απήλ»... ε, καλά!... Τι μας έλειπε;Δάσκαλος μας έλειπε, αυτό και μόνο.

    Είναι βέβαια λίγο αστείο να μιλάμε για έλλειψη δα-σκάλου σε μια χώρα όπου όλοι είμαστε δάσκαλοι —κάπου. Τι λέω, δάσκαλοι... καθηγητές έπρεπε να πω.Ναι, αλλά εδώ το πράγμα ήταν καινούργιο και η υπόθε-ση λεπτή. Δεν χρειαζόμασταν έναν οποιονδήποτεδάσκαλο, χρειαζόμασταν έναν δάσκαλο του καράτε.Καρατοδάσκαλο!

    Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι το καράτε αποτελούσεπατέντα ιαπωνική, οπότε οι δάσκαλοι που το κατείχανκαι μπορούσαν να το διδάξουν ήταν —λογικά— Ιάπω-

    14

  • νες. Και πού να τον βρεις τον Γιαπωνέζο στην Αθήνατης δεκαετίας του ‘60; Ούτε σαν τουρίστες δεν έρχο-νταν ακόμα.

    Αλλά, θα μου πεις... και γιατί σώνει και καλά Ιάπω-να; Είναι δηλαδή πιο έξυπνοι από μας οι Ιάπωνες; Πιοόμορφοι, πιο τσικλεβέντες, πιο καραμπουζουκλήδες;Σε παρακαλώ!...

    Ότι μπορεί να κάνει ένας σχιστομάτης μπορεί να τοκάνει κι ο Ρωμιός —καλύτερα!

    Όπου και η αγγελία:«ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟ-ΛΗΨΗ ΣΟΥ; ΕΙΣΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙΣΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΜΕ ΕΠΙΤΥΧΊΑ ΤΗΝ ΚΤΗ-ΝΩΔΗ ΔΥΝΑΜΗ;

    Μ Α Θ Ε Κ Α Ρ Α Τ Ε !

    ΕΛΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΙΑΠΩΝΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ, ΤΖΟΥ-ΝΤΟ, ΖΙΟΥ-ΖΙΤΣΟΥ, ΚΑΡΑΤΕ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥΙΑΠΩΝΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΛΩΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ:

    Ν. Μ Π Ο Υ Μ Π Ο Υ Ν Τ Η !

    ΤΑΧΕΙΑ ΕΚΜΑΘΗΣΙΣ, ΕΝΤΟΣ ΤΡΙΩΝ ΜΗΝΩΝ. ΤΗΛ.... κλπ.κλπ.»

    Καις ως εγγύηση κι επισφράγιση όλων αυτών, μιαφωτογραφία ενός Απόλλωνα σφίχτη —λίγο καραφλούείναι η αλήθεια— σαν αυτούς που βλέπουμε στους δια-γωνισμούς bodybuilding. Υπήρχε και λεζάντα: «Ο κα-θηγητής Μπουμπουντής, πρωταθλητής Ελλάδος όλωντων κατηγοριών, επίσημος καθηγητής του καρατέ 5νταν και Μίστερ Ελλάς».

    Είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστείς από τόσους

    15

  • τίτλους. Ακόμα κι αν δεχτούμε πως το «πρωταθλητήςόλων των κατηγοριών» είναι κάπως υπερβολικό, πώςνα δυσπιστήσεις στο «επίσημος καθηγητής ιαπωνικήςπάλης»; ΕΠΙΣΗΜΟΣ, όχι αστεία! Είναι δυνατόν ναγράφει «επίσημος» χωρίς να είναι; Θα τον κλείνανμέσα. Και τα 5 νταν; Μπορείς τώρα να λες ότι έχεις 5νταν όταν δεν έχεις; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Και ησωματάρα; Πώς τα ‘φτιαξε όλα αυτά τα μούσκουλα;Έτσι; «Μίστερ Ελλάς» λέει. Έτσι γίνεσαι Μίστερ Ελλάς;

    Μπα, η περίπτωση είναι σίγουρα σοβαρή.

    Έκοψα προσεκτικά τη διαφήμιση από την εφημερί-δα και την επομένη, στο σχολείο, πιάνω τον φίλο μουτον Κώστα ιδιαιτέρως.

    Του δείχνω την αγγελία. Την παίρνει ο Κώστας, τηνκοιτάει από ‘δώ, την κοιτάει από κει... ήταν κι από τηφύση του δύσπιστος χαρακτήρας... τη μελετάει...

    —Μούφα, αποφαίνεται.

    Πειράχτηκα.

    —Γιατί, ρε συ Κώστα, μούφα;

    —Έλα μωρ’ αδερφάκι μου τώρα... Πού τον είχαμετόσον καιρό αυτόν τον γίγαντα και δεν τον ξέραμε;

    —Τι θα πει πού τον ξέραμε; Όλος ο κόσμος τονξέρει. Δεν βλέπεις εκεί; «Επίσημος καθηγητής ιαπωνι-κής πάλης»! Έτσι νομίζεις μπορεί να γράφει ο καθέναςότι θέλει; Πού βρισκόμαστε; Θα τον πήγαιναν μέσα δε-μένο.

    Φάνηκε να κλονίζεται ο Κώστας.

    16

  • —Και μετά, συνέχισα, το λέει καθαρά: «Εκμάθησιςταχεία, εντός τριών μηνών».

    —Και Μίστερ Ελλάς, λέει ο Κώστας.

    —Εμ, τι λέμε;

    —Δεν ξέρω, μωρέ...

    Στη βράση κολλάει το σίδερο.

    —Είσαι, ρε;

    —Ξέρω ‘γώ, μωρέ... Λες να είναι σοβαρό;

    —Σίγουρα. Είσαι;

    —Ο σκοπός είναι να μάθουμε τίποτα κόλπα...

    —Τι χάνουμε να ρίξουμε μια ματιά;

    —Τηλεφώνα πρώτα, να κλείσεις ραντεβού καιβλέπουμε.

    Μέχρι τις έξι το απόγευμα που θα τηλεφωνούσα κα-θόμουν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Η ζωή μου πήγαινε ν’αλλάξει. Θα μάθαινα επιτέλους να υπερασπίζομαι τηντιμή μου και την υπόληψή μου κατά της κτηνώδους δύ-ναμης! Μπορεί να γινόμουν κι ένας νέος ΤζέημςΜποντ... πού ξέρεις; Ή ακόμα κι ένας Δάσκαλος τωνπολεμικών τεχνών, γιατί όχι; Όμως... θα με δεχότανάραγε για μαθητή του ο επίσημος καθηγητής Μπου-μπουντής; Εδώ είναι το πρόβλημα.

    Τελικά ήρθε η μεγάλη στιγμή. Στις έξι ακριβώς σχη-μάτιζα στο καντράν τον αριθμό της σχολής του επίση-μου.

    17

  • Στα δυο χτυπήματα απάντησε.

    —Ναιαί...

    Η καρδιά μου έκανε δυο τούμπες ανάποδες.

    —Τον κύριο καθηγητή παρακαλώ...

    —Ποιος τον γυρεύει, περικαλώ;

    Του είπα.

    —Περεμένετε να φωνάξω τον κύριο καθηγητή.Σε μισό λεπτό μια φωνή βαθιά, σίγουρη και υπο-

    βλητική ήρθε από την άλλη άκρη της γραμμής.—Ναι... Εδώ Μπουμπουντής. Ακούω.

    —Κύριε καθηγητά, του λέω γεμάτος σεβασμό καιδέος, που μιλούσα σε ένα τέτοιο μέγεθος, εγώ, ο τίπο-τας. Κύριε καθηγητά... Είδα την αγγελία σας στην εφη-μερίδα... και... ενδιαφέρομαι για το καράτε...

    —Ναι, απάντησε η φωνή. Θα γνωρίζετε ασφαλώςπως είμαι ο μόνος επίσημος καθηγητής στην Ελλάδατζούντο, ζίου-ζίτσου, καρατέ.

    —...και πρωταθλητής Ελλάδος όλων των κατηγο-ριών, βιάστηκα να προσθέσω για να του δείξω πωςήμουν διαβασμένος.

    —Ναι, επικύρωσε η φωνή. Και ο μόνος στην Ελ-λάδα που έχει το δικαίωμα να διδάξει το καρατέ.

    Το οποίο, ως γνώστης, τόνιζε διαφορετικά απ’ ότιεμείς, οι άσχετοι.

    —Μάλιστα.

    18

  • —Γι’ αυτό, πριν σας δεχτώ στη Σχολή μου, θαπρέπει να μιλήσω μαζί σας, να δω γιατί θέλετε να μάθε-τε καρατέ, και μετά, εφόσον εγκρίνω, να σας εγγράψω.Αλήθεια, γιατί θέλετε να μάθετε καρατέ;

    —Εεεε...—Το καρατέ, συνέχισε διδακτικά η φωνή, είναι η

    άμυνα του πνευματικού ανθρώπου κατά της κτηνώδουςδύναμης.

    —Μάλιστα, κύριε καθηγητά. Αυτό.—Περάστε το λοιπόν αύριο το απόγευμα από τη

    Σχολή, να συζητήσουμε.

    Πολύ εντυπωσιάστηκα από τη σύντομη τηλεφωνικήεπαφή με τον κύριο επίσημο καθηγητή. Φως-φανάριότι η Σχολή Μπουμπουντή ήταν σοβαρή υπόθεση.«Πέρνα, κύριε, να μιλήσουμε, να δω τι καπνό φου-μάρεις, και μετά θα σου μάθω την Τέχνη. Εάν κιεφόσον εγώ εγκρίνω». Έτσι είναι. Τι, θ’ αφήσουμεόποιον-όποιον να μάθει ιαπωνική πάλη; Αυτά είναι γιαλίγους. Για εκλεκτούς. Πολύ καλή εντύπωση μου έκανεο Δάσκαλος. Πολύ ανώτερος, πολύ εκλεπτυσμένος.

