ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z

284
Metaphrasis Database List of Corresponding Terms / Instances Ordered By Source: Metaphrasis of Nicetas Choniates' Chronike Diegesis absolute genitive (Both) ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (6.3.3 (74.11-12)) ὡς (Both) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 161.51) accusative (Both) πλέον αἵματα ἢ δάκρυα κλαίοντες (21.2.3 (360. dative (Both) πλέον αἵμασι ἤπερ δάκρυσι κλαίοντες (NChonChron 587.91) ὄργανον χρησάμενοι (21.1.4 (359.13)) dative (Both) ὀργάνῳ χρησαμένων (NChonChron 586.63) πληγὰς αὐτοὺς ἐπιθέντες (21.2.3 (359.29)) dative (Both) πληγὰς ἐντείνοντες ἐνίοις (NChonChron 586.81) ἐκράτησε δὲ τότε καὶ τὴν Στρούμιτζαν (16.19.2 genitive (High) τότε δὲ καὶ τῆς Στρουμμίτζης ἐκράτησεν (NChonChron 535.9 κρατήσας καὶ τὸ ὄρος τὸν Ἴδην (21.8.1 (369.25)) genitive (High) κρατήσας καῖ τῆς Ἴδης τοῦ ὄρους (NChonChron 602.89) ἀρκετὸν καιρὸν διαβιβάσας (4.7.7 (50.20)) εἰς (Both) ἐς ἱκανὸν συνδιέτριψε χρόνον (NChonChron 119.55) active (Low) τροφὴν παρετίθουν (21.4 (365.8)) medium (High) ἐδωδὴν παρατιθέμενοι (NChonChron 594.2) ἀνασώζει πάλιν καὶ λαμβάνει τὴν Πελαγονία medium (High) ἀνασώζεται Πελαγονίαν (NChonChron 535.90) συλλαμβάνουσι τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (18.1.2 ( passive (High) χειροῦται τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 550.30) εἰς τὸν θρόνον ἀνάγουσι τὸν βασιλικὸν (18.1.2 passive (High) εἰς θῶκον ἀνάγεται τὸν βασίλειον (NChonChron 550.32) στέλλουσιν ἐκ τοῦ παραυτίκα στρατιὰν (21.14. passive (High) ἐκ μὲν τοῦ αὐτίκα στέλλεται στρατιὰ (NChonChron 614.87) μήπως τὴν ἐξουσίαν λάβωσιν (6.2.2 (73.15)) passive (High) μήπως τὸ κράτος μετενεχθῇ (NChonChron 159.6) adverb (Low) φυσικῶς (8.1.10, 107.13) dative (Both) φύσει (NChonChron 202.45-46) ἑκουσίως (21.17.2 (381.18)) dative (Both) ἑκουσιότητι (NChonChron 621.11) Δευτέρα, 13 Ιουλίου 2020 Page 1 of 284

Transcript of ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z

Page 1: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z

Metaphrasis Database List of Corresponding Terms Instances

Ordered By Source Metaphrasis of Nicetas Choniates Chronike Diegesis

absolute genitive (Both)ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7411-12)) ὡς (Both) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

accusative (Both)πλέον αἵματα ἢ δάκρυα κλαίοντες (2123 (360 dative (Both) πλέον αἵμασι ἤπερ δάκρυσι κλαίοντες (NChonChron 58791)

ὄργανον χρησάμενοι (2114 (35913)) dative (Both) ὀργάνῳ χρησαμένων (NChonChron 58663)

πληγὰς αὐτοὺς ἐπιθέντες (2123 (35929)) dative (Both) πληγὰς ἐντείνοντες ἐνίοις (NChonChron 58681)

ἐκράτησε δὲ τότε καὶ τὴν Στρούμιτζαν (16192 genitive (High) τότε δὲ καὶ τῆς Στρουμμίτζης ἐκράτησεν (NChonChron 5359

κρατήσας καὶ τὸ ὄρος τὸν Ἴδην (2181 (36925)) genitive (High) κρατήσας καῖ τῆς Ἴδης τοῦ ὄρους (NChonChron 60289)

ἀρκετὸν καιρὸν διαβιβάσας (477 (5020)) εἰς (Both) ἐς ἱκανὸν συνδιέτριψε χρόνον (NChonChron 11955)

active (Low)τροφὴν παρετίθουν (214 (3658)) medium (High) ἐδωδὴν παρατιθέμενοι (NChonChron 5942)

ἀνασώζει πάλιν καὶ λαμβάνει τὴν Πελαγονία medium (High) ἀνασώζεται Πελαγονίαν (NChonChron 53590)

συλλαμβάνουσι τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 ( passive (High) χειροῦται τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

εἰς τὸν θρόνον ἀνάγουσι τὸν βασιλικὸν (1812 passive (High) εἰς θῶκον ἀνάγεται τὸν βασίλειον (NChonChron 55032)

στέλλουσιν ἐκ τοῦ παραυτίκα στρατιὰν (2114 passive (High) ἐκ μὲν τοῦ αὐτίκα στέλλεται στρατιὰ (NChonChron 61487)

μήπως τὴν ἐξουσίαν λάβωσιν (622 (7315)) passive (High) μήπως τὸ κράτος μετενεχθῇ (NChonChron 1596)

adverb (Low)φυσικῶς (8110 10713) dative (Both) φύσει (NChonChron 20245-46)

ἑκουσίως (21172 (38118)) dative (Both) ἑκουσιότητι (NChonChron 62111)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 1 of 284

aorist (Both)τίς ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε ἀρκετῶς (1442 (254 aorist + ἄν (High) τίς ἐθρήνησεν ἂν ἀρκούντως (NChonChron 43265)

τὸν τρόπον καθrsquo ὃν ἔφυγε (436 (4114)) aorist participle + εἰμί (High) τὸν τρόπον καθrsquo ὅν ἐστιν ἀποδρὰς (NChonChron 1076)

τὰ μὴν δύο ἐκράτησαν (633 (7411)) aorist participle + εἶχον (High) τὰς μὲν δύο συλλαβὼν εἶχε (NChonChron 16154)

ὅπερ καὶ ἐποίησαν (414 (399)) aorist participle + ἦν (High) ὃ καὶ ἦσαν διαπραξάμενοι (NChonChron 10285)

οὓς αὐτὸς τῆς ἀρχῆς ἐξέβαλεν (622 (7316)) aorist participle + ἦν (High) οὓς αὐτὸς κατασπάσας εἶχε (NChonChron 1598)

ὡς εἶπον (15112 (2884)) imperfect (Both) ὅπερ ἔλεγον (NChonChron 48061)

ὑπερθαυμάζω ἵνα ὑπεθαύμασας (1553 (27526 optative (High) σὺ ἀγάσαιο ἂν (NChonChron 46246)

εἰ εἶδες (1553 (27525)) optative (High) εἰ θεάσαιο (NChonChron 46247)

ἐπάθομεν καὶ ἐθεασάμεθα (1822 (3383)) perfect (Both) πεπόνθαμέν τε καὶ εἴδομεν (NChonChron 55276)

ταραχθῆναι τοῦτον ἐποίησεν (2185 (37028)) perfect (Both) ἀποκναῖσαι τοῦτον πεποίηκε (NChonChron 60334)

ταῦτα μὲν συνέβησαν ὕστερον (4713 (5234)) perfect (Both) ταῦτα μὲν συμβέβηκεν ὕστερον (NChonChron 12368)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) perfect (Both) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

εἶπον (112 (42)) perfect (Both) φθάσαν εἴρηκε τὸ λέγειν (NChonChron 3232)

φονεύσας (14212 (24828)) perfect (Both) ἀπεκτονὼς (NChonChron 42329)

εἰπὼν (14216 (25019)) perfect (Both) εἰρηκὼς (NChonChron 42683)

κατεκάη (2131 (36017)) perfect (Both) ἠφάνισται (NChonChron 5876)

ἔλαβεν (4712 (5221)) perfect (Both) εἴληφεν (NChonChron 12245)

ἀκούσας ὅτι ἐκρατήθη (1118 (17311)) perfect (Both) ἀκηκοώς ἀλῶναι (NChonChron 32085)

ἐτάφη (21142 (3767)) perfect (Both) τέθαπται (NChonChron 61485)

ἀπέστειλε (1561 (2776)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 46519)

πολλῶν συμβάντων πολέμων (515 (549)) perfect (Both) πολλῶν συμβεβηκότων πολέμων (NChonChron 1284)

ἀπέστειλε (1411 (2456)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 4193)

ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) perfect (Both) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

ἔπαθε (1151 (727)) perfect (Both) πέπονθε (NChonChron 3823)

ἔθλιψεν (1456 (25717)) perfect (Both) παραλελύπηκεν (NChonChron 43687)

ἔπαθε (15121 (28913)) perfect (Both) πεπονθὼς (NChonChron 48215)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 2 of 284

στενάξας εἶπε (121013 (21926)) perfect (Both) ὑποστενάξας εἴρηκε (NChonChron 38422)

λαβόντες (1824 (33820)) perfect (Both) προσειληφότες (NChonChron 55354)

ἔπραξαν (14214 (24923)) perfect (Both) διαπεπράχασι (NChonChron 42563)

συνάξας (15106 (28714)) perfect (Both) συναγηοχὼς (NChonChron 47938)

ἔπεμψαν (1813 (33636)) perfect (Both) ἐκπεπόμφασιν (NChonChron 55038)

ἀπορήσας τοίνυν ὁβασιλεὺς (15122 (28920)) perfect (Both) βασιλεὺς τοίνυν ἐξηπορηκὼς (NChonChron 48221)

ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησαν (1822 (33726 perfect (Both) ἀνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChron 55165)

συλλαβὼν (1428 (2487)) perfect (Both) συνειληφὼς (NChonChron 42395)

κατεποντίσθη (1422 (24616)) perfect (Both) ἀπόλωλε ὑδατόκλυστος φανείς (NChonChron 42138)

δοκιμάσαι (622 (738)) perfect (Both) πεῖραν εἰληφέναι (NChonChron 15992)

ἔδοξε (477 (514)) pluperfect (High) δέδοκτο (NChonChron 12077)

ἀκράτητοι ἐγένοντο (1451 (25519)) pluperfect (High) ἀκατάσχετοι ἐγεγόνεισαν (NChonChron 43411)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) pluperfect (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

ὡς προείπομεν (1411 (2458)) pluperfect (High) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

ἤγγισε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2712 (1 pluperfect (High) ἠγγίκει εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

ἐσώθην ὁ βασιλεὺς (1435 (25315)) pluperfect (High) σέσωστο (NChonChron 43022)

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) pluperfect (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

ἤκουσε (621 (732)) pluperfect (High) ἠκηκόει (NChonChron 15885)

αἱ θύραι ἠνεώχθησαν (436 (419)) pluperfect (High) αἱ θύραι ἀνεῴγεσαν (NChonChron 10693)

ἀπεχαρίσθη (1557 (27621)) pluperfect (High) ἀποκεχάριστο (NChonChron 46384)

ὠνομάσθη (1423 (2472)) pluperfect (High) ἐπεκέκλητο (NChonChron 42154)

ἐλογίσατο (14218 (25026)) pluperfect (High) λελόγιστο (NChonChron 42611)

ἐγυμνώθησαν (1827 (3402)) pluperfect (High) ἀπεψίλωντο (NChonChron 55559)

εἴπομεν (14223 (25128)) pluperfect (High) εἰρήκειμεν (NChonChron 42851)

ἀπέθανε (15113 (28826)) pluperfect (High) ἐτεθνήκει (NChonChron 48187)

κατεκάησαν (1826 (33922)) pluperfect (High) ᾐθάλωντο (NChonChron 55547)

ἀπέμεινεν (1826 (33927)) pluperfect (High) ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 3 of 284

ἐστράφησαν (2183 (37019)) present (Both) ἐκεῖθεν μεθίστανται (NChonChron 60323)

αἰχμαλωτισθέντας (1442 (25420)) present (Both) αἰχμαωτιζομένους (NChonChron 43266)

κυκλωθεὶς (1452 (25526)) present (Both) κυκλούμενος (NChonChron 43419)

ἀναιρεθέντας (1442 (25420)) present (Both) ἀναιρουμένους (NChonChron 43266)

ἀπαχθέντας (1442 (25420)) present (Both) ἀποδιδομένους (NChonChron 43267)

ἠλευθέρωσε τὴν ἀνατολὴν (21134 (37528)) present (Both) ἐλευθεροῖ τὴν ἕω (NChonChron 61373)

ἰδὼν (1435 (25318)) present (Both) καθορῶν (NChonChron 43025)

κατορθώσαντος (1552 (27514)) present (Both) κατορθοῦντος (NChonChron 46128)

οὐ μὴ εἶπε τις (1825 (33835)) subjunctive (Low) οὔμενουν εἴπη τις (NChonChron 55318)

περὶ οὗ εἴπομεν ὄπισθεν (432 (401)) ἔφθην + participle (High) ὧν πέρι καὶ εἰπόντες ἔφθημεν (NChonChron 10324)

aorist infinitive (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 future infinitive (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ὑπεσχέθη δοῦναι (479 (523)) future infinitive (High) δώσειν ξυνέθετο (NChonChron 12121)

ἦν γὰρ σκοπὸς διαχωρῖσαι (6114 (7119)) future infinitive (High) σκοπὸς δὲ ἦν ἐκκρούσειν (NChonChron 15617)

παραλαβεῖν (1456 (2572)) future infinitive (High) συμπαραλήψεσθαι (NChonChron 43669)

προσεδοκᾶτο παθεῖν (15121 (2892)) future infinitive (High) ἐκαραδόκει πείσεσθαι (NChonChron 4811)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 future infinitive (High) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

ἔμελλον ἀνακομίσαι (6320 (7826)) future infinitive (High) ἤμελλον ἀνακομίσειν (NChonChron 16866)

θελόντων (conj) βασιλεῦσαι τὸν Ἰσαάκιον (18 future infinitive (High) βασιλεύσειν Ἰσαάκιον διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο (NChonChron 5

ἐξαπέστειλεν εἰπεῖν (4716 (5323)) future participle (High) ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον (NChonChron 1248)

ἀφανίσαι (725 (9529)) future participle (High) ὡς ἀφανίσοντες (NChonChron 19418)

αἰχμαλωτίσαι (725 (9529)) future participle (High) ὡς φθεροῦντες (NChonChron 19418)

στέλλει τὸν λογοθέτην παραδηλῶσαι (4310 (4 future participle (High) στέλλεται παραδηλώσων (NChonChron 10838-39)

συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) future participle (High) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

συνέτρεχον θεάσασθαι (1813 (3379)) future participle (High) συνέτρεχε ὀψόμενος (NChonChron 55148)

στέλλει τὸν λογοθέτην ἀναγγεῖλαι (4310 (42 future participle (High) στέλλεται εὐαγγελισόμενος (NChonChron 10838-39)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 4 of 284

aorist optative (Low)λάβοι (1552 (27518)) future indicative (High) δωρήσεται (NChonChron 46133)

aorist participle (Both)ἐγύρευον τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (5 future participle (High) περιεσκόπουν τὸν τὴν κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) future participle (High) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

μεγάλην λαβὼν ἀρχὴν (4713 (5227)) perfect participle (Low) μεγάλην ἀρχὴν εἰληχὼς (NChonChron 12257)

πέμψαντες (21179 (38319)) perfect participle (Low) πεπομφότες (NChonChron 62491)

ἀφικόμενος (42 (3913)) perfect participle (Low) ἀφιγμένος (NChonChron 10291)

παραλαβὼν (1661 (3142)) perfect participle (Low) παρειληφὼς (NChonChron 5186)

μὴ παιδευθέντες διὰ τὰ κακὰ (21315 (36420)) present participle (Both) οὐ τοῖς κακοῖς παιδευόμενοι (NChonChron 59372)

συνδέσαντες (214 (36433)) present participle (Both) περιδέοντες (NChonChron 59489)

ἐκνευρίσασα (1462 (25825)) present participle (Both) ἀναμοχλεύουσα (NChonChron 43849)

τινὰς κατrsquoαὐτῶν ὁρμηθέντας (6111 (7013)) present participle (Both) τοῖς κατrsquo αὐτῶν ἐπιοῦσι (NChonChron 15461)

article (Low)κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) no article (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

περὶ τὴν ἀψίδα (1825 (33911)) no article (High) πρὸς ἁψῖδα (NChonChron 55434)

ἀπὸ τῶν γενῶν τῶν Φράγγων (2121 (35911)) no article (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων (NChonChron 58561)

ὁ γὰρ Ἰσαάκιος (1821 (33718)) no article (High) Ἰσαάκιος γὰρ (NChonChron 55157)

κατὰ τῶν Οὔγγρων (412 (387)) no article (High) κατὰ Παιόνων (NChonChron 10046)

καὶ ὁ μὲν μαρκἐσιος (2178 (36912)) no article (High) καὶ μαρκέσιος μὲν (NChonChron 60174)

ἀπὸ τῆς Καλαβρείας (15121 (2899)) no article (High) ἐκ Καλαβρίας (NChonChron 48210)

ὑπάρχοντι κατὰ τὴν Ταρσὸν (431 (3921)) no article (High) ὄντι κατὰ Ταρσὸν (NChonChron 1037)

εἰ καὶ ὁ βασιλεὺς (1581 (28120)) no article (High) εἰ βασιλεὺς (NChonChron 47194)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) no article (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

παρὰ τοῦ θεοῦ (1584 (28224)) no article (High) ἐκ θεοῦ (NChonChron 47341)

προσέρχεται ταῶ βασιλεῖ (1582 (2825)) no article (High) πρόσεισι βασιλεῖ (NChonChron 47218)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 5 of 284

ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) no article (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

ὁ ἀπὸ τῆς Πράτζης (2181 (36922)) no article (High) ὁ ἐκ Πράτζης ὁρμώμενος (NChonChron 60185)

ἀλλrsquo ὁ βασιλεὺς οὐκ ἐδέχετο τοῦτο (514 (547)) no article (High) οὔτε βασιλεὺς πράως ἤνεγκε τὸ γεγονός (NChonChron 1281

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) no article (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

ὁ δὲ βασιλεὺς (446 (4311)) no article (High) βασιλεὺς δὲ (NChonChron 11089)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 (3 no article (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

κατὰ τὴν Κέρκυραν (652 (8020)) no article (High) κατὰ Κέρκυραν (NChonChron 17158)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 no article (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

ἐποίει ὁ Ἀλέξιος (1813 (3373)) no article (High) πράττων Ἀλέξιος (NChonChron 55042)

εἰς τὸν βασιλέα (6321 (792)) no article (High) ἐς βασιλέα (NChonChron 16876)

ἐπὶ τὴν Βερόην (1432 (25213)) no article (High) εἰς Βερόην (NChonChron 42976)

εἰ μὴ ὁ θεὸς ἐνεδείξατο φιλανθρωπίαν (1556 ( no article (High) εἰ μὴ θεὸς ᾤκτειρε (NChonChron 46372)

ὁ δὲ βασιλεὺς (15106 (28627)) no article (High) βασιλεὺς δὲ (NChonChron 47815)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) no article (High) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

περὶ τὴν Σηστὸν (15121 (28914)) no article (High) περὶ Σηστὸν (NChonChron 48216)

μετὰ τῶν Τούρκων (1426 (24729)) no article (High) μετὰ Περσῶν (NChonChron 42286)

comparative (Low)τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) superlative (Both) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

πλουσιώτερος πάντων (16171 (3258)) superlative (Both) ῥυηφενέστατος ἀνθρώπων (NChonChron 53352)

χυδαῖοι οἱ πλείονες (2121 (35912)) superlative (Both) ἀφαυρῶν τὰ πλεῖστα (NChonChron 58562)

dative (Both)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) accusativus respectus (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

τῆ γνώσει (433 (4014)) κατά + acc (High) κατὰ σύνεσιν (NChonChron 10446)

double negation (High)οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) simple (Both) διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 6 of 284

doubled noun (Low)τάξεις τάξεις (3114 (3426)) κατά + acc (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 9369)

finite verb (Low)εἶπον (112 (42)) φθάσας + finit verb (High) φθάσαν εἴρηκε τὸ λέγειν (NChonChron 3232)

future indicative (High)εἰ μὴ ἐνδώσει hellip δώσει δὲ (1662 (31418)) optative (High) εἰ μὴ ὑποσταίη hellipκαὶ hellip ἐκπέμψειε (NChonChron 51826)

future infinitive (High)συνεκστρατεύσειν καὶ συμμαχήσειν ἔμελλον ( present infinitive (High) συνεκστρατεύειν ἤμελλον (NChonChron 16042)

genitive (High)περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο adjective (High) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

ἦν δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Σαρακηνοῦ (477 (5026)) dative (Both) ἦν δὲ σκοπὸς τῷ Ἀγαρηνῷ (NChonChron 11966)

hiatus (Low)ἡ μετὰ ὕβρεως δίωξις (2123 (3605)) apocope (High) ἡ μεθrsquo ὕβρεων ἀπαγωγή (NChonChron 58787)

τῆ δὲ ἀληθεία (2177 (3699)) apocope (High) πρὸς δrsquo ἀληθῆ πρᾶξιν (NChonChron 60171)

ἐπrsquo ὀλίγαις δὲ ἡμέραις (1111 (113)) apocope (High) ἐφrsquo ἱκαναῖς δrsquo ἡμέραις (NChonChron 276)

ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα (1825 (3399)) apocope (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ (NChonChron 55431)

οὐδὲ ἐκεῖσε (16171 (3254)) apocope (High) οὐδrsquo ἐκεῖσε (NChonChron 53348)

ὅθεν οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (53 apocope (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτὴν ἠγάπα (251 (1220)) apocope (High) οὐδrsquo ὁ βασιλεὺς προσεῖχεν αὐτῇ (NChonChron 5465)

οὐδὲ οὕτως ἔπαυσαν τὰ κακὰ (211711 (3847)) apocope (High) οὐδrsquo οὕτως ἠρέμησαν τὰ δεινά (NChonChron 62519)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) apocope (High) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

ὡς δὲ οὐδὲν (436 (4111)) apocope (High) ὡς δrsquo οὐδrsquo ὅλως (NChonChron 1061)

παρὰ Ἀνδρονίκου (1421 (24521)) apocope (High) παρrsquo Ἀνδρονίκου (NChonChron 42022)

μετὰ ὑπουλίας (16192 (3269)) apocope (High) μεθrsquo ὑπουλίας (NChonChron 53587)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 7 of 284

ὁ δὲ Ἀνδρόνικος (617 (6918)) apocope (High) ὁ δrsquo Ἀνδρόνικος (NChonChron 15318)

κατὰ Ἀρμενίαν ὑπάρχων (4310 (424)) apocope (High) κατrsquo Ἀρμενίαν (NChonChron 10836)

τὸ ἐμὸν ὀσπήτιον (2131 (36014)) crasis (High) τοὐμὸν οἴκημα (NChonChron 5872)

τὸ ἐπώνυμον Σπυριδωνάκης (1618 (32519)) crasis (High) τοὐπώνυμον Σπυριδωνάκης (NChonChron 53464)

τὸ ὄνομα (15121 (2894)) crasis (High) τοὔνομα (NChonChron 4823)

καὶ ἐν τῶ λαλῆσαι (434 (4026)) crasis (High) κἂν τῷ ἐπιτάξαι (NChonChron 10560)

καὶ ἐν τοῖς ἀπόροις (436 (414)) crasis (High) κἀν τοῖς ἀπόροις (NChonChron 10688)

imperfect (Both)τάχα δὲ καὶ εἰς πλέον κακὸν προέβαινεν (447 aorist (Both) τάχα δrsquo ἂν καὶ εἰς χείριστον προέβη (NChonChron 1109)

εὐκόλως εἶχε καὶ τὴν ὅλην παραλαβεῖν Ζαγορ imperfect + ἄν (Both) εἶχεν ἂν εὐμαρῶς καὶ ἀπόνως Μυσίαν ἅπασαν (NChonChro

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 perfect (Both) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

ἔπεμπε (15113 (28819)) perfect (Both) ἐκπέπομφε (NChonChron 48178)

δαιμονίζομαι οὐδὲν τῶν δαιμονιζομένων διεφ perfect (Both) οὐδὲν τῶν παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 pluperfect (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15868)

ἦν καιρὸς (6117 (7219)) pluperfect (High) ἐνειστήκει καιρὸς (NChonChron 15865)

περιεπάτει (4712 (5224)) pluperfect (High) τὴν πορείαν πεποίητο (NChonChron 12249)

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) pluperfect (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

ἐφοβεῖτο (15112 (28811)) pluperfect (High) ἐδεδίει (NChonChron 48011)

ἐν ὧ ἠκούμβιζεν (523 (569)) present participle + ἦν (High) ᾧ ἦν βακτηρευόμενος (NChonChron 13195)

ἐπολιόρκει (413 (391)) present participle + ἦν (High) ἦν πολιορκῶν (NChonChron 10174)

ἐσκόπευε (1841 (3411)) ἦν + present participle (High) ἦν καιροφυλακῶν (NChonChron 55693)

imperfect + ἄν (Both)καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 aorist + ἄν (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

indefinite pronoun (Low)μὴ ἔχοντα οὖν τινὰ τὸν σώζοντα (523 (564)) article + adjectiveparticiple (High) μὴ ἔχων οὖν τὸν σώζοντα (NChonChron 13188)

συλλαμβάνεται παρὰ Βάχων τινῶν (522 (562 no article (High) συλληφθεὶς γὰρ παρὰ Βλάχων (NChonChron 13185)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 8 of 284

infinitive (Both)μετὰ δὲ τὸ φονευθῆναι πολλοὺς (4718 (5413)) noun (Both) μετὰ δὲ πολὺν φόνον (NChonChron 12537)

ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν (2123 (3606)) noun (Both) τὴν ἐκ πόλεως ἄπαρσιν (NChonChron 58788)

δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) noun (Both) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

τὸ ἀπελθεῖν ἐκρίνετο (1661 (3145)) noun (Both) ἡ ἄφιξις συνελογίζετο (NChonChron 51810)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 noun (Both) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17161

φουρκίσειν (2138 (36228)) noun (Both) τὴν ἐπὶ σκόλοπος ἀπαιώρησιν (NChonChron 5916)

φυγεῖν βουλεύονται (653 (8026)) noun (Both) δρασμὸν βουλεύονται (NChonChron 17269)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) present participle (Both) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

μὴ ἔχων ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (561 (602 ὅπως (Both) μὴ ἔχων ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

ὡς ἂν εἰσέρχομαι εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (61 ὅπως (Both) ἐπιπαρέρχομαι ὅπως εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 15

φυλάττειν αὐτὸ (21142) πρός + noun (High) πρὸς φρουρὰν (NChonChron 61492)

ἐκείνου δὲ εἰπόντος ὀρέγεσθαι (479 (5126)) ὡς (Both) τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς αἱρεῖται (NChonChron 12110)

modern nominal ending (Low)κατὰ τὸν Σάγγαριν (1131 (424)) conservative nominal ending (High) κατὰ τὸν Σαγγάριον (NChonChron 3362)

name of countrycity (Low)εἰς Κωνσταντινούπολιν (112 (422)) article + genitive of name of founder τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

εἰς Ἀδριανούπολιν (21143 (37630)) article + genitive of name of founder τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513)

τὴν Ἀδριανούπολιν (21142 (37626)) article + genitive of name of founder ἐς τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 6149-10)

τὴν δὲ Ἀρκαδιούπολιν (21142 (37611)) article + genitive of name of founder τὴν δὲ πολισθεῖσαν Ἀρκαδίῳ (NChonChron 61489)

εἰς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (412 (3817)) article+name of inhabitants (High) τὴν τῶν Θεσσαλῶν καταλαβὼν (NChonChron 10058)

no article (High)τὸ ἐκ Λατίνων στρατιωτικὸν (442 (4216)) article (Low) τὸ ἐκ τῶν Λατίνων στρατιωτικὸν (NChonChron 10853)

non contracted form (Low)πλείονα (1842 (34113)) contracted form (High) πλείω (NChonChron 55714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 9 of 284

normal (Low)ἐφόνευσαν πολλοὺς (4717 (5329)) litotes (High) οὐ μετρίους κατέκτανεν (NChonChron 12417)

ὀλίγον προσκαρτερήσας καιρὸν (412 (3812)) litotes (High) καιρὸν δrsquo οὐχὶ πολὺν προσμείνας (NChonChron 10052)

noun (Both)ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἁρμάτωσιν (6114 (7127) article + adjectiveparticiple (High) διὰ τὸ τῶν στρατευμάτων πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NCh

οἱ Πέρσαι (288 (2034)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ βάρβαρον (NChonChron 7151)

ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἀρμάτωσιν (6114 (7127) article + adjectiveparticiple (High) διὰ τὸ πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NChonChron 15628)

μεγάλης προθυμίας πλησθεὶς (244 (123)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ πρόθυμον ἐπιτείνας (NChonChron 5344)

τὴν τῶν Κομάνων συμμαχίαν (21141 (3764)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ ἐκ Σκυθῶν ἐπίκουρον (NChonChron 61381)

τῶν πολεμίων (2184 (37022)) neutre article + adjective (High) τὸ πολέμιον (NChonChron 60326)

μετεστράφησαν εἰς ἀσυνήθη ἔργα (1462 (258 neutre article + adjective (High) μετακεκλικότα πρὸς τὸ ἀσύνηθες (NChonChron 43846)

τὴν ἐπιτυχίαν (631 (7323)) neutre article + adjective (High) τὸ εὔδαιμον (NChonChron 15920)

τὸν τῆς Αἰγύπτου πάμφορον πλουτισμὸν (63 neutre article + adjective (High) τὸ τῆς Αἰγύπτου πάμφορον (NChonChron 15919)

noun in plural (Both)οἱ ἐνδοξότεροι (7124 (8810)) neutre article + adjective (High) τὸ ἐπίσημον (NChonChron 18495)

οἱ ἐχθροὶ (214 (36429)) neutre article + adjective (High) τὸ ἀντίπαλον (NChonChron 59484)

τὴν Σεβάστειαν μετὰ τῶν χωρῶν αὐτῆς (479 ( noun in singular (Both) τὴν Σεβάστειαν καὶ τὴν ταύτης χώραν (NChonChron 12119)

τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 noun in singular (Both) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

τὰ ἤθη μιμησάμενος (1841 (34110)) noun in singular (Both) τὸ ἦθος τυπούμενος (NChonChron 55710)

τὰς χώρας ἐπιθυμῶν κρατῆσαι (4711 (5213)) noun in singular (Both) νοσήσας κἀπὶ τῇ τούτου ἔρωτα χώρᾳ (NChonChron 12234)

ὁ στερεός τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) noun in singular (Both) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

τὰ στρατεύματα προσῆγον τοῖς τοίχοις (2114 noun in singular (Both) τὰς δυνάμεις προσῆγον τῷ τείχει (NChonChron 61515)

noun in singular (Both)ἱδρῶτα φέρων (3112 (343)) noun in plural (Both) ἱδρῶσι σταζόμενος (NChonChron 9247)

ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐκτιναξάμενος (3112 (343 noun in plural (Both) ἐκ τῶν προσώπων ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 10 of 284

πιὼν ἀντίδοτον (1878 (3467)) noun in plural (Both) ἀντιδότοις χρώμενος (NChonChron 56416)

τὴν οἴκησιν ἔχοντες (653 (8026)) noun in plural (Both) τὰς οἰκήσεις ἔχοντες (NChonChron 17268)

numeral plain (Low)δεκαὲξ κεντηνάρια (183 (34023)) numeral with προς + dat (High) δέκα πρὸς τοῖς ἓξ (NChonChron 55683)

participium coniunctum (Both)ὁ δὲ βασιλεὺς ταῦτα ἀκούων (478 (5111-12)) ὡς (Both) ὡς δrsquo ἠνωτίζετο ταῦτα ὁ βασιλεὺς (NChonChron 12085)

passive (High)ἀπεκρύβη (622 (7311)) medium (High) ἀπεκρύψατο (NChonChron 1591)

perfect (Both)νενικηκὼς (1119 (1742)) aorist (Both) ὑπερελάσας (NChonChron 32118)

perfect participle (Low)περιχρυσωμένον ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6 adjective (High) ἐπίχρυσον τέτρωρον (NChonChron 15867)

καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) adjective (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

perfect participle + ἦν (Low)κάστρον ἐκτισμένον ἦν (3113 (349)) perfect (Both) κτίζομαι φρούριον ἔκτισται (NChonChron 9253)

plural (Low)εἰς χεῖρας (7126 (8824)) dual number (High) ἐν ταῖν χεροῖν (NChonChron 18419)

positive (Low)τὰ κακὰ ἦταν δυνατώτερα (1877 (34535)) comparative (Low) ἐπικρατήςτὰ χείρω ἐπικρατέστερα (NChonChron 5647)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) comparative (Low) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

πολλῆς εὐεργεσίας (511 (535)) superlative (Both) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης (NChonChron 12653)

φονεύω πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) superlative (Both) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

ὀξὺς καταλῦσαι ζωὴν (515 (5415)) superlative (Both) ὀξύτατος καταλῦσαι ζωὴν (NChonChron 12814)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 11 of 284

πολλὰς ἡμέρας ποιήσας (1661 (3143)) superlative (Both) πλείστας ἡμέρας ἐνδιατρίψας (NChonChron 5187)

possessive genitive (Low)τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ ἐξάδελφον (1454 (25610)) no possessive pronoun (High) τὸν οἰκεῖον ἐξάδελφον (NChonChron 43537)

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) no possessive pronoun (High) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

ἐκ τοῦ γένους τοῦ βασιλέως (7123 (8810)) possessive dative (High) ἐκ τοῦ γένους τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18495)

τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 (33630)) possessive dative (High) τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

ὁ ἦν ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως (7118 (873)) possessive dative (High) ἦν ἀδελφιδοὺς τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18239)

τῶν ὁμοφύλων ἐκείνου (1557 (27622)) possessive dative (High) τῶν ὁμοφύλων ἐκείνω (NChonChron 46384)

τοῦ πάππου τοῦ βασιλέως Μανουὴλ (431 (39 possessive dative (High) τοῦ τῷ Μανουὴλ προπάτορος (NChonChron 10315)

present (Both)πρὸς ἃ βλέπων (14216 (2504)) aorist (Both) πρὸς ἃ ἀπιδὼν (NChonChron 42578)

πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) aorist (Both) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

πέμπει (1563 (27716)) aorist (Both) ἐξέπεμψε (NChonChron 46531)

ὁ εὑρισκόμενος λαός (1811 (33617)) aorist (Both) ὁ εὑρεθεὶς λεὼς (NChonChron 54915)

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) perfect (Both) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

χρῆται δολοφροσύνη ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυ perfect (Both) δολοφροσύνῃ κέχρηται ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

ἐπικαλεῖται (1442 (25420)) perfect (Both) ἐπικέκληται (NChonChron 43267)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) perfect (Both) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

ἀποστερεῖται τοὺς ὀφθαλμοὺς (14211 (24821) perfect (Both) ἀπεστέρηται τοῦ φωτὸς (NChonChron 42320)

τῶν βαρβάρων διαφέρομεν (6111 (7021)) perfect (Both) τῶν βαρβάρων διενηνόχαμεν (NChonChron 15573)

τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν ὑποτίθησι (622 (7313)) perfect (Both) τὴν οἰκείαν ὑποτἐθεικε κεφαλὴν (NChonChron 1594)

πέμπει (15105 (28616)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 4783)

φεύγω φεύγωσιν τινὰς δειλιῶντας (6111 (701 perfect (Both) ὅσοι δὲ πεφρίκασιν (NChonChron 15462)

συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) pluperfect (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει (NChonChron 3368)

present indicative (Low)σφάττουσι (472 (474)) future indicative (High) ἀποκτενοῦσι (NChonChron 11787)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 12 of 284

ἕως πότε παραβλέπεις (472 (4826)) future indicative (High) ἕως τίνος παρόψει (NChonChron 11679)

ἀπολλύουσι (472 (494)) future indicative (High) ἀπόλλυμι ἀπολοῦσι (NChonChron 11787)

present participle (Both)καταγινώσκων (511 (538)) aorist participle (Both) καταγνοὺς (NChonChron 12657)

δηλῶν τὴν ἔλευσιν (632 (743)) future participle (High) προκαταγγελοῦντα τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16038)

ἐπιφέρων τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (743)) future participle (High) ἀποκομίσοντα τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16041)

relative clause (Low)ἅτινα ἦσαν ἐντὸς ἐν αὐτοῖς διήρπαζον (2123 ( article + adverb (High) τὰ τε ἔνδον διήρπαζον (NChonChron 58680)

τὴν γνώμην ἣν εἶχεν πρὸς τούτους (652 (8019 attribute (High) τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 17156)

ἐνθυμούμενος ὅσα hellip ἔπραξαν (652 (8020)) noun (Both) τοῦ κατὰ Κέρκυραν μεμνημένος παροινήματος (NChonChro

sigmatic aorist (Low)παραβλέψαντες (2175 (36820) Y) strong aorist (High) παριδὸν

τοὺς Βαράγγους περισυνάξαντος (1812 (3362 strong aorist (High) τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος (NChonChron 55028)

simple verb + preposition (Low)χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς (474 (4926)) compound verb (High) ἐπιχαίρῃ κακοῖς (NChonChron 11818)

καιρὸν διαβιβάσας μετὰ τοῦ βασιλέως (477 (5 compound verb (High) ἐς ἱκανὸν χρόνον τῷ βασιλεῖ συνδιέτριψε (NChonChron 119

subjunctive (Low)ὅτε κρατήσωσι καὶ ἔλθωσιν (2183 (37016)) optative (High) ἡνίκα περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀνακαλέσηται (562 ( optative (High) μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀναμαχέσαιτο (NChonChron 1381

κἂν μικρόν τι ἀποχωρισθῆ (112 (417)) optative (High) κἂν ἀπορραγείη μικρόν τι (NChonChron 3251)

ὥρμησεν ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) optative (High) ἐπέτεινεν εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὡς ἂν εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (619 (6934)) optative (High) ὅπως ἐπιπαριοῦσαι εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 1544

πολεμήσωμεν (6111 (7024)) optative (High) συμπλεκοίμεθα (NChonChron 15577)

οὕτω γὰρ γυναῖκας ὑμῶν ἴδητε (6111 (7025)) optative (High) οὕτως συλλέκτρους ἴδοιτε (NChonChron 15578)

ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) optative (High) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 13 of 284

τίς ἂν λαλήση ἢ τίς ποιήση (15111 (28721-22)) optative (High) τις ἂν λαλήσειε ἢ τις ποιήσειε (NChonChron 47944-45)

ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) optative (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 optative (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) -τέον (High) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

ἀνδρισώμεθα (6111 (7016)) -τέον (High) ἀνδριστέον (NChonChron 15463)

superlative (Both)τὸ χρησιμώτατον (3113 (348)) litotes (High) οὐ τὸ ἐλάχιστον (NChonChron 9251)

verb (Low)διώκεται μέχρι πολλοῦ (1112 (119)) combination of verb and noun (High μέχρι τινὸς καταδίωξις γίνεται (NChonChron 2713)

verb in plural (Low)τὰ τοῦ φόρου κάλλη ἠχρειοῦντο (1825 (3394) attic syntax (High) ἀγορῶν κάλλη κατερριπτεῖτο (NChonChron 55422)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) attic syntax (High) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) attic syntax (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

ταῦτα μὲν συνέβησαν ὕστερον (4713 (5234)) attic syntax (High) ταῦτα μὲν συμβέβηκεν ὕστερον (NChonChron 12368)

τὰ πράγματα ἐφάνησαν καλλιώτερα (211711 attic syntax (High) βελτίω ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-20)

ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) attic syntax (High) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

τῶν lsquoΡωμαίων ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησα attic syntax (High) τὰ τῶν Ῥωμαίων ἀνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChro

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) attic syntax (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 attic syntax (High) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

ὅσα διέρχονται (1826 (33928)) attic syntax (High) ὅσα κάτεισιν (NChonChron 55552)

ὅσα πρὸς βορρὰν βλέπουσιν (1826 (33926)) attic syntax (High) ὅσα πρὸς βορρᾶν πρόεισιν ἄνεμον (NChonChron 55550)

word order 2 (Low)καταλείψας τὸ Β ὡς εὐκολοκράτητον (1112 (2 word order 1 (High) τὸ Β παραλλάξας ὡς εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

ἐκεῖνον ἀποδιώξας (21183 (3854)) word order 1 (High) ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον (NChonChron 62654)

ὁ Λάσκαρις δὲ Θεόδωρος (21183 (3853)) word order 1 (High) ὁ δὲ Λάσκαρις Θεόδωρος (NChonChron 62653)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 14 of 284

ὁ Κομνηνὸς δὲ Δαυὶδ (21183 (3856)) word order 1 (High) ὁ δrsquo ἐκ Κομνηνῶν Δαυὶδ (NChonChron 62657)

τὰς τέντας τῶν βαρβάρων (1842 (34114)) word order 1 (High) τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς (NChonChron 55716)

ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) word order 1 (High) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

τὴν τύφλωσιν τοῦ πατρὸς (183 (34030)) word order 1 (High) τὴν τοῦ πατρὸς πήρωσιν (NChonChron 55691)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 word order 1 (High) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

οἱ Προυσηνοὶ δὲ (2184 (37020)) word order 1 (High) οἱ δὲ Προυσαῖοι (NChonChron 60324)

πέμψας δὲ ὁ βασιλεὺς διεκώλυεν (477 (5029)) word order 1 (High) βασιλεὺς δὲ πέμψας διεκώλυεν (NChonChron 12070)

μαθὼν δὲ πάλιν ὁ βασιλεὺς (3111 (3321)) word order 1 (High) βασιλεὺς δὲ αυτὸς αὖθις μαθὼν (NChonChron 9229)

ἐκράτησε δὲ τότε καὶ τὴν Στρούμιτζαν (16192 word order 1 (High) τότε δὲ καὶ τῆς Στρουμμίτζης ἐκράτησεν (NChonChron 5359

καὶ αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς (3111 (3326)) word order 1 (High) καὶ βασιλεὺς δὲ αὐτὸς (NChonChron 9236)

τὸν ῥῆγα Σερβίας (3111 (3321)) word order 1 (High) τὸν Σερβίας δυναστεύοντα (NChonChron 9229)

αὐτίκα γὰρ Ἀλέξιός τις (1421 (24515)) word order 1 (High) αὐτίκα γάρ τις Ἀλέξιος (NChonChron 42013)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (511 (537)) word order 1 (High) μετὰ δὲ βραχὺ (NChonChron 12655)

οὗτος ὁ βασιλεὺς (251 (1214)) word order 1 (High) ὁ βασιλεὺς οὗτος (NChonChron 5358)

μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 word order 1 (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

ὁ ἀποστάτης δὲ (1662 (31415)) word order 1 (High) ὁ δrsquo ἀποστάτης (NChonChron 51822)

τοῦ πυρὸς παυσαμένου (1828 (34011)) word order 1 (High) λωφήσαντος τοῦ πυρός (NChonChron 55569)

τοῖς πολλοῖς δὲ (1661 (3145)) word order 1 (High) τοῖς δὲ πολλοῖς (NChonChron 51810)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (441 (428)) word order 1 (High) τὴν ἄφιξιν τοῦ βασιλέως (NChonChron 10841)

ἄβατος (Low)ἄβατα (1435 (25318)) βατός (High) μὴ βατὰ (NChonChron 43025)

ἀβλαβής (Low)διέβησαν ἀβλαβεῖς (7122 (8731)) ἀπαθής (High) ἀπαθεῖς παρῆλθον (NChonChron 18377)

ἀβλαβὴς (1435 (25320)) ἀπείρατος (High) ἀπείρατος κακοῦ (NChonChron 43028)

ἀγαθός (Low)εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) δεξιός (High) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 15 of 284

ἀγανακτέω (Both)ἠγανάκτει (1462 (25818)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινε (NChonChron 43839)

ἠγανάκτων ἢ ἐλυποῦντο (1828 (3408)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55566)

ἀγαπάω (Low)ἠγάπων (1424 (2478)) ἀσπάζομαι (High) ἠσπάζετο (NChonChron 42160)

ὃν ἠγάπησας (15113 (28825)) διώκω (Both) ὃν ἐδίωκες (NChonChron 48155)

οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτὴν ἠγάπα (251 (1220)) προσέχω (Low) οὐδrsquo ὁ βασιλεὺς προσεῖχεν αὐτῇ (NChonChron 5465)

πλέον ἠγάπα τοῦτον (14216 (2507)) πρόσκειμαι (High) πλειόνως τούτῳ προσέκειτο (NChonChron 42581)

κατἀ τὸ πρέπον ἀγαπῶντα (511 (539)) φιλέω (Ambiguous) φιλοῦντος ὅσον εἰκὸς (NChonChron 12657)

ἀγαπᾶ ὁ δοῦλος (432 (405)) φιλέω (Ambiguous) φιλεῖ τὸ ἀρχόμενον (NChonChron 10431)

τοῖς ἀγαπῶσιν ἀκούειν (4719 (5419)) φιλήκοος (High) τοῖς φιληκόοις (NChonChron 12543)

τὴν ταραχὴν ἀγαπώντων (1522 (27030)) φιλοτάραχος (High) φιλοτάραχοι (NChonChron 45565)

ἀγαπήσας αὐτὸν (112 (421)) φίλτρον (High) τὸ φίλτρον διατηρήσας ἀλώβητον (NChonChron 3252)

ἀγάπη (Low)φλὸξ ἀγάπης (21123 (37414)) ἔρως (Ambiguous) ἐμπύρευμα ἔρωτος (NChonChron 61017)

ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) πόθος (High) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

καθαρὰν ἀγάπην (4715 (537)) φιλία (Low) φιλίαν ἀκραιφνῆ (NChonChron 12379)

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( φίλτρον (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ (433 (4016)) φίλτρον (High) τὰ φίλτρα γέρας (NChonChron 10448)

ἀγαπητός (Low)ἀγαπητὸς (15112 (2884)) εὐκταῖος (High) εὐκταῖος (NChonChron 48061)

ἀγαπητοῦ ἔργου (15113 (28825)) ἐφετός (High) ἐφετοῦ χρήματος (NChonChron 48186)

ἀγαπητὸς καὶ παμπόθητος (15111 (28725)) τρισασπάσιος (High) τρισασπάσιος (NChonChron 47947)

ἀγγελία (High)ἀγγελίας ἐδέξατο (1153 (85)) πρεσβεία (High) πρεσβείαν ἐφειλκύσατο (NChonChron 3943)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 16 of 284

Ἁγία Σοφία (Low)εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν Μέγας Νεώς (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

τῆ Ἁγία Σοφία (14223 (25130)) Μέγιστος Ναός (High) τῷ Μεγίστῳ Ναῷ (NChonChron 42854)

ἅγιος (Low)τὴν ἁγίαν τράπεζαν (1426 (2481)) παναγής (High) τὴν παναγῆ τράπεζον (NChonChron 42289)

ἀγορά (High)ὅσα αὐτὸς ἔδωκε εἰς τὴν ἀγορὰν αὐτοῦ (16171 λύτρα (High) τὰ λύτρα (NChonChron 53349)

ἀγοράζω (Low)ἀγορασθῆναι (16171 (32432)) λύω (High) λυθῆναι (NChonChron 53344)

παρακαλεῖ ἀγορασθῆναι (16171 (3252)) λύω (High) δεῖται λυθῆναι (NChonChron 53347)

ἀγοράζοντες (21315 (36422)) ὠνέομαι (High) ὠνούμενοι (NChonChron 59475)

ἀγοράσας (1211 (1992)) ὠνέομαι (High) ὠνησάμενος (NChonChron 3554)

ἀγοράσας (1813 (3377)) ὠνέομαι (High) πριάμενος (NChonChron 55146)

ἄγουρος (Low)γονεῖς φάγουσιν ἄγουρα (14220 (25114)) ὄμφαξ (High) ἐκ τῶν πατρικῶν ὀμφάκων (NChonChron 42732)

ἄγριος (Low)θηρία ἄγρια (6111 (7013)) ὀρεινόμος (High) θῆρες ὀρεινόμοι (NChonChron 15460)

ἀγρίως (Low)ἀγρίως καὶ ἀπανθρώπως (21172 (38116)) ἀνημέρως (High) ἀνημέρως (NChonChron 6217)

ἀγύρευτος (Low)ῥύμαι ἀγύρευτοι (437 (4118)) ἀδιασκόπητος (High) ἄμφοδοι ἀδιασκόπητοι (NChonChron 10711)

ἀγωνίζομαι (Low)τὸ συνερίζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι (445 (436)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλᾶσθαι (NChonChron 10984)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 17 of 284

ἀγωνιζομένων ἀνδρείως (21143 (37632)) ἀμύνομαι (High) ἀμυνομένων εὐρώστως (NChonChron 61516)

ἀγωνίζεσθαι (15104 (28613)) μογέω (High) μογεῖν (NChonChron 47895)

σώζειν ἠγωνίζοντο ἑαυτοὺς (7124 (8816)) σπεύδω (High) σώζειν ἑαυτοὺς ἔσπευδον (NChonChron 1848)

ἀγωνίζοντο κρατῆσαι αὐτὸν (7128 (8916)) σπεύδω (High) συλλαβεῖν αὐτὸν σπεύδοντας (NChonChron 18548)

ἀδελφός (Low)ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ (1433 (25223)) αὐτάδελφος (High) ὁ τούτου αὐτάδελφος (NChonChron 42988)

ὁ άδελφὸς (112 (41)) κασίγνητος (High) ὁ κασίγνητος (NChonChron 3231)

ὁ ἀδελφὸς (2181 (36921)) κασίγνητος (High) ὁ κασίγνητος (NChonChron 60185)

τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν (4713 (5232)) κασίγνητος (High) τὸν οἰκεῖον κασίγνητον (NChonChron 12366)

τῶ ἀδελφῶ (1143 (725)) κασίγνητος (High) τῷ κασιγνήτῳ (NChonChron 3818)

ἀδελφοῦ (1512 (26926)) κασίγνητος (High) κασιγνήτου (NChonChron 45424)

τοῦ ἀδελφοῦ (112 (423)) κασίγνητος (High) τοῦ κασιγνήτου (NChonChron 3356)

ἀδελφὸν (1812 (33625)) κασίγνητος (High) κασίγνητον (NChonChron 55024)

ἀδελφοί (511 (532)) ὁμαίμων (High) ὁμαίμονες (NChonChron 12650)

τρεῖς ἦσαν ἀδελφοὶ (432 (3930)) ὁμαίμων (High) τρεῖς ἦσαν ὁμαίμονες (NChonChron 10320)

τὸν ἀδελφὸν (433 (4011)) ὁμαίμων (High) τὸν ὁμαίμονα (NChonChron 10439)

τοῦ ἀδελφοῦ (112 (43)) ὁμόγνιος (High) τοῦ ὁμογνίου (NChonChron 3233)

ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ Ἰσαάκιος (511 (536)) σεβαστοκράτωρ (High) ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος (NChonChron 12654)

ἀδιάβλητος (Low)μάρτυρες ἀπαραλόγιστοι καὶ ἀδιάβλητοι (156 ἀπαραλόγιστος (High) διαιτητὴς ἀπαραλόγιστος (NChonChron 46649)

ἀδιακρίτως (Low)ἐξεφόρει ἀδιακρίτως (1821 (33720)) ἀφειδέστερον (High) ἐξεφόρει ἀφειδέστερον (NChonChron 55160)

ἀδιαντροπία (Low)εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 ἀναίδεια (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

ἀδιαντροπίας (1422 (2468)) ἀναίδεια (High) ἀναιδείας (NChonChron 42032)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 18 of 284

ἀδιάντροπος (Low)ὡς ἄδικον καὶ ἀδιάντροπον (2138 (36229)) ἀναιδής (High) ὡς ἀδίκῳ ἅμα καὶ ἀναιδεῖ (NChonChron 5917)

ἀδιαντρόπως (Low)ἀδιαντρόπως (1221 (2004)) ἀναίδην (High) ἀναίδην (NChonChron 35625)

ἀλλrsquo ἀδιαντρόπως καὶ φανερῶς (432 (404)) ἀναίδην (High) ἀλλrsquo ἀνέδην (NChonChron 10429)

ἀδιάφορος (Low)πρὸς τὰς μίξεις τῶν γυναικῶν ἀδιάφορος (25 ἀκάθεκτος (High) πρὸς τὰς μίξεις ἀκάθεκτος (NChonChron 5471)

ταῖς ἀδιαφόροις καταλείψασα γυναιξὶ (251 (1 ἄφρων (Ambiguous) ταῖς ἄφροσι τῶν γυναικῶν ἐπιρρίπτουσα (NChonChron 546

μετὰ συγγεγῶν ἀδιαφόρων (15106 (2871)) ἀχρεῖος (High) συγγενέσι ἀχρείοις (NChonChron 47824)

ἀδιάφοροι (1522 (27030)) βάναυσος (High) βάναυσος (NChonChron 45565)

ἀδιήγητος (Low)ὁ ἀδιήγητος τῷ κάλλει οἶκος (2131 (36016)) ἄμαχος (High) ὁ ἄμαχος τῷ κάλλει οἶκος (NChonChron 5874)

Ἀδριανούπολις (Low)πρὸς Ἀδριανούπολιν ἔρχεται (183 (34019)) Ἀδριανοῦ ἡ (High) τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε (NChonChron 55680)

ἐν τῆ Ἀνδριανουπόλει (21133 (37526)) Ὀρεστιάς (High) ἐν Ὀρεστιάδι (NChonChron 61371)

τὴν Ἀνδριανούπολιν (21173 (38125)) Ὀρεστιάς (High) τὴν Ὀρεστιάδα (NChonChron 62218)

εἰς Ἀνδριανούπολιν (1661 (3142)) Ὀρεστιάς (High) εἰς Ὀρεστιάδα (NChonChron 5187)

ἀδύνατος (Low)τὰ ἀδύνατα (1558 (27632)) ἀκίχητος (High) τὰ ἀκίχητα (NChonChron 4643)

τῶν ἀδυνάτων ἐπιχειρεῖ (562 (6022)) ἀνέφικτος (High) τοῖς ἐγγὺς ἀνεφίκτων ἐπιχειρεῖ (NChonChron 13818)

ἀείποτε (Low)ἀείποτε (1434 (2533)) ἀεί (High) ἀεί (NChonChron 43010)

ἀείποτε (1152 (733)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 3933)

ἀείποτε (261 (1230)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 5480)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 19 of 284

ἀείποτε (1563 (27721)) ἀεί (High) ἀεί (NChonChron 46536)

ἀείποτε (1425 (24716)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 42271)

ἀείποτε ἐμερίμνα (15111 (28726)) ἀεί (High) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος (NChonChron 47949)

ἀείποτε (1582 (2822)) ἐσαεί (High) ἐσαεὶ (NChonChron 47214)

ἀθεμίτως (Low)ἀνόμως καὶ ἀθεμίτως (1822 (33725)) παναθεμίτως (High) παναθεμίτως (NChonChron 55164)

ἄθεσμος (Low)ἄθεσμα (1223 (20026)) ἀνόμημα (High) ἀνομήμασι (NChonChron 35644)

ἄθλιος (High)ἀνθρώπων ἀθλιώτερος (477 (5023)) τάλας (High) ταλάντατος ἀνθρώπων (NChonChron 11958)

ἀθρόον (Low)ἀθρόον τοῖς Τούρκοις ἐπεισπεσεῖν (288 (2034) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν τοῖς Πέρσαις ἐπεισπεσεῖν (NChonChron 7151)

αἲ αἴ (Low)αἲ αἴ μοι καὶ φεῦ εἰς τοὺς λαμπροτάτους μου ο ὤ (High) ὤ μοι τῶν λαμπροτάτων δόμων (NChonChron 55562)

αἱματωμένος (Low)ἱδρῶτας αἱματωμένους (1613 (3051)) αἱματόεις (High) ἱδρῶτας αἱματόεντας (NChonChron 50347)

αἱματωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες (2123 ὕφαιμος (High) ὕφαιμοι τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 58791)

αἰχμαλωσία (Low)αἰχμαλωσίας (1118 (17315)) ἅλωσις (Both) ἁλώσεις (NChonChron 32090)

αἰχμαλωσίαν (1451 (25524)) λεία (High) λείαν (NChonChron 43418)

ἀπῆραν αἰχμαλωσίαν (4717 (5329)) λεία (High) ἤλασε λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

αἰχμαλωσίαν ἔλαβε (15121 (2897)) λεία (High) λείαν ἤλασε (NChonChron 4826)

μετὰ αἰσχμαλωσίας καὶ κούρσων πολλῶν (15 λεία (High) λείαν οὐ σταθμητήν (NChonChron 46529)

εἰς προνομὴν καὶ αἰχμαλωσίαν (2185 (3717)) προνομή (High) εἰς προνομὴν (NChonChron 60448)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 20 of 284

αἰχμαλωτίζω (Low)ἠχμαλωτίσθη (15114 (28828)) ἀπάγω (Ambiguous) ἀπήχθη (NChonChron 48189)

ἐκούρσευέ τε καὶ ἠχμαλώτιζεν (21182 (3851)) κείρω (High) ἔφθειρέ τε καὶ ἔκειρεν (NChonChron 62651)

αἰχμαλωτίζων καὶ ἐξαρματώνων (6114 (722)) σκυλεύω (High) σκυλεύων (NChonChron 15737)

αἰχμαλωτίσαι (725 (9529)) φθείρω (High) ὡς φθεροῦντες (NChonChron 19418)

αἰχμάλωτος (Low)πολλοὺς αἰχμαλώτους λαβὼν (3113 (3413)) ζωγρίας (High) πολλοὺς ζωγρίας λαβὼν (NChonChron 9357)

ἀκατάδεκτος (Low)τὸ ἀκατάδεκτον αὐτοῦ (431 (3925)) ἀταπείνωτος (Low) τὸ τοῦ φρονήματος ἀταπείνωτον (NChonChron 10311)

ἀκατάστατος (Low)εἰρήνης ἀκαταστάτου (15122 (28930)) ἀμφιπαλής (High) εἰρήνης ἀμφιπαλοῦς (NChonChron 48332)

ἄκαυστος (Low)ἄκαυστον ἀπέμεινεν (1826 (33927)) ἀδιαλώβητος (High) ἀδιαλώβητον ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

ἀκίνδυνος (Low)οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) διακινδυνευτέος (High) διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

ἀκμήν (Low)ἀκμὴν ὀρθῶς λαλεῖν οὐκ ἠδύνατο (1585 (2823 ἔτι (Ambiguous) ἔτι γὰρ ἐψέλλιζεν ἡ νύμφη (NChonChron 47352)

οὐ γὰρ ἐγεύσαντο ἀκμὴν (21315 (36423)) πω (High) οὐ γάρ πω hellip εἴδοσαν (NChonChron 59475)

ἀκοή (Both)ἀπὸ μόνης τῆς ἀκοῆς (1661 (3144)) ἐνήχησις (High) πρὸς μόνην τὴν ἐνήχησιν (NChonChron 51810)

ἀκολουθέω (Low)ἠκολούθουν αὐτῶ (1462 (25814)) ἕπομαι (High) εἵποντο ἐκείνῳ (NChonChron 43834)

ἀκολουθοῦντα (7125 (8819)) ἐφέπομαι (High) ἐφέπομαι ἐφεπόμενον (NChonChron 18411)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 21 of 284

ἠκολούθησε θηρίον (1559 (27637)) κατακολουθέω (High) θηρίῳ κατηκολούθησεν (NChonChron 4649)

ἠκολούθει πλησίον αὐτοῦ (6117 (7225)) παρέπομαι (High) παρείπετο δέ οἱ (NChonChron 15877)

ἵνα ἀκολουθήσωμεν (1456 (2578)) συμμεταβάλλομαι (High) τῷ συμμεταβεβλῆσθαι (τῷ καιρῶ) (NChonChron 43678)

ὁ στρατὸς ὁ ἐκείνω ἀκολουθῶν (183 (34026)) συνέκδημος (High) ὁ συνέκδημος ἐκείνῳ στρατὸς (NChonChron 55687)

ἀκουμβίζω (Low)ἐν ὧ ἠκούμβιζεν (523 (569)) βακτηρεύομαι (High) ᾧ ἦν βακτηρευόμενος (NChonChron 13195)

ἀκούμβισμα (Low)ἀκούμβισμα (16192 (32615)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 53593)

κατάντημα καὶ ἀκούμβισμα (21142 (37626)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 61410)

ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( οἰκητήριον (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

ἀκουμβιστήριος (Low)τὸ ἀκουμβιστήριον ξύλον (523 (568)) σκίπων (High) τὸν σκίπωνα (NChonChron 13195)

ἀκούω (Low)ἀκουόντες (1554 (2762)) ἀκροάομαι (High) ἀκροώμενοι (NChonChron 46256)

ἀκούων (1422 (24612)) ἀκροάομαι (High) ἀκροώμενον (NChonChron 42035)

ὥστε τὴν φωνὴν αὐτῆς ἀκοῦσαι τούτους (434 ἐνηχέομαι (High) ὡς τὴν ταύτης ἐνηχηθῆναι φωνὴν (NChonChron 10562)

ἀκοῦσαι (14220 (2518)) ἐνηχέομαι (High) ἐνηχούμενος (NChonChron 42724)

πρὸς τὸ ἀκοῦσαι (1557 (27627)) ἐνήχησις (High) πρὸς τὴν ἐνήχησιν (NChonChron 46492)

ὁ δὲβασιλεὺς ταῦτα ἀκούων (478 (5111-12)) ἐνωτίζομαι (High) ὡς δrsquo ἠνωτίζετο ταῦτα ὁ βασιλεὺς (NChonChron 12085)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) ἐνωτίζομαι (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

ἀκούσας (515 (5423)) ἐνωτίζομαι (High) ἠνώτιστο (NChonChron 12826)

ἤκουσεν (21142 (3766)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτισάμενος (NChonChron 61483)

ἀκούοντες (1114 (1722)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτιζόμενοι (NChonChron 31835)

ἀκούσας (1225 (2017)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτισάμενον (NChonChron 35755)

ἀκούεις (472 (491)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτίζῃ (NChonChron 11783)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 22 of 284

ἀκούων (631 (7322)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτιζόμενος (NChonChron 15919)

ἤκουεν (1558 (27634)) οὖς (Both) οὖς ὑπέσχετο (NChonChron 4647)

τὸν κλαυθμὸν ἀκούσωσι (438 (4130)) οὖς (Both) τὸν θρῆνον ἀναβῆναι εἰς τὰ ὦτα (NChonChron 10726)

ἀκούειν (1563 (27721)) οὖς (Both) τὸ οὖς ἐπικλίνειν (NChonChron 46536)

ὡς οὖν ἤκουσε (616 (6915)) πυνθάνομαι (High) βασιλεὺς τοίνυν ὡς τοῦτο εἶχε πυθόμενος (NChonChron 152

ἤκουσαν (1584 (28226)) πυνθάνομαι (High) πυθόμενοι (NChonChron 47342)

ἀκράτητος (Low)ἀκράτητοι ἐγένοντο (1451 (25519)) ἀκατάσχετος (High) ἀκατάσχετοι ἐγεγόνεισαν (NChonChron 43411)

ἀκριβολογέομαι (Low)ἀκριβολογούμενος (1591 (28319)) σμικρολογέομαι (High) σμικρολογούμενος (NChonChron 47475)

ἀκριβῶς (Low)τοῖς ἀκριβῶς γινώσκουσι (1424 (2479)) ἐπισταμένως (High) τοῖς εἰδόσι μάλα ἐπισταμένως (NChonChron 42162)

παραδηλῶσαι ἀκριβέστερον (4310 (427)) σαφῶς (High) παραδηλώσων σαφέστερον (NChonChron 10840)

ἀκρίτως (Low)ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως (14214 (24927-28)) ἐρήμη (High) ἐξ ἐρήμης (NChonChron 42568)

ἀκρωτηριάζω (Both)ἀκρωτηριασθέντας (1211 (19918)) διαλωβάομαι (High) διελωβήσατο (NChonChron 35520)

ἀλαζονεία (Low)ἡ ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία (2123 (3604)) ἀμιξία (High) ἡ ὑπεροψία καὶ ἀμιξία (NChonChron 58787)

ἐπαρθεὶς εἰς ἀλαζονείαν (1618 (32524)) ἀπόνοια (High) ἐπαρθεὶς εἰς ἀπόνοιαν (NChonChron 53470)

εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 αὐθάδεια (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρετο καὶ θρασύτητα (166 θρασύτης (High) προσεπαίροντα εἰς θρασύτητα (NChonChron 51814)

μετὰ ἀλαζονείας (618 (6925)) κόμπος (High) μετὰ κόμπου (NChonChron 15327)

ἀπὸ τῆς ἀλαζονείας (1441 (2544)) ὀφρύς (High) τῆς ὀφρύος (NChonChron 43146)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 23 of 284

τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὴν ὀφρὺν (622 (7312)) ὀφρύς (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος (NChonChron 1593)

ἡ τῶν Φράγγων ἀλαζονία (211711 (3848)) ὑπεροψία (High) ἡ Λατίνων ὑπεροψία (NChonChron 62520)

ἀλαζονεύομαι (Low)ἠλαζονεύοντο (1142 (713)) ἀπαυθαδιάζομαι (High) ἀπηυθαδιάζοντο (NChonChron 3795)

πρῶτον ἀλαζονευόμενος (2712 (1811)) ὑπερφρονέω (High) κἂν ὑπερεφρόνει τὰ πρῶτα (NChonChron 6595)

ἀλαζονικός (Low)ἐπηρμένων καὶ ἀλαζονικῶν (2151 (36517)) τυφομανής (High) τυφομανῶν (NChonChron 59511)

τὸ ἀλαζονικὸν (445 (439)) ὑβρίζω (Low) τὸ ὑβρίζον φρόνημα (NChonChron 10987)

ἀλαζών (Low)ὁ Νεεμὰν τοσοῦτον ἀλαζὼν ἦν ὡς (622 (739)) ἀντάρσιος (High) τῷ Νεεμὰν οὕτως ἀνταρσίου μετῆν φρονήματος ὡς (NChon

ἀλαζόνων (2114 (3593)) ὑψαύχην (High) ὑψαύχενας (NChonChron 58551)

ἀλαζόνας (1225 (20113)) ὑψαύχην (High) ὑψαύχενας (NChonChron 35760)

ἀλείφω (Low)ἀλεῖψαι τὸ ἐπίθεμα τὀ φάρμακον (515 (5416)) ἐγχρίω (High) ἐγχρίεται φαρμάκῳ τὸ ἐπίθεμα (NChonChron 12817)

ἀλήθεια (Low)τῆ δὲ ἀληθεία (2177 (3699)) ἀληθής (Low) πρὸς δrsquo ἀληθῆ πρᾶξιν (NChonChron 60171)

κατὰ ἀλήθειαν κατεποντίσθη (1422 (24616)) ἀληθῶς (High) ἀληθῶς ἀπόλωλε (NChonChron 42138)

ἀληθής (Low)εἰπεῖν ἀληθέστερον (2151 (36517)) οἰκεῖος (Both) εἰπεῖν οἰκειότερον (NChonChron 59512)

ἀλητήριος (Low)ἀλητήριος (1426 (24729)) ἀλάστωρ (High) ἀλάστωρ (NChonChron 42287)

ἀλλά (Both)οὐχὶ διὰ χρῆσιν ἀλλὰ διὰ γέλωτα (214 (36430) δέ (High) μὴ κατὰ χρείαν πρὸς δὲ γέλων (NChonChron 59486)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 24 of 284

ἀλλrsquo ὁ μὲν (1581 (28116)) πλήν (Ambiguous) πλὴν ὁ μὲν (NChonChron 47190)

ἀλλὰ (1114 (17117)) πλήν (Ambiguous) πλὴν (NChonChron 31829)

ἀλλαχόθεν (Low)ἀλλαχόθεν (2184 (37024)) ἄλλῃ (High) ἄλλῃ (NChonChron 60330)

ἀλληνάλλως (Low)ἀλληνάλλως (472 (493)) παραλλάξ (High) παραλλὰξ (NChonChron 11785)

ἄλλοθεν (Low)ἄλλος ἄλλοθεν (214 (36433)) ἄλλῃ (High) ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς πόλεως (NChonChron 59489)

ἄλλος (Both)ἄλλον πλοῦν (6320 (7825)) ἕτερος (Both) ἕτερον πλοῦν (NChonChron 16864)

μηδὲν ἄλλο εἰπόντος εἰ τοῦτο μόνον ὅτι (1422 ἕτερος (Both) φήσαντος μηδὲν ἕτερον ἀλλrsquo ὅτι (NChonChron 42137)

μετὰ ταῶν ἄλλων (15114 (28828)) ἕτερος (Both) μεθrsquo ἑτέρων (NChonChron 48189)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( λοιπός (Ambiguous) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

ἄλλων (1114 (1727)) λοιπός (Ambiguous) λοιποὺς (NChonChron 31841)

καὶ ἄλλαι δὲ πόλεις (2182 (3701)) λοιπός (Ambiguous) ταῖς λοιπαῖς πόλεσιν (NChonChron 6023)

ἄλλοι δὲ ἔφυγαν ἀπήλθοσαν (21133 (37525)) ὁ δέ (High) οἱ δὲ φυγάδες ἐπανήκουσιν (NChonChron 61370)

ἄλλοτε (Low)ἄλλοτε δὲ συνέκειτο (434 (4018)) ἦν δrsquo ὅτε (High) ἦν δrsquo ὅτε καὶ αὐτὸς συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

ποτὲ μὲν ἄλλοτε δὲ (1458 (25732)) ποτέ (Ambiguous) ποτὲ μὲν Ποτὲ δὲ (NChonChron 43712)

ἀλλοτρόπως (Low)ἀλλοτρόπως (2131 (36018)) ἄλλως (Low) ἄλλως (NChonChron 5876)

ἄλλως (Low)ἄλλως εἰρηνεῦσαι (1662 (31416)) ἑτέρως (High) ἑτέρως σπείσασθαι (NChonChron 51824)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 25 of 284

ἄλογον (Low)τὰ ἄλογα (6114 (7122)) ἵππος (High) οἱ ἵπποι (NChonChron 15620)

εἰς τὰ ἄλογα (214 (3653)) ἵππος (High) ἐπὶ τῶν ἵππων (NChonChron 59492)

καβαλικεύουσιν ἄλογα (6111 (7019)) ἵππος (High) ἵπποις ἀνέχονται (NChonChron 15569)

τὴν δὲ τῶν ἀλόγων φορὰν (445 (433)) ἵππος (High) τῇ ὁρμῇ τῶν ἵππων (NChonChron 10980)

ἄλογα (15112 (28813)) ἵππος (High) ἵπποις (NChonChron 48071)

συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ ὄχημα (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15214)

εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν ἀλόγων (214 (36432)) ὄχημα (High) ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀχημάτων (NChonChron 59488)

ἄλογα (1435 (25312)) ὑποζύγιον (High) ὑποζύγια (NChonChron 43020)

ἅλωσις (Both)ἅλωσιν (1114 (17118)) προνόμευσις (High) προνόμευσιν (NChonChron 31831)

ἅμαξα (Low)τὴν πορείαν μετὰ ἀμάξης περιεπάτει (4712 (5 ἁρμάμαξα (High) ἐφrsquo ἁρμαμάξης τὴν πορείαν πεποίητο (NChonChron 12249)

ὁ τὰς ἁμάξας σύρνων (7117 (8624)) βοώτης (High) βοώτης (NChonChron 18126)

ἁμάρτημα (Low)κηρύττοντες καὶ λέγοντες μὴ ἔχειν ἁμάρτημα ἀνεπέγκλητος (High) τὸ ἀνεπέγκλητον ἐπιμαρτυρόμενοι (NChonChron 55674)

ἀμαυρόω (High)τὰ λαμπρὰ ἠμαύρωσεν (476 (5013)) ἀκυρόω (High) ἠκύρωσε τὰ λαμπρὰ (NChonChron 11943)

ἀμελέω (Low)οἱ Οὔγγροι ἠμέλουν (618 (6921)) ἀναπίπτω (High) οἱ Παιόνες ἀναπεπτώκεσαν (NChonChron 153 22)

τὸ καστέλλιον ἀμελήσαντες (1612 (30414)) παραβλέπω (Ambiguous) τὸ ἔρυμα παρεῖδον (NChonChron 50222)

ἀμελής (Low)ἀμελέστερον (1458 (25733)) νωθής (High) νωθέστερον (NChonChron 43713)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 26 of 284

ἀμεταστρέπτως (Low)ἀμεταστρέπτως (1114 (1727)) ἀμεταστρεπτί (High) ἀμεταστρεπτὶ (NChonChron 31840)

ἀμέτοχος (Low)κακῶν ἀμέτοχοι (1142 (720)) ἀπείρατος (High) κακῶν ἀπείρατοι (NChonChron 389)

ἀμηχανία (Both)διηπόρουν καὶ εἰς ἀμηχανίαν ἔπιπτον (6114 ( ἀμηχανέω (High) ἠμηχάνουν (NChonChron 15629)

ἄμμος (Low)παιδία ἐπὶ ἄμμον παίζοντα (433 (4014)) ψάμμος (High) παιδίων ἐπὶ ψάμμου ἀθύρματα (NChonChron 10445)

ἀμμώδης (Low)ἀμμώδους γῆς (7123 (884)) ψαμμώδης (High) ψαμμώδους γῆς (NChonChron 18384)

ἀμφιβάλλω (Low)ἀμφιβάλλεις (1554 (2764)) ἀμφιγνοέω (High) ἀμφιγνοεῖς (NChonChron 46258)

ἀμφότεροι (Low)ἐν ἀμφοτέροις (1114 (1725)) ἄμφω (High) πρὸς ἄμφω (NChonChron 31838)

ἄν ποτε (Low)ἄν ποτε ἵνα ἐφρόντιζες (121013 (21926)) εἴθε (High) εἴθε οὕτως ἐπεμέλου (NChonChron 38422)

ἄν ποτε ἵνα καὶ ἐποντίζοντο (1933 3633) ὀφείλω (Low) ὡς ὄφελόν γε τὴν ἐς βάραθρον βαδιούμενοι (NChonChron 5

ἀνὰ μέσον (Low)ἀνὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349)) μεταξύ (Ambiguous) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

ἀναβάλλομαι (Low)ἀνεβάλλετο (1592 (28328)) ἀναδύομαι (High) ἀνεδύετο (NChonChron 47486)

ἀνάβασις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 27 of 284

τὴν τῆς βασιλείας ἀνάβασιν (26929 (1513)) ἀρχή (Both) ἀρχῆς (NChonChron 45428)

εἰς τὴν ἀνάβασιν τῆς βασιλείας αὐτοῦ (112 (4 κατάσχεσις (High) εἰς τὴν τῆς βασιλείας κατάσχεσιν (NChonChron 3233)

ἀναβάτης (Low)τὸν ἀναβάτην (443 (4227)) ἱππότης (High) τοῦ ἱππότου (NChonChron 10965)

ἀναβιβάζω (Low)εἰς τὰ ἄλογα ἀναβιβάζοντες (214 (3653)) ἀνέχω (High) ἐπὶ τῶν ἵππων ἀνεῖχον (NChonChron 59492)

ἀναβλαστάνω (Low)ἀναβλαστήσει (1441 (25410)) ἀναβαίνω (High) ἀναβήσεται (NChonChron 43152)

ἕτερον κατὰ θάλασσαν κακὸν ἀνεβλάστησεν ἐπικυμαίνω (High) ἕτερον ἐπεκύμανε καθrsquo ἅλα κακὸν (NChonChron 4812)

ἀναβράσσω (Low)ἡ γῆ ἀναβρασθεῖσα ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ (476 (50 κλονέω (High) ἡ γῆ κλονηθεῖσα (NChonChron 11944)

ἀναγγέλλω (Low)τὴν ἔλευσιν ἀναγγεῖλαι (4310 (426)) εὐαγγελίζομαι (High) τὴν παρουσίαν εὐαγγελισόμενος (NChonChron 10839)

ἀναγγεῖλαι (2114 (3595)) λόγος (Ambiguous) χρήσασθαι τῷ λόγῳ (NChonChron 58554)

ἀναγκάζω (Low)ὑπὸ τῆς βίας ἀναγκαζόμενος (1613 (30431)) ἄγχω (High) τῇ βίᾳ τῶν πραγμάτων ἀγχόμενον (NChonChron 50341)

ἀναγόρευσις (Low)μετὰ τὴν ἀναγόρευσιν (1877 (3465)) ἀνάρρησις (High) μετὰ τὴν ἀνάρρησιν (NChonChron 56413)

ἀναγορεύω (Low)ὀρεγόμενος ἀναγορευθῆναι (14223 (25131)) ἀναρρηθῆναι (High) πουῶν ἀναρρηθῆναι (NChonChron 42854)

νικητὴν αὐτὸν ἀναγορεύοντα (1436 (25327)) διαγορεύω (High) νικητὴν διαγορεύειν αὐτὸν (NChonChron 43136)

ἀνάγω (Both)ἀνάγει καὶ κατάγει (14213 (24912)) μετατίθημι (Ambiguous) μετατίθησι (NChonChron 42436)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 28 of 284

ἀναδεικνύω (Low)ἀνέδειξεν (15132 (29012)) ἀποδεικνύω (High) ἀπέδειξε (NChonChron 48344)

φυγάδα ἀνέδειξε (4711 (5212)) ἐργάζομαι (High) δραπέτην εἰργάσατο (NChonChron 12232)

στρατηγὸν ἀναδείξαντες ἄνδρα γενναῖον (61 ἐφίστημι (Both) στρατηγὸν ἐπιστήσαντες γενναῖον ἄνδρα (NChonChron 153

ἀναδέχομαι (Low)τὸν ἐξάδελφον αὐτοῦ οὐκ ἀνεδέξατο (16191 ( λύομαι (High) τὸν ἐξάδελφον οὐκ ἐλύσατο (NChonChron 53476)

ἀναδοχή (Low)τῆς ἀναδοχῆς καὶ κυβερνήσεως (475 (507)) ξενία (High) τῆς ξενίας (NChonChron 11836)

ἐχάρη ἐπὶ τῆ τοσαύτη ἀναδοχῆ (475 (505)) ξενία (High) ἐπὶ τῷ τῆς ξενίας ἐνευφράνθη ἀπροσδεεῖ (NChonChron 118

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( φίλτρον (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

ἀναζώω (Low)ἀνεζώωσε καὶ ἀνύψωσε (725 (9526)) ἀναρρώννυμι (High) ἀνέρρωσε (NChonChron 19416)

ἀναιρέω (Ambiguous)ἀναιρεῖται (1583 (2828)) καταστρέφω (High) κατέστρεψεν ταὴν ζωὴν (NChonChron 47221)

ἀναισθησία (Low)ἀναισθησίαν (1822 (3382)) ἀναλγησία (High) ἀναλγησίαν (NChonChron 55274)

ἀναισθήτως (Low)ἀναισθήτως διέκειντο (1584 (28224)) ἀνεπαισθήτως (High) ἀνεπαισθήτως εἶχον (NChonChron 47340)

ἀνακαινίζω (Low)ἀνεκαίνισε (1117 (1733)) ἐπισκευάζω (Ambiguous) ἐπισκευάζεσθαι (NChonChron 32073)

ἀνακαλέομαι (Low)μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀνακαλέσηται (562 ( ἀναμάχομαι (High) μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀναμαχέσαιτο (NChonChron 1381

ἀνακείμενος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 29 of 284

ὅσα ἀνακείμενα ἦν (2121 (35911)) ἀφοσιόω (High) ὅσος θεῷ ἀφωσίωτο (NChonChron 58561)

ἀνακόπτω (Both)ἀνέκοπτε (1453 (25531)) ἀναστέλλω (High) ἀνέστελλε (NChonChron 43426)

ἀνακτίζω (Low)ἀνέκτισε (1117 (1733)) ὑπερείδω (High) ὑπερείδεσθαι (NChonChron 32073)

ἀναλαμβάνομαι (Low)τὰ πλείονα τοπάρχαι ἀνελάβοντο (653 (8025) ἐξιδιόομαι (High) τὰ πλείω οἱ τοπαρχοῦντες ἐξιδιώσαντο (NChonChron 17267

αἰχμαλωσίαν ἀνελάβοντο (1451 (25524)) ἐπισπάομαι (High) λείαν ἐπεσπάσαντο (NChonChron 43418)

ἀναλαμβάνω (Both)τὴν τοῦ Ἰκονίου ἀρχὴν ἀναλαβών (21182 (384 λαμβάνομαι (High) τῆς Ἰκοναρχίας αὖθις λαβόμενον (NChonChron 62649)

ἀνάμεσον (Low)ἀνάμεσον τῆς Ἀδριανουπόλεως καὶ τῆς Φιλιπ διοριστικός (High) διοριστικός τῶν ἐπαρχιῶν ἀμφοτέρων (NChonChron 43671)

ἀναμίγνυμαι (Low)τοῖς Τούρκοις ἀναμιγνύμενοι (1142 (78)) ἐπιμίγνυμαι (High) τοῖς Τούρκοις ἐπιμιγνύμενοι (NChonChron 3789)

ἀναξομάλιος (Low)ἀναξομαλίους (1282 (21122)) λυσίχαιτος (High) λυσιχαίτους (NChonChron 37121)

ἀναπαύομαι (Low)ἀναπαυθῆναι ἀπὸ τῶν κόπων (21178 (38314)) ἀνακωχεύω (High) τῶν καμάτων ἑαυτοὺς ἀνεκώχευον (NChonChron 62484)

ἀνάπαυσις (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 ἀπολαυστικός (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

ἀναπαύω (Low)ἀνέπαυεν ἑαυτὸν (7125 (8817)) ἀναλαμβάνω (Both) ἀνελάμβανεν ἑαυτὸν (NChonChron 1849)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 30 of 284

ἀνασπάω (Low)κόσμους ἀνασπῶντες (1822 (33729)) ἐκσπάω (High) κόσμους ἐκσπωμένους (NChonChron 55268)

ἀναστενάζω (Low)ἄλλο κακὸν ἐθρήνει καὶ ἀνεστέναζε (2123 (36 ἀνοιμώζω (High) ἄλλο τι κακὸν ἀνῴμωζε (NChonChron 58795)

ἀνασώζω (Low)ἀνασώζει πάλιν καὶ λαμβάνει τὴν Πελαγονία ἀνασώζομαι (High) ἀνασώζεται Πελαγονίαν (NChonChron 53590)

ἀνατέλλω (Low)ἀποστάτης ἀνέτειλε (1618 (32518)) ἐπανατέλλω (High) ἀποστάτης ἐπανέτειλε (NChonChron 53463)

ἀνατίθημι (Low)ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) ἐγχειρίζω (High) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

ἀνατολή (Low)ἀνατολῆς (1558 (27630)) Ἀσιάτις (High) Ἀσιάτιδος γῆς (NChonChron 46494)

ἀπὸ ἀνατολῆς (631 (7327)) ἑῷος (High) ἐκ τῶν ἑῴων ὁρισμάτων (NChonChron 16028)

κατὰ τὴν ἀνατολὴν (1113 (17112)) ἑῷος (High) ἑῷαι (NChonChron 31822)

εἰς ἀνατολὴν (2713 (1816)) ἑῷος (High) εἰς τὴν ἑῴαν λῆξιν (NChonChron 6611)

τὰ πλείονα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως (211 ἑῷος (High) τῆς ἑῴας ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως (NChonChron 60987)

τὰ τῆς ἀνατολῆς πράγματα (475 (50 6)) ἕως (Ambiguous) τὰ κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 11835)

πρὸς τὴν ἀνατολὴν (1562 (2779)) ἕως ἡ (High) κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 46523)

τὰ τῆς ἀνατολῆς (1591 (28315)) ἕως ἡ (High) καθrsquo ἕω (NChonChron 47471)

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) ἕως ἡ (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

ἠλευθέρωσε τὴν ἀνατολὴν (21134 (37528)) ἕως ἡ (High) ἐλευθεροῖ τὴν ἕω (NChonChron 61373)

ἀνατολικός (Low)τῶν ὅλων ἀνατολικῶν στρατευμάτων (21183 ἑῷος (High) ὅλων τῶν ἑῴων πόλεων (NChonChron 62655)

ἀνατολικῶν πόλεων (1224 (20027)) ἑῷος (High) ἑῴων πόλεων (NChonChron 35747)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 31 of 284

πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος (1826 (33918)) ἕως ἡ (High) πρὸς μὲν ἕω (NChonChron 55441)

ἀναφαίνομαι (Low)ἀνεφάνη (1427 (2483)) ἐπιφαίνομαι (Ambiguous) ἐπεφάνη (NChonChron 42293)

ἀνεφάνη (15132 (29011)) ὁράω (Ambiguous) ὦπτο (NChonChron 48343)

ἀναφέρω (Low)ἔγραψαν καὶ ἀνέφερον (1456 (2577)) διαμηνύομαι (High) διεμηνύσαντο (NChonChron 43676)

ἀναχωρέω (Both)ἀνεχώρησαν (1824 (33829)) ἀναχώρησις (High) ἀναχώρησις γίνεται (NChonChron 55310)

ἐκεῖθεν ἀναχωρεῖ (1113 (217)) μεθίσταμαι (High) ἐκεῖθεν μεθίσταται (NChonChron 2842)

τῆς λίμνης αὐτοὺς ἀναχωρεῖν ἔλεγεν (1142 (7 μεθίσταμαι (High) μεθίστασθαι παρῄνει τῆς λίμνης (NChonChron 382)

ἀνδρεία (Low)ἐνδειξαμένων ἀνδρείαν (1112 (118)) γενναιότης (High) ἐνδειξαμένων γενναιότητα (NChonChron 2712)

ἀνδρεῖος (Low)ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) ἀγαθός (Low) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

ἀνδρεῖος (1585 (28231)) ἀκμαῖος (High) ἀκμαῖος (NChonChron 47347)

οἱ καβαλλάριοι ἀνδρεῖοι (444 (4231)) ἀρεϊκός (High) ἱππόται ἀρεϊκοὶ (NChonChron 10971)

ἀνδρειότεραι τυγχάνουσι (271 (1528)) ἀρρενόομαι (High) ἠρρένωντο (NChonChron 6053)

ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (561 (6021)) γενναῖος (High) ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

ἀνὴρ ἀνδρεῖος (2181 (36922)) ἡρωϊκός (High) ἀνὴρ ἡρωϊκὸς (NChonChron 60185)

ἀνδρείων (1435 (25311)) κράτιστος (High) κρατίστων (NChonChron 43019)

ἠδυνήθη ἐργάσασθαί τι ἀνδρεῖον (1424 (2474 νεανικός (High) ἐργάσασθαί τι ἔσχε νεανικὸν (NChonChron 42156)

ἀνδρείως (Low)ἀγωνιζομένων ἀνδρείως (21143 (37632)) εὐρώστως (High) ἀμυνομένων εὐρώστως (NChonChron 61516)

ἀνδρικῶς (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 32 of 284

γυναῖκας ἀνδρικῶς καβαλλικευούσας (271 (1 ἄρρην (High) θήλειαι ὡς ἄρρενες ἐφιππάζουσαι (NChonChron 6049)

ἀνειμένως (Low)μαλακῶς πῶς καὶ ἀνειμένως (14212 (24823)) μαλθακώτερον (High) μαλθακώτερον (NChonChron 42322)

ἀνελεήμων (Low)ἀνελεήμονες ἐφάνησαν (21173 (38132)) ἀνηλεής (High) ἀνηλεέστατοι ἐγνώσθησαν (NChonChron 62226)

ἀνελεήμονες (7124 (8815)) ἀνοικτίρμων (High) ἀνοικτίρμονες (NChonChron 1848)

ἀνέλπιστος (Low)τῶ ἀνελπίστω τῆς θεωρίας (438 (4128)) ἄελπτος (High) τῷ ἀέλπτῳ τῆς θέας (NChonChron 10724)

ἀνελπίστως (Low)ἀνελπίστως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀνελπίστως κατrsquo αὐτοῦ ἐλθὼν (2185 (37027)) προσδόκιμος (High) μὴ προσδόκιμος ἐπιὼν τῷ ἀνδρὶ (NChonChron 60333)

ἀνεμομαχία (Low)ἀνεμομαχία μεγάλη ἐγένετο (121014 (2202)) ἀήρ (High) ὁ ἀὴρ ταραχώδης ὤφθη (NChonChron 38430)

ἄνεμος (Low)ἄνεμος (476 (5014)) ἀήρ (High) ἀὴρ (NChonChron 11945)

φλάμουλα ὑπὸ ἀνέμου κρουόμενα (445 (433)) ἀνεμόω (High) τὸ ῥόθιον ἠνέμου τὰς σημαίας (NChonChron 10980)

ὑπὸ τοῦ ἀνέμου (1825 (3396)) διαέριος (High) ψωμοὶ πυρὸς διαέριοι (NChonChron 55426)

τὸν ἄνεμον (477 (514)) πνεῦμα (High) τὸ πνεῦμα (NChonChron 12076)

τοῦ ἀνέμου τὴν ναῦν ἀπελαύνοντος (653 (81 πνεῦμα (High) τοῦ πνεύματος τὴν νῆα ἐπείγοντος (NChonChron 17276)

ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7411)) πνεῦμα (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ἀνεμπόδιστος (Low)ἀνεμπόδιστα (21123 (37418)) ἀπρόσκοπος (Ambiguous) ἀπρόσκοπα (NChonChron 61123)

ἀνεξετάστως (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 33 of 284

ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως (14214 (24927-28)) ἐρήμη (High) ἐξ ἐρήμης (NChonChron 42568)

ἀνεπίφθονος (Low)βίου ἀνεπιφθόνου παρὰ παντὸς (1827 (3406)) ζηλωτέος (High) βίου ζηλωτέου παρ ἅπασι (NChonChron 55564)

ἀνέρχομαι (Low)ἀνηρχόμεθα τὸ Παπύκιον (14219 (25028)) προσβαίνω (High) τῷ Παπυκίῳ προσβαίνειν (NChonChron 42613)

ἀνέτοιμος (Low)ἀνετοίμους (1827 (3403)) ἀπαράσκευος (High) ἀπαρασκεύοις (NChonChron 55559)

ἄνευ (Low)ἄνευ μάχης (2178 (36912)) ἀ- (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 60174)

ἄνευ hellip τοῦ ἀσημίου (16171 (3256)) πλήν (Ambiguous) πλὴν τῶν ἀργυρέων hellip σκευῶν (NChonChron 53350)

ἀνεψιός (Low)ὁ ἦν ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως (7118 (873)) ἀδελφιδοῦς (High) ἦν ἀδελφιδοὺς τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18239)

τὸν ἀνεψιὸν (514 (541)) ἀδελφιδοῦς (High) τὸν ἀδελφιδοῦν (NChonChron 12789)

ὁ ἀνεψιὸς (1429 (24813)) ἀδελφιδοῦς (High) ὁ ἀδελφιδοῦς (NChonChron 42310)

ἀνήλικος (Low)τὸ τῆς κόρης ἀνήλικον (1585 (2832)) ἀτελής (High) τὸ τῆς θυγατρόπαιδος ἀτελές (NChonChron 47356)

ἀνήμερος (Low)διὰ τὴν ἀγρίαν καὶ ἀνήμερον προσβολὴν (181 ἄμαχος (High) διὰ τὸ ἄμαχον τῆς ἀγρίας προσβολῆς (NChonChron 55023)

ἀνήρ (Both)ἀνδρὸς (1411 (2455)) ξύνευνος (High) ξύνευνον (NChonChron 4191)

τὸν ἄνδρα αὐτῆς (432 (403)) ὁμευνέτης (High) τὸν ἐκ παρθενίας ὁμευνέτην (NChonChron 10428)

ὁ ἀνήρ (438 (4123)) σύζυγος (High) ὁ σύζυγος (NChonChron 10719)

τοῦ πρώτου ἀνδρὸς (15114 (28830)) σύνευνος (High) τὸν ἐκ παρθενίας σύνευνον (NChonChron 48192)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 34 of 284

ἄνθρωπος (Both)ἀνθρώπου (1119 (17323)) ἀνήρ (Both) ἀνδρός (NChonChron 32110)

συμφορὰς ἀνθρώπων (2122 (35921)) ἀνήρ (Both) συμφορὰς ἀνδρῶν (NChonChron 58672)

ἄνθρωπον (1553 (27526)) ἀνήρ (Both) ἄνδρα (NChonChron 46247)

ἀνθρώπων εὐγενῶν (15112 (28814)) ἀνήρ (Both) ἀνδράσιν εὐγενέσιν (NChonChron 48071)

ἄνθρωπον (1567) ἄνθρωπος (Both) ἄνθρωπον (NChonChron 45566)

ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἀνθρώπων (7117 (8627)) βρότειος (High) αἷμα τὸ βρότειον (NChonChron 18230)

ἄνθρωπός τις (Low)ἀπὸ καταδόσεως ἀνθρώπων τινῶν (14214 (24 τίς (Both) κἀκ τῆς παρά τινων εἰσηγήσεως (NChonChron 42454)

ἀνίσταμαι (Both)ἀναστήσονται (1457 (25729)) ἐξέρχομαι (Both) ἐξελεύσονται (NChonChron 4377)

ἀνοίγω (Low)ἠνοίγοντο καὶ ἐτυμβωρυχοῦντο τὰ μνήματα (1 τυμβωρυχέω (High) ἐτυμβωρυχοῦντο τὰ μνήματα (NChonChron 47932)

ἀνομέω (Low)ἀνομοῦντες (21315 (36421)) ἀνομία (High) ἀνομίαν ὑπολαμβάνοντες (NChonChron 59373)

ἄνομος (Low)εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (1741)) ἀπάνθρωπος (High) εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἀνόμως (Low)ἀνόμως τῷ Ἀνδρονίκω συνεμίγνυτο (432 (403 ἀνοσίως (High) ἀνοσίως Ἀνδρονίκῳ συνήρχετο (NChonChron 10428)

ἀνόμως καὶ ἀθεμίτως (1822 (33725)) παναθεμίτως (High) παναθεμίτως (NChonChron 55164)

ἀντέχομαι (Ambiguous)ὑπομένειν καὶ ἀντέχεσθαι (1592 (28326-27)) ἀντέχω (High) ἀντέχειν (NChonChron 47485)

ἀντικρούομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 35 of 284

ἀντεκρούσατο τοῦτον καὶ ἀπέπεμψεν (1422 ( ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀπεκρούσατο (NChonChron 42142)

ἀντιλέγω (Low)ἀντιλέγοντα (1223 (20025)) συντίθεμαι (Both) μὴ συντίθεσθαι (NChonChron 35643)

ἀντιμάχησις (Low)εἰς ἀντιμάχησιν (16192 (3263)) ἀντικαθίσταμαι (High) ἀντικαθιστάμενος (NChonChron 53482)

ἀντιπαράταξις (Low)εἰς ἀντιπαράταξιν τοῦ ἀνθρωπίσκου (16192 ( μέτειμι (High) τὸν ἀνθρωπίσκον μετιόντι (NChonChron 53480)

ἀντιπαρατάττομαι (Low)μὴ δυνηθέντων ἀντιπαρατάξασθαι (1112 (12 ἀντέχω (High) μὴ ἀντισχεῖν ἔχοντος (NChonChron 2713)

ἀντιπαραταξάμενος (1824 (33822)) προσίσταμαι (High) προσιστάμενος (NChonChron 5532)

ἀντιπαρατάξασθαι τῶ Πέτρω (1583 (28214)) ὑπαντάω (Both) ὑπήντα τῷ Πέτρῳ (NChonChron 47228)

τὸν αὐτῶ αντιπαρατασσόμενον (2182 (36930) χείρ (Low) τὸν ἐς χεῖρας ἰόντα (NChonChron 6021)

ἀντιστασία (Low)ἀντιστασίας (21121 (37333)) ἀντίστασις (High) ἀντιστάσεως (NChonChron 60986)

ἀντιστάτης (Low)γίνεται τῶ βασιλεῖ hellip ἀντιστάτης (1618 (32525 ἀντιστάτημα (High) γίνεται ἐκείνῳ ἀντιστάτημα (NChonChron 53471)

ἀνυψόω (Low)ἀνεζώωσε καὶ ἀνύψωσε (725 (9526)) ἀναρρώννυμι (High) ἀνέρρωσε (NChonChron 19416)

ἀνέμου τὸν κονιορτὸν ἀνυψώσαντος (7123 (8 μετεωρίζω (High) ἀνέμου θῖνα μετεωρίσαντος (NChonChron 18386)

ἀνωφελής (Low)ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν κόπων (21178 (38314)) ἀνήνυτος (High) τῶν ἀνηνύτων καμάτων (NChonChron 62484)

πρᾶγμα ἀνωφελὲς (447 (4323)) ἀνόνητος (High) πρᾶγμα ἀνόνητον (NChonChron 1107)

ἀξινάριον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 36 of 284

εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 ἀξίνη (High) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) λαξευτήριον (High) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) πέλεκυς (High) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

ἀξιοθαύμαστος (Low)τὴν ἀξιοθαύμαστον τιμὴν (479 (5115)) ἀξιάγαστος (High) τὴν ἀξιάγαστον φιλοφροσύνην (NChonChron 12090)

ἄξιος (Both)ἄξιον νίκης στρατὸν (414 (394)) ἀξιόνικος (High) ἀξιόνικον στρατόπεδον (NChonChron 10280)

ἄξιος (1116 (17223)) ἐπάξιος (Ambiguous) ἐπάξιος (NChonChron 31963)

ἀξιόω (Both)μήτε ταφῆς ἀξιωθεὶς (515 (5421)) ἄμοιρος (High) ὁσίας ἄμοιρος (NChonChron 12825)

ἀπάγω (Ambiguous)ἀπαχθέντας (1442 (25420)) ἀποδίδωμι (Both) ἀποδιδομένους (NChonChron 43267)

ἀπαίδευτος (Low)ὀφθαλμὸς ἀπαίδευτος (2182 (3704)) ἀπαιδαγώγητος (High) ὀφθαλμὸς ἀπαιδαγώγητος (NChonChron 6026)

ἀπαίρω (Both)ἀπῆρε δὲ καὶ γυναῖκα οὗτος ὁ βασιλεὺς (251 ( ἄγομαι (High) ἠγάγετο δὲ γυναῖκα ὁ βασιλεὺς οὗτος (NChonChron 5358)

ἀπάραντες ἀπὸ τοῦ Λ (2183 (37011)) αἴρω (High) ἄραντες ἐκ Λ (NChonChron 60212)

ἀπάρας (1456 (2571)) αἴρω (High) ἄρας (NChonChron 43668)

ἀπάρας ἀπὸ τῆς Δεβελτοῦ (183 (34018)) ἀπανίσταμαι (High) ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ (NChonChron 55679)

τὰ κρείττονα ἀπάρας (2176 (3691)) ἀφαιρέομαι (High) τὰς καλλίστας ἀφελόμενος (NChonChron 60056)

ἀπῆραν αἰχμαλωσίαν (4717 (5329)) ἐλαύνω (High) ἤλασε λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (1422 (24619) ἐπιλαμβάνομαι (High) τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

ἀπανθρώπως (Low)ἀγρίως καὶ ἀπανθρώπως (21172 (38116)) ἀνημέρως (High) ἀνημέρως (NChonChron 6217)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 37 of 284

ἀπανθρώπως (1222 (20020)) ἐπωδύνως (High) ἐπωδύνως (NChonChron 35640)

ἀπαντάω (Low)οὔτε τὰ θεμελιωθέντα ἀπαντῆσαι ἠδυνήθησα ἀντέχω (High) μὴ τῶν βαθέων ἀντισχόντων θεμέθλων (NChonChron 5543

ἁπαξάπαντες (Low)ἁπαξάπαντες (441 (4213)) ἁπαξαπλῶς (High) οἰκήτωρ ἅπας ἁπαξαπλῶς (NChonChron 10849)

ἅπας (High)τὰ ἐκεῖ ἅπαντα (413 (392)) πᾶς (Low) τὰ ἐκεῖ πάντα (NChonChron 10175)

τὴν ἅπασαν χώραν (725 (9529)) πᾶς (Low) πᾶσαν τὴν Φρυγίαν (NChonChron 19418)

ἀπατάω (Low)τῶν ἐθισμένων τοὺς ἄρχοντας ἀπατᾶν (1463 αἰκάλλω (High) τοῖς αἰκάλλειν εἰωθόσι τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 4

ἀπατηθεὶς (42 (3918)) φενακίζω (High) φενακισθεὶς (NChonChron 1034)

ἀπάτητος (Low)ποταμὸς βαθὺς καὶ ἀπάτητος (1611 (50211)) βαθυδίνης (High) ποταμὸς βαθυδίνης (NChonChron 50218)

ἄπειρος (Low)ἄπειρον πλοῦτον (14220 (25112)) πολυτάλαντος (High) πολυταλάντῳ πλούτῳ (NChonChron 42730)

ἀπεκδέχομαι (Low)ἀπεκδέχονται (1116 (17228)) ἡγέομαι (Ambiguous) ἡγεῖσθαι (NChonChron 31969)

ἀπελατίκιν (Low)τὰ τούτων ἀπελατίκια (6114 (7129)) κορύνη (High) τὰς ἐκ σιδήρου κορύνας (NChonChron 15631)

ἀπελπίζω (Low)ἀπελπίσας (16172 (32513)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειπὼν (NChonChron 53357)

ἀπελπίσας (1582 (2823)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειρηκὼς (NChonChron 47215)

ἀπεντεῦθεν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 38 of 284

ἐκ τοῦ ἀπεντεῦθεν μοίραζον (2151 (36522)) αὐτίκα (High) ἐκ τοῦ αὐτίκα διείλοντο (NChonChron 59517)

ἀπεργάζομαι (Low)τὸ Στούμπιν ἔρημον ἀπηργάσαντο (1451 (255 κενόω (High) τῶν ἐνοικούντων τὸ Στούμπιον ἐκένωσαν (NChonChron 434

ἀπέρχομαι (Ambiguous)ἀπέλθωσι κατά (1221 (20015)) ἀνδρίζομαι (High) ἀνδρισόμενοι κατά (NChonChron 35636)

ἀπέρχεται εἰς Ἀνδριανούπολιν (1661 (3142)) ἄνειμι (High) ἄνεισιν εἰς Ὀρεστιάδα (NChonChron 5187)

ἀπήρχετο (1441 (2546)) ἀπαίρω (Both) ἀπαίρων (NChonChron 43148)

ἀπέρχεται (1453 (2561)) ἄπειμι (High) ἄπεισι (NChonChron 43428)

ἀπέρχεται (16171 (3253)) ἄπειμι (High) ἄπεισιν (NChonChron 53348)

εἰς τὸ Λοπάδιον ἀπέρχεται (2182 (36930)) ἄπειμι (High) ἐς τὸ Λοπάδιον ἄπεισι (NChonChron 60295)

ἀπελθὼν (1421 (2461)) ἄπειμι (High) ἄπεισι (NChonChron 42024)

ἀπέρχεται εἴς τι καστέλλιον (1112 (117)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνεῖται εἴς τι πολίχνιον (NChonChron 2710)

ἀπελθόντα (513 (5328)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικομένῳ (NChonChron 12785)

ἀπελθόντες (1451 (25524)) ἀφικνέομαι (High) ἀφιγμένοι (NChonChron 43417)

ἀπελθόντες (1451 (25522)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμενοι (NChonChron 43415)

ἀπερχομένου (1557 (27621)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνουμένου (NChonChron 46383)

τὸ άπελθεῖν ἐκρίνετο (1661 (3145)) ἄφιξις (High) ἡ ἄφιξις συνελογίζετο (NChonChron 51810)

οὐδὲ ἐκεῖσε ἀπελθὼν (16171 (3254)) γίνομαι (Both) οὐδrsquo ἐκεῖσε γενόμενος (NChonChron 53348)

πρὸς τὴν Κ ἀπελθόντες (2181 (36923)) γίνομαι (Both) πρὸς τῇ Καλλιπόλει γενόμενοι (NChonChron 60186)

ἀπέρχεσθαι πρὸς (1425 (24715)) μεταβαίνω (Ambiguous) μεταβαῖνον εἰς (NChonChron 42270)

ἀπελθών (521 (5424)) παραγίνομαι (Both) παραγενόμενος (NChonChron 12928)

πρὸς τὸ Λοπάδιον ἀπερχόμενος (2182 (36927) στέλλομαι (High) τὴν ἐς τὸ Λοπάδιον στέλλεται (NChonChron 60292)

ἀπέρχεται πρὸς τὸν Ἰσθμόν (21122 (3747)) χωρέω (Both) χωρεῖ πρὸς Ἰσθμόν (NChonChron 6105)

ἁπλόομαι (Low)ἐπὶ γῆς ἡπλωμένον κείμενον (445 (432)) πρηνής (High) ἄλλον πρηνῆ ἐξυπτιάζοντα ἕτερον (NChonChron 10976)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 39 of 284

ἁπλόω (Low)ἡπλωμένος (622 (7313)) τείνω (High) τεταμένος (NChonChron 1593)

ἀπό (Low)κακῶς παθόντα ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παρ dative (Both) κακαῶς παθὼν εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

ἀπὸ τοῦ ἵππου ἐπέζευεν (523 (566)) genitive (High) τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε (NChonChron 13191)

ἀπάρας ἀπὸ τῆς Δεβελτοῦ (183 (34018)) genitive (High) ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ (NChonChron 55679)

τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) genitive (High) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) genitive (High) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) genitive (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (1422 (24619) genitive (High) τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

μὴ διαστείλας τὰ τῶν φίλων ἀπὸ τῶν πολεμίω genitive (High) μὴ διαστεῖλαν τοῦ πολεμίου τὸ φίλιον (NChonChron 55181)

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) genitive (High) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ (16171 (32432)) ἐκ (Both) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας (NChonChron 53344)

ἡμᾶς τοὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως (21315 (36419)) ἐκ (Both) τοῖς ἐκ Βυζαντίου ἡμῖν (NChonChron 59370)

ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐκτιναξάμενος (3112 (343 ἐκ (Both) ἐκ τῶν προσώπων ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

ἀπὸ τῆς Οὐγγρίας (412 (3812)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν Παιόνων (NChonChron 10053)

ἀπὸ χειμῶνος (1221 (2007)) ἐκ (Both) ἐκ χειμῶνος (NChonChron 35629)

ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν πόλεων (1224 (20027)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν ἑῴων πόλεων (NChonChron 35747)

ἀπὸ (1211 (1993)) ἐκ (Both) ἐκ (NChonChron 3555)

ἀπὸ τῆς Καλαβρείας (15121 (2899)) ἐκ (Both) ἐκ Καλαβρίας (NChonChron 48210)

ἀπὸ τῆς Φιλίππου ἐξελθὼν (1581 (28126)) ἐκ (Both) ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 4714)

ἀπὸ τούτων (1011 (1471)) ἐκ (Both) ἐκ τούτων (NChonChron 2756)

ὁ ἀπὸ τῆς Πράτζης (2181 (36922)) ἐκ (Both) ὁ ἐκ Πράτζης ὁρμώμενος (NChonChron 60185)

ἀπὸ τῶν χωρῶν (1221 (2008)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν χώρων (NChonChron 35630)

ἀπὸ τῶν ὅλων (14220 (2519)) ἐκ (Both) ἐκ ἁπασῶν (NChonChron 42726)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 ἐκ (Both) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 40 of 284

ἀπὸ τῶν ἐκτὸς (1592 (28326)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν ἐκτὸς (NChonChron 47484)

ἀπὸ ἐθνικῶν στρατευμάτων (633 (7410)) ἐκ (Both) ἐκ hellip ἐθνικῶν ἰλῶν (NChonChron 16149)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) ἐκ (Both) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

ἀπὸ τοῦ τοιούτου τόπου (21178 (38312)) -θεν (High) ἐκεῖθεν (NChonChron 62482)

τῶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ θείω (1461 (2583)) πρός + genitive (High) τῷ πρὸς μητρὸς θείῳ (NChonChron 43723)

ἀπὸ τότε (Low)τὸ δὲ ἀπὸ τότε (2810 (216)) ἐκ τούτου (High) τὸ δrsquo ἐκ τούτου (NChonChron 7175)

ἀπὸ τότε (14223 (25136)) ἔκτοτε (Both) ἔκτοτε (NChonChron 42861)

ἀπὸ τοῦ + participle (Low)ἀπὸ τοῦ τὴν κεφαλὴν βλέποντες (7118 (872)) ἐκ τοῦ + inf (High) ἐκ τοῦ τοὺς πολεμίους ὑπrsquo ὄψιν ἄγειν (NChonChron 18237)

ἀπὸ τοῦ νῦν (Low)ἀπὸ τοῦ νῦν (21173 (38129)) ἐκ τοῦδε (High) ἐκ τοῦδε (NChonChron 62224)

ἀποβλέπω (Low)ἀποβλέπουσι (1812 (33625)) ἀφοράω (High) ἀφορῶσι (NChonChron 55023)

ἀπογινώσκω (Low)ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς (16171 (3251)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειρηκὼς οὖν (NChonChron 53346)

ἀπογυμνόω (Low)ἀπογυμνώσας (183 (34026)) καλαμάομαι (High) καλαμησάμενος (NChonChron 55687)

ἀποδέχομαι (Low)ἀποδέχεται (14213 (24832)) φιλέω (Ambiguous) φιλεῖ (NChonChron 42433)

ἀποδίδωμι (Both)φυσικὸν ἀπέδωκε θάνατον (1583 (2827)) ἐπαπέρχομαι (High) θανάτῳ φυσικῷ ἐπαπῆλθεν (NChonChron 47220)

ἀποδιώκω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 41 of 284

ἀποδιώκει τὸν Καμύτζην ἀπὸ τῶν τῆς Θεσσαλ ἀπανίστημι (High) Θετταλίας ἀπανίστησι τὸν Καμύτζην (NChonChron 53591)

ἐκεῖνον ἀποδιώξας (21183 (3854)) ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον (NChonChron 62654)

ἀποδιῶξαι (1435 (25310)) ἀπωθέομαι (High) ἀπώσασθαι (NChonChron 43017)

ἀποδιώκει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Στανοῦ (16192 (326 μετανάστης (High) τοῦ Στανοῦ μετανάστην δείκνυσιν (NChonChron 53593)

ἀποθνῄσκω (Low)ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπέθανε (1429 (24816)) ἀποβιόω (High) ἀπεβίω τὴν μετrsquo ἐκείνην (NChonChron 42313)

ἀπέθανε (1143 (722)) βίος (High) τὸν βίον μετήλλαξεν

ἀπέθανεν (1557 (27623)) βίος (High) τὸν βίον κατέστρεψε (NChonChron 46384-85)

ἀποθνῆσκον (1661 (3144)) ἐκθνῄσκω (High) ἐκθνῇσκον (NChonChron 5189)

ἀπέθανεν (3121 (3427)) ζῆν (High) τὸ ζῆν μετήλλαξεν (NChonChron 9377)

ἀπέθανε (1143 (725)) ζωή (Both) τὸ λαχὸν μέρος τῆς ζωῆς ἐξετόξευσε (NChonChron 3818)

ἀπέθανε (15113 (28826)) θνήσκω (Both) ἐτεθνήκει (NChonChron 48187)

ἀπέθανον (432 (3931)) μεταλλάσσω (Low) τὸ ζῆν μετήλλαξαν (NChonChron 10321)

φυσικῶ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν (21172 (38122) παρακατατίθεμαι (High) παρακατατίθεσθαι μόρῳ φυσικῷ τὴν ψυχὴν (NChonChron 6

ἐν φυλακῆ ὦν ἀπέθανε (1581 (28116)) ψυχή (Both) ἐναφῆκε τοῖς δεσμοῖς τὴν ψυχήν (NChonChron 47190)

ἀποκείρω (Ambiguous)ἀποκείρεται (14215 (24930)) κείρω (High) κείρεται (NChonChron 42571)

ἀποκεφαλίζω (Low)ἀποκεφαλίζει (7126 (8828)) ἀποκαρατομέω (High) ἀποκαρατομεῖ (NChonChron 18423)

ἀποκλείω (Low)ἀποκεκλεισμένον (1812 (33626)) εἵργνυμι (High) εἱργνύμενον (NChonChron 55026)

ἀποκόπτω (Low)μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 διελαύνω (High) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

ἀποκρίνομαι (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 42 of 284

ἀπεκρίνατο (1554 (27530)) ἀνθυποφέρω (High) ἀνθυπενεγκόντος (NChonChron 46251)

ἀπεκρίνατο (15111 (28732)) ἀποφαίνομαι (High) ἀποφαινόμενος (NChonChron 48056)

ἀπεκρίθη (14219 (2511)) φημί (High) φησὶν (NChonChron 42717)

ἀποκρισιάριος (Low)ἀποκρισιαρίους (474 (4927)) ἄγγελος (High) ἀγγέλους (NChonChron 11819)

ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν (412 (3812)) πρεσβεία (High) ἵκετο πρεσβεία (NChonChron 10053)

ἀποκρισιάριος (15105 (28622)) πρεσβευτής (High) πρεσβευτής (NChonChron 4789)

ἀποκρισιάριος (1422 (24612)) πρεσβευτής (High) πρεσβευτὴν (NChonChron 42034)

τοῦ ἀποκρισιαρίου (1422 (24619)) πρεσβεύω (High) τοῦ πρεσβεύοντος (NChonChron 42141)

ὁ ἀποκρισιάριος (1422 (24620)) πρέσβις (High) ὁ πρέσβις (NChonChron 42141)

ἀποκρισιαρίους ἔπεμψε (21132 (37515)) πρέσβυς (High) στείλας πρέσβεις (NChonChron 61358)

ἀποκρισιαρίους (1561 (2776)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 46519)

ἀποκρισιαρίους (513 (5321)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 12776)

ἀποκρισιαρίους (6321 (792)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 16876)

ἀπόκρυφος (Ambiguous)τὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδίας (1441 (25412)) μυχός (High) ἐν μυχῷ καρδίας (NChonChron 43154)

ἀποκτένω (Low)ἀποκταίνει τούτους καὶ θανατοῖ (621 (734)) μέτειμι (High) ξίφει τὸ γένος μέτεισι (NChonChron 15889)

ἀπολέμητος (Ambiguous)τὀ τεῖχος ἀπολέμητόν ἐστιν (2183 (37018)) αἱρετέος (High) οὐχ αἱρετέον ἐδόκει τὸ τεῖχος (NChonChron 60322)

(κάστρον) ἀνάλωτον καὶ ἀπολέμητον (1611 (3 ἀνάλωτος (High) (πέτρας) ἀναλώτους (NChonChron 50220)

ἀπόλλυμι (High)ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) ἀποβάλλομαι (High) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

ὡς καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ἀπωλέσας (414 διαφθείρω (High) τὸ τῆς στρατιᾶς διέφθειρεν ὑπερήμισυ (NChonChron 10281)

ἀπολέσας (447 (4318)) παραπόλλυμι (High) παραπολέσας (NChonChron 1101)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 43 of 284

ἀπολογέομαι (Low)ἀπελογεῖτο (432 (405)) ἀνθυποφέρω (High) ἀνθυπέφερεν (NChonChron 10431)

ἀπολογία (Low)τὴν ἀπολογίαν ἐποιεῖτο (244 (128)) ἀπόλογος (High) ἐτίθετο τὸν ἀπόλογον (NChonChron 5351)

ἀπολύω (Ambiguous)ἀπολυθέντα (1436 (25331)) διαφίημι (High) διαφῆκε (NChonChron 43140)

ἀπομένω (Ambiguous)οὐδὲ ἐκεῖσε ἀπέμεινε τοῦ μὴ παρακαλεῖν (161 καθυφίημι (High) οὐδrsquo ἐκεῖσε καθυφῆκε δεόμενος (NChonChron 53348)

ἀπέμεινε (1111 (1711)) παραμένω (High) παρέμενε (NChonChron 3175)

ἀπέμεινεν (1826 (33927)) ὑπολείπομαι (Both) ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

ἀποπέμπω (Ambiguous)ἀντεκρούσατο τοῦτον καὶ ἀπέπεμψεν (1422 ( ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀπεκρούσατο (NChonChron 42142)

ἀπεπέμφθη (21124 (37424)) ἀποκρούω (Ambiguous) άποκρουσθείς (NChonChron 61130)

ἀπέπεμψαν (513 (5328)) ἀφίημι (Both) ἀπράκτους ἠφίεσαν (NChonChron 12786)

τούτους ἀπεπέμψατο (7126 (8826)) ὠθέω (High) τούτους ἐώσατο (NChonChron 18421)

ἀπορέω (Ambiguous)ἠπόρει καὶ ἐν ἀμηχανία ἦν (1661 (3143)) ἀμηχανία (Both) ἀμηχανίᾳ συνείληπτο (NChonChron 5188)

ἀπορῶν (15105 (28616)) ἀπαυδάω (High) ἀπαυδῶν (NChonChron 4783)

ἀπορῶν εἰ (479 (5117)) διαπορέομαι (Low) διαπορούμενος εἰ (NChonChron 12092)

ἀπορήσας τοίνυν ὁ βασιλεὺς (15122 (28920)) ἐξαπορέω (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐξηπορηκὼς (NChonChron 48221)

ἀπορρήγνυμι (Ambiguous)τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπέρρηξεν (1559 (2772)) ἐκρήγνυμι (High) ἐξέρρηξε τὸ ψυχίδιον (NChonChron 46413)

τὴν ψυχὴν ἀπορρήξας (15113 (28827)) ἐναπορρήγνυμι (High) ἐναπορρήξας τὴν ψυχὴν (NChonChron 48188)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 44 of 284

ἀποστασία (Low)ἀποστασιῶν (14212 (24822)) ἐπανάστασις (High) ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321)

ἀποστατέω (Low)ἀπεστάτησε (1428 (2488)) ἀνταρσία (High) ἀνταρσίαν ἐμελέτησε (NChonChron 4233)

ἀποστάτης (Low)κρατεῖται ὡς ἀποστάτης (14223 (25133)) ἀφίσταμαι (High) χειροῦται ὡς ἀποστὰς (NChonChron 42857)

ἀποστάται ἐγένοντο (1421 (24514)) πτερνισμός (High) κατὰ τοῦ βασιλέως πτερνισμὸν ἐμεγάλυναν (NChonChron 4

ἀποστέλλω (Low)ἀπεστάλη (1112 (1718)) μετατίθημι (Ambiguous) μετατίθεται (NChonChron 31713)

ἀπέστειλε (1411 (2456)) πέμπω (Both) πέπομφε (NChonChron 4193)

ἀπέστειλε (1561 (2776)) πέμπω (Both) πέπομφε (NChonChron 46519)

ἀπέστειλε (1112 (1716)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 3179)

ἀποστομόομαι (Low)(αἱ σπάθαι) ἀπεστομώθησαν (6114 (7127)) ἀμβλύνομαι (High) (αἱ μάχαιραι) ἠμβλύνθησαν (NChonChron 15628)

ἀποτάσσω (Ambiguous)ἀποταχθέντων (1421 (24522)) ἐπιτάσσω (High) ἐπιταχθέντων (NChonChron 42023)

ἀποτίθεμαι (Ambiguous)τὴν ἀλαζονείαν ἀφεὶς καὶ τὴν ὀφρὺν ἀποθέμε ὑφαιρέω (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος καὶ ὑφαιρῶν (NChonChron

ἀποτινάσσομαι (Low)τούτους ἀποτινάσσεται (7128 (8914)) ἀποκρούομαι (Ambiguous) τὴν ἐπέλευσιν ἀποκρούεται (NChonChron 18546)

ἀποτυγχάνω (Ambiguous)οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (5310)) ἀπαντάω (Low) πάντα οἱ ἀπηντήκει κατὰ σκοπόν (NChonChron 12661)

ἀπόχυσις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 45 of 284

ὅταν ἔχει τὴν αὐτοῦ ἀπόχυσιν (1877 (3462)) λειψίφωτος (High) κατὰ σελήνην λειψίφωτον (NChonChron 56410)

ἀποχωρίζομαι (Low)κἂν μικρόν τι ἀποχωρισθῆ (112 (417)) ἀπορρήγνυμαι (High) κἂν ἀπορραγείη μικρόν τι (NChonChron 3251)

ἀποψύχω (Ambiguous)ἀπέψυξεν (15106 (28718)) ἀπέρχομαι (Ambiguous) ἀπελήλυθεν (NChonChron 47943)

ἀπρεπής (Ambiguous)πράττω ἄτοπα καὶ ἀπρεπῆ πράξαντι (1422 (2 ἄτοπος (Both) ἄτοπα δρῶντι (NChonChron 42143)

ἀπροσδόκητος (Low)ἀπροσδόκητον ἐποίει τὸν πόλεμον (4713 (522 ἀνέγκλητος (High) ἀνέγκλητον ἐπῆγε τὸν πόλεμον (NChonChron 12360)

ἀπροσδοκήτως (Ambiguous)ἀπροσδοκήτως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀραβικός (Low)καβαλλάριοι μετὰ ἵππων ἀραβικῶν (7128 (89 ἀράβιος (High) Ἀραβίοις ἔποχοι ἵπποις (NChonChron 18540)

ἀργέω (Low)μὴ ἀργήσας δὲ ἐν τῆ Πόλει (1131 (424)) πολυωρέω (High) μὴ πολυωρήσας δὲ τῷ Βυζαντίῳ (NChonChron 3361)

ἀργυροῦς (Ambiguous)ἀργυροῦν ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6117 (72 ἀργύρεος (High) ἀργύρεον τέτρωρον (NChonChron 15867)

ἀρέσκω (Low)ἤρεσκε (433 (409)) ἁνδάνω (High) ἥνδανε (NChonChron 10437)

ἀριστερός (Low)ὁ ἀριστερός ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν (6114 (7 λαιός (High) ἐκ δειξιοῦ καὶ λαιοῦ κέρως (NChonChron 15615)

τὸ ἀριστερὸν κέρας (619 (6933)) λαιός (High) τὸ λαιὸν κέρας (NChonChron 15339)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 46 of 284

ἀρκετός (Ambiguous)ἀρκετὸν καιρὸν (477 (5020)) ἱκανός (Ambiguous) ἐς ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 11955)

ἀρκετὸν (1224 (20028)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανὴν (NChonChron 35748)

στρατεύματος ἀρκετοῦ (1563 (27717)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανῆς στρατιᾶς (NChonChron 46531)

κάμπον ἀρκετὸν εἰς ὑποδοχὴν (443 (4221)) ἱκανός (Ambiguous) πεδίον ἱκανὸν ἀντιτάξαι φάλαγγας (NChonChron 10859)

ἀρκετῶς (Low)ἀρκετῶς (1442 (25420)) ἀρκούντως (High) ἀρκούντως (NChonChron 43265)

ἅρμα (High)ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6117 (7220)) τέτρωρον (High) τέτρωρον (NChonChron 15867)

ἄρμα (Low)τὸ τοιοῦτον ἄρμα (6114 (7130)) ὁπλισμός (High) τοιόνδε ὁπλισμόν (NChonChron 15732)

ἅρματα (1451 (25519)) ὁπλισμός (High) ὁπλισμὸν (NChonChron 43411)

ἅρματα δὲ παρεῖχεν (1224 (20029)) ὁπλοδοτέω (High) ὁπλοδοτῶν (NChonChron 35749)

μετὰ τῶν ἁρμάτων (15121 (28917)) ὅπλον (Both) μετὰ τῶν ὅπλων (NChonChron 48218)

ἅρματα δυνατὰ (726 (962)) ὅπλον (Both) ὅπλα ἰσχυρὰ (NChonChron 19423)

μετὰ τῶν ὅπλων καὶ ἀρμάτων (271 (1527)) ὁπλοφόρος (High) ὁπλοφόροι (NChonChron 6051)

τῶν ἀρμάτων (562 (6027)) χιτών (High) οἱ σιδήρεοι χιτῶνες (NChonChron 13825-26)

ἄρματα φοροῦσι (6111 (7019)) χιτών (High) χιτῶνας περίκεινται σιδηρέους (NChonChron 15569)

ἀρματόομαι (Low)ἀρματωθεὶς (619 (6930)) θώραξ (High) ἐνέδυ τὸν θώρακα (NChonChron 15335)

ἀρματωμένους (21142 (37617)) ὁπλίζομαι (High) ὡπλισμένους (NChonChron 61495)

ἑτέρων ἁρματωμένων (7127 (8829)) ὁπλοφόρος (High) ἑτέρων ὁπλοφόρων (NChonChron 18424)

ἀρματωθεὶς (619 (6930)) πανοπλία (High) τὴν πανοπλίαν ἠμφίεστο (NChonChron 15335)

ἀρματόω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 47 of 284

ἀρματωμένους (1812 (33620)) ὅπλον (Both) μεθ᾽ ὅπλων (NChonChron 54919)

ἀρμάτωσις (Low)ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἀρμάτωσιν (6114 (7127) πάγχαλκος (High) διὰ τὸ πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NChonChron 15628)

ἀρμενίζω (Low)ἠρμένισαν (653 (8028)) ἀπονοστέω (High) ἀπενόστησαν (NChonChron 17272)

ἄρμενον (Low)τὸ ἄρμενον (477 (5026)) ἱστίον (High) ἱστίῳ (NChonChron 11967)

ἁρμόδιος (Low)ὁ ἁρμόδιος καιρὸς (1431 (25210)) ἀνάρσιος (High) καιρὸς οὐκ ἀνάρσιος (NChonChron 42974)

ἁρμόζων (Ambiguous)χωριάτη ἁρμόζον καὶ ἐπιτήδειον (15111 (2873 ἐπιτήδειος (Both) ίδιώτῃ ἐπιτήδειον (NChonChron 48057)

ἁρμονία (Low)τὰς ἁρμονίας (16191 (32527)) ἄρθρον (High) τῇ καχεξίᾳ ἥτις ἐπενέμετο τὰ ἄρθρα (NChonChron 53474)

ἁρμός (Ambiguous)ἁρμοὺς (1462 (25824)) ἄρθρον (High) ἄρθρα (NChonChron 43849)

ἀρνίν (Low)ἀρνὶν βυζαστερὸν (1585 (2834)) ἀρνειός (High) τῷ ἐν γάλαξιν ἀρνειῷ (NChonChron 47359)

ἀρνίον (Low)τὰ ἀρνία βόσκων (14213 (24911)) προβατεύς (High) προβατεύς (NChonChron 42448)

ἁρπάζω (Low)ἁρπάζουσιν (1824 (33824)) ληστεύω (High) μετὰ ξίφους ληστεύουσιν (NChonChron 5534)

ἀρτίως (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 48 of 284

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) νῦν (High) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

ἀρτίως ἐποιήσαμεν τοῦτο ἵνα πληροφορήση (1 νῦν (High) τὸ δὲ νῦν τελεσθὲν τεκμήριον πίστεως (NChonChron 43682)

ἀρχή (Both)ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ (512 (5317)) σατράπευσις (High) ἡ τῶν Οὔννων σατράπευσις (NChonChron 12771)

διάπλασιν ἄξιαν πρὸς ἀρχὴν (431 (3925)) τυραννέω (High) πλάσις ἀξία τοῦ τυραννεῖν (NChonChron 10311)

ἀρχηγέτης (Low)ἀρχηγέτην τοῦ ὅλου στόλου (632 (741)) ναύαρχος (High) ναύαρχον (NChonChron 16036)

ἀρχηγός (Ambiguous)τοῦ καστελλίου ἀρχηγὸς γενόμενος (1612 (30 ἐγκρατής (High) ἐρύματος ἐγκρατὴς γενόμενος (NChonChron 50333)

κατὰ ἀρχηγὸν (447 (4318)) ἡγεμών (High) καθrsquo ἡγεμόνα (NChonChron 1101)

ἀρχηγοὶ (1821 (33711)) ἡγεμών (High) ἡγεμόνες (NChonChron 55150)

ἄρχομαι (Low)ἄρξασθαι (15131 (2906)) ἀνάγω (Both) εἰς ἀρχὴν τὸν λόγον ἀνάγειν (NChonChron 48337-38)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) ἔγκειμαι (High) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

κτίζειν ἤρξατο (1411 (2455)) ἐπιβάλλομαι (High) ποιεῖν ἐπεβάλετο (NChonChron 4191)

ἄρχω (High)ἄρχειν (1557 (27628)) ἐξηγοῦμαι (High) ἄλλων έξηγεῖσθαι (NChonChron 46492)

ἄρχε (1581 (28131)) ἡγέομαι (Ambiguous) ἡγοῦ (NChonChron 47110)

ἄρξας (413 (3824)) τυραννέω (High) τυραννήσας (NChonChron 10168)

ἄρχων (Low)ἄρχουσιν (15106 (28716)) αὐλή (High) τῶν ἐκ τῆς βασιλείου αὐλῆς (NChonChron 47941)

τοὺς ἄρχοντας (1463 (25832)) δυναστεύω (High) τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 43855)

μηνύει ἄρχουσι καὶ ἡγεμόσι (1813 (33634)) ἡγεμών (High) ἡγεμόσι παρίστησι (NChonChron 55035)

ὁ τῶν Οὔγγρων ἄρχων (413 (3822)) κατάρχων (High) ὁ τῶν Οὔννων κατάρχων (NChonChron 10165)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 49 of 284

τοῖς ἄρχουσιν (437 (4115)) τέλος (Both) τοῖς ἐν τέλει (NChonChron 1077)

τῶν ἀρχόντων (1462 (25818)) ὑπεροχή (High) τῶν ἐν ὑπεροχαῖς (NChonChron 43837)

ἀσάλευτος (Low)ὁ Δ ὡς τεῖχος ἀσάλευτος κατέβαινε (6114 (71 ἀτίνακτος (High) ὁ Δ ὡς τεῖχος ἀτίνακτος προύβαινε (NChonChron 15622)

ἀσήμιον (Low)ἄνευ hellip τοῦ ἀσημίου (16171 (3257)) ἀργύρεος (High) πλὴν τῶν ἀργυρέων hellip σκευῶν (NChonChron 53351)

ἀσθένεια (Low)τὴν τῆς ποδάγρας ἀσθένειαν (16191 (32526)) καχεξία (High) τῇ συνήθει καχεξίᾳ (NChonChron 53473)

παραβλέψας ἀσθένειαν σώματος (1131 (425)) καχεξία (High) ὑπεριδὼν καχεξίας σώματος (NChonChron 3362)

προσποιεῖται ἔχειν ἀσθένειαν (521 (5425)) νοσέω (High) πλάττεται τὸν νοσοῦντα (NChonChron 12931)

ἀπὸ ἀσθενείας σώματος (21172 (38122)) νοσηλεία (High) νοσηλείᾳ σώματος (NChonChron 62113)

ἀσθενής (Low)ὡς ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος (523 (569)) καχεξία (High) ὡς καχεξίᾳ παλαίων (NChonChron 13195)

ἀσίδηρος (Low)τὸν πόλεμον τὸν ἀσίδηρον (445 (4233)) ἄχαλκος (High) τὸν ἄχαλκον Ἄρεα (NChonChron 10974)

ἀσιδήρωτος (Low)μετὰ κονταρίων ἀσιδηρώτων (442 (4217)) ἀσίδηρος (Low) διrsquo ἀσιδήρων δορατισμῶν (NChonChron 10855)

ἀσκός (Low)ὥσπερ ἀσκός (1462 (25810)) ἀμφορεύς (High) ὡς τῶν οἴνων ἀμφορεῖς (NChonChron 43831)

ἀσπασίως (Low)ἀσπασίως καὶ μετὰ χαρᾶς (21132 (37513)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 61256)

ἄσπρος (Low)ἄσπρων (6117 (7220)) λευκός (High) λευκοῖς (NChonChron 15868)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 50 of 284

ἄσπρον (477 (5024)) λευκός (High) λευκὸς (NChonChron 11964)

ἵππω ἀσπροτέρω χιόνος (444 (4229)) λευκός (High) λευκοτέρῳ χιόνος ἵππῳ (NChonChron 10968)

ἀστοχέω (Ambiguous)ἠστόχησε (1114 (1725)) διαμαρτάνω (High) διαμαρτὼν (NChonChron 31838)

τῆς ἐλπίδος ἠστόχησεν (511 (5311)) ἐκπίπτω (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτῶν οὐκ ἠστόχησαν (1434 ψεύδομαι (High) οὐκ ἐψεύσθησαν τῶν κατὰ σκοπόν (NChonChron 4301)

ἀστράτευτος (Low)ἡμεῖς δὲ ἀστράτευτοι (6111 (7020)) ἀπόμαχος (High) ἀπόμαχον δὲ τὸ ἡμέτερον (NChonChron 15570)

ἄστρον (Low)καθάπερ ἄστρα (1825 (3397)) διᾴττων (High) ὡς οἱ διᾴττοντες (NChonChron 55428)

ἀσυνήθης (Low)τῆς ἀσυνήθους τροφῆς (21178 (38312)) ἀήθης (High) τῶν ἀήθων ἐς βρῶσιν (NChonChron 62482)

ἀσυνήθη ἐπιτάγματα (15106 (28633)) ἀήθης (High) ἀήθη ἐπιτάγματα (NChonChron 47822)

ἀσφαλής (Both)φρούριον ἀσφαλέστατον ἦν (15112 (28815)) ἐχυρός (High) ἐχυροῖς ἐρύμασιν ἐμπερικροτεῖ (NChonChron 48072)

ἀτάκτως (Low)φεύγειν ἀτάκτως (1434 2639) ἀκόσμως (High) ἀκόσμως (NChonChron 43012)

ἀταπείνωτος (Low)τὸ τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἀταπείνωτον (2117 ἀκαθαίρετος (High) τὸ τοῦ φρονήματος ἀκαθαίρετον (NChonChron 62521)

ἀταράχως (Low)ἀταράχως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀτιμία (Low)μετὰ ἀτιμίας καὶ ἐντροπῆς (1661 (3145)) αἶσχος (High) αἴσχους ἐμπιμπλάμενον (NChonChron 51811)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 51 of 284

διπλοΐδα αἰσχύνης καὶ ἀτιμίας (14212 (24831) αἰσχύνη (Both) διπλοΐδα αἰσχύνης (NChonChron 42431)

ἐν ἀτιμία (21315 (36424)) ὑπερηφανία (High) ἐν ὑπερηφανίᾳ (NChonChron 59477)

ἄτοπος (Both)ὁ ἄνομος εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (17 ἀπάνθρωπος (High) εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον καὶ παράλογον (18 ἀτοπία (High) τὴν ἀτοπίαν καὶ ἀβουλίαν (NChonChron 55282)

αὐθέντης (Low)τὸν αὐθέντην (432 (406)) ἄρχων (Low) τῷ ἄρχοντι (NChonChron 10432)

ὡς αὐθέντης δοῦλον αὐτοῦ (21132 (37516)) δεσπότης (High) ὡς ὑπηρέτης δεσπόταις (NChonChron 61359)

τοὺς αὐθέντας τῶν ὀσπητίων (2123 (35928)) δεσπότης (High) τοὺς δεσπότας (τῶν οἰκιῶν) (NChonChron 58681)

τὰ θελήματα τοῦ αὐθέντου (15104 (2867)) κύριος (High) τὸ τοῦ κυρίου βούλημα (NChonChron 47789)

αὐθέντης γενήσεται (15111 (28727)) κύριος (High) κύριος ἐσεῖται (NChonChron 48051)

αὐξάνομαι (Low)αὐξανθήσεται (1457 (25727)) προσεπιδίδωμι (High) προσεπιδώσουσι (NChonChron 4375)

αὐξάνω (Low)αὐξανόμενον (1582 (2824)) ἐπαύξω (High) ἐπαυξομένων (NChonChron 47218)

αὔριον (Low)ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπέθανε (1429 (24816)) τὴν μετrsquo ἐκείνην (High) ἀπεβίω τὴν μετrsquo ἐκείνην (NChonChron 42313)

αὐτός (Both)αὐτὸν (1432 (25217)) ἑαυτοῦ (High) ἑαυτὸν (NChonChron 42981)

τῆ αὐτοῦ κεφαλῆ (7125 (8821)) ἐκεῖνος (High) τῇ ἐκείνου κεφαλῇ (NChonChron 18415)

ἠκολούθουν αὐτῶ (1462 (25814)) ἐκεῖνος (High) εἵποντο ἐκείνῳ (NChonChron 43834)

αὐτοῦ (1116 (17223)) ἐκεῖνος (High) ἐκείνου (NChonChron 31964)

τοὺς αὐτοῦ ἐκλεκτοὺς (562 (6026)) ἐκεῖνος (High) τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822--23)

ὅσαι αὐτῷ μὴ ὑπόκειντο (2181 (36925)) ἐκεῖνος (High) ὅσαι μὴ ἐκείνῳ συνέβαινον (NChonChron 60289)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 52 of 284

τὰ δεδογμένα αὐτῷ (441 (4210)) ἐκεῖνος (High) τὰ δεδογμένα ἐκείνῳ (NChonChron 10844)

ὁ υἱός αὐτοῦ (1421 (2462)) ἐκεῖνος (High) ὁ ἐκείνου παῖς (NChonChron 42025)

συνόντων αὐτοῖς (1424 (2476)) ἐκεῖνος (High) συνόντων ἐκείνοις (NChonChron 42157)

τὴν τῶν πραγμάτων αὐτοῦ ἀφαίρεσιν (14218 ἐκεῖνος (High) τὴν τῶν προσόντων ἐκείνῳ ἀφαίρεσιν (NChonChron 42610)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) ὁ δέ (High) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἐπιδώσει αὐτῶ (183 (34023)) οἱ (High) καταθέσθαι οἱ συνέθετο (NChonChron 55683)

συνηκολούθουν δὲ αὐτῷ (2177 (3697)) οἱ (High) συνείποντο δέ οἱ (NChonChron 60165)

παραχωρῆσαι αὐτῷ (15105 (28619)) οἱ (High) ἐνδοθῆναί οἱ (NChonChron 4786)

αὐτὸς (14223 (25135)) οὗτος (Both) οὗτος (NChonChron 42860)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 οὗτος (Both) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) οὗτος (Both) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

τὴν αὐτοῦ ἀνεψιὰν (511 (536)) οὗτος (Both) τὴν τούτου ἀνεψιὰν (NChonChron 12654)

τὴν Σεβάστειαν μετὰ τῶν χωρῶν αὐτῆς (479 ( οὗτος (Both) τὴν Σεβάστειαν καὶ τὴν ταύτης χώραν (NChonChron 12119)

ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ (1433 (25223)) οὗτος (Both) ὁ τούτου αὐτάδελφος (NChonChron 42988)

ῥίπτει αὐτὸν κατὰ γῆς (562 (6026)) οὗτος (Both) ἀνατρέπει τοῦτον τοῦ ἵππου (NChonChron 13822)

πέτρα αὐτὸ περιέφραττε (1112 (124)) οὗτος (Both) λίθος τοῦτο κατεφράγνυε (NChonChron 2720)

συνακολουθησάντων αὐτῶ (2713 (1816)) οὗτος (Both) ἐφομαρτησάντων δὲ τούτῳ (NChonChron 6613)

ἐπιτάττει αὐτῶ (521 (227)) οὗτος (Both) ἐπισκήπτει τούτῳ (NChonChron 12933)

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) οὗτος (Both) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

δεξιούμενοι αὐτοὺς διὰ ποικίλων βρωμάτων (1 οὗτος (Both) τρυφητήρια τούτοις ἐπινενόηντο (NChonChron 55157)

ὁ συνεργῶν αὐτῶ (14215 (24929)) οὗτος (Both) ὁ συνίστωρ τούτῳ (NChonChron 42570)

τὴν φωνὴν αὐτῆς (434 (4027)) οὗτος (Both) τὴν ταύτης φωνὴν (NChonChron 10562)

τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κρατήσαντες (438 (4122)) οὗτος (Both) ἡ τούτου συλληφθεῖσα γυνὴ (NChonChron 10716)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) σφεῖς (High) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

παρrsquo αὐτοῖς (2123 (3602)) σφεῖς (High) παρὰ σφίσιν (NChonChron 58785)

ὑπὸ αὐτῶν (214 (3653)) σφεῖς (High) ὑπὸ σφῶν (NChonChron 59492)

μετrsquo αὐτῶν ὢν (1116 (17221)) σφεῖς (High) συνών σφισι (NChonChron 31961)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 53 of 284

τὰ αὐτῶν κοπιάσαντες ἄλογα (21146 (37726)) σφεῖς (High) τῶν ἵππων σφίσιν ἀποκναισάντων (NChonChron 61652)

διὰ τὴν ὄρεξιν αὐτῶν (1424 (24711)) σφεῖς (High) τὰ δὲ καθrsquo ἡδονὴν σφίσιν (NChonChron 42165)

ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε (1813 (3371)) σφεῖς (High) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 σφεῖς (High) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

αὐτοῦ (Both)τῶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ θείω (1461 (2583)) no possessive pronoun (High) τῷ πρὸς μητρὸς θείῳ (NChonChron 43723)

τὸν ἵππον αὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 no possessive pronoun (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) no possessive pronoun (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

τὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φόρεμα (1842 (34117)) no possessive pronoun (High) τὸ τῆς κεφαλῆς διάδημα (NChonChron 55718)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) no possessive pronoun (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφημίζετο (1841 (3415)) no possessive pronoun (High) ὁ υἱὸς φωναῖς ἀνευφημεῖτο (NChonChron 5574)

τὸ τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἀταπείνωτον (2117 no possessive pronoun (High) τὸ τοῦ φρονήματος ἀκαθαίρετον (NChonChron 62521)

τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ (42 (3915)) no possessive pronoun (High) τῇ παρουσίᾳ (NChonChron 10293)

τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων αὐτῶν (18 no possessive pronoun (High) τῶν οὐσιῶν (NChonChron 55558)

τὰ χρήματα αὐτῶν (1827 (3403)) no possessive pronoun (High) τὰ ὄντα (NChonChron 55560)

οἱ αὐτοῦ καβαλλάριοι (444 (4231)) ἀμφί (High) οἱ ἀμφrsquo αὐτὸν ἱππόται (NChonChron 10970)

εἰς τὴν αὐτοῦ τάξιν εὑρίσκεσθαι (619 (6931)) ἑαυτοῦ (High) τὴν ἑαυτοῦ τάξιν ἐπεπορεύετο (NChonChron 15337)

τὸν γραμβρὸν αὐτοῦ (1563 (27716)) ἑαυτοῦ (High) τὸν ἑαυτοῦ γαμβρόν (NChonChron 46531)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν (4713 (5232)) οἰκεῖος (Both) τὸν οἰκεῖον κασίγνητον (NChonChron 12366)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) οἰκεῖος (Both) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ (1456 (2572)) οἰκεῖος (Both) τὸν οἰκεῖον γαμβρὸν (NChonChron 43669)

ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ (16171 (32432)) οἰκεῖος (Both) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας (NChonChron 53344)

ὑπὲρ τῆς αὐτῶν παρακαλοῦσι ζωῆς (1112 (23 οἰκεῖος (Both) ὑπέρ τε τῆς οἰκείας ἀντιβολοῦσι ζωῆς (NChonChron 2823)

τὴν αὐτοῦ δόξαν (1462 (25819)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν δόξαν (NChonChron 43839)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 οἰκεῖος (Both) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν ὑποτίθησι (622 (7313)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν ὑποτἐθεικε κεφαλὴν (NChonChron 1594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 54 of 284

τὰς πράξεις αὐτοῦ (14221 (25117)) οἰκεῖος (Both) τὰς οἰκείας πράξεις (NChonChron 42735)

εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ (6110 (705)) οἰκεῖος (Both) εἰς τὸν οἰκεῖον κόλπον (NChonChron 15446)

τὴν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γυναῖκα ἔχοντα (2118 σφέτερος (High) τῇ σφετέρᾳ θυγατρὶ συναφθέντα (NChonChron 62648)

εἰς τὰς αὐτῶν πόλεις (21133 (37522)) σφέτερος (High) ἐς τὰ σφέτερα (NChonChron 61367)

ἀφrsquo ἑαυτοῦ (Low)ἀφrsquo ἑαυτοῦ (1823 (3385)) αὐτόθεν (High) αὐτόθεν (NChonChron 55277)

ἀφrsquo ἑσπέρας (Low)ἀφrsquo ἑσπέρας (14212 (24828)) ἑσπέρας (High) ἑσπέρας (NChonChron 42328)

ἀφ᾽ ὧν (Low)ἀφ᾽ὧν ὑπολαμβάνω (1822 (33725)) ὁπόθεν (High) ὁπόθεν οἶμαι (NChonChron 55164)

ἀφαιρέω (Low)ἀφαιρεθέντας (1211 (19918)) ψιλόω (High) ἐψίλωσεν (NChonChron 35519)

ἀφανέρωτος (Low)ἀφανέρωτον τὸν Ἀνδρόνικον (437 (4120)) ἄφαντος (Low) ἄφαντον τὸν Ἀνδρόνικον (NChonChron 10713)

ἀφανίζω (Ambiguous)ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησαν (1822 (33726 ἀνατρέπω (High) άνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChron 55165)

ἐκ μέσου ἠφάνισε (1559 (27639)) ἀφανίζω (Ambiguous) οὕς ἠφάνισε (NChonChron 46414)

ἠφανίζοντο (1591 (28315)) ἀφάντωσις (High) ἐξέκειντο εἰς ἀφάντωσιν (NChonChron 47471)

ἠφανίζοντο (1591 (28315)) ἔκκειμαι (High) ἐξέκειντο εἰς ἀφάντωσιν (NChonChron 47471)

ἀφανισθέντος (15121 (2891)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν γεγενημένου (NChonChron 48195)

ἐκ μέσου ἀφανίσαι (1552 (27516)) καταγωνίζομαι (High) καταγωνίσαιτο (NChonChron 46130)

εἰ τὰ εὐκολώτερα ἀφανισθῆ (1613 (30431)) καταστρέφω (High) τὰ εὐχείρωτα καταστρεψάμενον (NChonChron 50341)

ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 συντελεσμός (High) συντελεσμὸν ἐπηύχοντο (NChonChron 55566)

ἀφιερόω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 55 of 284

ἀφιέρωσε (1411 (2456)) ἱερόω (High) ἱερώσας (NChonChron 4192)

ἀφίημι (Both)ἀφεὶς τὸν ἵππον (562 (6024)) ἀνίημι (High) τὸν ἵππον ἀνεὶς (NChonChron 13821)

οὓς ἀφίησιν ἐν εἰρήνῃ (VEuthym 24 (617C)) ἀπολύω (Ambiguous) οὕστινας ἀπέλυσεν (KyrilSkyth VEuth 10 (218))

ἀφίησι γοῦν εἰς τᾶ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (375 διαφίημι (High) διαφίησι τοίνυν ἐς τὰς πατρίδας ἐπανιέναι (NChonChron 61

ἠφίων αὐτοὺς ἀποθνῄσκειν (21172 (38122)) ἐάω (High) εἰῶντο παρακατατίθεσθαι τὴν ψυχὴν (NChonChron 62115)

ἀφίημι γὰρ λέγειν (6111 (7020)) ἐάω (High) ἐῶ γὰρ λέγειν (NChonChron 15572)

οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ γράφωσι (2178 (36918)) καθυφίημι (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60181)

τὴν γυναῖκα ἀφεὶς (2177 (3692)) καταλείπω (Both) τὴν σύλλεκτρον καταλιπὼν (NChonChron 60059)

τὸ καστέλλιον ἔρημον ἀφῆκαν (1612 (30415)) καταλείπω (Both) τὸ ἔρυμα κατέλιπον ἔρημον (NChonChron 50223)

ἀφίημι πολλὰ ἀφήσω (15133 (29013)) παραγκωνίζομαι (High) τὰ πλείω παραγκωνίσωμαι (NChonChron 48345)

τὰ στρατεύματα ἀφέντες εἰς προνομὴν (2185 παρείκω (High) τὰς τάξεις παρεικόντων εἰς προνομὴν (NChonChron 60447)

τὴν ἀλαζονείαν ἀφεὶς καὶ τὴν ὀφρὺν ἀποθέμε περικόπτω (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος καὶ ὑφαιρῶν (NChonChron

ἀφίημι (1463 (2592)) ὑπερβαίνω (High) ὑπερβήσομαι (NChonChron 43858)

ἀφίστημι (Low)ἀφιστῶσι τὰς πόλεις (21133 (37524)) διαφίστημι (High) τὰς πόλεις διαφιστῶσι (NChonChron 61368)

ἀφόβως (Low)ἀφόβως (15121 (28918)) ἀδεῶς (High) ἀδεῶς (NChonChron 48219)

ἀφόβως (1423 (24625)) ἀδεῶς (High) ἀδεῶς (NChonChron 42148)

ἀφόρητος (Ambiguous)ἀφορήτοις (15112 (2889)) ἀνύποιστος (High) ἀνυποίστοις (NChonChron 48066)

ἀφορμή (Low)ἀπὸ μικρᾶς ἀφορμῆς (14214 (24915)) λαβή (High) ἐκ μικρᾶς λαβῆς (NChonChron 42453)

ἐξ οὐδὲ μιᾶς ἀφορμῆς (4713 (5229)) λόγος (Ambiguous) σὺν οὐδενὶ λόγῳ (NChonChron 12360)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 56 of 284

ἀφρόντιστος (Ambiguous)ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( ἀπρόσμαχος (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

ἄφρων (Ambiguous)ἄφρων (1116 (17222)) ἄνους (High) ἀνούστατος (NChonChron 31963)

Ἀχελώς (Low)διὰ τῆς Ἀχελὼ διελθὼν (1431 (2523)) Ἀγχίαλος (High) τὴν Ἀγχίαλον παραλλάξας (NChonChron 42865)

τὴν Ἀχελῶ (1451 (25521)) Ἀγχίαλος (High) τὴν Ἀγχίαλον (NChonChron 43414)

ἀχλαδέα (Low)δένδρου ἀχλαδαίας (7125 (8817)) ἀχλαδηφοροέω (High) ἀχλαδηφοροῦντος δένδρου (NChonChron 1849)

ἀχόρταστος (Low)ἀχόρταστος (4713 (5228)) ἀκαταστόρεστος (High) ἀκαταστόρεστος (NChonChron 12258)

κοιλία ἀχόρταστος (2182 (3704)) ἀκόρεστος (High) γαστὴρ ἀκόρεστος (NChonChron 6026)

ἀχόρταστον (621 (733)) ἀκόρεστος (High) ἀκόρεστον (NChonChron 15888)

ἀχρειόω (Ambiguous)τὰ τοῦ φόρου κάλλη ἠχρειοῦντο (1825 (3394) καταρριπτέω (High) ἀγορῶν κάλλη κατερριπτεῖτο (NChonChron 55422)

ἄχρηστος (Ambiguous)ὕλην ἄχρηστον (1828 (34013)) βέβηλος (High) ὕλην βέβηλον (NChonChron 55672)

Ἀχυραί (Low)τὴν πόλιν τὰς Ἀχυρὰς (1131 (427)) Ὀχυραί (High) τὴν πόλιν τὰς Ὀχυρὰς (NChonChron 3364)

βαθυγνώμων (Low)ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυμήχανος (523 (565)) πολύφρων (High) ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

βαθύς (Low)ὁ βαθὺς οὗτος ποταμός (6111 (7026)) βαθυδίνης (High) ὁ βαθυδίνης οὑτοσὶ Ἰστρος (NChonChron 15579)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 57 of 284

βαΐουλος (Low)βαϊούλου (911 (1153)) παιδοκόμος (High) παιδοκόμων (NChonChron 2236)

βάλλω (Ambiguous)εἰς νοῦν αὐτῶν ἔβαλον (1584 (28222)) βάλλομαι (High) ἐν νῷ βαλλόμενος (NChonChron 47337)

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) βάλλομαι (High) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

ἔβαλεν αὐτὸ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ (6110 (705 καθίημι (High) τὸ βιβλίον εἰς τὸν οἰκεῖον καθῆκε κόλπον (NChonChron 154

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1428 (24810)) παραδίδωμι (Both) φρουρᾷ παραδίδοται (NChonChron 4235)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1877 (3463)) παραδίδωμι (Both) εἱρκτῇ παραδίδοται (NChonChron 56412)

εἰς νοῦν βάλλοντες (6114 (7128)) τίθεμαι (High) κατὰ νοῦν θέμενοι (NChonChron 15630)

βάλλουσι πῦρ εἰς τὰ ὀσπήτια (1825 (33831)) ὑφάπτω (High) πῦρ ταῖς οἰκίαις ὑφάπτουσι (NChonChron 55314)

Βάραγγος (Low)Βαράγγων (653 (811)) πέλεκυς (High) ἀνδρῶν οἳ τοὺς ἑτεροστόμους πελέκεις ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέχο

Βαράγγους (1377 (23615)) πελεκυφόρος (High) πελεκυφόρων δορυφόρων (NChonChron 40778)

τοὺς Βαράγγους (1812 (33628)) πελεκυφόρος (High) τοὺς πελεκυφόρους (NChonChron 55027)

μὴ ἔχων τινὰ ἢ βαράγγων ἢ παραμονὴν (712 ὑπασπιστής (High) μὴ ἐχων ὑπασπιστὴν μὴ δορυφόρον (NChonChron 18410-11)

βάρβαρος (High)ἀνθρώπου βαρβάρου (521 (227)) ἀλλοεθνής (High) παιδὸς ἀλλοεθνοῦς (NChonChron 12932)

βαρύνομαι (Low)ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο καὶ ἐβαρύνετο (1557 ἀγανακτέω (Both) ἠγανάκτει (NChonChron 46491)

ἐγόγγυζον καὶ ἐβαρύνοντο (441 (429)) βαρέως φέρω (High) λίαν βαρέως ἔφερον (NChonChron 10842)

βαρύς (Ambiguous)βαρέως ἐδέξατο (1812 (33617)) ἀφόρητος (Ambiguous) ἤνεγκεν ἀφορήτως τὴν ἀπόδρασιν (NChonChron 54915)

φορτικώτερα καὶ βαρύτερα (1822 (3384)) βαρυσύμφορος (High) ὁπόσα βαρυσυμφορώτερα τῶν κακῶν (NChonChron 55276)

ταῦτα τὰ βαρέα ἀσυνήθη ἐπιτάγματα (15106 φορτικός (Both) τὰ φορτικὰ ταῦτα καὶ ἀήθη ἐπιτάγματα (NChonChron 4782

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 58 of 284

βασιλεία (Low)βασιλείαν (14213 (2497)) ἀρχή (Both) τῆς ἀρχῆς (NChonChron 42443)

ἐκβαλεῖν τῆς βασιλείας τὸν Μ (413 (3826)) ἀρχή (Both) τοῦ παραλυθῆναι τὸν Μ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 10169)

πρὸ τῆς βασιλείας (15132 (2908)) ἀρχή (Both) πρὸ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 48340)

πατρικὴν βασιλείαν (1813 (3373)) ἀρχή (Both) πατρῴας ἀρχῆς (NChonChron 55041)

τὴν βασιλείαν (14212 (24824)) ἄρχω (High) τὸ ἄρχειν (NChonChron 42323)

τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλείας (611 βασιλικός (Ambiguous) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς (NChonChron 15876)

τῆς βασιλείας ἔκπτωσιν (1411 (24510)) δυναστεία (High) ἔκπτωσιν τῆς δυναστείας (NChonChron 4198)

καινοτομῶν τὰ τῆς βασιλείας πράγματα (151 κοινός (High) ταὰ κοινὰ κατασπαθῶν (NChonChron 47823)

πολυχρόνιον βασιλείαν (1457 (25725)) κράτος (Ambiguous) πολυετὲς κράτος (NChonChron 4371)

τὴν βασιλείαν διεξάγων (1554 (2762)) σκῆπτρον (High) ταὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα χειρίζων (NChonChron 46256)

τῆς βασιλείας ἐπιθυμίαν (1557 (27625)) τυραννίς (High) ἔρωτα τυραννίδος (NChonChron 46488)

βασιλεύς (Both)τὸν βασιλέα (4716 (5319)) ἄναξ (High) τὸν ἄνακτα (NChonChron 1243)

τοῦ βασιλέως (4310 (425)) ἄναξ (High) τοῦ ἄνακτος (NChonChron 10838)

βασιλέως (1421 (24515)) αὐταρχέω (High) Ῥωμαίων αὐταρχήσαντος (NChonChron 42014)

τὸν βασιλέα (4714 (532)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα (NChonChron 12370)

βασιλέα (1812 (33631)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτωρ (NChonChron 55031)

θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) αὐτοκράτωρ (High) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

τὸν βασιλέα (511 (534)) αὐτοκράτωρ (High) τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 12653)

βασιλέα (1456 (2575)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορα (NChonChron 43674)

τὸν βασιλέα διελθεῖν (6117 (7219)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα παρελθεῖν (NChonChron 15865)

τοῖς μετὰ ταῦτα βασιλεῦσιν (411 (383)) αὐτοκράτωρ (High) τοῖς ὕστερον αὐτοκράτορσιν (NChonChron 10043)

ὁ βασιλεὺς (479 (5118)) αὐτοκράτωρ (High) ὁ αὐτοκράτωρ (NChonChron 12094)

ὁ βασιλεύς (1431 (2529)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορα (NChonChron 42973)

τοῦ βασιλέως (1554 (27530)) αὐτοκράτωρ (High) τοῦ αὐτοκράτορος (NChonChron 46251)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 59 of 284

βασιλέως (14214 (24920)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42560)

βασιλέως (15114 (28829)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 48190)

βασιλέως (1421 (2463)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42026)

ὁ βασιλεὺς (435 (4034)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα (NChonChron 10572)

βασιλέως (1422 (24615)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42136)

ὁ βασιλεὺς (6117 (7224)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 15875)

ὁ βασιλεύς (1462 (25818)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 43838)

παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) κρατῶν ὁ (High) πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

ὁ βασιλεὺς (1822 (3381)) κρατῶν ὁ (High) τὸν κρατοῦντα (NChonChron 55272)

ὁ βασιλεύς (1585 (28233)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 47351)

ἐξουδενοῦντες τοὺς βασιλεῖς (1457 (25723)) πράγματα (Ambiguous) τὰ Ῥωμαίων μυκτηρίζοντες πράγματα (NChonChron 43694)

βασιλεύω (Both)βασιλεύσειν (1411 (24511)) ἄρχω (High) ἄρξειν (NChonChron 4198)

βασιλεύων (1563 (27720)) ἄρχω (High) ἄρχειν (NChonChron 46534)

ταῶν πρώην βασιλευσάντων (15106 (28710)) ἄρχω (High) τοῖς πώ ποτε ἄρξασι (NChonChron 47933)

βασιλεύσας δὲ ἕτερος ἀνεφάνη (15132 (29011 ἄρχω (High) ἄρξας δrsquo οὖν ἑτεροῖος ὦπτο (NChonChron 48343)

βασιλεύεσθαι (1424 (2477)) ἄρχω (High) ἄρχειν (NChonChron 42159)

βασιλικός (Ambiguous)μετὰ τῶν βασιλικῶν παρασήμων (1662 (3141 ἀρχικός (High) μετὰ τῶν ἀρχικῶν παρασήμων (NChonChron 51826)

εἰς τὸν θρόνον τὸν βασιλικὸν (1812 (33632)) βασίλειος (High) εἰς θῶκον τὸν βασίλειον (NChonChron 55033)

ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους βασιλικοῦ 511 (5312 βασίλειος (High) ἐκ βασιλείου αἵματος (NChonChron 12662)

ἐκ προστάξεως βασιλικῆς (1131 (430)) βασίλειος (High) ἐκ θεσπισμάτων βασιλείων (NChonChron 3369)

πλούτου βασιλικοῦ (2121 (35910)) δημόσιος (High) δημόσιος (πλοῡτος) (NChonChron 58560)

βασιλίς (High)τῆ βασιλίδι (437 (4115)) βασίλισσα (High) τῇ βασιλίσσῃ (NChonChron 1077)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 60 of 284

βεβαιόω (Low)βεβαιῶν (1116 (17225)) διατείνομαι (High) διατεινόμενος (NChonChron 31966)

βεβαιωθεῖσαν μετάθεσιν (1377 (23615)) κυρόω (High) κυρωθεῖσαν μετάθεσιν (NChonChron 40776)

βεστιάριον (Low)βεστιαρίω (1211 (19920)) γάζα (High) γάζῃ (NChonChron 35621)

τὸ βεστιάριον (1821 (33718)) γαζοφυλάκιον (High) τὸ γαζοφυλάκιον (NChonChron 55158)

βία (Low)μετὰ βίας (1434 (25235)) πονήρως (High) πονήρως (NChonChron 4307)

βιάζω (Low)βιαζούσης (1557 (27626)) ἐνάγω (High) ἐναγούσης (NChonChron 46489)

βιαστικός (Low)ἄνοδον βιαστικήν (1611 (3049)) βίαιος (High) ἄνοδος βίαιος (NChonChron 50216)

βλάβη (Low)βλάβην ποιῆσαι (1433 (25226)) δεινόν (High) ἀεί τι τελέσοντες δεινὸν (NChonChron 42990)

βλάπτω (Low)βλάψαι (1591 (28318)) λυμαίνομαι (High) λυμαίνεσθαι (NChonChron 47473)

ἔβλαψαν (447 (4320)) παραλυμαίνομαι (High) παρελυμήνατο (NChonChron 1105)

βλαττίον (Low)βλατία (476 (5017)) ἔπιπλον (High) ἔπιπλα (NChonChron 11950)

μετὰ βλατίων χρυσῶν κατεκόσμουν (441 (42 ἔπιπλον (High) ἐπίπλοις διεκόσμουν (NChonChron 10846)

βλατία χρυσὰ καὶ ἑξάμιτα (479 (5123)) ἐσθής (High) τρυφῶσα ἐσθὴς (NChonChron 1204)

βλατία ποικίλα καὶ κεντητά (479 (5123)) ὀθόνη (High) ὀθόναι τῶν ἐξ ὑπερηφάνου ὑφῆς (NChonChron 1215)

πολυτίμοις χρυσέοις βλατίοις (476 (5010)) πέπλος (High) τιμήεσι πέπλοις (NChonChron 11839)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 61 of 284

ἄνευ τῶν βλατίων (16171 (3257)) σηρικός (High) πλὴν hellip τῶν σηρικῶν τε νημάτων (NChonChron 53351)

Βλάχοι (Both)Βλάχων (1585 (28311)) Βλάχοι (Both) Βλάχων (NChonChron 47364)

Βλάχοι (1311) Μυσοί (High) Μυσούς (NChonChron 39423)

ἡ ἐξουσία τῶν Βλάχων (1582 (2825)) Μυσοί (High) ἡ ἀρχηγία Μυσῶν (NChonChron 47219)

βλέπω (Both)πρὸς ἃ βλέπων (14216 (2504)) ἀφοράω (High) πρὸς ἃ ἀπιδὼν (NChonChron 42578)

τὰ βλεπόμενα καὶ προσδοκώμενα κακὰ (1812 ἐμφαίνομαι (High) τὰς ἐμφαινομένας τῶν κακῶν ἐλπίδας (NChonChron 54917)

μανικὸν ἔβλεψε (474 (4922-23)) ἐποφθαλμίζω (High) σκαιὸν ἐπωφθάλμισε (NChonChron 11713)

τοὺς βλέποντας (3114 (3421)) θεάομαι (Both) τῶν θεωμένων (NChonChron 9370)

μάρτυρες εἰς ἅπερ εἶδον (1564 (2781)) θεάομαι (Both) μάρτυς ὧν θεᾶται (NChonChron 46649)

βλεπόμενος (1424 (2478)) θεάομαι (Both) θεώμενος (NChonChron 42161)

εἰ εἶδες (1553 (27525)) θεάομαι (Both) εἰ θεάσαιο (NChonChron 46247)

τοὺς βλέποντας (6111 (7028)) θεάομαι (Both) τοὺς θεωμένους (NChonChron 15582)

ἰδεῖν (631 (7324)) θεάομαι (Both) εἴ πως θεάσαιτο (NChonChron 15922)

βλέπων (1426 (24729)) καθοράω (High) καθορῶν (NChonChron 42287)

τοὺς Ῥωμαίους ἰδόντες (21142 (37616)) κατασκέπτομαι (High) Ῥωμαίους κατασκεψάμενοι (NChonChron 61493)

ἰδὼν (562 (6023)) κατοπτεύω (High) κατοπτεύσας (NChonChron 13818)

τὰ ὦτα οὐ βλέπουσι (1564 (27730)) οἶδα (High) ταὰ ὦτα οὐκ οἶδε (NChonChron 46646)

ἦν ἀεί ποτε τῶ προσώπω τοῦ β βλέπων (261 ( ὀπτάνω (High) ἦν τῷ προσώπῳ τοῦ β ἀεὶ ὀπτανόμενος (NChonChron 5480)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) ὁράω (Ambiguous) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

βλέπει (7127 (894)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷ (NChonChron 18532)

βλέπει πόλιν πολυάνθρωπον (1113 (29)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷ πολυάνθρωπον πόλιν (NChonChron 2832)

βλέπεις (1554 (2763)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷς (NChonChron 46257)

βλέπων (1462 (25818)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 43839)

βλέπων (21124) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 61126)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 62 of 284

βλέπων (1585 (2832)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 47356)

τὸ βλεπόμενον (1825 (33833)) ὁράω (Ambiguous) τὸ ὁρώμενον (NChonChron 55317)

βλέπων (1661 (3143)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 5188)

βλέπων (442 (4216)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 10853)

ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) περιβλέπω (High) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

ὅσα πρὸς βορρὰν βλέπουσιν (1826 (33926)) πρόειμι (High) ὅσα πρὸς βορρᾶν πρόεισιν ἄνεμον (NChonChron 55550)

βοάω (Ambiguous)ἔκλαιον ἐβόων πικρῶς (436 (4112)) ἀνοιμώζω (High) ἀνῴμωζον διωλύγιον (NChonChron 1074)

διόλου ἐβόων (477 (5028)) κραυγάζω (High) πυκνὰ ἐκραύγαζον (NChonChron 11968)

βοῶν (14213 (2496)) ὑπηχέω (High) ὑπηχῶν (NChonChron 42443)

βοή (Low)ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) θροῦς (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

βοήθεια (Low)βοήθειαν ποιῆσαι (1452 (25525)) ἐπαρήγω (High) τίνι ἐπαρήξειε πρότερον (NChonChron 43420)

πρὸς βοήθειαν ἀπέλθειν (1582 (2823)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρήγειν (NChonChron 47215)

βοήθεια (1592 (28325)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρία (NChonChron 47484)

τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ εἰς βοήθειαν (1456 (2572) συλλήπτωρ (High) τὸν γαμβρὸν συλλήπτορα τοῦ ἔργου (NChonChron 43670)

μετὰ τῆς βοηθείας καὶ συνεργείας τοῦ Ἰ (2113 συναίρομαι (High) συναιρομένων σφίσιν τῶν Βλάχων (NChonChron 61368)

βοήθειαν (21141 (3763)) σύναρσις (High) σύναρσιν (NChonChron 61380)

βοήθειαν (1225 (20113)) χάρις (High) χάριν (NChonChron 35759)

βοηθέω (Low)τὸν βοηθήσοντα (7127 (897)) ἀμύνω (High) τὸν ἀμύνοντα (NChonChron 18535-36)

βοηθῆσαι (1435 (2537)) ἀμύνω (High) ἀμύνων (NChonChron 43015)

βοηθηθῆναι (7124 (8813)) ἀρωγή (High) εἰς ἀρωγήν (NChonChron 1845)

βοηθήσων (1114 (1724)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμυνῶν (NChonChron 31836)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 63 of 284

βοηθῆσαι (1592 (28329)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμῦναι (NChonChron 47487)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) ἐπαμύνω (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

βοηθεῖς (1421 (2466)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμύνειν (NChonChron 42031)

εἴ που τις ἐλθὼν βοηθήσει (7127 (896)) ἐπαρήγω (High) εἴ τις ἐπαρήξων ἐλεύσεται (NChonChron 18535)

βοηθῆσαι (1114 (1721)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρῆξαι (NChonChron 31832)

βοηθεῖν (619 (701)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρήγουσαι (NChonChron 15442)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως βοηθῆσαι τὸν Σ ( ἐπιβοηθέω (High) διὰ μείζονος ἰσχύος ἐπιβοηθῆσαι τῷ Στεφάνῳ (NChonChron

βοηθήσοντα (1222 (20021)) συλλυπέομαι (High) συλλυπούμενον (NChonChron 35641)

βοηθός (Low)ταὸν καιρὸν βοηθὸν ἔχων (1552 (27517)) καταχράομαι (High) τῷ καιρῷ καταχρώμενος (NChonChron 46132)

βορέας (Low)ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα κινούμενον (1825 (339 βορρᾶς (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ ἐλαυνόμενον (NChonChron 55431)

βόσκω (Low)βοσκόμενα (1612 (30419)) νέμω (Ambiguous) νέμεσθαι (NChonChron 50327)

τὰ ἀρνία βόσκων (14213 (24911)) προβατεύς (High) προβατεύς (NChonChron 42448)

βούλευμα (Low)τὰ βουλεύματα (474 (4924)) διαβούλιον (High) τὰ διαβούλια (NChonChron 11714)

ματαίως τὸ τούτων βούλευμα γέγονεν (1113 ( πρόθεσις (High) τῆς προθέσεως ταύτης ἐξέπεσον (NChonChron 2839)

ἐν τοῖς βουλεύμασιν (1114 (1725)) σκοπός (Both) τοῦ σκοποῦ (NChonChron 31838)

βουλεύομαι (High)ἡ προμήθεια καὶ τὸ βουλεύεσθαι (447 (4322)) προμήθεια (Ambiguous) ἡ προμήθεια (NChonChron 1106)

βουλή (Both)τὴν τοῦ θεοῦ βουλὴν (1411 (24511)) βούλημα (High) τὸ θεῖον βούλημα (NChonChron 4199)

οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἱ βουλαὶ καὶ ἐπίνοιαι (515 ἐπίνοια (High) τὰς ἐπινοίας (NChonChron 12820)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 64 of 284

οὐκ ἐδέξατο τὴν βουλὴν (434 (4028)) παραίφασις (High) οὐκ ἤρεσκεν ἡ παραίφασις (NChonChron 10563)

τὴν βουλὴν (15106 (2873)) σκέμμα (High) τὸ σκέμμα (NChonChron 47826)

τὴν βουλὴν κοινοῦται (632 (7329)) σκέμμα (High) τὸ σκέμμα κοινωσάμενος (NChonChron 16030)

βούλομαι (Both)καὶ μὴ βουλόμενοι (1456 (2578)) ἀθελήτως (High) ἀθελήτως (NChonChron 43678)

μὴ βουλόμενοι (7124 (8815)) ἀκούσιος (High) ἀκούσιοί τινες (NChonChron 1847)

καὶ μὴ βουλόμενον (1445 (2559-10)) ἀναγκαστῶς (High) ἀναγκαστῶς (NChonChron 4332)

καὶ μὴ βουλόμενον (1456 (2572)) ἑκών (High) μὴ ἐκόντα (NChonChron 43669)

μὴ βουλόμενος (14220 (2517)) ἑκών (High) οὐχ ἑκόντι (NChonChron 42723)

καὶ μὴ βουλόμενος (1581 (28127)) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν (NChonChron 4716)

ἠβουλήθη ἵνα ἐπιστρέψη (1432 (25212)) προτίθεμαι (High) ἀναχωρήσειν προθέμενος (NChonChron 42975)

ἕκαστος ἔνθα ἂν βούληται (447 (4317)) φίλος (Ambiguous) ὅπῃ φίλον ἑκάστῳ (NChonChron 11095)

βουνόν (Low)ὡς βουνὰ φαίνεσθαι (288 (213)) γήλοφον (High) κατὰ τὰ ἀνεστηκότα γήλοφα (NChonChron 7165-66)

βουνός (Low)τὰ ὀστᾶ ὡσεὶ βουνὸς (618 (6927)) κολωνός (High) εἰς κολωνὸν ἀγηοχὼς τὰ ὀστᾶ (NChonChron 15330)

βουνῶν (1115 (17216)) ὄρος (Both) ὀρέων (NChonChron 31956)

ἀπὸ τῶν τοῦ Στενοῦ βουνῶν (21179 (38321)) ὄρος (Both) ἐκ τῶν τῆς Προποντίδος ὀρῶν (NChonChron 62491)

τῶν βουνῶν (622 (7311)) ὄρος (Both) τῶν ὀρῶν (NChonChron 1592)

βοῦς (Low)εἶπεν ἄν τις ὡς βόας (21172 (38117)) βουκόλιον (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν καὶ βουκόλιον (NChonChron 6219)

βραχίων (Low)βραχίονας (3111 (3328)) χείρ (Low) χεῖρας (NChonChron 9238)

βρέφος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 65 of 284

βρέφη (1444 (25430)) βρεφύλλιον (High) βρεφύλλια (NChonChron 43381)

βρέχω (Low)αἷμα ἐξ οὐρανοῦ ἔβρεξεν (2122 (35922)) ὕομαι (High) ψιάδες οὐρανόθεν ὕσθησαν αἱματόεσσαι (NChonChron 586

βρῶμα (Low)βρωμάτων (1226 (2025)) καρύκευμα (High) καρυκευμάτων (NChonChron 35883)

διὰ ποικίλων βρωμάτων (1821 (33717)) τρυφητήριον (High) τρυφητήρια (NChonChron 55157)

βρώσιμος (Low)μετὰ τῶν βρωσίμων (15121 (28917)) βιώσιμος (High) μετὰ τῶν βιωσίμων (NChonChron 48218)

βυζαστερός (Low)ἀρνὶν βυζαστερὸν (1585 (2834)) γάλα (High) τῷ ἐν γάλαξιν ἀρνειῷ (NChonChron 47358)

βυζάστρια (Low)βυζαστρίας (911 (1153)) τιτθεύτρια (High) τιτθευτρίας (NChonChron 2236)

γαμβρός (Low)τῶ ἐπrsquo ἀδελφῆ γαμβρῷ (1455 (25630)) γαμέτης (High) τῷ τῆς ἀδελφῆς γαμέτῃ (NChonChron 43562)

γαμβρὸς βασιλέως ὑπάρχων (21183 (3853)) κῆδος (High) κήδει βασιλείῳ περίδοξος (NChonChron 62653)

γάρ (Both)σύνηθες γάρ ἐστιν αὐτοῖς (6114 (7130)) δέ (High) ἔθος δὲ αὐτοῖς (NChonChron 15631)

γάρ (1121 (1743)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 32120)

τοὺς μὲν γὰρ ἐξαίφνης εὑρὼν (1827 (3403)) οἷα (High) οἷα τοῦ πυρὸς ἐπιπαφλάσαντος (NChonChron 55559)

Βιζύη μὲν γὰρ καὶ Τζουρουλὸς (21142 (37611) οὖν (Both) Βιζύη μὲν οὖν καὶ Τζουρουλὸς (NChonChron 61489)

πολλοὶ γὰρ σκοτιζόμενοι (6114 (7132)) τοίνυν (Both) πολλοὶ τοίνυν σκοτοδινιῶντες (NChonChron 15734)

γεγεμισμένος (Low)κάτεργα γεγεμισμένα ἀνδρῶν (653 (8029)) πλήρης (High) τριήρεις πλήρεις ἀνδρῶν (NChonChron 17274)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 66 of 284

γειτονέω (Low)τῶν γειτονούντων μοι ἐχθρῶν (479 (5130)) κύκλος (High) τὸ κύκλῳ πολέμιον (NChonChron 12114)

γελάω (Both)γελάσας εἶπε θαρρεῖτε (616 (6915)) διαχέομαι (High) διεκέχυτο καὶ θαρρεῖν παρεκελεύετο (NChonChron 15215)

γελῶν δὲ καὶ εἰρωνευόμενος (4717 (5332)) εἰρωνεύομαι (High) εἰρωνευόμενος (NChonChron 12419)

ἐγέλων καὶ παρεβίβαζον ἡμᾶς (21315 (36418) ἐπικερτομέω (High) ἐπεκερτόμουν ἡμῖν (NChonChron 59370)

γελῶντες (1457 (25723)) θυμοσοφέω (High) θυμοσοφοῦντες (NChonChron 43694)

ἐγέλων καὶ παρέσυρον (214 (36430)) κωμῳδία (High) ἐν κωμῳδίᾳ (NChonChron 59485)

ἐγέλα (477 (5027)) μειδιάω (High) ἐμειδία (NChonChron 11968)

γελάσας (121013 (21930)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 38426)

γελάσας (1164 (1882)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 34051)

γελάσας (7136 (924)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 18960)

βεβιασμένως γελάσας (121013 (21930)) μειδιάω (High) μειδιάσας βεβιασμένον (NChonChron 38426)

γελοπαίγνιος (Low)τὸ γελοπαίγνιον (478 (5112)) φιλοπαίγμων (High) τὸ φιλοπαῖγμον (NChonChron 12086)

γεμίζω (Low)ἀπὸ τῆς γεγεμισμένης ἡμῶν ψυχῆς (473 (491 ὑπέραντλος (High) ἐξ ὑπεράντλου ταύτῃ ψυχῆς (NChonChron 1176)

γεμόω (Low)γεμώσας (2114 (3593)) πίμπλημι (High) πλήσαντος (NChonChron 58552)

γέμω (Low)οἱ Τοῦρκοι ἔγεμον (7122 (882)) πληρόω (Low) ὁ χῶρος τούτων πεπλήρωτο (NChonChron 18384)

γενεά (Ambiguous)κατὰ γενεὰν καὶ συγγένειαν (2123 (3606)) συμμορία (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 58789)

ἅπασαι αἱ γενεαὶ (1813 (3378)) φυλέτης (High) ἅπας φυλέτης (NChonChron 55147)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 67 of 284

γένεια (Low)τάχα ἂν ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (142 πώγων (High) μικροῦ ἂν τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

γενειάς (Low)μοναχῶν γενειάδας ἐχόντων μεγάλας (1584 ( βαθυπώγων (High) βαθυπωγώνων μοναστῶν (NChonChron 47336)

γεννάομαι (Low)ἐγεννήθησαν (431 (3928)) προέρχομαι (Low) προήλθοσαν (NChonChron 10317)

γεννάω (Low)ἐγέννησεν (14214 (24917)) γείνομαι (High) ἐγείνατο (NChonChron 42456)

ἐγέννησε (511 (537)) φυτεύω (High) ἐφύτευσεν (NChonChron 12655)

ὃν ἐγέννησεν (2121 (35914)) φυτεύω (High) ὃν ἐφύτευσεν (NChonChron 58665)

γένος (Ambiguous)οἱ ἐκ γένους τοῦ βασιλέως (6117 (7222)) αἷμα (High) οἱ καθrsquo αἷμα τῷ βασιλεῖ περιώνυμοι (NChonChron 15873)

γυναῖκα ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους ἐλάμβανεν αἷμα (High) ἐκ βασιλείου αἵματος (NChonChron 12662)

τῶν ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ (621 (733)) φύλον (High) τοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ φύλου (NChonChron 15889)

γερουσία (Ambiguous)τῆς γερουσίας (15106 (28630)) γερουσιάζω (High) τὸ γερουσιάζον πλήρωμα (NChonChron 47817)

ἡ γερουσία (1462 (25814)) γερούσιον (High) τὸ τῆς πολιτείας γερούσιον (NChonChron 43833)

γεῦμα (Low)ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 ἄριστον (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

γῆ (Both)τράπεζαν εἰς γῆν ῥιπτουμένην (1426 (2482)) ἔραζε (High) τράπεζαν βαλλομένην ἔραζε (NChonChron 42290)

πᾶσα ἡ τῶν Ῥωμαίων γῆ (15121 (2892)) ἡ + genitive (High) πᾶσα ἡ Ῥωμαίων

εἰς γῆν πεσὼν (15113 (28826)) πρηνής (High) πρηνὴς πεσὼν (NChonChron 48187)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 68 of 284

ἐπὶ γῆς ἡπλωμένον κείμενον (445 (432)) πρηνής (High) πρηνῆ (NChonChron 10976)

κατὰ γῆς (1822 (33729)) χαμαί (High) χαμαὶ (NChonChron 55267)

γίνομαι (Both)ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) αἴρομαι (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

πόλεμοι ἐγένοντο (244 (1212)) ἀναρρήγνυμαι (High) πόλεμοι ἀνερράγησαν (NChonChron 5356)

πόλεων ἐγκρατὴς ἐγένετο (2178 (36912)) διαδείκνυμαι (High) πόλεων ἐγκρατὴς διεδείκνυτο (NChonChron 60174)

γινόμενα (1564 (27730)) δράω (High) δρώμενα (NChonChron 46646)

μέχρι καὶ τοῦ Ἰκονίου ἐγένετο (244 (123)) ἐλαύνω (High) ἐς αὐτὸ τὸ Ἰκόνιον ἤλασεν (NChonChron 5344)

ὅπερ καὶ ἐγένετο (1455 (25634)) ἐπακολουθέω (Both) ὃ καὶ ἐπηκολούθησεν (NChonChron 43667)

ὡς βασιλεῖς γεγονότες (2151 (36518)) καθίσταμαι (High) ὡς βασιλεῖς καθεστῶτες (NChonChron 59513)

μήπω τοῦ φόνου γεγονότος (1581 (28116)) κατεργάζομαι (Both) μηδέπω του φόνου κατεργασθέντος (NChonChron 47191)

μία κουμπανία γενόμενοι (1522 (27031)) κροτέω (Ambiguous) φατρίαν κροτήσαντες (NChonChron 45566)

ὡς ἐγένετο καθὼς ἐζήτει (16171 (3253)) περαίνω (High) ὡς εἶχε τὰ ᾐτημένα πεπερασμένα (NChonChron 53347)

ἐγένοντο γὰρ καὶ σφαγαὶ (2184 (37024)) προβαίνω (High) σφαγαὶ προύβησαν (NChonChron 60329)

ἐγίνετο (1115 (17211)) συμβαίνω (Both) ξυνέβη (NChonChron 31946)

τῆς ἡμέρας γενομένης (21142 (37615)) ὑποφαύσκω (High) ὑποφαυσάσης δὲ τῆς ἕω (NChonChron 61493)

περιχαρὴς γενόμενος (2138 (36231)) φαίνομαι (Low) περιχαρὴς φανεὶς (NChonChron 5919)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) φέρομαι (Both) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

γινώσκω (Both)ἐγίνωσκον (1828 (34015)) ἀγνοέω (High) οὐδὲ ἠγνόουν (NChonChron 55674)

μὴ γινώσκων ἢ διακρίνων εἰς τὰ πράγματά τι ἀδαής (High) ἀδαὲς μειράκιον (NChonChron 55042)

τοῖς ἀκριβῶς γινώσκουσι (1424 (2479)) εἰδώς (High) τοῖς εἰδόσι μάλα ἐπισταμένως (NChonChron 42162)

γινώσκων δὲ τὴν Λατινικὴν ὑπεροψίαν (1152 ἐπίσταμαι (High) ἠπίστατο γὰρ τὴν Λατινικὴν κόρυζαν (NChonChron 3939)

γινώσκει αὐτὸν (1422 (24614)) ἐπίσταμαι (High) ἐπίσταται τοῦτον (NChonChron 42136)

γινώσκοντας τὸ κοντ Μεταχειρίζεσθαι (443 ( εὐφυής (High) περὶ τὸ κραδαίνειν δόρατα εὐφυεῖς (NChonChron 10857)

τὸν τρόπον γινώσκοντες (436 (4114)) κατανοέω (High) τὸν τρόπον κατανοοῦντες (NChonChron 1076)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 69 of 284

μὴ γινώσκοντες ὅτι τὸν Ἀ ἔχουσιν (438 (4124 λανθάνω (High) ἐλάνθανον καὶ Ἀ ἔχοντες (NChonChron 10719)

μόνον γινώσκειν βασιλέα (412 (3815)) οἶδα (High) μόνον εἰδέναι βασιλέα (NChonChron 10055)

γινώσκων (479 (5118)) οἶδα (High) εἰδὼς (NChonChron 12094)

γινώσκοντα (1131 (432)) οἶδα (High) εἰδώς (NChonChron 3371)

καλῶς γινώσκοντες (6111 (7013)) οἶδα (High) εὖ εἰδότες (NChonChron 15460)

ἐγίνωσκε (1456 (25714)) οἶδα (High) ᾔδει (NChonChron 43684)

γινώσκων (1411 (24511)) πρόοιδα (High) προειδὼς (NChonChron 4199)

γινώσκοντος (1223 (20024)) σύνοιδα (High) συνειδέναι (NChonChron 35644)

γλυκοσύντυχος (Low)γλυκοσύντυχος (14216 (2503)) εὐέντευκτος (High) εὐέντευκτος (NChonChron 42577)

γλῶττα (Low)ἦν τὴν γλώσσαν ἀκράτητος (431 (3923)) ἐλευθεροστομέω (High) ἐλευθεροστομεῖν (NChonChron 1039)

γνώμη (Low)μετὰ γνώμης τοῦ βασιλέως (15122 (28931)) δοκέω (High) δόξαν οὕτω βασιλεῖ (NChonChron 48331)

παρὰ γνώμην αὐτοῦ δεξάμενος τὴν κουρὰν (1 ἑκών (High) μὴ ἑκὼν ἀποθρίξασθαι (NChonChron 4262)

τὴν γνώμην ἣν εἶχεν πρὸς τούτους (652 (8019 ῥοπή (High) τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 17156)

τὰς γνώμας (2138 (36225)) φρόνημα (High) τὰ φρονήματα (NChonChron 5913)

γνωρίζω (Low)γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) γινώσκω (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

γνωρίζει γοῦν τὴν ἐπιβουλὴν (434 (4022)) διασαφέω (Ambiguous) διασαφεῖ τοίνυν τὴν ἐπιβουλὴν (NChonChron 10556)

ὡς ἂν γνωρίσης (479 (5131-32)) οἶδα (High) ἵνα εἰδείης (NChonChron 12116)

γνώριμος (Low)τῶν συνήθων καὶ γνωρίμων (15122 (28921)) συνήθης (Both) τῶν συνήθων (NChonChron 48222)

γνῶσις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 70 of 284

τόλμην μετὰ γνώσεως (16192 (3265)) ἔμφρων (High) τόλμαν ἔμφρονα (NChonChron 53483)

ὅσον γνώσεως καὶ παιδεύσεως λόγων (6111 ( λόγος (Ambiguous) ὅσῳ λόγῳ καὶ παιδείᾳ (NChonChron 15573)

τῆ γνώσει (433 (4014)) σύνεσις (High) κατὰ σύνεσιν (NChonChron 10446)

πρὸς γνῶσιν (434 (4022)) σύνεσις (High) τὴν σύνεσιν (NChonChron 10556)

γογγύζομαι (Low)ἐγόγγυζον καὶ ἐβαρύνοντο (441 (429)) βαρέως φέρω (High) λίαν βαρέως ἔφερον (NChonChron 10842)

γόμος (Low)ὃν ὡς γόμον ἐπεφέροντο (2114 (35916)) ἀγώγιμος (High) ὃν ἀγώγιμον ἐπεφέροντο (NChonChron 58667)

γοργός (Low)γοργῶν (1225 (20118)) ταχυναυτέω (High) ταχυναυτουσῶν (NChonChron 35763)

γοῦν (Both)ἀπῆραν γοῦν αἰχμαλωσίαν πολλὴν (4717 (53 δέ (High) ἤλασε δrsquo ἐκεῖθεν βαρείαν λείαν (NChonChron 12416)

ὡς γοῦν συνήχθησαν (412 (3810)) οὖν (Both) ὡς οὖν συνήθροιστο (NChonChron 10050)

γοῦν (1451 (25521)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 43414)

ἐπανελθόντες γοῦν εἰς τὰς αὐτῶν πόλεις (211 οὖν (Both) ἐπανεικότες οὖν ἐς τὰ σφέτερα (NChonChron 61367)

εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) οὖν (Both) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) τοίνυν (Both) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

τὴν γοῦν ἱστορίαν (2114 (3591)) τοίνυν (Both) ἐπεὶ τοίνυν (NChonChron 58546)

ἀφίησι γοῦν εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (375 τοίνυν (Both) διαφίησι τοίνυν ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

ὁ γοῦν ἀδελφός Σ (511 (533)) τοίνυν (Both) τῶν ἀδελφῶν τοίνυν ὁ Σ (NChonChron 12651)

γοῦν (1823 (33813)) τοίνυν (Both) τοίνυν (NChonChron 55284)

μεταβάλλει γοῦν τὴν γνώμην (652 (8019)) τοίνυν (Both) μεταλλοιοῖ τοίνυν τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 1715

γνωρίζει γοῦν τὴν ἐπιβουλὴν (434 (4022)) τοίνυν (Both) διασαφεῖ τοίνυν τὴν ἐπιβουλὴν (NChonChron 10556)

ἡ γοῦν Εὐδοκία (432 (402)) τοίνυν (Both) τῶν θηλειῶν τοίνυν ἡ Εὐδοκία (NChonChron 10427)

γραμματικός (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 71 of 284

γραμματικοὺς (214 (3653)) γραμματεύς (High) γραμματέας (NChonChron 59491)

γραφή (Ambiguous)γραφῆ παραδοῦναι (15112 (2887)) συγγραφή (High) συγγραφῇ παραδοῦναι (NChonChron 48064)

γράφω (Both)ἄδειν καὶ γράφειν (2114 (3591)) ᾄδω (High) ἄδειν (NChonChron 58550)

ἔγραψαν καὶ ἀνέφερον (1456 (2577)) διαμηνύομαι (High) διεμηνύσαντο (NChonChron 43676)

οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ γράφωσι (2178 (36919)) ἐνάγω (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60182)

ἔγραφε (1558 (27634)) ἐπιστέλλω (High) ἐπιστέλλω ἐπέστελλε (NChonChron 4647)

ἔγραφε (1112 (1718)) ἐπιστέλλω (High) ἐπέστελλε (NChonChron 31714)

τὰ γραφόμενα (1557 (27628)) ἐπιστέλλω (High) ταῶν ἐπιστελλομένων (NChonChron 46492)

γράφει (1455 (25629)) παραδηλόω (High) γράμμασι παραδηλοῖ (NChonChron 43561)

γραφόμενα γράμματα (4714 (536)) χαράσσω (Low) χαραττόμενα γράμματα (NChonChron 12377)

γρηγορέω (Ambiguous)ἐξύπνισε καὶ ἐγρηγόρησεν (15121 (2898)) ἀνανήφω (High) ἐξανέθορον καὶ ἀνένηψαν (NChonChron 4827)

γυμνόω (High)ἐγυμνώθησαν (1827 (3402)) ἀποψιλόω (High) ἀπεψίλωντο (NChonChron 55559)

γυνή (Both)τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἔκλαιε (2123 (36011)) ἄλοχος (High) ἀλόχου στέρησιν ἐπωδύροντο (NChonChron 58794)

εἰς γυναῖκα ἔλαβεν (432 (3932)) γαμετή (High) εἰς γαμετὴν γυναῖκα ἡρμόσατο (NChonChron 10324)

διὰ τὸ γυναῖκα ἔχειν (513 (5325)) γαμέω (High) διὰ τὸ γῆμαι (NChonChron 12781)

οἱ μὴ γυναῖκας ἔχοντες (653 (8026)) γάμος (High) οἱ μὴ γάμοις ὡμιληκότες (NChonChron 17268)

γυναῖκα (1453 (25531)) γυναικωνῖτις (High) γυναικωνῖτιν (NChonChron 43426)

εἰς γυναῖκα πέμπει (16192 (32611)) εὐνέτις (High) εἰς εὐνέτιν μεταπεμψάμενος (NChonChron 53589)

γυναῖκας (271 (1525)) θήλεια (High) θήλειαι (NChonChron 6048)

τὴν γυναῖκα (2177 (3692)) σύλλεκτρος (High) τὴν σύλλεκτρον (NChonChron 60058)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 72 of 284

οὕτω γὰρ γυναῖκας ὑμῶν ἴδητε (6111 (7025)) σύλλεκτρος (High) οὕτως συλλέκτρους ἴδοιτε (NChonChron 15578)

ἡ τούτου δὲ γυνὴ μηνύει τῶ Δαδούνη (4711 (5 σύνευνος (High) τῇ μεταπεμψαμένῃ τοῦτον συνεύνῳ (NChonChron 12239)

ἥτις ἐλέγετο γυνὴ εἶναι τοῦ Ἰ (244 (126)) συνοικέω (High) ἥτις συνῳκηκέναι ἐλέγετο τῷ ἐξαδέλφῳ τοῦ β (NChonChro

γυρεύω (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 μεταδιώκω (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

ἐγύρευον τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (5 περισκοπέω (High) τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

ἐγύρευε (1121 (1743)) φιλοκρινέω (High) ἐφιλοκρίνει (NChonChron 32121)

γυρίζω (Low)τὸν αὐτοῦ γυρίζων σφόνδυλον (443 (4226)) ὑπογυρόω (High) ὑπογυρῶν τὸν αὐχένα (NChonChron 10963)

γύρωθεν (Low)γύρωθεν μάχεσθαι (1613 (30510)) περίοδος (High) ἐκ περιόδων καὶ κύκλων μετέρχεσθαι τὸ πολέμιον (NChonC

δαιμονιάριος (Low)δαιμονιάριοι (1282 (21123)) δαίμων (Both) οἱ τοῖς δαίμοσι κάτοχοι (NChonChron 37122)

δαιμονίζομαι (Low)δαιμονιζομένων διεφέρομεν (1822 (3383)) παράφορος (High) παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

δαίμων (Both)τοῦ πονηροῦ δαίμονος (1442 (25416)) πονηρός ὁ (High) τοῦ πονηροῦ (NChonChron 43261)

δάκρυον (Low)θέαμα δακρύων ἄξιον (21142 (37622)) οἰκτρός (High) οἴκτιστον θέαμα (NChonChron 6145)

Δάνουβις (Low)ἀνὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349)) Ἴστρος (High) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

τὸν Δάννουβιν (3121 (3423)) Ἴστρος (High) Ἴστρος τὸν Ἴστρον (NChonChron 9372)

περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο Ἴστρος (High) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 73 of 284

δάσωμα (Low)δασώματα δένδρων ἔχει (1612 (30421)) ἄλσος (High) ἄλσεσιν κομᾷ (NChonChron 50329)

δαυλός (Low)δαυλοὶ (1828 (3409)) δαλός (High) δαλοὶ (NChonChron 55567)

δέ (High)ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) γοῦν (Both) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα (21143 (37628)) δέ γε (Low) κατὰ δέ γε μῆνα τὸν Μάρτιον (NChonChron 61511)

ἐπὶ δὲ τούτοις (437 (4121)) δή (High) ἐπὶ δὴ τούτοις (NChonChron 10714)

παρεκάλεσαν δὲ (2175 (36818)) μέντοι (Low) ἱκέτευσαν μέντοι (NChonChron 59931)

δὲ (1553 (27521)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 46237)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) τοίνυν (Both) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 τοίνυν (Both) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

δέ γε (Low)ὁ δέ γε Ἐρῆς (21173 (38125)) δέ (High) ὁ δrsquo Ἐρρῆς (NChonChron 62218)

ἡ δέ γε τοῦ π ἀντιστασία (16192 (3267)) δέ (High) ἡ δὲ τοῦ π ἀντιστασία (NChonChron 53485)

ὁ δέ γε Μασοὺτ (244 (124)) μὲν οὖν (High) αὐτὸς μὲν οὖν ὁ Μασοὺτ (NChonChron 5345)

δεικνύω (Low)δείξας (1423 (24626)) καθυποδείκνυμι (High) καθυποδείξας (NChonChron 42148)

δεικνύων (14213 (2491)) παριστάω (Ambiguous) παριστῶν (NChonChron 42435)

δείξας ὅτι οἱ διαλογισμοὶ hellip (515 (5418)) πιστόομαι (High) πιστωσάμενον τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonChron 128

δειλιάω (Low)ἐδειλίων (1454 (25618)) καταπλήττω (High) κατεπλάγησαν (NChonChron 43548)

δειλιάσαντες (6111 (7017)) φιλοψυχία (High) φιλοψυχίαν νοσήσαντες (NChonChron 15464)

τινὰς δειλιῶντας (6111 (7014)) φρίττω (Both) ὅσοι δὲ πεφρίκασιν (NChonChron 15462)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 74 of 284

δεσμεύω (Low)ἐδέσμευσεν (1662 (31415)) ἀνδραποδίζομαι (High) ἠνδραποδίσατο (NChonChron 51822)

δέσμιος (Low)δέσμιον (438 (4124)) πεδήτης (High) πεδήτην (NChonChron 10720)

δεσμίους σύραντες (21172 (38119)) σχοινόδετος (High) σχοινόδετοι περιαγόμενοι (NChonChron 62111)

δεσμός (High)ἐν φυλακῆ καὶ δεσμοῖς (435 (412)) ποδοκάκη (High) ἐν φρουρᾷ καὶ ποδοκάκαις σιδηραῖς (NChonChron 10685)

δέσποινα (Low)δέσποιναν (1812 (33623)) ἄνασσα (High) ἄνασσαν (NChonChron 55021)

τῆς δεσποίνης (1821 (33719)) βασιλίς (High) τὴν βασιλίδα (NChonChron 55159)

τὴν δέσποιναν (1812 (33630)) βασιλίς (High) ἡ βασιλὶς (NChonChron 55030)

δεσποίνης (1557 (27627)) βασιλίς (High) βασιλίδος (NChonChron 46490)

τὴν δέσποιναν (1131 (428)) γυναικωνῖτις (High) τῆς γυναικωνίτιδος (NChonChron 3365)

δεύτερον (Low)ἐξέρχεται ἤδη δεύτερον κατrsquo αὐτῶν (3111 (33 δισσεύω (High) δισσεύω δισσεύει κατrsquo αὐτῶν (NChonChron 9231)

τὸ δεύτερον ἦλθε (1583 (28211)) δισσεύω (High) δισσεύσας (NChonChron 47225)

δέχομαι (Both)δεξάτω τὰς φωνὰς τῶν βαρβάρων (6111 (702 αἴρω (High) ἀράτω τὰς φωνὰς τῶν βαρβάρων (NChonChron 15578)

μὴ δέξασθαι (21121 (37332)) ἀποπέμπω (Ambiguous) άποπέμψασθαι (NChonChron 60985)

οὐκ ἐδέξατο τὴν βουλὴν (434 (4028)) ἀρέσκω (Low) οὐκ ἤρεσκεν ἡ παραίφασις (NChonChron 10563)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) εἰσδέχομαι (Ambiguous) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

ἀγγελίας ἐδέξατο (1153 (85)) ἐφελκύομαι (High) πρεσβείαν ἐφειλκύσατο (NChonChron 3943)

ἐδέξατο αὐτὸν (1585 (28229)) προδέχομαι (High) προσδέδεκτο (NChonChron 47345)

τούτους ἐδέξατο (21132 (37513)) προσδέχομαι (High) τούτους προσδέχεται (NChonChron 61256)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 75 of 284

δέχεται παρὰ τῶν Καδμείων (21121 (37329)) προσδέχομαι (High) ὑπὸ τῶν Καδμείων ἀσμένως προσδέχεται (NChonChron 609

δέχεσθαι (1563 (27729)) προσίεμαι (High) προσίεσθαι (NChonChron 46643)

τὸν Σ ἐδέξαντο (513 (128)) πρόσκειμαι (High) τῷ Σ προσέκειντο (NChonChron 12785)

τὰς σπάθας ἀνὰ χεῖρας δεξάμενοι (6114 (712 σπάομαι (High) μαχαίρας ἐσπάσαντο (NChonChron 15627)

ἀλλrsquo ὁ βασιλεὺς οὐκ ἐδέχετο τοῦτο (514 (547)) φέρω (Both) οὔτε βασιλεὺς πράως ἤνεγκε τὸ γεγονός (NChonChron 1281

δύναμαι μὴ δυνηθέντεςτὴν ἐπέλευσιν δέξασθ φέρω (Both) μὴ ἐνεγκόντες τὴν ἐπέλευσιν (NChonChron 2716)

βαρέως ἐδέξατο τὴν φυγὴν (1812 (33617)) φέρω (Both) ἤνεγκεν ἀφορήτως (NChonChron 54915)

δηλόω (Low)δηλῶν τὴν ἔλευσιν (632 (743)) προκαταγγέλλω (High) προκαταγγελοῦντα τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16038)

δημηγορέω (Low)πρὸς τὸν στρατὸν δημηγορῶν (6111 (7011)) διανίστημι (High) διανίστησι λόγοις τὸ στράτευμα (NChonChron 15457)

δημογερτεύω (Low)ταράττειν καὶ δημογερτεύειν τὴν στρατιὰν (14 ἀναταράττω (High) ἀναταράττειν τὴν στρατιὰν (NChonChron 42849)

δημόσιον τό (Low)τω δημοσίω (653 (8025)) θησαυροφυλάκιον (High) τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον (NChonChron 17266)

διά (Both)διὰ πραγμάτων (515 (5418)) dative (Both) πράγμασιν αὐτοῖς (NChonChron 12820)

διὰ τοῦ αἵματος (1211 (1992)) dative (Both) αἵματι (NChonChron 3554)

διrsquo ἐλεημοσύνης (1211 (19914)) dative (Both) τῷ ἐλέῳ (NChonChron 35516)

διὰ πείρας μαθεῖν (447 (4322)) dative (Both) πείρᾳ γνῶναι (NChonChron 1106)

διὰ σανδαλίου (1827 (3401)) dative (Both) ἀκατίῳ (NChonChron 55557)

διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) dative (Both) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) dative (Both) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

διὰ παροινίαν (1442 (25419)) ὑπό (Both) ὑπό τινος παροινήσεως (NChonChron 43263)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 76 of 284

διά + accusative (Low)μὴ παιδευθέντες διὰ τὰ κακὰ (21315 (36420)) dative (Both) οὐ τοῖς κακοῖς παιδευόμενοι (NChonChron 59372)

διὰ κέρδος πονηρὸν (515 (5415)) dative (Both) πονηρῷ κέρδει (NChonChron 12815)

διὰ χρῆσιν (214 (36430)) κατά (Both) κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

ἀλλὰ διὰ γέλωτα (214 (36430)) πρός + acc (Low) πρὸς δὲ γέλων (NChonChron 59486)

διὰ μέσον (Low)τὰ διὰ μέσον τούτων (1826 (33925)) μεταξύ (Ambiguous) τὰ μεταξὺ πάντα (NChonChron 55550)

διὰ τῆς νυκτός (Low)διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) νυκτός (High) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

διαβαίνω (Both)σκοπὴσας ὡς ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ διαβῆ (51 μεταβαίνω (Ambiguous) ἀναπολήσας ὡς ἡ τῶν Οὔννων μεταβαίη σατράπευσις (NCh

τὴν Ἀρκαδιούπολιν διαβὰς (21172 (38114)) παραλλάσσω (High) τὴν Ἀρκαδιούπολιν παραλλάξας (NChonChron 6217)

διέβησαν ἀβλαβεῖς (7122 (8731)) παρέρχομαι (Ambiguous) ἀπαθεῖς παρῆλθον (NChonChron 18377)

χρόνοι διέβησαν (1445 (25515)) παρέρχομαι (Ambiguous) παρήλθοσαν ἐνιαυτοὶ (NChonChron 4335)

διέβησαν (1434 (25227)) παρέρχομαι (Ambiguous) παρήλθοσαν (NChonChron 42991)

διαβιβάζω (Low)διεβίβασε χρόνον ἕνα (1591 (28320)) διατελέω (Ambiguous) διετέλεσεν ἐς χρόνον ἕνα (NChonChron 47475)

χωρὶς θλίψεως τὴν αὐτοῦ διαβιβᾶσαι ζωὴν (14 κίχημι (High) τὸν ἄλυπον ἐκίχησε βίοτον (NChonChron 42695)

ἀρκετὸν καιρὸν διαβιβάσας μετὰ τοῦ β (477 ( συνδιατρίβω (High) τῷ βασιλεῖ συνδιέτριψε (NChonChron 11955)

διάβολος (Low)γίνεται τῶ βασιλεῖ καὶ διάβολος καὶ σατὰν (16 σατάν (High) γίνεται ἐκείνῳ σατὰν (NChonChron 53471)

διαγινώσκω (Low)διαγνόντες οἱ Τοῦρκοι τὸ λεγόμενον (4718 (54 συνίημι (High) οἱ Τοῦρκοι συνέντες ὃ βούλεται (NChonChron 12537)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 77 of 284

διάγω (Low)διάγοντος (1562 (2779)) διατρίβω (High) διατρίβοντος (NChonChron 46523)

διῆγε (1585 (2836)) ἐμπονέω (High) ἐνεπόνει (NChonChron 47360)

διάδημα (Low)φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία κόσμος (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

διαθερμαίνω (Low)διαθερμανθεὶς καὶ ἐκκαυθεὶς (15106 (28718)) διαφρύγω (High) διαφρυγεὶς (NChonChron 47942)

διάθεσις (Low)τῆς φιλικῆς διαθέσεως (435 (4035)) φιλία (Low) φιλίας (NChonChron 10575)

διαθροέω (Both)διαθροήσας τοὺς ἐκλεκτοὺς (562 (6026)) διεκπαίω (High) διεκπαίσας τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822)

διάκειμαι (Both)ἀναισθήτως διέκειντο (1584 (28224)) ἔχω (Both) ἀνεπαισθήτως εἶχον (NChonChron 47340)

διακηρύττω (Low)διακηρύττειν (1436 (25331)) διαρρέω (High) διαρρεύση (NChonChron 43140)

διακρίνω (Low)τοὺς διακριθέντας εἰς τὴν παράταξιν (633 (74 ἀποκρίνω (High) τὸ ἐκ hellip ἐθνικῶν ἰλῶν ἀποκριθὲν στράτευμα (NChonChron

διέκρινε (1552 (27514)) γινώσκω (Both) δεῖν ἔγνω (NChonChron 46129)

διέκρινεν (15122 (28920)) γινώσκω (Both) δεῖν ἔγνω (NChonChron 48221)

ὅσον καιρὸν διέκρινεν (412 (3817)) δοκέω (High) ἐφrsquo ὅσον αὐτῷ ἐδόκει καίριον (NChonChron 10058)

διέκρινον (1613 (30428)) κρίνω (High) δέον ἐκρίνετο (NChonChron 50337)

διακρινάντων (1434 (25228)) κρίνω (High) κρινάντων (NChonChron 42993)

διαλέγομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 78 of 284

διελέγετο (1421 (2463)) προσδιαλέγομαι (High) προσδιελέγετο (NChonChron 42027)

διαλογισμός (Low)οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἱ βουλαὶ καὶ ἐπίνοιαι (515 ἐπίνοια (High) τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonChron 12820)

διαλύω (High)τοῦ διαλυθέντος συντάγματος (6114 (7133)) διασπάω (High) τοῦ διασπασθέντος συντάγματος (NChonChron 15736)

διαμερίζομαι (Low)διεμερίσθησαν εἰς τὰ τοῦ κάστρου τείχη (2114 διαιρέομαι (High) πρὸς φρουρὰν τὰ τείχη διείλοντο (NChonChron 61492)

διαμερίζω (Low)διαμερίσαντες (1225 (20117)) καταδιαιρέω (High) καταδιεῖλε (NChonChron 35761)

διανοέομαι (Both)διενοήθη κατὰ τῶν πόλεων προσβαλεῖν (1111 γινώσκω (Both) ἔγνω προσβαλεῖν ταῖς πόλεσι (NChonChron 278)

διενοήσατο (15106 (2877)) γινώσκω (Both) ἔγνω δεῖν (NChonChron 47930)

προσκαρτερῆσαι διενοήσατο (21124 (37426)) προτίθημι (Both) χρονοτριβεῖν προτίθησιν (NChonChron 61133)

διαπεράω (Low)ποταμὸν διαπεράσαντες (1114 (226)) διαβαίνω (Both) ποταμὸν διαβάντες (NChonChron 2957)

τὸν Δάννουβιν διαπεράσαντες (3121 (3423)) διαπεραιόομαι (High) τὸν Ἴστρον διαπεραιωσαμένων (NChonChron 9372)

διαπερῶσιν εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) διαπλωΐζομαι (High) ἐς ἕω διαπλωΐζονται (NChonChron 60186)

διαπερᾶν τὸν στρατὸν (2712 (1810)) διαπορθμεύω (High) τὴν στρατιὰν διαπορθμεύειν (NChonChron 6595)

διάπλασις (Low)τὴν τοῦ σώματος διάπλασιν (431 (3924)) πλάσις (High) ἡ πλάσις τοῦ σώματος (NChonChron 10310)

διαπορέω (Low)διηπόρουν καὶ εἰς ἀμηχανίαν ἔπιπτον (6114 ( ἀμηχανέω (High) ἠμηχάνουν (NChonChron 15629)

διαπράττομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 79 of 284

ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (562 (6021)) δράω (High) ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

διαπράξασθαι (447 (4331)) δράω (High) δρᾶσαι (NChonChron 11018)

ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) ποιέω (Both) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

διασκορπίζομαι (Low)διασκορπισθέντες (1933 3637) διεκχέομαι (High) διεκκεχυμένοι σποράδες (NChonChron 57031-32)

διασύρω (Low)τοῖς Πολίταις διασυρόμενος (478 (519)) διαθρυλλέω (High) τοῖς ἀστυπολίταις διαθρυλλούμενος (NChonChron 12083)

διασώζω (Ambiguous)διασωθεὶς ( 1436 (25322)) ἀποσῴζω (High) ἀποσωθεὶς (NChonChron 43029)

διαταράττω (Ambiguous)διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) διαθροέω (Both) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

διετάραξε (15131 (2905)) διακυκάω (High) διεκύκησε (NChonChron 48337)

διετάραττον αὐτοῦ τὴν ψυχὴν (413 (3822)) ὑποθράττω (High) ὑπέθραττον αὐτὸν (NChonChron 10165)

διατάσσομαι (Low)οὕτω δὲ διαταξαμένου τὰς συντάξεις (6110 (7 ἐκτάσσω (High) οὕτω δ ἐκτάσσοντι τὰς δυνάμεις (NChonChron 15443)

ταξιἀρχαι οὓς διετάξατο (619 (6933)) συνεπάγομαι (High) ταξιἀρχαι οὓς συνεπήγετο (NChonChron 15440)

διατεχνάζομαι (Low)διετεχνάζοντο (21143 (3774)) διατεχνάομαι (High) διατεχνώμενοι (NChonChron 61522)

διατίθημι (Low)μέχρις ἂν τὰ κατrsquo αὐτῶν διαθήση (21133 (375 διατίθεμαι (High) ἕως τὰ κατrsquo αὐτοὺς διάθηται (NChonChron 61366)

διατρανόω (Ambiguous)διατρανοῖ (1563 (27723)) διέξειμι (High) διέξεισι (NChonChron 46538)

διατριβή (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 80 of 284

διατριβὴν (14217 (25019)) βίωσις (High) βίωσιν (NChonChron 42694)

διαφέρω (Both)οὐδὲν τῶν δαιμονιζομένων διεφέρομεν (1822 διαφέρω (Both) οὐδὲν τῶν παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

διαφθείρομαι (Both)διαφθείρεται (14213 (2498)) φθινύθω (High) φθινύθειν (NChonChron 42444)

διάφορος (Low)διάφορα προστάγματα (437 (4119)) συχνός (High) συχνὰ γράμματα (NChonChron 10712)

διαφόρως (Low)διαφόρως (VEuth 30 (4711)) πολλάκις (Low) πολλάκις (SymMet VΕuthym 82 (665Α))

διαφυλάττω (Low)σκέπεται καὶ διαφυλάττεται (14212 (24825)) φρουρέω (High) φρουρούμενος (NChonChron 42323)

διαχωρίζω (Low)διαχωρῖσαι τὰς τάξεις (6114 (7119)) ἐκκρούω (High) ἐκκρούσειν τῆς συνεχείας τὰς φάλαγγας (NChonChron 156

δίδωμι (Both)διδούς (1462 (25813)) ἀποδίδωμι (Both) ἀποδιδούς (NChonChron 43832)

τὴν κόρην δίδωσι (2138 (36230)) ἀποδίδωμι (Both) τὴν κόρην ἀποδίδωσι (NChonChron 5918)

μετὰ τοῦ σκουταρίου δοὺς αὐτῶ (562 (6025)) βάλλω (Ambiguous) κατὰ τοῦ θυρεοῦ βαλὼν (NChonChron 13822)

δοὺς (2176 (3691)) διαδίδωμι (High) διαδέδωκεν (NChonChron 60057)

ὑπὸ τῆ σφοδρότητι τοῦ δόντος αὐτὸν (446 (43 διακοντίζω (High) τῇ ῥύμῃ τοῦ διακοντίζοντος (NChonChron 11091)

ἔδωκεν (1442 (25417)) ἐκδίδωμι (High) ἐκδίδωσιν (NChonChron 43263)

δοὺς ἑαυτὸν εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119) ἐκκυλίω (High) ἐκκυλισθεὶς εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἑαυτοὺς δεδώκασι (2175 (36818)) ἐνδίδωμι (High) σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν (NChonChron 59931)

δέδωκε (1113 (17113)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξε (NChonChron 31824)

δωρήματα ἐδίδου (1422 (24610)) ἡδύνω (High) δώροις ἥδυνε (NChonChron 42033)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 81 of 284

δοῦναι ὅσα αὐτὸς ἔδωκε hellip (16171 (3254)) κατατίθεμαι (High) τὰ λύτρα κατάθοιτο (NChonChron 53349)

τὴν ἐγγόνην δοῦναι ἔλεγε (16192 (32610)) κατεγγυάω (High) τὴν θυγατροπαίδα κατηγγύησεν (NChonChron 53588)

τὸ μὲν ἓν δέδωκε (16192 (3261)) παραδίδωμι (Both) τὸ μὲν παρεδίδου (NChonChron 53480)

ὑποσχεθεὶς δοῦναι (479 (522)) παρέχομαι (High) κατεπαγγέλλεται παρασχέσθαι (NChonChron 12119)

στολὰς παρὰ τοῦ βασιλέως δοθείσας (3114 (3 παρέχομαι (High) βασιλέως αὐτὰς παρασχομένου (NChonChron 9364)

ταύτην ἐζήτει τὸν βασιλέα δοῦναι (4714 (532- παρέχω (Both) ταύτην ἐξῃτεῖτό οἱ παρέχειν τὸν αὐτοκ (NChonChron 12370

ἐδίδοντο (1822 (33732)) παρέχω (Both) παρεχόμενα (NChonChron 55271)

δίδονται σιτηρέσια (14222 (25126)) παρέχω (Both) παρασχεθῆναι σιτηρέσια (NChonChron 42846)

τῶ Τούρκω δοὺς (7126 (8823)) πλήττω (High) πλήξας αὐτὸν (NChonChron 18418)

δώσει (15122 (28927)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 48228)

τοιοῦτον δίκαιον ἔδωκε θάνατον (1426 (24725 τίνω (High) τοιαύτην ἔτισε δίκην (NChonChron 42281)

διδόμενον (1828 (34012)) χορηγέω (High) χορηγούμενον (NChonChron 55671)

διεγείρω (Low)τὰς γνώμας διήγειρα (2138 (36225)) διανίστημι (High) τὰ φρονήματα διανέστησα (NChonChron 5913)

τὴν ψυχὴν διήγειρον (652 (8021)) διαρριπίζω (High) διαρριπίζοντος τὴν ψυχὴν (NChonChron 17159)

ἵνα διεγείρωσι (2178 (36919)) ἐξερεθίζω (High) ἐξερεθίζοντες (NChonChron 60182)

διήγειρε εἰς ἀποστασίαν (14212 (24825)) πτερόω (High) ἐπτέρου εἰς ἀπόστασιν (NChonChron 42324)

διεκπλήττω (Low)διεκπλῆξαι (479 (5119)) ἐκπλήττω (High) ἐκπλῆξαι (NChonChron 12095)

διεκφεύγω (Low)διεκφυγὼν (7122 (8727)) διαδιδράσκω (High) διέδρα (NChonChron 18372)

διεξάγω (Low)τὴν βασιλείαν διεξάγοντι (271 (1523)) διακυβερνάομαι (High) διακυβερνωμένῳ τὴν βασιλείαν (NChonChron 6045)

τὴν βασιλείαν διεξάγειν (14212 (24823)) διακυβερνάω (High) τὴν βασιλείαν διακυβερνᾶν (NChonChron 42322)

τὰ τῶν Ῥωμαίων διεξάγουσα πράγματα (212 χειρίζω (High) τῶν τὰ Ῥωμαίων χειριζόντων πράγματα (NChonChron 5866

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 82 of 284

τὴν βασιλείαν διεξάγων (1554 (2762)) χειρίζω (High) τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα χειρίζων (NChonChron 46256)

διέρχομαι (Low)ὅσα διέρχονται (1826 (33928)) κάτειμι (High) ὅσα κάτεισιν (NChonChron 55552)

ἐκεῖθεν διήρχετο (7127 (8830)) μεταβαίνω (Ambiguous) μεταβαίνω ἐκεῖθεν μετέβαινε (NChonChron 18525)

ὡς ἂν διέλθωσι τὰς πόλεις (21142 (3769)) μετέρχομαι (High) τὰς πόλεις μετελευσομένη (NChonChron 61487)

διελθεῖν (1613 (30429)) μετέρχομαι (High) μετελθεῖν (NChonChron 50338)

διέρχομαι διὰ τῆς Ἀχελὼ διελθὼν (1431 (2523 παραλλάσσω (High) τὴν Ἀγχίαλον παραλλάξας (NChonChron 42865)

διερχὀμενοι (6117 (7217)) πάρειμι (εἰμί) (High) παριόντες (NChonChron 15862)

διερχόμενον (7128 (898)) πάρειμι (εἶμι) (High) παριόντα (NChonChron 18537)

τοὺς διερχομένους (7124 (8813)) πάρειμι (εἶμι) (High) τοὺς παριόντας (NChonChron 1845)

τὸν βασιλέα διελθεῖν (6117 (7219)) παρέρχομαι (Ambiguous) τὸν αὐτοκράτορα παρελθεῖν (NChonChron 15865)

διὰ τῶν στενῶν διελθὼν (2181 (36926)) παρέρχομαι (Ambiguous) διὰ τῶν στενῶν παρελθὼν (NChonChron 60290)

διὰ τοῦ θριάμβου διέρχεσθαι (476 (5011)) πρόειμι (High) διὰ τοῦ θριάμβου προϊέναι (NChonChron 11841)

διήγημα (Both)διηγήματα (1564 (27731)) ἐνήχημα (High) ἐνηχημάτων (NChonChron 46648)

δίκαιος (Low)οὔτε δίκαιόν ἐστιν τιμᾶσθαι (VEuth 31 (5017)) εὐπρεπής (High) μηδὲ εὐπρεπὲς τιμᾶσθαι (SymMet VΕuthym 88 (669C))

δίκτυον (Low)εἰς δίκτυα (1435 (2539)) ἄρκυς (High) ἐν ἄρκυσι (NChonChron 43016)

διό (Both)διὸ (1423 (2471)) ὅθεν (Low) ὅθεν (NChonChron 42153)

διόλου (Low)διόλου (21173 (38130)) καθάπαξ (High) καθάπαξ (NChonChron 62225)

διόλου ἐβόων (477 (5028)) πυκνά (High) πυκνὰ ἐκραύγαζον (NChonChron 11968)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 83 of 284

διότι (Low)διότι (21173 (38130)) ἐπειδή (Both) ἐπειδὴ (NChonChron 62225)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 ὡς (Both) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

διπλός (Low)αἱ διπλαὶ στράται (1826 (33923)) ἀμφίδυμος (High) αἱ ἀμφίδυμοι ἄμφοδοι (NChonChron 55548)

διτζέριος (Low)κάτεργα διτζέρια (15121 (2894)) δίκροτος (High) νῆας δικρότους (NChonChron 4823)

διώκω (Both)ἐξόπισθεν διωκόντων αὐτοὺς (1581 (28133)) ἔγκειμαι (High) κατὰ νώτου ἐγκειμένων (NChonChron 47112)

διωκόμενος (1811 (3364)) ἐλαύνω (High) ἐλαυνόμενος (NChonChron 5494)

διωχθεὶς (414 (396)) καταδιώκω (High) καταδιωχθὲν (NChonChron 10282)

διώκουσι (21133 (37527)) μετανάστης (High) μετανάσται γίνονται (NChonChron 61371)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) παραλύω (High) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

δίωξις (Low)ἡ μετὰ ὕβρεως δίωξις (2123 (3605)) ἀπαγωγή (High) ἡ μεθrsquo ὕβρεων ἀπαγωγή (NChonChron 58787)

ἐκ τῆς διώξεως (562 (6024)) ἐπιδίωξις (High) ἐπιδιώξεως (NChonChron 13821)

διώξεως (1453 (2563)) καταδίωξις (High) καταδιώξεως (NChonChron 43430)

δοκέω (High)ἔδοξεν (1581 (28132-33)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ κατὰ νώτου τινῶν έγκειμέων (NChonChron 47111-12

δοκιμάζω (Both)ἐδοκίμασε (7121 (8715)) ἀποπειράομαι (High) ἀπεπειράσατο (NChonChron 18258)

ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι (1435 (25310)) ἀποπειράομαι (High) ἀπώσασθαι ἀπεπειράσατο (NChonChron 43017)

καὶ τοὺς Προυσαεῖς δοκιμάσαι (2183 (3706)) πεῖρα (High) πεῖραν δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει λαβεῖν (NChonChron 6028)

πρὸ τοῦ ἵνα δοκιμάση αὐτὸν (1563 (27723)) πεῖρα (High) πρὸ τῆς πείρας (NChonChron 46538)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 84 of 284

δοκιμάσαι (622 (738)) πεῖρα (High) πεῖραν εἰληφέναι (NChonChron 15992)

σαλεύειν τὸ τεῖχος δοκιμάζοντες (21143 (3771 πειράομαι (Ambiguous) ὑποσαλεύειν τὰ τείχη πειρώμενοι (NChonChron 61519)

ἐδοκίμαζεν (183 (34020)) πειράω (Low) πειρᾶν (NChonChron 55681)

δολιεύω (Low)δολιεύοντα (474 (4930)) δολοπλοκέω (High) δολοπλοκοῦντα (NChonChron 11823)

δολοφονέω (Low)δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) δολοφονία (High) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

δόξα (Both)δόξαν (512 (5319)) κλέος (High) κλέος (NChonChron 12772)

δοξάζω (Low)εὐχαριστήσας καὶ δοξάσας μεγάλως τὸν Σωτή αἴνεσις (High) τὴν τοῦ Κυρίου λαλήσας αἴνεσιν (NChonChron 15879)

δοξάζει (447 (4324)) εὔκλεια (High) εὔκλειαν δίδωσιν (NChonChron 1108)

εὐφημούμενος καὶ δοξαζόμενος (476 (5012)) κροτέω (Ambiguous) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

δοξαζόμενος (479 (5119)) λαμπρύνω (High) λαμπρυνόμενος (NChonChron 12095)

δοξαζόμενος ἕνεκα τοῦ δεξιοῦ στρατηγήματο μακαρίζω (High) τοῦ δεξιοῦ μακαριζόμενος στρατηγήματος (NChonChron 15

ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

δορατίζω (Low)ἀλλήλους κρούοντες καὶ δορατίζοντες (445 (4 διαδορατίζω (High) ἀλλήλους διαδορατίζοντες (NChonChron 10973)

δορυάλωτος (Low)οἱ δορυάλωτοι νέοι (3114 (3417)) νεαλής (High) οἱ νεαλεῖς (NChonChron 9362)

δόσις (Low)κατὰ τὴν τῶν κονταρίων δόσιν (445 (437)) ἀγκοίνησις (High) κατὰ τὴν τῶν δοράτων ἀγκοίνησιν (NChonChron 10985)

δοῦλος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 85 of 284

ἀγαπᾶ ὁ δοῦλος (432 (405)) ἄρχω (High) φιλεῖ τὸ ἀρχόμενον (NChonChron 10431)

τῶν δούλων (472 (499)) οἰκέτης (High) τῶν οἰκετῶν (NChonChron 11792)

ἐν τάξει δούλου (1462 (2589)) ὑπηρέτης (High) ἐν ὑπηρέτου μοίρᾳ (NChonChron 43727)

ὡς αὐθέντης δοῦλον αὐτοῦ (21132 (37516)) ὑπηρέτης (High) ὡς ὑπηρέτης δεσπόταις (NChonChron 61359)

ὡς δοῦλα ὑποτάττονται (2711 (188)) ὑπηρέτις (High) ὅσα καὶ ὑπηρέτιδες (NChonChron 6592)

δρόμος (Low)πρὸς τὸν δρόμον (447 (4319)) πορεία (High) πρὸς πορείαν (NChonChron 1103)

δύναμαι (Both)καθόσον ἠδύνατο (1453 (25532)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνὸν (NChonChron 43426)

οὐτε ἔμπροσθεν ἠδύναντο ἀπελθεῖν (7117 (86 ἔξεστι (High) οὔτε προχωρεῖν ἐξῆν (NChonChron 18231)

μηδὲν δυνηθέντων (1877 (3464)) ἐπαρκέω (High) πρὸς οὐδὲν ἐπαρκέσαντος (NChonChron 56412)

κωλύεσθαι αὐτὸν οὐκ ἠδύναντο (441 (429)) ἔστιν + inf (High) κωλύειν οὐκ ἦν (NChonChron 10843)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- ἔχω (Both) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

μὴ δυνηθέντων ἀντιπαρατάξασθαι (1112 (12 ἔχω + infinitive (High) μὴ ἀντισχεῖν ἔχοντος (NChonChron 2713)

δύναμις (Both)δυνάμεως (6111 (7012)) ἀλκὴ (High) ἀλκῆς (NChonChron 15459)

ὅση δύναμις (443 (4228)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνῆν (NChonChron 10967)

δυνάμεως (1556 (27613)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρίᾳ (NChonChron 46369)

καστέλλια περισσοτέραν δύναμιν ἔχοντα (14 ἰσχυρός (High) φρούρια ἰσχυροτέραν περιβεβλημένα ἰσχὺν (NChonChron 4

περισυνάγων δύναμιν (7125 (8818)) ἰσχύς (High) συνέλεγε τὴν ἰσχύν (NChonChron 18410)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως (514 (5327)) ἰσχύς (High) διὰ μείζονος ἰσχύος (NChonChron 12787)

δυνάμει (1225 (20110)) ἰσχύς (High) ἰσχύος (NChonChron 35758)

κατὰ τὴν τοῦ σώματος δύναμιν (2181 (36922)) ἰσχύς (High) τὴν ἰσχὺν (NChonChron 60185)

δύναμιν (615 (697)) ἰσχύς (High) ἰσχὺν (NChonChron 1529)

τὴν δύναμιν τοῦ σώματος ἀνδρεῖος (1585 (282 ῥώμη (High) τὴν ῥώμην τοῦ σώματος ἀκμαῖος (NChonChron 47347)

κατὰ τὴν τοῦ σώματος δύναμιν (431 (3924)) ῥώμη (High) τῇ ῥώμῃ (NChonChron 10310)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 86 of 284

μετὰ περισσοτέρας δυνάμεως (1582 (2821)) στρατιά (Both) μετὰ στρατιᾶς μείζονος (NChonChron 47213)

ἄνω δυνάμεων (1426 (24728)) τάξις (Ambiguous) ἀΰλων τάξεων (NChonChron 42285)

δυνατόν (Both)ὡς δυνατὸν ἦν (514 (543)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνῆν (NChonChron 12791)

δυνατός (Both)δυνατόν ἐστι (1114 (1724)) ἔξεστι (High) ἐξείη (NChonChron 31838)

εὑρίσκοντο δυνατώτερα (1452 (25529)) ἐπικρατής (High) ἦσαν ἐπικρατέστερα (NChonChron 43424)

τὰ κακὰ ἦταν δυνατώτερα (1877 (34535)) ἐπικρατής (High) τὰ χείρω ἐπικρατέστερα (NChonChron 5647)

δυνατώτερα (2184 (37024)) ἐπικρατής (High) ἐπικρατέστερα (NChonChron 60329)

συνήθεια δυνατωτέρα (1142 (712)) ἰσχυρός (High) ἔθος ἰσχυρότερον (NChonChron 3793)

ἅρματα δυνατὰ (726 (962)) ἰσχυρός (High) ὅπλα ἰσχυρὰ (NChonChron 19423)

δυνατωτέρους τοὺς πόνους (1462 (25825)) κραταιός (High) κραταιότερον (NChonChron 43850)

ὅσον ἦν δυνατόν (1611 (3046)) παντοίως (High) παντοίως (NChonChron 50214)

οὐδὲ δυνατόν ἐστι (15112 (2886)) ῥᾴδιος (High) οὐδὲ ῥᾴδιον (NChonChron 48063)

δύο (Low)εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) διχῇ (High) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

Δυρράχιον (Low)Δυρράχιον (1112 (1715)) Ἐπίδαμνος (High) Ἐπίδαμνον (NChonChron 31710)

δυσανάβατος (Low)ὄρη δυσανάβατα (1613 (3051)) ἀπότομος (Ambiguous) ὄρη ἀπότομα (NChonChron 50346)

δυσικός (Low)τὰ δυσικὰ στρατεύματα (412 (388)) δυσμή (High) τοῖς κατὰ δυσμὴν ὁπλίταις (NChonChron 10047)

δύσις (Low)τῶν τῆς δύσεως ἐχθρῶν (42 (3911)) δυσμικός (High) τῶν δυσμικῶν ἐχθρῶν (NChonChron 10288)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 87 of 284

τὸν τῆς δύσεως πόλεμον (21134 (37529)) ἑσπέρα (Ambiguous) τὸν καθrsquo ἑσπέραν πόλεμον (NChonChron 61374)

μέχρι τῆς δύσεως (631 (7327)) ἑσπέριος (High) μέχρι τῶν ἑσπερίων στηλῶν (NChonChron 16029)

τὰ πλείονα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως (211 ἑσπέριος (High) τῆς ἑσπερίου ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως (NChonChron 60987)

κατὰ τὴν δύσιν (1113 (17112)) ἑσπέριος (High) ἑσπέριαι (NChonChron 31823)

ἐκ τῆς δύσεως (271 (1524)) ἑσπέριος (High) ἐκ τῶν ἑσπερίων κλιμάτων (NChonChron 6046)

δύσκολος (Low)δυσκολώτερος (1811 (3369)) ἀργαλέος (High) ἀργαλέον (NChonChron 5498)

δυσκρασία (Low)δυσκρασία (15111 (28731)) καχεξία (High) καχεξίαν (NChonChron 48056)

δυσμαί (Low)ἀπὸ δὲ δυσμῶν (1826 (33919)) ἑσπέρα (Ambiguous) κατὰ δrsquoἑσπέραν (NChonChron 55442)

δυστυχέω (Low)δυστυχήσαντα (1821 (33715)) δυσπραγέω (High) δυσπραγοῦσι (NChonChron 55155)

δυστυχία (Low)τὰς δυστυχίας (21123 (37414)) δυσπράγημα (High) τὰ δυσπραγήματα (NChonChron 61017)

δυτικός (Low)πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη (621 (731)) ἑσπέριος (High) πρὸς τἀ ἑσπέρια (NChonChron 15885)

δωματερός (Low)δωματερῶν ὀσπητίων (13814) δώματα (High) δωμάτων (NChonChron 41483)

δωρέομαι (Low)δωρήσασθαι (479 (5122)) παρέχομαι (High) παρασχέσθαι (NChonChron 1203)

δώρημα (Low)τὰ δωρήματα (4717 (542)) δωρεά (High) αἱ δωρεαὶ (NChonChron 12422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 88 of 284

δωρήματα ἐδίδου (1422 (24610)) δῶρον (High) δώροις ἥδυνε (NChonChron 42033)

ἐάν (Low)ἐὰν γὰρ hellip ἄδειν ἀπεβαλλόμεθα (2114 (3591) εἰ (Both) εἰ γὰρ hellip ἄδειν ἀπειπάμεθα (NChonChron 58549-50)

γίγνομαι ἐὰν μὴ οὕτως γένηται (15104 (2869) εἰ (Both) εἰ μὴ γὰρ λήψονται πέρας (NChonChron 47787)

ἐὰν ἀπὸ συνηθείας ἔμαθε (15111 (2881)) ἤν (High) ἢν εἰώθει τενθεύεσθαι (NChonChron 48058)

ἐάν + aorist (Low)ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) εἰ + aorist (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

ἑαυτοῦ (High)ἑαυτοὺς δεδώκασι (2175 (36818)) σφεῖς (High) σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν (NChonChron 59931)

τῆ ἀνδρεία τῆ ἑαυτοῦ (433 (4014)) σφέτερος (High) ἀνδρείᾳ τῇ σφετέρᾳ (NChonChron 10445)

ἔγγονος (High)τὴν ἐγγόνην (16192 (32610)) θυγατρόπαις (High) τὴν θυγατροπαίδα (NChonChron 53588)

ἐγείρομαι (Low)ἐγείρεται (15131 (2904)) ἐπεγείρομαι (High) ἐπεγείρεται (NChonChron 48336)

ἐγκαυχάομαι (Low)ἐγκαυχώμενοι (1142 (714)) φυσάω (High) φυσῶντες (NChonChron 3795)

ἐγκράζω (Low)τὸν ἵππον αὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 ἐλαύνω (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

ἔγκριτος (Low)ἀλόγων ἐγκρίτων (4716 (5320)) ὠκύπους (High) ὠκύποσιν ἵπποις (NChonChron 1244)

ἐγχαλάω (Low)ἐραθύμησεν καὶ ἐνεχάλασε (1461 (2582)) ὑποχαλάω (High) ὑπεχαλάσθη τοῦ συντόνου τῆς ὁρμῆς (NChonChron 43719)

ἐγχώριος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 89 of 284

παρὰ τῶν ἐγχωρίων καλούμενον (1112 (118)) ἐγχωρίως (High) ἐγχωρίως καλούμενον (NChonChron 2711)

ἐθίζω (Low)τῶν ἐθισμένων τοὺς ἄρχοντας ἀπατᾶν (1463 εἴωθα (High) τοῖς αἰκάλλειν εἰωθόσι τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 4

ἔθνος (Low)παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) γένος (Ambiguous) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

εἰ (Both)μηδὲν ἄλλο εἰπόντος εἰ τοῦτο μόνον ὅτι (1422 ἀλλά (Both) φήσαντος μηδὲν ἕτερον ἀλλrsquo ὅτι (NChonChron 42137)

εἰ ἐβούλετο γυναῖκα λαβεῖν (511 (5312)) ἤν (High) γυναῖκα δὲ ἢν ἠβούλετο ἀγαγέσθαι (NChonChron 12662)

εἴ τι (Low)εἴ τι κακὸν δύνανται ποιῆσαι (21133 (37520)) ὅς (Both) δρᾶν ὃ δύνανται κακὸν (NChonChron 61365)

εἰκών (Low)εἰκόνας (1426 (24730)) ἔκτυπον (High) ἔκτυπα (NChonChron 42288)

εἰμί (Both)τοιοῦτος ἦν (1441 (2546)) διάκειμαι (Both) οὕτως διέκειτο (NChonChron 43148)

ἦν καιρὸς (6117 (7219)) ἐνίσταμαι (High) ἐνειστήκει καιρὸς (NChonChron 15865)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 ἱδρύω (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15868)

ἐκ τῆς πόλεως ἦν ταύτης τῆς Κωνσταντινουπό ὁρμάομαι (High) ἐκ τῆς Κωνσταντίνου ὥρμητο (NChonChron 42018)

ἔνθα ἦν ὁ βασιλεὺς ( 1434 (25229)) πάρειμι (εἰμί) (High) καθrsquo ὃ πάρεστι βασιλεὺς (NChonChron 42995)

μετrsquo αὐτῶν ὢν (1116 (17221)) σύνειμι (High) συνών σφισι (NChonChron 31961)

εἶπεν ἄν τις (Low)εἶπεν ἄν τις ὡς βόας (21172 (38117)) ὡς εἰ (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν καὶ βουκόλιον (NChonChron 6219)

εἰρηνεύω (Ambiguous)τῶν ἐχθρῶν εἰρηνευσάντων (42 (3911)) ἠρεμέω (High) τῶν ἐχθρῶν ἠρεμησάντων (NChonChron 10288)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 90 of 284

καταλλάσσει καὶ εἰρηνεύει τοὺς Πισσαίους με καταλλάσσω (High) καταλλάσσει τοὺς ἐκ Πίσσης τοῖς Βενετίκοις (NChonChron 5

εἰρηνεύσας (1591 (28316)) σπένδομαι (High) σπεισάμενος (NChonChron 47472)

εἰρηνεῦσαι μετὰ τοῦ Καφούρη (15122 (28920)) σπένδομαι (High) σπείσασθαι τῶ πειρατῆ (NChonChron 48221)

ἄλλως εἰρηνεῦσαι (1662 (31416)) σπένδομαι (High) ἑτέρως σπείσασθαι (NChonChron 51824)

εἰρήνη (Both)εἰρήνην ποιῆσαι (1561 (2775)) σπένδομαι (High) εἴ πως σπείσαιτο (NChonChron 46518)

εἰρήνης (15122 (28924)) σπονδή (High) σπονδῶν (NChonChron 48225)

ἐπλήρωσε τὴν εἰρήνην (16192 (32618)) σπονδή (High) σπονδὰς ἐξεπέρανεν (NChonChron 5352)

εἰρήνην ποιῆσαι (1552 (27515)) σπονδή (High) σπονδῶν (NChonChron 46130)

εἰς (Both)θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) dative (Both) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

εἰς τοὺς Ῥωμαίους τὰ πράγματα ἐφάνησαν κα dative (Both) βελτίω Ῥωμαίοις ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-

εἰς τὰς αὐτῶν χείρας ἔχοντες (2151 (36519)) ἐν (Both) ἐν χερσὶν ἔχοντες (NChonChron 59513)

εἰς νοῦν αὐτῶν ἔβαλον (1584 (28222)) ἐν (Both) ἐν νῷ βαλλόμενος (NChonChron 47337)

εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) ἐπί (Ambiguous) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

εἰς ξένας λύπας (1119 (17327)) ἐπί (Ambiguous) ἐπrsquo ἀλλοτρίοις δεινοῖς (NChonChron 32116)

εἰς τὰ ἐπισυμβάντα (2122 (35919)) ἐπί + dative (Ambiguous) ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι (NChonChron 58670)

εἰς τὰ ἄλογα (214 (3653)) ἐπί + genitive (High) ἐπὶ τῶν ἵππων (NChonChron 59492)

εἰς τᾶ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) ἐς (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) ἐς (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

εἰς τὸν υἱὸν (514 (546)) ἐς (High) ἐς τὸν υἱὸν (NChonChron 12795)

εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα (1557 (27621)) ἐς (High) ἐς Παλαιστίνην (NChonChron 46382)

εἰς τὰ βασίλεια ἔρχονται (1821 (33711)) ἐς (High) ἐς τὰ βασίλεια παραβάλλουσιν (NChonChron 55151)

εἰς τὸν βασιλέα (6321 (792)) ἐς (High) ἐς βασιλέα (NChonChron 16876)

ἐλθεῖν εἰς Ἀδριανούπολιν (1456 (2571)) κατά (Both) κατrsquo Ἀδριανούπολιν γενέσθαι (NChonChron 43668)

ταῶν εἰς Ἀνδρόνικον γεγονότων (1225 (2016)) κατά (Both) τὰ κατrsquo Ἀνδρόνικον (NChonChron 35754)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 91 of 284

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) κατά (Both) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

εἰς νοῦν βάλλοντες (6114 (7128)) κατά (Both) κατὰ νοῦν θέμενοι (NChonChron 15630)

εἰς τὸν τῆς Σκαμάνδρου τόπον (3102 (3318)) κατά + acc (High) κατὰ τὴν τῶν Ἀγαιοπελαγιτῶν χώραν (NChonChron 9127)

εἰς οὐδὲν λογισάμενοι (1584 (28227)) παρά (Both) παρrsquo ουδὲν θέμενοι (NChonChron 47343)

εἰς τὰ κακὰ συναντήματα (1828 (3407)) πρός (Ambiguous) πρὸς δὲ τὰ δεινότατα συναντήματα (NChonChron 55565)

εἰς ὑποδοχὴν (15106 (2876)) προς (Both) πρὸς ὑποδοχὴν (NChonChron 47928)

ὑποστρέψαντα εἰς τὰ Ἅρμαλα (1425 (24719)) προς (Both) ὑποστρέψαντα πρὸς τὰ Ἅρμαλα (NChonChron 42275)

εἰσ- (Low)εἰσβάλλει (7121 (8719)) ἐσ- (High) ἐσβάλλει (NChonChron 18362)

εἶς (Low)τὸ μὲν ἓν δέδωκε (16192 (3261)) ὁ μέν (High) τὸ μὲν παρεδίδου (NChonChron 53480)

ἐπιδραμὼν εἷς Τοῦρκος (7126 (8822)) τίς (Both) ἐπιδραμών τις Πέρσης (NChonChron 18417)

εἰς μάτην (Low)εἰς μάτην (515 (5421)) εἰκῇ (High) εἰκῇ καὶ μάτην (NChonChron 12821)

εἰς μάτην (15106 (28632)) εἰκῇ (High) εἰκῇ (NChonChron 47820)

εἰς μάτην (515 (5421)) μάτην (High) εἰκῇ καὶ μάτην (NChonChron 12821)

εἰς ὀλίγον (Low)εἰς ὀλίγον ἀγοράζοντες (21315 (36422)) ὀλίγου (High) ὀλίγου ὠνούμενοι (NChonChron 59475)

εἰσάγω (Ambiguous)εἰσῆξε καὶ φυλάξεις (1452 (25527)) ἐγκαθίστημι (High) ἐγκατέστησε (NChonChron 43423)

εἰσάγει φύλαξιν (21121 (37331)) ἐγκαθίστημι (High) φρουρὰν ἐγκαθίστησιν (NChonChron 60983)

πρὸς τὸ εἰσάξαι φῶς (434 (4026)) εἰσφέρω (Both) λαμπτῆρα εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

εἰσάγει ἐντὸς τῶν κατέργων τοὺς διακριθέντα ἐντίθημι (High) ἐντίθησι ταῖς τριήρεσι τὸ στράτευμα (NChonChron 16149)

εἰσήχθησαν αἱ τροφαί (436 (419)) παρεισάγω (High) τὸ δεῖπνον παρεισήγετο (NChonChron 10694)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 92 of 284

εἰσδέχομαι (Ambiguous)εἰσδέχεται παρὰ τοῦ πλήθους (1111 (111-12)) προσδέχομαι (High) παρὰ τοῦ πλήθους προσδέχεται (NChonChron 274)

εἰσέρχομαι (Both)εἰσέρχεται (1211 (1993)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνεῖται (NChonChron 3555)

εἰσῆλθε (1441 (2544)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 43146)

εἰς τὴν Ζαγορὰν εἰσελθὼν (1431 (2523)) εἴσειμι (High) τὸν Αἷμον εἴσεισι (NChonChron 42866)

εἰσελθών (1429 (24814)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 42311)

εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν εἴσειμι (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

εἰσῆλθον (1226 (2023)) είσπηδάω (High) εἰσπεπηδηκότες (NChonChron 35881)

εἰς ὅσα ὀσπήτια εἰσήλθοσαν (2123 (35927)) ἐναυλίζομαι (High) ταῑς οἰκίαις ἐναυλισάμενοι (NChonChron 58680)

ἐν αὐτῆ εἰσελθόντες (653 (8028)) ἐπιβαίνω (High) ταύτης ἐπιβάντες (NChonChron 17271)

εἰσέρχωνται (619 (6934)) ἐπιπάρειμι (High) ἐπιπαριοῦσαι (NChonChron 15441)

εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) καθυποδύω (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

νόσος εἰσῆλθεν εἰς τὴν στρατιὰν (21178 (3831 κατέχω (High) καχεξία κατέσχε τὴν στρατιὰν (NChonChron 62480)

ἐντὸς εἰσελθεῖν (1812 (33621)) παρεισέρχομαι (High) εἴσω παρεισελθεῖν (NChonChron 55020)

ἐντὸς τῆς πόλεως εἰσελθεῖν (2175 (36819)) παρέρχομαι (Ambiguous) εἴσω παρελθεῖν (NChonChron 59931)

εἰσέρχεται ἐν αὐτῶ (436 (416)) ὕπειμι (High) ὕπεισι τοῦτον (NChonChron 10690)

εἰσόδημα (Ambiguous)τὰ εἰσοδήματα (2151 (36520)) ἀποφορά (High) τὰς ἐπετείους ἀποφορὰς (NChonChron 59515)

τῶν ἁπασῶν εἰσοδημάτων (261 (1227)) εἰσφορά (High) τῶν δημοσίων εἰσφορῶν (NChonChron 5476)

τὰ δημόσια εἰσοδήματα (1462 (2585)) συνεισφορά (High) τὰς δημοσίας συνεισφοράς (NChonChron 43725)

εἰσφέρω (Both)τοὺς ληστὰς εἰσήνεγκέ τε καὶ ἔφερεν (2121 (3 ἐπεισφέρω (High) τοὺς λῃστὰς ἐπεισήνεγκεν (NChonChron 58669)

εἶτα (Low)εἶτα (1112 (120)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ (NChonChron 2714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 93 of 284

ἐκ (Both)ἐκ γένους ἐνδόξου (1821 (33712)) accusativus respectus (High) τὸ γένος ἐπίσημοι (NChonChron 55152)

ἐκ γένους λαμπροῦ (1455 (25627)) accusativus respectus (High) τὸ γένος αἰδεσίμους (NChonChron 43557)

ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) genitive (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

σφάττει αὐτὸν ἐκ τῶν ἱερέων τις (1425 (24720 genitive (High) ἀποσφάττει τις τῶν ἱερέων (NChonChron 42276)

οὐδὲ σημεῖον οὐρανοῦ ἢ ἐκ γῆς (2122 (35920)) -θεν (High) οὐδὲν σημεῖον ὑψόθεν ἢ καὶ γῆθεν (NChonChron 58670)

αἷμα ἐξ οὐρανοῦ ἔβρεξεν (2122 (35922)) -θεν (High) ψιάδες οὐρανόθεν ὕσθησαν αἱματόεσσαι (NChonChron 586

ἐκ μέρους (Low)ἐκ μέρους δὲ (1661 (31410)) ἔστι δrsquo ὅπῃ (High) ἔστι δrsquo ὅπῃ (NChonChron 51817)

ἐκ μέσου (Low)ἐκ μέσου ἐλθόντων (15131 (2903)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν γενομένων (NChonChron 48335)

ἐκ πλαγίου (Low)σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) ἐγκαρσίως (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

ἐκ πρώτης (Low)ἐκ πρώτης (1613 (3057)) εὐθυώρως (High) εὐθυώρως (NChonChron 50352)

ἐκ τοῦ παραυτίκα (Low)ἐκ τοῦ παραυτίκα (1552 (27518)) αὐτίκα (High) αὐτίκα (NChonChron 46133)

ἐκ τοῦ παραυτίκα (1876 (34530)) παραχρῆμα (High) παραχρῆμα (NChonChron 5641)

ἐκβάλλω (Low)αὐτὸν ἐξέβαλεν (4713 (5232)) ἐξελαύνω (High) αὐτὸν ἐξήλασεν (NChonChron 12365)

τῆς ἀρχῆς αὐτὸν ἐξέβαλεν (1421 (2462)) καθαιρέω (High) αὐτὸν καθῄρηκε τῆς ἀρχῆς (NChonChron 42025)

οὓς αὐτὸς τῆς ἀρχῆς ἐξέβαλεν (622 (7316)) κατασπάω (High) οὓς αὐτὸς κατασπάσας εἶχε (NChonChron 1598)

τῶν ἐνταῦθα ἐξωθεῖ καὶ ἐκβάλλει (14213 (249 μεθίστημι (High) τῶν τῇδε μεθίστησιν (NChonChron 42440)

τῆς ἐξουσίας αὐτὸν ἐξέβαλε (14222 (25126)) μεθίστημι (High) μεταστήσας τῆς ἀρχηγίας (NChonChron 42848)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 94 of 284

ἐκβαλεῖν τῆς βασιλείας τὸν Μ (413 (3826)) παραλύω (High) τοῦ παραλυθῆναι τὸν Μ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 10169)

ἐκδίκησις (Low)εἰς ἐκδίκησιν Ἰσαακίου (2121 (35914)) ἄμυνα (High) εἰς ἄμυναν Ἰσαακίου (NChonChron 58665)

ἐκδιώκω (Low)μακρὰν ἐκδιώξαντες (4711 (5218)) ἀπωθέομαι (High) μακρὰν ἀπεώσαντο (NChonChron 12242)

ἐκδουλεύω (Low)ἐκδουλεύειν (7125 (8820)) διακονέω (High) διακονεῖν (NChonChron 18413)

ἐκδουλεύων τῶ βασιλεῖ (1618 (32521)) ὑπηρετέομαι (High) τῷ βασιλεῖ ὑπηρετούμενος (NChonChron 53466)

ἐκδρομή (Low)ἐκδρομαὶ (1585 (28310)) ἔφοδος (High) ἔφοδοι (NChonChron 47365)

ἐκεῖνος (High)τῆ ἐκείνου συνδρομῆ (21182 (38436)) αὐτός (Both) αὐτοῦ συναιρομένου (NChonChron 62650)

ἐκείνου δὲ εἰπόντος ὀρέγεσθαι (479 (5126)) ὁ δέ (High) τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς αἱρεῖται (NChonChron 12110)

ἐν δὲ τοῖς χρόνοις ἐκείνοις (1143 (722)) ὅδε (High) ἐν δὲ τοῖς καιροῖς τοῖσδε (NChonChron 3813)

ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) οὗτος (Both) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

ἐκεῖσε (Low)τὰ ἐκεῖσε (3113 (3410)) ἐκεῖ (High) τὰ ἐκεῖ (NChonChron 9254)

ἐκεῖσε (1436 (25324)) ἐκεῖ (High) ἐκεῖ (NChonChron 43133)

περιαργῆσαι ἐκεῖσε (1131 (429)) τόπος (Both) ἐμβραδῦναι τοῖς τόποις τούτοις (NChonChron 3367)

ἐκκαίω (Low)διαθερμανθεὶς καὶ ἐκκαυθεὶς (15106 (28718)) διαφρύγω (High) διαφρυγεὶς (NChonChron 47942)

ἐκκενόω (Low)ὀλίγον τῶν θλίψεων ἐκκενώσαντες (473 (491 κενόω (High) κενώσαντες τῆς λύπης βραχὺ (NChonChron 1176)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 95 of 284

ἐκκόπτομαι (Low)τῶν ἄλλων ἐκκοπεὶς (3113 (3411)) ἀποδιίσταμαι (High) τῶν ἄλλων ἀποδιαστὰς (NChonChron 9355)

ἐκκόπτω (Both)ἐκκόπτει τὴν ἀποστολὴν (15111 (28722)) φθάνω (Both) φθάνει τὴν ἀποστολὴν (NChonChron 47945)

ἐκλέγομαι (Low)ὃν αὐτὸς ἐξελέξω (472 (4911)) αἱρετίζομαι (High) ὃν αὐτὸς αἱρετίσῃ (NChonChron 11794)

ἐκλέγω (Low)μὴ ἐξείποις (21123 (37415)) διατρανόω (Ambiguous) μὴ διατρανώσειας (NChonChron 61118)

ἐκλεκτός (Low)διαθροήσας τοὺς αὐτοῦ ἐκλεκτοὺς (562 (6026 ἐκλεκτόν τό (High) διεκπαίσας τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822--2

ἐκμοχλεύω (Low)τὰ θεμέλια ἐκμοχλεύειν (21143 (37635)) ἀναμοχλεύω (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

ἐκνευρίζω (Low)ἐκνευρίσασα (1462 (25825)) ἀναμοχλεύω (High) ἀναμοχλεύουσα (NChonChron 43849)

ἑκουσίως (Low)ἑκουσίως (16192 (32614)) ἐθελοντί (High) ἐθελοντὶ (NChonChron 53592)

ἔκπαλαι (Low)ἔκπαλαι (1554 (27531)) πάλαι (Both) πάλαι (NChonChron 46252)

ἐκπέμπω (Both)μετὰ τιμῆς ἐκπεμφθεὶς ( 6320 (7828)) παραπέμπω (Both) ἁρμοζόντως παραπεμφθεὶς (NChonChron 16867)

ἐκπλόησις (Low)πρὸς ἐκπλόησιν (2121 (35912)) ἔκπλους (High) εἰς ἔκπλουν (NChonChron 58562)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 96 of 284

ἐκσφονδυλίζω (Low)ἄνδρας ἐκσφονδυλισμένους (1613 (3052)) ἀναύχην (High) κόρσας ἀναύχενας (NChonChron 50348)

ἐκτείνω (Low)τὰς χεῖρας εἰς ὕψος ἐκτείνας (VEuth 29 (4618)) ἀνατείνω (High) χεῖρας εἰς οὐρανὸν ἀνατείνων (SymMet VΕuthym 81 (664C))

ἐκτινάσσομαι (Low)τὸν κονιορτὸν ἐκτιναξάμενος (3112 (343)) ἀπομόργνυμαι (High) τὴν κόνιν ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

ἔκτοτε (Both)ἔκτοτε (15121 (28917)) ἐκ τούτου (High) ἐκ δὲ τούτου (NChonChron 48218)

ἐκτυφλόω (Low)ἐκτυφλοῦται (1428 (2489)) ἀμαυρόω (High) ἀμαυροῦται τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 4234)

ἐκτυφλοῦται (1222 (20020)) ἐκκόπτω (Both) τὰς κόρας ἐκκόπτεται (NChonChron 35639)

ἐκτυφλοῦται (14210 (24819)) ἐξορύττω (Both) ὀφθαλμοὺς ἐξορώρυκτο (NChonChron 42317)

ἐκφεύγω (Both)ἐκφυγὼν (434 (4033)) διαδιδράσκω (High) διαδρᾶναι (NChonChron 10570)

ἐκφεύγων (14217 (25018)) ἐκκλίνω (High) ἐξέκλινε (NChonChron 42694)

ὡς χέλυν ὀλισθηρὸν ἐξέφυγεν (562 (6027)) ἐξαλύω (High) ὡς ὀλισθηρά τις ἐγχέλυς ἐξήλυξεν (NChonChron 13824)

ἐκφοβέω (Low)τοὺς πολεμίους ἐκφοβήσας (1131 (426)) διαθροέω (Both) τοὺς πολεμίους διαθροήσας (NChonChron 3363)

ἐκφοβήσας τὸν ῥῆγα τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ (42 ( καταπλήττω (High) καταπλήξας τῇ παρουσίᾳ τὸν Ἀρμένιον (NChonChron 1029

ἐλεεινός (Both)τοῦ ἐλεεινοῦ θεάματος (7124 (8811)) ἀπευκταῖος (High) τοῦ ἀπευκταίου ὁράματος (NChonChron 1842)

τὰ ἐλεεινότατα (15121 (2892)) δεινόν (High) τὰ δεινότατα 4811 (NChonChron 4811)

ἐλεεινῶς (1012 (1477)) οἰκτρός (High) οἰκτρῶς (NChonChron 27512)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 97 of 284

μετὰ τοῦ ἐλεεινοῦ στεφανώματος (15113 (288 οἰκτρός (High) τῷ οἰκτρῷ στεφανώματι (NChonChron 48187)

τῆς ἐλεεινῆς ἡμέρας (2131 (36014)) στυγνός (High) τῆς στυγνῆς ἡμέρας (NChonChron 5872)

ἐλεέω (Low)ἠλέησαν (1421 (24522)) οἰκτειρέω (High) οἰκτειρηθῆναι (NChonChron 42023)

ἐλεοῦσι (1554 (2765)) οἰκτείρω (High) οἰκτείρουσιν (NChonChron 46259)

ἐλεήσασα (1462 (25826)) οἰκτείρω (High) οἰκτειρήσασα (NChonChron 43848)

μηδένα ἐλεήσαντες (21142 (37622)) φειδώ (High) μηδενὸς λαβόντες φειδώ (NChonChron 6145)

ἐλεημοσύνη (Low)ἐλεημοσύνης (1211 (19915)) ἔλεος (High) ἐλέῳ (NChonChron 35516)

καὶ ἐλεημοσύνη τις οὐκ ἦν (2123 (3602)) φειδώ (High) καὶ φειδώ τις οὐκ ἦν (NChonChron 58785)

ἐλεήμων (Low)τὸν ἐλεήμονα (472 (499)) φίλοικτος (High) τὸν φίλοικτον (NChonChron 11792)

ἐλευθερία (Low)ἐλευθερίαν διδόναι (2123 (3606)) ἀνίημι (High) ἀνεικέναι (NChonChron 58788)

ἐλευθερόω (Low)ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ ταῆς φυλακῆς (1557 (2762 ἀπαλλάττω (High) δεσμῶν ἀπαλλαγεὶς (NChonChron 46386)

ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ ταῆς φυλακῆς (1557 (2762 ἀπολύω (Ambiguous) φρουρᾶς ἀπολυθεὶς (NChonChron 46386)

ἔλευσις (Low)τὴν ἔλευσιν (632 (743)) ἄφιξις (High) τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16040)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (414 (398)) ἄφιξις (High) τὴν αὐτοῦ ἄφιξιν (NChonChron 10284)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (441 (428)) ἄφιξις (High) τὴν ἄφιξιν τοῦ βασιλέως (NChonChron 10841)

διὰ τῆς ἐλεύσεως (475 (507)) παρουσία (High) διὰ τῆς παρουσίας (NChonChron 11835)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (4310 (426)) παρουσία (High) τὴν τοῦ ἄνακτος παρουσίαν (NChonChron 10838)

ἐλπίζω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 98 of 284

ἤλπιζον γὰρ ὡς (15132 (2909)) κεῖμαι (Both) ὅθεν ἐν ἐλπίσιν ἔκειτο πᾶσιν ὡς (NChonChron 48341)

ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 οἴομαι (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ὡς ἤλπιζον (1813 (33635)) προσδοκάω (Both) τῶν προσδοκωμένων (NChonChron 55036)

ἐλπίς (High)παρ᾽ ἐλπίδα (1824 (33825)) δόκησις (High) ὑπὲρ δόκησιν (NChonChron 5535)

παρrsquo ἐλπίδαν (2177 (3695)) δόξα (Both) παρὰ δόξαν (NChonChron 60062)

ἐμβάλλω (Low)εἰς ἐντροπὴν ἐνέβαλε (15131 (2904)) αἰσχύνω (High) ᾔσχυνε (NChonChron 48336)

ἐμβαλών (1612 (30417)) ἐντίθεμαι (High) ἐνθέμενος (NChonChron 50326)

ἔμελλον + infinitive (Low)πληρωθῆναι ἔμελλε (1581 (28119)) ταχrsquo ἄν + past tense indicative (High ταχrsquo ἂν τετέλεστό τι (NChonChron 47193)

ἔμπειρος (Ambiguous)ἐμπειρότερος (1563 (27721)) προφερής (High) προφερέστερον (NChonChron 46535)

ἐμπίμπλημι (Low)εἰ ἐμπλησθῆ ἀπὸ τούτων (1613 (30431)) περιβάλλω (Ambiguous) περιβάλλομαι λείαν (NChonChron 50341)

ἐμπίπτω (Low)εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 μεταδιώκω (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

ἐμπιστεύομαι (Low)τὸ κεφαλατίκιον ἐμπιστεύεται (1618 (32522)) λαγχάνω (High) τὴν ἀρχὴν χειρίζειν λαχὼν (NChonChron 53468)

ἐμποδίζω (Low)τί τὸ ἐμποδίζον μὴ ὁρμῆσαι (1613 (3059)) προσίσταμαι (High) τί τὸ προσιστάμενον μὴ Χωρεῖν (NChonChron 50455)

ἔμπροσθεν (Both)τὰ ἔμπροσθεν (1435 (25318)) ὄψις ἡ (High) τὰ ἐν ὄψεσιν (NChonChron 43025)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 99 of 284

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 περαιτέρω (High) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

ἔμπροσθεν μὲν οὖν ἤρχετο (1433 (25220)) προάγω (High) προῆγον μὲν οὖν (NChonChron 42983)

τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25316)) προηγέομαι (High) τοῖς προηγησαμένοις τάγμασιν (NChonChron 43022)

τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1434 (25227)) προπορεύομαι (High) τὰ προπορευθέντα στρατεύματα (NChonChron 42991)

τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) πρόσω (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

ἀπέρχεται ἔμπροσθεν (21107 (3732)) πρόσω (High) πρὸς τὰ πρόσω (NChonChron 60845)

ἐν (Both)καβαλλάριος ἐν ἵππω (6117 (7224)) dative (Both) ἵππῳ ἔποχος (NChonChron 15875)

ἐν μαχαίρᾳ ἀναιρεῖται (1583 (2828)) dative (Both) ξίφει (NChonChron 47221)

πρὸς τὸν ἐν τῶ ναῶ καθήμενον (1877 (34534)) ἐπί + genitive (High) τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ (NChonChron 5645)

ἐν Φιλιππουπόλει (1222 (20018)) κατά (Both) κατὰ τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν (NChonChron 35637)

κατοικῆσαι ἐν ἐκείνω τῶ μοναστηρίω ἐν ὧ (14 κατά (Both) τῶν μονῶν ἐκείνην κατοικεῖν καθrsquo ἣν (NChonChron 42727)

ἐν τῆ τῶν Μαγγάνων μονῆ (21142 (3767)) κατά + acc (High) κατὰ τὴν μονὴν τῶν Μαγγάνων (NChonChron 61485)

ἐν ἀμφοτέροις αὐτοῦ τοῖς βουλεύμασιν (1114 προς (Both) πρὸς ἄμφω (NChonChron 31838)

ἐν ὀλίγῳ (High)καὶ ταύτην ὡς ἐν ὀλίγω κρατήσας (1113 (220) διὰ βραχέος (High) καὶ ταύτην διὰ βραχέος χειρωσάμενος (NChonChron 2947)

ἐν τῶ ἅμα (Low)περισυναχθέντες ἐν τῶ ἅμα (7128 (899)) σπεῖρα (High) συγκροτηθέντες εἰς σπείραν (NChonChron 18538)

ἐναντίος (Both)ὁ ἐναντίος (21106 (37235)) ἀντίπαλος (High) ὁ άντίπαλος (NChonChron 60839)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) ἐναντία ἡ (High) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἐνδέχεται (Low)ἐνδέχεται (1563 (27721)) δεῖ (High) δεῖν (NChonChron 46536)

ἐνδίδωμι (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 100 of 284

τὰς ἄκρας ένέδωκε μάχεσθαι (6114 (7117)) ἐφίημι (High) τὰ τελευταῖα ἐφῆκε κόπτειν (NChonChron 15616)

ἐνδώσει αὐτῶ αὐθέντην εἶναι τῶν ὅλων πόλε ὑπεξίσταμαι (High) χωρῶν καὶ πόλεων αὐτῷ ὑπεκσταίη (NChonChron 51825)

ἔνδοθεν (High)ἔνδοθεν τοῦ κελλίου (1211 (19916)) ἔνδον (High) τῶν ταμιείων ἔνδον (NChonChron 35517)

ἔνδοξος (Low)οἱ ἐνδοξότεροι (7124 (8810)) ἐπίσημος (High) τὸ ἐπίσημον (NChonChron 18495)

ἐκ γένους ἐνδόξου (1821 (33712)) ἐπίσημος (High) τὸ γένος ἐπίσημοι (NChonChron 55152)

τὸ ἔνδοξον τῆς βασιλείας ὄνομα (1842 (34113 παγκλέϊστος (High) τὸ παγκλέϊστον τῆς βασιλείας ὄνομα (NChonChron 55715)

ἡ νίκη ἐνδοξωτέρα (3114 (3418)) περίδοξος (Ambiguous) ἡ νίκη περίδοξος (NChonChron 9365)

ἔνδυμα (Ambiguous)τοῦ ἐσχάτου ἐνδύματος (15106 (28712)) κάλυμμα (High) τὸ τελευταῖον κάλυμμα (NChonChron 47934)

ἐνδύομαι (Low)ἐνδεδυμένος χιτῶνα μέχρι ποδός (444 (4230)) ἀμπίσχομαι (High) ἀμπισχόμενος χιτῶνα ποδηνεκῆ (NChonChron 10969)

βασιλικὴν στολὴν ἐνεδύσατο (14213 (24910)) ἀμφιέννυμαι (High) τήβενναν ἠμφιάσατο (NChonChron 42448)

διπλοΐδα αἰσχύνης καὶ ἀτιμίας ἐνεδύθησαν (1 ἐνδιδύσκομαι (High) διπλοΐδα αἰσχύνης ἐνδιδυσκόμενοι (NChonChron 42431)

στολὰς ἐνδεδυμένοι (3114 (3417)) ἐνεσθέομαι (High) στολὰς ἐνησθημένοι (NChonChron 9363)

χλαμύδα ἐνδεδυμένος (443 (4222)) ἐσθέομαι (High) χλαμύδα ἠσθημένος (NChonChron 10961)

τὰ βασιλικὰ ἐνδύεται παράσημα (1876 (34532 κοσμέομαι (High) τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις (NChonChron 5643)

ἕνεκα (Ambiguous)ἐπαινούμενος ἕνεκα τῆς τοιαύτης νίκης (6117 genitive (High) ὑμνούμενος τῆς νίκης (NChonChron 15877)

ἐνεργέομαι (Low)τὰ ἐνεργούμενα (1841 (3417)) συμβαίνω (Both) τὰ συμβαίνοντα (NChonChron 5576)

ἔνθα (Low)ἔνθα ὁ τόπος ἐφαίνετο στερεός (21124 (37427 ᾗ (High) ᾗ ἐπίμαχος ὁ χῶρος κατεφαίνετο (NChonChron 61135)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 101 of 284

ἕκαστος ἔνθα ἂν βούληται (447 (4317)) ὅπῃ (High) ὅπῃ φίλον ἑκάστῳ (NChonChron 11095)

ἐνθυμέομαι (Low)ἐνθυμούμενος ὅσα hellip ἔπραξαν (652 (8020)) μέμνημαι (High) τοῦ κατὰ Κέρκυραν μεμνημένος παροινήματος (NChonChro

ἐνθύμημα (Low)τὸ ἐνθύμημα (632 (7330)) ἐννόημα (High) τὸ ἐννόημα (NChonChron 16031)

ἐνθύμησις (Low)ἐνθυμήσεων (1442 (25416)) ὑφήγημα (High) σκεμμάτων τε καὶ ὑφηγημάτων (NChonChron 43261)

ἐνθυμίζω (Low)ἐνθυμίζων αὐτὸν τὰς εὐεργεσίας (1421 (2464) ἀναμιμνῄσκω (High) τῶν γεγενημένων ἀναμιμνῄσκων εὐποιϊῶν (NChonChron 4

ἐννέα (Ambiguous)ἐννέα χρόνους ἔμελλε ἆρξαι (1445 (2554)) ἐννεατίζω (High) ἐνναετίσειν ἤμελλε (NChonChron 43391)

ἔννοια (Low)μὴ ἔχοντες ἔννοιαν (1612 (30415)) ἀφροντιστέω (Ambiguous) Βουλγάρων ἀφροντιστοῦντες (NChonChron 50223)

ἐννοιάζομαι (Ambiguous)ἐννοιάζετο διὰ τοὺς Φράγγους (21132 (37513) ὑφοράομαι (High) τὸ τῶν Λ Φρόνημα ὑφορώμενος (NChonChron 61257)

ἐννοιαζόμενος τὴν περαίωσιν (1431 (2529)) ὑφοράομαι (High) ἐπιδρομὴν ὑφορᾶσθαι (NChonChron 42972)

ἑνόομαι (Low)ἑνωθῆναι (21178 (38315)) συμμίγνυμι (High) ξυμμῖξαι (NChonChron 62486)

τοῖς Ἀρμενίοις ἑνωθεὶς (2181 (36924)) συμμίγω (Low) συμμίξας τοῖς Ἀρμενίοις (NChonChron 60287)

ἑνόω (Low)ἑνῶσαι (1152 (734)) συνάπτω (High) συνάψαι (NChonChron 3933)

ἔντερον (Low)τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἔσπασαν (1429 (24815)) ἐντός (Ambiguous) τὰ ἐντὸς διεφθάρη (NChonChron 42313)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 102 of 284

ἐντεῦθεν (High)ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) ἐνθένδε (High) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

ἔντιμος (Ambiguous)ἔντιμος (1113 (17115)) τιμήεις (High) τιμήεις (NChonChron 31826)

ἐντός (Ambiguous)ἐντὸς εἰσελθεῖν (1812 (33621)) εἴσω (High) εἴσω παρεισελθεῖν (NChonChron 55020)

ἐντὸς τοῦ ἔξωθεν τείχους (1112 (122)) εἴσω (High) εἴσω τοῦ τειχισμοῦ (NChonChron 2717)

ἐντὸς τῆς πόλεως εἰσελθεῖν (2175 (36819)) εἴσω (High) εἴσω παρελθεῖν (NChonChron 59931)

εἰσάγει ἐντός (21121 (3744)) ἔνδοθεν (High) ἔνδοθεν (NChonChron 61093)

ἐντὸς (15121 (28917)) ἔνδοθι (High) ἔνδοθι (NChonChron 48218)

ἐντὸς (15121 (28917)) ἔνδοθι (High) ἔνδοθι (NChonChron 48218)

ἐντὸς (1113 (215)) ἔνδον (High) ἔνδον (NChonChron 2840)

ἅτινα ἦσαν ἐντὸς ἐν αὐτοῖς διήρπαζον (2123 ( ἔνδον (High) τὰ τε ἔνδον διήρπαζον (NChonChron 58680)

ἐντὸς τῶν παλατίων (1812 (33626)) ἔνδον (High) ἔνδον τῶν ἀρχείων (NChonChron 55026)

ἐντὸς (1226 (2023)) ἔσωθεν (High) ἔσωθεν (NChonChron 35882)

ἐντὸς (1114 (1724)) ἔσωθεν (High) ἔσωθεν (NChonChron 31838)

ἐντρέπομαι (Low)ἐντρέπετο (1012 (1479)) αἰσχύνομαι (High) ᾐσχύνετο (NChonChron 27515)

ἐντραπεὶς (121013 (21929)) ἐρυθριάω (High) ἐρυθριάσας (NChonChron 38425)

ἐντροπή (Low)τὴν εὐκατάστατον ἐντροπὴν (15165 31335) αἰδήμων (High) τὸ τοῦ τρόπου αἰδῆμον (NChonChron 49943)

τὴν γυναικείαν ἐντροπὴν (1543 28523) αἰδώς (High) τὸ κάλυμμα τῆς αἰδοῦς (NChonChron 46086)

