Λούκατς Γκεόργκη - Ιστορία και ταξική συνείδηση (Πολιτικό Καφενείο)
Gunter Anders - Πώς ο Ναζισμός Εκμηδένισε Την Ταξική...
description
Transcript of Gunter Anders - Πώς ο Ναζισμός Εκμηδένισε Την Ταξική...
Η παρούσα έκδοση ετοιμάστηκε στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας με γενική επιμέλεια έκδοσης του Παναγιώτη Καλαμαρά και κυκλοφόρησε στη μητρόπολη της Αθήνας σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων τον χειμώνα του 2014-2015, με τη χρήση να είναι ελεύθερη αποκλειστικά για τους σκοπούς των κινημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού και την παράκληση να αναφέρονται οι πηγές. Θερμές ευχαριστίες στην Άννα Τσουλούφη-Λάγιου (για την επιμέλεια της έκδοσης) και στον Ηλία Διάμεση (για τον σχεδίασμά του εξωφύλλου). Κεντρική διάθεση Πανεπιστημίου 64, Αθήνα, τηλ. επικοινωνίας: 210.38.04.525, www.xwroselkoul.blogspot.com
Gunter Anders
ΠΩΣ Ο ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΕ ΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Ελευθεριακή Κουλτούρα
I. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ.ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ.
ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ.Παρίσι 1933
Κομμουνισμός και οξυδέρκεια (η αδελφοκτόνα πάλη ανάμεσα σε κομμουνιστές
και σοσιαλδημοκράτες)
Κατ’ αρχήν, είναι κατανοητό, κατά κάποια έννοια, γιατί το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να μπει στην κατηγορία των ηττημένων κομμάτων. Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα διέθετε μια θεωρία της τακτικής, αυτή συνΐστατο στο να γίνεται η ζωή των εργατών, τη δεδομένη στιγμή, σχετικά πιο ανεκτή' να υπάρξουν οφέλη την επαύριο' όμως, επίσης, να διασφαλιστεί και το υπάρχον οικονομικό σύστημα. Αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του, που όμως δεν άγγιζε την ουσία των πραγμάτων. Ωστόσο, είναι προφανές πόσο μικρά ήταν τα αποτελέσματα και πόσο μικρή η υπομονή μέχρι την, ουσιαστικά μερική και ανεκτή για όλους, επίτευξή τους. Συνεπώς η ένταξη σε αυτό το κόμμα δεν απαιτούσε ούτε ολοκληρωτική πίστη ούτε ολοκληρωτική αυταπάρνηση. Το κόμμα (ευρισκόμενο σε μια «κατάσταση ενοχής», απολύτως μη επαναστατικής ιδεολογικά) υποσχόταν, συνεκτικό όπως ήταν, τη διατήρηση όσων είχαν κατακτηθεί -στην πραγματικότητα ελάχιστων. Όμως με την προφανή συνεκτικότητα και την καθημερινή δουλειά του, κα- τάφερνε να έχει στο πλευρό του μια συμπαγή μάζα ψηφοφόρων.
Το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα διέθετε, αντιθέτως, μια τακτική της θεωρίας, όμως αυτή η θεωρία δεν επιδεχόταν ούτε την παραμικρή βελτίωση, αφού σαφώς δεν θα επρόκειτο για κάτι άλλο πέρα από μια βελτίωση στο πλαίσιο ενός συστήματος το οποίο άξιζε μια συνολική καταδίκη, ενώ η μόνη βελτίωση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή αφορούσε τα θεωρητικά κείμενα. Φυσικά είχε κι αυτό μια καθημερινή δουλειά. Ό-
5
μως αυτή η καθημερινή δουλειά απαιτούσε την ιδιωτικοποίηση της σύγκρουσης.
Η ιδιωτικοποίηση της σύγκρουσης
Η ισχύς της ανήκουστης κραυγής του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την αποπολιτικοποίηση του λαού, γεγονός προς εκμετάλλευση για πολιτικούς σκοπούς. Τα εργατικά κόμματα —ως προς αυτό πραγματικά «κληρονόμοι της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας»- είχαν εναποθέσει στα εγγεγραμμένα μέλη τους, συνεχώς και θεμελιωδώς, συγκεκριμένες αφαιρέσεις, αφαιρέσεις που απαιτούσαν σπατάλη ενέργειας και αναγκαστικά οδηγούσαν στην εξασθένηση των επαναστατικών δυνάμεων. Αυτές οι αφαιρέσεις ήταν οι ακόλουθες:1. Τα χρόνια της προεπαναστατικής δουλειάς, που ήδη είχε μετατραπεί σε θεσμική, έπρεπε να θεωρούνται από όλα τα εγγεγραμμένα μέλη σαν προετοιμασία, συνεπώς σαν μέσο και όχι σαν δεδομένη συνθήκη ή σαν αποτυχία του κινήματος.2. Επιζητούνταν η αλληλεγγύη με μια πραγματικότητα (τη διεθνή κοινότητα των εργαζομένων) την οποία ελάχιστα γνώριζαν και που η εμπειρία της γινόταν γνωστή κυρίως μέσα από έμμεσες επιδράσεις, αλλά ποτέ κατά τρόπο άμεσο.3. Ο εχθρός —ο καπιταλισμός- δεν ήταν αναγνωρίσιμος στο πρόσωπο κάποιων, συγκεκριμένων ανθρώπων, αλλά μάλλον, σύμφωνα με τον Μαρξ, εμφανιζόταν σαν «μια μάσκα», σαν ένα σύστημα. Το προσωπικό μίσος δεν μπορούσε να ξεθυμάνει, με έναν φυσικό τρόπο, στρεφόμενο σε συγκεκριμένα άτομα.4. Η αρχή της ανωνυμίας, που έφερε μαζί της η εκβιομηχάνιση, προσλήφθηκε από το εργατικό κίνημα με έναν διπλό τρόπο: κατά πρώτο λόγο ο σύντροφος στον αγώνα έπρεπε να γίνεται αντιληπτός όχι σαν ήρωας, αλλά σαν ο «οποιοσδήποτε» (μας έρχεται εδώ στο μυαλό η τεχνική που ανάπτυξε ο Μπρεχτ στα Διδακτικά Δράματα, η οποία συνίσταται στην ελαχιστοποί- ηση του μεγίστου βαθμού). Αποκλειόταν κάθε μορφή προσω
6
πικής ματαιοδοξϊας, κάθε ανταμοιβή της θυσίας μέσω της ανύψωσης στον ρόλο του ήρωα (όπως ήδη συμβαίνει με κάποιον που φοράει στολή, για να μη μιλήσουμε για τη λατρεία των ηρώων από την πλευρά των ναζιστών). Το ίδιο το κίνημα δεν αποτελούσε αντίβαρο στην απρόσωπη εργασιακή ζωή' στην καλύτερη περίπτωση αντίβαρο ήταν ο σκοπός του εργατικού κινήματος, ο οποίος, καθώς αργούσε να επιτευχθεί, γινόταν ένας σκοπός πικρός. Επιπλέον, η παρόρμηση που απαιτούσε αυτή την έσχατη θυσία δεν είχε να κάνει με έναν «προσωπικό φύρερ», αλλά με τον εκπρόσωπο μιας αρχής της οποίας η υλική πραγματοποίηση συνέβαινε σε μιαν άλλη χώρα. Οι Γερμανοί εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κοιτάζουν την υπόθεσή τους σαν μια περίπτωση ανάμεσα στις άλλες διεθνείς περιπτώσεις, να θεωρούν τους εαυτούς τους σαν ένα απλό πεδίο εφαρμογής. Για να το πούμε καλύτερα: σαν περίπτωση εφαρμογής της αρχής της διεθνούς επανάστασης, που η ίδια η Ρωσία από καιρό παραμελούσε. Δεν ήταν δυνατό να γίνει ανεκτό a la longue [μακροπρόθεσμα, σ.τ.μ.] αυτό το φορτίο αφαιρέσεων (μη λογικής φύσης, πόσο μάλλον ηθικής). Αποσπάστηκε από τους εργάτες μέσα από τις εξής έννοιες-κλειδιά του εθνικοσοσιαλισμού:1. Προσωπικός εχθρός. Παρουσιάστηκε ένας προσωπικός εχθρός: ο εβραίος.2. Πολίτική δυσφήμηση. Παραδόξως, ο εθνικοσοσιαλισμός υιοθέτησε σαν βασική αρχή του την άσκηση πολιτικής μέσω της προσωπικής δυσφήμησης, κάτι που όλοι μπορούν να το καταλάβουν και να το να κάνουν. Το άθροισμα των συναισθημάτων προσωπικού μίσους, παραγομένων και επιβαλλόμενων με έναν πολιτικό τρόπο, έπρεπε να φαίνεται μεγαλύτερο και, συνεπώς, πολιτικά ισχυρότερο από το άθροισμα των συναισθημάτων μίσους που από την αρχή έχουν πολιτικό προσανατολισμό. Ενώ ο κομμουνιστής δεν πρέπει να τρέφει ένα μίσος καθαυτό αλλά ούτε και να μισεί ένα συγκεκριμένο άτομο -απαιτείται δηλαδή κάθε ξεχωριστό άτομο να είναι ήδη «πολιτικοποιημέ
7
νο»- ο εθνικοσοσιαλιστής μπορεί να μισεί τον πολιτικό του αντίπαλο είτε σαν τον κακό που βρίσκεται δίπλα του είτε σαν ανταγωνιστή του: το άθροισμα αυτών των ατομικών συναισθημάτων αντιπροσωπεύει ένα πολιτικό γεγονός πρώτου βαθμού.3. Τιμή. Ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλαβε ότι θα μπορούσε να αντισταθμίσει την απρόσωπη ύπαρξη με την τιμή (είναι γνωστό ότι σε αυτό το είδος τιμής η «εξωτερική ύπαρξη» του εργάτη δεν χρειάζεται να αλλάξει). «Και εσείς οι εργάτες έχετε τιμή», με αυτή την πρόταση ο ναζιστής προσπαθεί να γοητεύσει' «σίγουρα», του απαντά ευχαριστώντας τον ο εργάτης. «Οπότε όλα είναι εντάξει», σκέφτεται ο ναζιστής' «μπορείτε λοιπόν να μείνετε όπως είσαστε, το ίδιο και οι σχέσεις σας». Λ υτό σημαίνει ότι η τιμή ως τίτλος είναι αυτή τη στιγμή πιο αποτελεσματικός από την τιμή εννοούμενη σαν ένα δικαίωμα στην αλλαγή.
