Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική£ημειώσεις... · Για να...

106
Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.1/106 ΤΕΙ Κρήτης, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σημειώσεις Διδασκαλίας Ανδρέας Αναστασάκης, Καθηγητής Εφαρμογών Ηράκλειο Δεκέμβριος 2017

Transcript of Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική£ημειώσεις... · Για να...

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.1/106

ΤΕΙ Κρήτης, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική

Σημειώσεις Διδασκαλίας

Ανδρέας Αναστασάκης, Καθηγητής Εφαρμογών Ηράκλειο Δεκέμβριος 2017

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.2/106

Περιεχόμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................................ 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ .......................... 6

1. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ.......................................................................................... 6

1.1 Αποτελεσματικότητα κατά Pareto .......................................................................................... 6

1.2 Τα Θεωρήματα της οικονομικής της ευημερίας ..................................................................... 7

1.3 Μεγιστοποίηση Ευημερίας ..................................................................................................... 8 1.3.1 Μεγιστοποίηση της ευημερίας του ατόμου υπό Εισοδηματικό Περιορισμό ................ 8 1.3.2 Μεγιστοποίηση του κέρδους της επιχείρησης: Επιλογή ποσότητας παραγωγής ....... 10 1.3.3 Μεγιστοποίηση του κέρδους της επιχείρησης. Επιλογή συντελεστών παραγωγής .... 11

1.4 Ισορροπία σε ανταγωνιστικές αγορές – Σύνοψη ................................................................. 12

1.5 Κοινωνικό πλεόνασμα........................................................................................................... 12

2. ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ – ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ....................................................................... 13

2.1 Αριστοποίηση κατά Pareto στην ανταλλαγή σε μια οικονομία με δύο άτομα Α, Ε και δύο αγαθά Μ (μήλα) και Σ (σύκα). ............................................................................................... 13

2.2 Συνθήκες αριστοποίησης κατά Pareto στην ανταλλαγή ...................................................... 14

2.3 Συνολική Αριστοποίηση στην Κατανάλωση και στην Παραγωγή......................................... 15

2.4 Συνθήκες Μεγιστοποίησης της Ευημερίας ........................................................................... 16

3. ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ .............. 17

3.1 Αποτελεσματική παροχή δημόσιων αγαθών ....................................................................... 18

3.2 Αποτελεσματική παροχή ιδιωτικών αγαθών ........................................................................ 20

3.3 Σύγκριση για την άριστη παροχή ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών .................................... 21

3.4 Εφαρμογές αποτελεσματικής παροχής ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών .......................... 21 3.4.1 Περίπτωση ενός αγαθού .............................................................................................. 21 3.4.2 Περίπτωση 2 δημόσιων αγαθών .................................................................................. 25

3.5 Αποτελεσματική παροχή δημόσιων αγαθών: Προβλήματα ................................................ 30

3.6 Ιδιωτική παροχή δημόσιων αγαθών: Προβλήματα .............................................................. 30

3.7 Δημόσια ή ιδιωτική παραγωγή ............................................................................................. 31

3.8 Πείραμα με την κατασκευή ενός δρόμου ............................................................................. 31

3.9 Η αναδιανομή ως δημόσιο αγαθό: παράδειγμα .................................................................. 32

4. ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ .................................................................................................. 33

4.1 Εξωτερικές επιδράσεις στην κατανάλωση. .......................................................................... 33

4.2 Εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή .............................................................................. 33

4.3 Μικτές εξωτερικές επιδράσεις ............................................................................................. 34

4.4 Διαγραμματική ανάλυση εξωτερικών επιδράσεων.............................................................. 34

5. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ.................................................................................... 36

5.1 Σκοπός και περιεχόμενο της ανάλυσης ................................................................................ 36

5.2 Η αρχή της μέγιστης καθαρής κοινωνικής ωφέλειας ........................................................... 36 5.2.1 Το κριτήριο του προσδιορισμού του συνολικού ύψους των δημοσίων δαπανών ...... 37 5.2.2 Το κριτήριο του άριστου επιμερισμού των διαιρετών δημοσίων δαπανών ............... 37

5.3 Η αξιολόγηση σχεδίων δημοσίων δαπανών ......................................................................... 39 5.3.1. Η μέθοδος της καθαρής παρούσας αξίας (NPV) ......................................................... 39 5.3.2. Η μέθοδος της εσωτερικής απόδοσης ......................................................................... 41

5.4 Η αβεβαιότητα και η αξιολόγηση των σχεδίων δημοσίων δαπανών. ................................. 42 5.4.1 Αβεβαιότητα και θεωρία των παιγνίων ....................................................................... 42 5.4.2 Αβεβαιότητα και θεωρία των πιθανοτήτων ................................................................. 43

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.3/106

5.4.3 Αβεβαιότητα και συντηρητική εκτίμηση των καθαρών ωφελειών .............................. 44 5.4.4 Αβεβαιότητα και προσαύξηση του ποσοστού προεξόφλησης .................................... 45 5.4.5 Αβεβαιότητα και φορολογία στο ποσοστό προεξόφλησης ......................................... 46

6. ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΦΟΡΩΝ .................................................................................................. 48

6.1 Ορισμοί ................................................................................................................................. 48

6.2 Ταξινόμηση των Φόρων ........................................................................................................ 48 6.2.1 Ταξινόμηση µε κριτήριο τη Φορολογική Βάση ............................................................ 48 6.2.2 Ταξινόμηση των Φόρων σε Άμεσους και Έμμεσους .................................................... 49 6.2.3 Ταξινόμηση µε κριτήριο τη φορολογούσα αρχή .......................................................... 49 6.2.4 Ταξινόμηση των φόρων σε προσωπικούς και απρόσωπους ....................................... 49 6.2.5 Ταξινόμηση µε κριτήριο το χαρακτήρα του φορολογικού συντελεστή ....................... 49

6.3 Οικονομική ανάλυση φόρων ................................................................................................ 51 6.3.1 Αποτέλεσμα φόρου που βαρύνει τους καταναλωτές .................................................. 51 6.3.2 Αποτέλεσμα πολλαπλών φόρων που βαρύνουν τους καταναλωτές – Η θεωρία της

δεύτερης άριστης λύσης στην περίπτωση υποκατάστατων αγαθών ......................... 55 6.3.3 Άριστη φορολογία αγαθών – Ο κανόνας του Ramsey ................................................. 55 6.3.4 Αποτέλεσμα φόρου στο εισόδημα από εργασία ......................................................... 58 6.3.5 Σύγκριση φόρων .......................................................................................................... 63 6.3.6 Άριστη φορολογία εισοδήματος διαφόρων ομάδων ................................................... 64

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ............... 65

7. Ο ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ............................................................................... 65

7.1 Βασικές έννοιες και ορισμοί ................................................................................................. 65

7.2 Το πλαίσιο σύνταξης και εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού. ................................. 65 7.2.1 Οι κανόνες σύνταξης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού. ........................................ 66 7.2.2 Βασικές αρχές ΟΟΣΑ ..................................................................................................... 67

7.3 Στόχοι του Προϋπολογισμού ................................................................................................ 68

7.4 Μορφές Δημόσιου Προϋπολογισμού ................................................................................... 68

8. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ .................................................................... 70

8.1 Απόψεις κλασικών για το ρόλο του κράτους........................................................................ 70

8.2 Νεότερες θεωρίες για το ρόλο του κράτους ........................................................................ 70

8.3 Το μέγεθος και η έκταση του Κράτους ................................................................................. 71 8.3.1 Ελεύθερη αγορά και Μικτή οικονομία ......................................................................... 72 8.3.2 Κοινά σημεία και διαφορές μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων - επιχειρήσεων

..................................................................................................................................... 73

8.4 Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους ............................................................................. 74 8.4.1 Η κατανομή πλούτου και πόρων .................................................................................. 74 8.4.2 Η Αναδιανεμητική Λειτουργία του Κράτους ............................................................... 77 8.4.3 Η Σταθεροποιητική και Αναπτυξιακή Λειτουργία του Κράτους ................................... 79

9. ΤΑ ΜΕΣΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ...................................................................................... 84

9.1 Εισαγωγή ............................................................................................................................... 84

9.2 Δημόσιες Δαπάνες ................................................................................................................ 85 9.2.1 Ταξινόμηση Δημοσίων Δαπανών .................................................................................. 85 9.2.2 Διαχρονική αύξηση των Δημοσίων Δαπανών .............................................................. 88

9.3 Φόροι .................................................................................................................................... 89 9.3.1 Η προοδευτικότητα του φόρου .................................................................................... 89 9.3.2 Ο αναλογικός φόρος επί των κερδών ....................................................................... 90 9.3.3 Η κλιμακωτή προοδευτικότητα ................................................................................... 90 9.3.4 Διαστρωματική και διαχρονική προοδευτικότητα ....................................................... 90 9.3.5 Εμφανής και αφανής προοδευτικότητα ....................................................................... 91

9.4 Ο Δημόσιος Δανεισμός και το Δημόσιο Χρέος ..................................................................... 92 9.4.1 Διακρίσεις δημοσίου δανεισμού και δημοσίου χρέους ............................................... 92 9.4.2 Λόγοι για τους οποίους δανείζονται οι Δημόσιοι Φορείς ............................................ 93

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.4/106

10. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ................................................ 95

10.1 Το νομικό πλαίσιο του Ελληνικού Κράτους ........................................................................ 95

10.2 Ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός – Η σύνταξη του ..................................................... 95 10.2.1 Χρήσιμες έννοιες ........................................................................................................ 96 10.2.2 Τα στάδια του Ελληνικού Κρατικού Προϋπολογισμού .............................................. 96

10.3 Ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός – Προβλήματα με το σημερινό σύστημα κατάρτισης και εκτέλεσης του .................................................................................................................. 98

11. ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ...................................................................................................................... 101

11.1 Οι Επιδράσεις των δημοσίων δαπανών ........................................................................... 101 11.1.1 Οι επιδράσεις των δημοσίων δαπανών στο κίνητρο για εργασία ........................... 101 11.1.2 Οι επιδράσεις των δημοσίων δαπανών στη διανομή του εισοδήματος ................. 102

11.2 Οι επιπτώσεις της φορολογίας ......................................................................................... 102 11.2.1 Μετακύλιση των φόρων ........................................................................................... 102 11.2.2 Φοροδιαφυγή ........................................................................................................... 103 11.2.3 Φοροαποφυγή .......................................................................................................... 104

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ............................................................................................ 106

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.5/106

Εισαγωγή

Η εργασία αυτή αποτελεί την σύνθεση και ενοποίηση των παραδόσεων διδασκαλίας του μαθήματος «Δημόσια Οικονομική» που περιλαμβάνεται στο Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΠΣ) του Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Κρήτης.

Το κείμενο αυτό δεν φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τα δόκιμα και αξιόλογα συγγράμματα της εθνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας που σχετίζονται με το αντικείμενο, που ορισμένα άλλωστε εξ αυτών προτείνονται και ως βασική βιβλιογραφία στο συγκεκριμένο μάθημα του ΠΠΣ του Τμήματος.

Ο σκοπός της συγγραφής του εν λόγω κειμένου είναι να αποτελέσει συμπληρωματικά ένα χρήσιμο βοήθημα για τους φοιτητές που παρακολουθούν το συγκεκριμένο μάθημα, περιλαμβάνοντας κατά κωδικοποιημένο τρόπο τα περιεχόμενα των διαλέξεων διδασκαλίας του διδάσκοντος.

Το παρόν κείμενο χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσια της Δημόσιας Οικονομικής, δηλαδή η Οικονομική της Ευημερίας κωδικοποιημένη στα βασικά της μέρη όπως, η αρχή της αποτελεσματικότητας κατά Pareto, οι συνθήκες μεγιστοποίησης της ευημερίας του ατόμου και της κοινωνίας, η αποτελεσματική παροχή ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών, ο ρόλος των εξωτερικών επιδράσεων στην οικονομία, η θεωρία των δημόσιων δαπανών και της φορολογίας.

Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, δηλαδή οι λόγοι παρέμβασης του, οι οικονομικές λειτουργίες του, καθώς και τα μέσα υλοποίησης των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του. Τέλος γίνεται χωριστή αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομικής λειτουργίας του Ελληνικού Κράτους, με ιδιαίτερη παρουσίαση του Ελληνικού Κρατικού Προϋπολογισμού.

Ελπίζοντας ότι αυτές οι σημειώσεις θα βοηθήσουν πραγματικά τους φοιτητές του Τμήματος, ζητούμε εκ των προτέρων επιείκεια για τα λάθη και τις παραλείψεις που ενδεχομένως περιλαμβάνονται σε αυτές.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.6/106

Μέρος Πρώτο: Το Θεωρητικό Πλαίσιο της Δημόσιας Οικονομικής

1. Οικονομική της ευημερίας

Τι είναι η Δημόσια Οικονομική;

Η Δημόσια Οικονομική ως κλάδος των Οικονομικών Επιστημών, μελετά το ρόλο του Δημόσιου τομέα, του κράτους δηλαδή, στην οικονομία. Βασική έμφαση δίνει στο ρόλο των δημόσιων δαπανών και της φορολογίας. Η Δημόσια Οικονομική εξετάζει επίσης αφενός τις μικροοικονομικές λειτουργίες της κυβέρνησης, τον τρόπο δηλαδή που η κυβέρνηση επιδιώκει να επηρεάσει την κατανομή των πόρων και τη διανομή του εισοδήματος και αφετέρου τον σταθεροποιητικό ρόλο που παίζει η κυβέρνηση στις διακυμάνσεις που παρουσιάζει η οικονομία.

1.1 Αποτελεσματικότητα κατά Pareto

(α) Ορισμοί:

Το θεωρητικό πλαίσιο της Δημόσιας Οικονομικής για την αξιολόγηση των διαφόρων μέτρων οικονομικής πολιτικής είναι η Οικονομική της Ευημερίας, της οποίας θεμελιώδη έννοια αποτελεί η αρχή της αποτελεσματικότητας κατά Pareto.1

Σύμφωνα με τον Pareto, μια κατανομή πόρων είναι αποτελεσματική ή άριστη όταν δεν υπάρχει άλλη εφικτή κατανομή πόρων που να βελτιώνει τη θέση ενός ατόμου χωρίς να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου ατόμου.

Διαφορετικά, έχουμε βελτίωση κατά Pareto όταν μια ανακατανομή των πόρων βελτιώνει τη θέση κάποιου ατόμου χωρίς να χειροτερεύει τη θέση κανενός άλλου ατόμου.

Στο ακόλουθο γράφημα, ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο άτομα, το Α και το Ε και υπάρχει Μια ορισμένη ποσότητα προϊόντος που μοιράζεται μεταξύ των δύο ατόμων. Η ωφέλεια την οποία αποκομίζουν τα δύο άτομα μπορεί να παρασταθεί γραφικά στο ακόλουθο διάγραμμα: Στον κάθετο άξονα παρίσταται η ωφέλεια του Α (UA) και στον οριζόντια η ωφέλεια του Ε (UE). Όλα τα σημεία πάνω στην καμπύλη δυνατοτήτων ωφέλειας είναι άριστα κατά Pareto.

(β) Διαδικασία της κατά Pareto αριστοποίησης και αγορά:

Στον πίνακα που ακολουθεί, καταχωρείται μετά από εμπειρική μέτρηση το οριακό όφελος ενός νοικοκυριού και το οριακό κόστος ενός παραγωγού από την κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας ενός προϊόντος.

Παρατηρούμε ότι το οριακό όφελος του νοικοκυριού από την κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας κάθε φορά είναι μικρότερο, ενώ το οριακό κόστος παραγωγής του παραγωγού του συγκεκριμένου προϊόντος από την παραγωγή μιας επιπλέον μονάδας αντίστοιχα κάθε φορά είναι μεγαλύτερο.

Αυτό συμβαίνει διότι για μεν το νοικοκυριό λαμβάνει χώρα η αρχή της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας, ενώ για τον παραγωγό η αρχή του αύξοντος οριακού κόστους, επειδή η επιπλέον παραγωγή συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης των συντελεστών παραγωγής και επομένως αύξηση των αμοιβών τους.

1HarveyRosen - TedGayer - Βασίλης Θ. Ράπανος - Γεωργία Καπλάνογλου, Διαλέξεις Δημόσιας Οικονομικής, σελ. 53-56,ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, 2008.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.7/106

Όπως είναι ευνόητο, ο στόχος του νοικοκυριού είναι η μεγιστοποίηση της ωφέλειας του από την κατανάλωση του συγκεκριμένου προϊόντος, ενώ του παραγωγού ο στόχος είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους του από την παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος μέσω της ελαχιστοποίησης του κόστους παραγωγής.

Για να υπάρξει ισορροπία στην αγορά, δηλαδή αριστοποίηση κατά Pareto, θα πρέπει το οριακό όφελος του καταναλωτή να εξισωθεί με το οριακό κόστος παραγωγής του παραγωγού.

Παρατηρούμε λοιπόν στον ακόλουθο πίνακα ότι, στην παραγωγή και αντίστοιχα κατανάλωση τριών επιπλέον μονάδων του προϊόντος το οριακό όφελος του καταναλωτή ισούται με το οριακό κόστος παραγωγής του παραγωγού, επομένως σε αυτό το επίπεδο επιτυγχάνεται ισορροπία στην αγορά, δηλαδή αριστοποίηση κατά Pareto.

Μονάδα Αγοράς Οριακό όφελος

Νοικοκυριού

Οριακό κόστος

Παραγωγού

1 1000 100

2 800 250

3 500 500

4 200 700

5 50 850

1.2 Τα Θεωρήματα της οικονομικής της ευημερίας2

(α) Πρώτο θεμελιώδες θεώρημα των οικονομικών της ευημερίας:

Ας υποθέσουμε ότι:

Έχουμε τέλεια ανταγωνιστικές αγορές. Υπάρχουν αγορές για όλα τα αγαθά και υπηρεσίες που επιθυμούν καταναλωτές και

επιχειρήσεις.

Τότε, κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι ανταγωνιστικές αγορές θα οδηγήσουν σε μια αποτελεσματική κατά Pareto κατανομή των πόρων.

Με απλά λόγια όπως φαίνεται στο ακόλουθο σχήμα: Οι ανταγωνιστικές αγορές θα μας οδηγήσουν σε μια κατανομή πάνω στην καμπύλη δυνατοτήτων ωφέλειας. Και αυτό θα συμβεί χωρίς καμιά κρατική παρέμβαση.

Σημαίνει αυτό ότι για να έχουμε πιο δίκαιη διανομή ωφέλειας, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το σύστημα των ανταγωνιστικών αγορών; Η απάντηση είναι όχι.

2HarveyRosen - TedGayer - Βασίλης Θ. Ράπανος - Γεωργία Καπλάνογλου, Διαλέξεις Δημόσιας Οικονομικής, σελ. 57-80,ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, 2008.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.8/106

(β) Δεύτερο θεμελιώδες θεώρημα των οικονομικών της ευημερίας:

Κάτω από ορισμένες συνθήκες, κάθε σημείο της καμπύλης δυνατοτήτων ωφέλειας μπορεί να επιτευχθεί από ένα σύστημα αποκεντρωμένων ανταγωνιστικών αγορών, αρκεί, στην αρχή της διαδικασίας, να γίνει η κατάλληλη κατανομή πόρων. Άρα, δεν απαιτείται καμιά κρατική παρέμβαση για να έχουμε άριστη κατανομή κατά Pareto, σε μια ανταγωνιστική οικονομία.

Παρόλα αυτά όμως οι ιδιωτικές αγορές δεν δίνουν πάντα αποτελεσματικές λύσεις, όταν: Δεν υπάρχουν Αγορές για Δημόσια αγαθά

Δεν υπάρχουν Εξωτερικές επιδράσεις Δεν υπάρχει Συμμετρική πληροφόρηση των ατόμων (δηλ. δυσμενής επιλογή, ηθικός

κίνδυνος) Δεν επικρατεί τέλειος ανταγωνισμός (Υπάρχουν π.χ. μονοπώλια ή ολιγοπώλια)

(γ) Ισορροπία σε ανταγωνιστικές αγορές:

Για την επίτευξη ισορροπίας σε ένα σύστημα ανταγωνιστικών αγορών, πρέπει να ικανοποιούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:

1) Τα άτομα μεγιστοποιούν την ωφέλεια (χρησιμότητα) τους. 2) Οι επιχειρήσεις μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. 3) Οι αγορές εκκαθαρίζονται.

1.3 Μεγιστοποίηση Ευημερίας

1.3.1 Μεγιστοποίηση της ευημερίας του ατόμου υπό Εισοδηματικό Περιορισμό

Έστω ότι ο Α έχει να επιλέξει μεταξύ δύο αγαθών: Μ (μήλων) και Σ (σύκων), με δεδομένες τις τιμές τους (PM, PΣ). Ο Α θα μεγιστοποιήσει την ωφέλεια του, με δεδομένο τον εισοδηματικό του περιορισμό (Υ).

Μαθηματικά, θα βρούμε τη λύση του προβλήματος για (QM, QΣ) :

Max𝑄𝑀,𝑄𝛴U(QM, QΣ)

υ. π. : Y = PMQM + PΣPΣ

Διαγραμματικά σημαίνει να βρούμε την ανώτατη καμπύλη αδιαφορίας, που εφάπτεται με τη γραμμή του εισοδηματικού περιορισμού.

Η μεγιστοποίηση επιτυγχάνεται στο σημείο Α όπου η καμπύλη αδιαφορίας εφάπτεται με τη γραμμή εισοδηματικού περιορισμού. Στο σημείο αυτό η κλίση της καμπύλης αδιαφορίας (MRS) είναι ίση με την κλίση της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού, δηλαδή:

MUMMUΣ

= ΡΜΡΣ (1)

Είναι απαραίτητο επίσης, το εισόδημα να εξαντλείται:

Y = PMQM + PΣPΣ

Για να κατανοήσουμε τα παραπάνω πρέπει να εξετάσουμε το οριακό όφελος και το οριακό κόστος από την κατανάλωση ενός επιπλέον μήλου, δηλαδή:

Το οριακό όφελος (MRSM,Σ) από ένα επιπλέον μήλο είναι: Ο λόγος στον οποίο το άτομο επιθυμεί να ανταλλάξει μήλα με σύκα.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.9/106

Ισχύει :

MRSΜ,Σ = MUΜMUΣ

(2)

Το οριακό κόστος (MRC M,Σ) για ένα επιπλέον μήλο είναι : Η σχετική τιμή που πρέπει να καταβάλει το άτομο για να ανταλλάξει τα μήλα με σύκα.

Ισχύει :

MRCΜ,Σ = PΜPΣ (3)

Λόγω της (1) από τις (2) και (3) =>MRSΜ,Σ = MRCΜ,Σ

Δηλαδή όταν επιτυγχάνεται το οριακό όφελος να είναι ίσο με το οριακό κόστος, αυτό αποτελεί την Άριστη Επιλογή ενός ατόμου.

Η άριστη επιλογή του ατόμου

Σύμφωνα επομένως με την προαναφερόμενη άριστη επιλογή ενός ατόμου, τόσο το άτομο Α όσο και το άτομο Ε μεγιστοποιούν τη χρησιμότητα τους όταν:

MRSM,ΣA = MRCM,Σ

A =PMPΣ (1)

MRSM,ΣΕ = MRCM,Σ

Ε =PMPΣ (2)

Από τις παραπάνω σχέσεις (1) και (2) προκύπτει:

MRSM,ΣΑ = MRSM,Σ

Ε =PMPΣ (3)

Άρα έχουμε αποτελεσματικότητα κατά Pareto για την κατανομή μήλων και σύκων μεταξύ του Α και του Ε όταν το οριακό όφελος από ένα επιπλέον μήλο του Α είναι ίσο με το οριακό όφελος από ένα επιπλέον μήλο του Ε.

Τα παραπάνω παρουσιάζονται παραστατικά στα ακόλουθα γραφήματα:

Καμπύλες ζήτησης για μήλα (α)

Καμπύλες ζήτησης για μήλα (β)

Καμπύλη ζήτησης = καμπύλη οριακού οφέλους

Κάθε σημείο της καμπύλης ζήτησης δείχνει το όφελος που αποκομίζει το άτομο από την κατανάλωση του αγαθού αυτού. Άρα η καμπύλη ζήτησης είναι και καμπύλη οριακού οφέλους.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.10/106

1.3.2 Μεγιστοποίηση του κέρδους της επιχείρησης: Επιλογή ποσότητας παραγωγής

Έστω ότι μια επιχείρηση παράγει ένα προϊόν Χ, χρησιμοποιώντας τους συντελεστές παραγωγής εργασία (L) και κεφάλαιο (Κ).

Η συνάρτηση παραγωγής της επιχείρησης θα είναι: QΧ = f(L,K)

Μαθηματικά, η μεγιστοποίηση του κέρδους σημαίνει να βρούμε λύση για (L, K) στο πρόβλημα:

Max L,K PΧf(L,K)-PLL-PKK

υ.π: 1. Επικρατεί τέλειος ανταγωνισμός στην οικονομία

2. Οι τιμές των συντελεστών PK, PL είναι ίδιες για όλες τις επιχειρήσεις

Η ποσότητα που μεγιστοποιεί τα κέρδη είναι εκεί που το οριακό έσοδο είναι ίσο με το οριακό κόστος, από μια επιπλέον μονάδα προϊόντος. Σε μια τέλεια ανταγωνιστική αγορά όμως, το οριακό έσοδο είναι η τιμή της αγοράς για το προϊόν.

Επομένως η αναγκαία συνθήκη για την ποσότητα προϊόντος που μεγιστοποιεί το κέρδος της είναι:

ΡΧ = MCΧ

Άρα όταν ότι μια επιχείρηση παράγει δυο αγαθά έστω Μ (μήλα) και Σ (σύκα), χρησιμοποιώντας τους συντελεστές παραγωγής εργασία (L) και κεφάλαιο (Κ), οι ποσότητες παραγωγής που μεγιστοποιούν το κέρδος της πρέπει να ικανοποιούν τις συνθήκες:

MCM = PM (1) (το οριακό κόστος παραγωγής ενός Μ είναι ίσο με την τιμή του).

MCΣ = PΣ (2) (το οριακό κόστος παραγωγής ενός Σ είναι ίσο με την τιμή του).

Διαιρώντας τις παραπάνω σχέσεις κατά μέλη θα έχουμε:

MCM

MCΣ=PΜ

PΣ (3)

Θέτοντας δε:

MRTM,S =MCM

MCΣ (4), όπου MRTM,S ο οριακός λόγος μετασχηματισμού μεταξύ μήλων και

σύκων, δηλαδή ο λόγος που δείχνει πόσα μήλα πρέπει να θυσιαστούν για να γίνει ένα σύκο),

η (3) γίνεται: MRTM,Σ =PM

PΣ(5)

Παραπάνω είδαμε (μεγιστοποίηση της ευημερίας του ατόμου) ότι:

MRSM,ΣΑ = MRSM,Σ

Ε =PMPΣ

Επομένως η (5) γίνεται:

MRTM,Σ = MRSM,ΣΑ = MRSM,Σ

Ε

Δηλαδή, η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν επιλέξει εκείνες τις ποσότητες παραγωγής μήλων και σύκων, με τις οποίες ο οριακός λόγος μετασχηματισμού τους κατά την παραγωγή είναι ίσος με το οριακό όφελος των ατόμων που καταναλώνουν μήλα και σύκα. Άρα ισχύει η συνθήκη αποτελεσματικότητας κατά Pareto.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.11/106

1.3.3 Μεγιστοποίηση του κέρδους της επιχείρησης. Επιλογή συντελεστών παραγωγής

Όταν μια επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της επιλέγει ένα συντελεστή παραγωγής (S) μέχρι του σημείου όπου το οριακό έσοδο (MRS) του συντελεστή είναι ίσο με το οριακό κόστος (MCS) του συντελεστή.

