O Aionas Mou - Gunter Grass

191
Γκυντερ Γκρας " ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ '99 0 / s~ 'J Εκδόσεις Οδτςςεας ••••••• ρ- ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ 2002

description

O 20ός αιώνας όπως τον ζει χρόνο με χρόνο ένα «εγώ», αλλά με διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά. Ορισμένες φορές το πρόσωπο αυτό είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, συνήθως όμως κάποιος άλλος. Εκατό κεφάλαια, όσα και τα χρόνια του αιώνα, και περισσότεροι από ογδόντα αφηγητές.Εδώ ο Γκρας ούτε ιστορία γράφει ούτε κατασκευάζει ένα συλλογικό εγώ. Ανοίγει μικρά παράθυρα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ρίξει μια ματιά στα παρασκήνια της ιστορίας και στουςανθρώπους που τη γράφουν καθημερινά με τη ζωή τους.

Transcript of O Aionas Mou - Gunter Grass

Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς " ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ '99

0 /

s~

'J

Ε κ δ ό σ ε ι ς Ο δ τ ς ς ε α ς

••••••• ρ-

ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ 2002

ο

<

Ζ,

α

H-H

<

Ο

Γκνντερ Γκρας

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

μετάφραση απο τα γερμανικά - σημειώσεις

ΤΟΥΛΑ ΣΙ ΕΤΗ

illSfcO

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ^ L• ί_ ) ΟΔΥΣΣΕΑΣ

£vë<^0..5

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ GUNTER GRASS, ΜΕΙΝ JAHRHUNDEHT

STEIDL VERLAG, GOTTINGEN, 1999 ΒΙΒΛΙΟΠΟΛΙΣ αεβε, 1999

Α' ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999

ISBN 960-210-361-2

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΠΙΔΟΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ INTER NATIONES, BONN

ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΔΗΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΑΓΚΟΠ ΚΕΚΛΙΚΙΑΝ

ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΜΩΡΑΪΤΗ 3 - 114 71 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 36.24.326, 36.25.575 - FAX 36.48.030

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ 5 - ΑΘΗΝΑ 105 64 - ΤΗΛ. 32.12.111

http://www.vivliopolis.gr - e-mail: [email protected]

Σε ανάμνηση τον Jakob Suhl

1900

ΕΓΩ, ΛΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ κάθε φορά, ήμουν παρών χρόνο μετά

τον χρόνο όλον αυτό τον αιώνα. Όχι πάντα στην πρώτη γραμ

μή, γιατί, καθώς είχαμε διαρκώς πόλεμο, εμείς οι άλλοι προτι

μούσαμε να υποχωρούμε στα μετόπισθεν. Εντούτοις στην

αρχή, όταν κινήσαμε εναντίον των Κινέζων και το τάγμα μας

μπήκε και παρατάχτηκε στο Μπρέμερχάβεν, ήμουν μπροστά

μπροστά στη μεσαία φάλαγγα. Σχεδόν όλοι ήμαστε εθελοντές,

αλλά απ' το Στάουμπινγκ μόνο εγώ κατατάχτηκα, και ας

είχα μόλις αρραβωνιαστεί τη Ρέζι, την Τερέζα μου.

Περιμένοντας να επιβιβαστούμε στο πλοίο, στεκόμαστε με

την πλάτη προς το κτήριο της Βορειογερμανικής Λόυδ και τον

ήλιο στο πρόσωπο. Μπροστά μας, πάνω σε ψηλή εξέδρα, στε

κόταν ο Κάιζερ και μιλούσε με φωνή αποφασιστική πάνω απ'

τα κεφάλια μας. Από τον ήλιο μας προστάτευαν νέα ναυτικά

κασκέτα με πλατύ γείσο μπρος και πίσω, τα λεγόμενα νοτιο

δυτικά. Ήμαστε χάρμα οφθαλμών. Ο Κάιζερ όμως φορούσε ει

δικό κράνος, το κράνος με τον αστραφτερό αετό σε βαθυγάλανο

φόντο. Μιλούσε για υψηλά καθήκοντα και τον βάρβαρο εχθρό.

Ο λόγος του σε συνέπαιρνε. Είπε: «Όταν φτάσετε, ένα να ξέρε

τε: κανένα έλεος, κανένας αιχμάλωτος εχθρός...«Έπειτα μίλη

σε για τον βασιλιά Αττίλα και τις ορδές των Ούννων του. Τους

Ούννους τους επαίνεσε, αν και είχαν κάνει μύριες όσες θηριω

δίες. Γι ' αυτό και αργότερα οι σοσιαλιστές τύπωσαν αυθάδεις

«ουννοεπιστολές» όπου οι αθεόφοβοι έβριζαν άθλια τον Κάιζερ

και τον λόγο του για τους Ούννους. Τελειώνοντας μας έδωσε

10 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τούτη την εντολή για την Κίνα: «Ανοίξτε τον δρόμο του πολι

τισμού άπαξ και δια παντός!» είπε, κι εμείς φωνάξαμε ένα τρι

πλό ζήτω.

Επειδή κατάγομαι απ' την Κάτω Βαυαρία, σε όλο το μακρύ

θαλάσσιο ταξίδι ήμουν χάλια. Όταν επιτέλους φτάσαμε στο

Τιεντσίν, ήταν όλοι κιόλας εδώ: Βρετανοί, Αμερικάνοι, Ρώσοι,

ακόμα και πραγματικοί Γιαπωνέζοι και μικρές στρατιωτικές

δυνάμεις από μικρές χώρες. Οι Βρετανοί στην πραγματικότητα

ήταν Ινδοί. Εμείς στην αρχή ήμαστε ολιγάριθμοι, ευτυχώς

όμως είχαμε στη διάθεση μας τα νέα ταχυβόλα κανόνια των 5

εκατοστών της Krupp. Και οι Αμερικάνοι δοκίμαζαν το δικό

τους πολυβόλο Maxim, ένα πραγματικά σατανικό εργαλείο.

Έτσι σύντομα κυριεύτηκε το Πεκίνο εξ εφόδου. Γιατί όταν εισέ

βαλε ο λόχος μας, είδαμε με λύπη μας πως όλα είχαν τελειώ

σει. Παρ' όλα αυτά μερικοί μπόξερ δεν έλεγαν να ησυχάσουν.

Τους λέγαμε έτσι, γιατί ήταν μια μυστική εταιρεία, η «τα-

ταουχουέι», που στη γλώσσα μας θα πει «αυτοί που παλεύουν

με τις γροθιές».Έτσι, στην αρχή μόνο οι Άγγλοι, ύστερα όμως

οι πάντες μιλούσαν για την εξέγερση των μπόξερ. Οι μπόξερ

μισούσαν τους ξένους γιατί οι ξένοι πουλούσαν στους Κινέζους

χίλια δυο, και οι Βρετανοί με ιδιαίτερη χαρά όπιο. Και έτσι

κάναμε ό,τι μας είχε προστάξει ο Κάιζερ: δεν πιάσαμε ούτε

έναν αιχμάλωτο.

Για λόγους τάξης, μαζεύαμε τους μπόξερ στην πλατεία της

Πύλης Χιενμέν, ακριβώς μπροστά στο τείχος που χωρίζει τη

Μαντζού, την Απαγορευμένη Πόλη, από το κοινό τμήμα του

Πεκίνου. Οι αλογοουρές τους ήταν δεμένες η μια με την άλλη,

και το θέαμα ήταν πολύ παράξενο. Έπειτα είτε τους τουφεκί

ζαμε ομαδικά είτε τους αποκεφαλίζαμε έναν έναν. Αλλά στην

αρραβωνιαστικιά μου δεν έβγαλα τσιμουδιά για τις ωμότητες,

μόνο για αβγά εκατό χρονών και κινέζικες χυλοπίτες στον

ατμό της έγραψα. Οι Εγγλέζοι κι εμείς οι Γερμανοί για να ξε

μπερδεύουμε γρήγορα προτιμούσαμε τον τουφεκισμό, οι Για-

0 Α ι ώ ν α ς μ ο υ //

πωνέζοι αποκεφάλιζαν τηρώντας με σεβασμό το πατροπαρά

δοτο έθιμο τους. Οι μπόξερ όμως προτιμούσαν να τους τουφε

κίζουμε γιατί φοβούνταν ότι σύντομα θα έπρεπε να τριγυρνούν

στην κόλαση με το κεφάλι παραμάσχαλα. Κατά τα άλλα ήταν

άφοβοι. Είδα κάποιον λίγο πριν τουφεκιστεί να τρώει λαίμαρ

γα ένα σιροπιαστό γλυκό από ρύζι.

Στην πλατεία Χιενμέν φυσούσε αέρας απ' την έρημο και σή

κωνε διαρκώς κίτρινα σύννεφα σκόνης. Όλα ήταν κίτρινα, ακό

μα και εμείς. Αυτό το έγραψα στην αρραβωνιαστικιά μου και

έβαλα στο φάκελο λίγη άμμο της ερήμου. Επειδή όμως οι για

πωνέζοι εκτελεστές έκοβαν τις αλογοουρές των μπόξερ, που

ήταν παλικαράκια σαν κι εμάς, για να 'ναι καίρια η σπαθιά στο

σβέρκο, πολλές φορές στην πλατεία υπήρχαν μικροί σωροί από

αλογοουρές Κινέζων. Πήρα μία και την έστειλα για αναμνη

στικό στην πατρίδα. Όταν έπειτα γύρισα, τη φορούσα τις Απο

κριές κι είχε μεγάλη πλάκα, ώσπου η αρραβωνιαστικιά μου

έκαψε το δώρο μου. «Τέτοια πράγματα φέρνουν γρουσουζιά

στο σπίτι», είπε η Ρέζι δύο μέρες πριν από το γάμο μας.

Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

1901

ΖΗΤΕΙΤΕ, ΚΑΙ ΕΥΡΗΣΕΤΕ. Ανέκαθεν σκάλιζα τις παλιατζούρες.

Στην πλατεία Σαμίσο και συγκεκριμένα σε ενός εμπόρου που

με μια μαυρόασπρη ταμπέλα δήλωνε παλαιοπώλης αλλά που

μες στις σαβούρες του έβρισκες καταχωνιασμένα πολύτιμα

κομμάτια, αν και το δικό μου ενδιαφέρον ξυπνούσαν μόνον τα

αξιοπερίεργα, στα τέλη της δεκαετίας του '50 ανακάλυψα δεμέ

νες με σπάγκο τρεις καρτ-ποστάλ που τα θέματα τους, μου

σουλμανικό τέμενος, πανάγιος τάφος και τείχος των δακρύων,

φέγγιζαν θαμπά. Σφραγισμένες από το ταχυδρομείο της Ιερου

σαλήμ τον Ιανουάριο του '45, απευθύνονταν σε κάποιον δόκτο

ρα Μπεν κάτοικο Βερολίνου, αλλά το ταχυδρομείο τους τελευ

ταίους μήνες του πολέμου δεν είχε κατορθώσει να βρει τον πα

ραλήπτη μες στα χαλάσματα της πόλης, πράγμα που επιβε

βαίωνε μία σφραγίδα. Ευτυχώς που οι καρτ-ποστάλ είχαν βρει

καταφύγιο στο χρυσωρυχείο του Κουρτ Μύλενχάουπτ* στο

Κρόιτσμπεργκ.

Το διάστικτο με γραμμικά ανθρωπάκια και ουρές κομητών

κείμενο, που συνέχιζε από τη μία καρτ-ποστάλ στην άλλη και

που παιδεύτηκα να το αποκρυπτογραφήσω, έλεγε τα εξής:

«Πώς ήρθαν όλα τα πάνω κάτω! Σήμερα, πρώτη πρώτη του

* Ο Μύλενχάουπτ είναι υπαρκτό πρόσωπο. Οι τρεις καρτ-ποστάλ της ποιή

τριας Έλσα Σύλερ-Λάσκερ (1869-1915). που ανήκε στον κύκλο των εξπρεσιονι

στών του Βερολίνου, απευθύνονται στον ποιητή και στενό της φίλο Γκότφριντ

Μπεν (1886-1956) (βλ. επίσης κεφ. 1956 φανταστική συνάντηση Γκότφριντ

Μπεν-Μπέρτολντ Μπρεχτ).

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 13

Μάρτη, που ο νεογέννητος αιώνας με τα μόλις στυλωμένα

ποδάρια επιδεικνύει καμαρώνοντας το ένα του, και εσύ, βάρ

βαρε και τίγρη μου, γυρεύεις ακόρεστος σε μακρινές ζούγκλες

σάρκα, ο πατέρας μου Σύλερ πήρε το χέρι μου μες στο δικό

του κωμικό-μελαγχολικό χέρι για να επιβιβαστεί μαζί με

μένα και τη γυάλινη καρδιά μου στον εναέριο σιδηρόδρομο

και να μετάσχει στο παρθενικό του ταξίδι από το Μπάρμεν

στοΈμπερφελντ. Πάνω από τον μαύρο Βούπερ! Ένας δράκος

σκληρός σαν ατσάλι συστρέφεται και ελίσσεται μυριόποδος

πάνω απ' το ποτάμι που οι πιστοί στις Γραφές βαφείς μαυρί

ζουν αντί λιγοστού μισθού με τα λύματα των μελανιών τους.

Και αδιάκοπα πετά με εκκωφαντικό θόρυβο το εναέριο τρένο,

ενώ ο δράκος βαδίζει γοργά πάνω σε βαριά κρικωτά πόδια.

Αχ, να μπορούσες, Γκιζελέρ μου, που το γλυκό σου στόμα με

έκανε να σκιρτώ από ηδονή, να πετάξεις μαζί μου, με τη

Σουλαμίτ σου —ή μήπως καλύτερα να 'μαι ο Γιουσούφ ο πρί

γκιπας;— πάνω από τη Στύγα, τον ποταμό του Αδη, που εί

ναι ο άλλος Βούπερ, και έπειτα να σβήσουμε ενωμένοι πέφτο

ντας ξανανιωμένοι στο κενό. Αλλά αυτό είναι αδύνατο, γιατί

εγώ σώθηκα στους Αγιους Τόπους και ζω αφιερωμένη ολότε

λα στον Μεσσία, ενώ εσύ παραμένεις χαμένος, αποστάτησες,

σκληροπρόσωπε προδότη, βάρβαρος καθώς είσαι. Θρήνος και

οδυρμός! Βλέπεις τον μαύρο κύκνο στον μαύρο Βούπερ;

Ακούς το τραγούδι μου για ένα γαλάζιο πιάνο στο κλειδί του

θρήνου; - Πρέπει να αποβιβαστούμε, λέει ο πατέρας Σύλερ

στην Έλσα του. Πάνω στη γ η ήμουν συνήθως πολύ υπάκουο

παιδί...»

Είναι γνωστό ότι η ποιήτρια Έλσα Σύλερ την ημέρα που

έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του μήκους τεσσεράμισι χιλιομέ

τρων πρώτου τμήματος της εναέριας γραμμής του Βουπερταλ

δεν ήταν κοριτσάκι αλλά τριαντάχρονη γυναίκα παντρεμένη με

τον Μπέρτολντ Λάσκερ και εδώ και δύο χρόνια μητέρα ενός

γιου, αλλά η ηλικία υποτασσόταν ανέκαθεν στις επιθυμίες της,

14 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

γι ' αυτό τα τρία σημεία ζωής από την Ιερουσαλήμ με αποδέ

κτη τον δόκτορα Μπεν, τα σφραγισμένα και ταχυδρομημένα

λίγο πριν από τον θάνατο της, ήταν ούτως ή άλλως πιο ενημε

ρωμένα.

Δεν παζάρεψα πολύ, πλήρωσα για τις ξαναδεμένες με σπά

γκο καρτ-ποστάλ μια συλλεκτική τιμή και ο Κουρτ Μύλεν-

χάουπτ, που το παλιατζίδικο του ήταν ανέκαθεν κάτι το ιδιαί

τερο, μου έκλεισε το μάτι.

1902

ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ γεγονός στη Λυβέκη, εν

νοώ η αγορά από το γυμνασιοπαιδο μέσα μου, ειδικά για τους

περιπάτους έως την Πύλη Μύλεν ή στις όχθες του Τράβε, του

πρώτου ψάθινου καπέλου του. Δεν ήταν ούτε από μαλακή τσό

χα, ούτε μπομπέ, αλλά ένα επίπεδο χρυσοκίτρινο ψαθάκι αλα

ζονικό σαν αγριοσέλινο, το οποίο, πρόσφατα του συρμού, λεγό

ταν κανοτιέ ή παγιασόν. Ψαθάκια στολισμένα με κορδέλες φο

ρούσαν και οι κυρίες, οι οποίες κατά τα άλλα συνέχισαν πολύ

καιρό ακόμη να σφίγγονται στους κορσέδες με τις μπανέλες'

ελάχιστες τολμούσαν να κάνουν την εμφάνιση τους με αεράτο

φαρδύ φόρεμα και δίχως κορσέ, λόγου χάριν περνώντας από

το γυμνάσιο Καταρινέουμ και προκαλώντας έτσι τα πειράγμα

τα των μαθητών της τελευταίας τάξης.

Εκείνη την εποχή ήταν πολλοί οι νεωτερισμοί. Παραδείγ

ματος χάριν, το κρατικό ταχυδρομείο κυκλοφόρησε ενιαία

γραμματόσημα, δηλαδή για όλη την επικράτεια του Γερμανι

κού Ράιχ, που απεικόνιζαν την ενσαρκωμένη Γερμανία προφίλ

με μεταλλικό στήθος. Και επειδή παντού εξαγγέλλονταν πρόο

δοι, πολλοί φέροντες ψαθάκια έδειχναν περιέργεια για την

επερχόμενη εποχή. Το δικό μου ψαθάκι έζησε πολλά. Κοιτά

ζοντας έκθαμβος το πρώτο Ζέππελιν, το είχα σπρώξει πίσω

στον αυχένα. Στο καφενείο Νίντερρέγκερ το απίθωσα πάνω

στον φρεσκοτυπωμένο τόμο του μυθιστορήματος Μπούντεν-

μπροκ που είχε προκαλέσει τόσο σφοδρά το αστικό φρόνημα.

Έπειτα ως φοιτητής επισκέφτηκα μαζί του τον Ζωολογικό

16 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Κήπο του Χάγκενμπεκ που μόλις είχε εγκαινιαστεί και, υπό

την ομοιόμορφη με των άλλων σκέπη του, είδα μαϊμούδες και

καμήλες έξω από κλουβιά, είδα υπεροπτικές καμήλες και μαϊ

μούδες να κοιτούν με ζήλια εμένα και το ψαθάκι μου.

Φοιτητής το αντάλλαξα κατά λάθος με κάποιου άλλου

στην αίθουσα ξιφασκίας, το ξέχασα στο περίπτερο στις όχθες

του Άλστερ. Πότε πότε χρειαζόμουν καινούργιο ψαθάκι που

το έβγαζα με πλατιά ορμητική χειρονομία ή απλώς νωθρά

μπροστά στις κυρίες. Από πολύ νωρίς το έβαζα στραβά όπως

ο Μπάστερ Κήτον στα έργα του βωβού κινηματογράφου,

μόνο που εμένα τίποτε δεν με έθλιβε, καθετί ήταν αφορμή για

γέλια, έτσι ώστε στο Γκέττινγκεν, όπου μετά το δεύτερο εξά

μηνο εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο ως διοπτροφόρος, έμοια

ζα μάλλον στον Χάρολδ Λόυδ που στα κατοπινά χρόνια, φο

ρώντας το ψαθάκι του, κρεμόταν ψηλά απ' τον ωροδείκτη

και χτυπιόταν κωμικά, σύμφωνα με τις κινηματογραφικές

απαιτήσεις.

Όταν γύρισα στο Αμβούργο ήμουν ένας από τους πολλούς

φέροντες ψαθάκι που συνωστίζονταν στα εγκαίνια της Σήραγ-

γος του Έλβα. Περπατούσαμε βιαστικά από το γραφείο της

εμπορικής εταιρείας στις αποθήκες, από το δικαστήριο στο δι

κηγορικό γραφείο με τα παγιασον μας και τα κουνούσαμε όταν

το μεγαλύτερο πλοίο του κόσμου, το ταχύπλοο ατμόπλοιο

Ιμπιράτορ της Βορειοατλαντικής, εγκατέλειπε το λιμάνι για

το παρθενικό του ταξίδι.

Είχαμε αρκετές φορές την ευκαιρία να κραδαίνουμε το καπέ

λο μας. Και έπειτα, όταν αλαμπρατσέτα με τη θυγατέρα ενός

πάστορα, που αργότερα παντρεύτηκε κάποιον κτηνίατρο, έκα

να περίπατο στην όχθη του Έλβα κοντά στο Μπλανκενέζε -

δεν θυμάμαι πια αν ήταν άνοιξη ή καλοκαίρι- μια ριπή ανέμου

απήγαγε το ελαφρών βαρών κόσμημα της κεφαλής μου. Κύλη

σε, άνοιξε πανιά/Ετρεξα πίσω του, μάταια. Το είδα να παρα

σύρεται απ' το ποτάμι, και ήμουν απαρηγόρητος, παρ' όλες τις

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT Π

προσπάθειες της Ελίζαμπεθ, του τότε ερωτά μου, να με παρη

γορήσει.

Μόνο ως εισηγητής και έπειτα ως πάρεδρος είχα τη δυνα

τότητα να αγοράζω παγιασον καλύτερης ποιότητας, αυτά

που στην εσωτερική κορδέλα φέρουν εγχάρακτη τη φίρμα του

πιλοποιείου. Τα κανοτιέ παρέμειναν του συρμού ώσπου πολ

λές χιλιάδες φέροντες ψαθάκια σε κωμοπόλεις και μεγαλου

πόλεις —εγώ στο Σβερίν έξω από το ανώτατο δικαστήριο—

βρέθηκαν συγκεντρωμένοι γύρω από ένα χωροφύλακα, ο

οποίος μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού στη μέση του

δρόμου και εν ονόματι της Μεγαλειότητας του μας ανήγγει

λε, διαβάζοντας ένα χαρτί, ότι βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κα

τάσταση. Τότε πέταξαν πολλοί τα παγιασον τους στον αέρα,

ένιωσαν απελευθερωμένοι απ' τη ζωή του πολίτη και αντάλ

λαξαν εθελοντικά —ουκ ολίγοι μάλιστα οριστικά— τα ψαθάκια

τους με το φωτεινό κίτρινο χρώμα του αγριοσελινου με τα

γκρίζα κράνη, τα λεγόμενα κράνη με αιχμή.

1903

ΠΑΡΑΜΟΝΗ TOT ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ λίγο μετά τις τέσσερις και

μισή, άρχισε ο τελικός. Εμείς από τη Λειψία είχαμε πάρει το

νυχτερινό τρένο: η ενδεκάδα μας, τρεις αναπληρωματικοί, ο

προπονητής της ομάδας και δύο κύριοι της διοίκησης. Σιγά

μην πήραμε βαγκόν-λι! Όλοι μας, και εγώ, ταξιδέψαμε φυσικά

τρίτη θέση, μας βγήκε η ψυχή να μαζέψουμε τα λεφτά για το

ταξίδι. Τα παιδιά πάντως είχαν ξαπλώσει αδιαμαρτύρητα

πάνω στους σκληρούς πάγκους και μέχρι σχεδόν το Ύλτσεν

μου πρόσφεραν ένα αληθινό κοντσέρτο ροχαλητών.

Έτσι φτάσαμε στην Αλτόνα πιασμένοι, αλλά παρ' όλα αυτά

ζωηροί και ευδιάθετοι. Όπως συνηθίζεται αλλού, μας υποδέ

χτηκε και εδώ ένα κοινό πεδίο στρατιωτικών ασκήσεων που

μάλιστα το διέσχιζε ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι. Του κάκου

διαμαρτυρηθήκαμε. Ο αμερόληπτος κύριος Μπερ του Ποδο

σφαιρικού Ομίλου 93 της Αλτόνα είχε ήδη περιφράξει με σκοινί

το αμμώδες αλλά κατά τ' άλλα άψογα ισοπεδωμένο γήπεδο

και είχε σημαδέψει τις μεγάλες περιοχές και τη μεσαία γραμμή

ιδιοχείρως με ροκανίδια.

Οι αντίπαλοι μας, τα παιδιά από την Πράγα, όφειλαν το

ταξίδι τους έως εδώ στους βιαστικούς και απρόσεκτους κυρίους

της διοίκησης του Ποδοσφαιρικού Συλλόγου της Καρλσρούης,

που κάποιοι τους την έφεραν, πίστεψαν ένα παραπλανητικό

τηλεγράφημα και δεν πήγαν με την ομάδα τους στη Σαξονία

στους προκριματικούς. Έτσι η Γερμανική Ομοσπονδία αποφά

σισε εσπευσμένα να στείλει στον τελικό αγώνα τον Γερμανικό

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 19

Ποδοσφαιρικό Όμιλο Πράγας. Ήταν ο πρώτος τελικός που θα

γινόταν και μάλιστα με θαυμάσιο καιρό, γ ι ' αυτό ο κύριος

Μπερ κατάφερε και μάζεψε σε μια τσίγκινη κούπα κάμποσο

παραδάκι από τα εισιτήρια που πούλησε στους δύο χιλιάδες

περίπου θεατές. Εντούτοις τα πεντακόσια πάνω κάτω μάρκα

δεν έφτασαν να καλύψουν όλα τα έξοδα.

Στην αρχή κιόλας είχαμε πρόβλημα: δεν υπήρχε μπάλα για

να σφυρίξει ο διαιτητής την έναρξη του αγώνα. Αμέσως δια

μαρτυρήθηκαν οι Πραγινοί. Αλλά οι θεατές πιο πολύ γέλασαν

παρά έβρισαν. Ανάλογες ήταν και οι επευφημίες όταν απίθω

σαν επιτέλους τη δερμάτινη μπάλα στη μεσαία γραμμή και ο

αντίπαλος μας, με τον άνεμο και τον ήλιο στην πλάτη του,

ετοιμάστηκε για τη σέντρα. Σύντομα βρέθηκαν μπροστά στο

τέρμα μας σεντράροντας από τα αριστερά, οπότε, ο πανύψηλος

τερματοφύλακας μας Ράυντ ίσα που πρόλαβε να σώσει τη Λει

ψία από ένα πρόωρο σκορ σε βάρος μας. Αμυνόμαστε καλά,

αλλά οι πάσες απ" τα δεξιά παραήταν επικίνδυνες. Έπειτα, μες

στον συνωστισμό μπροστά στην περιοχή μας, οι Πραγινοί πέ

τυχαν ένα τέρμα, το οποίο καταφέραμε να ισοφαρίσουμε μόλις

πριν από τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου μετά μια σειρά σφο

δρών επιθέσεων εναντίον της Πράγας που στο πρόσωπο του

Πικ είχε έναν αξιόπιστο τερματοφύλακα.

Στην επανάληψη τους πήραμε φαλάγγι. Μέσα σε λιγότερο

από πέντε λεπτά ο Στάνυ και ο Ρίζο κατάφεραν να στείλουν

την μπάλα τρεις φορές στα δίχτυα, αφού προηγουμένως ο

Φρήντριχ είχε πετύχει το δεύτερο γκολ και ο Στάνυ είχε κατα

φέρει το πρώτο του τέρμα πριν ακόμα αρχίσει να βρέχει γκολ.

Βέβαια οι Πραγινοί μετά από δική μας λάθος πάσα κατάφεραν

να σκοράρουν ακόμη μια φορά, έπειτα όμως —όπως είπα— το

παιχνίδι είχε πια κριθεί και ο κόσμος αλάλαζε από ενθουσια

σμό. Ακόμη και ο άξιος μέσος Ρόμπιτσεκ, που όμως έκανε χο

ντρά φάουλ πάνω στον Στάνυ, δεν κατάφερε να αναχαιτίσει

τους δικούς μας. Αφού ο κύριος Μπερ προειδοποίησε τον Ρό-

20 ΓΚΤΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

μπι που δεν έπαιζε καθαρά ότι θα τον απέβαλλε, λίγο πριν

από τη λήξη του αγώνα ο Ρίζο πέτυχε το έβδομο γκολ.

Οι Πραγινοί, που μέχρι τότε τους είχαν περί πολλού, απο

γοήτευσαν αρκετά, ιδίως οι κυνηγοί τους: πολλές πάσες προς

τα πίσω, χωρίς καθόλου νεύρο στη μεγάλη περιοχή. Αργότερα

είπαν πως ο Στάνυ και ο Ρίζο ήταν οι ήρωες της ημέρας, αλλά

δεν είναι αλήθεια. Η ενδεκάδα έπαιξε σαν ένας άντρας, αν και

στο πρόσωπο του Μπρούνο Στανισέβσκι, του Στάνυ των φιλά

θλων μας, έβλεπες από τότε κιόλας τη μεγάλη προσφορά των

παικτών πολωνικής καταγωγής όλα αυτά τα χρόνια στο γερ

μανικό ποδόσφαιρο. Επειδή παρέμεινα πολύ καιρό ακόμη δρα

στήριο μέλος της διοίκησης του Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Λει

ψίας, τα τελευταία χρόνια ως ταμίας, και επειδή συνόδεψα

πολλές φορές την ομάδα σε παιχνίδια εκτός έδρας και πρόλαβα

να ζήσω τον Φριτς Στσεπάν και τον γαμπρό του Ερνστ Κου-

τσόρα, τον ντριμπλαδόρο της Σάλκε, και τους μεγάλους θριάμ

βους της Σάλκε, μπορώ να πω με σιγουριά ότι αφότου πήραμε

στην Αλτόνα το πρωτάθλημα, το γερμανικό ποδόσφαιρο

έπαιρνε όλο και περισσότερο πάνω του, πράγμα που σε μεγάλο

βαθμό οφείλεται στους Γερμανούς πολωνικής καταγωγής που

χαίρονταν να παίζουν και ήταν επικίνδυνοι σκόρερ.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην Αλτόνα: ήταν καλό αν και όχι

μεγάλο παιχνίδι. Αλλά από τότε που η ομάδα της Λειψίας

ανακηρύχτηκε ξεκάθαρα και αναμφισβήτητα πρωταθλήτρια

Γερμανίας, ορισμένοι δημοσιογράφοι ένιωσαν τον πειρασμό να

μαγειρέψουν διάφορα παραμύθια. Πάντως, η φήμη ότι οι Πρα

γινοί το βράδυ της παραμονής του ματς είχαν ξεδώσει με γυ

ναίκες στη Ρέεπερμπαν του Σανκτ Πάουλι και ότι γι ' αυτό

ήταν τόσο ξενέρωτοι στην επίθεση την επομένη και ιδίως στο

δεύτερο ημίχρονο, αποδείχτηκε δικαιολογία. Ο αμερόληπτος

κύριος Μπερ μου έγραψε τότε ιδιοχείρως: «Νίκησαν οι καλύτε

ροι!»

1904

«ΣΕ ΜΑΣ ΣΤΟ ΧΕΡΝΕ ξεκίνησε παραμονές Χριστουγέννων κιό

λας...»

«Δηλαδή, στα ανθρακωρυχεία του Ούγκο Στίννες...»

«Βαγόνια όμως κλέβουνε* κι αλλού' στο ανθρακωρυχείο

του Χάρπεν, για παράδειγμα, όταν δεν είναι εντελώς γεμάτα ή

όταν τους ξεφεύγει λίγο ακάθαρτο κάρβουνο...»

«Τότε τους βάζουν και πρόστιμο...»

«Σωστά, κύριε διευθυντά. Αλλά ένας λόγος για την απεργία

των ειρηνικών κατά τα άλλα ανθρακωρύχων σίγουρα είναι κι

αυτή η αρρώστια με τα σκουλήκια στα έντερα, που έχει μετα

δοθεί σε όλη την περιφέρεια και που οι διοικήσεις των ορυχείων

την παρουσιάζουν εντελώς ανώδυνη, ενώ έχει κολλήσει το ενα

πέμπτο όλων των ανθρακωρύχων...»

«Αν θες τη γνώμη μου, σκουλήκια έχουν κολλήσει ακόμα

και τα άλογα στα ορυχεία...»

«Αηδίες, μας τα κουβάλησαν τα γουρούνια οι Πολωνοί...»

«Ναι, αλλά όλοι απεργούν, ακόμα και οι πολωνοί ανθρα

κωρύχοι, που, όπως ξέρετε, κύριε διευθυντά, αυτούς εύκολα

τους καθησυχάζεις...»

«Ναι, με βότκα!»

«Κάτι μας λες τώρα! Στο μεθύσι είμαστε όλοι πρώτοι

εδώ...»

* Οι ιδιοκτήτες των ορυχείων υπολογίζουν μικρότερη ποσότητα κάρβουνου

από αυτή που πραγματικά εξορύσσουν οι εργάτες για να πληρώσουν μειωμένα

μεροκάματα (προφανώς συνδέονται με την παραγωγικότητα).

Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

«Πάντως η ηγεσία των απεργών επικαλείται το πρωτόκολ

λο ειρήνης του '98, δηλαδή το κανονικό οκτάωρο...»

«Πουθενά δεν υπάρχει οκτάωρο! Παντού δουλεύουν περισσότερο...»

«Εμείς στο Χέρνε δουλεύουμε κάπου δέκα ώρες μες στη γη...»

«Αλλά αν θες τη γ ν ώ μ η μου, το κλέψιμο των βαγονιών,

που τον τελευταίο καιρό γίνεται όλο και πιο συχνά...»

«Τώρα απεργούν πάνω από εξήντα ανθρακωρυχεία...»

«Και σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, ξαναγυρίσανε κι οι

μαυροπίνακες...»

«Και στο Βέσελ το 57ο σύνταγμα πεζικού είναι κιόλας σε

επιφυλακή με το όπλο παρά πόδα...»

«Ανοησίες, τι είναι αυτά που λέτε; Μέχρι τώρα σε όλη την

περιοχή του Ρουρ μόνο η χωροφυλακή επενέβη...»

«Ναι, αλλά σε μας στο Χέρνε όπλισαν δημόσιους υπαλλή

λους σαν κι εσάς, κύριε διευθυντά, με περιβραχιόνιο και κλομπ

και τους έκαναν αστυνομία των ανθρακωρυχείων...»

«Τους λένε Πίνκερτον, γιατί πρώτος ο αμερικάνος Πίνκερ-

τον είχε την ιδέα αυτού του βρόμικου κόλπου...»

«Και επειδή είναι τώρα παντού γενική απεργία, ο Ούγκο

Στίννες λέει θα κλείσει τα ορυχεία του...»

«Γι ' αυτό και στη Ρωσία γίνεται κάτι σαν επανάσταση...»

«Και στο Βερολίνο ο σύντροφος Λίμπκνεχτ.. .»

«Αλλά εκεί κατέφθασε ο στρατός κι άρχισε ξαφνικά να ρίχνει...»

«Όπως έκαναν οι δικοί μας στη νοτιοδυτική Αφρική που κα

θάρισαν στα γρήγορα όλους τους Οττεντότους...»

«Πάντως σε όλη την περιφέρεια απεργούν τώρα πάνω από

διακόσια ανθρακωρυχεία».

«Λογάριασαν πως είναι το ογδόντα πέντε τοις εκατό...»

«Μέχρι τώρα όμως τα πράγματα είναι σχετικά ήρεμα, όλα

είναι εντάξει, κύριε διευθυντά, γιατί ακόμη και η ίδια η διοίκη

ση του συνδικάτου...»

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 23

« Ό χ ι όπως στη Ρωσία, που η επανάσταση όλο και δυναμώ

νει...» « Γ ι ' αυτό, σύντροφοι, στο Χέρνε το πρώτο που κάναμε ήταν

να πάρουμε μέτρα ενάντια στους απεργοσπάστες...»

«Επειδή ο Στίννες εξακολουθεί να αρνείται κάθε συμφωνία,

υπάρχει φόβος...»

«Τώρα στη Ρωσία επικρατεί εμπόλεμη κατάσταση...»

«Οι δικοί μας όμως απλώς κυνήγησαν αυτούς τους Χερέ-

ρους και τύπους σαν τους Οττεντότους και τους έδιωξαν στην

έρημο...»

«Πάντως ο Λίμπκνεχτ ονόμασε τους εργάτες στην Πετρού

πολη κι εμάς εδώ ήρωες του προλεταριάτου...»

«Αλλά με τους Γιαπωνέζους ο Ρώσος δεν θα ξεμπερδέψει

έτσι εύκολα...»

«Και σ' εμάς στο Χέρνε πυροβόλησαν...»

«Ναι, αλλά μόνο στον αέρα...»

« Τ ο βάλαμε όμως όλοι στα πόδια...»

«Για πότε φύγαμε απ' την πύλη και διασχίσαμε το προαύ

λιο του ανθρακωρυχείου, ούτε κι εγώ ξέρω...»

«Όχι, κύριε διευθυντά, όχι ο στρατός, η αστυνομία μόνο...»

«Αλλά στα πόδια το βάλαμε παρ' όλα αυτά...»

«Καιρός να του δίνουμε, είπα στον Άντον...»

1905

ΚΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ είχε κάνει στην Ταγγέρη, την

Καζαμπλάνκα και το Μαρακές, και μάλιστα πολύ πριν από

την κρίση του Μαρόκου*. Ο πατέρας μου, που τότε δούλευε

για μια εφοπλιστική εταιρεία της Βρέμης, ήταν άνθρωπος πά

ντα ανήσυχος που η πολιτική, και ιδίως του καγκελάριου

Μπύλοφ ο οποίος κυβερνούσε εκ του μακρόθεν, του χαλούσε

τους ισολογισμούς. Εμένα του γιου του, ο οποίος, παρά τον

μεγάλο ανταγωνισμό των Γάλλων και των Ισπανών, δεν τα

κατάφερνε και άσχημα με τον εμπορικό μας οίκο, αλλά που

διεκπεραίωνε τις καθημερινές επιχειρήσεις με ζαφορά, σύκα,

χουρμάδες και ινδικές καρύδες χωρίς αληθινό πάθος και κατά

τα άλλα κατέφευγε στα παζάρια προς αναζήτηση κάθε είδους

ψυχαγωγίας και διασκέδασης, οι συνεχείς συζητήσεις περί κρί

σης στο τραπέζι και στη λέσχη μου φαίνονταν γελοίες. Γι '

αυτό και παρακολούθησα την αυθόρμητη επίσκεψη του Κάιζερ

στον Σουλτάνο εξ αποστάσεως και μόνο μέσα από το ειρωνικό

μου μονόκλ, πόσο μάλλον που ο Αβδούλ Αζίζ κατάφερε να

αντιδράσει με εκπληκτικά θεαματικό τρόπο ακόμη και στη μη

προαναγγελθείσα επίσκεψη του αρχηγού ενός ξένου κράτους,

* Ο αφηγητής αναφέρεται στην πρώτη κρίση του Μαρόκου. Η Γερμανία, με

την αποβίβαση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' στην Ταγγέρη το 1905. αποπειράθηκε

να παρεμποδίσει την επέκταση της Γαλλίας στο Μαρόκο, η οποία είχε εντείνει

τις προσπάθειες της μετά τη γαλλο-αγγλική συμφωνία του 1905. Αποτέλεσμα

της κρίσης ήταν η δημιουργία της Antcntc cordiale στη ^(ivorio της Αλγερίας το

1906 και η απομόνωση της Γερμανίας.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 25

να προστατεύσει τον υψηλό ξένο με μια γραφική σωματοφυλα

κή και με άγγλους πράκτορες και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει

μυστικά την εύνοια και την προστασία της Γαλλίας.

Παρά τα προβλήματα κατά την αποβίβαση, που προκάλε

σαν πολλά γέλια (παραλίγο να ανατραπούν λέμβος και μονάρ

χης), η εμφάνιση του Κάιζερ ήταν επιβλητική. Μπήκε στην

Ταγγέρη καβάλα σε ένα δανεικό, φανερά νευρικό άσπρο άλογο,

απόλυτα σταθερός πάνω στη σέλα. Ακόμη και ζητωκραυγές

ακούστηκαν. Αυθόρμητος ωστόσο ήταν ο θαυμασμός για το

κράνος του που εξέπεμπε φωτεινά σήματα επικοινωνίας με τον

ήλιο.

Αργότερα κυκλοφόρησαν στα τεϊοποτεία αλλά και στη λέ

σχη γελοιογραφίες που απεικόνιζαν το κοσμημένο με τον αετό

κράνος και το μεγαλόπρεπο μουστάκι παραλείποντας τα άλλα

χαρακτηριστικά του προσώπου. Ο σκιτσογράφος —όχι, δεν

ήμουν εγώ ο ένοχος, αλλά ένας καλλιτέχνης που τον γνώριζα

από τη Βρέμη και ο οποίος είχε σχέσεις με τη μικρή αποικία

των ζωγράφων στο Βορπσβεντε— είχε τοποθετήσει με τόση

μαεστρία κράνος και γυριστό μουστάκι μες στο μαροκινό σκη

νικό, ώστε οι θόλοι των τζαμιών και οι μιναρέδες να εναρμονί

ζονται απόλυτα με τις καμπύλες του πλουμιστού κράνους και

με τη μυτερή προεξοχή στην κορυφή, με αποτέλεσμα μία πολύ

ζωντανή εικόνα.

Εκτός από ανήσυχα τηλεγραφήματα, η επιδεικτική εμφάνι

ση του Κάιζερ δεν απέφερε κανένα κέρδος. Ενώ η Μεγαλειότης

Του εκφωνούσε σθεναρούς λόγους, η Γαλλία και η Α γ γ λ ί α

συμφωνούσαν για την Αίγυπτο και το Μαρόκο. Ε γ ώ ούτως ή

άλλως έβρισκα όλη αυτή την ιστορία γελοία. Kat το ίδιο γε

λοία εντύπωση έκανε έξι χρόνια αργότερα η εμφάνιση του κα

νονιοφόρου μας Πάνθηρ στο Αγαδίρ. Τέτοιες ενέργειες βέβαια

δεν είναι παρά θεατρικά αστραπόβροντα και φωνασκίες που ξε

θυμαίνουν. Μόνιμη εντύπωση κατέλιπε μόνο το απαστράπτον

μες στη λάμψη του ήλιου κράνος του Κάιζερ με την αιχμή στην

36 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

κορυφή. Οι ντόπιοι χαλκουργοί το αντέγραψαν επιμελώς και

το πήγαν σε όλα τα παζάρια. Πολύ καιρό μετά την επίσκεψη

του Κάιζερ -και πάντως περισσότερο καιρό απ' όσο κράτησαν

οι δικές μας εισαγωγές και εξαγωγές- έβρισκες στα παζάρια

της Ταγγέρης και του Μαρακές τα πρωσικά κράνη με την αιχ

μή είτε σε μινιατούρα είτε σε μέγεθος μεγαλύτερο από το κανο

νικό σαν σουβενίρ αλλά και σαν χρήσιμο μπακιρένιο πτυελοδο-

χείο' εγώ χρησιμοποιώ μέχρι σήμερα ένα τέτοιο κράνος τοπο

θετημένο με την αιχμή προς τα κάτω μέσα σε ένα κουτί με

άμμο.

Εντούτοις στον πατέρα μου, που το ιδιαίτερο χαρακτηριστι

κό του να βλέπει μακριά και να φοβάται το χειρότερο δεν πε

ριοριζόταν μόνο στα των επιχειρήσεων, και ο οποίος κατά και

ρούς χαρακτήριζε τον γιο του, όχι αναίτια, απερίσκεπτο, δεν

ερέθιζαν τους μυς του γέλιου ούτε καν οι αστειότερες ιδέες μου.

Αντίθετα, του έδιναν όλο και περισσότερο αφορμή να εκφράζει,

και μάλιστα όχι μόνο στο τραπέζι, την ανήσυχη διάγνωση του:

«Θα μας κυκλώσουν, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι θα συμμαχή

σουν με τους Ρώσους και θα μας κυκλώσουν». Και καμιά φορά

μας ανησυχούσε με το υστερόγραφο: «Ο Κάιζερ ξέρει να θορυ

βεί με το σπαθί, αλλά πραγματική πολιτική κάνουν άλλοι».

1906

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΕΙΡΙΟΣ. Με επινόησε ο Σερ Άρθουρ

Κόναν Ντόυλ, διάσημος συγγραφέας ιστοριών με πρωταγωνι

στή τον Σέρλοκ Χολμς, στις οποίες θεραπεύει την εγκληματο

λογία με αυστηρά επιστημονικό τρόπο και ο οποίος, ούτως ει

πείν παρεμπιπτόντως, προσπάθησε να προειδοποιήσει τη νη

σιωτική Βρετανία για τον κίνδυνο που διέτρεχε δημοσιεύοντας

—οκτώ χρόνια αφότου καθελκύστηκε το πρώτο δικό μας υπο

βρύχιο ανοικτής θαλάσσης— ένα διήγημα με τίτλο «Danger!»,

το οποίο κυκλοφόρησε στα γερμανικά το '15 μεσούντος του

πολέμου με τ ίτλο « Ο πόλεμος των υποβρυχίων - π ώ ς ο

πλοίαρχος Σείριος υπέταξεν την Αγγλίαν», που μέχρι το τέλος

του πολέμου έκανε δεκαοκτώ εκδόσεις αλλά στο μεταξύ φαίνε

ται δυστυχώς να έχει λησμονηθεί.

Σύμφωνα με το προφητικό αυτό βιβλιαράκι, εγώ ο πλοίαρχος

Σείριος κατάφερα να πείσω τον βασιλιά της Νορλάνδης, όνομα

με το οποίο εννοείται το κράτος μας, για την τολμηρή, εντούτοις

αποδείξιμη δυνατότητα με οκτώ μόνο υποβρύχια -δεν είχαμε

παραπάνω— να αποκόψουμε την Αγγλία από κάθε δυνατότητα

εισαγωγής τροφίμων και να επιφέρουμε λιμό. Τα υποβρύχια

μας ονομάζονταν Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα, Έφιλον, Ιώτα και

Κάππα. Δυστυχώς το τελευταίο χάθηκε κατά τη διάρκεια της

επιχείρησης στη θάλασσα της Ιρλανδίας. Ε γ ώ ήμουν κυβερνή

της του Ιώτα και διοικητής του στολίσκου. Οι πρώτες επιτυ

χίες μας καταγράφηκαν στις εκβολές του Τάμεση, κοντά στο

νησί Σίρνες όπου βύθισα με εύστοχες τορπίλες το ένα μετά το

28 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

άλλο το πλοίο Αδέλα. φορτωμένο με αρνίσιο κρέας από τη Νέα

Ζηλανδία, αμέσως μετά το Μολδαβία της εταιρείας Oriental

και έπειτα το Κούσκο, και τα δυο φορτωμένα με στάρι. Μετά

και από άλλες επιτυχίες μπροστά στο στενό της Μάγχης και

φιλόπονη βύθιση και άλλων πλοίων μέχρι βαθιά μέσα στη θά

λασσα της Ιρλανδίας, επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε ολό

κληρος ο στολίσκος μας, είτε όλα τα υποβρύχια μαζί είτε το

καθένα μόνο του, στην αρχή στο Λονδίνο και στη συνέχεια σε

όλη τη νήσο άρχισαν να ανεβαίνουν οι τιμές: ένα καρβέλι που

πρώτα κόστιζε πέντε πένες σύντομα κόστιζε ενάμισι σελίνι. Με

τον συστηματικό αποκλεισμό όλων των σημαντικών εμπορι

κών λιμένων σπρώξαμε τις τιμές στα ύψη επιφέροντας λιμό σε

όλη τη χώρα. Ο πληθυσμός που λιμοκτονούσε διαμαρτυρόταν

έντονα εναντίον της κυβέρνησης. Το χρηματιστήριο, το ιερό

της αυτοκρατορίας, καταλήφθηκε εξ εφόδου/Οποιος ανήκε στο

ανώτερο κοινωνικό στρώμα ή μπορούσε να το κάνει, διέφυγε

στην Ιρλανδία, όπου υπήρχαν τουλάχιστον αρκετές πατάτες.

Τελικά η περήφανη Αγγλία αναγκάστηκε να ταπεινωθεί και

να κλείσει ειρήνη με τη Νορλάνδη.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου διαβάζουμε τις γνώμες ειδι

κών του ναυτικού και άλλων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι επι

βεβαίωσαν την άποψη του συγγραφέα Κόναν Ντόυλ για τον

ελλοχεύοντα κίνδυνο. Ένας από όλους αυτούς -κάποιος αντι-

ναύαρχος εν αποστρατεία- συμβούλευε να κάνουν στην Αγγλία

ό,τι έκανε κάποτε ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο: να κτίσουν σιλό, και

επίσης να θεσπίσουν προστατευτικούς δασμούς για τα εγχώρια

αγροτικά προϊόντα. Διατυπώθηκε με έμφαση η γνώμη ότι οι

Άγγλοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τον δογματικό τρόπο σκέψης

του νησιώτη και να κατασκευάσουν επιτέλους τη σήραγγα που

θα τους ένωνε με τη Γαλλία. Κάποιος άλλος αντιναύαρχος

πρότεινε τα εμπορικά πλοία να ταξιδεύουν πλέον μόνο σε νηο

πομπές και να εξοπλίσουν ταχύπλοα πολεμικά ειδικά για την

καταδίωξη υποβρυχίων. Ήταν όλες τους συνετές και έξυπνες

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 29

συμβουλές που τη χρησιμότητα τους επιβεβαίωσε δυστυχώς η

πραγματική πορεία του πολέμου. Θα μπορούσα να πω πολλά

για την αποτελεσματικότητα των βομβών βυθού.

Δυστυχώς ο συγγραφέας που με επινόησε, ο Σερ Αρθουρ,

λησμόνησε να αναφέρει ότι εγώ ως νεαρός υποπλοίαρχος

ήμουν στο Κίελο όταν στις 4 Αυγούστου του 1906 στα ναυπη

γεία Germania καθελκύστηκε με ένα γερανό το πρώτο μας

υποβρύχιο ανοικτής θαλάσσης κάτω από αυστηρά μέτρα προ

στασίας, γιατί ήταν μυστικό. Μέχρι τότε ήμουν ανθυπο

πλοίαρχος σε μία τορπιλάκατο, αλλά προσφέρθηκα εθελοντικά

να συμμετάσχω στη δοκιμή του ακόμη όχι τελειοποιημένου

υποβρύχιου όπλου μας. Ως μέλος του πληρώματος είδα πρώτη

φορά να καταδύεται το Υ 1 σε βάθος τριάντα μέτρων και λίγο

αργότερα να φτάνει στην ανοιχτή θάλασσα με δική του προω-

στική δύναμη. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτώ πως η εταιρεία

K r u p p είχε ήδη κατασκευάσει ένα υποβρύχιο μήκους δεκα

τριών μέτρων με βάση τα σχέδια ενός ισπανού μηχανικού που

κάτω από το νερό είχε ταχύτητα πεντέμισι κόμβους. Μάλιστα

η Πέστροφα είχε κινήσει το ενδιαφέρον του Κάιζερ. Ο πρίγκι

πας Ερρίκος συμμετείχε προσωπικά σε ένα υποβρύχιο ταξίδι

της. Δυστυχώς το Βασιλικό Υπουργείο Πολεμικού Ναυτικού

καθυστέρησε την ταχεία και απρόσκοπτη περαιτέρω ανάπτυξη

της Πέστροφας. Εκτός τούτου υπήρχαν δυσκολίες με τον κινη

τήρα πετρελαίου. Όταν όμως μετά καθυστέρηση ενός έτους το

Υ 1 ανέλαβε υπηρεσία στο Εκερνφέρντε, τίποτε πια δεν μας συ

γκρατούσε, ούτε όταν αργότερα τόσο η Πέστροφα όσο και το

εξοπλισμένο ήδη με τρεις τορπίλες πολεμικό σκάφος Καμπάλα

μήκους τριάντα εννέα μέτρων πουλήθηκε στη Ρωσία. Προς με

γάλη μου δυσαρέσκεια με είχαν αποσπάσει και επιφορτίσει με

την επίσημη παράδοση. Ορθόδοξοι ιερείς, που είχαν έρθει στην

Πετρούπολη ειδικά γι ' αυτό τον σκοπό, ευλόγησαν με αγιασμό

υποβρύχιο και θωρηκτό από τη μία άκρη έως την άλλη. Μετά

από μακροχρόνια μεταφορά δια ξηράς, καθελκύστηκαν αμφό-

30 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τερα στο Βλαδιβοστόκ, αλλά ήταν πολύ αργά πλέον για να

χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ιαπωνίας.

Εντούτοις το όνειρο μου πραγματοποιήθηκε. Ο Κόναν

Ντόυλ, παρά την οξεία όσφρηση του λαγωνικού που έχει απο

δειχτεί σε πάμπολλες ιστορίες, δεν υποψιάστηκε πόσο πολλοί

γερμανοί νέοι -όπως ε γ ώ - θα ονειρεύονταν την ταχεία κατά

δυση, τη σαρωτική ματιά με το τηλεσκόπιο, τα εύστοχα ελισ-

σόμενα πετρελαιοφόρα, τη διαταγή «Εκτοξεύσατε τορπίλη!»,

τις πολλές εύστοχες βολές και τους πανηγυρισμούς που τις συ

νόδευαν, τη συναδελφική στενή συμβίωση και τη στολισμένη με

λάβαρα επιστροφή στην πατρίδα. Και εγώ, εγώ που ήμουν

παρών εξαρχής και ο οποίος τώρα πλέον ανήκω στη λογοτε

χνία, δεν υποψιάστηκα πως δεκάδες χιλιάδες παιδιά μας δεν

θα αναδύονταν ποτέ πια από το υποβρύχιο όνειρο τους.

Δυστυχώς, χάρη στην προειδοποίηση του Σερ Άρθουρ, απέ

τυχαν οι επανειλημμένες μας απόπειρες να γονατίσουμε την

Αγγλία. Τόσο πολλοί οι νεκροί. Ωστόσο ο πλοίαρχος Σείριος

παρέμεινε καταδικασμένος να επιζεί κάθε κατάδυσης.

) 1907

ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ ΚΑΗΚΕ το εργοστάσιο μας παραγω

γής δίσκων στη λεωφόρο Τσέλλερ: ολοσχερής καταστροφή.

Και είχαμε πάρει φόρα. Εν τιμή: η ημερήσια παραγωγή μας

έφτανε τους τριάντα έξι χιλιάδες δίσκους. Τα χάσαμε όλα μέσα

απ' τα χέρια μας. Και ο ετήσιος τζίρος μας είχε ανέβει στα

δώδεκα εκατομμύρια μάρκα. Οι δουλειές πήγαιναν ιδιαίτερα

καλά γιατί στο Αννόβερο εδώ και δύο χρόνια χαράζαμε δί

σκους που έπαιζαν και από τις δύο πλευρές. Τέτοιοι δίσκοι

μόνο στην Αμερική υπήρχαν. Πολλές στρατιωτικές φανφάρες.

Ελάχιστη μουσική αξιώσεων. Επιτέλους όμως ο Ράππαπορτ,

δηλαδή η ταπεινότητα μου, κατάφερε να πείσει τη Νέλλι Μέλ-

μπα, τη « Μ ε γ ά λ η Μέλμπα», να ηχογραφήσει. Στην αρχή

έκανε νάζια, όπως αργότερα ο Σαλιάπιν που έτρεμε μήπως το

σατανικό αυτό εργαλείο, έτσι αποκαλούσε τη σύγχρονη τεχνι

κή μας, του κλέψει τη μαλακιά μπάσα φωνή του. Ο Γιόζεφ

Μπερλίνερ, που μαζί με τον αδελφό τουΈμιλ είχε ιδρύσει ήδη

από τα τέλη του περασμένου αιώνα στο Αννόβερο την εταιρεία

Deutsche G r a m m o p h o n και μεταφέρει έπειτα την έδρα της

στο Βερολίνο και ο οποίος είχε τολμήσει να ξεκινήσει με ιδρυ

τικό κεφάλαιο μόλις είκοσι χιλιάδων μάρκων, μού είπε μια

ωραία πρωία: «Ράππαπορτ, φτιάξε τη βαλίτσα σου και ξεκίνα

αμέσως για τη Μόσχα! Δεν με ενδιαφέρει πώς, αλλά θα κατα

φέρεις τον Σαλιάπιν».

Και πράγματι: πήρα το αμέσως επόμενο τρένο χωρίς να

χάσω ώρα με τη βαλίτσα μου. Πήρα όμως μαζί μου, τρόπος

.12 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

του λέγειν, ως δώρο τους πρώτους δίσκους με γομμαλακα και

με τη φωνή της Μέλμπα. Τι ταξίδι ήταν αυτό! Ξέρετε το

εστιατόριο Γιαρ; Υπέροχο! Κι έπειτα ξενύχτι στο chambre

séparée. Στην αρχή πίναμε μόνο βότκα σε νεροπότηρα, ώσπου

στο τέλος ο Φεντόρ έκανε τον σταυρό του και άρχισε να τρα

γουδά. Όχι τα σουξέ του απ' τον Μπορίς Γκαντουνόφ, αλλά

συνέχεια αυτά τα θρησκευτικά άσματα που ψάλλουν οι καλό

γεροι με τη βαθιά σαν άβυσσο φωνή τους. Έπειτα περάσαμε

στη σαμπάνια. Χάραζε όταν υπέγραψε κλαίγοντας και κάνο

ντας συνέχεια τον σταυρό του. Επειδή χωλαίνω από παιδί,

όταν τον πίεζα να υπογράψει, σίγουρα με έβλεπε σαν την εν

σάρκωση του Σατανά. Και στην υπογραφή φτάσαμε μόνο επει

δή είχαμε καταφέρει ήδη τον μεγάλο τενόρο Σομπίνοφ, και

έτσι μπόρεσα να του παρουσιάσω το συμβόλαιο του τρόπον

τινά σαν υπόδειγμα. Εν πάση περιπτώσει, ο Σαλιάπιν έγινε το

πρώτο πραγματικά μεγάλο αστέρι της δισκογραφίας,

Έπειτα ήρθαν όλοι οι άλλοι: ο Λέο Σλέζακ, ο Αλεσάντρο

Μορέσκι, ο τελευταίος καστράτο που ηχογράφησε δίσκο. Και

έπειτα στο Hotel d'i Milano —το ξέρω, σας φαίνεται απίστευτο

αλλά έμεινα πάνω από το δωμάτιο που πέθανε ο Βέρντι— κα

τόρθωσα να εξασφαλίσω στην εταιρεία τις πρώτες ηχογρα

φήσεις με τον Ενρίκο Καρούζο, δέκα άριες! Φυσικά με ιδιαίτε

ρα ευμενές συμβόλαιο. Σύντομα τραγούδησε για μας και η

Αντελίνα Πάττι, και ένα σωρό άλλοι ακόμα. Κάναμε εξαγω

γές σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ανάμεσα στους μόνιμους

πελάτες μας ήταν και οι βασιλικοί οίκοι της Αγγλίας και της

Ισπανίας. Όσον αφορά τον παρισινό οίκο Ρότσιλντ, ο Ράππα-

πορτ κατάφερε με μερικά κόλπα να πάρει τη θέση του αμερικά

νου προμηθευτή του. Παρ' όλα αυτά ως έμπορος δίσκων έβλε

πα ότι δεν έπρεπε να στοχεύουμε στην αποκλειστικότητα, για

τί μόνο η ποσότητα μετράει, και ότι έπρεπε να αποκεντρωθού

με, ώστε ιδρύοντας και άλλα εργοστάσια εγγραφής δίσκων στη

Βαρκελώνη, στη Βιέννη και -δεν υπερβάλλω!- στην Καλκού-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

τα, να επιβιώσουμε στην παγκόσμια αγορά. Γι' αυτό η πυρκα

γιά στο Αννόβερο δεν μας κατέστρεψε εντελώς. Παρ' όλα αυτά

μας ανησύχησε, γιατί είχαμε ξεκινήσει με τους αδελφούς

Μπερλίνερ στη λεωφόρο Τσέλλερ από το τίποτα. Βέβαια οι

μεγαλοφυείς ήταν αυτοί οι δύο, εγώ ήμουν απλώς έμπορος δί

σκων, αλλά ο Ράππαπορτ ήξερε ανέκαθεν πως με τον δίσκο

και το γραμμόφωνο ο κόσμος θα ανακάλυπτε ξανά τον εαυτό

του. Παρ' όλα αυτά ο Σαλιάπιν εξακολούθησε πολύ καιρό ακό

μη να σταυροκοπιέται πριν από κάθε ηχογράφηση.

1908

ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ το έχουμε συνήθειο ο πατέρας να παίρ

νει μαζί του τον γιο. Κρατάει απ' τον καιρό του παππού μου

που δούλευε στα τρένα κι ήταν οργανωμένος στο συνδικάτο

των σιδηροδρομικών και όταν μιλούσε ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ

στο πάρκο Χάζενχάιντε του Βερολίνου πάντα έπαιρνε μαζί του

τον μέλλοντα να διαιωνίσει το γένος του. Και ο πατέρας μου,

και αυτός σιδηροδρομικός και σύντροφος, μου είχε κυριολεκτι

κά κάνει κλύσμα την προφητική, κατά κάποιο τρόπο, φράση

που είχε από τις μεγάλες αυτές συγκεντρώσεις, τις απαγορευ

μένες επί Βίσμαρκ: «Η προσάρτηση της Αλσατίας-Λωρραίνης

δεν θα φέρει την ειρήνη, αλλά τον πόλεμο!»

Ήρθε λοιπόν και η σειρά του να παίρνει εμένα, τον οχτάχρο-

νο ή εννιάχρονο πιτσιρικά μαζί του όπου μιλούσε ο σύντροφος

Καρλ Λίμπκνεχτ, ο γιος του Βίλχελμ, είτε στο ύπαιθρο είτε,

όταν η συγκέντρωση ήταν απαγορευμένη, σε καπνισμένα κα

πηλειά. Μέχρι το Σπαντάου ταξιδεύαμε, γιατί ήταν η εκλογι

κή περιφέρεια του Λίμπκνεχτ. Και το 1905 πήγα με το τρένο

μάλιστα μέχρι τη Λειψία, γιατί ο πατέρας μου ήταν μηχανο

δηγός και είχε δωρεάν εισιτήρια' εκεί ο Λίμπκνεχτ μίλησε στο

Φελζενχέλλερ του Πλάγκβιτς για τη μεγάλη απεργία στην πε

ριοχή του Ρουρ που εκείνη την εποχή ήταν σε όλες τις εφημερί

δες. Αλλά δεν μίλησε μόνο για ανθρακωρύχους και δεν έκανε

προπαγάνδα μόνο ενάντια στους γαιοκτήμονες και τους μεγα

λοβιομήχανους, αλλά επεκτάθηκε κυρίως και με τρόπο κυριο

λεκτικά προφητικό στη γενική απεργία λέγοντας πως ήταν το

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 35

μελλοντικό εργαλείο πάλης των προλεταριακών μαζών. Μι

λούσε χωρίς χειρόγραφο λες xat οι λέξεις του έρχονταν ουρανο-

κατέβατες. Και σε λίγο έφτασε στη ρώσικη επανάσταση και

στο ματοβαμμένο τσαρικό καθεστώς.

Πολλές φορές τον διέκοψαν χειροκροτήματα. Και στο τέλος

έγινε ομόφωνα δεκτό ένα ψήφισμα, στο οποίο οι συγκεντρωμέ

νοι —ο πατέρας μου είπε ήταν πάνω από δύο χιλιάδες— εξέφρα

ζαν την αλληλεγγύη τους με τους ηρωικούς αγωνιστές στην

περιοχή του Ρουρ και στη Ρωσία.

Μπορεί να ήταν και τρεις χιλιάδες κόσμος στριμωγμένος

στο Φελζενκελλερ. Ε γ ώ , βλέπετε, είχα καλύτερη εποπτεία από

τον πατέρα μου γιατί με κρατούσε στους ώμους του, όπως

έκανε παλιότερα κι ο δικός του πατέρας όταν μιλούσε ο Βίλ

χελμ Λίμπκνεχτ ή ο σύντροφος Μπέμπελ για την κατάσταση

της εργατικής τάξης. Το είχαμε συνήθειο στην οικογένεια. Εν

πάση περιπτώσει πιτσιρικάς άκουγα τον σύντροφο Λίμπκνεχτ,

τρόπος του λέγειν, πάντα αφ' υψηλού, δεν τον έβλεπα μόνο,

τον άκουγα κιόλας. Ήταν μέγας ρήτωρ. Δεν του σώζονταν

ποτέ οι λέξεις. Του άρεσε ιδιαίτερα να απευθύνεται στη νεο

λαία. Στο ύπαιθρο τον άκουσα κάποτε να φωνάζει πάνω από

τα κεφάλια ούτε κι εγώ ξέρω πόσων χιλιάδων: «Όποιος έχει

με το μέρος του τους νέους, έχει τον στρατό!» Λόγος επίσης

προφητικός. Εν πάση περιπτώσει, πάνω στους ώμους του πα

τέρα με έπιανε πανικός όταν μας φώναζε: «Ο μιλιταρισμός εί

ναι ο απάνθρωπος δήμιος και η αιματοβαμμένη σιδηρά θωρά

κιση του καπιταλισμού!»

Θυμάμαι σαν να 'ταν σήμερα τον φόβο που με έπιανε μόλις

άρχιζε να μιλάει για τον εσωτερικό εχθρό που έπρεπε να τον

πολεμήσουμε. Ίσως γι ' αυτό ήθελα να κατουρήσω κατεπειγό

ντως και άρχιζα να κουνιέμαι πέρα δώθε πάνω στους ώμους

του πατέρα μου. Αλλά ο πατέρας μου δεν καταλάβαινε την

ανάγκη μου, γιατί ήταν ενθουσιασμένος. Ε γ ώ ίσα που κρατιό

μουν πάνω στον θώκο μου, ώσπου το 1907 έγινε το κακό και

36 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

την αμόλησα στο σβέρκο του μέσα από το παντελονάκι μου.

Πολύ σύντομα έπιασαν τον σύντροφο Λίμπκνεχτ και έμεινε

έναν ολόκληρο χρόνο, όλο το 1908 και περισσότερο, στη φυλα

κή του Γκλατς, γιατί το ανώτατο δικαστήριο του Βραδεμβούρ-

γου τον είχε καταδικάσει για την πολεμική του ενάντια στον

μιλιταρισμό.

Ο πατέρας μου, όταν αδυνατώντας πια να κρατηθώ, του κα

τούρησα όλη την πλάτη στη συγκέντρωση και ενώ ο σύντροφος

Καρλ Λίμπκνεχτ ξεσήκωνε τους νέους, με κατέβασε απ' τους

ώμους του και με έκανε τόπι στο ξύλο, τόσο που ένιωθα το

χέρι του να με καίει για πολύ καιρό. Και αυτός είναι ο μόνος

λόγος που αργότερα, όταν τελικά ξέσπασε ο πόλεμος, έτρεξα

στη στρατολογία και κατατάχτηκα εθελοντικά, μάλιστα πήρα

και παράσημο ανδρείας, και μετά τον διπλό τραυματισμό μου,

την πρώτη φορά στο Αρράς και τη δεύτερη έξω από το Βερ-

ντέν, έφτασα μέχρι τον βαθμό του υπαξιωματικού' γιατί ακό

μη και ως διοικητής Μονάδος Εφόδου στη Φλάνδρα, ήμουν

πάντα βέβαιος ότι ο σύντροφος Καρλ Λίμπκνεχτ, που αργότε

ρα, πολύ αργότερα τον δολοφόνησαν, όπως δολοφόνησαν και

τη συντρόφισσα Ρόζα Λούξεμπουργκ, μερικοί συνάδελφοι του

Σώματος Εθελοντών, πετώντας, μάλιστα, ένα από τα πτώμα

τα στο κανάλι Λάντβερ του Βερολίνου, είχε εκατό φορές δίκιο

όταν υποκινούσε τη νεολαία.

1909

ΕΠΕΙΔΗ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ του αγίου Ουρβανού πήγαινα καθη

μερινά με το ποδήλατο και γενικά επειδή με θεωρούσαν μα

νιώδη του ποδηλάτου, με έχρισαν βοηθό του δόκτορα Βίλνερ ο

οποίος θα περευρίσκετο ως γιατρός στους εξαήμερους ποδηλα

τικούς αγώνες. Οι αγώνες θα γίνονταν στο χειμερινό ποδηλα

τοδρόμιο κοντά στον Ζωολογικό Κήπο και ήταν οι πρώτοι όχι

μόνο στο Βερολίνο και την επικράτεια του Γερμανικού Συνδέ

σμου αλλά σε όλη την Ευρώπη. Μόνο στην Αμερική ήταν

γνωστή αυτή η ταλαιπωρία εδώ και χρόνια, διότι στην Αμερι

κή ούτως ή άλλως καθετί κολοσσιαίων διαστάσεων προσελκύει

το κοινό. Γι ' αυτό τον λόγο οι νεοϋορκέζοι νικητές της τελευ

ταίας σεζόν, οι Φλόυντ ΜακΦάρλαντ και Τζίμυ Μοράν, θεω

ρούνταν φαβορί. Κρίμα που ο γερμανός ποδηλάτης Ρυτ, που

πριν από δύο χρόνια είχε νικήσει στην ποδηλατοδρομία της

Αμερικής μαζί με τον ολλανδό συναθλητή του Στολ, δεν μπο

ρούσε να συμμετάσχει στο Βερολίνο/Ηταν λιποτάκτης, η πρά

ξη του αυτή ήταν αξιόποινη και δεν τολμούσε να έρθει στην

πατρίδα του. Ο ομορφούλης όμως Στολ ήταν στην πίστα, και

σύντομα έγινε το αγαπημένο είδωλο του κοινού. Φυσικά εγω

ήλπιζα ότι ο Ρολ, ο Στέλμπρινκ και ο άσος μας Βίλλυ Άρεντ

θα εκπροσωπούσαν επαξίως τα γερμανικά χρώματα.

Ο δόκτωρ Βίλνερ διηύθυνε τον σταθμό πρώτων βοηθειών

των εξαήμερων ποδηλατικών αγώνων επί εικοσιτετραώρου

βάσεως. Όπως οι ποδηλάτες, έτσι κι εμείς κοιμόμαστε σε ξύλι

νες, προχειροφτιαγμένες κουκέτες σαν φωλιές ορνιθοτροφείου,

AS' Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

στη μακριά πίσω πλευρά του εσωτερικού χώρου, ακριβώς δί

πλα στο συνεργείο και στον σχετικά απομονωμένο χώρο του

ιατρείου. Είχαμε πολλή δουλειά. Από την πρώτη κιόλας μέρα

του αγώνα έπεσε ο Πουλαίν συμπαρασύροντας και τον δικό

μας Βίλλυ Άρεντ. Τη θέση τους, επειδή έπρεπε να διακόψουν

μερικούς γύρους, πήραν ο Ζωρζέ και ο Ρόζενλόχερ, ο οποίος

αργότερα εγκατέλειψε τον αγώνα εξαντλημένος.

Σύμφωνα με το ιατρικό μας πρόγραμμα, ο δόκτωρ Βίλνερ

πριν από την έναρξη της ποδηλατοδρομίας κατέγραψε το σωμα

τικό βάρος όλων των αθλητών, πράγμα που επαναλήφθηκε και

μετά το πέρας της. Επίσης πρότεινε σε όλους τους αθλητές, και

όχι μόνο σε εκείνους που στις φλέβες τους έρρεε αίμα γερμανικό,

εισπνοές οξυγόνου, πρόταση που την αποδέχτηκαν σχεδόν όλοι

οι αμιλλώμενοι. Καθημερινά αναλώνονταν στον σταθμό μας έξι

έως επτά μπουκάλες οξυγόνου, πράγμα που αποδεικνύει πόσο

τρομερά επιβαρύνει ο αγώνας τον οργανισμό.

Μετά την ανακατασκευή του, την οποία ίσα που πρόλαβαν

να αποπερατώσουν εγκαίρως, το μήκους εκατόν πενήντα μέ

τρων ποδηλατοδρόμιο άλλαξε πραγματικά όψη. Η πρόσφατα

ισοπεδωμένη με οδοστρωτήρα αγωνιστική πίστα ήταν βαμμέ

νη πράσινη. Στις θέσεις ορθίων του εξώστη συνωστιζόταν η

νεολαία. Στα θεωρεία και στα αριθμημένα καθίσματα του εσω

τερικού χώρου έβλεπες κυρίους με φράκα και άσπρη φαρδιά με

ταξωτή ζώνη από τα δυτικά προάστια του Βερολίνου. Οι κυ

ρίες εμπόδιζαν τη θέα με τα τεράστια καπέλα τους. Το πριγκι-

πικό θεωρείο καταλήφθηκε και αυτό, αν και μόνο από τον πρί

γκιπα Όσκαρ και την ακολουθία του, από τη δεύτερη κιόλας

μέρα, όταν ο δικός μας Βίλλυ Άρεντ είχε μείνει πίσω ήδη δύο

γύρους' την τέταρτη όμως μέρα, όταν επί είκοσι πέντε γύρους

γίναμε μάρτυρες της σκληρής αναμέτρησης ανάμεσα στα φαβο

ρί ΜακΦάρλαντ-Μοράν και Στολ-Μπερτέ για την πρώτη θέση

και όταν ο γάλλος Ζακλέν χαστούκισε τον δικό μας Στέλ-

μπρινκ, οπότε στον εξώστη έγινε χαμός και ο αγώνας διακό-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 39

πηκε για λίγο, επειδή το κοινό απειλούσε να λιντσάρει τον Ζα

κλέν, και ο Γάλλος αποκλείστηκε, εμφανίστηκε με λαμπρό έν

δυμα ο Αυτοκρατορικός Διάδοχος και παρέμεινε μέχρι αργά

μετά τα μεσάνυχτα ευδιάθετος. Αλαλαγμοί κατά την εμφάνιση

του. Επιπλέον χαρούμενα στρατιωτικά εμβατήρια, αλλά και

ζωηρά σουξέ για τον εξώστη που κραύγαζε κι αυτός μαζί.

Στρατιωτική μουσική αντηχούσε ακόμη και σε ώρες ηρεμίας,

όταν οι ποδηλάτες αγωνίζονταν εντελώς νηφάλια, για να μέ

νουν οι θεατές ξύπνιοι. Ο Στέλμπρινκ, ένας πεισματάρης νεα

ρός, που έτρεχε με ένα μαντολίνο κρεμασμένο στον ώμο, δεν

μπορούσε, φυσικά, να τα βάλει με τα ^ορυ^ώΖτ] εμβατήρια.

Εμείς είχαμε δουλειά ακόμη και νωρίς το πρωί, όταν δεν

συνέβαινε απολύτως τίποτε που να εξάπτει το κοινό. Χάρη

στην εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών Saniias, ο σταθμός μας

ήταν εξοπλισμένος με τις πλέον σύγχρονες ακτινογραφικές συ

σκευές Rontgcn, έτσι ώστε όταν ήρθε για επιθεώρηση ο καθη

γητής δόκτωρ Σγέρνινγκ, ο δόκτωρ Βίλνερ είχε βγάλει ήδη

εξήντα ακτινογραφίες σε αθλητές που είτε εξακολουθούσαν να

συμμετέχουν είτε είχαν εγκαταλείψει, και τις οποίες μπόρεσε

να δείξει στον καθηγητή δόκτορα Σγέρνινγκ. Ο καθηγητής

συμβούλεψε τον δόκτορα Βίλνερ να δημοσιεύσει αυτό το υλικό

αργότερα μαζί και με άλλα στοιχεία, πράγμα που όντως έγινε

και μάλιστα σε ένα έγκυρο περιοδικό, αλλά χωρίς να αναφερθεί

το δικό μου μερίδιο στην εργασία.

Αλλά και ο αγώνας αποδείχτηκε άξιος της περιέργειας του

υψηλού μας επισκέπτη. Ο καθηγητής είδε το δίδυμο Στολ-

Μπερτέ, που μέχρι τότε θεωρούνταν φαβορί, να υπερσκελίζεται

την πέμπτη μέρα από τα φαβορί της Αμερικής. Αργότερα, όταν

ο Μπρόκο επιταχύνοντας παρεμπόδισε τον Μπερτέ, ο τελευ

ταίος ισχυρίστηκε ότι ο συνοδηγός του Στολ είχε δωροδοκηθεί

από το team ΜακΦάρλαντ-Μοράν, μη όντας ωστόσο σε θέση

να αποδείξει την κατηγορία του στους επόπτες του αγώνα.

Ο δόκτωρ Βίλνερ είχε προτείνει στους ποδηλάτες ως τονω-

40 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τική και διεγερτική διατροφή βιολεκιθινη και βιοβυνη, ωμά

αβγά και ροσμπίφ, ρύζι, μακαρόνια και κρέμα ή ρυζόγαλο. 0

Ρομπλ, ένας μεμψίμοιρος μοναχικός τύπος, κατόπιν συμβου

λής του προσωπικού του γιατρού, έτρωγε το χαβιάρι με το

κουτάλι. Όλοι σχεδόν οι ποδηλάτες κάπνιζαν και έπιναν

αφρώδη οίνο, ο Ζακλέν μάλιστα έπινε μέχρι τον αποκλεισμό

του πορτό. Είχαμε λόγους να υποθέτουμε ότι μερικοί ξένοι

αθλητές έκαναν χρήση λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνων

διεγερτικών ουσιών' ο δόκτωρ Βίλνερ υποπτευόταν ότι έπαιρ

ναν σκευάσματα στρυχνίνης και καφεΐνης. Ε γ ώ είδα τον

Μπερτέ με τις μαύρες μπούκλες, γιο εκατομμυριούχου, στην

κουκέτα του να μασάει με μανία πιπερόριζα.

Παρ' όλα αυτά η ομάδα Στολ-Μπερτέ έμεινε πίσω ένα γύρο

και έτσι την έβδομη ημέρα στις δέκα το βράδυ ανακηρύχτηκαν νι

κητές οι Φλόυντ ΜακΦάρλαντ και Τζίμυ Μοράν. Ως έπαθλο πή

ραν πέντε χιλιάδες μάρκα. Φυσικά ο δικός μας Βίλλυ Άρεντ με δε

καεπτά γύρους πίσω απογοήτευσε ακόμη και τους πιστότερους

οπαδούς του. Παρ' όλα αυτά και μολονότι προς το τέλος του

αγώνα οι τιμές των εισιτηρίων είχαν διπλασιαστεί, είχαν προπω

ληθεί όλα μέχρι και την 21η Μαρτίου. Από τα δεκαπέντε αρχικά

ζευγάρια έμειναν στην πίστα μέχρι τέλους μόνο τα εννιά. Εκκω

φαντικό χειροκρότημα κατά τη λήξη του αγώνα. Αν και ο Στολ, ο

όμορφος αυτός νεαρός, χειροκροτήθηκε περισσότερο, οι Αμερικανοί

κατά τον τιμητικό γύρο τιμήθηκαν δίκαια από τους θεατές. Φυσι

κά το θεωρείο της Αυλής ήταν κατειλημμένο από τον Διάδοχο,

τους πρίγκιπες Τουρν και Τάξις καθώς και από άλλους ευγενείς.

Ένας μαικήνας, φανατικός εραστής του ποδηλάτου, πρόσφερε μά

λιστα στους ποδηλάτες μας Αρεντ και Ρομπλ ένα σημαντικό ποσό

για κάθε γύρο που θα κέρδιζαν. Εμένα ο Στολ μου χάρισε ως

αναμνηστικό μία από τις ολλανδικής κατασκευής τρόμπες του.

Και ο δόκτωρ Βίλνερ θεώρησε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κατά

τη διάρκεια του εξαήμερου αγώνα διαπιστώσαμε σε όλους τους

αθλητές ισχυρές εκκρίσεις λευκώματος.

1910

ΚΛΙ ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΑΣ ΔΙΗΓΗΘΩ γιατί τα παιδιά εδώ μου κόλλησαν

ένα παρατσούκλι μόνο και μόνο επειδή με λένε Βέρθα και είμαι

γεμάτη. Εκείνο τον καιρό μέναμε στον συνοικισμό της K r u p p .

Ήταν πολύ κοντά στο εργοστάσιο, γι ' αυτό και τρώγαμε όλο

τον καπνό στη μούρη. Αλλά όταν θύμωνα γιατί τα ρούχα στην

απλώστρα ήταν πάλι μαύρα και γιατί τα παιδιά έβηχαν συνέ

χεια, έλεγε ο άντρας μου: Δεν πειράζει, Βέρθα. Όποιος δου

λεύει στην K r u p p με το κομμάτι, πρέπει να φτάνει γρήγορα

στη δουλειά.

Κι έτσι μείναμε εκεί όλα τα χρόνια μέχρι το τέλος, κι ας

ήταν στενάχωρα, γιατί είχαμε αναγκαστεί να υπενοικιάσουμε

την πίσω κάμαρα, εκείνη που έβλεπε στην αυλή με τα κλουβιά

για τα κουνέλια, σε δύο εργένηδες, που στα μέρη μας τους λέ

γαμε οικότροφους, και έτσι δεν είχα θέση για την πλεκτομηχα-

νή μου που την είχα αγοράσει με τις οικονομίες μου. Αλλά ο

Κέμπες μου μού 'λέγε πάντα: Δεν πειράζει, Βέρθα, φτάνει που

'χουμε ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι.

Ο Κέμπες δούλευε στο χυτήριο/Εχυναν σωλήνες κανονιών.

Κι όλα τα σχετικά/Ηταν, βλέπετε, ένα ή δυο χρόνια πριν από

τον πόλεμο, και είχε πολλή δουλειά. Κι έπειτα έχυσαν κάτι

για το οποίο ήταν όλοι τους πολύ περήφανοι, γιατί τέτοιο τε

ράστιο μαραφέτι δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος. Kt επειδή πολλοί

από τον συνοικισμό δούλευαν στο χυτήριο, ακόμη κι οι δύο οι-

κότροφοί μας, όλοι μιλούσαν συνέχεια γι ' αυτό το πράγμα, κι

ας ήταν τάχα μυστικό του κράτους. Αλλά μετά δεν έλεγε να

42 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τελειώσει. Κατά βάση πρέπει να ήταν κάτι σαν γουδί, γιατί

αυτό θα πει όλμος. Αλλά με κοντό σωλήνα. Έλεγαν πως είχε

διάμετρο ακριβώς σαράντα δύο εκατοστά. Αλλά καμιά φορά

δεν χυνόταν ακριβώς. Και γενικά έτρωγε πολύ χρόνο. Αλλά ο

άντρας μου έλεγε πάντα: Αν θέλεις τη γνώμη μου, μέχρι ν' αρ

χίσει το πανηγύρι θα τα 'χουμε καταφέρει. Αλλιώς, όπως ξέρω

την Krupp, είναι ικανή και στον τσάρο της Ρωσίας να το που

λήσει, άμα χρειαστεί.

Όταν όμως μετά άρχισε ο πόλεμος, δυο χρόνια αργότερα,

δεν το πούλησαν, αλλά βομβάρδισαν το Παρίσι με αυτό το

πράγμα από πολύ μακριά. Και το βγάλανε χοντρο-Βέρθα. Κι

ας μη με ήξερε κανένας. Οι πρώτοι που του έβγαλαν αυτό το

όνομα ήταν οι εργάτες στο χυτήριο που έμεναν στις εργατικές

κατοικίες, γιατί στον συνοικισμό ήμουν η πιο χοντρή. Δεν μου

άρεσε καθόλου που με κουτσομπόλευαν παντού, κι ας έλεγε

για μένα ο Κέμπες μου: Δεν το λένε με κακία. Και να σκεφτεί

κανείς πως δεν είχα καμία συμπάθεια στα κανόνια, κι ας ζού

σαμε από όλα αυτά που έφτιαχνε η Krupp. Κι εδώ που τα

λέμε, ζούσαμε μια χαρά. Μέχρι χήνες και κότες είχαμε που

σεργιανούσαν στον συνοικισμό μας. Και στον στάβλο σχεδόν

όλοι είχαν το γουρούνι τους. Κι έπειτα, όταν ερχόταν η άνοιξη,

όλα τα κουνέλια...

Δεν πρέπει όμως να βοήθησε και πολύ η χοντρο-Βέρθα τους

στον πόλεμο. Οι Γάλλοι πεθαίνανε στα γέλια όταν βλέπαν τις

οβίδες της πάλι να αστοχούν. Κι ο Κέμπες μου, που ο Λούντε-

ντορφ στο τέλος τον επιστράτευσε κι αυτόν κι ας ήταν μεγάλος,

γι ' αυτό τώρα είναι ανάπηρος και δεν μας επιτρέπουν πια να

ζούμε στον συνοικισμό της Krupp και μένουμε με νοίκι σε μια

καλύβα με τις λίγες οικονομίες μου, μου λέει πάντα: Μωρέ δεν

πα' να βάλεις κι άλλο βάρος, Βέρθα, φτάνει να μη μας αρρω

στήσεις.

1911

ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΟΥΛΕΝΜΠΟΥΡΓΚ*, αν Μου επιτρέπετε να Σας

προσφωνώ κατ' αυτόν τον τρόπο, αφότου ο κανάγιας Χάρντεν

με τις λασπολογίες του στις εφημερίδες μας σπίλωσε, οπότε

αναγκάστηκα, διόλου αγόγγυστα, ωστόσο υπακούοντας εις το

συμφέρον του κράτους, να εγκαταλείψω τον πιστό και αφοσιω

μένο φίλο, σύμβουλο και συνοδό στα ταξίδια μου. Εντούτοις,

αγαπητέ Πρίγκιψ, σας παρακαλώ να συμμεριστείτε τον θρίαμ

βο μου: ήγγικεν η ώρα! Σήμερα διόρισα αρχιναύαρχο τον

υπουργό μου του πολεμικού ναυτικού Τίρπιτς, που είχε την

ικανότητα στην Αυτοκρατορική Δίαιτα να πλήττει εύστοχα

και να εξοργίζει τους αριστερούς φιλελευθέρους. Όλα τα σκαρι

φήματα μου των υφιστάμενων ναυτικών δυνάμεων, την άκρα

ακρίβεια των οποίων έχετε επιπλήξει συχνά με πνεύμα επιεί

κειας, επειδή δεν κουραζόμουν να ασκώ το ταπεινό μου τάλα

ντο επάνω αλλά και μέσα στους μέχρι θανάτου πληκτικούς αυ

τούς φακέλους κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά βαρετών συσκέ-

ψεο^ν και να καταγράφω ως μία ενιαία ναυτική δύναμη -προς

ιδίαν προειδοποίησα- το Σαρλ Μαρτελ της Γαλλίας και τα θω

ρηκτά της πρώτης κατηγορίας με πρώτο το Ζαν ντ Αρκ, έπειτα

ν Φανταστικό γράμμα του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' στον Φίλιππο, πρίγκιπα

(από το 1900) του Όυλενμπουργκ και Χέρτφελντ. κόμη του Ζάντελς (18 Ι Τ

Ι 92 Ι), έμπιστο σύμβουλο του μέχρι το 1906. Τον Νοέμβριο του 1906 ήταν κύ

ριο πρόσωπο της «υπόθεσης Όυλενμπουργκ». ενός σκανδάλου που ξέσπασε όταν

ο δημοσιογράφος Μαξιμιλιανός Χάρντεν τον κατηγόρησε ότι ήταν ομοφυλόφιλος

και οτι συμμετείχε σε μία κλίκα που επηρέαζε αρνητικά τον Κάιζερ.

44 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τα πρόσφατα ναυπηγημένα πολεμικά πλοία της Ρωσίας, πρώ

τα απ' όλα τα θωρηκτά Πετροπαβλόσκ, Πολτάβα και Σεβα-

στόπολ με όλους τους πύργους των πυροβόλων. Γιατί τι είχα

με να αντιπαραθέσουμε στα θωρηκτά τύπου ντρέντνοτ της Αγ

γλίας πριν οι νόμοι περί πολεμικού στόλου μας λύσουν τα χέ

ρια; Το πολύ πολύ τα τέσσερα θωρηκτά τύπου Βραδεμβούρ-

γου, έτερον ουδέν. Ωστόσο αυτή η συλλογή σκαριφημάτων, τα

οποία απεικονίζουν τις υφιστάμενες ναυτικές δυνάμεις των δυ

νάμει εχθρών, δεν είναι πλέον προσχέδιο, αλλά —όπως θα δια

πιστώσετε και εσείς, αγαπητέ φίλε, από το συνημμένο υλικό-

είτε οργώνει κιόλας τη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική είτε

ναυπηγείται στο Κίελο, στο Βίλχελμσχάβεν και στο Ντάντσιχ.

Ξέρω, χάσαμε χρόνια. Οι δικοί μας στα του ναυτικού ήταν

δυστυχώς εξαιρετικά ανίδεοι/Ηταν αναγκαίο να προκαλέσουμε

παλλαϊκή συγκίνηση ή μάλλον παλλαϊκό ενθουσιασμό για τον

στόλο. Χρειαζόταν ο σύλλογος φίλων του στόλου, ένας νόμος

περί στόλου, και τότε ακριβώς οι Άγγλοι - ή μήπως πρέπει να

πω καλύτερα οι αξιαγάπητοι εξάδελφοι μου στην Αγγλία;— με

βοήθησαν ακουσίως, όταν στον πόλεμο κατά των Μπόερς -εν-

θυμείσθε, βεβαίως, το επεισόδιο, αγαπητέ φίλε— παραβιάζοντας

κάθε έννοια δικαίου συνέλαβαν στις ανατολικές ακτές της Αφρι

κής δύο ατμόπλοια μας. Το συμβάν προκάλεσε μεγάλη οργή

στην αυτοκρατορία. Πράγμα που βοήθησε στη Δίαιτα. Αν και η

ρήση μου «Εμείς οι Γερμανοί πρέπει να αντιπαραθέσωμεν εις

τα α γ γ λ ι κ ά " d r e a d n o u g h t s " τα δικά μας τεθωρακισμένα

"ατρόμητα"», προκάλεσε πολύ θόρυβο. (Ναι, ναι, αγαπητέ

Όυλενμπουργκ, το γνωρίζω: ο μεγαλύτερος πειρασμός για

μένα είναι, και θα παραμείνει, το ειδησεογραφικό πρακτορείο

του Βολφ.)

Τώρα όμως πλέουν τα πρώτα πραγματοποιημένα όνειρα.

Και όλα τα άλλα; Θα τα κανονίσει ο Τίρπιτς. Για μένα πά

ντως η σχεδίαση μεγάλων πολεμικών σκαφών και θωρηκτών

παραμένει ιερή ψυχαγωγία. Στην οποία πλέον επιδίδομαι σο-

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 45

βαρά στο σεκρεταίρ μου, πάντα καθισμένος, όπως γνωρίζετε,

σε μία σέλα και έτοιμος ανά πάσα στιγμή για επίθεση. Μετά

τη συνήθη ιππασία, πρωινό μου καθήκον είναι να αποτυπώσω

με τόλμη στο χαρτί και εν είδει προσχεδίου τον τόσο νεαρό

ακόμη στόλο μας ενόψει της εχθρικής υπεροπλίας, διότι γνωρί

ζω πως ο Τίρπιτς ποντάρει, όπως και εγώ, σε μεγάλα πλοία.

Πρέπει να γίνουμε ταχύτεροι, πιο ευέλικτοι και να έχουμε με

γαλύτερα και ισχυρότερα πυροβόλα. Μου έρχονται πλήθος τέ

τοιες ιδέες. Κατά τη διάρκεια της δημιουργικής αυτής ενασχό

λησης πολλές φορές έχω την αίσθηση πως ξεχύνονται κυριολε

κτικά τα μεγάλα πλοία από το κεφάλι μου. Εχτές ήταν σαν να

έβλεπα μπροστά μου ένα σωρό τεθωρακισμένα εύδρομα, το

Σευντλιτς, το Μπλύχερ, αλλά έπειτα τα έχασα. Με τα μάτια

της φαντασίας μου βλέπω ολόκληρα συγκροτήματα σκαφών το

ένα πίσω από το άλλο. Δεν έχουμε ακόμη αρκετά μεγάλα θω

ρηκτά. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που τα υποβρύχια πρέπει να

περιμένουν, λέει ο Τίρπιτς.

Α χ , να σας είχα κοντά μου όπως άλλοτε, εσάς τον καλύτερο

μου φίλο, το πνεύμα της φιλοκαλλίας και τον εραστή των τε

χνών! Πόσο τολμηρά και πόσο προφητικά θα κουβεντιάζαμε

τότε. Με πόση θέρμη θα καθησύχαζα τους φόβους σας... Ω,

ναι, φίλτατε Όυλενμπουργκ, θέλω να είμαι βασιλεύς ειρήνης,

αλλά βασιλεύς με όπλα...

1912

ΠΑΡΟΤΙ ΕΒΓΑΖΑ ΤΟ ΨΩΜΙ ΜΟΥ ως επόπτης της υπηρεσίας υδρο-

τεχνικών έργων του Πότσνταμ, έγραφα επίσης ποιήματα στα

οποία χάραζε η συντέλεια του κόσμου και ο Χάρος έπραττε το

καθήκον του, ήμουν δηλαδή προετοιμασμένος για όλα τα δει

νά. Συνέβη στα μέσα του Γενάρη. Τον είχα δει* πρώτη φορά

δύο χρόνια νωρίτερα στο καζίνο του Νόλλεντορφ στην οδό

Κλάιστ, όπου τα απογεύματα κάθε Τετάρτης συγκεντρώνο

νταν τα μέλη της Νέας Λέσχης. Έπειτα τον έβλεπα συχνότερα,

όποτε είχα καιρό να κατέβω στο Βερολίνο. Ε γ ώ δεν κίνησα

καθόλου την προσοχή με τα σονέττα μου, εκείνος όμως δεν γι

νόταν να περάσει απαρατήρητος. Αργότερα έζησα τη δύναμη

του λόγου του στο Νεοπαθητικό Καμπαρέ. Παρόντες ήταν

επίσης ο Μπλας και ο Βόλφενστάιν. Οι στίχοι περνούσαν σαν

θορυβώδεις φάλαγγες. Μια πορεία μονότονων μονολόγων που

οργούσε κατευθείαν στον πάγκο του χασάπη. Έπειτα όμως

ξέσπασε ο παιδικός γίγαντας. Ήταν μια έκρηξη σαν του Κρα-

κατάου τον προηγούμενο χρόνο. Τότε έγραφε ήδη για τη Δρά

ση του Πφέμφερτ, όπως λόγου χάριν το ποίημα «Ο πόλεμος»

που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά την τελευταία κρίση του Μα

ρόκου, όταν τα πάντα ίσταντο επί ξυρού ακμής και εμείς μπο-

* Ο αφηγητής αναφέρεται στον ποιητή Georg Hcvni. που ποιήματα του συ

γκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερων του πρώιμου εξπρεσιονισμού, και με την

ευκαιρία και σε άλλους ποιητές της εποχής καθώς και σε έντυπα και εκδότες που

προωθούσαν το έργο τους (μεταξύ άλλων και ο νεαρός τότε εκδότης Rowohlt που

είχε στον κατάλογο του Κάφκα. Μούζιλ. Τουχόλσκυ).

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 47

ρούσαμε να ελπίζουμε πως όπου να 'ναι θα άρχιζε η μάχη.

Μου φαίνεται πως τον ακούω: «αναρίθμητα τα πτώματα στις

καλαμιές, άσπρα χαροπούλια τα σκεπάζουν...» Γενικά τον εν

θουσίαζε το μαύρο και το άσπρο, ιδίως το άσπρο. Γι ' αυτό δεν

απορώ που βρήκε στην απέραντη βατή λευκή επιφάνεια του

παγωμένου από εβδομάδες Χάβελ τη μαύρη εκείνη τρύπα που

θαρρείς και τον περίμενε.

Τι απώλεια! Γιατί όμως, αναρωτηθήκαμε, η Εφημερίδα του

Φος* δεν του έγραψε επικήδειο; Μόνο τη σύντομη είδηση:

«Νωρίς το απόγευμα της Τρίτης και ενώ έκαναν παγοδρομία

ο εισηγητής δόκτωρ Γκέοργκ Χάυμ και ο πάρεδρος Ερνστ

Μπάλκε έπεσαν σε ένα άνοιγμα στον πάγο για τα υδρόβια

πτηνά απέναντι από το Κλάντοφ».

Τίποτε άλλο. Κατά τα άλλα η είδηση ήταν ακριβής, γιατί

εμείς από το Σβάνενβέρντερ είχαμε αντιληφθεί το ατύχημα.

Ε γ ώ και ο βοηθός μου της υπηρεσίας υδροτεχνικών έργων κι

νήσαμε με λίγους ακόμη παγοδρόμους για το επικίνδυνο ση

μείο, αλλά, όπως αποδείχτηκε αργότερα, βρήκαμε μόνο το

μπαστούνι του Χάυμ με την κομψά ποικιλμένη λαβή και τα

γάντια του/Ισως θέλησε να βοηθήσει τον άτυχο φίλο του και

βρέθηκε κι αυτός κάτω από την επιφάνεια του πάγου. Ή ίσως

τον είχε παρασύρει μαζί του ο Μπάλκε. Ή είχαν επιζητήσει

τον θάνατο και οι δύο.

Η Εφημερίδα του Φος έγραψε ακόμη, λες και ήταν σημαντι

κό, ότι ήταν γιος του στρατιωτικού γιατρού εν αποστρατεία

δόκτορος Χάυμ, κατοίκου Σαρλόττενμπουργκ, επί της οδού

Καίνιγκ-στράσε 3 1 . Ο πατέρας του δεύτερου νεκρού, του

Μπάλκε, ήταν τραπεζίτης. Αλλά τίποτε, ούτε λέξη για το τι

μπορεί να παρέσυρε δυο νέους ανθρώπους ώστε να παρεκκλί-

* I Ossisihe '/.tilling - από το επώνυμο των ιδιοκτητών της: αριστερή φιλελεύ

θερη εφημερίδα του Βερολίνου που ιδρύθηκε το 1617 και είχε κατά καιρούς διά

φορους τίτλους' το Ι'λ'53 έπαψε να εκδίδεται γιατί το ναζιστικό καθεστώς απα

γόρεψε στους περισσότερους συνεργάτες της να δημοσιογραφούν.

4H Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

νουν από την ασφαλή περιοχή για τους παγοδρόμους, που

ήταν σημειωμένη με πασσάλους και δεμάτια ξερό χόρτο. Ούτε

κουβέντα για την εσωτερική ανάγκη της χαμένης ήδη από τότε

γενιάς μας. Τίποτε για τα ποιήματα του Χάυμ που, όπως και

να το κάνουμε, του τα είχε εκδώσει ένας νεαρός εκδότης ονό

ματι Ρόβολτ. Μάλιστα σύντομα θα κυκλοφορούσαν και τα διη

γήματα του. Μόνο στην Καθημερινή του Βερολίνου γράφτηκε

πως ο εισηγητής που χάθηκε από πνιγμό είχε διακριθεί και ως

λογοτέχνης και ότι πριν από λίγο καιρό είχε δημοσιεύσει μια

ποιητική συλλογή με τίτλο Η αιώνια μέρα. Διακρίνονταν ίχνη

ενός ωραίου ταλέντου, έγραψαν/Ιχνη! Τι γελοιότητα.

Εμείς της υδροτεχνικής υπηρεσίας συμμετείχαμε στην ανεύ

ρεση του πτώματος. Οι συνάδελφοι μου, βέβαια, με ειρωνεύο

νταν όταν χαρακτήριζα την ποίηση του «τρομερά μεγάλη» και

παρέθετα νεότερους στίχους του νεαρού Χάυμ —«Οι άνθρωποι

στέκουν πρόσω στους δρόμους / Και κοιτούν τους μεγάλους

αστερισμούς»—, αλλά εγώ δεν κουραζόμουν να ανοίγω τρύπες

στον πάγο του Χάβελ σε διάφορα σημεία και να ερευνώ τον

βυθό με τα λεγόμενα άγκιστρα του Θανάτου/Ετσι τον βρήκαμε

τελικά. Και μόλις γύρισα στο Πότσνταμ έγραψα το αφιερωμέ

νο στον Χάυμ ποίημα μου με τίτλο «Το άγκιστρο του θανά

του» που ο Πφέμφερτ, είναι αλήθεια, ήθελε να το τυπώσει,

έπειτα όμως μου το επέστρεψε εκφράζοντας τη λύπη του.

Τον νεότερο κατά ένα χρόνο Μπάλκε, όπως έσπευσε να μας

πληροφορήσει ο Σιδηρούς Σταυρός*, τον είδε ένας ψαράς να

παρασύρεται απ' τα νερά του ποταμού κάτω απ' τον πάγο.

Άνοιξε μια τρύπα και τράβηξε το πτώμα με το καμάκι του. Ο

Μπάλκε φαινόταν ήρεμος. Ο Χάυμ όμως είχε διπλωμένα τα

πόδια σαν έμβρυο, σπασμωδικά, το πρόσωπο παραμορφωμέ

νο, τα χέρια πληγωμένα. Κειτόταν στη χαρακωμένη επιφάνεια

* Η κοινή ονομασία (από τη βινιέττα στον τίτλο της) της συντηρητικής εφημε

ρίδας Xeiie Preit.ssisibe '/.eiliiiio (18 tii-1949).

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 4<•)

του πάγου και με τα δύο παγοπέδιλα στα πόδια. Μόνο εξωτε

ρικά φαινόταν ρωμαλέο παλικάρι, εσωτερικά ήταν έρμαιο δια

φόρων βουλήσεων. Ενώ απεχθανόταν καθετί που είχε σχέση

με στρατό, μόλις πριν από λίγες εβδομάδες είχε παρουσιαστεί

στο Μετς και είχε ζητήσει να καταταγεί εθελοντικά στο σύ

νταγμα πεζικού της Αλσατίας. Και από την άλλη ήταν γεμά

τος σχέδια εντελώς διαφορετικά. Σκόπευε, όπως έμαθα, να

γράψει δράματα...

1913

ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΚΤΙΣΑ ΕΓΩ αυτόν τον απειλητικό όγκο σε

επίπεδη αρόσιμη γη, όχι δεν εννοώ ότι συνέλαβα και εκπόνησα

το σχέδιο του, αλλά ότι ως επιβλέπων μηχανικός μέσα σε δε

κατέσσερα συναπτά έτη θεμελίωσα, έχτισα στοιβάδα μετά τη

στοιβάδα και δόμο μετά τον δόμο, πύργωσα μέχρι τον ουρανό

αυτόν τον απολιθωμένο κολοσσό, την εκφραστική ψευδαίσθηση

ενός αρχιτέκτονα που χέζει γρανίτη;*

Σήμερα, πάνω από χρόνο αφότου ετέθη επίσημα ο τελευ

ταίος λίθος του έργου και αφού ένας από τους αρχιμάστορές

μου τελείωνε αυτοπροσώπως τους τελευταίους αρμούς, είπα

στον αρχιτέκτονα της Αυλής Τίμε, πρόεδρο του Πατριωτικού

Συνδέσμου που μάζεψε κάπου έξι εκατομμύρια κάνοντας τρά-

κα σε ολόκληρη την επικράτεια: «Λίγο υπερβολικά μεγάλο, θα

έλεγα!»

«Έτσι πρέπει, Κράουζε, έτσι πρέπει. Με ενενήντα εννιά μέ

τρα ύψος περάσαμε το μνημείο του Μπαρμπαρόσα και του

Γουλιέλμου Α ' στο Κυφχόυζερ ούτε λίγο ούτε πολύ είκοσι έξι

μέτρα...»

Οπότε εγώ: «Και τον ναό του αυτοκράτορα στην Πόρτα της

Βεστφαλίας σχεδόν τριάντα...»

* Μιλά ο Kriuisc, επιβλέπων μηχανικός του μνημείου της Μάχης των Εθνών

(16-18 Οκτωβρίου 181.'5). Ο θεμέλιος λίθος του μνημείου τέθηκε το 1898 και η κα

τασκευή του ολοκληρώθηκε το 191 •'{. εκατό χρόνια μετά τη μάχη κατά την οποία

ηττήθηκε ο Ναπολέων από τα ενωμένα στρατεύματα της Πρωσίας, Αυστρίας και

Ρωσίας. Στη Μάχη των Εθνών πολέμησαν μισό περίπου εκατομμύριο άνδρες.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 51

«Και τη στήλη της Νίκης στο Βερολίνο ακριβώς τριάντα...»

«Και το μνημείο του Χέρμαν! Ασε το μνημείο της Βαυαρίας

στο Μόναχο με τα είκοσι εφτά μετρουδάκια του...»

Ο αυλικός σύμβουλος Τίμε έπιασε, βέβαια, την ειρωνεία

μου: «Πάντως το πατριωτικό μας μνημείο θα εγκαινιαστεί

επισήμως ακριβώς εκατό χρόνια μετά τη Μάχη των Εθνών».

Ανακάτεψα λίγες αμφιβολίες στην πατριωτική του σούπα —

«Και ένα δυο νούμερα μικρότερο να ήταν, πάλι θα έφτανε»— κι

ύστερα το γύρισα σε ειδικά θέματα, σκάβοντας ακόμη μια φορά

το σκάμμα για τα θεμέλια: «Μπάζα από τη Λειψία και τα πε

ρίχωρα. Χρόνο μετά τον χρόνο, στρώμα μετά το στρώμα μπά

ζα. Αλλά όλες οι προειδοποιήσεις μου -τους είπα ότι δεν κτί

ζεις καλά πάνω σε απορρίμματα, ότι σύντομα θα έχουμε ρωγ

μές, τέτοιες τσαπατσουλιές κοστίζουν ακριβά, θα έχουμε συνε

χώς έξοδα επιδιόρθωσης- πήγαν στράφι».

Ο Τίμε είχε ύφος χαμένο σαν να τον είχαν ήδη τιμωρήσει με

τεράστια ποσά συντήρησης. «Έτσι είναι», είπα, «εκτός τού

του, αν δεν είχαμε χτίσει σε χωματερή, αλλά είχαμε θεμελιώ

σει το οικοδόμημα στο στέρεο έδαφος του πεδίου της μάχης, θα

είχαμε βρει άπειρες νεκροκεφαλές και σκελετούς, σπαθιά και

κοντάρια, κουρέλια από στολές, ολόκληρα και σπασμένα κρά

νη, διακριτικά αξιωματικών και εντελώς κοινά κουμπιά, ανά

μεσα τους πρωσικά, σουηδικά, των Αψβούργων, αλλά και της

λεγεώνας των Πολωνών και φυσικά γαλλικά κουμπιά, ιδίως

της φρουράς. Δεν έπεσαν και λίγοι. Κάπου εκατό χιλιάδες

ήταν η σπονδή όλων μαζί των λαών».

Έπειτα έγινα πάλι ψυχρός πραγματιστής, μίλησα για τα

εκατόν είκοσι χιλιάδες κυβικά μπετόν και τα δεκαπέντε χιλιά

δες γρανίτη που χρησιμοποιήθηκαν ως αντιστάθμισμα. Ο αυλι

κός σύμβουλος Τίμε, δίπλα στον οποίο είχε σταθεί στο μεταξύ

ο αρχιτέκτονας του αρθρωτού κτηριακού όγκου καθηγητής

Σμιλτς, δήλωσε υπερήφανος και χαρακτήρισε το μνημείο «άξιο

των πεσόντων».Ύστερα συνεχάρη τον Σμιλτς, ο οποίος ευχα-

Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ρίστησε με τη σειρά του τον Τίμε για την κάλυψη της δαπάνης

κατασκευής με λεφτά που είχε ζητιανέψει και για την εμπιστο

σύνη του.

Ρώτησα τους κυρίους εάν ήταν σίγουροι για την επιγραφή

«Κύριος μεθ' ημών» στον γρανίτη ακριβώς στον κεντρικό άξο

να της πάνω βάσης του μνημείου. Με κοίταξαν αμφότεροι

ερωτηματικά, έπειτα κούνησαν το κεφάλι και προχώρησαν

προς το μέρος του απολιθωμένου κολοσσού που ορθωνόταν

βαρύς πάνω στην πρώην χωματερή. Τέτοιους χρηστούς και

ενάρετους πολίτες πρέπει να τους σμιλεύει κανείς σε γρανίτη

και να τους βάζει μαζί με τους σωματαράδες που στέκονταν

πλάι πλάι εκεί ψηλά και ενσάρκωναν το μνημείο, είπα μέσα

μου.

Την επομένη θα γίνονταν τα αποκαλυπτήρια. Θα παρευρι

σκόταν όχι μόνο ο Γουλιέλμος της Πρωσίας αλλά και ο βασι

λιάς της Σαξονίας, αν και στη μάχη οι Σάξονες είχαν πολεμή

σει τους Πρώσους... Ο αίθριος ουρανός του Οκτώβρη υποσχό

ταν «βασιλικό καιρό». Ένας από τους αρχιμάστορές μου, σί

γουρα σοσιαλιστής, έφτυσε και είπε: «Σε κάτι τέτοια εμείς οι

Γερμανοί είμαστε μανούλες. Μνημεία! Δεν πα' να στοιχίζουν

όσο θέλουν, σκασίλα τους».

1914

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΤΛ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ του '50 και αφού είχαν

προηγηθεί οι επανειλημμένες και μάταιες προσπάθειες δύο συ

ναδέλφων στο Ινστιτούτο, κατόρθωσα να πείσω τους δύο γη

ραιούς κυρίους* να συναντηθούν/Ισως βέβαια να είχα αυτή την

τύχη επειδή ήμουν νέα εκείνη την εποχή και επειδή ως Ελβετί-

δα είχα επιπλέον το ατού της ουδετερότητας. Οι επιστολές

μου, όσο αντικειμενικά και αν περιέγραφαν το θέμα της έρευ

νας, θα πρέπει να ακούστηκαν σαν τρυφερό, εάν όχι ντροπαλό,

χτύπημα στην πόρτα' μέσα σε λίγες μέρες ήρθαν οι θετικές

απαντήσεις σχεδόν ταυτόχρονα.

Στους συναδέλφους μου είπα πως ήταν ένα αξιοσημείωτο

«λιγάκι παλαιολιθικό» ζευγάρι. Είχα κλείσει ήσυχα δωμάτια

στο ξενοδοχείο Πελαργός. Εκεί καθόμαστε, συνήθως στη στοά

της ψησταριάς με θέα τον ποταμό Λίμματ, το απέναντι δημαρ

χείο και το ξενοδοχείο Κουτάβι. Ο κύριος Ρεμάρκ, τότε εξήντα

έξι χρόνων, κατέφθασε από το Λοκάρνο. Άνθρωπος προφανώς

* Το πρώτο μέρος μιας φανταστικής συζήτησης μεταξύΈριχ Μαρία Ρεμάρκ

και Ερνστ Γιούνγκερ. η οποία καλύπτει τα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου ΙΙο-

λέμου. II συζήτηση γίνεται στη Ζυρίχη το 1955 κατόπιν παραγγελίας του ελβε

τικού κοντσέρν Oerlikon-Buerle που διευθύνεται από την Ocrlikon-Buerle I fol

ding AG, η οποία ιδρύθηκε το 1906 με έδρα της τη Ζυρίχη και έχει. μεταξύ άλ

λων, βιομηχανία παραγωγής όπλων. Ο Ε.Μ. Ρεμάρκ είναι γνωστός' ο ζωολό-

γος και συγγραφέας Ερνστ Γιούνγκερ (Ιί>95-1998) ίσως λιγότερο' στο ημερολό

γιο του από τον πόλεμο με τίτλο /// Stalilifmtlcru (στο κείμενο Καταιγισμός πυ

ρών. 1920) βλέπει τον πόλεμο από τελείως διαφορετική σκοπιά από ό.τι ο Ε.Μ.

Ρεμάρκ.

54 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

αβροδίαιτος, μου φάνηκε πιο ασθενικός από τον ρωμαλέο κύριο

Γιούνγκερ, που μόλις είχε κλείσει τα εβδομήντα και ο οποίος

επεδείκνυε την αθλητικότητά του. Ο τελευταίος, κάτοικος Βυρ

τεμβέργης, είχε έρθει μέσω Βασιλείας, αφού πρώτα μία πεζο

πορία στην οροσειρά των Βοσγίων τον είχε φέρει έως το όρος

Χάρτμανσβάιλερκοπφ που κάποτε είχε υπάρξει αντικείμενο αι

ματηρών μαχών.

Ο πρώτος κύκλος των συνομιλιών μας δεν έλεγε να προχω

ρήσει στο προκείμενο. Οι «μάρτυρες της εποχής» κουβέντιαζαν

ως ειδήμονες για ελβετικά κρασιά: ο Ρεμάρκ εγκωμίαζε τα

κρασιά του Τιτσίνο, ο Γιούνγκερ προτιμούσε τα γαλλικά της

Ντολ. Και οι δύο κατέβαλλαν φανερά προσπάθεια να επιδεί

ξουν την καλοδιατηρημένη γοητεία τους. Αστείες αλλά και

φορτικές ήταν ot προσπάθειες τους να κουβεντιάζουν μαζί μου

στη διάλεκτο της Ελβετίας. Όταν όμως μετά απήγγειλα την

αρχή του Φλαμανδικού χορού των νεκρών που τραγουδήθηκε

πολύ στον πρώτο πόλεμο («Μαυροντυμένος Χάροντας πάνω

σε μαύρο άτι») και του οποίου ο δημιουργός παρέμεινε ανώνυ

μος, άρχισε να σιγοτραγουδά στην αρχή ο Ρεμάρκ, σύντομα

και ο Γιούνγκερ τον ανατριχιαστικό, θλιμμένο σκοπό' και οι

δύο θυμούνταν τους τελευταίους στίχους που έκλειναν κάθε

στροφή: «Η Φλάνδρα δεινά υποφέρει, στη Φλάνδρα ο Χάρος

θερίζει».Ύστερα κοίταξαν προς τον καθεδρικό που τα καμπα

ναριά του δέσποζαν πάνω από τα κτήρια της αντίπερα όχθης.

Μετά το σύντομο αυτό διάστημα περισυλλογής, το οποίο

διέκοψε για λίγο ένας ξερόβηχας, ο Ρεμάρκ είπε ότι το φθινό

πωρο του Ί 4 -καθόταν ακόμη στα θρανία όταν τα παιδιά του

συντάγματος εθελοντών έχυναν το αίμα τους στις μάχες γύρω

από την Υ π ρ - του είχε κάνει και εκείνου μεγάλη εντύπωση ο

μύθος του Λάνγκεμαρκ, σύμφωνα με τον οποίο οι Γερμανοί εί

χαν απαντήσει στα καταιγιστικά πυρά των αγγλικών οπλοπο

λυβόλων με το τραγούδι της Γερμανίας στα χείλη. Σίγουρα

στον μύθο αυτό -και επίσης στην ενθάρρυνση τους από τους

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 55

καθηγητές- οφειλόταν το γεγονός ότι είχαν καταταγεί εθελο

ντικά κάμποσες τάξεις του γυμνασίου. Ο ένας στους δύο δεν

γύρισε. Και όσοι επέζησαν, όπως ο ίδιος, που όμως δεν είχε τη

δυνατότητα να πάει στο ουμανιστικό γυμνάσιο, ήταν ακόμα

κατεστραμμένοι. Τουλάχιστον εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του

ζωντανό νεκρό.

Ο κύριος Γιούνγκερ, που είχε συνοδεύσει τα μαθητικά βιώ

ματα του συναδέλφου του με ελαφρό μειδίαμα —ήταν προφανές

ότι ο κύριος Ρεμάρκ είχε βγάλει μόνο το επαγγελματικό γυ

μνάσιο—, αποκάλεσε μεν τη λατρεία του Λάνγκεμαρκ «πα

τριωτικές βλακείες», παραδέχτηκε όμως ότι πολύ πριν από

την έναρξη του πολέμου τον είχε κυριεύσει η νοσταλγία του

κινδύνου, ο πόθος του ασυνήθιστου —«θα υπηρετούσε ακόμα

και στη γαλλική Λεγεώνα των Ξένων»—: «Όταν μετά ξέσπασε

ο πόλεμος, νιώθαμε σαν να 'χαμέ γίνει όλοι ένα μεγάλο σώμα.

Αλλά ακόμη και όταν ο πόλεμος έδειξε τα νύχια του, η μάχη

ως εσωτερική εμπειρία εξακολούθησε να με συναρπάζει μέχρι

τις τελευταίες μέρες της θητείας μου ως διοικητού Μονάδος

Εφόδου. Παραδεχτείτε το, φίλε μου Ρεμάρκ, ακόμη και στο

Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μετωπον, το εξαιρετικό πρω

τόλειο σας, μιλάτε όχι χωρίς εσωτερική συγκίνηση για τη δύ

ναμη της συντροφικότητας μεταξύ των φαντάρων που έφτανε

μέχρι τον θάνατο». Αυτό το βιβλίο, είπε ο Ρεμάρκ, δεν παρα

θέτει αυτοβιογραφικά βιώματα, συγκεντρώνει την εμπειρία στο

μέτωπο μιας γενιάς που έγινε παρανάλωμα. «Η υπηρεσία μου

στο στρατιωτικό νοσοκομείο μου έφτανε ως πηγή.»

