Gloryhopes 4

32
Έντυπη, μη-περιοδική έκδοση για τον πούτσο GH 04 B 005.indd 1 24/9/2015 11:51:13 πμ

description

μη περιοδική έκδοση για τον πούτσο

Transcript of Gloryhopes 4

Έντυπη, μη-περιοδική έκδοση

για τον πούτσο

GH 04 B 005.indd 1 24/9/2015 11:51:13 πμ

Glory HopesΈντυπη, μη-περιοδική έκδοση για τον πούτσο

Πάτρα, 2015Τεύχος 4ο

Χωρίς αντίτιμο – δεκτή κάθε οικονομική ενίσχυση – αλλά δεν θα περιμένουμε και όρθιες.Προτείνεται η ανάγνωσή του να γίνεται στην τουαλέτα και να αφήνεται εκεί για τους επόμενους.

Κάθε τεύχος στήνεται και σελιδοποιείται κάθε φορά από μία περισσότερο ή λιγότερο αδερφή εξωτερικό συνεργάτη που βάζει και την προσωπική του αισθητική. Τους ευχαριστούμε όλους πάρα πολύ. Σε αυτό το τεύχος ευχαριστούμε τον Άρη και τον D.

Επικοινωνία:[email protected]/

GH 04 B 005.indd 2 24/9/2015 11:51:13 πμ

EditorialΛοιπόν, παιδιά μου, όπου υπάρχει τόσος σαματάς, κάτι καλό

πρέπει να συμβαίνει. Αλλά τι είναι όλα αυτά που λένε εδώ; Αυτός ο άντρας εκεί κάτω

είπε ότι πρέπει να βοηθάνε τις αδερφές και να κάνουμε χώρο να χορεύουνε στα πάρτι μας. Εμένα δεν μου έκανε ποτέ κανείς χώρο σε πάρτι, ούτε άνοιξαν για να περάσω. Και δεν είμαι αδερφή εγώ; Κοιτάξτε με! Κοιτάξτε το γένι μου! Έμεινα αξύριστος, κι ακούρευ-τος και άπλυτος όσο κανένας στρέιτ! Και δεν είμαι αδερφή εγώ; Μπορούσα να καπνίσω όσο ένας στρέιτ και να πιω ότι ένας στρέιτ -όταν έβρισκα να πιω- και να αντέξω το δακρυγόνο όσο ένας στρέιτ. Και δεν είμαι αδερφή εγώ; Καβαλάω μηχανάκι, μένω έξω στο βουνό, ψαρεύω, καθαρίζω τα ψάρια κι ανάβω φωτιά για να τα ψήσω. Και δεν είμαι αδερφή εγώ;

Και μετά λένε για αυτό το πράγμα στο κεφάλι. Πώς το λένε; [τραύμα] Ναι, πουλάκι μου, αυτό. Τι σχέση έχει αυτό το πράγμα με τα δικαιώματα της αδερφής; Αν το κρεβάτι μου χωράει έναν μόνο και το δικό σου έναν τέταρτο, δεν είναι κακία μεγάλη να μην μ’ αφήνεις να γεμίσω κι εγώ το κρεβατάκι μου;

Κι ύστερα, αυτός ο κοντούλης με τα μαύρα εκεί πέρα, λέει πως οι αδερφές δεν μπορούν να είναι σαν τους στρέιτ, γιατί ο Χριστός δεν ήταν αδερφή! Και τι έκανε ο Χριστός σου με τους δώδεκα Απόστολους; Ο στρέιτ δεν είχε καμιά σχέση με τον Χριστό, γαμώ το Χριστό σου.

Αν η πρώτη αδερφή που έφτιαξε ο Θεός είχε την δύναμη να πάρει όλο τον κόσμο ολομόναχη, αυτές εδώ οι αδερφές όλες μαζί θα καταφέρουν πάλι να τον στριμώξουν, κι αυτήν τη φορά θα του πετάξουν τα μάτια έξω. Και το μόνο που θέλουν τώρα είναι να κάτσουν να τον βολέψουν. Και οι στρέιτ καλά θα κάνουν να τις αφήσουν να τελειώσουν την δουλειά τους.

Σας είμαι πολύ υποχρεωμένος που με ακούσατε, και τώρα η αδερφή Γκλόρη Χόπη δεν έχει τίποτα άλλο να πει.

GH 04 B 005.indd 3 24/9/2015 11:51:14 πμ

Σαν σήμεραΣαν σήμερα στις 27 Μαρτίου του 2014, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ξεψυχά μόνος στο κελί του στις φυλακές Νιγρίτας ο 42χρο-νος Ιλί Καρέλι (ή Κουρντέτ Κούμε), μετά από πολύωρα βασανιστήρια που υπέστην από τους δεσμοφύλακές του. Μέχρι το γκρέμισμα και της τελευταίας φυλακής, έχουμε και δικούς μας λόγους να αφιερώνουμε αυτό το τεύχος στον Ιλί.

Σαν σήμερα ο Νίκος οδηγεί στην εθνική οδό Αθηνών Λαμίας. Ο ήλιος πέφτει και τον τυφλώνει. Το ραδιόφωνο δεν πιάνει καλά και όλα τα cd τα έχει βαρεθεί. Μπροστά του είναι για λίγο μια νταλίκα κόκκινη με βουλγάρικες πινακίδες. Αλλάζει ταχύτητα και τσιμπάει το δεξί του αρχίδι για να το αισθανθεί να ξεκολλάει. Προσπερνάει τη νταλίκα κοιτώντας δεξιά και προσπαθεί να τρέχει λιγότερο για να κερδίσει λίγο χρόνο παραπάνω σε οπτική επαφή. Μετά από πέντε έξι χιλιόμετρα αποφασίζει να σταματήσει σε ένα πάρκινγκ και να βαρέσει μια μαλακία με τον νταλικιέρης που δεν κατάφερε να δει. 

Σαν σήμερα την Κυριακή 7 Αυγούστου 2010, Ο Κώστας θα ξυπνήσει αργά και λουσμένος στον ιδρώτα. Θα κάνει ένα δροσερό ντουζ, θα φτιάξει καφέ, θα ανοίξει το ραδιόφωνο, θα πάρει το κινητό και θα στείλει ένα μήνυμα στον Σταύρο που θα λέει ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΠΕΣ ΤΟ ΜΟΥ και ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΕΡΧΕΣΑΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ. Ο Σταύρος δεν θα απαντήσει.

Σαν σήμερα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1989 ο Θοδωρής, αριστούχος του πολυτεχνείου αναχωρεί από τούτον τον κό-σμο για να βαπτιστεί αδερφός Ναθαναήλ. Πα-ράτησε το εργοτάξιο, την πόλη, τους φίλους, τα θερινά σινεμά, τις μπίρες, τη θάλασσα, τον ύπνο, και τη Μαρία πρώτη πρώτη και πήγε

GH 04 B 005.indd 4 24/9/2015 11:51:14 πμ

στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, για πάντα. Η πρώτη του επαφή με την εκκλησία ήταν στα δεκατρία του όταν εντελώς ξαφνικά, αν και παιδί αριστερών, αποφάσισε να γίνει παπα-δοπαίδι για να δει, όπως είχε πει τότε στους φίλους του, τι έχει ο Πάπας κάτω από το ράσο του. Δε μάθαμε ποτέ τι είδε.  

Σαν σήμερα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1989 επίσης βρέθηκαν από ομάδα αναρρι-χητών σκελετοί δύο ανδρών σε στάση 69. Τα σώματα τους πάγωναν, ξεπάγωναν και έλιω-ναν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα τελευταία 63 χρόνια. Πιστεύεται ότι παρασύρθηκαν από μια χιονοστιβάδα κατά τη διάρκεια μιας επικίνδυνης ανάβασης. Στη μικρή παγωμένη σπηλιά που κατάφεραν να δημιουργήσουν με τα παλλόμενα κορμιά τους, και για το λίγο χρόνο που τους απέμενε, φέροντα να αποφάσισαν για πρώτη φορά στη ζωή τους να μην παίξουν κάποιο δράμα. Τα ονόματα τους δε δόθηκαν στη δημοσιότητα, μετά από παράκληση των οικογενειών.

Σαν σήμερα στις 3 Ιανουαρίου του 2012 ο Νέστορος θα βγει για ένα ποτό με τον φίλο του τον Γιώργο και κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα θα πιάσει τον εαυτό του να (ξανά) κοιτάζει πίσω από το μπαρ, δίπλα στη μηχανή του καφέ, γιατί του φάνηκε ότι είδε τον Σάκη με τον οποίο έχουν χωρίσει εδώ και 17 χρόνια και τα είχαν μόλις ενάμιση χρόνο. Είναι δυνατόν;

Σαν σήμερα το Σάββατο 12 Ιουνίου, τις πρώτες πρωινές ώρες ο Παναγιώτης Δεληγιάννης διακομίστηκε στην εντατική με έντονη αφυδάτωση που του δημιούργησε πολλαπλές επιληπτικές κρίσεις. Είχε δει όλους τους πρώην γκόμενους του μαζί, σε μια μέρα. Και τους μέτρησε. Ήταν οχτώ. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Είχε αποφασίσει να πάει για καφέ, μετά για μπάνιο λιμανάκια, μετά γκέι πράιντ, μετά κάνα μπαράκι, και μετά φυσικά πάρκο. Τον όγδοο, που ήταν ο δεύτερος κατά σειρά και ο ποιο σημαντικός, τον πέτυχε στο τσατ. Για να κοιμηθεί αποφάσισε να βαρέσει

GH 04 B 005.indd 5 24/9/2015 11:51:14 πμ

μια μαλακία στην οποία ξαφνικά εμφανί-στηκαν και οι οχτώ μαζί.

Σαν σήμερα στις 21 Οκτώβρη του 2003 πέθανε ο Λευτέρης Διαμαντόπου-λος, σε ηλικία 71 ετών. Η κηδεία έγινε στο χωριό παρουσία της οικογένειας, γνω-στών, φίλων συγχωριανών και του μεγά-λου του αδερφού Παύλου που κάθονταν σε μια καρέκλα, ακουμπούσε στο μπαστούνι του και που και που κοιτούσε τον νεκρό και έξυνε τ’ αρχίδια του. Οι συγγενείς είπαν ότι έχει άνοια.

Σαν σήμερα ο Β. Γ. θα πάρει ένα ακόμα μακροσκελές τηλεφώνημα για να μιλήσει στη μάνα του, θα προσπα-θήσει να τα πει στους φίλους και στους κα-θηγητές τους, ότι φοβάται, ότι δεν αντέχει άλλο, ότι θέλει βοήθεια, για να λάβει άλλη μια φορά την ίδια απάντηση, ότι θα πρέπει να τα καταφέρει, μόνος του, να γίνει σαν αυτούς που τόσο καιρό τον βασανίζουν, τον απειλούν, τον τρομάζουν - άντρας.

Σαν σήμερα θα βρεθεί το πτώμα του σε προχωρημένη σήψη, μόνο του, δίπλα στην όχθη ενός ρέματος, στην ησυχία που τη διαταράσσει ο θόρυβος της έκπληξης που εκφράζουν διάφοροι σε δια-φορετικούς τόνους για το γεγονός ότι τελικά δεν τα καταφέρνουν όλοι - μόνοι τους.

Σαν σήμερα σύσσωμη η ελληνική κοινωνία, μάτσο αρρενωπή ετερόφυλη πατριαρχική σεξιστική, θα εκφράσει μια απενοχοποιημένη μεταφυσική ευχή να μην τύχει και συμβεί ξανά και σε κανέναν αυτό - αυτό που με συστηματικότητα χτίζουν ως το πλέον πιθανό ενδεχόμενο.

Σαν σήμερα ο Β. Γ. θα ταφεί στο πατρικό χωριό, στον τόπο καταγωγής αυτού και των βασανιστών του, στο τόπο που έζησε για πάντα εξόριστος, κι όλοι αυτοί, συνομήλικοι, συγχωριανοί, συμμα-θητές, περήφανοι πέτσακες θα παρευρε-

θούν στην κηδεία, σε μια ακόμα επίδειξη τεστοστερόνης, μη αφήνοντάς τον μόνο του ούτε εκεί, ούτε τότε, και δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πώς πρέπει να είσαι για να ζεις, πώς μοιάζει ο νικητής και πώς είναι ο νικημένος.

Σαν σήμερα, στην κηδεία, η μάνα του θα δηλώσει πόσο περήφανη είναι για το γιο της, τώρα που είναι νεκρός κι άρα μπορεί να γίνει και ήρωας, και σίγουρα δεν μπορεί πια να τους ξεφτιλίσει με τη ζωντάνια του και τη χαρά του.

Σαν σήμερα τα αδέρφια και οι φίλοι του θα του αφιερώσουν λόγια μίσους σε ρίμα αντρίκειας μαντινάδας με αετούς, παλικάρια, κι ατσάλινα κορμιά, για να του υποσχεθούν πως ό,τι τον στρίμωχνε στη γωνία του κόσμου, όρθιο στο ένα πόδι, θα είναι εκεί για κάμποσο καιρό ακόμα, θα συνεχίζει να εκκολάπτεται ως ανθός της ελληνικής νεολαίας.