Δηλαδή MRS = MCS (1)

Είναι γνωστό επίσης ότι ισχύουν:

1) Το οριακό έσοδο του συντελεστή MRS είναι ίσο με την τιμή του προϊόντος (PΠ) επί το οριακό προϊόν του συντελεστή MPS

2) Το οριακό κόστος του συντελεστή (ΜCS) Είναι ίσο με την τιμή του συντελεστή (PS).

Δηλαδή ισχύει:

MRS = ΡΠMΡS (2)

MCS = ΡS (3)

Επομένως η (1) λόγω των (2), (3) γίνεται:

ΡΠMΡS = ΡS (4)

Η (4) υποδηλώνει ότι η άριστη ποσότητα ενός συντελεστή παραγωγής προκειμένου μια επιχείρηση να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της καθορίζεται από αυτή τη σχέση.

Στην περίπτωση επομένως που μια επιχείρηση χρησιμοποιεί δυο συντελεστές παραγωγής, Εργασία (L), Κεφάλαιο (Κ), τότε η συνθήκη (4) θα ισχύει και για τους δυο, δηλαδή:

MRL = ΡΠ⦁MΡL = PL

MRΚ = ΡΠ⦁MΡΚ = PΚ

Διαιρώντας τις δυο αυτές σχέσεις κατά μέρη θα έχουμε:

MRLMRK

=PΠ⦁MPLPΠ⦁MPΚ

=PLPK (5)

Θέτοντας δε στην (5) όπου:

MRLMRK

= MRTSK,L

(όπου MRTS είναι ο οριακός λόγος τεχνικής υποκατάστασης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας) και απαλείφοντας τη ΡΠ από το δεύτερο κλάσμα της παραπάνω σχέσης, αυτή γίνεται:

MRTSK,L =MPLMPK

=PLPK (6)

Επειδή δε αναφερόμαστε σε μια επιχείρηση που παράγει μήλα και σύκα χρησιμοποιώντας τους συντελεστές παραγωγής Κ, L, η παραπάνω σχέση θα ισχύει και για τα δυο αγαθά, δηλαδή:

MRTSL,K =MPL

M

MPKM=MPL

Σ

MPKΣ=PLPK (7)

Δηλαδή, η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν επιλέξει εκείνες τις ποσότητες συντελεστών (Κ, L) για την παραγωγή μήλων και σύκων, με τις οποίες ο οριακός λόγος τεχνικής υποκατάστασης των συντελεστών παραγωγής είναι ταυτόχρονα ίσος με το λόγο του οριακού προϊόντος των δύο συντελεστών για την παραγωγή μήλων, ίσος με το λόγο του οριακού προϊόντος των δύο συντελεστών για την παραγωγή σύκων και ίσος με το λόγο των τιμών τους. Άρα ισχύει η συνθήκη αποτελεσματικότητας κατά Pareto.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.12/106

1.4 Ισορροπία σε ανταγωνιστικές αγορές – Σύνοψη

(α) Η μεγιστοποίηση της ευημερίας του καταναλωτή απαιτεί:

MRSΜ,Σ = MUΜMUΣ

=ΡΜΡΣ

Δηλαδή, το οριακό όφελος ενός καταναλωτή που καταναλώνει δύο αγαθά, μήλα (Μ) και σύκα (Σ), πρέπει να είναι ίσο με το λόγο των οριακών χρησιμοτήτων του από τα δύο αυτά αγαθά και να είναι επίσης ίσο με το λόγο των τιμών τους.

(β) Η μεγιστοποίηση του κέρδους του παραγωγού απαιτεί:

MRTSL,Σ = MPL

M

MPKM= MPL

Σ

MPKΣ= ΡLΡK

Δηλαδή, ο οριακός λόγος τεχνικής υποκατάστασης των συντελεστών παραγωγής πρέπει να είναι ταυτόχρονα ίσος με το λόγο του οριακού προϊόντος των δύο συντελεστών για την παραγωγή μήλων, ίσος με το λόγο του οριακού προϊόντος των δύο συντελεστών για την παραγωγή σύκων και ίσος με το λόγο των τιμών τους.

MRTΜ,Σ = MCΜMCΣ

= ΡΜΡΣ

Δηλαδή, ο οριακός λόγος μετασχηματισμού μεταξύ των αγαθών Μ, Σ (ο λόγος που δείχνει πόσα μήλα πρέπει να θυσιαστούν για να παραχθεί ένα σύκο) είναι ίσος με το λόγο του οριακού κόστος των δύο αγαθών και είναι επίσης ίσος με το λόγο των τιμών τους.

(γ) Η ανταγωνιστική ισορροπία είναι άριστη κατά Pareto όταν:

MRTΜ,Σ = MRSΜ,Σ

MRTSL,KΜ = MRTSL,K

Σ

Δηλαδή όπως φαίνεται στο διπλανό σχήμα, ο οριακός λόγος μετασχηματισμού για την παραγωγή μήλων και σύκων πρέπει να είναι ίσος με το οριακό όφελος του κάθε καταναλωτή για την κατανάλωση των αγαθών αυτών. Επίσης ταυτόχρονα πρέπει ο οριακός λόγος τεχνικής υποκατάστασης των συντελεστών παραγωγήςL, Kνα είναι ίσος και για τα δύο αγαθά.

1.5 Κοινωνικό πλεόνασμα

Η ισορροπία στις ανταγωνιστικές αγορές που προαναφέραμε, εξασφαλίζει την κοινωνική αποτελεσματικότητα ή το συνολικό κοινωνικό πλεόνασμα κατά τη συναλλαγή μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών.

Το συνολικό κοινωνικό πλεόνασμα γνωστό επίσης ως «κοινωνική αποτελεσματικότητα», είναι το άθροισμα του πλεονάσματος του καταναλωτή και του παραγωγού, δηλαδή του οφέλους που παίρνουν οι καταναλωτές από ένα αγαθό, πέρα από αυτό που πληρώνουν και το οφέλους που έχουν οι παραγωγοί από την πώληση ενός αγαθού, πέρα από το κόστος παραγωγής του. Μετράει δηλαδή το δυνητικό καθαρό όφελος από τη συναλλαγή μεταξύ τους.

Ισορροπία σε ανταγωνιστικές αγορές

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.13/106

2. Γενική Ισορροπία – Γραφική Ανάλυση

2.1 Αριστοποίηση κατά Pareto στην ανταλλαγή σε μια οικονομία με δύο άτομα Α, Ε και δύο αγαθά Μ (μήλα) και Σ (σύκα).3

(α)Πώς φτάνουν τα άτομα από το σημείο g στη γραμμή άριστων σημείων;

3HarveyRosen - TedGayer - Βασίλης Θ. Ράπανος - Γεωργία Καπλάνογλου, Διαλέξεις Δημόσιας Οικονομικής, σελ. 81-141,ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, 2008.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.14/106

(β)Συνθήκες για ανταγωνιστική ισορροπία:

- MRSA = MRSE (Αποτελεσματική κατανομή κατά Pareto) - Η ζητούμενη ποσότητα είναι ίση με την προσφερόμενη ποσότητα σε όλες τις αγορές.

2.2 Συνθήκες αριστοποίησης κατά Pareto στην ανταλλαγή

Οδηγεί ο μηχανισμός τιμών της αγοράς τους καταναλωτές σε αριστοποίηση κατά Pareto;

Οι τιμές μεταβιβάζουν τη σωστή πληροφόρηση και οι καταναλωτές εξισώνουν τις υποκειμενικές τους αξιολογήσεις με τις με την πραγματικότητα των τιμών της αγοράς.

Οι μεταβολές των τιμών οδηγούν τις αγορές σε εκκαθάριση.

(α) Αριστοποίηση στην παραγωγή:

Ας υποθέσουμε ότι τα δύο αγαθά, σύκα (Σ) και μήλα (Μ), παράγονται με τη χρήση δύο συντελεστών παραγωγής, του κεφαλαίου (K) και της εργασίας (L), οι οποίοι είναι σε σταθερή προσφορά και απασχολούνται πλήρως.

Οι αγορές είναι τέλεια ανταγωνιστικές.

Ακολουθώντας διαδικασία παρόμοια με εκείνη που ακολουθήσαμε στην περίπτωση του καταναλωτή έχουμε:

(β)Πώς οι παραγωγοί φτάνουν από το σημείο Η, στην γραμμή άριστων σημείων;

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.15/106

2.3 Συνολική Αριστοποίηση στην Κατανάλωση και στην Παραγωγή

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.16/106

2.4 Συνθήκες Μεγιστοποίησης της Ευημερίας

1η Συνθήκη:

Το οριακό όφελος από την κατανάλωση δυο αγαθών πρέπει να είναι το ίδιο για όλους τους καταναλωτές. Σε μια τέλεια ανταγωνιστική οικονομία αυτό συμβαίνει όταν οι καταναλωτές εξισώνουν το οριακό όφελος τους με τον λόγο των τιμών των αγαθών, οι οποίες προσδιορίζονται από την αγορά.

Ισχύει δηλαδή:

MRSM,SA = MRSM,S

B = ΡΜΡΣ

2η Συνθήκη:

Ο οριακός λόγος τεχνικής υποκατάστασης μεταξύ κάθε δύο συντελεστών παραγωγής πρέπει να είναι ο ίδιος για όλους τους παραγωγούς. Σε μια τέλεια ανταγωνιστική οικονομία αυτό συμβαίνει όταν οι παραγωγοί μεγιστοποιούν το κέρδος τους με το να εξισώνουν τον οριακό λόγο τεχνικής υποκατάστασης με το λόγο των τιμών των συντελεστών, οι οποίες προσδιορίζονται από την αγορά.

Ισχύει δηλαδή:

MRTSL,KA = MRTSL,K

B = PLPK

3η Συνθήκη:

Ο οριακός λόγος μετασχηματισμού μεταξύ δύο αγαθών πρέπει να είναι ίσος με το οριακό όφελος μεταξύ των αγαθών αυτών όλων των καταναλωτών. Σε μια τέλεια ανταγωνιστική οικονομία αυτό συμβαίνει όταν οι παραγωγοί θέτουν το οριακό τους κόστος ίσο με την τιμή του αγαθού.

Ισχύει δηλαδή:

MRTΜ,Σ =MCMMCΣ

=ΡMΡΣ= MRSΜ,Σ

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.17/106

3. Δημόσια αγαθά και ιδιωτικά αγαθά που παρέχονται από το Δημόσιο

(α) Ορισμός Δημοσίων αγαθών.4

Δημόσια είναι τα αγαθά που ικανοποιούν κοινωνικές ή συλλογικές ανάγκες π.χ. η εθνική άμυνα, ένα αντιπλημμυρικό έργο, ένα δημόσιο νοσηλευτήριο, ένα δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

(α1) Ιδιότητες των δημοσίων αγαθών:

(1) Το ανεπιθύμητο του περιορισμού της χρήσης:

Αυτό σημαίνει ότι:

Τα δημόσια αγαθά καταναλώνονται εξ αδιαιρέτου από το κοινωνικό σύνολο. Η συνολικά διαθέσιμη ποσότητα ενός δημόσιου αγαθού Χ στην κοινωνία ισούται

αθροιστικά µε την ποσότητα του δημόσιου αγαθού Χ που καταναλώνει κάθε άτομο χωριστά.

Η κατανάλωση ενός δημόσιου αγαθού δεν είναι ανταγωνιστική (δεν εμποδίζει την κατανάλωση της ίδιας ακριβώς ποσότητας του ίδιου αγαθού από ένα άλλο άτομο).

Η προσθήκη ενός επιπλέον χρήστη (καταναλωτή) δεν επηρεάζει το κόστος παραγωγής του δημόσιου αγαθού, π.χ. η γέννηση ενός παιδιού ή ο θάνατος ενός ηλικιωμένου (στα ιδιωτικά αγαθά η συνολική διαθέσιμη ποσότητα ιδιωτικών αγαθών ισούται µε το άθροισμα των ποσοτήτων των αγαθών αυτών που καταναλώνουν όλα τα άτομα, Υ=ΥΑ+ΥΒ και η κατανάλωση ενός αγαθού από ένα άτομο αποκλείει την κατανάλωση του ίδιου αγαθού από άλλο άτομο π.χ. µήλο).

(2) Το αδύνατο του περιορισμού της χρήσης.

Αυτό σημαίνει ότι:

Δεν είναι δυνατή η είσπραξη τιμής από τη διάθεση των δημοσίων αγαθών, π.χ. δεν μπορούμε να διαιρέσουμε τη χρησιμότητα που αντλεί ο καθένας µας από τις υπηρεσίες εθνικής άμυνας και να πληρώσουμε το αντίτιμο.

Το κράτος δε θα μπορούσε να αποκλείσει από το όφελος των δημοσίων αγαθών τα άτομα που αρνούνται να καταβάλλουν τιμή (στον ιδιωτικό τομέα μπορούμε να αποκλειστούμε από την κατανάλωση αγαθών που δεν πληρώνουμε, π.χ. παγωτό).

Τα άτομα δεν αποκαλύπτουν τις προτιμήσεις τους για αυτά τα αγαθά (στον ιδιωτικό τομέα τις αποκαλύπτουν µέσω των τιμών) και το κόστος παραγωγής τους καλύπτεται από τους φόρους. Όλοι όμως αποκρύπτουν τις προτιμήσεις τους (ισχυρίζονται ότι δεν αποκομίζουν όφελος από την παραγωγή δημοσίων αγαθών και δημιουργείται το «πρόβλημα του λαθρεπιβάτη (ελεύθερου καβαλάρη)-free rider problem».

Τα δημόσια αγαθά που συγκεντρώνουν ταυτόχρονα και τις δύο παραπάνω ιδιότητες στο μέγιστο δυνατό βαθμό λέγονται αμιγή ή γνήσια δημόσια αγαθά.

Τα δημόσια αγαθά που δεν συγκεντρώνουν ταυτόχρονα και τις δύο παραπάνω ιδιότητες, αλλά έχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τη µία ή και τις δύο παραπάνω λέγονται µη-αμιγή ή δημόσια αγαθά.

Ορισμένες κατηγορίες µη αμιγών δημοσίων αγαθών είναι οι εξής:

(1) Αγαθά, από τα οποία ο αποκλεισμός είναι εφικτός, αλλά ανεπιθύμητος. Π.χ. Θα μπορούσαν να επιβληθούν διόδια για τη χρήση ενός µη πολυσύχναστου δρόμου, αλλά η είσπραξη διοδίων σε αυτή την περίπτωση θα ήταν ανεπιθύμητη, επειδή: - το επιπλέον (οριακό) κόστος από τη χρήση του δρόμου από ένα επιπλέον

αυτοκίνητο είναι μηδαμινό, λόγω έλλειψης συνωστισμού. - το κόστος συλλογής διοδίων μπορεί να είναι αρκετά υψηλό. - μπορεί να περιοριστεί η κίνηση αυτοκινήτων στο συγκεκριμένο δρόμο

(2) Αγαθά, από τα οποία ο αποκλεισμός είναι επιθυμητός, αλλά ανέφικτος ή πολύ δαπανηρός. Π.χ. Στους πολυσύχναστους δρόμους που οδηγούν στο κέντρο της πόλης, θα ήταν επιθυμητό να επιβάλλουμε διόδια (γιατί το επιπλέον κόστος από τη χρήση των

4 Σ. Καραγιάννη-Μ. Πεμπετζόγλου, Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, 2009.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.18/106

δρόμων από έναν επιπλέον οδηγό είναι μεγάλο σε όρους ρύπανσης, χρόνου αναμονής και κυκλοφορίας), αλλά θα αυξάνονταν ακόμη περισσότερο ο χρόνος αναμονής και η ατμοσφαιρική ρύπανση.

(3) Αγαθά, από τα οποία ο αποκλεισμός είναι εφικτός, αλλά άλλες φορές είναι επιθυμητός και άλλες ανεπιθύμητος. Π.χ. Οι υπηρεσίες πυρόσβεσης θα ήταν δυνατό να παρέχονται µόνο στα νοικοκυριά που πληρώνουν γι’ αυτές. Αν εκδηλωθεί φωτιά σε λίγα σημεία και επαρκεί ο στόλος της πυροσβεστικής, ο αποκλεισμός είναι ανεπιθύμητος, γιατί η κατάσβεση μίας επιπλέον φωτιάς έχει χαμηλό κόστος. Αν εκδηλωθούν πολλές πυρκαγιές ταυτόχρονα και δεν επαρκεί ο πυροσβεστικός στόλος, ο αποκλεισμός είναι επιθυμητός, γιατί το κόστος κατάσβεσης μίας επιπλέον φωτιάς είναι υψηλό.

(β) Ορισμός ιδιωτικών αγαθών που παρέχονται από το δημόσιο

Το δημόσιο εκτός από τα δημόσια αγαθά που παρέχει (γνήσια ή μη γνήσια), παρέχει και μια άλλη κατηγορία αγαθών αυτά, που δεν ικανοποιούν καμιά από τις υποθέσεις για τα δημόσια αγαθά, δηλαδή αδυναμία αποκλεισμού και μη ανταγωνιστικά στην κατανάλωση.

Τα αγαθά αυτά λέγονται «ιδιωτικά αγαθά που παρέχονται από το δημόσιο»

Π.χ. η ιατρική περίθαλψη που παρέχουν δημόσιοι φορείς υγείας, είναι μια υπηρεσία η οποία είναι ανταγωνιστική στη χρήση και στην οποία μπορεί να επιβληθεί η αρχή του αποκλεισμού.

3.1 Αποτελεσματική παροχή δημόσιων αγαθών

Η αριστοποίηση από κοινωνική άποψη απαιτεί το οριακό κοινωνικό όφελος (SMB) να είναι ίσο με το οριακό κοινωνικό κόστος (SMC).

Διευκρινήσεις:

Οριακό κοινωνικό όφελος (SMB): Η αξία για την κοινωνία από την κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας ενός αγαθού.

Οριακό κοινωνικό κόστος (SMC): Το κόστος της κοινωνίας από την παραγωγή μιας επιπλέον μονάδας ενός αγαθού.

Έστω ότι οι άνθρωποι έχουν να επιλέξουν μεταξύ ενός ιδιωτικού αγαθού (x) και ενός δημόσιου αγαθού (G).

- Το οριακό όφελος (προθυμία πληρωμής) του G από το άτομο i είναι:

MRSXGi =

MUGi

MUXi

- Το οριακό κοινωνικό όφελος (SMB) είναι το άθροισμα του οφέλους όλων των ατόμων:

SMB =∑MRSXGi

n

i=1

Η αποτελεσματικότητα στην παροχή του δημόσιου αγαθού προϋποθέτει τον κανόνα του Samuelson :

∑MB𝑖 = 𝑀𝐶𝐺

𝑛

𝑖=1

Δηλαδή πρέπει να εκπληρώνονται ταυτόχρονα οι εξής προϋποθέσεις:

(1) Όλοι καταναλώνουν την ίδια ποσότητα, G (2) Το οριακό όφελος διαφέρει από άτομο σε άτομο. (3) Η Αποτελεσματικότητα επιβάλλει το άθροισμα των ατομικών οριακών ωφελειών να

είναι ίσο με το οριακό κόστος του αγαθού.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.19/106

(α) Μαθηματική Προσέγγιση:

Έστω δύο άτομα το 1 και το 2 που καταναλώνουν το ιδιωτικό αγαθό Χ και το δημόσιο αγαθό G και έχουν αντίστοιχο εισόδημα M1, M2. Ισχύει δε ότι οι τιμές των Χ και G είναι αντίστοιχα Ρx και ΡG. Ζητείται να υπολογισθεί η ποσότητα του δημόσιου αγαθού G που ικανοποιεί το κάθε άτομο.

Λύση:

Ισχύει ότι η ποσότητα του G είναι κοινή και για τα δύο άτομα, αφού το αγαθό αυτό είναι δημόσιο. Επομένως η άριστη παροχή (ποσότητα) του δημόσιου αγαθού G και για τα δύο άτομα, είναι αυτή που μεγιστοποιεί την ωφέλεια τους στα πλαίσια των εισοδηματικών δυνατοτήτων τους.

Δηλαδή είναι η λύση στο πρόβλημα :

Max U1(Χ1,G) + U2(Χ2,G)

υ.π. PX Χ1 + PX Χ2 + ΡGG = Μ1 + Μ2

όπου:

Χ1:η ποσότητα του ιδιωτικού αγαθού Χ για το άτομο 1, Χ2:η ποσότητα του ιδιωτικού αγαθού Χ για το άτομο 2, G: η κοινή ποσότητα του δημόσιου αγαθού G για κάθε άτομο. Η λύση του προβλήματος μας δίνει τον προαναφερόμενο κανόνα του Samuelson.

(β) Διαγραμματική προσέγγιση:

(α) Το Οριακό Κοινωνικό Όφελος μπορεί να παρασταθεί με τη συνολική καμπύλη ζήτησης.

Η καμπύλη κάθε ατόμου αντιπροσωπεύει το όφελος (την προθυμία πληρωμής) για κάθε επιπλέον μονάδα αγαθού.

Η συνολική καμπύλη ζήτησης αντιπροσωπεύει το συνολικό όφελος (τη συνολική προθυμία πληρωμής) για μια επιπλέον μονάδα αγαθού.

(β) Το οριακό κοινωνικό κόστος μπορεί να παρασταθεί με τη συνολική καμπύλη προσφοράς.

Ισχύουν δε τα εξής:

το κάθε άτομο καταναλώνει την ίδια ποσότητα δημόσιου αγαθού. Το οριακό όφελος, δηλαδή η προθυμία πληρωμής είναι διαφορετική για κάθε άτομο.

Για να συναγάγουμε τη συνολική καμπύλη ζήτησης, κρατούμε σταθερή την ποσότητα και προσθέτουμε τις ατομικές καμπύλες ζήτησης (τα ατομικά οφέλη) για να βρούμε το συνολικό όφελος, δηλαδή κάνουμε κάθετη άθροιση των ατομικών καμπυλών ζήτησης. Το σημείο τομής των καμπυλών συνολικής ζήτησης και συνολικής προσφοράς είναι σημείο ισορροπίας και άρα αντιπροσωπεύει την άριστη ποσότητα του δημόσιου αγαθού και για τα δύο άτομα, δηλαδή για την κοινωνία συνολικά, αν υποθέσουμε ότι αυτή αποτελείται από δύο άτομα. Το αποτέλεσμα αυτό είναι αποτελεσματικό κατά Pareto.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.20/106

3.2 Αποτελεσματική παροχή ιδιωτικών αγαθών

Για να αποσαφηνισθεί και εμπεδωθεί καλύτερα ο μηχανισμός της αποτελεσματικής παροχής των δημοσίων αγαθών αφενός και αφετέρου για να δειχθούν οι διαφορές της αποτελεσματικής παροχής μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών, ακολουθεί η παρουσίαση διαγραμματικά του μηχανισμού της αποτελεσματικής παροχής ιδιωτικών αγαθών.

Όπως έχουμε δει η συνολική καμπύλη ζήτησης συνάγεται από το άθροισμα των επιμέρους καμπυλών ζήτησης των ατόμων.

Ισχύουν δε τα εξής:

Κάθε σημείο στην καμπύλη ζήτησης κάθε ατόμου αντιπροσωπεύει την προθυμία του να πληρώσει για κάθε μια επιπλέον μονάδα του αγαθού.

Άρα κάθε σημείο της καμπύλης ζήτησης δείχνει το οριακό όφελος του ατόμου από την κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας του αγαθού.

Η καμπύλη ζήτησης είναι η καμπύλη οριακού οφέλους.

Ας υποθέσουμε ότι τα άτομα έχουν να επιλέξουν μεταξύ Μ και Σ, δύο ιδιωτικών αγαθών που παρέχονται από το δημόσιο.

Επειδή η ποσότητα του ιδιωτικού αγαθού που καταναλώνεται από το οποιοδήποτε άτομο i δεν μπορεί να καταναλωθεί από άλλα άτομα, το ιδιωτικό οριακό όφελος ταυτίζεται με το κοινωνικό οριακό όφελος. Άρα στην περίπτωση αυτή το κοινωνικό οριακό όφελος (SMB)= ιδιωτικό οριακό όφελος (PMB).

Με δεδομένο ότι το οριακό όφελος είναι ίσο με τον οριακό λόγο υποκατάστασης μεταξύ του αγαθού αυτού και ενός άλλου αγαθού π.χ. του αγαθού αναφοράς, έχουμε ότι SMB = MRSM,Σi, όπου “i” είναι το κάθε άτομο στην κοινωνία.

Γνωρίζουμε ότι, το οριακό όφελος του ατόμου από ένα ιδιωτικό αγαθό πρέπει να είναι ίσο με το οριακό κόστος, δηλαδή για τα ιδιωτικά αγαθά η αποτελεσματικότητα απαιτεί: MRSM,Σi = MCM.

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο άτομα (1 και 2) και το καθένα καταναλώνει δύο ίδια ιδιωτικά αγαθά Χ και Y, με τιμές ΡΧ και ΡY, αντίστοιχα.

Τα άτομα έχουν αντίστοιχα εισόδημα Μ1 και Μ2.

Ας θεωρήσουμε το αγαθό Χ ως αγαθό αναφοράς, οπότε η σχετική τιμή του Y είναι Ρ=(ΡY/ΡΧ)

Το άριστο επίπεδο παροχής των ιδιωτικών αγαθών δίνεται από τη λύση του προβλήματος:

Max U1(Χ1,Y1) + U2(Χ2,Y2)

υ.π. Χ1 + Χ2 + ΡY1 + ΡY2 = Μ1 + Μ2

όπου: Χ1,Χ2,Y1,Y2 οι ποσότητες των δύο ιδιωτικών αγαθών για τα δυο άτομα αντίστοιχα.

Για ένα ιδιωτικό αγαθό, οι καταναλωτές ζητούν διαφορετικές ποσότητες στην ίδια τιμή.

Για να βρούμε τη συνολική ζήτηση ενός αγαθού (πχ μήλα), ορίζουμε μια κοινή τιμή που ισχύει για όλα τα άτομα και προσθέτουμε οριζόντια τις ποσότητες που ζητούνται από όλα τα άτομα στην τιμή αυτή, όπως δείχνει το παρακάτω γράφημα:

Το σημείο τομής των καμπυλών συνολικής ζήτησης και συνολικής προσφοράς είναι σημείο ισορροπίας και άρα αντιπροσωπεύει την άριστη ποσότητα του ιδιωτικού αγαθού για όλα τα άτομα, που αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους ατομικών ποσοτήτων.

Το αποτέλεσμα αυτό είναι αποτελεσματικό κατά Pareto.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.21/106

3.3 Σύγκριση για την άριστη παροχή ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών

(α) Δημόσια αγαθά.

Η συνολική καμπύλη ζήτησης συνάγεται με κάθετη άθροιση των ατομικών καμπυλών ζήτησης.