Δεν άρχισαν βέβαια οι γηραιοί κύριοι να τσακώνονται, αλλά

είχε σημασία γι ' αυτούς να τονίσουν ότι η γνώμη τους για τον

πόλεμο διέφερε, ότι θεράπευαν αντίθετο ύφος και γενικά ότι

ανήκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ενώ ο ένας εξακολουθού

σε να θεωρεί τον εαυτό του «αδιόρθωτο ειρηνιστή», ο άλλος

απαιτούσε να θεωρείται «αναρχικός».

« Τ ι είναι αυτά που λέτε!» αναφώνησε ο Ρεμάρκ. «Στο Κα-

56 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ταιγισμός πυρών από την αρχή μέχρι το τέλος, μέχρι και την

ύστατη επίθεση του Λούντεντορφ, είσαστε ένα αλητόπαιδο που

ψάχνει την περιπέτεια. Μάζεψαν επιπόλαια μια ομάδα εφόδου

για να πιάσουν στα γρήγορα, έτσι για πλάκα, ένα δυο αιχμά

λωτους και με την ευκαιρία να κονομήσουν και κανένα μπου

καλάκι κονιάκ...» Στη συνέχεια ωστόσο παραδέχτηκε ότι ο συ

νάδελφος Γιούνγκερ στο ημερολόγιο του είχε περιγράψει εν μέ

ρει εύστοχα τον πόλεμο χαρακωμάτων και θέσεων, καθώς και

γενικά τον χαρακτήρα της μάχης που η έκβαση της εξαρτάται

από το διαθέσιμο πολεμικό υλικό.

Προς το τέλος της πρώτης συνομιλίας μας -οι κύριοι είχαν

αδειάσει δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί- ο Γιούνγκερ επανήλθε

στη Φλάνδρα: «Όταν δυόμισι χρόνια αργότερα χτίζαμε οχυρά

στο μέτωπο του Λάνγκεμαρκ, πέσαμε πάνω σε τουφέκια, τε-

λαμώνες και άδεια φυσίγγια από το Ί 4 . Ακόμα και κράνη με

αιχμές βρέθηκαν, με τα οποία τότε είχαν φύγει για το μέτωπο

ot φαντάροι του συντάγματος των εθελοντών...»

1915

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΑΣ έλαβε χώρα στο Οντεόν, το πα

λιό σεβάσμιο καφενείο στο οποίο ο Λένιν διάβαζε τα Νέα της

Ζυρίχης και άλλες εφημερίδες σχεδιάζοντας μυστικά την επα

νάσταση μέχρις ότου γύρισε με το τρένο στη Ρωσία υπό την

προστασία των γερμανικών κρατικών αρχών. Αντίθετα, εμείς

δεν προβλέπαμε, εμείς δίναμε βάρος σε περασμένες εποχές.

Αλλά πριν ξεκινήσουμε τη συνεδρία μας, οι προσκεκλημένοι

μου επέμειναν να αρχίσουμε με ένα πρόγευμα μετά αφρώδους

οίνου. Εμένα μου επέτρεψαν να πιω πορτοκαλάδα.

Πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι ανάμεσα σε κρουασάν και

ένα πιάτο με τυριά φιγουράριζαν σαν αποδεικτικά στοιχεία τα

δύο βιβλία που κάποτε είχαν αμφισβητηθεί με πάθος: το Ουδέν

νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον είχε βέβαια πολύ μεγαλύ

τερο τιράζ και είχε διαδοθεί πολύ περισσότερο από το Καται

γισμός πυρών. «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Ρεμάρκ, «έγινε

σουξέ. Και να σκεφτεί κανείς ότι από το '33 που κάηκε δημό

σια, έμεινε επί δώδεκα συναπτά έτη εκτός βιβλιαγοράς, το ίδιο

και μερικές μεταφράσεις του' ενώ ο δικός σας ύμνος στον πόλε

μο φαίνεται πως δεν έπαψε ποτέ να διατίθεται».

Ο Γιούνγκερ εδώ σώπασε. Μόνο όταν προσπάθησα να φέρω

την κουβέντα στον πόλεμο χαρακωμάτων στη Φλάνδρα και

στα εδάφη σαν κιμωλία της Καμπάνιας, απλώνοντας μάλιστα

στο μαζεμένο πια τραπεζάκι αποσπάσματα χαρτών με τις

διεκδικούμενες τότε περιοχές, επενέβη, μπαίνοντας έτσι απευ

θείας στην επίθεση και την αντεπίθεση στη Σομ. θίγοντας ένα

\s Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

θέμα από το οποίο δύσκολα πλέον θα ξεκολλούσαμε: «Εκείνα

τα άθλια πρωσικά κράνη με την αιχμή, που εσείς, αγαπητέ

μου Ρεμάρκ, δεν χρειαζόταν πια να φοράτε, στο δικό μας μέ

τωπο αντικαταστάθηκαν από το χαλύβδινο κράνος ήδη από

τον Ιούνιο του '15. Ήταν δοκιμαστικό κράνος' το είχε δε σχε

διάσει, μετά αλλεπάλληλες αποτυχίες και αποδυόμενος σε έναν

αγώνα ταχύτητας με τους Γάλλους, που τότε άρχιζαν κι εκεί

νοι να χρησιμοποιούν χαλύβδινα κράνη, κάποιος λοχαγός του

πυροβολικού ονόματι Σβερτ. Επειδή η Krupp δεν ήταν σε θέση

να παραγάγει το κατάλληλο κράμα φωσφορούχου χυτοσιδή

ρου, η παραγωγή του ανατέθηκε σε άλλες εταιρείες, μεταξύ άλ

λων και στο χαλυβουργείο της Χάλλης. Από τον Φεβρουάριο

του '16 το χαλύβδινο κράνος ήταν σε χρήση σε όλα τα μέτω

πα. Πρώτα προμήθευσαν τον στρατό στο μέτωπο του Βερντέν

και της Σομ, τελευταίο δε το Ανατολικό Μέτωπο. Δεν έχετε

ιδέα, αγαπητέ μου Ρεμάρκ, πόσο φόρο αίματος πληρώσαμε,

και ιδίως στον πόλεμο θέσεων, εξαιτίας του άχρηστου προγενέ

στερου δερμάτινου κράνους που, ελλείψει δέρματος, κατα

σκευαζόταν από πεπιεσμένη τσόχα. Κάθε εύστοχη τουφεκιά

και ένας άντρας λιγότερος, ακόμα και το μικρότερο θραύσμα

το διαπερνούσε».

Έπειτα απευθύνθηκε σε μένα: «Και το δικό σας ελβετικό

κράνος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από την Εθνοφρου

ρά, αν και κάπως παραλλαγμένο, είναι αντίγραφο του δικού

μας σιδηρού κράνους, μέχρι και οι βαλβίδες είναι ίδιες».

Την παρατήρηση μου «Ευτυχώς όμως το δικό μας κράνος

δεν χρειάστηκε να δοκιμαστεί στον πόλεμο υλικού τον οποίο

εξυμνήσατε με τόση εκφραστική δεινότητα», την παρέκαμψε

εφοδιάζοντας τον επιδεικτικά σιωπηλό Ρεμάρκ με περαιτέρω

λεπτομέρειες: ξεκινώντας από μία μέθοδο βαφής σε στρατιωτι

κό γκρίζο χρώμα για την προστασία από τη σκουριά και φτά

νοντας μέχρι το προεξέχον τμήμα προστασίας του αυχένα και

την εσωτερική μαλακή καπιτονέ επένδυση του κράνους από

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ .ϊί>

αλογότριχες ή τσόχα/Επειτα παραπονέθηκε για τη μειωμένη

ορατότητα στη μάχη των χαρακωμάτων, επειδή η προεξέχου

σα στο μέτωπο πλευρά έπρεπε να φτάνει μέχρι τη μύτη: « Τ ο

ξέρετε άλλωστε ότι κατά τις επιχειρήσεις της Μονάδος Εφόδου

αυτό το πομπώδες σιδηρούν κράνος μού ήταν αφόρητο. Το πα

ραδέχομαι πως ήταν επιπόλαιο εκ μέρους μου, αλλά προτι

μούσα έναν παλαίμαχο του είδους, το παλιό μου δίκοχο του

ανθυπολοχαγού, το οποίο μάλιστα είχε μεταξωτή επένδυση».

Έπειτα θυμήθηκε κάτι ακόμη, κάτι διασκεδαστικό, όπως είπε:

«Παρεμπιπτόντως, πάνω στο γραφείο μου έχω ως αναμνηστι

κό ένα εντελώς αλλιώτικο, τελείως ισοπεδωμένο εγγλέζικο

κράνος, φυσικά διάτρητο.»

Μετά μακρά παύση —οι κύριοι συνόδευσαν τον καφέ τους με

ρακί— είπε ο Ρεμάρκ: «Τα σιδηρά κράνη τύπου Μ 16 και Μ

17 ήταν υπερβολικά μεγάλα για την εφεδρεία που την αποτε

λούσαν σχεδόν εντελώς ανεκπαίδευτοι νεοσύλλεκτοι. Συνεχώς

τους έπεφταν. Από τα παιδικά τους πρόσωπα έβλεπες μόνο το

φοβισμένο στόμα και το τρεμάμενο πιγούνι. Αστείο και συνάμα

τραγικό θέαμα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να σας πω ότι βλή

ματα του πεζικού, ακόμη και τα μικρότερα θραύσματα βολιδο-

φόρου νάρκης σράπνελ διερρήγνυαν το σίδερο...»

Φώναξε να του φέρουν ακόμα ένα ρακί. Ο Γιούνγκερ τον μι

μήθηκε. Για μένα την «κοπελιά» παράγγειλαν έναν δεύτερο

χυμό πορτοκάλι.

1916

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΜΑΚΡΥ ΠΕΡΙΠΑΤΟ στην προκυμαία

του Λιμμάτ έως πέρα από το Χελμχάουζ και στην προκυμαία

της Λίμνης της Ζυρίχης -και μετά το διάλειμμα που είχα ορί

σει και το οποίο οι δύο κύριοι τήρησαν, κατά τα φαινόμενα-

δειπνήσαμε ως καλεσμένοι του κυρίου Ρεμάρκ (λόγω της μετα

φοράς στον κινηματογράφο των μυθιστορημάτων του, ο κύριος

Ρεμάρκ ήταν ένας από τους ευπορότερους συγγραφείς), στην

Αίθουσα του Στέμματος, ένα ακριβό καλό εστιατόριο με καλλι

τεχνικό περιβάλλον: στους τοίχους του κρέμονται ιδιόκτητοι

αυθεντικοί πίνακες ιμπρεσιονιστών, αλλά επίσης του Ματίς,

του Μπρακ, ακόμη και του Πικάσο. Φάγαμε φιλέτο σολομού

και μετά μοσχαράκι με πατάτες φούρνου και οι κύριοι τελείω

σαν με εσπρέσο και αρμανιάκ. Ε γ ώ πήρα μια υπερβολικά με

γάλη μερίδα μους σοκολάτα που μου πήρε ώρα ώσπου να την

καταφέρω.

Όταν μάζεψαν από το τραπέζι όλα τα άλλα, οι ερωτήσεις

μου επικεντρώθηκαν στον πόλεμο θέσεων στο Δυτικό Μέτωπο.

Και οι δύο κύριοι, δίχως να χρειαστεί να συμβουλευτούν τα βι

βλία τους, μου μίλησαν για αμοιβαίο αδιάλειπτο σφυροκόπημα

από το οποίο ενίοτε υπέφεραν και τα δικά τους χαρακώματα.

Για κλιμακωτά συστήματα ορυγμάτων μάχης με πλαϊνή κά

λυψη, προκάλυψη και οπίσθια κάλυψη, ορύγματα εφόδου,

αμπριά σκεπασμένα με χώμα, βαθμιδωτές γαλαρίες σκαμμένες

βαθιά στη γη. υπόγειους διαδρόμους, λαγούμια κατασκόπευ

σης και υπονόμευσης που έφταναν σχεδόν μέχρι τη γραμμή του

Ο ΑίΠΝΑΣ ΜΟΥ 61

εχθρού, φραγμούς από μεγάλες σπείρες αγκαθωτού σύρματος,

αλλά και για μπαζωμένα ή πλημμυρισμένα χαρακώματα και

αμπριά. Οι εμπειρίες τους φαίνονταν αλώβητες από τον χρόνο,

αν και ο Ρεμάρκ τις περιόρισε, λέγοντας ότι είχε συμμετάσχει

μόνο στην κατασκευή των χαρακωμάτων: «Δεν πολέμησα στα

χαρακώματα, είδα όμως ό,τι απέμεινε από αυτά».

Παρ' όλα αυτά είτε έσκαβαν χαρακώματα, είτε διένεμαν

συσσίτιο, είτε τοποθετούσαν τη νύχτα αγκαθωτό σύρμα, δεν

υπήρχε λεπτομέρεια που να μην μπορούν να την ανακαλέσουν

στη μνήμη. Θυμούνταν ακριβώς, και μόνο πότε πότε ξεχνιού-

νταν και περιέπιπταν αμφότεροι στην ανεκδοτολογία, παρα

δείγματος χάριν, όταν ο Γιούνγκερ διηγήθηκε τις φλυαρίες του

με τους «Τόμμηδες» ή τους «Φράγκους» από απόσταση τριά

ντα βημάτων, μέσα από το προκεχωρημένο φυλάκιο στην άκρη

του ορύγματος εφόδου, εμπιστευόμενος τις γλωσσικές γνώσεις

που είχε αποκτήσει στα μαθητικά του χρόνια. Ανάμεσα στις

δύο περιγραφές μιας επίθεσης και μιας αντεπίθεσης με κυρίευσε

αίφνης η αίσθηση ότι τα είχα ζήσει και εγώ όλα αυτά. Σ τ η συ

νέχεια μίλησαν για τις σφαιρικές χειροβομβίδες και τη δράση

τους, για τις λεγόμενες «ροκάνες», για τις ωοειδείς χειροβομ

βίδες, τις οβίδες σράπνελ, τα βομβιδοβόλα και τις οπλοβομβί

δες, για όλμους που δεν είχαν εκραγεί, για βαριές οβίδες με

μηχανισμό ανάφλεξης δι' επικρούσεως ή δια φλογός και γ ια

οβίδες με μηχανισμό επιβραδυνόμενης ανάφλεξης και, τέλος,

για τον ήχο βλημάτων διαφόρων διαμετρημάτων που πλησία

ζαν.

Και οι δύο κύριοι είχαν την ικανότητα να μιμούνται τρομα

κτικά κοντσέρτα του είδους, τα λεγόμενα «πυρά φραγμού».

Πρέπει να ήταν κόλαση. «Παρ' όλα αυτά», είπε ο κύριος

Γιούνγκερ, «όλοι είχαμε μέσα μας ένα ζωντανό στοιχείο που

υπογράμμιζε και μεταρσίωνε την ερήμωση του πολέμου: την

υπαρκτή χαρά του κινδύνου, τον ιπποτικό πόθο της επιτυχίας

στη μάχη. Μπορώ να πω ότι με το πέρασμα των χρόνων η

(>2 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

φωτιά της συνεχούς αυτής μάχης εξευγένιζε, κάνοντας τους

πολεμιστές όλο και πιο τολμηρούς...»

Ο κύριος Ρεμάρκ γέλασε κατάμουτρα στον συνομιλητή του:

«Τι είναι αυτά που λέτε, Γιούνγκερ! Καλπάζετε σαν ιππότης

ηρωικής μπαλάντας. Οι άθλιοι φαντάροι στο μέτωπο με τις τε

ράστιες αρβύλες και τις φοβισμένες καρδιές είχαν αποκτηνωθεί

εντελώς. Μπορεί να ήταν ατρόμητοι, αλλά ο φόβος του θανά

του ήταν πάντα παρών. Το μόνο που ήξεραν ήταν να παίζουν

χαρτιά, να βλαστημούν, να φαντάζονται γυναίκες με ανοιχτά

τα σκέλια και να πολεμούν, δηλαδή να σκοτώνουν κατά διατα-

γήν. Είχαν και ειδικές γνώσεις: τα πλεονεκτήματα του πτύου

πυροβόλου έναντι της ξιφολόγχης ήταν φανερά, γιατί με το

φτυάρι μπορούσες όχι μόνο να πλήξεις τον αντίπαλο κάτω από

το σαγόνι, αλλά και να του δώσεις ένα δυνατό χτύπημα, λό

γου χάριν λοξά ανάμεσα στον λαιμό και τον ώμο. Έτσι φτά

νεις εύκολα σχεδόν μέχρι το στήθος, ενώ η ξιφολόγχη πολλές

φορές σφηνώνει ανάμεσα στα πλευρά και τότε πρέπει να κλο

τσήσεις τον άλλο δυνατά στην κοιλιά για να τη βγάλεις...»

Επειδή κανένας από τους ιδιαίτερα διακριτικούς σερβιτόρους

του ρεστωράν Αίθουσα του Στέμματος δεν τολμούσε να πλη

σιάσει το θορυβώδες τραπέζι μας, ο Γιούνγκερ, ο οποίος γ ι '

αυτή τη «συζήτηση εργασίας», όπως τη χαρακτήρισε, είχε δια

λέξει ένα ελαφρό κόκκινο κρασί, ξαναγέμισε τα ποτήρια μας

και ήπιε —επιδεικτικά αργά— μια γουλιά: «Όλα αυτά καλά και

ωραία, αγαπητέ μου Ρεμάρκ. Επιμένω όμως πως όταν έβλεπα

τους άντρες μου μέσα στο όρυγμα ακίνητους σαν απολιθωμέ

νους με το τουφέκι στο χέρι και τη λόγχη εφ' όπλου, όταν στο

φως μιας φωτοβολίδας τους έβλεπα κράνος πλάι σε κράνος,

λάμα πλάι στη λάμα. να ανοιγοκλείνουν τα μάτια τυφλωμέ

νοι, με κυρίευε το συναίσθημα του άτρωτου. Ναι, μπορούσαν

να μας συντρίψουν, αλλά όχι να μας νικήσουν».

Μετά από αγεφύρωτη μικρή παύση -ο κύριος Ρεμάρκ κάτι

έκανε να πει, αλλά μετά έγνεψε αποτρεπτικά— σήκωσαν και οι

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

δύο τα ποτήρια και, μολονότι απέφυγαν να κοιταχτούν, κατέ

βασαν ταυτόχρονα το υπόλοιπο κρασί. Ο Ρεμάρκ πασπάτευε

διαρκώς το μαντιλάκι στο τσεπάκι του στήθους, ο Γιούνγκερ

με κοίταζε πότε πότε σαν σπάνιο κολεόπτερο που κατά τα φαι

νόμενα έλειπε από τη συλλογή του και εγώ ακόμα πολεμούσα

θαρραλέα να καταφέρω την υπερβολικά μεγάλη μερίδα μου

μους σοκολάτα.

Αργότερα, οι καλεσμένοι μου κουβέντιασαν μάλλον άνετα

και διασκεδάζοντας για το ιδίωμα των ταλαίπωρων φαντάρων

στην πρώτη γραμμή. Μίλησαν για τις οσμές των αφοδευτη

ρίων. Ως αβροί ιππότες εντούτοις ζήτησαν συγγνώμη από τη

«μικρή Βερένα», όπως είπε αστειευόμενος ο Ρεμάρκ, για κά

ποιες υπερβολικά τραχιές εκφράσεις. Τέλος εγκωμίασαν αμοι

βαία την ενάργεια των περιγραφών τους από το μ έ τ ω π ο .

«Ποιος άλλος υπάρχει εκτός από μας;» ρώτησε ο Γιούνγκερ.

«Εκτός αν υπολογίσουμε και αυτόν τον τύπο, τον τρελο-Σελίν

των Γάλλων.. .»

1917

ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΟΓΕΥΜΑ -αυτή τη φορά όχι πλούσιο με

αφρώδες κρασί αλλά με δημητριακά Birchcr που οι κύριοι συμ

φώνησαν να πάρουν κατόπιν δικής μου συμβουλής— συνεχίσα

με τη συζήτηση μας κατά τη διάρκεια της οποίας, σαν να

ήμουν μαθητριούλα που δεν έπρεπε να τρομάξει, με διαφώτι

σαν και οι δύο με μαλακό τρόπο για τον χημικό πόλεμο, δηλα

δή για την έκλυση χλωρίου, τη συνειδητή χρησιμοποίηση αε

ρίων που διακριτικό τους γνώρισμα ήταν ο κυανούς, ο πράσι

νος και ο κίτρινος σταυρός στα δοχεία τους' οι πληροφορίες

τους στηρίζονταν εν μέρει σε δικές τους εμπειρίες, εν μέρει σε

εμπειρίες τρίτων.

Είχαμε μπει απευθείας στα χημικά όπλα γιατί ο Ρεμάρκ

ανέφερε τον επίκαιρο τις ημέρες εκείνες πόλεμο του Βιετνάμ

και τις βόμβες ναπάλμ χαρακτηρίζοντας εγκληματική τη χρή

ση του Agent Orange. Είπε: «Όποιος έριξε την ατομική βόμ

βα, δεν έχει πια κανενός είδους αναστολές». Ο Γιούνγκερ έκρι

νε τη συστηματική καταστροφή του φυλλώματος των δέντρων

της ζούγκλας με δηλητηριώδεις ουσίες μεγάλης διασποράς ως

συνεπή συνέχεια της χρησιμοποίησης πολεμικών αερίων στην

εποχή του, ήταν όμως της γνώμης, και σε αυτό συμφωνούσε

με τον Ρεμάρκ, ότι «ο Αμερικανός», παρά την υπεροχή του σε

πολεμικό υλικό, θα έχανε αυτόν τον «βρόμικο πόλεμο» που

δεν επέτρεπε πια στον «στρατιώτη να δράσει».

«Αλλά παραδέχομαι ότι πρώτοι εμείς ρίξαμε χλώριο ενα

ντίον των Γάλλων τον Απρίλιο του 1915 στην Υπρ», είπε ο

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

Γιούνγκερ. Και τότε έβαλε ο Ρεμάρκ τόσο δυνατά τις φωνές

«Αέρια! Αεεέρια! Αεεεεέρια!» που μια σερβιτόρα κοντά στο

τραπέζι μας στάθηκε κατατρομαγμένη, οπότε ο Γιούνγκερ μι

μήθηκε τον ήχο των κωδώνων κινδύνου χρησιμοποιώντας το

κουταλάκι του γλυκού' ξάφνου όμως, σαν να υπάκουσε σε εσω

τερική εντολή, σοβάρεψε: «Σύμφωνα με τον κανονισμό, αρχί

σαμε αμέσως να λαδώνουμε τις κάννες των τουφεκιών μας,

οτιδήποτε ήταν μεταλλικό. Έπειτα δέσαμε μπροστά μας την

αντιασφυξιογόνο μάσκα. Αργότερα στο Μονσύ —ήταν παραμο

νές της μάχης της Σομ— είδαμε πλήθος φαντάρων άρρωστων

από τα αέρια: βογκούσαν, έκαναν εμετό και τα μάτια τους

έτρεχαν. Το χλώριο προκαλεί εκδορά του δέρματος και καίει

τους πνεύμονες. Είδα τις επενέργειες του και σε εχθρικά χαρα

κώματα. Αμέσως μετά μας περιποιήθηκε ο Εγγλέζος με φω-

σγένιο που έχει μια γλυκερή μυρωδιά».

Τώρα ήταν πάλι η σειρά του Ρεμάρκ: «Πνίγονταν μέρες

ολόκληρες και ξερνούσαν τα καμένα πνευμόνια τους κομματάκι

κομματάκι. Το χειρότερο ήταν όταν υπήρχαν ταυτόχρονα

πυρά φραγμού και δεν μπορούσαν να βγουν από τους κρατήρες

των οβίδων, επειδή τα σύννεφα των αερίων απλώνονταν σαν

τεράστιο μαλάκιο γεμίζοντας κάθε κοιλότητα του εδάφους.

Αλίμονο σε όποιον έβγαζε πρόωρα τη μάσκα... Πολύ άσχημα

την έπαθαν οι άπειροι των εφεδρειών... Αυτά να αγόρια που

τριγύριζαν απελπισμένα... Αυτά τα κατάχλομα πρόσωπα σαν

γογγύλια... με τις υπερβολικά φαρδιές στολές τους... Ζούσαν

ακόμη αλλά είχαν την τρομακτική, ανέκφραστη όψη νεκρών

παιδιών... Όταν μας έστειλαν στην πρώτη γραμμή για να

φτιάξουμε οχυρώματα, είδα ένα αμπρί γεμάτο με αυτούς τους

ταλαίπωρους... Τους βρήκα με μελανά πρόσωπα και μαύρα

χείλη... Και σε έναν κρατήρα είχαν βγάλει τις μάσκες πρόω

ρα... Πνίγονταν και πέθαιναν ξερνώντας αίμα...»

Και οι δύο κύριοι μου ζήτησαν συγγνώμη: τέτοια φρίκη

πρωί πρωί. Και γενικά ήταν παράξενο που μια νεαρή κυρία

66 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

έδειχνε ενδιαφέρον για τέτοιου είδους κτηνωδίες τις οποίες —τι

να κάνουμε- συνεπαγόταν ο πόλεμος. Καθησύχασα τον Ρε-

μάρκ ο οποίος, ξεπερνώντας σε αυτό τον τομέα τον Γιούνγκερ,

φερόταν ως κύριος της παλιάς σχολής. Τους παρακάλεσα να

συνεχίσουν σαν να μην ήμουν παρούσα. Η εταιρεία Buerlc, που

είχε αναθέσει στο Ινστιτούτο μας την έρευνα, απαιτούσε ακρί

βεια στις λεπτομέρειες. «Γνωρίζετε, βέβαια, τι διαμετρήματος

όπλα παράγει και εξάγει η Oerlikon...» Παρακάλεσα να μου

πουν και άλλες λεπτομέρειες.

Επειδή ο κύριος Ρεμάρκ έμεινε σιωπηλός να κοιτά με βλέμ

μα αφηρημένο τη γέφυρα του δημαρχείου που οδηγούσε στην

προκυμαία του Λιμμάτ, ο κύριος Γιούνγκερ που έδειχνε ψυ-

χραιμότερος με διαφώτισε για την εξέλιξη της αντιασφυξιογό-

νου μάσκας και στη συνέχεια για το αέριο υπερίτη που χρησι

μοποιήθηκε πρώτη φορά τον Ιούνιο του "17 -και από τη γερ

μανική πλευρά— στην τρίτη μάχη της Υπρ. Επρόκειτο για αέ

ριο σχεδόν άοσμο και μόλις αισθητό, για μία, τρόπος του λέ

γειν, ομίχλη που κατακαθόταν στο έδαφος και που η αποσυν-

θετική του δράση στα κύτταρα άρχιζε μετά από τρεις τέσσερις

ώρες. Διχλωροαιθυλοσουλφίδιο, ένωση ελαιώδους υφής που

διασπειρόταν σε μικροσκοπικά σταγονίδια και αψηφούσε κάθε

αντιασφυξιογόνο μάσκα.

Έπειτα ο κύριος Γιούνγκερ μου εξήγησε πως με τη χρήση

αυτού του αερίου που σημαινόταν με κίτρινο σταυρό, εχθρικά

συστήματα ορυγμάτων μάχης μολύνονταν και εγκαταλείπο

νταν αναγκαστικά αμαχητί. Είπε: «Αλλά προχωρημένο φθινό

πωρο του '17 στα χέρια των Εγγλέζων έπεσε ένα αρκετά με

γάλο απόθεμα οβίδων διχλωροαιθυλοσουλφιδίου που ευθύς

αμέσως χρησιμοποιήθηκε εναντίον των χαρακωμάτων μας.

Πολλοί τυφλώθηκαν... Δεν μου λέτε. Ρεμάρκ, δεν την έπαθε

έτσι και ο μέγιστος δεκανεύς όλων των εποχών και μπήκε στο

στρατιωτικό νοσοκομείο του Πάσεβακ; Εκεί τον βρήκε το τέ

λος του πολέμου... και εκεί αποφάσισε να γίνει πολιτικός...»

1918

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΒΟΛΤΑ ΓΙΑ ΨΩΝΙΑ -ο Γιούνγκερ κάλυψε

τις ανάγκες του σε πούρα, αγοράζοντας και μερικά Μπρισά-

γκου, ο Ρεμάρκ έχοντας εμένα ως σύμβουλο αγόρασε στο

Griedcr ένα μεταξωτό μαντίλι για τη γυναίκα του Πωλέτ—,

έφερα και τους δύο κυρίους με ταξί στον κεντρικό σταθμό των

τρένων. Επειδή ήταν ακόμη νωρίς, πήγαμε στον μπουφέ του

σταθμού. Πρότεινα ως αποχαιρετιστήριο ποτό ένα ελαφρό

άσπρο κρασί. Παρότι κατά βάθος είχαν ειπωθεί όλα, μέσα στη

μία αυτή ώρα προέκυψαν ακόμη μερικές σημειώσεις. Στην

ερώτηση μου εάν είχαν ζήσει τα αγγλικά τανκς, τα οποία τον

τελευταίο χρόνο του πολέμου είχαν χρησιμοποιηθεί κατά κό

ρον, αρνήθηκαν και οι δύο κύριοι ότι είχαν υπερφαλαγγιστεί

απο τον εχθρό, ο δε Γιούνγκερ ισχυρίστηκε ότι ο λόχος του

κατά τις αντεπιθέσεις είχε συναντήσει κάμποσους «τσουρουφλι

σμένους κολοσσούς». Αμυνόμαστε με φλογοβόλα και χειρο

βομβίδες. «Το όπλο αυτό», είπε, «ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλι

κία. Η εποχή των ταχέων γενικευμένων επελάσεων με τεθω

ρακισμένα άρματα μάχης δεν είχε έλθει ακόμη».

Έπειτα όμως αποδείχτηκε ότι είχαν υπάρξει αμφότεροι πα

ρατηρητές αερομαχιών. Ο Ρεμάρκ θυμήθηκε τα στοιχήματα

που έβαζαν οι φαντάροι στα χαρακώματα και στην περιοχή

των μετόπισθεν. «Μια μερίδα πατέ ή πέντε τσιγάρα το στοί

χημα, για κάθε αεροπλάνο που έπεφτε ανεμίζοντας πίσω του

μια σημαία καπνού είτε ήταν δικό μας καταδιωκτικό τύπου

Fokker είτε αγγλικό Spad. Αλλά αριθμητικά ο εχθρός υπερτε-

6S Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ρούσε ούτως ή άλλως. Στο τέλος η αναλογία ήταν ένα δικό

μας προς πέντε εγγλέζικα ή αμερικάνικα.»

Ο Γιούνγκερ το επιβεβαίωσε: «Η υπεροχή σε άψυχο υλικό

ήταν εν γένει συντριπτική, ιδίως στον αέρα. Παρ" όλα αυτά ζή

λευα τα παλικάρια μας με τα τριπλάνα τους. Τουλάχιστον

στις αερομαχίες τηρούνταν κάποιες αρχές ιπποτισμού. Με τι

απερίσκεπτη τόλμη μία μοναδική μηχανή ερχόμενη από τον

ήλιο επέλεγε τον αντίπαλο της από το εχθρικό σμήνος κι έπε

φτε πάνω του! Να δεις ποιο ήταν τότε το σύνθημα του σμή

νους του Ριχτχόφεν... α, ναι: "Αδυσώπητοι αλλά παράφρο

νες". Και οπωσδήποτε το τίμησαν. Ψυχροί και εντούτοις έντι

μοι. A propos, Ο κόκκινος πιλότος καταδιωκτικού αξίζει ως

ανάγνωσμα, αγαπητέ μου Ρεμάρκ, αν και ο σεβαστός μας βα

ρόνος Ριχτχόφεν προς το τέλος των εξαιρετικά ζωντανών ανα

μνήσεων του αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι το αργότερο από

το '16 ο δροσερός-χαρούμενος πόλεμος ήταν πλέον παρελθόν.

Κάτω μόνο λάσπη, τοπία κρατήρων. Όλοι ήταν πλέον σοβα

ροί, οργισμένοι. Εντούτοις παρέμειναν γενναίοι μέχρι τέλους,

μέχρι και τη δική του κατάρριψη. Και η στάση αυτή επικράτη

σε εξίσου και στο έδαφος. Μόνο σε υλικό υπερτερούσε ο εχθρός.

"Στο πεδίο της μάχης αήττητοι!" έλεγαν. Αλλά βλέπετε στα

νώτα μας είχαμε την εξέγερση/Οταν όμως απαριθμώ τα τραύ

ματα μου: τουλάχιστον δεκατέσσερα, πέντε από τουφέκι, δύο

από θραύσματα οβίδας, ένα από βολίδα σράπνελ, τέσσερα από

χειροβομβίδες και δύο από άλλα θραύσματα —μας κάνουν

πάνω από είκοσι ουλές μαζί με αυτές από την αφαίρεση των

βλημάτων και των θραυσμάτων— καταλήγω στη διαπίστωση:

άξιζε τον κόπο!»

Τον απολογισμό αυτό τον έκλεισε με οξύ, ή μάλλον, με γε

ροντικό και συνάμα νεανικό γέλιο. Ο Ρεμάρκ καθόταν απο-

τραβηγμένος στον εαυτό του: «Στα τραύματα δεν μπορώ να

σας ανταγωνιστώ. Εγώ χτυπήθηκα μόνο μία φορά. Μα μου

έφτασε. Γενικά δεν μπορώ να σας ψυχαγωγήσω με καμία απο-

0 ΛΙΩΝΛΣ ΜΟΥ 69

λύτως ηρωική πράξη. Αργότερα υπηρέτησα μόνο στο στρατιω

τικό νοσοκομείο. Εκεί είδα και άκουσα πολλά. Δεν μπορώ

ούτε κατά διάνοια να ανταγωνιστώ το κόσμημα του λαιμού

σας: "Pour le Mérite". Παρ' όλα αυτά ηττηθήκαμε. Από κάθε

άποψη. Απλώς εσείς και οι όμοιοί σας δεν είχατε το θάρρος να

παραδεχτείτε την ήττα. Και, όπως φαίνεται, ούτε σήμερα

υπάρχει αυτό το θάρρος».

Μήπως είχαν ειπωθεί πλέον όλα; Όχι. Ο Γιούνγκερ έκανε

τον απολογισμό των θυμάτων της γρίπης που τα τελευταία

χρόνια του πολέμου περιφερόταν και στα δύο εχθρικά στρατό

πεδα: «Πάνω από είκοσι εκατομμύρια νεκροί από την επιδη

μία γρίπης, περίπου όσοι και οι πεσόντες όλων των πλευρών

μαζί, κι αυτοί τουλάχιστον ήξεραν γιατί είχαν πεθάνει!» Μάλ

λον χαμηλόφωνα ρώτησε ο Ρεμάρκ: «Για όνομα του Θεού, για

τι πράγμα είχαν πεθάνει;»

Λιγάκι αμήχανη ακούμπησα στο τραπέζι τα τόσο φημισμένα

βιβλία των δύο συγγραφέων και τους παρακάλεσα να μου γρά

ψουν μία αφιέρωση. Ο Γιούνγκερ έσπευσε να υπογράψει το

δικό του προσθέτοντας τη φράση «Για τη γενναία Βερένα

μας», ο Ρεμάρκ υπέγραψε κάτω από τη σαφέστατη ομολογία:

«Πώς στρατιώτες έγιναν δολοφόνοι».

Τώρα πια είχαν ειπωθεί όλα. Οι κύριοι άδειασαν το ποτήρι

τους. Σηκώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα -πρώτος ο Ρεμάρκ— και

παρακάλεσαν την υποφαινόμενη, η οποία δεν γλύτωσε μία

νύξη χειροφιλήματος από τον καθένα, να μη συνοδεύσω κανέ

ναν τους στην αποβάθρα του σταθμού' και οι δύο ταξίδευαν

μόνο με μία χειραποσκευή.

Πέντε χρόνια αργότερα πέθανε ο κύριος Ρεμάρκ. Ο κύριος

Γιούνγκερ σκοπεύει προφανώς να επιζήσει αυτού του αιώνα.

1919

ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ. Όλοι τους, μηδενός εξαι

ρουμένου. Πάρτε για παράδειγμα τον τύπο που 'κάνε λεφτά

με ουρά, εκατομμύρια, από την « Κ ο τ ο λ έ τ α » , μια πάστα

τάχα από κρέας. Που ήταν όμως από καλαμπόκι, ρεβιθια και

γογγύλια. Ό π ω ς είναι και τα λουκάνικα. Και τώρα φωνά

ζουν όλοι αυτοί οι πλαστογράφοι των λουκάνικων ότι τάχα

εμείς, το λεγόμενο εσωτερικό μέτωπο, όλοι εμείς που δεν

φτιάξαμε, λέει, αρκετές οβίδες, και εμείς οι γερμανίδες νοικο

κυρές, πως τη φέραμε πισώπλατα στους φαντάρους... τους

μαχαιρώσαμε*. Άκου τους μαχαιρώσαμε εμείς... Εμένα ο

άντρας μου, που στο τέλος τον επιστρατεύσανε κι αυτόν, γύ

ρισε ανάπηρος, και τα δυο κοριτσάκια μου, αδυνατούτσικα

καθώς ήταν, τα πήρε η γρίπη. Και τ ο ν Έ ρ ι χ μου, τον μονά

κριβο αδελφό που ήταν στο ναυτικό και που πήρε μέρος πα

ντού, στο Ντόγκερμπανκ, στο Σκάγγερακ, παντού, και που

για καλή του τύχη γλύτωσε απ' όλη αυτή τη συμφορά, τον

βρήκε η σφαίρα σε ένα οδόφραγμα στο Βερολίνο όταν ήρθε το

τάγμα του από το Κίελο να πολεμήσει για δημοκρατία. Ει

ρήνη; Ποια ειρήνη, ας γελάσω. Ακόμα πυροβολούν. Κι ακό-

* Από τον Σεπτέμβριο του 1918 οι πολέμιοι της Δημοκρατίας της Βαϊμά-

ρης διέδιδαν τον λεγόμενο «μύθο του μαχαιρώματος» (Dolchstosslcnenilc)

σύμφωνα με τον οποίο για την ήττα της Γερμανίας έφταιγε το «εσωτερικό μέ

τωπο» που μεταξύ άλλων ιδρύοντας τη Δημοκρατία «μαχαίρωσε πισώπλατα

τα νικηφόρα στρατεύματα».

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 71

μα τρώμε γογγύλια. Γογγύλια στο ψωμί, στα κεφτεδάκια,

ακόμη και κέικ έφτιαξα τελευταία με γογγύλια και λ ίγο χα-

ρουπάλευρο, γιατί ήταν Κυριακή και είχα επισκέψεις. Και

μου 'ρχονται αυτοί οι απατεώνες, που μας πούλησαν πανά

κριβα για κύβους κρέατος αρωματικές ουσίες, ανακατεμένες

με υγρή κιμωλία, και μιλάνε στις εφημερίδες για πισώπλατες

μαχαιριές. Ακούς θράσος; Μωρέ αυτοί θέλουνε κρεμάλα, να

τους κρεμάσουνε στα φανάρια του δρόμου να τελειώνουμε με

όλα τούτα τα υποκατάστατα. Άκου εκεί προδοσία. Α π λ ώ ς

δεν θέλουμε πια τον Κάιζερ, και δεν θέλουμε γογγύλια. Αλλά

ούτε και επανάσταση συνέχεια θέλουμε ούτε μαχαιριές πισώ

πλατες ή από μπροστά. Θέλουμε πάλι σωστό ψωμί. Και όχι

«Φρουξ» αλλά πραγματική μαρμελάδα. Ούτε σκόνη αβγών

που αντί με αβγά τη φτιάχνουν με κόλλα, αλλά κανονικά

αβγά κότας. Και ποτέ πια πάστα κρέατος, αλλά πραγματικές

χοιρινές μπριζόλες. Μόνο αυτό θέλουμε. Τότε θα 'χουμε επι

τέλους ειρήνη. Και γι ' αυτό είμαι και εγώ με τους επαναστά-

στες και τη δημοκρατία των συμβουλίων, μπήκα μάλιστα στο

συμβούλιο γυναικών για θέματα διατροφής, όπου γράψαμε

μια έκκληση, την τυπώσαμε και την κολλήσαμε σε όλες τις

κολόνες ανακοινώσεων. «Γερμανίδα νοικοκυρά!» φώναξα

από τη σκάλα του δημαρχείου στις γυναίκες κάτω. «Πρέπει

να μπει τέρμα στις απάτες και την κερδοσκοπία. Τι θα πει

μαχαιριά; Σάμπως δεν πολεμήσαμε κι εμείς όλα τούτα τα

χρόνια απ' το μέτωπο της πατρίδας; Από τον Νοέμβρη του

1915 κιόλας μας κόψανε τη μαργαρίνη και μας μπουχτίσανε

γογγύλια. Από τότε πάμε απ' το κακό στο χειρότερο. Γάλα;

Ούτε για δείγμα, χαπάκια γάλακτος του δόκτορα Κάρο

μόνο. Κι ύστερα ήρθε αποπάνω κι η συμφορά της γρίπης κι ο

Χάρος χάρηκε σοδειά, όπως έγραφε η εφημερίδα. Κι ύστερα,

μετά τον σκληρό εκείνο χειμώνα, γιοκ πατάτες, μόνο γ ο γ γ ύ

λια. Συνέχεια γογγύλια. "Νομίζεις ότι τρως σύρμα", είπε ο

άντρας μου όταν ήρθε με άδεια. Και τώρα που ο Γουλιέλμος

72 Γ κ ϊ ν τ ε γ Γ κ ρ α ς

γίνηκε καπνός μαζί με όλους του τους θησαυρούς και πήγε

στο παλάτι του στην Ολλανδία, φταίμε εμείς σου λένε που

από το εσωτερικό μέτωπο χτυπήσαμε με μαχαίρι και μάλι

στα πισώπλατα οι δειλοί...»

1920

ΚΥΡΙΟΙ. ΕΙΣ ΥΓΕΙΑΝ! Κατόπιν σκληρών προσπαθειών εβδομά

δων ημπορούμεν πλέον να εορτάσωμεν. Πριν όμως υψώσω το

ποτήριον ετούτον, επιτρέψατε μου να είπω: τι θα ήτο το γερ-

μανικόν κράτος άνευ ιδικού του σιδηροδρόμου! Επιτέλους τον

έχομεν.Ήτο άλλωστε ταύτη η μόνη ρητή πρόβλεψις του κατά

τα άλλα αρκετά αμφιβόλου Συντάγματος: Το γερμανικόν κρά

τος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν... Εκείνοι, δε οι οποίοι επέ

μειναν εις πραγματοποίησιν των σχετικώς ωρισθέντων υπό

του Συντάγματος ήταν οι κύριοι σύντροφοι οι οποίοι συνήθως

γράφουν την πατρίδα εις τα παλαιά των υποδήματα, μάλιστα!

Ό,τι δεν επετεύχθη επί Βίσμαρκ, ό,τι δεν επεφύλαξεν η τύχη εις

την Αυτού Μεγαλειότητα, πράγμα το οποίον μας εστοίχισεν

εις τον πόλεμον, διότι ελλείψει κοινών προδιαγραφών και δε

δομένων των διακοσίων τύπων ατμομηχανών, συχνάκις ο σι

δηρόδρομος εστερείτο ανταλλακτικών, πράγμα το οποίον είχεν

ως συνέπειαν την αδυναμίαν μεταφοράς στρατευμάτων, κατε

πειγόντως αναγκαίων εφεδρειών και πολεμοφοδίων εις το μέ-

τωπον του Βερντέν, η δεινή αύτη κατάστασις, κύριοι, η οποία

ενδεχομένως εστοίχισεν εις την πατρίδα την νίκην, ανηρέθη

υπό των σοσιαλιστών! Επαναλαμβάνω, οι σοσιαλισταί, οι

οποίοι είναι ανά πάσα στιγμήν έτοιμοι να προβώσι εις προδο-

σίαν ως την του Νοεμβρίου, δεν προέβησαν μεν εις την προ

ποΧλού ληξιπρόθεσμον υλοποίησιν του επαινετέου τούτου σχε

δίου, πλην όμως κατέστησαν δυνατήν την πραγματοποίησιν

του. Διότι — σας ερωτώ: ποίον το όφελος παλαιότερον από το

74 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

πυκνότατον σιδηροδρομικόν δίκτυον, καθ' ην στιγμήν η Βαυα

ρία και η Σαξονία αντετίθεντο λόγω -ας είμεθα ειλικρινείς—

καθαρού μίσους έναντι της Πρωσίας εις την ενοποίησιν των σι

δηροδρόμων, όχι μόνον διότι είναι θέλημα Θεού οι ενιαίοι κρα

τικοί σιδηρόδρομοι αλλά διότι αυτό επιβάλλει η λογική. Δια

τούτον επανέλαβα πολλάκις: μόνον επί των γραμμών ενός

ενιαίου κρατικού σιδηροδρόμου είναι δυνατόν να κινηθή ο συρ

μός της πραγματικής ενότητος.Ή όπως είπεν ο παλαιός Γκαί

τε σοφώς προφητεύων: «Ό,τι σκοντάφτει εις το πείσμα των

ηγεμόνων, θα το κατορθώση ο σιδηρόδρομος...»Έπρεπε όμως

να έλθη η καθ' υπαγόρευσιν ειρήνη, συνεπεία της οποίας παρε

δόθησαν εις την αναίσχυντον αρπακτικήν χείρα του εχθρού

οκτώ χιλιάδες αμαξοστοιχία! και δεκάδες χιλιάδες επιβατικαί

και φορτηγαί άμαξαι, ολοκληρώνουσα την ατυχίαν μας, ώστε

να θελήσωμεν κατόπιν εντολής της αμφιβόλου ταύτης Δημο

κρατίας να συνάψωμεν κρατικήν συμφωνίαν μετά της Πρωσίας

και Σαξονίας, μετά της Βαυαρίας και'Εσης, μετά του Μεκλεμ-

βούργου-Σβερίν και της Ολδεμβούργης, η οποία ορίζει την με-

ταβίβασιν εις το γερμανικόν κράτος των υπερχρεωμένων σιδη

ροδρόμων πασών των χωρών της επικρατείας, η δε τιμή μετα

βιβάσεως θα ηδύνατο κάλλιστα να ορισθή ίση προς το ύψος του

χρέους εκάστου σιδηροδρόμου, εάν πας υπολογισμός δεν εγένε-

το περίγελως του πληθωρισμού. Εντούτοις, αναλογιζόμενος το

εικοστόν έτος του αιώνος μας και υψώνων ενώπιον υμών το

ποτήριον ετούτον, ημπορώ να είπω μετ' εμπιστοσύνης: Μάλι

στα, κύριοι, αφ' ότου ο νόμος περί ενιαίου σιδηροδρόμου παρέ-

σχεν εις τους Γερμανικούς Κρατικούς Σιδηροδρόμους ικανόν

κεφάλαιον εξ ομολόγων, είμεθα πλέον κερδοφόρος εταιρεία,

και μάλιστα εις θέσιν όπως ανταποκριθώμεν εις τας μετά θρά

σους απαιτουμένας αποζημιώσεις και επιπλέον όπως εκσυγ-

χρονισθώμεν και δη μετά της συμβολής ημών, κύριοι. Ακόμη

και κατά την εποχήν κατά την οποίαν -αρχικώς μεν κρυφίως,

αργότερον δε δημοσίως- απεκάλουν την ταπεινότητα μου

Ο Α ι π ν α ς ΜΟΥ 75

«πατέρα των γερμανικών ενιαίων σιδηροδρόμων», τουτέστιν

ανέκαθεν, εγνώριζον ότι η ύπαρξις ενιαίων προδιαγραφών κα

τασκευής ατμομηχανών σιδηροδρόμου είναι εφικτή μόνον με

ηνωμένας δυνάμεις. Άπασαι αι βιομηχανίαι, είτε πρόκειται δια

την Hanomag και τους κυλίνδρους των αξόνων, είτε δια την

Kraus & Co. και τα συστήματα οδήγησης, είτε δια την Maffei

και τας καλύπτρας κυλίνδρων, είτε δια την Borsig και την συ-

ναρμολόγησιν, άπασαι αι βιομηχανίαι του κλάδου, λ έ γ ω , αι

διοικήσεις των οποίων αποτελούν την πανηγυρικήν σημερινήν

συνάθροισιν, κατενόησαν ότι οι ενιαίοι κρατικοί σιδηρόδρομοι

ενσαρκώνουν, εκτός της τεχνικής, και την ενότητα του κρά

τους! Εν τούτοις δεν προελάβαμεν να αρχίσωμεν τας εξαγω-

γάς και μάλιστα μετά κέρδους —προσφάτως μάλιστα ακόμη

και εις την μπολσεβικήν Ρωσίαν, όπου ο γνωστός καθηγητής

Λομονόσοφ εβαθμολόγησεν με άριστα τας φορτηγάς αμαξο

στοιχίας μας υπέρθερμου ατμού- και ηκούσθησαν ήδη φωναί

υπέρ ιδιωτικοποιήσεο^ς των κρατικών σιδηροδρόμων. Στόχος

των το ταχύ κέρδος. Εις το οποίον εν μόνον δύναμαι να αντι

τάξω αναφωνών: Υπεραμύνεσθε των αρχών! Όποιος παραδίδει

τους κρατικούς σιδηροδρόμους εις ιδιωτικάς, τουτέστιν εις ξέ-

νας χείρας, καθότι εις τελευταίαν ανάλυσιν υπάρχουν και αλ-

λοδαπαί χείρες, βλάπτει την ταλαίπωρον, ταπεινωθείσαν πα

τρίδα μας. Διότι όπως είπεν ο Γκαίτε, εις μνήμην του οποίου

ας πίωμεν τώρα το ποτήριον ετούτον, εις τον'Εκερμάν του...

1921

ΑΓΑΠΗΤΕ ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΘΗΡΑ*, ξέρετε, δεν συνηθίζω να γράφω

γράμματα σε εφημερίδες, αλλά όταν ο αρραβωνιαστικός μ.ου,

που διαβάζει σχεδόν ό,τι του πέφτει στο χέρι, μου έδωσε πρό

σφατα να διαβάσω μερικά πολύ παράξενα πράγματα που γρά

ψατε (έσπρωξε κάτω από την αβγοθήκη μου την ώρα του

7ΐρωινού κολατσιού την εφημερίδα), δεν μπόρεσα να κρατήσω

τα γέλια μου, κι ας μην έπιασα εντελώς το πολιτικό νόημα.

Γράφετε πολύ δηκτικά αλλά αστεία. Κι αυτό μ' αρέσει. Γιατί

όσα γράφετε για τον χορευτή του σίμμυ με «το ένα χέρι στην

τσέπη» είναι, σας μιλάω εντίμως, άστοχα. Μπορεί να ισχύει

αυτό για το ουάν-στεπ ή για το φοξ-τροτ αλλά όχι για το σίμ

μυ. Τουλάχιστον ο Χορστ-Έμπερχαρντ που, όπως παρατηρεί

τε σωστά στο αρθράκι σας, είναι ταχυδρομικός —όχι ανώτερος

υπάλληλος, εξυπηρετεί στο γκισέ— και που τον γνώρισα τον

περασμένο χρόνο στη Σίμμυ πίστα του Πετράκη χορεύει σίμμυ

κρατώντας με αγκαλιά και μάλιστα σφιχτά και με τα δύο χέ

ρια. Και την περασμένη Παρασκευή, που το βδομαδιάτικο μου

έφτασε ίσα ίσα για ένα ζευγάρι κάλτσες, θέλαμε όμως οπωσδή

ποτε να σενιαριστούμε —ίσως είμαι πραγματικά η «δεσποινίς

Πίζενβαγκ» που γράφετε και που την παίρνετε στο ψιλό—, χό

ρεψε μαζί μου στο Ναυαρχείο** που είχε διαγωνισμό χορού,

* Peter Panter: ψευδώνυμο του Κουρτ Τουχόλσκυ ( 1 ii'X)-1()35). δημοσιογράφου

και συγγραφέα, συνεργάτη εκείνη την εποχή του γνωστού περιοδικού II el/bïïbiie.

** Admiralspalasr στο πρωτότυπο: θέατρο επιθεώρησης του Βερολίνου που τη

διεύθυνση του ανέλαβε το 1923 ο Χέρμαν Χάλλερ.

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 77

την τελευταία μόδα απ' την Αμερική, ένα τσάρλεστον άλλο

πράγμα. Αυτός με δανεικό φράκο και εγώ με χρυσοκιτρινο φό

ρεμα πάνω απ' το γόνατο.

Παρ' όλα αυτά δεν ήταν «χορός με έπαθλο το χρυσόμαλλο

δέρας»! Εδώ πέσατε έξω, αγαπητέ μου κύριε Πάνθηρα. Εμείς

χορεύουμε καθαρά για διασκέδαση. Ακόμη και στην κουζίνα με

το γραμμόφωνο. Γιατί το 'χουμε μέσα μας. Παντού. Στο στο

μάχι, μέχρι τους ώμους. Ακόμη και στα δυο αφτιά που του φί

λου μου Χορστ-Έμπερχαρντ, όπως παρατηρείτε σωστά στο

αρθράκι σας, είναι αρκετά πεταχτά. Γιατί είτε πρόκειται για

σίμμυ είτε για τσάρλεστον, δεν χορεύουν μόνο τα πόδια, ο χο

ρός βγαίνει από μέσα σου και τον νιώθεις μέχρι το μεδούλι.

Έ ρ χ ε τ α ι πραγματικά κύματα κύματα από κάτω προς τα

πάνω. Και τον νιώθεις μέχρι τις ρίζες των μαλλιών σου. Ακό

μη και τρέμουλο σε πιάνει και σου δίνει λίγη ευτυχία. Αλλά αν

δεν ξέρετε τι είναι ευτυχία, εννοώ στιγμιαία ευτυχία, θα σας το

μάθω εγώ δωρεάν κάθε Τρίτη και Σάββατο στου Πετράκη.

Το υπόσχομαι αληθινά! Και μη φοβάστε. Θ' αρχίσουμε πολύ

μαλακά. Για να ζεσταθούμε θα χορέψουμε πρώτα ουάν-στεπ.

Θα οδηγώ εγώ, κι εσείς θα αφήσετε μία φορά κατ' εξαίρεση να

σας οδηγήσουν. Είναι καθαρά θέμα εμπιστοσύνης. Εκτός τούτου

είναι πολύ ευκολότερο από ό,τι φαίνεται. Και μετά θα δοκιμά

σουμε να χορέψουμε το Ειδικά μπανάνες1' που μπορούμε να το

τραγουδήσουμε κι εμείς μαζί. Θα σας αρέσει. Και αν μετά δεν

σας έχει κοπεί η ανάσα κι ο φίλος μου Χορστ-Έμπερχαρντ δεν

έχει αντίρρηση, θα χορέψουμε μαζί ένα πραγματικό τσάρλεστον.

Στην αρχή σου πιάνονται οι γάμπες, αλλά σε ζεσταίνει. Και

όταν μετά θα έχουμε έρθει στο κέφι, θ' ανοίξω ειδικά για σας το

μικρό μου κουτάκι. Μη φοβάστε, μόνο μία πρέζα θα πάρουμε.

Έτσι δεν εθίζεσαι. Μόνο για να ευθυμήσουμε, αλήθεια.

* Γνωστό τραγούδι shimmy με τίτλο «Yes, we have no bananas today» που

τραγουδιόταν και στα γερμανικά.

78 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Ο φίλος μου λέει ότι συνήθως γράφετε με ψευδώνυμο, πότε

σαν Πάνθηρας, πότε σαν Τίγρης, καμιά φορά σαν Κύριος Βρό-

μπελ. Και ότι είστε ένας κοντούλης παχουλός πολωνοεβραίος,

διάβασε κάπου. Αλλά δεν πειράζει. Κι εμένα το όνομα μου τε

λειώνει σε κυ. Και οι χοντροί συνήθως είναι καλοί χορευτές.

Αν τύχει και το επόμενο Σάββατο φοράτε το παντελόνι με τις

τσέπες που δεν έχουν καβούρια και γενικά έχετε διάθεση, θα

ανοίξουμε ένα ή και δύο μπουκάλια σαμπάνια. Και εγώ θα σας

διηγηθώ τι θα πει να πουλάς παπούτσια. Δουλεύω ξέρετε στο

κατάστημα Λάιζερ, στο τμήμα αντρικών υποδημάτων. Μόνο

για πολιτική δεν θα μιλήσουμε, εντάξει;

Με εγκάρδιους χαιρετισμούς,

δική σας,Ίλζε Λεπίνσκυ.

1922

ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Εσείς οι δημοσιο

γράφοι τα ξέρετε έτσι κι αλλιώς όλα καλύτερα. Την αλήθεια;

Ό,τι ήταν να πω το είπα. Αλλά εμένα κανένας δεν με πιστεύει.

«Άεργος και κακής φήμης» έτσι κατέθεσαν στο δικαστήριο για

μένα. «Πράκτορας ο Μπρύντιγκαμ*», είπαν, «πληρωμένος

και απ' τους σοσιαλιστές και απ' την αντίδραση». Α λ λ ά η

αλήθεια είναι πως πλήρωναν μόνο οι άνθρωποι της Ταξιαρ

χίας Έμπερχαρντ που, όταν το πραξικόπημα Κ α π * * πήγε

εντελώς στραβά και η Ταξιαρχία αναγκαστικά διαλύθηκε, συ

νέχισαν τη δράση τους. Τι άλλο να έκαναν; Και τι θα πει «πα

ράνομα» όταν σχεδόν όλα όσα γίνονται χλευάζουν τον νόμο

και ο εχθρός είναι αριστερά και όχι δεξιά, όπως ισχυρίζεται ο

καγκελάριος Βιρτ; '0χι, υπεύθυνος για τις πληρωμές δεν ήταν

* Ο Theodor Briidigam μπήκε στην παρακρατική «Οργάνωση Κόνσουλ» ή

«Όμικρον Κάππα» της Φρανκφούρτης (η οποία είχε στόχο την ανατροπή της

Δημοκρατίας της Βαϊμάρης), προκειμένου να μαζέψει πληροφορίες για λογαρια

σμό μιας σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας. Η οργάνωση διαδέχτηκε τη γνωστή

«Ταξιαρχία'Ερχαρντ» η οποία μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Καπ

(βλ. επόμενη σημ.) είχε διαλυθεί.

* * Από το όνομα του Wolfgang Kapp (1858-1922), ιδρυτή του ακροδεξιού

κόμματος Deutsche Yaterlands-Partei [Γερμανικό Πατριωτικό Κόμμα] -too μαζί

με τον στρατηγό von Li'ittwirz αποπειράθηκε τον Μάρτιο του 1920 να ανατρέψει

με πραξικόπημα την κυβέρνηση: στις 13.3.1920 η Ταξιαρχία'Ερχαρντ κατέλαβε

την κυβερνητική συνοικία στο Βερολίνο αλλά το πραξικόπημα ματαιώθηκε από

τους εργαζόμενους που κήρυξαν γενική απεργία και τους κρατικούς υπαλλήλους

που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους πραξικοπηματίες.

NO ΓΚΤΝΤΚΙ' ΓΚΡΛΣ

ο πλοίαρχος φρεγάδας Έρχαρντ αλλά ο πλοίαρχος Χόφμαν.

Κι αυτός είναι σίγουρα μέλος της Οργάνωσης Κόνσουλ. Για

τους άλλους δεν είναι σίγουρο γιατί ούτε κι οι ίδιοι ξέρουν

ποιος είναι στην οργάνωση και ποιος όχι. Μικροποσά έρχο

νταν και από τον Τίλλεσεν. Τον αδελφό του γνωστού Τίλλε-

σεν που πυροβόλησε και σκότωσε τον Ερτσμπέργκερ* και που

είναι τόσο φανατικός καθολικός όσο κι αυτός ο κεντρώος αρχη

γός που έφυγε. Ο Τίλλεσεν κρύβεται τώρα στην Ουγγαρία ή

κάπου αλλού. Αλλά εκείνος που στην ουσία μου ανέθεσε τη

δουλειά ήταν ο Χόφμαν. Να ψαρεύω μερικές αριστερές οργα

νώσεις, όχι μόνο κομμουνιστικές. Παρεμπιπτόντως μου απα

ρίθμησε ποιος είχε σειρά μετά τον Ερτσμπέργκερ, τον προδότη

του Νοέμβρη. Φυσικά ο σοσιαλιστής Σάιντεμαν και ο πολιτι

κός της ικανοποίησης των εχθρικών αξιώσεων Ρατενάου. Και

για τον καγκελάριο είχαν ανάλογα σχέδια. Ναι, είναι αλήθεια,

εγώ προειδοποίησα τον Σάιντεμαν στο Κάσελ. Γιατί; Γιατί

απλούστατα είμαι της γνώμης πως πρέπει να διαβρώσει και

να ανατρέψει κανείς το σύστημα όχι με φόνους αλλά κάπως

νόμιμα, πρώτα στη Βαυαρία, και μετά να ιδρύσει, όπως έκανε

ο Μουσολίνι στην Ιταλία, το εθνικό κράτος της τάξης, στην

ανάγκη με αυτόν τον δεκανέα τον Χίτλερ, που είναι βέβαια

τρελάρας αλλά είναι γεννημένος δημαγωγός κι έχει πολλούς

οπαδούς ιδιαίτερα στο Μόναχο. Αλλά ο Σάιντεμαν δεν μ'

άκουσε/Ετσι κι αλλιώς εμένα δεν με πιστεύει κανένας. Ευτυ

χώς τη γλύτωσε, γιατί η απόπειρα εναντίον του με πρωσικό

οξύ στο δάσος Χ ά μ π ι χ τ απέτυχε. Ναι, τον προστάτεψε το

μουστάκι του. Φαίνεται αστείο αλλά είναι αλήθεια. Γι ' αυτό

και δεν εφαρμόζεται πια αυτή η μζ^οΖος, που εμένα μου φαίνε-

* Matthias 1 ir/bcrgcr (US75-I921 ), ηγέτης του καθολικού κόμματος (/.en

train), υπέγραψε ως υπουργός το 19IÎÎ την ανακωχή, και φυσικά οι δεξιοί τον

θεωρούσαν προδότη και τον χαρακτήριζαν, όπως και τους σοσιαλδημοκράτες,

«προδότη του Νοέμβρη» (από την Επανάσταση του Νοέμβρη του 191ÎÎ). Ο Ερ

τσμπέργκερ δολοφονήθηκε στις 26.ii.192l.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟϊ ,S7

ται απαίσια. Γι' αυτό και ήθελα να δουλεύω πια μόνο για τον

Σάιντεμαν και τους δικούς του. Αλλά οι σοσιαλιστές δεν μου

έδειξαν καθόλου εμπιστοσύνη όταν είπα ότι πίσω από την'Ομι-

κρον Κάππα κρύβεται η υπηρεσία αντικατασκοπίας του στρα

τού. Και φυσικά ο Χέλφεριχ που από την τράπεζα του έρχο

νται τα λεφτά. Ο Στίννες έτσι κι αλλιώς. Για τους πλουτοκρά-

τες αυτά τα λεφτά είναι πουρμπουάρ. Αλλά ο Ρατενάου, που

είναι και ο ίδιος καπιταλιστής και που επίσης τον προειδοποίη

σα, τουλάχιστον αυτός θα έπρεπε να ψυχανεμιστεί τι θα γινό

ταν. Γιατί όπως και στην περίπτωση του Ερτσμπέργκερ, το

σύνθημα για την απόπειρα δολοφονίας του το έδωσε ο Χέλφε

ριχ με την εκστρατεία για την «απομάκρυνση του Ερτσμπέρ

γκερ!» λέγοντας: «Μόνο ένας προδότης της πατρίδας θα γ')ταν

διατεθειμένος να διαπραγματευθεί με τον γάλλο Φος την επαί

σχυντη αυτή εκεχειρία», έτσι και στην περίπτωση του Ρατε

νάου λίγο πριν από τους πυροβολισμούς εναντίον του τον είχε

χαρακτηρίσει «πολιτικό της ικανοποίησης των αξιώσεων του

εχθρού». Αλλά ο υπουργός παρ' όλα αυτά δεν με εμπιστεύθη

κε. Γιατί η πρόθεση του την τελευταία στιγμή, όταν τα πράγ

ματα είχαν πάρει πια τον δρόμο τους, να έχει μία κατ' ιδίαν

συζήτηση, μια συζήτηση μεταξύ καπιταλιστών, δηλαδή με τον

Ούγκο Στίννες, δεν ήταν δυνατό πλέον να τον σώσει, έτσι κι

αλλιώς ήταν αδύνατο να σωθεί γιατί ήταν εβραίος. Όταν άφη

σα να εννοηθεί τι τον περίμενε λέγοντας: «Κινδυνεύετε ιδιαίτε

ρα κατά την πρωινή διαδρομή προς το υπουργείο», είπε με την

υπεροψία όλων αυτών των εβραίων αριστοκρατών του χρήμα

τος: «Πώς να σας εμπιστευθώ, αξιότιμε κύριε Μπρύντιγκαμ

όταν, όπως έδειξαν οι έρευνες μου, έχετε τόσο κακή φήμη...»

Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο εισαγγελέας δεν με άφησε να

ορκισθώ και να καταθέσω σαν μάρτυρας, διότι, είπε, «ήμουν

ύποπτος συμμετοχής εις την εκδικαζομένην πράξιν». Είναι φα

νερό: το δικαστήριο δεν ήθελε να μπλέξει η Όμικρον Κάππα.

Ήθελε να μην αποκαλυφθούν όσοι κινούσαν τα νήματα από τα

II S2 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

παρασκήνια. Ακούστηκαν το πολύ κάποιοι ψίθυροι για οργα

νώσεις ενδεχομένως παράνομες. Μόνο αυτός ο τύπος ο φον

Σάλομον, ένας ηλίθιος νεαρός που παρίστανε τον συγγραφέα,

μίλησε στην ανάκριση και για να κάνει τον καμπόσο είπε το

όνομα μου.Έτσι του ρίξανε πέντε χρόνια ενώ το μόνο που είχε

κάνει ήταν να μεσολαβήσει για να βρουν τον οδηγό του αυτο

κινήτου από το Αμβούργο. Τέλος πάντων οι προειδοποιήσεις

μου πήγαν στο βρόντο. Όλα έγιναν όπως και με τον Ερ-

τσμπέργκερ. Από τότε κιόλας τα παιδιά της Ταξιαρχίας είχαν

εκπαιδευτεί στην τυφλή υπακοή, γι ' αυτό και η'Ομικρον Κάπ-

πα διάλεξε με κλήρο τους δράστες Σουλτς και Τίλλεσεν. Από

εκεί και πέρα όλα ήταν καθαρά. Όπως θα ξέρετε από τον δικό

σας Τύπο, τον τσάκωσαν στον Μέλανα Δρυμό όπου είχε πάει

ταξίδι αναψυχής με τη γυναίκα και την κόρη του. Παραφύλα-

γαν ενώ έκανε περίπατο μαζί με κάποιον άλλο κεντρώο. Από

τους δώδεκα πυροβολισμούς, μοιραίος ήταν ένας στο κεφάλι. Ο

άλλος, κάποιος δόκτωρ Ντιτς, τη γλύτωσε με τραύματα.

Μετά, οι δράστες περπάτησαν με την ησυχία τους έως το κο

ντινό χωριό Οππενάου και ήπιαν καφέ σε μια πανσιόν. Αυτό

όμως που δεν ξέρετε, κύριοι, είναι ότι και στην περίπτωση του

Ρατενάου ρίχτηκε κλήρος, ότι ένας από τους δράστες εξομολο

γήθηκε πριν από την απόπειρα σε έναν παπά, οπότε ο παπάς

ενημέρωσε τον καγκελάριο Βιρτ αλλά ότι, τηρώντας τον κανό

να της μυστικότητας της εξομολόγησης, δεν ανέφερε ονόματα.

Αλλά ο Ρατενάου ούτε τον παπά ούτε εμένα πίστεψε. Ούτε καν

το Συμβούλιο των Γερμανοεβραίων, που εδρεύει στη Φρανκ

φούρτη και που επίσης είχα ενημερώσει, δεν τον έπεισε να πά

ρει τις αναγκαίες προφυλάξεις και αρνήθηκε την προστασία της

αστυνομίας. Στις 24 Ιουνίου ήθελε να τον πάνε από τη βίλα

του στη Λεωφόρο Βασιλέως του Γκρούνεβαλντ με ανοιχτό αυ

τοκίνητο στην οδό Γουλιέλμου. Δεν άκουσε ούτε τον σωφέρ

του. Γι ' αυτό και έγιναν όλα ακριβώς σύμφωνα με το σχέδιο.

Όπως γνωρίζουν οι πάντες, ο οδηγός αναγκάστηκε να φρενάρει

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ Λ'.?

πριν ακόμα βγουν από τη λεωφόρο Βασιλέως, στη γωνία Έ ρ -

ντενερ-Λύνερ-στράσε, γιατί εκείνη τη στιγμή διέσχιζε τη λεω

φόρο μία άμαξα' φυσικά ο αμαξάς δεν ανακρίθηκε. Απο τη

σπορ Mercedes-Benz που τον καταδίωκε έπεσαν εννέα πυρο

βολισμοί, από τους οποίους τον πέτυχαν οι πέντε. Προσπερνώ

ντας κατάφεραν να βάλουν μία χειροβομβίδα. Οι δράστες δεν

διαπνέονταν μόνο από στρατιωτικό πνεύμα αλλά ήταν και γε

μάτοι μίσος για καθετί μη γερμανικό. Ο Τέχοφ οδηγούσε τη

Mercedes, ο Κερν ήξερε να χειρίζεται οπλοπολυβόλο, ο Φίσερ,

ο οποίος σκοτώθηκε καθώς διέφευγαν, έριξε τη χειροβομβίδα.

Όλα αυτά όμως πέτυχαν επειδή εμένα, το άτομο με την κακή

φήμη, τον πράκτορα Μπρύντιγκαμ, δεν είχε κανείς διάθεση να

με πιστέψει. Σύντομα η'Ομικρον Κάππα έκοψε τις πληρωμές,

και ένα χρόνο αργότερα η πορεία του δεκανέα Χίτλερ στο Αρ

χηγείο Στρατού του Μονάχου έληξε εντελώς άδοξα. Η προ

σπάθεια μου να προειδοποιήσω τον Λούντεντορφ απέτυχε. Και

να σκεφτεί κανείς ότι αυτή τη φορά δούλευα αφιλοκερδώς, για

τί εμένα δεν μ' ενδιέφερε ποτέ το χρήμα/Ετσι κι αλλιώς έχανε

την αξία του καθημερινά. Δούλευα μόνο και μόνο γιατί νοιαζό

μουν για τη Γερμανία... Ως πατριώτης... Αλλά εμένα δεν μ'

ακούει κανένας. Ούτε εσείς.

1923

ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ είναι όμορφα. Και στα εγγό

νια μου αρέσει να παίζουν με χαρτονομίσματα, να αγοράζουν

και να πουλάνε σπίτια, έχω φυλάξει μερικά από εκείνα τα

άχρηστα που είχαμε πριν από την πτώση του τείχους, με το

στάχυ και τον διαβήτη, μόνο που για τα παιδιά, επειδή δεν εί

ναι στολισμένα με τόσο πολλά μηδενικά, έχουν μικρότερη αξία

και τα θεωρούν φιλά.

Τα προσωρινά χαρτονομίσματα του πληθωρισμού τα βρή

κα μετά τον θάνατο της μαμάς σε ένα τετράδιο εξόδων του

νοικοκυριού" ξεφυλλίζω συχνά σκεφτική αυτό το τετράδιο

γιατί οι τιμές και οι συνταγές του ξυπνούν μέσα μου θλιβερές

και συνάμα όμορφες αναμνήσεις. Α χ , φουκαριάρα μαμά, τι

τραβούσες. Τέσσερις μας είχε, και όλες άθελα μας την πικρά-

ναμε. Ε γ ώ ήμουν η μεγαλύτερη. Και η ποδιά που, όπως δια

βάζω, στα τέλη του '23 κόστισε τρεισήμισι χιλιάδες μάρκα,

σίγουρα προοριζόταν για μένα, γιατί κάθε βράδυ βοηθούσα

τη μαμά να σερβίρει το φαγητό που ετοίμαζε με τόση φαντα

σία για τους υπενοικιαστές της. Τ ο φουστανάκι των οκτώ χι

λιάδων το έλειωσε η αδελφή μου η Χίλντε, και ας μη θυμάται

το κοκκινοπράσινο σχέδιο. Αλλά η Χίλντε που πέρασε στη

Δύση ήδη από τη δεκαετία του '50 και που από παιδί ακόμη

ήταν πολύ πεισματάρα, ψυχικά έχει ξεκόψει έτσι κι αλλιώς

απ' τα παλιά.

Αχ, αυτές οι εξοργιστικές τιμές. Με αυτές μεγαλώσαμε. Και

στο Χέμνιτς, σίγουρα όμως και σ' άλλα μέρη, λέγαμε ένα τρα-

0 ΑΙΩΝΑΣ MOT S5

γουδάκι με αριθμούς που και τα δισέγγονα μου το βρίσκουν

χαριτωμένο:

Ένα, δυο, τέσσερα και πέντε δις

Η μαμά μου βράζει φασολάδα.

Έξι, εφτά, οχτώ και δέκα δις

Ξανά ανάλαδη μακαρονάδα!

Και φασόλια ή φακιές τρώγαμε τρεις φορές τη βδομάδα.

Γιατί τα ρεβίθια, που δεν έχεις πρόβλημα να τα αποθηκεύσεις,

όταν τα αγόραζες έγκαιρα, όπως έκανε η μαμά μου, ακρίβαι

ναν συνεχώς, Τ ο ίδιο ίσχυε και για το κορν μπιφ, από το

οποίο αποθηκεύαμε κάμποσες ντουζίνες κονσέρβες στο ντουλά

πι της κουζίνας που τις μαζεύαμε μία μία. Έτσι λοιπόν για

τους τρεις υπενοικιαστές μας, που έπρεπε να πληρώνουν καθη

μερινά γιατί οι τιμές ανέβαιναν αλματωδώς, η μαμά μαγείρευε

ντολμαδάκια και κρεατοπιτάκια με γέμιση κορν μπιφ. Ευτυ

χώς ένας απ' αυτούς, που εμείς τα παιδιά τον φωνάζαμε θείο

Έντι και που πριν από τον πρώτο πόλεμο δούλευε καμαριέρης

σε περήφανα επιβατικά ατμόπλοια, είχε στην άκρη ένα σακου

λάκι γεμάτο ασημένια δολάρια. Kat επειδή ο θείος Έντι μετά

τον θάνατο του μπαμπά είχε δεθεί πολύ με τη μαμά, στο τε

τράδιο βρίσκω και στοιχεία που δείχνουν ότι το αμερικάνικο

δολάριο πουλιόταν στην αρχή εφτάμισι και αργότερα είκοσι

και περισσότερα εκατομμύρια μάρκα. Προς το τέλος όμως,

όταν στο σακουλάκι του θείου Έντι κουδούνιζαν λίγα πια αση

μένια δολάρια, ένα δολάριο —δεν θα το πιστέψετε!— ισοδυνα

μούσε με δισεκατομμύρια. Εν πάση περιπτώσει, ο θείος Έ ν τ ι

φρόντιζε για φρέσκο γάλα, μουρουνέλαιο και καρδιοτονωτικό

της μαμάς. Και καμιά φορά, όταν ήμαστε φρόνιμες, μας αντά

μειβε με σοκολάτες.

Αλλά οι μικροϋπάλληλοι και οι κατώτεροι δημόσιοι υπάλ

ληλοι, αφήστε όλους εκείνους που εξαρτιόνταν από την Πρό

νοια, λιμοκτονούσαν. Η μαμά με τη σύνταξη που δικαιούταν

fi

86 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ως χήρα δημόσιου υπαλλήλου δεν θα είχε καταφέρει να μας

ζήσει. Και παντού ζητιάνοι και ανάπηροι που ζητιάνευαν. Ο

κύριος Χάιντσε όμως, στο ισόγειο, που αμέσως μετά τον πόλε

μο του έπεσε μια καλή κληρονομιά και που προφανώς τον συμ

βούλεψαν σωστά, νοίκιασε την περιουσία του, σαράντα εκτάρια

χωράφια και λιβάδια, σε αγρότες και κανόνισε να πληρώνεται

σε είδος. Λένε πως στο σπίτι του κρέμονταν ολόκληρα κομμά

τια χοιρινό. Όταν έπειτα τα λεφτά ήταν μόνο μηδενικά και

παντού εξέδιδαν προσωρινά νομίσματα —σε μας στη Σαξονία

έκοψαν μάλιστα και νόμισμα με βάση το κάρβουνο!— αντάλλα

ξε το καπνιστό χοιρινό με τόπια υφάσματος —κασμίρι, καμπαρ-

ντίνα-, έτσι ώστε όταν επιτέλους ήρθαν τα κρατικά ομόλογα

μπήκε γρήγορα στην αγορά. Αυτός μάλιστα, τα κατάφερε.

Αλλά μαυραγορίτης, όπως τον έβριζαν τότε πολλοί, ο κύ

ριος Χάιντς δεν υπήρξε ποτέ. Ανθρωποι σαν κι αυτόν λέγονταν

αλλιώς. Και ο θείος Έντι, που από τότε κιόλας ήταν κομμου

νιστής και που αργότερα στο κράτος των εργατών και αγρο

τών, εδώ στην πόλη Καρλ Μαρξ, όπως λεγόταν το Χέμνιτς

τότε, πρόκοψε, μπορούσε να απαριθμήσει ονομαστικά όλους

«τους καρχαρίες με ημίψηλο», όπως έλεγε τους καπιταλιστές.

Για τον θείο Έντι και για τη μαμά είναι καλύτερα που δεν έζη

σαν τα δυτικά χαρτονομίσματα. Έτσι γλύτωσαν και από την

έγνοια τι θα γίνει όταν θα έρθει το ευρώ.

1924

ΕΙΧΕ ΟΡΙΣΤΕΙ ΩΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΓΕΙΩΣΗΣ η ίδια ακριβώς

μέρα που σαλπάρισε ο Κολόμβος. Όπως ο Γενοβέζος το 1492

παράγγειλε «Λύστε τους κάβους!» και άνοιξε πανιά για την

Ινδία, στην πραγματικότητα όμως για την Αμερική, έτσι θα

αποτολμούσαμε και εμείς, φυσικά με εργαλείο μεγαλύτερης

ακρίβειας, ένα παρόμοιο εγχείρημα. Στην πραγματικότητα το

αερόπλοιό μας περίμενε έτοιμο για απογείωση στο ανοιχτό

υπόστεγο ήδη από τα χαράματα της 11ης Οκτωβρίου. Είχαμε

ήδη φορτώσει καύσιμα για πέντε κινητήρες Maybach και την

απολύτως αναγκαία ποσότητα νερού. Το προσωπικό εδάφους

κρατούσε κιόλας τα σκοινιά στα χέρια. Αλλά το αερόστατο τύ

που LZ 126 δεν έλεγε να αποπλεύσει, είχε βαρύνει και παρέ

μεινε βαρύ, γιατί ξαφνικά εισέρρευσαν σύννεφα ομίχλης και

θερμότερες μάζες αέρος πιέζοντας όλη την περιοχή της λίμνης

της Κωνστάντιας. Επειδή δεν γινόταν να μειώσουμε τα αποθέ

ματα νερού και καυσίμων, η εκκίνηση αναβλήθηκε για την επο

μένη. Η καζούρα του πλήθους που περίμενε ήταν ανυπόφορη.

Αλλά στις 12 Οκτωβρίου απογειωθήκαμε επιτυχώς.

Το πλήρωμα ήταν είκοσι τέσσερις άντρες. Η δική μου πα

ρουσία ως ιπτάμενου μηχανικού σε αυτή την πτήση ήταν για

μεγάλο διάστημα αμφίβολη, γιατί ήμουν ένας από εκείνους

που, επειδή είχε θιχτεί το εθνικό μας φιλότιμο, είχαμε διαμαρ

τυρηθεί καταστρέφοντας τα τέσσερα τελευταία πολεμικά αερο

πλοΐα που συντηρούνταν στο Φρίντριχσχάβεν για να παραδο

θούν στον εχθρό" όπως έκαναν οι δικοί μας στα ανοιχτά του

ss Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Σκάρπα Φλόου όπου τον Ιούνιο του '19 βούλιαξαν εβδομήντα

σκάφη του πολεμικού μας στόλου, ανάμεσα τους μια ντουζίνα

ταχύπλοα θωρηκτά και μεγάλα πολεμικά πλοία που ήταν να

παραδοθούν στους Εγγλέζους.

Οι Σύμμαχοι έσπευσαν να απαιτήσουν αποζημίωση. Οι

Αμερικάνοι ήθελαν να εισπράξουν πάνω από τρία εκατομμύρια

χρυσά μάρκα. Και τότε η Ζέππελιν ΕΠΕ πρότεινε να ξεχρεώ

σουμε όλο το ποσό παραδίδοντας ένα αερόπλοιο κατασκευα

σμένο σύμφωνα με την τελευταία τεχνολογία. Και επειδή ο

αμερικανικός στρατός ενδιαφερόταν ζωηρά για το νεότερο μο

ντέλο μας που εγγυόταν χωρητικότητα 70.000 κυβικά ηλίου,

πέτυχε το παζάρι: το LZ 126 θα προσγειωνόταν στο Λέηκ-

χερστ και αμέσως μετά θα παραδινόταν.

Και αυτό ακριβώς το θεωρούν πολλοί από μας ντροπή. Κι

εγώ μαζί τους. Σάμπως δεν είχαμε ταπεινωθεί αρκετά; Δεν

είχε επιβαρύνει την πατρίδα με αβάσταχτα βάρη η καθ' υπαγό-

ρευσιν του εχθρού συνθήκη; Εμείς, δηλαδή ορισμένοι από μας,

παίζαμε με τη σκέψη να υπονομεύσουμε αυτή την απαράδεκτη

συναλλαγή. Χρειάστηκε να παλέψω καιρό με τον εαυτό μου

ώσπου να διακρίνω ένα θετικό, κατά κάποιο τρόπο, νόημα

στην επιχείρηση αυτή. Εντούτοις μου επιτράπηκε να συμμετά

σχω σε αυτό το ταξίδι μόνο αφού έδωσα τον λόγο της τιμής

μου στον δόκτοραΈκενερ, που τον σεβόμαστε οι πάντες ως κυ

βερνήτη και ως άνθρωπο, πως θα ξεχνούσα την ιδέα του σα

μποτάζ.

Το αερόστατο LZ 126 ήταν τέλειο, τόσο όμορφο που μου

φαίνεται πως το βλέπω. Εντούτοις εξαρχής και ενώ πετούσαμε

ακόμη πάνω από ευρωπαϊκό έδαφος, σε ύψος πενήντα μέτρων

πάνω από τη Χρυσή Ακτή, με έτρωγε η σκέψη της καταστρο

φής. Βλέπετε, αν και ήμαστε πολυτελώς εξοπλισμένοι για δύο

δωδεκάδες άτομα, εντούτοις δεν είχαμε επιβάτες, με εξαίρεση

μερικούς αμερικανούς στρατιωτικούς που όμως μας φρουρού

σαν όλο το εικοσιτετράωρο. Αλλά όταν πάνω από τις ισπανι-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ ,W

κές ακτές κοντά στο Ακρωτήριο Ορτέγαλ αναγκαστήκαμε να

παλέψουμε με ισχυρά ρεύματα αέρος και το σκάφος τρανταζό

ταν δυνατά, όταν όλα τα χέρια ήταν απασχολημένα προσπα

θώντας να διατηρήσουν την καθορισμένη ρότα και οι στρατιω

τικοί έπρεπε να έχουν τον νου τους στην πλοήγηση του σκά

φους, θα μπορούσε να πετύχει η απόπειρα/Εφτανε να πετάξω

μερικά δοχεία καυσίμων εκβιάζοντας έτσι την πρόωρη προ

σγείωση μας. Τον ίδιο πειρασμό ένιωσα άλλη μία φορά καθώς

πετούσαμε πάνω απ' τις Αζόρες. Μέρα νύχτα με έτρωγε η αμ

φιβολία, ένιωθα να αμφισβητούμαι, έψαχνα ευκαιρία. Ακόμη

και πάνω από το Νιουφάουντλαντ του Καναδά, όταν ανεβή

καμε δύο χιλιάδες πόδια ψηλά και η θύελλα έκοψε ένα από τα

συρματόσκοινα του σκελετού, ήθελα να αποτρέψω την καται

σχύνη της παράδοσης του Ι .Ζ 126, αλλά έμεινα στη σκέψη.

Τι με έκανε άραγε να διστάσω; Σίγουρα όχι ο φόβος. Σε τε

λευταία ανάλυση στον πόλεμο πετώντας πάνω από το Λονδί

νο, όταν το αερόπλοιο μας έπεφτε μέσα στο φως των προβο

λέων αναζήτησης, ήμουν διαρκώς εκτεθειμένος στον κίνδυνο

της κατάρριψης. Όχι, δεν ήξερα τι θα πει φόβος. Με παρέλυσε,

χωρίς ωστόσο να με πείσει, η θέληση του δόκτορα Έκενερ. Σε

πείσμα της αυθαιρεσίας των νικητριών δυνάμεων, ο δόκτωρ

Έκενερ επέμενε να αποδείξει τη γερμανική αποδοτικότητα, κι

ας ήταν υπό τη μορφή του ουράνιου πούρου μας με την ασημέ

νια λάμψη. Σε αυτή τη θέληση υπέκυψα τελικά σε σημείο από

λυτης παραίτησης' διότι μία εντελώς ασήμαντη, τρόπος του

λέγειν, συμβολική βλάβη δεν θα είχε κάνει καμία εντύπωση,

προπαντός από τη στιγμή που οι Αμερικανοί είχαν στείλει δύο

θωρηκτά να μας προϋπαντήσουν με τα οποία είχαμε συνεχώς

ασύρματη επικοινωνία. Σε περίπτωση ανάγκης θα είχαν σπεύ

σει να μας βοηθήσουν, όχι μόνο εάν έπνεαν διαρκώς ισχυροί

αντίθετοι άνεμοι αλλά και εάν γινόταν η παραμικρή απόπειρα

δολιοφθοράς.

Σήμερα μόνο ξέρω ότι ήταν σωστή η παραίτηση μου από

90 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

την απελευθερωτική αυτή πράξη. Αλλά και τότε, καθώς το LZ

126 πλησίαζε τη Νέα Υόρκη, όταν αναδυόμενο από την πρωι

νή αχλύ μάς χαιρέτησε το άγαλμα της Ελευθερίας, όταν ανε

βαίναμε τον κόλπο της Νέας Υόρκης, όταν επιτέλους βρεθήκα

με πάνω από τη μητρόπολη με τα βουνά τους ουρανοξύστες

της και όλα τα πλοία στο λιμάνι μας χαιρετούσαν με το αλύ-

χτημα των σειρήνων τους, όταν πετάξαμε δυο φορές κατά μή

κος της Μπροντγουέυ από μεσαίο ύψος κι ύστερα ανεβήκαμε

στα τρεις χιλιάδες πόδια έτσι, ώστε να εντυπωθεί σε όλους

τους κατοίκους της Νέας Υόρκης η λαμπερή μέσα στον ήλιο

της αυγής εικόνα γερμανικής αποδοτικότητας, όταν τέλος

στρίψαμε για το Λέηκχερστ μόλις προλαβαίνοντας να πλυθού

με και να ξυριστούμε με τα τελευταία αποθέματα νερού, όταν

ετοιμαστήκαμε για να είμαστε περιποιημένοι κατά την προ

σγείωση και την παραλαβή, δεν ένιωθα παρά μόνο περηφάνια,

αχαλίνωτη περηφάνια.

Αργότερα όταν η θλιβερή παράδοση του Ζέππελιν ήταν πια

παρελθόν και το αντικείμενο όλης μας της περηφάνιας είχε το

όνομα Λος Άντζελες, ο δόκτωρ Έκενερ με ευχαρίστησε και με

διαβεβαίωσε ότι έζησε μαζί μου την πάλη μου. «Έτσι είναι»,

είπε, «είναι δύσκολο να αντισταθείς στο επιτακτικό κέλευσμα

να κρατήσεις την αξιοπρέπεια σου, να υπακούσεις». Τι να

ένιο^σε άραγε όταν δεκατρία χρόνια αργότερα η ωραιότερη έκ

φραση του εκ νέου ισχυρού Ρ ά ι χ , το αερόπλοιο Χίντεν-

μπουργκ, το οποίο δυστυχώς δεν ήταν γεμάτο ήλιο αλλά εύ

φλεκτο υδρογόνο, έγινε παρανάλωμα του πυρός καθώς προ

σγειωνόταν στο Λέηκχερστ; Άραγε θα ήταν και εκείνος σίγου

ρος όπως εγώ: Ήταν οι κόκκινοι! Ήταν σαμποτάζ! Εκείνοι δεν

δίστασαν. Η δική τους αξιοπρέπεια υπάκουε σε άλλα κελεύ

σματα.

1925

ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΕΒΛΕΠΑΝ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ μονό το γκρινιάρικο

παιδί. Κανένα παραδοσιακό παιχνίδι δεν με ησύχαζε. Ακόμη

και το κουκλοθέατρο -ένα πολύχρωμο σκηνικό και έξι κούκλες,

αυτές που τις παίζεις βάζοντας το χέρι σου μες στο ρουχαλάκι

τους, που μου είχε φτιάξει με αγάπη ο μπαμπάς μου- δεν κα

τάφερε να με διασκεδάσει. Γκρίνιαζα αδιάκοπα. Καμία προ

σπάθεια δεν διέκοπτε τον διαρκή αυξομειούμενης έντασης αυ

τόν ήχο. Ούτε οι απόπειρες της γιαγιάς με παραμύθια, ούτε

του παππού με την μπάλα με εμπόδιζαν να κλαψουρίζω και

τελικά να σκούζω, εκνευρίζοντας την οικογένεια μου και τους

επισκέπτες της με τη μονότονη έκφραση της κακοκεφιάς μου,

και απονεκρώνοντας τις συζητήσεις τους οι οποίες ήταν μονί

μως προσανατολισμένες προς θέματα πνευματικά. Βέβαια για

πέντε λεπτά με εξαγόραζαν με σοκολατάκια - μ α ρ γ α ρ ί τ ε ς -

αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρχε τίποτε ικανό να με κάνει να

ηρεμήσω και να σωπάσω για μεγαλύτερο διάστημα, όπως πα

λιότερα το μητρικό στήθος. Ούτε καν στους καβγάδες των γο

νιών μου δεν επέτρεπα την ελεύθερη, απρόσκοπτη ανάπτυξη.

Έπειτα όμως, πριν ακόμη γίνουμε συνδρομητές της Κρατι

κής Ραδιοφωνικής Εταιρείας, η οικογένεια μου με τη βοήθεια

ενός δέκτη ραδιοτηλεφώνου και των ανάλογων ακουστικών

πέτυχε επιτέλους να με κάνει να σωπάσω και να με μεταβάλει

σε ενδοστρεφές παιδί. Αυτό συνέβη στην περιοχή του πομπού

του Μπρεσλάου όπου η Ραδιοφωνία Σιλεσίας ΑΕ πρόσφερε

πρωί και απόγευμα ένα ποικίλο πρόγραμμα. Σύντομα ήμουν

ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

σε θέση να χρησιμοποιώ τα λιγοστά κουμπιά και να πετυχαί

νω καθαρή ακρόαση χωρίς ατμοσφαιρικές οχλήσεις και άλλα

παράσιτα.

Άκουγα τα πάντα. Την μπαλάντα του Καρλ Λέβε Η ώρα,

τον λαμπρό τενόρο Κηπούρα, τη θεία Έρνα Ζακ/Ημουν όλος

αφτιά είτε διάβαζε ο Βάλντεμαρ Μπόνζελ το παραμύθι Η μέ

λισσα Μάγια είτε φρόντιζε για αγωνία η απευθείας μετάδοση

ενός αγώνα κωπηλασίας. Διαλέξεις για την υγιεινή του στόμα

τος ή προγράμματα με τίτλο «Τι πρέπει να γνωρίζουμε για τ'

αστέρια» με μόρφωναν πολύπλευρα. Δύο φορές την ημέρα

άκουγα νέα από το χρηματιστήριο και ενημερωνόμουν για την

οικονομική άνοδο της βιομηχανίας' ο μπαμπάς μου εξήγε

γεωργικά μηχανήματα. Παρουσία της οικογένειας μου ακόμη,

η οποία, απαλλαγμένη πλέον από την γκρίνια μου, μπορούσε

να θεραπεύει ανενόχλητη την πάγια έριδα της σε θέματα αρ

χής, πληροφορήθηκα τον θάνατο του Έμπερτ και λίγο αργότε

ρα ότι μόνο στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση κατάφερε να

εκλεγεί πρόεδρος του Ράιχ και διάδοχος του Έμπερτ ο στρα

τάρχης Χίντενμπουργκ. Αλλά έναν ευγνώμονα ακροατή έβρι

σκαν στο πρόσωπο μου και παιδικά προγράμματα στα οποία ο

ήρωας των λαϊκών παραμυθιών Ρύμπετσαλ στοιχειώνε τα όρη

των Γιγάντων της πατρίδας μου και κατατρόμαζε τους φουκα

ράδες τους καρβουνιάρηδες. Εκείνοι που δεν με ενθουσίαζαν

ήταν οι μικροσκοπικοί νάνοι της εκπομπής «Καληνύχτα παι

δάκια», οι προκομμένοι πρόδρομοι μεταγενέστερων τηλεοπτι

κών hits που και στην Ανατολική και στη Δυτική Γερμανία τα

έλεγαν «Ζαντμαίνχεν». Αλλά πραγματική αδυναμία είχα στα

ραδιοφωνικά θεατρικά έργα, όπου άκουγες τον αέρα να σφυρί

ζει, τον θόρυβο της βροχής πάνω στη στέγη, ακριβώς όπως

στην πραγματικότητα, τη βροντή του κεραυνού, το χλιμίντρι-

σμα του αλόγου του Καβαλάρη με τ άσπρο άλογο, το τρίξιμο

μιας πόρτας ή το κλαψούρισμα ενός παιδιού ακριβώς όπως

κλαψούριζα κάποτε κι εγώ.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ <λ?

Τις ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές μέρες με έβαζαν να καθί

σω καταγής στον κήπο της έπαυλης μας, όπου ικανοποιημένος

χάρη στο ραδιοτηλέφωνο, τον πρόδρομο του ραδιοφώνου, μορ

φωνόμουν μέσα στη φύση. Τα πολυάριθμα όμως κελαηδήματα

δεν έρχονταν από τον ουρανό ή από τα κλαδιά του περιβολιού

μας αλλά τα μετέδιδε μέσω των ακουστικών μου ο δόκτωρ

Χουμπέρτους, ένας ευφυής μίμος της φωνής του σπίνου και του

μελισσοφάγου, του κότσυφα και του σειρίνου, του σπουργίτη,

του χρυσοκότσυφα και του κορυδαλλού. Διόλου περίεργο που

παρέμεινα εκτός της διαμάχης των γονιών μου την εποχή της

κορύφωσης της μέχρι το σημείο του χωρισμού. Επίσης, επειδή

στη μαμά και σε μένα έμεινε η έπαυλη και ο κήπος της σε

προάστιο του Μπρεσλάου, καθώς και όλα τα έπιπλα και ο εξο

πλισμός του σπιτιού, επομένως και η ραδιοφωνική συσκευή

μαζί με τα ακουστικά, το διαζύγιο τους δεν υπήρξε υπερβολικά

οδυνηρό γεγονός για μένα.

Η συσκευή λήψεως ήταν εξοπλισμένη με ενισχυτή χαμηλής

συχνότητας. Για τα ακουστικά η μαμά είχε αγοράσει προστα

τευτικά «αφτιά» που μείωναν την ενοχλητική πίεση. Αργότερα

συσκευές με ενσωματωμένο μεγάφωνο —είχαμε ένα τρανζίστορ

Blaupunkt πέντε λυχνιών— αντικατέστησαν το αγαπημένο μου

ραδιοτηλέφωνο. Βέβαια μπορούσαμε να ακούμε τον σταθμό

του Κένιγκς Βούστερχάουζεν στο Πότσνταμ. ακόμη και συναυ

λίες στο λιμάνι του Αμβούργου και την παιδική χορωδία της

Όπερας της Βιέννης, αλλά η αποκλειστικότητα της ακρόασης

με τα ακουστικά είχε χαθεί.

Πρέπει ακόμη να σας πω πως ο πρώτος σταθμός που εισή

γαγε το σήμα του διαλείμματος με τους τρεις τόνους, που μετά

υιοθετήθηκε από όλους τους σταθμούς της Γερμανίας, ήταν η

Ραδιοφωνία της Σιλεσίας. Ήταν φυσικό λοιπόν να μείνω πι

στός σ' αυτό τον σταθμό και ως επαγγελματίας. Έτσι, στον

πόλεμο υπέγραφα ως υπεύθυνος ηχολήπτης δημοφιλών εκπο

μπών που εκπέμπονταν από τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό

94 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, από το τείχος του Ατλαντικού μέ

χρι την έρημο της Λιβύης, λόγου χάριν των χριστουγεννιάτι

κων εκπομπών με θέμα εντυπώσεις από όλα τα μέτωπα. Και

όταν τέλειωσαν όλα, ως συνεργάτης της Βορειοδυτικογερμανι-

κής Ραδιοφωνίας ειδικεύτηκα στο θέατρο του ραδιοφώνου, δη

λαδή σε ένα είδος που έπνεε στο μεταξύ τα λοίσθια, ενώ τα

ακουστικά των νεανικών μου χρόνων έχαιραν εκ νέου αυξανό

μενης δημοτικότητας μεταξύ των εφήβων: όλοι τους είναι βου

λωμένοι, σιωπηλοί και κλεισμένοι στον εαυτό τους, απόντες

και παρ" όλα αυτά απόλυτα παρόντες.

1926

ΟΙ ΛΙΣΤΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ. Όταν η Αυτού

Μεγαλειότης ο Κάιζερ αναγκάσθηκε να αυτοεξοριστεί, ήμουν

εγώ εξαρχής υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης: τέσσερις κά

θετες γραμμές, έπειτα μία εγκάρσια. Στην A.M. άρεσε εξαρχής,

από τον πρώτο κιόλας τόπο διαμονής του να κόβει δέντρα

ιδιοχείρως, πράγμα που συνέχισε να κάνει καθημερινά και στο

ανάκτορο Ντορν που είναι κτισμένο μέσα σε δάσος. Τ η λίστα

με τις γραμμές την κρατούσα παρεμπιπτόντως, γιατί κανονικά

δική μου ευθύνη ήταν η φροντίδα των αμαξών του αμαξοστα

σίου. Kat εκεί ήταν όπου η A.M. πήγαινε βρέξει-χιονίσει μαζί

μου, καμιά φορά και με τον υπασπιστή του κύριο Ίλζεμαν, και

έκοβε τους κορμούς σε ισομεγέθη κομμάτια μακριά μια οργυιά

για τα τζάκια στα κυρίως ανάκτορα και στην Ορανζερί, η

οποία χρησίμευε ως ξενώνας. Αλλά τα μικρά κούτσουρα τα

έκοβε αυτοπροσώπως ο αυτοκράτωρ, βεβαίως με το καλό του

χέρι*. Ή δ η από πολύ πρωί, αμέσως μετά την προσευχή, την

οποία η A.M. έκανε μαζί με το υπηρετικό προσωπικό, κινού

σαμε για το δάσος, ακόμη και υπό βροχή. Κάθε μέρα. Λένε

πως η ξύλευση του δάσους συνέβαλλε στη βασιλική χαλάρωση,

ήδη από τα τέλη Οκτωβρίου στο Αρχιστρατηγείο του Σπα, όταν

ο Λούντεντορφ, τρόπος του λέγειν, «κλαδεύτηκε» και τον διαδέ

χτηκε ο Γκρένερ. Ακόμη έχω τη φωνή της A.M. στα αφτιά μου

καθώς έβριζε στο αμαξοστάσιο τον Λούντεντορφ —«Αυτός ο

Το ένα χέρι του Γουλιέλμου Β' ήταν παραμορφωμένο εκ γενετής.

Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Λουντεντορφ φταίει! »- μαζί και όλους τους άλλους που φυσικά

ευθύνονταν για την εκεχειρία και όσα επακολούθησαν. Kat

τους Κόκκινους φυσικά. Αλλά και τον πρίγκιπα Μάξ φον

Μπάντεν, όλους τους υπουργούς, το διπλωματικό σώμα, ακό

μη και τον Διάδοχο. Από τον αρχιναύαρχο Τίρπιτς ήθελε να

αφαιρέσει δια διατάγματος το παράσημο του Μεγάλου Μέλα

νος Αετού, αλλά οι σύμβουλοι του, με πρώτους τους μυστικο-

συμβούλους του. τον παρακίνησαν να αρκεσθεί σε συμβιβασμό.

Ωστόσο παράσημα συνέχισε να μοιράζει η A.M. και, αν μου

επιτρέπεται η παρατήρηση, πολλές φορίς υπερβολικά απλόχε

ρα, παραδείγματος χάριν, όταν κατέφθαναν επισκέπτες μετά

το κόψιμο των δέντρων και των ξύλων, μεταξύ των οποίων

πολλοί γλοιώδεις τύποι που ύστερα τον εγκατέλειψαν. Τουλά

χιστον έτσι γινόταν εβδομάδες, μήνες ολόκληρους.

Επειδή είχα αναλάβει τη λίστα με τις γραμμούλες, μπορώ

να σας διαβεβαιώσω ότι σε διάστημα ενός μόνο χρόνου υπό

την προστασία της Ολλανδίας η Αυτού Μεγαλειότης ο Κάιζερ

έκοψε στο ανάκτορο Αμερόνγκεν έντεκα χιλιάδες δέντρα/Οταν

ύστερα έπεσε και το δωδεκάκις χιλιοστό στο ανάκτορο Ντορν,

πριόνισε τον κορμό σε φέτες οι οποίες, υπογεγραμμένες με κε

φαλαίο Γ, υπήρξαν προσφιλές δώρο του Κάιζερ Γουλιέλμου

στους επισκέπτες του. Όχι , εγώ δεν έτυχα της εύνοιας τέτοιου

τιμητικού δώρου.

Σας διαβεβαιώ! Έκοψε πάνω από δώδεκα χιλιάδες δέντρα.

Έ χ ω φυλάξει όλες τις λίστες. Για αργότερα, όταν επανέλθει η

βασιλεία και ξυπνήσει επιτέλους η Γερμανία. Και επειδή αυτή

τη στιγμή στη Γερμανία κάτι κινείται, έχω κάθε λόγο να ελπί

ζω. Γι" αυτό, και μόνο γι" αυτό συνέχισε η Αυτού Μεγαλειό

της. Όταν πρόσφατα έγινε το δημοψήφισμα* για τη δήμευση

* Στην Επανάσταση του Νοέμβρη του 19Ιο κατασχέθηκαν οι περιούσιε; των

ηγεμονικών οίκων της Γερμανία;. Αργότερα πολλοί προσπάθησαν να ανακτή

σουν τι; περιούσιε; του; ή να αποζημιωθούν καταφεύγοντα; στα δικαστήρια. Τε-

0 ΑΙΩΝΑΣ MOT 07

της περιουσίας των ηγεμονικών οίκων και ο λαός την απέρριψε

με αποφασιστικότητα και μας έφεραν τηλεγραφικώς τη λακω

νική, αλλά ευχάριστη είδηση την ώρα που στοιβάζαμε τα ξύλα

σε κανονικούς κύβους με πλευρά μια οργυιά, είχαμε κάθε λόγο

να τρέφουμε μεγαλύτερες ακόμη ελπίδες. Τουλάχιστον ανακοί

νωσε αυθόρμητα η Αυτού Μεγαλειότης: «Εάν με καλέσει ο

γερμανικός λαός, είμαι έτοιμος να ανταποκριθώ πάραυτα!»

Από τον Μάρτιο ακόμη, όταν δέχτηκε την επίσκεψη του

διάσημου ερευνητή και περιηγητή Σβεν Χεντίν, ο ερευνητής,

στον οποίο είχε επιτραπεί να παρευρεθεί στο πρωινό κόψιμο

των δέντρων, ενθάρρυνε θερμότατα τον Κάιζερ λέγοντας:

«Όποιος ρίχνει τον ένα κορμό μετά τον άλλο μόνο με το δεξί,

μπορεί να επαναφέρει και στη Γερμανία την τάξη». Στη συνέ

χεια διηγήθηκε τα ταξίδια του στο ανατολικό Τουρκεστάν, το

Θιβέτ και την έρημο Γκόμπι. Το επόμενο πρωί η Αυτού Με

γαλειότης διαβεβαίωσε επανειλημμένως ανάμεσα στο κόψιμο

του ενός και του άλλου δέντρου πόσο είχε μισήσει τον πόλεμο,

ο οποίος βεβαίως έγινε παρά τη θέληση του. Έτσι είπε, μάρτυς

μου ο Θεός. Ιδίως όταν έκοβε τους κορμούς σε ισομήκη τμήμα

τα μακριά μια οργυιά ορκιζόταν μονολογώντας: «Όταν οι

Ρώσοι και οι Γάλλοι είχαν κιόλας το όπλο παρά πόδα, εγώ

ήμουν σε θερινές διακοπές στη Νορβηγία...Ήμουν αναφανδόν

εναντίον του πολέμου... Ανέκαθεν επιθυμία μου ήταν να είμαι

βασιλεύς της ειρήνης... Αλλά αφού δεν γινόταν αλλιώς... Κι

έπειτα ο στόλος μας είχε σκορπισθεί. Ενώ ο αγγλικός ήτο συ

γκεντρωμένος εις το Σπίτχεντ. . . Μάλιστα, συγκεντρωμένος

και υπ' ατμόν... έπρεπε, λοιπόν, να δράσω...»

Στη συνέχεια η A.M. μιλούσε συνήθως για τη μάχη του

λικά το σοσιαλδημοκρατικό και το κομμουνιστικό κόμμα κατέφυγαν σε δημοψή

φισμα ζητώντα; από τον λαό να ψηφίσει υπέρ τη; δήμευση; της περιουσία; του;.

ΙΙαρότι οι θετικέ; ψήφοι ήταν Ι •"> εκ. και οι αρνητικέ; μόνο 6(1(1.000. το δημοψή

φισμα (Ιούνιο; του 1026) αποδείχθηκε ανώφελο γιατί απαιτούνταν απόλυτη

πλειοψηφία (20 εκ. ψήφοι).

9S Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Μάρνη. Βλαστημούσε τους στρατηγούς και με ιδιαίτερη σφο

δρότητα τον Φάλκενχάυν. Και γενικώς, όταν έκοβε ξύλα του

άρεσε να ξεθυμαίνει. Κάθε χτύπημα -και πάντα με το δεξί,

γερό του χέρι- ήταν καίριο. Ιδίως όταν το θέμα ήτο ο Νοέμ

βριος του '18. Πρώτα περνούσε γενεές δεκατέσσερις τους Αυ

στριακούς και τον αποστάτη αυτοκράτορα τους Κάρολο, έπει

τα ερχόταν η σειρά των δειλών και τεμπέληδων στα μετόπι

σθεν, των πρώτων φαινομένων ανυποταξίας και των ερυθρών

σημαιών σε διαδηλώσεις αδειούχων από το μέτωπο. Κατηγο

ρούσε επίσης ανάμεσα στις τσεκουριές την κυβέρνηση, και πρώ

το τον πρίγκιπα Μαξ: «Αυτός ο παλωκαγκελάριος της επανά

στασης!» Οπότε η Αυτού Μεγαλειότης, και ενώ ψήλωνε η

στοίβα τα ξύλα, περνούσε στην αναγκαστική του παραίτηση.

«Όχι!» εκραύγαζε. «Αυτοί που εξεβίασαν την παραίτηση μου

δεν ήταν κατά κύριο λόγο οι Κόκκινοι, ήταν οι δικοί μου!

Έπειτα έρχονται οι Κόκκινοι... Αυτό το γαϊδούρι ο Σάιντε-

μαν... Δεν εγκατέλειψα εγώ τον στρατό, ο στρατός εγκατέλει

ψε εμένα... Δεν υπήρχε πια δυνατότητα επιστροφής στο Βερο

λίνο... Όλες οι γέφυρες του Ρήνου ήταν υπό έλεγχο... Θα έπρε

πε να διακινδυνεύσω εμφύλιο... ή θα έπεφτα στα χέρια του

εχθρού... Θα είχα επονείδιστο τέλος... ή θα είχα ο ίδιος με μια

σφαίρα... Δεν απέμενε άλλο ει μη μόνον να δρασκελίσω τα σύ

νορα...»

Έτσι περνούν οι μέρες μας, κύριε μου. Η Μεγαλειότης του ο

Κάιζερ μοιάζει ακούραστος. Όμως προσφάτως έκοβε ξύλα βου

βός. Και εγώ δεν έχω πια την ευθύνη της λίστας με τις γραμ

μές. Α λ λ ά στα ξυλευμένα δάση γύρω από το παλάτι του

Ντορν χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνουν νέα δενδρύλλια, νεαρά

δέντρα που η A.M., όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, σκο

πεύει να τα κόψει.

1927

Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΕΓΚΥΟΣ ΣΕ ΜΕΝΑ μέχρι τα μέσα του χρυ

σού Οκτώβρη, γιατί, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, χρυσός

ήταν μόνο ο χρόνος της γέννησης μου, τα υπόλοιπα χρόνια της

δεκαετίας του '20 πριν και μετά τη γέννηση μου το πολύ λα

μπύριζαν ή πάσχιζαν να καλύψουν με τις παρδαλές κραυγές

τους την καθημερινότητα. Τι ήταν όμως εκείνο που προσέδωσε

λάμψη στη δική μου χρονιά; Αραγε η σταθερότητα του μάρκου

ή μήπως το Είναι και χρόνος, ίνα. βιβλίο με μεγαλόπρεπο και

μεγαλόστομο λόγο, που μόλις βγήκε στην αγορά κάθε νεαρός

επιφυλλιδογράφος της σειράς άρχισε να χαϊντεγκερίζει;

Αυτό είναι: μετά τον πόλεμο, την πείνα και τον πληθωρι

σμό, καταστάσεις που τις υπενθύμιζαν οι ακρωτηριασμένοι σε

κάθε γωνία και εν γένει η φτώχια της μεσαίας τάξης, μπορούσε

πλέον κανείς να υμνεί τη ζωή ως «διάρριψη» ή να την ξοδεύει

φλυαρώντας περί του «Είναι προς τον θάνατο» πίνοντας

αφρώδη οίνο ή ακόμη λίγο μαρτίνι. Αλλά τα μεγαλόστομα

αυτά λόγια που φούσκωναν από υπερηφάνεια μέσα σε ένα

υπαρξιακό φινάλε σίγουρα δεν ήταν χρυσά. Χρυσό ήταν μάλ

λον το λαρύγγι του τενόρου Ρίχαρντ Τάουμπερ. Και η μαμά

μου που τον λάτρευε εξ αποστάσεως, αμέσως μόλις άρχιζε να

παίζει το γραμμόφωνο στο σαλόνι, μετά τη γέννηση μου και σε

όλη της τη ζωή —δεν πρόφτασε να γεράσει- είχε πάντα στα

χείλη μελωδίες απ' το μεγάλο σουξέ σε όλες τις σκηνές οπερέτ-

τας της εποχής, από τον Τσάρεβιτς του Λέχαρ: «Ένας φαντά

ρος στην όχθη του Βόλγα...» ή «Αραγε με λημόνησες εκεί...»

100 ΓΚΤΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

ή «Μόνος, πάλι μόνος...» μέχρι το γλυκόπικρο τέλος: «Σε

χρυσό κλουβί κλεισμένος...»

Όλα αυτά όμως ήταν μόνο χρυσωμένα. Πραγματικά χρυσά

ήταν τα Girls, μόνο τα Girls. Έδιναν παραστάσεις ακόμη και

σε μας, στο Ντάντσιχ, όπου εμφανίζονταν ντυμένες στις πού

λιες, βέβαια όχι ακριβώς στο δημοτικό θέατρο, αλλά στο καζί

νο του Τσόπποτ. Παρ' όλα αυτά ο Μαξ Κάουερ -που μαζί με

τη Σούζι, το μέντιουμ, είχε κάποια επιτυχία στα βαριετέ ως

μάντις και μάγος, έτσι ώστε μέσω των ετικετών των ξενοδο

χείων πάνω στις αποσκευές του ήταν σε θέση να εποπτεύει

όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και τον οποίο αργότερα φώ

ναζα θείο Μαξ γιατί ήταν φίλος με τον αδελφό του μπαμπά

Φρίντελ από τα χρόνια του σχολείου- έκανε μια κουρασμένη

χειρονομία περιφρόνησης όταν γινόταν λόγος για «τουρνέ των

Girls στην πόλη μας». «Η ευτελέστερη μίμηση!» έλεγε.

Όταν η μαμά ήταν ακόμη έγκυος σε μένα, λένε πως αναφώ

νησε: «Πρέπει να περάσετε οπωσδήποτε μια φορά και απ' το

Βερολίνο. Εκεί πάντα κάτι έχει!» και πως μιμήθηκε με τα μα

κριά του δάχτυλα του μάγου τα Tiller-Girls, δηλαδή τα ατέ

λειωτα πόδια τους, μιμούμενος ταυτόχρονα τον Τσάπλιν. Πε

ριέγραφε ως επαΐων τα άκρα των Girls και ισχυριζόταν πως η

κατασκευή τους ήταν τέλεια. Έπειτα μιλούσε για «ρυθμική

ακρίβεια» και για «μεγάλες στιγμές» στις επιθεωρήσεις του

Ναυαρχείου. Επίσης μιλώντας για το συνοδευτικό πρόγραμμα

ανέφερε και ονόματα γραμμένα με χρυσά γράμματα: «Όπως

τη γεμάτη δροσιά και φυσικότητα Τρούντε Χέστερμπεργκ με

τον μικρό της θίασο που έκανε τους Ληστές του Σίλλερ τζαζ

και απίθανα κωμικό χορό». Τον ακούγαμε να μιλά με ενθου

σιασμό για τα Chocolate Kiddies που είχε δει στη Σκάλα ή

στον Χειμερινό Κήπο. «Και σύντομα πρόκειται να έρθει στα

πλαίσια μιας τουρνέ η Ζοζεφίνα Μπέηκερ, αυτό το φοβερά

ερωτικό θηλυκό. Η ορχούμενη διάρριψη, όπως λέει ο φιλόσο

φος...»

Ο Α ι π ν α ς Μ Ο Υ ιοί

Η μαμά που της άρεσε να εκφράζει τους πόθους της, μου με

τέδωσε τον ενθουσιασμό του θείου Μαξ: «Γενικά στο Βερολίνο

χορεύουν πολύ, δεν κάνουν άλλη δουλειά. Πρέπει να έρθετε

οπωσδήποτε στο Βερολίνο, πρέπει να δείτε μια αυθεντική επι

θεώρηση του Χάλλερ και τη Λα Γιάνα να χορεύει με φόντο τη

χρυσοκεντημένη αυλαία». Οπότε ξανάπιανε τα Tiller-Girls με

τα μακροποδαρα δάχτυλα του μάγου. Και η μαμά, που ήταν

έγκυος σε μένα, θα χαμογέλασε: «Ίσως αργότερα, αν πάει κα

λύτερα η δουλειά στο μαγαζί». Δεν κατάφερε όμως να φτάσει

ποτέ μέχρι το Βερολίνο.

Μόνο μία φορά, στα τέλη της δεκαετίας του '30, όταν από

τη δεκαετία του '20 δεν είχε απομείνει η λάμψη ούτε μιας χρυ

σής πούλιας, άφησε το κατάστημα αποικιακών ειδών στον πα

τέρα μου και συμμετείχε σε ένα ταξίδι της οργάνωσης «Ισχύς-

μας-η-Χαρά» ψηλά στα βουνά και μέχρι το Σαλτσκάμμερ-

γκουτ. Εκεί τα παντελόνια ήταν δερμάτινα και ο χορός δημο

τικός, ο λεγόμενος «ξυλοφόρτωμα»*.