    Την επομένη στο σχολείο πιάνω τον Κώστα και τουδίνω λεπτομερέστατη αναφορά πεπραγμένων. Εντυπω-σιάστηκε κι εκείνος.

    —Είπε, ρε συ, «αφόσον ΕΓΩ εγκρίνω»;

    —Κατά λέξη.

    —Ρε συ... Τότε μπορεί να ναι σωστή η φτιάξη.ʻ—Δεν στα ‘λεγα εγώ;

    19

  • —Και είπε να περάσεις σήμερα από τη Σχολή;

    —Να περάσουΜΕ θες να πεις, διόρθωσα.

    —Α, όχι, μάγκα μου. Εσένα είπε, εσύ πρέπει ναπας.

    —Πάλι εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;—Έτσι πρέπει. Μπορεί να παρεξηγηθεί αν πάμε

    δυο. Θα πει: «Τι, κύριε, φοβάσαι μη σε φάμε;». Γι’ αυτόπρέπει να πας πρώτα εσύ, να κόψεις κίνηση και μετά...

    —Αν εγκρίνει.—Αν εγκρίνει βέβαια. Και θα του πεις και για μένα,

    έτσι; Να του πεις... έχω ένα φιλαράκι...

    Για να μην τα πολυλογώ πήγα. Είχα τη διεύθυνσηαπό την αγγελία. Κεντρικότατος δρόμος της Αθήνας,αριθμός 147. Άρχισα να ψάχνω. Έψαξα από ‘δώ, έψαξααπό ‘κεί... πουθενά το 147. Λέω, δεν μπορεί... κοτζάμεπίσημη σχολή, θα ‘χει ταμπέλα να φαίνεται... Ξανα-ψάχνω... Τίποτα. Ούτε το 147 έβρισκα, ούτε την τα-μπέλα. Απελπίστηκα στο τέλος και κατέφυγα στα φώταενός ψιλικατζή.

    —Το 147 παρακαλώ;

    —Εδώ είναι, μου λέει.

    Πού εδώ δηλαδή; Στο ψιλικατζίδικο; Με δουλεύει;

    —Ξέρετε, ψάχνω για τη σχολή ιαπωνικής πάλης τουκυρίου Μπουμπουντή, του λέω.

    —Εδώ είναι, μου απαντάει ατάραχος ο ψιλικατζής.Ανέβα τη σκάλα. Στο δεύτερο όροφο... Μπουμπουντής.

    20

  • —Σκάλα; Ποια σκάλα;

    —Στο βάθος της αυλής.

    Κάνω έτσι, κοιτάζω καλύτερα πριν ρωτήσω «ποιααυλή;»... βλέπω ένα στενό διαδρομάκι, αόρατο, που κα-τέληγε σε κάτι ανάμεσα σε φωταγωγό κι αποθήκη. Λέωμέσα μου, «λάθος κατάλαβα, ας ξαναρωτήσω».

    —Με συγχωρείτε... η Σχολή του κυρίου Μπουμπου-ντή...

    —Είπαμε, χριστιανέ μου! Δεύτερος όροφος, σκάλαστο βάθος. Άντε κι έχουμε και δουλειά...

    Απογοητεύτηκα λίγο. Αλλιώς την είχα φανταστεί τηΣχολή. Αλλά και πάλι, ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμεσυμπεράσματα. Τι έχει να κάνει το εξωτερικό με το πε-ριεχόμενο;

    Πήρα λοιπόν μια βαθιά εισπνοή και βούτηξα μεγενναιότητα και πρωτοφανή αυταπάρνηση στα άδυτατης... «αυλής» προς αναζήτηση της περίφημης σκάλαςπου θα με οδηγούσε στις ανώτερες σφαίρες της δια-νόησης και της σωματικής ρώμης. Τη σκάλα την βρήκασχεδόν το ίδιο δύσκολα με την «αυλή», αλλά τη βρήκα.Ήταν μαύρη κι άραχλη, ετοιμόρροπη, μύριζε κουνουπί-δι και στρατώνα κι έτριζε και κουνιόταν όπως τηνανέβαινες, αλλά ήταν ο μόνος δρόμος που οδηγούσεστον Ναό της Γνώσης του δευτέρου πατώματος.

    Στον πρώτο όροφο συνάντησα μια «Αποθήκη Ιματι-σμού Ευκαιρίας», την ξεπέρασα και συνέχισα την άνο-δό μου ώσπου να ξεπροβάλλουν επιτέλους προ των έκ-θαμβων οφθαλμών μου οι πύλες του Παραδείσου, με-

    21

  • ταμφιεσμένες σε μια σαθρή ξύλινη πόρτα, με μπογιάπου ξεφλούδιζε και με μια χαρτονένια πινακίδα γραμ-μένη με το χέρι:

    «ΣΧΟΛΗ ΙΑΠΩΝΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ, ΤΖΟΥΝΤΟ, ΖΙΟΥ-ΖΙ-ΤΣΟΥ, ΚΑΡΑΤΕ του πρωταθλητού Ελλάδος όλων τωνκατηγοριών 5 νταν ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΤΗ».

    Είχα φτάσει στον προορισμό μου. Δίστασα για μιαστιγμή, είναι η αλήθεια. Είπα να γυρίσω πίσω... δενήμουν άξιος εγώ να αντικρίσω τον ημίθεο αυτόν επίση-μο του καράτε... Εγώ, ένας κοινός θνητός, αμύητος,αδαής, άξεστος...

    Ήμουν έτοιμος να λιποτακτήσω, να το σκάσω σανλαγός... Όμως η δίψα μου για Μάθηση έδωσε μια νέαώθηση στη θέλησή μου, την ατσάλωσε κι έσπρωξε τοτρεμάμενο χέρι μου να χτυπήσει διστακτικά δυο φορέςστο ξεφτισμένο φύλλο της πόρτας —δεν υπήρχε ούτερόπτρο, ούτε κουδούνι.

    —Εμπρόιις, έρχεται μια φωνή από τα ενδότερα.

    Με μια τελευταία βαθιά εισπνοή έσπρωξα αποφασι-στικά την πόρτα και μπήκα.

    Ένα δωμάτιο 1,50x3 μέτρα, με το ζόρι. Μια μεταλλι-κή, ξεχαρβαλωμένη ντουλάπα στη μια πλευρά του τοί-χου, κάτι φωτογραφίες καράτε κομμένες από περιοδικάεδώ κι εκεί (με πινέζες), μια παλιοκαρέκλα καφενείου,ένα γραφείο δημοσιοϋπαλληλικό, ευκαιρίας, και πίσωαπό το γραφείο δυο τύποι.

    Ο ένας νέος, μάλλον κοντός, έμοιαζε με μπράβο ήμε υπαίθριο μανάβη. Ο άλλος, γύρω στα σαρανταφεύ-

    22

  • γα, κοντός, χοντρός, καραφλός και με τα πόδια σταυ-ρωμένα πάνω στο γραφείο.

    Ήταν ο χοντρός που άνοιξε την κουβέντα.

    —Τι θες; μου κάνει με ύφος ενοχλημένο.

    —Εεεε... τον κύριο καθηγητή, παρακαλώ...

    Ο χοντρός μου έριξε μια λοξή ματιά.—Εγώ, μου πετάει. Λέγε.Στην αρχή νόμισα πως άκουσα λάθος. Αυτός ο κο-

    ντοχοντρομπαλοκαράφλας ήταν ο... ΕΠΙΣΗΜΟΣ κύ-ριος καθηγητής τζούντο, ζίου-ζίτσου, καράτε;!!! Ο ΠΡΩ-ΤΑΘΛΗΤΗΣ Ελλάδος όλων των κατηγοριών;!!! Ο μαύ-ρη ζώνη 5 νταν;!!! Ο... Μίστερ Ελλάς;!!! Μου ‘ρθε ναβάλω τα γέλια και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη τηνκαλή μου ανατροφή για να το αποτρέψω. Αστον τον άν-θρωπο να ονειρεύεται ότι είναι ο ΕΠΙΣΗΜΟΣ!

    —Δεν καταλάβατε, λέω σεμνά. Τον κύριο Μπου-μπουντή ζητώ.

    Ο χοντρός φάνηκε να νευριάζει.

    —Ο ίδιος είπαμε.

    Εδώ άρχισα να κλονίζομαι.

    —Τηλεφώνησα χθες..., είπα, ελπίζοντας ακόμα ότιμου κάνουν πλάκα.

    —Α, μάλιστα!... Ο έτσι που θέλει να μάθει καρατέ.Πιάσε την καρέκλα, κάτσε.

    Κάθισα λίγο μουδιασμένος. Ώστε είχα μπροστά μουτον... κύριο καθηγητή αυτοπροσώπως!

    23

  • Ο οποίος κατέβασε τα πόδια από το γραφείο και κα-θάρισε το λαιμό του.

    —Όπως είπαμε και στο τηλέφωνο, η Σχολή Μπου-μπουντή, τζούντο, ζίου-ζίτσου, καρατέ, είναι η μοναδι-κή στην Ελλάδα και η μόνη σοβαρή, είπε σαν να το είχεαποστηθίσει.

    Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία. Αυτός ήταν ο ΕΠΙ-ΣΗΜΟΣ!

    —Κι εγώ, συνέχισε σαν να διάβαζε τη σκέψη μου,είμαι ο μόνος ΕΠΙΣΗΜΟΣ καθηγητής τζούντο, ζίου-ζί-τσου, καρατέ 5 νταν...

    —...και πρωταθλητής Ελλάδος, συμπλήρωσε ο άλ-λος.