∑ ( iXG) =

MCG

MCX

n

i=1= MRTXG, ∑ MBi =

n

i=1MCG

(β) Ιδιωτικά αγαθά.

Η συνολική καμπύλη ζήτησης συνάγεται με οριζόντια άθροιση των ατομικών καμπυλών ζήτησης.

PX = MCX,MRSGXi =

PG

PX= MRTXG

3.4 Εφαρμογές αποτελεσματικής παροχής ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών

3.4.1 Περίπτωση ενός αγαθού

Παράδειγμα 1:

Έστω δύο άτομα ο Α και Ε, τα οποία έχουν τις εξής συναρτήσεις ζήτησης και αντιμετωπίζουν την εξής συνάρτηση οριακού κόστους:

PA = 100 − 1

2 QA (1)

PΕ = 200 − QΕ (2)

MC = 2

3 Q (3)

Να υπολογισθεί η τιμή και ποσότητα για κάθε άτομο, ώστε να έχομε αποτελεσματική παροχή στην περίπτωση που το αγαθό είναι ιδιωτικό και στην περίπτωση που το αγαθό είναι δημόσιο.

Λύση:

(α) Στην περίπτωση που το αγαθό είναι Ιδιωτικό

Σε μια ανταγωνιστική αγορά ισχύουν:

- Η καμπύλη συνολικής ζήτησης είναι ίση με το οριζόντιο άθροισμα των καμπυλών ζήτησης του Α και Ε, δηλαδή Q= QA+QE (4)

- Ο Α και Ε πληρώνει την ίδια τιμή που είναι ίση με το οριακό κόστος, δηλαδή ΡΑ= ΡE =Ρ=MC (5)

Επομένως για τον υπολογισμό της κοινής τιμής, αν λύσουμε αρχικά τις (1), (2) ως προς QA&QE

θα έχουμε:

PA = 100 − 1

2 QA => QA = 200 − 2PA (6)

PΕ = 200 − QΕ => QΕ = 200 − PΕ (7)

Άρα από την (4) θα έχουμε

Q = QA + QΕ = 200 − 2PA + 200 − PΕ => 𝜆ό𝛾𝜔 𝜏𝜂𝜍 (5) Q = 400 − 3Ρ (8)

Στην συνέχεια η (3) λόγω της (5) μετατρέπεται ως εξής:

MC = 2

3 Q => Ρ = 0,67Q => λόγω της (8) P = 0,67⦁(400 − 3P) => P = 88,89 κοινή τιμή.

Μετά τον υπολογισμό της κοινής τιμής για τα άτομα Α και Ε θα υπολογισθούν οι ποσότητες του αγαθού για το καθένα χωριστά, λύνοντας τις (1) και (2) ως εξής:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.22/106

PA = 100− 1

2 QA => 0,5QA = 100 − PA => QA = 200 − 2PA = 200 − 2⦁88,89 = 22,22

PΕ = 200 − QΕ => QΕ = 200 − PΕ = 200 − 88,89 = 111,11

Δηλαδή στους Α και Ε θα προσφερθεί κοινή τιμή ιδιωτικού αγαθού 89,04 με αντίστοιχες ποσότητες QA=22,22 και QE=111,11.

(β) Στην περίπτωση που το αγαθό είναι δημόσιο

Σε μια ανταγωνιστική αγορά ισχύουν:

- Η καμπύλη συνολικής ζήτησης είναι ίση με το κάθετο άθροισμα των καμπυλών ζήτησης του Α και Ε, δηλαδή P= PA+PE (4)

- Ο Α και Ε απολαμβάνει την ίδια ποσότητα, δηλαδή Q=QΑ=QE (5) - Ρ=MC (6)

Επομένως για τον υπολογισμό της κοινής ποσότητας από την (4) λόγω των (1), (2) θα έχουμε:

P = 100 − 1

2 QA + 200 − QE => λόγω (5) P = 300 − 1,5Q => λόγω (6)

MC = 300 − 1,5Q => λόγω(3) 2

3Q = 300 − 1,5Q => Q =

300

2,17= 138,46 η κοινή ποσότητα.

Στην συνέχεια μετά τον υπολογισμό της κοινής ποσότητας για τα άτομα Α και Ε θα υπολογισθούν η τιμή του αγαθού για το καθένα χωριστά, λύνοντας τις (1) και (2) ως εξής:

PA = 100 − 1

2 QA => PA = 100 − 0,5⦁138,46 = 30,77

PΕ = 200 − QΕ => PΕ = 200 − 138,46 = 61,54

Δηλαδή στους Α και Ε θα προσφερθεί κοινή ποσότητα δημόσιου αγαθού 138,46 με αντίστοιχες τιμές PA=30,77 και PE=61,54.

Συμπέρασμα:

Παρατηρούμε ότι συμφέρει περισσότερο τα δύο άτομα όταν η παροχή του αγαθού γίνεται από το δημόσιο, αφού όπως προέκυψε παραπάνω η κοινή ποσότητα του αγαθού ως δημόσιο είναι μεγαλύτερη από τις επιμέρους ποσότητες των δύο ατόμων όταν το αγαθό είναι ιδιωτικό, οι δε επιμέρους τιμές του αγαθού ως δημόσιο για τα δύο άτομα είναι μικρότερες από την κοινή τιμή όταν το αγαθό είναι ιδιωτικό.

Παράδειγμα 2:

Έστω δύο άτομα ο Α και Ε, τα οποία έχουν τις εξής συναρτήσεις ζήτησης και αντιμετωπίζουν την εξής συνάρτηση οριακού κόστους:

QA = 300 − 6PA (1)

QΕ = 225 − 5PΕ (2)

MC = 0,5Q (3)

Να υπολογισθεί η τιμή και ποσότητα για κάθε άτομο, ώστε να έχομε αποτελεσματική παροχή στην περίπτωση ιδιωτικού και δημόσιου αγαθού.

Λύση:

(α) Στην περίπτωση που το αγαθού είναι Ιδιωτικό

Σε μια ανταγωνιστική αγορά ισχύουν:

- Η καμπύλη συνολικής ζήτησης είναι ίση με το οριζόντιο άθροισμα των καμπυλών ζήτησης του Α και Ε, δηλαδή Q= QA+QE (4)

- Ο Α και Ε πληρώνει την ίδια τιμή που είναι ίση με το οριακό κόστος, δηλαδή ΡΑ= ΡE =Ρ=MC (5)

Επομένως για τον υπολογισμό της κοινής τιμής από την (4) λόγω των(1), (2) θα έχουμε:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.23/106

Q = 300 − 6PA + 225 − 5PΕ => λόγω της (5) Q = 525 − 11P => P = 47,73 − 0,09Q (6)

Στην συνέχεια, γνωρίζοντας ότι MC=P, από την (3) θα έχουμε:

P = 0,5Q => Q = 2P (7)

Επομένως λόγω της (7) η (6) μετατρέπεται ως εξής:

P = 47,73 − 0,09⦁2P => P = 47,73 − 0,18P => P =47,73

1,18= 40,38 η κοινή τιμή.

Μετά τον υπολογισμό της κοινής τιμής για τα άτομα Α και Ε θα υπολογισθούν οι ποσότητες του αγαθού για το καθένα χωριστά, λύνοντας τις (1) και (2) ως εξής:

QA = 300 − 6⦁40,38 = 𝟓𝟕, 𝟔𝟗

QΕ = 225 − 5⦁40,38 = 𝟐𝟑, 𝟎𝟖

Δηλαδή στους Α και Ε θα προσφερθεί κοινή τιμήιδιωτικούαγαθού40,38 με αντίστοιχες ποσότητες QA=57,69 και QE=23,08.

(β) Στην περίπτωση που το αγαθό είναι δημόσιο

Σε μια ανταγωνιστική αγορά ισχύουν:

- Η καμπύλη συνολικής ζήτησης είναι ίση με το κάθετο άθροισμα των καμπυλών ζήτησης του Α και Ε, δηλαδή P= PA+PE (4)

- Ο Α και Ε απολαμβάνει την ίδια ποσότητα, δηλαδή Q=QΑ= QE (5) - Ρ=MC (6)

Επομένως για τον υπολογισμό της κοινής ποσότητας, αρχικά αν λύσουμε τις (1), (2) ως προς PA&PE θα έχουμε:

QA = 300 − 6PA => PA = 50 − 0,17QA

QΕ = 225 − 5PΕ => PΕ = 45 − 0,20QΕ

Άρα από την 4) θα έχουμε:

P = 50 − 0,17QA + 45 − 0,20QΕ => 𝜆ό𝛾𝜔 𝜏𝜂𝜍 (5) P = 95 − 0,37Q (7)

Στην συνέχεια η (3) λόγω των (5) και (6) μετατρέπεται ως εξής:

P = 0,5Q => λόγω της (7) = 95 − 0,37Q = 0,5Q => Q =95

0,87= 109,2 η κοινή ποσότητα.

Στην συνέχεια για τον υπολογισμό των τιμών για το καθένα άτομο χωριστά θα λύσουμε τις (1) και (2) ως εξής:

QA = 300 − 6PA => PA =300

6−1

6⦁109,2 = 31,80

QΕ = 225 − 5PΕ => PΕ =225

5−1

5⦁109,2 = 23,16

Δηλαδή στους Α και Ε θα προσφερθεί κοινή ποσότητα δημόσιου αγαθού 109,62 με αντίστοιχες τιμές PA=31,80 και PE=23,16.

Συμπέρασμα:

Παρατηρούμε ότι συμφέρει περισσότερο τα δύο άτομα όταν η παροχή του αγαθού γίνεται από το δημόσιο, αφού όπως προέκυψε παραπάνω η κοινή ποσότητα του αγαθού ως δημόσιο είναι μεγαλύτερη από τις επιμέρους ποσότητες των δύο ατόμων όταν το αγαθό είναι ιδιωτικό, οι δε επιμέρους τιμές του αγαθού ως δημόσιο για τα δύο άτομα είναι μικρότερες από την κοινή τιμή όταν το αγαθό είναι ιδιωτικό.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.24/106

Παράδειγμα 3:

Έστω ότι οι Α και Β έχουν τις εξής συναρτήσεις ζήτησης QA=20-PA και QΒ=40-PΒ αντίστοιχα και αντιμετωπίζουν την εξής συνάρτηση οριακού κόστους MC=2Q για ένα αγαθό. Να υπολογισθεί η κοινή τιμή ώστε να έχομε αποτελεσματική παροχή στη περίπτωση που το αγαθό είναι ιδιωτικό.

Λύση:

Δεδομένα: QA=20- PA (1), QΒ =40-PΒ (2), MC=2Q(3). Να υπολογισθεί η κοινή τιμή ώστε να έχομε αποτελεσματική παροχή στη περίπτωση που το αγαθό είναι ιδιωτικό. α) Στην περίπτωση που το αγαθό είναι ιδιωτικό Σε μια ανταγωνιστική αγορά ισχύουν:

Η καμπύλη συνολικής ζήτησης είναι ίση με το οριζόντιο άθροισμα των καμπυλών ζήτησης του Α και Ε, δηλαδή Q = OA +QB (4)

Ο Α και Ε απολαμβάνει την ίδια τιμή, δηλαδή P = PA = PB = MC(5)

Λόγω των (1) και (2) από την (4) έχουμε:

Q = 20 − PA + 40 − PB(5)⇒ Q = 60 − 2P(6)

Επίσης η (3) λόγω της (5) μετατρέπεται ως εξής:

MC = 2Q => P = 2Q => Q =1

2P(7)

Άρα λόγω της (7) από την (6) έχουμε:

Q = 60 − 2P =>1

2P = 60 − 2P =>

5

2P = 60 => 𝐏 =

𝟔𝟎𝟓

𝟐

= 𝟐𝟒

β) Στην περίπτωση που το αγαθό είναι δημόσιο

Σε μια ανταγωνιστική αγορά ισχύουν:

Η καμπύλη συνολικής ζήτησης είναι ίση με το κάθετο άθροισμα των καμπυλών ζήτησης του Α και Ε, δηλαδή P= PA+PΒ (4)

Ο Α και Ε απολαμβάνει την ίδια ποσότητα, δηλαδή Q=QΑ=QΒ (5)

Ρ=MC (6) Αρχικά λύνουμε τις (1), (2) ως προς PA και PE

PA = 20 − QA (7)

PΒ = 40 − QΒ (8)

Επομένως για τον υπολογισμό της κοινής ποσότητας από την (4) λόγω των (7), (8) θα έχουμε:

P = 20 − QA + 40 − QΒ (5)⇒ P = 60 − 2Q

(6)⇒ MC = 60 − 2Q

(3)⇒ 2Q = 60 − 2Q => 𝐐 = 𝟏𝟓

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.25/106

3.4.2 Περίπτωση 2 δημόσιων αγαθών

Παράδειγμα 1:

Έστω δύο άτομα Α και Β, που καταναλώνουν δύο αγαθά, Χ και Μ. Το άτομο Α έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΑ = 2X2 + 0,5Μ2. Το άτομο Β έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΒ = 1,5X2 + 0,8Μ2. Η τιμή του Χ είναι 1 και του Μ είναι 2.Το εισόδημα του Α είναι 60 και του Β είναι 55. Πόση ποσότητα Μ θα ζητήσει το κάθε άτομο;

Λύση του 1ου ερωτήματος:

Έχουμε να λύσουμε το πρόβλημα:

Max UΑ = 2XΑ2 + 0,5ΜΑ

2 (1)

υπό τον περιορισμό: XΑ + ΜΑ = 60 (2)

Εργαζόμαστε ως εξής:

1οβήμα:

Διαφορίζουμε την προηγούμενη συνάρτηση χρησιμότητας του Α ως προς ΧΑ, ΜΑ για να πάρουμε τις συνθήκες 1ης τάξης, δηλαδή τις μερικές παραγώγους της συνάρτησης για τις μεταβλητές αυτές, γνωρίζοντας ότι η μερική παράγωγος της συνάρτησης χρησιμότητας ως προς μια μεταβλητή της σημαίνει την οριακή χρησιμότητα αυτής, έτσι έχουμε:

∂U

∂XA= 4XA(3)

∂U

∂MA= MA(4)

2οβήμα:

Επίσης γνωρίζουμε ότι η άριστη επιλογή του ατόμου Α για τα δυο αγαθά πραγματοποιείται όταν το οριακό του όφελος (ο λόγος των οριακών χρησιμοτήτων τους) είναι ίσο με το οριακό κόστος

(ο λόγος των τιμών των δυο αγαθών) δηλαδή: MRSΧΑ,ΜΑ = MCΧΑ, ΜΑ=>MUX

A

MUMA =

PXA

PMA = (5)

Επειδή υπενθυμίζεται η οριακή χρησιμότητα μιας μεταβλητής σε μια συνάρτηση χρησιμότητας ταυτίζεται με τη σχετική παράγωγο της μεταβλητής η (5) λόγω των (3) και (4) γίνεται:

4XAMA

=1

2(6)

Επίσης από τη (2)=> ΧΑ=60-ΜΑ (7)

Στην συνέχεια αντικαθιστώ στην (6) το ίσο του ΧΑ από την (7) και λύνω ως προς ΜΑ, δηλαδή:

8(60-ΜΑ)=ΜΑ=>480-8ΜΑ=ΜΑ =>ΜΑ=53,33

Λύση του 2ου ερωτήματος:

Έχουμε να λύσουμε το πρόβλημα:

MaxUB = 1,5X2 + 0,8Μ2 (8)

υπό τον περιορισμό: XB + ΜB = 55 (9)

1ο βήμα:

Διαφορίζουμε την προηγούμενη συνάρτηση χρησιμότητας του Β ως προς ΧΒ, ΜΒ για να πάρουμε τις συνθήκες 1ης τάξης, δηλαδή τις μερικές παραγώγους της συνάρτησης για τις μεταβλητές αυτές, γνωρίζοντας ότι η μερική παράγωγος της συνάρτησης χρησιμότητας ως προς μια μεταβλητή σημαίνει την οριακή χρησιμότητα αυτής, έτσι έχουμε:

∂U

∂XB= 3XB(10)

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.26/106

∂U

∂MB= 1,6 MB(11)

2ο βήμα:

Επίσης γνωρίζουμε ότι η άριστη επιλογή του ατόμου Β για τα δυο αγαθά πραγματοποιείται όταν το οριακό του όφελος (ο λόγος των οριακών χρησιμοτήτων τους) είναι ίσο με το οριακό κόστος

(ο λόγος των τιμών των δυο αγαθών) δηλαδή: MRSΧΒ,ΜΒ = MCΧΒ, ΜΒ =>MUX

B

MUMB =

PXB

PMB = (12)

Επειδή υπενθυμίζεται η οριακή χρησιμότητα μιας μεταβλητής σε μια συνάρτηση χρησιμότητας ταυτίζεται με τη σχετική παράγωγο της μεταβλητής η (12) λόγω των (10) και (11) γίνεται:

3XB1,6 MB

=1

2(13)

Επίσης από την (9) ισχύει ΧΒ=55-ΜΒ (14)

Στην συνέχεια αντικαθιστώ στην (13) το ίσο του ΧΒ από την (14) και λύνω ως προς ΜΒ, δηλαδή (13)=> 6(55-ΜΒ)=1,6ΜΒ=>330-6ΜΒ=1,6ΜΒ =>ΜΒ=43,42

Παράδειγμα 2:

Έστω δύο άτομα Α και Β, που καταναλώνουν δύο αγαθά, Χ και Μ. Το άτομο Α έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΑ = X2 + 0,3Μ2. Το άτομο Β έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΒ = 0,8X2 + Μ2. Η τιμή του Χ είναι 0,6 και του Μ είναι 1.Το εισόδημα του Α είναι 40 και του Β είναι 30. Πόση ποσότητα Χ και Μ θα ζητήσει το κάθε άτομο; Ποια είναι η άριστη ποσότητα Χ και η άριστη ποσότητα Μ και για τα δυο άτομα;

Λύση του 1ου ερωτήματος:

Πρώτον, θα υπολογισθεί η ποσότητα ΧΑ για το άτομο Α.

Έχουμε να λύσουμε το πρόβλημα:

Max UΑ = X2 + 0,3Μ2 (1)

υπό τον περιορισμό: XΑ + ΜΑ = 40 (2)

1ο βήμα:

Διαφορίζουμε την προηγούμενη συνάρτηση χρησιμότητας του Α ως προς ως προς ΧΑ, ΜΑ για να πάρουμε τις συνθήκες 1ης τάξης, δηλαδή τις μερικές παραγώγους της συνάρτησης για τις μεταβλητές αυτές, γνωρίζοντας ότι η μερική παράγωγος της συνάρτησης χρησιμότητας ως προς μια μεταβλητή σημαίνει την οριακή χρησιμότητα αυτής, έτσι έχουμε:

∂U

∂XΑ= 2XΑ(3)

∂U

∂MΑ= 0,6 MΑ(4)

2ο βήμα:

Επίσης γνωρίζουμε ότι η άριστη επιλογή του ατόμου Α για τα δυο αγαθά πραγματοποιείται όταν το οριακό του όφελος (ο λόγος των οριακών χρησιμοτήτων τους) είναι ίσο με το οριακό κόστος

(ο λόγος των τιμών των δυο αγαθών) δηλαδή: MRSΧΑ,ΜΑ = MCΧΑ, ΜΑ =>MUX

Α

MUMΑ =

PXΑ

PMΑ = (5)

Επομένως λόγω των (3) & (4) η (5) γίνεται:

2XΑ0,6 MΑ

=0,6

1(6)

Λόγω όμως της (2) ισχύει ΜΑ=40-ΧΑ (7)

Επομένως : από την (6)=>2ΧΑ = 1,2⦁ (40-ΧΑ)=> 2ΧΑ =48-1,2ΧΑ=>ΧΑ =15,00

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.27/106

Στην συνέχεια θα υπολογισθεί η μέγιστη ποσότητα ΜΑ για το άτομο Α:

Επαναλαμβάνουμε το 1ο και 2ο βήμα όπως προηγουμένως, χρησιμοποιώντας όμως τον εισοδηματικό περιορισμό του Α διαφορετικά, δηλαδή:

Από (2)=>XΑ + ΜΑ = 40 => XΑ = 40 - ΜΑ (8)

Επομένως λόγω της (8) από την (6)=>2ΧΑ⦁ (40-ΜΑ)=1,2ΜΑ=>

=>80-2ΜΑ=1,2ΜΑ=>ΜΑ=25,00

Δεύτερο, θα υπολογισθεί η ποσότητα ΧΒ για το άτομο Β.

Έχουμε να λύσουμε το πρόβλημα:

MaxUB = 0,8X2 + Μ2 (9)

υπό τον περιορισμό: XB + ΜB = 30 (10)

1ο βήμα:

Διαφορίζουμε την προηγούμενη συνάρτηση χρησιμότητας του Β ως προς ως προς ΧΒ, ΜΒ για να πάρουμε τις συνθήκες 1ης τάξης, δηλαδή τις μερικές παραγώγους της συνάρτησης για τις μεταβλητές αυτές, γνωρίζοντας ότι η μερική παράγωγος της συνάρτησης χρησιμότητας ως προς μια μεταβλητή σημαίνει την οριακή χρησιμότητα αυτής, έτσι έχουμε:

∂U

∂XΒ= 1,6XΒ(11)

∂U

∂MΒ= 2MΒ(12)

2οβήμα:

Επίσης γνωρίζουμε ότι η άριστη επιλογή του ατόμου Β για τα δυο αγαθά πραγματοποιείται όταν το οριακό του όφελος (ο λόγος των οριακών χρησιμοτήτων τους) είναι ίσο με το οριακό κόστος (ο λόγος των τιμών των δυο αγαθών) δηλαδή:

MRSΧΒ,ΜΒ = MCΧΒ, ΜΒ =>MUX

Β

MUMΒ =

PXΒ

PMΒ = (13)

Επομένως λόγω των (11) & (12) η (13) γίνεται:

1,6XΒ2MΒ

=0,6

1(14)

Λόγω όμως της (10) ισχύει ΜΒ=30-ΧΒ

Επομένως : από την (14)=>1,6ΧΒ=1,2ΧΒ⦁ (30-ΧΒ)=>1,6ΧΒ=36-1,2ΧΒ=>

=>2,8ΧΒ =36=>ΧΒ=12,86

Στην συνέχεια θα υπολογισθεί η μέγιστη ποσότητα ΜΒ για το άτομο Β:

Επαναλαμβάνουμε το 1ο και 2ο βήμα όπως προηγουμένως, χρησιμοποιώντας όμως τον εισοδηματικό περιορισμό του Β διαφορετικά, δηλαδή:

Από τη (10)=>XΒ+ ΜΒ = 30 => XΒ = 30 – ΜΒ (15)

Επομένως από την (14) λόγω της (15)=>1,6⦁ (30-ΜΒ)=1,2ΜΒ=>

=>48-1,6ΜΒ=1,2ΜΒ=> ΜΒ=17,14

Λύση του 2ουερωτήματος

Πρώτον: Υπολογισμός της άριστης ποσότητας του Χ και για τα δυο άτομα Α, Β:

Γνωρίζουμε ότι για να έχουμε αποτελεσματικότητα ισχύουν οι συνθήκες:

1) MRSA+MRSB=MRTΧ,Μ (άθροισμα των ατομικών οριακών ωφελειών των Α, Β ίσο με οριακό λόγο μετασχηματισμού των δύο αγαθών).

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.28/106

2) MRTΧ,Μ=PΧ/ΡΜ

Αντικαθιστώντας και θέτοντας ΧΑ=ΧΒ=Χ θα έχουμε:

2ΧΑ0,6ΜΑ

+1,6ΧΒ2ΜΒ

=0,6

1=>

2ΧΑ0,6⦁(40 − ΧΑ)

+ 1,6ΧΒ

2⦁(30 − ΧΒ)= 0,6 =>

=>2Χ

24 − 0,6Χ+

1,6Χ

60 − 2Χ= 0,6 =>

120Χ − 4Χ2 + 38,4Χ − 0,96Χ2

1.440 − 48Χ − 36Χ + 1,2Χ2= 0,6 =>

=>158Χ − 4,96Χ2

1.440 − 84Χ + 1,2Χ2= 0,6 => 158𝛸 − 4,96Χ2 = 864 − 50,4Χ + 0,72Χ2

=>−5,68Χ2 + 208,4Χ − 864 = 0=>Χ=40 (Θετική ρίζα)

Δεύτερον: Υπολογισμός της άριστης κοινής ποσότητας του Μ και για τα δυο άτομα Α, Β:

Επίσης γνωρίζουμε ότι για να έχουμε αποτελεσματικότητα ισχύει η συνθήκη:

MRSA+MRSB=MRT (άθροισμα των ατομικών οριακών ωφελειών των Α, Β ίσο με οριακή υποκατάσταση).

MRT=PΧ/ΡΜ

Αντικαθιστώντας και θέτοντας ΜΑ=ΜΒ=Μ θα έχουμε:

2ΧΑ0,6ΜΑ

+1,6ΧΒ2ΜΒ

=0,6

1=>

4⦁(40 −ΜΑ)

0,6ΜΑ +

1,6⦁(30 − ΜΒ)

2ΜΒ= 0,6 =>

=>160 − 4Μ

0,6Μ+48 − 1,6Μ

2Μ= 0,6 =>

320Μ − 8ΜΜ+ 28,8Μ− 0,96ΜΜ

1,2ΜΜ= 0,6 =>

=>Μ(320 − 8Μ+ 28,8 − 0,96Μ)

1,2ΜΜ= 0,6 =>

320 − 8Μ+ 28,8 − 0,96Μ

1,2Μ= 0,6 =>

=> 320 − 8Μ+ 28,8 − 0,96Μ = 0,72Μ => 348,8 = 9,68Μ => Μ = 36

Παράδειγμα 3:

Έστω δύο άτομα Α και Β, που καταναλώνουν δύο αγαθά, τα Χ και Μ. Το άτομο Α έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΑ = 2X2 + Μ2. Το άτομο Β έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΒ = X2 + 0,5Μ2. Η τιμή του Χ είναι 1 και του Μ είναι 0,5.Το εισόδημα του Α είναι 40 και του Β είναι 20. Ποια είναι η άριστη κοινή ποσότητα του Μ και για τα δυο άτομα;

Λύση:

Γνωρίζουμε ότι για να έχουμε αποτελεσματικότητα ισχύουν οι συνθήκες:

1) MRSA+MRSB=MRTΧ,Μ (άθροισμα των ατομικών οριακών ωφελειών των Α, Β ίσο με οριακό λόγο μετασχηματισμού των δύο αγαθών).

2) MRTΧ,Μ=PΧ/ΡΜ

Αντικαθιστώντας και θέτοντας ΜΑ=ΜΒ=Μ θα έχουμε:

4ΧΑ2ΜΑ

+2ΧΒΜΒ

=1

0,5=>

4⦁(40 − ΜΑ)

2ΜΑ +

2⦁(20 − ΜΒ)

ΜΒ= 2 =>

4⦁(40 − Μ)

2Μ +

2⦁(20 − Μ)

Μ= 2 =>

160Μ − 4Μ2 + 80Μ−−4Μ2

2Μ2= 2 =>

=>Μ⦁(160 − 4Μ+ 80 − 4Μ)

2Μ2= 2 => 240 − 8Μ = 4Μ => 240 = 12Μ => Μ = 20

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.29/106

Παράδειγμα 4:

Έστω δύο άτομα Α και Β, που καταναλώνουν δύο δημόσια αγαθά, Χ και Μ. Το άτομο Α έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΑ = 2X2 + 0,5Μ2(1), το δε άτομο Β έχει την συνάρτηση χρησιμότητας UΒ = 4X2 + Μ2(2). Η τιμή του Χ είναι 0,5 και του Μ είναι 1. Το εισόδημα του Α είναι 90 και του Β είναι 45. Να υπολογίσετε την ποσότητα του Χ που θα ζητήσει το κάθε άτομο.