ἡ ἐντροπὴ (613 7119) αἶσχος (High) τὸ ἐκ τῆς ἥττης αἶσχος (NChonChron 15280)

μετὰ ἀτιμίας καὶ ἐντροπῆς (1661 (3145)) αἶσχος (High) αἴσχους ἐμπιμπλάμενον (NChonChron 51811)

τὴν αὐτοῦ ἐντροπὴν (12213 21212) αἰσχύνη (Both) μετὰ ἧτταν καὶ αἰσχύνην (NChonChron 36159)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 103 of 284

εἰς ἐντροπὴν ἐνέβαλε (15131 (2904)) αἰσχύνω (High) ᾔσχυνε (NChonChron 48336)

τὴν ἐντροπὴν (1377 2461) ἧττα (High) τὴν ἧτταν (NChonChron 40775)

εἰς ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος τῶν χωρῶν καὶ πόλε ὄνειδος (High) εἰς ὄνειδος πόλεων (NChonChron 53478)

ἐντροπιάζω (Low)σὲ βλέποντες ἐντροπιασμένην (15165 3149) ἀσχημοσύνη (High) τὸ τῆς ἀσχημοσύνης χρόνιον φέρειν (NChonChron 49953)

ἐντυλίσσω (Low)ἐντυλίξαντες (21179 (38322)) διαλαμβάνω (Ambiguous) διαλαβόντες (NChonChron 62493)

ἐνυβρίζω (Ambiguous)ἐνύβρισεν (1426 (24727)) παροινέω (High) παρῴνησεν (NChonChron 42283)

ἐξάγω (Low)ἐξάγει τῆς ζωῆς (515 (5417-18)) ἀπάγω (Ambiguous) ἀπάγει τοῦ ζῆν (NChonChron 12819)

ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) ἐκκομίζω (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

ἐξαίφνης (Low)ἐξαίφνης (447 (4321)) ἀθρόως (High) ἀθρόως (NChonChron 1105)

ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) αἴφνης (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

ἐξαίφνης (1226 (20130)) αἴφνης (High) αἴφνης (NChonChron 35876)

ἐξαίφνης (1825 (33832)) ἔννοια (Low) ὑπὲρ ἔννοιαν (NChonChron 55315)

ἐξαίφνης (14219 (2511)) ἐξάπινα (High) ἐξάπινα (NChonChron 42716)

ἐξακριβόομαι (High)τὴν εὐσέβειαν αὐτοῖς ἐξακριβωσάμενος (VEut φωταγωγέω (Low) τῷ θείῳ λόγῳ φωταγωγήσας (KyrilSkyth VEuth 10 (217))

ἑξάμιτον (Low)ἑξάμιτα (1552 (27519)) σηρικός (High) σηρικοῖς νήμασιν (NChonChron 46135)

ἐξανίσταμαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 104 of 284

ἐξαναστὰς (434 (4024)) ἐξαναθρῴσκω (High) ἐξανέθορέ τε (NChonChron 10558)

ἐξαπατάω (Low)ἐξαπατώμενοι (14212 (24827)) φρεναπατάω (High) φρεναπατώμενοι (NChonChron 42326)

ἐξαποστέλλω (Ambiguous)ἐξαπέστειλεν εἰπεῖν (4716 (5323)) ἀποστέλλω (Low) ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον (NChonChron 1248)

ἐξάπτω (Low)ἐξάψας τὸ πρόσωπον (121013 (21930)) πυρωπός (High) πυρωπότερος φανεὶς (NChonChron 38426)

ἐξαριθμέω (Ambiguous)ἐξαριθμῆσαι (1585 (2839)) ἀριθμέω (Ambiguous) ἀριθμεῖν (NChonChron 47364)

ἐξαρματώνω (Low)αἰχμαλωτίζων καὶ ἐξαρματώνων (6114 (722)) σκυλεύω (High) σκυλεύω (NChonChron 15737)

ἐξασφαλίζω (Both)ἐξασφαλισάμενος καὶ κατοχυρώσας αὐτό (16 κρατύνω (High) κρατύνας τὸ ἔρυμα (NChonChron 50213)

ἐξεῖπον (Low)πῶς ἄν τις ἐξείποι (14213 (24911)) διέξειμι (High) τι ἄν τις διεξίῃ (NChonChron 42449)

ἐξέρχομαι (Both)ἐξελθὼν (1592 (28322)) αἴρω (High) ἄρας (NChonChron 47479)

ἐξελθὼν (1225 (2019)) ἀναπλέω (High) ἀναπλεύσας (NChonChron 35757)

ἐξέρχεται (438 (4132)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρεῖ (NChonChron 10731)

ἐξελθὼν (1423 (24626)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρήσας (NChonChron 42148)

κἀκεῖθεν ἐξελθών (1611 (3042)) ἀνίσταμαι (Both) κἀκεῖθεν ἀναστάς (NChonChron 50211)

εἰ δrsquo ἴσως καὶ ἐξήρχοντο (1458 (25734)) ἀντιτάττομαι (High) εἰ δέ ποτε καὶ ἀντετάχθησαν (NChonChron 43713)

ἀπὸ τῆς Φιλίππου ἐξελθὼν (1581 (28126)) ἀπαίρω (Both) ἀπάρας ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 4714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 105 of 284

ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐξελθὼν χώρας (112 (44)) ἀπαίρω (Both) ἀπάρας ἐκ τῆς Ῥωμαίων (NChonChron 3234)

ἐξῆλθε (617 (6918)) ἀπαίρω (Both) ἀπῆρεν (NChonChron 15318)

ἐξήλθομεν (14219 (25027)) ἀπαίρω (Both) ἀπαράντες (NChonChron 42612)

ἐκεῖθεν ἐξελθὼν (1113 (223)) ἀπανίσταμαι (High) ἐκεῖθεν ἀπαναστὰς (NChonChron 2953)

ἐκεῖθεν ἐξελθών (21107 (3731)) ἀπανίσταμαι (High) ἐκεῖθεν ἀπαναστάς (NChonChron 60844)

ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν (2123 (3606)) ἄπαρσις (High) τὴν ἐκ πόλεως ἄπαρσιν (NChonChron 58788)

ἐξέρχονται ἀπὸ τῶν πορτῶν (21142 (37620)) διεκχέομαι (High) διεκχέονται τῶν πυλῶν (NChonChron 6143)

ἐξῆλθε (1823 (33814)) δρασμός (High) δρασμῷ ἐχρήσατο (NChonChron 55286)

ὅλος ἐξῆλθεν ὁ λαὸς (2175 (36816)) ἐκρέω (High) ἅπας ἐξερρύησαν ὁ λεὼς (NChonChron 59929)

ἐξελθὼν (438 (4126)) ἐξαναδύομαι (High) ἐξαναδὺς (NChonChron 10721)

οἵτινες ἐξελθόντες τοῦ τείχους (1113 (29)) ἔξειμι (High) οἳ καὶ ἐξιόντες τοῦ τείχους (NChonChron 2833)

ἐξέρχεται (2181 (36921)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 60184)

ἐξελθὼν (1453 (25530)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 43425)

ἐξελθὼν (183 (34023)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 55684)

ἐξήρχοντο (2123 (3607)) ἔξειμι (High) ἐξῄεσαν (NChonChron 58789)

ἐξέρχεται (1431 (2522)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 42865)

ἐξερχομένων (1585 (2838)) ἔξειμι (High) ἐξιόντων (NChonChron 47362)

ἐξέρχεται (1582 (2824)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 47218)

ἐξελθὼν (21172 (38114)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 6216)

ἐξέρχεται (443 (4221)) ἔξειμι (High) ἔξεισι (NChonChron 10858)

ἐξέρχεται πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη (621 (731)) ἔξειμι (High) ἔξεισι πρὸς τἀ ἑσπέρια (NChonChron 15884)

ἐξέρχεται (1425 (24712)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 42266)

ἐξήλθοσαν (1435 (25315)) ἔξοδος (Ambiguous) αὐτῷ ἡ ἔξοδος διηυμάριστο (NChonChron 43021)

ἐξῆλθε (1131 (425)) ἐξορμάω (High) ἐξώρμησεν (NChonChron 3363)

ἐξήλθοσαν (1458 (25730)) ἔπειμι (High) ἐπῄεσαν (NChonChron 43710)

ἐξελθεῖν ἐν ταῖς χώραις (16172 (32513)) ἐπιτίθεμαι (High) τοῖς θέμασιν ἐπιθέσθαι (NChonChron 53358)

τρυπήσας ἐξῆλθεν (436 (4111)) οἴχομαι (High) διατορήσας ᾤχετο (NChonChron 1061)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 106 of 284

ἐξελθὼν (6117 (7229)) πρόειμι (High) πρόεισιν (NChonChron 15880)

ἐξέρχεται ἀπὸ τοῦ κάστρου (21121 (3742)) ὑπεξίσταμαι (High) τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται (NChonChron 61088)

ἐξετάζω (Low)ἀκριβῶς ἐξέταζε (1813 (3375)) ἀκριβολογέω (High) ἠκριβολόγησε (NChonChron 55143)

τοὺς αὐθέντας ἐξέταζον (2123 (35928)) ἀνακρίνω (High) τοὺς δεσπότας ἀνέκρινον (NChonChron 58681)

ἐξευμενίζω (Low)ἐξευμενιζων τὸν βασιλέα ἐφαίνετο (4714 (53 ἐξομαλίζω (High) ἐξομαλίζων ἦν τὸν βασιλέα (NChonChron 12375)

ἐξισάζω (Low)ἐξισάζειν ἑαυτὸν τοῖς βασιλεῦσι (631 (7326)) ἀνθαμιλλάομαι (High) πρὸς βασιλεῖς ἀνθαμιλλᾶσθαι (NChonChron 16027)

ἐξοδιάζω (Low)οὐδὲ ἐπιθυμητότερον ἐξοδιάζειν (1822 (33723 δαπανηρός (High) οὐδὲν ἔθνος δαπανηρότερον (NChonChron 55163)

ἔξοδος (Ambiguous)μετὰ ἐξόδων καὶ χρημάτων (1411 (2454)) ἀνάλωμα (High) ἀναλώμασι (NChonChron 41995)

περιέφραζε τὰς ἐξόδους (4715 (539)) διέξοδος (High) περιεφράγμου τὰς διεξόδους (NChonChron 12383)

τὴν ἅπασαν ἔξοδον (15105 (28621)) ἐφόδιον (High) ἐφόδιον ὅπερ ἤτησε (NChonChron 4787)

ἐξοικισμός (Low)ἐξοικισμὸς (1585 (28312)) έρημία (High) ἡ τῶν χωρῶν ἐρημία (NChonChron 47366)

ἐξόπισθεν (Low)ἐξόπισθεν (1581 (28132)) νῶτον (High) κατὰ νώτου (NChonChron 47111)

ἐξόπισθεν ἐστράφη (1114 (1726)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐφέρετο (NChonChron 31839)

ἐξόπισθεν ἦλθεν εἰς Κ (1151 (728)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐπανῆκεν εἰς τὸ Βυζάντιον (NChonChron 3824)

ἐξοπλίζω (Low)ἔργοις ἑαυτὸν ἐξοπλίσας (16192 (32615)) περιανθίζω (High) ἔργοις ἑαυτὸν περιανθίσας (NChonChron 53594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 107 of 284

ἐξορίζω (Low)ἐξορίσθησαν ἀπὸ ταῆς πατρίδος αὐτῶν (1511 ἔκπτωσις (High) πατρίδος ἐδυστύχησαν ἔκπτωσιν (NChonChron 48065)

ἐξορισθέντας (1211 (19917)) ἐξορία (High) ἐν ἐξορίαις κακουχουμένους (NChonChron 35518)

ἐξορύττω (Both)ὀφθαλμοὺς ἐξορύξας (1457 (25722)) ἐκκόπτω (Both) κόρας ἐκκόψαι (NChonChron 43692)

ἐξουδενόω (Low)ἐξουδενοῦντες τοὺς βασιλεῖς (1457 (25723)) μυκτηρίζω (High) τὰ Ῥωμαίων μυκτηρίζοντες πράγματα (NChonChron 43694)

ἐξουσία (Low)ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) ἀρχή (Both) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

ἡ ἐξουσία τῶν Βλάχων (1582 (2825)) ἀρχηγία (Ambiguous) ἡ ἀρχηγία Μυσῶν (NChonChron 47219)

τῆς ἐξουσίας αὐτὸν ἐξέβαλε (14222 (25126)) ἀρχηγία (Ambiguous) μεταστήσας τῆς ἀρχηγίας (NChonChron 42848)

ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) διεξαγωγή (High) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

ἡ ἐξουσία (1583 (2828)) ἡγεμονία (High) ἡ ἡγεμονία (NChonChron 47222)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) ἰσχύς (High) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

τὴν ἐξουσίαν (622 (7315)) κράτος (Ambiguous) τὸ κράτος (NChonChron 1596)

ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) κυβέρνησις (Ambiguous) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

τὴν ἐξουσίαν λαμβάνει (621 (736)) κυριότης (High) ἐπισπᾶται τὴν κυριότητα (NChonChron 15991)

ἐξουσίαν (1111 (1714)) ὑποχείριος (High) ὑποχείριον (NChonChron 3178)

ἐξουσιάζω (Low)ἐξουσιάζεσθαι παρά τινος (1557 (27629)) πείθομαι (Ambiguous) ἑτέροις πείθεσθαι (NChonChron 46493)

ἐξυπνίζω (Low)ἐξύπνισε καὶ ἐγρηγόρησεν (15121 (2898)) ἐξαναθρῴσκω (High) ἐξανέθορον καὶ ἀνένηψαν (NChonChron 4827)

ἔξω (Low)ἔξω (14213 (2492)) ἔξωθεν (High) ἔξωθεν (NChonChron 42437)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 108 of 284

ἐξωθέω (Low)ἐφοβεῖτο μήπως ἐξωσθῆ (622 (7314)) παραλύω (High) ἠγωνία μήπως τῆς τῶν Σέρβων παραλυθῇ δυναστείας (NCh

ἑορτάζω (Low)ἑορτάσων τὴν κοίμησιν (1463 (25830)) τελέω (High) τελέσων τὰ ὅσια τῇ μεταστάσει (NChonChron 43853)

ἑορτάσιμος (Low)ἐλθούσης δὲ τῆς ἑορτασίμου μνήμης (619 (69 ἑόρτιος (High) ἐνστάσης δὲ τῆς ἑορτίου μνήμης (NChonChron 15334)

ἐπαινέω (Ambiguous)ἐπαινούμενος ἕνεκα τῆς τοιαύτης νίκης (6117 ὑμνέω (High) ὑμνούμενος τῆς νίκης (NChonChron 15877)

ἐπαίνουν (1553 (27525)) ὑπεξαίρω (High) ὑπεξαίροντες (NChonChron 46245)

ἐπαίρω (Both)διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) αἴρω (High) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

ἐπαίρουσιν τὸ νερόν (1612 (30423)) ἀρύομαι (High) ἀρύσασθαι τὸ ποτόν (NChonChron 50332)

εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρετο καὶ θρασύτητα (166 προσεπαίρω (High) προσεπαίροντα εἰς θρασύτητα (NChonChron 51814)

ἐπακολουθέω (Both)ἐπακολουθοῦντα (1454 (25620)) ἐφέπω (High) ἐφέποντα (NChonChron 43551)

ἐπηκολούθησαν καὶ αὐτῶ (1427 (2485)) προσχωρέω (High) καὶ τούτῳ προσκεχωρήκασι (NChonChron 42293)

ἐπακόλουθος (Low)ἵνα ἐπακόλουθον τῶ λόγω ἔχω (21141 (3761)) εἱρμός (High) ἵνα καθ᾽ εἱρμὸν τῷ λέγειν δοίημεν (NChonChron 61377)

ἐπαναστρέφομαι (Low)συντόμως πάλιν ἐπαναστρέφεται (112 (417)) φιλυπόστροφος (High) ταχέως φιλυπόστροφος γίνεται (NChonChron 3251)

ἐπαναστρέφω (Low)ἐπανέστρεψεν (479 (5118)) ἐπαναζεύγνυμι (High) ἐπανέζευξεν (NChonChron 12093)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἐπανέστρεψεν (161 ἐπανατρέχω (High) εἰς Βυζάντιον ἐπανέδραμε (NChonChron 53595)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 109 of 284

ἐπανέρχομαι (Low)ἐπανέρχομαι (511 (531)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνειμι (NChonChron 12648)

ἐπάνω (Low)(ἔθηκεν) ἐπάνω δὲ τούτου (523 (5610)) ἄνωθεν (High) τὸν πῖλον ἐπέθηκεν ἄνωθεν (NChonChron 1312)

ἐπάνω τούτων (1142 (718)) ἄνωθεν (High) ἄνωθεν (NChonChron 387)

ἐπάνω ὄρους κειμένην (21124 (37423)) ἐπί (Ambiguous) ἐπ ἀνάντους ὄρους κειμένη (NChonChron 61129)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 ἐπί + genitive (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15869)

ἔπαρσις (Ambiguous)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 κόμπος (High) καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 6590)

μετὰ ἐπάρσεως (1563 (27718)) κόμπος (High) μετὰ κόμπου (NChonChron 46533)

εἰπεῖν μετὰ ἐπάρσεως (618 (6927)) μεγαλορρημονέω (High) μεγαλορρημονῶν ἔλεγεν (NChonChron 15328)

ἐπειδή (Both)ἐπειδὴ κακῶς ἔπασχε (1454 (2569)) ὡς (Both) ὡς κακῶς πασχόντων (NChonChron 43536)

ἐπεισέρχομαι (Ambiguous)ἕτερον (κακὸν) ἐπεισῆλθε (1557 (27619)) ἐπεισφρέω (High) ἕτερον (κακὸν) ἐπεισέφρησε (NChonChron 46378)

ἐπέρχομαι (Ambiguous)πολλὰ (σημεῖα) ἐπήλθοσαν (2122 (35920)) συμφέρομαι (High) πολλὰ (σημεῖα) ξυνηνέχθησαν (NChonChron 58671)

ἐπηρμένος (Low)ἐπηρμένων καὶ ἀλαζονικῶν (2151 (36517)) τυφομανής (High) τυφομανῶν (NChonChron 59511)

μετὰ ἐπηρμένου φρονήματος (618 (6925)) φρονηματίζομαι (High) φρονηματισθέντες (NChonChron 15326)

ἐπί (Ambiguous)ἐπὶ (1583 (2828)) προς (Both) πρὸς (NChonChron 47222)

ἐπί + accusative (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 110 of 284

ἐπὶ τὴν Βερόην (1432 (25213)) εἰς (Both) εἰς Βερόην (NChonChron 42976)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) ἐπί + dative (Ambiguous) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

ἐπὶ δὲ τὸ κακὸν τοῦτο ἕτερον ἐπεισῆλθε (1557 ἐπί + dative (Ambiguous) ἐπὶ δὲ τῷ κακῷ τούτῳ ἕτερον ἐπεισέφρησε (NChonChron 463

ἐπί + dative (Ambiguous)ἐπὶ τῷ δόρατι ἐγκαυχώμενον (441 (4216)) dative (Both) τῷ δόρατι ἐγκαυχώμενον (NChonChron 10854)

ἐπὶ πλέον (Ambiguous)ἐπιπλέον (433 (4010)) ἐκ τοῦ πλείονος (High) ἐκ τοῦ πλείονος (NChonChron 10439)

καὶ ἐπὶ πλέον (632 (7332)) ἔτι (Ambiguous) καὶ ἔτι πρὸς (NChonChron 16034-35)

ἐπιπλέον (513 (5325)) μάλιστα (High) μάλιστα (NChonChron 12781)

ἐπὶ πλέον (14212 (24825)) πλειόνως (High) πλειόνως (NChonChron 42324)

ἐπιπλέον μετὰ ἀμάξης περιεπάτει (4712 (522 τὰ πολλά (High) τὰ πολλὰ ἐφrsquo ἁρμαμάξης (NChonChron 12249)

ἐπιβουλή (Ambiguous)ἐπιβουλὴν κατασκευάσας (14210 (24817)) σύστρεμμα (High) σύστρεμμα τεκτηνάμενος (NChonChron 42314)

πρωταίτιον τῆς ἐπιβουλῆς (15113 (28821)) σύστρεμμα (High) πρωτουργὸν τοῦ συστρέμματος (NChonChron 48180)

ἐπιδίδωμι (High)ἐπιδώσει αὐτῶ (183 (34023)) κατατίθεμαι (High) καταθέσθαι οἱ συνέθετο (NChonChron 55683)

ἐπιθυμέω (Both)ἐπιθυμῶν συμμίξαι (7127 (8830)) γλίχομαι (High) συμμῖξαι γλιχόμενος (NChonChron 18525)

ἐπιθυμῶν καταντῆσαι (1225 (2018)) διανοέομαι (Both) πέρας θέσθαι διανοούμενον (NChonChron 35756)

ἐπεθύμει (183 (34020)) ἐράω (High) ἐρᾶν (NChonChron 55681)

ἐπιθυμεῖ στρατηγίαν ποιῆσαι μακρὰν (631 (7 ἐράω (High) ἐρᾷ στρατείας ὑπερορίου (NChonChron 15918)

ἐπιθυμεῖ (14214 (24919)) ἐράω (High) ἐρᾶν (NChonChron 42558)

τὰς χώρας ἐπιθυμῶν κρατῆσαι (4711 (5213)) ἔρως (Ambiguous) νοσήσας κἀπὶ τῇ τούτου ἔρωτα χώρᾳ (NChonChron 12234)

ἐπιθυμητός (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 111 of 284

οὐδὲ ἐπιθυμητότερον εἰς χρήματα (ἔθνος) (18 ἐρασιχρήματος (High) οὐδὲν γὰρ ἔθνος ἐρασιχρηματώτερον (NChonChron 55162)

ἐπιθυμία (Ambiguous)διrsquo ἐπιθυμίας εἶχεν ἑνῶσαι (1152 (734)) ἔρως (Ambiguous) ἀεὶ διrsquo ἔρωτος εἶχε συνάψαι (NChonChron 3933)

ἐπιθυμίαν (1557 (27625)) ἔρως (Ambiguous) ἔρωτα (NChonChron 46488)

ἐπικείμενος (Ambiguous)τὰς ἐπικειμένας χώρας (1118 (17317)) ἐφεξῆς (High) τὰς ἐφεξῆς χώρας (NChonChron 32193)

ἐπιλαμβάνομαι (High)στρατιωτικῆς δυνάμεως ἐπιλάβεσθε (6111 (7 μνάομαι (High) μνήσασθε πολεμίου ἀλκῆς (NChonChron 15459)

ἐπιλανθάνομαι (Ambiguous)ἐπιλάθηται τοῦ οἴκου τοῦ πατρικοῦ (511 (531 λανθάνομαι (High) τῆς ἐς πατρίδα λαθόμενος ἐπανόδου (NChonChron 12663)

ἐπιμελέομαι (Low)τῆς ἔσωθεν (εὐμορφίας) ἐπεμελεῖτο (251 (121 ἐπιμέλομαι (High) τοῦ ἔνδον (κάλλους) ἐπεμέλετο (NChonChron 5360)

ἐπιπέμπω (Ambiguous)ἐπιπέμπων βοήθειαν (1225 (20113)) ἐπισταλάττω (High) ἐπισταλάττων χάριν (NChonChron 35759)

ἐπιπίπτω (Low)πολλῶν Σέρβων ἐπιπεσόντων αὐτῶ (3111 (33 ἐπιβρίθω (High) πολλῶν ἐπιβρισάντων αὐτῷ Σέρβων (NChonChron 9236)

ἐπιπλήττω (Ambiguous)ὠνείδισε καὶ ἐπέπληξε (1455 (25632)) καταμωκάομαι (High) καταμωκώμενον (NChonChron 43666)

ἐπιστήμων (Ambiguous)ἐπιστήμονα πάντων (21106 (37234)) ἴδρις (High) ἴδριν τῶν τακτικῶν (NChonChron 60838)

ἐπιστρέφω (Low)ἵνα ἐπιστρέψη (1432 (25212)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρήσειν (NChonChron 42975)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 112 of 284

ἐπισυμβαίνω (Ambiguous)εἰς τὰ ἐπισυμβάντα τῆ βασιλίδι (2122 (35919)) συμβαίνω (Both) ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι τῇ βασιλίδι (NChonChron 58670)

ἐπιτάσσω (High)ἐπιτάττει αὐτῶ κλέψαι τὰς κλεῖς (521 (227)) ἐπισκήπτω (High) ἐπισκήπτει τούτῳ ὑφελέσθαι τὰς κλεῖς (NChonChron 12933

ἐπιτήδειος (Both)ἐπιτήδειον πρὸς ὑποδοχὴν (413 (3819)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανὸν ὑποδέξασθαι (NChonChron 10161)

ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7412)) οὔριος (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ὁ ἄνεμος ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 ( φορός (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ἐπιτίθημι (Low)πληγὰς αὐτοὺς ἐπιθέντες (2123 (35929)) ἐντείνω (High) πληγὰς ἐντείνοντες ἐνίοις (NChonChron 58681)

ἐπιτιμάω (Both)ἐπετίμησε (1422 (24621)) ἐμβριμάομαι (Ambiguous) ἐμβριμησάμενος (NChonChron 42143)

ἐπιτυχία (Ambiguous)τὴν ἐπιτυχίαν (631 (7323)) εὐδαίμων (High) τὸ εὔδαιμον (NChonChron 15920)

ἐπιφέρω (Low)ἐπιφέρων τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (743)) ἀποκομίζω (High) ἀποκομίσοντα τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16041)

ἐπιχειρέω (Low)δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) φροντίζω (Both) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

στρατιωτικὴν ἐπιχειροῦντας μέθοδον (21142 ( χράομαι (High) μεθόδοις χρωμένους στρατηγικαῖς (NChonChron 61494)

ἔποικος (Ambiguous)οἱ ἐντός τῆς πόλεως ἔποικοι (1592 (28330)) πολιορκέω (High) πολιορκούμενοι (NChonChron 47487)

ἐπόμνυμαι (Ambiguous)ἐπομόσεται στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (336 συντίθεμαι (Both) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι συνέθετο (NChonChron 55038)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 113 of 284

ἐργάζομαι (High)κακὰ ἐργάζεται (3111 (3322)) δράω (High) χείρονα δρᾶν (NChonChron 9230)

ἐργασάμενος (1823 (33816)) ἐπιτεχνάομαι (High) ἐπιτεχνώμενος 55288 (NChonChron 55288)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) τρέπομαι (Both) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἔργον (Ambiguous)ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (1741)) ἦθος (High) ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἐρευνάω (Low)τοὺς λιμένας ἠρεύνα (437 (4117)) διερευνάομαι (High) τοὺς λιμένας διηρευνᾶτο (NChonChron 10710)

ἔρημος (Ambiguous)ἔρημος ἐγένετο (2121 (35910)) κενόω (High) κεκένωται (NChonChron 58560)

τὸ Στούμπιν ἔρημον ἀπηργάσαντο (1451 (255 κενόω (High) τῶν ἐνοικούντων τὸ Στούμπιον ἐκένωσαν (NChonChron 434

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) κενόω (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ἔρχομαι (Both)ἤλθομεν (14219 (25027)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμεθα (NChonChron 42612)

πρὸς τὸν βασιλέα ἐλθεῖν (1662 (31415)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικέσθαι ἐς βασιλέα (NChonChron 51823)

ἐλθὼν (1553 (27521)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμενος (NChonChron 46237)

ἡ ἐξουσία ἔρχεται ἐπὶ ταὸν ἀδελφὸν (1583 (28 βλέπω (Both) ἡ ἡγεμονία βλέπει πρὸς (NChonChron 47222)

ἐλθεῖν εἰς Ἀδριανούπολιν (1456 (2571)) γίνομαι (Both) κατrsquo Ἀδριανούπολιν γενέσθαι (NChonChron 43668)

μέλλων ἔρχεσθαι (447 (4316)) εἶμι (High) μέλλων ἰέναι (NChonChron 11095)

ἔρχονται (1111 (1712)) εἰσβάλλω (Ambiguous) ἐσβάλλει (NChonChron 3175)

εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (112 (422)) εἴσειμι (High) τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

ἐλθὼν (1556 (27617)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 46372)

ἐλθούσης δὲ τῆς ἑορτασίμου μνήμης (619 (69 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης δὲ τῆς ἑορτίου μνήμης (NChonChron 15334)

ἐλθούσης οὖν τῆς ἡμέρας τῆς ὁρισθείσης (653 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης οὖν τῆς προθεσμίας (NChonChron 17265)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 114 of 284

ἡ προθεσμία ἦλθεν (443 (4219)) ἐνίσταμαι (High) ἡ προθεσμία ἐνειστήκει (NChonChron 10856)

τὸ φάρμακον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἐλθὸν (515 (54 ἐνσκήπτω (High) τὸ φάρμακον τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσι (NChonCh

πάλιν ἔρχεται (1453 (2567)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνεισιν αὖθις (NChonChron 43434)

ἔρχεται πρὸς (1436 (25324)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνεισι πρὸς (NChonChron 43133)

ἐρχομένω (14214 (24922)) ἐπάνειμι (High) ἐπανιόντι (NChonChron 42562)

ἀνελπίστως κατrsquo αὐτοῦ ἐλθὼν (2185 (37027)) ἔπειμι (High) μὴ προσδόκιμος ἐπιὼν τῷ ἀνδρὶ (NChonChron 60333)

τοὺς ἐρχομένους (1435 ( 25310)) ἔπειμι (High) τὸ ἐπιὸν (NChonChron 43017)

ἤρχοντο (618 (6925)) ἔπειμι (High) ἐπῄεσαν (NChonChron 15327)

ἐλθεῖν (1812 (33621)) ἐπιρρέω (High) ἐπιρρεῦσαι (NChonChron 54919)

πρὸς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (1611 (3043)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταται τῇ Θεσσαλονίκῃ (NChonChron 50211)

ἔρχεταί τις (6110 (703)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταταί τις (NChonChron 15444)

περὶ τὸν βασιλέα ἐλθὼν (121013 (21926)) ἐφίσταμαι (High) τῷ βασιλεῖ ἐπιστὰς (NChonChron 38422)

ἤρχετο (1225 (2017)) ἔχομαι (High) ταῆς πορείας εἴχετο (NChonChron 35755)

μήπω δὲ τῆς συμμαχίας ἐλθούσης (21178 (383 ἥκω (High) μήπω δὲ τῆς ξυμμαχίας ἡκούσης (NChonChron 62480)

ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν (412 (3812)) ἱκνέομαι (High) ἵκετο πρεσβεία (NChonChron 10053)

ἦλθε (15122 (28921)) κατάγομαι (High) κατήχθη (NChonChron 48223)

πρὸς Ἀδριανούπολιν ἔρχεται (183 (34019)) καταλαμβάνω (High) τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε (NChonChron 55680)

εἰς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (412 (3817)) καταλαμβάνω (High) τὴν τῶν Θεσσαλῶν καταλαβὼν (NChonChron 10058)

εἰς Ἀδριανούπολιν ἐλθόντες (21143 (37630)) καταλαμβάνω (High) κατειληφότες τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (414 (3910) μετασκηνόω (High) εἰς τὴν βασιλίδα πόλιν μετασκηνοῖ (NChonChron 10287)

εἰς τὰ βασίλεια ἔρχονται (1821 (33711)) παραβάλλω (High) ἐς τὰ βασίλεια παραβάλλουσιν (NChonChron 55151)

εἰς τὰ Τ ἦλθεν (244 (124)) παρεμβάλλω (High) παρενέβαλεν εἰς τὰ Τ (NChonChron 5345)

ἤρχετο (1225 (2017)) πορεία (High) τῆς πορείας εἴχετο (NChonChron 35755)

πρὸς τὴν Προύσαν ἔρχονται (2183 (37011)) πρόσειμι (High) τῇ Προύσῃ προσίασι (NChonChron 60213)

ἐλθὼν πρὸς τὸν βασιλέα (1585 (28229)) προσρέω (High) τῷ βασιλεῖ προσρυεὶς (NChonChron 47345)

ὑπὸ σκιὰν δένδρου ἐλθὼν (7125 (8817)) ὑπέρχομαι (High) σκιὰν ὑπελθὼν δένδρου (NChonChron 1849)

ἦλθε (1456 (2572)) φθάνω (Both) φθάσας (NChonChron 43671)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 115 of 284

ἐρωτάω (Both)ἠρώτησεν αὐτῶ εἰ θέλει (479 (5125)) ἔρομαι (High) ἤρετο εἰ βούλοιτο (NChonChron 1219)

ἠρώτησεν (1422 (24613)) ἔρομαι (High) ἤρετο (NChonChron 42035)

ἐρωτήσας (14219 (25030)) πυνθάνομαι (High) πυνθανομένου (NChonChron 42716)

ἑσπέρα (Ambiguous)πρὸς ἑσπέραν (15111 (2883)) βουλυτόν (High) περὶ βουλυτὸν (NChonChron 48059)

πρὸς ἑσπέραν (15111 (28730)) ὀψέ (High) τῆς ἡμέρας ὀψὲ (NChonChron 48055)

ἐστιν (Low)ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) ellipsis (High) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

ἔσχατος (Ambiguous)τοῦ ἐσχάτου ἐνδύματος (15106 (28712)) τελευταῖος (High) ταὸ τελευταῖον κάλυμμα (NChonChron 47934)

ἔσωθεν (High)τῆς ἔσωθεν (εὐμορφίας) (251 (1216)) ἔνδον (High) τοῦ ἔνδον (κάλλους) (NChonChron 5360)

ἐτάζω (Ambiguous)ἐταζόμενος (1429 (24815)) ἔτασις (High) ἐτάσεσιν ὑποβληθεὶς (NChonChron 42312)

ἕτερος (Both)παρrsquo ἑτέρων (2151 (36521)) ἄλλος (Both) παρrsquo ἄλλοις ἔθνεσι (NChonChron 59516)

ἑτέρας μηχανὰς (21179 (38318)) ἄλλος (Both) ἄλλων μηχανῶν (NChonChron 62489)

ἑτέραν ὁδὸν (1435 (25319)) ἄλλος (Both) ἄλλην (NChonChron 43025)

ἕτερα κάτεργα (15122 (28925)) ἄλλος (Both) τριήρεις ἄλλας (NChonChron 48226)

ἕτεροι δὲ καὶ ὀλιγοψύχουν (6114 (7133)) εἰσὶ δrsquo οἵ (High) εἰσὶ δrsquo οἳ καὶ ἐλειφαίμουν (NChonChron 15735)

βασιλεύσας δὲ ἕτερος ἀνεφάνη (15132 (29011 ἑτεροῖος (High) ἄρξας δrsquo οὖν ἑτεροῖος ὦπτο (NChonChron 48343)

ἐξ ἑτέρων (1564 (2782)) ἑτέρωθεν (High) ἑτέρωθεν (NChonChron 46649)

ἕτερον κατὰ τοῦ ἑτέρου ἐκίνει πρὸς π (474 (4 θάτερος (High) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 116 of 284

τὴν δὲ ἑτέραν ἀπέστειλε (1411 (2456)) θάτερος (High) θατέραν δὲ πέπομφε (NChonChron 4193)

ἑτέρων (1114 (17118)) λοιπός (Ambiguous) λοιποὶ (NChonChron 31831)

τὰς ἑτέρας χώρας (1613 (30429)) λοιπός (Ambiguous) τὰ λοιπὰ πολίσματα (NChonChron 50339)

ἕτεροι δὲ φονεύονται (1114 (229)) ὁ δέ (High) οἱ δrsquo ἐμπείρονται δόρασιν (NChonChron 2961)

ὁ μὲν hellip ἕτερος (437 (4116)) ὁ δέ (High) ὁ μὲν hellip τῷ δὲ (NChonChron 1079)

ἕτεροι δὲ (214 (3651)) ὁ δέ (High) οἱ δὲ (NChonChron 59490)

τὸ δὲ ἕτερον ἔπεμψε (16192 (3263)) ὁ δέ (High) τὸ δrsquo ἐξέπεμψεν (NChonChron 53481)

ἕτεροι (1221 (20014)) τίς (Both) τινὲς (NChonChron 35635)

ἑτοιμάζομαι (Low)καὶ πρὸς πόλεμον ἡτοιμάζετο (1661 (31411)) μεθίσταμαι (High) μηδὲ τοῦ πολέμου μεθιστάμενος (NChonChron 51818)

ἑτοιμάζω (Both)ἡτοιμάζετο (1612 (30426)) ἑτοιμάζω (Both) ἡτοιμάσατο (NChonChron 50335)

στόλον ἑτοιμάσας (632 (7331)) καταρτύω (High) στόλον καταρτύει (NChonChron 16033)

εὐαγγέλιον (Low)μετὰ τῶν θείων εὐαγγελίων (2182 (36931)) λόγιον (Both) μετὰ τῶν θείων λογίων (NChonChron 6022)

εὐαπόδεκτος (Ambiguous)ὠφέλιμος καὶ εὐαπόδεκτος (15111 (28723)) πολυέραστος (High) πολυέραστος (NChonChron 47947)

εὐγενής (Low)εὐγενεῖς (2177 (3697)) εὖ (High) τῶν εὖ γεγονότων (NChonChron 60166)

εὐδοκέω (Ambiguous)θεὸς ηὐδόκει (1558 (27633)) βουλεύομαι (High) θεὸς βεβούλευται (NChonChron 4643)

εὐδοκίμησις (Ambiguous)εὐδοκίμησιν (15121 (28911)) ἀέθλευμα (High) ἀεθλεύμασιν (NChonChron 48212)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 117 of 284

εὐεργεσία (Ambiguous)τὰς εὐεργεσίας (1421 (2465)) εὐποιΐα (High) τῶν εὐποιϊῶν (NChonChron 42029)

εἰς ῥόγαν καὶ εὐεργεσίαν (1224 (2014)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

εὐεργεσίας (511 (535)) φιλοφροσύνη (High) φιλοφροσύνης (NChonChron 12653)

εὐεργετέω (Ambiguous)εὐεργετῆσαι (1558 (27631)) βραβεύω (High) βραβεύοντα (NChonChron 4641)

εὐεργετήσας (42 (3914)) διαθάλπω (High) διαθάλψας (NChonChron 10292)

εὐεργετῶ σοι ταῦτα (479 (5131)) φιλοτιμέομαι (Low) φιλοτιμοῦμαί σε τούτοις (NChonChron 12115)

εὔκαιρος (Low)εὔκαιρα ἐφέροντο (κάτεργα) (6320 (7833)) ἀνερμάστιστος (High) ἀνερμάστιστοι φέρεσθαι (νῆες) (NChonChron 16873)

εὐκίνητος (Ambiguous)εὐκίνητος πρὸς θυμὸν (14214 (24914)) εὐέμπτωτος (High) εὐέμπτωτος εἰς θυμὸν (NChonChron 42452)

εὐκολοκράτητος (Low)εὐκολοκράτητον (1112 (25)) εὐκαταγώνιστος (High) εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

εὔκολος (Ambiguous)εὔκολον (2131 (36018)) εὐμαρής (High) εὐμαρὲς (NChonChron 5876)

τὰ εὐκολώτερα (1613 (30431)) εὐχείρωτος (High) τὰ εὐχείρωτα (NChonChron 50341)

ὁδὸν εὔκολον (21124 (37425)) ῥᾴδιος (High) πάροδον ῥᾳδίαν (NChonChron 61132)

εὐκόλως (Ambiguous)εὐκόλως (16172 (32514)) εὐμαρῶς (High) εὐμαρῶς hellip καὶ ῥαδίως (NChonChron 53359)

εὐκόλως εἶχε καὶ τὴν ὅλην παραλαβεῖν Ζαγορ εὐμαρῶς (High) εἶχεν ἂν εὐμαρῶς καὶ ἀπόνως Μυσίαν ἅπασαν (NChonChro

εὐκόλως τούτους ἀποτινάσσεται (7128 (8913) εὐπετῶς (High) τὴν ἐπέλευσιν εὐπετῶς ἀποκρούεται (NChonChron 18546)

εὐκόλως τούτους ἀπεπέμψατο (7126 (8825)) ῥαδίως (High) ῥᾳδίως τούτους ἐώσατο (NChonChron 18421)

εὐκόλως (16172 (32514)) ῥαδίως (High) εὐμαρῶς καὶ ῥαδίως (NChonChron 53359)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 118 of 284

εὔλογος (Ambiguous)εὔλογον (14220 (25111)) πρόδηλος (High) πρόδηλον (NChonChron 42729)

εὐμήχανος (Low)εὐμήχανος (436 (415)) εὐμέθοδος (High) εὐμέθοδος (NChonChron 10689)

εὐμορφία (Low)τῶ κάλλει καὶ τῆ εὐμορφία (2131 (36016)) κάλλος (Both) τῷ κάλλει (NChonChron 5874)

τῆς σωματικῆς εὐμορφίας (251 (1215)) κάλλος (Both) τοῦ σωματικοῦ κάλλους (NChonChron 5360)

εὔμορφος (Ambiguous)διὰ γυναικὸς εὐμόρφου (14213 (2494)) καλλιπάρῃος (High) διὰ γυναικὸς καλλιπαρῄου (NChonChron 42439)

εὐνοῦχος (Ambiguous)εὐνοῦχον (4717 (5331)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίαν ἄνθρωπον (NChonChron 12418)

εὐνούχω (1113 (17115)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίᾳ (NChonChron 31826)

εὐνοῦχος (1551 (27512)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίας (NChonChron 46126)

τοῦ εὐνούχου (1812 (33627)) ἐκτομίας (High) τοῦ ἐκτομίου (NChonChron 55026)

οἱ εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως (1613 (3054)) ἐνόρχης (High) οἱ μὴ ἐνόρχαι τοῦ βασιλέως πρόκοιτοι (NChonChron 50350)

εὐπρόσωπος (Low)πρόφασιν εὑρόντες εὐπρόσωπον (2121 (35913 εὐτύπωτος (High) χρησαμένων προσωπείῳ εὐτυπώτῳ (NChonChron 58664)

εὑρίσκομαι (Ambiguous)εὑρίσκοντο δυνατώτερα (1452 (25529)) εἰμί (Both) ἦσαν ἐπικρατέστερα (NChonChron 43424)

μετὰ τῶν εὑρεθέντων αὐτῶ στρατιωτῶν (113 ὡς εἶχεν (High) ὡς εἶχεν (NChonChron 3363)

εὑρίσκω (Both)εὑρισκόμενον (1562 (27710)) αὐλίζομαι (High) αὐλιζόμενον (NChonChron 46524)

περὶ τῶν μὴ εὑρισκομένων (2123 (35928)) ἀφανής (High) περὶ τῶν ἀφανῶν (NChonChron 58681)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 119 of 284

στράτευμα εὑρόντες (21178 (38317)) ἐγκύρω (High) τάγμασι ἐγκύρσαντες (NChonChron 62487)

κάτεργα τοῦ σουλτάνου εὑρόντες (633 (7411) ἐγκύρω (High) ἓξ ἐγκύρσας ναυσὶν (NChonChron 16153)

τὰ εὑρεθέντα ἐκεῖσε (1824 (33824)) ἔνειμι (High) τὰ ἐνόντα (NChonChron 5534)

ὁδὸν εὑρίσκων (21124 (37425)) θεάομαι (Both) πάροδον θεώμενος (NChonChron 61132)

καιρὸν εἰς τοῦτο εὔκολον ηὕραμεν (1456 (257 λαμβάνομαι (High) εὐκαιρίας ἐλάβοντο (NChonChron 43684)

οὐχ ηὕρισκον χρήματα (1822 (33727)) σπανίζω (High) χρημάτων ἐσπάνιζε (NChonChron 55166)

εὗρε ταὸν ῥῆγα (15106 (28626)) συγγίγνομαι (High) τῷ ῥηγὶ συνεγένετο (NChonChron 47814)

εὐτρεπίζομαι (Low)εἰς πόλεμον ηὐτρεπίζετο (1142 (718)) ἅπτομαι (High) ἔργων πολεμίων ἥπτετο (NChonChron 385)

εὐφημέω (Low)εὐφημούμενος καὶ δοξαζόμενος (476 (5012)) κροτέω (Ambiguous) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

εὐφημίζω (Low)εἰς βασιλέα εὐφημίζεσθαι (1143 (723)) ἐρυθρός (High) ἐρυθροῦ πεδίλου καὶ φοινικίδος βασιλικῆς (NChonChron 38

εὐφημίζουσιν (1877 (34533)) πρόσρησις (High) προσρήσεις ἀποδιδόασιν (NChonChron 5645)

εἰς βασιλέα εὐφημίζεσθαι (1143 (723)) φοινικίς (High) ἐρυθροῦ πεδίλου καὶ φοινικίδος βασιλικῆς (NChonChron 38

εὐφραίνομαι (Low)εὐφραινόμενος καὶ χαίρων (112 (422)) ἀγαλλιάομαι (High) ἠγαλλιᾶτο (NChonChron 3356)

οὐχ τοσοῦτον ηὐφράνθη ὅσον (475 (504)) διαχέομαι (High) οὐχ ἦττον διαχυθῆναι ἤπερ (NChonChron 11832)

εὐχαριστέω (Ambiguous)εὐχαριστῶν τῶ σωτῆρι θεῶ (1435 (25317)) θύω (High) ἔθυε σῶστρα τῲ σωτῆρι θεῷ (NChonChron 43023)

εὐχή (Low)τὰς σύνηθεις εὐχὰς ἐπειπών (VEuthym 24 (617 κατηχέω (Low) κατηχήσας αὐτοὺς (KyrilSkyth VEuth 10 (211))

εὔχομαι (Ambiguous)ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 ἐπεύχομαι (High) συντελεσμὸν ἐπηύχοντο (NChonChron 55566)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 120 of 284

ηὔχοντο (1457 (25725)) ἐπεύχομαι (High) ἐπηύχοντο (NChonChron 4371)

ἐφίστημι (Both)στρατηγὸν ἐπιστήσας (1454 (25611)) ἀποτάσσω (Ambiguous) εἰς στρατηγὸν ἀποτάξας (NChonChron 43539)

ἐχθρός (Low)ὡς ἐχθρὸν (1142 (712)) ἀντίπαλος (High) ὡς ἀντίπαλον (NChonChron 3794)

οἱ ἐχθροὶ (214 (36429)) ἀντίπαλος (High) τὸ ἀντίπαλον (NChonChron 59484)

τοῖς ἐχθροῖς (1823 (33816)) ἀντίφρων (High) τοῖς ἀντίφροσι (NChonChron 55289)

ἐχθρῶν (1591 (28314)) βάρβαρος (High) βαρβάρους (NChonChron 47470)

ἐχθρῶν (1452 (25529)) ἐναντίος (Both) ἐναντίων (NChonChron 43424)

τῶν γειτονούντων μοι ἐχθρῶν (479 (5130)) πολέμιος (Both) τὸ κύκλῳ πολέμιον (NChonChron 12114)

ἔχω (Both)εἶχε μὲν οὖν τότε πεντεκαιδεκάτην ὁ Αὔγουστ ἄγω (Both) ἦγε δὲ τότε πεντεκαιδεκάτην ὁ Αὔγουστος μὴν (NChonChro

μὴ ἔχων τι διαπράξασθαι (21106 (37235)) ἀπεῖπον (High) ἀπειπών (NChonChron 60840)

μὴ ἔχειν (15106 (28628)) ἀπορέω (Ambiguous) ἀπορεῖν (NChonChron 47815)

τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ ἔχων (433 (4016)) ἄρνυμαι (High) τὰ φίλτρα γέρας ἀρνύμενος (NChonChron 10448)

τὸ μέσον τῆς στρατιᾶς εἶχεν (619 (6932)) ἐπέχω (High) τὸ μὲν τῆς φάλαγγος μέτωπον ἐπεῖχεν (NChonChron 15339

ἔχειν κριτὴν (1563 (27726)) ἱζάνω (High) ἱζάνειν δικαστὴν (NChonChron 46643)

ἐχόντων τιμὰς (1584 (28220)) καρπόομαι (High) καρπουμένων τιμὰς (NChonChron 47235)

δασώματα δένδρων ἔχει (1612 (30421)) κομάω (High) ἄλσεσιν κομᾷ (NChonChron 50329)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) περιβάλλομαι (Ambiguous) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

πόλιν ἔχουσαν πλῆθος στρατοῦ (1113 (29)) στέγω (High) πόλιν στέγουσαν ὁπλιτικόν (NChonChron 2832)

τὴν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γυναῖκα ἔχοντα (2118 συνάπτομαι (High) τῇ σφετέρᾳ θυγατρὶ συναφθέντα (NChonChron 62648)

ἔχων μεθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ τὴν γυναῖκα (1453 (255 συνεπάγομαι (High) καὶ τὴν γυναικωνῖτιν συνεπαγόμενος (NChonChron 43426)

ὲν τῇ φυλακῇ εἶχεν ὁ β Μανουὴλ (432 (3929)) συνέχω (High) ἐν φρουρᾷ συνεῖχεν ὁ Μανουὴλ (NChonChron 10319)

ἔχων ἀνὰ στόμα (1211 (1994)) φέρω (Both) φέρων ἀνὰ στόμα (NChonChron 3556)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 121 of 284

ἔχω + infinitive (High)ἀλλὰ τί ἔχει τις εἰπεῖν (411 (385)) subjunctive + ἄν (High) ἀλλὰ τί εἴπῃ τις ἂν (NChonChron 10044)

ἔχων + acc (Low)αἱματωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες (2123 accusativus respectus (High) ὕφαιμοι τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 58791)

ἕως πότε (Low)ἕως πότε (477 (5028)) ἕως τίνος (Low) ἕως τίνος (NChonChron 12069)

ἕως πότε παραβλέπεις (472 (4826)) ἕως τίνος (Low) ἕως τίνος παρόψει (NChonChron 11679)

Ζαγορά (Low)εἰς τὴν Ζαγορὰν εἰσελθὼν (1431 (2523)) Αἷμος (High) τὸν Αἷμον εἴσεισι (NChonChron 42866)

Ζαγορὰν (1581 (28119)) Μυσία (High) Μυσίας (NChonChron 47193)

Ζαγορᾶς (1581 (28127)) Μυσία (High) Μυσίας (NChonChron 4715)

τὴν ὅλην Ζαγορὰν (1581 (28122)) Μυσία (High) Μυσίαν ἅπασαν (NChonChron 4711)

πρὸς τὴν Ζαγορὰν (16192 (3267)) Μυσία (High) ἐς Μυσίαν (NChonChron 53483)

ζάριν (Low)παίζων ταβλία καὶ ζάρια (1842 (34116)) κυβεύω (High) ἐκύβευεν (NChonChron 55717)

ζημία (Ambiguous)ζημίας (15112 (2887)) ἁρπαγή (High) ἁρπαγὰς (NChonChron 48065)

ζημίαν ὑπέστη (15122 (28922)) ζημιόω (Ambiguous) ζημιωθεὶς (NChonChron 48224)

ζῆν (High)ὀλίγον ζήσας (1143 (725)) ἐπιβιόω (High) βραχύ τι ἐπιβιοὺς (NChonChron 3817)

ζῶντος ἔτι (432 (3931)) ζῆν (High) ἔτι τοῖς ζῶσι κατειλεγμένου (NChonChron 10322)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) ζωγρίας (High) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

ζητέω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 122 of 284

ζητήσαντος (1112 (26)) αἰτέομαι (High) αἰτησαμένου (NChonChron 2830)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) αἰτέομαι (High) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

ἐζήτησε τὰ σκεύη (15106 (2875)) αἰτέομαι (High) ᾐτεῖτο τῶν ἀναθημάτων (NChonChron 47827)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) αἰτέομαι (High) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

καθὼς ἐζήτει (16171 (3253)) αἰτέω (High) τὰ ᾐτημένα (NChonChron 53347)

τὸν φυγάδα ἐζήτουν (437 (4118)) ἀναζητέω (High) ἀνεζήτει τὸν δραπέτην (NChonChron 10711)

βασιλείαν ζητῶν (14213 (2497)) ἀντέχομαι (Ambiguous) τῆς ἀρχῆς ἀντεχόμενος (NChonChron 42443)

ἐζήτει γενέσθαι (15106 (28631)) ἀπαιτέω (High) ἀπῄτει γενέσθαι (NChonChron 47819)

ζητήσας (14214 (24927)) ἀπαιτέω (High) ἀπαιτήσαντος (NChonChron 42567)

ζητῆσαι τὸν βασιλέα (15105 (28619)) δέομαι (High) δεῖται τοῦ βασιλέως (NChonChron 4785)

ἐζήτει (1558 (27632)) διώκω (Both) διώκων (NChonChron 4644)

ταύτην ἐζήτει τὸν βασιλέα δοῦναι (4714 (532- ἐξαιτέομαι (High) ταύτην ἐξῃτεῖτό οἱ παρέχειν τὸν αὐτοκ (NChonChron 12370

ἐζήτησαν (1584 (28226)) ἐξαιτέω (High) ἐξήτησαν (NChonChron 47341)

ζήτημα (Ambiguous)ζητήματα (1423 (24623)) αἴτησις (Ambiguous) αἰτήσεων (NChonChron 42145)

ζήτησις (Ambiguous)ζήτησιν (2175 (36822)) αἴτησις (Ambiguous) αἰτήσεων (NChonChron 59936)

ζητήσεις περὶ μεταθέσεως (1375 (2364)) συζήτησις (High) συζήτησις περὶ μεταθέσεως (NChonChron 40763)

ζυγός (Ambiguous)τὸν τοῦ Χριστοῦ ὑπέδυ ζυγὸν (14220 (2517)) τριβώνιον (High) τὸ κατὰ Χριστὸν ὑπέδυ τριβώνιον (NChonChron 42723)

ζωή (Both)τὴν ἡμετέραν ζωὴν (14213 (24832)) βίος (High) τὰ κατὰ τὸν βίον (NChonChron 42434)

ζωὴν εἰρηνικὴν (4713 (5228) βίοτος (High) βίοτον ἤρεμον (NChonChron 12258)

ζωὴν (14217 (25019)) βίοτος (High) βίοτον (NChonChron 42694)

ἐξάγει τῆς ζωῆς (515 (5417-18)) ζῆν (High) ἀπάγει τοῦ ζῆν (NChonChron 12819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 123 of 284

ζῷον (Low)ἀγέλας ζῴων κουρσεύσας (1131 (427)) θρέμμα (High) θρεμμάτων ἀγελας ἐλάσας (NChonChron 3364)

ἤ (Low)ἢ ὅσα κάστρα ἐκράτησεν (42 (3917)) ἤγουν (High) ἤγουν ὅσα ὑπηγάγετο φρούρια (NChonChron 1031)

πλέον αἵματα ἢ δάκρυα κλαίοντες (2123 (360 ἤπερ (High) πλέον αἵμασι ἤπερ δάκρυσι κλαίοντες (NChonChron 58791)

ἢ μᾶλλον (Low)ἢ μᾶλλον μωρίαν (2151 (36517)) εἴτrsquo οὖν (High) εἴτrsquo οὖν παράνοιαν (NChonChron 59512)

ἢ ὅσον (Low)πλέον στρατὸν ἢ ὅσον ἐκεῖνος εἶχεν (2178 (36 genitive (High) πλειόνων τοῦ παρrsquo ἐκείνῳ στρατεύματος (NChonChron 601

ἡγέομαι (Ambiguous)εἰς οὐδὲν ἡγούμενος (1591 (28317)) τίθεμαι (High) παρrsquo οὐδὲν τιθέμενος (NChonChron 47473)

ὡς ἐχθροὺς ἡγοῦντο (1142 (710)) ὑποβλέπομαι (High) ὡς ἐχθροὺς ὑπεβλέποντο (NChonChron 3792)

ἡλικία (Low)ἡλικίαν ἔχων ἀρίστην πλάτους καὶ μάκρους (1 εὐμήκης (High) εὐμήκης (NChonChron 42575)

τῆ ἡλικία ὑψηλὸς (3113 (3411)) μέγεθος (High) μεγέθει μέγιστος (NChonChron 9254)

ἡμεῖς (Low)ἡμεῖς δὲ ἀστράτευτοι (6111 (7020)) ἡμέτερον τό (High) ἀπόμαχον δὲ τὸ ἡμέτερον (NChonChron 15570)

ἡμέρα (Both)ἡμέρας πολλὰς (1226 (2025)) ἐπὶ μακρόν (High) ἐπὶ μακρὸν (NChonChron 35882)

τῆς ἡμέρας γενομένης (21142 (37615)) ἕως ἡ (High) ὑποφαυσάσης δὲ τῆς ἕω (NChonChron 61493)

περὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας (15121 (28915)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 48217)

περὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας (15121 (28915)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 48217)

τῆς ἡμέρας τῆς ὁρισθείσης (653 (8024)) προθεσμία (High) τῆς προθεσμίας (NChonChron 17265)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 124 of 284

ἡμέραν καθημέραν (Low)περιήργει ἡμέραν καθημέραν (1592 (28328)) ἀεί (High) ἔμελλε ἀεί πως (NChonChron 47485)

ἡμέτερος (Low)ἵνα δὲ τὰ ἡμέτερα συγγράψωμαι (2131 (36013 τὰ κατrsquo ἐμέ (High) ἵνα δὲ τὰ κατrsquo ἐμὲ τῇ ἱστορίᾳ συνείρω (NChonChron 5871)

ἥμισυς (Low)ὡς καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ἀπωλέσας (414 ὑπερήμισυς (High) τὸ τῆς στρατιᾶς διέφθειρεν ὑπερήμισυ (NChonChron 10281)

ἦν (Low)ἦν μετὰ στρατεύματος (7118 (873-4)) pluperfect (High) ἀπέσταλτο μετὰ στρατιᾶς (NChonChron 18240)

θάλασσα (Both)κατὰ θάλασσαν (15121 (2892)) ἅλς (High) καθrsquo ἅλα (NChonChron 4812)

θανάσιμος (Low)πλῆγμα θανάσιμον (6114 (7132)) καίριος (High) καίριον πλῆγμα (NChonChron 15733)

πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) καίριος (High) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

θάνατος (Both)καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 ᾅδης (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

φυσικῶ θανάτῳ (21172 (38122)) μόρος (High) μόρῳ φυσικῷ (NChonChron 62115)

θάνατον (1411 (2455)) μόρος (High) μόρον (NChonChron 4191)

θάνατον (15114 (28831)) μόρος (High) μόρον (NChonChron 48193)

θάνατον (1411 (24510)) πέρας (High) τὸ τοῦ βίου πέρας (NChonChron 4197)

θανατόω (Low)θανατῶσαι (1442 (25418)) ἀποκτείνω (High) ἀποκτείνεσθαι (NChonChron 43265)

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) διαχειρίζομαι (High) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

θανατῶσαι (515 (5412)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν ποιήσασθαι (NChonChron 1289)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 125 of 284

ἐθανάτωσε (15113 (28818)) ζῆν (High) τοῦ ζῆν ἐστέρησεν (NChonChron 48176)

ἐθανάτωσε (15113 (28818)) στερέω (Both) τοῦ ζῆν ἐστέρησεν (NChonChron 48176)

θαρρέω (Both)πρὸς οὓςἐθάρρει τὰ ἀπόρρητα (14216 (25010)) ἀναπτύσσω (Ambiguous) πρὸς οὓςἀνέπτυσσε τὰ ἀπόρρητα (NChonChron 42683)

θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) πέποιθα (Both) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

θαρρῶν (13815 (24212)) πέποιθα (Both) πεποιθώς (NChonChron 41513)

θαρροποιέω (Low)ἐθαρροποίει αὐτοὺς (1116 (17221)) ἐπαίρω (Both) αὐτοὺς ἐπῆρεν (NChonChron 31961)

θαρσέω (Low)θαρσήσαντες (2184 (37020)) φρόνημα (High) ἔτι μᾶλλον πλησθέντες φρονήματος (NChonChron 60324)

θάρσος (Low)μετὰ θάρσους (1225 (2017)) εὐθαρσῶς (High) εὐθαρσῶς (NChonChron 35755)

θαῦμα (High)διὰ θαύματος εἶχε (479 (5116)) ἔκθαμβος (High) ἔκθαμβος ἐγένετο (NChonChron 12091)

θαυμάζω (Low)ὁ δὲ θαυμάσας (479 (5129)) ἄγαμαι (High) τοῦ δὲ ἀγαμένου (NChonChron 12113)

οἱ Πολῖται ἐθαύμαζον (3114 (3418)) θαῦμα (High) ὡς ἂν εἴη τοῖς πολίταις διὰ θαύματος (NChonChron 9365)

ἐθαύμασεν (2151 (36517)) θαῦμα (High) διὰ θαύματος θέσθαι (NChonChron 59511)

θαυμάσιος (Low)τὰ τοῦ θεοῦ θαυμάσια (2114 (3595)) τεράστιος (High) τῶν τεραστίων θεοῦ (NChonChron 58554)

θαυμαστός (Low)τὸ δὲ θαυμαστότερον (1825 (3395)) καινός (High) τὸ δὲ δὴ καινότερον (NChonChron 55424)

θέαμα (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 126 of 284

τοῦ ἐλεεινοῦ θεάματος (7124 (8811)) ὅραμα (High) τοῦ ἀπευκταίου ὁράματος (NChonChron 1842)

θεάομαι (Both)θεασάμενος (1425 (24722)) ἀθρέω (High) ἀθρήσας (NChonChron 42277)

ἐθεασάμεθα (1822 (3383)) ὁράω (Ambiguous) εἴδομεν (NChonChron 55276)

θεάσασθαι (1221 (2009)) ὁράω (Ambiguous) ὀψόμενοι (NChonChron 35632)

συνέτρεχον θεάσασθαι (1813 (3379)) ὁράω (Ambiguous) συνέτρεχε ὀψόμενος (NChonChron 55148)

θέλημα (Low)πληρῶσαι τὰ τούτων θελήματα (2183 (37015) βουλή (Both) τῶν πρὸς βουλῆς ἐπιτευξομένους (NChonChron 60317)

τὰ θελήματα τοῦ αὐθέντου (15104 (2867)) βούλημα (High) τὸ τοῦ κυρίου βούλημα (NChonChron 47789)

θέλω (Low)ἠθέλησε (14220 (2519)) αἱρετίζομαι (High) ᾑρετίσατο (NChonChron 42727)

γυναῖκα λαβεῖν οὐκ ἠθέλησεν (511 (5313)) ἀπέχομαι (Ambiguous) γάμου ἀπέσχετο (NChonChron 12662)

ἠρώτησεν αὐτῶ εἰ θέλει (479 (5125)) βούλομαι (Both) ἤρετο εἰ βούλοιτο (NChonChron 1219)

εἰ θέλωσι (1142 (715)) βούλομαι (Both) εἰ τοῦτο βούλοιντο (NChonChron 383)

ἤθελεν (15121 (28919)) βούλομαι (Both) ἐβούλετο (NChonChron 48220)

θέλει (15111 (2882)) βούλομαι (Both) βουλομένῳ (NChonChron 48059)

ἠθέλησε στόλον πέμψαι (631 (7324)) γινώσκω (Both) ἔγνω ἐν θαλάσσῃ θέσθαι χεῖρα αὐτοῦ (NChonChron 15920)

θέλων περιαργῆσαι (1131 (429)) διασκοπέομαι (High) ἐμβραδῦναι διασκοπούμενος (NChonChron 3367)

θέλων (1463 (2591)) ἑκών (High) ἑκὼν (NChonChron 43858)

θέλων εἰπεῖν (15131 (2905)) μέλλω + infinitive (Both) μέλλων διεξιέναι (NChonChron 48337)

ταπεινοῦται καὶ μὴ θέλων (2138 (36230)) μόγις (High) ἐνδίδωσί τε μόγις (NChonChron 5918)

ζῶντα αὐτὸν κρατῆσαι ἠθέλησαν (7126 (8825 ὀριγνάομαι (High) ζωγρίαν ἑλεῖν ὀριγνώμενοι (NChonChron 18420)

τὰ αὐτὰ θέλων διαπράξασθαι (2185 (37026)) προτίθεμαι (High) ἶσα δὲ τούτοις προθέμενος διαπράξασθαι (NChonChron 603

ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 προτίθεμαι (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

θελόντων (conj) (1812 (33629)) σπουδή (Both) διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο (NChonChron 55029)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 127 of 284

θεμέλιον (Low)τὰ θεμέλια ἐκμοχλεύειν (21143 (37635)) βάθρον (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

θεμελιόω (Low)οὔτε τὰ θεμελιωθέντα ἀπαντῆσαι ἠδυνήθησα θέμεθλον (High) μὴ τῶν βαθέων ἀντισχόντων θεμέθλων (NChonChron 5543

θεός (Low)ὀργὴν θεοῦ εἶναι (476 (5016)) θεῖον το (High) μηνίειν τὸ θεῖον (NChonChron 11949)

ὁ θεός (14213 (24832)) θεῖον το (High) τὸ θεῖον (NChonChron 42433)

παρὰ θεοῦ (15121 (2891)) θεόθεν (High) θεόθεν (NChonChron 48195)

θεοτόκος (Both)θεοτόκος (1373 (2358)) θεομήτωρ (High) θεομήτωρ (NChonChron 40636)

θεραπεία (High)θεραπείαν τρυγῶντες (VEuthym 26 (617D)) θεραπεύω (High) ἐθεραπεύοντο (KyrilSkyth VEuth 10 (2117))

θεραπεύω (High)πρὸς τὸ θεραπεῦσαι (2182 (3702)) θεραπεία (High) ἐς θεραπείαν (NChonChron 6024)

τῶ σουλτὰν θεραπεύων (478 (5113)) χαρίζομαι (Low) σουλτὰν χαριζόμενος (NChonChron 12087)

Θεσσαλονίκη (Low)ἀπὸ τῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὁρίων (16192 (326 Θετταλία (High) Θετταλίας (NChonChron 53591)

θεωρία (Low)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) εἶδος (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

τὴν θεωρίαν (7127 (893)) θέα (High) κατὰ θέαν (NChonChron 18531)

τῶ ἀνελπίστω τῆς θεωρίας (438 (4128)) θέα (High) τῷ ἀέλπτῳ τῆς θέας (NChonChron 10724)

ἐπὶ τῇ θεωρίᾳ αὐτῆς (2138 (36231)) θέα (High) ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς παιδὸς (NChonChron 5919)

θηλάζω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 128 of 284

θηλαζούσαις (1444 (25431)) τίτθη (High) τίτθαι (NChonChron 43381)

θηρίον (Low)θηρία (6111 (7013)) θήρ (High) θῆρες (NChonChron 15460)

θησαυρός (Low)τῶν βασιλικῶν θησαυρῶν (479 (5116)) χρυσών (High) τῶν βασιλικῶν χρυσώνων (NChonChron 12091)

θλίβομαι (Low)θλιβομένοις (7128 (8917)) δυσχεραίνω (High) δυσχεραίνουσιν (NChonChron 18550)

θλίβω (Low)ἔθλιψεν (1456 (25717)) παραλυπέω (High) παραλελύπηκεν (NChonChron 43687)

θλίψις (Low)χωρὶς θλίψεως τὴν αὐτοῦ διαβιβᾶσαι ζωὴν (14 ἄλυπος (High) ἄλυπον βίοτον (NChonChron 42694)

ὀλίγον τῶν θλίψεων ἐκκενώσαντες (473 (491 λύπη (Both) κενώσαντες τῆς λύπης βραχὺ (NChonChron 1176)

θνήσκω (Both)θνήσκει (1222 (20020)) καταστρέφω (High) καταστρέφει τὴν ζωὴν (NChonChron 35640)

θνήσκει (512 (5315)) τελευτάω (High) τελευτᾷ (NChonChron 12665)

θνῄσκω (Low)τὸ πλῆθος τῶν τεθνεώτων (447 (4329)) διαφθείρομαι (Both) τὸ πλῆθος τῶν διαφθαρέντων (NChonChron 11013)

θρασύνομαι (Low)ἐθρασύνθησαν (1226 (2026)) φρονηματίζομαι (High) ἐφρονηματίσθησαν (NChonChron 35885)

θρηνέω (Ambiguous)ἄλλο κακὸν ἐθρήνει καὶ ἀνεστέναζε (2123 (36 ἀνοιμώζω (High) ἄλλο τι κακὸν ἀνῴμωζε (NChonChron 58795)

θρίξ (Both)τρίχας (1421 (24517)) κόμη (High) κόμην (NChonChron 42016)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 129 of 284

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) κόμη (High) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

ἀπὸ τριχῶν συρόμενος (434 (4029)) κόμη (High) ἐπισπώμενον τῆς κόμης (NChonChron 10565)

θρόνος (Low)εἰς τὸν θρόνον ἀνάγουσι τὸν βασιλικὸν (1812 θῶκος (High) εἰς θῶκον ἀνάγεται τὸν βασίλειον (NChonChron 55032)

πατριαρχικὸν θρόνον (1374 (23513)) προέδρευσις (High) οἰκουμενικὴν προέδρευσιν (NChonChron 40642)

θυγάτηρ (Low)ὡραίαν θυγατέρα παρθένον (2123 (36094)) κόριον (High) ὡραῖον γάμου κόριον (NChonChron 58794)

θυμόομαι (Low)ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο καὶ ἐβαρύνετο (1557 ἀγανακτέω (Both) ἠγανάκτει (NChonChron 46491)

θυμωθεὶς (1422 (24618)) βράττω (High) θυμῷ βράττων (NChonChron 42139)

θυμωθεὶς (1422 (24620)) διακινέω (High) ἐς ὀργὴν διακινηθεὶς (NChonChron 42141)

θυμωθεὶς ( 1422 (24618)) θυμός (Both) θυμῷ βράττων (NChonChron 42139)

θυμωθεὶς (1422 (24620)) ὀργή (Both) ἐς ὀργὴν διακινηθεὶς (NChonChron 42141)

θυμός (Both)τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν (21315 (36423)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 59476)

θυμώδης (Low)ὀργῖλον ἄγαν καὶ θυμώδη (1456 (2579)) ἐπίχολος (High) ἐπιχολώτατον (NChonChron 43681)

θύρη τά (Low)τὰ ἅγια θύρη (1426 (2481)) ἀνάσταθμος (High) τὸν ἱερὸν ἀνάσταθμον (NChonChron 42289)

Ἰγγιλινία (Low)τοῦ ῥηγὸς Ἰγγλινίας (1557 (27621)) Ἰγγλινία (High) τοῦ ῥηγὸς Ἰγγλινίας (NChonChron 46382)

ἰδέα (Ambiguous)ὅμοιος κατὰ τὴν ἰδέαν τὴν πατρικὴν (14216 (2 ὄψις ἡ (High) πατρώζων τὴν ὄψιν ἀκριβῶς (NChonChron 42576)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 130 of 284

ἰδικός (Low)ἰδικὸν αὐτοῦ λαὸν (479 (5128)) ἐνδαπός (High) ἐνδαπὸν στράτευμα (NChonChron 12112)

ἰδιοποιέομαι (Low)Χορβατίαν ἰδιοποιεῖται (621 (735)) ὑποποιέομαι (High) Χορβατίαν ὑποποιεῖται (NChonChron 15990)

ἱερός (Both)σκεύη ἱερὰ καὶ πανάγια (1822 (33730)) σεπτός (High) σκεύη σεπτά τε καὶ παναγῆ (NChonChron 55269)

Ἰερουσαλήμ (Low)Ἰερουσαλὴμ (1443 (25423)) Παλαιστίνη (High) Παλαιστίνην (NChonChron 43271)

Ἰκόνιον (Low)τὴν τοῦ Ἰκονίου ἀρχὴν ἀναλαβών (21182 (384 Ἰκονιαρχία (High) τῆς Ἰκονιαρχίας αὖθις λαβόμενον (NChonChron 62649)

ἱμάτιον (Low)τὸ τούτου ἱμάτιον (477 (5025)) ἄμφιον (High) τὸ ἄμφιον (NChonChron 11965)

ἱμάτιον πλατὺν (477 (5024-25)) χιτών (High) εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

ἱματισμός (High)γυναικεῖον φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) στολή (Low) γυναικείαν ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

ἵνα (Low)τίς γὰρ ἵνα ἠκολούθησε θηρίον (1559 (27637)) ἄν (High) τις γὰρ ἂν θηρίῳ κατηκολούθησεν (NChonChron 4649)

ἵνα + aorist ind (Low)τότε ἵνα εἶδε τίς ἀπόνοιαν (2151 (36517-18)) ἦν + infinitive (High) ἦν ἰδέσθαι ἀπόνοιαν (NChonChron 59510)

ἵνα γοῦν (Low)ἵνα γοῦν (15133 (29013)) ἵνrsquo οὖν (High) ἵνrsquo οὖν (NChonChron 48345)

ἱπποδρομία (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 131 of 284

ἱπποδρομίαις καὶ ἑτέροις παραβιβασμοῖς στρα ἅμιλλα (High) ἵππων σταδιοδρόμων ἁμίλλαις (NChonChron 11956)

ἱπποδρόμιον (Low)τοῦ ἱπποδρομίου (477 (5023)) θέατρον (High) κατὰ τὸ θέατρον (NChonChron 11959)

τὸ ἱπποδρόμιον (1826 (33927)) ἱππικόν (High) τὸ ἱππικὸν (NChonChron 55551)

ἱστάμενος (Low)ἱστάμενος (1422 (24612)) ἑστώς (High) ἑστῶτα (NChonChron 42035)

ἱστάω (Low)ξύλα ξηρὰ ἱστῶντες (21143 (3772)) ἐφιστάω (High) ὑπερείσματα ἐφιστῶντες (NChonChron 61521)

ἵστημι (High)τὸ πρόθυμον ἵστησι (42 (3916)) σχάζω (High) σχάζει τὸ πρόθυμον (NChonChron 10294)

ἰσχυρός (High)ἰσχυροτέρων γινομένων (7121 (8718)) ἐπικρατής (High) ἐπικρατεστέρων γινομένων (NChonChron 18361)

ἰσχυρῶς (Low)τὸν ἵππον σὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 κατὰ κράτος (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

ἴσως (Low)εἰ δrsquo ἴσως καὶ ἐξήρχοντο (1458 (25734)) ποτε (High) εἰ δέ ποτε καὶ ἀντετάχθησαν (NChonChron 43713)

Ἰταλός (High)Ἰταλοὶ μετὰ κονταρίων (441 (4214)) Ἰταλιώτης (High) ἱππότην κοντοφόρον Ἰταλιώτην (NChonChron 10851)

καβαλλαρικός (Low)τὸ καβαλλαρικὸν στράτευμα (1113 (215)) εὔιππος (High) τὴν εὔιππον στρατιάν (NChonChron 2840)

καβαλλάριος (Low)καβαλλάριος ἐν ἵππω (6117 (7224)) ἔποχος (High) ἵππῳ ἔποχος (NChonChron 15875)

καβαλλάριοι μετὰ ἵππων ἀραβικῶν (7128 (89 ἔποχος (High) Ἀραβίοις ἔποχοι ἵπποις (NChonChron 18540)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 132 of 284

τοῖς μετrsquo αὐτοῦ καβαλλαρίοις (2176 (3691)) ἱππάς (High) τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ (NChonChron 60057)

ὡς καβαλλάριος (562 (6027)) ἱππότης (High) ὡς ἱππότης (NChonChron 13823)

οἱ καβαλλάριοι ἀνδρεῖοι (444 (4231)) ἱππότης (High) ἱππόται ἀρεϊκοὶ (NChonChron 10971)

καβαλλαρίους (446 (4311)) ἱππότης (High) ἱππότας (NChonChron 11089)

καβαλλικεύω (Low)καβαλικεύουσιν ἄλογα (6111 (7019)) ἀνέχομαι (High) ἵπποις ἀνέχονται (NChonChron 15569)

ἵππω καβαλλικεύων (444 (4229)) ἔποχος (High) ἔποχος ἵππῳ (NChonChron 10968)

γυναῖκας ἀνδρικῶς καβαλλικευούσας (271 (1 ἐφιππάζομαι (High) θήλειαι ὡς ἄρρενες ἐφιππάζουσαι (NChonChron 6049)

καβαλικεύειν (1462 (25821)) ἱππεύω (High) ἱππεύειν (NChonChron 43844)

καθάπερ (Both)καθάπερ καὶ λώπη εἰς πρόσωπον (251 (1225)) ὅσα καί (High) ὅσα καὶ ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

καθάπερ ἄστρα (1825 (3397)) ὡς (Both) ὡς οἱ διᾴττοντες (NChonChron 55428)

καθαρός (High)καθαρὰν ἀγάπην (4715 (537)) ἀκραιφνής (High) φιλίαν ἀκραιφνῆ (NChonChron 12379)

κάθισμα (Low)τυραννεῖον καὶ κάθισμα (1611 (3045)) τυραννεῖον (High) τυραννεῖον κατεσκεύασε (NChonChron 50213)

καθόσον (Low)καθόσον ἠδύνατο (1453 (25532)) ὡς (Both) ὡς ἐνὸν (NChonChron 43426)

καθότι (Low)καθότι οὐδὲ μακρὰν ἔκειντο (1812 (33620)) οἷα (High) οἷα μηδὲ σκηνουμένους ἄποθεν (NChonChron 54918)

καθότι ἐζητοῦσαν (1561 (2777)) οἷα (High) οἷα τῶν ἀνδρῶν hellip Ποιησαμένων (NChonChron 46520)

καθότι ἀποδέχοντο (1424 (2476)) οἷα (High) οἷα ῥεπόντων (NChonChron 42158)

καθώς (Low)καθὼς και τις εἶπε (1811 (3365)) καθά (High) καθά τις ἐγνωμολόγησε (NChonChron 5496)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 133 of 284

καθὼς καὶ ἐπὶ τοῦ ὄφεως (7121 (8714)) καθά (High) καθὰ καὶ ἐπὶ δράκοντος (NChonChron 18254)

καθὼς αὐτός φησιν (7122 (8728)) ὡς (Both) ὡς αὐτός φησιν (NChonChron 18377)

καθὼς ἐκράτησε (4712 (5220)) ὡς (Both) ὡς εἶχε (NChonChron 12244)

καθώσπερ (Low)καθώσπερ ἐν τῆ Θράκη (2177 (3699)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ οἱ Θρᾶκες (NChonChron 60169)

καί (Low)ἔπειτα καὶ ὁ βασιλεὺς (6117 (7224)) δέ (High) ἔπειτα δrsquo ὁ κρατῶν (NChonChron 15875)

καὶ χείρονα πράττοντα (432 (407)) ἤγουν (High) ἤγουν καὶ χείροσι ἁλισκόμενον (NChonChron 10434)

καὶ ὁ μὲν (437 (4116)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν ὁ μὲν (NChonChron 1078)

καὶ ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) τε (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

καὶ οὕτω (Low)καὶ οὕτω μὲν ὁ βασιλεὺς (1811 (33616)) ἀλλά (Both) ἀλλrsquo ὁ μὲν (NChonChron 54914)

καὶ ταῦτα (Both)καὶ ταῦτα (1556 (27612)) καίπερ (High) καίπερ (NChonChron 46368)

καινοτομέω (Low)ἐκαινοτομήθησαν (1211 (19921)) ἀφαντόω (High) ἠφάντωτο (NChonChron 35621)

καινοτομῶν ταὰ ταῆς βασιλείας γράγματα (15 κατασπαθάω (High) τὰ κοινὰ κατασπαθῶν (NChonChron 47823)

καιρός (Low)κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἔαρος (6320 (7831)) ἐπιφαίνω (High) ἔαρος ἐπιφαίνοντος (NChonChron 16870)

καιρὸν εἰς τοῦτο εὔκολον ηὕραμεν (1456 (257 εὐκαιρία (High) εὐκαιρίας ἐλάβοντο (NChonChron 43684)

κατὰ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρὸν (1453 (25530 τροπή (High) κατὰ τὰς μετοπωρινὰς τροπὰς (NChonChron 43425)

ἀρκετὸν καιρὸν (477 (5020)) χρόνος (Both) ἐς ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 11955)

καιρός (1118 (17315)) χρόνος (Both) χρόνον (NChonChron 32091)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 134 of 284

εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) χρόνος (Both) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

ὁ καιρὸς (2711 (188)) ὥρα (Both) αἱ ὧραι (NChonChron 6592)

καίω (Low)ἔκαιε (1423 (2471)) λυμαίνομαι (High) ἐλυμαίνετο (NChonChron 42153)

κακοθάνατος (Low)κακοθανάτους (ἀνθρώπους) εἰργάσατο (2122 δύσποτμος (High) δυσπότμους (ἀνθρώπους) εἰργάσατο (NChonChron 58677)

κακόν (Low)κακὰ (4717 (541)) δεινόν (High) δεινὰ (NChonChron 12420)

κακοπαθέω (Low)κακοπαθήσας (13818 (24312)) μογέω (High) μογήσας (NChonChron 41759)

κακός (Low)τὰ κακὰ (211711 (3847)) δεινός (High) τὰ δεινά (NChonChron 62519)

εἰς τὰ κακὰ συναντήματα (1828 (3407)) δεινός (High) πρὸς δὲ τὰ δεινότατα συναντήματα (NChonChron 55565)

κακῶς (Low)τὰ κατὰ τὴν δύσιν κακῶς εἶχον (1431 (2521)) χειρόνως (High) τὰ κατὰ δύσιν χειρόνως εἶχον (NChonChron 42863)

καλαμάριον (Low)καλαμάρια καὶ κονδύλια (214 (3651)) δόναξ (High) γραφέας δόνακας (NChonChron 59490)

καλέω (High)κάστρον καλούμενον (3113 (3410)) ἐπικαλέω (High) φρούριον ὃ ἐπικέκληται (NChonChron 9253)

καλλιούπολις (Low)ἡ Κωνσταντίνου καλλιούπολις (2121 (3598)) καλλίπολις (High) ἡ Κωνσταντίνου καλλίπολις (NChonChron 58558)

καλλιώτερος (Low)τὰ πράγματα ἐφάνησαν καλλιώτερα (211711 βελτίων (High) βελτίω ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-20)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 135 of 284

κάλλος (Both)τὸ κάλλος (1585 (2833)) ῥοδωνιά (High) τῇ τοῦ κάλλους ῥοδωνιᾷ (NChonChron 47356)

καλλωπίζομαι (Low)ταῖς ἀρεταῖς ὡραΐζετο καὶ ἐκαλλωπίζετο (251 ὡραΐζομαι (High) ταῖς ἀρεταῖς ὡραΐζετο (NChonChron 5464)

καλός (Low)διελύθη μετὰ τέλους καλοῦ (16192 (3268)) αἴσιος (High) αἴσιον πέρας ἐδέξατο (NChonChron 53586)

τὰ καλὰ (1823 (3386)) λῴων (High) τὰ λῴονα (NChonChron 55278)

καλῶς (Low)οὐδὲ ἁρματωμένους ὄντας καλῶς (21142 (376 ἀκρίβεια (High) οὐδrsquo ἐς ἀκρίβειαν ὡπλισμένους (NChonChron 61495)

μέχρις ἂν hellip καλῶς διαθήση (21133 (37521)) ἐπὶ τὸ κρεῖττον (High) ἕως hellip ἐπὶ τὸ κρεῖττον διάθηται (NChonChron 61366)

καλῶς γινώσκοντες (6111 (7013)) εὖ (High) εὖ εἰδότες (NChonChron 15460)

καμαλαύκα (Low)τὴν καμαλαύκαν (1584 (28221)) ἐρέα (High) τὴν ἐρέαν τῆς κεφαλῆς (NChonChron 47236)

κάμπος (Low)τὸν κάμπον (16172 (32516)) πεδιάς (High) τῶν πεδιάδων (NChonChron 53461)

εἰς κάμπον (443 (4221)) πεδίον (High) ἐς πεδίον (NChonChron 10859)

κανείσκιον (Low)κανείσκιον (15113 (28819)) κανοῦν (High) κανοῦ (NChonChron 48177)

καπάσιον (Low)τὸ ὅπερ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει καπάσιον (52 πῖλος (High) τὸν ἐπὶ κρατὸς πῖλον (NChonChron 1312)

καράβιον (Low)καράβια (653 (8029)) ναῦς (High) νῆες (NChonChron 17273)

καράβια (15121 (2895)) πλοῖον (High) πλοίοις (NChonChron 4823)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 136 of 284

κάρβουνον (Low)κάρβουνα (1826 (33921)) ἄνθραξ (High) ἄνθρακες (NChonChron 55446)

καρδία (Both)τὸ φάρμακον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἐλθὸν (515 (54 καίριος (High) τὸ φάρμακον τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσι (NChonCh

καρτερέω (Low)ὀλίγον καρτέρησον (21123 (37417)) ἐπιμένω (Ambiguous) βραχύ τι ἐπίμεινον (NChonChron 61121)

ἐκαρτέρει (1115 (17214)) νέμομαι (High) ἐνέμετο (NChonChron 31950)

καρφίον (Low)μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 ἕστωρ (High) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

κασσείδιον (Low)ἔπεσε τὸ κασσείδιον ἀπὸ τῆς αὐτοῦ κεφαλῆς ( κάσις (High) τὸν τῆς κεφαλῆς ἀπεβάλετο κάσιν (NChonChron 43018)

τὸ κασείδιον (7122 (8726)) κόρυς (High) τὴν κόρυθα (NChonChron 18371)

τοῦ κασειδίου (3111 (3329)) κράνος (High) τοῦ κράνους (NChonChron 9239)

τὸ κασείδιον αὐτοῦ (7125 (8820)) κυνέη (High) τὴν κυνέην (NChonChron 18414)

καστέλλιον (Low)καστέλλιον (1612 (30414)) ἔρυμα (High) ἔρυμα (NChonChron 50222)

στερροῦ καστελλίου (1612 (30424)) ἔρυμα (High) τοιούτου ἐρύματος (NChonChron 50333)

καστέλλιον τὰς χώρας καὶ τὰ καστέλλια (161 κώμη (High) τὰ πολίσματα καὶ τὰς κώμας (NChonChron 50339)

τὸ καστέλλιον τὴν Καισάρειαν (2184 (37025)) πόλισμα (High) τὸ πόλισμα τὴν Καισάρειαν (NChonChron 60330)

ἀπέρχεται εἴς τι καστέλλιον (1112 (117)) πολίχνιον (High) ἀφικνεῖται εἴς τι πολίχνιον (NChonChron 2710)

καστέλλια (4715 (538)) πολίχνιον (High) πολιχνίων (NChonChron 12382)

καστέλλια (1431 (25268)) πολίχνιον (High) φρούρια καὶ πολίχνια (NChonChron 42868)

τὸ καστέλλιον (1421 (24519)) πολίχνιον (High) πολίχνιον (NChonChron 42020)

τὰ καστέλλια (3121 (3424)) φρούριον (Both) τὰ φρούρια (NChonChron 9373)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 137 of 284

καστέλλια (1113 (219)) φρούριον (Both) φρούρια (NChonChron 2946)

ἔκτισε καὶ καστέλλιον (21124 (37427)) φρούριον (Both) φρούριον ἀνίστησιν (NChonChron 61134)

τοῦ καστελλίου (1612 (30420)) φρούριον (Both) τοῦ φρουρίου (NChonChron 50328)

καστελλίων (1562 (27713)) φρούριον (Both) φρουρίων (NChonChron 46527)

καστέλλια (1431 (25268)) φρούριον (Both) φρούρια καὶ πολίχνια (NChonChron 42868)

καστέλλια ὀχυρὰ (15112 (28810)) φρούριον (Both) φρούρια ἐπίκαιρα (NChonChron 48068)

κάστρον (Low)ἐξέρχεται ἀπὸ τοῦ κάστρου (21121 (3742)) ἔρυμα (High) τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται (NChonChron 61088)

κάστρον (3102 (3319)) πόλις (Both) πόλις (NChonChron 9127)

τὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου τούτου (1113 (21 πόλις (Both) τὴν ὀχυρότητα ταυτησὶ τῆς πόλεως (NChonChron 2840)

κάστρων καὶ χωρῶν (1118 (17315)) πόλις (Both) πόλεων (NChonChron 32090)

κάστρον (3113 (349)) φρούριον (Both) φρούριον (NChonChron 9253)

τὸ κάστρον (1612 (30421)) φρούριον (Both) τὸ φρούριον (NChonChron 50330)

κάστρα (42 (3917)) φρούριον (Both) φρούρια (NChonChron 1031)

κάστρον (1611 (3045)) φρούριον (Both) φρούριον (NChonChron 50212)

τὸ κάστρον (1662 (31413)) φρούριον (Both) τὸ φρούριον (NChonChron 51820)

κατ ἀρχάς (Low)ἡ καταρχὰς λεγομένη Κολώνεια (244 (125)) πάλαι (Both) ἡ πάλαι λεγομένη Κολώνεια (NChonChron 5346)

κατ ὀλίγον (Low)κατολίγον (1841 (3413)) κατὰ βραχύ (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 5571)

κατά (Both)μακρὸς ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν (1585 (28230)) accusative (Both) εὐμήκης ὢν τὴν ἡλικίαν (NChonChron 47346)

κατὰ τὴν ὄψιν στραβὸς (1618 (32520)) accusativus respectus (High) στράβων τὰς ὄψεις (NChonChron 53465)

κατὰ πάντα ὁμόφρονες (1823 (33816)) accusativus respectus (High) τὰ πάντα ὁμόφρονες (NChonChron 55290)

συμποδίζεται καὶ πίπτει κατὰ στόμα μετὰ τοῦ ἐπί (Ambiguous) ὅσον ἐπὶ στόμα συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 138 of 284

κατὰ λόγον (14221 (25117)) σύν (High) σὺν λόγῳ (NChonChron 42735)

κατά + acc (High)ἀ ἀνδρεῖος κατὰ τὴν δύναμιν (2181 (36922)) accusativus respectus (High) ἀνὴρ ἡρωϊκὸς τὴν ἰσχὺν (NChonChron 60185)

διαφέρειν κατὰ τὴν δύναμιν (431 (3924)) dative (Both) τῇ ῥώμῃ διαφέρειν (NChonChron 10310)

κατὰ τὸν ποταμὸν ῥίπτονται (1114 (229)) κατά + gen (Low) κατὰ τοῦ ὕδατος ἀκοντίζονται (NChonChron 2960)

κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) περί + acc (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

κατά + gen (Low)θυμῶ κατὰ τοῦ βασιλέως φέρεται (3113 (3411 εἰς (Both) ἐς αὐτὸν βασιλέα θυμῷ φέρεται (NChonChron 9355)

κατὰ τάξιν (Low)κατατάξιν συντάξαντες (4718 (549)) λόχος (High) ἐς λόχους συντάξαντες (NChonChron 12529)

κατὰ τὸ πρότερον (Low)κατὰ τὸ πρότερον (14216 (2507)) πρότερον (Low) πρότερον (NChonChron 42580)

καταβάλλω (Low)καταβαλεῖν τὰ στρατεύματα (7121 (8712)) καταπαλαίω (High) τὰ στρατεύματα καταπαλαῖσαι (NChonChron 18253)

καταδαμάζω (Low)(ἀσθένεια) τὰς ἁρμονίας κατεδάμαζε (16191 ( ἐπινέμομαι (High) (καχεξία) ἐπενέμετο τὰ ἄρθρα (NChonChron 53474)

καταδικάζω (Low)κατεδίκασε (15113 (28822)) ὑποδικάζω (High) ὑπεδίκασε (NChonChron 48181)

κατάδοσις (Low)ἀπὸ καταδόσεως ἀνθρώπων τινῶν (14214 (24 εἰσήγησις (High) κἀκ τῆς παρά τινων εἰσηγήσεως (NChonChron 42454)

κατάθεσις (Low)κατάθεσιν εἰς ταὰς χώρας ἐποίησεν (15106 (2 φορολογέω (High) τὰς χώρας ἐφορολόγει (NChonChron 47815)

κατακαίω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 139 of 284

ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκαύθη καὶ ἠμαυρώθη (212 αἰθαλόω (High) ᾐθάλωται πυρὶ (NChonChron 58560)

κατεκάησαν (1826 (33922)) αἰθαλόω (High) ᾐθάλωντο (NChonChron 55547)

κατεκάη (οἶκος) (2131 (36017)) ἀφανίζω (Ambiguous) ἠφάνισται (οἶκος) (NChonChron 5876)

κατέκαυσε (1826 (33922)) κατανέμομαι (High) (τὸ πῦρ) κατενεμήσατο (NChonChron 55446)

κατέκαυσε (1826 (33922)) καταφλέγω (High) κατέφλεξαν (NChonChron 55446)

κατέκαιον (1825 (3397)) καταφλέγω (High) κατέφλεγον (NChonChron 55427)

κατακλείω (Low)ἐν φυλακῆ αὐτὸν κατέκλεισεν (435 (412)) ἀσφαλίζω (High) ἐν φρουρᾷ ἀσφαλίζεται (NChonChron 10685)

ἐν μιᾷ τῶν φυλακῶν κατακλείεται (413 (3829 καθείργνυμι (High) ἐν μιᾷ τῶν φρουρῶν καθειργνύμενον (NChonChron 10173)

κετέκλεισε (1118 (17313)) καθείργνυμι (High) καθείργνυσιν (NChonChron 32088)

κατακόπτω (Low)κατακοπτόντων τὰ ἅγια θύρη (1426 (2481)) καταράσσω (High) ἀνάσταθμον πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ καταρασσόμενον (NC

κατακοσμέω (Low)μετὰ πευκίων κατεκόσμουν (441 (4212)) διακοσμέω (High) τάπησι διεκόσμουν (NChonChron 10846)

κατακουρσεύω (Low)κατεκούρσευε (413 (391)) κατατρέχω (High) κατατρέχων (NChonChron 10175)

κατακρατέω (Low)κατακρατεῖ (15122 (2901)) αἱρέω (High) αἱρεῖ (NChonChron 48334)

φρουρίων ὧν πρότερον κατεκράτησεν (1152 ( ἐγκρατής (High) φρουρίων ὧν ἐγκρατὴς γεγένητο (NChonChron 3931)

κατακρατεῖται (14215 (24929)) συλλαμβάνω (Both) συλλαμβάνεται (NChonChron 42570)

κατακρατεῖ τὰς Ἀθήνας (21122 (3746)) χειρόομαι (High) χειρούμενον Ἀθήνας (NChonChron 6103)

ὅσας (χώρας καὶ πόλεις) κατεκράτησε (1662 ( χειρόομαι (High) ὁπόσας (χώρας καὶ πόλεις) ἐχειρώσατο (NChonChron 51825

κατακρίνω (Low)Τοῖς τὸν Ἀ κατακρίνουσι (432 (404)) ἐπιτιμάω (Both) τοῖς ἐπιτιμῶσιν Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 10429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 140 of 284

οὐκ ἐπαύετο κατακρίνων (1841 (3412)) κακηγορέω (High) κακηγορῶν οὐκ ἔληγε (NChonChron 55695)

καταλαμβάνω (High)τὸ τεῖχος καταλαβόντες (2183 (37011)) διαλαμβάνω (Ambiguous) τὸ τεῖχος διειληφότες (NChonChron 60213)

καταλέγω (Low)κατειπόντος (14214 (24919)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγησαμένου (NChonChron 42558)

καταλείπω (Both)κατέλιπον (1225 (20118)) ἐάω (High) εἰάθη (NChonChron 35762)

καταλείψας τὸ Β ὡς εὐκολοκράτητον (1112 (2 παραλλάσσω (High) τὸ Β παραλλάξας ὡς εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

καταλεῖψαι (1613 (30428)) παραλλάσσω (High) παραλλάξαι (NChonChron 50338)

κατέλειψα ταῦτα (4719 (5417)) παρίημι (High) παρῆκα (NChonChron 12542)

καταλιμπάνω (Low)καταλιμπάνεται (14213 (2497)) ἐάω (High) ἐᾶται (NChonChron 42443)

καταλλάκτης (Low)οἱ καταλλάκται (478 (519)) ἀργυροκόπος (High) τῶν ἀργυροκόπων (NChonChron 12084)

καταλύω (High)εἰ καταλύσωσι (7121 (8713)) κατατροπόω (High) εἰ κατατροπωθείη (NChonChron 18253)

καταμάγουλα (Low)τὰ καταμάγουλα τῶν γενείων (1292 (2119)) γένυς (High) τὴν κάτω γένυν (NChonChron 3707)

καταμαυρόω (Low)τὸ ἱπποδρόμιον κατημαυρώθη (1826 (33928)) ἐκπυρόω (High) τὸ ἱππικὸν ἐξεπυρώθη (NChonChron 55552)

κατανεύω (Low)κατένευσεν εἰρήνην ποιῆσαι (1552 (27517)) δέχομαι (Both) τὴν εἰρήνην ἐδέχετο (NChonChron 46133)

κατενεύσαμεν (1456 (2577)) προσνεύω (High) προσνεῦσαι (NChonChron 43677)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 141 of 284

καταντάω (Low)πρὸς τὴν μεαγλόπολιν καταντᾶ (1453 (2568)) εἴσειμι (High) τὴν μεαγλόπολιν εἴσεισιν (NChonChron 43435)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 παρεκτείνομαι (High) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

καταντῆσαι (1225 (2018)) τίθεμαι (High) πέρας θέσθαι (NChonChron 35756)

κατάντημα (Low)κατάντημα καὶ ἀκούμβισμα (21142 (37626)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 6149-10)

καταντικρύ (Low)τρύπας ἔχον καταντικρύ (15113 (28822)) ἐγκάρσιος (High) ἐγκαρσίους ἔχον ὀπὰς (NChonChron 48182)

καταπατέω (Low)τράπεζαν καταπατουμένην (1426 (2482)) βεβηλόω (High) τράπεζαν βεβηλουμένην (NChonChron 42289)

τὸν κάμπον καταπατοῦσι (16172 (32516)) ἐπιλαμβάνομαι (High) τῶν πεδιάδων ἐπιλαμβάνονται (NChonChron 53461)

καταπατεῖ τοὺς Λάκωνας (21122 (3749)) περιπαπταίνω (High) περιπαπταίνει τοὺς Λάκωνας (NChonChron 6108)

καταπαύω (Low)κατέπαυσε (1826 (33918)) λωφάω (High) ἐλωφησεν (NChonChron 55441)

καταπείθω (Low)παρακλήσει καταπεισθείς (1423 (24622)) καθυπενδίδωμι (High) ἐκλιπαρήσει καθυπενδοὺς (NChonChron 42144)

καταπλήττω (High)καταπλήττων τοὺς βλέποντας (6111 (7027)) ἐξιστάω (High) ἐξιστῶν τοὺς θεωμένους (NChonChron 15582)

καταπολύ (Low)καταπολὺ πρᾶος (14216 (2503)) ἐπίπαν (High) ὡς ἐπίπαν μείλιχος (NChonChron 42577)

καταποντίζομαι (Low)κατεποντίσθησαν (κάτεργα) (6320 (7829)) καταδύομαι (High) κατέδυσαν (νῆες) (NChonChron 16869)

κατεποντίσθη (1422 (24616)) ὑδατόκλυστος (High) ἀπόλωλε ὑδατόκλυστος φανείς (NChonChron 42138)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 142 of 284

καταράομαι (Low)κατηρῶντο δὲ καὶ ἐμέμφοντο τοὺς Ῥωμαίους κ ἐπιχαλάω (High) τὴν ὕψοθεν ἐπιχαλῶντες ὀργὴν (NChonChron 55676)

κατάρατος (Low)κατάρατος (1426 (24727)) ἐπάρατος (High) ἐπάρατος (NChonChron 42284)

κατάρτιον (Low)κατάρτια (21179 (38319)) ἱστός (High) ἱστοὺς νηῶν (NChonChron 62489)

κατασκευάζω (Both)κατασκευάζη (14213 (24912)) μετασκευάζω (Ambiguous) μετασκευάζει (NChonChron 42450)

ἐπιβουλὴν κατασκευάσας (14210 (24817)) τεκταίνομαι (High) σύστρεμμα τεκτηνάμενος (NChonChron 42314)

κατασκηνόω (Low)κατεσκήνωσαν (7120 (8710)) ἐναυλίζομαι (High) ἐνηυλίσαντο (NChonChron 18250)

κατασκηνοῖ (621 (732)) ἐναυλίζομαι (High) ἐναυλίζεται (NChonChron 15885)

κατασκηνοῖ (21173 (38125)) στρατοπεδεύομαι (High) στρατοπεδεύεται (NChonChron 62218)

κατάσκοπος (Low)ὡς κατάσκοπα (633 (7411)) κατασκόπησις (High) πρὸς κατασκόπησιν (NChonChron 16153)

κατασκόπων (1114 (1722)) ὀπτήρ (High) ὀπτήρων (NChonChron 31833)

κατασκόπων (1114 (1728)) πευθήν (High) πευθῆνες (NChonChron 31842)

κατασμικρύνω (Low)κατασμικρύνων καὶ ταπεινῶν (1842 (34114)) καταρρυπαίνω (High) κατερρύπαινεν (NChonChron 55715)

καταστολίαζω (Low)τὸ πολὺ τῆς στρατιᾶς καταστολίασας (412 (38 διαφίημι (High) τὸ πολὺ τῆς στρατιᾶς διαφῆκεν (NChonChron 10057)

κατασφάττω (Low)κατασφάττει (14213 (2493)) ἀπολαιμίζω (High) ἀπολαιμίζει (NChonChron 42438)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 143 of 284

κατέσφαττον (7123 (885)) ἐπικατασφάττω (High) ἐπικατέσφαττον (NChonChron 18388)

κατατοξεύω (Low)πολλοὺς κατετόξευσαν (2183 (37018)) βέλος (High) πολλοὺς βέλεσι βαλόντων (NChonChron 60321)

κατατραυματίζομαι (Low)κατετραυματίσθη (7122 (8724)) τραυματίζομαι (High) τετραυμάτιστο (NChonChron 18369)

κατατροπόομαι (Low)κατετροπώσατο τὸ ἀνδράριον (16192 (3266)) καταγωνίζομαι (High) καταγωνίζεται τὸ ἀνδράριον (NChonChron 53483)

κατατρυφάω (Low)κατετρύφα (1114 (17117)) ἐνευπαθέω (High) ἐνευπάθει (NChonChron 31829)

καταφρονέω (Low)καταφρονεῖ καὶ ὡς οὐδὲν λογίζεται (1563 (277 ἀθερίζω (High) ἀθερίζειν καὶ ἀποπέμπεσθαι (NChonChron 46539)

κατεπαίρομαι (Low)καὶ Ῥωμαίους κατεπαίροντο (651 (8017)) ἀναρσίως (High) ὡς ἀναρσίως ἔχειν Ῥωμαίοις (NChonChron 17153)

κατεπανίκιον (Low)κατεπανίκιον τῆς Οὐγγρίας (3113 (348)) τμῆμα (High) τμῆμα τῆς Οὐγγρίας (NChonChron 9251)

κατεργάζομαι (Both)κατεργάσωνται θάνατον (1323 (22810)) καταπράττομαι (High) καταπραξάμενοι θάνατον (NChonChron 39666-67)

κάτεργον (Low)κάτεργα (1117 (1735)) ναῦς (High) νῆες μακραὶ (NChonChron 32076)

κάτεργα (15121 (2898)) ναῦς (High) νηῶν (NChonChron 4829)

κατέργων (1225 (20118)) ναῦς (High) νηῶν (NChonChron 35763)

κάτεργα (15121 (2894)) ναῦς (High) νῆας (NChonChron 4823)

τῶν κατέργων (6320 (7829)) ναῦς (High) τῶν νηῶν (NChonChron 16869)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 144 of 284

κάτεργα τοῦ σουλτάνου εὑρόντες (633 (7411) ναῦς (High) ἓξ ἐγκύρσας ναυσὶν (NChonChron 16153)

κατέργων (15121 (28914)) ναῦς (High) ναυσί (NChonChron 48216)

κάτεργα (15122 (2901)) ναῦς (High) νῆας (NChonChron 48334)

ἐντὸς τῶν κατέργων (633 (7410)) τριήρης (High) ταῖς τριήρεσι (NChonChron 16149)

κάτεργα (653 (8029)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 17273)

κάτεργα (15122 (28925)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 48226)

κάτεργα (6320 (7825)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 16866)

κατέρχομαι (Low) κατελθόντες (183 (34028)) κάτειμι (High) κατιὼν (NChonChron 55689)

κατέρχονται (1612 (30423)) κάτειμι (High) κατιέναι (NChonChron 50332)

κατηφής (Low)κατηφεῖς (2123 (3607)) χρώς (High) τὸν χρῶτα τραπέντες (NChonChron 58790)

κατοικέω (Low)κατώκουν (1142 (77)) οἰκέω (High) ᾤκουν (NChonChron 3788)

κατονομάζομαι (Low)Χρυσόπους κατωνομάζετο (271 (1530)) παρονομάζομαι (High) Χρυσόπους παρωνομάζετο (NChonChron 6055)

κατοχυρόομαι (Low)κατοχυρωσάμενοι (1562 (27713)) ἀσφαλίζομαι (High) ἠσφαλίσαντο (NChonChron 46528)

κατοχυρόω (Low)ἐξασφαλισάμενος καὶ κατοχυρώσας αὐτό (16 κρατύνω (High) κρατύνας τὸ ἔρυμα (NChonChron 50213)

καυχάομαι (Both)ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

ἄμετρα καυχώμενοι (1112 (22)) φυσάω (High) φυσῶντες ἄμετρα (NChonChron 2822)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 145 of 284

καύχημα (Low)τὰ φρυάγματα καὶ καυχήματα (725 (9527)) φρύαγμα (High) τὰ φρυάγματα (NChonChron 19417)

κεῖμαι (Both)ὁ ὑψηλός τόπος εἰς ὑψηλὸν τόπον κεῖται (218 οἰκίζομαι (High) ἐπὶ γηλόφου ᾤκισται Προῦσα (NChonChron 60211)

ἔκειντο (1812 (33620)) σκηνόομαι (High) σκηνουμένους (NChonChron 54918)

κέκτημαι (Low)ὑπὸ παθῶν κεκτημένος (2138 (36227)) ἐνίσχω (High) πάθεσιν ἐνισχόμενος (NChonChron 5915)

κεντάω (Low)κεντᾶν (1112 (17110)) κεντέω (High) κεντεῖν (NChonChron 31716)

κεφαλατίκιον (Low)τὸ τῶν Σμολαίων κεφαλατίκιον (1618 (32522)) ἀρχή (Both) τὴν ἀρχὴν τῶν Σμολέων (NChonChron 53468)

τοὺς τὰ κεφαλατίκια καὶ τὰ δημόσια τῆς ἀνατ πρωτεύω (High) τοὺς τῆς Ἀσιάτιδος γῆς πρωτεύοντας (NChonChron 46495)

κεφαλή (Low)τὸν εἰς κεφαλὴν εὑρισκόμενον (1562 (27711)) ἀρχηγός (Ambiguous) εἰς ἀρχηγὸν (NChonChron 46526)

κατὰ κεφαλῆς (445 (4233)) βρεχμός (High) ἐπὶ βρεχμόν (NChonChron 10975)

τῶ εἰς κεφαλὴν εὑρισκομένω (1112 (1718)) διέπω (High) διέπειν (NChonChron 31714)

εἰς κεφαλὴν τότε εὑρισκόμενος (413 (3824)) δουκικός (High) παρελύθη τῆς δουκικῆς ἀρχῆς (NChonChron 10167)

εἰς κεφαλὴν εὑρισκόμενος (14222 (25123)) ἡγεμονεύω (High) ἡγεμόνευε (NChonChron 42844)

τὸ ὅπερ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει καπάσιον (52 κάρα (High) τὸν ἐπὶ κρατὸς πῖλον (NChonChron 1312)

εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν ἀλόγων (214 (36432)) κορυφή (Low) ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀχημάτων (NChonChron 59488)

κεφαλήν (1118 (17312)) φύλαξ (High) φύλακα (NChonChron 32087)

κηρύττω (Low)ἐκηρύχθη ὡς ὅτι (1557 (27622)) διαδόσιμος (High) ἦν διαδόσιμος ὡς (NChonChron 46384)

κηρύττοντες καὶ λέγοντες μὴ ἔχειν ἁμάρτημα ἐπιμαρτύρομαι (High) τὸ ἀνεπέγκλητον ἐπιμαρτυρόμενοι (NChonChron 55674)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 146 of 284

κινδυνεύω (Low)ἐκινδυνεύομεν (1581 (28130)) προσαπόλλυμι (High) προσαπολώλειμεν (NChonChron 4719)

κίνδυνος (Low)μετὰ κινδύνων πολλῶν (1434 (25235)) ἐπικινδύνως (High) ἐπικινδύνως (NChonChron 4307)

κινέω (Ambiguous)ἐκίνει λόγους (15122 (28925)) ἀνακινέω (High) ἀνεκίνει λόγους (NChonChron 48225)

ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα κινούμενον (1825 (339 ἐλαύνω (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ ἐλαυνόμενον (NChonChron 55431)

ἕτερον κατὰ τοῦ ἑτέρου ἐκίνει πρὸς π (474 (4 ἐνάγω (High) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

κλάδος (High)κλάδους (441 (4213)) κλών (High) κλωσὶ (NChonChron 10847)

κλαίω (Low)τὰς οἰκείας συμφορὰς κλαίοντες (1462 (25815 ἀποκλαίομαι (High) ἡ τύχη τὰς οἰκείας τύχας ἀποκλαιόμενοι (NChonChron 438

διὰ μέσης ἐντὸς τῆς καρδίας ἔκλαιε (7119 (87 δάκρυ (High) κωφοῖς δάκρυσι τὸ πένθος ἀφοσιούμενος (NChonChron 182

ἔκλαυσαν (438 (4129)) δακρύω (High) ἐδάκρυσε (NChonChron 10725)

κλαῦσαι τῶ ἀδελφῷ τὸ ζῆν (1143 (725)) ἐπικωκύω (High) ἐπικωκῦσαι τῷ κασιγνήτῳ (NChonChron 3817)

τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἔκλαιε (2123 (36011)) ἐποδύρομαι (High) ἀλόχου στέρησιν ἐπωδύροντο (NChonChron 58795)

τις ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε ἀρκετῶς (1442 (254 θρηνέω (Ambiguous) τις ἐθρήνησεν ἂν ἀρκούντως (NChonChron 43265)

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔκλαιον (2123 (3 θρῆνος (High) θρήνων τὰς οὐσίας εἶχον ὑπόθεσιν (NChonChron 58792)

κλαυθμός (Low)τὸν κλαυθμὸν (438 (4130)) θρῆνος (High) τὸν θρῆνον (NChonChron 10726)

κλεισούρα (Low)ἡ κλεισοῦρα (7122 (8733)) πάροδος (Ambiguous) ἡ πάροδος (NChonChron 18381)

κλέπτης (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 147 of 284

κλέπται (15106 (28713)) φώρ (High) φῶρες (NChonChron 47936)

κλέπτω (Low)ἔκλεψαν (15106 (28714)) κλοποφορέω (High) ἐκλοποφόρησαν (NChonChron 47938)

ἔκλεπτον τὰ δημόσια (180) παρανοσφίζομαι (High) παρενοσφίζοντο τὰ δημόσια (NChonChron 224)

κλέψαι κρυφίως (521 (5428)) ὑφαιρέομαι (High) ὑφελέσθαι λάθρᾳ (NChonChron 12934)

κλεψία (Low)μετὰ κλεψίας (21141 (3765)) λανθάνω (High) λεληθέναι (NChonChron 61381)

κλίνω (Low)κλίνων τὸ γόνυ (523 (5611)) κάμπτω (High) ἀνθρωπόμορφόν τι τὸ γόνυ κάμπτον (NChonChron 1313)

κοιλία (Low)ὡς δῆθεν ἔχων βιασμοὺς κοιλίας (523 (567)) ἀποκένωσις (High) ὡς δῆθεν ἐνοχλούσης ἀποκενώσεως (NChonChron 13193)

κοιλία (2182 (3704)) γαστήρ (High) γαστὴρ (NChonChron 6026)

κοιλιακός (Low)κοιλιακὸν γὰρ πάθος πλασάμενος (523 (565)) γαστήρ (High) ῥύσιν γαστρὸς πλασάμενος (NChonChron 13191)

κοιμάομαι (Low)κοιμηθέντα (1425 (24720)) ὑπνώττω (High) ὑπνώττοντα (NChonChron 42276)

κοίμησις (Low)ἑορτάσων τὴν κοίμησιν (1463 (25830)) μετάστασις (High) τελέσων τὰ ὅσια τῇ μεταστάσει (NChonChron 43853)

κόκκινος (Low)τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 ἐξέρυθρος (High) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

πέδιλα κόκκινα (1455 (25629)) φοινικοβαφής (High) φοινικοβαφὲς πέδιλον (NChonChron 43560)

κολακεία (Low)τῇ κολακείᾳ χαυνωθεὶς (42 (3919)) αἱμυλία (High) τῇ αἱμυλίᾳ ἁπαλυνθεὶς (NChonChron 1034)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 148 of 284

κολλάω (Low)ἀγάπη μετὰ συγγενείας κεκολλημένη (112 (4 διυφαίνω (High) πόθος συγγενείᾳ διυφαινόμενος (NChonChron 3250)

Κόμανος (Low)Κόμανοι (3121 (3423)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 9372)

Κομάνων (1585 (2837)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 47362)

Κομάνων (1431 (25210)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 42972)

Κόμανοι (1334 (22829)) Σκύθης (High) Σκύθαι (NChonChron 39788)

Κόμανοι (1335 (2298)) Σκύθης (High) Σκύθαι (NChonChron 3978)

Κομάνων (1585 (28311)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 47364)

οἱ Κόμανοι (3121 (3427)) Σκύθης (High) οἱ δὲ Σκύθαι (NChonChron 9377)

κομμάτιον (Low)μετὰ τοῦ κομματίου τοῦ κονταρίου (7126 (882 τμῆμα (High) τῷ τοῦ δόρατος τμήματι (NChonChron 18418)

κομάτια μεγάλα (1825 (3395)) ψωμός (High) ψωμοὶ (NChonChron 55425)

κονιορτός (Low)τὸν κονιορτὸν (7123 (883)) θίς (High) θῖνα (NChonChron 18385)

τὸν κονιορτὸν (3112 (338)) κόνις (High) τὴν τῆς μάχης κόνιν (NChonChron 9246)

ἔπαυσεν ὁ κονιορτὸς (7124 (8810)) κόνις (High) ἡ κόνις ἐλώφησεν (NChonChron 1841)

κοντάριν (Low)κοντάρια (1114 (226)) δοράτιον (High) δοράτια (NChonChron 2957)

μετὰ κονταρίων ἀσιδηρώτων (442 (4217)) δορατισμός (High) διrsquo ἀσιδήρων δορατισμῶν (NChonChron 10855)

τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) δόρυ (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

τὸ κοντάριον (7126 (8826)) δόρυ (High) τὸ δόρυ (NChonChron 18421)

μετὰ τῶν κονταρίων (1453 (2565)) δόρυ (High) δόρασι (NChonChron 43431)

τὰ κοντάρια (2185 (37030)) δόρυ (High) τὰ δόρατα (NChonChron 60335)

κοντάρια (121020 (22131)) δόρυ (High) δόρατα (NChonChron 38710)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 149 of 284

μετὰ κονταρίων (288 (211)) δόρυ (High) δόρασι (NChonChron 7157)

φέρεται κατrsquo αὐτοῦ καὶ μετὰ τοῦ κονταρίου (5 δόρυ (High) ἐνσείει κατrsquo ἐκείνου τὸ δόρυ (NChonChron 13821)

τὸ κοντάριον παίζων (443 (4222)) δόρυ (High) τὸ δόρυ μετεωρίζων (NChonChron 10860)

κατὰ τὴν τῶν κονταρίων δόσιν (445 (437)) δόρυ (High) κατὰ τὴν τῶν δοράτων ἀγκοίνησιν (NChonChron 10985)

τὸ κοντάριν μεταχειρίζεσθαι (443 (4220)) δόρυ (High) κραδαίνειν δόρατα (NChonChron 10857)

ἐν τῆ τῶν κονταρίων μεταχειρήσει (445 (4310 κοντός (High) τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

Ἰταλοὶ μετὰ κονταρίων (441 (4214)) κοντοφόρος (High) ἱππότην κοντοφόρον Ἰταλιώτην (NChonChron 10851)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) λόγχη (High) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

τὰ κοντάρια (2185 (3712)) ξυστόν (High) τὰ ξυστὰ (NChonChron 60441)

κοπιάζω (Low)ἕκαστος ἐκοπίαζε κρύπτων (1936 36318) ἐμπονέω (High) ἕκαστος ἐνεπόνει τῇ μεταθέσει (NChonChron 57145)

κοπιάω (Low)τὰ αὐτῶν κοπιάσαντες ἄλογα (21146 (37726)) ἀποκναίω (High) τῶν ἵππων σφίσιν ἀποκναισάντων (NChonChron 61652)

κοπιᾶν (1116 (17224)) διαπονέομαι (High) διαπονεῖσθαι (NChonChron 31964)

κόπος (Low)χωρὶς κόπου καὶ μελέτης ( 14212 (24826)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 42325)

ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν κόπων (21178 (38314)) κάματος (High) τῶν ἀνηνύτων καμάτων (NChonChron 62484)

κόπτω (Low)εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 ἐκκόπτω (Both) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

κόπτοντα τὸν ἀέρα (445 (433)) τέμνω (High) τὸ δὲ τοῦ ἀέρος ῥόθιον τεμνόμενον (NChonChron 10980)

κόρδα (Low)μετὰ κόρδας (1878 (3467)) ἀγχόνη (High) διrsquo ἀγχόνης (NChonChron 56416)

κόρη (Ambiguous)κόρης (1585 (2832)) θυγατρόπαις (High) θυγατρόπαιδος (NChonChron 47356)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 150 of 284

κορυφή (Low)τὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν (1115 (17216)) λαγών (High) τὰς λαγόνας ταῶν ὀρέων (NChonChron 31956)

κόσμος (High)τὸν κόσμον ὅλον (2151 (36518)) περίγειον (High) τὸ περίγειον ἅπαν (NChonChron 59513)

κουλᾶς (Low)τὴν άκρόπολιν τοῦ κουλᾶ (21106 (37236)) ἀκρόπολις (High) τὴν άκρόπολιν (NChonChron 60842)

κουμπανία (Low)κουμπανία (1522 (27031)) φατρία (High) φατρίαν (NChonChron 45566)

κουρά (Low)παρὰ γνώμην αὐτοῦ δεξάμενος τὴν κουρὰν (1 ἀποθρίζομαι (High) μὴ ἑκὼν ἀποθρίξασθαι (NChonChron 4262)

κουρεύω (Low)ἐκουρεύθη παρὰ τοῦ βασιλέως (14220 (25110) ἀποκείρομαι (High) τὴν κοσμικὴν ἀπεκείρατο τρίχα παρὰ τοῦ βασιλέως (NChon

κουρσεύω (Low)ἐκούρσευον (1431 (2522)) δῃόω (High) ληϊζόμενοι καὶ δῃοῦντες (NChonChron 42864)

ἐκούρσευε (1423 (24629)) διαφθείρω (High) διέφθειρε (NChonChron 42153)

τῶν Τούρκων τοῖς χωρίοις κουρσευόντων (113 εἰσβάλλω (Ambiguous) τῶν Περσῶν ἐσβαλόντων τοῖς τόποις (NChonChron 3361)

κουρσεῦσαι (4717 (5326)) ἐκπορθέω (High) ἐκπορθεῖ (NChonChron 12413)

κουρσεύοντες (1458 (25731)) ἐκπορθέω (High) ἐκπορθησόντες (NChonChron 4379)

ἀγέλας ζώων κουρσεύσας (1131 (427)) ἐλαύνω (High) θρεμμάτων ἀγελας ἐλάσας (NChonChron 3364)

κουρσεῦσαι πάντα τὰ ἔθνη (1443 (25423)) θηλάζω (High) θηλάσει γάλα ἐθνῶν (NChonChron 43270)

κουρσεύειν (1585 (2838)) κείρω (High) κειρόντων (NChonChron 47362)

ἐκούρσευεν (15121 (2896)) κείρω (High) ἔκειρε καὶ ἐτίθει κακῶς (NChonChron 4825)

ἐκούρσευε τὰς πόλεις (2181 (36924)) κείρω (High) ἔκειρε τὰς πόλεις (NChonChron 60288)

κουρσεῦσαι (1454 (25619)) κείρω (High) κείρειν (NChonChron 43549)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 151 of 284

τὰ καστέλλια ἐκούρσευον (3121 (3424)) ληΐζομαι (High) τὰ φρούρια ληΐζομένων (NChonChron 9373)

ἐκούρσευον (1451 (25520)) ληΐζομαι (High) ἐληΐζοντο (NChonChron 43412)

ἐκούρσευον (1431 (2522)) ληΐζομαι (High) ληϊζόμενοι καὶ δῃοῦντες (NChonChron 42863)

ἐκούρσευσαν (1118 (17317)) ληΐζομαι (High) ληϊσάμενοι (NChonChron 32193)

ἐκούρσευε (15121 (28919)) ληΐζομαι (High) ληϊζόμενος (NChonChron 48219)

ἐκούρσευον (1225 (20124)) ληϊσμός (High) ἐξιέναι ἐπὶ ληϊσμῷ (NChonChron 35770)

ἐκούρσευον (1423 (24628)) ληστεύω (High) ληστεύειν (NChonChron 42149)

κουρσεύουσι (1111 (1713)) πορθέω (High) πορθεῖν (NChonChron 3176)

κουρσεύει τὰς Θήβας (21122 (3746)) προνομεύω (High) προνομεῦον τὰς Θήβας (NChonChron 6103)

ἐκούρσευον (1458 (25733)) σίνομαι (High) ἐσίνοντο (NChonChron 43711)

κουρσεῦσαι (1221 (2005)) σκυλεύω (High) σκυλεύσειν (NChonChron 35628)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 σκυλεύω (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

ἐκούρσευέ τε καὶ ἠχμαλώτιζεν (21182) φθείρω (High) ἔφθειρέ τε καὶ ἔκειρεν (NChonChron 62651)

κοῦρσος (Low)τὰ κούρση (3121 (3427)) λάφυρον (High) τὰ λάφυρα (NChonChron 9378)

μετὰ κούρσων (1562 (27714)) λεία (High) λείαν (NChonChron 46529)

κουτρουλός (Low)κουτρουλοὺς μωραγίους (1282 (21122)) αἱμωπός (High) αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους ταὰς κόρας (NChonChron 37120

κουτρουλοὺς καὶ μωραγίους (1282 (21121)) διάστροφος (High) αἱμωποὺς διαστρόφους τὰς κόρας (NChonChron 37121)

κουφότης (Low)κουφότητα (1618 (32523)) εὐτέλεια (High) εὐτέλειαν νοὸς (NChonChron 53469)

κούφωμα (Low)παλαιὸν ὑπονοήσας καμάρας κούφωμα (436 ὑπόνομος (High) παλαίτατον κατανοήσας ὑπόνομον (NChonChron 10689)

κοχλίας (Low)ὥσπερ ὁ κοχλίας εἰς τὸ αὐτοῦ ὀστράκινον ὀσπ σκώληξ (High) κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα (NChonChron 4

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 152 of 284

κρατέομαι (Low)γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) εἰμί (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

συνήθεια χρόνω πολλῶ κρατηθεῖσα (1142 (7 κρατύνομαι (High) χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος (NChonChron 3793)

κρατέω (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι ἢ φονεῦσαι (7128 (8912)) αἱρέω (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ζῶντα αὐτὸν κρατῆσαι ἠθέλησαν (7126 (8825 αἱρέω (High) ζωγρίαν ἑλεῖν ὀριγνώμενοι (NChonChron 18420)

ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) αἱρέω (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

κρατήσας (15122 (2901)) αἱρέω (High) ἑλὼν (NChonChron 48333)

παραλαμβάνει καὶ κρατεῖ (15121 (28917)) αἱρέω (High) αἱρεῖ (NChonChron 48218)

ἡ πόλις ἐκρατήθη (2123 (35926)) ἁλίσκομαι (High) ἡ πόλις ἑάλωκεν (NChonChron 58679)

ἐκρατήθη (2121 (35910)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 58560)

ἡ τῶν πόλεων βασιλὶς ἐκρατήθη (21121 (3733 ἁλίσκομαι (High) τῆς τῶν πόλεων βασιλίδος ἁλούσης (NChonChron 60986)

ἐκρατήθη (1115 (17210)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 31945)

ἐὰν οὗτος κρατηθῆ (1613 (3058)) ἁλίσκομαι (High) εἰ οὗτος ἁλώσεται (NChonChron 50454)

ἐκρατήθη (1118 (17311)) ἁλίσκομαι (High) ἁλῶναι (NChonChron 32085)

τῆς πόλεως κρατηθείσης (15112 (2886)) ἁλίσκομαι (High) τῆς νήσου ἁλούσης (NChonChron 48063)

ἐκρατήθη (1557 (27621)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 46382)

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) ἀναλαμβάνω (Both) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

τὸ ῥοῦχον κρατήσας (121013 (21931)) ἐπιλαμβάνομαι (High) ἐπελάβετο τῆς χλανίδος (NChonChron 38427)

τὸ Ἄργος βλέπων κρατούμενον (21124 (37420 ἔχω (Both) τὸ Ἄργος ὁρῶν ἐχόμενον (NChonChron 61126)

κρατοῦσι (1562 (27711)) ζωγρία (High) ζωγρίαν εἷλον τὸν Ἀλέξιον (NChonChron 46526)

διωκόμενοι ἐκρατοῦντο (288 (211)) καταλαμβάνω (High) διωκόμενοι κατελαμβάνοντο (NChonChron 7152)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 κατάσχεσις (High) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17162

κρατήσαντες (13814) κατέχω (High) κατασχόντες (NChonChron 41481)

κρατήσας τὴν Καισάρειαν (4711 (5212)) λαμβάνομαι (High) τῆς Καισαρείας λαβόμενος (NChonChron 12232)

κρατηθεὶς (1435 (2539)) λαμβάνω (Both) ληφθεὶς (NChonChron 43016)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 153 of 284

κρατήση (1581 (28118)) παραλαμβάνω (Both) παραληψόμενον (NChonChron 47192)

τὴν Ἀχελῶ ἐκράτησαν (1451 (25523)) παρίσταμαι (High) τὴν Ἀγχίαλον παρεστήσαντο (NChonChron 43414)

τὸ Φ κρατήσας (1113 (217)) παρίσταμαι (High) τὸ Φ παραστησάμενος (NChonChron 2843)

κρατήσας (21107 (3731)) παρίσταμαι (High) ταύτας παραστησάμενος (NChonChron 60845)

κρατησάντων (1221 (2003)) παρίσταμαι (High) παρεστήσαντο (NChonChron 35625)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) συλλαμβάνω (Both) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

ἀγωνίζοντο κρατῆσαι αὐτὸν (7128 (8916)) συλλαμβάνω (Both) συλλαβεῖν αὐτὸν σπεύδοντας (NChonChron 18548)

κρατηθεὶς (1428 (2489)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 4234)

κρατηθεὶς (1222 (20019)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 35639)

κρατήσας (1118 (17312)) συλλαμβάνω (Both) συλλαβὼν (NChonChron 32087)

τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κρατήσαντες (438 (4122)) συλλαμβάνω (Both) ἡ τούτου συλληφθεῖσα γυνὴ (NChonChron 10716)

κρατηθῆναι (14214 (24921)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθῆναι (NChonChron 42561)

τὰ μὲν δύο ἐκράτησαν (633 (7411)) συλλαμβάνω (Both) τὰς μὲν δύο συλλαβὼν εἶχε (NChonChron 16154)

κρατηθεὶς (1429 (24814)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 42311)

ἐκρατήθη (653 (8024)) συλλαμβάνω (Both) συνείληπτο (NChonChron 17265)

κρατηθεὶς (1223 (20022)) συνέχω (High) συσχεθεὶς (NChonChron 35642)

ὅσα κάστρα ἐκράτησεν (42 (3917)) ὑπάγομαι (High) ὅσα ἐκεῖνος ὑπηγάγετο φρούρια (NChonChron 1031)

καλαμάρια κρατοῦντες (214 (3651)) φέρω (Both) δόνακας φέροντες (NChonChron 59490)

τὴν Πελαγονίαν κρατοῦσι (16172 (32515)) χειρόομαι (High) Πελαγονίαν χειροῦνται (NChonChron 53359)

καὶ ταύτην ὡς ἐν ὀλίγω κρατήσας (1113 (220) χειρόομαι (High) καὶ ταύτην διὰ βραχέος χειρωσάμενος (NChonChron 2947)

κρατεῖται (1877 (3463)) χειρόω (High) χειροῦται (NChonChron 56411)

κρατεῖται ὡς ἀποστάτης (14223 (25133)) χειρόω (High) χειροῦται ὡς ἀποστὰς (NChonChron 42857)

αἰχμαλώτους κρατηθῆναι (3114 (3419)) χειρόω (High) ἀνδρῶν κεχειρωμένων (NChonChron 9366)

τοῖς κρατουμένοις (21173 (38132)) χειρόω (High) τοῖς χειρουμένοις (NChonChron 62226)

ὅτε τὴν πόλιν κρατήσωσι (2183 (37016)) χείρωσις (High) τὴν πόλιν ὡς ἐς χείρωσιν περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

κρημνώδης (Low)ἄνοδον κρημνώδη (1611 (3049)) ἀμφίκρημνος (High) ἄνοδος ἀμφίκρημνος (NChonChron 50216)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 154 of 284

κριτής (Low)κριταὶ (1564 (2781)) διαιτητής (High) διαιτητής (NChonChron 46648)

κριτὰς καὶ τιμωροὺς ( 2121 (35917)) δικαστής (High) δικαστὰς καὶ κολαστὰς (NChonChron 58668)

κριτὴν τῶν λεγομένων (1563 (27726)) δικαστής (High) δικαστὴν τῶν φημιζομένων (NChonChron 46643)

κροτέω (Ambiguous)μετὰ τῶν κλάδων κροτήσουσι (1441 (25410)) ἐπικροτέω (High) τοῖς κλάδοις ἐπικροτήσει (NChonChron 43152)

κρότος (Low)μετὰ κρότου (1841 (3415)) πάταγος (High) τῷ πατάγῳ (NChonChron 5574)

κρούω (Low)τὸ κρούειν καὶ κρούεσθαι (21143 (37633)) βάλλω (Ambiguous) τοῦ βάλλεσθαι καὶ βάλλειν (NChonChron 61517)

ἀλλήλους κρούοντες καὶ δορατίζοντες (445 (4 διαδορατίζω (High) ἀλλήλους διαδορατίζοντες (NChonChron 10973)

κρούων (1841 (34111)) ἐπικρούω (High) ὑπ ἐκείνων ἐπικρουόμενος (NChonChron 55712)

ἔκρουον τοὺς Οὔγγρους κατὰ κεφαλῆς (6114 ( παίω (High) ἔπαιον τοὺς Παίονας (NChonChron 15732)

κρούων τὸν πόδα (443 (4226)) ὑποσκαίρω (High) ὑποσκαίρων τὼ πόδε (NChonChron 10964)

κρύπτω (Low)ἔνδοθεν δὲ τὴν ὀργὴν κρύπτουσι (112 (419)) ἐνθάπτω (High) τὸν χόλον ἐνθάπτοντες (NChonChron 3254)

κρυφά (Low)κρυφὰ (413 (3825)) κρύβδην (High) κρύβδην (NChonChron 10168)

κρυφίως (Low)οὐ κρυφίως ἀλλrsquo ἀδιαντρόπως (432 (404)) κρύβδην (High) οὐ κρύβδην ἀλλrsquo ἀνέδην (NChonChron 10429)

οὐ κρυφίως ἀλλὰ φανερῶς (474 (4924)) κρύφα (High) (οὐχ hellip) κρύφα ἀλλrsquo ἔκπυστα (NChonChron 11715)

κρυφίως (4711 (5217)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 12241)

κλέψαι κρυφίως (521 (5428)) λάθρᾳ (High) ὑφελέσθαι λάθρᾳ (NChonChron 12934)

κρυφίως (1878 (3467)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 56416)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 155 of 284

κρυφίως (474 (4928)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 11819)

κρυφίως (1113 (213)) λάθρᾳ (High) λάθρα (NChonChron 2838)

κρυφίως (1582 (2825)) λαθραίως (Ambiguous) λαθραίως (NChonChron 47218)

κρυφίως (15121 (28915)) λαθρηδόν (High) λαθρηδὸν (NChonChron 48216)

κρυφίως (21143 (3771)) λεληθότως (High) λεληθότως (NChonChron 61520)

κρυφός (Low)ἡ κρυφὴ σκέψις (1152 (733)) ἐνδόμυχος (High) ἡ ἐνδόμυχος (πρόφασις) (NChonChron 3933)

ἐπιβουλαὶ κρυφαὶ (433 (4013)) ἐνδόμυχος (High) ἐπιβουλαὶ ἐνδόμυχοι (NChonChron 10443)

κτίζω (Low)φρούριον κτίζει (21121 (3744)) δομέω (High) φρούριον δομηθέν (NChonChron 61092)

ἐκτισμένος (2131 (36017)) ἱδρύω (High) ἱδρυμένος (NChonChron 5875)

κεκτισμένον λαμπρότατα (1113 (222)) κατασκευάζω (Both) κατεσκευασμένον ἄριστα (NChonChron 2950)

κτίζειν ἤρξατο (1411 (2455)) ποιέω (Both) ποιεῖν ἐπεβάλετο (NChonChron 4191)

κτυπέω (Low)τὰ χείλη κτυπῆσαι (447 (4330)) περιψοφέω (High) περιψοφῆσαι τὰ χείλη (NChonChron 11014)

κτύπος (Low)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἄψοφος (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

κυβερνάω (Low)κυβερνᾶν (14213 (24833)) διακυβερνάω (High) διακυβερνᾶν (NChonChron 42434)

ἐκυβέρνησε (1211 (19919)) εὖ ποιέω (High) εὖ ἐποίει (NChonChron 35520)

κυβέρνησις (Ambiguous)τῆς ἀναδοχῆς καὶ κυβερνήσεως (475 (507)) ξενία (High) τῆς ξενίας (NChonChron 11836)

πᾶσαν τὴν αὐτῶν ὠκονόμουν κυβέρνησιν (18 φιλοφροσύνη (High) μετεῖχον φιλοφροσύνης καὶ δεξιώσεως (NChonChron 55156)

κυκλόομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 156 of 284

διὰ τὸ μὴ κυκλωθῆναι (1434 (25234)) ἐγκυκλόομαι (High) μὴ ἐγκυκλωθῆναι σπεύδοντες (NChonChron 4306)

κυλίω (Low)λίθους κυλίοντας (1434 (2532)) ἐπικυλίομαι (High) ἐπικυλιομένοις λίθοις (NChonChron 4308)

κύριος (High)εἰ ἤμην κύριος (479 (5130)) δεσπόζω (High) εὶ δεσπόζων ἦν (NChonChron 12113)

κωδώνιον (Low)μετὰ κωδωνίων (7128 (8910)) κώδων (High) ἐχουσῶν ἠχητικοὺς κώδωνας (NChonChron 18543-44)

κωλύομαι (Low)κωλύεσθαι αὐτὸν οὐκ ἠδύναντο (441 (429)) κωλύω (Low) κωλύειν οὐκ ἦν (NChonChron 10843)

κωλύω (Low)τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) εἴργω (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous)Κωνσταντινοπολίταις (1116 (17228)) Ρωμαῖος (High) ῾Ρωμαίοις (NChonChron 31969)

Κωνσταντῖνος (Ambiguous)ὁ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίου φόρος (1826 (339 Κωνσταντίνειος (High) ἡ Κωνσταντίνειος ἀγορά (NChonChron 55549)

Κωνσταντινούπολις (Low)Κωνσταντινουπόλεως (1441 (2544)) ἄρχω (High) τὴν τῶν πόλεων ἄρχουσαν (NChonChron 43146)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν (2712 (1810)) βασιλεύω (Both) εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

Κωνσταντινούπολιν (1436 (25325)) βασιλίς (High) τῶν πόλεων βασιλίδα (NChonChron 43133)

τὴν Κωνσταντινούπολιν (412 (3818)) βασιλὶς πόλις (High) τὴν βασιλίδα πόλιν (NChonChron 10059)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (414 (3910) βασιλὶς πόλις (High) εἰς τὴν βασιλίδα πόλιν μετασκηνοῖ (NChonChron 10287)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἐπανέστρεψεν (161 Βυζάντιον (High) εἰς Βυζάντιον ἐπανέδραμε (NChonChron 53595)

εἰς Κωνσταντινούπολιν (1151 (728)) Βυζάντιον (High) εἰς τὸ Βυζάντιον (NChonChron 3824)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 157 of 284

εἰς Κωνσταντινούπολιν (6320 (7828)) Βυζάντιον (High) ἐς Βυζάντιον (NChonChron 16868)

εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (112 (422)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

ἐκ τῆς πόλεως ἦν ταύτης τῆς Κωνσταντινουπό Κωνσταντίνου ἡ (High) ἐκ τῆς Κωνσταντίνου ὥρμητο (NChonChron 42018)

ἐν Κωνσταντινουπόλει (1823 (33813)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 55284)

πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (447 (4315)) Κωνσταντίνου ἡ (High) πρὸς τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 11094)

λαιμαργία (Low)ἐπὶ τὴν λαιμαργίαν (121013 (21928)) λιχνεύομαι (High) τὰ βρώματα λιχνευόμενος (NChonChron 38424)

λαλέω (Ambiguous)λαλῆσαι μὴ δυνάμενος (7119 (876)) ἀφασία (High) ἀφασίᾳ (NChonChron 18246)

τῶ λαλῆσαι ταύτην μίαν (434 (4026)) ἐπιτάσσω (High) τῷ ἐπιτάξαι αὐτήν τινι εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

λαλήσαντος (1812 (33628)) ὁμιλέω (High) ὡμιληκότος (NChonChron 55028)

ὑπὲρ αὐτῶν λαλῆσαι (15106 (2878)) ὑπερφθέγγομαι (High) ὑπερφθεγξόμενον (NChonChron 47932)

ἀκμὴν ὀρθῶς λαλεῖν οὐκ ἠδύνατο (1585 (2823 ψελλίζω (High) ἔτι γὰρ ἐψέλλιζεν ἡ νύμφη (NChonChron 47352)

λαμβάνω (Both)τὸ κοντάριον λαβὼν (7126 (8827)) ἀγκοινέω (High) τὸ δόρυ ἀγκοινησάμενος (NChonChron 18421)

εἰ ἐβούλετο γυναῖκα λαβεῖν (511 (5312)) ἄγω (Both) γυναῖκα δὲ ἢν ἠβούλετο ἀγαγέσθαι (NChonChron 12662)

τὸν Β εἰς γαμβρὸν λαβόντος (515 (5410)) ἀναιρέω (Ambiguous) τὸν Β εἰς γαμβρὸν ἀνελομένου (NChonChron 1285)

τὰ σίδηρα λαβόντες (653 (8028)) ἀνιμάω (High) τὰς άγκύρας ἀνίμησαν (NChonChron 17272)

εἰς γυναῖκα ἔλαβεν (432 (3932)) ἁρμόζομαι (High) εἰς γαμετὴν γυναῖκα ἡρμόσατο (NChonChron 10324)

εἰς γυναῖκα λαμβάνει (ὁ Ανδρόνικος) (1012 (1 ἁρμόζω (High) ἁρμόζεται ἡ μνηστή (NChonChron 27512)

ἔλαβε εἰς γυναῖκα (511 (536)) γαμέω (High) ἔγημε (NChonChron 12654)

γυναῖκα ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους ἐλάμβανεν γαμέω (High) γυναῖκα ἐκ βασιλείου ἐγημεν ἂν αἵματος (NChonChron 126

ἔλαβε (14212 (24824)) δέχομαι (Both) ἐδέξατο (NChonChron 42323)

πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) δέχομαι (Both) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

συμμαχίαν λαβὼν (2181 (36924)) ἐπαμάομαι (High) συμμαχίδας ἴλας ἐπαμησάμενος (NChonChron 60287)

τὴν ἐξουσίαν λαμβάνει (621 (736)) ἐπισπάομαι (High) ἐπισπᾶται τὴν κυριότητα (NChonChron 15991)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 158 of 284

ὡς λάβοι ἂν (512 (5318)) ἔχω (Both) ὡς σχοίη ἂν (NChonChron 12771)

μεγάλην λαβὼν ἀρχὴν (4713 (5227)) λαγχάνω (High) μεγάλην ἀρχὴν εἰληχὼς (NChonChron 12257)

λαμβάνει εἰς γυναῖκα (15114 (28829)) προσαρμόζω (High) προσαρμόζεται τῷ τοῦ ῥηγὸς ἀδελφῷ (NChonChron 48191)

λαβόντες (1824 (33820)) προσλαμβάνω (High) προσειληφότες (NChonChron 55354)

τὰ τούτων ἀπελατίκια εἰς χεῖρας λαβόντες (61 χειρίζομαι (High) τὰς ἐκ σιδήρου κορύνας χειρισάμενοι (NChonChron 15631)

λαμπρός (Both)ἐκ γένους λαμπροῦ (1455 (25627)) αἰδέσιμος (High) τὸ γένος αἰδεσίμους (NChonChron 43557)

προσδεχθεὶς λαμπρῶς παρrsquo αὐτοῦ (511 (535)) ἀσπάσιος (High) προσδεχθεὶς ἀσπασίως τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 1265

τὸ τοῦ γένους λαμπρὸν (431 (3926)) ἐπίσημος (High) τὸ τοῦ γένους ἐπίσημον (NChonChron 10315)

λαμπρότατα (Low)κεκτισμένον λαμπρότατα (1113 (222)) ἄριστα (High) κατεσκευασμένον ἄριστα (NChonChron 2950)

λάμπω (Low)τρίχαι τῆς κεφαλῆς λάμπουσαι (1553 (27527)) ἀγλαΐζω (High) κόμαις ἠγλάϊσται (NChonChron 46248)

λαός (Ambiguous)τὸ σὸν λαὸν (472 (495)) ἔθνος (Low) τὸ σὸν ἔθνος (NChonChron 11787)

τοῦ λαοῦ (2121 (35911)) λεώς (High) τοῖς λεῴς (NChonChron 58561)

παρὰ τοῦ λαοῦ (14223 (25131)) λεώς (High) πρὸς τοῦ λεὼ (NChonChron 42855)

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) λεώς (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ὁ λαός (1812 (33617)) λεώς (High) ὁ λεὼς (NChonChron 54915)

ὅλος ἐξῆλθεν ὁ λαός (2175 (36816)) λεώς (High) ἅπας ἐξερρύησαν ὁ λεὼς (MakMak 59929)

ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ (6117 (7228)) λεώς (High) τοῦ παντὸς ἐνώπιον λεὼ (NChonChron 15879)

λαὸν (1429 (24814)) ὄχλος (High) ὄχλον (NChonChron 42311)

ἰδικὸν αὐτοῦ λαὸν (479 (5128)) στράτευμα (Both) ἐνδαπὸν στράτευμα (NChonChron 12112)

Λατινικός (Low)ὁ στρατὸς ltὁgt Λατινικὸς (1828 (34012)) Λατίνος (High) ὁ τῶν Λατίνων στρατὸς (NChonChron 55671)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 159 of 284

λέγομαι (Low)στρατιώτου Νικαία λεγομένου (439 (421)) ἐπιστήμων (Ambiguous) ὅτῳ ἦν Νικαίας ἐπίκλησις (NChonChron 10833)

λεγομένη (412 (3811)) ὀνομάζομαι (High) ὀνομάζεται (NChonChron 10052)

λέγω (Both)ἔλεγε ταῦτα (1842 (34112)) ἀγορεύω (High) ταυτὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν (NChonChron 55713)

ἐλέγετο (1559 (2772)) ᾄδω (High) ᾔδετο (NChonChron 46515)

ἐλέγετο ταῦτα παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) ᾄδω (High) ᾔδετο ταῦτα πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

(προστάγματα) λέγοντα (437 (4120)) ἀπαγγέλλω (Low) (γράμματα) ἀπαγγέλλοντα (NChonChron 10713)

εἶπε (1811 (3367)) γνωμολογέω (High) ἐγνωμολόγησε (NChonChron 5496)

εἰπών τι (6110 (706)) δῆλος (High) δῆλα τὰ προσταττόμενα θέμενος (NChonChron 15448)

ἐλέγετο ὅτι (1436 (25323)) διαθρυλλέω (High) διεθρυλλεῖτο ὡς (NChonChron 43131)

ἔλεγεν (1443 (25422)) διέξειμι (High) διεξιὼν (NChonChron 43269)

λέγοντας (1211 (1995)) διέξειμι (High) διέξεισιν (NChonChron 3557)

θέλων εἰπεῖν (15131 (2905)) διέξειμι (High) μέλλων διεξιέναι (NChonChron 48337)

ἔλεγεν (1592 (28324)) διόμνυμαι (High) διομνυμένου (NChonChron 47482)

εἰπὼν (15106 (2874)) εἰσφέρω (Both) εἰσενεγκάμενος (NChonChron 47826)

πετάσαι ἔλεγεν (477 (5023)) ἐπαγγέλλομαι (High) διαπτῆναι ἐπηγγέλετο (NChonChron 11963)

ἔλεγεν (14221 (25120)) ἐπιλέγω (High) ἐπέλεγεν (NChonChron 42740)

τὸ λεγόμενον Ἀλαμανικὸν (15106 (28628)) καλέω (High) τὸ καλούμενον Ἀλαμανικὸν (NChonChron 47816)

λέγοντας (15111 (28730)) παραίνεσις (Both) εἰσάγοντας παραίνεσιν (NChonChron 48055)

τῆς λίμνης αὐτοὺς ἀναχωρεῖν ἔλεγεν (1142 (7 παραινέω (High) μεθίστασθαι παρῄνει τῆς λίμνης (NChonChron 382)

εἶπε θαρρεῖτε (616 (6915)) παρακελεύομαι (High) θαρρεῖν παρεκελεύετο (NChonChron 15215)

φουρκίσειν (2138 (36228)) προτείνω (High) προτείνοντας (NChonChron 5916)

ἔλεγεν (6111 (7011)) ὑποφθέγγομαι (High) ὑποφθεγγόμενος (NChonChron 15458)

λέγων (1116 (17225)) φάσκω (High) φάσκων (NChonChron 31966)

ἔλεγε (1585 (2834)) φάσκω (High) ἔφασκεν (NChonChron 47359)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 160 of 284

λέγων (15106 (28627)) φάσκω (High) φάσκων (NChonChron 47815)

ἐλέγετο (1435 (25313)) φημί (High) φασί (NChonChron 43020)

εἰπόντος (1422 (24615)) φημί (High) φήσαντος (NChonChron 42137)

εἰπεῖν (14222 (25124)) φημί (High) φήσαντα (NChonChron 42844)

ὅπερ λέγουσι (1824 (33823)) φημί (High) ὅ φησι (NChonChron 5534)

λέγουσιν (1423 (24624)) φημί (High) φασιν (NChonChron 42146)

κριτὴν τῶν λεγομένων (1563 (27726)) φημίζω (High) δικαστὴν τῶν φημιζομένων (NChonChron 46643)

ἔλεγε (1441 (25413)) φθέγγομαι (High) ἐφθέγγετο (NChonChron 43155)

τὰ ὅμοια λέγειν ἤρξαντο (4718 (5414)) φθέγγομαι (High) ξυνῳδὰ ἐφθέγγοντο (NChonChron 12538)

ἔλεγε (15111 (28729)) φθέγγομαι (High) φθεγγόμενος (NChonChron 48053)

λείξουρος (Low)πᾶς βάρβαρος λείξουρός ἐστι (479 (5119)) λῆμμα (High) βάρβαρος ἅπας λημμάτων ἥττηται (NChonChron 12095)

ληστής (Low)οἱ λησταὶ (2123 (35926)) σκυλευτής (High) οἱ σκυλευταὶ (NChonChron 58679)

λιμήν (Low)λιμένα (1117 (1737)) ἠϊὼν (High) ἠϊόνα 32082 (NChonChron 32082)

λογαριαστής (Low)μέγαν λογαριαστὴν (261 (1227)) λογιστής (High) λογιστὴν μέγιστον (NChonChron 5476)

λογγώδης (Low)εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) λοχμώδης (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

λογίζομαι (Low)καταφρονεῖ καὶ ὡς οὐδὲν λογίζεται (1563 (277 ἀθερίζω (High) ἀθερίζειν καὶ ἀποπέμπεσθαι (NChonChron 46539)

ὡς δὲ οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) δοκέω (High) ὡς δὲ διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

ὡσεὶ σταγὼν ὕδατος ἐλογίζετο (1822 (33721)) κρίνω (High) ὡσεὶ καὶ ῥανίς ἐκρίνετο (NChonChron 55161)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 161 of 284

μικρὰ λογιζόμενος (2177 (3696)) κρίνω (High) κρίνων μικρὰ (NChonChron 60163)

λογιζόμενοι ὅτι (7121 (8713)) οἴομαι (High) ὡς hellip οἰόμενοι (NChonChron 18253-54)

ἐλογίζετο (1116 (17224)) οἴομαι (High) ᾤετο (NChonChron 31963)

εἰς οὐδὲν λογισάμενοι (1584 (28227)) τίθεμαι (High) παρrsquo ουδὲν θέμενοι (NChonChron 47343)

λογίζονται (1442 (25416)) ὑπολαμβάνω (Ambiguous) ὑπειλήφασιν (NChonChron 43262)

λόγιον (Both)τὰ λόγια (1441 (2547)) ῥῆμα (High) ῥήματα (NChonChron 43149)

λόγιος (Low)λογιωτάτη (1115 (17210)) λόγιμος (High) λογίμη (NChonChron 31945)

λόγος (Ambiguous)τοὺς λόγους (2138 (36229)) διάλεξις (High) τὴν διάλεξιν (NChonChron 5918)

τοὺς λόγους (615 (695)) λεγόμενα τά (High) τοῖς λεγομένοις (NChonChron 1524)

λόγων (1119 (17324)) μείλιγμα (High) μειλίγματα (NChonChron 32112)

λόγοι (1119 (17323)) πρόβλημα (High) προβλήματα (NChonChron 32111)

τοῖς λόγοις (2138 (36225)) ῥῆμα (High) τοῖς ῥήμασιν (NChonChron 5912)

διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) ῥῆμα (High) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

ἐπὶ τοῖς λόγοις (121013 (21929)) ῥῆμα (High) ἐπὶ τῷ ῥήματι (NChonChron 38426)

λοιδορέω (Low)ἡμᾶς λοιδοροῦντες (214 (3652)) τωθάζω (High) ἡμᾶς τωθάζοντες (NChonChron 59491)

λυπέομαι (Low)ἐλυποῦντο καὶ ἐδυσχέραινον (1823 (33810)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55281)

ἠγανάκτων ἢ ἐλυποῦντο (1828 (3408)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55566)

ὅθεν ὑπέρμετρα λυπηθεὶς (562 (6020)) λύπη (Both) διὰ ταῦτα λύπῃ καταποθεὶς (NChonChron 13815)

λυπέω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 162 of 284

ἐλυπήθην (1441 (2545)) δάκνω (High) δακνόμενος (NChonChron 43147)

λύπη (Both)λύπας καὶ συμφοράς (1119 (17328)) δεινόν (High) δεινοῖς (NChonChron 32116)

διὰ λύπην μικρὰν (112 (43)) μικρολυπία (High) κατὰ μικρολυπίαν (NChonChron 3233)

λώβη (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) ἐξάνθημα (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

μαγείρευμα (Low)μαγείρευμα (1941 36321) ὄψον (High) ὄψον (NChonChron 57148)

μαγείρευμα ἑψημένον (1824 (33820)) ὄψον (High) ὄψον ἕτοιμον (NChonChron 55394)

μαγειρεύω (Low)μαγειρεύοντες (214 (3657)) μαγγανεία (High) μαγγανείαις προσκείμενοι (NChonChron 5941)

μαίνομαι (Low)μανεὶς (1422 (24618)) ζέω (High) ζέων τῷ χόλῳ (NChonChron 42140)

μανεὶς (1422 (24618)) χόλος (High) ζέων τῷ χόλῳ (NChonChron 42140)

μακράν (Low)μακρὰν ἔκειντο (1812 (33620)) ἄποθεν (High) σκηνουμένους ἄποθεν (NChonChron 54918)

τὰ μακρὰν (16172 (32515)) πόρρωθεν (High) τὰ πόρρωθεν (NChonChron 53460)

μακρόθυμος (Low)μεγαλόψυχος καὶ μακρόθυμος ἀνεφαίνετο (11 φιλόσοφος (High) ταὸ φιλόσοφον ἐπεδείκνυτο (NChonChron 32116)

μακρός (Ambiguous)μακρὸς ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν (1585 (28230)) εὐμήκης (High) εὐμήκης ὢν ταὴν ἡλικίαν (NChonChron 47346)

μακρός ἐστι ὁ περίορος (1612 (30420)) μηνκύνω (Ambiguous) μηκύνεται ἡ περίοδος (NChonChron 50328)

μεταβαίνει πρὸς τὰ μακρότερα (1113 (220)) πόρρω (High) μεταβαίνει πρὸς τὰ πορρώτερα (NChonChron 2948)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 163 of 284

ἐπιθυμεῖ στρατηγίαν ποιῆσαι μακρὰν (631 (7 ὑπερόριος (High) ἐρᾷ στρατείας ὑπερορίου (NChonChron 15918)

μάκρος (Ambiguous)ἡλικίαν ἔχων ἀρίστην πλάτους καὶ μάκρους (1 εὐμήκης (High) εὐμήκης (NChonChron 42575)

μακρότερα (Low)εἰς τὰ μακρότερα (1825 (3397)) πόρρωθεν (High) τὰς πόρρωθεν οἰκίας (NChonChron 55426)

μαλακίζομαι (Low)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 καθυφίημι (High) καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 6590)

μαλακῶς (Low)μαλακῶς πῶς καὶ ἀνειμένως (14212 (24823)) μαλθακώτερον (High) μαλθακώτερον (NChonChron 42322)

μαλλίον (Low)τὰ μαλία (214 (3654)) θρίξ (Both) τὰς τρίχας (NChonChron 59493)

μᾶλλον (Ambiguous)μᾶλλον πολεμικὸς (15132 (2908)) λίαν (High) λίαν πολεμικὸς (NChonChron 48341)

καὶ μᾶλλον (15112 (2884)) μάλιστα (High) καὶ μάλιστα (NChonChron 48062)

καὶ μᾶλλον (15111 (2881)) μάλιστα (High) καὶ μάλιστα (NChonChron 48058)

μάνδρα (Ambiguous)ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) σηκός (High) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

μανθάνω (High)ταῦτα οὖν μαθὼν (4310 (424)) ἀγγέλλομαι (High) ταῦτα οὖν ὡς ἠγγέλη (NChonChron 10836)

παρά τινος μαθοῦσα (434 (4021)) διαγγέλλομαι (High) διαγγελθέντα παρά του (NChonChron 10553)

μανθάνειν τὰς τούτων βουλὰς (413 (3821)) κατάληψις (High) πρὸς τὴν τῶν δρωμένων κατάληψιν (NChonChron 10163)

μανία (Ambiguous)ὑπὸ μανίας κεκτημένος (2138 (36227)) θυμός (Both) θυμῷ ἐνισχόμενος (NChonChron 5914)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 164 of 284

εἰς μανίαν (652 (8021)) θυμός (Both) εἰς θυμὸν (NChonChron 17159)

τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) λύττα (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

μανικός (Low)μανικὸν ἔβλεψε (474 (4922-23)) σκαιός (High) σκαιὸν ἐπωφθάλμισε (NChonChron 11713)

μαντάτον (Low)μαντάτα (1118 (17316)) ἀγγελία (High) ἀγγελίας (NChonChron 32195)

μασχάλη (Low)εἰς τὰς μασχάλας αὐτῶν θέμενοι (121020 (221 ἀγκωνίζομαι (High) ἠγκωνίσαντο (NChonChron 38711)

ματαίως (Low)ματαίως (477 (5018)) εἰκαίως (High) εἰκαίως (NChonChron 11952)

ματαίως τὸ τούτων βούλευμα γέγονεν (1113 ( ἐκπίπτω (High) τῆς προθέσεως ταύτης ἐξέπεσον (NChonChron 2839)

ματαίως (438 (4124)) μάτην (High) μάτην (NChonChron 10720)

Μαύρη Θάλασσα (Low)Μαύρην Θάλασσαν (16131 33324) Εὔξεινος Πόντος (High) Εὔξεινον Πόντον (NChonChron 52883)

μάχαιρα (Both)ἐν μαχαίρᾳ (1583 (2828)) ξίφος (High) ξίφει (NChonChron 47221)

μάχη (Both)ἄνευ μάχης (2178 (36912)) ἀμαχεί (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 60174)

ἄνευ μάχης καὶ πολέμου τινὸς (1434 (25227)) ἀμαχεί (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 42991)

χωρὶς μάχης (1434 (25229)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτὶ (NChonChron 42993)

μάχομαι (Low)μαχόμενον καὶ ἀγωνιζόμενον (7127 (895)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλώμενον (NChonChron 18534)

μετrsquo αὐτοῦ μαχόμενος (726 (962)) ἀντικαθίσταμαι (High) ἀντικαταστὰς Ἀσπιέτῃ (NChonChron 19422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 165 of 284

μαχομένου ταὴν φύσιν (1119 (17323)) ἀντιμάχομαι (High) ἀντιμαχομένου τῇ φύσει (NChonChron 32110)

πρὸς ὄρη μάχεσθαι δυσανάβατα (1613 (3051) διαμιλλάομαι (High) πρὸς ὄρη διαμιλλᾶσθαι ἀπότομα (NChonChron 50346)

μάχεσθαι (14222 (25125)) διαμιλλάομαι (High) διαμιλλᾶσθαι (NChonChron 42845)

ἐξόπισθεν τούτοις ἐμάχοντο (2184 (37021)) ἐπίκειμαι (High) ἐπέκειντο (NChonChron 60325)

μὴ ἐμάχοντο (2182 (3702)) μάχη (Both) μὴ χωρεῖν διὰ μάχης (NChonChron 6023)

μεγαλόπολις (Low)τὴν πάσης Συρίας μεγαλόπολιν (42 (3920)) προκαθημένη (High) τὴν ἁπάσης Συρίας προκαθημένην (NChonChron 1036)

μεγαλοπρεπής (Low)δώροις μεγαλοπρεπέσι (1152 (81)) φιλότιμος (High) δώροις φιλοτίμοις (NChonChron 3935)

μεγαλόψυχος (Low)μεγαλόψυχος καὶ μακρόθυμος ἀνεφαίνετο (11 φιλόσοφος (High) τὸ φιλόσοφον (NChonChron 32116)

μεγαλύνω (Low)μεγαλύνει (1563 (27722)) διαθρυλλέω (High) διαθρυλλεῖ (NChonChron 46537)

ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

μεγαλώτερος (Low)μεγαλωτέρους (1585 (2833)) μείζων (High) μείζονας (NChonChron 47358)

μέγας (Both)τὸ μέγα χαντάκιν (21173 (38126)) βαθύς (Low) βαθεῖαν τάφρον (NChonChron 62219)

στόλον μέγαν (632 (7331)) βαρύς (Ambiguous) στόλον βαρὺν (NChonChron 16033)

εἰς κίνδυνον μέγαν (1811 (33611)) ἔσχατος (Ambiguous) εἰς κίνδυνον τὸν ἔσχατον (NChonChron 5499)

μετὰ μεγάλης νίκης (614 (691)) λαμπρός (Both) μετὰ λαμπρῶν τροπαίων (NChonChron 15294)

μεγάλων πόλεων (1451 (25520)) μεγάπυργος (High) μεγαπύργων πόλεων (NChonChron 43413)

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1825 (33910)) μέγιστος (High) τοῦ Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 μέγιστος (High) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 166 of 284

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1826 (33918)) παμμέγιστος (High) Νεὼν τὸν Παμμέγιστον (NChonChron 55442)

μέθοδος (Low)διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) μεθόδευμα (High) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

μεθύω (Low)ἐμέθυον (214 (3657)) κωμάζω (High) ἐκώμαζον (NChonChron 59495)

μείγνυμαι (Low)πολλαῖς γυναιξὶ μιγνύμενος (251 (1224)) ἐπιθόρνυμαι (High) πολλαῖς θηλυτέραις ἐπιθορνύμενος (NChonChron 5471)

μελετάω (High)ἐμελέτησε ἐλθεῖν (16172 (32513)) γινώσκω (Both) ἔγνω ἐπιθέσθαι (NChonChron 53357)

μέλλω + infinitive (Both)μέλλει φθαρῆναι (1455 (25633)) future participle (High) ἀπολούμενον (NChonChron 43666)

μολῦναι μέλλει (15106 (2877)) ἐθέλω (High) κοινοῦν ἐθέλει (NChonChron 47930)

μεμνηστευμένη (Low)ἡ μεμνηστευμένη (1012 (1478)) μνηστή (High) ἡ μνηστή (NChonChron 27514)

μέν (Low)καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) μὲν οὖν (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

μέντοι (Low)οἱ μέντοι Σαρακηνοὶ (6321 (791)) δέ (High) οἱ δὲ Σαρακηνοὶ (NChonChron 16875)

Μέντρος (Low)περὶ τὸν τόπον τοῦ Μέντρου (21182 (3851)) Μαίανδρος (High) τὴν ὅσην ποτίζει Μαίανδρος (NChonChron 62651)

ὁ Μέντρος (725 (9529)) Μαίανδρος (High) Μαίανδρος (NChonChron 19418)

περὶ τὸν Μέντρον (1423 (24628)) Μαίανδρος (High) κατὰ Μαίανδρον (NChonChron 42151)

Μέντρον (1421 (24519)) Μαίανδρος (High) Μαίανδρον (NChonChron 42019)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 167 of 284

μερίζω (Low)τριχῶς ἐμέρισαν (473 (4919)) δαίομαι (High) τριχῆ δασάμενοι 1177 (NChonChron 1177)

μερίσας (1113 (17113)) διαιρέω (High) διελών (NChonChron 31823)

μερισθεὶς (1111 (1711)) διαιρέω (High) διαιρεθεὶς (NChonChron 3174)

εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) διαιρέω (High) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

μέριμνα (Ambiguous)βασιλεῖ πολλὰς μερίμνας καὶ φροντίδας ἔχοντ πολύφροντις (High) βασιλεῖ πολυφρόντιδι (NChonChron 48058)

μεριμνάω (Low)ἀείποτε ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28 κατατείνομαι (High) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonCh

ἀείποτε ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28 μέριμνα (Ambiguous) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonCh

μερισμός (Low)μερισμός (1115 (17211)) διαμερισμός (High) διαμερισμός (NChonChron 31945)

ἵνα μερισμὸς γένηται (2151 (36521)) μερίζομαι (High) μερίσασθαι (NChonChron 59516)

μέρος (Low)μικρὸν ὄπισθεν ἐξ ἑκατέρου μέρους (619 ( 69 κέρας (High) μικρὸν ἄποθεν ἑκατέρου κέρατος (NChonChron 15441)

μέρη (1111 (1712)) μερίς (High) μερίδων (NChonChron 3175)

μέρος (15106 (28715)) μερίς (High) μερίδος (NChonChron 47939)

μέρη (1113 (17113)) τμῆμα (High) τμήματα (NChonChron 31823)

μέρη (1225 (20117)) τμῆμα (High) τμήματα (NChonChron 35761)

μεσάζω (Low)μεσάζοντα (261 (1229)) μεσεύω (High) μελεδωνὸν μεσεύοντα (NChonChron 5478)

μεσημβρία (High)τὸ πρὸς μεσημβρίαν τεῖχος (2183 (37011)) μεσημβρινός (High) τὸ μεσημβρινὸν τεῖχος (NChonChron 60213)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 168 of 284

μέσης τῆς ἡμέρας (Low)μέσης τῆς ἡμέρας (121014 (2201)) ἡμέρας (High) ἡμέρας (NChonChron 38429)

μέσον τό (Low)περὶ τὸ μέσον ἡ ἡμέρα ἦν (6114 (7116)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 15613)

τὸ μέσον τῆς στρατιᾶς (619 (6932)) μέτωπον (High) τὸ μὲν τῆς φάλαγγος μέτωπον (NChonChron 1533839)

Μεσοποταμία (Low)τῆς Μεσοποταμίας (1113 (222)) Μέση τῶν ποταμῶν (High) τῆς Μέσης τῶν ποταμῶν (NChonChron 2949)

μετrsquo ὀλίγον (Ambiguous)μετrsquo όλίγον δὲ (7126 (8824)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ δrsquo (NChonChron 18419)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (633 (746)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ δὲ (NChonChron 16045)

μετrsquo ὀλίγον (7127 (897)) μετὰ βραχὺ (High) μετὰ βραχὺ (NChonChron 18536)

μετ᾽ ὀλίγον (14214 (24928)) μετὰ μικρὸν (Ambiguous) μετὰ μικρὸν (NChonChron 42569)

μετrsquo ὀλίγον (1583 (2827)) μικρῷ ὕστερον (High) μικρῷ ὕστερον (NChonChron 47220)

τὴν μετολίγον ἔλευσιν (4310 (426)) ὅσον οὔπω (High) τὴν ὅσον οὐδέπω παρουσίαν (NChonChron 10838)

μετά (Both)μετὰ τῶν κλάδων κροτήσουσι (1441 (25410)) dative (Both) τοῖς κλάδοις ἐπικροτήσει (NChonChron 43152)

μετὰ ἀπάτης (16192 (32618)) dative (Both) ἀπάτῃ (NChonChron 5351)

μετὰ τῶν κονταρίων (1453 (2565)) dative (Both) δόρασι (NChonChron 43431)

μετὰ ἐξόδων καὶ χρημάτων (1411 (2454)) dative (Both) ἀναλώμασι (NChonChron 41995)

μετὰ τίνων (1581 (28128)) dative (Both) τίσι (NChonChron 4717)

συνεκπέμπει μετὰ τοῦ Στεφάνου (514 (541)) dative (Both) συνεκπέμπει τῷ Στεφάνῳ (NChonChron 12790)

μετὰ μαχαίρας ἀποσφάττεται (1556 (27618)) dative (Both) ἀποσφάττεται μαχαίρᾳ (NChonChron 46373)

μετrsquo αὐτοῦ τοῦ βασιλέως συστρατεύων (1585 dative (Both) βασιλεῖ συστρατεύων (NChonChron 47363)

μετὰ δυνάμεως (1556 (27613)) dative (Both) τῇ ἐπικουρίᾳ (NChonChron 46369)

μετὰ δουλοπρεποῦς σχήματος (1462 (25817)) dative (Both) δουλοπρεπεῖ σχήματι (NChonChron 43838)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 169 of 284

τὸ μετrsquo αὐτὸν συνὸν στράτευμα (1454 (25613) dative (Both) τὸ συνὸν αὐτῷ στράτευμα (NChonChron 43542)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) dative (Both) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 dative (Both) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 dative (Both) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

μετὰ τοῦ ἐλεεινοῦ στεφανώματος (15113 (288 dative (Both) τῷ οἰκτρῷ στεφανώματι (NChonChron 48187)

μετὰ συγγεγῶν ἀδιαφόρων (15106 (2871)) dative (Both) συγγενέσι ἀχρείοις οὖσι (NChonChron 47824)

μετ᾽ αὐτοῦ (1114 (1726)) ἀμφί (High) ἀμφ᾽ αὐτὸν (NChonChron 31839)

μετὰ ψηφίδων χρυσῶν (1426 (24730)) διά (Both) διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων (NChonChron 42287)

μετὰ δὲ τῶν ἄλλων (1561 (2775)) ἐπί (Ambiguous) ἐπὶ πᾶσι (NChonChron 46518)

φανερὸν πόλεμον μετὰ τοῦ Ψευδαλεξίου (155 κατά (Both) πόλεμον κατrsquo αὐτοῦ προφανῆ (NChonChron 46368)

τὸν μετὰ τῶν Βλάχων πόλεμον (14222 (25123 κατά (Both) τὸν κατὰ τῶν Βλάχων πόλεμον (NChonChron 42844)

μετὰ τοῦ Χρύσου (16172 (32513)) σύν (High) σὺν Χρύσῳ (NChonChron 53357)

μετὰ αὐτοῦ (1581 (28118)) σύν (High) σὺν αὐτῷ (NChonChron 47193)

μετὰ τοῦ υἱοῦ (1813 (3379)) σύν (High) σὺν τῷ πατρὶ (NChonChron 55148)

μετ᾽ αὐτοῦ (1421 (2461)) σύναμα (High) σύναμά οἱ (NChonChron 42024)

τοὺς μετ᾽ αὐτὸν ὄντας στρατηγοὺς (1455 (256 σύνειμι (High) τοὺς συνόντας αὐτῷ ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

τοῖς μετrsquo αὐτοῦ οὖσιν (6110 (706)) σύνειμι (High) τοῖς συνοῦσι μεγιστᾶσι (NChonChron 15448)

τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ὄντας (1429 (24815)) συνίστωρ (High) τοὺς συνίστορας (NChonChron 42312)

μετά + gen (Low)τοῖς μετrsquo αὐτοῦ καβαλλαρίοις (2176 (3691)) dative (Both) τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ (NChonChron 60057)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 dative (Both) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

τὰ τείχη μετὰ τοῦ στρατοῦ περικυκλώσας (24 dative (Both) τὰ τείχη τῷ στρατῷ διαζώσας (NChonChron 5352)

μετὰ βίας (21172 (38118)) dative (Both) βίᾳ (NChonChron 62110)

μετὰ τῶν χερῶν (436 (416)) dative (Both) ταῖς χερσὶ (NChonChron 10691)

μετὰ βλατίων χρυσῶν καὶ πευκίων (441 (4212 dative (Both) ἐπίπλοις καὶ τάπησι (NChonChron 10846)

μετὰ τῆς Εὐδοκίας συνέκειτο (434 (4018)) dative (Both) τῇ γυναικὶ συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

τῶν μετrsquo ἐκείνου (7121 (8718)) ἀμφί (High) τῶν ἀμφrsquo ἐκεῖνον (NChonChron 18363)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 170 of 284

μετὰ κόρδας (1878 (3467)) διά + gen (Low) διrsquo ἀγχόνης (NChonChron 56416)

ἔχων μεθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ τὸν υἱὸν τούτου (1151 ( ἐφέπομαι (High) ἐφεπόμενον ἔχων αὐτῷ τὸν παῖδα (NChonChron 3927)

συνάπτει πόλεμον μετὰ τοῦ σουλτὰν (475 (50 κατά + gen (Low) ἐκφέρει κατὰ τοῦ σουλτὰν πόλεμον (NChonChron 11826)

τοὺς μετrsquo αὐτοῦ εὑρισκομένους (7128 (8912)) περί + acc (High) τῶν περὶ αὐτὸν (NChonChron 18545)

μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολυ- (High) πολύπους καὶ πολύχειρ (NChonChron 58676)

μετ᾽αὐτοῦ (112 (421)) σύν (High) σὺν αὐτῷ (NChonChron 3255)

μετὰ βίας (Low)μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας (7127 (8832-891)) μόλις (High) μόλις δὲ (NChonChron 18529)

μετὰ βίας (6320 (7826)) μόλις (High) μόλις (NChonChron 16865)

μετὰ τάξεως (Low)μετὰ τάξεως γυρίζων (443 (4226)) ἠρέμα (High) ἠρέμα ὑπογυρῶν (NChonChron 10963)

ἡ προμήθεια καὶ μετὰ τάξεως πάντα ποιεῖν (4 προμήθεια (Ambiguous) ἡ προμήθεια (NChonChron 1106)

μετὰ ταῦτα (Low)μεταταύτα (4718 (546)) εἶτα (Low) εἶτα (NChonChron 12526)

μετὰ δὲ ταῦτα (14214 (24927-28)) ἐκ τούτου (High) τὸ δ ἐκ τούτου (NChonChron 42567)

μετὰ δὲ ταῦτα (1877 (34533)) ἐπὶ τούτοις (High) τὰ δrsquoἐπὶ τούτοις (NChonChron 5644)

τὰ μετὰ ταῦτα (631 (7321)) ἐπὶ τούτοις (High) τὰ ἐπὶ τούτοις (NChonChron 15918)

μετὰ ταῦτα (15112 (28811)) ἐς τοὐπιὸν (High) ἐς τοὐπιὸν (NChonChron 48068)

τὴν μετὰ ταῦτα ἐπέλευσιν (6321 (791)) ἐσέπειτα (High) τὸν ἐσέπειτα πλοῦν (NChonChron 16876)

εἰς ταὸ μεταταῦτα (15111 (28721)) ἐφεξῆς (High) ταὰ δrsquo ἐφεξῆς (NChonChron 47944)

μετὰ δὲ ταῦτα (1877 (34533)) τὰ δrsquo ἐπὶ τούτοις (High) τὰ δrsquo ἐπὶ τούτοις (NChonChron 5644)

τοῖς μετὰ ταῦτα βασιλεῦσιν (411 (383)) ὕστερον (Low) τοῖς ὕστερον αὐτοκράτορσιν (NChonChron 10043)

μετὰ χαρᾶς (Low)μετὰ χαρᾶς (479 (523)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 12120)

μεταβαίνω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 171 of 284

ἐξουσίαν πρὸς τὸν υἱὸν μεταβαίνουσαν (1841 μεταρρέω (High) ἰσχὺν πρὸς τὸν υἱὸν μεταρρέουσαν (NChonChron 5572)

μεταβάλλω (Ambiguous)μεταβάλλει γοῦν τὴν γνώμην (652 (8019)) μεταλλοιόω (High) μεταλλοιοῖ τοίνυν τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 1715

μεταβαλλόμενος (1585 (28232)) μεταρρυθμίζω (Ambiguous) μεταρρυθμιζόμενος (NChonChron 47349)

μετάθεσις (Both)βεβαιωθεῖσαν μετάθεσιν (1377 (23615)) μετάθεσις (Both) κυρωθεῖσαν μετάθεσιν (NChonChron 40776)

περὶ μεταθέσεως (1375 (2364)) μετάθεσις (Both) περὶ μεταθέσεως (NChonChron 40763)

μετακαλέομαι (Low)εἰς συμβιβάσεις μετακαλεῖτο (1661 (3149)) προσκαλέομαι (High) ἐς ξυμβάσεις προσκαλούμενος (NChonChron 51817)

μετακομίζω (Ambiguous)εἰς τὰς σωματικὰς αὐτῶν χρείας μετεκόμιζον ( μετασκευάζω (Ambiguous) εἴς τε τὰς σωματικὰς αὐτῶν χρείας μετεσκεύαζον (NChonC

τοὺς δὲ τὰ χρήματα αὐτῶν μετακομίσαντας (1 μετατίθεμαι (High) τῶν δὲ τὰ ὄντα μεταθεμένων (NChonChron 55560)

μεταλλάσσω (Low)τὸν σκοπὸν αὐτοῦ μετήλλαξε (1151 (727)) καθυφίημι (High) καθυφῆκέ τι βραχὺ τῆς προθέσεως (NChonChron 3823)

μεταμέλεια (High)τὴν ὑστεροβουλίαν καὶ τὴν μεταμέλειαν (447 ὑστεροβουλία (High) τὴν ὑστεροβουλίαν (NChonChron 1107)

μεταμέλομαι (Both)μετεμέλετο (16191 (32527)) Ἐπιμηθεύς (High) τὸν Ἐπιμηθέα εἶχε ἐπικείμενον (NChonChron 53474)

μεταμέλομαι εἰ μεταμεληθῆ (1613 (30431)) μεταβουλεύομαι (High) μεταβουλεύσασθαί τι χρηστότερον (NChonChron 50341)

μεταμελόμενος (1311 ()) ὑστεροβουλία (High) ὑστεροβουλία πληττόμενος (NChonChron 39418)

μεταστρέφομαι (Low)μετεστράφησαν εἰς ἀσυνήθη ἔργα (1462 (258 μετακλίνω (High) μετακεκλικότα πρὸς τὸ ἀσύνηθες (NChonChron 43846)

μεταστρέφω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 172 of 284

μεταστρέφεται (21121 (3743)) μεθαρμόζω (High) Εὔβοια μεθαρμόζεται (NChonChron 61091)

μεταστρέφεται (1581 (28127)) παλίσσυτος (High) παλίσσυτος γίνεται (NChonChron 4716)

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( ὑπολήγω (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

μετατίθεμαι (High)εἰς δειλίαν μεταθεμένων (1112 (21)) τίθημι (Both) εἰς δειλίαν τεθειμένων (NChonChron 2823)

μετατίθημι (Ambiguous)μετατεθεῖναι (1374 (23524)) μεταφέρω (Ambiguous) μετενεγκεῖν (NChonChron 40652)

μεταχείρησις (Ambiguous)τὴν πρὸς πραγμάτων μεταχείρησιν (1462 (258 ἐγχείρησις (High) τὴν περὶ πραγμάτων ἐγχείρησιν (NChonChron 43724)

ἐν τῆ τῶν κονταρίων μεταχειρήσει (445 (4310 πόλεμος (Both) τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

μεταχειρίζομαι (Ambiguous)τὸ κοντάριν μεταχειρίζεσθαι (443 (4220)) κραδαίνω (High) κραδαίνειν δόρατα (NChonChron 10857)

μετὰ δώρων μετεχειρίζοντο (514 (542)) ὑποποιέομαι (High) ὑποποιούμενοί τε δώροις (NChonChron 12792)

μεταχειρίζεσθαι τοὺς στρατηγοὺς (1455 (256 ὑποποιέομαι (High) ὑποποιεῖσθαι τοὺς ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

μετέρχομαι (High)μετέρχονται τὰ ἕτερα (16172 (32515)) ἐπιφύομαι (High) ἐπιφύονται τοῖς ἑξῆς (NChonChron 53359)

πᾶσαν ἦν μετερχόμενος μηχανὴν (1152 (83)) μέτειμι (High) πᾶσαν ἦν μετιὼν μηχανήν (NChonChron 3936)

ἀγρίως τοὺς ἐκεῖ μετέρχεται (21172 (38116)) προσφέρομαι (High) ἀνημέρως τοῖς ἐκεῖ προσφέρεται (NChonChron 6217)

μετόπωρον (Low)κατὰ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρὸν (1453 (25530 μετοπωρινός (High) κατὰ τὰς μετοπωρινὰς τροπὰς (NChonChron 43425)

μετοχή (Low)μετοχή τις ἢ εἰς ὀσπἠτιον ἢ εἰς τραπέζιν (212 συμμέθεξις (High) συμμέθεξις ἑστίας ἢ ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

μετριάζω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 173 of 284

ἀπελογεῖτο μετριάζων (432 (405)) χαριεντίζομαι (High) χαριεντιζόμενος ἀνθυπέφερεν (NChonChron 10431)

μέτριος (Both)ταπεινοτέρους καὶ μετριωτέρους (21134 (3753 μετριόφρων (High) μετριόφρονας (NChonChron 61375)

μέχρι (High)μέχρις ἂν hellip καλῶς διαθήση (21133 (37521)) ἕως (Ambiguous) ἕως hellip ἐπὶ τὸ κρεῖττον διάθηται (NChonChron 61366)

μέχρι πολλοῦ (Low)διώκεται μέχρι πολλοῦ (1112 (119)) μέχρι τινός (High) μέχρι τινὸς καταδίωξις γίνεται (NChonChron 2713)

μέχρι τοῦ νῦν (Low)μέχρι τοῦ νῦν (288 (212)) εἰς δεῦρο (High) ἐς δεῦρο (NChonChron 7164)

μέχρις οὗ (Low)μέχρις οὗ (1011 (1476) +) μέχρι τοῦ (High) μέχρι τοῦ (NChonChron 27510)

μή (High)μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 οὐ (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

μὴ ἔχοντες (436 (4113)) οὐ (High) οὐκ ἔχοντες (NChonChron 1075)

μὴ + hellip (Low)φωνὴ μὴ συμφωνοῦσα (2182 (3703)) ἀ- (High) φωνὴ ἀσύμφωνος (NChonChron 6025)

μηδείς (Low)μηδένα ἔχων τὸν πολεμοῦντα (42 (3912)) οὐδείς (High) οὐδένα ἔχων ἀνθέλκοντα (NChonChron 10289)

μηδέποτε (Low)ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) μήποτε (Ambiguous) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

μηνύω (Ambiguous)οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ μηνύωσι (2178 (36919)) ἐνάγω (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60182)

ἡ γυνὴ μηνύει τῶ Δαδούνη ἐλθεῖν (4711 (5215 μεταπέμπομαι (High) τῇ μεταπεμψαμένῃ τοῦτον συνεύνῳ (NChonChron 12239)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 174 of 284

μηνύει ἄρχουσι καὶ ἡγεμόσι (1813 (33634)) παρίστημι (High) ἡγεμόσι παρίστησι (NChonChron 55035)

μήποτε (Ambiguous)φοβούμενοι μήποτε ἀκούσωσι (438 (4130)) μή (High) φειδοῖ τοῦ μὴ τὸν θρῆνον ἀναβῆναι (NChonChron 10726)

μήποτε ποιήσωσι (1563 (27715)) μή (High) μὴ διαπραχθείη (NChonChron 46530)

ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) μή (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 μή (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

μή ποτε βασιλεύονται (513 (5326)) μήπως (High) μήπως βασιλεύωνται (NChonChron 12783)

μήποτε ἐπιπέσωσιν (243 (121)) μήπως (High) μήπως κακῶς διάθωνται (NChonChron 5341)

μήπω (Low)μήπω (1581 (28116)) μηδέπω (High) μηδέπω (NChonChron 47190)

μηχανή (Low)τὰς μηχανὰς (21179 (38322)) ἑλέπολις (High) τῶν ἑλεπόλεων (NChonChron 62493)

μικρόν (Low)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 τι (High) καθυφίημι καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 659

μιμέομαι (Ambiguous)τὰ ἤθη μιμησάμενος (1841 (34110)) τυπόομαι (High) τὸ ἦθος τυπούμενος (NChonChron 55710)

ἐμιμεῖτο καὶ ὑπεκρίνετο (1421 (24516)) ὑποκρίνομαι (High) ὑπεκρίνατο (NChonChron 42016)

μισητός (Low)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) φαῦλος (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

μισθός (Low)τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ ἔχων (433 (4016)) γέρας (High) τὰ φίλτρα γέρας ἀρνύμενος (NChonChron 10448)

μῖσος (Low)τὸ μῖσος ὅπερ κατὰ τῶν Ῥωμαίων τρέφουσιν ( μισορρώμαιος (High) τὸ μισορρώμαιον φρόνημα (NChonChron 55144)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 175 of 284

μνησικακία (Low)πᾶσαν μνησικακίαν ὀργῆς ἀφεὶς (112 (419)) παλίγκοτος (High) οὐδέν τι παλίγκοτον ὑπέτυφεν ἐν ψυχῇ (NChonChron 3253)

μοιράζω (Low)ἐμοίραζον (2151 (36522)) διαιρέομαι (High) διείλοντο (NChonChron 59517)

μολύνω (Low)εἰπόντες ὅτι μολῦναι μέλλει τὰ ἅγια (15106 (2 κοινόω (High) εἰπόντων ὡς κοινοῦν ἐθέλει τὰ ἅγια (NChonChron 47930)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 ( κοινόω (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

μολυσμός (Ambiguous)μολυσμὸς (251 (1224)) μόλυσμα (High) μόλυσμα (NChonChron 5472)

μοναρχέω (Low)μοναρχῆσαι (1443 (25422)) μοναρχία (High) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 43270)

μοναρχῆσαι (15111 (28727)) μοναρχία (High) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 47950)

μοναρχῆσαι (15111 (28727)) περιβάλλομαι (Ambiguous) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 47950)

μοναστήριον (Low)μοναστηρίων (14220 (2519)) μονή (High) μονῶν (NChonChron 42726)

μοναστήριον (1411 (2453)) φροντιστήριον (High) φροντιστήριον (NChonChron 41995)

μοναχική (Low)μοναχικὴν (1411 (2452)) μοναχή (High) μοναχὴν (NChonChron 41993)

μοναχός (Both)εἰς μοναχὸν (14215 (24930)) μονάζω (High) εἰς μονάζοντα (NChonChron 42571)

μοναχῶν (1584 (28222)) μοναστής (High) μοναστῶν (NChonChron 47336)

μωράγιος (Low)κουτρουλοὺς μωραγίους (1282 (21122)) αἱμωπός (High) αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους τὰς κόρας (NChonChron 37120-2

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 176 of 284

μωρία (Low)μωρίαν (2151 (36517)) παράνοια (High) παράνοιαν (NChonChron 59512)

ναός (Ambiguous)τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1825 (33910)) νεώς (High) τοῦ Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

ναῷ (14212 (24827)) νεώς (High) νεῷ (NChonChron 42329)

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1826 (33918)) νεώς (High) Νεὼν τὸν Παμμέγιστον (NChonChron 55442)

εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν νεώς (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

τὸν περίδοξον ναὸν (1426 (24727)) νεώς (High) τὸν περιώνυμον νεὼν (NChonChron 42284)

ἀπὸ τοῦ ναοῦ (1826 (33918)) τέμενος (High) τῷ τεμένει (NChonChron 55440)

τὸν ναὸν (1429 (24814)) τέμενος (High) τὸ τέμενος (NChonChron 42310)

νεαρός (Low)ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας (1821 (33715)) παιδικά τά (High) ἐς αὐτὰ τὰ παιδικὰ (NChonChron 55155)

νεκρός (Low)ἐπάνωθεν τῶν νεκρῶν σωμάτων (7127 (892)) θνησιμαῖος (High) τῶν θνησιμαίων ὑπερθεν (NChonChron 18530)

τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν σωμάτων (244 (129) νεκροδόχος (High) νεκροδόχοις σήμασι (NChonChron 5353)

νεκροὶ τὰς ὄψεις (2123 (3607)) νεκρώδης (High) νεκρώδεις τὰς ὄψεις (NChonChron 58790)

νεκροῦ σκίασμα (438 (4128)) νέκυς (High) νεκύων ἴνδαλμα (NChonChron 10723)

νέος (Both)νέος (14213 (24910)) μειρακίσκος (High) μειρακίσκος (NChonChron 42448)

νέος (1454 (25611)) μεῖραξ (High) μείρακα (NChonChron 43539)

γυναῖκα νέαν (1012 (14710)) μιλτοπάρῃος (High) γυναικὶ μιλτοπαρήῳ (NChonChron 27515)

ταὸν νέον (1554 (2765)) νεανίας (Ambiguous) ταὸν νεανίαν (NChonChron 46259)

νερόν (Low)τὸ νερόν (1612 (30423)) ποτόν (Ambiguous) τὸ ποτόν (NChonChron 50333)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 177 of 284

νεωτερίζω (Ambiguous)ἑνεωτέρισαν (1813 (33635)) νεοχμόω (High) ἐνεόχμωσαν (NChonChron 55036)

νησίον (Low)νησίων (1225 (2019)) νῆσος (Both) νήσοις (NChonChron 35757)

νικάομαι (Low)ἐνικήθη (3121 (3426)) ἡττάομαι (High) ἡττήθη (NChonChron 9375)

νικάω (Low)νικῶσιν (1562 (27711)) ἡττάω (High) ἡττηκότες (NChonChron 46525)

νικᾶν ἐν τῆ τῶν κοντ μεταχειρήσει (445 (431 κρατέω (Low) κρατεῖν τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

νικῶνται παρὰ τοῦ βασιλέως (1114 (228)) νίκη (Low) τὴν νίκην ὁ βασιλεὺς ἀποφέρεται (NChonChron 2960)

νικᾶ τὸν Ῥωμαϊκὸν στρατόν (21122 (3748)) τροπόομαι (Both) τροποῦται τὸ Ῥωμαϊκόν (NChonChron 6105)

νενικηκὼς (1119 (1742)) ὑπερελαύνω (High) ὑπερελάσας (NChonChron 32118)

νίκη (Low)νίκης (6117 (7226)) θρίαμβος (High) θριάμβου (NChonChron 15877)

μετὰ μεγάλης νίκης (614 (691)) τρόπαιον (High) μετὰ λαμπρῶν τροπαίων (NChonChron 15294)

νικητής (Low)ὑπέστρεψε νικητὴς (4716 (5315)) τροπαιοφόρος (High) τροπαιοφόρος ἀνέζευξεν (NChonChron 12491)

νόθος (Low)νόθῳ (14214 (24920)) σκότιος (High) σκοτίῳ (NChonChron 42559)

νόσος (High)νόσος εἰσῆλθεν εἰς τὴν στρατιὰν (21178 (3831 καχεξία (High) καχεξία κατέσχε τὴν στρατιὰν (NChonChron 62480)

νοῦν βάλλω (Low)μηδόλως εἰς τὸν νοῦν αὐτοῦ βαλὼν ὅσα ἔπαθ παιδεύομαι (High) μὴ παιδευθεὶς ταῖς ποιναῖς (NChonChron 42859)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 178 of 284

νύξ (Low)κατὰ τὴν νύκτα ἀναστὰς (523 (5610)) σκοταῖος (High) σκοταῖος ἀναστὰς (NChonChron 1311)

ξενίζω (Ambiguous)παρrsquo αὐτοῦ ξενισθεὶς (1557 (27624)) ξενία (High) ξενίας παρrsquo ἐκείνῳ τετυχηκώς (NChonChron 46387)

ξένος (Both)ξένας λύπας (1119 (17327)) ἀλλότριος (High) ἀλλοτρίοις δεινοῖς (NChonChron 32116)

ξένος (1554 (27532)) ἀλλότριος (High) ἀλλότριος (NChonChron 46254)

ξένον ἄκουσμα (21123 (37414)) ξενίζω (Ambiguous) ξενίζον ἄκουσμα (NChonChron 61017)

ξενόχροος (Low)ξενόχροος ἀποκρισιάριος (15105 (28622)) καινός (High) καινός τις καὶ ἔξαλλος πρεσβευτής (NChonChron 4789)

ξηρά ἡ (Low)διὰ ξηρᾶς (1411 (2457)) ἤπειρος (High) ἐξ ἠπείρου (NChonChron 4195)

τὴν ξηρὰν (288 (2032)) χέρσος (High) τὴν χέρσον (NChonChron 7148)

ξηροπόταμος (Low)τὸν ξηροπόταμον (S 7127 (891)) χείμαρρος (High) τὸν χείμαρρον (NChonChron 18530)

ξηρός (Low)ξύλα ξηρὰ (21143 (3772)) εὔπρηστος (High) ἐκ ξύλων εὐπρήστων (NChonChron 61520)

ξύλον (Low)τὸ μὲν ταμπάριον αὐτοῦ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου λύγος (High) τῇ χλαμύδι περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

τὸ άκουμβιστήριον ξύλον (523 (568)) σκίπων (High) τὸν σκίπωνα (NChonChron 13195)

ὁ (Ambiguous)ὁ δὲ Ἀνδρόνικος (1117 (1732)) αὐτός (Both) αὐτὸς δὲ ὁ Ἀνδρόνικος (NChonChron 32072)

ὁ αὐτός (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 179 of 284

τὰ αὐτὰ θέλων διαπράξασθαι (2185 (37026)) ἶσος (High) ἶσα δὲ τούτοις προθέμενος διαπράξασθαι (NChonChron 603

ὁ δέ (High)ὁ δὲ (414 (394)) ὅς (Both) καὶ ὃς (NChonChron 10178)

ὀγκόομαι (Low)ὑδεριάσας ὀγγωθεὶς (15106 (28719)) οἰδάομαι (High) ὑδέρῳ οἰδηθεὶς (NChonChron 47943)

ὁδηγός (Low)ὁ θεὸς ὁδηγός (617 (6917)) προηγός (High) σωτῆρα θεὸν προηγὸν (NChonChron 15317)

ὁδός (Low)ἑτέραν ἐπορεύθη ὁδὸν (1435 (25319)) ἄλλη (High) ἄλλην ἐβάδισεν (NChonChron 43025)

ὁδὸν εὑρίσκων (21124 (37425)) πάροδος (Ambiguous) πάροδον θεώμενος (NChonChron 61131)

τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) πορεία (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

ἡ ὁδὸς (2810 (216)) πορεία (High) ἡ πορεία (NChonChron 7175)

ὅθεν (Low)ὅθεν (183 (34024)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 55685)

ὅθεν καὶ (21146 (37726)) ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ (NChonChron 61650)

ὅθεν (112 (417)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 3252)

ὅθεν καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐλθόντες (21143 ( ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ κατειληφότες τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513

ὅθεν (15106 (28714)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 47938)

ὅθεν καὶ (15122 (28920)) ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ (NChonChron 48222)

ὅθεν (1562 (2779)) ἀμέλει τοι (High) ἀμέλει τοι (NChonChron 46523)

ὅθεν ὑπέρμετρα λυπηθεὶς (562 (6020)) διὰ ταῦτα (High) διὰ ταῦτα λύπῃ καταποθεὶς (NChonChron 13815)

ὅθεν (2712 (1815)) διὰ τοῦτο (High) διὰ τοῦτο (NChonChron 668)

ὅθεν (514 (5327)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 12787)

ὅθεν (1458 (25730)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 4379)

ὅθεν (447 (4315)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 11094)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 180 of 284

ὅθεν (633 (7411)) ἐντεῦθεν (High) τὸ δrsquo ἐντεῦθεν (NChonChron 16151)

ὅθεν ( 631 (7328)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν (NChonChron 16030)

ὅθεν καὶ ὀρύττειν ἤρξαντο (21143 (37634)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

ὅθεν (42 (3911)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν (NChonChron 10288)

ὅθεν τὴν σπάθην γυμνώσας (434 (4030)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν τὸ ξίφος γυμνώσας (NChonChron 10566)

ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς (16171 (3251)) οὖν (Both) ἀπειρηκὼς οὖν (NChonChron 53346)

ὅθεν οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (53 τῷ τοι (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( τῷ τοι (High) τῷ τοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

οἷα (High)οἷά τις χειμέριος ποταμὸς (4715 (537-8)) κατά + acc (High) κατὰ χειμάρρουν (NChonChron 12380)

οἶδα (High)οἶδε (1425 (24718)) ἐπίσταμαι (High) ἐπίσταται (NChonChron 42274)

οἰκεῖος (Both)ὄντας τοὺς οἰκείους (1812 (33622)) ἐπιτήδειος (Both) τοὺς ἐπιτηδείως ἔχοντας (NChonChron 55021)

πρὸς τὰ οἰκεῖα (447 (4320)) ἦθος (High) πρὸς τὰ οἰκεῖα ἤθη (NChonChron 1103)

οἰκία (Both)εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν (1562 (27713)) οἴκαδε (High) οἴκαδε (NChonChron 46529)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) οἴκησις (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

οἰκοκυρία (Low)ἡ χαύνωσις καὶ οἰκοκυρία (2121 (35916)) οἰκουρότης (High) ἡ ὑπτιότης καὶ οἰκουρότης (NChonChron 58667)

οἰκονομέω (Low)οἰκονομήσας (1118 (1739)) διοικέω (High) διοικήσας (NChonChron 32084)

ὠκονομημένα (1117 (1735)) ἑτοιμάζω (Both) ἡτοιμασμέναι πρὸς ἔκπλοιαν (NChonChron 32077)

οἰκονομήσας (15122 (28926)) καταρτίζω (High) καταρτισάμενος (NChonChron 48226)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 181 of 284

ὠκονόμησεν (1611 (3046)) κατασκευάζω (Both) τυραννεῖον ἑαυτῷ κατεσκεύασε (NChonChron 50213)

οἶκος (Low)τῶ οἰκω τοῦ Μάκρωνος (1825 (33912)) ἀνδρών (High) τῷ ἀνδρῶνι τῷ Μάκρωνι (NChonChron 55434)

εἰς τοὺς λαμπροτάτους μου οἴκους (1827 (340 δόμος (High) ὤ μοι τῶν λαμπροτάτων δόμων (NChonChron 55562)

οἶκον (1426 (24728)) σκήνωμα (High) σκήνωμα (NChonChron 42286)

οἰνοχόος (Low)οἰνοχόον (515 (5413)) ὑποδρηστήρ (High) ὑποδρηστῆρα (NChonChron 12812)

οἷον (Both)οἷον εἰπεῖν (1211 (1992)) ὡς (Both) ὡς εἰπεῖν (NChonChron 3554)

οἷον εἰπεῖν (Low)συνερίζων οἷον εἰπεῖν (443 (4227)) οἷον (Both) οἷον ἀνθημιλλᾶτο (NChonChron 10964)

Ὀκτώβριος (Low)κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) φυλλοχόος (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

ὀλίγον (Low)ὀλίγον (473 (4918)) βραχύ (High) βραχὺ (NChonChron 1176)

ὀλίγον ζήσας (1143 (725)) βραχύς (High) βραχύ τι ἐπιβιοὺς (NChonChron 3817)

προσκαρτερήσας οὖν ὀλίγον (438 (4131)) ἐφ᾽ ἱκανόν (High) καὶ δὴ ἐφ᾽ ἱκανὸν συγγεγονὼς (NChonChron 10727)

ὀλίγον τί προβὰς (7127 (8831)) μικρόν (Low) μικρόν τι προβὰς (NChonChron 18526)

ὀλίγον προσκαρτερήσαντες (21142 (37621)) πρὸς μικρόν (High) πρὸς μικρὸν ἀντισχόντες (NChonChron 6143)

ὀλίγος (Both)τὸ ὄρος ἀναχωρεῖ ὀλίγον (2183 (37012)) βραχύς (High) τὸ ὄρος ἀναχωρεῖ βραχύ τι τῆς πόλεως (NChonChron 60314)

κατολίγον (1841 (3413)) βραχύς (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 5571)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (511 (537)) βραχύς (High) μετὰ δὲ βραχὺ (NChonChron 12655)

ἀπὸ τῶν Ἀλαμανῶν ὀλίγοι (288 (213)) βραχύς (High) τῶν δὲ Ἰταλῶν βραχεῖς (NChonChron 7162-63)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 182 of 284

ὀλίγον (514 (546)) βραχύς (High) βραχύν τινα χρόνον (NChonChron 12795)

ὀλίγον καρτέρησον (21123 (37417)) βραχύς (High) βραχύ τι ἐπίμεινον (NChonChron 61121)

κατ᾽ ὀλίγον (435 (4035)) βραχύς (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 10574)

ἐν ὀλίγω (1423 (24628)) βραχύς (High) ἐν βραχεῖ καιρῷ (NChonChron 42151)

ἐπrsquo ὀλίγαις δὲ ἡμέραις (1111 (113)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκαναῖς δrsquo ἡμέραις (NChonChron 276)

πρὸς ὀλίγον (1428 (2489)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκανὸν (NChonChron 4234)

μετὰ ὀλίγων τῶν παιδοπούλων αὐτοῦ (1842 ( μέτριος (Both) μετὰ μετρίων ὀπαδῶν (NChonChron 55716)

ὀλίγας ἡμέρας (1821 (33711)) πολύς (Both) οὐ πολλὰς ἡμέρας (NChonChron 55150)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1453 (2567)) συχνός (High) συχνὰς ἡμέρας διατρίψας (NChonChron 43434)

ὀλιγοψυχέω (Low)ὀλιγοψύχουν ἀπὸ τῶν πληγῶν (6114 (7133)) λειφαιμέω (High) ἐλειφαίμουν τοῖς τραύμασι (NChonChron 15735)

ὅλος (Low)ὅλον (1225 (20120)) ἀδιαίρετος (High) ἀδιαίρετον (NChonChron 35764)

τὸν κόσμον ὅλον (2151 (36518)) ἅπας (High) τὸ περίγειον ἅπαν (NChonChron 59513)

ὅλον (1011 (1471)) ἅπας (High) ἅπαντα 2755 (NChonChron 2755)

τὴν ὅλην Ζαγορὰν (1581 (28122)) ἅπας (High) Μυσίαν ἅπασαν (NChonChron 4711)

ἀπὸ τῶν ὅλων (14220 (2519)) ἅπας (High) ἐκ ἁπασῶν (NChonChron 42726)

ὅλος ὁ λαὸς (2175 (36816)) ἅπας (High) ἅπας ὁ λεὼς (NChonChron 59929)

μετὰ τῆς ὅλης αὐτοῦ δυνάμεως (1592 (28322)) ἅπας (High) μεθrsquo ἁπάσης αὐτοῦ ταῆς δυνάμεως (NChonChron 47479)

ὅλην τὴν ἡμέραν (214 (3657)) πανημέριος (High) πανημέριοι (NChonChron 5941)

ὁμαλός (Low)ὡς ἂν ὁμαλὴν ποιήσῃ τὴν στράταν (7121 (87 ἐξομαλίζω (High) ἐξομαλίσειν τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

ὄμνυμι (Low)ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε (1813 (3371)) διατίθεμαι (High) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

ὁμογενής (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 183 of 284

ἀπὸ τῶν ὁμογενῶν (21315 (36422)) συμφυλέτης (High) τῶν συμφυλετῶν (NChonChron 59474)

ὅμοιος (Low)ὡς ὁμοίους αὐτοῖς γινομένους (21315 (36419)) ἰσοπολιτεία (High) ἰσοπολιτείαν (NChonChron 59371)

ὅμοιος κατὰ τὴν ἰδέαν τὴν πατρικὴν (14216 (2 πατρώζω (High) πατρώζων τὴν ὄψιν ἀκριβῶς (NChonChron 42576)

τὰ ὅμοια λέγειν ἤρξαντο (4718 (5414)) συνῳδός (High) ξυνῳδὰ ἐφθέγγοντο (NChonChron 12538)

ὁμονοέω (Low)ὡμονόησαν (1115 (17220)) συσπειράομαι (High) ὁμοῦ συσπειραθῆναι (NChonChron 31958)

ὁμοτράπεζος (Low)ὁμοτράπεζοι (1823 (33816)) ὁμόδειπνος (High) ὁμόδειπνοι (NChonChron 55290)

ὁμοῦ (Low)πάντας ὁμοῦ τοὺς αἰχμαλώτους (3114 (3426)) ἀθρόος (High) ἀθρόους τοὺς αἰχμαλώτους (NChonChron 9368)

ὅμως (Low)ὅμως (1559 (27639)) πλήν (Ambiguous) πλὴν ἀλλά (NChonChron 46412)

ὅμως (1556 (27612)) πλήν (Ambiguous) πλὴν (NChonChron 46368)

ὀνειδίζω (Low)ὀνειδίζων (432 (406)) ἀποσκώπτω (High) ἀποσκώπτων (NChonChron 10433)

ὠνείδισε καὶ ἐπέπληξε (1455 (25632)) καταμωκάομαι (High) καταμωκώμενον (NChonChron 43666)

ὀνομάζω (Ambiguous)ὠνομάσθη (1423 (2472)) ἐπικαλέω (High) ἐπεκέκλητο (NChonChron 42154)

ὀνομαζόμενοι (1824 (33819)) κικλήσκω (High) κικλησκόμενοι (NChonChron 55393)

ὀξύς (Ambiguous)ὀξέα ὑποδήματα (1462 (25820)) ὀξυβαφής (High) φάλαρα ὀξυβαφῆ (NChonChron 43843)

ὄπισθεν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 184 of 284

μικρὸν ὄπισθεν ἐξ ἑκατέρου μέρους (619 ( 69 ἄποθεν (High) μικρὸν ἄποθεν ἑκατέρου κέρατος (NChonChron 15441)

ἐκ τῶν ὄπισθεν (7117 (8630)) νῶτον (High) κατὰ νώτου (NChonChron 18232)

ὄπισθεν (ἤρχετο) (1433 (25222)) ὀπισθοφυλακέω (High) ὠπισθοφυλάκει (NChonChron 42985)

ὄπισθεν τὸν ποταμὸν ἀνελθεῖν ἐβιάσατο (28 ὀπίσω (Low) εἰς τοὐπίσω ἀνεστοιβάζετο (NChonChron 7150)

κακῶς τὸ ὄπισθεν διαθέμενος (447 (4318)) οὐρά (High) κακῶς τὸ κατ᾽ οὐρὰν διαθέμενος (NChonChron 1102)

ὀπίσω (Low)ὀπίσω πρὸς βασιλέα ἐφέρετο (522 (563)) ἐς τοὐπίσω (High) ἐς τοὐπίσω πρὸς βασιλέα ἀπήγετο (NChonChron 13187)

ὅπλον (Both)ὅπλα ἐνέδυε (1224 (2011)) ὁπλοδοτέω (High) ὁπλοδοτῶν (NChonChron 35749)

ὁπόσος (Both)ὁπόσαι (1585 (28310)) ὅσος (Both) ὅσαι (NChonChron 47364)

ὅπως (Both)ὅπως βασιλεὺς ἀναδειχθήσεται (21182 (38436 εἴ πως (High) εἴ πως τοῦ βασιλείου τύχῃ ὀνόματος (NChonChron 62649-50

ὅπως κύριος γένηται (1152 (83)) εἴ πως (High) εἴ πως ὑπεκσταῖεν (NChonChron 3936)

ὅπως εἰρηνεύση μετrsquo αὐτῶν (1561 (2776)) εἴ πως (High) εἴ πως σπείσαιτο Βλάχοις (NChonChron 46518)

ὅπως ἔχει (474 (4925)) ἵνα (Low) ἵνrsquo ἐπιχαίρῃ (NChonChron 11818)

ὅπως ἔνι ἀνύποπτον (436 (417)) ὡς (Both) ὡς εἶεν ἀνύποπτα (NChonChron 10692)

ὅπως ὦσι (4718 (5411)) ὡς + opt (High) ὡς εἴη (NChonChron 12533)

ὅπως τελέσωμεν (14219 (25028)) ὡς ἄν (Both) ὡς ἂν τελέσωμεν (NChonChron 42613)

ὁράω (Ambiguous)ἰδεῖν (1114 (1726)) βλέπω (Both) βλέψαι (NChonChron 31840)

εἶδον (1114 (1728)) καθοράω (High) κατιδεῖν (NChonChron 31843)

ἰδὼν (1435 (25318)) καθοράω (High) καθορῶν (NChonChron 43025)

ὄψει ἰδόντες (447 (4314)) παραλαμβάνω (Both) ὄψεσι παρειληφότας (NChonChron 11092)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 185 of 284

ὀργή (Both)ὀργὴν καὶ θυμὸν (1584 (28228)) βαρυμηνιάω (High) βαρυμηνιᾶν (NChonChron 47343)

ὀργὴν θεοῦ εἶναι (476 (5016)) μηνίω (High) μηνίειν τὸ θεῖον (NChonChron 11949)

τὴν δὲ ἐκ θεοῦ ὀργὴν (1584 (28219)) παρόρασις (High) τὴν δrsquo ἐκ θεοῦ παρόρασιν (NChonChron 47234)

τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν (21315 (36423)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 59476)

τὴν ὀργὴν (112 (419)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 3254)

ὀργίζομαι (Low)ὀργίζου (1554 (2764)) χαλεπαίνω (High) χαλέπαινε (NChonChron 46259)

ὀργίζονται (438 (4125)) χόλος (High) τὸν χόλον ἐκχεόντες (NChonChron 10721)

ὀργίλος (Low)ὀργίλος (1585 (28231)) ἀκρόχολος (High) τῷ ἀκροχόλῳ (NChonChron 47348)

ὀργῖλον ἄγαν καὶ θυμώδη (1456 (2579)) ἐπίχολος (High) ἐπιχολώτατον (NChonChron 43681)

ὀρέγομαι (Low)ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 ἐπεύχομαι (High) συντελεσμὸν ἐπήυχοντο (NChonChron 55566)

ὡς δρόμου ὀρεγόμενος (443 (4226)) ἐρωτιάω (High) ὡς δρόμων ἐρωτιῶν (NChonChron 10964)

ὠρέγετο τοῦ χρυσοῦ (183 (34026)) ὀρεκτιάω (High) ὠρεκτία τῶν χρυσορρείθρων ἀρύεσθαι (NChonChron 55688)

ὀρεγόμενος ἀναγορευθῆναι (14223 (25131)) ποθέω (High) ποθῶν ἀναρρηθῆναι (NChonChron 42854)

ὄρεξις (Low)διὰ τὴν ὄρεξιν αὐτῶν (1424 (24711)) ἡδονή (High) τὰ δὲ καθrsquo ἡδονὴν σφίσιν (NChonChron 4216465)

ὀρθόω (Low)τὰ κοντάρια ὀρθώσαντες (2185 (3712)) ἀπευθύνω (High) τὰ ξυστὰ ἀπευθύναντες (NChonChron 60441)

ὁρίζω (Low)ἄρχεται καὶ ὁρίζεται (513 (5327)) ἄρχω (High) ἄρχηται (NChonChron 12784)

ὥρισεν πορεύεσθαι (447 (4316)) διαφίημι (High) διαφίησι μεθίστασθαι (NChonChron 11095)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 186 of 284

ὥριζεν καὶ ἤθελεν (1011 (1475)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγοῦντο (NChonChron 27510)

ὥρισε (412 (388)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξεν (NChonChron 10048)

ὥριζε (1011 (1475)) ἐπιτάσσω (High) ἐπιτάσσων (NChonChron 27510)

ὥρισε (443 (4227)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξεν (NChonChron 10966)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 ἐπιτείνω (High) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17162

ὥρισεν (1422 (24621)) κελεύω (Ambiguous) ἐκέλευσε (NChonChron 42143)

ὥρισεν (1117 (1733) SX) προστάττω (Both) προσετετάχει (NChonChron 32073)

ὁρμάομαι (High)τινὰς κατrsquoαὐτῶν ὁρμηθέντας (6111 (7013)) ἔπειμι (High) τοῖς κατrsquo αὐτῶν ἐπιοῦσι (NChonChron 15461)

ὁρμάω (Low)κατὰ τῶν πόλεων ὥρμησαν (1451 (25521)) ἐφοπλίζομαι (High) κατὰ τῶν πόλεων ἐφωπλίζοντο (NChonChron 43413)

ὁρμῆσαι (1613 (3059)) χωρέω (Both) χωρεῖν (NChonChron 50456)

ὁρμή (Low)τὴν τῶν Ῥωμαίων ὑπομένειν ὁρμὴν (2185 (37 ἐγχείρησις (High) τὴν ἀπὸ τῶν Ῥ ἐγχείρησιν ἐπέμενεν (NChonChron 60436)

διεκώλυεν αὐτὸν τῆς ὁρμῆς (477 (5029)) ὅρμημα (High) διεκώλυεν αὐτὸν τοῦ ὁρμήματος (NChonChron 12070)

πρὸς τὴν ὁρμὴν τῆς μάχης (2185 (37032)) πρωτούργησις (High) πρὸς τὴν τῆς μάχης πρωτούργησιν (NChonChron 60436)

τῶν Τούρκων τὴν ὁρμὴν (447 (4327)) φορά (High) τῶν Τούρκων τὴν φορὰν (NChonChron 11011)

ὄρος (Both)ἐπάνω τοῦ ὄρους (1612 (30419)) ἀκρωνυχία (High) ταῖς ἀκρωνυχίαις (NChonChron 50327)

ὅς (Both)οἳ τὰς πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς (6117 (7222)) ὅσος (Both) ὅσοι τὰς πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς (NChonChron 15873)

εἰς τόπους ἐν οἷς (1442 (25420)) ὅσος (Both) εἰς χώρας ἐφ᾽ ὅσαις (NChonChron 43267)

φυλακῇ ἐν ἧ (438 (4122)) ὅσπερ (Both) δεσμωτηρίῳ ἐν ᾧπερ (NChonChron 10717)

ὅσον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 187 of 284

οὐχ τοσοῦτον ηὐφράνθη ὅσον (475 (504)) ἤπερ (High) οὐχ ἦττον διαχεθῆναι ἤπερ (NChonChron 11832)

ὅσον περισσότερα κακὰ ποιεῖτε (4717 (5332)) ὅσῳ (High) ὅσῳ ἂν μείζω δράσειε δεινὰ (NChonChron 12420)

ὅσος (Both)ὅσοι (1613 (30427)) ὁ μέν (High) τοῖς μὲν οὖν (NChonChron 50336)

τοιαῦτα ὅσα (1822 (3384)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 55276)

ὅσα (14213 (24911)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 42449)

χώραν ὅσην (725 (9529)) ὁπόσος (Both) Φρυγίαν ὁπόσην (NChonChron 19418)

ὅσοι (1435 (25313)) ὁπόσος (Both) ὁπόσοι (NChonChron 43020)

ὅσας κατεκράτησε (1662 (31418)) ὁπόσος (Both) ὁπόσας ἐχειρώσατο (NChonChron 51825)

ὅσοι (1455 (25626)) ὁπόσος (Both) ὁπόσους (NChonChron 43557)

ὅσα (1555 (2768)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 46264)

ὅσα (15112 (2886)) ὅσπερ (Both) ἅπερ (NChonChron 48063)

ὅσοι (21178 (38315)) ὅστις (Low) οἵτινες (NChonChron 62486)

ὅσπερ (Both)ὅπερ μὴ φέρων (1841 (3411)) ὅς (Both) ὃ καὶ μὴ φέρειν ἔχων (NChonChron 55693)

ὅπερ καὶ ἐγένετο (1455 (25634)) ὅς (Both) ὃ καὶ ἐπηκολούθησεν (NChonChron 43667)

μάρτυρες εἰς ἅπερ εἶδον (1564 (2781)) ὅς (Both) μάρτυς ὧν θεᾶται (NChonChron 46649)

ὅπερ καὶ ἐποίησαν (414 (399)) ὅς (Both) ὃ καὶ ἦσαν διαπραξάμενοι (NChonChron 10285)

ἅπερ (1116 (17222)) ὅς (Both) ἃ (NChonChron 31962)

εἰς ὅπερ (1662 (31413)) ὅς (Both) εἰς ὃ (NChonChron 51821)

ὅπερ (1423 (24624)) ὅς (Both) ὅ (NChonChron 42146)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 ὅς (Both) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

ὅπερ λέγουσι (1824 (33823)) ὅς (Both) ὅ φησι (NChonChron 5534)

ὀσπητικός (Low)φανέντα ὀσπητικὸν (16192 (32616)) οἰκουρός (High) οἰκουρὸν ὀφθέντα (NChonChron 53594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 188 of 284

ὀσπήτιν (Low)μετοχή τις ἢ εἰς ὀσπἠτιον ἢ εἰς τραπέζιν (212 ἑστία (High) συμμέθεξις ἑστίας ἢ ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

τὸ ἐμὸν ὀσπήτιον (2131 (36014)) οἴκημα (High) τοὐμὸν οἴκημα (NChonChron 5872)

ὀσπήτια (1117 (1734)) οἴκημα (High) οἰκημάτων (NChonChron 32075)

τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) οἴκησις (High) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

τὰ ὀσπήτια (1826 (33921)) οἴκησις (High) τὰς οἰκήσεις (NChonChron 55445)

ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( οἰκητήριον (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

εἰς ὅσα ὀσπήτια (2123 (35926)) οἰκία (Both) ταῖς ὁπῃοῡν οἰκίαις (NChonChron 58680)

βάλλουσι πῦρ εἰς τὰ ὀσπήτια (1825 (33831)) οἰκία (Both) πῦρ ταῖς οἰκίαις ὑφάπτουσι (NChonChron 55314)

τὰ ὀσπήτια (1823 (3388)) οἰκία (Both) οἰκίας (NChonChron 55280)

εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) πατρίς (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

ὅστις (Low)ἅτινα (15106 (2875)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 47928)

ὅντινα (1462 (2586)) ὅς (Both) ὅν (NChonChron 43725)

οἵτινες ἐξελθόντες τοῦ τείχους (1113 (29)) ὅς (Both) οἳ καὶ ἐξιόντες τοῦ τείχους (NChonChron 2833)

οἵτινες (7124 (8813)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 1823)

οἵτινες διέμειναν (2182 (3701)) ὅς (Both) οἳ διέμειναν (NChonChron 6022)

οἵτινες (514 (543)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 12791)

ἅτινα (1114 (1728)) ὅς (Both) οὕς (NChonChron 31842)

οἵτινες (1142 (77)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 3789)

οἵτινες πατρίδα ταύτην εἶχον τὴν πόλιν (2114 ὅς (Both) οἷς ἡ πόλις ἥδε πατρὶς (NChonChron 61490)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- ὅς (Both) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

ἅτινα (1558 (27632)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 4643)

ἄτινα (1561 (2778)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 46522)

αἵτινες (15121 (2896)) ὅς (Both) αἵ (NChonChron 4825)

οἵτινες (1423 (24628)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 42149)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 189 of 284

ταραχὴ ἥτις (15131 (2904)) ὅς (Both) τάραχος ὅς (NChonChron 48336)

ὀστράκινος (Low)τὸ ὀστράκινον ὀσπήτιον (1581 (28123)) κέλυφος (High) τὸ κέλυφος (NChonChron 4712)

ὅταν (Low)ὅταν (1456 (25713)) ὁπηνίκα (High) ὁπηνίκα (NChonChron 43684)

ὅτε (Low)ὅτε κρατήσωσι (2183 (37016)) ἡνίκα (High) ἡνίκα περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

ὅτε (4716 (5315)) ὁπηνίκα (High) ὁπήνικα (NChonChron 12492)

ὅτε ἐτροπώσατο (618 (6928)) ὁπηνίκα (High) ὁπηνίκα κατηγωνίσατο (NChonChron 15333)

ὅτι (Both)ἀκούσας ὅτι ἐκρατήθη (1118 (17311)) infinitive (Both) ἀκηκοὼς δὲ ἀλῶναι (NChonChron 32085)

λογιζόμενοι ὅτι (7121 (8713)) ὡς (Both) ὡς hellip οἰόμενοι (NChonChron 18253-54)

ἐλέγετο ὅτι (1436 (25323)) ὡς (Both) διεθρυλλεῖτο ὡς (NChonChron 43131)

εἰπόντες ὅτι (15106 (2877)) ὡς (Both) εἰπόντων ὡς (NChonChron 47930)

ἔλεγεν ὅτι (1118 (17319)) ὡς (Both) ἔλεγεν ὡς (NChonChron 32195)

γινώσκουσιν ὅτι (1424 (2479)) ὡς (Both) εἰδόσι ὡς (NChonChron 42162)

λέγειν ὅτι (6111 (7020)) ὡς (Both) λέγειν ὡς (NChonChron 15572)

λέγοντες ὅτι (1553 (27525)) ὡς (Both) ἔλεγον ὡς (NChonChron 46246)

οὐ μόνον (Low)οὐ μόνον (1581 (28129)) μὴ μόνον (High) μὴ μόνον (NChonChron 4718)

οὐ τοσοῦτον hellip ὅσον (Low)οὐ τοσοῦτον περὶ αὐτῶν ὅσον περὶ τοῦ β (712 οὐ μᾶλλον hellip ἤ (High) οὐ μᾶλλον περὶ αὐτοῖς ἢ ἐπrsquo αὐτῷ (NChonChron 18550)

οὐ τοσοῦτον hellip ὅσον (112 (422)) οὐ πλεῖον hellip ἤ (High) οὐ πλεῖον hellip ἢ (NChonChron 3255-56)

Οὐγγρία (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 190 of 284

ἡ Οὐγγρία ἀπὸ τῆς Οὐγγρίας (412 (3812)) Παίων (High) ἐκ τῶν Παιόνων (NChonChron 10053)

Οὐγγρικός (Low)τὰ Οὐγγρικά (511 (531)) Παιονικός (High) τὰ Παιονικά (NChonChron 12648)

οὐγγρικὰς τάξεις (6114 (7119)) Παιονικός (High) Παιονικὰς φάλαγγας (NChonChron 15618)

Οὖγγρος (Low)ὁ ῥὴξ τῶν Οὔγγρων (413 (3829)) Οὐννάρχης (High) ὁ Οὐννάρχης (NChonChron 10174)

Οὔγγρων (511 (532)) Οὖννος (High) Οὔννων (NChonChron 12649)

ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ (512 (5317)) Οὖννος (High) ἡ τῶν Οὔννων σατράπευσις (NChonChron 12771)

Οὖγγροι (513 (5323)) Οὖννος (High) Οὖννοι (NChonChron 12778)

οἱ Οὖγγροι (514 (547)) Οὖννος (High) οἱ Οὖννοι (NChonChron 1281)

ὁ τῶν Οὔγγρων ἄρχων (413 (3822)) Οὖννος (High) ὁ τῶν Οὔννων κατάρχων (NChonChron 10165)

Οὔγγρων (515 (5411)) Οὖννος (High) Οὔννων (NChonChron 1286)

κατὰ τῶν Οὔγγρων (412 (387)) Παίονες (High) κατὰ Παιόνων (NChonChron 10046)

Οὔγγρος γάρ τις (616 (6912)) Παίονες (High) τῶν Παιὀνων τις (NChonChron 15212)

οἱ Οὔγγροι (6114 (7128)) Παίονες (High) οἱ Παίονες (NChonChron 15629)

οἱ Οὔγγροι (618 (6921)) Παίονες (High) οἱ Παιόνες (NChonChron 15322)

τοὺς Οὔγγρους (6114 (7131)) Παίονες (High) τοὺς Παίονας (NChonChron 15733)

Οὔγγρων (514 (544)) Παίονες (High) Παίοσι (NChonChron 12792)

Οὔγγρων (3111 (3322)) Παίων (High) Παίοσι (NChonChron 9231)

καί τις Οὔγγρος (3113 (3410)) Παίων (High) καί τις Παίων (NChonChron 9254)

Οὔγγρον (6114 (722)) Παίων (High) Παίονα (NChonChron 15737)

οὐδαμηνός (Low)τὸν οὐδαμηνὸν ἄνθρωπον (16191 (32530)) οὐτιδανός (High) τὸν οὐτιδανὸν ἐν ἀνθρώποις (NChonChron 53476)

οὐδέ (Low)ἐπεὶ οὐδὲ ὑποταγῆναι ἤθελον τοῖς Φράγγοις ( μηδέ (High) ἐπεὶ μηδὲ προσεῖχόν σφισι Προυσαῖοι (NChonChron 6029)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 191 of 284

οὐδέν (Low)ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- οὐ (High) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

οὖν (Both)ἐλθὼν οὖν ὁ (1585 (28229)) γε μήν (High) ὅ γε μὴν (NChonChron 47345)

στέλλεται οὖν (414 (393)) γοῦν (Both) στέλλεται γοῦν (NChonChron 10177)

ὡς οὖν (1431 (2521)) δέ (High) ὡς δὲ (NChonChron 42863)

πρὸς ταῦτα οὖν (1554 (27530)) δέ (High) πρὸς δὲ ταῦτα (NChonChron 46251)

εἶχε μὲν οὖν (2121 (3598)) δή (High) εἶχε μὲν δὴ (NChonChron 58558)

τὴν μὲν οὖν ἡμέραν ἐκείνην (2123 (35926)) καί (Low) καὶ τὴν μὲν ἡμέραν ἐκείνην (NChonChron 58679)

προσκαρτερήσας οὖν ὀλίγον (438 (4131)) καὶ δή (High) καὶ δὴ ἐφ᾽ ἱκανὸν συγγεγονὼς (NChonChron 10727)

τοῦ εὐνούχου οὖν (1812 (33627)) καὶ δή (High) καὶ δὴ τοῦ ἐκτομίου (NChonChron 55026)

ὡς οὖν ἤκουσε (616 (6915)) τοίνυν (Both) βασιλεὺς τοίνυν ὡς τοῦτο εἶχε πυθόμενος (NChonChron 152

συναχθέντες οὖν κατὰ γενεὰν (2123 (3606)) τοίνυν (Both) κατὰ συμμορίας τοίνυν ἀγειρόμενοι (NChonChron 58789)

ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) τοίνυν (Both) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

οὖν (1582 (2823)) τοίνυν (Both) τοίνυν (NChonChron 47215)

διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) τοίνυν (Both) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

οὐρανός (Low)οὐδὲ σημεῖον οὐρανοῦ ἢ ἐκ γῆς (2122 (35920)) ὑψόθεν (High) οὐδὲν σημεῖον ὑψόθεν ἢ καὶ γῆθεν (NChonChron 58670)

ὀργὴν θεοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἐπrsquo αὐτοὺς πεσεῖν ἔλε ὕψοθεν (High) τὴν ὕψοθεν ἐπιχαλῶντες ὀργὴν (NChonChron 55676)

οὖς (Both)τὰ ὦτα ἔφραττον (1558 (27635)) ἀκοή (Both) ἀκοὰς ἐπέφραττον (NChonChron 4648)

οὗτος (Both)τὴν τούτου φυγὴν (522 (562)) αὐτός (Both) τὴν αὐτοῦ φυγὴν (NChonChron 13186)

τὴν τούτου ἀποκρυβὴν (1876 (34531)) αὐτός (Both) ἀποκρυβὴν αὐτοῦ (NChonChron 5643)

ταύτην ἀφιέρωσε (1411 (2456)) αὐτός (Both) αὐτὴν ἱερώσας (NChonChron 4192)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 192 of 284

θαυμάσειε δε τις καὶ τοῦτο (14220 (2519)) ἐκεῖνος (High) θαυμάσαι δrsquo ἄν τις ἐκεῖνο (NChonChron 42725)

τὰς τούτων συντάξεις (1454 (25621)) ἐκεῖνος (High) τὰς ἐκείνων φάλαγγας (NChonChron 43551)

πλέον παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) ὅδε (High) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

ταύτην τὴν πόλιν (21142 (37613)) ὅδε (High) ἡ πόλις ἥδε (NChonChron 61490)

τὴν βουλὴν ταύτην (15106 (2873)) ὅδε (High) τὸ σκέμμα τόδε (NChonChron 47826)

διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) ὅδε (High) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

ἔλεγε ταῦτα (1842 (34112)) οὑτοσί (High) ταυτὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν (NChonChron 55713)

τὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου τούτου (1113 (21 οὑτοσί (High) τὴν ὀχυρότητα ταυτησὶ τῆς πόλεως (NChonChron 2840)

κρατήσας οὖν παρrsquo ἐλπίδαν τὰς πόλεις ταύτα οὑτοσί (High) κρατήσας οὖν τουτωνὶ παρὰ δόξαν (NChonChron 60062)

καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) οὑτοσί (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

τούτων τῶν βαρβάρων (6111 (7016)) οὑτοσί (High) τουτωνὶ τῶν βαρβάρων (NChonChron 15464)

ὁ βαθὺς οὗτος ποταμός (6111 (7026)) οὑτοσί (High) ὁ βαθυδίνης οὑτοσὶ Ἰστρος (NChonChron 15579)

τούτοις συμπλέκονται (21142 (37620)) σφεῖς (High) σφίσι συμπλέκονται (NChonChron 6143)

οὕτως (Both)οὕτως (1211 (1995)) οὑτωσί (High) οὑτωσί (NChonChron 3557)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) τῇδε (High) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

ταῦτα οὕτως συνέβησαν (1611 (3042)) τῇδε (High) τῇδε ταῦτα συμβέβηκε (NChonChron 50210)

οὕτως (1811 (3363)) ὧδε (High) ὧδε (NChonChron 5494)

οὐχί (Low)οὐχὶ διὰ χρῆσιν (214 (36430)) μή (High) μὴ κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

ὀφθαλμός (Low)ὀφθαλμοὺς ἐξορύξας (1457 (25722)) κόρη (Ambiguous) κόρας ἐκκόψαι (NChonChron 43692)

τῶν ὀφθαλμῶν (3111 (3330)) ὄψις ἡ (High) τῶν ὄψεων (NChonChron 9240)

μέχρι καὶ κάτω τῶν ὀφθαλμῶν (1584 (28221)) ῥίς (High) μέχρι καὶ ῥινὸς (NChonChron 1584 (28221))

ἀποστερεῖται τοὺς ὀφθαλμοὺς (14211 (24821) φῶς (High) ἀπεστέρηται τοῦ φωτὸς (NChonChron 42320)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 193 of 284

ὀφθαλμοφανῶς (Low)ὀφθαλμοφανῶς (1114 (1728)) αὐτοψεί (High) αὐτοψεί (NChonChron 31843)

ὄφις (Low)καθὼς καὶ ἐπὶ τοῦ ὄφεως (7121 (8714)) δράκων (High) καθὰ καὶ ἐπὶ δράκοντος (NChonChron 18254)

ὀχυρός (Low)καστέλλια ὀχυρὰ (15112 (28810)) ἐπίκαιρος (High) φρούρια ἐπίκαιρα (NChonChron 48068)

ὀχυρότης (Low)τὴν τοῦ τόπου ὀχυρότητα (21124 (37425)) ἐχυρότης (High) τὴν τῶν ἐρυμάτων ἐχυρότητα (NChonChron 61132)

διὰ τὴν ὀχυρότητα (21143 (37634)) ἐχυρότης (High) διὰ τὴν ἐχυρότητα (NChonChron 61518)

ὄψις ὁ (Low)ὄψιδα δεξάμενος (1583 (28210)) ὁμηρεύω (High) ὡμήρευσεν (NChonChron 47225)

παίγνιον (Low)εἰς παίγνιον (478 (518)) μωκία (High) εἰς μωκίαν (NChonChron 12082)

παίδευσις (Low)παιδεύσεσιν (1584 (28224)) μαστίγωσις (High) μαστιγώσεσιν (NChonChron 47341)

ὅσον γνώσεως καὶ παιδεύσεως λόγων (6111 ( παιδεία (High) ὅσῳ λόγῳ καὶ παιδείᾳ (NChonChron 15573)

παιδόπουλον (Low)τὰ τοῦ κελλίου αὐτοῦ παιδόπουλα (1613 (305 μειράκιον (Ambiguous) τὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας λειογένεια μειράκια (NChonChron 50

μετὰ ὀλίγων τῶν παιδοπούλων αὐτοῦ (1842 ( ὀπαδός (High) μετὰ μετρίων ὀπαδῶν (NChonChron 55716)

παίζω (Low)παιδία ἐπὶ ἄμμον παίζοντα (433 (4014)) ἄθυρμα (High) παιδίων ἐπὶ ψάμμου ἀθύρματα (NChonChron 10445)

τὸ κοντάριον παίζων (443 (4222)) μετεωρίζω (High) τὸ δόρυ μετεωρίζων (NChonChron 10860)

πάλαι ποτέ (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 194 of 284

πάλαι ποτὲ (7122 (8728)) πάλαι (Both) πάλαι (NChonChron 18373)

παλαιός (Both)παλαιὸν καμάρας κούφωμα (436 (415)) παλαίτατος (High) παλαίτατον ὑπόνομον (NChonChron 10689)

παλαιόν (1117 (1733)) ὑποσκάζω (High) ὑποσκάζον (NChonChron 32073)

παλάτιν (Low)παλάτια (1211 (1993)) ἀνάκτορον (High) ἀνάκτορα (NChonChron 3555)

τὸ μέγα παλάτιν (1521 (27029)) ἀρχεῖον (High) ἀρχεῖον (NChonChron 45564)

παλάτιον (Low)ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) ἀρχεῖον (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

παλατίοις (1581 (28123)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείοις (NChonChron 4712)

ἐν τοῖς παλατίοις (14217 (25019)) ἀρχεῖον (High) ἀρχεῖα (NChonChron 42693)

τῶν παλατίων (1812 (33626)) ἀρχεῖον (High) τῶν ἀρχείων (NChonChron 55026)

παλατίου (1812 (33617)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείων (NChonChron 54915)

εἰς τὸ παλάτιον (1813 (3379)) ἀρχεῖον (High) εἰς τὰ ἀρχεῖα (NChonChron 55148)

παλατίου (15131 (2904)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείοις (NChonChron 48335)

πάλιν (Low)πάλιν (474 (4923)) αὖ (High) αὖ (NChonChron 11713)

πάλιν (1453 (2567)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43434)

πάλιν (2184 (37023)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 60329)

πάλιν (1462 (25813)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43832)

πάλιν σμιγέντες (6114 (7126)) αὖθις (High) αὖθις συμπεσόντες (NChonChron 15627)

πάλιν (21182 (38435)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 62649)

πάλιν (511 (531)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 12648)

πάλιν (1452 (25529)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43424)

πάλιν (1824 (33822)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 5533)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 195 of 284

πάλιν (1828 (34011)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 55670)

πάλιν (1563 (27715)) μετέπειτα (Ambiguous) μετέπειτα (NChonChron 46530)

παλλακή (Low)παλλακὰς (1121 (1743)) ἑταιρίς (High) ἑταιρίδων (NChonChron 32121)

παμπόθητος (Low)ὁ ἀγαπητὸς καὶ παμπόθητος (15111 (28725)) τρισασπάσιος (High) τρισασπάσιος (NChonChron 47947)

πάμπολυς (Low)πάμπολλα χρήματα (15121 (2897)) σταθμητός (High) οὐ σταθμητὸν πλοῦτον (NChonChron 4827)

πανάγιος (Low)σκεύη ἱερὰ καὶ πανάγια (1822 (33730)) παναγής (High) σκεύη σεπτά τε καὶ παναγῆ (NChonChron 55269)

πανταχόθεν (Low)πανταχόθεν (1436 (25331)) ἁπανταχῆ (High) ἁπανταχῆ (NChonChron 43140)

πανταχόθεν (1557 (27622)) ἁπανταχῆ (High) ἁπανταχῆ (NChonChron 46384)

πάντοθεν (Low)κατατρέχουσι πάντοθεν (1933 3635) πολλαχῇ (High) διαθέουσι πολλαχῇ (NChonChron 57029)

πάππος (Low)τοῦ πάππου τοῦ βασιλέως Μανουὴλ (431 (39 προπάτωρ (High) τοῦ τῷ Μανουὴλ προπάτορος (NChonChron 10315)

παρrsquo ὀλίγον (Low)παρrsquo ὀλίγον καὶ πάντες ἐκινδυνεύομεν (1581 μικροῦ (High) μικροῦ προσαπολώλειμεν ἅπαντες (NChonChron 4719)

παρά (Both)παρὰ τοῦ θεοῦ (1584 (28224)) ἐκ (Both) ἐκ θεοῦ (NChonChron 47341)

παρὰ θεοῦ (15121 (2891)) -θεν (High) θεόθεν (NChonChron 48195)

πλέον παρὰ τῶν ἄλλων (1114 (1727)) παρά (Both) παρὰ τοὺς λοιποὺς ὁμοφύλους (NChonChron 31841)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 196 of 284

παρὰ ἐκρατήθη παρὰ τοῦ ῥηγὸς (1557 (27621) προς (Both) ἑάλω πρὸς τοῦ ῥηγὸς (NChonChron 46382)

παρά + dative (High)παρὰ τοῖς Λατίνοις ἐλογίζετο (1822 (33721)) dative (Both) ἐκρίνετο τοῖς λαμβάνουσιν (NChonChron 55161)

παρά + genitive (Ambiguous)προσδεχθεὶς λαμπρῶς παρrsquo αὐτοῦ (511 (535)) dative (Both) προσδεχθεὶς ἀσπασίως τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 1265

παρrsquo ἑτέρων (2151 (36521)) παρά + dative (High) παρrsquo ἄλλοις ἔθνεσι (NChonChron 59516)

παρrsquo αὐτοῦ ξενισθεὶς (1557 (27624)) παρά + dative (High) ξενίας παρrsquo ἐκείνῳ τετυχηκώς (NChonChron 46387)

παρὰ τῶν στρατιωτῶν (1877 (3463)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν ὁπλοφόρων (NChonChron 56411)

παρὰ τοῦ λαοῦ (14223 (25131)) πρός + genitive (High) πρὸς τοῦ λεὼ (NChonChron 42855)

ἐλέγετο ταῦτα παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) πρός + genitive (High) ᾔδετο ταῦτα πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

ἀνακληθεὶς παρὰ τοῦ βασιλέως (14217 (2501 πρός + genitive (High) ἀνακληθεὶς πρὸς τοῦ βασιλέως (NChonChron 42692)

παρὰ τῶν ὅλων στρατευμάτων (21183 (3854)) ὑπό + gen (Low) ὑφ᾽ ὅλων τῶν πόλεων (NChonChron 62655)

παραβιβάζω (Low)γελάω ἐγέλων καὶ παρεβίβαζον ἡμᾶς (21315 ἐπικερτομέω (High) ἐπεκερτόμουν ἡμᾶς (NChonChron 59370)

παραβιβασμός (Low)ἱπποδρομίαις καὶ ἑτέροις παραβιβασμοῖς στρα ἅμιλλα (High) ἵππων σταδιοδρόμων ἁμίλλαις (NChonChron 11956)

ἡμέραν πρὸς παραβιβασμὸν (442 (4217)) παιδιά (High) παιδιᾶς ἡμέραν (NChonChron 10854)

παραβλέπω (Ambiguous)παραβλέψας ἀσθένειαν (1131 (425)) ὑπεροράω (High) ὑπεριδὼν καχεξίας σώματος (NChonChron 3362)

παραγίνομαι (Both)παραγίνεται προθύμως (7125 (8820)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταταί οἱ προθύμως (NChonChron 18413)

παραδίδωμι (Both)παραδοὺς εἰς σφαγὴν (21172 (38117)) ἐκδίδωμι (High) ἐκδοὺς εἰς σφαγὴν (NChonChron 6218)

ταφῆ παραδίδοται (14213 (2496)) παραπέμπω (Both) ταφῇ παραπέμπεται (NChonChron 42442)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 197 of 284

παράδοξος (Low)ἦν δὲ παράδοξον (3114 (3420)) θαυμαστός (Low) θαυμαστὴν δrsquo ἐποίει τὴν τότε πανήγυριν (NChonChron 936

τὸ παραδοξότερον (1826 (33920)) καινός (High) τὸ καινότατον (NChonChron 55444)

παραδόξως (Low)παραδόξως (1425 (24718)) καινοπρεπῶς (High) καινοπρεπῶς (NChonChron 42274)

παραδόξως (7122 (8726)) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν (NChonChron 18372)

παραθαλάσσιος (Low)ἀπὸ ὅλης τῆς παραθαλασσίου (21179 (38320)) παράλιος (High) ἐκ τῶν παραλίων πόλεων (NChonChron 62490)

παραίνεσις (Both)ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παραινέσεων (1811 εἰσήγησις (High) εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

παρακαθίζω (Low)παρεκάθισεν (1592 (28323)) πολιορκέω (High) ἐπέμενε πολιορκῶν (NChonChron 47480)

παρακαλέω (Ambiguous)ὑπὲρ τῆς αὐτῶν παρακαλοῦσι ζωῆς (1112 (23 ἀντιβολέω (High) ὑπέρ τε τῆς οἰκείας ἀντιβολοῦσι ζωῆς (NChonChron 2823)

παρεκάλει hellip ἀγορασθῆναι (16171 (32432)) δέομαι (High) δεῖται hellip λυθῆναι (NChonChron 53344)

παρακαλεῖ ἀγορασθῆναι (16171 (3252)) δέομαι (High) δεῖται λυθῆναι (NChonChron 53347)

παρακαλεῖν δοῦναι hellip (16171 (3254)) δέομαι (High) δεόμενος εἴ πως hellip κατάθοιτο (NChonChron 53349)

παρακαλῶν καὶ δεόμενος (622 (7314)) δέομαι (High) δεόμενος (NChonChron 1595)

παρεκάλεσαν δὲ (2175 (36818)) ἱκετεύω (High) ἱκέτευσαν μέντοι (NChonChron 59931)

παρεκάλουν (7124 (8813)) ἱκέτις (High) χεῖρας ἱκέτιδας ὤρεγον (NChonChron 1845)

ὑπὲρ αὐτοῦ παρακαλέσαντα (1222 (20021)) παρακαλέω (Ambiguous) παρακαλοῦντα (NChonChron 35640)

παρακινέω (Low)παρακινηθεὶς ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917 ἐξερεθίζω (High) ἐξερεθισθεὶς πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 198 of 284

παράκλησις (Low)παρακλήσει (1423 (24622)) ἐκλιπάρησις (High) ἐκλιπαρήσει (NChonChron 42144)

παραλαμβάνω (Both)ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( ἀναλαμβάνω (Both) τῷτοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

παραλαβών (1611 (3045)) ἀπολαμβάνω (Ambiguous) ἀπολαβών (NChonChron 50213)

τὸ κάστρον παραλαβὼν (1662 (31414)) διαλαμβάνω (Ambiguous) διειληφὼς αὐτὸ (=τὸ φρούριον) (NChonChron 51821)

παραλαβεῖν (14212 (24826)) ἐπιλαμβάνομαι (High) ἐπιλαβέσθαι (NChonChron 42325)

παραλάβη αὐτὴν (1592 (28324)) παρίσταμαι (High) παραστήσαιτο Δάδιβραν (NChonChron 47482)

παραλαβεῖν (1456 (2572)) συμπαραλαμβάνω (High) συμπαραλήψεσθαι (NChonChron 43669)

παράλιος (High)τὰς παραλίους πόρτας (437 (4116)) αἰγιαλῖτις (High) τὰς αἰγιαλίτιδας πύλας (NChonChron 1078)

παράλογος (Low)τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον καὶ παράλογον (18 ἀβουλία (High) τὴν ἀτοπίαν καὶ ἀβουλίαν (NChonChron 55282)

τὸ τῆς συνουσίας παράλογον (432 (405)) ἀθέμιτος (High) τὸ τῆς συνουσίας ἀθέμιτον (NChonChron 10430)

παραλύπησις (Low)διὰ τὴν παραλύπησιν τοῦ βας (244 (127)) μικρολυπία (High) κατὰ μικρολυπίαν τοῦ βας (NChonChron 5349)

παραμονἠ (Low)μὴ ἔχων τινὰ ἢ βαράγγων ἢ παραμονὴν (712 δορυφόρος (High) μὴ ἐχων ὑπασπιστὴν μὴ δορυφόρον (NChonChron 18410-11)

παράνομος (Low)παρανόμως (1012 (14711)) ἀθέμιτος (High) ἀθεμίτως (NChonChron 27516)

ὅσα παράνομα καὶ ἄθεσμα (1223 (20026)) ἀνόμημα (High) ἀνομήμασι (NChonChron 35644)

παράξενος (Low)οὐδὲν παράξενον (1118 (17313)) μέγας (Both) οὐδὲν μέγα (NChonChron 32088)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 199 of 284

παραπέμπω (Both)εἰς φυλακὴν παραπέμπεται (14214 (24928)) ἀπάγω (Ambiguous) εἰς φυλακὴν ἀπάγεται (NChonChron 42568)

καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 παροικέω (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

παράσημον (Low)τὰ βασιλικὰ ἐνδύεται παράσημα (1876 (34532 σύμβολον (High) τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις (NChonChron 5643)

παρασύρω (Low)παρασύροντες καὶ χειραγωγοῦντες (1812 (336 χειραγωγέω (High) χειραγωγούμενος (NChonChron 55031)

παρατείνομαι (Low)εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) διαρκέω (High) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

παρατηρέω (Low)τὴν τούτου παρετήρουν ἔξοδον (434 (4020)) τηρέω (High) ἐτήρουν τὴν ἔξοδον (NChonChron 10451)

παρατίθημι (Low)τροφὴν παρετίθουν ( 214 (3658)) παρατίθεμαι (High) ἐδωδὴν παρατιθέμενοι (NChonChron 5942)

παρατρέχω (Low)εἰς μῆνας παρέδραμε τέσσαρας (1592 (28325) παρατείνω (High) ἡ πολιόρκησις παρετάθη (NChonChron 47483)

τοὺς Βλάχους παραδραμῶν (1453 (2568)) πάροδος (Ambiguous) τὴν εἰς τὸν Αἷμον πάροδον ἐκκλίνων (NChonChron 43435)

τοῦ καιροῦ δὲ παρατρέχοντος (1592 (28323)) τρίβω (High) τριβομένου δὲ τοῦ καιροῦ (NChonChron 47480)

παραυτίκα (Low)στέλλουσιν ἐκ τοῦ παραυτίκα στρατιὰν (2114 αὐτίκα (High) ἐκ μὲν τοῦ αὐτίκα στέλλεται στρατιὰ (NChonChron 61487)

παραυτίκα (1613 (3059)) αὐτίκα (High) αὐτίκα (NChonChron 50456)

παραυτίκα (1222 (20019)) παραχρῆμα (High) παραχρῆμα (NChonChron 35639)

παραχωρέω (Low)παραχωρῆσαι αὐτῷ (15105 (28619)) ἐνδίδωμι (High) ἐνδοθῆναί οἱ (NChonChron 4786)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 200 of 284

πάρειμι (εἰμί) (High)τῆς παρούσης δόξης (6111 (7012)) ἔνειμι (High) τῆς δόξης τῆς ἐνούσης (NChonChron 15460)

παρέρχομαι (Ambiguous)τὸ Ἰκόνιον παρελθὼν (6320 (7828)) παραλλάσσω (High) τὸ Ἰκόνιον παραλλάξας (NChonChron 16868)

μῆνες παρῆλθον τρεῖς (14221 (25116)) παριππεύω (High) τρεῖς μῆνες παρίππευσαν (NChonChron 42734)

τὰ πρώτα παρελθεῖν τάγματα (1434 (25229)) ὑπερβάλλω (High) τὰς ἄκρας ὑπερβαλεῖν (NChonChron 42994)

παρέχω (Both)παρέσχεν (1211 (19921)) δεξιόομαι (High) δεξιούμενος (NChonChron 35623)

παρό (Low)πλέον παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) genitive (High) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

παροινία (Ambiguous)διὰ παροινίαν (1442 (25419)) παροίνησις (High) ὑπό τινος παροινήσεως (NChonChron 43263)

παροφθαλμιστής (Low)παροφθαλμιστὴς (477 (5022)) θαυματοποιός (High) θαυματοποιός (NChonChron 11957)

παρρησιάζομαι (Both)ἐπαρρησιάσατο ἵνα ὑπὲρ εὐσεβείας λαλήση τι παρρησιάζομαι (Both) παρρησιαζόμενος ἦν τὴν εὐσέβειαν (NChonChron 55273)

πᾶς (Low)πάντες (1581 (28130)) ἅπας (High) ἅπαντες (NChonChron 4719)

πάσης Συρίας (42 (3920)) ἅπας (High) ἁπάσης Συρίας (NChonChron 1036)

ἀνεπιφθόνου παρὰ παντὸς (1827 (3406)) ἅπας (High) ζηλωτέου παρ ἅπασι (NChonChron 55564)

πάσχω (Low)κακὰ ἔπαθον (15112 (2886)) προσπαλαίω (High) κακοῖς προσεπάλαισαν (NChonChron 48063)

πατάσσω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 201 of 284

πατάξαι τὸν μηρὸν τῆ χειρὶ (447 (4329)) πλήττω (High) πλῆξαί τε τῇ χειρὶ τὸν μηρὸν (NChonChron 11013)

πατήρ (Both)ὁ πατὴρ (431 (3928)) γενέτης (High) ὁ γενέτης (NChonChron 10317)

πατρός (15114 (28831)) τεκών (High) τεκόντος (NChonChron 48193)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) τεκών (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

πατρικός (High)πατρικὴν βασιλείαν (1813 (3373)) πατρῷος (High) πατρῴας ἀρχῆς (NChonChron 55041)

παύομαι (Low)οὐκ ἐπαύετο κατακρίνων (1841 (3412)) λήγω (High) κακηγορῶν οὐκ ἔληγε (NChonChron 55695)

τοῦ πυρὸς παυσαμένου (1828 (34011)) λωφάω (High) λωφήσαντος τοῦ πυρός (NChonChron 55569)

παύω (Low)οὐδὲ οὕτως ἔπαυσαν τὰ κακὰ (211711 (3847)) ἠρεμέω (High) οὐδrsquo οὕτως ἠρέμησαν τὰ δεινά (NChonChron 62519)

ἔπαυσεν ὁ κονιορτὸς (7124 (8810)) λωφάω (High) ἡ κόνις ἐλώφησεν (NChonChron 1841)

πεζεύω (Low)ἀπὸ τοῦ ἵππου ἐπέζευεν (523 (566)) ἀποκαταβαίνω (High) τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε (NChonChron 13191)

πεῖνα (Ambiguous)πεῖναν (14222 (25125)) λιμός (High) λιμῷ (NChonChron 42845)

πέμπομαι (Low)προστάγματα ἐπέμποντο (437 (4120)) διίπταμαι (High) γράμματα διίπτατο (NChonChron 10713)

πέμπω (Both)πέμπεται μετὰ σιδήρων (413 (3828)) ἀναπέμπω (High) ἀναπεμπόμενον δέσμιον (NChonChron 10172)

πέμπει (1563 (27716)) ἐκπέμπω (Both) ἐξέπεμψε (NChonChron 46531)

ἔπεμψαν (1813 (33636)) ἐκπέμπω (Both) ἐκπεπόμφασιν (NChonChron 55038)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 202 of 284

ἔπεμπε (15113 (28819)) ἐκπέμπω (Both) ἐκπέπομφε (NChonChron 48178)

ἔπεμπε (1224 (2012)) ἐξαποστέλλω (Ambiguous) ἐξαπέστελλε (NChonChron 35750)

ταύτην εἰς γυναῖκα πέμπει (16192 (32611)) μεταπέμπομαι (High) τὴν ἀ Εἰς εὐνέτιν μεταπεμψάμενος (NChonChron 53589)

ἀποκρισιαρίους ἔπεμψε (21132 (37515)) στέλλω (High) στείλας πρέσβεις (NChonChron 61358)

πέμψη (1581 (28117)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 47191)

πέμψας (15122 (28921)) στέλλω (High) στείλας (NChonChron 48222)

πενθερός (Ambiguous)πενθερῶ (1453 (2566)) κηδεστής (High) κηδεστῇ (NChonChron 43433)

περάω (Low)περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο διαβαίνω (Both) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

περί (Both)περὶ τὸν ποταμὸν (1453 (2562)) κατά (Both) κατὰ τὸν ποταμὸν (NChonChron 43429)

περὶ τὴν Ποπολίαν (1115 (17214)) κατά (Both) τὰ κατrsquo Ἀμφίπολιν (NChonChron 31949)

περὶ τὸν λιμένα τῆς Βλαχέρνας (1117 (1737)) κατά (Both) κατὰ τὰς Βλαχέρνας (NChonChron 32081)

περὶ τὸν Μέντρον (1423 (24628)) κατά (Both) κατὰ Μαίανδρον (NChonChron 42151)

περὶ τὰ Μελάγινα (1553 (27521)) κατά (Both) κατὰ τὸ πόλισμα τὰ Μελάγγεια (NChonChron 46237)

περὶ οὗ εἴπομεν ὄπισθεν (432 (401)) πέρι (High) ὧν πέρι καὶ εἰπόντες ἔφθημεν (NChonChron 10324)

περί + gen (High)θλιβομένοις περὶ αὐτῶν (7128 (8917)) περί + dat (High) περὶ αὐτοῖς δυσχεραίνουσιν (NChonChron 18550)

περιαργέω (Ambiguous)περιαργῆσαι ἐκεῖσε (1131 (429)) ἐμβραδύνω (High) ἐμβραδῦναι τοῖς τόποις τούτοις (NChonChron 3367)

περιήργει ἡμέραν καθημέραν (1592 (2832727 μέλλω (High) ἔμελλε ἀεί πως (NChonChron 47485)

περίδοξος (Ambiguous)τὸν περίδοξον ναὸν (1426 (24727)) περιώνυμος (High) τὸν περιώνυμον νεὼν (NChonChron 42284)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 203 of 284

περιεργάζομαι (Ambiguous)περιεργαζόμενος (1585 (2833)) ἐνατενίζω (High) περιέργως ἐνατενίζων (NChonChron 47357)

περιέρχομαι (Ambiguous)εἰς τὰς νήσους περιερχόμενος (15121 (28918)) ἔπειμι (High) τὰς νήσους ἐπιὼν (NChonChron 48219)

περιέρχονται (21142 (37626)) περίειμι (High) περιιόντων (NChonChron 6149)

περιήρχοντο (214 (36431)) περίειμι (High) περιῄεσαν (NChonChron 59487)

περιζώννυμαι (Low)σπάθην περιζωσάμενος (434 (4024)) διαζώννυμαι (High) μάχαιραν διαζωσάμενος (NChonChron 10558)

ὁ δὲ Ἀνδρόνικος τὴν ἐξουσίαν περιζωσάμενος ὑποζώννυμαι (High) ὁ δrsquo Ἀνδρόνικος τὸν στρατηγέτην ὑποζωσάμενος (NChonCh

περιζωννύω (Low)τόπον διαλαμβάνοντα καὶ περιζωννύοντα (21 διαλαμβάνω (Ambiguous) λόφος τὴν πόλιν διαλαμβάνων (NChonChron 60315)

περικυκλόω (Low)τὰ τείχη περικυκλώσας (244 (129)) διαζώννυμι (High) τὰ τείχη διαζώσας (NChonChron 5352)

περίορος (Ambiguous)ὁ τοῦ καστελλίου περίορος (1612 (30420)) περίοδος (High) ἡ τοῦ φρουρίου περίοδος (NChonChron 50319)

περιπατέω (Ambiguous)περιπάτει (15113 (28824)) βαδίζω (High) βαδίζειν (NChonChron 48184)

ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 ὁδεύω (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

περιπλέκομαι (Both)περιπλέκεσθαι ( 1012 (14711)) παραγκαλίζομαι (High) παραγκαλίζεσθαι (NChonChron 27517)

ἐν ὧ ἐκεῖνος μέσον περιεπλάκη (7119 (876)) συλλαμβάνομαι (High) ἐν ᾧ συνείληπτο (NChonChron 18245)

περιποιέομαι (Ambiguous)περιποιησάμενος (1612 (30416)) ἐπιποιέω (High) (τὸ ἔρυμα) ἐπιποιήσας (NChonChron 50224)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 204 of 284

περιπόρφυρος (Low)χλαμύδα περιπόρφυρον (443 (4223)) ἀστεῖος (High) χλαμύδα ἀστειοτέραν (NChonChron 10961)

περισσότερος (Low)μετὰ περισσοτέρας δυνάμεως (1582 (2821)) μείζων (High) μετὰ στρατιᾶς μείζονος (NChonChron 47213)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως (514 (5328)) μείζων (High) διὰ μείζονος ἰσχύος (NChonChron 12787)

περισσότερον (7124 (8819)) πλείων (Ambiguous) πλείους (NChonChron 18494)

τὸ περισσότερον τῆς στρατιᾶς (1432 (25214)) πλείων (Ambiguous) τὸ δὲ πλεῖον τοῦ στρατεύματος (NChonChron 42977)

περισύναγμα (Low)περισυνάγματα ὄντα (2121 (35912)) σποραδικός (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων σποραδικῶν (NChonChron 58561)

περισυνάγομαι (Low)περισυναχθέντες ἐν τῶ ἅμα (7128 (899)) συγκροτέομαι (High) συγκροτηθέντες εἰς σπείραν (NChonChron 18538)

περισυνάγω (Ambiguous)περισυνάξας (1211 (19917)) ἀθροίζω (High) ἀθροίσας (NChonChron 35518)

περισυνάξας (15106 (28629)) ἐκκλησιάζω (High) ἐκκλησιάσας (NChonChron 47817)

πλοῦτον περισυνάξαντες (1451 (25519)) περιβάλλομαι (Ambiguous) πλοῦτον περιβαλλόμενοι (NChonChron 43419)

περισυνάγων δύναμιν (7125 (8818)) συλλέγω (High) συνέλεγε τὴν ἰσχύν (NChonChron 18410)

στρατιώτας περισυνάξαντες (1114 (225)) συλλέγω (High) τοὺς ὁπλιτεύοντας συνειλόχασιν (NChonChron 2955)

τοὺς Βαράγγους περισυνάξαντος (1812 (3362 συνάγω (Both) τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος (NChonChron 55028)

περιτριγυρίζω (Ambiguous)περιετριγύριζον (1462 (25815)) κυκλόω (High) ἐκύκλουν (NChonChron 43834)

περιτριγυρίσας (1117 (1732)) περιέρχομαι (Ambiguous) περιελθών (NChonChron 32072)

περιφράζω (Low)περιέφραζε τὰς ἐξόδους (4715 (539)) περιφράγμόω (High) περιεφράγμου τὰς διεξόδους (NChonChron 12383)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 205 of 284

περιφράττω (Low)πέτρα αὐτὸ περιέφραττε (1112 (124)) καταφραγνύμι (High) λίθος τοῦτο (τὸ πόλισμα) κατεφράγνυε (NChonChron 2720)

περιχάρεια (Low)μετὰ περιχαρείας (112 (415)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 3248)

μετὰ μεγάλης περιχαρείας εἰσδέχεται (1111 ( ὑπτίαις χερσί (High) ὑπτίαις χερσὶ προσδέχεται (NChonChron 274)

περιχρυσωμένος (Low)περιχρυσωμένον ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6 ἐπίχρυσος (High) ἐπίχρυσον τέτρωρον (NChonChron 15867)

Πέρσης (Both)οἱ Πέρσαι (288 (2034)) βάρβαρος (High) τὸ βάρβαρον (NChonChron 7151)

ὁ Πέρσης (1592 (28324)) βάρβαρος (High) τοῦ βαρβάρου (NChonChron 47481)

πετάζω (Low)πετάσαι ἔλεγεν (477 (5023)) διαπέτομαι (High) διαπτῆναι ἐπηγγέλετο (NChonChron 11963)

πετάομαι (Low)ὡς πετᾶσθαι φαίνεσθαι (653 (813)) ἵπταμαι (High) ὡς ἵπτασθαι δοκεῖν (NChonChron 17276)

πέτασις (Low)εἰς πέτασιν (477 (513)) πτῆσις (Low) εἰς κίνησιν πτήσεως (NChonChron 12076)

πετασμός (Low)ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) ἐκπετασμός (High) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

πέτρα (Low)πέτρα (1112 (123)) λίθος (High) λίθος (NChonChron 2719)

πετροβόλος (Low)τὰ πετροβόλα ξύλα (1142 (719)) ἑλέπολις (High) ἑλεπόλεις (NChonChron 387)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 206 of 284

πεύκιον (Low)μετὰ πευκίων κατεκόσμουν (441 (4212)) τάπης (High) τάπησι διεκόσμουν (NChonChron 10846)

πηγάδιν (Low)πηγάδιν (1612 (30422)) φρεάτιον (High) φρεάτια ὀρυκτά (NChonChron 50332)

πήγνυμι (Low)τῆ γῆ ἔπηξε (523 (42)) προσερείδω (High) τῇ γῇ προσήρεισε (NChonChron 1311)

πίπτω (Ambiguous)ἔπιπτον ἀπὸ τῶν ἀλόγων (6114 (7132)) ἀνατρέπομαι (High) τῆς οἰκεἰας ἀνετρέποντο ἕδρας (NChonChron 15734)

πεσόντων (1435 (25316)) ἀπόλλυμαι (High) ἀπολωλότων (NChonChron 43022)

ἔπιπτον (7117 (8626)) καταβάλλομαι (High) κατεβέβληντο (NChonChron 18127)

συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ συγκαταφέρομαι (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15113)

λίθοι ἔπεσον (2122 (35922)) φέρομαι (Both) λίθοι ἠνέχθησαν (NChonChron 58674)

πίστις (Both)πίστιν (13813) θρησκεία (High) θρησκείαν (NChonChron 41478)

πίστεως (1142 (712)) θρησκεία (High) θρησκείας (NChonChron 3793)

πλάσις (High)τὴν πλάσιν τοῦ σώματος (4712 (5222)) διαρτία (High) τὴν διαρτίαν τοῦ σώματος (NChonChron 12246)

πλάττω (Low)αἰτίαν ψευδῆ γράψας καὶ πλάσας (4713 (5231 πλάττομαι (High) αἰτίαν πλασάμενος καὶ γραψάμενος (NChonChron 12364)

πλατύνω (Ambiguous)πλατυνομένου (1425 (24716)) ἐμπλατύνω (High) ἐμπλατυνομένου (NChonChron 42272)

πλατύνεται ὁ περίορος (1612 (30420)) εὐρύνω (High) εὐρύνεται ἡ περίοδος (NChonChron 50328)

πλατύς (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 207 of 284

διὰ τῆς πλατείας ὁδοῦ (1432 (25216)) εὐρύνω (High) διὰ τῆς εὐρυνομένης (ὁδοῦ) (NChonChron 42979)

ἱμάτιον πλατὺν (477 (5024-25)) εὐρύς (High) εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

ὤμους πλατεῖς (14216 (2503)) εὐρύς (High) ὤμους εὐρέας (NChonChron 42577)

πλείονα (Low)τὰ πλείονα (653 (8025)) πλείω (High) τὰ πλείω (NChonChron 17267)

πλείονες (Ambiguous)οἱ πλείονες τῶν οἰκητόρων (1827 (3401)) πλείους (High) οἱ πλείους τῶν οἰκητόρων (NChonChron 55558)

πλείων (Ambiguous)πλειόνων ἀποστασιῶν (14212 (24822)) συχνός (High) συχνῶν ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321)

πλέκω (Low)μαλία πλέκοντες (214 (3654)) συστρέφω (High) τρίχας συνεστραμμένας (NChonChron 59493)

πλέον (Ambiguous)πλέον (1811 (3365)) μᾶλλον (Ambiguous) μᾶλλον (NChonChron 5496)

πλέον ἠγάπα τοῦτον (14216 (2507)) πλειόνως (High) πλειόνως τούτῳ προσέκειτο (NChonChron 42581)

πληγή (Low)πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) ellipsis (High) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

ὀλιγοψύχουν ἀπὸ τῶν πληγῶν (6114 (7133)) τραῦμα (High) ἐλειφαίμουν τοῖς τραύμασι (NChonChron 15735)

πλῆθος (Low)πλῆθος Χριστιανῶν (1142 (77)) ἐσμός (High) Χριστιανῶν ἐσμοί (NChonChron 3788)

τὸ πλῆθος (1462 (25813)) λαός (Ambiguous) λαοὶ (NChonChron 43833)

πλῆθος (1224 (20027)) λεώς (High) λεὼ (NChonChron 35747)

πλῆθος (15106 (28629)) πλήρωμα (High) πλήρωμα (NChonChron 47817)

μετὰ πλήθους λαοῦ (1463 (25829)) πολυοχλία (High) μετὰ πολυοχλίας (NChonChron 43853)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( πολυχειρία (High) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 208 of 284

πλῆθος (7127 (893)) στῖφος (High) στῖφος (NChonChron 18531)

τὸ χυδαῖον πλῆθος (1823 (3385)) στῖφος (High) τὸ χυδαΐζον στῖφος (NChonChron 55277)

συνελθόντων ἑτέρων τῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους (1 συμμορία (High) συνδραμούσης συμμορίας τινῶν (NChonChron 55029)

πληθύς (Ambiguous)πληθὺς (6117 (7217)) συμμορία (High) συμμορίας (NChonChron 15861)

πλήν (Ambiguous)πλὴν μετὰ βίας καὶ κινδύνων πολλῶν (1434 ( εἰ καί (High) εἰ καὶ πονήρως μάλα καὶ ἐπικινδύνως (NChonChron 4307)

πληροφορέω (Low)ἵνα πληροφορήση (1456 26727) τεκμήριον (High) τεκμήριον (NChonChron 43683)

ἵνα πληροφορήση ὁποίαν πίστιν καὶ ὑπόηψιν τεκμήριον (High) τὸ τεκμήριον πίστεως (NChonChron 43682)

πληροφορία (Low)πληροφορίαν ἔχων ὡς (14212 (24823)) πεπεισμένος (Ambiguous) ἀκριβῶς πεπεισμένον ὡς (NChonChron 42322)

πληρόω (Low)πληρῶσαι (14223 (25129)) ἀναπληρόω (High) ἀναπληρῶσαι (NChonChron 42852)

ἐπλήρωσε τὴν εἰρήνην (16192 (32618)) ἐκπεραίνω (High) σπονδὰς ἐξεπέρανεν (NChonChron 5352)

πληρώσασαν (1012 (14710)) ἐξανύω (High) ἐξηνυκυίᾳ (NChonChron 27516)

πληρῶσαι τὰ τούτων θελήματα (2183 (37015) ἐπιτυγχάνω (High) τῶν πρὸς βουλῆς ἐπιτευξομένους (NChonChron 60317)

ἐπλήρουν δὲ οὐδὲν ἢ μόνον τοῦτο τὸ hellip δέξασ περαίνω (High) ἐπέραινον δὲ οὐδὲν ἢ ὅσον hellip δέξασθαι (NChonChron 1279

στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (3371)) πέρας (High) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι (NChonChron 55038)

πληρωθείσης (1012 (1477)) τελέω (High) τετελεσμένης (NChonChron 27512)

πληρωθῆναι ἔμελλε (1581 (28119)) τελέω (High) ταχrsquo ἂν τετέλεστό τι (NChonChron 47193)

ἐπλήρωσε (1423 (24623)) τερματόω (High) ἐτερμάτωσε (NChonChron 42145)

πλησιάζω (Low)ταῖς πλησιαζούσαις χώραις (16172 (32514)) ἀγχιτέρμων (High) ἀγχιτέρμοσι θέμασιν (NChonChron 53357)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 209 of 284

πλησιάζον (1826 (33917)) ἐγγίζω (High) ἐγγίζον (NChonChron 55440)

πλησιάσαι (1114 (1721)) ἐγγίζω (High) ἐγγίσαι (NChonChron 31832)

τῆ Θεσσαλονίκη πλησιάσαντος (2175 (36816) ἐγγίζω (High) τῇ Θεσσαλονίκῃ ἐγγίσαντος (NChonChron 59929)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 ὁμορέω (High) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

τὰ χωρία τὰ τὴν θάλασσα πλησιάζοντα (1512 πάραλος (High) χωρία τὰ πάραλα (NChonChron 48219)

πλησιάζω τὸν βασιλέα πλησιάζοντες (1613 (3 παρίσταμαι (High) περιστάντες τὸν βασιλέα (NChonChron 50351)

τὰς πλησιαζούσας τῶν πόλεων (21124 (37421 παροικίς (High) παροικίδας πόλεις (NChonChron 61027)

τῶ θεῶ πλησιάζοντα (4717 (5331)) προσεγγίζω (Both) θεῷ προσεγγίζοντα (NChonChron 12419)

τῶ ποταμῶ πλησιάσας (1112 (117)) προσεγγίζω (Both) τῷ ποταμῷ προσεγγίσας (NChonChron 2710)

ἐπλησίασεν (1153 (86)) προσεγγίζω (Both) προσήγγισεν (NChonChron 3944)

πλησιάζοντες (1592 (28328)) πρόσορος (High) πρόσοροι (NChonChron 47486)

πλησιασμός (Low)τὸν πλησιασμὸν (2131 (36015)) προσπελάζω (High) προσπελάσαι (NChonChron 5874)

πλησίον (Low)πλησίον (6114 (7117)) ἄγχιστα (High) ἄγχιστα (NChonChron 15615)

πλησιέστερον (1114 (1723)) ἐγγύς (High) ἐγγύτερον (NChonChron 31835)

τὰς πλησίον χώρας τῆς Ἀγγύρας (1556 (27613 περί (Both) ταῶν περὶ ταὴν Ἄγκυραν φρουρίων (NChonChron 46370)

πλησιόχωρος (Low)ὅσα πλησιόχωρα (42 (3913)) πρόσχωρος (High) ὅσα πρόσχωρα (NChonChron 10292)

πλήττομαι (Low)τὴν ψυχὴν πληγεὶς (1151 (726)) κατακάμπτομαι (High) κατακαμφθεὶς τὴν ψυχὴν (NChonChron 3821)

πλοιάριον (Low)διὰ τῶν πλοιαρίων (1142 (77)) ἀκάτιον (High) διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων (NChonChron 3789)

πλοιάρια (1142 (718)) ἀκάτιον (High) ἁλιάδας καὶ ἀκάτια (NChonChron 386)

πλοιάρια (1142 (718)) ἁλιάς (High) ἁλιάδας καὶ ἀκάτια (NChonChron 386)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 210 of 284

διὰ τῶν πλοιαρίων (1142 (77)) λέμβος (High) διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων (NChonChron 3789)

τῶν πλοιαρίων (1142 (721)) ὁλκάδιον (High) τῶν ὁλκαδίων (NChonChron 3811)

πλόκαμος (Low)ἕνα πλόκαμον (214 (3654)) πλοχμός (High) ἕνα πλοχμὸν (NChonChron 59493)

πλούσιος (Low)πλούσια (1612 (30418)) ἄφθονος (High) ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν (NChonChron 50326)

πλουσιώτερος πάντων (16171 (3258)) ῥυηφενής (High) ῥυηφενέστατος ἀνθρώπων (NChonChron 53352)

τοῦ πλουσίου βίου (1827 (3406)) ῥυηφενής (High) τοῦ ῥυηφενοῦς βίου (NChonChron 55564)

πλουτισμός (Low)τὸν τῆς Αἰγύπτου πάμφορον πλουτισμὸν (63 πάμφορος (High) τὸ τῆς Αἰγύπτου πάμφορον (NChonChron 15910)

πνιγμονή (Low)πνιγμονῆς (1011 (1476)) ἀγχόνη (High) ἀγχόνης (NChonChron 27511)

πνίγομαι (Low)ἐν τῶ ποταμῶ ἐπνίγοντο ( 1453 (2564)) καταβαπτίζομαι (High) ἀφανισμῷ παρεδόθησαν ὕδασι καταβαπτιζόμενοι (NChonC

πνίγω (Low)δυσκολίαις πνιγόμενος (4714 (532)) ἄγχω (High) δυσκολίαις ἀγχόμενος (NChonChron 12370)

πνοή (Low)ταῖς τῶν ἀνέμων βιαίαις πνοαῖς (6320 (7830)) ἀντίπνοια (High) ταῖς τῶν ἀνέμων ἀντιπνοίαις (NChonChron 16869)

ποδαλγός (Low)πόδαλγος ὢν (1462 (25810)) νοσέω (High) τὰ ἄρθρα τῶν ποδῶν νοσῶν (NChonChron 43729)

ποιέομαι (Low)τὴν ἀπολογίαν ἐποιεῖτο (244 (128)) τίθεμαι (High) ἐτίθετο τὸν ἀπόλογον (NChonChron 5351)

ποιέω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 211 of 284

τὰ πρὸς ὠφέλειαν ποιεῖν (1455 (25623)) αἱρέομαι (High) τὰ λυσιτελῆ αἱρεῖσθαι (NChonChron 43554)

στρατηγὸν ποιήσας (1581 (28124)) ἀναλέγω (High) ἀνειπὼν (NChonChron στρατηγόν 4714)

ποιήσαντες (1114 (1728)) ἀνδρίζομαι (High) ἀνδρισάμενοι (NChonChron 31841)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( ἀνύω (High) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

τὴν αὐτὴν πρᾶξιν ποιῆσαι (14223 (25136)) βαδίζω (High) τὴν αὐτὴν βαδίσαι (NChonChron 42862)

ποιήσωσι (1563 (27715)) διαπράττω (High) διαπραχθείη (NChonChron 46530)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1453 (2567)) διατρίβω (High) συχνὰς ἡμέρας διατρίψας (NChonChron 43434)