* Η οργάνωση με την οποία ταξιδεύει η μητέρα του συγγραφέα είναι η ναζι

στική Ixratt-durch-lTcutk-. αθλητική και ψυχαγωγική οργάνωση που είχε ως

αντικείμενο τον προγραμματισμό και έλεγχο του ελεύθερου χρόνου των μελών

της' το ταξίδι περιλάμβανε μάλλον και προσκύνημα στη γενέτειρα του Χίτλερ

Μπραουνάου στην περιοχή του Σάλτσκαμμεργκουτ. οι δε ορεσίβιοι της περιοχής

χόρευαν τον λεγόμενο Schuhpl-.utcr: ο χορευτής χτυπάει τους μηρούς, τα γόνατα

και τα τακούνια του με τα χέρια (η λέξη προέρχεται από το Scluih -παπούτσι-

και platrcrn — δέρνω, ξυλοφορτώνω).

1928

ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΝΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΟΛΑ. Τα έγραψα για να τα δια

βάσουν αργότερα τα δισέγγονα μου. Σήμερα κανένας δεν σε

πιστεύει όταν τους λες τι γινόταν τότε εδώ στο Μπάρμπεκ*

και παντού. Διαβάζονται σαν μυθιστόρημα, αλλά εγώ όλα

αυτά τα έζησα. Ο άντρας μου δούλευε φορτοεκφορτωτής στην

αποβάθρα Βέρμσμαν, και όταν μπροστά στην αποθήκη 25

έπεσε απ' τον γερανό και τον πλάκωσε ένα φορτίο πορτοκά

λια, έμεινα μονάχη με τρία αγόρια και μια συνταξούλα. Ο

εφοπλιστής είπε ότι συνέβη «προσωπική υπαιτιότητι». Έτσι

ούτε λόγος για ψυχική οδύνη ή αποζημίωση της προκοπής.

Εκείνη την εποχή ο μεγάλος μου ήταν κιόλας στην Αστυνο

μία, στο τμήμα 46, να, εδώ το γράφω: «Ο Χέρμπερτ δεν πή

γαινε στο κόμμα, ψήφιζε όμως πάντα αριστερά...» Γιατί ήμα

στε παλιά σοσιαλδημοκρατική οικογένεια, και ο πατέρας ο δι

κός μου και του άντρα μου ήταν σοσιαλδημοκράτες. Ο Γιόχεν

μου, όταν άρχισαν οι φασαρίες και τα μαχαιρώματα, έγινε

ξαφνικά σκληρός κομμουνιστής, μέχρι και στην Έ ν ω σ η Μαχη

τών Ερυθρού Μετώπου** ήτανε. Κατά βάθος ήταν πολύ ήσυ

χο παιδί που μέχρι τότε μόνο τα κολεόπτερα κι οι πεταλούδες

του τον ενδιέφεραν. Δούλευε φορτοεκφορτωτής σε μαούνα και

πηγαινοερχόταν απ' το λιμάνι μέχρι την Αποβάθρα του απο-

* Εργατική συνοικία του Αμβούργου.

** Rorirontkiimpferbuncl: οργάνωση αυτοάμυνας που ίδρυσαν οι κομμουνι

στές το 192Τ τέθηκε εκτός νόμου το 1929.

Ο Α ι ώ ν α ς M O T 103

χαιρετισμού και την Αποθηκουπολη. Και ξαφνικά μου 'γίνε

φανατικός. Ακριβώς όπως ο Χάιντς, το στερνοπαίδι μας, που

στις εθνικές εκλογές που είχαμε τότε εδώ και παντού μου 'γίνε

ένας πραγματικός μικρός ναζί χωρίς να μου πει κουβέντα.

Μου ήρθε ξαφνικά με τη στολή του Τάγματος Εφόδου και άρ

χισε να μου βγάζει λόγους. Και ήταν χαρούμενο παιδί, κεφά

το, και παντού αγαπητός. Και αυτός δούλευε στην Αποθηκου

πολη, στις αποθήκες εισαγωγής ακαβούρδιστου καφέ. Καμιά

φορά μου 'φέρνε και μένα λίγο, τον έβγαζε κρυφά, κι όταν τον

έψηνα μοσχοβολούσε όλο το διαμέρισμα, και έξω το κλιμακο

στάσιο. Και ξαφνικά... Παρ' όλα αυτά στην αρχή είχαμε ηρε

μία. Ακόμη και τις Κυριακές όταν κάθονταν και οι τρεις τους

στο τραπέζι της κουζίνας κι εγώ ήμουν όρθια μπροστά στη

στόφα. Πειράζονταν μόνο οι δυο τους. Και όταν καμιά φορά

δυνάμωνε ο τόνος, χτυπούσαν, ας πούμε, τη γροθιά στο τραπέ

ζι, φρόντιζε ο μεγάλος μου ο Χέρμπερτ να τους ησυχάσει.

Εκείνον τον άκουγαν και οι δύο, ακόμα και όταν είχε ρεπό και

δεν φορούσε στολή. Έπειτα όμως είχαμε συνέχεια καβγάδες.

Μπορείτε να διαβάσετε τι έγραψα για τις δεκαεφτά του Μάη

όταν έχασαν τη ζωή τους δύο σύντροφοι μας, κι οι δύο του

Λαβάρου, ξέρετε, της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης που

ήταν υπεύθυνη για την περιφρούρηση στις συγκεντρώσεις και

έξω από τα εκλογικά τμήματα. Τον ένα τον δολοφόνησαν σε

μας εδώ στο Μπάρμπεκ, τον άλλον στο Αϊμσμπύττελ. Τον σύ

ντροφο Τίντεμαν τον πυροβόλησαν οι κομμουνιστές από το αυ

τοκίνητο που είχαν για την προπαγάνδα. Τον σύντροφο Χάι-

ντορν τον έπιασαν απ' το Τάγμα Εφόδου να κολλάει αφίσες

γωνία Μπούντε-στράσε και Χόε Βάιντε και τον καθάρισαν εν

ψυχρώ/Επρεπε να ακούγατε ύστερα τις φωνές τους στο τραπέ

ζι της κουζίνας. «Όχι!» φώναξε ο Γιόχεν. «Πρώτοι μας ρίξανε

τα γουρούνια οι σοσιαλφασίστες, αλλά η σφαίρα πήρε τον δικό

τους, αυτόν τον τύπο τον Τίντεμαν...» Κι ο Χάιντς μου ξεφώ

νισε: «Ήταν άμυνα, καθαρή άμυνα! Αυτοί οι άθλιοι του Λαβα-

104 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ρου έκαναν την αρχή...» Τότε ο μεγάλος μου, που ήξερε τι είχε

γίνει γιατί είχε διαβάσει την έκθεση της αστυνομίας, κι εκτός

απ' αυτό τους βρόντηξε το Έθνος πάνω στο τραπέζι, που έλεγε

—να εδώ, μπορείτε να διαβάσετε και μόνος σας το απόκομμα,

το έχω κολλήσει- «ότι ο πυροβοληθείς Τίντεμαν, επιπλοποιός

το επάγγελμα, φέρει τραύμα εκ σφαίρας εις το άνω αριστερόν

άκρον του μετωπιαίου οστού, εκ δε της φοράς εισόδου και εξό

δου του βλήματος συνάγεται ότι το θύμα επυροβολήθη από

υπερυψωμένον σημείον...» Ήταν καθαρό ότι οι κομμουνιστές

τον είχαν χτυπήσει από ψηλά και ότι στο Αϊμσμπύττελ είχαν

χτυπήσει πρώτοι οι ναζί του Τάγματος Εφόδου. Αλλά του κά

κου πάσχιζε ο Χέρμπερτ μου. Ο καβγάς στο τραπέζι συνεχί

στηκε γιατί ο Χάιντς μου έπαιζε τον ναζί του Τάγματος Εφό

δου και έβριζε τον μεγάλο μου μπασκίνα, και τότε ξάφνου βρή

κε σύμμαχο τον μεσαίο μου που πέταξε κατάμουτρα στον Χέρ

μπερτ μου την άδικη, φοβερή βρισιά «σοσιαλφασίστα». Ο με

γάλος μου όμως έμεινε ατάραχος, έτσι ήταν αυτός. Είπε μόνο

ό,τι γράφω εδώ: «Από τότε που οι τύποι από τη Μόσχα σας

αποβλάκωσαν με μια απόφαση της Κομιντέρν, δεν μπορείτε να

ξεχωρίσετε το κόκκινο από το μαύρο...» Τους είπε κι άλλα,

τους είπε πως όταν οι εργάτες ξεκάνουν ο ένας τον άλλο, ο κα

πιταλιστής τρίβει τα χέρια του. «Δίκιο έχει», φώναξα εγώ από

τη στόφα. Και όπως είπε, έτσι έγινε τελικά, ο καπιταλιστής

βγήκε κερδισμένος, εγώ αυτό ξέρω να πω. Και μετά την αιμα

τηρή εκείνη νύχτα στο Μπάρμπεκ και το Αϊμσμπύττελ, το Αμ

βούργο δεν είχε πια ησυχία. Εμείς στο τραπέζι της κουζίνας

έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε πια. Ησυχάσαμε κάπως μόνο όταν ο

Γιόχεν μου έφυγε απ" τους κομμουνιστές πριν ακόμα έρθει ο

Χίτλερ στην εξουσία, επειδή στα καλά καθούμενα έμεινε άνερ

γος, και μπήκε στο Τάγμα Εφόδου του Πίννεμπεργκ και βρήκε

σε λίγο πάλι δουλειά στα σιλό των δημητριακών. Ο μικρότερος

μου όμως, που προς τα έξω έμεινε ναζί, γινόταν όλο και πιο

σιωπηλός και δεν ήταν καθόλου αλέγρος πια, ώσπου όταν ήρθε

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 105

η ώρα πήγε στο'Εκερνφερντε στο ναυτικό, και χάθηκε στον πό

λεμο μαζί με το υποβρύχιο του. Όπως κι ο μεσαίος μου. Εκεί

νος έφτασε μέχρι την Αφρική, αλλά δεν γύρισε. Μόνο τα γράμ

ματα του μου έχουν απομείνει, τα έχω κολλήσει όλα εδώ. Ο

μεγάλος μου όμως έμεινε στην Αστυνομία και επέζησε. Α λ λ ά

όταν αναγκάστηκε να πάει στη Ρωσία και την Ουκρανία με το

τάγμα της Αστυνομίας, πρέπει να συμμετείχε σε αρκετές τρο

μερές πράξεις. Δεν μου μίλησε ποτέ γι ' αυτά. Αλλά ούτε ε γ ώ

τον ρώτησα ποτέ/Ετσι κι αλλιώς πάντα ήξερα τι έτρεχε με τον

Χέρμπερτ μου, τα ήξερα όλα μέχρι το τέλος, όταν, το φθινό

πωρο του '53 ήταν, έφυγε απ' την Αστυνομία γιατί είχε καρκί

νο και μόνο μερικούς μήνες ζωή. Άφησε στη Μόνικα του, τη

νύφη μου, τρία παιδιά, όλα κορίτσια. Έχουν παντρευτεί από

καιρό και έχουν κι αυτές παιδιά. Γι ' αυτά τα έγραψα όλα τού

τα, για αργότερα, κι ας με πονάει, εννοώ το γράψιμο. Ό λ α

αυτά που έγιναν κάποτε. Αλλά μη σας διακόπτω, διαβάστε τα,

διαβάστε τα...

1929

ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΘΟΥΜΕΝΑ γίναμε όλοι Αμερικάνοι. Μάλιστα,

μας αγόρασαν εν ψυχρώ. Επειδή ο γερο-Αδάμ'Οπελ δεν υπήρ

χε πια και τα νέα αφεντικά της Ό π ε λ δεν μας ήθελαν πια.

Αλλά οι δικοί μας ήξεραν από καιρό τι θα πει αλυσίδα παρα

γωγής. Όλοι τους δούλευαν σε ομάδες με το κομμάτι. Κι εγώ

ο ίδιος δούλευα πριν με το κομμάτι για το βατράχι...Έτσι το

λέγαμε, γιατί τα παιδιά στον δρόμο όταν το διθέσιο οπελάκι

βγήκε στην αγορά βαμμένο καταπράσινο, φώναζαν: «Ένα βα

τράχι, παιδιά, ένα βατράχι...» Η μαζική παραγωγή του άρχι

σε γύρω στο '24. Ε γ ώ δούλευα στον τόρνο τα λεγόμενα έκκε

ντρα τροχοπέδης. Χρειάζονταν για τον μπροστινό άξονα/Οταν

όμως το '29 γίναμε όλοι Αμερικάνοι, δουλεύαμε μόνο ανά

ομάδες με το κομμάτι, και το βατράχι έτσι το φτιάχναμε,

έβγαινε από την αλυσίδα ετοιμοπαράδοτο/Οχι, όχι, δεν μείνα

με όλοι, παραμονές Χριστουγέννων έκαναν απολύσεις, ήταν

πολύ κακό αυτό. Στον Προλετάριο της Όπελ, την εφημερίδα

που βγάζαμε εμείς της Όπελ, διάβασα πως οι Αμερικάνοι ακο

λουθούσαν κι εδώ το σύστημα Φορντ που είχαν στην πατρίδα

τους: κάθε χρόνο πετούσαν τον κόσμο απ' τη δουλειά και μετά

έπαιρναν φτηνούς ανειδίκευτους. Όταν έχεις αλυσίδα παραγω

γής και πληρώνεις ομαδικά με το κομμάτι, μπορείς να το κά

νεις αυτό. Αλλά το βατράχι ήταν πολύ φίνο αμάξι. Πουλιόταν

σαν ψωμάκι. Ναι, έτσι είναι, πολλοί στον κλάδο το κακολο

γούσαν, έλεγαν πως ήταν ξεσηκωμένο από τη Σιτροέν των

Φραντσέζων, με τη διαφορά πως εκείνο ήτανε κίτρινο, έτσι έλε-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 107

•γαν. Οι Γάλλοι έκαναν μήνυση και ζήτησαν αποζημίωση αλλά

δεν πήραν μία. Και το βατράχι έτρεχε κι έτρεχε σε όλες τις

γερμανικές χώρες. Ε, ναι, γιατί ήταν φτηνό αμάξι, ακόμη και

για τους απλούς ανθρώπους, όχι μόνο για τους τζέντλεμαν

που οδηγούν για το κέφι τους ή για τους τύπους με σωφέρ.

Όχι , εγώ δεν είχα. Πώς να πάρω με τέσσερα παιδιά και το

σπίτι ακόμα αξεπλήρωτο; Αλλά ο αδελφός μου που ήταν αντι

πρόσωπος κλωστών και ειδών ραπτικής, αυτός άφησε το μοτο

ποδήλατο του, που το χρησιμοποιούσε βρέξει-χιονίσει, και

πήρε το διθέσιο μας. Ήταν δώδεκα ίππων! Απορείτε, ε; Έκαι

γε μόνο πέντε λίτρα κι έπιανε τα εξήντα, μάλιστα. Στην αρχή

κόστιζε τέσσερα εξακόσια αλλά ο αδελφός μου το πήρε δύο

εφτακόσια γιατί οι τιμές όλων των ειδών έπεφταν και γιατί η

κατάσταση χειροτέρευε με την ανεργία. Ο αδελφός μου όχι,

αυτός γύριζε με τα δείγματα του για πολύ καιρό ακόμα. Συνέ

χεια στον δρόμο ήταν, έφτανε μέχρι κάτω στην Κωνστάντια.

Έκανε και ημερήσιες εκδρομές με την'Ελσμπεθ, που τότε ήταν

η αρραβωνιάρα του, στο Χάιλμπρον ή στην Καρλσρούη. Αυτός

την είχε καλά τους δύσκολους εκείνους καιρούς. Γιατί ένα χρό

νο μετά, όταν γίναμε όλοι Αμερικάνοι, εγώ βγήκα στο ταμείο

ανεργίας, όπως και πολλοί άλλοι στο Ρύσελσχάιμ και αλλού.

Εποχές και κείνες! Αλλά ο αδελφός μου με πήρε μια δυο φορές

μαζί του στη δουλειά, σαν συνοδηγό του να πούμε. Μια φορά

φτάσαμε με το βατράχι του μέχρι πάνω στο Μπίλεφελντ όπου

ήταν η φίρμα του. Τότε είδα την Πόρτα Βεστφάλικα και πόσο

ωραία είναι η Γερμανία. Και είδα πού πετσόκοψαν οι Χερού-

σκοι τους Ρωμαίους στο δάσος Τόυτομπουργκ. Εκεί κολατσί-

σαμε. Ήταν πολύ ωραία. Κατά τ' άλλα μόνο ψιλοδουλειές

έκανα. Πότε εποχιακός στην Υπηρεσία Κηποτεχνικής, πότε ευ

καιριακός στην τσιμεντοποιία. Μόνο μετά την ανατροπή, όταν

ήρθε ο Χίτλερ, άδειασαν μερικές θέσεις στην Όπελ. Στην αρχή

δούλευα ελεγκτής αγορών και έπειτα στο πειραματικό εργα

στήριο γιατί ήμουν από τους παλιούς, από την εποχή του

108 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Αδάμ Όπελ, και δούλευα στον τόρνο. Ο αδελφός μου όμως τα

ξίδευε για πολλά χρόνια ακόμα με το βατράχι του, ώσπου τον

επιστράτευσαν και τότε άφησε το βατράχι του στην αποθήκη

μας για μετά τον πόλεμο. Αλλά ακόμα εκεί είναι, γιατί ο

αδελφός μου δεν γύρισε ποτέ απ' τη Ρωσία, κι εγώ δεν μπορώ

να το αποχωριστώ. Όχι , εμένα με επιστράτευσαν και με έστει

λαν στη Ρίγα, όπου ήτανε τότε το εργοστάσιο επισκευών της

Όπελ. Και έπειτα, μεταπολεμικά, ξανάπιασα αμέσως δουλειά

μαζί με τους συναδέλφους μου στην Όπελ. Μας βγήκε σε καλό

που ήμαστε Αμερικάνοι. Μόνο μια δυο βόμβες στον πόλεμο,

και μετά ούτε το διέλυσαν το εργοστάσιο μας για να το πά

ρουν, ούτε τίποτα. Εμείς ήμαστε τυχεροί.

1930

ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΑΥΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ήταν κοντά στην πλατεία Σαβινύ

στην οδό Γκρόλμαν, λίγο πιο πέρα από τον ηλεκτρικό. Ως ευ

καιριακός θαμώνας στο μπαρ της μπυραρίας του Φραντς Ντί-

νερ, τ ' αφτί μου έπιανε όλα τα μεγάλα και μικρά γεγονότα που

κουβεντιάζονταν με την ευθυμία του ποτού στο τραπέζι των

μόνιμων θαμώνων, που κάθε βράδυ ήταν κατειλημμένο όχι

από όποιον όποιον. Θα φανταζόταν κανείς ότι στο μαγαζί του

Φραντς, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του '20 και πριν τον

εκθρονίσει ο Μαξ Σμέλινγκ μετά δεκαπέντε γύρους ήταν πρω

ταθλητής βαρέων βαρών Γερμανίας, οι μόνιμοι θαμώνες θα

ήταν δυο τρεις πρώην και εν ενεργεία πυγμάχοι. Α λ λ ά δεν

ήταν έτσι. Τ η δεκαετία του '50 και αρχές του '60 ήταν στέκι

ηθοποιών, ανθρώπων του καμπαρέ και του ραδιοφώνου, ακό

μη και συγγραφέων, καθώς και μάλλον αμφίβολων μορφών

που παρίσταναν τους διανοούμενους. Έτσι λοιπόν θέμα συζή

τησης δεν ήταν οι επιτυχίες του Μπούμπι Σολτς και η ήττα

του στον αγώνα εναντίον του Τζόνσον, αλλά κουτσομπολιά

του θεάτρου, λόγου χάριν διάφορες θεωρίες για τα αίτια θανά

του του Γκρύντγεν στις μακρινές Φιλιππίνες ή κάποια συνωμο

σία στον ραδιοφωνικό σταθμό Ελεύθερο Βερολίνο. Ό λ α αυτά

ακούγονταν στη διαπασών μέχρι το μπαρ. Θυμάμαι ακόμη

πως αμφισβητήθηκε ο Αντιπρόσωπος του Χόχουτ, κατά τα

άλλα όμως η πολιτική ήταν πάντα απούσα, παρότι αισθανό

σουν ότι έδυε πλέον η εποχή Αντενάουερ.

Ο Φραντς Ντίνερ, όσο και αν πρόβαλλε τον καθωσπρέπει

110 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

μικροαστό ιδιοκτήτη μπυραρίας, είχε την αξιοπρεπή και με

λαγχολική έκφραση του μποξέρ. Όλοι επεδίωκαν τη συντροφιά

του. Ο Φραντς απέπνεε με τρόπο κόσμιο μία μυστηριώδη τρα

γικότητα. Αλλά έτσι είναι, η πυγμαχία ανέκαθεν γοητεύει καλ

λιτέχνες και διανοούμενους. Δεν έτρεφε μόνο ο Μπρεχτ αδυνα

μία σε άντρες με δυνατές γροθιές' γύρω από τον Μαξ Σμέ-

λινγκ, πριν ακόμα φύγει για την Αμερική και γίνει πρωτοσέλι

δο, είχαν μαζευτεί πλήθος διασημότητες, ανάμεσα τους ο ηθο

ποιός Φριτς Κόρτνερ και ο σκηνοθέτης κινηματογράφου Γιόζεφ

φον Στέρνμπεργκ, αλλά και ο Χάινριχ Μαν κυκλοφορούσε

μαζί του. Γι ' αυτό στο ταβερνάκι του Φραντς Ντίνερ σε όλους

τους τοίχους της μπροστινής αίθουσας με το μπαρ αλλά και

πίσω από αυτό μπορούσες να θαυμάσεις όχι μόνο φωτογραφίες

πυγμάχων με τη γνωστή πόζα, αλλά και κορνιζαρισμένες φω

τογραφίες πλήθους διάσημων, στο παρελθόν ή και στο παρόν,

προσωπικοτήτων της πολιτιστικής ζωής.

Ο Φραντς ήταν από τους ελάχιστους επαγγελματίες πυγμά

χους που είχαν καταφέρει να επενδύσουν σχετικά σίγουρα τα

κέρδη τους από τους αγώνες. Πάντως το μαγαζί του ήταν πά

ντα κατάμεστο από κόσμο. Το τραπέζι των μόνιμων θαμώνων

ήταν συχνά κατειλημμένο μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα.

Εξυπηρετούσε ο ίδιος. Όταν όμως καμιά φορά στη συζήτηση το

θέμα ήταν κατ' εξαίρεση οι αγώνες πυγμαχίας, σχεδόν ποτέ

δεν μιλούσαν για τους αγώνες του Ντίνερ εναντίον του Νόιζελ

ή του Χόιζελ - ο Φραντς παραήταν σεμνός ώστε να αναφέρει

τις νίκες του-, αλλά πάντα για τον πρώτο και τον δεύτερο

αγώνα του Σμέλινγκ εναντίον του Σάρκεϋ το '30 και το '32,

όταν ο Μαξ πήρε το παγκόσμιο πρωτάθλημα βαρέων βαρών,

αλλά σύντομα αναγκάστηκε να παραδώσει τον τίτλο σε άλλον.

Μιλούσαν ακόμη για τη νίκη του Κλήβελαντ στον αγώνα του

με τον Γιανγκ Στρίβλινγκ που τον έριξε νοχ-άουτ στον δέκατο

πέμπτο γύρο. Αλλά όσον αφορά την πολιτική οι καταδύσεις

αυτές στο παρελθόν συνήθως κυρίων κάποιας ηλικίας διαδρα-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ ///

ματιζονταν εν κενώ: ούτε λέξη για την κυβέρνηση Μπρύνινγκ

και το σοκ όταν οι ναζί στις εθνικές βουλευτικές εκλογές βγή

καν με την πρώτη δεύτερο κόμμα.

Δεν θυμάμαι πια αν ήταν ο ηθοποιός Ο. Ε. Χάσσε, που έκα

νε κάποιο όνομα ως πρωταγωνιστής στο Ο στρατηγός του

Διαβόλου, ή ο γνωστός από τότε ελβετός συγγραφέας Ντύρ-

ρενματ, που οι πρόβες των έργων του τον έφερναν κατά και

ρούς στο Βερολίνο, ή εγώ αυτός που έδωσε το έναυσμα από το

μπαρ. Πολύ πιθανόν, γιατί στον καβγά που άναψε, το θέμα

ήταν κυρίως η εντυπωσιακή ραδιοφωνική αναμετάδοση του

αγώνα στις δώδεκα Οκτωβρίου του 1930 που στις δεκατρείς

του μηνός μετέδιδε ο αμερικάνικος σταθμός βραχέων κυμάτων

στη Γερμανία από τις τρεις το πρωί' κι εγώ ήμουν ο υπεύθυνος

ηχοληψίας του ραδιοφωνικού σταθμού στο Τσέλλεντορφ. Με

την πρόσφατα κατασκευασμένη συσκευή λήψεως βραχέων κυ

μάτων φρόντισα για την καλύτερη δυνατή λήψη, όπως είχα

κάνει παλιότερα -αν και τότε όχι δίχως παράσιτα- στον αγώ

να μεταξύ Σμέλινγκ και Παουλίνο και όπως ακόμα πιο παλιά

όταν συμμετείχα ως βοηθός στη μετάδοση της πρώτης προ

σγείωσης Ζέππελιν στο Λέηκχερστ. Παρακολουθούσαν εκατο

ντάδες χιλιάδες καθώς το αερόπλοιο LZ 126 έδινε την παρά

σταση του στον ουρανό πάνω από το Μανχάτταν. Αυτή τη

φορά όμως μετά από μισή ώρα η διασκέδαση είχε τελειώσει:

στον τέταρτο γύρο ο Σάρκεϋ, ο οποίος με τα εύστοχα αριστερά

κροσέ του προηγείτο επί τρεις γύρους, αποκλείστηκε μετά ένα

ισχυρό κροσέ στο στομάχι του Σμέλινγκ που δυστυχώς τον πέ

τυχε πολύ βαθιά. Ενώ ο Μαξ σφάδαζε ακόμη στο π ά τ ω μ α

από τον πόνο, ο διαιτητής υπό τις επευφημίες του πλήθους τον

ανακήρυξε νέο παγκόσμιο πρωταθλητή, γιατί ο Μαξ Σμέλινγκ

ακόμα και στο στάδιο των Γιάνκηδων της Νέας Υόρκης ήταν

το αγαπημένο παιδί του κοινού.

Μερικοί στο τραπέζι των μόνιμων θαμώνων του Φραντς

Ντίνερ είχαν τη μετάδοση ακόμη στ' αφτιά τους, «Ναι, αλλά ο

ïï

112 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

Σάρκεϋ ήταν σαφώς ο καλύτερος!» είπε κάποιος. «Ανοησίες. Ο

Μαξ ήταν απλώς βραδυφλεγής. Έπαιρνε φόρα πάντα μετά τον

πέμπτο γύρο...» — «Σωστά, γιατί όταν δύο χρόνια αργότερα

μετά δεκαπέντε φοβερούς γύρους με τον Σάρκεϋ έχασε παρ"

όλα αυτά, διαμαρτυρήθηκαν οι πάντες, ακόμη και ο δήμαρχος

της Νέας Υόρκης, γιατί ο Σμέλινγκ στα σημεία ήταν σαφώς ο

καλύτερος.»

Οι κατοπινοί αγώνες με το «μαύρο βομβαρδιστικό» —ο Μαξ

νίκησε στον πρώτο αγώνα μετά από δώδεκα γύρους με νοκ-

άουτ και ο Τζόε Λιούις στον δεύτερο μετά τον πρώτο κιόλας

γύρο επίσης με νοκ-άουτ— αναφέρθηκαν μόνο παρεμπιπτό

ντως, το ίδιο και η ακόμα καλύτερη ποιότητα των ραδιοφωνι

κών μεταδόσεων αργότερα. Αντ ' αυτού μιλούσαν για τον

«θρύλο Σμέλινγκ». Κατά βάθος δεν υπήρξε εξαιρετικά σπου

δαίος πυγμάχος, είπαν, απλώς ήταν συμπαθής. Το σπουδαίο

σ' αυτόν ήταν η προσωπικότητα του, όχι η δύναμη της γροθιάς

του. Επίσης, αν και άθελα του, τον βοήθησε κι η αναθεματι

σμένη πολιτική εκείνων των χρόνων: ήταν ένας Γερμανός που

μπορούσες να τον επιδείξεις. Διόλου περίεργο επομένως το γε

γονός ότι μετά τον πόλεμο, όταν έχασε τον αγώνα με τον Νόι-

ζελ και τον Φογκτ στο Αμβούργο και το Βερολίνο, δεν αγωνί

στηκε ξανά.

Και τότε είπε ο Φραντς Ντίνερ που όλη αυτή την ώρα ήταν

πίσω από το μπαρ και ο οποίος σπάνια σχολίαζε αγώνες πυγ

μαχίας: «Εξακολουθώ να είμαι περήφανος που έχασα τον τίτ

λο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Μαξ, κι ας έχει σή

μερα μόνο ένα ορνιθοτροφείο».

Έπειτα συνέχισε να γεμίζει τα ποτήρια μπίρα, να σερβίρει

σφιχτοβρασμένα αβγά ή να προσθέτει κεφτεδάκια με μια γερή

δόση μουστάρδας πάνω στα πιάτα και να γεμίζει τα ποτηρά

κια σιγά σιγά με ρακί μέχρι ψηλά τη γραμμή. Ot πελάτες στο

τραπέζι των μόνιμων ξανάπιασαν τα κουτσομπολιά του θεά

τρου, ώσπου ο Φρήντριχ Ντύρρενματ στην καταδικασμένη πια

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 113

σε σιωπή ομήγυρη εξήγησε περί διαγραμμάτων και με τον τρό

πο της Βέρνης το σύμπαν μαζί με τους γαλαξίες, τα πλανητικά

νεφελώματα και τα έτη φωτός. «Η γη μας, εννοώ ό,τι μπου-

σουλάει πάνω στη γ η και νομίζει πως είναι κάτι, είναι ένα τί

ποτε!» αναφώνησε και παράγειλε στο μπαρ άλλο ένα γύρο βα

ρελίσια μπίρα.

1931

«ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΗΤΑΝ στο Χ ά ρ τ σ μ π ο υ ρ γ κ , στο Μπράουν

σβάιγκ...»*

«Ήρθαν απ' όλες τις κομματικές περιφέρειες. Οι περισσότε

ροι με το τρένο, αλλά εμείς από το Φογκτ με μια φάλαγγα αυ

τοκινήτων.»

«Η σκλαβιά βαδίζει προς το τέλος της! Καθαγιάζονται όλο

και περισσότερα λάβαρα νέων ταγμάτων του κόμματος! Συ-

νέρρεαν από την ακτή, από τα παράλια της Πομμερανίας, από

τη Φρανκφονία, το Μόναχο, τις παραρρήνιες χώρες, με φορτη

γά, λεωφορεία, μοτοποδήλατα...»

«Και όλοι με τη φαιά τιμητική στολή...»

«Εμείς του δεύτερου μηχανοκίνητου τάγματος ξεκινήσαμε

από το Πλάουεν, είκοσι φορτηγά, τραγουδώντας: Ριγούν τα

σαθρά κόκχαλα...»

«Πρωί πρωί με την αυγή κίνησε ο δικός μας λόχος από το

Κριμιτσάου.Ήταν μια υπέροχη φθινοπωρινή μέρα καθώς ταξι

δεύαμε προς τη Λειψία μέσω Άλτενμπουργκ...»

«Γιαβόλ, σύντροφοι, και για πρώτη φορά ένιωσα τη φοβερή

δύναμη του μνημείου, είδα τις στηριγμένες πάνω σε ξίφη ηρωι

κές μορφές, κατάλαβα ότι πάνω από εκατό χρόνια μετά τη

* 1 1 Οκτωβρίου 1931: συγκέντρωση εθνικοσοσιαλιστών και άλλων δυνά

μεων που αντιπολιτεύονταν την κυβέρνηση Μπρύνινγκ στο Χάρτσμπουργκ και

δημιουργία του λεγόμενου «μετώπου Χάρτσμπουργκ»' τον ίδιο μήνα συγκέ

ντρωση περισσοτέρων από 100.000 εθνικοσοσιαλιστών στο Μπράουνσβάιγκ

όπου έγιναν αιματηρές και φονικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις της αριστεράς.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 115

Μάχη των Εθνών ήρθε ξανά για μας η ώρα της απελευθέρω

σης... Τέρμα η σκλαβιά...»

«Έτσι ακριβώς είναι, σύντροφε! Το έθνος βρίσκει επιτέλους

τον εαυτό του όχι στο καφενείο που λέγεται εθνικό κοινοβούλιο

και που του πρέπει να πυρποληθεί, αλλά στους δρόμους της

Γερμανίας...»

«Σαν αφήσαμε όμως πίσω μας την όμορφη Θουριγκία, επι

κεφαλής της φάλαγγας μας ήταν ο περιφερειακός κομματάρχης

Ζάουκελ, και έπειτα τη Χ ά λ λ η και το Αϊσλέμπεν, την πόλη

του Λούθηρου, και φτάσαμε στο Ασερσλέμπεν της Πρωσίας,

αναγκαστήκαμε να βγάλουμε τους φαιούς χιτώνες μας και να

μπούμε στην πόλη με λευκούς, δηλαδή ουδέτερα κατά κάποιον

τρόπο...»

«Γιατί κυβερνούσαν ακόμα ot σοσιαλδημοκράτες με την

απαγόρευση τους...»

«Και αυτό το σκυλί ο υπουργός αστυνομίας. Να θυμάστε το

όνομα του: Σέβερινγκ!»

«Αλλά στο Μπαντ Χάρτσμπουργκ, στο έδαφος κιόλας του

Μπράουνσβάιγκ, ήμαστε πάλι ελεύθεροι από καταναγκα

σμούς: μυριάδες φαιοχίτωνες...»

«Όταν μία βδομάδα αργότερα στο ίδιο το Μπράουνσβάιγκ

όπου την ευθύνη της αστυνομίας την είχαν ακόμη οι δικοί μας

και όπου συγκεντρώθηκαν και παρέλασαν με τάξη πάνω από

εκατό χιλιάδες φαιοχίτωνες...»

«Τότε κοίταξα τον Φύρερ στα μάτια.»

«Στην παρέλαση, κι εγώ!»

«Και εγώ για ένα δευτερόλεπτο, όχι, για ολόκληρη αιωνιό

τητα...»

«Τι είναι αυτά, σύντροφοι! Εκεί δεν υπήρχε πια εγώ, μόνο

ένα απέραντο εμείς, που παρέλαυνε ώρες ολόκληρες με το χέρι

ψηλά σε γερμανικό χαιρετισμό. Όλοι μας, όλοι κλείσαμε τη

ματιά του μέσα μας...»

« Ε γ ώ ένιωσα σαν να με ευλόγησαν τα μάτια του...»

116 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

«Παρέλασε ένας φαιός στρατός. Και στον καθένα μας στά

θηκε η ματιά του...»

«Προηγουμένως όμως είχε επισκεφτεί προσωπικά τα πάνω

από τετρακόσια καμιόνια, λεωφορεία, μοτοποδήλατα, που όλα

είχαν μπει ωραία στη σειρά, γιατί το μέλλον μόνο με μηχανο

κίνητα τάγματα...»

«Και έπειτα στο πεδίο του Φραγκίσκου όταν ο Φύρερ καθα

γίασε τα νέα λάβαρα, συνολικά είκοσι τέσσερα, με λόγια σμι

λεμένα θαρρείς σε γρανίτη...»

«Η φωνή του ακουγόταν από τα μεγάφωνα. Ήταν σαν να

μας άγγιζε το πεπρωμένο. Ήταν σαν να αναδυόταν λαμπρή

μέσα από τα καταιγιστικά πυρά του μεγάλου πολέμου η Γερ

μανία της πειθαρχίας και της τάξης. Ήταν σαν να μιλούσε με

το στόμα του η πρόνοια. Η νέα σιδηρά Γερμανία...»

«Και όμως υπάρχουν μερικοί που λένε πως όλα αυτά τα ξε

σηκώσαμε τάχα από τις φασιστικές οργανώσεις του Μουσολί

νι. Εννοώ απ' τους Ιταλούς με τους μελανοχίτωνές τους, τις

στρατιωτικές οργανώσεις τους, τα τάγματα εφόδου...»

«Βλακείες! Είναι οφθαλμοφανές ότι εμείς είμαστε καθαρόαι

μοι, προσευχόμαστε γερμανικά, ερωτευόμαστε γερμανικά, μι

σούμε γερμανικά. Και όποιος μπαίνει εμπόδιο στον δρόμο

μας...»

«Προσωρινά όμως χρειαζόμαστε μερικούς συμμάχους, όπως

την περασμένη βδομάδα που σφυρηλατούσαμε το μέτωπο του

Χάρτσμπουργκ, κι αυτός ο τύπος ο Χούγκενμπεργκ* με το

ηλίθιο εθνικολαϊκό του κόμμα...»

«Όλοι αυτοί οι μικροαστοί και οι πλουτοκράτες με καπέλο

και ημίψηλο...»

* Alfred Hugcnbcrg (1865-1951). πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της

Krupp, ιδρυτής του κοντσέρν 1 lugcnhcrg. με τεράστια επιρροή στον εκδοτικό και

κινηματογραφικό χώρο. πρόεδρος (από το 1928) του άκρως συντηρητικού και

αντισημιτικού Γερμανικού Εθνικού-Λαϊκού Κόμματος (DNVP), πολέμιος της

Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 117

«Αυτοί είναι πια παρελθόν, και κάποια μέρα θα καθαρίσει ο

τόπος από δαύτους, όπως και από τους τύπους του Σιδηρού

Κράνους...»*

«Ακριβώς, το μέλλον είμαστε μόνο εμείς...»

«Και όταν το μηχανοκίνητο Τάγμα Εφόδου μετέφερε από

την πλατεία Λεονάρδου -ατέλειωτες φάλαγες οχημάτων- τις

μάζες των φαιοχιτώνων στις κοντινές και τις μακρινές περιφέ

ρειες του κόμματος, φέραμε όλοι μας τη φωτιά που είχε ανάψει

μέσα μας το βλέμμα του Φύρερ, για να μη σβήσει ποτέ πια...»

* «Stahlhclm — Bund dcr Frontsoldaten» είναι ο πλήρης τίτλος της παρα

στρατιωτικής αυτής οργάνωσης (1918) που μέλη της ήταν πρώην μαχητές του

Μεγάλου Πολέμου' πρόεδρος της ο llindcnhurg. Στη δεκαετία του '30 απορρο

φήθηκε από το εθνικοσοσιαλιστικο κόμμα.

1932

ΚΑΤΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ. Δεν ξέρω τι, πάντως έτσι, με αναγκα

στικούς νόμους και διαρκώς εκλογές, δεν πήγαινε άλλο. Αλλά

ουσιαστικά μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει πολλά. Α, ναι, πα

λιά ήμαστε άποροι, ενώ σήμερα είμαστε άνεργοι, υπάρχει δια

φορά. Επίσης δεν λέγαμε «είμαι χωρίς δουλειά» αλλά «παίρ

νω επίδομα». Ήταν κάπως ενεργητικότερη διατύπωση. Γιατί

κανένας δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ήταν άπορος. Θεωρού

νταν ντροπή. Τουλάχιστον εγώ όταν με ρωτούσε ο δάσκαλος

στο σχολείο ή ο σεβασμιότατος Βάτσεκ την ώρα της κατήχη

σης, έλεγα «ο πατέρας μου παίρνει επίδομα», όπως παίρνουν

ένα σωρό εργαζόμενοι, λόγου χάριν, στο δημόσιο, ενώ ο εγγο

νός μου λέει όπως παλιά και εντελώς άνετα «είναι στο Ταμείο

Προνοίας»... Σωστά, επί Μπρύνινγκ η ανεργία είχε φτάσει τα

έξι εκατομμύρια, και τώρα, αν μετρήσουμε ακριβώς, έχουμε

πάλι γύρω στα πέντε. Γι ' αυτό και σήμερα ο κόσμος κάνει αι

ματηρές οικονομίες και αγοράζει μόνο τα απολύτως αναγκαία.

Κατά βάση τίποτε δεν έχει αλλάξει από αυτή την άποψη. Η

μόνη διαφορά είναι ότι το '32, τρίτο χρόνο άνεργος, ο πατέρας

μου είχε χάσει προ πολλού το δικαίωμα του ταμείου ανεργίας

και η Πρόνοια του περιέκοπτε συνεχώς το επίδομα απορίας.

Έπαιρνε τότε, θυμάμαι, τριάμισι μάρκα τη βδομάδα, μάλιστα,

τόσο πολλά. Και επειδή τα αδέρφια μου έπαιρναν κι αυτά επί

δομα και μόνο η αδελφή μου Έρικα δούλευε πωλήτρια στου

Τητς κι έφερνε μεροκάματο στο σπίτι, η μητέρα μου δεν μάζευε

ούτε εκατό μάρκα τη βδομάδα για τα έξοδα του σπιτιού. Αδύ-

119 Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

νατο να τα φέρει βόλτα, αλλά στην περιοχή μας όλοι στο ίδιο

καζάνι βράζαμε. Ουαί κι αλίμονο αν πάθαινε κάποιος γρίπη ή

τίποτε άλλο. Μόνο για τη βεβαίωση γιατρού έπρεπε να σκά

σεις μισό μάρκο/Ενα ζευγάρι σόλες στα παπούτσια σού άφηνε

τεράστιο έλλειμμα στο ταμείο. Οι μπρικέττες κόστιζαν δύο πε

ρίπου μάρκα το καντάρι. Αλλά στην περιοχή του Ρουρ βουνά

τα απορρίμματα των ανθρακωρυχείων που όλο και ψήλωναν.

Φυσικά τα φρουρούσαν και μάλιστα αυστηρά, με αγκαθωτό

σύρμα γύρω και σκυλιά. Μεγάλο δράμα ήταν οι πατάτες τον

χειμώνα. Κάτι έπρεπε να γίνει, γιατί όλο το σύστημα ήταν σα

θρό σαν σαρακοφαγωμένο ξύλο. Και σήμερα η κατάσταση ίδια

είναι ουσιαστικά. Κοίτα τις ουρές στα ταμεία ανεργίας, ακρι

βώς όπως τότε. Μια φορά ο πατέρας μου με πήρε μαζί του:

«Για να δεις τι γίνεται». Έ ξ ω από το Ταμείο Προνοίας φρου

ρούσαν δύο μπασκίνες για να μη διαταραχθεί η τάξη, γιατί έξω

περίμεναν όρθιοι στην ουρά και μέσα περίμεναν επίσης όρθιοι

στην ουρά, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά καθίσματα. Αλλά τόσο

έξω όσο και μέσα επικρατούσε απόλυτη ηρεμία, γιατί ο καθέ

νας κοίταζε τον καημό του. Γι' αυτό και άκουγες τόσο καθαρά

τον ήχο της σφραγίδας στο βιβλιάριο. Αυτόν τον ξερό ήχο.

Σφράγιζαν σε πέντε έξι γκισέ. Μου φαίνεται πως τον ακούω.

Και θυμάμαι, σαν να τους βλέπω, την έκφραση των ανθρώπων

όταν τους απέρριπταν. «Παρήλθε η προθεσμία!» ή « Ε λ λ ι π ή

πιστοποιητικά». Ο πατέρας τα είχε όλα μαζί του: δήλωση, τε

λευταία βεβαίωση εργασίας, πιστοποιητικό απορίας και την

κάρτα πληρωμής. Γιατί αφότου έπαιρνε μόνο επίδομα προ

νοίας, έλεγχαν εάν ήμαστε άποροι ή όχι. Αλίμονο εάν έβρισκαν

καινούργια έπιπλα ή ραδιόφωνο. Α, ξέχασα: και βρεμένα ρού

χα μύριζε το ταμείο, γιατί έξω περίμενε ο κόσμος στην ουρά

μες στη βροχή. Όχι , ούτε στριμωξίδι ούτε καβγάδες είχαμε,

ούτε καν πολιτικούς. Γιατί όλοι είχαν πια μπουχτίσει και ξέ

ρανε πο^ς δεν μπορούσαν να συνεχιστούν έτσι τα πράγματα.

Κάτι πρέπει να γίνει, λέγανε. Αργότερα όμως με έπαιρνε ο

120 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

πατέρας μαζί στο ταμείο αυτοβοήθειας των ανέργων, στον

«Οίκο», έτσι έγραφε, της «Γενικής Συνομοσπονδίας Εργα

τών». Εκεί είχαν αφίσες στους τοίχους και εκκλήσεις αλληλεγ

γύης. Και υπήρχε ακόμη κάτι να βάλουμε στο στομάχι μας,

ζεστό φαΐ, συνήθως σούπα με λαχανικά και κρέας. Η μάνα δεν

έπρεπε να μάθει ότι πηγαίναμε εκεί. «Θα σας συντηρήσω

όλους, θα τα καταφέρω», έλεγε, και όταν μου πασάλειβε το

ψωμί με μια υποψία λίπους, γελούσε, ή όταν είχαμε μόνο ξερό

ψωμί έλεγε: «Σήμερα είναι η μέρα των ισχνών αγελάδων».

Τώρα βέβαια δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα, αλλά μπο

ρεί κάλλιστα να γίνουν. Πάντως τότε υπήρχε επιπλέον και

κάτι σαν την παλιά αγγαρεία για τους λεγόμενους απόρους

του Ταμείου Προνοίας. Σε μας στο Ρεμσάιντ ήταν αναγκα

σμένοι να δουλεύουν σκληρά στα έργα οδοποιίας του φράγμα

τος. Και ο πατέρας το ίδιο, γιατί ζούσαμε με επίδομα προ

νοίας. Επειδή τα ζώα κόστιζαν ακριβά, έδεναν είκοσι άντρες σε

έναν οδοστρωτήρα που Κύριος οίδε πόσο βαρύς ήταν και με το

«οο-όπ» ξεκινούσαν. Εκεί δεν με άφηνε να πηγαίνω και να

βλέπω, γιατί ο πατέρας, που άλλοτε ήταν αρχιεργάτης, ντρε

πόταν τον γιο του. Αλλά στο σπίτι, τον άκουγα να κλαίει στο

σκοτάδι πλαγιασμένος πλάι στη μάνα. Εκείνη δεν έκλαψε

ποτέ, αλλά στο τέλος, λίγο πριν πάρει την εξουσία ο Χίτλερ,

έλεγε συνέχεια «απ' το κακό στο χειρότερο πάμε, πού θα φτά

σουμε;». Σήμερα αποκλείεται να πάθουμε τέτοιο πράγμα, κα

θησύχασα τον εγγονό μου όταν άρχισε άλλη μια φορά να γκρι

νιάζει για τα πάντα. «Έχεις δίκιο», μου απάντησε το παιδί, «η

ανεργία καλά βαστά, αλλά οι μετοχές όλο και ανεβαίνουν».

1933

II ΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ μας αιφνιδίασε το μεσημέρι, την

ωρα που εγώ κι ο Μπερντ, ο νεαρός μου συνεργάτης, κολατσί-

ζαμε στην γκαλερί και ακούγαμε με μισό αφτί ραδιόφωνο.

Στην πραγματικότητα δεν αιφνιδιάστηκα, γιατί μετά την πα

ραίτηση του Σλάιχερ όλα έδειχναν Αυτόν, μόνο Αυτός συζη

τιόταν, στη θέληση Του να εξουσιάσει αναγκάστηκε να υποτα

χθεί ακόμη και ο γερο-πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δοκίμασα

να αντιδράσω με ένα αστείο: «Τώρα ο μπογιατζής θα μας τι

μήσει και σαν ζωγράφος», αλλά ο Μπερντ που, όπως έλεγε,

«ποσώς ενδιαφερόταν» για την πολιτική, θεωρούσε ότι κινδύ

νευε προσωπικά: «Πρέπει να φύγουμε, να φύγουμε!» φώναξε.

Ε γ ώ , βέβαια, απάντησα με ειρωνικό μειδίαμα στην υπερβο

λική του αντίδραση, αισθάνθηκα όμως να επιβεβαιώνονται τα

προληπτικά μέτρα που είχα λάβει: πριν από μήνες είχα μετα

φέρει στο Αμστερνταμ, για ασφάλεια, ένα μέρος των έργων τα

οποία, εν όψει της αναμενόμενης ανόδου του στην εξουσία,

ήταν ιδιαίτερα ύποπτα: αρκετούς Κίρχνερ, Πεχστάιν, Νόλντε,

κ.λπ. Στην γκαλερί είχαν μείνει μόνο μερικά έργα από το χέρι

του Λίμπερμαν*, τα όψιμα τοπία κήπων με τα χαρούμενα

χρώματα. Αυτά σίγουρα δεν ανήκαν στην κατηγορία των «εκ

φυλισμένων» έργων τέχνης. Μόνο ως εβραίος κινδύνευε ο Δά-

* Max l.it'hcrmann ( l!i IT-IU.'ÎÔ). ζωγράφος και χαράκτης, κύριος εκπρόσωπος

του γερμανικού ιμπρεσιονισμού/Εζησε μέχρι το ÎJÎT.'Î και μετά το K«lil στο Βερο

λίνο. Την περίοδο Ι')20-.'ΐ.'5 διετέλεσε πρόεδρος της ΙΙρωσικής Ακαδημίας Τεχνών.

122 Γ κ υ ν τ ε γ Γ κ ρ α ς

σκάλος, όπως και η γυναίκα του, αν και προσπάθησα να πείσω

τόσο τον εαυτό μου όσο και τον Μπερντ: «Έχει περάσει προ

πολλού τα ογδόντα. Δεν θα τολμήσουν να τον πειράξουν. Το

πολύ να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από πρόεδρος της

Ακαδημίας. Μπα, ούτως ή άλλως ο εφιάλτης σε τρεις τέσσερις

μήνες θα έχει περάσει».

Εντούτοις η ανησυχία μου παρέμεινε, και μάλιστα μεγάλω

σε. Κλείσαμε την γκαλερί. Και αφού κατόρθωσα να ηρεμήσω

λιγάκι τον αγαπημένο μου Μπερντ, ο οποίος φυσικά είχε δά

κρυα στα μάτια, αργά το απόγευμα ξεκίνησα. Σε λίγο ήταν

πλέον αδύνατο να προχωρήσω. Θα έπρεπε να έχω πάρει τον

ηλεκτρικό. Από παντού συνέρρεαν φάλαγγες. Είχαν φτάσει

ήδη μέχρι την οδό Χάρντενμπεργκ. Ανέβαιναν τη λεο^φόρο της

Νίκης ανά φάλαγγες πλάτους έξι αντρών, ο ένας λόχος του

Τάγματος Εφόδου μετά τον άλλο. Βάδιζαν όλες οι φάλαγγες

λες και τις τραβούσε μαγνήτης προς το μεγάλο αστέρι, όπου

κατά τα φαινόμενα είχαν ραντεβού/Οταν προέκυπτε κυκλοφο

ριακή συμφόρηση, έκαναν βήμα σημειωτόν συμπιεσμένες, ανυ

πόμονες: αρκεί να μη μείνουν στάσιμες. Αχ, αυτή η απαίσια

σοβαρότητα στα νεανικά πρόσωπα τα σημαδεμένα από τα

υποσιαγόνια. Και το φιλοθεάμον πλήθος όλο και μεγάλωνε

αποκλείοντας σιγά σιγά τις ζώνες των πεζών. Και πάνω απ

όλα το τραγούδι που έλεγαν μ' ένα στόμα, μια φωνή...

Την κοπάνησα κι εγώ, τρόπος του λέγειν, μέσα από το δά

σος, συνέχισα τον δρόμο μου μέσα στο σκοτεινό πάρκο του

Ζωολογικού Κήπου, δεν ήμουν ο μόνος που πάσχιζε να προ

χωρήσει από παράδρομους. Κοντεύοντας επιτέλους στον προο

ρισμό μου, είδα ότι είχαν κλείσει την Πύλη του Βραδεμβουρ-

γου στην κανονική κυκλοφορία. Μόνο με τη βοήθεια ενός αστυ

φύλακα, που ούτε και εγώ ξέρω πια τι παραμύθι του είπα, μου

επετράπη να βγω στην πλατεία Παρισίων ακριβώς πίσω από

την Πύλη. Αχ, πόσες φορές δεν είχαμε φτάσει έως εδώ γεμάτοι

προσδοκίες! Πόσο εκλεκτή και ωστόσο οικεία διεύθυνση! Πόσες

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOV 123

και πόσες επισκέψεις στο ατελιέ του Δασκάλου! Και πάντα ευ

φυείς οι κουβέντες του, συχνά πνευματώδεις. Αχ, το ξερό χιού

μορ του στη διάλεκτο του Βερολίνου.

Μπροστά στο μεγαλοαστικό κτήριο, επί δεκαετίες ιδιοκτη

σία της οικογένειας, στεκόταν ο θυρωρός λες και με περίμενε.

«Η κυρία και ο κύριος είναι στο δώμα», είπε και με συνόδευσε

στις σκάλες. Στο μεταξύ πρέπει να είχε αρχίσει η λαμπαδηφο-

ρία, η οργανωμένη με ακρίβεια λεπτού σαν να εξασκούνταν σε

αυτή επί χρόνια, γιατί όταν έφτασα στο δώμα, οι αλαλαγμοί

του πλήθους ανήγγελλαν ήδη τις αφικνούμενες φάλαγγες.

Απαίσιος όχλος! Παρ' όλα αυτά οι κραυγές που δυνάμωναν σε

διέγειραν. Σήμερα μπορώ να το παραδεχτώ: ναι, με είχε συ-

ναρπασει όλο αυτό — και ας ήταν μόνο για όσο κρατά μία

στιγμιαία ανατριχίλα.

Αλλά γιατί εκείνος εκτίθετο στις μάζες; Ο Δάσκαλος και η

γυναίκα του Μάρθα στέκονταν στην άκρη του δώματος. Αργό

τερα, στο ατελιέ, ακούσαμε να λέει: από εκεί ψηλά είχε δει το

'71 τα συντάγματα που είχαν γυρίσει νικηφόρα στην πατρίδα

από τη Γαλλία να παρελαύνουν μέσα από την Πύλη του Βρα-

δεμβούργου, έπειτα το '14 τους στρατιώτες του πεζικού να κι

νούν για τον πόλεμο φορώντας ακόμη εκείνα τα πέτσινα κράνη

με την αιχμή στην κορυφή, το '18 την είσοδο στην πόλη των

εξεγερμένων μονάδων του Ναυτικού, και αυτή τη φορά ήθελε

να ριψοκινδυνεύσει πάλι μια ματιά από ψηλά. Επ' αυτού θα

μπορούσε να πει κανείς ένα σωρό ανοησίες.

Εντούτοις προηγουμένως στην ταράτσα στεκόταν σιωπηλός

με το ξεχασμένο και κρύο πια πούρο Αβάνας να του σημαδεύει

το πρόσωπο. Και οι δυο με καπέλο και χειμερινό πανωφόρι,

σαν έτοιμοι για αναχώρηση. Σκοτεινοί με φόντο τον ουρανό.

Ένα ζευγάρι σαν άγαλμα. Σκοτεινή ήταν ακόμα η Πύλη του

Βραδεμβούργου, ένας όγκος που πότε πότε μόνο τον ψηλάφι

ζαν προβολείς της αστυνομίας.Έπειτα όμως πλησίαζε, ξεχυνό

ταν η πομπή των λαμπαδηφόρων σαν ποταμός λάβας σε όλο

124 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

το πλάτος της, χωριζόταν για μια στιγμή από τους κίονες και

έπειτα συνέρρεε πάλι, ακατάπαυστα, ασυγκράτητα, ιεροπρε-

πώς, μοιραία, ξανοίγοντας τη νύχτα, φωτίζοντας την Πύλη

μέχρι το τέθριππο, μέχρι ψηλά το χείλος του κράνους και το

έμβλημα νίκης της θεάς' ακόμη και εμάς στην ταράτσα του

σπιτιού των Λίμπερμαν φώτιζε η μοιραία λάμψη, ενώ ταυτό

χρονα έφτανε έως εμάς ο καπνός και η δυσοσμία εκατό χιλιά

δων πυρσών.

Τι ντροπή! Δεν μου είναι αυχάριστο που το λέω αλλά πα

ραδέχομαι ότι αυτή η εικόνα, ή μάλλον αυτός ο πίνακας δυνά

μεων της φύσης, ναι μεν με έκανε να νιώσω φρίκη, ταυτόχρονα

όμως με συγκίνησε βαθύτατα. Εξέπεμπε τέτοια θέληση, που

έμοιαζε αναγκαία η υπακοή σου σ' αυτή. Τίποτε δεν αναχαίτι

ζε αυτό το μεγαλοπρεπώς προελαύνον πεπρωμένο. Ήταν μια

πλημμυρίδα που σε συμπαρέσυρε. Και οι αλαλαγμοί που υψώ

νονταν απ' όλες τις μεριές ίσως να είχαν εκβιάσει από το στό

μα μου —έστω και μόνο δοκιμαστικά— ένα επιδοκιμαστικό

«Ζήτω ο Χίτλερ!», εάν ο Μαξ Λίμπερμαν δεν είχε συνεισφέρει

εκείνη τη ρήση που αργότερα κυκλοφορούσε σε όλη την πόλη

σαν ψιθυριστά σύνθημα. Γυρίζοντας την πλάτη στη φορτισμένη

ιστορικά εικόνα, όπως σε έναν πίνακα από αυτούς της ιστορι

κής σχολής, που γυαλίζουν σαν να τους έχεις περάσει με βερνί

κι, είπε στα βερολινέζικα: «Μου είναι αδύνατο να φάω τόσο

όσο θα ήθελα να ξεράσω».

Όταν ο δάσκαλος γύρισε να κατέβει από το δώμα του σπιτιού

του, η Μάρθα τον έπιασε αγκαζέ. Και εγώ άρχισα να ψάχνω

λέξεις για να πείσω το γηραιό ζεύγος να φύγει απ" τη χώρα.

Αλλά κανένας λόγος μου δεν άξιζε. Αδύνατο να τους μεταφυτεύ

σεις, ούτε καν στο Αμστερνταμ, όπου σύντομα κατέφυγα μαζί με

τον Μπερντ. Οι αγαπημένοι μας πίνακες πάντως -ανάμεσα

τους και μερικοί δια χειρός Λίμπερμαν- λίγα χρόνια αργότερα

μεταφέρθηκαν στη σχετικά σίγουρη Ελβετία. Ο Μπερντ με άφη

σε... Ααααχ... Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

1934

ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΗ θα μπορούσε να είχε διευ

θετηθεί περισσότερο επαγγελματικά. Παρασύρθηκα από προ

σωπικά κίνητρα και το παρατράβηξα. Το μπέρδεμα άρχισε με

την εσπευσμένη αλλαγή στρατοπέδου, εξαιτίας του πραξικοπή

ματος του Ρεμ: μας μετάθεσαν απ' το Νταχάου και αναλάβα

με στις 5 Ιουλίου το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Οράνιεν-

μπουργκ, λίγο μετά την αντικατάσταση μιας ομάδας πραγμα

τικών μέθυσων του Τάγματος Εφόδου από μία ειδική μονάδα

των Ες-Ες, δηλαδή των συναδέλφων που μερικές μέρες πριν

είχαν ξεμπερδέψει στη Βίσζεε και αλλού με την κλίκα του Ρεμ.

Φανερά εξαντλημένοι, μας διηγήθηκαν για τη «Νύχτα των

μακριών μαχαιριών» και μας παρέδωσαν το μαγαζί μαζί με

μερικούς υπαξιωματικούς του Τάγματος Εφόδου που θα βοη

θούσαν στο γραφειοκρατικό σκέλος της αντικατάστασης, οι

οποίοι όμως αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανοι.

Ενας απ' αυτούς τους τύπους που την έβρισκε να βαράει —

Κόπανος όνομα και πράγμα— έκανε προσκλητήριο των ατόμων

υπο προληπτική κράτηση που μας είχαν εμπιστευθεί τη φρούρη

ση τους και πρόσταξε τους εβραίους να παραταχθούν χώρια.

Ηταν δεν ήταν μισή ντουζίνα, και ανάμεσα τους ένας που ξε

χώριζε. Τουλάχιστον εγώ αναγνώρισα αμέσως τον Μύζαμ*.

;;; Krich Miilisam (1 îïTfi-1 *)3 Ι), αναρχικός, πολιτικά στρατευμένος συγγραφέας,

μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Βαυαρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων

(191')). Μετά την αποτυχία της επανάστασης καταδικάστηκε σε Ιό χρόνια φυλα

κή, αλλά αποφυλακίστηκε μετά 6 χρόνια. Συνελήφθη εκ νέου το \<ΧΥΛ.

126 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Αδύνατο να παραγνωρίσεις τη φάτσα του. Αν και στο σωφρονι-

στήριο του Βραδεμβούργου του είχαν φάει τα γένια και γενικά

είχαν περιποιηθεί καταλλήλως τον αλλοτινό επαναστάστη των

Συμβουλίων, είχε απομείνει αρκετός Μύζαμ. Μεταξύ μας: κα

θαρόαιμος αναρχικός και επιπλέον τυπικός καφενόβιος λογοτέ

χνης που παλιότερα, την εποχή που ήμουν στο Μόναχο, ήταν

μια μάλλον παράξενη φυσιογνωμία, ποιητής και μαζί προπα

γανδιστής της απόλυτης ελευθερίας, ιδιαίτερα στον έρωτα, βέ

βαια. Και τώρα έβλεπα μπροστά μου ένα εξαθλιωμένο αντράκι

που ούτε να του μιλήσεις μπορούσες πια γιατί είχε κουφαθεί.

Για δικαιολογία έδειχνε τα αφτιά του, τα μισά ξεραμένη πέ

τσα, τα μισά πύον, και χαμογελούσε ζητώντας συγγνώμη.

Έδωσα αναφορά στον ταξίαρχο Αικε, καθότι υπασπιστής

του, χαρακτήρισα τον 'Εριχ Μύζαμ αφενός ακίνδυνο, αφετέρου

ιδιαίτερα επικίνδυνο στοιχείο γιατί ακόμα και οι κομμουνιστές

είχαν φοβηθεί την προπαγανδιστική ευγλωττία του: «Στη Μό

σχα θα τον είχαν καθαρίσει προ πολλού», είπα.

Ο διοικητής είπε να αναλάβω την περίπτωση εγώ και συμ

βούλευσε ειδική μεταχείριση' φυσικά, κατάλαβα αμέσως τι εν

νοούσε' σε τελευταία ανάλυση ο Άικε δεν ήταν όποιος όποιος,

ήταν αυτός που είχε καθαρίσει τον Ρεμ προσωπικά. Παρ' όλα

αυτά αμέσως μετά το προσκλητήριο έκανα το πρώτο μου λά

θος: σκέφτηκα ότι μπορούσα ν' αφήσω τη βρόμικη δουλειά

στον Κόπανο, αυτό το ζώο του Τάγματος Εφόδου.

Μεταξύ μας φοβόμουν να ασχοληθώ με τούτον τον εβραίο

περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο. Εκτός απ' αυτό, στην

ανάκριση είχε δείξει εντυπωσιακό αυτοέλεγχο. Σε όλες τις

ερωτήσεις απαντούσε με στίχους, κατά τα φαινόμενα δικούς

του, αλλά και του Σίλλερ «...και μη βάλετε τη ζωή σε κίνδυ

νο...» Αν και του έλειπαν όλα τα μπροστινά δόντια, απάγγελ-

νε σαν ηθοποιός. Από τη μια μεριά ήταν αστείος, από την

άλλη... Εκτός απ" αυτό με εκνεύριζε το πενσ-νε στην εβραίικη

μύτη του... Και περισσότερο τα ραγίσματα και στους δυο φα-

0 Α ι ο ν α ς ΜΟΥ 127

κούς... Και μετά από κάθε απαγγελία χαμογελούσε ατάρα

χος...

Τέλος πάντων έδωσα στον Μύζαμ σαράντα οκτώ ώρες και

την επιτακτική συμβουλή να θέσει ο ίδιος τέρμα πριν εκπνεύσει

η προθεσμία. Θα ήταν η καθαρότερη λύση. Αλλά δεν μας έκανε

το χατίρι/Ετσι ανέλαβε δράση ο Κόπανος. Αυτός φαίνεται τον

έπνιξε σε λεκάνη του καμπινέ. Δεν είχα καμία όρεξη να μάθω

λεπτομέρειες. Αν το καλοσκεφτείς, δουλειά ατζαμή. Γιατί φυ

σικά μετά δυσκολευτήκαμε να το παρουσιάσουμε σαν αυτοκτο

νία δι' απαγχονισμού. Τα χέρια ήταν αφύσικα συσπασμένα.

Δεν μπορούσαμε να του βγάλουμε έξω τη γλώσσα. Και η θη

λιά παραήταν επαγγελματική. Ο Μύζαμ δεν θα κατάφερνε

ποτέ να κάνει τέτοια θηλιά. Και έπειτα ο Κόπανος, αυτός ο

βλάκας, έκανε κι άλλη μια χοντράδα στην πρωινή αναφορά: με

την εντολή «Εβραίοι ένα βήμα μπροστά για καθάρισμα!» γνω

στοποίησε στους πάντες τι είχε συμβεί. Φυσικά οι τύποι, μετα

ξύ τους και δυο γιατροί, κατάλαβαν αμέσως τη μαλακία του.

Αμέσως έφαγα την κατσάδα μου από τον διοικητή της τα

ξιαρχίας: «Να πάρει η ευχή, Έρχαρντ, θα μπορούσατε να εί

χατε κάνει πιο παστρική δουλειά».

Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω, γιατί, μεταξύ μας,

αυτή η ιστορία θα μας κυνηγάει καιρό, γιατί δεν καταφέραμε

να σωπάσουμε τον κουφό εβραίο... Παντού έλεγαν ότι... Στο

εξωτερικό τίμησαν τον Μύζαμ σαν μάρτυρα... Ακόμα και οι

κομμουνιστές... Και το στρατόπεδο στο Οράνιενμπουργκ ανα

γκαστήκαμε να το κλείσουμε και τους προληπτικώς κρατουμέ

νους να τους μοιράσουμε σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ε γ ώ είμαι τώρα πάλι στο Νταχάου, υποθέτω, υπό δοκιμή.

1935

ΜΕ ΤΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ μου «Τευτονία», που

ένα από τα «πρεσβυτέρα» μέλη της ήταν και ο πατέρας μου,

μετά το πέρας των ιατρικών μου σπουδών μου δόθηκε η δυνα

τότητα να ειδικευτώ κοντά στον δόκτορα Μπρέζινγκ -επίσης

«πρεσβύτερο» Τεύτονα- δηλαδή να εργασθώ ως βοηθός του στο

ιατρείο των στρατοπέδων εργασίας που είχαν στηθεί στην ύπαι

θρο για την κατασκευή του πρώτου τμήματος της εθνικής οδού

Φρανκφούρτης-Ντάρμστατ. Στα στρατόπεδα αυτά οι συνθήκες

ήταν άκρως πρωτόγονες, ανάλογες με τις εν γένει συνθήκες

της εποχής, πόσο μάλλον που ανάμεσα στους εργάτες οδο

ποιίας, και ιδίως στις φάλαγγες των εργατών που φτυάριζαν,

υπήρχαν εντυπωσιακά πολλά στοιχεία των οποίων η ακοινω-

νική* συμπεριφορά είχε ως επακόλουθο διαρκείς συγκρούσεις.

Συμπλοκές και περιπτώσεις που τα έκαναν «όλα γυαλιά-καρ-

φιά», όπως έλεγαν, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Με συνέπεια

στους ασθενείς μας να μην περιλαμβάνονται μόνο θύματα ερ

γατικών ατυχημάτων αλλά και πολλοί ταραξίες ύποπτης

προέλευσης που είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια ξυλοδαρ

μών. Ο δόκτωρ Μπρέζινγκ φρόντιζε τα τραύματα από μαχαί

ρι χωρίς να ρωτά τα αίτια. Το πολύ πολύ άκουγα τη στερεο-

* Assozial: κατηγορία κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα στην οποία

περιλαμβάνονταν μικροπαραβάτες του νόμου, προαγωγοί, μέθυσοι, άεργοι, κ.λπ.

καθώς και άτομα που δεν εντάσσονταν στις άλλες κύριες κατηγορίες κρατουμέ

νων (εβραίους, κομμουνιστές, τσιγγάνους, κλ.π.). όπως επίσης και άτομα που τα

είχαν καταγγείλει για λόγους προσωπικής εκδίκησης.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 129

τυπη παρατήρηση του: «Μα κύριοι, η εποχή των οδομαχιών

και των μαχών στις αίθουσες έχει παρέλθει».

Οι περισσότεροι ωστόσο εργάτες φέρονταν εντάξει και κατά

κανόνα ήταν ευγνώμονες για τη σπουδαία αυτή πράξη του

Χίτλερ, δηλαδή την ήδη από την Πρωτομαγιά του 33 αναγ

γελθείσα κατασκευή ενός εθνικού δικτύου οδών ταχείας κυκλο

φορίας που θα κάλυπτε ολόκληρη τη Γερμανία, με αποτέλεσμα

να δώσει δουλειά και ψωμί σε πολλές χιλιάδες νέους. Αλλά και

η μακρόχρονη ανεργία των μεγαλύτερων τερματίστηκε. Ωστό

σο η ασυνήθιστα βαριά δουλειά δεν έβγαινε εύκολα. Ίσως το

σώμα αδυνατούσε να ανταποκριθεί λόγω κακής και μονόπλευ

ρης διατροφής στο παρελθόν. Εν πάση περιπτώσει, ο δόκτωρ

Μπρέζινγκ και εγώ κατά τη διάρκεια αυτού του έργου που

προχωρούσε με ταχύ ρυθμό αντιμετωπίσαμε μια άγνωστη και

γι' αυτό τον λόγο καθόλου μελετημένη μορφή αναπηρίας των

εργατών, την οποία ο δόκτωρ Μπρέζινγκ, γιατρός συντηρητι

κός μεν αλλά όχι στερούμενος χιούμορ, συνήθιζε να αποκαλεί

«νόσο του σκαφέως». Επίσης έλεγε και «θλάση σκαφέως».

Επρόκειτο για το ίδιο πάντα φαινόμενο: οι πάσχοντες εργά

τες, αδιάφορο εάν ήταν νέοι ή προχωρημένης ηλικίας, όταν

επιβάρυναν έντονα το σώμα, ιδίως εκεί όπου έπρεπε να μετα

κινούνται διαρκώς με το φτυάρι τεράστιες ποσότητες χώματος,

αισθάνονταν την προαναφερθείσα θλάση ανάμεσα στις ωμο

πλάτες, την οποία ακολουθούσαν ισχυροί πόνοι που καθιστού

σαν τον παθόντα ανίκανο πλέον να εργασθεί. Στις ακτινογρα

φίες ο δόκτωρ Μπρέζινγκ έβρισκε την απόδειξη της νόσου που

είχε τόσο εύστοχα κατονομάσει: θλάση των εγκαρσίων αποφύ

σεων στα όρια λαιμού και θώρακος, η οποία κατά κανόνα αφο

ρούσε τον πρώτο θωρακικό και τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο.

Κανονικά οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να πάρουν αμέσως

βεβαίωση ανικανότητος προς εργασία και να απολυθούν' αλλά

ο δόκτωρ Μπρέζινγκ. ο οποίος χαρακτήριζε τον ρυθμό εργα

σίας που είχαν ορίσει οι υπεύθυνοι επίβλεψης του έργου «ανεύ-

130 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

θυνο» και μπροστά μου μάλιστα «δολοφονικό», ανέβαλλε τις

απολύσεις, έτσι ώστε το παράπηγμα των αρρώστων ήταν πά

ντα υπερπλήρες. Κυριολεκτικά συνέλεγε ασθενείς, είτε για να

μελετήσει την εξέλιξη της «νόσου των σκαφέων», είτε για να

επιστήσει την προσοχή σε κακώς κείμενα.

Επειδή όμως δεν υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών, τελικά

το πρώτο τμήμα της εθνικής οδού περατώθηκε εντός της καθο

ρισμένης προθεσμίας. Στις 19 Μαΐου έλαβαν χώρα τα επίσημα

εγκαίνια παρουσία του Φύρερ καθώς και υψηλόβαθμων κομ

ματικών στελεχών και με τη συμμετοχή τουλάχιστον τεσσά

ρων χιλιάδων εργατών οδοποιίας. Δυστυχώς ο καιρός ήταν

άθλιος. Βροχή εναλλασσόμενη με χαλάζι. Παρ' όλα αυτά ο

Φΰρερ διένυσε όλο το μήκος της οδού όρθιος σε ανοιχτή Μερ

τσέντες και χαιρετώντας τους εκατό χιλιάδες του φιλοθεάμο

νος κοινού με το πότε τεντωμένο, πότε λυγισμένο δεξί του

χέρι' υπό τις ουρανομήκεις ζητωκραυγές του πλήθους και τους

ήχους του εμβατηρίου του Μπαντενβάιλερ. Και οι πάντες,

από τον γενικό υπεύθυνο του έργου, δόκτορα Τοντ, μέχρι τις

φάλαγγες των εργατών-στρατιωτών, είχαν συναίσθηση της

μεγάλης στιγμής. Μετά τον σύντομο ευχαριστήριο λόγο του

Φύρερ προς «τους εργάτας της πυγμής και του χαλκού μετώ

που»*, ο μηχανοδηγός Λουδοβίκος Ντρέσλερ χαιρέτησε τον

υψηλό επισκέπτη εκ μέρους όλων των συμμετασχόντων στο

έργο, μεταξύ άλλων και με τα εξής λιτά λόγια: «Με την κατα

σκευή της εθνικής οδού, Φύρερ μου, εθέσατε τα θεμέλια ενός

έργου, το οποίο ακόμη και μετά παρέλευση αιώνων θα μαρτυ

ρεί τη βούληση ζωής και το μεγαλείο της εποχής...»

Αργότερα το τμήμα αυτό της εθνικής παραχωρήθηκε για

μια αυτοκινητοδρομία στην οποία, με καιρό ελαφρώς καλύτε

ρο, προς μεγάλη χαρά του κοινού συμμετείχαν, ξεφυσώντας

* Πρβ. Ιΐσαΐα IÎ5.I: «γινώσκω εγώ ότι σκληρός ει, και νεΰρον σιδηρούν ο

τράχηλος σου. και το μέτωπόν σου χαλκούν».

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 131

και τρίζοντας, παμπάλαια αλλά και σχετικά νέα οχήματα,

επίσης και ο δόκτωρ Μπρέζινγκ με το τουλάχιστον δέκα ετών

διθέσιο οπελάκι του που κάποτε πρέπει να ήταν βαμμένο πρά

σινο. Στους επίσημους εορτασμούς όμως δεν θεώρησε π ω ς

ήταν υποχρεωμένος να συμμετάσχει' θεώρησε σημαντικότερο

να ελέγξει προς το σούρουπο το παράπηγμα των ασθενών, ενώ

εγώ, όπως είπε, είχα την άδεια του να παρευρεθώ «στην έν

στολη ηλιθιότητα».

Την ιατρική του έκθεση για τη λεγόμενη «νόσο του σκα-

φέως» δυστυχώς δεν του επετράπη να τη δημοσιεύσει σε κανέ

να ιατρικό περιοδικό' ακόμη και το περιοδικάκι της αδελφότη

τας μας Τευτονία αρνήθηκε να την τυπώσει και μάλιστα χωρίς

να δώσει καμία εξήγηση.

1936

ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ ΕΛΠΙΔΩΝ δεν είχαμε ποτέ. Σε μας, στο

στρατόπεδο συγκέντρωσης Εστερβέγκε, που έγινε αρκετά γνω

στό χάρη στο Τραγούδι των φαντάρων του βάλτου* που το

ρεφραίν του έβαζε σε κόπο το «φτυάρι» - «Είμαστε του βάλ

του οι φαντάροι που στον πόλεμο κινάμε με το φτυάρι»-, το

'36 από τις αρχές του καλοκαιριού ψιθυριζόταν πως πριν ακό

μα από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων μια αμνηστεία

θα τερμάτιζε την άθλια ζωή μας ως επιζήμιων δια το έθνος και

ως τυρφωρύχων στην κοιλάδα του Εμς. Η φήμη αυτή αντλού

σε ζωή από την ευσεβή υπόθεση ότι ακόμα και ο Χίτλερ ήταν

αναγκασμένος να λάβει υπόψη του το εξωτερικό, ότι η εποχή

του εκφοβισμού και της τρομοκρατίας είχε περάσει και ότι

εκτός τούτου την τυρφωρυχία, καθότι αρχαία γερμανική δρα

στηριότητα, την επεφύλασσαν στα μέλη της Οργάνωσης Εθε

λοντικής Εργασίας.

Αντ' αυτού πενήντα κρατούμενοι, όλοι μας καταρτισμένοι

τεχνικοί διαφόρων ειδικοτήτων, μετατεθήκαμε στο Ζαξεν-

*Ένα πασίγνωστο τραγούδι από τα λεγόμενα των στρατοπέδων, που γράφο

νταν ειδικά γι* αυτά από τους ίδιους τους κρατούμενους κατόπιν εντολής. Στι

χουργός και συνθέτης του συγκεκριμένου τραγουδιού δήλωσε κάποιος «πράσι

νος» ονόματι Γκρύνερ. κονφερασιέ. αλλά στην πραγματικότητα το συνέθεσαν δύο

αυστριακοί εβραίοι: τους στίχους έγραφε ο l.ochner-Bcila. λιμπρετίστας του Λέ-

χαρ. τη μουσική ο βιεννέζος τραγουδιστής του καμπαρέ l.copoldi. Το Εστερβέ

γκε ήταν από τα τρομακτικότερα στρατόπεδα. Τυπικά εδώ υπήρχαν μόνο παρα

βάτες του κοινού ποινικού δικαίου αλλά στην πραγματικότητα «φιλοξένησε» και

πολλούς πολιτικούς κρατούμενους.

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 133

χάουζεν στα περίχωρα του Βερολίνου. Εκεί, φρουρούμενοι από

τους Ες-Ες των στρατωνισμένων Μονάδων «Νεκροκεφαλή»*,

θα κτίζαμε ένα μεγάλο στρατόπεδο αρχικά για δυόμισι χιλιά

δες κρατούμενους σε έναν περίβολο τριάντα εκταρίων: ένα

στρατόπεδο με μέλλον, δηλαδή.

Ως σχεδιαστής αρχιτεκτονικού ανήκω στους τυρφωρύχους

που μετατέθηκαν στο Ζαξενχάουζεν. Επειδή τα προκατα

σκευασμένα δομικά στοιχεία για την κατασκευή των παρα

πηγμάτων τα προμήθευε μια φίρμα του Βερολίνου, αν και

αυτό απαγορευόταν αυστηρά, είχαμε κάποια επαφή με τον

έξω κόσμο' έτσι λοιπόν πήραμε μια γεύση απ' το πανηγύρι

στην πρωτεύουσα πριν ακόμα αρχίσουν οι αγώνες: τουρίστες

απο ολο τον κόσμο συνωστίζονταν στο Κου'νταμ, στη Φρή-

ντριχ-στράσε, στην Αλεξάντερπλατς και στην πλατεία Πότσ-

νταμ. Αλλά τίποτε άλλο δεν πέρασε απ' την κρησάρα. Μόνο

όταν στο γραφείο των φρουρών του ήδη αποπερατωμένου κτη

ρίου της διοίκησης, στο οποίο στεγαζόταν και η διεύθυνση των

οικοδομικών εργασιών, εγκατέστησαν ένα ραδιόφωνο που από

το πρωί ίσαμε το βράδυ μετέδιδε εντυπώσεις από την επίσημη

τελετή έναρξης των αγώνων, έπειτα τα πρώτα αποτελέσματα,

μπορούσαμε πότε πότε να απολαμβάνουμε αυτό το απόκτημα.

Και επειδή άλλοτε μόνος, άλλοτε μαζί με άλλους έπρεπε να

πηγαίνω αρκετά συχνά στη διεύθυνση, για την έναρξη των

αγώνων ήμαστε σχετικά ενημερωμένοι. Και όταν κατά τη με

τάδοση των πρώτων αποτελεσμάτων τελικών έβαλαν το ρα

διόφωνο στη διαπασών, έτσι ώστε ακουγόταν μέχρι τον χώρο

του προσκλητηρίου και τα γειτονικά εργοτάξια, τότε πολλοί

από μας πήραν είδηση την καλή σοδειά των μεταλλίων. Επί-

'•' Totenkoptverbande — παραστρατιωτικές οργανώσεις των Ες-Ες επιφορτι

σμένες με τη φρούρηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης (αργότερα μεγάλωσε η

δύναμη τους. όπως και των άλλων παραστρατιωτικών μονάδων των Ες-Ες, και

συμμετείχαν στον πόλεμο). Τα μέλη τους έφεραν ως διακριτικό στο κολάρο του

αμπέχωνού τους δεξιά μία νεκροκεφαλή.

134 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σης από δίπλα ακούσαμε ποιοι κάθονταν στην εξέδρα των επι

σήμων: διεθνείς εξοχότητες, στη μέση ο διάδοχος του σουηδι

κού θρόνου Γουσταύος-Αδόλφος, ο διάδοχος της Ιταλίας Ου-

μπέρτο, ένας Ά γ γ λ ο ς του υπουργείου Εξωτερικών ονόματι

Βανσιττάρ, επιπλέον ένας λόχος διπλωμάτες, ανάμεσα τους

μερικοί από την Ελβετία. Γι' αυτό μερικοί ελπίζαμε ότι το υπό

κατασκευή μείζον στρατόπεδο συγκέντρωσης στις παρυφές του

Βερολίνου δεν θα παρέμενε κρυφό από αυτή τη μαζική παρου

σία ξένων.

Αλλά η υφήλιος εμάς ούτε καν μας πρόσεξε. Η αθλητική

«νεολαία του κόσμου» είχε τις δικές της έγνοιες. Για τη δική

μας μοίρα κανένας δεν σκοτιζόταν. Εμείς δεν υπήρχαμε/Ετσι,

αν εξαιρέσουμε το ραδιόφωνο στο γραφείο των φρουρών, τίπο

τε το ασυνήθιστο δεν διατάρασσε την καθημερινότητα του

στρατοπέδου. Διότι αυτή η προφανώς δανεισμένη από το

στρατό συσκευή, όπως μαρτυρούσε το γκρίζο χρο^μα της, μετέ

διδε ειδήσεις από μια πραγματικότητα που διαδραματιζόταν

έξω από το αγκαθωτό σύρμα. Από την 1η κιόλας Αυγούστου

είχαμε γερμανικές νίκες στη σφαιροβολία και τη δισκοβολία

Ήμουν στο γραφείο της διεύθυνσης μαζί με τον Φριτιόφ Του-

σίνσκυ, έναν «πράσινο», όπως λέγαμε τους ποινικούς από το

χρώμα του σήματος που φορούσαν, για να περάσουμε κάποιες

διορθώσεις στα σχέδια, όταν ανήγγειλαν από το ραδιόφωνο το

δεύτερο χρυσό μετάλλιο της Γερμανίας που ευθύς αμέσως χαι

ρετίστηκε από τους ελεύθερους υπηρεσίας Ες-Ες της «Νεκροκε

φαλής» με δυνατές φωνές στο διπλανό γραφείο. Όταν όμως ο

Τουσίνσκυ είπε να ζητωκραυγάσει κι αυτός μαζί τους, τον πέ

τυχε το βλέμμα του υπεύθυνου του έργου λοχαγού των Ες-Ες

Έσσερ που είχε φήμη αυστηρού αλλά δίκαιου. Μεγαλόφωνη

έκφραση αγαλλίασης εκ μέρους μου θα είχε σίγουρα ως συνέ

πεια την αυστηρή μου τιμωρία, διότι ως πολιτικό κρατούμενο,

με το χαρακτηριστικό κόκκινο τρίγωνο, θα με μεταχειρίζονταν

σκληρότερα από ό,τι τον πράσινο. Ο Τουσίνσκυ τιμωρήθηκε

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 135

μόνο με πενήντα κάμψεις γονάτων, ενώ εγώ, χάρη στην άκρα

αυτοπειθαρχία μου, κατόρθωσα εξωτερικά μεν να παραμείνω

ατάραχος αναμένοντας οδηγίες, εσωτερικά όμως να χαρώ γι '

αυτή αλλά και για τις επόμενες γερμανικές νίκες' βλέπετε πριν

από λίγα μόνο χρόνια ήμουν στον Σπάρτακο του Μαγδεμ-

βούργου δρομεύς μεσαίων αποστάσεων και μάλιστα με επιτυ

χίες στα πάνω από τρεις χιλιάδες μέτρα.

Παρά την απαγόρευση συμμετοχής μας στους αλαλαγμούς

χαράς —ο Έσσερ μας έδωσε να καταλάβουμε ότι δεν ήμαστε

άξιοι να εκδηλώνουμε ανοιχτά το ενδιαφέρον μας για γερμανι

κές νίκες—, κατά τη διάρκεια των αγώνων δεν ήταν δυνατό να

αποφευχθούν, έστω και για λίγα μόνο λεπτά, αυθόρμητες εκ

δηλώσεις σύμπνοιας μεταξύ κρατουμένων και φρουρών. Αυτό

συνέβη, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της συναρπαστικής

μονομαχίας μεταξύ του φοιτητή από τη Λειψία Λουτς Λονγκ

με τον αμερικανό νικητή στα εκατό και —λίγο αργότερα— στα

διακόσια μέτρα ΤζέσεΌουενς, έναν μαύρο, την οποία παρακο

λουθούσαμε με αγωνία και στην οποία τελικά νίκησε ο'Οουενς

με το ολυμπιακό ρεκόρ οχτώ έξι. Έτσι κι αλλιώς είχε και το

παγκόσμιο ρεκόρ με οχτώ δεκατρία. Το αργυρό μετάλλιο του

Λονγκ το γιόρτασαν όλοι όσοι βρίσκονταν κοντά στο ραδιό

φωνο: δύο υπαξιωματικοί Ες-Ες, και οι δυο αιμοβόρικα σκυ

λιά, ένας πράσινος κάπος* που περιφρονούσε εμάς τους πολι

τικούς και με κάθε ευκαιρία μας ταπείνωνε, και εγώ, μεσαίο

στέλεχος του ΚΚΓ, που επέζησα από όλα αυτά και ακόμη πε

ρισσότερα και που σήμερα αναμασάω τις θλιβερές αναμνήσεις

μου με μια μασέλα που δεν εφαρμόζει καλά.

Ίσως τη βραχυπρόθεσμη εκείνη συντροφικότητα να την προ

κάλεσε η χειραψία που καταδέχτηκε ο Χίτλερ με τον νέγρο

πολλαπλό ολυμπιονίκη/Επειτα επικράτησε πάλι η απόσταση.

* Κρατούμενοι που είχαν -ο πρόσταγμα στις ειδικές μονάδες εργασίας {Arbeits-

kommiindos).

136 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Ο λοχαγός Έσσερ μας έβγαλε στην αναφορά. Πειθαρχικά μέ

τρα για τους κρατούμενους και τους φρουρούς. Το παράνομο

ραδιόφωνο εξαφανίστηκε και χάσαμε τη συνέχεια των Ολυ

μπιακών Αγώνων. Μόνο από φήμες πληροφορήθηκα την ατυ

χία των κοριτσιών μας που στον τελικό της σκυταλοδρομίας

τέσσερα επί τετρακόσια έχασαν κατά τη μεταβίβαση τη σκυτά

λη. Και με το τέλος των Ολυμπιακών, σώθηκαν και οι ελπίδες

μας.

1937

ΤΑ Ι1ΛΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ ΣΤΙΙΝ ΑΥΛΗ του σχολείου δεν έληγαν με

το χτύπημα του κουδουνιού, αλλά συνεχίζονταν από διάλειμ

μα σε διάλειμμα κάτω από καστανιές και μπροστά στο μο

νώροφο κτήριο των αποχωρητηρίων, το λεγόμενο κατουρη-

τήριο. Πολεμούσαμε μεταξύ μας. Το κατουρητήριο δίπλα στο

γυμναστήριο ήταν το Αλκαζάρ του Τολέδο. Το συμβάν είχε

βέβαια λάβει χώρα πριν από ένα χρόνο, αλλά στα μαθητικά

μας όνειρα οι Φαλαγγίτες του Φράνκο υπερασπίζονταν διαρ

κώς ηρωικά τα τείχη. Μάταια ot Κόκκινοι εφορμούσαν ξανά

και ξανά. Η αποτυχία τους όμως οφειλόταν επίσης στην ακε

φιά τους: κανένας δεν ήθελε να ανήκει στους Κόκκινους, ούτε

εγώ. Όλοι οι μαθητές, θαρραλέοι σε σημείο να αψηφούν ακό

μη και τον θάνατο, ήταν με το μέρος του Φράνκο. Τελικά

μας μοίρασαν βάζοντας κλήρο κάτι παιδιά της έκτης γυμνα

σίου: μαζί με άλλους της πρώτης τράβηξα κόκκινο, ανύπο

πτος για τη μεταγενέστερη σημασία αυτής της σύμπτωσης'

φαίνεται πως τα μελλούμενα προδιαγράφονται ήδη στην

αυλή του σχολείου.

Έτσι λοιπόν πολιορκήσαμε το κατουρητήριο. Αυτό έγινε όχι

δίχως συμβιβασμό, γιατί οι καθηγητές που επόπτευαν στα δια

λείμματα φρόντιζαν ώστε τόσο οι ουδέτερες όσο και οι μαχό

μενες μαθητικές ομάδες να μπορούν τουλάχιστον να ουρούν

κατά τη διάρκεια καθορισμένων εκεχειριών. Μία από τις κορυ

φαίες στιγμές του πολέμου ήταν η τηλεφωνική συνομιλία του

διοικητή του Αλκαζάρ, συνταγματάρχη Μοσκαρντό, με τον

138 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

γιο του Λουίς που τον κρατούσαν αιχμάλωτο οι Κόκκινοι και

απειλούσαν να τον εκτελέσουν.

Ο Χέλμουτ Κουρέλλα, ένας μαθητής της τρίτης με αγγελικό

πρόσωπο και ανάλογη φωνή, έπαιζε τον Λουίς. Εγώ έπρεπε

να μιμηθώ τον κόκκινο στρατιωτικό κομμισάριο Καμπάλο και

να δώσω το ακουστικό στον Λουίς. Δυνατή σαν σάλπιγγα

αντήχησε η φωνή του στην αυλή την ώρα του διαλείμματος:

«Γεια σου, μπαμπά». Οπότε ο συνταγματάρχης Μοσκαρντό:

«Τι τρέχει, γιε μου;» — «Τίποτε, λένε πως θα με τουφεκίσουν

αν δεν συνθηκολογήσει το Αλκαζάρ.» — «Αν αυτό αληθεύει, γιε

μου, τότε πες δυο καλά λόγια για την ψυχή σου στον Θεό, φώ

ναξε Viva Espatîa και πέθανε σαν ήρωας.» — «Αντίο, πατέρα.

Και ένα μεγάλο φιλί!»

Αυτά αναφωνούσε ο αγγελικός Χέλμουτ ως Λουίς. Οπότε

εγώ, ο κόκκινος κομμισάριος —που είχα φέρει σε απόγνωση ένα

μαθητή της τελευταίας τάξης του γυμνασίου μέχρι να μου μά

θει το τελικό «Viva la muerte!»— έπρεπε να τουφεκίσω το πα

λικάρι κάτω από μια ολάνθιστη καστανιά.

Όχι, δεν είμαι σίγουρος αν τον εκτελούσα εγώ ή κάποιος

άλλος' θα μπορούσε όμως να ήμουν κι εγώ. Έπειτα η μάχη

συνεχιζόταν. Στο επόμενο διάλειμμα ανατιναζόταν ο πύργος

του οχυρού. Η ανατίναξη γινόταν με ακουστικά εφέ. Αλλά οι

υπερασπιστές του οχυρού δεν παραιτούνταν. Ο πόλεμος, που

αργότερα ονομάστηκε Ισπανικός Εμφύλιος, διαδραματιζόταν

στη αυλή του Γυμνασίου Κονραντίνουμ στο Λάνγκφουρ του

Ντάντσιχ σαν ένα μοναδικό επαναλαμβανόμενο επεισόδιο.

Φυσικά στο τέλος νικούσε η Φάλαγγα. Ο κλοιός της πολιορ

κίας έσπαγε έξωθεν. Ένα ασκέρι της τρίτης χτυπούσε με υπερ

βολική σφοδρότητα. Ακολουθούσε καθολικός εναγκαλισμός. Ο

συνταγματάρχης Μοσκαρντό χαιρετούσε τους ελευθερωτές με

το αργότερα ξακουστό σύνθημα: «Sin novcdad» που θα πει πε

ρίπου «Ουδέν σχόλιον». Ακολουθούσε το καθάρισμα ημών, δη

λαδή των Κόκκινων.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 139

Έτσι προς το τέλος του διαλείμματος μπορούσε να χρησιμο

ποιηθεί πάλι κανονικά το αποχωρητήριο, αλλά την επομένη

επαναλαμβάναμε το παιχνίδι μας. Αυτό τράβηξε μέχρι τις θε

ρινές διακοπές του '37. Βέβαια θα μπορούσαμε να παίξουμε

και τον βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκουέρνικα. Είχαμε

παρακολουθήσει την επιχείρηση αυτή των εθελοντών μας στα

επίκαιρα που μας είχαν δείξει στις κινηματογραφικές αίθουσες

πριν από το κυρίως φιλμ. Στις 26 Απριλίου ισοπέδωσαν τη μι

κρή αυτή πόλη. Ακόμη έχω στ' αφτιά μου τη μουσική υπό

κρουση του θορύβου των κινητήρων. Αλλά δεν έβλεπες παρά

μόνο στούκας Junker και βομβαρδιστικά Hcinkcl να προσεγγί

ζουν, να βυθίζονται, να απογειώνονται. Είχες την εντύπωση

ότι έκαναν γυμνάσια. Από δω δεν προέκυπτε κανένας ηρωι

σμός που θα μπορούσε να μιμηθεί κανείς στην αυλή του σχο

λείου την ώρα του διαλείμματος.

Ί

1938

Η ΦΑΣΑΡΙΑ ME TON ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΜΑΣ της ιστορίας άρχισε όταν

όλοι είδαν στην τηλεόραση το τείχος να ανοίγει ξαφνικά και να

μπορούν οι πάντες, ακόμη και η γιαγιά μου που ζει στο Πάν-

κο, να περνούν απέναντι στη Δύση χωρίς καμία απολύτως δια

τύπωση. Ο κύριος Χέσλε ωστόσο, ο καθηγητής μας, που όταν

δεν έμεινε στην πτώση του τείχους αλλά ρώτησε όλη την τάξη:

«Ξέρετε τι άλλο έχει συμβεί στη Γερμανία στις 9 Νοεμβρίου;

Παραδείγματος χάριν, ακριβώς πριν από πενήντα ένα χρό

νια;» σίγουρα το 'κάνε για το καλό μας

Επειδή όλοι ξέραμε περίπου κάτι, αλλά κανένας μας κάτι

συγκεκριμένο, μας εξήγησε τι ήταν η «γερμανική νύχτα των

κρυστάλλων». Λέγεται έτσι γιατί διαδραματίστηκε σε ολόκλη

ρη τη γερμανική επικράτεια και επειδή εκείνη τη νύχτα έσπα

σαν πολλά γυάλινα σκεύη που ανήκαν σε εβραίους, ανάμεσα

τους και πολλά κρυστάλλινα βάζα. Επίσης έσπασαν με πέτρες

από το λιθόστρωτο πολλές βιτρίνες καταστημάτων που οι

ιδιοκτήτες τους ήταν εβραίοι. Και γενικά καταστράφηκαν

ανόητα πολλά πολύτιμα πράγματα.

Ίσως ήταν λάθος του κυρίου Χέσλε που δεν έλεγε να σταμα

τήσει και που επί πολλές ώρες ιστορίας μας μιλούσε μόνο γι '

αυτό το επεισόδιο και μας διάβαζε τεκμήρια που έλεγαν πόσες

ακριβώς συναγωγές κάηκαν και ότι δολοφονήθηκαν αναίτια

ενενήντα ένας εβραίοι. Θλιβερές ιστορίες τη στιγμή που στο Βε

ρολίνο, τι λέω, σε όλη τη Γερμανία ο ενθουσιασμός ήταν μεγά

λος γιατί μπορούσαν επιτέλους να ενωθούν όλοι οι Γερμανοί.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 141

Αλλά εκείνος μιλούσε μόνο για τις παλιές ιστορίες και πώς

ήταν δυνατό να γίνουν όλα αυτά. Και είναι αλήθεια πως μας

έπρηξε με όλα όσα έγιναν κάποτε εδώ.

Εν πάση περιπτώσει αυτή «η εμμονή του στο παρελθόν»,

όπως είπαν, επικρίθηκε στη συνέλευση γονέων και κηδεμόνων

σχεδόν από όλους. Ακόμα και ο πατέρας μου, που κατά βάθος

του αρέσει να μιλάει για τα παλιά, για παράδειγμα για τότε

όταν πριν από το χτίσιμο του τείχους το έσκασε από την κατε

χόμενη από τους Σοβιετικούς ζώνη και ήρθε εδώ, στη Σουηβία

και έμεινε ξένος πολύ καιρό, ο πατέρας μου λοιπόν είπε στον

κύριο Χέσλε περίπου τα εξής: «Και φυσικά δεν έχω να προσά

ψω τίποτε στο γεγονός ότι η κόρη μου μαθαίνει τις θηριωδίες

που διέπραξαν οι ορδές του Τάγματος Εφόδου παντού και δυ

στυχώς και εδώ στο Έσλινγκεν, αλλά παρακαλώ τη σωστή

στιγμή και όχι ειδικά όταν, όπως τώρα, έχουμε επιτέλους κά

ποιο λόγο να χαιρόμαστε και ολόκληρος ο κόσμος μας συγχαί

ρει εμάς τους Γερμανούς...»

Εμάς τους μαθητές όμως μας ενδιέφερε κατά κάποιο τρόπο

τι είχε συμβεί τότε στην πόλη μας, για παράδειγμα στο ισραη

λιτικό ορφανοτροφείο Οίκος Γουλιέλμου. Έβγαλαν όλα τα

παιδιά έξω στην αυλή. Όλα τα σχολικά βιβλία, τα ευχολόγια,

ακόμη και οι κύλινδροι της τορά ρίχτηκαν σε έναν σωρό και

κάηκαν. Τα παιδιά που τα έβλεπαν όλα αυτά έκλαιγαν από

φόβο μήπως τα κάψουνε κι αυτά. Αλλά μόνο τον δάσκαλο

Φριτς Σάμουελ έδειραν και άφησαν αναίσθητο, και μάλιστα με

κορίνες από το γυμναστήριο.

Δόξα τω Θεώ όμως υπήρχαν στο Έσλινγκεν και άνθρωποι

που προσπάθησαν να βοηθήσουν, για παράδειγμα ένας ταξι

τζής που ήθελε να μεταφέρει μερικά παιδιά στη Στουτγάρδη.

Και τέλος πάντων όλα αυτά που μας διηγήθηκε ο κύριος

Χέσλε σου ερέθιζαν το ενδιαφέρον. Ακόμα και τα αγόρια της

τάξης μας συμμετείχαν αυτή τη φορά στο μάθημα, και οι

συμμαθητές μας απ' την Τουρκία, και βέβαια και η φίλη μου

142 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Σιρίν που η οικογένεια της είναι από την Περσία.

Και στη συνέλευση των γονέων ο ιστορικός μας, όπως πα

ραδέχτηκε ο πατέρας μου, υπεράσπισε τον εαυτό του μια χαρά.

Λένε πως εξήγησε στους γονείς: Κανένα παιδί δεν μπορεί να

καταλάβει σωστά το τέλος της εποχής του τείχους, εάν δεν ξέ

ρει πότε και πού ακριβώς άρχισε η αδικία και τι τελικά οδήγη

σε στη διαίρεση της Γερμανίας. Και όλοι οι γονείς έγνεψαν

τότε καταφατικά. Αλλά το μάθημα για τη νύχτα των κρυ

στάλλων ο κύριος Χέσλε αναγκάστηκε να το διακόψει και να

το αναβάλει για αργότερα. Κρίμα.

Παρ' όλα αυτά ξέρουμε τώρα κάτι παραπάνω για εκείνη τη

νύχτα. Για παράδειγμα, ότι σχεδόν όλοι στοΈσλινγκεν παρα

κολουθούσαν βουβοί ή κοίταζαν αλλού, όταν έγιναν όλα αυτά

με το ορφανοτροφείο. Γι ' αυτό κι εμείς, όταν πριν από μερικές

εβδομάδες ο Γιασίρ, ένας κούρδος συμμαθητής μας, υποχρεώ

θηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία μαζί με τους γονείς του, εί

χαμε την ιδέα να στείλουμε μία επιστολή διαμαρτυρίας στον

δήμαρχο. Όλοι έβαλαν την υπογραφή τους. Αλλά τη μοίρα

των εβραιόπουλων στο ισραηλιτικό ορφανοτροφείο Οίκος Γου

λιέλμου δεν την αναφέραμε στο γράμμα, γιατί έτσι μας συμ

βούλεψε ο κύριος Χέσλε. Τώρα όλοι ελπίζουμε ότι στον Γιασίρ

θα επιτραπεί να μείνει.

1939

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΕ ΝΗΣΕ Αφού μας διαβεβαίωσαν ότι υπήρχαν

δωμάτια εντός και εκτός Βέστερλαντ και ότι το μεγάλο κατώι

πρόσφερε αρκετό χώρο για τις φλυαρίες μας, ευχαρίστησα τον

οικοδεσπότη, έναν πρώην, τώρα στον χώρο των εκδόσεων και

με μπόλικο παρά που είχε την ευχέρεια να αποκτήσει στο Συλτ

ενα από αυτά τα παραδοσιακά χωριάτικα σπίτια με στέγη σκε

πασμένη με σχοίνα. Η συνάντηση μας έγινε τον Φεβρουάριο.

Ηρθαν περισσότεροι από τους μισούς καλεσμένους, ακόμη και

μερικοί μεγαλόσχημοι που στο μεταξύ είχαν τον πρώτο λόγο

είτε στο ραδιόφωνο είτε -τ ι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα— ως αρ

χισυντάκτες. Μπήκαν στοιχήματα: ο αρχισυντάκτης ενός πε

ριοδικού ευρείας κυκλοφορίας κατέφτασε πράγματι, αν και κα

θυστερημένος και μόνο για λίγο. Οι περισσότεροι προ'^ην όμως

μεταπολεμικά είχαν κερδίσει τα προς το ζην είτε σε υποδεέστε

ρα γραφεία σύνταξης είτε, όπως εγώ, ως διαρκώς μετακινούμε

νοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Όλους μας -επομένως και εμέ

να— μας συνόδευε σαν ρετσινιά αλλά και σαν πιστοποιητικό

ποιότητας ο θρύλος ότι ως μέλη των λόχων προπαγάνδας εί

χαμε διατελέσει πολεμικοί ανταποκριτές, γι ' αυτό και θα ήθε

λα να υπενθυμίσω σ' αυτό το σημείο ότι χίλιοι περίπου συνά

δελφοι μας βρήκαν τον θάνατο είτε μέσα στον θάλαμο χειρι

στού ενός βομβαρδιστικού τύπου He-111 πάνω από την Α γ

γλία είτε ως ανταποκριτές στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Εμείς οι επιζώντες νιώθαμε όλο και πιο επιτακτική την ανά

γκη να συναντηθούμε. Έ τ σ ι λοιπόν, μετά από κάποιους δι-

144 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σταγμούς, ανέλαβα εγώ την οργάνωση. Η συμφωνία μας ήταν

συγκρατημένη έκθεση των γεγονότων. Ούτε ονόματα θα ανα

φέρονταν, ούτε προσωπικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών θα επι

τρεπόταν. Εκείνο που θέλαμε ήταν μια εντελώς φυσιολογική

συνάντηση συναδέλφων, παρόμοια με τις μεταπολεμικές συνα

ντήσεις των διακεκριμένων με τον Σιδηρούν Σταυρό του Τάγ

ματος των Ιπποτών, των μελών της τάδε ή της δείνα μεραρ

χίας, αλλά και πρώην κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέ

ντρωσης. Επειδή εγώ ως άπειρος νεαρός ήμουν εξαρχής πα

ρών, δηλαδή από την εκστρατεία ακόμη στην Πολωνία, και

επειδή δεν ήμουν ύποπτος κανενός είδους υπεύθυνης δραστη

ριότητας στο υπουργείο προπαγάνδας, έχαιρα κάποιας υπόλη

ψης. Επιπλέον πολλοί συνάδελφοι θυμούνταν τις πρώτες μου

ανταποκρίσεις λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου, τις οποίες

είχα γράψει από τη σκοπιά του απλού φαντάρου για το 79ο

τάγμα μηχανικού της δεύτερης μεραρχίας τεθωρακισμένων αρ

μάτων μάχης κατά τη διάρκεια της μάχης στην Μπτζούρα

(κατασκευή γέφυρας υπό τα εχθρικά πυρά) και για την προέλα

ση των τεθωρακισμένων μας μέχρι έξω από τη Βαρσοβία,

όπου τον τόνο είχαν δώσει τα στούκας. Ανέκαθεν αυτό έκανα,

έγραφα για τους φαντάρους στην πρώτη γραμμή και για τον

σιωπηρό ηρωισμό τους. Ο γερμανός φαντάρος. Οι καθημερινές

του πορείες στους σκονισμένους δρόμους της Πολωνίας. Πεζο

γραφία της αρβύλας! Πάντα πίσω από το προπορευόμενο

άρμα μάχης, με μια κρούστα ξεραμένης λάσπης, καμένος απ'

τον ήλιο, αλλά πάντα καλοδιάθετος, ακόμα και όταν μετά σύ

ντομη αψιμαχία τα φλεγόμενα χωριά έδειχναν το αληθινό

πρόσωπο του πολέμου. Ή η μη απαθής ματιά μου στις ατέ

λειωτες φάλαγγες αιχμάλωτων, ηττημένων κατά κράτος Πο

λωνών...

Αυτός ο κατά καιρούς στοχαστικός τόνος στις ανταποκρίσεις

μου εγγυόταν την αξιοπιστία τους. Η λογοκρισία βέβαια μου

έκοψε κάμποσα. Για παράδειγμα, όταν ζωγράφισα τη συνά-

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 145

ντηση των τεθωρακισμένων μας με τους Ρώσους στο Μόστυ

Βίλκι τονίζοντας υπερβολικά το «συνάδελφοι εν ό π λ ο ι ς » . Ή

όταν η περιγραφή των παράξενων γενειάδων γερο-εβραίων με

καφτάνια μου βγήκε υπερβολικά καλοσυνάτη. Εν πάση περι

πτώσει μερικοί πρώην συνάδελφοι με διαβεβαίωσαν στη συνά

ντηση μας ότι τα άρθρα μου από την Πολωνία, με τη ζωντά

νια και ενάργεια τους δεν ξεχώριζαν από τις ανταποκρίσεις

μου από το Λάος, την Αλγερία ή την Εγγύς Ανατολή, που

έγραψα τον τελευταίο καιρό για ένα από τα περιοδικά ευρείας

κυκλοφορίας.

Αφού κανονίστηκαν τα θέματα της διαμονής, περάσαμε χ ω

ρίς τύπους στη συζήτηση μεταξύ συναδέλφων. Μόνο ο καιρός

δεν είχε καλές διαθέσεις' έτσι ούτε σκέψη για περίπατο στην

παραλιακή αλέα ή στη βατή πλευρά του νησιού όταν τραβιού-

νταν τα νερά. Παρότι συνηθισμένοι στην έκθεση σε κάθε είδους

κλίμα, αποδειχτήκαμε παθιασμένοι σπιτόγατοι, καθόμαστε

κοντά στο τζάκι πίνοντας γκρογκ και ποντς που πρόσφερε γεν

ναιόδωρα ο οικοδεσπότης μας. Έτσι λοιπόν πραγματευτήκαμε

την εκστρατεία στην Πολωνία. Τον κεραυνοβόλο πόλεμο. Τις

δεκαοκτώ ημέρες.

Όταν η Βαρσοβία, ένας σωρός ερειπίων, έπεσε, ένας από

τους πρώην, ο οποίος, έλεγαν, έκανε χρυσές δουλειές και όχι

μόνο ως συλλέκτης έργων τέχνης, ανέκρουσε τόνο ο οποίος γι

νόταν όλο και πιο βροντώδης και παρατεταμένος. Μας σέρβιρε

παραθέματα από ανταποκρίσεις τις οποίες είχε συντάξει σε ένα

υποβρύχιο και αργότερα εκδώσει σε βιβλίο με τίτλο Διώκτες

στον Ωκεανό και πρόλογο του Αρχιναύαρχου. «Πυροβόλον πέ

ντε συνδέσατε! — Σκοπεύσατε πλοίον! — Γεμίσατε...» Και φυσι

κά τέτοιου τύπου άρθρα προσφέρουν περισσότερα από τους δι

κούς μου κατασκονισμένους φαντάρους στις ατέλειωτες δημο

σιές της Πολωνίας...

1940

ΑΓΙΟ ΤΟ ΣΥΛΤ ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Όπως είπα, ο και

ρός επέτρεπε το πολύ μικρούς περιπάτους στην παραλία προς

τη μεριά του Λιστ ή προς την αντίθετη μεριά του Χέρνουμ.

Όλοι εμείς της αλλόκοτης Συντροφιάς των Πρώην καθόμαστε

θαρρείς με πληγωμένα πόδια από την εποχή των υποχωρή

σεων καπνίζοντας και πίνοντας πλάι στο τζάκι και σκαλίζο

ντας αναμνήσεις. Ο ένας ήταν παρών και νικητής στη Γαλλία,

ερχόταν ο επόμενος με ηρωικές πράξεις από το Νάρβικ και τα

φιόρδ της Νορβηγίας. Λες κι έπρεπε να αναμασήσουν όλοι άρ

θρα που είχαν δημοσιευτεί στη Βίβλο της Αεροπορίας Αετός ή

στο Σήμα, ένα περιοδικό του στρατού πολύ καλοφτιαγμένο:

έγχρωμο, με μοντέρνο layout, που σύντομα διαδόθηκε σε όλη

την Ευρώπη. Στον όροφο αρχισυνταξίας του Σήματος είχε το

πρόσταγμα κάποιος ονόματι Σμιτ. Μετά τον πόλεμο, εννοεί

ται με άλλο όνομα, είχε το πρόσταγμα στο περιοδικό Kris/a//

του Σπρίνγκερ*. Τώρα λοιπόν είχαμε την αμφίβολη ευχαρί

στηση της επίμονης παρουσίας του και ήμαστε αναγκασμένοι

να ακούμε το κήρυγμα του για «χαρισμένες νίκες».

Συζητούσαμε για τη Δουνκέρκη όπου είχε καταφύγει ολό

κληρο το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα: έπρεπε να επιβιβα

στούν κατεπειγόντως στα πλοία κάπου τριακόσιες χιλιάδες

άντρες. Ο αλλοτινός Σμιτ, το νεότερο όνομα του οποίου δεν

* Axel Springer (1912-1985), συντηρητικός μεγαλοεκδότης της μεταπολεμι

κής Γερμανίας.

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 147

επιτρέπεται να αναφερθεί, ήταν ακόμα κορεσμένος από αγανά

κτηση: «Εάν ο Χίτλερ δεν είχε σταματήσει το σώμα τεθωρακι

σμένων Κλάιστ στην Αμπεβίλ, εάν αντ' αυτού είχε επιτρέψει

στα τεθωρακισμένα άρματα μάχης του Γκουντέριαν και του

Μανστάιν να εισχωρήσουν μέχρι την ακτή, εάν είχε δώσει

εντολή εφόδου στα παράλια και εάν είχε ολοκληρωθεί η επιχεί

ρηση, τότε ο Εγγλέζος θα 'χε χάσει έναν ολόκληρο στρατό και

όχι μόνο τον εξοπλισμό του. Ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε

κριθεί από νωρίς, μάλιστα, διότι οι Βρετανοί δεν θα είχαν να

αντιτάξουν τίποτε σε μία εισβολή. Αλλά ο στρατάρχης χάρισε

τη νίκη. Θεώρησε πως έπρεπε να φεισθεί της Αγγλίας. Πίστευε

στις διαπραγματεύσεις. Ναι, ναι, εάν τότε τα τεθωρακισμένα

μας...»

Έ τ σ ι θρηνούσε ο αλλοτινός Σμιτ για να βυθιστεί μετά σε

μελαγχολικούς ρεμβασμούς με το βλέμμα στο τζάκι. Ό,τι εί

χαν να συνεισφέρουν οι άλλοι στο θέμα των κινήσεων εγκλωβι

σμού και της ριψοκίνδυνης τεχνικής μάχης δεν τον ενδιέφερε.

Για παράδειγμα, υπήρχε κάποιος που τη δεκαετία του '50 είχε

επιβιώσει εκδίδοντας στο Μπαστάι-Λύμπε φυλλάδες για φα

ντάρους και που τώρα πουλούσε την ψυχή του σε αμφίβολης

ποιότητας φύλλα —σε περιοδικά του λεγόμενου «ροζ τύπου»—,

αλλά ο οποίος με τις ανταποκρίσεις του από τις επιχειρήσεις

της αεροπορίας στον Αετό είχε γίνει μεγάλο όνομα. Αυτός λοι

πόν μας εξήγησε τα προτερήματα του βομβαρδιστικού j u 88

έναντι του Ju 87, του γνωστού στούκα, ζωγραφίζοντας με κα

μπυλωμένα χέρια τη μέθοδο βομβαρδισμού δια βυθίσεως, δη

λαδή την απλή σκόπευση με ολόκληρο το αεροσκάφος, τη ρίψη

των βομβών κατά την επαναφορά του στην κανονική θέση

πτήσης, τα σύντομα διαστήματα μεταξύ των βολών κατά τον

βομβαρδισμό δια διαδοχικής αφέσεως βομβών και την επίθεση

εκτός καμπύλης σε πλέοντα, οφιοειδώς κινούμενα πλοία. Είχε

ζήσει επιχειρήσεις σε αεροσκάφη τύπου Junker αλλά και He-

111. Και μάλιστα ψηλά από τον θάλαμο χειριστού με τη γυά-

/•AS Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

λινή καλύπτρα και με θέα το Λονδίνο, το Κόβεντρυ. Οι περι

γραφές του ήταν αρκετά αντικειμενικές. Θα πίστευε κανείς ότι

είχε γλυτώσει από την αερομαχία της Αγγλίας εντελώς τυ

χαία. Πάντως κατάφερε να μας επιδείξει τη διαδοχική άφεση

βομβών από συμπαγή σμήνη βομβαρδιστικών τόσο εντυπω

σιακά -χρησιμοποιώντας και τη λεξούλα «εκκαθάριση»-, ώστε

είδαμε με τα μάτια του νου ξανά τον καιρό των αντιποίνων

όταν η Λυβέκη, η Κολονία και το Βερολίνο ισοπεδώθηκαν από

τρομοκρατικές αεροπορικές επιθέσεις.

Και όταν ύστερα η διάθεση γύρω από το τζάκι απειλούσε να

εξασθενήσει, η παρέα κατέφυγε στο συνηθισμένο δημοσιογραφι

κό κουτσομπολιό: ποιος είχε πετάξει ποιον αρχισυντάκτη,

ποιος δεν ήταν σίγουρος στην καρέκλα του, πόσο πλήρωνε

ποιον ο Σπρίνγκερ ή ο Αουγκστάιν*. Τέλος ήρθε η σωτηρία

από τον ειδικό της παρέας σε θέματα τέχνης και υποβρυχίων.

Αυτός είτε κουβέντιαζε ανάλαφρα για τον εξπρεσιονισμό και

τους πίνακες που είχε αποθησαυρίσει είτε μας τρόμαζε βροντο

φωνάζοντας ξαφνικά: «Έτοιμοι δια κατάδυσιν!» Σε λίγο νομί

ζαμε ότι ακούγαμε τις βόμβες βυθού «... ακόμη μακριά - γω

νία εξήντα μοίρες», κι έπειτα «Ανάδυσις εις βάθος περισκο

πίου...», και τότε είδαμε τον κίνδυνο: «Δεξιά αντιτορπιλικό...»

Τι καλά που καθόμαστε στα στεγνά, ενώ έξω οι ριπές του ανέ

μου φρόντιζαν για την κατάλληλη μουσική υπόκρουση.