Λύση:

α. Υπολογισμός του ΧΑ

Η μέγιστη ποσότητα του αγαθού Χ που θα ζητήσει το άτομο Α, είναι αυτή που εξισώνει το οριακό του όφελος με το οριακό του κόστος υπό τον εισοδηματικό του περιορισμό. Δηλαδή ισχύουν:

MRSX,MA = MRCX,M

A (3)

XΑ +MΑ = 90(4)

Γνωρίζουμε ότι, το οριακό όφελος ισούται με το λόγο των οριακών χρησιμοτήτων αφενός και αφετέρου το οριακό κόστος ισούται με το λόγο των τιμών των 2 αγαθών. Με βάση αυτά η (3) μετατρέπεται ως εξής:

MRSX,MA = MRCX,M

A =>4ΧΑΜΑ

=PXA

PMA=>

4ΧΑΜΑ

=0,5

1(5)

Στην συνέχεια λύνουμε την (4) ως προς ΜΑ:

MΑ = 90− XΑ(6):

Οπότε η (5) λόγω της (6) μετατρέπεται ως εξής:

4ΧΑΜΑ

=0,5

1=>

4ΧΑ90 − ΧΑ

= 0,5 => 4ΧΑ = 45 − 0,5ΧΑ => 4,5ΧΑ = 45 => ΧΑ = 10

β. Υπολογισμός του ΧΒ

Η μέγιστη ποσότητα του αγαθού Χ που θα ζητήσει το άτομο Α, είναι αυτή που εξισώνει το οριακό του όφελος με το οριακό του κόστος υπό τον εισοδηματικό του περιορισμό. Δηλαδή ισχύουν:

MRSX,MΒ = MRCX,M

Β (3)

XΒ +MΒ = 45(4)

Γνωρίζουμε ότι, το οριακό όφελος ισούται με το λόγο των οριακών χρησιμοτήτων αφενός και αφετέρου το οριακό κόστος ισούται με το λόγο των τιμών των 2 αγαθών. Με βάση αυτά η (3) μετατρέπεται ως εξής:

MRSX,MΒ = MRCX,M

Β =>8ΧΒ2ΜΒ

=PXΒ

PMΒ=>

8ΧΒ2ΜΒ

=0,5

1(5)

Στην συνέχεια λύνουμε την (4) ως προς ΜΒ:

MΒ = 45− XΒ(6):

Οπότε η (5) λόγω της (6) μετατρέπεται ως εξής:

4ΧΒΜΒ

=0,5

1=>

4ΧΒ45 − ΧΒ

= 0,5 => 4ΧΒ = 22,5 − 0,5ΧΒ => 4,5ΧΒ = 22,5 => ΧΒ = 5

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.30/106

3.5 Αποτελεσματική παροχή δημόσιων αγαθών: Προβλήματα

Αν και η ανταγωνιστική αγορά παρέχει τα ιδιωτικά αγαθά αποτελεσματικά, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο με τα δημόσια αγαθά. Γιατί5;

Ένα άτομο καταναλώνει το αγαθό ακόμη και όταν δεν πληρώνει καμιά τιμή γι’ αυτό. Το πρόβλημα της εκτόπισης με την αντίδραση του ιδιωτικού τομέα στην παροχή από το

Δημόσιο. Είναι δύσκολο να μετρηθεί το κόστος και τα οφέλη των δημόσιων αγαθών. Είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι προτιμήσεις του ατόμου για δημόσια αγαθά και

οι συνολικές προτιμήσεις. Τα άτομα μπορεί να έχουν κίνητρα να αποκρύπτουν τις αληθινές τους προτιμήσεις για

ένα δημόσιο αγαθό.

Αν ο Α μπορεί να κάνει τον Ε να πληρώσει για το δημόσιο αγαθό, (πόσο εύκολο είναι;) τότε αυτός μπορεί να χρησιμοποιήσει το εισόδημα του για άλλους σκοπούς και να απολαμβάνει φυσικά το δημόσιο αγαθό. Αυτό το κίνητρο να πληρώνει ο Ε το δημόσιο αγαθό, ενώ ο Α το απολαμβάνει χωρίς να πληρώνει, είναι γνωστό ως το “πρόβλημα του δωρεάν χρήστη (τζαμπατζή).”Αυτό το κίνητρο να καταναλώνει ελεύθερα το αγαθό χωρίς να πληρώνει οφείλεται στο ότι το δημόσιο αγαθό χαρακτηρίζεται από μη ανταγωνιστική χρήση και αδυναμία αποκλεισμού. Ας πάρουμε το αριθμητικό παράδειγμα που είδαμε πιο πριν. Ας υποθέσουμε ότι ο Α δεν πληρώνει και ο Ε αγοράζει την άριστη γι’ αυτόν ποσότητα. Ο Ε επιλέγει ποσότητα:PE=MC=QE=Q=120. Αφού ο Ε αγοράζει 120 μονάδες δημόσιου αγαθού ο Α δεν αγοράζει καμιά μονάδα επιπλέον, επειδή το οριακό όφελος του από την 120η μονάδα είναι μικρότερο από το οριακό κόστος του.

Λύσεις στο πρόβλημα του δωρεάν χρήστη

Δυνητικά η παρέμβαση του κράτους μπορεί να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική λύση. Το κράτος μπορεί να ασκήσει την καταπιεστική του εξουσία και να υποχρεώσει τους πολίτες να πληρώσουν για τα δημόσια αγαθά, μέσα από τη φορολογία

Το φαινόμενο του δωρεάν χρήστη δεν είναι πάντως καθολικό. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα άτομα δρουν συλλογικά χωρίς να υποχρεώνονται γι’ αυτό.

Πειράματα σε εργαστήρια με φοιτητές φαίνεται να αμφισβητούν την άποψη ότι τα άτομα αποφεύγουν να πληρώσουν για δημόσια αγαθά.

3.6 Ιδιωτική παροχή δημόσιων αγαθών: Προβλήματα

Πότε η ιδιωτική παροχή δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα του δωρεάν χρήστη; Τρεις παράγοντες είναι σημαντικοί:

(α) Έντονες προτιμήσεις.

Όταν κάποια άτομα έχουν ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση για δημόσια αγαθά, τότε μπορεί να έχουμε ιδιωτική παροχή, η οποία μπορεί να μην είναι αποτελεσματική.

(β) Αλτρουισμός

Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τους άλλους. Το πρόβλημα του δωρεάν χρήστη μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με πλήρη αλτρουισμό.

(γ) Αίσθημα συνεισφοράς στα κοινά

Τα άτομα παίρνουν ικανοποίηση με το να συνεισφέρουν σε δημόσια αγαθά. Δεν λύνει όμως το πρόβλημα της υποπροσφοράς.

5 Σ. Καραγιάννη-Μ. Πεμπετζόγλου, Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, 2009.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.31/106

3.7 Δημόσια ή ιδιωτική παραγωγή

Δημόσια παραγωγή

Πώς παρεμβαίνει το κράτος;

Το κράτος παράγει το ίδιο τα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρει στους πολίτες. Η παροχή δημόσιων αγαθών από το κράτος δεν σημαίνει ότι η παραγωγή των αγαθών γίνεται από το δημόσιο τομέα. Μπορεί ή παραγωγή δημοσίων αγαθών να γίνεται από ιδιωτικές μονάδες για λογαριασμό του δημοσίου, το οποίο στην συνέχεια τα παρέχει στους πολίτες. Π.χ. οι υπάλληλοι για τον έλεγχο ασφάλειας στα αεροδρόμια. Τα στελέχη του δημόσιου τομέα μπορεί να μην έχουν ισχυρά κίνητρα για έλεγχο του κόστους, λόγω απουσίας του κινήτρου του κέρδους, του φόβου εξαγοράς, ή κινδύνου χρεοκοπίας. Η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών μπορεί όμως να είναι καλύτερη, κυρίως λόγω του ότι τα συμβόλαια με τους ιδιωτικούς φορείς δεν είναι πλήρη.

Μείγμα Δημόσιας και Ιδιωτικής παραγωγής

Το μείγμα ιδιωτικής και δημόσιας παροχής εξαρτάται από :

Σχετικά κόστη υλικών και μισθοδοσίας: Ποιος τομέας είναι πιο ακριβός; Διοικητικά κόστη: Μπορούν τα πάγια κόστη να κατανεμηθούν σε μεγάλη ομάδα του

πληθυσμού; Ποικιλία προτιμήσεων. Η ιδιωτική παροχή είναι πιο αποτελεσματική όταν ποικίλουν οι

προτιμήσεις, επειδή τα άτομα κανονίζουν την κατανάλωση τους με βάση τις προτιμήσεις τους.

Διανεμητικές επιπτώσεις. Από άποψη δικαιοσύνης μπορεί να θεωρηθεί ότι κάποια αγαθά πρέπει να είναι διαθέσιμα σε όλα τα άτομα. Πχ παιδεία, υπηρεσίας υγείας, κ.α.

3.8 Πείραμα με την κατασκευή ενός δρόμου

Το κράτος εξετάζει την περίπτωση της κατασκευής ενός αυτοκινητόδρομου. Η Ελένη ζει και εργάζεται κοντά στην τοποθεσία του νέου δρόμου. Κάθε μήνα κάνει κάποια ταξίδια μεταξύ των πόλεων Α και Β. Αν χτιστεί ο νέος δρόμος, ο χρόνος του κάθε ταξιδιού της θα μειωθεί από τα 30 λεπτά στα 20 λεπτά.

Το διπλανό σχήμα δείχνει την καμπύλη ζήτησης της Ελένης για ταξίδια μεταξύ των πόλεων Α και Β.

Η κυβέρνηση ρωτά την Ελένη αν είναι υπέρ της κατασκευής του νέου δρόμου. Η Ελένη απαντά ότι θα εξοικονομήσει €1 το μήνα, αφού κάνει 10 ταξίδια το μήνα και εξοικονομεί ανά ταξίδι 10 λεπτά. Άρα, το μέγιστο ποσό που θα ήταν διατεθειμένη να πληρώνει σε φόρους ανά μήνα, για να κατασκευαστεί ο δρόμος, είναι €1.

Αν δεν της ζητηθεί να πληρώσει περισσότερα, τότε είναι υπέρ της κατασκευής του νέου δρόμου. Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι κατά. Είναι σωστή η άποψη της Ελένης;

Πράγματι είναι σωστή η άποψη της, διότι βασίζεται στην αρχή της ισορροπίας και της αποτελεσματικότητας κατά Pareto, δηλαδή της ισότητας του οριακού της οφέλους (εξοικονόμηση €1 το μήνα) με το οριακό της κόστος (επιβάρυνση €1 το μήνα).

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.32/106

3.9 Η αναδιανομή ως δημόσιο αγαθό: παράδειγμα

Ας υποθέσουμε ότι από μια ομάδα 1000 πλουσίων ατόμων, το καθένα είναι διατεθειμένο να συνεισφέρει €100 για 100 φτωχά άτομα – στο βαθμό που όλοι συνεισφέρουν, και ας υποθέσουμε ότι το κάθε ένα πλούσιο άτομο αποκομίζει ένα όφελος ίσο με €0,10, για κάθε €1 που αναδιανέμεται, μέχρι €100 ανά άτομο.

Αν ένα άτομο συνεισφέρει €1 ατομικά, θα έχει όφελος €0,10 αλλά δίνει €1. (Αυτό δίνει κίνητρα για να είναι τζαμπατζής). Αν όμως το κάθε άτομο συνεισφέρει €1 το συλλογικό όφελος είναι €1 * 0,10 * 1000 = €100.

Το καθαρό όφελος ενός πλούσιου ατόμου που συνεισφέρει είναι €100 - €1 = €99.

- Άρα τα €100 που μεταβιβάζονται από καθένα από τα 100 πλούσια άτομα θα δώσουν ένα όφελος €100 Χ 1000 Χ €99 = €9.900.000 συλλογικό όφελος.

- Για το κάθε άτομο χωριστά το αποτέλεσμα θα ήταν (€100 Χ 0,10) - €100 = -€90.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.33/106

4. Εξωτερικές Επιδράσεις

Η κατανάλωση ή η παραγωγή των ηµιδηµόσιων αγαθών συνεπάγεται εξωτερικές επιδράσεις.

Ορισμός: Με τον όρο «εξωτερικές επιδράσεις ή εξωτερικότητες» εννοούμε τις επιπτώσεις των πράξεων ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης στην ευημερία άλλων ατόμων ή στο κόστος άλλων επιχειρήσεων.

Στην περίπτωση αυτή η αγορά δεν μπορεί να «εσωτερικεύσει» δηλαδή να αμβλύνει τις εξωτερικότητες αυτές, επειδή υπάρχει διάσταση μεταξύ κοινωνικού και ιδιωτικού κόστους ή κοινωνικού και ιδιωτικού οφέλους.

Οι εξωτερικότητες επομένως προκαλούνται από την παραγωγή ή την κατανάλωση ορισμένων αγαθών και διακρίνονται σε:

(1) εξωτερικές επιδράσεις στην κατανάλωση, (2) εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή, (3) μικτές εξωτερικές επιδράσεις.

4.1 Εξωτερικές επιδράσεις στην κατανάλωση.

Με τον όρο αυτό εννοούμε τις πράξεις ενός ατόμου µέσω της κατανάλωσης ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το επίπεδο ευημερίας ενός άλλου ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων.

Οι εξωτερικές επιδράσεις στην κατανάλωση διακρίνονται σε:

Αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή εξωτερικές επιβαρύνσεις στην κατανάλωση προκαλούνται όταν η κατανάλωση ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών από ένα άτομο επηρεάζει αρνητικά το επίπεδο ευημερίας ενός άλλου ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, χωρίς αυτά να αποζημιώνονται για τη μείωση του επιπέδου ευημερίας τους, π.χ. το κάπνισμα σε κλειστό χώρο που βρίσκονται και άλλα άτομα.

Θετικές εξωτερικές επιδράσεις στην κατανάλωση προκαλούνται όταν η κατανάλωση ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών από ένα άτομο επηρεάζει θετικά το επίπεδο ευημερίας ενός άλλου ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, χωρίς αυτό να δέχεται αμοιβή για την αύξηση του επιπέδου ευημερίας που προκάλεσε στους άλλους καταναλωτές, π.χ. ο κήπος του γείτονά µας, µας προκαλεί ευχαρίστηση, χωρίς όμως εμείς να καταβάλουμε τιμή γι’αυτήν την ευχαρίστηση ή να συμμετέχουμε στις δαπάνες περιποίησης του κήπου.

4.2 Εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή

Με τον όρο αυτό εννοούμε τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης µέσω της παραγωγής του αγαθού της ή των αγαθών της, που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τη δραστηριότητα μιας άλλης επιχείρησης ή άλλων επιχειρήσεων µέσω του κόστους παραγωγής του αγαθού ή των αγαθών της δεύτερης επιχείρησης.

Οι εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή διακρίνονται σε:

Αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή εξωτερικές επιβαρύνσεις στην παραγωγή που προκαλούνται, όταν η δραστηριότητα μίας επιχείρησης επιβαρύνει µε κάποιο επιπλέον κόστος άλλες επιχειρήσεις, αλλά δεν τις αποζημιώνει γι’ αυτό το κόστος που προκαλεί, π.χ. η μόλυνση του νερού ενός ποταμού από τα απόβλητα ενός χημικού εργοστασίου που το καθιστά ακατάλληλο για τη συνέχιση της λειτουργίας ενός γειτονικού ιχθυοτροφείου.

Θετικές εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή που προκαλούνται, όταν η δραστηριότητα μιας επιχείρησης αποφέρει όφελος σε άλλη ή σε άλλες επιχειρήσεις, αλλά δεν αποκομίζει αμοιβή γι’ αυτό το όφελος που αποφέρει στις άλλες επιχειρήσεις, π.χ. η αύξηση της απόδοσης μελισσοκομείου που βρίσκεται σε κοντά σε αγρόκτημα µε μηλιές.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.34/106

4.3 Μικτές εξωτερικές επιδράσεις

Με τον όρο αυτό εννοούμε τις δραστηριότητες μιας επιχείρησης που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το επίπεδο ευημερίας ενός άλλου ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων καθώς και όταν η κατανάλωση ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών επηρεάζει θετικά ή αρνητικά το κόστος παραγωγής ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών.

Οι μικτές εξωτερικές επιδράσεις διακρίνονται σε:

Αρνητικές μικτές εξωτερικές επιδράσεις που προκαλούνται, όταν η δραστηριότητα μιας επιχείρησης επηρεάζει αρνητικά το επίπεδο ευημερίας ενός ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, χωρίς το άτομο ή τα άτομα να αποζημιώνονται γι’ αυτό, -π.χ. η ρύπανση της ατμόσφαιρας από ένα εργοστάσιο χαρτιού μειώνει την ευημερία των κατοίκων της περιοχής. Οι αρνητικές μικτές εξωτερικές επιδράσεις αποτελούν την πλέον συνηθισμένη μορφή όλων των ειδών εξωτερικοτήτων, δηλαδή όταν μιλάμε για μικτές εξωτερικές επιδράσεις συνήθως εννοούμε τις αρνητικές μικτές εξωτερικές επιδράσεις.

Θετικές μικτές εξωτερικές επιδράσεις που προκαλούνται, όταν η δραστηριότητα μιας επιχείρησης επηρεάζει θετικά το επίπεδο ευημερίας ενός ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, χωρίς η επιχείρηση να αμείβεται γι’ αυτό, π.χ. η κατασκευή ενός εμπορικού κέντρου θα αυξήσει την αξία των ακινήτων της περιοχής ή όταν η κατανάλωση ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών επηρεάζει θετικά το κόστος παραγωγής ενός αγαθού ή ορισμένων αγαθών, χωρίς να υπάρχει η ανάλογη αμοιβή, π.χ. η βελτίωση των υπηρεσιών παιδείας αυξάνει την παραγωγικότητα των εργαζομένων.

4.4 Διαγραμματική ανάλυση εξωτερικών επιδράσεων

(α) Το θεώρημα του Coase.

Όταν τα συναλλακτικά κόστη είναι μικρά, θα βρεθεί μια κοινωνικά αποτελεσματική λύση σε μια εξωτερικότητα, αρκεί να καθιερωθούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από το σε ποιον δίνονται δικαιώματα αυτά (βλ. διπλανό σχήμα).

Απαραίτητες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει το θεώρημα του Coase είναι οι εξής:

τα συναλλακτικά κόστη μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών είναι μικρά,

η πηγή της εξωτερικότητας είναι σαφώς προσδιορισμένη,

και οι ιδιοκτήτες ενός πόρου έχουν τα νομικά μέσα να αποτρέψουν την καταστροφή της περιουσίας τους.

(β) Κρατικές αντιδράσεις στις εξωτερικές επιδράσεις

1. Επιβολή φόρων

2. Χορήγηση επιδοτήσεων

Διαπραγματεύσεις και το θεώρημα του Coase

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.35/106

3. Επιβολή φόρου για Μείωση της ρύπανσης κατά την ίδια ποσότητα

4. Ανώτατα όρια και εμπορία έναντι φόρου στις εκπομπές ρύπων

- Αντίδραση στον πληθωρισμό - Αντίδραση σε μεταβολές κόστους - Αντίδραση στην αβεβαιότητα - Ρυθμίσεις που στηρίζονται σε κίνητρα - Μέθοδος εντολών και ελέγχου - Τεχνολογικές προδιαγραφές - Πρότυπα επιδόσεων

Με την καθιέρωση συστήματος ανώτατων ορίων και εμπορίας προκύπτουν τα εξής ερωτήματα:

- Επέρχεται τέλος εκπομπών; - Ποιος ωφελείται; - Ποιος επωμίζεται το κόστος;

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.36/106

5. Ανάλυση Δημοσίων Δαπανών6

5.1 Σκοπός και περιεχόμενο της ανάλυσης

Οι αποφάσεις για την παροχή των δημοσίων αγαθών από το κράτος λαμβάνονται από τον πολιτικό μηχανισμό του κράτους και ως εκ τούτου συνήθως αντιμετωπίζουν το ερώτημα αν λαμβάνονται με ορθολογικό τρόπο ή όχι.

Είναι πολύ πιθανόν το πολιτικό προσωπικό που παίρνει τις αποφάσεις για την παροχή των δημοσίων αγαθών, να αγνοεί το κοινωνικό κόστος ή την κοινωνική ωφέλεια των αποφάσεων του ή να αγνοεί τη διανομή του κοινωνικού κόστους ή της κοινωνικής ωφέλειας των αποφάσεων του μεταξύ των πολιτών με διαφορετικά εισοδήματα.

Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που οι αποφάσεις για την παροχή των δημοσίων αγαθών αναφέρουν το κοινωνικό κόστος ή την κοινωνική ωφέλεια τους, δεν γνωρίζουν τη σημασία τους με όρος χρηματικούς.

Για τους παραπάνω σοβαρούς λόγους είναι αναγκαία η επιστημονική οικονομική ανάλυση των δημοσίων δαπανών, δηλαδή των δαπανών που απαιτούνται για την παροχή των δημόσιων αγαθών. Σκοπός δε τη ανάλυσης αυτής δεν μπορεί παρά να είναι όπως προαναφέρθηκε:

1) Η χρηματική αποτίμηση του κοινωνικού κόστους και της κοινωνικής ωφέλειας των δημοσίων δαπανάν.

2) Ο προσδιορισμός της διανομής του κοινωνικού κόστους ή της κοινωνικής ωφέλειας μεταξύ των πολιτών με διαφορετικό εισόδημα.

Με την ανάλυση των δημοσίων δαπανών επιδιώκονται κατά συνέπεια τα εξής:

1) Ο προσδιορισμός του αρίστου συνολικού ύψους των δημοσίων δαπανών. 2) Ο άριστος επιμερισμός του συνολικού ύψους των δημοσίων δαπανών μεταξύ των

επιμέρους δραστηριοτήτων του κράτους. 3) Η εφαρμογή της οικονομικής αρχής της μέγιστης καθαρής κοινωνικής ωφέλειας στις

δημόσιες δαπάνες, δηλαδή η επίτευξη της μέγιστης κοινωνικής ευημερίας με το ελάχιστο κοινωνικό κόστος.

Πρέπει να τονισθεί σε αυτό το σημείο ότι, οι αποφάσεις για τις δημόσιες δαπάνες δεν επιφέρουν μόνο οικονομικά αποτελέσματα, δηλαδή κοινωνικό όφελος ή κοινωνικό κόστος. Συνεπάγονται και μη οικονομικά αποτελέσματα, όπως π.χ. η δαπάνη για την κατασκευή ενός δημόσιου πάρκου επηρεάζει θετικά την αισθητική του περιβάλλοντος και τον καθαρισμό της ατμόσφαιρας. Είναι δε πολλές φορές πιθανόν οι πολίτες να ανταλλάξουν τα οικονομικά οφέλη μιας δημόσιας δαπάνης με τα μη οικονομικά οφέλη μιας άλλης δημόσιας δαπάνης. Επομένως αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις για τις δημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με την παροχή συγκεκριμένων δημοσίων αγαθών, είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη τις μη οικονομικές συνέπειες των αποφάσεων τους σε σχέση με τις οικονομικές.

5.2 Η αρχή της μέγιστης καθαρής κοινωνικής ωφέλειας

Όπως προαναφέραμε οι αποφάσεις για δημόσιες δαπάνες συνεπάγονται κοινωνικό κόστος και κοινωνική ωφέλεια. Αν υποθέσουμε ότι αυτά τα μεγέθη είναι γνωστά, τότε το πρόβλημα που τίθεται είναι, η αναζήτηση των κατάλληλων κριτηρίων με βάση τα οποία:

1) Θα προσδιορίζεται το συνολικό ύψος των δημοσίων δαπανών, δηλαδή ο προϋπολογισμός τους.

2) Θα καθορίζεται ο τρόπος της χρηματοδότησης τους. 3) Θα επιμερίζεται ο προϋπολογισμός των δημοσίων δαπανών στα επιμέρους σχέδια

δημοσίων δαπανών.

6Θ. Γεωργακόπουλος, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Ε.Μπένου, Αθήνα 2008

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.37/106

5.2.1 Το κριτήριο του προσδιορισμού του συνολικού ύψους των δημοσίων δαπανών

Το κατάλληλο κριτήριο προσδιορισμού του συνολικού ύψους των δημοσίων δαπανών παρέχεται από την Αρχή της Μέγιστης Καθαρής Κοινωνικής Ωφέλειας. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η κοινωνική ωφέλεια οποιασδήποτε δημόσιας δαπάνης πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το κοινωνικό κόστος. Δηλαδή η καθαρή κοινωνική ωφέλεια μιας οποιασδήποτε δημόσιας δαπάνης, που ισούται με την κοινωνική ωφέλεια μείον το κοινωνικό κόστος, πρέπει να είναι θετική. Επομένως πρέπει να επιλέγονται οι δημόσιες δαπάνες που μεγιστοποιούν την καθαρή κοινωνική ωφέλεια.

Επειδή δε η παροχή δημοσίων αγαθών απαιτεί την μεταφορά παραγωγικών συντελεστών από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα της οικονομίας, το κοινωνικό κόστος που αντιστοιχεί στην αμοιβή αυτών των μεταφερόμενων παραγωγικών συντελεστών παραγωγής δημοσίων αγαθών, είναι ίσο με τη χαμένη κοινωνική ωφέλεια παραγωγής ιδιωτικών αγαθών με τη χρήση αυτών των παραγωγικών συντελεστών, αν δεν μεταφερόταν.

Επομένως η δημόσια οικονομική δραστηριότητα ανάλωσης δημοσίων δαπανών για την παροχή δημοσίων αγαθών πρέπει να επεκτείνεται μέχρι του σημείου που επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση της καθαρής κοινωνικής ωφέλειας, δηλαδή η διαφορά της κοινωνικής ωφέλειας της δημόσιας οικονομικής δραστηριότητας με τη χαμένη κοινωνική ωφέλεια της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας.

Σε επίπεδο μαθηματικής προσέγγισης, αν συμβολίσουμε με:

Β: την καθαρή κοινωνική ωφέλεια, Βs: την κοινωνική ωφέλεια της δημόσιας οικονομικής δραστηριότητας, Βp: την χαμένη κοινωνική ωφέλεια της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας,

Τότε η καθαρή κοινωνική ωφέλεια δίδεται από τη σχέση:

B = Bs − Bp (1)

Άρα η επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας του δημοσίου, δηλαδή το άριστο συνολικό ύψος των δημοσίων δαπανών, πρέπει να συνεχισθεί έως ότου μεγιστοποιηθεί η προαναφερόμενη σχέση (1). Επειδή η σχέση (1) μεγιστοποιείται όταν η συνθήκη δευτέρας τάξης της είναι ίση με το μηδέν, θα έχουμε:

dB

dx=dBsdx−dBp

dx= 0 =>

dBsdx=dBp

dx (2)

Δηλαδή σύμφωνα με τη (2), η μεγιστοποίηση της καθαρής κοινωνικής ωφέλειας επιτυγχάνεται όταν, η οριακή κοινωνική ωφέλεια από τη δημόσια οικονομική δραστηριότητα ισούται με την οριακή κοινωνικά ωφέλεια από τη χαμένη εναλλακτική ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα.