Στη συνέχεια ο εθνικοσοσιαλισμός δίνει σε όλους τη δυνατότητα να είναι ήρωες και, συνεπώς, να ξεχωρίζουν. Το να συμμετέχεις σε αυτόν σημαίνει να μετράς περισσότερο από τους άλλους. Έτσι, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από τους άλλους , ακόμη και ήρωας, όχι βάσει μιας θεοποιημένης αρχής, αλλά μέσω κάποιου άλλου, του φύρερ (τον οποίο ναι μεν μπορεί να αναγνωρίζει, εφόσον είναι και αυτός άνθρωπος, τον ανάγει, όμως, σε «υπεράνθρωπο» και του αποδίδει μια θέση «αρχής»). Όμως τελικά -κα ι εδώ βρίσκεται η ασυνήθιστη πολιτική δύναμη της έννοιας της φυλής- αυτό που λέγεται στον εθνικοσοσιαλιστή, είναι ότι του αρκεί να παραμείνει αυτό που είναι, με έναν τρόπο που δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη διε- ρεύνηση. Η ένταξή του σε μια φυλή και σε μια πατρίδα εκτός από τον απρόσμενο εξευγενισμό του, σημαίνει επίσης ότι δεν μιλάμε για κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο, την πόλη και τη χώρα που γνωρίζει εδώ και καιρό, όμως τώρα, ξαφνικά, όλα αυτά αποκτούν τη σφραγίδα του μυθικού και την παράξενη αίσθηση του μεταφυσικού. Η ένταξη που του ζητείται δεν είναι κάτι που πρέπει να κατακτηθεί, όπως συμβαίνει με την ταξική συνείδηση' βρίσκεται πάντοτε εκεί: πράγματι, τη στιγμή που υπακούει,
8
εντάσσεται στη φυλή και αναγνωρίζεται, ταυτίζεται με αυτή απλώς μέσω μιας αρνητικής ιδεολογίας: δεν έχει εβραϊκή μύτη. Ποτέ στη Γερμανία ο εβραϊσμός δεν υπήρξε τόσο απαραίτητος όσο τώρα: σήμερα η έννοια της φυλής μπορεί να υπάρχει μονάχα μέσα από μια φυλή που προσδιορίζεται σαν μη γερμανική, μη άρια’ απέναντι σε έναν Γάλλο το φυλετικό συναίσθημα γίνεται πιο αβέβαιο και δυσκολότερο.
«θανάσιμες διακοπές» «Εκδημοκρατισμός -το πιο αξιόπιστο όπλο
εναντίον του λαού»
Αυτό που θα εξεταστεί εδώ είναι η εμπειρία στο μέτωπο που έχουν οι συνάδελφοι-στρατιώτες. Δηλαδή: η σαφώς απόλυτη και αναμφισβήτητη συναδελφικότητα των διαφόρων στρατιωτών. Έτσι ακριβώς προσδιορίστηκε η συναδέλφικότητα σε εκείνη την κατάσταση εξαίρεσης που είναι ο πόλεμος, για όσους άλλαξαν τη ζωή τους βάσει μιας αναφοράς που πάρει πέρα από την οικονομία, δηλαδή βάσει αυτής που έχει να κάνει με τον στρατό. Ωστόσο, αυτή η συναδελφικότητα υπάρχει χωρίς να απαιτούνται κάποιες άλλες ιδιαίτερες συνθήκες και ευθύνες. Συνεπώς -αν ξεπεράσουμε την προφανώς κυνική σύγκριση- είναι ανάλογη με τη φιλία που αναπτύσσεται στις διακοπές, έστω κι αν οι διακοπές στο μέτωπο είναι φρικτές και θανατηφόρες. Όπως ο επιχειρηματίας και ο ανταγωνιστής του φτάνουν σε μια συμφωνία στις Άλπεις -όπου βρίσκονται για διακοπές- και όχι στο σπίτι, «όπου τα πράγματα παίρνονται στα σοβαρά», έτσι φτάνουν σε μια συμφωνία και οι σύντροφοι στο μέτωπο: δεν ζουν στον δικό τους κόσμο ούτε στη δική τους ζωή (στην οποία ταιριάζει η ευπροσηγορΐα και η αλληλεγγύη), αν και για πολλούς, τουλάχιστον στην αρχή, αυτή η ζωή μοιάζει σαν «μοναδική», έτσι όπως είναι επιθετική, εκτεθειμένη σε κινδύνους, τολμηρή, γεμάτη θυσίες και αποποιήσεις, σε σχέση με την καθημερινή ζωή.
9
Η συναδελφικότητα στο μέτωπο είναι μια συναδελφικότητα που δεν έχει να κάνει μονάχα με τη διαδικασία προγραμματισμού της συμβίωσης των εμπλεκόμενων ανθρώπων (όπως συμβαίνει με τους εργάτες, οι οποίοι συνέχονται μεταξύ τους μέσω της μαρξιστικής ελπίδας). Είναι μια συναδελφικότητα διαμέσον. διαμέσου των κοινών αναγκών των στρατιωτών, της κοινής μοίρας, του κοινού κινδύνου. Αυτή η ηρωοποιητική διαμόρφωση της συναδελφικότητας, ανέκαθεν κατευθυνόταν εναντίον του λαού: προκειμένου να ανθήσει έχει ανάγκη μια έξωθεν επιβεβλημένη κατάσταση: έτσι ϊσχυε για τους στρατιωτικούς τον καιρό της ειρήνης (που αποκαλούνταν «πρωσικός σοσιαλισμός» ήδη από την εποχή του φυλλαδίου του Όσβαλντ Σπέ- γκλερ και σήμερα λέγεται έτσι προκειμένου να συμφωνεί η πρωσική ιδεολογία των γερμανών εθνικιστών με την πολεμική κραυγή των ναζιστών) κι έτσι θα ισχύει στα στρατόπεδα εργασίας. Η δημοκρατία του πρωσισμού ήταν μια δημοκρατία εναντίον του λαού.
Η «πραγματική Γερμανία»
Οι παρανοήσεις από γαλλικής πλευράς για τη Γερμανία είναι πάμπολλες. Και η σταθερή και κλασική «αντιπαράθεση» μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας είναι (επίσης) μια μάχη που η Γερμανία διεξάγει εναντίον της εικόνας της Γαλλίας (όπως και η Γαλλία εναντίον της δικής της εικόνας για τη Γερμανία), μια μάχη που οι κάτοικοι της Γερμανίας, παντελώς διαποτισμένοι από μια προκαθορισμένη εικόνα της ίδιας της Γερμανίας, διεξάγουν εναντίον της εικόνας της Γαλλίας (και αντιστρόφως). Τα θύματα αυτής της μάχης ειδώλων είναι οι πραγματικοί άνθρωποι, στον βαθμό που οι υποστηρικτές των ειδώλων είναι «πραγματικοί». Αλλά αν δεν είναι αυτοί, ποιος είναι τότε ο πραγματικός;
Με αυτή την επισήμανση για την εικόνα των εικόνων που αλληλομάχονται, αυτό που δεν υπονοείται είναι δύο πράγματα.