Σαν σήμερα οι ηθικοί αυτουργοί θα εκφράσουν την ιδέα για άλλη μια φιέστα, που θα λιγοστέψει κι άλλο τις τύψεις τους: να πάρει το όνομά του ο τελευταίος τόπος που μαρτύρησε – και πού ξέρετε μπορεί στο μέλλον να εκθέσουν και τα όργανα του βασανισμού του.

Σαν σήμερα, πάνω στην απώλειά του, οι διάφοροι ειδικοί θα ερμηνεύσουν, θα εκλογικεύσουν, θα ιατρικοποιήσουν, θα δραματοποιήσουν, θα κινδυνολογήσουν, θα πουλήσουν, θα σχετικοποιήσουν, θα προβλέψουν, θα σχεδιάσουν, θα ηρεμή-σουν, θα ξεχάσουν, θα ευχηθούν και θα κοιμηθούν ήσυχοι. Κι άλλοι θα ταυτιστούν, θα τρομάξουν, θα λουφάξουν, θα επιτρέ-ψουν, θα παρατήσουν, θα φύγουν, θα επι-στρέψουν, θα ηρεμήσουν και θα κοιμηθούν ήσυχοι. Κι άλλοι θα κλάψουν τους νεκρούς τους σιωπηλοί, θα καταγγείλουν, θα ελπί-σουν, θα ξεχάσουν, θα ηρεμήσουν και θα κοιμηθούν, αλλά δε θα ησυχάσουν. n

GH 04 B 005.indd 6 24/9/2015 11:51:14 πμ

Παρακάτω παρατίθενται κάποιες από τις πιο αναγνωρίσιμες παροιμίες, ή λαϊκές σοφίες αν θέλετε, στην αρχική τους εκδοχή, όπως σώζονται

από τη προετεροκανιστική εποχή, πολύ πριν επέμβει πάνω τους η χριστιανοσεξοφοβικοπατριαρχικομισογύνικη ηθική.

Της νύχτας τα καμώματα θυμάται η μέρα και γουστάρει

Οποίος τη νύχτα περπατεί παίζει και να ‘ναι αδερφή

Καλύτερα φουκαράς παρά πουτσαράς

Το αντράκι κι αν το κράζεις λεξιλόγιο χαλάς

Όσο καυλώνει η νύχτα μεγαλώνει

Η γριά η αδερφή μέσα στο μπαλαμούτι μιλά και για Ντουρούτι

Πρώτα και δεύτερα πάρτα και ξεπέτατα

Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε το φύλο του αλλιώς

Τι είχες Γιάννα τι είχα πάντα

Το καλό το παλικάρι αργεί να γίνει

Μεγάλη πούτσα φάε μεγάλη ομοφοβία μη πεις

Ο κουμπάρος την κουμπαρά ούτε καν

Δε θέλει η νύφη κι ο γαμπρός; μπορεί να θέλει ο πεθερός

Το σιγανό το ποταμάκι να χουφτώνεις

Θέλει η σεξεργάτρια να χαρεί και το κρυφτό δεν την αφήνει

Η καλή η αδερφή δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται

Η καθαριότητα είναι η μισή κακογουστιά

Εδώ οι πουτάνες χάνονται κι ο κόσμος λούζεται

Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε άλλον τέντζερη

Δώσε θάρρος στο χωριάτη μπας κι ανέβει στο κρεβάτι

GH 04 B 005.indd 7 24/9/2015 11:51:15 πμ

[συνέχεια από προηγούμενο]

Ο Αντώνης, στο τέλος της Β’ Λυκείου πια, πήρε την παρέα του και πήγε διακοπές σε μία παραλία της άγονης γραμμής όπου βρήκαν και την παρέα του αδερφού του που τον περνάει δύο χρόνια. Τα βράδια καθόντουσαν ως αργά στην

παραλία, με άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια που γνώρισαν εκεί, δίπλα στη φωτιά και πίνανε μπίρες. Ένα τέτοιο βράδυ και μετά από κάμποσες μπίρες, ο Αντώνης αποφάσισε να πάει για ύπνο. Είπε καληνύχτα στους γύρω του και πήγε στη σκηνή. Ξάπλωσε και έπιασε τον πούτσο του για να τον βοηθήσει να θυμηθεί τα αγόρια της σημερινής παρέας. Ο ύπνος όμως δεν άργησε να έρθει κι έγειρε στη μια πλευρά της σκηνής και κοιμήθηκε τόσο βαθιά που πολύ γρήγορα έτρεξε ένα σαλάκι στο μάγουλο του. Έτσι δεν άκουσε ποτέ τη σκηνή να ανοίγει παρά μόνο αισθάνθηκε ένα αντρικό κορμί να ακουμπάει πάνω του. Η πρώτη κίνηση του εισβολέα ήταν να βάλει το χέρι στο στόμα του και να ψιθυρίσει σσσσς στο αφτί του, και μετά να γλύψει τον λαιμό του, κολλώντας το στήθος του πάνω στην πλάτη του Αντώνη. Ακολούθησε και το κάτω μέρος του σώματος, που έφερε σε επαφή ένα μισοκαυλωμένο πούτσου που πίεζε τη βερμούδα του. Βλέποντας ότι δεν υπάρχει αντίσταση κατεβάζει το χέρι του σιγά σιγά συνεχίζοντας να ακουμπάει το αξύριστο μάγουλό του στον λαιμό του Αντώνη, και πιέζοντας το στήθος και την κοιλιά, μέχρι να χουφτώσει τον πούτσο του που είχε πια καυλώσει κανονικά. Με μια κίνηση κατεβάζει τη βερμούδα, και χαϊδεύει το εσωτερικό από τα μπούτια του μικρού και χαμηλά τα αρχίδια του πιέζοντας όλο και πιο πολύ πάνω του τον πούτσο του που είχε έρθει σε κανονική στύση. Φιλώντας του τον σβέρκο και την πλάτη και χουφτώνοντας τον πούτσο του, κατεβάζει και τη δική του βερμούδα, παίρνει με τα δάχτυλά του μια καλή ποσότητα σάλιου, το βάζει πάνω στον πούτσο του και τον γλιστράει ανάμεσα στα τριχωτά μπούτια του πιτσιρικά, περνώντας μέσα από τα κωλομέρια του και κάτω από την κωλοτρυπίδα του, φτάνοντας και πιέζοντας προς τα πάνω τα αρχίδια του. Με αργές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις τον γαμούσε και τον έγλυφε ενώ εκείνος έσφιγγε τα μπούτια του και έπιανε τον καρπό του χεριού του γαμιά του και τον δάγκωνε. Σε αυτή τη στάση χύσανε μαζί, κι αφού ο άγνωστος έμεινε για λίγο κολλημένος πάνω του, μετά φόρεσε τη βερμούδα του και βγήκε από τη σκηνή, χωρίς να πει τίποτα. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες που μείνανε στο νησί.

GH 04 B 005.indd 8 24/9/2015 11:51:15 πμ

ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ πέρσι το καλοκαίρι “επισκέφτηκα” το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα. Περίμενα στην

είσοδο, έδειξα την ελληνική μου ταυτότητα, μπήκα στο βανάκι, έκατσα σε ένα μεταλλικό παγκάκι απ’ όπου δεν μπορούσα να δω

έξω, κι αφού έχασα για τα καλά τον προσα-νατολισμό μου από τις στροφές, βρέθηκα στην καρδιά του μη-τόπου που είναι το κέντρο κράτησης - σε ένα μεγάλο διάδρο-μο που ορίζεται από τις περιφραγμένες πτέρυγες του τομέα στον οποίο κρατούνταν ο γνωστός μου. Ο διάδρομος διακλαδιζόταν

σε άλλους φαρδύτερους και στενότερους διαδρόμους, δίνοντας μια αίσθηση λαβυ-ρίνθου. Εκεί είχαν το δικό τους κοντέι-νερ οι φύλακες με ένα τραπεζάκι για να ελέγχουν τα τρόφιμα και τα άλλα πράγματα που είχαμε φέρει για τους κρατούμενους μετανάστες, να ξηλώνουν τις κουκούλες και τα λάστιχα απ’ τα ρούχα και να βγάζουν τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια.

Η πρώτη εικόνα από τις ψηλές σήτες και τα συρματοπλέγματα μου θύμισε εγκατα-στάσεις ζωικής παραγωγής που είχαμε παλιά στο χωριό, αλλά αυτού του τύπου τον συνειρμό ήμουν αποφασισμένος να τον μπλοκάρω εντελώς γιατί και η θυματοποί-ηση έχει τα όριά της, και το αισθητικό κλισέ είναι ξεκάθαρα ένα τέτοιο όριο. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να καταναγκαστώ προς αυτή την κατεύθυνση γιατί γρήγο-ρα πλησίασα κοντά στα σύρματα και στο άκουσμα του ονόματος του γνωστού μου, διάφοροι κρατούμενοι άρχισαν να βγαίνουν από τα κοντέινερ και να πλησιάζουν τη σήτα, να λένε γεια, να ρωτάνε ποιος είμαι, ποιον θέλω, σε πιο κοντέινερ είναι κτλ. Και τότε είδα ότι ακόμα κι εκεί, μέσα από τα κάγκελα, κάτω από το ψιλόβροχο, κάπου στο πουθενά στους πρόποδες της Πάρ-

νηθας, ανάμεσα στις σήτες και τα συρμα-τοπλέγματα, υπό το διαρκές βλέμμα των μπάτσων, υπάρχει μια ζωή. Νέοι άνθρω-ποι εμφανιζόντουσαν από τα κοντέινερ και σιγά σιγά σκάγανε κάποια χαμόγελα επειδή βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν με άλλους, να κάνουν ένα τσιγάρο και να

«Επίσκεψη» στο κέντρο κράτησης μεταναστών χωρίς χαρτιά στην Αμυγδαλέζατου TillBetterΜια πρώτη εκδοχή θα βρείτε εδώ: https://nolager.espiv.net/analiseis

GH 04 B 005.indd 9 24/9/2015 11:51:15 πμ

πούνε καμιά μαλακία, να ρωτήσουν τα νέα και να τα επαναλάβουν στους άλλους που μόλις πλησίασαν στην παρέα. Σίγουρα κι εκεί υπάρχει μια ζωή, αλλά επίσης σίγουρα η ζωή αυτή ζήλευε τη δική μου.

Εγώ άρχιζα να αδειάζω την τσάντα μου από τις χειρονομίες που είχα με επιμέ-λεια ετοιμάσει από το σπίτι: να περνάω τα ρούχα και τα παπούτσια από μία τρύπα στη σήτα, να δίνω τα τσιγάρα, τις τηλεκάρτες, να κάνω τις ερωτήσεις που είχα έτοιμες χρησιμοποιώντας λίγες λέξεις και πολλές κινήσεις, όχι τόσο επειδή δεν ήξερα τη γλώσσα τους αλλά γιατί δεν είχα πια τι να κάνω τα άδεια χέρια μου. Ρωτούσα από που είναι, πόσο καιρό είναι μέσα, τι χαρτιά έχουν κι αν έχουν κάνει αίτηση για άσυλο, πως είναι το φαΐ κι αν κάνει πολύ κρύο, κι εκείνοι απαντούσανε συμπληρώνοντας τη χορογραφία. Και μετά δεν είχαμε και πολλά να πούμε και αρχίσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλο μήπως έχει ακούσει τίποτα για το πότε θα τελειώσει η κράτηση, κι αυτή η κα-θολική άγνοια ήταν κάτι που μοιραζόμουν μαζί τους, αλλά από μια πολύ διαφορετική θέση, τόσο διαφορετική που το ‘μοιράζομαι’ είναι μάλλον ατυχές ρήμα να χρησιμοποιή-σει κανείς.

Δεν έκατσα πολύ, είπα γεια, και ότι θα ξαναπάω. Μπήκα στο αμάξι μου και όπως απομακρυνόμουν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν μια φίλη που πήρε να με ρωτήσει πώς ήμουν· εγώ· γιατί το πώς είναι μέσα, όλοι μας λίγο πολύ (δεν) το ξέρουμε. Και τότε βρέθηκα να λέω ότι είμαι καλά, καν να την ευχαριστώ που με σκέφτηκε. Ήταν η πρώτη στιγμή μετά από πολύ ώρα που μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ πως αισθάνθηκα και πώς αισθάνομαι.