5.2.2 Το κριτήριο του άριστου επιμερισμού των διαιρετών δημοσίων δαπανών

Η αναζήτηση του κριτηρίου του άριστου επιμερισμού του συνολικού ποσού των δημοσίων δαπανών σε επιμέρους προγράμματα διαιρετών δημοσίων δαπανών, δηλαδή δαπανών που διατίθενται με συνεχή τρόπο, προκύπτει από την εξής ανάλυση:

Έστω Π το συνολικό ποσό των δημοσίων δαπανών (ή διαφορετικά το ύψος του προϋπολογισμού δημοσίων δαπανών). Υποθέτουμε ότι Χ και Μ παριστάνουν τα επιμέρους προγράμματα δημοσίων δαπανών για υγεία και παιδεία αντίστοιχα.

Το πρόβλημα του επιμερισμού του συνολικού ποσού των δημοσίων δαπανών ή διαφορετικά της άριστης σύνθεσης του προϋπολογισμού των δημοσίων δαπανών, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:

Ποιο ποσό χρημάτων πρέπει να δαπανηθεί για καθένα από τα προγράμματα Χ και Μ ώστε να μεγιστοποιηθεί η καθαρή κοινωνική ωφέλεια;

Το πρόβλημα προφανώς λύνεται σε μαθηματικό επίπεδο με τη μεγιστοποίηση της συνολικής κοινωνικής ωφέλειας από τα δυο προγράμματα Χ και Μ, υπό τον περιορισμό του ύψους του προϋπολογισμού των δημοσίων δαπανών.

Αν θέσουμε όπου:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.38/106

- ΒΧ: την κοινωνική ωφέλεια από το πρόγραμμα Χ, - ΒΜ: την κοινωνική ωφέλεια από το πρόγραμμα Μ, - CX: το κοινωνικό κόστος από το πρόγραμμα Χ, - CΜ: το κοινωνικό κόστος από το πρόγραμμα Μ,

Τότε το πρόβλημα είναι το εξής:

Ποιο είναι το μέγιστο ΒΧ+ΒΜ

Με τον περιορισμό Π=CX+CΜ

Η λύση του παραπάνω προβλήματος επιτυγχάνεται με την μέθοδο των πολλαπλασιαστών του Lagrange. Δηλαδή η συνάρτηση Lagrange που πρέπει να μεγιστοποιηθεί λαμβάνει την εξής μορφή:

L = BX + BM + λ(Π − CX − CM)(1)

όπου λ ο συντελεστής Lagrange.

Οι συνθήκες πρώτης τάξης για την μεγιστοποίηση της (1) δίδονται από τις σχέσεις:

∂L

∂∁X=∂BX∂∁X

− λ = 0 (2)

∂L

∂∁Μ=∂BΜ∂∁Μ

− λ = 0 (3)

∂L

𝜕𝜆= Π − CX − CM = 0 (4)

Από τις (2) και (3) θα έχουμε:

∂BX∂∁X

= λ (4)

∂BΜ∂∁Μ

= λ (5)

Διαιρώντας κατά μέλη τις (4) και (5) λαμβάνουμε:

∂BX

∂∁X∂BΜ

∂∁Μ

= 1 =>∂BX∂∁X

=∂BΜ∂∁Μ

(6)

Δηλαδή η άριστη σύνθεση του προϋπολογισμού επιτυγχάνεται όταν η οριακή κοινωνική ωφέλεια του προγράμματος Χ είναι ίση με την οριακή κοινωνική ωφέλεια του προγράμματος Μ.

Συμπερασματικά, δεχόμαστε ότι το ύψος του συνολικού ποσού των δημοσίων δαπανών πρέπει να φθάσει σε εκείνο το σημείο, που οι οριακές κοινωνικές ωφέλειες όλων των επιμέρους προγραμμάτων δημοσίων δαπανών εξισωθούν.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.39/106

5.3 Η αξιολόγηση σχεδίων δημοσίων δαπανών

Η κοινωνική ωφέλεια και το κοινωνικό κόστος μιας δημόσιας δαπάνης δεν λαμβάνουν χώρα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, π.χ. το έτος, αλλά επεκτείνονται σε μια σειρά χρονικών περιόδων, π.χ. ετών. Για παράδειγμα η κατασκευή ενός δημόσιου νοσοκομείου απαιτεί έστω πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα καταβάλλονται οι σχετικές δαπάνες. Και για τα επόμενα όμως χρόνια θα απαιτούνται οι καταβολές σχετικών δαπανών για τη συντήρηση του. Παράλληλα η κοινωνική ωφέλεια από την κατασκευή του δημόσιου νοσοκομείου θα διαρκέσει όσο και η ωφέλιμη «ζωή» του.

Πριν προχωρήσουμε κρίνουμε σκόπιμο να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες της χρηματικής αποτίμησης της κοινωνικής ωφέλειας και του κοινωνικού κόστους μιας δημόσιας δαπάνης.

Η βασική αρχή βάσει της οποίας αποτιμώνται η κοινωνική ωφέλεια και το κοινωνικό κόστος μιας δημόσιας δαπάνης είναι η εξής:

Όλες οι ευνοϊκές συνέπειες μια δημόσιας δαπάνης (κοινωνική ωφέλεια) αποτιμώνται με το μέγιστο χρηματικό ποσό, που οι ωφελούμενοι είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν για να τις αποδεχθούν. Π.χ. η χρηματική αποτίμηση της κοινωνικής ωφέλειας των ιατρικών-νοσηλευτικών υπηρεσιών ενός δημόσιου νοσοκομείου είναι ίση με το μέγιστο χρηματικό ποσό, που τα άτομα είναι διατεθειμένα να καταβάλλουν αν οι υπηρεσίες αυτές τους προσφερόταν από ένα ιδιωτικό νοσοκομείο.

Με την ίδια λογική, όλες οι δυσμενείς συνέπειες μια δημόσιας δαπάνης (κοινωνικό κόστος) αποτιμώνται με το ελάχιστο χρηματικό ποσό, που οι δυσμενώς επηρεαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν για να τις αποδεχθούν. Π.χ. η χρηματική αποτίμηση του κοινωνικού κόστους των ιατρικών-νοσηλευτικών υπηρεσιών ενός δημόσιου νοσοκομείου είναι ίση με το ελάχιστο χρηματικό ποσό, που τα άτομα είναι διατεθειμένα να καταβάλλουν αν οι υπηρεσίες αυτές τους προσφερόταν από ένα ιδιωτικό νοσοκομείο.

Με βάση την προαναφερόμενη αρχή, η κοινωνική ωφέλεια και το κοινωνικό κόστος μιας δημόσιας δαπάνης αποτιμώνται χρηματικά σε όλη τη διάρκεια ζωής του έργου, για το οποίο πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη δαπάνη.

Επειδή δε υπάρχουν συνήθως πολλά σχέδια δημοσίων δαπανών διαφορετικής χρονικής εξέλιξης των κοινωνικών ωφελειών και επιβαρύνσεων τους, ενώ αντίθετα τα διαθέσιμα μέσα για τη χρηματοδότηση τους είναι περιορισμένα, προκύπτει το ερώτημα:Με ποια μέθοδο θα γίνει η αξιολόγηση τους, ώστε να προκριθούν εκείνα τα σχέδια δημοσίων δαπανών, που είναι παρέχουν τη μεγαλύτερη κοινωνική ευημερία;

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική σε απάντηση του ερωτήματος αυτού, δύο είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση σχεδίων δημοσίων δαπανών, η μέθοδος της παρούσας αξίας, και η μέθοδος της αποδοτικότητας.

5.3.1. Η μέθοδος της καθαρής παρούσας αξίας (NPV)

Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην εξής αντίληψη: η κοινωνική ωφέλεια ή το κοινωνικό κόστος σε μια μελλοντική χρονική περίοδο δεν έχουν την ίδια αξία με την ίδια κοινωνική ωφέλεια ή κοινωνικό κόστος στην παρούσα περίοδο. Επομένως για να γίνει αποδεκτή η σύγκριση της κοινωνικής ωφέλειας με το κοινωνικό κόστος μια δημόσιας δαπάνης, πρέπει οι αξίες τους να αναχθούν στο παρόντα χρόνο.

Με βάση αυτή την αντίληψη, η τεχνική της μεθόδου αυτής είναι η εξής:

Έστω ότι C0, C1, C2, …Cnπαριστάνουν το κοινωνικό κόστος ενός σχεδίου δημόσιας δαπάνης για τα χρόνια 0,1,2, …η και αντίστοιχα Β0, Β1, Β2, …Βnπαριστάνουν τη κοινωνική ωφέλεια του ίδιου σχεδίου για τα ίδια χρόνια. Η καθαρή κοινωνική ωφέλεια για τα ίδια χρόνια θα είναι αντίστοιχα:

(Β0 -C0), (Β1 –C1), (Β2 –C2), …..(Βη –Cη) ή γενικά:

Βj′ = Bj − Cj

όπου j=0,1,2,….n

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.40/106

Επομένως η καθαρή παρούσα αξία της καθαρής κοινωνικής ωφέλειας δίδεται από τον εξής γνωστό τύπο:

NPV =Β1′

(1 + i)+

Β2′

(1 + i)2+⋯+

Βn′

(1 + i)n− Β0(1)

όπου i=το χρησιμοποιούμενο επιτόκιο προεξόφλησης, για την αναγωγή των μελλοντικών καθαρών κοινωνικών ωφελειών.

Εάν η NPV>0, τότε η σχετική δημόσια δαπάνη είναι συμφέρουσα για την κοινωνία, σε αντίθετη δε περίπτωση πρέπει να απορριφθεί.

Όπως είναι προφανές από τον προαναφερόμενο τύπο (1), η τιμή της καθαρής παρούσας αξίας επηρεάζεται καθοριστικά από το προεξοφλητικό επιτόκιο. Δηλαδή όσο μεγαλύτερο είναι αυτό, τόσο μικρότερη είναι η τιμή της και το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει ότι ένα σχέδιο δημόσιας δαπάνης μπορεί να επιλεγεί ως ωφέλιμο κοινωνικά όταν η καθαρή παρούσα αξία του υπολογισθεί με ένα δεδομένο προεξοφλητικό επιτόκιο, ενώ αν υπολογισθεί με ένα μεγαλύτερο προεξοφλητικό επιτόκιο, η παρούσα αξία του να είναι αρνητική και έτσι θα πρέπει να απορριφθεί. Για το λόγο αυτό ένα «ασφαλές» προεξοφλητικό επιτόκιο που συνήθως χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας σχεδίων δημοσίων δαπανών, είναι η εγγυημένη απόδοση των ομολόγων μακροχρόνιας διάρκειας του δημοσίου.

Η μέθοδος της καθαρής παρούσας αξίας δεν χρησιμοποιείται μόνο για την αξιολόγηση μεμονωμένων σχεδίων δημοσίων δαπανών, αλλά χρησιμοποιείται για την κατάταξη διαφόρων σχεδίων δημοσίων δαπανών, προκειμένου να επιλεγούν εκείνα τα σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν με το προϋπολογιζόμενο κάθε φορά συνολικό ποσό χρηματοδότησης δημοσίων δαπανών από το κράτος.

Παράδειγμα 1:

Έστω η κοινωνική ωφέλεια και το αντίστοιχο κοινωνικό κόστος ενός σχεδίου δημόσιας δαπάνης δίδονται σε ευρώ από τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ Κοινωνικό

κόστος Κοινωνική ωφέλεια

0 100 0 1 10 40 2 15 60 3 20 74

Να αξιολογηθεί το εν λόγω σχέδιο δαπάνης με την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόδοση των ομολόγων μακροχρόνιας διάρκειας του δημοσίου είναι 3%.

Λύση:

Με απευθείας εφαρμογή του προαναφερόμενου τύπο (1) θα έχουμε:

NPV =(40 − 10)

(1 + 0,03)+(60 − 15)

(1 + 0,03)2+(74 − 20)

(1 + 0,03)3− 100 = 20,96

Επομένως επειδή του συγκεκριμένου σχεδίου δημόσιας δαπάνης η καθαρή παρούσα αξία της καθαρής κοινωνικής του ωφέλειας είναι θετική, συμπεραίνουμε ότι η υλοποίηση του θα είναι κοινωνικά ωφέλιμη.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.41/106

Παράδειγμα 2:

Έστω η κοινωνική ωφέλεια και το αντίστοιχο κοινωνικό κόστος σε ευρώ των παρακάτω σχεδίων δημόσιων δαπανών δίδονται από τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ Σχέδιο Χ Σχέδιο Ψ Σχέδιο Ζ

Κοινωνικό κόστος

Κοινωνική ωφέλεια

Κοινωνικό κόστος

Κοινωνική ωφέλεια

Κοινωνικό κόστος

Κοινωνική ωφέλεια

0 100 0 100 0 100 0 1 10 40 20 90 20 50 2 15 50 10 60 22 55 3 20 70 3 20 25 88

Να γίνει η αξιολογική κατάταξη των εν λόγω σχεδίων με την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας και να επιλεγούν αυτά που θα χρηματοδοτηθούν από το κράτος, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόδοση των ομολόγων μακροχρόνιας διάρκειας του δημοσίου είναι 3% αφενός και αφετέρου ο συνολικός προϋπολογισμός δημοσίων δαπανών του κράτους είναι 220 ευρώ.

Λύση:

Αρχικά θα υπολογισθεί η καθαρή παρούσα αξία κάθε σχεδίου χωριστά με εφαρμογή του παραπάνω τύπου (1).

NPVX =(40 − 10)

(1 + 0,03)+(50 − 15)

(1 + 0,03)2+(70 − 20)

(1 + 0,03)3− 100 = 7,87

NPVΨ =(90 − 20)

(1 + 0,03)+(60 − 10)

(1 + 0,03)2+(20 − 3)

(1 + 0,03)3− 100 = 30,65

NPVΖ =(50 − 20)

(1 + 0,03)+(55 − 22)

(1 + 0,03)2+(88 − 25)

(1 + 0,03)3− 100 = 17,89

Στην συνέχεια συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας κατάταξης:

Σχέδια Παρούσες

αξίες Σειρά

κατάταξης Χ 20,96 3 Ψ 30,65 1 Ζ 17,89 2

Επομένως επιλέγονται για χρηματοδότηση τα σχέδια Ψ και Ζ, αφενός επειδή είναι πρώτο και δεύτερο αντίστοιχα στη σειρά κατάταξης, και αφετέρου επειδή το αρχικό τους κοινωνικό κόστος, δηλαδή το κοινωνικό τους κόστος στο έτος 0, είναι συνολικά 100+100=200 ευρώ, δηλαδή μικρότερο από το προϋπολογιζόμενο συνολικό ποσό δημοσίων δαπανών των 220 ευρώ.

5.3.2. Η μέθοδος της εσωτερικής απόδοσης

Όπως είναι γνωστό, ο βαθμός εσωτερικής απόδοσης μιας οποιαδήποτε επένδυσης είναι εκείνο το επιτόκιο r με το οποίο μηδενίζεται η καθαρή παρούσα αξία μιας επένδυσης. Στην περίπτωση των δημοσίων δαπανών κατά ανάλογο τρόπο ως βαθμό εσωτερικής απόδοσης μιας δημόσιας δαπάνης εννοούμε εκείνο το επιτόκιο με το οποίο μηδενίζεται η παρούσα αξίας της καθαρής κοινωνικής ωφέλειας. Δηλαδή θα ισχύει:

NPV = 0 =>Β1′

(1 + i)+

Β2′

(1 + i)2+⋯+

Βn′

(1 + i)n− B0 = 0 (1)

Οπότε αν το επιτόκιο αυτό είναι μεγαλύτερο από μια κριτική τιμή, δηλαδή αν r>r*, τότε η συγκεκριμένη δημόσια δαπάνη θα είναι ωφέλιμη για την κοινωνία.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, συνήθως υπάρχει πρόβλημα με την επίλυση της (1) ως προς r, διότι επειδή η εξίσωση αυτή είναι η βαθμού, θα υπάρχουν και η λύσεις ως προς r, οπότε θα

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.42/106

υπάρχει πάντα το πρόβλημα ποια λύση rθα επιλέγεται. Για το λόγο αυτό η μέθοδος της εσωτερικής απόδοσης δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση αξιολόγησης των σχεδίων δημοσίων δαπανών.

5.4 Η αβεβαιότητα και η αξιολόγηση των σχεδίων δημοσίων δαπανών.

Επειδή πολλές φορές οι παράγοντες που επηρεάζουν την χρηματική αποτίμηση της κοινωνικής ωφέλειας και του κοινωνικού κόστους μιας σχεδιαζόμενης δημόσιας δαπάνης, όπως ο γενικός δείκτης τιμών, το κατά κεφαλή εισόδημα κ.λπ., είναι ευμετάβλητοι διαχρονικά, δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς την αξιολόγηση σχεδίων δημόσιων δαπανών με την μέθοδο της παρούσας αξίας της καθαρής κοινωνικής ωφέλειας. Διότι μεταξύ δύο σχεδίων δημοσίων δαπανών με την ίδια παρούσα αξία, πρέπει να προκριθεί αυτό με την μικρότερη αβεβαιότητα.

Στη διεθνή σχετική βιβλιογραφία έχουν προταθεί τρεις μέθοδοι, με τις οποίες λαμβάνεται υπόψη η αβεβαιότητα στην αξιολόγηση σχεδίων δημοσίων δαπανών. Οι μέθοδοι αυτοί αποτελούν εφαρμογές των εξής θεωριών:

της θεωρίας των παιγνίων, της θεωρίας των πιθανοτήτων, της συντηρητικής εκτίμησης των καθαρών ωφελειών, της προσαύξησης του ποσοστού προεξόφλησης, της φορολογίας στο ποσοστό προεξόφλησης.

5.4.1 Αβεβαιότητα και θεωρία των παιγνίων

Κατά εφαρμογή της θεωρίας αυτής προτείνονται δύο κριτήρια αντιμετώπισης της αβεβαιότητας κατά την αξιολόγηση διαφορετικών σχεδίων δημοσίων δαπανών. Τα κριτήρια αυτά είναι:

Το κριτήριο maximin Το κριτήριο minimax

Σύμφωνα με το κριτήριο maximin, μεταξύ διαφορετικών σχεδίων δημοσίων δαπανών που έχουν το καθένα διαφορετική καθαρή παρούσα αξία αν οι συνθήκες είναι αισιόδοξες ή απαισιόδοξες, επιλέγεται εκείνο που έχει την καλύτερη καθαρή παρούσα αξία στις απαισιόδοξες συνθήκες.

Ενώ αντίθετα σύμφωνα με το κριτήριο minimax,μεταξύ διαφορετικών σχεδίων δημοσίων δαπανών που έχουν το καθένα διαφορετική καθαρή παρούσα αξία αν οι συνθήκες είναι αισιόδοξες ή απαισιόδοξες, επιλέγεται εκείνο που έχει τη μικρότερη απώλεια στις απαισιόδοξες συνθήκες.

Για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω κριτηρίων παρουσιάζεται το παρακάτω παράδειγμα:

Έστω ότι εξετάζονται δύο σχέδια δημοσίων δαπανών το Χ και Μ, των οποίων οι κοινωνικές ωφέλειες και τα αντίστοιχα κοινωνικά κόστη δίδονται στον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ

Δαπάνη Χ

ΕΤΗ

Δαπάνη Μ

Αισιόδοξες Απαισιόδοξες Αισιόδοξες Απαισιόδοξες

Ωφέλειες Κόστη Ωφέλειες Κόστη Ωφέλειες Κόστη Ωφέλειες Κόστη

0 0 100 0 100 0 0 100 0 100

1 59 20 56 19 1 58 20 57 19

2 69 20 65 19 2 68 20 65 19

3 75 30 72 28 3 74 30 72 28

r= 5,00% Ποιο από τα δύο αυτά σχέδια δημοσίων δαπανών θα προκριθεί κατά εφαρμογή των προαναφερόμενων κριτηρίων;

Λύση:

Αρχικά υπολογίζουμε την καθαρή παρούσα αξία της κάθε δαπάνης και στις δύο συνθήκες, σύμφωνα με τον τύπο που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα. Βρίσκουμε έτσι ότι, η

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.43/106

καθαρή παρούσα αξία του Χ σε συνθήκες αισιόδοξες και σε συνθήκες απαισιόδοξες είναι αντίστοιχα 20 και 15. Η καθαρή παρούσα αξία του Μ επίσης σε συνθήκες αισιόδοξες και σε συνθήκες απαισιόδοξες είναι αντίστοιχα 18 και 16. Στην συνέχεια εφαρμόζουμε τα κριτήρια της μεθόδου αυτής ως εξής:

α) Με βάση το κριτήριο maximin

Η εφαρμογή του κριτηρίου maximin απαιτεί την σύνταξη του παρακάτω πίνακα:

Σχέδια δημοσίων δαπανών

Συνθήκες Μικρότερες

τιμές (minimax)

Μεγαλύτερη τιμή από τις μικρότερες (maximin(3))

Αισιόδοξες Απαισιόδοξες

Χ(1) 20 15 15 M(2) 18 16 16 16

(1): στη σειρά του Χ, εγγράφουμε την καθαρή παρούσα αξία του στις δύο συνθήκες στη 2η και

3η στήλη του πίνακα, και στην 4η στήλη εγγράφουμε την μικρότερη καθαρή παρούσα αξία του.

(2): ομοίως στη σειρά του Μ κάνουμε τις αντίστοιχες εγγραφές.

(3): στη 5η στήλη του πίνακα εγγράφουμε μόνο τη μεγαλύτερη τιμή από τις μικρότερες τιμές της 4ης στήλης.

Έτσι επιλέγουμε το σχέδιο Μ, διότι έχει την μεγαλύτερη καθαρή παρούσα αξία από αυτή του σχεδίου Χ σε απαισιόδοξες συνθήκες.

β) Με βάση το κριτήριο minimax

Η εφαρμογή του κριτηρίου minimax απαιτεί την σύνταξη του παρακάτω πίνακα:

Απώλειες των σχεδίων Χ και Μ σε συνθήκες αισιόδοξες και απαισιόδοξες

Σχέδια δημοσίων δαπανών

Συνθήκες Μεγαλύτερες τιμές

(maxima(3))

Μικρότερη τιμή από τις

μεγαλύτερες (minimax(4))

Αισιόδοξες(1) Απαισιόδοξες(2)

Χ 20-20=0 16-15=1 1 1 M 20-18=2 16-16=0 2

(1): στη2η στήλη του πίνακα εγγράφουμε τις απώλειες αν επιλεγεί το σχέδιο με την μικρότερη καθαρή παρούσα αξία. Δηλαδή αφαιρούμε από τις καθαρές παρούσες αξίες των Χ και Μ την μικρότερη καθαρή παρούσα αξία.

(2): ομοίως στη 3η στήλη του πίνακα κάνουμε τις αντίστοιχες εγγραφές.

(3):στη 4η στήλη του πίνακα εγγράφουμε τη μεγαλύτερη απώλεια ανά σχέδιο.

(4): στη 5η στήλη του πίνακα εγγράφουμε μόνο τη μικρότερη από τις μεγαλύτερες απώλειες

Έτσι επιλέγουμε το σχέδιο Χ, διότι έχει την μικρότερη απώλεια καθαρής παρούσας αξίας από αυτή του σχεδίου Μ σε απαισιόδοξες συνθήκες.

5.4.2 Αβεβαιότητα και θεωρία των πιθανοτήτων

Συνήθως αυτοί που λαμβάνουν αποφάσεις αξιολόγησης σχεδίων δημοσίων δαπανών σε συνθήκες αβεβαιότητας προκειμένου να επιλέξουν κάποια από αυτά, όπου το κάθε σχέδιο αντιμετωπίζει δύο διαφορετικές εκδοχές της καθαρής παρούσας αξίας της καθαρής κοινωνικής ωφέλειας του σε συνθήκες αισιόδοξες και απαισιόδοξες, καθορίζουν μια πιθανότητα πραγματοποίησης των απαισιόδοξων συνθηκών κάθε σχεδίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις η μέθοδος των παιγνίων για την ενσωμάτωση της αβεβαιότητας στην αξιολόγηση σχεδίων δημοσίων δαπανών δεν ενδείκνυται.

Αντίθετα σε τέτοιες περιπτώσεις υπολογίζουμε την αναμενόμενη καθαρή παρούσα αξία των καθαρών ωφελειών κάθε σχεδίου (Ε(NPV)), η οποία αποτελεί το μέσο σταθμικό των καθαρών

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.44/106

παρουσών αξιών των καθαρών ωφελειών του υπό τις αισιόδοξες και απαισιόδοξες συνθήκες, πολλαπλασιαζόμενη επί την πιθανότητα πραγματοποίησης της κάθε συνθήκης.

Με αυτή την τεχνική υπολογίζεται η Ε(NPV) κάθε σχεδίου και ακολούθως επιλέγεται εκείνο το σχέδιο που έχει τη μεγαλύτερη Ε(NPV).

Ο τύπος που υπολογίζει την Ε(NPV) είναι ο ακόλουθος:

E(NPV) = π1 × NPV1 + π2 × NPV2 +⋯+ πn × NPVn (1)

όπου:

NPVη: η καθαρή παρούσα αξία της κάθε συνθήκης ενός σχεδίου δημόσιας δαπάνης. πη: η πιθανότητα πραγματοποίησης της κάθε συνθήκης ενός σχεδίου δημόσιας

δαπάνης.

Παράδειγμα:

Έστω ότι εξετάζονται τρία σχέδια δημοσίων δαπανών το Χ, Ψ και Ζ. Η καθαρή παρούσα αξία του Χ σε συνθήκες αισιόδοξες και σε συνθήκες απαισιόδοξες είναι αντίστοιχα 20 και 15. Η καθαρή παρούσα αξία του Ψ επίσης σε συνθήκες αισιόδοξες και σε συνθήκες απαισιόδοξες είναι αντίστοιχα 18 και 16. Επίσης η καθαρή παρούσα αξία του Ζ σε συνθήκες αισιόδοξες και σε συνθήκες απαισιόδοξες είναι αντίστοιχα 21 και 18. Οι πιθανότητες να πραγματοποιηθούν τα σενάρια των απαισιόδοξων συνθηκών είναι 30%, 33% και 35% αντίστοιχα για τρία σχέδια Χ, Ψ, και Ζ. Ποιο από τα τρία αυτά σχέδια δημοσίων δαπανών θα προκριθεί σύμφωνα με την θεωρία των πιθανοτήτων;

Λύση:

Θα υπολογίσουμε την E(NPV) κάθε σχεδίου με εφαρμογή του προαναφερόμενου τύπου (1) ως εξής:

E(NPV)Χ = π1 × NPV1 + π2 × NPV2 +⋯+ πn × NPVn = 0,7 × 20 + 0,3 × 15 = 18,5

Επειδή π2 = 0,3, θέσαμε όπου π1 = 0,7, δηλαδή το υπόλοιπο της μονάδας.