10
Κατά πρώτο λόγο, δεν πρέπει καθόλου να θεωρείται προκαταβολικά δεδομένο ότι μέσω της «εργασίας του πολιτισμικού διαφωτισμού» οι ιδεολογίες μπορούν να καταπέσουν, κι έτσι, από δω και στο εξής, θα είναι δυνατή μια rapprochement [επαναπροσέγγιση, σ.τ.μ.]. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ποτέ δεν είναι απλώς δυνατή μια συμμαχία· είναι δυνατή μονάχα αν είναι αναγκαία και αναγκαία είναι πάντοτε μονάχα εναντίον κάποιου άλλου, σε τελική ανάλυση ακόμη και εναντίον κάποιου από τους ίδιους τους partner [συνεταίρους, σ.τ.μ.] της συμμαχίας. Κατά δεύτερο λόγο δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η γιγαντομαχία των ιδεολογιών είναι απλώς μια μάχη μεταξύ φαντασμάτων και πραγματικών θυμάτων, που τα αντίπαλα μέρη διεξάγουν χωρίς να γνωρίζουν ούτε το περιεχόμενο ούτε τις αιτίες της, όπως επίσης χωρίς να ξέρουν τίποτα το ένα για το άλλο. Εξίσου δεν γνωρίζουν και τις λόγους της, που ωστόσο είναι πολύ λιγότερο φανταστικοί και πολύ περισσότερο πραγματικοί. Έτσι τα ίδια είδωλα είναι και γίνονται δυνάμεις ιστορικά πραγματικές. Η Γερμανία γίνεται συνεπώς εκείνο που πιστεύει πως πρέπει να είναι έναντι της εικόνας της Γαλλίας και αντιστρόφως. Η ιστορία είναι το αποτέλεσμα παρανοήσεων και παραποιήσεων.
Τα σύγχρονα γερμανικά γεγονότα (των οποίων η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι αναζωπυρώνεται και πιστοποιείται η εμφάνιση ενός επαναστατικού συμβάντος) στη Γαλλία είναι αντικείμενο μιας ακατανοησίας απερίγραπτου βαθμού. Δεν μπορούμε να αγνοούμε όσα τον τελευταίο καιρό επιθυμούν να κατανοήσουν τα άτομα. Η Γερμανία θα επιστρέφει στον με- σαϊωνα ή τον γουλλιελμικό ιμπεριαλισμό· και θα αποκαλύψει τώρα την πραγματική της φύση. Η πρώτη διατύπωση, απείρως βολική, απλώς έχει να κάνει με το προφανές γεγονός της χρήσης δολοφονικών μέτρων καταναγκασμού, τα οποία δεν υιοθετούνται πλέον από την Ευρώπη στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ηπείρου (πέρα από τις πολεμικές περιόδους). Η δεύτερη κοινοτοπία είναι απλώς η θεωρητικά εσφαλμένη έκφραση του σα
11
φώς πραγματικού δεδομένου ότι η Γαλλία θα πρέπει να ανα- λάβει εκ νέου εκείνη τη θέση του φύλακα που είχε κατά την αυτοκρατορική εποχή έναντι της Γερμανίας. Η τρίτη διατύπωση αφορά μια Γερμανία μη ιδωμένη ιστορικά, μια «γερμανική φύση» (θεωρητικά όχι διαφορετική από την ιδέα για τη φύση που έχουν και οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές), απέναντι στην οποία όλες οι άλλες γερμανικές ιστορικές εκδηλώσεις αποτελούν είτε εξαιρέσεις είτε δευτερεύοντα γεγονότα. Όμως, ποια έννοια της φύσης! Η επιστροφή στη βαρβαρότητα (όπως συνέβη στη Γερμανία) δεν είναι ποτέ «κάτι το φυσικό», αλλά έχει συγκεκριμένα ιστορικά αίτια. Σίγουρα, η αυτοκτονία της ιστορίας ίσως συχνά να παράγει κάτι παρόμοιο με τη «φύση», αλλά η σημερινή μας κατάσταση μοιάζει περισσότερο με τον θάνατο παρά με τη φύση.
Αναρίθμητα είναι τα αίτια αυτής της κοινωνικής διάλυσης και θα αρκούσαν από μόνα τους για να εξηγήσουν τη διαθεσιμότητα των μαζών απέναντι στη σαγήνη. Ιδού μερικά παραδείγματα.
Μετά το τέλος του πολέμου ο ηττημένος στρατός γύρισε σπίτι. Δεν γύρισε, όπως ο γαλλικός, στις παλιές προδιαγραφές ενός κράτους που είχε παραμείνει το ίδιο· δεν έγινε, όπως στη Ρωσία, ο μαζικός φορέας της επανάστασης που ξέσπασε. Διασκορπίστηκε, χωρίστηκε. Εκείνοι οι μισθοφόροι που δεν βρήκαν τον δρόμο για να επιστρέφουν από τη στρατιωτική στην πολιτική ζωή, παρέμειναν μισθοφόροι, όπως στις γνωστές μάχες στην Άνω Σιλεσία. Οι άνεργοι, καθώς ζουν στα όρια της επιβίωσης, όντας έξω από τον κύκλο των εργαζομένων, εκβαρ- βαρίζονται εκ νέου, έτσι όπως είναι ανυπεράσπιστοι μπροστά στον «ελεύθερο χρόνο».
Η κληρονομιά* το πανωφόρι της νέας γυναίκας
Έχει εκφραστεί η παράδοξη θέση σύμφωνα με την οποία ο εθνικοσοσιαλισμός, παρόλη την υποτιθέμενη εχθρότητά του
12
απέναντι στην κουλτούρα του διαφωτισμού, έχει προσλάβει την κληρονομιά των τελευταίων και ανυπόφορων αιώνων, αν και με τον τρόπο που θα το έκανε μια υπηρέτρια: για παράδειγμα, το ότι η τέχνη θεωρήθηκε ιερή τον προηγούμενο αιώνα, έχει την αιτία του στο γεγονός πως ο κατ’ εξοχήν τομέας της ιερότητας -η θρησκεία- πέρασε μια σφοδρή κρίση. Η εκκοσμίκευση της θρησκείας φέρνει πάντοτε μαζί της, υπό τύπο επανόρθωσης, τον καθαγιασμό των άλλων θρησκειών. Ο ρομαντισμός είναι από αυτή την άποψη το pendant [στολίδι, σ.τμ.] του διαφωτισμού. Από τη στιγμή που όλοι οι καθαγιασμοί του είναι στην ουσία αντιστροφές, το κίνημα που σαν ολότητα έφτασε στο αποκορύφωμά του με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, επιστρέφει στη θρησκεία όχι ως τέτοια, αλλά σε μια θρησκεία χωρίς πίστη, σε μια απλώς αισθητική υπέρβαση (βλέπε τις θεωρίες του Κίργκε- γκωρ), στη «θρησκεία του σήμερα», όπως είχε ορίσει τη μουσική στις αρχές του αιώνα ο Ζίμμελ. Αυτήν την «έμμεση ιεροποίηση» διαισθάνθηκε πρώτη φορά ο Νίτσε, στον οποίο θεωρεί ότι μπορεί να αναφέρεται ο εθνικοσοσιαλισμός. Η πολεμική του Νίτσε προωθήθηκε από την μπουρζουαζία, έστω και με έναν τρόπο ακατέργαστο. Με εξαίρεση τον Τόμας Μαν, όλα τα «πεπαιδευμένα» άτομα ήταν τυφλά απέναντι στο αναμφισβήτητα απελπισμένο μεγαλείο του Βάγκνερ. Σήμερα, ο ίλιγγος του Βάγκνερ (η «θρησκεία» των πατεράδων μας) εμφανίζεται εκ νέου. Ακριβώς εκείνοι οι άριστοι -ακόμη και εκείνοι o r άθεοι, οι άκρως πεπαιδευμένοι από θεολογικής πλευράς (των οποίων τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια ουσιαστική παρουσία στις γραμμές της γερμανικής πνευματικής νεότητας)- που ήθελαν να περιορίσουν την έννοια του «καθαγιασμού» (βλέπε τον επίσημο λόγο του Χανς Χίνκελ για το θέατρο, που δόθηκε προσφάτως), την ιερότητα και την εξύψωση μέσω της θρησκείας, θεωρήθηκαν ξαφνικά σαν άνθρωποι του χθες, όπως οι αστοί, αφού εδώ και καιρό έχουν συμπαραταχθεί με το κίνημα των αστών του χθες. Οι συνέπειες αυτού που κατέστησε δυνατό ο διαφωτισμός και ο φιλελευθερισμός, δηλαδή ο καθαγιασμός
13
οποιασδήποτε θρησκείας (ως συνέπεια της αρχής της ανεκτικότητας), είναι ότι σήμερα όλες οι θρησκείες θεωρούνται αυταρχικές. Εκείνο που κληρονόμησες από τους γονείς σου το κληρονόμησες για να το καταστρέφεις.
Αυτό που ισχύει σε μια ιδιαίτερη περίπτωση, ως προς την έννοια της τέχνης και τον ρόλο του αισθητικού, ισχύει γενικά.