Ξέρω καλά τον εαυτό μου και ξέρω πως σε τέτοιες καταστάσεις, ας τις πούμε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (ή κατα-στάσεις εξαίρεσης; sic) , κατεβάζω ρολά, μπαίνω στον αυτόματο, γίνομαι ψύχραιμος, δηλαδή ψυχρός, και λειτουργικός, δηλαδή εκτελεστικός, λέω λίγα, απαντάω στις

ερωτήσεις που μου κάνουν μόνο αν πρέπει και φροντίζω να πετάω πίσω το μπαλάκι: πώς σε λένε; εσένα; από που είσαι; εσύ; έλληνας είσαι; εσύ; τι δουλειά κάνεις; εσύ; α!· και κάπως έτσι περιμένω να περάσει, να τελειώσει, και μονό αφού βρεθώ σε ασφαλές μέρος ανοίγω σιγά σιγά τα ρολά, κολλάω το σώμα μου στα όρια του εαυτού μου και κοιτάζω σιγά σιγά προς τα μέσα.

Έτσι κάπως συνέβη και με την επί-σκεψή μου στην Αμυδγαλέζα. Εκεί στο αυτοκίνητό μου, στο δρόμο της επιστροφής, άρχισα σιγά σιγά να ανοίγω το ρολά και

να αφήνω το συναίσθημα να εμφανιστεί. Πρώτο πρώτο ήρθε αυτό το χαρμολύπικο συναίσθημα της ευτυχίας/ενοχής που εγώ, τώρα, δεν είμαι πια εκεί, αλλά είμαι εδώ, έξω, σταματάω να αγοράσω τσιγάρα, και ξαναξεκινάω, κι αν γουστάρω ξανασταμα-τάω, και χαίρομαι κάθε τι που μπορώ να κάνω, και χτυπάω την πόρτα του αυτοκι-νήτου για να δω ότι μπορώ να το κάνω, κι ανοίγω το ραδιόφωνο και μετά το κλείνω και το ξανανοίγω και το ξανακλείνω και σκέφτομαι τι ωραία, θα πάω σπίτι μου, θα πετάξω τα ρούχα μου και θα μπω στο μπάνιο και θα τελειώσω πάνω μου όλο το ζεστό νερό του θερμοσίφωνα που άφησα αναμμένο πριν φύγω, και θα φτιάξω να

GH 04 B 005.indd 10 24/9/2015 11:51:15 πμ

φάω αυγά τηγανητά, όπως ακριβώς μου αρέσουν, με όσο πιπέρι γουστάρω και θα κάνω και μια σαλάτα, και το βράδυ μπορεί να βγω, αλλά μπορεί και όχι, γιατί μπορεί να θέλω να βγω, αλλά μπορεί και όχι, γιατί ρε συ δε θέλω να δω κανέναν, ή μάλλον δε θέλω κανένας να με βλέπει, και θα πάω να κουκουλωθώ στο κρεβάτι και δε θα ακούω κανέναν και τίποτα, κι όταν αισθανθώ λίγο καλύτερα και λίγο πιο κοινωνικός, θα βαρέσω μια μαλακία.

Αυτό το αναστοχαστικό παραλήρημα

πάνω στη προνομιακή μου κατάσταση διέκοψε ένα παιδί που είχα πάρει από την έξοδο του κέντρου κράτησης για να τον πάω προς Αθήνα. Τον είχα σχεδόν ξεχάσει. Είχε κι αυτός επισκεφτεί κάποιον δικό του. Δεν είχαμε πει πολλά, αλλά αφού είχαμε μοιραστεί το ίδιο μεταλλικό παγκάκι στο βανάκι της αστυνομίας, του πρότεινα να τον πετάξω μέχρι την Αθήνα και δέχθηκε. Με ρώτησε αν μπορούσε να καπνίσει - μάλλον είχε αρχίσει να το μετανιώνει που μπήκε στο αμάξι μου μετά την έβδομη φορά που άνοιξα και έκλεισα το ραδιόφωνο. Του είπα πως δεν έχω πρόβλημα και έτσι αρχίσαμε να μιλάμε και να καπνίζουμε. Και τότε μου επιβεβαίωσε αυτή τη σκέψη που με είχε ήδη πλημμυρίσει: ότι παρόλα αυτά υπάρχει μια ζωή εκεί μέσα. Κι ότι κάθε απόλυτα ζοφερή προβολή που κάνουμε γι’ αυτή τη συνθήκη είναι τουλάχιστον παραπλα-νητική και απλά θυματοποιεί, χωρίς να βοηθάει κανέναν μας. Κι ότι ολοκληρωτική μπορεί να είναι μόνο μια μεγάλη αφήγηση· αφήγηση για κάτι απομακρυσμένο από την εμπειρία, γιατί μια πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να είναι ολοκληρωτική, καθώς πάντοτε ανακαλύπτομαι και κατασκευάζο-νται ρωγμές που αφήνουν αχτίδες απόλαυ-σης, κρυψώνες με αποθέματα ελπίδας και κρυφά περάσματα σε σοφίτες ελευθερίας.

ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΠΟΛΛΕΣ ιστορίες αυτής της ζωής που υπάρχει μέσα, μιας κι αυτός είχε περάσει μια περίοδο κά-

ποιων μηνών στην Αμυγδαλέζα, αλλά είχε βγει πριν λίγο καιρό, χωρίς ακριβώς να ξέρει γιατί - ακριβώς δηλαδή όπως μπήκε. Μου είπε για τις πατέντες που έχουν για να πιάνουν ραδιόφωνο, πως φτιάχνουν τσάι και πως καταφέρνουν να επικοινωνούν με τις γειτονικές τους πτέρυγες. Και μου είπε και μια ιστορία που αν γινόταν ταινία του Αγγελόπουλου θα τον λέγαμε ρομαντικό καλλιτέχνη που ζει εκτός πραγματικότητας. Είπε πως για κάποιο διάστημα έγραφαν μηνύματα σε χαρτί το οποίο τύλιγαν σε μια πέτρα και το πετούσαν στην απέναντι ή στη διπλανή πτέρυγα. Έτσι προσπαθούσαν να

επικοινωνήσουν, να ανταλλάξουν νέα και πληροφορίες για την κράτησή τους. Μόνο που κάποια στιγμή ένα τέτοιο μήνυμα έπεσε στα πόδια ενός φύλακα, ο οποίος το άνοιξε και κάλεσε κάποιον να του το μετα-φράσει. Το παιδί, λέει, για να μην αποκαλύ-ψει αυτά που γράφονταν στο χαρτί του είπε ότι ήταν ένα ερωτικό μήνυμα από κάποιον προς κάποιον άλλο που είναι στην απέναντι πτέρυγα. Οι φύλακες το πίστεψαν αμέσως, μιας κι αυτό ήρθε μάλλον να επιβεβαιώσει την εντύπωσή τους για τους μετανάστες, ότι μπορεί όλοι τους να ‘ναι και λίγο πούστη-δες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τους ρωτούσαν πώς μπορούν τόσο καιρό χωρίς σεξ και αν γαμιούνται μεταξύ τους γιατί

GH 04 B 005.indd 11 24/9/2015 11:51:15 πμ

τους βλέπουνε συχνά να πιάνονται χέρι χέρι και να κοιμούνται αγκαλιά - και τι να καταλάβουν τώρα αυτοί από πολιτισμικές διαφορές. Λίγες μέρες αργότερα, λίγο για το χαβαλέ και λίγο για να υποστηρίξουν το παραμύθι, οργανώθηκε ένας γάμος στην πτέρυγα του ενός παιδιού. Κάποιος, λέει, που πιάναν τα χέρια του και έφτιαχνε διάφορα πράγματα από πετραδάκια ή ότι άλλο βρει, τους έβαλε όλους να του μαζέ-ψουν τα καλαμάκια από τους χυμούς που τους δίνανε και τα έπλεξε και έφτιαξε δύο πολύχρωμα στεφάνια. Και άλλοι έκοψαν σε πολλά κομματάκια εφημερίδες και χαρτιά και τα πετούσαν στον αέρα όταν γινόταν ο γάμος. Και τους βάλανε να φορέσουν καθαρά κι ωραία ρούχα και μέχρι το βράδυ χορεύανε και τραγουδούσαν μαζί και με τους φύλακες, οι οποίοι για δώρο προς το ‘ζευγάρι’, μετέφεραν, λέει, όλους τους κρατούμενους από ένα κοντέινερ ώστε να αδειάσει και το διέθεσαν σ΄ αυτούς που παντρεύτηκαν, για να κοιμηθούν μόνοι τους την ‘πρώτη νύχτα του γάμου τους.’

Άκουγα και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Ειδικά αυτή η στάση των αστυνομικών μου θύμισε τη συνηθισμένη αναπαράσταση του ‘καλού’ μπάτσου από το χόλιγουντ με την όποια όλοι μας έχουμε κάποια στιγμή αναγουλιάσει. Ίσως όμως και να εξηγείται και με όλες αυτές τις αναλύσεις για το στρατόπεδο συγκέντρωσης περί “κατάστα-σης εξαίρεσης” και “γυμνής ζωής.” Μπορεί για τους μπάτσους η ομοφυλοφιλία να είναι ένα μη- ανθρώπινο χαρακτηριστικό των μη-ανθρώπων, κι άρα αυτοί που έχουν απολέσει την ιδιότητα του ανθρώπου να μπορούν να “αναπτύξουν κι ομοφυλοφιλία.” Δε θα μου ‘κανε και μεγάλη εντύπωση· είναι απίστευτο τι μπορεί να κατεβάσει ένας ομοφοβικός νους.

Κι αυτό μου έφερε στο νου κάτι άλλο που μου είχε πει ένας άλλος μετανάστης αλλά που ποτέ δεν μπόρεσα να διασταυρώ-σω, για κάτι που συνέβαινε σε ένα κέντρο κράτησης στη Μυτιλήνη, ή μάλλον όχι, στη Σάμο; στην Κω; κάπου εκεί. Οι θάλαμοι,

λέει, είχαν ψηλά μια τηλεόραση που ήταν μονίμως ανοιχτή, και που φυσικά ρυθμιζό-ταν από τους φύλακες. Και αυτοί, λέει, τους έβαζαν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτε-τράωρο να βλέπουν σκληρό πορνό. Ήταν τόσο δυσβάσταχτο που από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να διαμαρτύρονται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό. Δηλαδή σταμάτησαν να ζητούν καλύτερο φαγητό ή γιατρούς και ζητούσαν να σταματήσουν να τους δείχνουν τσόντες. Αυτό το βασανιστή-ριο είναι σίγουρα πιο κοντά στην εικόνα που έχω για τους αστυνόμους και τους δεσμοφύλακες. Κι αν σκεφτώ και τα βα-

σανιστήρια στο Αμπού Γκρέιμπ, οι μπάτσοι είναι μάλλον κάπως έτσι διεθνώς.

Οι στιγμές που σκέφτομαι τα κέντρα κράτησης, τους μετανάστες κι όλους τους έγκλειστους σε φυλακές είναι οι κατεξοχήν στιγμές που συνειδητοποιώ ότι έχω σώμα. Ότι το σώμα μου έχει κάποιες βασικές ανάγκες και κάποιες ακόμα βασικότερες που είναι ανάγκες για επιθυμία. Πως η δυνατότητα να εκπληρώνεις ανάγκες/επι-θυμίες είναι ζωή - είναι αυτή η ζωή που έφερε άλλωστε τους μετανάστες εδώ, μέσα από ένα τόσο δύσκολο ταξίδι. Έτσι κάθε περιορισμός είναι ένας μικρός θάνατος.

Το που πάω το σώμα μου, πότε το

GH 04 B 005.indd 12 24/9/2015 11:51:15 πμ

δείχνω και που το κρύβω, τι το ταΐζω και πώς το γαμάω είναι θεμελιώδες. Φυσικά και δεν υποστηρίζω ότι έχω το απόλυτο έλεγχο σε όλα αυτά. Ζω κι εγώ σε μία διευρυμένη βιοπολιτική συνθήκη, κι έτσι απέχω πολύ από την αυτοδιάθεση. Αλλά το όριο που βάζει το κέντρο κράτησης είναι εκεί για να μου επισημαίνεται διαρκώς ότι τα πράγματα δεν είναι τελείως σχετικά, αλλά υπάρχουν όρια ευδιάκριτα και συχνά ηλεκτροβόρα.

Κι όταν αυτά τα όρια τα περνώ, έστω κι ως επισκέπτης, μαθαίνω κάτι γι’ αυτά κι άρα και για ‘μένα, αν και δεν το κάνω γι’ αυτό. Το κάνω για ν’ αλλάξω έστω και λίγο

μια μέρα τους, να τους πω κάτι να έχουν να λένε, να τους δώσω κάτι να καπνίσουν, μια τηλεκάρτα για να παίρνουν τηλέφωνο και έναν αριθμό τηλεφώνου για να τη χρησι-μοποιούν, να δημιουργήσω άλλη μια μικρή ρωγμή στην ‘ολοκληρωτική συνθήκη’ για να μην καταλήξει να γίνει ολοκληρωτική, να προσπαθήσω να τους δώσω λίγη ελπίδα δείχνοντας τους ότι δεν τους έχουν ξεχάσει όλοι μα όλοι, ότι από την άλλη μεριά της σήτας δεν υπάρχουν μόνο μπάτσοι, ότι δεν χαιρόμαστε όλοι οι έλληνες που είναι αυτοί εκεί, ότι για κάποιους έχουν σημασία, έχουν σώματα, ονόματα και ζωές. n

GH 04 B 005.indd 13 24/9/2015 11:51:15 πμ

ΌΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΣ, εκεί γύρω στα 19-20 είχα μπει στην Εκον Ρήγας Φεραίος. Πηγαίναμε σε καμιά

διαδήλωση, σε καμιά απεργία, καταλήψεις σε σχολές τα γνωστά. Έκανα και λίγο παρέα με κάποιους μαλλιάδες, λίγο πιο αλητεία και η αστυνομία δεν άργησε να με βάλει στο μάτι. Κάποια στιγμή με συνέλαβαν μετά από κάποια γεγονότα σε μια διαδήλωση αλλά με άφησαν γρήγορα και στην ασφάλεια ο

αστυνόμος υπηρεσίας μου είπε “εμ τι θα γινόσουν εσύ, κομούνι σαν το πατέρα σου”.