    —...όλων των κατηγοριών.

    —Μάλιστα.

    —Λοιπόον... Εσύ τώρα θες να μάθεις καρατέ.

    —Ναι... ναι...

    —Μπράβο! επικρότησε ο Μπουμπουντής. Είναι ησπουδαιότερη απόφαση της ζωής σου! Το να μάθειςκαρατέ στου Μπουμπουντή είναι σαν να έχεις ένα μπι-στόλι στην κωλότσεπη.

    Άρχισα να ξαναβρίσκω την εμπιστοσύνη μου στοπρόσωπο του κυρίου καθηγητή. Στο κάτω-κάτω τι έχεινα κάνει η εμφάνιση; (Μόνο εκείνο το μυστήριο τηςφωτογραφίας δεν μπορούσα να λύσω).

    —Το καρατέ, είναι η άμυνα του πνευματικού αν-θρώπου κατά της κτηνώδους δύναμης, απήγγειλε ο

    24

  • Μπουμπουντής. Όταν θα σου μάθω αυτά που πρέπει νασου μάθω κανείς δεν θα μπορεί να απειλήσει τη ζωήσου και την υπόληψή σου. Ας υποθέσουμε πως περπα-τάς στο δρόμο... Συνοδεύεις την αδερφή σου κι έναςκουραδόμαγκας της πετάει μια σπόντα... «Μάνα μου ταωραία σου!». Τι κάνεις; Σταματάς, γυρίζεις και του λες:«Φίλε, το καλό που σου θέλω... σπάσε». «Άει πηδήξου,ρε τσόφλι», θα σου πει αυτός. Εσύ δεν θα τα χάσεις...Θα βγάλεις την ταυτότητα που θα σου δώσω εγώ και θατου πεις: «Ορίστε, είμαι καρατέ του πρωταθλητού μαςΜπουμπουντή». Αν και τότε δεν χεστεί πάνω του, πουαποκλείεται μόλις ακούσει «Μπουμπουντής», τότε δενθα τα χάσεις... Θα διπλώσεις την ταυτότητα κατ’ αυτήτην έννοια (μου έδειξε πώς) και θα του πεις: «’Ντάξει,ρε φίλε... Δεν θέλω να μαλώσω μαζί σου... φεύγω». Καιθα κάνεις πως βάζεις ξανά την ταυτότητα στην τσέπητου σακακιού σου. Εκεί λοιπόν που ο μάγκας θα το πε-ριμένει λιγότερο... του αμολάς μια στα μάτια με τα δυοδάχτυλα, κατ’ αυτή την έννοια (έδειξε πάλι πώς). Αυτόςτυφλώνεται για μια στιγμή... και τότε εσύ τον πλακώνειςστις μπουνιές και του αλλάζεις τον αδόξαστο!

    Respect! Τώρα μάλιστα! Σου βγάζω το καπέλο, κύ-ριε καθηγητά! Σε παρεξήγησα προς στιγμή... έχασα τηνπίστη μου... Συχώρα με. Αμάρτησα. Έτσι είναι ο άνθρω-πος, αχάριστο και δύσπιστο πλάσμα. Όμως τώραντρέπομαι που αμφέβαλα για την αξία σου. Με έβαλεςστη θέση μου. Συγγνώμη.

    —Κατάλαβες τώρα, φιλαράκο, τι έχεις να κερδίσειςεγγραφόμενος στη Σχολή Μπουμπουντή;

    25

  • Αν κατάλαβα λέει!

    —Δηλαδή, κύριε καθηγητά... δηλαδή... με δέχεστεγια μαθητή σας;

    Ο ΕΠΙΣΗΜΟΣ μου έριξε μια πατρική, προστατευτι-κή και πλήρη κατανόησης ματιά.

    —Μου φαίνεσαι καλό παιδί και με αντίληψη, είπε.Ο Μπουμπουντής σ’ αυτά δεν κάνει λάθος ποτέ.

    —Ευχαριστώ, κύριε καθηγητά.—Η φοίτηση στη Σχολή διαρκεί τρεις μήνες και τα

    δίδακτρα είναι 300 φράγκα μηνιαίως. Το ποσόν προ-πληρώνεται κάθε μία του μηνός, καθόσον έχουμε κιέξοδα. Και να θυμάσαι ότι ένας είναι ο επίσημος καθη-γητής τζούντο, ζίου-ζίτσου, καρατέ στην Ελλάδα. Ο Νι-κόλαος Μπουμπουντής. Τέρμα.

    Θυμήθηκα τον Κώστα.—Μήπως να φέρω κι έναν φίλο μου;...—Μπράβο, γειάσου! Όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά

    θα μάθετε. Και μην ξεχάσετε να φέρετε λεφτά.Έφυγα καταμαγεμένος. Το μέλλον ανοιγόταν μπρο-

    στά μου γεμάτο υποσχέσεις. Από αύριο όλα αλλάζουν.Από αύριο θα έπαυα να είμαι ανώνυμος μεταξύ ανωνύ-μων. Θα γινόμουν μαθητής του πρωταθλητού μαςΜπουμπουντή! Μ’ έβλεπα κιόλας να δείχνω την ταυ-τότητα στον μάγκα που θα τολμούσε να μου πειράξειτην αδερφή στο δρόμο (κι ας μην είχα αδερφή).«Μάγκα μου, σπάσε... Καρατέ του πρωταθλητού μαςΜπουμπουντή».

    26

  • Στο σχολείο τώρα ενημέρωση του Κώστα.

    —Του είπες για μένα, ρε συ;

    —Βέβαια. Και μου λέει: «Σπαθί... όσο πιο πολλοίτόσο πιο καλά».

    —Να πάρουμε τότε μαζί και τον Λουκά.

    —Μέσα.

    Το μάθημα ήταν τέσσερις με πέντε το απόγευμα.Τέσσερις παρά δέκα βρισκόμασταν και οι τρεις, με τουςσάκους μας μπροστά στην πόρτα της Σχολής. Με δι-καιολογημένο δέος και χτυποκάρδι.

    Χτυπήσαμε και μπήκαμε.

    Αυτή τη φορά πίσω από το γραφείο καθόταν έναχωριατόπαιδο, καμιά εικοσαριά χρονών, που όπωςμάθαμε αργότερα τον έλεγαν Αλέκο και έκανε χρέηβοηθού του Δασκάλου.

    —Τι τρέχ’ει, μάγκις;—Ήρθαμε για μάθημα, του λέω.—Τι μάθ’μα;—Καράτε, του δηλώνω υπερηφάνως κι ένιωσα να

    ψηλώνω κατά μερικά εκατοστά.—Α, μά’στα. Αλλάξτι στη γουνιά κι μιτά θα πιράσ’μι

    στην αίθουσα για προυθέρμανσ’η, μέχρ’ να ‘ρθ’ ου κύ-ριους καθηγητής.

    Αλλάξαμε το λοιπόν στη... γουνιά κι αφού μείναμεμε τα σορτσάκια της γυμναστικής και τα φανελάκια μας

    27

  • πήρε ο Αλέκος, που δεν είχε αλλάξει καθόλου, και μαςέμπασε στην αίθουσα.

    Ήταν η πρώτη φορά που μπαίναμε σ’ ένα Dojo (δενξέραμε τότε ότι λεγόταν έτσι βέβαια) και μας κατέλαβεδέος.

    Ακριβώς απέναντι από την είσοδο, πάνω στον τοίχο,δυο σημαίες. Η ελληνική κι η γιαπωνέζικη. Κάτω απότις σημαίες μια καδραρισμένη σε χρυσοποίκιλτη κορνί-ζα φωτογραφία του Μπουμπουντή. Στο πάτωμα τατάμι(στρώμα από άκρη σε άκρη), τόσο βρώμικο που σιχαι-νόσουν να φτύσεις. Για πιο εξωτικό τόνο οι τοίχοι ήτανσκεπασμένοι με ψάθα, απ’ όπου μας ερχόταν ένα μυ-στήριο παγωμένο αεράκι που μας ξύλιαζε. Μερικοίσάκοι του μποξ με άμμο κρεμασμένοι από το ταβάνι καικάτι παλούκια για χτυπήματα με χέρια και πόδια συ-μπλήρωναν το ντεκόρ.

    Μας περιέλαβε το λοιπόν ο Αλέκος για... προυθέρ-μανση. Κάμποσες ασκήσεις για να ζεσταθούμε, σουλα-τσάραμε στην αίθουσα, κοπανήσαμε και μερικές στουςσάκους και τα παλούκια και περιμέναμε τον κύριο κα-θηγητή να μας μυήσει στα μυστήρια της Άπω Ανατολής.

    Ο Μπουμπουντής ήρθε μετά από μισή ώρα μαζί μετον άλλο, που είχα δει χθες στο γραφείο, που τονφώναζε Μήτσο και που μάλλον ήταν κι αυτός «καθηγη-τής».

    Μπήκε λοιπόν ο Δάσκαλος, μεγαλοπρεπής, επιβλη-τικός, με μια οδοντογλυφίδα στο στόμα, με την παλιο-μοδίτικη ετοιματζήδικη κουστουμιά, χωρίς να βγάλει τα

    28

  • σκαρπίνια του πάνω στο τατάμι (έτσι εξηγείται και ηβρωμιά).

    Τον χαιρέτησα σεβαστικά και του παρουσίασα τουςφίλους μου.

    Ο καθηγητής μας κοίταξε έναν-ένα και σταμάτησεστον Λουκά.

    —Εσύ, είσαι χοντρός, του λέει.

    Εμένα τώρα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί! Έριξαμια άγρια ματιά στον Λουκά, που τολμούσε να παρου-σιάζεται στον ΕΠΙΣΗΜΟ σε τέτοια χάλια.