Ο ναζισμός ναι μεν, από θεωρητική σκοπιά, αντιπαθεί τον αθεϊσμό που αποδίδει στην εκκλησία απλώς μια θέση σταχτοπούτας, όμως, από πρακτική σκοπιά, τον πραγματώνει. Πράγματι, η μετατόπιση του ιερού, της θυσίας κλπ, στον επίγειο κόσμο, στο κράτος, συνιστά, παρά την οποιαδήποτε επίκληση του Λούθηρου, μια καταστροφή της εκκλησίας. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι ο εθνικοσοσιαλισμός προώθησε εκείνο που ήταν προγραμματικός στόχος του κομμουνισμού (στη βάση μιας συγκεκριμένης γνώσης, αν και μέχρι τώρα μάλλον κακής, της ευρωπαϊκής παράδοσης του διαφωτισμού). Και υπάρχει και ένα τρίτο παράδειγμα που μπορούμε να αναφέρουμε: το νεολαιίστικο κίνημα, δηλαδή η προγραμματικά χωρίς πρόγραμμα απελευθέρωση της αστικής νεολαίας από τη γενιά των πατεράδων της, έχει ήδη συμβεί εδώ και εικοσιπέντε χρόνια. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια μιλάμε για άτομα που «επηρεάζονται στο διηνεκές από τα νεανικά κινήματα», σαν τα άτομα που με κα- νέναν τρόπο δεν θα επιστρέφουν στη «ζωή». Παραμερίζονται σήμερα από εκείνη την τεράστια μάζα των μικροαστών οι οποίοι, τώρα πια μειδιώντες, οργισμένοι, αγανακτισμένοι, επικρίνουν με πολεμική διάθεση το νεολαιίστικο κίνημα των Wandervogel, στη βάση της δικής τους περιθωριοποίησης, της προγραμματικής απουσίας ενός προγράμματος, της έλλειψης εργασίας, του ανορθολογισμού, του «ζώντας για το τώρα».
Οι κληρονόμοι χλευάζουν τους αφέντες και δεν αναλαμβάνουν πλέον το βάρος της κληρονομιάς... το χθεσινό γίνεται σημερινό, αφού «είναι παρόντες» εκείνοι που χθες ήταν αποκλεισμένοι. Πρόκειται πάντοτε για το ίδιο πρόβλημα: είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα αν οι αποικιοκρατούμενοι λαοί κα
14
τακτήσουν την ελευθερία τους με τα μέσα των αποικιοκρατών ή οι μικροαστοί τη δική τους με τις ιδεολογίες των μεγαλοαστών.
Η τυπικότητα των συναισθημάτων
Αυτός που έχει εντελώς απαξιωθεί, εκκενωθεί, δεν είναι ένα φυσιολογικό ον. Αυτός, που δεν ανήκει πλέον σε κανέναν καθορισμένο κόσμο και ούτε καν στον κόσμο εκείνων που δουλεύουν σκληρά, στον ελεύθερο χρόνο της «ελευθερίας» του δεν διαθέτει κανέναν άλλο καθορισμένο κόσμο (της κουλτούρας, της παράδοσης, της απασχόλησης)' πέφτει εκ των πραγμάτων σε κάτι το αφηρημένο, κάτι το οποίο δεν του είχε ποτέ συμβεί στο παρελθόν. Δεν ελπίζει πια σε τίποτα συγκεκριμένο: τρέφει απλώς μια γενική «ελπίδα». Δεν ξέρει για ποιον πρέπει να τρέφει μνησικακία: τρέφει γενικά «μνησικακϊα». Δεν ξέρει ποιον πρέπει να εκδικηθεί, γνωρίζει μόνο γενικά πως πρέπει να «εκδικηθεί». Από τους πρωτόγονους μέχρι τον εκπολιτισμένο άνθρωπο, όλοι είχαν κάτι να ελπίζουν, να εκδικηθούν, να απασχοληθούν. Ακόμη και ο διαφωτιστής ενώπιον του οποίου παραδινόταν ο, σαφώς a priori, προσδιορισμένος Κόσμος, ακόμη και ο ρομαντικός, που αναζητούσε κάθε δυνατότητα που υπάρχει στον κόσμο' ακόμη και στο «πεπαιδευμένο» άτομο, είτε ήταν ιστορικός είτε ήταν «ρομαντικός», έμενε ακόμη κάτι: ο κόσμος του άλλοτε σαν ένας ιστορικός κόσμος, ο «θρησκευτικός κόσμος» σαν κόσμος της κουλτούρας. Αλλά ο άνεργος δεν έχει κανέναν από αυτούς τους κόσμους: η ιστορία τον έχει αποκλείσει από την ενεργό συμμετοχή στην ιστορία’ γνωρίζει μόνο τα άχρηστα μέρη αυτής της ιστορίας, τα απόβλητα κομμάτια αυτής της κουλτούρας. Είναι, κατ’ αρχήν, παντελώς εκκενωμένος. Είναι έτοιμος για όλα. Αυτή η ύπαρξη η έτοιμη για όλα (που σε σχέση με τις περιόδους ευημερίας θα αποκαλούνταν «γενική μόρφωση») σημαίνει για τον απαξιωμένο τρία πράγματα: κατά πρώτο λόγο απελπισμένο ηρωισμό, περιφρό
15
νηση του θανάτου, κάτι που διαρκώς εμφανίζεται στην ιστορία του εθνικοσοσιαλισμού' κατά δεύτερο λόγο διαθεσιμότητα για εκείνο το μείγμα των στοιχείων που συγκροτούν τη θεωρία του ναζισμού. Όμως, κατά τρίτο λόγο, είναι μια ύπαρξη έτοιμη να αποδεχτεί οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή της' αυτή η αντίληψη είναι στην πραγματικότητα κενή, στερείται αντικειμένου και λαχτάρας για οτιδήποτε. Αυτό που προκύπτει είναι ένας φανατισμός μιας ιδιαίτερης φύσης: εκείνος που αντλεί την απόλυτη βι- αιότητά του από την απόλυτη μιζέρια, δεν στρατεύεται σε μια ελάσσονα και περιορισμένων δυνατοτήτων σωτηριολογική θεωρία, αλλά σε μια θεωρία της πλέον απερίγραπτης πολυφωνίας: η ισχύς της κραυγής που «βγαίνει κατά τρόπο βροντερό» (καθώς έχει γνωρίσει μονάχα την προεπαναστατική κατάσταση και τη νίκη, όχι την ίδια την επανάσταση) υπερτερεί στο μεταξύ τόσο μιας αναδιανομής των αγαθών όσο και του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας, της βελτίωσης τόσο του εργατικού μισθού όσο και του περιορισμού του μέσω της υποχρεωτικής εργασίας, της ενίσχυσης της βιομηχανίας όσο και του θριάμβου των τεχνιτών -κ ι έτσι, αυτό που μένει σαν κάτι ενιαίο, προκειμένου να υπάρχει η εντύπωση μιας ενιαίας πίστης, είναι η προβολή ενός αρνητικού: μιλάμε για τη μάχη εναντίον της εβραϊκής φυλής.
Ενάντια στο αφηρημένο
Η δύναμη του αθεϊσμού στη Γερμανία (αναφορικά με την οποία η Γαλλία, παρά τη διαφωτιστική παράδοση που διαθέτει, παραμένει κληρικαλιστική) πρέπει να ξεδιπλωθεί σε μια ευρεία κλίμακα μέσω της ιστορίας και της μεταθανάτιας ιστορίας του προτεσταντισμού. Εκεί όπου οι εκκλησίες θα είναι ανοιχτές μονάχα το Σάββατο, ο θεός θα έχει χάσει τη μάχη κατά τα 6/7.
16
Ακούγοντας και βλέποντας
Το να βλέπεις σημαίνει να κρίνεις. Το να ακούς σημαίνει να μαζεύεις κρίσεις ξένων ανθρώπων και συνεπώς «προκαταλήψεις». Το να διαβάζεις σημαίνει να ακούς με τα μάτια. Ο κόσμος έχει γίνει ακατανόητος και απρόβλεπτος. Μπορεί να κατανοηθεί σαν εσωτερικός μονάχα (ακόμη κι αν είναι ο πλέον αλλαγμένος) μέσω της οικουμενικότητας της έννοιας (λόγος) που εκφέρεται και ακούγεται, και συνεπώς με τη μορφή των προκαταλήψεων. Η εκπαίδευση στο να γνωρίζεις να διαβάζεις χωρίς «ανώτερη μόρφωση» είναι η εκπαίδευση των προκαταλήψεων, είναι η αποεκπαιδευση από την ικανότητα να βλέπεις. Αυτού του τύπου η εκπαίδευση πλησιάζει στη Γερμανία το 100%, δεδομένου ότι ο αλφαβητισμός είναι τόσο κοινός όσο η πείνα και η σεξουαλικότητα.