ποιήσας καιρὸν (412 (3817)) διατρίβω (High) διατρίψας (NChonChron 10058)

ποιῆσαι (1374 (23513)) δραματουργέω (High) δραματουργῆσαι (NChonChron 40641)

ταῦτα ἐποίουν (2184 (37021)) δράω (High) τὰ δrsquo αὐτὰ ἔδρων (NChonChron 60325)

κακὰ τοὺς Ῥωμαίους ποιεῖτε (4717 (541)) δράω (High) μείζω δράσειε Ῥωμαίους δεινὰ (NChonChron 12420)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- δράω (High) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

εἴ τι κακὸν δύνανται ποιῆσαι (21133 (37521)) δράω (High) δρᾶν ὃ δύνανται κακὸν (NChonChron 61365)

ἐποίει 1011 (1475) (1011 (1475)) δράω (High) δρῶν (NChonChron 27510)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( δράω (High) δρᾶν (NChonChron 15337)

καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) δράω (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 δράω (High) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

πολλὰς ἡμέρας ποιήσας (1661 (3143)) ἐνδιατρίβω (High) πλείστας ἡμέρας ἐνδιατρίψας (NChonChron 5187)

ἐποίησεν (1445 (25517)) ἐργάζομαι (High) εἰργάσατο (NChonChron 4339)

ἰδίαν ποιήσας (1611 (3044)) ἰδιόομαι (High) ἰδιωσάμενος (NChonChron 50212)

τὸν οὐδαμηνὸν ἄνθρωπον ἐποίησεν ἄρχοντα ( καθίστημι (High) τὸν οὐτιδανὸν κατέστησεν ἄρχοντα (NChonChron 53478)

οὐδὲν καλὸν ἐποιήσαμεν (1581 (28130)) κατορθόω (Both) οὐδέν τι κατωρθώκειμεν βέλτιον (NChonChron 4719)

ποιήσας (1411 (2453)) μετασκευάζω (Ambiguous) μετασκευάσας (NChonChron 41994)

ποιήσας αὐτὸν μόνον γινώσκειν (412 (3815)) πείθω (High) πείσας εἰδέναι (NChonChron 10055)

οὐδέν τι πλέον ἐποίουν (21143 (37633)) περαίνω (High) οὐδέν τι πλέον ἐπέραινον (NChonChron 61517)

κάτεργα ποιήσας (15121 (2895)) πήγνυμαι (High) νῆας πηξάμενος (NChonChron 4823)

ποιήσαντες (1334 (2294)) ποιέω (Both) πεποιηκότες (NChonChron 3973)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 212 of 284

ἐποίει (1813 (3373)) πράττω (Both) πράττων (NChonChron 55042)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1436 (25324)) προσδιατρίβω (High) ὀλίγας ἡμέρας προσδιατρίψας (NChonChron 43133)

βλάβην ποιῆσαι (1433 (25226)) τελέω (High) ἀεί τι τελέσοντες δεινὸν (NChonChron 42990)

τοῦτο ποιῶν (523 (568)) τελέω (High) τοῦτο τελῶν (NChonChron 13194)

ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἐποίησαν (1111 (1714)) τίθεμαι (High) ὑποχείριον ἔθετο (NChonChron 3178)

μεσάζοντα ποιεῖ (261 (1230)) τίθημι (Both) μελεδωνὸν μεσεύοντα τίθησιν (NChonChron 5480)

μεθόδους ποιήσας (16192 (3269)) χράομαι (High) μεθόδοις ἐχρήσατο (NChonChron 53587)

πολεμέω (Low)πολεμῆσαι προθύμως (1613 (3057)) διαγκωνίζομαι (High) τὸ δόρυ διαγκωνίζεσθαι (NChonChron 50454)

ἐπολεμήσαμεν (6111 (7023)) διαμιλλάομαι (High) συμβαλόντες διημιλλήθημεν (NChonChron 15575)

πολεμῆσαι προθύμως (1613 (3057)) ὅπλον (Both) ἀντία τὰ ὅπλα φέρειν (NChonChron 50353)

πολεμήσαντες (1424 (2473)) πολεμησείω (High) πολεμησείοντες (NChonChron 42155)

πολεμῆσαι (1581 (28129)) συμπλέκομαι (Both) συμπλακήσεσθαι (NChonChron 4717)

πολεμήσωμεν (6111 (7024)) συμπλέκομαι (Both) συμπλεκοίμεθα (NChonChron 15577)

πολεμήσας (15122 (28932)) συνάπτω (High) μάχην συνάψας (NChonChron 48333)

πολεμίζω (Low)πολεμίζει τὰ Σκόπια (1453 (2561)) φθείρω (High) τὰ Σκόπια φθείροντος (NChonChron 43428)

πολεμικός (Low)πρὸς ἔργα πολεμικὰ (1455 (25627)) πολέμιος (Both) εἰς ἔργα πολέμια (NChonChron 43558)

ἵππος πολεμικός (443 (4225)) πολεμιστήριος (High) ἵππος πολεμιστήριος (NChonChron 10962)

πολέμιος (Both)τῶν πολεμίων (7122 (8726)) βάρβαρος (High) τῶν βαρβάρων (NChonChron 18372)

πολεμίων (1114 (1726)) ἐναντίος (Both) ἐναντίων (NChonChron 31840)

πολεμιστής (Low)ἄνδρα πολεμιστὴν (112 (45)) ὁπλιτοπάλας (High) ἀνὴρ ὁπλιτοπάλας (NChonChron 3235)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 213 of 284

πόλεμος (Both)χωρὶς πολέμου (7128 (8915)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτὶ (NChonChron 18547)

χωρὶς πολέμου (21121 (3741)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτί (NChonChron 61088)

πρὸς πόλεμον ἠτοιμάζετο (1612 (30426)) ἀντιτάττομαι (High) ἀντιταξόμενος ἠτοιμάσατο (NChonChron 50335)

μὴ ὁρμῶντα πρὸς πόλεμον (16192 (32617)) ἀπόλεμος (High) ἀπόλεμον (NChonChron 53595)

τὸν πόλεμον τὸν ἀσίδηρον (445 (4233)) Ἄρης (High) τὸν ἄχαλκον Ἄρεα (NChonChron 10974)

ποθεν μὴ ἔχουσαν πόλεμον (21124 (37424)) δυσάλωτος (High) δυσάλωτος τοῖς προσβάλλουσιν (NChonChron 61130)

πόλεμον κατὰ τοῦ Ἐ Συγκροτεῖ (2185 (37027) μάχη (Both) διὰ μάχης χωρεῖ τῷ Ἐ (NChonChron 60332)

πρὸς πόλεμον ὥρμησαν (21142 (37618)) μάχη (Both) ἐς μάχην ἐξάγειν (NChonChron 61495)

ἐν πολέμοις (431 (3926)) μάχη (Both) ἐν ταῖς μάχαις (NChonChron 10314)

πρὸς πόλεμον ἔβλεψεν (413 (3822)) ξιφουλκία (High) πρὸς ξιφουλκίαν ἔβλεπεν (NChonChron 10166)

τὸν πόλεμον (6110 (703)) συμπλοκή (High) τὴν συμπλοκὴν (NChonChron 15445)

πόλις (Both)οἱ δὲ τῆς πόλεως ταύτης κάτοικοι (1114 (225) ἄστυ (High) οἱ δrsquo ἐκ τοῦ ἄστεος τούτου (NChonChron 2954)

ἡμᾶς τοὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως (21315 (36419)) Βυζάντιον (High) τοῖς ἐκ Βυζαντίου ἡμῖν (NChonChron 59370)

μὴ ἀργήσας δὲ ἐν τῆ Πόλει (1131 (424)) Βυζάντιον (High) μὴ πολυωρήσας δὲ τῷ Βυζαντίῳ (NChonChron 3361)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) Βυζάντιον (High) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

τῆς Πόλεως (1225 (2019)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 35756)

πόλεις καὶ χώρας (1458 (25731)) φρούριον (Both) φρούριον ἢ κώμας (NChonChron 4379)

πολίτης (High)παρὰ τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν (1111 (111-12 ἀστός (High) παρὰ τοῦ πλήθους τῶν ἀστῶν (NChonChron 274)

εὐφημούμενος ὑπὸ τῶν Πολιτῶν (476 (5012)) ἀστός (High) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

τοῖς Πολίταις (478 (519)) ἀστυπολίτης (High) τοῖς ἀστυπολίταις (NChonChron 12083)

τῶν Πολιτῶν (1936 36318) ἀστυπόλος (High) τῶν ἀστυπόλων (NChonChron 57144)

τοῖς πολίταις (1877 (34536)) Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous) τοῖς Κωνσταντινοπολίταις (NChonChron 5648)

Πολίται (1116 (17225)) Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous) Κωνσταντινοπολίταις (NChonChron 31967)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 214 of 284

οἱ πολῖται ἅπαντες (1521 (27022)) πλήρωμα (High) τὸ ταῆς πολιτείας πλήρωμα (NChonChron 45556)

πολῖται (1521 (27022)) πολιτεία (High) ταὸ πλήρωμα ταῆς πολιτείας (NChonChron 45556)

πολλά (Low)συνεργῆσαι πολλὰ (112 (42)) περιττός (High) συνάρασθαί οἱ τὰ περιττὰ (NChonChron 3232)

πολλάκις (Low)πολλάκις (1585 (2838)) ἐνίοτε (High) ἐνίοτε (NChonChron 47363)

πολλάκις (1113 (212)) πάλιν καὶ πάλιν (High) κατὰ τὸ πάλιν καὶ πάλιν (NChonChron 2836)

πολυμήχανος (Low)ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυμήχανος (523 (565)) πολύφρων (High) ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

πολύπλοκος (Ambiguous)τὸ ποικίλον καὶ πολύπλοκον τῆς προνοίας (14 ποικίλος (High) τὸ ποικίλον (NChonChron 42435)

πολύς (Both)πλοῦτον πολὺν (1451 (25518)) ἁβρός (High) πλοῦτον ἁβρὸν (NChonChron 43410)

αἰχμαλωσίαν πολλὴν (4717 (5329)) βαρύς (Ambiguous) βαρείαν λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

πολλοὶ (2184 (37022)) βραχύς (High) οὐ βραχεῖς (NChonChron 60326)

εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

δῶρα πολλά (1559 (2774)) μέγας (Both) μεγάλοις δώροις (NChonChron 46516)

διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) μέγιστος (High) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

πολλὴν αἰχμαλωσίαν (1451 (25524)) ὀλίγος (Both) οὐκ ὀλίγην λείαν (NChonChron 43417)

πολλὰ (1422 (24610)) ὀλίγος (Both) οὐκ ὀλίγοις (NChonChron 42022)

πολλὰ (1585 (28229)) οὐκ ὀλίγος (Ambiguous) οὐκ ὀλίγα (NChonChron 47346)

πολλῆς εὐεργεσίας (511 (535)) πλείστος (Ambiguous) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης (NChonChron 12653)

πολλὰς πόλεις (13818 (24311)) πλείστος (Ambiguous) πλείστας πόλεις (NChonChron 41756)

πρὸς πολλοὺς μαχόμενον (7127 (895)) πλείων (Ambiguous) πρὸς πλείονας ἁμιλλώμενον (NChonChron 18533)

μετὰ κούρσων πολλῶν (1562 (27714)) σταθμητός (High) λείαν οὐ σταθμητήν (NChonChron 46529)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 215 of 284

σφαγαὶ πολλαὶ καὶ συχναὶ (2184 (37024)) συχνός (High) σφαγαὶ συχναὶ (NChonChron 60329)

πολυχρόνιος (Ambiguous)πολυχρόνιον βασιλείαν (1457 (25725)) πολυετής (High) πολυετὲς κράτος (NChonChron 4371)

πονηρός (Low)ὧν πονηρῶν ἔργων (1841 (3412)) σχέτλιος (High) τῶν σχέτλια ἐργασαμένων (NChonChron 55694)

Ποπολία (Low)Ποπολίας (1118 (17316)) Ἀμφίπολις (High) Ἀμφίπολιν (NChonChron 32193)

Ποπολίαν (1115 (17214)) Ἀμφίπολις (High) Ἀμφίπολιν (NChonChron 31949)

πορεύομαι (Ambiguous)ἑτέραν ἐπορεύθη ὁδὸν (1435 (25319)) βαδίζω (High) ἄλλην ἐβάδισεν (NChonChron 43025)

πορεύεσθαι (447 (4317)) μεθίσταμαι (High) μεθίστασθαι (NChonChron 11095)

πορευόμενος ἔμπροσθεν (7128 (8914)) προβαίνω (High) προβαίνων τοῖς ἔμπροσθεν (NChonChron 18546)

πόρτα (Low)ἐξέρχονται ἀπὸ τῶν πορτῶν (21142 (37620)) πύλη ἡ (High) διεκχέονται τῶν πυλῶν (NChonChron 6143)

τὰς παραλίους πόρτας (437 (4116)) πύλη ἡ (High) τὰς αἰγιαλίτιδας πύλας (NChonChron 1078)

ἀπὸ πόρτης (436 (4111)) πύλη ἡ (High) τῶν πυλῶν (NChonChron 1062)

πόσος (Low)πόσον ἀγαθὸν (447 (4322)) οἷος (High) οἶον ἀγαθὸν (NChonChron 1106)

ποσῶς (Ambiguous)ἐταπείνωσε ποσῶς ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς ἀλαζονεία μικρόν τι (High) ὑπεχάλασέ τι μικρόν τῆς ὀφρύος (NChonChron 43146)

ποταμός (Low)ποταμοὶ ἐκ τοῦ αἵματος (7117 (8627)) ῥύαξ (High) αἱμάτων ῥύακες (NChonChron 18229)

τὸν ποταμὸν (7127 (891)) χείμαρρος (High) τὸν χείμαρρον (NChonChron 18530)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 216 of 284

οἷά τις χειμέριος ποταμὸς (4715 (537-8)) χειμάρρους (High) κατὰ χειμάρρουν (NChonChron 12380)

ποτέ (Ambiguous)ποτὲ δὲ καὶ χωρὶς πολέμου (7128 (8915)) ἐνιαχοῦ (High) ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ἀναιμωτὶ (NChonChron 18547)

ποτὲ γοῦν (121013 (21926)) ἔστι δrsquo ὅτε (High) ἔστι δrsquo ὅτε (NChonChron 38422)

ποτὲ μέν ἄλλοτε δε (1118 (17317)) νῦν μέν νῦν δέ (High) νῦν μέν νῦν δέ (NChonChron 32193)

ποτὲ μέν hellip πῇ δέ (Low)ποτὲ μὲν hellip πῇ δὲ (16192 (32613)) πῇ μέν hellip πῇ δέ (High) πῇ μὲν hellip πῇ δὲ (NChonChron 53591)

ποτήριον (High)ποτήριον (1878 (3466)) κύλιξ (High) κύλικα (NChonChron 56415)

ποῦ (Ambiguous)ποῦ ὑπάγεις ἡμᾶς (1581 (28128)) πῄ (High) πῄ ἄγεις ἡμᾶς (NChonChron 4717)

πούκλα (Low)μετὰ τεναντίου ἤτοι πούκλας ἠσφαλισμένην ( περονέω (High) χλαμύδα περονουμένην (NChonChron 10961)

πούς (Low)χιτῶνα μέχρι ποδός (444 (4230)) ποδηνεκής (High) χιτῶνα ποδηνεκῆ (NChonChron 10969)

ἱμάτιον πλατὺν μέχρι τῶν ποδῶν αὐτοῦ (477 ποδήρης (High) ποδηρέστατον εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολύπους (High) πολύπους καὶ πολύχειρ (δίκη) (NChonChron 58676)

πρᾶγμα (Both)ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ ἀγορασθῆναι (161 οὐσία (High) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας λυθῆναι (NChonChron 53344)

πράγματα (1211 (19917)) οὐσία (High) οὐσίας (NChonChron 35519)

ἀπὸ τοῦ αὐτῶν πράγματος (15106 (28631)) οὐσία (High) ἀπόδασμά τι τῆς οὐσίας (NChonChron 47819)

ἐκ τοῦ οἰκείου πράγματος ἐξωδίασε (15105 (2 ὀψώνιον (High) οἰκείοις ὀψωνίοις παρῆκε (NChonChron 4788)

πραγμάτων (1211 (2001)) προσόν (Both) προσόντων (NChonChron 35621)

τὴν τῶν πραγμάτων αὐτοῦ ἀφαίρεσιν (14218 προσόν (Both) τὴν τῶν προσόντων ἐκείνῳ ἀφαίρεσιν (NChonChron 42610)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 217 of 284

ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) χρῆμα (Low) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

πράγματα (Ambiguous)τὰ τῆς ἀνατολῆς πράγματα (475 (50 6)) ellipsis (High) τὰ κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 11835)

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔκλαιον (2123 (3 οὐσία (High) θρήνων τὰς οὐσίας εἶχον ὑπόθεσιν (NChonChron 58792)

τὰ πολύτιμα πράγματα (21315 (36422)) οὐσία (High) τὰς οὐσίας (NChonChron 59475)

τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων αὐτῶν (18 οὐσία (High) τῶν οὐσιῶν (NChonChron 55558)

τῶν lsquoΡωμαίων ἠφαντώθησαν πράγματα (182 τά + genitive (High) τὰ τῶν Ῥωμαίων άνατέτραπται (NChonChron 55165)

τὰ τῆς Σικελίας πράγματα (413 (3822)) τὰ κατά + acc (High) τὰ κατὰ Σικελίαν (NChonChron 10165)

πραγματεία (Low)διὰ πραγματείας (15122 (28922)) ἐμπορία (High) κατrsquo ἐμπορίαν (NChonChron 48223)

πραγματεύομαι (Low)πάντα έμηχανᾶτο καὶ ἐπραγματεύετο (21182 μηχανάομαι (High) πάντα ἦν μηχανώμενος (NChonChron 62649-50)

πρᾶξις (Ambiguous)τὴν αὐτὴν πρᾶξιν ποιῆσαι (14223 (25136)) αὐτή (High) τὴν αὐτὴν βαδίσαι (NChonChron 42862)

τῆ τοιαύτη πράξει (14215 (24931)) ἔργον (Ambiguous) τῷ ἔργῳ (NChonChron 42572)

πρᾶος (Ambiguous)πρᾶος (1445 (2558)) ἐπιεικής (High) ἐπιεικὴς (NChonChron 43395)

ἀνδρὶ πράω ὄντι (1877 (34534)) μείλιχος (High) ἀνδρὶ μειλίχῳ (NChonChron 5646)

καταπολὺ πρᾶος (14216 (2503)) μείλιχος (High) ὡς ἐπίπαν μείλιχος (NChonChron 42577)

πραότης (Ambiguous)μετὰ πραότητος ὑπέφερε (14218 (25023)) πράως (High) πράως ἤνεγκε (NChonChron 4268)

πράττω (Both)τὰ ἑκάστῳ πεπραγμένα (VEuth 29 (4622)) βιόω (High) τὰ ἑκάστῳ βεβιωμένα (SymMet VΕuthym 81 (664C))

ἔπραξαν (14214 (24923)) διαπράττω (High) διαπεπράχασι (NChonChron 42563)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 218 of 284

πρᾶξαι (1841 (3417)) δράω (High) δρᾶσαι (NChonChron 5576)

ἔπραττεν (413 (3823)) δράω (High) ἔδρασεν (NChonChron 10166)

ἄτοπα καὶ ἀπρεπῆ πράξαντι (1422 (24621)) δράω (High) ἄτοπα δρῶντι (NChonChron 42143)

τὰ πραττόμενα (445 (438)) δράω (High) τῶν δρωμένων (NChonChron 10986)

πρέπει (Ambiguous)ἔπρεπε ποιῆσαι (1432 (25215)) δεῖ (High) δέον πορευθῆναι (NChonChron 42979)

ὑπὲρ τὸ πρέπον (4714 (533)) δεῖ (High) ὑπὲρ τὸ δέον (NChonChron 12372)

ἔπρεπε (447 (4327)) δεῖ (High) ἔδει (NChonChron 11011)

ἔπρεπε τοίνυν (1455 (25622)) δεῖ (High) ἀλλὰ δέον (NChonChron 43554)

τὰ πρέποντα (1812 (33628)) δεῖ (High) τὰ δέοντα (NChonChron 55028)

πρέπον (Ambiguous)πρέπον (14214 (24923)) δεῖ (High) δέον (NChonChron 42563)

κατἀ τὸ πρέπον ἀγαπῶντα (511 (539)) εἰκός (High) φιλοῦντος ὅσον εἰκὸς (NChonChron 12657)

πρέπον ἐστὶ (2114 (3594)) χρή (High) χρεὼν (NChonChron 58553)

πρέπον ἐστὶ νηστεύειν σε (15111 (28731)) χρή (High) χρεὼν ὑποβλέπεσθαι (NChonChron 48056)

πρὸ πολλοῦ (Low)ἣν πρὸ πολλοῦ εἶχε μελέτην πρὸς τὴν τῆς βασ παλαιός (Both) τὸν παλαιὸν ἔρωτα (NChonChron 46488)

πρὸ πολλοῦ καιροῦ (Low)πρὸ πολλοῦ καιροῦ φανέντα ὀσπητικὸν (1619 ἐπὶ μακρόν (High) ἐπὶ μακρὸν ὀφθέντα οἰκουρὸν (NChonChron 53594)

πρὸ τούτου (Low)πρὸ τούτου (1558 (27632)) πρώην (Both) πρώην (NChonChron 4642)

προαπαντάω (Low)τὸν μετὰ τῶν Βλάχων προσαπαντῶντα πόλε μετέρχομαι (High) τὸν κατὰ τῶν Βλάχων μετιὼν πόλεμον (NChonChron 42844)

πρόβατον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 219 of 284

ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) θρέμμα (High) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

ὡς πρόβατα (21172 (38117)) ποίμνιον (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν (NChonChron 6219)

προβάτων (1116 (17223)) προβάτιον (High) προβατίων (NChonChron 31963)

προβοδίζω (Low)τοῖς Λατίνοις προβοδίζοντες (2177 (36910)) προοδευτής (High) Λατίνοις προοδευταὶ (NChonChron 60171)

προδίδω (Low)ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) καταπροδίδωμι (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

προδίδοται (1456 (2576)) καταπροδίδωμι (High) καταπροδίδοται (NChonChron 43673)

προδότης (Low)τῆς πατρίδος προδόται γενόμενοι (2177 (3691 προαγωγός (High) τῆς πατρίδος προαγωγοὶ γινόμενοι (NChonChron 60172)

προέρχομαι (Low)τοῖς προελθοῦσι στρατεύμασιν (7128 (8916)) προοδεύω (High) τοῖς προωδευκόσι τάγμασιν (NChonChron 18549)

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 χωρέω (Both) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

προθυμία (Low)μετὰ προθυμίας (1581 (28120)) προθύμως (Both) προθύμως (NChonChron 47194)

μετὰ προθυμίας (615 (695)) προθύμως (Both) προθύμως (NChonChron 1523)

προθυμοποιέω (Low)ἐπροθυμοποίησε (1224 (2013)) ἐπιρρώννυμι (High) ἐπέρρωσε (NChonChron 35752)

πρόθυμος (Low)προθυμότερος (1613 (30431)) εὐθαρσής (High) εὐθαρσέστερον (NChonChron 50341)

προθύμως (Both)προθύμως (21121 (37330)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 60982)

προκρίνω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 220 of 284

προέκρινον (15112 (28810)) αἱρετός (High) αἱρετώτερον τιθέασι (NChonChron 48066)

προλέγω (Low)ὡς προείπομεν (1411 (2458)) ἱστορέω (High) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

ὡς προείπομεν (1411 (2458)) φθάνω (Both) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

προμηθεύομαι (Low)προμηθευόμενος (1563 (27715)) προμηθέομαι (High) προμηθούμενος (NChonChron 46530)

προμηθεύω (Low)σώζειν ἑαυτοὺς προμηθευόντων (1435 (2535)) προτίθεμαι (High) σώζειν ἑαυτοὺς προθεμένων (NChonChron 43014)

πρόνοια (Ambiguous)πρόνοιαν (15122 (28928)) χώρα (Both) χώραν (NChonChron 48228)

προοδοποιέω (Low)προοδοποιηθεὶς (1435 (25319)) ἡγεμών (High) ἡγεμόνος εὐπορήσας (NChonChron 43026)

τοῖς Λατίνοις προοδοποιοῦντες (2177 (36910)) προοδευτής (High) Λατίνοις προοδευταὶ (NChonChron 60171)

προορίζω (Low)προορίζων (1411 (24512)) πήσσω (High) πήσσων (NChonChron 41910)

προπηδάω (Low)τοῦ Ἐρῆ τῶν ἄλλων προπηδήσαντος (2185 (37 προεκθρῴσκω (High) τοῦ Ἐρρῆ τῶν ἄλλων προεκθορόντος (NChonChron 60443)

πρόποδες (Low)κατὰ τοὺς πρόποδας (4717 (5328)) ὑπώρειαι (High) περὶ τὰς ὑπωρείας (NChonChron 12415)

προπομπή (High)τὴν προπομπὴν (441 (4215)) θρίαμβος (High) τὸν θρίαμβον (NChonChron 10852)

πρός (Ambiguous)ἐκίνει πρὸς πόλεμον (474 (4928)) εἰς (Both) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 221 of 284

συντάσσει τὸν στρατὸν πρὸς πόλεμον (619 (6 εἰς (Both) ἐκτάσσει τὰς δυνάμεις εἰς πόλεμον (NChonChron 15334)

πρὸς τὸν βασιλέα ἐλθεῖν (1662 (31415)) εἰς (Both) ἀφικέσθαι ἐς βασιλέα (NChonChron 51823)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 κατά (Both) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

προς (Both)ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε ( 1813 (3371)) dative (Both) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ὠφέλιμος (15111 (28723) dative (Both) Ῥωμαίοις πολυέραστος (NChonChron 47947)

ἔπεμπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς (15113 (28820)) dative (Both) ἐκπέπομφε τοῖς οἰκείοις (NChonChron 48178)

πρὸς τὸ ποιῆσαι εἰρήνην μετὰ τῶν Βλάχων (15 εἴ πως (High) εἴ πως σπείσαιτο Βλάχοις (NChonChron 46518)

ἀπέρχεσθαι πρὸς (1425 (24715)) εἰς (Both) μεταβαῖνον εἰς (NChonChron 42270)

πρὸς ἔργα πολεμικὰ (1455 (25627)) εἰς (Both) εἰς ἔργα πολέμια (NChonChron 43558)

πρὸς τὸ ἑκάστου συμφέρον καὶ χρήσιμον (142 κατά (Both) κατὰ τὸ ἑκάστῳ χρήσιμον (NChonChron 42450)

πρὸς τὴν ἀνατολὴν (1562 (2779)) κατά (Both) κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 46523)

πρός + acc (Low)πρὸς τὸν καθήμενον προσνεύουσιν (1877 (345 dative (Both) τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ προσνεύουσι (NChonChron 5645)

πρὸς ἐκπλόησιν (2121 (35912)) εἰς (Both) εἰς ἔκπλουν (NChonChron 58562)

ἤγγισε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2712 (1 εἰς (Both) ἠγγίκει εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

πρὸς τὸ Λοπάδιον ἀπερχόμενος (2182 (36927) ἐς (High) τὴν ἐς τὸ Λοπάδιον στέλλεται (NChonChron 60292)

πρὸς τό + infinitive (Low)πρὸς τὸ θεραπεῦσαι (2182 (3702)) εἰς + noun (High) ἐς θεραπείαν (NChonChron 6024)

προσβολή (Low)πρὸς τὴν πρώτην προσβολὴν (2185 (3716)) ἔμπτωσις (High) πρὸς τὴν πρώτην ἔμπτωσιν (NChonChron 60446)

προσδοκάω (Both)τὰ βλεπόμενα καὶ προσδοκώμενα κακὰ (1812 ἐλπίς (High) τὰς ἐμφαινομένας τῶν κακῶν ἐλπίδας (NChonChron 54917)

προσεδοκᾶτο (15121 (2892)) καραδοκέω (High) ἐκαραδόκει (NChonChron 4811)

προσεδόκα (1411 (2459)) φαντάζομαι (High) φανταζόμενος (NChonChron 4197)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 222 of 284

προσεγγίζω (Both)προσεγγίσαι (1592 (28329)) πρόσειμι (High) προσιέναι (NChonChron 47486)

πρόσειμι (High)τῇ μητρὶ πρόσεισι (15213) ἄπειμι (High) ἄπεισι παρὰ τὴν μητέρα (SymMet PConfEd 15310)

προσέρχομαι (Low)προσέρχεται (14223 (25130)) πρόσειμι (High) πρόσεισι (NChonChron 42853)

προσέρχεται τῶ βασιλεῖ (1582 (2825)) πρόσειμι (High) πρόσεισι βασιλεῖ (NChonChron 47218)

προσῆλθε τῶ βασιλεῖ (112 (41)) προσρέω (High) προσερρύη τῷ βασιλεῖ (NChonChron 3231)

προςῆλθε τῶ βασιλεῖ (15121 (2899)) προσρέω (High) τῶ βασιλεῖ προσρυεὶς (NChonChron 48211)

προσῆλθε (511 (537)) προσχωρέω (High) προσεχώρησεν (NChonChron 12656)

προσέχω (Low)τὴν βασιλικὴν αὐλὴν προσεῖχον (437 (4116)) ἀμφιπονέομαι (High) τὴν αὐλὴν ἀμφεπονοῦντο (NChonChron 1078)

τοὺς προσέχοντας (523 (568)) ἐφομαρτέω (High) τοὺς ἐφομαρτοῦντας (NChonChron 13194)

προσκαρτερέω (Low)ὀλίγον προσκαρτερήσαντες (21142 (37621)) ἀντέχω (High) πρὸς μικρὸν ἀντισχόντες (NChonChron 6143)

τῆ πόλει προσκαρτερήσας (1111 (113)) ἐνδιατρίβω (High) τῇ πόλει ἐνδιατρίψας (NChonChron 276)

προσεκαρτέρει (15106 (28625)) ἐπιμένω (Ambiguous) ἐπέμενε προσδοκῶν (NChonChron 47814)

ὀλίγον προσκαρτερήσας καιρὸν (412 (3812)) προσμένω (Both) καιρὸν δrsquo οὐχὶ πολὺν προσμείνας (NChonChron 10052)

προσκαρτερῆσαι (21124 (37426)) χρονοτριβέω (High) χρονοτριβεῖν (NChonChron 61133)

προσκυνέω (Low)συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) ἀποδίδωμι (Both) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

προσκυνήσας δὲ τῶ βασιλεῖ (14214 (24926)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς δὲ τῷ βασιλεῖ (NChonChron 42565)

συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) προσκύνησις (High) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

προσμένω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 223 of 284

προσέμενεν (1115 (17215)) τηρέω (High) ἐτήρει τὴν πόλιν (NChonChron 31951)

προσποιέομαι (Low)προσποιεῖται ἔχειν ἀσθένειαν (521 (5425)) πλάττομαι (High) πλάττεται τὸν νοσοῦντα (NChonChron 12931)

πρόσταγμα (Low)τὸ πρόσταγμα (6110 (705)) βιβλίον (High) τὸ βιβλίον (NChonChron 15446)

προστάγματα (653 (8028)) γράμμα (High) γράμματα (NChonChron 17161)

προστάγματα (437 (4119)) γράμμα (High) βασίλεια γράμματα (NChonChron 10713)

ἐκ βασιλέως πρόσταγμα φέρων (6110 (703)) γράμμα (High) ἐκ βασιλέως κομίζων γράμματα (NChonChron 15444)

τὰ προστάγματα (261 (1231)) ἔνταλμα (High) τὰ ἐντάλματα (NChonChron 5481)

τὰ ἐκείνου προστάγματα (2175 (36820)) ἔνταλμα (High) τὰ ἐκείνου ἐντάλματα (NChonChron 59933)

τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων (651 (8017)) ἐντολή (High) τῶν βασιλικῶν ἐντολῶν (NChonChron 17154)

ὑποκύψαι τῶ αὐτοῦ προστάγματι (1142 (713)) θεσμός (High) ὑποκύψαι τοῖς αὐτοῦ θεσμοῖς (NChonChron 3795)

ὀξέα κάτωθεν τῶν προσταγμάτων ὑπογράφει λόγος (Ambiguous) ὑποσημαίνεσθαι τοὺς τόμους τῶν δημοσίων λόγων (NChon

πρόσταξις (Low)ἐκ προστάξεως βασιλικῆς (1131 (430)) θέσπισμα (High) ἐκ θεσπισμάτων βασιλείων (NChonChron 3369)

προστάττω (Both)συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) διατάττω (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει (NChonChron 3368)

τὰ προστεταγμένα (1454 (25614)) ἐπιτάσσω (High) τὰ ἐπιταττόμενα (NChonChron 43543)

προστρέχω (Low)προσδραμούσας (1555 (2769)) προσρέπω (High) προσρέποντα (NChonChron 46265)

προσδραμεῖν (14212 (24827)) προσρέω (High) προσρυεὶς (NChonChron 42329)

τῶ Δούκα προστρέχουσι (1877 (34533)) προσρύομαι (High) τῷ Δούκᾳ προσρύονται (NChonChron 5644)

προσφέρω (Ambiguous)τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (515 (5412)) ὀχέω (High) τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 224 of 284

τὴν θυσίαν προσφέρων (VEuth 29 (4614)) προσάγω (High) τὴν θυσίαν προσάγων (SymMet VΕuthym 80 (664Β))

πρόσωπον (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) ὄψις ἡ (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

πρότερον (Low)πρότερον εἴπομεν (431 (3923)) ἄνωθεν (High) ἐρρέθη ἄνωθεν (NChonChron 1039)

πρότερον (15132 (2907)) ἄνωθεν (High) ἄνωθεν (NChonChron 48339)

τὸ πρότερον (1828 (34012)) πρίν (High) τὸ πρὶν (NChonChron 55670)

πρότερον (1441 (2546)) πρώην (Both) πρώην (NChonChron 43147)

πρότερον ἔκλεψαν (15106 (28714)) φθάνω (Both) φθάσαντες ἐκλοποφόρησαν (NChonChron 47938)

πρότερον hellip αὖθις δὲ πάλιν (Low)πρότερον hellip αὖθις δὲ πάλιν (652 (8020)) νῦν μέν νῦν δέ (High) νῦν μὲν hellip νῦν δὲ (NChonChron 17156-57)

πρότερος (Low)τῆς προτέρας προθέσεως (211711 (38410)) πρώην (Both) τῆς πρώην προθέσεως (NChonChron 62521)

προτίθημι (Both)σουπεδίων προτεθέντων (1821 (33713)) παραφέρω (High) παρενηνεγμένων σκιμπόδων (NChonChron 55152)

πρότιμος (Low)ἡ ἀλήθεια προτιμοτέρα (1877 (34536)) φίλος (Ambiguous) ἡ ἀλήθεια φιλτέρα (NChonChron 5648)

προτρέπομαι (Low)καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( ἐπιτάσσω (High) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

Προυσηνός (Low)οἱ Προυσηνοὶ δὲ (2184 (37020)) Προυσαῖος (High) οἱ δὲ Προυσαῖοι (NChonChron 60324)

πρόφασις (Low)πρόφασιν εὑρόντες εὐπρόσωπον (2121 (35913 προσωπεῖον (High) χρησαμένων προσωπείῳ εὐτυπώτῳ (NChonChron 58664)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 225 of 284

πρώην (Both)πρώην τοὺς πρώην τυράννους (1119 (1742)) πώποτε (High) τυράννους τοὺς πώποτε (NChonChron 32118)

ταῶν πρώην βασιλευσάντων (15106 (28710)) πώποτε (High) ἄρχω τοῖς πώ ποτε ἄρξασι (NChonChron 47933)

πρωΐ (Low)τὸ πρωΐ (14212 (24830)) νέωτα (High) ἐς νέωτα (NChonChron 42330)

πρωταίτιος (Low)πρωταίτιον ταῆς ἐπιβουλῆς (15113 (28821)) πρωτουργός (High) πρωτουργὸν τοῦ συστρέμματος (NChonChron 48180)

πρώτιστος (Low)τὸ πρώτιστον τῶν καλῶν (1612 (30422)) κράτιστος (High) καλοῦ κρατίστου (NChonChron 50330)

πρωτομάστωρ (Low)πρωτομάστορα (21179 (38321)) ἐργεπείκτης (High) ἐργεπείκτην (NChonChron 62491)

πρῶτον (Ambiguous)πρῶτον (1112 (1715)) πρῶτα (High) πρῶτα (NChonChron 3179)

τότε πρῶτον ταχθὲν (15106 (28629)) πρώτως (High) τότε καινισθὲν πρώτως (NChonChron 47816)

πρῶτον ἀλαζονευόμενος (2712 (1811)) τὰ πρῶτα (High) κἂν ὑπερεφρόνει τὰ πρῶτα (NChonChron 6595)

πρῶτον μὲν ἔδοξε (438 (4127)) τὰ πρῶτα (High) δόξας τὰ πρῶτα (NChonChron 10723)

τὸ πρῶτον (441 (428)) τὰ πρῶτα (High) τὰ πρῶτα (NChonChron 10841)

πρῶτος (Both)τὴν μὲν πρώτην (1411 (2452)) πρεσβύτερος (High) τὴν πρεσβυτέραν (NChonChron 41993)

πρῶτος εἰμί (Low)πρῶτος ἦν (1613 (3055)) πρωτιστεύω (High) ἐπρωτίστευεν (NChonChron 50350)

Πύλη (Low)πρὸς τὴν Πύλην (21122 (37412)) Πύλος (High) πρὸς Πύλον (NChonChron 6109)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 226 of 284

πυροειδής (Low)λίθοι πυροειδεῖς (2122 (35922)) πυρόεις (High) λίθοι πυρόεντες (NChonChron 58674)

πωλέω (Low)ἐπώλουν (1828 (34014)) πρατήριον (High) προύβαλλον εἰς πρατήριον (NChonChron 55673)

πῶς (Low)βλέπεις πῶς 1554 (2763) (1554 (2763)) ὡς (Both) ὁρᾷς ὡς (NChonChron 46258)

ῥαθυμέω (Low)ἐραθύμησαν (2185 (37032)) ῥᾳθύμως (High) ῥᾳθύμως εἶχον (NChonChron 60436)

ἐραθύμησεν ἀπὸ τῆς ἧς εἶχεν ὁρμῆς καὶ ἐνεχά ὑποχαλάω (High) ὑπεχαλάσθη τοῦ συντόνου τῆς ὁρμῆς (NChonChron 43719)

ῥάθυμος (Low)ῥαθύμους (1811 (33612)) ἀνειμένος (High) ἀνειμένους (NChonChron 54910)

ῥάσον (Low)ῥάσα φορῶν (14211 (24820)) ῥακενδύτης (High) ῥακενδύτης (NChonChron 42318)

τὰ ῥάσα (14219 (2511)) σχῆμα (High) σχῆμα (NChonChron 42717)

ῥέω (Low)ῥέων (ὁ ποταμὸς) (6111 (7026)) προρρέω (High) προρρέων (ὁ Ἴστρος) (NChonChron 15580)

ῥήξ (Low)τοῦ ῥηγὸς (1012 (1479)) ἀρχή (Both) τοῦ τὴν ἀρχὴν διέποντος (NChonChron 27514)

τὸν ῥῆγα Σερβίας (3111 (3321)) δυναστεύω (High) τὸν Σερβίας δυναστεύοντα (NChonChron 9229)

τὸν ῥῆγα τῆς Ἀρμενίας (42 (3915)) κατάρχων (High) ἐκ τοῦ τῶν Ἀρμενίων κατάρχοντος (NChonChron 1033)

ῥίπτέω (Low)τράπεζαν εἰς γῆν ῥιπτουμένην (1426 (2482)) βάλλω (Ambiguous) τράπεζαν βαλλομένην ἔραζε (NChonChron 42290)

ῥίπτομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 227 of 284

κατὰ τὸν ποταμὸν ῥίπτονται (1114 (229)) ἀκοντίζομαι (High) κατὰ τοῦ ὕδατος ἀκοντίζονται (NChonChron 2960)

ῥιπτόμενον (445 (4233)) ἀνατρέπομαι (High) ἀνατρεπόμενον (NChonChron 10975)

ῥίπτω (Low)ῥιφῆναι (1421 (24521)) ἀκοντίζω (High) ἀκοντισθῆναι (NChonChron 42022)

ῥίπτει αὐτὸν κατὰ γῆς (562 (6026)) ἀνατρέπω (High) ἀνατρέπει τοῦτον τοῦ ἵππου (NChonChron 13822)

εἰς γῆν ἔρριψεν (7126 (8824)) βάλλω (Ambiguous) εἰς γῆν ἔβαλε (NChonChron 18419)

ῥόγα (Low)εἰς ῥόγαν καὶ εὐεργεσίαν (1224 (2014)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

ῥογεύω (Low)ἐρόγευσε καὶ ἐφιλοτιμήσατο (1224 (2013)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

ῥογευθῶσι (1221 (20015)) στρατολογέω (High) στρατολογηθησόμενοι (NChonChron 35635)

ῥοῦχον (Low)ῥοῦχα (26924 (1512)) ἱματισμός (High) ἱματισμούς (NChonChron 45423)

τὸ ῥοῦχον (121013 (21931)) χλανίς (High) τῆς χλανίδος (NChonChron 38427)

-ρσ- (Low)μυρσίνη (1441 (25411)) -ρρ- (High) μυρρίνη (NChonChron 43153)

ῥύμη (Low)τὰς ῥύμας (214 (36431)) ἀγυιά (High) τὰς ἀγυιὰς (NChonChron 59486)

τάς τε ῥύμας καὶ τὰς στράτας (441 (4211)) ἀγυιά (High) τὰς ἀγυιὰς καὶ ἀμφόδους (NChonChron 10846)

αἱ ῥύμαι (437 (4118)) ἄμφοδος (High) αἱ ἄμφοδοι (NChonChron 10711)

Ῥῶσοι (Low)μετὰ τῶν Ῥώσων (3112 (345)) Ῥώς οἱ (High) τοῖς Ῥὼς (NChonChron 9249)

σαγίτα (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 228 of 284

ὅσον μὴ σώζειν σαγίταν βέλος (High) ὅσον μὴ εἶναι βέλους ἐντός (NChonChron 61514)

ἐμπεπηγμένας σαγίτας (7122 (8725)) ὀϊστός (High) ἐμπεπηγότας ὀϊστούς (NChonChron 18370)

σαθρόομαι (Low)σεσαθρωμένον (1117 (1733)) κάμνω (Ambiguous) καμὸν (NChonChron 32073)

σάκκος (Low)εἰς σάκκον βαλὼν (15113 (28820)) ἐνσακκεύω (High) ἐνσακκεύσας (NChonChron 48179)

σανδάλιν (Low)σανδάλια (1824 (33821)) ἁλιάς (High) ἁλιάδων (NChonChron 5531)

εἰς σανδάλιον ἐμβαλὼν (1941 36324) λεμβάδιον (High) λεμβαδίῳ ἐνθέμενος (NChonChron 57151)

σανδάλιν (1826 (33922)) ναῦς (High) νῆα (NChonChron 55446)

Σάος (Low)ἀμὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349) Σάουβος (High) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

τὸν Σάον (3113 (347)) Σάουβος (High) τὸν Σάουβον (NChonChron 9250)

ὅ τε Σάος ποταμὸς (617 (6919)) Σάουβος (High) Σάουβος (NChonChron 15320)

Σαρακηνός (Low)Σαρακηνὸς (477 (5021)) Ἄγαρ (High) τῆς Ἄγαρ ἀπόγονος (NChonChron 11957)

ἦν δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Σαρακηνοῦ (477 (5026)) Ἀγαρηνός (High) ἦν δὲ σκοπὸς τῷ Ἀγαρηνῷ (NChonChron 11966)

σείω (Low)σείσας αὐτὸν (121013 (21931)) διασοβέω (High) διασεσοβηκὼς (NChonChron 38427)

σέλα (Low)ἀπὸ τῆς σέλας κάτω φερόμενον (445 (431)) ἀστράβη (High) ἀστράβης ἐκσφαιρίζομενον (NChonChron 10976)

Σέρβος (Low)Σέρβοι (1453 (2563)) βάρβαρος (High) βάρβαροι (NChonChron 43430)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 229 of 284

σημεῖον (High)σημεῖα (121014 (2201)) διοσημία (High) διοσημίαι (NChonChron 38429)

σημεῖα ἐξ οὐρανοῦ θεωρῶν (1151 (726)) οἰωνός (High) οἰωνοὺς ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν (NChonChron 3822)

τὰ σημεῖα (447 (4331)) σημαντικός (High) τὰ σημαντικὰ (NChonChron 11016)

σημειόω (Low)σημειώσασα (1373 (2359)) διασαφέω (Ambiguous) διασαφήσασα (NChonChron 40638)

σίγνον (Low)μετὰ σταυρικῶν σημείων καὶ σίγνων (2182 (3 σημεῖον (High) μετὰ σταυρικῶν σημείων (NChonChron 6022)

σίδηρον (Low)τὰ σίδηρα λαβόντες (653 (8028)) ἄγκυρα (High) τὰς άγκύρας ἀνίμησαν (NChonChron 17272)

πέμπεται μετὰ σιδήρων (413 (3828)) δέσμιος (Low) ἀναπεμπόμενον δέσμιον (NChonChron 10172)

ἐν σιδήροις (472 498) πέδη (High) ἐν πέδαις (NChonChron 11791)

μετὰ σιδήρων διπλῶν (439 (422)) ποδοπέδη (High) ποδοπέδαι σιδηραῖ διπλαῖ (NChonChron 10835)

σιδηρόομαι (Low)τὰς πόδας σιδηρωθεὶς (1876 (34530)) ἀσφαλίζομαι (High) σιδήρῳ τὰς πόδας ἀσφαλισθεὶς (NChonChron 5641)

σιτηρέσιον (High)τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (744)) ὀψώνιον (High) τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16042)

σιωπάω (Low)σιωπᾶν (1422 (24621)) ἀτρεμέω (High) ἀτρεμεῖν (NChonChron 42143)

σιωπῆσαι (2114 (3595)) σιωπή (Both) σιωπὴν ἑλέσθαι (NChonChron 58553)

σιωπή (Both)σιωπῆς (615 (696)) σιγή (Ambiguous) σιγὴν (NChonChron 1524)

σκαλπέτιον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 230 of 284

σκαλπέτια (1112 (17110)) πεδιλορράφος (High) πεδιλορράφους (NChonChron 31716)

Σκάμανδρος (Low)περὶ τὸν Σκάμανδρον (15121 (2896)) Αἰγαῖος (High) κατὰ τὸ Αἰγαῖον (NChonChron 4825)

Σκάμανδρος ἡ (Low)εἰς τὸν τῆς Σκαμάνδρου τόπον (3102 (3318)) Ἀγαιοπελαγίτης (High) κατὰ τὴν τῶν Ἀγαιοπελαγιτῶν χώραν (NChonChron 9127)

σκάπτω (Low)σκάψας μετὰ τῶν χερῶν (436 (416)) διαμάομαι (High) ταῖς χερσὶ διαμησάμενος (NChonChron 10691)

σκεπάζω (Both)σκεπαζόμενον (445 (432)) ἐνθάπτω (High) ἐνεθάπτετο (NChonChron 10978)

σκεπαζόμενος (1011 (1473)) συσκιάζω (High) συσκιαζόμενος (NChonChron 2759)

σκέπαρνον (Low)ἀντὶ σκερπάνου (436 (416)) σκαλίς (High) ὡς ἀμάλαις καὶ σκαλίσι (NChonChron 10691)

σκεπασμένος (Low)σκεπάζομαι καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (182 ὑπόστεγος (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

σκέπτομαι (Low)ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) διασκοπέομαι (High) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

σκέπω (Low)σκέπεται καὶ διαφυλάττεται (14212 (24825)) φρουρέω (High) φρουρούμενος (NChonChron 42323)

σκεῦος (Both)τὰ σκεύη (15106 (2875)) ἀνάθημα (High) ταῶν ἀναθημάτων (NChonChron 47827)

σκίασμα (Low)νεκροῦ σκίασμα (438 (4128)) ἴνδαλμα (High) νεκύων ἀμενηνὸν ἴνδαλμα (NChonChron 10724)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 231 of 284

σκιρτάω (Low)σκιρτήσουσι (1441 (2548)) ἐξάλλομαι (High) ἐξαλοῦνται (NChonChron 43150)

σκοπεύω (Low)ἐσκόπευε (1841 (3411)) καιροφυλακέω (High) ἦν καιροφυλακῶν (NChonChron 55693)

σκοπέω (Low)κατὰ νοῦν σκοπὴσας ὡς (512 (5316)) ἀναπολέω (High) κατὰ νοῦν ἀναπολήσας ὡς (NChonChron 12769)

σκοπός (Both)τὸν σκοπὸν αὐτοῦ (1151 (727)) πρόθεσις (High) τῆς προθέσεως (NChonChron 3824)

σκορπίζομαι (Low)τὰ στρατεύματα ἐσκορπίσθησαν (3112 341 ( διαλύομαι (High) τῶν βαρβάρων διαλυθέντων (NChonChron 9243-44)

σκορπίζονται (1933 3633) διασκίδναμαι (High) διασκίδνανται (NChonChron 57028)

τῶν στρατιωτῶν σκορπισθέντων (1877 (3465) διασπείρομαι (Low) πάντων διασπαρέντων (NChonChron 56413)

σκορπίζω (Low)τὰ στρατεύματα διαλυθέντα ἐσκόρπισαν (311 διαλύομαι (High) τῶν βαρβάρων διαλυθέντων (NChonChron 9243-44)

σκοτεινός (Low)σκοτεινὸν (2131 (36015)) ζοφώδης (High) ζοφώδη (οἰκίαν) (NChonChron 5874)

σκοτίζομαι (Low)πολλοὶ γὰρ σκοτιζόμενοι (6114 (7132)) σκοτοδινιάω (High) πολλοὶ τοίνυν σκοτοδινιῶντες (NChonChron 15734)

σκοτίζω (Low)σκοτισθεὶς (15113 (28826)) πίμπλημι (High) σκοτοδίνης πλησθεὶς (NChonChron 48187)

σκοτισθεὶς (15113 (28826)) σκοτοδίνη (High) σκοτοδίνης πλησθεὶς (NChonChron 48187)

σκοτώνω (Low)σκοτώσαντες (7128 (898)) ἀποκτείνω (High) ἀπεκτονότες (NChonChron 18537)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 232 of 284

σκουτάριον (Low)τὸ σκουτάριν (6114 (7120)) ἀσπίς (High) ἡ ἀσπὶς (NChonChron 15619)

τὸ σκουτάριν (7122 (8724)) θυρεός (High) τὸν θυρεόν (NChonChron 18369)

μετὰ τοῦ σκουταρίου δοὺς αὐτῶ (562 (6025)) θυρεός (High) κατὰ τοῦ θυρεοῦ βαλὼν (NChonChron 13822)

τοῦ σκουταρίου (562 (6027)) θυρεός (High) θυρεὸς (NChonChron 13826)

τὸ σκουτάριον (445 (432)) σάκος (High) τῷ σάκει (NChonChron 10978)

σμίγομαι (Low)πάλιν σμιγέντες (6114 (7126)) συμπίπτω (High) αὖθις συμπεσόντες (NChonChron 15627)

σούδα (Low)σούδα (1112 (123)) τάφρος (High) τάφρος (NChonChron 2719)

σουλτάν (Low)ὁ σουλτὰν (1423 (24623)) Περσάρχης (High) ὁ Περσάρχης (NChonChron 42144)

σουλτάνος (Low)τοῦ σουλτάνου (633 (7411)) ἀμηρᾶς (High) ὁ τῆς Αἰγύπτου ἀμηρᾶς (NChonChron 16153)

σουπέδιον (Low)σουπεδίων (1821 (33712)) σκίμπους (High) σκιμπόδων (NChonChron 55152)

σπάθη (Low)τὰς σπάθας ἀνὰ χεῖρας δεξάμενοι (6114 (712 μάχαιρα (Both) μαχαίρας ἐσπάσαντο (NChonChron 15627)

σπάθην περιζωσάμενος (434 (4024)) μάχαιρα (Both) μάχαιραν διαζωσάμενος (NChonChron 10558)

σπάθης (1425 (24720)) μάχαιρα (Both) μάχαιραν (NChonChron 42277)

μετὰ σπάθης (7126 (8828)) ξίφος (High) τὸ ξίφος σπασάμενος (NChonChron 18423)

μετὰ σπάθης (3111 (3330)) ξίφος (High) τῷ ξίφει (NChonChron 9241)

σπάθας γυμνώσαντες (1334 (2295)) ξίφος (High) ξίφη γυμνώσαντες (NChonChron 3974)

μετὰ σπάθης (21172 (38123)) ξίφος (High) ξίφεσιν (NChonChron 62116)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 233 of 284

μετὰ σπάθης (288 (212)) ξίφος (High) τῶν ξιφῶν (NChonChron 7157)

ὅθεν τὴν σπάθην γυμνώσας (434 (4030)) ξίφος (High) οὐκοῦν τὸ ξίφος γυμνώσας (NChonChron 10566)

τὴν σπάθην φέροντα (1456 (25710)) ξίφος (High) τὸ ξίφος γυμνοῦντα (NChonChron 43681)

σπαρτζάμιον (Low)σπαρτζάμια (7128 (8910)) ἀγλάϊσμα (High) ἐπαυχενίοις ἀγλαΐσμασι ἐκ τριχῶν (NChonChron 18543-44)

σπάω (Low)τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἔσπασαν (1429 (24816)) διαφθείρομαι (Both) τὰ ἐντὸς διεφθάρη (NChonChron 42313)

σπείρω (Low)ἐσπαρμένοι (1429 (24811)) σπαρτός (High) σπαρτοὶ (NChonChron 4237)

σπουδαιότερον (Low)σπουδαιότερον ὥρμησεν (414 (397)) ἐπιτείνω (High) τὴν πορείαν ἐπέτεινεν (NChonChron 10284)

σπουδή (Both)μετὰ σπουδῆς ὑπέστρεψεν (244 (1212)) ἐναγωνίως (High) ἐναγωνίως ἀνέζευξεν (NChonChron 5356)

ἡ σπουδὴ (447 (4319)) ῥοπή (High) ἡ ὀξεῖα ῥοπή (NChonChron 1103)

-σσ- (Low)τὸν ὑποτασσόμενον αὐτῶ λαὸν (1811 (33611) -ττ- (High) τὸ ὑπrsquo ἐκεῖνον ταττόμενον (NChonChron 5499)

παραθαλασσίους (15121 (2895)) -ττ- (High) παραθαλαττίους (NChonChron 4824)

τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) -ττ- (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

πλὴν τεσσάρων (15132 (2901)) -ττ- (High) πλὴν τεττάρων (NChonChron 48334)

σταγών (Low)ὡσεὶ σταγὼν ὕδατος (1822 (33721)) ῥανίς (High) ὡσεὶ καὶ ῥανίς (NChonChron 55161)

σταλαγμός (Low)σταλαγμὸν τινὸς ὕδατος (1612 (30422)) λιβάς (High) βραχεῖά τις ὕδατος λιβάς (NChonChron 50331)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 234 of 284

στάσιμος (Low)οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων στάσιμον (21123 (374 πεττευτός (High) πεττευτὰ τὰ ἀνθρώπινα (NChonChron 61121)

στέμμα (Low)φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία κόσμος (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

στέμμα (26925 (1512)) στέφος (High) στέφος (NChonChron 45424)

στέμμα χαλκοῦν (15113 (28822)) στέφος (High) στέφος ἐκ χαλκοῦ (NChonChron 48181)

στενάζω (High)στενάξας εἶπε (121013 (21926)) ὑποστενάζω (High) ὑποστενάξας εἴρηκε (NChonChron 38422)

στενός (Both)στενὸς περίορος (1612 (30419)) εὐπερίληπτος (High) εὐπερίληπτος περίοδος (NChonChron 50327)

τὸ στενὸν (7122 (8733)) στενόπορος (High) τὸ στενόπορον (NChonChron 18382)

στενωπός (Low)στενωπῶν ὁδῶν (7121 (8716)) δυσπάροδος (High) δυσπαρόδων ὁδῶν (NChonChron 18359)

στέργω (Low)στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (33636)) πέρας (High) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι (NChonChron 55038)

στερεός (Low)τοῦ στερεοῦ συντάγματος (6114 (7133)) ἀρραγής (High) τοῦ ἀρραγοῦς συντάγματος (NChonChron 15736)

τείχη στερεά (1611 (30412)) ἀρραγής (High) τείχει ἀρραγεῖ (NChonChron 50220)

στερεοὶ κριταὶ (1564 (27731)) ἀσφαλής (Both) ἀσφαλὴς διαιτητής (NChonChron 46648)

τόπος στερεός (21124 (37428)) ἐπίμαχος (Ambiguous) ἐπίμαχος ὁ χῶρος (NChonChron 61135)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) ἐχυρός (High) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

στερεόω (Low)τὴν εἰρήνην ἐστερέωσαν (6321 (793)) κρατύνω (High) τὴν εἰρήνην ἐκράτυναν (NChonChron 16878)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 235 of 284

στερέω (Both)ἐστερημένα ἀνδρῶν (15121 (28916)) κενόω (High) κεκενωμένας τοῦ ναυτικοῦ (NChonChron 48217)

ἐστερημένα ἀνδρῶν (15121 (28916)) κενόω (High) κεκενωμένας τοῦ ναυτικοῦ (NChonChron 48217)

στῆθος (Low)ἕως στήθους καὶ σφονδύλου (7124 (8812)) ἰξύς (High) ἕως ἰξύος καὶ τραχήλου (NChonChron 1842)

στήλη (Low)στῆλαι ὑψούμεναι (6117 (7218)) δρύφακτον (High) δρύφακτα παρυψούμενα (NChonChron 15864)

στολή (Low)βασιλικὴν στολὴν (14213 (24910)) τήβεννα (High) τήβενναν (NChonChron 42447)

στολίζω (Low)στολίζοντες (214 (3656)) περιτίθημι (High) περιετίθεσαν (NChonChron 59495)

στραβός (Low)κατὰ τὴν ὄψιν στραβὸς (1618 (32520)) στράβων (High) στράβων τὰς ὄψεις (NChonChron 53465)

στράτα (Low)ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 ellipsis (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

τάς τε ῥύμας καὶ τὰς στράτας (441 (4211)) ἄμφοδος (High) τὰς ἀγυιὰς καὶ ἀμφόδους (NChonChron 10846)

αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) ἄμφοδος (High) αἱ ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55548)

τὴν στράταν (7121 (8717)) δίοδος (High) τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

διὰ τῆς αὐτῆς στράτας διrsquo ἧς (1432 (25212)) ἐκείνη (High) διrsquo ἐκείνης διrsquo ἧς (NChonChron 42975)

τὰς δυσβάτους στράτας (7120 (8710)) ὁδός (Low) τὰς ἐπισφαλεῖς ὁδούς (NChonChron 18250)

τῆς πρὸς Συρίαν στράτας ἐφέρετο (1151 (729) ὁδός (Low) τῆς πρὸς Συρίαν ὁδοῦ εἴχετο (NChonChron 3927)

στράταν (1435 (25314)) πάροδος (Ambiguous) τῇ παρόδῳ (NChonChron 43020)

ταῖς στράταις (478 (5112)) τρίοδος (High) τῶν τριόδων (NChonChron 12087)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 236 of 284

στρατεία (High)στρατείαν παραλαβὼν (1661 (3142)) στράτευμα (Both) παρειληφὼς στράτευμα (NChonChron 5186)

στράτευμα (Both)τὰ στρατεύματα (21143 (37631)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 61515)

τὰ στρατεύματα (414 (394)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 10178)

μετὰ τοῦ στρατεύματος (617 (6918)) δύναμις (Both) μετὰ τῶν δυνάμεων (NChonChron 15319)

τὰ στρατεύματα (618 (6921)) ἴλη (High) τὰς ἴλας (NChonChron 15322)

στρατευμάτων (633 (7411)) ἴλη (High) ἰλῶν (NChonChron 16150)

ἦν μετὰ στρατεύματος (7118 (873-4)) στρατιά (Both) ἀπέσταλτο μετὰ στρατιᾶς (NChonChron 18240)

τὸ καβαλλαρικὸν στράτευμα (1113 (216)) στρατιά (Both) τὴν εὔιππον στρατιάν (NChonChron 2840)

στρατεύματος (1563 (27716)) στρατιά (Both) στρατιᾶς (NChonChron 46531)

ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( στρατιά (Both) τῷ τοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

προέμπεμψε τὰ στρατεύματα (447 (4327)) στρατόπεδον (High) προέμπεμψε τὰ στρατόπεδα (NChonChron 11011)

στράτευμα (1562 (27711)) σύνταγμα (High) σύνταγμα (NChonChron 46525)

τοῖς προελθοῦσι στρατεύμασιν (7128 (8916)) τάγμα (High) τοῖς προωδευκόσι τάγμασιν (NChonChron 18550)

τοῖς στρατεύμασιν (7127 (8831)) τάγμα (High) τοῖς τάγμασιν (NChonChron 18526)

ἔφθασε τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25 τάγμα (High) τοῖς προηγησαμένοις συναφθεὶς τάγμασιν (NChonChron 43

στράτευμα εὑρόντες (21178 (38317)) τάγμα (High) τάγμασι ἐγκύρσαντες (NChonChron 62487)

τἀ στρατεύματα (1453 (2562)) τάξις (Ambiguous) αἱ τάξεις (NChonChron 43429)

τὰ πεζικὰ στρατεύματα (2185 (3717)) τάξις (Ambiguous) τὰς πεζικὰς τάξεις (NChonChron 60447)

στρατηγία (Low)στρατηγίαν (631 (7321)) στρατεία (High) στρατείας (NChonChron 15918)

στρατηγός (Ambiguous)μεταχειρίζεσθαι τοὺς στρατηγοὺς (1455 (256 ἀρχηγός (Ambiguous) ὑποποιεῖσθαι τοὺς ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

στρατιά (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 237 of 284

τὸ περισσότερον τῆς στρατιᾶς (1432 (25214)) στράτευμα (Both) τὸ δὲ πλεῖον τοῦ στρατεύματος (NChonChron 42977)

τὴν στρατιὰν (447 (4316)) στρατόπεδον (High) τὸ στρατόπεδον (NChonChron 11095)

τῆς στρατιᾶς (619 (6932)) φάλαγξ (High) τῆς φάλαγγος (NChonChron 15338)

στρατιώτης (Low)στρατιώτας περισυνάξαντες (1114 (225)) ὁπλιτεύω (High) τοὺς ὁπλιτεύοντας συνειλόχασιν (NChonChron 2955)

παρὰ τῶν στρατιωτῶν (1877 (3463)) ὁπλοφόρος (High) πρὸς τῶν ὁπλοφόρων (NChonChron 56411)

στρατιωτικός (Both)στρατιωτικῆς δυνάμεως (6111 (7011)) πολέμιος (Both) πολεμίου ἀλκῆς (NChonChron 15459)

πεῖραν στρατιωτικήν (1613 (30427)) πόλεμος (Both) ἐν πείρᾳ πολέμων (NChonChron 50336)

στρατιωτικὴν ἐπιχειροῦντας μέθοδον (21142 ( στρατηγικός (High) μεθόδοις χρωμένους στρατηγικαῖς (NChonChron 61494)

στρατός (Low)τὸν στρατὸν (619 (6930)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 15335)

μετὰ ὀλίγου στρατοῦ (622 (737)) δύναμις (Both) μετὰ δυνάμεως (NChonChron 15993)

πλῆθος στρατοῦ (1113 (29)) ὁπλιτικόν (High) πλεῖστον ὅσον ὁπλιτικόν (NChonChron 2832)

πλέον στρατὸν (2178 (36913)) στράτευμα (Both) τοῦ παρrsquo ἐκείνῳ στρατεύματος (NChonChron 60175)

στρατός (1581 (28128)) στράτευμα (Both) στράτευμα (NChonChron 4716)

στρατός (1613 (30431)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 50341)

στρατὸν (2175 (36819)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 59932)

τὸν στρατὸν (6111 (7010)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 15458)

στρατοῦ (1423 (24628)) στράτευμα (Both) στρατεύματος (NChonChron 42150)

μετὰ καὶ στρατοῦ ἱκανοῦ (2177 (3693)) στρατιά (Both) μοῖραν τῆς στρατιᾶς (NChonChron 60058)

διαπερᾶν τὸν στρατὸν (2712 (1810)) στρατιά (Both) τὴν στρατιὰν διαπορθμεύειν (NChonChron 6595)

στρέφομαι (Low)στράφηθι (1581 (28131)) ἀναστρέφω (High) ἀνάστρεφε (NChonChron 47110)

ἐστράφησαν (1453 (2563)) ἐγκλίνω (High) ἐνέκλιναν (NChonChron 43429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 238 of 284

ἐστράφησαν (2183 (37019)) μεθίσταμαι (High) ἐκεῖθεν μεθίστανται (NChonChron 60323)

ὁ σύντομος συντομώτερον στραφῆναι (1431 ( μετάβασις (High) ὀξεῖαν μετάβασιν ποιῆσαι (NChonChron 42974)

στραφεὶς (14219 (2514)) μεταστρέφω (Ambiguous) μεταστραφέντα (NChonChron 42720)

ἄνω καὶ κάτω στρεφόμενος (1812 (33618)) συστρέφομαι (High) συστρεφόμενος (NChonChron 54916)

στρέφεται τὸ Ῥωμαϊκὸν σύνταγμα (1112 (119 ὑπονοστέω (High) ὑπονοστεῖ τὸ Ῥωμαϊκὸν (NChonChron 2712)

στρέφω (Low)τὸ χαλινὸν στρέψας (42 (3919)) μεταστρέφω (Ambiguous) τὰ χαλινὰ μεταστρέψας (NChonChron 1035)

στῦλος (Low)στύλους (21143 (3772)) ὑπέρεισμα (High) ὑπερείσματα (NChonChron 61520)

συγγενής (Both)τοὺς συγγενεῖς (474 (4930)) αἷμα (High) τοῖς ἐκ γένους ἐκείνῳ καὶ αἵματος (NChonChron 11823)

οἱ συγγενεῖς (434 (4019)) αἷμα (High) οἱ καθ᾽ αἷμα (NChonChron 10450)

τῶν συγγενῶν αὐτῆς (1821 (33719)) γένος (Ambiguous) τοὺς τὸ γένος εἰς αὐτὴν ἀναφέροντας (NChonChron 55159)

συγγενεῖς (1812 (33622)) γένος (Ambiguous) τοὺς γένει προσήκοντας (NChonChron 55020)

ἔπεμπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς (15113 (28820)) οἰκεῖος (Both) ἐκπέπομφε τοῖς οἰκείοις (NChonChron 48178)

συγγενῶν (1118 (17312)) προσγενής (High) προσγενῶν (NChonChron 32086)

τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 (33630)) συγγενές τό (High) τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

οἱ τοῦ βασιλέως συγγενεῖς (1462 (25814)) συνάπτομαι (High) οἱ ὅσοι τῶ βασιλεῖ καθ᾽ αἶμα συνήπτοντο (NChonChron 438

συγγράφομαι (Low)ἵνα συγγράψωμαι (2131 (36013)) συνείρω (High) ἵνα συνείρω (NChonChron 5871)

συγκάθεδρος (Low)συγκάθεδρος ἐγένετο (1813 (3377)) συνεδρία (High) συνεδρίας ἠξίωται (NChonChron 55146)

συγκάθημαι (Low)συνεκάθηντο μετὰ τῶν βασιλέων (1821 (3371 συνεδριάζω (High) τοῖς βασιλεῦσι συνηδρίαζον (NChonChron 55152)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 239 of 284

σύγκειμαι (Low)ἄλλοτε δὲ μετὰ τῆς Εὐδοκίας συνέκειτο (434 ( συμπλέκομαι (Both) τῇ γυναικὶ συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

συγκοινωνός (Low)συγκοινωνός (1813 (3378)) κοινωνός (High) κοινωνὸς (NChonChron 55147)

συγκολλάω (Low)πέτραι συγκεκολλημέναι ἀλλήλαις (1611 (304 συμπτύσσω (High) πέτραι συνεπτυγμέναι ἀλλήλαις (NChonChron 50215)

συγχωρέω (Low)συγχωρῶν (1225 (20111)) ἀφίημι (Both) ἀφιεὶς (NChonChron 35759)

συζεύγνυμι (Low)πλοιάρια συζεύξας (1142 (718)) ζεῦγμα (High) ζεῦγμα διὰ τούτων ἐργασάμενος (NChonChron 386)

συλλαμβάνω (Both)συλλαμβάνουσι τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 ( χειρόω (High) χειροῦται τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

συμβαίνω (Both)τὰ συμβάντα (14218 (25023)) συμπίπτω (High) τὰ συμπίπτοντα (NChonChron 4268)

συμβάλλω (Low)συμβαλόντες (475 (502)) συρρήγνυμαι (High) συρραγέντες (NChonChron 11827)

συμβάν (Both)συμβάντα (26927 (1512)) ξυνενεχθέν (High) ξυνενεχθέντα (NChonChron 45427)

συμβιβάζομαι (Low)συνεβιβάσθησαν καὶ συνεφώνησαν (15122 (2 συμβαίνω (Both) συνέβησαν (NChonChron 48227)

συνεβιβάζετο (413 (3826)) συντίθεμαι (Both) συντιθέμενος (NChonChron 10169)

συμβίβασις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 240 of 284

διὰ φιλίας καὶ συμβιβάσεως (42 (3911)) ὁμολογία (High) διrsquo ὁμολογίας καὶ φιλιώσεως (NChonChron 10289)

συμβιβάσεις (4713 (5230)) σπονδή (High) σπονδάς (NChonChron 12361)

εἰς συμβιβάσεις μετακαλεῖτο (1661 (3149)) σύμβασις (High) ἐς ξυμβάσεις προσκαλούμενος (NChonChron 51817)

συμβουλεύομαι (Low)συνεβουλεύσατο (14214 (24920)) κοινολογέομαι (High) κοινολογεῖσθαι (NChonChron 42558)

συνεβουλεύοντο τὰ πρόσφορα (1462 (25811)) συνομιλέω (Ambiguous) συνομιλῶν βασιλεῖ τὰ πρόσφορα (NChonChron 43831)

συμβουλεύω (Low)συμβουλεῦον τὰ καλὰ (1823 (3386)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγουμένῳ τὰ λῴονα (NChonChron 55278)

συνεβούλευε φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) ὑποτίθημι (High) ὑπετίθει ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

συμβουλία (Low)ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παραινέσεων (1811 εἰσήγησις (High) εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

συμμαχία (Low)συμμαχίαν (3112 (344)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρίαν (NChonChron 9247)

φέροντες καὶ συμμαχίαν (21142 (37614)) ἐπίκουρος (High) συνεληλύθασι τούτοις ἐπίκουροι (NChonChron 61491)

τὴν τῶν Κομάνων συμμαχίαν (21141 (3764)) ἐπίκουρος (High) τὸ ἐκ Σκυθῶν ἐπίκουρον (NChonChron 61381)

συμμαχικός (Low)συμμαχικὸν στρατὸν (618 (6922)) συμμαχικόν το (High) τὸ συμμαχικὸν ξενολογήσαντες (NChonChron 15323)

συμμεθύω (Low)συνεμέθυε (1842 (34115)) συγκραιπαλάω (High) συνεκραιπάλα (NChonChron 55717)

συμμίγνυμαι (Both)συμμιγέντες (7123 (886)) συμβάλλομαι (High) συμβεβλημένοι (NChonChron 18490)

ἀνόμως τῷ Ἀνδρονίκω συνεμίγνυτο (432 (403 συνέρχομαι (Both) ἀνοσίως Ἀνδρονίκῳ συνήρχετο (NChonChron 10428)

θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ συνεμίγνυτο (4 συνουσιάζω (High) ἀδελφοῦ θυγατρὶ συνουσίαζεν (NChonChron 10435)

συνεμίγησαν ἀλλήλοις τὰ στρατεύματα (145 συρρήγνυμαι (High) συνερρώγεσαν αἱ τάξεις (NChonChron 43429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 241 of 284

συμμίγνυμι (High)συνέμιξαν τοῖς τοῦ βασιλέως (445 (4232)) συμπλέκομαι (Both) συνεπλέκοντο (NChonChron 10972)

συμμίγω (Low)συμμίγεσθαι ( 1012 (14711)) συγκατακλίνομαι (High) συγκατακλίνεσθαι (NChonChron 27516)

συμπλέκομαι (Both)τοῖς Τούρκοις συμπλέκεται (1112 (121)) συμμίγνυμαι (Both) τοῖς ἀντιπάλοις συμμίγνυνται (NChonChron 2716)

συμπλέκεσθαι (6114 (7116)) συρρήγνυμαι (High) συρρήγνυσθαι (NChonChron 15614)

συμπλοκή (High)τὴν συμπλοκὴν (2182 (36929)) ἐμβολή (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν (NChonChron 60294)

καὶ συμπλοκῆς γενομένης (1114 (228)) σύρρηξις (High) καὶ συρρήξεως γενομένης (NChonChron 2959)

συμποδίζομαι (Low)συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ συγκαταφέρομαι (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15113)

συμφέρον τό (Low)πρὸς τὸ ἑκάστου συμφέρον καὶ χρήσιμον (142 χρήσιμος (High) κατὰ τὸ ἑκάστῳ χρήσιμον (NChonChron 42450)

συμφθείρομαι (Low)ἐξαδέλφου παιδὶ συνεφθείρετο (432 (408)) συγκατάκειμαι (High) ἐξαδέλφου παιδὶ συγκατέκειτο (NChonChron 10436)

συμφορά (Low)λύπας καὶ συμφοράς ( 1119 (17328)) δεινόν (High) δεινοῖς (NChonChron 32116)

τὰς οἰκείας συμφορὰς κλαίοντες (1462 (25815 τύχη (High) τὰς οἰκείας τύχας ἀποκλαιόμενοι (NChonChron 43835)

συμφωνέω (Low)φωνὴ μὴ συμφωνοῦσα (2182 (3703)) ἀσύμφωνος (High) φωνὴ ἀσύμφωνος (NChonChron 6025)

συμφωνία (Low)προγεγονυίας συμφωνίας (1585 (28234)) ἐγγύησις (High) γαμικῶν ἐγγυήσεων (NChonChron 47352)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 242 of 284

σύμφωνος (Low)ὡς ἐκ συμφώνου (2185 (3712)) σύνθημα (High) ὡς ἀπὸ ἑνὸς συνθήματος (NChonChron 60441)

συν- (Low)μήπω δὲ τῆς συμμαχίας ἐλθούσης (21178 (383 ξυν- (High) μήπω δὲ τῆς ξυμμαχίας ἡκούσης (NChonChron 62480)

συνέβησαν (21141 (3761)) ξυν- (High) ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

συμβιβάσεις (1661 (3149)) ξυν- (High) ξυμβάσεις (NChonChron 51817)

συγκατακειμένω τῶ Ἀνδρονίκω (434 (4023)) ξυν- (High) ξυγκατακειμένῳ τῷ Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 10556)

συνάγομαι (Low)συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) ἀθροίζομαι (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει

ὡς γοῦν συνήχθησαν (412 (3810)) συναθροίζομαι (High) ὡς οὖν συνήθροιστο (NChonChron 10050)

συναχθῆναι (1312) συνέρχομαι (Both) συνελθεῖν (NChonChron 39435)

συνάγω (Both)συναχθέντες οὖν κατὰ γενεὰν (2123 (3606)) ἀγείρω (High) κατὰ συμμορίας τοίνυν ἀγειρόμενοι (NChonChron 58789)

τὰ οἰκεῖα συνάξαντες στρατεύματα (618 (692 ἀγείρω (High) τὰς οἰκείας ἴλας ἀγειράμενοι (NChonChron 15323)

συνάγει (7127 (893)) ἀθροίζω (High) ἀθροίζει (NChonChron 18531)

συναχθέντες (2121 (35913)) συγκροτέω (High) συγκροτηθέντων (NChonChron 58663)

κατάρτια συνῆγον (21179 (38320)) συλλέγω (High) ἱστοὺς ξυνέλεγον (NChonChron 62490)

συναχθέντων (1435 (25312)) συλλέγω (High) συνειλεγμένων (NChonChron 43019)

συνῆγε (15121 (28919)) συλλέγω (High) συνέλεγεν (NChonChron 48220)

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) συλλέγω (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

συνάξας (1113 (17112)) συναθροίζω (Both) συνηθροικώς (NChonChron 31822)

συναγωγή (Low)συναγωγὴ (1828 (34011)) συλλογή (High) ἡ συλλογὴ (NChonChron 55670)

συναθροίζω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 243 of 284

συναθροιζομένου (14223 (25132)) συλλέγω (High) συνειλεγμένου (NChonChron 42855)

συνακολουθέω (Low)συνακολουθησάντων αὐτῶ (2713 (1816)) ἐφομαρτέω (High) ἐφομαρτησάντων δὲ τούτῳ (NChonChron 6613)

συνηκολούθουν δὲ αὐτῷ (2177 (3697)) συνέπομαι (High) συνείποντο δέ οἱ (NChonChron 60165)

συναντάω (Low)συνήντησαν τῶ Ἀνδρονίκω (14214 (24922)) ἐντυγχάνω (High) ἐνέτυχον Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 42561)

τοῦτον συναντήσας (3113 (3412)) ὑφίσταμαι (High) τοῦτον ὑποστὰς (NChonChron 9356)

συνάπτω (High)συνάπτει πόλεμον μετὰ τοῦ σουλτὰν (475 (50 ἐκφέρω (High) ἐκφέρει κατὰ τοῦ σουλτὰν πόλεμον (NChonChron 11826)

συνδέω (Low)συνδέσαντες (214 (36433)) περιδέω (High) περιδέοντες (NChonChron 59489)

συνδρομή (Low)τῆ ἐκείνου συνδρομῆ (21182 (38437)) συναίρομαι (High) αὐτοῦ συναιρομένου (NChonChron 62650)

συνεξέρχομαι (Low)συνεξῆλθον οἱ αὐτοῦ καβαλλάριοι (444 (4231 συνέξειμι (High) συνεξίασι οἱ ἀμφrsquo αὐτὸν ἱππόται (NChonChron 10970)

συνεργέω (Low)συνεργῆσαι (112 (42)) συναίρομαι (High) συνάρασθαί οἱ (NChonChron 3232)

ὁ συνεργῶν αὐτῶ (14215 (24929)) συνίστωρ (High) ὁ συνίστωρ τούτῳ (NChonChron 42570)

συνερίζω (Low)τὸ συνερίζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι (445 (436)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλᾶσθαι (NChonChron 10984)

συνερίζων τὸν ἀναβάτην αὐτοῦ (443 (4227)) ἀνθαμιλλάομαι (High) ἀνθημιλλᾶτο τῇ τοῦ ἱππότου λαμπρότητι (NChonChron 109

συνέρχομαι (Both)συνελθόντων (7127 (8829)) συναλίζομαι (High) συναλισθέντων (NChonChron 18424)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 244 of 284

συνελθόντων ἑτέρων τῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους (1 συντρέχω (Both) συνδραμούσης συμμορίας τινῶν (NChonChron 55029)

συνεσκιασμένως (Low)συσκιάζομαι συνεσκιασμένως (15132 (2907)) ἀμυδρῶς (High) ἀμυδρῶς (NChonChron 48339)

συνευδοκέω (Low)συνευδόκει (1462 (25820)) ἐπευδοκέω (High) ἐπευδοκῶν (NChonChron 43842)

συνευδοκήσαντες (1521 (27026)) συνεπευδοκέω (High) συνεπηυδόκησαν (NChonChron 45560)

συνέχω (High)συσχεθεὶς (14210 (24819)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 42316)

συνήθεια (Low)συνήθεια χρόνω πολλῶ κρατηθεῖσα (1142 (7 ἔθος (High) χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος (NChonChron 3793)

ἀπὸ συνηθείας (15111 (2881)) εἴωθα (High) εἰώθει (NChonChron 48058)

ἀπὸ συνηθείας (6111 (7024)) ἕξις (High) ἕξιν (NChonChron 15577)

συνήθης (Both)σύνηθες γάρ ἐστιν αὐτοῖς (6114 (7130)) ἔθος (High) ἔθος δὲ αὐτοῖς (NChonChron 15631)

πάτριον καὶ συνήθην τροφὴν (214 (3658)) πάτριος (High) πάτριον ἐδωδὴν (NChonChron 5942)

σύνταξις (Low)τὰς συντάξεις (6110 (702)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 15443)

συντάξεων (1581 (28126)) δύναμις (Both) δυνάμεων (NChonChron 4715)

σύνταξιν στρατιωτικὴν ἔχοντες (21142 (37616 παράταξις (High) παρατάξει χρωμένους (NChonChron 61493)

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) φάλαγξ (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

σύνταξιν (1335 (22910)) φάλαγξ (High) φάλαγγα (NChonChron 39710)

συντάξεις (1454 (25621)) φάλαγξ (High) τὰς φάλαγγας (NChonChron 43551)

συντάσσω (Low)τὴν στρατιὰν συντάξας (3121 (3425)) διαστρατηγέω (High) διαστρατηγήσας τὸν πόλεμον (NChonChron 9374)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 245 of 284

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) ἐκτάσσω (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

συντάσσει τὸν στρατὸν πρὸς πόλεμον (619 (6 ἐκτάσσω (High) ἐκτάσσει τὰς δυνάμεις εἰς πόλεμον (NChonChron 15334)

εἰς τάξεις συντάξας (414 (394)) καθίστημι (High) εἰς τάξεις καταστήσας (NChonChron 10279)

τοὺς αὐτοῦ πάντας συνέταξε (2185 (37030)) παράταξις (High) ἡ ἱππὰς ἐς παράταξιν διατίθεται (NChonChron 60335)

συντίθεμαι (Both)εἰρηνεῦσαι συνέθετο (1662 (31416)) διατείνομαι (High) σπείσασθαι διετείνετο (NChonChron 51824)

ἡμέραν ποιῆσαι συντίθεται (442 (4217)) συνθηματίζομαι (High) παιδιᾶς ἡμέραν συνθηματίζεται (NChonChron 10854)

σύντομος (Low)συντομωτέρας ὁδοῦ (1432 (25213)) ἐπίτομος (High) ἐπιτομωτέραν (ὁδὸν) (NChonChron 42976)

συντόμως (Low)συντόμως (1559 (27639)) βραχύς (High) μετὰ βραχὺ (NChonChron 46413)

συντομώτερον στραφῆναι (1431 (25211)) ὀξύς (Ambiguous) ὀξεῖαν μετάβασιν ποιῆσαι (NChonChron 42974)

συντόμως πάλιν ἐπαναστρέφεται (112 (417)) ταχέως (High) ταχέως φιλυπόστροφος γίνεται (NChonChron 3251)

συντρέχω (Both)συνέτρεχον (1221 (2008)) συρρέω (High) συνέρρεον (NChonChron 35631)

συντρίβομαι (Low)συντριβεὶς (477 (517)) διαθρύπτομαι (High) διαθρυβεὶς (NChonChron 12081)

σύρω (Low)συρόμενον (6117 (7220)) ἕλκω (High) ἑλκόμενον (NChonChron 15868)

ἀπὸ τριχῶν συρόμενος (434 (4029)) ἐπισπάω (High) ἐπισπώμενον τῆς κόμης (NChonChron 10565)

ὄφις συρόμενον (21124 (37422)) ἑρπυστής (High) ὄφις ἑρπυστής (NChonChron 61128)

ἔσυρνεν αὐτὸν (7126 (8823)) ἐφέλκω (High) ἐφείλκε τοῦτον (NChonChron 18417)

συρόντων (1445 (2558)) μεθέλκω (High) μεθελκόντων (NChonChron 4331)

δεσμίους σύραντες (21172 (38119)) περιάγω (High) σχοινόδετοι περιαγόμενοι (NChonChron 62111)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 246 of 284

συσφίγγω (Low)ἦσαν συνεσφιγμένοι (1435 (25314)) συμπίλησις (High) διὰ τὴν συμπίλησιν (NChonChron 43021)

συχνά (Low)συχνά (1332 (22822)) συχνάκις (High) συχνάκις (NChonChron 39681)

συχνῶς (Low)συχνῶς βάλλειν (6114 (7117)) θαμά (High) θαμὰ βάλλειν (NChonChron 15616)

σφάττω (Low)σφάττουσι (472 (474)) ἀποκτείνω (High) ἀποκτενοῦσι (NChonChron 11787)

σφάττει αὐτὸν ἐκ τῶν ἱερέων τις (1425 (24720 ἀποσφάττω (Ambiguous) ἀποσφάττει τις τῶν ἱερέων (NChonChron 42276)

σφοδρός (Low)πυρετῶ σφοδρῶ (15106 (28718)) λάβρος (High) πυρετῷ λάβρῳ (NChonChron 47942)

σφοδρότης (Low)ὑπὸ τῆ σφοδρότητι τοῦ δόντος αὐτὸν (446 (43 ῥύμη (Low) τῇ ῥύμῃ τοῦ διακοντίζοντος (NChonChron 11091)

σφόνδυλος (Low)ἐκκεντοῦντο κατὰ τοῦ σφονδύλου (21172 (381 ἀποδειροτομέω (High) ἀπεδειροτομοῦντο (NChonChron 62116)

τὸν αὐτοῦ γυρίζων σφόνδυλον (443 (4226)) αὐχήν (High) ὑπογυρῶν τὸν αὐχένα (NChonChron 10963)

ὁ ὀρθὸς σφόνδυλος (445 (439)) αὐχήν (High) ὁ ἀεὶ ὀρθὸς αὐχὴν (NChonChron 10987)

ἕως στήθους καὶ σφονδύλου (7124 (8812)) τράχηλος (High) ἕως ἰξύος καὶ τραχήλου (NChonChron 1842)

ἵππω ὑψηλῶ σφονδήλω ἔχοντι (6117 (7225)) ὑψαύχην (High) ἵππῳ ὑψαύχενι (NChonChron 15875)

σχίζομαι (Low)σχίζεσθαι (433 (4010)) διαπρίομαι (High) διαπρίεσθαι (NChonChron 10438)

σχίζω (High)σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) διατέμνω (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 247 of 284

σχίσμα (Both)πέτραι σχίσμα ἔχουσαι (1611 (3048)) δισχιδής (High) πέτραι δισχιδεῖς (NChonChron 50215)

σχοινίον (Low)τὰ σχοινία (434 (4031)) σχοῖνος (High) οἱ σχοῖνοι (NChonChron 10569)

ταμπάριον (Low)τὸ μὲν ταμπάριον αὐτοῦ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου χλαμύς (High) τῇ χλαμύδι περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

τάξις (Ambiguous)τιμῆς μὲν καὶ τάξεως ἐδίδου (251 (1220)) δορυφορία (High) τιμῆς μὲν καὶ δορυφορίας μετεῖχε (NChonChron 5466)

ἐν τάξει δούλου (1462 (2589)) μοῖρα (High) ἐν ὑπηρέτου μοίρᾳ (NChonChron 43727)

τάξεις τάξεις (3114 (3426)) συμμορία (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 9369)

τὰς τάξεις (6114 (7119)) φάλαγξ (High) τὰς φάλαγγας (NChonChron 15618)

ταῖς τοῦ βασιλέως τάξεσι (1114 (227)) φάλαγξ (High) ταῖς τοῦ βασιλέως φάλαγξιν (NChonChron 2958)

ταπεινός (Low)ταπεινοτέρους καὶ μετριωτέρους (21134 (3753 μετριόφρων (High) μετριόφρονας (NChonChron 61375)

ταπεινόω (Low)ἐταπείνωσε ποσῶς ἑαυτὸν (1441 (2544)) ὑποχαλάω (High) ὑπεχάλασέ τι μικρόν (NChonChron 43146)

ταράσσω (Both)ἐτάραττε (1429 (24814)) ἀνασείω (High) ἀνασείειν (NChonChron 42311)

ταράττειν καὶ δημογερτεύειν τὴν στρατιὰν (14 ἀναταράττω (High) ἀναταράττειν τὴν στρατιὰν (NChonChron 42849)

ἐταράχθη τῶ ἀνελπίστω (438 (4128)) διαταράττω (Ambiguous) διαταράξας τῷ ἀέλπτῳ (NChonChron 10724)

ταραχθέντες (1581 (28132)) ἐκταράττω (High) ἐκταραχθέντες (NChonChron 47111)

ταράττομαι (Low)τὴν γνώμην ἔχων τεταραγμένην (7119 (878)) ἀμφιρρεπής (High) τὴν γνώμην ἀμφιρρεπὴς ἐδείκνυτο (NChonChron 18248)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 248 of 284

ταραχθῆναι τοῦτον ἐποίησεν (2185 (37028)) ἀποκναίω (High) ἀποκναῖσαι τοῦτον πεποίηκε (NChonChron 60334)

ταραχή (Both)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἀκρότητος (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

ταραχὴ ἥτις (15131 (2904)) τάραχος (High) τάραχος ὅς (NChonChron 48336)

τάττω (Both)ἔταττε τέλη (15121 (28919)) ἐπιτάσσω (High) φόρους ἐπέταττε (NChonChron 48220)

ταφή (Low)μήτε ταφῆς ἀξιωθεὶς (515 (5421)) ὁσία (High) ὁσίας ἄμοιρος (NChonChron 12825)

οὐδένα ταφῆς ἠξίωσαν (21142 (37624)) ὁσία (High) οὐδεὶς ὁσίας τετύχηκε (NChonChron 6147)

τάφος (Low)τάφους (15106 (2877)) μνῆμα (High) μνήμασι (NChonChron 47931)

τάφοι (15106 (2879)) μνῆμα (High) μνήματα (NChonChron 47932)

ἐν τῶ τάφω (21142 (3768)) μνῆμα (High) ἐν τῷ μνήματι (NChonChron 61486)

τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν σωμάτων (244 (129) σῆμα (High) τοῖς νεκροδόχοις σήμασι (NChonChron 5353)

ταχrsquo ἄν + past tense indicative (High)τάχα δrsquo ἄν καὶ ὁ τάφος ἠνοίγετο (15106 (2871 imperfect + ἄν (Both) ἦν δrsquo ἄν οὐδrsquo ἡ σορὸς ἀναφὴς καἰ ἀσκύλευτος (NChonChron

τάχα (Low)τάχα ἂν ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (142 μικροῦ (High) μικροῦ ἂν τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

ταχύτης (Low)τῆ ταχύτητι τῶν ἵππων (1114 (227)) ὠκύπους (High) ἵπποις ὠκύποσιν (NChonChron 2959)

τεῖχος (Low)τὰ τῶν κάστρων τείχη (1142 (719)) ἔρυμα (High) τοῖς ἐρύμασιν (NChonChron 388)

ἐντὸς τοῦ περιβόλου τείχους ἐγκλείονται (111 περίβολος (High) τὸν περίβολον ὑπεισῄεσαν (NChonChron 2835)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 249 of 284

ἐντὸς τοῦ ἔξωθεν τείχους (1112 (122)) τειχισμός (High) εἴσω τοῦ τειχισμοῦ (NChonChron 2717)

τέλεσμα (Low)τελέσματα (512 (5320)) δασμός (High) δασμοῦ (NChonChron 12772)

τελέω (High)τελοῦντος (1556 (27614)) φορολογέω (High) φορολογοῦντος (NChonChron 46370)

τέλος (Both)διελύθη μετὰ τέλους καλοῦ (16192 (3268)) πέρας (High) αἴσιον πέρας ἐδέξατο (NChonChron 53586)

εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) τελευτή (High) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

τέλη (15121 (28919)) φόρος (Ambiguous) φόρους (NChonChron 48219)

τενάντιον (Low)μετὰ τεναντίου ἤτοι πούκλας ἠσφαλισμένην ( περονέω (High) χλαμύδα περονουμένην (NChonChron 10961)

τέντα (Low)τὰς τέντας τῶν βαρβάρων (1842 (34114)) σκηνή (High) τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς (NChonChron 55716)

σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) σκηνή (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

ἐπὶ τέντας (434 (4018)) σκηνή (High) ἑπὶ σκηνῆς (NChonChron 10449)

τεχνάομαι (Low)ἐτεχνάσατο (1561 (2775)) πειράομαι (Ambiguous) ἐπειράσατο (NChonChron 46518)

τζακίζομαι (Low)τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) κατάγνυμαι (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

τζευδίζω (Low)τὴν γλῶτταν τζευδίζειν (1421 (24517)) ψελλισμός (High) τὸν τῆς γλώττης ψελλισμόν (NChonChron 42018)

τίθημι (Both)ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου γύροθεν (523 (5610)) περιειλέω (High) περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 250 of 284

τιθέντες (214 (36432)) περιτίθημι (High) περιτιθέντες (NChonChron 59488)

θεὶς (15113 (28823)) περιτίθημι (High) περιτίθησι (NChonChron 48182)

τιμάω (Both)τιμώμενος (1113 (17116)) κυδρόω (High) κυδρούμενος (NChonChron 31827)

ἐτίμησε (1454 (25611)) προβάλλομαι (High) προυβάλετο (NChonChron 43538)

λογοθέτην τῶν σεκρέτων ἐτίμησεν (1462 (258 προβάλλομαι (High) λογοθέτην τῶν σεκρέτων προβαλόμενος (NChonChron 437

τιμή (Both)μετὰ τιμῆς ἐκπεμφθεὶς (6320 (7828)) ἁρμοζόντως (High) ἁρμοζόντως παραπεμφθεὶς (NChonChron 16867)

εὗρε τιμὴν (15105 (28623)) τιμάω (Both) τετίμητο (NChonChron 47810)

τὴν ἀξιοθαύμαστον τιμὴν (479 (5115)) φιλοφροσύνη (High) τὴν ἀξιάγαστον φιλοφροσύνην (NChonChron 12090)

τιμωρέω (Low)τιμωρήσας (15113 (28818)) βασανίζω (High) βασανίσας (NChonChron 48176)

ἐτιμώρει (14214 (24916)) τίθημι κακῶς (High) κακῶς ἐτίθει (NChonChron 42454)

τιμωρός (Low)κριτὰς καὶ τιμωροὺς (2121 (35917)) κολαστής (High) δικαστὰς καὶ κολαστὰς (NChonChron 58668)

τινες (Low)ἦσαν δὲ καί τινες οἳ διέβησαν (7122 (8730)) εἰσὶ δrsquo οἵ (High) εἰσὶ δrsquo οἳ παρῆλθον (NChonChron 18377)

τινος (Both)ὑπό τινος (1583 (2827)) του (High) παρά του (NChonChron 47221)

παρὰ στρατιώτου τινὸς (439 (421)) του (High) παρά του στρατιώτου (NChonChron 10833)

παρά τινος μαθοῦσα (434 (4021)) του (High) διαγγελθέντα παρά του (NChonChron 10553)

τίς (Both)διrsquo ἄλλα μὲν τινὰ (513 (5325)) ἄλλος (Both) διrsquo ἄλλα μὲν (NChonChron 12780)

ἐπὶ χρόνοις τισὶ (435 (413)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 10687)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 251 of 284

γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) ὅς (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

τὸ μὲν hellip τὸ δὲ (Low)τὸ μὲν hellip τὸ δὲ (2175 (3682122) τοῦτο μὲν hellip τοῦτο δὲ (High) τοῦτο μὲν hellip τοῦτο δὲ (NChonChron 599356)

τοίνυν (Both)ἐξελθὼν τοίνυν ὁ Πέρσης (1592 (28322)) γάρ (Both) ἄρας γὰρ ὁ Πέρσης (NChonChron 47479)

ἐπιστὰς τοίνυν (1113 (29)) δέ (High) ἐπιστὰς δὲ (NChonChron 2831)

τοίνυν (1613 (30427)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 50336)

τοιοῦτος (Low)τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) ὅδε (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

τοῦ τοιούτου κακοῦ (15121 (2891)) ὅδε (High) τοῦδε τοῦ κακοῦ (NChonChron 48195)

τῶν τοιούτων κακῶν (15131 (2903)) ὅδε (High) τῶνδε τῶν κακῶν (NChonChron 48335)

τῶν δὲ τοιούτων πλειόνων ἀποστασιῶν (1421 οὗτος (Both) τῶν δὲ συχνῶν τουτωνὶ ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321

τοιοῦτος (521 (5425)) οὗτος (Both) οὗτος (NChonChron 12930)

μετὰ τοῦ τοιούτου τολμήματος (26924 (1512)) οὗτος (Both) ἐπὶ τῷ θερμῷ τούτῳ ἀνομήματι (NChonChron 45423)

διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) οὗτος (Both) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

ἐξ αἰτίας τοιαύτης (726 (961)) τοιόσδε (High) ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε (NChonChron 19421)

ἐπὶ τῆ τοιαύτη καταστροφῆ (1813 (3376)) τοιόσδε (High) ἐπὶ τοιαῖσδε καταστροφαῖς (NChonChron 55145)

τοιοῦτον ἅρμα (6114 (7130)) τοιόσδε (High) τοιόνδε ὁπλισμόν (NChonChron 15732)

τολμάω (Low)μηδενὸς τολμῶντος (1582 (2822)) δοκιμάζω (Both) μηδενὸς δοκιμάζοντος (NChonChron 47215)

ἐτόλμησε (1114 (1721)) θαρρέω (Both) ἐθάρρουν (NChonChron 31832)

ἐτόλμησεν (14223 (25136)) προτίθεμαι (High) προέθετο (NChonChron 42862)

ἐτόλμησαν (1114 (1726)) ὑποφέρω (Both) ὑπενεγκόντες (NChonChron 31840)

ἐτόλμησε (1114 (1723)) ὑφίσταμαι (High) ὑπέστη (NChonChron 31835)

τόλμη (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 252 of 284

μετὰ τόλμης μεγάλης συμπλέκονται (1113 (2 ῥύμη (Low) συμπλέκονται μετὰ ῥύμης (NChonChron 2834)

τόλμην μετὰ γνώσεως (16192 (3265)) τόλμα (High) τόλμαν ἔμφρονα (NChonChron 53483)

τόλμημα (Low)μετὰ τοῦ παρανόμου τολμήματος (26924-25 (1 ἀνόμημα (High) ἐπὶ τῷ ἀνομήματι (NChonChron 45423)

τοπάρχης (Low)οἱ τοπάρχαι (653 (8025)) τοπαρχέω (High) οἱ τοπαρχοῦντες (NChonChron 17267)

τόπος (Both)ἐν τόπω ὑψηλῶ (7120 (8710)) γήλοφος (High) γηλόφου (NChonChron 18250)

εἰς ὑψηλὸν τόπον (2183 (37010)) γήλοφος (High) ἐπὶ γηλόφου (NChonChron 60211)

ἐπάραντες ἀπὸ τοῦ τοιούτου τόπου (21178 (38 ἐκεῖθεν (High) ἄραντες ἐκεῖθεν (NChonChron 62482)

τὸν πετρώδη τόπον δ (2183 (37013)) λόφος (High) ὁ πετρώδης λόφος (NChonChron 60315)

ἱστάμενον εἰς ἕνα τόπον (562 (6024)) που (High) ἔτι που ἱστάμενον (NChonChron 13819)

τόπους (1442 (25420)) χώρα (Both) χώρας (NChonChron 43267)

τόπον (1613 (30428)) χώρα (Both) ἡ τῶν ἐκεῖσε θέσις χωρῶν (NChonChron 50336)

τόπους (7127 (891)) χωρίον (Both) χωρία (NChonChron 18529)

τόπων (1432 (25217)) χωρίον (Both) χωρίων (NChonChron 42980)

τόπον (1432 (25218)) χῶρος (High) χῶρον (NChonChron 42982)

εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) χῶρος (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

τόπος στερεός (21124 (37427)) χῶρος (High) ἐπίμαχος ὁ χῶρος (NChonChron 61135)

ὅσον τόπον (434 (4032)) χῶρος (High) ὅσον χῶρον (NChonChron 10570)

τοσοῦτον (Low)τοσοῦτον δ ἦν hellip ὡς ἀλεῖψαι (515 (5415)) οὕτως (Both) οὕτω δ ἦν hellip ὡς προσευρεῖν (NChonChron 12813)

ὁ Νεεμὰν τοσοῦτον ἀλαζὼν ἦν ὡς (622 (739)) οὕτως (Both) τῷ Νεεμὰν οὕτως ἀνταρσίου μετῆν φρονήματος ὡς (NChon

τότε (Ambiguous)τότε (121014 (2201)) τηνικαῦτα (High) τηνικαῦτα (NChonChron 38429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 253 of 284

τότε (1434 (25231)) τηνικαῦτα (High) τηνικαῦτα (NChonChron 4304)

τοῦβλον (Low)ἐκ τῶν τούβλων (1825 (33912)) πλίνθος (High) τῆς ὀπτῆς πλίνθου (NChonChron 55436)

πύργος μετὰ τούβλων (436 (416)) πλίνθος (High) πύργος ἐκ πλίνθου ὀπτῆς (NChonChron 10690)

Τοῦρκος (Low)παρὰ τῶν Τούρκων κατεχόμεναι (1111 (115)) Ἀγαρηνός (High) παρrsquo Ἀγαρηνῶν κατεχομέναις (NChonChron 278)

τοὺς Τούρκους (7121 (8716)) βάρβαρος (High) τοὺς βαρβάρους (NChonChron 18258)

τῶν Τούρκων (7121 (8718)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 18361)

τῶν Τούρκων (7122 (8724)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 18368)

τοὺς Τούρκους (7122 (8731)) Πέρσης (Both) τοὺς Πέρσας (NChonChron 18378)

Τοῦρκος (726 (962)) Πέρσης (Both) Πέρσης (NChonChron 19422)

τῶν Τούρκων (1131 (424)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 3361)

τοῖς Τούρκοις ἐπεισπεσεῖν (288 (2034)) Πέρσης (Both) τοῖς Πέρσαις ἐπεισπεσεῖν (NChonChron 7151)

μετὰ τῶν Τούρκων (1426 (24729)) Πέρσης (Both) μετὰ Περσῶν (NChonChron 42286)

Τούρκους (1426 (24726)) Πέρσης (Both) Πέρσας (NChonChron 42282)

τοῦτο (Low)παρακινηθεὶς εἰς τοῦτο (2178 (36916)) ἔργον (Ambiguous) ἐξερεθισθεὶς εἰς τόδε τὸ ἔργον (NChonChron 60179)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( ἔργον (Ambiguous) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( ὡσαύτως (High) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

τοῦφα (Low)ντούφαν φορῶν (444 (4230)) πῖλος (High) πῖλον ἀνέχων (NChonChron 10969)

τράπεζα (Both)ἐν τῆ τραπέζη (14221 (25119)) σύσσιτος (High) σύσσιτον (NChonChron 42738)

τραπέζιν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 254 of 284

μετοχή εἰς τραπέζιν (2123 (3603)) ἐστίασις (High) συμμέθεξις ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

τρεῖς (Both)εἰς τρία μέρη (1111 (1711)) τριχῆ (High) τριχῆ (NChonChron 3174)

τρέπομαι (Both)εἰς φυγὴν ἐτράπησαν (1581 (28133)) οἴχομαι (High) ᾤχοντο (NChonChron 47112)

ἐτράπησαν (1434 (2532)) τροπή (High) ἐνεδίδοσαν εἰς τροπὴν (NChonChron 4309)

τρέπω (Low)συντάξεις τρέποντα (1454 (25621)) κλονέω (High) κλονοῦντα φάλαγγας (NChonChron 43551)

τρέφω (Low)πλούσια τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ τρέφεσθαι (1612 ( ζῆν (High) ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν (NChonChron 50326)

τρέχω (Low)ἔτρεχε ὕδωρ (1432 (25218)) παραρρέω (High) παρέρρει ὑδάτιον (NChonChron 42981)

τριάρμενος (Low)ναῦς τριάρμενος (653 (8026)) τριαρμένιος (High) ναῦς τῶν τριαρμενίων (NChonChron 17269)

Τρίβονος (Low)ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) Τέρνοβος (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

τριτζέριος (Low)κάτεργα τριτζέρια (15121 (2894)) τρίκροτος (High) νῆας τρικρότους (NChonChron 4823)

τρίχα (Low)αἱ τρίχαι τῆς κεφαλῆς (1553 (27527)) κόμη (High) κόμαις (NChonChron 46248)

τριχῶς (Low)τριχῶς ἐμέρισαν (473 (4919)) τριχῆ (High) τριχῇ δασάμενοι (NChonChron 1177)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 255 of 284

τροπόομαι (Both)ὅτε τὸν Βρανᾶν ἐτροπώσατο (618 (6928)) καταγωνίζομαι (High) ὁπηνίκα τὸν Βρανᾶν κατηγωνίσατο (NChonChron 15333)

τροφή (Both)τὰ πρὸς τροφὴν (412 (389)) βιώσιμος (High) τὰ βιώσιμα (NChonChron 10049)

τῆς ἀσυνήθους τροφῆς (21178 (38312)) βρῶσις (Both) τῶν ἀήθων ἐς βρῶσιν (NChonChron 62482)

εἰσήχθησαν αἱ τροφαί (436 (419)) δεῖπνον (High) τὸ δεῖπνον παρεισήγετο (NChonChron 10694)

τὴν τροφὴν (214 (3658)) ἐδωδή (High) τὴν ἐδωδὴν (NChonChron 5942)

τρύπα (Low)τρύπας (15113 (28822)) ὀπή (High) ὀπὰς (NChonChron 48182)

τρυπάω (Low)ἐξέρχομαι τρυπήσας ἐξῆλθεν (436 (4111)) διατορέω (High) διατορήσας ᾤχετο (NChonChron 1061)

τρυφή (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 ἀπολαυστικός (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

τρώγω (Low)σάρκας ἀνθρώπων τρώγων (1559 (27637)) αἱμοβόρος (High) αἱμοβόρῳ (NChonChron 4649)

τρώγειν (15111 (28732)) ἐστίασις (High) εἰς ἐστίασιν (NChonChron 48058)

ἔτρωγε (15111 (28730)) τροφή (Both) τροφὴν προσιέμενος (NChonChron 48055)

-ττ- (High)κρεῖττον (447 (4324)) -σσ- (Low) κρεῖσσον (NChonChron 1107)

τυγχάνω (Low)πολλῆς εὐεργεσίας ἔτυχεν (511 (536)) εὐμοιρέω (High) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης ηὐμοίρησεν (NChonChron 1265

τυχὼν ἑνὸς ἀνθρώπου (521 (5427)) εὐμοιρέω (High) παιδὸς ηὐμοιρηκὼς (NChonChron 12932)

τύπος (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 256 of 284

τύπους ἁγίων (476 (5017)) ἔκτυπον (High) ἁγίων ἔκτυπα (NChonChron 11950)

τυραννέω (High)ἐτυράννησε (1428 (2489)) τυραννίς (High) ἡ τούτου τυραννὶς προέβη (NChonChron 4234)

τυραννικῶς (Low)τυραννικῶς ἄρξαντος (15114 (28831)) τυραννέω (High) ὃς ἐτυράννησε (NChonChron 48193)

τυφλός (Low)μετὰ συγγεγῶν hellip τυφλῶν (15106 (2871)) ἀποσβέννυμι (High) υγγενέσι hellip ἀπεσβεσμένοις τοὺς λύχνους τοῦ σώματος (NC

τυφλόω (Low)αὐτὸν ἐτύφλωσε (14216 (25014)) ἀποξενόω (High) τοῦτον ἀπεξένωσε τοῦ φωτός (NChonChron 42690)

τυφλοῦται (14214 (24928)) ἐκκόπτω (Both) κόρας ἐκκόπτεται (NChonChron 42569)

ἐτύφλωσε (1456 (25717)) λυμαίνομαι (High) ἐς τὸ φῶς ἐλυμήνατο (NChonChron 43688)

τυφλώσαντος (1223 (20024)) στερέω (Both) ἐστέρησε φωτός (NChonChron 35645)

ἐτύφλωσεν (14222 (25127)) στερέω (Both) ὀμμάτων ἐστέρησε (NChonChron 42848)

τυφλοῦται (14223 (25133)) στέρομαι (High) στέρεται τοῦ φωτός (NChonChron 42857)

τύφλωσις (Low)τὴν τύφλωσιν (1812 (33632)) πήρωσις (High) τὴν πήρωσιν (NChonChron 55032)

τὴν τύφλωσιν (183 (34030)) πήρωσις (High) τὴν πήρωσιν (NChonChron 55691)

τὴν τύφλωσιν (14223 (25130)) πήρωσις (High) πηρώσεως (NChonChron 42854)

ὑβρίζω (Low)τὰς ὑπὸ αὐτῶν ὑβρισθείσας γυναῖκας (214 (36 βιάζω (Low) τὰς ὑπὸ σφῶν βιασθείσας (NChonChron 59492)

ὑδεριάω (Low)ὑδεριάσας ὀγγωθεὶς (15106 (28719)) ὕδερος (High) ὑδέρῳ οἰδηθεὶς (NChonChron 47943)

ὕδωρ (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 257 of 284

ἀπὸ ὑδάτων βροχῆς (1612 (30421)) ὄμβρος (High) ἐξ ὄμβρων (NChonChron 50329)

ὕδωρ ἐκ χειμῶνος (1432 (25218)) ὑδάτιον (High) ὑδάτιον ἐκ χειμάρρου (NChonChron 42982)

υἱός (Low)υἱοι (511 (533)) παῖς (High) παῖδες (NChonChron 12650)

τὸν υἱὸν τούτου (1151 (730)) παῖς (High) τὸν παῖδα (NChonChron 3927)

υἱοῦ (1222 (20019)) παῖς (High) παιδί (NChonChron 35639)

ὁ υἱός (14214 (24917)) παῖς (High) ὁ παῖς (NChonChron 42455)

ὁ υἱός αὐτοῦ (1421 (2462)) παῖς (High) ὁ ἐκείνου παῖς (NChonChron 42025)

ὁ υἱός (1424 (2479)) παῖς (High) ὁ παῖς (NChonChron 42163)

υἱὸν (1421 (2466)) τέκνον (High) τῷ τέκνῳ (NChonChron 42031)

ὑπάγω (Low)ποῦ ὑπάγεις ἡμᾶς (1581 (28128)) ἄγω (Both) πῄ ἄγεις ἡμᾶς (NChonChron 4717)

ὑπακούω (Low)ὑπακούειν (1454 (25614)) πείθομαι (Ambiguous) πείθεσθαι (NChonChron 43543)

ὑπαντάω (Both)ὑπήντουν αὐτοὺς (21142 (37618)) ἀπαντάω (Low) ἀπήντων αὐτοῖς (NChonChron 6141)

ὑπαντῶντας αὐτῶ (2182 (3701)) δεξιόομαι (High) δεξιουμένους αὐτὸν (NChonChron 6022)

ὑπήντουν (441 (4211)) ὑπαντιάζω (High) ὑπηντίαζον (NChonChron 10845)

ὑπάρχω (Low)ὑπάρχων (14214 (24914)) εἰμί (Both) ὢν (NChonChron 42452)

ὑπάρχοντι κατὰ τὴν Ταρσὸν (431 (3921)) εἰμί (Both) ὄντι κατὰ Ταρσὸν (NChonChron 1037)

κατὰ Ἀρμενίαν ὑπάρχων (4310 (424)) στρατοπεδεύω (High) κατrsquo Ἀρμενίαν στρατοπεδεύοντι (NChonChron 10836)

ὑπενδύομαι (Low)τὸν Καϊσχορόην ὑπενδυσάμενος (21182 (3843 ὑποδύομαι (Ambiguous) τὸν Καϊχοσρόην ὑποδὺς (NChonChron 62647)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 258 of 284

ὑπεξάγω (Low)τῆς ζωῆς ὑπεξάγει (3113 (3413)) ἀφίστημι (Low) ἀφίστημι ἀφίστησι τῆς ζωῆς (NChonChron 9357)

ὑπέρ + accusative (Both)περισσοτέραν δύναμιν ὑπὲρ τὴν προτέραν (14 genitive (High) ἰσχυροτέραν τῆς προτέρας ἰσχὺν (NChonChron 42868)

ὑπέρ + genitive (Ambiguous)ὑπὲρ τῶν τότε ἀρχόντων (15105 (28618)) ὑπέρ + accusative (Both) ὑπὲρ τοὺς τότε (NChonChron 4785)

ὑπερθαυμάζω (Low)ἵνα ὑπεθαύμασας (1553 (27526)) ἄγαμαι (High) σὺ ἀγάσαιο ἂν (NChonChron 46246)

ὑπερνικάω (Low)ὑπερνικῶμεν (6111 (7022)) ὑπερφέρω (High) ὑπερφέρομεν (NChonChron 15574)

ὑπεροψία (High)τὴν Λατινικὴν ὑπεροψίαν (1152 (82)) κόρυζα (High) τὴν Λατινικὴν κόρυζαν (NChonChron 3939)

ὑπήκοος (Ambiguous)πρὸς τοὺς ὑπηκόους (15132 (29010)) ἄρχω (High) τοῖς ἀρχομένοις (NChonChron 48342)

ὑπισχνέομαι (Ambiguous)ὑπέσχετο (1445 (25516)) ἐπαγγέλλομαι (High) ἐπαγγελλόμενος (NChonChron 4338)

ὑποσχεθεὶς δοῦναι (479 (522)) κατεπαγγέλλομαι (High) κατεπαγγέλλεται παρασχέσθαι (NChonChron 12119)

ὑπεσχέθη δοῦναι (479 (523)) συντίθεμαι (Both) δώσειν ξυνέθετο (NChonChron 12121)

ὑπό (Both)τὸ ὑπrsquo αὐτὸν τεταγμένον (6114 (7123)) ἀμφί (High) τὸ ἀμφrsquo αὐτὸν τεταγμένον (NChonChron 15623)

ὑπό τινος (1583 (2827)) παρά (Both) παρά του (NChonChron 47221)

ὑπό + gen (Low)ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκαύθη (2121 (3599)) dative (Both) ᾐθάλωται πυρὶ (NChonChron 58560)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 259 of 284

εὐφημούμενος ὑπὸ τῶν Πολιτῶν (476 (5012)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

ὑποβιβάζω (Ambiguous)ἀπὸ τῆς σεβαστοκρατορικῆς ἀξίας ὑποβιβασθ ὑποποδίζω (High) ἀπὸ σεβαστοκράτορος ὑποποδισθεὶς (NChonChron 42693)

ὑπόγειος (Low)δαίμων ὑπόγειος (438 (4128)) ὑποταρτάριος (High) δαίμων ὑποταρτάριος (NChonChron 10723)

ὑπογελάω (Low)ὑπογελῶν τῶ προσώπω (443 (4222)) μειδίαμα (High) πρὸς τὸ μειδίαμα ὑγραινόμενος (NChonChron 10859)

ὑπογράφω (Low)ὑπογράφειν (1462 (25821)) ὑποσημαίνομαι (High) ὑποσημαίνεσθαι (NChonChron 43845)

ὑποδέχομαι (Both)ὑπεδέχετο (1224 (20029)) εἰσοικίζω (High) εἰσῳκίζετο (NChonChron 35749)

μετὰ περιχαρείας τὸν υἱὸν ὑπεδέξατο (112 (41 προσβλέπω (Low) ἀσμένως τὸν υἱέα προσβλέπει (NChonChron 3249)

ὑποδέξονται (1441 (2549)) προσδέχομαι (High) προσδεχόμενα (NChonChron 43151)

ὑπόδημα (Low)τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 πέδιλον (High) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

ὑποδύομαι (Ambiguous)ὑποδύεται πέδιλον (1455 (25629)) ἀμφιέννυμι (High) ἀμφιέννυσι πέδιλον (NChonChron 43561)

ὑπόκειμαι (Low)ὑποκείμενα καστέλλια (1113 (219)) καθυπείκω (High) καθυπείκοντα φρούρια (NChonChron 2946)

ὅσαι αὐτῷ μὴ ὑπόκειντο (2181 (36925)) συμβαίνω (Both) ὅσαι μὴ ἐκείνῳ συνέβαινον (NChonChron 60289)

ὑποκλείομαι (Low)ὐπεκλείσθη (21124 (37423)) συσπειράομαι (High) ἐς χειὰν συσπειρᾶται (NChonChron 61128)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 260 of 284

ὑποκλίνω (Both)(πόλεις) τὰς μὲν ὑποκλινούσας εἶχεν αὐτῶ (14 χειρέομαι (High) ἃς μὲν ὁμολογίᾳ χειρούμενος ἦν (NChonChron 42152)

ὑποκύπτω (Both)τὰ αὐτῶ ὑποκύψαντα (1613 (30429)) κατήκοος (High) ὁπόσαι κατήκοοι Χρύσῳ γεγόνασι (NChonChron 50339)

ὑπολαμβάνω (Ambiguous)ὑπελάμβανε (15121 (28913)) ἐννοέω (Ambiguous) ἐνενόει (NChonChron 48215)

ἐφαίνετο οὐδὲ ὑπελαμβάνετο τοῖς πολλοῖς εἰρ οἶμαι passive (High) οὐκ εἰρηνικὸς ᾤετο τοῖς πλείστοις (NChonChron 48340)

ὑπελάμβανον (1812 (33619)) οἴομαι (High) ᾤοντο (NChonChron 54917)

ὑπολαβὼν βαστάζεσθαι (477 (515)) οἴομαι (High) ἀεροβατεῖν οἰηθεὶς (NChonChron 12078)

ἀφ᾽ ὧν ὑπολαμβάνω (1822 (33725)) οἴομαι (High) ὁπόθεν οἶμαι (NChonChron 55164)

ὑπολείπομαι (Both)ὑπελείφθησαν (1613 (30427)) ὑπολείπομαι (Both) ὑπολέλειπτο (NChonChron 50336)

ὑπόληψις (Low)πίστιν καὶ ὑπόληψιν (1456 26727) πίστις (Both) πίστεως (NChonChron 43683)

τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπόληψιν αὐτῶν (8110 (10 πιστός (High) τὸ πιστὸν (NChonChron 20245-46)

ὑπομένω (Low)ὑπομένειν καὶ ἀντέχεσθαι (1592 (28326-27)) ἀντέχω (High) ἀντέχειν (NChonChron 47485)

τὴν τῶν Ῥωμαίων ὑπομένειν ὁρμὴν (2185 (37 ἐπιμένω (Ambiguous) τὴν ἀπὸ τῶν Ῥ ἐγχείρησιν ἐπέμενεν (NChonChron 60436)

μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 φέρω (Both) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

ὑπονοέω (Low)ὑπονοῶν (7121 (8721)) κατανοέω (High) κατανοεῖν (NChonChron 18365)

παλαιὸν ὑπονοήσας καμάρας κούφωμα (436 κατανοέω (High) παλαίτατιον κατανοήσας ὑπόνομον (NChonChron 10689)

ὑπόστεγος (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 261 of 284

καμάρα ὑπόστεγος (2131 (36015)) ὑπόστωον (High) ὑπόστωον (NChonChron 5873)

ὑποστρέφομαι (Low)ἄπρακτοι ὑπεστράφησαν (2712 (1815)) ἐπαναλύω (High) ἄπρακτοι ἐπανέλυσαν (NChonChron 669)

ὑποστραφῆναι ὄπισθεν (243 (121)) νόστος (High) μνησθῆναι νόστου (NChonChron 5341)

ὑποστρέφω (Low)ὑπέστρεψε νικητὴς (4716 (5315)) ἀναζεύγνυμι (High) τροπαιοφόρος ἀνέζευξεν (NChonChron 12491)

ὑποστρέψαι (7117 (8629)) ἀναζεύγνυμι (High) ἀναζεῦξαι (NChonChron 18231)

εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ὑπέστρεψεν (244 ἀναζεύγνυμι (High) ἐς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ἀνέζευξεν (NChonChron 5357)

ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) ἀπανίσταμαι (High) εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὑπέστρεψεν (521 (5425)) ἐπαναζεύγνυμι (High) ἐπανέζευξεν (NChonChron 12929)

ὑπέστρεψαν (1562 (27713)) ἐπανήκω (High) ἐπανῆκον (NChonChron 46528)

ὑπέστρεψαν (3121 (3428)) νόστος (High) μνάομαι νόστου ἐμνήσαντο (NChonChron 9379)

ὑπέστρεψε (414 (395)) νῶτον (High) νῶτα στρέψαν τοῖς ἀντιπάλοις (NChonChron 10282)

ὑπέστρεψε (244 (1210)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐφέρετο (NChonChron 5354)

ὑποστρέψαι (1661 (3146)) παλίσσυτος (High) παλίσσυτον φέρεσθαι (NChonChron 51810)

ὑποστρέφω ὑπέστρεφον (1424 (2475)) ὑπονοστέω (High) ὑπενόστουν (NChonChron 42156)

ὑποστροφή (Low)ἐν τῇ ὑποστροφῇ (244 (1211)) ἄπαρσις (High) ἐν δὲ τῇ ἀπάρσει (NChonChron 5354)

ὑποστροφήν (2175 (36822)) ὑποχώρησις (High) ὑποχώρησιν (NChonChron 59938)

ὑπόσχεσις (Low)φρίττω καὶ τρέμω τὴν ὑπόσχεσιν (14219 (251 ἐπάγγελμα (High) πεφρικώς εἰμι τὰ ἐπαγγέλματα (NChonChron 42718)

ἐπελάθετο τῆς ὑπόσχέσεως (4710 (529)) συνθήκη (High) τῶν συνθηκῶν ἐπελάθετο (NChonChron 12128)

ὑπόσχομαι (Low)ὑπέσχετο αὐτοῖς διὰ λόγων χρηστῶν (1823 (3 βουκολέω (High) χρησταῖς ἐλπίσι τοὺς ἐκ τῶν γενῶν ἐβουκόλει (NChonChron

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 262 of 284

ὑποταγή (Low)τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ ὑποταγῆς (4716 (5321) εὐγνωμοσύνη (High) τῆς εὐγνωμοσύνης ἀποδεξάμενος (NChonChron 1246)

ὑποτάσσομαι (Low)τοῖς Ῥωμαίοις ὑποτάττονται (2711 (188)) ὑπείκω (High) τοῖς Ῥωμαίοις ὑπείκουσι (NChonChron 6592)

ὑπετάγησαν (21142 (37611)) ὑποκύπτω (Both) ὑπέκυπτον (NChonChron 61489)

ὑποτάσσω (Low)ὑπετάγη (515 (5422)) ἁλίσκομαι (High) τὸ Ζ ὁμολογίᾳ ἑάλωκε (NChonChron 12826)

ὑποτάσσονται (21121 (3741)) δόρυ (High) τὴν σκιὰν ὑπιούσης τοῦ Λατινικοῦ δόρατος (NChonChron 60

πόλεις καὶ κάστρα ὑποτάξουσι (1457 (25728)) ἐπικτάομαι (High) πόλεις ἐπικτήσονται (NChonChron 4376)

τὸ ἀλλόφυλον ὑποτάξαι (411 (386)) παρίσταμαι (High) παραστησάμενος τὸ ἀλλόφυλον (NChonChron 10045)

ὑποτάσσομαι (21121 (3741)) σκιά (Both) ὴν σκιὰν ὑπιούσης τοὺ Λατινικοῦ δόρατος (NChonChron 609

τὸν ὑποτασσόμενον αὐτῶ λαὸν (1811 (33611) τάττω (Both) τὸ ὑπrsquo ἐκεῖνον ταττόμενον (NChonChron 5499)

ὑποτάσσεται (15122 (28929)) ὑπείκω (High) ὑπείκειν (NChonChron 48230)

πρὸς τοὺς ὑποτασσομένους (1445 (25517)) ὑπήκοος (Ambiguous) τοῖς ὑπηκόοις (NChonChron 4338)

ὑπετάγημεν (1456 (2577)) ὑποκλίνω (Both) ὑποκλιθῆναι (NChonChron 43676)

ὕπουλος (Low)ὕπουλοι (1456 (25714)) παλίμβολος (High) παλιμβόλων (NChonChron 43684)

ὑποφαίνω (High)συμφορὰς ὑποφαίνοντα (2122 (35921)) ὑποσημαίνω (High) συμφορὰς ὑποσημαίνοντα (NChonChron 58672)

ὑποφέρω (Both)μετὰ πραότητος ὑπέφερε (14218 (25023)) φέρω (Both) πράως ἤνεγκε (NChonChron 4268)

ὑποψία (Low)ἦν δι᾽ ὕποψίας ἀείποτε (431 (3928)) ὕποπτος (High) ἦν καὶ ὕποπτος μάλιστα (NChonChron 10318)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 263 of 284

ὑστερέομαι (Low)ὑστερεῖται τὸ πρώτιστον τῶν καλῶν (1612 (30 στέρομαι (High) ἑνὸς καλοῦ στέρεται (NChonChron 50331)

ὑστερογνωμία (Low)ὑστερογνωμίαν (1523) ὑστεροβουλία (High) ὑστεροβουλίας (NChonChron 45566)

ὕστερον (Low)ὕστερον (4712 (5225)) ἐσέπειτα (High) ἐσέπειτα (NChonChron 12250)

ὕστερον (16192 (32614)) ὕστατα (High) ὕστατα (NChonChron 53592)

ὕψος (Low)κιόνων ὕψη (1825 (3394)) μέγεθος (High) τὸ κιόνων μέγεθος (NChonChron 55423)

ὁ ἀδιήγητος τῶ ὕψει (2131 (36016)) μέγεθος (High) ὁ τῷ μεγέθει μέγιστος (NChonChron 5874)

ὑψόω (Low)ἐξάψαν καὶ ὑψωθὲν (1825 (33832)) μεταρσιόομαι (High) μεταρσιωθὲν (πῦρ) (NChonChron 55315)

στῆλαι ὑψούμεναι (6117 (7218)) παρυψόω (High) δρύφακτα παρυψούμενα (NChonChron 15864)

φαίνομαι (Low)ὠφέλιμος ἐφάνη (15111 (28724)) γίνομαι (Both) πολυέραστος γεγένηται (NChonChron 47947)

ἀνελεήμονες ἐφάνησαν (21173 (38132)) γινώσκομαι (High) ἀνηλεέστατοι ἐγνώσθησαν (NChonChron 62227)

ὡς ἐφαίνετο (477 (5022)) δοκέω (High) ὡς ἐδόκει (NChonChron 11957)

ἐφαίνετο ὅτι ἐπιτυγχάνουσιν (1452 (25528)) δοκέω (High) ἐδόκει εἶναι (NChonChron 43423)

ἐφαίνετο (1463 (25833)) δοκέω (High) ἔδοξε (NChonChron 43856)

ἐφάνη βαρὺς (1131 (431)) δοκέω (High) ἔδοξε βαρὺς (NChonChron 3370)

ἐφαίνετο (1585 (2839)) δοκέω (High) ἐδόκει (NChonChron 47363)

ὡς πετᾶσθαι φαίνεσθαι (653 (813)) δοκέω (High) ὡς ἵπτασθαι δοκεῖν (NChonChron 17276)

ἐφαίνετο (1011 (1474)) ἔοικα (High) ἐῴκει (NChonChron 2759)

ἀποκρισιάριος φανεὶς (15105 (28623)) ἐφοράομαι (High) πρεσβευτής ἐποφθεὶς (NChonChron 4789)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 264 of 284

οὐκ ἐφαίνετο οὐδὲ ὑπελαμβάνετο τοῖς πολλοῖ οἶμαι passive (High) οὐκ εἰρηνικὸς ᾤετο τοῖς πλείστοις (NChonChron 48340)

ἐφαίνοντό τινες κείμενοι ( 7124 (8811)) ὀπτάνομαι (High) ὠπτάνοντό τινες (NChonChron 1841)

φαινόμενον (1454 (25618)) ὀπτάνω (High) ὀπτανόμενον (NChonChron 43548)

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) ὁράομαι (High) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

φανέντα ὀσπητικὸν (16192 (32616)) ὁράομαι (High) οἰκουρὸν ὀφθέντα (NChonChron 53594)

ἐφάνη (2122 (35923)) ὁράομαι (High) ὡράθη (NChonChron 58675)

τιμωρὸς ἐφάνη φιλότιμος (2122 (35925)) ὁράομαι (High) τιμωρὸς ὀφθεῖσα φιλότιμος (NChonChron 58677)

ἐφάνη (14213 (24911)) ὁράω (Ambiguous) ὤφθη (NChonChron 42449)

ἐφάνη (1421 (24519)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς (NChonChron 42019)

σύννους ἐφαίνετο (15111 (28730)) ὁράω (Ambiguous) σύννους ὁρώμενος (NChonChron 48054)

φανεὶς (1421 (2462)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς (NChonChron 42024)

ἐφαίνετο παραδέχεσθαι (615 (695)) ὑποφαίνω (High) τὸ παραδέχεσθαι ὑπέφαινον (NChonChron 1523)

φανερός (Low)φανερὰ (1222 (20017)) δῆλος (High) δήλη (NChonChron 35637)

ἡ φανερὰ πρόφασις (1152 (731)) πρόδηλος (High) ἡ πρόδηλος πρόφασις (NChonChron 3929)

εἰς τὸ φανερὸν (1456 (25716)) πρόδηλος (High) ἐκ τοῦ προδήλου (NChonChron 43687)

φανερός φανερὸν πόλεμον μετὰ τοῦ Ψευδαλε προφανής (High) πόλεμον κατrsquo αὐτοῦ προφανῆ (NChonChron 46368)

φανερῶς (Low)οὐ κρυφίως ἀλλὰ φανερῶς (474 (4924)) ἔκπυστος (High) (οὐχ hellip) κρύφα ἀλλrsquo ἔκπυστα (NChonChron 11715)

φανερῶς (1119 (17323)) προδήλως (High) προδήλως (NChonChron 32111)

δείξας φανερῶς ὅτι οἱ διαλογισμοὶ hellip (515 (54 σαφῶς (High) σαφῶς πιστωσάμενον τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonCh

φάραγξ (Low)αἱ φάραγγες (7117 (8626)) σήραγξ (High) αἱ σήραγγες (NChonChron 18127)

τῆς φάραγγος (7122 (8732)) σήραγξ (High) τῆς σήραγγος (NChonChron 18379)

φαρμακεύω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 265 of 284

ἐφαρμακεύθη ( 1559 (2773)) ἀπόλλυμι (High) φαρμάκῳ ἀπολωλέναι (NChonChron 46516)

ἐφαρμακεύθη (1559 (2773)) φάρμακον (High) φαρμάκῳ ἀπολωλέναι (NChonChron 46516)

φαρμάκιν (Low)ἔχεε τὸ φαρμάκιον τῆς κακίας αὐτοῦ (4715 (5 ἰός (High) τὸν τῆς κακίας ἀποπτύων ἰὸν (NChonChron 12383)

φαρμάκιν (1559 (27638)) ἰός (High) ἰὸν (NChonChron 46411)

φεγγάριν (Low)τὸ φεγγάριν (1877 (3462)) σελήνη (High) σελήνην (NChonChron 56410)

φέρομαι (Both)ἡ σέλα ἀπὸ τῆς σέλας κάτω φερόμενον (445 ( ἐκσφαιρίζομαι (High) ἀστράβης ἐκσφαιρίζομενον (NChonChron 10976)

τῆς πρὸς Συρίαν στράτας ἐφέρετο (1151 (729) ἔχομαι (High) τῆς πρὸς Συρίαν ὁδοῦ εἴχετο (NChonChron 3927)

φέρω (Both)ὀπίσω πρὸς βασιλέα ἐφέρετο (522 (563)) ἀπάγω (Ambiguous) ἐς τοὐπίσω πρὸς βασιλέα ἀπήγετο (NChonChron 13187)

τὴν σπάθην φέροντα (1456 (25710)) γυμνόω (High) τὸ ξίφος γυμνοῦντα (NChonChron 43681)

φέρει (1118 (17315)) ἐπάγω (High) ἐπάγειν (NChonChron 32090)

ἐκ βασιλέως πρόσταγμα φέρων (6110 (703)) κομίζω (High) ἐκ βασιλέως κομίζων γράμματα (NChonChron 15444)

ἔφερε δὲ αὐτὸν ἵππος (443 (4224)) ὀχέω (High) ὤχει δὲ αὐτὸν ἵππος (NChonChron 10962)

ἔφερον (2123 (3602)) προσάγω (High) τὰ προσαγόμενα (NChonChron 58684)

φεύγω (Low)φεύγωσιν (6111 (7014)) ἄπειμι (High) ἀπίασιν (NChonChron 15462)

πρὸς τὴν πρώτην προσβολὴν φυγόντων (2185 ἀποδιδράσκω (High) πρὸς τὴν πρώτην ἔμπτωσιν ἀποδράντων (NChonChron 604

φυγὼν (521 (5424)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 12928)

φυγὼν (1583 (28211)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 47226)

φυγόντος (244 (127)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 5350)

τὸν τρόπον καθrsquo ὃν ἔφυγε (436 (4114)) ἀποδιδράσκω (High) τὸν τρόπον καθrsquo ὅν ἐστιν ἀποδρὰς (NChonChron 1076)

φυγὼν (1429 (24813)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 42310)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 266 of 284

ἔφυγον (633 (7414)) διαδιδράσκω (High) διαδιδράσκουσι (NChonChron 16156)

φεύγει μακρότερον (183 (34024)) δραπέτευμα (High) μακροτέρῳ χρησάμενος δραπετεύματι (NChonChron 55685)

φυγεῖν βουλεύονται (653 (8026)) δρασμός (High) δρασμὸν βουλεύονται (NChonChron 17269)

φυγὼν (511 (533)) ἐκφεύγω (Both) ἐκφυγὼν (NChonChron 12651)

φυγὼν (244 (124)) μεταναστεύω (High) μεταναστεύσας (NChonChron 5345)

φυγὼν καὶ ἐξελθὼν (112 (44)) φυγάς (Low) φυγὰς ἀπάρας (NChonChron 3234)

ἄλλοι δὲ ἔφυγαν (21133 (37525)) φυγάς (Low) οἱ δὲ φυγάδες ἐπανήκουσιν (NChonChron 61370)

φεύγοντα (16192 (32614)) φυγή (Both) φυγῆς ἁπτόμενον (NChonChron 53592)

ἔφευγον (2182 (36929)) φυγή (Both) ἐς φυγὴν ὁρῶσιν (NChonChron 60295)

φήμη (Low)κακὴν φὴμην περὶ αὐτοῦ ἔχουσαν (1436 (253 φαντάζομαι (High) οὐκ ἀγαθὰ φανταζομένην περὶ αὐτοῦ (NChonChron 43030)

φημίζω (High)ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφημίζετο (1841 (3415)) ἀνευφημέω (High) ὁ υἱὸς φωναῖς ἀνευφημεῖτο (NChonChron 5574)

φθάνω (Both)ἔφθασε τὸ πῦρ μέχρι καὶ τοῦ Μεγάλου Ναοῦ ( ἐπιλαμβάνομαι (High) (τὸ πῦρ) ἐπελάβετο Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

ἔφθασεν (1225 (2019)) προσοκέλλω (High) προσώκειλεν (NChonChron 35757)

ἔφθασε τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25 συνάπτομαι (High) τοῖς προηγησαμένοις συναφθεὶς τάγμασιν (NChonChron 43

φθαρτός (Low)θνητοὶ καὶ φθαρτοὶ (6111 (7018)) βλητός (High) βλητοὶ καὶ θνητοὶ (NChonChron 15567)

φθείρω (High)μέλλει φθαρῆναι (1455 (25633)) ἀπόλλυμι (High) ἀπολούμενον (NChonChron 43666)

ἐφθάρη (θυγάτηρ) (2123 (36011)) διακορέω (High) κορίον διακορηθὲν (NChonChron 58794)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 (3 κοινόω (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

φθορεύς (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 267 of 284

ἀνδρῶν φθορέων (1841 (34110)) φθόρος (High) φθόροις ἀνδράσι (NChonChron 55710)

φιλανθρωπία (Low)φιλανθρωπίαν ἐνεδείξατο (1556 (27617)) οἰκτείρω (High) ᾤκτειρε (NChonChron 46372)

φιλία (Low)διὰ φιλίας καὶ συμβιβάσεως (42 (3911)) φιλίωσις (High) διrsquo ὁμολογίας καὶ φιλιώσεως (NChonChron 10289)

φιλιόομαι (Low)εὑρὼν Φράγγον τινὰ καὶ φιλιωθεὶς αὐτῶ (142 ἐπιξενόομαι (High) Λατίνῳ τινὶ ἐπιξενωθεὶς (NChonChron 42020)

Φιλιππούπολις (Both)ἀπὸ Φιλιππουπόλεως (1456 (2571)) Φιλίππου ἡ (High) ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 43668)

περὶ τὰ μέρη ταῆς Φιλιππουπόλεως (1585 (28 Φιλίππου ἡ (High) τοῖς περὶ ταὴν Φιλίππου μέρεσι (NChonChron 47360)

Φιλιππούπολιν (1113 (17114)) Φιλίππου ἡ (High) τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν (NChonChron 31824)

Φιλίππους ἡ (Low)περὶ τὴν Φιλίππους (1453 (25531)) Φιλίππου ἡ (High) περὶ τὴν Φιλίππου (NChonChron 43425)

περὶ τὴν Φιλίππους ἐπαρχίαν παραγίνεται (16 Φιλίππου ἡ (High) τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν καταλαβὼν (NChonChron 51819)

φιλοδωρεά (Low)διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) φιλοτίμημα (High) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

φιλοκαλέω (Low)φιλοκαλημένην (1291 (21320)) σαρόω (High) σεσαρωμένην (NChonChron 37481)

φίλος (Ambiguous)ὦ φίλε (14219 (2511)) λῷστος (High) ὦ λῷστε (NChonChron 42717)

μὴ διαστείλας τὰ τῶν φίλων ἀπὸ τῶν πολεμίω φίλιος (High) μὴ διαστεῖλαν τοῦ πολεμίου τὸ φίλιον (NChonChron 55181)

φιλοτιμέομαι (Low)ἐρόγευσε καὶ ἐφιλοτιμήσατο (1224 (2013)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 268 of 284

φλάμουλον (Low)φλάμουλα ὑπὸ ἀνέμου κρουόμενα (445 (433)) σημαία (High) τὸ ῥόθιον ἠνέμου τὰς σημαίας (NChonChron 10980)

φλεβοτομέω (Low)ἐν τῶ φλεβοτομηθῆναι (515 (5416)) ἐξαιματόω (High) ἐν τῷ ἐξαιματοῦσθαι τήν φλέβα (NChonChron 12817)

φλογερός (Low)ὡς φλογερὸν πῦρ (21132 (37514)) φλόγινος (High) ὡς φλογίνην ῥομφαίαν (NChonChron 61257)

φλόξ (Low)τῆς φλογὸς (1825 (3396)) ἔμπρησις (High) τῆς ἐμπρήσεως (NChonChron 55425)

φλὸξ ἀγάπης (21123 (37414)) ἐμπύρευμα (High) ἐμπύρευμα ἔρωτος (NChonChron 61017)

φοβέομαι (Low)ἐφοβεῖτο (622 (7314)) ἀγωνιάω (High) ἠγωνία (NChonChron 1595)

φοβηθέντες (τὴν ἐπέλευσιν) (6321 (791)) ἀποδειλιάω (High) ἀποδειλιάσαντες (τὴν ἐς αὐτοὺς ὁδὸν) (NChonChron 16876)

ἐφοβεῖτο (477 (511)) δέδια (High) δεδιὼς (NChonChron 12073)

φοβεῖσθαι (1112 (1719)) δέδια (High) δεδιέναι (NChonChron 31715)

φοβοῦνται (6111 (7013)) δέδια (High) δεδίασι (NChonChron 15461)

ἐφοβοῦντο (1424 (2475)) δέδια (High) δεδιότες (NChonChron 42157)

ἐφοβεῖτο (15112 (28811)) δέδια (High) ἐδεδίει (NChonChron 48011)

φοβοῦμαι (14219 (2511)) δέδια (High) δέδια (NChonChron 42717)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 δέδια (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

φοβεῖσθαι (1563 (27721)) καταπτήσσω (High) κατεπτηχέναι (NChonChron 46537)

ἐφοβήθησαν (1454 (25617)) πτήσσω (High) ἔπτηξαν (NChonChron 43547)

ἐφοβεῖτο (1612 (30425)) ταράσσω (Both) ἐτετάρακτο (NChonChron 50334)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) ὑποβλέπομαι (High) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

φοβούμενοι μήποτε ἀκούσωσι (438 (4130)) φειδώ (High) φειδοῖ τοῦ μὴ τὸν θρῆνον ἀναβῆναι (NChonChron 10726)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 269 of 284

φοβερίζω (Low)καὶ τοῦτον φοβερίσας (412 (3814)) διαθροέω (Both) καὶ διαθροήσας τοῦτον (NChonChron 10054)

φοβερίζειν (15104 (2861)) μορμολύττω (High) μορμολύττοντες (NChonChron 47785)

φοβερός (Low)τὸ φοβερὸν (14219 (2512)) διαθροέω (Both) τὸ διαθροοῦν (NChonChron 42717)

εἰς τοὺς ἐχθροὺς φανεῖται φοβερὸς (15132 (29 λόγχη (High) τοῖς ἐχθροῖς τὴν λόγχην ἀνατενεῖ (NChonChron 48342)

φόβος (Low)τὸν φόβον ἐξέφυγε (522 (561)) δειμαίνω (High) τοῦ δειμαίνειν ἀπεῖχεν (NChonChron 13183)

φόβον (1454 (25613)) δέος (High) δέος (NChonChron 43542)

φονεύω (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 ἀναιρέω (Ambiguous) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

φονεῦσαι (4711 (5213)) ἀναιρέω (Ambiguous) ἀνελεῖν (NChonChron 12234)

φονευθῆναι (1435 (25313)) ἀναιρέω (Ambiguous) ἀνῃρηκότων (NChonChron 43019)

ἐφονεύθη (1554 (27531)) ἀποβιόω (High) ἀπεβίω θανάτῳ (NChonChron 46252)

φονεύσας (14212 (24828)) ἀποκτείνω (High) ἀπεκτονὼς (NChonChron 42329)

ἐφονεύθη (1011 (1471)) γίγνομαι ἐξ ἀνθρώπων (High) ἐξ ἀνθρώπων ἐγεγένητο (NChonChron 2754)

μετὰ τῶν κονταρίων ἐφονεύοντο (1453 (2565) διαπείρω (High) δόρασι διαπειρόμενοι (NChonChron 43431)

πολλοὶ ἐφονεύθησαν (21178 (38316)) διαφθείρω (High) ἅπαντες διεφθάρησαν (NChonChron 62487)

ἐφονεύθησαν (21133 (37525)) ζῆν (High) τὸ ζῆν ζημιοῦνται (NChonChron 61369)

φονεύσας (1445 (2554)) θάνατος (Both) εἰς θάνατον ἐξέδωκε (NChonChron 43390)

ἐφόνευον (7123 (887)) κατακαίνω (High) κατέκαινον (NChonChron 18491)

ἐφόνευσαν πολλοὺς (4717 (5329)) κατακτείνω (High) οὐ μετρίους κατέκτανεν (NChonChron 12417)

ἐφόνευον (1435 (2536)) κτείνω (High) ἔκτεινον (NChonChron 43015)

μετὰ τοῦ λοιποῦ ἐφονεύθη στρατεύματος (143 συναπόλλυμαι (High) τῷ λοιπῷ συναπολώλει στρατεύματι (NChonChron 43131)

ἐφονεύοντο (7117 (8631)) φθείρω (High) ἐφθείροντο (NChonChron 18234)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 270 of 284

ἐπεὶ ἤθελε φονεῦσαι αὐτόν (511 (534)) φονάω (High) χεῖρας κατ΄ αὐτοῦ φονώσας (NChonChron 12651)

πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) φόνος (High) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

φορά (High)τὴν δὲ τῶν ἀλόγων φορὰν (445 (433)) ὁρμή (Low) τῇ ὁρμῇ τῶν ἵππων (NChonChron 10980)

φορεῖον (Low)μετὰ φορίου (1462 (25810)) σκίμπους (High) διὰ σκίμποδος (NChonChron 43830)

φόρεμα (Low)τὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φόρεμα (1842 (34117)) διάδημα (Low) τὸ τῆς κεφαλῆς διάδημα (NChonChron 55718)

τὸ σεβαστοκρατορικὸν φόρεμα (1533 28413) στέφανος (High) τὸν σεβαστοκρατορικὸν στέφανον (NChonChron 45946)

φορέματα (15106 (28711)) χιτών (High) χιτῶνας (NChonChron 47934)

φορέω (Low)φορῶν ἱμάτιον (477 (5024-25)) ἀμφιέννυμαι (High) ἠμφιεσμένος χιτῶνα (NChonChron 11964)

ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ντούφαν φορῶν (444 (4230)) ἀνέχω (High) πῖλον ἀνέχων ἐπὶ κεφαλῆς (NChonChron 10969)

φορεῖν ὑποδήματα (1462 (25820)) ἔχω (Both) ἔχειν φάλαρα (NChonChron 43843)

φοροῦντες (214 (36431)) περιβάλλομαι (Ambiguous) περιβαλλόμενοι (NChonChron 59486)

φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία περίκειμαι (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

στολὴν ἀνδρείαν φορούσας (271 (1527)) περίκειμαι (High) ἀνδρείαν στολὴν περικείμεναι (NChonChron 6052)

ἅρματα φοροῦσι (6111 (7019)) περίκειμαι (High) χιτῶνας περίκεινται σιδηρέους (NChonChron 15569)

φορέσητε σίδηρα (15104 (2867)) περιστέλλομαι (High) σιδήρῳ περισταλῆναι (NChonChron 47787)

ῥάκια διερρηγμένα φοροῦντες (2123 (3607)) σπειράομαι (High) ῥακίοις ἐσπειραμένοι (NChonChron 58789)

γυναικεῖον φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) ὑποδύομαι (Ambiguous) γυναικείαν ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

φόρος (Ambiguous)ὁ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίου φόρος (1826 (339 ἀγορά (High) ἡ Κωνσταντίνειος ἀγορά (NChonChron 55549)

φορτικός (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 271 of 284

φορτικώτερα καὶ βαρύτερα (1822 (3384)) βαρυσύμφορος (High) βαρυσυμφορώτερα (NChonChron 55276)

φορτόω (Low)τὰ κούρση ἐν τοῖς ἀλόγοις φορτώσαντες (312 ἀνατίθεμαι (Low) ἀναθέμενοι τοῖς ἵπποις τὰ λάφυρα (NChonChron 9378)

φορτωμένος (479 (5118)) ἔμφορτος (High) ἔμφορτος (NChonChron 12094)

φοσσάτον (Low)φοσσάτου (1581 (28118)) στρατιά (Both) στρατιᾶς (NChonChron 47192)

φουρκίζω (Low)φουρκίσειν (2138 (36228)) σκόλοψ (High) τὴν ἐπὶ σκόλοπος ἀπαιώρησιν (NChonChron 5916)

φουσκαλίς (Low)ὡς φουσκαλίδες (1429 (24812)) πομφολυγώδης (High) ὡς πομφολυγώδη φυσήματα (NChonChron 4238)

ἡ φουσκαλίς ὡς φουσκαλίδες (1429 (24812)) φύσημα (High) ὡς πομφολυγώδη φυσήματα (NChonChron 4238)

Φράγγος (Low)Φράγγοις (1116 (17225)) ἀλλόθρους (High) ἀλλόθρουν (NChonChron 31966)

τὰ τῶν Φράγγων ὀσπήτια (1823 (3388)) ἑσπέρα (Ambiguous) οἰκίας τῶν ἐξ ἑσπέρας ἐθνῶν (NChonChron 55281)

ἀπὸ τῶν γενῶν τῶν Φράγγων (2121 (35911)) ἑσπέριος (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων (NChonChron 58561)

Φράγγων (1221 (2003)) Ἰταλός (High) Ἰταλῶν (NChonChron 35624)

τοὺς Φράγγους (445 (439)) Ἰταλός (High) Ἰταλοὺς (NChonChron 10987)

ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917)) Λατίνος (High) πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

Φράγγος (2182 (3703)) Λατίνος (High) Λατῖνος (NChonChron 6025)

εὑρὼν Φράγγον τινὰ καὶ φιλιωθεὶς αὐτῶ (142 Λατίνος (High) Λατίνῳ τινὶ ἐπιξενωθεὶς (NChonChron 42020)

Φράγγων (1221 (20015)) Σικελός (High) Σικελῶν (NChonChron 35636)

Φράγγοις (1118 (17317)) ὑπεναντίος (High) ὑπεναντίοι (NChonChron 32193)

φραγμός (Low)φραγμός (1585 (2837)) ἀντίφραγμα (High) ἀντίφραγμα (NChonChron 47361)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 272 of 284

φράττω (Low)τὰ ὦτα ἔφραττον (1558 (27635)) ἐπιφράττω (High) ἀκοὰς ἐπέφραττον (NChonChron 4648)

φρενήρης (Low)φρενήρης γενόμενος (14213 (2495)) παρακόπτομαι (High) φρένας παρακοπεὶς (NChonChron 42440)

φρενήρης γενόμενος (14213 (2495)) φρήν (High) φρένας παρακοπεὶς (NChonChron 42440)

φρίττω (Both)φρίττω καὶ τρέμω τὴν ὑπόσχεσιν (14219 (251 φρίττω (Both) πεφρικώς εἰμι τὰ ἐπαγγέλματα (NChonChron 42718)

φρόνιμος (Low)φρόνιμος (1585 (28230)) ἀγχίνους (High) ἀγχίνους (NChonChron 47347)

φρόνιμος (14216 (2502)) σύνεσις (High) πλήρης συνέσεως (NChonChron 42575)

φρόνιμοι (1522 (2713)) συνετός (High) σύνετοι (NChonChron 45572)

φρονίμως (Low)φρονίμως (6110 (706)) ἐπαινετῶς (High) ἐπαινετῶς (NChonChron 15448)

φροντίζω (Both)οὐδόλως ἔφρόντιζον (651 (8017)) ἀνεπιστρόφως (High) ἀνεπιστρόφως (ἔχειν) (NChonChron 17154)

φροντίζων (1454 (2569)) ἀφοράω (High) ἀπιδὼν (NChonChron 43536)

ἐφρόντιζες καὶ ἐπεμέλου (121013 (21926)) ἐπιμελέομαι (Low) ἐπεμέλου (NChonChron 38422)

ἐφρόντισε δὲ ὁ βασιλεὺς (261 (1226)) μέλει (High) ἐμἐλησε δὲ τῷ βασιλεῖ (NChonChron 5475)

οὐδὲν αὐτοὺς ἐφρόντιζεν (2138 (36227)) ὑπεροράω (High) ὑπερεώρα (NChonChron 5914)

φρούριον (Both)φρούριον ἀσφαλέστατον (15112 (28815)) ἔρυμα (High) ἐχυροῖς ἐρύμασιν (NChonChron 48072)

φυγάς (Low)φυγάδα ἀνέδειξε (4711 (5212)) δραπέτης (High) δραπέτην εἰργάσατο (NChonChron 12232)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 273 of 284

τὸν φυγάδα ἐζήτουν (437 (4118)) δραπέτης (High) ἀνεζήτει τὸν δραπέτην (NChonChron 10711)

φυγή (Both)τὴν φυγὴν (1812 (33618)) ἀπόδρασις (High) τὴν ἀπόδρασιν (NChonChron 54916)

φυλακή (Ambiguous)ἐν φυλακῆ ὢν ἀπέθανε (1581 (28116)) δεσμός (High) ἐναφῆκε τοῖς δεσμοῖς τὴν ψυχήν (NChonChron 47190)

τῆς φυλακῆς (436 (418)) δεσμωτήριον (High) τοῦ δεσμωτηρίου (NChonChron 10693)

τῆ φυλακῇ (438 (4122)) δεσμωτήριον (High) τῷ δεσμωτηρίῳ (NChonChron 10717)

ἐν φυλακῆ κατεκέκλειστο (1876 (34530)) εἱρκτή (High) παραρριφεὶς εἱρκτῇ (NChonChron 5642)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1877 (3463)) εἱρκτή (High) εἱρκτῇ παραδίδοται (NChonChron 56412)

ἐκ τῆς φυλακῆς (431 (3922)) εἱρκτή (High) ἐκ τῆς εἱρκτῆς (NChonChron 1038)

χρόνον ἐν τῆ φυλακῇ διαβιβάσας (16171 (324 καθείργνυμι (High) χρόνιος καθειργνύμενος (NChonChron 53343)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1428 (24810)) φρουρά (High) φρουρᾷ παραδίδοται (NChonChron 4235)

φυλακῆ (1118 (17312)) φρουρά (High) φρουραῖς (NChonChron 32088)

ἐν μιᾷ τῶν φυλακῶν κατακλείεται (413 (3829 φρουρά (High) ἐν μιᾷ τῶν φρουρῶν καθειργνύμενον (NChonChron 10173)

ἡ φυλακὴ πικροτέρα (439 (422)) φρουρά (High) χείρων φρουρά (NChonChron 10835)

ἐν φυλακῇ (435 (412)) φρουρά (High) ἐν φρουρᾷ (NChonChron 10685)

ὲν τῆ φυλακῆ εἶχεν ὁ β Μανουὴλ (432 (3929)) φρουρά (High) ἐν φρουρᾷ συνεῖχεν ὁ Μανουὴλ (NChonChron 10319)

ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) φρουρά (High) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

φυλακῆς (1557 (27624)) φρουρά (High) φρουρᾶς (NChonChron 46386)

φύλαξ (High)περισσοτέρων φυλάκων (439 (423)) κουστωδία (High) κουστωδία μείζων (NChonChron 10834)

παρὰ τῶν φυλάκων (436 (419)) φρουρός (High) παρὰ τῶν φρουρῶν (NChonChron 10693)

φύλαξις (Low)φύλαξιν εἰσάγει (21121 (3744)) στρατιά (Both) στρατιάν (NChonChron 61092)

εἰσῆξε καὶ φυλάξεις (1452 (25527)) φρουρά (High) φρουρὰν ἐγκατέστησε (NChonChron 43422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 274 of 284

εἰσάγει φύλαξιν (21121 (37331)) φρουρά (High) φρουρὰν ἐγκαθίστησιν (NChonChron 60983)

φυλάττω (Low)οἱ φυλάσσοντες (438 (4130)) δεσμοφύλαξ (High) τοῖς δεσμοφύλαξι (NChonChron 10727)

φυλάξαντι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ (1435 (25317)) ἐπισκιάζω (High) ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπισκιάσαντι (NChonChron 43024)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 περιέπω (High) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

φυλαχθεὶς ὑπὸ θεοῦ (7122 (8727)) φρουρέω (High) ὑπὸ θεοῦ φρουρηθεὶς (NChonChron 18373)

φυλάττειν (1225 (20118)) φρουρέω (High) φρουρεῖν (NChonChron 35762)

ὃν ἐφύλαττον ἄνθρωπον (436 (4113)) φρουρέω (High) ὃν ἐφρούρουν (NChonChron 1075)

φυτρόω (Low)ἐφύτρωσαν (1429 (24811)) ἀναδίδομαι (High) ἀνεδόθησαν (NChonChron 4237)

φωλεά (Low)εἰσέρχεται εἰς τὴν αὐτοῦ φωλεάν (21124 (374 χειά (High) ἐς χειὰν συσπειρᾶται (NChonChron 61128)

φωνή (Low)μετὰ φωνῶν (2175 (36817)) βοή (Low) μετrsquo εὐσήμων βοῶν (NChonChron 59930)

φωράω (Low)φωραθεὶς (14210 (24818)) καταμηνύω (High) καταμηνυθεὶς (NChonChron 42316)

φῶς (High)τῆς ἡμέρας εἰς φῶς ἐλθούσης (2131 (36014)) ἐπιφαύσκω (High) τῆς ἡμέρας ἐπιφαυσάσης (NChonChron 5873)

εἰσάξαι φῶς (434 (4026)) λαμπτήρ (High) λαμπτῆρα εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

χαίρω (Low)ἐχάρησαν (1457 (25718)) ἀγάλλομαι (High) ἠγαλλιάσαντο (NChonChron 43689)

χαίρων (13815) γέγηθα (High) γεγηθώς (NChonChron 41592)

ἐχάρη ἐπὶ τῆ τοσαύτη ἀναδοχῆ (475 (905)) ἐνευφραίνομαι (High) ἐπὶ τῷ τῆς ξενίας ἐνευφράνθη ἀπροσδεεῖ (NChonChron 118

χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς (474 (4926)) ἐπιχαίρω (High) ἐπιχαίρῃ κακοῖς (NChonChron 11818)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 275 of 284

ἐχάρη (479 (521)) ἥδομαι (High) ἥσθη (NChonChron 12117)

χαίτη (Low)τὰς τῶν ἀλόγων χαίτας (214 (36433)) γένυς (High) ταῖς γένυσιν αὐτῶν (NChonChron 59489)

χαλαστάριον (Low)χαλαστάρια (1612 (30418)) ἀφετήριος (High) ἀφετήρια ὄργανα (NChonChron 50225)

χαλάω (Low)τὰ ὀσπήτια ἐχαλάσθησαν (1823 (3388)) διαλύω (High) καθαιρεῖ καὶ διαλύει οἰκίας (NChonChron 55280)

χαλώντων (1584 (28221)) διαχαλάω (High) διαχαλώντων (NChonChron 47236)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) ἐπικαταβάλλω (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

τὰ ὀσπήτια ἐχαλάσθησαν (1823 (3388)) καθαιρέω (High) καθαιρεῖ καὶ διαλύει οἰκίας (NChonChron 55280)

κατέσκαψε καὶ ἐχάλασεν (15112 (28811)) κατασκάπτω (High) κατεσκάφησαν (NChonChron 48068)

ἐχαλάσθησαν (1117 (1735)) κατερείπω (High) κατηρείποντο (NChonChron 32074)

χαλινάριον (Low)χρυσοῦν χαλινάριον φορῶν (443 (4225)) χρυσοφάλαρος (High) ἵππος χρυσοφάλαρος (NChonChron 10963)

χαλκοῦς (Low)στέμμα χαλκοῦν (15113 (28822)) χαλκός (High) στέφος ἐκ χαλκοῦ (NChonChron 48181)

χαντάκιν (Low)μέγα χαντάκιν (21173 (38126)) τάφρος (High) βαθεῖαν τάφρον (NChonChron 62219)

χαρά (Low)ἀσπασίως καὶ μετὰ χαρᾶς (21132 (37513)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 61256)

μετὰ χαρᾶς (14213 (2496)) ἐπίχαρμα (High) μετrsquo ἐπιχαρμάτων (NChonChron 42441)

χάραγμα (Low)ἄργυρος κεκομμένα εἰς χάραγμα (479 (5122)) νόμισμα (High) ἄργυρος κεκομμένος εἰς νόμισμα (NChonChron 1204)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 276 of 284

κεντηνάρια διὰ χαράγματος ἀργυρά (1552 (27 νόμισμα (High) ἀργυρίου κεντηνάρια κομμένα εἰς νόμισμα (NChonChron 46

χάραξ (Low)χάρακα στρατήγιον βάλλοντες (21143 (37630 στρατήγιον (High) βαλόντες στρατήγιον (NChonChron 61514)

χαρίζομαι (Low)χαρισάμενος (1113 (218)) ἀποχαρίζομαι (High) ἀποχαρισάμενος (NChonChron 2843)

χάρτης (Low)χάρτας (214 (3651)) τόμος (High) τόμοις (NChonChron 59490)

χαυνόομαι (Low)τῇ κολακείᾳ χαυνωθεὶς (42 (3919)) ἁπαλύνομαι (High) τῇ αἱμυλίᾳ ἁπαλυνθεὶς (NChonChron 1034)

χαῦνος (Low)χαῦνον φρόνημα ἔχων (1813 (3374)) χαλίφρων (High) χαλίφρον μειράκιον (NChonChron 55042)

χαύνωσις (Low)ἡ χαύνωσις καὶ οἰκοκυρία (2121 (35916)) ὑπτιότης (High) ἡ ὑπτιότης καὶ οἰκουρότης (NChonChron 58667)

χαώνω (Low)ἐχαώθησαν (1211 (19920)) ἀφαντόω (High) ἠφάντωτο (NChonChron 35621)

χειμών (Low)ὕδωρ ἐκ χειμῶνος (1432 (25218)) χείμαρρος (High) ὑδάτιον ἐκ χειμάρρου (NChonChron 42982)

χείρ (Low)μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολύχειρ (High) ὁ πολύπους καὶ πολύχειρ (NChonChron 58676)

χειρότερα (Low)χειρότερα ἔπασχον (7122 (8729)) χειρόνως (High) χειρόνως ἔπασχον (NChonChron 18375)

χειροτονέω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 277 of 284

τῶν αὐτὸν εἰς βασιλέα χειροτονησάντων (187 βασιλευτής (High) τοῦ βασιλευτοῦ λεώ (NChonChron 56412)

χέλυν (Low)ὡς χέλυν ὀλισθηρὸν ἐξέφυγεν (562 (6027)) ἐγχέλυς (High) ὡς ὀλισθηρά τις ἐγχέλυς ἐξήλυξεν (NChonChron 13824)

χέομαι (Low)αἵματα ἐχύθησαν (475 (502)) ῥέω (Low) αἵματα ῥεύσαντα (NChonChron 11828)

χέω (Low)ἔχεε τὸ φαρμάκιον τῆς κακίας αὐτοῦ (4715 (5 ἀποπτύω (High) τὸν τῆς κακίας ἀποπτύων ἰὸν (NChonChron 12383)

δάκρυα χύσας (2138 (36232)) σπένδω (High) σπείσας δάκρυα (NChonChron 59110)

χοῖρος (Low)χοίρους (1118 (17320)) σῦς (High) συῶν (NChonChron 3212)

χρεία (Low)ἀργῶν ἐπὶ τῆ ἀναγκαία χρεία (523 (567)) ἀπόπατος (High) εἰς ἀπόπατον παρασκευαζόμενος (NChonChron 13192)

χρειώδης (Low)τὴν τῶν ἀναγκαίων χρειωδῶν στέρησιν (111 ἐφόδιον (High) τὸ ἐπιλιπεῖν τὰ ἐφόδια (NChonChron 2841)

χρήζω (Low)χρήζων (911 (1153)) δέομαι (High) δεόμενος (NChonChron 2236)

χρῆμα (Low)χρήματα (15121 (2897)) πλοῦτος (High) πλοῦτον (NChonChron 4826)

χρήματα (Low)τὰ χρήματα αὐτῶν (1827 (3403)) ὄντα (High) τὰ ὄντα (NChonChron 55560)

χρῆσις (Low)πρὸς χρῆσιν ἀναγκαίαν καθήμενον (523 (561 ἀφοδεύω (High) ἀνθρωπόμορφόν τι ἀφοδεῦον τεκτηνάμενος (NChonChron 1

διὰ χρῆσιν (214 (36430)) χρεία (Low) κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 278 of 284

χρόνος (Both)χρόνοι διέβησαν (1445 (25515)) ἐνιαυτός (High) παρήλθοσαν ἐνιαυτοὶ (NChonChron 4335)

χρόνοι (1445 (2557)) ἐνιαυτός (High) ἐνιαυτῶν (NChonChron 4331)

καθrsquo ἕκαστον χρόνον (1552 (27519)) ἐτησίως (High) ἐτησίως (NChonChron 46134)

χρόνον ἤδη τέλειον (1151 (728)) ἔτος (High) ἔτους ἤδη τελείου (NChonChron 3824)

ταὸν ἐνδέκατον χρόνον (1012 (14710)) ἔτος (High) ταὸ ἐνδέκατον ἔτος (NChonChron 27516)

τὸν χρόνον (1585 (28310)) ἔτος (High) τοῦ ἔτους (NChonChron 47364)

ἐν δὲ τοῖς χρόνοις ἐκείνοις (1143 (722)) καιρός (Low) ἐν δὲ τοῖς καιροῖς τοῖσδε (NChonChron 3813)

χρόνοις (1445 (2559)) λυκάβας (High) λυκάβαντες (NChonChron 43393)

χρόνον ἐν τῆ φυλακῇ διαβιβάσας (16171 (324 χρόνιος (High) χρόνιος καθειργνύμενος (NChonChron 53343)

χρυσάφιον (Low)ἄνευ hellip τοῦ χρυσαφίου (16171 (3257)) χρύσεος (High) πλὴν τῶν hellip χρυσέων σκευῶν (NChonChron 53351)

χρυσόβουλλος (Low)διἀ χρυσοβούλλου γράμματος (1662 (31417)) ἐγγράφως (High) ἐγγράφως (NChonChron 51825)

χρυσοκόλλητος (Low)φόρεμα χρυσοκόλλητον (1842 (34117)) χρυσόκολλος (High) διάδημα χρυσόκολλον (NChonChron 55718)

χρυσός (Low)χρυσὴν (15106 (28714)) διάχρυσος (High) διάχρυσον (NChonChron 47937)

ντούφαν χρυσὴν (444 (4230)) κατάπαστος (High) πῖλονχρυσῷ κατάπαστον (NChonChron 10969)

μετὰ ψηφίδων χρυσῶν (1426 (24730)) ποικιλόχροος (High) διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων (NChonChron 42287)

χρυσός (1553 (27527)) χρυσίον (High) χρυσίου (NChonChron 46248)

χυδαῖος (Low)οἱ χωριᾶται καὶ χυδαῖοι (21315 (36418)) ἀγελαῖος (High) οἱ ἀγροῖκοι καὶ ἀγελαῖοι (NChonChron 59370)

χυδαῖοι οἱ πλείονες (2121 (35912)) ἀφαυρός (High) ἀφαυρῶν τὰ πλεῖστα (NChonChron 58562)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 279 of 284

τὸ χυδαῖον πλῆθος (1823 (3385)) χυδαΐζω (High) τὸ χυδαΐζον στῖφος (NChonChron 55277)

χῶμα (Low)τὸ χῶμα ἔξω βάλλοντες (21143 (3771)) χοῦς (High) τὸν χοῦν ἀναφέροντες (NChonChron 61520)

χωνεύω (Low)κόσμους διὰ πυρὸς χωνεύοντες (1822 (33730)) παραπέμπω (Both) κόσμους πυρὶ παραπεμπομένους (NChonChron 55269)

σκεύη χωνευόμενα (1822 (33731)) πυρόω (High) σκεύη πυρούμενα (NChonChron 55270)

χώρα (Both)ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐξελθὼν χώρας (112 (44)) ellipsis (High) ἀπάρας ἐκ τῆς Ῥωμαίων (NChonChron 3234)

κατὰ πάσας τὰς Ῥωμαϊκὰς χώρας (652 (8022) ἐπαρχία (High) κατὰ πᾶσαν ἐπαρχίαν Ῥωμαϊκὴν (NChonChron 17162)

χώραις (16172 (32514)) θέμα (High) θέμασιν (NChonChron 53358)

χῶραι πολλαὶ (4717 (5328)) κώμη (High) κατὰ κώμας 12415 (NChonChron 12415)

χώρας καὶ καστέλλια (1451 (25520)) κώμη (High) κώμας καὶ ἀγροὺς (NChonChron 43412)

πόλεις καὶ χώρας (1458 (25731)) κώμη (High) φρούριον ἢ κώμας (NChonChron 4379)

εἰς ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος τῶν χωρῶν καὶ πόλε πόλις (Both) εἰς ὄνειδος πόλεων (NChonChron 53478)

ἡ κάστρον χῶρα κάστρων καὶ χωρῶν (1118 (1 πόλις (Both) πόλεων (NChonChron 32090)

χῶρας (15121 (2895)) πόλις (Both) πόλεις (NChonChron 4824)

χώρας (1112 (1719)) πόλις (Both) πόλεως (NChonChron 31715)

χώρα τὰς χώρας καὶ τὰ καστέλλια (1613 (304 πόλισμα (High) τὰ πολίσματα καὶ τὰς κώμας (NChonChron 50339)

εἰς τὰς Ῥωμαϊκὰς χώρας (2151 (36519)) σχοίνισμα (High) τοῖς Ῥωμαϊκοῖς σχοινίσμασιν (NChonChron 59514)

χώρας (1556 (27614)) φρούριον (Both) φρουρίων (NChonChron 46370)

χωρέω (Both)κατὰ τοῦ Σ χωρεῖ (1113 (224)) πρόσειμι (High) τῷ Σ πρόσεισιν (NChonChron 2953)

χωρία (Low)διὰ χωρίων (1312) κωμηδόν (High) κωμηδόν (NChonChron 39434)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 280 of 284

χωριάτης (Low)οἱ χωριᾶται καὶ χυδαῖοι (21315 (36418)) ἀγροῖκος (High) οἱ ἀγροῖκοι καὶ ἀγελαῖοι (NChonChron 59370)

χωριάτη ἁρμόζον καὶ ἐπιτήδειον (15111 (2873 ἰδιώτης (High) ίδιώτῃ ἐπιτήδειον (NChonChron 48057)

χωρίζομαι (Low)ἐχωρίσθησαν τὰ στρατεύματα (4718 (5415)) διίσταμαι (High) διέστησαν τὰ στρατεύματα (NChonChron 12539)

χωρίζω (Low)χωρίσαντος (1827 (33932)) διαιρέω (High) διελόντος (NChonChron 55556)

χωρισθέντα εἰς τμήματα (6320 (7824)) σκεδάννυμι (High) εἰς μύρια σκεδασθεῖσαν τμήματα (NChonChron 16863)

χωρίον (Both)τοῖς κατὰ τὸν Σάγγαριν χωρίοις (1131 (424)) τόπος (Both) τοῖς κατὰ τὸν Σαγγάριον τόποις (NChonChron 3362)

χωρίς (Low)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἀ- (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

χωρισμός (Low)χωρισμὸν (2123 (36010)) ἀποβολή (High) ἀποβολὴν (NChonChron 58793)

ψευδής (Low)πάντας ψευδεῖς ἀνέδειξεν (15132 (29012)) εἰκαιόμυθος (High) πάντας εἰκαιομύθους ἀπέδειξε (NChonChron 48344)

ψευδῶς (Low)οὐ ψευδῶς (1842 (34112)) μάτην (High) οὐ μάτην καὶ εἰκαίως (NChonChron 55713)

ψηλαφάω (Low)χεὶρ τὸ ξίφος ψηλαφῶσα (2182 (3705)) διφάω (High) χεὶρ διφῶσα τὸ ξίφος (NChonChron 6027)

ψυχάριν (Low)ψυχάρια (21182 (21121)) δαιμονόληπτος (High) δαιμονολήπτων (NChonChron 37120)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 281 of 284

ψυχή (Both)ψυχὴν (1559 (2772)) ψυχίδιον (High) ψυχίδιον (NChonChron 46413)

ὦ φίλε (Low)ὦ φίλε (121013 (21931)) ὦ οὗτος (High) ὦ οὗτος (NChonChron 38428)

ὥρα (Both)κατὰ τὴν ὥραν (1117 (1734)) εὐθύς (Ambiguous) εὐθὺς (NChonChron 32074)

ὡραῖος (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) χαρίεις (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

ὡς (Both)ὡς πτηνὸν (477 (515)) δίκην (Low) πτηνοῦ δίκην (NChonChron 12077)

ὡς δὲ οὐδένα εἶχε (7127 (897)) ἐκ τοῦ + inf (High) ἐκ δὲ τοῦ μηδένα παρεστάναι (NChonChron 18535-36)

ὡς δὲ ἐραθύμησαν (2185 (37032)) ἐπεί (High) ἐπεὶ δὲ ῥᾳθύμως εἶχον (NChonChron 60436)

ὡς ὁ πατὴρ αὐτοῦ (42 (3916)) ζηλόω (High) τὸν οἰκεῖον πατέρα ζηλωκὼς (NChonChron 1031)

ὡς ἀσκὸς (15111 (28719)) κατά (Both) κατὰ τοὺς ἀσκοὺς (NChonChron 47943)

ὡς βουνὰ φαίνεσθαι (288 (213)) κατά + acc (High) κατὰ τὰ ἀνεστηκότα γήλοφα (NChonChron 7165-66)

ὡς δοῦλα (2711 (188)) ὅσα καί (High) ὅσα καὶ ὑπηρέτιδες (NChonChron 6592)

ὡς εἶπον (15112 (2884)) ὅσπερ (Both) ὅπερ ἔλεγον (NChonChron 48061)

ὡς βέβηλον (15106 (28715)) ὡσεί (Both) ὡσεὶ βέβηλον (NChonChron 47939)

ὡς ἀχανὲς πέλαγος (4713 (5228)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ τις κόλπος θαλάττιος (NChonChron 12258-12359)

ὡς ἄν (Both)ἀγωνιζόμενος ὡς ἂν ὁμαλὴν ποιήσῃ (7121 (87 future infinitive (High) ἦν ἐγκείμενος ἐξομαλίσειν τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

ὡς ἂν διέλθωσι τὰς πόλεις (21142 (3769)) future participle (High) τὰς πόλεις μετελευσομένη (NChonChron 61487)

ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) εἴ πως (High) εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὡς ἂν ὁμολογήση καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ὄντας (1 ἐπὶ τῷ + infinitive (Ambiguous) ἐπὶ τῷ τοὺς συνιστόρας ἐκφῆναι (NChonChron 42312)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 282 of 284

ὡς ἂν γνωρίσης (479 (5131-32)) ἵνα + optative (High) ἵνα εἰδείης (NChonChron 12116)

ὡς ἂν εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (619 (6934-70 ὅπως (Both) ὅπως ἐπιπαριοῦσαι εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 1544

ὡς ἂν μὴ καίοιντο (21179 (38323)) ὡς (Both) ὡς εἶεν τοῦ πυρὸς σθεναρώτεραι (NChonChron 62494)

ὡς ἵνα (Low)ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) ὡς (Both) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

ὡς ὅτι (Low)ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28726)) ὅπως (Both) μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonChron

ἐκηρύχθη ὡς ὅτι (1557 (27622)) ὡς (Both) ἦν διαδόσιμος ὡς (NChonChron 46384)

ὡσεί (Both)ὡσεὶ νέφος (3112 341) δίκην (Low) δίκην νεφῶν (NChonChron 9243-44)

ὡσεὶ χιὼν (6117 (7220)) ὡς (Both) ὡς αἱ χιόνων ἀποσπάδες (NChonChron 15868)

ὥσπερ (Both)ὥσπερ (1462 (2587)) καθάπερ (Both) καθάπερ (NChonChron 43727)

ὥσπερ ὁ κοχλίας εἰς τὸ αὐτοῦ ὀστράκινον ὀσπ κατά (Both) κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα (NChonChron 4

ὥσπερ καὶ τὸ φεγγάριν (1877 (3462)) κατά + acc (High) κατὰ σελήνην λειψίφωτον (NChonChron 56410)

ὥσπερ πρόβατα (1442 (25418)) ὡς (Both) ὡς πρόβατα (NChonChron 43264)

ὥσπερ ἀσκός (1462 (25810)) ὡς (Both) ὡς τῶν οἴνων ἀμφορεῖς (NChonChron 43830)

ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) ὡς (Both) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

ὥσπερ (1435 (2539)) ὡς (Both) ὡς (NChonChron 43016)

ὥσπερ ἀσπίδες (1558 (27635)) ὡς (Both) ὡς ἀσπίδες (NChonChron 4648)

ὥσπερ hellip ἀπεβάλλοντο (214 (36428)) ὡς εἴπερ (High) ὡς εἴπερ hellip ἀπεβάλοντο (NChonChron 59483)

ὥστε + inf (High)ὥστε τὴν φωνὴν αὐτῆς ἀκοῦσαι τούτους (434 ὡς + inf (High) ὡς τὴν ταύτης ἐνηχηθῆναι φωνὴν (NChonChron 10562)

ὠφέλεια (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 283 of 284

τὰ πρὸς ὠφέλειαν ποιεῖν (1455 (25623)) λυσιτελής (High) τὰ λυσιτελῆ αἱρεῖσθαι (NChonChron 43554)

ὠφέλιμος (Low)πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ὠφέλιμος καὶ εὐαπόδεκτ πολυέραστος (High) Ῥωμαίοις πολυέραστος (NChonChron 47947)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 284 of 284

Page 2: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z

aorist (Both)τίς ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε ἀρκετῶς (1442 (254 aorist + ἄν (High) τίς ἐθρήνησεν ἂν ἀρκούντως (NChonChron 43265)

τὸν τρόπον καθrsquo ὃν ἔφυγε (436 (4114)) aorist participle + εἰμί (High) τὸν τρόπον καθrsquo ὅν ἐστιν ἀποδρὰς (NChonChron 1076)

τὰ μὴν δύο ἐκράτησαν (633 (7411)) aorist participle + εἶχον (High) τὰς μὲν δύο συλλαβὼν εἶχε (NChonChron 16154)

ὅπερ καὶ ἐποίησαν (414 (399)) aorist participle + ἦν (High) ὃ καὶ ἦσαν διαπραξάμενοι (NChonChron 10285)

οὓς αὐτὸς τῆς ἀρχῆς ἐξέβαλεν (622 (7316)) aorist participle + ἦν (High) οὓς αὐτὸς κατασπάσας εἶχε (NChonChron 1598)

ὡς εἶπον (15112 (2884)) imperfect (Both) ὅπερ ἔλεγον (NChonChron 48061)

ὑπερθαυμάζω ἵνα ὑπεθαύμασας (1553 (27526 optative (High) σὺ ἀγάσαιο ἂν (NChonChron 46246)

εἰ εἶδες (1553 (27525)) optative (High) εἰ θεάσαιο (NChonChron 46247)

ἐπάθομεν καὶ ἐθεασάμεθα (1822 (3383)) perfect (Both) πεπόνθαμέν τε καὶ εἴδομεν (NChonChron 55276)

ταραχθῆναι τοῦτον ἐποίησεν (2185 (37028)) perfect (Both) ἀποκναῖσαι τοῦτον πεποίηκε (NChonChron 60334)

ταῦτα μὲν συνέβησαν ὕστερον (4713 (5234)) perfect (Both) ταῦτα μὲν συμβέβηκεν ὕστερον (NChonChron 12368)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) perfect (Both) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

εἶπον (112 (42)) perfect (Both) φθάσαν εἴρηκε τὸ λέγειν (NChonChron 3232)

φονεύσας (14212 (24828)) perfect (Both) ἀπεκτονὼς (NChonChron 42329)

εἰπὼν (14216 (25019)) perfect (Both) εἰρηκὼς (NChonChron 42683)

κατεκάη (2131 (36017)) perfect (Both) ἠφάνισται (NChonChron 5876)

ἔλαβεν (4712 (5221)) perfect (Both) εἴληφεν (NChonChron 12245)

ἀκούσας ὅτι ἐκρατήθη (1118 (17311)) perfect (Both) ἀκηκοώς ἀλῶναι (NChonChron 32085)

ἐτάφη (21142 (3767)) perfect (Both) τέθαπται (NChonChron 61485)

ἀπέστειλε (1561 (2776)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 46519)

πολλῶν συμβάντων πολέμων (515 (549)) perfect (Both) πολλῶν συμβεβηκότων πολέμων (NChonChron 1284)

ἀπέστειλε (1411 (2456)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 4193)

ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) perfect (Both) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

ἔπαθε (1151 (727)) perfect (Both) πέπονθε (NChonChron 3823)

ἔθλιψεν (1456 (25717)) perfect (Both) παραλελύπηκεν (NChonChron 43687)

ἔπαθε (15121 (28913)) perfect (Both) πεπονθὼς (NChonChron 48215)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 2 of 284

στενάξας εἶπε (121013 (21926)) perfect (Both) ὑποστενάξας εἴρηκε (NChonChron 38422)

λαβόντες (1824 (33820)) perfect (Both) προσειληφότες (NChonChron 55354)

ἔπραξαν (14214 (24923)) perfect (Both) διαπεπράχασι (NChonChron 42563)

συνάξας (15106 (28714)) perfect (Both) συναγηοχὼς (NChonChron 47938)

ἔπεμψαν (1813 (33636)) perfect (Both) ἐκπεπόμφασιν (NChonChron 55038)

ἀπορήσας τοίνυν ὁβασιλεὺς (15122 (28920)) perfect (Both) βασιλεὺς τοίνυν ἐξηπορηκὼς (NChonChron 48221)

ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησαν (1822 (33726 perfect (Both) ἀνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChron 55165)

συλλαβὼν (1428 (2487)) perfect (Both) συνειληφὼς (NChonChron 42395)

κατεποντίσθη (1422 (24616)) perfect (Both) ἀπόλωλε ὑδατόκλυστος φανείς (NChonChron 42138)

δοκιμάσαι (622 (738)) perfect (Both) πεῖραν εἰληφέναι (NChonChron 15992)

ἔδοξε (477 (514)) pluperfect (High) δέδοκτο (NChonChron 12077)

ἀκράτητοι ἐγένοντο (1451 (25519)) pluperfect (High) ἀκατάσχετοι ἐγεγόνεισαν (NChonChron 43411)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) pluperfect (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

ὡς προείπομεν (1411 (2458)) pluperfect (High) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

ἤγγισε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2712 (1 pluperfect (High) ἠγγίκει εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

ἐσώθην ὁ βασιλεὺς (1435 (25315)) pluperfect (High) σέσωστο (NChonChron 43022)

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) pluperfect (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

ἤκουσε (621 (732)) pluperfect (High) ἠκηκόει (NChonChron 15885)

αἱ θύραι ἠνεώχθησαν (436 (419)) pluperfect (High) αἱ θύραι ἀνεῴγεσαν (NChonChron 10693)

ἀπεχαρίσθη (1557 (27621)) pluperfect (High) ἀποκεχάριστο (NChonChron 46384)

ὠνομάσθη (1423 (2472)) pluperfect (High) ἐπεκέκλητο (NChonChron 42154)

ἐλογίσατο (14218 (25026)) pluperfect (High) λελόγιστο (NChonChron 42611)

ἐγυμνώθησαν (1827 (3402)) pluperfect (High) ἀπεψίλωντο (NChonChron 55559)

εἴπομεν (14223 (25128)) pluperfect (High) εἰρήκειμεν (NChonChron 42851)

ἀπέθανε (15113 (28826)) pluperfect (High) ἐτεθνήκει (NChonChron 48187)

κατεκάησαν (1826 (33922)) pluperfect (High) ᾐθάλωντο (NChonChron 55547)

ἀπέμεινεν (1826 (33927)) pluperfect (High) ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 3 of 284

ἐστράφησαν (2183 (37019)) present (Both) ἐκεῖθεν μεθίστανται (NChonChron 60323)

αἰχμαλωτισθέντας (1442 (25420)) present (Both) αἰχμαωτιζομένους (NChonChron 43266)

κυκλωθεὶς (1452 (25526)) present (Both) κυκλούμενος (NChonChron 43419)

ἀναιρεθέντας (1442 (25420)) present (Both) ἀναιρουμένους (NChonChron 43266)

ἀπαχθέντας (1442 (25420)) present (Both) ἀποδιδομένους (NChonChron 43267)

ἠλευθέρωσε τὴν ἀνατολὴν (21134 (37528)) present (Both) ἐλευθεροῖ τὴν ἕω (NChonChron 61373)

ἰδὼν (1435 (25318)) present (Both) καθορῶν (NChonChron 43025)

κατορθώσαντος (1552 (27514)) present (Both) κατορθοῦντος (NChonChron 46128)

οὐ μὴ εἶπε τις (1825 (33835)) subjunctive (Low) οὔμενουν εἴπη τις (NChonChron 55318)

περὶ οὗ εἴπομεν ὄπισθεν (432 (401)) ἔφθην + participle (High) ὧν πέρι καὶ εἰπόντες ἔφθημεν (NChonChron 10324)

aorist infinitive (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 future infinitive (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ὑπεσχέθη δοῦναι (479 (523)) future infinitive (High) δώσειν ξυνέθετο (NChonChron 12121)

ἦν γὰρ σκοπὸς διαχωρῖσαι (6114 (7119)) future infinitive (High) σκοπὸς δὲ ἦν ἐκκρούσειν (NChonChron 15617)

παραλαβεῖν (1456 (2572)) future infinitive (High) συμπαραλήψεσθαι (NChonChron 43669)

προσεδοκᾶτο παθεῖν (15121 (2892)) future infinitive (High) ἐκαραδόκει πείσεσθαι (NChonChron 4811)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 future infinitive (High) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

ἔμελλον ἀνακομίσαι (6320 (7826)) future infinitive (High) ἤμελλον ἀνακομίσειν (NChonChron 16866)

θελόντων (conj) βασιλεῦσαι τὸν Ἰσαάκιον (18 future infinitive (High) βασιλεύσειν Ἰσαάκιον διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο (NChonChron 5

ἐξαπέστειλεν εἰπεῖν (4716 (5323)) future participle (High) ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον (NChonChron 1248)

ἀφανίσαι (725 (9529)) future participle (High) ὡς ἀφανίσοντες (NChonChron 19418)

αἰχμαλωτίσαι (725 (9529)) future participle (High) ὡς φθεροῦντες (NChonChron 19418)

στέλλει τὸν λογοθέτην παραδηλῶσαι (4310 (4 future participle (High) στέλλεται παραδηλώσων (NChonChron 10838-39)

συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) future participle (High) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

συνέτρεχον θεάσασθαι (1813 (3379)) future participle (High) συνέτρεχε ὀψόμενος (NChonChron 55148)

στέλλει τὸν λογοθέτην ἀναγγεῖλαι (4310 (42 future participle (High) στέλλεται εὐαγγελισόμενος (NChonChron 10838-39)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 4 of 284

aorist optative (Low)λάβοι (1552 (27518)) future indicative (High) δωρήσεται (NChonChron 46133)

aorist participle (Both)ἐγύρευον τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (5 future participle (High) περιεσκόπουν τὸν τὴν κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) future participle (High) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

μεγάλην λαβὼν ἀρχὴν (4713 (5227)) perfect participle (Low) μεγάλην ἀρχὴν εἰληχὼς (NChonChron 12257)

πέμψαντες (21179 (38319)) perfect participle (Low) πεπομφότες (NChonChron 62491)

ἀφικόμενος (42 (3913)) perfect participle (Low) ἀφιγμένος (NChonChron 10291)

παραλαβὼν (1661 (3142)) perfect participle (Low) παρειληφὼς (NChonChron 5186)

μὴ παιδευθέντες διὰ τὰ κακὰ (21315 (36420)) present participle (Both) οὐ τοῖς κακοῖς παιδευόμενοι (NChonChron 59372)

συνδέσαντες (214 (36433)) present participle (Both) περιδέοντες (NChonChron 59489)

ἐκνευρίσασα (1462 (25825)) present participle (Both) ἀναμοχλεύουσα (NChonChron 43849)

τινὰς κατrsquoαὐτῶν ὁρμηθέντας (6111 (7013)) present participle (Both) τοῖς κατrsquo αὐτῶν ἐπιοῦσι (NChonChron 15461)

article (Low)κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) no article (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

περὶ τὴν ἀψίδα (1825 (33911)) no article (High) πρὸς ἁψῖδα (NChonChron 55434)

ἀπὸ τῶν γενῶν τῶν Φράγγων (2121 (35911)) no article (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων (NChonChron 58561)

ὁ γὰρ Ἰσαάκιος (1821 (33718)) no article (High) Ἰσαάκιος γὰρ (NChonChron 55157)

κατὰ τῶν Οὔγγρων (412 (387)) no article (High) κατὰ Παιόνων (NChonChron 10046)

καὶ ὁ μὲν μαρκἐσιος (2178 (36912)) no article (High) καὶ μαρκέσιος μὲν (NChonChron 60174)

ἀπὸ τῆς Καλαβρείας (15121 (2899)) no article (High) ἐκ Καλαβρίας (NChonChron 48210)

ὑπάρχοντι κατὰ τὴν Ταρσὸν (431 (3921)) no article (High) ὄντι κατὰ Ταρσὸν (NChonChron 1037)

εἰ καὶ ὁ βασιλεὺς (1581 (28120)) no article (High) εἰ βασιλεὺς (NChonChron 47194)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) no article (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

παρὰ τοῦ θεοῦ (1584 (28224)) no article (High) ἐκ θεοῦ (NChonChron 47341)

προσέρχεται ταῶ βασιλεῖ (1582 (2825)) no article (High) πρόσεισι βασιλεῖ (NChonChron 47218)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 5 of 284

ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) no article (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

ὁ ἀπὸ τῆς Πράτζης (2181 (36922)) no article (High) ὁ ἐκ Πράτζης ὁρμώμενος (NChonChron 60185)

ἀλλrsquo ὁ βασιλεὺς οὐκ ἐδέχετο τοῦτο (514 (547)) no article (High) οὔτε βασιλεὺς πράως ἤνεγκε τὸ γεγονός (NChonChron 1281

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) no article (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

ὁ δὲ βασιλεὺς (446 (4311)) no article (High) βασιλεὺς δὲ (NChonChron 11089)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 (3 no article (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

κατὰ τὴν Κέρκυραν (652 (8020)) no article (High) κατὰ Κέρκυραν (NChonChron 17158)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 no article (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

ἐποίει ὁ Ἀλέξιος (1813 (3373)) no article (High) πράττων Ἀλέξιος (NChonChron 55042)

εἰς τὸν βασιλέα (6321 (792)) no article (High) ἐς βασιλέα (NChonChron 16876)

ἐπὶ τὴν Βερόην (1432 (25213)) no article (High) εἰς Βερόην (NChonChron 42976)

εἰ μὴ ὁ θεὸς ἐνεδείξατο φιλανθρωπίαν (1556 ( no article (High) εἰ μὴ θεὸς ᾤκτειρε (NChonChron 46372)

ὁ δὲ βασιλεὺς (15106 (28627)) no article (High) βασιλεὺς δὲ (NChonChron 47815)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) no article (High) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

περὶ τὴν Σηστὸν (15121 (28914)) no article (High) περὶ Σηστὸν (NChonChron 48216)

μετὰ τῶν Τούρκων (1426 (24729)) no article (High) μετὰ Περσῶν (NChonChron 42286)

comparative (Low)τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) superlative (Both) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

πλουσιώτερος πάντων (16171 (3258)) superlative (Both) ῥυηφενέστατος ἀνθρώπων (NChonChron 53352)

χυδαῖοι οἱ πλείονες (2121 (35912)) superlative (Both) ἀφαυρῶν τὰ πλεῖστα (NChonChron 58562)

dative (Both)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) accusativus respectus (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

τῆ γνώσει (433 (4014)) κατά + acc (High) κατὰ σύνεσιν (NChonChron 10446)

double negation (High)οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) simple (Both) διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 6 of 284

doubled noun (Low)τάξεις τάξεις (3114 (3426)) κατά + acc (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 9369)

finite verb (Low)εἶπον (112 (42)) φθάσας + finit verb (High) φθάσαν εἴρηκε τὸ λέγειν (NChonChron 3232)

future indicative (High)εἰ μὴ ἐνδώσει hellip δώσει δὲ (1662 (31418)) optative (High) εἰ μὴ ὑποσταίη hellipκαὶ hellip ἐκπέμψειε (NChonChron 51826)

future infinitive (High)συνεκστρατεύσειν καὶ συμμαχήσειν ἔμελλον ( present infinitive (High) συνεκστρατεύειν ἤμελλον (NChonChron 16042)

genitive (High)περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο adjective (High) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

ἦν δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Σαρακηνοῦ (477 (5026)) dative (Both) ἦν δὲ σκοπὸς τῷ Ἀγαρηνῷ (NChonChron 11966)

hiatus (Low)ἡ μετὰ ὕβρεως δίωξις (2123 (3605)) apocope (High) ἡ μεθrsquo ὕβρεων ἀπαγωγή (NChonChron 58787)

τῆ δὲ ἀληθεία (2177 (3699)) apocope (High) πρὸς δrsquo ἀληθῆ πρᾶξιν (NChonChron 60171)

ἐπrsquo ὀλίγαις δὲ ἡμέραις (1111 (113)) apocope (High) ἐφrsquo ἱκαναῖς δrsquo ἡμέραις (NChonChron 276)

ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα (1825 (3399)) apocope (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ (NChonChron 55431)

οὐδὲ ἐκεῖσε (16171 (3254)) apocope (High) οὐδrsquo ἐκεῖσε (NChonChron 53348)

ὅθεν οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (53 apocope (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτὴν ἠγάπα (251 (1220)) apocope (High) οὐδrsquo ὁ βασιλεὺς προσεῖχεν αὐτῇ (NChonChron 5465)

οὐδὲ οὕτως ἔπαυσαν τὰ κακὰ (211711 (3847)) apocope (High) οὐδrsquo οὕτως ἠρέμησαν τὰ δεινά (NChonChron 62519)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) apocope (High) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

ὡς δὲ οὐδὲν (436 (4111)) apocope (High) ὡς δrsquo οὐδrsquo ὅλως (NChonChron 1061)

παρὰ Ἀνδρονίκου (1421 (24521)) apocope (High) παρrsquo Ἀνδρονίκου (NChonChron 42022)

μετὰ ὑπουλίας (16192 (3269)) apocope (High) μεθrsquo ὑπουλίας (NChonChron 53587)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 7 of 284

ὁ δὲ Ἀνδρόνικος (617 (6918)) apocope (High) ὁ δrsquo Ἀνδρόνικος (NChonChron 15318)

κατὰ Ἀρμενίαν ὑπάρχων (4310 (424)) apocope (High) κατrsquo Ἀρμενίαν (NChonChron 10836)

τὸ ἐμὸν ὀσπήτιον (2131 (36014)) crasis (High) τοὐμὸν οἴκημα (NChonChron 5872)

τὸ ἐπώνυμον Σπυριδωνάκης (1618 (32519)) crasis (High) τοὐπώνυμον Σπυριδωνάκης (NChonChron 53464)

τὸ ὄνομα (15121 (2894)) crasis (High) τοὔνομα (NChonChron 4823)

καὶ ἐν τῶ λαλῆσαι (434 (4026)) crasis (High) κἂν τῷ ἐπιτάξαι (NChonChron 10560)

καὶ ἐν τοῖς ἀπόροις (436 (414)) crasis (High) κἀν τοῖς ἀπόροις (NChonChron 10688)

imperfect (Both)τάχα δὲ καὶ εἰς πλέον κακὸν προέβαινεν (447 aorist (Both) τάχα δrsquo ἂν καὶ εἰς χείριστον προέβη (NChonChron 1109)

εὐκόλως εἶχε καὶ τὴν ὅλην παραλαβεῖν Ζαγορ imperfect + ἄν (Both) εἶχεν ἂν εὐμαρῶς καὶ ἀπόνως Μυσίαν ἅπασαν (NChonChro

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 perfect (Both) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

ἔπεμπε (15113 (28819)) perfect (Both) ἐκπέπομφε (NChonChron 48178)

δαιμονίζομαι οὐδὲν τῶν δαιμονιζομένων διεφ perfect (Both) οὐδὲν τῶν παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 pluperfect (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15868)

ἦν καιρὸς (6117 (7219)) pluperfect (High) ἐνειστήκει καιρὸς (NChonChron 15865)

περιεπάτει (4712 (5224)) pluperfect (High) τὴν πορείαν πεποίητο (NChonChron 12249)

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) pluperfect (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

ἐφοβεῖτο (15112 (28811)) pluperfect (High) ἐδεδίει (NChonChron 48011)

ἐν ὧ ἠκούμβιζεν (523 (569)) present participle + ἦν (High) ᾧ ἦν βακτηρευόμενος (NChonChron 13195)

ἐπολιόρκει (413 (391)) present participle + ἦν (High) ἦν πολιορκῶν (NChonChron 10174)

ἐσκόπευε (1841 (3411)) ἦν + present participle (High) ἦν καιροφυλακῶν (NChonChron 55693)

imperfect + ἄν (Both)καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 aorist + ἄν (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

indefinite pronoun (Low)μὴ ἔχοντα οὖν τινὰ τὸν σώζοντα (523 (564)) article + adjectiveparticiple (High) μὴ ἔχων οὖν τὸν σώζοντα (NChonChron 13188)

συλλαμβάνεται παρὰ Βάχων τινῶν (522 (562 no article (High) συλληφθεὶς γὰρ παρὰ Βλάχων (NChonChron 13185)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 8 of 284

infinitive (Both)μετὰ δὲ τὸ φονευθῆναι πολλοὺς (4718 (5413)) noun (Both) μετὰ δὲ πολὺν φόνον (NChonChron 12537)

ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν (2123 (3606)) noun (Both) τὴν ἐκ πόλεως ἄπαρσιν (NChonChron 58788)

δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) noun (Both) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

τὸ ἀπελθεῖν ἐκρίνετο (1661 (3145)) noun (Both) ἡ ἄφιξις συνελογίζετο (NChonChron 51810)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 noun (Both) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17161

φουρκίσειν (2138 (36228)) noun (Both) τὴν ἐπὶ σκόλοπος ἀπαιώρησιν (NChonChron 5916)

φυγεῖν βουλεύονται (653 (8026)) noun (Both) δρασμὸν βουλεύονται (NChonChron 17269)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) present participle (Both) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

μὴ ἔχων ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (561 (602 ὅπως (Both) μὴ ἔχων ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

ὡς ἂν εἰσέρχομαι εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (61 ὅπως (Both) ἐπιπαρέρχομαι ὅπως εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 15

φυλάττειν αὐτὸ (21142) πρός + noun (High) πρὸς φρουρὰν (NChonChron 61492)

ἐκείνου δὲ εἰπόντος ὀρέγεσθαι (479 (5126)) ὡς (Both) τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς αἱρεῖται (NChonChron 12110)

modern nominal ending (Low)κατὰ τὸν Σάγγαριν (1131 (424)) conservative nominal ending (High) κατὰ τὸν Σαγγάριον (NChonChron 3362)

name of countrycity (Low)εἰς Κωνσταντινούπολιν (112 (422)) article + genitive of name of founder τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

εἰς Ἀδριανούπολιν (21143 (37630)) article + genitive of name of founder τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513)

τὴν Ἀδριανούπολιν (21142 (37626)) article + genitive of name of founder ἐς τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 6149-10)

τὴν δὲ Ἀρκαδιούπολιν (21142 (37611)) article + genitive of name of founder τὴν δὲ πολισθεῖσαν Ἀρκαδίῳ (NChonChron 61489)

εἰς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (412 (3817)) article+name of inhabitants (High) τὴν τῶν Θεσσαλῶν καταλαβὼν (NChonChron 10058)

no article (High)τὸ ἐκ Λατίνων στρατιωτικὸν (442 (4216)) article (Low) τὸ ἐκ τῶν Λατίνων στρατιωτικὸν (NChonChron 10853)

non contracted form (Low)πλείονα (1842 (34113)) contracted form (High) πλείω (NChonChron 55714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 9 of 284

normal (Low)ἐφόνευσαν πολλοὺς (4717 (5329)) litotes (High) οὐ μετρίους κατέκτανεν (NChonChron 12417)

ὀλίγον προσκαρτερήσας καιρὸν (412 (3812)) litotes (High) καιρὸν δrsquo οὐχὶ πολὺν προσμείνας (NChonChron 10052)

noun (Both)ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἁρμάτωσιν (6114 (7127) article + adjectiveparticiple (High) διὰ τὸ τῶν στρατευμάτων πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NCh

οἱ Πέρσαι (288 (2034)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ βάρβαρον (NChonChron 7151)

ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἀρμάτωσιν (6114 (7127) article + adjectiveparticiple (High) διὰ τὸ πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NChonChron 15628)

μεγάλης προθυμίας πλησθεὶς (244 (123)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ πρόθυμον ἐπιτείνας (NChonChron 5344)

τὴν τῶν Κομάνων συμμαχίαν (21141 (3764)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ ἐκ Σκυθῶν ἐπίκουρον (NChonChron 61381)

τῶν πολεμίων (2184 (37022)) neutre article + adjective (High) τὸ πολέμιον (NChonChron 60326)

μετεστράφησαν εἰς ἀσυνήθη ἔργα (1462 (258 neutre article + adjective (High) μετακεκλικότα πρὸς τὸ ἀσύνηθες (NChonChron 43846)

τὴν ἐπιτυχίαν (631 (7323)) neutre article + adjective (High) τὸ εὔδαιμον (NChonChron 15920)

τὸν τῆς Αἰγύπτου πάμφορον πλουτισμὸν (63 neutre article + adjective (High) τὸ τῆς Αἰγύπτου πάμφορον (NChonChron 15919)

noun in plural (Both)οἱ ἐνδοξότεροι (7124 (8810)) neutre article + adjective (High) τὸ ἐπίσημον (NChonChron 18495)

οἱ ἐχθροὶ (214 (36429)) neutre article + adjective (High) τὸ ἀντίπαλον (NChonChron 59484)

τὴν Σεβάστειαν μετὰ τῶν χωρῶν αὐτῆς (479 ( noun in singular (Both) τὴν Σεβάστειαν καὶ τὴν ταύτης χώραν (NChonChron 12119)

τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 noun in singular (Both) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

τὰ ἤθη μιμησάμενος (1841 (34110)) noun in singular (Both) τὸ ἦθος τυπούμενος (NChonChron 55710)

τὰς χώρας ἐπιθυμῶν κρατῆσαι (4711 (5213)) noun in singular (Both) νοσήσας κἀπὶ τῇ τούτου ἔρωτα χώρᾳ (NChonChron 12234)

ὁ στερεός τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) noun in singular (Both) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

τὰ στρατεύματα προσῆγον τοῖς τοίχοις (2114 noun in singular (Both) τὰς δυνάμεις προσῆγον τῷ τείχει (NChonChron 61515)

noun in singular (Both)ἱδρῶτα φέρων (3112 (343)) noun in plural (Both) ἱδρῶσι σταζόμενος (NChonChron 9247)

ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐκτιναξάμενος (3112 (343 noun in plural (Both) ἐκ τῶν προσώπων ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 10 of 284

πιὼν ἀντίδοτον (1878 (3467)) noun in plural (Both) ἀντιδότοις χρώμενος (NChonChron 56416)

τὴν οἴκησιν ἔχοντες (653 (8026)) noun in plural (Both) τὰς οἰκήσεις ἔχοντες (NChonChron 17268)

numeral plain (Low)δεκαὲξ κεντηνάρια (183 (34023)) numeral with προς + dat (High) δέκα πρὸς τοῖς ἓξ (NChonChron 55683)

participium coniunctum (Both)ὁ δὲ βασιλεὺς ταῦτα ἀκούων (478 (5111-12)) ὡς (Both) ὡς δrsquo ἠνωτίζετο ταῦτα ὁ βασιλεὺς (NChonChron 12085)

passive (High)ἀπεκρύβη (622 (7311)) medium (High) ἀπεκρύψατο (NChonChron 1591)

perfect (Both)νενικηκὼς (1119 (1742)) aorist (Both) ὑπερελάσας (NChonChron 32118)

perfect participle (Low)περιχρυσωμένον ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6 adjective (High) ἐπίχρυσον τέτρωρον (NChonChron 15867)

καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) adjective (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

perfect participle + ἦν (Low)κάστρον ἐκτισμένον ἦν (3113 (349)) perfect (Both) κτίζομαι φρούριον ἔκτισται (NChonChron 9253)

plural (Low)εἰς χεῖρας (7126 (8824)) dual number (High) ἐν ταῖν χεροῖν (NChonChron 18419)

positive (Low)τὰ κακὰ ἦταν δυνατώτερα (1877 (34535)) comparative (Low) ἐπικρατήςτὰ χείρω ἐπικρατέστερα (NChonChron 5647)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) comparative (Low) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

πολλῆς εὐεργεσίας (511 (535)) superlative (Both) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης (NChonChron 12653)

φονεύω πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) superlative (Both) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

ὀξὺς καταλῦσαι ζωὴν (515 (5415)) superlative (Both) ὀξύτατος καταλῦσαι ζωὴν (NChonChron 12814)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 11 of 284

πολλὰς ἡμέρας ποιήσας (1661 (3143)) superlative (Both) πλείστας ἡμέρας ἐνδιατρίψας (NChonChron 5187)

possessive genitive (Low)τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ ἐξάδελφον (1454 (25610)) no possessive pronoun (High) τὸν οἰκεῖον ἐξάδελφον (NChonChron 43537)

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) no possessive pronoun (High) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

ἐκ τοῦ γένους τοῦ βασιλέως (7123 (8810)) possessive dative (High) ἐκ τοῦ γένους τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18495)

τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 (33630)) possessive dative (High) τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

ὁ ἦν ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως (7118 (873)) possessive dative (High) ἦν ἀδελφιδοὺς τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18239)

τῶν ὁμοφύλων ἐκείνου (1557 (27622)) possessive dative (High) τῶν ὁμοφύλων ἐκείνω (NChonChron 46384)

τοῦ πάππου τοῦ βασιλέως Μανουὴλ (431 (39 possessive dative (High) τοῦ τῷ Μανουὴλ προπάτορος (NChonChron 10315)

present (Both)πρὸς ἃ βλέπων (14216 (2504)) aorist (Both) πρὸς ἃ ἀπιδὼν (NChonChron 42578)

πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) aorist (Both) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

πέμπει (1563 (27716)) aorist (Both) ἐξέπεμψε (NChonChron 46531)

ὁ εὑρισκόμενος λαός (1811 (33617)) aorist (Both) ὁ εὑρεθεὶς λεὼς (NChonChron 54915)

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) perfect (Both) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

χρῆται δολοφροσύνη ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυ perfect (Both) δολοφροσύνῃ κέχρηται ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

ἐπικαλεῖται (1442 (25420)) perfect (Both) ἐπικέκληται (NChonChron 43267)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) perfect (Both) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

ἀποστερεῖται τοὺς ὀφθαλμοὺς (14211 (24821) perfect (Both) ἀπεστέρηται τοῦ φωτὸς (NChonChron 42320)

τῶν βαρβάρων διαφέρομεν (6111 (7021)) perfect (Both) τῶν βαρβάρων διενηνόχαμεν (NChonChron 15573)

τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν ὑποτίθησι (622 (7313)) perfect (Both) τὴν οἰκείαν ὑποτἐθεικε κεφαλὴν (NChonChron 1594)

πέμπει (15105 (28616)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 4783)

φεύγω φεύγωσιν τινὰς δειλιῶντας (6111 (701 perfect (Both) ὅσοι δὲ πεφρίκασιν (NChonChron 15462)

συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) pluperfect (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει (NChonChron 3368)

present indicative (Low)σφάττουσι (472 (474)) future indicative (High) ἀποκτενοῦσι (NChonChron 11787)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 12 of 284

ἕως πότε παραβλέπεις (472 (4826)) future indicative (High) ἕως τίνος παρόψει (NChonChron 11679)

ἀπολλύουσι (472 (494)) future indicative (High) ἀπόλλυμι ἀπολοῦσι (NChonChron 11787)

present participle (Both)καταγινώσκων (511 (538)) aorist participle (Both) καταγνοὺς (NChonChron 12657)

δηλῶν τὴν ἔλευσιν (632 (743)) future participle (High) προκαταγγελοῦντα τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16038)

ἐπιφέρων τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (743)) future participle (High) ἀποκομίσοντα τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16041)

relative clause (Low)ἅτινα ἦσαν ἐντὸς ἐν αὐτοῖς διήρπαζον (2123 ( article + adverb (High) τὰ τε ἔνδον διήρπαζον (NChonChron 58680)

τὴν γνώμην ἣν εἶχεν πρὸς τούτους (652 (8019 attribute (High) τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 17156)

ἐνθυμούμενος ὅσα hellip ἔπραξαν (652 (8020)) noun (Both) τοῦ κατὰ Κέρκυραν μεμνημένος παροινήματος (NChonChro

sigmatic aorist (Low)παραβλέψαντες (2175 (36820) Y) strong aorist (High) παριδὸν

τοὺς Βαράγγους περισυνάξαντος (1812 (3362 strong aorist (High) τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος (NChonChron 55028)

simple verb + preposition (Low)χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς (474 (4926)) compound verb (High) ἐπιχαίρῃ κακοῖς (NChonChron 11818)

καιρὸν διαβιβάσας μετὰ τοῦ βασιλέως (477 (5 compound verb (High) ἐς ἱκανὸν χρόνον τῷ βασιλεῖ συνδιέτριψε (NChonChron 119

subjunctive (Low)ὅτε κρατήσωσι καὶ ἔλθωσιν (2183 (37016)) optative (High) ἡνίκα περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀνακαλέσηται (562 ( optative (High) μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀναμαχέσαιτο (NChonChron 1381

κἂν μικρόν τι ἀποχωρισθῆ (112 (417)) optative (High) κἂν ἀπορραγείη μικρόν τι (NChonChron 3251)

ὥρμησεν ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) optative (High) ἐπέτεινεν εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὡς ἂν εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (619 (6934)) optative (High) ὅπως ἐπιπαριοῦσαι εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 1544

πολεμήσωμεν (6111 (7024)) optative (High) συμπλεκοίμεθα (NChonChron 15577)

οὕτω γὰρ γυναῖκας ὑμῶν ἴδητε (6111 (7025)) optative (High) οὕτως συλλέκτρους ἴδοιτε (NChonChron 15578)

ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) optative (High) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 13 of 284

τίς ἂν λαλήση ἢ τίς ποιήση (15111 (28721-22)) optative (High) τις ἂν λαλήσειε ἢ τις ποιήσειε (NChonChron 47944-45)

ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) optative (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 optative (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) -τέον (High) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

ἀνδρισώμεθα (6111 (7016)) -τέον (High) ἀνδριστέον (NChonChron 15463)

superlative (Both)τὸ χρησιμώτατον (3113 (348)) litotes (High) οὐ τὸ ἐλάχιστον (NChonChron 9251)

verb (Low)διώκεται μέχρι πολλοῦ (1112 (119)) combination of verb and noun (High μέχρι τινὸς καταδίωξις γίνεται (NChonChron 2713)

verb in plural (Low)τὰ τοῦ φόρου κάλλη ἠχρειοῦντο (1825 (3394) attic syntax (High) ἀγορῶν κάλλη κατερριπτεῖτο (NChonChron 55422)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) attic syntax (High) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) attic syntax (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

ταῦτα μὲν συνέβησαν ὕστερον (4713 (5234)) attic syntax (High) ταῦτα μὲν συμβέβηκεν ὕστερον (NChonChron 12368)

τὰ πράγματα ἐφάνησαν καλλιώτερα (211711 attic syntax (High) βελτίω ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-20)

ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) attic syntax (High) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

τῶν lsquoΡωμαίων ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησα attic syntax (High) τὰ τῶν Ῥωμαίων ἀνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChro

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) attic syntax (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 attic syntax (High) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

ὅσα διέρχονται (1826 (33928)) attic syntax (High) ὅσα κάτεισιν (NChonChron 55552)

ὅσα πρὸς βορρὰν βλέπουσιν (1826 (33926)) attic syntax (High) ὅσα πρὸς βορρᾶν πρόεισιν ἄνεμον (NChonChron 55550)

word order 2 (Low)καταλείψας τὸ Β ὡς εὐκολοκράτητον (1112 (2 word order 1 (High) τὸ Β παραλλάξας ὡς εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

ἐκεῖνον ἀποδιώξας (21183 (3854)) word order 1 (High) ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον (NChonChron 62654)

ὁ Λάσκαρις δὲ Θεόδωρος (21183 (3853)) word order 1 (High) ὁ δὲ Λάσκαρις Θεόδωρος (NChonChron 62653)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 14 of 284

ὁ Κομνηνὸς δὲ Δαυὶδ (21183 (3856)) word order 1 (High) ὁ δrsquo ἐκ Κομνηνῶν Δαυὶδ (NChonChron 62657)

τὰς τέντας τῶν βαρβάρων (1842 (34114)) word order 1 (High) τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς (NChonChron 55716)

ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) word order 1 (High) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

τὴν τύφλωσιν τοῦ πατρὸς (183 (34030)) word order 1 (High) τὴν τοῦ πατρὸς πήρωσιν (NChonChron 55691)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 word order 1 (High) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

οἱ Προυσηνοὶ δὲ (2184 (37020)) word order 1 (High) οἱ δὲ Προυσαῖοι (NChonChron 60324)

πέμψας δὲ ὁ βασιλεὺς διεκώλυεν (477 (5029)) word order 1 (High) βασιλεὺς δὲ πέμψας διεκώλυεν (NChonChron 12070)

μαθὼν δὲ πάλιν ὁ βασιλεὺς (3111 (3321)) word order 1 (High) βασιλεὺς δὲ αυτὸς αὖθις μαθὼν (NChonChron 9229)

ἐκράτησε δὲ τότε καὶ τὴν Στρούμιτζαν (16192 word order 1 (High) τότε δὲ καὶ τῆς Στρουμμίτζης ἐκράτησεν (NChonChron 5359

καὶ αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς (3111 (3326)) word order 1 (High) καὶ βασιλεὺς δὲ αὐτὸς (NChonChron 9236)

τὸν ῥῆγα Σερβίας (3111 (3321)) word order 1 (High) τὸν Σερβίας δυναστεύοντα (NChonChron 9229)

αὐτίκα γὰρ Ἀλέξιός τις (1421 (24515)) word order 1 (High) αὐτίκα γάρ τις Ἀλέξιος (NChonChron 42013)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (511 (537)) word order 1 (High) μετὰ δὲ βραχὺ (NChonChron 12655)

οὗτος ὁ βασιλεὺς (251 (1214)) word order 1 (High) ὁ βασιλεὺς οὗτος (NChonChron 5358)

μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 word order 1 (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

ὁ ἀποστάτης δὲ (1662 (31415)) word order 1 (High) ὁ δrsquo ἀποστάτης (NChonChron 51822)

τοῦ πυρὸς παυσαμένου (1828 (34011)) word order 1 (High) λωφήσαντος τοῦ πυρός (NChonChron 55569)

τοῖς πολλοῖς δὲ (1661 (3145)) word order 1 (High) τοῖς δὲ πολλοῖς (NChonChron 51810)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (441 (428)) word order 1 (High) τὴν ἄφιξιν τοῦ βασιλέως (NChonChron 10841)

ἄβατος (Low)ἄβατα (1435 (25318)) βατός (High) μὴ βατὰ (NChonChron 43025)

ἀβλαβής (Low)διέβησαν ἀβλαβεῖς (7122 (8731)) ἀπαθής (High) ἀπαθεῖς παρῆλθον (NChonChron 18377)

ἀβλαβὴς (1435 (25320)) ἀπείρατος (High) ἀπείρατος κακοῦ (NChonChron 43028)

ἀγαθός (Low)εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) δεξιός (High) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 15 of 284

ἀγανακτέω (Both)ἠγανάκτει (1462 (25818)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινε (NChonChron 43839)

ἠγανάκτων ἢ ἐλυποῦντο (1828 (3408)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55566)

ἀγαπάω (Low)ἠγάπων (1424 (2478)) ἀσπάζομαι (High) ἠσπάζετο (NChonChron 42160)

ὃν ἠγάπησας (15113 (28825)) διώκω (Both) ὃν ἐδίωκες (NChonChron 48155)

οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτὴν ἠγάπα (251 (1220)) προσέχω (Low) οὐδrsquo ὁ βασιλεὺς προσεῖχεν αὐτῇ (NChonChron 5465)

πλέον ἠγάπα τοῦτον (14216 (2507)) πρόσκειμαι (High) πλειόνως τούτῳ προσέκειτο (NChonChron 42581)

κατἀ τὸ πρέπον ἀγαπῶντα (511 (539)) φιλέω (Ambiguous) φιλοῦντος ὅσον εἰκὸς (NChonChron 12657)

ἀγαπᾶ ὁ δοῦλος (432 (405)) φιλέω (Ambiguous) φιλεῖ τὸ ἀρχόμενον (NChonChron 10431)

τοῖς ἀγαπῶσιν ἀκούειν (4719 (5419)) φιλήκοος (High) τοῖς φιληκόοις (NChonChron 12543)

τὴν ταραχὴν ἀγαπώντων (1522 (27030)) φιλοτάραχος (High) φιλοτάραχοι (NChonChron 45565)

ἀγαπήσας αὐτὸν (112 (421)) φίλτρον (High) τὸ φίλτρον διατηρήσας ἀλώβητον (NChonChron 3252)

ἀγάπη (Low)φλὸξ ἀγάπης (21123 (37414)) ἔρως (Ambiguous) ἐμπύρευμα ἔρωτος (NChonChron 61017)

ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) πόθος (High) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

καθαρὰν ἀγάπην (4715 (537)) φιλία (Low) φιλίαν ἀκραιφνῆ (NChonChron 12379)

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( φίλτρον (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ (433 (4016)) φίλτρον (High) τὰ φίλτρα γέρας (NChonChron 10448)

ἀγαπητός (Low)ἀγαπητὸς (15112 (2884)) εὐκταῖος (High) εὐκταῖος (NChonChron 48061)

ἀγαπητοῦ ἔργου (15113 (28825)) ἐφετός (High) ἐφετοῦ χρήματος (NChonChron 48186)

ἀγαπητὸς καὶ παμπόθητος (15111 (28725)) τρισασπάσιος (High) τρισασπάσιος (NChonChron 47947)

ἀγγελία (High)ἀγγελίας ἐδέξατο (1153 (85)) πρεσβεία (High) πρεσβείαν ἐφειλκύσατο (NChonChron 3943)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 16 of 284

Ἁγία Σοφία (Low)εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν Μέγας Νεώς (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

τῆ Ἁγία Σοφία (14223 (25130)) Μέγιστος Ναός (High) τῷ Μεγίστῳ Ναῷ (NChonChron 42854)

ἅγιος (Low)τὴν ἁγίαν τράπεζαν (1426 (2481)) παναγής (High) τὴν παναγῆ τράπεζον (NChonChron 42289)

ἀγορά (High)ὅσα αὐτὸς ἔδωκε εἰς τὴν ἀγορὰν αὐτοῦ (16171 λύτρα (High) τὰ λύτρα (NChonChron 53349)

ἀγοράζω (Low)ἀγορασθῆναι (16171 (32432)) λύω (High) λυθῆναι (NChonChron 53344)

παρακαλεῖ ἀγορασθῆναι (16171 (3252)) λύω (High) δεῖται λυθῆναι (NChonChron 53347)

ἀγοράζοντες (21315 (36422)) ὠνέομαι (High) ὠνούμενοι (NChonChron 59475)

ἀγοράσας (1211 (1992)) ὠνέομαι (High) ὠνησάμενος (NChonChron 3554)

ἀγοράσας (1813 (3377)) ὠνέομαι (High) πριάμενος (NChonChron 55146)

ἄγουρος (Low)γονεῖς φάγουσιν ἄγουρα (14220 (25114)) ὄμφαξ (High) ἐκ τῶν πατρικῶν ὀμφάκων (NChonChron 42732)

ἄγριος (Low)θηρία ἄγρια (6111 (7013)) ὀρεινόμος (High) θῆρες ὀρεινόμοι (NChonChron 15460)

ἀγρίως (Low)ἀγρίως καὶ ἀπανθρώπως (21172 (38116)) ἀνημέρως (High) ἀνημέρως (NChonChron 6217)

ἀγύρευτος (Low)ῥύμαι ἀγύρευτοι (437 (4118)) ἀδιασκόπητος (High) ἄμφοδοι ἀδιασκόπητοι (NChonChron 10711)

ἀγωνίζομαι (Low)τὸ συνερίζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι (445 (436)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλᾶσθαι (NChonChron 10984)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 17 of 284

ἀγωνιζομένων ἀνδρείως (21143 (37632)) ἀμύνομαι (High) ἀμυνομένων εὐρώστως (NChonChron 61516)

ἀγωνίζεσθαι (15104 (28613)) μογέω (High) μογεῖν (NChonChron 47895)

σώζειν ἠγωνίζοντο ἑαυτοὺς (7124 (8816)) σπεύδω (High) σώζειν ἑαυτοὺς ἔσπευδον (NChonChron 1848)

ἀγωνίζοντο κρατῆσαι αὐτὸν (7128 (8916)) σπεύδω (High) συλλαβεῖν αὐτὸν σπεύδοντας (NChonChron 18548)

ἀδελφός (Low)ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ (1433 (25223)) αὐτάδελφος (High) ὁ τούτου αὐτάδελφος (NChonChron 42988)

ὁ άδελφὸς (112 (41)) κασίγνητος (High) ὁ κασίγνητος (NChonChron 3231)

ὁ ἀδελφὸς (2181 (36921)) κασίγνητος (High) ὁ κασίγνητος (NChonChron 60185)

τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν (4713 (5232)) κασίγνητος (High) τὸν οἰκεῖον κασίγνητον (NChonChron 12366)

τῶ ἀδελφῶ (1143 (725)) κασίγνητος (High) τῷ κασιγνήτῳ (NChonChron 3818)

ἀδελφοῦ (1512 (26926)) κασίγνητος (High) κασιγνήτου (NChonChron 45424)

τοῦ ἀδελφοῦ (112 (423)) κασίγνητος (High) τοῦ κασιγνήτου (NChonChron 3356)

ἀδελφὸν (1812 (33625)) κασίγνητος (High) κασίγνητον (NChonChron 55024)

ἀδελφοί (511 (532)) ὁμαίμων (High) ὁμαίμονες (NChonChron 12650)

τρεῖς ἦσαν ἀδελφοὶ (432 (3930)) ὁμαίμων (High) τρεῖς ἦσαν ὁμαίμονες (NChonChron 10320)

τὸν ἀδελφὸν (433 (4011)) ὁμαίμων (High) τὸν ὁμαίμονα (NChonChron 10439)

τοῦ ἀδελφοῦ (112 (43)) ὁμόγνιος (High) τοῦ ὁμογνίου (NChonChron 3233)

ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ Ἰσαάκιος (511 (536)) σεβαστοκράτωρ (High) ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος (NChonChron 12654)

ἀδιάβλητος (Low)μάρτυρες ἀπαραλόγιστοι καὶ ἀδιάβλητοι (156 ἀπαραλόγιστος (High) διαιτητὴς ἀπαραλόγιστος (NChonChron 46649)

ἀδιακρίτως (Low)ἐξεφόρει ἀδιακρίτως (1821 (33720)) ἀφειδέστερον (High) ἐξεφόρει ἀφειδέστερον (NChonChron 55160)

ἀδιαντροπία (Low)εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 ἀναίδεια (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

ἀδιαντροπίας (1422 (2468)) ἀναίδεια (High) ἀναιδείας (NChonChron 42032)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 18 of 284

ἀδιάντροπος (Low)ὡς ἄδικον καὶ ἀδιάντροπον (2138 (36229)) ἀναιδής (High) ὡς ἀδίκῳ ἅμα καὶ ἀναιδεῖ (NChonChron 5917)

ἀδιαντρόπως (Low)ἀδιαντρόπως (1221 (2004)) ἀναίδην (High) ἀναίδην (NChonChron 35625)

ἀλλrsquo ἀδιαντρόπως καὶ φανερῶς (432 (404)) ἀναίδην (High) ἀλλrsquo ἀνέδην (NChonChron 10429)

ἀδιάφορος (Low)πρὸς τὰς μίξεις τῶν γυναικῶν ἀδιάφορος (25 ἀκάθεκτος (High) πρὸς τὰς μίξεις ἀκάθεκτος (NChonChron 5471)

ταῖς ἀδιαφόροις καταλείψασα γυναιξὶ (251 (1 ἄφρων (Ambiguous) ταῖς ἄφροσι τῶν γυναικῶν ἐπιρρίπτουσα (NChonChron 546

μετὰ συγγεγῶν ἀδιαφόρων (15106 (2871)) ἀχρεῖος (High) συγγενέσι ἀχρείοις (NChonChron 47824)

ἀδιάφοροι (1522 (27030)) βάναυσος (High) βάναυσος (NChonChron 45565)

ἀδιήγητος (Low)ὁ ἀδιήγητος τῷ κάλλει οἶκος (2131 (36016)) ἄμαχος (High) ὁ ἄμαχος τῷ κάλλει οἶκος (NChonChron 5874)

Ἀδριανούπολις (Low)πρὸς Ἀδριανούπολιν ἔρχεται (183 (34019)) Ἀδριανοῦ ἡ (High) τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε (NChonChron 55680)

ἐν τῆ Ἀνδριανουπόλει (21133 (37526)) Ὀρεστιάς (High) ἐν Ὀρεστιάδι (NChonChron 61371)

τὴν Ἀνδριανούπολιν (21173 (38125)) Ὀρεστιάς (High) τὴν Ὀρεστιάδα (NChonChron 62218)

εἰς Ἀνδριανούπολιν (1661 (3142)) Ὀρεστιάς (High) εἰς Ὀρεστιάδα (NChonChron 5187)

ἀδύνατος (Low)τὰ ἀδύνατα (1558 (27632)) ἀκίχητος (High) τὰ ἀκίχητα (NChonChron 4643)

τῶν ἀδυνάτων ἐπιχειρεῖ (562 (6022)) ἀνέφικτος (High) τοῖς ἐγγὺς ἀνεφίκτων ἐπιχειρεῖ (NChonChron 13818)

ἀείποτε (Low)ἀείποτε (1434 (2533)) ἀεί (High) ἀεί (NChonChron 43010)

ἀείποτε (1152 (733)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 3933)

ἀείποτε (261 (1230)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 5480)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 19 of 284

ἀείποτε (1563 (27721)) ἀεί (High) ἀεί (NChonChron 46536)

ἀείποτε (1425 (24716)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 42271)

ἀείποτε ἐμερίμνα (15111 (28726)) ἀεί (High) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος (NChonChron 47949)

ἀείποτε (1582 (2822)) ἐσαεί (High) ἐσαεὶ (NChonChron 47214)

ἀθεμίτως (Low)ἀνόμως καὶ ἀθεμίτως (1822 (33725)) παναθεμίτως (High) παναθεμίτως (NChonChron 55164)

ἄθεσμος (Low)ἄθεσμα (1223 (20026)) ἀνόμημα (High) ἀνομήμασι (NChonChron 35644)

ἄθλιος (High)ἀνθρώπων ἀθλιώτερος (477 (5023)) τάλας (High) ταλάντατος ἀνθρώπων (NChonChron 11958)

ἀθρόον (Low)ἀθρόον τοῖς Τούρκοις ἐπεισπεσεῖν (288 (2034) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν τοῖς Πέρσαις ἐπεισπεσεῖν (NChonChron 7151)

αἲ αἴ (Low)αἲ αἴ μοι καὶ φεῦ εἰς τοὺς λαμπροτάτους μου ο ὤ (High) ὤ μοι τῶν λαμπροτάτων δόμων (NChonChron 55562)

αἱματωμένος (Low)ἱδρῶτας αἱματωμένους (1613 (3051)) αἱματόεις (High) ἱδρῶτας αἱματόεντας (NChonChron 50347)

αἱματωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες (2123 ὕφαιμος (High) ὕφαιμοι τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 58791)

αἰχμαλωσία (Low)αἰχμαλωσίας (1118 (17315)) ἅλωσις (Both) ἁλώσεις (NChonChron 32090)

αἰχμαλωσίαν (1451 (25524)) λεία (High) λείαν (NChonChron 43418)

ἀπῆραν αἰχμαλωσίαν (4717 (5329)) λεία (High) ἤλασε λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

αἰχμαλωσίαν ἔλαβε (15121 (2897)) λεία (High) λείαν ἤλασε (NChonChron 4826)

μετὰ αἰσχμαλωσίας καὶ κούρσων πολλῶν (15 λεία (High) λείαν οὐ σταθμητήν (NChonChron 46529)

εἰς προνομὴν καὶ αἰχμαλωσίαν (2185 (3717)) προνομή (High) εἰς προνομὴν (NChonChron 60448)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 20 of 284

αἰχμαλωτίζω (Low)ἠχμαλωτίσθη (15114 (28828)) ἀπάγω (Ambiguous) ἀπήχθη (NChonChron 48189)

ἐκούρσευέ τε καὶ ἠχμαλώτιζεν (21182 (3851)) κείρω (High) ἔφθειρέ τε καὶ ἔκειρεν (NChonChron 62651)

αἰχμαλωτίζων καὶ ἐξαρματώνων (6114 (722)) σκυλεύω (High) σκυλεύων (NChonChron 15737)

αἰχμαλωτίσαι (725 (9529)) φθείρω (High) ὡς φθεροῦντες (NChonChron 19418)

αἰχμάλωτος (Low)πολλοὺς αἰχμαλώτους λαβὼν (3113 (3413)) ζωγρίας (High) πολλοὺς ζωγρίας λαβὼν (NChonChron 9357)

ἀκατάδεκτος (Low)τὸ ἀκατάδεκτον αὐτοῦ (431 (3925)) ἀταπείνωτος (Low) τὸ τοῦ φρονήματος ἀταπείνωτον (NChonChron 10311)

ἀκατάστατος (Low)εἰρήνης ἀκαταστάτου (15122 (28930)) ἀμφιπαλής (High) εἰρήνης ἀμφιπαλοῦς (NChonChron 48332)

ἄκαυστος (Low)ἄκαυστον ἀπέμεινεν (1826 (33927)) ἀδιαλώβητος (High) ἀδιαλώβητον ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

ἀκίνδυνος (Low)οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) διακινδυνευτέος (High) διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

ἀκμήν (Low)ἀκμὴν ὀρθῶς λαλεῖν οὐκ ἠδύνατο (1585 (2823 ἔτι (Ambiguous) ἔτι γὰρ ἐψέλλιζεν ἡ νύμφη (NChonChron 47352)

οὐ γὰρ ἐγεύσαντο ἀκμὴν (21315 (36423)) πω (High) οὐ γάρ πω hellip εἴδοσαν (NChonChron 59475)

ἀκοή (Both)ἀπὸ μόνης τῆς ἀκοῆς (1661 (3144)) ἐνήχησις (High) πρὸς μόνην τὴν ἐνήχησιν (NChonChron 51810)

ἀκολουθέω (Low)ἠκολούθουν αὐτῶ (1462 (25814)) ἕπομαι (High) εἵποντο ἐκείνῳ (NChonChron 43834)

ἀκολουθοῦντα (7125 (8819)) ἐφέπομαι (High) ἐφέπομαι ἐφεπόμενον (NChonChron 18411)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 21 of 284

ἠκολούθησε θηρίον (1559 (27637)) κατακολουθέω (High) θηρίῳ κατηκολούθησεν (NChonChron 4649)

ἠκολούθει πλησίον αὐτοῦ (6117 (7225)) παρέπομαι (High) παρείπετο δέ οἱ (NChonChron 15877)

ἵνα ἀκολουθήσωμεν (1456 (2578)) συμμεταβάλλομαι (High) τῷ συμμεταβεβλῆσθαι (τῷ καιρῶ) (NChonChron 43678)

ὁ στρατὸς ὁ ἐκείνω ἀκολουθῶν (183 (34026)) συνέκδημος (High) ὁ συνέκδημος ἐκείνῳ στρατὸς (NChonChron 55687)

ἀκουμβίζω (Low)ἐν ὧ ἠκούμβιζεν (523 (569)) βακτηρεύομαι (High) ᾧ ἦν βακτηρευόμενος (NChonChron 13195)

ἀκούμβισμα (Low)ἀκούμβισμα (16192 (32615)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 53593)

κατάντημα καὶ ἀκούμβισμα (21142 (37626)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 61410)

ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( οἰκητήριον (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

ἀκουμβιστήριος (Low)τὸ ἀκουμβιστήριον ξύλον (523 (568)) σκίπων (High) τὸν σκίπωνα (NChonChron 13195)

ἀκούω (Low)ἀκουόντες (1554 (2762)) ἀκροάομαι (High) ἀκροώμενοι (NChonChron 46256)

ἀκούων (1422 (24612)) ἀκροάομαι (High) ἀκροώμενον (NChonChron 42035)

ὥστε τὴν φωνὴν αὐτῆς ἀκοῦσαι τούτους (434 ἐνηχέομαι (High) ὡς τὴν ταύτης ἐνηχηθῆναι φωνὴν (NChonChron 10562)

ἀκοῦσαι (14220 (2518)) ἐνηχέομαι (High) ἐνηχούμενος (NChonChron 42724)

πρὸς τὸ ἀκοῦσαι (1557 (27627)) ἐνήχησις (High) πρὸς τὴν ἐνήχησιν (NChonChron 46492)

ὁ δὲβασιλεὺς ταῦτα ἀκούων (478 (5111-12)) ἐνωτίζομαι (High) ὡς δrsquo ἠνωτίζετο ταῦτα ὁ βασιλεὺς (NChonChron 12085)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) ἐνωτίζομαι (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

ἀκούσας (515 (5423)) ἐνωτίζομαι (High) ἠνώτιστο (NChonChron 12826)

ἤκουσεν (21142 (3766)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτισάμενος (NChonChron 61483)

ἀκούοντες (1114 (1722)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτιζόμενοι (NChonChron 31835)

ἀκούσας (1225 (2017)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτισάμενον (NChonChron 35755)

ἀκούεις (472 (491)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτίζῃ (NChonChron 11783)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 22 of 284

ἀκούων (631 (7322)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτιζόμενος (NChonChron 15919)

ἤκουεν (1558 (27634)) οὖς (Both) οὖς ὑπέσχετο (NChonChron 4647)

τὸν κλαυθμὸν ἀκούσωσι (438 (4130)) οὖς (Both) τὸν θρῆνον ἀναβῆναι εἰς τὰ ὦτα (NChonChron 10726)

ἀκούειν (1563 (27721)) οὖς (Both) τὸ οὖς ἐπικλίνειν (NChonChron 46536)

ὡς οὖν ἤκουσε (616 (6915)) πυνθάνομαι (High) βασιλεὺς τοίνυν ὡς τοῦτο εἶχε πυθόμενος (NChonChron 152

ἤκουσαν (1584 (28226)) πυνθάνομαι (High) πυθόμενοι (NChonChron 47342)

ἀκράτητος (Low)ἀκράτητοι ἐγένοντο (1451 (25519)) ἀκατάσχετος (High) ἀκατάσχετοι ἐγεγόνεισαν (NChonChron 43411)

ἀκριβολογέομαι (Low)ἀκριβολογούμενος (1591 (28319)) σμικρολογέομαι (High) σμικρολογούμενος (NChonChron 47475)

ἀκριβῶς (Low)τοῖς ἀκριβῶς γινώσκουσι (1424 (2479)) ἐπισταμένως (High) τοῖς εἰδόσι μάλα ἐπισταμένως (NChonChron 42162)

παραδηλῶσαι ἀκριβέστερον (4310 (427)) σαφῶς (High) παραδηλώσων σαφέστερον (NChonChron 10840)

ἀκρίτως (Low)ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως (14214 (24927-28)) ἐρήμη (High) ἐξ ἐρήμης (NChonChron 42568)

ἀκρωτηριάζω (Both)ἀκρωτηριασθέντας (1211 (19918)) διαλωβάομαι (High) διελωβήσατο (NChonChron 35520)

ἀλαζονεία (Low)ἡ ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία (2123 (3604)) ἀμιξία (High) ἡ ὑπεροψία καὶ ἀμιξία (NChonChron 58787)

ἐπαρθεὶς εἰς ἀλαζονείαν (1618 (32524)) ἀπόνοια (High) ἐπαρθεὶς εἰς ἀπόνοιαν (NChonChron 53470)

εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 αὐθάδεια (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρετο καὶ θρασύτητα (166 θρασύτης (High) προσεπαίροντα εἰς θρασύτητα (NChonChron 51814)

μετὰ ἀλαζονείας (618 (6925)) κόμπος (High) μετὰ κόμπου (NChonChron 15327)

ἀπὸ τῆς ἀλαζονείας (1441 (2544)) ὀφρύς (High) τῆς ὀφρύος (NChonChron 43146)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 23 of 284

τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὴν ὀφρὺν (622 (7312)) ὀφρύς (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος (NChonChron 1593)

ἡ τῶν Φράγγων ἀλαζονία (211711 (3848)) ὑπεροψία (High) ἡ Λατίνων ὑπεροψία (NChonChron 62520)

ἀλαζονεύομαι (Low)ἠλαζονεύοντο (1142 (713)) ἀπαυθαδιάζομαι (High) ἀπηυθαδιάζοντο (NChonChron 3795)

πρῶτον ἀλαζονευόμενος (2712 (1811)) ὑπερφρονέω (High) κἂν ὑπερεφρόνει τὰ πρῶτα (NChonChron 6595)

ἀλαζονικός (Low)ἐπηρμένων καὶ ἀλαζονικῶν (2151 (36517)) τυφομανής (High) τυφομανῶν (NChonChron 59511)

τὸ ἀλαζονικὸν (445 (439)) ὑβρίζω (Low) τὸ ὑβρίζον φρόνημα (NChonChron 10987)

ἀλαζών (Low)ὁ Νεεμὰν τοσοῦτον ἀλαζὼν ἦν ὡς (622 (739)) ἀντάρσιος (High) τῷ Νεεμὰν οὕτως ἀνταρσίου μετῆν φρονήματος ὡς (NChon

ἀλαζόνων (2114 (3593)) ὑψαύχην (High) ὑψαύχενας (NChonChron 58551)

ἀλαζόνας (1225 (20113)) ὑψαύχην (High) ὑψαύχενας (NChonChron 35760)

ἀλείφω (Low)ἀλεῖψαι τὸ ἐπίθεμα τὀ φάρμακον (515 (5416)) ἐγχρίω (High) ἐγχρίεται φαρμάκῳ τὸ ἐπίθεμα (NChonChron 12817)

ἀλήθεια (Low)τῆ δὲ ἀληθεία (2177 (3699)) ἀληθής (Low) πρὸς δrsquo ἀληθῆ πρᾶξιν (NChonChron 60171)

κατὰ ἀλήθειαν κατεποντίσθη (1422 (24616)) ἀληθῶς (High) ἀληθῶς ἀπόλωλε (NChonChron 42138)

ἀληθής (Low)εἰπεῖν ἀληθέστερον (2151 (36517)) οἰκεῖος (Both) εἰπεῖν οἰκειότερον (NChonChron 59512)

ἀλητήριος (Low)ἀλητήριος (1426 (24729)) ἀλάστωρ (High) ἀλάστωρ (NChonChron 42287)

ἀλλά (Both)οὐχὶ διὰ χρῆσιν ἀλλὰ διὰ γέλωτα (214 (36430) δέ (High) μὴ κατὰ χρείαν πρὸς δὲ γέλων (NChonChron 59486)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 24 of 284

ἀλλrsquo ὁ μὲν (1581 (28116)) πλήν (Ambiguous) πλὴν ὁ μὲν (NChonChron 47190)

ἀλλὰ (1114 (17117)) πλήν (Ambiguous) πλὴν (NChonChron 31829)

ἀλλαχόθεν (Low)ἀλλαχόθεν (2184 (37024)) ἄλλῃ (High) ἄλλῃ (NChonChron 60330)

ἀλληνάλλως (Low)ἀλληνάλλως (472 (493)) παραλλάξ (High) παραλλὰξ (NChonChron 11785)

ἄλλοθεν (Low)ἄλλος ἄλλοθεν (214 (36433)) ἄλλῃ (High) ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς πόλεως (NChonChron 59489)

ἄλλος (Both)ἄλλον πλοῦν (6320 (7825)) ἕτερος (Both) ἕτερον πλοῦν (NChonChron 16864)

μηδὲν ἄλλο εἰπόντος εἰ τοῦτο μόνον ὅτι (1422 ἕτερος (Both) φήσαντος μηδὲν ἕτερον ἀλλrsquo ὅτι (NChonChron 42137)

μετὰ ταῶν ἄλλων (15114 (28828)) ἕτερος (Both) μεθrsquo ἑτέρων (NChonChron 48189)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( λοιπός (Ambiguous) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

ἄλλων (1114 (1727)) λοιπός (Ambiguous) λοιποὺς (NChonChron 31841)

καὶ ἄλλαι δὲ πόλεις (2182 (3701)) λοιπός (Ambiguous) ταῖς λοιπαῖς πόλεσιν (NChonChron 6023)

ἄλλοι δὲ ἔφυγαν ἀπήλθοσαν (21133 (37525)) ὁ δέ (High) οἱ δὲ φυγάδες ἐπανήκουσιν (NChonChron 61370)

ἄλλοτε (Low)ἄλλοτε δὲ συνέκειτο (434 (4018)) ἦν δrsquo ὅτε (High) ἦν δrsquo ὅτε καὶ αὐτὸς συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

ποτὲ μὲν ἄλλοτε δὲ (1458 (25732)) ποτέ (Ambiguous) ποτὲ μὲν Ποτὲ δὲ (NChonChron 43712)

ἀλλοτρόπως (Low)ἀλλοτρόπως (2131 (36018)) ἄλλως (Low) ἄλλως (NChonChron 5876)

ἄλλως (Low)ἄλλως εἰρηνεῦσαι (1662 (31416)) ἑτέρως (High) ἑτέρως σπείσασθαι (NChonChron 51824)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 25 of 284

ἄλογον (Low)τὰ ἄλογα (6114 (7122)) ἵππος (High) οἱ ἵπποι (NChonChron 15620)

εἰς τὰ ἄλογα (214 (3653)) ἵππος (High) ἐπὶ τῶν ἵππων (NChonChron 59492)

καβαλικεύουσιν ἄλογα (6111 (7019)) ἵππος (High) ἵπποις ἀνέχονται (NChonChron 15569)

τὴν δὲ τῶν ἀλόγων φορὰν (445 (433)) ἵππος (High) τῇ ὁρμῇ τῶν ἵππων (NChonChron 10980)

ἄλογα (15112 (28813)) ἵππος (High) ἵπποις (NChonChron 48071)

συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ ὄχημα (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15214)

εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν ἀλόγων (214 (36432)) ὄχημα (High) ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀχημάτων (NChonChron 59488)

ἄλογα (1435 (25312)) ὑποζύγιον (High) ὑποζύγια (NChonChron 43020)

ἅλωσις (Both)ἅλωσιν (1114 (17118)) προνόμευσις (High) προνόμευσιν (NChonChron 31831)

ἅμαξα (Low)τὴν πορείαν μετὰ ἀμάξης περιεπάτει (4712 (5 ἁρμάμαξα (High) ἐφrsquo ἁρμαμάξης τὴν πορείαν πεποίητο (NChonChron 12249)

ὁ τὰς ἁμάξας σύρνων (7117 (8624)) βοώτης (High) βοώτης (NChonChron 18126)

ἁμάρτημα (Low)κηρύττοντες καὶ λέγοντες μὴ ἔχειν ἁμάρτημα ἀνεπέγκλητος (High) τὸ ἀνεπέγκλητον ἐπιμαρτυρόμενοι (NChonChron 55674)

ἀμαυρόω (High)τὰ λαμπρὰ ἠμαύρωσεν (476 (5013)) ἀκυρόω (High) ἠκύρωσε τὰ λαμπρὰ (NChonChron 11943)

ἀμελέω (Low)οἱ Οὔγγροι ἠμέλουν (618 (6921)) ἀναπίπτω (High) οἱ Παιόνες ἀναπεπτώκεσαν (NChonChron 153 22)

τὸ καστέλλιον ἀμελήσαντες (1612 (30414)) παραβλέπω (Ambiguous) τὸ ἔρυμα παρεῖδον (NChonChron 50222)

ἀμελής (Low)ἀμελέστερον (1458 (25733)) νωθής (High) νωθέστερον (NChonChron 43713)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 26 of 284

ἀμεταστρέπτως (Low)ἀμεταστρέπτως (1114 (1727)) ἀμεταστρεπτί (High) ἀμεταστρεπτὶ (NChonChron 31840)

ἀμέτοχος (Low)κακῶν ἀμέτοχοι (1142 (720)) ἀπείρατος (High) κακῶν ἀπείρατοι (NChonChron 389)

ἀμηχανία (Both)διηπόρουν καὶ εἰς ἀμηχανίαν ἔπιπτον (6114 ( ἀμηχανέω (High) ἠμηχάνουν (NChonChron 15629)

ἄμμος (Low)παιδία ἐπὶ ἄμμον παίζοντα (433 (4014)) ψάμμος (High) παιδίων ἐπὶ ψάμμου ἀθύρματα (NChonChron 10445)

ἀμμώδης (Low)ἀμμώδους γῆς (7123 (884)) ψαμμώδης (High) ψαμμώδους γῆς (NChonChron 18384)

ἀμφιβάλλω (Low)ἀμφιβάλλεις (1554 (2764)) ἀμφιγνοέω (High) ἀμφιγνοεῖς (NChonChron 46258)

ἀμφότεροι (Low)ἐν ἀμφοτέροις (1114 (1725)) ἄμφω (High) πρὸς ἄμφω (NChonChron 31838)

ἄν ποτε (Low)ἄν ποτε ἵνα ἐφρόντιζες (121013 (21926)) εἴθε (High) εἴθε οὕτως ἐπεμέλου (NChonChron 38422)

ἄν ποτε ἵνα καὶ ἐποντίζοντο (1933 3633) ὀφείλω (Low) ὡς ὄφελόν γε τὴν ἐς βάραθρον βαδιούμενοι (NChonChron 5

ἀνὰ μέσον (Low)ἀνὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349)) μεταξύ (Ambiguous) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

ἀναβάλλομαι (Low)ἀνεβάλλετο (1592 (28328)) ἀναδύομαι (High) ἀνεδύετο (NChonChron 47486)

ἀνάβασις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 27 of 284

τὴν τῆς βασιλείας ἀνάβασιν (26929 (1513)) ἀρχή (Both) ἀρχῆς (NChonChron 45428)

εἰς τὴν ἀνάβασιν τῆς βασιλείας αὐτοῦ (112 (4 κατάσχεσις (High) εἰς τὴν τῆς βασιλείας κατάσχεσιν (NChonChron 3233)

ἀναβάτης (Low)τὸν ἀναβάτην (443 (4227)) ἱππότης (High) τοῦ ἱππότου (NChonChron 10965)

ἀναβιβάζω (Low)εἰς τὰ ἄλογα ἀναβιβάζοντες (214 (3653)) ἀνέχω (High) ἐπὶ τῶν ἵππων ἀνεῖχον (NChonChron 59492)

ἀναβλαστάνω (Low)ἀναβλαστήσει (1441 (25410)) ἀναβαίνω (High) ἀναβήσεται (NChonChron 43152)

ἕτερον κατὰ θάλασσαν κακὸν ἀνεβλάστησεν ἐπικυμαίνω (High) ἕτερον ἐπεκύμανε καθrsquo ἅλα κακὸν (NChonChron 4812)

ἀναβράσσω (Low)ἡ γῆ ἀναβρασθεῖσα ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ (476 (50 κλονέω (High) ἡ γῆ κλονηθεῖσα (NChonChron 11944)

ἀναγγέλλω (Low)τὴν ἔλευσιν ἀναγγεῖλαι (4310 (426)) εὐαγγελίζομαι (High) τὴν παρουσίαν εὐαγγελισόμενος (NChonChron 10839)

ἀναγγεῖλαι (2114 (3595)) λόγος (Ambiguous) χρήσασθαι τῷ λόγῳ (NChonChron 58554)

ἀναγκάζω (Low)ὑπὸ τῆς βίας ἀναγκαζόμενος (1613 (30431)) ἄγχω (High) τῇ βίᾳ τῶν πραγμάτων ἀγχόμενον (NChonChron 50341)

ἀναγόρευσις (Low)μετὰ τὴν ἀναγόρευσιν (1877 (3465)) ἀνάρρησις (High) μετὰ τὴν ἀνάρρησιν (NChonChron 56413)

ἀναγορεύω (Low)ὀρεγόμενος ἀναγορευθῆναι (14223 (25131)) ἀναρρηθῆναι (High) πουῶν ἀναρρηθῆναι (NChonChron 42854)

νικητὴν αὐτὸν ἀναγορεύοντα (1436 (25327)) διαγορεύω (High) νικητὴν διαγορεύειν αὐτὸν (NChonChron 43136)

ἀνάγω (Both)ἀνάγει καὶ κατάγει (14213 (24912)) μετατίθημι (Ambiguous) μετατίθησι (NChonChron 42436)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 28 of 284

ἀναδεικνύω (Low)ἀνέδειξεν (15132 (29012)) ἀποδεικνύω (High) ἀπέδειξε (NChonChron 48344)

φυγάδα ἀνέδειξε (4711 (5212)) ἐργάζομαι (High) δραπέτην εἰργάσατο (NChonChron 12232)

στρατηγὸν ἀναδείξαντες ἄνδρα γενναῖον (61 ἐφίστημι (Both) στρατηγὸν ἐπιστήσαντες γενναῖον ἄνδρα (NChonChron 153

ἀναδέχομαι (Low)τὸν ἐξάδελφον αὐτοῦ οὐκ ἀνεδέξατο (16191 ( λύομαι (High) τὸν ἐξάδελφον οὐκ ἐλύσατο (NChonChron 53476)

ἀναδοχή (Low)τῆς ἀναδοχῆς καὶ κυβερνήσεως (475 (507)) ξενία (High) τῆς ξενίας (NChonChron 11836)

ἐχάρη ἐπὶ τῆ τοσαύτη ἀναδοχῆ (475 (505)) ξενία (High) ἐπὶ τῷ τῆς ξενίας ἐνευφράνθη ἀπροσδεεῖ (NChonChron 118

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( φίλτρον (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

ἀναζώω (Low)ἀνεζώωσε καὶ ἀνύψωσε (725 (9526)) ἀναρρώννυμι (High) ἀνέρρωσε (NChonChron 19416)

ἀναιρέω (Ambiguous)ἀναιρεῖται (1583 (2828)) καταστρέφω (High) κατέστρεψεν ταὴν ζωὴν (NChonChron 47221)

ἀναισθησία (Low)ἀναισθησίαν (1822 (3382)) ἀναλγησία (High) ἀναλγησίαν (NChonChron 55274)

ἀναισθήτως (Low)ἀναισθήτως διέκειντο (1584 (28224)) ἀνεπαισθήτως (High) ἀνεπαισθήτως εἶχον (NChonChron 47340)

ἀνακαινίζω (Low)ἀνεκαίνισε (1117 (1733)) ἐπισκευάζω (Ambiguous) ἐπισκευάζεσθαι (NChonChron 32073)

ἀνακαλέομαι (Low)μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀνακαλέσηται (562 ( ἀναμάχομαι (High) μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀναμαχέσαιτο (NChonChron 1381

ἀνακείμενος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 29 of 284

ὅσα ἀνακείμενα ἦν (2121 (35911)) ἀφοσιόω (High) ὅσος θεῷ ἀφωσίωτο (NChonChron 58561)

ἀνακόπτω (Both)ἀνέκοπτε (1453 (25531)) ἀναστέλλω (High) ἀνέστελλε (NChonChron 43426)

ἀνακτίζω (Low)ἀνέκτισε (1117 (1733)) ὑπερείδω (High) ὑπερείδεσθαι (NChonChron 32073)

ἀναλαμβάνομαι (Low)τὰ πλείονα τοπάρχαι ἀνελάβοντο (653 (8025) ἐξιδιόομαι (High) τὰ πλείω οἱ τοπαρχοῦντες ἐξιδιώσαντο (NChonChron 17267

αἰχμαλωσίαν ἀνελάβοντο (1451 (25524)) ἐπισπάομαι (High) λείαν ἐπεσπάσαντο (NChonChron 43418)

ἀναλαμβάνω (Both)τὴν τοῦ Ἰκονίου ἀρχὴν ἀναλαβών (21182 (384 λαμβάνομαι (High) τῆς Ἰκοναρχίας αὖθις λαβόμενον (NChonChron 62649)

ἀνάμεσον (Low)ἀνάμεσον τῆς Ἀδριανουπόλεως καὶ τῆς Φιλιπ διοριστικός (High) διοριστικός τῶν ἐπαρχιῶν ἀμφοτέρων (NChonChron 43671)

ἀναμίγνυμαι (Low)τοῖς Τούρκοις ἀναμιγνύμενοι (1142 (78)) ἐπιμίγνυμαι (High) τοῖς Τούρκοις ἐπιμιγνύμενοι (NChonChron 3789)

ἀναξομάλιος (Low)ἀναξομαλίους (1282 (21122)) λυσίχαιτος (High) λυσιχαίτους (NChonChron 37121)

ἀναπαύομαι (Low)ἀναπαυθῆναι ἀπὸ τῶν κόπων (21178 (38314)) ἀνακωχεύω (High) τῶν καμάτων ἑαυτοὺς ἀνεκώχευον (NChonChron 62484)

ἀνάπαυσις (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 ἀπολαυστικός (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

ἀναπαύω (Low)ἀνέπαυεν ἑαυτὸν (7125 (8817)) ἀναλαμβάνω (Both) ἀνελάμβανεν ἑαυτὸν (NChonChron 1849)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 30 of 284

ἀνασπάω (Low)κόσμους ἀνασπῶντες (1822 (33729)) ἐκσπάω (High) κόσμους ἐκσπωμένους (NChonChron 55268)

ἀναστενάζω (Low)ἄλλο κακὸν ἐθρήνει καὶ ἀνεστέναζε (2123 (36 ἀνοιμώζω (High) ἄλλο τι κακὸν ἀνῴμωζε (NChonChron 58795)

ἀνασώζω (Low)ἀνασώζει πάλιν καὶ λαμβάνει τὴν Πελαγονία ἀνασώζομαι (High) ἀνασώζεται Πελαγονίαν (NChonChron 53590)

ἀνατέλλω (Low)ἀποστάτης ἀνέτειλε (1618 (32518)) ἐπανατέλλω (High) ἀποστάτης ἐπανέτειλε (NChonChron 53463)

ἀνατίθημι (Low)ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) ἐγχειρίζω (High) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

ἀνατολή (Low)ἀνατολῆς (1558 (27630)) Ἀσιάτις (High) Ἀσιάτιδος γῆς (NChonChron 46494)

ἀπὸ ἀνατολῆς (631 (7327)) ἑῷος (High) ἐκ τῶν ἑῴων ὁρισμάτων (NChonChron 16028)

κατὰ τὴν ἀνατολὴν (1113 (17112)) ἑῷος (High) ἑῷαι (NChonChron 31822)

εἰς ἀνατολὴν (2713 (1816)) ἑῷος (High) εἰς τὴν ἑῴαν λῆξιν (NChonChron 6611)

τὰ πλείονα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως (211 ἑῷος (High) τῆς ἑῴας ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως (NChonChron 60987)

τὰ τῆς ἀνατολῆς πράγματα (475 (50 6)) ἕως (Ambiguous) τὰ κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 11835)

πρὸς τὴν ἀνατολὴν (1562 (2779)) ἕως ἡ (High) κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 46523)

τὰ τῆς ἀνατολῆς (1591 (28315)) ἕως ἡ (High) καθrsquo ἕω (NChonChron 47471)

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) ἕως ἡ (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

ἠλευθέρωσε τὴν ἀνατολὴν (21134 (37528)) ἕως ἡ (High) ἐλευθεροῖ τὴν ἕω (NChonChron 61373)

ἀνατολικός (Low)τῶν ὅλων ἀνατολικῶν στρατευμάτων (21183 ἑῷος (High) ὅλων τῶν ἑῴων πόλεων (NChonChron 62655)

ἀνατολικῶν πόλεων (1224 (20027)) ἑῷος (High) ἑῴων πόλεων (NChonChron 35747)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 31 of 284

πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος (1826 (33918)) ἕως ἡ (High) πρὸς μὲν ἕω (NChonChron 55441)

ἀναφαίνομαι (Low)ἀνεφάνη (1427 (2483)) ἐπιφαίνομαι (Ambiguous) ἐπεφάνη (NChonChron 42293)

ἀνεφάνη (15132 (29011)) ὁράω (Ambiguous) ὦπτο (NChonChron 48343)

ἀναφέρω (Low)ἔγραψαν καὶ ἀνέφερον (1456 (2577)) διαμηνύομαι (High) διεμηνύσαντο (NChonChron 43676)

ἀναχωρέω (Both)ἀνεχώρησαν (1824 (33829)) ἀναχώρησις (High) ἀναχώρησις γίνεται (NChonChron 55310)

ἐκεῖθεν ἀναχωρεῖ (1113 (217)) μεθίσταμαι (High) ἐκεῖθεν μεθίσταται (NChonChron 2842)

τῆς λίμνης αὐτοὺς ἀναχωρεῖν ἔλεγεν (1142 (7 μεθίσταμαι (High) μεθίστασθαι παρῄνει τῆς λίμνης (NChonChron 382)

ἀνδρεία (Low)ἐνδειξαμένων ἀνδρείαν (1112 (118)) γενναιότης (High) ἐνδειξαμένων γενναιότητα (NChonChron 2712)

ἀνδρεῖος (Low)ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) ἀγαθός (Low) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

ἀνδρεῖος (1585 (28231)) ἀκμαῖος (High) ἀκμαῖος (NChonChron 47347)

οἱ καβαλλάριοι ἀνδρεῖοι (444 (4231)) ἀρεϊκός (High) ἱππόται ἀρεϊκοὶ (NChonChron 10971)

ἀνδρειότεραι τυγχάνουσι (271 (1528)) ἀρρενόομαι (High) ἠρρένωντο (NChonChron 6053)

ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (561 (6021)) γενναῖος (High) ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

ἀνὴρ ἀνδρεῖος (2181 (36922)) ἡρωϊκός (High) ἀνὴρ ἡρωϊκὸς (NChonChron 60185)

ἀνδρείων (1435 (25311)) κράτιστος (High) κρατίστων (NChonChron 43019)

ἠδυνήθη ἐργάσασθαί τι ἀνδρεῖον (1424 (2474 νεανικός (High) ἐργάσασθαί τι ἔσχε νεανικὸν (NChonChron 42156)

ἀνδρείως (Low)ἀγωνιζομένων ἀνδρείως (21143 (37632)) εὐρώστως (High) ἀμυνομένων εὐρώστως (NChonChron 61516)

ἀνδρικῶς (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 32 of 284

γυναῖκας ἀνδρικῶς καβαλλικευούσας (271 (1 ἄρρην (High) θήλειαι ὡς ἄρρενες ἐφιππάζουσαι (NChonChron 6049)

ἀνειμένως (Low)μαλακῶς πῶς καὶ ἀνειμένως (14212 (24823)) μαλθακώτερον (High) μαλθακώτερον (NChonChron 42322)

ἀνελεήμων (Low)ἀνελεήμονες ἐφάνησαν (21173 (38132)) ἀνηλεής (High) ἀνηλεέστατοι ἐγνώσθησαν (NChonChron 62226)

ἀνελεήμονες (7124 (8815)) ἀνοικτίρμων (High) ἀνοικτίρμονες (NChonChron 1848)

ἀνέλπιστος (Low)τῶ ἀνελπίστω τῆς θεωρίας (438 (4128)) ἄελπτος (High) τῷ ἀέλπτῳ τῆς θέας (NChonChron 10724)

ἀνελπίστως (Low)ἀνελπίστως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀνελπίστως κατrsquo αὐτοῦ ἐλθὼν (2185 (37027)) προσδόκιμος (High) μὴ προσδόκιμος ἐπιὼν τῷ ἀνδρὶ (NChonChron 60333)

ἀνεμομαχία (Low)ἀνεμομαχία μεγάλη ἐγένετο (121014 (2202)) ἀήρ (High) ὁ ἀὴρ ταραχώδης ὤφθη (NChonChron 38430)

ἄνεμος (Low)ἄνεμος (476 (5014)) ἀήρ (High) ἀὴρ (NChonChron 11945)

φλάμουλα ὑπὸ ἀνέμου κρουόμενα (445 (433)) ἀνεμόω (High) τὸ ῥόθιον ἠνέμου τὰς σημαίας (NChonChron 10980)

ὑπὸ τοῦ ἀνέμου (1825 (3396)) διαέριος (High) ψωμοὶ πυρὸς διαέριοι (NChonChron 55426)

τὸν ἄνεμον (477 (514)) πνεῦμα (High) τὸ πνεῦμα (NChonChron 12076)

τοῦ ἀνέμου τὴν ναῦν ἀπελαύνοντος (653 (81 πνεῦμα (High) τοῦ πνεύματος τὴν νῆα ἐπείγοντος (NChonChron 17276)

ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7411)) πνεῦμα (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ἀνεμπόδιστος (Low)ἀνεμπόδιστα (21123 (37418)) ἀπρόσκοπος (Ambiguous) ἀπρόσκοπα (NChonChron 61123)

ἀνεξετάστως (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 33 of 284

ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως (14214 (24927-28)) ἐρήμη (High) ἐξ ἐρήμης (NChonChron 42568)

ἀνεπίφθονος (Low)βίου ἀνεπιφθόνου παρὰ παντὸς (1827 (3406)) ζηλωτέος (High) βίου ζηλωτέου παρ ἅπασι (NChonChron 55564)

ἀνέρχομαι (Low)ἀνηρχόμεθα τὸ Παπύκιον (14219 (25028)) προσβαίνω (High) τῷ Παπυκίῳ προσβαίνειν (NChonChron 42613)

ἀνέτοιμος (Low)ἀνετοίμους (1827 (3403)) ἀπαράσκευος (High) ἀπαρασκεύοις (NChonChron 55559)

ἄνευ (Low)ἄνευ μάχης (2178 (36912)) ἀ- (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 60174)

ἄνευ hellip τοῦ ἀσημίου (16171 (3256)) πλήν (Ambiguous) πλὴν τῶν ἀργυρέων hellip σκευῶν (NChonChron 53350)

ἀνεψιός (Low)ὁ ἦν ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως (7118 (873)) ἀδελφιδοῦς (High) ἦν ἀδελφιδοὺς τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18239)

τὸν ἀνεψιὸν (514 (541)) ἀδελφιδοῦς (High) τὸν ἀδελφιδοῦν (NChonChron 12789)

ὁ ἀνεψιὸς (1429 (24813)) ἀδελφιδοῦς (High) ὁ ἀδελφιδοῦς (NChonChron 42310)

ἀνήλικος (Low)τὸ τῆς κόρης ἀνήλικον (1585 (2832)) ἀτελής (High) τὸ τῆς θυγατρόπαιδος ἀτελές (NChonChron 47356)

ἀνήμερος (Low)διὰ τὴν ἀγρίαν καὶ ἀνήμερον προσβολὴν (181 ἄμαχος (High) διὰ τὸ ἄμαχον τῆς ἀγρίας προσβολῆς (NChonChron 55023)

ἀνήρ (Both)ἀνδρὸς (1411 (2455)) ξύνευνος (High) ξύνευνον (NChonChron 4191)

τὸν ἄνδρα αὐτῆς (432 (403)) ὁμευνέτης (High) τὸν ἐκ παρθενίας ὁμευνέτην (NChonChron 10428)

ὁ ἀνήρ (438 (4123)) σύζυγος (High) ὁ σύζυγος (NChonChron 10719)

τοῦ πρώτου ἀνδρὸς (15114 (28830)) σύνευνος (High) τὸν ἐκ παρθενίας σύνευνον (NChonChron 48192)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 34 of 284

ἄνθρωπος (Both)ἀνθρώπου (1119 (17323)) ἀνήρ (Both) ἀνδρός (NChonChron 32110)

συμφορὰς ἀνθρώπων (2122 (35921)) ἀνήρ (Both) συμφορὰς ἀνδρῶν (NChonChron 58672)

ἄνθρωπον (1553 (27526)) ἀνήρ (Both) ἄνδρα (NChonChron 46247)

ἀνθρώπων εὐγενῶν (15112 (28814)) ἀνήρ (Both) ἀνδράσιν εὐγενέσιν (NChonChron 48071)

ἄνθρωπον (1567) ἄνθρωπος (Both) ἄνθρωπον (NChonChron 45566)

ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἀνθρώπων (7117 (8627)) βρότειος (High) αἷμα τὸ βρότειον (NChonChron 18230)

ἄνθρωπός τις (Low)ἀπὸ καταδόσεως ἀνθρώπων τινῶν (14214 (24 τίς (Both) κἀκ τῆς παρά τινων εἰσηγήσεως (NChonChron 42454)

ἀνίσταμαι (Both)ἀναστήσονται (1457 (25729)) ἐξέρχομαι (Both) ἐξελεύσονται (NChonChron 4377)

ἀνοίγω (Low)ἠνοίγοντο καὶ ἐτυμβωρυχοῦντο τὰ μνήματα (1 τυμβωρυχέω (High) ἐτυμβωρυχοῦντο τὰ μνήματα (NChonChron 47932)

ἀνομέω (Low)ἀνομοῦντες (21315 (36421)) ἀνομία (High) ἀνομίαν ὑπολαμβάνοντες (NChonChron 59373)

ἄνομος (Low)εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (1741)) ἀπάνθρωπος (High) εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἀνόμως (Low)ἀνόμως τῷ Ἀνδρονίκω συνεμίγνυτο (432 (403 ἀνοσίως (High) ἀνοσίως Ἀνδρονίκῳ συνήρχετο (NChonChron 10428)

ἀνόμως καὶ ἀθεμίτως (1822 (33725)) παναθεμίτως (High) παναθεμίτως (NChonChron 55164)

ἀντέχομαι (Ambiguous)ὑπομένειν καὶ ἀντέχεσθαι (1592 (28326-27)) ἀντέχω (High) ἀντέχειν (NChonChron 47485)

ἀντικρούομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 35 of 284

ἀντεκρούσατο τοῦτον καὶ ἀπέπεμψεν (1422 ( ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀπεκρούσατο (NChonChron 42142)

ἀντιλέγω (Low)ἀντιλέγοντα (1223 (20025)) συντίθεμαι (Both) μὴ συντίθεσθαι (NChonChron 35643)

ἀντιμάχησις (Low)εἰς ἀντιμάχησιν (16192 (3263)) ἀντικαθίσταμαι (High) ἀντικαθιστάμενος (NChonChron 53482)

ἀντιπαράταξις (Low)εἰς ἀντιπαράταξιν τοῦ ἀνθρωπίσκου (16192 ( μέτειμι (High) τὸν ἀνθρωπίσκον μετιόντι (NChonChron 53480)

ἀντιπαρατάττομαι (Low)μὴ δυνηθέντων ἀντιπαρατάξασθαι (1112 (12 ἀντέχω (High) μὴ ἀντισχεῖν ἔχοντος (NChonChron 2713)

ἀντιπαραταξάμενος (1824 (33822)) προσίσταμαι (High) προσιστάμενος (NChonChron 5532)

ἀντιπαρατάξασθαι τῶ Πέτρω (1583 (28214)) ὑπαντάω (Both) ὑπήντα τῷ Πέτρῳ (NChonChron 47228)

τὸν αὐτῶ αντιπαρατασσόμενον (2182 (36930) χείρ (Low) τὸν ἐς χεῖρας ἰόντα (NChonChron 6021)

ἀντιστασία (Low)ἀντιστασίας (21121 (37333)) ἀντίστασις (High) ἀντιστάσεως (NChonChron 60986)

ἀντιστάτης (Low)γίνεται τῶ βασιλεῖ hellip ἀντιστάτης (1618 (32525 ἀντιστάτημα (High) γίνεται ἐκείνῳ ἀντιστάτημα (NChonChron 53471)

ἀνυψόω (Low)ἀνεζώωσε καὶ ἀνύψωσε (725 (9526)) ἀναρρώννυμι (High) ἀνέρρωσε (NChonChron 19416)

ἀνέμου τὸν κονιορτὸν ἀνυψώσαντος (7123 (8 μετεωρίζω (High) ἀνέμου θῖνα μετεωρίσαντος (NChonChron 18386)

ἀνωφελής (Low)ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν κόπων (21178 (38314)) ἀνήνυτος (High) τῶν ἀνηνύτων καμάτων (NChonChron 62484)

πρᾶγμα ἀνωφελὲς (447 (4323)) ἀνόνητος (High) πρᾶγμα ἀνόνητον (NChonChron 1107)

ἀξινάριον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 36 of 284

εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 ἀξίνη (High) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) λαξευτήριον (High) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) πέλεκυς (High) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

ἀξιοθαύμαστος (Low)τὴν ἀξιοθαύμαστον τιμὴν (479 (5115)) ἀξιάγαστος (High) τὴν ἀξιάγαστον φιλοφροσύνην (NChonChron 12090)

ἄξιος (Both)ἄξιον νίκης στρατὸν (414 (394)) ἀξιόνικος (High) ἀξιόνικον στρατόπεδον (NChonChron 10280)

ἄξιος (1116 (17223)) ἐπάξιος (Ambiguous) ἐπάξιος (NChonChron 31963)

ἀξιόω (Both)μήτε ταφῆς ἀξιωθεὶς (515 (5421)) ἄμοιρος (High) ὁσίας ἄμοιρος (NChonChron 12825)

ἀπάγω (Ambiguous)ἀπαχθέντας (1442 (25420)) ἀποδίδωμι (Both) ἀποδιδομένους (NChonChron 43267)

ἀπαίδευτος (Low)ὀφθαλμὸς ἀπαίδευτος (2182 (3704)) ἀπαιδαγώγητος (High) ὀφθαλμὸς ἀπαιδαγώγητος (NChonChron 6026)

ἀπαίρω (Both)ἀπῆρε δὲ καὶ γυναῖκα οὗτος ὁ βασιλεὺς (251 ( ἄγομαι (High) ἠγάγετο δὲ γυναῖκα ὁ βασιλεὺς οὗτος (NChonChron 5358)

ἀπάραντες ἀπὸ τοῦ Λ (2183 (37011)) αἴρω (High) ἄραντες ἐκ Λ (NChonChron 60212)

ἀπάρας (1456 (2571)) αἴρω (High) ἄρας (NChonChron 43668)

ἀπάρας ἀπὸ τῆς Δεβελτοῦ (183 (34018)) ἀπανίσταμαι (High) ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ (NChonChron 55679)

τὰ κρείττονα ἀπάρας (2176 (3691)) ἀφαιρέομαι (High) τὰς καλλίστας ἀφελόμενος (NChonChron 60056)

ἀπῆραν αἰχμαλωσίαν (4717 (5329)) ἐλαύνω (High) ἤλασε λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (1422 (24619) ἐπιλαμβάνομαι (High) τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

ἀπανθρώπως (Low)ἀγρίως καὶ ἀπανθρώπως (21172 (38116)) ἀνημέρως (High) ἀνημέρως (NChonChron 6217)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 37 of 284

ἀπανθρώπως (1222 (20020)) ἐπωδύνως (High) ἐπωδύνως (NChonChron 35640)

ἀπαντάω (Low)οὔτε τὰ θεμελιωθέντα ἀπαντῆσαι ἠδυνήθησα ἀντέχω (High) μὴ τῶν βαθέων ἀντισχόντων θεμέθλων (NChonChron 5543

ἁπαξάπαντες (Low)ἁπαξάπαντες (441 (4213)) ἁπαξαπλῶς (High) οἰκήτωρ ἅπας ἁπαξαπλῶς (NChonChron 10849)

ἅπας (High)τὰ ἐκεῖ ἅπαντα (413 (392)) πᾶς (Low) τὰ ἐκεῖ πάντα (NChonChron 10175)

τὴν ἅπασαν χώραν (725 (9529)) πᾶς (Low) πᾶσαν τὴν Φρυγίαν (NChonChron 19418)