Νόμιζα ότι είχα ξεμπλέξει έτσι απλά αλλά τις επόμενες μέρες κατάλαβα ότι έχω πάντα από πίσω μου έναν ασφαλίτη να με παρακολουθεί. Η αλήθεια είναι ότι δεν το κατάλαβα κατευθείαν. Τις πρώτες μέρες μάλιστα περνούσα από δίπλα του και τον κάρφωνα γιατί μου είχε φανεί ωραίος γκόμενος. Ήταν ένας βλάχος μουστακαλής, κοντούλης με τρίχες να βγαίνουν από το πουκάμισο και πολύ έντονα γαλάζια μάτια.

Αυτό ήταν που μου είχε κάνει εντύπωση, τα γαλάζια μάτια πάνω από το μαύρο πυκνό μουστάκι. Όταν τον κάρφωνα αυτός κοιτού-σε κάτω, και έκανε ότι πατάει την καύτρα από το τσιγάρο που είχε μόλις πετάξει.

Ε, τη τρίτη φορά που έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα κατάλαβα ότι ο τύπος ήταν βαλ-τός. Όπου πήγαινα με έπαιρνε από πίσω. Κι όταν έμπαινα κάπου που δεν μπορούσε να μπει με περίμενε απ’ έξω και κάπνιζε κάτι

άφιλτρα τσιγάρα, το ένα μετά τ’ άλλο. Αυτό που ήξερε για μένα ήταν ότι ήμουν αρι-στερός και πήγαινα σε συναντήσεις και σε κάποιες διαδηλώσεις. Αυτό που έμαθε πολύ γρήγορα ήταν ότι ήμουν και αδερφή κι ότι όταν δεν ήμουν με τους αριστερούς ήμουν στα πάρκα, στα δημόσια ουρητήρια, στους πορνοσινεμάδες, κτλ. Όπου και να πήγαινα, ο μουστακαλής από πίσω, πάντα σε απόστα-ση ασφαλείας, να διαβάζει κηδειόχαρτα, να καπνίζει και να παρακολουθεί. Έτσι έβλεπε τα περισσότερα από τα γαμήσια μου. Τα

Με τον ασφαλίτη που με παρακολουθούσε

GH 04 B 005.indd 14 24/9/2015 11:51:16 πμ

τσιμπούκια στους οικοδόμους, τις παρτούζες στο πάρκο, τα όργια στο λιμάνι, όλα.

Ένα απόγευμα έκανα μια βόλτα στο κέ-ντρο και από το πολυτεχνείο βρέθηκα Ομό-νοια και χώθηκα σε ένα κεντρικό σινεμά. Έπαιζε τσόντες της εποχής και στον κάτω χώρο ήταν άντρες που έτριβαν τα πουλιά τους. Στα θυρωρεία και στις τουαλέτες γι-νόταν χαμός από πίπες, γαμήσια και άντρες που βαρούσαν ο ένας στον άλλο μαλακία βλέποντας στην μεγάλη οθόνη μια ασπρου-λιάρα βυζαρού να αγκομαχάει για ώρες μέχρι να χύσει αυτός που την πηδούσε. Το απόγευμα εκείνο με το που μπήκα στο σινεμά κρύφτηκα κάτω από τη σκάλα και κοιτούσα την είσοδο να δω αν θα με ακο-λουθήσει μέσα ο μουστακαλής μου. Αυτό και έκανε, δεν έκοψε καν εισιτήριο, έδειξε μια ταυτότητα και μπήκε χωρίς να του πει κανένας τίποτα - μόνο εγώ πλήρωνα με ότι μου έμενε από το χαρτζιλίκι που μου έδινε η μάνα μου, δεν είναι αυτό αδικία; Να μην γίνεις αριστερός μετά;

Μπήκε λοιπόν κι άρχισε να ψάχνει κάπως διακριτικά, αλλά άντε να με δει μες στα σκοτάδια και τις ψωλές. Έτσι την έστησε δίπλα στην είσοδο για να καταλάβει πότε θα βγω. Τότε εγώ πέρασα από δίπλα του για να δηλώσω την παρουσία μου και πήγα και έκατσα σε μία από τις θέσεις του σινεμά, σχετικά μπροστά, αλλά στο πλάι για να έχω μια σχετική εικόνα του γίνεται πίσω μου. Έτσι τον είδα να διαλέγει κι αυτός μια θέση πίσω πίσω, απ’ όπου μπορούσε να με βλέπει.

Η ταινία συνέχιζε και οι επιβήτορες εναλλάσσονταν ενώ τα αγκομαχητά ήταν σαν λούπα που δεν σταματούσε ποτέ. Έκατσα κάμποση ώρα για να δώσω στο μουστακαλή μου το χρόνο να χαλαρώσει και να αφήσει το βλέμμα του να το τραβήξει η μεγάλη οθόνη. Τότε κάποια στιγμή έκανα μια απότομη κίνηση και σηκώθηκα να φύγω, ανεβαίνοντας τη σκοτεινή σκάλα προς την έξοδο. Αυτός φυσικά με είδε και περίμενε ότι θα φύγω και θα με ακολουθή-σει. Εγώ όμως μόλις έφτασα στη σειρά του, πέρασα ανάμεσα στα πόδια του και έκατσα

ακριβώς δίπλα του, και έκανα πως βλέπω την ταινία σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η ταραχή του ήταν μεγάλη, γιατί ούτε να φύγει μπορούσε για να μην τον υποπτευθώ, ούτε να μείνει ήθελε γιατί με όλα αυτά που με είχε δει να κάνω ήταν σίγουρος ότι είμαι ικανός για όλα. Έτσι έκανε πως κάθεται για λίγο σαν να μη τρέχει τίποτα. Εγώ ξέροντας ότι θα φύγει πολύ σύντομα και θα πάει να κάτσει αλλού, έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια του και το έσπρωξα πάνω για να πιάσω τ’ αρχίδια του. Δεν πρόλαβα όμως γιατί με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε και βγήκε έξω. Μετά από λίγο βγήκα κι εγώ και τον είδα πάλι στη γωνία να καπνίζει. Περι-μέναμε στη στάση, πήραμε το λεωφορείο, κατεβήκαμε στη γειτονιά μου, περπατήσαμε προς το σπίτι στην γνωστή μας απόσταση και μπήκα μέσα αφήνοντας αυτόν και το βλέμμα του επιτέλους έξω.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ είχε μια διαδήλωση που έπρεπε οπωσδήποτε να πάω και έπρεπε να βρω τρόπο να

τον αποφύγω τον μαλάκα. Έτσι κατέβηκα στο σπίτι των θείων μου που μένουν από κάτω μας, βρήκα στην πίσω αυλή και πέρασα στην αυλή του γείτονα, πήδηξα έναν τοίχο και βρέθηκα στην πίσω μεριά του τετραγώνου και έφυγα από τη γειτονιά χωρίς ο ασφαλίτης να με πάρει μυρωδιά. Το βράδυ που γύρισα, με περίμενε κοντά στη στάση και μόλις κατέβηκα με πήρε από πίσω αλλά από πολύ κοντινή απόστα-ση, δύο βήματα πίσω μου, κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Τον αισθανόμουνα πολύ τσιτωμένο και άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ενώ δε θυμάμαι να τον είχα ξαναδεί να καπνίζει ενώ περπατάει.

Δύο στενά πριν από το σπίτι μου ήταν μια εγκαταλειμμένη αποθήκη που είχε γίνει ερείπιο και πάντα περνούσα από μπροστά της για να περάσω απέναντι στο δρόμο. Το ίδιο έκανα κι εκείνο το βράδυ μόνο που μόλις πήγα να περάσω το πεζοδρόμιο, ένιωσα ένα χέρι να περνάει πάνω από το σβέρκο μου και να μου κάνει κεφαλοκλεί-

GH 04 B 005.indd 15 24/9/2015 11:51:16 πμ

δωμα. Πριν προλάβω να καταλάβω τι έγινε μια τραχιά παλάμη που μύριζε νικοτίνη μου έκλεισε το στόμα και βρέθηκα να σέρνομαι μέσα στην αποθήκη, περνώντας μέσα από την ξηλωμένη πόρτα της.

Μόλις φτάσαμε κάποια μέτρα βαθιά μέσα στην αποθήκη με έκανε να γονατίσω και μου κρατούσε ακόμα το στόμα κλειστό με το χέρι του.

–Που ήσουνα ρε πούστη, λέγε. Που ήσουνα; Κατέβηκες στην απεργία ή γαμιό-σουνα πάλι από δω κι από κει;

Εγώ προσπάθησα να μιλήσω αλλά δεν μπορούσα. Τότε μου απελευθέρωσε το στόμα και πρόλαβα να πω:

–Να μη σε νοιάζει ρε , και μου το ξανά-κλεισε και συνέχισε.

–Λέγε ρε πουστάρα που ήσουνα, θα χάσω τη δουλειά μου εγώ για σένα; Έτσι νομίζεις; Λέγε που ήσουνα, και παίρνει το χέρι από το στόμα μου και προλαβαίνω να πω:

–Τους πούστηδες να μη τους πιάνεις στο στόμα σου παλιοκαθίκι

και μου το ξανάκλεισε και η μυρωδιά της νικοτίνης ήταν ακόμα πιο έντονη γιατί τώρα είχε αναμιχθεί με τα σάλια μου.

–Τώρα θα δεις, είπε και με το άλλο του χέρι λύνει τη ζώνη του, ανοίγει το φερμουάρ και βγάζει την ψωλή του πού πραγματικά του ταίριαζε. Κοντή και χοντρή, τραχιά και σκληρή, με τις φλέβες να πετάνε χωρίς καν να είναι σε πλήρη στύση, βαριά αρχίδια καλυμμένα με τρίχες. Με το που παίρνει το χέρι από το σώμα του μου βάζει την ψωλή του βαθιά στο λαρύγγι μέχρι που η μύτη μου χώθηκε μέσα στις τρίχες και ό,τι αναπνοή μπορούσα να πάρω είχε την μυρωδιά τους.

–Για πες τώρα τι μου έλεγες για τους πούστηδες; Δεν μιλάς; Που να μιλήσεις. Φάε τον πούτσο μου και λέγε που ήσουνα.

Με τραβάει από τα μαλλιά, μου βγάζει την ψωλή του από το στόμα και κοιτώντας με εκείνα τα τέλεια μάτια μου λέει

–Θα πεις ρε ή θα σε γαμήσω;Κι οι δυο ξέραμε ότι αυτό πια δεν ήταν

απειλή οπότε φανταστείτε την έκπληξη του

όταν του είπα –Καλά, σταμάτα, θα σου πω. Σχεδόν απογοητεύτηκε. –Λέγε, ήσουν σύνταγμα;–Όχι δεν ήμουνα. Γαμιόμουνα με κάτι

φαντάρους στην ομόνοια. Τρελάθηκε. Με κράτησε λίγο ακόμα εκεί

από τα μαλλιά και ξαφνικά μου έριξε μια ρο-χάλα στα μούτρα και ξανά έχωσε τον πούτσο του στο στόμα μου και άρχισε να το γαμάει με βία μέχρι που παραλίγο να ξεράσω. Τότε με έπιασε από το σβέρκο και με γύρισε ανά-ποδα και με έβαλε να σκύψω. Κατέβασε το παντελόνι μου και σάλιωσε το χέρι του και έχωσε το μεσαίο δάχτυλο στην τρύπα μου. Εγώ έσκουξα γιατί το δάχτυλό του ήταν σαν ένας μικρός πούτσος, και ήταν και πολύ ξε-ρό, και χωρίς κομμένα νύχια. Το έβγαλε έξω και κόλλησε πίσω μου τρίβοντας τ’ αρχίδια του στη σχισμή του κόλου μου. Δεν πρόλαβα να πάρω μια βαθιά ανάσα, που πάντα βοη-θάει, και τον ένιωσα να σπρώχνει τον πούτσο του μέσα μου. Ένιωσα τα πάντα μου να καί-νε και να ανοίγουν. Πονούσα αλλά και να το έλεγα τίποτα δε θα γινόταν. Έτσι έκατσα και περίμενα να υγραθώ για να μην πονάει τόσο.