Το γεγονός ότι όλοι μπορούν να γράφουν και να διαβάζουν, είναι με μια έννοια η απαρχή της βαρβαρότητας, εφόσον αυτό που προτείνεται στον εγγράμματο για την απόκτηση της γνώσης -η εφημερίδα- είναι το μέσο για να μην είναι αυτόνομος. Ο άνεργος παραδίδεται στην εφημερίδα. Διαβάζει σήμερα οτιδήποτε πέφτει στα χέρια του, δεν έχει μάθει να επιλέγει και, ακόμη και αν έχει μάθει κάτι τέτοιο σε κάποια από τις οργανώσεις του, το ξεχνάει. Και εκείνο που βρίσκει στην εφημερίδα είναι ανεπιβεβαίωτο. Έτσι διαβάζει με λαιμαργία όλα εκείνα που του πέφτουν στα χέρια, αλλά τελικά δεν ξέρει πια τι έχει διαβάσει, ενώ την επόμενη μέρα μπορεί άνετα στις σελίδες της εφημερίδας να υπάρχουν τα αντίθετα. Πράγματι, η εφημερίδα ποντάρει με ευκολία στο γεγονός ότι ο αναγνώστης ξεχνάει τα πάντα. Στην πραγματικότητα, θυμάται στ’ αλήθεια μόνο εκείνος που έχει τη δική του ιστορική ζωή' κατέχει κατά κάποια έννοια τον χώρο, το σύστημα των διατάξεων στο οποίο μπορεί να διακριβώσει και να εντάξει ένα γεγονός. Αλλά όποιος ζει μονάχα για το τώρα -κα ι εκ των πραγμάτων πάντοτε το ίδιο τώρα- δεν είναι σε θέση να θυμάται, και εκείνο που έχει δια
17
βάσει πάει και έρχεται, όπως οι εντυπώσεις. Ο ακαλλιέργητος διαβάζει τις εφημερίδες όπως ο «καλλιεργημένος» τη λογοτεχνία: ο Εμίλ Ζολά δεν ενοχλεί τον Πωλ Ζωρζ -κα ι έτσι όπως η συναναστροφή του καλλιεργημένου με άλλους καλλιεργημένους τον εμπλουτίζει, η επαφή ανάμεσα στους ακαλλιέργητους ικανοποιεί μια λειτουργία άκρως στοιχειώδη: το ξεγέλασμα του χρόνου, του κενού χρόνου.
Ο θρίαμβος της έλλειψης μεθόδου
Η ναζιστική ιδεολογία με μια έννοια δεν διαθέτει καμία μέθοδο, όμως γνωρίζει στον μέγιστο βαθμό τον σκοπό. Δεν προσλαμβάνει άμεσα την πραγματικότητα, αλλά με έναν τρόπο καθαρά ιδεολογικό. Ακριβώς αυτή η «ταλαντευόμενη προσέγγιση» (για παράδειγμα: ο λαός είναι ένας οργανισμός) έχει μια ασυνήθιστα ελκτική δύναμη: από τη στιγμή που η θεωρία δεν αναμιγνύεται καθόλου με την πραγματικότητα, μοιάζει ασυμβίβαστη και επαναστατική. Τη στιγμή της νικηφόρας κατάληξης του αγώνα (κατά τη διάρκεια του οποίου υιοθετήθηκαν ανήκουστες μέθοδοι), δύσκολα γίνεται πιστευτή η διατήρηση αυτής της έλλειψης συμβιβασμών. Αποκαλύπτεται τότε ότι καθόλου δεν νίκησε το εθνικοσοσιαλιστικό θεώρημα και το πρόγραμμά του, αλλά (στη βάση ενός μέσου εντελώς μη εθνικοσι- αλιστικού) οι υποστηρικτές της θεωρίας και το πλήθος. Νίκησαν ακριβώς μέσω της διαφημιστικής ισχύος που έχει η έλλειψη μεθόδου [...]
Το βιβλίο της ιστορίας
Ακόμη και τα βιβλία της ιστορίας και οι παραχαράξεις συνι- στούν ιστορία: το ψευδές έχει μια πραγματική επίδραση, τα ψέματα γίνονται πραγματική παράδοση, καθορίζουν το πραγματικό στυλ του παρόντος, παράγουν τις πραγματικές συλλογικές ψευδο-αναμνήσεις, θέτουν τα θεμέλια της πραγματικής ε
18
πόμενης ιστορίας. Μέσω της αυτοπαραχάραξής της η ιστορία παίρνει τον δρόμο της και χωρίς αυτή την παραχάραξη, χωρίς τη συνεχή αυτοπαραχάραξή της, η ιστορία δεν μπορεί να είναι ακέραια.
Τα άτομα με μικρή βαρύτητα πολύ δύσκολα μπορούν να ερμηνεύσουν τη μεγάλη ιστορία: ζουν το μερικό, την κατεστραμμένη τους ύπαρξη και όχι την ολότητα της ιστορίας -σ ε αντίθεση με το βιβλίο της ιστορίας, που καταγράφει μονάχα ότι έχει δοξαστεί, ενώ και οι παρατιθέμενες αποδείξεις αφορούν προφανώς το σύνολο. Το καθήκον του μαρξισμού είναι δύσκολο και για άτομα με μικρή βαρύτητα αυτός δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο δέλεαρ: το να συμμετάσχει το άτομο με μικρή βαρύτητα στην ιστορία, το καθιστά υποκείμενο και συνήγορο της ιστορίας. Η ιδέα, η εκδήλωση της αλληλεγγύης των εργατών (μέσω της οποίας το ιδιωτικό διευρύνεται μέχρι να καταστεί κάτι το θεμελιώδες), είναι μια πράξη δύσκολη. Όμως η συμμετοχή του ατόμου στο βιβλίο της ιστορίας είναι μεν αδύνατη, αλλά γεμάτη δέλεαρ: η συμμετοχή είναι eo ipso φήμη, αλλά το κάνει και κάποιον.
Τα ιστορικά βιβλία φτιάχνουν την ιστορία, ενώ σύμφωνα με το μέλλον φτιάχνεται το παρόν
«Αυτή είναι η μέρα που το αύριο θα πει ό τ ι...» ' «αυτή η μέρα θα σημαδέψει την ιστορία...». Εν συντομία: «Δείχνουμε στον ίδιο μας τον εαυτό τον τρόπο με τον οποίο παίρνουμε την ιστορία από το χέρι, της αφαιρούμε τα ψέματα και βγάζουμε από αυτήν την παράδοση, την ιστοριογραφία, τη διδασκαλία στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης». Φτιάχνουμε το βιβλίο της ιστορίας, όχι την ιστορία. Όποιος έζησε τη μέρα (των γιορτασμών) στο Πότσνταμ,[1] είχε την εντύπωση ότι αυτό το παρόν ήταν απλώς η ευκαιρία για προκαθορισμένη ανάμνηση: «Ήμασταν εκεί». Δεν έχει άλλη αντίληψη του χρόνου (τυπικά συναισθηματική και μικροαστική) παρά μόνο αυτή των γαμήλιων
19
ταξιδιών: Visitez Venice, la plus touchant souvenir du monde [Επισκεφτείτε τη Βενετία, το πιο γοητευτικό σουβενίρ του κόσμου, σ.τ.μ.]. Εδώ αυτή η συνείδηση του χρόνου γνωρίζει την τερατώδη πραγμάτωσή της. Δεν συμβαίνουν γεγονότα που μετά θα αποτελέσουν σημάδια αναγνώρισης και σύμβολα, αλλά φτιάχνονται σύμβολα εκ των προτέρων, στα οποία θα αποδοθεί εκ των υστέρων μια πράξη ή το φαίνεσθαι μιας πράξης. Σπανίως αυτό το εκ των υστέρων επαληθεύεται τόσο εντυπωσιακά όσο στην περίπτωση του ξεσπάσματος μιας επανάστασης, της οποίας την αυθόρμητη πρωινή έκρηξη ο βερολινέζικος λαός (που υποτίθεται πως έτεινε στην επανάσταση) την πληροφορή- θηκε μόλις το απόγευμα και η οποία προκάλεσε μονάχα μια μαζική δράση με τη μορφή μιας τεράστιας λαμπαδηφορίας κατευθυνόμενης από τα πάνω, όπως συνέβη σε εκείνο το ενδιάμεσο πεδίο μεταξύ της ιστορίας και του συγκεκριμένου γιορτασμού. Αυτά τα πράγματα μένουν «αξέχαστα», κάτι που σημαίνει ότι γίνονται από την αρχή με σκοπό τις αναμνήσεις' πράγματι, είναι ήδη κατασκευασμένα με μια έννοια ακόμη πιο διαφορετική: όποιος συμμετέχει στον γιορτασμό του μεσονυχτιού γιορτάζει την επανάσταση που υποτίθεται ότι έχει κάνει, διαφορετικά δεν θα τη γιόρταζε. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα (που ανήκει στην ψυχολογία της μορφής) του φτωχού λαίμαργου πεινασμένου, ο οποίος καθώς στέκεται μπροστά στον μπουφέ, βγάζει το συμπέρασμα ότι ήδη έχει φάει τρία πιάτα. Ο γιορτασμός είναι η μηχανή μέσω της οποίας έρχεται στη μνήμη κάτι που θεωρείται πως έχει ήδη συμβεί, ενώ, ταυτοχρόνως, εκλαμβάνεται σαν δεδομένο εν όψει των μελλοντικών γεγονότων. Τα πραγματικά γεγονότα γίνονται ένα λεπτομερές προσχεδίασμα. Αυτή η φράση δεν πρέπει να κατανοείται ούτε με κάποια φιλοσοφικο-σουρεαλιστική έννοια ούτε με την έννοια του στίχου του Καρλ Κράους, «στην αρχή ήταν ο τύπος και μετά εμφανίστηκε ο κόσμος» — που δίχως αμφιβολία ίσχυε για την περίοδο που μόλις έκλεισε- αλλά με έναν τρόπο πιο παταγώδη. Μέσω των μεγαφώνων που μεταδί
20
δουν σε ολόκληρο τον λαό τα γεγονότα (γιορτασμούς) στα οποία έχουν άμεση πρόσβαση μονάχα οι λίγοι συμμετέχοντες, το ίδιο το γεγονός γίνεται κατά κάποιο τρόπο ο τυπογραφικός κύλινδρος στον οποίο εγγράφονται οι σαβούρες του τύπου, τα φύλλα που πραγματικά μπορούν να διαβαστούν. Το μεγάφωνο, που επιτρέπει και στους απόντες να συμμετέχουν, ήδη επαναφέρει το γεγονός σε εκείνη την έμμεση κατεύθυνση που προηγουμένως μπορούσε να προσεγγισθεί μονάχα μέσω του ιστορικού βιβλίου [...] .