ἀπατάω (Low)τῶν ἐθισμένων τοὺς ἄρχοντας ἀπατᾶν (1463 αἰκάλλω (High) τοῖς αἰκάλλειν εἰωθόσι τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 4

ἀπατηθεὶς (42 (3918)) φενακίζω (High) φενακισθεὶς (NChonChron 1034)

ἀπάτητος (Low)ποταμὸς βαθὺς καὶ ἀπάτητος (1611 (50211)) βαθυδίνης (High) ποταμὸς βαθυδίνης (NChonChron 50218)

ἄπειρος (Low)ἄπειρον πλοῦτον (14220 (25112)) πολυτάλαντος (High) πολυταλάντῳ πλούτῳ (NChonChron 42730)

ἀπεκδέχομαι (Low)ἀπεκδέχονται (1116 (17228)) ἡγέομαι (Ambiguous) ἡγεῖσθαι (NChonChron 31969)

ἀπελατίκιν (Low)τὰ τούτων ἀπελατίκια (6114 (7129)) κορύνη (High) τὰς ἐκ σιδήρου κορύνας (NChonChron 15631)

ἀπελπίζω (Low)ἀπελπίσας (16172 (32513)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειπὼν (NChonChron 53357)

ἀπελπίσας (1582 (2823)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειρηκὼς (NChonChron 47215)

ἀπεντεῦθεν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 38 of 284

ἐκ τοῦ ἀπεντεῦθεν μοίραζον (2151 (36522)) αὐτίκα (High) ἐκ τοῦ αὐτίκα διείλοντο (NChonChron 59517)

ἀπεργάζομαι (Low)τὸ Στούμπιν ἔρημον ἀπηργάσαντο (1451 (255 κενόω (High) τῶν ἐνοικούντων τὸ Στούμπιον ἐκένωσαν (NChonChron 434

ἀπέρχομαι (Ambiguous)ἀπέλθωσι κατά (1221 (20015)) ἀνδρίζομαι (High) ἀνδρισόμενοι κατά (NChonChron 35636)

ἀπέρχεται εἰς Ἀνδριανούπολιν (1661 (3142)) ἄνειμι (High) ἄνεισιν εἰς Ὀρεστιάδα (NChonChron 5187)

ἀπήρχετο (1441 (2546)) ἀπαίρω (Both) ἀπαίρων (NChonChron 43148)

ἀπέρχεται (1453 (2561)) ἄπειμι (High) ἄπεισι (NChonChron 43428)

ἀπέρχεται (16171 (3253)) ἄπειμι (High) ἄπεισιν (NChonChron 53348)

εἰς τὸ Λοπάδιον ἀπέρχεται (2182 (36930)) ἄπειμι (High) ἐς τὸ Λοπάδιον ἄπεισι (NChonChron 60295)

ἀπελθὼν (1421 (2461)) ἄπειμι (High) ἄπεισι (NChonChron 42024)

ἀπέρχεται εἴς τι καστέλλιον (1112 (117)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνεῖται εἴς τι πολίχνιον (NChonChron 2710)

ἀπελθόντα (513 (5328)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικομένῳ (NChonChron 12785)

ἀπελθόντες (1451 (25524)) ἀφικνέομαι (High) ἀφιγμένοι (NChonChron 43417)

ἀπελθόντες (1451 (25522)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμενοι (NChonChron 43415)

ἀπερχομένου (1557 (27621)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνουμένου (NChonChron 46383)

τὸ άπελθεῖν ἐκρίνετο (1661 (3145)) ἄφιξις (High) ἡ ἄφιξις συνελογίζετο (NChonChron 51810)

οὐδὲ ἐκεῖσε ἀπελθὼν (16171 (3254)) γίνομαι (Both) οὐδrsquo ἐκεῖσε γενόμενος (NChonChron 53348)

πρὸς τὴν Κ ἀπελθόντες (2181 (36923)) γίνομαι (Both) πρὸς τῇ Καλλιπόλει γενόμενοι (NChonChron 60186)

ἀπέρχεσθαι πρὸς (1425 (24715)) μεταβαίνω (Ambiguous) μεταβαῖνον εἰς (NChonChron 42270)

ἀπελθών (521 (5424)) παραγίνομαι (Both) παραγενόμενος (NChonChron 12928)

πρὸς τὸ Λοπάδιον ἀπερχόμενος (2182 (36927) στέλλομαι (High) τὴν ἐς τὸ Λοπάδιον στέλλεται (NChonChron 60292)

ἀπέρχεται πρὸς τὸν Ἰσθμόν (21122 (3747)) χωρέω (Both) χωρεῖ πρὸς Ἰσθμόν (NChonChron 6105)

ἁπλόομαι (Low)ἐπὶ γῆς ἡπλωμένον κείμενον (445 (432)) πρηνής (High) ἄλλον πρηνῆ ἐξυπτιάζοντα ἕτερον (NChonChron 10976)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 39 of 284

ἁπλόω (Low)ἡπλωμένος (622 (7313)) τείνω (High) τεταμένος (NChonChron 1593)

ἀπό (Low)κακῶς παθόντα ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παρ dative (Both) κακαῶς παθὼν εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

ἀπὸ τοῦ ἵππου ἐπέζευεν (523 (566)) genitive (High) τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε (NChonChron 13191)

ἀπάρας ἀπὸ τῆς Δεβελτοῦ (183 (34018)) genitive (High) ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ (NChonChron 55679)

τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) genitive (High) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) genitive (High) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) genitive (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (1422 (24619) genitive (High) τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

μὴ διαστείλας τὰ τῶν φίλων ἀπὸ τῶν πολεμίω genitive (High) μὴ διαστεῖλαν τοῦ πολεμίου τὸ φίλιον (NChonChron 55181)

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) genitive (High) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ (16171 (32432)) ἐκ (Both) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας (NChonChron 53344)

ἡμᾶς τοὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως (21315 (36419)) ἐκ (Both) τοῖς ἐκ Βυζαντίου ἡμῖν (NChonChron 59370)

ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐκτιναξάμενος (3112 (343 ἐκ (Both) ἐκ τῶν προσώπων ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

ἀπὸ τῆς Οὐγγρίας (412 (3812)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν Παιόνων (NChonChron 10053)

ἀπὸ χειμῶνος (1221 (2007)) ἐκ (Both) ἐκ χειμῶνος (NChonChron 35629)

ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν πόλεων (1224 (20027)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν ἑῴων πόλεων (NChonChron 35747)

ἀπὸ (1211 (1993)) ἐκ (Both) ἐκ (NChonChron 3555)

ἀπὸ τῆς Καλαβρείας (15121 (2899)) ἐκ (Both) ἐκ Καλαβρίας (NChonChron 48210)

ἀπὸ τῆς Φιλίππου ἐξελθὼν (1581 (28126)) ἐκ (Both) ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 4714)

ἀπὸ τούτων (1011 (1471)) ἐκ (Both) ἐκ τούτων (NChonChron 2756)

ὁ ἀπὸ τῆς Πράτζης (2181 (36922)) ἐκ (Both) ὁ ἐκ Πράτζης ὁρμώμενος (NChonChron 60185)

ἀπὸ τῶν χωρῶν (1221 (2008)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν χώρων (NChonChron 35630)

ἀπὸ τῶν ὅλων (14220 (2519)) ἐκ (Both) ἐκ ἁπασῶν (NChonChron 42726)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 ἐκ (Both) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 40 of 284

ἀπὸ τῶν ἐκτὸς (1592 (28326)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν ἐκτὸς (NChonChron 47484)

ἀπὸ ἐθνικῶν στρατευμάτων (633 (7410)) ἐκ (Both) ἐκ hellip ἐθνικῶν ἰλῶν (NChonChron 16149)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) ἐκ (Both) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

ἀπὸ τοῦ τοιούτου τόπου (21178 (38312)) -θεν (High) ἐκεῖθεν (NChonChron 62482)

τῶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ θείω (1461 (2583)) πρός + genitive (High) τῷ πρὸς μητρὸς θείῳ (NChonChron 43723)

ἀπὸ τότε (Low)τὸ δὲ ἀπὸ τότε (2810 (216)) ἐκ τούτου (High) τὸ δrsquo ἐκ τούτου (NChonChron 7175)

ἀπὸ τότε (14223 (25136)) ἔκτοτε (Both) ἔκτοτε (NChonChron 42861)

ἀπὸ τοῦ + participle (Low)ἀπὸ τοῦ τὴν κεφαλὴν βλέποντες (7118 (872)) ἐκ τοῦ + inf (High) ἐκ τοῦ τοὺς πολεμίους ὑπrsquo ὄψιν ἄγειν (NChonChron 18237)

ἀπὸ τοῦ νῦν (Low)ἀπὸ τοῦ νῦν (21173 (38129)) ἐκ τοῦδε (High) ἐκ τοῦδε (NChonChron 62224)

ἀποβλέπω (Low)ἀποβλέπουσι (1812 (33625)) ἀφοράω (High) ἀφορῶσι (NChonChron 55023)

ἀπογινώσκω (Low)ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς (16171 (3251)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειρηκὼς οὖν (NChonChron 53346)

ἀπογυμνόω (Low)ἀπογυμνώσας (183 (34026)) καλαμάομαι (High) καλαμησάμενος (NChonChron 55687)

ἀποδέχομαι (Low)ἀποδέχεται (14213 (24832)) φιλέω (Ambiguous) φιλεῖ (NChonChron 42433)

ἀποδίδωμι (Both)φυσικὸν ἀπέδωκε θάνατον (1583 (2827)) ἐπαπέρχομαι (High) θανάτῳ φυσικῷ ἐπαπῆλθεν (NChonChron 47220)

ἀποδιώκω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 41 of 284

ἀποδιώκει τὸν Καμύτζην ἀπὸ τῶν τῆς Θεσσαλ ἀπανίστημι (High) Θετταλίας ἀπανίστησι τὸν Καμύτζην (NChonChron 53591)

ἐκεῖνον ἀποδιώξας (21183 (3854)) ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον (NChonChron 62654)

ἀποδιῶξαι (1435 (25310)) ἀπωθέομαι (High) ἀπώσασθαι (NChonChron 43017)

ἀποδιώκει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Στανοῦ (16192 (326 μετανάστης (High) τοῦ Στανοῦ μετανάστην δείκνυσιν (NChonChron 53593)

ἀποθνῄσκω (Low)ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπέθανε (1429 (24816)) ἀποβιόω (High) ἀπεβίω τὴν μετrsquo ἐκείνην (NChonChron 42313)

ἀπέθανε (1143 (722)) βίος (High) τὸν βίον μετήλλαξεν

ἀπέθανεν (1557 (27623)) βίος (High) τὸν βίον κατέστρεψε (NChonChron 46384-85)

ἀποθνῆσκον (1661 (3144)) ἐκθνῄσκω (High) ἐκθνῇσκον (NChonChron 5189)

ἀπέθανεν (3121 (3427)) ζῆν (High) τὸ ζῆν μετήλλαξεν (NChonChron 9377)

ἀπέθανε (1143 (725)) ζωή (Both) τὸ λαχὸν μέρος τῆς ζωῆς ἐξετόξευσε (NChonChron 3818)

ἀπέθανε (15113 (28826)) θνήσκω (Both) ἐτεθνήκει (NChonChron 48187)

ἀπέθανον (432 (3931)) μεταλλάσσω (Low) τὸ ζῆν μετήλλαξαν (NChonChron 10321)

φυσικῶ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν (21172 (38122) παρακατατίθεμαι (High) παρακατατίθεσθαι μόρῳ φυσικῷ τὴν ψυχὴν (NChonChron 6

ἐν φυλακῆ ὦν ἀπέθανε (1581 (28116)) ψυχή (Both) ἐναφῆκε τοῖς δεσμοῖς τὴν ψυχήν (NChonChron 47190)

ἀποκείρω (Ambiguous)ἀποκείρεται (14215 (24930)) κείρω (High) κείρεται (NChonChron 42571)

ἀποκεφαλίζω (Low)ἀποκεφαλίζει (7126 (8828)) ἀποκαρατομέω (High) ἀποκαρατομεῖ (NChonChron 18423)

ἀποκλείω (Low)ἀποκεκλεισμένον (1812 (33626)) εἵργνυμι (High) εἱργνύμενον (NChonChron 55026)

ἀποκόπτω (Low)μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 διελαύνω (High) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

ἀποκρίνομαι (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 42 of 284

ἀπεκρίνατο (1554 (27530)) ἀνθυποφέρω (High) ἀνθυπενεγκόντος (NChonChron 46251)

ἀπεκρίνατο (15111 (28732)) ἀποφαίνομαι (High) ἀποφαινόμενος (NChonChron 48056)

ἀπεκρίθη (14219 (2511)) φημί (High) φησὶν (NChonChron 42717)

ἀποκρισιάριος (Low)ἀποκρισιαρίους (474 (4927)) ἄγγελος (High) ἀγγέλους (NChonChron 11819)

ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν (412 (3812)) πρεσβεία (High) ἵκετο πρεσβεία (NChonChron 10053)

ἀποκρισιάριος (15105 (28622)) πρεσβευτής (High) πρεσβευτής (NChonChron 4789)

ἀποκρισιάριος (1422 (24612)) πρεσβευτής (High) πρεσβευτὴν (NChonChron 42034)

τοῦ ἀποκρισιαρίου (1422 (24619)) πρεσβεύω (High) τοῦ πρεσβεύοντος (NChonChron 42141)

ὁ ἀποκρισιάριος (1422 (24620)) πρέσβις (High) ὁ πρέσβις (NChonChron 42141)

ἀποκρισιαρίους ἔπεμψε (21132 (37515)) πρέσβυς (High) στείλας πρέσβεις (NChonChron 61358)

ἀποκρισιαρίους (1561 (2776)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 46519)

ἀποκρισιαρίους (513 (5321)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 12776)

ἀποκρισιαρίους (6321 (792)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 16876)

ἀπόκρυφος (Ambiguous)τὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδίας (1441 (25412)) μυχός (High) ἐν μυχῷ καρδίας (NChonChron 43154)

ἀποκτένω (Low)ἀποκταίνει τούτους καὶ θανατοῖ (621 (734)) μέτειμι (High) ξίφει τὸ γένος μέτεισι (NChonChron 15889)

ἀπολέμητος (Ambiguous)τὀ τεῖχος ἀπολέμητόν ἐστιν (2183 (37018)) αἱρετέος (High) οὐχ αἱρετέον ἐδόκει τὸ τεῖχος (NChonChron 60322)

(κάστρον) ἀνάλωτον καὶ ἀπολέμητον (1611 (3 ἀνάλωτος (High) (πέτρας) ἀναλώτους (NChonChron 50220)

ἀπόλλυμι (High)ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) ἀποβάλλομαι (High) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

ὡς καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ἀπωλέσας (414 διαφθείρω (High) τὸ τῆς στρατιᾶς διέφθειρεν ὑπερήμισυ (NChonChron 10281)

ἀπολέσας (447 (4318)) παραπόλλυμι (High) παραπολέσας (NChonChron 1101)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 43 of 284

ἀπολογέομαι (Low)ἀπελογεῖτο (432 (405)) ἀνθυποφέρω (High) ἀνθυπέφερεν (NChonChron 10431)

ἀπολογία (Low)τὴν ἀπολογίαν ἐποιεῖτο (244 (128)) ἀπόλογος (High) ἐτίθετο τὸν ἀπόλογον (NChonChron 5351)

ἀπολύω (Ambiguous)ἀπολυθέντα (1436 (25331)) διαφίημι (High) διαφῆκε (NChonChron 43140)

ἀπομένω (Ambiguous)οὐδὲ ἐκεῖσε ἀπέμεινε τοῦ μὴ παρακαλεῖν (161 καθυφίημι (High) οὐδrsquo ἐκεῖσε καθυφῆκε δεόμενος (NChonChron 53348)

ἀπέμεινε (1111 (1711)) παραμένω (High) παρέμενε (NChonChron 3175)

ἀπέμεινεν (1826 (33927)) ὑπολείπομαι (Both) ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

ἀποπέμπω (Ambiguous)ἀντεκρούσατο τοῦτον καὶ ἀπέπεμψεν (1422 ( ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀπεκρούσατο (NChonChron 42142)

ἀπεπέμφθη (21124 (37424)) ἀποκρούω (Ambiguous) άποκρουσθείς (NChonChron 61130)

ἀπέπεμψαν (513 (5328)) ἀφίημι (Both) ἀπράκτους ἠφίεσαν (NChonChron 12786)

τούτους ἀπεπέμψατο (7126 (8826)) ὠθέω (High) τούτους ἐώσατο (NChonChron 18421)

ἀπορέω (Ambiguous)ἠπόρει καὶ ἐν ἀμηχανία ἦν (1661 (3143)) ἀμηχανία (Both) ἀμηχανίᾳ συνείληπτο (NChonChron 5188)

ἀπορῶν (15105 (28616)) ἀπαυδάω (High) ἀπαυδῶν (NChonChron 4783)

ἀπορῶν εἰ (479 (5117)) διαπορέομαι (Low) διαπορούμενος εἰ (NChonChron 12092)

ἀπορήσας τοίνυν ὁ βασιλεὺς (15122 (28920)) ἐξαπορέω (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐξηπορηκὼς (NChonChron 48221)

ἀπορρήγνυμι (Ambiguous)τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπέρρηξεν (1559 (2772)) ἐκρήγνυμι (High) ἐξέρρηξε τὸ ψυχίδιον (NChonChron 46413)

τὴν ψυχὴν ἀπορρήξας (15113 (28827)) ἐναπορρήγνυμι (High) ἐναπορρήξας τὴν ψυχὴν (NChonChron 48188)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 44 of 284

ἀποστασία (Low)ἀποστασιῶν (14212 (24822)) ἐπανάστασις (High) ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321)

ἀποστατέω (Low)ἀπεστάτησε (1428 (2488)) ἀνταρσία (High) ἀνταρσίαν ἐμελέτησε (NChonChron 4233)

ἀποστάτης (Low)κρατεῖται ὡς ἀποστάτης (14223 (25133)) ἀφίσταμαι (High) χειροῦται ὡς ἀποστὰς (NChonChron 42857)

ἀποστάται ἐγένοντο (1421 (24514)) πτερνισμός (High) κατὰ τοῦ βασιλέως πτερνισμὸν ἐμεγάλυναν (NChonChron 4

ἀποστέλλω (Low)ἀπεστάλη (1112 (1718)) μετατίθημι (Ambiguous) μετατίθεται (NChonChron 31713)

ἀπέστειλε (1411 (2456)) πέμπω (Both) πέπομφε (NChonChron 4193)

ἀπέστειλε (1561 (2776)) πέμπω (Both) πέπομφε (NChonChron 46519)

ἀπέστειλε (1112 (1716)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 3179)

ἀποστομόομαι (Low)(αἱ σπάθαι) ἀπεστομώθησαν (6114 (7127)) ἀμβλύνομαι (High) (αἱ μάχαιραι) ἠμβλύνθησαν (NChonChron 15628)

ἀποτάσσω (Ambiguous)ἀποταχθέντων (1421 (24522)) ἐπιτάσσω (High) ἐπιταχθέντων (NChonChron 42023)

ἀποτίθεμαι (Ambiguous)τὴν ἀλαζονείαν ἀφεὶς καὶ τὴν ὀφρὺν ἀποθέμε ὑφαιρέω (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος καὶ ὑφαιρῶν (NChonChron

ἀποτινάσσομαι (Low)τούτους ἀποτινάσσεται (7128 (8914)) ἀποκρούομαι (Ambiguous) τὴν ἐπέλευσιν ἀποκρούεται (NChonChron 18546)

ἀποτυγχάνω (Ambiguous)οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (5310)) ἀπαντάω (Low) πάντα οἱ ἀπηντήκει κατὰ σκοπόν (NChonChron 12661)

ἀπόχυσις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 45 of 284

ὅταν ἔχει τὴν αὐτοῦ ἀπόχυσιν (1877 (3462)) λειψίφωτος (High) κατὰ σελήνην λειψίφωτον (NChonChron 56410)

ἀποχωρίζομαι (Low)κἂν μικρόν τι ἀποχωρισθῆ (112 (417)) ἀπορρήγνυμαι (High) κἂν ἀπορραγείη μικρόν τι (NChonChron 3251)

ἀποψύχω (Ambiguous)ἀπέψυξεν (15106 (28718)) ἀπέρχομαι (Ambiguous) ἀπελήλυθεν (NChonChron 47943)

ἀπρεπής (Ambiguous)πράττω ἄτοπα καὶ ἀπρεπῆ πράξαντι (1422 (2 ἄτοπος (Both) ἄτοπα δρῶντι (NChonChron 42143)

ἀπροσδόκητος (Low)ἀπροσδόκητον ἐποίει τὸν πόλεμον (4713 (522 ἀνέγκλητος (High) ἀνέγκλητον ἐπῆγε τὸν πόλεμον (NChonChron 12360)

ἀπροσδοκήτως (Ambiguous)ἀπροσδοκήτως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀραβικός (Low)καβαλλάριοι μετὰ ἵππων ἀραβικῶν (7128 (89 ἀράβιος (High) Ἀραβίοις ἔποχοι ἵπποις (NChonChron 18540)

ἀργέω (Low)μὴ ἀργήσας δὲ ἐν τῆ Πόλει (1131 (424)) πολυωρέω (High) μὴ πολυωρήσας δὲ τῷ Βυζαντίῳ (NChonChron 3361)

ἀργυροῦς (Ambiguous)ἀργυροῦν ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6117 (72 ἀργύρεος (High) ἀργύρεον τέτρωρον (NChonChron 15867)

ἀρέσκω (Low)ἤρεσκε (433 (409)) ἁνδάνω (High) ἥνδανε (NChonChron 10437)

ἀριστερός (Low)ὁ ἀριστερός ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν (6114 (7 λαιός (High) ἐκ δειξιοῦ καὶ λαιοῦ κέρως (NChonChron 15615)

τὸ ἀριστερὸν κέρας (619 (6933)) λαιός (High) τὸ λαιὸν κέρας (NChonChron 15339)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 46 of 284

ἀρκετός (Ambiguous)ἀρκετὸν καιρὸν (477 (5020)) ἱκανός (Ambiguous) ἐς ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 11955)

ἀρκετὸν (1224 (20028)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανὴν (NChonChron 35748)

στρατεύματος ἀρκετοῦ (1563 (27717)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανῆς στρατιᾶς (NChonChron 46531)

κάμπον ἀρκετὸν εἰς ὑποδοχὴν (443 (4221)) ἱκανός (Ambiguous) πεδίον ἱκανὸν ἀντιτάξαι φάλαγγας (NChonChron 10859)

ἀρκετῶς (Low)ἀρκετῶς (1442 (25420)) ἀρκούντως (High) ἀρκούντως (NChonChron 43265)

ἅρμα (High)ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6117 (7220)) τέτρωρον (High) τέτρωρον (NChonChron 15867)

ἄρμα (Low)τὸ τοιοῦτον ἄρμα (6114 (7130)) ὁπλισμός (High) τοιόνδε ὁπλισμόν (NChonChron 15732)

ἅρματα (1451 (25519)) ὁπλισμός (High) ὁπλισμὸν (NChonChron 43411)

ἅρματα δὲ παρεῖχεν (1224 (20029)) ὁπλοδοτέω (High) ὁπλοδοτῶν (NChonChron 35749)

μετὰ τῶν ἁρμάτων (15121 (28917)) ὅπλον (Both) μετὰ τῶν ὅπλων (NChonChron 48218)

ἅρματα δυνατὰ (726 (962)) ὅπλον (Both) ὅπλα ἰσχυρὰ (NChonChron 19423)

μετὰ τῶν ὅπλων καὶ ἀρμάτων (271 (1527)) ὁπλοφόρος (High) ὁπλοφόροι (NChonChron 6051)

τῶν ἀρμάτων (562 (6027)) χιτών (High) οἱ σιδήρεοι χιτῶνες (NChonChron 13825-26)

ἄρματα φοροῦσι (6111 (7019)) χιτών (High) χιτῶνας περίκεινται σιδηρέους (NChonChron 15569)

ἀρματόομαι (Low)ἀρματωθεὶς (619 (6930)) θώραξ (High) ἐνέδυ τὸν θώρακα (NChonChron 15335)

ἀρματωμένους (21142 (37617)) ὁπλίζομαι (High) ὡπλισμένους (NChonChron 61495)

ἑτέρων ἁρματωμένων (7127 (8829)) ὁπλοφόρος (High) ἑτέρων ὁπλοφόρων (NChonChron 18424)

ἀρματωθεὶς (619 (6930)) πανοπλία (High) τὴν πανοπλίαν ἠμφίεστο (NChonChron 15335)

ἀρματόω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 47 of 284

ἀρματωμένους (1812 (33620)) ὅπλον (Both) μεθ᾽ ὅπλων (NChonChron 54919)

ἀρμάτωσις (Low)ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἀρμάτωσιν (6114 (7127) πάγχαλκος (High) διὰ τὸ πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NChonChron 15628)

ἀρμενίζω (Low)ἠρμένισαν (653 (8028)) ἀπονοστέω (High) ἀπενόστησαν (NChonChron 17272)

ἄρμενον (Low)τὸ ἄρμενον (477 (5026)) ἱστίον (High) ἱστίῳ (NChonChron 11967)

ἁρμόδιος (Low)ὁ ἁρμόδιος καιρὸς (1431 (25210)) ἀνάρσιος (High) καιρὸς οὐκ ἀνάρσιος (NChonChron 42974)

ἁρμόζων (Ambiguous)χωριάτη ἁρμόζον καὶ ἐπιτήδειον (15111 (2873 ἐπιτήδειος (Both) ίδιώτῃ ἐπιτήδειον (NChonChron 48057)

ἁρμονία (Low)τὰς ἁρμονίας (16191 (32527)) ἄρθρον (High) τῇ καχεξίᾳ ἥτις ἐπενέμετο τὰ ἄρθρα (NChonChron 53474)

ἁρμός (Ambiguous)ἁρμοὺς (1462 (25824)) ἄρθρον (High) ἄρθρα (NChonChron 43849)

ἀρνίν (Low)ἀρνὶν βυζαστερὸν (1585 (2834)) ἀρνειός (High) τῷ ἐν γάλαξιν ἀρνειῷ (NChonChron 47359)

ἀρνίον (Low)τὰ ἀρνία βόσκων (14213 (24911)) προβατεύς (High) προβατεύς (NChonChron 42448)

ἁρπάζω (Low)ἁρπάζουσιν (1824 (33824)) ληστεύω (High) μετὰ ξίφους ληστεύουσιν (NChonChron 5534)

ἀρτίως (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 48 of 284

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) νῦν (High) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

ἀρτίως ἐποιήσαμεν τοῦτο ἵνα πληροφορήση (1 νῦν (High) τὸ δὲ νῦν τελεσθὲν τεκμήριον πίστεως (NChonChron 43682)

ἀρχή (Both)ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ (512 (5317)) σατράπευσις (High) ἡ τῶν Οὔννων σατράπευσις (NChonChron 12771)

διάπλασιν ἄξιαν πρὸς ἀρχὴν (431 (3925)) τυραννέω (High) πλάσις ἀξία τοῦ τυραννεῖν (NChonChron 10311)

ἀρχηγέτης (Low)ἀρχηγέτην τοῦ ὅλου στόλου (632 (741)) ναύαρχος (High) ναύαρχον (NChonChron 16036)

ἀρχηγός (Ambiguous)τοῦ καστελλίου ἀρχηγὸς γενόμενος (1612 (30 ἐγκρατής (High) ἐρύματος ἐγκρατὴς γενόμενος (NChonChron 50333)

κατὰ ἀρχηγὸν (447 (4318)) ἡγεμών (High) καθrsquo ἡγεμόνα (NChonChron 1101)

ἀρχηγοὶ (1821 (33711)) ἡγεμών (High) ἡγεμόνες (NChonChron 55150)

ἄρχομαι (Low)ἄρξασθαι (15131 (2906)) ἀνάγω (Both) εἰς ἀρχὴν τὸν λόγον ἀνάγειν (NChonChron 48337-38)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) ἔγκειμαι (High) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

κτίζειν ἤρξατο (1411 (2455)) ἐπιβάλλομαι (High) ποιεῖν ἐπεβάλετο (NChonChron 4191)

ἄρχω (High)ἄρχειν (1557 (27628)) ἐξηγοῦμαι (High) ἄλλων έξηγεῖσθαι (NChonChron 46492)

ἄρχε (1581 (28131)) ἡγέομαι (Ambiguous) ἡγοῦ (NChonChron 47110)

ἄρξας (413 (3824)) τυραννέω (High) τυραννήσας (NChonChron 10168)

ἄρχων (Low)ἄρχουσιν (15106 (28716)) αὐλή (High) τῶν ἐκ τῆς βασιλείου αὐλῆς (NChonChron 47941)

τοὺς ἄρχοντας (1463 (25832)) δυναστεύω (High) τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 43855)

μηνύει ἄρχουσι καὶ ἡγεμόσι (1813 (33634)) ἡγεμών (High) ἡγεμόσι παρίστησι (NChonChron 55035)

ὁ τῶν Οὔγγρων ἄρχων (413 (3822)) κατάρχων (High) ὁ τῶν Οὔννων κατάρχων (NChonChron 10165)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 49 of 284

τοῖς ἄρχουσιν (437 (4115)) τέλος (Both) τοῖς ἐν τέλει (NChonChron 1077)

τῶν ἀρχόντων (1462 (25818)) ὑπεροχή (High) τῶν ἐν ὑπεροχαῖς (NChonChron 43837)

ἀσάλευτος (Low)ὁ Δ ὡς τεῖχος ἀσάλευτος κατέβαινε (6114 (71 ἀτίνακτος (High) ὁ Δ ὡς τεῖχος ἀτίνακτος προύβαινε (NChonChron 15622)

ἀσήμιον (Low)ἄνευ hellip τοῦ ἀσημίου (16171 (3257)) ἀργύρεος (High) πλὴν τῶν ἀργυρέων hellip σκευῶν (NChonChron 53351)

ἀσθένεια (Low)τὴν τῆς ποδάγρας ἀσθένειαν (16191 (32526)) καχεξία (High) τῇ συνήθει καχεξίᾳ (NChonChron 53473)

παραβλέψας ἀσθένειαν σώματος (1131 (425)) καχεξία (High) ὑπεριδὼν καχεξίας σώματος (NChonChron 3362)

προσποιεῖται ἔχειν ἀσθένειαν (521 (5425)) νοσέω (High) πλάττεται τὸν νοσοῦντα (NChonChron 12931)

ἀπὸ ἀσθενείας σώματος (21172 (38122)) νοσηλεία (High) νοσηλείᾳ σώματος (NChonChron 62113)

ἀσθενής (Low)ὡς ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος (523 (569)) καχεξία (High) ὡς καχεξίᾳ παλαίων (NChonChron 13195)

ἀσίδηρος (Low)τὸν πόλεμον τὸν ἀσίδηρον (445 (4233)) ἄχαλκος (High) τὸν ἄχαλκον Ἄρεα (NChonChron 10974)

ἀσιδήρωτος (Low)μετὰ κονταρίων ἀσιδηρώτων (442 (4217)) ἀσίδηρος (Low) διrsquo ἀσιδήρων δορατισμῶν (NChonChron 10855)

ἀσκός (Low)ὥσπερ ἀσκός (1462 (25810)) ἀμφορεύς (High) ὡς τῶν οἴνων ἀμφορεῖς (NChonChron 43831)

ἀσπασίως (Low)ἀσπασίως καὶ μετὰ χαρᾶς (21132 (37513)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 61256)

ἄσπρος (Low)ἄσπρων (6117 (7220)) λευκός (High) λευκοῖς (NChonChron 15868)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 50 of 284

ἄσπρον (477 (5024)) λευκός (High) λευκὸς (NChonChron 11964)

ἵππω ἀσπροτέρω χιόνος (444 (4229)) λευκός (High) λευκοτέρῳ χιόνος ἵππῳ (NChonChron 10968)

ἀστοχέω (Ambiguous)ἠστόχησε (1114 (1725)) διαμαρτάνω (High) διαμαρτὼν (NChonChron 31838)

τῆς ἐλπίδος ἠστόχησεν (511 (5311)) ἐκπίπτω (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτῶν οὐκ ἠστόχησαν (1434 ψεύδομαι (High) οὐκ ἐψεύσθησαν τῶν κατὰ σκοπόν (NChonChron 4301)

ἀστράτευτος (Low)ἡμεῖς δὲ ἀστράτευτοι (6111 (7020)) ἀπόμαχος (High) ἀπόμαχον δὲ τὸ ἡμέτερον (NChonChron 15570)

ἄστρον (Low)καθάπερ ἄστρα (1825 (3397)) διᾴττων (High) ὡς οἱ διᾴττοντες (NChonChron 55428)

ἀσυνήθης (Low)τῆς ἀσυνήθους τροφῆς (21178 (38312)) ἀήθης (High) τῶν ἀήθων ἐς βρῶσιν (NChonChron 62482)

ἀσυνήθη ἐπιτάγματα (15106 (28633)) ἀήθης (High) ἀήθη ἐπιτάγματα (NChonChron 47822)

ἀσφαλής (Both)φρούριον ἀσφαλέστατον ἦν (15112 (28815)) ἐχυρός (High) ἐχυροῖς ἐρύμασιν ἐμπερικροτεῖ (NChonChron 48072)

ἀτάκτως (Low)φεύγειν ἀτάκτως (1434 2639) ἀκόσμως (High) ἀκόσμως (NChonChron 43012)

ἀταπείνωτος (Low)τὸ τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἀταπείνωτον (2117 ἀκαθαίρετος (High) τὸ τοῦ φρονήματος ἀκαθαίρετον (NChonChron 62521)

ἀταράχως (Low)ἀταράχως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀτιμία (Low)μετὰ ἀτιμίας καὶ ἐντροπῆς (1661 (3145)) αἶσχος (High) αἴσχους ἐμπιμπλάμενον (NChonChron 51811)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 51 of 284

διπλοΐδα αἰσχύνης καὶ ἀτιμίας (14212 (24831) αἰσχύνη (Both) διπλοΐδα αἰσχύνης (NChonChron 42431)

ἐν ἀτιμία (21315 (36424)) ὑπερηφανία (High) ἐν ὑπερηφανίᾳ (NChonChron 59477)

ἄτοπος (Both)ὁ ἄνομος εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (17 ἀπάνθρωπος (High) εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον καὶ παράλογον (18 ἀτοπία (High) τὴν ἀτοπίαν καὶ ἀβουλίαν (NChonChron 55282)

αὐθέντης (Low)τὸν αὐθέντην (432 (406)) ἄρχων (Low) τῷ ἄρχοντι (NChonChron 10432)

ὡς αὐθέντης δοῦλον αὐτοῦ (21132 (37516)) δεσπότης (High) ὡς ὑπηρέτης δεσπόταις (NChonChron 61359)

τοὺς αὐθέντας τῶν ὀσπητίων (2123 (35928)) δεσπότης (High) τοὺς δεσπότας (τῶν οἰκιῶν) (NChonChron 58681)

τὰ θελήματα τοῦ αὐθέντου (15104 (2867)) κύριος (High) τὸ τοῦ κυρίου βούλημα (NChonChron 47789)

αὐθέντης γενήσεται (15111 (28727)) κύριος (High) κύριος ἐσεῖται (NChonChron 48051)

αὐξάνομαι (Low)αὐξανθήσεται (1457 (25727)) προσεπιδίδωμι (High) προσεπιδώσουσι (NChonChron 4375)

αὐξάνω (Low)αὐξανόμενον (1582 (2824)) ἐπαύξω (High) ἐπαυξομένων (NChonChron 47218)

αὔριον (Low)ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπέθανε (1429 (24816)) τὴν μετrsquo ἐκείνην (High) ἀπεβίω τὴν μετrsquo ἐκείνην (NChonChron 42313)

αὐτός (Both)αὐτὸν (1432 (25217)) ἑαυτοῦ (High) ἑαυτὸν (NChonChron 42981)

τῆ αὐτοῦ κεφαλῆ (7125 (8821)) ἐκεῖνος (High) τῇ ἐκείνου κεφαλῇ (NChonChron 18415)

ἠκολούθουν αὐτῶ (1462 (25814)) ἐκεῖνος (High) εἵποντο ἐκείνῳ (NChonChron 43834)

αὐτοῦ (1116 (17223)) ἐκεῖνος (High) ἐκείνου (NChonChron 31964)

τοὺς αὐτοῦ ἐκλεκτοὺς (562 (6026)) ἐκεῖνος (High) τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822--23)

ὅσαι αὐτῷ μὴ ὑπόκειντο (2181 (36925)) ἐκεῖνος (High) ὅσαι μὴ ἐκείνῳ συνέβαινον (NChonChron 60289)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 52 of 284

τὰ δεδογμένα αὐτῷ (441 (4210)) ἐκεῖνος (High) τὰ δεδογμένα ἐκείνῳ (NChonChron 10844)

ὁ υἱός αὐτοῦ (1421 (2462)) ἐκεῖνος (High) ὁ ἐκείνου παῖς (NChonChron 42025)

συνόντων αὐτοῖς (1424 (2476)) ἐκεῖνος (High) συνόντων ἐκείνοις (NChonChron 42157)

τὴν τῶν πραγμάτων αὐτοῦ ἀφαίρεσιν (14218 ἐκεῖνος (High) τὴν τῶν προσόντων ἐκείνῳ ἀφαίρεσιν (NChonChron 42610)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) ὁ δέ (High) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἐπιδώσει αὐτῶ (183 (34023)) οἱ (High) καταθέσθαι οἱ συνέθετο (NChonChron 55683)

συνηκολούθουν δὲ αὐτῷ (2177 (3697)) οἱ (High) συνείποντο δέ οἱ (NChonChron 60165)

παραχωρῆσαι αὐτῷ (15105 (28619)) οἱ (High) ἐνδοθῆναί οἱ (NChonChron 4786)

αὐτὸς (14223 (25135)) οὗτος (Both) οὗτος (NChonChron 42860)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 οὗτος (Both) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) οὗτος (Both) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

τὴν αὐτοῦ ἀνεψιὰν (511 (536)) οὗτος (Both) τὴν τούτου ἀνεψιὰν (NChonChron 12654)

τὴν Σεβάστειαν μετὰ τῶν χωρῶν αὐτῆς (479 ( οὗτος (Both) τὴν Σεβάστειαν καὶ τὴν ταύτης χώραν (NChonChron 12119)

ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ (1433 (25223)) οὗτος (Both) ὁ τούτου αὐτάδελφος (NChonChron 42988)

ῥίπτει αὐτὸν κατὰ γῆς (562 (6026)) οὗτος (Both) ἀνατρέπει τοῦτον τοῦ ἵππου (NChonChron 13822)

πέτρα αὐτὸ περιέφραττε (1112 (124)) οὗτος (Both) λίθος τοῦτο κατεφράγνυε (NChonChron 2720)

συνακολουθησάντων αὐτῶ (2713 (1816)) οὗτος (Both) ἐφομαρτησάντων δὲ τούτῳ (NChonChron 6613)

ἐπιτάττει αὐτῶ (521 (227)) οὗτος (Both) ἐπισκήπτει τούτῳ (NChonChron 12933)

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) οὗτος (Both) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

δεξιούμενοι αὐτοὺς διὰ ποικίλων βρωμάτων (1 οὗτος (Both) τρυφητήρια τούτοις ἐπινενόηντο (NChonChron 55157)

ὁ συνεργῶν αὐτῶ (14215 (24929)) οὗτος (Both) ὁ συνίστωρ τούτῳ (NChonChron 42570)

τὴν φωνὴν αὐτῆς (434 (4027)) οὗτος (Both) τὴν ταύτης φωνὴν (NChonChron 10562)

τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κρατήσαντες (438 (4122)) οὗτος (Both) ἡ τούτου συλληφθεῖσα γυνὴ (NChonChron 10716)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) σφεῖς (High) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

παρrsquo αὐτοῖς (2123 (3602)) σφεῖς (High) παρὰ σφίσιν (NChonChron 58785)

ὑπὸ αὐτῶν (214 (3653)) σφεῖς (High) ὑπὸ σφῶν (NChonChron 59492)

μετrsquo αὐτῶν ὢν (1116 (17221)) σφεῖς (High) συνών σφισι (NChonChron 31961)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 53 of 284

τὰ αὐτῶν κοπιάσαντες ἄλογα (21146 (37726)) σφεῖς (High) τῶν ἵππων σφίσιν ἀποκναισάντων (NChonChron 61652)

διὰ τὴν ὄρεξιν αὐτῶν (1424 (24711)) σφεῖς (High) τὰ δὲ καθrsquo ἡδονὴν σφίσιν (NChonChron 42165)

ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε (1813 (3371)) σφεῖς (High) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 σφεῖς (High) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

αὐτοῦ (Both)τῶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ θείω (1461 (2583)) no possessive pronoun (High) τῷ πρὸς μητρὸς θείῳ (NChonChron 43723)

τὸν ἵππον αὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 no possessive pronoun (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) no possessive pronoun (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

τὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φόρεμα (1842 (34117)) no possessive pronoun (High) τὸ τῆς κεφαλῆς διάδημα (NChonChron 55718)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) no possessive pronoun (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφημίζετο (1841 (3415)) no possessive pronoun (High) ὁ υἱὸς φωναῖς ἀνευφημεῖτο (NChonChron 5574)

τὸ τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἀταπείνωτον (2117 no possessive pronoun (High) τὸ τοῦ φρονήματος ἀκαθαίρετον (NChonChron 62521)

τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ (42 (3915)) no possessive pronoun (High) τῇ παρουσίᾳ (NChonChron 10293)

τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων αὐτῶν (18 no possessive pronoun (High) τῶν οὐσιῶν (NChonChron 55558)

τὰ χρήματα αὐτῶν (1827 (3403)) no possessive pronoun (High) τὰ ὄντα (NChonChron 55560)

οἱ αὐτοῦ καβαλλάριοι (444 (4231)) ἀμφί (High) οἱ ἀμφrsquo αὐτὸν ἱππόται (NChonChron 10970)

εἰς τὴν αὐτοῦ τάξιν εὑρίσκεσθαι (619 (6931)) ἑαυτοῦ (High) τὴν ἑαυτοῦ τάξιν ἐπεπορεύετο (NChonChron 15337)

τὸν γραμβρὸν αὐτοῦ (1563 (27716)) ἑαυτοῦ (High) τὸν ἑαυτοῦ γαμβρόν (NChonChron 46531)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν (4713 (5232)) οἰκεῖος (Both) τὸν οἰκεῖον κασίγνητον (NChonChron 12366)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) οἰκεῖος (Both) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ (1456 (2572)) οἰκεῖος (Both) τὸν οἰκεῖον γαμβρὸν (NChonChron 43669)

ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ (16171 (32432)) οἰκεῖος (Both) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας (NChonChron 53344)

ὑπὲρ τῆς αὐτῶν παρακαλοῦσι ζωῆς (1112 (23 οἰκεῖος (Both) ὑπέρ τε τῆς οἰκείας ἀντιβολοῦσι ζωῆς (NChonChron 2823)

τὴν αὐτοῦ δόξαν (1462 (25819)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν δόξαν (NChonChron 43839)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 οἰκεῖος (Both) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν ὑποτίθησι (622 (7313)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν ὑποτἐθεικε κεφαλὴν (NChonChron 1594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 54 of 284

τὰς πράξεις αὐτοῦ (14221 (25117)) οἰκεῖος (Both) τὰς οἰκείας πράξεις (NChonChron 42735)

εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ (6110 (705)) οἰκεῖος (Both) εἰς τὸν οἰκεῖον κόλπον (NChonChron 15446)

τὴν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γυναῖκα ἔχοντα (2118 σφέτερος (High) τῇ σφετέρᾳ θυγατρὶ συναφθέντα (NChonChron 62648)

εἰς τὰς αὐτῶν πόλεις (21133 (37522)) σφέτερος (High) ἐς τὰ σφέτερα (NChonChron 61367)

ἀφrsquo ἑαυτοῦ (Low)ἀφrsquo ἑαυτοῦ (1823 (3385)) αὐτόθεν (High) αὐτόθεν (NChonChron 55277)

ἀφrsquo ἑσπέρας (Low)ἀφrsquo ἑσπέρας (14212 (24828)) ἑσπέρας (High) ἑσπέρας (NChonChron 42328)

ἀφ᾽ ὧν (Low)ἀφ᾽ὧν ὑπολαμβάνω (1822 (33725)) ὁπόθεν (High) ὁπόθεν οἶμαι (NChonChron 55164)

ἀφαιρέω (Low)ἀφαιρεθέντας (1211 (19918)) ψιλόω (High) ἐψίλωσεν (NChonChron 35519)

ἀφανέρωτος (Low)ἀφανέρωτον τὸν Ἀνδρόνικον (437 (4120)) ἄφαντος (Low) ἄφαντον τὸν Ἀνδρόνικον (NChonChron 10713)

ἀφανίζω (Ambiguous)ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησαν (1822 (33726 ἀνατρέπω (High) άνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChron 55165)

ἐκ μέσου ἠφάνισε (1559 (27639)) ἀφανίζω (Ambiguous) οὕς ἠφάνισε (NChonChron 46414)

ἠφανίζοντο (1591 (28315)) ἀφάντωσις (High) ἐξέκειντο εἰς ἀφάντωσιν (NChonChron 47471)

ἠφανίζοντο (1591 (28315)) ἔκκειμαι (High) ἐξέκειντο εἰς ἀφάντωσιν (NChonChron 47471)

ἀφανισθέντος (15121 (2891)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν γεγενημένου (NChonChron 48195)

ἐκ μέσου ἀφανίσαι (1552 (27516)) καταγωνίζομαι (High) καταγωνίσαιτο (NChonChron 46130)

εἰ τὰ εὐκολώτερα ἀφανισθῆ (1613 (30431)) καταστρέφω (High) τὰ εὐχείρωτα καταστρεψάμενον (NChonChron 50341)

ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 συντελεσμός (High) συντελεσμὸν ἐπηύχοντο (NChonChron 55566)

ἀφιερόω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 55 of 284

ἀφιέρωσε (1411 (2456)) ἱερόω (High) ἱερώσας (NChonChron 4192)

ἀφίημι (Both)ἀφεὶς τὸν ἵππον (562 (6024)) ἀνίημι (High) τὸν ἵππον ἀνεὶς (NChonChron 13821)

οὓς ἀφίησιν ἐν εἰρήνῃ (VEuthym 24 (617C)) ἀπολύω (Ambiguous) οὕστινας ἀπέλυσεν (KyrilSkyth VEuth 10 (218))

ἀφίησι γοῦν εἰς τᾶ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (375 διαφίημι (High) διαφίησι τοίνυν ἐς τὰς πατρίδας ἐπανιέναι (NChonChron 61

ἠφίων αὐτοὺς ἀποθνῄσκειν (21172 (38122)) ἐάω (High) εἰῶντο παρακατατίθεσθαι τὴν ψυχὴν (NChonChron 62115)

ἀφίημι γὰρ λέγειν (6111 (7020)) ἐάω (High) ἐῶ γὰρ λέγειν (NChonChron 15572)

οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ γράφωσι (2178 (36918)) καθυφίημι (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60181)

τὴν γυναῖκα ἀφεὶς (2177 (3692)) καταλείπω (Both) τὴν σύλλεκτρον καταλιπὼν (NChonChron 60059)

τὸ καστέλλιον ἔρημον ἀφῆκαν (1612 (30415)) καταλείπω (Both) τὸ ἔρυμα κατέλιπον ἔρημον (NChonChron 50223)

ἀφίημι πολλὰ ἀφήσω (15133 (29013)) παραγκωνίζομαι (High) τὰ πλείω παραγκωνίσωμαι (NChonChron 48345)

τὰ στρατεύματα ἀφέντες εἰς προνομὴν (2185 παρείκω (High) τὰς τάξεις παρεικόντων εἰς προνομὴν (NChonChron 60447)

τὴν ἀλαζονείαν ἀφεὶς καὶ τὴν ὀφρὺν ἀποθέμε περικόπτω (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος καὶ ὑφαιρῶν (NChonChron

ἀφίημι (1463 (2592)) ὑπερβαίνω (High) ὑπερβήσομαι (NChonChron 43858)

ἀφίστημι (Low)ἀφιστῶσι τὰς πόλεις (21133 (37524)) διαφίστημι (High) τὰς πόλεις διαφιστῶσι (NChonChron 61368)

ἀφόβως (Low)ἀφόβως (15121 (28918)) ἀδεῶς (High) ἀδεῶς (NChonChron 48219)

ἀφόβως (1423 (24625)) ἀδεῶς (High) ἀδεῶς (NChonChron 42148)

ἀφόρητος (Ambiguous)ἀφορήτοις (15112 (2889)) ἀνύποιστος (High) ἀνυποίστοις (NChonChron 48066)

ἀφορμή (Low)ἀπὸ μικρᾶς ἀφορμῆς (14214 (24915)) λαβή (High) ἐκ μικρᾶς λαβῆς (NChonChron 42453)

ἐξ οὐδὲ μιᾶς ἀφορμῆς (4713 (5229)) λόγος (Ambiguous) σὺν οὐδενὶ λόγῳ (NChonChron 12360)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 56 of 284

ἀφρόντιστος (Ambiguous)ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( ἀπρόσμαχος (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

ἄφρων (Ambiguous)ἄφρων (1116 (17222)) ἄνους (High) ἀνούστατος (NChonChron 31963)

Ἀχελώς (Low)διὰ τῆς Ἀχελὼ διελθὼν (1431 (2523)) Ἀγχίαλος (High) τὴν Ἀγχίαλον παραλλάξας (NChonChron 42865)

τὴν Ἀχελῶ (1451 (25521)) Ἀγχίαλος (High) τὴν Ἀγχίαλον (NChonChron 43414)

ἀχλαδέα (Low)δένδρου ἀχλαδαίας (7125 (8817)) ἀχλαδηφοροέω (High) ἀχλαδηφοροῦντος δένδρου (NChonChron 1849)

ἀχόρταστος (Low)ἀχόρταστος (4713 (5228)) ἀκαταστόρεστος (High) ἀκαταστόρεστος (NChonChron 12258)

κοιλία ἀχόρταστος (2182 (3704)) ἀκόρεστος (High) γαστὴρ ἀκόρεστος (NChonChron 6026)

ἀχόρταστον (621 (733)) ἀκόρεστος (High) ἀκόρεστον (NChonChron 15888)

ἀχρειόω (Ambiguous)τὰ τοῦ φόρου κάλλη ἠχρειοῦντο (1825 (3394) καταρριπτέω (High) ἀγορῶν κάλλη κατερριπτεῖτο (NChonChron 55422)

ἄχρηστος (Ambiguous)ὕλην ἄχρηστον (1828 (34013)) βέβηλος (High) ὕλην βέβηλον (NChonChron 55672)

Ἀχυραί (Low)τὴν πόλιν τὰς Ἀχυρὰς (1131 (427)) Ὀχυραί (High) τὴν πόλιν τὰς Ὀχυρὰς (NChonChron 3364)

βαθυγνώμων (Low)ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυμήχανος (523 (565)) πολύφρων (High) ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

βαθύς (Low)ὁ βαθὺς οὗτος ποταμός (6111 (7026)) βαθυδίνης (High) ὁ βαθυδίνης οὑτοσὶ Ἰστρος (NChonChron 15579)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 57 of 284

βαΐουλος (Low)βαϊούλου (911 (1153)) παιδοκόμος (High) παιδοκόμων (NChonChron 2236)

βάλλω (Ambiguous)εἰς νοῦν αὐτῶν ἔβαλον (1584 (28222)) βάλλομαι (High) ἐν νῷ βαλλόμενος (NChonChron 47337)

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) βάλλομαι (High) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

ἔβαλεν αὐτὸ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ (6110 (705 καθίημι (High) τὸ βιβλίον εἰς τὸν οἰκεῖον καθῆκε κόλπον (NChonChron 154

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1428 (24810)) παραδίδωμι (Both) φρουρᾷ παραδίδοται (NChonChron 4235)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1877 (3463)) παραδίδωμι (Both) εἱρκτῇ παραδίδοται (NChonChron 56412)

εἰς νοῦν βάλλοντες (6114 (7128)) τίθεμαι (High) κατὰ νοῦν θέμενοι (NChonChron 15630)

βάλλουσι πῦρ εἰς τὰ ὀσπήτια (1825 (33831)) ὑφάπτω (High) πῦρ ταῖς οἰκίαις ὑφάπτουσι (NChonChron 55314)

Βάραγγος (Low)Βαράγγων (653 (811)) πέλεκυς (High) ἀνδρῶν οἳ τοὺς ἑτεροστόμους πελέκεις ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέχο

Βαράγγους (1377 (23615)) πελεκυφόρος (High) πελεκυφόρων δορυφόρων (NChonChron 40778)

τοὺς Βαράγγους (1812 (33628)) πελεκυφόρος (High) τοὺς πελεκυφόρους (NChonChron 55027)

μὴ ἔχων τινὰ ἢ βαράγγων ἢ παραμονὴν (712 ὑπασπιστής (High) μὴ ἐχων ὑπασπιστὴν μὴ δορυφόρον (NChonChron 18410-11)

βάρβαρος (High)ἀνθρώπου βαρβάρου (521 (227)) ἀλλοεθνής (High) παιδὸς ἀλλοεθνοῦς (NChonChron 12932)

βαρύνομαι (Low)ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο καὶ ἐβαρύνετο (1557 ἀγανακτέω (Both) ἠγανάκτει (NChonChron 46491)

ἐγόγγυζον καὶ ἐβαρύνοντο (441 (429)) βαρέως φέρω (High) λίαν βαρέως ἔφερον (NChonChron 10842)

βαρύς (Ambiguous)βαρέως ἐδέξατο (1812 (33617)) ἀφόρητος (Ambiguous) ἤνεγκεν ἀφορήτως τὴν ἀπόδρασιν (NChonChron 54915)

φορτικώτερα καὶ βαρύτερα (1822 (3384)) βαρυσύμφορος (High) ὁπόσα βαρυσυμφορώτερα τῶν κακῶν (NChonChron 55276)

ταῦτα τὰ βαρέα ἀσυνήθη ἐπιτάγματα (15106 φορτικός (Both) τὰ φορτικὰ ταῦτα καὶ ἀήθη ἐπιτάγματα (NChonChron 4782

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 58 of 284

βασιλεία (Low)βασιλείαν (14213 (2497)) ἀρχή (Both) τῆς ἀρχῆς (NChonChron 42443)

ἐκβαλεῖν τῆς βασιλείας τὸν Μ (413 (3826)) ἀρχή (Both) τοῦ παραλυθῆναι τὸν Μ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 10169)

πρὸ τῆς βασιλείας (15132 (2908)) ἀρχή (Both) πρὸ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 48340)

πατρικὴν βασιλείαν (1813 (3373)) ἀρχή (Both) πατρῴας ἀρχῆς (NChonChron 55041)

τὴν βασιλείαν (14212 (24824)) ἄρχω (High) τὸ ἄρχειν (NChonChron 42323)

τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλείας (611 βασιλικός (Ambiguous) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς (NChonChron 15876)

τῆς βασιλείας ἔκπτωσιν (1411 (24510)) δυναστεία (High) ἔκπτωσιν τῆς δυναστείας (NChonChron 4198)

καινοτομῶν τὰ τῆς βασιλείας πράγματα (151 κοινός (High) ταὰ κοινὰ κατασπαθῶν (NChonChron 47823)

πολυχρόνιον βασιλείαν (1457 (25725)) κράτος (Ambiguous) πολυετὲς κράτος (NChonChron 4371)

τὴν βασιλείαν διεξάγων (1554 (2762)) σκῆπτρον (High) ταὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα χειρίζων (NChonChron 46256)

τῆς βασιλείας ἐπιθυμίαν (1557 (27625)) τυραννίς (High) ἔρωτα τυραννίδος (NChonChron 46488)

βασιλεύς (Both)τὸν βασιλέα (4716 (5319)) ἄναξ (High) τὸν ἄνακτα (NChonChron 1243)

τοῦ βασιλέως (4310 (425)) ἄναξ (High) τοῦ ἄνακτος (NChonChron 10838)

βασιλέως (1421 (24515)) αὐταρχέω (High) Ῥωμαίων αὐταρχήσαντος (NChonChron 42014)

τὸν βασιλέα (4714 (532)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα (NChonChron 12370)

βασιλέα (1812 (33631)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτωρ (NChonChron 55031)

θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) αὐτοκράτωρ (High) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

τὸν βασιλέα (511 (534)) αὐτοκράτωρ (High) τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 12653)

βασιλέα (1456 (2575)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορα (NChonChron 43674)

τὸν βασιλέα διελθεῖν (6117 (7219)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα παρελθεῖν (NChonChron 15865)

τοῖς μετὰ ταῦτα βασιλεῦσιν (411 (383)) αὐτοκράτωρ (High) τοῖς ὕστερον αὐτοκράτορσιν (NChonChron 10043)

ὁ βασιλεὺς (479 (5118)) αὐτοκράτωρ (High) ὁ αὐτοκράτωρ (NChonChron 12094)

ὁ βασιλεύς (1431 (2529)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορα (NChonChron 42973)

τοῦ βασιλέως (1554 (27530)) αὐτοκράτωρ (High) τοῦ αὐτοκράτορος (NChonChron 46251)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 59 of 284

βασιλέως (14214 (24920)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42560)

βασιλέως (15114 (28829)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 48190)

βασιλέως (1421 (2463)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42026)

ὁ βασιλεὺς (435 (4034)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα (NChonChron 10572)

βασιλέως (1422 (24615)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42136)

ὁ βασιλεὺς (6117 (7224)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 15875)

ὁ βασιλεύς (1462 (25818)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 43838)

παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) κρατῶν ὁ (High) πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

ὁ βασιλεὺς (1822 (3381)) κρατῶν ὁ (High) τὸν κρατοῦντα (NChonChron 55272)

ὁ βασιλεύς (1585 (28233)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 47351)

ἐξουδενοῦντες τοὺς βασιλεῖς (1457 (25723)) πράγματα (Ambiguous) τὰ Ῥωμαίων μυκτηρίζοντες πράγματα (NChonChron 43694)

βασιλεύω (Both)βασιλεύσειν (1411 (24511)) ἄρχω (High) ἄρξειν (NChonChron 4198)

βασιλεύων (1563 (27720)) ἄρχω (High) ἄρχειν (NChonChron 46534)

ταῶν πρώην βασιλευσάντων (15106 (28710)) ἄρχω (High) τοῖς πώ ποτε ἄρξασι (NChonChron 47933)

βασιλεύσας δὲ ἕτερος ἀνεφάνη (15132 (29011 ἄρχω (High) ἄρξας δrsquo οὖν ἑτεροῖος ὦπτο (NChonChron 48343)

βασιλεύεσθαι (1424 (2477)) ἄρχω (High) ἄρχειν (NChonChron 42159)

βασιλικός (Ambiguous)μετὰ τῶν βασιλικῶν παρασήμων (1662 (3141 ἀρχικός (High) μετὰ τῶν ἀρχικῶν παρασήμων (NChonChron 51826)

εἰς τὸν θρόνον τὸν βασιλικὸν (1812 (33632)) βασίλειος (High) εἰς θῶκον τὸν βασίλειον (NChonChron 55033)

ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους βασιλικοῦ 511 (5312 βασίλειος (High) ἐκ βασιλείου αἵματος (NChonChron 12662)

ἐκ προστάξεως βασιλικῆς (1131 (430)) βασίλειος (High) ἐκ θεσπισμάτων βασιλείων (NChonChron 3369)

πλούτου βασιλικοῦ (2121 (35910)) δημόσιος (High) δημόσιος (πλοῡτος) (NChonChron 58560)

βασιλίς (High)τῆ βασιλίδι (437 (4115)) βασίλισσα (High) τῇ βασιλίσσῃ (NChonChron 1077)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 60 of 284

βεβαιόω (Low)βεβαιῶν (1116 (17225)) διατείνομαι (High) διατεινόμενος (NChonChron 31966)

βεβαιωθεῖσαν μετάθεσιν (1377 (23615)) κυρόω (High) κυρωθεῖσαν μετάθεσιν (NChonChron 40776)

βεστιάριον (Low)βεστιαρίω (1211 (19920)) γάζα (High) γάζῃ (NChonChron 35621)

τὸ βεστιάριον (1821 (33718)) γαζοφυλάκιον (High) τὸ γαζοφυλάκιον (NChonChron 55158)

βία (Low)μετὰ βίας (1434 (25235)) πονήρως (High) πονήρως (NChonChron 4307)

βιάζω (Low)βιαζούσης (1557 (27626)) ἐνάγω (High) ἐναγούσης (NChonChron 46489)

βιαστικός (Low)ἄνοδον βιαστικήν (1611 (3049)) βίαιος (High) ἄνοδος βίαιος (NChonChron 50216)

βλάβη (Low)βλάβην ποιῆσαι (1433 (25226)) δεινόν (High) ἀεί τι τελέσοντες δεινὸν (NChonChron 42990)

βλάπτω (Low)βλάψαι (1591 (28318)) λυμαίνομαι (High) λυμαίνεσθαι (NChonChron 47473)

ἔβλαψαν (447 (4320)) παραλυμαίνομαι (High) παρελυμήνατο (NChonChron 1105)

βλαττίον (Low)βλατία (476 (5017)) ἔπιπλον (High) ἔπιπλα (NChonChron 11950)

μετὰ βλατίων χρυσῶν κατεκόσμουν (441 (42 ἔπιπλον (High) ἐπίπλοις διεκόσμουν (NChonChron 10846)

βλατία χρυσὰ καὶ ἑξάμιτα (479 (5123)) ἐσθής (High) τρυφῶσα ἐσθὴς (NChonChron 1204)

βλατία ποικίλα καὶ κεντητά (479 (5123)) ὀθόνη (High) ὀθόναι τῶν ἐξ ὑπερηφάνου ὑφῆς (NChonChron 1215)

πολυτίμοις χρυσέοις βλατίοις (476 (5010)) πέπλος (High) τιμήεσι πέπλοις (NChonChron 11839)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 61 of 284

ἄνευ τῶν βλατίων (16171 (3257)) σηρικός (High) πλὴν hellip τῶν σηρικῶν τε νημάτων (NChonChron 53351)

Βλάχοι (Both)Βλάχων (1585 (28311)) Βλάχοι (Both) Βλάχων (NChonChron 47364)

Βλάχοι (1311) Μυσοί (High) Μυσούς (NChonChron 39423)

ἡ ἐξουσία τῶν Βλάχων (1582 (2825)) Μυσοί (High) ἡ ἀρχηγία Μυσῶν (NChonChron 47219)

βλέπω (Both)πρὸς ἃ βλέπων (14216 (2504)) ἀφοράω (High) πρὸς ἃ ἀπιδὼν (NChonChron 42578)

τὰ βλεπόμενα καὶ προσδοκώμενα κακὰ (1812 ἐμφαίνομαι (High) τὰς ἐμφαινομένας τῶν κακῶν ἐλπίδας (NChonChron 54917)

μανικὸν ἔβλεψε (474 (4922-23)) ἐποφθαλμίζω (High) σκαιὸν ἐπωφθάλμισε (NChonChron 11713)

τοὺς βλέποντας (3114 (3421)) θεάομαι (Both) τῶν θεωμένων (NChonChron 9370)

μάρτυρες εἰς ἅπερ εἶδον (1564 (2781)) θεάομαι (Both) μάρτυς ὧν θεᾶται (NChonChron 46649)

βλεπόμενος (1424 (2478)) θεάομαι (Both) θεώμενος (NChonChron 42161)

εἰ εἶδες (1553 (27525)) θεάομαι (Both) εἰ θεάσαιο (NChonChron 46247)

τοὺς βλέποντας (6111 (7028)) θεάομαι (Both) τοὺς θεωμένους (NChonChron 15582)

ἰδεῖν (631 (7324)) θεάομαι (Both) εἴ πως θεάσαιτο (NChonChron 15922)

βλέπων (1426 (24729)) καθοράω (High) καθορῶν (NChonChron 42287)

τοὺς Ῥωμαίους ἰδόντες (21142 (37616)) κατασκέπτομαι (High) Ῥωμαίους κατασκεψάμενοι (NChonChron 61493)

ἰδὼν (562 (6023)) κατοπτεύω (High) κατοπτεύσας (NChonChron 13818)

τὰ ὦτα οὐ βλέπουσι (1564 (27730)) οἶδα (High) ταὰ ὦτα οὐκ οἶδε (NChonChron 46646)

ἦν ἀεί ποτε τῶ προσώπω τοῦ β βλέπων (261 ( ὀπτάνω (High) ἦν τῷ προσώπῳ τοῦ β ἀεὶ ὀπτανόμενος (NChonChron 5480)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) ὁράω (Ambiguous) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

βλέπει (7127 (894)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷ (NChonChron 18532)

βλέπει πόλιν πολυάνθρωπον (1113 (29)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷ πολυάνθρωπον πόλιν (NChonChron 2832)

βλέπεις (1554 (2763)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷς (NChonChron 46257)

βλέπων (1462 (25818)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 43839)

βλέπων (21124) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 61126)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 62 of 284

βλέπων (1585 (2832)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 47356)

τὸ βλεπόμενον (1825 (33833)) ὁράω (Ambiguous) τὸ ὁρώμενον (NChonChron 55317)

βλέπων (1661 (3143)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 5188)

βλέπων (442 (4216)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 10853)

ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) περιβλέπω (High) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

ὅσα πρὸς βορρὰν βλέπουσιν (1826 (33926)) πρόειμι (High) ὅσα πρὸς βορρᾶν πρόεισιν ἄνεμον (NChonChron 55550)

βοάω (Ambiguous)ἔκλαιον ἐβόων πικρῶς (436 (4112)) ἀνοιμώζω (High) ἀνῴμωζον διωλύγιον (NChonChron 1074)

διόλου ἐβόων (477 (5028)) κραυγάζω (High) πυκνὰ ἐκραύγαζον (NChonChron 11968)

βοῶν (14213 (2496)) ὑπηχέω (High) ὑπηχῶν (NChonChron 42443)

βοή (Low)ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) θροῦς (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

βοήθεια (Low)βοήθειαν ποιῆσαι (1452 (25525)) ἐπαρήγω (High) τίνι ἐπαρήξειε πρότερον (NChonChron 43420)

πρὸς βοήθειαν ἀπέλθειν (1582 (2823)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρήγειν (NChonChron 47215)

βοήθεια (1592 (28325)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρία (NChonChron 47484)

τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ εἰς βοήθειαν (1456 (2572) συλλήπτωρ (High) τὸν γαμβρὸν συλλήπτορα τοῦ ἔργου (NChonChron 43670)

μετὰ τῆς βοηθείας καὶ συνεργείας τοῦ Ἰ (2113 συναίρομαι (High) συναιρομένων σφίσιν τῶν Βλάχων (NChonChron 61368)

βοήθειαν (21141 (3763)) σύναρσις (High) σύναρσιν (NChonChron 61380)

βοήθειαν (1225 (20113)) χάρις (High) χάριν (NChonChron 35759)

βοηθέω (Low)τὸν βοηθήσοντα (7127 (897)) ἀμύνω (High) τὸν ἀμύνοντα (NChonChron 18535-36)

βοηθῆσαι (1435 (2537)) ἀμύνω (High) ἀμύνων (NChonChron 43015)

βοηθηθῆναι (7124 (8813)) ἀρωγή (High) εἰς ἀρωγήν (NChonChron 1845)

βοηθήσων (1114 (1724)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμυνῶν (NChonChron 31836)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 63 of 284

βοηθῆσαι (1592 (28329)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμῦναι (NChonChron 47487)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) ἐπαμύνω (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

βοηθεῖς (1421 (2466)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμύνειν (NChonChron 42031)

εἴ που τις ἐλθὼν βοηθήσει (7127 (896)) ἐπαρήγω (High) εἴ τις ἐπαρήξων ἐλεύσεται (NChonChron 18535)

βοηθῆσαι (1114 (1721)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρῆξαι (NChonChron 31832)

βοηθεῖν (619 (701)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρήγουσαι (NChonChron 15442)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως βοηθῆσαι τὸν Σ ( ἐπιβοηθέω (High) διὰ μείζονος ἰσχύος ἐπιβοηθῆσαι τῷ Στεφάνῳ (NChonChron

βοηθήσοντα (1222 (20021)) συλλυπέομαι (High) συλλυπούμενον (NChonChron 35641)

βοηθός (Low)ταὸν καιρὸν βοηθὸν ἔχων (1552 (27517)) καταχράομαι (High) τῷ καιρῷ καταχρώμενος (NChonChron 46132)

βορέας (Low)ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα κινούμενον (1825 (339 βορρᾶς (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ ἐλαυνόμενον (NChonChron 55431)

βόσκω (Low)βοσκόμενα (1612 (30419)) νέμω (Ambiguous) νέμεσθαι (NChonChron 50327)

τὰ ἀρνία βόσκων (14213 (24911)) προβατεύς (High) προβατεύς (NChonChron 42448)

βούλευμα (Low)τὰ βουλεύματα (474 (4924)) διαβούλιον (High) τὰ διαβούλια (NChonChron 11714)

ματαίως τὸ τούτων βούλευμα γέγονεν (1113 ( πρόθεσις (High) τῆς προθέσεως ταύτης ἐξέπεσον (NChonChron 2839)

ἐν τοῖς βουλεύμασιν (1114 (1725)) σκοπός (Both) τοῦ σκοποῦ (NChonChron 31838)

βουλεύομαι (High)ἡ προμήθεια καὶ τὸ βουλεύεσθαι (447 (4322)) προμήθεια (Ambiguous) ἡ προμήθεια (NChonChron 1106)

βουλή (Both)τὴν τοῦ θεοῦ βουλὴν (1411 (24511)) βούλημα (High) τὸ θεῖον βούλημα (NChonChron 4199)

οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἱ βουλαὶ καὶ ἐπίνοιαι (515 ἐπίνοια (High) τὰς ἐπινοίας (NChonChron 12820)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 64 of 284

οὐκ ἐδέξατο τὴν βουλὴν (434 (4028)) παραίφασις (High) οὐκ ἤρεσκεν ἡ παραίφασις (NChonChron 10563)

τὴν βουλὴν (15106 (2873)) σκέμμα (High) τὸ σκέμμα (NChonChron 47826)

τὴν βουλὴν κοινοῦται (632 (7329)) σκέμμα (High) τὸ σκέμμα κοινωσάμενος (NChonChron 16030)

βούλομαι (Both)καὶ μὴ βουλόμενοι (1456 (2578)) ἀθελήτως (High) ἀθελήτως (NChonChron 43678)

μὴ βουλόμενοι (7124 (8815)) ἀκούσιος (High) ἀκούσιοί τινες (NChonChron 1847)

καὶ μὴ βουλόμενον (1445 (2559-10)) ἀναγκαστῶς (High) ἀναγκαστῶς (NChonChron 4332)

καὶ μὴ βουλόμενον (1456 (2572)) ἑκών (High) μὴ ἐκόντα (NChonChron 43669)

μὴ βουλόμενος (14220 (2517)) ἑκών (High) οὐχ ἑκόντι (NChonChron 42723)

καὶ μὴ βουλόμενος (1581 (28127)) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν (NChonChron 4716)

ἠβουλήθη ἵνα ἐπιστρέψη (1432 (25212)) προτίθεμαι (High) ἀναχωρήσειν προθέμενος (NChonChron 42975)

ἕκαστος ἔνθα ἂν βούληται (447 (4317)) φίλος (Ambiguous) ὅπῃ φίλον ἑκάστῳ (NChonChron 11095)

βουνόν (Low)ὡς βουνὰ φαίνεσθαι (288 (213)) γήλοφον (High) κατὰ τὰ ἀνεστηκότα γήλοφα (NChonChron 7165-66)

βουνός (Low)τὰ ὀστᾶ ὡσεὶ βουνὸς (618 (6927)) κολωνός (High) εἰς κολωνὸν ἀγηοχὼς τὰ ὀστᾶ (NChonChron 15330)

βουνῶν (1115 (17216)) ὄρος (Both) ὀρέων (NChonChron 31956)

ἀπὸ τῶν τοῦ Στενοῦ βουνῶν (21179 (38321)) ὄρος (Both) ἐκ τῶν τῆς Προποντίδος ὀρῶν (NChonChron 62491)

τῶν βουνῶν (622 (7311)) ὄρος (Both) τῶν ὀρῶν (NChonChron 1592)

βοῦς (Low)εἶπεν ἄν τις ὡς βόας (21172 (38117)) βουκόλιον (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν καὶ βουκόλιον (NChonChron 6219)

βραχίων (Low)βραχίονας (3111 (3328)) χείρ (Low) χεῖρας (NChonChron 9238)

βρέφος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 65 of 284

βρέφη (1444 (25430)) βρεφύλλιον (High) βρεφύλλια (NChonChron 43381)

βρέχω (Low)αἷμα ἐξ οὐρανοῦ ἔβρεξεν (2122 (35922)) ὕομαι (High) ψιάδες οὐρανόθεν ὕσθησαν αἱματόεσσαι (NChonChron 586

βρῶμα (Low)βρωμάτων (1226 (2025)) καρύκευμα (High) καρυκευμάτων (NChonChron 35883)

διὰ ποικίλων βρωμάτων (1821 (33717)) τρυφητήριον (High) τρυφητήρια (NChonChron 55157)

βρώσιμος (Low)μετὰ τῶν βρωσίμων (15121 (28917)) βιώσιμος (High) μετὰ τῶν βιωσίμων (NChonChron 48218)

βυζαστερός (Low)ἀρνὶν βυζαστερὸν (1585 (2834)) γάλα (High) τῷ ἐν γάλαξιν ἀρνειῷ (NChonChron 47358)

βυζάστρια (Low)βυζαστρίας (911 (1153)) τιτθεύτρια (High) τιτθευτρίας (NChonChron 2236)

γαμβρός (Low)τῶ ἐπrsquo ἀδελφῆ γαμβρῷ (1455 (25630)) γαμέτης (High) τῷ τῆς ἀδελφῆς γαμέτῃ (NChonChron 43562)

γαμβρὸς βασιλέως ὑπάρχων (21183 (3853)) κῆδος (High) κήδει βασιλείῳ περίδοξος (NChonChron 62653)

γάρ (Both)σύνηθες γάρ ἐστιν αὐτοῖς (6114 (7130)) δέ (High) ἔθος δὲ αὐτοῖς (NChonChron 15631)

γάρ (1121 (1743)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 32120)

τοὺς μὲν γὰρ ἐξαίφνης εὑρὼν (1827 (3403)) οἷα (High) οἷα τοῦ πυρὸς ἐπιπαφλάσαντος (NChonChron 55559)

Βιζύη μὲν γὰρ καὶ Τζουρουλὸς (21142 (37611) οὖν (Both) Βιζύη μὲν οὖν καὶ Τζουρουλὸς (NChonChron 61489)

πολλοὶ γὰρ σκοτιζόμενοι (6114 (7132)) τοίνυν (Both) πολλοὶ τοίνυν σκοτοδινιῶντες (NChonChron 15734)

γεγεμισμένος (Low)κάτεργα γεγεμισμένα ἀνδρῶν (653 (8029)) πλήρης (High) τριήρεις πλήρεις ἀνδρῶν (NChonChron 17274)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 66 of 284

γειτονέω (Low)τῶν γειτονούντων μοι ἐχθρῶν (479 (5130)) κύκλος (High) τὸ κύκλῳ πολέμιον (NChonChron 12114)

γελάω (Both)γελάσας εἶπε θαρρεῖτε (616 (6915)) διαχέομαι (High) διεκέχυτο καὶ θαρρεῖν παρεκελεύετο (NChonChron 15215)

γελῶν δὲ καὶ εἰρωνευόμενος (4717 (5332)) εἰρωνεύομαι (High) εἰρωνευόμενος (NChonChron 12419)

ἐγέλων καὶ παρεβίβαζον ἡμᾶς (21315 (36418) ἐπικερτομέω (High) ἐπεκερτόμουν ἡμῖν (NChonChron 59370)

γελῶντες (1457 (25723)) θυμοσοφέω (High) θυμοσοφοῦντες (NChonChron 43694)

ἐγέλων καὶ παρέσυρον (214 (36430)) κωμῳδία (High) ἐν κωμῳδίᾳ (NChonChron 59485)

ἐγέλα (477 (5027)) μειδιάω (High) ἐμειδία (NChonChron 11968)

γελάσας (121013 (21930)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 38426)

γελάσας (1164 (1882)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 34051)

γελάσας (7136 (924)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 18960)

βεβιασμένως γελάσας (121013 (21930)) μειδιάω (High) μειδιάσας βεβιασμένον (NChonChron 38426)

γελοπαίγνιος (Low)τὸ γελοπαίγνιον (478 (5112)) φιλοπαίγμων (High) τὸ φιλοπαῖγμον (NChonChron 12086)

γεμίζω (Low)ἀπὸ τῆς γεγεμισμένης ἡμῶν ψυχῆς (473 (491 ὑπέραντλος (High) ἐξ ὑπεράντλου ταύτῃ ψυχῆς (NChonChron 1176)

γεμόω (Low)γεμώσας (2114 (3593)) πίμπλημι (High) πλήσαντος (NChonChron 58552)

γέμω (Low)οἱ Τοῦρκοι ἔγεμον (7122 (882)) πληρόω (Low) ὁ χῶρος τούτων πεπλήρωτο (NChonChron 18384)

γενεά (Ambiguous)κατὰ γενεὰν καὶ συγγένειαν (2123 (3606)) συμμορία (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 58789)

ἅπασαι αἱ γενεαὶ (1813 (3378)) φυλέτης (High) ἅπας φυλέτης (NChonChron 55147)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 67 of 284

γένεια (Low)τάχα ἂν ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (142 πώγων (High) μικροῦ ἂν τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

γενειάς (Low)μοναχῶν γενειάδας ἐχόντων μεγάλας (1584 ( βαθυπώγων (High) βαθυπωγώνων μοναστῶν (NChonChron 47336)

γεννάομαι (Low)ἐγεννήθησαν (431 (3928)) προέρχομαι (Low) προήλθοσαν (NChonChron 10317)

γεννάω (Low)ἐγέννησεν (14214 (24917)) γείνομαι (High) ἐγείνατο (NChonChron 42456)

ἐγέννησε (511 (537)) φυτεύω (High) ἐφύτευσεν (NChonChron 12655)

ὃν ἐγέννησεν (2121 (35914)) φυτεύω (High) ὃν ἐφύτευσεν (NChonChron 58665)

γένος (Ambiguous)οἱ ἐκ γένους τοῦ βασιλέως (6117 (7222)) αἷμα (High) οἱ καθrsquo αἷμα τῷ βασιλεῖ περιώνυμοι (NChonChron 15873)

γυναῖκα ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους ἐλάμβανεν αἷμα (High) ἐκ βασιλείου αἵματος (NChonChron 12662)

τῶν ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ (621 (733)) φύλον (High) τοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ φύλου (NChonChron 15889)

γερουσία (Ambiguous)τῆς γερουσίας (15106 (28630)) γερουσιάζω (High) τὸ γερουσιάζον πλήρωμα (NChonChron 47817)

ἡ γερουσία (1462 (25814)) γερούσιον (High) τὸ τῆς πολιτείας γερούσιον (NChonChron 43833)

γεῦμα (Low)ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 ἄριστον (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

γῆ (Both)τράπεζαν εἰς γῆν ῥιπτουμένην (1426 (2482)) ἔραζε (High) τράπεζαν βαλλομένην ἔραζε (NChonChron 42290)

πᾶσα ἡ τῶν Ῥωμαίων γῆ (15121 (2892)) ἡ + genitive (High) πᾶσα ἡ Ῥωμαίων

εἰς γῆν πεσὼν (15113 (28826)) πρηνής (High) πρηνὴς πεσὼν (NChonChron 48187)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 68 of 284

ἐπὶ γῆς ἡπλωμένον κείμενον (445 (432)) πρηνής (High) πρηνῆ (NChonChron 10976)

κατὰ γῆς (1822 (33729)) χαμαί (High) χαμαὶ (NChonChron 55267)

γίνομαι (Both)ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) αἴρομαι (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

πόλεμοι ἐγένοντο (244 (1212)) ἀναρρήγνυμαι (High) πόλεμοι ἀνερράγησαν (NChonChron 5356)

πόλεων ἐγκρατὴς ἐγένετο (2178 (36912)) διαδείκνυμαι (High) πόλεων ἐγκρατὴς διεδείκνυτο (NChonChron 60174)

γινόμενα (1564 (27730)) δράω (High) δρώμενα (NChonChron 46646)

μέχρι καὶ τοῦ Ἰκονίου ἐγένετο (244 (123)) ἐλαύνω (High) ἐς αὐτὸ τὸ Ἰκόνιον ἤλασεν (NChonChron 5344)

ὅπερ καὶ ἐγένετο (1455 (25634)) ἐπακολουθέω (Both) ὃ καὶ ἐπηκολούθησεν (NChonChron 43667)

ὡς βασιλεῖς γεγονότες (2151 (36518)) καθίσταμαι (High) ὡς βασιλεῖς καθεστῶτες (NChonChron 59513)

μήπω τοῦ φόνου γεγονότος (1581 (28116)) κατεργάζομαι (Both) μηδέπω του φόνου κατεργασθέντος (NChonChron 47191)

μία κουμπανία γενόμενοι (1522 (27031)) κροτέω (Ambiguous) φατρίαν κροτήσαντες (NChonChron 45566)

ὡς ἐγένετο καθὼς ἐζήτει (16171 (3253)) περαίνω (High) ὡς εἶχε τὰ ᾐτημένα πεπερασμένα (NChonChron 53347)

ἐγένοντο γὰρ καὶ σφαγαὶ (2184 (37024)) προβαίνω (High) σφαγαὶ προύβησαν (NChonChron 60329)

ἐγίνετο (1115 (17211)) συμβαίνω (Both) ξυνέβη (NChonChron 31946)

τῆς ἡμέρας γενομένης (21142 (37615)) ὑποφαύσκω (High) ὑποφαυσάσης δὲ τῆς ἕω (NChonChron 61493)

περιχαρὴς γενόμενος (2138 (36231)) φαίνομαι (Low) περιχαρὴς φανεὶς (NChonChron 5919)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) φέρομαι (Both) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

γινώσκω (Both)ἐγίνωσκον (1828 (34015)) ἀγνοέω (High) οὐδὲ ἠγνόουν (NChonChron 55674)

μὴ γινώσκων ἢ διακρίνων εἰς τὰ πράγματά τι ἀδαής (High) ἀδαὲς μειράκιον (NChonChron 55042)

τοῖς ἀκριβῶς γινώσκουσι (1424 (2479)) εἰδώς (High) τοῖς εἰδόσι μάλα ἐπισταμένως (NChonChron 42162)

γινώσκων δὲ τὴν Λατινικὴν ὑπεροψίαν (1152 ἐπίσταμαι (High) ἠπίστατο γὰρ τὴν Λατινικὴν κόρυζαν (NChonChron 3939)

γινώσκει αὐτὸν (1422 (24614)) ἐπίσταμαι (High) ἐπίσταται τοῦτον (NChonChron 42136)

γινώσκοντας τὸ κοντ Μεταχειρίζεσθαι (443 ( εὐφυής (High) περὶ τὸ κραδαίνειν δόρατα εὐφυεῖς (NChonChron 10857)

τὸν τρόπον γινώσκοντες (436 (4114)) κατανοέω (High) τὸν τρόπον κατανοοῦντες (NChonChron 1076)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 69 of 284

μὴ γινώσκοντες ὅτι τὸν Ἀ ἔχουσιν (438 (4124 λανθάνω (High) ἐλάνθανον καὶ Ἀ ἔχοντες (NChonChron 10719)

μόνον γινώσκειν βασιλέα (412 (3815)) οἶδα (High) μόνον εἰδέναι βασιλέα (NChonChron 10055)

γινώσκων (479 (5118)) οἶδα (High) εἰδὼς (NChonChron 12094)

γινώσκοντα (1131 (432)) οἶδα (High) εἰδώς (NChonChron 3371)

καλῶς γινώσκοντες (6111 (7013)) οἶδα (High) εὖ εἰδότες (NChonChron 15460)

ἐγίνωσκε (1456 (25714)) οἶδα (High) ᾔδει (NChonChron 43684)

γινώσκων (1411 (24511)) πρόοιδα (High) προειδὼς (NChonChron 4199)

γινώσκοντος (1223 (20024)) σύνοιδα (High) συνειδέναι (NChonChron 35644)

γλυκοσύντυχος (Low)γλυκοσύντυχος (14216 (2503)) εὐέντευκτος (High) εὐέντευκτος (NChonChron 42577)

γλῶττα (Low)ἦν τὴν γλώσσαν ἀκράτητος (431 (3923)) ἐλευθεροστομέω (High) ἐλευθεροστομεῖν (NChonChron 1039)

γνώμη (Low)μετὰ γνώμης τοῦ βασιλέως (15122 (28931)) δοκέω (High) δόξαν οὕτω βασιλεῖ (NChonChron 48331)

παρὰ γνώμην αὐτοῦ δεξάμενος τὴν κουρὰν (1 ἑκών (High) μὴ ἑκὼν ἀποθρίξασθαι (NChonChron 4262)

τὴν γνώμην ἣν εἶχεν πρὸς τούτους (652 (8019 ῥοπή (High) τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 17156)

τὰς γνώμας (2138 (36225)) φρόνημα (High) τὰ φρονήματα (NChonChron 5913)

γνωρίζω (Low)γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) γινώσκω (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

γνωρίζει γοῦν τὴν ἐπιβουλὴν (434 (4022)) διασαφέω (Ambiguous) διασαφεῖ τοίνυν τὴν ἐπιβουλὴν (NChonChron 10556)

ὡς ἂν γνωρίσης (479 (5131-32)) οἶδα (High) ἵνα εἰδείης (NChonChron 12116)

γνώριμος (Low)τῶν συνήθων καὶ γνωρίμων (15122 (28921)) συνήθης (Both) τῶν συνήθων (NChonChron 48222)

γνῶσις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 70 of 284

τόλμην μετὰ γνώσεως (16192 (3265)) ἔμφρων (High) τόλμαν ἔμφρονα (NChonChron 53483)

ὅσον γνώσεως καὶ παιδεύσεως λόγων (6111 ( λόγος (Ambiguous) ὅσῳ λόγῳ καὶ παιδείᾳ (NChonChron 15573)

τῆ γνώσει (433 (4014)) σύνεσις (High) κατὰ σύνεσιν (NChonChron 10446)

πρὸς γνῶσιν (434 (4022)) σύνεσις (High) τὴν σύνεσιν (NChonChron 10556)

γογγύζομαι (Low)ἐγόγγυζον καὶ ἐβαρύνοντο (441 (429)) βαρέως φέρω (High) λίαν βαρέως ἔφερον (NChonChron 10842)

γόμος (Low)ὃν ὡς γόμον ἐπεφέροντο (2114 (35916)) ἀγώγιμος (High) ὃν ἀγώγιμον ἐπεφέροντο (NChonChron 58667)

γοργός (Low)γοργῶν (1225 (20118)) ταχυναυτέω (High) ταχυναυτουσῶν (NChonChron 35763)

γοῦν (Both)ἀπῆραν γοῦν αἰχμαλωσίαν πολλὴν (4717 (53 δέ (High) ἤλασε δrsquo ἐκεῖθεν βαρείαν λείαν (NChonChron 12416)

ὡς γοῦν συνήχθησαν (412 (3810)) οὖν (Both) ὡς οὖν συνήθροιστο (NChonChron 10050)

γοῦν (1451 (25521)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 43414)

ἐπανελθόντες γοῦν εἰς τὰς αὐτῶν πόλεις (211 οὖν (Both) ἐπανεικότες οὖν ἐς τὰ σφέτερα (NChonChron 61367)

εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) οὖν (Both) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) τοίνυν (Both) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

τὴν γοῦν ἱστορίαν (2114 (3591)) τοίνυν (Both) ἐπεὶ τοίνυν (NChonChron 58546)

ἀφίησι γοῦν εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (375 τοίνυν (Both) διαφίησι τοίνυν ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

ὁ γοῦν ἀδελφός Σ (511 (533)) τοίνυν (Both) τῶν ἀδελφῶν τοίνυν ὁ Σ (NChonChron 12651)

γοῦν (1823 (33813)) τοίνυν (Both) τοίνυν (NChonChron 55284)

μεταβάλλει γοῦν τὴν γνώμην (652 (8019)) τοίνυν (Both) μεταλλοιοῖ τοίνυν τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 1715

γνωρίζει γοῦν τὴν ἐπιβουλὴν (434 (4022)) τοίνυν (Both) διασαφεῖ τοίνυν τὴν ἐπιβουλὴν (NChonChron 10556)

ἡ γοῦν Εὐδοκία (432 (402)) τοίνυν (Both) τῶν θηλειῶν τοίνυν ἡ Εὐδοκία (NChonChron 10427)

γραμματικός (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 71 of 284

γραμματικοὺς (214 (3653)) γραμματεύς (High) γραμματέας (NChonChron 59491)

γραφή (Ambiguous)γραφῆ παραδοῦναι (15112 (2887)) συγγραφή (High) συγγραφῇ παραδοῦναι (NChonChron 48064)

γράφω (Both)ἄδειν καὶ γράφειν (2114 (3591)) ᾄδω (High) ἄδειν (NChonChron 58550)

ἔγραψαν καὶ ἀνέφερον (1456 (2577)) διαμηνύομαι (High) διεμηνύσαντο (NChonChron 43676)

οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ γράφωσι (2178 (36919)) ἐνάγω (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60182)

ἔγραφε (1558 (27634)) ἐπιστέλλω (High) ἐπιστέλλω ἐπέστελλε (NChonChron 4647)

ἔγραφε (1112 (1718)) ἐπιστέλλω (High) ἐπέστελλε (NChonChron 31714)

τὰ γραφόμενα (1557 (27628)) ἐπιστέλλω (High) ταῶν ἐπιστελλομένων (NChonChron 46492)

γράφει (1455 (25629)) παραδηλόω (High) γράμμασι παραδηλοῖ (NChonChron 43561)

γραφόμενα γράμματα (4714 (536)) χαράσσω (Low) χαραττόμενα γράμματα (NChonChron 12377)

γρηγορέω (Ambiguous)ἐξύπνισε καὶ ἐγρηγόρησεν (15121 (2898)) ἀνανήφω (High) ἐξανέθορον καὶ ἀνένηψαν (NChonChron 4827)

γυμνόω (High)ἐγυμνώθησαν (1827 (3402)) ἀποψιλόω (High) ἀπεψίλωντο (NChonChron 55559)

γυνή (Both)τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἔκλαιε (2123 (36011)) ἄλοχος (High) ἀλόχου στέρησιν ἐπωδύροντο (NChonChron 58794)

εἰς γυναῖκα ἔλαβεν (432 (3932)) γαμετή (High) εἰς γαμετὴν γυναῖκα ἡρμόσατο (NChonChron 10324)

διὰ τὸ γυναῖκα ἔχειν (513 (5325)) γαμέω (High) διὰ τὸ γῆμαι (NChonChron 12781)

οἱ μὴ γυναῖκας ἔχοντες (653 (8026)) γάμος (High) οἱ μὴ γάμοις ὡμιληκότες (NChonChron 17268)

γυναῖκα (1453 (25531)) γυναικωνῖτις (High) γυναικωνῖτιν (NChonChron 43426)

εἰς γυναῖκα πέμπει (16192 (32611)) εὐνέτις (High) εἰς εὐνέτιν μεταπεμψάμενος (NChonChron 53589)

γυναῖκας (271 (1525)) θήλεια (High) θήλειαι (NChonChron 6048)

τὴν γυναῖκα (2177 (3692)) σύλλεκτρος (High) τὴν σύλλεκτρον (NChonChron 60058)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 72 of 284

οὕτω γὰρ γυναῖκας ὑμῶν ἴδητε (6111 (7025)) σύλλεκτρος (High) οὕτως συλλέκτρους ἴδοιτε (NChonChron 15578)

ἡ τούτου δὲ γυνὴ μηνύει τῶ Δαδούνη (4711 (5 σύνευνος (High) τῇ μεταπεμψαμένῃ τοῦτον συνεύνῳ (NChonChron 12239)

ἥτις ἐλέγετο γυνὴ εἶναι τοῦ Ἰ (244 (126)) συνοικέω (High) ἥτις συνῳκηκέναι ἐλέγετο τῷ ἐξαδέλφῳ τοῦ β (NChonChro

γυρεύω (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 μεταδιώκω (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

ἐγύρευον τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (5 περισκοπέω (High) τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

ἐγύρευε (1121 (1743)) φιλοκρινέω (High) ἐφιλοκρίνει (NChonChron 32121)

γυρίζω (Low)τὸν αὐτοῦ γυρίζων σφόνδυλον (443 (4226)) ὑπογυρόω (High) ὑπογυρῶν τὸν αὐχένα (NChonChron 10963)

γύρωθεν (Low)γύρωθεν μάχεσθαι (1613 (30510)) περίοδος (High) ἐκ περιόδων καὶ κύκλων μετέρχεσθαι τὸ πολέμιον (NChonC

δαιμονιάριος (Low)δαιμονιάριοι (1282 (21123)) δαίμων (Both) οἱ τοῖς δαίμοσι κάτοχοι (NChonChron 37122)

δαιμονίζομαι (Low)δαιμονιζομένων διεφέρομεν (1822 (3383)) παράφορος (High) παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

δαίμων (Both)τοῦ πονηροῦ δαίμονος (1442 (25416)) πονηρός ὁ (High) τοῦ πονηροῦ (NChonChron 43261)

δάκρυον (Low)θέαμα δακρύων ἄξιον (21142 (37622)) οἰκτρός (High) οἴκτιστον θέαμα (NChonChron 6145)

Δάνουβις (Low)ἀνὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349)) Ἴστρος (High) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

τὸν Δάννουβιν (3121 (3423)) Ἴστρος (High) Ἴστρος τὸν Ἴστρον (NChonChron 9372)

περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο Ἴστρος (High) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 73 of 284

δάσωμα (Low)δασώματα δένδρων ἔχει (1612 (30421)) ἄλσος (High) ἄλσεσιν κομᾷ (NChonChron 50329)

δαυλός (Low)δαυλοὶ (1828 (3409)) δαλός (High) δαλοὶ (NChonChron 55567)

δέ (High)ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) γοῦν (Both) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα (21143 (37628)) δέ γε (Low) κατὰ δέ γε μῆνα τὸν Μάρτιον (NChonChron 61511)

ἐπὶ δὲ τούτοις (437 (4121)) δή (High) ἐπὶ δὴ τούτοις (NChonChron 10714)

παρεκάλεσαν δὲ (2175 (36818)) μέντοι (Low) ἱκέτευσαν μέντοι (NChonChron 59931)

δὲ (1553 (27521)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 46237)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) τοίνυν (Both) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 τοίνυν (Both) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

δέ γε (Low)ὁ δέ γε Ἐρῆς (21173 (38125)) δέ (High) ὁ δrsquo Ἐρρῆς (NChonChron 62218)

ἡ δέ γε τοῦ π ἀντιστασία (16192 (3267)) δέ (High) ἡ δὲ τοῦ π ἀντιστασία (NChonChron 53485)

ὁ δέ γε Μασοὺτ (244 (124)) μὲν οὖν (High) αὐτὸς μὲν οὖν ὁ Μασοὺτ (NChonChron 5345)

δεικνύω (Low)δείξας (1423 (24626)) καθυποδείκνυμι (High) καθυποδείξας (NChonChron 42148)

δεικνύων (14213 (2491)) παριστάω (Ambiguous) παριστῶν (NChonChron 42435)

δείξας ὅτι οἱ διαλογισμοὶ hellip (515 (5418)) πιστόομαι (High) πιστωσάμενον τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonChron 128

δειλιάω (Low)ἐδειλίων (1454 (25618)) καταπλήττω (High) κατεπλάγησαν (NChonChron 43548)

δειλιάσαντες (6111 (7017)) φιλοψυχία (High) φιλοψυχίαν νοσήσαντες (NChonChron 15464)

τινὰς δειλιῶντας (6111 (7014)) φρίττω (Both) ὅσοι δὲ πεφρίκασιν (NChonChron 15462)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 74 of 284

δεσμεύω (Low)ἐδέσμευσεν (1662 (31415)) ἀνδραποδίζομαι (High) ἠνδραποδίσατο (NChonChron 51822)

δέσμιος (Low)δέσμιον (438 (4124)) πεδήτης (High) πεδήτην (NChonChron 10720)

δεσμίους σύραντες (21172 (38119)) σχοινόδετος (High) σχοινόδετοι περιαγόμενοι (NChonChron 62111)

δεσμός (High)ἐν φυλακῆ καὶ δεσμοῖς (435 (412)) ποδοκάκη (High) ἐν φρουρᾷ καὶ ποδοκάκαις σιδηραῖς (NChonChron 10685)

δέσποινα (Low)δέσποιναν (1812 (33623)) ἄνασσα (High) ἄνασσαν (NChonChron 55021)

τῆς δεσποίνης (1821 (33719)) βασιλίς (High) τὴν βασιλίδα (NChonChron 55159)

τὴν δέσποιναν (1812 (33630)) βασιλίς (High) ἡ βασιλὶς (NChonChron 55030)

δεσποίνης (1557 (27627)) βασιλίς (High) βασιλίδος (NChonChron 46490)

τὴν δέσποιναν (1131 (428)) γυναικωνῖτις (High) τῆς γυναικωνίτιδος (NChonChron 3365)

δεύτερον (Low)ἐξέρχεται ἤδη δεύτερον κατrsquo αὐτῶν (3111 (33 δισσεύω (High) δισσεύω δισσεύει κατrsquo αὐτῶν (NChonChron 9231)

τὸ δεύτερον ἦλθε (1583 (28211)) δισσεύω (High) δισσεύσας (NChonChron 47225)

δέχομαι (Both)δεξάτω τὰς φωνὰς τῶν βαρβάρων (6111 (702 αἴρω (High) ἀράτω τὰς φωνὰς τῶν βαρβάρων (NChonChron 15578)

μὴ δέξασθαι (21121 (37332)) ἀποπέμπω (Ambiguous) άποπέμψασθαι (NChonChron 60985)

οὐκ ἐδέξατο τὴν βουλὴν (434 (4028)) ἀρέσκω (Low) οὐκ ἤρεσκεν ἡ παραίφασις (NChonChron 10563)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) εἰσδέχομαι (Ambiguous) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

ἀγγελίας ἐδέξατο (1153 (85)) ἐφελκύομαι (High) πρεσβείαν ἐφειλκύσατο (NChonChron 3943)

ἐδέξατο αὐτὸν (1585 (28229)) προδέχομαι (High) προσδέδεκτο (NChonChron 47345)

τούτους ἐδέξατο (21132 (37513)) προσδέχομαι (High) τούτους προσδέχεται (NChonChron 61256)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 75 of 284

δέχεται παρὰ τῶν Καδμείων (21121 (37329)) προσδέχομαι (High) ὑπὸ τῶν Καδμείων ἀσμένως προσδέχεται (NChonChron 609

δέχεσθαι (1563 (27729)) προσίεμαι (High) προσίεσθαι (NChonChron 46643)

τὸν Σ ἐδέξαντο (513 (128)) πρόσκειμαι (High) τῷ Σ προσέκειντο (NChonChron 12785)

τὰς σπάθας ἀνὰ χεῖρας δεξάμενοι (6114 (712 σπάομαι (High) μαχαίρας ἐσπάσαντο (NChonChron 15627)

ἀλλrsquo ὁ βασιλεὺς οὐκ ἐδέχετο τοῦτο (514 (547)) φέρω (Both) οὔτε βασιλεὺς πράως ἤνεγκε τὸ γεγονός (NChonChron 1281

δύναμαι μὴ δυνηθέντεςτὴν ἐπέλευσιν δέξασθ φέρω (Both) μὴ ἐνεγκόντες τὴν ἐπέλευσιν (NChonChron 2716)

βαρέως ἐδέξατο τὴν φυγὴν (1812 (33617)) φέρω (Both) ἤνεγκεν ἀφορήτως (NChonChron 54915)

δηλόω (Low)δηλῶν τὴν ἔλευσιν (632 (743)) προκαταγγέλλω (High) προκαταγγελοῦντα τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16038)

δημηγορέω (Low)πρὸς τὸν στρατὸν δημηγορῶν (6111 (7011)) διανίστημι (High) διανίστησι λόγοις τὸ στράτευμα (NChonChron 15457)

δημογερτεύω (Low)ταράττειν καὶ δημογερτεύειν τὴν στρατιὰν (14 ἀναταράττω (High) ἀναταράττειν τὴν στρατιὰν (NChonChron 42849)

δημόσιον τό (Low)τω δημοσίω (653 (8025)) θησαυροφυλάκιον (High) τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον (NChonChron 17266)

διά (Both)διὰ πραγμάτων (515 (5418)) dative (Both) πράγμασιν αὐτοῖς (NChonChron 12820)

διὰ τοῦ αἵματος (1211 (1992)) dative (Both) αἵματι (NChonChron 3554)

διrsquo ἐλεημοσύνης (1211 (19914)) dative (Both) τῷ ἐλέῳ (NChonChron 35516)

διὰ πείρας μαθεῖν (447 (4322)) dative (Both) πείρᾳ γνῶναι (NChonChron 1106)

διὰ σανδαλίου (1827 (3401)) dative (Both) ἀκατίῳ (NChonChron 55557)

διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) dative (Both) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) dative (Both) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

διὰ παροινίαν (1442 (25419)) ὑπό (Both) ὑπό τινος παροινήσεως (NChonChron 43263)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 76 of 284

διά + accusative (Low)μὴ παιδευθέντες διὰ τὰ κακὰ (21315 (36420)) dative (Both) οὐ τοῖς κακοῖς παιδευόμενοι (NChonChron 59372)

διὰ κέρδος πονηρὸν (515 (5415)) dative (Both) πονηρῷ κέρδει (NChonChron 12815)

διὰ χρῆσιν (214 (36430)) κατά (Both) κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

ἀλλὰ διὰ γέλωτα (214 (36430)) πρός + acc (Low) πρὸς δὲ γέλων (NChonChron 59486)

διὰ μέσον (Low)τὰ διὰ μέσον τούτων (1826 (33925)) μεταξύ (Ambiguous) τὰ μεταξὺ πάντα (NChonChron 55550)

διὰ τῆς νυκτός (Low)διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) νυκτός (High) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

διαβαίνω (Both)σκοπὴσας ὡς ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ διαβῆ (51 μεταβαίνω (Ambiguous) ἀναπολήσας ὡς ἡ τῶν Οὔννων μεταβαίη σατράπευσις (NCh

τὴν Ἀρκαδιούπολιν διαβὰς (21172 (38114)) παραλλάσσω (High) τὴν Ἀρκαδιούπολιν παραλλάξας (NChonChron 6217)

διέβησαν ἀβλαβεῖς (7122 (8731)) παρέρχομαι (Ambiguous) ἀπαθεῖς παρῆλθον (NChonChron 18377)

χρόνοι διέβησαν (1445 (25515)) παρέρχομαι (Ambiguous) παρήλθοσαν ἐνιαυτοὶ (NChonChron 4335)

διέβησαν (1434 (25227)) παρέρχομαι (Ambiguous) παρήλθοσαν (NChonChron 42991)

διαβιβάζω (Low)διεβίβασε χρόνον ἕνα (1591 (28320)) διατελέω (Ambiguous) διετέλεσεν ἐς χρόνον ἕνα (NChonChron 47475)

χωρὶς θλίψεως τὴν αὐτοῦ διαβιβᾶσαι ζωὴν (14 κίχημι (High) τὸν ἄλυπον ἐκίχησε βίοτον (NChonChron 42695)

ἀρκετὸν καιρὸν διαβιβάσας μετὰ τοῦ β (477 ( συνδιατρίβω (High) τῷ βασιλεῖ συνδιέτριψε (NChonChron 11955)

διάβολος (Low)γίνεται τῶ βασιλεῖ καὶ διάβολος καὶ σατὰν (16 σατάν (High) γίνεται ἐκείνῳ σατὰν (NChonChron 53471)

διαγινώσκω (Low)διαγνόντες οἱ Τοῦρκοι τὸ λεγόμενον (4718 (54 συνίημι (High) οἱ Τοῦρκοι συνέντες ὃ βούλεται (NChonChron 12537)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 77 of 284

διάγω (Low)διάγοντος (1562 (2779)) διατρίβω (High) διατρίβοντος (NChonChron 46523)

διῆγε (1585 (2836)) ἐμπονέω (High) ἐνεπόνει (NChonChron 47360)

διάδημα (Low)φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία κόσμος (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

διαθερμαίνω (Low)διαθερμανθεὶς καὶ ἐκκαυθεὶς (15106 (28718)) διαφρύγω (High) διαφρυγεὶς (NChonChron 47942)

διάθεσις (Low)τῆς φιλικῆς διαθέσεως (435 (4035)) φιλία (Low) φιλίας (NChonChron 10575)

διαθροέω (Both)διαθροήσας τοὺς ἐκλεκτοὺς (562 (6026)) διεκπαίω (High) διεκπαίσας τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822)

διάκειμαι (Both)ἀναισθήτως διέκειντο (1584 (28224)) ἔχω (Both) ἀνεπαισθήτως εἶχον (NChonChron 47340)

διακηρύττω (Low)διακηρύττειν (1436 (25331)) διαρρέω (High) διαρρεύση (NChonChron 43140)

διακρίνω (Low)τοὺς διακριθέντας εἰς τὴν παράταξιν (633 (74 ἀποκρίνω (High) τὸ ἐκ hellip ἐθνικῶν ἰλῶν ἀποκριθὲν στράτευμα (NChonChron

διέκρινε (1552 (27514)) γινώσκω (Both) δεῖν ἔγνω (NChonChron 46129)

διέκρινεν (15122 (28920)) γινώσκω (Both) δεῖν ἔγνω (NChonChron 48221)

ὅσον καιρὸν διέκρινεν (412 (3817)) δοκέω (High) ἐφrsquo ὅσον αὐτῷ ἐδόκει καίριον (NChonChron 10058)

διέκρινον (1613 (30428)) κρίνω (High) δέον ἐκρίνετο (NChonChron 50337)

διακρινάντων (1434 (25228)) κρίνω (High) κρινάντων (NChonChron 42993)

διαλέγομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 78 of 284

διελέγετο (1421 (2463)) προσδιαλέγομαι (High) προσδιελέγετο (NChonChron 42027)

διαλογισμός (Low)οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἱ βουλαὶ καὶ ἐπίνοιαι (515 ἐπίνοια (High) τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonChron 12820)

διαλύω (High)τοῦ διαλυθέντος συντάγματος (6114 (7133)) διασπάω (High) τοῦ διασπασθέντος συντάγματος (NChonChron 15736)

διαμερίζομαι (Low)διεμερίσθησαν εἰς τὰ τοῦ κάστρου τείχη (2114 διαιρέομαι (High) πρὸς φρουρὰν τὰ τείχη διείλοντο (NChonChron 61492)

διαμερίζω (Low)διαμερίσαντες (1225 (20117)) καταδιαιρέω (High) καταδιεῖλε (NChonChron 35761)

διανοέομαι (Both)διενοήθη κατὰ τῶν πόλεων προσβαλεῖν (1111 γινώσκω (Both) ἔγνω προσβαλεῖν ταῖς πόλεσι (NChonChron 278)

διενοήσατο (15106 (2877)) γινώσκω (Both) ἔγνω δεῖν (NChonChron 47930)

προσκαρτερῆσαι διενοήσατο (21124 (37426)) προτίθημι (Both) χρονοτριβεῖν προτίθησιν (NChonChron 61133)

διαπεράω (Low)ποταμὸν διαπεράσαντες (1114 (226)) διαβαίνω (Both) ποταμὸν διαβάντες (NChonChron 2957)

τὸν Δάννουβιν διαπεράσαντες (3121 (3423)) διαπεραιόομαι (High) τὸν Ἴστρον διαπεραιωσαμένων (NChonChron 9372)

διαπερῶσιν εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) διαπλωΐζομαι (High) ἐς ἕω διαπλωΐζονται (NChonChron 60186)

διαπερᾶν τὸν στρατὸν (2712 (1810)) διαπορθμεύω (High) τὴν στρατιὰν διαπορθμεύειν (NChonChron 6595)

διάπλασις (Low)τὴν τοῦ σώματος διάπλασιν (431 (3924)) πλάσις (High) ἡ πλάσις τοῦ σώματος (NChonChron 10310)

διαπορέω (Low)διηπόρουν καὶ εἰς ἀμηχανίαν ἔπιπτον (6114 ( ἀμηχανέω (High) ἠμηχάνουν (NChonChron 15629)

διαπράττομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 79 of 284

ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (562 (6021)) δράω (High) ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

διαπράξασθαι (447 (4331)) δράω (High) δρᾶσαι (NChonChron 11018)

ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) ποιέω (Both) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

διασκορπίζομαι (Low)διασκορπισθέντες (1933 3637) διεκχέομαι (High) διεκκεχυμένοι σποράδες (NChonChron 57031-32)

διασύρω (Low)τοῖς Πολίταις διασυρόμενος (478 (519)) διαθρυλλέω (High) τοῖς ἀστυπολίταις διαθρυλλούμενος (NChonChron 12083)

διασώζω (Ambiguous)διασωθεὶς ( 1436 (25322)) ἀποσῴζω (High) ἀποσωθεὶς (NChonChron 43029)

διαταράττω (Ambiguous)διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) διαθροέω (Both) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

διετάραξε (15131 (2905)) διακυκάω (High) διεκύκησε (NChonChron 48337)

διετάραττον αὐτοῦ τὴν ψυχὴν (413 (3822)) ὑποθράττω (High) ὑπέθραττον αὐτὸν (NChonChron 10165)

διατάσσομαι (Low)οὕτω δὲ διαταξαμένου τὰς συντάξεις (6110 (7 ἐκτάσσω (High) οὕτω δ ἐκτάσσοντι τὰς δυνάμεις (NChonChron 15443)

ταξιἀρχαι οὓς διετάξατο (619 (6933)) συνεπάγομαι (High) ταξιἀρχαι οὓς συνεπήγετο (NChonChron 15440)

διατεχνάζομαι (Low)διετεχνάζοντο (21143 (3774)) διατεχνάομαι (High) διατεχνώμενοι (NChonChron 61522)

διατίθημι (Low)μέχρις ἂν τὰ κατrsquo αὐτῶν διαθήση (21133 (375 διατίθεμαι (High) ἕως τὰ κατrsquo αὐτοὺς διάθηται (NChonChron 61366)

διατρανόω (Ambiguous)διατρανοῖ (1563 (27723)) διέξειμι (High) διέξεισι (NChonChron 46538)

διατριβή (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 80 of 284

διατριβὴν (14217 (25019)) βίωσις (High) βίωσιν (NChonChron 42694)

διαφέρω (Both)οὐδὲν τῶν δαιμονιζομένων διεφέρομεν (1822 διαφέρω (Both) οὐδὲν τῶν παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

διαφθείρομαι (Both)διαφθείρεται (14213 (2498)) φθινύθω (High) φθινύθειν (NChonChron 42444)

διάφορος (Low)διάφορα προστάγματα (437 (4119)) συχνός (High) συχνὰ γράμματα (NChonChron 10712)

διαφόρως (Low)διαφόρως (VEuth 30 (4711)) πολλάκις (Low) πολλάκις (SymMet VΕuthym 82 (665Α))

διαφυλάττω (Low)σκέπεται καὶ διαφυλάττεται (14212 (24825)) φρουρέω (High) φρουρούμενος (NChonChron 42323)

διαχωρίζω (Low)διαχωρῖσαι τὰς τάξεις (6114 (7119)) ἐκκρούω (High) ἐκκρούσειν τῆς συνεχείας τὰς φάλαγγας (NChonChron 156

δίδωμι (Both)διδούς (1462 (25813)) ἀποδίδωμι (Both) ἀποδιδούς (NChonChron 43832)

τὴν κόρην δίδωσι (2138 (36230)) ἀποδίδωμι (Both) τὴν κόρην ἀποδίδωσι (NChonChron 5918)

μετὰ τοῦ σκουταρίου δοὺς αὐτῶ (562 (6025)) βάλλω (Ambiguous) κατὰ τοῦ θυρεοῦ βαλὼν (NChonChron 13822)

δοὺς (2176 (3691)) διαδίδωμι (High) διαδέδωκεν (NChonChron 60057)

ὑπὸ τῆ σφοδρότητι τοῦ δόντος αὐτὸν (446 (43 διακοντίζω (High) τῇ ῥύμῃ τοῦ διακοντίζοντος (NChonChron 11091)

ἔδωκεν (1442 (25417)) ἐκδίδωμι (High) ἐκδίδωσιν (NChonChron 43263)

δοὺς ἑαυτὸν εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119) ἐκκυλίω (High) ἐκκυλισθεὶς εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἑαυτοὺς δεδώκασι (2175 (36818)) ἐνδίδωμι (High) σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν (NChonChron 59931)

δέδωκε (1113 (17113)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξε (NChonChron 31824)

δωρήματα ἐδίδου (1422 (24610)) ἡδύνω (High) δώροις ἥδυνε (NChonChron 42033)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 81 of 284

δοῦναι ὅσα αὐτὸς ἔδωκε hellip (16171 (3254)) κατατίθεμαι (High) τὰ λύτρα κατάθοιτο (NChonChron 53349)

τὴν ἐγγόνην δοῦναι ἔλεγε (16192 (32610)) κατεγγυάω (High) τὴν θυγατροπαίδα κατηγγύησεν (NChonChron 53588)

τὸ μὲν ἓν δέδωκε (16192 (3261)) παραδίδωμι (Both) τὸ μὲν παρεδίδου (NChonChron 53480)

ὑποσχεθεὶς δοῦναι (479 (522)) παρέχομαι (High) κατεπαγγέλλεται παρασχέσθαι (NChonChron 12119)

στολὰς παρὰ τοῦ βασιλέως δοθείσας (3114 (3 παρέχομαι (High) βασιλέως αὐτὰς παρασχομένου (NChonChron 9364)

ταύτην ἐζήτει τὸν βασιλέα δοῦναι (4714 (532- παρέχω (Both) ταύτην ἐξῃτεῖτό οἱ παρέχειν τὸν αὐτοκ (NChonChron 12370

ἐδίδοντο (1822 (33732)) παρέχω (Both) παρεχόμενα (NChonChron 55271)

δίδονται σιτηρέσια (14222 (25126)) παρέχω (Both) παρασχεθῆναι σιτηρέσια (NChonChron 42846)

τῶ Τούρκω δοὺς (7126 (8823)) πλήττω (High) πλήξας αὐτὸν (NChonChron 18418)

δώσει (15122 (28927)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 48228)

τοιοῦτον δίκαιον ἔδωκε θάνατον (1426 (24725 τίνω (High) τοιαύτην ἔτισε δίκην (NChonChron 42281)

διδόμενον (1828 (34012)) χορηγέω (High) χορηγούμενον (NChonChron 55671)

διεγείρω (Low)τὰς γνώμας διήγειρα (2138 (36225)) διανίστημι (High) τὰ φρονήματα διανέστησα (NChonChron 5913)

τὴν ψυχὴν διήγειρον (652 (8021)) διαρριπίζω (High) διαρριπίζοντος τὴν ψυχὴν (NChonChron 17159)

ἵνα διεγείρωσι (2178 (36919)) ἐξερεθίζω (High) ἐξερεθίζοντες (NChonChron 60182)

διήγειρε εἰς ἀποστασίαν (14212 (24825)) πτερόω (High) ἐπτέρου εἰς ἀπόστασιν (NChonChron 42324)

διεκπλήττω (Low)διεκπλῆξαι (479 (5119)) ἐκπλήττω (High) ἐκπλῆξαι (NChonChron 12095)

διεκφεύγω (Low)διεκφυγὼν (7122 (8727)) διαδιδράσκω (High) διέδρα (NChonChron 18372)

διεξάγω (Low)τὴν βασιλείαν διεξάγοντι (271 (1523)) διακυβερνάομαι (High) διακυβερνωμένῳ τὴν βασιλείαν (NChonChron 6045)

τὴν βασιλείαν διεξάγειν (14212 (24823)) διακυβερνάω (High) τὴν βασιλείαν διακυβερνᾶν (NChonChron 42322)

τὰ τῶν Ῥωμαίων διεξάγουσα πράγματα (212 χειρίζω (High) τῶν τὰ Ῥωμαίων χειριζόντων πράγματα (NChonChron 5866

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 82 of 284

τὴν βασιλείαν διεξάγων (1554 (2762)) χειρίζω (High) τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα χειρίζων (NChonChron 46256)

διέρχομαι (Low)ὅσα διέρχονται (1826 (33928)) κάτειμι (High) ὅσα κάτεισιν (NChonChron 55552)

ἐκεῖθεν διήρχετο (7127 (8830)) μεταβαίνω (Ambiguous) μεταβαίνω ἐκεῖθεν μετέβαινε (NChonChron 18525)

ὡς ἂν διέλθωσι τὰς πόλεις (21142 (3769)) μετέρχομαι (High) τὰς πόλεις μετελευσομένη (NChonChron 61487)

διελθεῖν (1613 (30429)) μετέρχομαι (High) μετελθεῖν (NChonChron 50338)

διέρχομαι διὰ τῆς Ἀχελὼ διελθὼν (1431 (2523 παραλλάσσω (High) τὴν Ἀγχίαλον παραλλάξας (NChonChron 42865)

διερχὀμενοι (6117 (7217)) πάρειμι (εἰμί) (High) παριόντες (NChonChron 15862)

διερχόμενον (7128 (898)) πάρειμι (εἶμι) (High) παριόντα (NChonChron 18537)

τοὺς διερχομένους (7124 (8813)) πάρειμι (εἶμι) (High) τοὺς παριόντας (NChonChron 1845)

τὸν βασιλέα διελθεῖν (6117 (7219)) παρέρχομαι (Ambiguous) τὸν αὐτοκράτορα παρελθεῖν (NChonChron 15865)

διὰ τῶν στενῶν διελθὼν (2181 (36926)) παρέρχομαι (Ambiguous) διὰ τῶν στενῶν παρελθὼν (NChonChron 60290)

διὰ τοῦ θριάμβου διέρχεσθαι (476 (5011)) πρόειμι (High) διὰ τοῦ θριάμβου προϊέναι (NChonChron 11841)

διήγημα (Both)διηγήματα (1564 (27731)) ἐνήχημα (High) ἐνηχημάτων (NChonChron 46648)

δίκαιος (Low)οὔτε δίκαιόν ἐστιν τιμᾶσθαι (VEuth 31 (5017)) εὐπρεπής (High) μηδὲ εὐπρεπὲς τιμᾶσθαι (SymMet VΕuthym 88 (669C))

δίκτυον (Low)εἰς δίκτυα (1435 (2539)) ἄρκυς (High) ἐν ἄρκυσι (NChonChron 43016)

διό (Both)διὸ (1423 (2471)) ὅθεν (Low) ὅθεν (NChonChron 42153)

διόλου (Low)διόλου (21173 (38130)) καθάπαξ (High) καθάπαξ (NChonChron 62225)

διόλου ἐβόων (477 (5028)) πυκνά (High) πυκνὰ ἐκραύγαζον (NChonChron 11968)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 83 of 284

διότι (Low)διότι (21173 (38130)) ἐπειδή (Both) ἐπειδὴ (NChonChron 62225)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 ὡς (Both) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

διπλός (Low)αἱ διπλαὶ στράται (1826 (33923)) ἀμφίδυμος (High) αἱ ἀμφίδυμοι ἄμφοδοι (NChonChron 55548)

διτζέριος (Low)κάτεργα διτζέρια (15121 (2894)) δίκροτος (High) νῆας δικρότους (NChonChron 4823)

διώκω (Both)ἐξόπισθεν διωκόντων αὐτοὺς (1581 (28133)) ἔγκειμαι (High) κατὰ νώτου ἐγκειμένων (NChonChron 47112)

διωκόμενος (1811 (3364)) ἐλαύνω (High) ἐλαυνόμενος (NChonChron 5494)

διωχθεὶς (414 (396)) καταδιώκω (High) καταδιωχθὲν (NChonChron 10282)

διώκουσι (21133 (37527)) μετανάστης (High) μετανάσται γίνονται (NChonChron 61371)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) παραλύω (High) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

δίωξις (Low)ἡ μετὰ ὕβρεως δίωξις (2123 (3605)) ἀπαγωγή (High) ἡ μεθrsquo ὕβρεων ἀπαγωγή (NChonChron 58787)

ἐκ τῆς διώξεως (562 (6024)) ἐπιδίωξις (High) ἐπιδιώξεως (NChonChron 13821)

διώξεως (1453 (2563)) καταδίωξις (High) καταδιώξεως (NChonChron 43430)

δοκέω (High)ἔδοξεν (1581 (28132-33)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ κατὰ νώτου τινῶν έγκειμέων (NChonChron 47111-12

δοκιμάζω (Both)ἐδοκίμασε (7121 (8715)) ἀποπειράομαι (High) ἀπεπειράσατο (NChonChron 18258)

ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι (1435 (25310)) ἀποπειράομαι (High) ἀπώσασθαι ἀπεπειράσατο (NChonChron 43017)

καὶ τοὺς Προυσαεῖς δοκιμάσαι (2183 (3706)) πεῖρα (High) πεῖραν δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει λαβεῖν (NChonChron 6028)

πρὸ τοῦ ἵνα δοκιμάση αὐτὸν (1563 (27723)) πεῖρα (High) πρὸ τῆς πείρας (NChonChron 46538)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 84 of 284

δοκιμάσαι (622 (738)) πεῖρα (High) πεῖραν εἰληφέναι (NChonChron 15992)

σαλεύειν τὸ τεῖχος δοκιμάζοντες (21143 (3771 πειράομαι (Ambiguous) ὑποσαλεύειν τὰ τείχη πειρώμενοι (NChonChron 61519)

ἐδοκίμαζεν (183 (34020)) πειράω (Low) πειρᾶν (NChonChron 55681)

δολιεύω (Low)δολιεύοντα (474 (4930)) δολοπλοκέω (High) δολοπλοκοῦντα (NChonChron 11823)

δολοφονέω (Low)δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) δολοφονία (High) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

δόξα (Both)δόξαν (512 (5319)) κλέος (High) κλέος (NChonChron 12772)

δοξάζω (Low)εὐχαριστήσας καὶ δοξάσας μεγάλως τὸν Σωτή αἴνεσις (High) τὴν τοῦ Κυρίου λαλήσας αἴνεσιν (NChonChron 15879)

δοξάζει (447 (4324)) εὔκλεια (High) εὔκλειαν δίδωσιν (NChonChron 1108)

εὐφημούμενος καὶ δοξαζόμενος (476 (5012)) κροτέω (Ambiguous) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

δοξαζόμενος (479 (5119)) λαμπρύνω (High) λαμπρυνόμενος (NChonChron 12095)

δοξαζόμενος ἕνεκα τοῦ δεξιοῦ στρατηγήματο μακαρίζω (High) τοῦ δεξιοῦ μακαριζόμενος στρατηγήματος (NChonChron 15

ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

δορατίζω (Low)ἀλλήλους κρούοντες καὶ δορατίζοντες (445 (4 διαδορατίζω (High) ἀλλήλους διαδορατίζοντες (NChonChron 10973)

δορυάλωτος (Low)οἱ δορυάλωτοι νέοι (3114 (3417)) νεαλής (High) οἱ νεαλεῖς (NChonChron 9362)

δόσις (Low)κατὰ τὴν τῶν κονταρίων δόσιν (445 (437)) ἀγκοίνησις (High) κατὰ τὴν τῶν δοράτων ἀγκοίνησιν (NChonChron 10985)

δοῦλος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 85 of 284

ἀγαπᾶ ὁ δοῦλος (432 (405)) ἄρχω (High) φιλεῖ τὸ ἀρχόμενον (NChonChron 10431)

τῶν δούλων (472 (499)) οἰκέτης (High) τῶν οἰκετῶν (NChonChron 11792)

ἐν τάξει δούλου (1462 (2589)) ὑπηρέτης (High) ἐν ὑπηρέτου μοίρᾳ (NChonChron 43727)

ὡς αὐθέντης δοῦλον αὐτοῦ (21132 (37516)) ὑπηρέτης (High) ὡς ὑπηρέτης δεσπόταις (NChonChron 61359)

ὡς δοῦλα ὑποτάττονται (2711 (188)) ὑπηρέτις (High) ὅσα καὶ ὑπηρέτιδες (NChonChron 6592)

δρόμος (Low)πρὸς τὸν δρόμον (447 (4319)) πορεία (High) πρὸς πορείαν (NChonChron 1103)

δύναμαι (Both)καθόσον ἠδύνατο (1453 (25532)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνὸν (NChonChron 43426)

οὐτε ἔμπροσθεν ἠδύναντο ἀπελθεῖν (7117 (86 ἔξεστι (High) οὔτε προχωρεῖν ἐξῆν (NChonChron 18231)

μηδὲν δυνηθέντων (1877 (3464)) ἐπαρκέω (High) πρὸς οὐδὲν ἐπαρκέσαντος (NChonChron 56412)

κωλύεσθαι αὐτὸν οὐκ ἠδύναντο (441 (429)) ἔστιν + inf (High) κωλύειν οὐκ ἦν (NChonChron 10843)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- ἔχω (Both) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

μὴ δυνηθέντων ἀντιπαρατάξασθαι (1112 (12 ἔχω + infinitive (High) μὴ ἀντισχεῖν ἔχοντος (NChonChron 2713)

δύναμις (Both)δυνάμεως (6111 (7012)) ἀλκὴ (High) ἀλκῆς (NChonChron 15459)

ὅση δύναμις (443 (4228)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνῆν (NChonChron 10967)

δυνάμεως (1556 (27613)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρίᾳ (NChonChron 46369)

καστέλλια περισσοτέραν δύναμιν ἔχοντα (14 ἰσχυρός (High) φρούρια ἰσχυροτέραν περιβεβλημένα ἰσχὺν (NChonChron 4

περισυνάγων δύναμιν (7125 (8818)) ἰσχύς (High) συνέλεγε τὴν ἰσχύν (NChonChron 18410)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως (514 (5327)) ἰσχύς (High) διὰ μείζονος ἰσχύος (NChonChron 12787)

δυνάμει (1225 (20110)) ἰσχύς (High) ἰσχύος (NChonChron 35758)

κατὰ τὴν τοῦ σώματος δύναμιν (2181 (36922)) ἰσχύς (High) τὴν ἰσχὺν (NChonChron 60185)

δύναμιν (615 (697)) ἰσχύς (High) ἰσχὺν (NChonChron 1529)

τὴν δύναμιν τοῦ σώματος ἀνδρεῖος (1585 (282 ῥώμη (High) τὴν ῥώμην τοῦ σώματος ἀκμαῖος (NChonChron 47347)

κατὰ τὴν τοῦ σώματος δύναμιν (431 (3924)) ῥώμη (High) τῇ ῥώμῃ (NChonChron 10310)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 86 of 284

μετὰ περισσοτέρας δυνάμεως (1582 (2821)) στρατιά (Both) μετὰ στρατιᾶς μείζονος (NChonChron 47213)

ἄνω δυνάμεων (1426 (24728)) τάξις (Ambiguous) ἀΰλων τάξεων (NChonChron 42285)

δυνατόν (Both)ὡς δυνατὸν ἦν (514 (543)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνῆν (NChonChron 12791)

δυνατός (Both)δυνατόν ἐστι (1114 (1724)) ἔξεστι (High) ἐξείη (NChonChron 31838)

εὑρίσκοντο δυνατώτερα (1452 (25529)) ἐπικρατής (High) ἦσαν ἐπικρατέστερα (NChonChron 43424)

τὰ κακὰ ἦταν δυνατώτερα (1877 (34535)) ἐπικρατής (High) τὰ χείρω ἐπικρατέστερα (NChonChron 5647)

δυνατώτερα (2184 (37024)) ἐπικρατής (High) ἐπικρατέστερα (NChonChron 60329)

συνήθεια δυνατωτέρα (1142 (712)) ἰσχυρός (High) ἔθος ἰσχυρότερον (NChonChron 3793)

ἅρματα δυνατὰ (726 (962)) ἰσχυρός (High) ὅπλα ἰσχυρὰ (NChonChron 19423)

δυνατωτέρους τοὺς πόνους (1462 (25825)) κραταιός (High) κραταιότερον (NChonChron 43850)

ὅσον ἦν δυνατόν (1611 (3046)) παντοίως (High) παντοίως (NChonChron 50214)

οὐδὲ δυνατόν ἐστι (15112 (2886)) ῥᾴδιος (High) οὐδὲ ῥᾴδιον (NChonChron 48063)

δύο (Low)εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) διχῇ (High) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

Δυρράχιον (Low)Δυρράχιον (1112 (1715)) Ἐπίδαμνος (High) Ἐπίδαμνον (NChonChron 31710)

δυσανάβατος (Low)ὄρη δυσανάβατα (1613 (3051)) ἀπότομος (Ambiguous) ὄρη ἀπότομα (NChonChron 50346)

δυσικός (Low)τὰ δυσικὰ στρατεύματα (412 (388)) δυσμή (High) τοῖς κατὰ δυσμὴν ὁπλίταις (NChonChron 10047)

δύσις (Low)τῶν τῆς δύσεως ἐχθρῶν (42 (3911)) δυσμικός (High) τῶν δυσμικῶν ἐχθρῶν (NChonChron 10288)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 87 of 284

τὸν τῆς δύσεως πόλεμον (21134 (37529)) ἑσπέρα (Ambiguous) τὸν καθrsquo ἑσπέραν πόλεμον (NChonChron 61374)

μέχρι τῆς δύσεως (631 (7327)) ἑσπέριος (High) μέχρι τῶν ἑσπερίων στηλῶν (NChonChron 16029)

τὰ πλείονα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως (211 ἑσπέριος (High) τῆς ἑσπερίου ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως (NChonChron 60987)

κατὰ τὴν δύσιν (1113 (17112)) ἑσπέριος (High) ἑσπέριαι (NChonChron 31823)

ἐκ τῆς δύσεως (271 (1524)) ἑσπέριος (High) ἐκ τῶν ἑσπερίων κλιμάτων (NChonChron 6046)

δύσκολος (Low)δυσκολώτερος (1811 (3369)) ἀργαλέος (High) ἀργαλέον (NChonChron 5498)

δυσκρασία (Low)δυσκρασία (15111 (28731)) καχεξία (High) καχεξίαν (NChonChron 48056)

δυσμαί (Low)ἀπὸ δὲ δυσμῶν (1826 (33919)) ἑσπέρα (Ambiguous) κατὰ δrsquoἑσπέραν (NChonChron 55442)

δυστυχέω (Low)δυστυχήσαντα (1821 (33715)) δυσπραγέω (High) δυσπραγοῦσι (NChonChron 55155)

δυστυχία (Low)τὰς δυστυχίας (21123 (37414)) δυσπράγημα (High) τὰ δυσπραγήματα (NChonChron 61017)

δυτικός (Low)πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη (621 (731)) ἑσπέριος (High) πρὸς τἀ ἑσπέρια (NChonChron 15885)

δωματερός (Low)δωματερῶν ὀσπητίων (13814) δώματα (High) δωμάτων (NChonChron 41483)

δωρέομαι (Low)δωρήσασθαι (479 (5122)) παρέχομαι (High) παρασχέσθαι (NChonChron 1203)

δώρημα (Low)τὰ δωρήματα (4717 (542)) δωρεά (High) αἱ δωρεαὶ (NChonChron 12422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 88 of 284

δωρήματα ἐδίδου (1422 (24610)) δῶρον (High) δώροις ἥδυνε (NChonChron 42033)

ἐάν (Low)ἐὰν γὰρ hellip ἄδειν ἀπεβαλλόμεθα (2114 (3591) εἰ (Both) εἰ γὰρ hellip ἄδειν ἀπειπάμεθα (NChonChron 58549-50)

γίγνομαι ἐὰν μὴ οὕτως γένηται (15104 (2869) εἰ (Both) εἰ μὴ γὰρ λήψονται πέρας (NChonChron 47787)

ἐὰν ἀπὸ συνηθείας ἔμαθε (15111 (2881)) ἤν (High) ἢν εἰώθει τενθεύεσθαι (NChonChron 48058)

ἐάν + aorist (Low)ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) εἰ + aorist (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

ἑαυτοῦ (High)ἑαυτοὺς δεδώκασι (2175 (36818)) σφεῖς (High) σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν (NChonChron 59931)

τῆ ἀνδρεία τῆ ἑαυτοῦ (433 (4014)) σφέτερος (High) ἀνδρείᾳ τῇ σφετέρᾳ (NChonChron 10445)

ἔγγονος (High)τὴν ἐγγόνην (16192 (32610)) θυγατρόπαις (High) τὴν θυγατροπαίδα (NChonChron 53588)

ἐγείρομαι (Low)ἐγείρεται (15131 (2904)) ἐπεγείρομαι (High) ἐπεγείρεται (NChonChron 48336)

ἐγκαυχάομαι (Low)ἐγκαυχώμενοι (1142 (714)) φυσάω (High) φυσῶντες (NChonChron 3795)

ἐγκράζω (Low)τὸν ἵππον αὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 ἐλαύνω (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

ἔγκριτος (Low)ἀλόγων ἐγκρίτων (4716 (5320)) ὠκύπους (High) ὠκύποσιν ἵπποις (NChonChron 1244)

ἐγχαλάω (Low)ἐραθύμησεν καὶ ἐνεχάλασε (1461 (2582)) ὑποχαλάω (High) ὑπεχαλάσθη τοῦ συντόνου τῆς ὁρμῆς (NChonChron 43719)

ἐγχώριος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 89 of 284

παρὰ τῶν ἐγχωρίων καλούμενον (1112 (118)) ἐγχωρίως (High) ἐγχωρίως καλούμενον (NChonChron 2711)

ἐθίζω (Low)τῶν ἐθισμένων τοὺς ἄρχοντας ἀπατᾶν (1463 εἴωθα (High) τοῖς αἰκάλλειν εἰωθόσι τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 4

ἔθνος (Low)παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) γένος (Ambiguous) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

εἰ (Both)μηδὲν ἄλλο εἰπόντος εἰ τοῦτο μόνον ὅτι (1422 ἀλλά (Both) φήσαντος μηδὲν ἕτερον ἀλλrsquo ὅτι (NChonChron 42137)

εἰ ἐβούλετο γυναῖκα λαβεῖν (511 (5312)) ἤν (High) γυναῖκα δὲ ἢν ἠβούλετο ἀγαγέσθαι (NChonChron 12662)

εἴ τι (Low)εἴ τι κακὸν δύνανται ποιῆσαι (21133 (37520)) ὅς (Both) δρᾶν ὃ δύνανται κακὸν (NChonChron 61365)

εἰκών (Low)εἰκόνας (1426 (24730)) ἔκτυπον (High) ἔκτυπα (NChonChron 42288)

εἰμί (Both)τοιοῦτος ἦν (1441 (2546)) διάκειμαι (Both) οὕτως διέκειτο (NChonChron 43148)

ἦν καιρὸς (6117 (7219)) ἐνίσταμαι (High) ἐνειστήκει καιρὸς (NChonChron 15865)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 ἱδρύω (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15868)

ἐκ τῆς πόλεως ἦν ταύτης τῆς Κωνσταντινουπό ὁρμάομαι (High) ἐκ τῆς Κωνσταντίνου ὥρμητο (NChonChron 42018)

ἔνθα ἦν ὁ βασιλεὺς ( 1434 (25229)) πάρειμι (εἰμί) (High) καθrsquo ὃ πάρεστι βασιλεὺς (NChonChron 42995)

μετrsquo αὐτῶν ὢν (1116 (17221)) σύνειμι (High) συνών σφισι (NChonChron 31961)

εἶπεν ἄν τις (Low)εἶπεν ἄν τις ὡς βόας (21172 (38117)) ὡς εἰ (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν καὶ βουκόλιον (NChonChron 6219)

εἰρηνεύω (Ambiguous)τῶν ἐχθρῶν εἰρηνευσάντων (42 (3911)) ἠρεμέω (High) τῶν ἐχθρῶν ἠρεμησάντων (NChonChron 10288)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 90 of 284

καταλλάσσει καὶ εἰρηνεύει τοὺς Πισσαίους με καταλλάσσω (High) καταλλάσσει τοὺς ἐκ Πίσσης τοῖς Βενετίκοις (NChonChron 5

εἰρηνεύσας (1591 (28316)) σπένδομαι (High) σπεισάμενος (NChonChron 47472)

εἰρηνεῦσαι μετὰ τοῦ Καφούρη (15122 (28920)) σπένδομαι (High) σπείσασθαι τῶ πειρατῆ (NChonChron 48221)

ἄλλως εἰρηνεῦσαι (1662 (31416)) σπένδομαι (High) ἑτέρως σπείσασθαι (NChonChron 51824)

εἰρήνη (Both)εἰρήνην ποιῆσαι (1561 (2775)) σπένδομαι (High) εἴ πως σπείσαιτο (NChonChron 46518)

εἰρήνης (15122 (28924)) σπονδή (High) σπονδῶν (NChonChron 48225)

ἐπλήρωσε τὴν εἰρήνην (16192 (32618)) σπονδή (High) σπονδὰς ἐξεπέρανεν (NChonChron 5352)

εἰρήνην ποιῆσαι (1552 (27515)) σπονδή (High) σπονδῶν (NChonChron 46130)

εἰς (Both)θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) dative (Both) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

εἰς τοὺς Ῥωμαίους τὰ πράγματα ἐφάνησαν κα dative (Both) βελτίω Ῥωμαίοις ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-

εἰς τὰς αὐτῶν χείρας ἔχοντες (2151 (36519)) ἐν (Both) ἐν χερσὶν ἔχοντες (NChonChron 59513)

εἰς νοῦν αὐτῶν ἔβαλον (1584 (28222)) ἐν (Both) ἐν νῷ βαλλόμενος (NChonChron 47337)

εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) ἐπί (Ambiguous) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

εἰς ξένας λύπας (1119 (17327)) ἐπί (Ambiguous) ἐπrsquo ἀλλοτρίοις δεινοῖς (NChonChron 32116)

εἰς τὰ ἐπισυμβάντα (2122 (35919)) ἐπί + dative (Ambiguous) ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι (NChonChron 58670)

εἰς τὰ ἄλογα (214 (3653)) ἐπί + genitive (High) ἐπὶ τῶν ἵππων (NChonChron 59492)

εἰς τᾶ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) ἐς (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) ἐς (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

εἰς τὸν υἱὸν (514 (546)) ἐς (High) ἐς τὸν υἱὸν (NChonChron 12795)

εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα (1557 (27621)) ἐς (High) ἐς Παλαιστίνην (NChonChron 46382)

εἰς τὰ βασίλεια ἔρχονται (1821 (33711)) ἐς (High) ἐς τὰ βασίλεια παραβάλλουσιν (NChonChron 55151)

εἰς τὸν βασιλέα (6321 (792)) ἐς (High) ἐς βασιλέα (NChonChron 16876)

ἐλθεῖν εἰς Ἀδριανούπολιν (1456 (2571)) κατά (Both) κατrsquo Ἀδριανούπολιν γενέσθαι (NChonChron 43668)

ταῶν εἰς Ἀνδρόνικον γεγονότων (1225 (2016)) κατά (Both) τὰ κατrsquo Ἀνδρόνικον (NChonChron 35754)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 91 of 284

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) κατά (Both) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

εἰς νοῦν βάλλοντες (6114 (7128)) κατά (Both) κατὰ νοῦν θέμενοι (NChonChron 15630)

εἰς τὸν τῆς Σκαμάνδρου τόπον (3102 (3318)) κατά + acc (High) κατὰ τὴν τῶν Ἀγαιοπελαγιτῶν χώραν (NChonChron 9127)

εἰς οὐδὲν λογισάμενοι (1584 (28227)) παρά (Both) παρrsquo ουδὲν θέμενοι (NChonChron 47343)

εἰς τὰ κακὰ συναντήματα (1828 (3407)) πρός (Ambiguous) πρὸς δὲ τὰ δεινότατα συναντήματα (NChonChron 55565)

εἰς ὑποδοχὴν (15106 (2876)) προς (Both) πρὸς ὑποδοχὴν (NChonChron 47928)

ὑποστρέψαντα εἰς τὰ Ἅρμαλα (1425 (24719)) προς (Both) ὑποστρέψαντα πρὸς τὰ Ἅρμαλα (NChonChron 42275)

εἰσ- (Low)εἰσβάλλει (7121 (8719)) ἐσ- (High) ἐσβάλλει (NChonChron 18362)

εἶς (Low)τὸ μὲν ἓν δέδωκε (16192 (3261)) ὁ μέν (High) τὸ μὲν παρεδίδου (NChonChron 53480)

ἐπιδραμὼν εἷς Τοῦρκος (7126 (8822)) τίς (Both) ἐπιδραμών τις Πέρσης (NChonChron 18417)

εἰς μάτην (Low)εἰς μάτην (515 (5421)) εἰκῇ (High) εἰκῇ καὶ μάτην (NChonChron 12821)

εἰς μάτην (15106 (28632)) εἰκῇ (High) εἰκῇ (NChonChron 47820)

εἰς μάτην (515 (5421)) μάτην (High) εἰκῇ καὶ μάτην (NChonChron 12821)

εἰς ὀλίγον (Low)εἰς ὀλίγον ἀγοράζοντες (21315 (36422)) ὀλίγου (High) ὀλίγου ὠνούμενοι (NChonChron 59475)

εἰσάγω (Ambiguous)εἰσῆξε καὶ φυλάξεις (1452 (25527)) ἐγκαθίστημι (High) ἐγκατέστησε (NChonChron 43423)

εἰσάγει φύλαξιν (21121 (37331)) ἐγκαθίστημι (High) φρουρὰν ἐγκαθίστησιν (NChonChron 60983)

πρὸς τὸ εἰσάξαι φῶς (434 (4026)) εἰσφέρω (Both) λαμπτῆρα εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

εἰσάγει ἐντὸς τῶν κατέργων τοὺς διακριθέντα ἐντίθημι (High) ἐντίθησι ταῖς τριήρεσι τὸ στράτευμα (NChonChron 16149)

εἰσήχθησαν αἱ τροφαί (436 (419)) παρεισάγω (High) τὸ δεῖπνον παρεισήγετο (NChonChron 10694)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 92 of 284

εἰσδέχομαι (Ambiguous)εἰσδέχεται παρὰ τοῦ πλήθους (1111 (111-12)) προσδέχομαι (High) παρὰ τοῦ πλήθους προσδέχεται (NChonChron 274)

εἰσέρχομαι (Both)εἰσέρχεται (1211 (1993)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνεῖται (NChonChron 3555)

εἰσῆλθε (1441 (2544)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 43146)

εἰς τὴν Ζαγορὰν εἰσελθὼν (1431 (2523)) εἴσειμι (High) τὸν Αἷμον εἴσεισι (NChonChron 42866)

εἰσελθών (1429 (24814)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 42311)

εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν εἴσειμι (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

εἰσῆλθον (1226 (2023)) είσπηδάω (High) εἰσπεπηδηκότες (NChonChron 35881)

εἰς ὅσα ὀσπήτια εἰσήλθοσαν (2123 (35927)) ἐναυλίζομαι (High) ταῑς οἰκίαις ἐναυλισάμενοι (NChonChron 58680)

ἐν αὐτῆ εἰσελθόντες (653 (8028)) ἐπιβαίνω (High) ταύτης ἐπιβάντες (NChonChron 17271)

εἰσέρχωνται (619 (6934)) ἐπιπάρειμι (High) ἐπιπαριοῦσαι (NChonChron 15441)

εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) καθυποδύω (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

νόσος εἰσῆλθεν εἰς τὴν στρατιὰν (21178 (3831 κατέχω (High) καχεξία κατέσχε τὴν στρατιὰν (NChonChron 62480)

ἐντὸς εἰσελθεῖν (1812 (33621)) παρεισέρχομαι (High) εἴσω παρεισελθεῖν (NChonChron 55020)

ἐντὸς τῆς πόλεως εἰσελθεῖν (2175 (36819)) παρέρχομαι (Ambiguous) εἴσω παρελθεῖν (NChonChron 59931)

εἰσέρχεται ἐν αὐτῶ (436 (416)) ὕπειμι (High) ὕπεισι τοῦτον (NChonChron 10690)

εἰσόδημα (Ambiguous)τὰ εἰσοδήματα (2151 (36520)) ἀποφορά (High) τὰς ἐπετείους ἀποφορὰς (NChonChron 59515)

τῶν ἁπασῶν εἰσοδημάτων (261 (1227)) εἰσφορά (High) τῶν δημοσίων εἰσφορῶν (NChonChron 5476)

τὰ δημόσια εἰσοδήματα (1462 (2585)) συνεισφορά (High) τὰς δημοσίας συνεισφοράς (NChonChron 43725)

εἰσφέρω (Both)τοὺς ληστὰς εἰσήνεγκέ τε καὶ ἔφερεν (2121 (3 ἐπεισφέρω (High) τοὺς λῃστὰς ἐπεισήνεγκεν (NChonChron 58669)

εἶτα (Low)εἶτα (1112 (120)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ (NChonChron 2714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 93 of 284

ἐκ (Both)ἐκ γένους ἐνδόξου (1821 (33712)) accusativus respectus (High) τὸ γένος ἐπίσημοι (NChonChron 55152)

ἐκ γένους λαμπροῦ (1455 (25627)) accusativus respectus (High) τὸ γένος αἰδεσίμους (NChonChron 43557)

ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) genitive (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

σφάττει αὐτὸν ἐκ τῶν ἱερέων τις (1425 (24720 genitive (High) ἀποσφάττει τις τῶν ἱερέων (NChonChron 42276)

οὐδὲ σημεῖον οὐρανοῦ ἢ ἐκ γῆς (2122 (35920)) -θεν (High) οὐδὲν σημεῖον ὑψόθεν ἢ καὶ γῆθεν (NChonChron 58670)

αἷμα ἐξ οὐρανοῦ ἔβρεξεν (2122 (35922)) -θεν (High) ψιάδες οὐρανόθεν ὕσθησαν αἱματόεσσαι (NChonChron 586

ἐκ μέρους (Low)ἐκ μέρους δὲ (1661 (31410)) ἔστι δrsquo ὅπῃ (High) ἔστι δrsquo ὅπῃ (NChonChron 51817)

ἐκ μέσου (Low)ἐκ μέσου ἐλθόντων (15131 (2903)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν γενομένων (NChonChron 48335)

ἐκ πλαγίου (Low)σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) ἐγκαρσίως (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

ἐκ πρώτης (Low)ἐκ πρώτης (1613 (3057)) εὐθυώρως (High) εὐθυώρως (NChonChron 50352)

ἐκ τοῦ παραυτίκα (Low)ἐκ τοῦ παραυτίκα (1552 (27518)) αὐτίκα (High) αὐτίκα (NChonChron 46133)

ἐκ τοῦ παραυτίκα (1876 (34530)) παραχρῆμα (High) παραχρῆμα (NChonChron 5641)

ἐκβάλλω (Low)αὐτὸν ἐξέβαλεν (4713 (5232)) ἐξελαύνω (High) αὐτὸν ἐξήλασεν (NChonChron 12365)

τῆς ἀρχῆς αὐτὸν ἐξέβαλεν (1421 (2462)) καθαιρέω (High) αὐτὸν καθῄρηκε τῆς ἀρχῆς (NChonChron 42025)

οὓς αὐτὸς τῆς ἀρχῆς ἐξέβαλεν (622 (7316)) κατασπάω (High) οὓς αὐτὸς κατασπάσας εἶχε (NChonChron 1598)

τῶν ἐνταῦθα ἐξωθεῖ καὶ ἐκβάλλει (14213 (249 μεθίστημι (High) τῶν τῇδε μεθίστησιν (NChonChron 42440)

τῆς ἐξουσίας αὐτὸν ἐξέβαλε (14222 (25126)) μεθίστημι (High) μεταστήσας τῆς ἀρχηγίας (NChonChron 42848)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 94 of 284

ἐκβαλεῖν τῆς βασιλείας τὸν Μ (413 (3826)) παραλύω (High) τοῦ παραλυθῆναι τὸν Μ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 10169)

ἐκδίκησις (Low)εἰς ἐκδίκησιν Ἰσαακίου (2121 (35914)) ἄμυνα (High) εἰς ἄμυναν Ἰσαακίου (NChonChron 58665)

ἐκδιώκω (Low)μακρὰν ἐκδιώξαντες (4711 (5218)) ἀπωθέομαι (High) μακρὰν ἀπεώσαντο (NChonChron 12242)

ἐκδουλεύω (Low)ἐκδουλεύειν (7125 (8820)) διακονέω (High) διακονεῖν (NChonChron 18413)

ἐκδουλεύων τῶ βασιλεῖ (1618 (32521)) ὑπηρετέομαι (High) τῷ βασιλεῖ ὑπηρετούμενος (NChonChron 53466)

ἐκδρομή (Low)ἐκδρομαὶ (1585 (28310)) ἔφοδος (High) ἔφοδοι (NChonChron 47365)

ἐκεῖνος (High)τῆ ἐκείνου συνδρομῆ (21182 (38436)) αὐτός (Both) αὐτοῦ συναιρομένου (NChonChron 62650)

ἐκείνου δὲ εἰπόντος ὀρέγεσθαι (479 (5126)) ὁ δέ (High) τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς αἱρεῖται (NChonChron 12110)

ἐν δὲ τοῖς χρόνοις ἐκείνοις (1143 (722)) ὅδε (High) ἐν δὲ τοῖς καιροῖς τοῖσδε (NChonChron 3813)

ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) οὗτος (Both) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

ἐκεῖσε (Low)τὰ ἐκεῖσε (3113 (3410)) ἐκεῖ (High) τὰ ἐκεῖ (NChonChron 9254)

ἐκεῖσε (1436 (25324)) ἐκεῖ (High) ἐκεῖ (NChonChron 43133)

περιαργῆσαι ἐκεῖσε (1131 (429)) τόπος (Both) ἐμβραδῦναι τοῖς τόποις τούτοις (NChonChron 3367)

ἐκκαίω (Low)διαθερμανθεὶς καὶ ἐκκαυθεὶς (15106 (28718)) διαφρύγω (High) διαφρυγεὶς (NChonChron 47942)

ἐκκενόω (Low)ὀλίγον τῶν θλίψεων ἐκκενώσαντες (473 (491 κενόω (High) κενώσαντες τῆς λύπης βραχὺ (NChonChron 1176)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 95 of 284

ἐκκόπτομαι (Low)τῶν ἄλλων ἐκκοπεὶς (3113 (3411)) ἀποδιίσταμαι (High) τῶν ἄλλων ἀποδιαστὰς (NChonChron 9355)

ἐκκόπτω (Both)ἐκκόπτει τὴν ἀποστολὴν (15111 (28722)) φθάνω (Both) φθάνει τὴν ἀποστολὴν (NChonChron 47945)

ἐκλέγομαι (Low)ὃν αὐτὸς ἐξελέξω (472 (4911)) αἱρετίζομαι (High) ὃν αὐτὸς αἱρετίσῃ (NChonChron 11794)

ἐκλέγω (Low)μὴ ἐξείποις (21123 (37415)) διατρανόω (Ambiguous) μὴ διατρανώσειας (NChonChron 61118)

ἐκλεκτός (Low)διαθροήσας τοὺς αὐτοῦ ἐκλεκτοὺς (562 (6026 ἐκλεκτόν τό (High) διεκπαίσας τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822--2

ἐκμοχλεύω (Low)τὰ θεμέλια ἐκμοχλεύειν (21143 (37635)) ἀναμοχλεύω (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

ἐκνευρίζω (Low)ἐκνευρίσασα (1462 (25825)) ἀναμοχλεύω (High) ἀναμοχλεύουσα (NChonChron 43849)

ἑκουσίως (Low)ἑκουσίως (16192 (32614)) ἐθελοντί (High) ἐθελοντὶ (NChonChron 53592)

ἔκπαλαι (Low)ἔκπαλαι (1554 (27531)) πάλαι (Both) πάλαι (NChonChron 46252)

ἐκπέμπω (Both)μετὰ τιμῆς ἐκπεμφθεὶς ( 6320 (7828)) παραπέμπω (Both) ἁρμοζόντως παραπεμφθεὶς (NChonChron 16867)

ἐκπλόησις (Low)πρὸς ἐκπλόησιν (2121 (35912)) ἔκπλους (High) εἰς ἔκπλουν (NChonChron 58562)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 96 of 284

ἐκσφονδυλίζω (Low)ἄνδρας ἐκσφονδυλισμένους (1613 (3052)) ἀναύχην (High) κόρσας ἀναύχενας (NChonChron 50348)

ἐκτείνω (Low)τὰς χεῖρας εἰς ὕψος ἐκτείνας (VEuth 29 (4618)) ἀνατείνω (High) χεῖρας εἰς οὐρανὸν ἀνατείνων (SymMet VΕuthym 81 (664C))

ἐκτινάσσομαι (Low)τὸν κονιορτὸν ἐκτιναξάμενος (3112 (343)) ἀπομόργνυμαι (High) τὴν κόνιν ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

ἔκτοτε (Both)ἔκτοτε (15121 (28917)) ἐκ τούτου (High) ἐκ δὲ τούτου (NChonChron 48218)

ἐκτυφλόω (Low)ἐκτυφλοῦται (1428 (2489)) ἀμαυρόω (High) ἀμαυροῦται τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 4234)

ἐκτυφλοῦται (1222 (20020)) ἐκκόπτω (Both) τὰς κόρας ἐκκόπτεται (NChonChron 35639)

ἐκτυφλοῦται (14210 (24819)) ἐξορύττω (Both) ὀφθαλμοὺς ἐξορώρυκτο (NChonChron 42317)

ἐκφεύγω (Both)ἐκφυγὼν (434 (4033)) διαδιδράσκω (High) διαδρᾶναι (NChonChron 10570)

ἐκφεύγων (14217 (25018)) ἐκκλίνω (High) ἐξέκλινε (NChonChron 42694)

ὡς χέλυν ὀλισθηρὸν ἐξέφυγεν (562 (6027)) ἐξαλύω (High) ὡς ὀλισθηρά τις ἐγχέλυς ἐξήλυξεν (NChonChron 13824)

ἐκφοβέω (Low)τοὺς πολεμίους ἐκφοβήσας (1131 (426)) διαθροέω (Both) τοὺς πολεμίους διαθροήσας (NChonChron 3363)

ἐκφοβήσας τὸν ῥῆγα τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ (42 ( καταπλήττω (High) καταπλήξας τῇ παρουσίᾳ τὸν Ἀρμένιον (NChonChron 1029

ἐλεεινός (Both)τοῦ ἐλεεινοῦ θεάματος (7124 (8811)) ἀπευκταῖος (High) τοῦ ἀπευκταίου ὁράματος (NChonChron 1842)

τὰ ἐλεεινότατα (15121 (2892)) δεινόν (High) τὰ δεινότατα 4811 (NChonChron 4811)

ἐλεεινῶς (1012 (1477)) οἰκτρός (High) οἰκτρῶς (NChonChron 27512)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 97 of 284

μετὰ τοῦ ἐλεεινοῦ στεφανώματος (15113 (288 οἰκτρός (High) τῷ οἰκτρῷ στεφανώματι (NChonChron 48187)

τῆς ἐλεεινῆς ἡμέρας (2131 (36014)) στυγνός (High) τῆς στυγνῆς ἡμέρας (NChonChron 5872)

ἐλεέω (Low)ἠλέησαν (1421 (24522)) οἰκτειρέω (High) οἰκτειρηθῆναι (NChonChron 42023)

ἐλεοῦσι (1554 (2765)) οἰκτείρω (High) οἰκτείρουσιν (NChonChron 46259)

ἐλεήσασα (1462 (25826)) οἰκτείρω (High) οἰκτειρήσασα (NChonChron 43848)

μηδένα ἐλεήσαντες (21142 (37622)) φειδώ (High) μηδενὸς λαβόντες φειδώ (NChonChron 6145)

ἐλεημοσύνη (Low)ἐλεημοσύνης (1211 (19915)) ἔλεος (High) ἐλέῳ (NChonChron 35516)

καὶ ἐλεημοσύνη τις οὐκ ἦν (2123 (3602)) φειδώ (High) καὶ φειδώ τις οὐκ ἦν (NChonChron 58785)

ἐλεήμων (Low)τὸν ἐλεήμονα (472 (499)) φίλοικτος (High) τὸν φίλοικτον (NChonChron 11792)

ἐλευθερία (Low)ἐλευθερίαν διδόναι (2123 (3606)) ἀνίημι (High) ἀνεικέναι (NChonChron 58788)

ἐλευθερόω (Low)ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ ταῆς φυλακῆς (1557 (2762 ἀπαλλάττω (High) δεσμῶν ἀπαλλαγεὶς (NChonChron 46386)

ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ ταῆς φυλακῆς (1557 (2762 ἀπολύω (Ambiguous) φρουρᾶς ἀπολυθεὶς (NChonChron 46386)

ἔλευσις (Low)τὴν ἔλευσιν (632 (743)) ἄφιξις (High) τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16040)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (414 (398)) ἄφιξις (High) τὴν αὐτοῦ ἄφιξιν (NChonChron 10284)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (441 (428)) ἄφιξις (High) τὴν ἄφιξιν τοῦ βασιλέως (NChonChron 10841)

διὰ τῆς ἐλεύσεως (475 (507)) παρουσία (High) διὰ τῆς παρουσίας (NChonChron 11835)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (4310 (426)) παρουσία (High) τὴν τοῦ ἄνακτος παρουσίαν (NChonChron 10838)

ἐλπίζω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 98 of 284

ἤλπιζον γὰρ ὡς (15132 (2909)) κεῖμαι (Both) ὅθεν ἐν ἐλπίσιν ἔκειτο πᾶσιν ὡς (NChonChron 48341)

ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 οἴομαι (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ὡς ἤλπιζον (1813 (33635)) προσδοκάω (Both) τῶν προσδοκωμένων (NChonChron 55036)

ἐλπίς (High)παρ᾽ ἐλπίδα (1824 (33825)) δόκησις (High) ὑπὲρ δόκησιν (NChonChron 5535)

παρrsquo ἐλπίδαν (2177 (3695)) δόξα (Both) παρὰ δόξαν (NChonChron 60062)

ἐμβάλλω (Low)εἰς ἐντροπὴν ἐνέβαλε (15131 (2904)) αἰσχύνω (High) ᾔσχυνε (NChonChron 48336)

ἐμβαλών (1612 (30417)) ἐντίθεμαι (High) ἐνθέμενος (NChonChron 50326)

ἔμελλον + infinitive (Low)πληρωθῆναι ἔμελλε (1581 (28119)) ταχrsquo ἄν + past tense indicative (High ταχrsquo ἂν τετέλεστό τι (NChonChron 47193)

ἔμπειρος (Ambiguous)ἐμπειρότερος (1563 (27721)) προφερής (High) προφερέστερον (NChonChron 46535)

ἐμπίμπλημι (Low)εἰ ἐμπλησθῆ ἀπὸ τούτων (1613 (30431)) περιβάλλω (Ambiguous) περιβάλλομαι λείαν (NChonChron 50341)

ἐμπίπτω (Low)εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 μεταδιώκω (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

ἐμπιστεύομαι (Low)τὸ κεφαλατίκιον ἐμπιστεύεται (1618 (32522)) λαγχάνω (High) τὴν ἀρχὴν χειρίζειν λαχὼν (NChonChron 53468)

ἐμποδίζω (Low)τί τὸ ἐμποδίζον μὴ ὁρμῆσαι (1613 (3059)) προσίσταμαι (High) τί τὸ προσιστάμενον μὴ Χωρεῖν (NChonChron 50455)

ἔμπροσθεν (Both)τὰ ἔμπροσθεν (1435 (25318)) ὄψις ἡ (High) τὰ ἐν ὄψεσιν (NChonChron 43025)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 99 of 284

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 περαιτέρω (High) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

ἔμπροσθεν μὲν οὖν ἤρχετο (1433 (25220)) προάγω (High) προῆγον μὲν οὖν (NChonChron 42983)

τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25316)) προηγέομαι (High) τοῖς προηγησαμένοις τάγμασιν (NChonChron 43022)

τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1434 (25227)) προπορεύομαι (High) τὰ προπορευθέντα στρατεύματα (NChonChron 42991)

τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) πρόσω (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

ἀπέρχεται ἔμπροσθεν (21107 (3732)) πρόσω (High) πρὸς τὰ πρόσω (NChonChron 60845)

ἐν (Both)καβαλλάριος ἐν ἵππω (6117 (7224)) dative (Both) ἵππῳ ἔποχος (NChonChron 15875)

ἐν μαχαίρᾳ ἀναιρεῖται (1583 (2828)) dative (Both) ξίφει (NChonChron 47221)

πρὸς τὸν ἐν τῶ ναῶ καθήμενον (1877 (34534)) ἐπί + genitive (High) τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ (NChonChron 5645)

ἐν Φιλιππουπόλει (1222 (20018)) κατά (Both) κατὰ τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν (NChonChron 35637)

κατοικῆσαι ἐν ἐκείνω τῶ μοναστηρίω ἐν ὧ (14 κατά (Both) τῶν μονῶν ἐκείνην κατοικεῖν καθrsquo ἣν (NChonChron 42727)

ἐν τῆ τῶν Μαγγάνων μονῆ (21142 (3767)) κατά + acc (High) κατὰ τὴν μονὴν τῶν Μαγγάνων (NChonChron 61485)

ἐν ἀμφοτέροις αὐτοῦ τοῖς βουλεύμασιν (1114 προς (Both) πρὸς ἄμφω (NChonChron 31838)

ἐν ὀλίγῳ (High)καὶ ταύτην ὡς ἐν ὀλίγω κρατήσας (1113 (220) διὰ βραχέος (High) καὶ ταύτην διὰ βραχέος χειρωσάμενος (NChonChron 2947)

ἐν τῶ ἅμα (Low)περισυναχθέντες ἐν τῶ ἅμα (7128 (899)) σπεῖρα (High) συγκροτηθέντες εἰς σπείραν (NChonChron 18538)

ἐναντίος (Both)ὁ ἐναντίος (21106 (37235)) ἀντίπαλος (High) ὁ άντίπαλος (NChonChron 60839)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) ἐναντία ἡ (High) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἐνδέχεται (Low)ἐνδέχεται (1563 (27721)) δεῖ (High) δεῖν (NChonChron 46536)

ἐνδίδωμι (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 100 of 284

τὰς ἄκρας ένέδωκε μάχεσθαι (6114 (7117)) ἐφίημι (High) τὰ τελευταῖα ἐφῆκε κόπτειν (NChonChron 15616)

ἐνδώσει αὐτῶ αὐθέντην εἶναι τῶν ὅλων πόλε ὑπεξίσταμαι (High) χωρῶν καὶ πόλεων αὐτῷ ὑπεκσταίη (NChonChron 51825)

ἔνδοθεν (High)ἔνδοθεν τοῦ κελλίου (1211 (19916)) ἔνδον (High) τῶν ταμιείων ἔνδον (NChonChron 35517)

ἔνδοξος (Low)οἱ ἐνδοξότεροι (7124 (8810)) ἐπίσημος (High) τὸ ἐπίσημον (NChonChron 18495)

ἐκ γένους ἐνδόξου (1821 (33712)) ἐπίσημος (High) τὸ γένος ἐπίσημοι (NChonChron 55152)

τὸ ἔνδοξον τῆς βασιλείας ὄνομα (1842 (34113 παγκλέϊστος (High) τὸ παγκλέϊστον τῆς βασιλείας ὄνομα (NChonChron 55715)

ἡ νίκη ἐνδοξωτέρα (3114 (3418)) περίδοξος (Ambiguous) ἡ νίκη περίδοξος (NChonChron 9365)

ἔνδυμα (Ambiguous)τοῦ ἐσχάτου ἐνδύματος (15106 (28712)) κάλυμμα (High) τὸ τελευταῖον κάλυμμα (NChonChron 47934)

ἐνδύομαι (Low)ἐνδεδυμένος χιτῶνα μέχρι ποδός (444 (4230)) ἀμπίσχομαι (High) ἀμπισχόμενος χιτῶνα ποδηνεκῆ (NChonChron 10969)

βασιλικὴν στολὴν ἐνεδύσατο (14213 (24910)) ἀμφιέννυμαι (High) τήβενναν ἠμφιάσατο (NChonChron 42448)

διπλοΐδα αἰσχύνης καὶ ἀτιμίας ἐνεδύθησαν (1 ἐνδιδύσκομαι (High) διπλοΐδα αἰσχύνης ἐνδιδυσκόμενοι (NChonChron 42431)

στολὰς ἐνδεδυμένοι (3114 (3417)) ἐνεσθέομαι (High) στολὰς ἐνησθημένοι (NChonChron 9363)

χλαμύδα ἐνδεδυμένος (443 (4222)) ἐσθέομαι (High) χλαμύδα ἠσθημένος (NChonChron 10961)

τὰ βασιλικὰ ἐνδύεται παράσημα (1876 (34532 κοσμέομαι (High) τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις (NChonChron 5643)

ἕνεκα (Ambiguous)ἐπαινούμενος ἕνεκα τῆς τοιαύτης νίκης (6117 genitive (High) ὑμνούμενος τῆς νίκης (NChonChron 15877)

ἐνεργέομαι (Low)τὰ ἐνεργούμενα (1841 (3417)) συμβαίνω (Both) τὰ συμβαίνοντα (NChonChron 5576)

ἔνθα (Low)ἔνθα ὁ τόπος ἐφαίνετο στερεός (21124 (37427 ᾗ (High) ᾗ ἐπίμαχος ὁ χῶρος κατεφαίνετο (NChonChron 61135)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 101 of 284

ἕκαστος ἔνθα ἂν βούληται (447 (4317)) ὅπῃ (High) ὅπῃ φίλον ἑκάστῳ (NChonChron 11095)

ἐνθυμέομαι (Low)ἐνθυμούμενος ὅσα hellip ἔπραξαν (652 (8020)) μέμνημαι (High) τοῦ κατὰ Κέρκυραν μεμνημένος παροινήματος (NChonChro

ἐνθύμημα (Low)τὸ ἐνθύμημα (632 (7330)) ἐννόημα (High) τὸ ἐννόημα (NChonChron 16031)

ἐνθύμησις (Low)ἐνθυμήσεων (1442 (25416)) ὑφήγημα (High) σκεμμάτων τε καὶ ὑφηγημάτων (NChonChron 43261)

ἐνθυμίζω (Low)ἐνθυμίζων αὐτὸν τὰς εὐεργεσίας (1421 (2464) ἀναμιμνῄσκω (High) τῶν γεγενημένων ἀναμιμνῄσκων εὐποιϊῶν (NChonChron 4

ἐννέα (Ambiguous)ἐννέα χρόνους ἔμελλε ἆρξαι (1445 (2554)) ἐννεατίζω (High) ἐνναετίσειν ἤμελλε (NChonChron 43391)

ἔννοια (Low)μὴ ἔχοντες ἔννοιαν (1612 (30415)) ἀφροντιστέω (Ambiguous) Βουλγάρων ἀφροντιστοῦντες (NChonChron 50223)

ἐννοιάζομαι (Ambiguous)ἐννοιάζετο διὰ τοὺς Φράγγους (21132 (37513) ὑφοράομαι (High) τὸ τῶν Λ Φρόνημα ὑφορώμενος (NChonChron 61257)

ἐννοιαζόμενος τὴν περαίωσιν (1431 (2529)) ὑφοράομαι (High) ἐπιδρομὴν ὑφορᾶσθαι (NChonChron 42972)

ἑνόομαι (Low)ἑνωθῆναι (21178 (38315)) συμμίγνυμι (High) ξυμμῖξαι (NChonChron 62486)

τοῖς Ἀρμενίοις ἑνωθεὶς (2181 (36924)) συμμίγω (Low) συμμίξας τοῖς Ἀρμενίοις (NChonChron 60287)

ἑνόω (Low)ἑνῶσαι (1152 (734)) συνάπτω (High) συνάψαι (NChonChron 3933)

ἔντερον (Low)τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἔσπασαν (1429 (24815)) ἐντός (Ambiguous) τὰ ἐντὸς διεφθάρη (NChonChron 42313)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 102 of 284

ἐντεῦθεν (High)ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) ἐνθένδε (High) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

ἔντιμος (Ambiguous)ἔντιμος (1113 (17115)) τιμήεις (High) τιμήεις (NChonChron 31826)

ἐντός (Ambiguous)ἐντὸς εἰσελθεῖν (1812 (33621)) εἴσω (High) εἴσω παρεισελθεῖν (NChonChron 55020)

ἐντὸς τοῦ ἔξωθεν τείχους (1112 (122)) εἴσω (High) εἴσω τοῦ τειχισμοῦ (NChonChron 2717)

ἐντὸς τῆς πόλεως εἰσελθεῖν (2175 (36819)) εἴσω (High) εἴσω παρελθεῖν (NChonChron 59931)

εἰσάγει ἐντός (21121 (3744)) ἔνδοθεν (High) ἔνδοθεν (NChonChron 61093)

ἐντὸς (15121 (28917)) ἔνδοθι (High) ἔνδοθι (NChonChron 48218)

ἐντὸς (15121 (28917)) ἔνδοθι (High) ἔνδοθι (NChonChron 48218)

ἐντὸς (1113 (215)) ἔνδον (High) ἔνδον (NChonChron 2840)

ἅτινα ἦσαν ἐντὸς ἐν αὐτοῖς διήρπαζον (2123 ( ἔνδον (High) τὰ τε ἔνδον διήρπαζον (NChonChron 58680)

ἐντὸς τῶν παλατίων (1812 (33626)) ἔνδον (High) ἔνδον τῶν ἀρχείων (NChonChron 55026)

ἐντὸς (1226 (2023)) ἔσωθεν (High) ἔσωθεν (NChonChron 35882)

ἐντὸς (1114 (1724)) ἔσωθεν (High) ἔσωθεν (NChonChron 31838)

ἐντρέπομαι (Low)ἐντρέπετο (1012 (1479)) αἰσχύνομαι (High) ᾐσχύνετο (NChonChron 27515)

ἐντραπεὶς (121013 (21929)) ἐρυθριάω (High) ἐρυθριάσας (NChonChron 38425)

ἐντροπή (Low)τὴν εὐκατάστατον ἐντροπὴν (15165 31335) αἰδήμων (High) τὸ τοῦ τρόπου αἰδῆμον (NChonChron 49943)

τὴν γυναικείαν ἐντροπὴν (1543 28523) αἰδώς (High) τὸ κάλυμμα τῆς αἰδοῦς (NChonChron 46086)

ἡ ἐντροπὴ (613 7119) αἶσχος (High) τὸ ἐκ τῆς ἥττης αἶσχος (NChonChron 15280)

μετὰ ἀτιμίας καὶ ἐντροπῆς (1661 (3145)) αἶσχος (High) αἴσχους ἐμπιμπλάμενον (NChonChron 51811)

τὴν αὐτοῦ ἐντροπὴν (12213 21212) αἰσχύνη (Both) μετὰ ἧτταν καὶ αἰσχύνην (NChonChron 36159)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 103 of 284

εἰς ἐντροπὴν ἐνέβαλε (15131 (2904)) αἰσχύνω (High) ᾔσχυνε (NChonChron 48336)

τὴν ἐντροπὴν (1377 2461) ἧττα (High) τὴν ἧτταν (NChonChron 40775)

εἰς ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος τῶν χωρῶν καὶ πόλε ὄνειδος (High) εἰς ὄνειδος πόλεων (NChonChron 53478)

ἐντροπιάζω (Low)σὲ βλέποντες ἐντροπιασμένην (15165 3149) ἀσχημοσύνη (High) τὸ τῆς ἀσχημοσύνης χρόνιον φέρειν (NChonChron 49953)

ἐντυλίσσω (Low)ἐντυλίξαντες (21179 (38322)) διαλαμβάνω (Ambiguous) διαλαβόντες (NChonChron 62493)

ἐνυβρίζω (Ambiguous)ἐνύβρισεν (1426 (24727)) παροινέω (High) παρῴνησεν (NChonChron 42283)

ἐξάγω (Low)ἐξάγει τῆς ζωῆς (515 (5417-18)) ἀπάγω (Ambiguous) ἀπάγει τοῦ ζῆν (NChonChron 12819)

ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) ἐκκομίζω (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

ἐξαίφνης (Low)ἐξαίφνης (447 (4321)) ἀθρόως (High) ἀθρόως (NChonChron 1105)

ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) αἴφνης (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

ἐξαίφνης (1226 (20130)) αἴφνης (High) αἴφνης (NChonChron 35876)

ἐξαίφνης (1825 (33832)) ἔννοια (Low) ὑπὲρ ἔννοιαν (NChonChron 55315)

ἐξαίφνης (14219 (2511)) ἐξάπινα (High) ἐξάπινα (NChonChron 42716)

ἐξακριβόομαι (High)τὴν εὐσέβειαν αὐτοῖς ἐξακριβωσάμενος (VEut φωταγωγέω (Low) τῷ θείῳ λόγῳ φωταγωγήσας (KyrilSkyth VEuth 10 (217))

ἑξάμιτον (Low)ἑξάμιτα (1552 (27519)) σηρικός (High) σηρικοῖς νήμασιν (NChonChron 46135)

ἐξανίσταμαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 104 of 284

ἐξαναστὰς (434 (4024)) ἐξαναθρῴσκω (High) ἐξανέθορέ τε (NChonChron 10558)

ἐξαπατάω (Low)ἐξαπατώμενοι (14212 (24827)) φρεναπατάω (High) φρεναπατώμενοι (NChonChron 42326)

ἐξαποστέλλω (Ambiguous)ἐξαπέστειλεν εἰπεῖν (4716 (5323)) ἀποστέλλω (Low) ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον (NChonChron 1248)

ἐξάπτω (Low)ἐξάψας τὸ πρόσωπον (121013 (21930)) πυρωπός (High) πυρωπότερος φανεὶς (NChonChron 38426)

ἐξαριθμέω (Ambiguous)ἐξαριθμῆσαι (1585 (2839)) ἀριθμέω (Ambiguous) ἀριθμεῖν (NChonChron 47364)

ἐξαρματώνω (Low)αἰχμαλωτίζων καὶ ἐξαρματώνων (6114 (722)) σκυλεύω (High) σκυλεύω (NChonChron 15737)

ἐξασφαλίζω (Both)ἐξασφαλισάμενος καὶ κατοχυρώσας αὐτό (16 κρατύνω (High) κρατύνας τὸ ἔρυμα (NChonChron 50213)

ἐξεῖπον (Low)πῶς ἄν τις ἐξείποι (14213 (24911)) διέξειμι (High) τι ἄν τις διεξίῃ (NChonChron 42449)

ἐξέρχομαι (Both)ἐξελθὼν (1592 (28322)) αἴρω (High) ἄρας (NChonChron 47479)

ἐξελθὼν (1225 (2019)) ἀναπλέω (High) ἀναπλεύσας (NChonChron 35757)

ἐξέρχεται (438 (4132)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρεῖ (NChonChron 10731)

ἐξελθὼν (1423 (24626)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρήσας (NChonChron 42148)

κἀκεῖθεν ἐξελθών (1611 (3042)) ἀνίσταμαι (Both) κἀκεῖθεν ἀναστάς (NChonChron 50211)

εἰ δrsquo ἴσως καὶ ἐξήρχοντο (1458 (25734)) ἀντιτάττομαι (High) εἰ δέ ποτε καὶ ἀντετάχθησαν (NChonChron 43713)

ἀπὸ τῆς Φιλίππου ἐξελθὼν (1581 (28126)) ἀπαίρω (Both) ἀπάρας ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 4714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 105 of 284

ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐξελθὼν χώρας (112 (44)) ἀπαίρω (Both) ἀπάρας ἐκ τῆς Ῥωμαίων (NChonChron 3234)

ἐξῆλθε (617 (6918)) ἀπαίρω (Both) ἀπῆρεν (NChonChron 15318)

ἐξήλθομεν (14219 (25027)) ἀπαίρω (Both) ἀπαράντες (NChonChron 42612)

ἐκεῖθεν ἐξελθὼν (1113 (223)) ἀπανίσταμαι (High) ἐκεῖθεν ἀπαναστὰς (NChonChron 2953)

ἐκεῖθεν ἐξελθών (21107 (3731)) ἀπανίσταμαι (High) ἐκεῖθεν ἀπαναστάς (NChonChron 60844)

ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν (2123 (3606)) ἄπαρσις (High) τὴν ἐκ πόλεως ἄπαρσιν (NChonChron 58788)

ἐξέρχονται ἀπὸ τῶν πορτῶν (21142 (37620)) διεκχέομαι (High) διεκχέονται τῶν πυλῶν (NChonChron 6143)

ἐξῆλθε (1823 (33814)) δρασμός (High) δρασμῷ ἐχρήσατο (NChonChron 55286)

ὅλος ἐξῆλθεν ὁ λαὸς (2175 (36816)) ἐκρέω (High) ἅπας ἐξερρύησαν ὁ λεὼς (NChonChron 59929)

ἐξελθὼν (438 (4126)) ἐξαναδύομαι (High) ἐξαναδὺς (NChonChron 10721)

οἵτινες ἐξελθόντες τοῦ τείχους (1113 (29)) ἔξειμι (High) οἳ καὶ ἐξιόντες τοῦ τείχους (NChonChron 2833)

ἐξέρχεται (2181 (36921)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 60184)

ἐξελθὼν (1453 (25530)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 43425)

ἐξελθὼν (183 (34023)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 55684)

ἐξήρχοντο (2123 (3607)) ἔξειμι (High) ἐξῄεσαν (NChonChron 58789)

ἐξέρχεται (1431 (2522)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 42865)

ἐξερχομένων (1585 (2838)) ἔξειμι (High) ἐξιόντων (NChonChron 47362)

ἐξέρχεται (1582 (2824)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 47218)

ἐξελθὼν (21172 (38114)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 6216)

ἐξέρχεται (443 (4221)) ἔξειμι (High) ἔξεισι (NChonChron 10858)

ἐξέρχεται πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη (621 (731)) ἔξειμι (High) ἔξεισι πρὸς τἀ ἑσπέρια (NChonChron 15884)

ἐξέρχεται (1425 (24712)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 42266)

ἐξήλθοσαν (1435 (25315)) ἔξοδος (Ambiguous) αὐτῷ ἡ ἔξοδος διηυμάριστο (NChonChron 43021)

ἐξῆλθε (1131 (425)) ἐξορμάω (High) ἐξώρμησεν (NChonChron 3363)

ἐξήλθοσαν (1458 (25730)) ἔπειμι (High) ἐπῄεσαν (NChonChron 43710)

ἐξελθεῖν ἐν ταῖς χώραις (16172 (32513)) ἐπιτίθεμαι (High) τοῖς θέμασιν ἐπιθέσθαι (NChonChron 53358)

τρυπήσας ἐξῆλθεν (436 (4111)) οἴχομαι (High) διατορήσας ᾤχετο (NChonChron 1061)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 106 of 284

ἐξελθὼν (6117 (7229)) πρόειμι (High) πρόεισιν (NChonChron 15880)

ἐξέρχεται ἀπὸ τοῦ κάστρου (21121 (3742)) ὑπεξίσταμαι (High) τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται (NChonChron 61088)

ἐξετάζω (Low)ἀκριβῶς ἐξέταζε (1813 (3375)) ἀκριβολογέω (High) ἠκριβολόγησε (NChonChron 55143)

τοὺς αὐθέντας ἐξέταζον (2123 (35928)) ἀνακρίνω (High) τοὺς δεσπότας ἀνέκρινον (NChonChron 58681)

ἐξευμενίζω (Low)ἐξευμενιζων τὸν βασιλέα ἐφαίνετο (4714 (53 ἐξομαλίζω (High) ἐξομαλίζων ἦν τὸν βασιλέα (NChonChron 12375)

ἐξισάζω (Low)ἐξισάζειν ἑαυτὸν τοῖς βασιλεῦσι (631 (7326)) ἀνθαμιλλάομαι (High) πρὸς βασιλεῖς ἀνθαμιλλᾶσθαι (NChonChron 16027)

ἐξοδιάζω (Low)οὐδὲ ἐπιθυμητότερον ἐξοδιάζειν (1822 (33723 δαπανηρός (High) οὐδὲν ἔθνος δαπανηρότερον (NChonChron 55163)

ἔξοδος (Ambiguous)μετὰ ἐξόδων καὶ χρημάτων (1411 (2454)) ἀνάλωμα (High) ἀναλώμασι (NChonChron 41995)

περιέφραζε τὰς ἐξόδους (4715 (539)) διέξοδος (High) περιεφράγμου τὰς διεξόδους (NChonChron 12383)

τὴν ἅπασαν ἔξοδον (15105 (28621)) ἐφόδιον (High) ἐφόδιον ὅπερ ἤτησε (NChonChron 4787)

ἐξοικισμός (Low)ἐξοικισμὸς (1585 (28312)) έρημία (High) ἡ τῶν χωρῶν ἐρημία (NChonChron 47366)

ἐξόπισθεν (Low)ἐξόπισθεν (1581 (28132)) νῶτον (High) κατὰ νώτου (NChonChron 47111)

ἐξόπισθεν ἐστράφη (1114 (1726)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐφέρετο (NChonChron 31839)

ἐξόπισθεν ἦλθεν εἰς Κ (1151 (728)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐπανῆκεν εἰς τὸ Βυζάντιον (NChonChron 3824)

ἐξοπλίζω (Low)ἔργοις ἑαυτὸν ἐξοπλίσας (16192 (32615)) περιανθίζω (High) ἔργοις ἑαυτὸν περιανθίσας (NChonChron 53594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 107 of 284

ἐξορίζω (Low)ἐξορίσθησαν ἀπὸ ταῆς πατρίδος αὐτῶν (1511 ἔκπτωσις (High) πατρίδος ἐδυστύχησαν ἔκπτωσιν (NChonChron 48065)

ἐξορισθέντας (1211 (19917)) ἐξορία (High) ἐν ἐξορίαις κακουχουμένους (NChonChron 35518)

ἐξορύττω (Both)ὀφθαλμοὺς ἐξορύξας (1457 (25722)) ἐκκόπτω (Both) κόρας ἐκκόψαι (NChonChron 43692)

ἐξουδενόω (Low)ἐξουδενοῦντες τοὺς βασιλεῖς (1457 (25723)) μυκτηρίζω (High) τὰ Ῥωμαίων μυκτηρίζοντες πράγματα (NChonChron 43694)

ἐξουσία (Low)ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) ἀρχή (Both) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

ἡ ἐξουσία τῶν Βλάχων (1582 (2825)) ἀρχηγία (Ambiguous) ἡ ἀρχηγία Μυσῶν (NChonChron 47219)

τῆς ἐξουσίας αὐτὸν ἐξέβαλε (14222 (25126)) ἀρχηγία (Ambiguous) μεταστήσας τῆς ἀρχηγίας (NChonChron 42848)

ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) διεξαγωγή (High) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

ἡ ἐξουσία (1583 (2828)) ἡγεμονία (High) ἡ ἡγεμονία (NChonChron 47222)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) ἰσχύς (High) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

τὴν ἐξουσίαν (622 (7315)) κράτος (Ambiguous) τὸ κράτος (NChonChron 1596)

ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) κυβέρνησις (Ambiguous) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

τὴν ἐξουσίαν λαμβάνει (621 (736)) κυριότης (High) ἐπισπᾶται τὴν κυριότητα (NChonChron 15991)

ἐξουσίαν (1111 (1714)) ὑποχείριος (High) ὑποχείριον (NChonChron 3178)

ἐξουσιάζω (Low)ἐξουσιάζεσθαι παρά τινος (1557 (27629)) πείθομαι (Ambiguous) ἑτέροις πείθεσθαι (NChonChron 46493)

ἐξυπνίζω (Low)ἐξύπνισε καὶ ἐγρηγόρησεν (15121 (2898)) ἐξαναθρῴσκω (High) ἐξανέθορον καὶ ἀνένηψαν (NChonChron 4827)

ἔξω (Low)ἔξω (14213 (2492)) ἔξωθεν (High) ἔξωθεν (NChonChron 42437)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 108 of 284

ἐξωθέω (Low)ἐφοβεῖτο μήπως ἐξωσθῆ (622 (7314)) παραλύω (High) ἠγωνία μήπως τῆς τῶν Σέρβων παραλυθῇ δυναστείας (NCh

ἑορτάζω (Low)ἑορτάσων τὴν κοίμησιν (1463 (25830)) τελέω (High) τελέσων τὰ ὅσια τῇ μεταστάσει (NChonChron 43853)

ἑορτάσιμος (Low)ἐλθούσης δὲ τῆς ἑορτασίμου μνήμης (619 (69 ἑόρτιος (High) ἐνστάσης δὲ τῆς ἑορτίου μνήμης (NChonChron 15334)

ἐπαινέω (Ambiguous)ἐπαινούμενος ἕνεκα τῆς τοιαύτης νίκης (6117 ὑμνέω (High) ὑμνούμενος τῆς νίκης (NChonChron 15877)

ἐπαίνουν (1553 (27525)) ὑπεξαίρω (High) ὑπεξαίροντες (NChonChron 46245)

ἐπαίρω (Both)διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) αἴρω (High) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

ἐπαίρουσιν τὸ νερόν (1612 (30423)) ἀρύομαι (High) ἀρύσασθαι τὸ ποτόν (NChonChron 50332)

εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρετο καὶ θρασύτητα (166 προσεπαίρω (High) προσεπαίροντα εἰς θρασύτητα (NChonChron 51814)

ἐπακολουθέω (Both)ἐπακολουθοῦντα (1454 (25620)) ἐφέπω (High) ἐφέποντα (NChonChron 43551)

ἐπηκολούθησαν καὶ αὐτῶ (1427 (2485)) προσχωρέω (High) καὶ τούτῳ προσκεχωρήκασι (NChonChron 42293)

ἐπακόλουθος (Low)ἵνα ἐπακόλουθον τῶ λόγω ἔχω (21141 (3761)) εἱρμός (High) ἵνα καθ᾽ εἱρμὸν τῷ λέγειν δοίημεν (NChonChron 61377)

ἐπαναστρέφομαι (Low)συντόμως πάλιν ἐπαναστρέφεται (112 (417)) φιλυπόστροφος (High) ταχέως φιλυπόστροφος γίνεται (NChonChron 3251)

ἐπαναστρέφω (Low)ἐπανέστρεψεν (479 (5118)) ἐπαναζεύγνυμι (High) ἐπανέζευξεν (NChonChron 12093)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἐπανέστρεψεν (161 ἐπανατρέχω (High) εἰς Βυζάντιον ἐπανέδραμε (NChonChron 53595)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 109 of 284

ἐπανέρχομαι (Low)ἐπανέρχομαι (511 (531)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνειμι (NChonChron 12648)

ἐπάνω (Low)(ἔθηκεν) ἐπάνω δὲ τούτου (523 (5610)) ἄνωθεν (High) τὸν πῖλον ἐπέθηκεν ἄνωθεν (NChonChron 1312)

ἐπάνω τούτων (1142 (718)) ἄνωθεν (High) ἄνωθεν (NChonChron 387)

ἐπάνω ὄρους κειμένην (21124 (37423)) ἐπί (Ambiguous) ἐπ ἀνάντους ὄρους κειμένη (NChonChron 61129)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 ἐπί + genitive (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15869)

ἔπαρσις (Ambiguous)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 κόμπος (High) καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 6590)

μετὰ ἐπάρσεως (1563 (27718)) κόμπος (High) μετὰ κόμπου (NChonChron 46533)

εἰπεῖν μετὰ ἐπάρσεως (618 (6927)) μεγαλορρημονέω (High) μεγαλορρημονῶν ἔλεγεν (NChonChron 15328)

ἐπειδή (Both)ἐπειδὴ κακῶς ἔπασχε (1454 (2569)) ὡς (Both) ὡς κακῶς πασχόντων (NChonChron 43536)

ἐπεισέρχομαι (Ambiguous)ἕτερον (κακὸν) ἐπεισῆλθε (1557 (27619)) ἐπεισφρέω (High) ἕτερον (κακὸν) ἐπεισέφρησε (NChonChron 46378)

ἐπέρχομαι (Ambiguous)πολλὰ (σημεῖα) ἐπήλθοσαν (2122 (35920)) συμφέρομαι (High) πολλὰ (σημεῖα) ξυνηνέχθησαν (NChonChron 58671)

ἐπηρμένος (Low)ἐπηρμένων καὶ ἀλαζονικῶν (2151 (36517)) τυφομανής (High) τυφομανῶν (NChonChron 59511)

μετὰ ἐπηρμένου φρονήματος (618 (6925)) φρονηματίζομαι (High) φρονηματισθέντες (NChonChron 15326)

ἐπί (Ambiguous)ἐπὶ (1583 (2828)) προς (Both) πρὸς (NChonChron 47222)

ἐπί + accusative (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 110 of 284

ἐπὶ τὴν Βερόην (1432 (25213)) εἰς (Both) εἰς Βερόην (NChonChron 42976)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) ἐπί + dative (Ambiguous) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

ἐπὶ δὲ τὸ κακὸν τοῦτο ἕτερον ἐπεισῆλθε (1557 ἐπί + dative (Ambiguous) ἐπὶ δὲ τῷ κακῷ τούτῳ ἕτερον ἐπεισέφρησε (NChonChron 463

ἐπί + dative (Ambiguous)ἐπὶ τῷ δόρατι ἐγκαυχώμενον (441 (4216)) dative (Both) τῷ δόρατι ἐγκαυχώμενον (NChonChron 10854)

ἐπὶ πλέον (Ambiguous)ἐπιπλέον (433 (4010)) ἐκ τοῦ πλείονος (High) ἐκ τοῦ πλείονος (NChonChron 10439)

καὶ ἐπὶ πλέον (632 (7332)) ἔτι (Ambiguous) καὶ ἔτι πρὸς (NChonChron 16034-35)

ἐπιπλέον (513 (5325)) μάλιστα (High) μάλιστα (NChonChron 12781)

ἐπὶ πλέον (14212 (24825)) πλειόνως (High) πλειόνως (NChonChron 42324)

ἐπιπλέον μετὰ ἀμάξης περιεπάτει (4712 (522 τὰ πολλά (High) τὰ πολλὰ ἐφrsquo ἁρμαμάξης (NChonChron 12249)

ἐπιβουλή (Ambiguous)ἐπιβουλὴν κατασκευάσας (14210 (24817)) σύστρεμμα (High) σύστρεμμα τεκτηνάμενος (NChonChron 42314)

πρωταίτιον τῆς ἐπιβουλῆς (15113 (28821)) σύστρεμμα (High) πρωτουργὸν τοῦ συστρέμματος (NChonChron 48180)

ἐπιδίδωμι (High)ἐπιδώσει αὐτῶ (183 (34023)) κατατίθεμαι (High) καταθέσθαι οἱ συνέθετο (NChonChron 55683)

ἐπιθυμέω (Both)ἐπιθυμῶν συμμίξαι (7127 (8830)) γλίχομαι (High) συμμῖξαι γλιχόμενος (NChonChron 18525)

ἐπιθυμῶν καταντῆσαι (1225 (2018)) διανοέομαι (Both) πέρας θέσθαι διανοούμενον (NChonChron 35756)

ἐπεθύμει (183 (34020)) ἐράω (High) ἐρᾶν (NChonChron 55681)

ἐπιθυμεῖ στρατηγίαν ποιῆσαι μακρὰν (631 (7 ἐράω (High) ἐρᾷ στρατείας ὑπερορίου (NChonChron 15918)

ἐπιθυμεῖ (14214 (24919)) ἐράω (High) ἐρᾶν (NChonChron 42558)

τὰς χώρας ἐπιθυμῶν κρατῆσαι (4711 (5213)) ἔρως (Ambiguous) νοσήσας κἀπὶ τῇ τούτου ἔρωτα χώρᾳ (NChonChron 12234)

ἐπιθυμητός (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 111 of 284

οὐδὲ ἐπιθυμητότερον εἰς χρήματα (ἔθνος) (18 ἐρασιχρήματος (High) οὐδὲν γὰρ ἔθνος ἐρασιχρηματώτερον (NChonChron 55162)

ἐπιθυμία (Ambiguous)διrsquo ἐπιθυμίας εἶχεν ἑνῶσαι (1152 (734)) ἔρως (Ambiguous) ἀεὶ διrsquo ἔρωτος εἶχε συνάψαι (NChonChron 3933)

ἐπιθυμίαν (1557 (27625)) ἔρως (Ambiguous) ἔρωτα (NChonChron 46488)

ἐπικείμενος (Ambiguous)τὰς ἐπικειμένας χώρας (1118 (17317)) ἐφεξῆς (High) τὰς ἐφεξῆς χώρας (NChonChron 32193)

ἐπιλαμβάνομαι (High)στρατιωτικῆς δυνάμεως ἐπιλάβεσθε (6111 (7 μνάομαι (High) μνήσασθε πολεμίου ἀλκῆς (NChonChron 15459)

ἐπιλανθάνομαι (Ambiguous)ἐπιλάθηται τοῦ οἴκου τοῦ πατρικοῦ (511 (531 λανθάνομαι (High) τῆς ἐς πατρίδα λαθόμενος ἐπανόδου (NChonChron 12663)

ἐπιμελέομαι (Low)τῆς ἔσωθεν (εὐμορφίας) ἐπεμελεῖτο (251 (121 ἐπιμέλομαι (High) τοῦ ἔνδον (κάλλους) ἐπεμέλετο (NChonChron 5360)

ἐπιπέμπω (Ambiguous)ἐπιπέμπων βοήθειαν (1225 (20113)) ἐπισταλάττω (High) ἐπισταλάττων χάριν (NChonChron 35759)

ἐπιπίπτω (Low)πολλῶν Σέρβων ἐπιπεσόντων αὐτῶ (3111 (33 ἐπιβρίθω (High) πολλῶν ἐπιβρισάντων αὐτῷ Σέρβων (NChonChron 9236)

ἐπιπλήττω (Ambiguous)ὠνείδισε καὶ ἐπέπληξε (1455 (25632)) καταμωκάομαι (High) καταμωκώμενον (NChonChron 43666)

ἐπιστήμων (Ambiguous)ἐπιστήμονα πάντων (21106 (37234)) ἴδρις (High) ἴδριν τῶν τακτικῶν (NChonChron 60838)

ἐπιστρέφω (Low)ἵνα ἐπιστρέψη (1432 (25212)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρήσειν (NChonChron 42975)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 112 of 284

ἐπισυμβαίνω (Ambiguous)εἰς τὰ ἐπισυμβάντα τῆ βασιλίδι (2122 (35919)) συμβαίνω (Both) ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι τῇ βασιλίδι (NChonChron 58670)

ἐπιτάσσω (High)ἐπιτάττει αὐτῶ κλέψαι τὰς κλεῖς (521 (227)) ἐπισκήπτω (High) ἐπισκήπτει τούτῳ ὑφελέσθαι τὰς κλεῖς (NChonChron 12933

ἐπιτήδειος (Both)ἐπιτήδειον πρὸς ὑποδοχὴν (413 (3819)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανὸν ὑποδέξασθαι (NChonChron 10161)

ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7412)) οὔριος (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ὁ ἄνεμος ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 ( φορός (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ἐπιτίθημι (Low)πληγὰς αὐτοὺς ἐπιθέντες (2123 (35929)) ἐντείνω (High) πληγὰς ἐντείνοντες ἐνίοις (NChonChron 58681)

ἐπιτιμάω (Both)ἐπετίμησε (1422 (24621)) ἐμβριμάομαι (Ambiguous) ἐμβριμησάμενος (NChonChron 42143)

ἐπιτυχία (Ambiguous)τὴν ἐπιτυχίαν (631 (7323)) εὐδαίμων (High) τὸ εὔδαιμον (NChonChron 15920)

ἐπιφέρω (Low)ἐπιφέρων τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (743)) ἀποκομίζω (High) ἀποκομίσοντα τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16041)

ἐπιχειρέω (Low)δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) φροντίζω (Both) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

στρατιωτικὴν ἐπιχειροῦντας μέθοδον (21142 ( χράομαι (High) μεθόδοις χρωμένους στρατηγικαῖς (NChonChron 61494)

ἔποικος (Ambiguous)οἱ ἐντός τῆς πόλεως ἔποικοι (1592 (28330)) πολιορκέω (High) πολιορκούμενοι (NChonChron 47487)

ἐπόμνυμαι (Ambiguous)ἐπομόσεται στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (336 συντίθεμαι (Both) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι συνέθετο (NChonChron 55038)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 113 of 284

ἐργάζομαι (High)κακὰ ἐργάζεται (3111 (3322)) δράω (High) χείρονα δρᾶν (NChonChron 9230)

ἐργασάμενος (1823 (33816)) ἐπιτεχνάομαι (High) ἐπιτεχνώμενος 55288 (NChonChron 55288)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) τρέπομαι (Both) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἔργον (Ambiguous)ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (1741)) ἦθος (High) ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἐρευνάω (Low)τοὺς λιμένας ἠρεύνα (437 (4117)) διερευνάομαι (High) τοὺς λιμένας διηρευνᾶτο (NChonChron 10710)

ἔρημος (Ambiguous)ἔρημος ἐγένετο (2121 (35910)) κενόω (High) κεκένωται (NChonChron 58560)

τὸ Στούμπιν ἔρημον ἀπηργάσαντο (1451 (255 κενόω (High) τῶν ἐνοικούντων τὸ Στούμπιον ἐκένωσαν (NChonChron 434

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) κενόω (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ἔρχομαι (Both)ἤλθομεν (14219 (25027)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμεθα (NChonChron 42612)

πρὸς τὸν βασιλέα ἐλθεῖν (1662 (31415)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικέσθαι ἐς βασιλέα (NChonChron 51823)

ἐλθὼν (1553 (27521)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμενος (NChonChron 46237)

ἡ ἐξουσία ἔρχεται ἐπὶ ταὸν ἀδελφὸν (1583 (28 βλέπω (Both) ἡ ἡγεμονία βλέπει πρὸς (NChonChron 47222)

ἐλθεῖν εἰς Ἀδριανούπολιν (1456 (2571)) γίνομαι (Both) κατrsquo Ἀδριανούπολιν γενέσθαι (NChonChron 43668)

μέλλων ἔρχεσθαι (447 (4316)) εἶμι (High) μέλλων ἰέναι (NChonChron 11095)

ἔρχονται (1111 (1712)) εἰσβάλλω (Ambiguous) ἐσβάλλει (NChonChron 3175)

εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (112 (422)) εἴσειμι (High) τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

ἐλθὼν (1556 (27617)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 46372)

ἐλθούσης δὲ τῆς ἑορτασίμου μνήμης (619 (69 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης δὲ τῆς ἑορτίου μνήμης (NChonChron 15334)

ἐλθούσης οὖν τῆς ἡμέρας τῆς ὁρισθείσης (653 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης οὖν τῆς προθεσμίας (NChonChron 17265)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 114 of 284

ἡ προθεσμία ἦλθεν (443 (4219)) ἐνίσταμαι (High) ἡ προθεσμία ἐνειστήκει (NChonChron 10856)

τὸ φάρμακον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἐλθὸν (515 (54 ἐνσκήπτω (High) τὸ φάρμακον τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσι (NChonCh

πάλιν ἔρχεται (1453 (2567)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνεισιν αὖθις (NChonChron 43434)

ἔρχεται πρὸς (1436 (25324)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνεισι πρὸς (NChonChron 43133)

ἐρχομένω (14214 (24922)) ἐπάνειμι (High) ἐπανιόντι (NChonChron 42562)

ἀνελπίστως κατrsquo αὐτοῦ ἐλθὼν (2185 (37027)) ἔπειμι (High) μὴ προσδόκιμος ἐπιὼν τῷ ἀνδρὶ (NChonChron 60333)

τοὺς ἐρχομένους (1435 ( 25310)) ἔπειμι (High) τὸ ἐπιὸν (NChonChron 43017)

ἤρχοντο (618 (6925)) ἔπειμι (High) ἐπῄεσαν (NChonChron 15327)

ἐλθεῖν (1812 (33621)) ἐπιρρέω (High) ἐπιρρεῦσαι (NChonChron 54919)

πρὸς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (1611 (3043)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταται τῇ Θεσσαλονίκῃ (NChonChron 50211)

ἔρχεταί τις (6110 (703)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταταί τις (NChonChron 15444)

περὶ τὸν βασιλέα ἐλθὼν (121013 (21926)) ἐφίσταμαι (High) τῷ βασιλεῖ ἐπιστὰς (NChonChron 38422)

ἤρχετο (1225 (2017)) ἔχομαι (High) ταῆς πορείας εἴχετο (NChonChron 35755)

μήπω δὲ τῆς συμμαχίας ἐλθούσης (21178 (383 ἥκω (High) μήπω δὲ τῆς ξυμμαχίας ἡκούσης (NChonChron 62480)

ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν (412 (3812)) ἱκνέομαι (High) ἵκετο πρεσβεία (NChonChron 10053)

ἦλθε (15122 (28921)) κατάγομαι (High) κατήχθη (NChonChron 48223)

πρὸς Ἀδριανούπολιν ἔρχεται (183 (34019)) καταλαμβάνω (High) τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε (NChonChron 55680)

εἰς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (412 (3817)) καταλαμβάνω (High) τὴν τῶν Θεσσαλῶν καταλαβὼν (NChonChron 10058)

εἰς Ἀδριανούπολιν ἐλθόντες (21143 (37630)) καταλαμβάνω (High) κατειληφότες τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (414 (3910) μετασκηνόω (High) εἰς τὴν βασιλίδα πόλιν μετασκηνοῖ (NChonChron 10287)

εἰς τὰ βασίλεια ἔρχονται (1821 (33711)) παραβάλλω (High) ἐς τὰ βασίλεια παραβάλλουσιν (NChonChron 55151)

εἰς τὰ Τ ἦλθεν (244 (124)) παρεμβάλλω (High) παρενέβαλεν εἰς τὰ Τ (NChonChron 5345)

ἤρχετο (1225 (2017)) πορεία (High) τῆς πορείας εἴχετο (NChonChron 35755)

πρὸς τὴν Προύσαν ἔρχονται (2183 (37011)) πρόσειμι (High) τῇ Προύσῃ προσίασι (NChonChron 60213)

ἐλθὼν πρὸς τὸν βασιλέα (1585 (28229)) προσρέω (High) τῷ βασιλεῖ προσρυεὶς (NChonChron 47345)

ὑπὸ σκιὰν δένδρου ἐλθὼν (7125 (8817)) ὑπέρχομαι (High) σκιὰν ὑπελθὼν δένδρου (NChonChron 1849)

ἦλθε (1456 (2572)) φθάνω (Both) φθάσας (NChonChron 43671)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 115 of 284

ἐρωτάω (Both)ἠρώτησεν αὐτῶ εἰ θέλει (479 (5125)) ἔρομαι (High) ἤρετο εἰ βούλοιτο (NChonChron 1219)

ἠρώτησεν (1422 (24613)) ἔρομαι (High) ἤρετο (NChonChron 42035)

ἐρωτήσας (14219 (25030)) πυνθάνομαι (High) πυνθανομένου (NChonChron 42716)

ἑσπέρα (Ambiguous)πρὸς ἑσπέραν (15111 (2883)) βουλυτόν (High) περὶ βουλυτὸν (NChonChron 48059)

πρὸς ἑσπέραν (15111 (28730)) ὀψέ (High) τῆς ἡμέρας ὀψὲ (NChonChron 48055)

ἐστιν (Low)ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) ellipsis (High) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

ἔσχατος (Ambiguous)τοῦ ἐσχάτου ἐνδύματος (15106 (28712)) τελευταῖος (High) ταὸ τελευταῖον κάλυμμα (NChonChron 47934)

ἔσωθεν (High)τῆς ἔσωθεν (εὐμορφίας) (251 (1216)) ἔνδον (High) τοῦ ἔνδον (κάλλους) (NChonChron 5360)

ἐτάζω (Ambiguous)ἐταζόμενος (1429 (24815)) ἔτασις (High) ἐτάσεσιν ὑποβληθεὶς (NChonChron 42312)

ἕτερος (Both)παρrsquo ἑτέρων (2151 (36521)) ἄλλος (Both) παρrsquo ἄλλοις ἔθνεσι (NChonChron 59516)

ἑτέρας μηχανὰς (21179 (38318)) ἄλλος (Both) ἄλλων μηχανῶν (NChonChron 62489)

ἑτέραν ὁδὸν (1435 (25319)) ἄλλος (Both) ἄλλην (NChonChron 43025)

ἕτερα κάτεργα (15122 (28925)) ἄλλος (Both) τριήρεις ἄλλας (NChonChron 48226)

ἕτεροι δὲ καὶ ὀλιγοψύχουν (6114 (7133)) εἰσὶ δrsquo οἵ (High) εἰσὶ δrsquo οἳ καὶ ἐλειφαίμουν (NChonChron 15735)

βασιλεύσας δὲ ἕτερος ἀνεφάνη (15132 (29011 ἑτεροῖος (High) ἄρξας δrsquo οὖν ἑτεροῖος ὦπτο (NChonChron 48343)

ἐξ ἑτέρων (1564 (2782)) ἑτέρωθεν (High) ἑτέρωθεν (NChonChron 46649)

ἕτερον κατὰ τοῦ ἑτέρου ἐκίνει πρὸς π (474 (4 θάτερος (High) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 116 of 284

τὴν δὲ ἑτέραν ἀπέστειλε (1411 (2456)) θάτερος (High) θατέραν δὲ πέπομφε (NChonChron 4193)

ἑτέρων (1114 (17118)) λοιπός (Ambiguous) λοιποὶ (NChonChron 31831)

τὰς ἑτέρας χώρας (1613 (30429)) λοιπός (Ambiguous) τὰ λοιπὰ πολίσματα (NChonChron 50339)

ἕτεροι δὲ φονεύονται (1114 (229)) ὁ δέ (High) οἱ δrsquo ἐμπείρονται δόρασιν (NChonChron 2961)

ὁ μὲν hellip ἕτερος (437 (4116)) ὁ δέ (High) ὁ μὲν hellip τῷ δὲ (NChonChron 1079)

ἕτεροι δὲ (214 (3651)) ὁ δέ (High) οἱ δὲ (NChonChron 59490)

τὸ δὲ ἕτερον ἔπεμψε (16192 (3263)) ὁ δέ (High) τὸ δrsquo ἐξέπεμψεν (NChonChron 53481)

ἕτεροι (1221 (20014)) τίς (Both) τινὲς (NChonChron 35635)

ἑτοιμάζομαι (Low)καὶ πρὸς πόλεμον ἡτοιμάζετο (1661 (31411)) μεθίσταμαι (High) μηδὲ τοῦ πολέμου μεθιστάμενος (NChonChron 51818)

ἑτοιμάζω (Both)ἡτοιμάζετο (1612 (30426)) ἑτοιμάζω (Both) ἡτοιμάσατο (NChonChron 50335)

στόλον ἑτοιμάσας (632 (7331)) καταρτύω (High) στόλον καταρτύει (NChonChron 16033)

εὐαγγέλιον (Low)μετὰ τῶν θείων εὐαγγελίων (2182 (36931)) λόγιον (Both) μετὰ τῶν θείων λογίων (NChonChron 6022)

εὐαπόδεκτος (Ambiguous)ὠφέλιμος καὶ εὐαπόδεκτος (15111 (28723)) πολυέραστος (High) πολυέραστος (NChonChron 47947)

εὐγενής (Low)εὐγενεῖς (2177 (3697)) εὖ (High) τῶν εὖ γεγονότων (NChonChron 60166)

εὐδοκέω (Ambiguous)θεὸς ηὐδόκει (1558 (27633)) βουλεύομαι (High) θεὸς βεβούλευται (NChonChron 4643)

εὐδοκίμησις (Ambiguous)εὐδοκίμησιν (15121 (28911)) ἀέθλευμα (High) ἀεθλεύμασιν (NChonChron 48212)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 117 of 284

εὐεργεσία (Ambiguous)τὰς εὐεργεσίας (1421 (2465)) εὐποιΐα (High) τῶν εὐποιϊῶν (NChonChron 42029)

εἰς ῥόγαν καὶ εὐεργεσίαν (1224 (2014)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

εὐεργεσίας (511 (535)) φιλοφροσύνη (High) φιλοφροσύνης (NChonChron 12653)

εὐεργετέω (Ambiguous)εὐεργετῆσαι (1558 (27631)) βραβεύω (High) βραβεύοντα (NChonChron 4641)

εὐεργετήσας (42 (3914)) διαθάλπω (High) διαθάλψας (NChonChron 10292)

εὐεργετῶ σοι ταῦτα (479 (5131)) φιλοτιμέομαι (Low) φιλοτιμοῦμαί σε τούτοις (NChonChron 12115)

εὔκαιρος (Low)εὔκαιρα ἐφέροντο (κάτεργα) (6320 (7833)) ἀνερμάστιστος (High) ἀνερμάστιστοι φέρεσθαι (νῆες) (NChonChron 16873)

εὐκίνητος (Ambiguous)εὐκίνητος πρὸς θυμὸν (14214 (24914)) εὐέμπτωτος (High) εὐέμπτωτος εἰς θυμὸν (NChonChron 42452)

εὐκολοκράτητος (Low)εὐκολοκράτητον (1112 (25)) εὐκαταγώνιστος (High) εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

εὔκολος (Ambiguous)εὔκολον (2131 (36018)) εὐμαρής (High) εὐμαρὲς (NChonChron 5876)

τὰ εὐκολώτερα (1613 (30431)) εὐχείρωτος (High) τὰ εὐχείρωτα (NChonChron 50341)

ὁδὸν εὔκολον (21124 (37425)) ῥᾴδιος (High) πάροδον ῥᾳδίαν (NChonChron 61132)

εὐκόλως (Ambiguous)εὐκόλως (16172 (32514)) εὐμαρῶς (High) εὐμαρῶς hellip καὶ ῥαδίως (NChonChron 53359)

εὐκόλως εἶχε καὶ τὴν ὅλην παραλαβεῖν Ζαγορ εὐμαρῶς (High) εἶχεν ἂν εὐμαρῶς καὶ ἀπόνως Μυσίαν ἅπασαν (NChonChro

εὐκόλως τούτους ἀποτινάσσεται (7128 (8913) εὐπετῶς (High) τὴν ἐπέλευσιν εὐπετῶς ἀποκρούεται (NChonChron 18546)

εὐκόλως τούτους ἀπεπέμψατο (7126 (8825)) ῥαδίως (High) ῥᾳδίως τούτους ἐώσατο (NChonChron 18421)

εὐκόλως (16172 (32514)) ῥαδίως (High) εὐμαρῶς καὶ ῥαδίως (NChonChron 53359)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 118 of 284

εὔλογος (Ambiguous)εὔλογον (14220 (25111)) πρόδηλος (High) πρόδηλον (NChonChron 42729)

εὐμήχανος (Low)εὐμήχανος (436 (415)) εὐμέθοδος (High) εὐμέθοδος (NChonChron 10689)

εὐμορφία (Low)τῶ κάλλει καὶ τῆ εὐμορφία (2131 (36016)) κάλλος (Both) τῷ κάλλει (NChonChron 5874)

τῆς σωματικῆς εὐμορφίας (251 (1215)) κάλλος (Both) τοῦ σωματικοῦ κάλλους (NChonChron 5360)

εὔμορφος (Ambiguous)διὰ γυναικὸς εὐμόρφου (14213 (2494)) καλλιπάρῃος (High) διὰ γυναικὸς καλλιπαρῄου (NChonChron 42439)

εὐνοῦχος (Ambiguous)εὐνοῦχον (4717 (5331)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίαν ἄνθρωπον (NChonChron 12418)

εὐνούχω (1113 (17115)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίᾳ (NChonChron 31826)

εὐνοῦχος (1551 (27512)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίας (NChonChron 46126)

τοῦ εὐνούχου (1812 (33627)) ἐκτομίας (High) τοῦ ἐκτομίου (NChonChron 55026)

οἱ εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως (1613 (3054)) ἐνόρχης (High) οἱ μὴ ἐνόρχαι τοῦ βασιλέως πρόκοιτοι (NChonChron 50350)

εὐπρόσωπος (Low)πρόφασιν εὑρόντες εὐπρόσωπον (2121 (35913 εὐτύπωτος (High) χρησαμένων προσωπείῳ εὐτυπώτῳ (NChonChron 58664)

εὑρίσκομαι (Ambiguous)εὑρίσκοντο δυνατώτερα (1452 (25529)) εἰμί (Both) ἦσαν ἐπικρατέστερα (NChonChron 43424)

μετὰ τῶν εὑρεθέντων αὐτῶ στρατιωτῶν (113 ὡς εἶχεν (High) ὡς εἶχεν (NChonChron 3363)

εὑρίσκω (Both)εὑρισκόμενον (1562 (27710)) αὐλίζομαι (High) αὐλιζόμενον (NChonChron 46524)

περὶ τῶν μὴ εὑρισκομένων (2123 (35928)) ἀφανής (High) περὶ τῶν ἀφανῶν (NChonChron 58681)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 119 of 284

στράτευμα εὑρόντες (21178 (38317)) ἐγκύρω (High) τάγμασι ἐγκύρσαντες (NChonChron 62487)

κάτεργα τοῦ σουλτάνου εὑρόντες (633 (7411) ἐγκύρω (High) ἓξ ἐγκύρσας ναυσὶν (NChonChron 16153)

τὰ εὑρεθέντα ἐκεῖσε (1824 (33824)) ἔνειμι (High) τὰ ἐνόντα (NChonChron 5534)

ὁδὸν εὑρίσκων (21124 (37425)) θεάομαι (Both) πάροδον θεώμενος (NChonChron 61132)

καιρὸν εἰς τοῦτο εὔκολον ηὕραμεν (1456 (257 λαμβάνομαι (High) εὐκαιρίας ἐλάβοντο (NChonChron 43684)

οὐχ ηὕρισκον χρήματα (1822 (33727)) σπανίζω (High) χρημάτων ἐσπάνιζε (NChonChron 55166)

εὗρε ταὸν ῥῆγα (15106 (28626)) συγγίγνομαι (High) τῷ ῥηγὶ συνεγένετο (NChonChron 47814)

εὐτρεπίζομαι (Low)εἰς πόλεμον ηὐτρεπίζετο (1142 (718)) ἅπτομαι (High) ἔργων πολεμίων ἥπτετο (NChonChron 385)

εὐφημέω (Low)εὐφημούμενος καὶ δοξαζόμενος (476 (5012)) κροτέω (Ambiguous) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

εὐφημίζω (Low)εἰς βασιλέα εὐφημίζεσθαι (1143 (723)) ἐρυθρός (High) ἐρυθροῦ πεδίλου καὶ φοινικίδος βασιλικῆς (NChonChron 38

εὐφημίζουσιν (1877 (34533)) πρόσρησις (High) προσρήσεις ἀποδιδόασιν (NChonChron 5645)

εἰς βασιλέα εὐφημίζεσθαι (1143 (723)) φοινικίς (High) ἐρυθροῦ πεδίλου καὶ φοινικίδος βασιλικῆς (NChonChron 38

εὐφραίνομαι (Low)εὐφραινόμενος καὶ χαίρων (112 (422)) ἀγαλλιάομαι (High) ἠγαλλιᾶτο (NChonChron 3356)

οὐχ τοσοῦτον ηὐφράνθη ὅσον (475 (504)) διαχέομαι (High) οὐχ ἦττον διαχυθῆναι ἤπερ (NChonChron 11832)

εὐχαριστέω (Ambiguous)εὐχαριστῶν τῶ σωτῆρι θεῶ (1435 (25317)) θύω (High) ἔθυε σῶστρα τῲ σωτῆρι θεῷ (NChonChron 43023)

εὐχή (Low)τὰς σύνηθεις εὐχὰς ἐπειπών (VEuthym 24 (617 κατηχέω (Low) κατηχήσας αὐτοὺς (KyrilSkyth VEuth 10 (211))

εὔχομαι (Ambiguous)ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 ἐπεύχομαι (High) συντελεσμὸν ἐπηύχοντο (NChonChron 55566)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 120 of 284

ηὔχοντο (1457 (25725)) ἐπεύχομαι (High) ἐπηύχοντο (NChonChron 4371)

ἐφίστημι (Both)στρατηγὸν ἐπιστήσας (1454 (25611)) ἀποτάσσω (Ambiguous) εἰς στρατηγὸν ἀποτάξας (NChonChron 43539)

ἐχθρός (Low)ὡς ἐχθρὸν (1142 (712)) ἀντίπαλος (High) ὡς ἀντίπαλον (NChonChron 3794)

οἱ ἐχθροὶ (214 (36429)) ἀντίπαλος (High) τὸ ἀντίπαλον (NChonChron 59484)

τοῖς ἐχθροῖς (1823 (33816)) ἀντίφρων (High) τοῖς ἀντίφροσι (NChonChron 55289)

ἐχθρῶν (1591 (28314)) βάρβαρος (High) βαρβάρους (NChonChron 47470)

ἐχθρῶν (1452 (25529)) ἐναντίος (Both) ἐναντίων (NChonChron 43424)

τῶν γειτονούντων μοι ἐχθρῶν (479 (5130)) πολέμιος (Both) τὸ κύκλῳ πολέμιον (NChonChron 12114)

ἔχω (Both)εἶχε μὲν οὖν τότε πεντεκαιδεκάτην ὁ Αὔγουστ ἄγω (Both) ἦγε δὲ τότε πεντεκαιδεκάτην ὁ Αὔγουστος μὴν (NChonChro

μὴ ἔχων τι διαπράξασθαι (21106 (37235)) ἀπεῖπον (High) ἀπειπών (NChonChron 60840)

μὴ ἔχειν (15106 (28628)) ἀπορέω (Ambiguous) ἀπορεῖν (NChonChron 47815)

τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ ἔχων (433 (4016)) ἄρνυμαι (High) τὰ φίλτρα γέρας ἀρνύμενος (NChonChron 10448)

τὸ μέσον τῆς στρατιᾶς εἶχεν (619 (6932)) ἐπέχω (High) τὸ μὲν τῆς φάλαγγος μέτωπον ἐπεῖχεν (NChonChron 15339

ἔχειν κριτὴν (1563 (27726)) ἱζάνω (High) ἱζάνειν δικαστὴν (NChonChron 46643)

ἐχόντων τιμὰς (1584 (28220)) καρπόομαι (High) καρπουμένων τιμὰς (NChonChron 47235)

δασώματα δένδρων ἔχει (1612 (30421)) κομάω (High) ἄλσεσιν κομᾷ (NChonChron 50329)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) περιβάλλομαι (Ambiguous) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

πόλιν ἔχουσαν πλῆθος στρατοῦ (1113 (29)) στέγω (High) πόλιν στέγουσαν ὁπλιτικόν (NChonChron 2832)

τὴν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γυναῖκα ἔχοντα (2118 συνάπτομαι (High) τῇ σφετέρᾳ θυγατρὶ συναφθέντα (NChonChron 62648)

ἔχων μεθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ τὴν γυναῖκα (1453 (255 συνεπάγομαι (High) καὶ τὴν γυναικωνῖτιν συνεπαγόμενος (NChonChron 43426)

ὲν τῇ φυλακῇ εἶχεν ὁ β Μανουὴλ (432 (3929)) συνέχω (High) ἐν φρουρᾷ συνεῖχεν ὁ Μανουὴλ (NChonChron 10319)

ἔχων ἀνὰ στόμα (1211 (1994)) φέρω (Both) φέρων ἀνὰ στόμα (NChonChron 3556)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 121 of 284

ἔχω + infinitive (High)ἀλλὰ τί ἔχει τις εἰπεῖν (411 (385)) subjunctive + ἄν (High) ἀλλὰ τί εἴπῃ τις ἂν (NChonChron 10044)

ἔχων + acc (Low)αἱματωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες (2123 accusativus respectus (High) ὕφαιμοι τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 58791)

ἕως πότε (Low)ἕως πότε (477 (5028)) ἕως τίνος (Low) ἕως τίνος (NChonChron 12069)

ἕως πότε παραβλέπεις (472 (4826)) ἕως τίνος (Low) ἕως τίνος παρόψει (NChonChron 11679)

Ζαγορά (Low)εἰς τὴν Ζαγορὰν εἰσελθὼν (1431 (2523)) Αἷμος (High) τὸν Αἷμον εἴσεισι (NChonChron 42866)

Ζαγορὰν (1581 (28119)) Μυσία (High) Μυσίας (NChonChron 47193)

Ζαγορᾶς (1581 (28127)) Μυσία (High) Μυσίας (NChonChron 4715)

τὴν ὅλην Ζαγορὰν (1581 (28122)) Μυσία (High) Μυσίαν ἅπασαν (NChonChron 4711)

πρὸς τὴν Ζαγορὰν (16192 (3267)) Μυσία (High) ἐς Μυσίαν (NChonChron 53483)

ζάριν (Low)παίζων ταβλία καὶ ζάρια (1842 (34116)) κυβεύω (High) ἐκύβευεν (NChonChron 55717)

ζημία (Ambiguous)ζημίας (15112 (2887)) ἁρπαγή (High) ἁρπαγὰς (NChonChron 48065)

ζημίαν ὑπέστη (15122 (28922)) ζημιόω (Ambiguous) ζημιωθεὶς (NChonChron 48224)

ζῆν (High)ὀλίγον ζήσας (1143 (725)) ἐπιβιόω (High) βραχύ τι ἐπιβιοὺς (NChonChron 3817)

ζῶντος ἔτι (432 (3931)) ζῆν (High) ἔτι τοῖς ζῶσι κατειλεγμένου (NChonChron 10322)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) ζωγρίας (High) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

ζητέω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 122 of 284

ζητήσαντος (1112 (26)) αἰτέομαι (High) αἰτησαμένου (NChonChron 2830)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) αἰτέομαι (High) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

ἐζήτησε τὰ σκεύη (15106 (2875)) αἰτέομαι (High) ᾐτεῖτο τῶν ἀναθημάτων (NChonChron 47827)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) αἰτέομαι (High) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

καθὼς ἐζήτει (16171 (3253)) αἰτέω (High) τὰ ᾐτημένα (NChonChron 53347)

τὸν φυγάδα ἐζήτουν (437 (4118)) ἀναζητέω (High) ἀνεζήτει τὸν δραπέτην (NChonChron 10711)

βασιλείαν ζητῶν (14213 (2497)) ἀντέχομαι (Ambiguous) τῆς ἀρχῆς ἀντεχόμενος (NChonChron 42443)

ἐζήτει γενέσθαι (15106 (28631)) ἀπαιτέω (High) ἀπῄτει γενέσθαι (NChonChron 47819)

ζητήσας (14214 (24927)) ἀπαιτέω (High) ἀπαιτήσαντος (NChonChron 42567)

ζητῆσαι τὸν βασιλέα (15105 (28619)) δέομαι (High) δεῖται τοῦ βασιλέως (NChonChron 4785)

ἐζήτει (1558 (27632)) διώκω (Both) διώκων (NChonChron 4644)

ταύτην ἐζήτει τὸν βασιλέα δοῦναι (4714 (532- ἐξαιτέομαι (High) ταύτην ἐξῃτεῖτό οἱ παρέχειν τὸν αὐτοκ (NChonChron 12370

ἐζήτησαν (1584 (28226)) ἐξαιτέω (High) ἐξήτησαν (NChonChron 47341)

ζήτημα (Ambiguous)ζητήματα (1423 (24623)) αἴτησις (Ambiguous) αἰτήσεων (NChonChron 42145)

ζήτησις (Ambiguous)ζήτησιν (2175 (36822)) αἴτησις (Ambiguous) αἰτήσεων (NChonChron 59936)

ζητήσεις περὶ μεταθέσεως (1375 (2364)) συζήτησις (High) συζήτησις περὶ μεταθέσεως (NChonChron 40763)

ζυγός (Ambiguous)τὸν τοῦ Χριστοῦ ὑπέδυ ζυγὸν (14220 (2517)) τριβώνιον (High) τὸ κατὰ Χριστὸν ὑπέδυ τριβώνιον (NChonChron 42723)

ζωή (Both)τὴν ἡμετέραν ζωὴν (14213 (24832)) βίος (High) τὰ κατὰ τὸν βίον (NChonChron 42434)

ζωὴν εἰρηνικὴν (4713 (5228) βίοτος (High) βίοτον ἤρεμον (NChonChron 12258)

ζωὴν (14217 (25019)) βίοτος (High) βίοτον (NChonChron 42694)

ἐξάγει τῆς ζωῆς (515 (5417-18)) ζῆν (High) ἀπάγει τοῦ ζῆν (NChonChron 12819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 123 of 284

ζῷον (Low)ἀγέλας ζῴων κουρσεύσας (1131 (427)) θρέμμα (High) θρεμμάτων ἀγελας ἐλάσας (NChonChron 3364)

ἤ (Low)ἢ ὅσα κάστρα ἐκράτησεν (42 (3917)) ἤγουν (High) ἤγουν ὅσα ὑπηγάγετο φρούρια (NChonChron 1031)

πλέον αἵματα ἢ δάκρυα κλαίοντες (2123 (360 ἤπερ (High) πλέον αἵμασι ἤπερ δάκρυσι κλαίοντες (NChonChron 58791)

ἢ μᾶλλον (Low)ἢ μᾶλλον μωρίαν (2151 (36517)) εἴτrsquo οὖν (High) εἴτrsquo οὖν παράνοιαν (NChonChron 59512)

ἢ ὅσον (Low)πλέον στρατὸν ἢ ὅσον ἐκεῖνος εἶχεν (2178 (36 genitive (High) πλειόνων τοῦ παρrsquo ἐκείνῳ στρατεύματος (NChonChron 601

ἡγέομαι (Ambiguous)εἰς οὐδὲν ἡγούμενος (1591 (28317)) τίθεμαι (High) παρrsquo οὐδὲν τιθέμενος (NChonChron 47473)

ὡς ἐχθροὺς ἡγοῦντο (1142 (710)) ὑποβλέπομαι (High) ὡς ἐχθροὺς ὑπεβλέποντο (NChonChron 3792)

ἡλικία (Low)ἡλικίαν ἔχων ἀρίστην πλάτους καὶ μάκρους (1 εὐμήκης (High) εὐμήκης (NChonChron 42575)

τῆ ἡλικία ὑψηλὸς (3113 (3411)) μέγεθος (High) μεγέθει μέγιστος (NChonChron 9254)

ἡμεῖς (Low)ἡμεῖς δὲ ἀστράτευτοι (6111 (7020)) ἡμέτερον τό (High) ἀπόμαχον δὲ τὸ ἡμέτερον (NChonChron 15570)

ἡμέρα (Both)ἡμέρας πολλὰς (1226 (2025)) ἐπὶ μακρόν (High) ἐπὶ μακρὸν (NChonChron 35882)

τῆς ἡμέρας γενομένης (21142 (37615)) ἕως ἡ (High) ὑποφαυσάσης δὲ τῆς ἕω (NChonChron 61493)

περὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας (15121 (28915)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 48217)

περὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας (15121 (28915)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 48217)

τῆς ἡμέρας τῆς ὁρισθείσης (653 (8024)) προθεσμία (High) τῆς προθεσμίας (NChonChron 17265)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 124 of 284

ἡμέραν καθημέραν (Low)περιήργει ἡμέραν καθημέραν (1592 (28328)) ἀεί (High) ἔμελλε ἀεί πως (NChonChron 47485)

ἡμέτερος (Low)ἵνα δὲ τὰ ἡμέτερα συγγράψωμαι (2131 (36013 τὰ κατrsquo ἐμέ (High) ἵνα δὲ τὰ κατrsquo ἐμὲ τῇ ἱστορίᾳ συνείρω (NChonChron 5871)

ἥμισυς (Low)ὡς καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ἀπωλέσας (414 ὑπερήμισυς (High) τὸ τῆς στρατιᾶς διέφθειρεν ὑπερήμισυ (NChonChron 10281)

ἦν (Low)ἦν μετὰ στρατεύματος (7118 (873-4)) pluperfect (High) ἀπέσταλτο μετὰ στρατιᾶς (NChonChron 18240)

θάλασσα (Both)κατὰ θάλασσαν (15121 (2892)) ἅλς (High) καθrsquo ἅλα (NChonChron 4812)

θανάσιμος (Low)πλῆγμα θανάσιμον (6114 (7132)) καίριος (High) καίριον πλῆγμα (NChonChron 15733)

πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) καίριος (High) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

θάνατος (Both)καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 ᾅδης (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

φυσικῶ θανάτῳ (21172 (38122)) μόρος (High) μόρῳ φυσικῷ (NChonChron 62115)

θάνατον (1411 (2455)) μόρος (High) μόρον (NChonChron 4191)

θάνατον (15114 (28831)) μόρος (High) μόρον (NChonChron 48193)

θάνατον (1411 (24510)) πέρας (High) τὸ τοῦ βίου πέρας (NChonChron 4197)

θανατόω (Low)θανατῶσαι (1442 (25418)) ἀποκτείνω (High) ἀποκτείνεσθαι (NChonChron 43265)

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) διαχειρίζομαι (High) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

θανατῶσαι (515 (5412)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν ποιήσασθαι (NChonChron 1289)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 125 of 284

ἐθανάτωσε (15113 (28818)) ζῆν (High) τοῦ ζῆν ἐστέρησεν (NChonChron 48176)

ἐθανάτωσε (15113 (28818)) στερέω (Both) τοῦ ζῆν ἐστέρησεν (NChonChron 48176)

θαρρέω (Both)πρὸς οὓςἐθάρρει τὰ ἀπόρρητα (14216 (25010)) ἀναπτύσσω (Ambiguous) πρὸς οὓςἀνέπτυσσε τὰ ἀπόρρητα (NChonChron 42683)

θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) πέποιθα (Both) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

θαρρῶν (13815 (24212)) πέποιθα (Both) πεποιθώς (NChonChron 41513)

θαρροποιέω (Low)ἐθαρροποίει αὐτοὺς (1116 (17221)) ἐπαίρω (Both) αὐτοὺς ἐπῆρεν (NChonChron 31961)

θαρσέω (Low)θαρσήσαντες (2184 (37020)) φρόνημα (High) ἔτι μᾶλλον πλησθέντες φρονήματος (NChonChron 60324)

θάρσος (Low)μετὰ θάρσους (1225 (2017)) εὐθαρσῶς (High) εὐθαρσῶς (NChonChron 35755)

θαῦμα (High)διὰ θαύματος εἶχε (479 (5116)) ἔκθαμβος (High) ἔκθαμβος ἐγένετο (NChonChron 12091)

θαυμάζω (Low)ὁ δὲ θαυμάσας (479 (5129)) ἄγαμαι (High) τοῦ δὲ ἀγαμένου (NChonChron 12113)

οἱ Πολῖται ἐθαύμαζον (3114 (3418)) θαῦμα (High) ὡς ἂν εἴη τοῖς πολίταις διὰ θαύματος (NChonChron 9365)

ἐθαύμασεν (2151 (36517)) θαῦμα (High) διὰ θαύματος θέσθαι (NChonChron 59511)

θαυμάσιος (Low)τὰ τοῦ θεοῦ θαυμάσια (2114 (3595)) τεράστιος (High) τῶν τεραστίων θεοῦ (NChonChron 58554)

θαυμαστός (Low)τὸ δὲ θαυμαστότερον (1825 (3395)) καινός (High) τὸ δὲ δὴ καινότερον (NChonChron 55424)

θέαμα (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 126 of 284

τοῦ ἐλεεινοῦ θεάματος (7124 (8811)) ὅραμα (High) τοῦ ἀπευκταίου ὁράματος (NChonChron 1842)

θεάομαι (Both)θεασάμενος (1425 (24722)) ἀθρέω (High) ἀθρήσας (NChonChron 42277)

ἐθεασάμεθα (1822 (3383)) ὁράω (Ambiguous) εἴδομεν (NChonChron 55276)

θεάσασθαι (1221 (2009)) ὁράω (Ambiguous) ὀψόμενοι (NChonChron 35632)

συνέτρεχον θεάσασθαι (1813 (3379)) ὁράω (Ambiguous) συνέτρεχε ὀψόμενος (NChonChron 55148)

θέλημα (Low)πληρῶσαι τὰ τούτων θελήματα (2183 (37015) βουλή (Both) τῶν πρὸς βουλῆς ἐπιτευξομένους (NChonChron 60317)

τὰ θελήματα τοῦ αὐθέντου (15104 (2867)) βούλημα (High) τὸ τοῦ κυρίου βούλημα (NChonChron 47789)

θέλω (Low)ἠθέλησε (14220 (2519)) αἱρετίζομαι (High) ᾑρετίσατο (NChonChron 42727)

γυναῖκα λαβεῖν οὐκ ἠθέλησεν (511 (5313)) ἀπέχομαι (Ambiguous) γάμου ἀπέσχετο (NChonChron 12662)

ἠρώτησεν αὐτῶ εἰ θέλει (479 (5125)) βούλομαι (Both) ἤρετο εἰ βούλοιτο (NChonChron 1219)

εἰ θέλωσι (1142 (715)) βούλομαι (Both) εἰ τοῦτο βούλοιντο (NChonChron 383)

ἤθελεν (15121 (28919)) βούλομαι (Both) ἐβούλετο (NChonChron 48220)

θέλει (15111 (2882)) βούλομαι (Both) βουλομένῳ (NChonChron 48059)

ἠθέλησε στόλον πέμψαι (631 (7324)) γινώσκω (Both) ἔγνω ἐν θαλάσσῃ θέσθαι χεῖρα αὐτοῦ (NChonChron 15920)

θέλων περιαργῆσαι (1131 (429)) διασκοπέομαι (High) ἐμβραδῦναι διασκοπούμενος (NChonChron 3367)

θέλων (1463 (2591)) ἑκών (High) ἑκὼν (NChonChron 43858)

θέλων εἰπεῖν (15131 (2905)) μέλλω + infinitive (Both) μέλλων διεξιέναι (NChonChron 48337)

ταπεινοῦται καὶ μὴ θέλων (2138 (36230)) μόγις (High) ἐνδίδωσί τε μόγις (NChonChron 5918)

ζῶντα αὐτὸν κρατῆσαι ἠθέλησαν (7126 (8825 ὀριγνάομαι (High) ζωγρίαν ἑλεῖν ὀριγνώμενοι (NChonChron 18420)

τὰ αὐτὰ θέλων διαπράξασθαι (2185 (37026)) προτίθεμαι (High) ἶσα δὲ τούτοις προθέμενος διαπράξασθαι (NChonChron 603

ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 προτίθεμαι (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

θελόντων (conj) (1812 (33629)) σπουδή (Both) διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο (NChonChron 55029)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 127 of 284

θεμέλιον (Low)τὰ θεμέλια ἐκμοχλεύειν (21143 (37635)) βάθρον (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

θεμελιόω (Low)οὔτε τὰ θεμελιωθέντα ἀπαντῆσαι ἠδυνήθησα θέμεθλον (High) μὴ τῶν βαθέων ἀντισχόντων θεμέθλων (NChonChron 5543

θεός (Low)ὀργὴν θεοῦ εἶναι (476 (5016)) θεῖον το (High) μηνίειν τὸ θεῖον (NChonChron 11949)

ὁ θεός (14213 (24832)) θεῖον το (High) τὸ θεῖον (NChonChron 42433)

παρὰ θεοῦ (15121 (2891)) θεόθεν (High) θεόθεν (NChonChron 48195)

θεοτόκος (Both)θεοτόκος (1373 (2358)) θεομήτωρ (High) θεομήτωρ (NChonChron 40636)

θεραπεία (High)θεραπείαν τρυγῶντες (VEuthym 26 (617D)) θεραπεύω (High) ἐθεραπεύοντο (KyrilSkyth VEuth 10 (2117))

θεραπεύω (High)πρὸς τὸ θεραπεῦσαι (2182 (3702)) θεραπεία (High) ἐς θεραπείαν (NChonChron 6024)

τῶ σουλτὰν θεραπεύων (478 (5113)) χαρίζομαι (Low) σουλτὰν χαριζόμενος (NChonChron 12087)

Θεσσαλονίκη (Low)ἀπὸ τῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὁρίων (16192 (326 Θετταλία (High) Θετταλίας (NChonChron 53591)

θεωρία (Low)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) εἶδος (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

τὴν θεωρίαν (7127 (893)) θέα (High) κατὰ θέαν (NChonChron 18531)

τῶ ἀνελπίστω τῆς θεωρίας (438 (4128)) θέα (High) τῷ ἀέλπτῳ τῆς θέας (NChonChron 10724)

ἐπὶ τῇ θεωρίᾳ αὐτῆς (2138 (36231)) θέα (High) ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς παιδὸς (NChonChron 5919)

θηλάζω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 128 of 284

θηλαζούσαις (1444 (25431)) τίτθη (High) τίτθαι (NChonChron 43381)

θηρίον (Low)θηρία (6111 (7013)) θήρ (High) θῆρες (NChonChron 15460)

θησαυρός (Low)τῶν βασιλικῶν θησαυρῶν (479 (5116)) χρυσών (High) τῶν βασιλικῶν χρυσώνων (NChonChron 12091)

θλίβομαι (Low)θλιβομένοις (7128 (8917)) δυσχεραίνω (High) δυσχεραίνουσιν (NChonChron 18550)

θλίβω (Low)ἔθλιψεν (1456 (25717)) παραλυπέω (High) παραλελύπηκεν (NChonChron 43687)

θλίψις (Low)χωρὶς θλίψεως τὴν αὐτοῦ διαβιβᾶσαι ζωὴν (14 ἄλυπος (High) ἄλυπον βίοτον (NChonChron 42694)

ὀλίγον τῶν θλίψεων ἐκκενώσαντες (473 (491 λύπη (Both) κενώσαντες τῆς λύπης βραχὺ (NChonChron 1176)

θνήσκω (Both)θνήσκει (1222 (20020)) καταστρέφω (High) καταστρέφει τὴν ζωὴν (NChonChron 35640)

θνήσκει (512 (5315)) τελευτάω (High) τελευτᾷ (NChonChron 12665)

θνῄσκω (Low)τὸ πλῆθος τῶν τεθνεώτων (447 (4329)) διαφθείρομαι (Both) τὸ πλῆθος τῶν διαφθαρέντων (NChonChron 11013)

θρασύνομαι (Low)ἐθρασύνθησαν (1226 (2026)) φρονηματίζομαι (High) ἐφρονηματίσθησαν (NChonChron 35885)

θρηνέω (Ambiguous)ἄλλο κακὸν ἐθρήνει καὶ ἀνεστέναζε (2123 (36 ἀνοιμώζω (High) ἄλλο τι κακὸν ἀνῴμωζε (NChonChron 58795)

θρίξ (Both)τρίχας (1421 (24517)) κόμη (High) κόμην (NChonChron 42016)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 129 of 284

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) κόμη (High) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

ἀπὸ τριχῶν συρόμενος (434 (4029)) κόμη (High) ἐπισπώμενον τῆς κόμης (NChonChron 10565)

θρόνος (Low)εἰς τὸν θρόνον ἀνάγουσι τὸν βασιλικὸν (1812 θῶκος (High) εἰς θῶκον ἀνάγεται τὸν βασίλειον (NChonChron 55032)

πατριαρχικὸν θρόνον (1374 (23513)) προέδρευσις (High) οἰκουμενικὴν προέδρευσιν (NChonChron 40642)

θυγάτηρ (Low)ὡραίαν θυγατέρα παρθένον (2123 (36094)) κόριον (High) ὡραῖον γάμου κόριον (NChonChron 58794)

θυμόομαι (Low)ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο καὶ ἐβαρύνετο (1557 ἀγανακτέω (Both) ἠγανάκτει (NChonChron 46491)

θυμωθεὶς (1422 (24618)) βράττω (High) θυμῷ βράττων (NChonChron 42139)

θυμωθεὶς (1422 (24620)) διακινέω (High) ἐς ὀργὴν διακινηθεὶς (NChonChron 42141)

θυμωθεὶς ( 1422 (24618)) θυμός (Both) θυμῷ βράττων (NChonChron 42139)

θυμωθεὶς (1422 (24620)) ὀργή (Both) ἐς ὀργὴν διακινηθεὶς (NChonChron 42141)

θυμός (Both)τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν (21315 (36423)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 59476)

θυμώδης (Low)ὀργῖλον ἄγαν καὶ θυμώδη (1456 (2579)) ἐπίχολος (High) ἐπιχολώτατον (NChonChron 43681)

θύρη τά (Low)τὰ ἅγια θύρη (1426 (2481)) ἀνάσταθμος (High) τὸν ἱερὸν ἀνάσταθμον (NChonChron 42289)

Ἰγγιλινία (Low)τοῦ ῥηγὸς Ἰγγλινίας (1557 (27621)) Ἰγγλινία (High) τοῦ ῥηγὸς Ἰγγλινίας (NChonChron 46382)

ἰδέα (Ambiguous)ὅμοιος κατὰ τὴν ἰδέαν τὴν πατρικὴν (14216 (2 ὄψις ἡ (High) πατρώζων τὴν ὄψιν ἀκριβῶς (NChonChron 42576)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 130 of 284

ἰδικός (Low)ἰδικὸν αὐτοῦ λαὸν (479 (5128)) ἐνδαπός (High) ἐνδαπὸν στράτευμα (NChonChron 12112)

ἰδιοποιέομαι (Low)Χορβατίαν ἰδιοποιεῖται (621 (735)) ὑποποιέομαι (High) Χορβατίαν ὑποποιεῖται (NChonChron 15990)

ἱερός (Both)σκεύη ἱερὰ καὶ πανάγια (1822 (33730)) σεπτός (High) σκεύη σεπτά τε καὶ παναγῆ (NChonChron 55269)

Ἰερουσαλήμ (Low)Ἰερουσαλὴμ (1443 (25423)) Παλαιστίνη (High) Παλαιστίνην (NChonChron 43271)

Ἰκόνιον (Low)τὴν τοῦ Ἰκονίου ἀρχὴν ἀναλαβών (21182 (384 Ἰκονιαρχία (High) τῆς Ἰκονιαρχίας αὖθις λαβόμενον (NChonChron 62649)

ἱμάτιον (Low)τὸ τούτου ἱμάτιον (477 (5025)) ἄμφιον (High) τὸ ἄμφιον (NChonChron 11965)

ἱμάτιον πλατὺν (477 (5024-25)) χιτών (High) εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

ἱματισμός (High)γυναικεῖον φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) στολή (Low) γυναικείαν ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

ἵνα (Low)τίς γὰρ ἵνα ἠκολούθησε θηρίον (1559 (27637)) ἄν (High) τις γὰρ ἂν θηρίῳ κατηκολούθησεν (NChonChron 4649)

ἵνα + aorist ind (Low)τότε ἵνα εἶδε τίς ἀπόνοιαν (2151 (36517-18)) ἦν + infinitive (High) ἦν ἰδέσθαι ἀπόνοιαν (NChonChron 59510)

ἵνα γοῦν (Low)ἵνα γοῦν (15133 (29013)) ἵνrsquo οὖν (High) ἵνrsquo οὖν (NChonChron 48345)

ἱπποδρομία (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 131 of 284

ἱπποδρομίαις καὶ ἑτέροις παραβιβασμοῖς στρα ἅμιλλα (High) ἵππων σταδιοδρόμων ἁμίλλαις (NChonChron 11956)

ἱπποδρόμιον (Low)τοῦ ἱπποδρομίου (477 (5023)) θέατρον (High) κατὰ τὸ θέατρον (NChonChron 11959)

τὸ ἱπποδρόμιον (1826 (33927)) ἱππικόν (High) τὸ ἱππικὸν (NChonChron 55551)

ἱστάμενος (Low)ἱστάμενος (1422 (24612)) ἑστώς (High) ἑστῶτα (NChonChron 42035)

ἱστάω (Low)ξύλα ξηρὰ ἱστῶντες (21143 (3772)) ἐφιστάω (High) ὑπερείσματα ἐφιστῶντες (NChonChron 61521)

ἵστημι (High)τὸ πρόθυμον ἵστησι (42 (3916)) σχάζω (High) σχάζει τὸ πρόθυμον (NChonChron 10294)

ἰσχυρός (High)ἰσχυροτέρων γινομένων (7121 (8718)) ἐπικρατής (High) ἐπικρατεστέρων γινομένων (NChonChron 18361)

ἰσχυρῶς (Low)τὸν ἵππον σὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 κατὰ κράτος (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

ἴσως (Low)εἰ δrsquo ἴσως καὶ ἐξήρχοντο (1458 (25734)) ποτε (High) εἰ δέ ποτε καὶ ἀντετάχθησαν (NChonChron 43713)

Ἰταλός (High)Ἰταλοὶ μετὰ κονταρίων (441 (4214)) Ἰταλιώτης (High) ἱππότην κοντοφόρον Ἰταλιώτην (NChonChron 10851)

καβαλλαρικός (Low)τὸ καβαλλαρικὸν στράτευμα (1113 (215)) εὔιππος (High) τὴν εὔιππον στρατιάν (NChonChron 2840)

καβαλλάριος (Low)καβαλλάριος ἐν ἵππω (6117 (7224)) ἔποχος (High) ἵππῳ ἔποχος (NChonChron 15875)

καβαλλάριοι μετὰ ἵππων ἀραβικῶν (7128 (89 ἔποχος (High) Ἀραβίοις ἔποχοι ἵπποις (NChonChron 18540)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 132 of 284

τοῖς μετrsquo αὐτοῦ καβαλλαρίοις (2176 (3691)) ἱππάς (High) τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ (NChonChron 60057)

ὡς καβαλλάριος (562 (6027)) ἱππότης (High) ὡς ἱππότης (NChonChron 13823)

οἱ καβαλλάριοι ἀνδρεῖοι (444 (4231)) ἱππότης (High) ἱππόται ἀρεϊκοὶ (NChonChron 10971)

καβαλλαρίους (446 (4311)) ἱππότης (High) ἱππότας (NChonChron 11089)

καβαλλικεύω (Low)καβαλικεύουσιν ἄλογα (6111 (7019)) ἀνέχομαι (High) ἵπποις ἀνέχονται (NChonChron 15569)

ἵππω καβαλλικεύων (444 (4229)) ἔποχος (High) ἔποχος ἵππῳ (NChonChron 10968)

γυναῖκας ἀνδρικῶς καβαλλικευούσας (271 (1 ἐφιππάζομαι (High) θήλειαι ὡς ἄρρενες ἐφιππάζουσαι (NChonChron 6049)

καβαλικεύειν (1462 (25821)) ἱππεύω (High) ἱππεύειν (NChonChron 43844)

καθάπερ (Both)καθάπερ καὶ λώπη εἰς πρόσωπον (251 (1225)) ὅσα καί (High) ὅσα καὶ ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

καθάπερ ἄστρα (1825 (3397)) ὡς (Both) ὡς οἱ διᾴττοντες (NChonChron 55428)

καθαρός (High)καθαρὰν ἀγάπην (4715 (537)) ἀκραιφνής (High) φιλίαν ἀκραιφνῆ (NChonChron 12379)

κάθισμα (Low)τυραννεῖον καὶ κάθισμα (1611 (3045)) τυραννεῖον (High) τυραννεῖον κατεσκεύασε (NChonChron 50213)

καθόσον (Low)καθόσον ἠδύνατο (1453 (25532)) ὡς (Both) ὡς ἐνὸν (NChonChron 43426)

καθότι (Low)καθότι οὐδὲ μακρὰν ἔκειντο (1812 (33620)) οἷα (High) οἷα μηδὲ σκηνουμένους ἄποθεν (NChonChron 54918)

καθότι ἐζητοῦσαν (1561 (2777)) οἷα (High) οἷα τῶν ἀνδρῶν hellip Ποιησαμένων (NChonChron 46520)

καθότι ἀποδέχοντο (1424 (2476)) οἷα (High) οἷα ῥεπόντων (NChonChron 42158)

καθώς (Low)καθὼς και τις εἶπε (1811 (3365)) καθά (High) καθά τις ἐγνωμολόγησε (NChonChron 5496)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 133 of 284

καθὼς καὶ ἐπὶ τοῦ ὄφεως (7121 (8714)) καθά (High) καθὰ καὶ ἐπὶ δράκοντος (NChonChron 18254)

καθὼς αὐτός φησιν (7122 (8728)) ὡς (Both) ὡς αὐτός φησιν (NChonChron 18377)

καθὼς ἐκράτησε (4712 (5220)) ὡς (Both) ὡς εἶχε (NChonChron 12244)

καθώσπερ (Low)καθώσπερ ἐν τῆ Θράκη (2177 (3699)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ οἱ Θρᾶκες (NChonChron 60169)

καί (Low)ἔπειτα καὶ ὁ βασιλεὺς (6117 (7224)) δέ (High) ἔπειτα δrsquo ὁ κρατῶν (NChonChron 15875)

καὶ χείρονα πράττοντα (432 (407)) ἤγουν (High) ἤγουν καὶ χείροσι ἁλισκόμενον (NChonChron 10434)

καὶ ὁ μὲν (437 (4116)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν ὁ μὲν (NChonChron 1078)

καὶ ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) τε (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

καὶ οὕτω (Low)καὶ οὕτω μὲν ὁ βασιλεὺς (1811 (33616)) ἀλλά (Both) ἀλλrsquo ὁ μὲν (NChonChron 54914)

καὶ ταῦτα (Both)καὶ ταῦτα (1556 (27612)) καίπερ (High) καίπερ (NChonChron 46368)

καινοτομέω (Low)ἐκαινοτομήθησαν (1211 (19921)) ἀφαντόω (High) ἠφάντωτο (NChonChron 35621)

καινοτομῶν ταὰ ταῆς βασιλείας γράγματα (15 κατασπαθάω (High) τὰ κοινὰ κατασπαθῶν (NChonChron 47823)

καιρός (Low)κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἔαρος (6320 (7831)) ἐπιφαίνω (High) ἔαρος ἐπιφαίνοντος (NChonChron 16870)

καιρὸν εἰς τοῦτο εὔκολον ηὕραμεν (1456 (257 εὐκαιρία (High) εὐκαιρίας ἐλάβοντο (NChonChron 43684)

κατὰ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρὸν (1453 (25530 τροπή (High) κατὰ τὰς μετοπωρινὰς τροπὰς (NChonChron 43425)

ἀρκετὸν καιρὸν (477 (5020)) χρόνος (Both) ἐς ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 11955)

καιρός (1118 (17315)) χρόνος (Both) χρόνον (NChonChron 32091)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 134 of 284

εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) χρόνος (Both) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

ὁ καιρὸς (2711 (188)) ὥρα (Both) αἱ ὧραι (NChonChron 6592)

καίω (Low)ἔκαιε (1423 (2471)) λυμαίνομαι (High) ἐλυμαίνετο (NChonChron 42153)

κακοθάνατος (Low)κακοθανάτους (ἀνθρώπους) εἰργάσατο (2122 δύσποτμος (High) δυσπότμους (ἀνθρώπους) εἰργάσατο (NChonChron 58677)

κακόν (Low)κακὰ (4717 (541)) δεινόν (High) δεινὰ (NChonChron 12420)

κακοπαθέω (Low)κακοπαθήσας (13818 (24312)) μογέω (High) μογήσας (NChonChron 41759)

κακός (Low)τὰ κακὰ (211711 (3847)) δεινός (High) τὰ δεινά (NChonChron 62519)

εἰς τὰ κακὰ συναντήματα (1828 (3407)) δεινός (High) πρὸς δὲ τὰ δεινότατα συναντήματα (NChonChron 55565)

κακῶς (Low)τὰ κατὰ τὴν δύσιν κακῶς εἶχον (1431 (2521)) χειρόνως (High) τὰ κατὰ δύσιν χειρόνως εἶχον (NChonChron 42863)

καλαμάριον (Low)καλαμάρια καὶ κονδύλια (214 (3651)) δόναξ (High) γραφέας δόνακας (NChonChron 59490)

καλέω (High)κάστρον καλούμενον (3113 (3410)) ἐπικαλέω (High) φρούριον ὃ ἐπικέκληται (NChonChron 9253)

καλλιούπολις (Low)ἡ Κωνσταντίνου καλλιούπολις (2121 (3598)) καλλίπολις (High) ἡ Κωνσταντίνου καλλίπολις (NChonChron 58558)

καλλιώτερος (Low)τὰ πράγματα ἐφάνησαν καλλιώτερα (211711 βελτίων (High) βελτίω ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-20)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 135 of 284

κάλλος (Both)τὸ κάλλος (1585 (2833)) ῥοδωνιά (High) τῇ τοῦ κάλλους ῥοδωνιᾷ (NChonChron 47356)

καλλωπίζομαι (Low)ταῖς ἀρεταῖς ὡραΐζετο καὶ ἐκαλλωπίζετο (251 ὡραΐζομαι (High) ταῖς ἀρεταῖς ὡραΐζετο (NChonChron 5464)

καλός (Low)διελύθη μετὰ τέλους καλοῦ (16192 (3268)) αἴσιος (High) αἴσιον πέρας ἐδέξατο (NChonChron 53586)

τὰ καλὰ (1823 (3386)) λῴων (High) τὰ λῴονα (NChonChron 55278)

καλῶς (Low)οὐδὲ ἁρματωμένους ὄντας καλῶς (21142 (376 ἀκρίβεια (High) οὐδrsquo ἐς ἀκρίβειαν ὡπλισμένους (NChonChron 61495)

μέχρις ἂν hellip καλῶς διαθήση (21133 (37521)) ἐπὶ τὸ κρεῖττον (High) ἕως hellip ἐπὶ τὸ κρεῖττον διάθηται (NChonChron 61366)

καλῶς γινώσκοντες (6111 (7013)) εὖ (High) εὖ εἰδότες (NChonChron 15460)

καμαλαύκα (Low)τὴν καμαλαύκαν (1584 (28221)) ἐρέα (High) τὴν ἐρέαν τῆς κεφαλῆς (NChonChron 47236)

κάμπος (Low)τὸν κάμπον (16172 (32516)) πεδιάς (High) τῶν πεδιάδων (NChonChron 53461)

εἰς κάμπον (443 (4221)) πεδίον (High) ἐς πεδίον (NChonChron 10859)

κανείσκιον (Low)κανείσκιον (15113 (28819)) κανοῦν (High) κανοῦ (NChonChron 48177)

καπάσιον (Low)τὸ ὅπερ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει καπάσιον (52 πῖλος (High) τὸν ἐπὶ κρατὸς πῖλον (NChonChron 1312)

καράβιον (Low)καράβια (653 (8029)) ναῦς (High) νῆες (NChonChron 17273)

καράβια (15121 (2895)) πλοῖον (High) πλοίοις (NChonChron 4823)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 136 of 284

κάρβουνον (Low)κάρβουνα (1826 (33921)) ἄνθραξ (High) ἄνθρακες (NChonChron 55446)

καρδία (Both)τὸ φάρμακον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἐλθὸν (515 (54 καίριος (High) τὸ φάρμακον τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσι (NChonCh

καρτερέω (Low)ὀλίγον καρτέρησον (21123 (37417)) ἐπιμένω (Ambiguous) βραχύ τι ἐπίμεινον (NChonChron 61121)

ἐκαρτέρει (1115 (17214)) νέμομαι (High) ἐνέμετο (NChonChron 31950)

καρφίον (Low)μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 ἕστωρ (High) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

κασσείδιον (Low)ἔπεσε τὸ κασσείδιον ἀπὸ τῆς αὐτοῦ κεφαλῆς ( κάσις (High) τὸν τῆς κεφαλῆς ἀπεβάλετο κάσιν (NChonChron 43018)

τὸ κασείδιον (7122 (8726)) κόρυς (High) τὴν κόρυθα (NChonChron 18371)

τοῦ κασειδίου (3111 (3329)) κράνος (High) τοῦ κράνους (NChonChron 9239)

τὸ κασείδιον αὐτοῦ (7125 (8820)) κυνέη (High) τὴν κυνέην (NChonChron 18414)

καστέλλιον (Low)καστέλλιον (1612 (30414)) ἔρυμα (High) ἔρυμα (NChonChron 50222)

στερροῦ καστελλίου (1612 (30424)) ἔρυμα (High) τοιούτου ἐρύματος (NChonChron 50333)

καστέλλιον τὰς χώρας καὶ τὰ καστέλλια (161 κώμη (High) τὰ πολίσματα καὶ τὰς κώμας (NChonChron 50339)

τὸ καστέλλιον τὴν Καισάρειαν (2184 (37025)) πόλισμα (High) τὸ πόλισμα τὴν Καισάρειαν (NChonChron 60330)

ἀπέρχεται εἴς τι καστέλλιον (1112 (117)) πολίχνιον (High) ἀφικνεῖται εἴς τι πολίχνιον (NChonChron 2710)

καστέλλια (4715 (538)) πολίχνιον (High) πολιχνίων (NChonChron 12382)

καστέλλια (1431 (25268)) πολίχνιον (High) φρούρια καὶ πολίχνια (NChonChron 42868)

τὸ καστέλλιον (1421 (24519)) πολίχνιον (High) πολίχνιον (NChonChron 42020)

τὰ καστέλλια (3121 (3424)) φρούριον (Both) τὰ φρούρια (NChonChron 9373)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 137 of 284

καστέλλια (1113 (219)) φρούριον (Both) φρούρια (NChonChron 2946)

ἔκτισε καὶ καστέλλιον (21124 (37427)) φρούριον (Both) φρούριον ἀνίστησιν (NChonChron 61134)

τοῦ καστελλίου (1612 (30420)) φρούριον (Both) τοῦ φρουρίου (NChonChron 50328)

καστελλίων (1562 (27713)) φρούριον (Both) φρουρίων (NChonChron 46527)

καστέλλια (1431 (25268)) φρούριον (Both) φρούρια καὶ πολίχνια (NChonChron 42868)

καστέλλια ὀχυρὰ (15112 (28810)) φρούριον (Both) φρούρια ἐπίκαιρα (NChonChron 48068)

κάστρον (Low)ἐξέρχεται ἀπὸ τοῦ κάστρου (21121 (3742)) ἔρυμα (High) τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται (NChonChron 61088)

κάστρον (3102 (3319)) πόλις (Both) πόλις (NChonChron 9127)

τὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου τούτου (1113 (21 πόλις (Both) τὴν ὀχυρότητα ταυτησὶ τῆς πόλεως (NChonChron 2840)

κάστρων καὶ χωρῶν (1118 (17315)) πόλις (Both) πόλεων (NChonChron 32090)

κάστρον (3113 (349)) φρούριον (Both) φρούριον (NChonChron 9253)

τὸ κάστρον (1612 (30421)) φρούριον (Both) τὸ φρούριον (NChonChron 50330)

κάστρα (42 (3917)) φρούριον (Both) φρούρια (NChonChron 1031)

κάστρον (1611 (3045)) φρούριον (Both) φρούριον (NChonChron 50212)

τὸ κάστρον (1662 (31413)) φρούριον (Both) τὸ φρούριον (NChonChron 51820)

κατ ἀρχάς (Low)ἡ καταρχὰς λεγομένη Κολώνεια (244 (125)) πάλαι (Both) ἡ πάλαι λεγομένη Κολώνεια (NChonChron 5346)

κατ ὀλίγον (Low)κατολίγον (1841 (3413)) κατὰ βραχύ (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 5571)

κατά (Both)μακρὸς ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν (1585 (28230)) accusative (Both) εὐμήκης ὢν τὴν ἡλικίαν (NChonChron 47346)

κατὰ τὴν ὄψιν στραβὸς (1618 (32520)) accusativus respectus (High) στράβων τὰς ὄψεις (NChonChron 53465)

κατὰ πάντα ὁμόφρονες (1823 (33816)) accusativus respectus (High) τὰ πάντα ὁμόφρονες (NChonChron 55290)

συμποδίζεται καὶ πίπτει κατὰ στόμα μετὰ τοῦ ἐπί (Ambiguous) ὅσον ἐπὶ στόμα συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 138 of 284

κατὰ λόγον (14221 (25117)) σύν (High) σὺν λόγῳ (NChonChron 42735)

κατά + acc (High)ἀ ἀνδρεῖος κατὰ τὴν δύναμιν (2181 (36922)) accusativus respectus (High) ἀνὴρ ἡρωϊκὸς τὴν ἰσχὺν (NChonChron 60185)

διαφέρειν κατὰ τὴν δύναμιν (431 (3924)) dative (Both) τῇ ῥώμῃ διαφέρειν (NChonChron 10310)

κατὰ τὸν ποταμὸν ῥίπτονται (1114 (229)) κατά + gen (Low) κατὰ τοῦ ὕδατος ἀκοντίζονται (NChonChron 2960)

κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) περί + acc (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

κατά + gen (Low)θυμῶ κατὰ τοῦ βασιλέως φέρεται (3113 (3411 εἰς (Both) ἐς αὐτὸν βασιλέα θυμῷ φέρεται (NChonChron 9355)

κατὰ τάξιν (Low)κατατάξιν συντάξαντες (4718 (549)) λόχος (High) ἐς λόχους συντάξαντες (NChonChron 12529)

κατὰ τὸ πρότερον (Low)κατὰ τὸ πρότερον (14216 (2507)) πρότερον (Low) πρότερον (NChonChron 42580)

καταβάλλω (Low)καταβαλεῖν τὰ στρατεύματα (7121 (8712)) καταπαλαίω (High) τὰ στρατεύματα καταπαλαῖσαι (NChonChron 18253)

καταδαμάζω (Low)(ἀσθένεια) τὰς ἁρμονίας κατεδάμαζε (16191 ( ἐπινέμομαι (High) (καχεξία) ἐπενέμετο τὰ ἄρθρα (NChonChron 53474)

καταδικάζω (Low)κατεδίκασε (15113 (28822)) ὑποδικάζω (High) ὑπεδίκασε (NChonChron 48181)

κατάδοσις (Low)ἀπὸ καταδόσεως ἀνθρώπων τινῶν (14214 (24 εἰσήγησις (High) κἀκ τῆς παρά τινων εἰσηγήσεως (NChonChron 42454)

κατάθεσις (Low)κατάθεσιν εἰς ταὰς χώρας ἐποίησεν (15106 (2 φορολογέω (High) τὰς χώρας ἐφορολόγει (NChonChron 47815)

κατακαίω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 139 of 284

ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκαύθη καὶ ἠμαυρώθη (212 αἰθαλόω (High) ᾐθάλωται πυρὶ (NChonChron 58560)

κατεκάησαν (1826 (33922)) αἰθαλόω (High) ᾐθάλωντο (NChonChron 55547)

κατεκάη (οἶκος) (2131 (36017)) ἀφανίζω (Ambiguous) ἠφάνισται (οἶκος) (NChonChron 5876)

κατέκαυσε (1826 (33922)) κατανέμομαι (High) (τὸ πῦρ) κατενεμήσατο (NChonChron 55446)

κατέκαυσε (1826 (33922)) καταφλέγω (High) κατέφλεξαν (NChonChron 55446)

κατέκαιον (1825 (3397)) καταφλέγω (High) κατέφλεγον (NChonChron 55427)

κατακλείω (Low)ἐν φυλακῆ αὐτὸν κατέκλεισεν (435 (412)) ἀσφαλίζω (High) ἐν φρουρᾷ ἀσφαλίζεται (NChonChron 10685)

ἐν μιᾷ τῶν φυλακῶν κατακλείεται (413 (3829 καθείργνυμι (High) ἐν μιᾷ τῶν φρουρῶν καθειργνύμενον (NChonChron 10173)

κετέκλεισε (1118 (17313)) καθείργνυμι (High) καθείργνυσιν (NChonChron 32088)

κατακόπτω (Low)κατακοπτόντων τὰ ἅγια θύρη (1426 (2481)) καταράσσω (High) ἀνάσταθμον πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ καταρασσόμενον (NC

κατακοσμέω (Low)μετὰ πευκίων κατεκόσμουν (441 (4212)) διακοσμέω (High) τάπησι διεκόσμουν (NChonChron 10846)

κατακουρσεύω (Low)κατεκούρσευε (413 (391)) κατατρέχω (High) κατατρέχων (NChonChron 10175)

κατακρατέω (Low)κατακρατεῖ (15122 (2901)) αἱρέω (High) αἱρεῖ (NChonChron 48334)

φρουρίων ὧν πρότερον κατεκράτησεν (1152 ( ἐγκρατής (High) φρουρίων ὧν ἐγκρατὴς γεγένητο (NChonChron 3931)

κατακρατεῖται (14215 (24929)) συλλαμβάνω (Both) συλλαμβάνεται (NChonChron 42570)

κατακρατεῖ τὰς Ἀθήνας (21122 (3746)) χειρόομαι (High) χειρούμενον Ἀθήνας (NChonChron 6103)

ὅσας (χώρας καὶ πόλεις) κατεκράτησε (1662 ( χειρόομαι (High) ὁπόσας (χώρας καὶ πόλεις) ἐχειρώσατο (NChonChron 51825

κατακρίνω (Low)Τοῖς τὸν Ἀ κατακρίνουσι (432 (404)) ἐπιτιμάω (Both) τοῖς ἐπιτιμῶσιν Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 10429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 140 of 284

οὐκ ἐπαύετο κατακρίνων (1841 (3412)) κακηγορέω (High) κακηγορῶν οὐκ ἔληγε (NChonChron 55695)

καταλαμβάνω (High)τὸ τεῖχος καταλαβόντες (2183 (37011)) διαλαμβάνω (Ambiguous) τὸ τεῖχος διειληφότες (NChonChron 60213)

καταλέγω (Low)κατειπόντος (14214 (24919)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγησαμένου (NChonChron 42558)

καταλείπω (Both)κατέλιπον (1225 (20118)) ἐάω (High) εἰάθη (NChonChron 35762)

καταλείψας τὸ Β ὡς εὐκολοκράτητον (1112 (2 παραλλάσσω (High) τὸ Β παραλλάξας ὡς εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

καταλεῖψαι (1613 (30428)) παραλλάσσω (High) παραλλάξαι (NChonChron 50338)

κατέλειψα ταῦτα (4719 (5417)) παρίημι (High) παρῆκα (NChonChron 12542)

καταλιμπάνω (Low)καταλιμπάνεται (14213 (2497)) ἐάω (High) ἐᾶται (NChonChron 42443)

καταλλάκτης (Low)οἱ καταλλάκται (478 (519)) ἀργυροκόπος (High) τῶν ἀργυροκόπων (NChonChron 12084)

καταλύω (High)εἰ καταλύσωσι (7121 (8713)) κατατροπόω (High) εἰ κατατροπωθείη (NChonChron 18253)

καταμάγουλα (Low)τὰ καταμάγουλα τῶν γενείων (1292 (2119)) γένυς (High) τὴν κάτω γένυν (NChonChron 3707)

καταμαυρόω (Low)τὸ ἱπποδρόμιον κατημαυρώθη (1826 (33928)) ἐκπυρόω (High) τὸ ἱππικὸν ἐξεπυρώθη (NChonChron 55552)

κατανεύω (Low)κατένευσεν εἰρήνην ποιῆσαι (1552 (27517)) δέχομαι (Both) τὴν εἰρήνην ἐδέχετο (NChonChron 46133)

κατενεύσαμεν (1456 (2577)) προσνεύω (High) προσνεῦσαι (NChonChron 43677)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 141 of 284

καταντάω (Low)πρὸς τὴν μεαγλόπολιν καταντᾶ (1453 (2568)) εἴσειμι (High) τὴν μεαγλόπολιν εἴσεισιν (NChonChron 43435)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 παρεκτείνομαι (High) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

καταντῆσαι (1225 (2018)) τίθεμαι (High) πέρας θέσθαι (NChonChron 35756)

κατάντημα (Low)κατάντημα καὶ ἀκούμβισμα (21142 (37626)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 6149-10)

καταντικρύ (Low)τρύπας ἔχον καταντικρύ (15113 (28822)) ἐγκάρσιος (High) ἐγκαρσίους ἔχον ὀπὰς (NChonChron 48182)

καταπατέω (Low)τράπεζαν καταπατουμένην (1426 (2482)) βεβηλόω (High) τράπεζαν βεβηλουμένην (NChonChron 42289)

τὸν κάμπον καταπατοῦσι (16172 (32516)) ἐπιλαμβάνομαι (High) τῶν πεδιάδων ἐπιλαμβάνονται (NChonChron 53461)

καταπατεῖ τοὺς Λάκωνας (21122 (3749)) περιπαπταίνω (High) περιπαπταίνει τοὺς Λάκωνας (NChonChron 6108)

καταπαύω (Low)κατέπαυσε (1826 (33918)) λωφάω (High) ἐλωφησεν (NChonChron 55441)

καταπείθω (Low)παρακλήσει καταπεισθείς (1423 (24622)) καθυπενδίδωμι (High) ἐκλιπαρήσει καθυπενδοὺς (NChonChron 42144)

καταπλήττω (High)καταπλήττων τοὺς βλέποντας (6111 (7027)) ἐξιστάω (High) ἐξιστῶν τοὺς θεωμένους (NChonChron 15582)

καταπολύ (Low)καταπολὺ πρᾶος (14216 (2503)) ἐπίπαν (High) ὡς ἐπίπαν μείλιχος (NChonChron 42577)

καταποντίζομαι (Low)κατεποντίσθησαν (κάτεργα) (6320 (7829)) καταδύομαι (High) κατέδυσαν (νῆες) (NChonChron 16869)

κατεποντίσθη (1422 (24616)) ὑδατόκλυστος (High) ἀπόλωλε ὑδατόκλυστος φανείς (NChonChron 42138)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 142 of 284

καταράομαι (Low)κατηρῶντο δὲ καὶ ἐμέμφοντο τοὺς Ῥωμαίους κ ἐπιχαλάω (High) τὴν ὕψοθεν ἐπιχαλῶντες ὀργὴν (NChonChron 55676)

κατάρατος (Low)κατάρατος (1426 (24727)) ἐπάρατος (High) ἐπάρατος (NChonChron 42284)

κατάρτιον (Low)κατάρτια (21179 (38319)) ἱστός (High) ἱστοὺς νηῶν (NChonChron 62489)

κατασκευάζω (Both)κατασκευάζη (14213 (24912)) μετασκευάζω (Ambiguous) μετασκευάζει (NChonChron 42450)

ἐπιβουλὴν κατασκευάσας (14210 (24817)) τεκταίνομαι (High) σύστρεμμα τεκτηνάμενος (NChonChron 42314)

κατασκηνόω (Low)κατεσκήνωσαν (7120 (8710)) ἐναυλίζομαι (High) ἐνηυλίσαντο (NChonChron 18250)

κατασκηνοῖ (621 (732)) ἐναυλίζομαι (High) ἐναυλίζεται (NChonChron 15885)

κατασκηνοῖ (21173 (38125)) στρατοπεδεύομαι (High) στρατοπεδεύεται (NChonChron 62218)