E(NPV)Ψ = π1 × NPV1 + π2 × NPV2 +⋯+ πn × NPVn = 0,67 × 18 + 0,33 × 16 = 17,34

Επειδή π2=0,33, θέσαμε όπου π1 = 0,67, δηλαδή το υπόλοιπο της μονάδας.

E(NPV)Ζ = π1 × NPV1 + π2 × NPV2 +⋯+ πn × NPVn = 0,65 × 21 + 0,35 × 18 = 19,95

Επειδή π2=0,35, θέσαμε όπου π1 = 0,65, δηλαδή το υπόλοιπο της μονάδας.

Συμπερασματικά επομένως, το σχέδιο Ζ έχει την μεγαλύτερη E(NPV) και άρα προκρίνεται αυτό.

5.4.3 Αβεβαιότητα και συντηρητική εκτίμηση των καθαρών ωφελειών

Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο, μετά τον αρχικό υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας ενός σχεδίου δημόσιας δαπάνης, ακολουθεί εκ νέου ο συντηρητικός υπολογισμός της καθαρής παρούσας αξίας του, αναθεωρώντας προς τα κάτω τις αναμενόμενες κοινωνικές ωφέλειες και προς τα πάνω τα αναμενόμενα κοινωνικά κόστη. Οι αναθεωρήσεις αυτές προς τα κάτω και πάνω γίνονται στα επίπεδα του ισχύοντος πληθωρισμού.

Έτσι στην συνέχεια εάν η συντηρητικά υπολογιζόμενη καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου είναι θετική, τότε γίνεται αποδεκτό. Σημειώνουμε ότι η μέθοδος αυτή ενδείκνυται στις περιπτώσεις που η αβεβαιότητα των συνθηκών δεν κατανέμεται κανονικά διαχρονικά.

Παράδειγμα:

Έστω ότι η κοινωνική ωφέλεια και το αντίστοιχο κοινωνικό κόστος του σχεδίου δημόσιας δαπάνης Χ δίδονται από τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ Σχέδιο Χ

Κοινωνικό κόστος Κοινωνική ωφέλεια 0 100 0 1 10 40 2 15 60 3 20 70

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.45/106

Να αξιολογηθεί το σχέδιο με την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη ως τεχνική ενσωμάτωσης της αβεβαιότητας αυτή της συντηρητικής εκτίμησης της καθαρής παρούσας αξίας. Ισχύουν πληθωρισμός 5% και απόδοση μακροχρόνιων κρατικών ομολόγων 3%.

Λύση:

Καταρχήν υπολογίζουμε κανονικά την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου με εφαρμογή του γνωστού τύπου ως εξής:

NPV =(40 − 10)

(1 + 0,03)+(60 − 15)

(1 + 0,03)2+(70 − 20)

(1 + 0,03)3− 100 = 17,30

Στην συνέχεια θα υποτιμήσουμε τις καθαρές ωφέλειες του κατά 5% και θα ανατιμήσουμε αντίστοιχα τα αντίστοιχα κοινωνικά κόστη του κατά 5% (όσο ο πληθωρισμός). Έτσι με τις νέες κοινωνικές ωφέλειες που θα προκύψουν και τα αντίστοιχα νέα κοινωνικά κόστη θα υπολογίσουμε εκ νέου την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου.

Επομένως με τις υποτιμήσεις και ανατιμήσεις που προαναφέραμε, η κοινωνική ωφέλεια και το αντίστοιχο κοινωνικό κόστος του σχεδίου δημόσιας δαπάνης Χ δίδονται από τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ

Σχέδιο Χ

Κοινωνικό κόστος

Κοινωνική ωφέλεια

0 105 0

1 10,5 38

2 15,75 57

3 21 66,5

Στην συνέχεια υπολογίζεται εκ νέου η καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου με βάση τα παραπάνω στοιχεία. Θα έχουμε δηλαδή:

NPV =(38 − 10,5)

(1 + 0,03)+(57 − 15,75)

(1 + 0,03)2+(66,5 − 21)

(1 + 0,03)3− 105 = 7,22

Διαπιστώνουμε ότι είναι θετική, επομένως το σχέδιο γίνεται αποδεκτό.

5.4.4 Αβεβαιότητα και προσαύξηση του ποσοστού προεξόφλησης

Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο, η ενσωμάτωση της αβεβαιότητας των συνθηκών στην αξιολόγηση των σχεδίων δημοσίων δαπανών γίνεται με προσαύξηση του ποσοστού προεξόφλησης των καθαρών κοινωνικών ωφελειών του.

Δηλαδή αρχικά υπολογίζεται η καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου χρησιμοποιώντας ως ποσοστό προεξόφλησης την απόδοση των κρατικών ομολόγων μακροχρόνιας διάρκειας και στην συνέχεια υπολογίζεται εκ νέου η καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου, χρησιμοποιώντας ως ποσοστό προεξόφλησης ένα επιτόκιο μεγαλύτερο από την απόδοση των κρατικών ομολόγων μακροχρόνιας διάρκειας, συνήθως μεγαλύτερο κατά 30%. Έτσι με αυτό τον τρόπο θεωρείται ότι αντισταθμίζεται ο ρυθμός αβεβαιότητας των οικονομικών συνθηκών και κατά συνέπεια η καθαρή παρούσα αξία που προκύπτει καλύπτει με ασφάλεια το κόστος χρηματοδότησης του σχεδίου.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.46/106

Παράδειγμα:

Έστω ότι η κοινωνική ωφέλεια και το αντίστοιχο κοινωνικό κόστος του σχεδίου δημόσιας δαπάνης Χ δίδονται από τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ

Σχέδιο Χ

Κοινωνικό κόστος

Κοινωνική ωφέλεια

0 100 0

1 10 40

2 15 60

3 20 70

Να αξιολογηθεί το σχέδιο με την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη ως τεχνική ενσωμάτωσης της αβεβαιότητας την προσαύξηση του ποσοστού προεξόφλησης. Ισχύει απόδοση μακροχρόνιων κρατικών ομολόγων 3%.

Λύση:

Καταρχήν υπολογίζουμε κανονικά την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου με εφαρμογή του γνωστού τύπου ως εξής:

NPV =(40 − 10)

(1 + 0,03)+(60 − 15)

(1 + 0,03)2+(70 − 20)

(1 + 0,03)3− 100 = 17,30

Στην συνέχεια υπολογίζουμε εκ νέου την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου προσαυξάνοντας το επιτόκιο προεξόφλησης κατά 30%, δηλαδή το επιτόκιο προεξόφλησης θα διαμορφωθεί σε 3% Χ 1,3=3,9%. Θα έχουμε επομένως:

NPV =(40 − 10)

(1 + 0,039)+(60 − 15)

(1 + 0,039)2+(70 − 20)

(1 + 0,039)3− 100 = 15,14

Επειδή η νέα καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου είναι θετική, το σχέδιο γίνεται αποδεκτό.

5.4.5 Αβεβαιότητα και φορολογία στο ποσοστό προεξόφλησης

Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην εξής άποψη: Όπως είναι γνωστό εν γένει το επιτόκιο προεξόφλησης που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό των καθαρών παρουσών αξιών επενδύσεων εκφράζει την οριακή απόδοση του κόστους κεφαλαίου της επένδυσης. Επομένως εφόσον υπάρχει φορολογία των εισροών μιας επένδυσης, υπάρχει διάσταση μεταξύ της ακαθάριστης (πριν την αφαίρεση του φόρου) και της καθαρής (μετά την αφαίρεση του φόρου) απόδοσης του κεφαλαίου της επένδυσης.

Δηλαδή αν τ είναι το ποσοστό φόρου τότε: rη=(1-τ)r, όπου r ισούται με το επιτόκιο προεξόφλησης σχεδίων δημοσίων δαπανών, δηλαδή ισούται με την απόδοση του κεφαλαίου από κοινωνική άποψη, ενώ rη ισούται με το επιτόκιο προεξόφλησης ιδιωτικών επενδύσεων, δηλαδή ισούται με την απόδοση του κεφαλαίου από ιδιωτική άποψη, δηλαδή όπως την αντιλαμβάνεται ο ιδιώτης επενδυτής.

Στην προκείμενη λοιπόν περίπτωση προκύπτει το ερώτημα: ποιο επιτόκιο θα χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας ενός σχεδίου δημόσιας δαπάνης; Εάν χρησιμοποιηθεί το r ως ποσοστό προεξόφλησης, τότε η οριακή απόδοση της ιδιωτικής επένδυσης που δεν πραγματοποιείται λόγω της δημόσιας δαπάνης εκφράζεται ορθά από κοινωνική άποψη, αλλά όμως η διαχρονική προτίμηση των πολιτών ως καταναλωτών όπως αυτή εκφράζεται από rη υπερτιμάται.

Αντίθετα εάν χρησιμοποιηθεί το rη ως ποσοστό προεξόφλησης, τότε η διαχρονική προτίμηση των πολιτών ως καταναλωτών εκφράζεται ορθά, αλλά όμως η οριακή απόδοση της δημόσιας δαπάνης όπως αυτή εκφράζεται από το r υποτιμάται. Έτσι τελικά για την εξισορρόπηση αυτών των δύο αντίθετων λειτουργιών μέσα στην οικονομία, έχει καθιερωθεί να επιλέγεται ως επιτόκιο προεξόφλησης των σχεδίων δημοσίων δαπανών ο μέσος όρος των r και rη.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.47/106

Επομένως κατά εφαρμογή των παραπάνω, για την αξιολόγηση ενός σχεδίου δημόσιας δαπάνης με την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας, όπου ως τεχνική ενσωμάτωσης της αβεβαιότητας χρησιμοποιείται η φορολογία στο ποσοστό προεξόφλησης, υπολογίζουμε αρχικά την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου χρησιμοποιώντας ως επιτόκιο προεξόφλησης την απόδοσης των μακροχρόνιων κρατικών ομολόγων, και στην συνέχεια χρησιμοποιώντας ως επιτόκιο προεξόφλησης το μέσο όρο των r και rη, υπολογίζουμε εκ νέου την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου. Εάν αυτή είναι θετική, τότε το σχέδιο γίνεται αποδεκτό.

Παράδειγμα:

Έστω ότι η κοινωνική ωφέλεια και το αντίστοιχο κοινωνικό κόστος του σχεδίου δημόσιας δαπάνης Χ δίδονται από τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΗ Σχέδιο Χ

Κοινωνικό κόστος

Κοινωνική ωφέλεια

0 100 0 1 10 40 2 15 60 3 20 70

Να αξιολογηθεί το σχέδιο με την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη ως τεχνική ενσωμάτωσης της αβεβαιότητας τη φορολογία του ποσοστού προεξόφλησης. Ισχύει απόδοση μακροχρόνιων κρατικών ομολόγων 3% και φορολογικός συντελεστής 30%.

Λύση:

Καταρχήν υπολογίζουμε κανονικά την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου με εφαρμογή του γνωστού τύπου ως εξής:

NPV =(40 − 10)

(1 + 0,03)+(60 − 15)

(1 + 0,03)2+(70 − 20)

(1 + 0,03)3− 100 = 17,30

Στην συνέχεια υπολογίζουμε εκ νέου την καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου προσαυξάνοντας το επιτόκιο προεξόφλησης κατά 30%, δηλαδή το επιτόκιο προεξόφλησης θα διαμορφωθεί σε 3% Χ 1,3=3,9%. Θα έχουμε επομένως:

NPV =(40 − 10)

(1 + 0,039)+(60 − 15)

(1 + 0,039)2+(70 − 20)

(1 + 0,039)3− 100 = 15,14

Επειδή η νέα καθαρή παρούσα αξία του σχεδίου είναι θετική, το σχέδιο γίνεται αποδεκτό.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.48/106

6. Γενική Θεωρία Φόρων

6.1 Ορισμοί

Φόρος: Αποτελεί μια μονομερή, αναγκαστική παροχή των ιδιωτικών φορέων, φυσικών και νομικών προσώπων, προς το δημόσιο, η οποία δεν αντικρίζεται από άμεση οικονομική αντιπαροχή του δημοσίου προς του φορολογούμενους.7

Η επιβολή φόρων εξυπηρετεί τους εξής στόχους:

Την άριστη κατανομή των παραγωγικών μέσων, π.χ. χρηματοδότηση της παραγωγής των δημοσίων αγαθών, κ.ά.

Τη δίκαιη διανομή του εισοδήματος, π.χ. φορολογία ανώτερων εισοδηματικών τάξεων µε στόχο τη μείωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, κ.ά.

Τη σταθεροποίηση της οικονομίας, π.χ. σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων επιβάλλονται φόροι µε στόχο τη μείωση της συνολικής ενεργού ζήτησης στην οικονομία, κ.ά.

Την οικονομική μεγέθυνση, π.χ. για την ανάπτυξη της οικονομίας απαιτούνται επενδύσεις, οι οποίες προϋποθέτουν αποταμίευση. Με τη φορολογία το κράτος μπορεί να αποθαρρύνει την τρέχουσα κατανάλωση, να ενισχύσει την αποταμίευση και να τις επενδύσεις, κ.ά.

6.2 Ταξινόμηση των Φόρων

Με βάση ορισμένα κριτήρια, οι φόροι ταξινομούνται ως εξής:

6.2.1 Ταξινόμηση µε κριτήριο τη Φορολογική Βάση

Φορολογική βάση είναι το μέγεθος µε βάση το οποίο υπολογίζεται ένας φόρος και μπορεί να είναι οικονομικό (εισόδημα, περιουσία, δαπάνη) ή µη οικονομικό μέγεθος (π.χ. ο αριθμός των παραθυριών του σπιτιού ενός φορολογούμενου).

Με βάση το κριτήριο αυτό, οι φόροι ταξινομούνται σε:

(α) Φόρους σταθερού ποσού κατά φορολογούμενο (ή εφάπαξ ή πάγιοι): Επιβαρύνουν µε το ίδιο ακριβώς ποσό όλα τα άτομα της οικονομίας – ανεξάρτητα από το μέγεθος του εισοδήματός τους, της περιουσίας τους ή τις προσωπικές τους συνθήκες, π.χ. κεφαλικός φόρος. Τείνουν να εκλείψουν, γιατί είναι κοινωνικά άδικοι.

(β) Φόρους εισοδήματος:

Επιβαρύνουν το εισόδημα των φυσικών ή νομικών προσώπων, σε ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως ετήσια) και διακρίνονται σε:

Φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων (ΦΕΦΠ): επιβάλλονται στο εισόδημα των νοικοκυριών ή των ιδιοκτητών προσωπικών εταιριών, μετά την αφαίρεση του ελάχιστου ορίου συντήρησης και ορισμένων απαλλαγών ή εξαιρέσεων (οικογενειακά βάρη κλπ.).

Φόρους εισοδήματος νομικών προσώπων (ΦΕΝΠ): επιβάλλονται επί των καθαρών κερδών των ανωνύμων εταιριών.

(γ) Φόρους κατανάλωσης:

Επιβάλλονται στη δαπάνη των νοικοκυριών για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και διακρίνονται σε:

- Γενικούς φόρους κατανάλωσης, που επιβάλλονται σε όλα τα αγαθά που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στην αγορά (π.χ. ΦΠΑ) και σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που επιβαρύνουν σε ορισμένα αγαθά (π.χ. οινοπνευματώδη, καπνός, κλπ.). Οι φόροι αυτοί είτε είναι φόροι κατ’ αξία, που υπολογίζονται σε ορισμένο ποσοστό επί της τιμής πώλησης του προϊόντος (π.χ. ΦΠΑ 18% επί της τιμής του αγαθού), είτε είναι και φόρους

7∆.Π. Kαράγιωργας, Οι Οικονομικές Λειτουργίες του Κράτους, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1981.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.49/106

κατά μονάδα προϊόντος, που υπολογίζονται σε ορισμένο ποσό ανά μονάδα προϊόντος (π.χ.0,80€ ανά πακέτο τσιγάρων).

- Εσωτερικούς φόρους κατανάλωσης, που επιβαρύνουν τα εγχωρίως παραγόμενα και καταναλισκόμενα προϊόντα και εξωτερικούς φόρους κατανάλωσης (ή δασμούς), που επιβαρύνουν τα εισαγόμενα προϊόντα, τα εξαγόμενα συνήθως δε φορολογούνται.

(δ) Φόρους περιουσίας:

Επιβαρύνουν το σύνολο ή μέρος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτικών φορέων και διακρίνονται σε:

Φόρους επί της κατοχής περιουσίας, όπως είναι στην Ελλάδα ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), που επιβαρύνει µε χαμηλό συντελεστή την αξία των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του ατόμου, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις οφειλές ή τις προσωπικές του συνθήκες.

Φόρους επί της μεταβίβασης της περιουσίας µε ετεροβαρείς δικαιοπραξίες, π.χ. φόροι κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, κλπ.

Φόρους επί της μεταβίβασης της περιουσίας µε διμερείς συναλλαγές, π.χ. φόροι μεταβίβασης ακινήτων, φόροι επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, κλπ.

6.2.2 Ταξινόμηση των Φόρων σε Άμεσους και Έμμεσους

(1) Άμεσοι φόροι: επιβάλλονται επί στοιχείων, που αποδεικνύουν την ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας του ατόμου, µε σκοπό να επιβαρύνουν τον κατά νόμο υπόχρεο για την πληρωμή τους, π.χ. ΦΕΦΠ.

(2) Έμμεσοι φόροι: επιβάλλονται επί στοιχείων, που αποτελούν ένδειξη µόνο της φοροδοτικής ικανότητας του ατόμου, µε σκοπό να επιβαρύνουν τα πρόσωπα µε τα οποία συναλλάσσεται ο κατά νόμο υπόχρεος για την πληρωμή τους, π.χ. ΦΠΑ.

6.2.3 Ταξινόμηση µε κριτήριο τη φορολογούσα αρχή

Με κριτήριο το είδος του δημόσιου φορέα που είναι αρμόδιος για την είσπραξη των φόρων, οι φόροι διακρίνονται σε:

(1) Φόρους Κεντρικής Διοίκησης. (2) Φόρους υπέρ των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (εισφορές). (3) Φόρους υπέρ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (δημοτικοί φόροι, τέλη,κλπ.).

6.2.4 Ταξινόμηση των φόρων σε προσωπικούς και απρόσωπους

(1) Προσωπικοί φόροι: υπολογίζονται με βάση το μέγεθος του εισοδήματος ή της περιουσίας, τις προσωπικές συνθήκες, την οικογενειακή κατάσταση, τον τρόπο κτήσης του εισοδήματος και άλλα στοιχεία του φορολογουμένου, π.χ. προσωπικός φόρος εισοδήματος (ΦΕΦΠ), φόρος κληρονομιών, κλπ.

(2) Απρόσωποι φόροι: επιβάλλονται επί των συναλλαγών µε βάση ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το ύψος του εισοδήματος ή τις προσωπικές συνθήκες του φορολογούμενου, π.χ. φόροι κατανάλωσης.

6.2.5 Ταξινόμηση µε κριτήριο το χαρακτήρα του φορολογικού συντελεστή

Φορολογικός συντελεστής: ο φόρος που πληρώνει το νοικοκυριό ή το κοινωνικό σύνολο ως ποσοστό του εισοδήματός του και διακρίνεται σε:

(1) Μέσο φορολογικό συντελεστή (t): ο λόγος του συνολικού ποσοστού του φόρου Τ, που πληρώνει το νοικοκυριό προς το συνολικό του εισόδημα Υ:t=T/Y

(2) Οριακό φορολογικό συντελεστή (t΄): ο λόγος της µμεταβολής του φόρου ∆Τ, προς τη μεταβολή του εισοδήματος ∆Υ: t΄=ΔΤ/ΔΥ

Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζεται το εισόδημα Υ ενός ατόμου (στήλη 2) σε τρεις διαδοχικές χρονικές περιόδους (στήλη 1), το καταβαλλόμενο αντίστοιχα ποσό του φόρου Τ (στήλη 4), η μεταβολή του εισοδήματος ∆Υ από χρόνο σε χρόνο (στήλη 3), η αντίστοιχη μεταβολή του

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.50/106

φόρου ∆Τ (στήλη 5), ο μέσος φορολογικός συντελεστής t (στήλη 6) και ο οριακός φορολογικός συντελεστής t΄ (στήλη 7):

Έτος Υ ΔΥ Τ ΔΤ t=T/Y t’ =ΔΤ/ΔΥ

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7)

2010 100 - 25 - 0,25 -

2009 130 30 39 14 0,30 0,47

2008 150 20 51 12 0,34 0,60

Καθώς αυξάνεται η φορολογική βάση (στην περίπτωσή µας είναι το εισόδημα), ο μέσος φορολογικός συντελεστής είναι δυνατό να παραμένει αμετάβλητος, να αυξάνει ή να μειώνεται, οπότε η φορολογία χαρακτηρίζεται ως αναλογική, προοδευτική ή αντιστρόφως προοδευτική αντίστοιχα.

(α) Αναλογική φορολογία:

Όταν ο φόρος είναι αναλογικός, ο μέσος φορολογικός συντελεστής παραμένει σταθερός, καθώς μεταβάλλεται η φορολογική βάση. Η φορολογούσα αρχή αφαιρεί το ίδιο ποσοστό του εισοδήματος από όλους τους φορολογούμενους, όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα. Επίσης, από τον προηγούμενο πίνακα παρατηρούμε ότι, όταν ο φόρος είναι αναλογικός, ο μέσος φορολογικός συντελεστής ισούται µε τον οριακό και αυτοί παραμένουν αμετάβλητοι, καθώς αυξομειώνεται η φορολογική βάση.

Κλίμακα αναλογικού φόρου

Έτος Υ ΔΥ Τ ΔΤ t=T/Y t’ =ΔΤ/ΔΥ

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7)

2010 100 - 30 - 0,30 -

2009 130 30 39 9 0,30 0,30

2008 150 20 45 6 0,30 0,30

(β) Προοδευτική φορολογία:

Όταν ο φόρος είναι προοδευτικός, ο μέσος φορολογικός συντελεστής ανέρχεται, καθώς διευρύνεται η φορολογική βάση και το αντίστροφο. Η φορολογούσα αρχή αφαιρεί µε το φόρο μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος από τα πλουσιότερα άτομα και μικρότερο ποσοστό από τα φτωχότερα. Όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα, όταν ο φόρος είναι προοδευτικός, ο οριακός φορολογικός συντελεστής είναι μεγαλύτερος από το µέσο.

Κλίμακα προοδευτικού φόρου

Έτος Υ ΔΥ Τ ΔΤ t=T/Y t’ =ΔΤ/ΔΥ

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7)

2010 100 - 30 - 0,30 -

2009 130 30 52 22 0,40 0,73

2008 150 20 69 17 0,46 0,85

(γ) Αντιστρόφως προοδευτική φορολογία:

Όταν ο φόρος είναι αντιστρόφως προοδευτικός, ο μέσος φορολογικός συντελεστής μειώνεται, καθώς αυξάνεται η φορολογική βάση. Η φορολογούσα αρχή αφαιρεί µε το φόρο μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος από τα φτωχότερα άτομα και μικρότερο ποσοστό από τα πλουσιότερα. Όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα, όταν ο φόρος είναι αντίστροφα προοδευτικός, ο μέσος φορολογικός συντελεστής είναι μεγαλύτερος από τον οριακό.

Κλίμακα αντιστρόφως προοδευτικού φόρου

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.51/106

Έτος Υ ΔΥ Τ ΔΤ t=T/Y t’ =ΔΤ/ΔΥ

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7)

2010 100 - 30 - 0,30 -

2009 130 30 26 4 0,20 0,13

2008 150 20 24 2 0,16 0,10

6.3 Οικονομική ανάλυση φόρων

Στην συνέχεια θα εξετάσουμε από θεωρητική άποψη τις επιπτώσεις της επιβολής των κάθε είδους φόρων στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας

6.3.1 Αποτέλεσμα φόρου που βαρύνει τους καταναλωτές8

Όπως θα δούμε παρακάτω, η επιβολή φόρων κατανάλωσης δημιουργεί στρεβλώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και επομένως δεν συμβάλλει στην επίτευξη αποτελεσματικότητας και ισορροπίας. Με την επιβολή τους δημιουργείται υπερβάλλον βάρος φόρου που επιβαρύνει τους καταναλωτές, του οποίου την μέτρηση παρουσιάζουμε στο ακόλουθο σχήμα 1. Η ερμηνεία της επίδρασης των φόρων κατανάλωσης γίνεται με τη βοήθεια των καμπυλών αντισταθμισμένης ζήτησης και βασίζεται στην έννοια του πλεονάσματος καταναλωτή, δηλαδή του επιπλέον ποσού που ο καταναλωτής διατίθεται να δαπανήσει από το ποσό που δαπανά πραγματικά για την αγορά ενός προϊόντος.

Στο ακόλουθο σχήμα, στον οριζόντιο άξονα μετρούνται οι ποσότητες ζήτησης – κατανάλωσης ενός προϊόντος και στον κάθετο οι τιμές του. Η γραμμή αD είναι η καμπύλη αντισταθμισμένης ζήτησης του προϊόντος, η γραμμή PοS είναι η καμπύλη προσφοράς σε τιμή Pο χωρίς φόρο t, και η γραμμή PtS είναι η καμπύλη προσφοράς σε τιμή Pt μετά φόρου t. Υποθέτουμε ότι η κάθε τιμή του προϊόντος είναι ίση με το οριακό κοινωνικό κόστος του αντίστοιχα, και η καμπύλη προσφοράς που αντιστοιχεί σε κάθε τιμή είναι απείρως ελαστική και επομένως παράλληλη στον οριζόντιο άξονα.

Στο παραπάνω σχήμα παρατηρούμε τα εξής:

Σε αρχική τιμή Ρ0 χωρίς φόρο η ποσότητα κατανάλωσης είναι qo. Με την τιμή αυτή η καμπύλη αντισταθμισμένης ζήτησης αD τέμνεται με την καμπύλη προσφοράς PοS στο σημείο d, που αποτελεί και το σημείο ισορροπίας. Αν σύρουμε κάθετη γραμμή από αυτό το σημείο στον οριζόντιο άξονα, τότε το σημείο qο αντιστοιχεί στην ποσότητα κατανάλωσης του προϊόντος. Το πλεόνασμα του καταναλωτή σε αυτή την περίπτωση δίδεται από το εμβαδόν της επιφάνειας αΡοd.

Υποθέτουμε στην συνέχεια ότι επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης t στην αρχική τιμή του προϊόντος με αποτέλεσμα την αύξηση της σε Ρt =Ρ0 (1+t). Η τιμή αυτή συνδέεται με την καμπύλη

8H. ROSEN, T. GAYER, Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Κριτική, Αθήνα 2009, σελ. 611-631

Σχήμα 1: Μέτρηση υπερβάλλοντος φορολογικού βάρους στην κατανάλωση

P

α

Pt=Po+tPo S΄

bΦορολογικά έσοδα

Υπερβάλλον φορολογικό βάρος

c d S

Po

D

qt q0 q

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.52/106

προσφοράς S΄. Με την τιμή αυτή η καμπύλη αντισταθμισμένης ζήτησης αD τέμνεται με την καμπύλη προσφοράς PtS στο σημείο b, που αποτελεί και το νέο σημείο ισορροπίας. Αν σύρουμε κάθετη γραμμή από αυτό το σημείο στον οριζόντιο άξονα, τότε το σημείο qt αντιστοιχεί στην ποσότητα κατανάλωσης του προϊόντος. Το πλεόνασμα του καταναλωτή σε αυτή την περίπτωση δίδεται από το εμβαδόν της επιφάνειας αΡtb.

Τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής ισορροπίας είναι τα εξής:

Το πλεόνασμα του καταναλωτή είναι μικρότερο, ίσο με το εμβαδόν της επιφάνειας αΡtb.

Παράλληλα με τη μείωση του πλεονάσματος λόγω της αύξησης της τιμής του αγαθού, προκαλείται επιπλέον επιβάρυνση στον καταναλωτή ίση με το εμβαδόν της επιφάνειας ΡtΡ0db.

Από την επιφάνεια αυτή της συνολική επιβάρυνσης, το τετράγωνο σχήμα ΡtΡ0cb αντιστοιχεί στα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, διότι το εμβαδόν του ως γινόμενο των πλευρών του ΡtΡ0 . Ρ0c είναι ίσο με το γινόμενο του φόρου t= ΡtΡ0 επί την ποσότητα κατανάλωσης q0 =Ρ0c.

Το υπόλοιπο επομένως τμήμα της συνολικής επιβάρυνσης του καταναλωτή που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο τμήμα bcd αυτής της επιφάνειας αποτελεί υπερβάλλον βάρος φόρου για το καταναλωτή, που προκαλεί ως εκ τούτου στρεβλώσεις στην οικονομία.

6.3.1.1 Αλγεβρικός υπολογισμός υπερβάλλοντος βάρους φόρου στην κατανάλωση

Η μέτρηση της αξίας αυτού του υπερβάλλοντος βάρους γίνεται ως εξής:

Από το προηγούμενο Σχήμα 1 παρατηρούμε ότι η αξία του υπερβάλλοντος βάρους φόρου είναι ίση με το εμβαδόν του ορθογώνιου τριγώνου bcd, δηλαδή:

bcd =1

2⦁bc⦁cd

Επειδή όμως το ύψος του τριγώνου bc ισούται με τη διαφορά Ρt-Ρ0= Ρ0 (1+t)- Ρ0 = t Χ P και τo πλάτος του τριγώνου cd ισούται με q0q1= Δq δηλαδή την μεταβολή της ποσότητας, η παραπάνω σχέση γίνεται:

bcd =1

2⦁t⦁P⦁Δq (1)

Ακολούθως γνωρίζουμε ότι, η ελαστικότητα ζήτησης (η) δίνει την ποσοστιαία μεταβολή της ποσότητας εξ αιτίας μιας μοναδιαίας μεταβολής της τιμής, δηλαδή:

n =Δq⦁P

ΔP⦁q

Λύνοντας ως προς Δq την παραπάνω σχέση θα έχουμε:

Δq = n⦁q

P⦁ΔP = n⦁

q

P⦁tP = n⦁q⦁t (2)

Επομένως από την παραπάνω σχέση (1) λόγω της (2) θα έχουμε:

bcd =1

2⦁t⦁P⦁n⦁q⦁t =

1

2⦁n⦁q ⦁P⦁t2 (3)

Η σχέση (3) επομένως αποτελεί το τύπο υπολογισμού του υπερβάλλοντος βάρους φόρου, όπου p: η τιμή στη χρονική στιγμή 0, q: η ποσότητα τη χρονική στιγμή 0, η: η ελαστικότητα ζήτησης τη χρονική στιγμή 1 και t: ο φορολογικός συντελεστής τη χρονική στιγμή 1.

Από την μορφή της παραπάνω σχέσης (3) προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:

Από την παρουσία του (n) στην σχέση προκύπτει ότι, το υπερβάλλον βάρος φόρου είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερο είναι το (n), δηλαδή όση μεγαλύτερη είναι η ελαστικότητα ζήτησης ενός προϊόντος.

Από την παρουσία του παράγοντα q×P στην σχέση προκύπτει ότι, όση μεγαλύτερη είναι η δαπάνη για το φορολογούμενο προϊόν, τόσο μεγαλύτερο είναι το υπερβάλλον βάρος φόρου.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.53/106

Από την παρουσία του παράγοντα t2 στην σχέση προκύπτει ότι, όσο ο φόρος αυξάνεται, το υπερβάλλον βάρος φόρου αυξάνεται κατά το τετράγωνο της αύξησης του φόρου.

Παραδείγματα υπολογισμού υπερβάλλοντος βάρους φόρου στην κατανάλωση.

α) Περίπτωση αγαθού με μεγάλη ελαστικότητα ζήτησης: η αύξηση της τιμής προκαλεί μεγαλύτερη μείωση της ζητούμενης ποσότητας. Παράδειγμα 1: Έστω ότι για ένα αγαθό Χ η ζητούμενη ποσότητα και η τιμή πώλησης του τις χρονικές στιγμές 0, 1 και 2 δίδονται στον παρακάτω πίνακα. Για το αγαθό αυτό επίσης επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης τις χρονικές στιγμές 1 και 2, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ:

0 1 2

ΠΟΣΟΤΗΤΑ (Q)= 100.000 82.000 72.500

ΤΙΜΗ(p)= 1 1,13 1,18

ΦΟΡΟΣ(t)= 0 0,13 0,18

Να υπολογισθεί το υπερβάλλον βάρος φόρου κατανάλωσης και να σχολιασθεί η εξέλιξη του τις χρονικές στιγμές 1 και 2.

Λύση:

α) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατανάλωσης τη χρονική στιγμή 1:

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα ζήτησης με βάση την σχέση:

n =Δq⦁P

ΔP⦁q=(82.000 − 100.000) • 1

(1,13 − 1) • 100.000= −1,38

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου κατανάλωσης με βάση την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• n • q • P • t2 =

1

2• −1,38 • 100.000 • 1 • 0,132 = −1.170

β) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατανάλωσης τη χρονική στιγμή 2:

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα ζήτησης με βάση την σχέση:

n =Δq⦁P

ΔP⦁q=(72.500 − 82.000) • 1,13

(1,18 − 1,13 • 82.000= −2,62

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου κατανάλωσης με βάση την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• n • q • P • t2 =

1

2• −2,62 • 82.000 • 1,13 • 0,182 = −3.930

Με βάση τα παραπάνω συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας αποτελεσμάτων:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ 1 2

ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΖΗΤΗΣΗΣ(η)= -1,38 -2,62

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΒΑΡΟΣ ΦΟΡΟΥ= -1.170 -3.930

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ= 38%

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΒΑΡΟΥΣ ΦΟΡΟΥ=

236%

Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση αγαθών με μεγάλη ελαστικότητα ζήτησης, η επιβολή φόρου κατανάλωσης προκαλεί υπερβάλλον βάρος φόρου αφενός, και αφετέρου η αύξηση του φόρου προκαλεί πολλαπλάσια αύξηση του υπερβάλλοντος βάρος φόρου.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.54/106

β) Περίπτωση αγαθού με μικρή ελαστικότητα ζήτησης: η αύξηση της τιμής προκαλεί μικρότερη μείωση της ζητούμενης ποσότητας.

Παράδειγμα 2:

Έστω ότι για ένα αγαθό Μ η ζητούμενη ποσότητα και η τιμή πώλησης του τις χρονικές στιγμές 0, 1 και 2 δίδονται στον παρακάτω πίνακα. Για το αγαθό αυτό επίσης επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης τις χρονικές στιγμές 1 και 2, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ:

0 1 2

ΠΟΣΟΤΗΤΑ (Q)= 100.000 94.000 92.000

ΤΙΜΗ(p)= 1 1,13 1,18

ΦΟΡΟΣ(t)= 0 0,13 0,18

Να υπολογισθεί το υπερβάλλον βάρος φόρου τις χρονικές στιγμές 1 και 2 και να σχολιασθεί η εξέλιξη του.

Λύση:

α) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατανάλωσης τη χρονική στιγμή 1:

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα ζήτησης με βάση την σχέση:

n =Δq⦁P

ΔP⦁q=(94.000 − 100.000) • 1

(1,13 − 1) • 100.000= −0,46

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου κατανάλωσης με βάση την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• n • q • P • t2 =

1

2• −0,46 • 100.000 • 1 • 0,132 = −390

β) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατανάλωσης τη χρονική στιγμή 2:

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα ζήτησης με βάση την σχέση:

n =Δq⦁P

ΔP⦁q=(92.000 − 94.000) • 1,13

(1,18 − 1,13 • 94.000= −0,48

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου κατανάλωσης με βάση την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• n • q • P • t2 =

1

2• −0,48 • 94.000 • 1,13 • 0,182 = −827

Με βάση τα παραπάνω συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας αποτελεσμάτων:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ 1 2

ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΖΗΤΗΣΗΣ(η)= -0,46 -0,48

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΒΑΡΟΣ ΦΟΡΟΥ= -390 -827

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ= 38%

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.55/106

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΒΑΡΟΥΣ ΦΟΡΟΥ=

112%

Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση αγαθών με μικρή ελαστικότητα ζήτησης, η επιβολή φόρου κατανάλωσης προκαλεί υπερβάλλον βάρος φόρου μικρότερο όμως σε σχέση με τα αγαθά μεγάλης ελαστικότητας αφενός, και αφετέρου η αύξηση του φόρου προκαλεί αρκετά μεγαλύτερη αύξηση του υπερβάλλοντος βάρος φόρου, μικρότερη όμως σε σχέση με τα αγαθά μεγάλης ελαστικότητας .

6.3.2 Αποτέλεσμα πολλαπλών φόρων που βαρύνουν τους καταναλωτές – Η θεωρία της δεύτερης άριστης λύσης στην περίπτωση υποκατάστατων αγαθών

Ακολούθως θα ασχοληθούμε με την περίπτωση που επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης σε υποκατάστατα αγαθά. Στο παρακάτω σχήμα εξετάζουμε την περίπτωση με δυο υποκατάστατα αγαθά το g και το r. Οι καμπύλες ζήτησης τους είναι οι Dg και Dr αντίστοιχα, και οι τιμές τους πριν από το φόρο είναι οι Pg και Pr αντίστοιχα.

Στο παραπάνω σχήμα παρατηρούμε τα εξής:

Όταν επιβληθεί φόρος t στο αγαθό r, τότε η τιμή του αυξάνεται σε Pr+tPr με αποτέλεσμα την μείωση της ζητούμενης ποσότητας του σε r2 και τη δημιουργία υπερβάλλοντος βάρους φόρου ίσο με το εμβαδόν της επιφάνειας cbh.

Επίσης όταν επιβληθεί φόρος t στο αγαθό g, τότε η τιμή του αυξάνεται σε Pg+tPg με αποτέλεσμα την μείωση της ζητούμενης ποσότητας του σε g2 και τη δημιουργία υπερβάλλοντος βάρους φόρου ίσο με το εμβαδόν της επιφάνειας fed.

Επειδή όμως τα αγαθά r και g είναι υποκατάστατα, η αύξηση της τιμής του g σε Pg+tPg εξαιτίας της επιβολής φόρου προκαλεί αύξηση της ζήτησης του αγαθού r, με αποτέλεσμα την μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης του προς τα δεξιά στη θέση D1r. Κατά συνέπεια η ζητούμενη ποσότητα του αγαθού του αγαθού r αυξάνεται από r2 σε r3, δηλαδή κατά την απόσταση cg. Επομένως προκαλείται κοινωνικό όφελος ίσο με το εμβαδόν της επιφάνειας cgh.

Συμπεραίνουμε επομένως ότι, η επιβολή φόρου στην αγορά του αγαθού g δημιουργεί ένα υπερβάλλον βάρος ίσο fed και ταυτόχρονα μειώνει το υπερβάλλον βάρος στην αγορά του αγαθού r κατά cgh. Αν ο βαθμός υποκατάστασης των δυο αγαθών δηλαδή είναι μεγάλος, τότε η φορολόγηση τους μπορεί να μειώσει το συνολικό υπερβάλλον βάρος.

6.3.3 Άριστη φορολογία αγαθών – Ο κανόνας του Ramsey

Επειδή όπως είδαμε παραπάνω, η φορολόγηση των αγαθών με φόρο κατανάλωσης έχει ως συνέπεια τη δημιουργία υπερβάλλοντος βάρους φόρου, το ερώτημα που προκύπτεις κατά τη φορολόγηση των αγαθών με φόρο κατανάλωσης είναι επομένως, πως πρέπει να τεθούν οι

Τιμή g Τιμή r

Pt=Pr+tPr c g

Pt=Pg+tPg f

b h

Pr

d D1r

Pg e Dr

Dg

g2 g1 ποσότητα g r2 r3 r1 ποσότητα r

Σχήμα 1α: Μέτρηση υπερβάλλοντος φορολογικού βάρους στην κατανάλωση πολλών αγαθών

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.56/106

φορολογικοί συντελεστές στα διάφορα αγαθά, ώστε να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα με το ελάχιστο υπερβάλλον βάρος.

Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει ο κανόνας του Ramsey σύμφωνα με τον οποίο, για να ελαχιστοποιηθεί το συνολικό υπερβάλλον βάρος φόρου από τη φορολόγηση των διαφόρων αγαθών με φόρο κατανάλωσης, πρέπει οι φορολογική συντελεστές να καθορίζονται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η ποσοστιαία μείωση στη ζητούμενη ποσότητα κάθε αγαθού να είναι η ίδια.

Για να ελαχιστοποιηθεί το συνολικό υπερβάλλον βάρος πρέπει, το οριακό υπερβάλλον βάρος που αντιστοιχεί στο τελευταίο ευρώ από τα φορολογικά έσοδα που εισπράττονται από το αγαθό Χ, να είναι ίσο με το οριακό υπερβάλλον βάρος που αντιστοιχεί στο τελευταίο ευρώ από τα φορολογικά έσοδα που εισπράττονται από το αγαθό Υ.

Στο παρακάτω σχήμα η DΧ είναι η καμπύλη αντισταθμισμένης ζήτησης ενός ατόμου, που αγοράζει ποσότητες ενός αγαθού Χ σε διάφορες τιμές πριν και μετά την επιβολή φόρου κατανάλωσης. Θεωρούμε ότι το άτομο μπορεί να αγοράσει από το Χ όση ποσότητα θέλει αρχικά πριν τη επιβολή φόρου, οπότε η καμπύλη προσφοράς του Χ είναι οριζόντια.

Στο παραπάνω σχήμα παρατηρούμε τα εξής:

Σε αρχική τιμή Ρ0 πριν την επιβολή φόρου το άτομο αγοράζει ποσότητα Χ0.

Αν επιβληθεί φόρος t στο αγαθό Χ, τότε αυξάνεται η τιμή του αγαθού σε Ρ1 = Ρ0 + tΡ0 και παράλληλα μειώνεται η ζητούμενη ποσότητα σε Χ1, δηλαδή η ζητούμενη ποσότητα μειώνεται κατά ΔΧ = Χ0 – Χ1. Όπως δε έχουμε δείξει παραπάνω, το υπερβάλλον βάρος του φόρου είναι ίσο με το εμβαδόν του τριγώνου bαc.

Στην συνέχεια υποθέτουμε ότι ο φόρος t αυξάνεται κατά 1 μονάδα, δηλαδή γίνεται t+1. Τότε η τιμή του αγαθού θα αυξηθεί σε Ρ2 = Ρ0 + (t+1)Ρ0 και παράλληλα η ζητούμενη ποσότητα θα μειωθεί σε Χ2, δηλαδή η ζητούμενη ποσότητα θα μειωθεί κατά ΔΧ = Χ1 – Χ2, με σχετικό υπερβάλλον βάρος φόρου fec.

Η διαφορά του υπερβάλλοντος βάρους σε τιμή Ρ1 με το υπερβάλλον βάρος σε τιμή Ρ2: fec-bαc = fbαe αποτελεί το οριακό υπερβάλλον βάρος, επειδή αντιστοιχεί στην κατά 1 μονάδα αύξηση του φόρου, που είναι ίσο με το εμβαδόν του τραπεζοειδούς σχήματος feαb.

Δηλαδή το οριακό υπερβάλλον βάρος (ΟΥΒ) είναι: ΟΥΒ= ½ fe × eα = ½ ΔΧ (2t+1) = ΔΧt+ ½ ΔΧ. Επειδή ο δεύτερος μέρος της ισότητας είναι σχετικά μικρός τον αγνοούμε, οπότε θα έχουμε ΟΥΒ= ΔΧt. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η κλίση της καμπύλης DX είναι 1/ΔΧ = t/ΔΧ, επειδή και τα δυο αυτά μεγέθη είναι οι απόλυτες τιμές της, θα έχουμε t ΔΧ = ΔΧ. Άρα τελικά το οριακό υπερβάλλον βάρος θα είναι:

ΟΥΒ = ΔΧ (1).

ΡΧ

Οριακό υπερβάλλον βάρος

P2= P0 + (t+1)P0 g f

P1= P0 + tP0 h i

b

P0 α c

j e DΧ

ποσότητα r

Χ2 Χ1 Χ0 Χ

Σχήμα 1β: Μέτρηση οριακού υπερβάλλοντος φορολογικού βάρους στην κατανάλωση

ΔΧΔΧ

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.57/106

Στην συνέχεια μετά τον υπολογισμό του οριακού υπερβάλλοντος βάρους που προκαλείται από την κατά μια μονάδα αύξηση του φορολογικού συντελεστή, υπολογίζεται και η αντίστοιχη οριακή αύξηση των φορολογικών εσόδων. Παρατηρούμε στο παραπάνω σχήμα ότι, όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι t τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου είναι ίσα με το εμβαδόν του ορθογωνίου hjαb. Όταν δε ο φορολογικός συντελεστής αυξηθεί κατά μια μονάδα, δηλ. t+1 τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου είναι ίσα με το εμβαδόν του ορθογωνίου gfej. Συγκρίνοντας τα δυο ορθογώνια διαπιστώνουμε ότι, όταν ο φορολογικός συντελεστής αυξηθεί κατά μια μονάδα, το δημόσιο εισπράττει επιπλέον έσοδα ίσα με το εμβαδόν του ορθογωνίου gfih, αλλά χάνει έσοδα ίσα με το εμβαδόν της επιφάνειας του ορθογωνίου ibαe. Επομένως η οριακή αύξηση των φορολογικών εσόδων του δημοσίου θα είναι: gfih- ibαe. Η διαφορά αυτή μετατρέπεται αλγεβρικά ως εξής:

Η οριακή αύξηση των φορολογικών εσόδων του δημοσίου προκύπτει όταν από τα έσοδα με φορολογικό συντελεστή (t+1) αφαιρεθούν τα έσοδα με φορολογικό συντελεστή t. Επειδή όμως τα φορολογικά έσοδα με φ ορολογικό συντελεστή (t+1) είναι ίσα με το εμβαδόν του ορθογωνίου gfej τα φορολογικά έσοδα με φορολογικό συντελεστή t είναι ίσα με το εμβαδόν του ορθογωνίου hjαb, όπως προαναφέραμε, δίδεται από την παρακάτω σχέση: Οριακά φορολογικά έσοδα (ΟΦΕ) =Εμβαδόν gjef – Εμβαδόν hjαb=gj• je -hj• Jα==(t+1)X2-t.X1 =

=tX2+ X2 - tX1= X2+t(X2 - X1) = X2+tΔΧ.

Αλλά επειδή X2= X1-ΔΧ η σχέση αυτή μετατρέπεται ως εξής: ΟΦΕ = X1-ΔΧ - tΔΧ. Επειδή όμως όπως προαναφέραμε η κλίση της καμπύλης DX είναι 1/ΔΧ = t/ΔΧ θα έχουμε ΔΧ =ΔΧ/t και επομένως η προηγούμενη σχέση μετατρέπεται ως εξής:

ΟΦΕ = X1-ΔΧ - tΔΧ = X1-ΔΧ (t+1)= X1- ΔΧ

t (t+1) => ΟΦΕ= X1 - ΔX (2) (Ο όρος (t+1)/t είναι περίπου

ίσος με την μονάδα και έτσι παραλείπεται στην προηγούμενη σχέση).

Έτσι τελικά το οριακό υπερβάλλον βάρος ανά επιπλέον εισπραττόμενο ευρώ φορολογικών εσόδων (ΟΥΒ΄) θα είναι ο λόγος του οριακού υπερβάλλοντος βάρους προς τα οριακά φορολογικά έσοδα, δηλαδή ΟΥΒ΄= ΟΥΒ/ΟΦΕ. Οπότε διαιρώντας τις σχέσεις (1) και (2) θα έχουμε:

ΟΥΒ΄Χ = ΔΧ

X1−ΔΧ (3)

Με το ίδιο σκεπτικό βρίσκουμε ότι το οριακό υπερβάλλον βάρος ανά επιπλέον εισπραττόμενο ευρώ φορολογικών εσόδων για οποιοδήποτε άλλο αγαθό Υ θα είναι:

ΟΥΒ΄Υ = ΔΥ

Υ1−ΔΥ (4)

Επειδή δε η συνθήκη για ελαχιστοποίηση του συνολικού υπερβάλλοντος βάρους απαιτεί το οριακό υπερβάλλον βάρος ανά επιπλέον εισπραττόμενο ευρώ φορολογικών εσόδων να είναι το ίδιο για όλα τα αγαθά, εξισώνοντας τις παραπάνω σχέσεις (3) και (4) θα έχουμε:

ΔΧ

X1 − ΔΧ=

ΔΥ

Υ1 − ΔΥ=>

ΔΧ

X1 − (Χ0 − Χ1)=

ΔΥ

Υ1 − (Υ0 − Υ1)=>

ΔΧ

−Χ0=ΔΥ

−Υ0=> −

ΔΧ

Χ0

= −ΔΥ

Υ0(5)

Η σχέση (5) δείχνει ότι για να ελαχιστοποιήσουμε το συνολικό υπερβάλλον βάρος, οι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να καθοριστούν με τέτοιο τρόπο ώστε η ποσοστιαία μείωση στη ζητούμενη ποσότητα κάθε αγαθού να είναι η ίδια. Το αποτέλεσμα αυτό ονομάζεται κανόνας του Ramsey, προς τιμήν του Frank Ramsey που τον διατύπωσε το 1927.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.58/106

6.3.4 Αποτέλεσμα φόρου στο εισόδημα από εργασία

Η θεωρία του υπερβάλλοντος βάρους φόρου που αναπτύξαμε παραπάνω στη φορολογία αγαθών, ισχύει εξίσου και στη φορολογία του εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Στο ακόλουθο σχήμα, στον οριζόντιο άξονα μετρούνται οι ώρες εργασίας ενός εργαζόμενου ατόμου και στον κάθετο το ωρομίσθιο του. Η γραμμή αS είναι η καμπύλη αντισταθμισμένης προσφοράς εργασίας του ατόμου, που δείχνει το ελάχιστο ωρομίσθιο που θα ήταν αναγκαίο, για να παρακινήσει το άτομο να εργασθεί μια επιπλέον ώρα.

Στο παραπάνω γράφημα παρατηρούμε τα εξής:

Σε αρχικό ωρομίσθιο w χωρίς φόρο οι ώρες εργασίας του ατόμου είναι L. Δηλαδή αν από το σημείο αυτό σύρουμε κάθετη στην καμπύλη αντισταθμισμένης προσφοράς θα δημιουργηθεί επί αυτής το σημείο τομής d, και στην συνέχεια αν σύρουμε από αυτό το σημείο κάθετη προς τον οριζόντιο άξονα, θα δημιουργηθεί επί αυτού το σημείο τομής L. Το πλεόνασμα του εργαζόμενου ατόμου σε αυτή την περίπτωση δίδεται από το εμβαδόν της επιφάνειας αwd.

Υποθέτουμε στην συνέχεια ότι επιβάλλεται ένας φόρος εισοδήματος t στο αρχικό ωρομίσθιο του εργαζόμενου ατόμου με αποτέλεσμα την μείωση του σε wt = w-tw. Σε αυτό το ωρομίσθιο wt μετά φόρου οι ώρες εργασίας του ατόμου μειώνονται σε Lt. Δηλαδή αν από το σημείο αυτό σύρουμε κάθετη στην καμπύλη αντισταθμισμένης προσφοράς θα δημιουργηθεί επί αυτής το σημείο τομής c, και στην συνέχεια αν σύρουμε από αυτό το σημείο κάθετη προς τον οριζόντιο άξονα, θα δημιουργηθεί επί αυτού το σημείο τομής Lt. Το πλεόνασμα του εργαζόμενου ατόμου σε αυτή την περίπτωση δίδεται από το εμβαδόν της επιφάνειας αwtc.

Τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής ισορροπίας είναι τα εξής:

Το πλεόνασμα του εργαζόμενου ατόμου είναι μικρότερο, ίσο με το εμβαδόν της επιφάνειας αwtc.

Παράλληλα με τη μείωση του πλεονάσματος λόγω της μείωσης του καθαρού ωρομισθίου από την επιβολή του φόρου, προκαλείται μείωση της ευημερίας του εργαζόμενου ατόμου ίση με το εμβαδόν της επιφάνειας wtwdc.

Από την επιφάνεια αυτή της συνολικής μείωσης της ευημερίας, το τετράγωνο σχήμα wtwbc αντιστοιχεί στα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, και το υπόλοιπο τμήμα της συνολικής αυτής της επιφάνειας bcd αποτελεί το υπερβάλλον βάρος φόρου για το εργαζόμενο άτομο, που προκαλεί ως εκ τούτου στρεβλώσεις στην οικονομία.

Ωρομίσθιο

w d S

b Υπερβάλλον φορολογικό βάρος

Φορολογικά έσοδα

wt=w-tw c

α

LtL Ώρες εργασίας

Σχήμα 2: Μέτρηση υπερβάλλοντος φορολογικού βάρους στο εισόδημα

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.59/106

6.3.4.1 Αλγεβρικός υπολογισμός υπερβάλλοντος βάρους φόρου στο εισόδημα

Η μέτρηση της αξίας αυτού του υπερβάλλοντος βάρους γίνεται ως εξής:

Από το προηγούμενο Σχήμα 2 παρατηρούμε ότι η αξία του υπερβάλλοντος βάρους φόρου είναι ίση με το εμβαδόν του ορθογώνιου τριγώνου bcd, δηλαδή:

bcd =1

2⦁bc⦁bd

Επειδή όμως το ύψος του τριγώνου bc ισούται με τη διαφορά w-wt= w-(w -tw) = t Χ w και τo πλάτος του τριγώνου bd ισούται με LLt= ΔL δηλαδή την μεταβολή των ωρών εργασίας, η παραπάνω σχέση γίνεται:

bcd =1

2⦁t⦁w⦁ΔL (1)

Ακολούθως γνωρίζουμε ότι, η ελαστικότητα προσφοράς (ε) των ωρών εργασίας σε σχέση με το ωρομίσθιο δίνει την ποσοστιαία μεταβολή των ωρών εργασίας εξ αιτίας μιας μοναδιαίας μεταβολής του ωρομισθίου, δηλαδή:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L

Λύνοντας ως προς ΔL την παραπάνω σχέση θα έχουμε:

ΔL = ε⦁L

w⦁Δw = ε⦁

L

w⦁tw = ε⦁L⦁t (2)

Επομένως από την παραπάνω σχέση (1) λόγω της (2) θα έχουμε:

bcd =1

2⦁t⦁w⦁ε⦁L⦁t =

1

2⦁ε⦁L⦁w⦁t2 (3)

Η σχέση (3) επομένως αποτελεί το τύπο υπολογισμού του υπερβάλλοντος βάρους φόρου, όπου w: το ωρομίσθιο στη χρονική στιγμή 0, L: οι ώρες εργασίας τη χρονική στιγμή 0, ε: η ελαστικότητα προσφοράς εργασίας τη χρονική στιγμή 1 και t: ο φορολογικός συντελεστής τη χρονική στιγμή 1.