    Ο Μπουμπουντής γυρίζει στον Αλέκο.

    —Αλέκο, πάω να ‘τοιμαστώ, του λέει. Να τους πειςτι θα κάνουν.

    Κι εξαφανίστηκε πίσω από το παραβάν που χώριζετο Dojo από το γραφείο.

    Μας κάνει νόημα ο Αλέκος να πλησιάσουμε.

    —Ιλάτι ιδώ να σας πω.

    Πήγαμε, περίεργοι να δούμε τι είχε να μας πει οΑλέκος (κατ’ εντολήν του κυρίου καθηγητού βεβαίως).

    Ο Αλέκος χαμήλωσε τη φωνή κι έσκυψε προς τομέρος μας εμπιστευτικά.

    —Τώρα που θα μπει μέσα ου Δάσκαλους... θ’ασκουθείτι πάν’ κι θα υπουκλιθείτι...

    —Γιατί; ρωτάει ο Κώστας, που ήταν από τη φύσητου δύσπιστος.

    29

  • —Γιατί... θα φουρά’ει τη Στουλή.

    —Ποια στολή;

    Χαμήλωσε ακόμα περισσότερο τη φωνή ο Αλέκος—από σέβας.

    —Τη Στουλή τ’ Μαύρου Δρακόντου, μας λέει. Ουμόνους που τ’ν έχ’ει. Άμα τη φουράει καθούμαστιπρουσουχή.

    —Α!...

    —Λοιπόν... Όπους είπαμε... Μόλ’ς μπει, θ’ ασκου-θείτι, θα υπουκλιθείτι κι θα πείτι: «ΑριγκατόγκουΖαϊμάς».

    —Γιατί;

    —Ιπειδής φορά’ει τη Στουλή, δεν είπαμι; Λοιπόν...Αριγκατόγκου...

    —Αριγκατόγκου... (εμείς).

    —Όχ’ι «τόγκου», ρε... Τόγκου.

    —Ε, τόγκου...

    — «Ο», θέλει να πει ο άνθρωπος, ρε σεις, αναλαμ-βάνω να τους διαφωτίσω εγώ, που κάτεχα ξένες γλώσ-σες (εν προκειμένω καραγκούνικα).

    —Αριγκατόγκο;...

    —Μπράβου, έτσ’! ενθουσιάζεται ο Αλέκος. Ζαϊμάς.Όλου μαζί... Αριγκατόγκου Ζαϊμάς.

    —Αριγκατόγκο Ζαϊμάς.

    Για χρόνια παιδευόμουν να καταλάβω τι σήμαινε

    30

  • αυτός ο χαιρετισμός. Μετά έμαθα πως ήταν μια ελεύθε-ρη απόδοση του «Arigato gozaimashita», που σημαίνει«ευχαριστώ που ήρθατε» !!!! Αθάνατε Μπουμπουντή!

    Δεν προφτάσαμε να πούμε τίποτ’ άλλο γιατί εκείνητη στιγμή άνοιξε το παραβάν και μπήκε μέσα ο επίση-μος Δάσκαλος, γεμάτος επισημότητα.

    Η «Στολή του Μαύρου Δράκοντα» ήταν το πάνωμέρος μιας πυτζάμας από μαύρο σατέν με κάτι σαν σα-ρανταποδαρούσα σταμπαρισμένο στο τσεπάκι (υπο-θέτω ο Δράκοντας που μας έλεγε ο Αλέκος). Το κάτωμέρος της στολής ήταν το ετοιματζήδικο παντελόνι τηςκουστουμιάς. Αλλά είχε βγάλει τα σκαρπίνια και ήτανμε τις κάλτσες.

    Το θέαμα ήταν τόσο απροσδόκητο ώστε πεταχτήκα-με όρθιοι χωρίς να χρειαστεί να μας το υποδείξει οΑλέκος. Υποκλιθήκαμε, περισσότερο για να κρύψουμετο νευρικό γέλιο που απειλούσε να εκραγεί —την ομο-λογώ την αμαρτία μου— παρά από σέβας. Καταλαβαί-ναμε όμως πως δεν θα τα καταφέρναμε να κρατηθούμεαν έπρεπε να πούμε εκείνο το «Αριγκατόγκο Ζαϊμάς».

    Λάβαμε μια μικρή πίστωση χρόνου όταν ο Δάσκα-λος προχώρησε μεγαλόπρεπα —όσο μεγαλόπρεπα τουεπέτρεπαν οι νάϋλον κάλτσες που φορούσε— ως τημέση του Dojo, στάθηκε και με φωνή βροντερή απάγ-γειλε τον περίφημο χαιρετισμό των καρατέκα, τονίζο-ντας μια-μια τις συλλαβές:

    —ΑΡίΓΚΑ-Τό-ΓΚΟ-ΖΑΪ-ΜάΣ!

    Ήταν πάρα πολύ!

    31

  • Ο Κώστας κι εγώ σφίξαμε τα δόντια. Τρανταζόμα-σταν υποθαλασσίως από κείνο το ύπουλο γέλιο που έρ-χεται από το στομάχι, ανεβαίνει στο στήθος, στο λαρύγ-γι για να σκάσει στο τέλος σαν βόμπα από το στόμα. Τηβόμπα λοιπόν προσπαθούσαμε ν’ αποφύγουμε, απελ-πισμένα, όταν, ξαφνικά βλέπουμε τον Λουκά να πε-τάγεται, κατακόκκινος, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα απότην υπερπροσπάθεια και κρατώντας την κοιλιά του νακραυγάζει:

    —Αριγκατομποκαϊμαμάς.... γουόχαχαχαχαχαχα-χουχα...

    Βόμπα!Ο κύριος καθηγητής ούτε που συγκινήθηκε.

    Βράχος, εκεί, στη μέση του Dojo, με τη μαύρη πυτζάμακαι τις κάλτσες, με τρεις μαθητές ασεβείς, που δεν ήξε-ραν να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο του!

    —Είσαι χοντρός, λέει του Λουκά.

    Η παράσταση όμως είχε καταστραφεί.

    —Είσαι χοντρός, επανέλαβε ο ΕΠΙΣΗΜΟΣ. Καισεις, ρε, τι χάσκετε σαν λουλούδες; Ξέρετε, ρε ρεμάλια,πού βρισκόσαστε; Δεν ξέρετε. Γι’ αυτό και σας συγχω-ρώ, για πρώτη και τελευταία φορά. Εδώ είναι εκκλησία.Όπως δεν γελάτε όταν μπαίνετε στην εκκλησία έτσι καικαλύτερα δεν θα γελάτε στον Ναό του Καρατέ. Όπωςτρέχετε να φιλήσετε το χέρι του παπά όταν τον βλέπετεέτσι θα χαιρετάτε και τον Δάσκαλο του Καρατέ, που κιαυτός είναι ιερέας στο είδος του. Ιδίως όταν αυτός λέγε-ται Μπουμπουντής.

    32

  • Σταματήσαμε τα γέλια (δεν ήταν εύκολο), ντροπια-σμένοι που παρεκτραπήκαμε και μας έγινε η παρατή-ρηση, και βαλθήκαμε να κοιτάμε τον Δάσκαλο σταμάτια, ν’ αρπάξουμε κάθε κουβέντα που θα ‘βγαινε απότο θείο του —και καραφλό— κεφάλι για να μας κάνεικαλύτερους.

    —Θα σας πω για το καρατέ, ξεκίνησε ο Δάσκαλος.Και πρώτα απ’ όλα... λεφτά φέρατε;

    —Εγώ μόνο εκατό φράγκα...

    —Κι εγώ...

    —Εγώ πενήντα...

    —Εσύ είσαι χοντρός, γι’ αυτό, λέει ο Δάσκαλος τουΛουκά. Γιατί, ρε σεις; Δεν είπαμε ότι ο μήνας πληρώνε-ται μπροστάντζα; Τι να σας κάνω τώρα; Να σας διώξω;Με φέρνετε σε δύσκολη θέση... Έχουμε έξοδαεδώ...Τέλος πάντων... Δώστε τώρα αυτά που έχετε καιστο επόμενο μάθημα τα υπόλοιπα. Συνεννοηθήκαμε;

    —Μάλιστα.Τα όβολα άλλαξαν χέρια, μέσα στον ναό, κάτω από

    τις σημαίες και τη χρυσοποίκιλτη φωτογραφία τουΜπουμπουντή και πήγαν να ζεστάνουν την τσέπη τουΔάσκαλου.

    Ο οποίος, με το πέρας της διαδικασίας, συνέχισετην παράδοση.

    —Λοιπόν, το καρατέ —καρατέ θα το λέτε, όχι κα-ράτε— είναι άθλημα Ινδικό, που το πήραν μετά οιΙάπωνες και το ‘καναν γιαπωνέζικο. Αυτά που θα σαςμάθω εδώ εγώ κανείς άλλος στην Ευρώπη, για να μην

    33

  • πω στον κόσμο, δεν μπορεί να σας τα μάθει. Γιατί, ε,του κερατά! Ένας είναι ο Μπουμπουντής, ο μόνος επί-σημος καθηγητής τζούντο, ζίου-ζίτσου, καρατέ 5 νταν!Ο μόνος που έχει δικαίωμα να φοράει τη στολή τουΜαύρου Δράκοντα! Που έχει γράψει βιβλία, που έχεικάνει διαλέξεις στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια, που έρ-χονται μαθητές απ’ όλο τον κόσμο, να μάθουν... Ποιοςάλλος μπορεί να συγκριθεί με τον Μπουμπουντή; Κα-νείς.

    Εμείς ακούγαμε με δέος, σε τι ιερό τέρας έχουμεπέσει!