κατάσκοπος (Low)ὡς κατάσκοπα (633 (7411)) κατασκόπησις (High) πρὸς κατασκόπησιν (NChonChron 16153)

κατασκόπων (1114 (1722)) ὀπτήρ (High) ὀπτήρων (NChonChron 31833)

κατασκόπων (1114 (1728)) πευθήν (High) πευθῆνες (NChonChron 31842)

κατασμικρύνω (Low)κατασμικρύνων καὶ ταπεινῶν (1842 (34114)) καταρρυπαίνω (High) κατερρύπαινεν (NChonChron 55715)

καταστολίαζω (Low)τὸ πολὺ τῆς στρατιᾶς καταστολίασας (412 (38 διαφίημι (High) τὸ πολὺ τῆς στρατιᾶς διαφῆκεν (NChonChron 10057)

κατασφάττω (Low)κατασφάττει (14213 (2493)) ἀπολαιμίζω (High) ἀπολαιμίζει (NChonChron 42438)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 143 of 284

κατέσφαττον (7123 (885)) ἐπικατασφάττω (High) ἐπικατέσφαττον (NChonChron 18388)

κατατοξεύω (Low)πολλοὺς κατετόξευσαν (2183 (37018)) βέλος (High) πολλοὺς βέλεσι βαλόντων (NChonChron 60321)

κατατραυματίζομαι (Low)κατετραυματίσθη (7122 (8724)) τραυματίζομαι (High) τετραυμάτιστο (NChonChron 18369)

κατατροπόομαι (Low)κατετροπώσατο τὸ ἀνδράριον (16192 (3266)) καταγωνίζομαι (High) καταγωνίζεται τὸ ἀνδράριον (NChonChron 53483)

κατατρυφάω (Low)κατετρύφα (1114 (17117)) ἐνευπαθέω (High) ἐνευπάθει (NChonChron 31829)

καταφρονέω (Low)καταφρονεῖ καὶ ὡς οὐδὲν λογίζεται (1563 (277 ἀθερίζω (High) ἀθερίζειν καὶ ἀποπέμπεσθαι (NChonChron 46539)

κατεπαίρομαι (Low)καὶ Ῥωμαίους κατεπαίροντο (651 (8017)) ἀναρσίως (High) ὡς ἀναρσίως ἔχειν Ῥωμαίοις (NChonChron 17153)

κατεπανίκιον (Low)κατεπανίκιον τῆς Οὐγγρίας (3113 (348)) τμῆμα (High) τμῆμα τῆς Οὐγγρίας (NChonChron 9251)

κατεργάζομαι (Both)κατεργάσωνται θάνατον (1323 (22810)) καταπράττομαι (High) καταπραξάμενοι θάνατον (NChonChron 39666-67)

κάτεργον (Low)κάτεργα (1117 (1735)) ναῦς (High) νῆες μακραὶ (NChonChron 32076)

κάτεργα (15121 (2898)) ναῦς (High) νηῶν (NChonChron 4829)

κατέργων (1225 (20118)) ναῦς (High) νηῶν (NChonChron 35763)

κάτεργα (15121 (2894)) ναῦς (High) νῆας (NChonChron 4823)

τῶν κατέργων (6320 (7829)) ναῦς (High) τῶν νηῶν (NChonChron 16869)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 144 of 284

κάτεργα τοῦ σουλτάνου εὑρόντες (633 (7411) ναῦς (High) ἓξ ἐγκύρσας ναυσὶν (NChonChron 16153)

κατέργων (15121 (28914)) ναῦς (High) ναυσί (NChonChron 48216)

κάτεργα (15122 (2901)) ναῦς (High) νῆας (NChonChron 48334)

ἐντὸς τῶν κατέργων (633 (7410)) τριήρης (High) ταῖς τριήρεσι (NChonChron 16149)

κάτεργα (653 (8029)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 17273)

κάτεργα (15122 (28925)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 48226)

κάτεργα (6320 (7825)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 16866)

κατέρχομαι (Low) κατελθόντες (183 (34028)) κάτειμι (High) κατιὼν (NChonChron 55689)

κατέρχονται (1612 (30423)) κάτειμι (High) κατιέναι (NChonChron 50332)

κατηφής (Low)κατηφεῖς (2123 (3607)) χρώς (High) τὸν χρῶτα τραπέντες (NChonChron 58790)

κατοικέω (Low)κατώκουν (1142 (77)) οἰκέω (High) ᾤκουν (NChonChron 3788)

κατονομάζομαι (Low)Χρυσόπους κατωνομάζετο (271 (1530)) παρονομάζομαι (High) Χρυσόπους παρωνομάζετο (NChonChron 6055)

κατοχυρόομαι (Low)κατοχυρωσάμενοι (1562 (27713)) ἀσφαλίζομαι (High) ἠσφαλίσαντο (NChonChron 46528)

κατοχυρόω (Low)ἐξασφαλισάμενος καὶ κατοχυρώσας αὐτό (16 κρατύνω (High) κρατύνας τὸ ἔρυμα (NChonChron 50213)

καυχάομαι (Both)ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

ἄμετρα καυχώμενοι (1112 (22)) φυσάω (High) φυσῶντες ἄμετρα (NChonChron 2822)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 145 of 284

καύχημα (Low)τὰ φρυάγματα καὶ καυχήματα (725 (9527)) φρύαγμα (High) τὰ φρυάγματα (NChonChron 19417)

κεῖμαι (Both)ὁ ὑψηλός τόπος εἰς ὑψηλὸν τόπον κεῖται (218 οἰκίζομαι (High) ἐπὶ γηλόφου ᾤκισται Προῦσα (NChonChron 60211)

ἔκειντο (1812 (33620)) σκηνόομαι (High) σκηνουμένους (NChonChron 54918)

κέκτημαι (Low)ὑπὸ παθῶν κεκτημένος (2138 (36227)) ἐνίσχω (High) πάθεσιν ἐνισχόμενος (NChonChron 5915)

κεντάω (Low)κεντᾶν (1112 (17110)) κεντέω (High) κεντεῖν (NChonChron 31716)

κεφαλατίκιον (Low)τὸ τῶν Σμολαίων κεφαλατίκιον (1618 (32522)) ἀρχή (Both) τὴν ἀρχὴν τῶν Σμολέων (NChonChron 53468)

τοὺς τὰ κεφαλατίκια καὶ τὰ δημόσια τῆς ἀνατ πρωτεύω (High) τοὺς τῆς Ἀσιάτιδος γῆς πρωτεύοντας (NChonChron 46495)

κεφαλή (Low)τὸν εἰς κεφαλὴν εὑρισκόμενον (1562 (27711)) ἀρχηγός (Ambiguous) εἰς ἀρχηγὸν (NChonChron 46526)

κατὰ κεφαλῆς (445 (4233)) βρεχμός (High) ἐπὶ βρεχμόν (NChonChron 10975)

τῶ εἰς κεφαλὴν εὑρισκομένω (1112 (1718)) διέπω (High) διέπειν (NChonChron 31714)

εἰς κεφαλὴν τότε εὑρισκόμενος (413 (3824)) δουκικός (High) παρελύθη τῆς δουκικῆς ἀρχῆς (NChonChron 10167)

εἰς κεφαλὴν εὑρισκόμενος (14222 (25123)) ἡγεμονεύω (High) ἡγεμόνευε (NChonChron 42844)

τὸ ὅπερ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει καπάσιον (52 κάρα (High) τὸν ἐπὶ κρατὸς πῖλον (NChonChron 1312)

εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν ἀλόγων (214 (36432)) κορυφή (Low) ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀχημάτων (NChonChron 59488)

κεφαλήν (1118 (17312)) φύλαξ (High) φύλακα (NChonChron 32087)

κηρύττω (Low)ἐκηρύχθη ὡς ὅτι (1557 (27622)) διαδόσιμος (High) ἦν διαδόσιμος ὡς (NChonChron 46384)

κηρύττοντες καὶ λέγοντες μὴ ἔχειν ἁμάρτημα ἐπιμαρτύρομαι (High) τὸ ἀνεπέγκλητον ἐπιμαρτυρόμενοι (NChonChron 55674)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 146 of 284

κινδυνεύω (Low)ἐκινδυνεύομεν (1581 (28130)) προσαπόλλυμι (High) προσαπολώλειμεν (NChonChron 4719)

κίνδυνος (Low)μετὰ κινδύνων πολλῶν (1434 (25235)) ἐπικινδύνως (High) ἐπικινδύνως (NChonChron 4307)

κινέω (Ambiguous)ἐκίνει λόγους (15122 (28925)) ἀνακινέω (High) ἀνεκίνει λόγους (NChonChron 48225)

ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα κινούμενον (1825 (339 ἐλαύνω (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ ἐλαυνόμενον (NChonChron 55431)

ἕτερον κατὰ τοῦ ἑτέρου ἐκίνει πρὸς π (474 (4 ἐνάγω (High) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

κλάδος (High)κλάδους (441 (4213)) κλών (High) κλωσὶ (NChonChron 10847)

κλαίω (Low)τὰς οἰκείας συμφορὰς κλαίοντες (1462 (25815 ἀποκλαίομαι (High) ἡ τύχη τὰς οἰκείας τύχας ἀποκλαιόμενοι (NChonChron 438

διὰ μέσης ἐντὸς τῆς καρδίας ἔκλαιε (7119 (87 δάκρυ (High) κωφοῖς δάκρυσι τὸ πένθος ἀφοσιούμενος (NChonChron 182

ἔκλαυσαν (438 (4129)) δακρύω (High) ἐδάκρυσε (NChonChron 10725)

κλαῦσαι τῶ ἀδελφῷ τὸ ζῆν (1143 (725)) ἐπικωκύω (High) ἐπικωκῦσαι τῷ κασιγνήτῳ (NChonChron 3817)

τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἔκλαιε (2123 (36011)) ἐποδύρομαι (High) ἀλόχου στέρησιν ἐπωδύροντο (NChonChron 58795)

τις ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε ἀρκετῶς (1442 (254 θρηνέω (Ambiguous) τις ἐθρήνησεν ἂν ἀρκούντως (NChonChron 43265)

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔκλαιον (2123 (3 θρῆνος (High) θρήνων τὰς οὐσίας εἶχον ὑπόθεσιν (NChonChron 58792)

κλαυθμός (Low)τὸν κλαυθμὸν (438 (4130)) θρῆνος (High) τὸν θρῆνον (NChonChron 10726)

κλεισούρα (Low)ἡ κλεισοῦρα (7122 (8733)) πάροδος (Ambiguous) ἡ πάροδος (NChonChron 18381)

κλέπτης (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 147 of 284

κλέπται (15106 (28713)) φώρ (High) φῶρες (NChonChron 47936)

κλέπτω (Low)ἔκλεψαν (15106 (28714)) κλοποφορέω (High) ἐκλοποφόρησαν (NChonChron 47938)

ἔκλεπτον τὰ δημόσια (180) παρανοσφίζομαι (High) παρενοσφίζοντο τὰ δημόσια (NChonChron 224)

κλέψαι κρυφίως (521 (5428)) ὑφαιρέομαι (High) ὑφελέσθαι λάθρᾳ (NChonChron 12934)

κλεψία (Low)μετὰ κλεψίας (21141 (3765)) λανθάνω (High) λεληθέναι (NChonChron 61381)

κλίνω (Low)κλίνων τὸ γόνυ (523 (5611)) κάμπτω (High) ἀνθρωπόμορφόν τι τὸ γόνυ κάμπτον (NChonChron 1313)

κοιλία (Low)ὡς δῆθεν ἔχων βιασμοὺς κοιλίας (523 (567)) ἀποκένωσις (High) ὡς δῆθεν ἐνοχλούσης ἀποκενώσεως (NChonChron 13193)

κοιλία (2182 (3704)) γαστήρ (High) γαστὴρ (NChonChron 6026)

κοιλιακός (Low)κοιλιακὸν γὰρ πάθος πλασάμενος (523 (565)) γαστήρ (High) ῥύσιν γαστρὸς πλασάμενος (NChonChron 13191)

κοιμάομαι (Low)κοιμηθέντα (1425 (24720)) ὑπνώττω (High) ὑπνώττοντα (NChonChron 42276)

κοίμησις (Low)ἑορτάσων τὴν κοίμησιν (1463 (25830)) μετάστασις (High) τελέσων τὰ ὅσια τῇ μεταστάσει (NChonChron 43853)

κόκκινος (Low)τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 ἐξέρυθρος (High) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

πέδιλα κόκκινα (1455 (25629)) φοινικοβαφής (High) φοινικοβαφὲς πέδιλον (NChonChron 43560)

κολακεία (Low)τῇ κολακείᾳ χαυνωθεὶς (42 (3919)) αἱμυλία (High) τῇ αἱμυλίᾳ ἁπαλυνθεὶς (NChonChron 1034)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 148 of 284

κολλάω (Low)ἀγάπη μετὰ συγγενείας κεκολλημένη (112 (4 διυφαίνω (High) πόθος συγγενείᾳ διυφαινόμενος (NChonChron 3250)

Κόμανος (Low)Κόμανοι (3121 (3423)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 9372)

Κομάνων (1585 (2837)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 47362)

Κομάνων (1431 (25210)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 42972)

Κόμανοι (1334 (22829)) Σκύθης (High) Σκύθαι (NChonChron 39788)

Κόμανοι (1335 (2298)) Σκύθης (High) Σκύθαι (NChonChron 3978)

Κομάνων (1585 (28311)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 47364)

οἱ Κόμανοι (3121 (3427)) Σκύθης (High) οἱ δὲ Σκύθαι (NChonChron 9377)

κομμάτιον (Low)μετὰ τοῦ κομματίου τοῦ κονταρίου (7126 (882 τμῆμα (High) τῷ τοῦ δόρατος τμήματι (NChonChron 18418)

κομάτια μεγάλα (1825 (3395)) ψωμός (High) ψωμοὶ (NChonChron 55425)

κονιορτός (Low)τὸν κονιορτὸν (7123 (883)) θίς (High) θῖνα (NChonChron 18385)

τὸν κονιορτὸν (3112 (338)) κόνις (High) τὴν τῆς μάχης κόνιν (NChonChron 9246)

ἔπαυσεν ὁ κονιορτὸς (7124 (8810)) κόνις (High) ἡ κόνις ἐλώφησεν (NChonChron 1841)

κοντάριν (Low)κοντάρια (1114 (226)) δοράτιον (High) δοράτια (NChonChron 2957)

μετὰ κονταρίων ἀσιδηρώτων (442 (4217)) δορατισμός (High) διrsquo ἀσιδήρων δορατισμῶν (NChonChron 10855)

τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) δόρυ (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

τὸ κοντάριον (7126 (8826)) δόρυ (High) τὸ δόρυ (NChonChron 18421)

μετὰ τῶν κονταρίων (1453 (2565)) δόρυ (High) δόρασι (NChonChron 43431)

τὰ κοντάρια (2185 (37030)) δόρυ (High) τὰ δόρατα (NChonChron 60335)

κοντάρια (121020 (22131)) δόρυ (High) δόρατα (NChonChron 38710)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 149 of 284

μετὰ κονταρίων (288 (211)) δόρυ (High) δόρασι (NChonChron 7157)

φέρεται κατrsquo αὐτοῦ καὶ μετὰ τοῦ κονταρίου (5 δόρυ (High) ἐνσείει κατrsquo ἐκείνου τὸ δόρυ (NChonChron 13821)

τὸ κοντάριον παίζων (443 (4222)) δόρυ (High) τὸ δόρυ μετεωρίζων (NChonChron 10860)

κατὰ τὴν τῶν κονταρίων δόσιν (445 (437)) δόρυ (High) κατὰ τὴν τῶν δοράτων ἀγκοίνησιν (NChonChron 10985)

τὸ κοντάριν μεταχειρίζεσθαι (443 (4220)) δόρυ (High) κραδαίνειν δόρατα (NChonChron 10857)

ἐν τῆ τῶν κονταρίων μεταχειρήσει (445 (4310 κοντός (High) τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

Ἰταλοὶ μετὰ κονταρίων (441 (4214)) κοντοφόρος (High) ἱππότην κοντοφόρον Ἰταλιώτην (NChonChron 10851)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) λόγχη (High) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

τὰ κοντάρια (2185 (3712)) ξυστόν (High) τὰ ξυστὰ (NChonChron 60441)

κοπιάζω (Low)ἕκαστος ἐκοπίαζε κρύπτων (1936 36318) ἐμπονέω (High) ἕκαστος ἐνεπόνει τῇ μεταθέσει (NChonChron 57145)

κοπιάω (Low)τὰ αὐτῶν κοπιάσαντες ἄλογα (21146 (37726)) ἀποκναίω (High) τῶν ἵππων σφίσιν ἀποκναισάντων (NChonChron 61652)

κοπιᾶν (1116 (17224)) διαπονέομαι (High) διαπονεῖσθαι (NChonChron 31964)

κόπος (Low)χωρὶς κόπου καὶ μελέτης ( 14212 (24826)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 42325)

ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν κόπων (21178 (38314)) κάματος (High) τῶν ἀνηνύτων καμάτων (NChonChron 62484)

κόπτω (Low)εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 ἐκκόπτω (Both) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

κόπτοντα τὸν ἀέρα (445 (433)) τέμνω (High) τὸ δὲ τοῦ ἀέρος ῥόθιον τεμνόμενον (NChonChron 10980)

κόρδα (Low)μετὰ κόρδας (1878 (3467)) ἀγχόνη (High) διrsquo ἀγχόνης (NChonChron 56416)

κόρη (Ambiguous)κόρης (1585 (2832)) θυγατρόπαις (High) θυγατρόπαιδος (NChonChron 47356)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 150 of 284

κορυφή (Low)τὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν (1115 (17216)) λαγών (High) τὰς λαγόνας ταῶν ὀρέων (NChonChron 31956)

κόσμος (High)τὸν κόσμον ὅλον (2151 (36518)) περίγειον (High) τὸ περίγειον ἅπαν (NChonChron 59513)

κουλᾶς (Low)τὴν άκρόπολιν τοῦ κουλᾶ (21106 (37236)) ἀκρόπολις (High) τὴν άκρόπολιν (NChonChron 60842)

κουμπανία (Low)κουμπανία (1522 (27031)) φατρία (High) φατρίαν (NChonChron 45566)

κουρά (Low)παρὰ γνώμην αὐτοῦ δεξάμενος τὴν κουρὰν (1 ἀποθρίζομαι (High) μὴ ἑκὼν ἀποθρίξασθαι (NChonChron 4262)

κουρεύω (Low)ἐκουρεύθη παρὰ τοῦ βασιλέως (14220 (25110) ἀποκείρομαι (High) τὴν κοσμικὴν ἀπεκείρατο τρίχα παρὰ τοῦ βασιλέως (NChon

κουρσεύω (Low)ἐκούρσευον (1431 (2522)) δῃόω (High) ληϊζόμενοι καὶ δῃοῦντες (NChonChron 42864)

ἐκούρσευε (1423 (24629)) διαφθείρω (High) διέφθειρε (NChonChron 42153)

τῶν Τούρκων τοῖς χωρίοις κουρσευόντων (113 εἰσβάλλω (Ambiguous) τῶν Περσῶν ἐσβαλόντων τοῖς τόποις (NChonChron 3361)

κουρσεῦσαι (4717 (5326)) ἐκπορθέω (High) ἐκπορθεῖ (NChonChron 12413)

κουρσεύοντες (1458 (25731)) ἐκπορθέω (High) ἐκπορθησόντες (NChonChron 4379)

ἀγέλας ζώων κουρσεύσας (1131 (427)) ἐλαύνω (High) θρεμμάτων ἀγελας ἐλάσας (NChonChron 3364)

κουρσεῦσαι πάντα τὰ ἔθνη (1443 (25423)) θηλάζω (High) θηλάσει γάλα ἐθνῶν (NChonChron 43270)

κουρσεύειν (1585 (2838)) κείρω (High) κειρόντων (NChonChron 47362)

ἐκούρσευεν (15121 (2896)) κείρω (High) ἔκειρε καὶ ἐτίθει κακῶς (NChonChron 4825)

ἐκούρσευε τὰς πόλεις (2181 (36924)) κείρω (High) ἔκειρε τὰς πόλεις (NChonChron 60288)

κουρσεῦσαι (1454 (25619)) κείρω (High) κείρειν (NChonChron 43549)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 151 of 284

τὰ καστέλλια ἐκούρσευον (3121 (3424)) ληΐζομαι (High) τὰ φρούρια ληΐζομένων (NChonChron 9373)

ἐκούρσευον (1451 (25520)) ληΐζομαι (High) ἐληΐζοντο (NChonChron 43412)

ἐκούρσευον (1431 (2522)) ληΐζομαι (High) ληϊζόμενοι καὶ δῃοῦντες (NChonChron 42863)

ἐκούρσευσαν (1118 (17317)) ληΐζομαι (High) ληϊσάμενοι (NChonChron 32193)

ἐκούρσευε (15121 (28919)) ληΐζομαι (High) ληϊζόμενος (NChonChron 48219)

ἐκούρσευον (1225 (20124)) ληϊσμός (High) ἐξιέναι ἐπὶ ληϊσμῷ (NChonChron 35770)

ἐκούρσευον (1423 (24628)) ληστεύω (High) ληστεύειν (NChonChron 42149)

κουρσεύουσι (1111 (1713)) πορθέω (High) πορθεῖν (NChonChron 3176)

κουρσεύει τὰς Θήβας (21122 (3746)) προνομεύω (High) προνομεῦον τὰς Θήβας (NChonChron 6103)

ἐκούρσευον (1458 (25733)) σίνομαι (High) ἐσίνοντο (NChonChron 43711)

κουρσεῦσαι (1221 (2005)) σκυλεύω (High) σκυλεύσειν (NChonChron 35628)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 σκυλεύω (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

ἐκούρσευέ τε καὶ ἠχμαλώτιζεν (21182) φθείρω (High) ἔφθειρέ τε καὶ ἔκειρεν (NChonChron 62651)

κοῦρσος (Low)τὰ κούρση (3121 (3427)) λάφυρον (High) τὰ λάφυρα (NChonChron 9378)

μετὰ κούρσων (1562 (27714)) λεία (High) λείαν (NChonChron 46529)

κουτρουλός (Low)κουτρουλοὺς μωραγίους (1282 (21122)) αἱμωπός (High) αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους ταὰς κόρας (NChonChron 37120

κουτρουλοὺς καὶ μωραγίους (1282 (21121)) διάστροφος (High) αἱμωποὺς διαστρόφους τὰς κόρας (NChonChron 37121)

κουφότης (Low)κουφότητα (1618 (32523)) εὐτέλεια (High) εὐτέλειαν νοὸς (NChonChron 53469)

κούφωμα (Low)παλαιὸν ὑπονοήσας καμάρας κούφωμα (436 ὑπόνομος (High) παλαίτατον κατανοήσας ὑπόνομον (NChonChron 10689)

κοχλίας (Low)ὥσπερ ὁ κοχλίας εἰς τὸ αὐτοῦ ὀστράκινον ὀσπ σκώληξ (High) κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα (NChonChron 4

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 152 of 284

κρατέομαι (Low)γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) εἰμί (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

συνήθεια χρόνω πολλῶ κρατηθεῖσα (1142 (7 κρατύνομαι (High) χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος (NChonChron 3793)

κρατέω (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι ἢ φονεῦσαι (7128 (8912)) αἱρέω (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ζῶντα αὐτὸν κρατῆσαι ἠθέλησαν (7126 (8825 αἱρέω (High) ζωγρίαν ἑλεῖν ὀριγνώμενοι (NChonChron 18420)

ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) αἱρέω (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

κρατήσας (15122 (2901)) αἱρέω (High) ἑλὼν (NChonChron 48333)

παραλαμβάνει καὶ κρατεῖ (15121 (28917)) αἱρέω (High) αἱρεῖ (NChonChron 48218)

ἡ πόλις ἐκρατήθη (2123 (35926)) ἁλίσκομαι (High) ἡ πόλις ἑάλωκεν (NChonChron 58679)

ἐκρατήθη (2121 (35910)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 58560)

ἡ τῶν πόλεων βασιλὶς ἐκρατήθη (21121 (3733 ἁλίσκομαι (High) τῆς τῶν πόλεων βασιλίδος ἁλούσης (NChonChron 60986)

ἐκρατήθη (1115 (17210)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 31945)

ἐὰν οὗτος κρατηθῆ (1613 (3058)) ἁλίσκομαι (High) εἰ οὗτος ἁλώσεται (NChonChron 50454)

ἐκρατήθη (1118 (17311)) ἁλίσκομαι (High) ἁλῶναι (NChonChron 32085)

τῆς πόλεως κρατηθείσης (15112 (2886)) ἁλίσκομαι (High) τῆς νήσου ἁλούσης (NChonChron 48063)

ἐκρατήθη (1557 (27621)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 46382)

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) ἀναλαμβάνω (Both) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

τὸ ῥοῦχον κρατήσας (121013 (21931)) ἐπιλαμβάνομαι (High) ἐπελάβετο τῆς χλανίδος (NChonChron 38427)

τὸ Ἄργος βλέπων κρατούμενον (21124 (37420 ἔχω (Both) τὸ Ἄργος ὁρῶν ἐχόμενον (NChonChron 61126)

κρατοῦσι (1562 (27711)) ζωγρία (High) ζωγρίαν εἷλον τὸν Ἀλέξιον (NChonChron 46526)

διωκόμενοι ἐκρατοῦντο (288 (211)) καταλαμβάνω (High) διωκόμενοι κατελαμβάνοντο (NChonChron 7152)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 κατάσχεσις (High) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17162

κρατήσαντες (13814) κατέχω (High) κατασχόντες (NChonChron 41481)

κρατήσας τὴν Καισάρειαν (4711 (5212)) λαμβάνομαι (High) τῆς Καισαρείας λαβόμενος (NChonChron 12232)

κρατηθεὶς (1435 (2539)) λαμβάνω (Both) ληφθεὶς (NChonChron 43016)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 153 of 284

κρατήση (1581 (28118)) παραλαμβάνω (Both) παραληψόμενον (NChonChron 47192)

τὴν Ἀχελῶ ἐκράτησαν (1451 (25523)) παρίσταμαι (High) τὴν Ἀγχίαλον παρεστήσαντο (NChonChron 43414)

τὸ Φ κρατήσας (1113 (217)) παρίσταμαι (High) τὸ Φ παραστησάμενος (NChonChron 2843)

κρατήσας (21107 (3731)) παρίσταμαι (High) ταύτας παραστησάμενος (NChonChron 60845)

κρατησάντων (1221 (2003)) παρίσταμαι (High) παρεστήσαντο (NChonChron 35625)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) συλλαμβάνω (Both) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

ἀγωνίζοντο κρατῆσαι αὐτὸν (7128 (8916)) συλλαμβάνω (Both) συλλαβεῖν αὐτὸν σπεύδοντας (NChonChron 18548)

κρατηθεὶς (1428 (2489)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 4234)

κρατηθεὶς (1222 (20019)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 35639)

κρατήσας (1118 (17312)) συλλαμβάνω (Both) συλλαβὼν (NChonChron 32087)

τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κρατήσαντες (438 (4122)) συλλαμβάνω (Both) ἡ τούτου συλληφθεῖσα γυνὴ (NChonChron 10716)

κρατηθῆναι (14214 (24921)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθῆναι (NChonChron 42561)

τὰ μὲν δύο ἐκράτησαν (633 (7411)) συλλαμβάνω (Both) τὰς μὲν δύο συλλαβὼν εἶχε (NChonChron 16154)

κρατηθεὶς (1429 (24814)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 42311)

ἐκρατήθη (653 (8024)) συλλαμβάνω (Both) συνείληπτο (NChonChron 17265)

κρατηθεὶς (1223 (20022)) συνέχω (High) συσχεθεὶς (NChonChron 35642)

ὅσα κάστρα ἐκράτησεν (42 (3917)) ὑπάγομαι (High) ὅσα ἐκεῖνος ὑπηγάγετο φρούρια (NChonChron 1031)

καλαμάρια κρατοῦντες (214 (3651)) φέρω (Both) δόνακας φέροντες (NChonChron 59490)

τὴν Πελαγονίαν κρατοῦσι (16172 (32515)) χειρόομαι (High) Πελαγονίαν χειροῦνται (NChonChron 53359)

καὶ ταύτην ὡς ἐν ὀλίγω κρατήσας (1113 (220) χειρόομαι (High) καὶ ταύτην διὰ βραχέος χειρωσάμενος (NChonChron 2947)

κρατεῖται (1877 (3463)) χειρόω (High) χειροῦται (NChonChron 56411)

κρατεῖται ὡς ἀποστάτης (14223 (25133)) χειρόω (High) χειροῦται ὡς ἀποστὰς (NChonChron 42857)

αἰχμαλώτους κρατηθῆναι (3114 (3419)) χειρόω (High) ἀνδρῶν κεχειρωμένων (NChonChron 9366)

τοῖς κρατουμένοις (21173 (38132)) χειρόω (High) τοῖς χειρουμένοις (NChonChron 62226)

ὅτε τὴν πόλιν κρατήσωσι (2183 (37016)) χείρωσις (High) τὴν πόλιν ὡς ἐς χείρωσιν περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

κρημνώδης (Low)ἄνοδον κρημνώδη (1611 (3049)) ἀμφίκρημνος (High) ἄνοδος ἀμφίκρημνος (NChonChron 50216)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 154 of 284

κριτής (Low)κριταὶ (1564 (2781)) διαιτητής (High) διαιτητής (NChonChron 46648)

κριτὰς καὶ τιμωροὺς ( 2121 (35917)) δικαστής (High) δικαστὰς καὶ κολαστὰς (NChonChron 58668)

κριτὴν τῶν λεγομένων (1563 (27726)) δικαστής (High) δικαστὴν τῶν φημιζομένων (NChonChron 46643)

κροτέω (Ambiguous)μετὰ τῶν κλάδων κροτήσουσι (1441 (25410)) ἐπικροτέω (High) τοῖς κλάδοις ἐπικροτήσει (NChonChron 43152)

κρότος (Low)μετὰ κρότου (1841 (3415)) πάταγος (High) τῷ πατάγῳ (NChonChron 5574)

κρούω (Low)τὸ κρούειν καὶ κρούεσθαι (21143 (37633)) βάλλω (Ambiguous) τοῦ βάλλεσθαι καὶ βάλλειν (NChonChron 61517)

ἀλλήλους κρούοντες καὶ δορατίζοντες (445 (4 διαδορατίζω (High) ἀλλήλους διαδορατίζοντες (NChonChron 10973)

κρούων (1841 (34111)) ἐπικρούω (High) ὑπ ἐκείνων ἐπικρουόμενος (NChonChron 55712)

ἔκρουον τοὺς Οὔγγρους κατὰ κεφαλῆς (6114 ( παίω (High) ἔπαιον τοὺς Παίονας (NChonChron 15732)

κρούων τὸν πόδα (443 (4226)) ὑποσκαίρω (High) ὑποσκαίρων τὼ πόδε (NChonChron 10964)

κρύπτω (Low)ἔνδοθεν δὲ τὴν ὀργὴν κρύπτουσι (112 (419)) ἐνθάπτω (High) τὸν χόλον ἐνθάπτοντες (NChonChron 3254)

κρυφά (Low)κρυφὰ (413 (3825)) κρύβδην (High) κρύβδην (NChonChron 10168)

κρυφίως (Low)οὐ κρυφίως ἀλλrsquo ἀδιαντρόπως (432 (404)) κρύβδην (High) οὐ κρύβδην ἀλλrsquo ἀνέδην (NChonChron 10429)

οὐ κρυφίως ἀλλὰ φανερῶς (474 (4924)) κρύφα (High) (οὐχ hellip) κρύφα ἀλλrsquo ἔκπυστα (NChonChron 11715)

κρυφίως (4711 (5217)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 12241)

κλέψαι κρυφίως (521 (5428)) λάθρᾳ (High) ὑφελέσθαι λάθρᾳ (NChonChron 12934)

κρυφίως (1878 (3467)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 56416)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 155 of 284

κρυφίως (474 (4928)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 11819)

κρυφίως (1113 (213)) λάθρᾳ (High) λάθρα (NChonChron 2838)

κρυφίως (1582 (2825)) λαθραίως (Ambiguous) λαθραίως (NChonChron 47218)

κρυφίως (15121 (28915)) λαθρηδόν (High) λαθρηδὸν (NChonChron 48216)

κρυφίως (21143 (3771)) λεληθότως (High) λεληθότως (NChonChron 61520)

κρυφός (Low)ἡ κρυφὴ σκέψις (1152 (733)) ἐνδόμυχος (High) ἡ ἐνδόμυχος (πρόφασις) (NChonChron 3933)

ἐπιβουλαὶ κρυφαὶ (433 (4013)) ἐνδόμυχος (High) ἐπιβουλαὶ ἐνδόμυχοι (NChonChron 10443)

κτίζω (Low)φρούριον κτίζει (21121 (3744)) δομέω (High) φρούριον δομηθέν (NChonChron 61092)

ἐκτισμένος (2131 (36017)) ἱδρύω (High) ἱδρυμένος (NChonChron 5875)

κεκτισμένον λαμπρότατα (1113 (222)) κατασκευάζω (Both) κατεσκευασμένον ἄριστα (NChonChron 2950)

κτίζειν ἤρξατο (1411 (2455)) ποιέω (Both) ποιεῖν ἐπεβάλετο (NChonChron 4191)

κτυπέω (Low)τὰ χείλη κτυπῆσαι (447 (4330)) περιψοφέω (High) περιψοφῆσαι τὰ χείλη (NChonChron 11014)

κτύπος (Low)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἄψοφος (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

κυβερνάω (Low)κυβερνᾶν (14213 (24833)) διακυβερνάω (High) διακυβερνᾶν (NChonChron 42434)

ἐκυβέρνησε (1211 (19919)) εὖ ποιέω (High) εὖ ἐποίει (NChonChron 35520)

κυβέρνησις (Ambiguous)τῆς ἀναδοχῆς καὶ κυβερνήσεως (475 (507)) ξενία (High) τῆς ξενίας (NChonChron 11836)

πᾶσαν τὴν αὐτῶν ὠκονόμουν κυβέρνησιν (18 φιλοφροσύνη (High) μετεῖχον φιλοφροσύνης καὶ δεξιώσεως (NChonChron 55156)

κυκλόομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 156 of 284

διὰ τὸ μὴ κυκλωθῆναι (1434 (25234)) ἐγκυκλόομαι (High) μὴ ἐγκυκλωθῆναι σπεύδοντες (NChonChron 4306)

κυλίω (Low)λίθους κυλίοντας (1434 (2532)) ἐπικυλίομαι (High) ἐπικυλιομένοις λίθοις (NChonChron 4308)

κύριος (High)εἰ ἤμην κύριος (479 (5130)) δεσπόζω (High) εὶ δεσπόζων ἦν (NChonChron 12113)

κωδώνιον (Low)μετὰ κωδωνίων (7128 (8910)) κώδων (High) ἐχουσῶν ἠχητικοὺς κώδωνας (NChonChron 18543-44)

κωλύομαι (Low)κωλύεσθαι αὐτὸν οὐκ ἠδύναντο (441 (429)) κωλύω (Low) κωλύειν οὐκ ἦν (NChonChron 10843)

κωλύω (Low)τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) εἴργω (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous)Κωνσταντινοπολίταις (1116 (17228)) Ρωμαῖος (High) ῾Ρωμαίοις (NChonChron 31969)

Κωνσταντῖνος (Ambiguous)ὁ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίου φόρος (1826 (339 Κωνσταντίνειος (High) ἡ Κωνσταντίνειος ἀγορά (NChonChron 55549)

Κωνσταντινούπολις (Low)Κωνσταντινουπόλεως (1441 (2544)) ἄρχω (High) τὴν τῶν πόλεων ἄρχουσαν (NChonChron 43146)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν (2712 (1810)) βασιλεύω (Both) εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

Κωνσταντινούπολιν (1436 (25325)) βασιλίς (High) τῶν πόλεων βασιλίδα (NChonChron 43133)

τὴν Κωνσταντινούπολιν (412 (3818)) βασιλὶς πόλις (High) τὴν βασιλίδα πόλιν (NChonChron 10059)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (414 (3910) βασιλὶς πόλις (High) εἰς τὴν βασιλίδα πόλιν μετασκηνοῖ (NChonChron 10287)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἐπανέστρεψεν (161 Βυζάντιον (High) εἰς Βυζάντιον ἐπανέδραμε (NChonChron 53595)

εἰς Κωνσταντινούπολιν (1151 (728)) Βυζάντιον (High) εἰς τὸ Βυζάντιον (NChonChron 3824)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 157 of 284

εἰς Κωνσταντινούπολιν (6320 (7828)) Βυζάντιον (High) ἐς Βυζάντιον (NChonChron 16868)

εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (112 (422)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

ἐκ τῆς πόλεως ἦν ταύτης τῆς Κωνσταντινουπό Κωνσταντίνου ἡ (High) ἐκ τῆς Κωνσταντίνου ὥρμητο (NChonChron 42018)

ἐν Κωνσταντινουπόλει (1823 (33813)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 55284)

πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (447 (4315)) Κωνσταντίνου ἡ (High) πρὸς τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 11094)

λαιμαργία (Low)ἐπὶ τὴν λαιμαργίαν (121013 (21928)) λιχνεύομαι (High) τὰ βρώματα λιχνευόμενος (NChonChron 38424)

λαλέω (Ambiguous)λαλῆσαι μὴ δυνάμενος (7119 (876)) ἀφασία (High) ἀφασίᾳ (NChonChron 18246)

τῶ λαλῆσαι ταύτην μίαν (434 (4026)) ἐπιτάσσω (High) τῷ ἐπιτάξαι αὐτήν τινι εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

λαλήσαντος (1812 (33628)) ὁμιλέω (High) ὡμιληκότος (NChonChron 55028)

ὑπὲρ αὐτῶν λαλῆσαι (15106 (2878)) ὑπερφθέγγομαι (High) ὑπερφθεγξόμενον (NChonChron 47932)

ἀκμὴν ὀρθῶς λαλεῖν οὐκ ἠδύνατο (1585 (2823 ψελλίζω (High) ἔτι γὰρ ἐψέλλιζεν ἡ νύμφη (NChonChron 47352)

λαμβάνω (Both)τὸ κοντάριον λαβὼν (7126 (8827)) ἀγκοινέω (High) τὸ δόρυ ἀγκοινησάμενος (NChonChron 18421)

εἰ ἐβούλετο γυναῖκα λαβεῖν (511 (5312)) ἄγω (Both) γυναῖκα δὲ ἢν ἠβούλετο ἀγαγέσθαι (NChonChron 12662)

τὸν Β εἰς γαμβρὸν λαβόντος (515 (5410)) ἀναιρέω (Ambiguous) τὸν Β εἰς γαμβρὸν ἀνελομένου (NChonChron 1285)

τὰ σίδηρα λαβόντες (653 (8028)) ἀνιμάω (High) τὰς άγκύρας ἀνίμησαν (NChonChron 17272)

εἰς γυναῖκα ἔλαβεν (432 (3932)) ἁρμόζομαι (High) εἰς γαμετὴν γυναῖκα ἡρμόσατο (NChonChron 10324)

εἰς γυναῖκα λαμβάνει (ὁ Ανδρόνικος) (1012 (1 ἁρμόζω (High) ἁρμόζεται ἡ μνηστή (NChonChron 27512)

ἔλαβε εἰς γυναῖκα (511 (536)) γαμέω (High) ἔγημε (NChonChron 12654)

γυναῖκα ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους ἐλάμβανεν γαμέω (High) γυναῖκα ἐκ βασιλείου ἐγημεν ἂν αἵματος (NChonChron 126

ἔλαβε (14212 (24824)) δέχομαι (Both) ἐδέξατο (NChonChron 42323)

πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) δέχομαι (Both) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

συμμαχίαν λαβὼν (2181 (36924)) ἐπαμάομαι (High) συμμαχίδας ἴλας ἐπαμησάμενος (NChonChron 60287)

τὴν ἐξουσίαν λαμβάνει (621 (736)) ἐπισπάομαι (High) ἐπισπᾶται τὴν κυριότητα (NChonChron 15991)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 158 of 284

ὡς λάβοι ἂν (512 (5318)) ἔχω (Both) ὡς σχοίη ἂν (NChonChron 12771)

μεγάλην λαβὼν ἀρχὴν (4713 (5227)) λαγχάνω (High) μεγάλην ἀρχὴν εἰληχὼς (NChonChron 12257)

λαμβάνει εἰς γυναῖκα (15114 (28829)) προσαρμόζω (High) προσαρμόζεται τῷ τοῦ ῥηγὸς ἀδελφῷ (NChonChron 48191)

λαβόντες (1824 (33820)) προσλαμβάνω (High) προσειληφότες (NChonChron 55354)

τὰ τούτων ἀπελατίκια εἰς χεῖρας λαβόντες (61 χειρίζομαι (High) τὰς ἐκ σιδήρου κορύνας χειρισάμενοι (NChonChron 15631)

λαμπρός (Both)ἐκ γένους λαμπροῦ (1455 (25627)) αἰδέσιμος (High) τὸ γένος αἰδεσίμους (NChonChron 43557)

προσδεχθεὶς λαμπρῶς παρrsquo αὐτοῦ (511 (535)) ἀσπάσιος (High) προσδεχθεὶς ἀσπασίως τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 1265

τὸ τοῦ γένους λαμπρὸν (431 (3926)) ἐπίσημος (High) τὸ τοῦ γένους ἐπίσημον (NChonChron 10315)

λαμπρότατα (Low)κεκτισμένον λαμπρότατα (1113 (222)) ἄριστα (High) κατεσκευασμένον ἄριστα (NChonChron 2950)

λάμπω (Low)τρίχαι τῆς κεφαλῆς λάμπουσαι (1553 (27527)) ἀγλαΐζω (High) κόμαις ἠγλάϊσται (NChonChron 46248)

λαός (Ambiguous)τὸ σὸν λαὸν (472 (495)) ἔθνος (Low) τὸ σὸν ἔθνος (NChonChron 11787)

τοῦ λαοῦ (2121 (35911)) λεώς (High) τοῖς λεῴς (NChonChron 58561)

παρὰ τοῦ λαοῦ (14223 (25131)) λεώς (High) πρὸς τοῦ λεὼ (NChonChron 42855)

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) λεώς (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ὁ λαός (1812 (33617)) λεώς (High) ὁ λεὼς (NChonChron 54915)

ὅλος ἐξῆλθεν ὁ λαός (2175 (36816)) λεώς (High) ἅπας ἐξερρύησαν ὁ λεὼς (MakMak 59929)

ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ (6117 (7228)) λεώς (High) τοῦ παντὸς ἐνώπιον λεὼ (NChonChron 15879)

λαὸν (1429 (24814)) ὄχλος (High) ὄχλον (NChonChron 42311)

ἰδικὸν αὐτοῦ λαὸν (479 (5128)) στράτευμα (Both) ἐνδαπὸν στράτευμα (NChonChron 12112)

Λατινικός (Low)ὁ στρατὸς ltὁgt Λατινικὸς (1828 (34012)) Λατίνος (High) ὁ τῶν Λατίνων στρατὸς (NChonChron 55671)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 159 of 284

λέγομαι (Low)στρατιώτου Νικαία λεγομένου (439 (421)) ἐπιστήμων (Ambiguous) ὅτῳ ἦν Νικαίας ἐπίκλησις (NChonChron 10833)

λεγομένη (412 (3811)) ὀνομάζομαι (High) ὀνομάζεται (NChonChron 10052)

λέγω (Both)ἔλεγε ταῦτα (1842 (34112)) ἀγορεύω (High) ταυτὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν (NChonChron 55713)

ἐλέγετο (1559 (2772)) ᾄδω (High) ᾔδετο (NChonChron 46515)

ἐλέγετο ταῦτα παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) ᾄδω (High) ᾔδετο ταῦτα πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

(προστάγματα) λέγοντα (437 (4120)) ἀπαγγέλλω (Low) (γράμματα) ἀπαγγέλλοντα (NChonChron 10713)

εἶπε (1811 (3367)) γνωμολογέω (High) ἐγνωμολόγησε (NChonChron 5496)

εἰπών τι (6110 (706)) δῆλος (High) δῆλα τὰ προσταττόμενα θέμενος (NChonChron 15448)

ἐλέγετο ὅτι (1436 (25323)) διαθρυλλέω (High) διεθρυλλεῖτο ὡς (NChonChron 43131)

ἔλεγεν (1443 (25422)) διέξειμι (High) διεξιὼν (NChonChron 43269)

λέγοντας (1211 (1995)) διέξειμι (High) διέξεισιν (NChonChron 3557)

θέλων εἰπεῖν (15131 (2905)) διέξειμι (High) μέλλων διεξιέναι (NChonChron 48337)

ἔλεγεν (1592 (28324)) διόμνυμαι (High) διομνυμένου (NChonChron 47482)

εἰπὼν (15106 (2874)) εἰσφέρω (Both) εἰσενεγκάμενος (NChonChron 47826)

πετάσαι ἔλεγεν (477 (5023)) ἐπαγγέλλομαι (High) διαπτῆναι ἐπηγγέλετο (NChonChron 11963)

ἔλεγεν (14221 (25120)) ἐπιλέγω (High) ἐπέλεγεν (NChonChron 42740)

τὸ λεγόμενον Ἀλαμανικὸν (15106 (28628)) καλέω (High) τὸ καλούμενον Ἀλαμανικὸν (NChonChron 47816)

λέγοντας (15111 (28730)) παραίνεσις (Both) εἰσάγοντας παραίνεσιν (NChonChron 48055)

τῆς λίμνης αὐτοὺς ἀναχωρεῖν ἔλεγεν (1142 (7 παραινέω (High) μεθίστασθαι παρῄνει τῆς λίμνης (NChonChron 382)

εἶπε θαρρεῖτε (616 (6915)) παρακελεύομαι (High) θαρρεῖν παρεκελεύετο (NChonChron 15215)

φουρκίσειν (2138 (36228)) προτείνω (High) προτείνοντας (NChonChron 5916)

ἔλεγεν (6111 (7011)) ὑποφθέγγομαι (High) ὑποφθεγγόμενος (NChonChron 15458)

λέγων (1116 (17225)) φάσκω (High) φάσκων (NChonChron 31966)

ἔλεγε (1585 (2834)) φάσκω (High) ἔφασκεν (NChonChron 47359)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 160 of 284

λέγων (15106 (28627)) φάσκω (High) φάσκων (NChonChron 47815)

ἐλέγετο (1435 (25313)) φημί (High) φασί (NChonChron 43020)

εἰπόντος (1422 (24615)) φημί (High) φήσαντος (NChonChron 42137)

εἰπεῖν (14222 (25124)) φημί (High) φήσαντα (NChonChron 42844)

ὅπερ λέγουσι (1824 (33823)) φημί (High) ὅ φησι (NChonChron 5534)

λέγουσιν (1423 (24624)) φημί (High) φασιν (NChonChron 42146)

κριτὴν τῶν λεγομένων (1563 (27726)) φημίζω (High) δικαστὴν τῶν φημιζομένων (NChonChron 46643)

ἔλεγε (1441 (25413)) φθέγγομαι (High) ἐφθέγγετο (NChonChron 43155)

τὰ ὅμοια λέγειν ἤρξαντο (4718 (5414)) φθέγγομαι (High) ξυνῳδὰ ἐφθέγγοντο (NChonChron 12538)

ἔλεγε (15111 (28729)) φθέγγομαι (High) φθεγγόμενος (NChonChron 48053)

λείξουρος (Low)πᾶς βάρβαρος λείξουρός ἐστι (479 (5119)) λῆμμα (High) βάρβαρος ἅπας λημμάτων ἥττηται (NChonChron 12095)

ληστής (Low)οἱ λησταὶ (2123 (35926)) σκυλευτής (High) οἱ σκυλευταὶ (NChonChron 58679)

λιμήν (Low)λιμένα (1117 (1737)) ἠϊὼν (High) ἠϊόνα 32082 (NChonChron 32082)

λογαριαστής (Low)μέγαν λογαριαστὴν (261 (1227)) λογιστής (High) λογιστὴν μέγιστον (NChonChron 5476)

λογγώδης (Low)εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) λοχμώδης (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

λογίζομαι (Low)καταφρονεῖ καὶ ὡς οὐδὲν λογίζεται (1563 (277 ἀθερίζω (High) ἀθερίζειν καὶ ἀποπέμπεσθαι (NChonChron 46539)

ὡς δὲ οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) δοκέω (High) ὡς δὲ διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

ὡσεὶ σταγὼν ὕδατος ἐλογίζετο (1822 (33721)) κρίνω (High) ὡσεὶ καὶ ῥανίς ἐκρίνετο (NChonChron 55161)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 161 of 284

μικρὰ λογιζόμενος (2177 (3696)) κρίνω (High) κρίνων μικρὰ (NChonChron 60163)

λογιζόμενοι ὅτι (7121 (8713)) οἴομαι (High) ὡς hellip οἰόμενοι (NChonChron 18253-54)

ἐλογίζετο (1116 (17224)) οἴομαι (High) ᾤετο (NChonChron 31963)

εἰς οὐδὲν λογισάμενοι (1584 (28227)) τίθεμαι (High) παρrsquo ουδὲν θέμενοι (NChonChron 47343)

λογίζονται (1442 (25416)) ὑπολαμβάνω (Ambiguous) ὑπειλήφασιν (NChonChron 43262)

λόγιον (Both)τὰ λόγια (1441 (2547)) ῥῆμα (High) ῥήματα (NChonChron 43149)

λόγιος (Low)λογιωτάτη (1115 (17210)) λόγιμος (High) λογίμη (NChonChron 31945)

λόγος (Ambiguous)τοὺς λόγους (2138 (36229)) διάλεξις (High) τὴν διάλεξιν (NChonChron 5918)

τοὺς λόγους (615 (695)) λεγόμενα τά (High) τοῖς λεγομένοις (NChonChron 1524)

λόγων (1119 (17324)) μείλιγμα (High) μειλίγματα (NChonChron 32112)

λόγοι (1119 (17323)) πρόβλημα (High) προβλήματα (NChonChron 32111)

τοῖς λόγοις (2138 (36225)) ῥῆμα (High) τοῖς ῥήμασιν (NChonChron 5912)

διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) ῥῆμα (High) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

ἐπὶ τοῖς λόγοις (121013 (21929)) ῥῆμα (High) ἐπὶ τῷ ῥήματι (NChonChron 38426)

λοιδορέω (Low)ἡμᾶς λοιδοροῦντες (214 (3652)) τωθάζω (High) ἡμᾶς τωθάζοντες (NChonChron 59491)

λυπέομαι (Low)ἐλυποῦντο καὶ ἐδυσχέραινον (1823 (33810)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55281)

ἠγανάκτων ἢ ἐλυποῦντο (1828 (3408)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55566)

ὅθεν ὑπέρμετρα λυπηθεὶς (562 (6020)) λύπη (Both) διὰ ταῦτα λύπῃ καταποθεὶς (NChonChron 13815)

λυπέω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 162 of 284

ἐλυπήθην (1441 (2545)) δάκνω (High) δακνόμενος (NChonChron 43147)

λύπη (Both)λύπας καὶ συμφοράς (1119 (17328)) δεινόν (High) δεινοῖς (NChonChron 32116)

διὰ λύπην μικρὰν (112 (43)) μικρολυπία (High) κατὰ μικρολυπίαν (NChonChron 3233)

λώβη (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) ἐξάνθημα (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

μαγείρευμα (Low)μαγείρευμα (1941 36321) ὄψον (High) ὄψον (NChonChron 57148)

μαγείρευμα ἑψημένον (1824 (33820)) ὄψον (High) ὄψον ἕτοιμον (NChonChron 55394)

μαγειρεύω (Low)μαγειρεύοντες (214 (3657)) μαγγανεία (High) μαγγανείαις προσκείμενοι (NChonChron 5941)

μαίνομαι (Low)μανεὶς (1422 (24618)) ζέω (High) ζέων τῷ χόλῳ (NChonChron 42140)

μανεὶς (1422 (24618)) χόλος (High) ζέων τῷ χόλῳ (NChonChron 42140)

μακράν (Low)μακρὰν ἔκειντο (1812 (33620)) ἄποθεν (High) σκηνουμένους ἄποθεν (NChonChron 54918)

τὰ μακρὰν (16172 (32515)) πόρρωθεν (High) τὰ πόρρωθεν (NChonChron 53460)

μακρόθυμος (Low)μεγαλόψυχος καὶ μακρόθυμος ἀνεφαίνετο (11 φιλόσοφος (High) ταὸ φιλόσοφον ἐπεδείκνυτο (NChonChron 32116)

μακρός (Ambiguous)μακρὸς ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν (1585 (28230)) εὐμήκης (High) εὐμήκης ὢν ταὴν ἡλικίαν (NChonChron 47346)

μακρός ἐστι ὁ περίορος (1612 (30420)) μηνκύνω (Ambiguous) μηκύνεται ἡ περίοδος (NChonChron 50328)

μεταβαίνει πρὸς τὰ μακρότερα (1113 (220)) πόρρω (High) μεταβαίνει πρὸς τὰ πορρώτερα (NChonChron 2948)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 163 of 284

ἐπιθυμεῖ στρατηγίαν ποιῆσαι μακρὰν (631 (7 ὑπερόριος (High) ἐρᾷ στρατείας ὑπερορίου (NChonChron 15918)

μάκρος (Ambiguous)ἡλικίαν ἔχων ἀρίστην πλάτους καὶ μάκρους (1 εὐμήκης (High) εὐμήκης (NChonChron 42575)

μακρότερα (Low)εἰς τὰ μακρότερα (1825 (3397)) πόρρωθεν (High) τὰς πόρρωθεν οἰκίας (NChonChron 55426)

μαλακίζομαι (Low)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 καθυφίημι (High) καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 6590)

μαλακῶς (Low)μαλακῶς πῶς καὶ ἀνειμένως (14212 (24823)) μαλθακώτερον (High) μαλθακώτερον (NChonChron 42322)

μαλλίον (Low)τὰ μαλία (214 (3654)) θρίξ (Both) τὰς τρίχας (NChonChron 59493)

μᾶλλον (Ambiguous)μᾶλλον πολεμικὸς (15132 (2908)) λίαν (High) λίαν πολεμικὸς (NChonChron 48341)

καὶ μᾶλλον (15112 (2884)) μάλιστα (High) καὶ μάλιστα (NChonChron 48062)

καὶ μᾶλλον (15111 (2881)) μάλιστα (High) καὶ μάλιστα (NChonChron 48058)

μάνδρα (Ambiguous)ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) σηκός (High) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

μανθάνω (High)ταῦτα οὖν μαθὼν (4310 (424)) ἀγγέλλομαι (High) ταῦτα οὖν ὡς ἠγγέλη (NChonChron 10836)

παρά τινος μαθοῦσα (434 (4021)) διαγγέλλομαι (High) διαγγελθέντα παρά του (NChonChron 10553)

μανθάνειν τὰς τούτων βουλὰς (413 (3821)) κατάληψις (High) πρὸς τὴν τῶν δρωμένων κατάληψιν (NChonChron 10163)

μανία (Ambiguous)ὑπὸ μανίας κεκτημένος (2138 (36227)) θυμός (Both) θυμῷ ἐνισχόμενος (NChonChron 5914)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 164 of 284

εἰς μανίαν (652 (8021)) θυμός (Both) εἰς θυμὸν (NChonChron 17159)

τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) λύττα (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

μανικός (Low)μανικὸν ἔβλεψε (474 (4922-23)) σκαιός (High) σκαιὸν ἐπωφθάλμισε (NChonChron 11713)

μαντάτον (Low)μαντάτα (1118 (17316)) ἀγγελία (High) ἀγγελίας (NChonChron 32195)

μασχάλη (Low)εἰς τὰς μασχάλας αὐτῶν θέμενοι (121020 (221 ἀγκωνίζομαι (High) ἠγκωνίσαντο (NChonChron 38711)

ματαίως (Low)ματαίως (477 (5018)) εἰκαίως (High) εἰκαίως (NChonChron 11952)

ματαίως τὸ τούτων βούλευμα γέγονεν (1113 ( ἐκπίπτω (High) τῆς προθέσεως ταύτης ἐξέπεσον (NChonChron 2839)

ματαίως (438 (4124)) μάτην (High) μάτην (NChonChron 10720)

Μαύρη Θάλασσα (Low)Μαύρην Θάλασσαν (16131 33324) Εὔξεινος Πόντος (High) Εὔξεινον Πόντον (NChonChron 52883)

μάχαιρα (Both)ἐν μαχαίρᾳ (1583 (2828)) ξίφος (High) ξίφει (NChonChron 47221)

μάχη (Both)ἄνευ μάχης (2178 (36912)) ἀμαχεί (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 60174)

ἄνευ μάχης καὶ πολέμου τινὸς (1434 (25227)) ἀμαχεί (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 42991)

χωρὶς μάχης (1434 (25229)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτὶ (NChonChron 42993)

μάχομαι (Low)μαχόμενον καὶ ἀγωνιζόμενον (7127 (895)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλώμενον (NChonChron 18534)

μετrsquo αὐτοῦ μαχόμενος (726 (962)) ἀντικαθίσταμαι (High) ἀντικαταστὰς Ἀσπιέτῃ (NChonChron 19422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 165 of 284

μαχομένου ταὴν φύσιν (1119 (17323)) ἀντιμάχομαι (High) ἀντιμαχομένου τῇ φύσει (NChonChron 32110)

πρὸς ὄρη μάχεσθαι δυσανάβατα (1613 (3051) διαμιλλάομαι (High) πρὸς ὄρη διαμιλλᾶσθαι ἀπότομα (NChonChron 50346)

μάχεσθαι (14222 (25125)) διαμιλλάομαι (High) διαμιλλᾶσθαι (NChonChron 42845)

ἐξόπισθεν τούτοις ἐμάχοντο (2184 (37021)) ἐπίκειμαι (High) ἐπέκειντο (NChonChron 60325)

μὴ ἐμάχοντο (2182 (3702)) μάχη (Both) μὴ χωρεῖν διὰ μάχης (NChonChron 6023)

μεγαλόπολις (Low)τὴν πάσης Συρίας μεγαλόπολιν (42 (3920)) προκαθημένη (High) τὴν ἁπάσης Συρίας προκαθημένην (NChonChron 1036)

μεγαλοπρεπής (Low)δώροις μεγαλοπρεπέσι (1152 (81)) φιλότιμος (High) δώροις φιλοτίμοις (NChonChron 3935)

μεγαλόψυχος (Low)μεγαλόψυχος καὶ μακρόθυμος ἀνεφαίνετο (11 φιλόσοφος (High) τὸ φιλόσοφον (NChonChron 32116)

μεγαλύνω (Low)μεγαλύνει (1563 (27722)) διαθρυλλέω (High) διαθρυλλεῖ (NChonChron 46537)

ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

μεγαλώτερος (Low)μεγαλωτέρους (1585 (2833)) μείζων (High) μείζονας (NChonChron 47358)

μέγας (Both)τὸ μέγα χαντάκιν (21173 (38126)) βαθύς (Low) βαθεῖαν τάφρον (NChonChron 62219)

στόλον μέγαν (632 (7331)) βαρύς (Ambiguous) στόλον βαρὺν (NChonChron 16033)

εἰς κίνδυνον μέγαν (1811 (33611)) ἔσχατος (Ambiguous) εἰς κίνδυνον τὸν ἔσχατον (NChonChron 5499)

μετὰ μεγάλης νίκης (614 (691)) λαμπρός (Both) μετὰ λαμπρῶν τροπαίων (NChonChron 15294)

μεγάλων πόλεων (1451 (25520)) μεγάπυργος (High) μεγαπύργων πόλεων (NChonChron 43413)

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1825 (33910)) μέγιστος (High) τοῦ Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 μέγιστος (High) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 166 of 284

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1826 (33918)) παμμέγιστος (High) Νεὼν τὸν Παμμέγιστον (NChonChron 55442)

μέθοδος (Low)διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) μεθόδευμα (High) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

μεθύω (Low)ἐμέθυον (214 (3657)) κωμάζω (High) ἐκώμαζον (NChonChron 59495)

μείγνυμαι (Low)πολλαῖς γυναιξὶ μιγνύμενος (251 (1224)) ἐπιθόρνυμαι (High) πολλαῖς θηλυτέραις ἐπιθορνύμενος (NChonChron 5471)

μελετάω (High)ἐμελέτησε ἐλθεῖν (16172 (32513)) γινώσκω (Both) ἔγνω ἐπιθέσθαι (NChonChron 53357)

μέλλω + infinitive (Both)μέλλει φθαρῆναι (1455 (25633)) future participle (High) ἀπολούμενον (NChonChron 43666)

μολῦναι μέλλει (15106 (2877)) ἐθέλω (High) κοινοῦν ἐθέλει (NChonChron 47930)

μεμνηστευμένη (Low)ἡ μεμνηστευμένη (1012 (1478)) μνηστή (High) ἡ μνηστή (NChonChron 27514)

μέν (Low)καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) μὲν οὖν (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

μέντοι (Low)οἱ μέντοι Σαρακηνοὶ (6321 (791)) δέ (High) οἱ δὲ Σαρακηνοὶ (NChonChron 16875)

Μέντρος (Low)περὶ τὸν τόπον τοῦ Μέντρου (21182 (3851)) Μαίανδρος (High) τὴν ὅσην ποτίζει Μαίανδρος (NChonChron 62651)

ὁ Μέντρος (725 (9529)) Μαίανδρος (High) Μαίανδρος (NChonChron 19418)

περὶ τὸν Μέντρον (1423 (24628)) Μαίανδρος (High) κατὰ Μαίανδρον (NChonChron 42151)

Μέντρον (1421 (24519)) Μαίανδρος (High) Μαίανδρον (NChonChron 42019)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 167 of 284

μερίζω (Low)τριχῶς ἐμέρισαν (473 (4919)) δαίομαι (High) τριχῆ δασάμενοι 1177 (NChonChron 1177)

μερίσας (1113 (17113)) διαιρέω (High) διελών (NChonChron 31823)

μερισθεὶς (1111 (1711)) διαιρέω (High) διαιρεθεὶς (NChonChron 3174)

εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) διαιρέω (High) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

μέριμνα (Ambiguous)βασιλεῖ πολλὰς μερίμνας καὶ φροντίδας ἔχοντ πολύφροντις (High) βασιλεῖ πολυφρόντιδι (NChonChron 48058)

μεριμνάω (Low)ἀείποτε ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28 κατατείνομαι (High) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonCh

ἀείποτε ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28 μέριμνα (Ambiguous) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonCh

μερισμός (Low)μερισμός (1115 (17211)) διαμερισμός (High) διαμερισμός (NChonChron 31945)

ἵνα μερισμὸς γένηται (2151 (36521)) μερίζομαι (High) μερίσασθαι (NChonChron 59516)

μέρος (Low)μικρὸν ὄπισθεν ἐξ ἑκατέρου μέρους (619 ( 69 κέρας (High) μικρὸν ἄποθεν ἑκατέρου κέρατος (NChonChron 15441)

μέρη (1111 (1712)) μερίς (High) μερίδων (NChonChron 3175)

μέρος (15106 (28715)) μερίς (High) μερίδος (NChonChron 47939)

μέρη (1113 (17113)) τμῆμα (High) τμήματα (NChonChron 31823)

μέρη (1225 (20117)) τμῆμα (High) τμήματα (NChonChron 35761)

μεσάζω (Low)μεσάζοντα (261 (1229)) μεσεύω (High) μελεδωνὸν μεσεύοντα (NChonChron 5478)

μεσημβρία (High)τὸ πρὸς μεσημβρίαν τεῖχος (2183 (37011)) μεσημβρινός (High) τὸ μεσημβρινὸν τεῖχος (NChonChron 60213)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 168 of 284

μέσης τῆς ἡμέρας (Low)μέσης τῆς ἡμέρας (121014 (2201)) ἡμέρας (High) ἡμέρας (NChonChron 38429)

μέσον τό (Low)περὶ τὸ μέσον ἡ ἡμέρα ἦν (6114 (7116)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 15613)

τὸ μέσον τῆς στρατιᾶς (619 (6932)) μέτωπον (High) τὸ μὲν τῆς φάλαγγος μέτωπον (NChonChron 1533839)

Μεσοποταμία (Low)τῆς Μεσοποταμίας (1113 (222)) Μέση τῶν ποταμῶν (High) τῆς Μέσης τῶν ποταμῶν (NChonChron 2949)

μετrsquo ὀλίγον (Ambiguous)μετrsquo όλίγον δὲ (7126 (8824)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ δrsquo (NChonChron 18419)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (633 (746)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ δὲ (NChonChron 16045)

μετrsquo ὀλίγον (7127 (897)) μετὰ βραχὺ (High) μετὰ βραχὺ (NChonChron 18536)

μετ᾽ ὀλίγον (14214 (24928)) μετὰ μικρὸν (Ambiguous) μετὰ μικρὸν (NChonChron 42569)

μετrsquo ὀλίγον (1583 (2827)) μικρῷ ὕστερον (High) μικρῷ ὕστερον (NChonChron 47220)

τὴν μετολίγον ἔλευσιν (4310 (426)) ὅσον οὔπω (High) τὴν ὅσον οὐδέπω παρουσίαν (NChonChron 10838)

μετά (Both)μετὰ τῶν κλάδων κροτήσουσι (1441 (25410)) dative (Both) τοῖς κλάδοις ἐπικροτήσει (NChonChron 43152)

μετὰ ἀπάτης (16192 (32618)) dative (Both) ἀπάτῃ (NChonChron 5351)

μετὰ τῶν κονταρίων (1453 (2565)) dative (Both) δόρασι (NChonChron 43431)

μετὰ ἐξόδων καὶ χρημάτων (1411 (2454)) dative (Both) ἀναλώμασι (NChonChron 41995)

μετὰ τίνων (1581 (28128)) dative (Both) τίσι (NChonChron 4717)

συνεκπέμπει μετὰ τοῦ Στεφάνου (514 (541)) dative (Both) συνεκπέμπει τῷ Στεφάνῳ (NChonChron 12790)

μετὰ μαχαίρας ἀποσφάττεται (1556 (27618)) dative (Both) ἀποσφάττεται μαχαίρᾳ (NChonChron 46373)

μετrsquo αὐτοῦ τοῦ βασιλέως συστρατεύων (1585 dative (Both) βασιλεῖ συστρατεύων (NChonChron 47363)

μετὰ δυνάμεως (1556 (27613)) dative (Both) τῇ ἐπικουρίᾳ (NChonChron 46369)

μετὰ δουλοπρεποῦς σχήματος (1462 (25817)) dative (Both) δουλοπρεπεῖ σχήματι (NChonChron 43838)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 169 of 284

τὸ μετrsquo αὐτὸν συνὸν στράτευμα (1454 (25613) dative (Both) τὸ συνὸν αὐτῷ στράτευμα (NChonChron 43542)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) dative (Both) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 dative (Both) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 dative (Both) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

μετὰ τοῦ ἐλεεινοῦ στεφανώματος (15113 (288 dative (Both) τῷ οἰκτρῷ στεφανώματι (NChonChron 48187)

μετὰ συγγεγῶν ἀδιαφόρων (15106 (2871)) dative (Both) συγγενέσι ἀχρείοις οὖσι (NChonChron 47824)

μετ᾽ αὐτοῦ (1114 (1726)) ἀμφί (High) ἀμφ᾽ αὐτὸν (NChonChron 31839)

μετὰ ψηφίδων χρυσῶν (1426 (24730)) διά (Both) διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων (NChonChron 42287)

μετὰ δὲ τῶν ἄλλων (1561 (2775)) ἐπί (Ambiguous) ἐπὶ πᾶσι (NChonChron 46518)

φανερὸν πόλεμον μετὰ τοῦ Ψευδαλεξίου (155 κατά (Both) πόλεμον κατrsquo αὐτοῦ προφανῆ (NChonChron 46368)

τὸν μετὰ τῶν Βλάχων πόλεμον (14222 (25123 κατά (Both) τὸν κατὰ τῶν Βλάχων πόλεμον (NChonChron 42844)

μετὰ τοῦ Χρύσου (16172 (32513)) σύν (High) σὺν Χρύσῳ (NChonChron 53357)

μετὰ αὐτοῦ (1581 (28118)) σύν (High) σὺν αὐτῷ (NChonChron 47193)

μετὰ τοῦ υἱοῦ (1813 (3379)) σύν (High) σὺν τῷ πατρὶ (NChonChron 55148)

μετ᾽ αὐτοῦ (1421 (2461)) σύναμα (High) σύναμά οἱ (NChonChron 42024)

τοὺς μετ᾽ αὐτὸν ὄντας στρατηγοὺς (1455 (256 σύνειμι (High) τοὺς συνόντας αὐτῷ ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

τοῖς μετrsquo αὐτοῦ οὖσιν (6110 (706)) σύνειμι (High) τοῖς συνοῦσι μεγιστᾶσι (NChonChron 15448)

τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ὄντας (1429 (24815)) συνίστωρ (High) τοὺς συνίστορας (NChonChron 42312)

μετά + gen (Low)τοῖς μετrsquo αὐτοῦ καβαλλαρίοις (2176 (3691)) dative (Both) τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ (NChonChron 60057)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 dative (Both) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

τὰ τείχη μετὰ τοῦ στρατοῦ περικυκλώσας (24 dative (Both) τὰ τείχη τῷ στρατῷ διαζώσας (NChonChron 5352)

μετὰ βίας (21172 (38118)) dative (Both) βίᾳ (NChonChron 62110)

μετὰ τῶν χερῶν (436 (416)) dative (Both) ταῖς χερσὶ (NChonChron 10691)

μετὰ βλατίων χρυσῶν καὶ πευκίων (441 (4212 dative (Both) ἐπίπλοις καὶ τάπησι (NChonChron 10846)

μετὰ τῆς Εὐδοκίας συνέκειτο (434 (4018)) dative (Both) τῇ γυναικὶ συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

τῶν μετrsquo ἐκείνου (7121 (8718)) ἀμφί (High) τῶν ἀμφrsquo ἐκεῖνον (NChonChron 18363)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 170 of 284

μετὰ κόρδας (1878 (3467)) διά + gen (Low) διrsquo ἀγχόνης (NChonChron 56416)

ἔχων μεθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ τὸν υἱὸν τούτου (1151 ( ἐφέπομαι (High) ἐφεπόμενον ἔχων αὐτῷ τὸν παῖδα (NChonChron 3927)

συνάπτει πόλεμον μετὰ τοῦ σουλτὰν (475 (50 κατά + gen (Low) ἐκφέρει κατὰ τοῦ σουλτὰν πόλεμον (NChonChron 11826)

τοὺς μετrsquo αὐτοῦ εὑρισκομένους (7128 (8912)) περί + acc (High) τῶν περὶ αὐτὸν (NChonChron 18545)

μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολυ- (High) πολύπους καὶ πολύχειρ (NChonChron 58676)

μετ᾽αὐτοῦ (112 (421)) σύν (High) σὺν αὐτῷ (NChonChron 3255)

μετὰ βίας (Low)μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας (7127 (8832-891)) μόλις (High) μόλις δὲ (NChonChron 18529)

μετὰ βίας (6320 (7826)) μόλις (High) μόλις (NChonChron 16865)

μετὰ τάξεως (Low)μετὰ τάξεως γυρίζων (443 (4226)) ἠρέμα (High) ἠρέμα ὑπογυρῶν (NChonChron 10963)

ἡ προμήθεια καὶ μετὰ τάξεως πάντα ποιεῖν (4 προμήθεια (Ambiguous) ἡ προμήθεια (NChonChron 1106)

μετὰ ταῦτα (Low)μεταταύτα (4718 (546)) εἶτα (Low) εἶτα (NChonChron 12526)

μετὰ δὲ ταῦτα (14214 (24927-28)) ἐκ τούτου (High) τὸ δ ἐκ τούτου (NChonChron 42567)

μετὰ δὲ ταῦτα (1877 (34533)) ἐπὶ τούτοις (High) τὰ δrsquoἐπὶ τούτοις (NChonChron 5644)

τὰ μετὰ ταῦτα (631 (7321)) ἐπὶ τούτοις (High) τὰ ἐπὶ τούτοις (NChonChron 15918)

μετὰ ταῦτα (15112 (28811)) ἐς τοὐπιὸν (High) ἐς τοὐπιὸν (NChonChron 48068)

τὴν μετὰ ταῦτα ἐπέλευσιν (6321 (791)) ἐσέπειτα (High) τὸν ἐσέπειτα πλοῦν (NChonChron 16876)

εἰς ταὸ μεταταῦτα (15111 (28721)) ἐφεξῆς (High) ταὰ δrsquo ἐφεξῆς (NChonChron 47944)

μετὰ δὲ ταῦτα (1877 (34533)) τὰ δrsquo ἐπὶ τούτοις (High) τὰ δrsquo ἐπὶ τούτοις (NChonChron 5644)

τοῖς μετὰ ταῦτα βασιλεῦσιν (411 (383)) ὕστερον (Low) τοῖς ὕστερον αὐτοκράτορσιν (NChonChron 10043)

μετὰ χαρᾶς (Low)μετὰ χαρᾶς (479 (523)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 12120)

μεταβαίνω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 171 of 284

ἐξουσίαν πρὸς τὸν υἱὸν μεταβαίνουσαν (1841 μεταρρέω (High) ἰσχὺν πρὸς τὸν υἱὸν μεταρρέουσαν (NChonChron 5572)

μεταβάλλω (Ambiguous)μεταβάλλει γοῦν τὴν γνώμην (652 (8019)) μεταλλοιόω (High) μεταλλοιοῖ τοίνυν τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 1715

μεταβαλλόμενος (1585 (28232)) μεταρρυθμίζω (Ambiguous) μεταρρυθμιζόμενος (NChonChron 47349)

μετάθεσις (Both)βεβαιωθεῖσαν μετάθεσιν (1377 (23615)) μετάθεσις (Both) κυρωθεῖσαν μετάθεσιν (NChonChron 40776)

περὶ μεταθέσεως (1375 (2364)) μετάθεσις (Both) περὶ μεταθέσεως (NChonChron 40763)

μετακαλέομαι (Low)εἰς συμβιβάσεις μετακαλεῖτο (1661 (3149)) προσκαλέομαι (High) ἐς ξυμβάσεις προσκαλούμενος (NChonChron 51817)

μετακομίζω (Ambiguous)εἰς τὰς σωματικὰς αὐτῶν χρείας μετεκόμιζον ( μετασκευάζω (Ambiguous) εἴς τε τὰς σωματικὰς αὐτῶν χρείας μετεσκεύαζον (NChonC

τοὺς δὲ τὰ χρήματα αὐτῶν μετακομίσαντας (1 μετατίθεμαι (High) τῶν δὲ τὰ ὄντα μεταθεμένων (NChonChron 55560)

μεταλλάσσω (Low)τὸν σκοπὸν αὐτοῦ μετήλλαξε (1151 (727)) καθυφίημι (High) καθυφῆκέ τι βραχὺ τῆς προθέσεως (NChonChron 3823)

μεταμέλεια (High)τὴν ὑστεροβουλίαν καὶ τὴν μεταμέλειαν (447 ὑστεροβουλία (High) τὴν ὑστεροβουλίαν (NChonChron 1107)

μεταμέλομαι (Both)μετεμέλετο (16191 (32527)) Ἐπιμηθεύς (High) τὸν Ἐπιμηθέα εἶχε ἐπικείμενον (NChonChron 53474)

μεταμέλομαι εἰ μεταμεληθῆ (1613 (30431)) μεταβουλεύομαι (High) μεταβουλεύσασθαί τι χρηστότερον (NChonChron 50341)

μεταμελόμενος (1311 ()) ὑστεροβουλία (High) ὑστεροβουλία πληττόμενος (NChonChron 39418)

μεταστρέφομαι (Low)μετεστράφησαν εἰς ἀσυνήθη ἔργα (1462 (258 μετακλίνω (High) μετακεκλικότα πρὸς τὸ ἀσύνηθες (NChonChron 43846)

μεταστρέφω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 172 of 284

μεταστρέφεται (21121 (3743)) μεθαρμόζω (High) Εὔβοια μεθαρμόζεται (NChonChron 61091)

μεταστρέφεται (1581 (28127)) παλίσσυτος (High) παλίσσυτος γίνεται (NChonChron 4716)

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( ὑπολήγω (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

μετατίθεμαι (High)εἰς δειλίαν μεταθεμένων (1112 (21)) τίθημι (Both) εἰς δειλίαν τεθειμένων (NChonChron 2823)

μετατίθημι (Ambiguous)μετατεθεῖναι (1374 (23524)) μεταφέρω (Ambiguous) μετενεγκεῖν (NChonChron 40652)

μεταχείρησις (Ambiguous)τὴν πρὸς πραγμάτων μεταχείρησιν (1462 (258 ἐγχείρησις (High) τὴν περὶ πραγμάτων ἐγχείρησιν (NChonChron 43724)

ἐν τῆ τῶν κονταρίων μεταχειρήσει (445 (4310 πόλεμος (Both) τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

μεταχειρίζομαι (Ambiguous)τὸ κοντάριν μεταχειρίζεσθαι (443 (4220)) κραδαίνω (High) κραδαίνειν δόρατα (NChonChron 10857)

μετὰ δώρων μετεχειρίζοντο (514 (542)) ὑποποιέομαι (High) ὑποποιούμενοί τε δώροις (NChonChron 12792)

μεταχειρίζεσθαι τοὺς στρατηγοὺς (1455 (256 ὑποποιέομαι (High) ὑποποιεῖσθαι τοὺς ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

μετέρχομαι (High)μετέρχονται τὰ ἕτερα (16172 (32515)) ἐπιφύομαι (High) ἐπιφύονται τοῖς ἑξῆς (NChonChron 53359)

πᾶσαν ἦν μετερχόμενος μηχανὴν (1152 (83)) μέτειμι (High) πᾶσαν ἦν μετιὼν μηχανήν (NChonChron 3936)

ἀγρίως τοὺς ἐκεῖ μετέρχεται (21172 (38116)) προσφέρομαι (High) ἀνημέρως τοῖς ἐκεῖ προσφέρεται (NChonChron 6217)

μετόπωρον (Low)κατὰ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρὸν (1453 (25530 μετοπωρινός (High) κατὰ τὰς μετοπωρινὰς τροπὰς (NChonChron 43425)

μετοχή (Low)μετοχή τις ἢ εἰς ὀσπἠτιον ἢ εἰς τραπέζιν (212 συμμέθεξις (High) συμμέθεξις ἑστίας ἢ ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

μετριάζω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 173 of 284

ἀπελογεῖτο μετριάζων (432 (405)) χαριεντίζομαι (High) χαριεντιζόμενος ἀνθυπέφερεν (NChonChron 10431)

μέτριος (Both)ταπεινοτέρους καὶ μετριωτέρους (21134 (3753 μετριόφρων (High) μετριόφρονας (NChonChron 61375)

μέχρι (High)μέχρις ἂν hellip καλῶς διαθήση (21133 (37521)) ἕως (Ambiguous) ἕως hellip ἐπὶ τὸ κρεῖττον διάθηται (NChonChron 61366)

μέχρι πολλοῦ (Low)διώκεται μέχρι πολλοῦ (1112 (119)) μέχρι τινός (High) μέχρι τινὸς καταδίωξις γίνεται (NChonChron 2713)

μέχρι τοῦ νῦν (Low)μέχρι τοῦ νῦν (288 (212)) εἰς δεῦρο (High) ἐς δεῦρο (NChonChron 7164)

μέχρις οὗ (Low)μέχρις οὗ (1011 (1476) +) μέχρι τοῦ (High) μέχρι τοῦ (NChonChron 27510)

μή (High)μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 οὐ (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

μὴ ἔχοντες (436 (4113)) οὐ (High) οὐκ ἔχοντες (NChonChron 1075)

μὴ + hellip (Low)φωνὴ μὴ συμφωνοῦσα (2182 (3703)) ἀ- (High) φωνὴ ἀσύμφωνος (NChonChron 6025)

μηδείς (Low)μηδένα ἔχων τὸν πολεμοῦντα (42 (3912)) οὐδείς (High) οὐδένα ἔχων ἀνθέλκοντα (NChonChron 10289)

μηδέποτε (Low)ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) μήποτε (Ambiguous) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

μηνύω (Ambiguous)οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ μηνύωσι (2178 (36919)) ἐνάγω (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60182)

ἡ γυνὴ μηνύει τῶ Δαδούνη ἐλθεῖν (4711 (5215 μεταπέμπομαι (High) τῇ μεταπεμψαμένῃ τοῦτον συνεύνῳ (NChonChron 12239)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 174 of 284

μηνύει ἄρχουσι καὶ ἡγεμόσι (1813 (33634)) παρίστημι (High) ἡγεμόσι παρίστησι (NChonChron 55035)

μήποτε (Ambiguous)φοβούμενοι μήποτε ἀκούσωσι (438 (4130)) μή (High) φειδοῖ τοῦ μὴ τὸν θρῆνον ἀναβῆναι (NChonChron 10726)

μήποτε ποιήσωσι (1563 (27715)) μή (High) μὴ διαπραχθείη (NChonChron 46530)

ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) μή (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 μή (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

μή ποτε βασιλεύονται (513 (5326)) μήπως (High) μήπως βασιλεύωνται (NChonChron 12783)

μήποτε ἐπιπέσωσιν (243 (121)) μήπως (High) μήπως κακῶς διάθωνται (NChonChron 5341)

μήπω (Low)μήπω (1581 (28116)) μηδέπω (High) μηδέπω (NChonChron 47190)

μηχανή (Low)τὰς μηχανὰς (21179 (38322)) ἑλέπολις (High) τῶν ἑλεπόλεων (NChonChron 62493)

μικρόν (Low)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 τι (High) καθυφίημι καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 659

μιμέομαι (Ambiguous)τὰ ἤθη μιμησάμενος (1841 (34110)) τυπόομαι (High) τὸ ἦθος τυπούμενος (NChonChron 55710)

ἐμιμεῖτο καὶ ὑπεκρίνετο (1421 (24516)) ὑποκρίνομαι (High) ὑπεκρίνατο (NChonChron 42016)

μισητός (Low)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) φαῦλος (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

μισθός (Low)τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ ἔχων (433 (4016)) γέρας (High) τὰ φίλτρα γέρας ἀρνύμενος (NChonChron 10448)

μῖσος (Low)τὸ μῖσος ὅπερ κατὰ τῶν Ῥωμαίων τρέφουσιν ( μισορρώμαιος (High) τὸ μισορρώμαιον φρόνημα (NChonChron 55144)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 175 of 284

μνησικακία (Low)πᾶσαν μνησικακίαν ὀργῆς ἀφεὶς (112 (419)) παλίγκοτος (High) οὐδέν τι παλίγκοτον ὑπέτυφεν ἐν ψυχῇ (NChonChron 3253)

μοιράζω (Low)ἐμοίραζον (2151 (36522)) διαιρέομαι (High) διείλοντο (NChonChron 59517)

μολύνω (Low)εἰπόντες ὅτι μολῦναι μέλλει τὰ ἅγια (15106 (2 κοινόω (High) εἰπόντων ὡς κοινοῦν ἐθέλει τὰ ἅγια (NChonChron 47930)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 ( κοινόω (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

μολυσμός (Ambiguous)μολυσμὸς (251 (1224)) μόλυσμα (High) μόλυσμα (NChonChron 5472)

μοναρχέω (Low)μοναρχῆσαι (1443 (25422)) μοναρχία (High) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 43270)

μοναρχῆσαι (15111 (28727)) μοναρχία (High) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 47950)

μοναρχῆσαι (15111 (28727)) περιβάλλομαι (Ambiguous) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 47950)

μοναστήριον (Low)μοναστηρίων (14220 (2519)) μονή (High) μονῶν (NChonChron 42726)

μοναστήριον (1411 (2453)) φροντιστήριον (High) φροντιστήριον (NChonChron 41995)

μοναχική (Low)μοναχικὴν (1411 (2452)) μοναχή (High) μοναχὴν (NChonChron 41993)

μοναχός (Both)εἰς μοναχὸν (14215 (24930)) μονάζω (High) εἰς μονάζοντα (NChonChron 42571)

μοναχῶν (1584 (28222)) μοναστής (High) μοναστῶν (NChonChron 47336)

μωράγιος (Low)κουτρουλοὺς μωραγίους (1282 (21122)) αἱμωπός (High) αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους τὰς κόρας (NChonChron 37120-2

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 176 of 284

μωρία (Low)μωρίαν (2151 (36517)) παράνοια (High) παράνοιαν (NChonChron 59512)

ναός (Ambiguous)τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1825 (33910)) νεώς (High) τοῦ Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

ναῷ (14212 (24827)) νεώς (High) νεῷ (NChonChron 42329)

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1826 (33918)) νεώς (High) Νεὼν τὸν Παμμέγιστον (NChonChron 55442)

εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν νεώς (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

τὸν περίδοξον ναὸν (1426 (24727)) νεώς (High) τὸν περιώνυμον νεὼν (NChonChron 42284)

ἀπὸ τοῦ ναοῦ (1826 (33918)) τέμενος (High) τῷ τεμένει (NChonChron 55440)

τὸν ναὸν (1429 (24814)) τέμενος (High) τὸ τέμενος (NChonChron 42310)

νεαρός (Low)ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας (1821 (33715)) παιδικά τά (High) ἐς αὐτὰ τὰ παιδικὰ (NChonChron 55155)

νεκρός (Low)ἐπάνωθεν τῶν νεκρῶν σωμάτων (7127 (892)) θνησιμαῖος (High) τῶν θνησιμαίων ὑπερθεν (NChonChron 18530)

τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν σωμάτων (244 (129) νεκροδόχος (High) νεκροδόχοις σήμασι (NChonChron 5353)

νεκροὶ τὰς ὄψεις (2123 (3607)) νεκρώδης (High) νεκρώδεις τὰς ὄψεις (NChonChron 58790)

νεκροῦ σκίασμα (438 (4128)) νέκυς (High) νεκύων ἴνδαλμα (NChonChron 10723)

νέος (Both)νέος (14213 (24910)) μειρακίσκος (High) μειρακίσκος (NChonChron 42448)

νέος (1454 (25611)) μεῖραξ (High) μείρακα (NChonChron 43539)

γυναῖκα νέαν (1012 (14710)) μιλτοπάρῃος (High) γυναικὶ μιλτοπαρήῳ (NChonChron 27515)

ταὸν νέον (1554 (2765)) νεανίας (Ambiguous) ταὸν νεανίαν (NChonChron 46259)

νερόν (Low)τὸ νερόν (1612 (30423)) ποτόν (Ambiguous) τὸ ποτόν (NChonChron 50333)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 177 of 284

νεωτερίζω (Ambiguous)ἑνεωτέρισαν (1813 (33635)) νεοχμόω (High) ἐνεόχμωσαν (NChonChron 55036)

νησίον (Low)νησίων (1225 (2019)) νῆσος (Both) νήσοις (NChonChron 35757)

νικάομαι (Low)ἐνικήθη (3121 (3426)) ἡττάομαι (High) ἡττήθη (NChonChron 9375)

νικάω (Low)νικῶσιν (1562 (27711)) ἡττάω (High) ἡττηκότες (NChonChron 46525)

νικᾶν ἐν τῆ τῶν κοντ μεταχειρήσει (445 (431 κρατέω (Low) κρατεῖν τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

νικῶνται παρὰ τοῦ βασιλέως (1114 (228)) νίκη (Low) τὴν νίκην ὁ βασιλεὺς ἀποφέρεται (NChonChron 2960)

νικᾶ τὸν Ῥωμαϊκὸν στρατόν (21122 (3748)) τροπόομαι (Both) τροποῦται τὸ Ῥωμαϊκόν (NChonChron 6105)

νενικηκὼς (1119 (1742)) ὑπερελαύνω (High) ὑπερελάσας (NChonChron 32118)

νίκη (Low)νίκης (6117 (7226)) θρίαμβος (High) θριάμβου (NChonChron 15877)

μετὰ μεγάλης νίκης (614 (691)) τρόπαιον (High) μετὰ λαμπρῶν τροπαίων (NChonChron 15294)

νικητής (Low)ὑπέστρεψε νικητὴς (4716 (5315)) τροπαιοφόρος (High) τροπαιοφόρος ἀνέζευξεν (NChonChron 12491)

νόθος (Low)νόθῳ (14214 (24920)) σκότιος (High) σκοτίῳ (NChonChron 42559)

νόσος (High)νόσος εἰσῆλθεν εἰς τὴν στρατιὰν (21178 (3831 καχεξία (High) καχεξία κατέσχε τὴν στρατιὰν (NChonChron 62480)

νοῦν βάλλω (Low)μηδόλως εἰς τὸν νοῦν αὐτοῦ βαλὼν ὅσα ἔπαθ παιδεύομαι (High) μὴ παιδευθεὶς ταῖς ποιναῖς (NChonChron 42859)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 178 of 284

νύξ (Low)κατὰ τὴν νύκτα ἀναστὰς (523 (5610)) σκοταῖος (High) σκοταῖος ἀναστὰς (NChonChron 1311)

ξενίζω (Ambiguous)παρrsquo αὐτοῦ ξενισθεὶς (1557 (27624)) ξενία (High) ξενίας παρrsquo ἐκείνῳ τετυχηκώς (NChonChron 46387)

ξένος (Both)ξένας λύπας (1119 (17327)) ἀλλότριος (High) ἀλλοτρίοις δεινοῖς (NChonChron 32116)

ξένος (1554 (27532)) ἀλλότριος (High) ἀλλότριος (NChonChron 46254)

ξένον ἄκουσμα (21123 (37414)) ξενίζω (Ambiguous) ξενίζον ἄκουσμα (NChonChron 61017)

ξενόχροος (Low)ξενόχροος ἀποκρισιάριος (15105 (28622)) καινός (High) καινός τις καὶ ἔξαλλος πρεσβευτής (NChonChron 4789)

ξηρά ἡ (Low)διὰ ξηρᾶς (1411 (2457)) ἤπειρος (High) ἐξ ἠπείρου (NChonChron 4195)

τὴν ξηρὰν (288 (2032)) χέρσος (High) τὴν χέρσον (NChonChron 7148)

ξηροπόταμος (Low)τὸν ξηροπόταμον (S 7127 (891)) χείμαρρος (High) τὸν χείμαρρον (NChonChron 18530)

ξηρός (Low)ξύλα ξηρὰ (21143 (3772)) εὔπρηστος (High) ἐκ ξύλων εὐπρήστων (NChonChron 61520)

ξύλον (Low)τὸ μὲν ταμπάριον αὐτοῦ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου λύγος (High) τῇ χλαμύδι περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

τὸ άκουμβιστήριον ξύλον (523 (568)) σκίπων (High) τὸν σκίπωνα (NChonChron 13195)

ὁ (Ambiguous)ὁ δὲ Ἀνδρόνικος (1117 (1732)) αὐτός (Both) αὐτὸς δὲ ὁ Ἀνδρόνικος (NChonChron 32072)

ὁ αὐτός (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 179 of 284

τὰ αὐτὰ θέλων διαπράξασθαι (2185 (37026)) ἶσος (High) ἶσα δὲ τούτοις προθέμενος διαπράξασθαι (NChonChron 603

ὁ δέ (High)ὁ δὲ (414 (394)) ὅς (Both) καὶ ὃς (NChonChron 10178)

ὀγκόομαι (Low)ὑδεριάσας ὀγγωθεὶς (15106 (28719)) οἰδάομαι (High) ὑδέρῳ οἰδηθεὶς (NChonChron 47943)

ὁδηγός (Low)ὁ θεὸς ὁδηγός (617 (6917)) προηγός (High) σωτῆρα θεὸν προηγὸν (NChonChron 15317)

ὁδός (Low)ἑτέραν ἐπορεύθη ὁδὸν (1435 (25319)) ἄλλη (High) ἄλλην ἐβάδισεν (NChonChron 43025)

ὁδὸν εὑρίσκων (21124 (37425)) πάροδος (Ambiguous) πάροδον θεώμενος (NChonChron 61131)

τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) πορεία (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

ἡ ὁδὸς (2810 (216)) πορεία (High) ἡ πορεία (NChonChron 7175)

ὅθεν (Low)ὅθεν (183 (34024)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 55685)

ὅθεν καὶ (21146 (37726)) ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ (NChonChron 61650)

ὅθεν (112 (417)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 3252)

ὅθεν καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐλθόντες (21143 ( ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ κατειληφότες τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513

ὅθεν (15106 (28714)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 47938)

ὅθεν καὶ (15122 (28920)) ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ (NChonChron 48222)

ὅθεν (1562 (2779)) ἀμέλει τοι (High) ἀμέλει τοι (NChonChron 46523)

ὅθεν ὑπέρμετρα λυπηθεὶς (562 (6020)) διὰ ταῦτα (High) διὰ ταῦτα λύπῃ καταποθεὶς (NChonChron 13815)

ὅθεν (2712 (1815)) διὰ τοῦτο (High) διὰ τοῦτο (NChonChron 668)

ὅθεν (514 (5327)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 12787)

ὅθεν (1458 (25730)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 4379)

ὅθεν (447 (4315)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 11094)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 180 of 284

ὅθεν (633 (7411)) ἐντεῦθεν (High) τὸ δrsquo ἐντεῦθεν (NChonChron 16151)

ὅθεν ( 631 (7328)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν (NChonChron 16030)

ὅθεν καὶ ὀρύττειν ἤρξαντο (21143 (37634)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

ὅθεν (42 (3911)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν (NChonChron 10288)

ὅθεν τὴν σπάθην γυμνώσας (434 (4030)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν τὸ ξίφος γυμνώσας (NChonChron 10566)

ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς (16171 (3251)) οὖν (Both) ἀπειρηκὼς οὖν (NChonChron 53346)

ὅθεν οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (53 τῷ τοι (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( τῷ τοι (High) τῷ τοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

οἷα (High)οἷά τις χειμέριος ποταμὸς (4715 (537-8)) κατά + acc (High) κατὰ χειμάρρουν (NChonChron 12380)

οἶδα (High)οἶδε (1425 (24718)) ἐπίσταμαι (High) ἐπίσταται (NChonChron 42274)

οἰκεῖος (Both)ὄντας τοὺς οἰκείους (1812 (33622)) ἐπιτήδειος (Both) τοὺς ἐπιτηδείως ἔχοντας (NChonChron 55021)

πρὸς τὰ οἰκεῖα (447 (4320)) ἦθος (High) πρὸς τὰ οἰκεῖα ἤθη (NChonChron 1103)

οἰκία (Both)εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν (1562 (27713)) οἴκαδε (High) οἴκαδε (NChonChron 46529)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) οἴκησις (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

οἰκοκυρία (Low)ἡ χαύνωσις καὶ οἰκοκυρία (2121 (35916)) οἰκουρότης (High) ἡ ὑπτιότης καὶ οἰκουρότης (NChonChron 58667)

οἰκονομέω (Low)οἰκονομήσας (1118 (1739)) διοικέω (High) διοικήσας (NChonChron 32084)

ὠκονομημένα (1117 (1735)) ἑτοιμάζω (Both) ἡτοιμασμέναι πρὸς ἔκπλοιαν (NChonChron 32077)

οἰκονομήσας (15122 (28926)) καταρτίζω (High) καταρτισάμενος (NChonChron 48226)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 181 of 284

ὠκονόμησεν (1611 (3046)) κατασκευάζω (Both) τυραννεῖον ἑαυτῷ κατεσκεύασε (NChonChron 50213)

οἶκος (Low)τῶ οἰκω τοῦ Μάκρωνος (1825 (33912)) ἀνδρών (High) τῷ ἀνδρῶνι τῷ Μάκρωνι (NChonChron 55434)

εἰς τοὺς λαμπροτάτους μου οἴκους (1827 (340 δόμος (High) ὤ μοι τῶν λαμπροτάτων δόμων (NChonChron 55562)

οἶκον (1426 (24728)) σκήνωμα (High) σκήνωμα (NChonChron 42286)

οἰνοχόος (Low)οἰνοχόον (515 (5413)) ὑποδρηστήρ (High) ὑποδρηστῆρα (NChonChron 12812)

οἷον (Both)οἷον εἰπεῖν (1211 (1992)) ὡς (Both) ὡς εἰπεῖν (NChonChron 3554)

οἷον εἰπεῖν (Low)συνερίζων οἷον εἰπεῖν (443 (4227)) οἷον (Both) οἷον ἀνθημιλλᾶτο (NChonChron 10964)

Ὀκτώβριος (Low)κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) φυλλοχόος (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

ὀλίγον (Low)ὀλίγον (473 (4918)) βραχύ (High) βραχὺ (NChonChron 1176)

ὀλίγον ζήσας (1143 (725)) βραχύς (High) βραχύ τι ἐπιβιοὺς (NChonChron 3817)

προσκαρτερήσας οὖν ὀλίγον (438 (4131)) ἐφ᾽ ἱκανόν (High) καὶ δὴ ἐφ᾽ ἱκανὸν συγγεγονὼς (NChonChron 10727)

ὀλίγον τί προβὰς (7127 (8831)) μικρόν (Low) μικρόν τι προβὰς (NChonChron 18526)

ὀλίγον προσκαρτερήσαντες (21142 (37621)) πρὸς μικρόν (High) πρὸς μικρὸν ἀντισχόντες (NChonChron 6143)

ὀλίγος (Both)τὸ ὄρος ἀναχωρεῖ ὀλίγον (2183 (37012)) βραχύς (High) τὸ ὄρος ἀναχωρεῖ βραχύ τι τῆς πόλεως (NChonChron 60314)

κατολίγον (1841 (3413)) βραχύς (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 5571)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (511 (537)) βραχύς (High) μετὰ δὲ βραχὺ (NChonChron 12655)

ἀπὸ τῶν Ἀλαμανῶν ὀλίγοι (288 (213)) βραχύς (High) τῶν δὲ Ἰταλῶν βραχεῖς (NChonChron 7162-63)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 182 of 284

ὀλίγον (514 (546)) βραχύς (High) βραχύν τινα χρόνον (NChonChron 12795)

ὀλίγον καρτέρησον (21123 (37417)) βραχύς (High) βραχύ τι ἐπίμεινον (NChonChron 61121)

κατ᾽ ὀλίγον (435 (4035)) βραχύς (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 10574)

ἐν ὀλίγω (1423 (24628)) βραχύς (High) ἐν βραχεῖ καιρῷ (NChonChron 42151)

ἐπrsquo ὀλίγαις δὲ ἡμέραις (1111 (113)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκαναῖς δrsquo ἡμέραις (NChonChron 276)

πρὸς ὀλίγον (1428 (2489)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκανὸν (NChonChron 4234)

μετὰ ὀλίγων τῶν παιδοπούλων αὐτοῦ (1842 ( μέτριος (Both) μετὰ μετρίων ὀπαδῶν (NChonChron 55716)

ὀλίγας ἡμέρας (1821 (33711)) πολύς (Both) οὐ πολλὰς ἡμέρας (NChonChron 55150)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1453 (2567)) συχνός (High) συχνὰς ἡμέρας διατρίψας (NChonChron 43434)

ὀλιγοψυχέω (Low)ὀλιγοψύχουν ἀπὸ τῶν πληγῶν (6114 (7133)) λειφαιμέω (High) ἐλειφαίμουν τοῖς τραύμασι (NChonChron 15735)

ὅλος (Low)ὅλον (1225 (20120)) ἀδιαίρετος (High) ἀδιαίρετον (NChonChron 35764)

τὸν κόσμον ὅλον (2151 (36518)) ἅπας (High) τὸ περίγειον ἅπαν (NChonChron 59513)

ὅλον (1011 (1471)) ἅπας (High) ἅπαντα 2755 (NChonChron 2755)

τὴν ὅλην Ζαγορὰν (1581 (28122)) ἅπας (High) Μυσίαν ἅπασαν (NChonChron 4711)

ἀπὸ τῶν ὅλων (14220 (2519)) ἅπας (High) ἐκ ἁπασῶν (NChonChron 42726)

ὅλος ὁ λαὸς (2175 (36816)) ἅπας (High) ἅπας ὁ λεὼς (NChonChron 59929)

μετὰ τῆς ὅλης αὐτοῦ δυνάμεως (1592 (28322)) ἅπας (High) μεθrsquo ἁπάσης αὐτοῦ ταῆς δυνάμεως (NChonChron 47479)

ὅλην τὴν ἡμέραν (214 (3657)) πανημέριος (High) πανημέριοι (NChonChron 5941)

ὁμαλός (Low)ὡς ἂν ὁμαλὴν ποιήσῃ τὴν στράταν (7121 (87 ἐξομαλίζω (High) ἐξομαλίσειν τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

ὄμνυμι (Low)ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε (1813 (3371)) διατίθεμαι (High) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

ὁμογενής (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 183 of 284

ἀπὸ τῶν ὁμογενῶν (21315 (36422)) συμφυλέτης (High) τῶν συμφυλετῶν (NChonChron 59474)

ὅμοιος (Low)ὡς ὁμοίους αὐτοῖς γινομένους (21315 (36419)) ἰσοπολιτεία (High) ἰσοπολιτείαν (NChonChron 59371)

ὅμοιος κατὰ τὴν ἰδέαν τὴν πατρικὴν (14216 (2 πατρώζω (High) πατρώζων τὴν ὄψιν ἀκριβῶς (NChonChron 42576)

τὰ ὅμοια λέγειν ἤρξαντο (4718 (5414)) συνῳδός (High) ξυνῳδὰ ἐφθέγγοντο (NChonChron 12538)

ὁμονοέω (Low)ὡμονόησαν (1115 (17220)) συσπειράομαι (High) ὁμοῦ συσπειραθῆναι (NChonChron 31958)

ὁμοτράπεζος (Low)ὁμοτράπεζοι (1823 (33816)) ὁμόδειπνος (High) ὁμόδειπνοι (NChonChron 55290)

ὁμοῦ (Low)πάντας ὁμοῦ τοὺς αἰχμαλώτους (3114 (3426)) ἀθρόος (High) ἀθρόους τοὺς αἰχμαλώτους (NChonChron 9368)

ὅμως (Low)ὅμως (1559 (27639)) πλήν (Ambiguous) πλὴν ἀλλά (NChonChron 46412)

ὅμως (1556 (27612)) πλήν (Ambiguous) πλὴν (NChonChron 46368)

ὀνειδίζω (Low)ὀνειδίζων (432 (406)) ἀποσκώπτω (High) ἀποσκώπτων (NChonChron 10433)

ὠνείδισε καὶ ἐπέπληξε (1455 (25632)) καταμωκάομαι (High) καταμωκώμενον (NChonChron 43666)

ὀνομάζω (Ambiguous)ὠνομάσθη (1423 (2472)) ἐπικαλέω (High) ἐπεκέκλητο (NChonChron 42154)

ὀνομαζόμενοι (1824 (33819)) κικλήσκω (High) κικλησκόμενοι (NChonChron 55393)

ὀξύς (Ambiguous)ὀξέα ὑποδήματα (1462 (25820)) ὀξυβαφής (High) φάλαρα ὀξυβαφῆ (NChonChron 43843)

ὄπισθεν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 184 of 284

μικρὸν ὄπισθεν ἐξ ἑκατέρου μέρους (619 ( 69 ἄποθεν (High) μικρὸν ἄποθεν ἑκατέρου κέρατος (NChonChron 15441)

ἐκ τῶν ὄπισθεν (7117 (8630)) νῶτον (High) κατὰ νώτου (NChonChron 18232)

ὄπισθεν (ἤρχετο) (1433 (25222)) ὀπισθοφυλακέω (High) ὠπισθοφυλάκει (NChonChron 42985)

ὄπισθεν τὸν ποταμὸν ἀνελθεῖν ἐβιάσατο (28 ὀπίσω (Low) εἰς τοὐπίσω ἀνεστοιβάζετο (NChonChron 7150)

κακῶς τὸ ὄπισθεν διαθέμενος (447 (4318)) οὐρά (High) κακῶς τὸ κατ᾽ οὐρὰν διαθέμενος (NChonChron 1102)

ὀπίσω (Low)ὀπίσω πρὸς βασιλέα ἐφέρετο (522 (563)) ἐς τοὐπίσω (High) ἐς τοὐπίσω πρὸς βασιλέα ἀπήγετο (NChonChron 13187)

ὅπλον (Both)ὅπλα ἐνέδυε (1224 (2011)) ὁπλοδοτέω (High) ὁπλοδοτῶν (NChonChron 35749)

ὁπόσος (Both)ὁπόσαι (1585 (28310)) ὅσος (Both) ὅσαι (NChonChron 47364)

ὅπως (Both)ὅπως βασιλεὺς ἀναδειχθήσεται (21182 (38436 εἴ πως (High) εἴ πως τοῦ βασιλείου τύχῃ ὀνόματος (NChonChron 62649-50

ὅπως κύριος γένηται (1152 (83)) εἴ πως (High) εἴ πως ὑπεκσταῖεν (NChonChron 3936)

ὅπως εἰρηνεύση μετrsquo αὐτῶν (1561 (2776)) εἴ πως (High) εἴ πως σπείσαιτο Βλάχοις (NChonChron 46518)

ὅπως ἔχει (474 (4925)) ἵνα (Low) ἵνrsquo ἐπιχαίρῃ (NChonChron 11818)

ὅπως ἔνι ἀνύποπτον (436 (417)) ὡς (Both) ὡς εἶεν ἀνύποπτα (NChonChron 10692)

ὅπως ὦσι (4718 (5411)) ὡς + opt (High) ὡς εἴη (NChonChron 12533)

ὅπως τελέσωμεν (14219 (25028)) ὡς ἄν (Both) ὡς ἂν τελέσωμεν (NChonChron 42613)

ὁράω (Ambiguous)ἰδεῖν (1114 (1726)) βλέπω (Both) βλέψαι (NChonChron 31840)

εἶδον (1114 (1728)) καθοράω (High) κατιδεῖν (NChonChron 31843)

ἰδὼν (1435 (25318)) καθοράω (High) καθορῶν (NChonChron 43025)

ὄψει ἰδόντες (447 (4314)) παραλαμβάνω (Both) ὄψεσι παρειληφότας (NChonChron 11092)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 185 of 284

ὀργή (Both)ὀργὴν καὶ θυμὸν (1584 (28228)) βαρυμηνιάω (High) βαρυμηνιᾶν (NChonChron 47343)

ὀργὴν θεοῦ εἶναι (476 (5016)) μηνίω (High) μηνίειν τὸ θεῖον (NChonChron 11949)

τὴν δὲ ἐκ θεοῦ ὀργὴν (1584 (28219)) παρόρασις (High) τὴν δrsquo ἐκ θεοῦ παρόρασιν (NChonChron 47234)

τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν (21315 (36423)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 59476)

τὴν ὀργὴν (112 (419)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 3254)

ὀργίζομαι (Low)ὀργίζου (1554 (2764)) χαλεπαίνω (High) χαλέπαινε (NChonChron 46259)

ὀργίζονται (438 (4125)) χόλος (High) τὸν χόλον ἐκχεόντες (NChonChron 10721)

ὀργίλος (Low)ὀργίλος (1585 (28231)) ἀκρόχολος (High) τῷ ἀκροχόλῳ (NChonChron 47348)

ὀργῖλον ἄγαν καὶ θυμώδη (1456 (2579)) ἐπίχολος (High) ἐπιχολώτατον (NChonChron 43681)

ὀρέγομαι (Low)ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 ἐπεύχομαι (High) συντελεσμὸν ἐπήυχοντο (NChonChron 55566)

ὡς δρόμου ὀρεγόμενος (443 (4226)) ἐρωτιάω (High) ὡς δρόμων ἐρωτιῶν (NChonChron 10964)

ὠρέγετο τοῦ χρυσοῦ (183 (34026)) ὀρεκτιάω (High) ὠρεκτία τῶν χρυσορρείθρων ἀρύεσθαι (NChonChron 55688)

ὀρεγόμενος ἀναγορευθῆναι (14223 (25131)) ποθέω (High) ποθῶν ἀναρρηθῆναι (NChonChron 42854)

ὄρεξις (Low)διὰ τὴν ὄρεξιν αὐτῶν (1424 (24711)) ἡδονή (High) τὰ δὲ καθrsquo ἡδονὴν σφίσιν (NChonChron 4216465)

ὀρθόω (Low)τὰ κοντάρια ὀρθώσαντες (2185 (3712)) ἀπευθύνω (High) τὰ ξυστὰ ἀπευθύναντες (NChonChron 60441)

ὁρίζω (Low)ἄρχεται καὶ ὁρίζεται (513 (5327)) ἄρχω (High) ἄρχηται (NChonChron 12784)

ὥρισεν πορεύεσθαι (447 (4316)) διαφίημι (High) διαφίησι μεθίστασθαι (NChonChron 11095)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 186 of 284

ὥριζεν καὶ ἤθελεν (1011 (1475)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγοῦντο (NChonChron 27510)

ὥρισε (412 (388)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξεν (NChonChron 10048)

ὥριζε (1011 (1475)) ἐπιτάσσω (High) ἐπιτάσσων (NChonChron 27510)

ὥρισε (443 (4227)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξεν (NChonChron 10966)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 ἐπιτείνω (High) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17162

ὥρισεν (1422 (24621)) κελεύω (Ambiguous) ἐκέλευσε (NChonChron 42143)

ὥρισεν (1117 (1733) SX) προστάττω (Both) προσετετάχει (NChonChron 32073)

ὁρμάομαι (High)τινὰς κατrsquoαὐτῶν ὁρμηθέντας (6111 (7013)) ἔπειμι (High) τοῖς κατrsquo αὐτῶν ἐπιοῦσι (NChonChron 15461)

ὁρμάω (Low)κατὰ τῶν πόλεων ὥρμησαν (1451 (25521)) ἐφοπλίζομαι (High) κατὰ τῶν πόλεων ἐφωπλίζοντο (NChonChron 43413)

ὁρμῆσαι (1613 (3059)) χωρέω (Both) χωρεῖν (NChonChron 50456)

ὁρμή (Low)τὴν τῶν Ῥωμαίων ὑπομένειν ὁρμὴν (2185 (37 ἐγχείρησις (High) τὴν ἀπὸ τῶν Ῥ ἐγχείρησιν ἐπέμενεν (NChonChron 60436)

διεκώλυεν αὐτὸν τῆς ὁρμῆς (477 (5029)) ὅρμημα (High) διεκώλυεν αὐτὸν τοῦ ὁρμήματος (NChonChron 12070)

πρὸς τὴν ὁρμὴν τῆς μάχης (2185 (37032)) πρωτούργησις (High) πρὸς τὴν τῆς μάχης πρωτούργησιν (NChonChron 60436)

τῶν Τούρκων τὴν ὁρμὴν (447 (4327)) φορά (High) τῶν Τούρκων τὴν φορὰν (NChonChron 11011)

ὄρος (Both)ἐπάνω τοῦ ὄρους (1612 (30419)) ἀκρωνυχία (High) ταῖς ἀκρωνυχίαις (NChonChron 50327)

ὅς (Both)οἳ τὰς πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς (6117 (7222)) ὅσος (Both) ὅσοι τὰς πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς (NChonChron 15873)

εἰς τόπους ἐν οἷς (1442 (25420)) ὅσος (Both) εἰς χώρας ἐφ᾽ ὅσαις (NChonChron 43267)

φυλακῇ ἐν ἧ (438 (4122)) ὅσπερ (Both) δεσμωτηρίῳ ἐν ᾧπερ (NChonChron 10717)

ὅσον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 187 of 284

οὐχ τοσοῦτον ηὐφράνθη ὅσον (475 (504)) ἤπερ (High) οὐχ ἦττον διαχεθῆναι ἤπερ (NChonChron 11832)

ὅσον περισσότερα κακὰ ποιεῖτε (4717 (5332)) ὅσῳ (High) ὅσῳ ἂν μείζω δράσειε δεινὰ (NChonChron 12420)

ὅσος (Both)ὅσοι (1613 (30427)) ὁ μέν (High) τοῖς μὲν οὖν (NChonChron 50336)

τοιαῦτα ὅσα (1822 (3384)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 55276)

ὅσα (14213 (24911)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 42449)

χώραν ὅσην (725 (9529)) ὁπόσος (Both) Φρυγίαν ὁπόσην (NChonChron 19418)

ὅσοι (1435 (25313)) ὁπόσος (Both) ὁπόσοι (NChonChron 43020)

ὅσας κατεκράτησε (1662 (31418)) ὁπόσος (Both) ὁπόσας ἐχειρώσατο (NChonChron 51825)

ὅσοι (1455 (25626)) ὁπόσος (Both) ὁπόσους (NChonChron 43557)

ὅσα (1555 (2768)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 46264)

ὅσα (15112 (2886)) ὅσπερ (Both) ἅπερ (NChonChron 48063)

ὅσοι (21178 (38315)) ὅστις (Low) οἵτινες (NChonChron 62486)

ὅσπερ (Both)ὅπερ μὴ φέρων (1841 (3411)) ὅς (Both) ὃ καὶ μὴ φέρειν ἔχων (NChonChron 55693)

ὅπερ καὶ ἐγένετο (1455 (25634)) ὅς (Both) ὃ καὶ ἐπηκολούθησεν (NChonChron 43667)

μάρτυρες εἰς ἅπερ εἶδον (1564 (2781)) ὅς (Both) μάρτυς ὧν θεᾶται (NChonChron 46649)

ὅπερ καὶ ἐποίησαν (414 (399)) ὅς (Both) ὃ καὶ ἦσαν διαπραξάμενοι (NChonChron 10285)

ἅπερ (1116 (17222)) ὅς (Both) ἃ (NChonChron 31962)

εἰς ὅπερ (1662 (31413)) ὅς (Both) εἰς ὃ (NChonChron 51821)

ὅπερ (1423 (24624)) ὅς (Both) ὅ (NChonChron 42146)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 ὅς (Both) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

ὅπερ λέγουσι (1824 (33823)) ὅς (Both) ὅ φησι (NChonChron 5534)

ὀσπητικός (Low)φανέντα ὀσπητικὸν (16192 (32616)) οἰκουρός (High) οἰκουρὸν ὀφθέντα (NChonChron 53594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 188 of 284

ὀσπήτιν (Low)μετοχή τις ἢ εἰς ὀσπἠτιον ἢ εἰς τραπέζιν (212 ἑστία (High) συμμέθεξις ἑστίας ἢ ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

τὸ ἐμὸν ὀσπήτιον (2131 (36014)) οἴκημα (High) τοὐμὸν οἴκημα (NChonChron 5872)

ὀσπήτια (1117 (1734)) οἴκημα (High) οἰκημάτων (NChonChron 32075)

τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) οἴκησις (High) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

τὰ ὀσπήτια (1826 (33921)) οἴκησις (High) τὰς οἰκήσεις (NChonChron 55445)

ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( οἰκητήριον (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

εἰς ὅσα ὀσπήτια (2123 (35926)) οἰκία (Both) ταῖς ὁπῃοῡν οἰκίαις (NChonChron 58680)

βάλλουσι πῦρ εἰς τὰ ὀσπήτια (1825 (33831)) οἰκία (Both) πῦρ ταῖς οἰκίαις ὑφάπτουσι (NChonChron 55314)

τὰ ὀσπήτια (1823 (3388)) οἰκία (Both) οἰκίας (NChonChron 55280)

εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) πατρίς (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

ὅστις (Low)ἅτινα (15106 (2875)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 47928)

ὅντινα (1462 (2586)) ὅς (Both) ὅν (NChonChron 43725)

οἵτινες ἐξελθόντες τοῦ τείχους (1113 (29)) ὅς (Both) οἳ καὶ ἐξιόντες τοῦ τείχους (NChonChron 2833)

οἵτινες (7124 (8813)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 1823)

οἵτινες διέμειναν (2182 (3701)) ὅς (Both) οἳ διέμειναν (NChonChron 6022)

οἵτινες (514 (543)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 12791)

ἅτινα (1114 (1728)) ὅς (Both) οὕς (NChonChron 31842)

οἵτινες (1142 (77)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 3789)

οἵτινες πατρίδα ταύτην εἶχον τὴν πόλιν (2114 ὅς (Both) οἷς ἡ πόλις ἥδε πατρὶς (NChonChron 61490)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- ὅς (Both) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

ἅτινα (1558 (27632)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 4643)

ἄτινα (1561 (2778)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 46522)

αἵτινες (15121 (2896)) ὅς (Both) αἵ (NChonChron 4825)

οἵτινες (1423 (24628)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 42149)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 189 of 284

ταραχὴ ἥτις (15131 (2904)) ὅς (Both) τάραχος ὅς (NChonChron 48336)

ὀστράκινος (Low)τὸ ὀστράκινον ὀσπήτιον (1581 (28123)) κέλυφος (High) τὸ κέλυφος (NChonChron 4712)

ὅταν (Low)ὅταν (1456 (25713)) ὁπηνίκα (High) ὁπηνίκα (NChonChron 43684)

ὅτε (Low)ὅτε κρατήσωσι (2183 (37016)) ἡνίκα (High) ἡνίκα περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

ὅτε (4716 (5315)) ὁπηνίκα (High) ὁπήνικα (NChonChron 12492)

ὅτε ἐτροπώσατο (618 (6928)) ὁπηνίκα (High) ὁπηνίκα κατηγωνίσατο (NChonChron 15333)

ὅτι (Both)ἀκούσας ὅτι ἐκρατήθη (1118 (17311)) infinitive (Both) ἀκηκοὼς δὲ ἀλῶναι (NChonChron 32085)

λογιζόμενοι ὅτι (7121 (8713)) ὡς (Both) ὡς hellip οἰόμενοι (NChonChron 18253-54)

ἐλέγετο ὅτι (1436 (25323)) ὡς (Both) διεθρυλλεῖτο ὡς (NChonChron 43131)

εἰπόντες ὅτι (15106 (2877)) ὡς (Both) εἰπόντων ὡς (NChonChron 47930)

ἔλεγεν ὅτι (1118 (17319)) ὡς (Both) ἔλεγεν ὡς (NChonChron 32195)

γινώσκουσιν ὅτι (1424 (2479)) ὡς (Both) εἰδόσι ὡς (NChonChron 42162)

λέγειν ὅτι (6111 (7020)) ὡς (Both) λέγειν ὡς (NChonChron 15572)

λέγοντες ὅτι (1553 (27525)) ὡς (Both) ἔλεγον ὡς (NChonChron 46246)

οὐ μόνον (Low)οὐ μόνον (1581 (28129)) μὴ μόνον (High) μὴ μόνον (NChonChron 4718)

οὐ τοσοῦτον hellip ὅσον (Low)οὐ τοσοῦτον περὶ αὐτῶν ὅσον περὶ τοῦ β (712 οὐ μᾶλλον hellip ἤ (High) οὐ μᾶλλον περὶ αὐτοῖς ἢ ἐπrsquo αὐτῷ (NChonChron 18550)

οὐ τοσοῦτον hellip ὅσον (112 (422)) οὐ πλεῖον hellip ἤ (High) οὐ πλεῖον hellip ἢ (NChonChron 3255-56)

Οὐγγρία (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 190 of 284

ἡ Οὐγγρία ἀπὸ τῆς Οὐγγρίας (412 (3812)) Παίων (High) ἐκ τῶν Παιόνων (NChonChron 10053)

Οὐγγρικός (Low)τὰ Οὐγγρικά (511 (531)) Παιονικός (High) τὰ Παιονικά (NChonChron 12648)

οὐγγρικὰς τάξεις (6114 (7119)) Παιονικός (High) Παιονικὰς φάλαγγας (NChonChron 15618)

Οὖγγρος (Low)ὁ ῥὴξ τῶν Οὔγγρων (413 (3829)) Οὐννάρχης (High) ὁ Οὐννάρχης (NChonChron 10174)

Οὔγγρων (511 (532)) Οὖννος (High) Οὔννων (NChonChron 12649)

ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ (512 (5317)) Οὖννος (High) ἡ τῶν Οὔννων σατράπευσις (NChonChron 12771)

Οὖγγροι (513 (5323)) Οὖννος (High) Οὖννοι (NChonChron 12778)

οἱ Οὖγγροι (514 (547)) Οὖννος (High) οἱ Οὖννοι (NChonChron 1281)

ὁ τῶν Οὔγγρων ἄρχων (413 (3822)) Οὖννος (High) ὁ τῶν Οὔννων κατάρχων (NChonChron 10165)

Οὔγγρων (515 (5411)) Οὖννος (High) Οὔννων (NChonChron 1286)

κατὰ τῶν Οὔγγρων (412 (387)) Παίονες (High) κατὰ Παιόνων (NChonChron 10046)

Οὔγγρος γάρ τις (616 (6912)) Παίονες (High) τῶν Παιὀνων τις (NChonChron 15212)

οἱ Οὔγγροι (6114 (7128)) Παίονες (High) οἱ Παίονες (NChonChron 15629)

οἱ Οὔγγροι (618 (6921)) Παίονες (High) οἱ Παιόνες (NChonChron 15322)

τοὺς Οὔγγρους (6114 (7131)) Παίονες (High) τοὺς Παίονας (NChonChron 15733)

Οὔγγρων (514 (544)) Παίονες (High) Παίοσι (NChonChron 12792)

Οὔγγρων (3111 (3322)) Παίων (High) Παίοσι (NChonChron 9231)

καί τις Οὔγγρος (3113 (3410)) Παίων (High) καί τις Παίων (NChonChron 9254)

Οὔγγρον (6114 (722)) Παίων (High) Παίονα (NChonChron 15737)

οὐδαμηνός (Low)τὸν οὐδαμηνὸν ἄνθρωπον (16191 (32530)) οὐτιδανός (High) τὸν οὐτιδανὸν ἐν ἀνθρώποις (NChonChron 53476)

οὐδέ (Low)ἐπεὶ οὐδὲ ὑποταγῆναι ἤθελον τοῖς Φράγγοις ( μηδέ (High) ἐπεὶ μηδὲ προσεῖχόν σφισι Προυσαῖοι (NChonChron 6029)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 191 of 284

οὐδέν (Low)ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- οὐ (High) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

οὖν (Both)ἐλθὼν οὖν ὁ (1585 (28229)) γε μήν (High) ὅ γε μὴν (NChonChron 47345)

στέλλεται οὖν (414 (393)) γοῦν (Both) στέλλεται γοῦν (NChonChron 10177)

ὡς οὖν (1431 (2521)) δέ (High) ὡς δὲ (NChonChron 42863)

πρὸς ταῦτα οὖν (1554 (27530)) δέ (High) πρὸς δὲ ταῦτα (NChonChron 46251)

εἶχε μὲν οὖν (2121 (3598)) δή (High) εἶχε μὲν δὴ (NChonChron 58558)

τὴν μὲν οὖν ἡμέραν ἐκείνην (2123 (35926)) καί (Low) καὶ τὴν μὲν ἡμέραν ἐκείνην (NChonChron 58679)

προσκαρτερήσας οὖν ὀλίγον (438 (4131)) καὶ δή (High) καὶ δὴ ἐφ᾽ ἱκανὸν συγγεγονὼς (NChonChron 10727)

τοῦ εὐνούχου οὖν (1812 (33627)) καὶ δή (High) καὶ δὴ τοῦ ἐκτομίου (NChonChron 55026)

ὡς οὖν ἤκουσε (616 (6915)) τοίνυν (Both) βασιλεὺς τοίνυν ὡς τοῦτο εἶχε πυθόμενος (NChonChron 152

συναχθέντες οὖν κατὰ γενεὰν (2123 (3606)) τοίνυν (Both) κατὰ συμμορίας τοίνυν ἀγειρόμενοι (NChonChron 58789)

ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) τοίνυν (Both) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

οὖν (1582 (2823)) τοίνυν (Both) τοίνυν (NChonChron 47215)

διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) τοίνυν (Both) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

οὐρανός (Low)οὐδὲ σημεῖον οὐρανοῦ ἢ ἐκ γῆς (2122 (35920)) ὑψόθεν (High) οὐδὲν σημεῖον ὑψόθεν ἢ καὶ γῆθεν (NChonChron 58670)

ὀργὴν θεοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἐπrsquo αὐτοὺς πεσεῖν ἔλε ὕψοθεν (High) τὴν ὕψοθεν ἐπιχαλῶντες ὀργὴν (NChonChron 55676)

οὖς (Both)τὰ ὦτα ἔφραττον (1558 (27635)) ἀκοή (Both) ἀκοὰς ἐπέφραττον (NChonChron 4648)

οὗτος (Both)τὴν τούτου φυγὴν (522 (562)) αὐτός (Both) τὴν αὐτοῦ φυγὴν (NChonChron 13186)

τὴν τούτου ἀποκρυβὴν (1876 (34531)) αὐτός (Both) ἀποκρυβὴν αὐτοῦ (NChonChron 5643)

ταύτην ἀφιέρωσε (1411 (2456)) αὐτός (Both) αὐτὴν ἱερώσας (NChonChron 4192)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 192 of 284

θαυμάσειε δε τις καὶ τοῦτο (14220 (2519)) ἐκεῖνος (High) θαυμάσαι δrsquo ἄν τις ἐκεῖνο (NChonChron 42725)

τὰς τούτων συντάξεις (1454 (25621)) ἐκεῖνος (High) τὰς ἐκείνων φάλαγγας (NChonChron 43551)

πλέον παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) ὅδε (High) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

ταύτην τὴν πόλιν (21142 (37613)) ὅδε (High) ἡ πόλις ἥδε (NChonChron 61490)

τὴν βουλὴν ταύτην (15106 (2873)) ὅδε (High) τὸ σκέμμα τόδε (NChonChron 47826)

διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) ὅδε (High) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

ἔλεγε ταῦτα (1842 (34112)) οὑτοσί (High) ταυτὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν (NChonChron 55713)

τὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου τούτου (1113 (21 οὑτοσί (High) τὴν ὀχυρότητα ταυτησὶ τῆς πόλεως (NChonChron 2840)

κρατήσας οὖν παρrsquo ἐλπίδαν τὰς πόλεις ταύτα οὑτοσί (High) κρατήσας οὖν τουτωνὶ παρὰ δόξαν (NChonChron 60062)

καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) οὑτοσί (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

τούτων τῶν βαρβάρων (6111 (7016)) οὑτοσί (High) τουτωνὶ τῶν βαρβάρων (NChonChron 15464)

ὁ βαθὺς οὗτος ποταμός (6111 (7026)) οὑτοσί (High) ὁ βαθυδίνης οὑτοσὶ Ἰστρος (NChonChron 15579)

τούτοις συμπλέκονται (21142 (37620)) σφεῖς (High) σφίσι συμπλέκονται (NChonChron 6143)

οὕτως (Both)οὕτως (1211 (1995)) οὑτωσί (High) οὑτωσί (NChonChron 3557)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) τῇδε (High) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

ταῦτα οὕτως συνέβησαν (1611 (3042)) τῇδε (High) τῇδε ταῦτα συμβέβηκε (NChonChron 50210)

οὕτως (1811 (3363)) ὧδε (High) ὧδε (NChonChron 5494)

οὐχί (Low)οὐχὶ διὰ χρῆσιν (214 (36430)) μή (High) μὴ κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

ὀφθαλμός (Low)ὀφθαλμοὺς ἐξορύξας (1457 (25722)) κόρη (Ambiguous) κόρας ἐκκόψαι (NChonChron 43692)

τῶν ὀφθαλμῶν (3111 (3330)) ὄψις ἡ (High) τῶν ὄψεων (NChonChron 9240)

μέχρι καὶ κάτω τῶν ὀφθαλμῶν (1584 (28221)) ῥίς (High) μέχρι καὶ ῥινὸς (NChonChron 1584 (28221))

ἀποστερεῖται τοὺς ὀφθαλμοὺς (14211 (24821) φῶς (High) ἀπεστέρηται τοῦ φωτὸς (NChonChron 42320)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 193 of 284

ὀφθαλμοφανῶς (Low)ὀφθαλμοφανῶς (1114 (1728)) αὐτοψεί (High) αὐτοψεί (NChonChron 31843)

ὄφις (Low)καθὼς καὶ ἐπὶ τοῦ ὄφεως (7121 (8714)) δράκων (High) καθὰ καὶ ἐπὶ δράκοντος (NChonChron 18254)

ὀχυρός (Low)καστέλλια ὀχυρὰ (15112 (28810)) ἐπίκαιρος (High) φρούρια ἐπίκαιρα (NChonChron 48068)

ὀχυρότης (Low)τὴν τοῦ τόπου ὀχυρότητα (21124 (37425)) ἐχυρότης (High) τὴν τῶν ἐρυμάτων ἐχυρότητα (NChonChron 61132)

διὰ τὴν ὀχυρότητα (21143 (37634)) ἐχυρότης (High) διὰ τὴν ἐχυρότητα (NChonChron 61518)

ὄψις ὁ (Low)ὄψιδα δεξάμενος (1583 (28210)) ὁμηρεύω (High) ὡμήρευσεν (NChonChron 47225)

παίγνιον (Low)εἰς παίγνιον (478 (518)) μωκία (High) εἰς μωκίαν (NChonChron 12082)

παίδευσις (Low)παιδεύσεσιν (1584 (28224)) μαστίγωσις (High) μαστιγώσεσιν (NChonChron 47341)

ὅσον γνώσεως καὶ παιδεύσεως λόγων (6111 ( παιδεία (High) ὅσῳ λόγῳ καὶ παιδείᾳ (NChonChron 15573)

παιδόπουλον (Low)τὰ τοῦ κελλίου αὐτοῦ παιδόπουλα (1613 (305 μειράκιον (Ambiguous) τὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας λειογένεια μειράκια (NChonChron 50

μετὰ ὀλίγων τῶν παιδοπούλων αὐτοῦ (1842 ( ὀπαδός (High) μετὰ μετρίων ὀπαδῶν (NChonChron 55716)

παίζω (Low)παιδία ἐπὶ ἄμμον παίζοντα (433 (4014)) ἄθυρμα (High) παιδίων ἐπὶ ψάμμου ἀθύρματα (NChonChron 10445)

τὸ κοντάριον παίζων (443 (4222)) μετεωρίζω (High) τὸ δόρυ μετεωρίζων (NChonChron 10860)

πάλαι ποτέ (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 194 of 284

πάλαι ποτὲ (7122 (8728)) πάλαι (Both) πάλαι (NChonChron 18373)

παλαιός (Both)παλαιὸν καμάρας κούφωμα (436 (415)) παλαίτατος (High) παλαίτατον ὑπόνομον (NChonChron 10689)

παλαιόν (1117 (1733)) ὑποσκάζω (High) ὑποσκάζον (NChonChron 32073)

παλάτιν (Low)παλάτια (1211 (1993)) ἀνάκτορον (High) ἀνάκτορα (NChonChron 3555)

τὸ μέγα παλάτιν (1521 (27029)) ἀρχεῖον (High) ἀρχεῖον (NChonChron 45564)

παλάτιον (Low)ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) ἀρχεῖον (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

παλατίοις (1581 (28123)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείοις (NChonChron 4712)

ἐν τοῖς παλατίοις (14217 (25019)) ἀρχεῖον (High) ἀρχεῖα (NChonChron 42693)

τῶν παλατίων (1812 (33626)) ἀρχεῖον (High) τῶν ἀρχείων (NChonChron 55026)

παλατίου (1812 (33617)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείων (NChonChron 54915)

εἰς τὸ παλάτιον (1813 (3379)) ἀρχεῖον (High) εἰς τὰ ἀρχεῖα (NChonChron 55148)

παλατίου (15131 (2904)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείοις (NChonChron 48335)

πάλιν (Low)πάλιν (474 (4923)) αὖ (High) αὖ (NChonChron 11713)

πάλιν (1453 (2567)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43434)

πάλιν (2184 (37023)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 60329)

πάλιν (1462 (25813)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43832)

πάλιν σμιγέντες (6114 (7126)) αὖθις (High) αὖθις συμπεσόντες (NChonChron 15627)

πάλιν (21182 (38435)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 62649)

πάλιν (511 (531)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 12648)

πάλιν (1452 (25529)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43424)

πάλιν (1824 (33822)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 5533)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 195 of 284

πάλιν (1828 (34011)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 55670)

πάλιν (1563 (27715)) μετέπειτα (Ambiguous) μετέπειτα (NChonChron 46530)

παλλακή (Low)παλλακὰς (1121 (1743)) ἑταιρίς (High) ἑταιρίδων (NChonChron 32121)

παμπόθητος (Low)ὁ ἀγαπητὸς καὶ παμπόθητος (15111 (28725)) τρισασπάσιος (High) τρισασπάσιος (NChonChron 47947)

πάμπολυς (Low)πάμπολλα χρήματα (15121 (2897)) σταθμητός (High) οὐ σταθμητὸν πλοῦτον (NChonChron 4827)

πανάγιος (Low)σκεύη ἱερὰ καὶ πανάγια (1822 (33730)) παναγής (High) σκεύη σεπτά τε καὶ παναγῆ (NChonChron 55269)

πανταχόθεν (Low)πανταχόθεν (1436 (25331)) ἁπανταχῆ (High) ἁπανταχῆ (NChonChron 43140)

πανταχόθεν (1557 (27622)) ἁπανταχῆ (High) ἁπανταχῆ (NChonChron 46384)

πάντοθεν (Low)κατατρέχουσι πάντοθεν (1933 3635) πολλαχῇ (High) διαθέουσι πολλαχῇ (NChonChron 57029)

πάππος (Low)τοῦ πάππου τοῦ βασιλέως Μανουὴλ (431 (39 προπάτωρ (High) τοῦ τῷ Μανουὴλ προπάτορος (NChonChron 10315)

παρrsquo ὀλίγον (Low)παρrsquo ὀλίγον καὶ πάντες ἐκινδυνεύομεν (1581 μικροῦ (High) μικροῦ προσαπολώλειμεν ἅπαντες (NChonChron 4719)

παρά (Both)παρὰ τοῦ θεοῦ (1584 (28224)) ἐκ (Both) ἐκ θεοῦ (NChonChron 47341)

παρὰ θεοῦ (15121 (2891)) -θεν (High) θεόθεν (NChonChron 48195)

πλέον παρὰ τῶν ἄλλων (1114 (1727)) παρά (Both) παρὰ τοὺς λοιποὺς ὁμοφύλους (NChonChron 31841)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 196 of 284

παρὰ ἐκρατήθη παρὰ τοῦ ῥηγὸς (1557 (27621) προς (Both) ἑάλω πρὸς τοῦ ῥηγὸς (NChonChron 46382)

παρά + dative (High)παρὰ τοῖς Λατίνοις ἐλογίζετο (1822 (33721)) dative (Both) ἐκρίνετο τοῖς λαμβάνουσιν (NChonChron 55161)

παρά + genitive (Ambiguous)προσδεχθεὶς λαμπρῶς παρrsquo αὐτοῦ (511 (535)) dative (Both) προσδεχθεὶς ἀσπασίως τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 1265

παρrsquo ἑτέρων (2151 (36521)) παρά + dative (High) παρrsquo ἄλλοις ἔθνεσι (NChonChron 59516)

παρrsquo αὐτοῦ ξενισθεὶς (1557 (27624)) παρά + dative (High) ξενίας παρrsquo ἐκείνῳ τετυχηκώς (NChonChron 46387)

παρὰ τῶν στρατιωτῶν (1877 (3463)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν ὁπλοφόρων (NChonChron 56411)

παρὰ τοῦ λαοῦ (14223 (25131)) πρός + genitive (High) πρὸς τοῦ λεὼ (NChonChron 42855)

ἐλέγετο ταῦτα παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) πρός + genitive (High) ᾔδετο ταῦτα πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

ἀνακληθεὶς παρὰ τοῦ βασιλέως (14217 (2501 πρός + genitive (High) ἀνακληθεὶς πρὸς τοῦ βασιλέως (NChonChron 42692)

παρὰ τῶν ὅλων στρατευμάτων (21183 (3854)) ὑπό + gen (Low) ὑφ᾽ ὅλων τῶν πόλεων (NChonChron 62655)

παραβιβάζω (Low)γελάω ἐγέλων καὶ παρεβίβαζον ἡμᾶς (21315 ἐπικερτομέω (High) ἐπεκερτόμουν ἡμᾶς (NChonChron 59370)

παραβιβασμός (Low)ἱπποδρομίαις καὶ ἑτέροις παραβιβασμοῖς στρα ἅμιλλα (High) ἵππων σταδιοδρόμων ἁμίλλαις (NChonChron 11956)

ἡμέραν πρὸς παραβιβασμὸν (442 (4217)) παιδιά (High) παιδιᾶς ἡμέραν (NChonChron 10854)

παραβλέπω (Ambiguous)παραβλέψας ἀσθένειαν (1131 (425)) ὑπεροράω (High) ὑπεριδὼν καχεξίας σώματος (NChonChron 3362)

παραγίνομαι (Both)παραγίνεται προθύμως (7125 (8820)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταταί οἱ προθύμως (NChonChron 18413)

παραδίδωμι (Both)παραδοὺς εἰς σφαγὴν (21172 (38117)) ἐκδίδωμι (High) ἐκδοὺς εἰς σφαγὴν (NChonChron 6218)

ταφῆ παραδίδοται (14213 (2496)) παραπέμπω (Both) ταφῇ παραπέμπεται (NChonChron 42442)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 197 of 284

παράδοξος (Low)ἦν δὲ παράδοξον (3114 (3420)) θαυμαστός (Low) θαυμαστὴν δrsquo ἐποίει τὴν τότε πανήγυριν (NChonChron 936

τὸ παραδοξότερον (1826 (33920)) καινός (High) τὸ καινότατον (NChonChron 55444)

παραδόξως (Low)παραδόξως (1425 (24718)) καινοπρεπῶς (High) καινοπρεπῶς (NChonChron 42274)

παραδόξως (7122 (8726)) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν (NChonChron 18372)

παραθαλάσσιος (Low)ἀπὸ ὅλης τῆς παραθαλασσίου (21179 (38320)) παράλιος (High) ἐκ τῶν παραλίων πόλεων (NChonChron 62490)

παραίνεσις (Both)ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παραινέσεων (1811 εἰσήγησις (High) εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

παρακαθίζω (Low)παρεκάθισεν (1592 (28323)) πολιορκέω (High) ἐπέμενε πολιορκῶν (NChonChron 47480)

παρακαλέω (Ambiguous)ὑπὲρ τῆς αὐτῶν παρακαλοῦσι ζωῆς (1112 (23 ἀντιβολέω (High) ὑπέρ τε τῆς οἰκείας ἀντιβολοῦσι ζωῆς (NChonChron 2823)

παρεκάλει hellip ἀγορασθῆναι (16171 (32432)) δέομαι (High) δεῖται hellip λυθῆναι (NChonChron 53344)

παρακαλεῖ ἀγορασθῆναι (16171 (3252)) δέομαι (High) δεῖται λυθῆναι (NChonChron 53347)

παρακαλεῖν δοῦναι hellip (16171 (3254)) δέομαι (High) δεόμενος εἴ πως hellip κατάθοιτο (NChonChron 53349)

παρακαλῶν καὶ δεόμενος (622 (7314)) δέομαι (High) δεόμενος (NChonChron 1595)

παρεκάλεσαν δὲ (2175 (36818)) ἱκετεύω (High) ἱκέτευσαν μέντοι (NChonChron 59931)

παρεκάλουν (7124 (8813)) ἱκέτις (High) χεῖρας ἱκέτιδας ὤρεγον (NChonChron 1845)

ὑπὲρ αὐτοῦ παρακαλέσαντα (1222 (20021)) παρακαλέω (Ambiguous) παρακαλοῦντα (NChonChron 35640)

παρακινέω (Low)παρακινηθεὶς ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917 ἐξερεθίζω (High) ἐξερεθισθεὶς πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 198 of 284

παράκλησις (Low)παρακλήσει (1423 (24622)) ἐκλιπάρησις (High) ἐκλιπαρήσει (NChonChron 42144)

παραλαμβάνω (Both)ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( ἀναλαμβάνω (Both) τῷτοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

παραλαβών (1611 (3045)) ἀπολαμβάνω (Ambiguous) ἀπολαβών (NChonChron 50213)

τὸ κάστρον παραλαβὼν (1662 (31414)) διαλαμβάνω (Ambiguous) διειληφὼς αὐτὸ (=τὸ φρούριον) (NChonChron 51821)

παραλαβεῖν (14212 (24826)) ἐπιλαμβάνομαι (High) ἐπιλαβέσθαι (NChonChron 42325)

παραλάβη αὐτὴν (1592 (28324)) παρίσταμαι (High) παραστήσαιτο Δάδιβραν (NChonChron 47482)

παραλαβεῖν (1456 (2572)) συμπαραλαμβάνω (High) συμπαραλήψεσθαι (NChonChron 43669)

παράλιος (High)τὰς παραλίους πόρτας (437 (4116)) αἰγιαλῖτις (High) τὰς αἰγιαλίτιδας πύλας (NChonChron 1078)

παράλογος (Low)τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον καὶ παράλογον (18 ἀβουλία (High) τὴν ἀτοπίαν καὶ ἀβουλίαν (NChonChron 55282)

τὸ τῆς συνουσίας παράλογον (432 (405)) ἀθέμιτος (High) τὸ τῆς συνουσίας ἀθέμιτον (NChonChron 10430)

παραλύπησις (Low)διὰ τὴν παραλύπησιν τοῦ βας (244 (127)) μικρολυπία (High) κατὰ μικρολυπίαν τοῦ βας (NChonChron 5349)

παραμονἠ (Low)μὴ ἔχων τινὰ ἢ βαράγγων ἢ παραμονὴν (712 δορυφόρος (High) μὴ ἐχων ὑπασπιστὴν μὴ δορυφόρον (NChonChron 18410-11)

παράνομος (Low)παρανόμως (1012 (14711)) ἀθέμιτος (High) ἀθεμίτως (NChonChron 27516)

ὅσα παράνομα καὶ ἄθεσμα (1223 (20026)) ἀνόμημα (High) ἀνομήμασι (NChonChron 35644)

παράξενος (Low)οὐδὲν παράξενον (1118 (17313)) μέγας (Both) οὐδὲν μέγα (NChonChron 32088)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 199 of 284

παραπέμπω (Both)εἰς φυλακὴν παραπέμπεται (14214 (24928)) ἀπάγω (Ambiguous) εἰς φυλακὴν ἀπάγεται (NChonChron 42568)

καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 παροικέω (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

παράσημον (Low)τὰ βασιλικὰ ἐνδύεται παράσημα (1876 (34532 σύμβολον (High) τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις (NChonChron 5643)

παρασύρω (Low)παρασύροντες καὶ χειραγωγοῦντες (1812 (336 χειραγωγέω (High) χειραγωγούμενος (NChonChron 55031)

παρατείνομαι (Low)εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) διαρκέω (High) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

παρατηρέω (Low)τὴν τούτου παρετήρουν ἔξοδον (434 (4020)) τηρέω (High) ἐτήρουν τὴν ἔξοδον (NChonChron 10451)

παρατίθημι (Low)τροφὴν παρετίθουν ( 214 (3658)) παρατίθεμαι (High) ἐδωδὴν παρατιθέμενοι (NChonChron 5942)

παρατρέχω (Low)εἰς μῆνας παρέδραμε τέσσαρας (1592 (28325) παρατείνω (High) ἡ πολιόρκησις παρετάθη (NChonChron 47483)

τοὺς Βλάχους παραδραμῶν (1453 (2568)) πάροδος (Ambiguous) τὴν εἰς τὸν Αἷμον πάροδον ἐκκλίνων (NChonChron 43435)

τοῦ καιροῦ δὲ παρατρέχοντος (1592 (28323)) τρίβω (High) τριβομένου δὲ τοῦ καιροῦ (NChonChron 47480)

παραυτίκα (Low)στέλλουσιν ἐκ τοῦ παραυτίκα στρατιὰν (2114 αὐτίκα (High) ἐκ μὲν τοῦ αὐτίκα στέλλεται στρατιὰ (NChonChron 61487)

παραυτίκα (1613 (3059)) αὐτίκα (High) αὐτίκα (NChonChron 50456)

παραυτίκα (1222 (20019)) παραχρῆμα (High) παραχρῆμα (NChonChron 35639)

παραχωρέω (Low)παραχωρῆσαι αὐτῷ (15105 (28619)) ἐνδίδωμι (High) ἐνδοθῆναί οἱ (NChonChron 4786)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 200 of 284

πάρειμι (εἰμί) (High)τῆς παρούσης δόξης (6111 (7012)) ἔνειμι (High) τῆς δόξης τῆς ἐνούσης (NChonChron 15460)

παρέρχομαι (Ambiguous)τὸ Ἰκόνιον παρελθὼν (6320 (7828)) παραλλάσσω (High) τὸ Ἰκόνιον παραλλάξας (NChonChron 16868)

μῆνες παρῆλθον τρεῖς (14221 (25116)) παριππεύω (High) τρεῖς μῆνες παρίππευσαν (NChonChron 42734)

τὰ πρώτα παρελθεῖν τάγματα (1434 (25229)) ὑπερβάλλω (High) τὰς ἄκρας ὑπερβαλεῖν (NChonChron 42994)

παρέχω (Both)παρέσχεν (1211 (19921)) δεξιόομαι (High) δεξιούμενος (NChonChron 35623)

παρό (Low)πλέον παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) genitive (High) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

παροινία (Ambiguous)διὰ παροινίαν (1442 (25419)) παροίνησις (High) ὑπό τινος παροινήσεως (NChonChron 43263)

παροφθαλμιστής (Low)παροφθαλμιστὴς (477 (5022)) θαυματοποιός (High) θαυματοποιός (NChonChron 11957)

παρρησιάζομαι (Both)ἐπαρρησιάσατο ἵνα ὑπὲρ εὐσεβείας λαλήση τι παρρησιάζομαι (Both) παρρησιαζόμενος ἦν τὴν εὐσέβειαν (NChonChron 55273)

πᾶς (Low)πάντες (1581 (28130)) ἅπας (High) ἅπαντες (NChonChron 4719)

πάσης Συρίας (42 (3920)) ἅπας (High) ἁπάσης Συρίας (NChonChron 1036)

ἀνεπιφθόνου παρὰ παντὸς (1827 (3406)) ἅπας (High) ζηλωτέου παρ ἅπασι (NChonChron 55564)

πάσχω (Low)κακὰ ἔπαθον (15112 (2886)) προσπαλαίω (High) κακοῖς προσεπάλαισαν (NChonChron 48063)

πατάσσω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 201 of 284

πατάξαι τὸν μηρὸν τῆ χειρὶ (447 (4329)) πλήττω (High) πλῆξαί τε τῇ χειρὶ τὸν μηρὸν (NChonChron 11013)

πατήρ (Both)ὁ πατὴρ (431 (3928)) γενέτης (High) ὁ γενέτης (NChonChron 10317)

πατρός (15114 (28831)) τεκών (High) τεκόντος (NChonChron 48193)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) τεκών (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

πατρικός (High)πατρικὴν βασιλείαν (1813 (3373)) πατρῷος (High) πατρῴας ἀρχῆς (NChonChron 55041)

παύομαι (Low)οὐκ ἐπαύετο κατακρίνων (1841 (3412)) λήγω (High) κακηγορῶν οὐκ ἔληγε (NChonChron 55695)

τοῦ πυρὸς παυσαμένου (1828 (34011)) λωφάω (High) λωφήσαντος τοῦ πυρός (NChonChron 55569)

παύω (Low)οὐδὲ οὕτως ἔπαυσαν τὰ κακὰ (211711 (3847)) ἠρεμέω (High) οὐδrsquo οὕτως ἠρέμησαν τὰ δεινά (NChonChron 62519)

ἔπαυσεν ὁ κονιορτὸς (7124 (8810)) λωφάω (High) ἡ κόνις ἐλώφησεν (NChonChron 1841)

πεζεύω (Low)ἀπὸ τοῦ ἵππου ἐπέζευεν (523 (566)) ἀποκαταβαίνω (High) τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε (NChonChron 13191)

πεῖνα (Ambiguous)πεῖναν (14222 (25125)) λιμός (High) λιμῷ (NChonChron 42845)

πέμπομαι (Low)προστάγματα ἐπέμποντο (437 (4120)) διίπταμαι (High) γράμματα διίπτατο (NChonChron 10713)

πέμπω (Both)πέμπεται μετὰ σιδήρων (413 (3828)) ἀναπέμπω (High) ἀναπεμπόμενον δέσμιον (NChonChron 10172)

πέμπει (1563 (27716)) ἐκπέμπω (Both) ἐξέπεμψε (NChonChron 46531)

ἔπεμψαν (1813 (33636)) ἐκπέμπω (Both) ἐκπεπόμφασιν (NChonChron 55038)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 202 of 284

ἔπεμπε (15113 (28819)) ἐκπέμπω (Both) ἐκπέπομφε (NChonChron 48178)

ἔπεμπε (1224 (2012)) ἐξαποστέλλω (Ambiguous) ἐξαπέστελλε (NChonChron 35750)

ταύτην εἰς γυναῖκα πέμπει (16192 (32611)) μεταπέμπομαι (High) τὴν ἀ Εἰς εὐνέτιν μεταπεμψάμενος (NChonChron 53589)

ἀποκρισιαρίους ἔπεμψε (21132 (37515)) στέλλω (High) στείλας πρέσβεις (NChonChron 61358)

πέμψη (1581 (28117)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 47191)

πέμψας (15122 (28921)) στέλλω (High) στείλας (NChonChron 48222)

πενθερός (Ambiguous)πενθερῶ (1453 (2566)) κηδεστής (High) κηδεστῇ (NChonChron 43433)

περάω (Low)περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο διαβαίνω (Both) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

περί (Both)περὶ τὸν ποταμὸν (1453 (2562)) κατά (Both) κατὰ τὸν ποταμὸν (NChonChron 43429)

περὶ τὴν Ποπολίαν (1115 (17214)) κατά (Both) τὰ κατrsquo Ἀμφίπολιν (NChonChron 31949)

περὶ τὸν λιμένα τῆς Βλαχέρνας (1117 (1737)) κατά (Both) κατὰ τὰς Βλαχέρνας (NChonChron 32081)

περὶ τὸν Μέντρον (1423 (24628)) κατά (Both) κατὰ Μαίανδρον (NChonChron 42151)

περὶ τὰ Μελάγινα (1553 (27521)) κατά (Both) κατὰ τὸ πόλισμα τὰ Μελάγγεια (NChonChron 46237)

περὶ οὗ εἴπομεν ὄπισθεν (432 (401)) πέρι (High) ὧν πέρι καὶ εἰπόντες ἔφθημεν (NChonChron 10324)

περί + gen (High)θλιβομένοις περὶ αὐτῶν (7128 (8917)) περί + dat (High) περὶ αὐτοῖς δυσχεραίνουσιν (NChonChron 18550)

περιαργέω (Ambiguous)περιαργῆσαι ἐκεῖσε (1131 (429)) ἐμβραδύνω (High) ἐμβραδῦναι τοῖς τόποις τούτοις (NChonChron 3367)

περιήργει ἡμέραν καθημέραν (1592 (2832727 μέλλω (High) ἔμελλε ἀεί πως (NChonChron 47485)

περίδοξος (Ambiguous)τὸν περίδοξον ναὸν (1426 (24727)) περιώνυμος (High) τὸν περιώνυμον νεὼν (NChonChron 42284)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 203 of 284

περιεργάζομαι (Ambiguous)περιεργαζόμενος (1585 (2833)) ἐνατενίζω (High) περιέργως ἐνατενίζων (NChonChron 47357)

περιέρχομαι (Ambiguous)εἰς τὰς νήσους περιερχόμενος (15121 (28918)) ἔπειμι (High) τὰς νήσους ἐπιὼν (NChonChron 48219)

περιέρχονται (21142 (37626)) περίειμι (High) περιιόντων (NChonChron 6149)

περιήρχοντο (214 (36431)) περίειμι (High) περιῄεσαν (NChonChron 59487)

περιζώννυμαι (Low)σπάθην περιζωσάμενος (434 (4024)) διαζώννυμαι (High) μάχαιραν διαζωσάμενος (NChonChron 10558)

ὁ δὲ Ἀνδρόνικος τὴν ἐξουσίαν περιζωσάμενος ὑποζώννυμαι (High) ὁ δrsquo Ἀνδρόνικος τὸν στρατηγέτην ὑποζωσάμενος (NChonCh

περιζωννύω (Low)τόπον διαλαμβάνοντα καὶ περιζωννύοντα (21 διαλαμβάνω (Ambiguous) λόφος τὴν πόλιν διαλαμβάνων (NChonChron 60315)

περικυκλόω (Low)τὰ τείχη περικυκλώσας (244 (129)) διαζώννυμι (High) τὰ τείχη διαζώσας (NChonChron 5352)

περίορος (Ambiguous)ὁ τοῦ καστελλίου περίορος (1612 (30420)) περίοδος (High) ἡ τοῦ φρουρίου περίοδος (NChonChron 50319)

περιπατέω (Ambiguous)περιπάτει (15113 (28824)) βαδίζω (High) βαδίζειν (NChonChron 48184)

ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 ὁδεύω (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

περιπλέκομαι (Both)περιπλέκεσθαι ( 1012 (14711)) παραγκαλίζομαι (High) παραγκαλίζεσθαι (NChonChron 27517)

ἐν ὧ ἐκεῖνος μέσον περιεπλάκη (7119 (876)) συλλαμβάνομαι (High) ἐν ᾧ συνείληπτο (NChonChron 18245)

περιποιέομαι (Ambiguous)περιποιησάμενος (1612 (30416)) ἐπιποιέω (High) (τὸ ἔρυμα) ἐπιποιήσας (NChonChron 50224)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 204 of 284

περιπόρφυρος (Low)χλαμύδα περιπόρφυρον (443 (4223)) ἀστεῖος (High) χλαμύδα ἀστειοτέραν (NChonChron 10961)

περισσότερος (Low)μετὰ περισσοτέρας δυνάμεως (1582 (2821)) μείζων (High) μετὰ στρατιᾶς μείζονος (NChonChron 47213)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως (514 (5328)) μείζων (High) διὰ μείζονος ἰσχύος (NChonChron 12787)

περισσότερον (7124 (8819)) πλείων (Ambiguous) πλείους (NChonChron 18494)

τὸ περισσότερον τῆς στρατιᾶς (1432 (25214)) πλείων (Ambiguous) τὸ δὲ πλεῖον τοῦ στρατεύματος (NChonChron 42977)

περισύναγμα (Low)περισυνάγματα ὄντα (2121 (35912)) σποραδικός (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων σποραδικῶν (NChonChron 58561)

περισυνάγομαι (Low)περισυναχθέντες ἐν τῶ ἅμα (7128 (899)) συγκροτέομαι (High) συγκροτηθέντες εἰς σπείραν (NChonChron 18538)

περισυνάγω (Ambiguous)περισυνάξας (1211 (19917)) ἀθροίζω (High) ἀθροίσας (NChonChron 35518)

περισυνάξας (15106 (28629)) ἐκκλησιάζω (High) ἐκκλησιάσας (NChonChron 47817)

πλοῦτον περισυνάξαντες (1451 (25519)) περιβάλλομαι (Ambiguous) πλοῦτον περιβαλλόμενοι (NChonChron 43419)

περισυνάγων δύναμιν (7125 (8818)) συλλέγω (High) συνέλεγε τὴν ἰσχύν (NChonChron 18410)

στρατιώτας περισυνάξαντες (1114 (225)) συλλέγω (High) τοὺς ὁπλιτεύοντας συνειλόχασιν (NChonChron 2955)

τοὺς Βαράγγους περισυνάξαντος (1812 (3362 συνάγω (Both) τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος (NChonChron 55028)

περιτριγυρίζω (Ambiguous)περιετριγύριζον (1462 (25815)) κυκλόω (High) ἐκύκλουν (NChonChron 43834)

περιτριγυρίσας (1117 (1732)) περιέρχομαι (Ambiguous) περιελθών (NChonChron 32072)

περιφράζω (Low)περιέφραζε τὰς ἐξόδους (4715 (539)) περιφράγμόω (High) περιεφράγμου τὰς διεξόδους (NChonChron 12383)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 205 of 284

περιφράττω (Low)πέτρα αὐτὸ περιέφραττε (1112 (124)) καταφραγνύμι (High) λίθος τοῦτο (τὸ πόλισμα) κατεφράγνυε (NChonChron 2720)

περιχάρεια (Low)μετὰ περιχαρείας (112 (415)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 3248)

μετὰ μεγάλης περιχαρείας εἰσδέχεται (1111 ( ὑπτίαις χερσί (High) ὑπτίαις χερσὶ προσδέχεται (NChonChron 274)

περιχρυσωμένος (Low)περιχρυσωμένον ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6 ἐπίχρυσος (High) ἐπίχρυσον τέτρωρον (NChonChron 15867)

Πέρσης (Both)οἱ Πέρσαι (288 (2034)) βάρβαρος (High) τὸ βάρβαρον (NChonChron 7151)

ὁ Πέρσης (1592 (28324)) βάρβαρος (High) τοῦ βαρβάρου (NChonChron 47481)

πετάζω (Low)πετάσαι ἔλεγεν (477 (5023)) διαπέτομαι (High) διαπτῆναι ἐπηγγέλετο (NChonChron 11963)

πετάομαι (Low)ὡς πετᾶσθαι φαίνεσθαι (653 (813)) ἵπταμαι (High) ὡς ἵπτασθαι δοκεῖν (NChonChron 17276)

πέτασις (Low)εἰς πέτασιν (477 (513)) πτῆσις (Low) εἰς κίνησιν πτήσεως (NChonChron 12076)

πετασμός (Low)ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) ἐκπετασμός (High) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

πέτρα (Low)πέτρα (1112 (123)) λίθος (High) λίθος (NChonChron 2719)

πετροβόλος (Low)τὰ πετροβόλα ξύλα (1142 (719)) ἑλέπολις (High) ἑλεπόλεις (NChonChron 387)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 206 of 284

πεύκιον (Low)μετὰ πευκίων κατεκόσμουν (441 (4212)) τάπης (High) τάπησι διεκόσμουν (NChonChron 10846)

πηγάδιν (Low)πηγάδιν (1612 (30422)) φρεάτιον (High) φρεάτια ὀρυκτά (NChonChron 50332)

πήγνυμι (Low)τῆ γῆ ἔπηξε (523 (42)) προσερείδω (High) τῇ γῇ προσήρεισε (NChonChron 1311)

πίπτω (Ambiguous)ἔπιπτον ἀπὸ τῶν ἀλόγων (6114 (7132)) ἀνατρέπομαι (High) τῆς οἰκεἰας ἀνετρέποντο ἕδρας (NChonChron 15734)

πεσόντων (1435 (25316)) ἀπόλλυμαι (High) ἀπολωλότων (NChonChron 43022)

ἔπιπτον (7117 (8626)) καταβάλλομαι (High) κατεβέβληντο (NChonChron 18127)

συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ συγκαταφέρομαι (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15113)

λίθοι ἔπεσον (2122 (35922)) φέρομαι (Both) λίθοι ἠνέχθησαν (NChonChron 58674)

πίστις (Both)πίστιν (13813) θρησκεία (High) θρησκείαν (NChonChron 41478)

πίστεως (1142 (712)) θρησκεία (High) θρησκείας (NChonChron 3793)

πλάσις (High)τὴν πλάσιν τοῦ σώματος (4712 (5222)) διαρτία (High) τὴν διαρτίαν τοῦ σώματος (NChonChron 12246)

πλάττω (Low)αἰτίαν ψευδῆ γράψας καὶ πλάσας (4713 (5231 πλάττομαι (High) αἰτίαν πλασάμενος καὶ γραψάμενος (NChonChron 12364)

πλατύνω (Ambiguous)πλατυνομένου (1425 (24716)) ἐμπλατύνω (High) ἐμπλατυνομένου (NChonChron 42272)

πλατύνεται ὁ περίορος (1612 (30420)) εὐρύνω (High) εὐρύνεται ἡ περίοδος (NChonChron 50328)

πλατύς (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 207 of 284

διὰ τῆς πλατείας ὁδοῦ (1432 (25216)) εὐρύνω (High) διὰ τῆς εὐρυνομένης (ὁδοῦ) (NChonChron 42979)

ἱμάτιον πλατὺν (477 (5024-25)) εὐρύς (High) εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

ὤμους πλατεῖς (14216 (2503)) εὐρύς (High) ὤμους εὐρέας (NChonChron 42577)

πλείονα (Low)τὰ πλείονα (653 (8025)) πλείω (High) τὰ πλείω (NChonChron 17267)

πλείονες (Ambiguous)οἱ πλείονες τῶν οἰκητόρων (1827 (3401)) πλείους (High) οἱ πλείους τῶν οἰκητόρων (NChonChron 55558)

πλείων (Ambiguous)πλειόνων ἀποστασιῶν (14212 (24822)) συχνός (High) συχνῶν ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321)

πλέκω (Low)μαλία πλέκοντες (214 (3654)) συστρέφω (High) τρίχας συνεστραμμένας (NChonChron 59493)

πλέον (Ambiguous)πλέον (1811 (3365)) μᾶλλον (Ambiguous) μᾶλλον (NChonChron 5496)

πλέον ἠγάπα τοῦτον (14216 (2507)) πλειόνως (High) πλειόνως τούτῳ προσέκειτο (NChonChron 42581)

πληγή (Low)πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) ellipsis (High) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

ὀλιγοψύχουν ἀπὸ τῶν πληγῶν (6114 (7133)) τραῦμα (High) ἐλειφαίμουν τοῖς τραύμασι (NChonChron 15735)

πλῆθος (Low)πλῆθος Χριστιανῶν (1142 (77)) ἐσμός (High) Χριστιανῶν ἐσμοί (NChonChron 3788)

τὸ πλῆθος (1462 (25813)) λαός (Ambiguous) λαοὶ (NChonChron 43833)

πλῆθος (1224 (20027)) λεώς (High) λεὼ (NChonChron 35747)

πλῆθος (15106 (28629)) πλήρωμα (High) πλήρωμα (NChonChron 47817)

μετὰ πλήθους λαοῦ (1463 (25829)) πολυοχλία (High) μετὰ πολυοχλίας (NChonChron 43853)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( πολυχειρία (High) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 208 of 284

πλῆθος (7127 (893)) στῖφος (High) στῖφος (NChonChron 18531)

τὸ χυδαῖον πλῆθος (1823 (3385)) στῖφος (High) τὸ χυδαΐζον στῖφος (NChonChron 55277)

συνελθόντων ἑτέρων τῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους (1 συμμορία (High) συνδραμούσης συμμορίας τινῶν (NChonChron 55029)

πληθύς (Ambiguous)πληθὺς (6117 (7217)) συμμορία (High) συμμορίας (NChonChron 15861)

πλήν (Ambiguous)πλὴν μετὰ βίας καὶ κινδύνων πολλῶν (1434 ( εἰ καί (High) εἰ καὶ πονήρως μάλα καὶ ἐπικινδύνως (NChonChron 4307)

πληροφορέω (Low)ἵνα πληροφορήση (1456 26727) τεκμήριον (High) τεκμήριον (NChonChron 43683)

ἵνα πληροφορήση ὁποίαν πίστιν καὶ ὑπόηψιν τεκμήριον (High) τὸ τεκμήριον πίστεως (NChonChron 43682)

πληροφορία (Low)πληροφορίαν ἔχων ὡς (14212 (24823)) πεπεισμένος (Ambiguous) ἀκριβῶς πεπεισμένον ὡς (NChonChron 42322)

πληρόω (Low)πληρῶσαι (14223 (25129)) ἀναπληρόω (High) ἀναπληρῶσαι (NChonChron 42852)

ἐπλήρωσε τὴν εἰρήνην (16192 (32618)) ἐκπεραίνω (High) σπονδὰς ἐξεπέρανεν (NChonChron 5352)

πληρώσασαν (1012 (14710)) ἐξανύω (High) ἐξηνυκυίᾳ (NChonChron 27516)

πληρῶσαι τὰ τούτων θελήματα (2183 (37015) ἐπιτυγχάνω (High) τῶν πρὸς βουλῆς ἐπιτευξομένους (NChonChron 60317)

ἐπλήρουν δὲ οὐδὲν ἢ μόνον τοῦτο τὸ hellip δέξασ περαίνω (High) ἐπέραινον δὲ οὐδὲν ἢ ὅσον hellip δέξασθαι (NChonChron 1279

στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (3371)) πέρας (High) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι (NChonChron 55038)

πληρωθείσης (1012 (1477)) τελέω (High) τετελεσμένης (NChonChron 27512)

πληρωθῆναι ἔμελλε (1581 (28119)) τελέω (High) ταχrsquo ἂν τετέλεστό τι (NChonChron 47193)

ἐπλήρωσε (1423 (24623)) τερματόω (High) ἐτερμάτωσε (NChonChron 42145)

πλησιάζω (Low)ταῖς πλησιαζούσαις χώραις (16172 (32514)) ἀγχιτέρμων (High) ἀγχιτέρμοσι θέμασιν (NChonChron 53357)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 209 of 284

πλησιάζον (1826 (33917)) ἐγγίζω (High) ἐγγίζον (NChonChron 55440)

πλησιάσαι (1114 (1721)) ἐγγίζω (High) ἐγγίσαι (NChonChron 31832)

τῆ Θεσσαλονίκη πλησιάσαντος (2175 (36816) ἐγγίζω (High) τῇ Θεσσαλονίκῃ ἐγγίσαντος (NChonChron 59929)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 ὁμορέω (High) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

τὰ χωρία τὰ τὴν θάλασσα πλησιάζοντα (1512 πάραλος (High) χωρία τὰ πάραλα (NChonChron 48219)

πλησιάζω τὸν βασιλέα πλησιάζοντες (1613 (3 παρίσταμαι (High) περιστάντες τὸν βασιλέα (NChonChron 50351)

τὰς πλησιαζούσας τῶν πόλεων (21124 (37421 παροικίς (High) παροικίδας πόλεις (NChonChron 61027)

τῶ θεῶ πλησιάζοντα (4717 (5331)) προσεγγίζω (Both) θεῷ προσεγγίζοντα (NChonChron 12419)

τῶ ποταμῶ πλησιάσας (1112 (117)) προσεγγίζω (Both) τῷ ποταμῷ προσεγγίσας (NChonChron 2710)

ἐπλησίασεν (1153 (86)) προσεγγίζω (Both) προσήγγισεν (NChonChron 3944)

πλησιάζοντες (1592 (28328)) πρόσορος (High) πρόσοροι (NChonChron 47486)

πλησιασμός (Low)τὸν πλησιασμὸν (2131 (36015)) προσπελάζω (High) προσπελάσαι (NChonChron 5874)

πλησίον (Low)πλησίον (6114 (7117)) ἄγχιστα (High) ἄγχιστα (NChonChron 15615)

πλησιέστερον (1114 (1723)) ἐγγύς (High) ἐγγύτερον (NChonChron 31835)

τὰς πλησίον χώρας τῆς Ἀγγύρας (1556 (27613 περί (Both) ταῶν περὶ ταὴν Ἄγκυραν φρουρίων (NChonChron 46370)

πλησιόχωρος (Low)ὅσα πλησιόχωρα (42 (3913)) πρόσχωρος (High) ὅσα πρόσχωρα (NChonChron 10292)

πλήττομαι (Low)τὴν ψυχὴν πληγεὶς (1151 (726)) κατακάμπτομαι (High) κατακαμφθεὶς τὴν ψυχὴν (NChonChron 3821)

πλοιάριον (Low)διὰ τῶν πλοιαρίων (1142 (77)) ἀκάτιον (High) διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων (NChonChron 3789)

πλοιάρια (1142 (718)) ἀκάτιον (High) ἁλιάδας καὶ ἀκάτια (NChonChron 386)

πλοιάρια (1142 (718)) ἁλιάς (High) ἁλιάδας καὶ ἀκάτια (NChonChron 386)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 210 of 284

διὰ τῶν πλοιαρίων (1142 (77)) λέμβος (High) διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων (NChonChron 3789)

τῶν πλοιαρίων (1142 (721)) ὁλκάδιον (High) τῶν ὁλκαδίων (NChonChron 3811)

πλόκαμος (Low)ἕνα πλόκαμον (214 (3654)) πλοχμός (High) ἕνα πλοχμὸν (NChonChron 59493)

πλούσιος (Low)πλούσια (1612 (30418)) ἄφθονος (High) ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν (NChonChron 50326)

πλουσιώτερος πάντων (16171 (3258)) ῥυηφενής (High) ῥυηφενέστατος ἀνθρώπων (NChonChron 53352)

τοῦ πλουσίου βίου (1827 (3406)) ῥυηφενής (High) τοῦ ῥυηφενοῦς βίου (NChonChron 55564)

πλουτισμός (Low)τὸν τῆς Αἰγύπτου πάμφορον πλουτισμὸν (63 πάμφορος (High) τὸ τῆς Αἰγύπτου πάμφορον (NChonChron 15910)

πνιγμονή (Low)πνιγμονῆς (1011 (1476)) ἀγχόνη (High) ἀγχόνης (NChonChron 27511)

πνίγομαι (Low)ἐν τῶ ποταμῶ ἐπνίγοντο ( 1453 (2564)) καταβαπτίζομαι (High) ἀφανισμῷ παρεδόθησαν ὕδασι καταβαπτιζόμενοι (NChonC

πνίγω (Low)δυσκολίαις πνιγόμενος (4714 (532)) ἄγχω (High) δυσκολίαις ἀγχόμενος (NChonChron 12370)

πνοή (Low)ταῖς τῶν ἀνέμων βιαίαις πνοαῖς (6320 (7830)) ἀντίπνοια (High) ταῖς τῶν ἀνέμων ἀντιπνοίαις (NChonChron 16869)

ποδαλγός (Low)πόδαλγος ὢν (1462 (25810)) νοσέω (High) τὰ ἄρθρα τῶν ποδῶν νοσῶν (NChonChron 43729)

ποιέομαι (Low)τὴν ἀπολογίαν ἐποιεῖτο (244 (128)) τίθεμαι (High) ἐτίθετο τὸν ἀπόλογον (NChonChron 5351)

ποιέω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 211 of 284

τὰ πρὸς ὠφέλειαν ποιεῖν (1455 (25623)) αἱρέομαι (High) τὰ λυσιτελῆ αἱρεῖσθαι (NChonChron 43554)

στρατηγὸν ποιήσας (1581 (28124)) ἀναλέγω (High) ἀνειπὼν (NChonChron στρατηγόν 4714)

ποιήσαντες (1114 (1728)) ἀνδρίζομαι (High) ἀνδρισάμενοι (NChonChron 31841)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( ἀνύω (High) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

τὴν αὐτὴν πρᾶξιν ποιῆσαι (14223 (25136)) βαδίζω (High) τὴν αὐτὴν βαδίσαι (NChonChron 42862)

ποιήσωσι (1563 (27715)) διαπράττω (High) διαπραχθείη (NChonChron 46530)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1453 (2567)) διατρίβω (High) συχνὰς ἡμέρας διατρίψας (NChonChron 43434)

ποιήσας καιρὸν (412 (3817)) διατρίβω (High) διατρίψας (NChonChron 10058)

ποιῆσαι (1374 (23513)) δραματουργέω (High) δραματουργῆσαι (NChonChron 40641)

ταῦτα ἐποίουν (2184 (37021)) δράω (High) τὰ δrsquo αὐτὰ ἔδρων (NChonChron 60325)

κακὰ τοὺς Ῥωμαίους ποιεῖτε (4717 (541)) δράω (High) μείζω δράσειε Ῥωμαίους δεινὰ (NChonChron 12420)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- δράω (High) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

εἴ τι κακὸν δύνανται ποιῆσαι (21133 (37521)) δράω (High) δρᾶν ὃ δύνανται κακὸν (NChonChron 61365)

ἐποίει 1011 (1475) (1011 (1475)) δράω (High) δρῶν (NChonChron 27510)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( δράω (High) δρᾶν (NChonChron 15337)

καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) δράω (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 δράω (High) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

πολλὰς ἡμέρας ποιήσας (1661 (3143)) ἐνδιατρίβω (High) πλείστας ἡμέρας ἐνδιατρίψας (NChonChron 5187)

ἐποίησεν (1445 (25517)) ἐργάζομαι (High) εἰργάσατο (NChonChron 4339)

ἰδίαν ποιήσας (1611 (3044)) ἰδιόομαι (High) ἰδιωσάμενος (NChonChron 50212)

τὸν οὐδαμηνὸν ἄνθρωπον ἐποίησεν ἄρχοντα ( καθίστημι (High) τὸν οὐτιδανὸν κατέστησεν ἄρχοντα (NChonChron 53478)

οὐδὲν καλὸν ἐποιήσαμεν (1581 (28130)) κατορθόω (Both) οὐδέν τι κατωρθώκειμεν βέλτιον (NChonChron 4719)

ποιήσας (1411 (2453)) μετασκευάζω (Ambiguous) μετασκευάσας (NChonChron 41994)

ποιήσας αὐτὸν μόνον γινώσκειν (412 (3815)) πείθω (High) πείσας εἰδέναι (NChonChron 10055)

οὐδέν τι πλέον ἐποίουν (21143 (37633)) περαίνω (High) οὐδέν τι πλέον ἐπέραινον (NChonChron 61517)

κάτεργα ποιήσας (15121 (2895)) πήγνυμαι (High) νῆας πηξάμενος (NChonChron 4823)

ποιήσαντες (1334 (2294)) ποιέω (Both) πεποιηκότες (NChonChron 3973)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 212 of 284

ἐποίει (1813 (3373)) πράττω (Both) πράττων (NChonChron 55042)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1436 (25324)) προσδιατρίβω (High) ὀλίγας ἡμέρας προσδιατρίψας (NChonChron 43133)

βλάβην ποιῆσαι (1433 (25226)) τελέω (High) ἀεί τι τελέσοντες δεινὸν (NChonChron 42990)

τοῦτο ποιῶν (523 (568)) τελέω (High) τοῦτο τελῶν (NChonChron 13194)

ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἐποίησαν (1111 (1714)) τίθεμαι (High) ὑποχείριον ἔθετο (NChonChron 3178)

μεσάζοντα ποιεῖ (261 (1230)) τίθημι (Both) μελεδωνὸν μεσεύοντα τίθησιν (NChonChron 5480)

μεθόδους ποιήσας (16192 (3269)) χράομαι (High) μεθόδοις ἐχρήσατο (NChonChron 53587)

πολεμέω (Low)πολεμῆσαι προθύμως (1613 (3057)) διαγκωνίζομαι (High) τὸ δόρυ διαγκωνίζεσθαι (NChonChron 50454)

ἐπολεμήσαμεν (6111 (7023)) διαμιλλάομαι (High) συμβαλόντες διημιλλήθημεν (NChonChron 15575)

πολεμῆσαι προθύμως (1613 (3057)) ὅπλον (Both) ἀντία τὰ ὅπλα φέρειν (NChonChron 50353)

πολεμήσαντες (1424 (2473)) πολεμησείω (High) πολεμησείοντες (NChonChron 42155)

πολεμῆσαι (1581 (28129)) συμπλέκομαι (Both) συμπλακήσεσθαι (NChonChron 4717)

πολεμήσωμεν (6111 (7024)) συμπλέκομαι (Both) συμπλεκοίμεθα (NChonChron 15577)

πολεμήσας (15122 (28932)) συνάπτω (High) μάχην συνάψας (NChonChron 48333)

πολεμίζω (Low)πολεμίζει τὰ Σκόπια (1453 (2561)) φθείρω (High) τὰ Σκόπια φθείροντος (NChonChron 43428)

πολεμικός (Low)πρὸς ἔργα πολεμικὰ (1455 (25627)) πολέμιος (Both) εἰς ἔργα πολέμια (NChonChron 43558)

ἵππος πολεμικός (443 (4225)) πολεμιστήριος (High) ἵππος πολεμιστήριος (NChonChron 10962)

πολέμιος (Both)τῶν πολεμίων (7122 (8726)) βάρβαρος (High) τῶν βαρβάρων (NChonChron 18372)

πολεμίων (1114 (1726)) ἐναντίος (Both) ἐναντίων (NChonChron 31840)

πολεμιστής (Low)ἄνδρα πολεμιστὴν (112 (45)) ὁπλιτοπάλας (High) ἀνὴρ ὁπλιτοπάλας (NChonChron 3235)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 213 of 284

πόλεμος (Both)χωρὶς πολέμου (7128 (8915)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτὶ (NChonChron 18547)

χωρὶς πολέμου (21121 (3741)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτί (NChonChron 61088)

πρὸς πόλεμον ἠτοιμάζετο (1612 (30426)) ἀντιτάττομαι (High) ἀντιταξόμενος ἠτοιμάσατο (NChonChron 50335)

μὴ ὁρμῶντα πρὸς πόλεμον (16192 (32617)) ἀπόλεμος (High) ἀπόλεμον (NChonChron 53595)

τὸν πόλεμον τὸν ἀσίδηρον (445 (4233)) Ἄρης (High) τὸν ἄχαλκον Ἄρεα (NChonChron 10974)

ποθεν μὴ ἔχουσαν πόλεμον (21124 (37424)) δυσάλωτος (High) δυσάλωτος τοῖς προσβάλλουσιν (NChonChron 61130)

πόλεμον κατὰ τοῦ Ἐ Συγκροτεῖ (2185 (37027) μάχη (Both) διὰ μάχης χωρεῖ τῷ Ἐ (NChonChron 60332)

πρὸς πόλεμον ὥρμησαν (21142 (37618)) μάχη (Both) ἐς μάχην ἐξάγειν (NChonChron 61495)

ἐν πολέμοις (431 (3926)) μάχη (Both) ἐν ταῖς μάχαις (NChonChron 10314)

πρὸς πόλεμον ἔβλεψεν (413 (3822)) ξιφουλκία (High) πρὸς ξιφουλκίαν ἔβλεπεν (NChonChron 10166)

τὸν πόλεμον (6110 (703)) συμπλοκή (High) τὴν συμπλοκὴν (NChonChron 15445)

πόλις (Both)οἱ δὲ τῆς πόλεως ταύτης κάτοικοι (1114 (225) ἄστυ (High) οἱ δrsquo ἐκ τοῦ ἄστεος τούτου (NChonChron 2954)

ἡμᾶς τοὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως (21315 (36419)) Βυζάντιον (High) τοῖς ἐκ Βυζαντίου ἡμῖν (NChonChron 59370)

μὴ ἀργήσας δὲ ἐν τῆ Πόλει (1131 (424)) Βυζάντιον (High) μὴ πολυωρήσας δὲ τῷ Βυζαντίῳ (NChonChron 3361)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) Βυζάντιον (High) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

τῆς Πόλεως (1225 (2019)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 35756)

πόλεις καὶ χώρας (1458 (25731)) φρούριον (Both) φρούριον ἢ κώμας (NChonChron 4379)

πολίτης (High)παρὰ τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν (1111 (111-12 ἀστός (High) παρὰ τοῦ πλήθους τῶν ἀστῶν (NChonChron 274)

εὐφημούμενος ὑπὸ τῶν Πολιτῶν (476 (5012)) ἀστός (High) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

τοῖς Πολίταις (478 (519)) ἀστυπολίτης (High) τοῖς ἀστυπολίταις (NChonChron 12083)

τῶν Πολιτῶν (1936 36318) ἀστυπόλος (High) τῶν ἀστυπόλων (NChonChron 57144)

τοῖς πολίταις (1877 (34536)) Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous) τοῖς Κωνσταντινοπολίταις (NChonChron 5648)

Πολίται (1116 (17225)) Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous) Κωνσταντινοπολίταις (NChonChron 31967)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 214 of 284

οἱ πολῖται ἅπαντες (1521 (27022)) πλήρωμα (High) τὸ ταῆς πολιτείας πλήρωμα (NChonChron 45556)

πολῖται (1521 (27022)) πολιτεία (High) ταὸ πλήρωμα ταῆς πολιτείας (NChonChron 45556)

πολλά (Low)συνεργῆσαι πολλὰ (112 (42)) περιττός (High) συνάρασθαί οἱ τὰ περιττὰ (NChonChron 3232)

πολλάκις (Low)πολλάκις (1585 (2838)) ἐνίοτε (High) ἐνίοτε (NChonChron 47363)

πολλάκις (1113 (212)) πάλιν καὶ πάλιν (High) κατὰ τὸ πάλιν καὶ πάλιν (NChonChron 2836)

πολυμήχανος (Low)ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυμήχανος (523 (565)) πολύφρων (High) ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

πολύπλοκος (Ambiguous)τὸ ποικίλον καὶ πολύπλοκον τῆς προνοίας (14 ποικίλος (High) τὸ ποικίλον (NChonChron 42435)

πολύς (Both)πλοῦτον πολὺν (1451 (25518)) ἁβρός (High) πλοῦτον ἁβρὸν (NChonChron 43410)

αἰχμαλωσίαν πολλὴν (4717 (5329)) βαρύς (Ambiguous) βαρείαν λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

πολλοὶ (2184 (37022)) βραχύς (High) οὐ βραχεῖς (NChonChron 60326)

εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

δῶρα πολλά (1559 (2774)) μέγας (Both) μεγάλοις δώροις (NChonChron 46516)

διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) μέγιστος (High) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

πολλὴν αἰχμαλωσίαν (1451 (25524)) ὀλίγος (Both) οὐκ ὀλίγην λείαν (NChonChron 43417)

πολλὰ (1422 (24610)) ὀλίγος (Both) οὐκ ὀλίγοις (NChonChron 42022)

πολλὰ (1585 (28229)) οὐκ ὀλίγος (Ambiguous) οὐκ ὀλίγα (NChonChron 47346)

πολλῆς εὐεργεσίας (511 (535)) πλείστος (Ambiguous) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης (NChonChron 12653)

πολλὰς πόλεις (13818 (24311)) πλείστος (Ambiguous) πλείστας πόλεις (NChonChron 41756)

πρὸς πολλοὺς μαχόμενον (7127 (895)) πλείων (Ambiguous) πρὸς πλείονας ἁμιλλώμενον (NChonChron 18533)

μετὰ κούρσων πολλῶν (1562 (27714)) σταθμητός (High) λείαν οὐ σταθμητήν (NChonChron 46529)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 215 of 284

σφαγαὶ πολλαὶ καὶ συχναὶ (2184 (37024)) συχνός (High) σφαγαὶ συχναὶ (NChonChron 60329)

πολυχρόνιος (Ambiguous)πολυχρόνιον βασιλείαν (1457 (25725)) πολυετής (High) πολυετὲς κράτος (NChonChron 4371)

πονηρός (Low)ὧν πονηρῶν ἔργων (1841 (3412)) σχέτλιος (High) τῶν σχέτλια ἐργασαμένων (NChonChron 55694)

Ποπολία (Low)Ποπολίας (1118 (17316)) Ἀμφίπολις (High) Ἀμφίπολιν (NChonChron 32193)

Ποπολίαν (1115 (17214)) Ἀμφίπολις (High) Ἀμφίπολιν (NChonChron 31949)

πορεύομαι (Ambiguous)ἑτέραν ἐπορεύθη ὁδὸν (1435 (25319)) βαδίζω (High) ἄλλην ἐβάδισεν (NChonChron 43025)

πορεύεσθαι (447 (4317)) μεθίσταμαι (High) μεθίστασθαι (NChonChron 11095)

πορευόμενος ἔμπροσθεν (7128 (8914)) προβαίνω (High) προβαίνων τοῖς ἔμπροσθεν (NChonChron 18546)

πόρτα (Low)ἐξέρχονται ἀπὸ τῶν πορτῶν (21142 (37620)) πύλη ἡ (High) διεκχέονται τῶν πυλῶν (NChonChron 6143)

τὰς παραλίους πόρτας (437 (4116)) πύλη ἡ (High) τὰς αἰγιαλίτιδας πύλας (NChonChron 1078)

ἀπὸ πόρτης (436 (4111)) πύλη ἡ (High) τῶν πυλῶν (NChonChron 1062)

πόσος (Low)πόσον ἀγαθὸν (447 (4322)) οἷος (High) οἶον ἀγαθὸν (NChonChron 1106)

ποσῶς (Ambiguous)ἐταπείνωσε ποσῶς ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς ἀλαζονεία μικρόν τι (High) ὑπεχάλασέ τι μικρόν τῆς ὀφρύος (NChonChron 43146)

ποταμός (Low)ποταμοὶ ἐκ τοῦ αἵματος (7117 (8627)) ῥύαξ (High) αἱμάτων ῥύακες (NChonChron 18229)

τὸν ποταμὸν (7127 (891)) χείμαρρος (High) τὸν χείμαρρον (NChonChron 18530)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 216 of 284

οἷά τις χειμέριος ποταμὸς (4715 (537-8)) χειμάρρους (High) κατὰ χειμάρρουν (NChonChron 12380)

ποτέ (Ambiguous)ποτὲ δὲ καὶ χωρὶς πολέμου (7128 (8915)) ἐνιαχοῦ (High) ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ἀναιμωτὶ (NChonChron 18547)

ποτὲ γοῦν (121013 (21926)) ἔστι δrsquo ὅτε (High) ἔστι δrsquo ὅτε (NChonChron 38422)

ποτὲ μέν ἄλλοτε δε (1118 (17317)) νῦν μέν νῦν δέ (High) νῦν μέν νῦν δέ (NChonChron 32193)

ποτὲ μέν hellip πῇ δέ (Low)ποτὲ μὲν hellip πῇ δὲ (16192 (32613)) πῇ μέν hellip πῇ δέ (High) πῇ μὲν hellip πῇ δὲ (NChonChron 53591)

ποτήριον (High)ποτήριον (1878 (3466)) κύλιξ (High) κύλικα (NChonChron 56415)

ποῦ (Ambiguous)ποῦ ὑπάγεις ἡμᾶς (1581 (28128)) πῄ (High) πῄ ἄγεις ἡμᾶς (NChonChron 4717)

πούκλα (Low)μετὰ τεναντίου ἤτοι πούκλας ἠσφαλισμένην ( περονέω (High) χλαμύδα περονουμένην (NChonChron 10961)

πούς (Low)χιτῶνα μέχρι ποδός (444 (4230)) ποδηνεκής (High) χιτῶνα ποδηνεκῆ (NChonChron 10969)

ἱμάτιον πλατὺν μέχρι τῶν ποδῶν αὐτοῦ (477 ποδήρης (High) ποδηρέστατον εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολύπους (High) πολύπους καὶ πολύχειρ (δίκη) (NChonChron 58676)

πρᾶγμα (Both)ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ ἀγορασθῆναι (161 οὐσία (High) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας λυθῆναι (NChonChron 53344)

πράγματα (1211 (19917)) οὐσία (High) οὐσίας (NChonChron 35519)

ἀπὸ τοῦ αὐτῶν πράγματος (15106 (28631)) οὐσία (High) ἀπόδασμά τι τῆς οὐσίας (NChonChron 47819)

ἐκ τοῦ οἰκείου πράγματος ἐξωδίασε (15105 (2 ὀψώνιον (High) οἰκείοις ὀψωνίοις παρῆκε (NChonChron 4788)

πραγμάτων (1211 (2001)) προσόν (Both) προσόντων (NChonChron 35621)

τὴν τῶν πραγμάτων αὐτοῦ ἀφαίρεσιν (14218 προσόν (Both) τὴν τῶν προσόντων ἐκείνῳ ἀφαίρεσιν (NChonChron 42610)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 217 of 284

ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) χρῆμα (Low) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

πράγματα (Ambiguous)τὰ τῆς ἀνατολῆς πράγματα (475 (50 6)) ellipsis (High) τὰ κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 11835)

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔκλαιον (2123 (3 οὐσία (High) θρήνων τὰς οὐσίας εἶχον ὑπόθεσιν (NChonChron 58792)

τὰ πολύτιμα πράγματα (21315 (36422)) οὐσία (High) τὰς οὐσίας (NChonChron 59475)

τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων αὐτῶν (18 οὐσία (High) τῶν οὐσιῶν (NChonChron 55558)

τῶν lsquoΡωμαίων ἠφαντώθησαν πράγματα (182 τά + genitive (High) τὰ τῶν Ῥωμαίων άνατέτραπται (NChonChron 55165)

τὰ τῆς Σικελίας πράγματα (413 (3822)) τὰ κατά + acc (High) τὰ κατὰ Σικελίαν (NChonChron 10165)

πραγματεία (Low)διὰ πραγματείας (15122 (28922)) ἐμπορία (High) κατrsquo ἐμπορίαν (NChonChron 48223)

πραγματεύομαι (Low)πάντα έμηχανᾶτο καὶ ἐπραγματεύετο (21182 μηχανάομαι (High) πάντα ἦν μηχανώμενος (NChonChron 62649-50)

πρᾶξις (Ambiguous)τὴν αὐτὴν πρᾶξιν ποιῆσαι (14223 (25136)) αὐτή (High) τὴν αὐτὴν βαδίσαι (NChonChron 42862)

τῆ τοιαύτη πράξει (14215 (24931)) ἔργον (Ambiguous) τῷ ἔργῳ (NChonChron 42572)

πρᾶος (Ambiguous)πρᾶος (1445 (2558)) ἐπιεικής (High) ἐπιεικὴς (NChonChron 43395)

ἀνδρὶ πράω ὄντι (1877 (34534)) μείλιχος (High) ἀνδρὶ μειλίχῳ (NChonChron 5646)

καταπολὺ πρᾶος (14216 (2503)) μείλιχος (High) ὡς ἐπίπαν μείλιχος (NChonChron 42577)

πραότης (Ambiguous)μετὰ πραότητος ὑπέφερε (14218 (25023)) πράως (High) πράως ἤνεγκε (NChonChron 4268)

πράττω (Both)τὰ ἑκάστῳ πεπραγμένα (VEuth 29 (4622)) βιόω (High) τὰ ἑκάστῳ βεβιωμένα (SymMet VΕuthym 81 (664C))

ἔπραξαν (14214 (24923)) διαπράττω (High) διαπεπράχασι (NChonChron 42563)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 218 of 284

πρᾶξαι (1841 (3417)) δράω (High) δρᾶσαι (NChonChron 5576)

ἔπραττεν (413 (3823)) δράω (High) ἔδρασεν (NChonChron 10166)

ἄτοπα καὶ ἀπρεπῆ πράξαντι (1422 (24621)) δράω (High) ἄτοπα δρῶντι (NChonChron 42143)

τὰ πραττόμενα (445 (438)) δράω (High) τῶν δρωμένων (NChonChron 10986)

πρέπει (Ambiguous)ἔπρεπε ποιῆσαι (1432 (25215)) δεῖ (High) δέον πορευθῆναι (NChonChron 42979)

ὑπὲρ τὸ πρέπον (4714 (533)) δεῖ (High) ὑπὲρ τὸ δέον (NChonChron 12372)

ἔπρεπε (447 (4327)) δεῖ (High) ἔδει (NChonChron 11011)

ἔπρεπε τοίνυν (1455 (25622)) δεῖ (High) ἀλλὰ δέον (NChonChron 43554)

τὰ πρέποντα (1812 (33628)) δεῖ (High) τὰ δέοντα (NChonChron 55028)

πρέπον (Ambiguous)πρέπον (14214 (24923)) δεῖ (High) δέον (NChonChron 42563)

κατἀ τὸ πρέπον ἀγαπῶντα (511 (539)) εἰκός (High) φιλοῦντος ὅσον εἰκὸς (NChonChron 12657)

πρέπον ἐστὶ (2114 (3594)) χρή (High) χρεὼν (NChonChron 58553)

πρέπον ἐστὶ νηστεύειν σε (15111 (28731)) χρή (High) χρεὼν ὑποβλέπεσθαι (NChonChron 48056)

πρὸ πολλοῦ (Low)ἣν πρὸ πολλοῦ εἶχε μελέτην πρὸς τὴν τῆς βασ παλαιός (Both) τὸν παλαιὸν ἔρωτα (NChonChron 46488)

πρὸ πολλοῦ καιροῦ (Low)πρὸ πολλοῦ καιροῦ φανέντα ὀσπητικὸν (1619 ἐπὶ μακρόν (High) ἐπὶ μακρὸν ὀφθέντα οἰκουρὸν (NChonChron 53594)

πρὸ τούτου (Low)πρὸ τούτου (1558 (27632)) πρώην (Both) πρώην (NChonChron 4642)

προαπαντάω (Low)τὸν μετὰ τῶν Βλάχων προσαπαντῶντα πόλε μετέρχομαι (High) τὸν κατὰ τῶν Βλάχων μετιὼν πόλεμον (NChonChron 42844)

πρόβατον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 219 of 284

ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) θρέμμα (High) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

ὡς πρόβατα (21172 (38117)) ποίμνιον (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν (NChonChron 6219)

προβάτων (1116 (17223)) προβάτιον (High) προβατίων (NChonChron 31963)

προβοδίζω (Low)τοῖς Λατίνοις προβοδίζοντες (2177 (36910)) προοδευτής (High) Λατίνοις προοδευταὶ (NChonChron 60171)

προδίδω (Low)ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) καταπροδίδωμι (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

προδίδοται (1456 (2576)) καταπροδίδωμι (High) καταπροδίδοται (NChonChron 43673)

προδότης (Low)τῆς πατρίδος προδόται γενόμενοι (2177 (3691 προαγωγός (High) τῆς πατρίδος προαγωγοὶ γινόμενοι (NChonChron 60172)

προέρχομαι (Low)τοῖς προελθοῦσι στρατεύμασιν (7128 (8916)) προοδεύω (High) τοῖς προωδευκόσι τάγμασιν (NChonChron 18549)

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 χωρέω (Both) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

προθυμία (Low)μετὰ προθυμίας (1581 (28120)) προθύμως (Both) προθύμως (NChonChron 47194)

μετὰ προθυμίας (615 (695)) προθύμως (Both) προθύμως (NChonChron 1523)

προθυμοποιέω (Low)ἐπροθυμοποίησε (1224 (2013)) ἐπιρρώννυμι (High) ἐπέρρωσε (NChonChron 35752)

πρόθυμος (Low)προθυμότερος (1613 (30431)) εὐθαρσής (High) εὐθαρσέστερον (NChonChron 50341)

προθύμως (Both)προθύμως (21121 (37330)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 60982)

προκρίνω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 220 of 284

προέκρινον (15112 (28810)) αἱρετός (High) αἱρετώτερον τιθέασι (NChonChron 48066)

προλέγω (Low)ὡς προείπομεν (1411 (2458)) ἱστορέω (High) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

ὡς προείπομεν (1411 (2458)) φθάνω (Both) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

προμηθεύομαι (Low)προμηθευόμενος (1563 (27715)) προμηθέομαι (High) προμηθούμενος (NChonChron 46530)

προμηθεύω (Low)σώζειν ἑαυτοὺς προμηθευόντων (1435 (2535)) προτίθεμαι (High) σώζειν ἑαυτοὺς προθεμένων (NChonChron 43014)

πρόνοια (Ambiguous)πρόνοιαν (15122 (28928)) χώρα (Both) χώραν (NChonChron 48228)

προοδοποιέω (Low)προοδοποιηθεὶς (1435 (25319)) ἡγεμών (High) ἡγεμόνος εὐπορήσας (NChonChron 43026)

τοῖς Λατίνοις προοδοποιοῦντες (2177 (36910)) προοδευτής (High) Λατίνοις προοδευταὶ (NChonChron 60171)

προορίζω (Low)προορίζων (1411 (24512)) πήσσω (High) πήσσων (NChonChron 41910)

προπηδάω (Low)τοῦ Ἐρῆ τῶν ἄλλων προπηδήσαντος (2185 (37 προεκθρῴσκω (High) τοῦ Ἐρρῆ τῶν ἄλλων προεκθορόντος (NChonChron 60443)

πρόποδες (Low)κατὰ τοὺς πρόποδας (4717 (5328)) ὑπώρειαι (High) περὶ τὰς ὑπωρείας (NChonChron 12415)

προπομπή (High)τὴν προπομπὴν (441 (4215)) θρίαμβος (High) τὸν θρίαμβον (NChonChron 10852)

πρός (Ambiguous)ἐκίνει πρὸς πόλεμον (474 (4928)) εἰς (Both) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 221 of 284

συντάσσει τὸν στρατὸν πρὸς πόλεμον (619 (6 εἰς (Both) ἐκτάσσει τὰς δυνάμεις εἰς πόλεμον (NChonChron 15334)

πρὸς τὸν βασιλέα ἐλθεῖν (1662 (31415)) εἰς (Both) ἀφικέσθαι ἐς βασιλέα (NChonChron 51823)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 κατά (Both) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

προς (Both)ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε ( 1813 (3371)) dative (Both) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ὠφέλιμος (15111 (28723) dative (Both) Ῥωμαίοις πολυέραστος (NChonChron 47947)

ἔπεμπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς (15113 (28820)) dative (Both) ἐκπέπομφε τοῖς οἰκείοις (NChonChron 48178)

πρὸς τὸ ποιῆσαι εἰρήνην μετὰ τῶν Βλάχων (15 εἴ πως (High) εἴ πως σπείσαιτο Βλάχοις (NChonChron 46518)

ἀπέρχεσθαι πρὸς (1425 (24715)) εἰς (Both) μεταβαῖνον εἰς (NChonChron 42270)

πρὸς ἔργα πολεμικὰ (1455 (25627)) εἰς (Both) εἰς ἔργα πολέμια (NChonChron 43558)

πρὸς τὸ ἑκάστου συμφέρον καὶ χρήσιμον (142 κατά (Both) κατὰ τὸ ἑκάστῳ χρήσιμον (NChonChron 42450)

πρὸς τὴν ἀνατολὴν (1562 (2779)) κατά (Both) κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 46523)

πρός + acc (Low)πρὸς τὸν καθήμενον προσνεύουσιν (1877 (345 dative (Both) τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ προσνεύουσι (NChonChron 5645)

πρὸς ἐκπλόησιν (2121 (35912)) εἰς (Both) εἰς ἔκπλουν (NChonChron 58562)

ἤγγισε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2712 (1 εἰς (Both) ἠγγίκει εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

πρὸς τὸ Λοπάδιον ἀπερχόμενος (2182 (36927) ἐς (High) τὴν ἐς τὸ Λοπάδιον στέλλεται (NChonChron 60292)

πρὸς τό + infinitive (Low)πρὸς τὸ θεραπεῦσαι (2182 (3702)) εἰς + noun (High) ἐς θεραπείαν (NChonChron 6024)

προσβολή (Low)πρὸς τὴν πρώτην προσβολὴν (2185 (3716)) ἔμπτωσις (High) πρὸς τὴν πρώτην ἔμπτωσιν (NChonChron 60446)

προσδοκάω (Both)τὰ βλεπόμενα καὶ προσδοκώμενα κακὰ (1812 ἐλπίς (High) τὰς ἐμφαινομένας τῶν κακῶν ἐλπίδας (NChonChron 54917)

προσεδοκᾶτο (15121 (2892)) καραδοκέω (High) ἐκαραδόκει (NChonChron 4811)

προσεδόκα (1411 (2459)) φαντάζομαι (High) φανταζόμενος (NChonChron 4197)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 222 of 284

προσεγγίζω (Both)προσεγγίσαι (1592 (28329)) πρόσειμι (High) προσιέναι (NChonChron 47486)

πρόσειμι (High)τῇ μητρὶ πρόσεισι (15213) ἄπειμι (High) ἄπεισι παρὰ τὴν μητέρα (SymMet PConfEd 15310)

προσέρχομαι (Low)προσέρχεται (14223 (25130)) πρόσειμι (High) πρόσεισι (NChonChron 42853)

προσέρχεται τῶ βασιλεῖ (1582 (2825)) πρόσειμι (High) πρόσεισι βασιλεῖ (NChonChron 47218)

προσῆλθε τῶ βασιλεῖ (112 (41)) προσρέω (High) προσερρύη τῷ βασιλεῖ (NChonChron 3231)

προςῆλθε τῶ βασιλεῖ (15121 (2899)) προσρέω (High) τῶ βασιλεῖ προσρυεὶς (NChonChron 48211)

προσῆλθε (511 (537)) προσχωρέω (High) προσεχώρησεν (NChonChron 12656)

προσέχω (Low)τὴν βασιλικὴν αὐλὴν προσεῖχον (437 (4116)) ἀμφιπονέομαι (High) τὴν αὐλὴν ἀμφεπονοῦντο (NChonChron 1078)

τοὺς προσέχοντας (523 (568)) ἐφομαρτέω (High) τοὺς ἐφομαρτοῦντας (NChonChron 13194)

προσκαρτερέω (Low)ὀλίγον προσκαρτερήσαντες (21142 (37621)) ἀντέχω (High) πρὸς μικρὸν ἀντισχόντες (NChonChron 6143)

τῆ πόλει προσκαρτερήσας (1111 (113)) ἐνδιατρίβω (High) τῇ πόλει ἐνδιατρίψας (NChonChron 276)

προσεκαρτέρει (15106 (28625)) ἐπιμένω (Ambiguous) ἐπέμενε προσδοκῶν (NChonChron 47814)

ὀλίγον προσκαρτερήσας καιρὸν (412 (3812)) προσμένω (Both) καιρὸν δrsquo οὐχὶ πολὺν προσμείνας (NChonChron 10052)

προσκαρτερῆσαι (21124 (37426)) χρονοτριβέω (High) χρονοτριβεῖν (NChonChron 61133)

προσκυνέω (Low)συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) ἀποδίδωμι (Both) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

προσκυνήσας δὲ τῶ βασιλεῖ (14214 (24926)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς δὲ τῷ βασιλεῖ (NChonChron 42565)

συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) προσκύνησις (High) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

προσμένω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 223 of 284

προσέμενεν (1115 (17215)) τηρέω (High) ἐτήρει τὴν πόλιν (NChonChron 31951)

προσποιέομαι (Low)προσποιεῖται ἔχειν ἀσθένειαν (521 (5425)) πλάττομαι (High) πλάττεται τὸν νοσοῦντα (NChonChron 12931)

πρόσταγμα (Low)τὸ πρόσταγμα (6110 (705)) βιβλίον (High) τὸ βιβλίον (NChonChron 15446)

προστάγματα (653 (8028)) γράμμα (High) γράμματα (NChonChron 17161)

προστάγματα (437 (4119)) γράμμα (High) βασίλεια γράμματα (NChonChron 10713)

ἐκ βασιλέως πρόσταγμα φέρων (6110 (703)) γράμμα (High) ἐκ βασιλέως κομίζων γράμματα (NChonChron 15444)

τὰ προστάγματα (261 (1231)) ἔνταλμα (High) τὰ ἐντάλματα (NChonChron 5481)

τὰ ἐκείνου προστάγματα (2175 (36820)) ἔνταλμα (High) τὰ ἐκείνου ἐντάλματα (NChonChron 59933)

τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων (651 (8017)) ἐντολή (High) τῶν βασιλικῶν ἐντολῶν (NChonChron 17154)

ὑποκύψαι τῶ αὐτοῦ προστάγματι (1142 (713)) θεσμός (High) ὑποκύψαι τοῖς αὐτοῦ θεσμοῖς (NChonChron 3795)

ὀξέα κάτωθεν τῶν προσταγμάτων ὑπογράφει λόγος (Ambiguous) ὑποσημαίνεσθαι τοὺς τόμους τῶν δημοσίων λόγων (NChon

πρόσταξις (Low)ἐκ προστάξεως βασιλικῆς (1131 (430)) θέσπισμα (High) ἐκ θεσπισμάτων βασιλείων (NChonChron 3369)

προστάττω (Both)συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) διατάττω (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει (NChonChron 3368)

τὰ προστεταγμένα (1454 (25614)) ἐπιτάσσω (High) τὰ ἐπιταττόμενα (NChonChron 43543)

προστρέχω (Low)προσδραμούσας (1555 (2769)) προσρέπω (High) προσρέποντα (NChonChron 46265)

προσδραμεῖν (14212 (24827)) προσρέω (High) προσρυεὶς (NChonChron 42329)

τῶ Δούκα προστρέχουσι (1877 (34533)) προσρύομαι (High) τῷ Δούκᾳ προσρύονται (NChonChron 5644)

προσφέρω (Ambiguous)τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (515 (5412)) ὀχέω (High) τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 224 of 284

τὴν θυσίαν προσφέρων (VEuth 29 (4614)) προσάγω (High) τὴν θυσίαν προσάγων (SymMet VΕuthym 80 (664Β))

πρόσωπον (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) ὄψις ἡ (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

πρότερον (Low)πρότερον εἴπομεν (431 (3923)) ἄνωθεν (High) ἐρρέθη ἄνωθεν (NChonChron 1039)

πρότερον (15132 (2907)) ἄνωθεν (High) ἄνωθεν (NChonChron 48339)

τὸ πρότερον (1828 (34012)) πρίν (High) τὸ πρὶν (NChonChron 55670)

πρότερον (1441 (2546)) πρώην (Both) πρώην (NChonChron 43147)

πρότερον ἔκλεψαν (15106 (28714)) φθάνω (Both) φθάσαντες ἐκλοποφόρησαν (NChonChron 47938)

πρότερον hellip αὖθις δὲ πάλιν (Low)πρότερον hellip αὖθις δὲ πάλιν (652 (8020)) νῦν μέν νῦν δέ (High) νῦν μὲν hellip νῦν δὲ (NChonChron 17156-57)

πρότερος (Low)τῆς προτέρας προθέσεως (211711 (38410)) πρώην (Both) τῆς πρώην προθέσεως (NChonChron 62521)

προτίθημι (Both)σουπεδίων προτεθέντων (1821 (33713)) παραφέρω (High) παρενηνεγμένων σκιμπόδων (NChonChron 55152)

πρότιμος (Low)ἡ ἀλήθεια προτιμοτέρα (1877 (34536)) φίλος (Ambiguous) ἡ ἀλήθεια φιλτέρα (NChonChron 5648)

προτρέπομαι (Low)καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( ἐπιτάσσω (High) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

Προυσηνός (Low)οἱ Προυσηνοὶ δὲ (2184 (37020)) Προυσαῖος (High) οἱ δὲ Προυσαῖοι (NChonChron 60324)

πρόφασις (Low)πρόφασιν εὑρόντες εὐπρόσωπον (2121 (35913 προσωπεῖον (High) χρησαμένων προσωπείῳ εὐτυπώτῳ (NChonChron 58664)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 225 of 284

πρώην (Both)πρώην τοὺς πρώην τυράννους (1119 (1742)) πώποτε (High) τυράννους τοὺς πώποτε (NChonChron 32118)

ταῶν πρώην βασιλευσάντων (15106 (28710)) πώποτε (High) ἄρχω τοῖς πώ ποτε ἄρξασι (NChonChron 47933)

πρωΐ (Low)τὸ πρωΐ (14212 (24830)) νέωτα (High) ἐς νέωτα (NChonChron 42330)

πρωταίτιος (Low)πρωταίτιον ταῆς ἐπιβουλῆς (15113 (28821)) πρωτουργός (High) πρωτουργὸν τοῦ συστρέμματος (NChonChron 48180)

πρώτιστος (Low)τὸ πρώτιστον τῶν καλῶν (1612 (30422)) κράτιστος (High) καλοῦ κρατίστου (NChonChron 50330)

πρωτομάστωρ (Low)πρωτομάστορα (21179 (38321)) ἐργεπείκτης (High) ἐργεπείκτην (NChonChron 62491)

πρῶτον (Ambiguous)πρῶτον (1112 (1715)) πρῶτα (High) πρῶτα (NChonChron 3179)

τότε πρῶτον ταχθὲν (15106 (28629)) πρώτως (High) τότε καινισθὲν πρώτως (NChonChron 47816)

πρῶτον ἀλαζονευόμενος (2712 (1811)) τὰ πρῶτα (High) κἂν ὑπερεφρόνει τὰ πρῶτα (NChonChron 6595)

πρῶτον μὲν ἔδοξε (438 (4127)) τὰ πρῶτα (High) δόξας τὰ πρῶτα (NChonChron 10723)

τὸ πρῶτον (441 (428)) τὰ πρῶτα (High) τὰ πρῶτα (NChonChron 10841)

πρῶτος (Both)τὴν μὲν πρώτην (1411 (2452)) πρεσβύτερος (High) τὴν πρεσβυτέραν (NChonChron 41993)

πρῶτος εἰμί (Low)πρῶτος ἦν (1613 (3055)) πρωτιστεύω (High) ἐπρωτίστευεν (NChonChron 50350)

Πύλη (Low)πρὸς τὴν Πύλην (21122 (37412)) Πύλος (High) πρὸς Πύλον (NChonChron 6109)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 226 of 284

πυροειδής (Low)λίθοι πυροειδεῖς (2122 (35922)) πυρόεις (High) λίθοι πυρόεντες (NChonChron 58674)

πωλέω (Low)ἐπώλουν (1828 (34014)) πρατήριον (High) προύβαλλον εἰς πρατήριον (NChonChron 55673)

πῶς (Low)βλέπεις πῶς 1554 (2763) (1554 (2763)) ὡς (Both) ὁρᾷς ὡς (NChonChron 46258)

ῥαθυμέω (Low)ἐραθύμησαν (2185 (37032)) ῥᾳθύμως (High) ῥᾳθύμως εἶχον (NChonChron 60436)

ἐραθύμησεν ἀπὸ τῆς ἧς εἶχεν ὁρμῆς καὶ ἐνεχά ὑποχαλάω (High) ὑπεχαλάσθη τοῦ συντόνου τῆς ὁρμῆς (NChonChron 43719)

ῥάθυμος (Low)ῥαθύμους (1811 (33612)) ἀνειμένος (High) ἀνειμένους (NChonChron 54910)

ῥάσον (Low)ῥάσα φορῶν (14211 (24820)) ῥακενδύτης (High) ῥακενδύτης (NChonChron 42318)

τὰ ῥάσα (14219 (2511)) σχῆμα (High) σχῆμα (NChonChron 42717)

ῥέω (Low)ῥέων (ὁ ποταμὸς) (6111 (7026)) προρρέω (High) προρρέων (ὁ Ἴστρος) (NChonChron 15580)

ῥήξ (Low)τοῦ ῥηγὸς (1012 (1479)) ἀρχή (Both) τοῦ τὴν ἀρχὴν διέποντος (NChonChron 27514)

τὸν ῥῆγα Σερβίας (3111 (3321)) δυναστεύω (High) τὸν Σερβίας δυναστεύοντα (NChonChron 9229)

τὸν ῥῆγα τῆς Ἀρμενίας (42 (3915)) κατάρχων (High) ἐκ τοῦ τῶν Ἀρμενίων κατάρχοντος (NChonChron 1033)

ῥίπτέω (Low)τράπεζαν εἰς γῆν ῥιπτουμένην (1426 (2482)) βάλλω (Ambiguous) τράπεζαν βαλλομένην ἔραζε (NChonChron 42290)

ῥίπτομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 227 of 284

κατὰ τὸν ποταμὸν ῥίπτονται (1114 (229)) ἀκοντίζομαι (High) κατὰ τοῦ ὕδατος ἀκοντίζονται (NChonChron 2960)

ῥιπτόμενον (445 (4233)) ἀνατρέπομαι (High) ἀνατρεπόμενον (NChonChron 10975)

ῥίπτω (Low)ῥιφῆναι (1421 (24521)) ἀκοντίζω (High) ἀκοντισθῆναι (NChonChron 42022)

ῥίπτει αὐτὸν κατὰ γῆς (562 (6026)) ἀνατρέπω (High) ἀνατρέπει τοῦτον τοῦ ἵππου (NChonChron 13822)

εἰς γῆν ἔρριψεν (7126 (8824)) βάλλω (Ambiguous) εἰς γῆν ἔβαλε (NChonChron 18419)

ῥόγα (Low)εἰς ῥόγαν καὶ εὐεργεσίαν (1224 (2014)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

ῥογεύω (Low)ἐρόγευσε καὶ ἐφιλοτιμήσατο (1224 (2013)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

ῥογευθῶσι (1221 (20015)) στρατολογέω (High) στρατολογηθησόμενοι (NChonChron 35635)

ῥοῦχον (Low)ῥοῦχα (26924 (1512)) ἱματισμός (High) ἱματισμούς (NChonChron 45423)

τὸ ῥοῦχον (121013 (21931)) χλανίς (High) τῆς χλανίδος (NChonChron 38427)

-ρσ- (Low)μυρσίνη (1441 (25411)) -ρρ- (High) μυρρίνη (NChonChron 43153)

ῥύμη (Low)τὰς ῥύμας (214 (36431)) ἀγυιά (High) τὰς ἀγυιὰς (NChonChron 59486)

τάς τε ῥύμας καὶ τὰς στράτας (441 (4211)) ἀγυιά (High) τὰς ἀγυιὰς καὶ ἀμφόδους (NChonChron 10846)

αἱ ῥύμαι (437 (4118)) ἄμφοδος (High) αἱ ἄμφοδοι (NChonChron 10711)

Ῥῶσοι (Low)μετὰ τῶν Ῥώσων (3112 (345)) Ῥώς οἱ (High) τοῖς Ῥὼς (NChonChron 9249)

σαγίτα (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 228 of 284

ὅσον μὴ σώζειν σαγίταν βέλος (High) ὅσον μὴ εἶναι βέλους ἐντός (NChonChron 61514)

ἐμπεπηγμένας σαγίτας (7122 (8725)) ὀϊστός (High) ἐμπεπηγότας ὀϊστούς (NChonChron 18370)

σαθρόομαι (Low)σεσαθρωμένον (1117 (1733)) κάμνω (Ambiguous) καμὸν (NChonChron 32073)

σάκκος (Low)εἰς σάκκον βαλὼν (15113 (28820)) ἐνσακκεύω (High) ἐνσακκεύσας (NChonChron 48179)

σανδάλιν (Low)σανδάλια (1824 (33821)) ἁλιάς (High) ἁλιάδων (NChonChron 5531)

εἰς σανδάλιον ἐμβαλὼν (1941 36324) λεμβάδιον (High) λεμβαδίῳ ἐνθέμενος (NChonChron 57151)

σανδάλιν (1826 (33922)) ναῦς (High) νῆα (NChonChron 55446)

Σάος (Low)ἀμὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349) Σάουβος (High) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

τὸν Σάον (3113 (347)) Σάουβος (High) τὸν Σάουβον (NChonChron 9250)

ὅ τε Σάος ποταμὸς (617 (6919)) Σάουβος (High) Σάουβος (NChonChron 15320)

Σαρακηνός (Low)Σαρακηνὸς (477 (5021)) Ἄγαρ (High) τῆς Ἄγαρ ἀπόγονος (NChonChron 11957)

ἦν δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Σαρακηνοῦ (477 (5026)) Ἀγαρηνός (High) ἦν δὲ σκοπὸς τῷ Ἀγαρηνῷ (NChonChron 11966)

σείω (Low)σείσας αὐτὸν (121013 (21931)) διασοβέω (High) διασεσοβηκὼς (NChonChron 38427)

σέλα (Low)ἀπὸ τῆς σέλας κάτω φερόμενον (445 (431)) ἀστράβη (High) ἀστράβης ἐκσφαιρίζομενον (NChonChron 10976)

Σέρβος (Low)Σέρβοι (1453 (2563)) βάρβαρος (High) βάρβαροι (NChonChron 43430)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 229 of 284

σημεῖον (High)σημεῖα (121014 (2201)) διοσημία (High) διοσημίαι (NChonChron 38429)

σημεῖα ἐξ οὐρανοῦ θεωρῶν (1151 (726)) οἰωνός (High) οἰωνοὺς ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν (NChonChron 3822)

τὰ σημεῖα (447 (4331)) σημαντικός (High) τὰ σημαντικὰ (NChonChron 11016)

σημειόω (Low)σημειώσασα (1373 (2359)) διασαφέω (Ambiguous) διασαφήσασα (NChonChron 40638)

σίγνον (Low)μετὰ σταυρικῶν σημείων καὶ σίγνων (2182 (3 σημεῖον (High) μετὰ σταυρικῶν σημείων (NChonChron 6022)

σίδηρον (Low)τὰ σίδηρα λαβόντες (653 (8028)) ἄγκυρα (High) τὰς άγκύρας ἀνίμησαν (NChonChron 17272)

πέμπεται μετὰ σιδήρων (413 (3828)) δέσμιος (Low) ἀναπεμπόμενον δέσμιον (NChonChron 10172)

ἐν σιδήροις (472 498) πέδη (High) ἐν πέδαις (NChonChron 11791)

μετὰ σιδήρων διπλῶν (439 (422)) ποδοπέδη (High) ποδοπέδαι σιδηραῖ διπλαῖ (NChonChron 10835)

σιδηρόομαι (Low)τὰς πόδας σιδηρωθεὶς (1876 (34530)) ἀσφαλίζομαι (High) σιδήρῳ τὰς πόδας ἀσφαλισθεὶς (NChonChron 5641)

σιτηρέσιον (High)τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (744)) ὀψώνιον (High) τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16042)

σιωπάω (Low)σιωπᾶν (1422 (24621)) ἀτρεμέω (High) ἀτρεμεῖν (NChonChron 42143)

σιωπῆσαι (2114 (3595)) σιωπή (Both) σιωπὴν ἑλέσθαι (NChonChron 58553)

σιωπή (Both)σιωπῆς (615 (696)) σιγή (Ambiguous) σιγὴν (NChonChron 1524)

σκαλπέτιον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 230 of 284

σκαλπέτια (1112 (17110)) πεδιλορράφος (High) πεδιλορράφους (NChonChron 31716)

Σκάμανδρος (Low)περὶ τὸν Σκάμανδρον (15121 (2896)) Αἰγαῖος (High) κατὰ τὸ Αἰγαῖον (NChonChron 4825)

Σκάμανδρος ἡ (Low)εἰς τὸν τῆς Σκαμάνδρου τόπον (3102 (3318)) Ἀγαιοπελαγίτης (High) κατὰ τὴν τῶν Ἀγαιοπελαγιτῶν χώραν (NChonChron 9127)

σκάπτω (Low)σκάψας μετὰ τῶν χερῶν (436 (416)) διαμάομαι (High) ταῖς χερσὶ διαμησάμενος (NChonChron 10691)

σκεπάζω (Both)σκεπαζόμενον (445 (432)) ἐνθάπτω (High) ἐνεθάπτετο (NChonChron 10978)

σκεπαζόμενος (1011 (1473)) συσκιάζω (High) συσκιαζόμενος (NChonChron 2759)

σκέπαρνον (Low)ἀντὶ σκερπάνου (436 (416)) σκαλίς (High) ὡς ἀμάλαις καὶ σκαλίσι (NChonChron 10691)

σκεπασμένος (Low)σκεπάζομαι καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (182 ὑπόστεγος (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

σκέπτομαι (Low)ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) διασκοπέομαι (High) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

σκέπω (Low)σκέπεται καὶ διαφυλάττεται (14212 (24825)) φρουρέω (High) φρουρούμενος (NChonChron 42323)

σκεῦος (Both)τὰ σκεύη (15106 (2875)) ἀνάθημα (High) ταῶν ἀναθημάτων (NChonChron 47827)

σκίασμα (Low)νεκροῦ σκίασμα (438 (4128)) ἴνδαλμα (High) νεκύων ἀμενηνὸν ἴνδαλμα (NChonChron 10724)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 231 of 284

σκιρτάω (Low)σκιρτήσουσι (1441 (2548)) ἐξάλλομαι (High) ἐξαλοῦνται (NChonChron 43150)

σκοπεύω (Low)ἐσκόπευε (1841 (3411)) καιροφυλακέω (High) ἦν καιροφυλακῶν (NChonChron 55693)

σκοπέω (Low)κατὰ νοῦν σκοπὴσας ὡς (512 (5316)) ἀναπολέω (High) κατὰ νοῦν ἀναπολήσας ὡς (NChonChron 12769)

σκοπός (Both)τὸν σκοπὸν αὐτοῦ (1151 (727)) πρόθεσις (High) τῆς προθέσεως (NChonChron 3824)

σκορπίζομαι (Low)τὰ στρατεύματα ἐσκορπίσθησαν (3112 341 ( διαλύομαι (High) τῶν βαρβάρων διαλυθέντων (NChonChron 9243-44)

σκορπίζονται (1933 3633) διασκίδναμαι (High) διασκίδνανται (NChonChron 57028)

τῶν στρατιωτῶν σκορπισθέντων (1877 (3465) διασπείρομαι (Low) πάντων διασπαρέντων (NChonChron 56413)

σκορπίζω (Low)τὰ στρατεύματα διαλυθέντα ἐσκόρπισαν (311 διαλύομαι (High) τῶν βαρβάρων διαλυθέντων (NChonChron 9243-44)

σκοτεινός (Low)σκοτεινὸν (2131 (36015)) ζοφώδης (High) ζοφώδη (οἰκίαν) (NChonChron 5874)

σκοτίζομαι (Low)πολλοὶ γὰρ σκοτιζόμενοι (6114 (7132)) σκοτοδινιάω (High) πολλοὶ τοίνυν σκοτοδινιῶντες (NChonChron 15734)

σκοτίζω (Low)σκοτισθεὶς (15113 (28826)) πίμπλημι (High) σκοτοδίνης πλησθεὶς (NChonChron 48187)

σκοτισθεὶς (15113 (28826)) σκοτοδίνη (High) σκοτοδίνης πλησθεὶς (NChonChron 48187)

σκοτώνω (Low)σκοτώσαντες (7128 (898)) ἀποκτείνω (High) ἀπεκτονότες (NChonChron 18537)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 232 of 284

σκουτάριον (Low)τὸ σκουτάριν (6114 (7120)) ἀσπίς (High) ἡ ἀσπὶς (NChonChron 15619)

τὸ σκουτάριν (7122 (8724)) θυρεός (High) τὸν θυρεόν (NChonChron 18369)

μετὰ τοῦ σκουταρίου δοὺς αὐτῶ (562 (6025)) θυρεός (High) κατὰ τοῦ θυρεοῦ βαλὼν (NChonChron 13822)

τοῦ σκουταρίου (562 (6027)) θυρεός (High) θυρεὸς (NChonChron 13826)

τὸ σκουτάριον (445 (432)) σάκος (High) τῷ σάκει (NChonChron 10978)

σμίγομαι (Low)πάλιν σμιγέντες (6114 (7126)) συμπίπτω (High) αὖθις συμπεσόντες (NChonChron 15627)

σούδα (Low)σούδα (1112 (123)) τάφρος (High) τάφρος (NChonChron 2719)

σουλτάν (Low)ὁ σουλτὰν (1423 (24623)) Περσάρχης (High) ὁ Περσάρχης (NChonChron 42144)

σουλτάνος (Low)τοῦ σουλτάνου (633 (7411)) ἀμηρᾶς (High) ὁ τῆς Αἰγύπτου ἀμηρᾶς (NChonChron 16153)

σουπέδιον (Low)σουπεδίων (1821 (33712)) σκίμπους (High) σκιμπόδων (NChonChron 55152)

σπάθη (Low)τὰς σπάθας ἀνὰ χεῖρας δεξάμενοι (6114 (712 μάχαιρα (Both) μαχαίρας ἐσπάσαντο (NChonChron 15627)

σπάθην περιζωσάμενος (434 (4024)) μάχαιρα (Both) μάχαιραν διαζωσάμενος (NChonChron 10558)

σπάθης (1425 (24720)) μάχαιρα (Both) μάχαιραν (NChonChron 42277)

μετὰ σπάθης (7126 (8828)) ξίφος (High) τὸ ξίφος σπασάμενος (NChonChron 18423)

μετὰ σπάθης (3111 (3330)) ξίφος (High) τῷ ξίφει (NChonChron 9241)

σπάθας γυμνώσαντες (1334 (2295)) ξίφος (High) ξίφη γυμνώσαντες (NChonChron 3974)

μετὰ σπάθης (21172 (38123)) ξίφος (High) ξίφεσιν (NChonChron 62116)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 233 of 284

μετὰ σπάθης (288 (212)) ξίφος (High) τῶν ξιφῶν (NChonChron 7157)

ὅθεν τὴν σπάθην γυμνώσας (434 (4030)) ξίφος (High) οὐκοῦν τὸ ξίφος γυμνώσας (NChonChron 10566)

τὴν σπάθην φέροντα (1456 (25710)) ξίφος (High) τὸ ξίφος γυμνοῦντα (NChonChron 43681)

σπαρτζάμιον (Low)σπαρτζάμια (7128 (8910)) ἀγλάϊσμα (High) ἐπαυχενίοις ἀγλαΐσμασι ἐκ τριχῶν (NChonChron 18543-44)

σπάω (Low)τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἔσπασαν (1429 (24816)) διαφθείρομαι (Both) τὰ ἐντὸς διεφθάρη (NChonChron 42313)

σπείρω (Low)ἐσπαρμένοι (1429 (24811)) σπαρτός (High) σπαρτοὶ (NChonChron 4237)

σπουδαιότερον (Low)σπουδαιότερον ὥρμησεν (414 (397)) ἐπιτείνω (High) τὴν πορείαν ἐπέτεινεν (NChonChron 10284)

σπουδή (Both)μετὰ σπουδῆς ὑπέστρεψεν (244 (1212)) ἐναγωνίως (High) ἐναγωνίως ἀνέζευξεν (NChonChron 5356)

ἡ σπουδὴ (447 (4319)) ῥοπή (High) ἡ ὀξεῖα ῥοπή (NChonChron 1103)

-σσ- (Low)τὸν ὑποτασσόμενον αὐτῶ λαὸν (1811 (33611) -ττ- (High) τὸ ὑπrsquo ἐκεῖνον ταττόμενον (NChonChron 5499)

παραθαλασσίους (15121 (2895)) -ττ- (High) παραθαλαττίους (NChonChron 4824)

τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) -ττ- (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

πλὴν τεσσάρων (15132 (2901)) -ττ- (High) πλὴν τεττάρων (NChonChron 48334)

σταγών (Low)ὡσεὶ σταγὼν ὕδατος (1822 (33721)) ῥανίς (High) ὡσεὶ καὶ ῥανίς (NChonChron 55161)

σταλαγμός (Low)σταλαγμὸν τινὸς ὕδατος (1612 (30422)) λιβάς (High) βραχεῖά τις ὕδατος λιβάς (NChonChron 50331)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 234 of 284

στάσιμος (Low)οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων στάσιμον (21123 (374 πεττευτός (High) πεττευτὰ τὰ ἀνθρώπινα (NChonChron 61121)

στέμμα (Low)φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία κόσμος (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

στέμμα (26925 (1512)) στέφος (High) στέφος (NChonChron 45424)

στέμμα χαλκοῦν (15113 (28822)) στέφος (High) στέφος ἐκ χαλκοῦ (NChonChron 48181)

στενάζω (High)στενάξας εἶπε (121013 (21926)) ὑποστενάζω (High) ὑποστενάξας εἴρηκε (NChonChron 38422)

στενός (Both)στενὸς περίορος (1612 (30419)) εὐπερίληπτος (High) εὐπερίληπτος περίοδος (NChonChron 50327)

τὸ στενὸν (7122 (8733)) στενόπορος (High) τὸ στενόπορον (NChonChron 18382)

στενωπός (Low)στενωπῶν ὁδῶν (7121 (8716)) δυσπάροδος (High) δυσπαρόδων ὁδῶν (NChonChron 18359)

στέργω (Low)στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (33636)) πέρας (High) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι (NChonChron 55038)

στερεός (Low)τοῦ στερεοῦ συντάγματος (6114 (7133)) ἀρραγής (High) τοῦ ἀρραγοῦς συντάγματος (NChonChron 15736)

τείχη στερεά (1611 (30412)) ἀρραγής (High) τείχει ἀρραγεῖ (NChonChron 50220)

στερεοὶ κριταὶ (1564 (27731)) ἀσφαλής (Both) ἀσφαλὴς διαιτητής (NChonChron 46648)

τόπος στερεός (21124 (37428)) ἐπίμαχος (Ambiguous) ἐπίμαχος ὁ χῶρος (NChonChron 61135)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) ἐχυρός (High) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

στερεόω (Low)τὴν εἰρήνην ἐστερέωσαν (6321 (793)) κρατύνω (High) τὴν εἰρήνην ἐκράτυναν (NChonChron 16878)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 235 of 284

στερέω (Both)ἐστερημένα ἀνδρῶν (15121 (28916)) κενόω (High) κεκενωμένας τοῦ ναυτικοῦ (NChonChron 48217)

ἐστερημένα ἀνδρῶν (15121 (28916)) κενόω (High) κεκενωμένας τοῦ ναυτικοῦ (NChonChron 48217)

στῆθος (Low)ἕως στήθους καὶ σφονδύλου (7124 (8812)) ἰξύς (High) ἕως ἰξύος καὶ τραχήλου (NChonChron 1842)

στήλη (Low)στῆλαι ὑψούμεναι (6117 (7218)) δρύφακτον (High) δρύφακτα παρυψούμενα (NChonChron 15864)

στολή (Low)βασιλικὴν στολὴν (14213 (24910)) τήβεννα (High) τήβενναν (NChonChron 42447)

στολίζω (Low)στολίζοντες (214 (3656)) περιτίθημι (High) περιετίθεσαν (NChonChron 59495)

στραβός (Low)κατὰ τὴν ὄψιν στραβὸς (1618 (32520)) στράβων (High) στράβων τὰς ὄψεις (NChonChron 53465)

στράτα (Low)ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 ellipsis (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

τάς τε ῥύμας καὶ τὰς στράτας (441 (4211)) ἄμφοδος (High) τὰς ἀγυιὰς καὶ ἀμφόδους (NChonChron 10846)

αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) ἄμφοδος (High) αἱ ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55548)

τὴν στράταν (7121 (8717)) δίοδος (High) τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

διὰ τῆς αὐτῆς στράτας διrsquo ἧς (1432 (25212)) ἐκείνη (High) διrsquo ἐκείνης διrsquo ἧς (NChonChron 42975)

τὰς δυσβάτους στράτας (7120 (8710)) ὁδός (Low) τὰς ἐπισφαλεῖς ὁδούς (NChonChron 18250)

τῆς πρὸς Συρίαν στράτας ἐφέρετο (1151 (729) ὁδός (Low) τῆς πρὸς Συρίαν ὁδοῦ εἴχετο (NChonChron 3927)

στράταν (1435 (25314)) πάροδος (Ambiguous) τῇ παρόδῳ (NChonChron 43020)

ταῖς στράταις (478 (5112)) τρίοδος (High) τῶν τριόδων (NChonChron 12087)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 236 of 284

στρατεία (High)στρατείαν παραλαβὼν (1661 (3142)) στράτευμα (Both) παρειληφὼς στράτευμα (NChonChron 5186)

στράτευμα (Both)τὰ στρατεύματα (21143 (37631)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 61515)

τὰ στρατεύματα (414 (394)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 10178)

μετὰ τοῦ στρατεύματος (617 (6918)) δύναμις (Both) μετὰ τῶν δυνάμεων (NChonChron 15319)

τὰ στρατεύματα (618 (6921)) ἴλη (High) τὰς ἴλας (NChonChron 15322)

στρατευμάτων (633 (7411)) ἴλη (High) ἰλῶν (NChonChron 16150)

ἦν μετὰ στρατεύματος (7118 (873-4)) στρατιά (Both) ἀπέσταλτο μετὰ στρατιᾶς (NChonChron 18240)

τὸ καβαλλαρικὸν στράτευμα (1113 (216)) στρατιά (Both) τὴν εὔιππον στρατιάν (NChonChron 2840)

στρατεύματος (1563 (27716)) στρατιά (Both) στρατιᾶς (NChonChron 46531)

ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( στρατιά (Both) τῷ τοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

προέμπεμψε τὰ στρατεύματα (447 (4327)) στρατόπεδον (High) προέμπεμψε τὰ στρατόπεδα (NChonChron 11011)

στράτευμα (1562 (27711)) σύνταγμα (High) σύνταγμα (NChonChron 46525)

τοῖς προελθοῦσι στρατεύμασιν (7128 (8916)) τάγμα (High) τοῖς προωδευκόσι τάγμασιν (NChonChron 18550)

τοῖς στρατεύμασιν (7127 (8831)) τάγμα (High) τοῖς τάγμασιν (NChonChron 18526)

ἔφθασε τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25 τάγμα (High) τοῖς προηγησαμένοις συναφθεὶς τάγμασιν (NChonChron 43

στράτευμα εὑρόντες (21178 (38317)) τάγμα (High) τάγμασι ἐγκύρσαντες (NChonChron 62487)

τἀ στρατεύματα (1453 (2562)) τάξις (Ambiguous) αἱ τάξεις (NChonChron 43429)

τὰ πεζικὰ στρατεύματα (2185 (3717)) τάξις (Ambiguous) τὰς πεζικὰς τάξεις (NChonChron 60447)

στρατηγία (Low)στρατηγίαν (631 (7321)) στρατεία (High) στρατείας (NChonChron 15918)

στρατηγός (Ambiguous)μεταχειρίζεσθαι τοὺς στρατηγοὺς (1455 (256 ἀρχηγός (Ambiguous) ὑποποιεῖσθαι τοὺς ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

στρατιά (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 237 of 284

τὸ περισσότερον τῆς στρατιᾶς (1432 (25214)) στράτευμα (Both) τὸ δὲ πλεῖον τοῦ στρατεύματος (NChonChron 42977)

τὴν στρατιὰν (447 (4316)) στρατόπεδον (High) τὸ στρατόπεδον (NChonChron 11095)

τῆς στρατιᾶς (619 (6932)) φάλαγξ (High) τῆς φάλαγγος (NChonChron 15338)

στρατιώτης (Low)στρατιώτας περισυνάξαντες (1114 (225)) ὁπλιτεύω (High) τοὺς ὁπλιτεύοντας συνειλόχασιν (NChonChron 2955)

παρὰ τῶν στρατιωτῶν (1877 (3463)) ὁπλοφόρος (High) πρὸς τῶν ὁπλοφόρων (NChonChron 56411)

στρατιωτικός (Both)στρατιωτικῆς δυνάμεως (6111 (7011)) πολέμιος (Both) πολεμίου ἀλκῆς (NChonChron 15459)

πεῖραν στρατιωτικήν (1613 (30427)) πόλεμος (Both) ἐν πείρᾳ πολέμων (NChonChron 50336)

στρατιωτικὴν ἐπιχειροῦντας μέθοδον (21142 ( στρατηγικός (High) μεθόδοις χρωμένους στρατηγικαῖς (NChonChron 61494)

στρατός (Low)τὸν στρατὸν (619 (6930)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 15335)

μετὰ ὀλίγου στρατοῦ (622 (737)) δύναμις (Both) μετὰ δυνάμεως (NChonChron 15993)

πλῆθος στρατοῦ (1113 (29)) ὁπλιτικόν (High) πλεῖστον ὅσον ὁπλιτικόν (NChonChron 2832)

πλέον στρατὸν (2178 (36913)) στράτευμα (Both) τοῦ παρrsquo ἐκείνῳ στρατεύματος (NChonChron 60175)

στρατός (1581 (28128)) στράτευμα (Both) στράτευμα (NChonChron 4716)

στρατός (1613 (30431)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 50341)

στρατὸν (2175 (36819)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 59932)

τὸν στρατὸν (6111 (7010)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 15458)

στρατοῦ (1423 (24628)) στράτευμα (Both) στρατεύματος (NChonChron 42150)

μετὰ καὶ στρατοῦ ἱκανοῦ (2177 (3693)) στρατιά (Both) μοῖραν τῆς στρατιᾶς (NChonChron 60058)

διαπερᾶν τὸν στρατὸν (2712 (1810)) στρατιά (Both) τὴν στρατιὰν διαπορθμεύειν (NChonChron 6595)

στρέφομαι (Low)στράφηθι (1581 (28131)) ἀναστρέφω (High) ἀνάστρεφε (NChonChron 47110)

ἐστράφησαν (1453 (2563)) ἐγκλίνω (High) ἐνέκλιναν (NChonChron 43429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 238 of 284

ἐστράφησαν (2183 (37019)) μεθίσταμαι (High) ἐκεῖθεν μεθίστανται (NChonChron 60323)

ὁ σύντομος συντομώτερον στραφῆναι (1431 ( μετάβασις (High) ὀξεῖαν μετάβασιν ποιῆσαι (NChonChron 42974)

στραφεὶς (14219 (2514)) μεταστρέφω (Ambiguous) μεταστραφέντα (NChonChron 42720)

ἄνω καὶ κάτω στρεφόμενος (1812 (33618)) συστρέφομαι (High) συστρεφόμενος (NChonChron 54916)

στρέφεται τὸ Ῥωμαϊκὸν σύνταγμα (1112 (119 ὑπονοστέω (High) ὑπονοστεῖ τὸ Ῥωμαϊκὸν (NChonChron 2712)

στρέφω (Low)τὸ χαλινὸν στρέψας (42 (3919)) μεταστρέφω (Ambiguous) τὰ χαλινὰ μεταστρέψας (NChonChron 1035)

στῦλος (Low)στύλους (21143 (3772)) ὑπέρεισμα (High) ὑπερείσματα (NChonChron 61520)

συγγενής (Both)τοὺς συγγενεῖς (474 (4930)) αἷμα (High) τοῖς ἐκ γένους ἐκείνῳ καὶ αἵματος (NChonChron 11823)

οἱ συγγενεῖς (434 (4019)) αἷμα (High) οἱ καθ᾽ αἷμα (NChonChron 10450)

τῶν συγγενῶν αὐτῆς (1821 (33719)) γένος (Ambiguous) τοὺς τὸ γένος εἰς αὐτὴν ἀναφέροντας (NChonChron 55159)

συγγενεῖς (1812 (33622)) γένος (Ambiguous) τοὺς γένει προσήκοντας (NChonChron 55020)

ἔπεμπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς (15113 (28820)) οἰκεῖος (Both) ἐκπέπομφε τοῖς οἰκείοις (NChonChron 48178)

συγγενῶν (1118 (17312)) προσγενής (High) προσγενῶν (NChonChron 32086)

τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 (33630)) συγγενές τό (High) τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

οἱ τοῦ βασιλέως συγγενεῖς (1462 (25814)) συνάπτομαι (High) οἱ ὅσοι τῶ βασιλεῖ καθ᾽ αἶμα συνήπτοντο (NChonChron 438

συγγράφομαι (Low)ἵνα συγγράψωμαι (2131 (36013)) συνείρω (High) ἵνα συνείρω (NChonChron 5871)

συγκάθεδρος (Low)συγκάθεδρος ἐγένετο (1813 (3377)) συνεδρία (High) συνεδρίας ἠξίωται (NChonChron 55146)

συγκάθημαι (Low)συνεκάθηντο μετὰ τῶν βασιλέων (1821 (3371 συνεδριάζω (High) τοῖς βασιλεῦσι συνηδρίαζον (NChonChron 55152)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 239 of 284

σύγκειμαι (Low)ἄλλοτε δὲ μετὰ τῆς Εὐδοκίας συνέκειτο (434 ( συμπλέκομαι (Both) τῇ γυναικὶ συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

συγκοινωνός (Low)συγκοινωνός (1813 (3378)) κοινωνός (High) κοινωνὸς (NChonChron 55147)

συγκολλάω (Low)πέτραι συγκεκολλημέναι ἀλλήλαις (1611 (304 συμπτύσσω (High) πέτραι συνεπτυγμέναι ἀλλήλαις (NChonChron 50215)

συγχωρέω (Low)συγχωρῶν (1225 (20111)) ἀφίημι (Both) ἀφιεὶς (NChonChron 35759)

συζεύγνυμι (Low)πλοιάρια συζεύξας (1142 (718)) ζεῦγμα (High) ζεῦγμα διὰ τούτων ἐργασάμενος (NChonChron 386)

συλλαμβάνω (Both)συλλαμβάνουσι τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 ( χειρόω (High) χειροῦται τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

συμβαίνω (Both)τὰ συμβάντα (14218 (25023)) συμπίπτω (High) τὰ συμπίπτοντα (NChonChron 4268)

συμβάλλω (Low)συμβαλόντες (475 (502)) συρρήγνυμαι (High) συρραγέντες (NChonChron 11827)

συμβάν (Both)συμβάντα (26927 (1512)) ξυνενεχθέν (High) ξυνενεχθέντα (NChonChron 45427)

συμβιβάζομαι (Low)συνεβιβάσθησαν καὶ συνεφώνησαν (15122 (2 συμβαίνω (Both) συνέβησαν (NChonChron 48227)

συνεβιβάζετο (413 (3826)) συντίθεμαι (Both) συντιθέμενος (NChonChron 10169)

συμβίβασις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 240 of 284

διὰ φιλίας καὶ συμβιβάσεως (42 (3911)) ὁμολογία (High) διrsquo ὁμολογίας καὶ φιλιώσεως (NChonChron 10289)

συμβιβάσεις (4713 (5230)) σπονδή (High) σπονδάς (NChonChron 12361)

εἰς συμβιβάσεις μετακαλεῖτο (1661 (3149)) σύμβασις (High) ἐς ξυμβάσεις προσκαλούμενος (NChonChron 51817)

συμβουλεύομαι (Low)συνεβουλεύσατο (14214 (24920)) κοινολογέομαι (High) κοινολογεῖσθαι (NChonChron 42558)

συνεβουλεύοντο τὰ πρόσφορα (1462 (25811)) συνομιλέω (Ambiguous) συνομιλῶν βασιλεῖ τὰ πρόσφορα (NChonChron 43831)

συμβουλεύω (Low)συμβουλεῦον τὰ καλὰ (1823 (3386)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγουμένῳ τὰ λῴονα (NChonChron 55278)

συνεβούλευε φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) ὑποτίθημι (High) ὑπετίθει ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

συμβουλία (Low)ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παραινέσεων (1811 εἰσήγησις (High) εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

συμμαχία (Low)συμμαχίαν (3112 (344)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρίαν (NChonChron 9247)

φέροντες καὶ συμμαχίαν (21142 (37614)) ἐπίκουρος (High) συνεληλύθασι τούτοις ἐπίκουροι (NChonChron 61491)

τὴν τῶν Κομάνων συμμαχίαν (21141 (3764)) ἐπίκουρος (High) τὸ ἐκ Σκυθῶν ἐπίκουρον (NChonChron 61381)

συμμαχικός (Low)συμμαχικὸν στρατὸν (618 (6922)) συμμαχικόν το (High) τὸ συμμαχικὸν ξενολογήσαντες (NChonChron 15323)

συμμεθύω (Low)συνεμέθυε (1842 (34115)) συγκραιπαλάω (High) συνεκραιπάλα (NChonChron 55717)

συμμίγνυμαι (Both)συμμιγέντες (7123 (886)) συμβάλλομαι (High) συμβεβλημένοι (NChonChron 18490)

ἀνόμως τῷ Ἀνδρονίκω συνεμίγνυτο (432 (403 συνέρχομαι (Both) ἀνοσίως Ἀνδρονίκῳ συνήρχετο (NChonChron 10428)

θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ συνεμίγνυτο (4 συνουσιάζω (High) ἀδελφοῦ θυγατρὶ συνουσίαζεν (NChonChron 10435)

συνεμίγησαν ἀλλήλοις τὰ στρατεύματα (145 συρρήγνυμαι (High) συνερρώγεσαν αἱ τάξεις (NChonChron 43429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 241 of 284

συμμίγνυμι (High)συνέμιξαν τοῖς τοῦ βασιλέως (445 (4232)) συμπλέκομαι (Both) συνεπλέκοντο (NChonChron 10972)

συμμίγω (Low)συμμίγεσθαι ( 1012 (14711)) συγκατακλίνομαι (High) συγκατακλίνεσθαι (NChonChron 27516)

συμπλέκομαι (Both)τοῖς Τούρκοις συμπλέκεται (1112 (121)) συμμίγνυμαι (Both) τοῖς ἀντιπάλοις συμμίγνυνται (NChonChron 2716)

συμπλέκεσθαι (6114 (7116)) συρρήγνυμαι (High) συρρήγνυσθαι (NChonChron 15614)

συμπλοκή (High)τὴν συμπλοκὴν (2182 (36929)) ἐμβολή (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν (NChonChron 60294)

καὶ συμπλοκῆς γενομένης (1114 (228)) σύρρηξις (High) καὶ συρρήξεως γενομένης (NChonChron 2959)

συμποδίζομαι (Low)συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ συγκαταφέρομαι (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15113)

συμφέρον τό (Low)πρὸς τὸ ἑκάστου συμφέρον καὶ χρήσιμον (142 χρήσιμος (High) κατὰ τὸ ἑκάστῳ χρήσιμον (NChonChron 42450)

συμφθείρομαι (Low)ἐξαδέλφου παιδὶ συνεφθείρετο (432 (408)) συγκατάκειμαι (High) ἐξαδέλφου παιδὶ συγκατέκειτο (NChonChron 10436)

συμφορά (Low)λύπας καὶ συμφοράς ( 1119 (17328)) δεινόν (High) δεινοῖς (NChonChron 32116)

τὰς οἰκείας συμφορὰς κλαίοντες (1462 (25815 τύχη (High) τὰς οἰκείας τύχας ἀποκλαιόμενοι (NChonChron 43835)

συμφωνέω (Low)φωνὴ μὴ συμφωνοῦσα (2182 (3703)) ἀσύμφωνος (High) φωνὴ ἀσύμφωνος (NChonChron 6025)

συμφωνία (Low)προγεγονυίας συμφωνίας (1585 (28234)) ἐγγύησις (High) γαμικῶν ἐγγυήσεων (NChonChron 47352)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 242 of 284

σύμφωνος (Low)ὡς ἐκ συμφώνου (2185 (3712)) σύνθημα (High) ὡς ἀπὸ ἑνὸς συνθήματος (NChonChron 60441)

συν- (Low)μήπω δὲ τῆς συμμαχίας ἐλθούσης (21178 (383 ξυν- (High) μήπω δὲ τῆς ξυμμαχίας ἡκούσης (NChonChron 62480)

συνέβησαν (21141 (3761)) ξυν- (High) ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

συμβιβάσεις (1661 (3149)) ξυν- (High) ξυμβάσεις (NChonChron 51817)

συγκατακειμένω τῶ Ἀνδρονίκω (434 (4023)) ξυν- (High) ξυγκατακειμένῳ τῷ Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 10556)

συνάγομαι (Low)συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) ἀθροίζομαι (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει

ὡς γοῦν συνήχθησαν (412 (3810)) συναθροίζομαι (High) ὡς οὖν συνήθροιστο (NChonChron 10050)

συναχθῆναι (1312) συνέρχομαι (Both) συνελθεῖν (NChonChron 39435)

συνάγω (Both)συναχθέντες οὖν κατὰ γενεὰν (2123 (3606)) ἀγείρω (High) κατὰ συμμορίας τοίνυν ἀγειρόμενοι (NChonChron 58789)

τὰ οἰκεῖα συνάξαντες στρατεύματα (618 (692 ἀγείρω (High) τὰς οἰκείας ἴλας ἀγειράμενοι (NChonChron 15323)

συνάγει (7127 (893)) ἀθροίζω (High) ἀθροίζει (NChonChron 18531)

συναχθέντες (2121 (35913)) συγκροτέω (High) συγκροτηθέντων (NChonChron 58663)

κατάρτια συνῆγον (21179 (38320)) συλλέγω (High) ἱστοὺς ξυνέλεγον (NChonChron 62490)

συναχθέντων (1435 (25312)) συλλέγω (High) συνειλεγμένων (NChonChron 43019)

συνῆγε (15121 (28919)) συλλέγω (High) συνέλεγεν (NChonChron 48220)

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) συλλέγω (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

συνάξας (1113 (17112)) συναθροίζω (Both) συνηθροικώς (NChonChron 31822)

συναγωγή (Low)συναγωγὴ (1828 (34011)) συλλογή (High) ἡ συλλογὴ (NChonChron 55670)

συναθροίζω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 243 of 284

συναθροιζομένου (14223 (25132)) συλλέγω (High) συνειλεγμένου (NChonChron 42855)

συνακολουθέω (Low)συνακολουθησάντων αὐτῶ (2713 (1816)) ἐφομαρτέω (High) ἐφομαρτησάντων δὲ τούτῳ (NChonChron 6613)

συνηκολούθουν δὲ αὐτῷ (2177 (3697)) συνέπομαι (High) συνείποντο δέ οἱ (NChonChron 60165)

συναντάω (Low)συνήντησαν τῶ Ἀνδρονίκω (14214 (24922)) ἐντυγχάνω (High) ἐνέτυχον Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 42561)

τοῦτον συναντήσας (3113 (3412)) ὑφίσταμαι (High) τοῦτον ὑποστὰς (NChonChron 9356)

συνάπτω (High)συνάπτει πόλεμον μετὰ τοῦ σουλτὰν (475 (50 ἐκφέρω (High) ἐκφέρει κατὰ τοῦ σουλτὰν πόλεμον (NChonChron 11826)

συνδέω (Low)συνδέσαντες (214 (36433)) περιδέω (High) περιδέοντες (NChonChron 59489)

συνδρομή (Low)τῆ ἐκείνου συνδρομῆ (21182 (38437)) συναίρομαι (High) αὐτοῦ συναιρομένου (NChonChron 62650)

συνεξέρχομαι (Low)συνεξῆλθον οἱ αὐτοῦ καβαλλάριοι (444 (4231 συνέξειμι (High) συνεξίασι οἱ ἀμφrsquo αὐτὸν ἱππόται (NChonChron 10970)

συνεργέω (Low)συνεργῆσαι (112 (42)) συναίρομαι (High) συνάρασθαί οἱ (NChonChron 3232)

ὁ συνεργῶν αὐτῶ (14215 (24929)) συνίστωρ (High) ὁ συνίστωρ τούτῳ (NChonChron 42570)

συνερίζω (Low)τὸ συνερίζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι (445 (436)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλᾶσθαι (NChonChron 10984)

συνερίζων τὸν ἀναβάτην αὐτοῦ (443 (4227)) ἀνθαμιλλάομαι (High) ἀνθημιλλᾶτο τῇ τοῦ ἱππότου λαμπρότητι (NChonChron 109

συνέρχομαι (Both)συνελθόντων (7127 (8829)) συναλίζομαι (High) συναλισθέντων (NChonChron 18424)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 244 of 284

συνελθόντων ἑτέρων τῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους (1 συντρέχω (Both) συνδραμούσης συμμορίας τινῶν (NChonChron 55029)

συνεσκιασμένως (Low)συσκιάζομαι συνεσκιασμένως (15132 (2907)) ἀμυδρῶς (High) ἀμυδρῶς (NChonChron 48339)

συνευδοκέω (Low)συνευδόκει (1462 (25820)) ἐπευδοκέω (High) ἐπευδοκῶν (NChonChron 43842)

συνευδοκήσαντες (1521 (27026)) συνεπευδοκέω (High) συνεπηυδόκησαν (NChonChron 45560)

συνέχω (High)συσχεθεὶς (14210 (24819)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 42316)

συνήθεια (Low)συνήθεια χρόνω πολλῶ κρατηθεῖσα (1142 (7 ἔθος (High) χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος (NChonChron 3793)

ἀπὸ συνηθείας (15111 (2881)) εἴωθα (High) εἰώθει (NChonChron 48058)

ἀπὸ συνηθείας (6111 (7024)) ἕξις (High) ἕξιν (NChonChron 15577)

συνήθης (Both)σύνηθες γάρ ἐστιν αὐτοῖς (6114 (7130)) ἔθος (High) ἔθος δὲ αὐτοῖς (NChonChron 15631)

πάτριον καὶ συνήθην τροφὴν (214 (3658)) πάτριος (High) πάτριον ἐδωδὴν (NChonChron 5942)

σύνταξις (Low)τὰς συντάξεις (6110 (702)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 15443)

συντάξεων (1581 (28126)) δύναμις (Both) δυνάμεων (NChonChron 4715)

σύνταξιν στρατιωτικὴν ἔχοντες (21142 (37616 παράταξις (High) παρατάξει χρωμένους (NChonChron 61493)

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) φάλαγξ (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

σύνταξιν (1335 (22910)) φάλαγξ (High) φάλαγγα (NChonChron 39710)

συντάξεις (1454 (25621)) φάλαγξ (High) τὰς φάλαγγας (NChonChron 43551)

συντάσσω (Low)τὴν στρατιὰν συντάξας (3121 (3425)) διαστρατηγέω (High) διαστρατηγήσας τὸν πόλεμον (NChonChron 9374)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 245 of 284

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) ἐκτάσσω (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

συντάσσει τὸν στρατὸν πρὸς πόλεμον (619 (6 ἐκτάσσω (High) ἐκτάσσει τὰς δυνάμεις εἰς πόλεμον (NChonChron 15334)

εἰς τάξεις συντάξας (414 (394)) καθίστημι (High) εἰς τάξεις καταστήσας (NChonChron 10279)

τοὺς αὐτοῦ πάντας συνέταξε (2185 (37030)) παράταξις (High) ἡ ἱππὰς ἐς παράταξιν διατίθεται (NChonChron 60335)

συντίθεμαι (Both)εἰρηνεῦσαι συνέθετο (1662 (31416)) διατείνομαι (High) σπείσασθαι διετείνετο (NChonChron 51824)

ἡμέραν ποιῆσαι συντίθεται (442 (4217)) συνθηματίζομαι (High) παιδιᾶς ἡμέραν συνθηματίζεται (NChonChron 10854)

σύντομος (Low)συντομωτέρας ὁδοῦ (1432 (25213)) ἐπίτομος (High) ἐπιτομωτέραν (ὁδὸν) (NChonChron 42976)

συντόμως (Low)συντόμως (1559 (27639)) βραχύς (High) μετὰ βραχὺ (NChonChron 46413)

συντομώτερον στραφῆναι (1431 (25211)) ὀξύς (Ambiguous) ὀξεῖαν μετάβασιν ποιῆσαι (NChonChron 42974)

συντόμως πάλιν ἐπαναστρέφεται (112 (417)) ταχέως (High) ταχέως φιλυπόστροφος γίνεται (NChonChron 3251)

συντρέχω (Both)συνέτρεχον (1221 (2008)) συρρέω (High) συνέρρεον (NChonChron 35631)

συντρίβομαι (Low)συντριβεὶς (477 (517)) διαθρύπτομαι (High) διαθρυβεὶς (NChonChron 12081)

σύρω (Low)συρόμενον (6117 (7220)) ἕλκω (High) ἑλκόμενον (NChonChron 15868)

ἀπὸ τριχῶν συρόμενος (434 (4029)) ἐπισπάω (High) ἐπισπώμενον τῆς κόμης (NChonChron 10565)

ὄφις συρόμενον (21124 (37422)) ἑρπυστής (High) ὄφις ἑρπυστής (NChonChron 61128)

ἔσυρνεν αὐτὸν (7126 (8823)) ἐφέλκω (High) ἐφείλκε τοῦτον (NChonChron 18417)

συρόντων (1445 (2558)) μεθέλκω (High) μεθελκόντων (NChonChron 4331)

δεσμίους σύραντες (21172 (38119)) περιάγω (High) σχοινόδετοι περιαγόμενοι (NChonChron 62111)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 246 of 284

συσφίγγω (Low)ἦσαν συνεσφιγμένοι (1435 (25314)) συμπίλησις (High) διὰ τὴν συμπίλησιν (NChonChron 43021)

συχνά (Low)συχνά (1332 (22822)) συχνάκις (High) συχνάκις (NChonChron 39681)

συχνῶς (Low)συχνῶς βάλλειν (6114 (7117)) θαμά (High) θαμὰ βάλλειν (NChonChron 15616)

σφάττω (Low)σφάττουσι (472 (474)) ἀποκτείνω (High) ἀποκτενοῦσι (NChonChron 11787)

σφάττει αὐτὸν ἐκ τῶν ἱερέων τις (1425 (24720 ἀποσφάττω (Ambiguous) ἀποσφάττει τις τῶν ἱερέων (NChonChron 42276)

σφοδρός (Low)πυρετῶ σφοδρῶ (15106 (28718)) λάβρος (High) πυρετῷ λάβρῳ (NChonChron 47942)

σφοδρότης (Low)ὑπὸ τῆ σφοδρότητι τοῦ δόντος αὐτὸν (446 (43 ῥύμη (Low) τῇ ῥύμῃ τοῦ διακοντίζοντος (NChonChron 11091)

σφόνδυλος (Low)ἐκκεντοῦντο κατὰ τοῦ σφονδύλου (21172 (381 ἀποδειροτομέω (High) ἀπεδειροτομοῦντο (NChonChron 62116)

τὸν αὐτοῦ γυρίζων σφόνδυλον (443 (4226)) αὐχήν (High) ὑπογυρῶν τὸν αὐχένα (NChonChron 10963)

ὁ ὀρθὸς σφόνδυλος (445 (439)) αὐχήν (High) ὁ ἀεὶ ὀρθὸς αὐχὴν (NChonChron 10987)

ἕως στήθους καὶ σφονδύλου (7124 (8812)) τράχηλος (High) ἕως ἰξύος καὶ τραχήλου (NChonChron 1842)

ἵππω ὑψηλῶ σφονδήλω ἔχοντι (6117 (7225)) ὑψαύχην (High) ἵππῳ ὑψαύχενι (NChonChron 15875)

σχίζομαι (Low)σχίζεσθαι (433 (4010)) διαπρίομαι (High) διαπρίεσθαι (NChonChron 10438)

σχίζω (High)σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) διατέμνω (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 247 of 284

σχίσμα (Both)πέτραι σχίσμα ἔχουσαι (1611 (3048)) δισχιδής (High) πέτραι δισχιδεῖς (NChonChron 50215)

σχοινίον (Low)τὰ σχοινία (434 (4031)) σχοῖνος (High) οἱ σχοῖνοι (NChonChron 10569)

ταμπάριον (Low)τὸ μὲν ταμπάριον αὐτοῦ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου χλαμύς (High) τῇ χλαμύδι περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

τάξις (Ambiguous)τιμῆς μὲν καὶ τάξεως ἐδίδου (251 (1220)) δορυφορία (High) τιμῆς μὲν καὶ δορυφορίας μετεῖχε (NChonChron 5466)

ἐν τάξει δούλου (1462 (2589)) μοῖρα (High) ἐν ὑπηρέτου μοίρᾳ (NChonChron 43727)

τάξεις τάξεις (3114 (3426)) συμμορία (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 9369)

τὰς τάξεις (6114 (7119)) φάλαγξ (High) τὰς φάλαγγας (NChonChron 15618)

ταῖς τοῦ βασιλέως τάξεσι (1114 (227)) φάλαγξ (High) ταῖς τοῦ βασιλέως φάλαγξιν (NChonChron 2958)

ταπεινός (Low)ταπεινοτέρους καὶ μετριωτέρους (21134 (3753 μετριόφρων (High) μετριόφρονας (NChonChron 61375)

ταπεινόω (Low)ἐταπείνωσε ποσῶς ἑαυτὸν (1441 (2544)) ὑποχαλάω (High) ὑπεχάλασέ τι μικρόν (NChonChron 43146)

ταράσσω (Both)ἐτάραττε (1429 (24814)) ἀνασείω (High) ἀνασείειν (NChonChron 42311)

ταράττειν καὶ δημογερτεύειν τὴν στρατιὰν (14 ἀναταράττω (High) ἀναταράττειν τὴν στρατιὰν (NChonChron 42849)

ἐταράχθη τῶ ἀνελπίστω (438 (4128)) διαταράττω (Ambiguous) διαταράξας τῷ ἀέλπτῳ (NChonChron 10724)

ταραχθέντες (1581 (28132)) ἐκταράττω (High) ἐκταραχθέντες (NChonChron 47111)

ταράττομαι (Low)τὴν γνώμην ἔχων τεταραγμένην (7119 (878)) ἀμφιρρεπής (High) τὴν γνώμην ἀμφιρρεπὴς ἐδείκνυτο (NChonChron 18248)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 248 of 284

ταραχθῆναι τοῦτον ἐποίησεν (2185 (37028)) ἀποκναίω (High) ἀποκναῖσαι τοῦτον πεποίηκε (NChonChron 60334)

ταραχή (Both)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἀκρότητος (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

ταραχὴ ἥτις (15131 (2904)) τάραχος (High) τάραχος ὅς (NChonChron 48336)

τάττω (Both)ἔταττε τέλη (15121 (28919)) ἐπιτάσσω (High) φόρους ἐπέταττε (NChonChron 48220)

ταφή (Low)μήτε ταφῆς ἀξιωθεὶς (515 (5421)) ὁσία (High) ὁσίας ἄμοιρος (NChonChron 12825)

οὐδένα ταφῆς ἠξίωσαν (21142 (37624)) ὁσία (High) οὐδεὶς ὁσίας τετύχηκε (NChonChron 6147)

τάφος (Low)τάφους (15106 (2877)) μνῆμα (High) μνήμασι (NChonChron 47931)

τάφοι (15106 (2879)) μνῆμα (High) μνήματα (NChonChron 47932)

ἐν τῶ τάφω (21142 (3768)) μνῆμα (High) ἐν τῷ μνήματι (NChonChron 61486)

τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν σωμάτων (244 (129) σῆμα (High) τοῖς νεκροδόχοις σήμασι (NChonChron 5353)

ταχrsquo ἄν + past tense indicative (High)τάχα δrsquo ἄν καὶ ὁ τάφος ἠνοίγετο (15106 (2871 imperfect + ἄν (Both) ἦν δrsquo ἄν οὐδrsquo ἡ σορὸς ἀναφὴς καἰ ἀσκύλευτος (NChonChron

τάχα (Low)τάχα ἂν ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (142 μικροῦ (High) μικροῦ ἂν τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

ταχύτης (Low)τῆ ταχύτητι τῶν ἵππων (1114 (227)) ὠκύπους (High) ἵπποις ὠκύποσιν (NChonChron 2959)

τεῖχος (Low)τὰ τῶν κάστρων τείχη (1142 (719)) ἔρυμα (High) τοῖς ἐρύμασιν (NChonChron 388)

ἐντὸς τοῦ περιβόλου τείχους ἐγκλείονται (111 περίβολος (High) τὸν περίβολον ὑπεισῄεσαν (NChonChron 2835)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 249 of 284

ἐντὸς τοῦ ἔξωθεν τείχους (1112 (122)) τειχισμός (High) εἴσω τοῦ τειχισμοῦ (NChonChron 2717)

τέλεσμα (Low)τελέσματα (512 (5320)) δασμός (High) δασμοῦ (NChonChron 12772)

τελέω (High)τελοῦντος (1556 (27614)) φορολογέω (High) φορολογοῦντος (NChonChron 46370)

τέλος (Both)διελύθη μετὰ τέλους καλοῦ (16192 (3268)) πέρας (High) αἴσιον πέρας ἐδέξατο (NChonChron 53586)

εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) τελευτή (High) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

τέλη (15121 (28919)) φόρος (Ambiguous) φόρους (NChonChron 48219)

τενάντιον (Low)μετὰ τεναντίου ἤτοι πούκλας ἠσφαλισμένην ( περονέω (High) χλαμύδα περονουμένην (NChonChron 10961)

τέντα (Low)τὰς τέντας τῶν βαρβάρων (1842 (34114)) σκηνή (High) τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς (NChonChron 55716)

σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) σκηνή (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

ἐπὶ τέντας (434 (4018)) σκηνή (High) ἑπὶ σκηνῆς (NChonChron 10449)

τεχνάομαι (Low)ἐτεχνάσατο (1561 (2775)) πειράομαι (Ambiguous) ἐπειράσατο (NChonChron 46518)

τζακίζομαι (Low)τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) κατάγνυμαι (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

τζευδίζω (Low)τὴν γλῶτταν τζευδίζειν (1421 (24517)) ψελλισμός (High) τὸν τῆς γλώττης ψελλισμόν (NChonChron 42018)

τίθημι (Both)ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου γύροθεν (523 (5610)) περιειλέω (High) περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 250 of 284

τιθέντες (214 (36432)) περιτίθημι (High) περιτιθέντες (NChonChron 59488)

θεὶς (15113 (28823)) περιτίθημι (High) περιτίθησι (NChonChron 48182)

τιμάω (Both)τιμώμενος (1113 (17116)) κυδρόω (High) κυδρούμενος (NChonChron 31827)

ἐτίμησε (1454 (25611)) προβάλλομαι (High) προυβάλετο (NChonChron 43538)

λογοθέτην τῶν σεκρέτων ἐτίμησεν (1462 (258 προβάλλομαι (High) λογοθέτην τῶν σεκρέτων προβαλόμενος (NChonChron 437

τιμή (Both)μετὰ τιμῆς ἐκπεμφθεὶς (6320 (7828)) ἁρμοζόντως (High) ἁρμοζόντως παραπεμφθεὶς (NChonChron 16867)

εὗρε τιμὴν (15105 (28623)) τιμάω (Both) τετίμητο (NChonChron 47810)

τὴν ἀξιοθαύμαστον τιμὴν (479 (5115)) φιλοφροσύνη (High) τὴν ἀξιάγαστον φιλοφροσύνην (NChonChron 12090)

τιμωρέω (Low)τιμωρήσας (15113 (28818)) βασανίζω (High) βασανίσας (NChonChron 48176)

ἐτιμώρει (14214 (24916)) τίθημι κακῶς (High) κακῶς ἐτίθει (NChonChron 42454)

τιμωρός (Low)κριτὰς καὶ τιμωροὺς (2121 (35917)) κολαστής (High) δικαστὰς καὶ κολαστὰς (NChonChron 58668)

τινες (Low)ἦσαν δὲ καί τινες οἳ διέβησαν (7122 (8730)) εἰσὶ δrsquo οἵ (High) εἰσὶ δrsquo οἳ παρῆλθον (NChonChron 18377)

τινος (Both)ὑπό τινος (1583 (2827)) του (High) παρά του (NChonChron 47221)

παρὰ στρατιώτου τινὸς (439 (421)) του (High) παρά του στρατιώτου (NChonChron 10833)

παρά τινος μαθοῦσα (434 (4021)) του (High) διαγγελθέντα παρά του (NChonChron 10553)

τίς (Both)διrsquo ἄλλα μὲν τινὰ (513 (5325)) ἄλλος (Both) διrsquo ἄλλα μὲν (NChonChron 12780)

ἐπὶ χρόνοις τισὶ (435 (413)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 10687)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 251 of 284

γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) ὅς (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

τὸ μὲν hellip τὸ δὲ (Low)τὸ μὲν hellip τὸ δὲ (2175 (3682122) τοῦτο μὲν hellip τοῦτο δὲ (High) τοῦτο μὲν hellip τοῦτο δὲ (NChonChron 599356)

τοίνυν (Both)ἐξελθὼν τοίνυν ὁ Πέρσης (1592 (28322)) γάρ (Both) ἄρας γὰρ ὁ Πέρσης (NChonChron 47479)

ἐπιστὰς τοίνυν (1113 (29)) δέ (High) ἐπιστὰς δὲ (NChonChron 2831)

τοίνυν (1613 (30427)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 50336)

τοιοῦτος (Low)τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) ὅδε (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

τοῦ τοιούτου κακοῦ (15121 (2891)) ὅδε (High) τοῦδε τοῦ κακοῦ (NChonChron 48195)

τῶν τοιούτων κακῶν (15131 (2903)) ὅδε (High) τῶνδε τῶν κακῶν (NChonChron 48335)

τῶν δὲ τοιούτων πλειόνων ἀποστασιῶν (1421 οὗτος (Both) τῶν δὲ συχνῶν τουτωνὶ ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321

τοιοῦτος (521 (5425)) οὗτος (Both) οὗτος (NChonChron 12930)

μετὰ τοῦ τοιούτου τολμήματος (26924 (1512)) οὗτος (Both) ἐπὶ τῷ θερμῷ τούτῳ ἀνομήματι (NChonChron 45423)

διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) οὗτος (Both) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

ἐξ αἰτίας τοιαύτης (726 (961)) τοιόσδε (High) ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε (NChonChron 19421)

ἐπὶ τῆ τοιαύτη καταστροφῆ (1813 (3376)) τοιόσδε (High) ἐπὶ τοιαῖσδε καταστροφαῖς (NChonChron 55145)

τοιοῦτον ἅρμα (6114 (7130)) τοιόσδε (High) τοιόνδε ὁπλισμόν (NChonChron 15732)

τολμάω (Low)μηδενὸς τολμῶντος (1582 (2822)) δοκιμάζω (Both) μηδενὸς δοκιμάζοντος (NChonChron 47215)

ἐτόλμησε (1114 (1721)) θαρρέω (Both) ἐθάρρουν (NChonChron 31832)

ἐτόλμησεν (14223 (25136)) προτίθεμαι (High) προέθετο (NChonChron 42862)

ἐτόλμησαν (1114 (1726)) ὑποφέρω (Both) ὑπενεγκόντες (NChonChron 31840)

ἐτόλμησε (1114 (1723)) ὑφίσταμαι (High) ὑπέστη (NChonChron 31835)

τόλμη (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 252 of 284

μετὰ τόλμης μεγάλης συμπλέκονται (1113 (2 ῥύμη (Low) συμπλέκονται μετὰ ῥύμης (NChonChron 2834)

τόλμην μετὰ γνώσεως (16192 (3265)) τόλμα (High) τόλμαν ἔμφρονα (NChonChron 53483)

τόλμημα (Low)μετὰ τοῦ παρανόμου τολμήματος (26924-25 (1 ἀνόμημα (High) ἐπὶ τῷ ἀνομήματι (NChonChron 45423)

τοπάρχης (Low)οἱ τοπάρχαι (653 (8025)) τοπαρχέω (High) οἱ τοπαρχοῦντες (NChonChron 17267)

τόπος (Both)ἐν τόπω ὑψηλῶ (7120 (8710)) γήλοφος (High) γηλόφου (NChonChron 18250)

εἰς ὑψηλὸν τόπον (2183 (37010)) γήλοφος (High) ἐπὶ γηλόφου (NChonChron 60211)

ἐπάραντες ἀπὸ τοῦ τοιούτου τόπου (21178 (38 ἐκεῖθεν (High) ἄραντες ἐκεῖθεν (NChonChron 62482)

τὸν πετρώδη τόπον δ (2183 (37013)) λόφος (High) ὁ πετρώδης λόφος (NChonChron 60315)

ἱστάμενον εἰς ἕνα τόπον (562 (6024)) που (High) ἔτι που ἱστάμενον (NChonChron 13819)

τόπους (1442 (25420)) χώρα (Both) χώρας (NChonChron 43267)

τόπον (1613 (30428)) χώρα (Both) ἡ τῶν ἐκεῖσε θέσις χωρῶν (NChonChron 50336)

τόπους (7127 (891)) χωρίον (Both) χωρία (NChonChron 18529)

τόπων (1432 (25217)) χωρίον (Both) χωρίων (NChonChron 42980)

τόπον (1432 (25218)) χῶρος (High) χῶρον (NChonChron 42982)

εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) χῶρος (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

τόπος στερεός (21124 (37427)) χῶρος (High) ἐπίμαχος ὁ χῶρος (NChonChron 61135)

ὅσον τόπον (434 (4032)) χῶρος (High) ὅσον χῶρον (NChonChron 10570)

τοσοῦτον (Low)τοσοῦτον δ ἦν hellip ὡς ἀλεῖψαι (515 (5415)) οὕτως (Both) οὕτω δ ἦν hellip ὡς προσευρεῖν (NChonChron 12813)