Μόνο ξεκινώντας από εδώ γίνεται σαφής ο θεσμός του υπουργείου προπαγάνδας. Δεν μεταδίδεται η πραγματικότητα των δεδομένων, αλλά η ίδια η επικοινωνία γίνεται το factum, η αυθεντική πραγματικότητα. Και πράγματι η συνθήκη ότι όλοι (οτιδήποτε κι αν συμβαίνει) ακούν κάτι και αυτό το κάτι είναι ένα ιστορικό γεγονός, υπερτερεί του απλώς μεταδιδόμενου γεγονότος. Έτσι αποδίδεται ένας σημαντικό ρόλος, ως προς τη μεγάλη ημέρα της εθνικής γιορτής του Πότσνταμ, στη ραδιοφωνική μετάδοση των λόγων και τον σύγχρονο σχολιασμό των γεγονότων, κάτι ήδη οικείο από τις μεταδόσεις των ποδοσφαιρικών αγώνων και τον πρώιμο κινηματογράφο. Κάτω από την πολυφωνική συνοδεία της ιδεολογικοποίησης χάνει τη σημασία της η οξύτητα του γεγονότος, που γίνεται απλώς το πλαίσιο για να διαδοθεί η ιδεολογία. Εκείνη η ιδεαλιστική έννοια που ανέπτυξε ο χυδαίος μαρξισμός, σύμφωνα με την οποία αυτός ανάγεται στην ιδέα «της συνείδησης που δημιουργεί την ουσία», εδώ πραγματώνεται με ένα φαντασμαγορικό μεγαλείο. Το ψέμα που βρίσκεται πίσω από την εξουσία παρουσιάζεται σαν αλήθεια και πρέπει να βρίσκεται ήδη στην εξουσία ώστε να μην έχει ανάγκη να κρατήσει τις υποσχέσεις του. ►
21
II. Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΡΓΟΥ Παρίσι 1933. Πρώτη εβδομάδα της μετανάστευσης
Θα αποτελούσε επαρκές επιχείρημα για μια αυτόνομη έρευνα ο τρόπος -σ ε κάθε περίπτωση προσωρινός- με τον οποίο εξουδετερώνεται η ταξική συνείδηση σαν στοιχείο μιας ιστορικά δρώσας δύναμης. Αφήνουμε σε εκκρεμότητα το ζήτημα σε ποιο βαθμό ευθύνεται για κάτι τέτοιο η δυαδικότητα των γερμανικών εργατικών κομμάτων (αν και ίσως είναι περισσότερο σύμπτωμα παρά αιτία αυτής της ανεπάρκειας). Πρέπει να το επι- σημάνουμε από την αρχή: η ίδια η ανεργία, ακριβώς αυτή η μοίρα που κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι σφυρηλατεί την ενότητα των εργαζομένων, είναι ταυτοχρόνως αυτό που αναστέλλει την ταξική τους συνείδηση. Πράγματι, οι εργάτες βρίσκονται σήμερα και πάλι σε ανταγωνισμό μεταξύ τους' οι εργαζόμενοι εναντίον των ανέργων' εκείνοι που (εξασφαλισμένοι με έναν ελάχιστο μισθό) απολογούνται υπέρ της εργασίας εναντίον των απαξιωμένων. Αυτή η διαίρεση παραπέμπει στην εικόνα του ύστερου καπιταλισμού ακριβώς όπως το κάνει ο ανάλογος ανταγωνισμός ανάμεσα στα trust, στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας των εργοδοτών. Ο ανταγωνισμός μετατοπίζεται. Δεν είναι μονάχα η γενικευμένη αθλιότητα, αλλά και η επανεμφάνιση του φαινομένου του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, που την έκανε τόσο ευάλωτη απέναντι στην επίθεση του εθνικοσοσιαλισμού.
Προσφέρεται ένα αντικείμενο
Αυτή η συνθήκη του να μην υπάρχεις, του να μην ανήκεις σε κανέναν τόπο, του να μην είσαι πια ούτε κάτι χρήσιμο, δεν είναι και προς θάνατον. Πράγματι, όπως συμβαίνει με ένα άτομο που είναι εντελώς απελπισμένο αλλά δεν οδηγείται στην αυτοκτονία λόγω της ύπαρξης ενός βαθύτερου εγώ, έτσι και στον εργάτη μένει σαν residuum η φυσική του ύπαρξη. Μόνο σε αυτό το στρώμα της ύπαρξης που του είχε απομείνει μπορεί
22
σήμερα να δράσει. Στην αρχή δεν αντιδρά, συσσωρεύει. Η φτώχια γίνεται οργή χωρίς ένα προσδιορισμένο αντικείμενο οργής. Εκδικητική οργή χωρίς ένα προσδιορισμένο αντικείμενο απέναντι στο οποίο να οργίζεται. Πράγματι, του είναι αδύνατον να αποφασίσει, ζώντας σήμερα σε έναν κόσμο εντελώς απρόβλεπτο, ποιος τον έφερε σε αυτή την κατάσταση. Αλλά έχει ανάγκη ενός αντικειμένου οργής για να ξεπεράσει την οργή. Αν δεν το βρει, θα καταλήξει να το εφεύρει. Και τότε ο εβραίος γίνεται το αντικείμενο της οργής -σ ε έναν συγκεκριμένο βαθμό a posteriori.
Ο μαθητευόμενος
Κάποτε ο μαθητευόμενος έπρεπε να φτάσει τα δεκαεπτά για να κάνει τον μαραγκό, σήμερα πρέπει να φτάσει τα εικοσιτρία. Ποτέ δεν θα μπορέσει να μεταφέρει στη δουλειά αυτά που έχει μάθει. Το να είναι ενήλικος σημαίνει για αυτόν να είναι chomeur [υποβιβασμένος, σ.τ.μ.]. Το να είναι ενήλικος σημαίνει για αυτόν να μην έχει ούτε το δικαίωμα ούτε τη δυνατότητα να κάνει κάτι. Δεν μπορεί να παντρευτεί -δεν διαθέτει τα απαραίτητα χρήματα. Δεν μπορεί να δουλέψει. Δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι: θα χαζεύει. Δεν μπορεί να τριγυρνάει στους δρόμους -6α φθείρει τις σόλες του. Δ εν θα μεγαλώσει ποτέ, δεν θα γίνει ποτέ ένας ενήλικας, une grande personne [ένας μεγάλος άνδρας, σ.τ.μ.]. Όχι μόνο γυρίζει ένα γύρω φορώντας τα ρούχα του μαθητεύομε νου, αλλά έχει και την όψη του μαθητευόμενου. Δεν έχει ανησυχίες, από τη στιγμή που αυτός δεν μπορεί να βρει ανάπαυση.
Ξαφνικά του ανοίγεται μια οδός διαφυγής: τρέφεται καλύτερα από ότι στο σπίτι και μάλιστα με τρόπο σοβαρό' όχι μόνο σοβαρό αλλά και μαγικό: φοράει στολή' όχι μόνο μαγικό αλλά και ευγενικό: ανήκει σε μια ανώτερη φυλή, όχι μόνο ευγενική, αλλά και ισχυρή: αυτός, ο τελευταίος των τελευταίων, προορίζεται για σωτήρας. Η υψωμένη του γροθιά στρέφεται χαρωπά
23
στην κατεύθυνση που πρέπει να χτυπήσει και ευτυχισμένος που μπορεί, με πρόσχημα την τιμή, να νομιμοποιήσει την οργή του, αλλά και να προσδώσει στην παρανομία μια κάποια τιμή, χτυπάει εκεί που του έχει υποδειχθεί. Και δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο πέρα από έναν εχθρό.
L’apprenti sorcier[2]
Το κίνημα ήταν μικρό. Χρηματοδοτήθηκε από γερμανούς ε- θνικιστές που με την υποστήριξή τους ήλπιζαν να εξουδετερώσουν το εργατικό κίνημα, τον ταξικό αγώνα και να εξασφαλίσουν την αντικατάσταση από τους εθνικοσοσιαλιστές της λέξης «τάξη», με τη λέξη «φυλή». Το εργατικό κίνημα εξουδετερώθηκε, όμως η ελπίδα των γερμανών εθνικιστών δεν ευοδώθηκε. Πράγματι, δεν ήξεραν πώς να απαλλαγούν από τα «πνεύματα» που χρηματοδότησαν και το σάρωθρο που χόρευε, σάρωσε τόσο τους γερμανούς εθνικιστές όσο και τα εργατικά κόμματα.