* Rudolf Augstein (1923). ιδρυτής το Ι()Ι(> του περιοδικού Der A/W;'îV.

1941

ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ MOT ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ, είτε από τη Ρωσία

είτε αργότερα από την Ινδοκίνα και την Αλγερία - γ ι α μας

τους δημοσιογράφους ο πόλεμος συνεχίστηκε- σπάνια κατόρ

θωσα να εντυπωσιάσω, διότι όπως στην εκστρατεία κατά της

Πολωνίας και της Γαλλίας έτσι και στην Ουκρανία ήμουν συ

νήθως μαζί με μονάδες του πεζικού και πάντα πίσω από τις

μονάδες τεθωρακισμένων: αρχικά από θύλακα μάχης σε θύλα

κα μάχης μέσω Κιέβου μέχρι το Σμολένσκ, και μετά, όταν άρ

χισε η περίοδος της λάσπης, στα ίχνη ενός τάγματος του μη

χανικού που για να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό έστρωνε κορ

μούς δέντρων και ρυμουλκούσε/Οπως είπα: πεζογραφία αρβύ

λας και κουρελόπανων αντί για κάλτσες. Οι συνάδελφοι μου

ήταν ενδοξότεροι λ ό γ ω ευφράδειας. Κάποιος, ο οποίος αργότε

ρα, πολύ αργότερα έστελνε στο μαζικό φύλλο όλων μας*

ανταποκρίσεις από το Ισραήλ περί «κεραυνοβόλων νικών», λες

και ο πόλεμος των έξι ημερών ήταν η συνέχεια της «επιχείρη

σης Μπαρμπαρόσα», τον Μάιο του 1941 πήδηξε μαζί με τους

αλεξιπτωτιστές μας στην Κρήτη -«... και ο Μαξ Σμέλινγκ

στραμπούληξε το πόδι του...»-, κάποιος άλλος είχε παρακο

λουθήσει από το θωρηκτό Πρίγκιφ Ευγένιος το Βίσμαρκ τρεις

μέρες πριν βουλιάξει αύτανδρο -μαζί με τουλάχιστον τρεις χι

λιάδες άντρες- να βυθίζει το βρετανικό πολεμικό Hood. «Και

αν δεν είχε πετύχει μία τορπίλη τορπιλοπλάνου το πηδάλιο,

'"' Εννοεί τη φυλλάδα \ΜΙά~ι•ΪΙιιιι^ του συγκροτήματος Springer.

150 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

έτσι ώστε το Βίσμαρκ να μην μπορεί πλέον να ελιχθεί, ίσως να

μην είχε...» Και άλλες ακόμη ιστορίες του τύπου «αν η γιαγιά

μου είχε καρούλια, θα ήταν...».

Το ίδιο και ο στρατηγός του καναπέ, Σμιτ, ο οποίος μάζεψε

εκατομμύρια με τη σειρά των ανταποκρίσεων του για το περιο

δικό Kris/all, ένα βιβλίο χοντρό σαν τούβλο που εκδόθηκε αργό

τερα από τις εκδόσεις Ουλστάιν. Στο μεταξύ είχε καταλήξει

στη διαπίστωση ότι την τελική μας νίκη στη Ρωσία την είχε

ματαιώσει η εκστρατεία στα Βαλκάνια: «Μόνο και μόνο επει

δή στο Βελιγράδι έκανε πραξικόπημα ένας σέρβος στρατηγός,

έπρεπε να αποκαταστήσουμε πρώτα εκεί κάτω την τάξη,

πράγμα που μας κόστισε πέντε πολύτιμες εβδομάδες καθυστέ

ρησης. Τι θα συνέβαινε όμως εάν ο στρατός μας είχε προελάσει

όχι στις 22 Ιουνίου αλλά από τις 15 κιόλας Μαΐου προς τα

ανατολικά, εάν επομένως τα τανκς του στρατηγού Γκουντέ-

ριαν είχαν αρχίσει το τελικό κτύπημα εναντίον της Ρωσίας όχι

στα μέσα Νοεμβρίου, αλλά πέντε εβδομάδες νωρίτερα, πριν

από την περίοδο της λάσπης και πριν έρθει ο πατερούλης ο

χιονιάς...»

Και πάλι έπεσε σε συλλογή, βουβά διαλεγόμενος με τη φω

τιά στο τζάκι' συλλογιζόταν «χαρισμένες νίκες» πασχίζοντας

να κερδίσει εκ των υστέρων χαμένες μάχες — αργότερα πρόσφε

ραν την ευκαιρία η Μόσχα και το Ελ Αλαμέιν. Αλλά παρότι

έμεινε μόνος με τις θεωρίες του, κανένας δεν τόλμησε να του

αντιμιλήσει, ούτε εγώ, γιατί εκτός απ' αυτόν στην παρέα μας

των παλαίμαχων συμμετείχαν ακόμα τρεις αυστηροί και άξιοι

ναζί -άλλοτε όπως και τώρα αρχισυντάκτες- που είχαν μεγά

λη επιρροή. Ποιος τολμά και μάλιστα εθελοντικά να τσατίσει

τον εργοδότη του;

Μόνο όταν μαζί με έναν φιλαράκο, που όπως και οι δικές

μου έτσι και οι δικές του ανταποκρίσεις ήταν πάντα από τη

σκοπιά των φαντάρων του μετώπου, κατάφερα να βγω έξω

από την ακτίνα επιρροής του μεγάλου στρατηγικού νου, κάνα-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 151

με πλάκα σε μια ταβέρνα του Βέστερλαντ με τη φιλοσοφία

«της γιαγιάς με τα καρούλια». Γνωριζόμαστε από τον Γενάρη

του ' 4 1 , όταν μας έδωσαν φύλλο πορείας, για να συνοδεύσουμε

-εκείνος ως φωτογράφος, εγώ ως γραφιάς- το αφρικανικό

στράτευμα του Ρόμελ στη Λιβύη. Οι δικές του φωτογραφίες

από την έρημο και οι δικές μου ανταποκρίσεις για την ανακα

τάληψη της Κυρηναϊκής προβλήθηκαν στο Σήμα και έκαναν

αρκετή αίσθηση. Για όλα τούτα κουβεντιάζαμε κατεβάζοντας

τη μια ρακή μετά την άλλη.

Αρκετά πιωμένοι σταθήκαμε έπειτα στην παραλιακή αλέα

του Βέστερλαντ κόντρα στον άνεμο. Στην αρχή τραγουδούσα

με ακόμη: «Αγαπάμε τις θύελλες, το μουγκρητό των κυμά

των.. .» Έπειτα καρφώσαμε βουβοί το βλέμμα στη θάλασσα

που πάφλαζε μονότονα. Στον δρόμο του γυρισμού, διασχίζο

ντας τη σκοτεινή νύχτα δοκίμασα μια παρωδία του αλλοτινού

κυρίου Σμιτ που το νεότερο όνομα του καλύτερα να μην ανα

φερθεί: «Φαντάσου ο Τσώρτσιλ να είχε καταφέρει στην αρχή

ακόμα του Πρώτου Παγκόσμιου να αλλάξει το σχέδιο του και

να αποβιβαστεί με τρεις μεραρχίες στο Συλτ. Δεν θα είχαν τε

λειώσει όλα πολύ νωρίτερα; Και η ιστορία δεν θα είχε κυλήσει

διαφορετικά; Ούτε Χίτλερ ούτε κανένας απ' όλον αυτό τον συρ

φετό στη συνέχεια. Ούτε αγκαθωτό σύρμα, ούτε τείχος που δι

χοτομεί. Θα είχαμε ακόμα Κάιζερ, πιθανόν ακόμα και αποι

κίες. Και γενικά θα ήμαστε σε καλύτερη θέση, πολύ καλύτε

ρη...»

1942

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΜΕ απρόθυμα, χρονοτριβώ

ντας. Επειδή η νεφοσκεπή είχε μερικές τρύπες ήλιου, μπορέσα

με να πάμε μια βόλτα και να περπατήσουμε μέχρι τα μισά του

δρόμου για το Κάιτουμ. Αλλά στο κατώι, που τα χωριάτικα

δοκάρια του υπόσχονταν φέρουσα ικανότητα αιώνων, ήταν

πάλι αναμμένη - ή έκαιγε ακόμα- η φωτιά στο τζάκι. Ο οικο

δεσπότης μας φρόντισε για τσάι σε κοιλαρούδες τσαγιέρες. Οι

συζητήσεις ωστόσο ήταν χαμηλόφωνες. Ούτε καν το παρόν

έδινε πια υλικό. Μόνο με υπομονή μπορούσες να τσιμπήσεις

μερικά λήμματα από τη φτωχή λεκτική σαλάτα της παρέας με

το ράθυμο στόμα που αναφέρονταν ακροθιγώς στον θύλακα

του Βόλκοφ, στην πολιορκία του Λένινγκραντ ή στο μέτωπο

στον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό χωρίς να τα μεταβάλουν σε

αντικειμενικά γεγονότα. Κάποιος μίλησε, περισσότερο σαν

τουρίστας, για τον Καύκασο/Ενας άλλος ήταν παρών, κι αυ

τός σαν να βρισκόταν εκεί με άδεια, στην κατάληψη της νότιας

Γαλλίας. Τουλάχιστον πήραμε το Χάρκοφ: η μεγάλη θερινή

επίθεση είχε αρχίσει. Πλήθος οι ειδικές ανταποκρίσεις. Σιγά

σιγά όμως τα πράγματα χειροτέρεψαν. Από τον ένα ανταπο

κριτή έκοψαν τους παγόπληκτους στη λίμνη Λάντογκα, από

τον άλλο τον ανύπαρκτο ανεφοδιασμό στο Ροστόβ. Και τότε,

μεσούσης μιας τυχαίας παύσης, μίλησα εγώ.

Μέχρι τότε είχα καταφέρει να παραμείνω στα μετόπισθεν.

Ίσως γιατί οι μεγαλόσχημοι αρχισυντάκτες με είχαν τρομάξει

λιγάκι. Αλλά επειδή αυτή η ομάδα μαζί και ο ειδικός σε θέμα-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 153

τα τέχνης και υποβρυχίων δεν είχε ακόμη καταφθάσει -πιθα

νόν είχε βρει στα γύρω κάστρα επιφανών ένα ελκυστικότερο

κοινό-, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και μίλησα ή μάλλον

τραύλισα, γιατί στο λέγειν δεν υπήρξα ποτέ καλός, τα εξής:

«Είχα έρθει από τη Σεβαστούπολη με άδεια στην ιδιαίτερη

πατρίδα μου την Κολονία. Έμενα με την αδελφή μου κοντά

στη Νέα Αγορά. Η πόλη είχε σχετικά ειρηνική ακόμα όψη,

σχεδόν όπως πρώτα. Πήγα στον οδοντογιατρό μου και μου

άνοιξε με το τρυπανάκι αριστερά ένα φρονιμίτη που πονούσε

φοβερά. Θα μου τον σφράγιζε δύο μέρες αργότερα. Δεν πρόλα

βε όμως. Γιατί τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου... με

πανσέληνο... Σαν σφυριά... Κάπου χίλια βομβαρδιστικά της

ΡΑΦ... Πρώτα αχρήστευσαν τα αντιαεροπορικά μας πυροβό

λα, έπειτα έριξαν αναρίθμητες εμπρηστικές βόμβες και έπειτα

με τη σειρά εκρηκτικές, αερονάρκες και βόμβες φωσφόρου...

Ό χ ι μόνο στο κέντρο της πόλης, αλλά και στα περίχωρα, ακό

μα και στο Ντίιτς, το Μυλχάιμ στην απέναντι όχθη του Ρή

νου... Χωρίς στόχο, κυλινδρούμενος βομβαρδισμός... Ολόκλη

ρες συνοικίες... Στο δικό μας σπίτι έπιασε φωτιά μόνο η σοφί

τα, στο διπλανό δεν έμεινε τίποτε...Έζησα πράγματα που δεν

τα βάζει νους ανθρώπου... Στο διαμέρισμα πάνω από το δικό

μας βοήθησα δύο ηλικιωμένες κυρίες να σβήσουν στην κρεβατο

κάμαρα τους τη φωτιά που είχαν αρπάξει οι κουρτίνες και τα

κρεβάτια... Δεν πρόλαβα να τελειώσω, και η μία γριά μου λέει:

"Και ποιος θα μας βρει τώρα κάποιον να μας καθαρίσει το

διαμέρισμα;" Αλλά τέτοια πράγματα δεν μπορείς να τα διηγη

θείς. Ούτε να μιλήσεις για καταπλακωμένους... Ή για απαν

θρακωμένα πτώματα... Ακόμα βλέπω όμως στη Φρίζεν-στρά-

σε τις γραμμές του ηλεκτρικού να κρέμονται ξεχαρβαλωμένες

σαν σερπαντίνες ανάμεσα σε ερείπια που καπνίζουν. Και στην

Μπράιτε-στράσε τέσσερα μεγάλα εμπορικά μόνο σκελετοί από

σίδερο. Καμένο το Αγριππείο με τα δύο σινεμά. Στον δακτύλιο

το καφενείο Βιέννη όπου παλιά με τη Χίλντα που αργότερα

•ι

154 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

έγινε γυναίκα μου... Από τα κεντρικά της αστυνομίας είχε φύ

γει το πάνω πάτωμα... Και η εκκλησία των Αγίων Αποστό

λων κομμένη στα δυο σαν με τσεκούρι... Ο καθεδρικός όμως εί

ναι όρθιος, καπνίζει, αλλά είναι όρθιος, ενώ γύρω του, και η

γέφυρα του Ντόις... Και το κτήριο όπου είχε το ιατρείο του ο

οδοντογιατρός μου δεν υπήρχε πια, είχε απλούστατα χαθεί. Αν

εξαιρέσουμε τη Λυβέκη, ήταν η πρώτη τρομοκρατική επίθεση.

Βέβαια την αρχή την κάναμε εμείς, με το Ρόττερνταμ, το Κό-

βεντρυ, χωρίς να υπολογίσουμε τη Βαρσοβία. Και το κακό συ

νεχίστηκε μέχρι τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Πάντα κάποιος

κάνει την αρχή. Αλλά με χίλια βομβαρδιστικά, ανάμεσα τους

και εβδομήντα περίπου τετρακινητήρια Λάνκαστερ... Βέβαια.

τα αντιαεροπορικά μας κατέρριψαν πάνω από τριάντα... αλλά

αυτά όλο και πλήθαιναν... Μόλις τέσσερις μέρες αργότερα επα

ναλειτούργησε το τραμ. Διέκοψα την άδεια μου, αν και το δό

ντι μου με πέθαινε/Ηθελα να γυρίσω στο μέτωπο. Εκεί ήξερα

τουλάχιστον τι με περίμενε. Έκλαψα, έκλαψα πραγματικά,

όταν είδα την Κολονία μου από το Ντόιτς. Ακόμα κάπνιζε,

μόνο ο καθεδρικός ήταν ακόμη όρθιος...»

Με αφουγκράζονταν. Δεν συμβαίνει συχνά. Και όχι μόνο

επειδή δεν είμαι καλός στο λέγειν. Αυτή τη φορά όμως είχε

δώσει η ταπεινότητα μου τον τόνο. Κάποιοι διηγήθηκαν έπει

τα για το Ντάρμστατ και το Βύρτσμπουργκ, τη Νυρεμβέργη,

το Χάιλμπρον, και τα λοιπά. Και φυσικά για το Βερολίνο, για

το Αμβούργο. Παντού βουνά τα ερείπια... Πάντα οι ίδιες ιστο

ρίες... Κατά βάθος αδύνατο να τις διηγηθείς... Αλλά ύστερα,

προς το μεσημέρι, όταν η παρέα μας είχε συμπληρωθεί κατά

κάποιο τρόπο, ήρθε η σειρά του Στάλινγκραντ, το θέμα μας

ήταν πια μόνο το Στάλινγκραντ, αν και κανένας μας δεν είχε

ζήσει την πολιορκία του. Είχαμε τύχη βουνό όλοι μας...

1943

ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΟΤΑΝ ο ολύμπιος οικοδεσπότης

μας, είχε εντούτοις την ικανότητα να φροντίζει ώστε οι κουβέ

ντες μας να ακολουθούν περίπου την τροχιά του πολέμου, γ ι '

αυτό μετά το Στάλινγκραντ και το Ελ Αλαμέιν το μόνο για το

οποίο μπορούσαμε να μιλήσουμε ήταν πια μόνο οι οπισθοχω

ρήσεις ή, όπως ήταν τότε η έκφραση, οι ευθυγραμμίσεις του με

τώπου. Οι περισσότεροι παραπονούνταν ότι δυσκολεύονταν να

γράψουν, όχι μόνον επειδή η λογοκρισία συντόμευε τα κείμενα

τους ή τα αλλοίωνε, αλλά γιατί πιο εύκολα γράφει κανείς για

θύλακες μάχης, για αποδεκατισμένες νηοπομπές συνοδείας

στον Ατλαντικό και για την παρέλαση θριάμβου στα Ηλύσια

Πεδία από ό,τι για κρυοπαγήματα, για την εκκένωση όλης της

κοιλάδας του Ντονέζ στην Ουκρανία ή για τη συνθηκολόγηση

του υπόλοιπου Αφρικανικού Σώματος στην Τυνησία. Ηρωικά

κείμενα βγήκαν το πολύ από την υπεράσπιση του Μόντε Κασί-

νο. «Καλά, την απελευθέρωση του Ντούτσε μπορούσαμε να τη

σερβίρουμε σαν ριψοκίνδυνο ηρωισμό, αλλά τα υπόλοιπα;» Γι '

αυτό θεωρήθηκε δυσάρεστη, εάν όχι άτοπη, η παρέμβαση κά

ποιου που πήρε τον λόγο να μιλήσει για την καταστολή της

εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας, χαρακτηρίζοντας μάλιστα

αυτή τη σφαγή ως νίκη.

Κάποιος, που μέχρι τότε δεν είχε ανοίξει το στόμα του, ένας

παχουλός ντυμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια στην τσό

χα του κυνηγού, ο οποίος, όπως έμαθα αργότερα, καθιστούσε

ευτυχή με θαυμάσιες φωτογραφίες ζώων και ανταποκρίσεις

156 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

από σαφάρι μία πελατεία ενθουσιωδών κυνηγών, ήταν παρών

με τη Λάικά του όταν τον Μάιο του '43 στην περιτειχισμένη

εκείνη συνοικία εξολοθρεύτηκαν πάνω από πενήντα χιλιάδες

εβραίοι με πυρά πυροβολικού και φλογοβόλα. Έτσι αφανίστη

κε, χωρίς να αφήσει σχεδόν ίχνος πίσω του, το γκέτο της Βαρ

σοβίας.

Υπηρετούσε σε ένα λόχο προπαγάνδας της Βέρμαχτ από

όπου πήρε απόσπαση ως φωτορεπόρτερ για τη Βαρσοβία μόνο

όσο θα διαρκούσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Εκτός τού

του —ή μάλλον στον ελεύθερο χρόνο του— είχε στολίσει το γνω

στό άλμπουμ, το δεμένο με μαύρο καστόρι, που τρία αντίτυπα

του παραδόθηκαν στον αρχηγό των Ες-Ες, Χίμμλερ, στον

στρατιωτικό διοικητή των Ες-Ες και της Αστυνομίας της Κρα

κοβίας, Κρύγκερ και στον στρατιωτικό διοικητή της Βαρσο

βίας, ταξίαρχο των Ες-Ες, Γύργκεν Στρόοπ. Ως «έκθεση

Στρόοπ» τέθηκε αργότερα στη διάθεση του δικαστηρίου στη

δίκη της Νυρεμβέργης.

«Τράβηξα κάπου εξακόσιες φωτογραφίες», είπε, «αλλά

μόνο πενήντα τέσσερις επέλεξα για το άλμπουμ. Όλες τους

κολλήθηκαν όμορφα και καθαρά σε γυαλιστερό χαρτόνι Bris

tol. Κατά βάθος άψογη δουλειά, δουλειά τελειομανούς. Αλλά

οι χειρόγραφες λεζάντες των φωτογραφιών δεν είναι εξ ολο

κλήρου δικές μου. Στις λεζάντες με επηρέασε ο Καλέσκε, ο

υπασπιστής του Στρόοπ. Και ο τίτλος με γοτθικά γράμματα

στο εξώφυλλο "Δεν υπάρχει πια εβραϊκή συνοικία στη Βαρσο

βία!" είναι επινόηση του Στρόοπ. Αρχικός σκοπός ήταν η εκκέ

νωση του γκέτο, επειδή τάχα υπήρχε κίνδυνος επιδημιών.

Έγραψα λοιπόν με καλλιγραφικά γράμματα κάτω από τις φω

τογραφίες: ' Ή έξοδος από τις φάμπρικες!" Έπειτα όμως οι

άντρες μας βρήκαν αντίσταση: κακώς οπλισμένα παλικάρια.

αλλά και γυναίκες, ανάμεσα τους και ορισμένοι του σιωνιστι

κού κινήματος των Πρωτοπόρων. Από μας πήραν μέρος στην

επιχείρηση άντρες των Ες-Ες και ένας λόχος μηχανικού του

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 157

στρατού με φλογοβόλα, αλλά και άντρες από το στρατόπεδο

Τραβνίτσκυ κοντά στο Λουμπλίν, εθελοντές Λιθουανοί, Λεττο-

νοί και Πολωνοί. Φυσικά, κι εμείς είχαμε απώλειες. Αλλά δεν

τις απαθανάτισα. Και γενικά νεκρούς ελάχιστους φωτογράφι

σα. Οι περισσότερες φωτογραφίες ήταν ομαδικά πορτρέτα.

Μία που αργότερα έγινε πασίγνωστη είχε λεζάντα: "Βίαιη

απομάκρυνση από καταφύγια". Μια άλλη, εξίσου διάσημη:

"Προς τον χώρο συγκεντρώσεως". Η αλήθεια είναι ότι πήγαι

ναν όλοι για τη ράμπα φορτώσεως. Και έπειτα μεταφέρθηκαν

στην Τρέμπλινκα. Δεν είχαν ξανακούσει αυτό το όνομα. Κά

που εκατόν πενήντα χιλιάδες πήγαν σε στρατόπεδο. Α λ λ ά

υπάρχουν και φωτογραφίες χωρίς λεζάντα γιατί μιλούν από

μόνες τους. Μία είναι διασκεδαστική, οι άντρες μας κουβεντιά

ζουν πολύ φιλικά με μια ομάδα ραββίνων. Αλλά η διασημότε

ρη μεταπολεμικά είναι αυτή που δείχνει γυναίκες και παιδιά

με σηκωμένα τα χέρια ψηλά. Δεξιά και στο βάθος στέκουν με

ρικοί άντρες μας με προτεταμένα τουφέκια, και στο προσκήνιο

ένα γλυκό αγοράκι με λοξά βαλμένη τραγιάσκα και κάλτσες

μέχρι το γόνατο. Σίγουρα την έχετε δει.Έχει τυπωθεί χιλιάδες

φορές. Και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ακόμη και εξώ

φυλλο βιβλίου έγινε. Την έχουν σαν εικόνισμα, μέχρι σήμερα

αυτή τη φωτογραφία. Φυσικά χωρίς να κατονομάζουν ποτέ

τον φωτορεπόρτερ... Δεν έχω πάρει δεκάρα... Μάρκο τσακι

στό... Και μετά σου λένε πνευματικά δικαιώματα... Καμία

αμοιβή... Μια φορά το υπολόγισα... γιατί αν είχα πάρει για

κάθε αντίτυπο πενήντα μάρκα, τότε η ταπεινότητα μου μόνο

με αυτή τη φωτογραφία θα είχα κερδίσει... Όχι, δεν έριξα ούτε

μία πιστολιά. Και ας ήμουν στην πρώτη γραμμή. Ξέρετε δα

πώς δουλεύουμε. Μόνο αυτές τις φωτογραφίες... Kat τις χειρό

γραφες λεζάντες φυσικά... Παραδοσιακές, με αρχαία γερμανική

γραφή... Σπουδαία τεκμήρια, όπως ξέρουμε σήμερα...»

Φλυάρησε κάμποση ώρα ακόμα, αλλά κανένας δεν τον πα

ρακολουθούσε πια.Έξω έφτιαξε επιτέλους ο καιρός. Όλοι ένιω-

/5<V Γ κ υ ν τ ε γ Γ κ ρ α ς

θαν την ανάγκη να βγουν στον καθαρό αέρα. Και έτσι ρισκάρα

με ανά ομάδες ή μόνοι μια βόλτα κόντρα στον ισχυρό ακόμα

άνεμο. Στα μονοπάτια που είχαν σχηματιστεί πάνω στις θίνες.

Είχα υποσχεθεί στο αγοράκι μου πως θα του έφερνα κοχύλια.

Και πράγματι βρήκα μερικά.

1944

ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΘΑ ΤΑ ΤΣΟΥΓΚΡΙΖΑΜΕ. Ό χ ι επειδή η ατμό

σφαιρα μύριζε καβγά, αλλά επειδή είναι κάτι εκ των ων ουκ

άνευ σε συναντήσεις του είδους. Όταν δεν είχαμε πια να μετα

δώσουμε παρά μόνο οπισθοχωρήσεις «Έπεσαν Κίεβο, Λέμ-

περγκ, ο Ιβάν στα περίχωρα της Βαρσοβίας...», όταν το μέτω

πο γύρω από το Νεττουνο κατέρρευσε, όταν η Ρ ώ μ η έπεσε

αμαχητί και η απόβαση γελοιοποίησε το απόρθητο τείχος του

Ατλαντικού, όταν στην πατρίδα οι βόμβες κατέστρεφαν τη μια

πόλη μετά την άλλη, δεν υπήρχε πια τίποτε φαγώσιμο και οι

αφίσες που απέτρεπαν την κλοπή του κάρβουνου και οι άλλες

με το σύνθημα «ο εχθρός κρυφακούει» δεν άξιζαν παρά μόνο

σαν ανόητο αστείο, όταν ακόμα και η ίδια η παρέα μας των

βετεράνων περιέπεσε εκ των υστέρων σε ανέκδοτα γύρω από

το σύνθημα «θα ανθέξωμεν μέχρις εσχάτων», κάποιος —ένας

από αυτούς του λόχου προπαγάνδας που στον πόλεμο την

έβγαζαν όλο λούφα και παραλλαγή χλιμιντριζοντας σαν επι-

βήτορες από τα γραφεία και που αργότερα παρήγαν μπεστ σέ-

λερ από θέση που απαιτούσε ελαφρώς παραλλαγμένο ύφος—

πέταξε τον προκλητικό λόγο «θαυματουργό όπλο».

Η απάντηση ήταν φωνασκίες. Ο μέγας αρχισυντάκτης του

περιοδικού με το μεγάλο τιράζ φώναξε: «Μη γίνεστε γελοίος!»

Μέχρι και σφυρίγματα ακούστηκαν. Αλλά ο κύριος, ο οποίος

στο μεταξύ είχε φτάσει σε ηλικία αρκετά προχωρημένη δεν πα

ραιτήθηκε. Αφού χαμογέλασε προκλητικά υποσχέθηκε στον

«Μύθο Χίτλερ» μέλλον. Καλώντας ως μάρτυρες τον σφαγέα

160 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

των Σαξόνων Καρλομάγνο, φυσικά τον Φρειδερίκο τον Μέγα

και βεβαίως τον «σαρκοβόρο Ναπολέοντα», ανέγειρε στον

«χιτλερισμό ως αρχή» ένα μελλοντικό μνημείο. Δεν διέγραψε

ούτε λέξη από το άρθρο του για το «θαυματουργό όπλο» που

όταν δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του '44 στον Λαϊκό παρατη

ρητή είχε κάνει πάταγο και —σαφώς— είχε δυναμώσει τη θέλη

ση της αντοχής.

Τώρα σηκώθηκε, στάθηκε με την πλάτη στο τζάκι, όρθωσε το

κορμί: «Ποιος έδειξε στην Ευρώπη προφητικά τον δρόμο; Ποιος

αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων στην πλημμυρίδα των μπολσεβί

κων σώζοντας την Ευρώπη; Ποιος έκανε με τα τηλεβόλα το

πρώτο επαναστατικό βήμα για την ανάπτυξη πυραύλων με ατο

μικές πυρηνικές κεφαλές; Μόνο αυτός. Μόνο με αυτόν συνδέεται

μεγαλείο που θα αντέξει στην ιστορία. Και όσον αφορά το άρθρο

μου στον Λαϊκό Παρατηρητή ερωτώ όλους εδώ τους παρόντες:

δεν έχουμε πάλι ζήτηση ως στρατιώτες, έστω με τη μορφή αυτού

του γελοίου ομοσπονδιακού στρατού; Δεν είμαστε αιχμή δόρα

τος και συνάμα προμαχώνας; Μήπως δεν αποδεικνύεται σήμε

ρα, αν και καθυστερημένα, ότι τον πόλεμο τον κερδίσαμε εμείς,

ότι τον κέρδισε ουσιαστικά η Γερμανία; Με φθόνο και θαυμασμό

παρακολουθεί ο κόσμος το έργο της ανοικοδόμησης μας που μό

λις αρχίζει. Μετά την ήττα η οικονομική ισχύς ως απόρροια του

πλεονάζοντος δυναμισμού μας. Σύντομα θα είμαστε ηγέτιδα

χώρα. Αλλά και η Ιαπωνία κατόρθωσε...»

Τα υπόλοιπα χάθηκαν μέσα στις φωνές, τα γέλια, τα επι

χειρήματα και τα αντεπειχειρήματα. Κάποιος του φώναξε κα-

τάμουτρα «Η Γερμανία υπέρ πάντων!» παραθέτοντας τον τίτ

λο ενός από χρόνια στην αγορά δικού του μπεστ σέλερ. Ο μέ

γας αρχισυντάκτης απομάκρυνε από την παρέα μας τη ρωμα

λέα μορφή του διαμαρτυρόμενος μεγαλόφωνα. Ο παρών συγ

γραφέας, ωστόσο, χάρηκε την επίδραση της πρόκλησης του.

Τώρα ξανακάθισε δίνοντας στο βλέμμα του έκφραση προφητι

κής δύναμης.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 161

Του κάκου ο οικοδεσπότης μας κι εγώ προσπαθούσαμε να

ανοίξουμε μια συζήτηση κάπως πειθαρχημένη. Ορισμένοι ήθε

λαν οπωσδήποτε να υποστούν οπισθοχωρήσεις και να επιζή

σουν ακόμη μια φορά της ολέθριας μάχης στον θύλακα Μινσκ,

κάποιοι άλλοι με αφορμή την απόπειρα κατά του Φύρερ ξα

νάρχισαν το παιχνίδι με τη γιαγιά και τα καρούλια: «Εάν είχε

πετύχει, τότε θα κάναμε σίγουρα ανακωχή με τους Συμμά

χους, το Ανατολικό Μέτωπο θα είχε σταθεροποιηθεί, οπότε

από κοινού με τους Αμερικάνους εναντίον του Ιβάν...», οι πε

ρισσότεροι όμως θρηνούσαν την απώλεια της Γαλλίας και ανα

καλούσαν στη μνήμη «ωραίες μέρες στο Παρίσι», και γενικά

τα καλά του «γαλλικού τρόπου ζωής»' και όταν άρχισε η από

βαση στις ακτές της Νορμανδίας εκείνοι ήταν τόσο μακριά στη

χώρα του παραμυθιού, που θα έλεγες πως πήραν είδηση την

απόβαση μεταπολεμικά και μάλιστα βλέποντας αμερικάνικα

σινεμασκόπ φίλμ. Φυσικά σερβίρισαν και μερικές ιστορίες με

γυναίκες, όπως ο ειδικός μας σε θέματα τέχνης και υποβρυ

χίων, που θρήνησε την απώλεια γαλλίδων του λιμανιού για να

το γυρίσει ύστερα ξανά στην καταδίωξη του εχθρού και στη

θέση κατάδυσης.

Ο ετοιμόρροπος γέρος όμως, ο ερωτευμένος με τον «Μύθο

Χίτλερ», επέμεινε υπενθυμίζοντας μας την απονομή του βρα

βείου Νόμπελ χημείας σε Γερμανό. Από τον πάγκο πλάι στο

τζάκι, όπου όπως φαίνεται τον είχε πάρει για λίγο, ήρθε η εί

δηση: «Αυτό συνέβη, κύριοι, λίγο μετά την πτώση του Ααχεν

και λίγες μέρες πριν από την τελευταία μας επίθεση, την επίθε

ση των Αρδεννών, όταν η ουδέτερη Σουηδία τίμησε τον κορυ

φαίο επιστήμονα Όττο Χαν, διότι πρώτος αυτός ανακάλυψε τη

σχάση του πυρήνα του ατόμου. Φυσικά πολύ αργά για μας. Αν

όμως είχαμε στη διάθεση μας πριν από την Αμερική —έστω και

την τελευταία στιγμή— αυτό το θαυματουργό όπλο που θα

έκρινε τα πάντα...»

Καμία φασαρία πια. Μόνο σιωπή και μελαγχολικοί ρεμβα-

162 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

σμοί περί συνεπειών ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων. Αναστε

ναγμός, κούνημα κεφαλής, ξερόβηχας, χωρίς όμως να επακο

λουθήσει βαρυσήμαντη δήλωση. Ακόμη και ο ειδικός μας επί

των υποβρυχίων, ένας αγαθιάρης φωνακλάς, είχε εξαντλήσει

το ναυτικό του ρεπερτόριο.

Έπειτα όμως ο οικοδεσπότης μας φρόντισε για γκρογκ αλά

Φρισσία. Το γκρογκ φρόντισε να ανεβάσει σιγά σιγά το κέφι.

Καθίσαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Κανείς δεν ήθελε να βγει

έξω μες στην πρόωρη νύχτα. Είχαν προαναγγείλει θύελλα.

1945

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΛΕΓΌΜΕΝΑ του οικοδεσπότη μας, είχε αναγ

γελθεί μέτωπο τυφώνος που κατευθυνόταν από την Ισλανδία

προς τη Σουηδία. Είχε ακούσει το μετεωρολογικό δελτίο. Η

ατμοσφαιρική πίεση έπεφτε ραγδαία. Αναμένονταν άνεμοι

έντασης δώδεκα μποφώρ. «Αλλά μη φοβάστε, παιδιά, αυτό το

σπίτι παρά τις ανεμοθύελλες...»

Εκείνη την Παρασκευή στις 16 Φεβρουαρίου του 1962 λίγο

μετά τις οκτώ το βράδυ ξανακούστηκε το αλύχτημα των σειρή

νων. Ήταν όπως στον πόλεμο. Ο τυφώνας χτύπησε με μεγάλη

σφοδρότητα το μακρόστενο νησί κάθετα προς τη στενή του

πλευρά. Ευνόητο ότι αυτό το θέατρο της φύσης μερικούς τους

ζωντάνεψε εξαιρετικά. Χρόνια στο μέτωπο, είχαμε εκπαιδευτεί

να παρευρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή. Ακόμη ήμαστε ειδι

κοί, το ίδιο και εγώ.

Παρά τις προειδοποιήσεις του οικοδεσπότη μας, μία συμπα

γής ομάδα πρώην πολεμικών ανταποκριτών βγήκε απ1 το σπί

τι που, όπως μας διαβεβαίωσαν, άντεχε τους καιρούς. Με

κόπο και σκυφτοί, σχεδόν σερνάμενοι με τους αγκώνες σαν φα

ντάροι, προχωρήσαμε από την παλιά πόλη έως την παραλιακή

αλέα, είδαμε εκεί τσακισμένα κοντάρια σημαιών, ξεριζωμένα

δέντρα, στέγες σκεπασμένες με σχοίνα παρασυρμένες, παγκά

κια και φράχτες να περιδινίζονται στον αέρα. Και απ' τον αφρό

υποπτευόμαστε περισσότερα από όσα βλέπαμε: κύματα ψηλά

σαν κτήρια χτυπούσαν τη δυτική ακτή του νησιού. Μόνο αργό

τερα μάθαμε για τις ζημιές που είχαν επιφέρει οι θυελλώδεις

104 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

άνεμοι και οι πλημμύρες στον Έλβα, στο Αμβούργο και ιδιαί

τερα στη συνοικία Βίλχελμσμπουργκ: η στάθμη του είχε ανέβει

τριάμισι μέτρα ψηλότερα από το κανονικό. Φράγματα έσπα

σαν. Σακιά με άμμο δεν υπήρχαν. Πάνω από τριακόσιοι νε

κροί. Κλήθηκε ο στρατός. Κάποιος κατοπινός καγκελάριος έδι

νε εντολές, απέτρεψε τα χειρότερα...

Όχι, στο Συλτ δεν είχαμε νεκρούς. Αλλά η δυτική ακτή απο

κόπηκε και χάθηκε σε βάθος δεκαέξι μέτρων. Ακόμη και στην

άλλη πλευρά του νησιού, εκεί που περπατάς σαν τραβηχτούν

τα νερά, ακούσαμε «Κατακρήμνιση της γης!» Ακόμη και η

απότομη ψηλή βραχώδης ακτή του Κάιτουμ σκεπάστηκε από

τα κύματα. Κινδύνεψαν το Λιστ και το Χόρνουμ. Δεν περνούσε

πια τρένο από το ανάχωμα Χίντενμπουργκ.

Όταν η θύελλα κόπασε, επιθεωρήσαμε τις ζημιές. Για να

στείλουμε ανταπόκριση. Αυτό το είχαμε μάθει. Αυτή ήταν η ει

δικότητα μας. Όταν όμως ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του

και δεν είχαμε να μεταδώσουμε παρά μόνο ειδήσεις για ζημιές

και απώλειες, υπήρχε ζήτηση το πολύ —και αυτό μέχρι τον

τερματισμό του πολέμου— για εκκλήσεις προς τον λαό να αντέ

ξει μέχρι τέλους. Ε γ ώ βέβαια έγραφα για τους πρόσφυγες της

ανατολικής Πρωσίας που έφευγαν από το Χάιλιγκενμπάιλ για

να φτάσουν μέσα από την παγωμένη λιμνοθάλασσα στη Νέα

Λωρίδα, αυτή τη στενή λωρίδα γης με τις θίνες ανάμεσα στη

Βαλτική και τη Νέα Λιμνοθάλασσα, αλλά κανένας, κανένα

Σήμα δεν τύπωσε την αναταπόκρισή μου για όλη αυτή τη δυ

στυχία. Είδα υπερφορτωμένα πλοία από το Ντάντσιχ-Νόι-

φαρβάσερ με πολίτες, τραυματίες, κομματικούς μανδαρίνους

να προσορμίζονται, είδα το Βίλχελμ Γκούστλοφ τρεις μέρες

πριν ναυαγήσει αύτανδρο. Δεν έγραψα λέξη για όλα αυτά. Και

ενώ το Ντάντσιχ, ορατό από μακριά, ήταν τυλιγμένο στις

φλόγες, δεν κατάφερα καμία ελεγεία που να κραυγάζει εκδίκη

ση, μόνο κατάφερα κι έφτασα περνώντας μέσα από πλήθος ξέ

μπαρκων φαντάρων και αμέτρητους πρόσφυγες μέχρι τις εκβο-

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 165

λές του Βιστούλα. Είδα να εκκενώνουν το στρατόπεδο συγκέ

ντρωσης Στούτχοφ, να φορτώνουν τους κρατούμενους, όσους

από αυτούς είχαν επιζήσει μετά την πορεία μέχρι το Νίκελσ-

βάλντε, σαν ζώα σε βάρκες και έπειτα σε πλοία αγκυροβολημέ

να μπροστά στην εκβολή του ποταμού. Ούτε πεζογραφία τρό

μου, ούτε ξαναζεσταμένο λυκόφως των θεών. Τα είδα όλα

αυτά και δεν έγραψα τίποτε. Είδα στα εκκενωμένα στρατόπε

δα τα πτώματα που είχαν μείνει πίσω να στοιβάζονται και να

καίγονται, είδα πρόσφυγες από το Έλμπινγκ και το Τίγκεν-

χοφ να καταλαμβάνουν μαζί με τα υπάρχοντα τους τα άδεια

παραπήγματα. Αλλά δεν είδα κανένα φρουρό πια. Μόνο πο

λωνούς εργάτες γης. Πού και πού γίνονταν λεηλασίες. Και

ακόμα δίνονταν μάχες, γιατί το προγεφύρωμα στην εκβολή

του Βιστούλα κράτησε μέχρι τον Μάη.

Και όλα αυτά με λαμπρό ανοιξιάτικο καιρό/Ημουν ξαπλω

μένος στην αμμουδιά ανάμεσα σε πεύκα, λιαζόμουν, αλλά δεν

μπορούσα να γράψω λέξη, αν και η δυστυχία όλου αυτού του

κόσμου —της αγρότισσας από τη Μαζουρία που είχε χάσει τα

παιδιά της, ενός γέρικου ζευγαριού που είχε φτάσει με κόπο

ίσαμε εδώ από το Φράουενμπουργκ, ενός πολωνού καθηγητή

που ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζώντες κρατούμενους σε

στρατόπεδο— ήταν συνεχώς στο μυαλό μου. Αυτά δεν είχα μά

θει να τα περιγράφω. Γι ' αυτά δεν είχα λέξεις. Έτσι έμαθα να

αποσιωπώ. Τ η γλύτωσα με ένα από τα τελευταία πλοία της

ακτοφυλακής που κίνησε από το Σίβενχορστ για τα δυτικά και,

παρότι βομβαρδίστηκε από στούκας, κατάφερε να φτάσει στις 2

του Μάη στην Τραβεμύντε.

Τώρα βρισκόμουν ανάμεσα σε κάποιους που επίσης είχαν

γλυτώσει και οι οποίοι, όπως και η ταπεινότητα μου, είχαν

εξασκηθεί να γράφουν για προελάσεις και νίκες και να αποσιω

πούν τα υπόλοιπα. Προσπάθησα, όπως και οι άλλοι, να κατα

γράψω τις ζημιές από τη σφο^ρΎ\ κακοκαιρία στο νησί Συλτ και

άκουσα παράπονα πλημμυροπαθών κρατώντας σημειώσεις. Τι

166 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

άλλο να κάναμε; Στο κάτω κάτω εμείς οι δημοσιογράφοι από

τις ανταποκρίσεις ζούμε.

Την επομένη ο όμιλος μας σκόρπισε. Οι ξύπνιοι ανάμεσα σε

μας τους πρώην είχαν βρει κατάλυμα ούτως ή άλλως στις

ογκώδεις παραλιακές επαύλεις των εξεχόντων του νησιού. Στο

τέλος με καιρό αίθριο και θερμοκρασία κάτω από το μηδέν,

έζησα μια δύση ανείπωτης ομορφιάς.

Έπειτα, όταν το τρένο ξαναλειτούργησε, έφυγα περνώντας

πάνω από το ανάχωμα του Χίντεμπουργκ. Όχι, δεν ξανασυ-

ναντηθήκαμε πια πουθενά.

Την επόμενη ανταπόκριση μου την έγραφα μακριά, στην

Αλγερία, όπου μετά επτάχρονη σφαγή ο πόλεμος της Γαλλίας

έπνεε τα λοίσθια, αλλά δεν έλεγε να σταματήσει. Τι θα πει ει

ρήνη; Για μας τους πολεμικούς ανταποκριτές ο πόλεμος δεν

σταμάτησε ποτέ.

1946

ΣΚΟΝΗ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, παντού σκόνη από τούβλα!

Στον αέρα, στα ρούχα, ανάμεσα στα δόντια κι όπου βάλει ο

νους του ανθρώπου. Αλλά εμείς οι γυναίκες δεν είμαστε μυ-

γιάγγιχτες. Φτάνει που είχαμε ειρήνη επιτέλους. Και σήμερα

μέχρι και μνημείο λένε θα μας στήσουν. Μάλιστα! Υπάρχει

μια πραγματική επιτροπή πρωτοβουλίας: Η βερολινέζα γυναί

κα των ερειπίων! Αλλά τότε, που έβλεπες παντού μόνο χαλά

σματα και βουνά τα μπάζα ανάμεσα στα μονοπάτια που είχαν

πατηθεί, μας δίναν ίσα ίσα 61 δεκάρες την ώρα, θυμάμαι. Εί

χαμε όμως καλύτερο δελτίο τροφίμων, το νούμερο δύο, το δελ

τίο των εργατών. Γιατί με το δελτίο της νοικοκυράς έπαιρνες

μόνο 3 0 0 γραμμάρια ψωμί τη μέρα και ούτε καλά καλά 7

γραμμάρια λίπος. Τι να πρωτοκάνεις με αυτή την κουτσουλιά;

Σκληρή δουλειά να καθαρίζεις χαλάσματα. Ε γ ώ κι η Λόττε,

η θυγατέρα μου, κοπανούσαμε τούβλα στην ίδια ομάδα: στο

κέντρο, όπου δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτε όρθιο. Η Λόττε ερ

χόταν πάντα με το καροτσάκι του μωρού. Φέλιξ λέγανε το

αγοράκι της, αρρώστησε όμως από φθίση, από την αιώνια σκό

νη των τούβλων, υποθέτω. Της πέθανε το '47 πριν ακόμα γυ

ρίσει ο άντρας της από την αιχμαλωσία. Δεν γνωρίζονταν σχε

δόν καθόλου οι δυο τους. Παντρεύτηκαν στον πόλεμο, ήταν

γάμος εξ αποστάσεως, όπως τον έλεγαν, γιατί εκείνος πολέμη

σε πρώτα στα Βαλκάνια και μετά στο Ανατολικό Μέτωπο.

Δεν κράτησε, βέβαια, εννοώ ο γάμος. Γιατί ήταν ψυχικά ξένοι.

Άσε που ήταν αχα'ί'ρευτος, ούτε καν για ρίζες στον Ζωολογικό

16S Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Κήπο δεν πήγαινε. Το μόνο που του άρεσε ήταν να είναι στο

κρεβάτι και να τρυπάει με το βλέμμα το ταβάνι. Θα πρέπει να

είχε φριχτές εμπειρίες στη Ρωσία. Έκλαιγε συνέχεια, λες και

για μας τις γυναίκες οι βομβαρδισμοί νυχτιάτικα ήταν γλέντι.

Με το κλάμα δεν έβγαινε τίποτε. Εμείς πέσαμε με τα μούτρα

στη δουλειά: μέσα στα ερείπια, έξω απ' τα ερείπια! Και καμιά

φορά καθαρίζαμε απ' τα μπάζα βομβαρδισμένες σοφίτες κι

ολόκληρους ορόφους. Τα βάζαμε σε κουβάδες και τα κατεβάζα

με πέντε ορόφους κάτω, γιατί δεν είχαμε ακόμα αγωγούς φορ

τώσεως.

Και μια φορά, θυμάμαι, σκαλίζαμε σε ένα άδειο διαμέρισμα

που δεν είχε πάθει μεγάλες ζημιές. Δεν υπήρχε τίποτε πια

μέσα, μόνο η κουρελιασμένη ταπετσαρία στους τοίχους. Η

Λόττε όμως βρήκε σε μια γωνιά ένα αρκουδάκι. Ήταν κατα-

σκονισμένο, μα όταν το καθάρισε έγινε ολοκαίνουργιο. Και

όλες μας αναρωτηθήκαμε τι να απόγινε το παιδί που είχε κά

ποτε τ' αρκουδάκι, και καμιά απ' την ομάδα μας δεν το ήθελε,

ώσπου το πήρε η Λόττε για τον Φέλιξ της, γιατί το παιδί ζού

σε ακόμα τότε. Συνήθως όμως φτυαρίζαμε μπάζα σε ανοιχτά

φορτηγά βαγόνια ή κοπανούσαμε τα τούβλα να φύγει ο σοβάς.

Στην αρχή ρίχνανε τα μπάζα στους κρατήρες που είχαν ανοίξει

οι βόμβες, αργότερα τα πηγαίνανε με φορτηγά στο Όρος των

Συντριμμάτων, όπως το είπαν, που τώρα είναι καταπράσινο

και έχει ωραία θέα.

Ακριβώς! Όσα τούβλα δεν είχαν σπάσει στοιβάζονταν. Η

Λόττε κι εγώ δουλεύαμε με το κομμάτι/Ημαστε τέλεια ομάδα.

Είχαμε και γυναίκες που είχαν δει σίγουρα καλύτερες μέρες,

χήρες δημόσιων υπαλλήλων ακόμα και μια πραγματική κό

μισσα. Πώς τη λέγανε, να δεις... Α, ναι: φον Τυρκχάιμ. Είχε

τα κτήματα της στ' ανατολικά, υποθέτω. Θα έπρεπε να μας

βλέπατε! Παντελόνια από παλιές στρατιωτικές κουβέρτες,

πλεκτά από υπόλοιπα μαλλιού, και όλες με μαντίλι σφιχτοδε

μένο κόμπο ψηλά πάνω απ' το μέτωπο για να μη σκονίζονται

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 169

τα μαλλιά. Όχι, μόνο γυναίκες δουλεύαμε στα ερείπια, κανένας

άντρας. Είχαμε έλλειψη από άντρες, βλέπετε. Και όσοι είχαν

απομείνει, ή χασομέρηδες ήταν ή μαυραγορίτες. Τις βρόμικες

δουλειές αυτοί δεν τις κάνανε.

Αλλά μια φορά, θυμάμαι, καθώς σιμώσαμε φουριόζες ένα

σωρό συντρίμμια και κάναμε να τραβήξουμε ένα σιδερένιο δο

κάρι για να το βγάλουμε, έπιασα ένα παπούτσι. Σωστά, το

φορούσε ένας άντρας. Δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτε από

δαύτον να τον αναγνωρίσεις, μόνο ότι ήταν της Εθνικής Πολι-

τοφυλακής έβλεπες από το περιβραχωνιο στο παλτό του. Κι

αυτό το παλτό δεν φαινόταν καθόλου για πέταμα. Ολόμαλλο.

προπολεμικό ύφασμα. Τι κάθεσαι, είπα στον εαυτό μου, και το

βούτηξα πριν έρθουνε και τον σηκώσουνε. Ακόμα και τα κου

μπιά ήταν όλα στη θέση τους, και στη μία τσέπη είχε μια φυ

σαρμόνικα Hohner . Τ η χάρισα στον γαμπρό μου, μπας κι

αναθαρρήσει λιγάκι. Αλλά εκείνος πού να παίξει, κι όταν το

'κάνε, έπαιζε μόνο θλιμμένους σκοπούς. Α, εγώ κι η Λόττε

ήμαστε άλλο πράγμα, δεν το βάζαμε κάτω' κοιτάζαμε μπρο

στά, και σιγά σιγά έφτιαξαν κάπως τα πράγματα...

Σωστά! Έπιασα δουλειά στην καντίνα του δημαρχείου του

Σένεμπεργκ. Και η Λόττε που στον πόλεμο ήταν κορίτσι-

αστραπή, όταν έφυγαν σχεδόν όλα τα χαλάσματα, έμαθε στη

νυχτερινή σχολή στενογραφία και γραφομηχανή. Βρήκε ύστερα

σύντομα δουλειά και αφότου χώρισε είναι κάτι σαν γραμμα

τέας. Θυμάμαι τον Ρόιτερ, τον τότε δήμαρχο, που μας παίνεσε

όλες. Και συνήθως πάω όταν συναντιούνται οι γυναίκες των

ερειπίων για καφέ και γλυκό στο καφενείο Σίλλινγχ στο

Ταουεντσίεν. Περνάμε πάντα ωραία.

1947

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΧΩΡΙΣ ΟΜΟΙΟ ΤΟΥ που υποφέραμε από

θερμοκρασίες κάτω των είκοσι βαθμών υπό το μηδέν και που

ήταν αδύνατη η μεταφορά κάρβουνου από την περιοχή του

Ρουρ στις δυτικές ζώνες, επειδή όλοι οι πλωτοί ποταμοί, ο Ελ-

βας, ο Βέζερ, ο Ρήνος, είχαν παγώσει, ήμουν ως γερουσιαστής

υπεύθυνος για την παροχή ενέργειας στην πόλη του Αμβούρ

γου. Ό π ω ς είχε τονίσει ο δήμαρχος Μπράουερ σε ομιλίες του

στο ραδιόφωνο, η κατάσταση δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο

απελπιστική, ούτε καν τα χρόνια του πολέμου. Καθ' όλη τη

διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου ψύχους είχαμε ογδόντα

πέντε θανάτους από ψύξη. Αλλά μη με ρωτήσετε, σας παρακα

λώ, πόσους θανάτους από γρίπη είχαμε.

Βοήθησαν κάπως οι θερμαινόμενες αίθουσες που οργάνωσε η

Γερουσία της πόλης σε όλες τις συνοικίες, στο Αϊμσμπύττελ, το

Μπάρμπεκ, το Λάνγκεχορν, το Βάντσμπεκ. Επειδή οι αποθη

κευμένες από το προηγούμενο έτος προμήθειες λιγνίτη είχαν

κατασχεθεί από τις βρετανικές αρχές κατοχής προς όφελος του

στρατού και τα αποθέματα της Επιχείρησης Ηλεκτρισμού του

Αμβούργου αρκούσαν μόνο για λίγες εβδομάδες ακόμα, έπρεπε

να ληφθούν δραστικά μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας. Έτσι σε

όλες τις συνοικίες υπήρχαν διακοπές ρεύματος. Ο ηλεκτρικός

περιόρισε τη λειτουργία του, το ίδιο και το τραμ. Ό λ α τα

εστιατόρια και οι ταβέρνες έκλειναν από τις επτά το βράδυ, τα

θέατρα και οι κινηματογράφοι παρέμεναν όλα κλειστά. Πάνω

από εκατό σχολεία σταμάτησαν τα μαθήματα. Και οι επιχει-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 171

ρήσεις, που τα προϊόντα τους δεν ήταν ζωτικής σημασίας, η

μόνη επιλογή που είχαν ήταν να λειτουργούν το πολύ με πε

ριορισμένο ωράριο.

Για να είμαι ακριβής, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα,

γιατί ακόμη και νοσοκομεία είχαν διακοπές ρεύματος. Η Υπη

ρεσία Υγείας αναγκάστηκε να σταματήσει τις ακτινογραφίες

θώρακος που έβγαζε μαζικά στο Ίδρυμα Εμβολιασμού της

οδού Μπρένερ. Εκτός τούτου, ο εφοδιασμός του πληθυσμού με

τα ούτως ή άλλως φτωχά σε θερμίδες τρόφιμα στην ουσία

υπήρχε μόνο στα χαρτιά, γιατί τον προηγούμενο χρόνο η σο

δειά φυτικών πρώτων υλών για την παρασκευή ελαίων και λι

πών ήταν πολύ κακή: έτσι μοιράζονταν μόνο 75 γραμμάρια

μαργαρίνη ανά άτομο το μήνα. Και επειδή το αίτημα συμμε

τοχής και της Γερμανίας στον διεθνή στόλο φαλαινοθηρικών

απορρίφθηκε από τις βρετανικές αρχές, δεν μπορούσαμε να πε

ριμένουμε βοήθεια ούτε καν από τις τοπικές επιχειρήσεις του

ολλανδικού κοντσέρν Unilever. Κανένας δεν βοηθούσε! Γενικά

επικρατούσε πείνα και παγωνιά.

Αν με ρωτήσετε ποιοι υπέφεραν περισσότερο, ακόμη και σή

μερα θα σας πω —όχι χωρίς να καταγγείλω εκείνους που από

τότε κιόλας ήταν σε καλύτερη μοίρα—, όλοι αυτοί που είτε ήταν

θύματα των βομβαρδισμών και ζούσαν σε υπόγεια μέσα σε χα

λάσματα είτε ήταν πρόσφυγες από τα ανατολικά και ζούσαν

στις πρόχειρες παράγκες των μπαξέδων έξω απ' την πόλη ή σε

παραπήγματα από λαμαρίνα. Αν και ως γερουσιαστής δεν

ήμουν αρμόδιος για οικιστικά θέματα, επέμεινα να επιθεωρή

σω αυτά τα καταλύματα ανάγκης που κτίστηκαν βιαστικά

πάνω σε μια πλάκα μπετόν με λαμαρίνα καθώς και την κη

πούπολη Βάλτερσχοφ με τις παραγκούλες. Ανείπωτα διαδρα

ματίζονταν εκεί. Ο αέρας σφύριζε παγωμένος απ' όλες τις σχι

σμές, αλλά οι περισσότερες ξυλόσομπες έμειναν σβηστές. Οι

ηλικιωμένοι δεν άφηναν πια το κρεβάτι. Πώς να απορείς που

οι φτωχότεροι των φτωχών, όσοι δεν είχαν πια τίποτε να

172 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ανταλλάξουν στη μαύρη αγορά -όπου τέσσερις μπρικέττες έκα

ναν ένα αβγό ή τρία τσιγάρα- απελπίζονταν ή έπαιρναν τον

δρόμο της παρανομίας" κυρίως παιδιά θυμάτων των βομβαρδι

σμών και διωγμένων από την πατρίδα τους επιδίδονταν στη

λεηλασία τρένων που μετέφεραν λιγνίτη.

Παραδέχομαι ότι από τότε κιόλας έκρινα με τρόπο που δεν

ανταποκρινόταν στους κανονισμούς. Μαζί με υψηλόβαθμα στε

λέχη της αστυνομίας είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις

παράνομες δραστηριότητες στον σταθμό των μαυραγοριτών

Τίφστακ: μορφές προστατευμένες από το σκοτάδι της νύχτας

που αψηφούσαν κάθε κίνδυνο, ανάμεσα τους έφηβοι και μικρά

παιδιά/Ερχονταν με σακιά και κοφίνια στους ώμους εκμεταλ

λευόμενοι κάθε σκιά, και μόνο πότε πότε έπεφταν μέσα στο

φως κάποιας λυχνίας βολταϊκού τόξου. Άλλοι έριχναν από τα

βαγόνια, άλλοι μάζευαν. Και πριν προλάβεις να τους δεις, εί

χαν κιόλας χαθεί, βαρυφορτωμένοι και ευτυχείς, υπέθετα.

Έτσι, παρακάλεσα τον επικεφαλής της αστυνομίας του σιδη

ροδρόμου να μην επέμβει αυτή τη φορά. Αλλά η έφοδος της

αστυνομίας είχε κιόλας αρχίσει. Προβολείς φώτισαν την περιο

χή. Διαταγές ενισχυμένες από μεγάφωνα, γαβγίσματα αστυ

νομικών σκύλων. Ακόμη ακούω τις σφυρίχτρες και βλέπω τα

μαραζωμένα παιδικά πρόσωπα. Να είχαν τουλάχιστον κλά

ψει, αλλά ούτε αυτό μπορούσαν να κάνουν.

Σας παρακαλώ, μη με ρωτάτε πώς ένιωσα. Σημειώστε μόνο

αυτό: δεν γινόταν αλλιώς. Οι δημοτικές αρχές και ιδιαίτερα η

αστυνομία είχαν εντολή να μην παρακολουθούν αμέτοχα. Μό

λις τον Μάρτιο υποχώρησε το ψύχος.

1948

ΗΤΑΝΕ ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ κι εγώ είπαμε να πάμε κι

εμείς μια φορά ένα ταξίδι αναψυχής. Όντας μικροσυνταξιούχοι,

έπρεπε να κάνουμε αιματηρές οικονομίες, αν και το μάρκο δεν

είχε σχεδόν καμία αξία πια. Επειδή όμως δεν καπνίζαμε, τα

βολεύαμε με τα δελτία καπνού —τότε όλα τα παίρναμε με δελ

τίο— που τα πουλούσαμε στη μαύρη, βάζοντας μάλιστα και•

κάτι στην άκρη.

Φύγαμε λοιπόν στην ορεινή περιοχή του Αλγκόι . Α λ λ ά

έβρεχε, βροχή να δουν τα μάτια σου. Για τη βροχή και για

όλα όσα είδαμε στα βουνά και γενικά για ό,τι συνέβη, η γυ

ναίκα μου σκάρωσε αργότερα ένα ποίημα με πραγματική

ρίμα, και μάλιστα στη διάλεκτο της Ρηνανίας, γιατί κι οι δυο

είμαστε γέννημα-θρέμμα της Βόννης. Το ποίημα ξεκινούσε

ως εξής:

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η βροχή καλά κρατεί

Βουνό κι αστέρια και ουρανό κανένας να μη δει...

Και ξαφνικά στην πανσιόν και όπου βρεθείς και σταθείς

άλλο δεν ακούς παρά για την καινούργια μονέδα που θα κόβα-

νε, ώσπου κάποια στιγμή είπαν —το ακούσαμε στο πάρκο— σε

δυο μέρες κιόλας!

Αυτό κι αν ήταν έκπληξη για τη φτωχή εμέ στο πάρκο

Λεν μου φτάναν όλα τ ' άλλα μόν" ήρθε και το νέο μάρκο...

έτσι έγραψε η γυναίκα μου στο ποιηματάκι της. Tt να κάνω

1 174 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

λοιπόν, τρέχω στον κουρέα του χωριού να μου κόψει τα μαλ

λιά πρόωρα και μάλιστα κοντύτερα απ" ό,τι συνήθως για να

πληρώσω με παλιά μάρκα. Η γυναίκα μου έβαψε τα δικά της

καστανά και —ας πάει και το παλιάμπελο, σκεφτήκαμε— έκα

νε και περμανάντ/Επειτα όμως έπρεπε να τα μαζέψουμε και

να φύγουμε. Τέρμα το ταξίδι αναψυχής! Όλα τα τρένα όμως

και ιδιαίτερα για τη Ρηνανία ήταν υπερφορτωμένα, σχεδόν

όπως την εποχή που πήγαιναν όλοι στα χωριά ν' ανταλλά

ξουν ό,τι είχαν και δεν είχαν στη μαύρη αγορά με κανένα

λουκάνικο ή καμιά πατάτα. Ήθελαν όλοι, βλέπετε, να φτά

σουν γρήγορα στον τόπο τους, γι ' αυτό και η Αννελίζε έγρα

ψε:

Στο τρένο στριμωγμένοι σαν σαρδέλες

Όλοι τρελαμένοι απ' τις μονέδες...

Έτσι λοιπόν μόλις φτάσαμε στη Βόννη τρέξαμε στο ταμιευ

τήριο να σηκώσουμε τις λίγες οικονομίες που μας είχαν απο

μείνει, γιατί την επόμενη Κυριακή, ακριβώς στις 20 Ιουνίου,

άρχιζε η ανταλλαγή. Πρώτα έπρεπε να στηθούμε στην ουρά

και μάλιστα υπό βροχή. Γιατί παντού, όχι μόνο στο Αλγκόι,

ήταν μια μέρα βροχερή. Στηθήκαμε τρεις ώρες, τόσο μεγάλη

ήταν η ουρά. Πήρε ο καθένας 40 μάρκα και ένα μήνα αργότερα

άλλα 20, αλλά όχι τα παλιά μάρκα του Ράιχ, τα καινούργια

γερμανικά μάρκα, γιατί το Ράιχ ήταν έτσι κι αλλιώς πια πα

ρελθόν. Υποτίθεται πως αυτό ήταν δίκαιο, αλλά δεν ήταν. Σί

γουρα όχι για μας τους μικροσυνταξιούχους. Γιατί αυτό που

είδαν τα μάτια μας την άλλη κιόλας μέρα, μπορούσε να σε ρί

ξει κάτω ξερό απ' την κατάπληξη: ξαφνικά, ως δια μαγείας,

όλες οι προθήκες των μαγαζιών ήταν γεμάτες. Αλλαντικά,

χοιρομέρι, ραδιόφωνα, κανονικά παπούτσια, όχι ξυλοπάπου-

τσα, και κοστούμια -κασμίρι!- σε όλα τα νούμερα. Όλα αυτά,

εννοείται, ήταν εμπορεύματα που είχαν αποκρύψει. Απατεώνες

κερδοσκόποι της νομισματικής μεταρρύθμισης που είχαν μαζέ-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 175

ψει στις αποθήκες τους εμπορεύματα ώσπου να έρθει η κατάλ

ληλη στιγμή να τα βγάλουν. Αργότερα είπαν πως όλα αυτά

τα οφείλουμε στον'Ερχαρντ* με τα χοντρά του πούρα. Α λ λ ά η

αλήθεια είναι πως τα νέα νομίσματα τα έκοψαν κρυφά οι

Γιάνκηδες. Φρόντισαν μάλιστα το γερμανικό μάρκο να υπάρ

χει μόνο στη λεγόμενη επικράτεια των τριών ζωνών και όχι

και στη σοβιετική ζώνη. ΓΓ αυτό και ο Ρώσος έκοψε απέναντι

το δικό του μάρκο, έκλεισε τα σύνορα και απομόνωσε το Βερο

λίνο, οπότε είχαμε την αερογέφυρα** και η Γερμανία μας χ ω

ρίστηκε στα δυο, από το χρήμα και μόνο. Σύντομα όμως δεν

έφταναν τα λεφτά. Στους μικροσυνταξιούχους έτσι κι αλλιώς.

ΓΓ αυτό και η Αννελίζε έγραψε:

Μας δώσανε, θαρρείτε, ό,τι δώσαμε;

Αμ δε, κι έτσι απένταροι εντελώς πατώσαμε.

Δεν είναι λοιπόν ν' απορείς που στην τοπική μας οργάνωση

ο σύντροφος Χέρμαν θύμωσε και φώναξε: «Πώς εξηγούνται

όλα αυτά τα εμπορεύματα ξαφνικά; Α π ' το γεγονός ότι η

ιδιωτική οικονομία δεν υπηρετεί την κάλυψη των αναγκών,

αλλά αποκλειστικά και μόνο το κέρδος...» Είχε δίκιο, κι ας

έφτιαξαν αργότερα κάπως τα πράγματα. Αλλά για τους μι-

κροσυνταξιούχους τα λεφτά ήταν πάντα λίγα. Μπορούσαμε

μεν να στέκουμε μπροστά σε γεμάτες προθήκες, αλλά τίποτε

άλλο. Το μόνο καλό ήταν πως επιτέλους υπήρχαν φρέσκα

φρούτα και λαχανικά, κεράσια ένα μάρκο το κιλό και κουνου

πίδι εξήντα πέντε πφένιχ το ένα. Αλλά εμείς έπρεπε παρ' όλα

αυτά να υποΧο^ίζουμζ και τη δεκάρα.

* Ludwig Krhard (1897-1977): υπουργός Οικονομικών από το 19 έως το

'(>3, ο λεγόμενος «πατέρας του γερμανικού οικονομικού θαύματος». Διαδέχθηκε

τον Αντενάουερ στο αξίωμα του καγκελάριου.

'*"* Η τροφοδοσία του Δυτικού Βερολίνου, το οποίο ήταν πια αποκομμένη νη

σίδα μέσα στην Ανατολική Γερμανία, γινόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα

μόνο αεροπορικώς.

176 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Ευτυχώς η γυναίκα μου έστειλε το ποίημα της που ο τίτλος

του ήταν Π φυγή από το Αλγκόι σε ένα διαγωνισμό του Πα

ρατηρητή της Κολονίας με θέμα « Τ ο ωραιότερο μου ταξίδι

αναψυχής». Τι να πω, πήρε το δεύτερο βραβείο. Είκοσι μάρκα

στο χέρι. Και όταν τυπώθηκε στον Παρατηρητή πήρε άλλα

δέκα. Τα βάλαμε στο ταμιευτήριο. Και γενικά κάναμε οικονο

μία, όσο μπρορούσαμε. Αλλά σε όλα αυτά τα κατοπινά χρόνια

δεν έφτασαν ποτέ ξανά οι οικονομίες μας για ένα ταξίδι. Γιατί,

όπως έλεγαν τότε, εμείς ήμαστε «θύματα της νομισματικής με

ταρρύθμισης».

1949

...ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ, αγαπητέ μου Ούλι. Ποιος να μου το

'λέγε ότι σ" αυτή την πλήρη ημερών ηλικία θα είχα μια τέτοια

ιδιαίτερη συνάντηση. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά η ωραία Ίνγκε,

που η ψυχρή της μορφή (in natura και figura) διέγειρε κάποτε —ή

μήπως να πω καλύτερα τον καιρό του Αδόλφου;— όλους εμάς

τους νεαρούς του Στεττίν, μας φούντωνε ή μας έκανε να τραυλί-

ζουμε, τέλος πάντων μας έπαιρνε κανονικά τα μυαλά, ζει και

βασιλεύει! Η Ίνγκε, το κορίτσι που εγώ μάλιστα μπορώ να

ισχυριστώ ότι το άγγιξα με το φυλλοκάρδι μου να τρέμει. Ό χ ι ,

όχι στην κατασκήνωση στη Λιμνοθάλασσα της Βαλτικής, αλλά

όταν οργανώσαμε μαζί τη χειμερινή βοήθεια για το ξεπαγια-

σμένο Ανατολικό Μέτωπο: καθώς στοιβάζαμε και πακετάραμε

εσώβρακα, πουλόβερ, περικάρπια και άλλα μάλλινα, ριχτήκα

με ο ένας στον άλλο. Στο τέλος δεν ήταν παρά ένα θλιβερό

ματς-μουτς πάνω σε γούνες και πλεκτές ζακέτες. Μετά βρο

μούσαμε κτηνωδώς ναφθαλίνη.

Αλλά ας επανέλθω στην Ίνγκε του παρόντος: όπως και εμάς

έτσι και εκείνη η ηλικία δεν την άφησε αλώβητη, αλλά η κυρία

δόκτωρ Στέφαν, ακόμα και σημαδεμένη από ρυτίδες και με

γκρίζα ασημένια μαλλιά, ακτινοβολεί εκείνη την ενεργητικότητα

της νεότητας η οποία την ανέβασε το πάλαι ποτέ τόσο ψηλά

στην ιεραρχία. Θα θυμάσαι, βέβαια: προαγωγή μετά την προα

γωγή. Προς το τέλος εκείνη ήταν στην Ένωση Κορασίδων* το-

* Bund Dcutschcr Miidcl: τμήμα της Χιτλερικής Νεολαίας.

ψ

178 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

μεάρχης, ενώ εμείς οι δυο φτάσαμε εγώ μέχρι τον βαθμό του

υποδεκανέα και εσύ του δεκανέα. Και όταν μετά μας φόρεσαν

τ η στολή του βοηθητικού π λ η ρ ω μ ά τ ω ν αντιαεροπορικών

όπλων, η εποχή των φαιοχιτώνων, των μαντιλιών του λαιμού

και των χιτλερικών κορδονιών (των λεγόμενων και «κούνια

μαϊμούς») είχε έτσι κι αλλιώς παρέλθει. Η Ίνγκε ωστόσο,

όπως μου ψιθύρισε ντροπαλά, είχε κρατήσει την οργάνωση των

Κορασίδων της μέχρι τις τελευταίες ημέρες του πολέμου: περί

θαλψη προσφύγων από την ανατολική Πομμερανία, τραγούδι

στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Μόνο όταν ήρθαν οι Ρώσοι

απαρνήθηκε την Ένωση Κορασίδων Γερμανίας χωρίς να υπο

στεί καμία σωματική βλάβη.

Για να μην εξαντλήσω την υπομονή σου ως αναγνώστη: συ

ναντηθήκαμε στην Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας και συγκεκρι

μένα σε μία συζήτηση μεταξύ ειδικών της εταιρείας Dudcn*,

την οποία ανέχτηκε το Κράτος των Εργατών και Αγροτών και

η οποία έγινε στα πλαίσια των προγραμματισμένων εκδηλώ

σεων με την ευκαιρία της έκθεσης. Διότι, όπως ίσως γνωρίζεις,

τα μέλη της Εταιρείας είναι δυο λογιών Γερμανοί, έτσι ανήκω

και εγώ σ' αυτή, ο σύντομα (όπως άλλωστε και εσυ) συντα

ξιούχος καθηγητής, οι αγχίνοες γλωσσολογικές ιδέες του

οποίου εντούτοις θα εξακολουθήσουν να έχουν ζήτηση από το

Dudcn της Δύσης επί μονίμου βάσεως. Και επειδή συνεργαζό

μαστε, βεβαίως όχι πάντα απρόσκοπτα, με το D u d c n της

Ανατολής, προέκυψε αυτή η συνάντηση' διότι και η Ίνγκε ανή

κει στην παγγερμανική αδελφότητα των επί τα χείρω σωτή

ρων της γλώσσας, στην οποία επιτρέπεται να πουν το λογάκι

τους επίσης οι Αυστριακοί και οι Ελβετοί. Δεν θέλω όμως να

γίνω ανιαρός, αφηγούμενος τις έριδες μας σε θέματα μεταρρύθ-

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 170

* Γλωσσολογική Εταιρεία που πήρε το όνομα της από τον konrad Dudcn

(1829-191 Ι), συντάκτη του ομώνυμου λεξικού. Μετά τη διχοτόμηση της Γερμα

νίας, η Εταιρεία διασπάστηκε στη δυτική και την ανατολική εταιρεία Dudcn.

μισής της ορθογραφίας' αυτό το όρος κοιλοπονεί από καιρό και

κάποια μέρα θα γεννήσει το ποντικάκι της παροιμίας.

Ενδιαφέρουσα ήταν μόνο η κατ' ιδίαν συνάντηση μου με την

Ίνγκε. Δώσαμε ραντεβού, όπως απαιτούν οι καλοί τρόποι, για

γλυκό και καφέ στη στοά Μαίντλερ, όπου μου δόθηκε η ευκαι

ρία να γευτώ μια τραγανή σπεσιαλιτέ της Σαξονίας που φέρει

το όνομα «Άιερσεκ». Μετά σύντομη αναφορά σε θέματα της

ειδικότητας μας, πιάσαμε τα νεανικά μας χρόνια στο Στεττίν.

Στην αρχή τις συνηθισμένες ιστορίες του Γυμνασίου. Εκείνη δί

σταζε να σκαλίζει τα θραύσματα των κοινών μας αναμνήσεων

από την εποχή που ήμαστε στη Χιτλερική Νεολαία μπαίνο

ντας στον κόπο να μιλάει με μεταφορές όπως «εκείνα τα σκο

τεινά χρόνια της πλάνης...» Επίσης είπε: «Πόσο ρύπαναν τα

ιδανικά μας και εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη της πίστης μας».

Όταν όμως εγώ αναφέρθηκα στη μετά το '45 εποχή, δεν κοπία

σε καθόλου να ερμηνεύσει ως «οδυνηρό προσυλητισμό στον αντι-

φασισμό» το ότι άλλαξε καθεστώς και χρώμα μεταπηδώντας

στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και δη μετά ενάμιση μόνο χρόνο

περιθώριο. Και στην ιεραρχία της Ελεύθερης Νεολαίας Γερμα

νίας ανήλθε γρήγορα διότι ήταν από κάθε άποψη ικανή και άξια.

Διηγήθηκε για τη συμμετοχή της στις εορταστικές εκδηλώσεις

για την ίδρυση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας το

'49, οι οποίες, ως γνωστόν, έλαβαν χώρα στο πρώην Υπουργείο

Αεροπορίας του Γκέρινγκ. Έπειτα συμμετείχε στο Διεθνές Φε

στιβάλ Νεολαίας, σε πρωτομαγιάτικες πορείες, ακόμη και στην

κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας, κάνοντας προπαγάνδα στους

πεισματάρηδες αγρότες, αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της ενι

σχυμένης —είπε: «υπό τους καταιγιστικούς ήχους των μεγαφώ

νων»— προπαγάνδας, είχε τις πρώτες της αμφιβολίες. Παρ' όλα

αυτά η ωραία μας Ίνγκε είναι μέχρι σήμερα μέλος του Ενιαίου

Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας και με αυτή της την ιδιότη

τα πασχίζει, όπως με διαβεβαίωσε, «να αντιμετωπίσει τις πλά

νες του κόμματος με εποικοδομητική κριτική».

ISO ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

Έπειτα παρεκτραπήκαμε στους δρόμους της προσφυγιάς

των οικογενειών μας. Η δική της ρίζωσε στη γη του Ρόστοκ,

όπου σύντομα ως κόρη εργάτη -ο πατέρας της'Ινγκε ήταν οξυ

γονοκολλητής στα ναυπηγεία Βουλκάν- μπόρεσε να αρχίσει

τις σπουδές της και να ανοίξει τον δρόμο για την κατοπινή της

κομματική σταδιοδρομία. Τους δικούς μου γονείς η θύελλα

τους παρέσυρε αρχικά στη Δανία δια θαλάσσης και έπειτα στο

Σλέσβιχ-Χολστάιν, για την ακρίβεια, στο Πίννεμπεργκ. Στην

Ίνγκε είπα: «Εμένα ευτυχώς οΈλβας με ξέβρασε στη Δύση,

όπου με βούτηξαν αμέσως οι Άγγλοι» , και έπειτα απαρίθμησα

τους σταθμούς μου: το στρατόπεδο Μούντσερ, τη θεία στο

Γκέττινγκεν, το καθυστερημένο απολυτήριο Λυκείου, τα πρώ

τα εξάμηνα σπουδών στην ίδια πόλη, τη θέση βοηθού στο πα

νεπιστήμιο του Γκίσεν, την υποτροφία μου για την Αμερική,

κ.λπ. κ.λπ.

Ενώ κουβεντιάζαμε ακόμη, σκέφτηκα πόσο μειονεκτική και

συνάμα πόσο ευνοϊκή ήταν η πορεία των πραγμάτων στη

Δύση: ναι μεν καταργήθηκε ο φαιός χιτών, πλην όμως δεν μας

είχαν φορέσει γαλάζιο πουκάμισο*. «Αυτά είναι επιφανειακά»,

είπε η'Ινγκε. «Εμείς πιστέψαμε σε κάτι, ενώ εσείς στον καπιτα

λισμό χάσατε κάθε ιδανικό.» Φυσικά αντέτεινα: «Δύναμη πί

στης υπήρχε αρκετή και προηγουμένως, όταν εγώ φορούσα φαιά

στολή κι εσύ κατάλευκο κοντομάνικο πουκάμισο και φούστα

μπλε μέχρι το γόνατο!» «Ήμαστε παιδιά, είχαμε παραπλανη

θεί!» ήταν η απάντηση της. Μετά πάγωσε η'Ινγκε. Ανέκαθεν το

έκανε αυτό. Εννοείται δεν ανέχτηκε το χέρι μου πάνω στο δικό

της. Περισσότερο μονολογώντας ψιθύρισε την ομολογία της:

«Κάποια στιγμή τα πράγματα σε μας στράβωσαν». «Και σε

μας το ίδιο», ακούστηκε εντελώς αυτονόητα η δική μου ηχώ.

Ύστερα αφήσαμε τα προσωπικά και γίναμε αντικειμενικοί:

* Το χρώμα της κομματικής οργάνωσης νεολαίας (I'DJ - Ελεύθερη Γερμανι

κή Νεολαία) στην Ανατολική Γερμανία.

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT IS Ι

αναφερθήκαμε στην εταιρεία Dudcn και τις παγγερμανικές της

έριδες. Στο τέλος το θέμα ήταν η μεταρρύθμιση της ορθογρα

φίας. Αμφότεροι ήμαστε της γνώμης ότι θα έπρεπε ή να είναι

ριζοσπαστική ή να μη γίνει καθόλου. «Μόνο όχι μισές δου

λειές!» αναφώνησε παίρνοντας μέχρι τις ρίζες των μαλλιών

της λ ίγο χρώμα. Συγκατένευσα και ο λογισμός μου έτρεξε

στον έρωτα των εφηβικών μου χρόνων...

1950

ΟΙ ΚΟΛΟΝΕΖΟΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΠΟΤΕ, πολύ πριν από τον πόλεμο,

ήμουν φούρναρης, με φωνάζανε «τρελό γλυκάκι». Αλλά δεν το

εννοούσαν με κακία, γιατί μετά τον μέγα'Οστερμαν Βίλλυ εγώ

ήμουν ο καλύτερος τραγουδιστής των εύθυμων βαλς του καρ

ναβαλιού. Το '39, όταν μας επιτρέψανε να γιορτάσουμε για τε

λευταία φορά το καρναβάλι και να φωνάξουμε «Ζήτο) η Κολο

νία», το Ζωηρό μου ελαφάκι... ήταν το σουξέ νούμερο ένα, και

το Βίρα τις άγκυρες, καπετάνιε..., με το οποίο έκανα αθάνατο

το «βαρκάκι του Μύλχαϊμ*» ακόμη ακούγεται.

Έπειτα όμως ήρθαν οι εποχές του ζόφου. Μόνο σαν τέλειω

σε ο πόλεμος και από την Κολονία μας δεν είχαν απομείνει

παρά μόνο χαλάσματα, όταν από τις αρχές κατοχής απαγο

ρεύτηκε αυστηρά το καρναβάλι και το μέλλον διαγραφόταν δυ

σοίωνο, είχα τεράστια επιτυχία με το Είμαστε οι ιθαγενείς της

Τριζωνίας'**, γιατί οι Τρελοί της Κολονίας αψηφούν τις απα

γορεύσεις. Μέσα απ' τα χαλάσματα και στολισμένοι με ό,τι

παλιατζούρα είχε απομείνει, παρελάσαμε οι πάντες: οι Κόκκι

νες Σπίθες, όλοι οι Τρελοί, τα Παιδιά, ακόμα και μερικοί ανά

πηροι της Πριγκιπικής Φρουράς, δηλαδή της οργανωτικής επι

τροπής, οι πάντες με αφετηρία την Πύλη των Πετεινών. Και

* Το Μύλχαϊμ ταλαντευόταν ανάμεσα στην αυτονομία και την ένταξη του

στην περιφέρεια της Κολωνίας.

** Δηλαδή της Δυτικής Γερμανίας που ήταν χωρισμένη σε τρεις ζώνες: υπό

αμερικανική, γαλλική και αγγλική διοίκηση' η τέταρτη ήταν η ρωσική ζώνη της

Ανατ. Γερμανίας.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ Ι S3

το '49 η πρώτη Τριάδα του Καρναβαλιού, ο Πρίγκιπας, ο

Χωρικός και η Παρθένα, άρχισαν να βγάζουν τα μπάζα ιδιο

χείρως από το εντελώς κατεστραμμένο Γκύρτσενιχ. Ήταν μια

συμβολική πράξη, γιατί στο Γκύρτσενιχ είχαν γίνει παλιά οι

ωραιότερες συνεδριάσεις του Καρναβαλιού.

Μόνο τον επόμενο χρόνο μας δόθηκε η άδεια να γιορτάσου

με επίσημα. Ήταν μία επέτειος: οι αρχαίοι Ρωμαίοι ίδρυσαν

την πόλη μας το έτος πενήντα και της έδωσαν το όνομα Κολο

νία. «Η Κολονία όπως ήταν πριν από 1900 περίπου χρόνια»

ήταν το θέμα του Καρναβαλιού. Αλλά δυστυχώς δεν ήμουν

εγώ ο συνθέτης του τραγουδιού του Καρναβαλιού εκείνη τη

χρονιά, ούτε κανένας άλλος επαγγελματίας τραγουδοποιός,

ούτε ο Γιουπ Σλέσερ, ούτε ο ΓΊουπ Σμιτς, αλλά κάποιος ονό

ματι Βάλτερ Στάιν που λεγόταν ότι εμπνεύστηκε το τραγου

δάκι Ποιος θα πληρώσει, ποιος έχει τα λεφτά καθώς ξυριζόταν.

Το παραδέχομαι, έπιασε τον σφυγμό: «Ποιος έχει τόσο παρα-

δάκι, ποιος έχει τα λεφτά...» Αλλά αυτό το τραγουδάκι για να

λικνίζεσαι πιασμένος αγκαζέ το λανσάρισε κάποιος από το ρα

διόφωνο, ονόματι Φελτς. Ένας παμπόνηρος τύπος, γιατί, βλέ

πετε, ο Στάιν και ο Φελτς ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο.

Μας την είχε φέρει άσχημα, ήταν μεγάλη απάτη, αυθεντική

κολονέζικη απάτη, αλλά το Ποιος θα το πληρώσει... ακουγό

ταν διαρκώς, γιατί αυτός ο τύπος ο Στάιν ή Φελτς είχε πιάσει

τον σφυγμό. Βλέπετε, μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση δεν

είχε κανένας λεφτά στην τσέπη. Τουλάχιστον ο λαουτζίκος.

Βέβαια ο Πρίγκιπας μας του Καρναβαλιού, ο Πέτρος ο Τρί

τος, ανέκαθεν φυσούσε τον παρά: ήταν χοντρέμπορος πατάτας!

Το ίδιο και ο Χο^ρικός μας' αυτός είχε μια εταιρεία μαρμάρου

στο Έρενφελντ. Αλλά κονομημένη ήταν και η Παρθένα μας η

Βιλχελμίνε που, σύμφωνα με το καταστατικό, έπρεπε να είναι

άντρας, και ήταν κοσμηματοπώλης αλλά και κοσμημ,ατοποιός.

Και όταν μετά της Τυρινής, στο κτήριο της κεντρικής αγοράς,

το γυναικομανι της πόλης κήρυξε ώρα έντεκα και έντεκα την

/<sv ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

έναρξη του Καρναβαλιού, αυτή η τριάδα σκόρπιζε τα λεφτά

σαν χαρτοπόλεμο...

Αλλά ήθελα να σας διηγηθώ για την παρέλαση ανήμερα της

Καθαρής Δευτέρας. Ήταν μια μέρα βροχερή. Παρ* όλα αυτά

ήρθαν πάνω από ένα εκατομμύριο, ακόμη και από την Ολλαν

δία και το Βέλγιο. Ακόμη και οι δυνάμεις κατοχής γλέντησαν,

γιατί επιτρέπονταν πάλι ουσιαστικά τα πάντα. Ήταν σχεδόν

όπως παλιά, αν ξεχνούσες τα ερείπια που τραβούσαν παντού

το μάτι σου σαν εφιάλτης. Ήταν μια ιστορική παρέλαση με αρ

χαίους Γερμανούς και αρχαίους Ρωμαίους. Στην κεφαλή ήταν

οι Ούβιοι από τους οποίους λένε ότι κατάγονται οι Κολονέζοι.

Έπειτα όμως άρχιζε κανονικά το πανηγύρι με καν-καν και μα-

ζορέτες, μπροστά η μπάντα. Και έπειτα όλα τα άρματα, κά

που πενήντα. Ενώ τον προηγούμενο χρόνο το σύνθημα ήταν

«Είμαστε πάλι εδώ και κάνουμε ό,τι μπορούμε», αν και δεν

υπήρχαν στην πραγματικότητα και πολλά που μπορούσε να

κάνει κανείς, αυτή τη φορά πετάχτηκαν από τα άρματα άπει

ρες καραμέλες βουτύρου για τα Παιδιά και τους Τρελούς, κά

που ενάμιση τόνος. Και από έναν κινούμενο πίδακα η φίρμα

4711 ράντισε το πλήθος με δυο χιλιάδες λίτρα πραγματικής

Eau de Cologne. Καλά λοιπόν λικνίζονταν ρυθμικά τραγου

δώντας: Ποιος θα πληρώσει...

Το ελαφρό αυτό άσμα τραγουδήθηκε καιρό. Κατά τα άλλα

στην παρέλαση της Καθαρής Δευτέρας από πολιτική δεν είδα

με πολλά γιατί ο στρατός κατοχής μας παρακολουθούσε στε

νά. Μόνο δυο μασκαράδες ξεχώριζαν που ήταν πάντα ο ένας

πλάι στον άλλο. Μέχρι που φιλήθηκαν και μάλιστα χόρεψαν

μαζί. Ήταν, τρόπος του λέγειν, κώλος και βρακί, πράγμα βέ

βαια αρκετά γελοίο και λιγάκι κακόηθες γιατί ο ένας ήταν πι

στή απεικόνιση του Αντενάουερ και ο άλλος φτηστός το Γενάκι

από απέναντι, εννοώ ο Ούλμπριχτ. Φυσικά γελούσε ο κόσμος

με τον ινδιάνο αρχηγό με τα μυτερά αφτιά και με τη σιβηριανή

κατσίκα. Αυτό όμως ήταν και το μόνο παγγερμανικό θέμα

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ AS'5

στην παρέλαση του Καρνάβαλου την Καθαρή Δευτέρα. Και

βέβαια πιο πολύ χτυπούσε τον Αντενάουερ που οι Τρελοί της

Κολονίας ποτέ δεν τον χώνεψαν, γιατί προπολεμικά ακόμη.

όταν ήταν δήμαρχος, είχε κακολογήσει το Καρναβάλι. Και ως

καγκελάριος πολύ θα ήθελε να το είχε απαγορέψει. Και μάλι

στα δια παντός.

n

1951

ΑΞΙΟΤΙΜΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΤΗΣ ΦΟΛΞΒΑΓΚΕΝ,

αναγκάζομαι πάλι να διαμαρτυρηθώ, γιατί δεν πήραμε απολύ

τως καμία απάντηση σας. Μήπως ο λόγος είναι ότι, όπως

ήταν θέλημα της μοίρας, κατοικούμε στη Λαοκρατική Δημο

κρατία της Γερμανίας; Το μικρό μας σπίτι όμως είναι στην πε

ριοχή του Μαρίενμπορν, πολύ κοντά στα σύνορα, που, δυστυ

χώς από τότε που χτίστηκε το προστατευτικό τείχος, δεν μπο

ρούμε να τα διαβούμε και να περάσουμε απέναντι.

Είναι άδικο να μην απαντάτε! Ο άντρας μου δούλευε για

σας από την αρχή, εγώ έπιασα αργότερα δουλειά σε σας. Από

το '38 κιόλας μαθητευόμενος μηχανικός της Φολξβάγκεν στο

Μπραουνσβάικ. Έπειτα έγινε οξυγονοκολλητής, και όταν τέ

λειωσε ο πόλεμος ξανάπιασε αμέσως δουλειά βοηθώντας στην

απομάκρυνση των μπάζων γιατί το μισό εργοστάσιο είχε βομ

βαρδιστεί. Μάλιστα αργότερα, όταν έγινε διευθυντής ο κύριος

Νόρντχοφ και άρχισε κανονικά η συναρμολόγηση, ήταν ελε

γκτής ποιότητας και επιπλέον μέλος του συμβουλίου του εργο

στασίου. Στη φωτογραφία που επισυνάπτω μπορείτε να δείτε

ότι ήταν και αυτός παρών στις 5 Οκτώβρη όταν γιορτάσαμε το

250.000ό φολξβάγκεν. Ο κύριος Νόρντχοφ έβγαλε έναν ωραίο

λόγο. Εμείς στεκόμαστε όλοι γύρω από το σκαθάρι, που δεν

ήταν ακόμη βαμμένο χρυσοκίτρινο, όπως το εκατομμυριοστό

που γιορτάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Παρ' όλα αυτά η

γιορτή ήταν ωραιότερη απ' ό,τι τρία χρόνια νωρίτερα, γιατί

τότε, όταν γιορτάζαμε το 50.000ό αυτοκίνητο, δεν υπήρχαν

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 1S7

αρκετά ποτήρια και χρησιμοποιήσαμε πλαστικά, γι ' αυτό πολ

λοί επισκέπτες και συνεργάτες έπαθαν φριχτό στομαχόπονο

και κάμποσοι έκαναν εμετό μέσα στο εργοστάσιο ή απέξω.

Αλλά αυτή τη φορά υπήρχαν κανονικά ποτήρια. Κρίμα που τη

χρονιά εκείνη πέθανε στη Στουτγάρδη ο καθηγητής Πόρσε, αυ

τός που επινόησε ουσιαστικά -και όχι ο Χίτλερ- το φολξβά

γκεν, και δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη γιορτή. Αυτός αν

έβλεπε τα παλιά μας ένσημα αποταμίευσης, σίγουρα θα μας

απαντούσε.

Ε γ ώ έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο της Φολξβάγκεν στο

Βόλφσμπουργκ αργότερα, στον πόλεμο, όταν όλοι αναγκαστή

καμε να δώσουμε ένα χέρι. Εκείνη την εποχή, όπως σίγουρα

θα θυμάστε, δεν φτιάχνονταν πια σκαθάρια αλλά πλήθος αμφί

βια τζιπ για τον στρατό. Στην πρέσα, όπου έκοβα και φορμά-

ριζα λαμαρίνες, δούλευαν εκτός μισθοδοτικής καταστάσεως

τέσσερις Ρωσίδες με τις οποίες όμως δεν μας επιτρεπόταν να

μιλάμε. Ασχημοι καιροί τότε. Έτσι έζησα και τον βομβαρδι

σμό. Όταν όμως ξαναλειτούργησε το εργοστάσιο, μου έδωσαν

ευκολότερη δουλειά στην αλυσίδα συναρμολόγησης. Τότε γνώ

ρισα τον άντρα μου. Όταν όμως το '52 πέθανε η αγαπημένη

μου μητέρα και μας άφησε το σπιτάκι της με τον κήπο κοντά

στο Μαρίενμπορν, μετακόμισα στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής.

Ο άντρας μου έμεινε δεν έμεινε ένα χρόνο ακόμη, ώσπου τραυ

ματίστηκε βαριά σε εργατικό ατύχημα/Ετσι λοιπόν το θέλησε

η μοίρα και αποκοπήκαμε από τα πάντα. Ούτε καν απάντηση

στα γράμματα μας δεν παίρνουμε από σας. Αυτό δεν είναι δί

καιο!

Και όμως τον περασμένο χρόνο υποβάλαμε εγκαίρως βε

βαίωση μέλους του Συλλόγου Αποζημίωσης Αποταμιευτών

της Φολξβάγκεν και σας στείλαμε όλα τα απαιτούμενα έγγρα

φα. Πρώτον, τη βεβαίωση ότι ο άντρας μου Μπέρνχαρτ Αιλζεν

από τον Μάρτιο του 1939 κατέθετε κάθε εβδομάδα τουλάχι

στον πέντε μάρκα και ότι επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια κολ-

INN Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

λούσε ένσημα αποταμίευσης για ένα σκούρο μπλε αυτοκίνητο

«Ισχύς-μας-η-χαρά», όπως λεγόταν τότε ακόμα το φολξβά-

γκεν. Συνολικά ο άντρας μου αποταμίευσε 1.230 μάρκα. Αυτή

ήταν τότε η χοντρική τιμή του αυτοκινήτου. Δεύτερον σας έχει

σταλεί βεβαίωση του υπευθύνου της εθνικοσοσιαλιστικής οργά

νωσης του εργοστασίου «Ισχύς-μου-η-χαρά». Επειδή όμως τα

λιγοστά φολξβάγκεν που φτιάξαμε στον πόλεμο προορίζονταν

μόνο για τους κομματικούς μανδαρίνους, ο άντρας μου έμεινε

με άδεια χέρια. Γι ' αυτό και επειδή είναι ανάπηρος, απαιτούμε

να μας δοθεί ένα σκαθάρι και συγκεκριμένα ένα φολξβάγκεν

] 500 ανοιχτού πράσινου χρώματος και χωρίς ιδιαίτερα εξτρά.

Τώρα που η παραγωγή έχει ξεπεράσει τα πέντε εκατομμύ

ρια και εσείς χτίσατε ακόμα και για τους Μεξικάνους εργοστά

σιο, δεν μπορεί παρά να έχετε τη δυνατότητα να ικανοποιήσετε

την απαίτηση μας να μας δοθεί ένα φολξβάγκεν, και ας είμαστε

μόνιμοι κάτοικοι της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμα

νίας. Ή μήπως δεν μετράμε πια για Γερμανοί;

Επειδή το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο σας επικύ

ρωσε πρόσφατα στην Καρλσρούη ένα συμβιβασμό με τον Σύλ

λογο Αρωγής των Πρώην Αποταμιευτών της Φολξβάγκεν (ΣΑ-

ΠΑΦ), δικαιούμαστε έκπτωση 600 μάρκα. Τα υπόλοιπα θα τα

πληρώσουμε ευχαρίστως στο δικό μας νόμισμα. Μη μου πείτε

ότι δεν γίνεται, ή μήπως δεν γίνεται;

Ελπίζω να μου απαντήσετε,

Με τιμή

Ελφρίντε Άιλζεν

1952

ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ, λέω: εμάς μας ένωσε ο μαγι

κός καθρέφτης, όπως έλεγαν στην αρχή την τηλεόραση, και

όχι μόνο στο Hor %//*' ο έρως ακολούθησε με δόσεις. Ήταν πα

ραμονές Χριστουγέννων του 1952. Ό π ω ς παντού, έτσι και

στην πόλη μας το Λίνεμπουργκ συνωστιζόταν κόσμος και κο

σμάκης έξω από τα καταστήματα ραδιοφωνικών συσκευών

παρακολουθώντας στις οθόνες το πρώτο πραγματικό πρό

γραμμα τηλεόρασης. Εκεί που στεκόμαστε εμείς είχε μόνο μία

συσκευή.

Ε, δεν ήταν δα και ιδιαίτερα συναρπαστικό: στην αρχή μια

ιστορία που μιλούσε για το τραγούδι Άγια νύχτα, ίνα δά

σκαλο και έναν που σκάλιζε Εσταυρωμένους και φάτνες ονό

ματι Μελχιόρ. Αργότερα είχε ένα χορευτικό, μια ελεύθερη

διασκευή του Ερνστ Μπους, όπου ο Μαξ και ο Μόριτς χορο

πηδούσαν σαν νευρόσπαστα. Και όλα αυτά με μουσική του

Νόρμπερτ Σούλτσε στον οποίο εμείς τα πρώην φανταράκια

οφείλουμε όχι μόνο το Λιλή Μαρλέν αλλά και το Βόμβες

πάνω από την Αγγλία. Α, ναι, ξέχασα, στην αρχή έβγαλε

έναν φλύαρο πανηγυρικό ο διευθυντής της Βορειοδυτικογερ-

μανικής Ραδιοφωνίας, κάποιος κύριος Ρόκκος, που η κριτική

τηλεόρασης τον έλεγε Στόκο. Υπήρχε και παρουσιάστρια με

κλαρωτό φουστάνι που παρουσίαζε το πρόγραμμα σχεδόν

ν Περιοδικό ραδιοπρογραμμάτων επίσης του συγκροτήματος Σπρίνγκερ με τη

μεγαλύτερη, εκείνη την εποχή, κυκλοφορία.

190 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ντροπαλά χαμογελώντας στους πάντες και ιδιαίτερα σε μένα.

Ήταν η Ειρήνη Κος, που μας προξένεψε με αυτό τον τρόπο,

γιατί στο ανθρώπινο σμάρι μπροστά στο κατάστημα ραδιοφω

νικών συσκευών δίπλα μου στεκόταν εντελώς τυχαία η Γκού-

ντελ. Της άρεσαν όλα όσα είχε να προσφέρει ο μαγικός καθρέ

φτης, Η χριστουγεννιάτικη ιστορία τη συγκίνησε μέχρι δα

κρύων. Δεν άφησε σκανταλιά του Μαξ και του Μόριτς που να

μην τη χειροκροτήσει χωρίς να ντρέπεται. Όταν όμως εγώ

μετά τα νέα της ημέρας -δεν θυμάμαι πια τι άλλο έδειξαν

εκτός από το μήνυμα του Πάπα- πήρα κουράγιο και της είπα:

«Προσέξατε, δεσποινίς μου, ότι έχετε απίθανη ομοιότητα με

την παρουσιάστρια;» το μόνο που μπόρεσε να μου πετάξει με

ύφος ήταν «Δεν νομίζω».

Παρ' όλα αυτά συναντηθήκαμε την άλλη μέρα χωρίς ραντε

βού μπροστά στη βιτρίνα, όπου πάλι συνωστιζόταν ο κόσμος,

και συγκεκριμένα νωρίς το απομεσήμερο. Αν και έπληττε με τη

μετάδοση του ματς ανάμεσα στον ποδοσφαιρικό όμιλο Σαντ

Πάουλι και στην ομάδα Χάμπορν 07, εντούτοις έμεινε. Το

βράδυ παρακολουθήσαμε το πρόγραμμα μόνο χάρη στην πα

ρουσιάστρια. Και κάπου ανάμεσα είχα τύχη: η Γκούντελ δέ

χτηκε να την κεράσω έναν καφέ «απλώς για να ζεσταθούμε λι

γάκι». Μου συστήθηκε ως πρόσφυγας από τη Σιλεσία που

δούλευε πωλήτρια στο κατάστημα Σαλαμάνδρα. Ε γ ώ που

εκείνο τον καιρό είχα υψιπετή σχέδια και ήθελα να γίνω το λι

γότερο ηθοποιός, εάν όχι θιασάρχης, παραδέχτηκα ότι ήμουν

αναγκασμένος να βοηθάω στην ταβέρνα του πατέρα μου που

πήγαινε μάλλον χάλια και ότι κατά βάση ήμουν άνεργος αλλά

γεμάτος ιδέες. «Δεν χτίζω μόνο παλάτια στην άμμο», τη δια

βεβαίωσα.

Μετά τα νέα στο κατάστημα ραδιοφωνικών συσκευών είδα

με μία αστεία, όπως μας φάνηκε, εκπομπή για την παρασκευή

των χριστόψωμων. Την ετοιμασία της ζύμης πλαισίωναν εύθυ

μες και χιουμοριστικές παρλάτες του Πέτερ Φράνκενφελντ, ο

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 191

οποίος αργότερα έγινε δημοφιλής με την εκπομπή του Νια τα

λέντα. Επίσης μας διασκέδασε η'Ιλζε Βέρνερ που σφύριζε και

τραγουδούσε, ιδιαίτερα όμως το παιδί-θαύμα Κορνηλία Φρό-

μπες, μια νεαρή βερολινέζα ηθοποιός που έγινε διάσημη με ένα

απ' αυτά τα τραγούδια που σου τριβελίζουν το κεφάλι όπου

βρεθείς και σταθείς, το Πάρε το μαγιό σου κι έλα.

Και έτσι συνεχίσαμε. Συναντιόμαστε μπροστά στη βιτρίνα.

Σύντομα χαζεύαμε τηλεόραση χέρι χέρι. Αλλά εκεί μείναμε.

Μόνο όταν μπήκε ο νέος χρόνος σύστησα την Γκούντελ στον

πατέρα μου. Εκείνου του άρεσε η σωσίας της τηλεπαρουσιά-

στριας Ειρήνης Κος και εκείνης η ταβέρνα στις παρυφές του

δάσους. Για να μην τα πολυλογώ, η Γκούντελ έφερε ζωή στο

Εξοχικό κέντρο μας που κόντευε να βάλει λουκέτο. Κατάφερε

να πείσει τον άτολμο, μετά τον θάνατο της μάνας μου, πατέρα

μου να πάρει δάνειο και να βάλει στη μεγάλη αίθουσα μια τη

λεόραση, όχι μια μικρή επιτραπέζια συσκευή αλλά ολόκληρο

εκείνο το έπιπλο της Φίλιπς, μια αγορά που άξιζε τα λεφτά

της. Από τον Μάη και μετά κάθε βράδυ στο Εξοχικό όχι τρα

πέζι, ούτε καρέκλα δεν υπήρχε άδεια. Έρχονταν πελάτες από

μακριά, γιατί ο αριθμός των ιδιωτικών συσκευών τηλεόρασης

παρέμεινε πολύ καιρό ακόμα περιορισμένος.

Σύντομα αποκτήσαμε ένα κοινό πιστών θαμώνων που όχι

μόνο χάζευαν τιβί αλλά έτρωγαν κιόλας και μάλιστα καλά.

Και όταν έγινε δημοφιλής ο μάγειρας της τηλεόρασης Κλέμενς

Βιλμενροντ, η Γκούντελ, που δεν ήταν πλέον πωλήτρια σε κα

τάστημα υποδημάτων αλλά μνηστή μου, υιοθετούσε τις συντα

γές του και τις ενσωμάτωνε στον μέχρι τότε πολύ avtapo κα

τάλογο του Εξοχικού μας. Από το φθινόπωρο του 1954 -στο

μεταξύ είχαμε παντρευτεί- η τηλεοπτική σειρά Οικογένεια Σε-

λερμαν τραβούσε όλο και περισσότερο κοινό. Και μαζί με τους

πελάτες μας ζούσαμε και εμείς τα πλήρη εναλλαγών δρώμενα

στην οθόνη, λες και η τηλεοπτική οικογένεια είχε αφήσει πάνω

μας τα ίχνη της, λες και ήμαστε και εμείς Σέλερμαν, με άλλα

/<λ? Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

λόγια, όπως ακουγόταν να λέγεται συχνά με υποτιμητικό

τόνο, γερμανικός μέσος όρος. Ναι, έτσι είναι. Μας ευλόγησε ο

Θεός με δύο παιδιά, το τρίτο είναι καθ" οδόν. Και οι δυο μας

υποφέρουμε λιγάκι εξαιτίας των περιττών μας κιλών. Βέβαια

έβαλα στη ναφθαλίνη τα υψιπετή σχέδια μου, δεν είμαι όμως

δυσαρεστημένος με τον δευτερεύοντα ρόλο μου. Διότι είναι η

Γκούντελ αυτή που -μιμούμενη επιμελώς τους Σέλερμαν-

διευθύνει τώρα το Εξοχικό κέντρο που λειτουργεί τώρα και ως

πανσιόν. Όπως πολλοί πρόσφυγες, που είναι αναγκασμένοι να

ξεκινήσουν από το μηδέν, είναι φοβερά δραστήρια. Το λένε και

οι πελάτες μας: Η Γκούντελ ξέρει τι θέλει, λένε.

1953

Η ΒΡΟΧΗ ΕΙΧΕ ΛΙΓΟΣΤΕΨΕΙ. Όταν φυσούσε, στα δόντια έτριζε

τουβλόσκονη. Χαρακτηριστικό του Βερολίνου, μας είπαν. Η

Άννα* κι εγώ ήμαστε μισό χρόνο εδώ. Εκείνη είχε εγκαταλεί

ψει την Ελβετία, εγώ είχα αφήσει πίσω μου το Ντύσελντορφ.

Εκείνη μάθαινε κοντά στη Μαίρη Ουίγκμαν, σε μια έπαυλη

του Ντάλεμ, τον ξυπόλητο χορό έκφρασης, εγώ εξακολουθού

σα να θέλω να γίνω γλύπτης στο ατελιέ του Χάρτουνγκ στην

πλατεία Στάιν, αλλά όπου στεκόμουν, καθόμουν ή πλάγιαζα

με την Άννα, έγραφα μακροσκελή ή σύντομα ποιήματα.

Πήραμε τον ηλεκτρικό μέχρι τον σταθμό Λέρτερ, που ο σι

δερένιος σκελετός του ήταν ακόμη όρθιος. Περάσαμε το ερείπιο

της γερμανικής βουλής, την Πύλη του Βραδεμβούργου που

από τη στέγη της έλειπε η κόκκινη σημαία. Μόνο όταν φτάσα

με στην πλατεία Πότσνταμ είδαμε από τη δυτική πλευρά των

συνόρων ανάμεσα στους τομείς τι είχε συμβεί και τι συνέβαινε

εκείνη τη στιγμή, ή μάλλον αφότου είχε λιγοστέψει η βροχή.

Τα κτήρια του Κολόμβου και της Πατρίδας κάπνιζαν. Έ ν α

κιόσκι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Από τον ουρανό χιόνιζε

μαύρες νιφάδες καρβουνιασμένης προπαγάνδας που ο αέρας με

τον καπνό είχε σηκώσει ψηλά. Και ομάδες κόσμου είδαμε που

πηγαινοέρχονταν άσκοπα. Ούτε ένας της Λαϊκής Αστυνομίας.

Αλλά σφηνωμένα στο πλήθος σοβιετικά άρματα μάχης Τ 34,

ήξερα τον τύπο.

* Η Anna Schwartz, πρώτη γυναίκα του Γκύντερ Γκρας.

194 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Μια πινακίδα προειδοποιούσε: «Προσοχή! Εγκαταλείπετε

τον αμερικανικό τομέα». Μερικοί έφηβοι τόλμησαν παρ' όλα

αυτά να περάσουν απέναντι με ή χωρίς ποδήλατο. Εμείς μεί

ναμε στη Δύση. Δεν ξέρω αν η Άννα είδε άλλα ή περισσότερα

από μένα. Και οι δυο είδαμε τα παιδικά πρόσωπα ρώσων φα

ντάρων μέσα σε ορύγματα κατά μήκος των συνόρων. Και πιο

πέρα είδαμε ανθρώπους να πετροβολούν. Παντού υπήρχαν

πλήθος πέτρες. Με πέτρες εναντίον τανκς. Θα μπορούσα να

σκιτσάρω τη στάση βολής, να γράψω όρθιος ένα ποίημα, σύ

ντομο ή μακροσκελές, για το λιθοβόλημα' όμως δεν τράβηξα

ούτε γραμμή, δεν έγραψα ούτε λέξη, ωστόσο η χειρονομία του

λιθοβολήματος έμεινε στο μυαλό μου.

Μόνο δέκα χρόνια αργότερα, όταν η Άννα και εγώ βιώναμε

αλλήλους ως γονείς πιεσμένους από παιδιά και βλέπαμε την

πλατεία Πότσνταμ ως ουδέτερη και πλέον μόνο ως ζώνη περι

βαλλόμενη από τείχος, έγραψα ένα δράμα, μία γερμανική τρα

γωδία με τίτλο Οι πληβείοι δοκιμάζουν την εξέγερση που θύ

μωσε τους ιεροφύλακες και των δύο κρατών. Σε τέσσερις πρά

ξεις μιλούσε για τη δύναμη και την αδυναμία, για σχεδιασμένη

και αυθόρμητη επανάσταση, για το ζήτημα κατά πόσο ο Σαίξ

πηρ επιδεχόταν τροποποιήσεις, για αύξηση της απαιτούμενης

από τον εργοδότη παραγωγικότητας της εργασίας και για ένα

κουρελιασμένο κόκκινο πανί, για λόγους και αντίλογους, για

μεγαλόψυχους και μικρόψυχους, για τεθωρακισμένα άρματα

μάχης και πετροβολητές, για έναν βροχερό ξεσηκωμό των ερ

γατών ο οποίος, μόλις κατεστάλη, χρονολογήθηκε στις 17 Ιου

νίου, πλαστογραφήθηκε και εξιδανικεύτηκε μεταβαλλόμενος σε

λαϊκή εξέγερση και ημέρα αργίας, οπότε στη Δύση κάθε επέ

τειος είχε όλο και περισσότερους νεκρούς από τροχαία.

Οι νεκροί όμως στα ανατολικά είχαν τουφεκιστεί, λιντσαρι-

στεί, εκτελεστεί. Εκτός τούτου είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκι

σης. Το σωφρονιστήριο Μπάουτσεν ήταν υπερπλήρες. Η Άννα

κι εγώ είδαμε μόνο αδύναμους λιθοβολητές. Όντας στον δυτικό

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 195

τομέα, κρατούσαμε αποστάσεις. Αγαπιόμαστε πολύ και αγα

πούσαμε πολύ την τέχνη και δεν ήμαστε εργάτες που πετούσαν

πέτρες στα τανκς. Από τότε όμως ξέρουμε πως αυτός ο αγώνας

επαναλαμβάνεται διαρκώς. Μάλιστα καμιά φορά, τότε όμως με

καθυστέρηση δεκαετιών, νικούν αυτοί που πετούν πέτρες.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 197

1954

ΣΤΗ ΒΕΡΝΗ, ΒΕΒΑΙΑ, ΔΕΝ ΠΗΓΑ, αλλά μέσω του ραδιοφώνου

έζησα στο φοιτητικό μου δωμάτιο στο Μόναχο, που εκείνη τη

μέρα πολιορκήθηκε από εμάς τους επίδοξους οικονομολόγους,

την ψηλοκρεμαστή πάσα του Σαίφερ στην περιοχή των Ούγ

γρων. Ακόμη και σήμερα, ως αρκετά προχωρημένης ηλικίας

παρ' όλα αυτά ενεργητικότατος διευθυντής μιας εταιρείας,

Consulting με έδρα στο Λουξεμβούργο, θυμάμαι σαν να τον

βλέπω τον Χέλμουτ Ραν που όλοι τον αποκαλούν «αρχηγό»

να προλαβαίνει τρέχοντας την μπάλα. Τώρα σουτάρει τρέχο

ντας, όχι, ντριπλάρει δυο αντιπάλους, που ρίχνονται να τον

αναχαιτίσουν, προσπερνά και άλλους αμυντικούς και με το

αριστερό πόδι στέλνει τη βόμβα από δεκατέσσερα μέτρα μα

κριά στην κάτω αριστερή γωνία του τέρματος. Όπου ο Γκρό-

σιτς δεν μπορεί να τη φτάσει/Εξι ή πέντε λεπτά πριν απο τη

λήξη του αγώνα το σκορ είναι 3-2. Και τότε οι Ούγγροι εφορ

μούν. Ελεύθερο χτύπημα του Κόσιτς, ο Πούσκας στη σωστή

θέση, αλλά το τέρμα δεν κατακυρώνεται. Καμία διαμαρτυρία

δεν βοηθάει. Επειδή δήθεν ο ταγματάρχης της Χονβέντ ήταν

οφσάιντ. Στο τελευταίο λεπτό ο Τσίμπορ παίρνει την μπάλα,

σκοπεύει από εφτά, οχτώ μέτρα στην κλειστή γωνία, αλλά πε

τώντας βρίσκεται ο Τόνι Τουρέκ με τις δυο γροθιές επιτόπου.

Ένα ακόμη κόρνερ των Ούγγρων/Επειτα ο κύριος Λινγκ σφυ

ρίζει τη λήξη του αγώνα. Είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές,

δείξαμε στον κόσμο ποιοι είμαστε, είμαστε πάλι εδώ, δεν είμα

στε πια ηττημένοι, τραγουδάμε κάτω από ομπρέλες στο στάδιο

της Βέρνης, ενώ εμείς μαζεμένοι γύρω από το ραδιόφωνο στο

φοιτητικό μου καμαράκι στο Μόναχο κραυγάζουμε «Υπεράνω

όλων στον κόσμο».

Αλλά η ιστορία μου δεν τελειώνει εδώ. Ουσιαστικά μόλις

τώρα αρχίζει. Γιατί οι δικοί μου ήρωες της 4ης Ιουλίου 1954

δεν ονομάζονταν Τσίμπορ ή Ραν, Χιντεκούτι ή Μόρλοκ. Ό χ ι ,

εγώ ως οικονομολόγος και σύμβουλος επενδύσεων, στο τέλος

από την έδρα μου στο Λουξεμβούργο, μεριμνούσα επί δεκαε

τίες, αν και μάταια, για την οικονομική ευημερία των ειδώλων

μου Φριτς Βάλτερ και Φέρεντς Πούσκας. Αλλά αυτοί δεν ήθε

λαν να βοηθηθούν. Η γέφυρα που είχα χτίσει και που κατέλυε

κάθε είδους εθνικισμό παρέμεινε αχρησιμοποίητη. Και όχι

μόνο αυτό, αλλά αμέσως μετά το μεγάλο εκείνο παιχνίδι και

οι δύο ήταν άσπονδοι εχθροί, γιατί ο ούγγρος ταγματάρχης

είχε επιρρίψει στους γερμανούς άσους τευτονικό σύνδρομο με

γαλείου, ακόμη και ντοπάρισμα. «Έπαιζαν με αφρούς στο στό

μα», λέγεται ότι είπε. Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα, όταν

είχε πια συμβόλαιο με τη Ρεάλ Μαδρίτης και εξακολουθούσε

να ισχύει η απαγόρευση εισόδου του σε γερμανικό γήπεδο, κα

ταδέχτηκε να ζητήσει γραπτώς συγγνώμη, έτσι ώστε κατά

βάση τίποτε πλέον δεν έστεκε εμπόδιο στην επαγγελματική συ

νεργασία μεταξύ Βάλτερ και Πούσκας' και η φίρμα μου προ

σπάθησε αμέσως να μεσολαβήσει ως σύμβουλος.