–Είδες ρε πως γαμάει το κράτος; είδες;–Είδα, τόλμησα να πω.–Τίποτα δεν είδες ακόμα, μου απάντησε.

Και είχε δίκιο. Δεν είχα δει ακόμα τίποτα. Με γαμούσε για πολύ ώρα, έτσι, στην ίδια στάση, αγκομαχώντας τραβώντας με από τα μπούτια πάνω στον πούτσο του. Και κάποια στιγμή έχυσε μέσα μου βγάζοντας μόνο έναν μικρό αναστεναγμό και λέγοντας

-Πάρτα παλιοκομούνι. Που θα χάσω εγώ τη δουλειά μου για να γαμιέσαι εσύ δεξιά κι αριστερά. Λες κι εγώ δε μπορώ να σε γαμήσω.

Κουμπώθηκε και με έσπρωξε μακριά. Έκανε δυο βήματα και έφυγε ανάβοντας ένα τσιγάρο

Την επόμενη μέρα δεν με περίμενε στη γωνία. Δεν ξέρω τι αναφορά έκανε αλλά με άφησαν ήσυχο.

Εγώ μετά από λίγο καιρό τα έκοψα τα πολιτικά. Δεν ξέρω αν έχει σχέση.. n

GH 04 B 005.indd 16 24/9/2015 11:51:16 πμ

GH 04 B 005.indd 17 24/9/2015 11:51:16 πμ

Ο Μανωλάκης και το λουκούμιΟ Μανωλάκης μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, που ήταν γεμάτο πρόβατα, έλατα και χωριάτες. Ήταν το μικρότερο από τρία αγόρια μιας αγροτικής, πατριαρχικά οργανωμένης οικογένειας, με κάποια αγροτική και κτηνοτροφική περιουσία. Το πρώτο από τα παιδιά ήταν το έξυπνο, το δεύτερο ήταν το όμορφο κι άρα δεν έμεινε σ΄ αυτόν παρά να είναι το καλό. Δηλαδή το όχι αρκετά έξυπνο κι ούτε αρ-κετά όμορφο, κι άρα ο βλάκας, το κρίμα της οικογένειας, η ντροπή, βλάκας μωρέ παιδί μου, βλάκας. Δεν μάθαμε ποτέ αν η νοητική του υστέρηση ήταν από γεννησιμιού του ή αποτέλεσμα επιτέλεσης του κοινωνικού ρόλου που του επιφυλάχθηκε κι έπρεπε να παίξει, και που του μεταδόθηκε όχι μόνο στο επίπεδο του λόγου, αλλά και με μπό-λικο ξύλο και χτυπήματα στο κεφάλι ήδη από πολύ μικρόν, αρχικά από τον πατέρα, μετά από τα αδέρφια, μετά από τη μάνα που πείστηκε σιγά σιγά ότι καλύτερα ο Μανώ-λης να γίνει κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και μουλάρι, να βοηθάει στις δουλειές, και να μην πάρει κλάσμα από την περιουσία, αυ-ξάνοντας έτσι τον παρονομαστή στο κλάσμα των άλλων δύο από τους λεβέντες μας, και μετά από το υπόλοιπο χωριό, που ευτυχώς δεν τον συναντούσε και πολύ συχνά καθώς η οικογένεια τον έκρυβε από πανηγύρια, γιορτές και μουσαφίρηδες και τον είχε πάντα στο βουνό με τα πρόβατα.

Μόνο ο παπάς του χωριού αγαπούσε τον Μανωλάκη. Τον έψαχνε στο βουνό και πήγαινε και του έδινε από κανένα λουκούμι που πολύ του άρεσαν του Μανωλάκη. Τον έβαζε να κάτσει στα πόδια του και όσο ο Μα-νωλάκης έτρωγε το λουκούμι, ο παπάς τον χάιδευε στο κεφάλι, στα άτριχα μπουτάκια του, στην κοιλίτσα του και με τον καιρό έφτασε και στο κολαράκι. Μετά του έλεγε αν θέλει να του γλύψει τα δάχτυλα που έχουν ζάχαρη από το λουκούμι και ο Μανωλάκης το έκανε με μεγάλη χαρά καθώς τέτοια τρυφερότητα δεν του είχε προσφερθεί ξανά από άνθρωπο.

Μια τέτοια μέρα, παραμονή δεκαπε-νταύγουστου ήτανε, κίνησε ο παπάς με το λουκούμι στο χέρι να βρει το Μανωλάκη στα πρόβατα. Κάτσανε δίπλα στο ποτάμι και ακολουθήθηκε η ίδια ιεροτελεστία. Αλλά, αυτή τη φορά, αφού ο Μανωλάκης έγλυψε και τα δάχτυλα του παπά με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στο πρόσωπό του, ο παπάς του είπε ότι αν θέλει λίγη ζάχαρη ακόμα να γλύψει, έχει ανάμεσα στα πόδια του, κι έκα-νε έτσι κι άνοιξε το ράσο του και έκπληκτος ο Μανωλάκης είδε ένα παλουκάκι ανάμεσα σε τρίχες, πασαλειμμένο με ζάχαρη άχνη. Δεν ήξερε ότι κι οι άνθρωποι κουβαλάν τέτοιο πράμα εκεί, το είχε δει μόνο στα άλογα και στα γαϊδούρια. Σάστισε και έκανε να φύγει, δεν ήθελε άλλη ζάχαρη. Κάτι του έλεγε πως καλύτερα να πάει αμέσως στα πρόβατα. Όμως ο παπάς του είπε να μη φύγει αν δεν δοκιμάσει, κι έτσι ο Μανω-λάκης πλησίασε αργά και διστακτικά, αλλά

Ε γ χ Ε ι ρ ι δ ι οπούστικου φόνου για πειραγμένους

GH 04 B 005.indd 18 24/9/2015 11:51:16 πμ

όταν έφτασε αρκετά κοντά σιγουρεύτηκε ότι πράγματι δε θέλει κι έκανε να φύγει. Τότε όμως ο παπάς του άστραψε μια ανάποδη που είδε το κόσμο να γυρίζει ο Μανωλάκης. Όταν κάπως συνήλθε βρέθηκε ξαπλωμένος μπρούμυτα στο χώμα, με κατεβασμένη τη σκελέα του και γυμνό τον κώλο του, και

τον παπά να έχει πετάξει τα ράσα του, να βάζει σάλιο στο ζαχαρωμένο του πουλί και προσπαθεί να τον βάλει μέσα του. Έκανε να φωνάξει αλλά ο παπάς του έκλεισε το στόμα - άλλωστε και ποιος να τον ακούσει, τα πρόβατα; Ένιωσε ένα κάψιμο κι έναν πόνο που τον παρέλυσε. Δε θυμάται τίποτα άλλο εκτός από τον παπά να του λέει πως αν πει τίποτα πουθενά, ο θεός θα τον σκοτώσει, κι αυτόν κι όσους αγαπάει. Ο παπάς έφυγε κι αυτός μπήκε μέσα στο παγωμένο ποτάμι γιατί ήθελε τόσο πολύ να πλυθεί. Να πλυθεί και να μην πονάει. Και να μην θυμάται.

Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλη νύχτα. Πονούσε και δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Γιατί του το έκανε αυτό; Όταν έβλεπε τα ζώα να είναι έτσι ενωμένα δε του φαινόταν να είναι τόσο κακό, ούτε ότι πονάνε. Τι κακό είχε κά-νει; Κι αν έγινε έτσι αυτό μια φορά, μήπως είναι σαν το ξύλο κι άρα θα ξαναγίνει, έστω κι αν πονάει; Κι αν το πει; Κι αν πεθάνουν τα πρόβατα; Και που να το πει; Κι έχει κι ο πατέρας του και τα αδέρφια του τέτοιο; Δεν

μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Όλη νύχτα πέρασε με μία λέξη κολλημένη στο μυαλό του: βλάκας.

Την επόμενη ξημέρωσε πανηγύρι. Του είχε πει η μάνα του να μην κατέβει καν στο χωριό και τον δει ο κόσμος, και του είχε δώσει ψωμί και τυρί για τρεις μέρες. Αλλά δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα. Άκουγε από μακριά τη λειτουργία από τα μεγάφωνα της εκκλησίας που ήταν λίγο έξω από το χωριό, και μετά τα κλαρίνα να πηγαίνουν τον κόσμο από την εκκλησία στην πλατεία. Σκοτείνιασε. Το αίμα είχε σταματήσει. Έβαλε τα πρό-βατα στη στάνη και πήρε το δρόμο για την εκκλησία. Ανέβηκε σε ένα παράθυρο να δει τι γίνεται μέσα και είδε τον παπά μόνο του να τακτοποιεί το ιερό. Τρύπωσε αθόρυβα στην εκκλησία και λίγο μετά ακούστηκε ένας γδούπος και σαν κάτι να σπάει.

Όταν πέρασε η ώρα κι ο παπάς δεν κατέ-βαινε στο πανηγύρι η παπαδιά ανησύχησε κι έκανε κατ΄ την εκκλησία να δει τι είχε συμ-βεί. Τον βρήκε σε μια λίμνη αίματος, μπρού-μυτα στο μάρμαρο με ανοιγμένο το κεφάλι, και πάνω του τον μεγάλο ξύλινο εσταυ-ρωμένο. Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως έγινε και λύθηκε ο εσταυρωμένος από την κολόνα που τον κρατούσε όρθιο σε μία γωνία στο ιερό και έπεσε και τον πλάκωσε. Δεν έλειπε τίποτα από την εκκλησία, ούτε λεφτά, ούτε εικόνες. Μόνο αν ήταν κάποιος πολύ προσεκτικός θα παρατηρούσε ότι στο μαρμάρινο σκαλοπάτι, δίπλα στον αιμόφυρ-το πάτερ, είχε πέσει λίγη άσπρη σκόνη κι έλειπε κι ένα λουκούμι από το κουτί.

Η Σούλα Κάθε φορά που η Σούλα έμπαινε σε μέσο μαζικής μεταφοράς ήταν σε εγρήγορση, αγχωμένη, ταραγμένη, θυμωμένη και διάφορα άλλα επίθετα που το καθένα μόνο του ή κι όλα μαζί δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν την κατάστασή της, γιατί ούτε η ίδια ήξερε ακριβώς τι ήταν αυτό που αι-σθανόταν, πολύ περισσότερο γιατί το αισθα-νόταν, κι οπότε απλά νόμιζε ότι κατουριό-

GH 04 B 005.indd 19 24/9/2015 11:51:16 πμ

ταν. Για να το επιβεβαιώσει έπινε διαρκώς μικρές γουλιές από το μπουκαλάκι νερό που κρατούσε στα χέρια της, αλλά στην πραγματικότητα το είχε πάντα μαζί της όχι τόσο για το περιεχόμενό του, αλλά για τη συσκευασία του, που είχε βιδωτό καπάκι, που μπορεί να βιδώνει και να ξεβιδώνει, να σφίγγει και να ξεσφίγγει, όσες φορές το είχε ανάγκη.

Το τρόλεϊ σήμερα δυστυχώς δεν είχε πολύ κόσμο, κι έτσι εύκολα γινόταν διακρι-τή τόσο αυτή όσο και οι αντιδράσεις των συνεπιβατών της όταν την εντόπιζαν. Από βλέμματα αποστροφής και απορίας, μέχρι κεφάλια που ανεβοκατέβαιναν σε μικρή κλίση και ελαφρύ στράβωμα του σαγονιού, μανάδες που μπαίναν μπροστά από τα μα-λακισμένα τους για να τα προφυλάξουν από το θέαμα, γέροι και γριές που στην ηλικίας τους τολμούν πια να εκφράσουν δημόσια τη δυσαρέσκεια τους, και μετά να μην ασχοληθούν με τίποτα άλλο από τα οπτικά ερεθίσματα γύρω τους, καθωσπρέπει νέοι και νέες που τους ενδιαφέρει μόνο να μην αργήσουν στη δουλειά τους κι ούτε καν έναν μετανάστη μπας και τραβούσε αυτός λίγο από το μίσος πάνω του.