    —Λοιπόν, όπως είπαμε, συνέχισε ο ΕΠΙΣΗΜΟΣ.Εδώ μέσα είναι εκκλησία. Τι κάνουμε στην εκκλησία;Προσευχόμαστε στο θεό. Το ίδιο κι εδώ. Και ποιος εί-ναι θεός στη Σχολή; Ο καθηγητής μας. Και βέβαια έναςάνθρωπος που τυγχάνει πρωταθλητής Ελλάδος όλωντων κατηγοριών, που τον έχουν γράψει εφημερίδες καιπεριοδικά, που το όνομά του συζητιέται σε όλο το σύ-μπαν... τι είναι αν δεν είναι θεός;

    Σωστά.—Λοιπόν... Το καρατέ, όπως είπαμε, είναι η άμυνα

    του πνευματικού ανθρώπου κατά της κτηνώδους δύνα-μης. Εσείς θα έχετε επιπλέον την τύχη να βγείτε από τηΣχολή του Μπουμπουντή, την επίσημη, αναγνωρισμένησχολή ιαπωνικής πάλης. Ποιος θα τολμήσει να τα βάλειμαζί σας άμα βγάλετε την ταυτότητα και του πείτε: «Κοί-τα ‘δώ... ξέρεις κάτι, φίλε... Καρατέ του πρωταθλητούμας Μπουμπουντή».

    Βέβαια!

    34

  • —Τα κόλπα που θα σας δείξω εγώ δεν τα ξέρει κα-νείς άλλος. Μια φορά θα το δείχνω και θα το καταλα-βαίνετε αμέσως. Και για να αντιληφθείτε τι εστί Μπου-μπουντής θα κάνω μια επίδειξη. Αλέκο... Τα ξύλα.

    Έτρεξε ο Αλέκος, έφερε κάτι παλιοσανίδες, κάμπο-σα τούβλα, έβαλε τα τούβλα από τη μια μεριά και τηνάλλη, διάλεξε και μια σανίδα, μέχρι 15 χιλιοστά πάχος,και την ακούμπησε πάνω στα τούβλα απ’ άκρη σε άκρη.

    Πλησίασε ο Δάσκαλος και φάνηκε να συγκε-ντρώνεται.

    —Ησ’χία, μας ψιθυρίζει ο Αλέκος. Ου καθηγ’τήςσυγκιντρώνιτι.

    Η συγκέντρωση κράτησε κάπου δυο λεφτά. Μετά οΔάσκαλος σήκωσε τελετουργικά το χέρι πάνω από τοκεφάλι του.

    -Ιάααααααααααα! η κραυγή.

    Μπαμ το χέρι, πελέκι. Κρατς! Κομμάτια η σανίδα.

    Γυρίζει ο Δάσκαλος προς το μέρος μας.

    —Αυτό είναι το καρατέ, μας δηλώνει υποβλητικά.

    Εντυπωσιασμένοι εμείς. Τώρα η σανίδα μπορεί ναήταν λίγο σάπια... αλλά άντε σπάστην εσύ!...

    —Και τώρα θα σας δείξω το πρώτο κόλπο που είναιη κλωτσιά, δηλώνει ο Μπουμπουντής. Έλα εδώ εσύ οχοντρός. Κλώτσα με σημαδεύοντας τα γεννητικά όργα-να.

    Ο Λουκάς ήταν επιφυλακτικός.

    35

  • —Δεν θα με πονέσεις...

    Ο Δάσκαλος θύμωσε.

    —Τι σας είπα εγώ πριν; του λέει. Δεν είπα ότι ο κα-θηγητής σας είναι θεός κι ότι λέει πρέπει να γίνεταιαμέσως; Άμα σου πει ο καθηγητής σου «Πέσε στη φω-τιά», θα πέσεις στη φωτιά. Βάρα κλωτσιά.

    Αφού ήταν έτσι αμολάει ο Λουκάς μια κλωτσιά, τονμπλοκάρει με τα χέρια χιαστί ο Δάσκαλος, του τραβάεικαι μια αντικλωτσιά, πάρ’ τον κάτω τον Λουκά.

    —Μπλοκάρουμε με τα χέρια χιαστί, σπρώχνουμεκαι κλωτσάμε τον αντίπαλο στην ευαίσθητη περιοχή.Πες το εσύ, όπως το είπα, μου λέει.

    —Σταματάμε...

    —Όχι. Μπλοκάρουμε. Όπως το λέω εγώ θα τομάθεις.

    —Μπλοκάρουμε χιαστί...

    —Με τα χέρια χιαστί.

    —Με τα χέρια χιαστί, σπρώχνουμε και κλωτσάμετον άλλο...

    —Τον αντίπαλο είπα εγώ.

    —Τον αντίπαλο στα γεννητικά...

    —Στην ευαίσθητη περιοχή. Να προσέχεις πιο πολύστο μάθημα. Έλα τώρα εσύ, ο άλλος, να επαναλάβου-με. Κλώτσα.

    Ο Κώστας ήταν δύσπιστος, το είπαμε και το ξανα-λέμε.

    36

  • —Κι άμα σε χτυπήσω;

    —Βρε τι σας έλεγα τόση ώρα; Ο καθηγητής σας εί-ναι θεός. Αυτό δεν έλεγα;

    —Καλάααα...

    Κάνει έτσι ο Κώστας, πως θα τον χτυπήσει με τοδεξί, αλλάζει πόδι την τελευταία στιγμή —προσποίησηλέγεται αυτό στη μπάλα— και του αμολάει μια αριστερήτου θεού που θα την θυμάται και στον άλλο κόσμο.

    Μπαμ, παρ’ τον κάτω τον θεό!

    —Ήθελα να δω αν μας πούλαγε παραμύθι, δικαιο-λογήθηκε αργότερα ο Κώστας.

    Ο θεός όμως σαν να άρχισε να κατρακυλάει από τοβάθρο του.

    * * *

    Τέλος πάντων, συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στην επί-σημη Σχολή. Μάθημα τώρα μας έκανε ο Μήτσος, καμιάφορά κι ο Αλέκος. Τον θεό τον βλέπαμε σπάνια. Ερ-χόταν, έλεγε «φέρατε, ρε, λεφτά;» κι εξαφανιζόταν καιπάλι.

    Πάντως κάναμε προόδους. Ο Μήτσος ήταν καλόςδάσκαλος, όπως αποδείχτηκε κι αργότερα. Κάτι ήξερεο άνθρωπος, δεν ήταν αέρας κουβέντα σαν κάτι άλ-λους, όνομα και μη χωριό. Είχε νομίζω καφέ ζώνη στοτζούντο, αλλά εκείνο που τον διέκρινε ήταν η εφευρετι-κότητα. Το «εντάξει, ρε φίλε, δεν μαλώνω» κόλπο τουθα άξιζε να πάρει διεθνή πατέντα ευρεσιτεχνίας.

    Μας δίδασκε ο Μήτσος:

    37

  • —Ας υποθέσουμε ότι σου κολλάει ένα νταμάρι δυομέτρα. Τι κάνεις; Του ορμάς; Θα φας το ξύλο της αρ-κούδας. Τον περιμένεις να σου ορμήξει; Πάλι το ξύλοτης αρκούδας θα φας. Δεν υπάρχει έλεος. Ότι και νακάνεις το ξύλο δεν το γλυτώνεις;

    —Οπότε;...

    Έσκαγε χαμόγελο πονηρό ο Δάσκαλος.—Οπόταν... του λες εσύ, συμβιβαστικά και στο

    έτσι... «Εντάξει, ρε φίλε, είσαι πιο δυνατός... Δεν θέλωνα μαλώσω μαζί σου... Φεύγω...». Κάνεις πως φεύγειςκι εκεί που περνάς από δίπλα του του αμολάς ένα yokogeri (οριζόντια κλωτσιά) στο δοξαπατρί και του αλλάζειςτον αδόξαστο.

    Τρία χρόνια αργότερα, στη Γενεύη, ένα βράδυ πουεπέστρεφα σπίτι μου, κάποιος με σκούντηξε άγαρμπαπροσπερνώντας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά γύρισε και μουπέταξε ένα θρασύτατο «Πρόσεχε πού βαδίζεις, ρεκόπανε» (γαλλιστί εννοείται).

    Δεν είμαι φιλοπόλεμος (λέμε τώρα...), σιχαίνομαιτους καυγάδες και τους ξυλοδαρμούς, αλλά την αδικίαδεν την μπορώ, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μεκάτι τέτοια.

    —Μόνο ένας ηλίθιος θα είχε τέτοιο θράσος, να ζη-τάει και τα ρέστα, του πετάω.

    Σταματάει ο τύπος, γυρίζει, πλησιάζει, έτοιμος γιαμπουνιές.

    —Τι τρέχει; μου λέει απειλητικά.

    38

  • Τον κοιτάζω... δεν ήταν τίποτα από δαύτον, θρασίμιήταν, τον έδερνα με το ένα χέρι δεμένο πίσω. Αλλάείπα να δοκιμάσω το κόλπο του Μήτσου, έτσι, για ναδω αν θα ‘πιανε.

    —Εντάξει, ρε φίλε, του λέω γαλλιστί. Εισαι πιο δυ-νατός από μένα... Δεν μαλώνω μαζί σου... Φεύγω...

    Ξεκινάω τα βήματα όταν βλέπω κατάπληκτος τουποψήφιο θύμα να κρατάει την κοιλιά του ξεραμένοστα γέλια.

    —Ρε πατρίδα! μου λέει ελληνικά. Κι εσύ του Μή-τσου είσαι;

    Γίναμε οι καλύτεροι φίλοι.