Ο λουτρικός γυμνισμός
Όταν ο εργάτης αποκόπτεται από την αστική κουλτούρα, προσπαθεί να πραγματώσει το ιδανικό που η αστική επανάσταση διατύπωσε σαν θεωρία και που οι αστικές ιδεολογίες έχουν εδώ και καιρό εγχαταλείψει: εκείνο του ανθρώπου της φύσης. Βγάζοντας προγραμματισμένα τα ρούχα του, κάνει μπάνιο σε λίμνες γύρω από το Βερολίνο και ζει σε σκηνές. Βρίσκονται εδώ πολύπλοκα συνδεδεμένοι ο επαναστατικός υλισμός, η κουλτούρα του γυμνισμού και η λατρεία της φύσης του νεολαιίστι- κου κινήματος, όπως επίσης και ο νεοπαγανισμός ενός κινήματος καθαρά λαϊκού. Το καλοκαίρι πηγαίνουν σε κατασκηνώσεις χωρίς κάλτσες και μαγιό αλλά μαζί με το γραμμοφώνο' ζουν μια νομαδική ζωή, με τις ραδιοφωνικές συσκευές τους να ηχούν μέσα στη νύχτα, σε μια κατασκήνωση που φωτίζεται από το φεγγάρι. Το μαύρισμα των κορμιών τους είναι απόδειξη του
24
γεγονότος ότι δεν δουλεύουν πλέον στη σκιά του εργοστασίου, με τις διακοπές τους να μην είναι μια περίοδος ξεκούρασης για να επιστρέφουν ακμαίοι στην εργασία, αλλά μάλλον η απόδειξη ότι έχουν ξεκόψει οριστικά από την εργασία.
Ζουν επίσης με φυσικό τρόπο, αφού πλέον δεν είναι τίποτα αλλά και δεν αξίζουν τίποτα. Γίνεται κατανοητό πως είναι έτοιμοι για εκείνη τη θεωρία, για εκείνη την κατηγορία που αποδέχεται σαν αυθεντική την αρετή της φυσικότητας, είναι δηλαδή έτοιμοι για τη θεωρία της «φυλής». Και αυτό γίνεται τόσο περισσότερο κατανοητό όσο περισσότερο η έννοια της φυλής διαφεύγει διαμέσου των αιώνων, δηλαδή διαμέσου της ιστορίας, της παράδοσης (στην οποία αυτοί δεν συμμετέχουν), σταματώντας σε κάτι το προϊστορικό (δηλαδή που έχει να κάνει με τις απαρχές). Η ελπίδα που έθρεψε ο Μαρξ, το να καταστεί δηλαδή η εργατική τάξη κληρονόμος της γερμανικής πνευματικής ιστορίας, ήταν μια αυταπάτη. Η ιστορία έβαλε τέρμα σε αυτή την ελπίδα ξεκινώντας από την ίδια την ιστορία. Οι εργάτες που έγιναν άνθρωποι χωρίς ιστορία και χωρίς παράδοση, εκδικούνται την ιστορία και κάνουν ένα βήμα πίσω, προς την ουτοπία.
Δεν έχουν τίποτα πίσω τους. Δηλαδή δεν έχουν καμία παράδοση. Οι πατεράδες και οι παππούδες τους δούλευαν σαν εργάτες γης ανατολικά του Έλβα ή στην Πομερανία. Έφτασαν στις πόλεις σαν εργάτες. Άρχισαν τα πάντα από το μηδέν, χωρίς αναπολήσεις. Δεν είχαν κανένα στυλ ζωής. Δεν είχαν σαν μοντέλο κάποια θρησκεία ή αμφισβήτηση της θρησκείας, κάποια ηθική ή αμφισβήτηση της ηθικής. Ήταν άνθρωποι μονάχα με τη βαρβαρική έννοια. Η πόλη στην οποία έφτασαν είναι πιο παλιά από αυτούς. Και αυτή δεν έχει καμία παράδοση, δεν μπορεί να αποτελέσει μοντέλο την ίδια στιγμή που γίνεται μοντέλο, δεν μπορεί (όπως συνέβη με το Παρίσι) να γίνει εκ των υστέρων κληρονόμος ενός παρελθόντος στο οποίο στην πραγματικότητα δεν συμμετείχε.
25
Δεν έχουν τίποτα μπροστά τους. Δεν μπορούν να βασιστούν σε τίποτα. Δεν διαθέτουν ούτε ένα κομματάκι μέλλοντος. Χωρίς κατεύθυνση και χωρίς αντικείμενο, υιοθετείται ένα elan vital [ζωτικό πνεύμα,σ.τ.μ.], που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην προπέτεια και την απάθεια.
Το χρώμα του πολιτισμού και...
Δεν ζει στον δικό του κόσμο, αλλά στον κόσμο που «είχε το χρώμα ενός άλλου πολιτισμού, εκείνου των άλλων». «Τα μυθι- στορήματά του ήταν τα κακά αστικά μυθιστορήματα, με τα οποία γέμιζε τις Κυριακές του. Τα κυριακάτικα ρούχα του ήταν τα ρούχα που φορούσε ο ηγέτης του κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Δεν ζούσε στον κόσμο του, αλλά σε εκείνον των άλλων, του οποίου δεν γνώριζε την ιστορία, και του οποίου τα αποτελέσματα και οι σαβούρες του χρησίμευαν σαν κατοικία. Με τι πρέπει να ασχολείται τώρα όταν, ξαφνικά, κάθε μέρα είναι πλέον Κυριακή; Όταν, εναντίον της ίδιας του της βούλησης, έχει γίνει -να ο μικροαστικός πειρασμός- ένας συνταξιούχος; Πράγματι, δεν μπορεί να έχει καθημερινά τις διασκεδάσεις της Κυριακής. Επιθυμεί -στον βαθμό στον οποίο έχει εγκαταλείψει την ταξική συνείδηση- τη ζωή του μικροαστού αφού είναι πλέον ένας συνταξιούχος και αφού, μην έχοντας τον χρόνο να δει τον δικό του κόσμο, πρέπει πλέον να επιθυμεί τον κόσμο του αστού (παράλληλο φαινόμενο: ο μικροαστός που εκ των πραγμάτων και χωρίς να το θέλει προλεταριοποιείται, βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Η αθλιότητα ενώνει τις τάξεις, οι αποκληρωμένοι υπερασπίζονται τα κουρέλια της κληρονομιάς).