Κάποια στιγμή ένας μεσήλικας που στεκόταν δίπλα της και που πριν λίγο είχε ζητήσει από μια κυριούλα να του χτυ-πήσει το εισιτήριο, γύρισε προς τη μεριά της Σούλας και της χαμογέλασε με αυτό το ύφος το σε κατάλαβα εγώ μη νομίζεις αλλά δε με νοιάζει. Η Σούλα προσπαθούσε να εστιάσει όλη της την προσοχή στο πως βιδώνει το καπάκι και πως μετά ξεβιδώνει και να αδιαφορήσει για όλα αυτά, και για το τελευταίο, αλλά αυτό πια ήταν αδύνατον όταν ο κυριούλης γύρισε διακριτικά και της ψιθύρισε στο αφτί κούκλα, πόσο θες να πάμε σ’ ένα ξενοδοχείο; Έτσι πήρε μόνη της τον λόγο και αφού κατάπιε και πήρε μια μεγάλη ανάσα άρχισε να τον κράζει όπως μόνο η Σούλα θα μπορούσε να κράξει άνθρωπο. Δυνατά, καθαρά, ουσιαστικά, με ρήματα και με τα απαραίτητα κοσμητικά άλλά όχι κόσμια επίθετα. Ντράπηκαν μέχρι

και οι χειρολαβές. Η κυρία έκλεισε τ΄ αφτιά της επιδεικτικά και καλά δεν ακούω. Άλλες κυριούλες αρχίσαν τα τιτιβίσματα μίσους τύπου ντροπή, αίσχος, αστυνομία, αυτά εί-ναι, θεός, λαός κτλ., πολλά κεφάλια απλώς ανεβοκατέβαιναν με μεγαλύτερη κλίση αλλά τον ίδιο μορφασμό, ενώ τα παιδιά προσπαθούσαν να διατηρήσουν όσο γίνεται οπτική επαφή με αυτή που φωνάζει, όταν ο ήρωας, ο οδηγός, πατάει απότομα φρένο, ανοίγει την πόρτα, σηκώνεται και πάει ύπουλα πίσω από τη Σούλα, τη βουτάει από τα μαλλιά και με κλοτσωμπουνίδια την πετάει έξω από το τρόλεϊ βρίζοντας κάτι σε τσούλα, ανώμαλε, και τα γνωστά.

Η Σούλα βρέθηκε στο οδόστρωμα, κα-νείς από τους επιβάτες δεν είχε αντιδράσει στον ξυλοδαρμό της, και μέχρι να σηκωθεί για να ξαναπιάσει το βρισίδι από κει του το άφησε, το τρόλεϊ είχε ξεκινήσει, κι αυτή χτυπούσε τις λαμαρίνες δημιουργώντας μία σκηνή απόλυτης ματαιότητας που θύμιζε πολύ τον σκύλο που γαβγίζει σε ένα αμάξι που τρέχει, και με το που το σκέφτηκε αυτό εξοργίστηκε τόσο πολύ που έκανε κάτι που κανείς σκύλος δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει, πέταξε επιτέλους το μπουκαλάκι, λέγοντας κάτι σαν άντε ψόφο ρε μαλάκες ή κάτι τέτοιο, που ό,τι κι ήταν αποδείχτηκε τα σωστά λόγια και στον σωστό τόνο, γιατί

GH 04 B 005.indd 20 24/9/2015 11:51:17 πμ

το μπουκαλάκι βρήκε το ένα από τα δύο κοντάρια του τρόλεϊ, το όποιο αποσυνδέθη-κε από τα ηλεκτροφόρα καλώδια κι έπεσε πάνω στο νερό που είχε προσγειωθεί στην οροφή του αμαξώματος δημιουργώντας ένα πολύ σοβαρό βραχυκύκλωμα. Όσοι επιβάτες ακουμπούσαν κάποια μεταλλική επιφάνεια, όλοι δηλαδή, έπαθαν πολύ σοβαρή ηλεκτροπληξία, και αποτεφρώθη-καν παλλόμενοι βγάζοντας μάλιστα και κάτι ηλεκτρονικούς θορύβους και μια απαίσια μυρωδιά τσίκνας που γρήγορα δημιούργη-σε μια ατμόσφαιρα στο τρόλεϊ τόσο δυσάρε-στη όσο περίπου ήταν και πριν - για τη Σού-λα. Τα μηχανάκια περνούσαν από δίπλα και κοιτούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί αυτό το τρόλεϊ καπνίζει, και μόνο κάποιοι περαστικοί κατάλαβαν τι είχε συμβεί και άρχισαν να φωνάζουν όταν είδαν κολλημέ-νο στο τζάμι ένα κοριτσάκι που οι κοτσίδες του είχαν τεντωθεί σαν κεραίες και το ίδιο είχε καρβουνιάσει εντελώς.

Όταν η Σούλα κατάλαβε τι είχε συμβεί σταμάτησε απότομα το βρισίδι και κοίταξε γύρω της να δει αν την κοιτάζει κανείς. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι κανείς δεν ασχολιόταν πια μαζί της και τότε έβαλε το χέρι της στην τσάντα ψάχνοντας με αγωνία να βρει το κινητό της ανάμεσα στα μικροπράγματα που κουβαλούσε. Έπρεπε επειγόντως να βγάλει μία σέλφι.

Ο ΤρίτωναςΟ Σάκης βγήκε βιαστικά από τη μπανιέ-ρα, όπου έκανε ένα δροσιστικό ντουζάκι, έτσι για να φύγει ο ιδρώτας και η κάπνα της πόλης. Σκουπίστηκε καλά καλά, και φόρεσε ένα καθαρό βρακί, σαν να ‘ξερε. Έφτιαξε τα μαλλιά του να είναι σαν να μην τα έφτιαξε, φόρεσε μία από τις ίδιες μαύρες βερμούδες του, μία από τις αντίστοιχες μαύρες μπλούζες του, τα μαύρα του αθλη-τικά παπούτσια, έβαλε λίγο κρεμούλα στο φρέσκο του τατού για να γυαλίζει, πέρασε το κράνος του στον αγκώνα και πήρε το μη-χανάκι του να ανέβει για γνωστό λόφο του

κέντρου της Αθήνας, όπου είχαν συναυλία με τη χιπ χοπ μπάντα του.

Μόλις έφτασε λίγο κάτω από το λόφο και κλείδωσε το μηχανάκι του, είδε με την άκρη του ματιού του μια παρέα από αδερ-

φές που άραζαν παραπέρα, σαν κάποιον να περιμένουν. Δεν τους χαιρέτησε, αν και τους ξέρει και μάλιστα από παλιά, αλλά τελοσπάντον δεν μιλάνε. Ούτε αυτοί του μι-λάνε από τότε που του ζητήσανε να αλλάξει τους στίχους του σε ένα κομμάτι επειδή και καλά ήταν ομοφοβικοί και σεξιστικοί, ενώ αυτός πραγματικά δεν έχει κανένα πρόβλημα με τους γκέι, ας κάνει ο καθένας ότι θέλει, κι ας εκφράζεται όπως θέλει γιατί αυτό είναι ελευθερία και άρα κι αυτός που εκφράζεται μέσα από τη μουσική του και τον στίχο του μπορεί να λέει τους μπάτσους, τους δικαστές και τα αφεντικά μουνιά και πούστηδες που γουστάρουν να τον παίρνουν κι ότι αυτός θα τους βάλει διάφορα στον κώλο τους, γιατί δεν εννοεί τους πραγματικούς γκέι, αλλά είναι η χρήση της γλώσσας καταλαβές; κι άλλωστε έτσι είναι το χιπ χοπ κι όσοι δε θέλουν να ακούν τέτοια να πάνε σε καμιά εκκλησία, και δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουν τόσο θέμα πια, κι αυτόν τον ενοχλούν πράγματα αλλά δεν πάει και στην συναυλία του άλλου

GH 04 B 005.indd 21 24/9/2015 11:51:17 πμ

να φωνάξει σύνθημα, αν είναι δυνατόν, σε αυτόν; συνθήματα; και τρικάκια; πάμε καλά; να του χαλάσουν τη συναυλία; θα τα γαμήσει τα μαλακισμένα, και τις φιλενάδες τους που την είδαν τελευταία φεμινίστριες, αλλά δεν ασχολούνται με τίποτα άλλο από το να ψάχνουν να βρουν κάτι για να πουν,

αντί να κάνουν τίποτα για τους πραγμα-τικούς εχθρούς εκεί έξω, πραγματικά δηλαδή, σηκώθηκαν τα πόδια να βαρέσουν το κεφάλι, και γιατί τώρα με κοιτάν έτσι και γιατί ήρθαν πάλι σήμερα εδώ και δεν πήγαν να γαμηθούν σε κανένα γκέι μπαρ; τι κοιτάν ρε μαλάκα, μήπως γουστάρουν;

Με τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι του, πέρασε δίπλα από τις τρεις αδερφές, και μπήκε στο μονοπάτι για το λόφο. Το πρώτο μέρος του σχεδίου είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Οι αδερφές είχαν δει που και ποια είναι η μηχανή του. Μετά από λίγο κι οι τρεις τους πλησίασα τη μηχανή, κρύφτηκαν από πίσω της και έριξαν ένα κατούρημα.

Κατά τη διάρκεια της συναυλίας οι τρεις αδερφές συναντήθηκαν με άλλες, και με κάτι λεσβίες, και μετά με κάτι άλλα παιδιά, αλλά πάντα επέλεγαν να στέκονται σε σημείο που τους επέτρεπε οπτική επαφή με τον Τρίτωνα, ο οποίος με το κράνος στον αγκώνα γυρνούσε από πηγαδάκι σε

πηγαδάκι, έκανε με τους επίσης μαυροφο-ρεμένους φίλους του χάι φάιβ σε διάφορες εκδοχές, με μπουνιές, παλάμες, δάχτυλα, έκανε κεφαλοκλειδώματα, πολεμικές λαβές, αγκαλιές, ποικίλα χουφτώματα, τσιμπηματάκια και τέλος πάντων όλα αυτά που κάνουν οι άντρες μεταξύ τους, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των αδερφών που είχαν εστιάσει στις λαχταριστά αναγνωρί-σιμες γάμπες του για να μην τον χάνουνε στο πλήθος, συχνά αναφωνώντας “κρίμα” μεταξύ τους - ειδικά όταν εκείνος έξυνε τον κώλο του - τσουγκρίζοντας τις μπίρες τους και γελώντας με ένα νόημα που μοιράζο-νταν μόνο μεταξύ τους.

Η ώρα πέρασε, και ήρθε η ώρα του Τρίτωνα, να ακουμπήσει επιτέλους κάτω το κράνος του για να ανέβει στη σκηνή, αφή-νοντας τον αγκώνα του εντελώς απροστά-τευτο για όση ώρα θα διαρκούσε η εμφάνι-σή του. Ήταν ώρα για το τρίτο και τελευταίο μέρος του σχεδίου. Οι αδερφές άφησαν να περάσουν τα δυο πρώτα κομμάτια και σιγά σιγά και διακριτικά, πέρασαν ανάμεσα στον κόσμο που παραληρούσε με τις ανοησίες του Τρίτωνα για την πόλη, την πολιτική, τις γκόμενες, τη μουσική κτλ κτλ και βρέθηκαν μπροστά στη σκηνή, υπό του απορημένου βλέμματος του Τρίτωνα, που σκέφτηκε κάτι του στιλ βρε λες να κάνουν καμιά μαλακία πάλι; μπα μωρέ, έχουν καιρό που τα παρά-τησαν αυτά, κατάλαβαν πως ό,τι και να λένε κανένας δε θα τους δίνει σημασία κι εγώ θα συνεχίζω να λέω τα δικά μου και όπως και να έχει εγώ θα πω τους στίχους μου κανονικά. Κι έτσι κι έκανε πράγματι. Όταν ήρθε η ώρα για το επίμαχο κομμάτι, είπε τους ομοφοβικούς του στίχους περήφανα, δυνατά, και καθαρά κοιτώντας που και που τις αδερφές που του χαμογελούσαν κάπως περίεργα είναι η αλήθεια, και πίνοντας από αυτό το μπουκάλι ουίσκι που πώς βρέθηκε ξαφνικά δίπλα στα πόδια του; και δεν έχει καν βαλβίδα οπότε κατεβαίνει σε μεγάλες γουλιές αλλά δεν πειράζει, καλύτερα έτσι γιατί είναι και γαμώ τις συναυλίες ρε, μέχρι και οι αδερφές γουστάρουν ρε μαλακά,

GH 04 B 005.indd 22 24/9/2015 11:51:17 πμ

αυτά είναι, η μουσική ρε, επιτέλους. Όταν τελείωσε η εμφάνισή του,

ευχαρίστησε το κοινό του όπως είθισται, κατέβηκε από τη σκηνή κρατώντας ότι είχε μείνει από το ουίσκι, πέρασε πάλι το κράνος στον αγκώνα και πήγε να κάνει ένα τσιγάρο, περνώντας πάλι δίπλα από τις τρεις αδερφές που πίνανε τις μπίρες τους και χαχανίζανε, για να βρει το κοινό του και να ακούσει να του λένε πόσο καλός ήταν και να απαντήσει κάτι σαν ‘ντάξει μωρέ ο ήχος δεν ήταν πολύ καλός αλλά τι να κάνεις. Έκανε μερικά ακόμα χάι φάιβ, έλαβε κάποιους τελευταίους ασπασμούς από κάτι ομοιόμορφούς του, κι έφυγε προς τη μηχανή του.