Χαμένος κόπος! Βέβαια παρασημοφόρησαν τον Φραντς

Βάλτερ και τον ονόμασαν «βασιλιά του Μπέτσενμπεργκ»,

αλλά οι διαφημιστικές υπηρεσίες που πρόσφερε στην Adidas

και σε μια φίρμα αφρώδους οίνου, όπου μάλιστα είχε το δι

καίωμα να δίνει το όνομα του σε κρασιά —όπως «Ένδοξος οί

νος Φριτς Βάλτερ»- υποτιμήθηκαν υπερβολικά και παρέμειναν

κακοπληρωμένες' μόνο όταν το βιβλίο του για τον ομοσπον

διακό προπονητή Ζεπ Χερμπέγκερ και την ακατάλυτη νίκη της

ενδεκάδας του Βάλτερ έγινε επιτυχία και του απέφερε μπόλικο

χρήμα, μπόρεσε να ανοίξει στο Καϊζερλάουτερν, κοντά στα

198 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ερείπια του κάστρου, ένα απλό σινεμά και ένα μαγαζάκι προ

πό και λαχείων στο φουαγιέ. Ζούσε φτωχικά γιατί δεν ήταν δα

και πολύ κερδοφόρα επιχείρηση. Και όμως θα μπορούσε από

την αρχή κιόλας της δεκαετίας του '50 να έχει κάνει την τύχη

του στην Ισπανία. Η Ατλέτικο Μαδρίτης είχε στείλει κάποιον

προξενητή με διακόσιες πενήντα χιλιάδες μάρκα στον χαρτοφύ

λακα του. Αλλά ο μετριόφρων, ο ανέκαθεν υπερβολικά μετριό-

φρων Φριτς, αρνήθηκε, ήθελε να μείνει στο Παλατινάτο και να

είναι εκεί, μόνο εκεί βασιλιάς.

Ο Πούσκας ήταν εντελώς διαφορετική περίπτωση. Μετά την

αιματηρή εξέγερση στην Ουγγαρία, έμεινε στη Δύση, ήταν με

την εθνική ομάδα σε περιοδεία στη Λατινική Αμερική τότε, πα

ράτησε το κερδοφόρο ρεστωράν του στη Βουδαπέστη και αργό

τερα πήρε την ισπανική υπηκοότητα. Δεν είχε προβλήματα με

το καθεστώς του Φράνκο, γιατί από την Ουγγαρία, όπου το

κόμμα —όπως έκαναν και οι Τσέχοι με τον Ζάτοπεκ τους— τον

είχε τιμήσει με τον τίτλο «Ήρωας του Σοσιαλισμού», είχε φέ

ρει μαζί του ανάλογες εμπειρίες. Έπαιξε εφτά χρόνια για τη

Ρεάλ Μαδρίτης και μάζεψε εκατομμύρια, τα οποία επένδυσε σε

ένα εργοστάσιο αλλαντικών, το «Salchichas Puskas» που έκα

νε μάλιστα και εξαγωγές. Ενώ παράλληλα ο καλοφαγάς, που

ανέκαθεν ήταν υπέρβαρος και πάλευε να ρίξει τα κιλά του,

διηύθυνε ένα εστιατόριο gourmet το οποίο είχε τη χαρακτηρι

στική επωνυμία «Pancho* Puskas».

Και βέβαια τα είδωλα μου εμπορευματοποιήθηκαν, αλλά

ήταν ανίκανοι να συνενώσουν τα συμφέροντα τους, να πουλη

θούν, τρόπος του λέγειν, πακέτο. Ούτε καν εγώ και η ειδικευ

μένη σε συγχωνεύσεις εταιρεία μου καταφέραμε να κάνουμε συ

νεταίρους το αλλοτινό εργατόπαιδο από κάποιο προάστιο της

Βουδαπέστης και τον αλλοτινό μαθητευόμενο τραπεζοϋπάλλη-

* Στα ισπανικά Pancho είναι το χαϊδευτικό του Franzcsco (Fcrcns στα ουγ

γρικά).

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 199

λο από το Παλατινάτο' να τους πείσουμε, παραδείγματος χά

ριν, να προσφέρουν τα αλλαντικά του ταγματάρχη Πούσκας

μαζί με τον άλφα ποιότητας αφρώδη οίνο «Στέψη του Φριτς

Βάλτερ» και να συμφιλιώσουμε με κεροδοφόρο τρόπο τον

επαρχιακό ήρωα με τον κοσμοπολίτη. Καχύποπτοι απέναντι

σε κάθε συγχώνευση, αρνήθηκαν και οι δυο είτε ot ίδιοι είτε δι'

αντιπροσώπου.

Ο ταγματάρχης της Χόνβεντ εξακολουθεί να θεωρεί ότι τότε

στη Βέρνη δεν σημείωσε γκολ από θέση οφσάιντ, αλλά ότι ισο

φάρισε με 3-3.Ίσως μάλιστα να πιστεύει ότι ο διαιτητής, ο κύ

ριος Λινγκ, πήρε εκδίκηση γιατί τον προηγούμενο χρόνο στο

ιερό στάδιο Γουέμπλεϋ οι Ούγγροι είχαν κατορθώσει να επι

σφραγίσουν την πρώτη ήττα της Αγγλίας στην έδρα της: οι

Μαγυαροι νίκησαν τότε με 6-3. Και η γραμματέας του Φριτς

Βάλτερ, που φυλάει σαν δράκος τον βασιλιά του Μπέτσεν-

μπεργκ, αρνήθηκε ακόμη και ως δώρο ένα σαλάμι Πούσκας το

οποίο προσέφερα ο ίδιος προσωπικά. Μια ήττα που ακόμη δεν

μπορώ να τη δεχτώ. Γι ' αυτό κατά καιρούς ενεδρεύει η σκέψη:

τι θα είχε απογίνει το γερμανικό ποδόσφαιρο εάν όταν σουτά-

ρισε ο Πούσκας, ο διαιτητής δεν είχε σφυρίξει οφσάιντ, εάν

εμείς κατά την παράταση είχαμε μείνει πίσω στο σκορ ή εάν

είχαμε χάσει στην επανάληψη και είχαμε φύγει από το στάδιο

για άλλη μια φορά ως ηττημένοι και όχι ως παγκόσμιοι πρω

ταθλητές...

1955

Η ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ ΜΑΣ, που νομίζω πως είχε χρηματοδοτηθεί

εν μέρει από τον αποταμιευτικό οργανισμό Wuestenrot, από

τον οποίο ο πατέρας μου πίστευε πως ως δημόσιος υπάλληλος

είχε περιθώρια να πάρει στεγαστικό δάνειο «καθότι η θέση του

ήταν σχετικά ασφαλής», ήταν έτοιμη ήδη από τον προηγούμε

νο χρόνο. Μόνο που το σπίτι μας, στα πεντέμισι δωμάτια του

οποίου σύντομα αισθανόμαστε καλά όχι μόνο εμείς τα τρία κο

ρίτσια αλλά και η μαμά και η γιαγιά μας, είχε κατασκευαστεί

χωρίς καταφύγιο, αν και ο μπαμπάς μας είχε διαβεβαιώσει

επανειλημμένα πως δεν τον ένοιαζε η επιπλέον δαπάνη.

Κατά τη διάρκεια ακόμη του σχεδιασμού του σπιτιού μας

έστελνε τη μία επιστολή μετά την άλλη στην κατασκευστική

εταιρεία και στην αρμόδια υπηρεσία, επισυνάπτοντας φωτο

γραφίες που απεικόνιζαν ατομικά μανιτάρια πάνω από περιο

χές δοκιμών στην Αμερική και «βοηθητικούς χώρους καταφυ

γίων οι οποίοι είχαν παραμείνει σχετικά αλώβητοι» στη Χιρο

σίμα και το Ναγκασάκι. Είχε μάλιστα καταθέσει και πρόταση

κατασκευής ενός υπογείου για έξι έως οκτώ άτομα με στεγανό

θάλαμο εισόδου και εξωτερική θύρα πιέσεως καθώς και παρό

μοια έξοδο κινδύνου, με σχέδια κάπως αδέξια φιλοτεχνημένα.

Γι' αυτό ήταν μεγάλη η απογοήτευση του όταν «στην εποχή

της ατομικής ενέργειας», όπως είπε, είδε να μη λαμβάνονται

υπόψη «αυτά τα απαραίτητα μέτρα προστασίας για ένα σχετι

κά μεγάλο μέρος του άμαχου πληθυσμού». Δεν υπήρχαν, είπε

η πολεοδομία, οι προδιαγραφές εκ μέρους του κράτους.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 201

Και όμως ο μπαμπάς δεν ήταν ρητά αντίθετος στην ατομική

βόμβα. Τ η δεχόταν ως αναγκαίο κακό, το οποίο όφειλε να

αποδέχεται κανείς όσο η Σοβιετική Ένωση απειλούσε την πα

γκόσμια ειρήνη. Παρ' όλα αυτά θα είχε κριτικάρει με ζήλο τις

κατοπινές προσπάθειες του καγκελάριου να απαγορευτεί κάθε

συζήτηση για την προστασία του άμαχου πληθυσμού. «Είναι

τερτίπια τακτικής ενόψει των εκλογών», μου φαίνεται πως τον

ακούω να λέει, «δεν θέλει να ανησυχήσει τον πληθυσμό, βλέπει

τις ατομικές βόμβες απλώς ως μετεξέλιξη των βλημάτων του

συμβατικού πυροβολικού και νομίζει πως είναι πονηρός, η γριά

αλεπού».

Εν πάση περιπτώσει το σπίτι μας, που σύντομα στη γειτο

νιά το έλεγαν «το σπίτι των τριών κοριτσιών», ήταν ήδη έτοι

μο. Και ο κήπος μπορούσε να καλλιεργηθεί. Ο μπαμπάς μας

επέτρεψε να τον βοηθήσουμε όταν θα τον φύτευε με οπωροφό

ρα. Αλλά καθώς φτιάχναμε τον κήπο, έπεσε στην αντίληψη

μας, όχι μόνο της μαμάς αλλά και στη δική μας, ότι ο μπα

μπάς φρόντιζε να αφήσει αφύτευτο στη σκιερή περιοχή του κή

που ένα τετράγωνο κομμάτι σημαντικών διαστάσεων. Μόνο

όταν τον ανέκρινε η γιαγιά, με τον συνήθη αυστηρό τρόπο της,

φανέρωσε τα σχέδια του και ομολόγησε ότι σχεδίαζε ένα υπό

γειο καταφύγιο με βάση τις νεότερες γνώσεις των Ελβετών για

την προστασία του άμαχου πληθυσμού και μάλιστα, όπως

είπε, «χαμηλού σχετικά κόστους». Όταν ύστερα το καλοκαίρι

όλες οι εφημερίδες έκαναν γνωστές τις τρομακτικές λεπτομέ

ρειες μιας άσκησης με ατομικά όπλα, που έλαβε χώρα στις 20

Ιουλίου του 1955 υπό το όνομα «Operation Carte Blanche»

με τη συμμετοχή όλων των δυτικών δυνάμεων και η οποία

απέδειξε ότι εθεωρείτο θέατρο ατομικού πολέμου όχι μόνο η

Ομοσπονδιακή μας Γερμανία αλλά ολόκληρη η Γερμανία και,

όταν σύμφωνα με χονδρικές εκτιμήσεις, οι απώλειες σε περί

πτωση πολέμου υπολογίστηκαν σε δύο εκατομμύρια περίπου

νεκρούς και τριάμισι εκατομμύρια τραυματίες -χωρίς φυσικά

202 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τους Ανατολικογερμανούς-, ο μπαμπάς μου ανέλαβε δράση.

Δυστυχώς δεν άφησε να τον βοηθήσουμε. Τα προβλήματα

με την πολεοδομία είχαν ως επακόλουθο ότι ήθελε να στηρι

χτεί «στις δικές του δυνάμεις», όπως είπε. Ούτε η γιαγιά μπό

ρεσε να τον συγκρατήσει. Όταν ύστερα μαθεύτηκε ο κίνδυνος

από τα σύννεφα που σεργιάνιζαν γύρω από τον πλανήτη μας,

τα οποία ήταν φορείς σημαντικής ραδιενέργειας και ότι ανά

πάσα στιγμή μπορούσε να υπολογίζει κανείς με ένα καταπί-

πτον αιώρημα ραδιενεργού νέφους, το λεγόμενο «fall out», κι

ακόμη χειρότερα, ότι ήδη το '52 τέτοια ραδιενεργά νέφη είχαν

ανακαλυφθεί πάνω από τη Χαϊδελβέργη και τα περίχωρα της,

δηλαδή ακριβώς από πάνω μας, ο μπαμπάς ήταν αδύνατο

πλέον να συγκρατηθεί. Τώρα είχε πειστεί ακόμη και η γιαγιά

γι' αυτό «το βάσανο», όπως έλεγε, και χρηματοδότησε κάμπο

σα σακιά τσιμέντο.

Μετά τη δουλειά του -ο μπαμπάς ήταν τμηματάρχης στην

υπηρεσία κτηματολογίου— έσκαβε το βάθους τεσσάρων μέτρων

σκάμμα. Χα^ρίς βοήθεια, κατάφερε σε ένα Σαββατοκύριακο να

ρίξει το μπετόν της κυκλικής θεμελίωσης. Επίσης κατάφερε να

κατασκευάσει τις εισόδους και τις εξόδους μαζί με τους στεγα

νούς θαλάμους με ορατό μπετόν. Η μαμά, που συνήθως ήταν

μάλλον συγκρατημένη σε εκδηλώσεις ενθάρρυνσης, τον εγκω

μίαζε πληθωρικά/Ισως γι' αυτό τον λόγο να παραιτήθηκε αρ

γότερα από κάθε βοήθεια όταν ήρθε η ώρα να καλουπώσει τον

θόλο του «σχετικά ασφαλούς οικογενειακού μας καταφυγίου»

και να ρίξει το μπετόν. Και αυτό φάνηκε να το κατάφερε. Βρι

σκόταν στο κτίσμα με τη στρογγυλή κάτοψη για να ελέγξει το

εσωτερικό του καταφυγίου όταν έγινε το ατύχημα. Υποχώρησε

το καλούπι. Καταπλακωμένος από τόσο μπετόν, ήταν πλέον

πολύ αργά να δεχτεί οποιαδήποτε βοήθεια.

Όχι , δεν ολοκληρώσαμε το σχέδιο του. Δεν ήταν μόνο η

γιαγιά εναντίον της ιδέας. Ε γ ώ όμως, πράγμα που ο μπαμπάς

σίγουρα δεν θα είχε δει με καλό μάτι, συμμετείχα στις πασχα-

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 20}

λιάτικες πορείες κατά των ατομικών όπλων. Επί χρόνια ήμουν

εναντίον. Ακόμη και στην ηλικία της ωριμότητας συμμετείχα

στις διαδηλώσεις εναντίον των πυραύλων Pershing μαζί με

τους γιους μου στο Μουτλάνγκεν και στο Χάιλμπορν. Αλλά,

όπως ξέρουμε, δεν βοήθησαν και πολύ.

1956

ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΗΣ ΠΕΝΘΙΜΗΣ, μουντής εκείνης χρονιάς - ο ένας

πέθανε τον Ιούλη λίγο μετά τα εβδομηκοστά γενέθλια του, ο

άλλος, ούτε εξήντα ακόμη, τον Αύγουστο, οπότε ο κόσμος μου

φάνηκε έρημος, η σκηνή αδειανή- συνάντησα, φοιτητής τότε

γερμανικής φιλολογίας που στη σκιά δύο γιγάντων έφτιαχνε

ποιήματα, τους δυο τους στο μνήμα του Κλάιστ, στο απόμερο

εκείνο μέρος με θέα στη λίμνη Βαν, στο οποίο είχε πραγματο

ποιηθεί κάποτε και μια άλλη ανήκουστη συνάντηση, θες τυ

χαία, θες συνεννοημένα.*

Υποθέτω ότι είχαν συμφωνήσει τόπο και ώρα κρυφά, πιθα

νόν με τη μεσολάβηση γυναικών. Τυχαία ήταν μόνο η δική

μου παρουσία, του φοιτητάκου στο βάθος, που αναγνώρισε με

τη δεύτερη ματιά τον ένα φαλακρό σαν Βούδα, τον άλλο εξα

σθενημένο και σημαδεμένο ήδη από την αρρώστια. Δυσκολεύ

τηκα να κρατήσω απόσταση από τους δυο τους. Εντούτοις

επειδή η ηλιόλουστη παγωμένη μέρα του Μάρτη ήταν άπνοη,

οι φωνές τους έφταναν μακριά, η μία μουρμουριστή και υπό-

* Φανταστική συνάντηση των ποιητών Gottfried Bcnn (1886-1956) -ο

οποίος ήταν γιατρός και το '33 είχε ταχθεί με το μέρος του εθνικοσοσιαλισμου-

και Bcrtold Brecht (1898-1956) στον τόπο όπου αυτοκτόνησε ο Heinrich von

Kleist (1777-1811) μαζί με τη φίλη του Henriette Yogc! (η συνάντηση Κλάι-

στ-Φόγκελ είναι η «άλλη ανήκουστη συνάντηση»). Τα ποιήματα που παρατίθε

νται ή αναφέρονται είναι με τη σειρά: 1. Ο επιγενόμενος του Μπρεχτ' 2.

Άντρας και γυναίκα... του Μπεν' 3. ...και ο μέγας αρχιΟεριστής του σοβιετικού

λαού... του Μπρεχτ' 4. Το μέτρο του Μπεν' 5. Στους επιγενόμενους του

Μπρεχτ.

Ο Α ι ώ ν α ς M O T 205

κωφή, η άλλη καθαρή και λιγάκι στριγκή. Δεν μιλούσαν πολύ,

επέτρεπαν στον εαυτό τους παύσεις' στέκονταν πότε κοντά κο

ντά, σαν πάνω σε κοινό βάθρο, πότε προσέχοντας να τηρούν το

προδιαγεγραμμένο κενό ανάμεσα τους. Ενώ ο ένας στον δυτι

κό τομέα της πόλης εθεωρείτο λογοτεχνικότερος, γι ' αυτό μη

εστεμμένος βασιλιάς, ο άλλος ήταν η κατά βούληση παρατιθέ-

μενη αυθεντία του ανατολικού μισού της πόλης. Επειδή εκείνα

τα χρόνια ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση επικρατούσε πόλε

μος, αν και μόνο ψυχρός, είχαν οξύνει την αντιπαράθεση ανά

μεσα στους δυο τους. Μόνο με διπλή πονηρία μπόρεσε να βρει

η συνάντηση τους τόπο εκτός αυτής της διάταξης μάχης. Φαί

νεται άρεσε στα είδωλα μου να ξεφύγουν για μια ωρίτσα από

τους ρόλους τους.

Ετσι φαινόταν, έτσι ακουγόταν η δυϊκότητά τους. Ό,τι μπό

ρεσα να καταλάβω από τις ολόκληρες ή τις μισές περιόδους συ

μπληρώνοντας τες δεν μαρτυρούσε αμοιβαία εχθρότητα. Ό,τι

παρέθεταν αμφότεροι δεν έπαιρνε τον εαυτό του κατά γράμμα,

αλλά το εκάστοτε άλλο. Η επιλογή τους αναζητούσε ευχαρί

στηση στο δυσήμαντο. Ο ένας είπε απέξω το ποίημα Ο επιγε

νόμενος και απήγγειλε την τελευταία του στροφή με ηδονή,

σαν να ήταν δικό του:

Όταν αναλώνονται οι πλάνες

κάθεται ύστατη συντροφιά

απέναντι μας το μηδέν.

Ο άλλος απήγγειλε από το πρώιμο ποίημα Άντρας και γυ

ναίκα περνούν απ' την παράγκα του καρκίνου λιγάκι άτσαλα

την τελευταία στροφή:

Εδώ φουσκώνει κιόλας ο αγρός γύρω από κάθε κοίτη.

Η σάρκα γίνεται ίση με το χώμα. Η θέρμη φεύγει.

Χυμοί αρχίζουνε να ρέουν. Η γη καλεί.

206 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Έτσι παρέθεταν ο ένας τον άλλο οι ειδήμονες με κέφι. Επί

σης εγκωμίασαν αλλήλους πάλι με παραθέματα επιδεικνύο

ντας με σκωπτική καυχησιά τις λέξεις που είχαμε ψωμοτύρι

εμείς οι φοιτητές. «Κατορθώσατε φαινοτυπικά την αποξένω

ση», φώναξε ο ένας, και ο άλλος με την καθαρή στριγκή φωνή

του: «Το νεκροτομείο της Εσπερίας στο έργο σας στέκει στο

πλευρό του επικού μου θεάτρου τόσο μονολογικά όσο και δια

λεκτικά». Και άλλα ακόμα σκωπτικά του είδους προς αμοι

βαία διασκέδαση.

Έπειτα γέλασαν με τον Τόμας Μαν που είχε πεθάνει τον

προηγούμενο χρόνο παρωδώντας τα «ανθεκτικά σε κάθε εί

δους ταλαιπωρία θέματα» του. Ύστερα ήρθε η σειρά του

Μπέχερ και του Μπρόνεν* που τα ονόματα τους επέτρεπαν

γλωσσικά παιχνίδια/Οσον αφορά τα ιδιαίτερα πολιτικά τους

αμαρτήματα, έστησαν στον τοίχο μόνο για λίγο ο ένας τον

άλλο. Ο ένας ανέφερε ειρωνικά δύο αράδες από έναν κομμα

τικό ύμνο του άλλου: «... και ο μέγας αρχιθεριστής του σο

βιετικού λαού, ο Ιωσήφ Στάλιν, μίλησε για κεχρί, μίλησε για

κοπριά και για ξηρασία...», οπότε ο άλλος εναρμονίστηκε

αναφερόμενος στον πρόσκαιρο ενθουσιασμό του πρώτου για

το κράτος του Φύρερ, στο προπαγανδιστικό του κείμενο Δω

ρικός κόσμος και σε ένα λόγο του προς τιμήν του φασίστα

φουτουριστή Μαρινέττι. Τότε ο τελευταίος επαίνεσε ξανά ει

ρωνικά «Το μέτρο» του άλλου χαρακτηρίζοντας το «εκφρα

στικό κόσμο ενός αληθινού Πτολεμαίου» για να ανακουφίσει

αμέσως μετά και τους δύο αμαρτωλούς στον τάφο του Κλάι-

στ με ένα απόσπασμα από το μεγάλο ποίημα Εις τους επιγε

νόμενους.

* Τα ονόματα Bêcher και Bronnen (του γνωστού κομμουνιστή συγγραφέα

και αργότερα υπουργού πολιτισμού στην Αν. Γερμανία Johannes Bêcher (1891-1858) και του αυστριακού εξπρεσιονιστή δραματουργού Arnolr Kronen (1895-

1959)) σημαίνουν αντίστοιχα: «κύπελλο, κάλυκας» και «πηγάδι, πηγή. βρύση».

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 207

Εσείς που θα αναδυθείτε από τον κατακλυσμό

Του δικού μας χαμού

Όταν θα μιλάτε για τις αδυναμίες μας

Θυμηθείτε

Τους σκοτεινούς καιρούς

Που εσείς γλυτώσατε.

Με το «εσείς» εννοούσαν, βέβαια, εμένα, τον επιγενόμενο

ωτακουστή παράμερα. Εγώ θα έπρεπε να αρκεστώ σ' αυτή την

προειδοποίηση, αν και από τα είδωλα μου θα περίμενα σαφέ

στερη εννόηση των καθοδηγητικών τους πλανών. Αλλά έμει

ναν εκεί. Μαθημένοι στην αποσιώπηση, ασχολήθηκαν στη συ

νέχεια αμφότεροι με την υγεία τους. Ο ένας ως γιατρός ανησυ

χούσε για τον άλλο, στον οποίο κάποιος καθηγητής πανεπι

στημίου ονόματι Μπρουγκς είχε συστήσει πιο μακρόχρονη πα

ραμονή στο νοσοκομείο Charité και ο οποίος χτύπησε εξηγώ

ντας το στήθος του/Επειτα ο ένας εξέφρασε την ανησυχία του

για το «δημόσιο τσίρκο» που τον περίμενε κατά την επέτειο

των εβδομηκοστών γενεθλίων του. - « Μ ι α παγωμένη μπίρα

θα μου έφτανε!»- οπότε ο άλλος περηφανεύτηκε για την πρό

βλεψη στη διαθήκη του: Δεν επέτρεπε σε κανέναν, ούτε στο

κράτος, να εκτεθεί σε δημόσιο προσκύνημα. Στον τάφο του δεν

θα εκφωνείτο επικήδειος... Ο ένας συμφώνησε μεν με τον άλλο,

μετά όμως είχε παρ' όλα αυτά αμφιβολίες: «Καλή είναι η πρό

βλεψη, αλλά ποιος θα μας προστατέψει από τους επιγόνους

μας;»

Κουβέντα για την πολιτική κατάσταση. Λέξη για τον επα-

νεξοπλισμό στο δυτικό, στο ανατολικό κράτος. Γελώντας με

τα τελευταία ανέκδοτα για ζωντανούς και νεκρούς, εγκατέ

λειψαν και οι δυο τον τάφο του Κλάιστ χωρίς να αναφέρουν ή

να παραθέσουν τον καταδικασμένο σε αθανασία ποιητή. Στον

σταθμό Βάνζεε ο ένας, ο οποίος έμενε στο Σένεμπεργκ, κοντά

στην πλατεία Βαυαρίας, πήρε τον ηλεκτρικό' τον άλλο τον

208 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

περίμενε ένα αυτοκίνητο με σωφέρ που θα τον πήγαινε, έτσι

φαντάστηκα, είτε στο Μπούκοφ έξω από το Βερολίνο είτε στο

Ανάχωμα των Ναυπηγών. Όταν μετά ήρθε το καλοκαίρι και

πέθαναν ο ένας λίγο μετά τον άλλο, αποφάσισα να κάψω τα

ποιήματα μου, να αφήσω τη γερμανική φιλολογία και να

σπουδάσω εφεξής φιλόπονα στο Πολυτεχνείο μηχανολόγος-

ηλεκτρολόγος.

1957

ΑΓΑΠΗΤΕ ΦΙΛΕ, μετά τόσο μακρόχρονη συνεργασία, αισθάνο

μαι την ανάγκη να σου γράψο:> αυτό το γράμμα. Γιατί ακόμη

και αν χώρισαν οι δρόμοι μας, βασίζομαι στα παντοτινά συ

ναισθήματα συναδελφικότητας μεταξύ μας και συνάμα ελπίζω

να λάβεις την εμπιστευτική μου αυτή επιστολή' δυστυχώς στη

διαιρεμένη πατρίδα μας επιβάλλεται αυτού του είδους η προ

σεκτική συμπεριφορά.

Αλλά καιρός να μιλήσω για την αφορμή της φιλικής μου

αυτής γνωστοποίησης: αφού τόσο απέναντι σε σας όσο και εδώ

σε μας έληξαν οι φάσεις αναδόμησης του Ομοσπονδιακού

Στρατού και του Εθνικού Λαϊκού Στρατού*, την Πρωτομαγιά

αυτού του χρόνου διακρίθηκα με το χάλκινο Παράσημο Ευδό

κιμου Υπηρεσίας του ΕΛΣ. Κατά την τελετή συνειδητοποίησα

ότι αυτή η τιμητική διάκριση ανήκει σε όχι μικρό βαθμό και σε

σένα: από κοινού εργασθήκαμε επαξίως για τη δημιουργία του

γερμανικού σιδηρού κράνους.

Δυστυχώς κατά την τελετή (για λόγους βεβαίως ευνόητους)

παραλείφθηκε η αναφορά στην προϊστορία του μοντέλου Μ 56'

και όμως, εμείς οι δύο ήμαστε υπεύθυνοι για την κατασκευή των

* Την 1η Απριλίου 1957 στρατεύονται για πρώτη φορά μεταπολεμικά

1 ().()()() άτομα στον στρατό της Ομοσπονδιακής Γερμανίας' τον χρόνο αυτό κλεί

νει η πρώτη φάση δημιουργίας του Ομοσπονδιακού στο δυτικό και του Εθνικού

Λαϊκού Στρατού στο ανατολικό τμήμα της διχοτομημένης Γερμανίας. Αφηγητής:

μηχανικός του ΕΛΣ ο οποίος γράφει σε πρώην συνάδελφο του που ζει στην Ομο

σπονδιακή Γερμανία.

210 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σιδηρών κρανών ήδη κατά τη διάρκεια του τελευταίου Παγκο

σμίου στο Εργοστάσιο Σιδήρου και Χάλυβος Thaïe ΑΕ όπου, ως

υπεύθυνοι μηχανικοί, βελτιώσαμε τα σχεδιασμένα από τον κα

θηγητή Φράι και τον δόκτορα Χένσελ κράνη Β και Β Π. Όπως

σίγουρα θα θυμάσαι, το Ανώτατο Επιτελείο του Στρατού μας

απαγόρευσε τον χαρακτηρισμό ως ακατάλληλων των κρανών

τύπου Μ-35, παρότι τα ελαττώματα τους -ελάχιστη κλίση

πλευρικών επιφανειών και γωνία πρόσκρουσης μέχρι 90 μοίρες—

είχαν επιβεβαιωθεί από τις σημαντικές απώλειες έμψυχου υλι

κού. Τα νέα κράνη, τα οποία είχαν ήδη από το '43 δοκιμαστεί

από τη Σχολή Πεζικού Ντέμπεριτς, επεδείκνυαν μεγαλύτερη

αντοχή στα βλήματα λόγω μεγάλης κλίσης των πλαγίων επι

φανειών, ήταν δηλαδή πιο ρηχά, και κατά τον χειρισμό του

αντιαρματικού πυροβόλου των 20 χιλ. καθώς και του οβιδοβό-

λου των 80 χιλ., του επιλεγόμενου «μπουρί της σόμπας», απο

δείχτηκαν πολύ καλά, το ίδιο και κατά τη χρήση των διπλών

τηλεσκοπίων και των ασυρμάτων τύπου «Ντόρα». Εκτός τού

του προέκυψαν και άλλα πλεονεκτήματα που πιστοποιήθηκαν

από πολλές πραγματογνωμοσύνες: ελάχιστο βάρος του χράνους,

μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων του κεφαλιού κατά τον χειρισμό

όλων των όπλων, καθώς και μεγαλύτερη δυνατότητα ακοής με

παράλληλη έλλειψη δευτερευόντων θορύβων.

Δυστυχώς, όπως γνωρίζεις, μέχρι τέλους παρέμεινε εν χρή

σει το κράνος Μ-35. Μόνο τώρα, με την αναδόμηση του Εθνι

κού Λαϊκού Στρατού, είχα την ευκαιρία στην Επιχείρηση του

Λαού Χαλυβουργεία Thaïe να αναπτύξω περαιτέρω τα εκ

νέου δοκιμασμένα μοντέλα Β και Β II και να τα παραγάγω

μαζικά ως κράνη του ΕΛΣ τύπου Μ 56. Υπολογίζουμε κατ'

αρχάς με εκατό χιλιάδες κομμάτια. Η εσωτερική επένδυση

του κράνους ανατέθηκε στην Επιχείρηση του Λαού Taucha,

Προϊόντα Δέρματος και Ιπποσκευής. Το κράνος μας δεν έχει

τίποτε να ζηλέψει από κανένα άλλο κράνος, ενώ απορρίπτω

ως ανυπόστατη την ειρωνική παρατήρηση που ακούγεται πού

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 111

και πού ότι δήθεν είναι όμοιο με ένα τσέχικο μοντέλο.

Το εντελώς αντίθετο, αγαπητέ φίλε! Όπως βλέπεις, στη Λαϊ

κή μας Δημοκρατία (αν και άρρητα) κατά τον σχεδιασμό του

κράνους καθώς και των στολών δεχτήκαμε τα πρωσικά πρότυ

πα υιοθετώντας ακόμη και τη δοκιμασμένη πρωσική αρβύλα και

την ψηλή μπότα των αξιωματικών, ενώ σε σας η δυσοίωνη

«Υπηρεσία Μπλανκ»* σκοπεύει προφανώς να αποχαιρετήσει

κάθε παράδοση/Ετσι υιοθετήθηκε υπάκουα ένα αμερικανικού τύ

που κράνος. Το τυαραδοσιακό στρατιωτικό γκρίζο ξεθώριασε και

έγινε γκρίζο του σχιστόλιθου. Ελπίζω να μη σε θίξει η διαπί

στωση μου ότι ο Ομοσπονδιακός Στρατός προς τα έξω μεν πα

σχίζει να έχει όψη ατημέλν^τη και κατά το δυνατόν πολιτικί],

πλην όμως, παρά τη γελοία αυτή μεταμφίεση, είναι αδύνατο να

κρύψει την επιθετικότητα του. Τουλάχιστον όμως για τη διοίκη-

σ7] του στρατού στραφήκατε, όπως αποφασίσαμε να κάνουμε και

εμείς, σε καταξιωμένους στρατηγούς της Βέρμαχτ.

Ξαναγυρίζω στην τιμή που μου έκαναν (που έκαναν κατά

βάση και σε σένα), διότι όταν κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις

της Πρωτομαγιάς μου δόθηκε το χάλκινο παράσημο, θυμήθηκα

τον καθηγητή μας Σβερτ στο Πολυτεχνείο του Αννόβερου. Σε

τελευταία ανάλυση είναι αυτός ο οποίος το έτος '15 σχεδίασε το

σιδηρό κράνος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στο Βερντέν και αρ

γότερα σε όλα τα μέτωπα, αντικαθιστώντας το άθλιο κράνος με

την αιχμή. Κι εμείς πάντα νιώθαμε μαθητές του. Εν πάση περι

πτώσει, νέμουν έμπλεος ευγνωμοσύνης όταν μου έκαναν (κρυφά

* Ann Blank: το 1950 ο Αντενάουερ διόρισε τον χριστιανοδημοκράτη συν

δικαλιστή Thcodor Blank (1905-72) «υπεύθυνο θεμάτων σχετικών με την αύ

ξηση των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων», με άλλα λόγια του ανέθεσε

τη δημιουργία του γερμανικού στρατού. Το 195.'5 εργάζονταν ήδη 700 άτομα

στο γνωστό ως «υπηρεσία Μπλανκ» στρατόπεδο Ερμεκάιλ της Βόννης, τα

οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα του κατοπινού υπουργείου Αμύνης. Το διάστημα

1955/56 ο Μπλανκ διετέλεσε υπουργός Αμύνης, το 1957-65 υπουργός Εργα

σίας και Κοινωνικής Πρόνοιας.

212 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

και σε σένα) αυτή τη μεγάλη τιμή. Παρ' όλα αυτά η χαρά μου

δεν ήταν ανέφελη: δυστυχώς τώρα είναι αντιμέτωποι δύο γερ

μανικοί στρατοί. Διαμελισμένη είναι η πατρίδα μας. Έτσι θέλη

σαν τα ξένα αφεντικά. Το μόνο που απομένει είναι η ελπίδα ότι

κάποια όχι τόσο μακρινή ημέρα θα αποκατασταθεί η εθνική μας

ενότητα. Και τότε, όπως στα νεανικά μας χρόνια, θα μπορούμε

να περπατήσουμε μαζί το Χαρτς. Και ενωμένοι πια οι στρατιώ

τες μας θα φέρουν το κράνος, το οποίο κατά τη διάρκεια δύο

παγκόσμιων πολέμων απέκτησε ένα σχήμα που εγγυάται τη μέ

γιστη απόκρουση βλημάτων και ταυτόχρονα σέβεται τη γερμα

νική παράδοση. Και σ' αυτό, αγαπητέ φίλε και συνάδελφε, μας

επετράπη να συμβάλουμε και εμείς!

Ο Έ ρ ι χ σου

1958

ΕΝΛ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ: όπως μετά τη στροφή προς την πολυφα

γία ήρθε η στροφή προς τα ταξίδια, έτσι και με το οικονομικό

θαύμα ϊ]ρθε και το γερμανικό θαύμα των δεσποινίδων: ποια

covcrgirls ήταν όμως τα πρώτα; Ποια είχαν γίνει πενν^ντα

επτά φορές πρώτος τίτλος στο περιοδικό Stern; Ποιες από όλες

τις επιγόνους τους τις φώναζαν με το όνομα τους, όταν το θαύ

μα των δεσποινίδων δρασκέλιζε τον Ατλαντικό και το LJfe

έβγαινε με τον τεράστιο τίτλο στο εξώφυλλο «Sensation from

Germany»;

Ως ηδονοβλεψίας της πιο μοντέρνας σχολής είχα ερωτευτεί

τις δίδυμες από την αρχή κιόλας της δεκαετίας του '50, αμέ

σως μόλις ήρθαν από απέναντι, από τη Σαξονία, για να επι

σκεφτούν κατά τις καλοκαιρινές διακοπές τον πατέρα τους που

είχε παρατήσει τη μητέρα τους. Έμειναν στη Δύση, θρήνησαν

όμως λίγο τη σχολή τους χορού στη Λειψία, όταν και οι δυο,

χάρη στη μεσολάβηση μου, άρχισαν να ψιλοχορεύουν στο βα-

ριετέ Παλλάντιουμ, διότι η Άλις και η Έ λ λ ε ν είχαν υψηλές

βλέψεις και ονειρεύονταν συμβόλαιο με την όπερα του Ντύσελ-

ντορφ: τουλάχιστον Λίμνη των κύκνων.

Πόσο αστεία και γοητευτικά σαξόνιζαν όταν τις έβγαζα

βόλτα με τις μωβ κάλτσες τους στη Λεωφόρο Βασιλέως να

δουν βιτρίνες, αρχικά ως παγίδα βλεμμάτων, σύντομα ως

εντυπωσιακό φαινόμενο. Έτσι τις ανακάλυψαν οι διευθυντές

του Λίντο που ταξίδευαν προς άγραν ταλέντων και, χάρη στη

συνηγορία μου, τους έκλεισαν συμβόλαιο και τις πήραν από

214 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

«τον πατέρα των διδύμων» στο Παρίσι. Έφτιαξα λοιπόν κι

εγώ τις βαλίτσες μου. Ούτως ή άλλως τα νάζια και τα καμώ

ματα του Ντύσελντορφ μου έφερναν νύστα από πλήξη. Και

επειδή μετά τον θάνατο της μαμάς δεν ήθελα να παντρευτώ με

το διοικητικό συμβούλιο της ανθηρής μας βιομηχανίας παρα

γ ω γ ή ς απορρυπαντικών, το κοντσέρν με αποζημίωσε τόσο

γενναιόδωρα, που από τότε έχω πάντα άνεση: ταξίδια, τα κα

λύτερα ξενοδοχεία, μία κράισλερ με σωφέρ, λίγο αργότερα ένα

σαλέ στο Σαιν-Τροπέ, όλα όσα συνθέτουν μία τυπική ζωή

πλεϋμπόυ τα είχα' κατά βάθος όμως μπήκα σ' αυτό τον μόνο

εξωτερικά διασκεδαστικό ρόλο, εξαιτίας των δίδυμων αδελφών

Κέσλερ. Η διπλή τους ομορφιά με γοήτευε. Είχα γίνει δούλος

δύο σαξονικών κρίνων. Οι θείοι, υπερβολικά μακριοί μίσχοι

τους έδιναν στην άχρηστη ζωή μου ένα σκοπό, τον οποίο φυσι

κά ποτέ δεν πέτυχα, γιατί η Άλις και η Έλλεν, η Έλλεν και η

Άλις, στο πρόσωπο μου έβλεπαν μόνο ένα σκυλάκι, που όμως

είχε γερό πορτοφόλι.

Εκτός τούτου στο Παρίσι ήταν δύσκολο να τις πλησιάσεις.

Η Υακίνθη, δηλαδή η Μις Μπλούμπελ, σωστή δράκαινα που

το πραγματικό της όνομα ήταν Λάιμποβιτσι, είχε τα δεκαέξι

μακροπόδαρα girls της επιθεώρησης της σαν μαθήτριες της

Σχολής Καλογραιών: απαγορεύονταν επισκέψεις κυρίων στα

καμαρίνια! Καμία επαφή με πελάτες του ΛίντοΙ Και μετά την

παράσταση, για τη μεταφορά τους με ταξί στο ξενοδοχείο επι

τρέπονταν μόνο ταξιτζήδες άνω των εξήντα. Στον κύκλο των

φίλων μου —και εκείνη την εποχή είχα σχέσεις με μια κλίκα

διεθνών ερωτύλων— έλεγαν: «Πιο εύκολα διαρρηγνύεις χρημα

τοκιβώτιο τράπεζας από ό,τι κορίτσι της Υακίνθης».

Παρ' όλα αυτά έβρισκα ευκαιρία, ή μου το επέτρεπε η αυ

στηρή δεσμοφύλακας τους, να βγάλω βόλτα στα Ηλύσια Πεδία

τα λατρευτά μου δίδυμα πλάσματα. Εκτός τούτου μου ανέθεσε

το καθήκον να παρηγορώ και τις δύο ταυτόχρονα, διότι λόγω

της τευτονικής τους καταγωγής οι γυναίκες στα καμαρίνια τις

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 215

αγνοούσαν και οι Γαλλίδες του μπαλέτου ήταν απαίσια επιθε

τικές απέναντι τους. Ot αδελφές Κέσλερ, πανύψηλες και κάτι

σχνες, έπρεπε να πάρουν πάνω τους την ευθύνη για μύρια όσα

εγκλήματα των «Γερμαναράδων». Τι τιμωρία! Πώς σου σκι

ζόταν η καρδιά όταν έκλαιγαν! Με τι πάθος συλλέκτη σφούγ-

γιζα με το μαντιλάκι εξοργισμένος τα δάκρυα τους...

Ωστόσο αργότερα, όταν ήρθε η επιτυχία, υποχώρησαν οι

επιθέσεις. Και στην Αμερική τον θαυμασμό για τη «Sensation

from Germany» δεν τον συννέφιασε κανενός είδους λοιδωρία.

Τέλος έπεσε στα πόδια τους και το Παρίσι. Είτε λεγόταν Μ ω -

ρίς Σεβαλιέ, είτε Φρανσουάζ Σαγκάν, είτε Γκράτσια Πατρίτσια

του Μονακό, κατά κόσμον Γκρέης Κέλλυ. είτε Σοφία Λόρεν,

δεν υπήρχε κανείς που να μην ενθουσιάζεται μόλις του παρου

σίαζα τις αδελφές Κέσλερ. Η μόνη που πρέπει να είδε με φθόνο

τη μέση των κρίνων μου από τη Σαξονία ήταν ίσως η Λ ι ζ

Ταίηλορ.

Α χ Άλις, αχ Έλλεν ! Ήταν τόσο ποθητές' εντούτοις κανένας

από τους οιστρηλατημένους επιβήτορες δεν τις κατάφερε πραγ

ματικά. Ακόμη και στα γυρίσματα του έργου Τραπέζιο όταν ο

Μπαρτ Λάνκαστερ και ο Τόνυ Κέρτις πάσχιζαν ακαταπόνητοι

να προσγειωθούν στη μία, στην άλλη, δεν σημειώθηκε καμία

επιτυχία και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να παίξω εγώ τον

παιδονόμο. Ήταν ωστόσο καλοί φίλοι και πειράζονταν. Όταν

οι σταρ του Χόλυγουντ φώναζαν: «Ice creams!» μόλις εμφανί

ζονταν η Άλις και η Έλλεν στα διαλείμματα των γυρισμάτων,

τα πλάσματα μου απαντούσαν: «Hot dogs! Hot dogs!»* Ακό

μα και αν ο Μπαρτ Λάνκαστερ, όπως ισχυρίστηκε αργότερα,

οριζοντίωσε παρ' όλα αυτά τη μία, δεν πρέπει να κατάλαβε και

πολλά, και ούτε θα πήρε είδηση ποια από τις δυο ήταν.

Μόνο να τις κοιτάς ήταν καλές. Και αυτό μου επιτρεπόταν

* Στον υπαινιγμό για την ψυχρότητα τους «Παγωτά!», οι αδελφές Κέσλερ

απαντούν «Χοτ ντογκ!» δηλαδή καυτά (ξαναμμένα) σκυλιά.

lib Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

παντού και πάντα. Μόνο εμένα μου επιτρεπόταν, ώσπου πή

ραν τον δικό τους ζρόμο που τους τον άνοιξε η επιτυχία. Η

λάμψη τους σκέπαζε τα πάντα, ακόμη και το συχνά επικαλού

μενο θαύμα που απέδιδαν αποκλειστικά στη γερμανική οικονο

μία, γιατί με την Άλις και την Έλλεν άρχισε εκείνο το σαξονι

κό θαύμα των δεσποινίδων που ακόμα και σήμερα μας κάνει

να απορούμε και να θαυμάζουμε.

1959

ΟΠΩΣ Η ΑΝΝΑ ΚΙ ΕΓΩ -το ' 5 3 - είχαμε βρει ο ένας τον άλλο στο

γεναριατικα παγωμένο Βερολίνο, στην πίστα του λεγόμενου

«αβγότσουφλου», έτσι χορεύαμε και τώρα, γιατί σωτηρία υπήρ

χε μόνο μακριά από τις αίθουσες της Έκθεσης Βιβλίου μαζί με

τις είκοσι χιλιάδες νέες εκδόσεις της και τις χιλιάδες φλύαρους

insiders, με έξοδα του εκδότη (του Luchtcrhand, ή μήπως ήταν

στη νεόδμητη «κυψέλη» του S. Fischer, σίγουρα πάντως όχι

στις αίθουσες με παρκέ του Suhrkamp, όχι, μάλλον σε ένα κέ

ντρο νοικιασμένο από τον Luchtcrhand), πάνω σε πόδια που εί

χαν πάρει φωτιά, όπως ψάχναμε και βρίσκαμε η Άννα κι εγώ

ανέκαθεν ο ένας τον άλλο χορεύοντας, με μία μουσική που κρα

τούσε τον ρυθμό των νεανικών μας χρόνων —Dixieland!— λες

και μόνο χορεύοντας γινόταν να δραπετεύσουμε ελαφροπατώ-

ντας από αυτό το τσίρκο, από αυτή την πλημμυρίδα βιβλίων,

όλους αυτούς τους σπουδαίους και με αυτό τον τρόπο από τις

φλυαρίες τους — «Επιτυχία! Μπελ*, Γκρας, Γιόνσον** επικε

φαλής της κούρσας...» και ταυτόχρονα να αντέξουμε γοργά

στροβιλιζόμενοι πάνω σε πόδια λαστιχένια το προαίσθημα ότι

* Heinrich Bol] (I9l7-!>5j: μέλος της «Ομάδας 17» που βραβεύτηκε με το

Νόμπελ λογοτεχνίας το 1972. Το 1959 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του \Mllard

ιιιιι bulb ~ί'Ιιιι |Μπιλιάρδο στις εννιάμισι|.

** l.'\vc (ohnson (19.'5I-'U). μέλος της «Ομάδας -17»' κεντρικό θέμα των

πρώτων μυθιστορημάτων του η αντίθετη ανάπτυξη ΟΔΓ και ΛΔΓ. Το 1959 κυ

κλοφόρησε το μυθιστόρημα του \hill///nss/iii«cu iiber Jakob |Εικασίες για τον Γιά

κομπ |.

2 IS Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τώρα θα μπει κάπου ένα τέλος, θα γίνει μια αρχή, τώρα έχου

με ένα όνομα, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο ή με ελάχι

στη απόσταση ανάμεσα μας, γιατί αυτά τα μουρμουρητά στις

αίθουσες της έκθεσης - «Μπιλιάρδο, Εικασίες, Τενεκεδένιο τα

μπούρλο...»— κι αυτούς τους ψίθυρους στα πάρτυ —«Ήρθε επι

τέλους η γερμανική μεταπολεμική λογοτεχνία...»- ή τις στρα

τιωτικές διαγνώσεις — «Σε πείσμα του Ζίμπουργκ και της

ÏÙ4Z* πέτυχε επιτέλους η διάρρηξη...»- μόνο χορομανείς και

αχαλίνωτοι μπορούσαμε να τα παρακούσουμε, γιατί η μουσική

Dixieland και ο κτύπος της καρδιάς μας ηχούσαν δυνατότερα,

μας έδιναν φτερά και μας έπαιρναν τη βαρύτητα, έτσι ώστε το

φορτίο του βιβλίου —χοντρό επτακόσιες τριάντα σελίδες— αναι

ρούνταν στον χορό και έτσι καλυτερεύαμε από έκδοση σε έκδο

ση, δεκαπέντε, όχι, είκοσι χιλιάδες, οπότε η Άννα όταν κά

ποιος κραύγασε «Τριάντα χιλιάδες!» και προέβλεψε αγορά

των δικαιωμάτων από τη Γαλλία, την Ιαπωνία, Σκανδιναβία,

αίφνης, γιατί είχαμε χτυπήσει και αυτή την επιτυχία και τώρα

πια χορεύαμε χωρίς να αγγίζουμε το πάτωμα, έχασε το μεσο-

φόρι της, τις τρεις βαθμιδωτές φούστες και την πλεγμένη με το

βελονάκι δαντέλα με τις καπέτες στο στρίφωμα, όταν έσπασε

το λάστιχο στη μέση ή έχασε μαζί μας κάθε αναστολή, γι '

αυτό και η Άννα λευτερώθηκε απ' το πεσμένο εσώρουχο, το

εκσφενδόνισε με το γυμνό δάχτυλο του ποδιού της εκεί όπου

ήταν οι θεατές μας, κοινό της έκθεσης, μάλιστα και κάποιοι

αναγνώστες ανάμεσα τους, οι οποίοι γιόρταζαν μαζί μας με

έξοδα του εκδότη το βιβλίο που είχε ήδη γίνει bestseller και

φώναζαν «ΟΌσκαρ!», «Ο Όσκαρ χορεύει», αλλά δεν ήταν ο

Όσκαρ Ματσεράτ που έκανε φιγούρα στου «Jimmy the Tiger»

* Friedrich Sieburg (1893-196-1•) κριτικός, λογοτέχνης, μεταφραστής, δοκι

μιογράφος, προσκείμενος στο εθνικοσοσιαλισμό. αυτή την εποχή υπεύθυνος του

λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Irmikf/irler.-Ml^viiiviue 'Aeilimn (FAZ).

** Ο μικρός ήρωας στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 219

με μια κυρία του τηλεφωνείου, ήμαστε η Άννα κι εγώ, οι

έμπειροι στον χορό που είχαν αφήσει τα αγοράκια τους Φραντς

και Ραούλ σε φίλους και είχαν έρθει με τρένο, και δη από το

Παρίσι, όπου εγώ σε μια υγρή τρύπα είχα ταΐσει τη σόμπα για

τα δυο μας δωμάτια με κοκ και μπροστά στον υγρό τοίχο είχα

γράψει το ένα κεφάλαιο μετά το άλλο, ενώ η Άννα, που το πε

σμένο μεσοφόρι της ήταν κληρονομιά της γιαγιάς της, ίδρωνε

καθημερινά στην μπάρα χορού της μαντάμ Νόρας στην Place

Clichy, ώσπου δακτυλογράφησα και τις τελευταίες σελίδες,

έστειλα τα τυπογραφικά δοκίμια στο Νόυβιντ και μπήκε η τε

λευταία πινελιά στο εξώφυλλο με τον γαλανομάτη Όσκαρ

πάνω του, έτσι ώστε ο εκδότης, Ράιφερσάιντ τον έλεγαν, μας

κάλεσε στη Φρανκφούρτη στην έκθεση βιβλίου, για να μπορέ

σουμε να ζήσουμε την επιτυχία και οι δυο, να τη γευτούμε, να

πάρουμε μία γεύση του πριν και του μετά' αλλά η Άννα κι εγώ

ανέκαθεν χορεύαμε, ακόμη και αργότερα, όταν, ναι μεν είχαμε

κάνει ένα όνομα, αλλά από χορό σε χορό είχαμε όλο και λιγό

τερα να πούμε ο ένας στον άλλο.

1960

ΤΙ ΚΡΙΜΑ! Ενώ στους Ολυμπιακούς της Ρώμης η ομάδα μας

ήταν για άλλη μια φορά παγγερμανική, στην Adidas επήλθε

οριστικά η διάσπαση. Και αυτό εξαιτίας του Χάρυ. Δεν το έκα

νε σκόπιμα για να προκαλέσει και άλλες έριδες ανάμεσα μας,

οπωσδήποτε όμως ενέτεινε τη διχόνοια ανάμεσα στον αδελφό

μου και σε μένα, αν και επιχειρηματικά οι δρόμοι μας είχαν

χωρίσει από πολύ παλιότερα, αφότου ο αδελφός μου είχε ιδρύ

σει την ανταγωνιστική επιχείρηση Puma επίσης εδώ, κοντά

στο Φυρτ, χωρίς ωστόσο να φτάσει ούτε κατά διάνοια τα μεγέ

θη παραγωγής της Adidas.

Ναι, σωστά: οι δυο εταιρείες μαζί ήλεγχαν την παγκόσμια

αγορά των υποδημάτων αγώνων δρόμου και ποδοσφαίρου.

Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ο Άρμιν Χάρυ έσπειρε ζιζάνια

ανάμεσα μας γιατί στις επίσημες διοργανώσεις εμφανιζόταν

στην εκκίνηση με spikes πότε της Adidas και πότε της Puma.

Γιατί είχαν πληρώσει και οι δύο εταιρείες. Έτσι στη Ρ ώ μ η

έτρεξε με τα spikes του αδελφού μου, στο βάθρο όμως των νι

κητών, όταν πήρε το χρυσό για τη μυθική του εκείνη κούρσα,

φορούσε Adidas. Kat όμως ήμουν εγώ αυτός που μετά στο πα

γκόσμιο ρεκόρ των δέκα δευτερολέπτων στη Ζυρίχη έβαλα τα

παπούτσια που φορούσε στον αγώνα στο μουσείο μας και

έβγαλα το μοντέλο του μέλλοντος «9,9» ώστε στη Ρ ώ μ η ο

Χάρυ να πάει στην εκκίνηση με spikes 9,9.

Κρίμα που δέχτηκε να τον αγοράσει ο αδελφός μου, και εί

ναι τυπικό για την οικογενειακή μας έριδα ότι αμέσως μετά

Ο Α ι ώ ν α ς M O T 221

τον θρίαμβο των αλλεπάλληλων χρυσών -ο Χάρυ είχε κάνει

επιτυχία και στη σκυταλοδρομία 4 x 1 0 0 - παρουσιάστηκαν

στον αθλητικό τύπο οκτώ μοντέλα της Puma με την υπογραφή

του. Ξεκινούσαν από το «Harrv-Start» και «Harry-Sprint» και

έκλειναν με το «Harrv-Victory». Αλλά δεν ξέρω πόσο παρα-

δάκι χρειάστηκε να του μετρήσει η Puma.

Σήμερα ωστόσο, που πια είναι αργά για μετάνοια και συμ

φιλίωση, που η εταιρεία έχει πουληθεί στο εξωτερικό και ο

αδελφός μου δεν ζει πια, βλέπω καθαρά, τόσο καθαρά που με

πονάει, ότι δεν έπρεπε να έχουμε πάρε δώσε ούτε εγώ ούτε ο

αδελφός μου με αυτόν τον άνθρωπο που δίκαια τον χαρακτήρι

σαν αναξιόπιστο. Απόδειξη ότι σύντομα πληρώσαμε την απλό

χερη διάθεση μας. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να τρέξει στον

αγώνα που επιβεβαίωνε επιτέλους το παγκόσμιο ρεκόρ του,

και τον πρόλαβαν τα σκάνδαλα. Ήδη στη Ρώμη ο κακομαθη

μένος νεαρός τσακώθηκε με αθλητικούς παράγοντες για τη

σκυταλοδρομία. Τον επόμενο χρόνο η καριέρα του ως sprinter

είχε λήξει ουσιαστικά. Πέρασε απ' το αθλητικό στερέωμα σαν

κομήτης. Μα τι λέτε, η αιτία δεν ήταν αυτοκινητικό δυστύχη

μα, όπως είπαν, ήταν χοντρές παραβιάσεις των κανόνων ερα

σιτεχνικού αθλητισμού. Και ήμαστε δήθεν εμείς, η Adidas και

η Puma, αυτοί που τον είχαν παρασύρει. Πρόκειται φυσικά για

ανοησίες. Αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ο προκομμένος κύ

ριος αδελφός μου ήταν ανέκαθεν άσος στην αγορά sprinter,

αδιάφορο ποιο ήταν το κόστος. Είτε τους έλεγαν Φύττερερ,

είτε Ζερμάρ, είτε Λάουερ, κανένας τους δεν απέφυγε τον πειρα

σμό. Με τον Χάρυ όμως την πάτησε, αν και σήμερα είμαι της

γνώμης ότι το αθλητικό δικαστήριο έκρινε υπερβολικά μικρό

ψυχα κλείνοντας τον δρόμο σ" αυτό το ασύγκριτο φαινόμενο

των μικρών αποστάσεων —ακόμη και ο μαύρος Τζέσε Όουενς

έσφιξε το χέρι του λευκού Άρμιν Χάρυ συγχαίροντας τον- που

σίγουρα τον περίμεναν και άλλες νίκες, και άλλα ρεκόρ.

Επιμένω: Μεγάλο κρίμα! Η σταδιοδρομία αυτού του μέγα-

Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

λοφυούς δρομέα δείχνει πόσο ανεπαρκώς εξοπλισμένο ηθικά

ήταν το ταλέντο του, πόσο συχνά αναμίχθηκε αργότερα σε

σκάνδαλα, είτε ως κτηματομεσίτης, είτε ως επιχειρηματίας,

και τέλος στις αρχές της δεκαετίας του '80 σ" εκείνον τον βούρ

κο από ίντριγκες οικοδομικού συνεταιρισμού των συνδικάτων

«Νέα Πατρίδα» και των αρχιεπισκοπικών αρχών του Μονά

χου, πράγμα που του κόστισε δύο χρόνια φυλάκιση για απι

στία και απάτη. Παρ' όλα αυτά έχω ακόμα στα μάτια μου τον

μεγάλο νεαρό αθλητή, και σίγουρα έτσι τον έβλεπε και ο αδελ

φός μου, να διανύει τα εκατό μέτρα με σαράντα πέντε διασκε

λισμούς και να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ, με μέγιστο μετρημένο

μήκος διασκελισμού τα δύο μέτρα και είκοσι εννέα εκατοστά.

Α χ εκείνη η εκκίνηση του! Πριν καλά καλά το καταλάβεις,

είχε κιόλας προσπεράσει τους πάντες, ακόμη και τους έγχρω

μους δρομείς. Αυτό το ρεκόρ ενός λευκού δρομέα μικρών απο

στάσεων παρέμεινε χρόνια αξεπέραστο. Τι κρίμα να μην του

επιτραπεί να σπάσει αυτός το περίφημο ρεκόρ των δέκα κόμμα

μηδέν δεύτερων. Γιατί αν ο Άρμιν Χάρυ είχε μείνει στην Adi

das και αν δεν είχε ανακατευτεί με την Puma και τον αδελφό

μου, θα είχε σίγουρα πετύχει το 9,9. Ο Τζέσε'Οουενς τον θεω

ρούσε μάλιστα ικανό και για 9,8.

1961

ΑΝ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΝΕΝΑΣ σχεδόν δεν έχει περιέργεια και γενι

κά δεν ενδιαφέρεται για όλα αυτά, λέω στον εαυτό μου: αν το

καλοσκεφτείς ήταν 7] πιο ωραία εποχή της ζωής σου. Σε ζητού

σαν, απαιτούσαν να δράσεις. Πάνω από χρόνο ζούσες ριψοκίν

δυνα, έτρωγες τα νύχια σου από το άγχος, ήσουν εκτεθειμένος

σε κινδύνους χωρίς να σε πολυαπασχολεί μήπως χαλαλίσεις

και το επόμενο εξάμηνο/Ημουν, ξέρετε, φοιτητής του Πολυτε

χνείου και ενδιαφερόμουν από τότε κιόλας για την τεχνολογία

της τ7]λεθέρμανσης, όταν από τη μια μέρα στην άλλη κτίστηκε

το τείχος κόβοντας την πόλη στα δύο.

Έγινε χαμός! Πολλοί έτρεχαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας

μπροστά στην ομοσπονδιακή βουλή ή αλλού, εγώ όχι. Τον

Αύγουστο κιόλας έφερα παράνομα την Έλκε που είχε σπουδά

σει απέναντι παιδαγωγική. Ήταν σχετικά απλά τα πράγματα

τότε. Την έφερα με ένα δυτικογερμανικό διαβατήριο που οι

χρονολογίες και η φωτογραφία του δεν ήταν γι' αυτούς πρό

βλημα. Στο τέλος όμως του μήνα έπρεπε να «μακιγιάρουμε»

άδειες εξόδου και να δουλεύουμε σε ομάδες. Ε γ ώ ήμουν σύνδε

σμος. Με το δυτικογερμανικό μου διαβατήριο, που είχε εκδοθεί

στο Χίλντεσχάιμ από όπου κατάγομαι, η μέθοδος απέδωσε

μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Εφεξής έπρεπε κατά την έξοδο

από τον ανατολικό τομέα να παραδίνονται οι άδειες εξόδου.

Πιθανόν να είχαμε καταφέρει και άδειες εξόδου, εάν μας είχε

προμηθεύσει κάποιος εγκαίρως το χαρακτηριστικό χαρτί που

χρησιμοποιούσαν στη Ζώνη.

224 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Α λ λ ά για όλα αυτά σήμερα κανένας δεν θέλει ν' ακούει.

Αφήστε τα παιδιά μου. Κλείνουν τα αφτιά τους ή λένε: «Εντά

ξει, μπαμπά, είναι πασίγνωστο ότι εσείς εκείνη την εποχή ήσα

στε κλάσεις ανώτεροι μας». Τι να κάνουμε, ίσως με ακούσουν

αργότερα τα εγγόνια μου, όταν τους διηγηθώ πώς έφερα τη

γιαγιά τους που είχε κολλήσει απέναντι, κι έπειτα συμμετείχε

στην «Επιχείρηση γραφείο ταξιδιών» όπως λεγόμαστε για κά

λυψη. Είχαμε ειδικούς στην επιχείρηση που πλαστογραφούσαν

τις σφραγίδες με σφιχτοβρασμένα αβγά. Άλλοι επιδίδονταν σε

λεπτοδουλειές με μυτερά ξυσμένα σπίρτα/Ημαστε σχεδόν όλοι

φοιτητές, άλλοι ακροαριστεροί, άλλοι μέλη των φοιτητικών

ενώσεων και άλλοι, όπως εγώ, παντελώς αδιάφοροι για την

πολιτική. Είχαμε μεν εκλογές εκείνη την εποχή στη Δύση, και

υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών ήταν ο πρωθυπουργός του

Βερολίνου, αλλά εγώ δεν έδωσα τον σταυρό μου ούτε στον

Μπραντ και συντροφιά ούτε στον γερο-Αντενάουερ, γιατί η

ιδεολογία και τα μεγάλα λόγια δεν έφερναν κανένα αποτέλε

σμα, μόνο η πράξη μετρούσε. Βλέπετε, έπρεπε να «φορέσου

με», όπως ήταν η έκφραση, φωτογραφίες ταυτότητας και σε

ξένα διαβατήρια, σουηδικά, ολλανδικά. Ή να οργανώσουμε

την προμήθεια διαβατηρίων με παρόμοιες φωτογραφίες και φυ

σικά χαρακτηριστικά -χρώμα μαλλιών, χρώμα ματιών, ύψος-

μέσω συνδέσμων. Και ανάλογες εφημερίδες, ψιλά, χρησιμο

ποιημένα εισιτήρια, τα ανάλογα μικροπράγματα που κρατούσε

κάποιος πάνω του, που είχε, για παράδειγμα, μια νεαρή γυ

ναίκα στην τσάντα της. Ήταν τρομερά πολλή δουλειά. Και

όλα δωρεάν ή σε τιμή κόστους.

Σήμερα όμως που δεν είναι τίποτε τζάμπα, κανένας δεν σε

πιστεύει πια όταν λες πως εμείς ως φοιτητές δεν τα πιάσαμε.

Ασφαλώς υπήρξαν κάποιοι που αργότερα, τότε με τη σήραγγα,

άπλωσαν το χέρι. Γι ' αυτό άλλωστε και η επιχείρηση «οδός

Μπερνάου» εξελίχτηκε σε μεγάλη ανοησία/Ηταν τότε που μια

κλίκα τριών ατόμων πήραν 30.000 μάρκα από μια αμερικανι-

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 225

κή τηλεοπτική εταιρεία για να κινηματογραφήσουν στη σήραγ

γα, χωρίς εμείς να ζέρουμι τίποτε. Σκάβαμε τέσσερις ολόκλη

ρους μήνες! Στην άμμο της Μαρκιωνίας του Βραδεμβούργου!

Ο αγωγός είχε μήκος πάνω από τετρακόσια μέτρα. Kat όταν

μετά μας κινηματογράφησαν, καθώς φυγαδεύαμε στη Δύση

κάπου τριάντα άτομα, ανάμεσα τους γιαγιάδες και παιδιά,

σκέφτηκα πως θα είναι ένα ντοκυμανταίρ για αργότερα. Α λ λ ά

πού! Σύντομα το έδειξαν στην τηλεόραση και αν η σήραγγα

λίγο πριν δεν είχε πλημμυρίσει παρά την ακριβή εγκατάσταση

άντλησης του νερού, θα είχε καρφώσει το παράνομο πέρασμα

στη Δύση. Παρ' όλα αυτά συνεχίσαμε αλλού.

Ό χ ι , νεκρούς εμείς δεν είχαμε. Ξέρω, ξέρω. Τέτοιες ιστο

ρίες είναι πιο ζουμερές. Οι εφημερίδες γέμιζαν όταν κάποιος

πηδούσε από το παράθυρο του τρίτου ορόφου ενός κτηρίου

στα σύνορα xat έσκαγε καταγής μια τρίχα πιο πέρα απ' το

πανί που κρατούσε ανοιχτό η πυροσβεστική. Ή όταν ένα χρό

νο αργότερα ο Πέτερ Φέχτερ πυροβολήθηκε καθώς έκανε να

περάσει απέναντι από το Checkpoint Charlie και επειδή κα

νένας δεν βοήθησε πέθανε από αιμορραγία. Τέτοιες ιστορίες

δεν είχαμε να προσφέρουμε, γιατί εμείς ποντάραμε στα σί

γουρα. Παρ' όλα αυτά θα μπορούσα να σας πω ιστορίες που

πολλοί ούτε τότε δεν θα τις πίστευαν. Παραδείγματος χάριν

μπορώ να σας π ω πόσους φέραμε απέναντι μέσα από τους

αγωγούς αποχέτευσης. Και πώς βρομούσε εκεί μέσα αμμω

νία. Μία από τις οδούς δραπέτευσης που ξεκινούσε από το

Κέντρο και έφτανε στο Κρόιτσμπεργκ την ονομάζαμε «Έξο

δος κινδύνου 4711 » γιατί όλοι μας, φυγάδες και μη, έπρεπε

να περάσουμε από ακαθαρσίες που έφταναν μέχρι το γόνατο.

Αργότερα ήμουν «υπεύθυνος καπακώματος», μόλις δηλαδή

έμπαιναν όλοι και προχωρούσαν, έβαζα στη θέση του το κα

πάκι του α γ ω γ ο ύ αποχέτευσης από τον οποίο είχαν μπει

μέσα, γιατί οι τελευταίοι φυγάδες συνήθως πανικοβάλλονταν

και ξεχνούσαν να το κλείσουν/Ετσι συνέβη στον α γ ω γ ό απο-

226 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

χέτευσης ομβρίων στη βόρεια περιοχή της πόλης κάτω από

την Οδό Εσπλανάντε όταν μερικοί μόλις πάτησαν στη Δύση

έκαναν φοβερό σαματά, από χαρά, εννοείται. Αλλά έτσι πή

ραν χαμπάρι απέναντι οι φρουροί της Λαϊκής Αστυνομίας και

έριξαν δακρυγόνα μέσα στον αγωγό. Ή την ιστορία με το νε

κροταφείο που η μάντρα του ήταν μέρος του τείχους και μέ

χρι εκεί, ακριβώς μέχρι κάτω από την περιοχή με τις τεφρο-

δόχους, είχαμε σκάψει μες στο αμμώδες έδαφος ένα τούνελ

που μπορούσες να διανύσεις μόνο έρποντας, έτσι ώστε η πε

λατεία μας, όλοι άνθρωποι με αθώο παρουσιαστικό, με λου

λούδια και άλλα συναφή ταφικά στολίδια, εξαφανιζόταν ξαφ

νικά ως δια μαγείας. Μια δυο φορές η επιχείρηση πήγε καλά,

ώσπου μια νεαρή γυναίκα που ήθελε να περάσει απέναντι

μαζί με το παιδί της, άφησε στην ανοιχτή ziaoho το καροτσά

κι του μωρού, πράγμα που έγινε αμέσως αντιληπτό...

Τέτοιες ατυχίες ήταν μες στο πρόγραμμα. Τώρα όμως, αν

θέλετε, θα σας π ω μια άλλη ιστορία όπου όλα πήγαν κατ' ευ-

χήν. Α, σας φτάνουν αυτά. Καταλαβαίνω. Είμαι συνηθισμένος

να με βαριούνται οι άνθρωποι. Πριν από λίγα χρόνια όταν το

τείχος ήταν ακόμα όρθιο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Όταν τις Κυριακές πηγαίναμε το πρωί για καμιά μπυρίτσα, οι

συνάδελφοι μου στο εργοστάσιο τηλεθέρμανσης με ρωτούσαν

καμιά φορά: «Πες μας για τότε, Ούλι. Πες μας πώς έφερες την

Έ λ κ ε σου απέναντι.. .» Αλλά σήμερα κανένας δεν θέλει να

ακούσει αυτές τις ιστορίες, εδώ στη Στουτγάρδη έτσι κι αλ

λιώς, γιατί οι Σουήβοι το '61 δεν πήραν σχεδόν καθόλου είδη

ση τη διχοτόμηση του Βερολίνου... Και όταν μετά έφυγε ξαφ

νικά το τείχος, το πήραν είδηση ακόμα λιγότερο. Θα προτι

μούσαν να στέκει ακόμη, γιατί δεν θα υπήρχε ο ειδικός φόρος

ανοικοδόμησης που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν αφότου

έπεσε το τείχος. Εντάξει, δεν θα ξαναπώ κουβέντα γι ' αυτό,

και ας ήταν η ωραιότερη εποχή της ζωής μου, τότε που περ

νούσαμε μέσα από αγωγούς του αποχετευτικού δικτύου με τις

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 227

ακαθαρσίες μέχρι το γόνατο... Εν πάση περιπτώσει η γυναίκα

μου έχει δίκιο που λέει: «Τότε ήσουν άλλος άνθρωπος. Τότε

ζούσαμε πραγματικά...»

1962

ΟΠΩΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ Ο ΠΑΠΑΣ όταν πάει περιοδεία και θέλει

να δει τους δικούς του στην Αφρική ή στην Πολωνία χωρίς να

πάθει κακό, έτσι ήταν και ο μέγας υπεύθυνος των μεταγωγών

μέσα σε κουβούκλιο τότε που δικαζόταν στη χώρα μας. Μόνο

που το δικό του δεν ήταν ολότελα κλειστό. Η μια πλευρά,

αυτή που κοίταζε προς το τραπέζι των αξιότιμων δικαστών,

ήτανε ανοιχή. Έτσι όριζαν οι προδιαγραφές ασφαλείας για το

γυάλινο κουβούκλιο, γι ' αυτό το έκλεισα μόνο από τις τρεις

πλευρές με ειδικό γυαλί, ακριβό αλεξίσφαιρο γυαλί. Βοήθησε

και λίγο η τύχη να πάρουμε αυτή τη δουλειά, αλλά όχι πολύ,

δεν χρειαζότανε πολλή τύχη γιατί εμείς είχαμε ανέκαθεν πελά

τες με εντελώς ιδιαίτερες επιθυμίες. Υποκαταστήματα τραπε

ζών σε όλο το Ισραήλ και κοσμηματοπωλεία στην οδό Ντί-

τσενγκοφ του Τελ-Αβίβ που οι προθήκες και οι βιτρίνες τους

είναι γεμάτες πολύτιμα εκθέματα και πρέπει να αντέχουν στις

βιαιοπραγίες. Μα και στη Νυρεμβέργη, που ήταν ωραία πόλη

και ζούσε παλιά όλη η οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν ο αρχι

τεχνίτης της υαλοποιίας του που είχε πελάτες μέχρι το Σβάιν-

φουρτ και το'Ινγκολστατ. Μέχρι το '38 είχε δουλειά, μέχρι τις

πολλές καταστροφές, καταλαβαίνετε γιατί. Πώς βλαστημούσα

νεαρός, επειδή ο πατέρας- μου ήταν αυστηρός και είχα συνέχεια

νυχτερινή βάρδια!

Με λίγη τύχη καταφέραμε και φύγαμε ο μικρός μου αδελφός

μου κι εγώ. Ήμαστε οι μόνοι/Ολοι οι άλλοι, όταν μετά ήρθε ο

πόλεμος, τελευταίες οι αδελφές μου και οι δύο και όλες οι εξα-

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 229

δέλφες, μεταφέρθηκαν πρώτα στο Τερεζίν και έπειτα δεν ξέρω

πού, στο Σόμπιμπορ, ίσως στο Άουσβιτς. Μόνο η μαμά πέθα

νε πρωτύτερα, πώς το λένε, από φυσικό θάνατο, από καρδιακή

προσβολή. Αλλά περισσότερα ούτε ο Γκέρσον, που είναι ο

αδελφός μου, έμαθε μετά, γύριζε και ρωτούσε να πληροφορηθεί

στη Φραγκονία και παντού. Πότε έγινε η μεταγωγή μόνο έμα

θε, ακριβώς τη μέρα, γιατί από τη Νυρεμβέργη, όπου ζούσε

πάππου προς πάππο η οικογένεια μου, εκκινήσανε γεμάτα

ολόκληρα τρένα.

Και ύστερα αυτός, που όλες οι εφημερίδες τον έλεγαν «με

ταφορέα του θανάτου», καθόταν στο γυάλινο κουβούκλιο μου

που έπρεπε να είναι αλεξίσφαιρο, και όντως ήταν. Σ υ γ γ ν ώ μ η

για τα γερμανικά μου, είναι λιγάκι κακά ίσως, γιατί ήμουν δε

καεννιά όταν πήρα τον δρόμο για την Παλαιστίνη κρατώντας

τον μικρό αδελφό μου απ' το χέρι, με πλοίο φύγαμε, αλλά

εκείνος στο γυάλινο κουβούκλιο, που πασπάτευε συνέχεια τα

ακουστικά του μιλούσε ακόμα χειρότερα. Οι αξιότιμοι δικα

στές όλοι, που μιλούσαν καλά γερμανικά, το έλεγαν κι εκείνοι

όταν έλεγε προτάσεις μακριές σαν σκουληκαντέρες και σε

μπέρδευε. Αλλά εγώ, που ήμουν μαζί με τους κοινούς ακροα

τές, ένα πράγμα κατάλαβα: πως όλα όσα είχε κάνει τα είχε

κάνει κατά διαταγήν. Και ότι υπήρχαν και πολλοί ακόμα που

τα είχαν κάνει όλα κατά διαταγήν, αλλά που με λιγουλάκι

τύχη κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι. Είναι και καλοπληρωμέ

νοι, ένας μάλιστα είναι Γραμματέας του Αντενάουερ* και ο δι

κός μας ο Μπεν Γκουριόν με αυτόν έκανε τις διαπραγματεύ

σεις για τα λεφτά.

Είπα τότε στον εαυτό μου: Ακου με, Γιάκελε! Θα έπρεπε να

* Hans Globke (1898-1973): νομικός, σχολιαστής των ρατσιστικών «νόμων

της Νυρεμβέργης» (δηλαδή των νόμων «περί γερμανικής υπηκοότητας» και

«περί προστασίας του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής»). Την πε

ρίοδο 1938- Ι•~> διετέλεσε υπουργικός σύμβουλος στο υπουργείο Εσωτερικών του

Ράιχ και το 195,'5-6.'ΐ Γραμματέας της Καγκελαρίας.

230 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

φτιάξεις εκατό, όχι, χίλια τέτοια γυάλινα κελιά. Με την εται

ρεία σου και με λίγα ακόμα άτομα που θα έπαιρνες θα τα κα

τάφερνες, βέβαια όχι όλα τα κελιά μεμιάς. Κάθε φορά που θα

ακουγόταν το όνομα κάποιου καινούργιου, του Αλόις Μπρού-

νερ ας πούμε, θα φτιάχναμε ένα μικρούτσικο γυάλινο κουβού

κλιο που θα 'χε μέσα μόνο ένα χαρτάκι με το όνομα του, κι

έπειτα θα το έβαζαν συμβολικά λιγάκι ανάμεσα στου Άιχμαν

το γυάλινο κουβούκλιο και στο τραπέζι των δικαστών. Πάνω

σε ένα ξεχωριστό τραπέζι. Δεν θα αργούσε να γεμίσει.

Γράφτηκαν πολλά, θέλω να πω για το κακό και ότι είναι

λιγάκι τετριμμένο*. Μόνο όταν κρεμάστηκε από τον λαιμό

γράφανε λιγότερα. Όσο όμως συνεχιζόταν και συνεχιζόταν η

δίκη, όλες οι εφημερίδες ήταν γεμάτες με τέτοια γραφτά. Μόνο

ο Γκαγκάριν αυτός ο ένδοξος Σοβιετικός στο δικό του, τρόπος

του λέγειν, κουβούκλιο μπόρεσε να ανταγωνιστεί τον δικό μας

Άιχμαν, και οι Αμερικάνοι φθόνησαν πολύ τον Γκαγκάριν.

Και τότε είπα στον εαυτό μου: Δεν νομίζεις, Γιάκελε, πως

μοιάζει η θέση αυτών των δύο; Και οι δύο εντελώς απομονω

μένοι. Μόνο που ο Γκαγκάριν είναι πολύ πιο μόνος, γιατί ο

δικός μας ο Άιχμαν πάντα έχει κάποιον να του μιλάει και να

του μιλάει, από τότε που οι δικοί μας τον έφεραν απ' την Αρ

γεντινή όπου είχε ορνιθοτροφείο. Γιατί του αρέσει να μιλάει.

Πιο πολύ του αρέσει να λέει ότι εκείνο που θα προτιμούσε

πάνω απ' όλα, είναι να μας στείλει όλους εμάς τους εβραίους

στη Μαδαγασκάρη και όχι στους θαλάμους αερίων. Και ότι

γενικά αυτός δεν είχε τίποτα εναντίον των εβραίων. Μάλιστα

μας θαυμάζει για την ιδέα του σιωνισμού, επειδή μια τόσο

ωραία ιδέα οργανώνεται τόσο καλά. Έτσι είπε. Και αν δεν

είχε εντολή να διευθύνει τη μεταφορά μας στα στρατόπεδα, ο

λαός των εβραίων θα του χρωστούσε ευγνωμοσύνη γιατί θα

* Βλ. Hanna Arcmlr. \:ichmaim in jernsiikiu. I:i» lieriihl ran tier ΙΊιιιηιΙίΙϋΙ des

ttoseii [Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Περί της τετριμμένης φύσης του κακού|.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 231

είχε μεριμνήσει προσωπικά για τη μαζική του μετανάστευση.

Τότε είπα στον εαυτό μου: Κι εσύ Γιάκελε πρέπει να είσαι

ευγνώμων στον Άιχμαν για τη λιγοστή τύχη που είχες, γιατί

άφησαν τον Γκέρσον, που είναι ο μικρός σου αδελφός, να φύγει

μαζί σου από τη χώρα το '38. Μόνο για την υπόλοιπη οικογέ

νεια σου δεν είναι ανάγκη να του έχεις ευγνωμοσύνη, για τον

πατέρα και όλες τις θείες και τους θείους, τις αδελφές και τις

όμορφες εξαδέλφες σου, κάπου είκοσι άτομα. Γι ' αυτό θα ήθελα

να μιλήσω με τον ίδιο, αν ήταν μπορετό, γιατί αυτός ήξερε

καλά τον προορισμό κάθε μεταγωγής και πού κατέληξαν επι

τέλους οι αδελφές μου και ο αυστηρός πατέρας μου. Αλλά δεν

μ' αφήσανε. Και έπειτα υπήρχαν αρκετοί άλλοι μάρτυρες.

Εκτός από αυτό ήμουν ευχαριστημένος που μου επιτρέψανε να

αναλάβω την ασφάλεια του/Ισως να του άρεσε κιόλας το κελί

του με το αλεξίσφαιρο γυαλί. Αυτή την εντύπωση μου έδινε

όταν χαμογελούσε λιγάκι.

1963

ΕΝΑ ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΜΟ ΟΝΕΙΡΟ. Μια οπτασία που έμεινε και έριξε

άγκυρα. Ω, πόσο με ενθουσίαζε! Ένα πλοίο, ένα τολμηρά σχε

διασμένο ιστιοφόρο και συνάμα μουσικό ατμόπλοιο στο χρώμα

του σολομού προσαραγμένο σε ένα χαώδες περιβάλλον κοντά

στο απαίσιο τείχος που διχοτομεί τα πάντα' ένα πλοίο που

αντιμετωπίζει τη βαρβαρότητα με το μέτωπο ψηλά, με τον

αγέρωχο πρόβολο της πλώρης του και που, σε αντίθεση με με

ταγενέστερα, αδιάφορο πόσο μοντέρνα οικοδομήματα, ανυψώ

νεται στη σφαίρα του υπερπραγματικού.

Η άκρα αγαλλίαση μου χαρακτηρίστηκε εφηβική εκκεντρι

κότητα' παρ' όλα αυτά δεν ντρεπόμουν για τον ενθουσιασμό

μου. Καρτερικά, ίσως και με αλαζονική ηρεμία, υπέμενα τα

πειράγματα των μεγαλύτερων γυναικών της γκαρνταρόμπας,

γιατί ήξερα ότι εγώ, γόνος αγροτικής οικογένειας από τους

βάλτους του Βίλστερ που, χάρη σε μία υποτροφία, σπούδαζα

με ζήλο μουσική και δούλευα στην γκαρνταρόμπα της Φιλαρ

μονικής του Βερολίνου μόνο ευκαιριακά και για αυτά τα άθλια

λεφτά, δεν είχα το δικαίωμα της υπεροπτικής επίδειξης παντο

γνωσίας. Εξάλλου η ειρωνεία των ώριμων συναδέλφων μου

στον πάγκο της γκαρνταρόμπας ήταν καλόθυμη. «Η μικρή

φλαουτίστα μας ασκείται στους υψηλότατους τόνους», έλεγαν

και υπαινίσσονταν το όργανο μου, τον πλαγίαυλο.

Όντως: ήταν ο σεβαστός μου δάσκαλος Ωρέλ Νικολέ αυτός

που με ενθάρρυνε, όπως σίγουρα και κάμποσους άλλους, να

γίνω μία μαθήτρια με τάση προς τον εκστατικό ενθουσιασμό,

Ο ΑίΟΝΑΣ MOT 233

να εκφράζω εύγλωττα τον ενθουσιασμό είτε για μια ιδέα που

υπηρετεί την ανθρωπότητα είτε για ένα προσαραγμένο πλοίο

ονόματι Φιλαρμονική' άλλωστε και αυτός είναι ένα φλογερό

κεφάλι, που τα σγουρά μαλλιά του φλέγονται και —όπως δια

πίστωσα κάποτε— του πάνε φοβερά και του δίνουν μια γοητεία

που είναι αδύνατο να της αντισταθείς. Πάντως την παρομοίω

ση μου «προσαραγμένο πλοίο» τη μετέφρασε ευθύς αμέσως

στα γαλλικά: «bateau échoué».

Οι Βερολινέζοι αντίθετα προσέφευγαν άλλη μια φορά στο

πνευματώδες χιούμορ τους, ανακατεύοντας τα στοιχεία του

κτηρίου που θυμίζουν τέντα ή σκηνή με την κεντρική θέση του

διευθυντή ορχήστρας και δίνοντας στο σπουδαίο αρχιτεκτόνη

μα τον φτηνό χαρακτηρισμό «Τσίρκο Κάραγιαν». Ά λ λ ο ι

εγκωμίαζαν και συνάμα μεμψιμοιρούσαν. Εκδηλώθηκε ο φθό

νος των συναδέλφων αρχιτεκτόνων. Μόνο ο καθηγητής Ιού

λιος Πόζενερ, τον οποίο επίσης σέβομαι και τιμώ, είπε κάτι εύ

στοχο παρατηρώντας: «Στον Σαρούν επιφυλάχτηκε η οικοδό

μηση ενός κτηρίου που θυμίζει τις φυλακές του Πιρανέζι, με τη

διαφορά ότι εδώ η φυλακή αποκτά χαρακτήρα τελετουρ

γίας...». Εντούτοις επιμένω: είναι ένα πλοίο ή έστω μία πλω

τή φυλακή, που η εσωτερική της ζωή κατοικείται, εμψυχώνεται

και κυριαρχείται από τη μουσική, έστω από τη φυλακισμένη

στον χώρο και συνάμα απελευθερωμένη μουσική.

Και η ακουστική; Επαινέθηκε από όλους, σχεδόν όλους.

Ήμουν εκεί, μου επετράπη να είμαι εκεί όταν δοκιμάστηκε.

Λίγο πριν από τα επίσημα εγκαίνια —φυσικά ο Κάραγιαν επέ

λεξε την Ενάτη! — χωρίς να ζητήσω την άδεια είχα τρυπώσει

στη σκοτεινή αίθουσα. Ίσα που υποπτευόσουν τις σειρές. Και

τότε με φώναξε μέσα απ' το σκοτάδι μια βαθιά βραχνή

καλοσυνάτη φωνή: «Δεν καθόμαστε, κορίτσι μου! Χρειαζόμα

στε βοήθεια. Ανέβα γρήγορα στο πόντιουμ!» Κι εγώ, η πει

σματάρα κόρη αγροτών από τους βάλτους, που συνήθως δεν

αντιμιλούσα, υπάκουσα μέχρι κεραίας: ανέβηκα με σπουδή τη

234 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σκάλα, βρέθηκα ύστερα από μερικές λοξοδρομήσεις στο φως

και ένας άντρας, που αργότερα τον γνώρισα ως υπεύθυνο της

ακουστικής, μου έβαλε ένα ρεβόλβερ στο χέρι και μου εξήγησε

λακωνικά. Και έπειτα ακούστηκε ξανά μέσα απ' το σκοτάδι

της κυψελωτής αίθουσας συμφωνιών η βαθιά βραχνή φωνή:

«Και τους πέντε πυροβολισμούς τον ένα μετά τον άλλο. Μη

φοβάσαι, κορίτσι μου, είναι άσφαιρα. Τώρα!»

Σήκωσα υπάκουα το ρεβόλβερ, το έκανα άφοβα και ήμουν

εκείνη τη στιγμή, όπως μου είπαν αργότερα, «αγγελικά ωραία».

Στάθηκα λοιπόν και πάτησα τη σκανδάλη πέντε φορές απανω

τά, ώστε να μπορέσουν να κάνουν ακουστικές μετρήσεις: απο

δείχτηκαν όλα εντάξει. Η βαθιά βραχνή φωνή που είχε έρθει

μέσα από το σκοτάδι ήταν του αρχιτέκτονα Χανς Σαρούν, τον

οποίο έκτοτε σέβομαι και τιμώ όπως παλιότερα τον δάσκαλο

μου του πλαγίαυλου. Γι' αυτό τον λόγο -υπακούοντας μάλλον

και σε μία εσωτερική φωνή- εγκατέλειψα τη μουσική και τώρα

σπουδάζω με ενθουσιασμό αρχιτεκτονική. Ωστόσο κατά και

ρούς -και επειδή πλέον δεν έχω υποτροφία- εργάζομαι ευκαι

ριακά στην γκαρνταρόμπα της Φιλαρμονικής. Έτσι από κο

ντσέρτο σε κοντσέρτο ζω την αρμονική συμβίωση μουσικής και

αρχιτεκτονικής, ιδιαίτερα όταν φυλακίζει και ταυτόχρονα ελευ

θερώνει τη μουσική ένας ναυπηγός.

1964

ΝΑΙ, ΣΩΣΤΑ, ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ που έγιναν και όλα

όσα συνεπάγονταν, τα σκέφτηκα αργότερα, όταν αναγκαστή

καμε να παντρευτούμε εσπευσμένα γιατί ήμουν έγκυος και

επειδή στο Ραίμερ, όπως λέμε στη Φρανκφούρτη το δημαρχείο,

χαθήκαμε πραγματικά. Ναι, απ' τις πολλές τις σκάλες και την

ταραχή. Μας είπαν: «Είστε σε λάθος όροφο. Πρέπει να πάτε

τρία πατώματα πιο κάτω. Εδώ γίνεται η δίκη». — «Ποια

δίκη;» ρώτησα εγώ. «Η δίκη των εγκληματιών του Άουσβιτς.

Δεν διαβάζετε εφημερίδα;Όλες μόνο για τη δίκη γράφουν.»

Κατεβήκαμε λοιπόν πάλι εκεί που μας περίμεναν κιόλας οι

μάρτυρες μας. Οι γονείς μου βέβαια όχι, γιατί αρχικά ήταν

εναντίον του γάμου μου, αλλά η μαμά του Χάινερ, που είχε

μεγάλη ταραχή και δυο φίλες μου από τον Οργανισμό Τηλεπι

κοινωνιών. Μετά πήγαμε όλοι στον Φοίνικα όπου ο Χάινερ

είχε κλείσει τραπέζι και γιορτάσαμε πραγματικά. Αλλά μετά

τον γάμο δεν έλεγα να ξεκολλήσω από το Ραίμερ, πήγαινα συ

χνά πυκνά, ακόμη και στον πέμπτο και έκτο μήνα, όταν οι δι

καστικές αρχές μετέφεραν τη δίκη στην οδό Φράγκων όπου μία

αρκετά μεγάλη αίθουσα στο δημοτικό μέγαρο Γκάλλους πρό

σφερε περισσότερο χώρο, ιδίως για θεατές.

Ο Χάινερ δεν ήρθε ποτέ μαζί, ούτε καν όταν ήταν νυχτερινός

στον εμπορικό σιδηροδρομικό σταθμό και θα μπορούσε να έρ

θει. Αλλά του διηγήθηκα ό,τι μπορεί να διηγηθεί κανείς από

όλα αυτά. Όλους τους τρομακτικούς αριθμούς, που έφταναν τα

εκατομμύρια, δεν καταλάβαινες ακριβώς γιατί κάθε φορά ανέ-

236 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

φεραν άλλους αριθμούς ως πραγματικούς. Αυτό ακριβώς εν

νοώ. Πότε λένε τρία, πότε το πολύ δύο εκατομμύρια πέθαναν

στους θαλάμους αερίων ή αλλιώς. Αλλά όλα τα άλλα εγκλή

ματα που δικάστηκαν ήταν εξίσου φοβερά εάν όχι χειρότερα'

γιατί τα έβλεπα, ήταν απτά, και μπορούσα να τα διηγηθώ

στον Χάινερ, ώσπου μου είπε: «Σταμάτα πια. Ήμουν τεσσά

ρων, άντε πέντε χρονών όταν έγιναν. Και εσύ νεογέννητο».

Δίκιο έχει. Αλλά ο πατέρας του Χάινερ και ο θείος του,

Κουρτ, που είναι πραγματικά καλός άνθρωπος, πολέμησαν κι

ot δυο και μάλιστα βαθιά μέσα στη Ρωσία, όπως μου είπε μια

φορά η μητέρα του Χάινερ. Όταν όμως στα βαφτίσια μαζεύτη

κε επιτέλους όλη η οικογένεια και διηγήθηκα στους δυο τους

για τη δίκη και για τον Καντούκ και τον Μπόγκερ, το μόνο

που άκουσα απ' το στόμα τους ήταν: «Εμείς δεν πήραμε χα

μπάρι απ' όλα αυτά. Πότε λες πως έγιναν; Το '43; Μα εμείς

τότε βρισκόμαστε παντού σε οπισθοχώρηση...» Και ο θείος

Κουρτ είπε: «Όταν αναγκαστήκαμε να εκκενώσουμε την Κρι

μαία και ήρθα επιτέλους με άδεια, εμείς εδώ είχαμε χάσει τα

πάντα στους βομβαρδισμούς. Αλλά για την τρομοκρατία των

Γιάνκηδων και των Εγγλέζων δεν μιλάει κανένας. Βλέπεις εί

ναι οι νικητές, και ένοχοι είναι πάντα οι άλλοι. Δεν σταματάς,

λέω εγώ, Χάιντι!»

Αλλά ο Χάινερ δεν γινόταν να μη με ακούει. Κυριολεκτικά

τον ανάγκαζα, γιατί ασφαλώς δεν ήταν τυχαίο που χαθήκαμε

στο Ραίμερ όταν πήγαμε να παντρευτούμε και πέσαμε πάνω

στο Άουσβιτς και, ακόμα χειρότερα, στο Μπιρκεναου όπου εί

χαν τους φούρνους. Στην αρχή ο Χάινερ δεν με πίστευε, για

παράδειγμα δεν ήθελε να πιστέψει ότι ένας κατηγορούμενος

διέταξε κάποιον κρατούμενο να πνίξει τον ίδιο του τον πατέρα,

οπότε ο κρατούμενος παραφρόνησε, και γι' αυτό, μόνο γι ' αυτό

τον τουφέκισε επιτόπου ο κατηγορούμενος.Ή αυτά που έγιναν

στον μαύρο τοίχο της μικρής αυλής ανάμεσα στο μπλοκ ] 1 και

στο μπλοκ 10. Τουφεκισμοί! Μυριάδες, μα κανείς δεν ήξερε

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 237

πόσοι ακριβώς. Γιατί όταν εκδικαζόταν αυτή η υπόθεση κανέ

νας δεν κατέθεσε τον ακριβή αριθμό. Και γενικά υπήρχε δυσκο

λία με τη μνήμη/Οταν ύστερα είπα στον Χάινερ για την αιώρα

που πήρε το όνομα της από αυτόν τον Γουλιέλμο Μπόγκερ

που εφηύρε αυτό το όργανο για να κάνει τους κρατούμενους να

μιλήσουν, στην αρχή δεν έλεγε να καταλάβει. Πήρα κι εγώ ένα

κομμάτι χαρτί και σχεδίασα ακριβώς ό,τι είχε δείξει ένας μάρ

τυρας με τη βοήθεια ενός μοντέλου της αιώρας που είχε φτιάξει

μόνος του, ειδικά για τη δίκη, για τους δικαστές. Ψηλά από το

κοντάρι κρεμόταν ένα μικρό ανδρείκελο στον ρόλο του κρατού

μενου με πραγματικά ριγωτά ρούχα, και μάλιστα έτσι δεμένο,

ώστε ο Μπόγκερ μπορούσε να τον κτυπάει ακριβώς ανάμεσα

στα σκέλια και συνέχεια πάνω στους όρχεις. Μάλιστα, ακρι

βώς στους όρχεις. «Και φαντάσου, Χάινερ», είπα, «όταν ο

μάρτυρας μιλούσε για όλα αυτά στο δικαστήριο, ο κατηγορού

μενος που καθόταν λίγο δεξιότερα στον πάγκο των κατηγο

ρουμένων, δηλαδή πίσω από τον μάρτυρα, χαμογελούσε πονη

ρά μέχρι τ' αφτιά...»

Σωστά! Κι εγώ αναρωτήθηκα! Μα .είναι άνθρωπος αυτός;

Και όμως, υπήρξαν μάρτυρες που ισχυρίστηκαν ότι ο Μπόγκερ

κατά τ' άλλα ήταν αρκετά εντάξει άνθρωπος και ότι πάντα

φρόντιζε τα λουλούδια στο διοικητήριο. Μόνο τους Πολωνούς,

είπαν, μισούσε κανονικά, τους εβραίους πολύ λιγότερο. Οι θά

λαμοι αερίων και το κρεματόριο στο κυριότερο στρατόπεδο συ

γκέντρωσης και στο Μπιρκεναου, όπου κρατούνταν πλήθος

τσιγγάνοι σε ξεχωριστά παραπήγματα και πέθαναν όλοι στους

θαλάμους αερίων, ήταν κάτι πολύ πιο πολύπλοκο να το κατα

λάβεις από την αιώρα. Το ότι όμως ο Μπόγκερ είχε μια ορι

σμένη ομοιότητα με τον θείο του Χάινερ, Κουρτ, ιδιαίτερα

όταν κοίταζε τόσο καλόθυμα, αυτό φυσικά δεν το είπα, γιατί

θα ήταν άδικο για τον θείο Κουρτ που είναι εντελώς άκακος

και η καλοσύνη προσωποποιημένη.

Παρ' όλα αυτά η αιώρα και ό,τι άλλο συνέβη αποδεδειγμένα

238 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

έμεινε στη μνήμη του Χάινερ και τη δική μου, έτσι ώστε πάντα

στην επέτειο του γάμου μας άθελα μας τα θυμόμαστε' και

επειδή τότε ήμουν έγκυος στην Μπεάτε, είπαμε αργότερα: «Ας

ελπίσουμε πως το παιδί δεν κατάλαβε τίποτε απ' όλα αυτά».

Αλλά την περασμένη άνοιξη μου είπε ο Χάινερ: «Το καλοκαίρι

στην άδεια μου ίσως να κάνουμε ένα ταξίδι μέχρι την Κρακο

βία και το Κάτοβιτς. Η μαμά ανέκαθεν έχει αυτή την επιθυμία

γιατί κατάγεται από την Άνω Σιλεσία. Πήγα στο'Ορμπις, το

πολωνικό γραφείο ταξιδιών...»

Αλλά εγώ δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό για μας και αν κερ

δίσουμε τίποτε, παρότι στο μεταξύ είναι πανεύκολο να πάρεις

βίζα για την Πολωνία. Από την Κρακοβία δεν είναι μακριά

μέχρι το Άουσβιτς. Μπορείς μάλιστα και να το επισκεφθείς,

διαβάζω στο διαφημιστικό φυλλάδιο...

1965

ΙΙΑΛΙ ΤΡΩΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ με το βλέμμα στο καθρεφτακι.

Καθ' οδόν ανάμεσα στο Πασάου και το Κίελο. Προς άγραν

ψήφων. Στο τιμόνι του δανεικού μας DKW είναι βιδωμένος ο

Γουσταύος Στέφφεν, φοιτητής από το Μύνστερ, ο οποίος, επει

δή δεν προέρχεται από καλό σπίτι, αλλά μεγάλωσε σε καθολι-

κό-προλεταριακό περιβάλλον —ο πατέρας του παλιότερα ήταν

κεντρώος—, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τη «δεύτερη οδό

μορφώσεως», μαθητευόμενος μηχανολόγος, νυχτερινό Γυμνά

σιο, και τώρα, επειδή, όπως κι εγώ, θέλει να πει παχιά λόγια

για τους σοσιαλιστές, τσεκάρει τις προθεσμίες της εκλογικής

μας περιοδείας —«Εμείς είμαστε διαφορετικοί. Δεν καθυστερού

με ποτέ!»— τηρώντας φρόνιμα και με ακρίβεια τους χρόνους.

«Χτες στο Μάιντς, σήμερα στο Βύρτσμπουργκ. Πολλές εκκλη

σίες και καμπάνες. Μαύρο προπύργιο ελαφρώς αίθριο τόπους

τόπους στις παρυφές...»

Και ιδού σταθμεύουμε κιόλας έξω από την αίθουσα Χούτ-

τεν. Επειδή είμαι εξαρτημένος απ' το καθρεφτακι, το σύνθημα

στο πλακάτ που κρατούν ψηλά σαν εξαπτέρυγο τα αγοράκια

της Ένωσης Νέων με την πάντα άψογη χωρίστρα, στην αρχή

το διαβάζω ανάποδα και ύστερα κανονικά: «Τι δουλειά έχει ο

άθεος στην πόλη του Αγίου Κιλιανού;» Αλλά μόνο μέσα στην

κατάμεστη αίθουσα, όπου τις πρώτες σειρές έχουν καταλάβει

φοιτητές οργανωμένοι σε συλλόγους, τους αναγνωρίζεις απ' τα

διακριτικά του συλλόγου τους, μου δίνεται η ευκαιρία να δώσω

μία απάντηση που καταπραΰνει το καθολικό σφύριγμα — «Ψα-

240 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

χ ν ω τον Τίλμαν Ρίμενσνάιντερ!»-, η οποία κάνει έκκληση

στον γλύπτη και δήμαρχο, που οι πριγκιπικές-επισκοπικές αρ

χές στον Πόλεμο των Χωρικών του σακάτεψαν και τα δυο χέ

ρια και που —τόσο καθαρά κάλεσα το πνεύμα του— έστερξε να

ανοίξει δρόμο στον λόγο μου, παράγραφο μετά την παράγραφο

και ίσως να τον κάνει να ακουστεί: «Εσένα τραγουδώ δημο

κρατία!» - Walt Whitman ελαφρώς παραλλαγμένος για τον

εκλογικό αγώνα...

Ό,τι δεν διαβάζω στο καθρεφτάκι αλλά μόνο στις αναμνή

σεις: την περιοδεία αυτή την οργάνωσαν φοιτητές του σοσιαλ

δημοκρατικού και του φιλελεύθερου συλλόγου οι οποίοι, είτε

στην Κολονία, είτε στο Αμβούργο, είτε στο Τύμπινγκεν, ήταν η

ανοργάνωτη εμπροσθοφυλακή για την οποία, όταν ακόμη όλα

αυτά δεν ήταν παρά απλώς ένα σχέδιο που το έτρεφαν αόριστες

ελπίδες, είχα μαγειρέψει στην οδό Νιντ του Φρίντενάου μία συ

νωμοτική μαγεριά φακές. Μέχρι τότε το Σοσιαλδημοκρατικό

Κόμμα Γερμανίας αγνοούσε εντελώς την τύχη του —την οποία

δεν άξιζε-, αργότερα όμως, όταν ξεκινήσαμε, βρήκε τουλάχιστον

πετυχημένη την αφίσα μου με τον πετεινό που λαλεί Ες-Πε-

Ντε.* Επίσης οι σύντροφοι είχαν εκπλαγεί που παρότι ο κό

σμος έπρεπε να πληρώσει είσοδο, οι αίθουσες ήταν κατάμεστες.

Μόνο στο περιεχόμενο δεν ήταν όλα του γούστου τους, λόγου

χάριν η παντού επαναλαμβανόμενη διακαής επιθυμία μου να

αναγνωριστούν επιτέλους τα σύνορα του'Οντερ-Νάισε, δηλαδή

η δεδηλωμένη παραίτηση από τη διεκδίκηση της ανατολικής

Πρωσίας, της Σιλεσίας, της Πομμερανίας και -πράγμα που με

πονούσε ιδιαίτερα— του Ντάντσιχ. Αυτό ήταν πέραν πάσης

αποφάσεως συνεδρίου του κόμματος, όπως και η πολεμική μου

εναντίον της παραγράφου 2 1 8 * * , εντούτοις είπαν: Από την

* SPD: τα αρχικά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (Sozialdemoknitische

Parlei).

** Η παράγραφος που απαγορεύει τις αμβλώσεις (βλ. επίσης κεφ. 1971).

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 241

Ι \ !

άλλη μεριά προσέρχονται πολλοί νέοι ψηφοφόροι, παραδείγμα

τος χάριν στο Μόναχο...

Βελόνι δεν πέφτει σήμερα στο τσίρκο Krone με τις 3.500 θέ

σεις. Εναντίον του και εδώ επιδημικού σφυρίγματος μιας

ακροδεξιάς κλίκας βοηθάει το περιστασιακό ποίημα μου Το

φαινόμενο του ατμολεβητος το οποίο κάθε φορά, επομένως και

εδώ, φτιάχνει ατμόσφαιρα: «...Δείτε τον λαό ετούτο στο σφύ

ριγμα ενωμένο. Σφυριγμομανής, σφυριγμόπληκτος, σφυριγμό-

φιλος, διότι το σφύριγμα εξισώνει, κοστίζει λίγο και ζεσταίνει.

Ποιος όμως πλήρωσε να μορφωθούν οι πνευματώδεις και συ-

ρίττοντες επίλεκτοι;» Πόσο ωραίο να βλέπω σήμερα στο τσίρ

κο Krone κατοπτρισμένους στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου φί

λους, ανάμεσα τους κάποιους που πέθαναν στο μεταξύ. Τον

Χανς Βέρνερ Ρίχτερ, λογοτεχνικό θετό πατέρα μου, ο οποίος

αρχικά, πριν ξεκινήσω για την περιοδεία, είχε τις επιφυλάξεις

του, έπειτα όμως είπε: «Κάν' το. Τα πέρασα κι εγώ αυτά: Κύ

κλος του Γκρύνβαλντ, κίνημα ενάντια στον ατομικό θάνατο.

Τώρα η σειρά σου να φθαρείς...»

Όχι , αγαπημένε μου φίλε, δεν φθείρομαι. Μαθαίνω, ψηλαφί

ζω μούχλα συσσωρευμένη καιρό, ακολουθώ ίχνη σαλιγκαριών,

πηγαίνω σε μέρη που ακόμα μαίνεται ο Τριακονταετής Πόλε

μος, τώρα, για παράδειγμα, στην πόλη Κλόππενμπουργκ, πιο

μαύρη από το Βιλσχόφεν ή το Μπίμπεραχ στον ποταμό Ρις. Ο

Γουσταύος Στέφφεν μας οδηγεί σφυρίζοντας μέσα από την επί

πεδη χώρα του Μύνστερ. Αγελάδες, παντού αγελάδες που

αβγαταίνουν στο καθρεφτάκι και θέτουν το ερώτημα μήπως

εδώ είναι και ot αγελάδες καθολικές. Και όλο πιο πολλά βαρυ

φορτωμένα τρακτέρ που πηγαίνουν, όπως κι εμείς, στο Κλόπ

πενμπουργκ. Είναι πολυκέφαλες οικογένειες αγροτών που θέ

λουν να παρίστανται στην ομιλία του Σατανά, στην αίθουσα

που έχουμε νοικιάσει στη χώρα του Μύνστερ...

Δύο ώρες χρειάζομαι για την ομιλία μου «Είναι θέμα επιλο

γής», ενώ συνήθως φεύγει σαν βολίδα σε λιγότερο από μία

242 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ώρα. Θα μπορούσα επίσης να σαλπίσω επί τροχάδην διαβάζο

ντας από το χειρόγραφο το «Εγκώμιο στον Βίλλυ» ή «Τα

καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα»' αλλά αυτή την οχλαγω-

γία δεν θα την είχε ησυχάσει ούτε η ανάγνωση της Καινής

Διαθήκης. Στα αβγά που μας πετούν αντιδρώ εφιστώντας την

προσοχή στη «διασπάθιση» των επιχορηγήσεων της αγροτικής

οικονομίας. Εδώ δεν σφυρίζουν. Εδώ είναι πιο δυναμικοί. Με

ρικά χωριατόπαιδα που είχαν συγκεκριμένο στόχο όταν πετού

σαν αβγά και τον οποίο πετύχαιναν, τέσσερα χρόνια αργότερα

ως μετανοημένα πλέον μέλη της σοσιαλδημοκρατικής νεο

λαίας, θα με καλέσουν για έναν δεύτερο γύρο στο Κλόππεν-

μπουργκ' ετούτη τη φορά όμως έχοντας καθολική γνώση των

χωριών του βάλτου, θα πω: «Αφήστε το καλύτερα, παιδιά!

Αλλιώς την επόμενη Κυριακή σας βλέπω να εξολομογείστε στ'

αφτί του παπά...»

Όταν αφήσαμε τον χώρο του εγκλήματος παίρνοντας ως

δώρο ένα καλάθι γεμάτο αβγά - η περιοχή της πόλης Βέχτα

και του Κλόππενμπουργκ είναι γνωστή για τα ασφυκτικά γε

μάτα ορνιθοτροφεία της- και αρκετά λερωμένος ανέλαβα τον

ρόλο του συνοδηγού, ο Γουσταύος Στέφφεν, που λίγα χρόνια

μετά έχασε τη νεαρή ζωή του σε τροχαίο, κοιτάζοντας το κα-

θρεφτάκι είπε: «Σίγουρα θα την πατήσουμε στις εκλογές. Αλλά

εδώ θα κερδίσουμε ψήφους».

Πίσω στο Βερολίνο, ενώ κοιμόμουν βαρύς σαν μολύβι, κάη

κε η πόρτα του σπιτιού μας τρομάζοντας την Άννα και τα παι

διά. Έκτοτε έχουν αλλάξει αρκετά στη Γερμανία, μόνο στον

τομέα των εμπρησμών δεν έχει αλλάξει τίποτε.

1966

TO SlilN ή TO SEYN, ΟΙ ΥΨΗΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, γραμμένες με y η

όχι*, ξαφνικά δεν έλεγαν τίποτε πια. Ξαφνικά, σαν να ήταν η

ουσία, το αίτιο, όλα τα όντα και το εκμηδενίζον μηδέν απλώς

ήχοι κενοί περιεχομένου, αισθάνθηκα να αμφισβητούμαι και

συνάμα να καλούμαι να καταθέσω επ' αυτού τη μαρτυρία μου.

Μετά μακρόχρονη φυγή, και γιατί μέσα στον χαμό που επι

κρατεί γιορτάζονται κάθε λογής αξιομνημόνευτα, λόγου χάριν

το γερμανικό μάρκο που άρχισε να κυκλοφορεί πριν από πενή

ντα χρόνια, αλλά και το ολέθριο έτος '68 μέσα σε μία ατμό

σφαιρα εκπτώσεων, καταγράφω τι μου συνέβη ένα απομεσήμε

ρο του τρέχοντος θερινού εξαμήνου. Ξαφνικά και αφού είχα τε

λειώσει την εισαγωγή στο σεμινάριο μου της Τετάρτης με μάλ

λον προσεκτικές νύξεις σε κειμενικές αντιστοιχίες ανάμεσα στα

ποιήματα Φούγκα θανάτου και Τοντ-Νάουμπεργχ** παραλεί-

* Sein στα γερμανικά είναι το απαρέμφατο «είναι». «Ο Χάιντεγκερ διακρίνει

τρία Είναι: Sein. Scvn και Sein διαγραμμένο με ένα Χ. «Το Sein δηλώνει αυτό

που όλοι κατανοούμε (...). το Είναι είναι αυτό που προσδιορίζει το ον ως ον (...)'

το Scvn δίνει βαρύτητα στην κυρίαρχη διαφορά του Είναι και του όντος (...) και

τέλος το Είναι με διαγραφή τονίζει την άμεση συνάρτηση του Είναι από τον άν

θρωπο (...)» (Τ. Βεντζοπούλου-Βαλάλα. lïeiéxifr. Ο φιλόσοφος του λόγου και

της σιωπής, Βάνιας, Θεσαλονίκη 1991. σημ. 4 σελ. 30).

** 'Vodfifitff' και 'Yodtmmber» ποιήματα του Paul Cclan (1920-1970). του γνω

στού γερμανόφωνου λυρικού ποιητή από τη Ρουμανία. Ο Cclan, όπως και οι

εβραίοι γονείς του, μεταφέρθηκε το 1942 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Επέζησε

και το 19U! εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το I960 τιμήθηκε στη Γερμανία με το

λογοτεχνικό βραβείο Gcorg Bïichncr. Τοντ-Νάουμπεργκ είναι τοπωνύμιο, η πε

ριοχή όπου είχε την καλύβα του ο Χάιντεγκερ (βλ. και τέλος παρόντος κεφαλαίου).

244 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ποντας ωστόσο να μιλήσω κατ' αρχήν για το αξιομνημόνευτο

συναπάντημα φιλοσόφου και ποιητή, βαθιά μέσα μου και ενώ

οι πρώτες συμβολές των φοιτητών και των φοιτητριών μου

ολίσθαιναν σε ό,τι έννοιες ήθελαν, με ενοχλούσαν ζητήματα

που αναφέρονταν στον χρόνο* σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπο

ρούσα να τα σταθμίσωζυγιάσω υπαρξιακά: Ποιος ήμουν τότε;

Ποιος είμαι σήμερα; Τι απέγινε ο αλλοτινός λησμονημένος

από το Είναι, αλλά τουλάχιστον ριζοσπάστης της γενιάς του

'68, ο οποίος δύο χρόνια νωρίτερα, αν και μόνο στις παρυφές,

ήταν παρών όταν στο Βερολίνο δημιουργήθηκε το κίνημα ενα

ντίον του πολέμου στο Βιετνάμ;

Ό χ ι , όχι πέντε, το πολύ δυο χιλιάδες πρέπει να ήταν τα

άτομα που -απολύτως νομίμως, με άδεια δηλαδή- έκαναν πο

ρεία πιασμένα αγκαζέ και κραυγάζοντας συνθήματα από την

πλατεία Στάιν και μέσω της ohou Χάρντενμπεργκ στο Αμερι

κανικό Ινστιτούτο. Τ η διαδήλωση είχαν οργανώσει κάθε λογής

ομάδες και ομαδούλες. Η Σοσιαλιστική Γερμανική Φοιτητική

Ένωση, η Σοσιαλδημοκρατική Φοιτητική Ένωση, η Φιλελεύ

θερη Φοιτητική Έ ν ω σ η και η Λέσχη Επιχείρημα, καθώς και η

Κοινότητα Ευαγγελιστών Φοιτητών. Προηγουμένως ορισμέ-

νοι, σίγουρα και εγώ, είχαμε πάει στο σούπερ-μάρκετ Butter-

Hoffmann με σκοπό να αγοράσουμε φτηνά αβγά. Τα αβγά τα

πετάξαμε στη λεγόμενη «ιμπεριαλιστική θυγατρική». Εκείνη

την εποχή το πέταγμα αβγών ήταν του συρμού, όχι μόνο ανά

μεσα σε ανυπότακτους αγρότες αλλά και σε φοιτητικούς κύ

κλους. Ω, ναι, και εγώ έριξα και κραύγασα μαζί με τους άλ

λους «Έξω οι Γιάνκηδες απ' το Βιετνάμ!» και «Τζόνσον δολο

φόνε!». Το πρόγραμμα έλεγε πως θα γινόταν συζήτηση, μάλι

στα ο διευθυντής του Αμερικανικού Ινστιτούτου, που έκανε τον

φιλελεύθερο, ήταν διατεθειμένος να συζητήσει, αλλά τα αβγά

" «ζητήματα που αναφέρονταν στον χρόνο»: υπαινιγμός στη φιλοσοφία του

I Iciilcj^cr.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 245

ρίχνονταν κιόλας, έτσι μετά το συλλογικό αβγοβόλημα υπο

χωρήσαμε στην πλατεία Στάιν μέσω του Κουρφύρστεν-Νταμ

και της οδού Ούλαντ. Θυμάμαι μερικά πλακάτ, παραδείγμα

τος χάριν το σύνθημα «Ενωμένοι ενάντια στον πόλεμο!» και

«Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι!» Το λυπηρό όμως ήταν ότι

στην πορεία διαμαρτυρίας είχαν μπει και μερικοί επαγγελμα

τίες κομματικοί από απέναντι, του Σοσιαλιστικού Ενιαίου

Κόμματος Γερμανίας, για να μας κάνουν κατήχηση, αν και

μάταια κόπιασαν. Για τον Τύπο του Σπρίνγκερ ωστόσο ήταν

ό,τι έπρεπε αυτό για να μας χτυπήσει.

Ε γ ώ όμως; Πώς μου ήρθε να πορευτώ εν παρατάξει; Να

πιαστώ αγκαζέ; Να βραχνιάσω απ' τις φωνές; Να πετάξω

αβγά μαζί με άλλους; Μεγαλωμένος σε αστικό και συνάμα συ

ντηρητικό περιβάλλον, σπούδασα θρησκειολογία και ολίγη φι

λοσοφία με καθηγητή τον Τάουμπες, δοκίμασα τον Χούσσερλ,

απόλαυσα τον Σέλερ, εισέπνευσα τον Χάιντεγκερ, περπάτησα

το αγροτικό του δρομάκι, υπήρξα εχθρικός απέναντι σε κάθε

είδους τεχνολογία, στον ψιλό «σκελετό», απορρίπτοντας μέχρι

τότε όλα τα αυτονόητα, όπως την πολιτική, ως «λήθη του Εί

ναι»*. Και ξαφνικά πήρα θέση, λοιδώρησα τον πρόεδρο της

Αμερικής και τους συμμάχους του, τον δικτάτορα Τιε και τον

στρατηγό του Κυ, αν και δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να χάσω

κάθε είδους αναστολή κραυγάζοντας «Χο-Χο-Χο-Τσι-Μινχ».

Ποιος ήμουν λοιπόν τότε, πριν από τριάντα χρόνια;

Ενώ οι εργασίες στο σεμινάριο, δυο τρεις σύντομες αναλύ

σεις, απαιτούσαν λιγότερο από τη μισή μου προσοχή, δεν έλε

γε να με αφήσει αυτό το ερώτημα. Οι φοιτητές μου πρέπει να

αντιλήφθηκαν τη μερική απουσία του καθηγητή τους, αλλά η

ερώτηση που μου απηύθυνε μια φοιτήτρια ευθέως, δηλαδή

γιατί ο συγγραφέας περιέκοψε στην τελευταία έκδοση του

ποιήματος Τοντ-Νάουμπεργκ στη συλλογή Καταναγκασμός

Scinsver^csscnhcit στον Heidegger.