Τι ήταν πριν; Απασχολούνταν, όχι όμως (όπως, για παράδειγμα, ο τεχνίτης) με τον δικό του κόσμο ή με το τελείωμα ενός αντικειμένου, αλλά μάλλον με τη διαίρεση ενός κόσμου τον οποίο δεν μπορεί να δει στο σύνολό του, εφόσον για εκείνον υπάρχουν μόνο κάποια μικρά κομμάτια του. Συνεπώς απασχολούνταν, όμως ακριβώς εξαιτίας του μάκρους και της
26
έντασής της, αυτή η απασχόληση δεν μπορούσε να αποτελέσει ούτε μια ζωή (με την έννοια της βιογραφικής ενότητας) ούτε τη δική του ιδιαίτερη ζωή. Έπρεπε να κάνει αυτό που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε άλλος. Σε τι πράγμα θα μπορούσε τώρα, όντας «ελεύθερος», να προσηλωθεί η μνήμη του; Σε ένα μόνο πράγμα: στη θύμηση του ξεχωριστού, δηλαδή της Κυριακής. Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι μια θύμηση που αντικαθιστά το continuum μιας ζωής, αλλά μόνο η υποτελής αδελφή της: η αισθηματικότητα. Μια αισθηματικότητα που είναι τόσο κοινότοπη, τόσο κοινή όσο η καθημερινή ζωή του, που δεν τη φοβάται, μια ζωή που καθόλου δεν τη διεύθυνε αυτοπροσώπως, αφού δεν τη ζούσε, τουλάχιστον όχι όσο δούλευε, αλλά απλώς «τη βίωνε». Και δεν είναι μόνο αυτός που δεν τη ζούσε, αλλά και οποιοσδήποτε από τους εργάτες που έκαναν αυτή ή την άλλη δουλειά' και το υποδειγματικό μοντέλο αυτού του οποιουδήποτε ήταν ακριβώς ο Φριτς Μύλ- λερ ή εκείνος ο τελευταίος εργάτης που άκουγε στο όνομα Σουλτς.[5]
Γυμνός δεν είναι ο άνθρωπος που ζει σύμφωνα με τη φύση, αλλά ο απαξιωμένος άνθρωπος
Ο κενός χρόνος -που κάποτε ήταν γνωστός μόνο σαν η φιλοσοφική αφαίρεση ενός χρόνου πάντοτε πλήρους- γίνεται τώρα στην ύπαρξη του chomeur μια πραγματικότητα. Ενώ η ζωή είναι πάντοτε και πλήρως απασχολημένη με το να κάνει κάτι, με τον χρόνο να είναι η ταξινομημένη μορφή αυτής της απασχόλησης, τώρα, ξαφνικά, η ζωή εγκαταλείπεται στον εαυτό της και στην κενότητα του χρόνου της, ο οποίος πλέον δεν προχωρεί, αλλά μένει σταθερός. Αφού όσο περισσότερο η ζωή δεν απασχολείται με κάτι τόσο περισσότερο ο χρόνος της κυλάει αργά. Όμως, ο άνθρωπος, ούτε αυτή τη ζωή χωρίς ιδιαιτερότητες και χωρίς ενασχόληση με τη φροντίδα της ίδιας της ζωής αποδέχεται ούτε και τον στοχασμό, αφού αυτός έχει πά
27
ντοτε άλλες αιτίες: είναι ανακάλυψη του εαυτού, συνείδηση, τύψη (Αυγουστίνος), ανάμνηση με τη μορφή αναπόλησης της γεμάτης ζωής και της βιογραφικής της ενοποίησης (Γκαίτε), είναι ανακάλυψη του εσωτερικού κόσμου σαν απάρνηση του εξωτερικού, εγκατάλειψη στις nuances της εσωτερικότητας γνωστής σαν αταξία (Προυστ), είναι αυτοπροσδιορισμός στο άκουσμα της ηθικής επιταγής (Καντ). Αλλά εδώ η ζωή επιστρέφει στον εαυτό της σαν κάτι άλλο πέρα από την ίδια, σαν κάτι ξένο και μάλιστα χωρίς καν να έχει αποφασίσει κάτι τέτοιο. Δεν τον βρίσκει, με την έννοια της καντιανής αυτονομίας και δεν τον νοσταλγεί. Έχει αφήσει τον κόσμο και την ίδια την ιδέα μιας απασχόλησης. Μη όντας κάτι άλλο πέρα από ένα reliquat [υπόλοιπο, σ.τ.μ.], δεν έχει κανέναν γεμάτο εσωτερικό κόσμο, όμως έχει καθημερινές ενασχολήσεις (αλλά για ποιον;). Όχι μόνο δεν ασκείται στη σκέψη, αλλά, ακόμη κι αν πάρει αυτόν τον δρόμο, δεν θα έχει κανέναν στόχο, δεν θα βρει τίποτα αφού δεν υπάρχει τίποτα για να βρει. Αυτή η ζωή, πράγματι, δεν ήταν αυτή καθαυτή τίποτα και συνεπώς πρέπει να αποφασίσει να απασχοληθεί με κάτι άλλο. Αλλά με τι να απασχοληθεί;
Αν όχι με τον ύπνο και το παιχνίδι, δηλαδή με τον θάνατο του χρόνου και το ξεγέλασμα του χρόνου της ζωής μέσω της αντικατάστασής του με το τεχνητό χρόνο του παιχνιδιού, τουλάχιστον, όπως εκείνοι που περιπλανώνται άσκοπα. Ανησυχώντας για τη ζωή (αγωνιά για τη λεγάμενη γυμνή ζωή με την ανεργία και την επικουρία της), στερείται το στοιχειώδες δικαίωμα, προανθρώπινο, φυσικό, να ανησυχεί για τον εαυτό του. Οι πατάτες είτε συλλέγονται είτε κερδίζονται: εμφανίζονται στον chomeur όπως τα λιοντάρια στον ζωολογικό κήπο.·
Σημειώσεις1. Υπαινιγμός στους ναζιστικούς γιορτασμούς που έγιναν στο Πότσ- νταμ στις 21 Μάρτη 1933, με το σφίξιμο των χεριών ανάμεσα στον στρατάρχη φον Χίντεμπουργκ και τον Αδόλφο Χίτλερ [σ.τ.μ.]2. Μαθητεύομενος μάγος, γαλλικά στο πρωτότυπο κείμενο [σ.τ.μ.].
28
3. Η αναφορά στον Φραντς Μύλλερ ή στον τελευταίο εργάτη Σουλτς δεν αφορά υπαρκτά πρόσωπα: πρόκειται για ονόματα πολύ διαδεδομένα στη γερμανική γλώσσα (όπως, για παράδειγμα, στα ελληνικά το Παπαδόπουλος), που παραπέμπουν στην ανωνυμία του κοινού ανθρώπου [σ.τ.μ.].
29
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Gunter Stem γεννήθηκε στις 12 Ιούλη 1902 στην Μπρεσλάβια, που σήμερα ανήκει στην Πολωνία αλλά τότε συμπεριλαμβανόταν στη γερμανική Σιλεσία, από γονείς ψυχολόγους, εβραϊκής καταγωγής, την Clara και τον William Stem. Λύκειο πήγε αρχικά στην Μπρεσλάβια και μετά στο Αμβούργο, όταν μετακόμισαν εκεί οι γονείς του το 1915. Στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου συμμετείχε στα μαθήματα, πέραν από εκείνα που έδινε ο πατέρας του, του Ernst Cassirer το 1922 μετεγγράφηκε στο πανεπιστήμιο του Φράι- μπουργκ, όπου σπούδασε φαινομενολογική φιλοσοφία, πρώτα κοντά στον Edmund Husserl και μετά κοντά στον Martin Heidegger. To 1924 συζήτησε το ντοκτορά του με τον Husserl και το 1925 πήγε στο Μάρμπουργκ να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Heidegger εδώ γνώρισε μέσω του φίλου του Hans Jonas εκείνη που θα γίνει στο μέλλον η πρώτη του σύζυγος, τη Hannah Arendt. To 1928 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, Για το έχειν. Επτά κεφάλαια για την ανθολογία της συνείδησης. Το 1929 διάβασε στην καντιανή εταιρία του Αμβούργου και της Φρανκφούρτης ένα δοκίμιο με τίτλο Η αποξένωση του ανθρώπου στον κόσμο. Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και τις αρχές αυτής του ’30 δούλεψε στο Βερολίνο στις πολιτιστικές στήλες διάφορων εφημερίδων, ξεκινώντας να υπογράφει σαν Anders, που στα γερμανικά σημαίνει «διαφορετικός», «άλλος». Μέχρι το 1933, λίγο πριν ο ναζιστικός τρόμος τον υποχρεώσει να δια- φύγει στη Γαλλία, δούλεψε το σατιρικό μυθιστόρημα Η κατακόμβη των μαλακίων. Διαφεύγοντας στο Παρίσι, δημοσίευσε το 1934 την Παθολογία της ελευθερίας. Δοκίμιο για τη μη ταύτιση. Χωρίζοντας από την Arendt, το 1936 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έκανε τις πλέον διαφορετικές δουλειές, αποκτώντας άμεση εμπειρία από την αλυσίδα συναρμολόγησης και τις νέες τεχνικές εξελίξεις- τα χρόνια που έμεινε στην Αμερική συνέχισε τη φιλοσοφική παραγωγή του, που επικεντρώθηκε στην κριτική της υπαρξιστικής φαινομενολογίας του Heidegger (Ο Εσωτερισμός της φιλοσοφικής γλώσσας, Μηδενισμός και ύπαρξη. Για την φευδο-συγκεκριμενικότητα της φιλοσοφίας του
και στη μελέτη της τέχνης. Το 1948 παντρεύτηκε την Elisabeth Freunlich, με την οποία μοιράστηκε το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1950 επέστρεψε στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στη
30
Βιέννη, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του, το 1992. Το 1956 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του μεγαλύτερου φιλοσοφικού του έργου 0 άνθρωπος είναι απαρχαιωμένος. Το 1958 βρέθηκε στην Ιαπωνία για ένα διεθνές συνέδριο εναντίον των ατομικών εξοπλισμών και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε ένα ημερολόγιο από αυτό το ταξίδι. Στη συνέχεια εγκαινίασε μια σχέση μέσω επιστολών με τον πιλότο που έριξε τη βόμβα στη Χιροσίμα, στην προσπάθειά του να επεξεργαστεί μια ηθική κατάλληλη για τη νέα ατομική εποχή· και προσπάθησε ματαΐ- ως να έχει αλληλογραφία με τον γιο ενός από τους κύριους υπεύθυνους της μεταφοράς των Εβραίων στα λάγκερ. Το 1967 κλήθηκε να συμμετάσχει στο δικαστήριο Russel εναντίον των αμερικανικών εγκλημάτων πολέμου στο Βιετνάμ, απ’ όπου γεννήθηκε το βιβλίο του Vmt Beautiful Vietnam. Το αλφαβητάριο των σημερινών επιθέσεων. Η σκέψη και ο λόγος του κινήθηκαν ολοένα και περισσότερο γύρω από την κατάσταση του ανθρώπου στην εποχή της τεχνολογίας (Το βλέμμα στο φεγγάρι. Σκέψεις για τις διαστημικές πτήσεις), ενώ συμμετείχε ενεργώς στο κίνημα εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων (Η ατομική απειλή. Ριζοσπαστικές σκέψεις). Το 1980 βγήκε ο δεύτερος τόμος του έργου Ο άνθρωπος είναι απαρχαιωμένος και το 1987 το τελευταίο του βιβλίο (απ’ όπου μεταφράστηκε και η ομώνυμη μπροσούρα που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από την Ελευθεριακή Κουλτούρα) Βία, ναι ή όχι. ■
31