Οι αδερφές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και πήγαν στο μπαρ να πάρουν από μία μπίρα ακόμα, άναψαν τσιγάρο και έκατσαν σε ένα πεζούλι περιμένοντας. Δεν πέρασαν δεν πέρασαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να αρχίσει να διαδίδεται η πληροφορία στόμα με στόμα με διάφορους τρόπους όπου οι λέξεις με την μεγαλύτερη συχνότητα εμ-φάνισης ήταν: Τρίτωνας, κολόνα, μηχανή, ασθενοφόρο, μυαλά, νεκρός, κρίμα, κρά-νος, νέος, μεθυσμένος, πω πω, κτλ.

Τσούγκρισαν μια τελευταία φορά τις μπίρες τους, αλλά πολύ πιο διακριτικά

αυτή τη φορά, χαμήλωσαν το βλέμμα, και έφυγαν από τον πίσω δρόμο γιατί αλλιώς θα έπεφταν πάνω στο ατύχημα και δεν τα μπορούν τα αίματα.

Στο δρόμο για ένα τελευταίο κοκτέιλ σε ένα κοντινό γκέι μπαρ, σχολίαζαν ότι πράγ-ματι στο ίντερνετ βρίσκεις τα πάντα και ότι ήταν πράγματι τόσο εύκολο όσο φαινόταν να αφήσουν τη μηχανή του να κρυώσει λίγο και μετά να πάρουν με το δάχτυλο λίγο γράσο από την αλυσίδα και να το πασαλεί-ψουν στους μεταλλικούς δίσκους που βρί-σκονται στις ρόδες και που όπως έμαθαν λέγονται δισκόφρενα, και πράγματι ήταν όσο αποτελεσματικό λέγανε τα σχόλια στο φόρουμ, σε συνδυασμό βέβαια με κάμποσο αλκοόλ, μια απότομη κατηφόρα κι ένα κράνος να προστατεύει το χτένισμα και τον αγκώνα. Και μετά τις τεχνικές λεπτομέρειες η κουβέντα πήγε στο αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί απλά direct action ή violent direct action, ή αν κινείται στα όρια του ένοπλου αγώνα, ή μήπως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάτι ένοπλο από τη στιγμή που δεν πρόκειται ποτέ να ηρωοποιηθούν μέσα από τη σύλληψή τους.

Ο Τρίτωνας ξεχάστηκε σχετικά σύντομα και το επίμαχο κομμάτι ακουγόταν πολύ σπάνια. Σχετικά σύντομα επίσης εμφανί-στηκε δίπλα από την κολόνα που έσκασε το κεφάλι του, ένα μικρό εκκλησάκι, προφανώς υπό την ανοχή του δήμου και με πρωτοβουλία της μάνας του από την οποία όπως αποδείχτηκε είχε πάρει και τις γάμπες, με μία εικονίτσα, ένα καντηλάκι, ένα γύψινο σταυρό κτλ, και μία επιγραφή που έλεγε κάτι σαν αδικοχαμένος γιος και άνθος ηλικίας, αλλά το πλήρες κείμενο δεν είναι διακριτό, ούτε η φωτογραφία του, γιατί τα έχουν καταχέσει τα περιστέρια. n

GH 04 B 005.indd 23 24/9/2015 11:51:17 πμ

στο μούσι, στο μουστάκι, στο φρεσκοξυρισμένο μάγουλο, στον καθαρό σβέρκο, στις στρουμπουλές γάμπες, στα δικάβαλα μηχανάκια, στις πίσω θέσεις των

λεωφορείων, στα απλωμένα μπουτάκια πάνω στα λευκά μάρμαρα, στα μποξεράκια που προεξέχουν από τα φαρδιά

παντελόνια, στα βρεμένα κωλαράκια κάτω από τις πολύχρωμες ομπρέλες, στα γυμνασμένα χέρια και στις αγύμναστες κοιλίτσες, στα πυκνά φρύδια, στα ντροπαλά βλέμματα και στα αμήχανα χαμόγελα, στο φούσκωμα του

μαγιό, στα μάτια που διακρίνονται κάτω από τα κράνη, μέσα από τους καθρέφτες των αυτοκινήτων, πίσω από μαύρα γυαλιά, δίπλα από τα ηχεία, κάτω

από τα καπέλα, πάνω από τα ξεραμένα αλάτια στις τρίχες του στήθους, στις σταγόνες ιδρώτα που δεν στέγνωσαν ακόμα, στα σκουλαρίκια, στα τατού, στα αμάνικα, στα

κλειστά πουκάμισα, στις βερμούδες, στα ανοιχτά κουμπιά και τα κουμπωμένα μπουφάν, στις φόρμες, στις φόρμες, στις φόρμες και στα τζιν, στα χείλη που στηρίζουν ένα τσιγάρο, στα δάχτυλα που το ‘στριψαν, στους αντίχειρες που το άναψαν, στη σταγόνα της μπίρας που έτρεξε από τα χείλη, στα αθλητικά παπούτσια, στα άρβυλα και τις

οικοδομικές παντόφλες, στα αφτιά, τα μάτια, στις θηλές, στις κοιλιές, στα φαγωμένα νύχια, στις ελιές,

στις τσίμπλες, στα άσπρα δόντια, στα κίτρινα δόντια, στα ντροπαλά κοιτάγματα, στα αμήχανα ακουμπήματα

κρύβεται η καύλα μας για τα αγόρια

GH 04 B 005.indd 24 24/9/2015 11:51:18 πμ

Ακολουθεί ένα κείμενο επιχειρημα-τολογίας, στο γνωστό διδακτικό τόνο που μας χαρακτηρίζει, για το πόσο

απαράδεκτο είναι να ρωτάς κάποιον πόσο χρονών είναι.

Η φαινομενικά αθώα αυτή ερώτηση, που ακούγεται αθώα λόγω της φυσικοποι-ημένης βίας που ασκεί, είναι αντίστοιχη της ερώτησης “είσαι αγόρι ή κορίτσι”, “είσαι πούστης;”, “τί ρόλο έχεις στο κρεβάτι;” “τα καταπίνεις;” ή “πόσο την έχεις;”. Κι αυτό διότι, όπως όλες οι παραπάνω ερωτήσεις, έτσι και αυτή, δεν είναι μόνο μια πολύ προ-σωπική ερώτηση, αλλά είναι βαθιά κανονι-στική και κρύβει τη βία της υποχρεωτικής συμπόρευσης με κοινωνικά προ-καθορι-σμένα πρότυπα που μάλιστα είναι αδύνατο να πραγματωθούν πλήρως από κάποιον, αφού ο ρόλος τους είναι ακριβώς να μην είναι πραγματοποιήσιμα.

Λέμε λοιπόν ότι η ερώτηση “πόσο χρονών είσαι” ενεργοποιεί όλο το ageism.

Ageism: ηλικιακή διάκριση, ή διάκριση με βάση την ηλικία. Στρέφεται βασικά εναντίον των νέων και των ηλικιωμένων, αλλά στην πραγματικότητα εναντίον όλων, αφού κάθε ηλικία επενδύεται με συγκε-κριμένα χαρακτηριστικά της εμφάνιση και της συμπεριφοράς, που είναι αρκετά παγιωμένα και σταθερά έστω κι αν φυσικά διαφοροποιούνται ανά φύλο, φυλή, τάξη, κοινωνική ομάδα κτλ., αφού είναι μια ακόμα κοινωνική προκατάληψη. Η στερε-οτυπική επένδυση σημαινόμενων σε κάθε ηλικία γίνεται στη βάση κάποιου προτύπου που αν το πετύχεις ποτέ γράψε μου. Έτσι το να είσαι 26 ή 65 ή 40 ή 7, σημαίνει κάτι για το πως θα έπρεπε να δείχνεις και πως να φέρεσαι, τι να έχεις καταφέρει, που να

συχνάζεις, τι να σου αρέσει, πως περίπου να ζεις, πως να μιλάς, με ποιον να γαμιέσαι, αν γαμιέσαι, κοκ. Έτσι μεγάλος = ώριμος, σοφός, ανεξάρτητος, κατασταλαγμένος, για σπίτι όχι για πάρτι, για διακοπές σε δωμάτιο, για λίγο σεξ, με προβλήματα υγείας, αργός, κουράζεται εύκολα, δε θέλει φασαρίες, κοκ. Μικρός = ανώριμος, ατσούμπαλος, εξαρτημένος, χαζούλης, ακούραστος στο σεξ, πολύ υγεία, για πάρτι όχι για σπίτι, διακοπές σε κάμπιμγκ, με φίλους πιτσιρικάδες, χωρίς διαμορφωμένη προσωπικότητα ακόμη, κοκ. Τώρα για το από πότε και πέρα είσαι μεγάλος και μέχρι πότε είσαι μικρός, δεν υπάρχει συναίνεση, αφού κι αυτό το μη υπαρκτό όριο αποτελεί μέρος της κατασκευής του φαντασιακού προτύπου που λέγαμε παραπάνω.

Η ερώτηση λοιπόν αυτή αποτελεί το αποτέλεσμα όπως επίσης και την έναρξη σκέψεων και δράσεων διάκρισης με βάση την ηλικία. Με άλλα λόγια η ερώτηση “πό-

σον χρονών είσαι” έρχεται ως επακόλουθο μιας διαδικασίας προεκτίμησης της ηλικίας κάποιου και κάθε απάντηση θα δημιουργή-σει νέες συνδηλώσεις, όλες εκ των οποίων στερεοτυπικά κατασκευασμένες και κανο-νιστικές. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, θα λέγαμε ότι η ερώτηση έρχεται μετά από μια σειρά σκέψεων όπως: πόσο να είναι αυτός; μικρός/μεγάλος φαίνεται, μπορεί να μεγαλοδείχνει, έχει άσπρα μαλλιά, δεν έχει ρυτίδες, έχει παιδί, φέρεται σαν δεκαοχτάχρονος, μιλάει σαν εξηντάχρονος, κτλ, σκέψεις που προσπαθούν να εκτιμή-σουν την ηλικία στη βάση πιθανοκρατικών συλλογισμών που βασίζονται στις πεποιθή-σεις για το πως δείχνει/φέρεται κάποιος σε κάποια ηλικία.

(λέγε) Πόσο χρονών είσαι (ρε)

GH 04 B 005.indd 25 24/9/2015 11:51:18 πμ

Επιπροσθέτως, στο άκουσμα της ηλικίας θα ενεργοποιηθούν νέες κανονικοποιητι-κές σκέψεις: δε σου φαίνεται, μικροδεί-χνεις, νόμιζα ότι είσαι μεγαλύτερος, μα πότε πρόλαβες να τα κάνεις όλα αυτά; κτλ. Η έκπληξη ή η μη έκπληξη είναι επίσης αποτέλεσμα της στερεοτυπικής αντίληψης για το πως πρέπει να μοιάζει και πως να φέρεται κάποιος σε κάποια δεδομένη ηλικία, είναι δηλαδή η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος που δημιούργησε την απορία σε σχέση με την ηλικία και άρα την αρχική ερώτηση. Οι μη φωναχτές σκέψεις μάλιστα που θα γίνουν μετά από την απάντηση θα ενεργοποιήσουν άλλου είδους στερεοτυ-πικές συνεπαγωγές που συνοδεύουν την κάθε ηλικία: θα έχει σίγουρα ζάχαρο, σιγά μην είναι δικά του τα δόντια, τόσο πιτσι-ρικάς μόνο βλακείες θα λέει, τι να πεις με αυτό το πιτσιρίκι;

Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν με το να πεις την ηλικία σου σε κάποιον; Καταρχήν να πούμε πως όποτε κι αν πεις την ηλικία σου σε κάποιον τότε η ηλικία σου θα είναι γνωστή και θα παρακολουθείται, δηλαδή δε θα μπορείς να την κρύψεις πια. Έτσι, είναι εύκολο να το λες όταν είσαι 28 ή 34, αλλά μετά κάποιοι θα ξέρουν ότι, για παράδειγ-μα, στους ολυμπιακούς του 2004 εσύ ήσουν 34 κι άρα τώρα θα είσαι περίπου 46. Οπότε δε λέμε ποτέ την ηλικία μας, ποτέ όμως.