246 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

φωτός τις περιεχόμενες εντός παρενθέσεως λέξεις της πρώτης

του γραφής «Ελπίδα, σήμερα, του επερχόμενου (χωρίς χρονο

τριβή επερχόμενου) λόγου», αυτό το κεντρικής σημασίας ερώ

τημα με επανέφερε στην πανεπιστημιακή ρουτίνα και, επειδή

τέθηκε με τόσο τραχιά ευθύτητα, ανακάλεσε μία κατάσταση

στην οποία είχα βρεθεί ήδη ως νέος: πριν ακόμα από την έναρ

ξη του χειμερινού εξαμήνου '66-"67, όταν εγκατέλειψα τους

ταραχώδεις δρόμους του Βερολίνου, που σύντομα θα τους ζω

ντάνευαν όλο και μεγαλύτερες πορείες διαμαρτυρίας, και πήγα

για σπουδές στο Φράιμπουργκ.

Από εκεί ήρθα εδώ. Επιπλέον με είχε ενθουσιάσει ο φιλόλο

γος Μπάουμαν. Αποπειράθηκα να ερμηνεύσω την επιστροφή

μου ως χαϊντεγκεριανή «στροφή»*. Εντούτοις στη φοιτήτρια

μου, που η προκλητική της ερώτηση θα έπρεπε να με είχε ανα

γκάσει να απαντήσω «χωρίς χρονοτριβή», απάντησα παραπέ

μποντας στην πρόσκαιρη στενή σχέση του αμφισβητούμενου

φιλοσόφου με το κράτος του Φύρερ** και στη σιωπή του που

σκέπασε σαν θόλος κάθε φρικαλεότητα, εν ολίγοις απάντησα

υπεκφεύγοντας και σίγουρα ανεπαρκώς, αφού αμέσως μετά συ

νέχισα να ερωτώ μόνο τον εαυτό μου.

Ναι, ναι, εκείνο που αναζητούσα ήταν η εγγύτητα προς τον

μέγα Σαμάνο όταν δραπέτευσα στο Φράιμπουργκ. Με ήλκυαν ο

ίδιος ή η μυστική του ακτινοβολία. Από νωρίς απέκτησα οικειό

τητα με υψηλές έννοιες, γιατί από παιδί ακόμα ο πατέρας μου, ο

οποίος ως διευθυντής σανατορίου στον Μέλανα Δρυμό περνούσε

τον μετρημένο ελεύθερο χρόνο του με πεζοπορίες, με πήγαινε

από το Τοντ-Νάου στο Τοντ-Νάουμπεργκ μην παραλείποντας

ποτέ να μου δείχνει την ταπεινή καλύβα του φιλοσόφου...

ν kebre στον 1 leidcgger.

** Γι" αυτόν ακριβώς το λόγο στον Heidegger είχε απαγορευτεί η διδασκαλία

στη Γερμανία μεταξύ 1945 και 1951.

1967

ΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ MOT της Τετάρτης που τραβούσε σε μάκρος και

το οποίο -αν εξαιρέσουμε την πεταλούδα που μπήκε χάνοντας

τον δρόμο της από το ανοιχτό παράθυρο— φαινόταν να το ζω

ντανεύει μέτριο μόνο ενδιαφέρον, εντούτοις είχε αρκετά σκα

μπανεβάσματα ώστε να με ρίχνει διαρκώς στο παραγραμμένο

Είναι μου φέρνοντας με αντιμέτωπο με ερωτήματα μεγάλου

διαμετρήματος: Τι ήταν -κατά βάθος- αυτό που με ώθησε να

φύγω από το Βερολίνο; Δεν όφειλα να είμαι παρών στις 2 Ιου

νίου; Δεν έπρεπε να βρω τη θέση μου ανάμεσα στους διαμαρτυ

ρόμενους μπροστά στο δημαρχείο του Σένεμπεργκ; Δεν θα

ήμουν και εγώ, που θεωρούσα ότι μισούσα τον Σάχη της Περ

σίας, κατάλληλος στόχος των νεαρών Περσών που επευφημού

σαν τον Σάχη και χτυπούσαν σαν μιανιακοί με σανίδες;

Όλα αυτά έπρεπε να απαντηθούν καταφατικά με ελάχιστες

επιφυλάξεις. Ασφαλώς και θα μπορούσα να είχα εκδηλώσει την

αλληλεγγύη μου με ένα πλακάτ και το σύνθημα «Αμεση απο

φυλάκιση των ιρανών φοιτητών!» δίνοντας στόχο στην αστυ

νομία. Και επειδή στο δημαρχείο ταυτόχρονα με την επίσκεψη

του Σάχη συνεδρίαζε μία κοινοβουλευτική επιτροπή με θέμα

την αύξηση των διδάκτρων, θα μου ήταν εύκολο να τραγουδή

σω μαζί με άλλους διαδηλωτές εν χορώ το γελοίο παλιό απο

κριάτικο σουξέ Ποιος θα τα πληρώσει όλα αυτά; Και όταν το

βράδυ ο Σάχης με τη Φαράχ Ντιμπά του, επισκέφτηκε συνο

δευόμενος, ως αρχηγός κράτους, από τον δήμαρχο της πόλης

Άλμπερτς τη Γερμανική 'Οπερα στην οδό Βίσμαρκ, θα μπορου-

24S ΓΚΤΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

σε να είμαι εγώ, εάν δεν το είχα σκάσει φοβισμένος στο Φράι

μπουργκ, που η αστυνομία κυνήγησε με κλομπς -ενώ στην

Οπερα είχε αρχίσει κιόλας το πανηγυρικό πρόγραμμα- και

στρίμωξε στο στενό ανάμεσα στις οδούς Κρούμε και Ζέζεν-

χάιμ. Ναι, αναρωτήθηκα ή ρωτήθηκα βαθιά μέσα μου, δεν θα

μπορούσε όμως μετά, όταν μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο της

αστυνομίας «κυνήγι αλεπούς», να πετύχει η σφαίρα από μικρή

απόσταση εμένα αντί τον φοιτητή της γερμανικής και της ρω

μανικής φιλολογίας Μπέννο'Ονεζοργκ;

Οπως εγώ έτσι και αυτός ήταν ειρηνιστής και μέλος της

Ευαγγελικής Φοιτητικής Ένωσης. Ό π ω ς και εγώ έτσι και αυ

τός ήταν είκοσι έξι χρόνων και το καλοκαίρι του άρεσε, όπως

και σε μένα, να φορά σανδάλια χωρίς κάλτσες. Εντούτοις, θα

μπορούσε να είχα δεχτεί τη σφαίρα και να είχα σβήσει, τρόπος

του λέγειν, εγώ. Αλλά είχα αποβιβάσει εαυτόν και με τη βοή

θεια ενός φιλοσόφου, που μετά τη δική του «στροφή» είχε αφε

θεί στη «γαλήνη», τον είχα βάλει σε οντολογική απόσταση.

Ετσι, σκότωσαν στο ξύλο με τα κλομπς εκείνον και όχι εμένα.

Έ τ σ ι ο αστυνομικός επιθεωρητής της υπηρεσίας διώξεως

εγκλήματος με τα πολιτικά στόχευσε με το απασφαλισμένο

όπλο του όχι το δικό μου κεφάλι αλλά τον Μπέννο Όνεζοργκ

πάνω από το δεξί αφτί, έτσι ώστε η σφαίρα διαπέρασε τον

εγκέφαλο του και συνέτριψε το κρανίο του...

Ξαφνικά τάραξα τους φοιτητές μου διακόπτοντας μεγαλό

φωνα την ερμηνευτική τους μακαριότητα ενόψει δύο σημαντι

κών ποιημάτων: «Αίσχος! Ο αστυνομικός Κουρράς αθωώθηκε

σε δύο δίκες και συνέχισε να εργάζεται μέχρι τη συνταξιοδότη

ση του στο τηλεφωνικό κέντρο της αστυνομίας του Βερολί

νου...» Έπειτα ξανασώπασα, είδα μεν το προκλητικά ειρωνικό

βλέμμα της φοιτήτριας που προανέφερα πάνω μου, το ένιωσα

μάλιστα μέχρι τα μύχια, και μ' όλα ταύτα δέχτηκα έναν κα

ταιγισμό ερωτήσεων που έφεραν σε δύσκολη θέση το παιδιόθεν

φοβισμένο Είναι μου. Πότε έλαβε χώρα η στροφή μου; Τι με

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 249

έκανε να αποχαιρετήσω το ψιλό ον; Και από πότε ακριβώς

κατά τη διάρκεια της ετήσιας φυγής μου με κυρίευσε το Υψηλό

για να μη με εγκαταλείψει ποτέ πια, παρά την κατά καιρούς

πρόσκαιρη απάρνησή του;

θ α μπορούσε να είχε συμβεί ένα μήνα αργότερα, στις 2 4

εκείνου του Ιουλίου, όταν ο ποιητής, έχοντας αναρρώσει μετά

μακρόχρονη ασθένεια, έφτασε στο Φράιμπουργκ όπου υπερνί

κησε τον αρχικό του δισταγμό, και πριν διαβάσει για όλους

εμάς πανηγυρικά ποιήματα του. συνάντησε τελικά τον φιλόσο

φο, απέναντι στον οποίο ήταν επιφυλακτικός εξαιτίας του αμ

φίβολου παρελθόντος του. Αλλά ο Πωλ Σελάν δεν ήθελε να

φωτογραφηθεί μαζί με τον Χάιντεγκερ. Αργότερα δέχτηκε

παρ' όλα αυτά να τον φωτογραφίσουν' αλλά δεν υπήρχε πια

χρόνος για να φωτιστεί όπως θα έπρεπε η αξιομνημόνευτη

αυτή συνάντηση.

Απελευθερωμένος πλέον από την εσωτερική ανάκριση, διη

γήθηκα το προηγούμενο καθώς και άλλα ανέκδοτα, γιατί επι

δέξια ζητώντας τον λόγο οι φοιτητές μου και ιδίως η φοιτήτρια

είχαν καταφέρει να με απελευθερώσουν από τους αναδρομικούς

καταναγκασμούς και ως μάρτυρα της περίπλοκης εκείνης αντι

παράθεσης να με ωθήσουν στην αβίαστη, τρόπον τινά, κουβέ

ντα' διότι αυτός στον οποίο δόθηκε η δυνατότητα κατ' εντολήν

του καθηγητή Μπάουμαν να επιβλέψει ως ειδικός επιστήμων

τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων του Φράιμπουργκ ήμουν εγώ.

Κατόπιν επιθυμίας του φιλοσόφου, όφειλαν να εκτεθούν αξιο

πρεπώς όλες ot ποητικές συλλογές του ποιητή: και να που από

την πρώιμη συλλογή Παπαρούνα και μνήμη μέχρι το Πλέγμα

της γλώσσας και τη συλλογή Το ουδέτερο ρόδο ήταν όλα

ασύλληπτα και εντούτοις προσιτά' ακόμα και σπάνιες ειδικές

εκδόσεις εξέθεσε ο ζήλος μου.

Έ τ σ ι . αυτός που την αυγή της επόμενης ημέρας είχε την

άδεια να προετοιμάσει επιμελώς την επίσκεψη του ποιητή

ψηλά στον Μέλανα Δρυμό, όπου περίμενε η καλύβα του φίλο-

250 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σόφου, ήμουν εγώ. Παρ' όλα αυτά ο Σελάν θεώρησε ξανά

σκανδαλώδη τη συμπεριφορά του Χάιντεγκερ τα σκοτεινά χρό

νια, λέγεται μάλιστα ότι, παραθέτοντας τον εαυτό του, τον

αποκάλεσε «δάσκαλο από τη Γερμανία»* βάζοντας στο παι

χνίδι, αν και άρρητα, τον Χάρο. Έτσι παρέμεινε αβέβαιο εάν

θα δεχόταν την πρόσκληση. Καιρό ταλαντευόταν ο ποιητής

κάνοντας τον απρόσιτο.

Εντούτοις φύγαμε εποχούμενοι νωρίς το πρωί, παρότι ο ου

ρανός, βαρύς σαν μολύβι, δεν προμήνυε τίποτε καλό. Μετά την

επίσκεψη της καλύβας και την αξιομνημόνευτη συζήτηση ή

σιωπή, στην οποία δεν επετράπη να παρευρεθεί κανένας, ούτε

εγώ, συναντήθηκαν στον Άγιο Βλάση όπου προσφέρθηκε σε

όλους καφές. Τίποτε πια δεν φαινόταν παράξενο. Προφανώς

στον ποιητή ο στοχαστής ήταν πλέον ευχάριστος. Σύντομα

βρέθηκαν οι δυο τους στον δρόμο για τον βάλτο του ποταμού

Χορ, από τις ανατολικές παρυφές του οποίου περπατήσαμε

όλοι μαζί πάνω σε ένα πέρασμα φτιαγμένο με κορμούς δέ

ντρων. Επειδή όμως ο καιρός παρέμεινε άσχημος και τα πα

πούτσια του ποιητή ήταν παπούτσια για την πόλη ή μάλλον,

όπως παρατήρησε, «όχι αρκετά χωριάτικα», ο περίπατος δια

κόπηκε, οπότε γευματίσαμε μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα ενός

πανδοχείου τέρμα Θεού. Όχι, όχι, δεν συζητήθηκε τίποτε από

την πολιτική επικαιρότητα, ούτε οι ταραχές, λόγου χάριν, στο

Βερολίνο ούτε ο θάνατος ενός φοιτητή που μόλις είχε ανακοι

νωθεί' κουβέντιασαν για τον κόσμο των φυτών, αποδείχτηκε

μάλιστα ότι ο ποιητής γνώριζε ονομαστικά εξίσου πολλά, εάν

οχι περισσότερα, βότανα από τον στοχαστή. Και όχι μόνο

αυτό αλλά ο Πωλ Σελάν ήταν σε θέση να ονομάσει κάμποσα

βότανα όχι μόνο στα λατινικά, αλλά και στα ρουμανικά, τα

ουγγαρέζικα, ακόμα και τα γίντις. Καταγόταν βλέπετε από το

* Ο Paul Cclan στο ποίημα του ΊΌ/ies/iigc (σημ. σ. 2 \'Λ) αποκαλεί επανειλημ

μένα τον Θάνατο «Mcistcr ans Dcutschlancl».

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 251

Τσέρνοβιτς, το οποίο, ως γνωστόν, βρίσκεται στην πολύγλωσ

ση Μπουκοβίνα.

Όλα αυτά και άλλα ακόμη αξιομνημόνευτα τα αποκάλυψα

στους φοιτητές μου, την ερώτηση όμως που τέθηκε από ένα

ιδιαίτερο πρόσωπο και συγκεκριμένα τι συζητήθηκε ή αποσιω

πήθηκε στην καλύβα δεν μπόρεσα να την απαντήσω παρά

μόνο παραπέμποντας στο ποίημα Τοντ-Νάουμπεργχ. Μπο

ρείς να βγάλεις αρκετά απ' αυτό. Η αρνική, παραδείγματος

χάριν, βότανο που σοφά αποκαλείται στα γερμανικά «παρη

γοριά των ματιών», επιτρέπει ποικίλες ερμηνείες. Επίσης

πλούσιος σε αναφορές είναι ο πίδακας* μπροστά στην καλύβα

με το χαρακτηριστικό, εγγεγραμμένο σε έναν φανταστικό

κύβο, αστέρι. Εκτός τούτου σε κεντρικό σημείο, στην καρδιά

του ποιήματος, αναφέρεται το βιβλίο των ξένων στο οποίο ο

ποιητής υπέγραψε με την ανήσυχη ερώτηση «Τίνος φιλοξένησε

το όνομα πριν από το δικό μου», φυσικά με «ελπίδα στην καρ

διά, σήμερα, για τον επερχόμενο λόγο ενός στοχαστή...», οπό

τε χρειάστηκε να επαναλάβω ότι οι λέξεις εντός παρενθέσεως

«χωρίς χρονοτριβή επερχόμενο», που αργότερα ο ποιητής τις

έσβησε, επέτειναν την έκφραση της επιτακτικής επιθυμίας του

που ως γνωστόν παρέμεινε ανεκπλήρωτη. Αλλά τι κατά τα

άλλα ειπώθηκε ή αποσιωπήθηκε μέσα στην καλύβα ήταν

άγνωστο, παρέμενε ασαφές, μόλις που το μάντευες, διατηρού

σε την πληγή ανοιχτή...

Έτσι περίπου μίλησα στους φοιτητές μου, χωρίς να προδώ

σω ούτε σε αυτούς ούτε στο προαναφερθέν πρόσωπο ποσό συ

χνά φαντάστηκα τη συζήτηση στην καλύβα' γιατί ανάμεσα

στον απάτριδα ποιητή και τον Δάσκαλο από τη Γερμανία, τον

εβραίο με το αόρατο κίτρινο αστέρι και τον άλλοτε πρύτανη

του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ με το στρογγυλό και

επίσης σβησμένο κομματικό έμβλημα, τον κατονομάζοντα και

* Ο πίδακας είναι υπαρκτός (στην αυλή της καλύβας του φιλοσόφου).

Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τον αποσιωπούντα, επίσης ανάμεσα στον επιβιώσαντα που

εξακολουθεί να δηλώνει νεκρός και του ευαγγελιζόμενου το Εί

ναι και τον ερχομό του Θεού θα έπρεπε το ανείπωτο να βρει

λέξεις, αλλά δεν βρέθηκε ούτε μία.

Και αυτή η σιωπή εξακολουθεί να αποσιωπά εαυτήν. Και

εγώ απέκρυψα από το σεμινάριο τους λόγους της φυγής μου

από το Βερολίνο, άφησα δήθεν ασυγκίνητος να με ψηλαφίσει το

βλέμμα της φοιτήτριας και δεν αποκάλυψα τι με αποξένωσε

προσωρινά από το Υψηλό και τον επόμενο κιόλας χρόνο, πάλι

εν είδει φυγής, με παρέσυρε από το Φράιμπουργκ στις ταραχές

της Φρανκφούρτης, σε μία πόλη στην οποία ο Πωλ Σελάν ευ

θύς μετά την αναχώρηση του από τον Μέλανα Δρυμό και τη

μικρή μας πανεπιστημιούπολη έγραψε την πρώτη παραλλαγή

του ποιήματος Τοντ-Νάουμπεργκ.

1968

ΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΕΙΡΗΝΕΜΕΝΟ, εγώ όμως παρέμεινα

ανήσυχος. Μεταδίδοντας με ήπιο τρόπο την αίσθηση της αυθε

ντίας μου, ίσα που κατάφερα να ακούσω το ποίημα της καλύ

βας σαν αργοπορημένη ηχώ της Φούγκας του θανάτου και σαν

πρόκληση εκείνου του σημαντικού «Δασκάλου από τη Γερμα

νία» αλλά ταυτόχρονα και προσωποποίησης του θανάτου,

όταν επανήλθε επίμονη η αμφισβήτηση: Τι ήταν αυτό που αμέ

σως μετά το Πάσχα του επόμενου χρόνου σε κυνήγησε από το

Φράιμπουργκ; Ποια «στροφή» ήταν αυτή που σε έκανε ριζο

σπάστη εκπρόσωπο της γενιάς του '68, ενώ μέχρι τότε αφου

γκραζόσουν τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις και ασχολιόσουν με

το υψηλά αποσπασματικό, με τη σταδιακή βύθιση του Χ έ λ -

ντερλιν στη σιωπή;

Πρέπει να ήταν, εάν όχι καθυστερημένα η δολοφονία του

φοιτητή Μπέννο Όνεζοργκ, σίγουρα η απόπειρα δολοφονίας

του Ρούντι Ντούτσκε, αυτό που σε μεταμόρφωσε σε επαναστά

τη, τουλάχιστον στα λόγια, αφού απαρνήθηκες το ιδίωμα της

αυθεντικότητας και άρχισες να ρητορεύεις σε ένα άλλο, στο

ιδίωμα της διαλεκτικής. Έτσι περίπου εξήγησα τον εαυτό μου,

δεν ήμουν όμως βέβαιος για τη βαθύτερη αιτία της αλλαγής

γλώσσας, γ ι ' αυτό, όσο το σεμινάριο μου της Τετάρτης αυτοα-

πασχολιόταν, εγώ προσπαθούσα να καθησυχάσω την αιφνίδια

εξέγερση των αμφιβολιών μου.

Εν πάση περιπτώσει διέκοψα κατ' αρχάς τις φιλολογικές

μου σπουδές στη Φρανκφούρτη και -γ ια να αποδείξω, θαρρείς,

254 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τη στροφή μου για άλλη μια φορά- γράφτηκα στη σχολή κοι

νωνιολογίας. Παρακολουθούσα τις διαλέξεις του Χάμπερμας

και του Αντόρνο, τον οποίο - ε γ ώ σύντομα ως μέλος της Σο

σιαλιστικής Γερμανικής Φοιτητικής Ένωσης- δεν τον αφήναμε

να μιλήσει διότι τον θεωρούσαμε αμφίβολη αυθεντία. Και επει

δή παντού, στη Φρανκφούρτη δε με ιδιαίτερη ορμή, ξεσηκώνο

νταν οι μαθητές εναντίον των δασκάλων, έγινε κατάληψη του

πανεπιστημίου, το οποίο όμως, επειδή ο Αντόρνο, ο μέγας

Αντορνο, θεώρησε εαυτόν αναγκασμένο να φωνάξει την αστυ

νομία, σύντομα εκκενώθηκε από τους καταληψίες. Ένας από

τους πιο δυνατούς ρήτορες μας, που η ευγλωττία του γοήτευε

και τον δάσκαλο της άρνησης*, ο Χανς-Γύργκεν Κραλ, ο

οποίος πριν από λίγα χρόνια είχε διατελέσει μέλος της φασι

στικής «Ένωσης Λούντεντορφ» και στη συνέχεια της αντιδρα

στικής «Ένωσης Νέων» και ο οποίος, μετά την απόλυτη

«στροφή» του, θεωρούσε εαυτόν απευθείας απόγονο του Ντού-

τσκε και αντιεξουσιαστική αυθεντία, αυτός ο Κραλ λοιπόν συ

νελήφθη, λίγες μέρες όμως μετά αφέθηκε ελεύθερος και ευθύς

αμέσως ρίχτηκε στον αγώνα είτε εναντίον των νόμων εκτά

κτου ανάγκης, είτε εναντίον του δασκάλου του, τον οποίο παρ'

όλα αυτά σεβόταν πολύ. Ό π ω ς συνέβη, λόγου χάριν, την τε

λευταία μέρα της έκθεσης βιβλίου, στις 23 Σεπτεμβρίου, όταν

στο μέγαρο Gallus, όπου το '65 είχε ολοκληρωθεί η πρώτη

δίκη του Άουσβιτς, κινδύνεψε να ναυαγήσει μέσα στον χαλα

σμό που γινόταν μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που θύμα

της υπήρξε τελικά ο Αντόρνο.

Τι ταραγμένη εποχή! Προστατευμένος μες στην απανεμιά

του σεμιναρίου μου, απλώς συγχυσμένος από τις προκλητικές

ερωτήσεις μιας ιδιαίτερα πεισματάρας νεαρής κυρίας, προσπα

θούσα να υπερβώ τη φυγή μου πριν από τριάντα χρόνια και να

:,: Τον Aclorno, του οποόυ η διαλεκτική χαρακτηρίστηκε «αρνητική διαλεκτι

κή»

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 255

ενταχθώ στη ροή μιας συζήτησης που μεταβλήθηκε σε δίκη.

Πόσο άρεσαν οι πομπώδεις λέξεις! Και εγώ κραύγαζα μέσα

στο πλήθος διακόπτοντας, έβρισκα λέξεις που έσκιζαν, νόμιζα

πως έπρεπε να υπερκεράσω τον ζήλο του Κραλ, μαζί του και

μαζί με άλλους έκανα το παν να ξεγυμνώσω ολότελα τον δά

σκαλο με το στρογγυλό κεφάλι που τώρα σιωπούσε οδυνηρά

αμήχανος μη βρίσκοντας λόγια, τον δάσκαλο της διαλεκτικής

που αναλύει τα πάντα σε αντιθέσεις. Το καταφέραμε. Γιατί

πριν από λίγη ώρα στα πόδια σχεδόν του καθηγητή κάθονταν

φοιτήτριες που λίγο πριν είχαν ξεγυμνώσει τα στήθια τους εξα

ναγκάζοντας τον Αντόρνο να διακόψει το μάθημα του. Και

τώρα ήθελαν να δουν γυμνό αυτό τον ευαίσθητο άνθρωπο. Ο

Αντόρνο, ο χοντρούλης που ντυνόταν σαν γνήσιος αστός, έπρε

πε επίσης να «εκκαλυφθεί». Ακόμα χειρότερα: έπρεπε να βγά

λει κομμάτι κομμάτι από πάνω του τη θεωρία του που τον

προστάτευε —το απαιτούσαν ο Κραλ και άλλοι— και να θέσει

την καταρρακωμένη αυθεντία του —σε κατάσταση τώρα μπα

λωμένης αυθεντίας- στην υπηρεσία της Επανάστασης. Όφειλε

να είναι χρήσιμος, διότι ακόμη χρειαζόταν. Και μάλιστα άμε

σα, στην πορεία ή μάλλον στις πορείες που όλες θα συνέρρεαν

σαν ποταμοί στη Βόννη. Απέναντι στην άρχουσα τάξη ήταν

κανείς αναγκασμένος να εκμεταλλευτεί την αυθεντία και το κύ

ρος του. Στην ουσία όμως έπρεπε να απαλλαγούμε και απ' αυ

τόν.

Το τελευταίο το φώναξα ε γ ώ . Ή μάλλον: ποιος ή τι φώναξε

με το στόμα μου; Τι μου είπε να ταχθώ με το μέρος της βίας;

Μόλις επανήλθαν στη συνείδηση μου τα πρόσωπα των φοιτη

τών μου, που στο τρέχον σεμινάριο για τον Σελάν κέρδιζαν

τους βαθμούς τους με μέτριο ζήλο, αισθάνθηκα αμφιβολία για

τον αλλοτινό ριζοσπαστισμό μου/Ισως να θέλαμε, να ήθελα να

κάνω ένα αστείο.Ή ήμουν σε σύγχυση, ή είχα παρεξηγήσει κά

ποιες ρητορικές φράσεις υπερβολικά μπαρόκ, του τύπου «κατα

σταλτική ανοχή», που παραείχαν κυκλοφορήσει, όπως είχα

Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

παρεξηγήσει άλλοτε την ετυμηγορία του δασκάλου που κατα

δίκαζε κάθε μορφής λήθη του Είναι.

Στον Κραλ, που εθεωρείτο ο πιο προικισμένος μαθητής του

Αντόρνο, άρεσε να παρατραβάει το σκοινί όταν σου έβαζε τη

θηλιά στον λαιμό. Φυσικά υπήρχε και αντίλογος. Παραδείγ

ματος χάριν από τον Χάμπερμας, με αυτόν όμως αφότου είχε

κρούσει τον κώδωνα κινδύνου στο Συνέδριο του Αννόβερου μι

λώντας περί αριστερού φασισμού, προειδοποίηση που την

ακούγαμε συνεχώς έκτοτε, εμείς στη βάση είχαμε τελειώσει/Η

από τον συγγραφέα με το μουστάκι* που είχε πουληθεί στο

Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και νόμιζε πως έπρεπε να μας

επιρρίψει «τυφλωμένο απ' τη μανία ακτιβισμό». Η αίθουσα

λυσσομανούσε. Υποθέτω ότι κι εγώ έκανα σαν λυσσασμένος.

Τι ήταν όμως αυτό που με ώθησε να εγκαταλείψω το υπερ

πλήρες αμφιθέατρο πρόωρα; Ήταν ελλιπής ριζοσπαστισμός;

Μήπως δεν μπορούσα να υποφέρω άλλο τη θέα του Κραλ ο

οποίος, καθότι μονόφθαλμος, φορούσε πάντα γυαλιά ηλίου; Ή

μήπως ήθελα να αποφύγω το οδυνηρό θέαμα που πρόσφερε ο

ταπεινωμένος Τέοντορ Β. Αντόρνο;

Κοντά στην έξοδο της αίθουσας, όπου επίσης συνωστιζόταν

κοινό, κάποιος κύριος προχωρημένης ηλικίας, επισκέπτης προ

φανώς της έκθεσης, μου απηύθυνε τον λόγο λέγοντας με ελα

φρώς ξενική προφορά: «Τι ανοησίες ήταν αυτές που είπατε; Σε

μας στην Πράγα, εδώ και ένα μήνα είναι παντού σοβιετικά

τανκς, κι εσείς εδώ φλυαρείτε για συλλογικές διαδικασίες μά

θησης. Δεν κάνετε καλύτερα ένα ταξίδι στην ωραία μας Βοη

μία; Εκεί θα μάθετε συλλογικά τι εστί δύναμη και εξουσία και

τι αδυναμία. Τίποτε δεν ξέρετε, κάνετε όμως τους πολύξε-

ρους...»

«Τώρα θυμάμαι», είπα ξάφνου πάνω απ' τα κεφάλια των

φοιτητών μου που τρομαγμένοι σήκωσαν τα μάτια από τις ερ-

Τον Γκύντερ Γκρας.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 257

μηνείες του κειμένου δύο ποιημάτων, «το καλοκαίρι του '68

συνέβη και κάτι άλλο. Καταλήφθηκε η Τσεχοσλοβακία, συμμε

τείχαν και γερμανοί στρατιώτες. Και ούτε ένα χρόνο αργότερα

πέθανε ο Αντόρνο από καρδιακή προσβολή, όπως είπαν. Και ο

Κραλ σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του '70 σε τροχαίο. Και στο

Παρίσι ο Π ω λ Σελάν, χωρίς να λάβει από τον Χάιντεγκερ τον

λόγο που ήλπιζε να λάβει, έριξε την υπόλοιπη ζωή του στο

νερό. Δεν ξέρουμε ποια ακριβώς μέρα...»

Ύστερα τέλειωσε το σεμινάριο μου της Τετάρτης. Μόνο η

προαναφερθείσα φοιτήτρια έμεινε στη θέση της. Επειδή προφα

νώς δεν είχε άλλη ερώτηση, έμεινα και εγώ βουβός. Της έφτα

νε φαίνεται να μείνει για λίγο μόνη μαζί μου. Σιωπούσαμε

λοιπόν. Μόνο καθώς έφευγε είδα πως είχε φυλάξει δύο προτά

σεις για το τέλος: «Φεύγω τώρα», είπε. «Ούτως ή άλλως από

σας δεν πρόκειται να βγάλω τίποτε άλλο.»

1969

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΗΤΑΝ ΤΡΟΜΕΡΗ εκείνη η εποχή, αν και εμένα τότε

με είχαν χαρακτηρίσει δύσκολη. Συνεχώς έλεγαν «η Κάρμεν

είναι δύσκολη» ή «ιδιαίτερα δύσκολη» ή «η Κάρμεν είναι προ

βληματικό παιδί». Και αυτό όχι μόνο επειδή η μάνα μου ήταν

χο^ρισμένη και ο οικοδόμος πατέρας μου τον περισσότερο και

ρό έλειπε για δουλειά. Αλλά και γιατί στον αντιαυταρχικό

παιδικό μας σταθμό υπήρχαν και άλλα προβληματικά παιδιά,

ακόμα και παιδιά που ουσιαστικά θα έπρεπε να είναι ενήλικοι,

για παράδειγμα, οι φοιτητές μας από το πανεπιστήμιο του

Ρουρ, που είχαν ανοίξει τον σταθμό αρχικά μόνο για φοιτή

τριες που μεγάλωναν μόνες παιδιά και που ήθελαν τα πάντα,

εννοώ στην κυριολεξία τα πάντα, να τα κουμαντάρουν αντιαυ-

ταρχικά, ακόμη και τα παιδιά των προλετάριων, όπως έλεγαν

σ' εμάς όταν ήρθαμε αργότερα. Αυτό στην αρχή προκάλεσε

πολλές φασαρίες, γιατί εμείς τα παιδιά των προλετάριων ήμα

στε συνηθισμένα στο βαρύ χέρι των γονιών μας, αφήστε τους

γονείς μας. Μόνο η μάνα μου, που αργότερα καθάριζε τα δυο

δωμάτια που πριν γίνουν σταθμός ήταν γραφεία ή κάτι τέτοιο,

γιατί οι φοιτήτριες μητέρες δεν καταδέχονταν να κάνουν τέ

τοιες δουλειές, είπε, λένε, στις άλλες μανάδες από τη γειτονιά:

«Άσε τους Κόκκινους να δοκιμάσουνε τι θα πει βερύκοκο»'

γιατί στο Μπόχουμ η ομάδα πρωτοβουλίας που ήθελε τον

σταθμό και για τα παιδιά των λεγόμενων μη προνομιούχων

ήταν ακροαριστερή, γι ' αυτό και είχαμε συνέχεια φράξιες, έτσι

λέγονταν, και οι συνελεύσεις γονέων, που τις περισσότερες φο-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 259

ρές κρατούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα, κάθε φορά έφταναν στο

τσακ να διαλυθούν, όπως μου έχει πει η μάνα μου.

Αλλά εκείνη την εποχή επικρατούσε χάος γενικά και όχι μόνο

σε μας τα παιδιά. Παντού στην κοινωνία όπου και να γύριζες το

μάτι σου είχε καβγάδες. Εκτός από αυτό ήταν και εποχή προε

κλογικού αγώνα. Αλλά σε μας, στον σταθμό, κρεμόταν ένα πλα

κάτ που, όπως θυμάται ακόμα η μάνα μου, έγραφε: «Όχι προε

κλογικό αγώνα, αλλά ταξικό αγώνα!» Και όντως τον είχαμε

και αυτόν. Διαρκώς είχαμε ξυλοδαρμούς, γιατί όλα τα παιδιά,

και ιδιαίτερα εμείς τα παιδιά των προλετάριων, θέλαμε να έχου

με το καθένα μόνο για πάρτη του τα παιχνίδια που οι αριστεροί

φοιτητές είχαν μαζέψει για τον σταθμό μας. Ιδιαίτερα εγώ πρέ

πει να ήμουν πολύ άπληστη, λέει η μάνα μου. Πάντως τον

προεκλογικό αγώνα δεν τον πήραμε σχεδόν καθόλου είδηση.

Μόνο μια φορά μας πήραν μαζί τους οι φοιτητές σε μια διαδή

λωση, στο προαύλιο του πανεπιστημίου, που ήταν ένα γιγάντιο

μπετονένιο κουτί. Κι εκεί έπρεπε να φωνάζουμε μαζί με τους άλ

λους: «Σοσιάλ-δημό-κρατία - Προ-δο-σία» Αυτοί όμως νίκησαν

κατά κάποιο τρόπο με τον Βίλλυ τους, παρ' όλα αυτά. Εμείς τα

παιδιά φυσικά δεν το πήραμε χαμπάρι, γιατί το καλοκαίρι στην

τηλεόραση είχε κάτι τελείως διαφορετικό: την προσελήνωση του

ανθρώπου. Η προσελήνωση για μας τα παιδιά που στο σπίτι

μας, εγώ στο σπίτι της κυρίας Πίτσκε της γειτόνισσας μας, βλέ

παμε τηλεόραση είχε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τους

προεκλογικούς αγώνες. Γι' αυτό κι εμείς με μεγάλα κραγιόνια

και μπογιές σε σωληνάρια που τις ανακατεύαμε, ζωγραφίσαμε

εντελώς αντιαυταρχικά, δηλαδή ο καθένας ό,τι ήθελε, την προ

σελήνωση σε όλους τους τοίχους του παιδικού σταθμού. Φυσικά

και τα δυο ανθρωπάκια στο φεγγάρι με τα αστεία ρούχα τους.

Και επίσης τη σεληνάκατο που στα γερμανικά τη λέγανε

«Αετό». Πρέπει να το διασκεδάσαμε πολύ. Αλλά εγώ σαν προ

βληματικό παιδί που ήμουν φρόντισα πάλι να τσακωθούν στη

συνέλευση των γονέων, γιατί όχι μόνο σχεδίασα αδέξια και

260 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

μπογιατισα τα δυο ανθρωπάκια στον τοίχο -Άρμστρονγκ και

Άλντριν τους έλεγαν- , αλλά και την αμερικάνικη σημαία, όπως

την είχα δει πολύ καθαρά στην τηλεόραση, με πολλά αστέρια

και ρίγες πάνω της, που τώρα ανέμιζε στη Σελήνη. Φυσικά αυτό

την έδωσε στους φοιτητές μας, και κυρίως στους πιο αριστερούς.

Μεγάλη παιδαγωγική εκστρατεία! Αλλά με το καλΰ δεν γινό

ταν τίποτε με μένα. Και η μάνα μου θυμάται πως μόνο μια

μειοψηφία, δηλαδή οι απλώς αντιαυταρχικοί φοιτητές, που δεν

ήταν ούτε μαοϊστές ούτε επαναστάτες τέτοιου τύπου, ψήφισαν

κατά όταν το συμβούλιο των γονέων αποφάσισε ότι η ζωγραφιά

μου, δηλαδή «Stars and Stripes», όπως λέει ακόμα η μάνα μου,

έπρεπε να φύγει εντελώς από τον τοίχο. Όχι, δεν έκλαψα καθό

λου. Αλλά λένε ότι στύλωσα τα πόδια όταν ένας φοιτητής —σω

στά, είναι σήμερα στη Βόννη κάτι σαν υφυπουργός— προσπάθησε

να με πείσει να φυτέψω μια κατακόκκινη σημαία στο φεγγάρι.

Δεν ήθελα με τίποτε. Ούτε το συζητούσα. Όχι, δεν ήταν ότι δεν

μου άρεσε το κόκκινο, αλλά επειδή στην τηλεόραση δεν είχα δει

την κόκκινη αλλά την άλλη... Και επειδή αυτός ο φοιτητής δεν

έλεγε να το βάλει κάτω, πρέπει να τα έκανα όλα λίμπα, και να

ποδοπάτησα όλα τα ωραία χρωματιστά κραγιόνια, τα μολύβια

και τα σωληνάρια, όχι μόνο τα δικά μου αλλά και των άλλων

παιδιών, έτσι που της μάνας μου, που καθάριζε κάθε μέρα τον

σταθμό και πληρωνόταν από τις φοιτήτριες που ήταν κι αυτές μα

νάδες, της βγήκε το λάδι να ξύσει από τις χαραμάδες στο πάτωμα

όλο αυτό το χρώμα, γι' αυτό και μέχρι σήμερα, όταν συναντιέται

με μανάδες από εκείνο τον καιρό, τους λέει: «Η Κάρμεν μου ήταν

τότε πραγματικά προβληματικό παιδί...»

Ε γ ώ πάντως αν κάνω παιδιά θα τα αναθρέψω διαφορετικά,

εννοώ φυσιολογικά, αν και εκείνη η χρονιά, όταν ο άνθρωπος

πάτησε στο φεγγάρι και λίγο μετά η μάνα μου ψήφισε τον Βίλ-

λυ της, πρέπει να ήταν συναρπαστική, γι' αυτό κι εγώ ονει

ρεύομαι ακόμα και σήμερα καμιά φορά τον παιδικό μας σταθ

μό σαν να ήταν χτες.

1970

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙ ΑΥΤΑ η εφημερίδα μου. Προτιμούν

γλυκανάλατα του τύπου «Πήρε όλη την ευθύνη πάνω του...» ή

«Ξάφνου ο καγκελάριος έπεσε στα γόνατα...» ή ακόμη πιο

κραυγαλέα: «Γονάτισε για τη Γερμανία!»

Σιγά που ήταν ξαφνικό' ένα πανέξυπνο σχέδιο ήταν. Σίγου

ρα του ψιθύρισε το ιδιαίτερο αυτό νούμερο ο σχιστομάτης δια

πραγματευτής και διαμεσολαβητής του* που στο εσωτερικό εί

ναι ικανός να πουλήσει την επονείδιστη παραίτηση από αρχέ

γονα γερμανικά εδάφη σαν επιτυχία. Και ιδού που ο μέθυσος

αρχηγός του το παίζει καθολικός. Πέφτει στα γόνατα. Χωρίς

να πιστεύει σε τίποτε. Όλα καθαρό σόου. Αλλά ως feature sto

ry, από καθαρά δημοσιογραφική άποψη, μεγάλη επιτυχία.

Έπεσε σαν βόμβα. Γιατί ήταν εντελώς εκτός πρωτοκόλλου.

Όλοι σκέφτηκαν πως η σκηνή θα παιζόταν κατά τα ειωθότα:

κατάθεση στεφάνου γαρύφαλλων, τακτοποίηση των ταινιών,

δύο βήματα πίσω, κατέβασμα της κεφαλής, το πιγούνι πάλι

ψηλά, βλέμμα ηλίθιο στο κενό. Και αμέσως μετά ήδη καθ'

οδόν με το φως των περιπολικών να αναβοσβήνει προς το ανά

κτορο Βιλανόβ, στα αριστοκρατικά αυτά δώματα, όπου τον

περιμένουν το μπουκάλι και το ποτήρι του κονιάκ. Αλλά όχι,

αυτός επιτρέπει στον εαυτό του μία παρέκκλιση: πέφτει με τέ-

* Kgon Bahr (1922). 1969-72 γραμματέας στην Καγκελαρία, συμμετείχε

αποφασιστικά στη διαμόρφωση της νέας πολιτικής απέναντι στις ανατολικές χώ

ρες («Αλλαγή μέσω προσέγγισης»).

262 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

χνη κάμπτοντας απλώς τα γόνατα και δη όχι στο πρώτο βά

θρο του μνημείου, όπου δεν θα διέτρεχε κανένα κίνδυνο, αλλά

απευθείας πάνω στον υγρό γρανίτη, χωρίς να στηριχτεί με το

ένα ή με το άλλο χέρι, κρατώντας τα χέρια πλεγμένα μπροστά

του, παίρνει έκφραση Μεγάλης Παρασκευής παπικότερος του

πάπα, περιμένει το κλικ της συμμορίας των φωτογράφων,

αντέχει υπομονετικά ένα ολόκληρο λεπτό και έπειτα σηκώνε

ται, μη φανταστείτε με τον εύκολο τρόπο —πρώτα το ένα και

ύστερα το άλλο πόδι— αλλά με ένα τίναγμα όρθιος, λες και είχε

εξασκηθεί μέρες ολόκληρες μπροστά στον καθρέφτη, τσακ, ση

κώνεται και κοιτάζει λες και έχει φανερωθεί προσωπικά σ" αυ

τόν το Άγιο Πνεύμα, πάνω από τα κεφάλια όλων μας, λες και

πρέπει να αποδείξει όχι μόνο στους Πολωνούς αλλά σε ολό

κληρο τον κόσμο με πόση φωτογένεια μπορεί κανείς να ζητήσει

συγγνώμη. Δεν μπορώ να πω, ήταν αριστοτεχνικό. Ακόμη και

ο παλιόκαιρος συνέβαλε. Αλλά η εφημερίδα μου τέτοιο κομμά

τι τζαζ παιγμένο στο κυνικό πιάνο δεν θα μου το αγοράσει

ποτέ, ακόμα και αν ο όροφος της αρχισυνταξίας θα προτιμούσε

να απαλλαγεί από αυτόν τον καγκελάριο της γονυκλισίας κάλ

λιο αργά παρά ποτέ, με βίαιη ανατροπή ή με εκλογές, φτάνει

να φύγει!

Έτσι παίρνω πάλι φόρα και παίζω ένα κομμάτι για εκκλη

σιαστικό όργανο: Εκεί που κάποτε ήταν το γκέττο της Βαρσο

βίας, το οποίο τον Μάιο του 1943 καταστράφηκε και αφανί

στηκε με τόσο παράλογα απεχθή και κτηνώδη τρόπο, γονάτισε

μπροστά σε ένα μνημείο, δίπλα στο οποίο καθημερινά, έτσι και

ετούτη την υγρή και κρύα ημέρα του Δεκεμβρίου, σφυρίζουν

από δυο μπρούντζινους κηροστάτες φλόγες κουριελιασμένες

απ' τον άνεμο, μόνος ο γερμανός καγκελάριος δίνοντας έκφρα

ση στη μετάνοια, μετάνοια για όλα τα εγκλήματα που διαπρά-

χτηκαν στο όνομα των Γερμανών, επωμιζόμενος την τεράστια

ευθύνη αυτός ο οποίος δεν είναι ένοχος, και ωστόσο έπεσε στα

γόνατα...

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 263

Ορίστε λοιπόν. Αυτό το τυπώνει ο καθένας. Ο αμνός του

Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου! Τι λέτε για λίγο το

πικό χρώμα ως συμπλήρωμα; Λίγη σάλτσα δεν βλάπτει. Λό

γου χάριν λίγα λόγια για την απορία των Πολωνών, επειδή ο

υψηλός επισκέπτης δεν γονάτισε στο μνημείο του Αγνώστου,

το οποίο εδώ είναι εθνικό ιερό, αλλά ειδικά των εβραίων. Λίγο

να επιμείνεις, λίγο να σκαλίσεις κι αμέσως ο πραγματικός Πο

λωνός αποδεικνύεται αντισημίτης. Δεν έχει περάσει δα και πο

λύς καιρός, πριν από δύο μόλις χρόνια νόμιζαν και εδώ οι φοι

τητές, ακριβώς όπως οι δικοί μας στη Γερμανία ή οι φοιτητές

στο Παρίσι, ότι είχαν το δικαίωμα να το ρίξουν στην τρέλα.

Αλλά έπειτα η πολιτοφυλακή, με επικεφαλής τον εδώ υπουργό

Εσωτερικών Μότσαρ, ξυλοκόπησε άγρια τους «σιωνιστές πρά

κτορες», όπως είπαν. Διώχτηκαν κάπου δυο χιλιάδες κομμα

τικά στελέχη, καθηγητές, συγγραφείς και άλλοι μείζονες του

πνεύματος, κυρίως εβραίοι, που τα μάζεψαν και πήραν των

ομματίων τους, άλλοι για τη Σουηδία, άλλοι για το Ισραήλ.

Γι" αυτά δεν μιλάει κανένας πια εδώ. Αλλά το ρίξιμο όλης της

ευθύνης σε μας είναι απαραίτητο, αλλιώς δεν έχεις τρόπους.

Μωρολογούν περί «καθολικής στάσεως που συγκινεί κατάβαθα

κάθε ειλικρινή Πολωνό» όταν τούτος ο προδότης της χώρας

του, που με νορβηγική στρατιωτική στολή πολέμησε εναντίον

ημών των Γερμανών, καταφθάνει εδώ με μεγάλη συνοδεία —τον

διευθυντή της Krupp Μπάιτς, έναν δυο αριστερούς συγγραφείς

και λοιπούς μεγάλους του πνεύματος—, σερβίρει στον δίσκο

στους βρομοπολωνούς την Πομμερανία μας, τη Σιλεσία μας,

την ανατολική μας Πρωσία και έπειτα, εκτός προγράμματος

όπως στο τσίρκο, πέφτει μεμιάς στα γόνατα.

Δεν έχει νόημα. Δεν πρόκειται να τυπωθεί. Η εφημερίδα

μου προτιμά να τα αποσιωπήσει όλα αυτά. Είδηση πρακτο

ρείου λοιπόν και τέρμα. Εξάλλου τι με νοιάζει εμένα; Ε γ ώ κα

τάγομαι από το Κρέφελντ, είμαι ιλαρή φύση του Ρήνου. Τι

εκνευρίζομαι; Μπρεσλάου, Στεττίν, Ντάντσιχ; Στα παλιά μου

264 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΛΣ

τα παπούτσια. Θα γράψω απλούστατα κάτι με ατμόσφαιρα:

για το πολωνικό χειροφίλημα, πόσο όμορφη είναι η παλιά

πόλη, ότι το ανάκτορο Βιλανόβ και ένα δυο ακόμα μεγαλόπρε

πα κτήρια έχουν αναδομηθεί, παρότι όπου και να κοιτάξεις

βλέπεις την οικονομική εξαθλίωση... Τίποτε στις βιτρίνες...

Ουρές έξω από τα κρεοπωλεία... Γι" αυτό η Πολωνία ελπίζει

ένα δάνειο δισεκατομμυρίων που αυτός ο καγκελάριος της γο-

νυκλισίας το έχει σίγουρα υποσχεθεί στους κομμουνιστές φί

λους του. Αυτός ο εμιγκρές! Πώς μου τη σπάει/Οχι γιατί είναι

νόθος... Τέτοια συμβαίνουν... Αλλά γενικά...Όλη του η συμπε

ριφορά... Και όταν μετά γονάτισε μες στο ψιλόβροχο... Απαί

σιος... Πόσο τον μισώ.

Θα του 'ρθει ταμπλάς άμα γυρίσει. Θα τον ξεσκίσουν και

αυτόν και τις συμφωνίες του με τις ανατολικές χώρες. Και όχι

μόνο στην εφημερίδα μου. Παρ' όλα αυτά το έκανε με μαε

στρία, να πέσει έτσι άνετα στα γόνατα.

1971

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ κανείς μυθιστόρημα.

Ήταν η καλύτερη φίλη μου. Μηχανευτήκαμε τα πιο τρελά

πράγματα, ακόμη και επικίνδυνα, αυτό το κακό όμως όχι.

Όλα ξεκίνησαν όταν άνοιξαν παντού ντισκοτέκ, και εγώ, που

κατά βάθος προτιμούσα να πηγαίνω σε συναυλίες και εκμεταλ

λευόμουν ανενδοίαστα την κάρτα συνδρομήτριας του θεάτρου

της μητέρας μου, η οποία εκείνο τον καιρό ήταν ήδη φιλάσθε

νη, έπεισα την Ούσι να δοκιμάσουμε και κάτι άλλο. Θα ρίξουμε

μόνο μια ματιά να πάρουμε μια ιδέα, είπαμε, αλλά κολλήσαμε

στην πρώτη τυχαία ντισκοτέκ που μπήκαμε.

Ήταν πραγματικά χαριτωμένη με τα βαθυκόκκινα σγουρά

μαλλιά της και τις φακίδες στη μυτούλα. Και να την ακούγατε

πώς μιλούσε τα σουηβικά. Ήταν λιγάκι θρασύς αλλά πάντα

πνευματώδης. Είναι αξιοζήλευτη! Πώς καταφέρνει και ανάβει

τα αγόρια, χωρίς όμως να μπλέκει σοβαρά, σκεφτόμουν, και

δίπλα της εγώ μου φαινόμουν άγαρμπη, ένα κορίτσι βαρύ κι

ασήκωτο που ζύγιζε κάθε λέξη.

Και όμως πήγαινα κι άκουγα στη διαπασών: «Hold that

train...» Φυσικά Bob Dylan. Αλλά και Santana, Deep Purple.

Ιδιαίτερα τη βρίσκαμε με τους Pink Floyd. Ω, πώς τη βρίσκα

με. «Atom Heart Mother...» Η Ούσι όμως προτιμούσε το συ

γκρότημα Steppenwolf — «Born to be wild...». Με αυτούς τα

'δίνε όλα. Κάτι που εγώ ποτέ δεν κατάφερα πραγματικά.

Όχι, ποτέ δεν φτάσαμε στα άκρα. Κανένα τρίφυλλο, ακόμα

ένα, κι αυτό ήταν όλο. Και έπειτα, ειλικρινά, ποιος δεν έπινε

266 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

μαύρο τότε; Ούτε λόγος για πραγματικό κίνδυνο. Ε γ ώ ούτως

ή άλλως παραείχα αναστολές, άλλωστε ήταν παραμονές των

τελικών μου εξετάσεων στη σχολή αεροσυνοδών και σύντομα

με πήραν στις πτήσεις του εσωτερικού και δεν είχα σχεδόν κα

θόλου χρόνο για ντισκοτέκ' έτσι χαθήκαμε λιγάκι με την Ούσι,

λυπηρό βέβαια, αλλά αναπόφευκτο, γιατί επιπλέον από τον

Αύγουστο του '71 και μετά πετούσα όλο και πιο συχνά με την

British European Airways στο Λονδίνο και ερχόμουν όλο και

σπανιότερα στη Στουτγάρδη, όπου αργότερα, επειδή η μαμά

μου ήταν ανάπηρη πια, με περίμεναν εντελώς άλλα προβλήμα

τα, γιατί ο πατέρας μου... Αλλά ας τ' αφήσουμε αυτό.

Εν πάση περιπτώσει η Ούσι τον καιρό που εγώ έλειπα ψα

χνόταν να την ακούσει όλο και πιο πολύ, πρώτα με νεπαλέζικο

χασίσι κι έπειτα με πρέζα. Εγώ τα έμαθα όλα αυτά αργά, από

τους γονείς της, ανθρώπους πραγματικά καλούς και διακριτι

κούς, αυτοί μου είπαν τι έτρεχε. Η κατάσταση της όμως επι

δεινώθηκε φοβερά όταν έμεινε έγκυος και δεν ήξερε από

ποιον. Και είναι φυσικό, ήταν μεγάλη ατυχία γιατί σπούδαζε

ακόμα στη σχολή διερμηνέων, παρότι κατά βάθος ήθελε να γί

νει αεροσυνοδός σαν κι εμένα. «Να κάνεις μακρινά ταξίδια, να

γνωρίσεις τον κόσμο!» Φανταζόταν τη δουλειά μου κι εγώ δεν

ξέρω πώς, ενώ είναι σκληρή, ιδιαίτερα οι μακρινές πτήσεις.

Αλλά πώς να το κάνουμε, η Ούσι ήταν η καλύτερη μου φίλη.

Γι' αυτό της έδωσα κουράγιο: «Ίσως τα καταφέρεις, είσαι νέα

ακόμ,α...»

Και τότε έγινε το κακό. Παρότι η Ούσι δεν ήταν αντίθετη με

την ιδέα του παιδιού, εντούτοις επειδή ήταν ηρωινομανής ήθε

λε να το ρίξει και πήγαινε από γιατρό σε γιατρό, φυσικά μά

ταια. Αποφάσισα να τη βοηθήσω και να τη στείλω στο Λονδί

νο, επειδή εκεί τους τρεις πρώτους μήνες με ένα χιλιάρικο κι

αργότερα με κάποια επιβάρυνση, θα μπορούσε να το κάνει.

Αλλά ενώ εγώ είχα πάρει διευθύνσεις από μία συνάδελφο, για

παράδειγμα το Nursing Home στην Cross Road και το Piers-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΪ 267

on Consulting και προσφέρθηκα να πληρώσω το ταξίδι μετ'

επιστροφής και φυσικά τα συνήθη έξοδα εκεί συν τη διανυκτέ

ρευση, η Ούσι πότε ήθελε να το κάνει πότε δεν ήθελε, και γινό

ταν όλο και πιο δύσκολο να συνεννοηθείς μαζί της, πράγμα για

το οποίο ασφαλώς δεν έφταιγα εγώ.

Τελικά έκανε έκτρωση κάπου στη Σουηβική Αλμπ, σε κά

ποιους κομπογιαννίτες - έμαθα ότι ήταν ένα ζευγάρι, αυτός με

γυάλινο μάτι. Πρέπει να ήταν πραγματικά φοβερό, χρησιμο

ποίησαν διάλυμα σαπουνιού που το διοχέτευσαν με μια τερά

στια σύριγγα απευθείας στον τράχηλο της μήτρας. Δεν κράτη

σε πολύ. Μετά την αποβολή κατέληξαν όλα στη λεκάνη της

τουαλέτας. Τράβηξαν το καζανάκι και αυτό ήταν όλο. Είπαν

πως ήταν αγόρι.

Ό λ η αυτή η ιστορία διέλυσε την Ούσι περισσότερο από την

πρέζα. Δεν είναι έτσι, όχι, το κορίτσι έφτασε στα έσχατα όρια

της αντοχής και αιτία ήταν η σύριγγα, απ' όπου δεν έλεγε να

ξεκόψει, συν η φριχτή επίσκεψη στο δολοφονικό ζευγάρι. Παρ'

όλα αυτά αγωνίστηκε θαρραλέα να ξεκόψει. Πραγματικά κα

θαρή δεν έγινε ποτέ, ώσπου τελικά κατάφερα να βρω από την

Ένωση Ιδρυμάτων Προνοίας μια διεύθυνση στην επαρχία, κο

ντά στη λίμνη της Κωνστάντιας. Ένα θεραπευτικό χωριό, ή

μάλλον ένα αγρόκτημα κάποιου μεγέθους, όπου μία ομάδα συ

μπαθητικών ανθρωποσοφιστών ετοιμάζονταν να στήσουν ένα

είδος θεραπευτικού κέντρου και όπου μια πρώτη ομάδα τοξικο

μανών αποπειρώνταν να ξεκόψουν απ' την πρέζα με μεθόδους

του Ρούντολφ Στάινερ, δηλαδή με θεραπευτική ευρυθμία, ζω

γραφική, βιολογική-δυναμική καλλιέργεια λαχανικών και

εκτροφή ζώων.

Εκεί εγκατέστησα την Ούσι. Της άρεσε μάλιστα. Ξαναβρήκε

λιγάκι το γέλιο της και ζωντάνεψε πραγματικά, αν και στο

αγρόκτημα αυτό ήταν το άλλο άκρο. Διαρκώς το έσκαγαν τα

μοσχάρια ισοπεδώνοντας τα πάντα. Την τουαλέτα να βλέπα

τε! Δεν υπήρχαν ούτε τα απολύτως αναγκαία, γιατί η κυβέρ-

2(tS Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

νηση του ομόσπονδου κράτους στη Στουτγάρδη αρνιόταν κάθε

επιχορήγηση. Και γενικά γίνονταν πολλά στραβά, ιδίως στις

ομαδικές συνεδρίες. Αλλά όλα αυτά δεν ενοχλούσαν την Ούσι,

γελούσε μόνο. Ακόμα και όταν κάηκε το κεντρικό κτήριο του

θεραπευτικού κέντρου, γιατί, όπως αποδείχτηκε αργότερα, πο

ντίκια είχαν φτιάξει τη φωλιά τους με άχυρα που είχαν σύρει

πάνω σε ένα κρυμμένο μπουρί της σόμπας, κι έπιασε φωτιά,

που στην αρχή κουφόκαιγε και ύστερα λαμπάδιασε, η Ούσι

έμεινε, βοήθησε να φτιάξουν πρόχειρα καταλύματα στον αχυ

ρώνα, και όλα πήγαιναν πραγματικά καλά, ώσπου ένα απ'

αυτά τα περιοδικά βγήκε με τον τεράστιο τίτλο στο εξώφυλλο:

«Κάναμε έκτρωση!»

Δυστυχώς ήμουν εγώ αυτή που σε μία επίσκεψη μου της

πήγα εκείνο το πλούσια εικονογραφημένο ρεπορτάζ με το φο

βερό εξώφυλλο, γιατί σκέφτηκα πως θα τη βοηθούσε εάν έβλε

πε εκατοντάδες γυναίκες, ανάμεσα τους και πολλές διάσημες,

να μη φοβούνται να τις αναγνωρίσουν στη φωτογραφία ταυτό

τητας: η Ζαμπίνε Ζίνγιεν, η Ρόμυ Σνάιντερ, η Σέντα Μπέρ-

γκερ, αστέρια του σινεμά που εμείς τους είχαμε στον κατάλογο

των VIPs. Φυσικά η εισαγγελία έπρεπε να διατάξει έρευνα,

γιατί η έκτρωση ήταν ποινικά κολάσιμη. Και όντως το έκανε.

Αλλά οι γυναίκες που το ομολόγησαν δεν έπαθαν τίποτε.

Ήταν διασημότητες, βλέπετε/Ετσι είναι, τι να κάνουμε. Αλλά

η φίλη μου η Ούσι φτιάχτηκε απ' το μεγάλο κουράγιο τους και

ήθελε να συμμετάσχει κι αυτή στην εκστρατεία, οπότε έστειλε

ένα γράμμα στη σύνταξη με το βιογραφικό της και συνημμένη

μια φωτογραφία ταυτότητας. Αμέσως ήρθε μια αρνητική απά

ντηση. Η λεπτομερής περιγραφή της —ηρωίνη συν έκτρωση από

κομπογιαννίτες— παραήταν ακραία. Η δημοσίευση μιας τέ

τοιας χτυπητής περίπτωσης θα έβλαπτε την υπόθεση.Ίσως αρ

γότερα. Ο αγώνας εναντίον της παραγράφου 218 θα κρατούσε

καιρό ακόμα.

Είναι κάτι το ασύλληπτο, εννοώ αυτή η κυνική, η ψυχρή

Ο Α ι ώ ν α ς M O T 269

αντιμετώπιση ρουτίνας. Αυτό ήταν. Η Ούσι δεν άντεξε. Λίγες

μέρες αργότερα εξαφανίστηκε. Την ψάξαμε παντού. Οι γονείς

της κι εγώ. Όποτε το επέτρεπε η δουλειά μου, έπαιρνα τους

δρόμους, πήρα όλες τις ντισκοτέκ στη σειρά. Το κορίτσι ήταν

και παρέμεινε άφαντο. Και όταν τη βρήκαν στον κεντρικό

σταθμό της Στουτγάρδης, ήταν στις τουαλέτες. Η συνηθισμένη

υπερβολική δόση, η γλυκιά.

Φυσικά, μέμφομαι τον εαυτό μου, ακόμα. Σε τελευταία ανά

λυση η Ούσι ήταν η καλύτερη φίλη μου. Έπρεπε να την πάρω

από το χέρι, να πετάξω μαζί της στο Λονδίνο, να την παραδώ

σω στην Cross Road, να πληρώσω προκαταβολικά, μετά να

την παραλάβω, να την αγκαλιάσω, να τη στηρίξω ψυχικά, ε,

Ούσι; Και στην αρχή ήταν να βγάλουμε την κορούλα μας

Ούσι, αλλά ο άντρας μου, που έχει πραγματικά πολλή κατα

νόηση και είναι συγκινητικό το πόσο φροντίζει το παιδί μας,

γιατί εγώ ακόμα πετάω με την ΒΕΑ, ήταν της γνώμης πως

καλύτερα να έγραφα για την Ούσι, έτσι είπε...

1972

ΤΩΡΛ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ. Μένει στο Λάνγκεν-Χάγκεν του Αννόβε-

ρου και είναι δάσκαλος. Αυτός -όχι πλέον ε γ ώ - δεν είχε ποτέ

εύκολη ζωή. Μετά την εβδόμη γυμνασίου σταμάτησε. Έπειτα

διέκοψε την εμπορική. Συνέχισε πουλώντας τσιγάρα, υπηρέτη

σε στον στρατό φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποδεκανέα,

έκανε άλλη μία προσπάθεια σε μια ιδιωτική εμπορική σχολή,

αλλά αποκλείστηκε από τις τελικές εξετάσεις γιατί δεν είχε

απολυτήριο γυμνασίου. Πήγε στην Αγγλία να βελτιώσει τα

αγγλικά του. Εκεί δούλευε σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Αποφά

σισε να μάθει ισπανικά στη Βαρκελώνη. Αλλά μόνο στη Βιέν

νη, όπου κάποιος φίλος του προσπάθησε να τον στηρίξει με

κάτι σαν ψυχολογία της επιτυχίας, πήρε το κουράγιο, ανα-

σκουμπώθηκε ακόμη μία φορά, πήγε στο Αννόβερο, γράφτηκε

στη Σ χ ο λ ή Διοίκησης και κατόρθωσε, μπορούσε να το κάνει

και χωρίς ακαδημαϊκό, να σπουδάσει στην Παιδαγωγική Ακα

δημία, έπειτα πέρασε τις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως

επαγγέλματος και τώρα είναι μέλος του Συνδικάτου Επιστη

μόνων Εκπαιδευτικών και μάλιστα πρόεδρος της Επιτροπής

Νέων Δασκάλων, ένας πραγματιστής αριστερός που θέλει να

αλλάξει την κοινωνία προοδευτικά, βήμα το βήμα, πράγμα

που ονειρεύεται στην μπερζέρα που την αγόρασε σε συμφέρου

σα τιμή από κάποιον παλαιοπώλη. Και μετά από όλα αυτά

χτυπάει το κουδούνι στο διαμέρισμα του στην οδό Βαλσρόντε,

δεύτερο πάτωμα δεξιά.

Ε γ ώ , δηλαδή αυτός, ανοίγω. Μπροστά μου ένα κορίτσι με

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 271

μακριά καστανά μαλλιά που θέλει να μου - του μιλήσει .

«Μπορούν να διανυκτερεύσουν για λίγο σπίτι σας δύο άτο

μα;» Είπε «σπίτι σας» γιατί από κάπου έμαθε ότι αυτός ή

εγώ συζεί με μία φίλη. Αυτός και εγώ λέμε ναι.

Αργότερα, είπε αυτός, την ώρα του πρωινού κολατσιού μας

ζώσανε οι αμφιβολίες, και μένα και τη φίλη μου. «Είναι

απλώς εικασίες...» είπε εκείνη. Αλλά είπαμε να πάμε πρώτα

στο σχολείο, γιατί διδάσκει όπως κι εγώ, με τη διαφορά ότι η

φίλη μου διδάσκει σε γυμνάσιο. Το δικό μου πρόγραμμα προέ

βλεπε εκδρομή της τάξης στο ορνιθολογικό πάρκο κοντά στο

Βαλσρόντε. Μα οι αμφιβολίες κράτησαν και μετά το σχολείο:

«Πιθανόν να μας έχουν έρθει κιόλας, γιατί έδωσα το κλειδί

στη μακρυμαλλούσα...»

Γι ' αυτό το κουβεντιάζει με κάποιο φίλο, όπως θα το είχα

κουβεντιάσει σίγουρα και εγώ με έναν καλό φίλο. Ο φίλος λέει

ό,τι του είχε πει στο πρόγευμα και η φίλη του: «Τηλεφώνησε

στο 100...» Σχηματίζει (με τη συγκατάθεση μου) τον αριθμό

και ζητεί να τον συνδέσουν με την ειδική μονάδα Μ π ε - Ε μ * .

Οι τύποι της ειδικής μονάδας τεντώνουν τα αφτιά, του λένε:

«Θα ελέγξουμε την πληροφορία σας», και όντως το κάνουν,

φυσικά με πολιτικά. Σύντομα επιθεωρούν διεξοδικά το κλιμα

κοστάσιο μαζί με τον θυρωρό. Εκείνη την ώρα ανεβαίνει τη

σκάλα προς το μέρος τους μια γυναίκα μαζί με έναν νεαρό. Ο

θυρωρός θέλει να μάθει ποιον ζητάνε. Τον δάσκαλο. «Α, μάλι

στα», λέει ο θυρωρός, «στον δεύτερο, αλλά πρέπει να λείπει

αυτή την ώρα». Αργότερα ο νεαρός γυρίζει, ψάχνει έξω τηλε

φωνικό θάλαμο, μόλις ρίχνει τα νομίσματα συλλαμβάνεται,

οπλοφορεί.

Ο δάσκαλος πολιτικά είναι σίγουρα στα αριστερά μου. Κα

μιά φορά, όταν κάθεται στην μπερζέρα του που την αγόρασε

* Από τα αρχικά των Andreas Baadcr (191-3-19//) κοα L'lrikc Mcinhof. συ-

νιδρυτών της οργάνο^σης RAF (Rote Armcx Fraktion).

272 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σε παλαιοπωλείο ονειρεύεται τον εαυτό του σε ένα μέλλον

προοδευτικό. Πιστεύει σε μία «διαδικασία χειραφέτησης των

μη προνομιούχων». Με κάποιον πανεπιστημιακό στο Αννόβε-

ρο, που στον χώρο της αριστεράς είναι σχεδόν εξίσου γνωστός

με τον Χάμπερμας xat που λέγεται πως είπε για την οργάνω

ση Μπάαντερ-Μάινχοφ: «Οι φρυκτωρίες που θέλουν να στή

σουν με τις βόμβες τους στην πραγματικότητα δεν είναι παρά

απατηλοί φωσφορισμοί», ο δάσκαλος συμφωνεί σχεδόν απόλυ

τα: «Αυτοί οι άνθρωποι έδωσαν στη δεξιά επιχειρήματα ώστε

να κατασυκοφαντήσει ολόκληρο το φάσμα της αριστεράς»,

λέει.

Και εγώ είμαι αυτής της γνώμης. ΓΥ αυτό και τηλεφωνήσα

με αυτός και εγώ, αυτός ως δάσκαλος και συνδικαλιστής, εγώ

ως ελεύθερος επαγγελματίας, στο 100. Γι' αυτό τον λόγο βρί

σκονται οι υπάλληλοι της ομόσπονδης υπηρεσίας διώξεως του

εγκλήματος σε ένα διαμέρισμα, που είναι το διαμέρισμα ενός

δασκάλου και στο οποίο υπάρχει μία μπερζέρα αγορασμένη σε

παλαιοπωλείο. Η γυναίκα με τα κοντοκομμένα μπερδεμένα

μαλλιά που ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος όταν χτυ

πούν το κουδούνι ot αστυνομικοί έχει όψη αρρωστιάρικη και

έτσι λιπόσαρκη που είναι, δεν μοιάζει καθόλου στη φωτογρα

φία της λίστας των καταζητούμενων/Ισως να μην είναι αυτή.

Η καταζητούμενη έχει θεωρηθεί επανειλημμένα νεκρή. Λέγεται

ότι πέθανε από καρκίνο του εγκεφάλου. «Γουρούνια!» φωνάζει

καθώς τη συλλαμβάνουν. Μόνο όταν οι αστυνομικοί βρίσκουν

στο διαμέρισμα του δασκάλου ένα ανοιχτό περιοδικό με τη

φωτογραφία της ακτινογραφίας του κρανίου της καταζητούμε

νης, υποπτεύονται ποια έχουν πιάσει. Ύστερα απ' αυτό βρί

σκουν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία στο διαμέρισμα του δα

σκάλου: πυρομαχικά, πυροβόλα, χειροβομβίδες και ένα νεσε-

σαίρ μάρκας Ρουαγιάλ στο οποίο έχει τοποθετηθεί μία βόμβα

τέσσερα κόμμα πέντε κιλά.

«Όχι», λέει ο δάσκαλος αργότερα σε μία συνέντευξη, «ήμουν

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 27.?

αναγκασμένος να το πράξω». Και εγώ είμαι της γνώμης ότι

διαφορετικά θα είχε μπλέξει και αυτός και η φίλη του. Λέει:

«Παρ' όλα αυτά είχα ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Σε τελευταία

ανάλυση παλιά, πριν ξεκινήσει με τις βόμβες, η γνώμη μου κα

μιά φορά ταυτιζόταν με τη δική της. Παραδείγματος χάριν

συμφωνούσα με όσα έγραψε στο περιοδικό konkret μετά τον

εμπρησμό του πολυκαταστήματος Σνάιντερ στη Φρανκφούρτη:

" Τ ο βασικότερο επιχείρημα κατά του εμπρησμού εν γένει είναι

ότι μπορεί να θέσει σε κίνδυνο άτομα που δεν θέλουν να κινδυ

νεύσουν..." Εντούτοις μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ

συμμετείχε και αυτή στο Βερολίνο, τότε που τραυματίστηκε

βαριά ένας απλός υπάλληλος. Έπειτα βγήκε στην παρανομία.

Έπειτα υπήρξαν νεκροί και στις δύο πλευρές. Έπειτα εγώ.. .

Ουσιαστικά όμως νόμιζα πως δεν ζούσε πια».

Αυτός, ο δάσκαλος που στο πρόσωπο του βλέπω εμένα, θέ

λει την υψηλή αμοιβή, που δικαιούται από το κράτος επειδή

κάλεσε το 100, να τη διαθέσει για την επικείμενη δίκη, ώστε

να δικαστούν δίκαια όλοι όσοι έχουν συλληφθεί μέχρι τώρα,

ακόμα και η Γκούντρουν Ένσλιν που κίνησε την προσοχή

μπαίνοντας σε μια ακριβή μπουτίκ του Αμβούργου, ώστε,

όπως λέει «να αναδειχτούν οι κοινωνικές διαστάσεις του φαι

νομένου...»

Αυτό εγώ δεν θα το έκανα. Κρίμα τα πολλά λεφτά. Γιατί να

τα φάνε οι δικηγόροι, τύποι σαν τον Σίλυ και Σία; Καλύτερα

να δώσει τα λεφτά στο δικό του και στα άλλα σχολεία προς

όφελος των μη προνομιούχων για τους οποίους νοιάζεται. Πά

ντως ανεξάρτητα από το πού θα δώσει τα λεφτά, ο δάσκαλος

είναι στενοχωρημένος γιατί σε όλη του τη ζωή θα παραμείνει ο

άνθρωπος που κάλεσε το 100. Κι εγώ το ίδιο αισθάνομαι.

1973

ΣΙΓΑ ΤΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΣΟΚ! Δεν ξέρετε τους γαμπρούς μου.

Δεν είναι παντρεμένοι με τις θυγατέρες μου αλλά κρυφά μέσα

τους με τα αυτοκίνητα τους. Άλλο δεν κάνουν κι οι τέσσερις

παρά να τα πλένουν και να τα γυαλίζουν, ακόμη και τις Κυ

ριακές. Κλαψουρίζουν και για το πιο ανεπαίσθητο γδάρσιμο.

Μιλούν διαρκώς γι ' ακριβά αμάξια, πόρσε και τέτοια, που τα

τρώνε με τα μάτια σαν θεοκόμματους που πολύ θα ήθελαν να

απιστήσουν για λίγο μαζί τους. Και να που κάνουν ουρές

μπροστά σε κάθε αντλία βενζινάδικου. Κρίση πετρελαίου! Σαν

κεραυνός εν αιθρία/Επαθαν σοκ αλλά σε καμία περίπτωση δεν

ήταν θεραπευτικό. Φυσικά και έσπευσαν να κάνουνε προμή

θειες. Και οι τέσσερις. Και ο Γκέρχαρντ, που συνήθως μιλάει

σαν απόστολος της υγείας —«Προς Θεού, όχι κρέας! Ζωικά

λίπη εγώ δεν τρώω ποτέ !»- και ο οποίος ορκίζεται στο ψωμί

τύπου Γκράχαμ, κατά τη μετάγγιση της βενζίνης σε δοχεία, τα

οποία επίσης είχε προμηθευτεί μαζικά, πιπίλιζε τόσο πολλή

ώρα το λάστιχο που παραλίγο να πάθει δηλητηρίαση. Είχε

τάση για εμετό, πονοκεφάλους. Ήπιε γάλα με τα λίτρα. Και ο

Χάιντς-Ντήτερ γέμισε ακόμα και την μπανιέρα, έτσι που όλο

το διαμέρισμα βρομούσε και η μικρή Σοφία λιποθύμησε.

Οι κύριοι γαμπροί μου! Αλλά μη νομίσετε πως οι άλλοι δυο

είναι καλύτεροι. Συνεχώς διαμαρτύρονταν για το όριο ταχύτη

τας στα εκατό χιλιόμετρα. Και επειδή στο γραφείο του Χορστ

η θερμοκρασία δεν επιτρέπεται να ξεπεράσει τους 19 βαθμούς,

θεωρούσε πως έπρεπε να τρέμει σαν το ψάρι. Αφήστε το αιώνιο

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 275

βρίσιμο: «Αυτοί οι καμηλιέρηδες οι Άραβες φταίνε!» Έπειτα

έφταιγαν οι Ισραηλινοί επειδή ξανάκαναν πόλεμο και θύμωσαν

τους καημένους τους Σαουδάραβες. «Είναι ευνόητο», φωνάζει

ο Χορστ, «ότι έκλεισαν την κάνουλα του πετρελαίου για να

έχουμε έλλειψη και ενδεχομένως να συνεχίσουμε να έχουμε έλ

λειψη...» Οπότε ο Χάιντς-Ντήτερ λέει έτοιμος να βάλει τα

κλάματα: «Δεν έχει νόημα να μαζεύω λεφτά για το νέο μοντέ

λο της BMW, όταν πρέπει να πηγαίνουμε όλοι σαν χελίόνες,

στην εθνική με εκατό και στις επαρχιακές οδούς με ογδόντα...»

— «Σοσιαλιαστική εξίσωση προς τα κάτω. Γιατί έτσι αρέσει σ"

αυτόν τον Λαουρίτσεν που ντροπιάζει το υπουργείο συγκοινω

νιών...», έβριζε ο μεγαλύτερος γαμπρός μου και τσακώθηκε με

τον Χορστ επειδή είναι σύντροφος αλλά εξίσου μανιακός με τα

αυτοκίνητα: «Δεν θα έχουμε ξανά εκλογές; Θα σας πω εγώ...»

Βριστήκανε οι δυο τους για τα καλά.

Και τότε είπα εγώ: «Για ακούστε με όλοι σας. Η αυτόνομη

πεθερά σας που είναι ανέκαθεν καλή στον ποδαρόδρομο έχει

μια καταπληκτική ιδέα». Από τότε που πέθανε ο άντρας μου,

τα κορίτσια μου δεν είχαν ακόμα σταθεί καλά καλά στα πόδια

τους, είμαι εγώ ο αρχηγός της οικογένειας, ξέρετε, ένας αρχη

γός που ναι μεν έχει πάντα κάτι να γκρινιάξει αλλά που ταυ

τόχρονα κρατάει την οικογένεια ενωμένη και, αν παραστεί

ανάγκη, παίρνει το κουμάντο στα χέρια της, για παράδειγμα

όταν μας βρίσκει μια πραγματική ενεργειακή κρίση, για την

οποία είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου οι κύριοι της

Λέσχης της Ρώμης, αλλά νομίζουν ότι έχουν το ελεύθερο να

κάνουν τους χαζούς. «Για ακούστε με όλοι σας», τους είπα,

που λέτε, στο τηλέφωνο, «ξέρετε ότι από παλιά έβλεπα να

επέρχεται το τέλος της ανάπτυξης. Ιδού τα αποτελέσματα.

Αλλά ακόμα δεν υπάρχει λόγος να τα βάψουμε μαύρα, κι ας

είναι αύριο Ψυχοσάββατο. Έτσι κι αλλιώς απαγορεύεται αυ

στηρά η χρήση γιωταχί, όπως θα απαγορεύεται μελλοντικά

κάθε Κυριακή. Ας κάνουμε λοιπόν μία οικογενειακή εκδρομή.

276 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Και, βέβαια, με τα πόδια. Θα πάρουμε τη γραμμή τρία του

τραμ, θα κατέβουμε στο τέρμα και θα περπατήσουμε/Εχουμε

τόσο ωραία δάση στα περίχωρα του Κάσσελ. Θα ανέβουμε στο

δάσος των Γερακιών!»

Διαμαρτυρίες να ακούσετε. «Κι αν βρέξει;» — «Αν πιάσει δυ

νατή βροχή, θα τρέξουμε μέχρι το παλάτι στον Λόφο του Γου

λιέλμου, θα δούμε τους πίνακες του Ρέμπραντ και άλλα έργα,

και ύστερα θα κατηφορίσουμε πάλι με τα πόδια.» - «Τις ξέ

ρουμε όλες αυτές τις παλιατζούρες.» - «Και ποιος τριγυρίζει

Νοέμβρη μήνα στα δάση, όταν δεν έχει μείνει φύλλο πάνω στα

δέντρα;» - «Αν πρέπει οπωσδήποτε να αφιερωθεί η Κυριακή

στην οικογένεια, γιατί δεν πάμε σινεμά;» — «Ή να συναντη

θούμε σε φίλους, να ανάψουμε το τζάκι και να καθίσουμε όλοι

γύρω μες στη θαλπωρή...»

«Δεν ακούω τίποτε!» είπα. «Δεν θέλω δικαιολογίες. Τα

παιδιά χαίρονται κιόλας.» Και έτσι ξεκινήσαμε όλοι μαζί με τα

αδιάβροχα και τις γαλότσες μας, γιατί στην αρχή ψιχάλιζε,

και περπατήσαμε από το τέρμα του τρία μέχρι το Δάσος των

Γερακιών που ακόμα και με τα δέντρα του γυμνά είναι όμορ

φο. Δυο ώρες περπατούσαμε πότε σε ανωφέρειες και πότε σε

κατωφέρειες. Ακόμη και ελάφια είδαμε από μακριά να μας κοι

τούν και μετά να το σκάνε σκιαγμένα. Και εγώ έμαθα στα

παιδιά τα δέντρα: «Αυτή είναι οξιά. Κι αυτή βελανιδιά. Και

βλέπετε τα κωνοφόρα εκεί ψηλά με τις φαγωμένες κορφές.

Φταίει η βιομηχανία και τα πάρα πολλά αυτοκίνητα. Τα καυ

σαέρια φταίνε, καταλάβατε;»

Και έπειτα έδειξα στα παιδιά καρπούς οξιάς και βελανίδια

και τους είπα ότι στον πόλεμο τα μαζεύαμε. Είδαμε και σκιου-

ράκια να ανεβοκατεβαίνουν στους κορμούς. Ήταν πολύ ωραία.

Έπειτα όμως, επειδή δυνάμωσε η βροχή, τρέξαμε σε ένα παν

δοχείο όπου εγώ, η κακιά πεθερά και καλή γιαγιά, είχα καλέ

σει όλη την οικογένεια για καφέ και γλυκό. Τα παιδιά ήπιαν

λεμονάδα. Ε, βέβαια, ήπιαμε και ρακί. «Σήμερα επιτρέπεται

Ι Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 277

το αλκοόλ ακόμη και στους οδηγούς», πείραξα τους κύριους

γαμπρούς μου. Και στα παιδιά είπα τι ελλείψεις είχαμε και ότι

δεν μας έλειπε μόνο η βενζίνη, και ότι από τους καρπούς της

οξιάς, αν μαζεύαμε πολλούς, μπορούσαμε να βγάλουμε πραγ

ματικό βρώσιμο λάδι.

Αλλά μη με ρωτάτε τι επακολούθησε. Δεν μπορείτε να φα

νταστείτε τους γαμπρούς μου. Σιγά μην ήταν ευγνώμονες.

Γκρινιάζανε για το ηλίθιο, άσχοπο περπάτημα με αυτό τον

βρομόκαιρο. Εκτός τούτου είπαν πως «με τη συναισθηματική

εξιδανίκευση της οικονομίας των ελλείψεων» είχα δώσει στα

παιδιά ένα λανθασμένο παράδειγμα. «Δεν ζούμε στη λίθινη

εποχή!» μου έβαλε τις φωνές ο Χάιντς-Ντήτερ. Και ο Έμπερ-

χαντ, ο οποίος σε κάθε ακατάλληλη ευκαιρία αυτοχαρακτηρί

ζεται φιλελεύθερος, καβγάδισε κανονικά με την Γκούντρουν, τη

μεγαλύτερη θυγατέρα μου. Ωσπου τελικά πήρε τις κουβέρτες

του και μετακόμισε από την κρεβατοκάμαρα. Μαντέψτε πού

κοιμήθηκε ο ταλαίπωρος: στο γκαράζ! Και μάλιστα στο παλιό

του όπελ που τις Κυριακές όλο το πλένει και το γυαλίζει.

1974

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΝΑ ΒΙΩΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ τον εαυτό του διπλό

μπροστά στην τηλεόραση; Όποιος έχει μάθει να υπακούει σε

δύο ταυτόχρονα αφεντικά*, κανονικά δεν ταράζεται όταν, σε

εξαιρετικές περιπτώσεις, συναντά το Ε γ ώ του ένα κομμάτι

εδα> και ένα κομμάτι εκεί. Απλώς εκπλήσσεται κάπως. Έχε ι

μάθει να τα φέρνει βόλτα με τον εαυτό του, με αυτό το διπλής

φύσεως εγώ, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της σκληρής εκπαίδευ

σης του αλλά και στην πράξη. Αργότερα, μετά από τέσσερα

χρόνια στο σωφρονιστικό κατάστημα του Ράινμπαχ οπότε,

σύμφωνα με την απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο μετά τη

μακρόχρονη δίκη του είχε το δικαίωμα να έχει την προσωπική

του τηλεόραση, είχε πλέον από καιρό συνείδηση της διχασμέ-.

νης ή μάλλον της προφυλαγμένης μέσα στον διχασμό ύπαρξης

του' αλλά το '74, όταν ήταν ακόμα προφυλακισμένος στο

Όσσεντορφ της Κολονίας και η επιθυμία του να έχει τηλεόραση

στο κελί του είχε εγκριθεί αμέσως, αλλά μόνο για όσο θα διαρ

κούσε το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, τα δρώμενα

πάνω στη μικρή οθόνη με είχαν διχάσει από πολλές απόψεις.

* Αφηγητής είναι ο Giinther Guillaume (1927-95), κατάσκοπος της Ανατ.

Γερμανίας και προσωπικός σύμβουλος του Βίλλυ Μπραντ. Η δραστηριότητα του

αποκαλύφτηκε το 1971 με αποτέλεσμα να παραιτηθεί ο καγκελάριος. Ο Γκυ-

γιώμ είχε σταλεί ήδη το 1956 στη Δύση. Εδώ ο αφηγητής αναφέρεται στο παι

χνίδι μεταξύ των ομάδων της ΟΔΓ και της ΛΔΓ που έληξε με 1 -0 υπέρ της ανα

τολικογερμανικής ομάδας, στα πλαίσια των προκριματικών για το παγκόσμιο

πρωτάθλημα.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 279

Ούτε όταν οι Πολωνοί υπό κατακλυσμιαία βροχή πρόσφε

ραν ένα φανταστικό παιχνίδι, ούτε όταν νικήθηκαν οι Αυστρα

λοί από την ομάδα της ΛΔΓ ή όταν το ματς της ΛΔΓ με τη

Χ ι λ ή έληξε με ισοπαλία, αλλά όταν η Γερμανία έπαιξε ενα

ντίον της Γερμανίας. Υπέρ τίνος ήταν κανείς; Υπέρ τίνος

ήμουν εγώ ή εγώ; Για ποια πλευρά είχα το δικαίωμα να πα

νηγυρίσω; Ποια Γερμανία είχε νικήσει; Τι, ποια εσωτερική σύ

γκρουση ξέσπασε μέσα μου, τίνων αντίθετων μαγνητικών πε

δίων έρμαιο ήμουν όταν πέτυχε το τέρμα ο Σπαρβάσερ;

Με μας; Εναντίον μας; Επειδή κάθε απόγευμα με μετέφε

ραν με αμάξι για ανάκριση στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ έξω

απ' τη Βόννη, η ομοσπονδιακή υπηρεσία δίωξης του εγκλή

ματος θα έπρεπε να ξέρει ότι αυτού του είδους και παρόμοιες

δοκιμασίες αντοχής σε αντίρροπες δυνάμεις δεν μου ήταν

άγνωστες. Κατά βάθος όμως δεν ήταν δοκιμασίες αντοχής

αλλά μία συμπεριφορά στα πλαίσια της διττής γερμανικής

κρατικής υπόστασης, την οποία είχα διπλό καθήκον να τηρώ.

Όσο καιρό είχα τη δυνατότητα να καταξιώνομαι με διττό

τρόπο, αφενός ως ο πλέον έμπιστος σύμβουλος του καγκε

λάριου, αφετέρου ως συνομιλητής υπό μοναχικές συνθήκες,

άντεχα αυτή την ένταση και δεν τη βίωνα σαν σύγκρουση,

αφού όχι μόνο ο καγκελάριος ήταν ικανοποιημένος με τις

επιδόσεις μου αλλά και η Κεντρική Υπηρεσία του Βερολίνου,

η οποία μου είχε μηνύσει μέσω συνδέσμων την ικανοποίηση

της για τη δράση μου καθοος επίσης και τα εγκώμια του αρ

χηγού, του συντρόφου Μ ίσα*. Υπήρχε η βεβαιότητα ότι ανά

μεσα στον «καγκελάριο της ειρήνης», όπως Βζωρούσζ τον εαυ

τό του, και σε μένα, τον «πράκτορα της ειρήνης» σε διατεταγ

μένη υπηρεσία, ενυπήρχε γόνιμη ταύτιση απόψεων. Ή τ α ν

καλή εποχή η εποχή που τα βιογραφικά στοιχεία του καγκε

λάριου συμφωνούσαν στον τομέα της ειρήνης με τα ραντεβού

* Ψευδώνυμο του τότε επικεφαλής της Στάζι.

2S0 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

του συμβούλου του. Υπηρετούσε κανείς εκατέρωθεν με ζήλο.

Να όμως που βρέθηκες να σε τραβούν εντεύθεν και εκείθεν,

όταν στο στάδιο του Εθνικού Κήπου του Αμβούργου στις 22

Ιουνίου ο διαιτητής σφύριξε την έναρξη του αγώνα μεταξύ

Ομοσπονδιακής Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της

Γερμανίας υπό τα όμματα εξήντα και πλέον χιλιάδων θεατών.

Στο πρώτο ημίχρονο δεν σημειώθηκε γκολ, αλλά όταν ο μι

κρόσωμος, ευλύγιστος Μύλλερ στο 40ό λεπτό παρά τρίχα να

σημειώσει γκολ, δίνοντας το προβάδισμα στην Ομοσπονδιακή

Γερμανία, αλλά χτύπησε δοκάρι, παραλίγο να περιπέσω σε έκ

σταση κραυγάζοντας «Γκολ, γκολ, γκοοολ!» και να πανηγυρί

σω μέσα στο κελί μου το γεγονός ότι προηγείτο το δυτικό χω

ριστό κράτος, όπως από την άλλη μεριά παραλίγο να ξεσπάσω

σε ζητωκραυγές όταν ο Λάουκ —ο οποίος αργότερα κατά τη

διάρκεια του αγώνα ξέφυγε απ' το στενό μαρκάρισμα ακόμα

και του Νέτσερ— ντριμπλάρισε άνετα τον Όβερατ και, παρά

τρίχα να στείλει την μπάλα στα δίχτυα των Ομοσπονδιακών.

Ήταν σαν να λουζόμουν εναλλάξ με κρύο και καυτό νερό.

Ακόμα και οι αποφάσεις του διαιτητή από την Ουρουγουάη

συνοδεύονταν από μεροληπτικά σχόλια πότε υπέρ της μιας και

πότε υπέρ της άλλης Γερμανίας. Έζησα τον εαυτό μου σε κα

τάσταση απειθαρχίας, τρόπον τινά διχασμένο. Και όμως το

πρωί όταν με ανέκρινε ο γενικός επιθεωρητής της υπηρεσίας

διώξεως του εγκλήματος, Φεντεράου, είχα κατορθώσει καθ'

όλη τη διάρκεια της ανάκρισης να πω το μάθημα μου χωρίς να

αλλάξω ούτε ιώτα. Το θέμα ήταν η δράση μου στην ιδιαίτερα

αριστερή οργάνωση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του

νομού της Νότιας Έσσης όπου με εκτιμούσαν ως άξιο και δρα

στήριο μεν πλην όμως συντηρητικό σύντροφο. Ευχαρίστως πα

ραδέχτηκα ότι ανήκα στη δεξιά, πιο πραγματιστική πτέρυγα

του κόμματος. Έπειτα με έφεραν αντιμέτωπο με ό,τι είχαν κα

τασχέσει στο φωτογραφικό μου εργαστήριο. Σε τέτοιες περι

πτώσεις παρουσιάζει κανείς τα πράγματα όσο πιο αθώα γίνε-

Ο Α ι ώ ν α ς M O T 281

ται, προβάλλει ως δικαιολογία την παλαιότερη επαγγελματική

ασχολία του με τη φωτογραφία, παραπέμπει σε φωτογραφίες

από διακοπές, το χόμπυ που απέμεινε. Έπειτα όμως ήρθαν

στο φως η εξαιρετικά δυνατή μίνι μηχανή μου σούπερ 8 και

δύο κασέτες με έξτρα σκληρό και υπερευαίσθητο φιλμ, «ειδι

κό», όπως είπαν, «για κατασκοπευτική δραστηριότητα». Μα

δεν ήταν απόδειξη αυτό, το πολύ ένδειξη. Κατάφερα λοιπόν να

πω το μάθημα μου όπως έπρεπε και έτσι γύρισα καθησυχασμέ

νος στο κελί μου χαιρόμενος προκαταβολικά το παιχνίδι που

θα έβλεπα.

Κανένας, ούτε εκεί ούτε εδώ, δεν θα φανταζόταν ότι ήμουν

ποδοσφαιρόφιλος. Μέχρι τότε ούτε καν ήξερα ότι ο Γιούργκεν

Σπαρβάσερ στην πατρίδα έπαιζε επιτυχώς για την ομάδα του

Μαγδεμβούργου. Τώρα όμως τον γνώρισα, τον είδα στο 78ο

λεπτό να υποδέχεται την πάσα του Χάμαν, να προωθεί την

μπάλα με κεφαλιά, να ορμά ακάθεκτος προσπερνώντας τον

Φογκτ, αυτόν τον σκληρό παίκτη, να ντριμπλάρει τον Χ ό τ -

γιενς και να στέλνει στα δίχτυα μια κανονιά αδύνατο να ανα

χαιτιστεί από τον Μάγιερ.

1 -Ο υπέρ της Γερμανίας. Υπέρ ποιας Γερμανίας; Της δικής

μου ή της δικής μου; Ναι, βέβαια, κραύγασα μέσα στο κελί μου

«Γκολ, γκολ, γκοοολ!» αλλά ταυτόχρονα με πονούσε η ήττα

της άλλης Γερμανίας. Καθώς ο Μπεκενμπάουερ προσπαθούσε

ξανά και ξανά να οργανώσει την επίθεση, έδινα κουράγιο στην

ομοσπονδιακή ενδεκάδα. Και στον καγκελάριο μου που φυσικά

δεν τον ανέτρεψαν οι δικοί μας —τον έριξαν οι διάφοροι Νολ-

λάου και πρώτα απ' όλα ο Βένερ και ο Γκένσερ— έγραψα σε

ένα ταχυδρομικό δελτάριο εκφράζοντας τη λύπη μου για την

έκβαση του αγώνα, όπως του έγραψα και αργότερα για τις

γιορτές και για την 18η Δεκεμβρίου, για τα γενέθλια του.

Αλλά δεν μου απάντησε. Και όμως είμαι σίγουρος ότι και αυ

τός έζησε το γκολ του Σπαρβάσερ με ανάμικτα συναισθήματα.

1975

ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΠΩΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΛΛΕΣ; Ή μήπως μολυβένιος ο και

ρός και εμείς κουφοί από τις ίδιες τις κραυγές μας; Θυμάμαι

μόνο συγκεχυμένα ή μάλλον θυμάμαι μια άσκοπη ανησυχία,

γιατί κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου, είτε στο Φρήντε-

ναου είτε στο Βέβελσφλετ στις όχθες του Στερ, κάθε φορά

υπήρχαν τσακωμοί, γιατί η Άννα, γιατί εγώ, γιατί η Βερόνι

κα, και επομένως τα παιδιά τραυματίζονταν ή άνοιγαν τα φτε

ρά τους και εγώ έβρισκα καταφύγιο —πού αλλού;— στο χειρό

γραφο, μέσα στη ζεστή σπηλιά στο κορμί του Μπουτ και κατέ

βαινα τους αιώνες και διερχόμουν τον χρόνο μου με οκτώ ή

εννιά μαγείρισσες οι οποίες —πότε αυστηρές, πότε επιεικείς— με

κρατούσαν υπό την κουτάλα τους, ενώ πέρα από τους δρόμους

της φυγής μου το παρόν λυσσομανούσε και παντού, είτε στην

πτέρυγα των φυλακών υψηλής ασφαλείας Σταμχάιμ είτε στον

χώρο οικοδομής του πυρηνικού εργοστασίου Μπρόκντορφ, η

εξουσία εκλέπτυνε τις μεθόδους της, αλλά κατά τα άλλα, αφό

του είχε φύγει ο Μπραντ, και ο Σμιτ ως καγκελάριος μας έκα

νε όλους μας πραγματιστές, δεν συνέβαιναν και πολλά' μονά

χα στη μικρή οθόνη επικρατούσε συνωστισμός.

Επιμένω: δεν ήταν ιδιαίτερη χρονιά ή ήταν ιδιαίτερη μόνο

επειδή εμείς, τέσσερις πέντε δυτικοί πολίτες υφιστάμεθα στα

σύνορα τον έλεγχο, έπειτα στο ανατολικό Βερολίνο συναντιό

μαστε με πέντε, έξι ανατολικούς πολίτες, οι οποίοι επίσης εί

χαν καταφθάσει με χειρόγραφο στο στήθος, ο Ράινερ Κιρς και

ο Χάιντς Τσεχόφσκι μάλιστα από τη Χάλλη. Στην αρχή την

Ο Α ι ώ ν α ς MOT 2<S'.î

αράζαμε στου Σαίντλιχ, έπειτα στης Σάρας Κιρς ή στης Σύβιλ-

λας Χέντσκε, έπειτα είτε στον ένα είτε στον άλλο, προκειμένου

μετά τον καφέ και τα γλυκά (και τις συνήθεις ανατολικοδυτικές

ειρωνικές παρατηρήσεις) να διαβάσουμε μεγαλόφωνα ποιήμα

τα έμμετρα ή μη, υπερβολικά μεγάλα κεφάλαια ή διηγήματα,

ό,τι δουλευόταν εκείνον τον καιρό εκατέρωθεν του τείχους και

είχε στόχο τη λεπτομερή κατανόηση του κόσμου.

Άραγε αυτή η τελετουργία, ο λίγο έως πολύ χρονοβόρος

έλεγχος στα σύνορα, η μετάβαση στο σημείο συνάντησης (στην

οδό Κοκκινοσκουφίτσας ή στην οδό Άέμπαχ), οι πότε πνευμα

τώδεις, πότε ανήσυχες ανώδυνες λογομαχίες και οι παγγερμα

νικές ιερεμιάδες, αποπάνω η ανάγνωση ποταμών μελάνης μα

νιακών συγγραφέων, έπειτα η εν μέρει δριμεία, εν μέρει φειδω

λή στα λόγια κριτική σε ό,τι είχε διαβαστεί, αυτός ο υποβιβα

σμένος στην ιδιωτική σφαίρα απόηχος της «Ομάδας 47»*, τέ

λος, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα η εσπευσμένη έξοδος από τη

χώρα —συνοριακός έλεγχος στον σταθμό της Φρήντριχ-στράσε—

ήταν άραγε το μόνο που άξιζε να μείνει στη μνήμη από τα γε

γονότα στο ημερολόγιο αυτής της χρονιάς;

Πολύ μακριά και πολύ κοντά, στην τηλεόραση, έπεφτε η

Σαϊγκόν. Οι τελευταίοι Αμερικανοί εγκατέλειπαν το Βιετνάμ

πανικόβλητοι από την ταράτσα της πρεσβείας τους. Αλλά αυτό

το τέλος ήταν αναμενόμενο και επομένως για μας δεν ήταν

θέμα συζήτησης την ώρα του καφέ και των γλυκών. Ή η τρο

μοκρατία της RAF που δεν τη ζούσε μόνο η Στοκχόλμη (κράτη-

* Gruppc '17: εταιρεία συγγραφέων που ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του Ι'Μ7

από τους 1 ). \\. Richtcr και Λ. Andcrsch. μετά την απαγόρευση από τις αμερικα

νικές στρατιωτικές αρχές του περιοδικού Dcr Κ///"με το οποίο συνεργάζονταν. Αρ

χικά οι δύο συγγραφείς σκόπευαν να εκδώσουν ένα άλλο περιοδικό, ιδέα που

όμως εγκαταλείφθηκε στην πρώτη συνάντηση της ομάδας. Ακολούθησαν και άλ

λες (το φθινόπωρο κάθε χρόνου) με αντικείμενο την ανάγνωση έργων και την

κριτική τους. II Ομάδα 17 θέσπισε και λογοτεχνικό βραβείο. Δεν είχε πολιτικό ή

κοινωνικό πρόγραμμα, αλλά ενθάρρυνε την κριτική των κοινωνικών και πολιτι

κών συνθηκών (και στις δύο Γερμανίες). Η τελευταία συνάντηση έγινε το Ι'Χ>7.

284 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ση ομήρων) αλλά που είχε γίνει πλέον καθημερινό φαινόμενο

μεταξύ των κρατουμένων στις φυλακές Σταμχάιμ, ώσπου ένα

χρόνο αργότερα η Ουλρίκε Μάινχοφ κρεμάστηκε στο κελί της,

μόνη ή από άλλους. Αλλά ακόμη και αυτό το μακρόβιο ερώτη

μα δεν πρέπει να συγκίνησε ιδιαίτερα εμάς τους συγκεντρωμέ

νους καταναλωτές μελάνης. Νέοι ωστόσο, μετά τη θερινή ξη

ρασία, ήταν οι εμπρησμοί των δασών στην περιοχή του Λύνε-

μπουργκ που εξαιτίας τους -οι φωτιές επεκτάθηκαν τρομερά-

πέθαναν πέντε πυροσβέστες που είχαν περικυκλωθεί από τις

φλόγες.

Αλλά ούτε αυτό ήταν ανατολικοδυτικό θέμα. Ίσως όμως

πριν ο Νικόλας Μπορν διαβάσει αποσπάσματα από την Πίσω

πλευρά της Σελήνης και η Σάρα τα ποιήματα της Μαρκιωνίας

με βερολινέζικη προφορά, πριν ο Σαίντλιχ μας συγχύσει με τις

ιστορίες του, που αργότερα κυκλοφόρησαν στη Δύση με τίτλο

Απόπειρα προσέγγισης, και εγώ δοκιμάσω ένα χωρίο από τον

Μπουτ, ίσως λέω να προσφέραμε ως νέο σε εμάς εκείνο το γε

γονός το οποίο στον δυτικό τομέα της πόλης τον Μάιο είχε

μπει στους κύριους τίτλους των εφημερίδων: στη δυτική συνοι

κία Κρόιτσμπεργκ, κοντά στον συνοριακό σταθμό της γέφυρας

Όμπερμπάουμ, έπεσε στο κανάλι του Σπρέε ένα πεντάχρονο

τουρκάκι (ο Τσετίν)' επειδή το κανάλι ήταν το σύνορο ανάμεσα

στα δύο μισά της πόλης κανένας -ούτε η αστυνομία του δυτι

κού Βερολίνου, ούτε η ναυτική φρουρά του Λαϊκού Στρατού με

τη λέμβο της- μπόρεσε ή θέλησε να βοηθήσει το αγόρι. Και

επειδή στη Δύση κανένας δεν τόλμησε να βουτήξει και στην

Ανατολή έπρεπε να περιμένουν την απόφαση ενός ανώτερου

αξιωματικού, πέρασε ώρα ώσπου ήταν πια πολύ αργά για τον

Τσετίν. Όταν η πυροσβεστική πήρε τελικά την άδεια να βγάλει

το πτώμα, στη δυτική όχθη του καναλιού πιάσανε οι τουρκά

λες της γειτονιάς τα μοιρολόγια που κράτησαν ώρα και που

ακούστηκαν, όπως λένε, μέχρι μακριά στην ανατολική πόλη.

Τι άλλο θα μπορούσαμε να διηγηθούμε πίνοντας καφέ και

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 2S5

τρώγοντας γλυκά εκείνο τον χρόνο που πέρασε όπως είχαν πε

ράσει και τα άλλα χρόνια; Τον Σεπτέμβριο, όταν ξανασυντη-

θήκαμε με χειρόγραφα, ο θάνατος του αυτοκράτορα της Αιθιο

πίας -ήταν δολοφονία, ήταν καρκίνος του προστάτη;- θα μου

είχε δώσει την ευκαιρία να αναφέρω μια παιδική ανάμνηση.

Στα «εβδομαδιαία επίκαιρα της Φοξ» ο κινηματογραφόφιλος

εαυτός μου είχε δει τον Νεγκούς Χαϊλέ Σελασιέ να επισκέπτε

ται με ένα εξωλέμβιο κάτω από τυπικό ψιλόβροχο ένα λιμάνι

(του Αμβούργου;). Μικροκαμωμένος, με γενάκι, με υπερβολικά

μεγάλη αποικιακή κάσκα στεκόταν κάτω από μια ομπρέλα για

τον ήλιο, που κρατούσε ανοιχτή κάποιος υπηρέτης. Φαινόταν

λυπημένος ή στενοχωρημένος. Αυτό πρέπει να έγινε το '35

λίγο πριν από την εισβολή του Μουσολίνι στην Αβησσυνία,

όπως λεγόταν τότε η Αιθιοπία. Παιδί θα μου άρεσε να είχα

τον Νεγκούς φίλο και να τον συνοδεύω στις περιπλανήσεις του

από χώρα σε χώρα αφότου είχε φύγει ανήμπορος να αντιμε

τωπίσει την ιταλική υπεροπλία.

Όχι, δεν είμαι σίγουρος ότι στις δυτικοανατολικές μας συνα

ντήσεις έγινε λόγος για τον Νεγκούς, αλλά ούτε καν για τον

Μεγκίστου, τον νεότερο όλων, τον κομμουνιστή ηγέτη. Τ ο

μόνο σίγουρο είναι ότι πριν από τα μεσάνυχτα έπρεπε να επι

δείξουμε στην αίθουσα ελέγχου διαβατηρίων, στο λεγόμενο

«μέγαρο των δακρύων», τις ταυτότητες μας και την άδεια ει

σόδου. Και εξίσου βέβαιο είναι ότι στο δυτικό Βερολίνο και στο

Βέβελσφλετ, όπου εξακολουθούσα να αναζητώ στέγη μαζί με

τον ημιτελή μου Μπουτ, τα οικογενειακά πράγματα δεν πή

γαιναν καλά.

1976

ΠΙΣΤΕΥΑΜΕ, αδιάφορο που συναντιόμαστε στο ανατολικό Βε

ρολίνο, ότι είχαν βάλει κοριούς και μας παρακολουθούσαν.

Ύποτευόμαστε παντού, κάτω από τον σοβά, στη λάμπα της

οροφής, ακόμη και στις γλάστρες, επιμελώς τοποθετημένους

κοριούς και γι ' αυτό φλυαρούσαμε ειρωνικά για το έμπλεο φρο-

ντίδος κράτος και την ακόρεστη ανάγκη του για ασφάλεια. Κα

θαρά και αργά, ώστε να προλαβαίνουν να γράφουν, προδίδαμε

μυστικά που αποκάλυπταν τον απόλυτα ανατρεπτικό χαρα

κτήρα της λυρικής ποίησης και που απέδιδαν στην εύστοχη

χρήση της ευκτικής συνωμοτικές προθέσεις. Συμβουλεύαμε την

«εταιρεία», όπως ονομαζόταν εμπιστευτικά η Υπηρεσία Ασφα

λείας του Κράτους των Εργατών και Αγροτών, να ζητήσει

υπηρεσιακή βοήθεια από τους ανταγωνιστές της στη Δύση (στο

Πούλαχ* ή τη Βόννη), εάν αποδεικνυόταν ότι οι διανοουμενί-

στικες εξυπνάδες μας και οι παρακμιακές μεταφορές μας θα

μπορούσαν να αποκρυπτογραφηθούν μόνο υπεράνω συνόρων,

επομένως με παγγερμανική συνεργασία. Υπεροπτικά παίζαμε

με τη Στάζι και υποθέταμε —μισοαστεία μισοσοβαρά— ότι στον

κύκλο μας είχαμε τουλάχιστον έναν χαφιέ, διαβεβαιώνοντας

ταυτόχρονα ο ένας τον άλλο ότι «κατά βάθος» ο καθένας μας

ήταν ύποπτος.

Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Κλάους Σλέζινγκερ, που στη λε-

* Έξω από το Μόναχο όπου βρίσκονται τα κεντρικά της Ομοσπονδιακής

Υπηρεσίας Πληροφοριών.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 2X7

γόμενη υπηρεσία «Γκάουκ»* είχε κοσκινίσει όλο τον μόχθο

της Στάζι που αφορούσε το πρόσωπο του, μου έστειλε μερικές

αναφορές πρακτόρων για τις συνωμοτικές μας συναντήσεις

(στα μέσα της δεκαετίας του '70). Το μόνο που έγραφαν όμως

ήταν ποιο άτομο είχε συναντηθεί με ποιο έξω από το βιβλιο

πωλείο στον σταθμό της Φρήντριχ-στράσε, ποιος είχε φιλήσει

ποιον χαιρετώντας τον ή είχε προσφέρει ως επισκέπτης δώρα,

λόγου χάριν, μπουκάλια κρασί μέσα σε πολύχρωμο χαρτί περι

τυλίγματος, επίσης με τίνος το τραμπάντ (αριθμός κυκλοφο

ρίας) τα περί ων ο λόγος άτομα πήγαν πού, σε ποιο σπίτι

(οδός, αριθμός), ποια ακριβώς στιγμή μπήκαν και πότε —μετά

από έξι και πλέον ώρες παρακολούθησης— βγήκαν όλοι από το

«αντικείμενο», δηλαδή το σπίτι, και απομακρύνθηκαν βιαστι

κά προς διάφορες κατευθύνσεις, τα άτομα από τη Δύση στο ση

μείο εξόδου, μερικοί γελώντας και θορυβώντας, προφανώς

μετά γερή οινοποσία.

Αρα δεν είχαμε κοριούς. Ούτε χαφιέ στον κύκλο μας. Δεν

υπήρχε λέξη για τις ασκήσεις ανάγνωσης των έργων μας. Τί

ποτε —πόσο απογοητευτικό!— για την εκρηκτική ύλη έμμετρης

και μη λυρικής ποίησης. Και ούτε νύξη στην ανατρεπτική μας

κουβεντούλα την ώρα του καφέ και του γλυκού/Ετσι παρέμει

ναν άγνωστα στην Υπηρεσία όσα εντυπωσιακά μετέφεραν τα

άτομα από τη Δύση για το κινηματογραφικό έργο Τα σαγόνια

του καρχαρία που παιζόταν τότε σε ένα από τα σινεμά του

Κού'νταμ. Εκτιμήσεις για τη δίκη των συνταγματαρχών στην

Αθήνα, που τραβούσε σε μάκρος, έσβησαν δίχως να ακουστούν.

* Ανεπίσημη ονομασία της υπηρεσίας από το όνομα του διευθυντή της (πά

στορα και αντικαθεστωτικού) |<>achim Gauk (19-10). Πρόκειται για την υπηρεσία

η οποία από τον Οκτώβρη του 1910 είναι αρμόδια για τη διαφύλαξη των αρ

χείων του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας (Ministcriuin fur Staarssiclicrheit.

της γνωστής «Στάζι») και των υπηρεσιών του. Ο νόμος «περί των αρχείων της

Στάζι» / Οκτ. 1991 δίνει το δικαίωμα σε κάθε πολίτη να ενημερωθεί για το πε

ριεχόμενο του «φακέλου» του.

2HS Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Όταν εμείς, εγώ γνώστης της περιοχής, πληροφορήσαμε τους

φίλους μας για τη μάχη γύρω από το πυρηνικό εργοστάσιο

παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Μπρόκντορφ, κατά τη

διάρκεια της οποίας η αστυνομία χρησιμοποίησε για πρώτη

φορά, και μάλιστα επιτυχώς, το δοκιμασμένο στην Αμερική

«χημικό ρόπαλο» ώστε μετά να κυνηγήσει με χαμηλά ιπτάμε

να ελικόπτερα χιλιάδες διαμαρτυρόμενους πολίτες στους επί

πεδους αγρούς του Βίλστερμαρς, οι ανατολικές αρχές έχασαν

επίσης την ευκαιρία να λάβουν γνώση για την αποτελεσματι

κότητα δυτικών αστυνομικών μεθόδων.

Ή μήπως στην παρέα μας δεν έγινε καθόλου λόγος για το

Μπρόκντορφ; Είναι δυνατόν να προστατέψαμε τους απομονω

μένους από την άλλη μεριά του τείχους συναδέλφους μας, να

μην τραυματίσαμε την αρκετά ακέραια εικόνα τους για τη

Δύση, να αποφύγαμε να τους μεταδώσουμε την πολύ θλιβερή

περιγραφή αστυνομικών που χτυπούν, που χτυπούν χωρίς

έλεος ακόμη και γυναικόπαιδα; Το πιθανότερο, υποθέτω, είναι

ότι ο Μπορν ή ο Μπουχ ή εγώ αναφερθήκαμε στο δυσκολο-

πρόφερτο αυτό αέριο (χλωρακετοφαινόνη) στα σπρέυ, τα οποία

χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των διαδηλωτών στο Μπρόκ

ντορφ, με ύφος δήθεν νηφάλιας αντικειμενικότητας συνδέοντας

το με τον «λευκό σταυρό», το αέριο που χρησιμοποιήθηκε στον

Πρώτο Παγκόσμιο, οπότε η Σάρα ή ο Σαίντλιχ, ο Σλέζινγκερ

ή ο Ράινερ Κιρς εξέφρασαν τη γνώμη ότι η Λαϊκή Αστυνομία

δεν ήταν προς το παρόν τόσο καλά εξοπλισμένη, αλλά τα

πράγματα θα μπορούσαν κάλλιστα να αλλάξουν ευθύς μόλις

θα υπήρχε περισσότερο συνάλλαγμα, διότι κατά βάση τα επι

τεύγματα της Δύσης ήταν άξια επιδίωξης και στην Ανατολή.

Μάταιες εικασίες. Τίποτε από όλα αυτά δεν υπάρχει στον

φάκελο της Στάζι για τον Σλέζινγκερ. Και ό,τι δεν υπάρχει

εκεί, δεν υπήρξε ποτέ. Κάθε γεγονός όμως που είχε καταγρα

φτεί και συνοδευόταν από αναφορά σε τόπο και χρόνο καθώς

και από σύντομη περιγραφή των προσώπων, ήταν πραγματικό

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 2Η9

και βαρύνουσας σημασίας, έλεγε την αλήθεια. Έ τ σ ι από το

δώρο του Σλέζινγκερ -ήταν φωτοαντίγραφα- πληροφορήθηκα

ότι σε μία από τις επισκέψεις μου στο Βερολίνο, που τις παρα

κολουθούσαν πάντα μέχρι την πόρτα του κτηρίου, με συνόδευε

ένα άτομο -γυναικείου φύλου, ψηλό, με ξανθές μπούκλες- που,

όπως ήταν σε θέση να συμπληρώσει ο έλεγχος στα σύνορα, είχε

γεννηθεί στο νησί της Βαλτικής Χίντενζέε, και η οποία είχε φέ

ρει μαζί της το πλεκτό της, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν

άγνωστη σε λογοτεχνικούς κύκλους.

Έτσι εμφανίστηκε και η Ούτε* στους φακέλους. Έκτοτε απο

τελεί πραγματικότητα. Κανένα όνειρο δεν μπορεί να μου την

πάρει. Διότι έκτοτε δεν χρειάζεται να περιπλανιέμαι από εδώ

εκεί, όπου πάντα τα πράγματα στο σπίτι πήγαιναν στραβά.

Αντ' αυτού απαγκιασμένος κοντά της έγραψα στην τραχιά πέ

τσα του Μπουτ το ένα κεφάλαιο μετά το άλλο και συνέχισα να

διαβάζω στους φίλους όποτε συναντιόμαστε, είτε κάτι γοτθικό

για « Ρ έ γ γ ε ς της Σκανίας» είτε κάποια μπαρόκ αλληγορία

«Για το βάρος των σκοτεινών εποχών». Αλλά ό,τι διαβάσαμε

ο Σαίντλιχ, ο Μπορν, η Σάρα και ο Ράινερ Κιρς ή εγώ πραγ

ματικά σε διάφορους εναλλασσόμενους τόπους δεν υπάρχει στα

χαρτιά του Σλέζινγκερ, επομένως δεν είναι πραγματικό, δεν

έχει την υπογραφή ούτε της Στάζι ούτε της υπηρεσίας Γκάουκ'

έτσι μόνο να υποθέσω μπορώ ότι, όταν η Ούτε ήταν πλέον

πραγματικότητα, εγώ διάβασα τη συνέχεια του παραμυθιού Η

άλλη αλήθεια και ο Σαίντλιχ εκείνο τον καιρό ή στις αργές του

επόμενου χρόνου μάς διάβασε την αρχή του Τάλοφερ*, της

ιστορίας του αθάνατου χαφιέ.

* l ' te Ciriincrt, μετέπειτα σύζυγο; του Γκύντερ Γκρας.

"" Μορφή που δανείστηκε ο Γκρας για το μυθιστόρημα του Ένα ευρύ πεδίο

όπου τον μετονόμασε σε'Οφταλερ.

1977

ΕΙΧΕ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Αλλά και τι δεν είχε συνέπειες. Τρομοκρατία

που επινόησε την αντίθετη της τρομοκρατία. Και ερωτήματα

που παρέμειναν ανοιχτά. Εξακολουθώ μέχρι σήμερα να αγνοώ

πώς βρέθηκαν στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας τα δύο ρεβόλ

βερ και οι σφαίρες, με τα οποία λένε ότι αυτοπυροβολήθηκαν ο

Μπάαντερ και ο Ράσπε, και πώς μπόρεσε να απαγχονιστεί η

Γκούντρουν Ένσλιν με το καλώδιο ενός μεγαφώνου.