ὁ Νεεμὰν τοσοῦτον ἀλαζὼν ἦν ὡς (622 (739)) οὕτως (Both) τῷ Νεεμὰν οὕτως ἀνταρσίου μετῆν φρονήματος ὡς (NChon

τότε (Ambiguous)τότε (121014 (2201)) τηνικαῦτα (High) τηνικαῦτα (NChonChron 38429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 253 of 284

τότε (1434 (25231)) τηνικαῦτα (High) τηνικαῦτα (NChonChron 4304)

τοῦβλον (Low)ἐκ τῶν τούβλων (1825 (33912)) πλίνθος (High) τῆς ὀπτῆς πλίνθου (NChonChron 55436)

πύργος μετὰ τούβλων (436 (416)) πλίνθος (High) πύργος ἐκ πλίνθου ὀπτῆς (NChonChron 10690)

Τοῦρκος (Low)παρὰ τῶν Τούρκων κατεχόμεναι (1111 (115)) Ἀγαρηνός (High) παρrsquo Ἀγαρηνῶν κατεχομέναις (NChonChron 278)

τοὺς Τούρκους (7121 (8716)) βάρβαρος (High) τοὺς βαρβάρους (NChonChron 18258)

τῶν Τούρκων (7121 (8718)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 18361)

τῶν Τούρκων (7122 (8724)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 18368)

τοὺς Τούρκους (7122 (8731)) Πέρσης (Both) τοὺς Πέρσας (NChonChron 18378)

Τοῦρκος (726 (962)) Πέρσης (Both) Πέρσης (NChonChron 19422)

τῶν Τούρκων (1131 (424)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 3361)

τοῖς Τούρκοις ἐπεισπεσεῖν (288 (2034)) Πέρσης (Both) τοῖς Πέρσαις ἐπεισπεσεῖν (NChonChron 7151)

μετὰ τῶν Τούρκων (1426 (24729)) Πέρσης (Both) μετὰ Περσῶν (NChonChron 42286)

Τούρκους (1426 (24726)) Πέρσης (Both) Πέρσας (NChonChron 42282)

τοῦτο (Low)παρακινηθεὶς εἰς τοῦτο (2178 (36916)) ἔργον (Ambiguous) ἐξερεθισθεὶς εἰς τόδε τὸ ἔργον (NChonChron 60179)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( ἔργον (Ambiguous) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( ὡσαύτως (High) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

τοῦφα (Low)ντούφαν φορῶν (444 (4230)) πῖλος (High) πῖλον ἀνέχων (NChonChron 10969)

τράπεζα (Both)ἐν τῆ τραπέζη (14221 (25119)) σύσσιτος (High) σύσσιτον (NChonChron 42738)

τραπέζιν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 254 of 284

μετοχή εἰς τραπέζιν (2123 (3603)) ἐστίασις (High) συμμέθεξις ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

τρεῖς (Both)εἰς τρία μέρη (1111 (1711)) τριχῆ (High) τριχῆ (NChonChron 3174)

τρέπομαι (Both)εἰς φυγὴν ἐτράπησαν (1581 (28133)) οἴχομαι (High) ᾤχοντο (NChonChron 47112)

ἐτράπησαν (1434 (2532)) τροπή (High) ἐνεδίδοσαν εἰς τροπὴν (NChonChron 4309)

τρέπω (Low)συντάξεις τρέποντα (1454 (25621)) κλονέω (High) κλονοῦντα φάλαγγας (NChonChron 43551)

τρέφω (Low)πλούσια τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ τρέφεσθαι (1612 ( ζῆν (High) ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν (NChonChron 50326)

τρέχω (Low)ἔτρεχε ὕδωρ (1432 (25218)) παραρρέω (High) παρέρρει ὑδάτιον (NChonChron 42981)

τριάρμενος (Low)ναῦς τριάρμενος (653 (8026)) τριαρμένιος (High) ναῦς τῶν τριαρμενίων (NChonChron 17269)

Τρίβονος (Low)ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) Τέρνοβος (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

τριτζέριος (Low)κάτεργα τριτζέρια (15121 (2894)) τρίκροτος (High) νῆας τρικρότους (NChonChron 4823)

τρίχα (Low)αἱ τρίχαι τῆς κεφαλῆς (1553 (27527)) κόμη (High) κόμαις (NChonChron 46248)

τριχῶς (Low)τριχῶς ἐμέρισαν (473 (4919)) τριχῆ (High) τριχῇ δασάμενοι (NChonChron 1177)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 255 of 284

τροπόομαι (Both)ὅτε τὸν Βρανᾶν ἐτροπώσατο (618 (6928)) καταγωνίζομαι (High) ὁπηνίκα τὸν Βρανᾶν κατηγωνίσατο (NChonChron 15333)

τροφή (Both)τὰ πρὸς τροφὴν (412 (389)) βιώσιμος (High) τὰ βιώσιμα (NChonChron 10049)

τῆς ἀσυνήθους τροφῆς (21178 (38312)) βρῶσις (Both) τῶν ἀήθων ἐς βρῶσιν (NChonChron 62482)

εἰσήχθησαν αἱ τροφαί (436 (419)) δεῖπνον (High) τὸ δεῖπνον παρεισήγετο (NChonChron 10694)

τὴν τροφὴν (214 (3658)) ἐδωδή (High) τὴν ἐδωδὴν (NChonChron 5942)

τρύπα (Low)τρύπας (15113 (28822)) ὀπή (High) ὀπὰς (NChonChron 48182)

τρυπάω (Low)ἐξέρχομαι τρυπήσας ἐξῆλθεν (436 (4111)) διατορέω (High) διατορήσας ᾤχετο (NChonChron 1061)

τρυφή (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 ἀπολαυστικός (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

τρώγω (Low)σάρκας ἀνθρώπων τρώγων (1559 (27637)) αἱμοβόρος (High) αἱμοβόρῳ (NChonChron 4649)

τρώγειν (15111 (28732)) ἐστίασις (High) εἰς ἐστίασιν (NChonChron 48058)

ἔτρωγε (15111 (28730)) τροφή (Both) τροφὴν προσιέμενος (NChonChron 48055)

-ττ- (High)κρεῖττον (447 (4324)) -σσ- (Low) κρεῖσσον (NChonChron 1107)

τυγχάνω (Low)πολλῆς εὐεργεσίας ἔτυχεν (511 (536)) εὐμοιρέω (High) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης ηὐμοίρησεν (NChonChron 1265

τυχὼν ἑνὸς ἀνθρώπου (521 (5427)) εὐμοιρέω (High) παιδὸς ηὐμοιρηκὼς (NChonChron 12932)

τύπος (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 256 of 284

τύπους ἁγίων (476 (5017)) ἔκτυπον (High) ἁγίων ἔκτυπα (NChonChron 11950)

τυραννέω (High)ἐτυράννησε (1428 (2489)) τυραννίς (High) ἡ τούτου τυραννὶς προέβη (NChonChron 4234)

τυραννικῶς (Low)τυραννικῶς ἄρξαντος (15114 (28831)) τυραννέω (High) ὃς ἐτυράννησε (NChonChron 48193)

τυφλός (Low)μετὰ συγγεγῶν hellip τυφλῶν (15106 (2871)) ἀποσβέννυμι (High) υγγενέσι hellip ἀπεσβεσμένοις τοὺς λύχνους τοῦ σώματος (NC

τυφλόω (Low)αὐτὸν ἐτύφλωσε (14216 (25014)) ἀποξενόω (High) τοῦτον ἀπεξένωσε τοῦ φωτός (NChonChron 42690)

τυφλοῦται (14214 (24928)) ἐκκόπτω (Both) κόρας ἐκκόπτεται (NChonChron 42569)

ἐτύφλωσε (1456 (25717)) λυμαίνομαι (High) ἐς τὸ φῶς ἐλυμήνατο (NChonChron 43688)

τυφλώσαντος (1223 (20024)) στερέω (Both) ἐστέρησε φωτός (NChonChron 35645)

ἐτύφλωσεν (14222 (25127)) στερέω (Both) ὀμμάτων ἐστέρησε (NChonChron 42848)

τυφλοῦται (14223 (25133)) στέρομαι (High) στέρεται τοῦ φωτός (NChonChron 42857)

τύφλωσις (Low)τὴν τύφλωσιν (1812 (33632)) πήρωσις (High) τὴν πήρωσιν (NChonChron 55032)

τὴν τύφλωσιν (183 (34030)) πήρωσις (High) τὴν πήρωσιν (NChonChron 55691)

τὴν τύφλωσιν (14223 (25130)) πήρωσις (High) πηρώσεως (NChonChron 42854)

ὑβρίζω (Low)τὰς ὑπὸ αὐτῶν ὑβρισθείσας γυναῖκας (214 (36 βιάζω (Low) τὰς ὑπὸ σφῶν βιασθείσας (NChonChron 59492)

ὑδεριάω (Low)ὑδεριάσας ὀγγωθεὶς (15106 (28719)) ὕδερος (High) ὑδέρῳ οἰδηθεὶς (NChonChron 47943)

ὕδωρ (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 257 of 284

ἀπὸ ὑδάτων βροχῆς (1612 (30421)) ὄμβρος (High) ἐξ ὄμβρων (NChonChron 50329)

ὕδωρ ἐκ χειμῶνος (1432 (25218)) ὑδάτιον (High) ὑδάτιον ἐκ χειμάρρου (NChonChron 42982)

υἱός (Low)υἱοι (511 (533)) παῖς (High) παῖδες (NChonChron 12650)

τὸν υἱὸν τούτου (1151 (730)) παῖς (High) τὸν παῖδα (NChonChron 3927)

υἱοῦ (1222 (20019)) παῖς (High) παιδί (NChonChron 35639)

ὁ υἱός (14214 (24917)) παῖς (High) ὁ παῖς (NChonChron 42455)

ὁ υἱός αὐτοῦ (1421 (2462)) παῖς (High) ὁ ἐκείνου παῖς (NChonChron 42025)

ὁ υἱός (1424 (2479)) παῖς (High) ὁ παῖς (NChonChron 42163)

υἱὸν (1421 (2466)) τέκνον (High) τῷ τέκνῳ (NChonChron 42031)

ὑπάγω (Low)ποῦ ὑπάγεις ἡμᾶς (1581 (28128)) ἄγω (Both) πῄ ἄγεις ἡμᾶς (NChonChron 4717)

ὑπακούω (Low)ὑπακούειν (1454 (25614)) πείθομαι (Ambiguous) πείθεσθαι (NChonChron 43543)

ὑπαντάω (Both)ὑπήντουν αὐτοὺς (21142 (37618)) ἀπαντάω (Low) ἀπήντων αὐτοῖς (NChonChron 6141)

ὑπαντῶντας αὐτῶ (2182 (3701)) δεξιόομαι (High) δεξιουμένους αὐτὸν (NChonChron 6022)

ὑπήντουν (441 (4211)) ὑπαντιάζω (High) ὑπηντίαζον (NChonChron 10845)

ὑπάρχω (Low)ὑπάρχων (14214 (24914)) εἰμί (Both) ὢν (NChonChron 42452)

ὑπάρχοντι κατὰ τὴν Ταρσὸν (431 (3921)) εἰμί (Both) ὄντι κατὰ Ταρσὸν (NChonChron 1037)

κατὰ Ἀρμενίαν ὑπάρχων (4310 (424)) στρατοπεδεύω (High) κατrsquo Ἀρμενίαν στρατοπεδεύοντι (NChonChron 10836)

ὑπενδύομαι (Low)τὸν Καϊσχορόην ὑπενδυσάμενος (21182 (3843 ὑποδύομαι (Ambiguous) τὸν Καϊχοσρόην ὑποδὺς (NChonChron 62647)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 258 of 284

ὑπεξάγω (Low)τῆς ζωῆς ὑπεξάγει (3113 (3413)) ἀφίστημι (Low) ἀφίστημι ἀφίστησι τῆς ζωῆς (NChonChron 9357)

ὑπέρ + accusative (Both)περισσοτέραν δύναμιν ὑπὲρ τὴν προτέραν (14 genitive (High) ἰσχυροτέραν τῆς προτέρας ἰσχὺν (NChonChron 42868)

ὑπέρ + genitive (Ambiguous)ὑπὲρ τῶν τότε ἀρχόντων (15105 (28618)) ὑπέρ + accusative (Both) ὑπὲρ τοὺς τότε (NChonChron 4785)

ὑπερθαυμάζω (Low)ἵνα ὑπεθαύμασας (1553 (27526)) ἄγαμαι (High) σὺ ἀγάσαιο ἂν (NChonChron 46246)

ὑπερνικάω (Low)ὑπερνικῶμεν (6111 (7022)) ὑπερφέρω (High) ὑπερφέρομεν (NChonChron 15574)

ὑπεροψία (High)τὴν Λατινικὴν ὑπεροψίαν (1152 (82)) κόρυζα (High) τὴν Λατινικὴν κόρυζαν (NChonChron 3939)

ὑπήκοος (Ambiguous)πρὸς τοὺς ὑπηκόους (15132 (29010)) ἄρχω (High) τοῖς ἀρχομένοις (NChonChron 48342)

ὑπισχνέομαι (Ambiguous)ὑπέσχετο (1445 (25516)) ἐπαγγέλλομαι (High) ἐπαγγελλόμενος (NChonChron 4338)

ὑποσχεθεὶς δοῦναι (479 (522)) κατεπαγγέλλομαι (High) κατεπαγγέλλεται παρασχέσθαι (NChonChron 12119)

ὑπεσχέθη δοῦναι (479 (523)) συντίθεμαι (Both) δώσειν ξυνέθετο (NChonChron 12121)

ὑπό (Both)τὸ ὑπrsquo αὐτὸν τεταγμένον (6114 (7123)) ἀμφί (High) τὸ ἀμφrsquo αὐτὸν τεταγμένον (NChonChron 15623)

ὑπό τινος (1583 (2827)) παρά (Both) παρά του (NChonChron 47221)

ὑπό + gen (Low)ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκαύθη (2121 (3599)) dative (Both) ᾐθάλωται πυρὶ (NChonChron 58560)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 259 of 284

εὐφημούμενος ὑπὸ τῶν Πολιτῶν (476 (5012)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

ὑποβιβάζω (Ambiguous)ἀπὸ τῆς σεβαστοκρατορικῆς ἀξίας ὑποβιβασθ ὑποποδίζω (High) ἀπὸ σεβαστοκράτορος ὑποποδισθεὶς (NChonChron 42693)

ὑπόγειος (Low)δαίμων ὑπόγειος (438 (4128)) ὑποταρτάριος (High) δαίμων ὑποταρτάριος (NChonChron 10723)

ὑπογελάω (Low)ὑπογελῶν τῶ προσώπω (443 (4222)) μειδίαμα (High) πρὸς τὸ μειδίαμα ὑγραινόμενος (NChonChron 10859)

ὑπογράφω (Low)ὑπογράφειν (1462 (25821)) ὑποσημαίνομαι (High) ὑποσημαίνεσθαι (NChonChron 43845)

ὑποδέχομαι (Both)ὑπεδέχετο (1224 (20029)) εἰσοικίζω (High) εἰσῳκίζετο (NChonChron 35749)

μετὰ περιχαρείας τὸν υἱὸν ὑπεδέξατο (112 (41 προσβλέπω (Low) ἀσμένως τὸν υἱέα προσβλέπει (NChonChron 3249)

ὑποδέξονται (1441 (2549)) προσδέχομαι (High) προσδεχόμενα (NChonChron 43151)

ὑπόδημα (Low)τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 πέδιλον (High) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

ὑποδύομαι (Ambiguous)ὑποδύεται πέδιλον (1455 (25629)) ἀμφιέννυμι (High) ἀμφιέννυσι πέδιλον (NChonChron 43561)

ὑπόκειμαι (Low)ὑποκείμενα καστέλλια (1113 (219)) καθυπείκω (High) καθυπείκοντα φρούρια (NChonChron 2946)

ὅσαι αὐτῷ μὴ ὑπόκειντο (2181 (36925)) συμβαίνω (Both) ὅσαι μὴ ἐκείνῳ συνέβαινον (NChonChron 60289)

ὑποκλείομαι (Low)ὐπεκλείσθη (21124 (37423)) συσπειράομαι (High) ἐς χειὰν συσπειρᾶται (NChonChron 61128)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 260 of 284

ὑποκλίνω (Both)(πόλεις) τὰς μὲν ὑποκλινούσας εἶχεν αὐτῶ (14 χειρέομαι (High) ἃς μὲν ὁμολογίᾳ χειρούμενος ἦν (NChonChron 42152)

ὑποκύπτω (Both)τὰ αὐτῶ ὑποκύψαντα (1613 (30429)) κατήκοος (High) ὁπόσαι κατήκοοι Χρύσῳ γεγόνασι (NChonChron 50339)

ὑπολαμβάνω (Ambiguous)ὑπελάμβανε (15121 (28913)) ἐννοέω (Ambiguous) ἐνενόει (NChonChron 48215)

ἐφαίνετο οὐδὲ ὑπελαμβάνετο τοῖς πολλοῖς εἰρ οἶμαι passive (High) οὐκ εἰρηνικὸς ᾤετο τοῖς πλείστοις (NChonChron 48340)

ὑπελάμβανον (1812 (33619)) οἴομαι (High) ᾤοντο (NChonChron 54917)

ὑπολαβὼν βαστάζεσθαι (477 (515)) οἴομαι (High) ἀεροβατεῖν οἰηθεὶς (NChonChron 12078)

ἀφ᾽ ὧν ὑπολαμβάνω (1822 (33725)) οἴομαι (High) ὁπόθεν οἶμαι (NChonChron 55164)

ὑπολείπομαι (Both)ὑπελείφθησαν (1613 (30427)) ὑπολείπομαι (Both) ὑπολέλειπτο (NChonChron 50336)

ὑπόληψις (Low)πίστιν καὶ ὑπόληψιν (1456 26727) πίστις (Both) πίστεως (NChonChron 43683)

τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπόληψιν αὐτῶν (8110 (10 πιστός (High) τὸ πιστὸν (NChonChron 20245-46)

ὑπομένω (Low)ὑπομένειν καὶ ἀντέχεσθαι (1592 (28326-27)) ἀντέχω (High) ἀντέχειν (NChonChron 47485)

τὴν τῶν Ῥωμαίων ὑπομένειν ὁρμὴν (2185 (37 ἐπιμένω (Ambiguous) τὴν ἀπὸ τῶν Ῥ ἐγχείρησιν ἐπέμενεν (NChonChron 60436)

μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 φέρω (Both) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

ὑπονοέω (Low)ὑπονοῶν (7121 (8721)) κατανοέω (High) κατανοεῖν (NChonChron 18365)

παλαιὸν ὑπονοήσας καμάρας κούφωμα (436 κατανοέω (High) παλαίτατιον κατανοήσας ὑπόνομον (NChonChron 10689)

ὑπόστεγος (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 261 of 284

καμάρα ὑπόστεγος (2131 (36015)) ὑπόστωον (High) ὑπόστωον (NChonChron 5873)

ὑποστρέφομαι (Low)ἄπρακτοι ὑπεστράφησαν (2712 (1815)) ἐπαναλύω (High) ἄπρακτοι ἐπανέλυσαν (NChonChron 669)

ὑποστραφῆναι ὄπισθεν (243 (121)) νόστος (High) μνησθῆναι νόστου (NChonChron 5341)

ὑποστρέφω (Low)ὑπέστρεψε νικητὴς (4716 (5315)) ἀναζεύγνυμι (High) τροπαιοφόρος ἀνέζευξεν (NChonChron 12491)

ὑποστρέψαι (7117 (8629)) ἀναζεύγνυμι (High) ἀναζεῦξαι (NChonChron 18231)

εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ὑπέστρεψεν (244 ἀναζεύγνυμι (High) ἐς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ἀνέζευξεν (NChonChron 5357)

ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) ἀπανίσταμαι (High) εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὑπέστρεψεν (521 (5425)) ἐπαναζεύγνυμι (High) ἐπανέζευξεν (NChonChron 12929)

ὑπέστρεψαν (1562 (27713)) ἐπανήκω (High) ἐπανῆκον (NChonChron 46528)

ὑπέστρεψαν (3121 (3428)) νόστος (High) μνάομαι νόστου ἐμνήσαντο (NChonChron 9379)

ὑπέστρεψε (414 (395)) νῶτον (High) νῶτα στρέψαν τοῖς ἀντιπάλοις (NChonChron 10282)

ὑπέστρεψε (244 (1210)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐφέρετο (NChonChron 5354)

ὑποστρέψαι (1661 (3146)) παλίσσυτος (High) παλίσσυτον φέρεσθαι (NChonChron 51810)

ὑποστρέφω ὑπέστρεφον (1424 (2475)) ὑπονοστέω (High) ὑπενόστουν (NChonChron 42156)

ὑποστροφή (Low)ἐν τῇ ὑποστροφῇ (244 (1211)) ἄπαρσις (High) ἐν δὲ τῇ ἀπάρσει (NChonChron 5354)

ὑποστροφήν (2175 (36822)) ὑποχώρησις (High) ὑποχώρησιν (NChonChron 59938)

ὑπόσχεσις (Low)φρίττω καὶ τρέμω τὴν ὑπόσχεσιν (14219 (251 ἐπάγγελμα (High) πεφρικώς εἰμι τὰ ἐπαγγέλματα (NChonChron 42718)

ἐπελάθετο τῆς ὑπόσχέσεως (4710 (529)) συνθήκη (High) τῶν συνθηκῶν ἐπελάθετο (NChonChron 12128)

ὑπόσχομαι (Low)ὑπέσχετο αὐτοῖς διὰ λόγων χρηστῶν (1823 (3 βουκολέω (High) χρησταῖς ἐλπίσι τοὺς ἐκ τῶν γενῶν ἐβουκόλει (NChonChron

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 262 of 284

ὑποταγή (Low)τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ ὑποταγῆς (4716 (5321) εὐγνωμοσύνη (High) τῆς εὐγνωμοσύνης ἀποδεξάμενος (NChonChron 1246)

ὑποτάσσομαι (Low)τοῖς Ῥωμαίοις ὑποτάττονται (2711 (188)) ὑπείκω (High) τοῖς Ῥωμαίοις ὑπείκουσι (NChonChron 6592)

ὑπετάγησαν (21142 (37611)) ὑποκύπτω (Both) ὑπέκυπτον (NChonChron 61489)

ὑποτάσσω (Low)ὑπετάγη (515 (5422)) ἁλίσκομαι (High) τὸ Ζ ὁμολογίᾳ ἑάλωκε (NChonChron 12826)

ὑποτάσσονται (21121 (3741)) δόρυ (High) τὴν σκιὰν ὑπιούσης τοῦ Λατινικοῦ δόρατος (NChonChron 60

πόλεις καὶ κάστρα ὑποτάξουσι (1457 (25728)) ἐπικτάομαι (High) πόλεις ἐπικτήσονται (NChonChron 4376)

τὸ ἀλλόφυλον ὑποτάξαι (411 (386)) παρίσταμαι (High) παραστησάμενος τὸ ἀλλόφυλον (NChonChron 10045)

ὑποτάσσομαι (21121 (3741)) σκιά (Both) ὴν σκιὰν ὑπιούσης τοὺ Λατινικοῦ δόρατος (NChonChron 609

τὸν ὑποτασσόμενον αὐτῶ λαὸν (1811 (33611) τάττω (Both) τὸ ὑπrsquo ἐκεῖνον ταττόμενον (NChonChron 5499)

ὑποτάσσεται (15122 (28929)) ὑπείκω (High) ὑπείκειν (NChonChron 48230)

πρὸς τοὺς ὑποτασσομένους (1445 (25517)) ὑπήκοος (Ambiguous) τοῖς ὑπηκόοις (NChonChron 4338)

ὑπετάγημεν (1456 (2577)) ὑποκλίνω (Both) ὑποκλιθῆναι (NChonChron 43676)

ὕπουλος (Low)ὕπουλοι (1456 (25714)) παλίμβολος (High) παλιμβόλων (NChonChron 43684)

ὑποφαίνω (High)συμφορὰς ὑποφαίνοντα (2122 (35921)) ὑποσημαίνω (High) συμφορὰς ὑποσημαίνοντα (NChonChron 58672)

ὑποφέρω (Both)μετὰ πραότητος ὑπέφερε (14218 (25023)) φέρω (Both) πράως ἤνεγκε (NChonChron 4268)

ὑποψία (Low)ἦν δι᾽ ὕποψίας ἀείποτε (431 (3928)) ὕποπτος (High) ἦν καὶ ὕποπτος μάλιστα (NChonChron 10318)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 263 of 284

ὑστερέομαι (Low)ὑστερεῖται τὸ πρώτιστον τῶν καλῶν (1612 (30 στέρομαι (High) ἑνὸς καλοῦ στέρεται (NChonChron 50331)

ὑστερογνωμία (Low)ὑστερογνωμίαν (1523) ὑστεροβουλία (High) ὑστεροβουλίας (NChonChron 45566)

ὕστερον (Low)ὕστερον (4712 (5225)) ἐσέπειτα (High) ἐσέπειτα (NChonChron 12250)

ὕστερον (16192 (32614)) ὕστατα (High) ὕστατα (NChonChron 53592)

ὕψος (Low)κιόνων ὕψη (1825 (3394)) μέγεθος (High) τὸ κιόνων μέγεθος (NChonChron 55423)

ὁ ἀδιήγητος τῶ ὕψει (2131 (36016)) μέγεθος (High) ὁ τῷ μεγέθει μέγιστος (NChonChron 5874)

ὑψόω (Low)ἐξάψαν καὶ ὑψωθὲν (1825 (33832)) μεταρσιόομαι (High) μεταρσιωθὲν (πῦρ) (NChonChron 55315)

στῆλαι ὑψούμεναι (6117 (7218)) παρυψόω (High) δρύφακτα παρυψούμενα (NChonChron 15864)

φαίνομαι (Low)ὠφέλιμος ἐφάνη (15111 (28724)) γίνομαι (Both) πολυέραστος γεγένηται (NChonChron 47947)

ἀνελεήμονες ἐφάνησαν (21173 (38132)) γινώσκομαι (High) ἀνηλεέστατοι ἐγνώσθησαν (NChonChron 62227)

ὡς ἐφαίνετο (477 (5022)) δοκέω (High) ὡς ἐδόκει (NChonChron 11957)

ἐφαίνετο ὅτι ἐπιτυγχάνουσιν (1452 (25528)) δοκέω (High) ἐδόκει εἶναι (NChonChron 43423)

ἐφαίνετο (1463 (25833)) δοκέω (High) ἔδοξε (NChonChron 43856)

ἐφάνη βαρὺς (1131 (431)) δοκέω (High) ἔδοξε βαρὺς (NChonChron 3370)

ἐφαίνετο (1585 (2839)) δοκέω (High) ἐδόκει (NChonChron 47363)

ὡς πετᾶσθαι φαίνεσθαι (653 (813)) δοκέω (High) ὡς ἵπτασθαι δοκεῖν (NChonChron 17276)

ἐφαίνετο (1011 (1474)) ἔοικα (High) ἐῴκει (NChonChron 2759)

ἀποκρισιάριος φανεὶς (15105 (28623)) ἐφοράομαι (High) πρεσβευτής ἐποφθεὶς (NChonChron 4789)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 264 of 284

οὐκ ἐφαίνετο οὐδὲ ὑπελαμβάνετο τοῖς πολλοῖ οἶμαι passive (High) οὐκ εἰρηνικὸς ᾤετο τοῖς πλείστοις (NChonChron 48340)

ἐφαίνοντό τινες κείμενοι ( 7124 (8811)) ὀπτάνομαι (High) ὠπτάνοντό τινες (NChonChron 1841)

φαινόμενον (1454 (25618)) ὀπτάνω (High) ὀπτανόμενον (NChonChron 43548)

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) ὁράομαι (High) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

φανέντα ὀσπητικὸν (16192 (32616)) ὁράομαι (High) οἰκουρὸν ὀφθέντα (NChonChron 53594)

ἐφάνη (2122 (35923)) ὁράομαι (High) ὡράθη (NChonChron 58675)

τιμωρὸς ἐφάνη φιλότιμος (2122 (35925)) ὁράομαι (High) τιμωρὸς ὀφθεῖσα φιλότιμος (NChonChron 58677)

ἐφάνη (14213 (24911)) ὁράω (Ambiguous) ὤφθη (NChonChron 42449)

ἐφάνη (1421 (24519)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς (NChonChron 42019)

σύννους ἐφαίνετο (15111 (28730)) ὁράω (Ambiguous) σύννους ὁρώμενος (NChonChron 48054)

φανεὶς (1421 (2462)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς (NChonChron 42024)

ἐφαίνετο παραδέχεσθαι (615 (695)) ὑποφαίνω (High) τὸ παραδέχεσθαι ὑπέφαινον (NChonChron 1523)

φανερός (Low)φανερὰ (1222 (20017)) δῆλος (High) δήλη (NChonChron 35637)

ἡ φανερὰ πρόφασις (1152 (731)) πρόδηλος (High) ἡ πρόδηλος πρόφασις (NChonChron 3929)

εἰς τὸ φανερὸν (1456 (25716)) πρόδηλος (High) ἐκ τοῦ προδήλου (NChonChron 43687)

φανερός φανερὸν πόλεμον μετὰ τοῦ Ψευδαλε προφανής (High) πόλεμον κατrsquo αὐτοῦ προφανῆ (NChonChron 46368)

φανερῶς (Low)οὐ κρυφίως ἀλλὰ φανερῶς (474 (4924)) ἔκπυστος (High) (οὐχ hellip) κρύφα ἀλλrsquo ἔκπυστα (NChonChron 11715)

φανερῶς (1119 (17323)) προδήλως (High) προδήλως (NChonChron 32111)

δείξας φανερῶς ὅτι οἱ διαλογισμοὶ hellip (515 (54 σαφῶς (High) σαφῶς πιστωσάμενον τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonCh

φάραγξ (Low)αἱ φάραγγες (7117 (8626)) σήραγξ (High) αἱ σήραγγες (NChonChron 18127)

τῆς φάραγγος (7122 (8732)) σήραγξ (High) τῆς σήραγγος (NChonChron 18379)

φαρμακεύω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 265 of 284

ἐφαρμακεύθη ( 1559 (2773)) ἀπόλλυμι (High) φαρμάκῳ ἀπολωλέναι (NChonChron 46516)

ἐφαρμακεύθη (1559 (2773)) φάρμακον (High) φαρμάκῳ ἀπολωλέναι (NChonChron 46516)

φαρμάκιν (Low)ἔχεε τὸ φαρμάκιον τῆς κακίας αὐτοῦ (4715 (5 ἰός (High) τὸν τῆς κακίας ἀποπτύων ἰὸν (NChonChron 12383)

φαρμάκιν (1559 (27638)) ἰός (High) ἰὸν (NChonChron 46411)

φεγγάριν (Low)τὸ φεγγάριν (1877 (3462)) σελήνη (High) σελήνην (NChonChron 56410)

φέρομαι (Both)ἡ σέλα ἀπὸ τῆς σέλας κάτω φερόμενον (445 ( ἐκσφαιρίζομαι (High) ἀστράβης ἐκσφαιρίζομενον (NChonChron 10976)

τῆς πρὸς Συρίαν στράτας ἐφέρετο (1151 (729) ἔχομαι (High) τῆς πρὸς Συρίαν ὁδοῦ εἴχετο (NChonChron 3927)

φέρω (Both)ὀπίσω πρὸς βασιλέα ἐφέρετο (522 (563)) ἀπάγω (Ambiguous) ἐς τοὐπίσω πρὸς βασιλέα ἀπήγετο (NChonChron 13187)

τὴν σπάθην φέροντα (1456 (25710)) γυμνόω (High) τὸ ξίφος γυμνοῦντα (NChonChron 43681)

φέρει (1118 (17315)) ἐπάγω (High) ἐπάγειν (NChonChron 32090)

ἐκ βασιλέως πρόσταγμα φέρων (6110 (703)) κομίζω (High) ἐκ βασιλέως κομίζων γράμματα (NChonChron 15444)

ἔφερε δὲ αὐτὸν ἵππος (443 (4224)) ὀχέω (High) ὤχει δὲ αὐτὸν ἵππος (NChonChron 10962)

ἔφερον (2123 (3602)) προσάγω (High) τὰ προσαγόμενα (NChonChron 58684)

φεύγω (Low)φεύγωσιν (6111 (7014)) ἄπειμι (High) ἀπίασιν (NChonChron 15462)

πρὸς τὴν πρώτην προσβολὴν φυγόντων (2185 ἀποδιδράσκω (High) πρὸς τὴν πρώτην ἔμπτωσιν ἀποδράντων (NChonChron 604

φυγὼν (521 (5424)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 12928)

φυγὼν (1583 (28211)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 47226)

φυγόντος (244 (127)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 5350)

τὸν τρόπον καθrsquo ὃν ἔφυγε (436 (4114)) ἀποδιδράσκω (High) τὸν τρόπον καθrsquo ὅν ἐστιν ἀποδρὰς (NChonChron 1076)

φυγὼν (1429 (24813)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 42310)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 266 of 284

ἔφυγον (633 (7414)) διαδιδράσκω (High) διαδιδράσκουσι (NChonChron 16156)

φεύγει μακρότερον (183 (34024)) δραπέτευμα (High) μακροτέρῳ χρησάμενος δραπετεύματι (NChonChron 55685)

φυγεῖν βουλεύονται (653 (8026)) δρασμός (High) δρασμὸν βουλεύονται (NChonChron 17269)

φυγὼν (511 (533)) ἐκφεύγω (Both) ἐκφυγὼν (NChonChron 12651)

φυγὼν (244 (124)) μεταναστεύω (High) μεταναστεύσας (NChonChron 5345)

φυγὼν καὶ ἐξελθὼν (112 (44)) φυγάς (Low) φυγὰς ἀπάρας (NChonChron 3234)

ἄλλοι δὲ ἔφυγαν (21133 (37525)) φυγάς (Low) οἱ δὲ φυγάδες ἐπανήκουσιν (NChonChron 61370)

φεύγοντα (16192 (32614)) φυγή (Both) φυγῆς ἁπτόμενον (NChonChron 53592)

ἔφευγον (2182 (36929)) φυγή (Both) ἐς φυγὴν ὁρῶσιν (NChonChron 60295)

φήμη (Low)κακὴν φὴμην περὶ αὐτοῦ ἔχουσαν (1436 (253 φαντάζομαι (High) οὐκ ἀγαθὰ φανταζομένην περὶ αὐτοῦ (NChonChron 43030)

φημίζω (High)ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφημίζετο (1841 (3415)) ἀνευφημέω (High) ὁ υἱὸς φωναῖς ἀνευφημεῖτο (NChonChron 5574)

φθάνω (Both)ἔφθασε τὸ πῦρ μέχρι καὶ τοῦ Μεγάλου Ναοῦ ( ἐπιλαμβάνομαι (High) (τὸ πῦρ) ἐπελάβετο Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

ἔφθασεν (1225 (2019)) προσοκέλλω (High) προσώκειλεν (NChonChron 35757)

ἔφθασε τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25 συνάπτομαι (High) τοῖς προηγησαμένοις συναφθεὶς τάγμασιν (NChonChron 43

φθαρτός (Low)θνητοὶ καὶ φθαρτοὶ (6111 (7018)) βλητός (High) βλητοὶ καὶ θνητοὶ (NChonChron 15567)

φθείρω (High)μέλλει φθαρῆναι (1455 (25633)) ἀπόλλυμι (High) ἀπολούμενον (NChonChron 43666)

ἐφθάρη (θυγάτηρ) (2123 (36011)) διακορέω (High) κορίον διακορηθὲν (NChonChron 58794)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 (3 κοινόω (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

φθορεύς (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 267 of 284

ἀνδρῶν φθορέων (1841 (34110)) φθόρος (High) φθόροις ἀνδράσι (NChonChron 55710)

φιλανθρωπία (Low)φιλανθρωπίαν ἐνεδείξατο (1556 (27617)) οἰκτείρω (High) ᾤκτειρε (NChonChron 46372)

φιλία (Low)διὰ φιλίας καὶ συμβιβάσεως (42 (3911)) φιλίωσις (High) διrsquo ὁμολογίας καὶ φιλιώσεως (NChonChron 10289)

φιλιόομαι (Low)εὑρὼν Φράγγον τινὰ καὶ φιλιωθεὶς αὐτῶ (142 ἐπιξενόομαι (High) Λατίνῳ τινὶ ἐπιξενωθεὶς (NChonChron 42020)

Φιλιππούπολις (Both)ἀπὸ Φιλιππουπόλεως (1456 (2571)) Φιλίππου ἡ (High) ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 43668)

περὶ τὰ μέρη ταῆς Φιλιππουπόλεως (1585 (28 Φιλίππου ἡ (High) τοῖς περὶ ταὴν Φιλίππου μέρεσι (NChonChron 47360)

Φιλιππούπολιν (1113 (17114)) Φιλίππου ἡ (High) τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν (NChonChron 31824)

Φιλίππους ἡ (Low)περὶ τὴν Φιλίππους (1453 (25531)) Φιλίππου ἡ (High) περὶ τὴν Φιλίππου (NChonChron 43425)

περὶ τὴν Φιλίππους ἐπαρχίαν παραγίνεται (16 Φιλίππου ἡ (High) τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν καταλαβὼν (NChonChron 51819)

φιλοδωρεά (Low)διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) φιλοτίμημα (High) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

φιλοκαλέω (Low)φιλοκαλημένην (1291 (21320)) σαρόω (High) σεσαρωμένην (NChonChron 37481)

φίλος (Ambiguous)ὦ φίλε (14219 (2511)) λῷστος (High) ὦ λῷστε (NChonChron 42717)

μὴ διαστείλας τὰ τῶν φίλων ἀπὸ τῶν πολεμίω φίλιος (High) μὴ διαστεῖλαν τοῦ πολεμίου τὸ φίλιον (NChonChron 55181)

φιλοτιμέομαι (Low)ἐρόγευσε καὶ ἐφιλοτιμήσατο (1224 (2013)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 268 of 284

φλάμουλον (Low)φλάμουλα ὑπὸ ἀνέμου κρουόμενα (445 (433)) σημαία (High) τὸ ῥόθιον ἠνέμου τὰς σημαίας (NChonChron 10980)

φλεβοτομέω (Low)ἐν τῶ φλεβοτομηθῆναι (515 (5416)) ἐξαιματόω (High) ἐν τῷ ἐξαιματοῦσθαι τήν φλέβα (NChonChron 12817)

φλογερός (Low)ὡς φλογερὸν πῦρ (21132 (37514)) φλόγινος (High) ὡς φλογίνην ῥομφαίαν (NChonChron 61257)

φλόξ (Low)τῆς φλογὸς (1825 (3396)) ἔμπρησις (High) τῆς ἐμπρήσεως (NChonChron 55425)

φλὸξ ἀγάπης (21123 (37414)) ἐμπύρευμα (High) ἐμπύρευμα ἔρωτος (NChonChron 61017)

φοβέομαι (Low)ἐφοβεῖτο (622 (7314)) ἀγωνιάω (High) ἠγωνία (NChonChron 1595)

φοβηθέντες (τὴν ἐπέλευσιν) (6321 (791)) ἀποδειλιάω (High) ἀποδειλιάσαντες (τὴν ἐς αὐτοὺς ὁδὸν) (NChonChron 16876)

ἐφοβεῖτο (477 (511)) δέδια (High) δεδιὼς (NChonChron 12073)

φοβεῖσθαι (1112 (1719)) δέδια (High) δεδιέναι (NChonChron 31715)

φοβοῦνται (6111 (7013)) δέδια (High) δεδίασι (NChonChron 15461)

ἐφοβοῦντο (1424 (2475)) δέδια (High) δεδιότες (NChonChron 42157)

ἐφοβεῖτο (15112 (28811)) δέδια (High) ἐδεδίει (NChonChron 48011)

φοβοῦμαι (14219 (2511)) δέδια (High) δέδια (NChonChron 42717)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 δέδια (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

φοβεῖσθαι (1563 (27721)) καταπτήσσω (High) κατεπτηχέναι (NChonChron 46537)

ἐφοβήθησαν (1454 (25617)) πτήσσω (High) ἔπτηξαν (NChonChron 43547)

ἐφοβεῖτο (1612 (30425)) ταράσσω (Both) ἐτετάρακτο (NChonChron 50334)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) ὑποβλέπομαι (High) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

φοβούμενοι μήποτε ἀκούσωσι (438 (4130)) φειδώ (High) φειδοῖ τοῦ μὴ τὸν θρῆνον ἀναβῆναι (NChonChron 10726)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 269 of 284

φοβερίζω (Low)καὶ τοῦτον φοβερίσας (412 (3814)) διαθροέω (Both) καὶ διαθροήσας τοῦτον (NChonChron 10054)

φοβερίζειν (15104 (2861)) μορμολύττω (High) μορμολύττοντες (NChonChron 47785)

φοβερός (Low)τὸ φοβερὸν (14219 (2512)) διαθροέω (Both) τὸ διαθροοῦν (NChonChron 42717)

εἰς τοὺς ἐχθροὺς φανεῖται φοβερὸς (15132 (29 λόγχη (High) τοῖς ἐχθροῖς τὴν λόγχην ἀνατενεῖ (NChonChron 48342)

φόβος (Low)τὸν φόβον ἐξέφυγε (522 (561)) δειμαίνω (High) τοῦ δειμαίνειν ἀπεῖχεν (NChonChron 13183)

φόβον (1454 (25613)) δέος (High) δέος (NChonChron 43542)

φονεύω (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 ἀναιρέω (Ambiguous) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

φονεῦσαι (4711 (5213)) ἀναιρέω (Ambiguous) ἀνελεῖν (NChonChron 12234)

φονευθῆναι (1435 (25313)) ἀναιρέω (Ambiguous) ἀνῃρηκότων (NChonChron 43019)

ἐφονεύθη (1554 (27531)) ἀποβιόω (High) ἀπεβίω θανάτῳ (NChonChron 46252)

φονεύσας (14212 (24828)) ἀποκτείνω (High) ἀπεκτονὼς (NChonChron 42329)

ἐφονεύθη (1011 (1471)) γίγνομαι ἐξ ἀνθρώπων (High) ἐξ ἀνθρώπων ἐγεγένητο (NChonChron 2754)

μετὰ τῶν κονταρίων ἐφονεύοντο (1453 (2565) διαπείρω (High) δόρασι διαπειρόμενοι (NChonChron 43431)

πολλοὶ ἐφονεύθησαν (21178 (38316)) διαφθείρω (High) ἅπαντες διεφθάρησαν (NChonChron 62487)

ἐφονεύθησαν (21133 (37525)) ζῆν (High) τὸ ζῆν ζημιοῦνται (NChonChron 61369)

φονεύσας (1445 (2554)) θάνατος (Both) εἰς θάνατον ἐξέδωκε (NChonChron 43390)

ἐφόνευον (7123 (887)) κατακαίνω (High) κατέκαινον (NChonChron 18491)

ἐφόνευσαν πολλοὺς (4717 (5329)) κατακτείνω (High) οὐ μετρίους κατέκτανεν (NChonChron 12417)

ἐφόνευον (1435 (2536)) κτείνω (High) ἔκτεινον (NChonChron 43015)

μετὰ τοῦ λοιποῦ ἐφονεύθη στρατεύματος (143 συναπόλλυμαι (High) τῷ λοιπῷ συναπολώλει στρατεύματι (NChonChron 43131)

ἐφονεύοντο (7117 (8631)) φθείρω (High) ἐφθείροντο (NChonChron 18234)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 270 of 284

ἐπεὶ ἤθελε φονεῦσαι αὐτόν (511 (534)) φονάω (High) χεῖρας κατ΄ αὐτοῦ φονώσας (NChonChron 12651)

πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) φόνος (High) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

φορά (High)τὴν δὲ τῶν ἀλόγων φορὰν (445 (433)) ὁρμή (Low) τῇ ὁρμῇ τῶν ἵππων (NChonChron 10980)

φορεῖον (Low)μετὰ φορίου (1462 (25810)) σκίμπους (High) διὰ σκίμποδος (NChonChron 43830)

φόρεμα (Low)τὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φόρεμα (1842 (34117)) διάδημα (Low) τὸ τῆς κεφαλῆς διάδημα (NChonChron 55718)

τὸ σεβαστοκρατορικὸν φόρεμα (1533 28413) στέφανος (High) τὸν σεβαστοκρατορικὸν στέφανον (NChonChron 45946)

φορέματα (15106 (28711)) χιτών (High) χιτῶνας (NChonChron 47934)

φορέω (Low)φορῶν ἱμάτιον (477 (5024-25)) ἀμφιέννυμαι (High) ἠμφιεσμένος χιτῶνα (NChonChron 11964)

ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ντούφαν φορῶν (444 (4230)) ἀνέχω (High) πῖλον ἀνέχων ἐπὶ κεφαλῆς (NChonChron 10969)

φορεῖν ὑποδήματα (1462 (25820)) ἔχω (Both) ἔχειν φάλαρα (NChonChron 43843)

φοροῦντες (214 (36431)) περιβάλλομαι (Ambiguous) περιβαλλόμενοι (NChonChron 59486)

φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία περίκειμαι (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

στολὴν ἀνδρείαν φορούσας (271 (1527)) περίκειμαι (High) ἀνδρείαν στολὴν περικείμεναι (NChonChron 6052)

ἅρματα φοροῦσι (6111 (7019)) περίκειμαι (High) χιτῶνας περίκεινται σιδηρέους (NChonChron 15569)

φορέσητε σίδηρα (15104 (2867)) περιστέλλομαι (High) σιδήρῳ περισταλῆναι (NChonChron 47787)

ῥάκια διερρηγμένα φοροῦντες (2123 (3607)) σπειράομαι (High) ῥακίοις ἐσπειραμένοι (NChonChron 58789)

γυναικεῖον φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) ὑποδύομαι (Ambiguous) γυναικείαν ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

φόρος (Ambiguous)ὁ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίου φόρος (1826 (339 ἀγορά (High) ἡ Κωνσταντίνειος ἀγορά (NChonChron 55549)

φορτικός (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 271 of 284

φορτικώτερα καὶ βαρύτερα (1822 (3384)) βαρυσύμφορος (High) βαρυσυμφορώτερα (NChonChron 55276)

φορτόω (Low)τὰ κούρση ἐν τοῖς ἀλόγοις φορτώσαντες (312 ἀνατίθεμαι (Low) ἀναθέμενοι τοῖς ἵπποις τὰ λάφυρα (NChonChron 9378)

φορτωμένος (479 (5118)) ἔμφορτος (High) ἔμφορτος (NChonChron 12094)

φοσσάτον (Low)φοσσάτου (1581 (28118)) στρατιά (Both) στρατιᾶς (NChonChron 47192)

φουρκίζω (Low)φουρκίσειν (2138 (36228)) σκόλοψ (High) τὴν ἐπὶ σκόλοπος ἀπαιώρησιν (NChonChron 5916)

φουσκαλίς (Low)ὡς φουσκαλίδες (1429 (24812)) πομφολυγώδης (High) ὡς πομφολυγώδη φυσήματα (NChonChron 4238)

ἡ φουσκαλίς ὡς φουσκαλίδες (1429 (24812)) φύσημα (High) ὡς πομφολυγώδη φυσήματα (NChonChron 4238)

Φράγγος (Low)Φράγγοις (1116 (17225)) ἀλλόθρους (High) ἀλλόθρουν (NChonChron 31966)

τὰ τῶν Φράγγων ὀσπήτια (1823 (3388)) ἑσπέρα (Ambiguous) οἰκίας τῶν ἐξ ἑσπέρας ἐθνῶν (NChonChron 55281)

ἀπὸ τῶν γενῶν τῶν Φράγγων (2121 (35911)) ἑσπέριος (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων (NChonChron 58561)

Φράγγων (1221 (2003)) Ἰταλός (High) Ἰταλῶν (NChonChron 35624)

τοὺς Φράγγους (445 (439)) Ἰταλός (High) Ἰταλοὺς (NChonChron 10987)

ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917)) Λατίνος (High) πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

Φράγγος (2182 (3703)) Λατίνος (High) Λατῖνος (NChonChron 6025)

εὑρὼν Φράγγον τινὰ καὶ φιλιωθεὶς αὐτῶ (142 Λατίνος (High) Λατίνῳ τινὶ ἐπιξενωθεὶς (NChonChron 42020)

Φράγγων (1221 (20015)) Σικελός (High) Σικελῶν (NChonChron 35636)

Φράγγοις (1118 (17317)) ὑπεναντίος (High) ὑπεναντίοι (NChonChron 32193)

φραγμός (Low)φραγμός (1585 (2837)) ἀντίφραγμα (High) ἀντίφραγμα (NChonChron 47361)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 272 of 284

φράττω (Low)τὰ ὦτα ἔφραττον (1558 (27635)) ἐπιφράττω (High) ἀκοὰς ἐπέφραττον (NChonChron 4648)

φρενήρης (Low)φρενήρης γενόμενος (14213 (2495)) παρακόπτομαι (High) φρένας παρακοπεὶς (NChonChron 42440)

φρενήρης γενόμενος (14213 (2495)) φρήν (High) φρένας παρακοπεὶς (NChonChron 42440)

φρίττω (Both)φρίττω καὶ τρέμω τὴν ὑπόσχεσιν (14219 (251 φρίττω (Both) πεφρικώς εἰμι τὰ ἐπαγγέλματα (NChonChron 42718)

φρόνιμος (Low)φρόνιμος (1585 (28230)) ἀγχίνους (High) ἀγχίνους (NChonChron 47347)

φρόνιμος (14216 (2502)) σύνεσις (High) πλήρης συνέσεως (NChonChron 42575)

φρόνιμοι (1522 (2713)) συνετός (High) σύνετοι (NChonChron 45572)

φρονίμως (Low)φρονίμως (6110 (706)) ἐπαινετῶς (High) ἐπαινετῶς (NChonChron 15448)

φροντίζω (Both)οὐδόλως ἔφρόντιζον (651 (8017)) ἀνεπιστρόφως (High) ἀνεπιστρόφως (ἔχειν) (NChonChron 17154)

φροντίζων (1454 (2569)) ἀφοράω (High) ἀπιδὼν (NChonChron 43536)

ἐφρόντιζες καὶ ἐπεμέλου (121013 (21926)) ἐπιμελέομαι (Low) ἐπεμέλου (NChonChron 38422)

ἐφρόντισε δὲ ὁ βασιλεὺς (261 (1226)) μέλει (High) ἐμἐλησε δὲ τῷ βασιλεῖ (NChonChron 5475)

οὐδὲν αὐτοὺς ἐφρόντιζεν (2138 (36227)) ὑπεροράω (High) ὑπερεώρα (NChonChron 5914)

φρούριον (Both)φρούριον ἀσφαλέστατον (15112 (28815)) ἔρυμα (High) ἐχυροῖς ἐρύμασιν (NChonChron 48072)

φυγάς (Low)φυγάδα ἀνέδειξε (4711 (5212)) δραπέτης (High) δραπέτην εἰργάσατο (NChonChron 12232)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 273 of 284

τὸν φυγάδα ἐζήτουν (437 (4118)) δραπέτης (High) ἀνεζήτει τὸν δραπέτην (NChonChron 10711)

φυγή (Both)τὴν φυγὴν (1812 (33618)) ἀπόδρασις (High) τὴν ἀπόδρασιν (NChonChron 54916)

φυλακή (Ambiguous)ἐν φυλακῆ ὢν ἀπέθανε (1581 (28116)) δεσμός (High) ἐναφῆκε τοῖς δεσμοῖς τὴν ψυχήν (NChonChron 47190)

τῆς φυλακῆς (436 (418)) δεσμωτήριον (High) τοῦ δεσμωτηρίου (NChonChron 10693)

τῆ φυλακῇ (438 (4122)) δεσμωτήριον (High) τῷ δεσμωτηρίῳ (NChonChron 10717)

ἐν φυλακῆ κατεκέκλειστο (1876 (34530)) εἱρκτή (High) παραρριφεὶς εἱρκτῇ (NChonChron 5642)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1877 (3463)) εἱρκτή (High) εἱρκτῇ παραδίδοται (NChonChron 56412)

ἐκ τῆς φυλακῆς (431 (3922)) εἱρκτή (High) ἐκ τῆς εἱρκτῆς (NChonChron 1038)

χρόνον ἐν τῆ φυλακῇ διαβιβάσας (16171 (324 καθείργνυμι (High) χρόνιος καθειργνύμενος (NChonChron 53343)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1428 (24810)) φρουρά (High) φρουρᾷ παραδίδοται (NChonChron 4235)

φυλακῆ (1118 (17312)) φρουρά (High) φρουραῖς (NChonChron 32088)

ἐν μιᾷ τῶν φυλακῶν κατακλείεται (413 (3829 φρουρά (High) ἐν μιᾷ τῶν φρουρῶν καθειργνύμενον (NChonChron 10173)

ἡ φυλακὴ πικροτέρα (439 (422)) φρουρά (High) χείρων φρουρά (NChonChron 10835)

ἐν φυλακῇ (435 (412)) φρουρά (High) ἐν φρουρᾷ (NChonChron 10685)

ὲν τῆ φυλακῆ εἶχεν ὁ β Μανουὴλ (432 (3929)) φρουρά (High) ἐν φρουρᾷ συνεῖχεν ὁ Μανουὴλ (NChonChron 10319)

ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) φρουρά (High) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

φυλακῆς (1557 (27624)) φρουρά (High) φρουρᾶς (NChonChron 46386)

φύλαξ (High)περισσοτέρων φυλάκων (439 (423)) κουστωδία (High) κουστωδία μείζων (NChonChron 10834)

παρὰ τῶν φυλάκων (436 (419)) φρουρός (High) παρὰ τῶν φρουρῶν (NChonChron 10693)

φύλαξις (Low)φύλαξιν εἰσάγει (21121 (3744)) στρατιά (Both) στρατιάν (NChonChron 61092)

εἰσῆξε καὶ φυλάξεις (1452 (25527)) φρουρά (High) φρουρὰν ἐγκατέστησε (NChonChron 43422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 274 of 284

εἰσάγει φύλαξιν (21121 (37331)) φρουρά (High) φρουρὰν ἐγκαθίστησιν (NChonChron 60983)

φυλάττω (Low)οἱ φυλάσσοντες (438 (4130)) δεσμοφύλαξ (High) τοῖς δεσμοφύλαξι (NChonChron 10727)

φυλάξαντι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ (1435 (25317)) ἐπισκιάζω (High) ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπισκιάσαντι (NChonChron 43024)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 περιέπω (High) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

φυλαχθεὶς ὑπὸ θεοῦ (7122 (8727)) φρουρέω (High) ὑπὸ θεοῦ φρουρηθεὶς (NChonChron 18373)

φυλάττειν (1225 (20118)) φρουρέω (High) φρουρεῖν (NChonChron 35762)

ὃν ἐφύλαττον ἄνθρωπον (436 (4113)) φρουρέω (High) ὃν ἐφρούρουν (NChonChron 1075)

φυτρόω (Low)ἐφύτρωσαν (1429 (24811)) ἀναδίδομαι (High) ἀνεδόθησαν (NChonChron 4237)

φωλεά (Low)εἰσέρχεται εἰς τὴν αὐτοῦ φωλεάν (21124 (374 χειά (High) ἐς χειὰν συσπειρᾶται (NChonChron 61128)

φωνή (Low)μετὰ φωνῶν (2175 (36817)) βοή (Low) μετrsquo εὐσήμων βοῶν (NChonChron 59930)

φωράω (Low)φωραθεὶς (14210 (24818)) καταμηνύω (High) καταμηνυθεὶς (NChonChron 42316)

φῶς (High)τῆς ἡμέρας εἰς φῶς ἐλθούσης (2131 (36014)) ἐπιφαύσκω (High) τῆς ἡμέρας ἐπιφαυσάσης (NChonChron 5873)

εἰσάξαι φῶς (434 (4026)) λαμπτήρ (High) λαμπτῆρα εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

χαίρω (Low)ἐχάρησαν (1457 (25718)) ἀγάλλομαι (High) ἠγαλλιάσαντο (NChonChron 43689)

χαίρων (13815) γέγηθα (High) γεγηθώς (NChonChron 41592)

ἐχάρη ἐπὶ τῆ τοσαύτη ἀναδοχῆ (475 (905)) ἐνευφραίνομαι (High) ἐπὶ τῷ τῆς ξενίας ἐνευφράνθη ἀπροσδεεῖ (NChonChron 118

χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς (474 (4926)) ἐπιχαίρω (High) ἐπιχαίρῃ κακοῖς (NChonChron 11818)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 275 of 284

ἐχάρη (479 (521)) ἥδομαι (High) ἥσθη (NChonChron 12117)

χαίτη (Low)τὰς τῶν ἀλόγων χαίτας (214 (36433)) γένυς (High) ταῖς γένυσιν αὐτῶν (NChonChron 59489)

χαλαστάριον (Low)χαλαστάρια (1612 (30418)) ἀφετήριος (High) ἀφετήρια ὄργανα (NChonChron 50225)

χαλάω (Low)τὰ ὀσπήτια ἐχαλάσθησαν (1823 (3388)) διαλύω (High) καθαιρεῖ καὶ διαλύει οἰκίας (NChonChron 55280)

χαλώντων (1584 (28221)) διαχαλάω (High) διαχαλώντων (NChonChron 47236)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) ἐπικαταβάλλω (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

τὰ ὀσπήτια ἐχαλάσθησαν (1823 (3388)) καθαιρέω (High) καθαιρεῖ καὶ διαλύει οἰκίας (NChonChron 55280)

κατέσκαψε καὶ ἐχάλασεν (15112 (28811)) κατασκάπτω (High) κατεσκάφησαν (NChonChron 48068)

ἐχαλάσθησαν (1117 (1735)) κατερείπω (High) κατηρείποντο (NChonChron 32074)

χαλινάριον (Low)χρυσοῦν χαλινάριον φορῶν (443 (4225)) χρυσοφάλαρος (High) ἵππος χρυσοφάλαρος (NChonChron 10963)

χαλκοῦς (Low)στέμμα χαλκοῦν (15113 (28822)) χαλκός (High) στέφος ἐκ χαλκοῦ (NChonChron 48181)

χαντάκιν (Low)μέγα χαντάκιν (21173 (38126)) τάφρος (High) βαθεῖαν τάφρον (NChonChron 62219)

χαρά (Low)ἀσπασίως καὶ μετὰ χαρᾶς (21132 (37513)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 61256)

μετὰ χαρᾶς (14213 (2496)) ἐπίχαρμα (High) μετrsquo ἐπιχαρμάτων (NChonChron 42441)

χάραγμα (Low)ἄργυρος κεκομμένα εἰς χάραγμα (479 (5122)) νόμισμα (High) ἄργυρος κεκομμένος εἰς νόμισμα (NChonChron 1204)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 276 of 284

κεντηνάρια διὰ χαράγματος ἀργυρά (1552 (27 νόμισμα (High) ἀργυρίου κεντηνάρια κομμένα εἰς νόμισμα (NChonChron 46

χάραξ (Low)χάρακα στρατήγιον βάλλοντες (21143 (37630 στρατήγιον (High) βαλόντες στρατήγιον (NChonChron 61514)

χαρίζομαι (Low)χαρισάμενος (1113 (218)) ἀποχαρίζομαι (High) ἀποχαρισάμενος (NChonChron 2843)

χάρτης (Low)χάρτας (214 (3651)) τόμος (High) τόμοις (NChonChron 59490)

χαυνόομαι (Low)τῇ κολακείᾳ χαυνωθεὶς (42 (3919)) ἁπαλύνομαι (High) τῇ αἱμυλίᾳ ἁπαλυνθεὶς (NChonChron 1034)

χαῦνος (Low)χαῦνον φρόνημα ἔχων (1813 (3374)) χαλίφρων (High) χαλίφρον μειράκιον (NChonChron 55042)

χαύνωσις (Low)ἡ χαύνωσις καὶ οἰκοκυρία (2121 (35916)) ὑπτιότης (High) ἡ ὑπτιότης καὶ οἰκουρότης (NChonChron 58667)

χαώνω (Low)ἐχαώθησαν (1211 (19920)) ἀφαντόω (High) ἠφάντωτο (NChonChron 35621)

χειμών (Low)ὕδωρ ἐκ χειμῶνος (1432 (25218)) χείμαρρος (High) ὑδάτιον ἐκ χειμάρρου (NChonChron 42982)

χείρ (Low)μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολύχειρ (High) ὁ πολύπους καὶ πολύχειρ (NChonChron 58676)

χειρότερα (Low)χειρότερα ἔπασχον (7122 (8729)) χειρόνως (High) χειρόνως ἔπασχον (NChonChron 18375)

χειροτονέω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 277 of 284

τῶν αὐτὸν εἰς βασιλέα χειροτονησάντων (187 βασιλευτής (High) τοῦ βασιλευτοῦ λεώ (NChonChron 56412)

χέλυν (Low)ὡς χέλυν ὀλισθηρὸν ἐξέφυγεν (562 (6027)) ἐγχέλυς (High) ὡς ὀλισθηρά τις ἐγχέλυς ἐξήλυξεν (NChonChron 13824)

χέομαι (Low)αἵματα ἐχύθησαν (475 (502)) ῥέω (Low) αἵματα ῥεύσαντα (NChonChron 11828)

χέω (Low)ἔχεε τὸ φαρμάκιον τῆς κακίας αὐτοῦ (4715 (5 ἀποπτύω (High) τὸν τῆς κακίας ἀποπτύων ἰὸν (NChonChron 12383)

δάκρυα χύσας (2138 (36232)) σπένδω (High) σπείσας δάκρυα (NChonChron 59110)

χοῖρος (Low)χοίρους (1118 (17320)) σῦς (High) συῶν (NChonChron 3212)

χρεία (Low)ἀργῶν ἐπὶ τῆ ἀναγκαία χρεία (523 (567)) ἀπόπατος (High) εἰς ἀπόπατον παρασκευαζόμενος (NChonChron 13192)

χρειώδης (Low)τὴν τῶν ἀναγκαίων χρειωδῶν στέρησιν (111 ἐφόδιον (High) τὸ ἐπιλιπεῖν τὰ ἐφόδια (NChonChron 2841)

χρήζω (Low)χρήζων (911 (1153)) δέομαι (High) δεόμενος (NChonChron 2236)

χρῆμα (Low)χρήματα (15121 (2897)) πλοῦτος (High) πλοῦτον (NChonChron 4826)

χρήματα (Low)τὰ χρήματα αὐτῶν (1827 (3403)) ὄντα (High) τὰ ὄντα (NChonChron 55560)

χρῆσις (Low)πρὸς χρῆσιν ἀναγκαίαν καθήμενον (523 (561 ἀφοδεύω (High) ἀνθρωπόμορφόν τι ἀφοδεῦον τεκτηνάμενος (NChonChron 1

διὰ χρῆσιν (214 (36430)) χρεία (Low) κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 278 of 284

χρόνος (Both)χρόνοι διέβησαν (1445 (25515)) ἐνιαυτός (High) παρήλθοσαν ἐνιαυτοὶ (NChonChron 4335)

χρόνοι (1445 (2557)) ἐνιαυτός (High) ἐνιαυτῶν (NChonChron 4331)

καθrsquo ἕκαστον χρόνον (1552 (27519)) ἐτησίως (High) ἐτησίως (NChonChron 46134)

χρόνον ἤδη τέλειον (1151 (728)) ἔτος (High) ἔτους ἤδη τελείου (NChonChron 3824)

ταὸν ἐνδέκατον χρόνον (1012 (14710)) ἔτος (High) ταὸ ἐνδέκατον ἔτος (NChonChron 27516)

τὸν χρόνον (1585 (28310)) ἔτος (High) τοῦ ἔτους (NChonChron 47364)

ἐν δὲ τοῖς χρόνοις ἐκείνοις (1143 (722)) καιρός (Low) ἐν δὲ τοῖς καιροῖς τοῖσδε (NChonChron 3813)

χρόνοις (1445 (2559)) λυκάβας (High) λυκάβαντες (NChonChron 43393)

χρόνον ἐν τῆ φυλακῇ διαβιβάσας (16171 (324 χρόνιος (High) χρόνιος καθειργνύμενος (NChonChron 53343)

χρυσάφιον (Low)ἄνευ hellip τοῦ χρυσαφίου (16171 (3257)) χρύσεος (High) πλὴν τῶν hellip χρυσέων σκευῶν (NChonChron 53351)

χρυσόβουλλος (Low)διἀ χρυσοβούλλου γράμματος (1662 (31417)) ἐγγράφως (High) ἐγγράφως (NChonChron 51825)

χρυσοκόλλητος (Low)φόρεμα χρυσοκόλλητον (1842 (34117)) χρυσόκολλος (High) διάδημα χρυσόκολλον (NChonChron 55718)

χρυσός (Low)χρυσὴν (15106 (28714)) διάχρυσος (High) διάχρυσον (NChonChron 47937)

ντούφαν χρυσὴν (444 (4230)) κατάπαστος (High) πῖλονχρυσῷ κατάπαστον (NChonChron 10969)

μετὰ ψηφίδων χρυσῶν (1426 (24730)) ποικιλόχροος (High) διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων (NChonChron 42287)

χρυσός (1553 (27527)) χρυσίον (High) χρυσίου (NChonChron 46248)

χυδαῖος (Low)οἱ χωριᾶται καὶ χυδαῖοι (21315 (36418)) ἀγελαῖος (High) οἱ ἀγροῖκοι καὶ ἀγελαῖοι (NChonChron 59370)

χυδαῖοι οἱ πλείονες (2121 (35912)) ἀφαυρός (High) ἀφαυρῶν τὰ πλεῖστα (NChonChron 58562)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 279 of 284

τὸ χυδαῖον πλῆθος (1823 (3385)) χυδαΐζω (High) τὸ χυδαΐζον στῖφος (NChonChron 55277)

χῶμα (Low)τὸ χῶμα ἔξω βάλλοντες (21143 (3771)) χοῦς (High) τὸν χοῦν ἀναφέροντες (NChonChron 61520)

χωνεύω (Low)κόσμους διὰ πυρὸς χωνεύοντες (1822 (33730)) παραπέμπω (Both) κόσμους πυρὶ παραπεμπομένους (NChonChron 55269)

σκεύη χωνευόμενα (1822 (33731)) πυρόω (High) σκεύη πυρούμενα (NChonChron 55270)

χώρα (Both)ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐξελθὼν χώρας (112 (44)) ellipsis (High) ἀπάρας ἐκ τῆς Ῥωμαίων (NChonChron 3234)

κατὰ πάσας τὰς Ῥωμαϊκὰς χώρας (652 (8022) ἐπαρχία (High) κατὰ πᾶσαν ἐπαρχίαν Ῥωμαϊκὴν (NChonChron 17162)

χώραις (16172 (32514)) θέμα (High) θέμασιν (NChonChron 53358)

χῶραι πολλαὶ (4717 (5328)) κώμη (High) κατὰ κώμας 12415 (NChonChron 12415)

χώρας καὶ καστέλλια (1451 (25520)) κώμη (High) κώμας καὶ ἀγροὺς (NChonChron 43412)

πόλεις καὶ χώρας (1458 (25731)) κώμη (High) φρούριον ἢ κώμας (NChonChron 4379)

εἰς ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος τῶν χωρῶν καὶ πόλε πόλις (Both) εἰς ὄνειδος πόλεων (NChonChron 53478)

ἡ κάστρον χῶρα κάστρων καὶ χωρῶν (1118 (1 πόλις (Both) πόλεων (NChonChron 32090)

χῶρας (15121 (2895)) πόλις (Both) πόλεις (NChonChron 4824)

χώρας (1112 (1719)) πόλις (Both) πόλεως (NChonChron 31715)

χώρα τὰς χώρας καὶ τὰ καστέλλια (1613 (304 πόλισμα (High) τὰ πολίσματα καὶ τὰς κώμας (NChonChron 50339)

εἰς τὰς Ῥωμαϊκὰς χώρας (2151 (36519)) σχοίνισμα (High) τοῖς Ῥωμαϊκοῖς σχοινίσμασιν (NChonChron 59514)

χώρας (1556 (27614)) φρούριον (Both) φρουρίων (NChonChron 46370)

χωρέω (Both)κατὰ τοῦ Σ χωρεῖ (1113 (224)) πρόσειμι (High) τῷ Σ πρόσεισιν (NChonChron 2953)

χωρία (Low)διὰ χωρίων (1312) κωμηδόν (High) κωμηδόν (NChonChron 39434)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 280 of 284

χωριάτης (Low)οἱ χωριᾶται καὶ χυδαῖοι (21315 (36418)) ἀγροῖκος (High) οἱ ἀγροῖκοι καὶ ἀγελαῖοι (NChonChron 59370)

χωριάτη ἁρμόζον καὶ ἐπιτήδειον (15111 (2873 ἰδιώτης (High) ίδιώτῃ ἐπιτήδειον (NChonChron 48057)

χωρίζομαι (Low)ἐχωρίσθησαν τὰ στρατεύματα (4718 (5415)) διίσταμαι (High) διέστησαν τὰ στρατεύματα (NChonChron 12539)

χωρίζω (Low)χωρίσαντος (1827 (33932)) διαιρέω (High) διελόντος (NChonChron 55556)

χωρισθέντα εἰς τμήματα (6320 (7824)) σκεδάννυμι (High) εἰς μύρια σκεδασθεῖσαν τμήματα (NChonChron 16863)

χωρίον (Both)τοῖς κατὰ τὸν Σάγγαριν χωρίοις (1131 (424)) τόπος (Both) τοῖς κατὰ τὸν Σαγγάριον τόποις (NChonChron 3362)

χωρίς (Low)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἀ- (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

χωρισμός (Low)χωρισμὸν (2123 (36010)) ἀποβολή (High) ἀποβολὴν (NChonChron 58793)

ψευδής (Low)πάντας ψευδεῖς ἀνέδειξεν (15132 (29012)) εἰκαιόμυθος (High) πάντας εἰκαιομύθους ἀπέδειξε (NChonChron 48344)

ψευδῶς (Low)οὐ ψευδῶς (1842 (34112)) μάτην (High) οὐ μάτην καὶ εἰκαίως (NChonChron 55713)

ψηλαφάω (Low)χεὶρ τὸ ξίφος ψηλαφῶσα (2182 (3705)) διφάω (High) χεὶρ διφῶσα τὸ ξίφος (NChonChron 6027)

ψυχάριν (Low)ψυχάρια (21182 (21121)) δαιμονόληπτος (High) δαιμονολήπτων (NChonChron 37120)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 281 of 284

ψυχή (Both)ψυχὴν (1559 (2772)) ψυχίδιον (High) ψυχίδιον (NChonChron 46413)

ὦ φίλε (Low)ὦ φίλε (121013 (21931)) ὦ οὗτος (High) ὦ οὗτος (NChonChron 38428)

ὥρα (Both)κατὰ τὴν ὥραν (1117 (1734)) εὐθύς (Ambiguous) εὐθὺς (NChonChron 32074)

ὡραῖος (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) χαρίεις (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

ὡς (Both)ὡς πτηνὸν (477 (515)) δίκην (Low) πτηνοῦ δίκην (NChonChron 12077)

ὡς δὲ οὐδένα εἶχε (7127 (897)) ἐκ τοῦ + inf (High) ἐκ δὲ τοῦ μηδένα παρεστάναι (NChonChron 18535-36)

ὡς δὲ ἐραθύμησαν (2185 (37032)) ἐπεί (High) ἐπεὶ δὲ ῥᾳθύμως εἶχον (NChonChron 60436)

ὡς ὁ πατὴρ αὐτοῦ (42 (3916)) ζηλόω (High) τὸν οἰκεῖον πατέρα ζηλωκὼς (NChonChron 1031)

ὡς ἀσκὸς (15111 (28719)) κατά (Both) κατὰ τοὺς ἀσκοὺς (NChonChron 47943)

ὡς βουνὰ φαίνεσθαι (288 (213)) κατά + acc (High) κατὰ τὰ ἀνεστηκότα γήλοφα (NChonChron 7165-66)

ὡς δοῦλα (2711 (188)) ὅσα καί (High) ὅσα καὶ ὑπηρέτιδες (NChonChron 6592)

ὡς εἶπον (15112 (2884)) ὅσπερ (Both) ὅπερ ἔλεγον (NChonChron 48061)

ὡς βέβηλον (15106 (28715)) ὡσεί (Both) ὡσεὶ βέβηλον (NChonChron 47939)

ὡς ἀχανὲς πέλαγος (4713 (5228)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ τις κόλπος θαλάττιος (NChonChron 12258-12359)

ὡς ἄν (Both)ἀγωνιζόμενος ὡς ἂν ὁμαλὴν ποιήσῃ (7121 (87 future infinitive (High) ἦν ἐγκείμενος ἐξομαλίσειν τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

ὡς ἂν διέλθωσι τὰς πόλεις (21142 (3769)) future participle (High) τὰς πόλεις μετελευσομένη (NChonChron 61487)

ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) εἴ πως (High) εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὡς ἂν ὁμολογήση καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ὄντας (1 ἐπὶ τῷ + infinitive (Ambiguous) ἐπὶ τῷ τοὺς συνιστόρας ἐκφῆναι (NChonChron 42312)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 282 of 284

ὡς ἂν γνωρίσης (479 (5131-32)) ἵνα + optative (High) ἵνα εἰδείης (NChonChron 12116)

ὡς ἂν εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (619 (6934-70 ὅπως (Both) ὅπως ἐπιπαριοῦσαι εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 1544

ὡς ἂν μὴ καίοιντο (21179 (38323)) ὡς (Both) ὡς εἶεν τοῦ πυρὸς σθεναρώτεραι (NChonChron 62494)

ὡς ἵνα (Low)ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) ὡς (Both) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

ὡς ὅτι (Low)ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28726)) ὅπως (Both) μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonChron

ἐκηρύχθη ὡς ὅτι (1557 (27622)) ὡς (Both) ἦν διαδόσιμος ὡς (NChonChron 46384)

ὡσεί (Both)ὡσεὶ νέφος (3112 341) δίκην (Low) δίκην νεφῶν (NChonChron 9243-44)

ὡσεὶ χιὼν (6117 (7220)) ὡς (Both) ὡς αἱ χιόνων ἀποσπάδες (NChonChron 15868)

ὥσπερ (Both)ὥσπερ (1462 (2587)) καθάπερ (Both) καθάπερ (NChonChron 43727)

ὥσπερ ὁ κοχλίας εἰς τὸ αὐτοῦ ὀστράκινον ὀσπ κατά (Both) κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα (NChonChron 4

ὥσπερ καὶ τὸ φεγγάριν (1877 (3462)) κατά + acc (High) κατὰ σελήνην λειψίφωτον (NChonChron 56410)

ὥσπερ πρόβατα (1442 (25418)) ὡς (Both) ὡς πρόβατα (NChonChron 43264)

ὥσπερ ἀσκός (1462 (25810)) ὡς (Both) ὡς τῶν οἴνων ἀμφορεῖς (NChonChron 43830)

ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) ὡς (Both) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

ὥσπερ (1435 (2539)) ὡς (Both) ὡς (NChonChron 43016)

ὥσπερ ἀσπίδες (1558 (27635)) ὡς (Both) ὡς ἀσπίδες (NChonChron 4648)

ὥσπερ hellip ἀπεβάλλοντο (214 (36428)) ὡς εἴπερ (High) ὡς εἴπερ hellip ἀπεβάλοντο (NChonChron 59483)

ὥστε + inf (High)ὥστε τὴν φωνὴν αὐτῆς ἀκοῦσαι τούτους (434 ὡς + inf (High) ὡς τὴν ταύτης ἐνηχηθῆναι φωνὴν (NChonChron 10562)

ὠφέλεια (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 283 of 284

τὰ πρὸς ὠφέλειαν ποιεῖν (1455 (25623)) λυσιτελής (High) τὰ λυσιτελῆ αἱρεῖσθαι (NChonChron 43554)

ὠφέλιμος (Low)πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ὠφέλιμος καὶ εὐαπόδεκτ πολυέραστος (High) Ῥωμαίοις πολυέραστος (NChonChron 47947)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 284 of 284

Page 3: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z

στενάξας εἶπε (121013 (21926)) perfect (Both) ὑποστενάξας εἴρηκε (NChonChron 38422)

λαβόντες (1824 (33820)) perfect (Both) προσειληφότες (NChonChron 55354)

ἔπραξαν (14214 (24923)) perfect (Both) διαπεπράχασι (NChonChron 42563)

συνάξας (15106 (28714)) perfect (Both) συναγηοχὼς (NChonChron 47938)

ἔπεμψαν (1813 (33636)) perfect (Both) ἐκπεπόμφασιν (NChonChron 55038)

ἀπορήσας τοίνυν ὁβασιλεὺς (15122 (28920)) perfect (Both) βασιλεὺς τοίνυν ἐξηπορηκὼς (NChonChron 48221)

ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησαν (1822 (33726 perfect (Both) ἀνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChron 55165)

συλλαβὼν (1428 (2487)) perfect (Both) συνειληφὼς (NChonChron 42395)

κατεποντίσθη (1422 (24616)) perfect (Both) ἀπόλωλε ὑδατόκλυστος φανείς (NChonChron 42138)

δοκιμάσαι (622 (738)) perfect (Both) πεῖραν εἰληφέναι (NChonChron 15992)

ἔδοξε (477 (514)) pluperfect (High) δέδοκτο (NChonChron 12077)

ἀκράτητοι ἐγένοντο (1451 (25519)) pluperfect (High) ἀκατάσχετοι ἐγεγόνεισαν (NChonChron 43411)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) pluperfect (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

ὡς προείπομεν (1411 (2458)) pluperfect (High) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

ἤγγισε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2712 (1 pluperfect (High) ἠγγίκει εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

ἐσώθην ὁ βασιλεὺς (1435 (25315)) pluperfect (High) σέσωστο (NChonChron 43022)

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) pluperfect (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

ἤκουσε (621 (732)) pluperfect (High) ἠκηκόει (NChonChron 15885)

αἱ θύραι ἠνεώχθησαν (436 (419)) pluperfect (High) αἱ θύραι ἀνεῴγεσαν (NChonChron 10693)

ἀπεχαρίσθη (1557 (27621)) pluperfect (High) ἀποκεχάριστο (NChonChron 46384)

ὠνομάσθη (1423 (2472)) pluperfect (High) ἐπεκέκλητο (NChonChron 42154)

ἐλογίσατο (14218 (25026)) pluperfect (High) λελόγιστο (NChonChron 42611)

ἐγυμνώθησαν (1827 (3402)) pluperfect (High) ἀπεψίλωντο (NChonChron 55559)

εἴπομεν (14223 (25128)) pluperfect (High) εἰρήκειμεν (NChonChron 42851)

ἀπέθανε (15113 (28826)) pluperfect (High) ἐτεθνήκει (NChonChron 48187)

κατεκάησαν (1826 (33922)) pluperfect (High) ᾐθάλωντο (NChonChron 55547)

ἀπέμεινεν (1826 (33927)) pluperfect (High) ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 3 of 284

ἐστράφησαν (2183 (37019)) present (Both) ἐκεῖθεν μεθίστανται (NChonChron 60323)

αἰχμαλωτισθέντας (1442 (25420)) present (Both) αἰχμαωτιζομένους (NChonChron 43266)

κυκλωθεὶς (1452 (25526)) present (Both) κυκλούμενος (NChonChron 43419)

ἀναιρεθέντας (1442 (25420)) present (Both) ἀναιρουμένους (NChonChron 43266)

ἀπαχθέντας (1442 (25420)) present (Both) ἀποδιδομένους (NChonChron 43267)

ἠλευθέρωσε τὴν ἀνατολὴν (21134 (37528)) present (Both) ἐλευθεροῖ τὴν ἕω (NChonChron 61373)

ἰδὼν (1435 (25318)) present (Both) καθορῶν (NChonChron 43025)

κατορθώσαντος (1552 (27514)) present (Both) κατορθοῦντος (NChonChron 46128)

οὐ μὴ εἶπε τις (1825 (33835)) subjunctive (Low) οὔμενουν εἴπη τις (NChonChron 55318)

περὶ οὗ εἴπομεν ὄπισθεν (432 (401)) ἔφθην + participle (High) ὧν πέρι καὶ εἰπόντες ἔφθημεν (NChonChron 10324)

aorist infinitive (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 future infinitive (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ὑπεσχέθη δοῦναι (479 (523)) future infinitive (High) δώσειν ξυνέθετο (NChonChron 12121)

ἦν γὰρ σκοπὸς διαχωρῖσαι (6114 (7119)) future infinitive (High) σκοπὸς δὲ ἦν ἐκκρούσειν (NChonChron 15617)

παραλαβεῖν (1456 (2572)) future infinitive (High) συμπαραλήψεσθαι (NChonChron 43669)

προσεδοκᾶτο παθεῖν (15121 (2892)) future infinitive (High) ἐκαραδόκει πείσεσθαι (NChonChron 4811)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 future infinitive (High) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

ἔμελλον ἀνακομίσαι (6320 (7826)) future infinitive (High) ἤμελλον ἀνακομίσειν (NChonChron 16866)

θελόντων (conj) βασιλεῦσαι τὸν Ἰσαάκιον (18 future infinitive (High) βασιλεύσειν Ἰσαάκιον διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο (NChonChron 5

ἐξαπέστειλεν εἰπεῖν (4716 (5323)) future participle (High) ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον (NChonChron 1248)

ἀφανίσαι (725 (9529)) future participle (High) ὡς ἀφανίσοντες (NChonChron 19418)

αἰχμαλωτίσαι (725 (9529)) future participle (High) ὡς φθεροῦντες (NChonChron 19418)

στέλλει τὸν λογοθέτην παραδηλῶσαι (4310 (4 future participle (High) στέλλεται παραδηλώσων (NChonChron 10838-39)

συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) future participle (High) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

συνέτρεχον θεάσασθαι (1813 (3379)) future participle (High) συνέτρεχε ὀψόμενος (NChonChron 55148)

στέλλει τὸν λογοθέτην ἀναγγεῖλαι (4310 (42 future participle (High) στέλλεται εὐαγγελισόμενος (NChonChron 10838-39)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 4 of 284

aorist optative (Low)λάβοι (1552 (27518)) future indicative (High) δωρήσεται (NChonChron 46133)

aorist participle (Both)ἐγύρευον τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (5 future participle (High) περιεσκόπουν τὸν τὴν κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) future participle (High) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

μεγάλην λαβὼν ἀρχὴν (4713 (5227)) perfect participle (Low) μεγάλην ἀρχὴν εἰληχὼς (NChonChron 12257)

πέμψαντες (21179 (38319)) perfect participle (Low) πεπομφότες (NChonChron 62491)

ἀφικόμενος (42 (3913)) perfect participle (Low) ἀφιγμένος (NChonChron 10291)

παραλαβὼν (1661 (3142)) perfect participle (Low) παρειληφὼς (NChonChron 5186)

μὴ παιδευθέντες διὰ τὰ κακὰ (21315 (36420)) present participle (Both) οὐ τοῖς κακοῖς παιδευόμενοι (NChonChron 59372)

συνδέσαντες (214 (36433)) present participle (Both) περιδέοντες (NChonChron 59489)

ἐκνευρίσασα (1462 (25825)) present participle (Both) ἀναμοχλεύουσα (NChonChron 43849)

τινὰς κατrsquoαὐτῶν ὁρμηθέντας (6111 (7013)) present participle (Both) τοῖς κατrsquo αὐτῶν ἐπιοῦσι (NChonChron 15461)

article (Low)κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) no article (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

περὶ τὴν ἀψίδα (1825 (33911)) no article (High) πρὸς ἁψῖδα (NChonChron 55434)

ἀπὸ τῶν γενῶν τῶν Φράγγων (2121 (35911)) no article (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων (NChonChron 58561)

ὁ γὰρ Ἰσαάκιος (1821 (33718)) no article (High) Ἰσαάκιος γὰρ (NChonChron 55157)

κατὰ τῶν Οὔγγρων (412 (387)) no article (High) κατὰ Παιόνων (NChonChron 10046)

καὶ ὁ μὲν μαρκἐσιος (2178 (36912)) no article (High) καὶ μαρκέσιος μὲν (NChonChron 60174)

ἀπὸ τῆς Καλαβρείας (15121 (2899)) no article (High) ἐκ Καλαβρίας (NChonChron 48210)

ὑπάρχοντι κατὰ τὴν Ταρσὸν (431 (3921)) no article (High) ὄντι κατὰ Ταρσὸν (NChonChron 1037)

εἰ καὶ ὁ βασιλεὺς (1581 (28120)) no article (High) εἰ βασιλεὺς (NChonChron 47194)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) no article (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

παρὰ τοῦ θεοῦ (1584 (28224)) no article (High) ἐκ θεοῦ (NChonChron 47341)

προσέρχεται ταῶ βασιλεῖ (1582 (2825)) no article (High) πρόσεισι βασιλεῖ (NChonChron 47218)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 5 of 284

ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) no article (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

ὁ ἀπὸ τῆς Πράτζης (2181 (36922)) no article (High) ὁ ἐκ Πράτζης ὁρμώμενος (NChonChron 60185)

ἀλλrsquo ὁ βασιλεὺς οὐκ ἐδέχετο τοῦτο (514 (547)) no article (High) οὔτε βασιλεὺς πράως ἤνεγκε τὸ γεγονός (NChonChron 1281

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) no article (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

ὁ δὲ βασιλεὺς (446 (4311)) no article (High) βασιλεὺς δὲ (NChonChron 11089)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 (3 no article (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

κατὰ τὴν Κέρκυραν (652 (8020)) no article (High) κατὰ Κέρκυραν (NChonChron 17158)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 no article (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

ἐποίει ὁ Ἀλέξιος (1813 (3373)) no article (High) πράττων Ἀλέξιος (NChonChron 55042)

εἰς τὸν βασιλέα (6321 (792)) no article (High) ἐς βασιλέα (NChonChron 16876)

ἐπὶ τὴν Βερόην (1432 (25213)) no article (High) εἰς Βερόην (NChonChron 42976)

εἰ μὴ ὁ θεὸς ἐνεδείξατο φιλανθρωπίαν (1556 ( no article (High) εἰ μὴ θεὸς ᾤκτειρε (NChonChron 46372)

ὁ δὲ βασιλεὺς (15106 (28627)) no article (High) βασιλεὺς δὲ (NChonChron 47815)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) no article (High) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

περὶ τὴν Σηστὸν (15121 (28914)) no article (High) περὶ Σηστὸν (NChonChron 48216)

μετὰ τῶν Τούρκων (1426 (24729)) no article (High) μετὰ Περσῶν (NChonChron 42286)

comparative (Low)τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) superlative (Both) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

πλουσιώτερος πάντων (16171 (3258)) superlative (Both) ῥυηφενέστατος ἀνθρώπων (NChonChron 53352)

χυδαῖοι οἱ πλείονες (2121 (35912)) superlative (Both) ἀφαυρῶν τὰ πλεῖστα (NChonChron 58562)

dative (Both)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) accusativus respectus (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

τῆ γνώσει (433 (4014)) κατά + acc (High) κατὰ σύνεσιν (NChonChron 10446)

double negation (High)οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) simple (Both) διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 6 of 284

doubled noun (Low)τάξεις τάξεις (3114 (3426)) κατά + acc (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 9369)

finite verb (Low)εἶπον (112 (42)) φθάσας + finit verb (High) φθάσαν εἴρηκε τὸ λέγειν (NChonChron 3232)

future indicative (High)εἰ μὴ ἐνδώσει hellip δώσει δὲ (1662 (31418)) optative (High) εἰ μὴ ὑποσταίη hellipκαὶ hellip ἐκπέμψειε (NChonChron 51826)

future infinitive (High)συνεκστρατεύσειν καὶ συμμαχήσειν ἔμελλον ( present infinitive (High) συνεκστρατεύειν ἤμελλον (NChonChron 16042)

genitive (High)περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο adjective (High) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

ἦν δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Σαρακηνοῦ (477 (5026)) dative (Both) ἦν δὲ σκοπὸς τῷ Ἀγαρηνῷ (NChonChron 11966)

hiatus (Low)ἡ μετὰ ὕβρεως δίωξις (2123 (3605)) apocope (High) ἡ μεθrsquo ὕβρεων ἀπαγωγή (NChonChron 58787)

τῆ δὲ ἀληθεία (2177 (3699)) apocope (High) πρὸς δrsquo ἀληθῆ πρᾶξιν (NChonChron 60171)

ἐπrsquo ὀλίγαις δὲ ἡμέραις (1111 (113)) apocope (High) ἐφrsquo ἱκαναῖς δrsquo ἡμέραις (NChonChron 276)

ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα (1825 (3399)) apocope (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ (NChonChron 55431)

οὐδὲ ἐκεῖσε (16171 (3254)) apocope (High) οὐδrsquo ἐκεῖσε (NChonChron 53348)

ὅθεν οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (53 apocope (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτὴν ἠγάπα (251 (1220)) apocope (High) οὐδrsquo ὁ βασιλεὺς προσεῖχεν αὐτῇ (NChonChron 5465)

οὐδὲ οὕτως ἔπαυσαν τὰ κακὰ (211711 (3847)) apocope (High) οὐδrsquo οὕτως ἠρέμησαν τὰ δεινά (NChonChron 62519)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) apocope (High) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

ὡς δὲ οὐδὲν (436 (4111)) apocope (High) ὡς δrsquo οὐδrsquo ὅλως (NChonChron 1061)

παρὰ Ἀνδρονίκου (1421 (24521)) apocope (High) παρrsquo Ἀνδρονίκου (NChonChron 42022)

μετὰ ὑπουλίας (16192 (3269)) apocope (High) μεθrsquo ὑπουλίας (NChonChron 53587)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 7 of 284

ὁ δὲ Ἀνδρόνικος (617 (6918)) apocope (High) ὁ δrsquo Ἀνδρόνικος (NChonChron 15318)

κατὰ Ἀρμενίαν ὑπάρχων (4310 (424)) apocope (High) κατrsquo Ἀρμενίαν (NChonChron 10836)

τὸ ἐμὸν ὀσπήτιον (2131 (36014)) crasis (High) τοὐμὸν οἴκημα (NChonChron 5872)

τὸ ἐπώνυμον Σπυριδωνάκης (1618 (32519)) crasis (High) τοὐπώνυμον Σπυριδωνάκης (NChonChron 53464)

τὸ ὄνομα (15121 (2894)) crasis (High) τοὔνομα (NChonChron 4823)

καὶ ἐν τῶ λαλῆσαι (434 (4026)) crasis (High) κἂν τῷ ἐπιτάξαι (NChonChron 10560)

καὶ ἐν τοῖς ἀπόροις (436 (414)) crasis (High) κἀν τοῖς ἀπόροις (NChonChron 10688)

imperfect (Both)τάχα δὲ καὶ εἰς πλέον κακὸν προέβαινεν (447 aorist (Both) τάχα δrsquo ἂν καὶ εἰς χείριστον προέβη (NChonChron 1109)

εὐκόλως εἶχε καὶ τὴν ὅλην παραλαβεῖν Ζαγορ imperfect + ἄν (Both) εἶχεν ἂν εὐμαρῶς καὶ ἀπόνως Μυσίαν ἅπασαν (NChonChro

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 perfect (Both) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

ἔπεμπε (15113 (28819)) perfect (Both) ἐκπέπομφε (NChonChron 48178)

δαιμονίζομαι οὐδὲν τῶν δαιμονιζομένων διεφ perfect (Both) οὐδὲν τῶν παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 pluperfect (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15868)

ἦν καιρὸς (6117 (7219)) pluperfect (High) ἐνειστήκει καιρὸς (NChonChron 15865)

περιεπάτει (4712 (5224)) pluperfect (High) τὴν πορείαν πεποίητο (NChonChron 12249)

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) pluperfect (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

ἐφοβεῖτο (15112 (28811)) pluperfect (High) ἐδεδίει (NChonChron 48011)

ἐν ὧ ἠκούμβιζεν (523 (569)) present participle + ἦν (High) ᾧ ἦν βακτηρευόμενος (NChonChron 13195)

ἐπολιόρκει (413 (391)) present participle + ἦν (High) ἦν πολιορκῶν (NChonChron 10174)

ἐσκόπευε (1841 (3411)) ἦν + present participle (High) ἦν καιροφυλακῶν (NChonChron 55693)

imperfect + ἄν (Both)καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 aorist + ἄν (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

indefinite pronoun (Low)μὴ ἔχοντα οὖν τινὰ τὸν σώζοντα (523 (564)) article + adjectiveparticiple (High) μὴ ἔχων οὖν τὸν σώζοντα (NChonChron 13188)

συλλαμβάνεται παρὰ Βάχων τινῶν (522 (562 no article (High) συλληφθεὶς γὰρ παρὰ Βλάχων (NChonChron 13185)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 8 of 284

infinitive (Both)μετὰ δὲ τὸ φονευθῆναι πολλοὺς (4718 (5413)) noun (Both) μετὰ δὲ πολὺν φόνον (NChonChron 12537)

ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν (2123 (3606)) noun (Both) τὴν ἐκ πόλεως ἄπαρσιν (NChonChron 58788)

δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) noun (Both) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

τὸ ἀπελθεῖν ἐκρίνετο (1661 (3145)) noun (Both) ἡ ἄφιξις συνελογίζετο (NChonChron 51810)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 noun (Both) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17161

φουρκίσειν (2138 (36228)) noun (Both) τὴν ἐπὶ σκόλοπος ἀπαιώρησιν (NChonChron 5916)

φυγεῖν βουλεύονται (653 (8026)) noun (Both) δρασμὸν βουλεύονται (NChonChron 17269)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) present participle (Both) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

μὴ ἔχων ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (561 (602 ὅπως (Both) μὴ ἔχων ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

ὡς ἂν εἰσέρχομαι εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (61 ὅπως (Both) ἐπιπαρέρχομαι ὅπως εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 15

φυλάττειν αὐτὸ (21142) πρός + noun (High) πρὸς φρουρὰν (NChonChron 61492)

ἐκείνου δὲ εἰπόντος ὀρέγεσθαι (479 (5126)) ὡς (Both) τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς αἱρεῖται (NChonChron 12110)

modern nominal ending (Low)κατὰ τὸν Σάγγαριν (1131 (424)) conservative nominal ending (High) κατὰ τὸν Σαγγάριον (NChonChron 3362)

name of countrycity (Low)εἰς Κωνσταντινούπολιν (112 (422)) article + genitive of name of founder τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

εἰς Ἀδριανούπολιν (21143 (37630)) article + genitive of name of founder τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513)

τὴν Ἀδριανούπολιν (21142 (37626)) article + genitive of name of founder ἐς τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 6149-10)

τὴν δὲ Ἀρκαδιούπολιν (21142 (37611)) article + genitive of name of founder τὴν δὲ πολισθεῖσαν Ἀρκαδίῳ (NChonChron 61489)

εἰς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (412 (3817)) article+name of inhabitants (High) τὴν τῶν Θεσσαλῶν καταλαβὼν (NChonChron 10058)

no article (High)τὸ ἐκ Λατίνων στρατιωτικὸν (442 (4216)) article (Low) τὸ ἐκ τῶν Λατίνων στρατιωτικὸν (NChonChron 10853)

non contracted form (Low)πλείονα (1842 (34113)) contracted form (High) πλείω (NChonChron 55714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 9 of 284

normal (Low)ἐφόνευσαν πολλοὺς (4717 (5329)) litotes (High) οὐ μετρίους κατέκτανεν (NChonChron 12417)

ὀλίγον προσκαρτερήσας καιρὸν (412 (3812)) litotes (High) καιρὸν δrsquo οὐχὶ πολὺν προσμείνας (NChonChron 10052)

noun (Both)ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἁρμάτωσιν (6114 (7127) article + adjectiveparticiple (High) διὰ τὸ τῶν στρατευμάτων πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NCh

οἱ Πέρσαι (288 (2034)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ βάρβαρον (NChonChron 7151)

ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἀρμάτωσιν (6114 (7127) article + adjectiveparticiple (High) διὰ τὸ πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NChonChron 15628)

μεγάλης προθυμίας πλησθεὶς (244 (123)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ πρόθυμον ἐπιτείνας (NChonChron 5344)

τὴν τῶν Κομάνων συμμαχίαν (21141 (3764)) article + adjectiveparticiple (High) τὸ ἐκ Σκυθῶν ἐπίκουρον (NChonChron 61381)

τῶν πολεμίων (2184 (37022)) neutre article + adjective (High) τὸ πολέμιον (NChonChron 60326)

μετεστράφησαν εἰς ἀσυνήθη ἔργα (1462 (258 neutre article + adjective (High) μετακεκλικότα πρὸς τὸ ἀσύνηθες (NChonChron 43846)

τὴν ἐπιτυχίαν (631 (7323)) neutre article + adjective (High) τὸ εὔδαιμον (NChonChron 15920)

τὸν τῆς Αἰγύπτου πάμφορον πλουτισμὸν (63 neutre article + adjective (High) τὸ τῆς Αἰγύπτου πάμφορον (NChonChron 15919)

noun in plural (Both)οἱ ἐνδοξότεροι (7124 (8810)) neutre article + adjective (High) τὸ ἐπίσημον (NChonChron 18495)

οἱ ἐχθροὶ (214 (36429)) neutre article + adjective (High) τὸ ἀντίπαλον (NChonChron 59484)

τὴν Σεβάστειαν μετὰ τῶν χωρῶν αὐτῆς (479 ( noun in singular (Both) τὴν Σεβάστειαν καὶ τὴν ταύτης χώραν (NChonChron 12119)

τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 noun in singular (Both) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

τὰ ἤθη μιμησάμενος (1841 (34110)) noun in singular (Both) τὸ ἦθος τυπούμενος (NChonChron 55710)

τὰς χώρας ἐπιθυμῶν κρατῆσαι (4711 (5213)) noun in singular (Both) νοσήσας κἀπὶ τῇ τούτου ἔρωτα χώρᾳ (NChonChron 12234)

ὁ στερεός τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) noun in singular (Both) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

τὰ στρατεύματα προσῆγον τοῖς τοίχοις (2114 noun in singular (Both) τὰς δυνάμεις προσῆγον τῷ τείχει (NChonChron 61515)

noun in singular (Both)ἱδρῶτα φέρων (3112 (343)) noun in plural (Both) ἱδρῶσι σταζόμενος (NChonChron 9247)

ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐκτιναξάμενος (3112 (343 noun in plural (Both) ἐκ τῶν προσώπων ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 10 of 284

πιὼν ἀντίδοτον (1878 (3467)) noun in plural (Both) ἀντιδότοις χρώμενος (NChonChron 56416)

τὴν οἴκησιν ἔχοντες (653 (8026)) noun in plural (Both) τὰς οἰκήσεις ἔχοντες (NChonChron 17268)

numeral plain (Low)δεκαὲξ κεντηνάρια (183 (34023)) numeral with προς + dat (High) δέκα πρὸς τοῖς ἓξ (NChonChron 55683)

participium coniunctum (Both)ὁ δὲ βασιλεὺς ταῦτα ἀκούων (478 (5111-12)) ὡς (Both) ὡς δrsquo ἠνωτίζετο ταῦτα ὁ βασιλεὺς (NChonChron 12085)

passive (High)ἀπεκρύβη (622 (7311)) medium (High) ἀπεκρύψατο (NChonChron 1591)

perfect (Both)νενικηκὼς (1119 (1742)) aorist (Both) ὑπερελάσας (NChonChron 32118)

perfect participle (Low)περιχρυσωμένον ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6 adjective (High) ἐπίχρυσον τέτρωρον (NChonChron 15867)

καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) adjective (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

perfect participle + ἦν (Low)κάστρον ἐκτισμένον ἦν (3113 (349)) perfect (Both) κτίζομαι φρούριον ἔκτισται (NChonChron 9253)

plural (Low)εἰς χεῖρας (7126 (8824)) dual number (High) ἐν ταῖν χεροῖν (NChonChron 18419)

positive (Low)τὰ κακὰ ἦταν δυνατώτερα (1877 (34535)) comparative (Low) ἐπικρατήςτὰ χείρω ἐπικρατέστερα (NChonChron 5647)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) comparative (Low) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

πολλῆς εὐεργεσίας (511 (535)) superlative (Both) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης (NChonChron 12653)

φονεύω πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) superlative (Both) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

ὀξὺς καταλῦσαι ζωὴν (515 (5415)) superlative (Both) ὀξύτατος καταλῦσαι ζωὴν (NChonChron 12814)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 11 of 284

πολλὰς ἡμέρας ποιήσας (1661 (3143)) superlative (Both) πλείστας ἡμέρας ἐνδιατρίψας (NChonChron 5187)

possessive genitive (Low)τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ ἐξάδελφον (1454 (25610)) no possessive pronoun (High) τὸν οἰκεῖον ἐξάδελφον (NChonChron 43537)

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) no possessive pronoun (High) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

ἐκ τοῦ γένους τοῦ βασιλέως (7123 (8810)) possessive dative (High) ἐκ τοῦ γένους τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18495)

τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 (33630)) possessive dative (High) τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

ὁ ἦν ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως (7118 (873)) possessive dative (High) ἦν ἀδελφιδοὺς τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18239)

τῶν ὁμοφύλων ἐκείνου (1557 (27622)) possessive dative (High) τῶν ὁμοφύλων ἐκείνω (NChonChron 46384)

τοῦ πάππου τοῦ βασιλέως Μανουὴλ (431 (39 possessive dative (High) τοῦ τῷ Μανουὴλ προπάτορος (NChonChron 10315)

present (Both)πρὸς ἃ βλέπων (14216 (2504)) aorist (Both) πρὸς ἃ ἀπιδὼν (NChonChron 42578)

πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) aorist (Both) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

πέμπει (1563 (27716)) aorist (Both) ἐξέπεμψε (NChonChron 46531)

ὁ εὑρισκόμενος λαός (1811 (33617)) aorist (Both) ὁ εὑρεθεὶς λεὼς (NChonChron 54915)

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) perfect (Both) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

χρῆται δολοφροσύνη ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυ perfect (Both) δολοφροσύνῃ κέχρηται ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

ἐπικαλεῖται (1442 (25420)) perfect (Both) ἐπικέκληται (NChonChron 43267)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) perfect (Both) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

ἀποστερεῖται τοὺς ὀφθαλμοὺς (14211 (24821) perfect (Both) ἀπεστέρηται τοῦ φωτὸς (NChonChron 42320)

τῶν βαρβάρων διαφέρομεν (6111 (7021)) perfect (Both) τῶν βαρβάρων διενηνόχαμεν (NChonChron 15573)

τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν ὑποτίθησι (622 (7313)) perfect (Both) τὴν οἰκείαν ὑποτἐθεικε κεφαλὴν (NChonChron 1594)

πέμπει (15105 (28616)) perfect (Both) πέπομφε (NChonChron 4783)

φεύγω φεύγωσιν τινὰς δειλιῶντας (6111 (701 perfect (Both) ὅσοι δὲ πεφρίκασιν (NChonChron 15462)

συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) pluperfect (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει (NChonChron 3368)

present indicative (Low)σφάττουσι (472 (474)) future indicative (High) ἀποκτενοῦσι (NChonChron 11787)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 12 of 284

ἕως πότε παραβλέπεις (472 (4826)) future indicative (High) ἕως τίνος παρόψει (NChonChron 11679)

ἀπολλύουσι (472 (494)) future indicative (High) ἀπόλλυμι ἀπολοῦσι (NChonChron 11787)

present participle (Both)καταγινώσκων (511 (538)) aorist participle (Both) καταγνοὺς (NChonChron 12657)

δηλῶν τὴν ἔλευσιν (632 (743)) future participle (High) προκαταγγελοῦντα τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16038)

ἐπιφέρων τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (743)) future participle (High) ἀποκομίσοντα τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16041)

relative clause (Low)ἅτινα ἦσαν ἐντὸς ἐν αὐτοῖς διήρπαζον (2123 ( article + adverb (High) τὰ τε ἔνδον διήρπαζον (NChonChron 58680)

τὴν γνώμην ἣν εἶχεν πρὸς τούτους (652 (8019 attribute (High) τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 17156)

ἐνθυμούμενος ὅσα hellip ἔπραξαν (652 (8020)) noun (Both) τοῦ κατὰ Κέρκυραν μεμνημένος παροινήματος (NChonChro

sigmatic aorist (Low)παραβλέψαντες (2175 (36820) Y) strong aorist (High) παριδὸν

τοὺς Βαράγγους περισυνάξαντος (1812 (3362 strong aorist (High) τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος (NChonChron 55028)

simple verb + preposition (Low)χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς (474 (4926)) compound verb (High) ἐπιχαίρῃ κακοῖς (NChonChron 11818)

καιρὸν διαβιβάσας μετὰ τοῦ βασιλέως (477 (5 compound verb (High) ἐς ἱκανὸν χρόνον τῷ βασιλεῖ συνδιέτριψε (NChonChron 119

subjunctive (Low)ὅτε κρατήσωσι καὶ ἔλθωσιν (2183 (37016)) optative (High) ἡνίκα περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀνακαλέσηται (562 ( optative (High) μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀναμαχέσαιτο (NChonChron 1381

κἂν μικρόν τι ἀποχωρισθῆ (112 (417)) optative (High) κἂν ἀπορραγείη μικρόν τι (NChonChron 3251)

ὥρμησεν ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) optative (High) ἐπέτεινεν εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὡς ἂν εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (619 (6934)) optative (High) ὅπως ἐπιπαριοῦσαι εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 1544

πολεμήσωμεν (6111 (7024)) optative (High) συμπλεκοίμεθα (NChonChron 15577)

οὕτω γὰρ γυναῖκας ὑμῶν ἴδητε (6111 (7025)) optative (High) οὕτως συλλέκτρους ἴδοιτε (NChonChron 15578)

ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) optative (High) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 13 of 284

τίς ἂν λαλήση ἢ τίς ποιήση (15111 (28721-22)) optative (High) τις ἂν λαλήσειε ἢ τις ποιήσειε (NChonChron 47944-45)

ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) optative (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 optative (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) -τέον (High) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

ἀνδρισώμεθα (6111 (7016)) -τέον (High) ἀνδριστέον (NChonChron 15463)

superlative (Both)τὸ χρησιμώτατον (3113 (348)) litotes (High) οὐ τὸ ἐλάχιστον (NChonChron 9251)

verb (Low)διώκεται μέχρι πολλοῦ (1112 (119)) combination of verb and noun (High μέχρι τινὸς καταδίωξις γίνεται (NChonChron 2713)

verb in plural (Low)τὰ τοῦ φόρου κάλλη ἠχρειοῦντο (1825 (3394) attic syntax (High) ἀγορῶν κάλλη κατερριπτεῖτο (NChonChron 55422)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) attic syntax (High) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) attic syntax (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

ταῦτα μὲν συνέβησαν ὕστερον (4713 (5234)) attic syntax (High) ταῦτα μὲν συμβέβηκεν ὕστερον (NChonChron 12368)

τὰ πράγματα ἐφάνησαν καλλιώτερα (211711 attic syntax (High) βελτίω ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-20)

ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) attic syntax (High) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

τῶν lsquoΡωμαίων ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησα attic syntax (High) τὰ τῶν Ῥωμαίων ἀνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChro

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) attic syntax (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 attic syntax (High) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

ὅσα διέρχονται (1826 (33928)) attic syntax (High) ὅσα κάτεισιν (NChonChron 55552)

ὅσα πρὸς βορρὰν βλέπουσιν (1826 (33926)) attic syntax (High) ὅσα πρὸς βορρᾶν πρόεισιν ἄνεμον (NChonChron 55550)

word order 2 (Low)καταλείψας τὸ Β ὡς εὐκολοκράτητον (1112 (2 word order 1 (High) τὸ Β παραλλάξας ὡς εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

ἐκεῖνον ἀποδιώξας (21183 (3854)) word order 1 (High) ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον (NChonChron 62654)

ὁ Λάσκαρις δὲ Θεόδωρος (21183 (3853)) word order 1 (High) ὁ δὲ Λάσκαρις Θεόδωρος (NChonChron 62653)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 14 of 284

ὁ Κομνηνὸς δὲ Δαυὶδ (21183 (3856)) word order 1 (High) ὁ δrsquo ἐκ Κομνηνῶν Δαυὶδ (NChonChron 62657)

τὰς τέντας τῶν βαρβάρων (1842 (34114)) word order 1 (High) τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς (NChonChron 55716)

ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) word order 1 (High) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

τὴν τύφλωσιν τοῦ πατρὸς (183 (34030)) word order 1 (High) τὴν τοῦ πατρὸς πήρωσιν (NChonChron 55691)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 word order 1 (High) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

οἱ Προυσηνοὶ δὲ (2184 (37020)) word order 1 (High) οἱ δὲ Προυσαῖοι (NChonChron 60324)

πέμψας δὲ ὁ βασιλεὺς διεκώλυεν (477 (5029)) word order 1 (High) βασιλεὺς δὲ πέμψας διεκώλυεν (NChonChron 12070)

μαθὼν δὲ πάλιν ὁ βασιλεὺς (3111 (3321)) word order 1 (High) βασιλεὺς δὲ αυτὸς αὖθις μαθὼν (NChonChron 9229)

ἐκράτησε δὲ τότε καὶ τὴν Στρούμιτζαν (16192 word order 1 (High) τότε δὲ καὶ τῆς Στρουμμίτζης ἐκράτησεν (NChonChron 5359

καὶ αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς (3111 (3326)) word order 1 (High) καὶ βασιλεὺς δὲ αὐτὸς (NChonChron 9236)

τὸν ῥῆγα Σερβίας (3111 (3321)) word order 1 (High) τὸν Σερβίας δυναστεύοντα (NChonChron 9229)

αὐτίκα γὰρ Ἀλέξιός τις (1421 (24515)) word order 1 (High) αὐτίκα γάρ τις Ἀλέξιος (NChonChron 42013)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (511 (537)) word order 1 (High) μετὰ δὲ βραχὺ (NChonChron 12655)

οὗτος ὁ βασιλεὺς (251 (1214)) word order 1 (High) ὁ βασιλεὺς οὗτος (NChonChron 5358)

μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 word order 1 (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

ὁ ἀποστάτης δὲ (1662 (31415)) word order 1 (High) ὁ δrsquo ἀποστάτης (NChonChron 51822)

τοῦ πυρὸς παυσαμένου (1828 (34011)) word order 1 (High) λωφήσαντος τοῦ πυρός (NChonChron 55569)

τοῖς πολλοῖς δὲ (1661 (3145)) word order 1 (High) τοῖς δὲ πολλοῖς (NChonChron 51810)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (441 (428)) word order 1 (High) τὴν ἄφιξιν τοῦ βασιλέως (NChonChron 10841)

ἄβατος (Low)ἄβατα (1435 (25318)) βατός (High) μὴ βατὰ (NChonChron 43025)

ἀβλαβής (Low)διέβησαν ἀβλαβεῖς (7122 (8731)) ἀπαθής (High) ἀπαθεῖς παρῆλθον (NChonChron 18377)

ἀβλαβὴς (1435 (25320)) ἀπείρατος (High) ἀπείρατος κακοῦ (NChonChron 43028)

ἀγαθός (Low)εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) δεξιός (High) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 15 of 284

ἀγανακτέω (Both)ἠγανάκτει (1462 (25818)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινε (NChonChron 43839)

ἠγανάκτων ἢ ἐλυποῦντο (1828 (3408)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55566)

ἀγαπάω (Low)ἠγάπων (1424 (2478)) ἀσπάζομαι (High) ἠσπάζετο (NChonChron 42160)

ὃν ἠγάπησας (15113 (28825)) διώκω (Both) ὃν ἐδίωκες (NChonChron 48155)

οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτὴν ἠγάπα (251 (1220)) προσέχω (Low) οὐδrsquo ὁ βασιλεὺς προσεῖχεν αὐτῇ (NChonChron 5465)

πλέον ἠγάπα τοῦτον (14216 (2507)) πρόσκειμαι (High) πλειόνως τούτῳ προσέκειτο (NChonChron 42581)

κατἀ τὸ πρέπον ἀγαπῶντα (511 (539)) φιλέω (Ambiguous) φιλοῦντος ὅσον εἰκὸς (NChonChron 12657)

ἀγαπᾶ ὁ δοῦλος (432 (405)) φιλέω (Ambiguous) φιλεῖ τὸ ἀρχόμενον (NChonChron 10431)

τοῖς ἀγαπῶσιν ἀκούειν (4719 (5419)) φιλήκοος (High) τοῖς φιληκόοις (NChonChron 12543)

τὴν ταραχὴν ἀγαπώντων (1522 (27030)) φιλοτάραχος (High) φιλοτάραχοι (NChonChron 45565)

ἀγαπήσας αὐτὸν (112 (421)) φίλτρον (High) τὸ φίλτρον διατηρήσας ἀλώβητον (NChonChron 3252)

ἀγάπη (Low)φλὸξ ἀγάπης (21123 (37414)) ἔρως (Ambiguous) ἐμπύρευμα ἔρωτος (NChonChron 61017)

ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) πόθος (High) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

καθαρὰν ἀγάπην (4715 (537)) φιλία (Low) φιλίαν ἀκραιφνῆ (NChonChron 12379)

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( φίλτρον (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ (433 (4016)) φίλτρον (High) τὰ φίλτρα γέρας (NChonChron 10448)

ἀγαπητός (Low)ἀγαπητὸς (15112 (2884)) εὐκταῖος (High) εὐκταῖος (NChonChron 48061)

ἀγαπητοῦ ἔργου (15113 (28825)) ἐφετός (High) ἐφετοῦ χρήματος (NChonChron 48186)

ἀγαπητὸς καὶ παμπόθητος (15111 (28725)) τρισασπάσιος (High) τρισασπάσιος (NChonChron 47947)

ἀγγελία (High)ἀγγελίας ἐδέξατο (1153 (85)) πρεσβεία (High) πρεσβείαν ἐφειλκύσατο (NChonChron 3943)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 16 of 284

Ἁγία Σοφία (Low)εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν Μέγας Νεώς (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

τῆ Ἁγία Σοφία (14223 (25130)) Μέγιστος Ναός (High) τῷ Μεγίστῳ Ναῷ (NChonChron 42854)

ἅγιος (Low)τὴν ἁγίαν τράπεζαν (1426 (2481)) παναγής (High) τὴν παναγῆ τράπεζον (NChonChron 42289)

ἀγορά (High)ὅσα αὐτὸς ἔδωκε εἰς τὴν ἀγορὰν αὐτοῦ (16171 λύτρα (High) τὰ λύτρα (NChonChron 53349)

ἀγοράζω (Low)ἀγορασθῆναι (16171 (32432)) λύω (High) λυθῆναι (NChonChron 53344)

παρακαλεῖ ἀγορασθῆναι (16171 (3252)) λύω (High) δεῖται λυθῆναι (NChonChron 53347)

ἀγοράζοντες (21315 (36422)) ὠνέομαι (High) ὠνούμενοι (NChonChron 59475)

ἀγοράσας (1211 (1992)) ὠνέομαι (High) ὠνησάμενος (NChonChron 3554)

ἀγοράσας (1813 (3377)) ὠνέομαι (High) πριάμενος (NChonChron 55146)

ἄγουρος (Low)γονεῖς φάγουσιν ἄγουρα (14220 (25114)) ὄμφαξ (High) ἐκ τῶν πατρικῶν ὀμφάκων (NChonChron 42732)

ἄγριος (Low)θηρία ἄγρια (6111 (7013)) ὀρεινόμος (High) θῆρες ὀρεινόμοι (NChonChron 15460)

ἀγρίως (Low)ἀγρίως καὶ ἀπανθρώπως (21172 (38116)) ἀνημέρως (High) ἀνημέρως (NChonChron 6217)

ἀγύρευτος (Low)ῥύμαι ἀγύρευτοι (437 (4118)) ἀδιασκόπητος (High) ἄμφοδοι ἀδιασκόπητοι (NChonChron 10711)

ἀγωνίζομαι (Low)τὸ συνερίζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι (445 (436)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλᾶσθαι (NChonChron 10984)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 17 of 284

ἀγωνιζομένων ἀνδρείως (21143 (37632)) ἀμύνομαι (High) ἀμυνομένων εὐρώστως (NChonChron 61516)

ἀγωνίζεσθαι (15104 (28613)) μογέω (High) μογεῖν (NChonChron 47895)

σώζειν ἠγωνίζοντο ἑαυτοὺς (7124 (8816)) σπεύδω (High) σώζειν ἑαυτοὺς ἔσπευδον (NChonChron 1848)

ἀγωνίζοντο κρατῆσαι αὐτὸν (7128 (8916)) σπεύδω (High) συλλαβεῖν αὐτὸν σπεύδοντας (NChonChron 18548)

ἀδελφός (Low)ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ (1433 (25223)) αὐτάδελφος (High) ὁ τούτου αὐτάδελφος (NChonChron 42988)

ὁ άδελφὸς (112 (41)) κασίγνητος (High) ὁ κασίγνητος (NChonChron 3231)

ὁ ἀδελφὸς (2181 (36921)) κασίγνητος (High) ὁ κασίγνητος (NChonChron 60185)

τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν (4713 (5232)) κασίγνητος (High) τὸν οἰκεῖον κασίγνητον (NChonChron 12366)

τῶ ἀδελφῶ (1143 (725)) κασίγνητος (High) τῷ κασιγνήτῳ (NChonChron 3818)

ἀδελφοῦ (1512 (26926)) κασίγνητος (High) κασιγνήτου (NChonChron 45424)

τοῦ ἀδελφοῦ (112 (423)) κασίγνητος (High) τοῦ κασιγνήτου (NChonChron 3356)

ἀδελφὸν (1812 (33625)) κασίγνητος (High) κασίγνητον (NChonChron 55024)

ἀδελφοί (511 (532)) ὁμαίμων (High) ὁμαίμονες (NChonChron 12650)

τρεῖς ἦσαν ἀδελφοὶ (432 (3930)) ὁμαίμων (High) τρεῖς ἦσαν ὁμαίμονες (NChonChron 10320)

τὸν ἀδελφὸν (433 (4011)) ὁμαίμων (High) τὸν ὁμαίμονα (NChonChron 10439)

τοῦ ἀδελφοῦ (112 (43)) ὁμόγνιος (High) τοῦ ὁμογνίου (NChonChron 3233)

ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ Ἰσαάκιος (511 (536)) σεβαστοκράτωρ (High) ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος (NChonChron 12654)

ἀδιάβλητος (Low)μάρτυρες ἀπαραλόγιστοι καὶ ἀδιάβλητοι (156 ἀπαραλόγιστος (High) διαιτητὴς ἀπαραλόγιστος (NChonChron 46649)

ἀδιακρίτως (Low)ἐξεφόρει ἀδιακρίτως (1821 (33720)) ἀφειδέστερον (High) ἐξεφόρει ἀφειδέστερον (NChonChron 55160)

ἀδιαντροπία (Low)εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 ἀναίδεια (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

ἀδιαντροπίας (1422 (2468)) ἀναίδεια (High) ἀναιδείας (NChonChron 42032)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 18 of 284

ἀδιάντροπος (Low)ὡς ἄδικον καὶ ἀδιάντροπον (2138 (36229)) ἀναιδής (High) ὡς ἀδίκῳ ἅμα καὶ ἀναιδεῖ (NChonChron 5917)

ἀδιαντρόπως (Low)ἀδιαντρόπως (1221 (2004)) ἀναίδην (High) ἀναίδην (NChonChron 35625)

ἀλλrsquo ἀδιαντρόπως καὶ φανερῶς (432 (404)) ἀναίδην (High) ἀλλrsquo ἀνέδην (NChonChron 10429)

ἀδιάφορος (Low)πρὸς τὰς μίξεις τῶν γυναικῶν ἀδιάφορος (25 ἀκάθεκτος (High) πρὸς τὰς μίξεις ἀκάθεκτος (NChonChron 5471)

ταῖς ἀδιαφόροις καταλείψασα γυναιξὶ (251 (1 ἄφρων (Ambiguous) ταῖς ἄφροσι τῶν γυναικῶν ἐπιρρίπτουσα (NChonChron 546

μετὰ συγγεγῶν ἀδιαφόρων (15106 (2871)) ἀχρεῖος (High) συγγενέσι ἀχρείοις (NChonChron 47824)

ἀδιάφοροι (1522 (27030)) βάναυσος (High) βάναυσος (NChonChron 45565)

ἀδιήγητος (Low)ὁ ἀδιήγητος τῷ κάλλει οἶκος (2131 (36016)) ἄμαχος (High) ὁ ἄμαχος τῷ κάλλει οἶκος (NChonChron 5874)

Ἀδριανούπολις (Low)πρὸς Ἀδριανούπολιν ἔρχεται (183 (34019)) Ἀδριανοῦ ἡ (High) τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε (NChonChron 55680)

ἐν τῆ Ἀνδριανουπόλει (21133 (37526)) Ὀρεστιάς (High) ἐν Ὀρεστιάδι (NChonChron 61371)

τὴν Ἀνδριανούπολιν (21173 (38125)) Ὀρεστιάς (High) τὴν Ὀρεστιάδα (NChonChron 62218)

εἰς Ἀνδριανούπολιν (1661 (3142)) Ὀρεστιάς (High) εἰς Ὀρεστιάδα (NChonChron 5187)

ἀδύνατος (Low)τὰ ἀδύνατα (1558 (27632)) ἀκίχητος (High) τὰ ἀκίχητα (NChonChron 4643)

τῶν ἀδυνάτων ἐπιχειρεῖ (562 (6022)) ἀνέφικτος (High) τοῖς ἐγγὺς ἀνεφίκτων ἐπιχειρεῖ (NChonChron 13818)

ἀείποτε (Low)ἀείποτε (1434 (2533)) ἀεί (High) ἀεί (NChonChron 43010)

ἀείποτε (1152 (733)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 3933)

ἀείποτε (261 (1230)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 5480)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 19 of 284

ἀείποτε (1563 (27721)) ἀεί (High) ἀεί (NChonChron 46536)

ἀείποτε (1425 (24716)) ἀεί (High) ἀεὶ (NChonChron 42271)

ἀείποτε ἐμερίμνα (15111 (28726)) ἀεί (High) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος (NChonChron 47949)

ἀείποτε (1582 (2822)) ἐσαεί (High) ἐσαεὶ (NChonChron 47214)

ἀθεμίτως (Low)ἀνόμως καὶ ἀθεμίτως (1822 (33725)) παναθεμίτως (High) παναθεμίτως (NChonChron 55164)

ἄθεσμος (Low)ἄθεσμα (1223 (20026)) ἀνόμημα (High) ἀνομήμασι (NChonChron 35644)

ἄθλιος (High)ἀνθρώπων ἀθλιώτερος (477 (5023)) τάλας (High) ταλάντατος ἀνθρώπων (NChonChron 11958)

ἀθρόον (Low)ἀθρόον τοῖς Τούρκοις ἐπεισπεσεῖν (288 (2034) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν τοῖς Πέρσαις ἐπεισπεσεῖν (NChonChron 7151)

αἲ αἴ (Low)αἲ αἴ μοι καὶ φεῦ εἰς τοὺς λαμπροτάτους μου ο ὤ (High) ὤ μοι τῶν λαμπροτάτων δόμων (NChonChron 55562)

αἱματωμένος (Low)ἱδρῶτας αἱματωμένους (1613 (3051)) αἱματόεις (High) ἱδρῶτας αἱματόεντας (NChonChron 50347)

αἱματωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες (2123 ὕφαιμος (High) ὕφαιμοι τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 58791)

αἰχμαλωσία (Low)αἰχμαλωσίας (1118 (17315)) ἅλωσις (Both) ἁλώσεις (NChonChron 32090)

αἰχμαλωσίαν (1451 (25524)) λεία (High) λείαν (NChonChron 43418)

ἀπῆραν αἰχμαλωσίαν (4717 (5329)) λεία (High) ἤλασε λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

αἰχμαλωσίαν ἔλαβε (15121 (2897)) λεία (High) λείαν ἤλασε (NChonChron 4826)

μετὰ αἰσχμαλωσίας καὶ κούρσων πολλῶν (15 λεία (High) λείαν οὐ σταθμητήν (NChonChron 46529)

εἰς προνομὴν καὶ αἰχμαλωσίαν (2185 (3717)) προνομή (High) εἰς προνομὴν (NChonChron 60448)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 20 of 284

αἰχμαλωτίζω (Low)ἠχμαλωτίσθη (15114 (28828)) ἀπάγω (Ambiguous) ἀπήχθη (NChonChron 48189)

ἐκούρσευέ τε καὶ ἠχμαλώτιζεν (21182 (3851)) κείρω (High) ἔφθειρέ τε καὶ ἔκειρεν (NChonChron 62651)

αἰχμαλωτίζων καὶ ἐξαρματώνων (6114 (722)) σκυλεύω (High) σκυλεύων (NChonChron 15737)

αἰχμαλωτίσαι (725 (9529)) φθείρω (High) ὡς φθεροῦντες (NChonChron 19418)

αἰχμάλωτος (Low)πολλοὺς αἰχμαλώτους λαβὼν (3113 (3413)) ζωγρίας (High) πολλοὺς ζωγρίας λαβὼν (NChonChron 9357)

ἀκατάδεκτος (Low)τὸ ἀκατάδεκτον αὐτοῦ (431 (3925)) ἀταπείνωτος (Low) τὸ τοῦ φρονήματος ἀταπείνωτον (NChonChron 10311)

ἀκατάστατος (Low)εἰρήνης ἀκαταστάτου (15122 (28930)) ἀμφιπαλής (High) εἰρήνης ἀμφιπαλοῦς (NChonChron 48332)

ἄκαυστος (Low)ἄκαυστον ἀπέμεινεν (1826 (33927)) ἀδιαλώβητος (High) ἀδιαλώβητον ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

ἀκίνδυνος (Low)οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) διακινδυνευτέος (High) διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

ἀκμήν (Low)ἀκμὴν ὀρθῶς λαλεῖν οὐκ ἠδύνατο (1585 (2823 ἔτι (Ambiguous) ἔτι γὰρ ἐψέλλιζεν ἡ νύμφη (NChonChron 47352)

οὐ γὰρ ἐγεύσαντο ἀκμὴν (21315 (36423)) πω (High) οὐ γάρ πω hellip εἴδοσαν (NChonChron 59475)

ἀκοή (Both)ἀπὸ μόνης τῆς ἀκοῆς (1661 (3144)) ἐνήχησις (High) πρὸς μόνην τὴν ἐνήχησιν (NChonChron 51810)

ἀκολουθέω (Low)ἠκολούθουν αὐτῶ (1462 (25814)) ἕπομαι (High) εἵποντο ἐκείνῳ (NChonChron 43834)

ἀκολουθοῦντα (7125 (8819)) ἐφέπομαι (High) ἐφέπομαι ἐφεπόμενον (NChonChron 18411)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 21 of 284

ἠκολούθησε θηρίον (1559 (27637)) κατακολουθέω (High) θηρίῳ κατηκολούθησεν (NChonChron 4649)

ἠκολούθει πλησίον αὐτοῦ (6117 (7225)) παρέπομαι (High) παρείπετο δέ οἱ (NChonChron 15877)

ἵνα ἀκολουθήσωμεν (1456 (2578)) συμμεταβάλλομαι (High) τῷ συμμεταβεβλῆσθαι (τῷ καιρῶ) (NChonChron 43678)

ὁ στρατὸς ὁ ἐκείνω ἀκολουθῶν (183 (34026)) συνέκδημος (High) ὁ συνέκδημος ἐκείνῳ στρατὸς (NChonChron 55687)

ἀκουμβίζω (Low)ἐν ὧ ἠκούμβιζεν (523 (569)) βακτηρεύομαι (High) ᾧ ἦν βακτηρευόμενος (NChonChron 13195)

ἀκούμβισμα (Low)ἀκούμβισμα (16192 (32615)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 53593)

κατάντημα καὶ ἀκούμβισμα (21142 (37626)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 61410)

ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( οἰκητήριον (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

ἀκουμβιστήριος (Low)τὸ ἀκουμβιστήριον ξύλον (523 (568)) σκίπων (High) τὸν σκίπωνα (NChonChron 13195)

ἀκούω (Low)ἀκουόντες (1554 (2762)) ἀκροάομαι (High) ἀκροώμενοι (NChonChron 46256)

ἀκούων (1422 (24612)) ἀκροάομαι (High) ἀκροώμενον (NChonChron 42035)

ὥστε τὴν φωνὴν αὐτῆς ἀκοῦσαι τούτους (434 ἐνηχέομαι (High) ὡς τὴν ταύτης ἐνηχηθῆναι φωνὴν (NChonChron 10562)

ἀκοῦσαι (14220 (2518)) ἐνηχέομαι (High) ἐνηχούμενος (NChonChron 42724)

πρὸς τὸ ἀκοῦσαι (1557 (27627)) ἐνήχησις (High) πρὸς τὴν ἐνήχησιν (NChonChron 46492)

ὁ δὲβασιλεὺς ταῦτα ἀκούων (478 (5111-12)) ἐνωτίζομαι (High) ὡς δrsquo ἠνωτίζετο ταῦτα ὁ βασιλεὺς (NChonChron 12085)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) ἐνωτίζομαι (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

ἀκούσας (515 (5423)) ἐνωτίζομαι (High) ἠνώτιστο (NChonChron 12826)

ἤκουσεν (21142 (3766)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτισάμενος (NChonChron 61483)

ἀκούοντες (1114 (1722)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτιζόμενοι (NChonChron 31835)

ἀκούσας (1225 (2017)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτισάμενον (NChonChron 35755)

ἀκούεις (472 (491)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτίζῃ (NChonChron 11783)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 22 of 284

ἀκούων (631 (7322)) ἐνωτίζομαι (High) ἐνωτιζόμενος (NChonChron 15919)

ἤκουεν (1558 (27634)) οὖς (Both) οὖς ὑπέσχετο (NChonChron 4647)

τὸν κλαυθμὸν ἀκούσωσι (438 (4130)) οὖς (Both) τὸν θρῆνον ἀναβῆναι εἰς τὰ ὦτα (NChonChron 10726)

ἀκούειν (1563 (27721)) οὖς (Both) τὸ οὖς ἐπικλίνειν (NChonChron 46536)

ὡς οὖν ἤκουσε (616 (6915)) πυνθάνομαι (High) βασιλεὺς τοίνυν ὡς τοῦτο εἶχε πυθόμενος (NChonChron 152

ἤκουσαν (1584 (28226)) πυνθάνομαι (High) πυθόμενοι (NChonChron 47342)

ἀκράτητος (Low)ἀκράτητοι ἐγένοντο (1451 (25519)) ἀκατάσχετος (High) ἀκατάσχετοι ἐγεγόνεισαν (NChonChron 43411)

ἀκριβολογέομαι (Low)ἀκριβολογούμενος (1591 (28319)) σμικρολογέομαι (High) σμικρολογούμενος (NChonChron 47475)

ἀκριβῶς (Low)τοῖς ἀκριβῶς γινώσκουσι (1424 (2479)) ἐπισταμένως (High) τοῖς εἰδόσι μάλα ἐπισταμένως (NChonChron 42162)

παραδηλῶσαι ἀκριβέστερον (4310 (427)) σαφῶς (High) παραδηλώσων σαφέστερον (NChonChron 10840)

ἀκρίτως (Low)ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως (14214 (24927-28)) ἐρήμη (High) ἐξ ἐρήμης (NChonChron 42568)

ἀκρωτηριάζω (Both)ἀκρωτηριασθέντας (1211 (19918)) διαλωβάομαι (High) διελωβήσατο (NChonChron 35520)

ἀλαζονεία (Low)ἡ ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία (2123 (3604)) ἀμιξία (High) ἡ ὑπεροψία καὶ ἀμιξία (NChonChron 58787)

ἐπαρθεὶς εἰς ἀλαζονείαν (1618 (32524)) ἀπόνοια (High) ἐπαρθεὶς εἰς ἀπόνοιαν (NChonChron 53470)

εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 αὐθάδεια (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρετο καὶ θρασύτητα (166 θρασύτης (High) προσεπαίροντα εἰς θρασύτητα (NChonChron 51814)

μετὰ ἀλαζονείας (618 (6925)) κόμπος (High) μετὰ κόμπου (NChonChron 15327)

ἀπὸ τῆς ἀλαζονείας (1441 (2544)) ὀφρύς (High) τῆς ὀφρύος (NChonChron 43146)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 23 of 284

τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὴν ὀφρὺν (622 (7312)) ὀφρύς (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος (NChonChron 1593)

ἡ τῶν Φράγγων ἀλαζονία (211711 (3848)) ὑπεροψία (High) ἡ Λατίνων ὑπεροψία (NChonChron 62520)

ἀλαζονεύομαι (Low)ἠλαζονεύοντο (1142 (713)) ἀπαυθαδιάζομαι (High) ἀπηυθαδιάζοντο (NChonChron 3795)

πρῶτον ἀλαζονευόμενος (2712 (1811)) ὑπερφρονέω (High) κἂν ὑπερεφρόνει τὰ πρῶτα (NChonChron 6595)

ἀλαζονικός (Low)ἐπηρμένων καὶ ἀλαζονικῶν (2151 (36517)) τυφομανής (High) τυφομανῶν (NChonChron 59511)

τὸ ἀλαζονικὸν (445 (439)) ὑβρίζω (Low) τὸ ὑβρίζον φρόνημα (NChonChron 10987)

ἀλαζών (Low)ὁ Νεεμὰν τοσοῦτον ἀλαζὼν ἦν ὡς (622 (739)) ἀντάρσιος (High) τῷ Νεεμὰν οὕτως ἀνταρσίου μετῆν φρονήματος ὡς (NChon

ἀλαζόνων (2114 (3593)) ὑψαύχην (High) ὑψαύχενας (NChonChron 58551)

ἀλαζόνας (1225 (20113)) ὑψαύχην (High) ὑψαύχενας (NChonChron 35760)

ἀλείφω (Low)ἀλεῖψαι τὸ ἐπίθεμα τὀ φάρμακον (515 (5416)) ἐγχρίω (High) ἐγχρίεται φαρμάκῳ τὸ ἐπίθεμα (NChonChron 12817)

ἀλήθεια (Low)τῆ δὲ ἀληθεία (2177 (3699)) ἀληθής (Low) πρὸς δrsquo ἀληθῆ πρᾶξιν (NChonChron 60171)

κατὰ ἀλήθειαν κατεποντίσθη (1422 (24616)) ἀληθῶς (High) ἀληθῶς ἀπόλωλε (NChonChron 42138)

ἀληθής (Low)εἰπεῖν ἀληθέστερον (2151 (36517)) οἰκεῖος (Both) εἰπεῖν οἰκειότερον (NChonChron 59512)

ἀλητήριος (Low)ἀλητήριος (1426 (24729)) ἀλάστωρ (High) ἀλάστωρ (NChonChron 42287)

ἀλλά (Both)οὐχὶ διὰ χρῆσιν ἀλλὰ διὰ γέλωτα (214 (36430) δέ (High) μὴ κατὰ χρείαν πρὸς δὲ γέλων (NChonChron 59486)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 24 of 284

ἀλλrsquo ὁ μὲν (1581 (28116)) πλήν (Ambiguous) πλὴν ὁ μὲν (NChonChron 47190)

ἀλλὰ (1114 (17117)) πλήν (Ambiguous) πλὴν (NChonChron 31829)

ἀλλαχόθεν (Low)ἀλλαχόθεν (2184 (37024)) ἄλλῃ (High) ἄλλῃ (NChonChron 60330)

ἀλληνάλλως (Low)ἀλληνάλλως (472 (493)) παραλλάξ (High) παραλλὰξ (NChonChron 11785)

ἄλλοθεν (Low)ἄλλος ἄλλοθεν (214 (36433)) ἄλλῃ (High) ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς πόλεως (NChonChron 59489)

ἄλλος (Both)ἄλλον πλοῦν (6320 (7825)) ἕτερος (Both) ἕτερον πλοῦν (NChonChron 16864)

μηδὲν ἄλλο εἰπόντος εἰ τοῦτο μόνον ὅτι (1422 ἕτερος (Both) φήσαντος μηδὲν ἕτερον ἀλλrsquo ὅτι (NChonChron 42137)

μετὰ ταῶν ἄλλων (15114 (28828)) ἕτερος (Both) μεθrsquo ἑτέρων (NChonChron 48189)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( λοιπός (Ambiguous) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

ἄλλων (1114 (1727)) λοιπός (Ambiguous) λοιποὺς (NChonChron 31841)

καὶ ἄλλαι δὲ πόλεις (2182 (3701)) λοιπός (Ambiguous) ταῖς λοιπαῖς πόλεσιν (NChonChron 6023)

ἄλλοι δὲ ἔφυγαν ἀπήλθοσαν (21133 (37525)) ὁ δέ (High) οἱ δὲ φυγάδες ἐπανήκουσιν (NChonChron 61370)

ἄλλοτε (Low)ἄλλοτε δὲ συνέκειτο (434 (4018)) ἦν δrsquo ὅτε (High) ἦν δrsquo ὅτε καὶ αὐτὸς συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

ποτὲ μὲν ἄλλοτε δὲ (1458 (25732)) ποτέ (Ambiguous) ποτὲ μὲν Ποτὲ δὲ (NChonChron 43712)

ἀλλοτρόπως (Low)ἀλλοτρόπως (2131 (36018)) ἄλλως (Low) ἄλλως (NChonChron 5876)

ἄλλως (Low)ἄλλως εἰρηνεῦσαι (1662 (31416)) ἑτέρως (High) ἑτέρως σπείσασθαι (NChonChron 51824)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 25 of 284

ἄλογον (Low)τὰ ἄλογα (6114 (7122)) ἵππος (High) οἱ ἵπποι (NChonChron 15620)

εἰς τὰ ἄλογα (214 (3653)) ἵππος (High) ἐπὶ τῶν ἵππων (NChonChron 59492)

καβαλικεύουσιν ἄλογα (6111 (7019)) ἵππος (High) ἵπποις ἀνέχονται (NChonChron 15569)

τὴν δὲ τῶν ἀλόγων φορὰν (445 (433)) ἵππος (High) τῇ ὁρμῇ τῶν ἵππων (NChonChron 10980)

ἄλογα (15112 (28813)) ἵππος (High) ἵπποις (NChonChron 48071)

συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ ὄχημα (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15214)

εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν ἀλόγων (214 (36432)) ὄχημα (High) ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀχημάτων (NChonChron 59488)

ἄλογα (1435 (25312)) ὑποζύγιον (High) ὑποζύγια (NChonChron 43020)

ἅλωσις (Both)ἅλωσιν (1114 (17118)) προνόμευσις (High) προνόμευσιν (NChonChron 31831)

ἅμαξα (Low)τὴν πορείαν μετὰ ἀμάξης περιεπάτει (4712 (5 ἁρμάμαξα (High) ἐφrsquo ἁρμαμάξης τὴν πορείαν πεποίητο (NChonChron 12249)

ὁ τὰς ἁμάξας σύρνων (7117 (8624)) βοώτης (High) βοώτης (NChonChron 18126)

ἁμάρτημα (Low)κηρύττοντες καὶ λέγοντες μὴ ἔχειν ἁμάρτημα ἀνεπέγκλητος (High) τὸ ἀνεπέγκλητον ἐπιμαρτυρόμενοι (NChonChron 55674)

ἀμαυρόω (High)τὰ λαμπρὰ ἠμαύρωσεν (476 (5013)) ἀκυρόω (High) ἠκύρωσε τὰ λαμπρὰ (NChonChron 11943)

ἀμελέω (Low)οἱ Οὔγγροι ἠμέλουν (618 (6921)) ἀναπίπτω (High) οἱ Παιόνες ἀναπεπτώκεσαν (NChonChron 153 22)

τὸ καστέλλιον ἀμελήσαντες (1612 (30414)) παραβλέπω (Ambiguous) τὸ ἔρυμα παρεῖδον (NChonChron 50222)

ἀμελής (Low)ἀμελέστερον (1458 (25733)) νωθής (High) νωθέστερον (NChonChron 43713)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 26 of 284

ἀμεταστρέπτως (Low)ἀμεταστρέπτως (1114 (1727)) ἀμεταστρεπτί (High) ἀμεταστρεπτὶ (NChonChron 31840)

ἀμέτοχος (Low)κακῶν ἀμέτοχοι (1142 (720)) ἀπείρατος (High) κακῶν ἀπείρατοι (NChonChron 389)

ἀμηχανία (Both)διηπόρουν καὶ εἰς ἀμηχανίαν ἔπιπτον (6114 ( ἀμηχανέω (High) ἠμηχάνουν (NChonChron 15629)

ἄμμος (Low)παιδία ἐπὶ ἄμμον παίζοντα (433 (4014)) ψάμμος (High) παιδίων ἐπὶ ψάμμου ἀθύρματα (NChonChron 10445)

ἀμμώδης (Low)ἀμμώδους γῆς (7123 (884)) ψαμμώδης (High) ψαμμώδους γῆς (NChonChron 18384)

ἀμφιβάλλω (Low)ἀμφιβάλλεις (1554 (2764)) ἀμφιγνοέω (High) ἀμφιγνοεῖς (NChonChron 46258)

ἀμφότεροι (Low)ἐν ἀμφοτέροις (1114 (1725)) ἄμφω (High) πρὸς ἄμφω (NChonChron 31838)

ἄν ποτε (Low)ἄν ποτε ἵνα ἐφρόντιζες (121013 (21926)) εἴθε (High) εἴθε οὕτως ἐπεμέλου (NChonChron 38422)

ἄν ποτε ἵνα καὶ ἐποντίζοντο (1933 3633) ὀφείλω (Low) ὡς ὄφελόν γε τὴν ἐς βάραθρον βαδιούμενοι (NChonChron 5

ἀνὰ μέσον (Low)ἀνὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349)) μεταξύ (Ambiguous) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

ἀναβάλλομαι (Low)ἀνεβάλλετο (1592 (28328)) ἀναδύομαι (High) ἀνεδύετο (NChonChron 47486)

ἀνάβασις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 27 of 284

τὴν τῆς βασιλείας ἀνάβασιν (26929 (1513)) ἀρχή (Both) ἀρχῆς (NChonChron 45428)

εἰς τὴν ἀνάβασιν τῆς βασιλείας αὐτοῦ (112 (4 κατάσχεσις (High) εἰς τὴν τῆς βασιλείας κατάσχεσιν (NChonChron 3233)

ἀναβάτης (Low)τὸν ἀναβάτην (443 (4227)) ἱππότης (High) τοῦ ἱππότου (NChonChron 10965)

ἀναβιβάζω (Low)εἰς τὰ ἄλογα ἀναβιβάζοντες (214 (3653)) ἀνέχω (High) ἐπὶ τῶν ἵππων ἀνεῖχον (NChonChron 59492)

ἀναβλαστάνω (Low)ἀναβλαστήσει (1441 (25410)) ἀναβαίνω (High) ἀναβήσεται (NChonChron 43152)

ἕτερον κατὰ θάλασσαν κακὸν ἀνεβλάστησεν ἐπικυμαίνω (High) ἕτερον ἐπεκύμανε καθrsquo ἅλα κακὸν (NChonChron 4812)

ἀναβράσσω (Low)ἡ γῆ ἀναβρασθεῖσα ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ (476 (50 κλονέω (High) ἡ γῆ κλονηθεῖσα (NChonChron 11944)

ἀναγγέλλω (Low)τὴν ἔλευσιν ἀναγγεῖλαι (4310 (426)) εὐαγγελίζομαι (High) τὴν παρουσίαν εὐαγγελισόμενος (NChonChron 10839)

ἀναγγεῖλαι (2114 (3595)) λόγος (Ambiguous) χρήσασθαι τῷ λόγῳ (NChonChron 58554)

ἀναγκάζω (Low)ὑπὸ τῆς βίας ἀναγκαζόμενος (1613 (30431)) ἄγχω (High) τῇ βίᾳ τῶν πραγμάτων ἀγχόμενον (NChonChron 50341)

ἀναγόρευσις (Low)μετὰ τὴν ἀναγόρευσιν (1877 (3465)) ἀνάρρησις (High) μετὰ τὴν ἀνάρρησιν (NChonChron 56413)

ἀναγορεύω (Low)ὀρεγόμενος ἀναγορευθῆναι (14223 (25131)) ἀναρρηθῆναι (High) πουῶν ἀναρρηθῆναι (NChonChron 42854)

νικητὴν αὐτὸν ἀναγορεύοντα (1436 (25327)) διαγορεύω (High) νικητὴν διαγορεύειν αὐτὸν (NChonChron 43136)

ἀνάγω (Both)ἀνάγει καὶ κατάγει (14213 (24912)) μετατίθημι (Ambiguous) μετατίθησι (NChonChron 42436)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 28 of 284

ἀναδεικνύω (Low)ἀνέδειξεν (15132 (29012)) ἀποδεικνύω (High) ἀπέδειξε (NChonChron 48344)

φυγάδα ἀνέδειξε (4711 (5212)) ἐργάζομαι (High) δραπέτην εἰργάσατο (NChonChron 12232)

στρατηγὸν ἀναδείξαντες ἄνδρα γενναῖον (61 ἐφίστημι (Both) στρατηγὸν ἐπιστήσαντες γενναῖον ἄνδρα (NChonChron 153

ἀναδέχομαι (Low)τὸν ἐξάδελφον αὐτοῦ οὐκ ἀνεδέξατο (16191 ( λύομαι (High) τὸν ἐξάδελφον οὐκ ἐλύσατο (NChonChron 53476)

ἀναδοχή (Low)τῆς ἀναδοχῆς καὶ κυβερνήσεως (475 (507)) ξενία (High) τῆς ξενίας (NChonChron 11836)

ἐχάρη ἐπὶ τῆ τοσαύτη ἀναδοχῆ (475 (505)) ξενία (High) ἐπὶ τῷ τῆς ξενίας ἐνευφράνθη ἀπροσδεεῖ (NChonChron 118

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( φίλτρον (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

ἀναζώω (Low)ἀνεζώωσε καὶ ἀνύψωσε (725 (9526)) ἀναρρώννυμι (High) ἀνέρρωσε (NChonChron 19416)

ἀναιρέω (Ambiguous)ἀναιρεῖται (1583 (2828)) καταστρέφω (High) κατέστρεψεν ταὴν ζωὴν (NChonChron 47221)

ἀναισθησία (Low)ἀναισθησίαν (1822 (3382)) ἀναλγησία (High) ἀναλγησίαν (NChonChron 55274)

ἀναισθήτως (Low)ἀναισθήτως διέκειντο (1584 (28224)) ἀνεπαισθήτως (High) ἀνεπαισθήτως εἶχον (NChonChron 47340)

ἀνακαινίζω (Low)ἀνεκαίνισε (1117 (1733)) ἐπισκευάζω (Ambiguous) ἐπισκευάζεσθαι (NChonChron 32073)

ἀνακαλέομαι (Low)μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀνακαλέσηται (562 ( ἀναμάχομαι (High) μὴ ἔχων ὅπως τὴν ἥτταν ἀναμαχέσαιτο (NChonChron 1381

ἀνακείμενος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 29 of 284

ὅσα ἀνακείμενα ἦν (2121 (35911)) ἀφοσιόω (High) ὅσος θεῷ ἀφωσίωτο (NChonChron 58561)

ἀνακόπτω (Both)ἀνέκοπτε (1453 (25531)) ἀναστέλλω (High) ἀνέστελλε (NChonChron 43426)

ἀνακτίζω (Low)ἀνέκτισε (1117 (1733)) ὑπερείδω (High) ὑπερείδεσθαι (NChonChron 32073)

ἀναλαμβάνομαι (Low)τὰ πλείονα τοπάρχαι ἀνελάβοντο (653 (8025) ἐξιδιόομαι (High) τὰ πλείω οἱ τοπαρχοῦντες ἐξιδιώσαντο (NChonChron 17267

αἰχμαλωσίαν ἀνελάβοντο (1451 (25524)) ἐπισπάομαι (High) λείαν ἐπεσπάσαντο (NChonChron 43418)

ἀναλαμβάνω (Both)τὴν τοῦ Ἰκονίου ἀρχὴν ἀναλαβών (21182 (384 λαμβάνομαι (High) τῆς Ἰκοναρχίας αὖθις λαβόμενον (NChonChron 62649)

ἀνάμεσον (Low)ἀνάμεσον τῆς Ἀδριανουπόλεως καὶ τῆς Φιλιπ διοριστικός (High) διοριστικός τῶν ἐπαρχιῶν ἀμφοτέρων (NChonChron 43671)

ἀναμίγνυμαι (Low)τοῖς Τούρκοις ἀναμιγνύμενοι (1142 (78)) ἐπιμίγνυμαι (High) τοῖς Τούρκοις ἐπιμιγνύμενοι (NChonChron 3789)

ἀναξομάλιος (Low)ἀναξομαλίους (1282 (21122)) λυσίχαιτος (High) λυσιχαίτους (NChonChron 37121)

ἀναπαύομαι (Low)ἀναπαυθῆναι ἀπὸ τῶν κόπων (21178 (38314)) ἀνακωχεύω (High) τῶν καμάτων ἑαυτοὺς ἀνεκώχευον (NChonChron 62484)

ἀνάπαυσις (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 ἀπολαυστικός (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

ἀναπαύω (Low)ἀνέπαυεν ἑαυτὸν (7125 (8817)) ἀναλαμβάνω (Both) ἀνελάμβανεν ἑαυτὸν (NChonChron 1849)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 30 of 284

ἀνασπάω (Low)κόσμους ἀνασπῶντες (1822 (33729)) ἐκσπάω (High) κόσμους ἐκσπωμένους (NChonChron 55268)

ἀναστενάζω (Low)ἄλλο κακὸν ἐθρήνει καὶ ἀνεστέναζε (2123 (36 ἀνοιμώζω (High) ἄλλο τι κακὸν ἀνῴμωζε (NChonChron 58795)

ἀνασώζω (Low)ἀνασώζει πάλιν καὶ λαμβάνει τὴν Πελαγονία ἀνασώζομαι (High) ἀνασώζεται Πελαγονίαν (NChonChron 53590)

ἀνατέλλω (Low)ἀποστάτης ἀνέτειλε (1618 (32518)) ἐπανατέλλω (High) ἀποστάτης ἐπανέτειλε (NChonChron 53463)

ἀνατίθημι (Low)ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) ἐγχειρίζω (High) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

ἀνατολή (Low)ἀνατολῆς (1558 (27630)) Ἀσιάτις (High) Ἀσιάτιδος γῆς (NChonChron 46494)

ἀπὸ ἀνατολῆς (631 (7327)) ἑῷος (High) ἐκ τῶν ἑῴων ὁρισμάτων (NChonChron 16028)

κατὰ τὴν ἀνατολὴν (1113 (17112)) ἑῷος (High) ἑῷαι (NChonChron 31822)

εἰς ἀνατολὴν (2713 (1816)) ἑῷος (High) εἰς τὴν ἑῴαν λῆξιν (NChonChron 6611)

τὰ πλείονα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως (211 ἑῷος (High) τῆς ἑῴας ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως (NChonChron 60987)

τὰ τῆς ἀνατολῆς πράγματα (475 (50 6)) ἕως (Ambiguous) τὰ κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 11835)

πρὸς τὴν ἀνατολὴν (1562 (2779)) ἕως ἡ (High) κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 46523)

τὰ τῆς ἀνατολῆς (1591 (28315)) ἕως ἡ (High) καθrsquo ἕω (NChonChron 47471)

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) ἕως ἡ (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

ἠλευθέρωσε τὴν ἀνατολὴν (21134 (37528)) ἕως ἡ (High) ἐλευθεροῖ τὴν ἕω (NChonChron 61373)

ἀνατολικός (Low)τῶν ὅλων ἀνατολικῶν στρατευμάτων (21183 ἑῷος (High) ὅλων τῶν ἑῴων πόλεων (NChonChron 62655)

ἀνατολικῶν πόλεων (1224 (20027)) ἑῷος (High) ἑῴων πόλεων (NChonChron 35747)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 31 of 284

πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος (1826 (33918)) ἕως ἡ (High) πρὸς μὲν ἕω (NChonChron 55441)

ἀναφαίνομαι (Low)ἀνεφάνη (1427 (2483)) ἐπιφαίνομαι (Ambiguous) ἐπεφάνη (NChonChron 42293)

ἀνεφάνη (15132 (29011)) ὁράω (Ambiguous) ὦπτο (NChonChron 48343)

ἀναφέρω (Low)ἔγραψαν καὶ ἀνέφερον (1456 (2577)) διαμηνύομαι (High) διεμηνύσαντο (NChonChron 43676)

ἀναχωρέω (Both)ἀνεχώρησαν (1824 (33829)) ἀναχώρησις (High) ἀναχώρησις γίνεται (NChonChron 55310)

ἐκεῖθεν ἀναχωρεῖ (1113 (217)) μεθίσταμαι (High) ἐκεῖθεν μεθίσταται (NChonChron 2842)

τῆς λίμνης αὐτοὺς ἀναχωρεῖν ἔλεγεν (1142 (7 μεθίσταμαι (High) μεθίστασθαι παρῄνει τῆς λίμνης (NChonChron 382)

ἀνδρεία (Low)ἐνδειξαμένων ἀνδρείαν (1112 (118)) γενναιότης (High) ἐνδειξαμένων γενναιότητα (NChonChron 2712)

ἀνδρεῖος (Low)ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) ἀγαθός (Low) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

ἀνδρεῖος (1585 (28231)) ἀκμαῖος (High) ἀκμαῖος (NChonChron 47347)

οἱ καβαλλάριοι ἀνδρεῖοι (444 (4231)) ἀρεϊκός (High) ἱππόται ἀρεϊκοὶ (NChonChron 10971)

ἀνδρειότεραι τυγχάνουσι (271 (1528)) ἀρρενόομαι (High) ἠρρένωντο (NChonChron 6053)

ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (561 (6021)) γενναῖος (High) ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

ἀνὴρ ἀνδρεῖος (2181 (36922)) ἡρωϊκός (High) ἀνὴρ ἡρωϊκὸς (NChonChron 60185)

ἀνδρείων (1435 (25311)) κράτιστος (High) κρατίστων (NChonChron 43019)

ἠδυνήθη ἐργάσασθαί τι ἀνδρεῖον (1424 (2474 νεανικός (High) ἐργάσασθαί τι ἔσχε νεανικὸν (NChonChron 42156)

ἀνδρείως (Low)ἀγωνιζομένων ἀνδρείως (21143 (37632)) εὐρώστως (High) ἀμυνομένων εὐρώστως (NChonChron 61516)

ἀνδρικῶς (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 32 of 284

γυναῖκας ἀνδρικῶς καβαλλικευούσας (271 (1 ἄρρην (High) θήλειαι ὡς ἄρρενες ἐφιππάζουσαι (NChonChron 6049)

ἀνειμένως (Low)μαλακῶς πῶς καὶ ἀνειμένως (14212 (24823)) μαλθακώτερον (High) μαλθακώτερον (NChonChron 42322)

ἀνελεήμων (Low)ἀνελεήμονες ἐφάνησαν (21173 (38132)) ἀνηλεής (High) ἀνηλεέστατοι ἐγνώσθησαν (NChonChron 62226)

ἀνελεήμονες (7124 (8815)) ἀνοικτίρμων (High) ἀνοικτίρμονες (NChonChron 1848)

ἀνέλπιστος (Low)τῶ ἀνελπίστω τῆς θεωρίας (438 (4128)) ἄελπτος (High) τῷ ἀέλπτῳ τῆς θέας (NChonChron 10724)

ἀνελπίστως (Low)ἀνελπίστως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀνελπίστως κατrsquo αὐτοῦ ἐλθὼν (2185 (37027)) προσδόκιμος (High) μὴ προσδόκιμος ἐπιὼν τῷ ἀνδρὶ (NChonChron 60333)

ἀνεμομαχία (Low)ἀνεμομαχία μεγάλη ἐγένετο (121014 (2202)) ἀήρ (High) ὁ ἀὴρ ταραχώδης ὤφθη (NChonChron 38430)

ἄνεμος (Low)ἄνεμος (476 (5014)) ἀήρ (High) ἀὴρ (NChonChron 11945)

φλάμουλα ὑπὸ ἀνέμου κρουόμενα (445 (433)) ἀνεμόω (High) τὸ ῥόθιον ἠνέμου τὰς σημαίας (NChonChron 10980)

ὑπὸ τοῦ ἀνέμου (1825 (3396)) διαέριος (High) ψωμοὶ πυρὸς διαέριοι (NChonChron 55426)

τὸν ἄνεμον (477 (514)) πνεῦμα (High) τὸ πνεῦμα (NChonChron 12076)

τοῦ ἀνέμου τὴν ναῦν ἀπελαύνοντος (653 (81 πνεῦμα (High) τοῦ πνεύματος τὴν νῆα ἐπείγοντος (NChonChron 17276)

ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7411)) πνεῦμα (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ἀνεμπόδιστος (Low)ἀνεμπόδιστα (21123 (37418)) ἀπρόσκοπος (Ambiguous) ἀπρόσκοπα (NChonChron 61123)

ἀνεξετάστως (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 33 of 284

ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως (14214 (24927-28)) ἐρήμη (High) ἐξ ἐρήμης (NChonChron 42568)

ἀνεπίφθονος (Low)βίου ἀνεπιφθόνου παρὰ παντὸς (1827 (3406)) ζηλωτέος (High) βίου ζηλωτέου παρ ἅπασι (NChonChron 55564)

ἀνέρχομαι (Low)ἀνηρχόμεθα τὸ Παπύκιον (14219 (25028)) προσβαίνω (High) τῷ Παπυκίῳ προσβαίνειν (NChonChron 42613)

ἀνέτοιμος (Low)ἀνετοίμους (1827 (3403)) ἀπαράσκευος (High) ἀπαρασκεύοις (NChonChron 55559)

ἄνευ (Low)ἄνευ μάχης (2178 (36912)) ἀ- (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 60174)

ἄνευ hellip τοῦ ἀσημίου (16171 (3256)) πλήν (Ambiguous) πλὴν τῶν ἀργυρέων hellip σκευῶν (NChonChron 53350)

ἀνεψιός (Low)ὁ ἦν ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως (7118 (873)) ἀδελφιδοῦς (High) ἦν ἀδελφιδοὺς τῷ βασιλεῖ (NChonChron 18239)

τὸν ἀνεψιὸν (514 (541)) ἀδελφιδοῦς (High) τὸν ἀδελφιδοῦν (NChonChron 12789)

ὁ ἀνεψιὸς (1429 (24813)) ἀδελφιδοῦς (High) ὁ ἀδελφιδοῦς (NChonChron 42310)

ἀνήλικος (Low)τὸ τῆς κόρης ἀνήλικον (1585 (2832)) ἀτελής (High) τὸ τῆς θυγατρόπαιδος ἀτελές (NChonChron 47356)

ἀνήμερος (Low)διὰ τὴν ἀγρίαν καὶ ἀνήμερον προσβολὴν (181 ἄμαχος (High) διὰ τὸ ἄμαχον τῆς ἀγρίας προσβολῆς (NChonChron 55023)

ἀνήρ (Both)ἀνδρὸς (1411 (2455)) ξύνευνος (High) ξύνευνον (NChonChron 4191)

τὸν ἄνδρα αὐτῆς (432 (403)) ὁμευνέτης (High) τὸν ἐκ παρθενίας ὁμευνέτην (NChonChron 10428)

ὁ ἀνήρ (438 (4123)) σύζυγος (High) ὁ σύζυγος (NChonChron 10719)

τοῦ πρώτου ἀνδρὸς (15114 (28830)) σύνευνος (High) τὸν ἐκ παρθενίας σύνευνον (NChonChron 48192)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 34 of 284

ἄνθρωπος (Both)ἀνθρώπου (1119 (17323)) ἀνήρ (Both) ἀνδρός (NChonChron 32110)

συμφορὰς ἀνθρώπων (2122 (35921)) ἀνήρ (Both) συμφορὰς ἀνδρῶν (NChonChron 58672)

ἄνθρωπον (1553 (27526)) ἀνήρ (Both) ἄνδρα (NChonChron 46247)

ἀνθρώπων εὐγενῶν (15112 (28814)) ἀνήρ (Both) ἀνδράσιν εὐγενέσιν (NChonChron 48071)

ἄνθρωπον (1567) ἄνθρωπος (Both) ἄνθρωπον (NChonChron 45566)

ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἀνθρώπων (7117 (8627)) βρότειος (High) αἷμα τὸ βρότειον (NChonChron 18230)

ἄνθρωπός τις (Low)ἀπὸ καταδόσεως ἀνθρώπων τινῶν (14214 (24 τίς (Both) κἀκ τῆς παρά τινων εἰσηγήσεως (NChonChron 42454)

ἀνίσταμαι (Both)ἀναστήσονται (1457 (25729)) ἐξέρχομαι (Both) ἐξελεύσονται (NChonChron 4377)

ἀνοίγω (Low)ἠνοίγοντο καὶ ἐτυμβωρυχοῦντο τὰ μνήματα (1 τυμβωρυχέω (High) ἐτυμβωρυχοῦντο τὰ μνήματα (NChonChron 47932)

ἀνομέω (Low)ἀνομοῦντες (21315 (36421)) ἀνομία (High) ἀνομίαν ὑπολαμβάνοντες (NChonChron 59373)

ἄνομος (Low)εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (1741)) ἀπάνθρωπος (High) εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἀνόμως (Low)ἀνόμως τῷ Ἀνδρονίκω συνεμίγνυτο (432 (403 ἀνοσίως (High) ἀνοσίως Ἀνδρονίκῳ συνήρχετο (NChonChron 10428)

ἀνόμως καὶ ἀθεμίτως (1822 (33725)) παναθεμίτως (High) παναθεμίτως (NChonChron 55164)

ἀντέχομαι (Ambiguous)ὑπομένειν καὶ ἀντέχεσθαι (1592 (28326-27)) ἀντέχω (High) ἀντέχειν (NChonChron 47485)

ἀντικρούομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 35 of 284

ἀντεκρούσατο τοῦτον καὶ ἀπέπεμψεν (1422 ( ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀπεκρούσατο (NChonChron 42142)

ἀντιλέγω (Low)ἀντιλέγοντα (1223 (20025)) συντίθεμαι (Both) μὴ συντίθεσθαι (NChonChron 35643)

ἀντιμάχησις (Low)εἰς ἀντιμάχησιν (16192 (3263)) ἀντικαθίσταμαι (High) ἀντικαθιστάμενος (NChonChron 53482)

ἀντιπαράταξις (Low)εἰς ἀντιπαράταξιν τοῦ ἀνθρωπίσκου (16192 ( μέτειμι (High) τὸν ἀνθρωπίσκον μετιόντι (NChonChron 53480)

ἀντιπαρατάττομαι (Low)μὴ δυνηθέντων ἀντιπαρατάξασθαι (1112 (12 ἀντέχω (High) μὴ ἀντισχεῖν ἔχοντος (NChonChron 2713)

ἀντιπαραταξάμενος (1824 (33822)) προσίσταμαι (High) προσιστάμενος (NChonChron 5532)

ἀντιπαρατάξασθαι τῶ Πέτρω (1583 (28214)) ὑπαντάω (Both) ὑπήντα τῷ Πέτρῳ (NChonChron 47228)

τὸν αὐτῶ αντιπαρατασσόμενον (2182 (36930) χείρ (Low) τὸν ἐς χεῖρας ἰόντα (NChonChron 6021)

ἀντιστασία (Low)ἀντιστασίας (21121 (37333)) ἀντίστασις (High) ἀντιστάσεως (NChonChron 60986)

ἀντιστάτης (Low)γίνεται τῶ βασιλεῖ hellip ἀντιστάτης (1618 (32525 ἀντιστάτημα (High) γίνεται ἐκείνῳ ἀντιστάτημα (NChonChron 53471)

ἀνυψόω (Low)ἀνεζώωσε καὶ ἀνύψωσε (725 (9526)) ἀναρρώννυμι (High) ἀνέρρωσε (NChonChron 19416)

ἀνέμου τὸν κονιορτὸν ἀνυψώσαντος (7123 (8 μετεωρίζω (High) ἀνέμου θῖνα μετεωρίσαντος (NChonChron 18386)

ἀνωφελής (Low)ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν κόπων (21178 (38314)) ἀνήνυτος (High) τῶν ἀνηνύτων καμάτων (NChonChron 62484)

πρᾶγμα ἀνωφελὲς (447 (4323)) ἀνόνητος (High) πρᾶγμα ἀνόνητον (NChonChron 1107)

ἀξινάριον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 36 of 284

εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 ἀξίνη (High) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) λαξευτήριον (High) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) πέλεκυς (High) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

ἀξιοθαύμαστος (Low)τὴν ἀξιοθαύμαστον τιμὴν (479 (5115)) ἀξιάγαστος (High) τὴν ἀξιάγαστον φιλοφροσύνην (NChonChron 12090)

ἄξιος (Both)ἄξιον νίκης στρατὸν (414 (394)) ἀξιόνικος (High) ἀξιόνικον στρατόπεδον (NChonChron 10280)

ἄξιος (1116 (17223)) ἐπάξιος (Ambiguous) ἐπάξιος (NChonChron 31963)

ἀξιόω (Both)μήτε ταφῆς ἀξιωθεὶς (515 (5421)) ἄμοιρος (High) ὁσίας ἄμοιρος (NChonChron 12825)

ἀπάγω (Ambiguous)ἀπαχθέντας (1442 (25420)) ἀποδίδωμι (Both) ἀποδιδομένους (NChonChron 43267)

ἀπαίδευτος (Low)ὀφθαλμὸς ἀπαίδευτος (2182 (3704)) ἀπαιδαγώγητος (High) ὀφθαλμὸς ἀπαιδαγώγητος (NChonChron 6026)

ἀπαίρω (Both)ἀπῆρε δὲ καὶ γυναῖκα οὗτος ὁ βασιλεὺς (251 ( ἄγομαι (High) ἠγάγετο δὲ γυναῖκα ὁ βασιλεὺς οὗτος (NChonChron 5358)

ἀπάραντες ἀπὸ τοῦ Λ (2183 (37011)) αἴρω (High) ἄραντες ἐκ Λ (NChonChron 60212)

ἀπάρας (1456 (2571)) αἴρω (High) ἄρας (NChonChron 43668)

ἀπάρας ἀπὸ τῆς Δεβελτοῦ (183 (34018)) ἀπανίσταμαι (High) ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ (NChonChron 55679)

τὰ κρείττονα ἀπάρας (2176 (3691)) ἀφαιρέομαι (High) τὰς καλλίστας ἀφελόμενος (NChonChron 60056)

ἀπῆραν αἰχμαλωσίαν (4717 (5329)) ἐλαύνω (High) ἤλασε λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (1422 (24619) ἐπιλαμβάνομαι (High) τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

ἀπανθρώπως (Low)ἀγρίως καὶ ἀπανθρώπως (21172 (38116)) ἀνημέρως (High) ἀνημέρως (NChonChron 6217)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 37 of 284

ἀπανθρώπως (1222 (20020)) ἐπωδύνως (High) ἐπωδύνως (NChonChron 35640)

ἀπαντάω (Low)οὔτε τὰ θεμελιωθέντα ἀπαντῆσαι ἠδυνήθησα ἀντέχω (High) μὴ τῶν βαθέων ἀντισχόντων θεμέθλων (NChonChron 5543

ἁπαξάπαντες (Low)ἁπαξάπαντες (441 (4213)) ἁπαξαπλῶς (High) οἰκήτωρ ἅπας ἁπαξαπλῶς (NChonChron 10849)

ἅπας (High)τὰ ἐκεῖ ἅπαντα (413 (392)) πᾶς (Low) τὰ ἐκεῖ πάντα (NChonChron 10175)

τὴν ἅπασαν χώραν (725 (9529)) πᾶς (Low) πᾶσαν τὴν Φρυγίαν (NChonChron 19418)

ἀπατάω (Low)τῶν ἐθισμένων τοὺς ἄρχοντας ἀπατᾶν (1463 αἰκάλλω (High) τοῖς αἰκάλλειν εἰωθόσι τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 4

ἀπατηθεὶς (42 (3918)) φενακίζω (High) φενακισθεὶς (NChonChron 1034)

ἀπάτητος (Low)ποταμὸς βαθὺς καὶ ἀπάτητος (1611 (50211)) βαθυδίνης (High) ποταμὸς βαθυδίνης (NChonChron 50218)

ἄπειρος (Low)ἄπειρον πλοῦτον (14220 (25112)) πολυτάλαντος (High) πολυταλάντῳ πλούτῳ (NChonChron 42730)

ἀπεκδέχομαι (Low)ἀπεκδέχονται (1116 (17228)) ἡγέομαι (Ambiguous) ἡγεῖσθαι (NChonChron 31969)

ἀπελατίκιν (Low)τὰ τούτων ἀπελατίκια (6114 (7129)) κορύνη (High) τὰς ἐκ σιδήρου κορύνας (NChonChron 15631)

ἀπελπίζω (Low)ἀπελπίσας (16172 (32513)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειπὼν (NChonChron 53357)

ἀπελπίσας (1582 (2823)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειρηκὼς (NChonChron 47215)

ἀπεντεῦθεν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 38 of 284

ἐκ τοῦ ἀπεντεῦθεν μοίραζον (2151 (36522)) αὐτίκα (High) ἐκ τοῦ αὐτίκα διείλοντο (NChonChron 59517)

ἀπεργάζομαι (Low)τὸ Στούμπιν ἔρημον ἀπηργάσαντο (1451 (255 κενόω (High) τῶν ἐνοικούντων τὸ Στούμπιον ἐκένωσαν (NChonChron 434

ἀπέρχομαι (Ambiguous)ἀπέλθωσι κατά (1221 (20015)) ἀνδρίζομαι (High) ἀνδρισόμενοι κατά (NChonChron 35636)

ἀπέρχεται εἰς Ἀνδριανούπολιν (1661 (3142)) ἄνειμι (High) ἄνεισιν εἰς Ὀρεστιάδα (NChonChron 5187)

ἀπήρχετο (1441 (2546)) ἀπαίρω (Both) ἀπαίρων (NChonChron 43148)

ἀπέρχεται (1453 (2561)) ἄπειμι (High) ἄπεισι (NChonChron 43428)

ἀπέρχεται (16171 (3253)) ἄπειμι (High) ἄπεισιν (NChonChron 53348)

εἰς τὸ Λοπάδιον ἀπέρχεται (2182 (36930)) ἄπειμι (High) ἐς τὸ Λοπάδιον ἄπεισι (NChonChron 60295)

ἀπελθὼν (1421 (2461)) ἄπειμι (High) ἄπεισι (NChonChron 42024)

ἀπέρχεται εἴς τι καστέλλιον (1112 (117)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνεῖται εἴς τι πολίχνιον (NChonChron 2710)

ἀπελθόντα (513 (5328)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικομένῳ (NChonChron 12785)

ἀπελθόντες (1451 (25524)) ἀφικνέομαι (High) ἀφιγμένοι (NChonChron 43417)

ἀπελθόντες (1451 (25522)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμενοι (NChonChron 43415)

ἀπερχομένου (1557 (27621)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνουμένου (NChonChron 46383)

τὸ άπελθεῖν ἐκρίνετο (1661 (3145)) ἄφιξις (High) ἡ ἄφιξις συνελογίζετο (NChonChron 51810)

οὐδὲ ἐκεῖσε ἀπελθὼν (16171 (3254)) γίνομαι (Both) οὐδrsquo ἐκεῖσε γενόμενος (NChonChron 53348)

πρὸς τὴν Κ ἀπελθόντες (2181 (36923)) γίνομαι (Both) πρὸς τῇ Καλλιπόλει γενόμενοι (NChonChron 60186)

ἀπέρχεσθαι πρὸς (1425 (24715)) μεταβαίνω (Ambiguous) μεταβαῖνον εἰς (NChonChron 42270)

ἀπελθών (521 (5424)) παραγίνομαι (Both) παραγενόμενος (NChonChron 12928)

πρὸς τὸ Λοπάδιον ἀπερχόμενος (2182 (36927) στέλλομαι (High) τὴν ἐς τὸ Λοπάδιον στέλλεται (NChonChron 60292)

ἀπέρχεται πρὸς τὸν Ἰσθμόν (21122 (3747)) χωρέω (Both) χωρεῖ πρὸς Ἰσθμόν (NChonChron 6105)

ἁπλόομαι (Low)ἐπὶ γῆς ἡπλωμένον κείμενον (445 (432)) πρηνής (High) ἄλλον πρηνῆ ἐξυπτιάζοντα ἕτερον (NChonChron 10976)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 39 of 284

ἁπλόω (Low)ἡπλωμένος (622 (7313)) τείνω (High) τεταμένος (NChonChron 1593)

ἀπό (Low)κακῶς παθόντα ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παρ dative (Both) κακαῶς παθὼν εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

ἀπὸ τοῦ ἵππου ἐπέζευεν (523 (566)) genitive (High) τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε (NChonChron 13191)

ἀπάρας ἀπὸ τῆς Δεβελτοῦ (183 (34018)) genitive (High) ἀπαναστὰς Δεβελτοῦ (NChonChron 55679)

τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) genitive (High) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) genitive (High) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) genitive (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (1422 (24619) genitive (High) τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

μὴ διαστείλας τὰ τῶν φίλων ἀπὸ τῶν πολεμίω genitive (High) μὴ διαστεῖλαν τοῦ πολεμίου τὸ φίλιον (NChonChron 55181)

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) genitive (High) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ (16171 (32432)) ἐκ (Both) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας (NChonChron 53344)

ἡμᾶς τοὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως (21315 (36419)) ἐκ (Both) τοῖς ἐκ Βυζαντίου ἡμῖν (NChonChron 59370)

ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐκτιναξάμενος (3112 (343 ἐκ (Both) ἐκ τῶν προσώπων ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

ἀπὸ τῆς Οὐγγρίας (412 (3812)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν Παιόνων (NChonChron 10053)

ἀπὸ χειμῶνος (1221 (2007)) ἐκ (Both) ἐκ χειμῶνος (NChonChron 35629)

ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν πόλεων (1224 (20027)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν ἑῴων πόλεων (NChonChron 35747)

ἀπὸ (1211 (1993)) ἐκ (Both) ἐκ (NChonChron 3555)

ἀπὸ τῆς Καλαβρείας (15121 (2899)) ἐκ (Both) ἐκ Καλαβρίας (NChonChron 48210)

ἀπὸ τῆς Φιλίππου ἐξελθὼν (1581 (28126)) ἐκ (Both) ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 4714)

ἀπὸ τούτων (1011 (1471)) ἐκ (Both) ἐκ τούτων (NChonChron 2756)

ὁ ἀπὸ τῆς Πράτζης (2181 (36922)) ἐκ (Both) ὁ ἐκ Πράτζης ὁρμώμενος (NChonChron 60185)

ἀπὸ τῶν χωρῶν (1221 (2008)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν χώρων (NChonChron 35630)

ἀπὸ τῶν ὅλων (14220 (2519)) ἐκ (Both) ἐκ ἁπασῶν (NChonChron 42726)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 ἐκ (Both) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 40 of 284

ἀπὸ τῶν ἐκτὸς (1592 (28326)) ἐκ (Both) ἐκ τῶν ἐκτὸς (NChonChron 47484)

ἀπὸ ἐθνικῶν στρατευμάτων (633 (7410)) ἐκ (Both) ἐκ hellip ἐθνικῶν ἰλῶν (NChonChron 16149)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) ἐκ (Both) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

ἀπὸ τοῦ τοιούτου τόπου (21178 (38312)) -θεν (High) ἐκεῖθεν (NChonChron 62482)

τῶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ θείω (1461 (2583)) πρός + genitive (High) τῷ πρὸς μητρὸς θείῳ (NChonChron 43723)

ἀπὸ τότε (Low)τὸ δὲ ἀπὸ τότε (2810 (216)) ἐκ τούτου (High) τὸ δrsquo ἐκ τούτου (NChonChron 7175)

ἀπὸ τότε (14223 (25136)) ἔκτοτε (Both) ἔκτοτε (NChonChron 42861)

ἀπὸ τοῦ + participle (Low)ἀπὸ τοῦ τὴν κεφαλὴν βλέποντες (7118 (872)) ἐκ τοῦ + inf (High) ἐκ τοῦ τοὺς πολεμίους ὑπrsquo ὄψιν ἄγειν (NChonChron 18237)

ἀπὸ τοῦ νῦν (Low)ἀπὸ τοῦ νῦν (21173 (38129)) ἐκ τοῦδε (High) ἐκ τοῦδε (NChonChron 62224)

ἀποβλέπω (Low)ἀποβλέπουσι (1812 (33625)) ἀφοράω (High) ἀφορῶσι (NChonChron 55023)

ἀπογινώσκω (Low)ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς (16171 (3251)) ἀπαγορεύω (High) ἀπειρηκὼς οὖν (NChonChron 53346)

ἀπογυμνόω (Low)ἀπογυμνώσας (183 (34026)) καλαμάομαι (High) καλαμησάμενος (NChonChron 55687)

ἀποδέχομαι (Low)ἀποδέχεται (14213 (24832)) φιλέω (Ambiguous) φιλεῖ (NChonChron 42433)

ἀποδίδωμι (Both)φυσικὸν ἀπέδωκε θάνατον (1583 (2827)) ἐπαπέρχομαι (High) θανάτῳ φυσικῷ ἐπαπῆλθεν (NChonChron 47220)

ἀποδιώκω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 41 of 284

ἀποδιώκει τὸν Καμύτζην ἀπὸ τῶν τῆς Θεσσαλ ἀπανίστημι (High) Θετταλίας ἀπανίστησι τὸν Καμύτζην (NChonChron 53591)

ἐκεῖνον ἀποδιώξας (21183 (3854)) ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀποκρουσάμενος ἐκεῖνον (NChonChron 62654)

ἀποδιῶξαι (1435 (25310)) ἀπωθέομαι (High) ἀπώσασθαι (NChonChron 43017)

ἀποδιώκει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Στανοῦ (16192 (326 μετανάστης (High) τοῦ Στανοῦ μετανάστην δείκνυσιν (NChonChron 53593)

ἀποθνῄσκω (Low)ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπέθανε (1429 (24816)) ἀποβιόω (High) ἀπεβίω τὴν μετrsquo ἐκείνην (NChonChron 42313)

ἀπέθανε (1143 (722)) βίος (High) τὸν βίον μετήλλαξεν

ἀπέθανεν (1557 (27623)) βίος (High) τὸν βίον κατέστρεψε (NChonChron 46384-85)

ἀποθνῆσκον (1661 (3144)) ἐκθνῄσκω (High) ἐκθνῇσκον (NChonChron 5189)

ἀπέθανεν (3121 (3427)) ζῆν (High) τὸ ζῆν μετήλλαξεν (NChonChron 9377)

ἀπέθανε (1143 (725)) ζωή (Both) τὸ λαχὸν μέρος τῆς ζωῆς ἐξετόξευσε (NChonChron 3818)

ἀπέθανε (15113 (28826)) θνήσκω (Both) ἐτεθνήκει (NChonChron 48187)

ἀπέθανον (432 (3931)) μεταλλάσσω (Low) τὸ ζῆν μετήλλαξαν (NChonChron 10321)

φυσικῶ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν (21172 (38122) παρακατατίθεμαι (High) παρακατατίθεσθαι μόρῳ φυσικῷ τὴν ψυχὴν (NChonChron 6

ἐν φυλακῆ ὦν ἀπέθανε (1581 (28116)) ψυχή (Both) ἐναφῆκε τοῖς δεσμοῖς τὴν ψυχήν (NChonChron 47190)

ἀποκείρω (Ambiguous)ἀποκείρεται (14215 (24930)) κείρω (High) κείρεται (NChonChron 42571)

ἀποκεφαλίζω (Low)ἀποκεφαλίζει (7126 (8828)) ἀποκαρατομέω (High) ἀποκαρατομεῖ (NChonChron 18423)

ἀποκλείω (Low)ἀποκεκλεισμένον (1812 (33626)) εἵργνυμι (High) εἱργνύμενον (NChonChron 55026)

ἀποκόπτω (Low)μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 διελαύνω (High) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

ἀποκρίνομαι (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 42 of 284

ἀπεκρίνατο (1554 (27530)) ἀνθυποφέρω (High) ἀνθυπενεγκόντος (NChonChron 46251)

ἀπεκρίνατο (15111 (28732)) ἀποφαίνομαι (High) ἀποφαινόμενος (NChonChron 48056)

ἀπεκρίθη (14219 (2511)) φημί (High) φησὶν (NChonChron 42717)

ἀποκρισιάριος (Low)ἀποκρισιαρίους (474 (4927)) ἄγγελος (High) ἀγγέλους (NChonChron 11819)

ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν (412 (3812)) πρεσβεία (High) ἵκετο πρεσβεία (NChonChron 10053)

ἀποκρισιάριος (15105 (28622)) πρεσβευτής (High) πρεσβευτής (NChonChron 4789)

ἀποκρισιάριος (1422 (24612)) πρεσβευτής (High) πρεσβευτὴν (NChonChron 42034)

τοῦ ἀποκρισιαρίου (1422 (24619)) πρεσβεύω (High) τοῦ πρεσβεύοντος (NChonChron 42141)

ὁ ἀποκρισιάριος (1422 (24620)) πρέσβις (High) ὁ πρέσβις (NChonChron 42141)

ἀποκρισιαρίους ἔπεμψε (21132 (37515)) πρέσβυς (High) στείλας πρέσβεις (NChonChron 61358)

ἀποκρισιαρίους (1561 (2776)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 46519)

ἀποκρισιαρίους (513 (5321)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 12776)

ἀποκρισιαρίους (6321 (792)) πρέσβυς (High) πρέσβεις (NChonChron 16876)

ἀπόκρυφος (Ambiguous)τὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδίας (1441 (25412)) μυχός (High) ἐν μυχῷ καρδίας (NChonChron 43154)

ἀποκτένω (Low)ἀποκταίνει τούτους καὶ θανατοῖ (621 (734)) μέτειμι (High) ξίφει τὸ γένος μέτεισι (NChonChron 15889)

ἀπολέμητος (Ambiguous)τὀ τεῖχος ἀπολέμητόν ἐστιν (2183 (37018)) αἱρετέος (High) οὐχ αἱρετέον ἐδόκει τὸ τεῖχος (NChonChron 60322)

(κάστρον) ἀνάλωτον καὶ ἀπολέμητον (1611 (3 ἀνάλωτος (High) (πέτρας) ἀναλώτους (NChonChron 50220)

ἀπόλλυμι (High)ἀνδρείους ἄνδρας ἀπολέσας (3121 (3426)) ἀποβάλλομαι (High) ἄνδρας ἀγαθοὺς ἀπεβάλετο (NChonChron 9376)

ὡς καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ἀπωλέσας (414 διαφθείρω (High) τὸ τῆς στρατιᾶς διέφθειρεν ὑπερήμισυ (NChonChron 10281)

ἀπολέσας (447 (4318)) παραπόλλυμι (High) παραπολέσας (NChonChron 1101)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 43 of 284

ἀπολογέομαι (Low)ἀπελογεῖτο (432 (405)) ἀνθυποφέρω (High) ἀνθυπέφερεν (NChonChron 10431)

ἀπολογία (Low)τὴν ἀπολογίαν ἐποιεῖτο (244 (128)) ἀπόλογος (High) ἐτίθετο τὸν ἀπόλογον (NChonChron 5351)

ἀπολύω (Ambiguous)ἀπολυθέντα (1436 (25331)) διαφίημι (High) διαφῆκε (NChonChron 43140)

ἀπομένω (Ambiguous)οὐδὲ ἐκεῖσε ἀπέμεινε τοῦ μὴ παρακαλεῖν (161 καθυφίημι (High) οὐδrsquo ἐκεῖσε καθυφῆκε δεόμενος (NChonChron 53348)

ἀπέμεινε (1111 (1711)) παραμένω (High) παρέμενε (NChonChron 3175)

ἀπέμεινεν (1826 (33927)) ὑπολείπομαι (Both) ὑπολέλειπτο (NChonChron 55551)

ἀποπέμπω (Ambiguous)ἀντεκρούσατο τοῦτον καὶ ἀπέπεμψεν (1422 ( ἀποκρούομαι (Ambiguous) ἀπεκρούσατο (NChonChron 42142)

ἀπεπέμφθη (21124 (37424)) ἀποκρούω (Ambiguous) άποκρουσθείς (NChonChron 61130)

ἀπέπεμψαν (513 (5328)) ἀφίημι (Both) ἀπράκτους ἠφίεσαν (NChonChron 12786)

τούτους ἀπεπέμψατο (7126 (8826)) ὠθέω (High) τούτους ἐώσατο (NChonChron 18421)

ἀπορέω (Ambiguous)ἠπόρει καὶ ἐν ἀμηχανία ἦν (1661 (3143)) ἀμηχανία (Both) ἀμηχανίᾳ συνείληπτο (NChonChron 5188)

ἀπορῶν (15105 (28616)) ἀπαυδάω (High) ἀπαυδῶν (NChonChron 4783)

ἀπορῶν εἰ (479 (5117)) διαπορέομαι (Low) διαπορούμενος εἰ (NChonChron 12092)

ἀπορήσας τοίνυν ὁ βασιλεὺς (15122 (28920)) ἐξαπορέω (High) βασιλεὺς τοίνυν ἐξηπορηκὼς (NChonChron 48221)

ἀπορρήγνυμι (Ambiguous)τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπέρρηξεν (1559 (2772)) ἐκρήγνυμι (High) ἐξέρρηξε τὸ ψυχίδιον (NChonChron 46413)

τὴν ψυχὴν ἀπορρήξας (15113 (28827)) ἐναπορρήγνυμι (High) ἐναπορρήξας τὴν ψυχὴν (NChonChron 48188)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 44 of 284

ἀποστασία (Low)ἀποστασιῶν (14212 (24822)) ἐπανάστασις (High) ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321)

ἀποστατέω (Low)ἀπεστάτησε (1428 (2488)) ἀνταρσία (High) ἀνταρσίαν ἐμελέτησε (NChonChron 4233)

ἀποστάτης (Low)κρατεῖται ὡς ἀποστάτης (14223 (25133)) ἀφίσταμαι (High) χειροῦται ὡς ἀποστὰς (NChonChron 42857)

ἀποστάται ἐγένοντο (1421 (24514)) πτερνισμός (High) κατὰ τοῦ βασιλέως πτερνισμὸν ἐμεγάλυναν (NChonChron 4

ἀποστέλλω (Low)ἀπεστάλη (1112 (1718)) μετατίθημι (Ambiguous) μετατίθεται (NChonChron 31713)

ἀπέστειλε (1411 (2456)) πέμπω (Both) πέπομφε (NChonChron 4193)

ἀπέστειλε (1561 (2776)) πέμπω (Both) πέπομφε (NChonChron 46519)

ἀπέστειλε (1112 (1716)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 3179)

ἀποστομόομαι (Low)(αἱ σπάθαι) ἀπεστομώθησαν (6114 (7127)) ἀμβλύνομαι (High) (αἱ μάχαιραι) ἠμβλύνθησαν (NChonChron 15628)

ἀποτάσσω (Ambiguous)ἀποταχθέντων (1421 (24522)) ἐπιτάσσω (High) ἐπιταχθέντων (NChonChron 42023)

ἀποτίθεμαι (Ambiguous)τὴν ἀλαζονείαν ἀφεὶς καὶ τὴν ὀφρὺν ἀποθέμε ὑφαιρέω (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος καὶ ὑφαιρῶν (NChonChron

ἀποτινάσσομαι (Low)τούτους ἀποτινάσσεται (7128 (8914)) ἀποκρούομαι (Ambiguous) τὴν ἐπέλευσιν ἀποκρούεται (NChonChron 18546)

ἀποτυγχάνω (Ambiguous)οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (5310)) ἀπαντάω (Low) πάντα οἱ ἀπηντήκει κατὰ σκοπόν (NChonChron 12661)

ἀπόχυσις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 45 of 284

ὅταν ἔχει τὴν αὐτοῦ ἀπόχυσιν (1877 (3462)) λειψίφωτος (High) κατὰ σελήνην λειψίφωτον (NChonChron 56410)

ἀποχωρίζομαι (Low)κἂν μικρόν τι ἀποχωρισθῆ (112 (417)) ἀπορρήγνυμαι (High) κἂν ἀπορραγείη μικρόν τι (NChonChron 3251)

ἀποψύχω (Ambiguous)ἀπέψυξεν (15106 (28718)) ἀπέρχομαι (Ambiguous) ἀπελήλυθεν (NChonChron 47943)

ἀπρεπής (Ambiguous)πράττω ἄτοπα καὶ ἀπρεπῆ πράξαντι (1422 (2 ἄτοπος (Both) ἄτοπα δρῶντι (NChonChron 42143)

ἀπροσδόκητος (Low)ἀπροσδόκητον ἐποίει τὸν πόλεμον (4713 (522 ἀνέγκλητος (High) ἀνέγκλητον ἐπῆγε τὸν πόλεμον (NChonChron 12360)

ἀπροσδοκήτως (Ambiguous)ἀπροσδοκήτως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀραβικός (Low)καβαλλάριοι μετὰ ἵππων ἀραβικῶν (7128 (89 ἀράβιος (High) Ἀραβίοις ἔποχοι ἵπποις (NChonChron 18540)

ἀργέω (Low)μὴ ἀργήσας δὲ ἐν τῆ Πόλει (1131 (424)) πολυωρέω (High) μὴ πολυωρήσας δὲ τῷ Βυζαντίῳ (NChonChron 3361)

ἀργυροῦς (Ambiguous)ἀργυροῦν ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6117 (72 ἀργύρεος (High) ἀργύρεον τέτρωρον (NChonChron 15867)

ἀρέσκω (Low)ἤρεσκε (433 (409)) ἁνδάνω (High) ἥνδανε (NChonChron 10437)

ἀριστερός (Low)ὁ ἀριστερός ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν (6114 (7 λαιός (High) ἐκ δειξιοῦ καὶ λαιοῦ κέρως (NChonChron 15615)

τὸ ἀριστερὸν κέρας (619 (6933)) λαιός (High) τὸ λαιὸν κέρας (NChonChron 15339)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 46 of 284

ἀρκετός (Ambiguous)ἀρκετὸν καιρὸν (477 (5020)) ἱκανός (Ambiguous) ἐς ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 11955)

ἀρκετὸν (1224 (20028)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανὴν (NChonChron 35748)

στρατεύματος ἀρκετοῦ (1563 (27717)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανῆς στρατιᾶς (NChonChron 46531)

κάμπον ἀρκετὸν εἰς ὑποδοχὴν (443 (4221)) ἱκανός (Ambiguous) πεδίον ἱκανὸν ἀντιτάξαι φάλαγγας (NChonChron 10859)

ἀρκετῶς (Low)ἀρκετῶς (1442 (25420)) ἀρκούντως (High) ἀρκούντως (NChonChron 43265)

ἅρμα (High)ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6117 (7220)) τέτρωρον (High) τέτρωρον (NChonChron 15867)

ἄρμα (Low)τὸ τοιοῦτον ἄρμα (6114 (7130)) ὁπλισμός (High) τοιόνδε ὁπλισμόν (NChonChron 15732)

ἅρματα (1451 (25519)) ὁπλισμός (High) ὁπλισμὸν (NChonChron 43411)

ἅρματα δὲ παρεῖχεν (1224 (20029)) ὁπλοδοτέω (High) ὁπλοδοτῶν (NChonChron 35749)

μετὰ τῶν ἁρμάτων (15121 (28917)) ὅπλον (Both) μετὰ τῶν ὅπλων (NChonChron 48218)

ἅρματα δυνατὰ (726 (962)) ὅπλον (Both) ὅπλα ἰσχυρὰ (NChonChron 19423)

μετὰ τῶν ὅπλων καὶ ἀρμάτων (271 (1527)) ὁπλοφόρος (High) ὁπλοφόροι (NChonChron 6051)

τῶν ἀρμάτων (562 (6027)) χιτών (High) οἱ σιδήρεοι χιτῶνες (NChonChron 13825-26)

ἄρματα φοροῦσι (6111 (7019)) χιτών (High) χιτῶνας περίκεινται σιδηρέους (NChonChron 15569)

ἀρματόομαι (Low)ἀρματωθεὶς (619 (6930)) θώραξ (High) ἐνέδυ τὸν θώρακα (NChonChron 15335)

ἀρματωμένους (21142 (37617)) ὁπλίζομαι (High) ὡπλισμένους (NChonChron 61495)

ἑτέρων ἁρματωμένων (7127 (8829)) ὁπλοφόρος (High) ἑτέρων ὁπλοφόρων (NChonChron 18424)

ἀρματωθεὶς (619 (6930)) πανοπλία (High) τὴν πανοπλίαν ἠμφίεστο (NChonChron 15335)

ἀρματόω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 47 of 284

ἀρματωμένους (1812 (33620)) ὅπλον (Both) μεθ᾽ ὅπλων (NChonChron 54919)

ἀρμάτωσις (Low)ἀπὸ τὴν τῶν σιδήρων ἀρμάτωσιν (6114 (7127) πάγχαλκος (High) διὰ τὸ πάγχαλκον καὶ πανσίδηρον (NChonChron 15628)

ἀρμενίζω (Low)ἠρμένισαν (653 (8028)) ἀπονοστέω (High) ἀπενόστησαν (NChonChron 17272)

ἄρμενον (Low)τὸ ἄρμενον (477 (5026)) ἱστίον (High) ἱστίῳ (NChonChron 11967)

ἁρμόδιος (Low)ὁ ἁρμόδιος καιρὸς (1431 (25210)) ἀνάρσιος (High) καιρὸς οὐκ ἀνάρσιος (NChonChron 42974)

ἁρμόζων (Ambiguous)χωριάτη ἁρμόζον καὶ ἐπιτήδειον (15111 (2873 ἐπιτήδειος (Both) ίδιώτῃ ἐπιτήδειον (NChonChron 48057)

ἁρμονία (Low)τὰς ἁρμονίας (16191 (32527)) ἄρθρον (High) τῇ καχεξίᾳ ἥτις ἐπενέμετο τὰ ἄρθρα (NChonChron 53474)

ἁρμός (Ambiguous)ἁρμοὺς (1462 (25824)) ἄρθρον (High) ἄρθρα (NChonChron 43849)

ἀρνίν (Low)ἀρνὶν βυζαστερὸν (1585 (2834)) ἀρνειός (High) τῷ ἐν γάλαξιν ἀρνειῷ (NChonChron 47359)

ἀρνίον (Low)τὰ ἀρνία βόσκων (14213 (24911)) προβατεύς (High) προβατεύς (NChonChron 42448)

ἁρπάζω (Low)ἁρπάζουσιν (1824 (33824)) ληστεύω (High) μετὰ ξίφους ληστεύουσιν (NChonChron 5534)

ἀρτίως (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 48 of 284

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) νῦν (High) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

ἀρτίως ἐποιήσαμεν τοῦτο ἵνα πληροφορήση (1 νῦν (High) τὸ δὲ νῦν τελεσθὲν τεκμήριον πίστεως (NChonChron 43682)

ἀρχή (Both)ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ (512 (5317)) σατράπευσις (High) ἡ τῶν Οὔννων σατράπευσις (NChonChron 12771)

διάπλασιν ἄξιαν πρὸς ἀρχὴν (431 (3925)) τυραννέω (High) πλάσις ἀξία τοῦ τυραννεῖν (NChonChron 10311)

ἀρχηγέτης (Low)ἀρχηγέτην τοῦ ὅλου στόλου (632 (741)) ναύαρχος (High) ναύαρχον (NChonChron 16036)

ἀρχηγός (Ambiguous)τοῦ καστελλίου ἀρχηγὸς γενόμενος (1612 (30 ἐγκρατής (High) ἐρύματος ἐγκρατὴς γενόμενος (NChonChron 50333)

κατὰ ἀρχηγὸν (447 (4318)) ἡγεμών (High) καθrsquo ἡγεμόνα (NChonChron 1101)

ἀρχηγοὶ (1821 (33711)) ἡγεμών (High) ἡγεμόνες (NChonChron 55150)

ἄρχομαι (Low)ἄρξασθαι (15131 (2906)) ἀνάγω (Both) εἰς ἀρχὴν τὸν λόγον ἀνάγειν (NChonChron 48337-38)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) ἔγκειμαι (High) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

κτίζειν ἤρξατο (1411 (2455)) ἐπιβάλλομαι (High) ποιεῖν ἐπεβάλετο (NChonChron 4191)

ἄρχω (High)ἄρχειν (1557 (27628)) ἐξηγοῦμαι (High) ἄλλων έξηγεῖσθαι (NChonChron 46492)

ἄρχε (1581 (28131)) ἡγέομαι (Ambiguous) ἡγοῦ (NChonChron 47110)

ἄρξας (413 (3824)) τυραννέω (High) τυραννήσας (NChonChron 10168)

ἄρχων (Low)ἄρχουσιν (15106 (28716)) αὐλή (High) τῶν ἐκ τῆς βασιλείου αὐλῆς (NChonChron 47941)

τοὺς ἄρχοντας (1463 (25832)) δυναστεύω (High) τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 43855)

μηνύει ἄρχουσι καὶ ἡγεμόσι (1813 (33634)) ἡγεμών (High) ἡγεμόσι παρίστησι (NChonChron 55035)

ὁ τῶν Οὔγγρων ἄρχων (413 (3822)) κατάρχων (High) ὁ τῶν Οὔννων κατάρχων (NChonChron 10165)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 49 of 284

τοῖς ἄρχουσιν (437 (4115)) τέλος (Both) τοῖς ἐν τέλει (NChonChron 1077)

τῶν ἀρχόντων (1462 (25818)) ὑπεροχή (High) τῶν ἐν ὑπεροχαῖς (NChonChron 43837)

ἀσάλευτος (Low)ὁ Δ ὡς τεῖχος ἀσάλευτος κατέβαινε (6114 (71 ἀτίνακτος (High) ὁ Δ ὡς τεῖχος ἀτίνακτος προύβαινε (NChonChron 15622)

ἀσήμιον (Low)ἄνευ hellip τοῦ ἀσημίου (16171 (3257)) ἀργύρεος (High) πλὴν τῶν ἀργυρέων hellip σκευῶν (NChonChron 53351)

ἀσθένεια (Low)τὴν τῆς ποδάγρας ἀσθένειαν (16191 (32526)) καχεξία (High) τῇ συνήθει καχεξίᾳ (NChonChron 53473)

παραβλέψας ἀσθένειαν σώματος (1131 (425)) καχεξία (High) ὑπεριδὼν καχεξίας σώματος (NChonChron 3362)

προσποιεῖται ἔχειν ἀσθένειαν (521 (5425)) νοσέω (High) πλάττεται τὸν νοσοῦντα (NChonChron 12931)

ἀπὸ ἀσθενείας σώματος (21172 (38122)) νοσηλεία (High) νοσηλείᾳ σώματος (NChonChron 62113)

ἀσθενής (Low)ὡς ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος (523 (569)) καχεξία (High) ὡς καχεξίᾳ παλαίων (NChonChron 13195)

ἀσίδηρος (Low)τὸν πόλεμον τὸν ἀσίδηρον (445 (4233)) ἄχαλκος (High) τὸν ἄχαλκον Ἄρεα (NChonChron 10974)

ἀσιδήρωτος (Low)μετὰ κονταρίων ἀσιδηρώτων (442 (4217)) ἀσίδηρος (Low) διrsquo ἀσιδήρων δορατισμῶν (NChonChron 10855)

ἀσκός (Low)ὥσπερ ἀσκός (1462 (25810)) ἀμφορεύς (High) ὡς τῶν οἴνων ἀμφορεῖς (NChonChron 43831)

ἀσπασίως (Low)ἀσπασίως καὶ μετὰ χαρᾶς (21132 (37513)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 61256)

ἄσπρος (Low)ἄσπρων (6117 (7220)) λευκός (High) λευκοῖς (NChonChron 15868)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 50 of 284

ἄσπρον (477 (5024)) λευκός (High) λευκὸς (NChonChron 11964)

ἵππω ἀσπροτέρω χιόνος (444 (4229)) λευκός (High) λευκοτέρῳ χιόνος ἵππῳ (NChonChron 10968)

ἀστοχέω (Ambiguous)ἠστόχησε (1114 (1725)) διαμαρτάνω (High) διαμαρτὼν (NChonChron 31838)

τῆς ἐλπίδος ἠστόχησεν (511 (5311)) ἐκπίπτω (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτῶν οὐκ ἠστόχησαν (1434 ψεύδομαι (High) οὐκ ἐψεύσθησαν τῶν κατὰ σκοπόν (NChonChron 4301)

ἀστράτευτος (Low)ἡμεῖς δὲ ἀστράτευτοι (6111 (7020)) ἀπόμαχος (High) ἀπόμαχον δὲ τὸ ἡμέτερον (NChonChron 15570)

ἄστρον (Low)καθάπερ ἄστρα (1825 (3397)) διᾴττων (High) ὡς οἱ διᾴττοντες (NChonChron 55428)

ἀσυνήθης (Low)τῆς ἀσυνήθους τροφῆς (21178 (38312)) ἀήθης (High) τῶν ἀήθων ἐς βρῶσιν (NChonChron 62482)

ἀσυνήθη ἐπιτάγματα (15106 (28633)) ἀήθης (High) ἀήθη ἐπιτάγματα (NChonChron 47822)

ἀσφαλής (Both)φρούριον ἀσφαλέστατον ἦν (15112 (28815)) ἐχυρός (High) ἐχυροῖς ἐρύμασιν ἐμπερικροτεῖ (NChonChron 48072)

ἀτάκτως (Low)φεύγειν ἀτάκτως (1434 2639) ἀκόσμως (High) ἀκόσμως (NChonChron 43012)

ἀταπείνωτος (Low)τὸ τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἀταπείνωτον (2117 ἀκαθαίρετος (High) τὸ τοῦ φρονήματος ἀκαθαίρετον (NChonChron 62521)

ἀταράχως (Low)ἀταράχως (1211 (1991)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 3553)

ἀτιμία (Low)μετὰ ἀτιμίας καὶ ἐντροπῆς (1661 (3145)) αἶσχος (High) αἴσχους ἐμπιμπλάμενον (NChonChron 51811)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 51 of 284

διπλοΐδα αἰσχύνης καὶ ἀτιμίας (14212 (24831) αἰσχύνη (Both) διπλοΐδα αἰσχύνης (NChonChron 42431)

ἐν ἀτιμία (21315 (36424)) ὑπερηφανία (High) ἐν ὑπερηφανίᾳ (NChonChron 59477)

ἄτοπος (Both)ὁ ἄνομος εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (17 ἀπάνθρωπος (High) εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον καὶ παράλογον (18 ἀτοπία (High) τὴν ἀτοπίαν καὶ ἀβουλίαν (NChonChron 55282)

αὐθέντης (Low)τὸν αὐθέντην (432 (406)) ἄρχων (Low) τῷ ἄρχοντι (NChonChron 10432)

ὡς αὐθέντης δοῦλον αὐτοῦ (21132 (37516)) δεσπότης (High) ὡς ὑπηρέτης δεσπόταις (NChonChron 61359)

τοὺς αὐθέντας τῶν ὀσπητίων (2123 (35928)) δεσπότης (High) τοὺς δεσπότας (τῶν οἰκιῶν) (NChonChron 58681)

τὰ θελήματα τοῦ αὐθέντου (15104 (2867)) κύριος (High) τὸ τοῦ κυρίου βούλημα (NChonChron 47789)

αὐθέντης γενήσεται (15111 (28727)) κύριος (High) κύριος ἐσεῖται (NChonChron 48051)

αὐξάνομαι (Low)αὐξανθήσεται (1457 (25727)) προσεπιδίδωμι (High) προσεπιδώσουσι (NChonChron 4375)

αὐξάνω (Low)αὐξανόμενον (1582 (2824)) ἐπαύξω (High) ἐπαυξομένων (NChonChron 47218)

αὔριον (Low)ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπέθανε (1429 (24816)) τὴν μετrsquo ἐκείνην (High) ἀπεβίω τὴν μετrsquo ἐκείνην (NChonChron 42313)

αὐτός (Both)αὐτὸν (1432 (25217)) ἑαυτοῦ (High) ἑαυτὸν (NChonChron 42981)

τῆ αὐτοῦ κεφαλῆ (7125 (8821)) ἐκεῖνος (High) τῇ ἐκείνου κεφαλῇ (NChonChron 18415)

ἠκολούθουν αὐτῶ (1462 (25814)) ἐκεῖνος (High) εἵποντο ἐκείνῳ (NChonChron 43834)

αὐτοῦ (1116 (17223)) ἐκεῖνος (High) ἐκείνου (NChonChron 31964)

τοὺς αὐτοῦ ἐκλεκτοὺς (562 (6026)) ἐκεῖνος (High) τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822--23)

ὅσαι αὐτῷ μὴ ὑπόκειντο (2181 (36925)) ἐκεῖνος (High) ὅσαι μὴ ἐκείνῳ συνέβαινον (NChonChron 60289)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 52 of 284

τὰ δεδογμένα αὐτῷ (441 (4210)) ἐκεῖνος (High) τὰ δεδογμένα ἐκείνῳ (NChonChron 10844)

ὁ υἱός αὐτοῦ (1421 (2462)) ἐκεῖνος (High) ὁ ἐκείνου παῖς (NChonChron 42025)

συνόντων αὐτοῖς (1424 (2476)) ἐκεῖνος (High) συνόντων ἐκείνοις (NChonChron 42157)

τὴν τῶν πραγμάτων αὐτοῦ ἀφαίρεσιν (14218 ἐκεῖνος (High) τὴν τῶν προσόντων ἐκείνῳ ἀφαίρεσιν (NChonChron 42610)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) ὁ δέ (High) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἐπιδώσει αὐτῶ (183 (34023)) οἱ (High) καταθέσθαι οἱ συνέθετο (NChonChron 55683)

συνηκολούθουν δὲ αὐτῷ (2177 (3697)) οἱ (High) συνείποντο δέ οἱ (NChonChron 60165)

παραχωρῆσαι αὐτῷ (15105 (28619)) οἱ (High) ἐνδοθῆναί οἱ (NChonChron 4786)

αὐτὸς (14223 (25135)) οὗτος (Both) οὗτος (NChonChron 42860)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 οὗτος (Both) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) οὗτος (Both) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

τὴν αὐτοῦ ἀνεψιὰν (511 (536)) οὗτος (Both) τὴν τούτου ἀνεψιὰν (NChonChron 12654)

τὴν Σεβάστειαν μετὰ τῶν χωρῶν αὐτῆς (479 ( οὗτος (Both) τὴν Σεβάστειαν καὶ τὴν ταύτης χώραν (NChonChron 12119)

ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ (1433 (25223)) οὗτος (Both) ὁ τούτου αὐτάδελφος (NChonChron 42988)

ῥίπτει αὐτὸν κατὰ γῆς (562 (6026)) οὗτος (Both) ἀνατρέπει τοῦτον τοῦ ἵππου (NChonChron 13822)

πέτρα αὐτὸ περιέφραττε (1112 (124)) οὗτος (Both) λίθος τοῦτο κατεφράγνυε (NChonChron 2720)

συνακολουθησάντων αὐτῶ (2713 (1816)) οὗτος (Both) ἐφομαρτησάντων δὲ τούτῳ (NChonChron 6613)

ἐπιτάττει αὐτῶ (521 (227)) οὗτος (Both) ἐπισκήπτει τούτῳ (NChonChron 12933)

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) οὗτος (Both) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

δεξιούμενοι αὐτοὺς διὰ ποικίλων βρωμάτων (1 οὗτος (Both) τρυφητήρια τούτοις ἐπινενόηντο (NChonChron 55157)

ὁ συνεργῶν αὐτῶ (14215 (24929)) οὗτος (Both) ὁ συνίστωρ τούτῳ (NChonChron 42570)

τὴν φωνὴν αὐτῆς (434 (4027)) οὗτος (Both) τὴν ταύτης φωνὴν (NChonChron 10562)

τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κρατήσαντες (438 (4122)) οὗτος (Both) ἡ τούτου συλληφθεῖσα γυνὴ (NChonChron 10716)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) σφεῖς (High) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

παρrsquo αὐτοῖς (2123 (3602)) σφεῖς (High) παρὰ σφίσιν (NChonChron 58785)

ὑπὸ αὐτῶν (214 (3653)) σφεῖς (High) ὑπὸ σφῶν (NChonChron 59492)

μετrsquo αὐτῶν ὢν (1116 (17221)) σφεῖς (High) συνών σφισι (NChonChron 31961)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 53 of 284

τὰ αὐτῶν κοπιάσαντες ἄλογα (21146 (37726)) σφεῖς (High) τῶν ἵππων σφίσιν ἀποκναισάντων (NChonChron 61652)

διὰ τὴν ὄρεξιν αὐτῶν (1424 (24711)) σφεῖς (High) τὰ δὲ καθrsquo ἡδονὴν σφίσιν (NChonChron 42165)

ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε (1813 (3371)) σφεῖς (High) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 σφεῖς (High) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

αὐτοῦ (Both)τῶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ θείω (1461 (2583)) no possessive pronoun (High) τῷ πρὸς μητρὸς θείῳ (NChonChron 43723)

τὸν ἵππον αὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 no possessive pronoun (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) no possessive pronoun (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

τὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φόρεμα (1842 (34117)) no possessive pronoun (High) τὸ τῆς κεφαλῆς διάδημα (NChonChron 55718)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) no possessive pronoun (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφημίζετο (1841 (3415)) no possessive pronoun (High) ὁ υἱὸς φωναῖς ἀνευφημεῖτο (NChonChron 5574)

τὸ τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἀταπείνωτον (2117 no possessive pronoun (High) τὸ τοῦ φρονήματος ἀκαθαίρετον (NChonChron 62521)

τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ (42 (3915)) no possessive pronoun (High) τῇ παρουσίᾳ (NChonChron 10293)

τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων αὐτῶν (18 no possessive pronoun (High) τῶν οὐσιῶν (NChonChron 55558)

τὰ χρήματα αὐτῶν (1827 (3403)) no possessive pronoun (High) τὰ ὄντα (NChonChron 55560)

οἱ αὐτοῦ καβαλλάριοι (444 (4231)) ἀμφί (High) οἱ ἀμφrsquo αὐτὸν ἱππόται (NChonChron 10970)

εἰς τὴν αὐτοῦ τάξιν εὑρίσκεσθαι (619 (6931)) ἑαυτοῦ (High) τὴν ἑαυτοῦ τάξιν ἐπεπορεύετο (NChonChron 15337)

τὸν γραμβρὸν αὐτοῦ (1563 (27716)) ἑαυτοῦ (High) τὸν ἑαυτοῦ γαμβρόν (NChonChron 46531)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν (4713 (5232)) οἰκεῖος (Both) τὸν οἰκεῖον κασίγνητον (NChonChron 12366)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) οἰκεῖος (Both) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ (1456 (2572)) οἰκεῖος (Both) τὸν οἰκεῖον γαμβρὸν (NChonChron 43669)

ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ (16171 (32432)) οἰκεῖος (Both) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας (NChonChron 53344)

ὑπὲρ τῆς αὐτῶν παρακαλοῦσι ζωῆς (1112 (23 οἰκεῖος (Both) ὑπέρ τε τῆς οἰκείας ἀντιβολοῦσι ζωῆς (NChonChron 2823)

τὴν αὐτοῦ δόξαν (1462 (25819)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν δόξαν (NChonChron 43839)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 οἰκεῖος (Both) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν ὑποτίθησι (622 (7313)) οἰκεῖος (Both) τὴν οἰκείαν ὑποτἐθεικε κεφαλὴν (NChonChron 1594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 54 of 284

τὰς πράξεις αὐτοῦ (14221 (25117)) οἰκεῖος (Both) τὰς οἰκείας πράξεις (NChonChron 42735)

εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ (6110 (705)) οἰκεῖος (Both) εἰς τὸν οἰκεῖον κόλπον (NChonChron 15446)

τὴν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γυναῖκα ἔχοντα (2118 σφέτερος (High) τῇ σφετέρᾳ θυγατρὶ συναφθέντα (NChonChron 62648)

εἰς τὰς αὐτῶν πόλεις (21133 (37522)) σφέτερος (High) ἐς τὰ σφέτερα (NChonChron 61367)

ἀφrsquo ἑαυτοῦ (Low)ἀφrsquo ἑαυτοῦ (1823 (3385)) αὐτόθεν (High) αὐτόθεν (NChonChron 55277)

ἀφrsquo ἑσπέρας (Low)ἀφrsquo ἑσπέρας (14212 (24828)) ἑσπέρας (High) ἑσπέρας (NChonChron 42328)

ἀφ᾽ ὧν (Low)ἀφ᾽ὧν ὑπολαμβάνω (1822 (33725)) ὁπόθεν (High) ὁπόθεν οἶμαι (NChonChron 55164)

ἀφαιρέω (Low)ἀφαιρεθέντας (1211 (19918)) ψιλόω (High) ἐψίλωσεν (NChonChron 35519)

ἀφανέρωτος (Low)ἀφανέρωτον τὸν Ἀνδρόνικον (437 (4120)) ἄφαντος (Low) ἄφαντον τὸν Ἀνδρόνικον (NChonChron 10713)

ἀφανίζω (Ambiguous)ἠφαντώθησαν καὶ ἠφανίσθησαν (1822 (33726 ἀνατρέπω (High) άνατέτραπται καὶ ἠφάντωται (NChonChron 55165)

ἐκ μέσου ἠφάνισε (1559 (27639)) ἀφανίζω (Ambiguous) οὕς ἠφάνισε (NChonChron 46414)

ἠφανίζοντο (1591 (28315)) ἀφάντωσις (High) ἐξέκειντο εἰς ἀφάντωσιν (NChonChron 47471)

ἠφανίζοντο (1591 (28315)) ἔκκειμαι (High) ἐξέκειντο εἰς ἀφάντωσιν (NChonChron 47471)

ἀφανισθέντος (15121 (2891)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν γεγενημένου (NChonChron 48195)

ἐκ μέσου ἀφανίσαι (1552 (27516)) καταγωνίζομαι (High) καταγωνίσαιτο (NChonChron 46130)

εἰ τὰ εὐκολώτερα ἀφανισθῆ (1613 (30431)) καταστρέφω (High) τὰ εὐχείρωτα καταστρεψάμενον (NChonChron 50341)

ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 συντελεσμός (High) συντελεσμὸν ἐπηύχοντο (NChonChron 55566)

ἀφιερόω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 55 of 284

ἀφιέρωσε (1411 (2456)) ἱερόω (High) ἱερώσας (NChonChron 4192)

ἀφίημι (Both)ἀφεὶς τὸν ἵππον (562 (6024)) ἀνίημι (High) τὸν ἵππον ἀνεὶς (NChonChron 13821)

οὓς ἀφίησιν ἐν εἰρήνῃ (VEuthym 24 (617C)) ἀπολύω (Ambiguous) οὕστινας ἀπέλυσεν (KyrilSkyth VEuth 10 (218))

ἀφίησι γοῦν εἰς τᾶ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (375 διαφίημι (High) διαφίησι τοίνυν ἐς τὰς πατρίδας ἐπανιέναι (NChonChron 61

ἠφίων αὐτοὺς ἀποθνῄσκειν (21172 (38122)) ἐάω (High) εἰῶντο παρακατατίθεσθαι τὴν ψυχὴν (NChonChron 62115)

ἀφίημι γὰρ λέγειν (6111 (7020)) ἐάω (High) ἐῶ γὰρ λέγειν (NChonChron 15572)

οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ γράφωσι (2178 (36918)) καθυφίημι (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60181)

τὴν γυναῖκα ἀφεὶς (2177 (3692)) καταλείπω (Both) τὴν σύλλεκτρον καταλιπὼν (NChonChron 60059)

τὸ καστέλλιον ἔρημον ἀφῆκαν (1612 (30415)) καταλείπω (Both) τὸ ἔρυμα κατέλιπον ἔρημον (NChonChron 50223)

ἀφίημι πολλὰ ἀφήσω (15133 (29013)) παραγκωνίζομαι (High) τὰ πλείω παραγκωνίσωμαι (NChonChron 48345)

τὰ στρατεύματα ἀφέντες εἰς προνομὴν (2185 παρείκω (High) τὰς τάξεις παρεικόντων εἰς προνομὴν (NChonChron 60447)

τὴν ἀλαζονείαν ἀφεὶς καὶ τὴν ὀφρὺν ἀποθέμε περικόπτω (High) ἀεὶ δέ τι περικόπτων τῆς ὀφρύος καὶ ὑφαιρῶν (NChonChron

ἀφίημι (1463 (2592)) ὑπερβαίνω (High) ὑπερβήσομαι (NChonChron 43858)

ἀφίστημι (Low)ἀφιστῶσι τὰς πόλεις (21133 (37524)) διαφίστημι (High) τὰς πόλεις διαφιστῶσι (NChonChron 61368)

ἀφόβως (Low)ἀφόβως (15121 (28918)) ἀδεῶς (High) ἀδεῶς (NChonChron 48219)

ἀφόβως (1423 (24625)) ἀδεῶς (High) ἀδεῶς (NChonChron 42148)

ἀφόρητος (Ambiguous)ἀφορήτοις (15112 (2889)) ἀνύποιστος (High) ἀνυποίστοις (NChonChron 48066)

ἀφορμή (Low)ἀπὸ μικρᾶς ἀφορμῆς (14214 (24915)) λαβή (High) ἐκ μικρᾶς λαβῆς (NChonChron 42453)

ἐξ οὐδὲ μιᾶς ἀφορμῆς (4713 (5229)) λόγος (Ambiguous) σὺν οὐδενὶ λόγῳ (NChonChron 12360)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 56 of 284

ἀφρόντιστος (Ambiguous)ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( ἀπρόσμαχος (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

ἄφρων (Ambiguous)ἄφρων (1116 (17222)) ἄνους (High) ἀνούστατος (NChonChron 31963)

Ἀχελώς (Low)διὰ τῆς Ἀχελὼ διελθὼν (1431 (2523)) Ἀγχίαλος (High) τὴν Ἀγχίαλον παραλλάξας (NChonChron 42865)

τὴν Ἀχελῶ (1451 (25521)) Ἀγχίαλος (High) τὴν Ἀγχίαλον (NChonChron 43414)

ἀχλαδέα (Low)δένδρου ἀχλαδαίας (7125 (8817)) ἀχλαδηφοροέω (High) ἀχλαδηφοροῦντος δένδρου (NChonChron 1849)

ἀχόρταστος (Low)ἀχόρταστος (4713 (5228)) ἀκαταστόρεστος (High) ἀκαταστόρεστος (NChonChron 12258)

κοιλία ἀχόρταστος (2182 (3704)) ἀκόρεστος (High) γαστὴρ ἀκόρεστος (NChonChron 6026)

ἀχόρταστον (621 (733)) ἀκόρεστος (High) ἀκόρεστον (NChonChron 15888)

ἀχρειόω (Ambiguous)τὰ τοῦ φόρου κάλλη ἠχρειοῦντο (1825 (3394) καταρριπτέω (High) ἀγορῶν κάλλη κατερριπτεῖτο (NChonChron 55422)

ἄχρηστος (Ambiguous)ὕλην ἄχρηστον (1828 (34013)) βέβηλος (High) ὕλην βέβηλον (NChonChron 55672)

Ἀχυραί (Low)τὴν πόλιν τὰς Ἀχυρὰς (1131 (427)) Ὀχυραί (High) τὴν πόλιν τὰς Ὀχυρὰς (NChonChron 3364)

βαθυγνώμων (Low)ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυμήχανος (523 (565)) πολύφρων (High) ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

βαθύς (Low)ὁ βαθὺς οὗτος ποταμός (6111 (7026)) βαθυδίνης (High) ὁ βαθυδίνης οὑτοσὶ Ἰστρος (NChonChron 15579)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 57 of 284

βαΐουλος (Low)βαϊούλου (911 (1153)) παιδοκόμος (High) παιδοκόμων (NChonChron 2236)

βάλλω (Ambiguous)εἰς νοῦν αὐτῶν ἔβαλον (1584 (28222)) βάλλομαι (High) ἐν νῷ βαλλόμενος (NChonChron 47337)

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) βάλλομαι (High) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

ἔβαλεν αὐτὸ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ (6110 (705 καθίημι (High) τὸ βιβλίον εἰς τὸν οἰκεῖον καθῆκε κόλπον (NChonChron 154

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1428 (24810)) παραδίδωμι (Both) φρουρᾷ παραδίδοται (NChonChron 4235)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1877 (3463)) παραδίδωμι (Both) εἱρκτῇ παραδίδοται (NChonChron 56412)

εἰς νοῦν βάλλοντες (6114 (7128)) τίθεμαι (High) κατὰ νοῦν θέμενοι (NChonChron 15630)

βάλλουσι πῦρ εἰς τὰ ὀσπήτια (1825 (33831)) ὑφάπτω (High) πῦρ ταῖς οἰκίαις ὑφάπτουσι (NChonChron 55314)

Βάραγγος (Low)Βαράγγων (653 (811)) πέλεκυς (High) ἀνδρῶν οἳ τοὺς ἑτεροστόμους πελέκεις ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέχο

Βαράγγους (1377 (23615)) πελεκυφόρος (High) πελεκυφόρων δορυφόρων (NChonChron 40778)

τοὺς Βαράγγους (1812 (33628)) πελεκυφόρος (High) τοὺς πελεκυφόρους (NChonChron 55027)

μὴ ἔχων τινὰ ἢ βαράγγων ἢ παραμονὴν (712 ὑπασπιστής (High) μὴ ἐχων ὑπασπιστὴν μὴ δορυφόρον (NChonChron 18410-11)

βάρβαρος (High)ἀνθρώπου βαρβάρου (521 (227)) ἀλλοεθνής (High) παιδὸς ἀλλοεθνοῦς (NChonChron 12932)

βαρύνομαι (Low)ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο καὶ ἐβαρύνετο (1557 ἀγανακτέω (Both) ἠγανάκτει (NChonChron 46491)

ἐγόγγυζον καὶ ἐβαρύνοντο (441 (429)) βαρέως φέρω (High) λίαν βαρέως ἔφερον (NChonChron 10842)

βαρύς (Ambiguous)βαρέως ἐδέξατο (1812 (33617)) ἀφόρητος (Ambiguous) ἤνεγκεν ἀφορήτως τὴν ἀπόδρασιν (NChonChron 54915)

φορτικώτερα καὶ βαρύτερα (1822 (3384)) βαρυσύμφορος (High) ὁπόσα βαρυσυμφορώτερα τῶν κακῶν (NChonChron 55276)

ταῦτα τὰ βαρέα ἀσυνήθη ἐπιτάγματα (15106 φορτικός (Both) τὰ φορτικὰ ταῦτα καὶ ἀήθη ἐπιτάγματα (NChonChron 4782

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 58 of 284

βασιλεία (Low)βασιλείαν (14213 (2497)) ἀρχή (Both) τῆς ἀρχῆς (NChonChron 42443)

ἐκβαλεῖν τῆς βασιλείας τὸν Μ (413 (3826)) ἀρχή (Both) τοῦ παραλυθῆναι τὸν Μ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 10169)

πρὸ τῆς βασιλείας (15132 (2908)) ἀρχή (Both) πρὸ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 48340)

πατρικὴν βασιλείαν (1813 (3373)) ἀρχή (Both) πατρῴας ἀρχῆς (NChonChron 55041)

τὴν βασιλείαν (14212 (24824)) ἄρχω (High) τὸ ἄρχειν (NChonChron 42323)

τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλείας (611 βασιλικός (Ambiguous) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς (NChonChron 15876)

τῆς βασιλείας ἔκπτωσιν (1411 (24510)) δυναστεία (High) ἔκπτωσιν τῆς δυναστείας (NChonChron 4198)

καινοτομῶν τὰ τῆς βασιλείας πράγματα (151 κοινός (High) ταὰ κοινὰ κατασπαθῶν (NChonChron 47823)

πολυχρόνιον βασιλείαν (1457 (25725)) κράτος (Ambiguous) πολυετὲς κράτος (NChonChron 4371)

τὴν βασιλείαν διεξάγων (1554 (2762)) σκῆπτρον (High) ταὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα χειρίζων (NChonChron 46256)

τῆς βασιλείας ἐπιθυμίαν (1557 (27625)) τυραννίς (High) ἔρωτα τυραννίδος (NChonChron 46488)

βασιλεύς (Both)τὸν βασιλέα (4716 (5319)) ἄναξ (High) τὸν ἄνακτα (NChonChron 1243)

τοῦ βασιλέως (4310 (425)) ἄναξ (High) τοῦ ἄνακτος (NChonChron 10838)

βασιλέως (1421 (24515)) αὐταρχέω (High) Ῥωμαίων αὐταρχήσαντος (NChonChron 42014)

τὸν βασιλέα (4714 (532)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα (NChonChron 12370)

βασιλέα (1812 (33631)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτωρ (NChonChron 55031)

θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) αὐτοκράτωρ (High) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

τὸν βασιλέα (511 (534)) αὐτοκράτωρ (High) τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 12653)

βασιλέα (1456 (2575)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορα (NChonChron 43674)

τὸν βασιλέα διελθεῖν (6117 (7219)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα παρελθεῖν (NChonChron 15865)

τοῖς μετὰ ταῦτα βασιλεῦσιν (411 (383)) αὐτοκράτωρ (High) τοῖς ὕστερον αὐτοκράτορσιν (NChonChron 10043)

ὁ βασιλεὺς (479 (5118)) αὐτοκράτωρ (High) ὁ αὐτοκράτωρ (NChonChron 12094)

ὁ βασιλεύς (1431 (2529)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορα (NChonChron 42973)

τοῦ βασιλέως (1554 (27530)) αὐτοκράτωρ (High) τοῦ αὐτοκράτορος (NChonChron 46251)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 59 of 284

βασιλέως (14214 (24920)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42560)

βασιλέως (15114 (28829)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 48190)

βασιλέως (1421 (2463)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42026)

ὁ βασιλεὺς (435 (4034)) αὐτοκράτωρ (High) τὸν αὐτοκράτορα (NChonChron 10572)

βασιλέως (1422 (24615)) αὐτοκράτωρ (High) αὐτοκράτορος (NChonChron 42136)

ὁ βασιλεὺς (6117 (7224)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 15875)

ὁ βασιλεύς (1462 (25818)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 43838)

παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) κρατῶν ὁ (High) πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

ὁ βασιλεὺς (1822 (3381)) κρατῶν ὁ (High) τὸν κρατοῦντα (NChonChron 55272)

ὁ βασιλεύς (1585 (28233)) κρατῶν ὁ (High) ὁ κρατῶν (NChonChron 47351)

ἐξουδενοῦντες τοὺς βασιλεῖς (1457 (25723)) πράγματα (Ambiguous) τὰ Ῥωμαίων μυκτηρίζοντες πράγματα (NChonChron 43694)

βασιλεύω (Both)βασιλεύσειν (1411 (24511)) ἄρχω (High) ἄρξειν (NChonChron 4198)

βασιλεύων (1563 (27720)) ἄρχω (High) ἄρχειν (NChonChron 46534)

ταῶν πρώην βασιλευσάντων (15106 (28710)) ἄρχω (High) τοῖς πώ ποτε ἄρξασι (NChonChron 47933)

βασιλεύσας δὲ ἕτερος ἀνεφάνη (15132 (29011 ἄρχω (High) ἄρξας δrsquo οὖν ἑτεροῖος ὦπτο (NChonChron 48343)

βασιλεύεσθαι (1424 (2477)) ἄρχω (High) ἄρχειν (NChonChron 42159)

βασιλικός (Ambiguous)μετὰ τῶν βασιλικῶν παρασήμων (1662 (3141 ἀρχικός (High) μετὰ τῶν ἀρχικῶν παρασήμων (NChonChron 51826)

εἰς τὸν θρόνον τὸν βασιλικὸν (1812 (33632)) βασίλειος (High) εἰς θῶκον τὸν βασίλειον (NChonChron 55033)

ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους βασιλικοῦ 511 (5312 βασίλειος (High) ἐκ βασιλείου αἵματος (NChonChron 12662)

ἐκ προστάξεως βασιλικῆς (1131 (430)) βασίλειος (High) ἐκ θεσπισμάτων βασιλείων (NChonChron 3369)

πλούτου βασιλικοῦ (2121 (35910)) δημόσιος (High) δημόσιος (πλοῡτος) (NChonChron 58560)

βασιλίς (High)τῆ βασιλίδι (437 (4115)) βασίλισσα (High) τῇ βασιλίσσῃ (NChonChron 1077)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 60 of 284

βεβαιόω (Low)βεβαιῶν (1116 (17225)) διατείνομαι (High) διατεινόμενος (NChonChron 31966)

βεβαιωθεῖσαν μετάθεσιν (1377 (23615)) κυρόω (High) κυρωθεῖσαν μετάθεσιν (NChonChron 40776)

βεστιάριον (Low)βεστιαρίω (1211 (19920)) γάζα (High) γάζῃ (NChonChron 35621)

τὸ βεστιάριον (1821 (33718)) γαζοφυλάκιον (High) τὸ γαζοφυλάκιον (NChonChron 55158)

βία (Low)μετὰ βίας (1434 (25235)) πονήρως (High) πονήρως (NChonChron 4307)

βιάζω (Low)βιαζούσης (1557 (27626)) ἐνάγω (High) ἐναγούσης (NChonChron 46489)

βιαστικός (Low)ἄνοδον βιαστικήν (1611 (3049)) βίαιος (High) ἄνοδος βίαιος (NChonChron 50216)

βλάβη (Low)βλάβην ποιῆσαι (1433 (25226)) δεινόν (High) ἀεί τι τελέσοντες δεινὸν (NChonChron 42990)

βλάπτω (Low)βλάψαι (1591 (28318)) λυμαίνομαι (High) λυμαίνεσθαι (NChonChron 47473)

ἔβλαψαν (447 (4320)) παραλυμαίνομαι (High) παρελυμήνατο (NChonChron 1105)

βλαττίον (Low)βλατία (476 (5017)) ἔπιπλον (High) ἔπιπλα (NChonChron 11950)

μετὰ βλατίων χρυσῶν κατεκόσμουν (441 (42 ἔπιπλον (High) ἐπίπλοις διεκόσμουν (NChonChron 10846)

βλατία χρυσὰ καὶ ἑξάμιτα (479 (5123)) ἐσθής (High) τρυφῶσα ἐσθὴς (NChonChron 1204)

βλατία ποικίλα καὶ κεντητά (479 (5123)) ὀθόνη (High) ὀθόναι τῶν ἐξ ὑπερηφάνου ὑφῆς (NChonChron 1215)

πολυτίμοις χρυσέοις βλατίοις (476 (5010)) πέπλος (High) τιμήεσι πέπλοις (NChonChron 11839)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 61 of 284

ἄνευ τῶν βλατίων (16171 (3257)) σηρικός (High) πλὴν hellip τῶν σηρικῶν τε νημάτων (NChonChron 53351)

Βλάχοι (Both)Βλάχων (1585 (28311)) Βλάχοι (Both) Βλάχων (NChonChron 47364)

Βλάχοι (1311) Μυσοί (High) Μυσούς (NChonChron 39423)

ἡ ἐξουσία τῶν Βλάχων (1582 (2825)) Μυσοί (High) ἡ ἀρχηγία Μυσῶν (NChonChron 47219)

βλέπω (Both)πρὸς ἃ βλέπων (14216 (2504)) ἀφοράω (High) πρὸς ἃ ἀπιδὼν (NChonChron 42578)

τὰ βλεπόμενα καὶ προσδοκώμενα κακὰ (1812 ἐμφαίνομαι (High) τὰς ἐμφαινομένας τῶν κακῶν ἐλπίδας (NChonChron 54917)

μανικὸν ἔβλεψε (474 (4922-23)) ἐποφθαλμίζω (High) σκαιὸν ἐπωφθάλμισε (NChonChron 11713)

τοὺς βλέποντας (3114 (3421)) θεάομαι (Both) τῶν θεωμένων (NChonChron 9370)

μάρτυρες εἰς ἅπερ εἶδον (1564 (2781)) θεάομαι (Both) μάρτυς ὧν θεᾶται (NChonChron 46649)

βλεπόμενος (1424 (2478)) θεάομαι (Both) θεώμενος (NChonChron 42161)

εἰ εἶδες (1553 (27525)) θεάομαι (Both) εἰ θεάσαιο (NChonChron 46247)

τοὺς βλέποντας (6111 (7028)) θεάομαι (Both) τοὺς θεωμένους (NChonChron 15582)

ἰδεῖν (631 (7324)) θεάομαι (Both) εἴ πως θεάσαιτο (NChonChron 15922)

βλέπων (1426 (24729)) καθοράω (High) καθορῶν (NChonChron 42287)

τοὺς Ῥωμαίους ἰδόντες (21142 (37616)) κατασκέπτομαι (High) Ῥωμαίους κατασκεψάμενοι (NChonChron 61493)

ἰδὼν (562 (6023)) κατοπτεύω (High) κατοπτεύσας (NChonChron 13818)

τὰ ὦτα οὐ βλέπουσι (1564 (27730)) οἶδα (High) ταὰ ὦτα οὐκ οἶδε (NChonChron 46646)

ἦν ἀεί ποτε τῶ προσώπω τοῦ β βλέπων (261 ( ὀπτάνω (High) ἦν τῷ προσώπῳ τοῦ β ἀεὶ ὀπτανόμενος (NChonChron 5480)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) ὁράω (Ambiguous) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

βλέπει (7127 (894)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷ (NChonChron 18532)

βλέπει πόλιν πολυάνθρωπον (1113 (29)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷ πολυάνθρωπον πόλιν (NChonChron 2832)

βλέπεις (1554 (2763)) ὁράω (Ambiguous) ὁρᾷς (NChonChron 46257)

βλέπων (1462 (25818)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 43839)

βλέπων (21124) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 61126)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 62 of 284

βλέπων (1585 (2832)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 47356)

τὸ βλεπόμενον (1825 (33833)) ὁράω (Ambiguous) τὸ ὁρώμενον (NChonChron 55317)

βλέπων (1661 (3143)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 5188)

βλέπων (442 (4216)) ὁράω (Ambiguous) ὁρῶν (NChonChron 10853)

ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) περιβλέπω (High) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

ὅσα πρὸς βορρὰν βλέπουσιν (1826 (33926)) πρόειμι (High) ὅσα πρὸς βορρᾶν πρόεισιν ἄνεμον (NChonChron 55550)

βοάω (Ambiguous)ἔκλαιον ἐβόων πικρῶς (436 (4112)) ἀνοιμώζω (High) ἀνῴμωζον διωλύγιον (NChonChron 1074)

διόλου ἐβόων (477 (5028)) κραυγάζω (High) πυκνὰ ἐκραύγαζον (NChonChron 11968)

βοῶν (14213 (2496)) ὑπηχέω (High) ὑπηχῶν (NChonChron 42443)

βοή (Low)ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) θροῦς (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

βοήθεια (Low)βοήθειαν ποιῆσαι (1452 (25525)) ἐπαρήγω (High) τίνι ἐπαρήξειε πρότερον (NChonChron 43420)

πρὸς βοήθειαν ἀπέλθειν (1582 (2823)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρήγειν (NChonChron 47215)

βοήθεια (1592 (28325)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρία (NChonChron 47484)

τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ εἰς βοήθειαν (1456 (2572) συλλήπτωρ (High) τὸν γαμβρὸν συλλήπτορα τοῦ ἔργου (NChonChron 43670)

μετὰ τῆς βοηθείας καὶ συνεργείας τοῦ Ἰ (2113 συναίρομαι (High) συναιρομένων σφίσιν τῶν Βλάχων (NChonChron 61368)

βοήθειαν (21141 (3763)) σύναρσις (High) σύναρσιν (NChonChron 61380)

βοήθειαν (1225 (20113)) χάρις (High) χάριν (NChonChron 35759)

βοηθέω (Low)τὸν βοηθήσοντα (7127 (897)) ἀμύνω (High) τὸν ἀμύνοντα (NChonChron 18535-36)

βοηθῆσαι (1435 (2537)) ἀμύνω (High) ἀμύνων (NChonChron 43015)

βοηθηθῆναι (7124 (8813)) ἀρωγή (High) εἰς ἀρωγήν (NChonChron 1845)

βοηθήσων (1114 (1724)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμυνῶν (NChonChron 31836)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 63 of 284

βοηθῆσαι (1592 (28329)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμῦναι (NChonChron 47487)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) ἐπαμύνω (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

βοηθεῖς (1421 (2466)) ἐπαμύνω (High) ἐπαμύνειν (NChonChron 42031)

εἴ που τις ἐλθὼν βοηθήσει (7127 (896)) ἐπαρήγω (High) εἴ τις ἐπαρήξων ἐλεύσεται (NChonChron 18535)

βοηθῆσαι (1114 (1721)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρῆξαι (NChonChron 31832)

βοηθεῖν (619 (701)) ἐπαρήγω (High) ἐπαρήγουσαι (NChonChron 15442)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως βοηθῆσαι τὸν Σ ( ἐπιβοηθέω (High) διὰ μείζονος ἰσχύος ἐπιβοηθῆσαι τῷ Στεφάνῳ (NChonChron

βοηθήσοντα (1222 (20021)) συλλυπέομαι (High) συλλυπούμενον (NChonChron 35641)

βοηθός (Low)ταὸν καιρὸν βοηθὸν ἔχων (1552 (27517)) καταχράομαι (High) τῷ καιρῷ καταχρώμενος (NChonChron 46132)

βορέας (Low)ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα κινούμενον (1825 (339 βορρᾶς (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ ἐλαυνόμενον (NChonChron 55431)

βόσκω (Low)βοσκόμενα (1612 (30419)) νέμω (Ambiguous) νέμεσθαι (NChonChron 50327)

τὰ ἀρνία βόσκων (14213 (24911)) προβατεύς (High) προβατεύς (NChonChron 42448)

βούλευμα (Low)τὰ βουλεύματα (474 (4924)) διαβούλιον (High) τὰ διαβούλια (NChonChron 11714)

ματαίως τὸ τούτων βούλευμα γέγονεν (1113 ( πρόθεσις (High) τῆς προθέσεως ταύτης ἐξέπεσον (NChonChron 2839)

ἐν τοῖς βουλεύμασιν (1114 (1725)) σκοπός (Both) τοῦ σκοποῦ (NChonChron 31838)

βουλεύομαι (High)ἡ προμήθεια καὶ τὸ βουλεύεσθαι (447 (4322)) προμήθεια (Ambiguous) ἡ προμήθεια (NChonChron 1106)

βουλή (Both)τὴν τοῦ θεοῦ βουλὴν (1411 (24511)) βούλημα (High) τὸ θεῖον βούλημα (NChonChron 4199)

οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἱ βουλαὶ καὶ ἐπίνοιαι (515 ἐπίνοια (High) τὰς ἐπινοίας (NChonChron 12820)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 64 of 284

οὐκ ἐδέξατο τὴν βουλὴν (434 (4028)) παραίφασις (High) οὐκ ἤρεσκεν ἡ παραίφασις (NChonChron 10563)

τὴν βουλὴν (15106 (2873)) σκέμμα (High) τὸ σκέμμα (NChonChron 47826)

τὴν βουλὴν κοινοῦται (632 (7329)) σκέμμα (High) τὸ σκέμμα κοινωσάμενος (NChonChron 16030)

βούλομαι (Both)καὶ μὴ βουλόμενοι (1456 (2578)) ἀθελήτως (High) ἀθελήτως (NChonChron 43678)

μὴ βουλόμενοι (7124 (8815)) ἀκούσιος (High) ἀκούσιοί τινες (NChonChron 1847)

καὶ μὴ βουλόμενον (1445 (2559-10)) ἀναγκαστῶς (High) ἀναγκαστῶς (NChonChron 4332)

καὶ μὴ βουλόμενον (1456 (2572)) ἑκών (High) μὴ ἐκόντα (NChonChron 43669)

μὴ βουλόμενος (14220 (2517)) ἑκών (High) οὐχ ἑκόντι (NChonChron 42723)

καὶ μὴ βουλόμενος (1581 (28127)) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν (NChonChron 4716)

ἠβουλήθη ἵνα ἐπιστρέψη (1432 (25212)) προτίθεμαι (High) ἀναχωρήσειν προθέμενος (NChonChron 42975)

ἕκαστος ἔνθα ἂν βούληται (447 (4317)) φίλος (Ambiguous) ὅπῃ φίλον ἑκάστῳ (NChonChron 11095)

βουνόν (Low)ὡς βουνὰ φαίνεσθαι (288 (213)) γήλοφον (High) κατὰ τὰ ἀνεστηκότα γήλοφα (NChonChron 7165-66)

βουνός (Low)τὰ ὀστᾶ ὡσεὶ βουνὸς (618 (6927)) κολωνός (High) εἰς κολωνὸν ἀγηοχὼς τὰ ὀστᾶ (NChonChron 15330)

βουνῶν (1115 (17216)) ὄρος (Both) ὀρέων (NChonChron 31956)

ἀπὸ τῶν τοῦ Στενοῦ βουνῶν (21179 (38321)) ὄρος (Both) ἐκ τῶν τῆς Προποντίδος ὀρῶν (NChonChron 62491)

τῶν βουνῶν (622 (7311)) ὄρος (Both) τῶν ὀρῶν (NChonChron 1592)

βοῦς (Low)εἶπεν ἄν τις ὡς βόας (21172 (38117)) βουκόλιον (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν καὶ βουκόλιον (NChonChron 6219)

βραχίων (Low)βραχίονας (3111 (3328)) χείρ (Low) χεῖρας (NChonChron 9238)

βρέφος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 65 of 284

βρέφη (1444 (25430)) βρεφύλλιον (High) βρεφύλλια (NChonChron 43381)

βρέχω (Low)αἷμα ἐξ οὐρανοῦ ἔβρεξεν (2122 (35922)) ὕομαι (High) ψιάδες οὐρανόθεν ὕσθησαν αἱματόεσσαι (NChonChron 586

βρῶμα (Low)βρωμάτων (1226 (2025)) καρύκευμα (High) καρυκευμάτων (NChonChron 35883)

διὰ ποικίλων βρωμάτων (1821 (33717)) τρυφητήριον (High) τρυφητήρια (NChonChron 55157)

βρώσιμος (Low)μετὰ τῶν βρωσίμων (15121 (28917)) βιώσιμος (High) μετὰ τῶν βιωσίμων (NChonChron 48218)

βυζαστερός (Low)ἀρνὶν βυζαστερὸν (1585 (2834)) γάλα (High) τῷ ἐν γάλαξιν ἀρνειῷ (NChonChron 47358)

βυζάστρια (Low)βυζαστρίας (911 (1153)) τιτθεύτρια (High) τιτθευτρίας (NChonChron 2236)

γαμβρός (Low)τῶ ἐπrsquo ἀδελφῆ γαμβρῷ (1455 (25630)) γαμέτης (High) τῷ τῆς ἀδελφῆς γαμέτῃ (NChonChron 43562)

γαμβρὸς βασιλέως ὑπάρχων (21183 (3853)) κῆδος (High) κήδει βασιλείῳ περίδοξος (NChonChron 62653)

γάρ (Both)σύνηθες γάρ ἐστιν αὐτοῖς (6114 (7130)) δέ (High) ἔθος δὲ αὐτοῖς (NChonChron 15631)

γάρ (1121 (1743)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 32120)

τοὺς μὲν γὰρ ἐξαίφνης εὑρὼν (1827 (3403)) οἷα (High) οἷα τοῦ πυρὸς ἐπιπαφλάσαντος (NChonChron 55559)

Βιζύη μὲν γὰρ καὶ Τζουρουλὸς (21142 (37611) οὖν (Both) Βιζύη μὲν οὖν καὶ Τζουρουλὸς (NChonChron 61489)

πολλοὶ γὰρ σκοτιζόμενοι (6114 (7132)) τοίνυν (Both) πολλοὶ τοίνυν σκοτοδινιῶντες (NChonChron 15734)

γεγεμισμένος (Low)κάτεργα γεγεμισμένα ἀνδρῶν (653 (8029)) πλήρης (High) τριήρεις πλήρεις ἀνδρῶν (NChonChron 17274)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 66 of 284

γειτονέω (Low)τῶν γειτονούντων μοι ἐχθρῶν (479 (5130)) κύκλος (High) τὸ κύκλῳ πολέμιον (NChonChron 12114)

γελάω (Both)γελάσας εἶπε θαρρεῖτε (616 (6915)) διαχέομαι (High) διεκέχυτο καὶ θαρρεῖν παρεκελεύετο (NChonChron 15215)

γελῶν δὲ καὶ εἰρωνευόμενος (4717 (5332)) εἰρωνεύομαι (High) εἰρωνευόμενος (NChonChron 12419)

ἐγέλων καὶ παρεβίβαζον ἡμᾶς (21315 (36418) ἐπικερτομέω (High) ἐπεκερτόμουν ἡμῖν (NChonChron 59370)

γελῶντες (1457 (25723)) θυμοσοφέω (High) θυμοσοφοῦντες (NChonChron 43694)

ἐγέλων καὶ παρέσυρον (214 (36430)) κωμῳδία (High) ἐν κωμῳδίᾳ (NChonChron 59485)

ἐγέλα (477 (5027)) μειδιάω (High) ἐμειδία (NChonChron 11968)

γελάσας (121013 (21930)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 38426)

γελάσας (1164 (1882)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 34051)

γελάσας (7136 (924)) μειδιάω (High) μειδιάσας (NChonChron 18960)

βεβιασμένως γελάσας (121013 (21930)) μειδιάω (High) μειδιάσας βεβιασμένον (NChonChron 38426)

γελοπαίγνιος (Low)τὸ γελοπαίγνιον (478 (5112)) φιλοπαίγμων (High) τὸ φιλοπαῖγμον (NChonChron 12086)

γεμίζω (Low)ἀπὸ τῆς γεγεμισμένης ἡμῶν ψυχῆς (473 (491 ὑπέραντλος (High) ἐξ ὑπεράντλου ταύτῃ ψυχῆς (NChonChron 1176)

γεμόω (Low)γεμώσας (2114 (3593)) πίμπλημι (High) πλήσαντος (NChonChron 58552)

γέμω (Low)οἱ Τοῦρκοι ἔγεμον (7122 (882)) πληρόω (Low) ὁ χῶρος τούτων πεπλήρωτο (NChonChron 18384)

γενεά (Ambiguous)κατὰ γενεὰν καὶ συγγένειαν (2123 (3606)) συμμορία (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 58789)

ἅπασαι αἱ γενεαὶ (1813 (3378)) φυλέτης (High) ἅπας φυλέτης (NChonChron 55147)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 67 of 284

γένεια (Low)τάχα ἂν ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (142 πώγων (High) μικροῦ ἂν τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

γενειάς (Low)μοναχῶν γενειάδας ἐχόντων μεγάλας (1584 ( βαθυπώγων (High) βαθυπωγώνων μοναστῶν (NChonChron 47336)

γεννάομαι (Low)ἐγεννήθησαν (431 (3928)) προέρχομαι (Low) προήλθοσαν (NChonChron 10317)

γεννάω (Low)ἐγέννησεν (14214 (24917)) γείνομαι (High) ἐγείνατο (NChonChron 42456)

ἐγέννησε (511 (537)) φυτεύω (High) ἐφύτευσεν (NChonChron 12655)

ὃν ἐγέννησεν (2121 (35914)) φυτεύω (High) ὃν ἐφύτευσεν (NChonChron 58665)

γένος (Ambiguous)οἱ ἐκ γένους τοῦ βασιλέως (6117 (7222)) αἷμα (High) οἱ καθrsquo αἷμα τῷ βασιλεῖ περιώνυμοι (NChonChron 15873)

γυναῖκα ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους ἐλάμβανεν αἷμα (High) ἐκ βασιλείου αἵματος (NChonChron 12662)

τῶν ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ (621 (733)) φύλον (High) τοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ φύλου (NChonChron 15889)

γερουσία (Ambiguous)τῆς γερουσίας (15106 (28630)) γερουσιάζω (High) τὸ γερουσιάζον πλήρωμα (NChonChron 47817)

ἡ γερουσία (1462 (25814)) γερούσιον (High) τὸ τῆς πολιτείας γερούσιον (NChonChron 43833)

γεῦμα (Low)ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 ἄριστον (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

γῆ (Both)τράπεζαν εἰς γῆν ῥιπτουμένην (1426 (2482)) ἔραζε (High) τράπεζαν βαλλομένην ἔραζε (NChonChron 42290)

πᾶσα ἡ τῶν Ῥωμαίων γῆ (15121 (2892)) ἡ + genitive (High) πᾶσα ἡ Ῥωμαίων

εἰς γῆν πεσὼν (15113 (28826)) πρηνής (High) πρηνὴς πεσὼν (NChonChron 48187)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 68 of 284

ἐπὶ γῆς ἡπλωμένον κείμενον (445 (432)) πρηνής (High) πρηνῆ (NChonChron 10976)

κατὰ γῆς (1822 (33729)) χαμαί (High) χαμαὶ (NChonChron 55267)

γίνομαι (Both)ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) αἴρομαι (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

πόλεμοι ἐγένοντο (244 (1212)) ἀναρρήγνυμαι (High) πόλεμοι ἀνερράγησαν (NChonChron 5356)

πόλεων ἐγκρατὴς ἐγένετο (2178 (36912)) διαδείκνυμαι (High) πόλεων ἐγκρατὴς διεδείκνυτο (NChonChron 60174)

γινόμενα (1564 (27730)) δράω (High) δρώμενα (NChonChron 46646)

μέχρι καὶ τοῦ Ἰκονίου ἐγένετο (244 (123)) ἐλαύνω (High) ἐς αὐτὸ τὸ Ἰκόνιον ἤλασεν (NChonChron 5344)

ὅπερ καὶ ἐγένετο (1455 (25634)) ἐπακολουθέω (Both) ὃ καὶ ἐπηκολούθησεν (NChonChron 43667)

ὡς βασιλεῖς γεγονότες (2151 (36518)) καθίσταμαι (High) ὡς βασιλεῖς καθεστῶτες (NChonChron 59513)

μήπω τοῦ φόνου γεγονότος (1581 (28116)) κατεργάζομαι (Both) μηδέπω του φόνου κατεργασθέντος (NChonChron 47191)

μία κουμπανία γενόμενοι (1522 (27031)) κροτέω (Ambiguous) φατρίαν κροτήσαντες (NChonChron 45566)

ὡς ἐγένετο καθὼς ἐζήτει (16171 (3253)) περαίνω (High) ὡς εἶχε τὰ ᾐτημένα πεπερασμένα (NChonChron 53347)

ἐγένοντο γὰρ καὶ σφαγαὶ (2184 (37024)) προβαίνω (High) σφαγαὶ προύβησαν (NChonChron 60329)

ἐγίνετο (1115 (17211)) συμβαίνω (Both) ξυνέβη (NChonChron 31946)

τῆς ἡμέρας γενομένης (21142 (37615)) ὑποφαύσκω (High) ὑποφαυσάσης δὲ τῆς ἕω (NChonChron 61493)

περιχαρὴς γενόμενος (2138 (36231)) φαίνομαι (Low) περιχαρὴς φανεὶς (NChonChron 5919)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) φέρομαι (Both) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

γινώσκω (Both)ἐγίνωσκον (1828 (34015)) ἀγνοέω (High) οὐδὲ ἠγνόουν (NChonChron 55674)

μὴ γινώσκων ἢ διακρίνων εἰς τὰ πράγματά τι ἀδαής (High) ἀδαὲς μειράκιον (NChonChron 55042)

τοῖς ἀκριβῶς γινώσκουσι (1424 (2479)) εἰδώς (High) τοῖς εἰδόσι μάλα ἐπισταμένως (NChonChron 42162)

γινώσκων δὲ τὴν Λατινικὴν ὑπεροψίαν (1152 ἐπίσταμαι (High) ἠπίστατο γὰρ τὴν Λατινικὴν κόρυζαν (NChonChron 3939)

γινώσκει αὐτὸν (1422 (24614)) ἐπίσταμαι (High) ἐπίσταται τοῦτον (NChonChron 42136)

γινώσκοντας τὸ κοντ Μεταχειρίζεσθαι (443 ( εὐφυής (High) περὶ τὸ κραδαίνειν δόρατα εὐφυεῖς (NChonChron 10857)

τὸν τρόπον γινώσκοντες (436 (4114)) κατανοέω (High) τὸν τρόπον κατανοοῦντες (NChonChron 1076)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 69 of 284

μὴ γινώσκοντες ὅτι τὸν Ἀ ἔχουσιν (438 (4124 λανθάνω (High) ἐλάνθανον καὶ Ἀ ἔχοντες (NChonChron 10719)

μόνον γινώσκειν βασιλέα (412 (3815)) οἶδα (High) μόνον εἰδέναι βασιλέα (NChonChron 10055)

γινώσκων (479 (5118)) οἶδα (High) εἰδὼς (NChonChron 12094)

γινώσκοντα (1131 (432)) οἶδα (High) εἰδώς (NChonChron 3371)

καλῶς γινώσκοντες (6111 (7013)) οἶδα (High) εὖ εἰδότες (NChonChron 15460)

ἐγίνωσκε (1456 (25714)) οἶδα (High) ᾔδει (NChonChron 43684)

γινώσκων (1411 (24511)) πρόοιδα (High) προειδὼς (NChonChron 4199)

γινώσκοντος (1223 (20024)) σύνοιδα (High) συνειδέναι (NChonChron 35644)

γλυκοσύντυχος (Low)γλυκοσύντυχος (14216 (2503)) εὐέντευκτος (High) εὐέντευκτος (NChonChron 42577)

γλῶττα (Low)ἦν τὴν γλώσσαν ἀκράτητος (431 (3923)) ἐλευθεροστομέω (High) ἐλευθεροστομεῖν (NChonChron 1039)

γνώμη (Low)μετὰ γνώμης τοῦ βασιλέως (15122 (28931)) δοκέω (High) δόξαν οὕτω βασιλεῖ (NChonChron 48331)

παρὰ γνώμην αὐτοῦ δεξάμενος τὴν κουρὰν (1 ἑκών (High) μὴ ἑκὼν ἀποθρίξασθαι (NChonChron 4262)

τὴν γνώμην ἣν εἶχεν πρὸς τούτους (652 (8019 ῥοπή (High) τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 17156)

τὰς γνώμας (2138 (36225)) φρόνημα (High) τὰ φρονήματα (NChonChron 5913)

γνωρίζω (Low)γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) γινώσκω (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

γνωρίζει γοῦν τὴν ἐπιβουλὴν (434 (4022)) διασαφέω (Ambiguous) διασαφεῖ τοίνυν τὴν ἐπιβουλὴν (NChonChron 10556)

ὡς ἂν γνωρίσης (479 (5131-32)) οἶδα (High) ἵνα εἰδείης (NChonChron 12116)

γνώριμος (Low)τῶν συνήθων καὶ γνωρίμων (15122 (28921)) συνήθης (Both) τῶν συνήθων (NChonChron 48222)

γνῶσις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 70 of 284

τόλμην μετὰ γνώσεως (16192 (3265)) ἔμφρων (High) τόλμαν ἔμφρονα (NChonChron 53483)

ὅσον γνώσεως καὶ παιδεύσεως λόγων (6111 ( λόγος (Ambiguous) ὅσῳ λόγῳ καὶ παιδείᾳ (NChonChron 15573)

τῆ γνώσει (433 (4014)) σύνεσις (High) κατὰ σύνεσιν (NChonChron 10446)

πρὸς γνῶσιν (434 (4022)) σύνεσις (High) τὴν σύνεσιν (NChonChron 10556)

γογγύζομαι (Low)ἐγόγγυζον καὶ ἐβαρύνοντο (441 (429)) βαρέως φέρω (High) λίαν βαρέως ἔφερον (NChonChron 10842)

γόμος (Low)ὃν ὡς γόμον ἐπεφέροντο (2114 (35916)) ἀγώγιμος (High) ὃν ἀγώγιμον ἐπεφέροντο (NChonChron 58667)

γοργός (Low)γοργῶν (1225 (20118)) ταχυναυτέω (High) ταχυναυτουσῶν (NChonChron 35763)

γοῦν (Both)ἀπῆραν γοῦν αἰχμαλωσίαν πολλὴν (4717 (53 δέ (High) ἤλασε δrsquo ἐκεῖθεν βαρείαν λείαν (NChonChron 12416)

ὡς γοῦν συνήχθησαν (412 (3810)) οὖν (Both) ὡς οὖν συνήθροιστο (NChonChron 10050)

γοῦν (1451 (25521)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 43414)

ἐπανελθόντες γοῦν εἰς τὰς αὐτῶν πόλεις (211 οὖν (Both) ἐπανεικότες οὖν ἐς τὰ σφέτερα (NChonChron 61367)

εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) οὖν (Both) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) τοίνυν (Both) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

τὴν γοῦν ἱστορίαν (2114 (3591)) τοίνυν (Both) ἐπεὶ τοίνυν (NChonChron 58546)

ἀφίησι γοῦν εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (375 τοίνυν (Both) διαφίησι τοίνυν ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

ὁ γοῦν ἀδελφός Σ (511 (533)) τοίνυν (Both) τῶν ἀδελφῶν τοίνυν ὁ Σ (NChonChron 12651)

γοῦν (1823 (33813)) τοίνυν (Both) τοίνυν (NChonChron 55284)

μεταβάλλει γοῦν τὴν γνώμην (652 (8019)) τοίνυν (Both) μεταλλοιοῖ τοίνυν τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 1715

γνωρίζει γοῦν τὴν ἐπιβουλὴν (434 (4022)) τοίνυν (Both) διασαφεῖ τοίνυν τὴν ἐπιβουλὴν (NChonChron 10556)

ἡ γοῦν Εὐδοκία (432 (402)) τοίνυν (Both) τῶν θηλειῶν τοίνυν ἡ Εὐδοκία (NChonChron 10427)

γραμματικός (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 71 of 284

γραμματικοὺς (214 (3653)) γραμματεύς (High) γραμματέας (NChonChron 59491)

γραφή (Ambiguous)γραφῆ παραδοῦναι (15112 (2887)) συγγραφή (High) συγγραφῇ παραδοῦναι (NChonChron 48064)

γράφω (Both)ἄδειν καὶ γράφειν (2114 (3591)) ᾄδω (High) ἄδειν (NChonChron 58550)

ἔγραψαν καὶ ἀνέφερον (1456 (2577)) διαμηνύομαι (High) διεμηνύσαντο (NChonChron 43676)

οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ γράφωσι (2178 (36919)) ἐνάγω (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60182)

ἔγραφε (1558 (27634)) ἐπιστέλλω (High) ἐπιστέλλω ἐπέστελλε (NChonChron 4647)

ἔγραφε (1112 (1718)) ἐπιστέλλω (High) ἐπέστελλε (NChonChron 31714)

τὰ γραφόμενα (1557 (27628)) ἐπιστέλλω (High) ταῶν ἐπιστελλομένων (NChonChron 46492)

γράφει (1455 (25629)) παραδηλόω (High) γράμμασι παραδηλοῖ (NChonChron 43561)

γραφόμενα γράμματα (4714 (536)) χαράσσω (Low) χαραττόμενα γράμματα (NChonChron 12377)

γρηγορέω (Ambiguous)ἐξύπνισε καὶ ἐγρηγόρησεν (15121 (2898)) ἀνανήφω (High) ἐξανέθορον καὶ ἀνένηψαν (NChonChron 4827)

γυμνόω (High)ἐγυμνώθησαν (1827 (3402)) ἀποψιλόω (High) ἀπεψίλωντο (NChonChron 55559)

γυνή (Both)τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἔκλαιε (2123 (36011)) ἄλοχος (High) ἀλόχου στέρησιν ἐπωδύροντο (NChonChron 58794)

εἰς γυναῖκα ἔλαβεν (432 (3932)) γαμετή (High) εἰς γαμετὴν γυναῖκα ἡρμόσατο (NChonChron 10324)

διὰ τὸ γυναῖκα ἔχειν (513 (5325)) γαμέω (High) διὰ τὸ γῆμαι (NChonChron 12781)

οἱ μὴ γυναῖκας ἔχοντες (653 (8026)) γάμος (High) οἱ μὴ γάμοις ὡμιληκότες (NChonChron 17268)

γυναῖκα (1453 (25531)) γυναικωνῖτις (High) γυναικωνῖτιν (NChonChron 43426)

εἰς γυναῖκα πέμπει (16192 (32611)) εὐνέτις (High) εἰς εὐνέτιν μεταπεμψάμενος (NChonChron 53589)

γυναῖκας (271 (1525)) θήλεια (High) θήλειαι (NChonChron 6048)

τὴν γυναῖκα (2177 (3692)) σύλλεκτρος (High) τὴν σύλλεκτρον (NChonChron 60058)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 72 of 284

οὕτω γὰρ γυναῖκας ὑμῶν ἴδητε (6111 (7025)) σύλλεκτρος (High) οὕτως συλλέκτρους ἴδοιτε (NChonChron 15578)

ἡ τούτου δὲ γυνὴ μηνύει τῶ Δαδούνη (4711 (5 σύνευνος (High) τῇ μεταπεμψαμένῃ τοῦτον συνεύνῳ (NChonChron 12239)

ἥτις ἐλέγετο γυνὴ εἶναι τοῦ Ἰ (244 (126)) συνοικέω (High) ἥτις συνῳκηκέναι ἐλέγετο τῷ ἐξαδέλφῳ τοῦ β (NChonChro

γυρεύω (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 μεταδιώκω (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

ἐγύρευον τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (5 περισκοπέω (High) τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

ἐγύρευε (1121 (1743)) φιλοκρινέω (High) ἐφιλοκρίνει (NChonChron 32121)

γυρίζω (Low)τὸν αὐτοῦ γυρίζων σφόνδυλον (443 (4226)) ὑπογυρόω (High) ὑπογυρῶν τὸν αὐχένα (NChonChron 10963)

γύρωθεν (Low)γύρωθεν μάχεσθαι (1613 (30510)) περίοδος (High) ἐκ περιόδων καὶ κύκλων μετέρχεσθαι τὸ πολέμιον (NChonC

δαιμονιάριος (Low)δαιμονιάριοι (1282 (21123)) δαίμων (Both) οἱ τοῖς δαίμοσι κάτοχοι (NChonChron 37122)

δαιμονίζομαι (Low)δαιμονιζομένων διεφέρομεν (1822 (3383)) παράφορος (High) παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

δαίμων (Both)τοῦ πονηροῦ δαίμονος (1442 (25416)) πονηρός ὁ (High) τοῦ πονηροῦ (NChonChron 43261)

δάκρυον (Low)θέαμα δακρύων ἄξιον (21142 (37622)) οἰκτρός (High) οἴκτιστον θέαμα (NChonChron 6145)

Δάνουβις (Low)ἀνὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349)) Ἴστρος (High) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

τὸν Δάννουβιν (3121 (3423)) Ἴστρος (High) Ἴστρος τὸν Ἴστρον (NChonChron 9372)

περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο Ἴστρος (High) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 73 of 284

δάσωμα (Low)δασώματα δένδρων ἔχει (1612 (30421)) ἄλσος (High) ἄλσεσιν κομᾷ (NChonChron 50329)

δαυλός (Low)δαυλοὶ (1828 (3409)) δαλός (High) δαλοὶ (NChonChron 55567)

δέ (High)ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) γοῦν (Both) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα (21143 (37628)) δέ γε (Low) κατὰ δέ γε μῆνα τὸν Μάρτιον (NChonChron 61511)

ἐπὶ δὲ τούτοις (437 (4121)) δή (High) ἐπὶ δὴ τούτοις (NChonChron 10714)

παρεκάλεσαν δὲ (2175 (36818)) μέντοι (Low) ἱκέτευσαν μέντοι (NChonChron 59931)

δὲ (1553 (27521)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 46237)

ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας (414 (397)) τοίνυν (Both) βασιλεὺς τοίνυν ἐνωτισάμενος (NChonChron 10283)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 τοίνυν (Both) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

δέ γε (Low)ὁ δέ γε Ἐρῆς (21173 (38125)) δέ (High) ὁ δrsquo Ἐρρῆς (NChonChron 62218)

ἡ δέ γε τοῦ π ἀντιστασία (16192 (3267)) δέ (High) ἡ δὲ τοῦ π ἀντιστασία (NChonChron 53485)

ὁ δέ γε Μασοὺτ (244 (124)) μὲν οὖν (High) αὐτὸς μὲν οὖν ὁ Μασοὺτ (NChonChron 5345)

δεικνύω (Low)δείξας (1423 (24626)) καθυποδείκνυμι (High) καθυποδείξας (NChonChron 42148)

δεικνύων (14213 (2491)) παριστάω (Ambiguous) παριστῶν (NChonChron 42435)

δείξας ὅτι οἱ διαλογισμοὶ hellip (515 (5418)) πιστόομαι (High) πιστωσάμενον τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonChron 128

δειλιάω (Low)ἐδειλίων (1454 (25618)) καταπλήττω (High) κατεπλάγησαν (NChonChron 43548)

δειλιάσαντες (6111 (7017)) φιλοψυχία (High) φιλοψυχίαν νοσήσαντες (NChonChron 15464)

τινὰς δειλιῶντας (6111 (7014)) φρίττω (Both) ὅσοι δὲ πεφρίκασιν (NChonChron 15462)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 74 of 284

δεσμεύω (Low)ἐδέσμευσεν (1662 (31415)) ἀνδραποδίζομαι (High) ἠνδραποδίσατο (NChonChron 51822)

δέσμιος (Low)δέσμιον (438 (4124)) πεδήτης (High) πεδήτην (NChonChron 10720)

δεσμίους σύραντες (21172 (38119)) σχοινόδετος (High) σχοινόδετοι περιαγόμενοι (NChonChron 62111)

δεσμός (High)ἐν φυλακῆ καὶ δεσμοῖς (435 (412)) ποδοκάκη (High) ἐν φρουρᾷ καὶ ποδοκάκαις σιδηραῖς (NChonChron 10685)

δέσποινα (Low)δέσποιναν (1812 (33623)) ἄνασσα (High) ἄνασσαν (NChonChron 55021)

τῆς δεσποίνης (1821 (33719)) βασιλίς (High) τὴν βασιλίδα (NChonChron 55159)

τὴν δέσποιναν (1812 (33630)) βασιλίς (High) ἡ βασιλὶς (NChonChron 55030)

δεσποίνης (1557 (27627)) βασιλίς (High) βασιλίδος (NChonChron 46490)

τὴν δέσποιναν (1131 (428)) γυναικωνῖτις (High) τῆς γυναικωνίτιδος (NChonChron 3365)

δεύτερον (Low)ἐξέρχεται ἤδη δεύτερον κατrsquo αὐτῶν (3111 (33 δισσεύω (High) δισσεύω δισσεύει κατrsquo αὐτῶν (NChonChron 9231)

τὸ δεύτερον ἦλθε (1583 (28211)) δισσεύω (High) δισσεύσας (NChonChron 47225)

δέχομαι (Both)δεξάτω τὰς φωνὰς τῶν βαρβάρων (6111 (702 αἴρω (High) ἀράτω τὰς φωνὰς τῶν βαρβάρων (NChonChron 15578)

μὴ δέξασθαι (21121 (37332)) ἀποπέμπω (Ambiguous) άποπέμψασθαι (NChonChron 60985)

οὐκ ἐδέξατο τὴν βουλὴν (434 (4028)) ἀρέσκω (Low) οὐκ ἤρεσκεν ἡ παραίφασις (NChonChron 10563)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) εἰσδέχομαι (Ambiguous) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

ἀγγελίας ἐδέξατο (1153 (85)) ἐφελκύομαι (High) πρεσβείαν ἐφειλκύσατο (NChonChron 3943)

ἐδέξατο αὐτὸν (1585 (28229)) προδέχομαι (High) προσδέδεκτο (NChonChron 47345)

τούτους ἐδέξατο (21132 (37513)) προσδέχομαι (High) τούτους προσδέχεται (NChonChron 61256)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 75 of 284

δέχεται παρὰ τῶν Καδμείων (21121 (37329)) προσδέχομαι (High) ὑπὸ τῶν Καδμείων ἀσμένως προσδέχεται (NChonChron 609

δέχεσθαι (1563 (27729)) προσίεμαι (High) προσίεσθαι (NChonChron 46643)

τὸν Σ ἐδέξαντο (513 (128)) πρόσκειμαι (High) τῷ Σ προσέκειντο (NChonChron 12785)

τὰς σπάθας ἀνὰ χεῖρας δεξάμενοι (6114 (712 σπάομαι (High) μαχαίρας ἐσπάσαντο (NChonChron 15627)

ἀλλrsquo ὁ βασιλεὺς οὐκ ἐδέχετο τοῦτο (514 (547)) φέρω (Both) οὔτε βασιλεὺς πράως ἤνεγκε τὸ γεγονός (NChonChron 1281

δύναμαι μὴ δυνηθέντεςτὴν ἐπέλευσιν δέξασθ φέρω (Both) μὴ ἐνεγκόντες τὴν ἐπέλευσιν (NChonChron 2716)

βαρέως ἐδέξατο τὴν φυγὴν (1812 (33617)) φέρω (Both) ἤνεγκεν ἀφορήτως (NChonChron 54915)

δηλόω (Low)δηλῶν τὴν ἔλευσιν (632 (743)) προκαταγγέλλω (High) προκαταγγελοῦντα τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16038)

δημηγορέω (Low)πρὸς τὸν στρατὸν δημηγορῶν (6111 (7011)) διανίστημι (High) διανίστησι λόγοις τὸ στράτευμα (NChonChron 15457)

δημογερτεύω (Low)ταράττειν καὶ δημογερτεύειν τὴν στρατιὰν (14 ἀναταράττω (High) ἀναταράττειν τὴν στρατιὰν (NChonChron 42849)

δημόσιον τό (Low)τω δημοσίω (653 (8025)) θησαυροφυλάκιον (High) τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον (NChonChron 17266)

διά (Both)διὰ πραγμάτων (515 (5418)) dative (Both) πράγμασιν αὐτοῖς (NChonChron 12820)

διὰ τοῦ αἵματος (1211 (1992)) dative (Both) αἵματι (NChonChron 3554)

διrsquo ἐλεημοσύνης (1211 (19914)) dative (Both) τῷ ἐλέῳ (NChonChron 35516)

διὰ πείρας μαθεῖν (447 (4322)) dative (Both) πείρᾳ γνῶναι (NChonChron 1106)

διὰ σανδαλίου (1827 (3401)) dative (Both) ἀκατίῳ (NChonChron 55557)

διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) dative (Both) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) dative (Both) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

διὰ παροινίαν (1442 (25419)) ὑπό (Both) ὑπό τινος παροινήσεως (NChonChron 43263)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 76 of 284

διά + accusative (Low)μὴ παιδευθέντες διὰ τὰ κακὰ (21315 (36420)) dative (Both) οὐ τοῖς κακοῖς παιδευόμενοι (NChonChron 59372)