Γιατί; Γιατί όπως είπαμε κουραστικά επαναλαμβανόμενοι παραπάνω, το πρό-βλημα είναι ότι ενεργοποιεί όλο το ageism που υπάρχει (κι αυτό δεν το αμφισβητού-με) κι άρα έχει όλα τα προβλήματα του να προϋποθέτει κάποιος κάτι για κάποιον άλλον αποδίδοντάς του ιδιότητες, χαρακτηριστικά, κτλ., στη βάση των στερεοτύπων του, χαρα-κτηριστικά που το πιο πιθανό είναι να μην τα έχει ο άλλος και να πρέπει να απολογηθεί γι’ αυτό. Για παράδειγμα, αν κάποιο γκομενάκι ρωτήσει “ωραίος αυτός, πόσο χρονών εί-ναι;” και ακούσει 46, πρώτα θα κάνει upload όλο το στερεότυπο και μετά θα αποφασίσει αν θα τον φλερτάρει ή όχι, και πια δε θα αποφασίσει στη βάση της πραγματικότητας

που βλέπει αλλά στη βάση των προ-αντι-λήψεών του για τη συγκεκριμένη ηλικία. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί: καλά αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο, τι θα πω στους φίλους μου ότι τα ‘χω με έναν σαρανταεξά-χρονο; ή καλή φάση, θα έχει δικό του σπίτι και λεφτά, ή καλά αυτός θα γαμάει πολύ ωραία. Φυσικά, το πιο πιθανό είναι να μην ισχύει τίποτα από αυτά, εκτός από τα φοβικά τύπου: μπορώ να δω τον εαυτό μου με έναν τόσο μεγάλο, είναι αυτό κάτι που γίνεται; Κάτι αντίστοιχο ισχύει φυσικά κι από την αντίστροφη, όταν θα ρωτήσεις πόσο χρονών είναι κάποιος και σου πουν ότι είναι 23 και θα σκεφτείς ότι μάλλον θα είναι φοιτητής, θα είναι όλη μέρα στο fb δεν θα έχει δει ποτέ του όπερα, θα είναι party animal, θα μιλάει με λολ και λάικ, κοκ.

Η ηλικία λοιπόν είναι ένας αριθμός, που ενεργοποιεί όλα τα σημαινόμενα για την εμφάνιση και τη συμπεριφορά κάποιου σε αυτή την ηλικία, μπλοκάροντας την πραγ-ματικότητα της ηλικίας και της συμπεριφο-ράς κάποιου και με έναν τρόπο εγκαλώντας τον να επιτελέσει την αριθμητική του ηλικία ή να απολογηθεί που δεν το κάνει. Όπως μάλιστα συμβαίνει σε όλα τα παραδείγματα κοινωνικών διακρίσεων, όπως διακρίσεων με βάση τη φυλή (ρατσισμός), το φύλο, το σώμα, την τάξη, την τυπική μόρφωση, κτλ., αυτά τα σημαινόμενα δεν μπορούν να παρακαμφθούν ακόμα και μετά από μεγάλη προσπάθεια. Με τον ίδιο περίπου τρόπο, η ηλικία δεν είναι απλά ένας αριθμός, αλλά ένας αριθμός με κοινωνικά επενδεδυμένα νοήματα, με τον ίδιο περίπου τρόπο που η αναγραφή του φύλου στην ταυτότητα δεν είναι απλά μια λέξη, αλλά είναι μια λέξη με τεράστια κοινωνική σημασία από πίσω για τι σημαίνει γυναίκα/άντρας. Μέχρι λοιπόν να αποτελέσει η ηλικία ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, εμείς πρέπει να προστατέψουμε τον εαυτό μας και τους άλ-λους από τις διακρίσεις με βάση την ηλικία που δέχθηκαν, δέχονται ή θα δεχθούν στο μέλλον, μην ρωτώντας τις λάθος ερωτήσεις κι μη δίνοντας τις σωστές απαντήσεις.

GH 04 B 005.indd 26 24/9/2015 11:51:18 πμ

GH 04 B 005.indd 27 24/9/2015 11:51:18 πμ

� δεν απαντάμε καν, δε λέμε τίποτα, και συνεχίζουμε και τον κοιτάμε στα μάτια: η μισή αμηχανία δική του κι η άλλη μισή δική μας

� λέμε κάτι του στιλ “να μη σε νοιάζει”, με τσαχπινιά και φεύγουμε αμέσως από εκεί

� τους φτύνουμε στη μούρη, αυτοί μπορεί να μην ξέρουν γιατί αλλά αρκεί που ξέρουμε εμείς

� λέμε κάτι πολύ αστείο, τύπου “δε θυμά-μαι, μήπως θες να δεις τα δόντια μου για να καταλάβεις;”

�φωνάζουμε δυνατά AGEISM AGEISM μήπως κάποιος τρέξει να μας βοηθήσει

� απομνημονεύουμε κομμάτια από το παραπάνω κείμενο και τα απαγγέλλουμε με στόμφο

� λέμε κάτι που δείχνει ότι η ερώτηση είναι πολύ προσωπική - και ότι έχουμε διαβά-σει το κείμενο - τύπου “θα με ρωτήσεις και τι κάνω στο κρεβάτι μου;”

� λέμε ένα κατάφωρο ψέμα προς τα πάνω ή προς τα κάτω και αλλάζουμε αμέσως την κουβέντα με τρόπο που σίγουρα θα τραβήξει όλη την προσοχή, π.χ., είμαι 73, χαχα!, πάντως πιστεύω ότι καλά έκαναν και τους σκότωσαν τους σκιτσογράφους του Charlie Hebdo, εσύ;

� λέμε ευγενικά ότι “είναι πολύ προσωπική η ερώτηση”, “δε σε αφορά” και “να κοιτάς τη δουλειά σου”, ή “μήπως παραγνωρι-στήκαμε;” ή “βρε άι στο διάολο”

� λέμε την ηλικία που νομίζουν ότι έχουμε, μόνο αν είναι απολύτως ψεύτικη

� λέμε ότι είμαστε μέλη της λέσχης/στοάς “Γωγώ Σαπουτζάκη” και δεν μας επιτρέ-πεται να λέμε την ηλικία μας σε κανέναν

�φυσικά, δεν ρωτάμε ποτέ την ηλικία σε άτομα άνω των 4 μηνών

�Ακόμα κι αν έχουν δει την ταυτότητάς μας, αμφισβητούμε την όραση, τη μνήμη και τη νοημοσύνη τους.

� Τέλος, οργανωνόμαστε σε αγώνες για την κατάργηση της αναγραφής της ηλικίας στις ταυτότητες και για τον τερματισμό των διακρίσεων με βάση την ηλικία.

Τι κάνουμε λοιπόν όταν μας ρωτάνε πόσο χρονών είμαστε;Ανάλογα με το ποιος ρωτάει και σε ποιο πλαίσιο, πόσο άνεση του έχουμε, αν είναι κι άλλοι μπροστά, κτλ. Σίγουρα δεν απαντάμε ποτέ σαν να ήταν μια απλή ερώτηση και αν πρέπει να απαντήσουμε δεν λέμε ποτέ την αλήθεια (εκτός αν μας ρωτάει το κράτος οπότε εκεί απαντάμε για να μην μπλέξουμε χειρότερα).

Ακολουθούν κάποιες ιδέες για τι κάνουμε αν κάποιος μας ρωτήσει “πόσο χρονών είσαι”, για να διαλέξετε:

GH 04 B 005.indd 28 24/9/2015 11:51:18 πμ

GH 04 B 005.indd 29 24/9/2015 11:51:19 πμ

ΕρώτησηΑγαπητή μου πυθία είμαι άνεργος αρκετό καιρό τώρα και δυσκολεύομαι πολύ να βρω δουλειά. Τι να κάνω;

ΑπάντησηΚαλέ με 30% ανεργία που να βρεις δουλειά, πας καλά; Κι εγώ τι θες να σου πω; Κάνε ότι κάνω κι εγώ, ελεύθερους συνειρμούς. Το ψάξιμο εργασίας και το ψάξιμο γκό-μενου μοιάζουν πολύ. Γιατί όταν φεύγεις από έναν γκόμενο, δεν είναι ότι αράζεις και απολαμβάνεις τη ζωή χωρίς γκόμενο, χωρίς δράματα, χωρίς κάποιον να κατα-λαμβάνει το μισό κρεβάτι, να ροχαλίζει, να ζητάει, να γκρινιάζει, να θέλει, να μιλάει,

να μη γαμάει αρκετά, εσένα τουλάχιστον, κι όλα αυτά που θα έπρεπε να κάνουν τη ζωή χωρίς γκόμενο μια ευχάριστη περίοδο, αλλά ψάχνεις συνεχώς γκόμενο κι άρα τρως τον ζόφο του να σε απορρίπτουν και να απορρίπτεις, να σου ξινίζουν και να τους βρομάς, να νομίζεις ότι δε θα βρεις ποτέ, ότι μαλακία έκανες που έφυγες από τον προηγούμενο μια χαρά ήταν, ότι αν έβρι-σκες όλα θα ήταν καλύτερα ακόμα κι η ελ-ληνική οικονομία, κι έτσι στο μεσοδιάστημα από τον ένα γκόμενο στον άλλο βρίσκεσαι να τρέχεις αγχωμένος από πάρκο σε παραλία κι από εκδήλωση σε πάρτι μπας και τα καταφέρεις, και λες και σ΄όλους τους φίλους σου ότι ψάχνεις γκόμενο να έχουν το νου τους αν ακούσουν τίποτα, και δώ-στου αγγελίες και ραντεβού και δοκιμαστι-κά σεξ, και περιόδους προσαρμογής μπας και, κι όταν τελικά τα καταφέρεις αναπολείς

την περίοδο που δεν είχες γκόμενο και ήσουν ελεύθερο πουλί και μαλακίες. Εγώ προσπαθώ να γίνω συναισθηματίας, εκ του εισοδηματίας, που ούτε έχεις γκόμενο ούτε ψάχνεις γιατί δεν χρειάζεται κιόλας. Δυσκολεύομαι, δεν μπορώ να πω.

ΕρώτησηΠυθία μου αφού όταν κάθε φορά που κάνουμε ζευγαροσχέση καταλήγουμε να χωρίζουμε από τεράστια βαρεμάρα και μιζέρια συζυγική, κερατωμένοι τουλάχι-στον μία φορά, με άπειρες ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις με όλους τους άλλους που κυκλοφορούν, κι όλα τα άλλα μη στα λέω,

τα ξέρεις. Γιατί να μην κάνουμε σχέση με περισσότερους από έναν κι έτσι να τα γλιτώνουμε αυτά;

ΑπάντησηΓιατί φτωχούλα μου οι ζευγαροσχέσεις ακολουθούν κι αυτές την αρχή από το Ξυράφι του Όκαμ (google it). Είναι με λίγα λόγια θέμα οικονομίας. Σκέψου πως αν κάναμε σχέση με περισσότερους από έναν τότε θα είχαμε την ίδια στιγμή περισσότε-ρους από έναν να χωρίσουμε, να μισήσου-με, να μη μιλάμε, να αλλάξουμε στέκια και κοινές παρέες, να κρυβόμαστε μη τυχών τους συναντήσουμε στην πόλη με τους νυν τους, να υπολογίζουμε με πόσους τα έφτια-ξε καθένας από τους πρώην μας μέχρι να μη μας απασχολεί πια, κι άλλα τέτοια να μη στα λέω, τα ξέρεις. Με άγχωσες βραδιά-τικα.

ΓρΑΜΜΑΤΑ πρΟΣ ΤΗν πυθίΑ

GH 04 B 005.indd 30 24/9/2015 11:51:19 πμ

ΕρώτησηΠυθία μου πως γίνεται οι στρέιτ άντρες ενώ είναι τόσο ξενέρωτοι, τόσο ηλίθιοι και στην πραγματικότητα λιγότεροι από μας να κατάφεραν να φτιάξουν τη μεγαλύτερη και μακροβιότερη αυτοκρατορία στη Γη;

ΑπάντησηΜία είναι η απάντηση: επειδή τους αφή-σαμε. Πάντως ξέρεις τι είναι βρήκα πρόσφατα πολύ ενδιαφέρον με τους στρέιτ? Τίποτα.

ΕρώτησηΤι είναι ακροφοβία;

ΑπάντησηΑκροφοβία είναι όταν εκεί που αράζεις στην παραλία, κάποιος ανοίγει το παρεό του και εμφανίζεται ένα τόσο τεράστιο μόριο (μόριο; sic!), που συνήθως προκαλεί αποστροφή του βλέμματος, άγχος, ζάλη, ναυτία, απώλεια όρεξης και τάσεις για εμε-τό ή άμεση κατάποση, ανάλογα. Επίσης ως ακρο-φοβία χαρακτηρίζεται η (κομπλεξική) αντανακλαστική αντίδραση υποτίμησης του φέροντος τον τεράστιο πούτσο (π.χ., ότι βρομάει ο στόμας του, ή ότι μυρίζουν τα πόδια του), είτε πιο συχνά της νοημοσύνης του, είτε υποτίμηση του ίδιου του πούτσου με εκφράσεις όπως: “σιγά, δεν είναι και τόσο μεγάλη, έτσι σου φαίνεται”, ή “αυτές οι πούτσες δεν λειτουργούν και πολύ καλά, μη νομίζεις”.

ΕρώτησηΠυθία έχω βαρεθεί τα πάντα, θέλω παιδί.

ΑπάντησηΚι εγώ έχω βαρεθεί τις μαλακίες σας, αλλά βλέπεις, απαντάω, δεν γεννάω.

ΓρΑΜΜΑΤΑ πρΟΣ ΤΗν πυθίΑ

GH 04 B 005.indd 31 24/9/2015 11:51:19 πμ

Από υποκείμενοκαλύτερα

αντικείμενο 

GH 04 B 005.indd 32 24/9/2015 11:51:19 πμ