Είχε συνέπειες. Αλλά και τι δεν είχε συνέπειες; Λόγου χάριν,

τον προηγούμενο χρόνο η απέλαση του τραγουδοποιού Βολφ

Μπίρμαν που έκτοτε του έλειπε το γερά οχυρωμένο Κράτος

των Εργατών και των Αγροτών, καθώς και -αφ' ης στιγμής

τραγούδησε σε δυτικογερμανική σκηνή- η απήχηση. Ακόμη

τον βλέπω στην οδό Νιντ της περιοχής Φριντενάου του Βερο

λίνου, από το οποίο πέρασε επισκεπτόμενος με άδεια του κρά

τους τη Δύση, να μιλάει με χιούμορ κατ' αρχάς στο τραπέζι

μας για τον εαυτό του, για τον αληθινό κομμουνισμό και ξανά

για τον εαυτό του και έπειτα στο ατελιέ μου μπροστά σε μικρό

κοινό -την Ούτε, τα πολλά παιδιά και τους φίλους τους- να

κάνει δοκιμή στο πρόγραμμα του για τη μεγάλη εμφάνιση του

στην Κολονία, για την οποία είχαν ευαρεστηθεί να του δώσουν

άδεια, και την επομένη να τον ζούμε πάλι «live» στην τηλεό

ραση με πανομοιότυπο τρόπο, διότι τα πάντα ήταν προϊόν

άσκησης, κάθε κραυγή ενάντια στην αυθαιρεσία του κόμματος

που κυβερνούσε, κάθε καγχασμός απέναντι στον εθνικοποιημέ-

νο χαφιεδισμό, κάθε λυγμός για τον προδομένο από τους συ-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 291

ντρόφους της ηγεσίας κομμουνισμό, κάθε στεναγμός οδύνης,

μέχρι και κάθε ίχνος επερχόμενης βραχνάδας, μέχρι και το πε

ριεχόμενο της αυθόρμητης υπόσχεσης, κάθε βλεφάρισμα, κάθε

έκφραση παλιάτσου ή οδύνης, όλα, λέω, τα είχε μελετήσει εδώ

και μήνες, χρόνους, όσο καιρό παρέμενε βουβός γιατί του είχαν

απαγορέψει τις παραστάσεις εκτός του σπηλαίου του (απέναντι

στη «Διαρκή Αντιπροσωπία»), είχε δουλέψει τη μεγάλη παρά

σταση του μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, διότι όλα όσα

συγκλόνισαν στην Κολονία τα πλήθη των ακροατών του, τα

είχε ήδη παρουσιάσει με επιτυχία την προηγουμένη σε περιορι

σμένο κοινό. Τόσο πλούσιος σε μελετημένες προθέσεις ήταν.

Τόσο πολύ τον ενδιέφερε η ακρίβεια του στόχου. Και τόσο δο

κιμασμένο φάνηκε το κουράγιο του στη σκηνή.

Μόλις απελάθηκε, ελπίσαμε όλοι ότι ένα τέτοιο κουράγιο θα

είχε συνέπειες, ότι αυτό το κουράγιο θα δοκιμαζόταν και στη

Δύση. Αλλά είχε στερέψει σχεδόν. Αργότερα, πολύ αργότερα,

όταν έπεσε το τείχος, αισθάνθηκε προσβεβλημένος γιατί εκείνος

δεν είχε καμία σχέση με την πτώση του. Πρόσφατα τιμήθηκε

με το Κρατικό Βραβείο.

Μετά την απέλαση του Μπίρμαν, συναντηθήκαμε για τελευ

ταία φορά στον ανατολικό τομέα της πόλης. Στο σπίτι του

Κούνερτ με τις πολλές γάτες, αρχικά διαβάσαμε (ως συνήθως)

ο ένας στον άλλο, έπειτα όμως συγκεντρώθηκαν ορισμένοι που

είχαν διαμαρτυρηθεί δημόσια για την απέλαση του Μπίρμαν

και προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της δια

μαρτυρίας τους. Μία από τις συνέπειες ήταν ότι πολλοί (όχι

όλοι) αναγκάστηκαν να ζητήσουν άδεια εξόδου από το Κράτος

τους. Οι Κούνερτ έφυγαν μαζί με τις γάτες τους. Με παιδιά,

βιβλία και οικοσκευή έφυγαν η Σάρα Κιρς και ο Γιόχεν Σαί-

ντλιχ.

Και αυτό είχε συνέπειες. Αλλά και τι δεν είχε συνέπειες. Αρ

γότερα χάσαμε όλοι εμείς τον Νικόλα Μπορν. Αργότερα, πολύ

αργότερα θρυμματίστηκαν οι φιλίες μας: ζημιές της επανένω-

292 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

σης. Εντούτοις τα χειρόγραφα μας, αποσπάσματα από τα

οποία διαβάζαμε ο ένας στον άλλο πότε πότε, βγήκαν στην

αγορά. Και ο Μπουτ το φάρι κολύμπησε προς την ελευθερία.

Ναι, και στο τέλος του έτους '77 πέθανε ο Τσάρλι Τσάπλιν.

Έφυγε ταλαντευόμενος πάνω στα τεράστια παπούτσια του και

χάθηκε στον ορίζοντα χωρίς να βρει διάδοχο.

1978

ΕΧΕΤΕ ΔΙΚΙΟ, ΔΕΣΠΟΤΑ, θα έπρεπε να έρθω νωρίτερα και να

ανοίξω την καρδιά μου.Ήμουν όμως ακλόνητα πεπεισμένη ότι

όλα θα πήγαιναν καλά με τα παιδιά. Ο άντρας μου και ε γ ώ

νιώθαμε σίγουροι, σκεφτόμαστε: δεν τους λείπει τίποτε, τα

υπεραγαπάμε και τα δυο. Και πράγματι, αφότου πήγαμε να

μείνουμε στη βίλα του πεθερού μου, παρεμπιπτόντως ήταν

δική του επιθυμία αυτή, φαίνονταν ευτυχισμένα ή τουλάχιστον

ευχαριστημένα. Το ευρύχωρο σπίτι. Το μεγάλο πάρκο με τα

αιωνόβια δέντρα. Και μολονότι μένουμε κάπως παράμερα,

εντούτοις, όπως γνωρίζετε, Δέσποτα, δεν απέχουμε πολύ από

το κέντρο. Διαρκώς τους επισκέπτονταν συμμαθητές τους. Τα

πάρτυ στον κήπο ήταν πάντα εύθυμα. Ακόμα και ο πεθερός

μου, ο παππούς μας που τα παιδιά τον λατρεύουν, χαιρόταν

τη ζωηρή κίνηση. Και ξάφνου τα παιδιά άλλαξαν και τα δυο

συμπεριφορά. Πρώτα ο Μάρτιν και ύστερα η Μόνικα που για

να μην πάει πίσω, θεώρησε σκόπιμο να υπερκεράσει τον αδελ

φό της. Ξαφνικά ο γιος μας ξύρισε όλο του το κεφάλι αφήνο

ντας μόνο μια φούντα πάνω από το μέτωπο. Και η κόρη μας

έβαψε τα ωραία ξανθά μαλλιά της τα μισά μωβ και τα άλλα

μισά καταπράσινα. Έ ω ς εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε τα

στραβά μάτια —αυτό κάναμε άλλωστε- αλλά όταν εμφανίστη

καν και ot δυο με αυτή τη φριχτή, την απαίσια περιβολή, πά

θαμε σοκ - εγώ περισσότερο από τον άντρα μου. Ο Μάρτιν,

που μέχρι τότε μάλλον ήταν αρκετά σνομπ, ξαφνικά φορούσε

τζην με τρύπες και μια σκουριασμένη αλυσίδα για ζώνη. Κατά

294 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τη γνώμη του με το τζην πήγαινε ένα μαύρο ξεθωριασμένο σα

κάκι που στο στήθος έκλεινε με ένα τερατώδες λουκέτο. Και η

Μόνι μας εμφανίστηκε με τριμμένη δερμάτινη περιβολή και

αρβυλάκια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά και από τα δύο

δωμάτια αντηχούσε μουσική, αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει

μουσική αυτό τον επιθετικό θόρυβο. Μόλις γύριζαν από το

σχολείο, άρχιζε το πανδαιμόνιο. Χωρίς σεβασμό απέναντι

στον παππού τους ο οποίος, αφότου βγήκε στη σύνταξη, ήθελε

απόλυτη ησυχία, έτσι τουλάχιστον νομίζαμε ανύποπτοι...

Ναι, Δέσποτα μου/Ετσι ή κάπως έτσι λέγεται αυτό το βά

σανο για τα αφτιά, Sex Pistols. Φαίνεστε ενημερωμένος. Μα,

βέβαια, όλα τα δοκιμάσαμε. Προσπαθήσαμε να τους πείσουμε

με το καλό, αλλά και με κάποια αυστηρότητα. Ο άντρας μου,

που είναι η υπομονή προσωποποιημένη, δοκίμασε να τα συνε

τίσει ακόμ,η και κόβοντας τους το χαρτζιλίκι. Του κάκου. Τα

παιδιά συνέχεια έξω από το σπίτι και με κακές παρέες. Οι συμ

μαθητές τους, όλοι καλών οικογενειών, φυσικά έπαψαν να έρ

χονται. Ήταν μία κόλαση, γιατί έφερναν αυτούς τους τύπους

τους πανκ στο σπίτι. Πουθενά δεν ήσουν ασφαλής πια από

δαύτους. Κάθονταν πάνω στα χαλιά. Θρονιάζονταν προκλητι

κά στο καπνιστήριο, ακόμη και στις δερμάτινες πολυθρόνες.

Αυτή ήταν η κατάσταση, Δέσποτα. Και συνεχώς ot γνωστές

φλυαρίες περί no-future, ώσπου, πώς να το πω, ο παππούς

μας τρελάθηκε. Από τη μια μέρα στην άλλη. Ο άντρας μου κι

εγώ τα χάσαμε. Γιατί ο πεθερός μου...

Εσείς τον ξέρετε, Δέσποτα. Κύριος, λεπτός και περιποιημέ

νος —η προσωποποίηση της διακριτικότητας— με τη γοητεία

του παλιού καιρού και το χαμηλότονο, ποτέ προσβλητικό

πνεύμα ο οποίος, αφότου αποχώρησε από όλες τις τραπεζικές

επιχειρήσεις, ζούσε μόνο με τον έρωτα του για την κλασική

μουσική, δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από τα διαμερίσματα

του, μόνο πού και πού στη βεράντα του κήπου, και καθόταν

εκεί χαμένος στις σκέψεις του λες και είχε αφήσει τον τραπεζίτη

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 295

με την υψηλή θέση -το ξέρετε, Δέσποτα μου, ότι ανήκε στα

ηγετικά στελέχη της Γερμανικής Τραπέζης- εντελώς πίσω

του, αυτός που ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό του ή για τη

μακρόχρονη δραστηριότητα του - η διακριτικότητα προσω-

ποιημένη με κοστούμι ψαροκόκκαλο-, γιατί όταν κάποτε,

ήμουν φρεσκοπαντρεμένη τότε, τον ρώτησα για την επαγγελ

ματική του δραστηριότητα τον φοβερό καιρό του πολέμου, μου

απάντησε με τον χαρακτηριστικό, ελαφρώς ειρωνικό του τρό

πο: «Αυτό θα παραμείνει τραπεζικό απόρρητο», και ο ίδιος ο

Έρβιν ο οποίος επίσης είναι τραπεζίτης, γνωρίζει ελάχιστα για

τους σταθμούς των παιδικών του χρόνων, και ακόμη λιγότερα

για την ε π α γ γ ε λ μ α τ ι κ ή σταδιοδρομία του πατέρα του, ο

οποίος, όπως προανέφερα, Δέσποτα μου, από τη μια μέρα

στην άλλη έγινε άλλος άνθρωπος.

Φανταστείτε την έκπληξη μας, τι λέω, το σοκ που πάθαμε,

βλέποντας τον στο πρόγευμα με αυτό το look. Ξύρισε όλα τα

ωραία του γκρίζα μαλλιά, ακόμα πυκνά παρά την ηλικία του,

όλα εκτός από μία όρθια λωρίδα, και έβαψε το άθλιο αυτό

απομεινάρι κόκκινο της φωτιάς. Και φανταστείτε αυτή την

κόμμωση μαζί με ένα ριχτό πουκάμισο που έφτιαξε προφανώς

μονάχος του κρυφά από μαύρα και άσπρα κουρέλια, πάνω από

το ριγωτό πανταλόνι του φράκου που φορούσε παλαιότερα

στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου/Εμοιαζε με κα

τάδικο. Και. όλα, τις λωρίδες του υφάσματος, ακόμα και τα

ανοίγματα στις* τσέπες, τα είχε πιασμένα με παραμάνες. Επί

σης είχε περάσει —μη με ρωτάτε πώς— δύο τεράστιες παραμά

νες στα αφτιά τριΐ. Και όλα αυτά τα συμπληρώνει ένα ζευγάρι

χειροπέδες ποί>, Κύριος οίδε, πού τις βρήκε, τις οποίες όμως

φορεί μόνο όταν βγαίνει.

Ε, ναι, Δέσποτα μου, κανένας μας δεν μπορούσε να τον συ

γκρατήσει. Ήταν διαρκώς έξω, έγινε ρεζίλι, όπως μας πληρο

φόρησαν, όχι μόνο εδώ στο Ρατ, αλλά και στο κέντρο της πό

λης, μέχρι και στη λεωφόρο Βασιλέως. Δεν άργησε να μαζέψει

296 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

γύρω του μια ολόκληρη ορδή πανκ με την οποία τρομοκρατού

σε όλη την περιοχή, μέχρι πάνω, το Γκέρεσχάιμ. Όχι, Δέσπο

τα, ακόμα και όταν τον επέπληττε ο'Ερβιν, έλεγε: «Ο κύριος

Αμπς αναχωρεί. Ο κύριος Αμπς πρέπει να αναλάβει την Τρά

πεζα της Βοημικής Ένωσης και την Τράπεζα Πίστεως Βιέν

νης. Εκτός τούτου ο κύριος Αμπς σύντομα πρέπει να προβεί

στην αριοποίηση σημαντικών εβραϊκών επιχειρηματικών οίκων

στο Παρίσι και το Άμστερνταμ. Στον κύριο Αμπς ζήτησαν να

κινηθεί διακριτικά όπως και στην περίπτωση της Τράπεζας

Μέντελσον. Ο κύριος Αμπς είναι γνωστός για τη διακριτικότη

τα του και δεν επιθυμεί άλλες ερωτήσεις...»

Αυτά και άλλα πολλά ακούγαμε, μέρα μπαίνει μέρα βγαί

νει, Δέσποτα μου. Αυτό ακριβώς: ο παππούς μας ταυτίστηκε

εντελώς με τον πρώην προϊστάμενο του, με τον οποίο λέει πως

συνδεόταν πολύ στενά, όχι μόνο κατά την περίοδο της ανοικο

δόμησης των μεταπολεμικών χρόνων, αλλά και την εποχή του

πολέμου, ναι, αυτόν εννοώ, τον Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς, που

στην εποχή του ήταν σύμβουλος του Καγκελάριου μας σε θέ

ματα χρηματοοικονομικά. Είτε πρόκειται για αυτά τα ενοχλη

τικά ζητήματα των αποζημιώσεων που αφορούν την 1G Fat-b

en, είτε περαιτέρω αξιώσεις του Ισραήλ, πάντα νομίζει ότι πρέ

πει να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις εκ μέρους του κυρίου

Αντενάουερ. Τότε λέει: «Ο κύριος Αμπς απορρίπτει όλες τις

αξιώσεις. Ο κύριος Αμπς θα μεριμνήσει ώστε να παραμείνουμε

φερέγγυοι...» Γι' αυτό και μόλις έβγαινε από τη βίλα μας οι

απαίσιοι πανκς τον φώναζαν «Μπαμπά Αμπς!» Και εμάς μας

διαβεβαίωνε χαμογελώντας: «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί

τε. Ο κύριος Αμπς θα κάνει απλώς ένα υπηρεσιακό ταξίδι».

Τα παιδιά; Ε, δεν θα το πιστέψετε. Δέσποτα. Από τη μια

μέρα στην άλλη θεραπεύτηκαν, τόσο πολύ τα σοκάρισε ο παπ

πούς τους. Η Μόνικα πέταξε τη δερμάτινη περιβολή της και

τις απαίσιες εκείνες μπότες με τα σπιρούνια στον σκουπιδοτε

νεκέ. Ετοιμάζεται τώρα για τις απολυτήριες εξετάσεις της. Ο

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 297

Μάρτιν ανακάλυψε ξανά τις μεταξωτές γραβάτες του. Ό π ω ς

άκουσα από τον Έρβιν, θέλει να πάει κολέγιο στο Λονδίνο.

Κατά βάση, αν παραβλέψουμε τις τραγικές συνέπειες, θα έπρε

πε να ευχαριστούμε τον παππού που έβαλε μυαλό στα εγγόνια

του.

Μα βέβαια, Δέσποτα/Ηταν εξαιρετικά δύσκολο να πάρουμε

αυτή την απόφαση που, ξέρω, μπορεί να φανεί σκληρή. Επί

ώρες αναζητούσαμε μαζί με τα παιδιά μια λύση. Ναι, τον

έχουμε τώρα στο Γκράμπενμπεργκ. Όπως το λέτε, Δέσποτα,

είναι ίδρυμα με καλή φήμη. Τον επισκεπτόμαστε τακτικά. Βε

βαίως και τα παιδιά. Δεν του λείπει τίποτε. Μόνο που δυστυ

χώς εξακολουθεί να φέρεται σαν «κύριος Αμπς», αλλά όπως

μας διαβεβαίωσε ένας από τους νοσοκόμους, κάνει θαυμάσια

παρέα με τις άλλες περιπτώσεις του γηροκομείου. Μάλιστα,

μας είπαν ότι προσφατατα ο παππούς μας έγινε φίλος με μια

περίπτωση που του ταιριάζει γιατί πιστεύει πως είναι ο «κύ

ριος Αντενάουερ». Τους επιτρέπουν να χαίρονται μαζί το

γκολφ.

1979

ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΙΑ ΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ. Με έχεις ζαλίσει με τον μεγάλο

έρωτα. Εσύ είσαι, φυσικά, ο μεγάλος μου έρωτας, ο Κλάους-

Στέφαν μου που μου τη σπάει λιγάκι, ενώ εγώ για σένα...

Εντάξει, για να πάψεις πια να μου τριβελίζεις το μυαλό. Υπο

θέτω ότι με έρωτα εννοείς κάτι σαν φτερούγισμα της καρδιάς,

_ιδρωμένα χέρια, παραμιλητό στα όρια του παραληρήματος.

Ναι, κάποτε, τη δάγκωσα τη λαμαρίνα, συγκεκριμένα στα δε

κατρία μου. Τότε ερωτεύτηκα παράφορα, δεν θα το πιστέψεις,

έναν πραγματικό πιλότο αερόστατου, έλειωνα από έρωτα. Για

να είμαι ακριβής ήμουν ερωτευμένη με τον γιο του πιλότου του

αερόστατου, και για να είμαι ακόμα πιο ακριβής, με τον μεγα

λύτερο γιο ενός από τους δύο πιλότους, γιατί ήταν δύο οι

άντρες που πέταξαν με ένα αερόστατο μαζί με τις οικογένειες

τους —να δεις πότε ήταν... α, ναι: πριν από δώδεκα χρόνια,

μέσα Σεπτεμβρίου— από τη Θουριγγία στη Φραγκονία. Όχι,

βρε παιδί μου, δεν ήταν ταξίδι αναψυχής! Ή δεν καταλαβαίνεις

ή δεν θες να καταλάβεις. Πέρασαν τα σύνορα. Πέρασαν παρά

τολμα πάνω από αγκαθωτό σύρμα, νάρκες εδάφους, εγκατα

στάσεις αυτόματης βολής, ζώνη θανάτου και ήρθαν κατευθείαν

σε μας. Όπως ίσως θυμάσαι, κατάγομαι από τη Νάιλα, μια

μικρή πόλη της Φραγκονίας. Και σε απόσταση ούτε πενήντα

χιλιομέτρων είναι το Πέσνεκ, που τότε ήταν στην άλλη Γερμα

νία, και από κει το έσκασαν οι δύο οικογένειες. Μα σου είπα,

με αερόστατο, και μάλιστα με αερόστατο που το είχαν ράψει οι

ίδιοι. Οπότε η Νάιλα έγινε διάσημη, την έγραψαν όλες οι εφη-

0 ΑΙΩΝΑΣ MOT 299

μερίδες, ακόμα και στην τηλεόραση την έδειξαν, γιατί οι πιλό

τοι προσγειώθηκαν όχι ακριβώς έξω από την πόρτα μας αλλά

στην άκρη της πόλης, σε ένα ξέφωτο του δάσους: τέσσερις ενή

λικοι, τέσσερα παιδιά. Και ένα από αυτά τα παιδιά ήταν ο

Φρανκ, μόλις είχε πατήσει τα δεκαπέντε το παιδί που ερωτεύ

τηκα, και μάλιστα κεραυνοβόλα όταν εμείς τα άλλα παιδιά

στεκόμαστε πίσω από το σκοινί με το οποίο είχαν αποκλείσει

την περιοχή και χαζεύαμε τις δύο οικογένειες που μπήκαν

άλλη μια φορά στη λέμβο για να χαιρετήσουν κουνώντας το

χέρι, κατόπιν επιθυμίας της τηλεόρασης. Μόνο ο Φρανκ μου

όχι. Αυτός ήταν ανέκφραστος. Ντρεπόταν/Ηθελε να βγει από

τη λέμβο αλλά δεν τον άφησαν. Του την είχε δώσει όλο αυτό

το θέατρο. Εννοώ τα καμώματα των MME. Ε γ ώ ήμουν κιόλας

τσιμπημένη. Ήθελα να τρέξω στον Φρανκ ή να το βάλω στα

πόδια. Ακριβώς, ήταν εντελώς διαφορετικά από ό,τι με μας

τους δυο όπου όλα εξελίχτηκαν σταδιακά και όπου σχεδόν τί

ποτε δεν ήταν αυθόρμητο. Με τον Φρανκ ήταν έρωτας με την

πρώτη ματιά. Αν μίλησα λέει μαζί του! Δεν είχε προλάβει

καλά καλά να βγει από τη λέμβο και του έπιασα κουβέντα.

Εκείνος ίσα που μιλούσε. Είχε αναστολές. Ήταν πολύ γλυκού

λης. Αλλά εγώ δεν τον άφηνα σε ησυχία, ήθελα να τα μάθω

όλα. Έμαθα πως οι δύο οικογένειες είχαν ξαναπροσπαθήσει να

το σκάσουν, αλλά επειδή είχε ομίχλη, το αερόστατο βράχηκε

και προσγειώθηκε απέναντι σχεδόν δίπλα στα σύνορα και δεν

είχαν ιδέα πού βρίσκονταν. Είχαν τύχη βουνό που δεν τους

έπιασαν. Και έπειτα ο Φρανκ μου διηγήθηκε ότι οι δύο οικογέ

νειες δεν το έβαλαν κάτω, ότι αγόρασαν άλλη μια φορά άπειρα

μέτρα ύφασμα για αδιάβροχα παντού στην πρώην ΛΔΓ, πράγ

μα που σίγουρα δεν ήταν απλό. Τις νύχτες οι γυναίκες και οι

άντρες έραβαν κομμάτι κομμάτι με δυο ραπτομηχανές το νέο

αερόστατο, γι ' αυτό μετά την απόδραση τους η Σίνγκερ ήθελε

να τους κάνει δώρο δυο ολοκαίνουργιες ηλεκτρικές ραπτομη

χανές, γιατί υπέθεταν ότι είχαν ράψει το αερόστατο με δύο πα-

*]

300 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

λιές ποδοκίνητες Σίνγκερ... αλλά δεν ήταν έτσι...Ήταν ραπτο

μηχανές ανατολικής κατασκευής, και μάλιστα ηλεκτρικές...

Έτσι λοιπόν δεν υπήρξαν σούπερ δώρα... Σαφώς, δεν είχαν τι

να διαφημίσουν... Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά μου τα διη

γήθηκε αποσπασματικά ο Φρανκ μου στα κρυφά μας ραντε-

βουδάκια στο ξέφωτο όπου είχε προσγειωθεί το αερόστατο.

Ήταν ντροπαλός και εντελώς αλλιώτικος από τα αγόρια εδώ

στη Δύση. Αν φιληθήκαμε; Στην αρχή όχι, αλλά αργότερα ναι.

Αλλά είχα προβλήματα με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου

ήταν της γνώμης, και δεν είχε εντελώς άδικο, πως οι πιλότοι

του αερόστατου είχαν ενεργήσει ανεύθυνα θέτοντας σε κίνδυνο

τις οικογένειες τους. Φυσικά εγώ δεν το παραδεχόμουν. Είπα

στον πατέρα μου, και σίγουρα δεν είχα άδικο: Ζηλεύεις επειδή

αυτοί οι άντρες τόλμησαν κάτι, ενώ εσύ σίγουρα δεν θα το τολ

μούσες ποτέ γιατί είσαι φοβητσιάρης... Δεν είμαστε καλά, ο

πολυαγαπημένος μου Κλάους-Στέφαν παίζει τον ζηλιάρη και

είναι έτοιμος να μου κάνει σκηνή, ίσως θέλει πάλι να το διαλύ

σουμε. Εντάξει, λοιπόν. Είπα ψέματα/Ηταν όλα αποκυήματα

της φαντασίας μου. Παραήμουν συνεσταλμένη στα δεκατρία

μου για να πιάσω κουβέντα με το αγόρι. Μα δεν χόρταινα να

τον κοιτάζω. Το ίδιο και αργότερα, όταν τον έβλεπα στο δρό

μο. Πήγαινε σχολείο πολύ κοντά στο σπίτι μας, στο γυμνάσιο

της Νάιλα. Είναι στην οδό Άλβιν Κλέβερ όχι μακριά από το

ξέφωτο όπου προσγειώθηκαν όλοι με το αερόστατο. Αργότερα

μετακομίσαμε. Ναι, πήγαμε στο Ερλάνγκεν, όπου ο πατέρας

μου έπιασε δουλειά στο τμήμα διαφήμισης της Siemens. Αλλά

τον Φρανκ... Όχι, δεν ήμουν απλώς λιγάκι τσιμπημένη μαζί

του, τον αγαπούσα παράφορα, είτε σ' αρέσει είτε όχι. Και μπο

ρεί να μην έγινε το παραμικρό μεταξύ μας, όμως εγώ ακόμα

τον αγαπώ, και ας μην έχει ο Φρανκ την παραμικρή ιδέα γι '

αυτό.

1980

«ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ από τη Βόννη», μου είπε η γυναί

κα του* στο τηλέφωνο. Δεν φαντάζεστε, κύριε Υφυπουργέ,

πόσο αφελείς είναι αυτοί οι άνθρωποι, και ταυτόχρονα πόσο

εγκάρδιοι: «Γιατί δεν έρχεστε μια φορά να δείτε και μόνος σας

τι γίνεται εδώ σε μας απ' το πρωί μέχρι το βράδυ, κ.λπ...»

Έτσι, λοιπόν, ως προϊστάμενος διευθυντής της αρμόδιας υπη

ρεσίας θεώρησα καθήκον μου να ελέγξω την κατάσταση, έστω

και μόνο για να αναφέρω σ' εσάς, εάν παρίστατο ανάγκη:

όντως, από το υπουργείο Εξωτερικών ήταν μόνο δυο βήματα.

Μα όχι. Τα κεντρικά, ή ό,τι θεωρούν ως κεντρικά, βρίσκο

νται σε ένα κοινότατο σπίτι σε έναν εξίσου κοινότατο δρόμο.

Και από εκεί επιμένουν να επεμβαίνουν αποφασιστικά στα διε

θνή δρώμενα, να μας πιέζουν ενδεχομένως να ενεργήσουμε.

Και πράγματι, η γυναίκα του με διαβεβαίωσε ότι αυτή «διευ

θετεί όλα τα οργανωτικά», παρά το νοικοκυριό και τα τρία μι

κρά παιδιά. Τα καταφέρνει άνετα, μου είπε, και ταυτόχρονα

διατηρεί επαφή με το σκάφος που προανέφερα στη Νότια Θά

λασσα της Κίνας και παρεμπιπτόντως διαχειρίζεται τις εισφο

ρές που ρέουν πάντα πλουσιοπάροχα. Μόνο μ' εμάς, είπε, «με

τη γραφειοκρατία», υπάρχουν δυσκολίες. Κατά τα άλλα επα

φίεται στο προεκλογικό σύνθημα του άντρα της: «Να είστε

* Η Christel Ncudeck, σύζυγος του Rupert Neutleck, ιδρυτή (1979) της γερ

μανικής επιτροπής «Kin Schiff fur Vietnam» |Ένα πλοίο για το Βιετνάμ]. Μετά

το τέλος του πολέμου έφυγαν από το Βιετνάμ πάνω από δυο εκατομμύρια άτομα

με αποκορύφωμα την περίοδο 1979/80.

Ψ1

302 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ρεαλιστές, να τολμάτε το αδύνατο!» που το άρπαξε το αφτί

του στο Παρίσι πριν από χρόνια, το '68, τότε που οι φοιτητές

ήταν ακόμη ριψοκίνδυνοι, κ.λπ. Με συμβουλεύει, είπε, να ακο

λουθήσω και εγώ, δηλαδή το υπουργείο Εξωτερικών, αυτό το

σύνθημα, γιατί χωρίς πολιτική τόλμη θα πνίγονταν όλο και

περισσότεροι boat people ή θα λιμοκτονούσαν σε κείνο το Νησί

των Ποντικών, το Πουλάου Βιντόνγκ. Εν πάση περιπτώσει

στο πλοίο για το Βιετνάμ, που ο άντρας της χάρη στις πολυά

ριθμες εισφορές μπόρεσε να μισθώσει για τέσσερις ακόμη μήνες,

έπρεπε να δοθεί επιτέλους άδεια να υποδεχτεί χωρίς χρονοτρι

βή πρόσφυγες που είχαν περισυλλέγει από άλλα πλοία, για

παράδειγμα τους ταλαίπωρους που ψάρεψε το φορτηγό της

δανικής εταιρείας Maersk. Αυτό αξίωνε, είπε. Και αυτό υπα

γόρευε ο ανθρωπισμός, κ.λπ., κ.λπ.

Ασφαλώς και επέστησα την προσοχή της καλής γυναίκας.

Επανειλημμένα και σύμφωνα με τις οδηγίες που είχα, είναι

αυτονόητο, κύριε Υφυπουργέ. Οι μόνες κατευθυντήριες αρχές

στις οποίες μπορούμε να στηριχτούμε σε αυτή την επισφαλή

κατάσταση είναι όσα ορίζει η διεθνής συνθήκη Ναυτικού Δι

καίου του 1910. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα οριζόμενα στη συν

θήκη, όπως τη διαβεβαίωσα πολλές φορές, όλοι οι καπετάνιοι

υποχρεούνται να δέχονται στο πλοίο τους ναυαγούς, μόνο εφό

σον τους περισυλλέγουν οι ίδιοι απευθείας από τη θάλασσα και

όχι από άλλα εμπορικά πλοία, όπως συνέβη στην περίπτωση

του Maersk Mango που πλέει υπό τη σημαία ευκαιρίας της Σι

γκαπούρης, που περισυνέλεξε πάνω από είκοσι ναυαγούς από

τους οποίους θέλει τώρα να απαλλαγεί. Και μάλιστα το ταχύ

τερο δυνατό. Σύμφωνα με το σήμα που έστειλε, έχει φορτώσει

ευαίσθητα τροπικά φρούτα, δεν μπορούσε να παρεκκλίνει της

πορείας του, και λοιπά. Παρ' όλα αυτά δεν παρέλειψα να τη

διαβεβαιώσω επίσημα, και όχι μόνο μία φορά, ότι η παραλαβή

των boat people που είχαν περισυλλέγει από το πλοίο Cap

Anamitr θα σήμαινε παραβίαση του διεθνούς ναυτικού δικαίου.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ }()}

Μου γέλασε καταμουτρα, ενώ στεκόταν στην κουζίνα και

ψιλόκοβε καρότα μέσα στην κατσαρόλα. Αυτή η ρύθμιση, είπε,

είναι από τον καιρό του Τιτανικού. Οι σημερινές καταστροφές

είναι άλλης κλίμακας. Μιλάμε ήδη για τριακόσιες χιλιάδες φυ

γάδες που πνίγηκαν ή πέθαναν από τη δίψα. Δεν είναι δυνατόν

να είμαστε ευχαριστημένοι επειδή το Cap Ananiur γλύτωσε μέ

χρι τώρα μερικές εκατοντάδες. Όταν της επέστησα την προσο

χ ή στο ότι οι αριθμοί είχαν υπολογιστεί χονδρικά, επομένως η

αξία τους ήταν σχετική, και προέβαλα και άλλες αντιρρήσεις,

μου τα έψαλε: «Δεν με νοιάζει καθόλου αν ανάμεσα στους πρό

σφυγες υπάρχουν και μαυραγορίτες, νταβατζήδες, ίσως ακόμα

και εγκληματίες και συνεργάτες των Αμερικανών», εκείνη εν

διαφερόταν για τους ανθρώπους που πνίγονταν καθημερινά,

ενω το υπουργείο Εξωτερικών, και γενικά όλοι οι πολιτικοί

γαντζώνονταν από κατευθυντήριες αρχές από τον καιρό του

πάππου της. Μόλις πριν από ένα χρόνο, όταν άρχισε η τραγω

δία υπήρξαν κάμποσα αφεντικά χωρών της Γερμανίας* που

υποδέχτηκαν στο Αννόβερο και το Μόναχο, για την τηλεόρα

ση, μια δυο εκατοντάδες «θύματα της κομμουνιστικής τρομο

κρατίας», όπως είπαν, και τώρα ξαφνικά μιλούσαν πλέον μόνο

για οικονομικούς πρόσφυγες και για αναίσχυντη εκμετάλλευση

της νομοθεσίας περί παροχής ασύλου...

Ήταν αδύνατο, κύριε Υφυπουργέ, να καθησυχάσω την καλή

γυναίκα. Δηλαδή όχι πως ήταν ιδιαίτερα εκνευρισμένη, θα έλε

γα πως ήταν μάλλον χαλαρή και εύθυμη, συνεχώς απασχολη

μένη με κάτι, είτε στην κουζίνα με το φαΐ —αρνάκι με λαχανικά

στην κατσαρόλα, όπως μου είπε- είτε κρεμόταν απ' το τηλέ

φωνο. Εκτός τούτου είχε διαρκώς επισκέπτες, ανάμεσα τους

γιατρούς που της πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Ατέλειωτες

συζητήσεις για λίστες αναμονής, για καταλληλότητα σε τροπι

κά κλίματα, για εμβόλια και τα λοιπά. Δεν υπήρχε ούτε μια

* Εννοεί πρωθυπουργούς ομόσπονδων κρατών της Γερμανίας

304 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

άδεια καρέκλα. Κάμποσες φορές με παρακάλεσε να ανακατέψω

το φαΐ με μια ξύλινη κουτάλα, ενώ εκείνη τηλεφωνούσε στο κα

θιστικό δίπλα στην κουζίνα. Όταν επιτέλους κάθισα πάνω σε

ένα καλάθι για τα άπλυτα, συνέθλιψα ένα λαστιχένιο παπάκι,

παιχνίδι των παιδιών, που έσκουξε απαίσια προξενώντας

στους πάντες γέλια. Όχι, το εννοώ δίχως ίχνος ειρωνείας ή

εμπαιγμού: σ' αυτούς τους ανθρώπους, κύριε Υφυπουργέ, αρέ

σει το χάος. Τους κάνει δημιουργικούς, άκουσα να λένε. Σε

αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ιδεαλιστές που δεν

ενδιαφέρονται ποσώς για υφιστάμενες διατάξεις, κατευθυντή

ριες αρχές κ.λπ. Αντίθετα, είναι ακλόνητα πεπεισμένοι, όπως

και η καλή αυτή γυναίκα στο απλό, κοινό σπιτικό της, ότι

μπορούν να θέσουν σε κίνηση την υφήλιο. Κατά βάθος τους

βρήκα αξιοθαύμαστους, μολονότι δεν ήταν δυνατόν να μου

αρέσει υπό την ιδιότητα μου ως υπαλλήλου του υπουργείου

Εξωτερικών να κάθομαι εκεί σαν τέρας και να λέω συνεχώς

όχι. Ασφαλώς τίποτε δεν είναι πιο δυσάρεστο από το αναγκά

ζεσαι να αρνείσαι τη βοήθεια σου.

Συγκινήθηκα αλλά και ένιωσα ντροπή, όταν καθώς έφευγα

ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι, μου χάρισε το λαστιχένιο

παπάκι που σκούζει. Κολυμπάει, άκουσα να μου λέει.

1981

ΠΙΣΤΕΨΕ ΜΕ, ΡΟΖΙ, ΝΤΡΑΠΗΚΑ που έκανα αυτό το ταξίδι. Μέ

χρι τότε δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου τόσο πολλούς μεγαλό

σταυρους, μόνο έναν κι αυτόν σε φωτογραφίες κρεμασμένο στο

λαιμό του θείου μου Κόνραντ. Εκεί όμως κρέμονταν πλήθος,

ακόμα και με φύλλα δρυός, όπως μου εξήγησε αρκετά μεγαλό

φωνα -καθότι βαρύκοη- η γιαγιά μου που στο νεκροταφείο

στεκόταν πλάι μου και η οποία μου είχε τηλεγραφήσει: «Πάρε

αμέσως τρένο για Αμβούργο. Μετά τραμ μέχρι τέρμα Αουμύ-

λε. Εκεί Αρχιναύαρχος* συνοδευτεί τελευταία κατοικία...»

Σαφώς έπρεπε να πάω. Δεν ξέρεις τη γιαγιά μου. Όταν λέει

«αμέσως», σημαίνει «αμέσως». Ακόμη και εγώ που δεν τους

ακούω σε τίποτε και ο οποίος, όπως ξέρεις, ανήκω στους κατα

ληψίες του Κρόιτσμπεργκ, όπου καθημερινά είμαστε στην τσί

τα μήπως ο Λούμμερ* μας στείλει τους μπάτσους του: Ειδικό

Σώμα Εκκένωσης Κτηρίου επί της Οδού Χερμς-Ντορφ. Ντρά-

* Karl Donitz (1891 -1980): στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κυβερνή

της υποβρυχίου, από το 1936 διοικητής του στόλου υποβρυχίων, από το 1943

Αρχιναύαρχος και αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού, στενός συνεργάτης του

Χίτλερ. Ο Χίτλερ τον διόρισε με τη διαθήκη του διάδοχο του' στις 2.5.1945 σχη

μάτισε «προσωρινή κυβέρνηση». Τέλη Μαΐου συνελήφθη από τους Άγγλους και

το 1946 καταδικάστηκε από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέρ

γης σε δέκα χρόνια φυλάκιση.

** I Icinrich I.ummer: χριστιανοδημοκράτης πολιτικός, εκείνη την εποχή

υπουργός Εσωτερικών του Βερολίνου, γνωστός για τη σκληρότητα του απέναντι

στους καταληψίες άδειων κτηρίων στο Βερολίνο.

306 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

πηκα να δείξω το τηλεγράφημα στο κοινόβιο μας. Το τι βρισί

δι έφαγε ο Αρχιναύαρχος δεν λέγεται. Τέλος πάντων. Στεκό

μουν, λοιπόν, πλάι στη γιαγιά μου και ανάμεσα σε όλους τους

παππούδες που είχαν παρκάρει τις μερτσέντες τους έξω από το

νεκροταφείο και οι οποίοι, σχεδόν κάθε δεύτερος με τον μεγα

λόσταυρο κάτω από το πιγούνι αλλά κατά τα άλλα με πολιτι

κά, στέκονταν «τιμητική φρουρά», όπως είπε η γιαγιά μου,

δηλαδή παραταγμένοι δεξιά και αριστερά στην αλέα από το

παρεκκλήσι μέχρι τον τάφο. Ε γ ώ κρύωνα. Αλλά οι παππούδες

ήταν σχεδόν όλοι χωρίς παλτό παρά το χιόνι και έναν ήλιο με

δόντια. Είχαν όμως ναυτικά πηλήκια στο κεφάλι.

Ανήκαν όλοι σε πληρώματα υποβρυχίων, όπως τα γερόντια

που μετέφεραν αργά το φέρετρο που είχε μέσα τον Αρχιναύαρ-

χο και από πάνω τη μαυρο-κοκκινό-χρυση σημαία, όπως και

οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του πατέρα μου (ο πατέρας μου

είχε κάνει μόνο στην Εθνική Πολιτοφυλακή) που είχαν υπηρε

τήσει επίσης σε υποβρύχιο. Ο ένας χάθηκε στον Βόρειο Παγω

μένο Ωκεανό, ο άλλος κάπου στον Ατλαντικό, ή, όπως λέει

πάντα η γιαγιά μου, «βρήκε τον παγωμένο τάφο του ναύτη».

Ο ένας ήταν κάτι σαν πλοίαρχος, ο άλλος, ο θείος μου ο Καρλ,

απλώς υποκελευστής.

Δεν θα το πιστέψεις, Ρόζι, συνολικά πνίγηκαν κάπου τριά

ντα χιλιάδες σε πεντακόσια περίπου σκάφη. Όλοι κατ' εντολήν

αυτού του Αρχιναύαρχου που στην πραγματικότητα ήταν

εγκληματίας πολέμου/Ετσι λέει ο πατέρας μου. Και ότι οι πε

ρισσότεροι, όπως τα αδέλφια του, επιβιβάστηκαν εθελοντικά

«σ' αυτά τα πλωτά φέρετρα». Ο πατέρας μου νιώθει πολύ

αμήχανα και δυσάρεστα, όπως κι εγώ, όταν η γιαγιά μου

γύρω στα Χριστούγεννα επιδίδεται πάντα στη λατρεία «ηρωι

κών της γιων», γι ' αυτό κι ο πατέρας μου έχει διαρκώς τσα

κωμούς μαζί της. Μόνο εγώ την επισκέπτομαι πού και πού

στο Έκενφέρντε όπου έχει το σπιτάκι της και όπου ανέκαθεν,

και μεταπολεμικά, θαυμάζει τον Αρχιναύαρχο. Κατά τα άλλα

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 307

όμως είναι μια χαρά. Και συνεννοούμαι καλύτερα μαζί της

από ό,τι με τον πατέρα μου που δεν του πάει φυσικά καθόλου

«όλη αυτή η ιστορία με τις καταλήψεις». Γι ' αυτό η γιαγιά

μου έστειλε τηλεγράφημα μόνο σε μένα, όχι στον πατέρα μου.

Ναι, στην οδό Χερμς-Ντορφ 4, όπου εδώ και μήνες έχουμε

φτιάξει ένα πραγματικά ζεστό σπιτικό με τη βοήθεια συμπα

θούντων, γιατρών, αριστερών εκπαιδευτικών, δικηγόρων και

λοιπά. Ο Χέρμπι και ο Ρόμπι, που όπως σου έγραψα είναι οι

καλύτεροι μου φίλοι, δεν ενθουσιάστηκαν βέβαια καθόλου όταν

τους έδειξα το τηλεγράφημα: «Έχεις σαλτάρει!» είπε ο Χέρμπι

καθώς μάζευα τα πράγματα μου. «Ένας γερο-ναζί λιγότερος!»

Αλλά εγώ του είπα: «Δεν ξέρετε τη γιαγιά μου. Όταν λέει

"έλα αμέσως", δεν τη γλυτώνεις με τίποτε».

Και, πίστεψε με, Ρόζι, κατά βάθος χαίρομαι που είδα όλο

αυτό το θέατρο στο νεκροταφείο. Ήταν παρόντες σχεδόν όλοι

όσοι απέμειναν από τον πόλεμο των υποβρυχίων/Ηταν παρά

ξενο και λιγάκι μακάβριο και αρκετά δυσάρεστο όταν έπειτα

τραγούδησαν όλοι στον τάφο, οι περισσότεροι λες και κατα

δίωκαν ακόμα τον εχθρό, λες και έψαχναν στον ορίζοντα κα

πνό πλοίου. Και η γιαγιά μου τραγούδησε, με πολύ δυνατή

φωνή, φυσικά. Στην αρχή Υπεράνω όλων στον κόσμο και μετά

Είχα ένα σύντροφο. Ήταν πραγματικά ανατριχιαστικό. Και

από πάνω παρέλασαν εν παρατάξει και μια χούφτα από αυτά

τα ακροδεξιά εκτρώματα με τα τύμπανα και τις κάλτσες μέχρι

το γόνατο και ας έκανε ψοφόκρυο, και στους επικήδειους μιλή

σανε για ό,τι μπορείς να φανταστείς, μα ιδιαίτερα για πίστη.

Αλλά το φέρετρο ήταν απογοητευτικό. Εντελώς συνηθισμένο.

Δεν θα μπορούσαν, αναρωτήθηκα, να φτιάξουν κάτι σαν μίνι

υποβρύχιο, από ξύλο φυσικά, και να το μπογιατίσουν γκρίζο

σαν τα πολεμικά σκάφη; Και δεν θα μπορούσαν να ενταφιά

σουν άνετα σ' αυτό τον αρχιναύαρχο;

Όταν μετά φύγαμε, και οι κύριοι μεγαλοσταυρίτες αναχώ

ρησαν σφαιράτοι με τις μερτσέντες τους, είπα στη γιαγιά μου

1 308 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

που με είχε καλέσει στον κεντρικό σταθμό του Αμβούργου για

πίτσα και μου είχε βάλει στην τσέπη λίγα παραπάνω λεφτά

από τα οδοιπορικά: «Δεν μου λες γιαγιά, πιστεύεις στ" αλήθεια

ότι άξιζε αυτή η ιστορία με "τον τάφο του ναύτη" του θείου

Κόνραντ και του θείου Καρλ;» Εκ των υστέρων ένιωσα αμή

χανα που την είχα ρωτήσει έτσι ευθέως. Τουλάχιστον μερικά

λεπτά δεν είπε τίποτε, έπειτα όμως: «Τι να πω, γιε μου, δεν

μπορεί παρά να είχε κάποιο νόημα...»

Όπως σίγουρα έχεις μάθει στο μεταξύ, μόλις γύρισα οι μπά

τσοι του Λούμμερ μας σκούπισαν. Αρκετά άγρια, με κλομπ και

τέτοια. Κάναμε κατάληψη και σουλουπώσαμε μερικά άλλα

κτήρια στο Κρόιτσμπεργκ. Κι η γιαγιά μου είναι της γνώμης

ότι είναι μεγάλη γαϊδουριά να υπάρχουν τόσο πολλά ακατοί

κητα κτήρια. Αλλά άμα θέλεις, Ρόζι, εάν με ξανασκουπίσουνε,

μπορούμε να μείνουμε στο σπιτάκι της. Θα της έδινε τεράστια

χαρά, είπε.

1982

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΤΩΝ ΠΑΡΕΞΗΣΕΩΝ τας οποίας προεκαλεσεν

προφανώς η ρήσις μου περί «δολίας Αλβιώνος», είμαι απολύ

τως ικανοποιημένος και υπό το πρίσμα της σήμερον με την

γνωμάτευσίν μου περί των Ναυπηγείων Howaldt και της

AKG-Ναυτική Τεχνολογία στο Βέντελ φέρουσαν τίτλον: «Συ-

νέπειαι του πολέμου των Νήσων Φώλκλαντ». Διότι ας υποθέ-

σωμεν ότι τα δύο υποβρύχια τύπου 209, τα οποία επρομήθευ-

σαν εις την Αργεντινήν τα Ναυπηγεία Howaldt και τ ω ν

οποίων το ηλεκτρονικόν τορπιλοβλητικόν σύστημα θεωρείται

άριστον, είχαν κατορθώσει με το πρώτον πλήγμα να συμμετά

σχουν επιτυχώς εις την ναυμαχίαν εναντίον της αγγλικής

Task Force, ότι είχαν, παραδείγματος χάριν, βυθίσει το αερο-

πλανοφόρον Invincible καθώς και το σκάφος μεταφοράς προσω

πικού Queen FJi^abeib με την πλήρως εξηντλημένην χωρητικό

τητα, τότε η διπλή ταύτη επιτυχία θα είχεν ολέθριας συνεπείας

δια την ομοσπονδιακήν κυβέρνησιν, παρά την δεδηλωμένην

αυτής θετικήν στάσιν έναντι της διττής αποφάσεως* της Βο-

* Τον Δεκέμβριο του 1979 οι υπουργοί Εξωτερικών και Αμύνης των κρατών-

μελών του NATO αποφάσισαν στις Βρυξέλλες τον εκσυγχρονισμό των εγκατεστη

μένων στην Ευρώπη αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς. Επίσης ότι,

εάν η ΕΣΣΔ δεν καταργούσε τα συστήματα μέσου βεληνεκούς τα οποία είχε εγκα

ταστήσει από το 1977 μέχρι το 1983. τότε στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιταλία,

ενδεχομένως και στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο, θα εγκαθίσταντο 16 Ι πύραυ

λοι μεσαίου βεληνεκούς και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία επιπλέον 108 πύραυ

λοι Pershing.

MO Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

311

ρειοατλαντικής Συμμαχίας, συνεπείας αι οποία!, δεν θα περιω-

ρίζοντο εις την προ πολλού εκκρεμούσαν αλλαγήν Καγκελα

ρίου. «Γερμανικά οπλικά συστήματα δοκιμάζονται επιτυχώς

εις τας επιχειρήσεις εναντίον των Συμμαχούν μας εις NATO!»

θα έλεγαν τότε. «Αδιανόητον!» έγραψα εγώ εφιστών ταυτο

χρόνως την προσοχήν εις το γεγονός ότι ακόμη και η βύθισις

του αντιτορπιλικού Sheffield και του αρματαγωγού Sir Galahad

υπό αεροσκαφών της Αργεντινής, γαλλικής προελεύσεως, δεν

θα είχε ουδόλως μετριάσει την επιτυχίαν των υποβρυχίων γερ

μανικής παραγωγής. Ασφαλώς η εχθρότης την οποίαν τρέφουν

εις την Αγγλίαν δια τους Γερμανούς και την οποίαν μετά κό

που αποκρύπτουν θα απεκαλύπτετο, διότι θα απεκάλουν ημάς

«Ούννους».

Είναι ευτύχημα ότι κατά την έκρηξιν του πολίμου των Νή

σων Φώλκλαντ εν των ιδικών μας υποβρυχίων Howaldt, το

Sa/la, παρέμεινεν ελλιμενισμένον λόγω μηχανικής βλάβης, το

δε έτερον, το San LJIL•, ναι μεν έλαβεν μέρος εις τας επιχειρή

σεις, πλην όμως με ανεπαρκώς εκπαιδευμένον πλήρωμα, το

οποίον, ως έμελλεν να αποδειχθή, ήτο ανίκανον να χειρισθή το

περίπλοκον ηλεκτρονικόν τορπιλοβλητικόν σύστημα της ARG-

Hlektronik. «Ούτω», έγραψα εις την γνωμάτευσίν μου, «το

βρετανικόν ναυτικόν και ημείς ως έθνος εγλυτώσαμεν τον κίν-

δυνον», κυρίως διότι τόσον οι Άγγλοι όσον και ημείς ενθυμού

μεθα μέχρις στ\μερον την πρώτην ναυμαχίαν του πολέμου των

Νήσων Φώλκλαντ της 8ης Δεκεμβρίου 1914, ότε το επιτυχές

μέχρι εκείνην την στιγμήν γερμανικόν συγκρότημα της ανατο

λικής Ασίας υπό την διοίκησιν του θρυλικού αντιναυάρχου κό-

μητος φον Σπέε κατεστράφη υπό των Βρετανών εξ αιτίας της

υπεροπλίας αυτά)ν.

Όπως ενισχύσω τας σκέψεις της γνωματεύσεως μου, αι οποίαι

υπερβαίνουσι τα πλαίσια της οπλικής τεχνολογίας, καθώς ερεί

δονται εις την Ιστορίαν, προ οκτώ ετών, όταν ο Σμιτ ηναγκάσθη

επιτέλους εις αποχώρησιν και αντικατεστάθη υπό του Κολ και

Î

ήρχισεν η αλλαγή, συνήψα εις την κατά τα άλλα επιστημονικην

ανάλυσίν μου αντίγραφον μίας ελαιογραφίας. Πρόκειται δια

«θαλασσογραφίαν» του γνωστού καλλιτέχνου του Ναυτικού

Χανς Μπορντ, η οποία έχει ως θέμα την βύθισα ενός θωρηκτού

εις την περί ης ο λόγος ναυμαχίαν. Ενώ εις το βάθος της εικόνος

το πλοίον βυθίζεται με την πρύμνην, εις το προσκήνιον είς γερ

μανός ναύτης, ενώ παλαίει μετά των κυμάτων γαντζωμένος εις

δοκόν, εν τούτοις κρατεί με τη δεξιάν υψηλά σημαίαν —προφα

νώς την σημαίαν του βυθιζόμενου θωρηκτού- μετά χειρονομίας

η οποία χαράσσεται δια παντός εις την μνήμην.

Καθώς βλέπετε, είναι ιδιαιτέρα σημαία. Και δι' αυτόν τον

λόγον, αγαπητέ φίλε και συνάδελφε, γράφω εις υμάς επιστρέ

φων εις το απώτερον παρελθόν. Εις την δραματικήν ταύτην ει

κόνα διακρίνομεν το πολεμικόν εκείνον λάβαρον του Ρ ά ι χ το

οποίον προσφάτως, επί τη ευκαιρία των διαδηλώσεων εκάστης

Δευτέρας εις την Λειψίαν, επανήλθεν εκ νέου εις την επικαιρό

τητα. Δυστυχώς υπήρξαν απαισίαι σκηναί ξυλοδαρμού. Λυ

πούμαι. Διότι, ως είχε προταθεί υπό του υποφαινομένου εις

γνωμάτευσίν μου, την οποίαν συνέταξα κατόπιν προτροπής

πραγματευομένην την διαδικασίαν της ενώσεως, η αντικατά-

στασις του μάλλον κενού περιεχομένου συνθήματος «Εμείς εί

μαστε ο λαός!» υπό της κραυγής «Είμαστε ένας λαός !» η

οποία, ως βλέπομεν, ωθεί την πολιτικήν εις την επιτυχίαν,

ώφειλεν όπως πραγματοποιηθή μετά τρόπου απολύτως ειρηνι

κού και πεπολιτισμένου. Βεβαίως οφείλομεν να είμεθα ευτυ

χείς, διότι οι αποφασισμένοι δι' όλα νεαροί μετά της ξυρισμέ

νης με την λεγομένη «ψιλήν» κεφαλής -οι γνωστοί ως Skin

heads— κατώρθωσαν, επιτιθέμενοι μετά των πολυαρίθμων ορ

γανωμένων πολεμικών λαβάρων αυτών, όπως κυριαρχήσωσι

εις τον χώρον των λειψιανών διαδηλώσεων εκάστης Δευτέρας

και -μολονότ ι παραδέχομαι: υπερβολικώς μ ε γ α λ ο φ ώ ν ω ς -

όπως προσδώσωσιν έμφασιν εις την κραυγήν δια την ένωσιν

της Γερμανίας.

Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

Τοιουτοτρόπως βλέπομεν την ικανότητα της Ιστορίας να

παρεκκλίνη της ευθείας και να διανύη πλαγίας οδούς. Ενίοτε

βεβαίως πρέπει να δίδωμεν εις την Ιστορίαν χείρα βοηθείας.

Είναι καλόν το γεγονός ότι όταν ωρίμασεν ο καιρός ενεθυμή-

θην την αλλοτινήν γνωμάτευσίν μου δια τον πόλεμον των

Φώλκλαντ και την προαναφερθείσαν θαλασσογραφίαν. Την

εποχήν εκείνην οι κύριοι του οίκου APG απεδείχθησαν, ως είθι

σται εν γένει, στερούμενοι πάσης ιστορικής γνώσεως και δι' αυ

τόν τον λόγον πάσης δυνατότητος κατανοήσεως του χρονικού

άλματος το οποίον απετόλμησα, εν τούτοις ίσως έχουν συνει

δητοποιήσει εν τω μεταξύ το νόημα της πολεμικής σημαίας

του Ράιχ. Την οποίαν βλέπομεν συχνώτερον προϊόντος του

χρόνου. Νέοι, ενθουσιώδεις εκ νέου άνδρες εμφανίζονται κρα-

δαίνοντες και υψώνοντες το λάβαρον. Και αφ" ότου η ένωσις

είναι πλέον γεγονός, επιτρέψατε μου να ομολογήσω εις υμάς,

φίλτατε φίλε, ότι είμαι έμπλεος υπερηφάνειας, διότι ανεγνώρι

σα το νεύμα της Ιστορίας και διότι συνέδραμον δια της γνωμα

τεύσεως μου εις μίαν εποχήν καθ' ην ήτο ανάγκη όπως ενθυμη-

θώμεν εκ νέου τας εθνικάς αξίας και υψώσωμεν επί τέλους την

σημαίαν μας καθιστώντες τοιουτοτρόπως ταύτην ορατήν εκ

του μακρόθεν...

1983

ΣΑΝ ΚΙ ΛΥΤΟΝ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΒΡΟΥΜΕ! Από τότε που έχα

σε τον τελευταίο αλαλαγμό —ε, ποιον άλλο; — του κυνηγετικού

κέρατος καταμεσής στο δάσος, έφυγε κι ο κολλητός του, ο

έμπορος κρεάτων-τυριών-μπίρας, και μόνο ο τρίτος της κολλε-

γιάς*, ο οποίος διάβηκε τα σύνορα εγκαίρως, κατοικεί βαρύς

και γεμάτος τη βίλα του στη λίμνη Τέγκερν, εμείς οι καμπαρε-

τίστες δεν έχουμε υλικό, γιατί ούτε ο βαρέων βαρών επικεφα

λής της κυβέρνησης** δεν αντισταθμίζει αυτό το τρίο. Πλήξη

έκτοτε. Ζύσμουτ, Μπλυμ, Βάιγκελ***, τι να σου κάνουν αυτοί

- κολακείες, ξενέρωτες δηλώσεις, παχιά φρύδια που σηκώνο-

* Ο πρώτος του τρίο είναι ο Pranz (oscf Straus (1915-88). συνιδρυτής του

κόμματος Christlich-Soziale Union (CSU. Χριστιανική-Κοινωνική Ένωση).

πρόεδρος του από το 1961. 1949-78 βουλευτής. 1953-62 και 1966-69 υπουρ

γός της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, 1956-62 υπουργός Αμύνης, από το Ι 9 ( ί !

πρωθυπουργός της Βαυαρίας. Την 1.10.1988 έπαθε καρδιακή προσβολή καθώς

συμμετείχε σε κυνήγι και υπέκυψε δυο μέρες αργότερα. Ο δεύτερος, ο έμπορος

κρεάτων, κ.λπ., είναι ο Josef Macrz (1925- ; ). μέλος του CSV. το κονσόρτσιουμ

του οποίου είχε πολλές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία. Ο τρίτος

είναι ο Alexander Sclialck-Ciolodkowski (1932). νομικός, οικονομικός διευθυ

ντής, ταγματάρχης του υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας της Ανατ. Γερμανίας

και επικεφαλής του τμήματος Εμπορικού Συντονισμού (Ivommerziclle Koortli-

nierung από όπου τα αρχικά παρακάτω Κο-Κο). αρμόδιος για την εξασφάλιση

συναλλάγματος. Μέσω της υπηρεσίας «Κο-Κο» και των εταιρειών που υπάγο

νταν σε αυτή η Αν. Γερμανία έκανε και παράνομο εμπόριο όπλων. Οι Σαλκ.

Μαιρτς και Στράους εξασφάλισαν παρασκηνιακά στην Αν. Γερμανία δάνειο δι

σεκατομμυρίων με την εγγύηση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.

** Εννοεί τον εύσωμο καγκελάριο Χέλμουτ Κολ.

* * * Μέλη της κυβέρνησης Κολ.

314 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

νται με νόημα και κώνωπες διυλισμένοι. Τίποτε πια να γελά

σεις. Και εμείς, οι εξ επαγγέλματος μπουφόνοι του έθνους,

σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να μαζευτούμε πλήρεις ανησυχίας για

να δούμε τι θα κάνουμε. Σε ξενοδοχείο της Βαυαρίας φυσικά.

Γκροσχολτσλόιτε λεγόταν εκείνη η τρύπα στην επαρχία, όπου

κάποτε είχαν μαζευτεί και κάποιοι άλλοι λίγο έως πολύ άξιοι

επαίνου με τα χαρτιά τους που τρίζανε, πάει καιρός απο

τότε*. Εμείς όμως καθόμαστε εκεί αμήχανοι, μια παρέα ονο

μαστών προσώπων. Σοβαρά, δόθηκε μάλιστα και διάλεξη με

θέμα: «Η θέση του γερμανικού καμπαρέ μετά την αποβίωση του

Φραντς Γιόζεφ λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την ένωση λίγα

χρόνια μετά το θάνατο του». Αλλά δεν είχε πολλή πλάκα. Στην

καλύτερη περίπτωση γίναμε νούμερα για γέλια εμείς, οι συγκε

ντρωμένοι κωμικοί με τη σοβαρότητα της μπίρας.

Ω, πόσο μας λείπει! Ο Στράους, ο Φραντς Γιόζεφ, ο άγιος

εργοδότης και συνθηματοδότης των ώριμων πια για συνταξιο

δότηση ειδικών του χιούμορ. Τ α ανομήματά σου ήταν ο

επιούσιος άρτος μας. Είτε επρόκειτο για λαδωμένα τεθωρακι

σμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, είτε για σπασμένα

γυαλιά καθρέφτη**, είτε για διαπλεκόμενες φιλίες, είτε για

ερωτοτροπίες με δικτάτορες σε όλο τον κόσμο, κάθε φορά ήταν

σίγουρη η επιτυχία στο καμπαρέ. Το γερμανικό καμπαρέ ήταν

ανέκαθεν πρόθυμο να προσφέρει τις υπηρεσίες του, όταν επρό

κειτο να δώσει χείρα βοηθείας στην ταλαιπωρημένη αντιπολί

τευση. Για σένα, τον άντρα χωρίς λαιμό, πάντα σκαρφιζόμα

στε κάτι. Και όταν υπήρχε έλλειψη σε ίππους ελάσεως, ζεύαμε

* Το τρίο κατέλυσε εκεί όπου έγινε η συνάντηση της «Ομάδας 11 » το 1 'J3ÎÎ η

οποία απένειμε στον Γκρας το βραβείο της Ομάδας για το Τενεκεδένιο ταμπούρλο.

* * Υπαινιγμός στην υπόθεση του περιοδικού Dvr Spiene! \- Ο καθρέφτης].

Λόγω ενός άρθρου με θέμα μια συγκεκριμένη άσκηση του NATO η αστυνομία συ

νέλαβε τον εκδότη και πολλούς δημοσιογράφους με την κατηγορία της προδο

σίας. Η κατηγορία αποδείχτηκε ανυπόστατη (ουσιαστικά επρόκειτο για πολιτική

δίωξη του περιοδικού, επειδή ασκούσε κριτική στον Στράους και την κυβέρνηση)

με αποτέλεσμα την παραίτηση του Στράους.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ Μ 5

στο κάρο μαζί σου τον Βένερ που μασούσε το τσιμπούκι του.

Αλλά ούτε αυτός ούτε η πίπα του τραβάει πια.

Σε σένα και σε μας πάντα μπορούσε να βασιστεί κανείς.

Μόνο μία φορά, το '83, όταν παιζόταν ένα δις -βεβαίως μιλά

με για αγαθοεργία, με αποδέκτες τους φτωχούς αδελφούς και

τις αδελφές μας στην ανατολική Γερμανία- πρέπει να μας είχε

πάρει ο ύπνος, ή δεν είχε παρεισφρύσει κανένας θεατής στο

πανδοχείο Σπεκ του Ρόζενχάιμ όταν συνεδρίαζε η απίθανη

αυτή τριανδρία. Από δω συμπαγής ο Στράους ή Στρουθοκά

μηλος, από κει ο ανατολικός αγγελιαφόρος Σαλκ ή Γελωτο

ποιός και ανάμεσα τους ο ηδονιστής έμπορος κρεάτων-τυριών-

μπίρας Μαιρτς ή Μάρτης. Οπλισμένο με άριστες προθέσεις,

βγήκε στη σκηνή ένα τρίο και έπαιξε ένα έργο με απάτες και

λοβιτούρες, που ως κωμωδία περιπλανώμενου θιάσου θα έκα

νε κάθε βράδυ πιένες. Διότι το ποσό με τα εννέα μηδενικά δυ

τικής προελεύσεως δεν επρόκειτο να βοηθήσει μόνον το φτωχό

σε συνάλλαγμα ανατολικό κράτος, αλλά θα φρόντιζε ώστε να

λάβουν τη μάχαιρα του οικοδεσπότου, καθότι βαυαρός μεγα-

λοεισαγωγεύς, ολόκληρα ποίμνια ωρίμων προς σφαγήν βοών

πρώην ιδιοκτησίας του λαού.

Εκτιμούσαν αλλήλους ως αδελφοί. Τι θα πει «κομμουνιστο-

φάγος» και «εχθρός του καπιταλισμού», όταν εξοφλείται σιω

πηρά ο λογαριασμός των κρεάτων-τυριών-μπίρας και εντελώς

παρεμπιπτόντως ο περί ου ο λόγος Σαλκ ή Γελωτοποιός μπο

ρεί να μεταφέρει στον ανώτερο του κράτους στεγαστή* τα τε

λευταία ανέκδοτα για τον Κολ; Ό χ ι πως αγκαλιάστηκαν,

αλλά ένα παγγερμανικό κλείσιμο του ματιού ήταν φυσικό.

Οπως είθισται όταν λαμβάνουν χώρα σπουδαία γεγονότα σε

τόπους μυστικούς. Ο καθένας έχει κάτι να προσφέρει: προνό

μια στην αγορά, χωριάτικη γοητεία, εντόσθια της Βόννης,

φτηνά χοιρομέρια, καλά σιτεμένα μυστικά του κράτους και

Εννοεί τον Krich I loneckcr (1012-91) που αυτή την τέχνη είχε μάθει.

316 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

διάφορα άλλα μουχλιασμένα δείγματα της δεκαετίας του '80,

αρκετά ενοχλητικά, ώστε να χαροποιήσουν με αυτά την οικεία

μυστική υπηρεσία.

Πρέπει να ήταν χάρμα οφθαλμών, ρινός και ώτων, και ένα

παγγερμανικό γλέντι. Και φυσικά έφαγαν: κρέας, τυρί, μπίρα.

Αλλά εμάς δεν μας είχαν καλέσει στο τραπέζι. Τους έφτανε η

σάτιρα που πρόσφεραν ο ένας στον άλλο. Ο δικός μας επαγ

γελματίας μίμος φωνών, που πετυχαίνει το γλουγλούκισμα

του Στράους ή Στρουθοκαμήλου όπως κανένας άλλος, μπορού

σε να υποθέσει το φαλτσέτο της φωνής του Σαλκ ή Γελωτο

ποιού και να μαντέψει ότι ο αγελαδάρης Μαιρτς ή Μάρτης

ήταν μάστορας στην αριθμητική γλώσσα των δαχτύλων/Ετσι

έγινε και δόθηκε δάνειο ένα δις χωρίς εμάς τους καμπαρετί-

στες. Κρίμα, γιατί στο μεταξύ θα μπορούσε να παιχτεί όλη

αυτή η ιστορία σαν πρόλογος της γερμανικής ενότητας με τίτ

λο Το ένα χέρι νίβει το άλλο, αλλά ο Στράους και ο Μαιρτς ο

γηραιότερος παραιτήθηκαν πριν πέσει το τείχος και ο Γελωτο

ποιός όλων μας, που οι εταιρείες του Κο-Κο ακόμα ανθούν

κρυφά, κάθεται στη βίλα του στις όχθες της λίμνης Τέγκερν

ασφαλής, γιατί ξέρει περισσότερα από ό,τι θα μπορούσε να

αντέξει η γαλανόλευκη υγεία της Βαυαρίας, γι ' αυτό και η σιω

πή του είναι χρυσός.

Όταν η συντροφιά μας των βετεράνων συνεδρίαζε έτσι χω

ριάτικα και ηλίθια, ειπώθηκε: Το γερμανικό καμπαρέ πάει, τέ

λειωσε. Εντούτοις το μεγάλο αεροδρόμιο του Μονάχου πήρε

το όνομα του Φραντς Γιόζεφ όχι μόνο γιατί εκτός από άδεια

κυνηγού είχε και άδεια πιλότου, αλλά επίσης για να επανέρχε

ται στη μνήμη μας με κάθε άφιξη και αναχώρηση αεροπλάνου.

Βλέπετε ο Φραντς Γιόζεφ ήταν πολλά ταυτόχρονα: όχι μόνο η

πιο βαρύνουσα κωμική μας μορφή, αλλά και τέτοιο ρίσκο

ώστε, όταν το '80 θέλησε να γίνει καγκελάριος, εμείς ως συνε

τοί εκλογείς και φοβισμένοι καμπαρετίστες, είπαμε ευχαρι

στούμε, αλλά δεν θα πάρουμε.

1984

ΞΕΡΩ, ΞΕΡΩ! Εύκολα λες «Μνημονεύσατε νεκρούς», αλλά στην

πράξη απαιτούνται πλήθος προϋποθέσεων οργανωτικού τύπου.

Αυτός είναι ο λόγος —αν και συνέβαλε και εκείνο το συμβολικό

χέρι με χέρι του Προέδρου και του Καγκελαρίου την αξιομνημό

νευτη εκείνη 22α Σεπτεμβρίου του έτους 1984 μπροστά στο

Οστεοφυλάκιο- για τον οποίο σημαίνονται με αυξανόμενο ζήλο

όλο και περισσότερα μονοπάτια στο πρώην πεδίο της μάχης του

Βερντέν, ενώ εμείς προσπαθούμε να βοηθήσουμε με δίγλωσσες

οδηγίες, λόγου χάριν με την πινακίδα που δείχνει τον δρόμο για

τον Mort-homme ίσον Νεκρός άνδρας, πόσο μάλλον που εκεί,

κοντά στο ποτισμένο με αίμα Κορακόδασος, στο καταπράσινο

εντωμεταξύ τοπίο των κρατήρων, εικάζεται ακόμα η ύπαρξη

ναρκών και οβίδων που δεν έχουν εκραγεί, γι' αυτό η ήδη υφι

στάμενη γαλλική προειδοποίηση «Ne pas petinier» χρειάστηκε

να συμπληρωθεί στις πινακίδες με το δικό μας «Απαγορεύεται η

πρόσβαση». Επίσης καλό είναι σε συγκεκριμένα σημεία, λόγου

χάριν εκεί όπου διακρίνονται λείψανα του χωριού Fleurv και

όπου τώρα ένα παρεκκλήσι καλεί προς συμφιλίωση, ομοίως και

στο Ύψωμα 304 (Côte 304), το οποίο μεταξύ Μαίου και Αυ

γούστου του έτους 1916 καταλήφθηκε εξ εφόδου και επανακτή

θηκε δι' αντεπιθέσεως επανειλημμένα, να θυμήσουμε με μία δια

κριτική οδηγία ότι εδώ, όπως και σε πολλά επισκέψιμα σημεία

του πεδίου της μάχης, θα άρμοζε μία μικρή στάση περισυλλο

γής-

Η παρατήρηση αυτή δεν στερείται κάποιας επιτακτικότητας,

31H Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

διότι αφότου ο Καγκελάριος επισκέφτηκε το δικό μας στρατιω

τικό νεκροταφείο Consenvoyc και αμέσως μετά το γαλλικό νε

κροταφείο στην περιοχή του Fort Douaumont, όπου ακολού

θησε η ιστορική χειραψία με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το

ρεύμα των επισκεπτών αυξάνεται συνεχώς. Καταφθάνουν με

υπερφορτωμένα λεωφορεία, αλλά η υπερβολικά τουριστική συ

μπεριφορά μερικών ομάδων επισκεπτών δίνει αφορμή για δια

μαρτυρίες. Το Οστεοφυλάκιο, λόγου χάριν, που ο υπερυψωμέ

νος σαν πύργος θόλος του είναι εμπνευσμένος από τις οβίδες,

βιώνεται συχνά μόνο σαν μακάβρια ατραξιόν, γι ' αυτό μπρο

στά στα παράθυρα, τα οποία πάντως επιτρέπουν τη θέα ελάχι

στου μέρους των οστών και των κρανίων των εκατόν τριάντα

χιλιάδων πεσόντων Γάλλων, ακούγονται όχι σπανίως γέλια

και, ακόμα χειρότερα, αισχρά αστεία. Κατά καιρούς διατυπώ

νονται επίσης λόγοι σύντομοι και περιεκτικοί που δείχνουν ότι

το σπουδαίο αυτό έργο συμφιλίωσης των λαών μας, στο οποίο

προσπάθησαν να συμβάλουν με εντυπωσιακή χειρονομία Κα

γκελάριος και Πρόεδρος, κάθε άλλο παρά έχει ολοκληρωθεί. Οι

συμπατριώτες μας θεωρούν, και όχι εντελώς αδικαιολόγητα,

σκανδαλώδες το αδύνατον να παραβλεφθεί γεγονός ότι ενώ οι

πεσόντες της Γαλλίας τιμήθηκαν με δεκαπέντε χιλιάδες λευ

κούς σταυρούς, την επιγραφή «Mort pour la France» και μια

τριανταφυλλιά μπροστά σε κάθε σταυρό, στους δικούς μας πε

σόντες παραχωρήθηκε πολύ μικρότερος αριθμός σταυρών και

επιπλέον μαύρων, ανεπίγραφων και ακόσμητων.

Πρέπει να πω ότι δυσκολευόμαστε να βρούμε απάντηση σε

αυτού του είδους τις διαμαρτυρίες. Παρομοίως αμήχανοι είμα

στε συχνά όταν μας ρωτούν για τον αριθμό των θυμάτων του

πολέμου. Επί πολύ καιρό λεγόταν ότι πενθούσαμε περίπου τρια

κόσιες πενήντα χιλιάδες πεσόντες από κάθε πλευρά. Αλλά θεω

ρούμε υπερβολικό να γίνεται λόγος για ένα εκατομμύριο νεκρούς

σε έκταση 35.000 τετραγωνικών μέτρων. Συνολικά πρέπει να

ήταν μόνο μισό εκατομμύριο —στα επίκεντρα των μαχών κάπου

Ο Α ι ώ ν α ς M O T 319

επτά έως οκτώ νεκροί ανά τετραγωνικό μέτρο— που θυσίασαν τη

ζωή τους στις σφοδρές μάχες για την κατάληψη του Fort Dou

aumont και του Fort Vaux, στο Fleury, στο Ύψωμα 304 και

στην «Παγωμένη γη» (Froideterre) που μπορεί να θεωρηθεί ότι

συμβολίζει το αργιλώδες και φτωχό έδαφος ολόκληρου του πε

δίου μάχης στο Verdun. Αλλά στους στρατιωτικούς κύκλους

χρησιμοποιούσαν γενικά τον όρο «πόλεμος φθοράς».

Όσο μεγάλες ωστόσο και αν ήταν οι απώλειες, ο Καγκελά

ριος μας και ο Πρόεδρος της Γαλλίας έδωσαν ένα μήνυμα υπε

ράνω κάθε αριθμητικού υπολογισμού όταν στάθηκαν χέρι χέρι

μπροστά στο Οστεοφυλάκιο (Ossuaire). Αν και εμείς οι υπό

λοιποι ανήκαμε στην ευρύτερη αντιπροσωπία, στην οποία πε

ριλαμβανόταν και ο Ερνστ Γιούνγκερ, ο ηλικιωμένος συγγρα

φέας και μάρτυρας μιας θυσίας που φαίνεται τόσο παράλογη,

είδαμε τους δύο αρχηγούς κρατών μόνο από πίσω.

Αργότερα φύτεψαν μαζί ένα σφενδάμι, αφού πρώτα εξασφα

λίστηκε ότι η συμβολική αυτή πράξη δεν θα λάβαινε χώρα σε

ναρκοθετημένο πεδίο. Αυτό το μέρος του προγράμματος άρεσε

στους πάντες. Αντίθετα, τα γαλλο-γερμανικά στρατιωτικά γυ

μνάσια που έλαβαν χώρα ταυτόχρονα στα κοντινά περίχωρα

δεν βρήκαν παρά ελάχιστη απήχηση. Τα τεθωρακισμένα μας

στους δρόμους της Γαλλίας και τα βομβαρδιστικά μας σε χα

μηλό ύφος πάνω από την περιοχή της πόλης Βερντέν ήταν ένα

θέαμα που δεν άρεσε εδώ στον κόσμο. Ασφαλώς θα είχε πιο

πολύ νόημα εάν δεν γίνονταν γυμνάσια και αν αντ' αυτού ο

Καγκελάριος μας περπατούσε σε ένα από τα σημαδεμένα μο

νοπάτια, λόγου χάριν, μέχρι τα λείψανα του χαρακώματος

«Τέσσερις καμινάδες» (Abri des Quatre Cheminées) για το

οποίο πολέμησαν με τόση σφοδρότητα στις 23 Ιουνίου του

1916 βαυαρικά τάγματα και Γάλλοι του λόχου ορεινών κατα

δρομών. Πέραν κάθε συμβολισμού, θα άρμοζε η στοχαστική

παραμονή του Καγκελάριου εδώ και μάλιστα, ει δυνατόν, στο

περιθώριο του πρωτοκόλλου.

1985

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ,

θέλεις να μάθεις πώς έζησα τη δεκαετία του '80 γιατί τέτοιου

είδους προσωπικές πληροφορίες είναι σημαντικές για τη διδα

κτορική σου διατριβή με θέμα Η καθημερινή ζωή των ηλικιω

μένων. Μου γράφεις όμως πως ενδιαφέρεσαι επίσης για «ελ

λείμματα στην καταναλωτική συμπεριφορά». Ε π' αυτού ελά

χιστα μπορώ να συμβάλω, γιατί η γιαγιά σου δεν έχει παρά

πονο. Αν εξαιρέσουμε τον πάππου, τον πιο αγαπημένο μου άν

θρωπο που κανένας δεν μπορεί να αντικαταστήσει, δεν μου

έλειψε τίποτε. Στην αρχή περπατούσα μια χαρά, δούλευα τη

μισή μέρα στο διπλανό καθαριστήριο και βοηθούσα στην ενορία

μας. Αν με ρωτάς όμως για τον ελεύθερο χρόνο μου, για να

είμαι ειλικρινής, τη δεκαετία του '80 εν μέρει τη σπατάλησα εν

μέρει την πέρασα διασκεδάζοντας μπροστά στην τηλεόραση.

Ιδίως από τότε που δεν με βοηθούν τα πόδια μου, δεν έχω βγει

σχεδόν καθόλου από το σπίτι, όσο για κοινωνικές συναναστρο

φές, ποτέ δεν με τραβούσαν, πράγμα που μπορούν να επιβε

βαιώσουν και οι αγαπητοί σου γονείς.

Κατά τα άλλα δεν συνέβησαν πολλά. Στην πολιτική δε,

επειδή ρωτάς επανειλημμένα, απολύτως τίποτε. Μόνο οι συ

νηθισμένες υποσχέσεις. Σ' αυτό η γειτόνισσα μου κυρία Σολτς

κι εγώ πάντα συμφωνούσαμε. Η κυρία Σολτς με έχει συγκινή

σει, γιατί αυτή με φρόντισε όλα τούτα τα χρόνια' μάλιστα, για

να είμαι ειλικρινής, περισσότερο και από τα ίδια μου τα παι

διά, του αγαπημένου σου πατέρα, δυστυχώς, μη εξαιρουμένου.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 321

Μόνο στην κυρία Σολτς μπορούσα να βασιστώ. Καμιά φορά,

όταν ήταν πρωινή στο ταχυδρομείο, ερχόταν κιόλας το απομε

σήμερο με γλυκό φτιαγμένο απ' τα χέρια της. Βολευόμαστε

και βλέπαμε μέχρι το βράδυ ό,τι τύχαινε να δείχνει η τηλεόρα

ση. Θυμάμαι το Ντάλλας και την Κλινική στο Μελανοί Δρυμό.

Στην Ίλζε Σολτς άρεσε ο καθηγητής Μπρίνκμαν, εμένα όχι

τόσο. Όταν όμως άρχισε η σειρά Οδός Φιλυρών κάπου στα

μέσα της δεκαετίας του '80, ακόμα παίζεται, της είπα: Επιτέ

λους κάτι διαφορετικό/Οπως στην πραγματική ζωή. Και όπως

είναι ακριβώς η κανονική ζωή. Το αιώνιο αυτό κομφούζιο,

πότε εύθυμο, πότε θλιβερό, με τσακωμούς και με συμφιλιώσεις,

αλλά και με πολλές στενοχώριες και ψυχικές οδύνες, όπως εί

ναι η ζωή και σε μας εδώ στην οδό Γκύτερμαν, αν και το Μπί-

λεφελντ δεν είναι Μόναχο και την ταβέρνα εδώ κοντά στη γ ω

νία δεν την έχει πιαΈλληνας, αλλά τη δουλεύει μια ιταλική οι

κογένεια και είναι αρκετά καθωσπρέπει. Αλλά η θυρωρός μας

είναι το ίδιο εριστική όπως η Ίλζε Κλινγκ στη σειρά Οδός Φι

λυρών νούμερο τρία. Κυνηγάει συνεχώς τον άντρα της και εί

ναι ικανή να γίνει πολύ ύπουλη. Αντίθετα, η μαμά Μπάιμερ

είναι η καλοσύνη προσωποποιημένη. Πάντα πρόθυμη να ακού

σει τα προβλήματα των άλλων, σχεδόν σαν τη γειτόνισσα μου

την κυρία Σολτς που τραβάει αρκετά με τα παιδιά της και που

η θυγατέρα της Γιασμίν έχει, εγώ τα λέω έξω από τα δόντια,

μια αρκετά προβληματική σχέση με έναν αλλοδαπό, όπως η

Μάριον των Μπάιμερ.

Εμείς την παρακολουθήσαμε από την αρχή τη σειρά, νομίζω

ήταν Δεκέμβρης όταν ξεκίνησε, γιατί στο χριστουγεννιάτικο

επεισόδιο τσακώθηκαν ο Χένρυ και ο Φραντς για το μίζερο

χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μα ύστερα τα ξανάφτιαξαν. Και

την Αγια Νύχτα οι Μπάιμερ ήταν μεν λυπημένοι, γιατί η Μά

ριον ήθελε να πάει οπωσδήποτε στην Ελλάδα με τον Βασίλη

της, αλλά μετά ο Χανς Μπάιμερ έφερε στο σπίτι δύο ορφανά.

Και επειδή είχαν καλέσει και τον βιετναμέζο Γκουνγκ που

ΓΚΪΝΊΈΡ ΓΚΡΑΪ

ήταν μόνος του, η βραδιά εξελίχθηκε σε μια ωραία γιορτή.

Καμιά φορά, παρακολουθώντας με την κυρία Σολτς την

Οδό Φιλυρών θυμόμουν τα πρώτα χρόνια του γάμου μας.

όταν ο παππούς σου κι εγώ βλέπαμε τη σειρά Οικογένεια Σέλ-

λερμαν σε μια ταβέρνα που από τότε κιόλας είχε τηλεόραση.

Φυσικά μαυρόασπρη. Πρέπει να ήταν στα μέσα της δεκαετίας

του '50.

Αλλά εσύ θέλεις να μάθεις για τη διατριβή σου τι άλλο εν

διαφέρον είχε η δεκαετία του '80. Μμ, ναι: σωστά, ακριβώς τη

χρονιά που η Μάριον της κυρίας Μπάιμερ έφτασε πολύ αργά

στο σπίτι με ένα ελαφρό τραύμα στο κεφάλι, λίγο πριν από

αυτό το επεισόδιο, είχε κιόλας αρχίσει το θέατρο με τον Μπό-

ρις και τη Στέφι. Συνήθως δεν με ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου

το τέννις, αυτό το αιώνιο πηγαινέλα, αλλά παρακολουθούσαμε

παρ' όλα αυτά, συχνά ώρες ολόκληρες τότε που «το κορίτσι

από το Μπρελ» και «το αγόρι από το Λάιμεν», όπως τους

φώναζαν, είχαν τη μία επιτυχία μετά την άλλη. Η κυρία

Σολτς σύντομα έγινε ειδική σε θέματα σερβίς και απόκρουσης.

Ε γ ώ εκείνο που δεν μπορούσα να καταλάβω καθόλου ήταν το

τάιμ-μπρέηκ και τη ρωτούσα να μου εξηγήσει. Στους αγώνες

όμως του Γουίμπλεντον και την πρώτη φορά, όταν ο Μπόρις

μας νίκησε κάποιον από τη Νότια Αφρική, και τον επόμενο

χρόνο που νίκησε τον τσέχο Λεντλ, που όλοι τον θεωρούσαν

αήττητο, ειλικρινά έτρεμα μη χάσει ο Μπόρις μου που μόλις

είχε κλείσει τα δεκαεπτά. Του ευχόμουν ολόψυχα να νικήσει.

Και όταν το '89, τότε που επιτέλους κινήθηκε κάτι στην πολι

τική, πάλι στο Γουίμπλεντον, ο Μπόρις πήρε τη νίκη από τον

σουηδό Έντμπεργκ μετά από τρία σετ, ειλικρινά έβαλα τα

κλάματα, το ίδιο και η γειτόνισσα μου.

Τ η Στέφι, που η κυρία Σολτς την έλεγε πάντα «δεσποινίς

Φόρχαντ», δεν μπόρεσα ποτέ να τη συμπαθήσω, άσε τον κύριο

πατέρα της, αυτόν τον φοροφυγά με τις βρομοδουλειές του.

Αλλά ο Μπόρις μου αυτός δεν λύγιζε, είχε όντως θράσος, αλλά

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 323

καμιά φορά παραηταν αναιδής. Το μόνο που δεν άρεσε και

στις δυο μας είναι ότι δεν ήθελε να πληρώνει φόρους και γι"

αυτό μετακόμισε στο Μονακό. «Ήταν ανάγκη να το κάνει

αυτό;» ρώτησα την κυρία Σολτς. Και μετά, αυτός και η Στέφι

πήραν την κάτω βόλτα, ο Μπόρις άρχισε μάλιστα να διαφημί

ζει τη Nutclla/Ηταν γλυκούλης καθώς έγλειφε στην τηλεόραση

το μαχαίρι χαμογελώντας λιγάκι σαν χαμίνι, αλλά σίγουρα

δεν ήταν ανάγκη να το κάνει αυτό, όταν ούτως ή άλλως είχε

εισπράξει πολύ περισσότερα από όσα μπορούσε να ξοδέψει.

Αλλά αυτό έγινε τη δεκαετία του '90, ενώ εσύ, αγαπητό μου

παιδί, ήθελες να μάθεις πώς πέρασε για μένα η δεκαετία του

'80. Πάντως με τη Nutclla είχα να κάνω ήδη από τη δεκαετία

του '60, όταν όλα τα παιδιά μας ήθελαν οπωσδήποτε να αλεί

φουν αυτό το πράγμα στο ψωμί τους που για μένα είναι σαν

βερνίκι παπουτσιών. Ρώτα τον πατέρα σου να σου πει πώς με

έσκαγαν τα μικρότερα αδέλφια του καθημερινά με τη Nutella.

Γινόταν πραγματικά χαμός στο σπίτι μας, χτυπούσαν τις πόρ

τες, και λοιπά. Σχεδόν όπως στην Οδό Φιλυρών που ακόμα

παίζεται...

1986

ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΑΝΩ ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟ λένε πως σπάνια σηκώνουμε

κεφάλι, αλλά αυτό παραπήγαινε. Πρώτα το Βάκερσντορφ,

όπου ήθελαν να ανακυκλώσουν αυτό το σατανικό υλικό και

έπειτα το σύννεφο του Τσερνομπίλ πάνω απ' το κεφάλι μας.

Μέχρι προχωρημένο Μάη σκέπαζε το σύννεφο ολόκληρη τη

Βαυαρία. Και τη Φραγκονία, και, Κύριος οίδε, ποια άλλη πε

ριοχή, μόνο στο βορρά ήταν λιγότερο. Και στα δυτικά, τουλά

χιστον αυτό είπαν οι Γάλλοι, σταμάτησε στα σύνορα.

Όποιος θέλει το πιστεύει! Υπάρχουν παντού πιστοί του

αγίου Φλωριανού.* Σε μας στο Άμπεργκ όμως ο ειρηνοδίκης

ήταν ανέκαθεν κατά του Εργοστασίου Ανακύκλησης. Την Κυ

ριακή φρόντισε τα παιδιά που είχαν κατασκηνώσει έξω από

το εργοστάσιο και έκαναν θόρυβο χτυπώντας με σιδερένια ρα

βδιά τα κάγκελα της περίφραξης —οι εφημερίδες μίλησαν «για

σάλπιγγες της Ιεριχούς»— προσφέροντας τους ένα καλό κολα

τσιό' γι ' αυτό αυτός ο Μπεκστάιν του περιφερειακού δικαστη

ρίου, που ήταν ανέκαθεν σκυλί ατάιστο και γι ' αυτό έγινε αρ

γότερα υπουργός Εσωτερικών, τον πολέμησε χυδαία με απαί

σιες συκοφαντίες —«Άτομα σαν τον δικαστή Βίλχελμ πρέπει

να εξολοθρευθούν υπαρξιακά»— είπε.

Και όλα αυτά εξαιτίας του Βάκερσντορφ. Πήγα κι εγώ

εκεί. Αλλά μόνο όταν ήρθε το νέφος του Τσερνομπίλ και

* Λαϊκή ρήση: «Άγιε μου Φλωριανέ. γλύτωσε το σπίτι μου και κάψε του δι

πλανού μου».

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 325

απλώθηκε πάνω από το Άνω Παλατινάτο και το ωραίο δάσος

της Βαυαρίας. Μάλιστα πήγαμε οικογενειακώς. Επειδή είμαι

γέρος, είπαν, καλύτερα να καθόμουν στ' αβγά μου, επειδή

όμως εμείς το έχουμε ανέκαθεν παράδοση να πηγαίνουμε το

φθινόπωρο για μανιτάρια, και επειδή δεν μας είπαν απλώς

Προσοχή!, αλλά σήμαναν συναγερμό, και επειδή αυτό το υλικό

του διαβόλου που λέγεται καίσιο έπεσε από τα δέντρα μαζί με

τη βροχή και επιβάρυνε τρομακτικά με ραδιενέργεια το έδαφος

του δάσους, αδιάφορο αν ήταν σκεπασμένο με βρύα, φύλλα ή

πευκοβελόνες, ξύπνησα κι εγώ και πήγα με ένα σιδεροπρίονο

στην καγκελένια περίφραξη, κι ας φώναζαν τα εγγόνια μου:

«Άσ' τα αυτά, παππού. Δεν είναι για σένα!»

Μπορεί και να έχουν δίκιο. Γιατί μια φορά που ανακατεύτη

κα με όλα αυτά τα παιδιά που φώναζαν, κι εγώ μαζί τους,

«Μα-γει-ρεί-ο πλου-τω-νί-ου, μα-γει-ρεί-ο πλου-τω-νί-ου!»

με πέταξε κάτω ο υδροβολέας που είχαν στείλει επιπλέον οι

κύριοι από το Ρέγκενσμπουργκ. Και το νερό είχε μέσα μία λε

γόμενη ερεθιστική χημική ουσία, ένα άθλιο δηλητήριο, αν και

όχι τόσο βλαβερό όσο το καίσιο που έπεσε από το νέφος του

Τσερνομπίλ με τη βροχή και τώρα δεν λέει να φύγει.

Γι ' αυτό αργότερα στο Δάσος της Βαυαρίας αλλά και στα

δάση γύρω απ' το Βάκερσντορφ έκαναν μετρήσεις σε όλα τα

μανιτάρια, όχι μόνο στα εδώδιμα, όπως το νόστιμο παρασόλι,

και το λυκόπερδο η βοβίστα - γιατί τα άγρια ζώα τρώνε και

κάθε λογής ρουσσούλες που εμείς δεν τις τρώμε, και έτσι μο

λύνθηκαν. Για εμάς, που παρ' όλα αυτά θέλαμε να πάμε για

μανιτάρια, είχαν πινακίδες που μας έδειχναν ότι ο λεγόμενος

καστανόχρωμος ξηρόκομος, που βγαίνει τον Οκτώβρη και εί

ναι μανιτάρι ιδιαίτερα εύγευστο, είχε απορροφήσει περισσότερο

από όλα τα άλλα συμπυκνωμένο καίσιο, ενώ το λιγότερο το

είχε απορροφήσει η μελιτόχρωμη αρμιλαρία γιατί δεν φυτρώ

νει στο έδαφος αλλά ζει σαν παράσιτο σε κορμούς δέντρων.

Επίσης τη γλύτωσε και ο κόπρινος που όταν είναι νεαρός είναι

326 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

πολύ νόστιμος. Ωστόσο νομίζω πως ιδιαίτερα επιβαρημένα

εξακολουθούν να είναι ο βολέτος, ο βολέτος ο χρυσέντερος, η

λακκαρεία η λάκκειος. μανιτάρια που προτιμούν να φυτρώνουν

κάτω από νεαρά κωνοφόρα, ακόμα και ο βολέτος ο τραχύς, ο

πυρός λιγότερο, αλλά εξαιρετικά ο βρώσιμος κανθαρέλος, δυ

στυχώς, που εμείς στα μέρη μας τον λέμε κρόκο και αλλού πι

περάτο. Ζημιά έπαθε το πετρομανίταρο, ο βολέτος ο εδώδιμος,

όπως λέγεται επιστημονικά, που αν το βρεις είναι αληθινό θείο

δώρο.

Τελικά ματαιώθηκε το κτίσιμο του εργοστασίου στο Βάκερ-

σντορφ επειδή στους κυρίους της βιομηχανίας ατομικής ενέρ

γειας η ανακύκληση του σατανικού αυτού υλικού στοιχίζει λι

γότερο στη Γαλλία και επειδή εκεί δεν έχουν τέτοια προβλήμα

τα όπως με μας στο Άνω Παλατινάτο. Τώρα εδώ επικρατεί

πάλι ηρεμία. Σήμερα δεν μιλάει πια κανένας ούτε καν για το

Τσερνομπίλ και το νέφος που μας σκέπασε. Αλλά η οικογένεια

μου, όλα μου τα εγγόνια, δεν πηγαίνουν πια ποτέ για μανιτά

ρια, και είναι λογικό, αν και έτσι χάθηκε πια για πάντα η οικο

γενειακή μας παράδοση.

Ε γ ώ πάντως εξακολουθώ και πηγαίνω. Γύρω από τον οίκο

ευγηρίας όπου με έβαλαν τα παιδιά υπάρχουν πολλά δάση.

Εκεί μαζεύω ό,τι βρίσκω: ανάκυρτα ύδνα και τεφρούς κανθαρέ-

λους, εδώδιμους βολέτους ήδη απ' το καλοκαίρι, και όταν έρθει

ο Οκτώβρης καστανόχρωμους ξηρόκομους. Τα τηγανίζω στη

μικροσκοπική μου εντοιχισμένη κουζίνα για μένα και μερικά

άλλα γερόντια στο γηροκομείο, που δεν τους βοηθούν πια τα

πόδια τους. Όλοι έχουμε περάσει προ πολλού τα εβδομήντα.

Τι ζημιά να κάνει πια σε μας το καίσιο, οι μέρες μας είναι έτσι

κι αλλιώς μετρημένες.

1987

ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΧΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΑΛΚΟΤΤΑ; Τι με τράβηξε εκεί;

Έχοντας γυρίσει την πλάτη στην Ποντικίνα* και στον κορεσμό

από τις γερμανικές τελετές σφαγής, σχεδίαζα βουνά από σκου

πίδια, κοιμισμένους άστεγους, τη θεά Κάλι να δείχνει από

ντροπή τη γλώσσα, έβλεπα κοράκια πάνω σε σωρούς άδειες

καρύδες, το χλομό είδωλο της αυτοκρατορίας σε ερείπια μέσα

σε οργιαστικό πράσινο και, τόσο απίστευτα φριχτή ήταν η

πραγματικότητα, που δεν έβρισκα λόγια. Και τότε ονειρεύτη

κα...

Αλλά πριν δω το τόσο πλούσιο σε συνέπειες όνειρο, πρέπει

να ομολογήσω τη ζήλια που με έτρωγε, γιατί η Ούτε, που πά

ντα διαβάζει πολλά και διάφορα, όσο υπέφερε την Καλκούτα

αδυνατίζοντας όλο και περισσότερο, διάβαζε τον ένα Φοντάνε

μετά τον άλλο: διότι ως αντίβαρο στην ινδική καθημερινότητα

είχαμε πολλά βιβλία στις αποσκευές μας. Αλλά γιατί διάβαζε

μόνο αυτόν τον πρώσο ουγενότο; Γιατί με τόσο πάθος και

κάτω από τον διαρκώς σε λειτουργία ανεμιστήρα τον λογά

χρονικογράφο της Μαρκιωνίας του Βραδεμβούργου; Γιατί

κάτω από τον ουρανό της Βεγγάλης και γιατί Τέοντορ Φοντά

νε; Και τότε ονειρεύτηκα ένα μεσημέρι...

Αλλά πριν γυρίσει η ανέμη και ξετυλιχτεί το νήμα, πρέπει

να ειπωθεί ότι δεν είχα να προσάψω τίποτε, απολύτως τίποτε

στον συγγραφέα Φοντάνε και τα μυθιστορήματα του. Μερικά

*' Die Kiillin: μυθιστόρημα του Γκύντερ Γκρας (1980).

32H Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 329

από τα έργα του τα θυμόμουν ως αργοπορημένα αναγνώσμα

τα: τηνΈφη στην αιώρα, βαρκάδες στον ποταμό Χάβελ, περι

πάτους με την κυρία Γένυ Τράιμπελ στη λίμνη Χάλεν, παρα

θερισμούς στο Χαρτς... Η Ούτε όμως ήξερε τα πάντα, τις ρή

σεις κάθε πάστορα, την αιτία κάθε ένθερμου ζήλου, με αποτέ

λεσμα να γίνει η Τάνγκερμύντε παρανάλωμα του πυρός ή στο

Χωρίς επιστροφή μια φωτιά που κρυφόκαιγε. Ακόμη και με

διακοπές ρεύματος που κρατούσαν ώρα κάνοντας τον ανεμι

στήρα να σιωπά και με την Καλκούτα βυθισμένη στο σκοτάδι,

εκείνη διάβαζε στο φως των κεριών ακόμα μια φορά τα Παιδι

κά χρόνια και, σε πείσμα της Δυτικής Βεγγάλης, δραπέτευε

στο προπύργιο της Σβίνεμύντε ή μου το έσκαγε στις αμμουδιές

της Βαλτικής στην Πομμερανία πέρα απ' τις ανατολικές όχθες

του'Οντερ.

Ένα μεσημέρι λοιπόν ξαπλωμένος κάτω από την κουνουπιέ

ρα ονειρεύτηκα κάτι δροσερό του βορρά. Από το παράθυρο του

ατελιέ μου στη σοφίτα κοίταζα κάτω τον κήπο στο Βέβελ-

σφλετ. Παραλλαγές αυτού του ονείρου έχω διηγηθεί συχνά σε

διαφορετικό κάθε φορά κοινό, ξεχνώντας όμως καμιά φορά να

αναφέρω ότι το χωριό Βέβελσφλετ βρίσκεται στην επικράτεια

της Σιλεσίας-Χολστάιν στις όχθες του Στερ, παραπόταμου

του'Ελβα. Έβλεπα λοιπόν στο όνειρο μου τον σκιερό οπωρώ

να μας στο Χολστάιν και σ' αυτόν την αχλαδιά με τα κλαδιά

βαριά από τους καρπούς και στη σκιά της την Ούτε καθισμένη

σε ένα στρογγυλό τραπέζι απέναντι σε έναν άντρα.

Ξέρω, είναι δύσκολο να διηγηθείς όνειρα —ιδίως όνειρα που

τα έχεις ονειρευτεί κάτω από κουνουπιέρα μουσκεμένος στον

ιδρώτα— γιατί όλα σου βγαίνουν υπερβολικά λογικά. Ετούτο

όμως δεν το διατάρασσαν παράπλευρες πλοκές, δεν τρεμόλα-

μπε όπως στα όνειρα κανένα δεύτερο ή τρίτο φιλμ, η πλοκή

* Ηρωίδα του μυθιστορήματος του Fontane I'm» ]emiy Trtibel'( liW.'i) η orroia

εμφανίζεται και στο βιβλίο του Γκρας Ένα ευρύ πεδίο.

του ήταν γραμμική και εντούτοις πλούσια σε συνέπειες, γιατί ο

άντρας με τον οποίο η Ούτε καθόταν κουβεντιάζοντας κάτω

από την αχλαδιά μού φαινόταν γνωστός. Ήταν ένας ασπρο

μάλλης κύριος ο κύριος με τον οποίο κουβέντιαζε και όσο κου

βέντιαζε τόσο πιο όμορφη γινόταν. Στην Καλκούτα, πρέπει να

ξέρετε, την εποχή των μουσώνων η υγρασία φτάνει τα 9 8 εκα

τοστά. Επομένως δεν είναι διόλου απορίας άξιο το γεγονός ότι

κάτω από την κουνουπιέρα που ο ανεμιστήρας την κινούσε

αδύναμα, αν την κινούσε, ονειρεύτηκα κάτι δροσερό του βορρά.

Αλλά ήταν ανάγκη ο γηραιός κύριος που κουβέντιαζε με την

Ούτε κάτω από την αχλαδιά* χαμογελαστός και με οικειότη

τα και που στα άσπρα μαλλιά του παιχνίδιζαν δαχτυλίδια φω

τός να είναι ο Τέοντορ Φοντάνε;

Αυτός ήταν. Η Ούτε ερωτοτροπούσε μαζί του. Τα είχε με

έναν διάσημο συνάδελφο μου που μόνο σε προχωρημένη ηλικία

άρχισε να μεταφέρει στο χαρτί το ένα μυθιστόρημα μετά το

άλλο' και μερικά από τα μυθιστορήματα του είχαν θέμα τη

μοιχεία. Εντούτοις μέχρι αυτό το σημείο του ονείρου μου εγώ

είτε δεν εμφανιζόμουν καθόλου είτε εμφανιζόμουν μόνο ως

απόμακρος θεατής. Στους δυο τους έφτανε να έχουν ο ένας τον

άλλο. Γι ' αυτό ονειρεύτηκα τον εαυτό μου ζηλιάρη. Δηλαδή η

φρόνηση ή η πονηριά μου απαιτούσε στο όνειρο να μην αποκα

λύψω τη ζήλια μου, να δράσω σοφά ή ύπουλα, δηλαδή να αρ

πάξω μια κοντινή μου στο όνειρο καρέκλα, να κατέβω τη σκά

λα και να καθήσω στον κήπο στην ευχάριστα δροσερή σκιά της

αχλαδιάς μαζί με το ονειρικό ζευγάρι που κουβέντιαζε, μαζί με

την Ούτε και τον Φοντάνε της.

Έκτοτε —κι αυτό το λέω πάντα όταν αφηγούμαι αυτό το

όνειρο— ζούσαμε ένα συζυγικό βίο τριών. Οι δυο τους δεν

απαλλάσσονταν ούτε στιγμή από μένα. Μάλιστα στην Ούτε

* X'nten/i Wmibaiiw (liifio) |Κάτω από την αχλαδιά|: νουβέλα του Theodor

Fontane (1819-9»).

330 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

άρεσε αυτή η λύση, και εγώ αποκτούσα όλο και μεγαλύτερη οι

κειότητα με τον Φοντάνε, έως το σημείο να αρχίσω στην Καλ-

κούτα να διαβάζω οτιδήποτε μπορούσα να βρω, παραδείγμα

τος χάρη τα γράμματα του σε κάποιον Ά γ γ λ ο ονόματι Μόρ-

ρις, στα οποία εμφανίζεται ως γνώστης της διεθνούς πολιτικής.

Γι ' αυτό με την ευκαιρία μιας κοινής βόλτας με ρίκσα στο κέ

ντρο της πόλης -στο Writers Building- τον ρώτησα τι γνώμη

είχε για τις επιπτώσεις της βρετανικής αποικιοκρατίας και τη

διχοτόμηση της Βεγγάλης σε Μπαγκλαντές και σε Δυτική

Βεγγάλη. Συμφώνησα μαζί του ότι αυτή η διχοτόμηση δύσκο

λα παραλληλιζόταν με τη σύγχρονη διχοτόμηση της Γερμα

νίας και ότι η επανένωση της Βεγγάλης ήταν αδιανόητη. Και

όταν αργότερα, αφού κάναμε διάφορους γύρους, γυρίσαμε στο

Βέβελσφλετ στις όχθες του Στερ, τον πήρα καλόθυμα μαζί μου

και τον συνήθισα ως έναν διασκεδαστικό και κατά καιρούς τρε

λό συγκάτοικο. Έ κ τ ο τ ε δήλωνα φανατικός φοντανιστής.

Απαλλάχτηκα απ" αυτόν όταν στο Βερολίνο και αλλού η Ιστο

ρία αποδεικνυόταν μυρηκαστικό και εγώ, με την ευγενική

άδεια της Ούτε, μπορούσα πλέον να παίρνω τοις μετρητοίς τον

μανιωδώς φλύαρο λόγο του, μεταφέροντας την αποτυχημένη

του ύπαρξη στον αιώνα μας που οδεύει προς το τέλος του.

Αφότου -φυλακισμένος στο μυθιστόρημα μου Ευρύ πεδίο- δεν

ζει παρά μόνο για την αθανασία του, δεν βαραίνει πια τα όνει

ρα μου, πόσο μάλλον που σαν Φόντυ προς το τέλος της ιστο

ρίας, αποπλανημένος από μία νεαρά, χάνονται τα ίχνη του

στην οροσειρά Σεβέν μαζί με τους τελευταίους ουγενότους που

επέζησαν εκεί...

1988

...ΟΜΩΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ, τη χρονιά πριν καταργηθεί το τείχος

xat πριν ανακαλύψουμε ότι ήμαστε ξένοι, όταν η χαρά ήταν τε

ράστια, άρχισα, πράγμα που εντυπωσίασε φοβερά, να σχεδιά

ζω πεσμένα πεύκα, ξεριζωμένες οξιές, νεκρό ξύλο. Εδώ και με

ρικά χρόνια γινόταν παρεμπιπτόντως λόγος για τον «θάνατο

των δασών». Πραγματογνωμοσύνες είχαν ως επακόλουθο άλ

λες πραγματογνωμοσύνες. Για άλλη μια φορά απαιτούσαν επί

ματαίω όριο ταχύτητας στα εκατό χιλιόμετρα, επειδή τα καυ

σαέρια βλάπτουν τα δάση. Έμαθα νέους όρους: όξινη βροχή,

βλαστοί φόβου, νέκρωση ριζιδίων, φαιά κωνοφόρα... Και η κυ

βέρνηση έδινε στη δημοσιότητα κάθε χρόνο μία έκθεση Περί

βλάβης των δασών η οποία αργότερα, όντας έτσι λιγότερο

ανησυχητική, ονομάστηκε Περί της κατάστασης των δασών.

Επειδή εγώ πιστεύω μόνον ό,τι μπορεί να σχεδιαστεί, πήγα

με αφετηρία τη Γοττίγκη στο Ά ν ω Χαρτς, φώλιασα σε ένα

σχεδόν άδειο ξενοδοχείο για παραθεριστές και σκιέρ και σχε

δίασα με κάρβουνο Σιβηρίας -ξυλοκάρβουνο- ό,τι είχε πέσει σε

πλαγιές και ράχες. Όπου το δασαρχείο είχε παραμερίσει τη ζη

μιά, είχαν απομείνει ριζωμένα κούτσουρα να πυκνοκατοικούν

μεγάλες εκτάσεις με κάπως χαλαρή διάταξη νεκροταφείου.

Έφτασα μέχρι τις προειδοποιητικές πινακίδες και είδα ότι ο

θάνατος των δασών απλωνόταν εντεύθεν και εκείθεν των συνό

ρων, ότι είχε διαβεί το συρματόπλεγμα που διασχίζει βουνά

και λαγκάδια και τη ναρκοθετημένη ζώνη θανάτου, ότι είχε

περάσει αθόρυβα και χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός

332 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 333

το «σιδηρούν παραπέτασμα» που διχοτομεί όχι μόνο το ορο

πέδιο του Χαρτς αλλά ολόκληρη τη Γερμανία και ακόμη πε

ρισσότερο, ολόκληρη την Ευρώπη. Φαλακρά βουνά άφηναν

ελεύθερη τη θέα απέναντι.

Δεν συνάντησα κανέναν, ούτε μάγισσες ούτε έναν μοναχικό

καρβουνιάρη. Τίποτε δεν συνέβη. Όλα είχαν ήδη συμβεί. Γι'

αυτό το ταξίδι στο Χαρτς δεν με είχε προετοιμάσει καμία ανά

γνωση του Γκαίτε ή του Χάινε. Το μοναδικό μου υλικό ήταν

γκρανουλέ χαρτί ελεύθερου σχεδίου, ένα κουτάκι γεμάτο στρα

βά ξυλάκια κάρβουνου και δύο σπρέυ φιξατίβ που οι οδηγίες

χρήσης ισχυρίζονταν ότι ήταν εντελώς αβλαβή για το περιβάλ

λον διότι δεν περιείχαν καύσιμη ουσία.

Και έτσι εξοπλισμένος πήγα με την Ούτε λίγο αργότερα,

αλλά πάντα την εποχή που ίσχυε η διαταγή να πυροβολούν,

στη Δρέσδη από όπου μας είχε γίνει η γραπτή πρόσκληση

χάριν της οποίας πήραμε άδεια εισόδου στη χώρα. Οι οικοδε

σπότες μας, ένας σοβαρός ζωγράφος και μια εύθυμη χορεύτρια,

μας έδωσαν τα κλειδιά μιας άνετης και ζεστής καλύβας στα

όρη Ερτς που οι Λατίνοι ονόμαζαν Ερκύνια όρη. Κοντά στα

σύνορα με την Τσεχοσλοβακία, άρχισα αμέσως —λες και δεν

είχα δει αρκετά— να σχεδιάζω το δάσος που και εκεί έπνεε τα

λοίσθια. Στις πλαγιές κείτονταν οι κορμοί ανάκατα όπως εί

χαν πέσει. Στις ράχες οι αέρηδες είχαν σπάσει τους νεκρωμέ

νους κορμούς σε ένα μπόι ύψος. Και εδώ δεν συνέβη τίποτε, με

εξαίρεση το γεγονός ότι στην καλύβα του ζωγράφου Γκέσελ

από τη Δρέσδη πολλαπλασιάζονταν τα ποντίκια. Κατά τα

άλλα όλα είχαν κιόλας συμβεί. Καυσαέρια και χημικά κατά

λοιπα δύο βιομηχανικών περιοχών ιδιοκτησίας του λαού είχαν

κάνει πέραν των συνόρων θαυμάσια δουλειά. Ενώ εγώ σχε

δίαζα το ένα φύλλο μετά το άλλο, η Ούτε διάβαζε, αλλά όχι

πια Φοντάνε.

Ένα χρόνο αργότερα στις αφίσες και τα πλακάτ διαδηλω

τών στη Λειψία και αλλού διάβαζες «Κόψτε τους μανδαρίνους,

,1 προστατέψτε τα δέντρα». Αλλά ακόμη δεν είχε έρθει η ώρα.

Το κράτος τότε κρατούσε ακόμα τους πολίτες του ενωμένους.

Οι βλάβες εντεύθεν και εκείθεν των συνόρων φαίνονταν ακόμα

μόνιμες.

Κατά βάθος μάς άρεσε το μέρος. Τα σπίτια στα χωριά των

Ερκυνίων ήταν σκεπασμένα με σανιδάκια. Εδώ ενδημούσε η

φτώχια. Τα χωριά λέγονταν Φυρστενάου, Γκότλιμπ, Χ έ μ -

σου*. Μέσα απ' το κοντινό παραμεθόριο χωριό Τσίνβαλντ

περνούσε, για όσους είχαν βίζα, ο δρόμος για την Πράγα. Εί

κοσι χρόνια πριν από αυτόν τον δρόμο που δεν τον ταξίδευαν

μόνο τουρίστες, μια μέρα του Αυγούστου, τον διένυσαν υπα

κούοντας στην εντολή που τους είχε δοθεί, μηχανοκίνητες μο

νάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού' και πριν πενήντα χρόνια

μια μέρα του Οκτώβρη του 1938 είχαν πάρει τον ίδιο δρόμο

και με τον ίδιο προορισμό μονάδες της Βέρμαχτ, έτσι ώστε οι

Τσέχοι να μην ξεχνούν. Η υποτροπή. Βία σε διπλό πακέτο.

Στην ιστορία αρέσουν τέτοιες επαναλήψεις, αν και τότε τα

πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά' λόγου χάριν, τα δέντρα

στα δάση ήταν ακόμα όρθια...

* Η επιλογή των ονομάτων των φτωχών χωριών είναι χαρακτηριστική: Λι

βάδι του Ηγεμόνα. Αγαπητός του Θεού. Πέδη.

1989

ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΙΜΟΙ ΑΚΡΟΑΤΕΣ του Τρίτου Προγράμ

ματος, η είδηση έφτασε στ' αφτιά μας καθυστερημένα από το

ραδιόφωνο του αυτοκινήτου καθώς γυρίζαμε, ερχόμενοι από το

Βερολίνο, στο Λάουενμπουργκ, οπότε, όπως χιλιάδες άλλοι

φώναξαν «Φοβερό!», έτσι κι εγώ φώναξα από χαρά και τρόμο

«Μα αυτό είναι φοβερό!», και έπειτα, όπως και η Ούτε που

καθόταν στο τιμόνι, χάθηκα σε σκέψεις ταλαντευόμενες ανάμε

σα στο παρόν και το μέλλον. Το καλό νέο μεταδόθηκε αργοπο

ρημένα, σαν να λέμε με βραδύκαυστο φιτίλι, και σε κάποιον

γνωστό που κατοικούσε και εργαζόταν από την άλλη μεριά

του τείχους και ο οποίος σήμερα, όπως και παλαιοτέρα, φυ

λάσσει κατάλοιπα στο αρχείο της Ακαδημίας Τεχνών.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, γύρισε ιδρωμένος από το

τζόκινγκ στο Φρήντριχς-χάιν. Τίποτε το ασυνήθιστο, διότι αυ

τός ο αυτοευνουχισμός αμερικανικής προέλευσης ήταν στο με

ταξύ οικείος και στους Ανατολικοβερολινέζους. Στη διασταύ

ρωση των οδών Καίτε-Νήντερκίρχνερ και Μπέτσοφ συνάντησε

κάποιον γνωστό που κι αυτός κοντανάσαινε σαν σκυλί και

ήταν κάθιδρος από το τρέξιμο. Συνεχίζοντας το τροχάδην επι

τόπου, έδωσαν ραντεβού το βράδυ για μια μπίρα, κι έτσι το

βράδυ ο γνωστός μου βρέθηκε στο ευρύχωρο σαλόνι του γνω

στού του, η θέση του οποίου ήταν σίγουρη καθότι, όπως έλεγαν

τότε, ήταν απασχολούμενος στην «παραγωγή υλικών αγα

θών», γι ' αυτό και ο δικός μου γνωστός δεν απόρησε που είδε

στο διαμέρισμα του γνωστού του πρόσφατα τοποθετημένο

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ .?.«

παρκέ' γι αυτόν που κινούσε στο αρχείο μονό χαρτί και ο

οποίος ήταν αρμόδιος το πολύ για υποσημειώσεις, μια τέτοια

αγορά ήταν εντελώς ανέφικτη.