    * * *Σιγά-σιγά υπό την καθοδήγηση του Μήτσου κάτι ψι-

    λοκαταφέρναμε. Μας έμαθε το κόλπο να σπάμε σανί-δες, πιο χοντρές απ’ αυτή της επίδειξης του Μπουμπου-ντή, ακόμα και τούβλα... Στο σχολείο δείχναμε τα κόλ-πα στους άλλους και τους σακατεύαμε. Ήμασταν καρα-τέ του πρωταθλητού μας Μπουμπουντή κι αλίμονο σεόποιον τόλμαγε να απειλήσει τη ζωή μας και την υπόλη-ψή μας. Αργότερα, όταν κατάλαβα πόσο αέρας κου-βέντα ήταν όλα αυτά, πήγα τρέχοντας ν’ ανάψω ένακερί στον Άγιο που δεν βρέθηκε κάποιος να μας κάνειτουλούμι στο ξύλο.

    Από τον Μήτσο μάθαμε και περισσότερες λεπτο-μέρειες για τον ΕΠΙΣΗΜΟ θεό, τον καθηγητή μας.

    —Ρε συ, Μήτσο... Κείνη η φωτογραφία που τον πα-ριστάνει «Μίστερ Ελλάς»;...

    39

  • Έβαλε τα γέλια ο Μήτσος.—Ο Μαρκ Φόρεστ είναι, ρε. Του πήρε τη φωτογρα-

    φία ο Μπουμπουντής και κόλλησε την κεφάλα του απόπάνω.

    Ο Μαρκ Φόρεστ ήταν ένας από τους «Μασίστες»στο σινεμά. Έτσι εξηγήθηκε το μυστήριο.

    —Και η μαύρη ζώνη 5 νταν;—Όσα νταν έχεις εσύ, άλλα τόσα έχει κι ο Μπου-

    μπουντής.Τη μέρα όμως που έγινε η οριστική αποκαθήλωση

    του θεού ήταν όταν βάλαμε το στοίχημα.

    Ο Μπουμπουντής είχε περάσει, κατά τη συνήθειάτου, να ρωτήσει αν είχαμε φέρει λεφτά. Κει πάνω πε-τάγεται ο Λουκάς, που ήταν ο πιο θρασύς απ’ όλουςμας, και του λέει:

    —Πάμε ένα στοίχημα;

    Ο Δάσκαλος τον έκοψε αφ’ υψηλού.

    —Στοίχημα με τον καθηγητή σου; του λέει. Καταλα-βαίνεις τι ασέβεια είναι αυτή; Κανονικά θα έπρεπε νασου τραβήξω τ’ αυτιά και να σε πετάξω έξω με τις κλω-τσιές. Τι στοίχημα;

    —Στοίχημα ότι δεν μπορείς να σπάσεις το στρογγυ-λό ξύλο που δένει τα πόδια της καρέκλας.

    Ο θεός θύμωσε.

    —Και επιμένεις στην αναίδειά σου! Προκαλείς τονκαθηγητή σου στον οποίο θα ‘πρεπε να πιστεύεις σανθεό!

    40

  • —Εκατό φράγκα... Πάνε;

    —Διακόσια.

    —Μέσα.

    —Αλέκο... Μια καρέκλα.

    Φέρνει την καρέκλα καφενείου ο Αλέκος, την τοπο-θετεί, γονατίζει ο θεός, συγκεντρώνεται... Σηκώνει τοχέρι...

    —Γιααααααααααϊάααααα!

    Μπαμ! Η καρέκλα ανέπαφη!

    Γυρίζει στον Αλέκο τρίβοντας το χέρι του (τι διάολο,και οι θεοί πονάνε!)...

    —Τι μου ‘φερες, ρε; Βρεγμένο ήταν το ξύλο, δεν τοείδες; Τσακίσου να φέρεις μια καλή... Άντε!

    Τσακίζεται ο Αλέκος, φέρνει μια άλλη καρέκλα, τηντοποθετεί, συμφώνως με τας υποδείξεις του κυρίου κα-θηγητή... συγκεντρώνεται ξανά αυτός...

    —Ιαϊάαα Α ιάΑΑΑΑ!Μπαμ! Η καρέκλα δεν καταλάβαινε Χριστό.

    —Αλέκο... Έλα εδώ, βρε ηλίθιε. Γιατί δεν τη στήρι-ξες καλά την καρέκλα; Δεν βλέπεις που κουνιέται;

    Παφ, παφ, καρπαζιές στον φουκαρά τον Αλέκο.

    Τέλος πάντων, ξαναστήνεται η καρέκλα... τη βα-στάγαμε κιόλας, μην κουνηθεί... Όλα έτοιμα.

    Γυρίζει ο Μπουμπουντής μεγαλόπρεπα στον Μήτσο.

    —Μήτσο, σπάστην.

    41

  • Κι ο Μήτσος, ο Ιούδας...

    —Με σένα βάλανε στοίχημα τα παιδιά. Εσύ πρέπεινα τη σπάσεις.

    Τι να κάνει κι ο θεός, ο άχαρος, τρίτη συγκέντρω-ση... τρίτο «Ιαααάϊά»... Μπαμ!

    Τίποτα! Το άτιμο το ξύλο δεν ήθελε να σπάσει. Αντί-θετα το χέρι του θεού χρειάστηκε επίδεσμο.

    Ήταν για μας το τέλος ενός Μύθου, το τέλος ενόςθεού και το τέλος της φοίτησής μας στην Επίσημη Σχο-λή Ιαπωνικής Πάλης.

    Δεν μας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να επιδείξουμε την«ταυτότητα καρατέ του πρωταθλητού μας Μπουμπου-ντή» κι ευτυχώς να λες, γιατί θα μας παίρναν με τις λε-μονόκουπες.

    Μια βδομάδα αργότερα ο κύριος καθηγητής συλ-λαμβανόταν από τη Γενική Ασφάλεια ως κύριος ύπο-πτος ανάμιξης σε ένα σκάνδαλο ροζ λαγουδακίων πουέσκασε όλως απροόπτως δια του Τύπου τις μέρες εκεί-νες.

    * * *

    Έξι μήνες μετά το μάτι μου έπεφτε σε μια διαφήμισηστις μέσα σελίδες μιας αθλητικής εφημερίδας.«ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟ-ΛΗΨΗ ΣΟΥ ΕΛΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΤΗ! ΤΖΟΥΝΤΟ,ΖΙΟΥ-ΖΙΤΣΟΥ, ΚΑΡΑΤΕ

    και Μ Π Ο Υ Μ Π Ο Υ Ν Τ Ε Ι Ο Ν !Που είναι μια προσωπική τεχνική ιαπωνικής πάλης, εφεύρεσις

    42

  • του επίσημου καθηγητού και πρωταθλητού Ελλάδος ΟΛΩΝ τωνκατηγοριών Ν. ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΤΗ. Α ν ώ τ ε ρ ο ν του καρατέ. Αντιμετωπίζεις έξι και οχτώ αντι -πάλους μαζί!»

    Τη φωτογραφία του Μαρκ Φόρεστ είχε αντικαταστή-σει μια φωτογραφία του Δάσκαλου που ποζάριζε φο-ρώντας ένα μακρύ ράσο με μια χαλκομανία ενός τε-ράστιου δράκοντα στο στήθος.

    43

  • Βίος και Πολιτεία του Βαγγέλη του Ναυτικού

  • ον Βαγγέλη είχα την τύχη να γνωρίσω σ’ ένα τα-ξίδι από την Αθήνα στη Γενεύη, σιδηροδρομι-κώς, το μακρινό και ηλιόλουστο 1968.Τ

    Είχαμε περάσει τα γιουγκοσλαβικά σύνορα και στοcompartiment βρίσκονταν, πλην εμού, δυο ακόμη νο-ματαίοι. Ο ένας ήταν χοντρομπαλός κι ελληνοπρεπής,ο άλλος αδύνατος σαν τσίρος κι έμοιαζε με συνταξιού-χο εφοριακό. Μιλούσαν μεταξύ τους ισπανικά. Ο έναςδηλαδή, ο άλλος απλά επικροτούσε.

    Έλεγε ο εφοριακός:

    —El comedor esta muy concurrido...

    Κι ο χοντρομπαλός:

    —Σίιιι!!!

    —...unas tres horas despu s de salir del puertoé .—Καράμπα!... Αϊάϊ όμπρε! Σίιι!... πορ φαβόρ!

    —El buque parece inm viló ...—Παρά σιέμπρε! Μούτσο γκούστο!

    47

  • —... solo mirando el agua por los ventanillos...

    —Εστά μπιέν, ουστέδ!

    —...se da uno cuenta del movimiento...

    —Αϊάϊ! Σε πουέντεν τομάρ!

    Δεν είχα μεγάλη ιδέα από ισπανικά, αλλά δεν νομί-ζω πως χρειαζόταν να είναι κανείς ειδικός για να κατα-λάβει πώς πήγαινε η συζήτηση —στα κουτουρού.

    Σε μια από τις πολλές στάσεις, στη μέση του γιου-γκοσλάβικου πουθενά, ο εφοριακός σηκώθηκε να κα-τεβεί. Πετάχτηκε κι ο χοντρομπαλός, ολοπρόθυμος ναβοηθήσει, του πέρασε τη βαλίτσα από το παράθυρο τουβαγονιού και τη στιγμή που το τραίνο ξεκινούσε καιπάλι κούνησε το χέρι του και φώναξε:

    —Άστα μανιάνα κομπανιέρο! Αρρίμπα μουτσάτσο!Βάϊα κον ντιός!

    Και ήρθε να σωριαστεί, καταϊδρωμένος από τηνπροσπάθεια, στο κάθισμά του. Έβγαλε ένα τεράστιο μα-ντήλι, σκουπίστηκε, αναστέναξε θορυβωδώς κι άναψετσιγάρο.