διὰ κέρδος πονηρὸν (515 (5415)) dative (Both) πονηρῷ κέρδει (NChonChron 12815)

διὰ χρῆσιν (214 (36430)) κατά (Both) κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

ἀλλὰ διὰ γέλωτα (214 (36430)) πρός + acc (Low) πρὸς δὲ γέλων (NChonChron 59486)

διὰ μέσον (Low)τὰ διὰ μέσον τούτων (1826 (33925)) μεταξύ (Ambiguous) τὰ μεταξὺ πάντα (NChonChron 55550)

διὰ τῆς νυκτός (Low)διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) νυκτός (High) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

διαβαίνω (Both)σκοπὴσας ὡς ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ διαβῆ (51 μεταβαίνω (Ambiguous) ἀναπολήσας ὡς ἡ τῶν Οὔννων μεταβαίη σατράπευσις (NCh

τὴν Ἀρκαδιούπολιν διαβὰς (21172 (38114)) παραλλάσσω (High) τὴν Ἀρκαδιούπολιν παραλλάξας (NChonChron 6217)

διέβησαν ἀβλαβεῖς (7122 (8731)) παρέρχομαι (Ambiguous) ἀπαθεῖς παρῆλθον (NChonChron 18377)

χρόνοι διέβησαν (1445 (25515)) παρέρχομαι (Ambiguous) παρήλθοσαν ἐνιαυτοὶ (NChonChron 4335)

διέβησαν (1434 (25227)) παρέρχομαι (Ambiguous) παρήλθοσαν (NChonChron 42991)

διαβιβάζω (Low)διεβίβασε χρόνον ἕνα (1591 (28320)) διατελέω (Ambiguous) διετέλεσεν ἐς χρόνον ἕνα (NChonChron 47475)

χωρὶς θλίψεως τὴν αὐτοῦ διαβιβᾶσαι ζωὴν (14 κίχημι (High) τὸν ἄλυπον ἐκίχησε βίοτον (NChonChron 42695)

ἀρκετὸν καιρὸν διαβιβάσας μετὰ τοῦ β (477 ( συνδιατρίβω (High) τῷ βασιλεῖ συνδιέτριψε (NChonChron 11955)

διάβολος (Low)γίνεται τῶ βασιλεῖ καὶ διάβολος καὶ σατὰν (16 σατάν (High) γίνεται ἐκείνῳ σατὰν (NChonChron 53471)

διαγινώσκω (Low)διαγνόντες οἱ Τοῦρκοι τὸ λεγόμενον (4718 (54 συνίημι (High) οἱ Τοῦρκοι συνέντες ὃ βούλεται (NChonChron 12537)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 77 of 284

διάγω (Low)διάγοντος (1562 (2779)) διατρίβω (High) διατρίβοντος (NChonChron 46523)

διῆγε (1585 (2836)) ἐμπονέω (High) ἐνεπόνει (NChonChron 47360)

διάδημα (Low)φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία κόσμος (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

διαθερμαίνω (Low)διαθερμανθεὶς καὶ ἐκκαυθεὶς (15106 (28718)) διαφρύγω (High) διαφρυγεὶς (NChonChron 47942)

διάθεσις (Low)τῆς φιλικῆς διαθέσεως (435 (4035)) φιλία (Low) φιλίας (NChonChron 10575)

διαθροέω (Both)διαθροήσας τοὺς ἐκλεκτοὺς (562 (6026)) διεκπαίω (High) διεκπαίσας τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822)

διάκειμαι (Both)ἀναισθήτως διέκειντο (1584 (28224)) ἔχω (Both) ἀνεπαισθήτως εἶχον (NChonChron 47340)

διακηρύττω (Low)διακηρύττειν (1436 (25331)) διαρρέω (High) διαρρεύση (NChonChron 43140)

διακρίνω (Low)τοὺς διακριθέντας εἰς τὴν παράταξιν (633 (74 ἀποκρίνω (High) τὸ ἐκ hellip ἐθνικῶν ἰλῶν ἀποκριθὲν στράτευμα (NChonChron

διέκρινε (1552 (27514)) γινώσκω (Both) δεῖν ἔγνω (NChonChron 46129)

διέκρινεν (15122 (28920)) γινώσκω (Both) δεῖν ἔγνω (NChonChron 48221)

ὅσον καιρὸν διέκρινεν (412 (3817)) δοκέω (High) ἐφrsquo ὅσον αὐτῷ ἐδόκει καίριον (NChonChron 10058)

διέκρινον (1613 (30428)) κρίνω (High) δέον ἐκρίνετο (NChonChron 50337)

διακρινάντων (1434 (25228)) κρίνω (High) κρινάντων (NChonChron 42993)

διαλέγομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 78 of 284

διελέγετο (1421 (2463)) προσδιαλέγομαι (High) προσδιελέγετο (NChonChron 42027)

διαλογισμός (Low)οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἱ βουλαὶ καὶ ἐπίνοιαι (515 ἐπίνοια (High) τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonChron 12820)

διαλύω (High)τοῦ διαλυθέντος συντάγματος (6114 (7133)) διασπάω (High) τοῦ διασπασθέντος συντάγματος (NChonChron 15736)

διαμερίζομαι (Low)διεμερίσθησαν εἰς τὰ τοῦ κάστρου τείχη (2114 διαιρέομαι (High) πρὸς φρουρὰν τὰ τείχη διείλοντο (NChonChron 61492)

διαμερίζω (Low)διαμερίσαντες (1225 (20117)) καταδιαιρέω (High) καταδιεῖλε (NChonChron 35761)

διανοέομαι (Both)διενοήθη κατὰ τῶν πόλεων προσβαλεῖν (1111 γινώσκω (Both) ἔγνω προσβαλεῖν ταῖς πόλεσι (NChonChron 278)

διενοήσατο (15106 (2877)) γινώσκω (Both) ἔγνω δεῖν (NChonChron 47930)

προσκαρτερῆσαι διενοήσατο (21124 (37426)) προτίθημι (Both) χρονοτριβεῖν προτίθησιν (NChonChron 61133)

διαπεράω (Low)ποταμὸν διαπεράσαντες (1114 (226)) διαβαίνω (Both) ποταμὸν διαβάντες (NChonChron 2957)

τὸν Δάννουβιν διαπεράσαντες (3121 (3423)) διαπεραιόομαι (High) τὸν Ἴστρον διαπεραιωσαμένων (NChonChron 9372)

διαπερῶσιν εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) διαπλωΐζομαι (High) ἐς ἕω διαπλωΐζονται (NChonChron 60186)

διαπερᾶν τὸν στρατὸν (2712 (1810)) διαπορθμεύω (High) τὴν στρατιὰν διαπορθμεύειν (NChonChron 6595)

διάπλασις (Low)τὴν τοῦ σώματος διάπλασιν (431 (3924)) πλάσις (High) ἡ πλάσις τοῦ σώματος (NChonChron 10310)

διαπορέω (Low)διηπόρουν καὶ εἰς ἀμηχανίαν ἔπιπτον (6114 ( ἀμηχανέω (High) ἠμηχάνουν (NChonChron 15629)

διαπράττομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 79 of 284

ἀνδρεῖον τι διαπράξασθαι (562 (6021)) δράω (High) ὅπως δράσειέ τι γενναῖον (NChonChron 13818)

διαπράξασθαι (447 (4331)) δράω (High) δρᾶσαι (NChonChron 11018)

ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) ποιέω (Both) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

διασκορπίζομαι (Low)διασκορπισθέντες (1933 3637) διεκχέομαι (High) διεκκεχυμένοι σποράδες (NChonChron 57031-32)

διασύρω (Low)τοῖς Πολίταις διασυρόμενος (478 (519)) διαθρυλλέω (High) τοῖς ἀστυπολίταις διαθρυλλούμενος (NChonChron 12083)

διασώζω (Ambiguous)διασωθεὶς ( 1436 (25322)) ἀποσῴζω (High) ἀποσωθεὶς (NChonChron 43029)

διαταράττω (Ambiguous)διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) διαθροέω (Both) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

διετάραξε (15131 (2905)) διακυκάω (High) διεκύκησε (NChonChron 48337)

διετάραττον αὐτοῦ τὴν ψυχὴν (413 (3822)) ὑποθράττω (High) ὑπέθραττον αὐτὸν (NChonChron 10165)

διατάσσομαι (Low)οὕτω δὲ διαταξαμένου τὰς συντάξεις (6110 (7 ἐκτάσσω (High) οὕτω δ ἐκτάσσοντι τὰς δυνάμεις (NChonChron 15443)

ταξιἀρχαι οὓς διετάξατο (619 (6933)) συνεπάγομαι (High) ταξιἀρχαι οὓς συνεπήγετο (NChonChron 15440)

διατεχνάζομαι (Low)διετεχνάζοντο (21143 (3774)) διατεχνάομαι (High) διατεχνώμενοι (NChonChron 61522)

διατίθημι (Low)μέχρις ἂν τὰ κατrsquo αὐτῶν διαθήση (21133 (375 διατίθεμαι (High) ἕως τὰ κατrsquo αὐτοὺς διάθηται (NChonChron 61366)

διατρανόω (Ambiguous)διατρανοῖ (1563 (27723)) διέξειμι (High) διέξεισι (NChonChron 46538)

διατριβή (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 80 of 284

διατριβὴν (14217 (25019)) βίωσις (High) βίωσιν (NChonChron 42694)

διαφέρω (Both)οὐδὲν τῶν δαιμονιζομένων διεφέρομεν (1822 διαφέρω (Both) οὐδὲν τῶν παραφόρων διενηνόχαμεν (NChonChron 55275)

διαφθείρομαι (Both)διαφθείρεται (14213 (2498)) φθινύθω (High) φθινύθειν (NChonChron 42444)

διάφορος (Low)διάφορα προστάγματα (437 (4119)) συχνός (High) συχνὰ γράμματα (NChonChron 10712)

διαφόρως (Low)διαφόρως (VEuth 30 (4711)) πολλάκις (Low) πολλάκις (SymMet VΕuthym 82 (665Α))

διαφυλάττω (Low)σκέπεται καὶ διαφυλάττεται (14212 (24825)) φρουρέω (High) φρουρούμενος (NChonChron 42323)

διαχωρίζω (Low)διαχωρῖσαι τὰς τάξεις (6114 (7119)) ἐκκρούω (High) ἐκκρούσειν τῆς συνεχείας τὰς φάλαγγας (NChonChron 156

δίδωμι (Both)διδούς (1462 (25813)) ἀποδίδωμι (Both) ἀποδιδούς (NChonChron 43832)

τὴν κόρην δίδωσι (2138 (36230)) ἀποδίδωμι (Both) τὴν κόρην ἀποδίδωσι (NChonChron 5918)

μετὰ τοῦ σκουταρίου δοὺς αὐτῶ (562 (6025)) βάλλω (Ambiguous) κατὰ τοῦ θυρεοῦ βαλὼν (NChonChron 13822)

δοὺς (2176 (3691)) διαδίδωμι (High) διαδέδωκεν (NChonChron 60057)

ὑπὸ τῆ σφοδρότητι τοῦ δόντος αὐτὸν (446 (43 διακοντίζω (High) τῇ ῥύμῃ τοῦ διακοντίζοντος (NChonChron 11091)

ἔδωκεν (1442 (25417)) ἐκδίδωμι (High) ἐκδίδωσιν (NChonChron 43263)

δοὺς ἑαυτὸν εἰς ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119) ἐκκυλίω (High) ἐκκυλισθεὶς εἰς ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἑαυτοὺς δεδώκασι (2175 (36818)) ἐνδίδωμι (High) σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν (NChonChron 59931)

δέδωκε (1113 (17113)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξε (NChonChron 31824)

δωρήματα ἐδίδου (1422 (24610)) ἡδύνω (High) δώροις ἥδυνε (NChonChron 42033)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 81 of 284

δοῦναι ὅσα αὐτὸς ἔδωκε hellip (16171 (3254)) κατατίθεμαι (High) τὰ λύτρα κατάθοιτο (NChonChron 53349)

τὴν ἐγγόνην δοῦναι ἔλεγε (16192 (32610)) κατεγγυάω (High) τὴν θυγατροπαίδα κατηγγύησεν (NChonChron 53588)

τὸ μὲν ἓν δέδωκε (16192 (3261)) παραδίδωμι (Both) τὸ μὲν παρεδίδου (NChonChron 53480)

ὑποσχεθεὶς δοῦναι (479 (522)) παρέχομαι (High) κατεπαγγέλλεται παρασχέσθαι (NChonChron 12119)

στολὰς παρὰ τοῦ βασιλέως δοθείσας (3114 (3 παρέχομαι (High) βασιλέως αὐτὰς παρασχομένου (NChonChron 9364)

ταύτην ἐζήτει τὸν βασιλέα δοῦναι (4714 (532- παρέχω (Both) ταύτην ἐξῃτεῖτό οἱ παρέχειν τὸν αὐτοκ (NChonChron 12370

ἐδίδοντο (1822 (33732)) παρέχω (Both) παρεχόμενα (NChonChron 55271)

δίδονται σιτηρέσια (14222 (25126)) παρέχω (Both) παρασχεθῆναι σιτηρέσια (NChonChron 42846)

τῶ Τούρκω δοὺς (7126 (8823)) πλήττω (High) πλήξας αὐτὸν (NChonChron 18418)

δώσει (15122 (28927)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 48228)

τοιοῦτον δίκαιον ἔδωκε θάνατον (1426 (24725 τίνω (High) τοιαύτην ἔτισε δίκην (NChonChron 42281)

διδόμενον (1828 (34012)) χορηγέω (High) χορηγούμενον (NChonChron 55671)

διεγείρω (Low)τὰς γνώμας διήγειρα (2138 (36225)) διανίστημι (High) τὰ φρονήματα διανέστησα (NChonChron 5913)

τὴν ψυχὴν διήγειρον (652 (8021)) διαρριπίζω (High) διαρριπίζοντος τὴν ψυχὴν (NChonChron 17159)

ἵνα διεγείρωσι (2178 (36919)) ἐξερεθίζω (High) ἐξερεθίζοντες (NChonChron 60182)

διήγειρε εἰς ἀποστασίαν (14212 (24825)) πτερόω (High) ἐπτέρου εἰς ἀπόστασιν (NChonChron 42324)

διεκπλήττω (Low)διεκπλῆξαι (479 (5119)) ἐκπλήττω (High) ἐκπλῆξαι (NChonChron 12095)

διεκφεύγω (Low)διεκφυγὼν (7122 (8727)) διαδιδράσκω (High) διέδρα (NChonChron 18372)

διεξάγω (Low)τὴν βασιλείαν διεξάγοντι (271 (1523)) διακυβερνάομαι (High) διακυβερνωμένῳ τὴν βασιλείαν (NChonChron 6045)

τὴν βασιλείαν διεξάγειν (14212 (24823)) διακυβερνάω (High) τὴν βασιλείαν διακυβερνᾶν (NChonChron 42322)

τὰ τῶν Ῥωμαίων διεξάγουσα πράγματα (212 χειρίζω (High) τῶν τὰ Ῥωμαίων χειριζόντων πράγματα (NChonChron 5866

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 82 of 284

τὴν βασιλείαν διεξάγων (1554 (2762)) χειρίζω (High) τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα χειρίζων (NChonChron 46256)

διέρχομαι (Low)ὅσα διέρχονται (1826 (33928)) κάτειμι (High) ὅσα κάτεισιν (NChonChron 55552)

ἐκεῖθεν διήρχετο (7127 (8830)) μεταβαίνω (Ambiguous) μεταβαίνω ἐκεῖθεν μετέβαινε (NChonChron 18525)

ὡς ἂν διέλθωσι τὰς πόλεις (21142 (3769)) μετέρχομαι (High) τὰς πόλεις μετελευσομένη (NChonChron 61487)

διελθεῖν (1613 (30429)) μετέρχομαι (High) μετελθεῖν (NChonChron 50338)

διέρχομαι διὰ τῆς Ἀχελὼ διελθὼν (1431 (2523 παραλλάσσω (High) τὴν Ἀγχίαλον παραλλάξας (NChonChron 42865)

διερχὀμενοι (6117 (7217)) πάρειμι (εἰμί) (High) παριόντες (NChonChron 15862)

διερχόμενον (7128 (898)) πάρειμι (εἶμι) (High) παριόντα (NChonChron 18537)

τοὺς διερχομένους (7124 (8813)) πάρειμι (εἶμι) (High) τοὺς παριόντας (NChonChron 1845)

τὸν βασιλέα διελθεῖν (6117 (7219)) παρέρχομαι (Ambiguous) τὸν αὐτοκράτορα παρελθεῖν (NChonChron 15865)

διὰ τῶν στενῶν διελθὼν (2181 (36926)) παρέρχομαι (Ambiguous) διὰ τῶν στενῶν παρελθὼν (NChonChron 60290)

διὰ τοῦ θριάμβου διέρχεσθαι (476 (5011)) πρόειμι (High) διὰ τοῦ θριάμβου προϊέναι (NChonChron 11841)

διήγημα (Both)διηγήματα (1564 (27731)) ἐνήχημα (High) ἐνηχημάτων (NChonChron 46648)

δίκαιος (Low)οὔτε δίκαιόν ἐστιν τιμᾶσθαι (VEuth 31 (5017)) εὐπρεπής (High) μηδὲ εὐπρεπὲς τιμᾶσθαι (SymMet VΕuthym 88 (669C))

δίκτυον (Low)εἰς δίκτυα (1435 (2539)) ἄρκυς (High) ἐν ἄρκυσι (NChonChron 43016)

διό (Both)διὸ (1423 (2471)) ὅθεν (Low) ὅθεν (NChonChron 42153)

διόλου (Low)διόλου (21173 (38130)) καθάπαξ (High) καθάπαξ (NChonChron 62225)

διόλου ἐβόων (477 (5028)) πυκνά (High) πυκνὰ ἐκραύγαζον (NChonChron 11968)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 83 of 284

διότι (Low)διότι (21173 (38130)) ἐπειδή (Both) ἐπειδὴ (NChonChron 62225)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 ὡς (Both) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

διπλός (Low)αἱ διπλαὶ στράται (1826 (33923)) ἀμφίδυμος (High) αἱ ἀμφίδυμοι ἄμφοδοι (NChonChron 55548)

διτζέριος (Low)κάτεργα διτζέρια (15121 (2894)) δίκροτος (High) νῆας δικρότους (NChonChron 4823)

διώκω (Both)ἐξόπισθεν διωκόντων αὐτοὺς (1581 (28133)) ἔγκειμαι (High) κατὰ νώτου ἐγκειμένων (NChonChron 47112)

διωκόμενος (1811 (3364)) ἐλαύνω (High) ἐλαυνόμενος (NChonChron 5494)

διωχθεὶς (414 (396)) καταδιώκω (High) καταδιωχθὲν (NChonChron 10282)

διώκουσι (21133 (37527)) μετανάστης (High) μετανάσται γίνονται (NChonChron 61371)

ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) παραλύω (High) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

δίωξις (Low)ἡ μετὰ ὕβρεως δίωξις (2123 (3605)) ἀπαγωγή (High) ἡ μεθrsquo ὕβρεων ἀπαγωγή (NChonChron 58787)

ἐκ τῆς διώξεως (562 (6024)) ἐπιδίωξις (High) ἐπιδιώξεως (NChonChron 13821)

διώξεως (1453 (2563)) καταδίωξις (High) καταδιώξεως (NChonChron 43430)

δοκέω (High)ἔδοξεν (1581 (28132-33)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ κατὰ νώτου τινῶν έγκειμέων (NChonChron 47111-12

δοκιμάζω (Both)ἐδοκίμασε (7121 (8715)) ἀποπειράομαι (High) ἀπεπειράσατο (NChonChron 18258)

ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι (1435 (25310)) ἀποπειράομαι (High) ἀπώσασθαι ἀπεπειράσατο (NChonChron 43017)

καὶ τοὺς Προυσαεῖς δοκιμάσαι (2183 (3706)) πεῖρα (High) πεῖραν δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει λαβεῖν (NChonChron 6028)

πρὸ τοῦ ἵνα δοκιμάση αὐτὸν (1563 (27723)) πεῖρα (High) πρὸ τῆς πείρας (NChonChron 46538)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 84 of 284

δοκιμάσαι (622 (738)) πεῖρα (High) πεῖραν εἰληφέναι (NChonChron 15992)

σαλεύειν τὸ τεῖχος δοκιμάζοντες (21143 (3771 πειράομαι (Ambiguous) ὑποσαλεύειν τὰ τείχη πειρώμενοι (NChonChron 61519)

ἐδοκίμαζεν (183 (34020)) πειράω (Low) πειρᾶν (NChonChron 55681)

δολιεύω (Low)δολιεύοντα (474 (4930)) δολοπλοκέω (High) δολοπλοκοῦντα (NChonChron 11823)

δολοφονέω (Low)δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) δολοφονία (High) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

δόξα (Both)δόξαν (512 (5319)) κλέος (High) κλέος (NChonChron 12772)

δοξάζω (Low)εὐχαριστήσας καὶ δοξάσας μεγάλως τὸν Σωτή αἴνεσις (High) τὴν τοῦ Κυρίου λαλήσας αἴνεσιν (NChonChron 15879)

δοξάζει (447 (4324)) εὔκλεια (High) εὔκλειαν δίδωσιν (NChonChron 1108)

εὐφημούμενος καὶ δοξαζόμενος (476 (5012)) κροτέω (Ambiguous) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

δοξαζόμενος (479 (5119)) λαμπρύνω (High) λαμπρυνόμενος (NChonChron 12095)

δοξαζόμενος ἕνεκα τοῦ δεξιοῦ στρατηγήματο μακαρίζω (High) τοῦ δεξιοῦ μακαριζόμενος στρατηγήματος (NChonChron 15

ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

δορατίζω (Low)ἀλλήλους κρούοντες καὶ δορατίζοντες (445 (4 διαδορατίζω (High) ἀλλήλους διαδορατίζοντες (NChonChron 10973)

δορυάλωτος (Low)οἱ δορυάλωτοι νέοι (3114 (3417)) νεαλής (High) οἱ νεαλεῖς (NChonChron 9362)

δόσις (Low)κατὰ τὴν τῶν κονταρίων δόσιν (445 (437)) ἀγκοίνησις (High) κατὰ τὴν τῶν δοράτων ἀγκοίνησιν (NChonChron 10985)

δοῦλος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 85 of 284

ἀγαπᾶ ὁ δοῦλος (432 (405)) ἄρχω (High) φιλεῖ τὸ ἀρχόμενον (NChonChron 10431)

τῶν δούλων (472 (499)) οἰκέτης (High) τῶν οἰκετῶν (NChonChron 11792)

ἐν τάξει δούλου (1462 (2589)) ὑπηρέτης (High) ἐν ὑπηρέτου μοίρᾳ (NChonChron 43727)

ὡς αὐθέντης δοῦλον αὐτοῦ (21132 (37516)) ὑπηρέτης (High) ὡς ὑπηρέτης δεσπόταις (NChonChron 61359)

ὡς δοῦλα ὑποτάττονται (2711 (188)) ὑπηρέτις (High) ὅσα καὶ ὑπηρέτιδες (NChonChron 6592)

δρόμος (Low)πρὸς τὸν δρόμον (447 (4319)) πορεία (High) πρὸς πορείαν (NChonChron 1103)

δύναμαι (Both)καθόσον ἠδύνατο (1453 (25532)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνὸν (NChonChron 43426)

οὐτε ἔμπροσθεν ἠδύναντο ἀπελθεῖν (7117 (86 ἔξεστι (High) οὔτε προχωρεῖν ἐξῆν (NChonChron 18231)

μηδὲν δυνηθέντων (1877 (3464)) ἐπαρκέω (High) πρὸς οὐδὲν ἐπαρκέσαντος (NChonChron 56412)

κωλύεσθαι αὐτὸν οὐκ ἠδύναντο (441 (429)) ἔστιν + inf (High) κωλύειν οὐκ ἦν (NChonChron 10843)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- ἔχω (Both) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

μὴ δυνηθέντων ἀντιπαρατάξασθαι (1112 (12 ἔχω + infinitive (High) μὴ ἀντισχεῖν ἔχοντος (NChonChron 2713)

δύναμις (Both)δυνάμεως (6111 (7012)) ἀλκὴ (High) ἀλκῆς (NChonChron 15459)

ὅση δύναμις (443 (4228)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνῆν (NChonChron 10967)

δυνάμεως (1556 (27613)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρίᾳ (NChonChron 46369)

καστέλλια περισσοτέραν δύναμιν ἔχοντα (14 ἰσχυρός (High) φρούρια ἰσχυροτέραν περιβεβλημένα ἰσχὺν (NChonChron 4

περισυνάγων δύναμιν (7125 (8818)) ἰσχύς (High) συνέλεγε τὴν ἰσχύν (NChonChron 18410)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως (514 (5327)) ἰσχύς (High) διὰ μείζονος ἰσχύος (NChonChron 12787)

δυνάμει (1225 (20110)) ἰσχύς (High) ἰσχύος (NChonChron 35758)

κατὰ τὴν τοῦ σώματος δύναμιν (2181 (36922)) ἰσχύς (High) τὴν ἰσχὺν (NChonChron 60185)

δύναμιν (615 (697)) ἰσχύς (High) ἰσχὺν (NChonChron 1529)

τὴν δύναμιν τοῦ σώματος ἀνδρεῖος (1585 (282 ῥώμη (High) τὴν ῥώμην τοῦ σώματος ἀκμαῖος (NChonChron 47347)

κατὰ τὴν τοῦ σώματος δύναμιν (431 (3924)) ῥώμη (High) τῇ ῥώμῃ (NChonChron 10310)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 86 of 284

μετὰ περισσοτέρας δυνάμεως (1582 (2821)) στρατιά (Both) μετὰ στρατιᾶς μείζονος (NChonChron 47213)

ἄνω δυνάμεων (1426 (24728)) τάξις (Ambiguous) ἀΰλων τάξεων (NChonChron 42285)

δυνατόν (Both)ὡς δυνατὸν ἦν (514 (543)) ἔνεστι (High) ὡς ἐνῆν (NChonChron 12791)

δυνατός (Both)δυνατόν ἐστι (1114 (1724)) ἔξεστι (High) ἐξείη (NChonChron 31838)

εὑρίσκοντο δυνατώτερα (1452 (25529)) ἐπικρατής (High) ἦσαν ἐπικρατέστερα (NChonChron 43424)

τὰ κακὰ ἦταν δυνατώτερα (1877 (34535)) ἐπικρατής (High) τὰ χείρω ἐπικρατέστερα (NChonChron 5647)

δυνατώτερα (2184 (37024)) ἐπικρατής (High) ἐπικρατέστερα (NChonChron 60329)

συνήθεια δυνατωτέρα (1142 (712)) ἰσχυρός (High) ἔθος ἰσχυρότερον (NChonChron 3793)

ἅρματα δυνατὰ (726 (962)) ἰσχυρός (High) ὅπλα ἰσχυρὰ (NChonChron 19423)

δυνατωτέρους τοὺς πόνους (1462 (25825)) κραταιός (High) κραταιότερον (NChonChron 43850)

ὅσον ἦν δυνατόν (1611 (3046)) παντοίως (High) παντοίως (NChonChron 50214)

οὐδὲ δυνατόν ἐστι (15112 (2886)) ῥᾴδιος (High) οὐδὲ ῥᾴδιον (NChonChron 48063)

δύο (Low)εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) διχῇ (High) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

Δυρράχιον (Low)Δυρράχιον (1112 (1715)) Ἐπίδαμνος (High) Ἐπίδαμνον (NChonChron 31710)

δυσανάβατος (Low)ὄρη δυσανάβατα (1613 (3051)) ἀπότομος (Ambiguous) ὄρη ἀπότομα (NChonChron 50346)

δυσικός (Low)τὰ δυσικὰ στρατεύματα (412 (388)) δυσμή (High) τοῖς κατὰ δυσμὴν ὁπλίταις (NChonChron 10047)

δύσις (Low)τῶν τῆς δύσεως ἐχθρῶν (42 (3911)) δυσμικός (High) τῶν δυσμικῶν ἐχθρῶν (NChonChron 10288)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 87 of 284

τὸν τῆς δύσεως πόλεμον (21134 (37529)) ἑσπέρα (Ambiguous) τὸν καθrsquo ἑσπέραν πόλεμον (NChonChron 61374)

μέχρι τῆς δύσεως (631 (7327)) ἑσπέριος (High) μέχρι τῶν ἑσπερίων στηλῶν (NChonChron 16029)

τὰ πλείονα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως (211 ἑσπέριος (High) τῆς ἑσπερίου ὑπὸ Ῥωμαίους λήξεως (NChonChron 60987)

κατὰ τὴν δύσιν (1113 (17112)) ἑσπέριος (High) ἑσπέριαι (NChonChron 31823)

ἐκ τῆς δύσεως (271 (1524)) ἑσπέριος (High) ἐκ τῶν ἑσπερίων κλιμάτων (NChonChron 6046)

δύσκολος (Low)δυσκολώτερος (1811 (3369)) ἀργαλέος (High) ἀργαλέον (NChonChron 5498)

δυσκρασία (Low)δυσκρασία (15111 (28731)) καχεξία (High) καχεξίαν (NChonChron 48056)

δυσμαί (Low)ἀπὸ δὲ δυσμῶν (1826 (33919)) ἑσπέρα (Ambiguous) κατὰ δrsquoἑσπέραν (NChonChron 55442)

δυστυχέω (Low)δυστυχήσαντα (1821 (33715)) δυσπραγέω (High) δυσπραγοῦσι (NChonChron 55155)

δυστυχία (Low)τὰς δυστυχίας (21123 (37414)) δυσπράγημα (High) τὰ δυσπραγήματα (NChonChron 61017)

δυτικός (Low)πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη (621 (731)) ἑσπέριος (High) πρὸς τἀ ἑσπέρια (NChonChron 15885)

δωματερός (Low)δωματερῶν ὀσπητίων (13814) δώματα (High) δωμάτων (NChonChron 41483)

δωρέομαι (Low)δωρήσασθαι (479 (5122)) παρέχομαι (High) παρασχέσθαι (NChonChron 1203)

δώρημα (Low)τὰ δωρήματα (4717 (542)) δωρεά (High) αἱ δωρεαὶ (NChonChron 12422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 88 of 284

δωρήματα ἐδίδου (1422 (24610)) δῶρον (High) δώροις ἥδυνε (NChonChron 42033)

ἐάν (Low)ἐὰν γὰρ hellip ἄδειν ἀπεβαλλόμεθα (2114 (3591) εἰ (Both) εἰ γὰρ hellip ἄδειν ἀπειπάμεθα (NChonChron 58549-50)

γίγνομαι ἐὰν μὴ οὕτως γένηται (15104 (2869) εἰ (Both) εἰ μὴ γὰρ λήψονται πέρας (NChonChron 47787)

ἐὰν ἀπὸ συνηθείας ἔμαθε (15111 (2881)) ἤν (High) ἢν εἰώθει τενθεύεσθαι (NChonChron 48058)

ἐάν + aorist (Low)ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) εἰ + aorist (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

ἑαυτοῦ (High)ἑαυτοὺς δεδώκασι (2175 (36818)) σφεῖς (High) σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν (NChonChron 59931)

τῆ ἀνδρεία τῆ ἑαυτοῦ (433 (4014)) σφέτερος (High) ἀνδρείᾳ τῇ σφετέρᾳ (NChonChron 10445)

ἔγγονος (High)τὴν ἐγγόνην (16192 (32610)) θυγατρόπαις (High) τὴν θυγατροπαίδα (NChonChron 53588)

ἐγείρομαι (Low)ἐγείρεται (15131 (2904)) ἐπεγείρομαι (High) ἐπεγείρεται (NChonChron 48336)

ἐγκαυχάομαι (Low)ἐγκαυχώμενοι (1142 (714)) φυσάω (High) φυσῶντες (NChonChron 3795)

ἐγκράζω (Low)τὸν ἵππον αὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 ἐλαύνω (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

ἔγκριτος (Low)ἀλόγων ἐγκρίτων (4716 (5320)) ὠκύπους (High) ὠκύποσιν ἵπποις (NChonChron 1244)

ἐγχαλάω (Low)ἐραθύμησεν καὶ ἐνεχάλασε (1461 (2582)) ὑποχαλάω (High) ὑπεχαλάσθη τοῦ συντόνου τῆς ὁρμῆς (NChonChron 43719)

ἐγχώριος (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 89 of 284

παρὰ τῶν ἐγχωρίων καλούμενον (1112 (118)) ἐγχωρίως (High) ἐγχωρίως καλούμενον (NChonChron 2711)

ἐθίζω (Low)τῶν ἐθισμένων τοὺς ἄρχοντας ἀπατᾶν (1463 εἴωθα (High) τοῖς αἰκάλλειν εἰωθόσι τοὺς δυναστεύοντας (NChonChron 4

ἔθνος (Low)παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) γένος (Ambiguous) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

εἰ (Both)μηδὲν ἄλλο εἰπόντος εἰ τοῦτο μόνον ὅτι (1422 ἀλλά (Both) φήσαντος μηδὲν ἕτερον ἀλλrsquo ὅτι (NChonChron 42137)

εἰ ἐβούλετο γυναῖκα λαβεῖν (511 (5312)) ἤν (High) γυναῖκα δὲ ἢν ἠβούλετο ἀγαγέσθαι (NChonChron 12662)

εἴ τι (Low)εἴ τι κακὸν δύνανται ποιῆσαι (21133 (37520)) ὅς (Both) δρᾶν ὃ δύνανται κακὸν (NChonChron 61365)

εἰκών (Low)εἰκόνας (1426 (24730)) ἔκτυπον (High) ἔκτυπα (NChonChron 42288)

εἰμί (Both)τοιοῦτος ἦν (1441 (2546)) διάκειμαι (Both) οὕτως διέκειτο (NChonChron 43148)

ἦν καιρὸς (6117 (7219)) ἐνίσταμαι (High) ἐνειστήκει καιρὸς (NChonChron 15865)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 ἱδρύω (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15868)

ἐκ τῆς πόλεως ἦν ταύτης τῆς Κωνσταντινουπό ὁρμάομαι (High) ἐκ τῆς Κωνσταντίνου ὥρμητο (NChonChron 42018)

ἔνθα ἦν ὁ βασιλεὺς ( 1434 (25229)) πάρειμι (εἰμί) (High) καθrsquo ὃ πάρεστι βασιλεὺς (NChonChron 42995)

μετrsquo αὐτῶν ὢν (1116 (17221)) σύνειμι (High) συνών σφισι (NChonChron 31961)

εἶπεν ἄν τις (Low)εἶπεν ἄν τις ὡς βόας (21172 (38117)) ὡς εἰ (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν καὶ βουκόλιον (NChonChron 6219)

εἰρηνεύω (Ambiguous)τῶν ἐχθρῶν εἰρηνευσάντων (42 (3911)) ἠρεμέω (High) τῶν ἐχθρῶν ἠρεμησάντων (NChonChron 10288)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 90 of 284

καταλλάσσει καὶ εἰρηνεύει τοὺς Πισσαίους με καταλλάσσω (High) καταλλάσσει τοὺς ἐκ Πίσσης τοῖς Βενετίκοις (NChonChron 5

εἰρηνεύσας (1591 (28316)) σπένδομαι (High) σπεισάμενος (NChonChron 47472)

εἰρηνεῦσαι μετὰ τοῦ Καφούρη (15122 (28920)) σπένδομαι (High) σπείσασθαι τῶ πειρατῆ (NChonChron 48221)

ἄλλως εἰρηνεῦσαι (1662 (31416)) σπένδομαι (High) ἑτέρως σπείσασθαι (NChonChron 51824)

εἰρήνη (Both)εἰρήνην ποιῆσαι (1561 (2775)) σπένδομαι (High) εἴ πως σπείσαιτο (NChonChron 46518)

εἰρήνης (15122 (28924)) σπονδή (High) σπονδῶν (NChonChron 48225)

ἐπλήρωσε τὴν εἰρήνην (16192 (32618)) σπονδή (High) σπονδὰς ἐξεπέρανεν (NChonChron 5352)

εἰρήνην ποιῆσαι (1552 (27515)) σπονδή (High) σπονδῶν (NChonChron 46130)

εἰς (Both)θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) dative (Both) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

εἰς τοὺς Ῥωμαίους τὰ πράγματα ἐφάνησαν κα dative (Both) βελτίω Ῥωμαίοις ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-

εἰς τὰς αὐτῶν χείρας ἔχοντες (2151 (36519)) ἐν (Both) ἐν χερσὶν ἔχοντες (NChonChron 59513)

εἰς νοῦν αὐτῶν ἔβαλον (1584 (28222)) ἐν (Both) ἐν νῷ βαλλόμενος (NChonChron 47337)

εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) ἐπί (Ambiguous) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

εἰς ξένας λύπας (1119 (17327)) ἐπί (Ambiguous) ἐπrsquo ἀλλοτρίοις δεινοῖς (NChonChron 32116)

εἰς τὰ ἐπισυμβάντα (2122 (35919)) ἐπί + dative (Ambiguous) ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι (NChonChron 58670)

εἰς τὰ ἄλογα (214 (3653)) ἐπί + genitive (High) ἐπὶ τῶν ἵππων (NChonChron 59492)

εἰς τᾶ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) ἐς (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

εἰς τὴν ἀνατολὴν (2181 (36923)) ἐς (High) ἐς ἕω (NChonChron 60186)

εἰς τὸν υἱὸν (514 (546)) ἐς (High) ἐς τὸν υἱὸν (NChonChron 12795)

εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα (1557 (27621)) ἐς (High) ἐς Παλαιστίνην (NChonChron 46382)

εἰς τὰ βασίλεια ἔρχονται (1821 (33711)) ἐς (High) ἐς τὰ βασίλεια παραβάλλουσιν (NChonChron 55151)

εἰς τὸν βασιλέα (6321 (792)) ἐς (High) ἐς βασιλέα (NChonChron 16876)

ἐλθεῖν εἰς Ἀδριανούπολιν (1456 (2571)) κατά (Both) κατrsquo Ἀδριανούπολιν γενέσθαι (NChonChron 43668)

ταῶν εἰς Ἀνδρόνικον γεγονότων (1225 (2016)) κατά (Both) τὰ κατrsquo Ἀνδρόνικον (NChonChron 35754)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 91 of 284

εἰς νοῦν αὐτοῦ ἔβαλεν (1813 (3376)) κατά (Both) ἐβάλετο κατὰ νοῦν (NChonChron 55144)

εἰς νοῦν βάλλοντες (6114 (7128)) κατά (Both) κατὰ νοῦν θέμενοι (NChonChron 15630)

εἰς τὸν τῆς Σκαμάνδρου τόπον (3102 (3318)) κατά + acc (High) κατὰ τὴν τῶν Ἀγαιοπελαγιτῶν χώραν (NChonChron 9127)

εἰς οὐδὲν λογισάμενοι (1584 (28227)) παρά (Both) παρrsquo ουδὲν θέμενοι (NChonChron 47343)

εἰς τὰ κακὰ συναντήματα (1828 (3407)) πρός (Ambiguous) πρὸς δὲ τὰ δεινότατα συναντήματα (NChonChron 55565)

εἰς ὑποδοχὴν (15106 (2876)) προς (Both) πρὸς ὑποδοχὴν (NChonChron 47928)

ὑποστρέψαντα εἰς τὰ Ἅρμαλα (1425 (24719)) προς (Both) ὑποστρέψαντα πρὸς τὰ Ἅρμαλα (NChonChron 42275)

εἰσ- (Low)εἰσβάλλει (7121 (8719)) ἐσ- (High) ἐσβάλλει (NChonChron 18362)

εἶς (Low)τὸ μὲν ἓν δέδωκε (16192 (3261)) ὁ μέν (High) τὸ μὲν παρεδίδου (NChonChron 53480)

ἐπιδραμὼν εἷς Τοῦρκος (7126 (8822)) τίς (Both) ἐπιδραμών τις Πέρσης (NChonChron 18417)

εἰς μάτην (Low)εἰς μάτην (515 (5421)) εἰκῇ (High) εἰκῇ καὶ μάτην (NChonChron 12821)

εἰς μάτην (15106 (28632)) εἰκῇ (High) εἰκῇ (NChonChron 47820)

εἰς μάτην (515 (5421)) μάτην (High) εἰκῇ καὶ μάτην (NChonChron 12821)

εἰς ὀλίγον (Low)εἰς ὀλίγον ἀγοράζοντες (21315 (36422)) ὀλίγου (High) ὀλίγου ὠνούμενοι (NChonChron 59475)

εἰσάγω (Ambiguous)εἰσῆξε καὶ φυλάξεις (1452 (25527)) ἐγκαθίστημι (High) ἐγκατέστησε (NChonChron 43423)

εἰσάγει φύλαξιν (21121 (37331)) ἐγκαθίστημι (High) φρουρὰν ἐγκαθίστησιν (NChonChron 60983)

πρὸς τὸ εἰσάξαι φῶς (434 (4026)) εἰσφέρω (Both) λαμπτῆρα εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

εἰσάγει ἐντὸς τῶν κατέργων τοὺς διακριθέντα ἐντίθημι (High) ἐντίθησι ταῖς τριήρεσι τὸ στράτευμα (NChonChron 16149)

εἰσήχθησαν αἱ τροφαί (436 (419)) παρεισάγω (High) τὸ δεῖπνον παρεισήγετο (NChonChron 10694)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 92 of 284

εἰσδέχομαι (Ambiguous)εἰσδέχεται παρὰ τοῦ πλήθους (1111 (111-12)) προσδέχομαι (High) παρὰ τοῦ πλήθους προσδέχεται (NChonChron 274)

εἰσέρχομαι (Both)εἰσέρχεται (1211 (1993)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικνεῖται (NChonChron 3555)

εἰσῆλθε (1441 (2544)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 43146)

εἰς τὴν Ζαγορὰν εἰσελθὼν (1431 (2523)) εἴσειμι (High) τὸν Αἷμον εἴσεισι (NChonChron 42866)

εἰσελθών (1429 (24814)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 42311)

εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν εἴσειμι (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

εἰσῆλθον (1226 (2023)) είσπηδάω (High) εἰσπεπηδηκότες (NChonChron 35881)

εἰς ὅσα ὀσπήτια εἰσήλθοσαν (2123 (35927)) ἐναυλίζομαι (High) ταῑς οἰκίαις ἐναυλισάμενοι (NChonChron 58680)

ἐν αὐτῆ εἰσελθόντες (653 (8028)) ἐπιβαίνω (High) ταύτης ἐπιβάντες (NChonChron 17271)

εἰσέρχωνται (619 (6934)) ἐπιπάρειμι (High) ἐπιπαριοῦσαι (NChonChron 15441)

εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) καθυποδύω (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

νόσος εἰσῆλθεν εἰς τὴν στρατιὰν (21178 (3831 κατέχω (High) καχεξία κατέσχε τὴν στρατιὰν (NChonChron 62480)

ἐντὸς εἰσελθεῖν (1812 (33621)) παρεισέρχομαι (High) εἴσω παρεισελθεῖν (NChonChron 55020)

ἐντὸς τῆς πόλεως εἰσελθεῖν (2175 (36819)) παρέρχομαι (Ambiguous) εἴσω παρελθεῖν (NChonChron 59931)

εἰσέρχεται ἐν αὐτῶ (436 (416)) ὕπειμι (High) ὕπεισι τοῦτον (NChonChron 10690)

εἰσόδημα (Ambiguous)τὰ εἰσοδήματα (2151 (36520)) ἀποφορά (High) τὰς ἐπετείους ἀποφορὰς (NChonChron 59515)

τῶν ἁπασῶν εἰσοδημάτων (261 (1227)) εἰσφορά (High) τῶν δημοσίων εἰσφορῶν (NChonChron 5476)

τὰ δημόσια εἰσοδήματα (1462 (2585)) συνεισφορά (High) τὰς δημοσίας συνεισφοράς (NChonChron 43725)

εἰσφέρω (Both)τοὺς ληστὰς εἰσήνεγκέ τε καὶ ἔφερεν (2121 (3 ἐπεισφέρω (High) τοὺς λῃστὰς ἐπεισήνεγκεν (NChonChron 58669)

εἶτα (Low)εἶτα (1112 (120)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ (NChonChron 2714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 93 of 284

ἐκ (Both)ἐκ γένους ἐνδόξου (1821 (33712)) accusativus respectus (High) τὸ γένος ἐπίσημοι (NChonChron 55152)

ἐκ γένους λαμπροῦ (1455 (25627)) accusativus respectus (High) τὸ γένος αἰδεσίμους (NChonChron 43557)

ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) genitive (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

σφάττει αὐτὸν ἐκ τῶν ἱερέων τις (1425 (24720 genitive (High) ἀποσφάττει τις τῶν ἱερέων (NChonChron 42276)

οὐδὲ σημεῖον οὐρανοῦ ἢ ἐκ γῆς (2122 (35920)) -θεν (High) οὐδὲν σημεῖον ὑψόθεν ἢ καὶ γῆθεν (NChonChron 58670)

αἷμα ἐξ οὐρανοῦ ἔβρεξεν (2122 (35922)) -θεν (High) ψιάδες οὐρανόθεν ὕσθησαν αἱματόεσσαι (NChonChron 586

ἐκ μέρους (Low)ἐκ μέρους δὲ (1661 (31410)) ἔστι δrsquo ὅπῃ (High) ἔστι δrsquo ὅπῃ (NChonChron 51817)

ἐκ μέσου (Low)ἐκ μέσου ἐλθόντων (15131 (2903)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν γενομένων (NChonChron 48335)

ἐκ πλαγίου (Low)σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) ἐγκαρσίως (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

ἐκ πρώτης (Low)ἐκ πρώτης (1613 (3057)) εὐθυώρως (High) εὐθυώρως (NChonChron 50352)

ἐκ τοῦ παραυτίκα (Low)ἐκ τοῦ παραυτίκα (1552 (27518)) αὐτίκα (High) αὐτίκα (NChonChron 46133)

ἐκ τοῦ παραυτίκα (1876 (34530)) παραχρῆμα (High) παραχρῆμα (NChonChron 5641)

ἐκβάλλω (Low)αὐτὸν ἐξέβαλεν (4713 (5232)) ἐξελαύνω (High) αὐτὸν ἐξήλασεν (NChonChron 12365)

τῆς ἀρχῆς αὐτὸν ἐξέβαλεν (1421 (2462)) καθαιρέω (High) αὐτὸν καθῄρηκε τῆς ἀρχῆς (NChonChron 42025)

οὓς αὐτὸς τῆς ἀρχῆς ἐξέβαλεν (622 (7316)) κατασπάω (High) οὓς αὐτὸς κατασπάσας εἶχε (NChonChron 1598)

τῶν ἐνταῦθα ἐξωθεῖ καὶ ἐκβάλλει (14213 (249 μεθίστημι (High) τῶν τῇδε μεθίστησιν (NChonChron 42440)

τῆς ἐξουσίας αὐτὸν ἐξέβαλε (14222 (25126)) μεθίστημι (High) μεταστήσας τῆς ἀρχηγίας (NChonChron 42848)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 94 of 284

ἐκβαλεῖν τῆς βασιλείας τὸν Μ (413 (3826)) παραλύω (High) τοῦ παραλυθῆναι τὸν Μ τῆς ἀρχῆς (NChonChron 10169)

ἐκδίκησις (Low)εἰς ἐκδίκησιν Ἰσαακίου (2121 (35914)) ἄμυνα (High) εἰς ἄμυναν Ἰσαακίου (NChonChron 58665)

ἐκδιώκω (Low)μακρὰν ἐκδιώξαντες (4711 (5218)) ἀπωθέομαι (High) μακρὰν ἀπεώσαντο (NChonChron 12242)

ἐκδουλεύω (Low)ἐκδουλεύειν (7125 (8820)) διακονέω (High) διακονεῖν (NChonChron 18413)

ἐκδουλεύων τῶ βασιλεῖ (1618 (32521)) ὑπηρετέομαι (High) τῷ βασιλεῖ ὑπηρετούμενος (NChonChron 53466)

ἐκδρομή (Low)ἐκδρομαὶ (1585 (28310)) ἔφοδος (High) ἔφοδοι (NChonChron 47365)

ἐκεῖνος (High)τῆ ἐκείνου συνδρομῆ (21182 (38436)) αὐτός (Both) αὐτοῦ συναιρομένου (NChonChron 62650)

ἐκείνου δὲ εἰπόντος ὀρέγεσθαι (479 (5126)) ὁ δέ (High) τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς αἱρεῖται (NChonChron 12110)

ἐν δὲ τοῖς χρόνοις ἐκείνοις (1143 (722)) ὅδε (High) ἐν δὲ τοῖς καιροῖς τοῖσδε (NChonChron 3813)

ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) οὗτος (Both) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

ἐκεῖσε (Low)τὰ ἐκεῖσε (3113 (3410)) ἐκεῖ (High) τὰ ἐκεῖ (NChonChron 9254)

ἐκεῖσε (1436 (25324)) ἐκεῖ (High) ἐκεῖ (NChonChron 43133)

περιαργῆσαι ἐκεῖσε (1131 (429)) τόπος (Both) ἐμβραδῦναι τοῖς τόποις τούτοις (NChonChron 3367)

ἐκκαίω (Low)διαθερμανθεὶς καὶ ἐκκαυθεὶς (15106 (28718)) διαφρύγω (High) διαφρυγεὶς (NChonChron 47942)

ἐκκενόω (Low)ὀλίγον τῶν θλίψεων ἐκκενώσαντες (473 (491 κενόω (High) κενώσαντες τῆς λύπης βραχὺ (NChonChron 1176)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 95 of 284

ἐκκόπτομαι (Low)τῶν ἄλλων ἐκκοπεὶς (3113 (3411)) ἀποδιίσταμαι (High) τῶν ἄλλων ἀποδιαστὰς (NChonChron 9355)

ἐκκόπτω (Both)ἐκκόπτει τὴν ἀποστολὴν (15111 (28722)) φθάνω (Both) φθάνει τὴν ἀποστολὴν (NChonChron 47945)

ἐκλέγομαι (Low)ὃν αὐτὸς ἐξελέξω (472 (4911)) αἱρετίζομαι (High) ὃν αὐτὸς αἱρετίσῃ (NChonChron 11794)

ἐκλέγω (Low)μὴ ἐξείποις (21123 (37415)) διατρανόω (Ambiguous) μὴ διατρανώσειας (NChonChron 61118)

ἐκλεκτός (Low)διαθροήσας τοὺς αὐτοῦ ἐκλεκτοὺς (562 (6026 ἐκλεκτόν τό (High) διεκπαίσας τὸ περὶ ἐκεῖνον ἐκλεκτὸν (NChonChron 13822--2

ἐκμοχλεύω (Low)τὰ θεμέλια ἐκμοχλεύειν (21143 (37635)) ἀναμοχλεύω (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

ἐκνευρίζω (Low)ἐκνευρίσασα (1462 (25825)) ἀναμοχλεύω (High) ἀναμοχλεύουσα (NChonChron 43849)

ἑκουσίως (Low)ἑκουσίως (16192 (32614)) ἐθελοντί (High) ἐθελοντὶ (NChonChron 53592)

ἔκπαλαι (Low)ἔκπαλαι (1554 (27531)) πάλαι (Both) πάλαι (NChonChron 46252)

ἐκπέμπω (Both)μετὰ τιμῆς ἐκπεμφθεὶς ( 6320 (7828)) παραπέμπω (Both) ἁρμοζόντως παραπεμφθεὶς (NChonChron 16867)

ἐκπλόησις (Low)πρὸς ἐκπλόησιν (2121 (35912)) ἔκπλους (High) εἰς ἔκπλουν (NChonChron 58562)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 96 of 284

ἐκσφονδυλίζω (Low)ἄνδρας ἐκσφονδυλισμένους (1613 (3052)) ἀναύχην (High) κόρσας ἀναύχενας (NChonChron 50348)

ἐκτείνω (Low)τὰς χεῖρας εἰς ὕψος ἐκτείνας (VEuth 29 (4618)) ἀνατείνω (High) χεῖρας εἰς οὐρανὸν ἀνατείνων (SymMet VΕuthym 81 (664C))

ἐκτινάσσομαι (Low)τὸν κονιορτὸν ἐκτιναξάμενος (3112 (343)) ἀπομόργνυμαι (High) τὴν κόνιν ἀπομορξάμενος (NChonChron 9246)

ἔκτοτε (Both)ἔκτοτε (15121 (28917)) ἐκ τούτου (High) ἐκ δὲ τούτου (NChonChron 48218)

ἐκτυφλόω (Low)ἐκτυφλοῦται (1428 (2489)) ἀμαυρόω (High) ἀμαυροῦται τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 4234)

ἐκτυφλοῦται (1222 (20020)) ἐκκόπτω (Both) τὰς κόρας ἐκκόπτεται (NChonChron 35639)

ἐκτυφλοῦται (14210 (24819)) ἐξορύττω (Both) ὀφθαλμοὺς ἐξορώρυκτο (NChonChron 42317)

ἐκφεύγω (Both)ἐκφυγὼν (434 (4033)) διαδιδράσκω (High) διαδρᾶναι (NChonChron 10570)

ἐκφεύγων (14217 (25018)) ἐκκλίνω (High) ἐξέκλινε (NChonChron 42694)

ὡς χέλυν ὀλισθηρὸν ἐξέφυγεν (562 (6027)) ἐξαλύω (High) ὡς ὀλισθηρά τις ἐγχέλυς ἐξήλυξεν (NChonChron 13824)

ἐκφοβέω (Low)τοὺς πολεμίους ἐκφοβήσας (1131 (426)) διαθροέω (Both) τοὺς πολεμίους διαθροήσας (NChonChron 3363)

ἐκφοβήσας τὸν ῥῆγα τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ (42 ( καταπλήττω (High) καταπλήξας τῇ παρουσίᾳ τὸν Ἀρμένιον (NChonChron 1029

ἐλεεινός (Both)τοῦ ἐλεεινοῦ θεάματος (7124 (8811)) ἀπευκταῖος (High) τοῦ ἀπευκταίου ὁράματος (NChonChron 1842)

τὰ ἐλεεινότατα (15121 (2892)) δεινόν (High) τὰ δεινότατα 4811 (NChonChron 4811)

ἐλεεινῶς (1012 (1477)) οἰκτρός (High) οἰκτρῶς (NChonChron 27512)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 97 of 284

μετὰ τοῦ ἐλεεινοῦ στεφανώματος (15113 (288 οἰκτρός (High) τῷ οἰκτρῷ στεφανώματι (NChonChron 48187)

τῆς ἐλεεινῆς ἡμέρας (2131 (36014)) στυγνός (High) τῆς στυγνῆς ἡμέρας (NChonChron 5872)

ἐλεέω (Low)ἠλέησαν (1421 (24522)) οἰκτειρέω (High) οἰκτειρηθῆναι (NChonChron 42023)

ἐλεοῦσι (1554 (2765)) οἰκτείρω (High) οἰκτείρουσιν (NChonChron 46259)

ἐλεήσασα (1462 (25826)) οἰκτείρω (High) οἰκτειρήσασα (NChonChron 43848)

μηδένα ἐλεήσαντες (21142 (37622)) φειδώ (High) μηδενὸς λαβόντες φειδώ (NChonChron 6145)

ἐλεημοσύνη (Low)ἐλεημοσύνης (1211 (19915)) ἔλεος (High) ἐλέῳ (NChonChron 35516)

καὶ ἐλεημοσύνη τις οὐκ ἦν (2123 (3602)) φειδώ (High) καὶ φειδώ τις οὐκ ἦν (NChonChron 58785)

ἐλεήμων (Low)τὸν ἐλεήμονα (472 (499)) φίλοικτος (High) τὸν φίλοικτον (NChonChron 11792)

ἐλευθερία (Low)ἐλευθερίαν διδόναι (2123 (3606)) ἀνίημι (High) ἀνεικέναι (NChonChron 58788)

ἐλευθερόω (Low)ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ ταῆς φυλακῆς (1557 (2762 ἀπαλλάττω (High) δεσμῶν ἀπαλλαγεὶς (NChonChron 46386)

ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ ταῆς φυλακῆς (1557 (2762 ἀπολύω (Ambiguous) φρουρᾶς ἀπολυθεὶς (NChonChron 46386)

ἔλευσις (Low)τὴν ἔλευσιν (632 (743)) ἄφιξις (High) τὴν ἄφιξιν (NChonChron 16040)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (414 (398)) ἄφιξις (High) τὴν αὐτοῦ ἄφιξιν (NChonChron 10284)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (441 (428)) ἄφιξις (High) τὴν ἄφιξιν τοῦ βασιλέως (NChonChron 10841)

διὰ τῆς ἐλεύσεως (475 (507)) παρουσία (High) διὰ τῆς παρουσίας (NChonChron 11835)

τὴν τοῦ βασιλέως ἔλευσιν (4310 (426)) παρουσία (High) τὴν τοῦ ἄνακτος παρουσίαν (NChonChron 10838)

ἐλπίζω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 98 of 284

ἤλπιζον γὰρ ὡς (15132 (2909)) κεῖμαι (Both) ὅθεν ἐν ἐλπίσιν ἔκειτο πᾶσιν ὡς (NChonChron 48341)

ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 οἴομαι (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ὡς ἤλπιζον (1813 (33635)) προσδοκάω (Both) τῶν προσδοκωμένων (NChonChron 55036)

ἐλπίς (High)παρ᾽ ἐλπίδα (1824 (33825)) δόκησις (High) ὑπὲρ δόκησιν (NChonChron 5535)

παρrsquo ἐλπίδαν (2177 (3695)) δόξα (Both) παρὰ δόξαν (NChonChron 60062)

ἐμβάλλω (Low)εἰς ἐντροπὴν ἐνέβαλε (15131 (2904)) αἰσχύνω (High) ᾔσχυνε (NChonChron 48336)

ἐμβαλών (1612 (30417)) ἐντίθεμαι (High) ἐνθέμενος (NChonChron 50326)

ἔμελλον + infinitive (Low)πληρωθῆναι ἔμελλε (1581 (28119)) ταχrsquo ἄν + past tense indicative (High ταχrsquo ἂν τετέλεστό τι (NChonChron 47193)

ἔμπειρος (Ambiguous)ἐμπειρότερος (1563 (27721)) προφερής (High) προφερέστερον (NChonChron 46535)

ἐμπίμπλημι (Low)εἰ ἐμπλησθῆ ἀπὸ τούτων (1613 (30431)) περιβάλλω (Ambiguous) περιβάλλομαι λείαν (NChonChron 50341)

ἐμπίπτω (Low)εἰς ἀλαζονείαν καὶ ἀδιαντροπίαν ἐνέπεσον (6 μεταδιώκω (High) αὐθάδειαν τὲ καὶ ἀναίδειαν μετεδίωκον (NChonChron 1715

ἐμπιστεύομαι (Low)τὸ κεφαλατίκιον ἐμπιστεύεται (1618 (32522)) λαγχάνω (High) τὴν ἀρχὴν χειρίζειν λαχὼν (NChonChron 53468)

ἐμποδίζω (Low)τί τὸ ἐμποδίζον μὴ ὁρμῆσαι (1613 (3059)) προσίσταμαι (High) τί τὸ προσιστάμενον μὴ Χωρεῖν (NChonChron 50455)

ἔμπροσθεν (Both)τὰ ἔμπροσθεν (1435 (25318)) ὄψις ἡ (High) τὰ ἐν ὄψεσιν (NChonChron 43025)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 99 of 284

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 περαιτέρω (High) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

ἔμπροσθεν μὲν οὖν ἤρχετο (1433 (25220)) προάγω (High) προῆγον μὲν οὖν (NChonChron 42983)

τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25316)) προηγέομαι (High) τοῖς προηγησαμένοις τάγμασιν (NChonChron 43022)

τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1434 (25227)) προπορεύομαι (High) τὰ προπορευθέντα στρατεύματα (NChonChron 42991)

τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) πρόσω (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

ἀπέρχεται ἔμπροσθεν (21107 (3732)) πρόσω (High) πρὸς τὰ πρόσω (NChonChron 60845)

ἐν (Both)καβαλλάριος ἐν ἵππω (6117 (7224)) dative (Both) ἵππῳ ἔποχος (NChonChron 15875)

ἐν μαχαίρᾳ ἀναιρεῖται (1583 (2828)) dative (Both) ξίφει (NChonChron 47221)

πρὸς τὸν ἐν τῶ ναῶ καθήμενον (1877 (34534)) ἐπί + genitive (High) τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ (NChonChron 5645)

ἐν Φιλιππουπόλει (1222 (20018)) κατά (Both) κατὰ τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν (NChonChron 35637)

κατοικῆσαι ἐν ἐκείνω τῶ μοναστηρίω ἐν ὧ (14 κατά (Both) τῶν μονῶν ἐκείνην κατοικεῖν καθrsquo ἣν (NChonChron 42727)

ἐν τῆ τῶν Μαγγάνων μονῆ (21142 (3767)) κατά + acc (High) κατὰ τὴν μονὴν τῶν Μαγγάνων (NChonChron 61485)

ἐν ἀμφοτέροις αὐτοῦ τοῖς βουλεύμασιν (1114 προς (Both) πρὸς ἄμφω (NChonChron 31838)

ἐν ὀλίγῳ (High)καὶ ταύτην ὡς ἐν ὀλίγω κρατήσας (1113 (220) διὰ βραχέος (High) καὶ ταύτην διὰ βραχέος χειρωσάμενος (NChonChron 2947)

ἐν τῶ ἅμα (Low)περισυναχθέντες ἐν τῶ ἅμα (7128 (899)) σπεῖρα (High) συγκροτηθέντες εἰς σπείραν (NChonChron 18538)

ἐναντίος (Both)ὁ ἐναντίος (21106 (37235)) ἀντίπαλος (High) ὁ άντίπαλος (NChonChron 60839)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) ἐναντία ἡ (High) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἐνδέχεται (Low)ἐνδέχεται (1563 (27721)) δεῖ (High) δεῖν (NChonChron 46536)

ἐνδίδωμι (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 100 of 284

τὰς ἄκρας ένέδωκε μάχεσθαι (6114 (7117)) ἐφίημι (High) τὰ τελευταῖα ἐφῆκε κόπτειν (NChonChron 15616)

ἐνδώσει αὐτῶ αὐθέντην εἶναι τῶν ὅλων πόλε ὑπεξίσταμαι (High) χωρῶν καὶ πόλεων αὐτῷ ὑπεκσταίη (NChonChron 51825)

ἔνδοθεν (High)ἔνδοθεν τοῦ κελλίου (1211 (19916)) ἔνδον (High) τῶν ταμιείων ἔνδον (NChonChron 35517)

ἔνδοξος (Low)οἱ ἐνδοξότεροι (7124 (8810)) ἐπίσημος (High) τὸ ἐπίσημον (NChonChron 18495)

ἐκ γένους ἐνδόξου (1821 (33712)) ἐπίσημος (High) τὸ γένος ἐπίσημοι (NChonChron 55152)

τὸ ἔνδοξον τῆς βασιλείας ὄνομα (1842 (34113 παγκλέϊστος (High) τὸ παγκλέϊστον τῆς βασιλείας ὄνομα (NChonChron 55715)

ἡ νίκη ἐνδοξωτέρα (3114 (3418)) περίδοξος (Ambiguous) ἡ νίκη περίδοξος (NChonChron 9365)

ἔνδυμα (Ambiguous)τοῦ ἐσχάτου ἐνδύματος (15106 (28712)) κάλυμμα (High) τὸ τελευταῖον κάλυμμα (NChonChron 47934)

ἐνδύομαι (Low)ἐνδεδυμένος χιτῶνα μέχρι ποδός (444 (4230)) ἀμπίσχομαι (High) ἀμπισχόμενος χιτῶνα ποδηνεκῆ (NChonChron 10969)

βασιλικὴν στολὴν ἐνεδύσατο (14213 (24910)) ἀμφιέννυμαι (High) τήβενναν ἠμφιάσατο (NChonChron 42448)

διπλοΐδα αἰσχύνης καὶ ἀτιμίας ἐνεδύθησαν (1 ἐνδιδύσκομαι (High) διπλοΐδα αἰσχύνης ἐνδιδυσκόμενοι (NChonChron 42431)

στολὰς ἐνδεδυμένοι (3114 (3417)) ἐνεσθέομαι (High) στολὰς ἐνησθημένοι (NChonChron 9363)

χλαμύδα ἐνδεδυμένος (443 (4222)) ἐσθέομαι (High) χλαμύδα ἠσθημένος (NChonChron 10961)

τὰ βασιλικὰ ἐνδύεται παράσημα (1876 (34532 κοσμέομαι (High) τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις (NChonChron 5643)

ἕνεκα (Ambiguous)ἐπαινούμενος ἕνεκα τῆς τοιαύτης νίκης (6117 genitive (High) ὑμνούμενος τῆς νίκης (NChonChron 15877)

ἐνεργέομαι (Low)τὰ ἐνεργούμενα (1841 (3417)) συμβαίνω (Both) τὰ συμβαίνοντα (NChonChron 5576)

ἔνθα (Low)ἔνθα ὁ τόπος ἐφαίνετο στερεός (21124 (37427 ᾗ (High) ᾗ ἐπίμαχος ὁ χῶρος κατεφαίνετο (NChonChron 61135)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 101 of 284

ἕκαστος ἔνθα ἂν βούληται (447 (4317)) ὅπῃ (High) ὅπῃ φίλον ἑκάστῳ (NChonChron 11095)

ἐνθυμέομαι (Low)ἐνθυμούμενος ὅσα hellip ἔπραξαν (652 (8020)) μέμνημαι (High) τοῦ κατὰ Κέρκυραν μεμνημένος παροινήματος (NChonChro

ἐνθύμημα (Low)τὸ ἐνθύμημα (632 (7330)) ἐννόημα (High) τὸ ἐννόημα (NChonChron 16031)

ἐνθύμησις (Low)ἐνθυμήσεων (1442 (25416)) ὑφήγημα (High) σκεμμάτων τε καὶ ὑφηγημάτων (NChonChron 43261)

ἐνθυμίζω (Low)ἐνθυμίζων αὐτὸν τὰς εὐεργεσίας (1421 (2464) ἀναμιμνῄσκω (High) τῶν γεγενημένων ἀναμιμνῄσκων εὐποιϊῶν (NChonChron 4

ἐννέα (Ambiguous)ἐννέα χρόνους ἔμελλε ἆρξαι (1445 (2554)) ἐννεατίζω (High) ἐνναετίσειν ἤμελλε (NChonChron 43391)

ἔννοια (Low)μὴ ἔχοντες ἔννοιαν (1612 (30415)) ἀφροντιστέω (Ambiguous) Βουλγάρων ἀφροντιστοῦντες (NChonChron 50223)

ἐννοιάζομαι (Ambiguous)ἐννοιάζετο διὰ τοὺς Φράγγους (21132 (37513) ὑφοράομαι (High) τὸ τῶν Λ Φρόνημα ὑφορώμενος (NChonChron 61257)

ἐννοιαζόμενος τὴν περαίωσιν (1431 (2529)) ὑφοράομαι (High) ἐπιδρομὴν ὑφορᾶσθαι (NChonChron 42972)

ἑνόομαι (Low)ἑνωθῆναι (21178 (38315)) συμμίγνυμι (High) ξυμμῖξαι (NChonChron 62486)

τοῖς Ἀρμενίοις ἑνωθεὶς (2181 (36924)) συμμίγω (Low) συμμίξας τοῖς Ἀρμενίοις (NChonChron 60287)

ἑνόω (Low)ἑνῶσαι (1152 (734)) συνάπτω (High) συνάψαι (NChonChron 3933)

ἔντερον (Low)τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἔσπασαν (1429 (24815)) ἐντός (Ambiguous) τὰ ἐντὸς διεφθάρη (NChonChron 42313)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 102 of 284

ἐντεῦθεν (High)ὁπόσα τὰ ἐντεῦθεν συνέβησαν (21141 (3761)) ἐνθένδε (High) ὁπόσα ἐνθένδε ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

ἔντιμος (Ambiguous)ἔντιμος (1113 (17115)) τιμήεις (High) τιμήεις (NChonChron 31826)

ἐντός (Ambiguous)ἐντὸς εἰσελθεῖν (1812 (33621)) εἴσω (High) εἴσω παρεισελθεῖν (NChonChron 55020)

ἐντὸς τοῦ ἔξωθεν τείχους (1112 (122)) εἴσω (High) εἴσω τοῦ τειχισμοῦ (NChonChron 2717)

ἐντὸς τῆς πόλεως εἰσελθεῖν (2175 (36819)) εἴσω (High) εἴσω παρελθεῖν (NChonChron 59931)

εἰσάγει ἐντός (21121 (3744)) ἔνδοθεν (High) ἔνδοθεν (NChonChron 61093)

ἐντὸς (15121 (28917)) ἔνδοθι (High) ἔνδοθι (NChonChron 48218)

ἐντὸς (15121 (28917)) ἔνδοθι (High) ἔνδοθι (NChonChron 48218)

ἐντὸς (1113 (215)) ἔνδον (High) ἔνδον (NChonChron 2840)

ἅτινα ἦσαν ἐντὸς ἐν αὐτοῖς διήρπαζον (2123 ( ἔνδον (High) τὰ τε ἔνδον διήρπαζον (NChonChron 58680)

ἐντὸς τῶν παλατίων (1812 (33626)) ἔνδον (High) ἔνδον τῶν ἀρχείων (NChonChron 55026)

ἐντὸς (1226 (2023)) ἔσωθεν (High) ἔσωθεν (NChonChron 35882)

ἐντὸς (1114 (1724)) ἔσωθεν (High) ἔσωθεν (NChonChron 31838)

ἐντρέπομαι (Low)ἐντρέπετο (1012 (1479)) αἰσχύνομαι (High) ᾐσχύνετο (NChonChron 27515)

ἐντραπεὶς (121013 (21929)) ἐρυθριάω (High) ἐρυθριάσας (NChonChron 38425)

ἐντροπή (Low)τὴν εὐκατάστατον ἐντροπὴν (15165 31335) αἰδήμων (High) τὸ τοῦ τρόπου αἰδῆμον (NChonChron 49943)

τὴν γυναικείαν ἐντροπὴν (1543 28523) αἰδώς (High) τὸ κάλυμμα τῆς αἰδοῦς (NChonChron 46086)

ἡ ἐντροπὴ (613 7119) αἶσχος (High) τὸ ἐκ τῆς ἥττης αἶσχος (NChonChron 15280)

μετὰ ἀτιμίας καὶ ἐντροπῆς (1661 (3145)) αἶσχος (High) αἴσχους ἐμπιμπλάμενον (NChonChron 51811)

τὴν αὐτοῦ ἐντροπὴν (12213 21212) αἰσχύνη (Both) μετὰ ἧτταν καὶ αἰσχύνην (NChonChron 36159)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 103 of 284

εἰς ἐντροπὴν ἐνέβαλε (15131 (2904)) αἰσχύνω (High) ᾔσχυνε (NChonChron 48336)

τὴν ἐντροπὴν (1377 2461) ἧττα (High) τὴν ἧτταν (NChonChron 40775)

εἰς ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος τῶν χωρῶν καὶ πόλε ὄνειδος (High) εἰς ὄνειδος πόλεων (NChonChron 53478)

ἐντροπιάζω (Low)σὲ βλέποντες ἐντροπιασμένην (15165 3149) ἀσχημοσύνη (High) τὸ τῆς ἀσχημοσύνης χρόνιον φέρειν (NChonChron 49953)

ἐντυλίσσω (Low)ἐντυλίξαντες (21179 (38322)) διαλαμβάνω (Ambiguous) διαλαβόντες (NChonChron 62493)

ἐνυβρίζω (Ambiguous)ἐνύβρισεν (1426 (24727)) παροινέω (High) παρῴνησεν (NChonChron 42283)

ἐξάγω (Low)ἐξάγει τῆς ζωῆς (515 (5417-18)) ἀπάγω (Ambiguous) ἀπάγει τοῦ ζῆν (NChonChron 12819)

ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) ἐκκομίζω (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

ἐξαίφνης (Low)ἐξαίφνης (447 (4321)) ἀθρόως (High) ἀθρόως (NChonChron 1105)

ἐξαίφνης ἐγένετο βοὴ (616 (6912)) αἴφνης (High) αἴφνης αἴρεται θροῦς (NChonChron 15211)

ἐξαίφνης (1226 (20130)) αἴφνης (High) αἴφνης (NChonChron 35876)

ἐξαίφνης (1825 (33832)) ἔννοια (Low) ὑπὲρ ἔννοιαν (NChonChron 55315)

ἐξαίφνης (14219 (2511)) ἐξάπινα (High) ἐξάπινα (NChonChron 42716)

ἐξακριβόομαι (High)τὴν εὐσέβειαν αὐτοῖς ἐξακριβωσάμενος (VEut φωταγωγέω (Low) τῷ θείῳ λόγῳ φωταγωγήσας (KyrilSkyth VEuth 10 (217))

ἑξάμιτον (Low)ἑξάμιτα (1552 (27519)) σηρικός (High) σηρικοῖς νήμασιν (NChonChron 46135)

ἐξανίσταμαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 104 of 284

ἐξαναστὰς (434 (4024)) ἐξαναθρῴσκω (High) ἐξανέθορέ τε (NChonChron 10558)

ἐξαπατάω (Low)ἐξαπατώμενοι (14212 (24827)) φρεναπατάω (High) φρεναπατώμενοι (NChonChron 42326)

ἐξαποστέλλω (Ambiguous)ἐξαπέστειλεν εἰπεῖν (4716 (5323)) ἀποστέλλω (Low) ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον (NChonChron 1248)

ἐξάπτω (Low)ἐξάψας τὸ πρόσωπον (121013 (21930)) πυρωπός (High) πυρωπότερος φανεὶς (NChonChron 38426)

ἐξαριθμέω (Ambiguous)ἐξαριθμῆσαι (1585 (2839)) ἀριθμέω (Ambiguous) ἀριθμεῖν (NChonChron 47364)

ἐξαρματώνω (Low)αἰχμαλωτίζων καὶ ἐξαρματώνων (6114 (722)) σκυλεύω (High) σκυλεύω (NChonChron 15737)

ἐξασφαλίζω (Both)ἐξασφαλισάμενος καὶ κατοχυρώσας αὐτό (16 κρατύνω (High) κρατύνας τὸ ἔρυμα (NChonChron 50213)

ἐξεῖπον (Low)πῶς ἄν τις ἐξείποι (14213 (24911)) διέξειμι (High) τι ἄν τις διεξίῃ (NChonChron 42449)

ἐξέρχομαι (Both)ἐξελθὼν (1592 (28322)) αἴρω (High) ἄρας (NChonChron 47479)

ἐξελθὼν (1225 (2019)) ἀναπλέω (High) ἀναπλεύσας (NChonChron 35757)

ἐξέρχεται (438 (4132)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρεῖ (NChonChron 10731)

ἐξελθὼν (1423 (24626)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρήσας (NChonChron 42148)

κἀκεῖθεν ἐξελθών (1611 (3042)) ἀνίσταμαι (Both) κἀκεῖθεν ἀναστάς (NChonChron 50211)

εἰ δrsquo ἴσως καὶ ἐξήρχοντο (1458 (25734)) ἀντιτάττομαι (High) εἰ δέ ποτε καὶ ἀντετάχθησαν (NChonChron 43713)

ἀπὸ τῆς Φιλίππου ἐξελθὼν (1581 (28126)) ἀπαίρω (Both) ἀπάρας ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 4714)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 105 of 284

ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐξελθὼν χώρας (112 (44)) ἀπαίρω (Both) ἀπάρας ἐκ τῆς Ῥωμαίων (NChonChron 3234)

ἐξῆλθε (617 (6918)) ἀπαίρω (Both) ἀπῆρεν (NChonChron 15318)

ἐξήλθομεν (14219 (25027)) ἀπαίρω (Both) ἀπαράντες (NChonChron 42612)

ἐκεῖθεν ἐξελθὼν (1113 (223)) ἀπανίσταμαι (High) ἐκεῖθεν ἀπαναστὰς (NChonChron 2953)

ἐκεῖθεν ἐξελθών (21107 (3731)) ἀπανίσταμαι (High) ἐκεῖθεν ἀπαναστάς (NChonChron 60844)

ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν (2123 (3606)) ἄπαρσις (High) τὴν ἐκ πόλεως ἄπαρσιν (NChonChron 58788)

ἐξέρχονται ἀπὸ τῶν πορτῶν (21142 (37620)) διεκχέομαι (High) διεκχέονται τῶν πυλῶν (NChonChron 6143)

ἐξῆλθε (1823 (33814)) δρασμός (High) δρασμῷ ἐχρήσατο (NChonChron 55286)

ὅλος ἐξῆλθεν ὁ λαὸς (2175 (36816)) ἐκρέω (High) ἅπας ἐξερρύησαν ὁ λεὼς (NChonChron 59929)

ἐξελθὼν (438 (4126)) ἐξαναδύομαι (High) ἐξαναδὺς (NChonChron 10721)

οἵτινες ἐξελθόντες τοῦ τείχους (1113 (29)) ἔξειμι (High) οἳ καὶ ἐξιόντες τοῦ τείχους (NChonChron 2833)

ἐξέρχεται (2181 (36921)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 60184)

ἐξελθὼν (1453 (25530)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 43425)

ἐξελθὼν (183 (34023)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 55684)

ἐξήρχοντο (2123 (3607)) ἔξειμι (High) ἐξῄεσαν (NChonChron 58789)

ἐξέρχεται (1431 (2522)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 42865)

ἐξερχομένων (1585 (2838)) ἔξειμι (High) ἐξιόντων (NChonChron 47362)

ἐξέρχεται (1582 (2824)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 47218)

ἐξελθὼν (21172 (38114)) ἔξειμι (High) ἐξιὼν (NChonChron 6216)

ἐξέρχεται (443 (4221)) ἔξειμι (High) ἔξεισι (NChonChron 10858)

ἐξέρχεται πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη (621 (731)) ἔξειμι (High) ἔξεισι πρὸς τἀ ἑσπέρια (NChonChron 15884)

ἐξέρχεται (1425 (24712)) ἔξειμι (High) ἔξεισιν (NChonChron 42266)

ἐξήλθοσαν (1435 (25315)) ἔξοδος (Ambiguous) αὐτῷ ἡ ἔξοδος διηυμάριστο (NChonChron 43021)

ἐξῆλθε (1131 (425)) ἐξορμάω (High) ἐξώρμησεν (NChonChron 3363)

ἐξήλθοσαν (1458 (25730)) ἔπειμι (High) ἐπῄεσαν (NChonChron 43710)

ἐξελθεῖν ἐν ταῖς χώραις (16172 (32513)) ἐπιτίθεμαι (High) τοῖς θέμασιν ἐπιθέσθαι (NChonChron 53358)

τρυπήσας ἐξῆλθεν (436 (4111)) οἴχομαι (High) διατορήσας ᾤχετο (NChonChron 1061)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 106 of 284

ἐξελθὼν (6117 (7229)) πρόειμι (High) πρόεισιν (NChonChron 15880)

ἐξέρχεται ἀπὸ τοῦ κάστρου (21121 (3742)) ὑπεξίσταμαι (High) τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται (NChonChron 61088)

ἐξετάζω (Low)ἀκριβῶς ἐξέταζε (1813 (3375)) ἀκριβολογέω (High) ἠκριβολόγησε (NChonChron 55143)

τοὺς αὐθέντας ἐξέταζον (2123 (35928)) ἀνακρίνω (High) τοὺς δεσπότας ἀνέκρινον (NChonChron 58681)

ἐξευμενίζω (Low)ἐξευμενιζων τὸν βασιλέα ἐφαίνετο (4714 (53 ἐξομαλίζω (High) ἐξομαλίζων ἦν τὸν βασιλέα (NChonChron 12375)

ἐξισάζω (Low)ἐξισάζειν ἑαυτὸν τοῖς βασιλεῦσι (631 (7326)) ἀνθαμιλλάομαι (High) πρὸς βασιλεῖς ἀνθαμιλλᾶσθαι (NChonChron 16027)

ἐξοδιάζω (Low)οὐδὲ ἐπιθυμητότερον ἐξοδιάζειν (1822 (33723 δαπανηρός (High) οὐδὲν ἔθνος δαπανηρότερον (NChonChron 55163)

ἔξοδος (Ambiguous)μετὰ ἐξόδων καὶ χρημάτων (1411 (2454)) ἀνάλωμα (High) ἀναλώμασι (NChonChron 41995)

περιέφραζε τὰς ἐξόδους (4715 (539)) διέξοδος (High) περιεφράγμου τὰς διεξόδους (NChonChron 12383)

τὴν ἅπασαν ἔξοδον (15105 (28621)) ἐφόδιον (High) ἐφόδιον ὅπερ ἤτησε (NChonChron 4787)

ἐξοικισμός (Low)ἐξοικισμὸς (1585 (28312)) έρημία (High) ἡ τῶν χωρῶν ἐρημία (NChonChron 47366)

ἐξόπισθεν (Low)ἐξόπισθεν (1581 (28132)) νῶτον (High) κατὰ νώτου (NChonChron 47111)

ἐξόπισθεν ἐστράφη (1114 (1726)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐφέρετο (NChonChron 31839)

ἐξόπισθεν ἦλθεν εἰς Κ (1151 (728)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐπανῆκεν εἰς τὸ Βυζάντιον (NChonChron 3824)

ἐξοπλίζω (Low)ἔργοις ἑαυτὸν ἐξοπλίσας (16192 (32615)) περιανθίζω (High) ἔργοις ἑαυτὸν περιανθίσας (NChonChron 53594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 107 of 284

ἐξορίζω (Low)ἐξορίσθησαν ἀπὸ ταῆς πατρίδος αὐτῶν (1511 ἔκπτωσις (High) πατρίδος ἐδυστύχησαν ἔκπτωσιν (NChonChron 48065)

ἐξορισθέντας (1211 (19917)) ἐξορία (High) ἐν ἐξορίαις κακουχουμένους (NChonChron 35518)

ἐξορύττω (Both)ὀφθαλμοὺς ἐξορύξας (1457 (25722)) ἐκκόπτω (Both) κόρας ἐκκόψαι (NChonChron 43692)

ἐξουδενόω (Low)ἐξουδενοῦντες τοὺς βασιλεῖς (1457 (25723)) μυκτηρίζω (High) τὰ Ῥωμαίων μυκτηρίζοντες πράγματα (NChonChron 43694)

ἐξουσία (Low)ἀπὸ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας ἐδίωξε (4711 (5211)) ἀρχή (Both) τῆς οἰκείας ἀρχῆς παρέλυσεν (NChonChron 12231)

ἡ ἐξουσία τῶν Βλάχων (1582 (2825)) ἀρχηγία (Ambiguous) ἡ ἀρχηγία Μυσῶν (NChonChron 47219)

τῆς ἐξουσίας αὐτὸν ἐξέβαλε (14222 (25126)) ἀρχηγία (Ambiguous) μεταστήσας τῆς ἀρχηγίας (NChonChron 42848)

ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) διεξαγωγή (High) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

ἡ ἐξουσία (1583 (2828)) ἡγεμονία (High) ἡ ἡγεμονία (NChonChron 47222)

ἔβλεπε τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν (1841 (3413)) ἰσχύς (High) τὴν οἰκείαν ἑώρα ἰσχὺν (NChonChron 5571)

τὴν ἐξουσίαν (622 (7315)) κράτος (Ambiguous) τὸ κράτος (NChonChron 1596)

ἀνέθηκε τὴν ὅλην ἐξουσίαν (1461 (2582)) κυβέρνησις (Ambiguous) ἐνεχείρισε τὴν πάντων διεξαγωγὴν καὶ κυβέρνησιν (NChon

τὴν ἐξουσίαν λαμβάνει (621 (736)) κυριότης (High) ἐπισπᾶται τὴν κυριότητα (NChonChron 15991)

ἐξουσίαν (1111 (1714)) ὑποχείριος (High) ὑποχείριον (NChonChron 3178)

ἐξουσιάζω (Low)ἐξουσιάζεσθαι παρά τινος (1557 (27629)) πείθομαι (Ambiguous) ἑτέροις πείθεσθαι (NChonChron 46493)

ἐξυπνίζω (Low)ἐξύπνισε καὶ ἐγρηγόρησεν (15121 (2898)) ἐξαναθρῴσκω (High) ἐξανέθορον καὶ ἀνένηψαν (NChonChron 4827)

ἔξω (Low)ἔξω (14213 (2492)) ἔξωθεν (High) ἔξωθεν (NChonChron 42437)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 108 of 284

ἐξωθέω (Low)ἐφοβεῖτο μήπως ἐξωσθῆ (622 (7314)) παραλύω (High) ἠγωνία μήπως τῆς τῶν Σέρβων παραλυθῇ δυναστείας (NCh

ἑορτάζω (Low)ἑορτάσων τὴν κοίμησιν (1463 (25830)) τελέω (High) τελέσων τὰ ὅσια τῇ μεταστάσει (NChonChron 43853)

ἑορτάσιμος (Low)ἐλθούσης δὲ τῆς ἑορτασίμου μνήμης (619 (69 ἑόρτιος (High) ἐνστάσης δὲ τῆς ἑορτίου μνήμης (NChonChron 15334)

ἐπαινέω (Ambiguous)ἐπαινούμενος ἕνεκα τῆς τοιαύτης νίκης (6117 ὑμνέω (High) ὑμνούμενος τῆς νίκης (NChonChron 15877)

ἐπαίνουν (1553 (27525)) ὑπεξαίρω (High) ὑπεξαίροντες (NChonChron 46245)

ἐπαίρω (Both)διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) αἴρω (High) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

ἐπαίρουσιν τὸ νερόν (1612 (30423)) ἀρύομαι (High) ἀρύσασθαι τὸ ποτόν (NChonChron 50332)

εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρετο καὶ θρασύτητα (166 προσεπαίρω (High) προσεπαίροντα εἰς θρασύτητα (NChonChron 51814)

ἐπακολουθέω (Both)ἐπακολουθοῦντα (1454 (25620)) ἐφέπω (High) ἐφέποντα (NChonChron 43551)

ἐπηκολούθησαν καὶ αὐτῶ (1427 (2485)) προσχωρέω (High) καὶ τούτῳ προσκεχωρήκασι (NChonChron 42293)

ἐπακόλουθος (Low)ἵνα ἐπακόλουθον τῶ λόγω ἔχω (21141 (3761)) εἱρμός (High) ἵνα καθ᾽ εἱρμὸν τῷ λέγειν δοίημεν (NChonChron 61377)

ἐπαναστρέφομαι (Low)συντόμως πάλιν ἐπαναστρέφεται (112 (417)) φιλυπόστροφος (High) ταχέως φιλυπόστροφος γίνεται (NChonChron 3251)

ἐπαναστρέφω (Low)ἐπανέστρεψεν (479 (5118)) ἐπαναζεύγνυμι (High) ἐπανέζευξεν (NChonChron 12093)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἐπανέστρεψεν (161 ἐπανατρέχω (High) εἰς Βυζάντιον ἐπανέδραμε (NChonChron 53595)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 109 of 284

ἐπανέρχομαι (Low)ἐπανέρχομαι (511 (531)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνειμι (NChonChron 12648)

ἐπάνω (Low)(ἔθηκεν) ἐπάνω δὲ τούτου (523 (5610)) ἄνωθεν (High) τὸν πῖλον ἐπέθηκεν ἄνωθεν (NChonChron 1312)

ἐπάνω τούτων (1142 (718)) ἄνωθεν (High) ἄνωθεν (NChonChron 387)

ἐπάνω ὄρους κειμένην (21124 (37423)) ἐπί (Ambiguous) ἐπ ἀνάντους ὄρους κειμένη (NChonChron 61129)

ὲπάνω δὲ τούτου τοῦ ἅρματος ἦν ἡ εἰκὼν (611 ἐπί + genitive (High) ἵδρυτο δrsquo ἐπrsquo αὐτοῦ ἡ εἰκὼν (NChonChron 15869)

ἔπαρσις (Ambiguous)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 κόμπος (High) καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 6590)

μετὰ ἐπάρσεως (1563 (27718)) κόμπος (High) μετὰ κόμπου (NChonChron 46533)

εἰπεῖν μετὰ ἐπάρσεως (618 (6927)) μεγαλορρημονέω (High) μεγαλορρημονῶν ἔλεγεν (NChonChron 15328)

ἐπειδή (Both)ἐπειδὴ κακῶς ἔπασχε (1454 (2569)) ὡς (Both) ὡς κακῶς πασχόντων (NChonChron 43536)

ἐπεισέρχομαι (Ambiguous)ἕτερον (κακὸν) ἐπεισῆλθε (1557 (27619)) ἐπεισφρέω (High) ἕτερον (κακὸν) ἐπεισέφρησε (NChonChron 46378)

ἐπέρχομαι (Ambiguous)πολλὰ (σημεῖα) ἐπήλθοσαν (2122 (35920)) συμφέρομαι (High) πολλὰ (σημεῖα) ξυνηνέχθησαν (NChonChron 58671)

ἐπηρμένος (Low)ἐπηρμένων καὶ ἀλαζονικῶν (2151 (36517)) τυφομανής (High) τυφομανῶν (NChonChron 59511)

μετὰ ἐπηρμένου φρονήματος (618 (6925)) φρονηματίζομαι (High) φρονηματισθέντες (NChonChron 15326)

ἐπί (Ambiguous)ἐπὶ (1583 (2828)) προς (Both) πρὸς (NChonChron 47222)

ἐπί + accusative (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 110 of 284

ἐπὶ τὴν Βερόην (1432 (25213)) εἰς (Both) εἰς Βερόην (NChonChron 42976)

ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς (21143 (37633)) ἐπί + dative (Ambiguous) ἐφrsquo ἡμέραις πλείοσι (NChonChron 61516-17)

ἐπὶ δὲ τὸ κακὸν τοῦτο ἕτερον ἐπεισῆλθε (1557 ἐπί + dative (Ambiguous) ἐπὶ δὲ τῷ κακῷ τούτῳ ἕτερον ἐπεισέφρησε (NChonChron 463

ἐπί + dative (Ambiguous)ἐπὶ τῷ δόρατι ἐγκαυχώμενον (441 (4216)) dative (Both) τῷ δόρατι ἐγκαυχώμενον (NChonChron 10854)

ἐπὶ πλέον (Ambiguous)ἐπιπλέον (433 (4010)) ἐκ τοῦ πλείονος (High) ἐκ τοῦ πλείονος (NChonChron 10439)

καὶ ἐπὶ πλέον (632 (7332)) ἔτι (Ambiguous) καὶ ἔτι πρὸς (NChonChron 16034-35)

ἐπιπλέον (513 (5325)) μάλιστα (High) μάλιστα (NChonChron 12781)

ἐπὶ πλέον (14212 (24825)) πλειόνως (High) πλειόνως (NChonChron 42324)

ἐπιπλέον μετὰ ἀμάξης περιεπάτει (4712 (522 τὰ πολλά (High) τὰ πολλὰ ἐφrsquo ἁρμαμάξης (NChonChron 12249)

ἐπιβουλή (Ambiguous)ἐπιβουλὴν κατασκευάσας (14210 (24817)) σύστρεμμα (High) σύστρεμμα τεκτηνάμενος (NChonChron 42314)

πρωταίτιον τῆς ἐπιβουλῆς (15113 (28821)) σύστρεμμα (High) πρωτουργὸν τοῦ συστρέμματος (NChonChron 48180)

ἐπιδίδωμι (High)ἐπιδώσει αὐτῶ (183 (34023)) κατατίθεμαι (High) καταθέσθαι οἱ συνέθετο (NChonChron 55683)

ἐπιθυμέω (Both)ἐπιθυμῶν συμμίξαι (7127 (8830)) γλίχομαι (High) συμμῖξαι γλιχόμενος (NChonChron 18525)

ἐπιθυμῶν καταντῆσαι (1225 (2018)) διανοέομαι (Both) πέρας θέσθαι διανοούμενον (NChonChron 35756)

ἐπεθύμει (183 (34020)) ἐράω (High) ἐρᾶν (NChonChron 55681)

ἐπιθυμεῖ στρατηγίαν ποιῆσαι μακρὰν (631 (7 ἐράω (High) ἐρᾷ στρατείας ὑπερορίου (NChonChron 15918)

ἐπιθυμεῖ (14214 (24919)) ἐράω (High) ἐρᾶν (NChonChron 42558)

τὰς χώρας ἐπιθυμῶν κρατῆσαι (4711 (5213)) ἔρως (Ambiguous) νοσήσας κἀπὶ τῇ τούτου ἔρωτα χώρᾳ (NChonChron 12234)

ἐπιθυμητός (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 111 of 284

οὐδὲ ἐπιθυμητότερον εἰς χρήματα (ἔθνος) (18 ἐρασιχρήματος (High) οὐδὲν γὰρ ἔθνος ἐρασιχρηματώτερον (NChonChron 55162)

ἐπιθυμία (Ambiguous)διrsquo ἐπιθυμίας εἶχεν ἑνῶσαι (1152 (734)) ἔρως (Ambiguous) ἀεὶ διrsquo ἔρωτος εἶχε συνάψαι (NChonChron 3933)

ἐπιθυμίαν (1557 (27625)) ἔρως (Ambiguous) ἔρωτα (NChonChron 46488)

ἐπικείμενος (Ambiguous)τὰς ἐπικειμένας χώρας (1118 (17317)) ἐφεξῆς (High) τὰς ἐφεξῆς χώρας (NChonChron 32193)

ἐπιλαμβάνομαι (High)στρατιωτικῆς δυνάμεως ἐπιλάβεσθε (6111 (7 μνάομαι (High) μνήσασθε πολεμίου ἀλκῆς (NChonChron 15459)

ἐπιλανθάνομαι (Ambiguous)ἐπιλάθηται τοῦ οἴκου τοῦ πατρικοῦ (511 (531 λανθάνομαι (High) τῆς ἐς πατρίδα λαθόμενος ἐπανόδου (NChonChron 12663)

ἐπιμελέομαι (Low)τῆς ἔσωθεν (εὐμορφίας) ἐπεμελεῖτο (251 (121 ἐπιμέλομαι (High) τοῦ ἔνδον (κάλλους) ἐπεμέλετο (NChonChron 5360)

ἐπιπέμπω (Ambiguous)ἐπιπέμπων βοήθειαν (1225 (20113)) ἐπισταλάττω (High) ἐπισταλάττων χάριν (NChonChron 35759)

ἐπιπίπτω (Low)πολλῶν Σέρβων ἐπιπεσόντων αὐτῶ (3111 (33 ἐπιβρίθω (High) πολλῶν ἐπιβρισάντων αὐτῷ Σέρβων (NChonChron 9236)

ἐπιπλήττω (Ambiguous)ὠνείδισε καὶ ἐπέπληξε (1455 (25632)) καταμωκάομαι (High) καταμωκώμενον (NChonChron 43666)

ἐπιστήμων (Ambiguous)ἐπιστήμονα πάντων (21106 (37234)) ἴδρις (High) ἴδριν τῶν τακτικῶν (NChonChron 60838)

ἐπιστρέφω (Low)ἵνα ἐπιστρέψη (1432 (25212)) ἀναχωρέω (Both) ἀναχωρήσειν (NChonChron 42975)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 112 of 284

ἐπισυμβαίνω (Ambiguous)εἰς τὰ ἐπισυμβάντα τῆ βασιλίδι (2122 (35919)) συμβαίνω (Both) ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι τῇ βασιλίδι (NChonChron 58670)

ἐπιτάσσω (High)ἐπιτάττει αὐτῶ κλέψαι τὰς κλεῖς (521 (227)) ἐπισκήπτω (High) ἐπισκήπτει τούτῳ ὑφελέσθαι τὰς κλεῖς (NChonChron 12933

ἐπιτήδειος (Both)ἐπιτήδειον πρὸς ὑποδοχὴν (413 (3819)) ἱκανός (Ambiguous) ἱκανὸν ὑποδέξασθαι (NChonChron 10161)

ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 (7412)) οὔριος (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ὁ ἄνεμος ἀνέμου ἐπιτηδείου γενομένου (633 ( φορός (High) ὡς ἦν τὸ πνεῦμα φορὸν καὶ οὔριον (NChonChron 16151)

ἐπιτίθημι (Low)πληγὰς αὐτοὺς ἐπιθέντες (2123 (35929)) ἐντείνω (High) πληγὰς ἐντείνοντες ἐνίοις (NChonChron 58681)

ἐπιτιμάω (Both)ἐπετίμησε (1422 (24621)) ἐμβριμάομαι (Ambiguous) ἐμβριμησάμενος (NChonChron 42143)

ἐπιτυχία (Ambiguous)τὴν ἐπιτυχίαν (631 (7323)) εὐδαίμων (High) τὸ εὔδαιμον (NChonChron 15920)

ἐπιφέρω (Low)ἐπιφέρων τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (743)) ἀποκομίζω (High) ἀποκομίσοντα τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16041)

ἐπιχειρέω (Low)δολοφονῆσαι ἐπεχείρει (1661 (31410)) φροντίζω (Both) δολοφονίας ἐφρόντιζε (NChonChron 51817)

στρατιωτικὴν ἐπιχειροῦντας μέθοδον (21142 ( χράομαι (High) μεθόδοις χρωμένους στρατηγικαῖς (NChonChron 61494)

ἔποικος (Ambiguous)οἱ ἐντός τῆς πόλεως ἔποικοι (1592 (28330)) πολιορκέω (High) πολιορκούμενοι (NChonChron 47487)

ἐπόμνυμαι (Ambiguous)ἐπομόσεται στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (336 συντίθεμαι (Both) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι συνέθετο (NChonChron 55038)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 113 of 284

ἐργάζομαι (High)κακὰ ἐργάζεται (3111 (3322)) δράω (High) χείρονα δρᾶν (NChonChron 9230)

ἐργασάμενος (1823 (33816)) ἐπιτεχνάομαι (High) ἐπιτεχνώμενος 55288 (NChonChron 55288)

αὐτὸς δὲ τὸ ἐναντίον εἰργάσατο (1455 (25624) τρέπομαι (Both) ὁ δὲ τὴν ἐναντίαν ἐτράπετο (NChonChron 43554)

ἔργον (Ambiguous)ἄτοπα καὶ ἄνομα ἔργα (1119 (1741)) ἦθος (High) ἀπάνθρωπα ἤθη (NChonChron 32118)

ἐρευνάω (Low)τοὺς λιμένας ἠρεύνα (437 (4117)) διερευνάομαι (High) τοὺς λιμένας διηρευνᾶτο (NChonChron 10710)

ἔρημος (Ambiguous)ἔρημος ἐγένετο (2121 (35910)) κενόω (High) κεκένωται (NChonChron 58560)

τὸ Στούμπιν ἔρημον ἀπηργάσαντο (1451 (255 κενόω (High) τῶν ἐνοικούντων τὸ Στούμπιον ἐκένωσαν (NChonChron 434

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) κενόω (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ἔρχομαι (Both)ἤλθομεν (14219 (25027)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμεθα (NChonChron 42612)

πρὸς τὸν βασιλέα ἐλθεῖν (1662 (31415)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικέσθαι ἐς βασιλέα (NChonChron 51823)

ἐλθὼν (1553 (27521)) ἀφικνέομαι (High) ἀφικόμενος (NChonChron 46237)

ἡ ἐξουσία ἔρχεται ἐπὶ ταὸν ἀδελφὸν (1583 (28 βλέπω (Both) ἡ ἡγεμονία βλέπει πρὸς (NChonChron 47222)

ἐλθεῖν εἰς Ἀδριανούπολιν (1456 (2571)) γίνομαι (Both) κατrsquo Ἀδριανούπολιν γενέσθαι (NChonChron 43668)

μέλλων ἔρχεσθαι (447 (4316)) εἶμι (High) μέλλων ἰέναι (NChonChron 11095)

ἔρχονται (1111 (1712)) εἰσβάλλω (Ambiguous) ἐσβάλλει (NChonChron 3175)

εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (112 (422)) εἴσειμι (High) τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

ἐλθὼν (1556 (27617)) εἴσειμι (High) εἰσιὼν (NChonChron 46372)

ἐλθούσης δὲ τῆς ἑορτασίμου μνήμης (619 (69 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης δὲ τῆς ἑορτίου μνήμης (NChonChron 15334)

ἐλθούσης οὖν τῆς ἡμέρας τῆς ὁρισθείσης (653 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης οὖν τῆς προθεσμίας (NChonChron 17265)

ἐλθούσης δὲ τῆς ὥρας τοῦ γεύματος (436 (41 ἐνίσταμαι (High) ἐνστάσης τοίνυν ὥρας ἀρίστου (NChonChron 10692)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 114 of 284

ἡ προθεσμία ἦλθεν (443 (4219)) ἐνίσταμαι (High) ἡ προθεσμία ἐνειστήκει (NChonChron 10856)

τὸ φάρμακον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἐλθὸν (515 (54 ἐνσκήπτω (High) τὸ φάρμακον τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσι (NChonCh

πάλιν ἔρχεται (1453 (2567)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνεισιν αὖθις (NChonChron 43434)

ἔρχεται πρὸς (1436 (25324)) ἐπάνειμι (High) ἐπάνεισι πρὸς (NChonChron 43133)

ἐρχομένω (14214 (24922)) ἐπάνειμι (High) ἐπανιόντι (NChonChron 42562)

ἀνελπίστως κατrsquo αὐτοῦ ἐλθὼν (2185 (37027)) ἔπειμι (High) μὴ προσδόκιμος ἐπιὼν τῷ ἀνδρὶ (NChonChron 60333)

τοὺς ἐρχομένους (1435 ( 25310)) ἔπειμι (High) τὸ ἐπιὸν (NChonChron 43017)

ἤρχοντο (618 (6925)) ἔπειμι (High) ἐπῄεσαν (NChonChron 15327)

ἐλθεῖν (1812 (33621)) ἐπιρρέω (High) ἐπιρρεῦσαι (NChonChron 54919)

πρὸς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (1611 (3043)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταται τῇ Θεσσαλονίκῃ (NChonChron 50211)

ἔρχεταί τις (6110 (703)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταταί τις (NChonChron 15444)

περὶ τὸν βασιλέα ἐλθὼν (121013 (21926)) ἐφίσταμαι (High) τῷ βασιλεῖ ἐπιστὰς (NChonChron 38422)

ἤρχετο (1225 (2017)) ἔχομαι (High) ταῆς πορείας εἴχετο (NChonChron 35755)

μήπω δὲ τῆς συμμαχίας ἐλθούσης (21178 (383 ἥκω (High) μήπω δὲ τῆς ξυμμαχίας ἡκούσης (NChonChron 62480)

ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν (412 (3812)) ἱκνέομαι (High) ἵκετο πρεσβεία (NChonChron 10053)

ἦλθε (15122 (28921)) κατάγομαι (High) κατήχθη (NChonChron 48223)

πρὸς Ἀδριανούπολιν ἔρχεται (183 (34019)) καταλαμβάνω (High) τὴν Ἀδριανοῦ κατέλαβε (NChonChron 55680)

εἰς Θεσσαλονίκην ἔρχεται (412 (3817)) καταλαμβάνω (High) τὴν τῶν Θεσσαλῶν καταλαβὼν (NChonChron 10058)

εἰς Ἀδριανούπολιν ἐλθόντες (21143 (37630)) καταλαμβάνω (High) κατειληφότες τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (414 (3910) μετασκηνόω (High) εἰς τὴν βασιλίδα πόλιν μετασκηνοῖ (NChonChron 10287)

εἰς τὰ βασίλεια ἔρχονται (1821 (33711)) παραβάλλω (High) ἐς τὰ βασίλεια παραβάλλουσιν (NChonChron 55151)

εἰς τὰ Τ ἦλθεν (244 (124)) παρεμβάλλω (High) παρενέβαλεν εἰς τὰ Τ (NChonChron 5345)

ἤρχετο (1225 (2017)) πορεία (High) τῆς πορείας εἴχετο (NChonChron 35755)

πρὸς τὴν Προύσαν ἔρχονται (2183 (37011)) πρόσειμι (High) τῇ Προύσῃ προσίασι (NChonChron 60213)

ἐλθὼν πρὸς τὸν βασιλέα (1585 (28229)) προσρέω (High) τῷ βασιλεῖ προσρυεὶς (NChonChron 47345)

ὑπὸ σκιὰν δένδρου ἐλθὼν (7125 (8817)) ὑπέρχομαι (High) σκιὰν ὑπελθὼν δένδρου (NChonChron 1849)

ἦλθε (1456 (2572)) φθάνω (Both) φθάσας (NChonChron 43671)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 115 of 284

ἐρωτάω (Both)ἠρώτησεν αὐτῶ εἰ θέλει (479 (5125)) ἔρομαι (High) ἤρετο εἰ βούλοιτο (NChonChron 1219)

ἠρώτησεν (1422 (24613)) ἔρομαι (High) ἤρετο (NChonChron 42035)

ἐρωτήσας (14219 (25030)) πυνθάνομαι (High) πυνθανομένου (NChonChron 42716)

ἑσπέρα (Ambiguous)πρὸς ἑσπέραν (15111 (2883)) βουλυτόν (High) περὶ βουλυτὸν (NChonChron 48059)

πρὸς ἑσπέραν (15111 (28730)) ὀψέ (High) τῆς ἡμέρας ὀψὲ (NChonChron 48055)

ἐστιν (Low)ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) ellipsis (High) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

ἔσχατος (Ambiguous)τοῦ ἐσχάτου ἐνδύματος (15106 (28712)) τελευταῖος (High) ταὸ τελευταῖον κάλυμμα (NChonChron 47934)

ἔσωθεν (High)τῆς ἔσωθεν (εὐμορφίας) (251 (1216)) ἔνδον (High) τοῦ ἔνδον (κάλλους) (NChonChron 5360)

ἐτάζω (Ambiguous)ἐταζόμενος (1429 (24815)) ἔτασις (High) ἐτάσεσιν ὑποβληθεὶς (NChonChron 42312)

ἕτερος (Both)παρrsquo ἑτέρων (2151 (36521)) ἄλλος (Both) παρrsquo ἄλλοις ἔθνεσι (NChonChron 59516)

ἑτέρας μηχανὰς (21179 (38318)) ἄλλος (Both) ἄλλων μηχανῶν (NChonChron 62489)

ἑτέραν ὁδὸν (1435 (25319)) ἄλλος (Both) ἄλλην (NChonChron 43025)

ἕτερα κάτεργα (15122 (28925)) ἄλλος (Both) τριήρεις ἄλλας (NChonChron 48226)

ἕτεροι δὲ καὶ ὀλιγοψύχουν (6114 (7133)) εἰσὶ δrsquo οἵ (High) εἰσὶ δrsquo οἳ καὶ ἐλειφαίμουν (NChonChron 15735)

βασιλεύσας δὲ ἕτερος ἀνεφάνη (15132 (29011 ἑτεροῖος (High) ἄρξας δrsquo οὖν ἑτεροῖος ὦπτο (NChonChron 48343)

ἐξ ἑτέρων (1564 (2782)) ἑτέρωθεν (High) ἑτέρωθεν (NChonChron 46649)

ἕτερον κατὰ τοῦ ἑτέρου ἐκίνει πρὸς π (474 (4 θάτερος (High) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 116 of 284

τὴν δὲ ἑτέραν ἀπέστειλε (1411 (2456)) θάτερος (High) θατέραν δὲ πέπομφε (NChonChron 4193)

ἑτέρων (1114 (17118)) λοιπός (Ambiguous) λοιποὶ (NChonChron 31831)

τὰς ἑτέρας χώρας (1613 (30429)) λοιπός (Ambiguous) τὰ λοιπὰ πολίσματα (NChonChron 50339)

ἕτεροι δὲ φονεύονται (1114 (229)) ὁ δέ (High) οἱ δrsquo ἐμπείρονται δόρασιν (NChonChron 2961)

ὁ μὲν hellip ἕτερος (437 (4116)) ὁ δέ (High) ὁ μὲν hellip τῷ δὲ (NChonChron 1079)

ἕτεροι δὲ (214 (3651)) ὁ δέ (High) οἱ δὲ (NChonChron 59490)

τὸ δὲ ἕτερον ἔπεμψε (16192 (3263)) ὁ δέ (High) τὸ δrsquo ἐξέπεμψεν (NChonChron 53481)

ἕτεροι (1221 (20014)) τίς (Both) τινὲς (NChonChron 35635)

ἑτοιμάζομαι (Low)καὶ πρὸς πόλεμον ἡτοιμάζετο (1661 (31411)) μεθίσταμαι (High) μηδὲ τοῦ πολέμου μεθιστάμενος (NChonChron 51818)

ἑτοιμάζω (Both)ἡτοιμάζετο (1612 (30426)) ἑτοιμάζω (Both) ἡτοιμάσατο (NChonChron 50335)

στόλον ἑτοιμάσας (632 (7331)) καταρτύω (High) στόλον καταρτύει (NChonChron 16033)

εὐαγγέλιον (Low)μετὰ τῶν θείων εὐαγγελίων (2182 (36931)) λόγιον (Both) μετὰ τῶν θείων λογίων (NChonChron 6022)

εὐαπόδεκτος (Ambiguous)ὠφέλιμος καὶ εὐαπόδεκτος (15111 (28723)) πολυέραστος (High) πολυέραστος (NChonChron 47947)

εὐγενής (Low)εὐγενεῖς (2177 (3697)) εὖ (High) τῶν εὖ γεγονότων (NChonChron 60166)

εὐδοκέω (Ambiguous)θεὸς ηὐδόκει (1558 (27633)) βουλεύομαι (High) θεὸς βεβούλευται (NChonChron 4643)

εὐδοκίμησις (Ambiguous)εὐδοκίμησιν (15121 (28911)) ἀέθλευμα (High) ἀεθλεύμασιν (NChonChron 48212)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 117 of 284

εὐεργεσία (Ambiguous)τὰς εὐεργεσίας (1421 (2465)) εὐποιΐα (High) τῶν εὐποιϊῶν (NChonChron 42029)

εἰς ῥόγαν καὶ εὐεργεσίαν (1224 (2014)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

εὐεργεσίας (511 (535)) φιλοφροσύνη (High) φιλοφροσύνης (NChonChron 12653)

εὐεργετέω (Ambiguous)εὐεργετῆσαι (1558 (27631)) βραβεύω (High) βραβεύοντα (NChonChron 4641)

εὐεργετήσας (42 (3914)) διαθάλπω (High) διαθάλψας (NChonChron 10292)

εὐεργετῶ σοι ταῦτα (479 (5131)) φιλοτιμέομαι (Low) φιλοτιμοῦμαί σε τούτοις (NChonChron 12115)

εὔκαιρος (Low)εὔκαιρα ἐφέροντο (κάτεργα) (6320 (7833)) ἀνερμάστιστος (High) ἀνερμάστιστοι φέρεσθαι (νῆες) (NChonChron 16873)

εὐκίνητος (Ambiguous)εὐκίνητος πρὸς θυμὸν (14214 (24914)) εὐέμπτωτος (High) εὐέμπτωτος εἰς θυμὸν (NChonChron 42452)

εὐκολοκράτητος (Low)εὐκολοκράτητον (1112 (25)) εὐκαταγώνιστος (High) εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

εὔκολος (Ambiguous)εὔκολον (2131 (36018)) εὐμαρής (High) εὐμαρὲς (NChonChron 5876)

τὰ εὐκολώτερα (1613 (30431)) εὐχείρωτος (High) τὰ εὐχείρωτα (NChonChron 50341)

ὁδὸν εὔκολον (21124 (37425)) ῥᾴδιος (High) πάροδον ῥᾳδίαν (NChonChron 61132)

εὐκόλως (Ambiguous)εὐκόλως (16172 (32514)) εὐμαρῶς (High) εὐμαρῶς hellip καὶ ῥαδίως (NChonChron 53359)

εὐκόλως εἶχε καὶ τὴν ὅλην παραλαβεῖν Ζαγορ εὐμαρῶς (High) εἶχεν ἂν εὐμαρῶς καὶ ἀπόνως Μυσίαν ἅπασαν (NChonChro

εὐκόλως τούτους ἀποτινάσσεται (7128 (8913) εὐπετῶς (High) τὴν ἐπέλευσιν εὐπετῶς ἀποκρούεται (NChonChron 18546)

εὐκόλως τούτους ἀπεπέμψατο (7126 (8825)) ῥαδίως (High) ῥᾳδίως τούτους ἐώσατο (NChonChron 18421)

εὐκόλως (16172 (32514)) ῥαδίως (High) εὐμαρῶς καὶ ῥαδίως (NChonChron 53359)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 118 of 284

εὔλογος (Ambiguous)εὔλογον (14220 (25111)) πρόδηλος (High) πρόδηλον (NChonChron 42729)

εὐμήχανος (Low)εὐμήχανος (436 (415)) εὐμέθοδος (High) εὐμέθοδος (NChonChron 10689)

εὐμορφία (Low)τῶ κάλλει καὶ τῆ εὐμορφία (2131 (36016)) κάλλος (Both) τῷ κάλλει (NChonChron 5874)

τῆς σωματικῆς εὐμορφίας (251 (1215)) κάλλος (Both) τοῦ σωματικοῦ κάλλους (NChonChron 5360)

εὔμορφος (Ambiguous)διὰ γυναικὸς εὐμόρφου (14213 (2494)) καλλιπάρῃος (High) διὰ γυναικὸς καλλιπαρῄου (NChonChron 42439)

εὐνοῦχος (Ambiguous)εὐνοῦχον (4717 (5331)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίαν ἄνθρωπον (NChonChron 12418)

εὐνούχω (1113 (17115)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίᾳ (NChonChron 31826)

εὐνοῦχος (1551 (27512)) ἐκτομίας (High) ἐκτομίας (NChonChron 46126)

τοῦ εὐνούχου (1812 (33627)) ἐκτομίας (High) τοῦ ἐκτομίου (NChonChron 55026)

οἱ εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως (1613 (3054)) ἐνόρχης (High) οἱ μὴ ἐνόρχαι τοῦ βασιλέως πρόκοιτοι (NChonChron 50350)

εὐπρόσωπος (Low)πρόφασιν εὑρόντες εὐπρόσωπον (2121 (35913 εὐτύπωτος (High) χρησαμένων προσωπείῳ εὐτυπώτῳ (NChonChron 58664)

εὑρίσκομαι (Ambiguous)εὑρίσκοντο δυνατώτερα (1452 (25529)) εἰμί (Both) ἦσαν ἐπικρατέστερα (NChonChron 43424)

μετὰ τῶν εὑρεθέντων αὐτῶ στρατιωτῶν (113 ὡς εἶχεν (High) ὡς εἶχεν (NChonChron 3363)

εὑρίσκω (Both)εὑρισκόμενον (1562 (27710)) αὐλίζομαι (High) αὐλιζόμενον (NChonChron 46524)

περὶ τῶν μὴ εὑρισκομένων (2123 (35928)) ἀφανής (High) περὶ τῶν ἀφανῶν (NChonChron 58681)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 119 of 284

στράτευμα εὑρόντες (21178 (38317)) ἐγκύρω (High) τάγμασι ἐγκύρσαντες (NChonChron 62487)

κάτεργα τοῦ σουλτάνου εὑρόντες (633 (7411) ἐγκύρω (High) ἓξ ἐγκύρσας ναυσὶν (NChonChron 16153)

τὰ εὑρεθέντα ἐκεῖσε (1824 (33824)) ἔνειμι (High) τὰ ἐνόντα (NChonChron 5534)

ὁδὸν εὑρίσκων (21124 (37425)) θεάομαι (Both) πάροδον θεώμενος (NChonChron 61132)

καιρὸν εἰς τοῦτο εὔκολον ηὕραμεν (1456 (257 λαμβάνομαι (High) εὐκαιρίας ἐλάβοντο (NChonChron 43684)

οὐχ ηὕρισκον χρήματα (1822 (33727)) σπανίζω (High) χρημάτων ἐσπάνιζε (NChonChron 55166)

εὗρε ταὸν ῥῆγα (15106 (28626)) συγγίγνομαι (High) τῷ ῥηγὶ συνεγένετο (NChonChron 47814)

εὐτρεπίζομαι (Low)εἰς πόλεμον ηὐτρεπίζετο (1142 (718)) ἅπτομαι (High) ἔργων πολεμίων ἥπτετο (NChonChron 385)

εὐφημέω (Low)εὐφημούμενος καὶ δοξαζόμενος (476 (5012)) κροτέω (Ambiguous) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

εὐφημίζω (Low)εἰς βασιλέα εὐφημίζεσθαι (1143 (723)) ἐρυθρός (High) ἐρυθροῦ πεδίλου καὶ φοινικίδος βασιλικῆς (NChonChron 38

εὐφημίζουσιν (1877 (34533)) πρόσρησις (High) προσρήσεις ἀποδιδόασιν (NChonChron 5645)

εἰς βασιλέα εὐφημίζεσθαι (1143 (723)) φοινικίς (High) ἐρυθροῦ πεδίλου καὶ φοινικίδος βασιλικῆς (NChonChron 38

εὐφραίνομαι (Low)εὐφραινόμενος καὶ χαίρων (112 (422)) ἀγαλλιάομαι (High) ἠγαλλιᾶτο (NChonChron 3356)

οὐχ τοσοῦτον ηὐφράνθη ὅσον (475 (504)) διαχέομαι (High) οὐχ ἦττον διαχυθῆναι ἤπερ (NChonChron 11832)

εὐχαριστέω (Ambiguous)εὐχαριστῶν τῶ σωτῆρι θεῶ (1435 (25317)) θύω (High) ἔθυε σῶστρα τῲ σωτῆρι θεῷ (NChonChron 43023)

εὐχή (Low)τὰς σύνηθεις εὐχὰς ἐπειπών (VEuthym 24 (617 κατηχέω (Low) κατηχήσας αὐτοὺς (KyrilSkyth VEuth 10 (211))

εὔχομαι (Ambiguous)ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 ἐπεύχομαι (High) συντελεσμὸν ἐπηύχοντο (NChonChron 55566)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 120 of 284

ηὔχοντο (1457 (25725)) ἐπεύχομαι (High) ἐπηύχοντο (NChonChron 4371)

ἐφίστημι (Both)στρατηγὸν ἐπιστήσας (1454 (25611)) ἀποτάσσω (Ambiguous) εἰς στρατηγὸν ἀποτάξας (NChonChron 43539)

ἐχθρός (Low)ὡς ἐχθρὸν (1142 (712)) ἀντίπαλος (High) ὡς ἀντίπαλον (NChonChron 3794)

οἱ ἐχθροὶ (214 (36429)) ἀντίπαλος (High) τὸ ἀντίπαλον (NChonChron 59484)

τοῖς ἐχθροῖς (1823 (33816)) ἀντίφρων (High) τοῖς ἀντίφροσι (NChonChron 55289)

ἐχθρῶν (1591 (28314)) βάρβαρος (High) βαρβάρους (NChonChron 47470)

ἐχθρῶν (1452 (25529)) ἐναντίος (Both) ἐναντίων (NChonChron 43424)

τῶν γειτονούντων μοι ἐχθρῶν (479 (5130)) πολέμιος (Both) τὸ κύκλῳ πολέμιον (NChonChron 12114)

ἔχω (Both)εἶχε μὲν οὖν τότε πεντεκαιδεκάτην ὁ Αὔγουστ ἄγω (Both) ἦγε δὲ τότε πεντεκαιδεκάτην ὁ Αὔγουστος μὴν (NChonChro

μὴ ἔχων τι διαπράξασθαι (21106 (37235)) ἀπεῖπον (High) ἀπειπών (NChonChron 60840)

μὴ ἔχειν (15106 (28628)) ἀπορέω (Ambiguous) ἀπορεῖν (NChonChron 47815)

τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ ἔχων (433 (4016)) ἄρνυμαι (High) τὰ φίλτρα γέρας ἀρνύμενος (NChonChron 10448)

τὸ μέσον τῆς στρατιᾶς εἶχεν (619 (6932)) ἐπέχω (High) τὸ μὲν τῆς φάλαγγος μέτωπον ἐπεῖχεν (NChonChron 15339

ἔχειν κριτὴν (1563 (27726)) ἱζάνω (High) ἱζάνειν δικαστὴν (NChonChron 46643)

ἐχόντων τιμὰς (1584 (28220)) καρπόομαι (High) καρπουμένων τιμὰς (NChonChron 47235)

δασώματα δένδρων ἔχει (1612 (30421)) κομάω (High) ἄλσεσιν κομᾷ (NChonChron 50329)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) περιβάλλομαι (Ambiguous) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

πόλιν ἔχουσαν πλῆθος στρατοῦ (1113 (29)) στέγω (High) πόλιν στέγουσαν ὁπλιτικόν (NChonChron 2832)

τὴν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γυναῖκα ἔχοντα (2118 συνάπτομαι (High) τῇ σφετέρᾳ θυγατρὶ συναφθέντα (NChonChron 62648)

ἔχων μεθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ τὴν γυναῖκα (1453 (255 συνεπάγομαι (High) καὶ τὴν γυναικωνῖτιν συνεπαγόμενος (NChonChron 43426)

ὲν τῇ φυλακῇ εἶχεν ὁ β Μανουὴλ (432 (3929)) συνέχω (High) ἐν φρουρᾷ συνεῖχεν ὁ Μανουὴλ (NChonChron 10319)

ἔχων ἀνὰ στόμα (1211 (1994)) φέρω (Both) φέρων ἀνὰ στόμα (NChonChron 3556)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 121 of 284

ἔχω + infinitive (High)ἀλλὰ τί ἔχει τις εἰπεῖν (411 (385)) subjunctive + ἄν (High) ἀλλὰ τί εἴπῃ τις ἂν (NChonChron 10044)

ἔχων + acc (Low)αἱματωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες (2123 accusativus respectus (High) ὕφαιμοι τοὺς ὀφθαλμοὺς (NChonChron 58791)

ἕως πότε (Low)ἕως πότε (477 (5028)) ἕως τίνος (Low) ἕως τίνος (NChonChron 12069)

ἕως πότε παραβλέπεις (472 (4826)) ἕως τίνος (Low) ἕως τίνος παρόψει (NChonChron 11679)

Ζαγορά (Low)εἰς τὴν Ζαγορὰν εἰσελθὼν (1431 (2523)) Αἷμος (High) τὸν Αἷμον εἴσεισι (NChonChron 42866)

Ζαγορὰν (1581 (28119)) Μυσία (High) Μυσίας (NChonChron 47193)

Ζαγορᾶς (1581 (28127)) Μυσία (High) Μυσίας (NChonChron 4715)

τὴν ὅλην Ζαγορὰν (1581 (28122)) Μυσία (High) Μυσίαν ἅπασαν (NChonChron 4711)

πρὸς τὴν Ζαγορὰν (16192 (3267)) Μυσία (High) ἐς Μυσίαν (NChonChron 53483)

ζάριν (Low)παίζων ταβλία καὶ ζάρια (1842 (34116)) κυβεύω (High) ἐκύβευεν (NChonChron 55717)

ζημία (Ambiguous)ζημίας (15112 (2887)) ἁρπαγή (High) ἁρπαγὰς (NChonChron 48065)

ζημίαν ὑπέστη (15122 (28922)) ζημιόω (Ambiguous) ζημιωθεὶς (NChonChron 48224)

ζῆν (High)ὀλίγον ζήσας (1143 (725)) ἐπιβιόω (High) βραχύ τι ἐπιβιοὺς (NChonChron 3817)

ζῶντος ἔτι (432 (3931)) ζῆν (High) ἔτι τοῖς ζῶσι κατειλεγμένου (NChonChron 10322)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) ζωγρίας (High) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

ζητέω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 122 of 284

ζητήσαντος (1112 (26)) αἰτέομαι (High) αἰτησαμένου (NChonChron 2830)

ζητοῦντες δέξασθαι αὐτοὺς (2183 (37014)) αἰτέομαι (High) αἰτούμενοι σφᾶς εἰσδέξασθαι (NChonChron 60316)

ἐζήτησε τὰ σκεύη (15106 (2875)) αἰτέομαι (High) ᾐτεῖτο τῶν ἀναθημάτων (NChonChron 47827)

ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) αἰτέομαι (High) ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

καθὼς ἐζήτει (16171 (3253)) αἰτέω (High) τὰ ᾐτημένα (NChonChron 53347)

τὸν φυγάδα ἐζήτουν (437 (4118)) ἀναζητέω (High) ἀνεζήτει τὸν δραπέτην (NChonChron 10711)

βασιλείαν ζητῶν (14213 (2497)) ἀντέχομαι (Ambiguous) τῆς ἀρχῆς ἀντεχόμενος (NChonChron 42443)

ἐζήτει γενέσθαι (15106 (28631)) ἀπαιτέω (High) ἀπῄτει γενέσθαι (NChonChron 47819)

ζητήσας (14214 (24927)) ἀπαιτέω (High) ἀπαιτήσαντος (NChonChron 42567)

ζητῆσαι τὸν βασιλέα (15105 (28619)) δέομαι (High) δεῖται τοῦ βασιλέως (NChonChron 4785)

ἐζήτει (1558 (27632)) διώκω (Both) διώκων (NChonChron 4644)

ταύτην ἐζήτει τὸν βασιλέα δοῦναι (4714 (532- ἐξαιτέομαι (High) ταύτην ἐξῃτεῖτό οἱ παρέχειν τὸν αὐτοκ (NChonChron 12370

ἐζήτησαν (1584 (28226)) ἐξαιτέω (High) ἐξήτησαν (NChonChron 47341)

ζήτημα (Ambiguous)ζητήματα (1423 (24623)) αἴτησις (Ambiguous) αἰτήσεων (NChonChron 42145)

ζήτησις (Ambiguous)ζήτησιν (2175 (36822)) αἴτησις (Ambiguous) αἰτήσεων (NChonChron 59936)

ζητήσεις περὶ μεταθέσεως (1375 (2364)) συζήτησις (High) συζήτησις περὶ μεταθέσεως (NChonChron 40763)

ζυγός (Ambiguous)τὸν τοῦ Χριστοῦ ὑπέδυ ζυγὸν (14220 (2517)) τριβώνιον (High) τὸ κατὰ Χριστὸν ὑπέδυ τριβώνιον (NChonChron 42723)

ζωή (Both)τὴν ἡμετέραν ζωὴν (14213 (24832)) βίος (High) τὰ κατὰ τὸν βίον (NChonChron 42434)

ζωὴν εἰρηνικὴν (4713 (5228) βίοτος (High) βίοτον ἤρεμον (NChonChron 12258)

ζωὴν (14217 (25019)) βίοτος (High) βίοτον (NChonChron 42694)

ἐξάγει τῆς ζωῆς (515 (5417-18)) ζῆν (High) ἀπάγει τοῦ ζῆν (NChonChron 12819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 123 of 284

ζῷον (Low)ἀγέλας ζῴων κουρσεύσας (1131 (427)) θρέμμα (High) θρεμμάτων ἀγελας ἐλάσας (NChonChron 3364)

ἤ (Low)ἢ ὅσα κάστρα ἐκράτησεν (42 (3917)) ἤγουν (High) ἤγουν ὅσα ὑπηγάγετο φρούρια (NChonChron 1031)

πλέον αἵματα ἢ δάκρυα κλαίοντες (2123 (360 ἤπερ (High) πλέον αἵμασι ἤπερ δάκρυσι κλαίοντες (NChonChron 58791)

ἢ μᾶλλον (Low)ἢ μᾶλλον μωρίαν (2151 (36517)) εἴτrsquo οὖν (High) εἴτrsquo οὖν παράνοιαν (NChonChron 59512)

ἢ ὅσον (Low)πλέον στρατὸν ἢ ὅσον ἐκεῖνος εἶχεν (2178 (36 genitive (High) πλειόνων τοῦ παρrsquo ἐκείνῳ στρατεύματος (NChonChron 601

ἡγέομαι (Ambiguous)εἰς οὐδὲν ἡγούμενος (1591 (28317)) τίθεμαι (High) παρrsquo οὐδὲν τιθέμενος (NChonChron 47473)

ὡς ἐχθροὺς ἡγοῦντο (1142 (710)) ὑποβλέπομαι (High) ὡς ἐχθροὺς ὑπεβλέποντο (NChonChron 3792)

ἡλικία (Low)ἡλικίαν ἔχων ἀρίστην πλάτους καὶ μάκρους (1 εὐμήκης (High) εὐμήκης (NChonChron 42575)

τῆ ἡλικία ὑψηλὸς (3113 (3411)) μέγεθος (High) μεγέθει μέγιστος (NChonChron 9254)

ἡμεῖς (Low)ἡμεῖς δὲ ἀστράτευτοι (6111 (7020)) ἡμέτερον τό (High) ἀπόμαχον δὲ τὸ ἡμέτερον (NChonChron 15570)

ἡμέρα (Both)ἡμέρας πολλὰς (1226 (2025)) ἐπὶ μακρόν (High) ἐπὶ μακρὸν (NChonChron 35882)

τῆς ἡμέρας γενομένης (21142 (37615)) ἕως ἡ (High) ὑποφαυσάσης δὲ τῆς ἕω (NChonChron 61493)

περὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας (15121 (28915)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 48217)

περὶ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας (15121 (28915)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 48217)

τῆς ἡμέρας τῆς ὁρισθείσης (653 (8024)) προθεσμία (High) τῆς προθεσμίας (NChonChron 17265)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 124 of 284

ἡμέραν καθημέραν (Low)περιήργει ἡμέραν καθημέραν (1592 (28328)) ἀεί (High) ἔμελλε ἀεί πως (NChonChron 47485)

ἡμέτερος (Low)ἵνα δὲ τὰ ἡμέτερα συγγράψωμαι (2131 (36013 τὰ κατrsquo ἐμέ (High) ἵνα δὲ τὰ κατrsquo ἐμὲ τῇ ἱστορίᾳ συνείρω (NChonChron 5871)

ἥμισυς (Low)ὡς καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ἀπωλέσας (414 ὑπερήμισυς (High) τὸ τῆς στρατιᾶς διέφθειρεν ὑπερήμισυ (NChonChron 10281)

ἦν (Low)ἦν μετὰ στρατεύματος (7118 (873-4)) pluperfect (High) ἀπέσταλτο μετὰ στρατιᾶς (NChonChron 18240)

θάλασσα (Both)κατὰ θάλασσαν (15121 (2892)) ἅλς (High) καθrsquo ἅλα (NChonChron 4812)

θανάσιμος (Low)πλῆγμα θανάσιμον (6114 (7132)) καίριος (High) καίριον πλῆγμα (NChonChron 15733)

πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) καίριος (High) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

θάνατος (Both)καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 ᾅδης (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

φυσικῶ θανάτῳ (21172 (38122)) μόρος (High) μόρῳ φυσικῷ (NChonChron 62115)

θάνατον (1411 (2455)) μόρος (High) μόρον (NChonChron 4191)

θάνατον (15114 (28831)) μόρος (High) μόρον (NChonChron 48193)

θάνατον (1411 (24510)) πέρας (High) τὸ τοῦ βίου πέρας (NChonChron 4197)

θανατόω (Low)θανατῶσαι (1442 (25418)) ἀποκτείνω (High) ἀποκτείνεσθαι (NChonChron 43265)

ὡς αὐτὸν θανατώσαντες (434 (4020)) διαχειρίζομαι (High) ὡς τοῦτον διαχειρισόμενοι (NChonChron 10552)

θανατῶσαι (515 (5412)) ἐκποδών (High) ἐκποδὼν ποιήσασθαι (NChonChron 1289)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 125 of 284

ἐθανάτωσε (15113 (28818)) ζῆν (High) τοῦ ζῆν ἐστέρησεν (NChonChron 48176)

ἐθανάτωσε (15113 (28818)) στερέω (Both) τοῦ ζῆν ἐστέρησεν (NChonChron 48176)

θαρρέω (Both)πρὸς οὓςἐθάρρει τὰ ἀπόρρητα (14216 (25010)) ἀναπτύσσω (Ambiguous) πρὸς οὓςἀνέπτυσσε τὰ ἀπόρρητα (NChonChron 42683)

θαρρῶν εἰς τὸν βασιλέα (475 (501)) πέποιθα (Both) πεποιθὼς τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 11826)

θαρρῶν (13815 (24212)) πέποιθα (Both) πεποιθώς (NChonChron 41513)

θαρροποιέω (Low)ἐθαρροποίει αὐτοὺς (1116 (17221)) ἐπαίρω (Both) αὐτοὺς ἐπῆρεν (NChonChron 31961)

θαρσέω (Low)θαρσήσαντες (2184 (37020)) φρόνημα (High) ἔτι μᾶλλον πλησθέντες φρονήματος (NChonChron 60324)

θάρσος (Low)μετὰ θάρσους (1225 (2017)) εὐθαρσῶς (High) εὐθαρσῶς (NChonChron 35755)

θαῦμα (High)διὰ θαύματος εἶχε (479 (5116)) ἔκθαμβος (High) ἔκθαμβος ἐγένετο (NChonChron 12091)

θαυμάζω (Low)ὁ δὲ θαυμάσας (479 (5129)) ἄγαμαι (High) τοῦ δὲ ἀγαμένου (NChonChron 12113)

οἱ Πολῖται ἐθαύμαζον (3114 (3418)) θαῦμα (High) ὡς ἂν εἴη τοῖς πολίταις διὰ θαύματος (NChonChron 9365)

ἐθαύμασεν (2151 (36517)) θαῦμα (High) διὰ θαύματος θέσθαι (NChonChron 59511)

θαυμάσιος (Low)τὰ τοῦ θεοῦ θαυμάσια (2114 (3595)) τεράστιος (High) τῶν τεραστίων θεοῦ (NChonChron 58554)

θαυμαστός (Low)τὸ δὲ θαυμαστότερον (1825 (3395)) καινός (High) τὸ δὲ δὴ καινότερον (NChonChron 55424)

θέαμα (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 126 of 284

τοῦ ἐλεεινοῦ θεάματος (7124 (8811)) ὅραμα (High) τοῦ ἀπευκταίου ὁράματος (NChonChron 1842)

θεάομαι (Both)θεασάμενος (1425 (24722)) ἀθρέω (High) ἀθρήσας (NChonChron 42277)

ἐθεασάμεθα (1822 (3383)) ὁράω (Ambiguous) εἴδομεν (NChonChron 55276)

θεάσασθαι (1221 (2009)) ὁράω (Ambiguous) ὀψόμενοι (NChonChron 35632)

συνέτρεχον θεάσασθαι (1813 (3379)) ὁράω (Ambiguous) συνέτρεχε ὀψόμενος (NChonChron 55148)

θέλημα (Low)πληρῶσαι τὰ τούτων θελήματα (2183 (37015) βουλή (Both) τῶν πρὸς βουλῆς ἐπιτευξομένους (NChonChron 60317)

τὰ θελήματα τοῦ αὐθέντου (15104 (2867)) βούλημα (High) τὸ τοῦ κυρίου βούλημα (NChonChron 47789)

θέλω (Low)ἠθέλησε (14220 (2519)) αἱρετίζομαι (High) ᾑρετίσατο (NChonChron 42727)

γυναῖκα λαβεῖν οὐκ ἠθέλησεν (511 (5313)) ἀπέχομαι (Ambiguous) γάμου ἀπέσχετο (NChonChron 12662)

ἠρώτησεν αὐτῶ εἰ θέλει (479 (5125)) βούλομαι (Both) ἤρετο εἰ βούλοιτο (NChonChron 1219)

εἰ θέλωσι (1142 (715)) βούλομαι (Both) εἰ τοῦτο βούλοιντο (NChonChron 383)

ἤθελεν (15121 (28919)) βούλομαι (Both) ἐβούλετο (NChonChron 48220)

θέλει (15111 (2882)) βούλομαι (Both) βουλομένῳ (NChonChron 48059)

ἠθέλησε στόλον πέμψαι (631 (7324)) γινώσκω (Both) ἔγνω ἐν θαλάσσῃ θέσθαι χεῖρα αὐτοῦ (NChonChron 15920)

θέλων περιαργῆσαι (1131 (429)) διασκοπέομαι (High) ἐμβραδῦναι διασκοπούμενος (NChonChron 3367)

θέλων (1463 (2591)) ἑκών (High) ἑκὼν (NChonChron 43858)

θέλων εἰπεῖν (15131 (2905)) μέλλω + infinitive (Both) μέλλων διεξιέναι (NChonChron 48337)

ταπεινοῦται καὶ μὴ θέλων (2138 (36230)) μόγις (High) ἐνδίδωσί τε μόγις (NChonChron 5918)

ζῶντα αὐτὸν κρατῆσαι ἠθέλησαν (7126 (8825 ὀριγνάομαι (High) ζωγρίαν ἑλεῖν ὀριγνώμενοι (NChonChron 18420)

τὰ αὐτὰ θέλων διαπράξασθαι (2185 (37026)) προτίθεμαι (High) ἶσα δὲ τούτοις προθέμενος διαπράξασθαι (NChonChron 603

ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 προτίθεμαι (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

θελόντων (conj) (1812 (33629)) σπουδή (Both) διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο (NChonChron 55029)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 127 of 284

θεμέλιον (Low)τὰ θεμέλια ἐκμοχλεύειν (21143 (37635)) βάθρον (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

θεμελιόω (Low)οὔτε τὰ θεμελιωθέντα ἀπαντῆσαι ἠδυνήθησα θέμεθλον (High) μὴ τῶν βαθέων ἀντισχόντων θεμέθλων (NChonChron 5543

θεός (Low)ὀργὴν θεοῦ εἶναι (476 (5016)) θεῖον το (High) μηνίειν τὸ θεῖον (NChonChron 11949)

ὁ θεός (14213 (24832)) θεῖον το (High) τὸ θεῖον (NChonChron 42433)

παρὰ θεοῦ (15121 (2891)) θεόθεν (High) θεόθεν (NChonChron 48195)

θεοτόκος (Both)θεοτόκος (1373 (2358)) θεομήτωρ (High) θεομήτωρ (NChonChron 40636)

θεραπεία (High)θεραπείαν τρυγῶντες (VEuthym 26 (617D)) θεραπεύω (High) ἐθεραπεύοντο (KyrilSkyth VEuth 10 (2117))

θεραπεύω (High)πρὸς τὸ θεραπεῦσαι (2182 (3702)) θεραπεία (High) ἐς θεραπείαν (NChonChron 6024)

τῶ σουλτὰν θεραπεύων (478 (5113)) χαρίζομαι (Low) σουλτὰν χαριζόμενος (NChonChron 12087)

Θεσσαλονίκη (Low)ἀπὸ τῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὁρίων (16192 (326 Θετταλία (High) Θετταλίας (NChonChron 53591)

θεωρία (Low)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) εἶδος (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

τὴν θεωρίαν (7127 (893)) θέα (High) κατὰ θέαν (NChonChron 18531)

τῶ ἀνελπίστω τῆς θεωρίας (438 (4128)) θέα (High) τῷ ἀέλπτῳ τῆς θέας (NChonChron 10724)

ἐπὶ τῇ θεωρίᾳ αὐτῆς (2138 (36231)) θέα (High) ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς παιδὸς (NChonChron 5919)

θηλάζω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 128 of 284

θηλαζούσαις (1444 (25431)) τίτθη (High) τίτθαι (NChonChron 43381)

θηρίον (Low)θηρία (6111 (7013)) θήρ (High) θῆρες (NChonChron 15460)

θησαυρός (Low)τῶν βασιλικῶν θησαυρῶν (479 (5116)) χρυσών (High) τῶν βασιλικῶν χρυσώνων (NChonChron 12091)

θλίβομαι (Low)θλιβομένοις (7128 (8917)) δυσχεραίνω (High) δυσχεραίνουσιν (NChonChron 18550)

θλίβω (Low)ἔθλιψεν (1456 (25717)) παραλυπέω (High) παραλελύπηκεν (NChonChron 43687)

θλίψις (Low)χωρὶς θλίψεως τὴν αὐτοῦ διαβιβᾶσαι ζωὴν (14 ἄλυπος (High) ἄλυπον βίοτον (NChonChron 42694)

ὀλίγον τῶν θλίψεων ἐκκενώσαντες (473 (491 λύπη (Both) κενώσαντες τῆς λύπης βραχὺ (NChonChron 1176)

θνήσκω (Both)θνήσκει (1222 (20020)) καταστρέφω (High) καταστρέφει τὴν ζωὴν (NChonChron 35640)

θνήσκει (512 (5315)) τελευτάω (High) τελευτᾷ (NChonChron 12665)

θνῄσκω (Low)τὸ πλῆθος τῶν τεθνεώτων (447 (4329)) διαφθείρομαι (Both) τὸ πλῆθος τῶν διαφθαρέντων (NChonChron 11013)

θρασύνομαι (Low)ἐθρασύνθησαν (1226 (2026)) φρονηματίζομαι (High) ἐφρονηματίσθησαν (NChonChron 35885)

θρηνέω (Ambiguous)ἄλλο κακὸν ἐθρήνει καὶ ἀνεστέναζε (2123 (36 ἀνοιμώζω (High) ἄλλο τι κακὸν ἀνῴμωζε (NChonChron 58795)

θρίξ (Both)τρίχας (1421 (24517)) κόμη (High) κόμην (NChonChron 42016)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 129 of 284

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) κόμη (High) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

ἀπὸ τριχῶν συρόμενος (434 (4029)) κόμη (High) ἐπισπώμενον τῆς κόμης (NChonChron 10565)

θρόνος (Low)εἰς τὸν θρόνον ἀνάγουσι τὸν βασιλικὸν (1812 θῶκος (High) εἰς θῶκον ἀνάγεται τὸν βασίλειον (NChonChron 55032)

πατριαρχικὸν θρόνον (1374 (23513)) προέδρευσις (High) οἰκουμενικὴν προέδρευσιν (NChonChron 40642)

θυγάτηρ (Low)ὡραίαν θυγατέρα παρθένον (2123 (36094)) κόριον (High) ὡραῖον γάμου κόριον (NChonChron 58794)

θυμόομαι (Low)ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο καὶ ἐβαρύνετο (1557 ἀγανακτέω (Both) ἠγανάκτει (NChonChron 46491)

θυμωθεὶς (1422 (24618)) βράττω (High) θυμῷ βράττων (NChonChron 42139)

θυμωθεὶς (1422 (24620)) διακινέω (High) ἐς ὀργὴν διακινηθεὶς (NChonChron 42141)

θυμωθεὶς ( 1422 (24618)) θυμός (Both) θυμῷ βράττων (NChonChron 42139)

θυμωθεὶς (1422 (24620)) ὀργή (Both) ἐς ὀργὴν διακινηθεὶς (NChonChron 42141)

θυμός (Both)τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν (21315 (36423)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 59476)

θυμώδης (Low)ὀργῖλον ἄγαν καὶ θυμώδη (1456 (2579)) ἐπίχολος (High) ἐπιχολώτατον (NChonChron 43681)

θύρη τά (Low)τὰ ἅγια θύρη (1426 (2481)) ἀνάσταθμος (High) τὸν ἱερὸν ἀνάσταθμον (NChonChron 42289)

Ἰγγιλινία (Low)τοῦ ῥηγὸς Ἰγγλινίας (1557 (27621)) Ἰγγλινία (High) τοῦ ῥηγὸς Ἰγγλινίας (NChonChron 46382)

ἰδέα (Ambiguous)ὅμοιος κατὰ τὴν ἰδέαν τὴν πατρικὴν (14216 (2 ὄψις ἡ (High) πατρώζων τὴν ὄψιν ἀκριβῶς (NChonChron 42576)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 130 of 284

ἰδικός (Low)ἰδικὸν αὐτοῦ λαὸν (479 (5128)) ἐνδαπός (High) ἐνδαπὸν στράτευμα (NChonChron 12112)

ἰδιοποιέομαι (Low)Χορβατίαν ἰδιοποιεῖται (621 (735)) ὑποποιέομαι (High) Χορβατίαν ὑποποιεῖται (NChonChron 15990)

ἱερός (Both)σκεύη ἱερὰ καὶ πανάγια (1822 (33730)) σεπτός (High) σκεύη σεπτά τε καὶ παναγῆ (NChonChron 55269)

Ἰερουσαλήμ (Low)Ἰερουσαλὴμ (1443 (25423)) Παλαιστίνη (High) Παλαιστίνην (NChonChron 43271)

Ἰκόνιον (Low)τὴν τοῦ Ἰκονίου ἀρχὴν ἀναλαβών (21182 (384 Ἰκονιαρχία (High) τῆς Ἰκονιαρχίας αὖθις λαβόμενον (NChonChron 62649)

ἱμάτιον (Low)τὸ τούτου ἱμάτιον (477 (5025)) ἄμφιον (High) τὸ ἄμφιον (NChonChron 11965)

ἱμάτιον πλατὺν (477 (5024-25)) χιτών (High) εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

ἱματισμός (High)γυναικεῖον φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) στολή (Low) γυναικείαν ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

ἵνα (Low)τίς γὰρ ἵνα ἠκολούθησε θηρίον (1559 (27637)) ἄν (High) τις γὰρ ἂν θηρίῳ κατηκολούθησεν (NChonChron 4649)

ἵνα + aorist ind (Low)τότε ἵνα εἶδε τίς ἀπόνοιαν (2151 (36517-18)) ἦν + infinitive (High) ἦν ἰδέσθαι ἀπόνοιαν (NChonChron 59510)

ἵνα γοῦν (Low)ἵνα γοῦν (15133 (29013)) ἵνrsquo οὖν (High) ἵνrsquo οὖν (NChonChron 48345)

ἱπποδρομία (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 131 of 284

ἱπποδρομίαις καὶ ἑτέροις παραβιβασμοῖς στρα ἅμιλλα (High) ἵππων σταδιοδρόμων ἁμίλλαις (NChonChron 11956)

ἱπποδρόμιον (Low)τοῦ ἱπποδρομίου (477 (5023)) θέατρον (High) κατὰ τὸ θέατρον (NChonChron 11959)

τὸ ἱπποδρόμιον (1826 (33927)) ἱππικόν (High) τὸ ἱππικὸν (NChonChron 55551)

ἱστάμενος (Low)ἱστάμενος (1422 (24612)) ἑστώς (High) ἑστῶτα (NChonChron 42035)

ἱστάω (Low)ξύλα ξηρὰ ἱστῶντες (21143 (3772)) ἐφιστάω (High) ὑπερείσματα ἐφιστῶντες (NChonChron 61521)

ἵστημι (High)τὸ πρόθυμον ἵστησι (42 (3916)) σχάζω (High) σχάζει τὸ πρόθυμον (NChonChron 10294)

ἰσχυρός (High)ἰσχυροτέρων γινομένων (7121 (8718)) ἐπικρατής (High) ἐπικρατεστέρων γινομένων (NChonChron 18361)

ἰσχυρῶς (Low)τὸν ἵππον σὐτοῦ ἰσχυρῶς ἐγκράζων (616 (69 κατὰ κράτος (High) τὸν ἵππον κατὰ κράτος ἐλαύνων (NChonChron 15213)

ἴσως (Low)εἰ δrsquo ἴσως καὶ ἐξήρχοντο (1458 (25734)) ποτε (High) εἰ δέ ποτε καὶ ἀντετάχθησαν (NChonChron 43713)

Ἰταλός (High)Ἰταλοὶ μετὰ κονταρίων (441 (4214)) Ἰταλιώτης (High) ἱππότην κοντοφόρον Ἰταλιώτην (NChonChron 10851)

καβαλλαρικός (Low)τὸ καβαλλαρικὸν στράτευμα (1113 (215)) εὔιππος (High) τὴν εὔιππον στρατιάν (NChonChron 2840)

καβαλλάριος (Low)καβαλλάριος ἐν ἵππω (6117 (7224)) ἔποχος (High) ἵππῳ ἔποχος (NChonChron 15875)

καβαλλάριοι μετὰ ἵππων ἀραβικῶν (7128 (89 ἔποχος (High) Ἀραβίοις ἔποχοι ἵπποις (NChonChron 18540)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 132 of 284

τοῖς μετrsquo αὐτοῦ καβαλλαρίοις (2176 (3691)) ἱππάς (High) τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ (NChonChron 60057)

ὡς καβαλλάριος (562 (6027)) ἱππότης (High) ὡς ἱππότης (NChonChron 13823)

οἱ καβαλλάριοι ἀνδρεῖοι (444 (4231)) ἱππότης (High) ἱππόται ἀρεϊκοὶ (NChonChron 10971)

καβαλλαρίους (446 (4311)) ἱππότης (High) ἱππότας (NChonChron 11089)

καβαλλικεύω (Low)καβαλικεύουσιν ἄλογα (6111 (7019)) ἀνέχομαι (High) ἵπποις ἀνέχονται (NChonChron 15569)

ἵππω καβαλλικεύων (444 (4229)) ἔποχος (High) ἔποχος ἵππῳ (NChonChron 10968)

γυναῖκας ἀνδρικῶς καβαλλικευούσας (271 (1 ἐφιππάζομαι (High) θήλειαι ὡς ἄρρενες ἐφιππάζουσαι (NChonChron 6049)

καβαλικεύειν (1462 (25821)) ἱππεύω (High) ἱππεύειν (NChonChron 43844)

καθάπερ (Both)καθάπερ καὶ λώπη εἰς πρόσωπον (251 (1225)) ὅσα καί (High) ὅσα καὶ ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

καθάπερ ἄστρα (1825 (3397)) ὡς (Both) ὡς οἱ διᾴττοντες (NChonChron 55428)

καθαρός (High)καθαρὰν ἀγάπην (4715 (537)) ἀκραιφνής (High) φιλίαν ἀκραιφνῆ (NChonChron 12379)

κάθισμα (Low)τυραννεῖον καὶ κάθισμα (1611 (3045)) τυραννεῖον (High) τυραννεῖον κατεσκεύασε (NChonChron 50213)

καθόσον (Low)καθόσον ἠδύνατο (1453 (25532)) ὡς (Both) ὡς ἐνὸν (NChonChron 43426)

καθότι (Low)καθότι οὐδὲ μακρὰν ἔκειντο (1812 (33620)) οἷα (High) οἷα μηδὲ σκηνουμένους ἄποθεν (NChonChron 54918)

καθότι ἐζητοῦσαν (1561 (2777)) οἷα (High) οἷα τῶν ἀνδρῶν hellip Ποιησαμένων (NChonChron 46520)

καθότι ἀποδέχοντο (1424 (2476)) οἷα (High) οἷα ῥεπόντων (NChonChron 42158)

καθώς (Low)καθὼς και τις εἶπε (1811 (3365)) καθά (High) καθά τις ἐγνωμολόγησε (NChonChron 5496)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 133 of 284

καθὼς καὶ ἐπὶ τοῦ ὄφεως (7121 (8714)) καθά (High) καθὰ καὶ ἐπὶ δράκοντος (NChonChron 18254)

καθὼς αὐτός φησιν (7122 (8728)) ὡς (Both) ὡς αὐτός φησιν (NChonChron 18377)

καθὼς ἐκράτησε (4712 (5220)) ὡς (Both) ὡς εἶχε (NChonChron 12244)

καθώσπερ (Low)καθώσπερ ἐν τῆ Θράκη (2177 (3699)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ οἱ Θρᾶκες (NChonChron 60169)

καί (Low)ἔπειτα καὶ ὁ βασιλεὺς (6117 (7224)) δέ (High) ἔπειτα δrsquo ὁ κρατῶν (NChonChron 15875)

καὶ χείρονα πράττοντα (432 (407)) ἤγουν (High) ἤγουν καὶ χείροσι ἁλισκόμενον (NChonChron 10434)

καὶ ὁ μὲν (437 (4116)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν ὁ μὲν (NChonChron 1078)

καὶ ἤρξαντο τὴν κόρην ζητεῖν (2138 (36226)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν ἐνέκειντο τὴν κόρην αἰτούμενοι (NChonChron 5913)

καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) τε (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

καὶ οὕτω (Low)καὶ οὕτω μὲν ὁ βασιλεὺς (1811 (33616)) ἀλλά (Both) ἀλλrsquo ὁ μὲν (NChonChron 54914)

καὶ ταῦτα (Both)καὶ ταῦτα (1556 (27612)) καίπερ (High) καίπερ (NChonChron 46368)

καινοτομέω (Low)ἐκαινοτομήθησαν (1211 (19921)) ἀφαντόω (High) ἠφάντωτο (NChonChron 35621)

καινοτομῶν ταὰ ταῆς βασιλείας γράγματα (15 κατασπαθάω (High) τὰ κοινὰ κατασπαθῶν (NChonChron 47823)

καιρός (Low)κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἔαρος (6320 (7831)) ἐπιφαίνω (High) ἔαρος ἐπιφαίνοντος (NChonChron 16870)

καιρὸν εἰς τοῦτο εὔκολον ηὕραμεν (1456 (257 εὐκαιρία (High) εὐκαιρίας ἐλάβοντο (NChonChron 43684)

κατὰ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρὸν (1453 (25530 τροπή (High) κατὰ τὰς μετοπωρινὰς τροπὰς (NChonChron 43425)

ἀρκετὸν καιρὸν (477 (5020)) χρόνος (Both) ἐς ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 11955)

καιρός (1118 (17315)) χρόνος (Both) χρόνον (NChonChron 32091)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 134 of 284

εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) χρόνος (Both) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

ὁ καιρὸς (2711 (188)) ὥρα (Both) αἱ ὧραι (NChonChron 6592)

καίω (Low)ἔκαιε (1423 (2471)) λυμαίνομαι (High) ἐλυμαίνετο (NChonChron 42153)

κακοθάνατος (Low)κακοθανάτους (ἀνθρώπους) εἰργάσατο (2122 δύσποτμος (High) δυσπότμους (ἀνθρώπους) εἰργάσατο (NChonChron 58677)

κακόν (Low)κακὰ (4717 (541)) δεινόν (High) δεινὰ (NChonChron 12420)

κακοπαθέω (Low)κακοπαθήσας (13818 (24312)) μογέω (High) μογήσας (NChonChron 41759)

κακός (Low)τὰ κακὰ (211711 (3847)) δεινός (High) τὰ δεινά (NChonChron 62519)

εἰς τὰ κακὰ συναντήματα (1828 (3407)) δεινός (High) πρὸς δὲ τὰ δεινότατα συναντήματα (NChonChron 55565)

κακῶς (Low)τὰ κατὰ τὴν δύσιν κακῶς εἶχον (1431 (2521)) χειρόνως (High) τὰ κατὰ δύσιν χειρόνως εἶχον (NChonChron 42863)

καλαμάριον (Low)καλαμάρια καὶ κονδύλια (214 (3651)) δόναξ (High) γραφέας δόνακας (NChonChron 59490)

καλέω (High)κάστρον καλούμενον (3113 (3410)) ἐπικαλέω (High) φρούριον ὃ ἐπικέκληται (NChonChron 9253)

καλλιούπολις (Low)ἡ Κωνσταντίνου καλλιούπολις (2121 (3598)) καλλίπολις (High) ἡ Κωνσταντίνου καλλίπολις (NChonChron 58558)

καλλιώτερος (Low)τὰ πράγματα ἐφάνησαν καλλιώτερα (211711 βελτίων (High) βελτίω ἐφάνη τὰ πράγματα (NChonChron 62519-20)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 135 of 284

κάλλος (Both)τὸ κάλλος (1585 (2833)) ῥοδωνιά (High) τῇ τοῦ κάλλους ῥοδωνιᾷ (NChonChron 47356)

καλλωπίζομαι (Low)ταῖς ἀρεταῖς ὡραΐζετο καὶ ἐκαλλωπίζετο (251 ὡραΐζομαι (High) ταῖς ἀρεταῖς ὡραΐζετο (NChonChron 5464)

καλός (Low)διελύθη μετὰ τέλους καλοῦ (16192 (3268)) αἴσιος (High) αἴσιον πέρας ἐδέξατο (NChonChron 53586)

τὰ καλὰ (1823 (3386)) λῴων (High) τὰ λῴονα (NChonChron 55278)

καλῶς (Low)οὐδὲ ἁρματωμένους ὄντας καλῶς (21142 (376 ἀκρίβεια (High) οὐδrsquo ἐς ἀκρίβειαν ὡπλισμένους (NChonChron 61495)

μέχρις ἂν hellip καλῶς διαθήση (21133 (37521)) ἐπὶ τὸ κρεῖττον (High) ἕως hellip ἐπὶ τὸ κρεῖττον διάθηται (NChonChron 61366)

καλῶς γινώσκοντες (6111 (7013)) εὖ (High) εὖ εἰδότες (NChonChron 15460)

καμαλαύκα (Low)τὴν καμαλαύκαν (1584 (28221)) ἐρέα (High) τὴν ἐρέαν τῆς κεφαλῆς (NChonChron 47236)

κάμπος (Low)τὸν κάμπον (16172 (32516)) πεδιάς (High) τῶν πεδιάδων (NChonChron 53461)

εἰς κάμπον (443 (4221)) πεδίον (High) ἐς πεδίον (NChonChron 10859)

κανείσκιον (Low)κανείσκιον (15113 (28819)) κανοῦν (High) κανοῦ (NChonChron 48177)

καπάσιον (Low)τὸ ὅπερ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει καπάσιον (52 πῖλος (High) τὸν ἐπὶ κρατὸς πῖλον (NChonChron 1312)

καράβιον (Low)καράβια (653 (8029)) ναῦς (High) νῆες (NChonChron 17273)

καράβια (15121 (2895)) πλοῖον (High) πλοίοις (NChonChron 4823)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 136 of 284

κάρβουνον (Low)κάρβουνα (1826 (33921)) ἄνθραξ (High) ἄνθρακες (NChonChron 55446)

καρδία (Both)τὸ φάρμακον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἐλθὸν (515 (54 καίριος (High) τὸ φάρμακον τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσι (NChonCh

καρτερέω (Low)ὀλίγον καρτέρησον (21123 (37417)) ἐπιμένω (Ambiguous) βραχύ τι ἐπίμεινον (NChonChron 61121)

ἐκαρτέρει (1115 (17214)) νέμομαι (High) ἐνέμετο (NChonChron 31950)

καρφίον (Low)μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 ἕστωρ (High) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

κασσείδιον (Low)ἔπεσε τὸ κασσείδιον ἀπὸ τῆς αὐτοῦ κεφαλῆς ( κάσις (High) τὸν τῆς κεφαλῆς ἀπεβάλετο κάσιν (NChonChron 43018)

τὸ κασείδιον (7122 (8726)) κόρυς (High) τὴν κόρυθα (NChonChron 18371)

τοῦ κασειδίου (3111 (3329)) κράνος (High) τοῦ κράνους (NChonChron 9239)

τὸ κασείδιον αὐτοῦ (7125 (8820)) κυνέη (High) τὴν κυνέην (NChonChron 18414)

καστέλλιον (Low)καστέλλιον (1612 (30414)) ἔρυμα (High) ἔρυμα (NChonChron 50222)

στερροῦ καστελλίου (1612 (30424)) ἔρυμα (High) τοιούτου ἐρύματος (NChonChron 50333)

καστέλλιον τὰς χώρας καὶ τὰ καστέλλια (161 κώμη (High) τὰ πολίσματα καὶ τὰς κώμας (NChonChron 50339)

τὸ καστέλλιον τὴν Καισάρειαν (2184 (37025)) πόλισμα (High) τὸ πόλισμα τὴν Καισάρειαν (NChonChron 60330)

ἀπέρχεται εἴς τι καστέλλιον (1112 (117)) πολίχνιον (High) ἀφικνεῖται εἴς τι πολίχνιον (NChonChron 2710)

καστέλλια (4715 (538)) πολίχνιον (High) πολιχνίων (NChonChron 12382)

καστέλλια (1431 (25268)) πολίχνιον (High) φρούρια καὶ πολίχνια (NChonChron 42868)

τὸ καστέλλιον (1421 (24519)) πολίχνιον (High) πολίχνιον (NChonChron 42020)

τὰ καστέλλια (3121 (3424)) φρούριον (Both) τὰ φρούρια (NChonChron 9373)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 137 of 284

καστέλλια (1113 (219)) φρούριον (Both) φρούρια (NChonChron 2946)

ἔκτισε καὶ καστέλλιον (21124 (37427)) φρούριον (Both) φρούριον ἀνίστησιν (NChonChron 61134)

τοῦ καστελλίου (1612 (30420)) φρούριον (Both) τοῦ φρουρίου (NChonChron 50328)

καστελλίων (1562 (27713)) φρούριον (Both) φρουρίων (NChonChron 46527)

καστέλλια (1431 (25268)) φρούριον (Both) φρούρια καὶ πολίχνια (NChonChron 42868)

καστέλλια ὀχυρὰ (15112 (28810)) φρούριον (Both) φρούρια ἐπίκαιρα (NChonChron 48068)

κάστρον (Low)ἐξέρχεται ἀπὸ τοῦ κάστρου (21121 (3742)) ἔρυμα (High) τοῦ ἐρύματος ὑπεξίσταται (NChonChron 61088)

κάστρον (3102 (3319)) πόλις (Both) πόλις (NChonChron 9127)

τὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου τούτου (1113 (21 πόλις (Both) τὴν ὀχυρότητα ταυτησὶ τῆς πόλεως (NChonChron 2840)

κάστρων καὶ χωρῶν (1118 (17315)) πόλις (Both) πόλεων (NChonChron 32090)

κάστρον (3113 (349)) φρούριον (Both) φρούριον (NChonChron 9253)

τὸ κάστρον (1612 (30421)) φρούριον (Both) τὸ φρούριον (NChonChron 50330)

κάστρα (42 (3917)) φρούριον (Both) φρούρια (NChonChron 1031)

κάστρον (1611 (3045)) φρούριον (Both) φρούριον (NChonChron 50212)

τὸ κάστρον (1662 (31413)) φρούριον (Both) τὸ φρούριον (NChonChron 51820)

κατ ἀρχάς (Low)ἡ καταρχὰς λεγομένη Κολώνεια (244 (125)) πάλαι (Both) ἡ πάλαι λεγομένη Κολώνεια (NChonChron 5346)

κατ ὀλίγον (Low)κατολίγον (1841 (3413)) κατὰ βραχύ (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 5571)

κατά (Both)μακρὸς ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν (1585 (28230)) accusative (Both) εὐμήκης ὢν τὴν ἡλικίαν (NChonChron 47346)

κατὰ τὴν ὄψιν στραβὸς (1618 (32520)) accusativus respectus (High) στράβων τὰς ὄψεις (NChonChron 53465)

κατὰ πάντα ὁμόφρονες (1823 (33816)) accusativus respectus (High) τὰ πάντα ὁμόφρονες (NChonChron 55290)

συμποδίζεται καὶ πίπτει κατὰ στόμα μετὰ τοῦ ἐπί (Ambiguous) ὅσον ἐπὶ στόμα συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 138 of 284

κατὰ λόγον (14221 (25117)) σύν (High) σὺν λόγῳ (NChonChron 42735)

κατά + acc (High)ἀ ἀνδρεῖος κατὰ τὴν δύναμιν (2181 (36922)) accusativus respectus (High) ἀνὴρ ἡρωϊκὸς τὴν ἰσχὺν (NChonChron 60185)

διαφέρειν κατὰ τὴν δύναμιν (431 (3924)) dative (Both) τῇ ῥώμῃ διαφέρειν (NChonChron 10310)

κατὰ τὸν ποταμὸν ῥίπτονται (1114 (229)) κατά + gen (Low) κατὰ τοῦ ὕδατος ἀκοντίζονται (NChonChron 2960)

κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) περί + acc (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

κατά + gen (Low)θυμῶ κατὰ τοῦ βασιλέως φέρεται (3113 (3411 εἰς (Both) ἐς αὐτὸν βασιλέα θυμῷ φέρεται (NChonChron 9355)

κατὰ τάξιν (Low)κατατάξιν συντάξαντες (4718 (549)) λόχος (High) ἐς λόχους συντάξαντες (NChonChron 12529)

κατὰ τὸ πρότερον (Low)κατὰ τὸ πρότερον (14216 (2507)) πρότερον (Low) πρότερον (NChonChron 42580)

καταβάλλω (Low)καταβαλεῖν τὰ στρατεύματα (7121 (8712)) καταπαλαίω (High) τὰ στρατεύματα καταπαλαῖσαι (NChonChron 18253)

καταδαμάζω (Low)(ἀσθένεια) τὰς ἁρμονίας κατεδάμαζε (16191 ( ἐπινέμομαι (High) (καχεξία) ἐπενέμετο τὰ ἄρθρα (NChonChron 53474)

καταδικάζω (Low)κατεδίκασε (15113 (28822)) ὑποδικάζω (High) ὑπεδίκασε (NChonChron 48181)

κατάδοσις (Low)ἀπὸ καταδόσεως ἀνθρώπων τινῶν (14214 (24 εἰσήγησις (High) κἀκ τῆς παρά τινων εἰσηγήσεως (NChonChron 42454)

κατάθεσις (Low)κατάθεσιν εἰς ταὰς χώρας ἐποίησεν (15106 (2 φορολογέω (High) τὰς χώρας ἐφορολόγει (NChonChron 47815)

κατακαίω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 139 of 284

ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκαύθη καὶ ἠμαυρώθη (212 αἰθαλόω (High) ᾐθάλωται πυρὶ (NChonChron 58560)

κατεκάησαν (1826 (33922)) αἰθαλόω (High) ᾐθάλωντο (NChonChron 55547)

κατεκάη (οἶκος) (2131 (36017)) ἀφανίζω (Ambiguous) ἠφάνισται (οἶκος) (NChonChron 5876)

κατέκαυσε (1826 (33922)) κατανέμομαι (High) (τὸ πῦρ) κατενεμήσατο (NChonChron 55446)

κατέκαυσε (1826 (33922)) καταφλέγω (High) κατέφλεξαν (NChonChron 55446)

κατέκαιον (1825 (3397)) καταφλέγω (High) κατέφλεγον (NChonChron 55427)

κατακλείω (Low)ἐν φυλακῆ αὐτὸν κατέκλεισεν (435 (412)) ἀσφαλίζω (High) ἐν φρουρᾷ ἀσφαλίζεται (NChonChron 10685)

ἐν μιᾷ τῶν φυλακῶν κατακλείεται (413 (3829 καθείργνυμι (High) ἐν μιᾷ τῶν φρουρῶν καθειργνύμενον (NChonChron 10173)

κετέκλεισε (1118 (17313)) καθείργνυμι (High) καθείργνυσιν (NChonChron 32088)

κατακόπτω (Low)κατακοπτόντων τὰ ἅγια θύρη (1426 (2481)) καταράσσω (High) ἀνάσταθμον πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ καταρασσόμενον (NC

κατακοσμέω (Low)μετὰ πευκίων κατεκόσμουν (441 (4212)) διακοσμέω (High) τάπησι διεκόσμουν (NChonChron 10846)

κατακουρσεύω (Low)κατεκούρσευε (413 (391)) κατατρέχω (High) κατατρέχων (NChonChron 10175)

κατακρατέω (Low)κατακρατεῖ (15122 (2901)) αἱρέω (High) αἱρεῖ (NChonChron 48334)

φρουρίων ὧν πρότερον κατεκράτησεν (1152 ( ἐγκρατής (High) φρουρίων ὧν ἐγκρατὴς γεγένητο (NChonChron 3931)

κατακρατεῖται (14215 (24929)) συλλαμβάνω (Both) συλλαμβάνεται (NChonChron 42570)

κατακρατεῖ τὰς Ἀθήνας (21122 (3746)) χειρόομαι (High) χειρούμενον Ἀθήνας (NChonChron 6103)

ὅσας (χώρας καὶ πόλεις) κατεκράτησε (1662 ( χειρόομαι (High) ὁπόσας (χώρας καὶ πόλεις) ἐχειρώσατο (NChonChron 51825

κατακρίνω (Low)Τοῖς τὸν Ἀ κατακρίνουσι (432 (404)) ἐπιτιμάω (Both) τοῖς ἐπιτιμῶσιν Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 10429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 140 of 284

οὐκ ἐπαύετο κατακρίνων (1841 (3412)) κακηγορέω (High) κακηγορῶν οὐκ ἔληγε (NChonChron 55695)

καταλαμβάνω (High)τὸ τεῖχος καταλαβόντες (2183 (37011)) διαλαμβάνω (Ambiguous) τὸ τεῖχος διειληφότες (NChonChron 60213)

καταλέγω (Low)κατειπόντος (14214 (24919)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγησαμένου (NChonChron 42558)

καταλείπω (Both)κατέλιπον (1225 (20118)) ἐάω (High) εἰάθη (NChonChron 35762)

καταλείψας τὸ Β ὡς εὐκολοκράτητον (1112 (2 παραλλάσσω (High) τὸ Β παραλλάξας ὡς εὐκαταγώνιστον (NChonChron 2828)

καταλεῖψαι (1613 (30428)) παραλλάσσω (High) παραλλάξαι (NChonChron 50338)

κατέλειψα ταῦτα (4719 (5417)) παρίημι (High) παρῆκα (NChonChron 12542)

καταλιμπάνω (Low)καταλιμπάνεται (14213 (2497)) ἐάω (High) ἐᾶται (NChonChron 42443)

καταλλάκτης (Low)οἱ καταλλάκται (478 (519)) ἀργυροκόπος (High) τῶν ἀργυροκόπων (NChonChron 12084)

καταλύω (High)εἰ καταλύσωσι (7121 (8713)) κατατροπόω (High) εἰ κατατροπωθείη (NChonChron 18253)

καταμάγουλα (Low)τὰ καταμάγουλα τῶν γενείων (1292 (2119)) γένυς (High) τὴν κάτω γένυν (NChonChron 3707)

καταμαυρόω (Low)τὸ ἱπποδρόμιον κατημαυρώθη (1826 (33928)) ἐκπυρόω (High) τὸ ἱππικὸν ἐξεπυρώθη (NChonChron 55552)

κατανεύω (Low)κατένευσεν εἰρήνην ποιῆσαι (1552 (27517)) δέχομαι (Both) τὴν εἰρήνην ἐδέχετο (NChonChron 46133)

κατενεύσαμεν (1456 (2577)) προσνεύω (High) προσνεῦσαι (NChonChron 43677)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 141 of 284

καταντάω (Low)πρὸς τὴν μεαγλόπολιν καταντᾶ (1453 (2568)) εἴσειμι (High) τὴν μεαγλόπολιν εἴσεισιν (NChonChron 43435)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 παρεκτείνομαι (High) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

καταντῆσαι (1225 (2018)) τίθεμαι (High) πέρας θέσθαι (NChonChron 35756)

κατάντημα (Low)κατάντημα καὶ ἀκούμβισμα (21142 (37626)) κρησφύγετον (High) κρησφύγετον (NChonChron 6149-10)

καταντικρύ (Low)τρύπας ἔχον καταντικρύ (15113 (28822)) ἐγκάρσιος (High) ἐγκαρσίους ἔχον ὀπὰς (NChonChron 48182)

καταπατέω (Low)τράπεζαν καταπατουμένην (1426 (2482)) βεβηλόω (High) τράπεζαν βεβηλουμένην (NChonChron 42289)

τὸν κάμπον καταπατοῦσι (16172 (32516)) ἐπιλαμβάνομαι (High) τῶν πεδιάδων ἐπιλαμβάνονται (NChonChron 53461)

καταπατεῖ τοὺς Λάκωνας (21122 (3749)) περιπαπταίνω (High) περιπαπταίνει τοὺς Λάκωνας (NChonChron 6108)

καταπαύω (Low)κατέπαυσε (1826 (33918)) λωφάω (High) ἐλωφησεν (NChonChron 55441)

καταπείθω (Low)παρακλήσει καταπεισθείς (1423 (24622)) καθυπενδίδωμι (High) ἐκλιπαρήσει καθυπενδοὺς (NChonChron 42144)

καταπλήττω (High)καταπλήττων τοὺς βλέποντας (6111 (7027)) ἐξιστάω (High) ἐξιστῶν τοὺς θεωμένους (NChonChron 15582)

καταπολύ (Low)καταπολὺ πρᾶος (14216 (2503)) ἐπίπαν (High) ὡς ἐπίπαν μείλιχος (NChonChron 42577)

καταποντίζομαι (Low)κατεποντίσθησαν (κάτεργα) (6320 (7829)) καταδύομαι (High) κατέδυσαν (νῆες) (NChonChron 16869)

κατεποντίσθη (1422 (24616)) ὑδατόκλυστος (High) ἀπόλωλε ὑδατόκλυστος φανείς (NChonChron 42138)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 142 of 284

καταράομαι (Low)κατηρῶντο δὲ καὶ ἐμέμφοντο τοὺς Ῥωμαίους κ ἐπιχαλάω (High) τὴν ὕψοθεν ἐπιχαλῶντες ὀργὴν (NChonChron 55676)

κατάρατος (Low)κατάρατος (1426 (24727)) ἐπάρατος (High) ἐπάρατος (NChonChron 42284)

κατάρτιον (Low)κατάρτια (21179 (38319)) ἱστός (High) ἱστοὺς νηῶν (NChonChron 62489)

κατασκευάζω (Both)κατασκευάζη (14213 (24912)) μετασκευάζω (Ambiguous) μετασκευάζει (NChonChron 42450)

ἐπιβουλὴν κατασκευάσας (14210 (24817)) τεκταίνομαι (High) σύστρεμμα τεκτηνάμενος (NChonChron 42314)

κατασκηνόω (Low)κατεσκήνωσαν (7120 (8710)) ἐναυλίζομαι (High) ἐνηυλίσαντο (NChonChron 18250)

κατασκηνοῖ (621 (732)) ἐναυλίζομαι (High) ἐναυλίζεται (NChonChron 15885)

κατασκηνοῖ (21173 (38125)) στρατοπεδεύομαι (High) στρατοπεδεύεται (NChonChron 62218)

κατάσκοπος (Low)ὡς κατάσκοπα (633 (7411)) κατασκόπησις (High) πρὸς κατασκόπησιν (NChonChron 16153)

κατασκόπων (1114 (1722)) ὀπτήρ (High) ὀπτήρων (NChonChron 31833)

κατασκόπων (1114 (1728)) πευθήν (High) πευθῆνες (NChonChron 31842)

κατασμικρύνω (Low)κατασμικρύνων καὶ ταπεινῶν (1842 (34114)) καταρρυπαίνω (High) κατερρύπαινεν (NChonChron 55715)

καταστολίαζω (Low)τὸ πολὺ τῆς στρατιᾶς καταστολίασας (412 (38 διαφίημι (High) τὸ πολὺ τῆς στρατιᾶς διαφῆκεν (NChonChron 10057)

κατασφάττω (Low)κατασφάττει (14213 (2493)) ἀπολαιμίζω (High) ἀπολαιμίζει (NChonChron 42438)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 143 of 284

κατέσφαττον (7123 (885)) ἐπικατασφάττω (High) ἐπικατέσφαττον (NChonChron 18388)

κατατοξεύω (Low)πολλοὺς κατετόξευσαν (2183 (37018)) βέλος (High) πολλοὺς βέλεσι βαλόντων (NChonChron 60321)

κατατραυματίζομαι (Low)κατετραυματίσθη (7122 (8724)) τραυματίζομαι (High) τετραυμάτιστο (NChonChron 18369)

κατατροπόομαι (Low)κατετροπώσατο τὸ ἀνδράριον (16192 (3266)) καταγωνίζομαι (High) καταγωνίζεται τὸ ἀνδράριον (NChonChron 53483)

κατατρυφάω (Low)κατετρύφα (1114 (17117)) ἐνευπαθέω (High) ἐνευπάθει (NChonChron 31829)

καταφρονέω (Low)καταφρονεῖ καὶ ὡς οὐδὲν λογίζεται (1563 (277 ἀθερίζω (High) ἀθερίζειν καὶ ἀποπέμπεσθαι (NChonChron 46539)

κατεπαίρομαι (Low)καὶ Ῥωμαίους κατεπαίροντο (651 (8017)) ἀναρσίως (High) ὡς ἀναρσίως ἔχειν Ῥωμαίοις (NChonChron 17153)

κατεπανίκιον (Low)κατεπανίκιον τῆς Οὐγγρίας (3113 (348)) τμῆμα (High) τμῆμα τῆς Οὐγγρίας (NChonChron 9251)

κατεργάζομαι (Both)κατεργάσωνται θάνατον (1323 (22810)) καταπράττομαι (High) καταπραξάμενοι θάνατον (NChonChron 39666-67)

κάτεργον (Low)κάτεργα (1117 (1735)) ναῦς (High) νῆες μακραὶ (NChonChron 32076)

κάτεργα (15121 (2898)) ναῦς (High) νηῶν (NChonChron 4829)

κατέργων (1225 (20118)) ναῦς (High) νηῶν (NChonChron 35763)

κάτεργα (15121 (2894)) ναῦς (High) νῆας (NChonChron 4823)

τῶν κατέργων (6320 (7829)) ναῦς (High) τῶν νηῶν (NChonChron 16869)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 144 of 284

κάτεργα τοῦ σουλτάνου εὑρόντες (633 (7411) ναῦς (High) ἓξ ἐγκύρσας ναυσὶν (NChonChron 16153)

κατέργων (15121 (28914)) ναῦς (High) ναυσί (NChonChron 48216)

κάτεργα (15122 (2901)) ναῦς (High) νῆας (NChonChron 48334)

ἐντὸς τῶν κατέργων (633 (7410)) τριήρης (High) ταῖς τριήρεσι (NChonChron 16149)

κάτεργα (653 (8029)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 17273)

κάτεργα (15122 (28925)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 48226)

κάτεργα (6320 (7825)) τριήρης (High) τριήρεις (NChonChron 16866)

κατέρχομαι (Low) κατελθόντες (183 (34028)) κάτειμι (High) κατιὼν (NChonChron 55689)

κατέρχονται (1612 (30423)) κάτειμι (High) κατιέναι (NChonChron 50332)

κατηφής (Low)κατηφεῖς (2123 (3607)) χρώς (High) τὸν χρῶτα τραπέντες (NChonChron 58790)

κατοικέω (Low)κατώκουν (1142 (77)) οἰκέω (High) ᾤκουν (NChonChron 3788)

κατονομάζομαι (Low)Χρυσόπους κατωνομάζετο (271 (1530)) παρονομάζομαι (High) Χρυσόπους παρωνομάζετο (NChonChron 6055)

κατοχυρόομαι (Low)κατοχυρωσάμενοι (1562 (27713)) ἀσφαλίζομαι (High) ἠσφαλίσαντο (NChonChron 46528)

κατοχυρόω (Low)ἐξασφαλισάμενος καὶ κατοχυρώσας αὐτό (16 κρατύνω (High) κρατύνας τὸ ἔρυμα (NChonChron 50213)

καυχάομαι (Both)ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

ἄμετρα καυχώμενοι (1112 (22)) φυσάω (High) φυσῶντες ἄμετρα (NChonChron 2822)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 145 of 284

καύχημα (Low)τὰ φρυάγματα καὶ καυχήματα (725 (9527)) φρύαγμα (High) τὰ φρυάγματα (NChonChron 19417)

κεῖμαι (Both)ὁ ὑψηλός τόπος εἰς ὑψηλὸν τόπον κεῖται (218 οἰκίζομαι (High) ἐπὶ γηλόφου ᾤκισται Προῦσα (NChonChron 60211)

ἔκειντο (1812 (33620)) σκηνόομαι (High) σκηνουμένους (NChonChron 54918)

κέκτημαι (Low)ὑπὸ παθῶν κεκτημένος (2138 (36227)) ἐνίσχω (High) πάθεσιν ἐνισχόμενος (NChonChron 5915)

κεντάω (Low)κεντᾶν (1112 (17110)) κεντέω (High) κεντεῖν (NChonChron 31716)

κεφαλατίκιον (Low)τὸ τῶν Σμολαίων κεφαλατίκιον (1618 (32522)) ἀρχή (Both) τὴν ἀρχὴν τῶν Σμολέων (NChonChron 53468)

τοὺς τὰ κεφαλατίκια καὶ τὰ δημόσια τῆς ἀνατ πρωτεύω (High) τοὺς τῆς Ἀσιάτιδος γῆς πρωτεύοντας (NChonChron 46495)

κεφαλή (Low)τὸν εἰς κεφαλὴν εὑρισκόμενον (1562 (27711)) ἀρχηγός (Ambiguous) εἰς ἀρχηγὸν (NChonChron 46526)

κατὰ κεφαλῆς (445 (4233)) βρεχμός (High) ἐπὶ βρεχμόν (NChonChron 10975)

τῶ εἰς κεφαλὴν εὑρισκομένω (1112 (1718)) διέπω (High) διέπειν (NChonChron 31714)

εἰς κεφαλὴν τότε εὑρισκόμενος (413 (3824)) δουκικός (High) παρελύθη τῆς δουκικῆς ἀρχῆς (NChonChron 10167)

εἰς κεφαλὴν εὑρισκόμενος (14222 (25123)) ἡγεμονεύω (High) ἡγεμόνευε (NChonChron 42844)

τὸ ὅπερ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει καπάσιον (52 κάρα (High) τὸν ἐπὶ κρατὸς πῖλον (NChonChron 1312)

εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν ἀλόγων (214 (36432)) κορυφή (Low) ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀχημάτων (NChonChron 59488)

κεφαλήν (1118 (17312)) φύλαξ (High) φύλακα (NChonChron 32087)

κηρύττω (Low)ἐκηρύχθη ὡς ὅτι (1557 (27622)) διαδόσιμος (High) ἦν διαδόσιμος ὡς (NChonChron 46384)

κηρύττοντες καὶ λέγοντες μὴ ἔχειν ἁμάρτημα ἐπιμαρτύρομαι (High) τὸ ἀνεπέγκλητον ἐπιμαρτυρόμενοι (NChonChron 55674)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 146 of 284

κινδυνεύω (Low)ἐκινδυνεύομεν (1581 (28130)) προσαπόλλυμι (High) προσαπολώλειμεν (NChonChron 4719)

κίνδυνος (Low)μετὰ κινδύνων πολλῶν (1434 (25235)) ἐπικινδύνως (High) ἐπικινδύνως (NChonChron 4307)

κινέω (Ambiguous)ἐκίνει λόγους (15122 (28925)) ἀνακινέω (High) ἀνεκίνει λόγους (NChonChron 48225)

ὑπὸ ἀνέμου τοῦ βορέα κινούμενον (1825 (339 ἐλαύνω (High) ὑπrsquo ἀνέμου βορρᾶ ἐλαυνόμενον (NChonChron 55431)

ἕτερον κατὰ τοῦ ἑτέρου ἐκίνει πρὸς π (474 (4 ἐνάγω (High) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

κλάδος (High)κλάδους (441 (4213)) κλών (High) κλωσὶ (NChonChron 10847)

κλαίω (Low)τὰς οἰκείας συμφορὰς κλαίοντες (1462 (25815 ἀποκλαίομαι (High) ἡ τύχη τὰς οἰκείας τύχας ἀποκλαιόμενοι (NChonChron 438

διὰ μέσης ἐντὸς τῆς καρδίας ἔκλαιε (7119 (87 δάκρυ (High) κωφοῖς δάκρυσι τὸ πένθος ἀφοσιούμενος (NChonChron 182

ἔκλαυσαν (438 (4129)) δακρύω (High) ἐδάκρυσε (NChonChron 10725)

κλαῦσαι τῶ ἀδελφῷ τὸ ζῆν (1143 (725)) ἐπικωκύω (High) ἐπικωκῦσαι τῷ κασιγνήτῳ (NChonChron 3817)

τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἔκλαιε (2123 (36011)) ἐποδύρομαι (High) ἀλόχου στέρησιν ἐπωδύροντο (NChonChron 58795)

τις ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε ἀρκετῶς (1442 (254 θρηνέω (Ambiguous) τις ἐθρήνησεν ἂν ἀρκούντως (NChonChron 43265)

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔκλαιον (2123 (3 θρῆνος (High) θρήνων τὰς οὐσίας εἶχον ὑπόθεσιν (NChonChron 58792)

κλαυθμός (Low)τὸν κλαυθμὸν (438 (4130)) θρῆνος (High) τὸν θρῆνον (NChonChron 10726)

κλεισούρα (Low)ἡ κλεισοῦρα (7122 (8733)) πάροδος (Ambiguous) ἡ πάροδος (NChonChron 18381)

κλέπτης (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 147 of 284

κλέπται (15106 (28713)) φώρ (High) φῶρες (NChonChron 47936)

κλέπτω (Low)ἔκλεψαν (15106 (28714)) κλοποφορέω (High) ἐκλοποφόρησαν (NChonChron 47938)

ἔκλεπτον τὰ δημόσια (180) παρανοσφίζομαι (High) παρενοσφίζοντο τὰ δημόσια (NChonChron 224)

κλέψαι κρυφίως (521 (5428)) ὑφαιρέομαι (High) ὑφελέσθαι λάθρᾳ (NChonChron 12934)

κλεψία (Low)μετὰ κλεψίας (21141 (3765)) λανθάνω (High) λεληθέναι (NChonChron 61381)

κλίνω (Low)κλίνων τὸ γόνυ (523 (5611)) κάμπτω (High) ἀνθρωπόμορφόν τι τὸ γόνυ κάμπτον (NChonChron 1313)

κοιλία (Low)ὡς δῆθεν ἔχων βιασμοὺς κοιλίας (523 (567)) ἀποκένωσις (High) ὡς δῆθεν ἐνοχλούσης ἀποκενώσεως (NChonChron 13193)

κοιλία (2182 (3704)) γαστήρ (High) γαστὴρ (NChonChron 6026)

κοιλιακός (Low)κοιλιακὸν γὰρ πάθος πλασάμενος (523 (565)) γαστήρ (High) ῥύσιν γαστρὸς πλασάμενος (NChonChron 13191)

κοιμάομαι (Low)κοιμηθέντα (1425 (24720)) ὑπνώττω (High) ὑπνώττοντα (NChonChron 42276)

κοίμησις (Low)ἑορτάσων τὴν κοίμησιν (1463 (25830)) μετάστασις (High) τελέσων τὰ ὅσια τῇ μεταστάσει (NChonChron 43853)

κόκκινος (Low)τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 ἐξέρυθρος (High) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

πέδιλα κόκκινα (1455 (25629)) φοινικοβαφής (High) φοινικοβαφὲς πέδιλον (NChonChron 43560)

κολακεία (Low)τῇ κολακείᾳ χαυνωθεὶς (42 (3919)) αἱμυλία (High) τῇ αἱμυλίᾳ ἁπαλυνθεὶς (NChonChron 1034)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 148 of 284

κολλάω (Low)ἀγάπη μετὰ συγγενείας κεκολλημένη (112 (4 διυφαίνω (High) πόθος συγγενείᾳ διυφαινόμενος (NChonChron 3250)

Κόμανος (Low)Κόμανοι (3121 (3423)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 9372)

Κομάνων (1585 (2837)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 47362)

Κομάνων (1431 (25210)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 42972)

Κόμανοι (1334 (22829)) Σκύθης (High) Σκύθαι (NChonChron 39788)

Κόμανοι (1335 (2298)) Σκύθης (High) Σκύθαι (NChonChron 3978)

Κομάνων (1585 (28311)) Σκύθης (High) Σκυθῶν (NChonChron 47364)

οἱ Κόμανοι (3121 (3427)) Σκύθης (High) οἱ δὲ Σκύθαι (NChonChron 9377)

κομμάτιον (Low)μετὰ τοῦ κομματίου τοῦ κονταρίου (7126 (882 τμῆμα (High) τῷ τοῦ δόρατος τμήματι (NChonChron 18418)

κομάτια μεγάλα (1825 (3395)) ψωμός (High) ψωμοὶ (NChonChron 55425)

κονιορτός (Low)τὸν κονιορτὸν (7123 (883)) θίς (High) θῖνα (NChonChron 18385)

τὸν κονιορτὸν (3112 (338)) κόνις (High) τὴν τῆς μάχης κόνιν (NChonChron 9246)

ἔπαυσεν ὁ κονιορτὸς (7124 (8810)) κόνις (High) ἡ κόνις ἐλώφησεν (NChonChron 1841)

κοντάριν (Low)κοντάρια (1114 (226)) δοράτιον (High) δοράτια (NChonChron 2957)

μετὰ κονταρίων ἀσιδηρώτων (442 (4217)) δορατισμός (High) διrsquo ἀσιδήρων δορατισμῶν (NChonChron 10855)

τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) δόρυ (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

τὸ κοντάριον (7126 (8826)) δόρυ (High) τὸ δόρυ (NChonChron 18421)

μετὰ τῶν κονταρίων (1453 (2565)) δόρυ (High) δόρασι (NChonChron 43431)

τὰ κοντάρια (2185 (37030)) δόρυ (High) τὰ δόρατα (NChonChron 60335)

κοντάρια (121020 (22131)) δόρυ (High) δόρατα (NChonChron 38710)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 149 of 284

μετὰ κονταρίων (288 (211)) δόρυ (High) δόρασι (NChonChron 7157)

φέρεται κατrsquo αὐτοῦ καὶ μετὰ τοῦ κονταρίου (5 δόρυ (High) ἐνσείει κατrsquo ἐκείνου τὸ δόρυ (NChonChron 13821)

τὸ κοντάριον παίζων (443 (4222)) δόρυ (High) τὸ δόρυ μετεωρίζων (NChonChron 10860)

κατὰ τὴν τῶν κονταρίων δόσιν (445 (437)) δόρυ (High) κατὰ τὴν τῶν δοράτων ἀγκοίνησιν (NChonChron 10985)

τὸ κοντάριν μεταχειρίζεσθαι (443 (4220)) δόρυ (High) κραδαίνειν δόρατα (NChonChron 10857)

ἐν τῆ τῶν κονταρίων μεταχειρήσει (445 (4310 κοντός (High) τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

Ἰταλοὶ μετὰ κονταρίων (441 (4214)) κοντοφόρος (High) ἱππότην κοντοφόρον Ἰταλιώτην (NChonChron 10851)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) λόγχη (High) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

τὰ κοντάρια (2185 (3712)) ξυστόν (High) τὰ ξυστὰ (NChonChron 60441)

κοπιάζω (Low)ἕκαστος ἐκοπίαζε κρύπτων (1936 36318) ἐμπονέω (High) ἕκαστος ἐνεπόνει τῇ μεταθέσει (NChonChron 57145)

κοπιάω (Low)τὰ αὐτῶν κοπιάσαντες ἄλογα (21146 (37726)) ἀποκναίω (High) τῶν ἵππων σφίσιν ἀποκναισάντων (NChonChron 61652)

κοπιᾶν (1116 (17224)) διαπονέομαι (High) διαπονεῖσθαι (NChonChron 31964)

κόπος (Low)χωρὶς κόπου καὶ μελέτης ( 14212 (24826)) ἀπραγμόνως (High) ἀπραγμόνως (NChonChron 42325)

ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν κόπων (21178 (38314)) κάματος (High) τῶν ἀνηνύτων καμάτων (NChonChron 62484)

κόπτω (Low)εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 ἐκκόπτω (Both) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

κόπτοντα τὸν ἀέρα (445 (433)) τέμνω (High) τὸ δὲ τοῦ ἀέρος ῥόθιον τεμνόμενον (NChonChron 10980)

κόρδα (Low)μετὰ κόρδας (1878 (3467)) ἀγχόνη (High) διrsquo ἀγχόνης (NChonChron 56416)

κόρη (Ambiguous)κόρης (1585 (2832)) θυγατρόπαις (High) θυγατρόπαιδος (NChonChron 47356)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 150 of 284

κορυφή (Low)τὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν (1115 (17216)) λαγών (High) τὰς λαγόνας ταῶν ὀρέων (NChonChron 31956)

κόσμος (High)τὸν κόσμον ὅλον (2151 (36518)) περίγειον (High) τὸ περίγειον ἅπαν (NChonChron 59513)

κουλᾶς (Low)τὴν άκρόπολιν τοῦ κουλᾶ (21106 (37236)) ἀκρόπολις (High) τὴν άκρόπολιν (NChonChron 60842)

κουμπανία (Low)κουμπανία (1522 (27031)) φατρία (High) φατρίαν (NChonChron 45566)

κουρά (Low)παρὰ γνώμην αὐτοῦ δεξάμενος τὴν κουρὰν (1 ἀποθρίζομαι (High) μὴ ἑκὼν ἀποθρίξασθαι (NChonChron 4262)

κουρεύω (Low)ἐκουρεύθη παρὰ τοῦ βασιλέως (14220 (25110) ἀποκείρομαι (High) τὴν κοσμικὴν ἀπεκείρατο τρίχα παρὰ τοῦ βασιλέως (NChon

κουρσεύω (Low)ἐκούρσευον (1431 (2522)) δῃόω (High) ληϊζόμενοι καὶ δῃοῦντες (NChonChron 42864)

ἐκούρσευε (1423 (24629)) διαφθείρω (High) διέφθειρε (NChonChron 42153)

τῶν Τούρκων τοῖς χωρίοις κουρσευόντων (113 εἰσβάλλω (Ambiguous) τῶν Περσῶν ἐσβαλόντων τοῖς τόποις (NChonChron 3361)

κουρσεῦσαι (4717 (5326)) ἐκπορθέω (High) ἐκπορθεῖ (NChonChron 12413)

κουρσεύοντες (1458 (25731)) ἐκπορθέω (High) ἐκπορθησόντες (NChonChron 4379)

ἀγέλας ζώων κουρσεύσας (1131 (427)) ἐλαύνω (High) θρεμμάτων ἀγελας ἐλάσας (NChonChron 3364)

κουρσεῦσαι πάντα τὰ ἔθνη (1443 (25423)) θηλάζω (High) θηλάσει γάλα ἐθνῶν (NChonChron 43270)

κουρσεύειν (1585 (2838)) κείρω (High) κειρόντων (NChonChron 47362)

ἐκούρσευεν (15121 (2896)) κείρω (High) ἔκειρε καὶ ἐτίθει κακῶς (NChonChron 4825)

ἐκούρσευε τὰς πόλεις (2181 (36924)) κείρω (High) ἔκειρε τὰς πόλεις (NChonChron 60288)

κουρσεῦσαι (1454 (25619)) κείρω (High) κείρειν (NChonChron 43549)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 151 of 284

τὰ καστέλλια ἐκούρσευον (3121 (3424)) ληΐζομαι (High) τὰ φρούρια ληΐζομένων (NChonChron 9373)

ἐκούρσευον (1451 (25520)) ληΐζομαι (High) ἐληΐζοντο (NChonChron 43412)

ἐκούρσευον (1431 (2522)) ληΐζομαι (High) ληϊζόμενοι καὶ δῃοῦντες (NChonChron 42863)

ἐκούρσευσαν (1118 (17317)) ληΐζομαι (High) ληϊσάμενοι (NChonChron 32193)

ἐκούρσευε (15121 (28919)) ληΐζομαι (High) ληϊζόμενος (NChonChron 48219)

ἐκούρσευον (1225 (20124)) ληϊσμός (High) ἐξιέναι ἐπὶ ληϊσμῷ (NChonChron 35770)

ἐκούρσευον (1423 (24628)) ληστεύω (High) ληστεύειν (NChonChron 42149)

κουρσεύουσι (1111 (1713)) πορθέω (High) πορθεῖν (NChonChron 3176)

κουρσεύει τὰς Θήβας (21122 (3746)) προνομεύω (High) προνομεῦον τὰς Θήβας (NChonChron 6103)

ἐκούρσευον (1458 (25733)) σίνομαι (High) ἐσίνοντο (NChonChron 43711)

κουρσεῦσαι (1221 (2005)) σκυλεύω (High) σκυλεύσειν (NChonChron 35628)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 σκυλεύω (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

ἐκούρσευέ τε καὶ ἠχμαλώτιζεν (21182) φθείρω (High) ἔφθειρέ τε καὶ ἔκειρεν (NChonChron 62651)

κοῦρσος (Low)τὰ κούρση (3121 (3427)) λάφυρον (High) τὰ λάφυρα (NChonChron 9378)

μετὰ κούρσων (1562 (27714)) λεία (High) λείαν (NChonChron 46529)

κουτρουλός (Low)κουτρουλοὺς μωραγίους (1282 (21122)) αἱμωπός (High) αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους ταὰς κόρας (NChonChron 37120

κουτρουλοὺς καὶ μωραγίους (1282 (21121)) διάστροφος (High) αἱμωποὺς διαστρόφους τὰς κόρας (NChonChron 37121)

κουφότης (Low)κουφότητα (1618 (32523)) εὐτέλεια (High) εὐτέλειαν νοὸς (NChonChron 53469)

κούφωμα (Low)παλαιὸν ὑπονοήσας καμάρας κούφωμα (436 ὑπόνομος (High) παλαίτατον κατανοήσας ὑπόνομον (NChonChron 10689)

κοχλίας (Low)ὥσπερ ὁ κοχλίας εἰς τὸ αὐτοῦ ὀστράκινον ὀσπ σκώληξ (High) κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα (NChonChron 4

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 152 of 284

κρατέομαι (Low)γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) εἰμί (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

συνήθεια χρόνω πολλῶ κρατηθεῖσα (1142 (7 κρατύνομαι (High) χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος (NChonChron 3793)

κρατέω (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι ἢ φονεῦσαι (7128 (8912)) αἱρέω (High) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

ζῶντα αὐτὸν κρατῆσαι ἠθέλησαν (7126 (8825 αἱρέω (High) ζωγρίαν ἑλεῖν ὀριγνώμενοι (NChonChron 18420)

ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) αἱρέω (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

κρατήσας (15122 (2901)) αἱρέω (High) ἑλὼν (NChonChron 48333)

παραλαμβάνει καὶ κρατεῖ (15121 (28917)) αἱρέω (High) αἱρεῖ (NChonChron 48218)

ἡ πόλις ἐκρατήθη (2123 (35926)) ἁλίσκομαι (High) ἡ πόλις ἑάλωκεν (NChonChron 58679)

ἐκρατήθη (2121 (35910)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 58560)

ἡ τῶν πόλεων βασιλὶς ἐκρατήθη (21121 (3733 ἁλίσκομαι (High) τῆς τῶν πόλεων βασιλίδος ἁλούσης (NChonChron 60986)

ἐκρατήθη (1115 (17210)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 31945)

ἐὰν οὗτος κρατηθῆ (1613 (3058)) ἁλίσκομαι (High) εἰ οὗτος ἁλώσεται (NChonChron 50454)

ἐκρατήθη (1118 (17311)) ἁλίσκομαι (High) ἁλῶναι (NChonChron 32085)

τῆς πόλεως κρατηθείσης (15112 (2886)) ἁλίσκομαι (High) τῆς νήσου ἁλούσης (NChonChron 48063)

ἐκρατήθη (1557 (27621)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 46382)

ταύτην ἀπὸ τῶν τριχῶν κρατῶν (1425 (24722) ἀναλαμβάνω (Both) τὴν κεφαλὴν τῆς ξανθῆς ἀναλαμβάνων κόμης (NChonChro

τὸ ῥοῦχον κρατήσας (121013 (21931)) ἐπιλαμβάνομαι (High) ἐπελάβετο τῆς χλανίδος (NChonChron 38427)

τὸ Ἄργος βλέπων κρατούμενον (21124 (37420 ἔχω (Both) τὸ Ἄργος ὁρῶν ἐχόμενον (NChonChron 61126)

κρατοῦσι (1562 (27711)) ζωγρία (High) ζωγρίαν εἷλον τὸν Ἀλέξιον (NChonChron 46526)

διωκόμενοι ἐκρατοῦντο (288 (211)) καταλαμβάνω (High) διωκόμενοι κατελαμβάνοντο (NChonChron 7152)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 κατάσχεσις (High) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17162

κρατήσαντες (13814) κατέχω (High) κατασχόντες (NChonChron 41481)

κρατήσας τὴν Καισάρειαν (4711 (5212)) λαμβάνομαι (High) τῆς Καισαρείας λαβόμενος (NChonChron 12232)

κρατηθεὶς (1435 (2539)) λαμβάνω (Both) ληφθεὶς (NChonChron 43016)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 153 of 284

κρατήση (1581 (28118)) παραλαμβάνω (Both) παραληψόμενον (NChonChron 47192)

τὴν Ἀχελῶ ἐκράτησαν (1451 (25523)) παρίσταμαι (High) τὴν Ἀγχίαλον παρεστήσαντο (NChonChron 43414)

τὸ Φ κρατήσας (1113 (217)) παρίσταμαι (High) τὸ Φ παραστησάμενος (NChonChron 2843)

κρατήσας (21107 (3731)) παρίσταμαι (High) ταύτας παραστησάμενος (NChonChron 60845)

κρατησάντων (1221 (2003)) παρίσταμαι (High) παρεστήσαντο (NChonChron 35625)

ζῶντα ἐκράτησεν (3111 (3331)) συλλαμβάνω (Both) ζωγρίαν συνείληφεν (NChonChron 9241)

ἀγωνίζοντο κρατῆσαι αὐτὸν (7128 (8916)) συλλαμβάνω (Both) συλλαβεῖν αὐτὸν σπεύδοντας (NChonChron 18548)

κρατηθεὶς (1428 (2489)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 4234)

κρατηθεὶς (1222 (20019)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 35639)

κρατήσας (1118 (17312)) συλλαμβάνω (Both) συλλαβὼν (NChonChron 32087)

τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κρατήσαντες (438 (4122)) συλλαμβάνω (Both) ἡ τούτου συλληφθεῖσα γυνὴ (NChonChron 10716)

κρατηθῆναι (14214 (24921)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθῆναι (NChonChron 42561)

τὰ μὲν δύο ἐκράτησαν (633 (7411)) συλλαμβάνω (Both) τὰς μὲν δύο συλλαβὼν εἶχε (NChonChron 16154)

κρατηθεὶς (1429 (24814)) συλλαμβάνω (Both) συλληφθεὶς (NChonChron 42311)

ἐκρατήθη (653 (8024)) συλλαμβάνω (Both) συνείληπτο (NChonChron 17265)

κρατηθεὶς (1223 (20022)) συνέχω (High) συσχεθεὶς (NChonChron 35642)

ὅσα κάστρα ἐκράτησεν (42 (3917)) ὑπάγομαι (High) ὅσα ἐκεῖνος ὑπηγάγετο φρούρια (NChonChron 1031)

καλαμάρια κρατοῦντες (214 (3651)) φέρω (Both) δόνακας φέροντες (NChonChron 59490)

τὴν Πελαγονίαν κρατοῦσι (16172 (32515)) χειρόομαι (High) Πελαγονίαν χειροῦνται (NChonChron 53359)

καὶ ταύτην ὡς ἐν ὀλίγω κρατήσας (1113 (220) χειρόομαι (High) καὶ ταύτην διὰ βραχέος χειρωσάμενος (NChonChron 2947)

κρατεῖται (1877 (3463)) χειρόω (High) χειροῦται (NChonChron 56411)

κρατεῖται ὡς ἀποστάτης (14223 (25133)) χειρόω (High) χειροῦται ὡς ἀποστὰς (NChonChron 42857)

αἰχμαλώτους κρατηθῆναι (3114 (3419)) χειρόω (High) ἀνδρῶν κεχειρωμένων (NChonChron 9366)

τοῖς κρατουμένοις (21173 (38132)) χειρόω (High) τοῖς χειρουμένοις (NChonChron 62226)

ὅτε τὴν πόλιν κρατήσωσι (2183 (37016)) χείρωσις (High) τὴν πόλιν ὡς ἐς χείρωσιν περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

κρημνώδης (Low)ἄνοδον κρημνώδη (1611 (3049)) ἀμφίκρημνος (High) ἄνοδος ἀμφίκρημνος (NChonChron 50216)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 154 of 284

κριτής (Low)κριταὶ (1564 (2781)) διαιτητής (High) διαιτητής (NChonChron 46648)

κριτὰς καὶ τιμωροὺς ( 2121 (35917)) δικαστής (High) δικαστὰς καὶ κολαστὰς (NChonChron 58668)

κριτὴν τῶν λεγομένων (1563 (27726)) δικαστής (High) δικαστὴν τῶν φημιζομένων (NChonChron 46643)

κροτέω (Ambiguous)μετὰ τῶν κλάδων κροτήσουσι (1441 (25410)) ἐπικροτέω (High) τοῖς κλάδοις ἐπικροτήσει (NChonChron 43152)

κρότος (Low)μετὰ κρότου (1841 (3415)) πάταγος (High) τῷ πατάγῳ (NChonChron 5574)

κρούω (Low)τὸ κρούειν καὶ κρούεσθαι (21143 (37633)) βάλλω (Ambiguous) τοῦ βάλλεσθαι καὶ βάλλειν (NChonChron 61517)

ἀλλήλους κρούοντες καὶ δορατίζοντες (445 (4 διαδορατίζω (High) ἀλλήλους διαδορατίζοντες (NChonChron 10973)

κρούων (1841 (34111)) ἐπικρούω (High) ὑπ ἐκείνων ἐπικρουόμενος (NChonChron 55712)

ἔκρουον τοὺς Οὔγγρους κατὰ κεφαλῆς (6114 ( παίω (High) ἔπαιον τοὺς Παίονας (NChonChron 15732)

κρούων τὸν πόδα (443 (4226)) ὑποσκαίρω (High) ὑποσκαίρων τὼ πόδε (NChonChron 10964)

κρύπτω (Low)ἔνδοθεν δὲ τὴν ὀργὴν κρύπτουσι (112 (419)) ἐνθάπτω (High) τὸν χόλον ἐνθάπτοντες (NChonChron 3254)

κρυφά (Low)κρυφὰ (413 (3825)) κρύβδην (High) κρύβδην (NChonChron 10168)

κρυφίως (Low)οὐ κρυφίως ἀλλrsquo ἀδιαντρόπως (432 (404)) κρύβδην (High) οὐ κρύβδην ἀλλrsquo ἀνέδην (NChonChron 10429)

οὐ κρυφίως ἀλλὰ φανερῶς (474 (4924)) κρύφα (High) (οὐχ hellip) κρύφα ἀλλrsquo ἔκπυστα (NChonChron 11715)

κρυφίως (4711 (5217)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 12241)

κλέψαι κρυφίως (521 (5428)) λάθρᾳ (High) ὑφελέσθαι λάθρᾳ (NChonChron 12934)

κρυφίως (1878 (3467)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 56416)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 155 of 284

κρυφίως (474 (4928)) λάθρᾳ (High) λάθρᾳ (NChonChron 11819)

κρυφίως (1113 (213)) λάθρᾳ (High) λάθρα (NChonChron 2838)

κρυφίως (1582 (2825)) λαθραίως (Ambiguous) λαθραίως (NChonChron 47218)

κρυφίως (15121 (28915)) λαθρηδόν (High) λαθρηδὸν (NChonChron 48216)

κρυφίως (21143 (3771)) λεληθότως (High) λεληθότως (NChonChron 61520)

κρυφός (Low)ἡ κρυφὴ σκέψις (1152 (733)) ἐνδόμυχος (High) ἡ ἐνδόμυχος (πρόφασις) (NChonChron 3933)

ἐπιβουλαὶ κρυφαὶ (433 (4013)) ἐνδόμυχος (High) ἐπιβουλαὶ ἐνδόμυχοι (NChonChron 10443)

κτίζω (Low)φρούριον κτίζει (21121 (3744)) δομέω (High) φρούριον δομηθέν (NChonChron 61092)

ἐκτισμένος (2131 (36017)) ἱδρύω (High) ἱδρυμένος (NChonChron 5875)

κεκτισμένον λαμπρότατα (1113 (222)) κατασκευάζω (Both) κατεσκευασμένον ἄριστα (NChonChron 2950)

κτίζειν ἤρξατο (1411 (2455)) ποιέω (Both) ποιεῖν ἐπεβάλετο (NChonChron 4191)

κτυπέω (Low)τὰ χείλη κτυπῆσαι (447 (4330)) περιψοφέω (High) περιψοφῆσαι τὰ χείλη (NChonChron 11014)

κτύπος (Low)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἄψοφος (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

κυβερνάω (Low)κυβερνᾶν (14213 (24833)) διακυβερνάω (High) διακυβερνᾶν (NChonChron 42434)

ἐκυβέρνησε (1211 (19919)) εὖ ποιέω (High) εὖ ἐποίει (NChonChron 35520)

κυβέρνησις (Ambiguous)τῆς ἀναδοχῆς καὶ κυβερνήσεως (475 (507)) ξενία (High) τῆς ξενίας (NChonChron 11836)

πᾶσαν τὴν αὐτῶν ὠκονόμουν κυβέρνησιν (18 φιλοφροσύνη (High) μετεῖχον φιλοφροσύνης καὶ δεξιώσεως (NChonChron 55156)

κυκλόομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 156 of 284

διὰ τὸ μὴ κυκλωθῆναι (1434 (25234)) ἐγκυκλόομαι (High) μὴ ἐγκυκλωθῆναι σπεύδοντες (NChonChron 4306)

κυλίω (Low)λίθους κυλίοντας (1434 (2532)) ἐπικυλίομαι (High) ἐπικυλιομένοις λίθοις (NChonChron 4308)

κύριος (High)εἰ ἤμην κύριος (479 (5130)) δεσπόζω (High) εὶ δεσπόζων ἦν (NChonChron 12113)

κωδώνιον (Low)μετὰ κωδωνίων (7128 (8910)) κώδων (High) ἐχουσῶν ἠχητικοὺς κώδωνας (NChonChron 18543-44)

κωλύομαι (Low)κωλύεσθαι αὐτὸν οὐκ ἠδύναντο (441 (429)) κωλύω (Low) κωλύειν οὐκ ἦν (NChonChron 10843)

κωλύω (Low)τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) εἴργω (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous)Κωνσταντινοπολίταις (1116 (17228)) Ρωμαῖος (High) ῾Ρωμαίοις (NChonChron 31969)

Κωνσταντῖνος (Ambiguous)ὁ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίου φόρος (1826 (339 Κωνσταντίνειος (High) ἡ Κωνσταντίνειος ἀγορά (NChonChron 55549)

Κωνσταντινούπολις (Low)Κωνσταντινουπόλεως (1441 (2544)) ἄρχω (High) τὴν τῶν πόλεων ἄρχουσαν (NChonChron 43146)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν (2712 (1810)) βασιλεύω (Both) εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

Κωνσταντινούπολιν (1436 (25325)) βασιλίς (High) τῶν πόλεων βασιλίδα (NChonChron 43133)

τὴν Κωνσταντινούπολιν (412 (3818)) βασιλὶς πόλις (High) τὴν βασιλίδα πόλιν (NChonChron 10059)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (414 (3910) βασιλὶς πόλις (High) εἰς τὴν βασιλίδα πόλιν μετασκηνοῖ (NChonChron 10287)

πρὸς Κωνσταντινούπολιν ἐπανέστρεψεν (161 Βυζάντιον (High) εἰς Βυζάντιον ἐπανέδραμε (NChonChron 53595)

εἰς Κωνσταντινούπολιν (1151 (728)) Βυζάντιον (High) εἰς τὸ Βυζάντιον (NChonChron 3824)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 157 of 284

εἰς Κωνσταντινούπολιν (6320 (7828)) Βυζάντιον (High) ἐς Βυζάντιον (NChonChron 16868)

εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔρχεται (112 (422)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν δὲ Κωνσταντίνου εἰσιὼν (NChonChron 3255)

ἐκ τῆς πόλεως ἦν ταύτης τῆς Κωνσταντινουπό Κωνσταντίνου ἡ (High) ἐκ τῆς Κωνσταντίνου ὥρμητο (NChonChron 42018)

ἐν Κωνσταντινουπόλει (1823 (33813)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 55284)

πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (447 (4315)) Κωνσταντίνου ἡ (High) πρὸς τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 11094)

λαιμαργία (Low)ἐπὶ τὴν λαιμαργίαν (121013 (21928)) λιχνεύομαι (High) τὰ βρώματα λιχνευόμενος (NChonChron 38424)

λαλέω (Ambiguous)λαλῆσαι μὴ δυνάμενος (7119 (876)) ἀφασία (High) ἀφασίᾳ (NChonChron 18246)

τῶ λαλῆσαι ταύτην μίαν (434 (4026)) ἐπιτάσσω (High) τῷ ἐπιτάξαι αὐτήν τινι εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

λαλήσαντος (1812 (33628)) ὁμιλέω (High) ὡμιληκότος (NChonChron 55028)

ὑπὲρ αὐτῶν λαλῆσαι (15106 (2878)) ὑπερφθέγγομαι (High) ὑπερφθεγξόμενον (NChonChron 47932)

ἀκμὴν ὀρθῶς λαλεῖν οὐκ ἠδύνατο (1585 (2823 ψελλίζω (High) ἔτι γὰρ ἐψέλλιζεν ἡ νύμφη (NChonChron 47352)

λαμβάνω (Both)τὸ κοντάριον λαβὼν (7126 (8827)) ἀγκοινέω (High) τὸ δόρυ ἀγκοινησάμενος (NChonChron 18421)

εἰ ἐβούλετο γυναῖκα λαβεῖν (511 (5312)) ἄγω (Both) γυναῖκα δὲ ἢν ἠβούλετο ἀγαγέσθαι (NChonChron 12662)

τὸν Β εἰς γαμβρὸν λαβόντος (515 (5410)) ἀναιρέω (Ambiguous) τὸν Β εἰς γαμβρὸν ἀνελομένου (NChonChron 1285)

τὰ σίδηρα λαβόντες (653 (8028)) ἀνιμάω (High) τὰς άγκύρας ἀνίμησαν (NChonChron 17272)

εἰς γυναῖκα ἔλαβεν (432 (3932)) ἁρμόζομαι (High) εἰς γαμετὴν γυναῖκα ἡρμόσατο (NChonChron 10324)

εἰς γυναῖκα λαμβάνει (ὁ Ανδρόνικος) (1012 (1 ἁρμόζω (High) ἁρμόζεται ἡ μνηστή (NChonChron 27512)

ἔλαβε εἰς γυναῖκα (511 (536)) γαμέω (High) ἔγημε (NChonChron 12654)

γυναῖκα ἐξ αἵματος καὶ ἐκ γένους ἐλάμβανεν γαμέω (High) γυναῖκα ἐκ βασιλείου ἐγημεν ἂν αἵματος (NChonChron 126

ἔλαβε (14212 (24824)) δέχομαι (Both) ἐδέξατο (NChonChron 42323)

πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) δέχομαι (Both) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

συμμαχίαν λαβὼν (2181 (36924)) ἐπαμάομαι (High) συμμαχίδας ἴλας ἐπαμησάμενος (NChonChron 60287)

τὴν ἐξουσίαν λαμβάνει (621 (736)) ἐπισπάομαι (High) ἐπισπᾶται τὴν κυριότητα (NChonChron 15991)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 158 of 284

ὡς λάβοι ἂν (512 (5318)) ἔχω (Both) ὡς σχοίη ἂν (NChonChron 12771)

μεγάλην λαβὼν ἀρχὴν (4713 (5227)) λαγχάνω (High) μεγάλην ἀρχὴν εἰληχὼς (NChonChron 12257)

λαμβάνει εἰς γυναῖκα (15114 (28829)) προσαρμόζω (High) προσαρμόζεται τῷ τοῦ ῥηγὸς ἀδελφῷ (NChonChron 48191)

λαβόντες (1824 (33820)) προσλαμβάνω (High) προσειληφότες (NChonChron 55354)

τὰ τούτων ἀπελατίκια εἰς χεῖρας λαβόντες (61 χειρίζομαι (High) τὰς ἐκ σιδήρου κορύνας χειρισάμενοι (NChonChron 15631)

λαμπρός (Both)ἐκ γένους λαμπροῦ (1455 (25627)) αἰδέσιμος (High) τὸ γένος αἰδεσίμους (NChonChron 43557)

προσδεχθεὶς λαμπρῶς παρrsquo αὐτοῦ (511 (535)) ἀσπάσιος (High) προσδεχθεὶς ἀσπασίως τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 1265

τὸ τοῦ γένους λαμπρὸν (431 (3926)) ἐπίσημος (High) τὸ τοῦ γένους ἐπίσημον (NChonChron 10315)

λαμπρότατα (Low)κεκτισμένον λαμπρότατα (1113 (222)) ἄριστα (High) κατεσκευασμένον ἄριστα (NChonChron 2950)

λάμπω (Low)τρίχαι τῆς κεφαλῆς λάμπουσαι (1553 (27527)) ἀγλαΐζω (High) κόμαις ἠγλάϊσται (NChonChron 46248)

λαός (Ambiguous)τὸ σὸν λαὸν (472 (495)) ἔθνος (Low) τὸ σὸν ἔθνος (NChonChron 11787)

τοῦ λαοῦ (2121 (35911)) λεώς (High) τοῖς λεῴς (NChonChron 58561)

παρὰ τοῦ λαοῦ (14223 (25131)) λεώς (High) πρὸς τοῦ λεὼ (NChonChron 42855)

ἔρημον ἀπὸ τοῦ λαοῦ (21142 (37611)) λεώς (High) κενωθεῖσαν τοῦ λεώ (NChonChron 61489)

ὁ λαός (1812 (33617)) λεώς (High) ὁ λεὼς (NChonChron 54915)

ὅλος ἐξῆλθεν ὁ λαός (2175 (36816)) λεώς (High) ἅπας ἐξερρύησαν ὁ λεὼς (MakMak 59929)

ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ (6117 (7228)) λεώς (High) τοῦ παντὸς ἐνώπιον λεὼ (NChonChron 15879)

λαὸν (1429 (24814)) ὄχλος (High) ὄχλον (NChonChron 42311)

ἰδικὸν αὐτοῦ λαὸν (479 (5128)) στράτευμα (Both) ἐνδαπὸν στράτευμα (NChonChron 12112)

Λατινικός (Low)ὁ στρατὸς ltὁgt Λατινικὸς (1828 (34012)) Λατίνος (High) ὁ τῶν Λατίνων στρατὸς (NChonChron 55671)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 159 of 284

λέγομαι (Low)στρατιώτου Νικαία λεγομένου (439 (421)) ἐπιστήμων (Ambiguous) ὅτῳ ἦν Νικαίας ἐπίκλησις (NChonChron 10833)

λεγομένη (412 (3811)) ὀνομάζομαι (High) ὀνομάζεται (NChonChron 10052)

λέγω (Both)ἔλεγε ταῦτα (1842 (34112)) ἀγορεύω (High) ταυτὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν (NChonChron 55713)

ἐλέγετο (1559 (2772)) ᾄδω (High) ᾔδετο (NChonChron 46515)

ἐλέγετο ταῦτα παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) ᾄδω (High) ᾔδετο ταῦτα πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

(προστάγματα) λέγοντα (437 (4120)) ἀπαγγέλλω (Low) (γράμματα) ἀπαγγέλλοντα (NChonChron 10713)

εἶπε (1811 (3367)) γνωμολογέω (High) ἐγνωμολόγησε (NChonChron 5496)

εἰπών τι (6110 (706)) δῆλος (High) δῆλα τὰ προσταττόμενα θέμενος (NChonChron 15448)

ἐλέγετο ὅτι (1436 (25323)) διαθρυλλέω (High) διεθρυλλεῖτο ὡς (NChonChron 43131)

ἔλεγεν (1443 (25422)) διέξειμι (High) διεξιὼν (NChonChron 43269)

λέγοντας (1211 (1995)) διέξειμι (High) διέξεισιν (NChonChron 3557)

θέλων εἰπεῖν (15131 (2905)) διέξειμι (High) μέλλων διεξιέναι (NChonChron 48337)

ἔλεγεν (1592 (28324)) διόμνυμαι (High) διομνυμένου (NChonChron 47482)

εἰπὼν (15106 (2874)) εἰσφέρω (Both) εἰσενεγκάμενος (NChonChron 47826)

πετάσαι ἔλεγεν (477 (5023)) ἐπαγγέλλομαι (High) διαπτῆναι ἐπηγγέλετο (NChonChron 11963)

ἔλεγεν (14221 (25120)) ἐπιλέγω (High) ἐπέλεγεν (NChonChron 42740)

τὸ λεγόμενον Ἀλαμανικὸν (15106 (28628)) καλέω (High) τὸ καλούμενον Ἀλαμανικὸν (NChonChron 47816)

λέγοντας (15111 (28730)) παραίνεσις (Both) εἰσάγοντας παραίνεσιν (NChonChron 48055)

τῆς λίμνης αὐτοὺς ἀναχωρεῖν ἔλεγεν (1142 (7 παραινέω (High) μεθίστασθαι παρῄνει τῆς λίμνης (NChonChron 382)

εἶπε θαρρεῖτε (616 (6915)) παρακελεύομαι (High) θαρρεῖν παρεκελεύετο (NChonChron 15215)

φουρκίσειν (2138 (36228)) προτείνω (High) προτείνοντας (NChonChron 5916)

ἔλεγεν (6111 (7011)) ὑποφθέγγομαι (High) ὑποφθεγγόμενος (NChonChron 15458)

λέγων (1116 (17225)) φάσκω (High) φάσκων (NChonChron 31966)

ἔλεγε (1585 (2834)) φάσκω (High) ἔφασκεν (NChonChron 47359)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 160 of 284

λέγων (15106 (28627)) φάσκω (High) φάσκων (NChonChron 47815)

ἐλέγετο (1435 (25313)) φημί (High) φασί (NChonChron 43020)

εἰπόντος (1422 (24615)) φημί (High) φήσαντος (NChonChron 42137)

εἰπεῖν (14222 (25124)) φημί (High) φήσαντα (NChonChron 42844)

ὅπερ λέγουσι (1824 (33823)) φημί (High) ὅ φησι (NChonChron 5534)

λέγουσιν (1423 (24624)) φημί (High) φασιν (NChonChron 42146)

κριτὴν τῶν λεγομένων (1563 (27726)) φημίζω (High) δικαστὴν τῶν φημιζομένων (NChonChron 46643)

ἔλεγε (1441 (25413)) φθέγγομαι (High) ἐφθέγγετο (NChonChron 43155)

τὰ ὅμοια λέγειν ἤρξαντο (4718 (5414)) φθέγγομαι (High) ξυνῳδὰ ἐφθέγγοντο (NChonChron 12538)

ἔλεγε (15111 (28729)) φθέγγομαι (High) φθεγγόμενος (NChonChron 48053)

λείξουρος (Low)πᾶς βάρβαρος λείξουρός ἐστι (479 (5119)) λῆμμα (High) βάρβαρος ἅπας λημμάτων ἥττηται (NChonChron 12095)

ληστής (Low)οἱ λησταὶ (2123 (35926)) σκυλευτής (High) οἱ σκυλευταὶ (NChonChron 58679)

λιμήν (Low)λιμένα (1117 (1737)) ἠϊὼν (High) ἠϊόνα 32082 (NChonChron 32082)

λογαριαστής (Low)μέγαν λογαριαστὴν (261 (1227)) λογιστής (High) λογιστὴν μέγιστον (NChonChron 5476)

λογγώδης (Low)εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) λοχμώδης (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

λογίζομαι (Low)καταφρονεῖ καὶ ὡς οὐδὲν λογίζεται (1563 (277 ἀθερίζω (High) ἀθερίζειν καὶ ἀποπέμπεσθαι (NChonChron 46539)

ὡς δὲ οὐκ ἀκίνδυνον ἐλογίζετο (2185 (37029)) δοκέω (High) ὡς δὲ διακινδυνευτέα τῷ Ἐρρῇ ἐδόκει (NChonChron 60335)

ὡσεὶ σταγὼν ὕδατος ἐλογίζετο (1822 (33721)) κρίνω (High) ὡσεὶ καὶ ῥανίς ἐκρίνετο (NChonChron 55161)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 161 of 284

μικρὰ λογιζόμενος (2177 (3696)) κρίνω (High) κρίνων μικρὰ (NChonChron 60163)

λογιζόμενοι ὅτι (7121 (8713)) οἴομαι (High) ὡς hellip οἰόμενοι (NChonChron 18253-54)

ἐλογίζετο (1116 (17224)) οἴομαι (High) ᾤετο (NChonChron 31963)

εἰς οὐδὲν λογισάμενοι (1584 (28227)) τίθεμαι (High) παρrsquo ουδὲν θέμενοι (NChonChron 47343)

λογίζονται (1442 (25416)) ὑπολαμβάνω (Ambiguous) ὑπειλήφασιν (NChonChron 43262)

λόγιον (Both)τὰ λόγια (1441 (2547)) ῥῆμα (High) ῥήματα (NChonChron 43149)

λόγιος (Low)λογιωτάτη (1115 (17210)) λόγιμος (High) λογίμη (NChonChron 31945)

λόγος (Ambiguous)τοὺς λόγους (2138 (36229)) διάλεξις (High) τὴν διάλεξιν (NChonChron 5918)

τοὺς λόγους (615 (695)) λεγόμενα τά (High) τοῖς λεγομένοις (NChonChron 1524)

λόγων (1119 (17324)) μείλιγμα (High) μειλίγματα (NChonChron 32112)

λόγοι (1119 (17323)) πρόβλημα (High) προβλήματα (NChonChron 32111)

τοῖς λόγοις (2138 (36225)) ῥῆμα (High) τοῖς ῥήμασιν (NChonChron 5912)

διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) ῥῆμα (High) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

ἐπὶ τοῖς λόγοις (121013 (21929)) ῥῆμα (High) ἐπὶ τῷ ῥήματι (NChonChron 38426)

λοιδορέω (Low)ἡμᾶς λοιδοροῦντες (214 (3652)) τωθάζω (High) ἡμᾶς τωθάζοντες (NChonChron 59491)

λυπέομαι (Low)ἐλυποῦντο καὶ ἐδυσχέραινον (1823 (33810)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55281)

ἠγανάκτων ἢ ἐλυποῦντο (1828 (3408)) δυσχεραίνω (High) ἐδυσχέραινον (NChonChron 55566)

ὅθεν ὑπέρμετρα λυπηθεὶς (562 (6020)) λύπη (Both) διὰ ταῦτα λύπῃ καταποθεὶς (NChonChron 13815)

λυπέω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 162 of 284

ἐλυπήθην (1441 (2545)) δάκνω (High) δακνόμενος (NChonChron 43147)

λύπη (Both)λύπας καὶ συμφοράς (1119 (17328)) δεινόν (High) δεινοῖς (NChonChron 32116)

διὰ λύπην μικρὰν (112 (43)) μικρολυπία (High) κατὰ μικρολυπίαν (NChonChron 3233)

λώβη (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) ἐξάνθημα (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

μαγείρευμα (Low)μαγείρευμα (1941 36321) ὄψον (High) ὄψον (NChonChron 57148)

μαγείρευμα ἑψημένον (1824 (33820)) ὄψον (High) ὄψον ἕτοιμον (NChonChron 55394)

μαγειρεύω (Low)μαγειρεύοντες (214 (3657)) μαγγανεία (High) μαγγανείαις προσκείμενοι (NChonChron 5941)

μαίνομαι (Low)μανεὶς (1422 (24618)) ζέω (High) ζέων τῷ χόλῳ (NChonChron 42140)

μανεὶς (1422 (24618)) χόλος (High) ζέων τῷ χόλῳ (NChonChron 42140)

μακράν (Low)μακρὰν ἔκειντο (1812 (33620)) ἄποθεν (High) σκηνουμένους ἄποθεν (NChonChron 54918)

τὰ μακρὰν (16172 (32515)) πόρρωθεν (High) τὰ πόρρωθεν (NChonChron 53460)

μακρόθυμος (Low)μεγαλόψυχος καὶ μακρόθυμος ἀνεφαίνετο (11 φιλόσοφος (High) ταὸ φιλόσοφον ἐπεδείκνυτο (NChonChron 32116)

μακρός (Ambiguous)μακρὸς ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν (1585 (28230)) εὐμήκης (High) εὐμήκης ὢν ταὴν ἡλικίαν (NChonChron 47346)

μακρός ἐστι ὁ περίορος (1612 (30420)) μηνκύνω (Ambiguous) μηκύνεται ἡ περίοδος (NChonChron 50328)

μεταβαίνει πρὸς τὰ μακρότερα (1113 (220)) πόρρω (High) μεταβαίνει πρὸς τὰ πορρώτερα (NChonChron 2948)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 163 of 284

ἐπιθυμεῖ στρατηγίαν ποιῆσαι μακρὰν (631 (7 ὑπερόριος (High) ἐρᾷ στρατείας ὑπερορίου (NChonChron 15918)

μάκρος (Ambiguous)ἡλικίαν ἔχων ἀρίστην πλάτους καὶ μάκρους (1 εὐμήκης (High) εὐμήκης (NChonChron 42575)

μακρότερα (Low)εἰς τὰ μακρότερα (1825 (3397)) πόρρωθεν (High) τὰς πόρρωθεν οἰκίας (NChonChron 55426)

μαλακίζομαι (Low)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 καθυφίημι (High) καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 6590)

μαλακῶς (Low)μαλακῶς πῶς καὶ ἀνειμένως (14212 (24823)) μαλθακώτερον (High) μαλθακώτερον (NChonChron 42322)

μαλλίον (Low)τὰ μαλία (214 (3654)) θρίξ (Both) τὰς τρίχας (NChonChron 59493)

μᾶλλον (Ambiguous)μᾶλλον πολεμικὸς (15132 (2908)) λίαν (High) λίαν πολεμικὸς (NChonChron 48341)

καὶ μᾶλλον (15112 (2884)) μάλιστα (High) καὶ μάλιστα (NChonChron 48062)

καὶ μᾶλλον (15111 (2881)) μάλιστα (High) καὶ μάλιστα (NChonChron 48058)

μάνδρα (Ambiguous)ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) σηκός (High) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

μανθάνω (High)ταῦτα οὖν μαθὼν (4310 (424)) ἀγγέλλομαι (High) ταῦτα οὖν ὡς ἠγγέλη (NChonChron 10836)

παρά τινος μαθοῦσα (434 (4021)) διαγγέλλομαι (High) διαγγελθέντα παρά του (NChonChron 10553)

μανθάνειν τὰς τούτων βουλὰς (413 (3821)) κατάληψις (High) πρὸς τὴν τῶν δρωμένων κατάληψιν (NChonChron 10163)

μανία (Ambiguous)ὑπὸ μανίας κεκτημένος (2138 (36227)) θυμός (Both) θυμῷ ἐνισχόμενος (NChonChron 5914)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 164 of 284

εἰς μανίαν (652 (8021)) θυμός (Both) εἰς θυμὸν (NChonChron 17159)

τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) λύττα (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

μανικός (Low)μανικὸν ἔβλεψε (474 (4922-23)) σκαιός (High) σκαιὸν ἐπωφθάλμισε (NChonChron 11713)

μαντάτον (Low)μαντάτα (1118 (17316)) ἀγγελία (High) ἀγγελίας (NChonChron 32195)

μασχάλη (Low)εἰς τὰς μασχάλας αὐτῶν θέμενοι (121020 (221 ἀγκωνίζομαι (High) ἠγκωνίσαντο (NChonChron 38711)

ματαίως (Low)ματαίως (477 (5018)) εἰκαίως (High) εἰκαίως (NChonChron 11952)

ματαίως τὸ τούτων βούλευμα γέγονεν (1113 ( ἐκπίπτω (High) τῆς προθέσεως ταύτης ἐξέπεσον (NChonChron 2839)

ματαίως (438 (4124)) μάτην (High) μάτην (NChonChron 10720)

Μαύρη Θάλασσα (Low)Μαύρην Θάλασσαν (16131 33324) Εὔξεινος Πόντος (High) Εὔξεινον Πόντον (NChonChron 52883)

μάχαιρα (Both)ἐν μαχαίρᾳ (1583 (2828)) ξίφος (High) ξίφει (NChonChron 47221)

μάχη (Both)ἄνευ μάχης (2178 (36912)) ἀμαχεί (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 60174)

ἄνευ μάχης καὶ πολέμου τινὸς (1434 (25227)) ἀμαχεί (High) ἀμαχεὶ (NChonChron 42991)

χωρὶς μάχης (1434 (25229)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτὶ (NChonChron 42993)

μάχομαι (Low)μαχόμενον καὶ ἀγωνιζόμενον (7127 (895)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλώμενον (NChonChron 18534)

μετrsquo αὐτοῦ μαχόμενος (726 (962)) ἀντικαθίσταμαι (High) ἀντικαταστὰς Ἀσπιέτῃ (NChonChron 19422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 165 of 284

μαχομένου ταὴν φύσιν (1119 (17323)) ἀντιμάχομαι (High) ἀντιμαχομένου τῇ φύσει (NChonChron 32110)

πρὸς ὄρη μάχεσθαι δυσανάβατα (1613 (3051) διαμιλλάομαι (High) πρὸς ὄρη διαμιλλᾶσθαι ἀπότομα (NChonChron 50346)

μάχεσθαι (14222 (25125)) διαμιλλάομαι (High) διαμιλλᾶσθαι (NChonChron 42845)

ἐξόπισθεν τούτοις ἐμάχοντο (2184 (37021)) ἐπίκειμαι (High) ἐπέκειντο (NChonChron 60325)

μὴ ἐμάχοντο (2182 (3702)) μάχη (Both) μὴ χωρεῖν διὰ μάχης (NChonChron 6023)

μεγαλόπολις (Low)τὴν πάσης Συρίας μεγαλόπολιν (42 (3920)) προκαθημένη (High) τὴν ἁπάσης Συρίας προκαθημένην (NChonChron 1036)

μεγαλοπρεπής (Low)δώροις μεγαλοπρεπέσι (1152 (81)) φιλότιμος (High) δώροις φιλοτίμοις (NChonChron 3935)

μεγαλόψυχος (Low)μεγαλόψυχος καὶ μακρόθυμος ἀνεφαίνετο (11 φιλόσοφος (High) τὸ φιλόσοφον (NChonChron 32116)

μεγαλύνω (Low)μεγαλύνει (1563 (27722)) διαθρυλλέω (High) διαθρυλλεῖ (NChonChron 46537)

ἐκαυχᾶτο καὶ ἐδόξαζε καὶ ἐμεγάλυνεν ἑαυτὸν σεμνύνω (High) ἐσέμνυνεν ἑαυτὸν (NChonChron 42035)

μεγαλώτερος (Low)μεγαλωτέρους (1585 (2833)) μείζων (High) μείζονας (NChonChron 47358)

μέγας (Both)τὸ μέγα χαντάκιν (21173 (38126)) βαθύς (Low) βαθεῖαν τάφρον (NChonChron 62219)

στόλον μέγαν (632 (7331)) βαρύς (Ambiguous) στόλον βαρὺν (NChonChron 16033)

εἰς κίνδυνον μέγαν (1811 (33611)) ἔσχατος (Ambiguous) εἰς κίνδυνον τὸν ἔσχατον (NChonChron 5499)

μετὰ μεγάλης νίκης (614 (691)) λαμπρός (Both) μετὰ λαμπρῶν τροπαίων (NChonChron 15294)

μεγάλων πόλεων (1451 (25520)) μεγάπυργος (High) μεγαπύργων πόλεων (NChonChron 43413)

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1825 (33910)) μέγιστος (High) τοῦ Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 μέγιστος (High) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 166 of 284

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1826 (33918)) παμμέγιστος (High) Νεὼν τὸν Παμμέγιστον (NChonChron 55442)

μέθοδος (Low)διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) μεθόδευμα (High) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

μεθύω (Low)ἐμέθυον (214 (3657)) κωμάζω (High) ἐκώμαζον (NChonChron 59495)

μείγνυμαι (Low)πολλαῖς γυναιξὶ μιγνύμενος (251 (1224)) ἐπιθόρνυμαι (High) πολλαῖς θηλυτέραις ἐπιθορνύμενος (NChonChron 5471)

μελετάω (High)ἐμελέτησε ἐλθεῖν (16172 (32513)) γινώσκω (Both) ἔγνω ἐπιθέσθαι (NChonChron 53357)

μέλλω + infinitive (Both)μέλλει φθαρῆναι (1455 (25633)) future participle (High) ἀπολούμενον (NChonChron 43666)

μολῦναι μέλλει (15106 (2877)) ἐθέλω (High) κοινοῦν ἐθέλει (NChonChron 47930)

μεμνηστευμένη (Low)ἡ μεμνηστευμένη (1012 (1478)) μνηστή (High) ἡ μνηστή (NChonChron 27514)

μέν (Low)καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) μὲν οὖν (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

μέντοι (Low)οἱ μέντοι Σαρακηνοὶ (6321 (791)) δέ (High) οἱ δὲ Σαρακηνοὶ (NChonChron 16875)

Μέντρος (Low)περὶ τὸν τόπον τοῦ Μέντρου (21182 (3851)) Μαίανδρος (High) τὴν ὅσην ποτίζει Μαίανδρος (NChonChron 62651)

ὁ Μέντρος (725 (9529)) Μαίανδρος (High) Μαίανδρος (NChonChron 19418)

περὶ τὸν Μέντρον (1423 (24628)) Μαίανδρος (High) κατὰ Μαίανδρον (NChonChron 42151)

Μέντρον (1421 (24519)) Μαίανδρος (High) Μαίανδρον (NChonChron 42019)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 167 of 284

μερίζω (Low)τριχῶς ἐμέρισαν (473 (4919)) δαίομαι (High) τριχῆ δασάμενοι 1177 (NChonChron 1177)

μερίσας (1113 (17113)) διαιρέω (High) διελών (NChonChron 31823)

μερισθεὶς (1111 (1711)) διαιρέω (High) διαιρεθεὶς (NChonChron 3174)

εἰς δύο γοῦν μερίσας (16192 (3261)) διαιρέω (High) διχῇ οὖν διαιρῶν (NChonChron 53479)

μέριμνα (Ambiguous)βασιλεῖ πολλὰς μερίμνας καὶ φροντίδας ἔχοντ πολύφροντις (High) βασιλεῖ πολυφρόντιδι (NChonChron 48058)

μεριμνάω (Low)ἀείποτε ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28 κατατείνομαι (High) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonCh

ἀείποτε ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28 μέριμνα (Ambiguous) ἀεὶ μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonCh

μερισμός (Low)μερισμός (1115 (17211)) διαμερισμός (High) διαμερισμός (NChonChron 31945)

ἵνα μερισμὸς γένηται (2151 (36521)) μερίζομαι (High) μερίσασθαι (NChonChron 59516)

μέρος (Low)μικρὸν ὄπισθεν ἐξ ἑκατέρου μέρους (619 ( 69 κέρας (High) μικρὸν ἄποθεν ἑκατέρου κέρατος (NChonChron 15441)

μέρη (1111 (1712)) μερίς (High) μερίδων (NChonChron 3175)

μέρος (15106 (28715)) μερίς (High) μερίδος (NChonChron 47939)

μέρη (1113 (17113)) τμῆμα (High) τμήματα (NChonChron 31823)

μέρη (1225 (20117)) τμῆμα (High) τμήματα (NChonChron 35761)

μεσάζω (Low)μεσάζοντα (261 (1229)) μεσεύω (High) μελεδωνὸν μεσεύοντα (NChonChron 5478)

μεσημβρία (High)τὸ πρὸς μεσημβρίαν τεῖχος (2183 (37011)) μεσημβρινός (High) τὸ μεσημβρινὸν τεῖχος (NChonChron 60213)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 168 of 284

μέσης τῆς ἡμέρας (Low)μέσης τῆς ἡμέρας (121014 (2201)) ἡμέρας (High) ἡμέρας (NChonChron 38429)

μέσον τό (Low)περὶ τὸ μέσον ἡ ἡμέρα ἦν (6114 (7116)) μεσημβρία (High) περὶ μεσημβρίαν (NChonChron 15613)

τὸ μέσον τῆς στρατιᾶς (619 (6932)) μέτωπον (High) τὸ μὲν τῆς φάλαγγος μέτωπον (NChonChron 1533839)

Μεσοποταμία (Low)τῆς Μεσοποταμίας (1113 (222)) Μέση τῶν ποταμῶν (High) τῆς Μέσης τῶν ποταμῶν (NChonChron 2949)

μετrsquo ὀλίγον (Ambiguous)μετrsquo όλίγον δὲ (7126 (8824)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ δrsquo (NChonChron 18419)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (633 (746)) μετrsquo οὐ πολύ (High) μετrsquo οὐ πολὺ δὲ (NChonChron 16045)

μετrsquo ὀλίγον (7127 (897)) μετὰ βραχὺ (High) μετὰ βραχὺ (NChonChron 18536)

μετ᾽ ὀλίγον (14214 (24928)) μετὰ μικρὸν (Ambiguous) μετὰ μικρὸν (NChonChron 42569)

μετrsquo ὀλίγον (1583 (2827)) μικρῷ ὕστερον (High) μικρῷ ὕστερον (NChonChron 47220)

τὴν μετολίγον ἔλευσιν (4310 (426)) ὅσον οὔπω (High) τὴν ὅσον οὐδέπω παρουσίαν (NChonChron 10838)

μετά (Both)μετὰ τῶν κλάδων κροτήσουσι (1441 (25410)) dative (Both) τοῖς κλάδοις ἐπικροτήσει (NChonChron 43152)

μετὰ ἀπάτης (16192 (32618)) dative (Both) ἀπάτῃ (NChonChron 5351)

μετὰ τῶν κονταρίων (1453 (2565)) dative (Both) δόρασι (NChonChron 43431)

μετὰ ἐξόδων καὶ χρημάτων (1411 (2454)) dative (Both) ἀναλώμασι (NChonChron 41995)

μετὰ τίνων (1581 (28128)) dative (Both) τίσι (NChonChron 4717)

συνεκπέμπει μετὰ τοῦ Στεφάνου (514 (541)) dative (Both) συνεκπέμπει τῷ Στεφάνῳ (NChonChron 12790)

μετὰ μαχαίρας ἀποσφάττεται (1556 (27618)) dative (Both) ἀποσφάττεται μαχαίρᾳ (NChonChron 46373)

μετrsquo αὐτοῦ τοῦ βασιλέως συστρατεύων (1585 dative (Both) βασιλεῖ συστρατεύων (NChonChron 47363)

μετὰ δυνάμεως (1556 (27613)) dative (Both) τῇ ἐπικουρίᾳ (NChonChron 46369)

μετὰ δουλοπρεποῦς σχήματος (1462 (25817)) dative (Both) δουλοπρεπεῖ σχήματι (NChonChron 43838)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 169 of 284

τὸ μετrsquo αὐτὸν συνὸν στράτευμα (1454 (25613) dative (Both) τὸ συνὸν αὐτῷ στράτευμα (NChonChron 43542)

μετὰ ἀξιναρίων (1426 (2481)) dative (Both) πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ (NChonChron 42289)

μετὰ καρφίων μεγάλων τεσσάρων (15113 (28 dative (Both) τέτρασι μεγίστοις ἕστορσιν (NChonChron 48183)

εἰκόνας μετὰ ἀξιναρίων ἔκοπτον (1822 (3372 dative (Both) εἰκόνας ἀξίναις ἐκκοπτομένας (NChonChron 55267)

μετὰ τοῦ ἐλεεινοῦ στεφανώματος (15113 (288 dative (Both) τῷ οἰκτρῷ στεφανώματι (NChonChron 48187)

μετὰ συγγεγῶν ἀδιαφόρων (15106 (2871)) dative (Both) συγγενέσι ἀχρείοις οὖσι (NChonChron 47824)

μετ᾽ αὐτοῦ (1114 (1726)) ἀμφί (High) ἀμφ᾽ αὐτὸν (NChonChron 31839)

μετὰ ψηφίδων χρυσῶν (1426 (24730)) διά (Both) διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων (NChonChron 42287)

μετὰ δὲ τῶν ἄλλων (1561 (2775)) ἐπί (Ambiguous) ἐπὶ πᾶσι (NChonChron 46518)

φανερὸν πόλεμον μετὰ τοῦ Ψευδαλεξίου (155 κατά (Both) πόλεμον κατrsquo αὐτοῦ προφανῆ (NChonChron 46368)

τὸν μετὰ τῶν Βλάχων πόλεμον (14222 (25123 κατά (Both) τὸν κατὰ τῶν Βλάχων πόλεμον (NChonChron 42844)

μετὰ τοῦ Χρύσου (16172 (32513)) σύν (High) σὺν Χρύσῳ (NChonChron 53357)

μετὰ αὐτοῦ (1581 (28118)) σύν (High) σὺν αὐτῷ (NChonChron 47193)

μετὰ τοῦ υἱοῦ (1813 (3379)) σύν (High) σὺν τῷ πατρὶ (NChonChron 55148)

μετ᾽ αὐτοῦ (1421 (2461)) σύναμα (High) σύναμά οἱ (NChonChron 42024)

τοὺς μετ᾽ αὐτὸν ὄντας στρατηγοὺς (1455 (256 σύνειμι (High) τοὺς συνόντας αὐτῷ ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

τοῖς μετrsquo αὐτοῦ οὖσιν (6110 (706)) σύνειμι (High) τοῖς συνοῦσι μεγιστᾶσι (NChonChron 15448)

τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ὄντας (1429 (24815)) συνίστωρ (High) τοὺς συνίστορας (NChonChron 42312)

μετά + gen (Low)τοῖς μετrsquo αὐτοῦ καβαλλαρίοις (2176 (3691)) dative (Both) τοῖς ἐκ τῆς ἱππάδος ἐκείνῳ (NChonChron 60057)

μετὰ σπάθης τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπέκοψε (3111 dative (Both) τὴν χεῖρα τούτου τῷ ξίφει διήλασε (NChonChron 9241)

τὰ τείχη μετὰ τοῦ στρατοῦ περικυκλώσας (24 dative (Both) τὰ τείχη τῷ στρατῷ διαζώσας (NChonChron 5352)

μετὰ βίας (21172 (38118)) dative (Both) βίᾳ (NChonChron 62110)

μετὰ τῶν χερῶν (436 (416)) dative (Both) ταῖς χερσὶ (NChonChron 10691)

μετὰ βλατίων χρυσῶν καὶ πευκίων (441 (4212 dative (Both) ἐπίπλοις καὶ τάπησι (NChonChron 10846)

μετὰ τῆς Εὐδοκίας συνέκειτο (434 (4018)) dative (Both) τῇ γυναικὶ συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

τῶν μετrsquo ἐκείνου (7121 (8718)) ἀμφί (High) τῶν ἀμφrsquo ἐκεῖνον (NChonChron 18363)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 170 of 284

μετὰ κόρδας (1878 (3467)) διά + gen (Low) διrsquo ἀγχόνης (NChonChron 56416)

ἔχων μεθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ τὸν υἱὸν τούτου (1151 ( ἐφέπομαι (High) ἐφεπόμενον ἔχων αὐτῷ τὸν παῖδα (NChonChron 3927)

συνάπτει πόλεμον μετὰ τοῦ σουλτὰν (475 (50 κατά + gen (Low) ἐκφέρει κατὰ τοῦ σουλτὰν πόλεμον (NChonChron 11826)

τοὺς μετrsquo αὐτοῦ εὑρισκομένους (7128 (8912)) περί + acc (High) τῶν περὶ αὐτὸν (NChonChron 18545)

μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολυ- (High) πολύπους καὶ πολύχειρ (NChonChron 58676)

μετ᾽αὐτοῦ (112 (421)) σύν (High) σὺν αὐτῷ (NChonChron 3255)

μετὰ βίας (Low)μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας (7127 (8832-891)) μόλις (High) μόλις δὲ (NChonChron 18529)

μετὰ βίας (6320 (7826)) μόλις (High) μόλις (NChonChron 16865)

μετὰ τάξεως (Low)μετὰ τάξεως γυρίζων (443 (4226)) ἠρέμα (High) ἠρέμα ὑπογυρῶν (NChonChron 10963)

ἡ προμήθεια καὶ μετὰ τάξεως πάντα ποιεῖν (4 προμήθεια (Ambiguous) ἡ προμήθεια (NChonChron 1106)

μετὰ ταῦτα (Low)μεταταύτα (4718 (546)) εἶτα (Low) εἶτα (NChonChron 12526)

μετὰ δὲ ταῦτα (14214 (24927-28)) ἐκ τούτου (High) τὸ δ ἐκ τούτου (NChonChron 42567)

μετὰ δὲ ταῦτα (1877 (34533)) ἐπὶ τούτοις (High) τὰ δrsquoἐπὶ τούτοις (NChonChron 5644)

τὰ μετὰ ταῦτα (631 (7321)) ἐπὶ τούτοις (High) τὰ ἐπὶ τούτοις (NChonChron 15918)

μετὰ ταῦτα (15112 (28811)) ἐς τοὐπιὸν (High) ἐς τοὐπιὸν (NChonChron 48068)

τὴν μετὰ ταῦτα ἐπέλευσιν (6321 (791)) ἐσέπειτα (High) τὸν ἐσέπειτα πλοῦν (NChonChron 16876)

εἰς ταὸ μεταταῦτα (15111 (28721)) ἐφεξῆς (High) ταὰ δrsquo ἐφεξῆς (NChonChron 47944)

μετὰ δὲ ταῦτα (1877 (34533)) τὰ δrsquo ἐπὶ τούτοις (High) τὰ δrsquo ἐπὶ τούτοις (NChonChron 5644)

τοῖς μετὰ ταῦτα βασιλεῦσιν (411 (383)) ὕστερον (Low) τοῖς ὕστερον αὐτοκράτορσιν (NChonChron 10043)

μετὰ χαρᾶς (Low)μετὰ χαρᾶς (479 (523)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 12120)

μεταβαίνω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 171 of 284

ἐξουσίαν πρὸς τὸν υἱὸν μεταβαίνουσαν (1841 μεταρρέω (High) ἰσχὺν πρὸς τὸν υἱὸν μεταρρέουσαν (NChonChron 5572)

μεταβάλλω (Ambiguous)μεταβάλλει γοῦν τὴν γνώμην (652 (8019)) μεταλλοιόω (High) μεταλλοιοῖ τοίνυν τὰς ἐπrsquo αὐτοῖς ῥοπὰς (NChonChron 1715

μεταβαλλόμενος (1585 (28232)) μεταρρυθμίζω (Ambiguous) μεταρρυθμιζόμενος (NChonChron 47349)

μετάθεσις (Both)βεβαιωθεῖσαν μετάθεσιν (1377 (23615)) μετάθεσις (Both) κυρωθεῖσαν μετάθεσιν (NChonChron 40776)

περὶ μεταθέσεως (1375 (2364)) μετάθεσις (Both) περὶ μεταθέσεως (NChonChron 40763)

μετακαλέομαι (Low)εἰς συμβιβάσεις μετακαλεῖτο (1661 (3149)) προσκαλέομαι (High) ἐς ξυμβάσεις προσκαλούμενος (NChonChron 51817)

μετακομίζω (Ambiguous)εἰς τὰς σωματικὰς αὐτῶν χρείας μετεκόμιζον ( μετασκευάζω (Ambiguous) εἴς τε τὰς σωματικὰς αὐτῶν χρείας μετεσκεύαζον (NChonC

τοὺς δὲ τὰ χρήματα αὐτῶν μετακομίσαντας (1 μετατίθεμαι (High) τῶν δὲ τὰ ὄντα μεταθεμένων (NChonChron 55560)

μεταλλάσσω (Low)τὸν σκοπὸν αὐτοῦ μετήλλαξε (1151 (727)) καθυφίημι (High) καθυφῆκέ τι βραχὺ τῆς προθέσεως (NChonChron 3823)

μεταμέλεια (High)τὴν ὑστεροβουλίαν καὶ τὴν μεταμέλειαν (447 ὑστεροβουλία (High) τὴν ὑστεροβουλίαν (NChonChron 1107)

μεταμέλομαι (Both)μετεμέλετο (16191 (32527)) Ἐπιμηθεύς (High) τὸν Ἐπιμηθέα εἶχε ἐπικείμενον (NChonChron 53474)

μεταμέλομαι εἰ μεταμεληθῆ (1613 (30431)) μεταβουλεύομαι (High) μεταβουλεύσασθαί τι χρηστότερον (NChonChron 50341)

μεταμελόμενος (1311 ()) ὑστεροβουλία (High) ὑστεροβουλία πληττόμενος (NChonChron 39418)

μεταστρέφομαι (Low)μετεστράφησαν εἰς ἀσυνήθη ἔργα (1462 (258 μετακλίνω (High) μετακεκλικότα πρὸς τὸ ἀσύνηθες (NChonChron 43846)

μεταστρέφω (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 172 of 284

μεταστρέφεται (21121 (3743)) μεθαρμόζω (High) Εὔβοια μεθαρμόζεται (NChonChron 61091)

μεταστρέφεται (1581 (28127)) παλίσσυτος (High) παλίσσυτος γίνεται (NChonChron 4716)

τὴν ἀγαπὴν αὐτοῦ καὶ ἀναδοχὴν μετέστρεψε ( ὑπολήγω (High) τῆς συντονίας τοῦ φίλτρου ὑπέληξεν (NChonChron 42687)

μετατίθεμαι (High)εἰς δειλίαν μεταθεμένων (1112 (21)) τίθημι (Both) εἰς δειλίαν τεθειμένων (NChonChron 2823)

μετατίθημι (Ambiguous)μετατεθεῖναι (1374 (23524)) μεταφέρω (Ambiguous) μετενεγκεῖν (NChonChron 40652)

μεταχείρησις (Ambiguous)τὴν πρὸς πραγμάτων μεταχείρησιν (1462 (258 ἐγχείρησις (High) τὴν περὶ πραγμάτων ἐγχείρησιν (NChonChron 43724)

ἐν τῆ τῶν κονταρίων μεταχειρήσει (445 (4310 πόλεμος (Both) τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

μεταχειρίζομαι (Ambiguous)τὸ κοντάριν μεταχειρίζεσθαι (443 (4220)) κραδαίνω (High) κραδαίνειν δόρατα (NChonChron 10857)

μετὰ δώρων μετεχειρίζοντο (514 (542)) ὑποποιέομαι (High) ὑποποιούμενοί τε δώροις (NChonChron 12792)

μεταχειρίζεσθαι τοὺς στρατηγοὺς (1455 (256 ὑποποιέομαι (High) ὑποποιεῖσθαι τοὺς ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

μετέρχομαι (High)μετέρχονται τὰ ἕτερα (16172 (32515)) ἐπιφύομαι (High) ἐπιφύονται τοῖς ἑξῆς (NChonChron 53359)

πᾶσαν ἦν μετερχόμενος μηχανὴν (1152 (83)) μέτειμι (High) πᾶσαν ἦν μετιὼν μηχανήν (NChonChron 3936)

ἀγρίως τοὺς ἐκεῖ μετέρχεται (21172 (38116)) προσφέρομαι (High) ἀνημέρως τοῖς ἐκεῖ προσφέρεται (NChonChron 6217)

μετόπωρον (Low)κατὰ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρὸν (1453 (25530 μετοπωρινός (High) κατὰ τὰς μετοπωρινὰς τροπὰς (NChonChron 43425)

μετοχή (Low)μετοχή τις ἢ εἰς ὀσπἠτιον ἢ εἰς τραπέζιν (212 συμμέθεξις (High) συμμέθεξις ἑστίας ἢ ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

μετριάζω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 173 of 284

ἀπελογεῖτο μετριάζων (432 (405)) χαριεντίζομαι (High) χαριεντιζόμενος ἀνθυπέφερεν (NChonChron 10431)

μέτριος (Both)ταπεινοτέρους καὶ μετριωτέρους (21134 (3753 μετριόφρων (High) μετριόφρονας (NChonChron 61375)

μέχρι (High)μέχρις ἂν hellip καλῶς διαθήση (21133 (37521)) ἕως (Ambiguous) ἕως hellip ἐπὶ τὸ κρεῖττον διάθηται (NChonChron 61366)

μέχρι πολλοῦ (Low)διώκεται μέχρι πολλοῦ (1112 (119)) μέχρι τινός (High) μέχρι τινὸς καταδίωξις γίνεται (NChonChron 2713)

μέχρι τοῦ νῦν (Low)μέχρι τοῦ νῦν (288 (212)) εἰς δεῦρο (High) ἐς δεῦρο (NChonChron 7164)

μέχρις οὗ (Low)μέχρις οὗ (1011 (1476) +) μέχρι τοῦ (High) μέχρι τοῦ (NChonChron 27510)

μή (High)μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 οὐ (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

μὴ ἔχοντες (436 (4113)) οὐ (High) οὐκ ἔχοντες (NChonChron 1075)

μὴ + hellip (Low)φωνὴ μὴ συμφωνοῦσα (2182 (3703)) ἀ- (High) φωνὴ ἀσύμφωνος (NChonChron 6025)

μηδείς (Low)μηδένα ἔχων τὸν πολεμοῦντα (42 (3912)) οὐδείς (High) οὐδένα ἔχων ἀνθέλκοντα (NChonChron 10289)

μηδέποτε (Low)ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) μήποτε (Ambiguous) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

μηνύω (Ambiguous)οὐδὲ ἀφῆκαν ἵνα μὴ μηνύωσι (2178 (36919)) ἐνάγω (High) οὐδὲ καθυφῆκαν ἐνάγοντες (NChonChron 60182)

ἡ γυνὴ μηνύει τῶ Δαδούνη ἐλθεῖν (4711 (5215 μεταπέμπομαι (High) τῇ μεταπεμψαμένῃ τοῦτον συνεύνῳ (NChonChron 12239)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 174 of 284

μηνύει ἄρχουσι καὶ ἡγεμόσι (1813 (33634)) παρίστημι (High) ἡγεμόσι παρίστησι (NChonChron 55035)

μήποτε (Ambiguous)φοβούμενοι μήποτε ἀκούσωσι (438 (4130)) μή (High) φειδοῖ τοῦ μὴ τὸν θρῆνον ἀναβῆναι (NChonChron 10726)

μήποτε ποιήσωσι (1563 (27715)) μή (High) μὴ διαπραχθείη (NChonChron 46530)

ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) μή (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 μή (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

μή ποτε βασιλεύονται (513 (5326)) μήπως (High) μήπως βασιλεύωνται (NChonChron 12783)

μήποτε ἐπιπέσωσιν (243 (121)) μήπως (High) μήπως κακῶς διάθωνται (NChonChron 5341)

μήπω (Low)μήπω (1581 (28116)) μηδέπω (High) μηδέπω (NChonChron 47190)

μηχανή (Low)τὰς μηχανὰς (21179 (38322)) ἑλέπολις (High) τῶν ἑλεπόλεων (NChonChron 62493)

μικρόν (Low)μικρὸν τῆς ἐπάρσεως μαλακισθεὶς (2711 (188 τι (High) καθυφίημι καθυφεὶς δέ τι καὶ τοῦ κόμπου (NChonChron 659

μιμέομαι (Ambiguous)τὰ ἤθη μιμησάμενος (1841 (34110)) τυπόομαι (High) τὸ ἦθος τυπούμενος (NChonChron 55710)

ἐμιμεῖτο καὶ ὑπεκρίνετο (1421 (24516)) ὑποκρίνομαι (High) ὑπεκρίνατο (NChonChron 42016)

μισητός (Low)τῆ θεωρία μισητὸς (1618 (32519)) φαῦλος (High) τὸ εἶδος φαῦλος (NChonChron 53465)

μισθός (Low)τῆ ἀγάπῃ ἀντὶ μισθοῦ ἔχων (433 (4016)) γέρας (High) τὰ φίλτρα γέρας ἀρνύμενος (NChonChron 10448)

μῖσος (Low)τὸ μῖσος ὅπερ κατὰ τῶν Ῥωμαίων τρέφουσιν ( μισορρώμαιος (High) τὸ μισορρώμαιον φρόνημα (NChonChron 55144)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 175 of 284

μνησικακία (Low)πᾶσαν μνησικακίαν ὀργῆς ἀφεὶς (112 (419)) παλίγκοτος (High) οὐδέν τι παλίγκοτον ὑπέτυφεν ἐν ψυχῇ (NChonChron 3253)

μοιράζω (Low)ἐμοίραζον (2151 (36522)) διαιρέομαι (High) διείλοντο (NChonChron 59517)

μολύνω (Low)εἰπόντες ὅτι μολῦναι μέλλει τὰ ἅγια (15106 (2 κοινόω (High) εἰπόντων ὡς κοινοῦν ἐθέλει τὰ ἅγια (NChonChron 47930)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 ( κοινόω (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

μολυσμός (Ambiguous)μολυσμὸς (251 (1224)) μόλυσμα (High) μόλυσμα (NChonChron 5472)

μοναρχέω (Low)μοναρχῆσαι (1443 (25422)) μοναρχία (High) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 43270)

μοναρχῆσαι (15111 (28727)) μοναρχία (High) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 47950)

μοναρχῆσαι (15111 (28727)) περιβάλλομαι (Ambiguous) μοναρχίαν περιβαλεῖται (NChonChron 47950)

μοναστήριον (Low)μοναστηρίων (14220 (2519)) μονή (High) μονῶν (NChonChron 42726)

μοναστήριον (1411 (2453)) φροντιστήριον (High) φροντιστήριον (NChonChron 41995)

μοναχική (Low)μοναχικὴν (1411 (2452)) μοναχή (High) μοναχὴν (NChonChron 41993)

μοναχός (Both)εἰς μοναχὸν (14215 (24930)) μονάζω (High) εἰς μονάζοντα (NChonChron 42571)

μοναχῶν (1584 (28222)) μοναστής (High) μοναστῶν (NChonChron 47336)

μωράγιος (Low)κουτρουλοὺς μωραγίους (1282 (21122)) αἱμωπός (High) αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους τὰς κόρας (NChonChron 37120-2

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 176 of 284

μωρία (Low)μωρίαν (2151 (36517)) παράνοια (High) παράνοιαν (NChonChron 59512)

ναός (Ambiguous)τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1825 (33910)) νεώς (High) τοῦ Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

ναῷ (14212 (24827)) νεώς (High) νεῷ (NChonChron 42329)

τοῦ Μεγάλου Ναοῦ (1826 (33918)) νεώς (High) Νεὼν τὸν Παμμέγιστον (NChonChron 55442)

εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας μέγαν ν νεώς (High) τὸν Μέγαν Νεὼν εἰσιὼν (NChonChron 15879)

τὸν περίδοξον ναὸν (1426 (24727)) νεώς (High) τὸν περιώνυμον νεὼν (NChonChron 42284)

ἀπὸ τοῦ ναοῦ (1826 (33918)) τέμενος (High) τῷ τεμένει (NChonChron 55440)

τὸν ναὸν (1429 (24814)) τέμενος (High) τὸ τέμενος (NChonChron 42310)

νεαρός (Low)ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας (1821 (33715)) παιδικά τά (High) ἐς αὐτὰ τὰ παιδικὰ (NChonChron 55155)

νεκρός (Low)ἐπάνωθεν τῶν νεκρῶν σωμάτων (7127 (892)) θνησιμαῖος (High) τῶν θνησιμαίων ὑπερθεν (NChonChron 18530)

τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν σωμάτων (244 (129) νεκροδόχος (High) νεκροδόχοις σήμασι (NChonChron 5353)

νεκροὶ τὰς ὄψεις (2123 (3607)) νεκρώδης (High) νεκρώδεις τὰς ὄψεις (NChonChron 58790)

νεκροῦ σκίασμα (438 (4128)) νέκυς (High) νεκύων ἴνδαλμα (NChonChron 10723)

νέος (Both)νέος (14213 (24910)) μειρακίσκος (High) μειρακίσκος (NChonChron 42448)

νέος (1454 (25611)) μεῖραξ (High) μείρακα (NChonChron 43539)

γυναῖκα νέαν (1012 (14710)) μιλτοπάρῃος (High) γυναικὶ μιλτοπαρήῳ (NChonChron 27515)

ταὸν νέον (1554 (2765)) νεανίας (Ambiguous) ταὸν νεανίαν (NChonChron 46259)

νερόν (Low)τὸ νερόν (1612 (30423)) ποτόν (Ambiguous) τὸ ποτόν (NChonChron 50333)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 177 of 284

νεωτερίζω (Ambiguous)ἑνεωτέρισαν (1813 (33635)) νεοχμόω (High) ἐνεόχμωσαν (NChonChron 55036)

νησίον (Low)νησίων (1225 (2019)) νῆσος (Both) νήσοις (NChonChron 35757)

νικάομαι (Low)ἐνικήθη (3121 (3426)) ἡττάομαι (High) ἡττήθη (NChonChron 9375)

νικάω (Low)νικῶσιν (1562 (27711)) ἡττάω (High) ἡττηκότες (NChonChron 46525)

νικᾶν ἐν τῆ τῶν κοντ μεταχειρήσει (445 (431 κρατέω (Low) κρατεῖν τὸν διὰ κοντῶν πόλεμον (NChonChron 10988)

νικῶνται παρὰ τοῦ βασιλέως (1114 (228)) νίκη (Low) τὴν νίκην ὁ βασιλεὺς ἀποφέρεται (NChonChron 2960)

νικᾶ τὸν Ῥωμαϊκὸν στρατόν (21122 (3748)) τροπόομαι (Both) τροποῦται τὸ Ῥωμαϊκόν (NChonChron 6105)

νενικηκὼς (1119 (1742)) ὑπερελαύνω (High) ὑπερελάσας (NChonChron 32118)

νίκη (Low)νίκης (6117 (7226)) θρίαμβος (High) θριάμβου (NChonChron 15877)

μετὰ μεγάλης νίκης (614 (691)) τρόπαιον (High) μετὰ λαμπρῶν τροπαίων (NChonChron 15294)

νικητής (Low)ὑπέστρεψε νικητὴς (4716 (5315)) τροπαιοφόρος (High) τροπαιοφόρος ἀνέζευξεν (NChonChron 12491)

νόθος (Low)νόθῳ (14214 (24920)) σκότιος (High) σκοτίῳ (NChonChron 42559)

νόσος (High)νόσος εἰσῆλθεν εἰς τὴν στρατιὰν (21178 (3831 καχεξία (High) καχεξία κατέσχε τὴν στρατιὰν (NChonChron 62480)

νοῦν βάλλω (Low)μηδόλως εἰς τὸν νοῦν αὐτοῦ βαλὼν ὅσα ἔπαθ παιδεύομαι (High) μὴ παιδευθεὶς ταῖς ποιναῖς (NChonChron 42859)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 178 of 284

νύξ (Low)κατὰ τὴν νύκτα ἀναστὰς (523 (5610)) σκοταῖος (High) σκοταῖος ἀναστὰς (NChonChron 1311)

ξενίζω (Ambiguous)παρrsquo αὐτοῦ ξενισθεὶς (1557 (27624)) ξενία (High) ξενίας παρrsquo ἐκείνῳ τετυχηκώς (NChonChron 46387)

ξένος (Both)ξένας λύπας (1119 (17327)) ἀλλότριος (High) ἀλλοτρίοις δεινοῖς (NChonChron 32116)

ξένος (1554 (27532)) ἀλλότριος (High) ἀλλότριος (NChonChron 46254)

ξένον ἄκουσμα (21123 (37414)) ξενίζω (Ambiguous) ξενίζον ἄκουσμα (NChonChron 61017)

ξενόχροος (Low)ξενόχροος ἀποκρισιάριος (15105 (28622)) καινός (High) καινός τις καὶ ἔξαλλος πρεσβευτής (NChonChron 4789)

ξηρά ἡ (Low)διὰ ξηρᾶς (1411 (2457)) ἤπειρος (High) ἐξ ἠπείρου (NChonChron 4195)

τὴν ξηρὰν (288 (2032)) χέρσος (High) τὴν χέρσον (NChonChron 7148)

ξηροπόταμος (Low)τὸν ξηροπόταμον (S 7127 (891)) χείμαρρος (High) τὸν χείμαρρον (NChonChron 18530)

ξηρός (Low)ξύλα ξηρὰ (21143 (3772)) εὔπρηστος (High) ἐκ ξύλων εὐπρήστων (NChonChron 61520)

ξύλον (Low)τὸ μὲν ταμπάριον αὐτοῦ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου λύγος (High) τῇ χλαμύδι περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

τὸ άκουμβιστήριον ξύλον (523 (568)) σκίπων (High) τὸν σκίπωνα (NChonChron 13195)

ὁ (Ambiguous)ὁ δὲ Ἀνδρόνικος (1117 (1732)) αὐτός (Both) αὐτὸς δὲ ὁ Ἀνδρόνικος (NChonChron 32072)

ὁ αὐτός (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 179 of 284

τὰ αὐτὰ θέλων διαπράξασθαι (2185 (37026)) ἶσος (High) ἶσα δὲ τούτοις προθέμενος διαπράξασθαι (NChonChron 603

ὁ δέ (High)ὁ δὲ (414 (394)) ὅς (Both) καὶ ὃς (NChonChron 10178)

ὀγκόομαι (Low)ὑδεριάσας ὀγγωθεὶς (15106 (28719)) οἰδάομαι (High) ὑδέρῳ οἰδηθεὶς (NChonChron 47943)

ὁδηγός (Low)ὁ θεὸς ὁδηγός (617 (6917)) προηγός (High) σωτῆρα θεὸν προηγὸν (NChonChron 15317)

ὁδός (Low)ἑτέραν ἐπορεύθη ὁδὸν (1435 (25319)) ἄλλη (High) ἄλλην ἐβάδισεν (NChonChron 43025)

ὁδὸν εὑρίσκων (21124 (37425)) πάροδος (Ambiguous) πάροδον θεώμενος (NChonChron 61131)

τῆς ἔμπροσθεν ὁδοῦ κωλύεται (7127 (8831)) πορεία (High) τῆς πρόσω πορείας εἴργεται (NChonChron 18526)

ἡ ὁδὸς (2810 (216)) πορεία (High) ἡ πορεία (NChonChron 7175)

ὅθεν (Low)ὅθεν (183 (34024)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 55685)

ὅθεν καὶ (21146 (37726)) ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ (NChonChron 61650)

ὅθεν (112 (417)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 3252)

ὅθεν καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐλθόντες (21143 ( ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ κατειληφότες τὴν Ἀδριανοῦ (NChonChron 61513

ὅθεν (15106 (28714)) ἀμέλει (High) ἀμέλει (NChonChron 47938)

ὅθεν καὶ (15122 (28920)) ἀμέλει (High) ἀμέλει καὶ (NChonChron 48222)

ὅθεν (1562 (2779)) ἀμέλει τοι (High) ἀμέλει τοι (NChonChron 46523)

ὅθεν ὑπέρμετρα λυπηθεὶς (562 (6020)) διὰ ταῦτα (High) διὰ ταῦτα λύπῃ καταποθεὶς (NChonChron 13815)

ὅθεν (2712 (1815)) διὰ τοῦτο (High) διὰ τοῦτο (NChonChron 668)

ὅθεν (514 (5327)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 12787)

ὅθεν (1458 (25730)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 4379)

ὅθεν (447 (4315)) ἔνθεν τοι (High) ἔνθεν τοι (NChonChron 11094)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 180 of 284

ὅθεν (633 (7411)) ἐντεῦθεν (High) τὸ δrsquo ἐντεῦθεν (NChonChron 16151)

ὅθεν ( 631 (7328)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν (NChonChron 16030)

ὅθεν καὶ ὀρύττειν ἤρξαντο (21143 (37634)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν τὰ βάθρα ἀνεμόχλευον (NChonChron 61518)

ὅθεν (42 (3911)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν (NChonChron 10288)

ὅθεν τὴν σπάθην γυμνώσας (434 (4030)) οὐκοῦν (High) οὐκοῦν τὸ ξίφος γυμνώσας (NChonChron 10566)

ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς (16171 (3251)) οὖν (Both) ἀπειρηκὼς οὖν (NChonChron 53346)