Ηπιαν μια Pilsner, ακόμα μία. Αργότερα ήρθε στο τραπέζι

ρακί του Νορντχάουζ. Μίλησαν για τα παλιά χρόνια, για τα

παιδιά που μεγάλωναν και για τους ιδεολογικούς φραγμούς

στις συγκεντρώσεις γονέων. Ο γνωστός μου που κατάγεται

απο τα Ερκύνια όρη, όπου τον προηγούμενο χρόνο είχα σχε

διάσει νεκρά δέντρα πάνω σε ράχες και όπου ο γνωστός μου

σκόπευε, όπως είπε στον γνωστό του, τον ερχόμενο χειμώνα

να πάει με τη γυναίκα του για σκι, είχε όμως πρόβλημα με τα

λάστιχα του Wartburg του, και τα τέσσερα λάστιχα ήταν τόσο

λειωμένα, που δεν φαινόταν πια σχεδόν καθόλου το προφίλ

τους. Ήλπιζε, είπε, πως θα οικονομούσε νέα χειμωνιάτικα λά

στιχα μέσω του γνωστού του. Όποιος στον υπαρκτό σοσιαλι

σμό μπορεί να βάλει ιδιωτικά παρκέ, ξέρει και πώς να βρει τα

ειδικά ελαστικά με το σήμα «M+S» από τα αρχικά «Matsch

und Schnee» που θα πει «Λάσπη και Χιόνι».

Ενώ εμείς πλησιάζαμε στο Μπέλεντορφ με το χαρούμενο νέο

στην καρδιά, στο λεγόμενο «βερολινέζικο δωμάτιο» του γνω

στού του γνωστού μου έπαιζε η τηλεόραση σχεδόν χωρίς καθό

λου ήχο. Και ενώ οι δυο τους φλυαρούσαν, πίνοντας μπίρα και

ρακί, για το πρόβλημα των ελαστικών και ο ιδιοκτήτης του

παρκέ έλεγε ότι καινούργια ελαστικά μπορεί να βρει κανείς στην

ουσία μόνο με το «σωστό χρήμα», προσφέρθηκε όμως να του

προμηθεύσει ζιγκλέρ για το καρμπυρατέρ του Wartburg, κατά

τα άλλα δεν σκόπευε να του δώσει περαιτέρω ελπίδες, ο γνω

στός μου, ρίχνοντας μια σύντομη ματιά προς το μέρος της άφω

νης μικρής οθόνης, πρόσεξε πως εκεί παιζόταν προφανώς ένα

έργο στην πλοκή του οποίου περιλαμβάνονταν νεαροί που σκαρ

φάλωναν στο τείχος και ύστερα κάθονταν ιππαστί στην προεξέ

χουσα επίστεψη του, ενώ οι συνοριακοί φρουροί παρακολουθού

σαν το διασκεδαστικό αυτό παιχνίδι άπραγοι. Εφιστώντας πρώ-

336 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΧ

τα την προσοχή του γνωστού του σ αυτή την πρωτάκουστη πε

ριφρόνηση του αμυντικού τείχους, είπε ο γνωστός του γνωστού

μου: «Τι περιμένεις από τη Δύση!»Έπειτα σχολίασαν αμφότε

ροι το κακόγουστο φίλμ -«Σίγουρα έργο του ψυχρού πολέμου»-

και σύντομα γύρισαν ξανά την κουβέντα στα θλιβερά θερινά ελα

στικά και στα ελλείποντα χειμερινά ελαστικά. Για το αρχείο και

τα αποθηκευμένα εκεί κατάλοιπα λίγο έως πολύ σημαντικών

συγγραφέων δεν έγινε λόγος.

Ενώ εμείς ζούσαμε ήδη συνειδητά την επερχόμενη, την άνευ

τείχους εποχή και ενώ —αμέσως μόλις φτάσαμε στο σπίτι— θέτα

με το χαζοκούτι σε λειτουργία, από την άλλη μεριά του τείχους

πέρασε ακόμα λίγη ώρα ώσπου επιτέλους ο γνωστός του γνω

στού μου να κάνει τα δυο βήματα πάνω στο καινούργιο παρκέ

και να βάλει την τηλεόραση στη διαπασών. Από κείνη τη στιγμή

και μετά ούτε λέξη πια για χειμερινά ελαστικά. Το πρόβλημα

αυτό θα το έλυνε πλέον το νέο σύστημα χρονολόγησης, το «σω

στό χρήμα».Ήπιαν μόνο το υπόλοιπο ρακί μεμιάς, ύστερα έφυ

γαν για την οδό Αναπήρων, όπου ήδη τα αυτοκίνητα —περισσό

τερα Trabant από Wartburg— είχαν μποτιλιαριστεί, γιατί όλοι

ήθελαν να πάνε στο συνοριακό πέρασμα το οποίο ήταν θαυμα

στά ανοιχτό. Και όποιος έστηνε αφτί, άκουγε πως όποιος, ή

σχεδόν όποιος ήθελε να περάσει πεζός ή με το Τράμπι του στη

Δύση φώναζε ή ψιθύριζε «Φοβερό!», όπως είχα φωνάξει κι εγώ

λίγο έξω από το Μπέλεντορφ «Φοβερό!», έπειτα όμως είχα

στραφεί προς τη φυγή των σκέψεων.

Λησμόνησα να ρωτήσω τον γνωστό μου πώς και πότε και

αντί τίνος αντιτίμου απέκτησε επιτέλους τα χειμερινά ελαστικά

του. Επίσης πολύ θα ήθελα να μάθω εάν γιόρτασε την Πρωτο

χρονιά του '90 στα Ερκύνια όρη μαζί με τη γυναίκα του που

επί Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήταν πετυχημέ

νη αθλήτρια του πατινάζ. Γιατί με κάποιο τρόπο η ζωή συνε

χίστηκε.

1990

ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗ ΛΕΙΨΙΑ όχι μόνο για να παρευρεθούμε

στην καταμέτρηση των ψήφων. Ο Γιάκομπ και η Λεονόρε

Ζουλ είχαν έρθει από την Πορτογαλία και είχαν καταλύσει στο

ξενοδοχείο Μερκούρ κοντά στον σταθμό. Η Ούτε και εγώ είχα

με έρθει από το Στράλζουντ και είχαμε βρει κατάλυμα στο

προάστιο Βίντεριτς στο σπίτι ενός ιδιοκτήτη καταστήματος

καλλυντικών που τον γνώριζα από τη Στρογγυλή Τράπεζα

της Λειψίας. Όλο το απόγευμα ήμαστε στα ίχνη του Γιάκομπ.

Ο Γιάκομπ μεγάλωσε σε μια εργατική συνοικία που παλιότερα

λεγόταν Ετς και τώρα Μάρκλεμπεργκ. Πρώτος μετανάστευσε

στην Αμερική με τα δυο μικρότερα αδέλφια του ο πατέρας του

Αβραάμ Ζουλ, καθηγητής των γερμανικών και των γίντις στο

εβραϊκό γυμνάσιο. Το '38 ακολούθησε και ο δεκαπεντάχρονος

Γιάκομπ. Μόνο η μητέρα έμεινε στο Ετς, γιατί είχε διαλυθεί ο

γάμος τους, ώσπου αναγκάστηκε να το σκάσει κι αυτή στην

Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Λεττονία, όπου το καλοκαίρι του

'41 την πρόφτασε ο γερμανικός στρατός και -όπως είπαν αρ

γότερα- τουφεκίστηκε από μία ειδική μονάδα φρουράς καθώς

δραπέτευε. Στη Νέα Υόρκη ο άντρας της και τα παιδιά της δεν

κατάφεραν να μαζέψουν τα λεφτά που χρειάζονταν για άδεια

εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, ύστατη ελπίδα της γυναίκας,

της μητέρας. Σπάνια και πάντα κομπιάζοντας μιλούσε ο Γιά

κομπ για τη μάταιη αυτή προσπάθεια.

Παρότι δεν τον βοηθούσαν πια τα πόδια του, δεν κουραζό

ταν να μας δείχνει τη λαϊκή πολυκατοικία, την πίσω αυλή με

.«s Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

τις απλωμένες μπουγάδες, το σχολείο του και σε έναν παρά-

δρομο το γυμναστήριο. Στην πίσω αυλή ξανασυναντήθηκε με

το σιδερένιο πι όπου κρεμούσαν και ξεσκόνιζαν τα χαλιά. Χα

ρούμενος ο Γιάκομπ μας έδειχνε συνεχώς αυτό το λείψανο της

νεότητας του.Έγειρε το κεφάλι στο πλάι, έκλεισε τα μάτια σαν

ν' αφουγκραζόταν ρυθμικά χτυπήματα, λες και η πίσω αυτή

αυλή εξακολουθούσε να είναι γεμάτη ζωή. Και ήθελε να φωτο

γραφηθεί από τη Λεονόρε κάτω από μια μπλε εμαγιέ πινακίδα

στην οποία πάνω από την ημερομηνία 1 Μαΐου 1982 διάβαζες

τον έπαινο των αρχών «Παραδειγματική κοινότητα κατοίκων

του δήμου Μέκλεμπεργκ». Με τον ίδιο τρόπο στήθηκε μπρο

στά στην επίσης μπλε, δυστυχώς κλειστή πόρτα του γυμναστη

ρίου, πάνω από την οποία μέσα από μία κόγχη κοίταζε με

βλέμμα αυστηρό τον ορίζοντα η προτομή του Γιαν, πατέρα της

γυμναστικής και θεμελιωτού του κινήματος φυσικής αγωγής

των γερμανών νέων. «Όχι», είπε ο Γιάκομπ, «εμείς δεν είχαμε

καμία σχέση με τους πλούσιους εβραίους στο κέντρο της πόλης,

που φορούσαν γούνες. Εδώ όλοι, εβραίοι ή μη και οι ναζί, ήταν

μικροϋπάλληλοι και εργάτες». Έπειτα είπε να φύγουμε, δεν

ήθελε άλλο.

Την εκλογική πανωλεθρία τη ζήσαμε στον Οίκο της Δημο

κρατίας στην οδό Μπέρνχαρντ Γκέρινγκ όπου μας συνόδευσε

κάποιος ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος. Εκεί είχαν εδώ και λίγο

καιρό γραφεία οι οργανώσεις του κινήματος για τα δικαιώματα

του πολίτη. Στην αρχή πήγαμε στους Πράσινους, ύστερα στη

Συμμαχία 90. Και εκεί και εδώ στέκονταν, κάθονταν σε καθί

σματα ή ανακούρκουδα στο πάτωμα νέα παιδιά μπροστά σε τη

λεοράσεις. Και εδώ έβγαλε η Λεονόρε φωτογραφίες στις οποίες

διακρίνει κανείς μέχρι σήμερα τη βουβαμάρα και την οργή από

τα πρώτα συγκεντρωτικά αποτελέσματα. Μια γυναίκα σκέπασε

το πρόσωπο με τα χέρια. Όλοι βλέπαμε ότι οι Χριστιανοδημο

κράτες έμελλε να κερδίσουν νίκη μεγάλη, συντριπτική. «Τι να

κάνουμε;» είπε ο Γιάκομπ, «αυτά έχει η δημοκρατία».

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ .W

Την επομένη μπροστά στην πλαϊνή πόρτα του Αγίου Νικο

λάου, της εκκλησίας από την οποία το φθινόπωρο του προη

γούμενου χρόνου ξεκινούσαν οι διαδηλώσεις της Δευτέρας,

στην κυματιστή λαμαρίνα της περίφραξης ενός εργοταξίου ένα

αυτοκόλλητο χαρτί, μιμούμενο με μπλε πλαίσιο και μ π λ ε

γράμματα τις ταμπέλες των οδών, έγραφε: «Πλατεία εξαπα

τημένων». Και από κάτω με μικρά γράμματα: «Τα παιδιά

του Οκτώβρη χαιρετούν. Ναι, είμαστε ακόμη εδώ».

Πριν αποχαιρετήσουμε τον ιδιοκτήτη καταστήματος καλλυ

ντικών και βοτάνων, που είχε ψηφίσει χριστιανικά —«Όχι για

τα λεφτά. Το μετάνιωσα κιόλας...»-, μας έδειξε, με την καλό-

θυμη υπερηφάνεια του Σάξονα που παρέμεινε και στον σοσια

λισμό εργατικός, το σπίτι και την πισίνα του. Πλάι σε μία μι

κροσκοπική λιμνούλα είδαμε ένα μπρούντζινο κεφάλι του

Γκαίτε ενάμισι μέτρο ψηλό που ο οικοδεσπότης μας, λίγο πριν

δοθεί για λεκόσιμο το τεράστιο κεφάλι του ποιητή, το είχε

ανταλλάξει με μία μεγαλύτερη σε βάρος ποσότητα χάλκινου

σύρματος. Στον κήπο θαυμάσαμε ένα μανουάλι, το οποίο μαζί

με άλλα μανουάλια θα είχε πουληθεί στην Ολλανδία αντί συ

ναλλάγματος, εάν ο ιδιοκτήτης καταστήματος καλλυντικών

και βοτάνων δεν είχε αισθανθεί τη διάθεση να βουτήξει αυτό το

δείγμα ή, κατά την έκφραση του, «να το διαφυλάξει». Επίσης

είχε πάρει από ένα νεκροταφείο που απειλείτο με ισοπέδωση

και είχε διαφυλάξει εντάσσοντας τα στον κήπο του δύο κίονες

από μυρμηκίτη και μία γούρνα από πορφυρίτη. Και παντού

υπήρχαν καθίσματα από χυτοσίδηρο ή πελεκημένα σε πέτρα,

τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούσε ποτέ. γιατί δεν καθόταν

ποτέ.

Έπειτα ο ιδοκτήτης μας, ο οποίος, παρά τον σοσιαλισμό,

είχε παραμείνει ελεύθερος επαγγελματίας, μας πήγε σε μία

στεγασμένη πισίνα που το νερό της από τον Απρίλιο και μετά

θα θερμαινόταν με ηλιακό θερμοσίφωνα. Αλλά περισσότερο

από αυτά τα δυτικά προϊόντα, που τα είχε αποκτήσει στη μαύ-

340 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

ρη αγορά, μας εξέπληξαν γλυπτά υπερφυσικού μεγέθους από

ψαμμίτη που απεικόνιζαν τον Ιησού και έξι αποστόλους, ανά

μεσα τους και τους ευαγγελιστές. Μας διαβεβαίωσε πως κατά

φερε να σώσει τα γλυπτά αυτά μόλις την τελευταία στιγμή και

συγκεκριμένα λίγο πριν ο Άγιος Μάρκος καθώς και άλλες εκ

κλησίες της Λειψίας καταστραφούν από τους «βάρβαρους κομ

μουνιστές», όπως είπε. Έτσι τώρα ο Χριστός, φιλοτεχνημένος

με βάση τις αισθητικές αντιλήψεις του όψιμου δέκατου ένατου

αιώνα, στεκόταν σχηματίζοντας ημικύκλιο μαζί με τους απο

στόλους του γύρω από την πισίνα με τις τυρκουάζ ανταύγειες

και ευλογούσε δύο ρομπότ (γιαπωνέζικης προέλευσης) που κα

θάριζαν φιλόπονα τους ντυμένους με πλακάκια τοίχους, ευλο

γούσε και εμάς που είχαμε έρθει στη Λειψία για να κατέβουμε

από τα σύννεφα χάρη στις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλο

γές της 18ης του Μάρτη, ευλογούσε ίσως και την επερχόμενη

ενότητα, ευλογούσε κάτω από μία στέγη την οποία υποβάστα

ζαν, όπως ήξερε ο ιδιοκτήτης μας καταστήματος καλλυντικών,

«ραδινοί δωρικοί κίονες». «Εδώ διασταυρώνονται», είπε, «ελ

ληνιστικά και χριστιανικά στοιχεία με το σαξονικό πρακτικό

πνεύμα».

Στον δρόμο του γυρισμού, καθώς περνούσαμε από τους

αμπελώνες στις όχθες του Ούνστρουτ και μέσα από το Μύλ-

χάουζεν πηγαίνοντας προς τα σύνορα, ο Γιάκομπ Ζουλ κοιμό

ταν εξαντλημένος από την επιστροφή του στο Ετς και τη Λει

ψία. Είχε δει αρκετά.

1991

«ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΝΕΚΡΟΥΣ. Μόνο αδύναμες συντεταγμένες και

βολές που έχουν δήθεν ακρίβεια χιλιοστού. Μοιάζει παιχνιδά

κι...»

«Ε βέβαια, γιατί το CNN έχει τα δικαιώματα αυτού του πο

λέμου και από τώρα κιόλας του επόμενου και του μεθεπόμε

νου...»

«Ναι, αλλά βλέπεις πετρελαιοπηγές να καίγονται...»

«Γιατί εκείνο που τους καίει είναι το πετρέλαιο, μόνο το πε

τρέλαιο...»

«Το ξέρουν ακόμα και τα παιδιά που βγήκαν παντού στους

δρόμους. Ολόκληρα σχολεία άδειασαν και τα παιδιά βγήκαν

στους δρόμους, συνήθως χωρίς τους καθηγητές τους, παντού,

στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στο Αννόβερο...»

«Ακόμα και στο Σβερίν και το Ροστόκ. Με κεριά, γιατί

εδώ σε μας πριν από δύο χρόνια έπεσε παντού το τείχος...»

«...ενώ εμείς εδώ φλυαρούμε ακόμη για το '68 και για τις

δυναμικές μας διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ

και στις βόμβες ναπάλμ...»

«...αλλά εμείς σήμερα καθόμαστε στ' αβγά μας, ενώ τα παι

διά έξω...»

«Δεν μπορείς να συγκρίνεις το σήμερα με το τότε. Εμείς

τότε είχαμε τουλάχιστον ένα όραμα και επαναστατική αντίλη

ψη των πραγμάτων, ενώ τα σημερινά παιδιά μόνο με τα κε

ριά...»

«Αλλά η σύγκριση του Σαντάμ με τον Χίτλερ είναι θεμιτή,

.1-12 Γ κ ϊ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 343

ε; Βρίσκουμε έναν κοινό παρονομαστή και αμέσως ξέρουμε τι

είναι καλό και τι κακό».

«Ε καλά, δεν το εννοούσε στην κυριολεξία αλλά μεταφορι

κά' θα έπρεπε όμως να διαπραγματευτούν, να αναλώσουν

πολύ περισσότερο χρόνο σε διαπραγματεύσεις και να ασκήσουν

πίεση με οικονομικό αποκλεισμό, όπως στη Νότια Αφρική,

γιατί με πόλεμο...»

«Μα για ποιο πόλεμο μιλάμε; Το θέαμα που επιμελήθηκε

το CNN μαζί με το Πεντάγωνο και το οποίο ο μέσος κατανα

λωτής βλέπει στη μικρή οθόνη μοιάζει με πυροτεχνήματα σκη

νοθετημένα ειδικά για το σαλονάκι μας. Είναι απολύτως κα-

τάλληλον, χωρίς ούτε ένα νεκρό. Βλέπεται σαν έργο επιστημο

νικής φαντασίας που το κοινό το παρακολουθεί τραγανίζοντας

κρακεράκια».

«Αλλά τις πετρελαιοπηγές που καίγονται τις βλέπεις, και

επίσης τους πυραύλους που πέφτουν στο Ισραήλ αναγκάζοντας

τον κόσμο να τρέχει στα υπόγεια με αντιασφυξιογόνες μά

σκες...»

«Και ποιος εξόπλιζε χρόνια ολόκληρα τον Σαντάμ εναντίον

του Ιράν; Ακριβώς. Οι Γιάνκηδες και οι Γάλλοι».

«... και οι γερμανικές εταιρείες. Υπάρχει ένας κατάλογος

μακρύς ένα χιλιόμετρο με τις εταιρείες και τι προμήθευσε η κα

θεμιά: πλήθος από τα πλέον εκλεπτυσμένα όπλα, υλικά πυραύ

λων, ολόκληρα μαγειρεία παρασκευής δηλητηρίων μαζί με τις

συνταγές...»

«... γι ' αυτό ακόμη κι αυτός ο Μπίρμαν, που ανέκαθεν τον

θεωρούσα ειρηνιστή, είναι υπέρ του πολέμου. Αυτός λέει μάλι

στα...»

«Τίποτε δεν λέει αυτός, μόνο καταγγέλλει όλους όσοι δεν

ακολουθούν τη γραμμή του...»

«... και τα παιδιά με τα κεριά που διαδηλώνουν για την ει

ρήνη τα αποκαλεί κλαψιάρικα μωρά...»

«Γιατ ί αυτά τα παιδιά στερούνται κοινωνικού στόχου,

προοπτικής και επιχειρημάτων, ενώ εμείς στην εποχή μας...»

«... πάντως το σύνθημα " Ό χ ι αίμα για πετρέλαιο'" κάτι

λέει...» «Ναι, αλλά όχι αρκετά. Όταν εμείς διαδηλώναμε εναντίον

του πολέμου στο Βιετνάμ...»

«...ε, δεν ήταν και πολύ ανατρεπτικό το σύνθημα Χ ο - Χ ο -

Χο-Τσι-Μινχ...»

«Πάντως τώρα τα παιδιά, μαθητές και φοιτητές, είναι έξω

στους δρόμους και τις πλατείες. Τώρα και στο Μόναχο και τη

Στουτγάρδη. Πάνω από πέντε χιλιάδες. Ακόμα και τα μωρά

από τους παιδικούς σταθμούς διαδηλώνουν μαζί τους. Κάνουν

σιωπηλές πορείες που τις διακόπτουν με την κραυγή "Φοβά

μαι! Φοβάμαι!", αυτό φωνάζουν. Ποτέ άλλοτε στη Γερμανία

δεν βγήκε κανείς δημόσια να παραδεχτεί... Είμαι της άπο

ψης...»

«Δεν με παρατάς με τις απόψεις σου! Ρίξε πρώτα μια ματιά

στα παιδιά και έπειτα έλα να μου πεις: κάτω Adidas, πάνω

Armani. Κακομαθημένα σκατόπαιδα που φοβούνται μπας και

χάσουν τα φίνα ρουχαλάκια τους, ενώ εμείς το '68 και αργότε

ρα, όταν διαδηλώναμε ενάντια στην επέκταση του αεροδρομίου

της Φρανκφούρτης ή ακόμη αργότερα ενάντια στους πυραύλους

Pershing II στο Μουτλάνγκεν και αλλού... Δεν ήταν παίξε-γέ-

λασε τότε οι διαδηλώσεις, έπεφτε ξύλο, ενώ τώρα μου 'ρχονται

τα παιδάκια σεινάμενα κουνάμενα με τα κεριά τους...»

«Ε, και λοιπόν; Σάμπως δεν άρχισε έτσι και στη Λειψία;

Ήμουν κι εγώ εκεί κάθε Δευτέρα που ξεκινούσαμε ειργ]νικά από

τον άγιο Νικόλαο. Κάθε Δευτέρα, μάλιστα, ώσπου οι κρατού

ντες άρχισαν να τρέμουν...»

«Δεν συγκρίνεται με σήμερα».

«Αλλά ο Χίτλερ και ο Σαντάμ συγκρίνονται. Και οι δυο στο

ίδιο γραμματόσημο. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε, ε;»

«Πάντως οι πετρελαιοπηγές καίγονται...»

«Και στη Βαγδάτη ένα καταφύγιο γεμάτο πολίτες...»

344 Γ κ τ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

«Στο CNN όμως παίζουν τελείως διαφορετικό έργο...»

«Κατάλαβε το επιτέλους. Αυτό είναι το μέλλον. Πριν ακόμα

αρχίσει ο πόλεμος βγαίνουν τα τηλεοπτικά δικαιώματα στο

σφυρί και όποιος δώσει τη μεγαλύτερη προσφορά...»

«Σήμερα μπορείς μάλιστα να κάνεις μια τέτοια παραγωγή

εκ των προτέρων, γιατί σίγουρα θα ακολουθήσει και άλλος πό

λεμος. Αλλού ή πάλι στον Κόλπο...»

«Στα Βαλκάνια ενάντια στους Σέρβους ή τους Κροάτες σί

γουρα όχι...»

«Μόνο όπου έχει πετρέλαιο...»

«Και πάλι δεν θα δούμε νεκρούς...»

«Και φόβο, πραγματικό φόβο έχουν μόνο τα παιδιά...»

1992

ΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΕΚΙΙΛΗΞΗ ΚΑΙ ΑΠΟΡΙΑ, διότι το έκαμα κατόπιν αι

τήματος και παρακλήσεως ηλικιωμένων κυρίων, οι οποίοι εί

χαν διατελέσει στην υπηρεσία του αφανισμένου πλέον κράτους,

έφτασα από τη Βιττεμβέργη. Εάν ήταν τούτη τη φορά αυτό το

ζητούμενο, δεν θα είχα πρόβλημα, γιατί ως πνευματικός ποι-

μήν ήμουν αρκετά έμπειρος στο να βολιδοσκοπώ τις αβύσσους

της ψυχής που εδώ και καιρό ήταν ανοιχτές παντού στη χώρα.

Άλλωστε λίγο μετά την πτώση του τείχους είχα ταχθεί και

εγώ ανοιχτά υπέρ της δημοσιοποίησης της φιλόπονης δράσης

της πρώην Κρατικής Υπηρεσίας Ασφαλείας, γι ' αυτό η ευθύνη

μου τώρα ήταν διπλή.

Την περίπτωση αυτή —«Σύζυγος παρακολουθεί επί χρόνια

τη γυναίκα του για λογαριασμό της Στάζι»- τη γνώριζα όχι

μόνο από τους τίτλους στον Τύπο. Ωστόσο τη συμβουλή δεν

έσπευσαν να μου τη ζητήσουν ot σύζυγοι ωθούμενοι από τη

συμφορά που τους είχε βρει ή καλύτερα από τα κατάλοιπα της

εποχής της κυριαρχίας της Στάζι, αλλά οι γονείς τους, που

αφενός αναζητούσαν βοήθεια, αφετέρου -όπως με διαβεβαίω

σαν στο τηλέφωνο— δεν είχαν καθόλου σχέσεις με τη θρησκεία'

οπότε τους διαβεβαίωσα και εγώ από μέρους μου ότι θα έκανα

το ταξίδι στο Βερολίνο χωρίς κανέναν ιεραποστολικό ζήλο.

Το ζεύγος που με είχε καλέσει καθόταν στον καναπέ, τα

άλλα πεθερικά, όπως κι εγώ, σε πολυθρόνας. «Δεν μπορούμε

να πιστέψουμε», άκουσα να λένε, «όσα γράφουν οι εφημερίδες.

Αλλά με μας κανένας τους δεν μιλάει». — «Πιο πολύ απ'

.?•/6 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

όλους», είπε η μητέρα της συζύγου που την παρακολουθούσε ο

άντρας της για λογαριασμό της Στάζι, «υποφέρουν φυσικά τα

παιδιά, γιατί και τα δυο έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέ

ρα τους». Σ' αυτό ήταν σύμφωνοι και οι τέσσερις γονείς του

δυστυχούς ζεύγους: ο γιος και γαμπρός ήταν πάντα καλός και

υπομονετικός πατέρας. Εκτός τούτου με διαβεβαίωσαν ότι αν

και η θυγατέρα και νύφη ήταν η δυνατότερη, η κυρίαρχη προ

σωπικότητα, παρ' όλα αυτά η κριτική στο κόμμα και αργότερα

στο κράτος ήταν ομόφωνη. Οι γονείς προσπάθησαν χίλιες φο

ρές να τους πείσουν πόσα χρωστούσαν στο Κράτος των Εργα

τών και Αγροτών, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να το παραδεχτούν

με τίποτε. Δεν θα είχαν βρει ποτέ ούτε εκείνη ούτε εκείνος ως

επιστήμονες μια τόσο άκρως εξειδικευμένη ασχολία, εάν δεν

είχε μεριμνήσει γι ' αυτό το σοσιαλιστικό κράτος.

Αρχικά περιορίστηκα στον ρόλο του ακροατή. Λέγεται πως

είμαι καλός σ' αυτό. Πληροφορήθηκα λοιπόν ότι και οι συμπέ-

θεροι εργάζονταν ο ένας ως αναγνωρισμένος ερευνητής στον

τομέα των φαρμάκων, ο δε άλλος —πατέρας της συζύγου του

πληροφοριοδότη της Ασφάλειας— μέχρι τέλους στη Στάζι και

συγκεκριμένα στον τομέα εκπαίδευσης στελεχών. Άνεργος

πλέον, ο πρώην αξιωματούχος της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφα

λείας εξέφρασε τη λύπη του για το μπλέξιμο του γαμπρού του

γιατί γνώριζε τον μηχανισμό από τα μέσα: «Αν μου είχε μιλή

σει έγκαιρα, θα τον είχα αποτρέψει από αυτό το ριψοκίνδυνο

διπλό παιχνίδι. Διότι από τη μία μεριά ως έντιμος πολίτης

ήθελε να φανεί χρήσιμος στο κράτος ως πληροφοριοδότης, από

την άλλη μεριά εκείνο που τον ενδιέφερε, βέβαια, ήταν να προ

στατέψει τη γυναίκα του με το υπερβολικά κριτικό πνεύμα, η

οποία ανέκαθεν έρρεπε προς αυθόρμητες εκδηλώσεις, από τυ

χόν μέτρα του κράτους εναντίον της. Έτσι είχε δυσκολίες.

Ήταν πολύ αδύναμος και δεν άντεχε τόσο μεγάλη πίεση. Ξέρω

τι λέω. Οι προϊστάμενοι μου με επέπληξαν επανειλημμένα

επειδή αρνήθηκα να μην έχω κανενός είδους σχέση με την κόρη

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 347

μου μετά την πρώτη προκλητική της πράξη σε μια εκκλησία

του Πάνκοφ, πράγμα που σήμαινε να κόψω κάθε σχέση μαζί

της. Δεν το έκανα, μάλιστα την ενίσχυα οικονομικά μέχρι τέ

λους, και ας αποκαλούσε την υπηρεσία μου περιφρονητικά

"βδέλλα"».

Ανάλογα παράπονα είχε και ο αναγνωρισμένος ερευνητής:

Ποτέ ο γιος του δεν ζήτησε τη συμβουλή του. Αυτός, δοκιμα

σμένος αντιφασίστας και παλιό μέλος του κόμματος, ο εξοι

κειωμένος από την εποχή που εγκατέλειψε ως πολιτικός πρό

σφυγας τη Γερμανία με κάθε μορφή παρεκκλίσεων και ανάλο

γων δραστικών κυρώσεων, είχε συμβουλεύσει επιτακτικά τον

γιο του να αποφασίσει ή το ένα ή το άλλο. Αλλά εκείνος ονει

ρευόταν έναν τρίτο δρόμο.

Οι μητέρες και πεθερές έλεγαν ελάχιστα και μόνο όταν τους

δινόταν η ευκαιρία να επιβεβαιώσουν την ανησυχία τους για τα

παιδιά και να υπογραμμίσουν τα προτερήματα του συζύγου

και πληροφοριοδότη ως πατέρα. Η μητέρα της παρακολουθού

μενης από τον χαφιέ σύζυγο της γυναίκας, που ανήκε στους

αντιφρονούντες, είπε: «nptv από λίγους μόλις μήνες σε τούτον

εδώ τον καναπέ κάθονταν οι δυο τους μαζί με τα παιδιά. Και

τώρα όλα γκρεμίζονται...»

Ως έμπειρος ακροατής συνέχισα να σιωπώ διακριτικά. Πρό

σφεραν καφέ και μπισκότα, δυτικά βέβαια, μάρκας Bahlsen.

Άκουσα να λένε ότι το τέλος της δημοκρατίας τους πόνεσε

αλλά δεν τους εξέπληξε. Κατάπληκτους τους άφησε μόνο το

γεγονός πως ο γιος και γαμπρός παρά ή ίσως λόγω του δι

πλού του ρόλου θεωρούσε «το κράτος μας» επιδεχόμενο με

ταρρύθμισης, μέχρι τέλους επιδεχόμενο αλλαγής. Το ίδιο και η

κόρη και νύφη: την εποχή που οι σύντροφοι της ηγεσίας είχαν

πλέον παραδώσει τα όπλα, εκείνη σήκωσε την παντιέρα «του

δημοκρατικού σοσιαλισμού». Όλα αυτά δεν μπορούσαν να

αξιολογηθούν παρά μόνο ως απόδειξη της αφέλειας και των

δυο τους. «Όχι!» φώναξε ο άνεργος πλέον αξιωματικός της

.Î-/.S Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 349

Στάζι. «Δεν αποτύχαμε εξαιτίας της αντιπολίτευσης των παι

διών μας, αλλά εξαιτίας ημών των ιδίων.» Μετά μία παύση

για να ξαναγεμίσουν τα φλιτζάνια με καφέ, άκουσα: «Το αρ

γότερο το '83 , αφότου η θυγατέρα μου και ο γαμπρός μου

συμμετείχαν ομόφωνα —όπως φαινόταν— στην ίδρυση της λε

γόμενης "εκκλησίας της βάσης" στην Γκότα, θα έπρεπε κόμμα

και κράτος να αξιολογήσουν θετικά αυτή την αυθόρμητη κριτι

κή στάση και να τη μετατρέψουν σε κόμμα της βάσης...»

Έπειτα ακολούθησε αυτοκριτική. Και εγώ, που παρά τις

επιφυλάξεις της Εκκλησίας μου, ανήκα επίσης στην «εκκλησία

της βάσης», κατέβαλα προσπάθεια να καταπνίξω το συναίσθη

μα θριάμβου που ένιωθα με τη στερνή ετούτη γνώση. Έπειτα

όμως ο αναγνωρισμένος φαρμακολόγος επέρριψε στον υπεύθυ

νο για την εκπαίδευση στελεχών αξιωματικό της Κρατικής

Υπηρεσίας Ασφαλείας τη μομφή ότι διαφυλάσσοντας τόσο φι

λόπονα όλον αυτόν τον όγκο των φακέλων παρέδωσαν στα χέ

ρια της Δύσης και των αρχών της τον ούτως ή άλλως ανίσχυρο

λαό της χώρας. Και ο πεθερός του χαφιέ της Στάζι παραδέ

χτηκε αυτή την παράλειψη των οργάνων ασφαλείας. Παρέλει

ψαν να προστατέψουν τους καλόπιστους πληροφοριοδότες

τους, μεταξύ των οποίων και άτομα της οικογένειας, κατα

στρέφοντας εγκαίρως τις αναφορές και τα προσωπικά τους

στοιχεία/Ηταν καθήκον τους να μεριμνήσουν γι ' αυτόν τον κό

σμο. «Εσείς τι λέτε, πάτερ;»

Μην ξέροντας τι να απαντήσω, είπα: «Βεβαίως, βεβαίως.

Αλλά και η Δύση θα έπρεπε να αναγνωρίσει τι δυναμίτη έτοι

μο να εκραγεί έκρυβε η οδός Νορμανδών. Θα έπρεπε να είχε

σφραγιστεί το κεντρικό κτήριο της Ασφάλειας μαζί με όλα τα

περιεχόμενα του. Kat να μην ανοίξει παρά μόνο ύστερα από

είκοσι το λιγότερο χρόνια. Αλλά στη Δύση δεν έφτανε που είχε

νικήσει υλικά... Και από χριστιανική άποψη... Και για την

προστασία των εγγονών, όπως στη δική σας περίπτωση...»

Ύστερα μου έδειξαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Σε μερι

κές είδα τη διαπρεπή εδώ και μερικά χρόνια αντιφρονούσα και

τον επίσης γνωστό πλέον σύζυγο της. Ανάμεσα τους τα παι

διά. Η οικογένεια στη φωτογραφία καθόταν στον καναπέ όπου

τώρα κάθονταν οι γονείς της κόρης ως παππούς και γιαγιά

αξιολύπητων εγγονών. Τότε μόνο με πληροφόρησαν για το

επερχόμενο διαζύγιο του ζεύγους. Και τα δύο μέρη των γο

νέων συμφωνούσαν με την πρόθεση τους να χωρίσουν. «Καλά

κάνουν», είπαν οι μεν, «Τώρα πια δεν γίνεται τίποτε», είπαν

οι άλλοι γονείς. Έπειτα με ευχαρίστησαν που τους άκουσα

υπομονετικά.

1993

ΩΣ ΑΠΛΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ είσαι εντελώς ανίσχυρος να αντιμε

τωπίσεις τέτοιες περιπτώσεις. Ό χ ι κατά κανόνα, γιατί πριν

από λίγα ακόμη χρόνια, όταν τα σύνορα για τη Δύση ήταν όλα

κλειστά και τα κρατικά μας όργανα κρατούσαν τις υποσχέσεις

τους, δηλαδή μεριμνούσαν για την ομαλότητα και την τάξη,

δεν υπήρχαν αυτοί οι πέντε έξι εκατοντάδες με ξυρισμένο κεφά

λι, όλοι ακροδεξιοί, ανάμεσα τους και τύποι με ρόπαλα του

μπέηζμπωλ που πλακώνουν στο ξύλο στα καλά καθούμενα

μόλις δουν ακόμα και τη σκιά ενός νέγρου. Το πολύ να άκου

γες να γκρινιάζουν για τους Πολωνούς που διείσδυαν στη

χώρα μας και άδειαζαν όλα τα ράφια στα μαγαζιά. Αλλά

πραγματικοί ναζί αυστηρά οργανωμένοι με την πολεμική ση

μαία του Τρίτου Ράιχ και τα λοιπά φάνηκαν στο τέλος, όταν

έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε πια τάξη και οι σύντροφοι που κυ

βερνούσαν τα είχαν κάνει επάνω τους. Απέναντι, στη Δύση,

υπήρχαν από καιρό τέτοιοι, ήταν κάτι το φυσιολογικό απένα

ντι. Αλλά όταν έπειτα ξεκίνησε το κακό και σε μας, αρχικά στη

Χόυερσβέρντα και στη συνέχεια και εδώ στο Λίχτενλάνγκεν

του Ροστόκ, γιατί τους περιοίκους τους ενοχλούσε η δημόσια

υπηρεσία άμεσης βοήθειας στους πολιτικούς πρόσφυγες, καθώς

και η εστία των Βιετναμέζων ακριβώς δίπλα, εμείς οι απλοί

αστυνομικοί ήμαστε ανίσχυροι, γιατί ήμαστε πολύ λίγοι και

χωρίς αποφασισμένη διοίκηση. Φυσικά έσπευσαν να πουν: «Τι

περιμένεις από την ανατολική Γερμανία!» και ότι «Η αστυνο

μία κάνει τα στραβά μάτια...» Μάλιστα, αυτά είχαν να μας

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 351

πουν. Μας καταλόγισαν κρυφή και ανοιχτή συμπάθεια για

τους τραμπούκους. Και μόνο τώρα μετά τον εμπρησμό του

προηγούμενου χρόνου απέναντι, εννοώ στο Μελν, με τους

τρεις νεκρούς, και τον πρόσφατο εμπρησμό στο Ζόλινγκεν,

αυτή τη φορά με πέντε νεχρούς, αφότου παντού, σε παγγερμα

νική κλίμακα, η τρομοκρατία ανοίγει δρόμο και σιγά σιγά γί

νεται σύνηθες φαινόμενο, δεν λέει πια κανένας «Τέτοια γίνο

νται μόνο στην πρώην ανατολική Γερμανία», αν και σε μας

στο Ροστόκ, ο κόσμος, που πρώτα είχε δουλειά αλλά τώρα

έχει «εκκαθαριστεί»*, με άλλα λόγια είναι άνεργος, και ο

οποίος κατά κανόνα δεν είχε ποτέ τίποτε εναντίον των αλλο

δαπών, τώρα δείχνει γενικά ευχαριστημένος, γιατί μετά τις

ταραχές έχουν αδειάσει τα κτήρια με τους ξένους και έχουν

εξαφανιστεί οι νέγροι και Βιετναμέζοι, δηλαδή όχι ακριβώς

εξαφανιστεί, απλώς τους έχουν βάλει κάπου αλλού και δεν

χτυπούν στο μάτι.

Εντάξει, δεν ήταν ωραίο αυτό που έγινε, και ούτε έγιναν ευ

κολότερα τα πράγματα για μας τους αστυνομικούς όταν εδώ

στο Λιχτενχάγκεν, όπως προηγουμένως στη Χόυερσβέρντα, ο

κόσμος συνωστιζόταν στα παράθυρα χαζεύοντας το θέαμα, με

ρικοί χτυπούσαν μάλιστα και παλαμάκια καθώς οι Φαλάκρες

καταδίωκαν με τα ρόπαλα του μπέηζ μπωλ τους ταλαίπω

ρους, ανάμεσα τους και μερικούς Βαλκάνιους και τους έλειω

ναν στο ξύλο' πραγματικά τους πέθαναν στο ξύλο, και εδώ,

μπορώ να πω, έγινε όντως μακελειό. Μας βγήκε η πίστη να

w Εννοεί ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες δούλευε ο κόσμος έκλεισαν κατά τη

διαδικασία ένωσης των δύο Γερμανιών. Το 1990 ιδρύθηκε στο Βερολίνο το'Ιδρυ-

μα Διαχείρισης Εθνικής Ιδιοκτησίας (Anstalt zur 'lYuuhamlcrisclicn Ycrwaiuing

des Yolkscigentums) με σκοπό να καταστήσει ανταγωνιστικές, να ιδιωτικοποιή

σει ή να εκκαθαρίσει τις πρώην εθνικές επιχειρήσεις της Ανατ. Γερμανίας. Η δρα

στηριότητα του Ιδρύματος κράτησε μέχρι το 1995. αρκετό χρόνο για να μείνουν

άνεργοι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι των «νέων χωρών» της ενωμένης

πλέον Γερμανίας (βλ. και κεφ. 1991).

352 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 553

σώσουμε το τομάρι των λίγων Βιετναμέζων. Γιατί εμείς δεν

είχαμε νεκρούς, αλλά η Δύση είχε, όπως είπα, στο Μελν και το

Ζόλινγκεν/Ηταν Τούρκοι. Εμείς εδώ δεν έχουμε σχεδόν καθό

λου Τούρκους. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει, αν η Δύση θεω

ρήσει σωστό να παρκάρει, κυριολεκτικά να παρκάρει εδώ σε

μας τους Τούρκους της και όλον αυτό τον συρφετό που έχει

πλημμυρίσει τον τόπο από τα Βαλκάνια, τους κωλοβόσνιους,

τους Αλβανούς, ανάμεσα τους και πραγματικά φανατικούς

μουσουλμάνους, επειδή εδώ, λένε, έχουμε ακόμα πολύ χώρο.

Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το απλό όργανο της τάξεως θα είναι

εντελώς ανίσχυρο όταν καταφτάσουν αυτοί οι τραμπούκοι και

κάνουν απλώς αυτό το οποίο κανονικά είναι καθήκον της πολι

τικής: να κλείσουν τα σύνορα και να διώξουν τους πάντες πριν

είναι πολύ αργά. Αλλά οι κύριοι εκεί ψηλά μόνο λόγια είναι

και αφήνουν σε μας τις βρομοδουλειές.

Τι εννοείτε; Αλυσίδες ανθρώπων που κρατούν κεριά; Εκατο

ντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν με κεριά εναντίον της ξενοφοβίας;

Τι γνώμη έχω γι' αυτό; Η σειρά μου να ρωτήσω: Και ποιο

ήταν το αποτέλεσμα; Και σε μας έγιναν διαδηλώσεις. Κεριά να

δουν τα μάτια σας. Πριν από ένα δυο χρόνια κιόλας. Στη Λει

ψία, ακόμα και στο Ροστόκ. Ε, και; Και τι έγινε, έγινε τίποτα;

Ωραία, έπεσε το τείχος. Και λοιπόν; Από τότε έχουμε ξαφνικά

όσους ακροδεξιούς θέλεις. Κάθε μέρα και περισσότερους. Αλυ

σίδες με κεριά! Τάχα βοηθάνε' ας γελάσω. Γιατί δεν ρωτάτε

τον κόσμο που άλλοτε δούλευε στο ναυπηγείο και αλλού τι

γνώμη έχουν για τις αλυσίδες των κεριών και τι θα πει να σε

«εκκαθαρίζουν» από τη μία μέρα στην άλλη σαν να μην τρέχει

τίποτε; Ή ρωτήστε τους συναδέλφους μου, όχι, όχι τους συνα

δέλφους μου από το Αμβούργο, που δεν είχαν προφτάσει καλά

καλά να έρθουν και αμέσως τους ξαναπήραν, όταν άρχισαν

εδώ οι ταραχές, αλλά τους δικούς μας, που υπηρετούν από την

εποχή της Λαϊκής Αστυνομίας και έχουν πείρα, τι γ ν ώ μ η

έχουν αυτοί για τα κόλπα με τα κεριά και τους χαβαλέδες της

ειρήνης. Τι είπατε; Έτσι δόθηκε στους ευρωπαίους γειτόνους

μας ένα σαφές μήνυμα για την ντροπή που νιώθουμε επειδή

άλλη μια φορά στη Γερμανία ο όχλος των φαιοχιτώνων...

Επιτρέψτε μου να θέσω ως απλός αστυνομικός ταπεινά το

ερώτημα: Μήπως στη Γαλλία δεν γίνονται αυτά; Ή στο Λον

δίνο, για παράδειγμα; Μη μου πείτε πως αυτοί πιάνουν με το

γάντι τους Αλγερινούς ή τους Πακιστανούς τους! Ή μήπως ο

Αμερικάνος τους νέγρους του; Βλέπετε; Θα σας μιλήσω έξω

από τα δόντια: ό,τι συνέβη εδώ στο Λίχτενχάγκεν και αργότε

ρα με ακραία μορφή στο Μελν και στο Ζόλινγκεν ήταν μεν λυ

πηρό, αλλά ουσιαστικά μπορεί να θεωρηθεί εντελώς φυσιολογι

κό φαινόμενο. Όπως είμαστε απόλυτα φυσιολογικός λαός και

εμείς οι Γερμανοί γενικά -και τώρα μιλάω για όλη τη Γερμα

νία- και οι Γάλλοι, και οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι. Τι εί

πατε; Γιατί να σας χαλάσω το χατίρι, ναι, είμαστε φυσιολογι

κοί μέχρι αηδίας.

1994

ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΗ, λέει*. Ε, και λοιπόν; Μήπως θα έπρεπε

να δείξω αδυναμία, μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα; Ο κύ

ριος που με περιγράφει εδώ και θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να

βεβαιώσει «Μη ικανοποιητική κοινωνική συμπεριφορά!» πριν

παραστήσει σαν χρεοκοπημένες τις εντέλει πάντα κερδοφόρες

δραστηριότητες μου, θα αναγκαστεί να λάβει υπόψη του ότι

πέρασα όλες τις επιτροπές ελέγχου παραμένοντας υγιέστατη,

δηλαδή χωρίς να πάθω καμία ζημιά, και ότι και το έτος 2000

όταν θα γίνει η Διεθνής Έκθεση στο Αννόβερο θα είμαι txavoç

αντίπαλος όλων αυτών που διυλίζουν τον κώνωπα και κατα

πίνουν την κάμηλο. Αλλά και αν πέσω, επειδή ξαφνικά θα

έχουν τον λόγο αυτοί οι σοσιαλρομαντικοί, θα πέσω στα μα

λακά και θα αποσυρθώ στην οικογενειακή μας έπαυλη με θέα

στον Έλβα που έμεινε σε μένα όταν ο μπαμπάς, ένας από τους

τελευταίους ιδιωτικούς τραπεζίτες, ωθήθηκε στη χρεοκοπία.

Τότε θα πω «Δε βαριέσαι» και θα έχω στραμμένη την προσο

χή μου μόνο στα πλοία, ιδιαίτερα στα φορτηγά με τα κοντέι-

νερ που ταξιδεύουν αντίθετα προς το ρεύμα με προορισμό το

Αμβούργο ή από εκεί, βυθισμένα περισσότερο στο νερό καθότι

* Η αφηγήτρια είναι η Hirgit Brcucl (1937). πολιτικός του Χριστιανοδημο

κρατικού Κόμματος, ειδική σε οικονομικά θέματα' |97ί>-ί>6 υπουργός Οικονο

μίας. I9ÎÎ6-90 υπουργός Οικονομικών και Γυναικείων Θεμάτων στην κυβέρνηση

της Κάτω Σαξονίας' από το 1990 μέλος της διοίκησης και το 1991-91 πρόεδρος

του αμαρτωλού Ιδρύματος Διαχείρισης Εθνικής Ιδιοκτησίας (βλ. προηγούμενη

σημ. σελ. 3.̂ 1 ).

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT AV

βαρυφορτωμένα, βάζουν ρότα για τις εκβολές του Έλβα και τη

θάλασσα, τις πολλές θάλασσες. Και όταν έπειτα μέσα στο λιό

γερμα το ποτάμι θα παίζει με όλα τα χρώματα, θα υποχωρώ,

θα παραδίνομαι στις γοργά διαλυόμενες εικόνες, θα είμαι μόνο

συναίσθημα, εντελώς μαλακή...

Μα βέβαια! Μου αρέσει η ποίηση, αλλά και το χρηματιστι

κό ρίσκο, επίσης και το μη υπολογίσιμο, όπως τότε με τη

«Διαχείριση» που υπό τον δικό μου αποκλειστικά έλεγχο δια

κίνησε δισεκατομμύρια, εκκαθάρισε πολλές χιλιάδες ερείπια

επιχειρήσεων σε χρόνο ρεκόρ και δημιούργησε χώρο για το

νέο, γι ' αυτό αυτός ο κύριος, ο οποίος προφανώς προτίθεται να

πιστώσει τις υψηλότατες αμοιβές τις οποίες εισέπραξα για τις

υπηρεσίες μου στις ζημίες της εξυγίανσης, σχεδιάζει —όπως πά

ντα— ένα χοντρό μυθιστόρημα, στο οποίο σκοπεύει να με πα

ραλληλίσει με μία ηρωίδα από το έργο του ποιητή Φοντάνε,

μόνο και μόνο επειδή μια Κυρία Γενυ Τράιμπελ ήταν ακριβώς

όπως και εγώ σε θέση να συνδυάζει τη δουλειά με την ποίηση...

Γιατί όχι; Από τούδε και στο εξής δεν θα είμαι μόνο η σκλη

ρή «Κυρία Διαχείριση» —η αποκαλούμενη και Σιδηρά Κυρία—

αλλά επιπλέον θα λογαριάζομαι και ως κληρονομιά της ιστο

ρίας της λογοτεχνίας. Τι φθόνο και τι μίσος τρέφει η κοινωνία

για μας που κερδίζουμε περισσότερα! Λες και διάλεξα εγώ τη

μία ή την άλλη δουλειά. Κάθε φορά υπάκουα στη φωνή του

καθήκοντος. Και στο Αννόβερο ως υπουργός Οικονομικών και

αργότερα στο μεγάλο κτήριο της ohou Γουλιέλμου, όταν πυρο

βόλησαν και καθάρισαν -ποιος άραγε;- τον προκάτοχο μου,

και στη «Διαχείριση» υπήρχε ανάγκη, δεν πήγα με δική μου

πρωτοβουλία αλλά με κάλεσαν να πάω. Και τη Διεθνή Έκθε

ση του 2000 μου τη φόρτωσαν παρά τη θέληση μου, γιατί δεν

φοβάμαι το ρίσκο, δεν είμαι σκλάβα κανενός, το πολύ του μάρ

κου, και αντέχω τις ήττες, γιατί κάνω χρέη που αξίζουν και

γιατί έχω σιδερένια νεύρα και αντέχω τα πάντα, όποιο και να

είναι το τίμημα...

.?56 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 357

Το παραδέχομαι: υπήρξαν άνεργοι, ακόμη υπάρχουν. Ο κύ

ριος που με περιγράφει θέλει να μου φορτώσει εκατοντάδες χι

λιάδες. Δε βαριέσαι, σκέφτομαι. Ακόμα και άνεργοι αυτοί

έχουν το ραχάτι που τους εξασφαλίζει η κοινωνική πρόνοια,

ενώ εγώ είμαι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζω διαρκώς χωρίς

να πάρω ανάσα νέα καθήκοντα, διότι όταν το '94 η «Διαχείρι

ση» ολοκλήρωσε το απαράμιλλο έργο της και εξάλειψε τα κα

τάλοιπα της κομμουνιστικής σχεδιασμένης οικονομίας, έπρεπε

να προετοιμαστώ αμέσως για την επόμενη περιπέτεια, τη Διε-

θνήΈκθεση. Στην ουσία ούτε να προετοιμαστώ μπόρεσα, έπρε

πε να πηδήξω αμέσως στη ράχη του αλόγου που λέγεται

Έκθεση ενώ κάλπαζε ήδη. Έπρεπε να εμφυσήσω ζωή σε μια

αόριστη ακόμα ιδέα. Και όμως, θα προτιμούσα εκατό φορές,

γιατί κατά κάποιο τρόπο ήμουν άνεργη, να τεμπελιάζω ξα

πλωμένη σε μια ξαπλώστρα με έξοδα του κράτους, κατά προ

τίμηση φυσικά στη βεράντα της έπαυλης μας με θέα στον

Έλβα, την οποία δυστυχώς δεν μπορώ να απολαύσω παρά

σπάνια και σχεδόν ποτέ πριν από τη δύση του ήλιου, γιατί η

«Διαχείριση» ακόμα με κυνηγάει, γιατί πάλι με απειλούν με

μια επιτροπή ελέγχου και γιατί αυτός ο κύριος που θέλει να

με χρεώσει στο 1994, προτίθεται να μου χρεώσει τα πάντα:

εγώ -και όχι η δυτικογερμανική βιομηχανία καλίου- ευθύνο

μαι για το κλείσιμο των μεταλλείων καλίου στη Μπισοφερό-

ντε και την ανεργία μιας δυο χιλιάδων μεταλλωρύχων' εγώ

—και όχι, για παράδειγμα, η K r u p p - ευθύνομαι για τη χρεο

κοπία του χαλυβουργείου του Οράνιενμπουργκ' εγώ -και

ούτε τοσοδά η Βιομηχανία Κουγκελφίσερ του Σβάινφουρτ-

έσπρωξα στην καταστροφή όλα τα εργοστάσια ρουλεμάν της

ΛΔΓ' μου καταλογίζουν την απάτη ότι με ανατολικά κεφά

λαια βοήθησα να σταθούν στα πόδια τους προβληματικές επι

χειρήσεις της Δύσης, λόγου χάρη τα Ναυπηγεία Βουλκάν της

Βρέμης' εγώ, η κυρία Διαχείριση, η αποκαλούμενη και Γένυ

Τράιμπελ, είμαι δήθεν ο εγκέφαλος μιας απάτης δισεκατομ

μυρίων σε βάρος ταλαίπωρων ανθρώπων που χτυπιούνται

ανήμποροι...

Όχι . Εμένα δεν μου χαρίστηκε τίεκκαθαριποτε. Όλα έπρεπε

να τα κερδίσω μόνη μου. Για μένα ήταν πρόκληση όχι όλες

αυτές οι μικροδουλειές με κοινωνικές πατερίτσες αλλά μόνο

επιχειρήσεις γιγαντιαίων διαστάσεων. Τι να κάνουμε, μου

αρέσει το ρίσκο, και το ρίσκο αρέσκεται σε μένα. Όταν όμως

κάποια μέρα θα είναι πια παρελθόν οι κουβέντες για τη δήθεν

υπερβολικά υψηλή ανεργία και για τα λεφτά που εξαφανίστη

καν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, το τονίζω: χωρίς να αφή

σουν κανένα ίχνος πίσω τους, όταν από το 2000 δεν θα νοιάζε

ται κανένας πια για την επιχορηγούμενη είσοδο στην Διεθνή

Έκθεση και κανένας δεν θα έχει όρεξη να μιλάει για τέτοια μι

κροπράγματα, ο κόσμος θα αναγνωρίσει ότι η Διαχείριση

αγωνίστηκε σκληρά ώστε με αδυσώπητες εκκαθαρίσεις να εξα

σφαλίσει τεράστιους ελεύθερους χώρους και ότι οι πιθανές

απώλειες της Διεθνούς Έκθεσης μπορούν να πιστωθούν με

εμπιστοσύνη στο μέλλον, στο κοινό μας μέλλον. Ε γ ώ όμως θα

μπορώ επιτέλους να απολαμβάνω από την οικογενειακή μας

έπαυλη τη θέα του Έλβα, την ποίηση ενός ακούραστου ποτα

μού, και ανέξοδα το ηλιοβασίλεμα' εκτός και αν με φέρουν

αντιμέτωπη με το ρίσκο νέων καθηκόντων. Για παράδειγμα,

θα μπορούσε να με γοητεύσει να διευθύνω από μία κεντρική

φυσικά θέση την ανταλλαγή του σκληρού Μάρκου με το Ευρώ

σε χαρτονομίσματα και νομίσματα...

Τι να γίνει, θα το σκεφτώ και θα δεχτώ την προσφορά και

θα είμαι σκληρή και, αν χρειαστεί, αδυσώπητη. Και κανένας,

ούτε εσείς κύριε μου που θέλετε να με περιγράψετε, θα μπορέσει

να προφυλάξει εμένα, τη γυναίκα που δεν ξέρει τι θα πει αδυ

ναμία, από εκείνο το είδος της χρεοκοπίας μεγάλου βεληνεκούς

και που μόνο γι ' αυτό υπόσχεται την επιτυχία...

1995

...ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΚΡΟΑΤΕΣ και ακροάτριες, όπως λένε

στο Βερολίνο, λύθηκε η αρκούδα. Όπως ακούτε, πρέπει να εί

ναι διακόσιες τριακόσιες χιλιάδες ο κόσμος που γεμίζει ενθου

σιώδης, τι λέω: έξαλλος από ενθουσιασμό όλο το Κού'νταμ,

που έζησε τόσο πολλές μοιραίες ώρες μέχρι τώρα, από την

Γκεντέχνις-κίρχε μέχρι τη Χάλενζε. Τέτοιο πράγμα μόνο σ'

αυτή την πόλη είναι δυνατό. Μόνο εδώ, στο Βερολίνο, όπου

ένα απαράμιλλο event, η κάλυψη του Ράιχσταχ με τον ασύ

γκριτα μαγικό τρόπο από τον διεθνώς αναγνωρισμένο καλλι

τέχνη Christ», πήρε πρόσφατα διαστάσεις μεγάλου γεγονότος

προσελκύοντας εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, μόνο εδώ,

όπου πριν από μερικά χρόνια η νεολαία χόρευε πάνω στο τεί

χος γιορτάζοντας την ελευθερία με ένα ξέφρενο πάρτυ και κά

νοντας την κραυγή «Φοβερό!» σύνθημα της χρονιάς, μόνο εδώ,

λέω, μπορεί να φέρει ο κόσμος σε πέρας επανειλημμένα, αυτή

τη φορά όμως υπό το κράτος ενός ασύλληπτου συνωστισμού,

με τόση δίψα για ζωή αλλά και εντελώς φρικαρισμένος τη 1/me

Parade και του επιτρέπεται, αν και αρχικά η Γερουσία αντέδρα

σε με δισταγμό σκεπτόμενη μάλιστα και την απαγόρευση της,

εξαιτίας των αναμενόμενων βουνών απορριμμάτων, επιτέλους

—και βέβαια σεβόμαστε τις επιφυλάξεις σας, αγαπητοί ακροα

τές και αγαπητές ακροάτριες- ιδού σε μία διαδήλωση που γί

νεται με την άδεια του γραμματέως επί των εσωτερικών της

Γερουσίας, ιδού συγκεντρώνονται σαν μανιακοί χορευτές της

Techno οι λεγόμενοι Ravers, που θα πει κάτι σαν ζηλωτές,

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT 359

ονειροπαρμένοι, εντελώς φρικαρισμένοι, και με το «μεγαλύτερο

πάρτυ του κόσμου» δίνουν χαρά, ισχυρίζονται οι μεν, σοκά

ρουν, λένε οι δε, ολόκληρο το Βερολίνο, τη θαυμάσια και πά

ντα ανοιχτή σε κάθε καινοτομία αυτή πόλη, γιατί αυτό που

διαδραματίζεται εδώ επί ώρες -Ακούστε !- είναι αξεπέραστο

και σε ηχητική ένταση και σε χαρά ζωής, αλλά και σε εύθυμη

και ειρηνική διάθεση, άλλωστε αυτό το «Καρναβάλι του Ρίο»

στις όχθες του Σπρέε έχει σύνθημα αυτή τη φορά Peace on

Jiarth. Ναι, αγαπητοί ακροατές και των δύο φύλων, είναι

απολύτως βέβαιο ότι αυτό ακριβώς επιζητούν πρωτίστως όλοι

οι τόσο φανταστικά ντυμένοι νέοι άνθρωποι που ήρθαν από

παντού, ακόμη και από την Αυστραλία: επί γης ειρήνη! Ταυ

τόχρονα όμως θέλουν να δείξουν σε όλο τον κόσμο: Δείτε,

υπάρχουμε. Είμαστε πολλοί. Είμαστε διαφορετικοί. Θέλουμε

διασκέδαση. Μόνο διασκέδαση. Και αυτή την απολαμβάνουν

χωρίς αναστολές, γιατί, όπως είπαμε, είναι διαφορετικοί, δεν

είναι τραμπούκοι της αριστεράς ή της δεξιάς, ούτε απόγονοι

των '68άρηδων που είναι πάντα κατά και πραγματικά ποτέ

υπέρ, ούτε αγαθιάρηδες που τους είδαμε να ξορκίζουν τον θά

νατο με κραυγές φόβου ή με αλυσίδες κεριών. Όχι, αυτή η νεο

λαία του '90 έχει άλλτ] φτιασιά, όπως η μουσική της που, κα

θόλου απίθανο, αγαπητοί ακροατές και αγαπητές ακροάτριες,

εσείς να έχετε την αίσθηση πως είναι θόρυβος που σας τρυπάει

το τύμπανο του αφτιού, γιατί ακόμη κι εγώ, αν και δεν μου

αρέσει, πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτό το υπόκωφο, εκκωφα

ντικό μπουμπουνητό των μπάσων που συγκλονίζει το Κού'

νταμ, αυτό το αλύπητο μπουμ μπουμ μπουμ - τακ τακ τακ, εν

ολίγοις η αποκαλούμενη techno musik, δεν ανταποκρίνεται

στα γούστα των πάντων, αλλά ετούτη η νεολαία είναι ερωτευ

μένη με τον εαυτό της και το χάος, θέλει να χαθεί μες στον

πάταγο και να ζήσει την έκσταση. Χορεύει μέχρι σημείου εξά

ντλησης, χορεύει ώσπου να γίνει αχνός, ιδρώτας, μέχρις εσχά

των και ακόμα παραπέρα, αυτή η νεολαία πάνω σε φορτηγά

360 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

και σε νταλίκες, μέσα και πάνω σε νοικιασμένα πούλμαν, όλα

έξυπνα διακοσμημένα αλλά σχεδόν ακινητοποιημένα, κάνει

ολόκληρο το Βερολίνο —ακούτε;— να παραληρεί από ενθουσια

σμό, έτσι ώστε εγώ, που τώρα τολμώ να μπω με το μικρόφω

νο μου μέσα στο πλήθος που χοροπηδά, ποδοκροτεί, αρχίζω

να μη βρίσκω λέξεις, γι ' αυτό πλησιάζω μερικούς χορευτές σε

κατάσταση έκστασης, τους λεγόμενους Ravers: Τι ήταν αυτό

που σε τράβηξε να έρθεις σ' αυτή την πόλη, το Βερολίνο;

«Ήρθα γιατί είναι απίθανο να βλέπεις τόσο πολύ κόσμο...»

«Κι εσείς δεσποινίς μου με τα ροζ;» «Γιατί σ' αυτή τη ]j>ve Pa

rade μπορώ επιτέλους να είμαι όπως είμαι πραγματικά...»

«Κι εσείς, νεαρέ;» «Γιατί είμαι υπέρ της ειρήνης, και γιατί φα

ντάζομαι την ειρήνη όπως τώρα εδώ...» «Κι εσύ ομορφούλα με

το διαφανές πλαστικό ρουχαλάκι; Τι σ' έφερε εδώ;» «Ήρθα

γιατί ο αφαλός μου κι εγώ θέλουμε να μας δούνε...» «Κι εσείς

οι δυο με τις μίνι γυαλιστερές φουστίτσες;» « Ε δ ώ νιώθεις

σέξυ...» - «Πολύ σέξυ...» «Την ακούς με την ατμόσφαιρα

εδώ» «Μόνο εδώ αναδεικνύεται πλήρως το outfit μου...» — Τ 7

ακούσατε, αγαπητοί μου ακροατές, νέοι και γέροι, άρρενες και

θήλεις. Το σύνθημα είναι outfit! Η ξέφρενη αυτή νεολαία, αυ

τοί οι Ravers όχι μόνο χορεύουν σαν σεληνιασμένοι, αλλά θέ

λουν και να τους δουν, να κάνουν εντύπωση, να έχουν απήχη

ση, να επιβεβαιωθούν. Και ό,τι έχουν πάνω τους —συχνά μόνο

εσώρουχα- πρέπει να είναι μικρό. Καθόλου απορίας άξιο το

γεγονός ότι από τώρα κιόλας φημισμένοι μόδιστροι εμπνέο

νται από τη Ljove Parade. Και κανένας δεν εκπλήσσεται που η

βιομηχανία καπνού, με πρώτη και καλύτερη την Camel, ανα

κάλυψε από τώρα κιόλας τα παιδιά της techno για τις διαφη

μίσεις. Και κανέναν δεν σκανδαλίζει το όργιο των διαφημί

σεων, γιατί η γενιά αυτή έχει συμφιλιωθεί χωρίς καμία προ

σπάθεια με τον καπιταλισμό. Τα παιδιά της δεκαετίας του '90

είναι παιδιά του. Τον έχουν μέσα τους. Είναι προϊόν των αγο

ρών του. Θέλουν να είναι και να έχουν πάντα ό,τι πιο μοντέρ-

0 ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 361

νο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να υποβοηθήσουν την πιο

μοντέρνα μορφή έξαψης και ευφορίας με ecstasy, την πιο μο

ντέρνα ναρκωτική ουσία. Μόλις προ ολίγου μου είπε ένας νεα

ρός εξαιρετικά ευδιάθετος: «Ο κόσμος έτσι κι αλλιώς δεν έχει

σωτηρία, αφήστε μας λοιπόν να κάνουμε ένα πάρτυ...» Και

αυτό το πάρτυ, αγαπητοί μου ακροατές και ακροάτριες, λαμ

βάνει χώρα σήμερα εδώ. Δεν έχουν πέραση επαναστατικά συν

θήματα, το μόνο σύνθημα είναι peace στο παρόν και στο μέλ

λον, ακόμη κι αν κάπου στα Βαλκάνια, στην Τούζλα και στην

Στρεμπρένιτσα τουφεκίζουν, δολοφονούν. Γι ' αυτό επιτρέψτε

μου να κλείσω την ανταπόκριση μου από το Κουρφύρστενταμ

του Βερολίνου με μια ματιά στο μέλλον: στο Βερολίνο το μέλ

λον είναι ήδη εδώ, εδώ όπου κάποτε ο θρυλικός δήμαρχος Ρόι-

τερ φώναξε στους λαούς του κόσμου: «Κοιτάξτε αυτή την

πόλη!», εδΐό όπου κάποτε ο πρόεδρος της Αμερικής Τζων Κέν-

νεντυ ομολόγησε: «Και εγώ είμαι Βερολινέζος!», εδώ, σ' αυτή

την κάποτε διχοτομημένη και τώρα πάλι ενωμένη πόλη και

αιώνιο εργοτάξιο από όπου —προλαβαίνοντας το έτος 2000—

θα έχει την αφετηρία της η «Δημοκρατία του Βερολίνου», εδώ

χρόνο μετά τον χρόνο -και σε ένα χρόνο από τώρα μάλιστα

στο γειτονικό Τιεργκάρτεν— θα χορέψει εκστατική μία γενιά

στην οποία ήδη ανήκει το μέλλον, ενώ εμείς όχι πλέον νεότα

τοι, αν μου επιτρέπετε, κλείνοντας αυτό το αστείο, θα έχουμε

και στο μέλλον την άδεια να μεριμνήσουμε για την απομά

κρυνση των βουνών των απορριμμάτων που, όπως και τον

προηγούμενο χρόνο, θα αφήσει πίσω της η Ijjve Parade και το

μεγάλο πάρτυ techno.

1996

ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΑΎΤΗ ήταν να μου γράψει ένα αναλυτικό κείμε

νο για τα γονίδια με στοιχεία για τα κλωνοποιημένα δίδυμα

πρόβατα Μέγκαν και Μόραγκ —η θετή μητέρα της γέννησε τη

σκοτσέζα Ντόλυ τον επόμενο χρόνο-, ο καθηγητής Φοντερ-

μπρύγκε, τον οποίο εδώ και πολύ καιρό ενοχλούσα με ερωτή

σεις μη ειδικού, πλην όμως ο καθηγητής ζήτησε συγγνώμη

αλλά έπρεπε να φύγει επειγόντως για τη Χαϊδελβέργη. Εκεί,

θα συμμετείχε ως περιζήτητη αυθεντία στο διεθνές επιστημονι

κό συνέδριο για το γονιδίωμα, όπου θα συζητούσαν όχι μόνο

για κλωνοποιημένα πρόβατα, αλλά από βιο-ηθική σκοπιά κυ

ρίως για το μέλλον μ,ας που διαφαινόταν από τώρα κιόλας όλο

και περισσότερο στερούμενο πατέρα.

Έτσι λοιπόν στη θέση του καθηγητή θα διηγηθώ εγώ για

μένα ή μάλλον για τις τρεις θυγατέρες μου και μένα, τον απο

δεδειγμένο πατέρα τους, για το κοινό μας ταξίδι παραμονές

του Πάσχα το οποίο, αν και δεν ήταν φειδωλό σε εκπλήξεις,

εντούτοις κύλησε ακριβώς σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα

σχέδια μας. Μου χάρισαν τη Λάουρα, τη Χελένε και τη Νέλε

τρεις μητέρες που βαθιά μέσα τους και ιδωμένες -με στοργική

ματιά— από τα έξω δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετι

κές, θα έλεγα μάλιστα και πιο αντιφατικές, εάν έπιαναν ποτέ

κουβέντα μεταξύ τους' οι θυγατέρες τους εντούτοις σύντομα

συμφώνησαν για τον προορισμό του ταξιδιού με τον πατέρα

που τις προσκάλεσε: στην Ιταλία! Εμένα μου επετράπη να δια

λέξω την Ούμπρια και τη Φλωρεντία, πράγμα που, παραδέχο-

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 363

μαι, συνέβη για συναισθηματικούς λόγους, διότι πριν από δε

καετίες, για την ακρίβεια το καλοκαίρι του '51 , με είχε φέρει

έως εκεί ένα ταξίδι με ωτοστόπ. Τότε το σακίδιο μου με τον

υπνόσακο, ένα πουκάμισο για να έχω ν' αλλάζω, το μπλοκ

σχεδίου και το κουτί με τις ακουαρέλες ήταν ελαφρύ, και κάθε

ελαιώνας, κάθε λεμόνι που ωρίμαζε πάνω σε δέντρο ήταν για

μένα άξιο θαυμασμού. Αυτή τη φορά ταξίδεψα με τις θυγατέρες

μου και αυτές ταξίδεψαν χωρίς μητέρες μαζί μου. (Η Ούτε που

δεν έκανε θυγατέρες, αλλά μόνο γιους, με αποχαιρέτησε προ

σωρινά με βλέμμα αμφιβολίας.) Η Λάουρα, η μεγαλύτερη και

μόνο υπαινικτικά χαμογελαστή (αν ποτέ χαμογελάει) μητέρα

τριών παιδιών, είχε προνοήσει για μας κλείνοντας ξενοδοχεία

και φροντίζοντας να νοικιάσει από τη Φλωρεντία και μετά αυ

τοκίνητο. Η Χελένε, η ακόμα ανυπόμονη σπουδάστρια μιας

σχολής ηθοποιίας, ήταν ήδη ικανή να παίρνει πειστικές κωμι

κές πόζες μπροστά σε βρύσες, σε μαρμάρινες σκάλες ή ακου

μπισμένη σε αρχαίους κίονες. Η Νέλε διαισθανόταν πιθανόν

ότι αυτό το ταξίδι ήταν η τελευταία ευκαιρία να περπατήσει

σαν παιδί κρατημένη απ' το χέρι του πατέρα. Έτσι κατάφερε

να πάρει ελαφρά επερχόμενες συγχύσεις, ανέθεσε στη Λάουρα

την επιλογή, αφέθηκε να της αλλάξει αδελφικά τη γνώμη και

δέχτηκε να δώσει παρ' όλα αυτά —έστω και σε πείσμα του ηλί

θιου σχολείου— τις απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου. Στις

απότομες σκάλες της Περούτζας, στις ανηφοριές της Ασσίνης

και του Ορβιέτο, και οι τρεις τους ανησυχούσαν για τον πατέρα

τους που κάθε του βήμα θύμιζε στον καπνιστή τον καπνό που

ξεφυσούσε επί δεκαετίες.Έπρεπε να στέκομαι πού και πού, κοι

τάζοντας να υπάρχει και κάποιο αξιοθέατο: πότε μια πόρτα,

πότε μια ξεφτισμένη πρόσοψη με ιδιαίτερα έντονα χρώματα,

καμιά φορά μια βιτρίνα γεμάτη παπούτσια.

Πιο φειδωλός από ό,τι στον καπνό ήμουν στις διδασκαλίες

μπροστά σε τόσο πολλή τέχνη που σε καλούσε να τη σχολιά

σεις, είτε στην αρχή το ανάκτορο Ουφφίτσι, είτε αργότερα η

364 Γ κ υ ν τ ε ρ Γ κ ρ α ς

πρόσοψη του καθεδρικού του Ορβιέτο ή η Κάτω και Άνω εκ

κλησία της Ασίζης που το '96 ήταν ακόμη αλώβητη' μάλλον οι

θυγατέρες μου ήταν για μένα η πιο ζωντανή διδασκαλία, γιατί

όταν τις έβλεπα μπροστά σε έναν Μποτιτσέλλι, σε έναν Φρα

Αντζέλικο, μπροστά σε νωπογραφίες και πίνακες, που πάνω

τους οι ιταλοί δάσκαλοι είχαν απεικονίσει με ηδύτητα γυναί

κες, συχνά τρεις τον αριθμό, προφίλ, ανφάς, αραδιασμένες, τη

μια πίσω από την άλλη, να σχηματίζουν ομάδα, έβλεπα τη

Λάουρα, τη Χελένε, τη Νέλε να φέρονται σαν τα είδωλα των

ζωγραφισμένων παρθένων, αγγέλων, κοριτσιών-αλληγοριών

του έαρος, πότε σαν Χάριτες, πότε βουβά αποθαυμάζοντας,

έπειτα να στέκουν ξανά μπροστά στους πίνακες με εύγλωττες

χειρονομίες, να μετακινούνται με χορευτικά βήματα από τα

αριστερά προς τα δεξιά ή να προχωρούν η μια προς το μέρος

της άλλης σαν να ήταν φτιαγμένες από το χέρι του Μποττι-

τσέλλι, του Γκιρλαντάιο, του Φρα Αντζέλικο ή (στην Ασίζη)

του Τζόττο. Παντού, με εξαίρεση τις δικές τους στιγμές, μου

πρόσφεραν ένα μπαλέτο.

Έτσι τιμήθηκε ως πατέρας ο παρατηρητής που τηρεί τις

αποστάσεις. Μα ευθύς αμέσως μετά τον γυρισμό στην Περού-

τζα, όπου καταλύσαμε, μόλις άρχισα να κινούμαι με τις θυγα

τέρες πλάι στο ετρουσκικό τείχος της πόλης πότε ανηφορίζο

ντας και πότε κατηφορίζοντας, είχα την εντύπωση —εγώ ο μό

λις προ ολίγου ακόμα πατέρας αφέντης— πως με παρακολου

θούσαν μέσα από τις ρωγμές της τοιχοποιίας με τους στενούς

αρμούς, πως έπεφτε πάνω μου ένα συμπαγές βλέμμα, πως ot

τρεις τόσο διαφορετικές μητέρες ανησυχούσαν ομονοούσες -ως

προς εμένα— και πρόσεχαν να είναι όλα κανονικά, να μη δεί

χ ν ω ιδιαίτερη αδυναμία σε καμία θυγατέρα, να προσπαθώ

διαρκώς να αναπληρώνω παλαιότερες παραλείψεις, και γενικά

να εκπληρώνω άξια το πατρικό μου καθήκον. Τις επόμενες

ημέρες απέφευγα το διαπερατό τείχος αυστηρά ετρουσκικής τε

χνοτροπίας. Ήρθε άλλωστε το Πάσχα με κωδωνοκρουσίες.

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ 365

Περπατούσαμε πάνω κάτω στο Κόρσο, λες και είχαμε πίσω

μας την εκκλησία και τη λειτουργία: η Λάουρα κρατούσε εμένα

αγκαζέ, εγώ τη Νέλε από το χέρι, και μπροστά μας σκηνοθε

τούσε η Χελένε τον εαυτό της. Έπειτα πήγαμε με το αυτοκίνη

το στην εξοχή. Και εγώ, που είχα προνοήσει πατρικά, έκρυψα

στις σπηλιές και στις φωλιές που σχημάτιζαν οι εξωτερικές χο

ντρές ρίζες ενός ελαιώνα που μας είχε καλέσει για πικ-νικ, όχι

ακριβώς πασχαλινά αβγά, εντούτοις ξεχωριστά δώρα, όπως

αμυγδαλωτά, σακουλάκια γεμάτα ξερά πετρομανίταρα, πάστα

βασιλικού, βαζάκια με ελιές, κάπαρη, σαρδέλες, και ό,τι άλλο

έχει να προσφέρει η Ιταλία στον ουρανίσκο. Και ενώ εγώ πη

γαινοερχόμουν βιαστικά ανάμεσα στα δέντρα, οι θυγατέρες

έπρεπε να αποθαυμάζουν ακίνητες το τοπίο.

Έπειτα συνεχίστηκαν ή αναπληρώθηκαν τα παιδικά παιχνί

δια. Και οι τρεις εντόπισαν τις κρυψώνες του πατέρα, και έδει

χναν ευτυχισμένες, αν και η Χελένε ισχυρίστηκε ότι ανάμεσα

στις ρίζες, ειδικά εκεί όπου είχε βρει ένα σακουλάκι λεβάντα,

είχαν φωλιάσει φίδια, σίγουρα δηλητηριώδη, όμως —δόξα τ ω

Θεώ— είχαν χαθεί αμέσως σαν φευγαλέα σκιά.

Και τότε μου ήρθαν αμέσως πάλι στον νου οι κρυμμένες στο

ετρουσκικό τείχος μητέρες σαν συσπειρωμένη μητριαρχία.

Ύστερα όμως, στο δρόμο κιόλας της επιστροφής, προσπερνώ

ντας εκλογικές αφίσες που διαφήμιζαν έναν καρχαρία των

MME ή τους φασιστικής απόχρωσης συμμάχους του, αλλά και

μία κεντροαριστερή συμμαχία με σύμβολο της την ελιά, είδαμε

από μακριά, σε λίγο και από κοντά, ένα κοπάδι πρόβατα όπου

προβατίνες μητέρες προχωρούσαν μαζί με τα πασχαλινά αρνά

κια τους πίσω από τον μπροστάρη κριό και έδειχναν ξένοιαστες

καταπώς αρμόζει σε πρόβατα, λες και δεν επρόκειτο να υπάρ

ξουν ποτέ τα κλωνοποιημένα πρόβατα Μέγκαν και Μόραγκ,

λες και δεν ήταν να υπάρξει στο άμεσο μέλλον το ορφανό από

πατέρα πρόβατο Ντόλυ, λες και στους πατεράδες θα επιτρεπό

ταν και στο μέλλον να είναι χρήσιμοι...

1997

ΑΞΙΟΤΙΜΕ ΚΥΡΙΕ,

τώρα μόλις, μετά την επιστροφή μου από το συνέδριο στο

Εδιμβούργο, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να έχω μία ειδικού

επιστημονικού περιεχομένου συνομιλία με τον διάσημο και

τρομερό εμβρυολόγο δόκτορα Ουίλματ, και πριν πετάξω για

τη Βοστώνη -μεθαύριο κιόλας- για να ανταλλάξω απόψεις με

συναδέλφους, βρίσκω λίγο χρόνο προκειμένου να αποδυναμώ

σω τους, βεβαίως, όχι αστήρικτους φόβους σας, εντούτοις τόσο

υπερβολικούς που ανήκουν στην περιοχή του μύθου. Έχετε την

τάση να αφήνετε τη φαντασία σας ελεύθερη να οργιάζει, πράγ

μα διασκεδαστικό, αλλά το ζητούμενο για το καλό όλων είναι

η νηφαλιότητα.

Ας αρχίσουμε με κάτι το οποίο θα έπρεπε να είναι κατανοη

τό και στον μη ειδικό, ακόμα και αν η μέθοδος αυτού του

απλού συστήματος, απλού όπως ot παιδικές κατασκευές, μοιά

ζει με μαγεία. Η Ντόλυ χρωστά την ολιγαρκή ύπαρξη της σε

τρεις μητέρες: στη μητέρα-δότρια των γονιδίων, από την οποία

προέρχεται το μαστικό κύτταρο που το γενετικό του υλικό

επαναπρογραμματίστηκε, ώστε να διευθύνει τη δόμηση ενός

εντελώς νέου προβάτου' στη μητέρα-δότρια του ωαρίου, από

το οποίο αφαιρέθηκε το γενετικό υλικό και το οποίο απύρηνο

πλέον ωάριο συνέτηξαν στη συνέχεια με τη βοήθεια ηλεκτρικών

διεγέρσεων με το κύτταρο του αδένα του μαστού, γι ' αυτό

μόνο το γενετικό υλικό της μητέρας-δότριας των γονιδίων

μπορούσε να δώσει εντολή στο κύτταρο του ωαρίου να διασπα-

0 Α ι ώ ν α ς M O T 367

στεί' οπότε ήταν πλέον δυνατό να εμφυτευθεί το αναπτυσσόμε

νο έμβρυο στη μήτρα του τρίτου προβάτου, στη θετή μητέρα,

οπότε μετά τη συνήθη περίοδο κυήσεως ήρθε στον κόσμο η

Ντόλυ μας πανομοιότυπη με τη γονιδιακή της μητέρα, χωρίς

να χρειαστεί —και αυτό είναι το εντυπωσιακό— κανένα υλικό

από άρρεν ζώο.

Κατά βάση αυτό είναι όλο. Αν καταλαβαίνω σωστά, αιτία

της μόνιμης ανησυχίας σας είναι η απουσία ανδρικής συμμετο

χής. Φοβάστε ότι αργά ή γρήγορα αυτή η χωρίς καμία πατρι

κή ανάμιξη χειραγώγηση των γονιδίων, που πέτυχε στα πρό

βατα, θα εφαρμοστεί σύντομα σε χοίρους, τέλος και σε πιθή

κους, ίσως μάλιστα καταστεί δυνατό να αποδώσει και στους

ανθρώπους ή, με τη στενότερη έννοια του όρου, στις γυναίκες.

Όντως, δεν αποκλείεται. Πολλοί ελπίζουν και φοβούνται όχι

μόνο την πιθανή επέκταση της απλής αυτής μηχανικής μεθό

δου. Ο δόκτωρ Ουίλματ, ο τρόπον τινά «πνευματικός πατέ

ρας» της κλωνοποιημένης προβατίνας Ντόλυ, μου μίλησε για

άκρως ενδιαφερόμενες γυναίκες οι οποίες προσφέρονται από

τώρα κιόλας ως γονιδιακές μητέρες ή μητέρες πρόθυμες να δώ

σουν ωάρια ή να αναλάβουν την κύηση του εμβρύου.

Όχι, αξιότιμε κύριε, όλα αυτά παραμένουν προς το παρόν

στη σφαίρα της θεωρίας, αν και ο νομπελίστας και άξιος ερευ

νητής του γενετικού υλικού Τζέημς Ουάτσον όχι απλώς προεί-

πε στις αρχές της δεκαετίας του '70 την κλωνοποίηση των αν

θρώπων με σκοπό την παραγωγή αντιγράφων εξαιρετικών

δειγμάτων, δηλαδή μεγαλοφυϊών όπως ο Αϊνστάιν, η Κάλας ή

ο Πικάσο, αλλά και την απαίτησε ρητά. Και μήπως σε ένα μυ

θιστόρημα, που δυστυχώς το γνωρίζω μόνο αποσπασματικά,

το οποίο όμως ευθύς μετά την έκδοση του πρέπει να επικρίθηκε

δριμύτατα, δεν βάλατε και εσείς στο φανταστικό παιχνίδι κλω-

νοποιημένους ποντικούς χαρακτηρίζοντας ελαφρώς ειρωνικά

αυτά τα φοβερά έξυπνα προϊόντα ασύστολου χειρισμού των

γονιδίων «Watsoncricks»; Αλλά ας αφήσουμε τα αστεία. Εκεί-

.Î6.S' Γ κ υ ν τ ε η Γ κ ρ α ς

νο που μας λείπει, αξιότιμε κύριε, είναι μία επιστημονικά θεμε

λιωμένη βιο-ηθική που, επειδή θα είναι αποτελεσματικότερη

από τις παρωχημένες ηθικές αξίες, αφενός θα θέτει όρια στην

άκρως διαδεδομένη πρακτική της κινδυνολογίας, αφετέρου θα

είναι εξουσιοδοτημένη να επινοήσει για τις επερχόμενες γενεές

κλώνων, που μια όχι πολύ μακρινή μέρα θα ζουν μαζί με το

επί μακρόν δοκιμασμένο γένος των ανθρώπων, ένα νέο κοινω

νικό σύστημα, διότι αυτή η συνύπαρξη είναι αδύνατον να είναι

απαλλαγμένη εντελώς από συγκρούσεις. Έργο των επιστημό

νων της βιο-ηθικής θα είναι επίσης η ρύθμιση του παγκόσμιου

πληθυσμού, δηλαδή πρακτικά η μείωση του. Είτε το θέλουμε

είτε όχι, βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Και μόνο γι' αυτό

επιβάλλεται να αναρωτηθούμε στο πνεύμα της βιο-ηθικής ποιο

τμήμα του ανθρώπινου γενετικού υλικού πρέπει να διατηρηθεί

και ποιο οφείλει ή και πρέπει οπωσδήποτε να εκμηδενιστεί.

Όλα αυτά απαιτούν λύσεις και μακρόχρονο προγραμματισμό.

Παρακαλώ, όχι άμεσα προγράμματα, αν και η επιστήμη,

όπως είναι γνωστό, είναι ασυγκράτητη.

Εδώ όμως μπαίνουμε σε ένα, εάν όχι υπερβολικά, ωστόσο

ευρύ πεδίο, ένα χωράφι που για την καλλιέργεια του χρειάζο

νται αγροτικά εργαλεία τα οποία πρέπει να επινοηθούν. Το

ταχύτερο δυνατό! Οι καιροί ου μενετοί.

Όσον αφορά τους φόβους σας απέναντι στο ενδεχόμενο μιας

«κοινωνίας χωρίς πατέρες», όπως λέτε, με όλο το σεβασμό

που τρέφω στο πρόσωπο σας, πρέπει να πω πως από το τελευ

ταίο γράμμα σας απεκόμισα την εντύπωση ότι είναι παιδιάστι

κοι ή ότι οφείλονται σε ακόμα ενεργό μανιώδη ανδρισμό. Θα

έπρεπε να είμαστε ευτυχείς που η παραδοσιακή γενετήσια πρά

ξη η επικεντρωμένη σε συγκρούσεις χάνει όλο και περισσότερο

τη σημασία της. Υπάρχει κάθε λόγος να χαίρεται κανείς όταν ο

άντρας αυτός καθεαυτόν επιτέλους ανακουφισμένος, ελεύθερος

από τους καταναγκασμούς της ευθύνης, απαλλάσσεται από

όλες τις δυστυχίες που συνεπάγεται η ικανότητα. Μα βέβαια,

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 369

δικαιούμαστε να ζητωκραυγάσουμε, γιατί ο επερχόμενος, ο

«χειραφετημένος άντρας» όπως τον αποκαλώ, θα είναι ελεύθε

ρος. Ελεύθερος για σχόλη. Ελεύθερος για παιχνίδια. Ελεύθερος

για χαζομάρες και αστεία.Θα είναι, τρόπος του λέγειν, ένα

πλάσμα πολυτελείας της μελλοντικής κοινωνίας. Ειδικά για

σας, αξιότιμε κύριε, πρέπει να είναι εύκολη η εκμετάλλευση

των σύντομα ελεύθερων αυτών χώρων όχι μόνο για να πολλα

πλασιαστούν εδώ η Ντόλυ και κομπανία, αλλά και για να

μπορούν να έχουν απεριόριστη σχεδόν ελευθερία κινήσεων και

τα δικά σας αποκυήματα του νου.

Παρεμπιπτόντως, τι γνώμη έχετε για την πλημμύρα του

Όντερ; Αξιέπαινος ο ομοσπονδιακός μας στρατός. Εάν όμως,

πράγμα για το οποίο συνηγορούν πολλά, μας περιμένει μετα

βολή του κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε θα μας πλή

ξουν πλημμύρες μεγαλύτερης ακόμα κλίμακας. Αυτοί είναι οι

φόβοι που τρέφω εγώ, αν και βασικά με χαρακτηρίζει αισιοδο

ξία.

Με την ελπίδα ότι περιέκοψα και περιόρισα λιγάκι τους φό

βους σας για το μέλλον, τα σέβη μου στη σύζυγο σας, που είχα

τη χαρά να τη δω πρόσφατα σε μία κάβα της Λυβέκης,

δικός σας

Χουμπέρτους Φοντερμπρύγκε

1998

ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΧΑΜΕ ΨΗΦΙΣΕΙ ΔΓ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ, φτάσαμε από το

Χίντενζεε στο Μπέλεντορφ την παραμονή της 27ης Σεπτεμ

βρίου και για να καλύψουμε το δυσάρεστο συναίσθημα που μας

συνόδευε το ρίξαμε στην εργασιοθεραπεία. Η Ούτε μαγείρεψε

για το βράδυ των εκλογών προκαταβολικά φακές που, ανεξάρ

τητα από το αποτέλεσμα, θα μας καταπράυναν. Περιμέναμε

έναν από τους γιους, τον Μπρούνο συν φίλο, και τους Ρυμ-

κορφ. Νωρίς το απομεσήμερο το έσκασα στο γειτονικό δάσος

για να μαζέψω μανιτάρια, όπως είχα ανακοινώσει με πομπώ

δες ύφος.

Το δάσος του Μπέλεντορφ, που εκτείνεται πάνω από λοφώ

δεις ακραίους λιθώνες μέχρι τη λίμνη, αποτελεί τμήμα των δα

σών της Λυβέκης και το φθινόπωρο έχει όψη πολλά υποσχόμε

νου μικτού δάσους. Παρ' όλα αυτά κάτω από φυλλοβόλα και

κωνοφόρα δεν υπήρχαν ούτε καστανόχρωμοι ξηρόκομοι ούτε

πετρομανίταρα. Εκεί όπου στα μέσα του μηνός είχα μαζέψει

ψηλές λεπιώτες αρκετές για ένα χορταστικό γεύμα, τώρα δεν

υπήρχε τίποτε. Το βιολετί γυμνό τριχόλωμα στην άκρη του

δάσους είχε κιόλας παραγεράσει και κιτρινίσει. Η βόλτα μου

για μανιτάρια δεν υποσχόταν μεγάλη απόδοση. Ακόμη και ο

σκύλος δεν θέλησε να με συνοδεύσει.

Ίσως θα αμφιβάλλετε γι ' αυτό που θα σας πω, αλλά η πρό

ληψη που μου έχει απομείνει σαν υποκατάστατο και στην

οποία πιστεύω, όπως πολλοί όψιμοι διαφωτιστές, με ώθησε να

συνεχίσω παρ' όλα αυτά το ψάξιμο και να συσχετίσω τη λεία

Ο Α ι ώ ν α ς μ ο υ 37/

σε μανιτάρια που ήλπιζα τυφλά ότι θα απεκόμιζα, με το εκλο

γικό αποτέλεσμα το οποίο επίσης ήλπιζα ότι θα είχαμε. Ό μ ω ς

το μαχαίρι μου έμεινε αχρησιμοποίητο και το καλάθι μου

άδειο. Έ λ ε γ α κιόλας να τα παρατήσω, να εξασκηθώ για τις

υπόλοιπες ώρες στη μοιρολατρία, έβλεπα κιόλας τον έμπειρο

στις ήττες εαυτό μου στον πάγκο των χαμένων, ένιωθα κιόλας

τον πειρασμό να ελαφρύνω με πραγματιστικής φύσεως διαγρα

φές κατά μερικά γραμμάρια το αναμενόμενο από τους πάντες

βάρος ενός μεγάλου συνασπισμού, βλαστημούσα κιόλας την

προληπτικότητά μου, όταν είδα να αχνοφέγγει μέσα σε σαπι

σμένα κλαδιά, πάνω σε χοντρές εξωτερικές ρίζες σκεπασμένες

με βρύα, μονήρης ή σε ομάδες, δίνοντας φωτεινά, απαραγνώρι-

στα σήματα, η αθωότητα υπό μορφή μανιταριού.

Ξέρετε το λυκόπερδον η βοβίστα; Το απαντήσατε ποτέ; Εί

ναι μανιτάρι που δεν το διακρίνουν ούτε ελάσματα, ούτε σωλή

νες στο υμένιο. Δεν στέκει ούτε πάνω σε λεπτό, ει δυνατόν ξυ

λώδες πόδι ούτε σε καρπόσωμα παχουλό και ήδη σκουληκοφα-

γωμένο. Δεν θέλει να το καλύπτει κανένας πλατύγυρος, οδο

ντωτός, θολωτός πίλος. Φαλακρό καθώς είναι, μόνο με το νεα

ρό σκληρόδερμο το κοινό μπορεί να το μπερδέψεις, το οποίο

θεωρείται μεν εδώδιμο αλλά όχι εύγευστο και δεν έχει τόσο

όμορφη εμφάνιση. Το λυκόπερδον η βοβίστα φέρει το στρογγυ

λό φαλακρό κεφάλι του, το οποίο συχνά μοιάζει πουδραρισμένο

με λευκά σποράκια, πάνω σε έναν απαλά τεντωμένο και εντού

τοις σαφώς κοντό λαιμό. Όταν το κόψεις ακριβώς πάνω από τη

χουμάδα του δάσους, όταν είναι νεαρό δεν διαλύεται και, σαν

απόδειξη της νεαρής του ηλικίας, αποκαλύπτει λευκή σάρκα που

όμως δεν έχει παρά λίγες μόνο μέρες ζωής, διότι γερνώντας τα

χύτατα το στρογγυλό κεφάλι και ο λαιμός γίνονται σταχτιά, η

σάρκα του καρπού αποσυντίθεται και ξεθωριάζει, έπειτα γίνεται

πρασινωπή, σπογγώδης, καφετιά μέσα στο γερασμένο περίβλη

μα, ώσπου σύντομα γίνεται σκόνη μέσα στη χάρτινη πια μεμ

βράνη της. Θα πρέπει παρ" όλα αυτά να ξέρετε ότι η βοβίστα εί-

372 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΪ

ναι πολύ εύγευστη και δεν σε κάνει να βλέπεις βαριά όνειρα.

Βοβίστες να δουν τα μάτια σας. Η βοβίστα προτιμά σαπι

σμένο ξύλο. Και η μία προμηνύει την ύπαρξη και άλλων. Είναι

κοινωνική. Θα μπορούσες να τις μαζέψεις βιαστικά αρπάζο

ντας τες. Α λ λ ά δεν γίνεται, πρέπει να τις μαζεύεις μία μία

προσεκτικά και μαλακά. Παρότι μοιάζουν πολύ μεταξύ τους,

εντούτοις διαφέρει βοβίστα από βοβίστα. Άρχισα λοιπόν να με

τρώ κάθε βοβίστα που αποκεφάλιζε το μαχαίρι μου. Σύντομα

κείτονταν πάνω στην απλωμένη εφημερίδα, σε ένα φύλλο της

l'rankfitrter Riindschcin, όπου θα μπορούσες να διαβάσεις παλιές

ειδήσεις, σχόλια και προγνωστικά για τις εκλογές, πάνω από

είκοσι μικρά, μεσαίου μεγέθους και ώριμα δείγματα του είδους

λυκόπερδον η βοβίστα, τα τελευταία στο τσακ να χαλάσουν.

Το απομεινάρι των προκαταλήψεων μου χτύπησε την πόρτα

και βάλθηκε να παίζει με τους αριθμούς. Άρχισε να αντισταθ

μίζει τα μανιτάρια πάνω στην εφημερίδα με τα ποσοστά ενός

απειλητικού ή ελπιδοφόρου εκλογικού αποτελέσματος. Σύντο

μα έπαιζε με ευνοϊκές προβλέψεις. Όμως, μετά τις τριάντα πέ

ντε βοβίστες μου τέλειωσαν οι μανιταρότοποι. Άρχισα να τρέ

μω για τους ερυθροπράσινους. Άντε να έβρισκα καμιά ρουσού-

λα, αλλά βοβίστα ούτε για δείγμα. Έπειτα όμως βρήκα μια

ολόκληρη αποικία σε ένα χαντάκι πλάι σε ένα ποτάμι, σε μια

τάφρο υπερχείλισης ουσιαστικά, που συνδέει τη λίμνη του

Μπέλεντορφ με το κανάλι Έλβα-Τράβε.

Για να μη σας κάνω να αδημονείτε όλους εσάς που στο με

ταξύ ξέρετε πόσο όμορφο μανιτάρι είναι το λυκόπερδον η βοβί

στα και που μπορείτε να φανταστείτε πόσο νόστιμο είναι ένα

πιάτο με τη χάρη της, εν ολίγοις βοβίστα τηγανισμένη με βού

τυρο, και πόσο θα αρέσει στον συλλέκτη των μανιταριών και

στους επισκέπτες του, σας διαβεβαιώ ότι —χωρίς να λογαριάσω

κανένα γερασμένο και με πρασινωπή σάρκα εύρημα— έφερα στο

σπίτι και πήγα στην κουζίνα σαράντα επτά απλωμένες σε μια

παλιά εφημερίδα βοβίστες.

Ο ΑΙΩΝΑΣ MOT .Î7.Î

Σύντομα έφτασαν οι επισκέπτες: ο Μπρούνο και ο φίλος του

Μάρτιν, η Εύα και ο Πέτερ Ρύμκορφ. Λίγο μετά την ανακοί

νωση των ευνοϊκών δειγματοληπτικών αποτελεσμάτων και

λίγο πριν από τα πρώτα συγκεντρωτικά αποτελέσματα έφερα

στο τραπέζι ως ορεκτικό τα μανιτάρια από τα οποία, έχοντας

μου εμπιστοσύνη, πήραν όλοι, ακόμη και ο Π.Ρ. που στο φαΐ

θεωρείται πολύ δύσκολος. Επειδή είχα κόψει τις βοβίστες φε-

τούλες μεγαλώνοντας έτσι τον αριθμό τους, παρέμεινε μεν κρυ

φή η επίδοση μου στη μαγεία των αριθμών, όμως παρ' όλα

αυτά αποτελεσματική. Οι επισκέπτες μας απόρησαν και θαύ

μασαν. Ακόμη και η Ούτε, που πάντα τα ξέρει όλα προκατα

βολικά και που πιστεύει σε εντελώς άλλου είδους προλήψεις,

δεν είχε καμία αμφιβολία. Καθώς περνούσε η ώρα και το εκλο

γικό αποτέλεσμα που επέτρεπε τον ερυθροπράσινο συνασπισμό

εσταθεροποιείτο σιγά σιγά, ώσπου μάλιστα υπολόγιζαν ότι θα

έπαιρνε περισσότερες και από τις αναγκαίες έδρες, έβλεπα να

επιβεβαιώνεται η προληπτικότητά μου: είχα βρει όσες ακριβώς

έπρεπε, ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες αλοπουπορδές.

Έπειτα ήρθαν στο τραπέζι μοσχομυρίζοντας μαντζουράνα οι

φακές της Ούτε, ό,τι έπρεπε για να μετριάσουν την αλαζονεία

εν τη γενέσει της. Στην οθόνη της τηλεόρασης, που φάνταζε

πάρα πολύ μικρή, είδαμε τον αποχωρούντα καγκελάριο να

κλαίει πραγματικά. Η έκπληξη των νικητών για την τόσο

πολλή, ακόμα στα μάτια τους δύσκολο να τη χειριστούν εξου

σία, τους έκανε να φαίνονται νεότεροι. Σύντομα θα φιλονικού-

σαν καθ' έξιν. Ακόμη και γι ' αυτό χαιρόμαστε. Οι προβλέψεις

μου είχαν επιβεβαιωθεί' αλλά μέχρι προχωρημένο Οκτώβρη

δεν βρήκα ούτε μία βοβίστα πια.

1999

ΟΧΙ, ΔΕΝ ΜΕ ΑΝΑΓΚΑΣΕ, αλλά με το πες πες με έπεισε το πα

λιόπαιδο. Έτσι μου έκανε πάντα, ώσπου στο τέλος έλεγα το

ναι. Και τώρα τάχα μου ζω ακόμα, είμαι πάνω από εκατό

χρονών και καλά στην υγεία μου. Γιατί έτσι το θέλει αυτός. Σ"

αυτό καλός από μικρός, από μια σπιθαμή παιδάκι. Μάστορας

στα παραμύθια και στις υποσχέσεις: «Όταν θα μεγαλώσω και

θα γίνω πλούσιος, θα πάμε όπου θέλεις, μαμά, ακόμα και στη

Νεάπολη».Έπειτα όμως ήρθε ο πόλεμος, κι έπειτα μας έδιω

ξαν και ήρθαμε πρόσφυγες' πρώτα στη σοβιετική ζώνη κι έπει

τα φυγή στη Δύση, όπου ετούτοι εδώ οι αγρότες της Ρηνανίας

μας είχαν στους αχυρώνες τους και μας βασάνιζαν. «Να πάτε

από κει που ήρθατε!» Και να σκεφτείτε ήτανε καθολικοί σαν κι

εμένα.

Αλλά το '52 κιόλας, όταν ο άντρας μου κι εγώ είχαμε προ

πολλού σπίτι, ήταν πια σίγουρο πως είχα καρκίνο. Δυο χρό

νους άντεξα, εκείνο τον καιρό το αγόρι μου ήτανε στο Ντύσελ-

ντορφ και μάθαινε την τέχνη του που δεν είχε ψωμί και ζούσε

ούτε εγώ ξέρω πώς, μέχρι που η θυγατέρα μας τέλειωσε τη

σχολή γραμματέων και εγκατέλειψε όλα τα όνειρα της, η φου

καριάρα. Ούτε τα πενήντα οχτώ δεν πρόλαβα να κλείσω. Και

τώρα, επειδή πρέπει σώνει και καλά να αναπληρώσει όλα αυτά

που έχασα εγώ, η καημένη του μαμά, θα μου γιορτάσει, λέει,

τα εκατοστά και βάλε γενέθλια μου.

Αλλά για να πω την αλήθεια, μ' αρέσει αυτή η κρυφή του

ονειροφαντασία. Πάντα ήταν τρυφερός στα παραμύθια που ο

Ο Α Ι Ω Ν Α Σ ΜΟΥ :<75

άντρας μου έλεγε πως ήτανε ψέματα με ουρά. Πάντως δεν έ χ ω

παράπονο, ο οίχος ευγηρίας με θέα τη λίμνη που λέγεται Αυ-

γουστίνειο και όπου τώρα με φροντίζουν, επειδή το θέλει αυ

τός, είναι από τα καλύτερα γηροκομεία/Εχω μιάμιση κάμαρα

με μπάνιο, κουζινάκι και μπαλκόνι. Μου έβαλε και έ γ χ ρ ω μ η

τηλεόραση και μια συσκευή που παίζει αυτές τις νέες σαν αση

μένιες πλάκες και ακούω άριες από όπερες και οπερέττες, αυτές

που πάντα μου άρεσε να ακούω, να, μόλις προ ολίγου άκουσα

από τον Τσάρεβιτς την άρια «Ένας φαντάρος στην όχθη του

Βόλγα...». Με πηγαίνει και ταξίδια, μικρά και μεγάλα. Πρό

σφατα πήγαμε στην Κοπεγχάγη, και τον ερχόμενο χρόνο, αν

έχω την υγειά μου, θα πάμε επιτέλους στον Νότο, μέχρι τη

Νεάπολη...

Αλλά θέλετε να σας διηγηθώ πώς ήταν παλιά κι ακόμα πα

λιότερα. Μα σας είπα, πόλεμος, αδιάκοπα πόλεμος με δια

λείμματα. Ο πατέρας μου —δούλευε μηχανικός στο εργοστάσιο

όπλων— έπεσε απ' την αρχή, στη μάχη του Τάννεμπεργκ. Και

έπειτα έπεσαν και δυο μου αδέλφια, στη Γαλλία. Ο ένας ζω

γράφιζε, του άλλου μέχρι και στην εφημερίδα του έβαλαν ποιή

ματα. Απ' αυτούς τα πήρε όλα τούτα ο γιος μου, γιατί ο τρί

τος μου αδελφός δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, γκαρσόνι ήταν, και

πού δεν πήγε, αλλά κάπου τον βρήκε κι αυτόν το κακό. Πρέπει

να κόλλησε/Ενα απ' αυτά τα αφροδίσια, δεν ξέρω ποιο. Κι απ"

τον πολύ της καημό που έχασε τα αγόρια της η μάνα μου πέ

θανε κι αυτή πριν ακόμα γίνει ειρήνη, κι έμεινα μονάχη στον

κόσμο με τη μικρή μου αδελφή, την καλομαθημένη μου Μπέτ-

τυ. Καλά που ήμουν πωλήτρια στο Ζαχαροπλαστείου Κάιζερ,

και είχα μάθει και λίγα λογιστικά. Αλλιώς δεν θα ανοίγαμε

κατάστημα αποικιακών όταν παντρεύτηκα τον Βίλλυ, αμέσως

μετά τον πληθωρισμό όταν έκοψαν στο Ντάντσιχ το φιορίνι.

Στην αρχή το μαγαζί πήγαινε καλά. Και το '27, είχα πατήσει

τα τριάντα πια, γέννησα το αγόρι μου, και τρία χρόνια αργό

τερα το κοριτσάκι μου...

376 ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΙΆΣ Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ

Εκτός από το μαγαζί δεν είχαμε παρά μόνο δυο κάμαρες,

και το παιδί για τα βιβλία, τις μπογιές και τις πλαστελίνες του

είχε μια γωνίτσα όλη κι όλη κάτω απ' το περβάζι του παραθύ

ρου. Αλλά του έφτανε. Εκεί σκάρωνε όλες τις ιστορίες του. Και

τώρα με αναγκάζει να ξαναζήσω, με κακομαθαίνει —όλο «μα

νούλα μου και μανούλα μου» είναι- και μου 'ρχεται εδώ στο

γηροκομείο με τα εγγόνια του, που θέλει να είναι οπωσδήποτε

τα δισέγγονα μου. Είναι πολύ χαριτωμένα, δεν λέω, αλλά κα

μιά φορά έχουν τόσο θράσος, που ανασαίνω ανακουφισμένη

όταν τα πιτσιρίκια, ανάμεσα τους και δίδυμα —έξυπνα αγόρια

αλλά αυθάδικα— ανεβοκατεβαίνουν την αλέα του πάρκου σαν

αστραπή με κείνα τα πράγματα σαν παγοπέδιλα που το όνομα

τους γράφεται όπως του σκατ, αλλά τ' αγόρια τα λένε σκέτα*.

Βλέπω απ' το μπαλκόνι μου τον ένα να προσπαθεί να ξεπερά

σει τον άλλο...

Σκατ! Μου άρεσε πολύ το σκατ όταν ζούσα. Κυρίως έπαιζα

με τον άντρα μου και τον Φραντς, τον ξάδελφο μου από την

Κασουβία που δούλευε στο πολωνικό ταχυδρομείο και γι ' αυτό

όταν ξανάρθε ο πόλεμος τον τουφέκισαν με τους πρώτους.

Σκληρή η ζωή. Όχι μόνο για μένα. Αλλιώτικοι καιροί τότε, ο

Βίλλυ, ας πούμε, ήταν στο κόμμα κι εγώ στη γυναικεία οργά

νωση, γιατί κάναμε δωρεάν γυμναστική, και ο μικρός ήτανε

στους παίδες της Χιτλερικής Νεολαίας με κομψή στολή... Αρ

γότερα στο σκατ έπαιζε ο πεθερός μου τον τρίτο, ο κύριος επι

πλοποιός. Συχνά ξεχνούσε να κατεβάσει φύλλο, οπότε εγώ έδι

να αμέσως κόντρα. Πάντα με ευχαριστεί να παίζω σκατ, ακό

μα και τώρα που πρέπει να ξαναζήσω, παίζω με τον γιο μου

όταν με επισκέπτεται μαζί με τη θυγατέρα του τη Χελένε που

* Skate στα αγγλικά, λέξη που παραλαμβάνεται ως έχει από τη γερμανική,

προφέρεται όμως διαφορετικά, οπότε της θυμίζει το «σκατ» (Skat), και στον πλη

θυντικό την ακούει -ας πούμε- περίπου σαν τη δική μας λέξη «σκέτα» (Skactcr

στα γερμ.).

έχει το όνομα μου. Αυτό το κορίτσι είναι ξεφτέρι στο σκατ.

παίζει καλύτερα από τον γιο μου που, ενώ του έμαθα σκατ στα

δέκα ή στα έντεκα του, εξακολουθεί να αγοράζει σαν πρωτά

ρης. Και παίζει κούπες στο χέρι ακόμα κι όταν δεν έχει παρά

μόνο ένα σκέτο δεκάρι...

Και ενώ εμείς παίζουμε και παίζουμε και ο γιος μου δεν

σταματά να αγοράζει πάνω από τις δυνάμεις του, κάτω στο

πάρκο τα δισέγγονα μου πηγαινοέρχονται σαν τον άνεμο

πάνω στα σκέτα τους και σου κόβουν την ανάσα από τον φόβο.

Έχουν όμως παντού μαξιλαράκια στα γόνατα, στους αγκώνες

και στα χέρια, φορούν μάλιστα και πραγματικά κράνη για να

μην πάθουν τίποτε. Πανάκριβα όλα τούτα! Θυμάμαι τ ' αδέλ

φια μου, που έπεσαν ή πέθαναν ποιος ξέρει πώς στον πρώτο

κιόλας πόλεμο: όταν ήταν μικρά την εποχή ακόμα του Κάιζερ

πήραν από τη ζυθοποιία του Λάνγκφουρ ένα βαρέλι μπίρας

που είχε φάει τα ψωμιά του, το διέλυσαν, πήραν τις δούγες, τις

άλειψαν με υγρό σαπούνι, τις έδεσαν ύστερα στα παπούτσια

τους και πήγαν σαν πραγματικοί σκιέρ στο δάσος του Γ\έσκε-

νταλ, όπου ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα το'Ερμπσμπεργκ. Δεν

τους είχαν στοιχίσει τίποτε, αλλά έκαναν τη δουλειά τους.

Γιατί όταν σκέφτομαι τι σήμαινε για μένα, που τι είχα, ένα

μικρομάγαζο, η αγορά κανονικών παγοπέδιλων, εκείνων που τα

βίδωνες με κλειδάκι, και μάλιστα για δυο παιδιά... Γιατί τη δε

καετία του '30 η δουλειά πήγαινε και δεν πήγαινε... Πάρα πολ-

λοί ψώνιζαν βερεσέ, είχαμε και τον ανταγωνισμό... Και σαν να

μην έφτανε αυτό υποτίμησαν και το φιορίνι... Ο κόσμος βέβαια

σφύριζε «Ο Μάης που μας έκανε το 'να φιορίνι δύο...», παρ' όλα

αυτά δεν έφταναν τα λεφτά. Εμείς στο Ντάντσιχ είχαμε άλλο

νόμισμα, το φιορίνι, γιατί ήμαστε ελεύθερη πόλη, ώσπου όταν

ξέσπασε ο επόμενος πόλεμος ο Φύρερ και ο Γκαουλάιτερ, Φόρ

στερ νομίζω τον έλεγαν, μας πήρε πάλι «στο πάτριο Ράιχ» .

Αλλά μετά πουλιούνταν όλα «πίσω απ' τον πάγκο», όπως λένε,

με μάρκα του Ράιχ. Αλλά όλο και μεγαλύτερη έλλειψη υπήρχε.

.us ΓΚΥΝΤΕΙ' ΓΚΡΛ>:

Και όταν έκλεινα, ήμουν υποχρεωμένη να ταξινομώ δελτία τρο

φίμων και να τα κολλάω σε παλιές εφημερίδες. Καμιά φορά μου

έδινε ένα χεράκι κι ο μικρός, ώσπου φόρεσαν και σ' αυτόν στο

λή. Και μου τον δώσανε πίσω μόνο αφού έπεσαν επάνω μας οι

Ρώσοι, και ύστερα πήραν ό,τι είχε απομείνει οι Πολωνοί. Και

έπειτα πήραμε τον δρόμο της προσφυγιάς και η δυστυχία πε

ρίσσεψε. Ήταν δεκαεννιά στο μεταξύ και μου νόμιζε πως ήταν

άντρας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έζησα και τη νομι

σματική μεταρρύθμιση. Σαράντα μάρκα ο καθένας πήραμε από

το νέο νόμισμα. Για μας τους πρόσφυγες από τα ανατολικά

ήταν πολύ σκληρή η αρχή... Δεν είχαμχ τίποτε εμείς, απολύτως

τίποτε... Το άλμπουμ με τις φωτογραφίες... Το μόνο που μπό

ρεσα να σώσω ήταν η συλλογή γραμματοσήμων του παιδιού...

Και όταν μετά πέθανα...

Και τώρα, επειδή έτσι θέλει ο γιος μου, πρέπει να ζήσω και

το Ευρώ όταν θα μας το μοιράσουν. Προηγουμένως όμως θέλει

να γιορτάσει οπωσδήποτε τα γενέθλια μου, τα εκατόν τρία χρό

νια μου, για την ακρίβεια. Ε, ας τα γιορτάσει.Έχει πατήσει πια

τα εβδομήντα το παλικάρι μου και έχει κάνει προ πολλού όνο

μα. Αδύνατο όμως να σταματήσει τις ιστορίες του. Μερικές μά

λιστα μου αρέσουν. Από άλλες θα είχα σβήσει ορισμένα κομμά

τια χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως οι οικογενειακές γιορτές, πραγ

ματικές με τσακωμούς και μονιάσματα, σ' όλη μου τη ζωή μου

άρεσαν, γιατί όταν γλεντούσαν οι Κασούβοι κλαίγαμε και μαζί

γελούσαμε. Στην αρχή η κόρη μου, που κι αυτή βαδίζει ολοτα

χώς για τα εβδομήντα, δεν ήθελε να πάρει μέρος στη γιορτή,

γιατί θεωρούσε πολύ μακάβρια την ιδέα του αδελφού της να με

ξαναζωντανέψει για τις ιστορίες του. «Άσ' τόνε να κάνει το δικό

του, Νταντάου», της είπα, «αλλιώς μπορεί να του κατέβει κα

μιά χειρότερη ακόμα ιδέα». Έτσι είναι αυτός, τι να κάνουμε.

Σκαρφίζεται τα πιο απίθανα πράγματα. Δεν μπορεί αν δεν

υπερβάλλει. Τα διαβάζεις και δεν πιστεύεις στα μάτια σου...

Έτσι λοιπόν θα "ρθει τελικά κι η θυγατέρα μου στα τέλη του

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ Î 79

'Φλεβάρη. Και χαίρομαι που θα δω όλα μου τα δισέγγονα από

το μπαλκόνι να τρέχουν σαν τον άνεμο κάτω στο πάρκο με τα

σκέτα τους. Και για το 2000 χαίρομαι. Να δούμε τι θα μας

φέρει... Φτάνει να μην ξαναγίνει πόλεμος... Πρώτα εκεί κάτω

κι έπειτα παντού...

I 20ός αιώνας όπως τον ζει χρόνο με χρόνο

ένα «εγώ», αλλά με διαφορετικό πρόσωπο

κάθε φορά. Ορισμένες φορές το πρόσωπο

αυτό είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, συνήθως όμως

κάποιος άλλος. Εκατό κεφάλαια, όσα και τα χρό

νια του αιώνα, και περισσότεροι από ογδόντα αφη

γητές.

Εδώ ο Γκρας ούτε ιστορία γράφει ούτε κατα

σκευάζει ένα συλλογικό εγώ. Ανοίγει μικρά πα

ράθυρα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ρίξει

μια ματιά στα παρασκήνια της ιστορίας και στους

ανθρώπους που τη γράφουν καθημερινά με τη ζωή

τους.

ISBN 960-210-361-2

9789602103616