    —Σπανιόλικα μιλούσαμε, μου λέει εμπιστευτικά.—Κάτι τέτοιο κατάλαβα κι εγώ, του λέω.—Στα παπόρια τα ‘μαθα, με πληροφόρησε, όχι χω-

    ρίς κάποιο κρυφό καμάρι ο χοντρομπαλός.—Α, ναι;...—Πέντε γλώσσες. Πέντε περικαλώ! Από εγγλέζικα

    μέχρι αράπικα... Φαρσί!... Χρόνια στη θάλασσα και τηλαμαρίνα... Άααχ!

    48

  • —Ναυτικός;

    —Πρώτος μαρκόνης! απάντησε με καμάρι.

    Και για να μη μου μείνει καμιά αμφιβολία έβγαλενα μου δείξει το ναυτικό του φυλλάδιο.

    —Ορίστε! Όλη τη σφαίρα έχω γυρίσει εμένα που μεβλέπεις! Πού θες και δεν έχω πάει! Χοκόγκ... Γιαπω-νία... Μπόρνεο... Φιλιππίνες... Κάναντα... Αρχάγγελο...Ρουμανία... πού θες και δεν έχω πάει! Έτσι τη γύρισα τησφαίρα. Βαγγέλης ο μαρκόνης με τ’ όνομα!

    —Α!

    —Έτσι τη γύρισα τη σφαίρα σου λέω! Και τι δενείδα! Και τι δεν κουβάλησα στην κυρά! Να, στο άλλο τα-ξίδι της έφερα και ψηστιέρα από την Οντέσσα. Πάμ-φθηνα! Και γερό μηχάνημα, ρούσικο! Και τι δενφτιάχνουν οι κιαρατάδες οι Ρούσοι! Και τι δενφτιάχνουν!

    —Βέβαια.

    —Πολύ προοδεμένος λαός, αδερφέ μου! Να... πα-ράδειγμα... Ένα φάρμακο που μου ‘δωσε ένας φιλα-ράκος στην Οντέσσα για τους ρευματισμούς... «Πάρτο»μου ‘πε «σύντροφε Βαγγέλη και θα με θυμηθείς!».Ακριβούτσικο ήτανε, αλλά το πήρα —αφού ήταν ρούσι-κο! Ένα κι ένα λοιπόν!

    —Είδατε καλυτέρευση;—Όχι εγώ... Δόξα τω θεώ δεν πάσχω... θερίο μονα-

    χό! Για τον συχωρεμένο τον μπατζανάκη μου το πήρα.Ένα κι ένα!

    49

  • Έκανε μια μικρή παύση (ίσως εις μνήμη του θερα-πευμένου πλην συχωρεμένου μπατζανάκη).

    —Στη Γιαπωνία πάλι... Τι θες και δεν βρίσκεις! Να,αυτό εδώ το ρολόϊ... Το ανώτερο που υπάρχει! Γιαπωνι-κό! Το πουκάμισο που βλέπετε... Μετάξι καθαρό (σα-τέν ήταν)... Γιαπωνικό! Και το πανταλόνι που βλέπετε...μετάξι κι αυτό.

    —Ιαπωνικό;

    —Όχι, κινέζικο. Στο Χοκόγκ το αγόρασα... Ευκαι-ρία! Σας λέω... δεν ξέρετε τι έχουν δει εμένα τα μάτιαμου. Αλλά, είχα μυαλό εγώ και τα μάζευα τα λεφτάκιαμου, τα εξοικονομούσα... Δεν τα σκόρπαγα στις καμπα-ρετζούδες όπως οι άλλοι. Αποτέλεσμα; Έχω το σπιτάκιμου, τη γυναικούλα μου, τα παιδάκια μου... ηλεκτρικόψυγείο, τηλεόραση...

    —Ιαπωνική;—Όχι, ρούσικη. Σίγουρο μηχάνημα. Απέθαντο! Μι-

    λάμε για οργανωμένο κράτος τώρα, όχι σαν εμάς...Πολύ ανατολικοστραφή τον έβλεπα τον Βαγγέλη

    και οι μέρες ήταν πονηρές, με τους κολονέλους στηνεξουσία και να μην ξέρεις αν ο διπλανός σου ήταν χα-φιές ή κανονικός άνθρωπος.

    Μείναμε για λίγο σιωπηλοί.Αλλά ο Βαγγέλης δεν ήταν της σιωπής.—Για τους ιπτάμενους δίσκους τι γνώμη έχετε; μου

    πετάει ξαφνικά και με ξεραίνει.Τι γνώμη να είχα, ο άχαρος, για τους ιπτάμενους δί-

    σκους;

    50

  • —Εεεε...—Εγώ που λέτε, συνέχισε απτόητος ο Βαγγέλης,

    έχω σχηματίσει γνώμη επ’ αυτού.

    —Ναι;...

    —Βεβαίως. Καταλαβαίνετε... Έχω δει πολλά... Γύρι-σα τη σφαίρα ολόκληρη... Λοιπόν... τους ιπτάμενους δί-σκους τους φτιάχνουν οι Ιάπωνες.

    —Οι... Ιάπωνες;!!!

    —Μάλιστα, κύριε, οι Ιάπωνες. «Ο Κίτρινος Κίνδυ-νος» που λένε... Διαόλοι κανονικοί αυτοί οι άνθρωποι,ρε παιδί μου! Μιλάμε τους φοβήθηκε το μάτι μου! Αλλάθα μου πεις... εδώ φτιάχνουν τηλεοράσεις και τρανζί-στορ δεν θα φτιάχνουν ιπτάμενους δίσκους; Σιγά το δύ-σκολο!

    Θαύμασα τη λογική του Βαγγέλη και του το είπα.

    Κολακεύτηκε.

    —Ε, κάτι ξέρουμε από τη ζωή κι εμείς οι ναυτικοί, τινομίζετε; είπε. Να σας διηγηθώ κάτι που μου συνέβηστη Σιγκαπούρη, να καταλάβετε.

    —Είμαι όλος αυτιά.

    —Που λέτε... είχαμε δέσει στη Σιγκαπούρη όπουθα μέναμε για να φορτώσουμε τρεις μέρες. Λέω μέσαμου: «Ας κατέβω κι εγώ, να πιω μια μπύρα φτηνή κιύστερα γυρνάω στο καράβι να ξαπλώσω νωρίς». Μηνξοδευόμαστε κιόλας... Γιατί, τι είπαμε; Οικονομία!

    »Κατεβαίνω το λοιπόν κι όπως σουλατσάριζα στο λι-

    51

  • μάνι να ‘σου ένας κράχτης ενού καμπαρέ που μου λέειστα εγγλέζικα:

    «Εϊ μίστερ... Χήαρ γκουντ γκέρλς... νάμπερ ουάν».

    »Του λέω... περπατημένος εγώ...

    «Άνθρωπέ μου, εγώ δεν θέλω να ξοδέψω τα λεφτάμου. Εγώ θέλω να πιω τη μπυρίτσα μου ήσυχα-ήσυχα,να ξεσκάσω και μετά να πάω για ύπνο».

    «Οκέϋ» μου λέει αυτός. «Οκέϋ. Μπήαρ έξτρα πρίμαγκουντ... βέρυ τσηπ... βέρυ νάϊς».

    —Λέω μέσα μου: «Τι θα χάσω; Μπορεί να πλερώσωκατιτίς περιπλέον, αλλά θα δω και τα νούμερα». Μπαί-νω το λοιπόν στο καμπαρέ, κάθομαι, σαν κύριος, σ’ ένατραπέζι και παραγγέλνω μπύρα —από τη φθηνή. Εκείτο λοιπόν που την έπινα σιγά-σιγά βλέπω την πρώτη κα-μπαρετζού να πλευρίζει.

    «Θα με κεράσεις ένα ποτό;», μου ρίχνει τη σπόντα.

    »Της λέω:

    «Εγώ, κοπέλα μου, είμαι ένας φτωχός ναυτικός.Ήρθα να πιω τη μπυρίτσα μου και να δω τα νούμερα,να ξεσκάσω. Με συχωρείς, αλλά δεν θέλω να χαλάσωτα λεφτουδάκια μου».

    —Τσαντίστηκε η καμπαρετζού, αλλά μ’ άφησε ήσυ-χο. Μετά από λίγο να σου μια άλλη, ακόμα πιο ανώτε-ρη. Το ίδιο το βιολί.

    «Θα με κεράσεις ένα ποτό;»

    »Της λέω:

    52

  • «Άκουσε. Όπως είπα και στην άλλη εγώ είμαι έναςφτωχός ναυτικός που ήρθα να πιω τη μπυρίτσα μου καινα δω τα νούμερα. Με συχωρείς αλλά δεν μπορώ νακεράσω. Κωλύομαι».

    —Φεύγει κι αυτή. Τώρα εγώ παρακολουθώ την κί-νηση. Βλέπω τ’ αφεντικό, που το ‘χε πάρει φαίνεται πα-τριωτικά το ζήτημα, να κάνει νόημα στην ανώτερη κο-πέλα του καταστήματος.

    »Εγώ τίποτα. Εκεί, βράχος!»Είδε κι απόειδε, μου στέλνει την πιο ανώτερη

    ακόμα. Άλλο που να σου το λέω κι άλλο που να τοβλέπεις!

    »Μου λέει:«Εμένα δεν θες να με κεράσεις ένα ποτό, δύσκολε

    άντρα;»—Λέω κι εγώ από μέσα μου... Για ένα ποτό, πάει

    στο διάολο, να κάνω τη θυσία.«Κάτσε» της λέω. «Αλλά μόνο ένα, να μαστε ξηγηʻ -

    μένοι, γιατί δεν θέλω να ξοδέψω τα λεφτάκια μου κο-ροϊδίστικα».