ὅθεν οὐδὲ αὐτὸς ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ (511 (53 τῷ τοι (High) τῷ τοι οὐδrsquo αὐτὸς ἐξέπεσε τῶν ἐλπίδων (NChonChron 12660

ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( τῷ τοι (High) τῷ τοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

οἷα (High)οἷά τις χειμέριος ποταμὸς (4715 (537-8)) κατά + acc (High) κατὰ χειμάρρουν (NChonChron 12380)

οἶδα (High)οἶδε (1425 (24718)) ἐπίσταμαι (High) ἐπίσταται (NChonChron 42274)

οἰκεῖος (Both)ὄντας τοὺς οἰκείους (1812 (33622)) ἐπιτήδειος (Both) τοὺς ἐπιτηδείως ἔχοντας (NChonChron 55021)

πρὸς τὰ οἰκεῖα (447 (4320)) ἦθος (High) πρὸς τὰ οἰκεῖα ἤθη (NChonChron 1103)

οἰκία (Both)εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν (1562 (27713)) οἴκαδε (High) οἴκαδε (NChonChron 46529)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) οἴκησις (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

οἰκοκυρία (Low)ἡ χαύνωσις καὶ οἰκοκυρία (2121 (35916)) οἰκουρότης (High) ἡ ὑπτιότης καὶ οἰκουρότης (NChonChron 58667)

οἰκονομέω (Low)οἰκονομήσας (1118 (1739)) διοικέω (High) διοικήσας (NChonChron 32084)

ὠκονομημένα (1117 (1735)) ἑτοιμάζω (Both) ἡτοιμασμέναι πρὸς ἔκπλοιαν (NChonChron 32077)

οἰκονομήσας (15122 (28926)) καταρτίζω (High) καταρτισάμενος (NChonChron 48226)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 181 of 284

ὠκονόμησεν (1611 (3046)) κατασκευάζω (Both) τυραννεῖον ἑαυτῷ κατεσκεύασε (NChonChron 50213)

οἶκος (Low)τῶ οἰκω τοῦ Μάκρωνος (1825 (33912)) ἀνδρών (High) τῷ ἀνδρῶνι τῷ Μάκρωνι (NChonChron 55434)

εἰς τοὺς λαμπροτάτους μου οἴκους (1827 (340 δόμος (High) ὤ μοι τῶν λαμπροτάτων δόμων (NChonChron 55562)

οἶκον (1426 (24728)) σκήνωμα (High) σκήνωμα (NChonChron 42286)

οἰνοχόος (Low)οἰνοχόον (515 (5413)) ὑποδρηστήρ (High) ὑποδρηστῆρα (NChonChron 12812)

οἷον (Both)οἷον εἰπεῖν (1211 (1992)) ὡς (Both) ὡς εἰπεῖν (NChonChron 3554)

οἷον εἰπεῖν (Low)συνερίζων οἷον εἰπεῖν (443 (4227)) οἷον (Both) οἷον ἀνθημιλλᾶτο (NChonChron 10964)

Ὀκτώβριος (Low)κατὰ γοῦν τὸν Ὀκτώβριον μῆνα (2181 (36921) φυλλοχόος (High) περὶ μῆνα τοίνυν τὸν φυλλοχόον (NChonChron 60184)

ὀλίγον (Low)ὀλίγον (473 (4918)) βραχύ (High) βραχὺ (NChonChron 1176)

ὀλίγον ζήσας (1143 (725)) βραχύς (High) βραχύ τι ἐπιβιοὺς (NChonChron 3817)

προσκαρτερήσας οὖν ὀλίγον (438 (4131)) ἐφ᾽ ἱκανόν (High) καὶ δὴ ἐφ᾽ ἱκανὸν συγγεγονὼς (NChonChron 10727)

ὀλίγον τί προβὰς (7127 (8831)) μικρόν (Low) μικρόν τι προβὰς (NChonChron 18526)

ὀλίγον προσκαρτερήσαντες (21142 (37621)) πρὸς μικρόν (High) πρὸς μικρὸν ἀντισχόντες (NChonChron 6143)

ὀλίγος (Both)τὸ ὄρος ἀναχωρεῖ ὀλίγον (2183 (37012)) βραχύς (High) τὸ ὄρος ἀναχωρεῖ βραχύ τι τῆς πόλεως (NChonChron 60314)

κατολίγον (1841 (3413)) βραχύς (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 5571)

μετrsquo ὀλίγον δὲ (511 (537)) βραχύς (High) μετὰ δὲ βραχὺ (NChonChron 12655)

ἀπὸ τῶν Ἀλαμανῶν ὀλίγοι (288 (213)) βραχύς (High) τῶν δὲ Ἰταλῶν βραχεῖς (NChonChron 7162-63)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 182 of 284

ὀλίγον (514 (546)) βραχύς (High) βραχύν τινα χρόνον (NChonChron 12795)

ὀλίγον καρτέρησον (21123 (37417)) βραχύς (High) βραχύ τι ἐπίμεινον (NChonChron 61121)

κατ᾽ ὀλίγον (435 (4035)) βραχύς (High) κατὰ βραχὺ (NChonChron 10574)

ἐν ὀλίγω (1423 (24628)) βραχύς (High) ἐν βραχεῖ καιρῷ (NChonChron 42151)

ἐπrsquo ὀλίγαις δὲ ἡμέραις (1111 (113)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκαναῖς δrsquo ἡμέραις (NChonChron 276)

πρὸς ὀλίγον (1428 (2489)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκανὸν (NChonChron 4234)

μετὰ ὀλίγων τῶν παιδοπούλων αὐτοῦ (1842 ( μέτριος (Both) μετὰ μετρίων ὀπαδῶν (NChonChron 55716)

ὀλίγας ἡμέρας (1821 (33711)) πολύς (Both) οὐ πολλὰς ἡμέρας (NChonChron 55150)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1453 (2567)) συχνός (High) συχνὰς ἡμέρας διατρίψας (NChonChron 43434)

ὀλιγοψυχέω (Low)ὀλιγοψύχουν ἀπὸ τῶν πληγῶν (6114 (7133)) λειφαιμέω (High) ἐλειφαίμουν τοῖς τραύμασι (NChonChron 15735)

ὅλος (Low)ὅλον (1225 (20120)) ἀδιαίρετος (High) ἀδιαίρετον (NChonChron 35764)

τὸν κόσμον ὅλον (2151 (36518)) ἅπας (High) τὸ περίγειον ἅπαν (NChonChron 59513)

ὅλον (1011 (1471)) ἅπας (High) ἅπαντα 2755 (NChonChron 2755)

τὴν ὅλην Ζαγορὰν (1581 (28122)) ἅπας (High) Μυσίαν ἅπασαν (NChonChron 4711)

ἀπὸ τῶν ὅλων (14220 (2519)) ἅπας (High) ἐκ ἁπασῶν (NChonChron 42726)

ὅλος ὁ λαὸς (2175 (36816)) ἅπας (High) ἅπας ὁ λεὼς (NChonChron 59929)

μετὰ τῆς ὅλης αὐτοῦ δυνάμεως (1592 (28322)) ἅπας (High) μεθrsquo ἁπάσης αὐτοῦ ταῆς δυνάμεως (NChonChron 47479)

ὅλην τὴν ἡμέραν (214 (3657)) πανημέριος (High) πανημέριοι (NChonChron 5941)

ὁμαλός (Low)ὡς ἂν ὁμαλὴν ποιήσῃ τὴν στράταν (7121 (87 ἐξομαλίζω (High) ἐξομαλίσειν τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

ὄμνυμι (Low)ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε (1813 (3371)) διατίθεμαι (High) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

ὁμογενής (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 183 of 284

ἀπὸ τῶν ὁμογενῶν (21315 (36422)) συμφυλέτης (High) τῶν συμφυλετῶν (NChonChron 59474)

ὅμοιος (Low)ὡς ὁμοίους αὐτοῖς γινομένους (21315 (36419)) ἰσοπολιτεία (High) ἰσοπολιτείαν (NChonChron 59371)

ὅμοιος κατὰ τὴν ἰδέαν τὴν πατρικὴν (14216 (2 πατρώζω (High) πατρώζων τὴν ὄψιν ἀκριβῶς (NChonChron 42576)

τὰ ὅμοια λέγειν ἤρξαντο (4718 (5414)) συνῳδός (High) ξυνῳδὰ ἐφθέγγοντο (NChonChron 12538)

ὁμονοέω (Low)ὡμονόησαν (1115 (17220)) συσπειράομαι (High) ὁμοῦ συσπειραθῆναι (NChonChron 31958)

ὁμοτράπεζος (Low)ὁμοτράπεζοι (1823 (33816)) ὁμόδειπνος (High) ὁμόδειπνοι (NChonChron 55290)

ὁμοῦ (Low)πάντας ὁμοῦ τοὺς αἰχμαλώτους (3114 (3426)) ἀθρόος (High) ἀθρόους τοὺς αἰχμαλώτους (NChonChron 9368)

ὅμως (Low)ὅμως (1559 (27639)) πλήν (Ambiguous) πλὴν ἀλλά (NChonChron 46412)

ὅμως (1556 (27612)) πλήν (Ambiguous) πλὴν (NChonChron 46368)

ὀνειδίζω (Low)ὀνειδίζων (432 (406)) ἀποσκώπτω (High) ἀποσκώπτων (NChonChron 10433)

ὠνείδισε καὶ ἐπέπληξε (1455 (25632)) καταμωκάομαι (High) καταμωκώμενον (NChonChron 43666)

ὀνομάζω (Ambiguous)ὠνομάσθη (1423 (2472)) ἐπικαλέω (High) ἐπεκέκλητο (NChonChron 42154)

ὀνομαζόμενοι (1824 (33819)) κικλήσκω (High) κικλησκόμενοι (NChonChron 55393)

ὀξύς (Ambiguous)ὀξέα ὑποδήματα (1462 (25820)) ὀξυβαφής (High) φάλαρα ὀξυβαφῆ (NChonChron 43843)

ὄπισθεν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 184 of 284

μικρὸν ὄπισθεν ἐξ ἑκατέρου μέρους (619 ( 69 ἄποθεν (High) μικρὸν ἄποθεν ἑκατέρου κέρατος (NChonChron 15441)

ἐκ τῶν ὄπισθεν (7117 (8630)) νῶτον (High) κατὰ νώτου (NChonChron 18232)

ὄπισθεν (ἤρχετο) (1433 (25222)) ὀπισθοφυλακέω (High) ὠπισθοφυλάκει (NChonChron 42985)

ὄπισθεν τὸν ποταμὸν ἀνελθεῖν ἐβιάσατο (28 ὀπίσω (Low) εἰς τοὐπίσω ἀνεστοιβάζετο (NChonChron 7150)

κακῶς τὸ ὄπισθεν διαθέμενος (447 (4318)) οὐρά (High) κακῶς τὸ κατ᾽ οὐρὰν διαθέμενος (NChonChron 1102)

ὀπίσω (Low)ὀπίσω πρὸς βασιλέα ἐφέρετο (522 (563)) ἐς τοὐπίσω (High) ἐς τοὐπίσω πρὸς βασιλέα ἀπήγετο (NChonChron 13187)

ὅπλον (Both)ὅπλα ἐνέδυε (1224 (2011)) ὁπλοδοτέω (High) ὁπλοδοτῶν (NChonChron 35749)

ὁπόσος (Both)ὁπόσαι (1585 (28310)) ὅσος (Both) ὅσαι (NChonChron 47364)

ὅπως (Both)ὅπως βασιλεὺς ἀναδειχθήσεται (21182 (38436 εἴ πως (High) εἴ πως τοῦ βασιλείου τύχῃ ὀνόματος (NChonChron 62649-50

ὅπως κύριος γένηται (1152 (83)) εἴ πως (High) εἴ πως ὑπεκσταῖεν (NChonChron 3936)

ὅπως εἰρηνεύση μετrsquo αὐτῶν (1561 (2776)) εἴ πως (High) εἴ πως σπείσαιτο Βλάχοις (NChonChron 46518)

ὅπως ἔχει (474 (4925)) ἵνα (Low) ἵνrsquo ἐπιχαίρῃ (NChonChron 11818)

ὅπως ἔνι ἀνύποπτον (436 (417)) ὡς (Both) ὡς εἶεν ἀνύποπτα (NChonChron 10692)

ὅπως ὦσι (4718 (5411)) ὡς + opt (High) ὡς εἴη (NChonChron 12533)

ὅπως τελέσωμεν (14219 (25028)) ὡς ἄν (Both) ὡς ἂν τελέσωμεν (NChonChron 42613)

ὁράω (Ambiguous)ἰδεῖν (1114 (1726)) βλέπω (Both) βλέψαι (NChonChron 31840)

εἶδον (1114 (1728)) καθοράω (High) κατιδεῖν (NChonChron 31843)

ἰδὼν (1435 (25318)) καθοράω (High) καθορῶν (NChonChron 43025)

ὄψει ἰδόντες (447 (4314)) παραλαμβάνω (Both) ὄψεσι παρειληφότας (NChonChron 11092)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 185 of 284

ὀργή (Both)ὀργὴν καὶ θυμὸν (1584 (28228)) βαρυμηνιάω (High) βαρυμηνιᾶν (NChonChron 47343)

ὀργὴν θεοῦ εἶναι (476 (5016)) μηνίω (High) μηνίειν τὸ θεῖον (NChonChron 11949)

τὴν δὲ ἐκ θεοῦ ὀργὴν (1584 (28219)) παρόρασις (High) τὴν δrsquo ἐκ θεοῦ παρόρασιν (NChonChron 47234)

τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν (21315 (36423)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 59476)

τὴν ὀργὴν (112 (419)) χόλος (High) τὸν χόλον (NChonChron 3254)

ὀργίζομαι (Low)ὀργίζου (1554 (2764)) χαλεπαίνω (High) χαλέπαινε (NChonChron 46259)

ὀργίζονται (438 (4125)) χόλος (High) τὸν χόλον ἐκχεόντες (NChonChron 10721)

ὀργίλος (Low)ὀργίλος (1585 (28231)) ἀκρόχολος (High) τῷ ἀκροχόλῳ (NChonChron 47348)

ὀργῖλον ἄγαν καὶ θυμώδη (1456 (2579)) ἐπίχολος (High) ἐπιχολώτατον (NChonChron 43681)

ὀρέγομαι (Low)ἀφανισθῆναι ηὔχοντο καὶ ὠρέγοντο (1828 (34 ἐπεύχομαι (High) συντελεσμὸν ἐπήυχοντο (NChonChron 55566)

ὡς δρόμου ὀρεγόμενος (443 (4226)) ἐρωτιάω (High) ὡς δρόμων ἐρωτιῶν (NChonChron 10964)

ὠρέγετο τοῦ χρυσοῦ (183 (34026)) ὀρεκτιάω (High) ὠρεκτία τῶν χρυσορρείθρων ἀρύεσθαι (NChonChron 55688)

ὀρεγόμενος ἀναγορευθῆναι (14223 (25131)) ποθέω (High) ποθῶν ἀναρρηθῆναι (NChonChron 42854)

ὄρεξις (Low)διὰ τὴν ὄρεξιν αὐτῶν (1424 (24711)) ἡδονή (High) τὰ δὲ καθrsquo ἡδονὴν σφίσιν (NChonChron 4216465)

ὀρθόω (Low)τὰ κοντάρια ὀρθώσαντες (2185 (3712)) ἀπευθύνω (High) τὰ ξυστὰ ἀπευθύναντες (NChonChron 60441)

ὁρίζω (Low)ἄρχεται καὶ ὁρίζεται (513 (5327)) ἄρχω (High) ἄρχηται (NChonChron 12784)

ὥρισεν πορεύεσθαι (447 (4316)) διαφίημι (High) διαφίησι μεθίστασθαι (NChonChron 11095)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 186 of 284

ὥριζεν καὶ ἤθελεν (1011 (1475)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγοῦντο (NChonChron 27510)

ὥρισε (412 (388)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξεν (NChonChron 10048)

ὥριζε (1011 (1475)) ἐπιτάσσω (High) ἐπιτάσσων (NChonChron 27510)

ὥρισε (443 (4227)) ἐπιτάσσω (High) ἐπέταξεν (NChonChron 10966)

προστάγματα κρατηθῆναι ὁρίζοντα (653 (802 ἐπιτείνω (High) γράμματα τὴν κατάσχεσιν ἐπιτείνοντα (NChonChron 17162

ὥρισεν (1422 (24621)) κελεύω (Ambiguous) ἐκέλευσε (NChonChron 42143)

ὥρισεν (1117 (1733) SX) προστάττω (Both) προσετετάχει (NChonChron 32073)

ὁρμάομαι (High)τινὰς κατrsquoαὐτῶν ὁρμηθέντας (6111 (7013)) ἔπειμι (High) τοῖς κατrsquo αὐτῶν ἐπιοῦσι (NChonChron 15461)

ὁρμάω (Low)κατὰ τῶν πόλεων ὥρμησαν (1451 (25521)) ἐφοπλίζομαι (High) κατὰ τῶν πόλεων ἐφωπλίζοντο (NChonChron 43413)

ὁρμῆσαι (1613 (3059)) χωρέω (Both) χωρεῖν (NChonChron 50456)

ὁρμή (Low)τὴν τῶν Ῥωμαίων ὑπομένειν ὁρμὴν (2185 (37 ἐγχείρησις (High) τὴν ἀπὸ τῶν Ῥ ἐγχείρησιν ἐπέμενεν (NChonChron 60436)

διεκώλυεν αὐτὸν τῆς ὁρμῆς (477 (5029)) ὅρμημα (High) διεκώλυεν αὐτὸν τοῦ ὁρμήματος (NChonChron 12070)

πρὸς τὴν ὁρμὴν τῆς μάχης (2185 (37032)) πρωτούργησις (High) πρὸς τὴν τῆς μάχης πρωτούργησιν (NChonChron 60436)

τῶν Τούρκων τὴν ὁρμὴν (447 (4327)) φορά (High) τῶν Τούρκων τὴν φορὰν (NChonChron 11011)

ὄρος (Both)ἐπάνω τοῦ ὄρους (1612 (30419)) ἀκρωνυχία (High) ταῖς ἀκρωνυχίαις (NChonChron 50327)

ὅς (Both)οἳ τὰς πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς (6117 (7222)) ὅσος (Both) ὅσοι τὰς πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς (NChonChron 15873)

εἰς τόπους ἐν οἷς (1442 (25420)) ὅσος (Both) εἰς χώρας ἐφ᾽ ὅσαις (NChonChron 43267)

φυλακῇ ἐν ἧ (438 (4122)) ὅσπερ (Both) δεσμωτηρίῳ ἐν ᾧπερ (NChonChron 10717)

ὅσον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 187 of 284

οὐχ τοσοῦτον ηὐφράνθη ὅσον (475 (504)) ἤπερ (High) οὐχ ἦττον διαχεθῆναι ἤπερ (NChonChron 11832)

ὅσον περισσότερα κακὰ ποιεῖτε (4717 (5332)) ὅσῳ (High) ὅσῳ ἂν μείζω δράσειε δεινὰ (NChonChron 12420)

ὅσος (Both)ὅσοι (1613 (30427)) ὁ μέν (High) τοῖς μὲν οὖν (NChonChron 50336)

τοιαῦτα ὅσα (1822 (3384)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 55276)

ὅσα (14213 (24911)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 42449)

χώραν ὅσην (725 (9529)) ὁπόσος (Both) Φρυγίαν ὁπόσην (NChonChron 19418)

ὅσοι (1435 (25313)) ὁπόσος (Both) ὁπόσοι (NChonChron 43020)

ὅσας κατεκράτησε (1662 (31418)) ὁπόσος (Both) ὁπόσας ἐχειρώσατο (NChonChron 51825)

ὅσοι (1455 (25626)) ὁπόσος (Both) ὁπόσους (NChonChron 43557)

ὅσα (1555 (2768)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 46264)

ὅσα (15112 (2886)) ὅσπερ (Both) ἅπερ (NChonChron 48063)

ὅσοι (21178 (38315)) ὅστις (Low) οἵτινες (NChonChron 62486)

ὅσπερ (Both)ὅπερ μὴ φέρων (1841 (3411)) ὅς (Both) ὃ καὶ μὴ φέρειν ἔχων (NChonChron 55693)

ὅπερ καὶ ἐγένετο (1455 (25634)) ὅς (Both) ὃ καὶ ἐπηκολούθησεν (NChonChron 43667)

μάρτυρες εἰς ἅπερ εἶδον (1564 (2781)) ὅς (Both) μάρτυς ὧν θεᾶται (NChonChron 46649)

ὅπερ καὶ ἐποίησαν (414 (399)) ὅς (Both) ὃ καὶ ἦσαν διαπραξάμενοι (NChonChron 10285)

ἅπερ (1116 (17222)) ὅς (Both) ἃ (NChonChron 31962)

εἰς ὅπερ (1662 (31413)) ὅς (Both) εἰς ὃ (NChonChron 51821)

ὅπερ (1423 (24624)) ὅς (Both) ὅ (NChonChron 42146)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 ὅς (Both) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

ὅπερ λέγουσι (1824 (33823)) ὅς (Both) ὅ φησι (NChonChron 5534)

ὀσπητικός (Low)φανέντα ὀσπητικὸν (16192 (32616)) οἰκουρός (High) οἰκουρὸν ὀφθέντα (NChonChron 53594)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 188 of 284

ὀσπήτιν (Low)μετοχή τις ἢ εἰς ὀσπἠτιον ἢ εἰς τραπέζιν (212 ἑστία (High) συμμέθεξις ἑστίας ἢ ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

τὸ ἐμὸν ὀσπήτιον (2131 (36014)) οἴκημα (High) τοὐμὸν οἴκημα (NChonChron 5872)

ὀσπήτια (1117 (1734)) οἴκημα (High) οἰκημάτων (NChonChron 32075)

τὰ κρείττονα ἀπὸ τῶν ὁσπητίων (2176 (3691)) οἴκησις (High) τὰς τῶν οἰκήσεων καλλίστας (NChonChron 60056)

τὰ ὀσπήτια (1826 (33921)) οἴκησις (High) τὰς οἰκήσεις (NChonChron 55445)

ἀκούμβισμα καὶ ὀσπήτιν ἀφρόντιστον (1612 ( οἰκητήριον (High) ἀπρόσμαχον οἰκητήριον (NChonChron 50224)

εἰς ὅσα ὀσπήτια (2123 (35926)) οἰκία (Both) ταῖς ὁπῃοῡν οἰκίαις (NChonChron 58680)

βάλλουσι πῦρ εἰς τὰ ὀσπήτια (1825 (33831)) οἰκία (Both) πῦρ ταῖς οἰκίαις ὑφάπτουσι (NChonChron 55314)

τὰ ὀσπήτια (1823 (3388)) οἰκία (Both) οἰκίας (NChonChron 55280)

εἰς τὰ ὀσπίτια αὐτῶν (21133 (37520)) πατρίς (High) ἐς τὰς πατρίδας (NChonChron 61364)

ὅστις (Low)ἅτινα (15106 (2875)) ὁπόσος (Both) ὁπόσα (NChonChron 47928)

ὅντινα (1462 (2586)) ὅς (Both) ὅν (NChonChron 43725)

οἵτινες ἐξελθόντες τοῦ τείχους (1113 (29)) ὅς (Both) οἳ καὶ ἐξιόντες τοῦ τείχους (NChonChron 2833)

οἵτινες (7124 (8813)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 1823)

οἵτινες διέμειναν (2182 (3701)) ὅς (Both) οἳ διέμειναν (NChonChron 6022)

οἵτινες (514 (543)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 12791)

ἅτινα (1114 (1728)) ὅς (Both) οὕς (NChonChron 31842)

οἵτινες (1142 (77)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 3789)

οἵτινες πατρίδα ταύτην εἶχον τὴν πόλιν (2114 ὅς (Both) οἷς ἡ πόλις ἥδε πατρὶς (NChonChron 61490)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- ὅς (Both) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

ἅτινα (1558 (27632)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 4643)

ἄτινα (1561 (2778)) ὅς (Both) ἅ (NChonChron 46522)

αἵτινες (15121 (2896)) ὅς (Both) αἵ (NChonChron 4825)

οἵτινες (1423 (24628)) ὅς (Both) οἳ (NChonChron 42149)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 189 of 284

ταραχὴ ἥτις (15131 (2904)) ὅς (Both) τάραχος ὅς (NChonChron 48336)

ὀστράκινος (Low)τὸ ὀστράκινον ὀσπήτιον (1581 (28123)) κέλυφος (High) τὸ κέλυφος (NChonChron 4712)

ὅταν (Low)ὅταν (1456 (25713)) ὁπηνίκα (High) ὁπηνίκα (NChonChron 43684)

ὅτε (Low)ὅτε κρατήσωσι (2183 (37016)) ἡνίκα (High) ἡνίκα περιέλθοιεν (NChonChron 60318)

ὅτε (4716 (5315)) ὁπηνίκα (High) ὁπήνικα (NChonChron 12492)

ὅτε ἐτροπώσατο (618 (6928)) ὁπηνίκα (High) ὁπηνίκα κατηγωνίσατο (NChonChron 15333)

ὅτι (Both)ἀκούσας ὅτι ἐκρατήθη (1118 (17311)) infinitive (Both) ἀκηκοὼς δὲ ἀλῶναι (NChonChron 32085)

λογιζόμενοι ὅτι (7121 (8713)) ὡς (Both) ὡς hellip οἰόμενοι (NChonChron 18253-54)

ἐλέγετο ὅτι (1436 (25323)) ὡς (Both) διεθρυλλεῖτο ὡς (NChonChron 43131)

εἰπόντες ὅτι (15106 (2877)) ὡς (Both) εἰπόντων ὡς (NChonChron 47930)

ἔλεγεν ὅτι (1118 (17319)) ὡς (Both) ἔλεγεν ὡς (NChonChron 32195)

γινώσκουσιν ὅτι (1424 (2479)) ὡς (Both) εἰδόσι ὡς (NChonChron 42162)

λέγειν ὅτι (6111 (7020)) ὡς (Both) λέγειν ὡς (NChonChron 15572)

λέγοντες ὅτι (1553 (27525)) ὡς (Both) ἔλεγον ὡς (NChonChron 46246)

οὐ μόνον (Low)οὐ μόνον (1581 (28129)) μὴ μόνον (High) μὴ μόνον (NChonChron 4718)

οὐ τοσοῦτον hellip ὅσον (Low)οὐ τοσοῦτον περὶ αὐτῶν ὅσον περὶ τοῦ β (712 οὐ μᾶλλον hellip ἤ (High) οὐ μᾶλλον περὶ αὐτοῖς ἢ ἐπrsquo αὐτῷ (NChonChron 18550)

οὐ τοσοῦτον hellip ὅσον (112 (422)) οὐ πλεῖον hellip ἤ (High) οὐ πλεῖον hellip ἢ (NChonChron 3255-56)

Οὐγγρία (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 190 of 284

ἡ Οὐγγρία ἀπὸ τῆς Οὐγγρίας (412 (3812)) Παίων (High) ἐκ τῶν Παιόνων (NChonChron 10053)

Οὐγγρικός (Low)τὰ Οὐγγρικά (511 (531)) Παιονικός (High) τὰ Παιονικά (NChonChron 12648)

οὐγγρικὰς τάξεις (6114 (7119)) Παιονικός (High) Παιονικὰς φάλαγγας (NChonChron 15618)

Οὖγγρος (Low)ὁ ῥὴξ τῶν Οὔγγρων (413 (3829)) Οὐννάρχης (High) ὁ Οὐννάρχης (NChonChron 10174)

Οὔγγρων (511 (532)) Οὖννος (High) Οὔννων (NChonChron 12649)

ἡ τῶν Οὔγγρων ἀρχὴ (512 (5317)) Οὖννος (High) ἡ τῶν Οὔννων σατράπευσις (NChonChron 12771)

Οὖγγροι (513 (5323)) Οὖννος (High) Οὖννοι (NChonChron 12778)

οἱ Οὖγγροι (514 (547)) Οὖννος (High) οἱ Οὖννοι (NChonChron 1281)

ὁ τῶν Οὔγγρων ἄρχων (413 (3822)) Οὖννος (High) ὁ τῶν Οὔννων κατάρχων (NChonChron 10165)

Οὔγγρων (515 (5411)) Οὖννος (High) Οὔννων (NChonChron 1286)

κατὰ τῶν Οὔγγρων (412 (387)) Παίονες (High) κατὰ Παιόνων (NChonChron 10046)

Οὔγγρος γάρ τις (616 (6912)) Παίονες (High) τῶν Παιὀνων τις (NChonChron 15212)

οἱ Οὔγγροι (6114 (7128)) Παίονες (High) οἱ Παίονες (NChonChron 15629)

οἱ Οὔγγροι (618 (6921)) Παίονες (High) οἱ Παιόνες (NChonChron 15322)

τοὺς Οὔγγρους (6114 (7131)) Παίονες (High) τοὺς Παίονας (NChonChron 15733)

Οὔγγρων (514 (544)) Παίονες (High) Παίοσι (NChonChron 12792)

Οὔγγρων (3111 (3322)) Παίων (High) Παίοσι (NChonChron 9231)

καί τις Οὔγγρος (3113 (3410)) Παίων (High) καί τις Παίων (NChonChron 9254)

Οὔγγρον (6114 (722)) Παίων (High) Παίονα (NChonChron 15737)

οὐδαμηνός (Low)τὸν οὐδαμηνὸν ἄνθρωπον (16191 (32530)) οὐτιδανός (High) τὸν οὐτιδανὸν ἐν ἀνθρώποις (NChonChron 53476)

οὐδέ (Low)ἐπεὶ οὐδὲ ὑποταγῆναι ἤθελον τοῖς Φράγγοις ( μηδέ (High) ἐπεὶ μηδὲ προσεῖχόν σφισι Προυσαῖοι (NChonChron 6029)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 191 of 284

οὐδέν (Low)ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- οὐ (High) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

οὖν (Both)ἐλθὼν οὖν ὁ (1585 (28229)) γε μήν (High) ὅ γε μὴν (NChonChron 47345)

στέλλεται οὖν (414 (393)) γοῦν (Both) στέλλεται γοῦν (NChonChron 10177)

ὡς οὖν (1431 (2521)) δέ (High) ὡς δὲ (NChonChron 42863)

πρὸς ταῦτα οὖν (1554 (27530)) δέ (High) πρὸς δὲ ταῦτα (NChonChron 46251)

εἶχε μὲν οὖν (2121 (3598)) δή (High) εἶχε μὲν δὴ (NChonChron 58558)

τὴν μὲν οὖν ἡμέραν ἐκείνην (2123 (35926)) καί (Low) καὶ τὴν μὲν ἡμέραν ἐκείνην (NChonChron 58679)

προσκαρτερήσας οὖν ὀλίγον (438 (4131)) καὶ δή (High) καὶ δὴ ἐφ᾽ ἱκανὸν συγγεγονὼς (NChonChron 10727)

τοῦ εὐνούχου οὖν (1812 (33627)) καὶ δή (High) καὶ δὴ τοῦ ἐκτομίου (NChonChron 55026)

ὡς οὖν ἤκουσε (616 (6915)) τοίνυν (Both) βασιλεὺς τοίνυν ὡς τοῦτο εἶχε πυθόμενος (NChonChron 152

συναχθέντες οὖν κατὰ γενεὰν (2123 (3606)) τοίνυν (Both) κατὰ συμμορίας τοίνυν ἀγειρόμενοι (NChonChron 58789)

ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) τοίνυν (Both) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

οὖν (1582 (2823)) τοίνυν (Both) τοίνυν (NChonChron 47215)

διὰ οὖν τῆς νυκτὸς ἐπάραντες (21178 (38312)) τοίνυν (Both) ἄραντες τοίνυν νυκτὸς (NChonChron 62482)

οὐρανός (Low)οὐδὲ σημεῖον οὐρανοῦ ἢ ἐκ γῆς (2122 (35920)) ὑψόθεν (High) οὐδὲν σημεῖον ὑψόθεν ἢ καὶ γῆθεν (NChonChron 58670)

ὀργὴν θεοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἐπrsquo αὐτοὺς πεσεῖν ἔλε ὕψοθεν (High) τὴν ὕψοθεν ἐπιχαλῶντες ὀργὴν (NChonChron 55676)

οὖς (Both)τὰ ὦτα ἔφραττον (1558 (27635)) ἀκοή (Both) ἀκοὰς ἐπέφραττον (NChonChron 4648)

οὗτος (Both)τὴν τούτου φυγὴν (522 (562)) αὐτός (Both) τὴν αὐτοῦ φυγὴν (NChonChron 13186)

τὴν τούτου ἀποκρυβὴν (1876 (34531)) αὐτός (Both) ἀποκρυβὴν αὐτοῦ (NChonChron 5643)

ταύτην ἀφιέρωσε (1411 (2456)) αὐτός (Both) αὐτὴν ἱερώσας (NChonChron 4192)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 192 of 284

θαυμάσειε δε τις καὶ τοῦτο (14220 (2519)) ἐκεῖνος (High) θαυμάσαι δrsquo ἄν τις ἐκεῖνο (NChonChron 42725)

τὰς τούτων συντάξεις (1454 (25621)) ἐκεῖνος (High) τὰς ἐκείνων φάλαγγας (NChonChron 43551)

πλέον παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) ὅδε (High) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

ταύτην τὴν πόλιν (21142 (37613)) ὅδε (High) ἡ πόλις ἥδε (NChonChron 61490)

τὴν βουλὴν ταύτην (15106 (2873)) ὅδε (High) τὸ σκέμμα τόδε (NChonChron 47826)

διαταραχθεὶς ἐπὶ τούτω τῶ λόγω (434 (4023)) ὅδε (High) διαθροηθεὶς ἐπὶ τῷδε τῷ ῥήματι (NChonChron 10557)

ἔλεγε ταῦτα (1842 (34112)) οὑτοσί (High) ταυτὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ ἠγόρευεν (NChonChron 55713)

τὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου τούτου (1113 (21 οὑτοσί (High) τὴν ὀχυρότητα ταυτησὶ τῆς πόλεως (NChonChron 2840)

κρατήσας οὖν παρrsquo ἐλπίδαν τὰς πόλεις ταύτα οὑτοσί (High) κρατήσας οὖν τουτωνὶ παρὰ δόξαν (NChonChron 60062)

καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) οὑτοσί (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

τούτων τῶν βαρβάρων (6111 (7016)) οὑτοσί (High) τουτωνὶ τῶν βαρβάρων (NChonChron 15464)

ὁ βαθὺς οὗτος ποταμός (6111 (7026)) οὑτοσί (High) ὁ βαθυδίνης οὑτοσὶ Ἰστρος (NChonChron 15579)

τούτοις συμπλέκονται (21142 (37620)) σφεῖς (High) σφίσι συμπλέκονται (NChonChron 6143)

οὕτως (Both)οὕτως (1211 (1995)) οὑτωσί (High) οὑτωσί (NChonChron 3557)

καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο (16171 (32430) τῇδε (High) καὶ τῇδε μὲν ταῦτα ἐφέρετο (NChonChron 53342)

ταῦτα οὕτως συνέβησαν (1611 (3042)) τῇδε (High) τῇδε ταῦτα συμβέβηκε (NChonChron 50210)

οὕτως (1811 (3363)) ὧδε (High) ὧδε (NChonChron 5494)

οὐχί (Low)οὐχὶ διὰ χρῆσιν (214 (36430)) μή (High) μὴ κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

ὀφθαλμός (Low)ὀφθαλμοὺς ἐξορύξας (1457 (25722)) κόρη (Ambiguous) κόρας ἐκκόψαι (NChonChron 43692)

τῶν ὀφθαλμῶν (3111 (3330)) ὄψις ἡ (High) τῶν ὄψεων (NChonChron 9240)

μέχρι καὶ κάτω τῶν ὀφθαλμῶν (1584 (28221)) ῥίς (High) μέχρι καὶ ῥινὸς (NChonChron 1584 (28221))

ἀποστερεῖται τοὺς ὀφθαλμοὺς (14211 (24821) φῶς (High) ἀπεστέρηται τοῦ φωτὸς (NChonChron 42320)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 193 of 284

ὀφθαλμοφανῶς (Low)ὀφθαλμοφανῶς (1114 (1728)) αὐτοψεί (High) αὐτοψεί (NChonChron 31843)

ὄφις (Low)καθὼς καὶ ἐπὶ τοῦ ὄφεως (7121 (8714)) δράκων (High) καθὰ καὶ ἐπὶ δράκοντος (NChonChron 18254)

ὀχυρός (Low)καστέλλια ὀχυρὰ (15112 (28810)) ἐπίκαιρος (High) φρούρια ἐπίκαιρα (NChonChron 48068)

ὀχυρότης (Low)τὴν τοῦ τόπου ὀχυρότητα (21124 (37425)) ἐχυρότης (High) τὴν τῶν ἐρυμάτων ἐχυρότητα (NChonChron 61132)

διὰ τὴν ὀχυρότητα (21143 (37634)) ἐχυρότης (High) διὰ τὴν ἐχυρότητα (NChonChron 61518)

ὄψις ὁ (Low)ὄψιδα δεξάμενος (1583 (28210)) ὁμηρεύω (High) ὡμήρευσεν (NChonChron 47225)

παίγνιον (Low)εἰς παίγνιον (478 (518)) μωκία (High) εἰς μωκίαν (NChonChron 12082)

παίδευσις (Low)παιδεύσεσιν (1584 (28224)) μαστίγωσις (High) μαστιγώσεσιν (NChonChron 47341)

ὅσον γνώσεως καὶ παιδεύσεως λόγων (6111 ( παιδεία (High) ὅσῳ λόγῳ καὶ παιδείᾳ (NChonChron 15573)

παιδόπουλον (Low)τὰ τοῦ κελλίου αὐτοῦ παιδόπουλα (1613 (305 μειράκιον (Ambiguous) τὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας λειογένεια μειράκια (NChonChron 50

μετὰ ὀλίγων τῶν παιδοπούλων αὐτοῦ (1842 ( ὀπαδός (High) μετὰ μετρίων ὀπαδῶν (NChonChron 55716)

παίζω (Low)παιδία ἐπὶ ἄμμον παίζοντα (433 (4014)) ἄθυρμα (High) παιδίων ἐπὶ ψάμμου ἀθύρματα (NChonChron 10445)

τὸ κοντάριον παίζων (443 (4222)) μετεωρίζω (High) τὸ δόρυ μετεωρίζων (NChonChron 10860)

πάλαι ποτέ (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 194 of 284

πάλαι ποτὲ (7122 (8728)) πάλαι (Both) πάλαι (NChonChron 18373)

παλαιός (Both)παλαιὸν καμάρας κούφωμα (436 (415)) παλαίτατος (High) παλαίτατον ὑπόνομον (NChonChron 10689)

παλαιόν (1117 (1733)) ὑποσκάζω (High) ὑποσκάζον (NChonChron 32073)

παλάτιν (Low)παλάτια (1211 (1993)) ἀνάκτορον (High) ἀνάκτορα (NChonChron 3555)

τὸ μέγα παλάτιν (1521 (27029)) ἀρχεῖον (High) ἀρχεῖον (NChonChron 45564)

παλάτιον (Low)ἐκ τοῦ παλατίου ἐξάγεται (14213 (2496)) ἀρχεῖον (High) τῶν ἀρχείων ἐκκομίζεται (NChonChron 42442)

παλατίοις (1581 (28123)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείοις (NChonChron 4712)

ἐν τοῖς παλατίοις (14217 (25019)) ἀρχεῖον (High) ἀρχεῖα (NChonChron 42693)

τῶν παλατίων (1812 (33626)) ἀρχεῖον (High) τῶν ἀρχείων (NChonChron 55026)

παλατίου (1812 (33617)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείων (NChonChron 54915)

εἰς τὸ παλάτιον (1813 (3379)) ἀρχεῖον (High) εἰς τὰ ἀρχεῖα (NChonChron 55148)

παλατίου (15131 (2904)) ἀρχεῖον (High) ἀρχείοις (NChonChron 48335)

πάλιν (Low)πάλιν (474 (4923)) αὖ (High) αὖ (NChonChron 11713)

πάλιν (1453 (2567)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43434)

πάλιν (2184 (37023)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 60329)

πάλιν (1462 (25813)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43832)

πάλιν σμιγέντες (6114 (7126)) αὖθις (High) αὖθις συμπεσόντες (NChonChron 15627)

πάλιν (21182 (38435)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 62649)

πάλιν (511 (531)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 12648)

πάλιν (1452 (25529)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 43424)

πάλιν (1824 (33822)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 5533)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 195 of 284

πάλιν (1828 (34011)) αὖθις (High) αὖθις (NChonChron 55670)

πάλιν (1563 (27715)) μετέπειτα (Ambiguous) μετέπειτα (NChonChron 46530)

παλλακή (Low)παλλακὰς (1121 (1743)) ἑταιρίς (High) ἑταιρίδων (NChonChron 32121)

παμπόθητος (Low)ὁ ἀγαπητὸς καὶ παμπόθητος (15111 (28725)) τρισασπάσιος (High) τρισασπάσιος (NChonChron 47947)

πάμπολυς (Low)πάμπολλα χρήματα (15121 (2897)) σταθμητός (High) οὐ σταθμητὸν πλοῦτον (NChonChron 4827)

πανάγιος (Low)σκεύη ἱερὰ καὶ πανάγια (1822 (33730)) παναγής (High) σκεύη σεπτά τε καὶ παναγῆ (NChonChron 55269)

πανταχόθεν (Low)πανταχόθεν (1436 (25331)) ἁπανταχῆ (High) ἁπανταχῆ (NChonChron 43140)

πανταχόθεν (1557 (27622)) ἁπανταχῆ (High) ἁπανταχῆ (NChonChron 46384)

πάντοθεν (Low)κατατρέχουσι πάντοθεν (1933 3635) πολλαχῇ (High) διαθέουσι πολλαχῇ (NChonChron 57029)

πάππος (Low)τοῦ πάππου τοῦ βασιλέως Μανουὴλ (431 (39 προπάτωρ (High) τοῦ τῷ Μανουὴλ προπάτορος (NChonChron 10315)

παρrsquo ὀλίγον (Low)παρrsquo ὀλίγον καὶ πάντες ἐκινδυνεύομεν (1581 μικροῦ (High) μικροῦ προσαπολώλειμεν ἅπαντες (NChonChron 4719)

παρά (Both)παρὰ τοῦ θεοῦ (1584 (28224)) ἐκ (Both) ἐκ θεοῦ (NChonChron 47341)

παρὰ θεοῦ (15121 (2891)) -θεν (High) θεόθεν (NChonChron 48195)

πλέον παρὰ τῶν ἄλλων (1114 (1727)) παρά (Both) παρὰ τοὺς λοιποὺς ὁμοφύλους (NChonChron 31841)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 196 of 284

παρὰ ἐκρατήθη παρὰ τοῦ ῥηγὸς (1557 (27621) προς (Both) ἑάλω πρὸς τοῦ ῥηγὸς (NChonChron 46382)

παρά + dative (High)παρὰ τοῖς Λατίνοις ἐλογίζετο (1822 (33721)) dative (Both) ἐκρίνετο τοῖς λαμβάνουσιν (NChonChron 55161)

παρά + genitive (Ambiguous)προσδεχθεὶς λαμπρῶς παρrsquo αὐτοῦ (511 (535)) dative (Both) προσδεχθεὶς ἀσπασίως τῷ αὐτοκράτορι (NChonChron 1265

παρrsquo ἑτέρων (2151 (36521)) παρά + dative (High) παρrsquo ἄλλοις ἔθνεσι (NChonChron 59516)

παρrsquo αὐτοῦ ξενισθεὶς (1557 (27624)) παρά + dative (High) ξενίας παρrsquo ἐκείνῳ τετυχηκώς (NChonChron 46387)

παρὰ τῶν στρατιωτῶν (1877 (3463)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν ὁπλοφόρων (NChonChron 56411)

παρὰ τοῦ λαοῦ (14223 (25131)) πρός + genitive (High) πρὸς τοῦ λεὼ (NChonChron 42855)

ἐλέγετο ταῦτα παρὰ τοῦ βασιλέως (615 (694)) πρός + genitive (High) ᾔδετο ταῦτα πρὸς τοῦ κρατοῦντος (NChonChron 1522)

ἀνακληθεὶς παρὰ τοῦ βασιλέως (14217 (2501 πρός + genitive (High) ἀνακληθεὶς πρὸς τοῦ βασιλέως (NChonChron 42692)

παρὰ τῶν ὅλων στρατευμάτων (21183 (3854)) ὑπό + gen (Low) ὑφ᾽ ὅλων τῶν πόλεων (NChonChron 62655)

παραβιβάζω (Low)γελάω ἐγέλων καὶ παρεβίβαζον ἡμᾶς (21315 ἐπικερτομέω (High) ἐπεκερτόμουν ἡμᾶς (NChonChron 59370)

παραβιβασμός (Low)ἱπποδρομίαις καὶ ἑτέροις παραβιβασμοῖς στρα ἅμιλλα (High) ἵππων σταδιοδρόμων ἁμίλλαις (NChonChron 11956)

ἡμέραν πρὸς παραβιβασμὸν (442 (4217)) παιδιά (High) παιδιᾶς ἡμέραν (NChonChron 10854)

παραβλέπω (Ambiguous)παραβλέψας ἀσθένειαν (1131 (425)) ὑπεροράω (High) ὑπεριδὼν καχεξίας σώματος (NChonChron 3362)

παραγίνομαι (Both)παραγίνεται προθύμως (7125 (8820)) ἐφίσταμαι (High) ἐφίσταταί οἱ προθύμως (NChonChron 18413)

παραδίδωμι (Both)παραδοὺς εἰς σφαγὴν (21172 (38117)) ἐκδίδωμι (High) ἐκδοὺς εἰς σφαγὴν (NChonChron 6218)

ταφῆ παραδίδοται (14213 (2496)) παραπέμπω (Both) ταφῇ παραπέμπεται (NChonChron 42442)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 197 of 284

παράδοξος (Low)ἦν δὲ παράδοξον (3114 (3420)) θαυμαστός (Low) θαυμαστὴν δrsquo ἐποίει τὴν τότε πανήγυριν (NChonChron 936

τὸ παραδοξότερον (1826 (33920)) καινός (High) τὸ καινότατον (NChonChron 55444)

παραδόξως (Low)παραδόξως (1425 (24718)) καινοπρεπῶς (High) καινοπρεπῶς (NChonChron 42274)

παραδόξως (7122 (8726)) παρὰ δόξαν (High) παρὰ δόξαν (NChonChron 18372)

παραθαλάσσιος (Low)ἀπὸ ὅλης τῆς παραθαλασσίου (21179 (38320)) παράλιος (High) ἐκ τῶν παραλίων πόλεων (NChonChron 62490)

παραίνεσις (Both)ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παραινέσεων (1811 εἰσήγησις (High) εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

παρακαθίζω (Low)παρεκάθισεν (1592 (28323)) πολιορκέω (High) ἐπέμενε πολιορκῶν (NChonChron 47480)

παρακαλέω (Ambiguous)ὑπὲρ τῆς αὐτῶν παρακαλοῦσι ζωῆς (1112 (23 ἀντιβολέω (High) ὑπέρ τε τῆς οἰκείας ἀντιβολοῦσι ζωῆς (NChonChron 2823)

παρεκάλει hellip ἀγορασθῆναι (16171 (32432)) δέομαι (High) δεῖται hellip λυθῆναι (NChonChron 53344)

παρακαλεῖ ἀγορασθῆναι (16171 (3252)) δέομαι (High) δεῖται λυθῆναι (NChonChron 53347)

παρακαλεῖν δοῦναι hellip (16171 (3254)) δέομαι (High) δεόμενος εἴ πως hellip κατάθοιτο (NChonChron 53349)

παρακαλῶν καὶ δεόμενος (622 (7314)) δέομαι (High) δεόμενος (NChonChron 1595)

παρεκάλεσαν δὲ (2175 (36818)) ἱκετεύω (High) ἱκέτευσαν μέντοι (NChonChron 59931)

παρεκάλουν (7124 (8813)) ἱκέτις (High) χεῖρας ἱκέτιδας ὤρεγον (NChonChron 1845)

ὑπὲρ αὐτοῦ παρακαλέσαντα (1222 (20021)) παρακαλέω (Ambiguous) παρακαλοῦντα (NChonChron 35640)

παρακινέω (Low)παρακινηθεὶς ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917 ἐξερεθίζω (High) ἐξερεθισθεὶς πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 198 of 284

παράκλησις (Low)παρακλήσει (1423 (24622)) ἐκλιπάρησις (High) ἐκλιπαρήσει (NChonChron 42144)

παραλαμβάνω (Both)ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( ἀναλαμβάνω (Both) τῷτοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

παραλαβών (1611 (3045)) ἀπολαμβάνω (Ambiguous) ἀπολαβών (NChonChron 50213)

τὸ κάστρον παραλαβὼν (1662 (31414)) διαλαμβάνω (Ambiguous) διειληφὼς αὐτὸ (=τὸ φρούριον) (NChonChron 51821)

παραλαβεῖν (14212 (24826)) ἐπιλαμβάνομαι (High) ἐπιλαβέσθαι (NChonChron 42325)

παραλάβη αὐτὴν (1592 (28324)) παρίσταμαι (High) παραστήσαιτο Δάδιβραν (NChonChron 47482)

παραλαβεῖν (1456 (2572)) συμπαραλαμβάνω (High) συμπαραλήψεσθαι (NChonChron 43669)

παράλιος (High)τὰς παραλίους πόρτας (437 (4116)) αἰγιαλῖτις (High) τὰς αἰγιαλίτιδας πύλας (NChonChron 1078)

παράλογος (Low)τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον καὶ παράλογον (18 ἀβουλία (High) τὴν ἀτοπίαν καὶ ἀβουλίαν (NChonChron 55282)

τὸ τῆς συνουσίας παράλογον (432 (405)) ἀθέμιτος (High) τὸ τῆς συνουσίας ἀθέμιτον (NChonChron 10430)

παραλύπησις (Low)διὰ τὴν παραλύπησιν τοῦ βας (244 (127)) μικρολυπία (High) κατὰ μικρολυπίαν τοῦ βας (NChonChron 5349)

παραμονἠ (Low)μὴ ἔχων τινὰ ἢ βαράγγων ἢ παραμονὴν (712 δορυφόρος (High) μὴ ἐχων ὑπασπιστὴν μὴ δορυφόρον (NChonChron 18410-11)

παράνομος (Low)παρανόμως (1012 (14711)) ἀθέμιτος (High) ἀθεμίτως (NChonChron 27516)

ὅσα παράνομα καὶ ἄθεσμα (1223 (20026)) ἀνόμημα (High) ἀνομήμασι (NChonChron 35644)

παράξενος (Low)οὐδὲν παράξενον (1118 (17313)) μέγας (Both) οὐδὲν μέγα (NChonChron 32088)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 199 of 284

παραπέμπω (Both)εἰς φυλακὴν παραπέμπεται (14214 (24928)) ἀπάγω (Ambiguous) εἰς φυλακὴν ἀπάγεται (NChonChron 42568)

καὶ αὐτὸς θανάτῳ ἂν παρεπέμπετο (1432 (25 παροικέω (High) καὶ αὐτὸς τῷ ᾅδῃ παρῴκησεν ἄν (NChonChron 42978)

παράσημον (Low)τὰ βασιλικὰ ἐνδύεται παράσημα (1876 (34532 σύμβολον (High) τοῖς βασιλικοῖς κοσμεῖται συμβόλοις (NChonChron 5643)

παρασύρω (Low)παρασύροντες καὶ χειραγωγοῦντες (1812 (336 χειραγωγέω (High) χειραγωγούμενος (NChonChron 55031)

παρατείνομαι (Low)εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) διαρκέω (High) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

παρατηρέω (Low)τὴν τούτου παρετήρουν ἔξοδον (434 (4020)) τηρέω (High) ἐτήρουν τὴν ἔξοδον (NChonChron 10451)

παρατίθημι (Low)τροφὴν παρετίθουν ( 214 (3658)) παρατίθεμαι (High) ἐδωδὴν παρατιθέμενοι (NChonChron 5942)

παρατρέχω (Low)εἰς μῆνας παρέδραμε τέσσαρας (1592 (28325) παρατείνω (High) ἡ πολιόρκησις παρετάθη (NChonChron 47483)

τοὺς Βλάχους παραδραμῶν (1453 (2568)) πάροδος (Ambiguous) τὴν εἰς τὸν Αἷμον πάροδον ἐκκλίνων (NChonChron 43435)

τοῦ καιροῦ δὲ παρατρέχοντος (1592 (28323)) τρίβω (High) τριβομένου δὲ τοῦ καιροῦ (NChonChron 47480)

παραυτίκα (Low)στέλλουσιν ἐκ τοῦ παραυτίκα στρατιὰν (2114 αὐτίκα (High) ἐκ μὲν τοῦ αὐτίκα στέλλεται στρατιὰ (NChonChron 61487)

παραυτίκα (1613 (3059)) αὐτίκα (High) αὐτίκα (NChonChron 50456)

παραυτίκα (1222 (20019)) παραχρῆμα (High) παραχρῆμα (NChonChron 35639)

παραχωρέω (Low)παραχωρῆσαι αὐτῷ (15105 (28619)) ἐνδίδωμι (High) ἐνδοθῆναί οἱ (NChonChron 4786)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 200 of 284

πάρειμι (εἰμί) (High)τῆς παρούσης δόξης (6111 (7012)) ἔνειμι (High) τῆς δόξης τῆς ἐνούσης (NChonChron 15460)

παρέρχομαι (Ambiguous)τὸ Ἰκόνιον παρελθὼν (6320 (7828)) παραλλάσσω (High) τὸ Ἰκόνιον παραλλάξας (NChonChron 16868)

μῆνες παρῆλθον τρεῖς (14221 (25116)) παριππεύω (High) τρεῖς μῆνες παρίππευσαν (NChonChron 42734)

τὰ πρώτα παρελθεῖν τάγματα (1434 (25229)) ὑπερβάλλω (High) τὰς ἄκρας ὑπερβαλεῖν (NChonChron 42994)

παρέχω (Both)παρέσχεν (1211 (19921)) δεξιόομαι (High) δεξιούμενος (NChonChron 35623)

παρό (Low)πλέον παρὸ τὸ ἔθνος τοῦτο (1822 (33722)) genitive (High) τοῦδε τοῦ γένους (NChonChron 55162)

παροινία (Ambiguous)διὰ παροινίαν (1442 (25419)) παροίνησις (High) ὑπό τινος παροινήσεως (NChonChron 43263)

παροφθαλμιστής (Low)παροφθαλμιστὴς (477 (5022)) θαυματοποιός (High) θαυματοποιός (NChonChron 11957)

παρρησιάζομαι (Both)ἐπαρρησιάσατο ἵνα ὑπὲρ εὐσεβείας λαλήση τι παρρησιάζομαι (Both) παρρησιαζόμενος ἦν τὴν εὐσέβειαν (NChonChron 55273)

πᾶς (Low)πάντες (1581 (28130)) ἅπας (High) ἅπαντες (NChonChron 4719)

πάσης Συρίας (42 (3920)) ἅπας (High) ἁπάσης Συρίας (NChonChron 1036)

ἀνεπιφθόνου παρὰ παντὸς (1827 (3406)) ἅπας (High) ζηλωτέου παρ ἅπασι (NChonChron 55564)

πάσχω (Low)κακὰ ἔπαθον (15112 (2886)) προσπαλαίω (High) κακοῖς προσεπάλαισαν (NChonChron 48063)

πατάσσω (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 201 of 284

πατάξαι τὸν μηρὸν τῆ χειρὶ (447 (4329)) πλήττω (High) πλῆξαί τε τῇ χειρὶ τὸν μηρὸν (NChonChron 11013)

πατήρ (Both)ὁ πατὴρ (431 (3928)) γενέτης (High) ὁ γενέτης (NChonChron 10317)

πατρός (15114 (28831)) τεκών (High) τεκόντος (NChonChron 48193)

βοηθῆσαι τῶ αὐτοῦ πατρὶ (14223 (25129)) τεκών (High) τῶ τεκόντι ἐπαμῦναι (NChonChron 42853)

πατρικός (High)πατρικὴν βασιλείαν (1813 (3373)) πατρῷος (High) πατρῴας ἀρχῆς (NChonChron 55041)

παύομαι (Low)οὐκ ἐπαύετο κατακρίνων (1841 (3412)) λήγω (High) κακηγορῶν οὐκ ἔληγε (NChonChron 55695)

τοῦ πυρὸς παυσαμένου (1828 (34011)) λωφάω (High) λωφήσαντος τοῦ πυρός (NChonChron 55569)

παύω (Low)οὐδὲ οὕτως ἔπαυσαν τὰ κακὰ (211711 (3847)) ἠρεμέω (High) οὐδrsquo οὕτως ἠρέμησαν τὰ δεινά (NChonChron 62519)

ἔπαυσεν ὁ κονιορτὸς (7124 (8810)) λωφάω (High) ἡ κόνις ἐλώφησεν (NChonChron 1841)

πεζεύω (Low)ἀπὸ τοῦ ἵππου ἐπέζευεν (523 (566)) ἀποκαταβαίνω (High) τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε (NChonChron 13191)

πεῖνα (Ambiguous)πεῖναν (14222 (25125)) λιμός (High) λιμῷ (NChonChron 42845)

πέμπομαι (Low)προστάγματα ἐπέμποντο (437 (4120)) διίπταμαι (High) γράμματα διίπτατο (NChonChron 10713)

πέμπω (Both)πέμπεται μετὰ σιδήρων (413 (3828)) ἀναπέμπω (High) ἀναπεμπόμενον δέσμιον (NChonChron 10172)

πέμπει (1563 (27716)) ἐκπέμπω (Both) ἐξέπεμψε (NChonChron 46531)

ἔπεμψαν (1813 (33636)) ἐκπέμπω (Both) ἐκπεπόμφασιν (NChonChron 55038)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 202 of 284

ἔπεμπε (15113 (28819)) ἐκπέμπω (Both) ἐκπέπομφε (NChonChron 48178)

ἔπεμπε (1224 (2012)) ἐξαποστέλλω (Ambiguous) ἐξαπέστελλε (NChonChron 35750)

ταύτην εἰς γυναῖκα πέμπει (16192 (32611)) μεταπέμπομαι (High) τὴν ἀ Εἰς εὐνέτιν μεταπεμψάμενος (NChonChron 53589)

ἀποκρισιαρίους ἔπεμψε (21132 (37515)) στέλλω (High) στείλας πρέσβεις (NChonChron 61358)

πέμψη (1581 (28117)) στέλλω (High) στεῖλαι (NChonChron 47191)

πέμψας (15122 (28921)) στέλλω (High) στείλας (NChonChron 48222)

πενθερός (Ambiguous)πενθερῶ (1453 (2566)) κηδεστής (High) κηδεστῇ (NChonChron 43433)

περάω (Low)περάσαι τὴν τῶν Ῥωμαίων στρατιὰν τὸν Δάνο διαβαίνω (Both) τὸν Ἴστρον διαβῆναι Ῥωμαϊκὴν στρατιάν (NChonChron 153

περί (Both)περὶ τὸν ποταμὸν (1453 (2562)) κατά (Both) κατὰ τὸν ποταμὸν (NChonChron 43429)

περὶ τὴν Ποπολίαν (1115 (17214)) κατά (Both) τὰ κατrsquo Ἀμφίπολιν (NChonChron 31949)

περὶ τὸν λιμένα τῆς Βλαχέρνας (1117 (1737)) κατά (Both) κατὰ τὰς Βλαχέρνας (NChonChron 32081)

περὶ τὸν Μέντρον (1423 (24628)) κατά (Both) κατὰ Μαίανδρον (NChonChron 42151)

περὶ τὰ Μελάγινα (1553 (27521)) κατά (Both) κατὰ τὸ πόλισμα τὰ Μελάγγεια (NChonChron 46237)

περὶ οὗ εἴπομεν ὄπισθεν (432 (401)) πέρι (High) ὧν πέρι καὶ εἰπόντες ἔφθημεν (NChonChron 10324)

περί + gen (High)θλιβομένοις περὶ αὐτῶν (7128 (8917)) περί + dat (High) περὶ αὐτοῖς δυσχεραίνουσιν (NChonChron 18550)

περιαργέω (Ambiguous)περιαργῆσαι ἐκεῖσε (1131 (429)) ἐμβραδύνω (High) ἐμβραδῦναι τοῖς τόποις τούτοις (NChonChron 3367)

περιήργει ἡμέραν καθημέραν (1592 (2832727 μέλλω (High) ἔμελλε ἀεί πως (NChonChron 47485)

περίδοξος (Ambiguous)τὸν περίδοξον ναὸν (1426 (24727)) περιώνυμος (High) τὸν περιώνυμον νεὼν (NChonChron 42284)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 203 of 284

περιεργάζομαι (Ambiguous)περιεργαζόμενος (1585 (2833)) ἐνατενίζω (High) περιέργως ἐνατενίζων (NChonChron 47357)

περιέρχομαι (Ambiguous)εἰς τὰς νήσους περιερχόμενος (15121 (28918)) ἔπειμι (High) τὰς νήσους ἐπιὼν (NChonChron 48219)

περιέρχονται (21142 (37626)) περίειμι (High) περιιόντων (NChonChron 6149)

περιήρχοντο (214 (36431)) περίειμι (High) περιῄεσαν (NChonChron 59487)

περιζώννυμαι (Low)σπάθην περιζωσάμενος (434 (4024)) διαζώννυμαι (High) μάχαιραν διαζωσάμενος (NChonChron 10558)

ὁ δὲ Ἀνδρόνικος τὴν ἐξουσίαν περιζωσάμενος ὑποζώννυμαι (High) ὁ δrsquo Ἀνδρόνικος τὸν στρατηγέτην ὑποζωσάμενος (NChonCh

περιζωννύω (Low)τόπον διαλαμβάνοντα καὶ περιζωννύοντα (21 διαλαμβάνω (Ambiguous) λόφος τὴν πόλιν διαλαμβάνων (NChonChron 60315)

περικυκλόω (Low)τὰ τείχη περικυκλώσας (244 (129)) διαζώννυμι (High) τὰ τείχη διαζώσας (NChonChron 5352)

περίορος (Ambiguous)ὁ τοῦ καστελλίου περίορος (1612 (30420)) περίοδος (High) ἡ τοῦ φρουρίου περίοδος (NChonChron 50319)

περιπατέω (Ambiguous)περιπάτει (15113 (28824)) βαδίζω (High) βαδίζειν (NChonChron 48184)

ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 ὁδεύω (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

περιπλέκομαι (Both)περιπλέκεσθαι ( 1012 (14711)) παραγκαλίζομαι (High) παραγκαλίζεσθαι (NChonChron 27517)

ἐν ὧ ἐκεῖνος μέσον περιεπλάκη (7119 (876)) συλλαμβάνομαι (High) ἐν ᾧ συνείληπτο (NChonChron 18245)

περιποιέομαι (Ambiguous)περιποιησάμενος (1612 (30416)) ἐπιποιέω (High) (τὸ ἔρυμα) ἐπιποιήσας (NChonChron 50224)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 204 of 284

περιπόρφυρος (Low)χλαμύδα περιπόρφυρον (443 (4223)) ἀστεῖος (High) χλαμύδα ἀστειοτέραν (NChonChron 10961)

περισσότερος (Low)μετὰ περισσοτέρας δυνάμεως (1582 (2821)) μείζων (High) μετὰ στρατιᾶς μείζονος (NChonChron 47213)

διὰ περισσοτέρας δυνάμεως (514 (5328)) μείζων (High) διὰ μείζονος ἰσχύος (NChonChron 12787)

περισσότερον (7124 (8819)) πλείων (Ambiguous) πλείους (NChonChron 18494)

τὸ περισσότερον τῆς στρατιᾶς (1432 (25214)) πλείων (Ambiguous) τὸ δὲ πλεῖον τοῦ στρατεύματος (NChonChron 42977)

περισύναγμα (Low)περισυνάγματα ὄντα (2121 (35912)) σποραδικός (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων σποραδικῶν (NChonChron 58561)

περισυνάγομαι (Low)περισυναχθέντες ἐν τῶ ἅμα (7128 (899)) συγκροτέομαι (High) συγκροτηθέντες εἰς σπείραν (NChonChron 18538)

περισυνάγω (Ambiguous)περισυνάξας (1211 (19917)) ἀθροίζω (High) ἀθροίσας (NChonChron 35518)

περισυνάξας (15106 (28629)) ἐκκλησιάζω (High) ἐκκλησιάσας (NChonChron 47817)

πλοῦτον περισυνάξαντες (1451 (25519)) περιβάλλομαι (Ambiguous) πλοῦτον περιβαλλόμενοι (NChonChron 43419)

περισυνάγων δύναμιν (7125 (8818)) συλλέγω (High) συνέλεγε τὴν ἰσχύν (NChonChron 18410)

στρατιώτας περισυνάξαντες (1114 (225)) συλλέγω (High) τοὺς ὁπλιτεύοντας συνειλόχασιν (NChonChron 2955)

τοὺς Βαράγγους περισυνάξαντος (1812 (3362 συνάγω (Both) τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος (NChonChron 55028)

περιτριγυρίζω (Ambiguous)περιετριγύριζον (1462 (25815)) κυκλόω (High) ἐκύκλουν (NChonChron 43834)

περιτριγυρίσας (1117 (1732)) περιέρχομαι (Ambiguous) περιελθών (NChonChron 32072)

περιφράζω (Low)περιέφραζε τὰς ἐξόδους (4715 (539)) περιφράγμόω (High) περιεφράγμου τὰς διεξόδους (NChonChron 12383)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 205 of 284

περιφράττω (Low)πέτρα αὐτὸ περιέφραττε (1112 (124)) καταφραγνύμι (High) λίθος τοῦτο (τὸ πόλισμα) κατεφράγνυε (NChonChron 2720)

περιχάρεια (Low)μετὰ περιχαρείας (112 (415)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 3248)

μετὰ μεγάλης περιχαρείας εἰσδέχεται (1111 ( ὑπτίαις χερσί (High) ὑπτίαις χερσὶ προσδέχεται (NChonChron 274)

περιχρυσωμένος (Low)περιχρυσωμένον ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων (6 ἐπίχρυσος (High) ἐπίχρυσον τέτρωρον (NChonChron 15867)

Πέρσης (Both)οἱ Πέρσαι (288 (2034)) βάρβαρος (High) τὸ βάρβαρον (NChonChron 7151)

ὁ Πέρσης (1592 (28324)) βάρβαρος (High) τοῦ βαρβάρου (NChonChron 47481)

πετάζω (Low)πετάσαι ἔλεγεν (477 (5023)) διαπέτομαι (High) διαπτῆναι ἐπηγγέλετο (NChonChron 11963)

πετάομαι (Low)ὡς πετᾶσθαι φαίνεσθαι (653 (813)) ἵπταμαι (High) ὡς ἵπτασθαι δοκεῖν (NChonChron 17276)

πέτασις (Low)εἰς πέτασιν (477 (513)) πτῆσις (Low) εἰς κίνησιν πτήσεως (NChonChron 12076)

πετασμός (Low)ἦν οὖν ὁ πετασμὸς ἐκεῖνος (478 (517)) ἐκπετασμός (High) ἦν τοίνυν ὁ ἐκπετασμὸς οὗτος (NChonChron 12082)

πέτρα (Low)πέτρα (1112 (123)) λίθος (High) λίθος (NChonChron 2719)

πετροβόλος (Low)τὰ πετροβόλα ξύλα (1142 (719)) ἑλέπολις (High) ἑλεπόλεις (NChonChron 387)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 206 of 284

πεύκιον (Low)μετὰ πευκίων κατεκόσμουν (441 (4212)) τάπης (High) τάπησι διεκόσμουν (NChonChron 10846)

πηγάδιν (Low)πηγάδιν (1612 (30422)) φρεάτιον (High) φρεάτια ὀρυκτά (NChonChron 50332)

πήγνυμι (Low)τῆ γῆ ἔπηξε (523 (42)) προσερείδω (High) τῇ γῇ προσήρεισε (NChonChron 1311)

πίπτω (Ambiguous)ἔπιπτον ἀπὸ τῶν ἀλόγων (6114 (7132)) ἀνατρέπομαι (High) τῆς οἰκεἰας ἀνετρέποντο ἕδρας (NChonChron 15734)

πεσόντων (1435 (25316)) ἀπόλλυμαι (High) ἀπολωλότων (NChonChron 43022)

ἔπιπτον (7117 (8626)) καταβάλλομαι (High) κατεβέβληντο (NChonChron 18127)

συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ συγκαταφέρομαι (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15113)

λίθοι ἔπεσον (2122 (35922)) φέρομαι (Both) λίθοι ἠνέχθησαν (NChonChron 58674)

πίστις (Both)πίστιν (13813) θρησκεία (High) θρησκείαν (NChonChron 41478)

πίστεως (1142 (712)) θρησκεία (High) θρησκείας (NChonChron 3793)

πλάσις (High)τὴν πλάσιν τοῦ σώματος (4712 (5222)) διαρτία (High) τὴν διαρτίαν τοῦ σώματος (NChonChron 12246)

πλάττω (Low)αἰτίαν ψευδῆ γράψας καὶ πλάσας (4713 (5231 πλάττομαι (High) αἰτίαν πλασάμενος καὶ γραψάμενος (NChonChron 12364)

πλατύνω (Ambiguous)πλατυνομένου (1425 (24716)) ἐμπλατύνω (High) ἐμπλατυνομένου (NChonChron 42272)

πλατύνεται ὁ περίορος (1612 (30420)) εὐρύνω (High) εὐρύνεται ἡ περίοδος (NChonChron 50328)

πλατύς (Ambiguous)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 207 of 284

διὰ τῆς πλατείας ὁδοῦ (1432 (25216)) εὐρύνω (High) διὰ τῆς εὐρυνομένης (ὁδοῦ) (NChonChron 42979)

ἱμάτιον πλατὺν (477 (5024-25)) εὐρύς (High) εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

ὤμους πλατεῖς (14216 (2503)) εὐρύς (High) ὤμους εὐρέας (NChonChron 42577)

πλείονα (Low)τὰ πλείονα (653 (8025)) πλείω (High) τὰ πλείω (NChonChron 17267)

πλείονες (Ambiguous)οἱ πλείονες τῶν οἰκητόρων (1827 (3401)) πλείους (High) οἱ πλείους τῶν οἰκητόρων (NChonChron 55558)

πλείων (Ambiguous)πλειόνων ἀποστασιῶν (14212 (24822)) συχνός (High) συχνῶν ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321)

πλέκω (Low)μαλία πλέκοντες (214 (3654)) συστρέφω (High) τρίχας συνεστραμμένας (NChonChron 59493)

πλέον (Ambiguous)πλέον (1811 (3365)) μᾶλλον (Ambiguous) μᾶλλον (NChonChron 5496)

πλέον ἠγάπα τοῦτον (14216 (2507)) πλειόνως (High) πλειόνως τούτῳ προσέκειτο (NChonChron 42581)

πληγή (Low)πληγὴν θανάσιμον λαβὼν (3121 (3427)) ellipsis (High) καιρίας δεξάμενος (NChonChron 9377)

ὀλιγοψύχουν ἀπὸ τῶν πληγῶν (6114 (7133)) τραῦμα (High) ἐλειφαίμουν τοῖς τραύμασι (NChonChron 15735)

πλῆθος (Low)πλῆθος Χριστιανῶν (1142 (77)) ἐσμός (High) Χριστιανῶν ἐσμοί (NChonChron 3788)

τὸ πλῆθος (1462 (25813)) λαός (Ambiguous) λαοὶ (NChonChron 43833)

πλῆθος (1224 (20027)) λεώς (High) λεὼ (NChonChron 35747)

πλῆθος (15106 (28629)) πλήρωμα (High) πλήρωμα (NChonChron 47817)

μετὰ πλήθους λαοῦ (1463 (25829)) πολυοχλία (High) μετὰ πολυοχλίας (NChonChron 43853)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( πολυχειρία (High) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 208 of 284

πλῆθος (7127 (893)) στῖφος (High) στῖφος (NChonChron 18531)

τὸ χυδαῖον πλῆθος (1823 (3385)) στῖφος (High) τὸ χυδαΐζον στῖφος (NChonChron 55277)

συνελθόντων ἑτέρων τῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους (1 συμμορία (High) συνδραμούσης συμμορίας τινῶν (NChonChron 55029)

πληθύς (Ambiguous)πληθὺς (6117 (7217)) συμμορία (High) συμμορίας (NChonChron 15861)

πλήν (Ambiguous)πλὴν μετὰ βίας καὶ κινδύνων πολλῶν (1434 ( εἰ καί (High) εἰ καὶ πονήρως μάλα καὶ ἐπικινδύνως (NChonChron 4307)

πληροφορέω (Low)ἵνα πληροφορήση (1456 26727) τεκμήριον (High) τεκμήριον (NChonChron 43683)

ἵνα πληροφορήση ὁποίαν πίστιν καὶ ὑπόηψιν τεκμήριον (High) τὸ τεκμήριον πίστεως (NChonChron 43682)

πληροφορία (Low)πληροφορίαν ἔχων ὡς (14212 (24823)) πεπεισμένος (Ambiguous) ἀκριβῶς πεπεισμένον ὡς (NChonChron 42322)

πληρόω (Low)πληρῶσαι (14223 (25129)) ἀναπληρόω (High) ἀναπληρῶσαι (NChonChron 42852)

ἐπλήρωσε τὴν εἰρήνην (16192 (32618)) ἐκπεραίνω (High) σπονδὰς ἐξεπέρανεν (NChonChron 5352)

πληρώσασαν (1012 (14710)) ἐξανύω (High) ἐξηνυκυίᾳ (NChonChron 27516)

πληρῶσαι τὰ τούτων θελήματα (2183 (37015) ἐπιτυγχάνω (High) τῶν πρὸς βουλῆς ἐπιτευξομένους (NChonChron 60317)

ἐπλήρουν δὲ οὐδὲν ἢ μόνον τοῦτο τὸ hellip δέξασ περαίνω (High) ἐπέραινον δὲ οὐδὲν ἢ ὅσον hellip δέξασθαι (NChonChron 1279

στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (3371)) πέρας (High) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι (NChonChron 55038)

πληρωθείσης (1012 (1477)) τελέω (High) τετελεσμένης (NChonChron 27512)

πληρωθῆναι ἔμελλε (1581 (28119)) τελέω (High) ταχrsquo ἂν τετέλεστό τι (NChonChron 47193)

ἐπλήρωσε (1423 (24623)) τερματόω (High) ἐτερμάτωσε (NChonChron 42145)

πλησιάζω (Low)ταῖς πλησιαζούσαις χώραις (16172 (32514)) ἀγχιτέρμων (High) ἀγχιτέρμοσι θέμασιν (NChonChron 53357)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 209 of 284

πλησιάζον (1826 (33917)) ἐγγίζω (High) ἐγγίζον (NChonChron 55440)

πλησιάσαι (1114 (1721)) ἐγγίζω (High) ἐγγίσαι (NChonChron 31832)

τῆ Θεσσαλονίκη πλησιάσαντος (2175 (36816) ἐγγίζω (High) τῇ Θεσσαλονίκῃ ἐγγίσαντος (NChonChron 59929)

ἀπὸ τῶν πλησιαζόντων αὐτοῖς ἐθνῶν (618 (69 ὁμορέω (High) ἐκ τῶν ὁμορούντων σφίσιν ἐθνῶν (NChonChron 15324)

τὰ χωρία τὰ τὴν θάλασσα πλησιάζοντα (1512 πάραλος (High) χωρία τὰ πάραλα (NChonChron 48219)

πλησιάζω τὸν βασιλέα πλησιάζοντες (1613 (3 παρίσταμαι (High) περιστάντες τὸν βασιλέα (NChonChron 50351)

τὰς πλησιαζούσας τῶν πόλεων (21124 (37421 παροικίς (High) παροικίδας πόλεις (NChonChron 61027)

τῶ θεῶ πλησιάζοντα (4717 (5331)) προσεγγίζω (Both) θεῷ προσεγγίζοντα (NChonChron 12419)

τῶ ποταμῶ πλησιάσας (1112 (117)) προσεγγίζω (Both) τῷ ποταμῷ προσεγγίσας (NChonChron 2710)

ἐπλησίασεν (1153 (86)) προσεγγίζω (Both) προσήγγισεν (NChonChron 3944)

πλησιάζοντες (1592 (28328)) πρόσορος (High) πρόσοροι (NChonChron 47486)

πλησιασμός (Low)τὸν πλησιασμὸν (2131 (36015)) προσπελάζω (High) προσπελάσαι (NChonChron 5874)

πλησίον (Low)πλησίον (6114 (7117)) ἄγχιστα (High) ἄγχιστα (NChonChron 15615)

πλησιέστερον (1114 (1723)) ἐγγύς (High) ἐγγύτερον (NChonChron 31835)

τὰς πλησίον χώρας τῆς Ἀγγύρας (1556 (27613 περί (Both) ταῶν περὶ ταὴν Ἄγκυραν φρουρίων (NChonChron 46370)

πλησιόχωρος (Low)ὅσα πλησιόχωρα (42 (3913)) πρόσχωρος (High) ὅσα πρόσχωρα (NChonChron 10292)

πλήττομαι (Low)τὴν ψυχὴν πληγεὶς (1151 (726)) κατακάμπτομαι (High) κατακαμφθεὶς τὴν ψυχὴν (NChonChron 3821)

πλοιάριον (Low)διὰ τῶν πλοιαρίων (1142 (77)) ἀκάτιον (High) διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων (NChonChron 3789)

πλοιάρια (1142 (718)) ἀκάτιον (High) ἁλιάδας καὶ ἀκάτια (NChonChron 386)

πλοιάρια (1142 (718)) ἁλιάς (High) ἁλιάδας καὶ ἀκάτια (NChonChron 386)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 210 of 284

διὰ τῶν πλοιαρίων (1142 (77)) λέμβος (High) διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων (NChonChron 3789)

τῶν πλοιαρίων (1142 (721)) ὁλκάδιον (High) τῶν ὁλκαδίων (NChonChron 3811)

πλόκαμος (Low)ἕνα πλόκαμον (214 (3654)) πλοχμός (High) ἕνα πλοχμὸν (NChonChron 59493)

πλούσιος (Low)πλούσια (1612 (30418)) ἄφθονος (High) ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν (NChonChron 50326)

πλουσιώτερος πάντων (16171 (3258)) ῥυηφενής (High) ῥυηφενέστατος ἀνθρώπων (NChonChron 53352)

τοῦ πλουσίου βίου (1827 (3406)) ῥυηφενής (High) τοῦ ῥυηφενοῦς βίου (NChonChron 55564)

πλουτισμός (Low)τὸν τῆς Αἰγύπτου πάμφορον πλουτισμὸν (63 πάμφορος (High) τὸ τῆς Αἰγύπτου πάμφορον (NChonChron 15910)

πνιγμονή (Low)πνιγμονῆς (1011 (1476)) ἀγχόνη (High) ἀγχόνης (NChonChron 27511)

πνίγομαι (Low)ἐν τῶ ποταμῶ ἐπνίγοντο ( 1453 (2564)) καταβαπτίζομαι (High) ἀφανισμῷ παρεδόθησαν ὕδασι καταβαπτιζόμενοι (NChonC

πνίγω (Low)δυσκολίαις πνιγόμενος (4714 (532)) ἄγχω (High) δυσκολίαις ἀγχόμενος (NChonChron 12370)

πνοή (Low)ταῖς τῶν ἀνέμων βιαίαις πνοαῖς (6320 (7830)) ἀντίπνοια (High) ταῖς τῶν ἀνέμων ἀντιπνοίαις (NChonChron 16869)

ποδαλγός (Low)πόδαλγος ὢν (1462 (25810)) νοσέω (High) τὰ ἄρθρα τῶν ποδῶν νοσῶν (NChonChron 43729)

ποιέομαι (Low)τὴν ἀπολογίαν ἐποιεῖτο (244 (128)) τίθεμαι (High) ἐτίθετο τὸν ἀπόλογον (NChonChron 5351)

ποιέω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 211 of 284

τὰ πρὸς ὠφέλειαν ποιεῖν (1455 (25623)) αἱρέομαι (High) τὰ λυσιτελῆ αἱρεῖσθαι (NChonChron 43554)

στρατηγὸν ποιήσας (1581 (28124)) ἀναλέγω (High) ἀνειπὼν (NChonChron στρατηγόν 4714)

ποιήσαντες (1114 (1728)) ἀνδρίζομαι (High) ἀνδρισάμενοι (NChonChron 31841)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( ἀνύω (High) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

τὴν αὐτὴν πρᾶξιν ποιῆσαι (14223 (25136)) βαδίζω (High) τὴν αὐτὴν βαδίσαι (NChonChron 42862)

ποιήσωσι (1563 (27715)) διαπράττω (High) διαπραχθείη (NChonChron 46530)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1453 (2567)) διατρίβω (High) συχνὰς ἡμέρας διατρίψας (NChonChron 43434)

ποιήσας καιρὸν (412 (3817)) διατρίβω (High) διατρίψας (NChonChron 10058)

ποιῆσαι (1374 (23513)) δραματουργέω (High) δραματουργῆσαι (NChonChron 40641)

ταῦτα ἐποίουν (2184 (37021)) δράω (High) τὰ δrsquo αὐτὰ ἔδρων (NChonChron 60325)

κακὰ τοὺς Ῥωμαίους ποιεῖτε (4717 (541)) δράω (High) μείζω δράσειε Ῥωμαίους δεινὰ (NChonChron 12420)

ἅτινα οὐδὲν ἠδύναντο ποιεῖν (211711 (38410- δράω (High) ἃ δρᾶν οὐκ εἶχον (NChonChron 62522)

εἴ τι κακὸν δύνανται ποιῆσαι (21133 (37521)) δράω (High) δρᾶν ὃ δύνανται κακὸν (NChonChron 61365)

ἐποίει 1011 (1475) (1011 (1475)) δράω (High) δρῶν (NChonChron 27510)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( δράω (High) δρᾶν (NChonChron 15337)

καὶ ταῦτα μὲν ἐποίησεν (21142 (37624)) δράω (High) ταυτὶ μὲν οὖν δέδρακε (NChonChron 6147)

ὅπερ προσεδόκα καὶ ὑπελάμβανε ποιῆσαι (15 δράω (High) ὃ δράσειν ἐνενόει (NChonChron 48215)

πολλὰς ἡμέρας ποιήσας (1661 (3143)) ἐνδιατρίβω (High) πλείστας ἡμέρας ἐνδιατρίψας (NChonChron 5187)

ἐποίησεν (1445 (25517)) ἐργάζομαι (High) εἰργάσατο (NChonChron 4339)

ἰδίαν ποιήσας (1611 (3044)) ἰδιόομαι (High) ἰδιωσάμενος (NChonChron 50212)

τὸν οὐδαμηνὸν ἄνθρωπον ἐποίησεν ἄρχοντα ( καθίστημι (High) τὸν οὐτιδανὸν κατέστησεν ἄρχοντα (NChonChron 53478)

οὐδὲν καλὸν ἐποιήσαμεν (1581 (28130)) κατορθόω (Both) οὐδέν τι κατωρθώκειμεν βέλτιον (NChonChron 4719)

ποιήσας (1411 (2453)) μετασκευάζω (Ambiguous) μετασκευάσας (NChonChron 41994)

ποιήσας αὐτὸν μόνον γινώσκειν (412 (3815)) πείθω (High) πείσας εἰδέναι (NChonChron 10055)

οὐδέν τι πλέον ἐποίουν (21143 (37633)) περαίνω (High) οὐδέν τι πλέον ἐπέραινον (NChonChron 61517)

κάτεργα ποιήσας (15121 (2895)) πήγνυμαι (High) νῆας πηξάμενος (NChonChron 4823)

ποιήσαντες (1334 (2294)) ποιέω (Both) πεποιηκότες (NChonChron 3973)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 212 of 284

ἐποίει (1813 (3373)) πράττω (Both) πράττων (NChonChron 55042)

ὀλίγας ἡμέρας ποιήσας (1436 (25324)) προσδιατρίβω (High) ὀλίγας ἡμέρας προσδιατρίψας (NChonChron 43133)

βλάβην ποιῆσαι (1433 (25226)) τελέω (High) ἀεί τι τελέσοντες δεινὸν (NChonChron 42990)

τοῦτο ποιῶν (523 (568)) τελέω (High) τοῦτο τελῶν (NChonChron 13194)

ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἐποίησαν (1111 (1714)) τίθεμαι (High) ὑποχείριον ἔθετο (NChonChron 3178)

μεσάζοντα ποιεῖ (261 (1230)) τίθημι (Both) μελεδωνὸν μεσεύοντα τίθησιν (NChonChron 5480)

μεθόδους ποιήσας (16192 (3269)) χράομαι (High) μεθόδοις ἐχρήσατο (NChonChron 53587)

πολεμέω (Low)πολεμῆσαι προθύμως (1613 (3057)) διαγκωνίζομαι (High) τὸ δόρυ διαγκωνίζεσθαι (NChonChron 50454)

ἐπολεμήσαμεν (6111 (7023)) διαμιλλάομαι (High) συμβαλόντες διημιλλήθημεν (NChonChron 15575)

πολεμῆσαι προθύμως (1613 (3057)) ὅπλον (Both) ἀντία τὰ ὅπλα φέρειν (NChonChron 50353)

πολεμήσαντες (1424 (2473)) πολεμησείω (High) πολεμησείοντες (NChonChron 42155)

πολεμῆσαι (1581 (28129)) συμπλέκομαι (Both) συμπλακήσεσθαι (NChonChron 4717)

πολεμήσωμεν (6111 (7024)) συμπλέκομαι (Both) συμπλεκοίμεθα (NChonChron 15577)

πολεμήσας (15122 (28932)) συνάπτω (High) μάχην συνάψας (NChonChron 48333)

πολεμίζω (Low)πολεμίζει τὰ Σκόπια (1453 (2561)) φθείρω (High) τὰ Σκόπια φθείροντος (NChonChron 43428)

πολεμικός (Low)πρὸς ἔργα πολεμικὰ (1455 (25627)) πολέμιος (Both) εἰς ἔργα πολέμια (NChonChron 43558)

ἵππος πολεμικός (443 (4225)) πολεμιστήριος (High) ἵππος πολεμιστήριος (NChonChron 10962)

πολέμιος (Both)τῶν πολεμίων (7122 (8726)) βάρβαρος (High) τῶν βαρβάρων (NChonChron 18372)

πολεμίων (1114 (1726)) ἐναντίος (Both) ἐναντίων (NChonChron 31840)

πολεμιστής (Low)ἄνδρα πολεμιστὴν (112 (45)) ὁπλιτοπάλας (High) ἀνὴρ ὁπλιτοπάλας (NChonChron 3235)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 213 of 284

πόλεμος (Both)χωρὶς πολέμου (7128 (8915)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτὶ (NChonChron 18547)

χωρὶς πολέμου (21121 (3741)) ἀναιμωτί (High) ἀναιμωτί (NChonChron 61088)

πρὸς πόλεμον ἠτοιμάζετο (1612 (30426)) ἀντιτάττομαι (High) ἀντιταξόμενος ἠτοιμάσατο (NChonChron 50335)

μὴ ὁρμῶντα πρὸς πόλεμον (16192 (32617)) ἀπόλεμος (High) ἀπόλεμον (NChonChron 53595)

τὸν πόλεμον τὸν ἀσίδηρον (445 (4233)) Ἄρης (High) τὸν ἄχαλκον Ἄρεα (NChonChron 10974)

ποθεν μὴ ἔχουσαν πόλεμον (21124 (37424)) δυσάλωτος (High) δυσάλωτος τοῖς προσβάλλουσιν (NChonChron 61130)

πόλεμον κατὰ τοῦ Ἐ Συγκροτεῖ (2185 (37027) μάχη (Both) διὰ μάχης χωρεῖ τῷ Ἐ (NChonChron 60332)

πρὸς πόλεμον ὥρμησαν (21142 (37618)) μάχη (Both) ἐς μάχην ἐξάγειν (NChonChron 61495)

ἐν πολέμοις (431 (3926)) μάχη (Both) ἐν ταῖς μάχαις (NChonChron 10314)

πρὸς πόλεμον ἔβλεψεν (413 (3822)) ξιφουλκία (High) πρὸς ξιφουλκίαν ἔβλεπεν (NChonChron 10166)

τὸν πόλεμον (6110 (703)) συμπλοκή (High) τὴν συμπλοκὴν (NChonChron 15445)

πόλις (Both)οἱ δὲ τῆς πόλεως ταύτης κάτοικοι (1114 (225) ἄστυ (High) οἱ δrsquo ἐκ τοῦ ἄστεος τούτου (NChonChron 2954)

ἡμᾶς τοὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως (21315 (36419)) Βυζάντιον (High) τοῖς ἐκ Βυζαντίου ἡμῖν (NChonChron 59370)

μὴ ἀργήσας δὲ ἐν τῆ Πόλει (1131 (424)) Βυζάντιον (High) μὴ πολυωρήσας δὲ τῷ Βυζαντίῳ (NChonChron 3361)

ἀπὸ τῆς Πόλεως (16192 (32611)) Βυζάντιον (High) ἐκ Βυζαντίου (NChonChron 53589)

τῆς Πόλεως (1225 (2019)) Κωνσταντίνου ἡ (High) τὴν Κωνσταντίνου (NChonChron 35756)

πόλεις καὶ χώρας (1458 (25731)) φρούριον (Both) φρούριον ἢ κώμας (NChonChron 4379)

πολίτης (High)παρὰ τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν (1111 (111-12 ἀστός (High) παρὰ τοῦ πλήθους τῶν ἀστῶν (NChonChron 274)

εὐφημούμενος ὑπὸ τῶν Πολιτῶν (476 (5012)) ἀστός (High) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

τοῖς Πολίταις (478 (519)) ἀστυπολίτης (High) τοῖς ἀστυπολίταις (NChonChron 12083)

τῶν Πολιτῶν (1936 36318) ἀστυπόλος (High) τῶν ἀστυπόλων (NChonChron 57144)

τοῖς πολίταις (1877 (34536)) Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous) τοῖς Κωνσταντινοπολίταις (NChonChron 5648)

Πολίται (1116 (17225)) Κωνσταντινοπολίτης (Ambiguous) Κωνσταντινοπολίταις (NChonChron 31967)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 214 of 284

οἱ πολῖται ἅπαντες (1521 (27022)) πλήρωμα (High) τὸ ταῆς πολιτείας πλήρωμα (NChonChron 45556)

πολῖται (1521 (27022)) πολιτεία (High) ταὸ πλήρωμα ταῆς πολιτείας (NChonChron 45556)

πολλά (Low)συνεργῆσαι πολλὰ (112 (42)) περιττός (High) συνάρασθαί οἱ τὰ περιττὰ (NChonChron 3232)

πολλάκις (Low)πολλάκις (1585 (2838)) ἐνίοτε (High) ἐνίοτε (NChonChron 47363)

πολλάκις (1113 (212)) πάλιν καὶ πάλιν (High) κατὰ τὸ πάλιν καὶ πάλιν (NChonChron 2836)

πολυμήχανος (Low)ὁ βαθυγνώμων καὶ πολυμήχανος (523 (565)) πολύφρων (High) ὁ πολύφρων (NChonChron 13190)

πολύπλοκος (Ambiguous)τὸ ποικίλον καὶ πολύπλοκον τῆς προνοίας (14 ποικίλος (High) τὸ ποικίλον (NChonChron 42435)

πολύς (Both)πλοῦτον πολὺν (1451 (25518)) ἁβρός (High) πλοῦτον ἁβρὸν (NChonChron 43410)

αἰχμαλωσίαν πολλὴν (4717 (5329)) βαρύς (Ambiguous) βαρείαν λείαν ἀνθρώπων (NChonChron 12416)

πολλοὶ (2184 (37022)) βραχύς (High) οὐ βραχεῖς (NChonChron 60326)

εἰς πολὺν παρετάθη καιρὸν (16192 (3267)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφ᾽ ἱκανὸν διήρκεσε χρόνον (NChonChron 53585)

δῶρα πολλά (1559 (2774)) μέγας (Both) μεγάλοις δώροις (NChonChron 46516)

διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) μέγιστος (High) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

πολλὴν αἰχμαλωσίαν (1451 (25524)) ὀλίγος (Both) οὐκ ὀλίγην λείαν (NChonChron 43417)

πολλὰ (1422 (24610)) ὀλίγος (Both) οὐκ ὀλίγοις (NChonChron 42022)

πολλὰ (1585 (28229)) οὐκ ὀλίγος (Ambiguous) οὐκ ὀλίγα (NChonChron 47346)

πολλῆς εὐεργεσίας (511 (535)) πλείστος (Ambiguous) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης (NChonChron 12653)

πολλὰς πόλεις (13818 (24311)) πλείστος (Ambiguous) πλείστας πόλεις (NChonChron 41756)

πρὸς πολλοὺς μαχόμενον (7127 (895)) πλείων (Ambiguous) πρὸς πλείονας ἁμιλλώμενον (NChonChron 18533)

μετὰ κούρσων πολλῶν (1562 (27714)) σταθμητός (High) λείαν οὐ σταθμητήν (NChonChron 46529)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 215 of 284

σφαγαὶ πολλαὶ καὶ συχναὶ (2184 (37024)) συχνός (High) σφαγαὶ συχναὶ (NChonChron 60329)

πολυχρόνιος (Ambiguous)πολυχρόνιον βασιλείαν (1457 (25725)) πολυετής (High) πολυετὲς κράτος (NChonChron 4371)

πονηρός (Low)ὧν πονηρῶν ἔργων (1841 (3412)) σχέτλιος (High) τῶν σχέτλια ἐργασαμένων (NChonChron 55694)

Ποπολία (Low)Ποπολίας (1118 (17316)) Ἀμφίπολις (High) Ἀμφίπολιν (NChonChron 32193)

Ποπολίαν (1115 (17214)) Ἀμφίπολις (High) Ἀμφίπολιν (NChonChron 31949)

πορεύομαι (Ambiguous)ἑτέραν ἐπορεύθη ὁδὸν (1435 (25319)) βαδίζω (High) ἄλλην ἐβάδισεν (NChonChron 43025)

πορεύεσθαι (447 (4317)) μεθίσταμαι (High) μεθίστασθαι (NChonChron 11095)

πορευόμενος ἔμπροσθεν (7128 (8914)) προβαίνω (High) προβαίνων τοῖς ἔμπροσθεν (NChonChron 18546)

πόρτα (Low)ἐξέρχονται ἀπὸ τῶν πορτῶν (21142 (37620)) πύλη ἡ (High) διεκχέονται τῶν πυλῶν (NChonChron 6143)

τὰς παραλίους πόρτας (437 (4116)) πύλη ἡ (High) τὰς αἰγιαλίτιδας πύλας (NChonChron 1078)

ἀπὸ πόρτης (436 (4111)) πύλη ἡ (High) τῶν πυλῶν (NChonChron 1062)

πόσος (Low)πόσον ἀγαθὸν (447 (4322)) οἷος (High) οἶον ἀγαθὸν (NChonChron 1106)

ποσῶς (Ambiguous)ἐταπείνωσε ποσῶς ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς ἀλαζονεία μικρόν τι (High) ὑπεχάλασέ τι μικρόν τῆς ὀφρύος (NChonChron 43146)

ποταμός (Low)ποταμοὶ ἐκ τοῦ αἵματος (7117 (8627)) ῥύαξ (High) αἱμάτων ῥύακες (NChonChron 18229)

τὸν ποταμὸν (7127 (891)) χείμαρρος (High) τὸν χείμαρρον (NChonChron 18530)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 216 of 284

οἷά τις χειμέριος ποταμὸς (4715 (537-8)) χειμάρρους (High) κατὰ χειμάρρουν (NChonChron 12380)

ποτέ (Ambiguous)ποτὲ δὲ καὶ χωρὶς πολέμου (7128 (8915)) ἐνιαχοῦ (High) ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ἀναιμωτὶ (NChonChron 18547)

ποτὲ γοῦν (121013 (21926)) ἔστι δrsquo ὅτε (High) ἔστι δrsquo ὅτε (NChonChron 38422)

ποτὲ μέν ἄλλοτε δε (1118 (17317)) νῦν μέν νῦν δέ (High) νῦν μέν νῦν δέ (NChonChron 32193)

ποτὲ μέν hellip πῇ δέ (Low)ποτὲ μὲν hellip πῇ δὲ (16192 (32613)) πῇ μέν hellip πῇ δέ (High) πῇ μὲν hellip πῇ δὲ (NChonChron 53591)

ποτήριον (High)ποτήριον (1878 (3466)) κύλιξ (High) κύλικα (NChonChron 56415)

ποῦ (Ambiguous)ποῦ ὑπάγεις ἡμᾶς (1581 (28128)) πῄ (High) πῄ ἄγεις ἡμᾶς (NChonChron 4717)

πούκλα (Low)μετὰ τεναντίου ἤτοι πούκλας ἠσφαλισμένην ( περονέω (High) χλαμύδα περονουμένην (NChonChron 10961)

πούς (Low)χιτῶνα μέχρι ποδός (444 (4230)) ποδηνεκής (High) χιτῶνα ποδηνεκῆ (NChonChron 10969)

ἱμάτιον πλατὺν μέχρι τῶν ποδῶν αὐτοῦ (477 ποδήρης (High) ποδηρέστατον εὐρέα χιτῶνα (NChonChron 11964)

μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολύπους (High) πολύπους καὶ πολύχειρ (δίκη) (NChonChron 58676)

πρᾶγμα (Both)ἀπὸ τοῦ πράγματος αὐτοῦ ἀγορασθῆναι (161 οὐσία (High) ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας λυθῆναι (NChonChron 53344)

πράγματα (1211 (19917)) οὐσία (High) οὐσίας (NChonChron 35519)

ἀπὸ τοῦ αὐτῶν πράγματος (15106 (28631)) οὐσία (High) ἀπόδασμά τι τῆς οὐσίας (NChonChron 47819)

ἐκ τοῦ οἰκείου πράγματος ἐξωδίασε (15105 (2 ὀψώνιον (High) οἰκείοις ὀψωνίοις παρῆκε (NChonChron 4788)

πραγμάτων (1211 (2001)) προσόν (Both) προσόντων (NChonChron 35621)

τὴν τῶν πραγμάτων αὐτοῦ ἀφαίρεσιν (14218 προσόν (Both) τὴν τῶν προσόντων ἐκείνῳ ἀφαίρεσιν (NChonChron 42610)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 217 of 284

ἰσχυρὸν γὰρ πρᾶγμα ἐστὶν ἀγάπη (112 (416)) χρῆμα (Low) ἰσχυρὸν γάρ τι χρῆμα πόθος (NChonChron 3250)

πράγματα (Ambiguous)τὰ τῆς ἀνατολῆς πράγματα (475 (50 6)) ellipsis (High) τὰ κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 11835)

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔκλαιον (2123 (3 οὐσία (High) θρήνων τὰς οὐσίας εἶχον ὑπόθεσιν (NChonChron 58792)

τὰ πολύτιμα πράγματα (21315 (36422)) οὐσία (High) τὰς οὐσίας (NChonChron 59475)

τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων αὐτῶν (18 οὐσία (High) τῶν οὐσιῶν (NChonChron 55558)

τῶν lsquoΡωμαίων ἠφαντώθησαν πράγματα (182 τά + genitive (High) τὰ τῶν Ῥωμαίων άνατέτραπται (NChonChron 55165)

τὰ τῆς Σικελίας πράγματα (413 (3822)) τὰ κατά + acc (High) τὰ κατὰ Σικελίαν (NChonChron 10165)

πραγματεία (Low)διὰ πραγματείας (15122 (28922)) ἐμπορία (High) κατrsquo ἐμπορίαν (NChonChron 48223)

πραγματεύομαι (Low)πάντα έμηχανᾶτο καὶ ἐπραγματεύετο (21182 μηχανάομαι (High) πάντα ἦν μηχανώμενος (NChonChron 62649-50)

πρᾶξις (Ambiguous)τὴν αὐτὴν πρᾶξιν ποιῆσαι (14223 (25136)) αὐτή (High) τὴν αὐτὴν βαδίσαι (NChonChron 42862)

τῆ τοιαύτη πράξει (14215 (24931)) ἔργον (Ambiguous) τῷ ἔργῳ (NChonChron 42572)

πρᾶος (Ambiguous)πρᾶος (1445 (2558)) ἐπιεικής (High) ἐπιεικὴς (NChonChron 43395)

ἀνδρὶ πράω ὄντι (1877 (34534)) μείλιχος (High) ἀνδρὶ μειλίχῳ (NChonChron 5646)

καταπολὺ πρᾶος (14216 (2503)) μείλιχος (High) ὡς ἐπίπαν μείλιχος (NChonChron 42577)

πραότης (Ambiguous)μετὰ πραότητος ὑπέφερε (14218 (25023)) πράως (High) πράως ἤνεγκε (NChonChron 4268)

πράττω (Both)τὰ ἑκάστῳ πεπραγμένα (VEuth 29 (4622)) βιόω (High) τὰ ἑκάστῳ βεβιωμένα (SymMet VΕuthym 81 (664C))

ἔπραξαν (14214 (24923)) διαπράττω (High) διαπεπράχασι (NChonChron 42563)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 218 of 284

πρᾶξαι (1841 (3417)) δράω (High) δρᾶσαι (NChonChron 5576)

ἔπραττεν (413 (3823)) δράω (High) ἔδρασεν (NChonChron 10166)

ἄτοπα καὶ ἀπρεπῆ πράξαντι (1422 (24621)) δράω (High) ἄτοπα δρῶντι (NChonChron 42143)

τὰ πραττόμενα (445 (438)) δράω (High) τῶν δρωμένων (NChonChron 10986)

πρέπει (Ambiguous)ἔπρεπε ποιῆσαι (1432 (25215)) δεῖ (High) δέον πορευθῆναι (NChonChron 42979)

ὑπὲρ τὸ πρέπον (4714 (533)) δεῖ (High) ὑπὲρ τὸ δέον (NChonChron 12372)

ἔπρεπε (447 (4327)) δεῖ (High) ἔδει (NChonChron 11011)

ἔπρεπε τοίνυν (1455 (25622)) δεῖ (High) ἀλλὰ δέον (NChonChron 43554)

τὰ πρέποντα (1812 (33628)) δεῖ (High) τὰ δέοντα (NChonChron 55028)

πρέπον (Ambiguous)πρέπον (14214 (24923)) δεῖ (High) δέον (NChonChron 42563)

κατἀ τὸ πρέπον ἀγαπῶντα (511 (539)) εἰκός (High) φιλοῦντος ὅσον εἰκὸς (NChonChron 12657)

πρέπον ἐστὶ (2114 (3594)) χρή (High) χρεὼν (NChonChron 58553)

πρέπον ἐστὶ νηστεύειν σε (15111 (28731)) χρή (High) χρεὼν ὑποβλέπεσθαι (NChonChron 48056)

πρὸ πολλοῦ (Low)ἣν πρὸ πολλοῦ εἶχε μελέτην πρὸς τὴν τῆς βασ παλαιός (Both) τὸν παλαιὸν ἔρωτα (NChonChron 46488)

πρὸ πολλοῦ καιροῦ (Low)πρὸ πολλοῦ καιροῦ φανέντα ὀσπητικὸν (1619 ἐπὶ μακρόν (High) ἐπὶ μακρὸν ὀφθέντα οἰκουρὸν (NChonChron 53594)

πρὸ τούτου (Low)πρὸ τούτου (1558 (27632)) πρώην (Both) πρώην (NChonChron 4642)

προαπαντάω (Low)τὸν μετὰ τῶν Βλάχων προσαπαντῶντα πόλε μετέρχομαι (High) τὸν κατὰ τῶν Βλάχων μετιὼν πόλεμον (NChonChron 42844)

πρόβατον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 219 of 284

ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) θρέμμα (High) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

ὡς πρόβατα (21172 (38117)) ποίμνιον (High) ὡς εἰ ποίμνιον ἦν (NChonChron 6219)

προβάτων (1116 (17223)) προβάτιον (High) προβατίων (NChonChron 31963)

προβοδίζω (Low)τοῖς Λατίνοις προβοδίζοντες (2177 (36910)) προοδευτής (High) Λατίνοις προοδευταὶ (NChonChron 60171)

προδίδω (Low)ἐφοβοῦντο μήποτε προδοθῶσιν (1424 (2475)) καταπροδίδωμι (High) δεδιότες μὴ καταπροδοθεῖεν (NChonChron 42157)

προδίδοται (1456 (2576)) καταπροδίδωμι (High) καταπροδίδοται (NChonChron 43673)

προδότης (Low)τῆς πατρίδος προδόται γενόμενοι (2177 (3691 προαγωγός (High) τῆς πατρίδος προαγωγοὶ γινόμενοι (NChonChron 60172)

προέρχομαι (Low)τοῖς προελθοῦσι στρατεύμασιν (7128 (8916)) προοδεύω (High) τοῖς προωδευκόσι τάγμασιν (NChonChron 18549)

οὐδὲ γὰρ ἔμπροσθεν ἐθάρρει προελθεῖν (2114 χωρέω (Both) οὐδὲ γὰρ περαιτέρω χωρεῖν τεθάρρηκε (NChonChron 6148)

προθυμία (Low)μετὰ προθυμίας (1581 (28120)) προθύμως (Both) προθύμως (NChonChron 47194)

μετὰ προθυμίας (615 (695)) προθύμως (Both) προθύμως (NChonChron 1523)

προθυμοποιέω (Low)ἐπροθυμοποίησε (1224 (2013)) ἐπιρρώννυμι (High) ἐπέρρωσε (NChonChron 35752)

πρόθυμος (Low)προθυμότερος (1613 (30431)) εὐθαρσής (High) εὐθαρσέστερον (NChonChron 50341)

προθύμως (Both)προθύμως (21121 (37330)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 60982)

προκρίνω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 220 of 284

προέκρινον (15112 (28810)) αἱρετός (High) αἱρετώτερον τιθέασι (NChonChron 48066)

προλέγω (Low)ὡς προείπομεν (1411 (2458)) ἱστορέω (High) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

ὡς προείπομεν (1411 (2458)) φθάνω (Both) ὡς φθάσαντες ἱστορήκειμεν (NChonChron 4196)

προμηθεύομαι (Low)προμηθευόμενος (1563 (27715)) προμηθέομαι (High) προμηθούμενος (NChonChron 46530)

προμηθεύω (Low)σώζειν ἑαυτοὺς προμηθευόντων (1435 (2535)) προτίθεμαι (High) σώζειν ἑαυτοὺς προθεμένων (NChonChron 43014)

πρόνοια (Ambiguous)πρόνοιαν (15122 (28928)) χώρα (Both) χώραν (NChonChron 48228)

προοδοποιέω (Low)προοδοποιηθεὶς (1435 (25319)) ἡγεμών (High) ἡγεμόνος εὐπορήσας (NChonChron 43026)

τοῖς Λατίνοις προοδοποιοῦντες (2177 (36910)) προοδευτής (High) Λατίνοις προοδευταὶ (NChonChron 60171)

προορίζω (Low)προορίζων (1411 (24512)) πήσσω (High) πήσσων (NChonChron 41910)

προπηδάω (Low)τοῦ Ἐρῆ τῶν ἄλλων προπηδήσαντος (2185 (37 προεκθρῴσκω (High) τοῦ Ἐρρῆ τῶν ἄλλων προεκθορόντος (NChonChron 60443)

πρόποδες (Low)κατὰ τοὺς πρόποδας (4717 (5328)) ὑπώρειαι (High) περὶ τὰς ὑπωρείας (NChonChron 12415)

προπομπή (High)τὴν προπομπὴν (441 (4215)) θρίαμβος (High) τὸν θρίαμβον (NChonChron 10852)

πρός (Ambiguous)ἐκίνει πρὸς πόλεμον (474 (4928)) εἰς (Both) θάτερον θατέρῳ ἐνῆγεν εἰς πόλεμον (NChonChron 11819)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 221 of 284

συντάσσει τὸν στρατὸν πρὸς πόλεμον (619 (6 εἰς (Both) ἐκτάσσει τὰς δυνάμεις εἰς πόλεμον (NChonChron 15334)

πρὸς τὸν βασιλέα ἐλθεῖν (1662 (31415)) εἰς (Both) ἀφικέσθαι ἐς βασιλέα (NChonChron 51823)

ὅσα πρὸς τὸ Βίκανον καταντῶσι (1826 (33929 κατά (Both) ὅσα κατrsquo αὐτὸ τὸ Βύκανον παρεκτείνεται (NChonChron 555

προς (Both)ὅσα πρὸς αὐτοὺς ὤμοσε ( 1813 (3371)) dative (Both) ὅσα διέθετο σφίσιν (NChonChron 55039)

πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ὠφέλιμος (15111 (28723) dative (Both) Ῥωμαίοις πολυέραστος (NChonChron 47947)

ἔπεμπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς (15113 (28820)) dative (Both) ἐκπέπομφε τοῖς οἰκείοις (NChonChron 48178)

πρὸς τὸ ποιῆσαι εἰρήνην μετὰ τῶν Βλάχων (15 εἴ πως (High) εἴ πως σπείσαιτο Βλάχοις (NChonChron 46518)

ἀπέρχεσθαι πρὸς (1425 (24715)) εἰς (Both) μεταβαῖνον εἰς (NChonChron 42270)

πρὸς ἔργα πολεμικὰ (1455 (25627)) εἰς (Both) εἰς ἔργα πολέμια (NChonChron 43558)

πρὸς τὸ ἑκάστου συμφέρον καὶ χρήσιμον (142 κατά (Both) κατὰ τὸ ἑκάστῳ χρήσιμον (NChonChron 42450)

πρὸς τὴν ἀνατολὴν (1562 (2779)) κατά (Both) κατὰ τὴν ἕω (NChonChron 46523)

πρός + acc (Low)πρὸς τὸν καθήμενον προσνεύουσιν (1877 (345 dative (Both) τῷ καθημένῳ ἐπὶ νεὼ προσνεύουσι (NChonChron 5645)

πρὸς ἐκπλόησιν (2121 (35912)) εἰς (Both) εἰς ἔκπλουν (NChonChron 58562)

ἤγγισε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2712 (1 εἰς (Both) ἠγγίκει εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν (NChonChron 6594)

πρὸς τὸ Λοπάδιον ἀπερχόμενος (2182 (36927) ἐς (High) τὴν ἐς τὸ Λοπάδιον στέλλεται (NChonChron 60292)

πρὸς τό + infinitive (Low)πρὸς τὸ θεραπεῦσαι (2182 (3702)) εἰς + noun (High) ἐς θεραπείαν (NChonChron 6024)

προσβολή (Low)πρὸς τὴν πρώτην προσβολὴν (2185 (3716)) ἔμπτωσις (High) πρὸς τὴν πρώτην ἔμπτωσιν (NChonChron 60446)

προσδοκάω (Both)τὰ βλεπόμενα καὶ προσδοκώμενα κακὰ (1812 ἐλπίς (High) τὰς ἐμφαινομένας τῶν κακῶν ἐλπίδας (NChonChron 54917)

προσεδοκᾶτο (15121 (2892)) καραδοκέω (High) ἐκαραδόκει (NChonChron 4811)

προσεδόκα (1411 (2459)) φαντάζομαι (High) φανταζόμενος (NChonChron 4197)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 222 of 284

προσεγγίζω (Both)προσεγγίσαι (1592 (28329)) πρόσειμι (High) προσιέναι (NChonChron 47486)

πρόσειμι (High)τῇ μητρὶ πρόσεισι (15213) ἄπειμι (High) ἄπεισι παρὰ τὴν μητέρα (SymMet PConfEd 15310)

προσέρχομαι (Low)προσέρχεται (14223 (25130)) πρόσειμι (High) πρόσεισι (NChonChron 42853)

προσέρχεται τῶ βασιλεῖ (1582 (2825)) πρόσειμι (High) πρόσεισι βασιλεῖ (NChonChron 47218)

προσῆλθε τῶ βασιλεῖ (112 (41)) προσρέω (High) προσερρύη τῷ βασιλεῖ (NChonChron 3231)

προςῆλθε τῶ βασιλεῖ (15121 (2899)) προσρέω (High) τῶ βασιλεῖ προσρυεὶς (NChonChron 48211)

προσῆλθε (511 (537)) προσχωρέω (High) προσεχώρησεν (NChonChron 12656)

προσέχω (Low)τὴν βασιλικὴν αὐλὴν προσεῖχον (437 (4116)) ἀμφιπονέομαι (High) τὴν αὐλὴν ἀμφεπονοῦντο (NChonChron 1078)

τοὺς προσέχοντας (523 (568)) ἐφομαρτέω (High) τοὺς ἐφομαρτοῦντας (NChonChron 13194)

προσκαρτερέω (Low)ὀλίγον προσκαρτερήσαντες (21142 (37621)) ἀντέχω (High) πρὸς μικρὸν ἀντισχόντες (NChonChron 6143)

τῆ πόλει προσκαρτερήσας (1111 (113)) ἐνδιατρίβω (High) τῇ πόλει ἐνδιατρίψας (NChonChron 276)

προσεκαρτέρει (15106 (28625)) ἐπιμένω (Ambiguous) ἐπέμενε προσδοκῶν (NChonChron 47814)

ὀλίγον προσκαρτερήσας καιρὸν (412 (3812)) προσμένω (Both) καιρὸν δrsquo οὐχὶ πολὺν προσμείνας (NChonChron 10052)

προσκαρτερῆσαι (21124 (37426)) χρονοτριβέω (High) χρονοτριβεῖν (NChonChron 61133)

προσκυνέω (Low)συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) ἀποδίδωμι (Both) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

προσκυνήσας δὲ τῶ βασιλεῖ (14214 (24926)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς δὲ τῷ βασιλεῖ (NChonChron 42565)

συνέτρεχον προσκυνῆσαι (1813 (33710)) προσκύνησις (High) συνέτρεχε προσκύνησιν ἀποδώσων (NChonChron 55148)

προσμένω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 223 of 284

προσέμενεν (1115 (17215)) τηρέω (High) ἐτήρει τὴν πόλιν (NChonChron 31951)

προσποιέομαι (Low)προσποιεῖται ἔχειν ἀσθένειαν (521 (5425)) πλάττομαι (High) πλάττεται τὸν νοσοῦντα (NChonChron 12931)

πρόσταγμα (Low)τὸ πρόσταγμα (6110 (705)) βιβλίον (High) τὸ βιβλίον (NChonChron 15446)

προστάγματα (653 (8028)) γράμμα (High) γράμματα (NChonChron 17161)

προστάγματα (437 (4119)) γράμμα (High) βασίλεια γράμματα (NChonChron 10713)

ἐκ βασιλέως πρόσταγμα φέρων (6110 (703)) γράμμα (High) ἐκ βασιλέως κομίζων γράμματα (NChonChron 15444)

τὰ προστάγματα (261 (1231)) ἔνταλμα (High) τὰ ἐντάλματα (NChonChron 5481)

τὰ ἐκείνου προστάγματα (2175 (36820)) ἔνταλμα (High) τὰ ἐκείνου ἐντάλματα (NChonChron 59933)

τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων (651 (8017)) ἐντολή (High) τῶν βασιλικῶν ἐντολῶν (NChonChron 17154)

ὑποκύψαι τῶ αὐτοῦ προστάγματι (1142 (713)) θεσμός (High) ὑποκύψαι τοῖς αὐτοῦ θεσμοῖς (NChonChron 3795)

ὀξέα κάτωθεν τῶν προσταγμάτων ὑπογράφει λόγος (Ambiguous) ὑποσημαίνεσθαι τοὺς τόμους τῶν δημοσίων λόγων (NChon

πρόσταξις (Low)ἐκ προστάξεως βασιλικῆς (1131 (430)) θέσπισμα (High) ἐκ θεσπισμάτων βασιλείων (NChonChron 3369)

προστάττω (Both)συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) διατάττω (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει (NChonChron 3368)

τὰ προστεταγμένα (1454 (25614)) ἐπιτάσσω (High) τὰ ἐπιταττόμενα (NChonChron 43543)

προστρέχω (Low)προσδραμούσας (1555 (2769)) προσρέπω (High) προσρέποντα (NChonChron 46265)

προσδραμεῖν (14212 (24827)) προσρέω (High) προσρυεὶς (NChonChron 42329)

τῶ Δούκα προστρέχουσι (1877 (34533)) προσρύομαι (High) τῷ Δούκᾳ προσρύονται (NChonChron 5644)

προσφέρω (Ambiguous)τὸν τὸ φάρμακον προσενεγκόντα (515 (5412)) ὀχέω (High) τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα ὀχήσοντα (NChonChron 1281

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 224 of 284

τὴν θυσίαν προσφέρων (VEuth 29 (4614)) προσάγω (High) τὴν θυσίαν προσάγων (SymMet VΕuthym 80 (664Β))

πρόσωπον (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) ὄψις ἡ (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

πρότερον (Low)πρότερον εἴπομεν (431 (3923)) ἄνωθεν (High) ἐρρέθη ἄνωθεν (NChonChron 1039)

πρότερον (15132 (2907)) ἄνωθεν (High) ἄνωθεν (NChonChron 48339)

τὸ πρότερον (1828 (34012)) πρίν (High) τὸ πρὶν (NChonChron 55670)

πρότερον (1441 (2546)) πρώην (Both) πρώην (NChonChron 43147)

πρότερον ἔκλεψαν (15106 (28714)) φθάνω (Both) φθάσαντες ἐκλοποφόρησαν (NChonChron 47938)

πρότερον hellip αὖθις δὲ πάλιν (Low)πρότερον hellip αὖθις δὲ πάλιν (652 (8020)) νῦν μέν νῦν δέ (High) νῦν μὲν hellip νῦν δὲ (NChonChron 17156-57)

πρότερος (Low)τῆς προτέρας προθέσεως (211711 (38410)) πρώην (Both) τῆς πρώην προθέσεως (NChonChron 62521)

προτίθημι (Both)σουπεδίων προτεθέντων (1821 (33713)) παραφέρω (High) παρενηνεγμένων σκιμπόδων (NChonChron 55152)

πρότιμος (Low)ἡ ἀλήθεια προτιμοτέρα (1877 (34536)) φίλος (Ambiguous) ἡ ἀλήθεια φιλτέρα (NChonChron 5648)

προτρέπομαι (Low)καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( ἐπιτάσσω (High) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

Προυσηνός (Low)οἱ Προυσηνοὶ δὲ (2184 (37020)) Προυσαῖος (High) οἱ δὲ Προυσαῖοι (NChonChron 60324)

πρόφασις (Low)πρόφασιν εὑρόντες εὐπρόσωπον (2121 (35913 προσωπεῖον (High) χρησαμένων προσωπείῳ εὐτυπώτῳ (NChonChron 58664)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 225 of 284

πρώην (Both)πρώην τοὺς πρώην τυράννους (1119 (1742)) πώποτε (High) τυράννους τοὺς πώποτε (NChonChron 32118)

ταῶν πρώην βασιλευσάντων (15106 (28710)) πώποτε (High) ἄρχω τοῖς πώ ποτε ἄρξασι (NChonChron 47933)

πρωΐ (Low)τὸ πρωΐ (14212 (24830)) νέωτα (High) ἐς νέωτα (NChonChron 42330)

πρωταίτιος (Low)πρωταίτιον ταῆς ἐπιβουλῆς (15113 (28821)) πρωτουργός (High) πρωτουργὸν τοῦ συστρέμματος (NChonChron 48180)

πρώτιστος (Low)τὸ πρώτιστον τῶν καλῶν (1612 (30422)) κράτιστος (High) καλοῦ κρατίστου (NChonChron 50330)

πρωτομάστωρ (Low)πρωτομάστορα (21179 (38321)) ἐργεπείκτης (High) ἐργεπείκτην (NChonChron 62491)

πρῶτον (Ambiguous)πρῶτον (1112 (1715)) πρῶτα (High) πρῶτα (NChonChron 3179)

τότε πρῶτον ταχθὲν (15106 (28629)) πρώτως (High) τότε καινισθὲν πρώτως (NChonChron 47816)

πρῶτον ἀλαζονευόμενος (2712 (1811)) τὰ πρῶτα (High) κἂν ὑπερεφρόνει τὰ πρῶτα (NChonChron 6595)

πρῶτον μὲν ἔδοξε (438 (4127)) τὰ πρῶτα (High) δόξας τὰ πρῶτα (NChonChron 10723)

τὸ πρῶτον (441 (428)) τὰ πρῶτα (High) τὰ πρῶτα (NChonChron 10841)

πρῶτος (Both)τὴν μὲν πρώτην (1411 (2452)) πρεσβύτερος (High) τὴν πρεσβυτέραν (NChonChron 41993)

πρῶτος εἰμί (Low)πρῶτος ἦν (1613 (3055)) πρωτιστεύω (High) ἐπρωτίστευεν (NChonChron 50350)

Πύλη (Low)πρὸς τὴν Πύλην (21122 (37412)) Πύλος (High) πρὸς Πύλον (NChonChron 6109)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 226 of 284

πυροειδής (Low)λίθοι πυροειδεῖς (2122 (35922)) πυρόεις (High) λίθοι πυρόεντες (NChonChron 58674)

πωλέω (Low)ἐπώλουν (1828 (34014)) πρατήριον (High) προύβαλλον εἰς πρατήριον (NChonChron 55673)

πῶς (Low)βλέπεις πῶς 1554 (2763) (1554 (2763)) ὡς (Both) ὁρᾷς ὡς (NChonChron 46258)

ῥαθυμέω (Low)ἐραθύμησαν (2185 (37032)) ῥᾳθύμως (High) ῥᾳθύμως εἶχον (NChonChron 60436)

ἐραθύμησεν ἀπὸ τῆς ἧς εἶχεν ὁρμῆς καὶ ἐνεχά ὑποχαλάω (High) ὑπεχαλάσθη τοῦ συντόνου τῆς ὁρμῆς (NChonChron 43719)

ῥάθυμος (Low)ῥαθύμους (1811 (33612)) ἀνειμένος (High) ἀνειμένους (NChonChron 54910)

ῥάσον (Low)ῥάσα φορῶν (14211 (24820)) ῥακενδύτης (High) ῥακενδύτης (NChonChron 42318)

τὰ ῥάσα (14219 (2511)) σχῆμα (High) σχῆμα (NChonChron 42717)

ῥέω (Low)ῥέων (ὁ ποταμὸς) (6111 (7026)) προρρέω (High) προρρέων (ὁ Ἴστρος) (NChonChron 15580)

ῥήξ (Low)τοῦ ῥηγὸς (1012 (1479)) ἀρχή (Both) τοῦ τὴν ἀρχὴν διέποντος (NChonChron 27514)

τὸν ῥῆγα Σερβίας (3111 (3321)) δυναστεύω (High) τὸν Σερβίας δυναστεύοντα (NChonChron 9229)

τὸν ῥῆγα τῆς Ἀρμενίας (42 (3915)) κατάρχων (High) ἐκ τοῦ τῶν Ἀρμενίων κατάρχοντος (NChonChron 1033)

ῥίπτέω (Low)τράπεζαν εἰς γῆν ῥιπτουμένην (1426 (2482)) βάλλω (Ambiguous) τράπεζαν βαλλομένην ἔραζε (NChonChron 42290)

ῥίπτομαι (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 227 of 284

κατὰ τὸν ποταμὸν ῥίπτονται (1114 (229)) ἀκοντίζομαι (High) κατὰ τοῦ ὕδατος ἀκοντίζονται (NChonChron 2960)

ῥιπτόμενον (445 (4233)) ἀνατρέπομαι (High) ἀνατρεπόμενον (NChonChron 10975)

ῥίπτω (Low)ῥιφῆναι (1421 (24521)) ἀκοντίζω (High) ἀκοντισθῆναι (NChonChron 42022)

ῥίπτει αὐτὸν κατὰ γῆς (562 (6026)) ἀνατρέπω (High) ἀνατρέπει τοῦτον τοῦ ἵππου (NChonChron 13822)

εἰς γῆν ἔρριψεν (7126 (8824)) βάλλω (Ambiguous) εἰς γῆν ἔβαλε (NChonChron 18419)

ῥόγα (Low)εἰς ῥόγαν καὶ εὐεργεσίαν (1224 (2014)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

ῥογεύω (Low)ἐρόγευσε καὶ ἐφιλοτιμήσατο (1224 (2013)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

ῥογευθῶσι (1221 (20015)) στρατολογέω (High) στρατολογηθησόμενοι (NChonChron 35635)

ῥοῦχον (Low)ῥοῦχα (26924 (1512)) ἱματισμός (High) ἱματισμούς (NChonChron 45423)

τὸ ῥοῦχον (121013 (21931)) χλανίς (High) τῆς χλανίδος (NChonChron 38427)

-ρσ- (Low)μυρσίνη (1441 (25411)) -ρρ- (High) μυρρίνη (NChonChron 43153)

ῥύμη (Low)τὰς ῥύμας (214 (36431)) ἀγυιά (High) τὰς ἀγυιὰς (NChonChron 59486)

τάς τε ῥύμας καὶ τὰς στράτας (441 (4211)) ἀγυιά (High) τὰς ἀγυιὰς καὶ ἀμφόδους (NChonChron 10846)

αἱ ῥύμαι (437 (4118)) ἄμφοδος (High) αἱ ἄμφοδοι (NChonChron 10711)

Ῥῶσοι (Low)μετὰ τῶν Ῥώσων (3112 (345)) Ῥώς οἱ (High) τοῖς Ῥὼς (NChonChron 9249)

σαγίτα (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 228 of 284

ὅσον μὴ σώζειν σαγίταν βέλος (High) ὅσον μὴ εἶναι βέλους ἐντός (NChonChron 61514)

ἐμπεπηγμένας σαγίτας (7122 (8725)) ὀϊστός (High) ἐμπεπηγότας ὀϊστούς (NChonChron 18370)

σαθρόομαι (Low)σεσαθρωμένον (1117 (1733)) κάμνω (Ambiguous) καμὸν (NChonChron 32073)

σάκκος (Low)εἰς σάκκον βαλὼν (15113 (28820)) ἐνσακκεύω (High) ἐνσακκεύσας (NChonChron 48179)

σανδάλιν (Low)σανδάλια (1824 (33821)) ἁλιάς (High) ἁλιάδων (NChonChron 5531)

εἰς σανδάλιον ἐμβαλὼν (1941 36324) λεμβάδιον (High) λεμβαδίῳ ἐνθέμενος (NChonChron 57151)

σανδάλιν (1826 (33922)) ναῦς (High) νῆα (NChonChron 55446)

Σάος (Low)ἀμὰ μέσον Σάου καὶ Δαννούβεως (3113 (349) Σάουβος (High) μεταξὺ Ἴστρου καὶ Σαούβου (NChonChron 9252)

τὸν Σάον (3113 (347)) Σάουβος (High) τὸν Σάουβον (NChonChron 9250)

ὅ τε Σάος ποταμὸς (617 (6919)) Σάουβος (High) Σάουβος (NChonChron 15320)

Σαρακηνός (Low)Σαρακηνὸς (477 (5021)) Ἄγαρ (High) τῆς Ἄγαρ ἀπόγονος (NChonChron 11957)

ἦν δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Σαρακηνοῦ (477 (5026)) Ἀγαρηνός (High) ἦν δὲ σκοπὸς τῷ Ἀγαρηνῷ (NChonChron 11966)

σείω (Low)σείσας αὐτὸν (121013 (21931)) διασοβέω (High) διασεσοβηκὼς (NChonChron 38427)

σέλα (Low)ἀπὸ τῆς σέλας κάτω φερόμενον (445 (431)) ἀστράβη (High) ἀστράβης ἐκσφαιρίζομενον (NChonChron 10976)

Σέρβος (Low)Σέρβοι (1453 (2563)) βάρβαρος (High) βάρβαροι (NChonChron 43430)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 229 of 284

σημεῖον (High)σημεῖα (121014 (2201)) διοσημία (High) διοσημίαι (NChonChron 38429)

σημεῖα ἐξ οὐρανοῦ θεωρῶν (1151 (726)) οἰωνός (High) οἰωνοὺς ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν (NChonChron 3822)

τὰ σημεῖα (447 (4331)) σημαντικός (High) τὰ σημαντικὰ (NChonChron 11016)

σημειόω (Low)σημειώσασα (1373 (2359)) διασαφέω (Ambiguous) διασαφήσασα (NChonChron 40638)

σίγνον (Low)μετὰ σταυρικῶν σημείων καὶ σίγνων (2182 (3 σημεῖον (High) μετὰ σταυρικῶν σημείων (NChonChron 6022)

σίδηρον (Low)τὰ σίδηρα λαβόντες (653 (8028)) ἄγκυρα (High) τὰς άγκύρας ἀνίμησαν (NChonChron 17272)

πέμπεται μετὰ σιδήρων (413 (3828)) δέσμιος (Low) ἀναπεμπόμενον δέσμιον (NChonChron 10172)

ἐν σιδήροις (472 498) πέδη (High) ἐν πέδαις (NChonChron 11791)

μετὰ σιδήρων διπλῶν (439 (422)) ποδοπέδη (High) ποδοπέδαι σιδηραῖ διπλαῖ (NChonChron 10835)

σιδηρόομαι (Low)τὰς πόδας σιδηρωθεὶς (1876 (34530)) ἀσφαλίζομαι (High) σιδήρῳ τὰς πόδας ἀσφαλισθεὶς (NChonChron 5641)

σιτηρέσιον (High)τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια (632 (744)) ὀψώνιον (High) τὰ τῶν ἱππέων ὀψώνια (NChonChron 16042)

σιωπάω (Low)σιωπᾶν (1422 (24621)) ἀτρεμέω (High) ἀτρεμεῖν (NChonChron 42143)

σιωπῆσαι (2114 (3595)) σιωπή (Both) σιωπὴν ἑλέσθαι (NChonChron 58553)

σιωπή (Both)σιωπῆς (615 (696)) σιγή (Ambiguous) σιγὴν (NChonChron 1524)

σκαλπέτιον (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 230 of 284

σκαλπέτια (1112 (17110)) πεδιλορράφος (High) πεδιλορράφους (NChonChron 31716)

Σκάμανδρος (Low)περὶ τὸν Σκάμανδρον (15121 (2896)) Αἰγαῖος (High) κατὰ τὸ Αἰγαῖον (NChonChron 4825)

Σκάμανδρος ἡ (Low)εἰς τὸν τῆς Σκαμάνδρου τόπον (3102 (3318)) Ἀγαιοπελαγίτης (High) κατὰ τὴν τῶν Ἀγαιοπελαγιτῶν χώραν (NChonChron 9127)

σκάπτω (Low)σκάψας μετὰ τῶν χερῶν (436 (416)) διαμάομαι (High) ταῖς χερσὶ διαμησάμενος (NChonChron 10691)

σκεπάζω (Both)σκεπαζόμενον (445 (432)) ἐνθάπτω (High) ἐνεθάπτετο (NChonChron 10978)

σκεπαζόμενος (1011 (1473)) συσκιάζω (High) συσκιαζόμενος (NChonChron 2759)

σκέπαρνον (Low)ἀντὶ σκερπάνου (436 (416)) σκαλίς (High) ὡς ἀμάλαις καὶ σκαλίσι (NChonChron 10691)

σκεπασμένος (Low)σκεπάζομαι καὶ αἱ σκεπασμέναι στράται (182 ὑπόστεγος (High) αἵ τε ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55547)

σκέπτομαι (Low)ἐσκέπτετο τί ἄρα διαπράξηται (434 (4024)) διασκοπέομαι (High) διεσκοπεῖτο τὸ ποιητέον (NChonChron 10559)

σκέπω (Low)σκέπεται καὶ διαφυλάττεται (14212 (24825)) φρουρέω (High) φρουρούμενος (NChonChron 42323)

σκεῦος (Both)τὰ σκεύη (15106 (2875)) ἀνάθημα (High) ταῶν ἀναθημάτων (NChonChron 47827)

σκίασμα (Low)νεκροῦ σκίασμα (438 (4128)) ἴνδαλμα (High) νεκύων ἀμενηνὸν ἴνδαλμα (NChonChron 10724)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 231 of 284

σκιρτάω (Low)σκιρτήσουσι (1441 (2548)) ἐξάλλομαι (High) ἐξαλοῦνται (NChonChron 43150)

σκοπεύω (Low)ἐσκόπευε (1841 (3411)) καιροφυλακέω (High) ἦν καιροφυλακῶν (NChonChron 55693)

σκοπέω (Low)κατὰ νοῦν σκοπὴσας ὡς (512 (5316)) ἀναπολέω (High) κατὰ νοῦν ἀναπολήσας ὡς (NChonChron 12769)

σκοπός (Both)τὸν σκοπὸν αὐτοῦ (1151 (727)) πρόθεσις (High) τῆς προθέσεως (NChonChron 3824)

σκορπίζομαι (Low)τὰ στρατεύματα ἐσκορπίσθησαν (3112 341 ( διαλύομαι (High) τῶν βαρβάρων διαλυθέντων (NChonChron 9243-44)

σκορπίζονται (1933 3633) διασκίδναμαι (High) διασκίδνανται (NChonChron 57028)

τῶν στρατιωτῶν σκορπισθέντων (1877 (3465) διασπείρομαι (Low) πάντων διασπαρέντων (NChonChron 56413)

σκορπίζω (Low)τὰ στρατεύματα διαλυθέντα ἐσκόρπισαν (311 διαλύομαι (High) τῶν βαρβάρων διαλυθέντων (NChonChron 9243-44)

σκοτεινός (Low)σκοτεινὸν (2131 (36015)) ζοφώδης (High) ζοφώδη (οἰκίαν) (NChonChron 5874)

σκοτίζομαι (Low)πολλοὶ γὰρ σκοτιζόμενοι (6114 (7132)) σκοτοδινιάω (High) πολλοὶ τοίνυν σκοτοδινιῶντες (NChonChron 15734)

σκοτίζω (Low)σκοτισθεὶς (15113 (28826)) πίμπλημι (High) σκοτοδίνης πλησθεὶς (NChonChron 48187)

σκοτισθεὶς (15113 (28826)) σκοτοδίνη (High) σκοτοδίνης πλησθεὶς (NChonChron 48187)

σκοτώνω (Low)σκοτώσαντες (7128 (898)) ἀποκτείνω (High) ἀπεκτονότες (NChonChron 18537)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 232 of 284

σκουτάριον (Low)τὸ σκουτάριν (6114 (7120)) ἀσπίς (High) ἡ ἀσπὶς (NChonChron 15619)

τὸ σκουτάριν (7122 (8724)) θυρεός (High) τὸν θυρεόν (NChonChron 18369)

μετὰ τοῦ σκουταρίου δοὺς αὐτῶ (562 (6025)) θυρεός (High) κατὰ τοῦ θυρεοῦ βαλὼν (NChonChron 13822)

τοῦ σκουταρίου (562 (6027)) θυρεός (High) θυρεὸς (NChonChron 13826)

τὸ σκουτάριον (445 (432)) σάκος (High) τῷ σάκει (NChonChron 10978)

σμίγομαι (Low)πάλιν σμιγέντες (6114 (7126)) συμπίπτω (High) αὖθις συμπεσόντες (NChonChron 15627)

σούδα (Low)σούδα (1112 (123)) τάφρος (High) τάφρος (NChonChron 2719)

σουλτάν (Low)ὁ σουλτὰν (1423 (24623)) Περσάρχης (High) ὁ Περσάρχης (NChonChron 42144)

σουλτάνος (Low)τοῦ σουλτάνου (633 (7411)) ἀμηρᾶς (High) ὁ τῆς Αἰγύπτου ἀμηρᾶς (NChonChron 16153)

σουπέδιον (Low)σουπεδίων (1821 (33712)) σκίμπους (High) σκιμπόδων (NChonChron 55152)

σπάθη (Low)τὰς σπάθας ἀνὰ χεῖρας δεξάμενοι (6114 (712 μάχαιρα (Both) μαχαίρας ἐσπάσαντο (NChonChron 15627)

σπάθην περιζωσάμενος (434 (4024)) μάχαιρα (Both) μάχαιραν διαζωσάμενος (NChonChron 10558)

σπάθης (1425 (24720)) μάχαιρα (Both) μάχαιραν (NChonChron 42277)

μετὰ σπάθης (7126 (8828)) ξίφος (High) τὸ ξίφος σπασάμενος (NChonChron 18423)

μετὰ σπάθης (3111 (3330)) ξίφος (High) τῷ ξίφει (NChonChron 9241)

σπάθας γυμνώσαντες (1334 (2295)) ξίφος (High) ξίφη γυμνώσαντες (NChonChron 3974)

μετὰ σπάθης (21172 (38123)) ξίφος (High) ξίφεσιν (NChonChron 62116)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 233 of 284

μετὰ σπάθης (288 (212)) ξίφος (High) τῶν ξιφῶν (NChonChron 7157)

ὅθεν τὴν σπάθην γυμνώσας (434 (4030)) ξίφος (High) οὐκοῦν τὸ ξίφος γυμνώσας (NChonChron 10566)

τὴν σπάθην φέροντα (1456 (25710)) ξίφος (High) τὸ ξίφος γυμνοῦντα (NChonChron 43681)

σπαρτζάμιον (Low)σπαρτζάμια (7128 (8910)) ἀγλάϊσμα (High) ἐπαυχενίοις ἀγλαΐσμασι ἐκ τριχῶν (NChonChron 18543-44)

σπάω (Low)τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἔσπασαν (1429 (24816)) διαφθείρομαι (Both) τὰ ἐντὸς διεφθάρη (NChonChron 42313)

σπείρω (Low)ἐσπαρμένοι (1429 (24811)) σπαρτός (High) σπαρτοὶ (NChonChron 4237)

σπουδαιότερον (Low)σπουδαιότερον ὥρμησεν (414 (397)) ἐπιτείνω (High) τὴν πορείαν ἐπέτεινεν (NChonChron 10284)

σπουδή (Both)μετὰ σπουδῆς ὑπέστρεψεν (244 (1212)) ἐναγωνίως (High) ἐναγωνίως ἀνέζευξεν (NChonChron 5356)

ἡ σπουδὴ (447 (4319)) ῥοπή (High) ἡ ὀξεῖα ῥοπή (NChonChron 1103)

-σσ- (Low)τὸν ὑποτασσόμενον αὐτῶ λαὸν (1811 (33611) -ττ- (High) τὸ ὑπrsquo ἐκεῖνον ταττόμενον (NChonChron 5499)

παραθαλασσίους (15121 (2895)) -ττ- (High) παραθαλαττίους (NChonChron 4824)

τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) -ττ- (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

πλὴν τεσσάρων (15132 (2901)) -ττ- (High) πλὴν τεττάρων (NChonChron 48334)

σταγών (Low)ὡσεὶ σταγὼν ὕδατος (1822 (33721)) ῥανίς (High) ὡσεὶ καὶ ῥανίς (NChonChron 55161)

σταλαγμός (Low)σταλαγμὸν τινὸς ὕδατος (1612 (30422)) λιβάς (High) βραχεῖά τις ὕδατος λιβάς (NChonChron 50331)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 234 of 284

στάσιμος (Low)οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων στάσιμον (21123 (374 πεττευτός (High) πεττευτὰ τὰ ἀνθρώπινα (NChonChron 61121)

στέμμα (Low)φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία κόσμος (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

στέμμα (26925 (1512)) στέφος (High) στέφος (NChonChron 45424)

στέμμα χαλκοῦν (15113 (28822)) στέφος (High) στέφος ἐκ χαλκοῦ (NChonChron 48181)

στενάζω (High)στενάξας εἶπε (121013 (21926)) ὑποστενάζω (High) ὑποστενάξας εἴρηκε (NChonChron 38422)

στενός (Both)στενὸς περίορος (1612 (30419)) εὐπερίληπτος (High) εὐπερίληπτος περίοδος (NChonChron 50327)

τὸ στενὸν (7122 (8733)) στενόπορος (High) τὸ στενόπορον (NChonChron 18382)

στενωπός (Low)στενωπῶν ὁδῶν (7121 (8716)) δυσπάροδος (High) δυσπαρόδων ὁδῶν (NChonChron 18359)

στέργω (Low)στέρξαι καὶ πληρῶσαι (1813 (33636)) πέρας (High) εἰς πέρας ἀγαγέσθαι (NChonChron 55038)

στερεός (Low)τοῦ στερεοῦ συντάγματος (6114 (7133)) ἀρραγής (High) τοῦ ἀρραγοῦς συντάγματος (NChonChron 15736)

τείχη στερεά (1611 (30412)) ἀρραγής (High) τείχει ἀρραγεῖ (NChonChron 50220)

στερεοὶ κριταὶ (1564 (27731)) ἀσφαλής (Both) ἀσφαλὴς διαιτητής (NChonChron 46648)

τόπος στερεός (21124 (37428)) ἐπίμαχος (Ambiguous) ἐπίμαχος ὁ χῶρος (NChonChron 61135)

τείχη στερεὰ ἔχει (2183 (37010)) ἐχυρός (High) τεῖχος ἐχυρὸν περιβέβληται (NChonChron 60212)

στερεόω (Low)τὴν εἰρήνην ἐστερέωσαν (6321 (793)) κρατύνω (High) τὴν εἰρήνην ἐκράτυναν (NChonChron 16878)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 235 of 284

στερέω (Both)ἐστερημένα ἀνδρῶν (15121 (28916)) κενόω (High) κεκενωμένας τοῦ ναυτικοῦ (NChonChron 48217)

ἐστερημένα ἀνδρῶν (15121 (28916)) κενόω (High) κεκενωμένας τοῦ ναυτικοῦ (NChonChron 48217)

στῆθος (Low)ἕως στήθους καὶ σφονδύλου (7124 (8812)) ἰξύς (High) ἕως ἰξύος καὶ τραχήλου (NChonChron 1842)

στήλη (Low)στῆλαι ὑψούμεναι (6117 (7218)) δρύφακτον (High) δρύφακτα παρυψούμενα (NChonChron 15864)

στολή (Low)βασιλικὴν στολὴν (14213 (24910)) τήβεννα (High) τήβενναν (NChonChron 42447)

στολίζω (Low)στολίζοντες (214 (3656)) περιτίθημι (High) περιετίθεσαν (NChonChron 59495)

στραβός (Low)κατὰ τὴν ὄψιν στραβὸς (1618 (32520)) στράβων (High) στράβων τὰς ὄψεις (NChonChron 53465)

στράτα (Low)ἣν ἠθέλησε στράταν περιεπάτει (1812 (33616 ellipsis (High) ὥδευεν ἣν προέθετο (NChonChron 54914)

τάς τε ῥύμας καὶ τὰς στράτας (441 (4211)) ἄμφοδος (High) τὰς ἀγυιὰς καὶ ἀμφόδους (NChonChron 10846)

αἱ σκεπασμέναι στράται (1826 (33923)) ἄμφοδος (High) αἱ ὑπόστεγοι ἄμφοδοι (NChonChron 55548)

τὴν στράταν (7121 (8717)) δίοδος (High) τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

διὰ τῆς αὐτῆς στράτας διrsquo ἧς (1432 (25212)) ἐκείνη (High) διrsquo ἐκείνης διrsquo ἧς (NChonChron 42975)

τὰς δυσβάτους στράτας (7120 (8710)) ὁδός (Low) τὰς ἐπισφαλεῖς ὁδούς (NChonChron 18250)

τῆς πρὸς Συρίαν στράτας ἐφέρετο (1151 (729) ὁδός (Low) τῆς πρὸς Συρίαν ὁδοῦ εἴχετο (NChonChron 3927)

στράταν (1435 (25314)) πάροδος (Ambiguous) τῇ παρόδῳ (NChonChron 43020)

ταῖς στράταις (478 (5112)) τρίοδος (High) τῶν τριόδων (NChonChron 12087)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 236 of 284

στρατεία (High)στρατείαν παραλαβὼν (1661 (3142)) στράτευμα (Both) παρειληφὼς στράτευμα (NChonChron 5186)

στράτευμα (Both)τὰ στρατεύματα (21143 (37631)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 61515)

τὰ στρατεύματα (414 (394)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 10178)

μετὰ τοῦ στρατεύματος (617 (6918)) δύναμις (Both) μετὰ τῶν δυνάμεων (NChonChron 15319)

τὰ στρατεύματα (618 (6921)) ἴλη (High) τὰς ἴλας (NChonChron 15322)

στρατευμάτων (633 (7411)) ἴλη (High) ἰλῶν (NChonChron 16150)

ἦν μετὰ στρατεύματος (7118 (873-4)) στρατιά (Both) ἀπέσταλτο μετὰ στρατιᾶς (NChonChron 18240)

τὸ καβαλλαρικὸν στράτευμα (1113 (216)) στρατιά (Both) τὴν εὔιππον στρατιάν (NChonChron 2840)

στρατεύματος (1563 (27716)) στρατιά (Both) στρατιᾶς (NChonChron 46531)

ὅθεν καὶ τὰ στρατεύματα παραλαβὼν (1662 ( στρατιά (Both) τῷ τοι καὶ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν (NChonChron 51819)

προέμπεμψε τὰ στρατεύματα (447 (4327)) στρατόπεδον (High) προέμπεμψε τὰ στρατόπεδα (NChonChron 11011)

στράτευμα (1562 (27711)) σύνταγμα (High) σύνταγμα (NChonChron 46525)

τοῖς προελθοῦσι στρατεύμασιν (7128 (8916)) τάγμα (High) τοῖς προωδευκόσι τάγμασιν (NChonChron 18550)

τοῖς στρατεύμασιν (7127 (8831)) τάγμα (High) τοῖς τάγμασιν (NChonChron 18526)

ἔφθασε τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25 τάγμα (High) τοῖς προηγησαμένοις συναφθεὶς τάγμασιν (NChonChron 43

στράτευμα εὑρόντες (21178 (38317)) τάγμα (High) τάγμασι ἐγκύρσαντες (NChonChron 62487)

τἀ στρατεύματα (1453 (2562)) τάξις (Ambiguous) αἱ τάξεις (NChonChron 43429)

τὰ πεζικὰ στρατεύματα (2185 (3717)) τάξις (Ambiguous) τὰς πεζικὰς τάξεις (NChonChron 60447)

στρατηγία (Low)στρατηγίαν (631 (7321)) στρατεία (High) στρατείας (NChonChron 15918)

στρατηγός (Ambiguous)μεταχειρίζεσθαι τοὺς στρατηγοὺς (1455 (256 ἀρχηγός (Ambiguous) ὑποποιεῖσθαι τοὺς ἀρχηγοὺς (NChonChron 43556)

στρατιά (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 237 of 284

τὸ περισσότερον τῆς στρατιᾶς (1432 (25214)) στράτευμα (Both) τὸ δὲ πλεῖον τοῦ στρατεύματος (NChonChron 42977)

τὴν στρατιὰν (447 (4316)) στρατόπεδον (High) τὸ στρατόπεδον (NChonChron 11095)

τῆς στρατιᾶς (619 (6932)) φάλαγξ (High) τῆς φάλαγγος (NChonChron 15338)

στρατιώτης (Low)στρατιώτας περισυνάξαντες (1114 (225)) ὁπλιτεύω (High) τοὺς ὁπλιτεύοντας συνειλόχασιν (NChonChron 2955)

παρὰ τῶν στρατιωτῶν (1877 (3463)) ὁπλοφόρος (High) πρὸς τῶν ὁπλοφόρων (NChonChron 56411)

στρατιωτικός (Both)στρατιωτικῆς δυνάμεως (6111 (7011)) πολέμιος (Both) πολεμίου ἀλκῆς (NChonChron 15459)

πεῖραν στρατιωτικήν (1613 (30427)) πόλεμος (Both) ἐν πείρᾳ πολέμων (NChonChron 50336)

στρατιωτικὴν ἐπιχειροῦντας μέθοδον (21142 ( στρατηγικός (High) μεθόδοις χρωμένους στρατηγικαῖς (NChonChron 61494)

στρατός (Low)τὸν στρατὸν (619 (6930)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 15335)

μετὰ ὀλίγου στρατοῦ (622 (737)) δύναμις (Both) μετὰ δυνάμεως (NChonChron 15993)

πλῆθος στρατοῦ (1113 (29)) ὁπλιτικόν (High) πλεῖστον ὅσον ὁπλιτικόν (NChonChron 2832)

πλέον στρατὸν (2178 (36913)) στράτευμα (Both) τοῦ παρrsquo ἐκείνῳ στρατεύματος (NChonChron 60175)

στρατός (1581 (28128)) στράτευμα (Both) στράτευμα (NChonChron 4716)

στρατός (1613 (30431)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 50341)

στρατὸν (2175 (36819)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 59932)

τὸν στρατὸν (6111 (7010)) στράτευμα (Both) τὸ στράτευμα (NChonChron 15458)

στρατοῦ (1423 (24628)) στράτευμα (Both) στρατεύματος (NChonChron 42150)

μετὰ καὶ στρατοῦ ἱκανοῦ (2177 (3693)) στρατιά (Both) μοῖραν τῆς στρατιᾶς (NChonChron 60058)

διαπερᾶν τὸν στρατὸν (2712 (1810)) στρατιά (Both) τὴν στρατιὰν διαπορθμεύειν (NChonChron 6595)

στρέφομαι (Low)στράφηθι (1581 (28131)) ἀναστρέφω (High) ἀνάστρεφε (NChonChron 47110)

ἐστράφησαν (1453 (2563)) ἐγκλίνω (High) ἐνέκλιναν (NChonChron 43429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 238 of 284

ἐστράφησαν (2183 (37019)) μεθίσταμαι (High) ἐκεῖθεν μεθίστανται (NChonChron 60323)

ὁ σύντομος συντομώτερον στραφῆναι (1431 ( μετάβασις (High) ὀξεῖαν μετάβασιν ποιῆσαι (NChonChron 42974)

στραφεὶς (14219 (2514)) μεταστρέφω (Ambiguous) μεταστραφέντα (NChonChron 42720)

ἄνω καὶ κάτω στρεφόμενος (1812 (33618)) συστρέφομαι (High) συστρεφόμενος (NChonChron 54916)

στρέφεται τὸ Ῥωμαϊκὸν σύνταγμα (1112 (119 ὑπονοστέω (High) ὑπονοστεῖ τὸ Ῥωμαϊκὸν (NChonChron 2712)

στρέφω (Low)τὸ χαλινὸν στρέψας (42 (3919)) μεταστρέφω (Ambiguous) τὰ χαλινὰ μεταστρέψας (NChonChron 1035)

στῦλος (Low)στύλους (21143 (3772)) ὑπέρεισμα (High) ὑπερείσματα (NChonChron 61520)

συγγενής (Both)τοὺς συγγενεῖς (474 (4930)) αἷμα (High) τοῖς ἐκ γένους ἐκείνῳ καὶ αἵματος (NChonChron 11823)

οἱ συγγενεῖς (434 (4019)) αἷμα (High) οἱ καθ᾽ αἷμα (NChonChron 10450)

τῶν συγγενῶν αὐτῆς (1821 (33719)) γένος (Ambiguous) τοὺς τὸ γένος εἰς αὐτὴν ἀναφέροντας (NChonChron 55159)

συγγενεῖς (1812 (33622)) γένος (Ambiguous) τοὺς γένει προσήκοντας (NChonChron 55020)

ἔπεμπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς (15113 (28820)) οἰκεῖος (Both) ἐκπέπομφε τοῖς οἰκείοις (NChonChron 48178)

συγγενῶν (1118 (17312)) προσγενής (High) προσγενῶν (NChonChron 32086)

τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 (33630)) συγγενές τό (High) τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

οἱ τοῦ βασιλέως συγγενεῖς (1462 (25814)) συνάπτομαι (High) οἱ ὅσοι τῶ βασιλεῖ καθ᾽ αἶμα συνήπτοντο (NChonChron 438

συγγράφομαι (Low)ἵνα συγγράψωμαι (2131 (36013)) συνείρω (High) ἵνα συνείρω (NChonChron 5871)

συγκάθεδρος (Low)συγκάθεδρος ἐγένετο (1813 (3377)) συνεδρία (High) συνεδρίας ἠξίωται (NChonChron 55146)

συγκάθημαι (Low)συνεκάθηντο μετὰ τῶν βασιλέων (1821 (3371 συνεδριάζω (High) τοῖς βασιλεῦσι συνηδρίαζον (NChonChron 55152)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 239 of 284

σύγκειμαι (Low)ἄλλοτε δὲ μετὰ τῆς Εὐδοκίας συνέκειτο (434 ( συμπλέκομαι (Both) τῇ γυναικὶ συνεπλέκετο (NChonChron 10449)

συγκοινωνός (Low)συγκοινωνός (1813 (3378)) κοινωνός (High) κοινωνὸς (NChonChron 55147)

συγκολλάω (Low)πέτραι συγκεκολλημέναι ἀλλήλαις (1611 (304 συμπτύσσω (High) πέτραι συνεπτυγμέναι ἀλλήλαις (NChonChron 50215)

συγχωρέω (Low)συγχωρῶν (1225 (20111)) ἀφίημι (Both) ἀφιεὶς (NChonChron 35759)

συζεύγνυμι (Low)πλοιάρια συζεύξας (1142 (718)) ζεῦγμα (High) ζεῦγμα διὰ τούτων ἐργασάμενος (NChonChron 386)

συλλαμβάνω (Both)συλλαμβάνουσι τοὺς αὐτῆς συγγενεῖς (1812 ( χειρόω (High) χειροῦται τὸ συγγενὲς αὐτῇ (NChonChron 55030)

συμβαίνω (Both)τὰ συμβάντα (14218 (25023)) συμπίπτω (High) τὰ συμπίπτοντα (NChonChron 4268)

συμβάλλω (Low)συμβαλόντες (475 (502)) συρρήγνυμαι (High) συρραγέντες (NChonChron 11827)

συμβάν (Both)συμβάντα (26927 (1512)) ξυνενεχθέν (High) ξυνενεχθέντα (NChonChron 45427)

συμβιβάζομαι (Low)συνεβιβάσθησαν καὶ συνεφώνησαν (15122 (2 συμβαίνω (Both) συνέβησαν (NChonChron 48227)

συνεβιβάζετο (413 (3826)) συντίθεμαι (Both) συντιθέμενος (NChonChron 10169)

συμβίβασις (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 240 of 284

διὰ φιλίας καὶ συμβιβάσεως (42 (3911)) ὁμολογία (High) διrsquo ὁμολογίας καὶ φιλιώσεως (NChonChron 10289)

συμβιβάσεις (4713 (5230)) σπονδή (High) σπονδάς (NChonChron 12361)

εἰς συμβιβάσεις μετακαλεῖτο (1661 (3149)) σύμβασις (High) ἐς ξυμβάσεις προσκαλούμενος (NChonChron 51817)

συμβουλεύομαι (Low)συνεβουλεύσατο (14214 (24920)) κοινολογέομαι (High) κοινολογεῖσθαι (NChonChron 42558)

συνεβουλεύοντο τὰ πρόσφορα (1462 (25811)) συνομιλέω (Ambiguous) συνομιλῶν βασιλεῖ τὰ πρόσφορα (NChonChron 43831)

συμβουλεύω (Low)συμβουλεῦον τὰ καλὰ (1823 (3386)) εἰσηγέομαι (High) εἰσηγουμένῳ τὰ λῴονα (NChonChron 55278)

συνεβούλευε φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) ὑποτίθημι (High) ὑπετίθει ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

συμβουλία (Low)ἀπὸ τῶν συμβουλιῶν καὶ παραινέσεων (1811 εἰσήγησις (High) εἰσηγήσεσιν (NChonChron 5497)

συμμαχία (Low)συμμαχίαν (3112 (344)) ἐπικουρία (High) ἐπικουρίαν (NChonChron 9247)

φέροντες καὶ συμμαχίαν (21142 (37614)) ἐπίκουρος (High) συνεληλύθασι τούτοις ἐπίκουροι (NChonChron 61491)

τὴν τῶν Κομάνων συμμαχίαν (21141 (3764)) ἐπίκουρος (High) τὸ ἐκ Σκυθῶν ἐπίκουρον (NChonChron 61381)

συμμαχικός (Low)συμμαχικὸν στρατὸν (618 (6922)) συμμαχικόν το (High) τὸ συμμαχικὸν ξενολογήσαντες (NChonChron 15323)

συμμεθύω (Low)συνεμέθυε (1842 (34115)) συγκραιπαλάω (High) συνεκραιπάλα (NChonChron 55717)

συμμίγνυμαι (Both)συμμιγέντες (7123 (886)) συμβάλλομαι (High) συμβεβλημένοι (NChonChron 18490)

ἀνόμως τῷ Ἀνδρονίκω συνεμίγνυτο (432 (403 συνέρχομαι (Both) ἀνοσίως Ἀνδρονίκῳ συνήρχετο (NChonChron 10428)

θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ συνεμίγνυτο (4 συνουσιάζω (High) ἀδελφοῦ θυγατρὶ συνουσίαζεν (NChonChron 10435)

συνεμίγησαν ἀλλήλοις τὰ στρατεύματα (145 συρρήγνυμαι (High) συνερρώγεσαν αἱ τάξεις (NChonChron 43429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 241 of 284

συμμίγνυμι (High)συνέμιξαν τοῖς τοῦ βασιλέως (445 (4232)) συμπλέκομαι (Both) συνεπλέκοντο (NChonChron 10972)

συμμίγω (Low)συμμίγεσθαι ( 1012 (14711)) συγκατακλίνομαι (High) συγκατακλίνεσθαι (NChonChron 27516)

συμπλέκομαι (Both)τοῖς Τούρκοις συμπλέκεται (1112 (121)) συμμίγνυμαι (Both) τοῖς ἀντιπάλοις συμμίγνυνται (NChonChron 2716)

συμπλέκεσθαι (6114 (7116)) συρρήγνυμαι (High) συρρήγνυσθαι (NChonChron 15614)

συμπλοκή (High)τὴν συμπλοκὴν (2182 (36929)) ἐμβολή (High) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν (NChonChron 60294)

καὶ συμπλοκῆς γενομένης (1114 (228)) σύρρηξις (High) καὶ συρρήξεως γενομένης (NChonChron 2959)

συμποδίζομαι (Low)συμποδίζεται καὶ πίπτει μετὰ τοῦ ἀλόγου αὐτ συγκαταφέρομαι (High) συγκατενήνεκται τῷ ὀχήματι (NChonChron 15113)

συμφέρον τό (Low)πρὸς τὸ ἑκάστου συμφέρον καὶ χρήσιμον (142 χρήσιμος (High) κατὰ τὸ ἑκάστῳ χρήσιμον (NChonChron 42450)

συμφθείρομαι (Low)ἐξαδέλφου παιδὶ συνεφθείρετο (432 (408)) συγκατάκειμαι (High) ἐξαδέλφου παιδὶ συγκατέκειτο (NChonChron 10436)

συμφορά (Low)λύπας καὶ συμφοράς ( 1119 (17328)) δεινόν (High) δεινοῖς (NChonChron 32116)

τὰς οἰκείας συμφορὰς κλαίοντες (1462 (25815 τύχη (High) τὰς οἰκείας τύχας ἀποκλαιόμενοι (NChonChron 43835)

συμφωνέω (Low)φωνὴ μὴ συμφωνοῦσα (2182 (3703)) ἀσύμφωνος (High) φωνὴ ἀσύμφωνος (NChonChron 6025)

συμφωνία (Low)προγεγονυίας συμφωνίας (1585 (28234)) ἐγγύησις (High) γαμικῶν ἐγγυήσεων (NChonChron 47352)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 242 of 284

σύμφωνος (Low)ὡς ἐκ συμφώνου (2185 (3712)) σύνθημα (High) ὡς ἀπὸ ἑνὸς συνθήματος (NChonChron 60441)

συν- (Low)μήπω δὲ τῆς συμμαχίας ἐλθούσης (21178 (383 ξυν- (High) μήπω δὲ τῆς ξυμμαχίας ἡκούσης (NChonChron 62480)

συνέβησαν (21141 (3761)) ξυν- (High) ξυμβέβηκε (NChonChron 61377)

συμβιβάσεις (1661 (3149)) ξυν- (High) ξυμβάσεις (NChonChron 51817)

συγκατακειμένω τῶ Ἀνδρονίκω (434 (4023)) ξυν- (High) ξυγκατακειμένῳ τῷ Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 10556)

συνάγομαι (Low)συναχθῆναι προστάττει (1131 (429)) ἀθροίζομαι (High) ἀθροισθῆναι διετετάχει

ὡς γοῦν συνήχθησαν (412 (3810)) συναθροίζομαι (High) ὡς οὖν συνήθροιστο (NChonChron 10050)

συναχθῆναι (1312) συνέρχομαι (Both) συνελθεῖν (NChonChron 39435)

συνάγω (Both)συναχθέντες οὖν κατὰ γενεὰν (2123 (3606)) ἀγείρω (High) κατὰ συμμορίας τοίνυν ἀγειρόμενοι (NChonChron 58789)

τὰ οἰκεῖα συνάξαντες στρατεύματα (618 (692 ἀγείρω (High) τὰς οἰκείας ἴλας ἀγειράμενοι (NChonChron 15323)

συνάγει (7127 (893)) ἀθροίζω (High) ἀθροίζει (NChonChron 18531)

συναχθέντες (2121 (35913)) συγκροτέω (High) συγκροτηθέντων (NChonChron 58663)

κατάρτια συνῆγον (21179 (38320)) συλλέγω (High) ἱστοὺς ξυνέλεγον (NChonChron 62490)

συναχθέντων (1435 (25312)) συλλέγω (High) συνειλεγμένων (NChonChron 43019)

συνῆγε (15121 (28919)) συλλέγω (High) συνέλεγεν (NChonChron 48220)

ταῦτα συνήγοντο (1828 (34015)) συλλέγω (High) τὰ χρήματα συνείλεκτο (NChonChron 55674)

συνάξας (1113 (17112)) συναθροίζω (Both) συνηθροικώς (NChonChron 31822)

συναγωγή (Low)συναγωγὴ (1828 (34011)) συλλογή (High) ἡ συλλογὴ (NChonChron 55670)

συναθροίζω (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 243 of 284

συναθροιζομένου (14223 (25132)) συλλέγω (High) συνειλεγμένου (NChonChron 42855)

συνακολουθέω (Low)συνακολουθησάντων αὐτῶ (2713 (1816)) ἐφομαρτέω (High) ἐφομαρτησάντων δὲ τούτῳ (NChonChron 6613)

συνηκολούθουν δὲ αὐτῷ (2177 (3697)) συνέπομαι (High) συνείποντο δέ οἱ (NChonChron 60165)

συναντάω (Low)συνήντησαν τῶ Ἀνδρονίκω (14214 (24922)) ἐντυγχάνω (High) ἐνέτυχον Ἀνδρονίκῳ (NChonChron 42561)

τοῦτον συναντήσας (3113 (3412)) ὑφίσταμαι (High) τοῦτον ὑποστὰς (NChonChron 9356)

συνάπτω (High)συνάπτει πόλεμον μετὰ τοῦ σουλτὰν (475 (50 ἐκφέρω (High) ἐκφέρει κατὰ τοῦ σουλτὰν πόλεμον (NChonChron 11826)

συνδέω (Low)συνδέσαντες (214 (36433)) περιδέω (High) περιδέοντες (NChonChron 59489)

συνδρομή (Low)τῆ ἐκείνου συνδρομῆ (21182 (38437)) συναίρομαι (High) αὐτοῦ συναιρομένου (NChonChron 62650)

συνεξέρχομαι (Low)συνεξῆλθον οἱ αὐτοῦ καβαλλάριοι (444 (4231 συνέξειμι (High) συνεξίασι οἱ ἀμφrsquo αὐτὸν ἱππόται (NChonChron 10970)

συνεργέω (Low)συνεργῆσαι (112 (42)) συναίρομαι (High) συνάρασθαί οἱ (NChonChron 3232)

ὁ συνεργῶν αὐτῶ (14215 (24929)) συνίστωρ (High) ὁ συνίστωρ τούτῳ (NChonChron 42570)

συνερίζω (Low)τὸ συνερίζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι (445 (436)) ἁμιλλάομαι (High) ἁμιλλᾶσθαι (NChonChron 10984)

συνερίζων τὸν ἀναβάτην αὐτοῦ (443 (4227)) ἀνθαμιλλάομαι (High) ἀνθημιλλᾶτο τῇ τοῦ ἱππότου λαμπρότητι (NChonChron 109

συνέρχομαι (Both)συνελθόντων (7127 (8829)) συναλίζομαι (High) συναλισθέντων (NChonChron 18424)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 244 of 284

συνελθόντων ἑτέρων τῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους (1 συντρέχω (Both) συνδραμούσης συμμορίας τινῶν (NChonChron 55029)

συνεσκιασμένως (Low)συσκιάζομαι συνεσκιασμένως (15132 (2907)) ἀμυδρῶς (High) ἀμυδρῶς (NChonChron 48339)

συνευδοκέω (Low)συνευδόκει (1462 (25820)) ἐπευδοκέω (High) ἐπευδοκῶν (NChonChron 43842)

συνευδοκήσαντες (1521 (27026)) συνεπευδοκέω (High) συνεπηυδόκησαν (NChonChron 45560)

συνέχω (High)συσχεθεὶς (14210 (24819)) ἁλίσκομαι (High) ἑάλω (NChonChron 42316)

συνήθεια (Low)συνήθεια χρόνω πολλῶ κρατηθεῖσα (1142 (7 ἔθος (High) χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος (NChonChron 3793)

ἀπὸ συνηθείας (15111 (2881)) εἴωθα (High) εἰώθει (NChonChron 48058)

ἀπὸ συνηθείας (6111 (7024)) ἕξις (High) ἕξιν (NChonChron 15577)

συνήθης (Both)σύνηθες γάρ ἐστιν αὐτοῖς (6114 (7130)) ἔθος (High) ἔθος δὲ αὐτοῖς (NChonChron 15631)

πάτριον καὶ συνήθην τροφὴν (214 (3658)) πάτριος (High) πάτριον ἐδωδὴν (NChonChron 5942)

σύνταξις (Low)τὰς συντάξεις (6110 (702)) δύναμις (Both) τὰς δυνάμεις (NChonChron 15443)

συντάξεων (1581 (28126)) δύναμις (Both) δυνάμεων (NChonChron 4715)

σύνταξιν στρατιωτικὴν ἔχοντες (21142 (37616 παράταξις (High) παρατάξει χρωμένους (NChonChron 61493)

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) φάλαγξ (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

σύνταξιν (1335 (22910)) φάλαγξ (High) φάλαγγα (NChonChron 39710)

συντάξεις (1454 (25621)) φάλαγξ (High) τὰς φάλαγγας (NChonChron 43551)

συντάσσω (Low)τὴν στρατιὰν συντάξας (3121 (3425)) διαστρατηγέω (High) διαστρατηγήσας τὸν πόλεμον (NChonChron 9374)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 245 of 284

συνέταξε δὲ καὶ ἄλλας συντάξεις (619 (6933) ἐκτάσσω (High) ἐξετετάχει δὲ καὶ ἄλλας φάλαγγας (NChonChron 15440)

συντάσσει τὸν στρατὸν πρὸς πόλεμον (619 (6 ἐκτάσσω (High) ἐκτάσσει τὰς δυνάμεις εἰς πόλεμον (NChonChron 15334)

εἰς τάξεις συντάξας (414 (394)) καθίστημι (High) εἰς τάξεις καταστήσας (NChonChron 10279)

τοὺς αὐτοῦ πάντας συνέταξε (2185 (37030)) παράταξις (High) ἡ ἱππὰς ἐς παράταξιν διατίθεται (NChonChron 60335)

συντίθεμαι (Both)εἰρηνεῦσαι συνέθετο (1662 (31416)) διατείνομαι (High) σπείσασθαι διετείνετο (NChonChron 51824)

ἡμέραν ποιῆσαι συντίθεται (442 (4217)) συνθηματίζομαι (High) παιδιᾶς ἡμέραν συνθηματίζεται (NChonChron 10854)

σύντομος (Low)συντομωτέρας ὁδοῦ (1432 (25213)) ἐπίτομος (High) ἐπιτομωτέραν (ὁδὸν) (NChonChron 42976)

συντόμως (Low)συντόμως (1559 (27639)) βραχύς (High) μετὰ βραχὺ (NChonChron 46413)

συντομώτερον στραφῆναι (1431 (25211)) ὀξύς (Ambiguous) ὀξεῖαν μετάβασιν ποιῆσαι (NChonChron 42974)

συντόμως πάλιν ἐπαναστρέφεται (112 (417)) ταχέως (High) ταχέως φιλυπόστροφος γίνεται (NChonChron 3251)

συντρέχω (Both)συνέτρεχον (1221 (2008)) συρρέω (High) συνέρρεον (NChonChron 35631)

συντρίβομαι (Low)συντριβεὶς (477 (517)) διαθρύπτομαι (High) διαθρυβεὶς (NChonChron 12081)

σύρω (Low)συρόμενον (6117 (7220)) ἕλκω (High) ἑλκόμενον (NChonChron 15868)

ἀπὸ τριχῶν συρόμενος (434 (4029)) ἐπισπάω (High) ἐπισπώμενον τῆς κόμης (NChonChron 10565)

ὄφις συρόμενον (21124 (37422)) ἑρπυστής (High) ὄφις ἑρπυστής (NChonChron 61128)

ἔσυρνεν αὐτὸν (7126 (8823)) ἐφέλκω (High) ἐφείλκε τοῦτον (NChonChron 18417)

συρόντων (1445 (2558)) μεθέλκω (High) μεθελκόντων (NChonChron 4331)

δεσμίους σύραντες (21172 (38119)) περιάγω (High) σχοινόδετοι περιαγόμενοι (NChonChron 62111)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 246 of 284

συσφίγγω (Low)ἦσαν συνεσφιγμένοι (1435 (25314)) συμπίλησις (High) διὰ τὴν συμπίλησιν (NChonChron 43021)

συχνά (Low)συχνά (1332 (22822)) συχνάκις (High) συχνάκις (NChonChron 39681)

συχνῶς (Low)συχνῶς βάλλειν (6114 (7117)) θαμά (High) θαμὰ βάλλειν (NChonChron 15616)

σφάττω (Low)σφάττουσι (472 (474)) ἀποκτείνω (High) ἀποκτενοῦσι (NChonChron 11787)

σφάττει αὐτὸν ἐκ τῶν ἱερέων τις (1425 (24720 ἀποσφάττω (Ambiguous) ἀποσφάττει τις τῶν ἱερέων (NChonChron 42276)

σφοδρός (Low)πυρετῶ σφοδρῶ (15106 (28718)) λάβρος (High) πυρετῷ λάβρῳ (NChonChron 47942)

σφοδρότης (Low)ὑπὸ τῆ σφοδρότητι τοῦ δόντος αὐτὸν (446 (43 ῥύμη (Low) τῇ ῥύμῃ τοῦ διακοντίζοντος (NChonChron 11091)

σφόνδυλος (Low)ἐκκεντοῦντο κατὰ τοῦ σφονδύλου (21172 (381 ἀποδειροτομέω (High) ἀπεδειροτομοῦντο (NChonChron 62116)

τὸν αὐτοῦ γυρίζων σφόνδυλον (443 (4226)) αὐχήν (High) ὑπογυρῶν τὸν αὐχένα (NChonChron 10963)

ὁ ὀρθὸς σφόνδυλος (445 (439)) αὐχήν (High) ὁ ἀεὶ ὀρθὸς αὐχὴν (NChonChron 10987)

ἕως στήθους καὶ σφονδύλου (7124 (8812)) τράχηλος (High) ἕως ἰξύος καὶ τραχήλου (NChonChron 1842)

ἵππω ὑψηλῶ σφονδήλω ἔχοντι (6117 (7225)) ὑψαύχην (High) ἵππῳ ὑψαύχενι (NChonChron 15875)

σχίζομαι (Low)σχίζεσθαι (433 (4010)) διαπρίομαι (High) διαπρίεσθαι (NChonChron 10438)

σχίζω (High)σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) διατέμνω (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 247 of 284

σχίσμα (Both)πέτραι σχίσμα ἔχουσαι (1611 (3048)) δισχιδής (High) πέτραι δισχιδεῖς (NChonChron 50215)

σχοινίον (Low)τὰ σχοινία (434 (4031)) σχοῖνος (High) οἱ σχοῖνοι (NChonChron 10569)

ταμπάριον (Low)τὸ μὲν ταμπάριον αὐτοῦ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου χλαμύς (High) τῇ χλαμύδι περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

τάξις (Ambiguous)τιμῆς μὲν καὶ τάξεως ἐδίδου (251 (1220)) δορυφορία (High) τιμῆς μὲν καὶ δορυφορίας μετεῖχε (NChonChron 5466)

ἐν τάξει δούλου (1462 (2589)) μοῖρα (High) ἐν ὑπηρέτου μοίρᾳ (NChonChron 43727)

τάξεις τάξεις (3114 (3426)) συμμορία (High) κατὰ συμμορίας (NChonChron 9369)

τὰς τάξεις (6114 (7119)) φάλαγξ (High) τὰς φάλαγγας (NChonChron 15618)

ταῖς τοῦ βασιλέως τάξεσι (1114 (227)) φάλαγξ (High) ταῖς τοῦ βασιλέως φάλαγξιν (NChonChron 2958)

ταπεινός (Low)ταπεινοτέρους καὶ μετριωτέρους (21134 (3753 μετριόφρων (High) μετριόφρονας (NChonChron 61375)

ταπεινόω (Low)ἐταπείνωσε ποσῶς ἑαυτὸν (1441 (2544)) ὑποχαλάω (High) ὑπεχάλασέ τι μικρόν (NChonChron 43146)

ταράσσω (Both)ἐτάραττε (1429 (24814)) ἀνασείω (High) ἀνασείειν (NChonChron 42311)

ταράττειν καὶ δημογερτεύειν τὴν στρατιὰν (14 ἀναταράττω (High) ἀναταράττειν τὴν στρατιὰν (NChonChron 42849)

ἐταράχθη τῶ ἀνελπίστω (438 (4128)) διαταράττω (Ambiguous) διαταράξας τῷ ἀέλπτῳ (NChonChron 10724)

ταραχθέντες (1581 (28132)) ἐκταράττω (High) ἐκταραχθέντες (NChonChron 47111)

ταράττομαι (Low)τὴν γνώμην ἔχων τεταραγμένην (7119 (878)) ἀμφιρρεπής (High) τὴν γνώμην ἀμφιρρεπὴς ἐδείκνυτο (NChonChron 18248)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 248 of 284

ταραχθῆναι τοῦτον ἐποίησεν (2185 (37028)) ἀποκναίω (High) ἀποκναῖσαι τοῦτον πεποίηκε (NChonChron 60334)

ταραχή (Both)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἀκρότητος (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

ταραχὴ ἥτις (15131 (2904)) τάραχος (High) τάραχος ὅς (NChonChron 48336)

τάττω (Both)ἔταττε τέλη (15121 (28919)) ἐπιτάσσω (High) φόρους ἐπέταττε (NChonChron 48220)

ταφή (Low)μήτε ταφῆς ἀξιωθεὶς (515 (5421)) ὁσία (High) ὁσίας ἄμοιρος (NChonChron 12825)

οὐδένα ταφῆς ἠξίωσαν (21142 (37624)) ὁσία (High) οὐδεὶς ὁσίας τετύχηκε (NChonChron 6147)

τάφος (Low)τάφους (15106 (2877)) μνῆμα (High) μνήμασι (NChonChron 47931)

τάφοι (15106 (2879)) μνῆμα (High) μνήματα (NChonChron 47932)

ἐν τῶ τάφω (21142 (3768)) μνῆμα (High) ἐν τῷ μνήματι (NChonChron 61486)

τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν σωμάτων (244 (129) σῆμα (High) τοῖς νεκροδόχοις σήμασι (NChonChron 5353)

ταχrsquo ἄν + past tense indicative (High)τάχα δrsquo ἄν καὶ ὁ τάφος ἠνοίγετο (15106 (2871 imperfect + ἄν (Both) ἦν δrsquo ἄν οὐδrsquo ἡ σορὸς ἀναφὴς καἰ ἀσκύλευτος (NChonChron

τάχα (Low)τάχα ἂν ἀπὸ τῶν γενείων αὐτὸν ἀπῆρεν (142 μικροῦ (High) μικροῦ ἂν τοῦ πώγωνος ἐπελάβετο (NChonChron 42141)

ταχύτης (Low)τῆ ταχύτητι τῶν ἵππων (1114 (227)) ὠκύπους (High) ἵπποις ὠκύποσιν (NChonChron 2959)

τεῖχος (Low)τὰ τῶν κάστρων τείχη (1142 (719)) ἔρυμα (High) τοῖς ἐρύμασιν (NChonChron 388)

ἐντὸς τοῦ περιβόλου τείχους ἐγκλείονται (111 περίβολος (High) τὸν περίβολον ὑπεισῄεσαν (NChonChron 2835)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 249 of 284

ἐντὸς τοῦ ἔξωθεν τείχους (1112 (122)) τειχισμός (High) εἴσω τοῦ τειχισμοῦ (NChonChron 2717)

τέλεσμα (Low)τελέσματα (512 (5320)) δασμός (High) δασμοῦ (NChonChron 12772)

τελέω (High)τελοῦντος (1556 (27614)) φορολογέω (High) φορολογοῦντος (NChonChron 46370)

τέλος (Both)διελύθη μετὰ τέλους καλοῦ (16192 (3268)) πέρας (High) αἴσιον πέρας ἐδέξατο (NChonChron 53586)

εἰς τέλος ἀγαθὸν (616 (6916)) τελευτή (High) ἐπὶ δεξιᾷ τῇ τελευτῇ (NChonChron 15216)

τέλη (15121 (28919)) φόρος (Ambiguous) φόρους (NChonChron 48219)

τενάντιον (Low)μετὰ τεναντίου ἤτοι πούκλας ἠσφαλισμένην ( περονέω (High) χλαμύδα περονουμένην (NChonChron 10961)

τέντα (Low)τὰς τέντας τῶν βαρβάρων (1842 (34114)) σκηνή (High) τὰς τῶν βαρβάρων σκηνὰς (NChonChron 55716)

σχίζει τὴν τένταν ἐκ πλαγίου (434 (4031)) σκηνή (High) τὴν σκηνὴν ἐγκαρσίως διατεμὼν (NChonChron 10567)

ἐπὶ τέντας (434 (4018)) σκηνή (High) ἑπὶ σκηνῆς (NChonChron 10449)

τεχνάομαι (Low)ἐτεχνάσατο (1561 (2775)) πειράομαι (Ambiguous) ἐπειράσατο (NChonChron 46518)

τζακίζομαι (Low)τὰ κοντάρια ἐτζακίσθησαν (6114 (7125)) κατάγνυμαι (High) τὰ δόρατα κατεάγη (NChonChron 15625)

τζευδίζω (Low)τὴν γλῶτταν τζευδίζειν (1421 (24517)) ψελλισμός (High) τὸν τῆς γλώττης ψελλισμόν (NChonChron 42018)

τίθημι (Both)ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ξύλου γύροθεν (523 (5610)) περιειλέω (High) περιείλησε τὸν λύγον (NChonChron 1311)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 250 of 284

τιθέντες (214 (36432)) περιτίθημι (High) περιτιθέντες (NChonChron 59488)

θεὶς (15113 (28823)) περιτίθημι (High) περιτίθησι (NChonChron 48182)

τιμάω (Both)τιμώμενος (1113 (17116)) κυδρόω (High) κυδρούμενος (NChonChron 31827)

ἐτίμησε (1454 (25611)) προβάλλομαι (High) προυβάλετο (NChonChron 43538)

λογοθέτην τῶν σεκρέτων ἐτίμησεν (1462 (258 προβάλλομαι (High) λογοθέτην τῶν σεκρέτων προβαλόμενος (NChonChron 437

τιμή (Both)μετὰ τιμῆς ἐκπεμφθεὶς (6320 (7828)) ἁρμοζόντως (High) ἁρμοζόντως παραπεμφθεὶς (NChonChron 16867)

εὗρε τιμὴν (15105 (28623)) τιμάω (Both) τετίμητο (NChonChron 47810)

τὴν ἀξιοθαύμαστον τιμὴν (479 (5115)) φιλοφροσύνη (High) τὴν ἀξιάγαστον φιλοφροσύνην (NChonChron 12090)

τιμωρέω (Low)τιμωρήσας (15113 (28818)) βασανίζω (High) βασανίσας (NChonChron 48176)

ἐτιμώρει (14214 (24916)) τίθημι κακῶς (High) κακῶς ἐτίθει (NChonChron 42454)

τιμωρός (Low)κριτὰς καὶ τιμωροὺς (2121 (35917)) κολαστής (High) δικαστὰς καὶ κολαστὰς (NChonChron 58668)

τινες (Low)ἦσαν δὲ καί τινες οἳ διέβησαν (7122 (8730)) εἰσὶ δrsquo οἵ (High) εἰσὶ δrsquo οἳ παρῆλθον (NChonChron 18377)

τινος (Both)ὑπό τινος (1583 (2827)) του (High) παρά του (NChonChron 47221)

παρὰ στρατιώτου τινὸς (439 (421)) του (High) παρά του στρατιώτου (NChonChron 10833)

παρά τινος μαθοῦσα (434 (4021)) του (High) διαγγελθέντα παρά του (NChonChron 10553)

τίς (Both)διrsquo ἄλλα μὲν τινὰ (513 (5325)) ἄλλος (Both) διrsquo ἄλλα μὲν (NChonChron 12780)

ἐπὶ χρόνοις τισὶ (435 (413)) ἱκανός (Ambiguous) ἐφrsquo ἱκανὸν χρόνον (NChonChron 10687)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 251 of 284

γνωρίσαι πρὸς τίνας κρατοῦνται (2183 (3707) ὅς (Both) γνῶναι πρὸς οἷς εἰσιν (NChonChron 6029)

τὸ μὲν hellip τὸ δὲ (Low)τὸ μὲν hellip τὸ δὲ (2175 (3682122) τοῦτο μὲν hellip τοῦτο δὲ (High) τοῦτο μὲν hellip τοῦτο δὲ (NChonChron 599356)

τοίνυν (Both)ἐξελθὼν τοίνυν ὁ Πέρσης (1592 (28322)) γάρ (Both) ἄρας γὰρ ὁ Πέρσης (NChonChron 47479)

ἐπιστὰς τοίνυν (1113 (29)) δέ (High) ἐπιστὰς δὲ (NChonChron 2831)

τοίνυν (1613 (30427)) οὖν (Both) οὖν (NChonChron 50336)

τοιοῦτος (Low)τοιαύτην λύσσαν καὶ μανίαν (1822 (33732)) ὅδε (High) τῆσδε λύττης (NChonChron 55272)

τοῦ τοιούτου κακοῦ (15121 (2891)) ὅδε (High) τοῦδε τοῦ κακοῦ (NChonChron 48195)

τῶν τοιούτων κακῶν (15131 (2903)) ὅδε (High) τῶνδε τῶν κακῶν (NChonChron 48335)

τῶν δὲ τοιούτων πλειόνων ἀποστασιῶν (1421 οὗτος (Both) τῶν δὲ συχνῶν τουτωνὶ ἐπαναστάσεων (NChonChron 42321

τοιοῦτος (521 (5425)) οὗτος (Both) οὗτος (NChonChron 12930)

μετὰ τοῦ τοιούτου τολμήματος (26924 (1512)) οὗτος (Both) ἐπὶ τῷ θερμῷ τούτῳ ἀνομήματι (NChonChron 45423)

διὰ τῆς τοιαύτης μεθόδου (16192 (32611)) οὗτος (Both) τούτοις τοῖς μεθοδεύμασιν (NChonChron 53590)

ἐξ αἰτίας τοιαύτης (726 (961)) τοιόσδε (High) ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε (NChonChron 19421)

ἐπὶ τῆ τοιαύτη καταστροφῆ (1813 (3376)) τοιόσδε (High) ἐπὶ τοιαῖσδε καταστροφαῖς (NChonChron 55145)

τοιοῦτον ἅρμα (6114 (7130)) τοιόσδε (High) τοιόνδε ὁπλισμόν (NChonChron 15732)

τολμάω (Low)μηδενὸς τολμῶντος (1582 (2822)) δοκιμάζω (Both) μηδενὸς δοκιμάζοντος (NChonChron 47215)

ἐτόλμησε (1114 (1721)) θαρρέω (Both) ἐθάρρουν (NChonChron 31832)

ἐτόλμησεν (14223 (25136)) προτίθεμαι (High) προέθετο (NChonChron 42862)

ἐτόλμησαν (1114 (1726)) ὑποφέρω (Both) ὑπενεγκόντες (NChonChron 31840)

ἐτόλμησε (1114 (1723)) ὑφίσταμαι (High) ὑπέστη (NChonChron 31835)

τόλμη (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 252 of 284

μετὰ τόλμης μεγάλης συμπλέκονται (1113 (2 ῥύμη (Low) συμπλέκονται μετὰ ῥύμης (NChonChron 2834)

τόλμην μετὰ γνώσεως (16192 (3265)) τόλμα (High) τόλμαν ἔμφρονα (NChonChron 53483)

τόλμημα (Low)μετὰ τοῦ παρανόμου τολμήματος (26924-25 (1 ἀνόμημα (High) ἐπὶ τῷ ἀνομήματι (NChonChron 45423)

τοπάρχης (Low)οἱ τοπάρχαι (653 (8025)) τοπαρχέω (High) οἱ τοπαρχοῦντες (NChonChron 17267)

τόπος (Both)ἐν τόπω ὑψηλῶ (7120 (8710)) γήλοφος (High) γηλόφου (NChonChron 18250)

εἰς ὑψηλὸν τόπον (2183 (37010)) γήλοφος (High) ἐπὶ γηλόφου (NChonChron 60211)

ἐπάραντες ἀπὸ τοῦ τοιούτου τόπου (21178 (38 ἐκεῖθεν (High) ἄραντες ἐκεῖθεν (NChonChron 62482)

τὸν πετρώδη τόπον δ (2183 (37013)) λόφος (High) ὁ πετρώδης λόφος (NChonChron 60315)

ἱστάμενον εἰς ἕνα τόπον (562 (6024)) που (High) ἔτι που ἱστάμενον (NChonChron 13819)

τόπους (1442 (25420)) χώρα (Both) χώρας (NChonChron 43267)

τόπον (1613 (30428)) χώρα (Both) ἡ τῶν ἐκεῖσε θέσις χωρῶν (NChonChron 50336)

τόπους (7127 (891)) χωρίον (Both) χωρία (NChonChron 18529)

τόπων (1432 (25217)) χωρίον (Both) χωρίων (NChonChron 42980)

τόπον (1432 (25218)) χῶρος (High) χῶρον (NChonChron 42982)

εἰς τὸν λογγώδη τόπον εἰσελθὼν (523 (5612)) χῶρος (High) τὸν λοχμώδη χῶρον καθυποδὺς (NChonChron 1315)

τόπος στερεός (21124 (37427)) χῶρος (High) ἐπίμαχος ὁ χῶρος (NChonChron 61135)

ὅσον τόπον (434 (4032)) χῶρος (High) ὅσον χῶρον (NChonChron 10570)

τοσοῦτον (Low)τοσοῦτον δ ἦν hellip ὡς ἀλεῖψαι (515 (5415)) οὕτως (Both) οὕτω δ ἦν hellip ὡς προσευρεῖν (NChonChron 12813)

ὁ Νεεμὰν τοσοῦτον ἀλαζὼν ἦν ὡς (622 (739)) οὕτως (Both) τῷ Νεεμὰν οὕτως ἀνταρσίου μετῆν φρονήματος ὡς (NChon

τότε (Ambiguous)τότε (121014 (2201)) τηνικαῦτα (High) τηνικαῦτα (NChonChron 38429)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 253 of 284

τότε (1434 (25231)) τηνικαῦτα (High) τηνικαῦτα (NChonChron 4304)

τοῦβλον (Low)ἐκ τῶν τούβλων (1825 (33912)) πλίνθος (High) τῆς ὀπτῆς πλίνθου (NChonChron 55436)

πύργος μετὰ τούβλων (436 (416)) πλίνθος (High) πύργος ἐκ πλίνθου ὀπτῆς (NChonChron 10690)

Τοῦρκος (Low)παρὰ τῶν Τούρκων κατεχόμεναι (1111 (115)) Ἀγαρηνός (High) παρrsquo Ἀγαρηνῶν κατεχομέναις (NChonChron 278)

τοὺς Τούρκους (7121 (8716)) βάρβαρος (High) τοὺς βαρβάρους (NChonChron 18258)

τῶν Τούρκων (7121 (8718)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 18361)

τῶν Τούρκων (7122 (8724)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 18368)

τοὺς Τούρκους (7122 (8731)) Πέρσης (Both) τοὺς Πέρσας (NChonChron 18378)

Τοῦρκος (726 (962)) Πέρσης (Both) Πέρσης (NChonChron 19422)

τῶν Τούρκων (1131 (424)) Πέρσης (Both) τῶν Περσῶν (NChonChron 3361)

τοῖς Τούρκοις ἐπεισπεσεῖν (288 (2034)) Πέρσης (Both) τοῖς Πέρσαις ἐπεισπεσεῖν (NChonChron 7151)

μετὰ τῶν Τούρκων (1426 (24729)) Πέρσης (Both) μετὰ Περσῶν (NChonChron 42286)

Τούρκους (1426 (24726)) Πέρσης (Both) Πέρσας (NChonChron 42282)

τοῦτο (Low)παρακινηθεὶς εἰς τοῦτο (2178 (36916)) ἔργον (Ambiguous) ἐξερεθισθεὶς εἰς τόδε τὸ ἔργον (NChonChron 60179)

ἐποίουν τοῦτο μετὰ πλήθους πολλοῦ (21143 ( ἔργον (Ambiguous) πολυχειρίᾳ τὸ ἔργον ἀνυόντες (NChonChron 61521)

καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦτο ποιεῖν προτρεψάμενος ( ὡσαύτως (High) καὶ τοῖς λοιποῖς ὡσαύτως ἐπέταττε δρᾶν (NChonChron 1533

τοῦφα (Low)ντούφαν φορῶν (444 (4230)) πῖλος (High) πῖλον ἀνέχων (NChonChron 10969)

τράπεζα (Both)ἐν τῆ τραπέζη (14221 (25119)) σύσσιτος (High) σύσσιτον (NChonChron 42738)

τραπέζιν (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 254 of 284

μετοχή εἰς τραπέζιν (2123 (3603)) ἐστίασις (High) συμμέθεξις ἑστιάσεως (NChonChron 58786)

τρεῖς (Both)εἰς τρία μέρη (1111 (1711)) τριχῆ (High) τριχῆ (NChonChron 3174)

τρέπομαι (Both)εἰς φυγὴν ἐτράπησαν (1581 (28133)) οἴχομαι (High) ᾤχοντο (NChonChron 47112)

ἐτράπησαν (1434 (2532)) τροπή (High) ἐνεδίδοσαν εἰς τροπὴν (NChonChron 4309)

τρέπω (Low)συντάξεις τρέποντα (1454 (25621)) κλονέω (High) κλονοῦντα φάλαγγας (NChonChron 43551)

τρέφω (Low)πλούσια τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ τρέφεσθαι (1612 ( ζῆν (High) ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν (NChonChron 50326)

τρέχω (Low)ἔτρεχε ὕδωρ (1432 (25218)) παραρρέω (High) παρέρρει ὑδάτιον (NChonChron 42981)

τριάρμενος (Low)ναῦς τριάρμενος (653 (8026)) τριαρμένιος (High) ναῦς τῶν τριαρμενίων (NChonChron 17269)

Τρίβονος (Low)ἐὰν τὸν Τρίβονον ἐκράτησε (1581 (28121)) Τέρνοβος (High) εἰ Τέρνοβον εἷλεν (NChonChron 4711)

τριτζέριος (Low)κάτεργα τριτζέρια (15121 (2894)) τρίκροτος (High) νῆας τρικρότους (NChonChron 4823)

τρίχα (Low)αἱ τρίχαι τῆς κεφαλῆς (1553 (27527)) κόμη (High) κόμαις (NChonChron 46248)

τριχῶς (Low)τριχῶς ἐμέρισαν (473 (4919)) τριχῆ (High) τριχῇ δασάμενοι (NChonChron 1177)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 255 of 284

τροπόομαι (Both)ὅτε τὸν Βρανᾶν ἐτροπώσατο (618 (6928)) καταγωνίζομαι (High) ὁπηνίκα τὸν Βρανᾶν κατηγωνίσατο (NChonChron 15333)

τροφή (Both)τὰ πρὸς τροφὴν (412 (389)) βιώσιμος (High) τὰ βιώσιμα (NChonChron 10049)

τῆς ἀσυνήθους τροφῆς (21178 (38312)) βρῶσις (Both) τῶν ἀήθων ἐς βρῶσιν (NChonChron 62482)

εἰσήχθησαν αἱ τροφαί (436 (419)) δεῖπνον (High) τὸ δεῖπνον παρεισήγετο (NChonChron 10694)

τὴν τροφὴν (214 (3658)) ἐδωδή (High) τὴν ἐδωδὴν (NChonChron 5942)

τρύπα (Low)τρύπας (15113 (28822)) ὀπή (High) ὀπὰς (NChonChron 48182)

τρυπάω (Low)ἐξέρχομαι τρυπήσας ἐξῆλθεν (436 (4111)) διατορέω (High) διατορήσας ᾤχετο (NChonChron 1061)

τρυφή (Low)γυρεύοντας τρυφὰς ἢ ἀναπαύσεις σωμάτων (1 ἀπολαυστικός (High) τὸν ἀπολαυστικὸν βίον μεταδιώκοντας (NChonChron 54911

τρώγω (Low)σάρκας ἀνθρώπων τρώγων (1559 (27637)) αἱμοβόρος (High) αἱμοβόρῳ (NChonChron 4649)

τρώγειν (15111 (28732)) ἐστίασις (High) εἰς ἐστίασιν (NChonChron 48058)

ἔτρωγε (15111 (28730)) τροφή (Both) τροφὴν προσιέμενος (NChonChron 48055)

-ττ- (High)κρεῖττον (447 (4324)) -σσ- (Low) κρεῖσσον (NChonChron 1107)

τυγχάνω (Low)πολλῆς εὐεργεσίας ἔτυχεν (511 (536)) εὐμοιρέω (High) φιλοφροσύνης ὡς πλείστης ηὐμοίρησεν (NChonChron 1265

τυχὼν ἑνὸς ἀνθρώπου (521 (5427)) εὐμοιρέω (High) παιδὸς ηὐμοιρηκὼς (NChonChron 12932)

τύπος (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 256 of 284

τύπους ἁγίων (476 (5017)) ἔκτυπον (High) ἁγίων ἔκτυπα (NChonChron 11950)

τυραννέω (High)ἐτυράννησε (1428 (2489)) τυραννίς (High) ἡ τούτου τυραννὶς προέβη (NChonChron 4234)

τυραννικῶς (Low)τυραννικῶς ἄρξαντος (15114 (28831)) τυραννέω (High) ὃς ἐτυράννησε (NChonChron 48193)

τυφλός (Low)μετὰ συγγεγῶν hellip τυφλῶν (15106 (2871)) ἀποσβέννυμι (High) υγγενέσι hellip ἀπεσβεσμένοις τοὺς λύχνους τοῦ σώματος (NC

τυφλόω (Low)αὐτὸν ἐτύφλωσε (14216 (25014)) ἀποξενόω (High) τοῦτον ἀπεξένωσε τοῦ φωτός (NChonChron 42690)

τυφλοῦται (14214 (24928)) ἐκκόπτω (Both) κόρας ἐκκόπτεται (NChonChron 42569)

ἐτύφλωσε (1456 (25717)) λυμαίνομαι (High) ἐς τὸ φῶς ἐλυμήνατο (NChonChron 43688)

τυφλώσαντος (1223 (20024)) στερέω (Both) ἐστέρησε φωτός (NChonChron 35645)

ἐτύφλωσεν (14222 (25127)) στερέω (Both) ὀμμάτων ἐστέρησε (NChonChron 42848)

τυφλοῦται (14223 (25133)) στέρομαι (High) στέρεται τοῦ φωτός (NChonChron 42857)

τύφλωσις (Low)τὴν τύφλωσιν (1812 (33632)) πήρωσις (High) τὴν πήρωσιν (NChonChron 55032)

τὴν τύφλωσιν (183 (34030)) πήρωσις (High) τὴν πήρωσιν (NChonChron 55691)

τὴν τύφλωσιν (14223 (25130)) πήρωσις (High) πηρώσεως (NChonChron 42854)

ὑβρίζω (Low)τὰς ὑπὸ αὐτῶν ὑβρισθείσας γυναῖκας (214 (36 βιάζω (Low) τὰς ὑπὸ σφῶν βιασθείσας (NChonChron 59492)

ὑδεριάω (Low)ὑδεριάσας ὀγγωθεὶς (15106 (28719)) ὕδερος (High) ὑδέρῳ οἰδηθεὶς (NChonChron 47943)

ὕδωρ (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 257 of 284

ἀπὸ ὑδάτων βροχῆς (1612 (30421)) ὄμβρος (High) ἐξ ὄμβρων (NChonChron 50329)

ὕδωρ ἐκ χειμῶνος (1432 (25218)) ὑδάτιον (High) ὑδάτιον ἐκ χειμάρρου (NChonChron 42982)

υἱός (Low)υἱοι (511 (533)) παῖς (High) παῖδες (NChonChron 12650)

τὸν υἱὸν τούτου (1151 (730)) παῖς (High) τὸν παῖδα (NChonChron 3927)

υἱοῦ (1222 (20019)) παῖς (High) παιδί (NChonChron 35639)

ὁ υἱός (14214 (24917)) παῖς (High) ὁ παῖς (NChonChron 42455)

ὁ υἱός αὐτοῦ (1421 (2462)) παῖς (High) ὁ ἐκείνου παῖς (NChonChron 42025)

ὁ υἱός (1424 (2479)) παῖς (High) ὁ παῖς (NChonChron 42163)

υἱὸν (1421 (2466)) τέκνον (High) τῷ τέκνῳ (NChonChron 42031)

ὑπάγω (Low)ποῦ ὑπάγεις ἡμᾶς (1581 (28128)) ἄγω (Both) πῄ ἄγεις ἡμᾶς (NChonChron 4717)

ὑπακούω (Low)ὑπακούειν (1454 (25614)) πείθομαι (Ambiguous) πείθεσθαι (NChonChron 43543)

ὑπαντάω (Both)ὑπήντουν αὐτοὺς (21142 (37618)) ἀπαντάω (Low) ἀπήντων αὐτοῖς (NChonChron 6141)

ὑπαντῶντας αὐτῶ (2182 (3701)) δεξιόομαι (High) δεξιουμένους αὐτὸν (NChonChron 6022)

ὑπήντουν (441 (4211)) ὑπαντιάζω (High) ὑπηντίαζον (NChonChron 10845)

ὑπάρχω (Low)ὑπάρχων (14214 (24914)) εἰμί (Both) ὢν (NChonChron 42452)

ὑπάρχοντι κατὰ τὴν Ταρσὸν (431 (3921)) εἰμί (Both) ὄντι κατὰ Ταρσὸν (NChonChron 1037)

κατὰ Ἀρμενίαν ὑπάρχων (4310 (424)) στρατοπεδεύω (High) κατrsquo Ἀρμενίαν στρατοπεδεύοντι (NChonChron 10836)

ὑπενδύομαι (Low)τὸν Καϊσχορόην ὑπενδυσάμενος (21182 (3843 ὑποδύομαι (Ambiguous) τὸν Καϊχοσρόην ὑποδὺς (NChonChron 62647)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 258 of 284

ὑπεξάγω (Low)τῆς ζωῆς ὑπεξάγει (3113 (3413)) ἀφίστημι (Low) ἀφίστημι ἀφίστησι τῆς ζωῆς (NChonChron 9357)

ὑπέρ + accusative (Both)περισσοτέραν δύναμιν ὑπὲρ τὴν προτέραν (14 genitive (High) ἰσχυροτέραν τῆς προτέρας ἰσχὺν (NChonChron 42868)

ὑπέρ + genitive (Ambiguous)ὑπὲρ τῶν τότε ἀρχόντων (15105 (28618)) ὑπέρ + accusative (Both) ὑπὲρ τοὺς τότε (NChonChron 4785)

ὑπερθαυμάζω (Low)ἵνα ὑπεθαύμασας (1553 (27526)) ἄγαμαι (High) σὺ ἀγάσαιο ἂν (NChonChron 46246)

ὑπερνικάω (Low)ὑπερνικῶμεν (6111 (7022)) ὑπερφέρω (High) ὑπερφέρομεν (NChonChron 15574)

ὑπεροψία (High)τὴν Λατινικὴν ὑπεροψίαν (1152 (82)) κόρυζα (High) τὴν Λατινικὴν κόρυζαν (NChonChron 3939)

ὑπήκοος (Ambiguous)πρὸς τοὺς ὑπηκόους (15132 (29010)) ἄρχω (High) τοῖς ἀρχομένοις (NChonChron 48342)

ὑπισχνέομαι (Ambiguous)ὑπέσχετο (1445 (25516)) ἐπαγγέλλομαι (High) ἐπαγγελλόμενος (NChonChron 4338)

ὑποσχεθεὶς δοῦναι (479 (522)) κατεπαγγέλλομαι (High) κατεπαγγέλλεται παρασχέσθαι (NChonChron 12119)

ὑπεσχέθη δοῦναι (479 (523)) συντίθεμαι (Both) δώσειν ξυνέθετο (NChonChron 12121)

ὑπό (Both)τὸ ὑπrsquo αὐτὸν τεταγμένον (6114 (7123)) ἀμφί (High) τὸ ἀμφrsquo αὐτὸν τεταγμένον (NChonChron 15623)

ὑπό τινος (1583 (2827)) παρά (Both) παρά του (NChonChron 47221)

ὑπό + gen (Low)ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκαύθη (2121 (3599)) dative (Both) ᾐθάλωται πυρὶ (NChonChron 58560)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 259 of 284

εὐφημούμενος ὑπὸ τῶν Πολιτῶν (476 (5012)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν ἀστῶν κροτούμενος (NChonChron 11841)

ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917)) πρός + genitive (High) πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

ὑποβιβάζω (Ambiguous)ἀπὸ τῆς σεβαστοκρατορικῆς ἀξίας ὑποβιβασθ ὑποποδίζω (High) ἀπὸ σεβαστοκράτορος ὑποποδισθεὶς (NChonChron 42693)

ὑπόγειος (Low)δαίμων ὑπόγειος (438 (4128)) ὑποταρτάριος (High) δαίμων ὑποταρτάριος (NChonChron 10723)

ὑπογελάω (Low)ὑπογελῶν τῶ προσώπω (443 (4222)) μειδίαμα (High) πρὸς τὸ μειδίαμα ὑγραινόμενος (NChonChron 10859)

ὑπογράφω (Low)ὑπογράφειν (1462 (25821)) ὑποσημαίνομαι (High) ὑποσημαίνεσθαι (NChonChron 43845)

ὑποδέχομαι (Both)ὑπεδέχετο (1224 (20029)) εἰσοικίζω (High) εἰσῳκίζετο (NChonChron 35749)

μετὰ περιχαρείας τὸν υἱὸν ὑπεδέξατο (112 (41 προσβλέπω (Low) ἀσμένως τὸν υἱέα προσβλέπει (NChonChron 3249)

ὑποδέξονται (1441 (2549)) προσδέχομαι (High) προσδεχόμενα (NChonChron 43151)

ὑπόδημα (Low)τὰ κόκκινα ὑποδήματα ὑποδύεται (21183 (385 πέδιλον (High) τὸ ἐξέρυθρον πέδιλον ὑποδύεται (NChonChron 62654)

ὑποδύομαι (Ambiguous)ὑποδύεται πέδιλον (1455 (25629)) ἀμφιέννυμι (High) ἀμφιέννυσι πέδιλον (NChonChron 43561)

ὑπόκειμαι (Low)ὑποκείμενα καστέλλια (1113 (219)) καθυπείκω (High) καθυπείκοντα φρούρια (NChonChron 2946)

ὅσαι αὐτῷ μὴ ὑπόκειντο (2181 (36925)) συμβαίνω (Both) ὅσαι μὴ ἐκείνῳ συνέβαινον (NChonChron 60289)

ὑποκλείομαι (Low)ὐπεκλείσθη (21124 (37423)) συσπειράομαι (High) ἐς χειὰν συσπειρᾶται (NChonChron 61128)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 260 of 284

ὑποκλίνω (Both)(πόλεις) τὰς μὲν ὑποκλινούσας εἶχεν αὐτῶ (14 χειρέομαι (High) ἃς μὲν ὁμολογίᾳ χειρούμενος ἦν (NChonChron 42152)

ὑποκύπτω (Both)τὰ αὐτῶ ὑποκύψαντα (1613 (30429)) κατήκοος (High) ὁπόσαι κατήκοοι Χρύσῳ γεγόνασι (NChonChron 50339)

ὑπολαμβάνω (Ambiguous)ὑπελάμβανε (15121 (28913)) ἐννοέω (Ambiguous) ἐνενόει (NChonChron 48215)

ἐφαίνετο οὐδὲ ὑπελαμβάνετο τοῖς πολλοῖς εἰρ οἶμαι passive (High) οὐκ εἰρηνικὸς ᾤετο τοῖς πλείστοις (NChonChron 48340)

ὑπελάμβανον (1812 (33619)) οἴομαι (High) ᾤοντο (NChonChron 54917)

ὑπολαβὼν βαστάζεσθαι (477 (515)) οἴομαι (High) ἀεροβατεῖν οἰηθεὶς (NChonChron 12078)

ἀφ᾽ ὧν ὑπολαμβάνω (1822 (33725)) οἴομαι (High) ὁπόθεν οἶμαι (NChonChron 55164)

ὑπολείπομαι (Both)ὑπελείφθησαν (1613 (30427)) ὑπολείπομαι (Both) ὑπολέλειπτο (NChonChron 50336)

ὑπόληψις (Low)πίστιν καὶ ὑπόληψιν (1456 26727) πίστις (Both) πίστεως (NChonChron 43683)

τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπόληψιν αὐτῶν (8110 (10 πιστός (High) τὸ πιστὸν (NChonChron 20245-46)

ὑπομένω (Low)ὑπομένειν καὶ ἀντέχεσθαι (1592 (28326-27)) ἀντέχω (High) ἀντέχειν (NChonChron 47485)

τὴν τῶν Ῥωμαίων ὑπομένειν ὁρμὴν (2185 (37 ἐπιμένω (Ambiguous) τὴν ἀπὸ τῶν Ῥ ἐγχείρησιν ἐπέμενεν (NChonChron 60436)

μὴ ὑπομείναντες τὴν συμπλοκὴν (2182 (3692 φέρω (Both) τὴν κατrsquo αὐτῶν ἐμβολὴν οὐκ ἐνεγκόντες (NChonChron 6029

ὑπονοέω (Low)ὑπονοῶν (7121 (8721)) κατανοέω (High) κατανοεῖν (NChonChron 18365)

παλαιὸν ὑπονοήσας καμάρας κούφωμα (436 κατανοέω (High) παλαίτατιον κατανοήσας ὑπόνομον (NChonChron 10689)

ὑπόστεγος (High)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 261 of 284

καμάρα ὑπόστεγος (2131 (36015)) ὑπόστωον (High) ὑπόστωον (NChonChron 5873)

ὑποστρέφομαι (Low)ἄπρακτοι ὑπεστράφησαν (2712 (1815)) ἐπαναλύω (High) ἄπρακτοι ἐπανέλυσαν (NChonChron 669)

ὑποστραφῆναι ὄπισθεν (243 (121)) νόστος (High) μνησθῆναι νόστου (NChonChron 5341)

ὑποστρέφω (Low)ὑπέστρεψε νικητὴς (4716 (5315)) ἀναζεύγνυμι (High) τροπαιοφόρος ἀνέζευξεν (NChonChron 12491)

ὑποστρέψαι (7117 (8629)) ἀναζεύγνυμι (High) ἀναζεῦξαι (NChonChron 18231)

εἰς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ὑπέστρεψεν (244 ἀναζεύγνυμι (High) ἐς τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ἀνέζευξεν (NChonChron 5357)

ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) ἀπανίσταμαι (High) εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὑπέστρεψεν (521 (5425)) ἐπαναζεύγνυμι (High) ἐπανέζευξεν (NChonChron 12929)

ὑπέστρεψαν (1562 (27713)) ἐπανήκω (High) ἐπανῆκον (NChonChron 46528)

ὑπέστρεψαν (3121 (3428)) νόστος (High) μνάομαι νόστου ἐμνήσαντο (NChonChron 9379)

ὑπέστρεψε (414 (395)) νῶτον (High) νῶτα στρέψαν τοῖς ἀντιπάλοις (NChonChron 10282)

ὑπέστρεψε (244 (1210)) παλίμπους (High) παλίμπους ἐφέρετο (NChonChron 5354)

ὑποστρέψαι (1661 (3146)) παλίσσυτος (High) παλίσσυτον φέρεσθαι (NChonChron 51810)

ὑποστρέφω ὑπέστρεφον (1424 (2475)) ὑπονοστέω (High) ὑπενόστουν (NChonChron 42156)

ὑποστροφή (Low)ἐν τῇ ὑποστροφῇ (244 (1211)) ἄπαρσις (High) ἐν δὲ τῇ ἀπάρσει (NChonChron 5354)

ὑποστροφήν (2175 (36822)) ὑποχώρησις (High) ὑποχώρησιν (NChonChron 59938)

ὑπόσχεσις (Low)φρίττω καὶ τρέμω τὴν ὑπόσχεσιν (14219 (251 ἐπάγγελμα (High) πεφρικώς εἰμι τὰ ἐπαγγέλματα (NChonChron 42718)

ἐπελάθετο τῆς ὑπόσχέσεως (4710 (529)) συνθήκη (High) τῶν συνθηκῶν ἐπελάθετο (NChonChron 12128)

ὑπόσχομαι (Low)ὑπέσχετο αὐτοῖς διὰ λόγων χρηστῶν (1823 (3 βουκολέω (High) χρησταῖς ἐλπίσι τοὺς ἐκ τῶν γενῶν ἐβουκόλει (NChonChron

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 262 of 284

ὑποταγή (Low)τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ ὑποταγῆς (4716 (5321) εὐγνωμοσύνη (High) τῆς εὐγνωμοσύνης ἀποδεξάμενος (NChonChron 1246)

ὑποτάσσομαι (Low)τοῖς Ῥωμαίοις ὑποτάττονται (2711 (188)) ὑπείκω (High) τοῖς Ῥωμαίοις ὑπείκουσι (NChonChron 6592)

ὑπετάγησαν (21142 (37611)) ὑποκύπτω (Both) ὑπέκυπτον (NChonChron 61489)

ὑποτάσσω (Low)ὑπετάγη (515 (5422)) ἁλίσκομαι (High) τὸ Ζ ὁμολογίᾳ ἑάλωκε (NChonChron 12826)

ὑποτάσσονται (21121 (3741)) δόρυ (High) τὴν σκιὰν ὑπιούσης τοῦ Λατινικοῦ δόρατος (NChonChron 60

πόλεις καὶ κάστρα ὑποτάξουσι (1457 (25728)) ἐπικτάομαι (High) πόλεις ἐπικτήσονται (NChonChron 4376)

τὸ ἀλλόφυλον ὑποτάξαι (411 (386)) παρίσταμαι (High) παραστησάμενος τὸ ἀλλόφυλον (NChonChron 10045)

ὑποτάσσομαι (21121 (3741)) σκιά (Both) ὴν σκιὰν ὑπιούσης τοὺ Λατινικοῦ δόρατος (NChonChron 609

τὸν ὑποτασσόμενον αὐτῶ λαὸν (1811 (33611) τάττω (Both) τὸ ὑπrsquo ἐκεῖνον ταττόμενον (NChonChron 5499)

ὑποτάσσεται (15122 (28929)) ὑπείκω (High) ὑπείκειν (NChonChron 48230)

πρὸς τοὺς ὑποτασσομένους (1445 (25517)) ὑπήκοος (Ambiguous) τοῖς ὑπηκόοις (NChonChron 4338)

ὑπετάγημεν (1456 (2577)) ὑποκλίνω (Both) ὑποκλιθῆναι (NChonChron 43676)

ὕπουλος (Low)ὕπουλοι (1456 (25714)) παλίμβολος (High) παλιμβόλων (NChonChron 43684)

ὑποφαίνω (High)συμφορὰς ὑποφαίνοντα (2122 (35921)) ὑποσημαίνω (High) συμφορὰς ὑποσημαίνοντα (NChonChron 58672)

ὑποφέρω (Both)μετὰ πραότητος ὑπέφερε (14218 (25023)) φέρω (Both) πράως ἤνεγκε (NChonChron 4268)

ὑποψία (Low)ἦν δι᾽ ὕποψίας ἀείποτε (431 (3928)) ὕποπτος (High) ἦν καὶ ὕποπτος μάλιστα (NChonChron 10318)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 263 of 284

ὑστερέομαι (Low)ὑστερεῖται τὸ πρώτιστον τῶν καλῶν (1612 (30 στέρομαι (High) ἑνὸς καλοῦ στέρεται (NChonChron 50331)

ὑστερογνωμία (Low)ὑστερογνωμίαν (1523) ὑστεροβουλία (High) ὑστεροβουλίας (NChonChron 45566)

ὕστερον (Low)ὕστερον (4712 (5225)) ἐσέπειτα (High) ἐσέπειτα (NChonChron 12250)

ὕστερον (16192 (32614)) ὕστατα (High) ὕστατα (NChonChron 53592)

ὕψος (Low)κιόνων ὕψη (1825 (3394)) μέγεθος (High) τὸ κιόνων μέγεθος (NChonChron 55423)

ὁ ἀδιήγητος τῶ ὕψει (2131 (36016)) μέγεθος (High) ὁ τῷ μεγέθει μέγιστος (NChonChron 5874)

ὑψόω (Low)ἐξάψαν καὶ ὑψωθὲν (1825 (33832)) μεταρσιόομαι (High) μεταρσιωθὲν (πῦρ) (NChonChron 55315)

στῆλαι ὑψούμεναι (6117 (7218)) παρυψόω (High) δρύφακτα παρυψούμενα (NChonChron 15864)

φαίνομαι (Low)ὠφέλιμος ἐφάνη (15111 (28724)) γίνομαι (Both) πολυέραστος γεγένηται (NChonChron 47947)

ἀνελεήμονες ἐφάνησαν (21173 (38132)) γινώσκομαι (High) ἀνηλεέστατοι ἐγνώσθησαν (NChonChron 62227)

ὡς ἐφαίνετο (477 (5022)) δοκέω (High) ὡς ἐδόκει (NChonChron 11957)

ἐφαίνετο ὅτι ἐπιτυγχάνουσιν (1452 (25528)) δοκέω (High) ἐδόκει εἶναι (NChonChron 43423)

ἐφαίνετο (1463 (25833)) δοκέω (High) ἔδοξε (NChonChron 43856)

ἐφάνη βαρὺς (1131 (431)) δοκέω (High) ἔδοξε βαρὺς (NChonChron 3370)

ἐφαίνετο (1585 (2839)) δοκέω (High) ἐδόκει (NChonChron 47363)

ὡς πετᾶσθαι φαίνεσθαι (653 (813)) δοκέω (High) ὡς ἵπτασθαι δοκεῖν (NChonChron 17276)

ἐφαίνετο (1011 (1474)) ἔοικα (High) ἐῴκει (NChonChron 2759)

ἀποκρισιάριος φανεὶς (15105 (28623)) ἐφοράομαι (High) πρεσβευτής ἐποφθεὶς (NChonChron 4789)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 264 of 284

οὐκ ἐφαίνετο οὐδὲ ὑπελαμβάνετο τοῖς πολλοῖ οἶμαι passive (High) οὐκ εἰρηνικὸς ᾤετο τοῖς πλείστοις (NChonChron 48340)

ἐφαίνοντό τινες κείμενοι ( 7124 (8811)) ὀπτάνομαι (High) ὠπτάνοντό τινες (NChonChron 1841)

φαινόμενον (1454 (25618)) ὀπτάνω (High) ὀπτανόμενον (NChonChron 43548)

ὡς ἀρτίως φαίνεται (4717 (5327-28))) ὁράομαι (High) ὡς νῦν ἑώραται (NChonChron 12414)

φανέντα ὀσπητικὸν (16192 (32616)) ὁράομαι (High) οἰκουρὸν ὀφθέντα (NChonChron 53594)

ἐφάνη (2122 (35923)) ὁράομαι (High) ὡράθη (NChonChron 58675)

τιμωρὸς ἐφάνη φιλότιμος (2122 (35925)) ὁράομαι (High) τιμωρὸς ὀφθεῖσα φιλότιμος (NChonChron 58677)

ἐφάνη (14213 (24911)) ὁράω (Ambiguous) ὤφθη (NChonChron 42449)

ἐφάνη (1421 (24519)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς (NChonChron 42019)

σύννους ἐφαίνετο (15111 (28730)) ὁράω (Ambiguous) σύννους ὁρώμενος (NChonChron 48054)

φανεὶς (1421 (2462)) ὁράω (Ambiguous) ὀφθεὶς (NChonChron 42024)

ἐφαίνετο παραδέχεσθαι (615 (695)) ὑποφαίνω (High) τὸ παραδέχεσθαι ὑπέφαινον (NChonChron 1523)

φανερός (Low)φανερὰ (1222 (20017)) δῆλος (High) δήλη (NChonChron 35637)

ἡ φανερὰ πρόφασις (1152 (731)) πρόδηλος (High) ἡ πρόδηλος πρόφασις (NChonChron 3929)

εἰς τὸ φανερὸν (1456 (25716)) πρόδηλος (High) ἐκ τοῦ προδήλου (NChonChron 43687)

φανερός φανερὸν πόλεμον μετὰ τοῦ Ψευδαλε προφανής (High) πόλεμον κατrsquo αὐτοῦ προφανῆ (NChonChron 46368)

φανερῶς (Low)οὐ κρυφίως ἀλλὰ φανερῶς (474 (4924)) ἔκπυστος (High) (οὐχ hellip) κρύφα ἀλλrsquo ἔκπυστα (NChonChron 11715)

φανερῶς (1119 (17323)) προδήλως (High) προδήλως (NChonChron 32111)

δείξας φανερῶς ὅτι οἱ διαλογισμοὶ hellip (515 (54 σαφῶς (High) σαφῶς πιστωσάμενον τὰς ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς (NChonCh

φάραγξ (Low)αἱ φάραγγες (7117 (8626)) σήραγξ (High) αἱ σήραγγες (NChonChron 18127)

τῆς φάραγγος (7122 (8732)) σήραγξ (High) τῆς σήραγγος (NChonChron 18379)

φαρμακεύω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 265 of 284

ἐφαρμακεύθη ( 1559 (2773)) ἀπόλλυμι (High) φαρμάκῳ ἀπολωλέναι (NChonChron 46516)

ἐφαρμακεύθη (1559 (2773)) φάρμακον (High) φαρμάκῳ ἀπολωλέναι (NChonChron 46516)

φαρμάκιν (Low)ἔχεε τὸ φαρμάκιον τῆς κακίας αὐτοῦ (4715 (5 ἰός (High) τὸν τῆς κακίας ἀποπτύων ἰὸν (NChonChron 12383)

φαρμάκιν (1559 (27638)) ἰός (High) ἰὸν (NChonChron 46411)

φεγγάριν (Low)τὸ φεγγάριν (1877 (3462)) σελήνη (High) σελήνην (NChonChron 56410)

φέρομαι (Both)ἡ σέλα ἀπὸ τῆς σέλας κάτω φερόμενον (445 ( ἐκσφαιρίζομαι (High) ἀστράβης ἐκσφαιρίζομενον (NChonChron 10976)

τῆς πρὸς Συρίαν στράτας ἐφέρετο (1151 (729) ἔχομαι (High) τῆς πρὸς Συρίαν ὁδοῦ εἴχετο (NChonChron 3927)

φέρω (Both)ὀπίσω πρὸς βασιλέα ἐφέρετο (522 (563)) ἀπάγω (Ambiguous) ἐς τοὐπίσω πρὸς βασιλέα ἀπήγετο (NChonChron 13187)

τὴν σπάθην φέροντα (1456 (25710)) γυμνόω (High) τὸ ξίφος γυμνοῦντα (NChonChron 43681)

φέρει (1118 (17315)) ἐπάγω (High) ἐπάγειν (NChonChron 32090)

ἐκ βασιλέως πρόσταγμα φέρων (6110 (703)) κομίζω (High) ἐκ βασιλέως κομίζων γράμματα (NChonChron 15444)

ἔφερε δὲ αὐτὸν ἵππος (443 (4224)) ὀχέω (High) ὤχει δὲ αὐτὸν ἵππος (NChonChron 10962)

ἔφερον (2123 (3602)) προσάγω (High) τὰ προσαγόμενα (NChonChron 58684)

φεύγω (Low)φεύγωσιν (6111 (7014)) ἄπειμι (High) ἀπίασιν (NChonChron 15462)

πρὸς τὴν πρώτην προσβολὴν φυγόντων (2185 ἀποδιδράσκω (High) πρὸς τὴν πρώτην ἔμπτωσιν ἀποδράντων (NChonChron 604

φυγὼν (521 (5424)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 12928)

φυγὼν (1583 (28211)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 47226)

φυγόντος (244 (127)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 5350)

τὸν τρόπον καθrsquo ὃν ἔφυγε (436 (4114)) ἀποδιδράσκω (High) τὸν τρόπον καθrsquo ὅν ἐστιν ἀποδρὰς (NChonChron 1076)

φυγὼν (1429 (24813)) ἀποδιδράσκω (High) ἀποδρὰς (NChonChron 42310)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 266 of 284

ἔφυγον (633 (7414)) διαδιδράσκω (High) διαδιδράσκουσι (NChonChron 16156)

φεύγει μακρότερον (183 (34024)) δραπέτευμα (High) μακροτέρῳ χρησάμενος δραπετεύματι (NChonChron 55685)

φυγεῖν βουλεύονται (653 (8026)) δρασμός (High) δρασμὸν βουλεύονται (NChonChron 17269)

φυγὼν (511 (533)) ἐκφεύγω (Both) ἐκφυγὼν (NChonChron 12651)

φυγὼν (244 (124)) μεταναστεύω (High) μεταναστεύσας (NChonChron 5345)

φυγὼν καὶ ἐξελθὼν (112 (44)) φυγάς (Low) φυγὰς ἀπάρας (NChonChron 3234)

ἄλλοι δὲ ἔφυγαν (21133 (37525)) φυγάς (Low) οἱ δὲ φυγάδες ἐπανήκουσιν (NChonChron 61370)

φεύγοντα (16192 (32614)) φυγή (Both) φυγῆς ἁπτόμενον (NChonChron 53592)

ἔφευγον (2182 (36929)) φυγή (Both) ἐς φυγὴν ὁρῶσιν (NChonChron 60295)

φήμη (Low)κακὴν φὴμην περὶ αὐτοῦ ἔχουσαν (1436 (253 φαντάζομαι (High) οὐκ ἀγαθὰ φανταζομένην περὶ αὐτοῦ (NChonChron 43030)

φημίζω (High)ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφημίζετο (1841 (3415)) ἀνευφημέω (High) ὁ υἱὸς φωναῖς ἀνευφημεῖτο (NChonChron 5574)

φθάνω (Both)ἔφθασε τὸ πῦρ μέχρι καὶ τοῦ Μεγάλου Ναοῦ ( ἐπιλαμβάνομαι (High) (τὸ πῦρ) ἐπελάβετο Μεγίστου Νεὼ (NChonChron 55433)

ἔφθασεν (1225 (2019)) προσοκέλλω (High) προσώκειλεν (NChonChron 35757)

ἔφθασε τὰ ἔμπροσθεν στρατεύματα (1435 (25 συνάπτομαι (High) τοῖς προηγησαμένοις συναφθεὶς τάγμασιν (NChonChron 43

φθαρτός (Low)θνητοὶ καὶ φθαρτοὶ (6111 (7018)) βλητός (High) βλητοὶ καὶ θνητοὶ (NChonChron 15567)

φθείρω (High)μέλλει φθαρῆναι (1455 (25633)) ἀπόλλυμι (High) ἀπολούμενον (NChonChron 43666)

ἐφθάρη (θυγάτηρ) (2123 (36011)) διακορέω (High) κορίον διακορηθὲν (NChonChron 58794)

τὰ τοῦ θεοῦ φθείρουσι καὶ μολύνουσι (1828 (3 κοινόω (High) τὰ θεοῦ κοινοῦσι (NChonChron 55677)

φθορεύς (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 267 of 284

ἀνδρῶν φθορέων (1841 (34110)) φθόρος (High) φθόροις ἀνδράσι (NChonChron 55710)

φιλανθρωπία (Low)φιλανθρωπίαν ἐνεδείξατο (1556 (27617)) οἰκτείρω (High) ᾤκτειρε (NChonChron 46372)

φιλία (Low)διὰ φιλίας καὶ συμβιβάσεως (42 (3911)) φιλίωσις (High) διrsquo ὁμολογίας καὶ φιλιώσεως (NChonChron 10289)

φιλιόομαι (Low)εὑρὼν Φράγγον τινὰ καὶ φιλιωθεὶς αὐτῶ (142 ἐπιξενόομαι (High) Λατίνῳ τινὶ ἐπιξενωθεὶς (NChonChron 42020)

Φιλιππούπολις (Both)ἀπὸ Φιλιππουπόλεως (1456 (2571)) Φιλίππου ἡ (High) ἐκ τῆς Φιλίππου (NChonChron 43668)

περὶ τὰ μέρη ταῆς Φιλιππουπόλεως (1585 (28 Φιλίππου ἡ (High) τοῖς περὶ ταὴν Φιλίππου μέρεσι (NChonChron 47360)

Φιλιππούπολιν (1113 (17114)) Φιλίππου ἡ (High) τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν (NChonChron 31824)

Φιλίππους ἡ (Low)περὶ τὴν Φιλίππους (1453 (25531)) Φιλίππου ἡ (High) περὶ τὴν Φιλίππου (NChonChron 43425)

περὶ τὴν Φιλίππους ἐπαρχίαν παραγίνεται (16 Φιλίππου ἡ (High) τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν καταλαβὼν (NChonChron 51819)

φιλοδωρεά (Low)διὰ πολλῶν φιλοδωρεῶν (15121 (28910)) φιλοτίμημα (High) μεγίστοις φιλοτιμήμασι (NChonChron 48211)

φιλοκαλέω (Low)φιλοκαλημένην (1291 (21320)) σαρόω (High) σεσαρωμένην (NChonChron 37481)

φίλος (Ambiguous)ὦ φίλε (14219 (2511)) λῷστος (High) ὦ λῷστε (NChonChron 42717)

μὴ διαστείλας τὰ τῶν φίλων ἀπὸ τῶν πολεμίω φίλιος (High) μὴ διαστεῖλαν τοῦ πολεμίου τὸ φίλιον (NChonChron 55181)

φιλοτιμέομαι (Low)ἐρόγευσε καὶ ἐφιλοτιμήσατο (1224 (2013)) σιτηρέσιον (High) βασιλικὰ σιτηρέσια ἔπεμψε (NChonChron 35752)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 268 of 284

φλάμουλον (Low)φλάμουλα ὑπὸ ἀνέμου κρουόμενα (445 (433)) σημαία (High) τὸ ῥόθιον ἠνέμου τὰς σημαίας (NChonChron 10980)

φλεβοτομέω (Low)ἐν τῶ φλεβοτομηθῆναι (515 (5416)) ἐξαιματόω (High) ἐν τῷ ἐξαιματοῦσθαι τήν φλέβα (NChonChron 12817)

φλογερός (Low)ὡς φλογερὸν πῦρ (21132 (37514)) φλόγινος (High) ὡς φλογίνην ῥομφαίαν (NChonChron 61257)

φλόξ (Low)τῆς φλογὸς (1825 (3396)) ἔμπρησις (High) τῆς ἐμπρήσεως (NChonChron 55425)

φλὸξ ἀγάπης (21123 (37414)) ἐμπύρευμα (High) ἐμπύρευμα ἔρωτος (NChonChron 61017)

φοβέομαι (Low)ἐφοβεῖτο (622 (7314)) ἀγωνιάω (High) ἠγωνία (NChonChron 1595)

φοβηθέντες (τὴν ἐπέλευσιν) (6321 (791)) ἀποδειλιάω (High) ἀποδειλιάσαντες (τὴν ἐς αὐτοὺς ὁδὸν) (NChonChron 16876)

ἐφοβεῖτο (477 (511)) δέδια (High) δεδιὼς (NChonChron 12073)

φοβεῖσθαι (1112 (1719)) δέδια (High) δεδιέναι (NChonChron 31715)

φοβοῦνται (6111 (7013)) δέδια (High) δεδίασι (NChonChron 15461)

ἐφοβοῦντο (1424 (2475)) δέδια (High) δεδιότες (NChonChron 42157)

ἐφοβεῖτο (15112 (28811)) δέδια (High) ἐδεδίει (NChonChron 48011)

φοβοῦμαι (14219 (2511)) δέδια (High) δέδια (NChonChron 42717)

ἐφοβοῦντο μήποτε κουρσεύσωσιν (2175 (3682 δέδια (High) δεδιέναι μὴ σκυλεύσειεν (NChonChron 59932)

φοβεῖσθαι (1563 (27721)) καταπτήσσω (High) κατεπτηχέναι (NChonChron 46537)

ἐφοβήθησαν (1454 (25617)) πτήσσω (High) ἔπτηξαν (NChonChron 43547)

ἐφοβεῖτο (1612 (30425)) ταράσσω (Both) ἐτετάρακτο (NChonChron 50334)

ἐφοβεῖτο τὰ αὐτῶν κοντάρια (21132 (37514)) ὑποβλέπομαι (High) τὴν τούτων λόγχην ὑποβλεπόμενος (NChonChron 61257)

φοβούμενοι μήποτε ἀκούσωσι (438 (4130)) φειδώ (High) φειδοῖ τοῦ μὴ τὸν θρῆνον ἀναβῆναι (NChonChron 10726)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 269 of 284

φοβερίζω (Low)καὶ τοῦτον φοβερίσας (412 (3814)) διαθροέω (Both) καὶ διαθροήσας τοῦτον (NChonChron 10054)

φοβερίζειν (15104 (2861)) μορμολύττω (High) μορμολύττοντες (NChonChron 47785)

φοβερός (Low)τὸ φοβερὸν (14219 (2512)) διαθροέω (Both) τὸ διαθροοῦν (NChonChron 42717)

εἰς τοὺς ἐχθροὺς φανεῖται φοβερὸς (15132 (29 λόγχη (High) τοῖς ἐχθροῖς τὴν λόγχην ἀνατενεῖ (NChonChron 48342)

φόβος (Low)τὸν φόβον ἐξέφυγε (522 (561)) δειμαίνω (High) τοῦ δειμαίνειν ἀπεῖχεν (NChonChron 13183)

φόβον (1454 (25613)) δέος (High) δέος (NChonChron 43542)

φονεύω (Low)ἤλπιζον κρατῆσαι τὸν β ἢ φονεῦσαι (7128 (89 ἀναιρέω (Ambiguous) ᾤοντο τοῦτον αἱρήσειν ἢ ἀναιρήσειν (NChonChron 18539)

φονεῦσαι (4711 (5213)) ἀναιρέω (Ambiguous) ἀνελεῖν (NChonChron 12234)

φονευθῆναι (1435 (25313)) ἀναιρέω (Ambiguous) ἀνῃρηκότων (NChonChron 43019)

ἐφονεύθη (1554 (27531)) ἀποβιόω (High) ἀπεβίω θανάτῳ (NChonChron 46252)

φονεύσας (14212 (24828)) ἀποκτείνω (High) ἀπεκτονὼς (NChonChron 42329)

ἐφονεύθη (1011 (1471)) γίγνομαι ἐξ ἀνθρώπων (High) ἐξ ἀνθρώπων ἐγεγένητο (NChonChron 2754)

μετὰ τῶν κονταρίων ἐφονεύοντο (1453 (2565) διαπείρω (High) δόρασι διαπειρόμενοι (NChonChron 43431)

πολλοὶ ἐφονεύθησαν (21178 (38316)) διαφθείρω (High) ἅπαντες διεφθάρησαν (NChonChron 62487)

ἐφονεύθησαν (21133 (37525)) ζῆν (High) τὸ ζῆν ζημιοῦνται (NChonChron 61369)

φονεύσας (1445 (2554)) θάνατος (Both) εἰς θάνατον ἐξέδωκε (NChonChron 43390)

ἐφόνευον (7123 (887)) κατακαίνω (High) κατέκαινον (NChonChron 18491)

ἐφόνευσαν πολλοὺς (4717 (5329)) κατακτείνω (High) οὐ μετρίους κατέκτανεν (NChonChron 12417)

ἐφόνευον (1435 (2536)) κτείνω (High) ἔκτεινον (NChonChron 43015)

μετὰ τοῦ λοιποῦ ἐφονεύθη στρατεύματος (143 συναπόλλυμαι (High) τῷ λοιπῷ συναπολώλει στρατεύματι (NChonChron 43131)

ἐφονεύοντο (7117 (8631)) φθείρω (High) ἐφθείροντο (NChonChron 18234)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 270 of 284

ἐπεὶ ἤθελε φονεῦσαι αὐτόν (511 (534)) φονάω (High) χεῖρας κατ΄ αὐτοῦ φονώσας (NChonChron 12651)

πολλοὺς φονεύουσιν (2185 (3715)) φόνος (High) φόνου πάρεργον πλείστους ἔθεντο (NChonChron 60445)

φορά (High)τὴν δὲ τῶν ἀλόγων φορὰν (445 (433)) ὁρμή (Low) τῇ ὁρμῇ τῶν ἵππων (NChonChron 10980)

φορεῖον (Low)μετὰ φορίου (1462 (25810)) σκίμπους (High) διὰ σκίμποδος (NChonChron 43830)

φόρεμα (Low)τὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φόρεμα (1842 (34117)) διάδημα (Low) τὸ τῆς κεφαλῆς διάδημα (NChonChron 55718)

τὸ σεβαστοκρατορικὸν φόρεμα (1533 28413) στέφανος (High) τὸν σεβαστοκρατορικὸν στέφανον (NChonChron 45946)

φορέματα (15106 (28711)) χιτών (High) χιτῶνας (NChonChron 47934)

φορέω (Low)φορῶν ἱμάτιον (477 (5024-25)) ἀμφιέννυμαι (High) ἠμφιεσμένος χιτῶνα (NChonChron 11964)

ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ντούφαν φορῶν (444 (4230)) ἀνέχω (High) πῖλον ἀνέχων ἐπὶ κεφαλῆς (NChonChron 10969)

φορεῖν ὑποδήματα (1462 (25820)) ἔχω (Both) ἔχειν φάλαρα (NChonChron 43843)

φοροῦντες (214 (36431)) περιβάλλομαι (Ambiguous) περιβαλλόμενοι (NChonChron 59486)

φορῶν τὸ διάδημα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλεία περίκειμαι (High) κόσμους τοὺς βασιλικοὺς περικείμενος (NChonChron 15876

στολὴν ἀνδρείαν φορούσας (271 (1527)) περίκειμαι (High) ἀνδρείαν στολὴν περικείμεναι (NChonChron 6052)

ἅρματα φοροῦσι (6111 (7019)) περίκειμαι (High) χιτῶνας περίκεινται σιδηρέους (NChonChron 15569)

φορέσητε σίδηρα (15104 (2867)) περιστέλλομαι (High) σιδήρῳ περισταλῆναι (NChonChron 47787)

ῥάκια διερρηγμένα φοροῦντες (2123 (3607)) σπειράομαι (High) ῥακίοις ἐσπειραμένοι (NChonChron 58789)

γυναικεῖον φορέσαι ἱματισμὸν (434 (4025)) ὑποδύομαι (Ambiguous) γυναικείαν ὑποδῦναι στολὴν (NChonChron 10559)

φόρος (Ambiguous)ὁ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίου φόρος (1826 (339 ἀγορά (High) ἡ Κωνσταντίνειος ἀγορά (NChonChron 55549)

φορτικός (Both)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 271 of 284

φορτικώτερα καὶ βαρύτερα (1822 (3384)) βαρυσύμφορος (High) βαρυσυμφορώτερα (NChonChron 55276)

φορτόω (Low)τὰ κούρση ἐν τοῖς ἀλόγοις φορτώσαντες (312 ἀνατίθεμαι (Low) ἀναθέμενοι τοῖς ἵπποις τὰ λάφυρα (NChonChron 9378)

φορτωμένος (479 (5118)) ἔμφορτος (High) ἔμφορτος (NChonChron 12094)

φοσσάτον (Low)φοσσάτου (1581 (28118)) στρατιά (Both) στρατιᾶς (NChonChron 47192)

φουρκίζω (Low)φουρκίσειν (2138 (36228)) σκόλοψ (High) τὴν ἐπὶ σκόλοπος ἀπαιώρησιν (NChonChron 5916)

φουσκαλίς (Low)ὡς φουσκαλίδες (1429 (24812)) πομφολυγώδης (High) ὡς πομφολυγώδη φυσήματα (NChonChron 4238)

ἡ φουσκαλίς ὡς φουσκαλίδες (1429 (24812)) φύσημα (High) ὡς πομφολυγώδη φυσήματα (NChonChron 4238)

Φράγγος (Low)Φράγγοις (1116 (17225)) ἀλλόθρους (High) ἀλλόθρουν (NChonChron 31966)

τὰ τῶν Φράγγων ὀσπήτια (1823 (3388)) ἑσπέρα (Ambiguous) οἰκίας τῶν ἐξ ἑσπέρας ἐθνῶν (NChonChron 55281)

ἀπὸ τῶν γενῶν τῶν Φράγγων (2121 (35911)) ἑσπέριος (High) παρὰ γενῶν ἑσπερίων (NChonChron 58561)

Φράγγων (1221 (2003)) Ἰταλός (High) Ἰταλῶν (NChonChron 35624)

τοὺς Φράγγους (445 (439)) Ἰταλός (High) Ἰταλοὺς (NChonChron 10987)

ὑπὸ τῶν Φράγγων (2178 (36917)) Λατίνος (High) πρὸς τῶν Λατίνων (NChonChron 60179)

Φράγγος (2182 (3703)) Λατίνος (High) Λατῖνος (NChonChron 6025)

εὑρὼν Φράγγον τινὰ καὶ φιλιωθεὶς αὐτῶ (142 Λατίνος (High) Λατίνῳ τινὶ ἐπιξενωθεὶς (NChonChron 42020)

Φράγγων (1221 (20015)) Σικελός (High) Σικελῶν (NChonChron 35636)

Φράγγοις (1118 (17317)) ὑπεναντίος (High) ὑπεναντίοι (NChonChron 32193)

φραγμός (Low)φραγμός (1585 (2837)) ἀντίφραγμα (High) ἀντίφραγμα (NChonChron 47361)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 272 of 284

φράττω (Low)τὰ ὦτα ἔφραττον (1558 (27635)) ἐπιφράττω (High) ἀκοὰς ἐπέφραττον (NChonChron 4648)

φρενήρης (Low)φρενήρης γενόμενος (14213 (2495)) παρακόπτομαι (High) φρένας παρακοπεὶς (NChonChron 42440)

φρενήρης γενόμενος (14213 (2495)) φρήν (High) φρένας παρακοπεὶς (NChonChron 42440)

φρίττω (Both)φρίττω καὶ τρέμω τὴν ὑπόσχεσιν (14219 (251 φρίττω (Both) πεφρικώς εἰμι τὰ ἐπαγγέλματα (NChonChron 42718)

φρόνιμος (Low)φρόνιμος (1585 (28230)) ἀγχίνους (High) ἀγχίνους (NChonChron 47347)

φρόνιμος (14216 (2502)) σύνεσις (High) πλήρης συνέσεως (NChonChron 42575)

φρόνιμοι (1522 (2713)) συνετός (High) σύνετοι (NChonChron 45572)

φρονίμως (Low)φρονίμως (6110 (706)) ἐπαινετῶς (High) ἐπαινετῶς (NChonChron 15448)

φροντίζω (Both)οὐδόλως ἔφρόντιζον (651 (8017)) ἀνεπιστρόφως (High) ἀνεπιστρόφως (ἔχειν) (NChonChron 17154)

φροντίζων (1454 (2569)) ἀφοράω (High) ἀπιδὼν (NChonChron 43536)

ἐφρόντιζες καὶ ἐπεμέλου (121013 (21926)) ἐπιμελέομαι (Low) ἐπεμέλου (NChonChron 38422)

ἐφρόντισε δὲ ὁ βασιλεὺς (261 (1226)) μέλει (High) ἐμἐλησε δὲ τῷ βασιλεῖ (NChonChron 5475)

οὐδὲν αὐτοὺς ἐφρόντιζεν (2138 (36227)) ὑπεροράω (High) ὑπερεώρα (NChonChron 5914)

φρούριον (Both)φρούριον ἀσφαλέστατον (15112 (28815)) ἔρυμα (High) ἐχυροῖς ἐρύμασιν (NChonChron 48072)

φυγάς (Low)φυγάδα ἀνέδειξε (4711 (5212)) δραπέτης (High) δραπέτην εἰργάσατο (NChonChron 12232)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 273 of 284

τὸν φυγάδα ἐζήτουν (437 (4118)) δραπέτης (High) ἀνεζήτει τὸν δραπέτην (NChonChron 10711)

φυγή (Both)τὴν φυγὴν (1812 (33618)) ἀπόδρασις (High) τὴν ἀπόδρασιν (NChonChron 54916)

φυλακή (Ambiguous)ἐν φυλακῆ ὢν ἀπέθανε (1581 (28116)) δεσμός (High) ἐναφῆκε τοῖς δεσμοῖς τὴν ψυχήν (NChonChron 47190)

τῆς φυλακῆς (436 (418)) δεσμωτήριον (High) τοῦ δεσμωτηρίου (NChonChron 10693)

τῆ φυλακῇ (438 (4122)) δεσμωτήριον (High) τῷ δεσμωτηρίῳ (NChonChron 10717)

ἐν φυλακῆ κατεκέκλειστο (1876 (34530)) εἱρκτή (High) παραρριφεὶς εἱρκτῇ (NChonChron 5642)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1877 (3463)) εἱρκτή (High) εἱρκτῇ παραδίδοται (NChonChron 56412)

ἐκ τῆς φυλακῆς (431 (3922)) εἱρκτή (High) ἐκ τῆς εἱρκτῆς (NChonChron 1038)

χρόνον ἐν τῆ φυλακῇ διαβιβάσας (16171 (324 καθείργνυμι (High) χρόνιος καθειργνύμενος (NChonChron 53343)

εἰς φυλακὴν βάλλεται (1428 (24810)) φρουρά (High) φρουρᾷ παραδίδοται (NChonChron 4235)

φυλακῆ (1118 (17312)) φρουρά (High) φρουραῖς (NChonChron 32088)

ἐν μιᾷ τῶν φυλακῶν κατακλείεται (413 (3829 φρουρά (High) ἐν μιᾷ τῶν φρουρῶν καθειργνύμενον (NChonChron 10173)

ἡ φυλακὴ πικροτέρα (439 (422)) φρουρά (High) χείρων φρουρά (NChonChron 10835)

ἐν φυλακῇ (435 (412)) φρουρά (High) ἐν φρουρᾷ (NChonChron 10685)

ὲν τῆ φυλακῆ εἶχεν ὁ β Μανουὴλ (432 (3929)) φρουρά (High) ἐν φρουρᾷ συνεῖχεν ὁ Μανουὴλ (NChonChron 10319)

ἔβλεπον δὲ τὴν φυλακὴν (436 (4110)) φρουρά (High) περιεβλέπετο γοῦν ἡ φρουρὰ (NChonChron 10695)

φυλακῆς (1557 (27624)) φρουρά (High) φρουρᾶς (NChonChron 46386)

φύλαξ (High)περισσοτέρων φυλάκων (439 (423)) κουστωδία (High) κουστωδία μείζων (NChonChron 10834)

παρὰ τῶν φυλάκων (436 (419)) φρουρός (High) παρὰ τῶν φρουρῶν (NChonChron 10693)

φύλαξις (Low)φύλαξιν εἰσάγει (21121 (3744)) στρατιά (Both) στρατιάν (NChonChron 61092)

εἰσῆξε καὶ φυλάξεις (1452 (25527)) φρουρά (High) φρουρὰν ἐγκατέστησε (NChonChron 43422)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 274 of 284

εἰσάγει φύλαξιν (21121 (37331)) φρουρά (High) φρουρὰν ἐγκαθίστησιν (NChonChron 60983)

φυλάττω (Low)οἱ φυλάσσοντες (438 (4130)) δεσμοφύλαξ (High) τοῖς δεσμοφύλαξι (NChonChron 10727)

φυλάξαντι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ (1435 (25317)) ἐπισκιάζω (High) ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπισκιάσαντι (NChonChron 43024)

διότι τὰ αὐτῶν φυλάττουσι χρήματα (1828 (34 περιέπω (High) ὡς περιέπουσι μὲν τὰ οἰκεῖα (NChonChron 55676)

φυλαχθεὶς ὑπὸ θεοῦ (7122 (8727)) φρουρέω (High) ὑπὸ θεοῦ φρουρηθεὶς (NChonChron 18373)

φυλάττειν (1225 (20118)) φρουρέω (High) φρουρεῖν (NChonChron 35762)

ὃν ἐφύλαττον ἄνθρωπον (436 (4113)) φρουρέω (High) ὃν ἐφρούρουν (NChonChron 1075)

φυτρόω (Low)ἐφύτρωσαν (1429 (24811)) ἀναδίδομαι (High) ἀνεδόθησαν (NChonChron 4237)

φωλεά (Low)εἰσέρχεται εἰς τὴν αὐτοῦ φωλεάν (21124 (374 χειά (High) ἐς χειὰν συσπειρᾶται (NChonChron 61128)

φωνή (Low)μετὰ φωνῶν (2175 (36817)) βοή (Low) μετrsquo εὐσήμων βοῶν (NChonChron 59930)

φωράω (Low)φωραθεὶς (14210 (24818)) καταμηνύω (High) καταμηνυθεὶς (NChonChron 42316)

φῶς (High)τῆς ἡμέρας εἰς φῶς ἐλθούσης (2131 (36014)) ἐπιφαύσκω (High) τῆς ἡμέρας ἐπιφαυσάσης (NChonChron 5873)

εἰσάξαι φῶς (434 (4026)) λαμπτήρ (High) λαμπτῆρα εἰσενεγκεῖν (NChonChron 10560)

χαίρω (Low)ἐχάρησαν (1457 (25718)) ἀγάλλομαι (High) ἠγαλλιάσαντο (NChonChron 43689)

χαίρων (13815) γέγηθα (High) γεγηθώς (NChonChron 41592)

ἐχάρη ἐπὶ τῆ τοσαύτη ἀναδοχῆ (475 (905)) ἐνευφραίνομαι (High) ἐπὶ τῷ τῆς ξενίας ἐνευφράνθη ἀπροσδεεῖ (NChonChron 118

χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς (474 (4926)) ἐπιχαίρω (High) ἐπιχαίρῃ κακοῖς (NChonChron 11818)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 275 of 284

ἐχάρη (479 (521)) ἥδομαι (High) ἥσθη (NChonChron 12117)

χαίτη (Low)τὰς τῶν ἀλόγων χαίτας (214 (36433)) γένυς (High) ταῖς γένυσιν αὐτῶν (NChonChron 59489)

χαλαστάριον (Low)χαλαστάρια (1612 (30418)) ἀφετήριος (High) ἀφετήρια ὄργανα (NChonChron 50225)

χαλάω (Low)τὰ ὀσπήτια ἐχαλάσθησαν (1823 (3388)) διαλύω (High) καθαιρεῖ καὶ διαλύει οἰκίας (NChonChron 55280)

χαλώντων (1584 (28221)) διαχαλάω (High) διαχαλώντων (NChonChron 47236)

πολλὰς οἰκίας ἐχάλασε (476 (5014)) ἐπικαταβάλλω (High) πολλὰς ἐπικαταβεβλήκει οἰκήσεις (NChonChron 11944)

τὰ ὀσπήτια ἐχαλάσθησαν (1823 (3388)) καθαιρέω (High) καθαιρεῖ καὶ διαλύει οἰκίας (NChonChron 55280)

κατέσκαψε καὶ ἐχάλασεν (15112 (28811)) κατασκάπτω (High) κατεσκάφησαν (NChonChron 48068)

ἐχαλάσθησαν (1117 (1735)) κατερείπω (High) κατηρείποντο (NChonChron 32074)

χαλινάριον (Low)χρυσοῦν χαλινάριον φορῶν (443 (4225)) χρυσοφάλαρος (High) ἵππος χρυσοφάλαρος (NChonChron 10963)

χαλκοῦς (Low)στέμμα χαλκοῦν (15113 (28822)) χαλκός (High) στέφος ἐκ χαλκοῦ (NChonChron 48181)

χαντάκιν (Low)μέγα χαντάκιν (21173 (38126)) τάφρος (High) βαθεῖαν τάφρον (NChonChron 62219)

χαρά (Low)ἀσπασίως καὶ μετὰ χαρᾶς (21132 (37513)) ἀσμένως (High) ἀσμένως (NChonChron 61256)

μετὰ χαρᾶς (14213 (2496)) ἐπίχαρμα (High) μετrsquo ἐπιχαρμάτων (NChonChron 42441)

χάραγμα (Low)ἄργυρος κεκομμένα εἰς χάραγμα (479 (5122)) νόμισμα (High) ἄργυρος κεκομμένος εἰς νόμισμα (NChonChron 1204)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 276 of 284

κεντηνάρια διὰ χαράγματος ἀργυρά (1552 (27 νόμισμα (High) ἀργυρίου κεντηνάρια κομμένα εἰς νόμισμα (NChonChron 46

χάραξ (Low)χάρακα στρατήγιον βάλλοντες (21143 (37630 στρατήγιον (High) βαλόντες στρατήγιον (NChonChron 61514)

χαρίζομαι (Low)χαρισάμενος (1113 (218)) ἀποχαρίζομαι (High) ἀποχαρισάμενος (NChonChron 2843)

χάρτης (Low)χάρτας (214 (3651)) τόμος (High) τόμοις (NChonChron 59490)

χαυνόομαι (Low)τῇ κολακείᾳ χαυνωθεὶς (42 (3919)) ἁπαλύνομαι (High) τῇ αἱμυλίᾳ ἁπαλυνθεὶς (NChonChron 1034)

χαῦνος (Low)χαῦνον φρόνημα ἔχων (1813 (3374)) χαλίφρων (High) χαλίφρον μειράκιον (NChonChron 55042)

χαύνωσις (Low)ἡ χαύνωσις καὶ οἰκοκυρία (2121 (35916)) ὑπτιότης (High) ἡ ὑπτιότης καὶ οἰκουρότης (NChonChron 58667)

χαώνω (Low)ἐχαώθησαν (1211 (19920)) ἀφαντόω (High) ἠφάντωτο (NChonChron 35621)

χειμών (Low)ὕδωρ ἐκ χειμῶνος (1432 (25218)) χείμαρρος (High) ὑδάτιον ἐκ χειμάρρου (NChonChron 42982)

χείρ (Low)μετὰ πολλῶν καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν (2122 (35 πολύχειρ (High) ὁ πολύπους καὶ πολύχειρ (NChonChron 58676)

χειρότερα (Low)χειρότερα ἔπασχον (7122 (8729)) χειρόνως (High) χειρόνως ἔπασχον (NChonChron 18375)

χειροτονέω (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 277 of 284

τῶν αὐτὸν εἰς βασιλέα χειροτονησάντων (187 βασιλευτής (High) τοῦ βασιλευτοῦ λεώ (NChonChron 56412)

χέλυν (Low)ὡς χέλυν ὀλισθηρὸν ἐξέφυγεν (562 (6027)) ἐγχέλυς (High) ὡς ὀλισθηρά τις ἐγχέλυς ἐξήλυξεν (NChonChron 13824)

χέομαι (Low)αἵματα ἐχύθησαν (475 (502)) ῥέω (Low) αἵματα ῥεύσαντα (NChonChron 11828)

χέω (Low)ἔχεε τὸ φαρμάκιον τῆς κακίας αὐτοῦ (4715 (5 ἀποπτύω (High) τὸν τῆς κακίας ἀποπτύων ἰὸν (NChonChron 12383)

δάκρυα χύσας (2138 (36232)) σπένδω (High) σπείσας δάκρυα (NChonChron 59110)

χοῖρος (Low)χοίρους (1118 (17320)) σῦς (High) συῶν (NChonChron 3212)

χρεία (Low)ἀργῶν ἐπὶ τῆ ἀναγκαία χρεία (523 (567)) ἀπόπατος (High) εἰς ἀπόπατον παρασκευαζόμενος (NChonChron 13192)

χρειώδης (Low)τὴν τῶν ἀναγκαίων χρειωδῶν στέρησιν (111 ἐφόδιον (High) τὸ ἐπιλιπεῖν τὰ ἐφόδια (NChonChron 2841)

χρήζω (Low)χρήζων (911 (1153)) δέομαι (High) δεόμενος (NChonChron 2236)

χρῆμα (Low)χρήματα (15121 (2897)) πλοῦτος (High) πλοῦτον (NChonChron 4826)

χρήματα (Low)τὰ χρήματα αὐτῶν (1827 (3403)) ὄντα (High) τὰ ὄντα (NChonChron 55560)

χρῆσις (Low)πρὸς χρῆσιν ἀναγκαίαν καθήμενον (523 (561 ἀφοδεύω (High) ἀνθρωπόμορφόν τι ἀφοδεῦον τεκτηνάμενος (NChonChron 1

διὰ χρῆσιν (214 (36430)) χρεία (Low) κατὰ χρείαν (NChonChron 59486)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 278 of 284

χρόνος (Both)χρόνοι διέβησαν (1445 (25515)) ἐνιαυτός (High) παρήλθοσαν ἐνιαυτοὶ (NChonChron 4335)

χρόνοι (1445 (2557)) ἐνιαυτός (High) ἐνιαυτῶν (NChonChron 4331)

καθrsquo ἕκαστον χρόνον (1552 (27519)) ἐτησίως (High) ἐτησίως (NChonChron 46134)

χρόνον ἤδη τέλειον (1151 (728)) ἔτος (High) ἔτους ἤδη τελείου (NChonChron 3824)

ταὸν ἐνδέκατον χρόνον (1012 (14710)) ἔτος (High) ταὸ ἐνδέκατον ἔτος (NChonChron 27516)

τὸν χρόνον (1585 (28310)) ἔτος (High) τοῦ ἔτους (NChonChron 47364)

ἐν δὲ τοῖς χρόνοις ἐκείνοις (1143 (722)) καιρός (Low) ἐν δὲ τοῖς καιροῖς τοῖσδε (NChonChron 3813)

χρόνοις (1445 (2559)) λυκάβας (High) λυκάβαντες (NChonChron 43393)

χρόνον ἐν τῆ φυλακῇ διαβιβάσας (16171 (324 χρόνιος (High) χρόνιος καθειργνύμενος (NChonChron 53343)

χρυσάφιον (Low)ἄνευ hellip τοῦ χρυσαφίου (16171 (3257)) χρύσεος (High) πλὴν τῶν hellip χρυσέων σκευῶν (NChonChron 53351)

χρυσόβουλλος (Low)διἀ χρυσοβούλλου γράμματος (1662 (31417)) ἐγγράφως (High) ἐγγράφως (NChonChron 51825)

χρυσοκόλλητος (Low)φόρεμα χρυσοκόλλητον (1842 (34117)) χρυσόκολλος (High) διάδημα χρυσόκολλον (NChonChron 55718)

χρυσός (Low)χρυσὴν (15106 (28714)) διάχρυσος (High) διάχρυσον (NChonChron 47937)

ντούφαν χρυσὴν (444 (4230)) κατάπαστος (High) πῖλονχρυσῷ κατάπαστον (NChonChron 10969)

μετὰ ψηφίδων χρυσῶν (1426 (24730)) ποικιλόχροος (High) διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων (NChonChron 42287)

χρυσός (1553 (27527)) χρυσίον (High) χρυσίου (NChonChron 46248)

χυδαῖος (Low)οἱ χωριᾶται καὶ χυδαῖοι (21315 (36418)) ἀγελαῖος (High) οἱ ἀγροῖκοι καὶ ἀγελαῖοι (NChonChron 59370)

χυδαῖοι οἱ πλείονες (2121 (35912)) ἀφαυρός (High) ἀφαυρῶν τὰ πλεῖστα (NChonChron 58562)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 279 of 284

τὸ χυδαῖον πλῆθος (1823 (3385)) χυδαΐζω (High) τὸ χυδαΐζον στῖφος (NChonChron 55277)

χῶμα (Low)τὸ χῶμα ἔξω βάλλοντες (21143 (3771)) χοῦς (High) τὸν χοῦν ἀναφέροντες (NChonChron 61520)

χωνεύω (Low)κόσμους διὰ πυρὸς χωνεύοντες (1822 (33730)) παραπέμπω (Both) κόσμους πυρὶ παραπεμπομένους (NChonChron 55269)

σκεύη χωνευόμενα (1822 (33731)) πυρόω (High) σκεύη πυρούμενα (NChonChron 55270)

χώρα (Both)ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐξελθὼν χώρας (112 (44)) ellipsis (High) ἀπάρας ἐκ τῆς Ῥωμαίων (NChonChron 3234)

κατὰ πάσας τὰς Ῥωμαϊκὰς χώρας (652 (8022) ἐπαρχία (High) κατὰ πᾶσαν ἐπαρχίαν Ῥωμαϊκὴν (NChonChron 17162)

χώραις (16172 (32514)) θέμα (High) θέμασιν (NChonChron 53358)

χῶραι πολλαὶ (4717 (5328)) κώμη (High) κατὰ κώμας 12415 (NChonChron 12415)

χώρας καὶ καστέλλια (1451 (25520)) κώμη (High) κώμας καὶ ἀγροὺς (NChonChron 43412)

πόλεις καὶ χώρας (1458 (25731)) κώμη (High) φρούριον ἢ κώμας (NChonChron 4379)

εἰς ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος τῶν χωρῶν καὶ πόλε πόλις (Both) εἰς ὄνειδος πόλεων (NChonChron 53478)

ἡ κάστρον χῶρα κάστρων καὶ χωρῶν (1118 (1 πόλις (Both) πόλεων (NChonChron 32090)

χῶρας (15121 (2895)) πόλις (Both) πόλεις (NChonChron 4824)

χώρας (1112 (1719)) πόλις (Both) πόλεως (NChonChron 31715)

χώρα τὰς χώρας καὶ τὰ καστέλλια (1613 (304 πόλισμα (High) τὰ πολίσματα καὶ τὰς κώμας (NChonChron 50339)

εἰς τὰς Ῥωμαϊκὰς χώρας (2151 (36519)) σχοίνισμα (High) τοῖς Ῥωμαϊκοῖς σχοινίσμασιν (NChonChron 59514)

χώρας (1556 (27614)) φρούριον (Both) φρουρίων (NChonChron 46370)

χωρέω (Both)κατὰ τοῦ Σ χωρεῖ (1113 (224)) πρόσειμι (High) τῷ Σ πρόσεισιν (NChonChron 2953)

χωρία (Low)διὰ χωρίων (1312) κωμηδόν (High) κωμηδόν (NChonChron 39434)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 280 of 284

χωριάτης (Low)οἱ χωριᾶται καὶ χυδαῖοι (21315 (36418)) ἀγροῖκος (High) οἱ ἀγροῖκοι καὶ ἀγελαῖοι (NChonChron 59370)

χωριάτη ἁρμόζον καὶ ἐπιτήδειον (15111 (2873 ἰδιώτης (High) ίδιώτῃ ἐπιτήδειον (NChonChron 48057)

χωρίζομαι (Low)ἐχωρίσθησαν τὰ στρατεύματα (4718 (5415)) διίσταμαι (High) διέστησαν τὰ στρατεύματα (NChonChron 12539)

χωρίζω (Low)χωρίσαντος (1827 (33932)) διαιρέω (High) διελόντος (NChonChron 55556)

χωρισθέντα εἰς τμήματα (6320 (7824)) σκεδάννυμι (High) εἰς μύρια σκεδασθεῖσαν τμήματα (NChonChron 16863)

χωρίον (Both)τοῖς κατὰ τὸν Σάγγαριν χωρίοις (1131 (424)) τόπος (Both) τοῖς κατὰ τὸν Σαγγάριον τόποις (NChonChron 3362)

χωρίς (Low)χωρὶς κτύπου καὶ ταραχῆς (2122 (35923)) ἀ- (High) ἐμβάδι ἀψόφῳ καὶ χερσὶν ἀκροτήτοις (NChonChron 58675-7

χωρισμός (Low)χωρισμὸν (2123 (36010)) ἀποβολή (High) ἀποβολὴν (NChonChron 58793)

ψευδής (Low)πάντας ψευδεῖς ἀνέδειξεν (15132 (29012)) εἰκαιόμυθος (High) πάντας εἰκαιομύθους ἀπέδειξε (NChonChron 48344)

ψευδῶς (Low)οὐ ψευδῶς (1842 (34112)) μάτην (High) οὐ μάτην καὶ εἰκαίως (NChonChron 55713)

ψηλαφάω (Low)χεὶρ τὸ ξίφος ψηλαφῶσα (2182 (3705)) διφάω (High) χεὶρ διφῶσα τὸ ξίφος (NChonChron 6027)

ψυχάριν (Low)ψυχάρια (21182 (21121)) δαιμονόληπτος (High) δαιμονολήπτων (NChonChron 37120)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 281 of 284

ψυχή (Both)ψυχὴν (1559 (2772)) ψυχίδιον (High) ψυχίδιον (NChonChron 46413)

ὦ φίλε (Low)ὦ φίλε (121013 (21931)) ὦ οὗτος (High) ὦ οὗτος (NChonChron 38428)

ὥρα (Both)κατὰ τὴν ὥραν (1117 (1734)) εὐθύς (Ambiguous) εὐθὺς (NChonChron 32074)

ὡραῖος (Low)λώβη εἰς ὡραιότατον πρόσωπον (251 (1225)) χαρίεις (High) ὄψεως χαριέσσης ἐξανθήματα (NChonChron 5473)

ὡς (Both)ὡς πτηνὸν (477 (515)) δίκην (Low) πτηνοῦ δίκην (NChonChron 12077)

ὡς δὲ οὐδένα εἶχε (7127 (897)) ἐκ τοῦ + inf (High) ἐκ δὲ τοῦ μηδένα παρεστάναι (NChonChron 18535-36)

ὡς δὲ ἐραθύμησαν (2185 (37032)) ἐπεί (High) ἐπεὶ δὲ ῥᾳθύμως εἶχον (NChonChron 60436)

ὡς ὁ πατὴρ αὐτοῦ (42 (3916)) ζηλόω (High) τὸν οἰκεῖον πατέρα ζηλωκὼς (NChonChron 1031)

ὡς ἀσκὸς (15111 (28719)) κατά (Both) κατὰ τοὺς ἀσκοὺς (NChonChron 47943)

ὡς βουνὰ φαίνεσθαι (288 (213)) κατά + acc (High) κατὰ τὰ ἀνεστηκότα γήλοφα (NChonChron 7165-66)

ὡς δοῦλα (2711 (188)) ὅσα καί (High) ὅσα καὶ ὑπηρέτιδες (NChonChron 6592)

ὡς εἶπον (15112 (2884)) ὅσπερ (Both) ὅπερ ἔλεγον (NChonChron 48061)

ὡς βέβηλον (15106 (28715)) ὡσεί (Both) ὡσεὶ βέβηλον (NChonChron 47939)

ὡς ἀχανὲς πέλαγος (4713 (5228)) ὥσπερ (Both) ὥσπερ τις κόλπος θαλάττιος (NChonChron 12258-12359)

ὡς ἄν (Both)ἀγωνιζόμενος ὡς ἂν ὁμαλὴν ποιήσῃ (7121 (87 future infinitive (High) ἦν ἐγκείμενος ἐξομαλίσειν τὴν δίοδον (NChonChron 18360)

ὡς ἂν διέλθωσι τὰς πόλεις (21142 (3769)) future participle (High) τὰς πόλεις μετελευσομένη (NChonChron 61487)

ὡς ἂν ὑποστρέψωσι (414 (398)) εἴ πως (High) εἴ πως ἀπανασταῖεν (NChonChron 10285)

ὡς ἂν ὁμολογήση καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ὄντας (1 ἐπὶ τῷ + infinitive (Ambiguous) ἐπὶ τῷ τοὺς συνιστόρας ἐκφῆναι (NChonChron 42312)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 282 of 284

ὡς ἂν γνωρίσης (479 (5131-32)) ἵνα + optative (High) ἵνα εἰδείης (NChonChron 12116)

ὡς ἂν εἰσέρχωνται καὶ βοηθεῖν (619 (6934-70 ὅπως (Both) ὅπως ἐπιπαριοῦσαι εἴησαν ἐπαρήγουσαι (NChonChron 1544

ὡς ἂν μὴ καίοιντο (21179 (38323)) ὡς (Both) ὡς εἶεν τοῦ πυρὸς σθεναρώτεραι (NChonChron 62494)

ὡς ἵνα (Low)ὡς ἵνα μηδέποτε ἐνθυμηθῶσι (15112 (28812)) ὡς (Both) ὡς μή ποτε ἐρασθεῖεν (NChonChron 48069)

ὡς ὅτι (Low)ἐμερίμνα ὡς ὅτι γενήσεται (15111 (28726)) ὅπως (Both) μέριμνας κατατεινόμενος ὅπως περιβαλεῖται (NChonChron

ἐκηρύχθη ὡς ὅτι (1557 (27622)) ὡς (Both) ἦν διαδόσιμος ὡς (NChonChron 46384)

ὡσεί (Both)ὡσεὶ νέφος (3112 341) δίκην (Low) δίκην νεφῶν (NChonChron 9243-44)

ὡσεὶ χιὼν (6117 (7220)) ὡς (Both) ὡς αἱ χιόνων ἀποσπάδες (NChonChron 15868)

ὥσπερ (Both)ὥσπερ (1462 (2587)) καθάπερ (Both) καθάπερ (NChonChron 43727)

ὥσπερ ὁ κοχλίας εἰς τὸ αὐτοῦ ὀστράκινον ὀσπ κατά (Both) κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα (NChonChron 4

ὥσπερ καὶ τὸ φεγγάριν (1877 (3462)) κατά + acc (High) κατὰ σελήνην λειψίφωτον (NChonChron 56410)

ὥσπερ πρόβατα (1442 (25418)) ὡς (Both) ὡς πρόβατα (NChonChron 43264)

ὥσπερ ἀσκός (1462 (25810)) ὡς (Both) ὡς τῶν οἴνων ἀμφορεῖς (NChonChron 43830)

ὥσπερ εἰς μάνδραν προβάτων (1435 (2536)) ὡς (Both) ὡς θρέμματα σηκῷ (NChonChron 43014)

ὥσπερ (1435 (2539)) ὡς (Both) ὡς (NChonChron 43016)

ὥσπερ ἀσπίδες (1558 (27635)) ὡς (Both) ὡς ἀσπίδες (NChonChron 4648)

ὥσπερ hellip ἀπεβάλλοντο (214 (36428)) ὡς εἴπερ (High) ὡς εἴπερ hellip ἀπεβάλοντο (NChonChron 59483)

ὥστε + inf (High)ὥστε τὴν φωνὴν αὐτῆς ἀκοῦσαι τούτους (434 ὡς + inf (High) ὡς τὴν ταύτης ἐνηχηθῆναι φωνὴν (NChonChron 10562)

ὠφέλεια (Low)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 283 of 284

τὰ πρὸς ὠφέλειαν ποιεῖν (1455 (25623)) λυσιτελής (High) τὰ λυσιτελῆ αἱρεῖσθαι (NChonChron 43554)

ὠφέλιμος (Low)πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ὠφέλιμος καὶ εὐαπόδεκτ πολυέραστος (High) Ῥωμαίοις πολυέραστος (NChonChron 47947)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 Page 284 of 284

Page 4: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 5: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 6: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 7: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 8: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 9: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 10: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 11: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 12: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 13: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 14: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 15: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 16: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 17: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 18: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 19: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 20: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 21: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 22: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 23: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 24: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 25: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 26: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 27: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 28: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 29: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 30: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 31: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 32: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 33: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 34: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 35: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 36: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 37: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 38: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 39: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 40: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 41: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 42: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 43: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 44: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 45: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 46: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 47: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 48: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 49: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 50: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 51: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 52: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 53: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 54: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 55: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 56: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 57: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 58: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 59: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 60: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 61: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 62: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 63: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 64: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 65: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 66: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 67: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 68: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 69: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 70: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 71: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 72: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 73: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 74: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 75: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 76: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 77: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 78: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 79: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 80: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 81: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 82: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 83: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 84: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 85: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 86: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 87: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 88: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 89: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 90: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 91: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 92: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 93: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 94: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 95: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 96: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 97: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 98: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 99: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 100: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 101: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 102: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 103: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 104: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 105: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 106: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 107: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 108: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 109: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 110: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 111: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 112: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 113: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 114: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 115: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 116: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 117: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 118: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 119: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 120: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 121: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 122: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 123: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 124: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 125: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 126: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 127: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 128: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 129: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 130: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 131: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 132: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 133: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 134: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 135: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 136: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 137: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 138: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 139: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 140: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 141: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 142: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 143: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 144: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 145: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 146: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 147: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 148: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 149: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 150: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 151: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 152: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 153: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 154: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 155: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 156: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 157: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 158: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 159: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 160: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 161: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 162: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 163: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 164: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 165: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 166: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 167: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 168: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 169: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 170: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 171: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 172: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 173: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 174: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 175: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 176: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 177: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 178: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 179: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 180: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 181: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 182: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 183: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 184: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 185: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 186: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 187: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 188: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 189: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 190: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 191: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 192: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 193: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 194: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 195: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 196: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 197: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 198: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 199: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 200: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 201: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 202: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 203: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 204: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 205: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 206: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 207: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 208: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 209: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 210: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 211: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 212: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 213: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 214: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 215: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 216: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 217: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 218: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 219: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 220: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 221: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 222: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 223: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 224: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 225: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 226: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 227: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 228: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 229: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 230: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 231: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 232: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 233: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 234: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 235: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 236: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 237: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 238: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 239: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 240: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 241: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 242: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 243: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 244: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 245: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 246: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 247: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 248: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 249: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 250: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 251: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 252: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 253: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 254: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 255: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 256: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 257: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 258: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 259: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 260: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 261: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 262: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 263: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 264: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 265: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 266: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 267: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 268: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 269: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 270: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 271: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 272: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 273: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 274: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 275: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 276: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 277: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 278: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 279: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 280: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 281: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 282: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 283: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z
Page 284: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ · 2020. 7. 15. · Created Date: 20200713163853Z