    «Και τι θα τα κάνεις;» μου λέει αυτή. «Οι κληρονόμοιθα στα φάνε».

    «Καλύτερα οι κληρονόμοι, να με συχωρνάνε, παράοι καμπαρετζούδες» της λέω. «Είμαι περπατημένος εγώ,δεν με ξεγελάτε. Ένα ποτό, πάει στο διάολο, να το θυ-σιάσω, αλλιώς... χαρήκαμε πολύ κι αντίο σας».

    «Εντάξει, σπαθί» μου λέει. «Σε πάω, επειδή είσαιμάγκας περπατημένος κι όχι σαν τα άλλα τα κορόϊδαπου μαδάμε κανονικά».

    53

  • —Κάθισε το λοιπόν η καμπαρετζού και σε λίγο ταλέγαμε σαν δυο καλοί φίλοι. Το ένα φέρνει τ’ άλλο κιόπως δεν γινόταν να τη βγάλουμε ξεροσφύρι, της πα-ράγγειλα κι άλλο ένα και μετά κι άλλο. Οπόταν, ότανστο τέλος ήρθε ο λογαριασμός κάνω έτσι και τι να δω!...Πενήντα οχτώ δολάρια, φίλε μου! Από το δεκάρικο πουείχα αρχικά υπολογίσει. Τέλος πάντων... λέω χαλάλι,δεν θα βγω στα άλλα λιμάνια και θα ρεφάρω.

    »Εντωμεταξύ φαίνεται πως η τύπισσα είχε πάθει τηνπλάκα της μαζί μου.

    «Μου αρέσεις» μου λέει. «Να έρθεις στο σπίτι νακοιμηθούμε μαζί».

    —Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή φοβήθηκα για κα-μιά παγίδα. Έχουν δει τα μάτια μου εμένα!... δεν είπα-με; Αλλά μετά λέω... Έτσι από περιέργεια, ρε παιδίμου... να δούμε τι θα βγει.

    »Με παίρνει το λοιπόν η καμπαρετζού και με πάειστο σπίτι της. Μπαίνω μέσα και τι να δω! Ολόκληρηφυλή, αδερφέ μου! Μέχρι παππού και γιαγιά και τρί-τους μπατζανάκηδες! Πώς χώραγε όλος αυτός ο λαόςσε μια τόση δα χαμοκέλα μυστήριο! Λέω μέσα μου...τζίφος η δουλειά, δεν πρόκειται να περάσουμε καλάαπόψε —αν με πιάνεις. Πλην όμως δεν έτρεχε τίποτις.Με παίρνει και με πάει στην κάμαρή της, κάναμε τικάναμε —πού να σου τα λέω!...— και κανείς από το σόϊδεν παρεξηγήθηκε, να ρθει να μου ζητήσει το λόγο. Άλ-λοι άνθρωποι, άλλα εθίματα! Να μου ‘φερνε λέει εμέναη κόρη μου αγαπητικό στο σπίτι!... Χα!

    »Για να μη στα πολυλογώ... Τρεις μέρες και τρειςνύχτες, μέχρι να σαλπάρουμε ξανά, ο Βαγγέλης πασάς

    54

  • στα Γιάννενα! Μέχρι τα ποδάρια μου ‘πλενε να φαντα-στείς. Τέτοια λατρεία! Άσε που στο τέλος μ’ ερωτεύτηκε.Το τι κλάμα έριξε όταν ήταν να φύγω... άλλο πράγμα!Κορόμηλο το δάκρυ! Βέβαια πλέρωσα κατιτίς παρα-πάνω, αλλά χαλάλι! Άξιζε τον κόπο! Ακούς να μ’ ερω-τευτεί, η φουκαριάρα!...

    —Ωραία ιστορία!—Κάτσε ντε να δεις και τη συνέχεια...

    »Το οποίον... είμαστε που λες Τορόντο, πάνω στοΚάναντα, αν έχεις υπόψη σου, όπου με βρίσκει τοπρώτο γράμμα από την Τσου Λι —έτσι τη λέγαν. Ανοί-γω να διαβάσω και τι να δω!... «Αγάπη μου... που δενμπορώ να κλείσω μάτι χωρίς εσένα... από τότες οπούέφυγες δεν κοιμάμαι...». Γράμμα άλλο να σου το λέω κιάλλο που να το βλέπεις! Σπάνια γυναίκες μ’ έχουν ερω-τευτεί τόσο παράφορα. Συγκινήθηκα.

    »Και θα μου πεις... τη σύσταση πού τη βρήκε; Ξέρωκι εγώ πού τη βρήκε;... Όταν ερωτεύονται η γυναίκεςόλα τα μπορούν. Έχουν δει τα μάτια μου εμένα!...

    —Εμ, αφού είσαι ναυτικός...

    Κολακεύτηκε ο Βαγγέλης κι άντε πιάσ’ τον μετά!

    —Όπως το λες! αναφώνησε. Ναυτικός! Παναπεί ξύ-πνιος! Έχω γυρίσει όλη τη σφαίρα μιλάμε.

    »Άκου τώρα να δεις τη συνέχεια... Λοιπόν... αφούμου είπε τον πόνο της το κορίτσι, σε μια στιγμή μου πε-τάει και το άλλο... «Πήγα στο γιατρό» λέει «κι έκαναέκτρωση, καθόσον έπιασα παιδί από σένα και μου ζή-τησε διακόσια δολάρια, αλλά πλην όμως εγώ δεν τα

    55

  • έχω, Βαγγέλης. Κι αν εσύ ευκολύνεσαι στείλε μου τοσυντομότερο».

    »Κάθομαι τώρα εγώ και το σκέφτομαι από ‘δώ καιτο σκέφτομαι από κει... Στην αρχή είπα μήπως ήτανκόλπο, να μου φάει λεφτά. Είπαμε... περπατημένος.Αλλά ξαναδιάβασα το γράμμα και είδα πως, φως φα-νάρι, το κορίτσι την είχε δαγκώσει για καλά τη λαμαρί-να μαζί μου. Και στο κάτω-κάτω, αν το πάρουμε κι αλ-λιώς, από δική μου απροσεξία έπιασε παιδί —να είμα-στε και δίκαιοι. Οπόταν, χαλάλι λέω... και πιάνω και τηςστέλνω ένα έμβασμα από διακόσια δολάρια.

    —Και δεν ξανάγραψε;—Πώς δεν ξανάγραψε; διαμαρτύρεται ο Βαγγέλης.

    Στο Κολόμπο, μπαμ! δεύτερο γράμμα. Ανώτερο από τοπρώτο! Τα ‘χω κρατήσει όλα... κρίμα που δεν τα ‘χωμαζί μου να στα δείξω... Άλλο πράγμα σου λέω!

    —Και... ζήταγε ξανά λεφτά;—Εεε... ναι... δηλαδή... «στείλε μου» λέει «άλλα

    διακόσια δολάρια, ένεκα που είχα κάτι επιπλοκές». Τινα κάνω, τα ‘στειλα. Αλλά λέω... αυτά είναι τα τελευταία.Τελεία και παύλα. Έρωτας όμως η καημένη, ε;! Να μηνμπορεί να με ξεχάσει με τίποτα!

    Τον κοίταξα να δω αν αυτοσαρκαζόταν, αλλά ο άν-θρωπος που είχα μπροστά μου ήταν η προσωποποίησητης αγαθότητας. Αυτά που έλεγε τα πίστευε! Ευτυχώς γι’αυτόν δηλαδή.

    Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να μιλήσουμε, ο καθέναςβυθισμένος στις σκέψεις του.

    Ξαφνικά ο Βαγγέλης ζωντάνεψε.

    56

  • —Σου είπα για τη φορά που κόντεψα να ναυαγήσω;

    —Όχι.—Α, βέβαια! Στ’ ανοιχτά της Καραβαϊκής1, μ’ ένα

    γκαζάδικο που πηγαίναμε για Κιούμπα2.

    »Που λες... σούρουπο ήτανε... Βλέπω τον καιρό...θα το γύριζε σε φρεσκαδούρα. Το οποίον λέω του κα-πετάνιου:

    «Καπετάνιο, για σοροκάδα το πάει ο καιρός...»

    «Λες, Βαγγέλη;» μου λέει.

    «Όπως σε βλέπω και με βλέπεις» του λέω.

    «Μπα, δεν έχει ανάγκη» μου λέει.

    —Σε καμιά ώρα χαλασμός κόσμου! Βουνό το κύμα!Το καράβι πήγαινε σαν σκάφη της μπουγάδας. Έρχεταιο καπετάνιος, μου λέει:

    «Βαγγέλη, είχες δίκιο. Και τώρα τι κάνουμε;»

    «Να στείλουμε σήμα, για καλό και για κακό» τουλέω.

    «Α, μπα» μου λέει. «Άσε και θα δούμε».

    —Άσε και θα δούμε, αλλά τα πράγματα σκουραί-νουν. Του λέω ξανά:

    «Άσε με να στείλω μήνυμα για να ‘χουμε το κεφάλιμας ήσυχο».

    «Όχι ακόμα» μου λέει. «Άσε... θα κόψει ο καιρός».

    1 Καραϊβικής.2 Κούβα.

    57

  • —Τι «άσε»; Για άσε ήμασταν τώρα;! Πιάνω μια καιδυο και στέλνω «Μαιηνταίη»... το SOS που λέμε. Τοπιάνουν τρία παπόρια που βρίσκονται εκεί κοντά. ΈναςΕγγλέζος, ένας Σουηδός κι ένας Ρούσος.

    »Ανεβαίνω στη γέφυρα. Σε λίγο βλέπουμε το ρούσι-κο από πέρα που μας έκανε σινιάλο. Γέλασε ο καπε-τάνιος.

    «Ρε Βαγγέλη, έστειλε