Από την μορφή της παραπάνω σχέσης (3) προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:

Από την παρουσία του (ε) στην σχέση προκύπτει ότι, το υπερβάλλον βάρος φόρου είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερο είναι το (ε), δηλαδή όση μεγαλύτερη είναι η ελαστικότητα προσφοράς (ε) των ωρών εργασίας.

Από την παρουσία του παράγοντα L×w στην σχέση προκύπτει ότι, όση μεγαλύτερη είναι η φορολογική επιβάρυνση του εργαζόμενου ατόμου, τόσο μεγαλύτερο είναι το υπερβάλλον βάρος φόρου.

Από την παρουσία του παράγοντα t2 στην σχέση προκύπτει ότι, όσο ο φόρος αυξάνεται, το υπερβάλλον βάρος φόρου αυξάνεται κατά το τετράγωνο της αύξησης του φόρου.

Παραδείγματα υπολογισμού υπερβάλλοντος βάρους φόρου στο εισόδημα.

α) Περίπτωση εργαζόμενου ατόμου με μεγάλη ελαστικότητα προσφοράς εργασίας.

Παράδειγμα 1:

Έστω ότι οι ώρες απασχόλησης ενός εργαζομένου, το ωρομίσθιο και ο συντελεστής φόρου αντίστοιχα στις χρονικές στιγμές 0, 1, 2 δίδονται στον παρακάτω πίνακα:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 0 1 2

ΩΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΗΣΙΩΣ (L)=

1.800 1.600 1.450

ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ (w)= 6 4,5 3,9

ΦΟΡΟΣ(t)= 0 0,25 0,35

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.60/106

Να υπολογισθεί το υπερβάλλον βάρος φόρου του εργαζομένου τις χρονικές στιγμές 1 και 2 και να σχολιασθεί η εξέλιξη του.

Λύση:

α) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 1

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(1.600 − 1.800) • 6

(4,5 − 6) • 1.800= 0,44

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,44 • 1.800 • 6 • 0,252 = 150

β) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 2

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(1.450 − 1.600) • 4,5

(3,9 − 4,5) • 1.600= 0,70

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,70 • 1.600 • 4,5 • 0,352 = 310

Με βάση τα παραπάνω συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας αποτελεσμάτων:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 1 2

ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ(ε)= 0,44 0,70

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΒΑΡΟΣ ΦΟΡΟΥ= 150 310

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ= 40%

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΒΑΡΟΥΣ ΦΟΡΟΥ=

107%

Διαπιστώνουμε ότι, η αύξηση του φόρου κατά 40% μεταξύ των χρονικών στιγμών 1 και 2 επέφερε αρκετά μεγαλύτερη αύξηση του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατά 107%.

Παράδειγμα 2:

Έστω ότι οι ημέρες απασχόλησης ενός εργαζομένου, το ημερομίσθιο και ο συντελεστής φόρου αντίστοιχα στις χρονικές στιγμές 0, 1, 2 δίδονται στον παρακάτω πίνακα:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 0 1 2

ΗΜΕΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΗΣΙΩΣ (L)=

250 230 220

ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ (w)= 50 45 40

ΦΟΡΟΣ(t)= 0 0,25 0,30

Να υπολογισθεί το υπερβάλλον βάρος φόρου του εργαζομένου τις χρονικές στιγμές 1 και 2 και να σχολιασθεί η εξέλιξη του.

Λύση:

α) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 1

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.61/106

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(230 − 250) • 50

(45 − 50) • 250= 0,80

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,80 • 250 • 50 • 0,252 = 313

β) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 2

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(200 − 230) • 45

(40 − 45) • 230= 1,17

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 1,17 • 230 • 45 • 0,302 = 547

Με βάση τα παραπάνω συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας αποτελεσμάτων:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 1 2

ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ(ε)= 0,80 1,17

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΒΑΡΟΣ ΦΟΡΟΥ= 313 547

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ= 20%

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΒΑΡΟΥΣ ΦΟΡΟΥ=

75%

Διαπιστώνουμε ότι, η αύξηση του φόρου κατά 20% μεταξύ των χρονικών στιγμών 1 και 2 επέφερε αρκετά μεγαλύτερη αύξηση του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατά 75%.

Στα παραπάνω παραδείγματα παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση εργαζομένων με μεγάλη ελαστικότητα προσφοράς εργασίας, η επιβολή φόρου εισοδήματος προκαλεί υπερβάλλον βάρος φόρου αφενός, και αφετέρου η αύξηση του φόρου προκαλεί αρκετά μεγαλύτερη αύξηση του υπερβάλλοντος βάρος φόρου.

β) Περίπτωση εργαζόμενου ατόμου με μικρή ελαστικότητα προσφοράς εργασίας

Παράδειγμα 1:

Έστω ότι οι ώρες απασχόλησης ενός εργαζομένου, το ωρομίσθιο και ο συντελεστής φόρου αντίστοιχα στις χρονικές στιγμές 0, 1, 2 δίδονται στον παρακάτω πίνακα:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 0 1 2

ΩΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΗΣΙΩΣ (L)= 1.800 1.750 1.680

ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ (w)= 6 4,5 3,9

ΦΟΡΟΣ(t)= 0 0,25 0,35

Να υπολογισθεί το υπερβάλλον βάρος φόρου του εργαζομένου τις χρονικές στιγμές 1 και 2 και να σχολιασθεί η εξέλιξη του.

Λύση:

α) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 1

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(1.750 − 1.800) • 6

(4,5 − 6) • 1.800= 0,11

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.62/106

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,11 • 1.800 • 6 • 0,252 = 38

β) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 2

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(1.680 − 1.750) • 4,5

(3,9 − 4,5) • 1.750= 0,30

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,30 • 1.750 • 4,5 • 0,352 = 145

Με βάση τα παραπάνω συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας αποτελεσμάτων:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 1 2

ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ(ε)= 0,11 0,30

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΒΑΡΟΣ ΦΟΡΟΥ= 38 145

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ= 40%

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΒΑΡΟΥΣ ΦΟΡΟΥ=

286%

Διαπιστώνουμε ότι, η αύξηση του φόρου κατά 40% μεταξύ των χρονικών στιγμών 1 και 2 επέφερε πολλαπλάσια αύξηση του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατά 286%.

Παράδειγμα 2:

Έστω ότι οι ημέρες απασχόλησης ενός εργαζομένου, το ημερομίσθιο και ο συντελεστής φόρου αντίστοιχα στις χρονικές στιγμές 0, 1, 2 δίδονται στον παρακάτω πίνακα:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 0 1 2

ΗΜΕΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΗΣΙΩΣ (L)=

250 249 247

ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ (w)= 50 45 40

ΦΟΡΟΣ(t)= 0 0,25 0,30

Να υπολογισθεί το υπερβάλλον βάρος φόρου του εργαζομένου τις χρονικές στιγμές 1 και 2 και να σχολιασθεί η εξέλιξη του.

Λύση:

α) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 1

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(249 − 250) • 50

(45 − 50) • 250= 0,04

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,04 • 250 • 50 • 0,252 = 16

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.63/106

β) Υπολογισμός του υπερβάλλοντος βάρους φόρου τη χρονική στιγμή 2

Αρχικά υπολογίζουμε την ελαστικότητα προσφοράς εργασίας από την παρακάτω σχέση:

ε =ΔL⦁w

Δw⦁L=> ε =

(247 − 249) • 45

(40 − 45) • 249= 0,07

Στην συνέχεια υπολογίζουμε το υπερβάλλον βάρος φόρου από την παρακάτω σχέση:

bcd =1

2• ε • L • w • t2 =

1

2• 0,07 • 249 • 45 • 0,302 = 36

Με βάση τα παραπάνω συντάσσεται ο παρακάτω πίνακας αποτελεσμάτων:

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: 1 2

ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ(ε)= 0,04 0,07

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΒΑΡΟΣ ΦΟΡΟΥ= 16 36

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ= 20%

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΒΑΡΟΥΣ ΦΟΡΟΥ=

133%

Διαπιστώνουμε ότι, η αύξηση του φόρου κατά 20% μεταξύ των χρονικών στιγμών 1 και 2 επέφερε πολλαπλάσια αύξηση του υπερβάλλοντος βάρους φόρου κατά 133%.

Στα παραπάνω παραδείγματα παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση εργαζομένων με μικρή ελαστικότητα προσφοράς εργασίας, η επιβολή φόρου εισοδήματος προκαλεί υπερβάλλον βάρος φόρου αφενός, και αφετέρου η αύξηση του φόρου προκαλεί πολλαπλάσια αύξηση του υπερβάλλοντος βάρος φόρου.

6.3.5 Σύγκριση φόρων9

Στο ακόλουθο σχήμα περιγράφεται η επίδραση της επιβολής φόρου στο εισόδημα από εργασία, συγκρίνοντας τις επιβολές τριών διαφορετικών φόρων, του εφάπαξ, του αναλογικού και του προοδευτικού. Η φορολογική επιβάρυνση (ΦΕ) είναι ίση με την κάθετη απόσταση μεταξύ του προ του φόρου και μετά το φόρο εισοδηματικού περιορισμού.

Στο παραπάνω σχήμα παρατηρούμε τα εξής:

9Joseph Stiglitz, Οικονομική του Δημόσιου Τομέα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992, σελ. 565-573

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.64/106

Με την επιβολή εφάπαξ φόρου η ΦΕ είναι ίση με ΑΕ, δηλαδή την κάθετη απόσταση μεταξύ της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού πριν το φόρο και της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού με εφάπαξ φόρο, στο σημείο Ε που η τελευταία εφάπτεται της καμπύλης αδιαφορίας.

Με την επιβολή προοδευτικού φόρου η ΦΕ είναι ίση με Α1Ε1, δηλαδή την κάθετη απόσταση μεταξύ της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού πριν το φόρο και της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού με προοδευτικό φόρο, στο σημείο Ε1που η τελευταία εφάπτεται της καμπύλης αδιαφορίας.

Με την επιβολή αναλογικού φόρου η ΦΕ είναι ίση με Α2Ε2, δηλαδή την κάθετη απόσταση μεταξύ της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού πριν το φόρο και της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού με αναλογικό φόρο, στο σημείο Ε2που η τελευταία εφάπτεται της καμπύλης αδιαφορίας.

Επειδή Α1Ε1<Α2Ε2<ΑΕ: η μικρότερη επιβάρυνση είναι με προοδευτικό φόρο, μετά με αναλογικό κ.ο.κ. Λαμβάνοντας δε ως δεδομένο ότι, η επιβολή εφάπαξ φόρου προκαλεί την μεγαλύτερη ΦΕ στο εισόδημα και κατά συνέπεια την μεγαλύτερη δυνατή είσπραξη φόρων από το δημόσιο, διαπιστώνουμε ότι οι κάθετες αποστάσεις μεταξύ της γραμμής εισοδηματικού περιορισμού με εφάπαξ φόρο και των γραμμών εισοδηματικού περιορισμού με προοδευτικό και αναλογικό φόρο, στα σημεία που οι τελευταίες εφάπτονται της καμπύλης αδιαφορίας, ισούται με την απώλεια φορολογικών εσόδων για το δημόσιο αντίστοιχα. Επειδή δε Ε1F1<Ε2F2: η μεγαλύτερη απώλεια φορολογικών εσόδων προκύπτει με τη προοδευτική φορολογία.

6.3.6 Άριστη φορολογία εισοδήματος διαφόρων ομάδων10

Στο ακόλουθο σχήμα περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται δίκαιη ή άριστη φορολογία μεταξύ ομάδων διαφορετικού εισοδήματος. Στον οριζόντιο άξονα μετρούνται οι φορολογικοί συντελεστές των δύο ομάδων διαφορετικού εισοδήματος και στον κάθετο άξονα η οριακή ωφέλεια και η οριακή φορολογική επιβάρυνση και για τις δύο ομάδες.

Στο σχήμα παρατηρούμε ότι, όταν η οριακή φορολογική επιβάρυνση είναι κοινή και για τις δύο ομάδες, τότε η οριακή απώλεια ωφέλειας της Α ομάδας είναι ίση με την αντίστοιχη της Β ομάδας.

Επομένως συμπεραίνουμε ότι, η επίτευξη της μεγιστοποίησης του αθροίσματος των ωφελειών και των δύο ομάδων με την επιβολή φόρου προϋποθέτει, η οριακή φορολογική τους επιβάρυνση να είναι κοινή.

Δηλαδή, οι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να είναι τέτοιοι, ώστε οι απώλειες ωφέλειας να είναι ίσες από την αύξηση του φόρου κατά μια μονάδα για κάθε ομάδα.

10JosephStiglitz, Οικονομική του Δημόσιου Τομέα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992, σελ. 578-582

Οριακή ωφέλεια

Οριακή

φορολογική

επιβάρυνση

tA

tB Φορολογικός συντελεστής

Οριακή απώλεια ωφέλειας

ομάδας Α

Οριακή απώλεια

ωφέλειας ομάδας Β

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.65/106

Μέρος Δεύτερο: Ο Παρεμβατικός Ρόλος του Κράτους στην Οικονομία

7. Ο ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

7.1 Βασικές έννοιες και ορισμοί

(α) Κρατικός Προϋπολογισμός: είναι η αναλυτική κατάσταση των δημοσίων εσόδων και εξόδων, που προγραμματίζονται για µια μελλοντική χρονική περίοδο. Περιλαμβάνει α) τις δαπάνες, κατά κατηγορίες και συνολικά, που σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν οι δημόσιοι φορείς στην ερχόμενη οικονομική χρήση (συνήθως ημερολογιακό έτος) και β) τις εισπράξεις, κατά κατηγορία και συνολικά, που προσδοκούν να πραγματοποιήσουν στην ίδια χρονική περίοδο. Ψηφίζεται κάθε χρόνο από τη Βουλή και έχει την ισχύ τυπικού νόμου.

(β) Δημοσιονομικά Προγράμματα: περιέχουν εκτιμήσεις των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών (έσοδα, δαπάνες, έλλειμμα, χρέος) για τα επόμενα 3-5 χρόνια, αλλά οι κυβερνήσεις δεν έχουν νομική υποχρέωση να τα εφαρμόσουν. Χαράσσουν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο κρίνεται σκόπιμο να κινηθεί η δημοσιονομική πολιτική του μέλλοντος και δεν περιλαμβάνουν εξειδίκευση των δαπανών και των εσόδων, όπως ο Προϋπολογισμός.

Μεταξύ του Κρατικού Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Προγραμμάτων υπάρχουν οι εξής διαφορές:

Ο προϋπολογισμός ισχύει για ένα χρόνο, ενώ τα δημοσιονομικά προγράμματα καλύπτουν µια σειρά ετών (συνήθως 3-5 έτη)

Ο προϋπολογισμός είναι νόμος του κράτους και είναι δεσμευτικός για την κυβέρνηση, την οποία εξουσιοδοτεί να εισπράττει τους φόρους και να διενεργεί τις δαπάνες. Το δημοσιονομικό πρόγραμμα δεν έχει υποχρεωτική ισχύ για την κυβέρνηση και δεν της παρέχει καμία εξουσιοδότηση.

Το δημοσιονομικό πρόγραμμα χαράσσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κρίνεται σκόπιμο να κινηθεί η δημοσιονομική πολιτική του μέλλοντος και προσδιορίζει συνήθως το συνολικό μέγεθος των δημοσίων εσόδων και δαπανών, αλλά δεν προχωρεί στην εξειδίκευση της διάρθρωσής τους, όπως κάνει ο προϋπολογισμός.

(γ) Δημόσιος Απολογισμός: Σε αυτόν εμφανίζονται τα αποτελέσματα της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Κράτους. Αναφέρεται στο παρελθόν και σκοπός του είναι η άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου, όσον αφορά την εκτέλεση του Προϋπολογισμού.

(δ) Ισολογισμός του Κράτους: Περιλαμβάνει την κατάσταση του Δημοσίου Ταμείου, του Δημοσίου Χρέους και των Κρατικών Εγγυήσεων. Αναφέρεται στο παρελθόν και σκοπό έχει τη διευκόλυνση του κοινοβουλευτικού ελέγχου των πράξεων της διοικήσεως κατά την εκτέλεση του Προϋπολογισμού.

7.2 Το πλαίσιο σύνταξης και εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού.11

Η ορθή σύνταξη και εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού διέπεται από τις παρακάτω αρχές και κανόνες, όπως έχουν διαμορφωθεί από τον Ο.Ο.Σ.Α.:

(α) Αρχές πλαισίου:

Έμφαση στα αποτελέσματα των δαπανών σε σχέση με τις εισροές. Διαφάνεια των κρατικών λογαριασμών. Λογοδοσία των υπευθύνων για τη διαχείριση.

(β) Κανόνες σύνταξης και εκτέλεσης:

Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο σύνταξης του προϋπολογισμού.

Λογικές και συνετές υποθέσεις για μακροοικονομικές εξελίξεις.

11 Βασίλης Ράπανος, Σύνταξη και εκτέλεση κρατικού προϋπολογισμού, εκδ. ΙΟΒΕ, Αθήνα 2007

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.66/106

Τεχνικές προϋπολογισμού από πάνω προς τα κάτω. Χαλάρωση των ελέγχων των εισροών από την κεντρική κυβέρνηση. Επικέντρωση στα αποτελέσματα των δαπανών. Διαφάνεια του προϋπολογισμού και λογοδοσία. Σύγχρονες μέθοδοι οικονομικής διαχείρισης.

7.2.1 Οι κανόνες σύνταξης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Οι κανόνες της ορθής σύνταξης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού είναι αναλυτικά οι ακόλουθοι:

(α) Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο σύνταξης του προϋπολογισμού:

Το πλαίσιο αυτό, αφού περιγράψει τις προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια, θέτει τους γενικότερους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής με συγκεκριμένες δεσμεύσεις για μεγέθη όπως το έλλειμμα, οι δαπάνες και τα έσοδα. Αναλυτικότερα:

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις δεν πρέπει είναι αισιόδοξες, ώστε να μην δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχουν περισσότεροι πόροι απ’ ότι στην πραγματικότητα.

Οι κατανομές πιστώσεων μπορεί και πρέπει να αλλάξουν αν μεταβληθούν οι οικονομικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες έγινε η κατανομή αυτή.

Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα πρέπει να καλύπτει όσο γίνεται ευρύτερα όλο το δημόσιο τομέα.

Πρέπει να υπάρχει στενή διασύνδεση μεταξύ ετήσιων προϋπολογισμών και μεσοπρόθεσμου προγράμματος.

Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι πρέπει να έχουν την πολιτική κάλυψη και δέσμευση, τόσο από την εκτελεστική όσο και από τη νομοθετική εξουσία.

(β) Λογικές και συνετές υποθέσεις για μακροοικονομικές εξελίξεις:

Είναι απαραίτητη η αναλυτική και σαφής παρουσίαση των βασικών οικονομικών υποθέσεων για τις προοπτικές της οικονομίας. Είναι ενδεδειγμένο οι προβλέψεις να είναι συγκρατημένες και να γίνονται εναλλακτικά σενάρια με αναλύσεις ευαισθησίας για την πιθανή διαμόρφωση των δημοσιονομικών μεγεθών. Επίσης είναι σκόπιμο, οι αρμόδιοι να μην στηρίζονται μόνο στις δικές τους προβλέψεις, αλλά να λαμβάνουν υπόψη τους τις προβλέψεις τόσο διεθνών οργανισμών όσο και ιδιωτικών φορέων.

(γ) Τεχνικές σύνταξης του προϋπολογισμού από πάνω προς τα κάτω:

Η αποτελεσματική και εντός των τιθέμενων ορίων εκτέλεση του προϋπολογισμού, προϋποθέτει την σύνταξη του με βάσης τις παρακάτω τεχνικές:

Η κυβέρνηση αποφασίζει το συνολικό επίπεδο δαπανών και το κατανέμει, ανάλογα με τις προτεραιότητες της, στα διάφορα προγράμματα δράσης της και στα αντίστοιχα υπουργεία.

Από τη στιγμή που αποφασιστούν τα βασικά μεγέθη, το Υπουργείο Οικονομικών αναθέτει στα επιμέρους υπουργεία να κάνουν την εσωτερική κατανομή των διαθέσιμων πόρων ανάμεσα σε προγράμματα και φορείς. Ο ρόλος του περιορίζεται στο να ελέγχει αν οι ανακατανομές σε κάθε υπουργείο είναι ρεαλιστικές.

Το κάθε υπουργείο θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τα προγράμματα του που τρέχουν καθώς και τα νέα του προγράμματα από τους πόρους που του δίνονται. Αν οι πόροι δεν επαρκούν και είναι απαραίτητο να προωθήσει τα νέα προγράμματα, τότε θα χρειαστεί να κάνει ανακατανομές μεταξύ παλαιών και νέων προγραμμάτων, αφού δεν μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πιστώσεις.

(δ) Χαλάρωση των ελέγχων των εισροών από την κεντρική κυβέρνηση:

Οι πολιτικές αποκέντρωσης πρέπει να γίνονται με προσοχή και με τη διασφάλιση της ύπαρξης δικλείδων, που αποκλείουν φαινόμενα διαφθοράς και ευνοιοκρατίας.

Οι επί κεφαλής των φορέων (Υπουργοί, Γενικοί διευθυντές κ.λπ.) επειδή ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλο τις ανάγκες τους, μπορούν να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά τους πόρους που τους διατίθενται.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.67/106

(ε) Επικέντρωση στα αποτελέσματα των δαπανών:

Απαιτείται η σύνδεση των χρηματοδοτήσεων με τα αποτελέσματα, την ποιότητα δηλαδή και την ποσότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται στον πολίτη. Πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ εκροών (outputs) και αποτελεσμάτων (outcomes). Με τον όρο εκροές εννοούμε τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγει η κυβέρνηση. Με τον όρο αποτελέσματα εννοούμε την επίπτωση και τις συνέπειες που έχουν οι εκροές, δηλαδή αυτό που επιδιώκει να επιτύχει η κυβέρνηση.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του προϋπολογισμού που μετρά αποτελέσματα με βάση τις επιδόσεις είναι ότι αυτός συντάσσεται με βάση προγράμματα και όχι με βάση τα υπουργεία αφενός και αφετέρου ο προσδιορισμός exante των προσδοκώμενων επιδόσεων σε όρους αποτελεσμάτων για κάθε πρόγραμμα δαπανών.

(στ) Διαφάνεια του προϋπολογισμού και λογοδοσία:

Η δημοκρατική και ταυτόχρονα αποτελεσματική εκτέλεση του προϋπολογισμού απαιτεί την εφαρμογή των παρακάτω διαδικασιών:

Η κυβέρνηση πρέπει να δημοσιοποιεί με συστηματικό τρόπο και έγκαιρα όλα τα δημοσιονομικά στοιχεία και τις πληροφορίες που αφορούν τον προϋπολογισμό.

Το Κοινοβούλιο πρέπει να παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία ελέγχου όλων των κειμένων και στοιχείων του προϋπολογισμού. Πρέπει ακόμη να είναι σε θέση όχι μόνο να ελέγχει την κυβέρνηση αλλά και να επηρεάζει τη δημοσιονομική πολιτική.

Η κοινωνία των πολιτών και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις πρέπει να μπορούν να ζητούν λογοδοσία από την κυβέρνηση και να επηρεάζουν τη δημοσιονομική πολιτική, έστω με έμμεσο τρόπο.

(ζ) Σύγχρονες μέθοδοι οικονομικής διαχείρισης:

Η χρηματοοικονομική διαχείριση των κρατικών λογαριασμών πρέπει να επικεντρώνεται στη μέθοδο των πραγματοποιήσεων, δηλαδή τα δημοσιονομικά μεγέθη πρέπει να τηρούνται με βάση τις πραγματοποιήσεις τους και όχι με βάση τις εισπράξεις και τις πληρωμές τους.

Με απλά λόγια μια δαπάνη καταγράφεται, όταν πραγματοποιείται το έργο το οποίο χρηματοδοτεί και όχι όταν γίνεται η πληρωμή του. Αν π.χ. ένα έργο ολοκληρωθεί μέσα σε δύο χρόνια και η αποπληρωμή του γίνει σε πέντε χρόνια, ως δαπάνη του προϋπολογισμού θα καταγραφεί στα δύο χρόνια που ολοκληρώθηκε το έργο, ανεξάρτητα από το πότε έγινε η αποπληρωμή του.

7.2.2 Βασικές αρχές ΟΟΣΑ

Οι βασικές αρχές για διαφάνεια που πρέπει να διέπουν τον προϋπολογισμό και τις οποίες συνιστά ο διεθνής οργανισμός ΟΟΣΑ στις χώρες-μέλη του είναι οι εξής:

(α) Εκθέσεις-αναφορές για τον Προϋπολογισμό:

Οι εκθέσεις – αναφορές του προϋπολογισμού πρέπει να περιλαμβάνουν τις εξής πέντε (5) εκθέσεις, την Μηνιαία έκθεση, Εξαμηνιαία έκθεση, Έκθεση στο τέλος του έτους, Έκθεση προ των εκλογών και Έκθεση για μακροχρόνιες εξελίξεις.

(β) Ειδικές δημοσιοποιήσεις:

Παράλληλα πρέπει να δημοσιοποιούνται ώστε να είναι προσβάσιμα σε οποιονδήποτε φορέα ή πολίτη το επιθυμεί, τα παρακάτω στοιχεία του προϋπολογισμού:

Οι οικονομικές υποθέσεις. Οι φορολογικές δαπάνες. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις και τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Τα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Οι υποχρεώσεις για συντάξεις εργαζομένων. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις, π.χ. έκτακτο αποθεματικό.

(γ) Ακεραιότητα, έλεγχος, λογοδοσία:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.68/106

Η εκτέλεση του προϋπολογισμού πρέπει να γίνεται με ακεραιότητα, έλεγχο και λογοδοσία. Η εξασφάλιση αυτών απαιτεί:

Τη χρήση σύγχρονων λογιστικών συστημάτων. Την εφαρμογή αποτελεσματικών συστημάτων εσωτερικών ελέγχων και ανάληψης

ευθύνης. Τη διενέργεια τακτικών και εκτάκτων ελέγχων από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τον εξονυχιστικό έλεγχο από το Κοινοβούλιο και το κοινό.

7.3 Στόχοι του Προϋπολογισμού

Η ορθή, αποτελεσματική και δίκαιη εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού πρέπει να εξυπηρετεί τους ακόλουθους στόχους:

(α) Την άριστη κατανομή των παραγωγικών μέσων:

Το κράτος πρέπει να προσπαθεί, µέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού, να διοχετεύσει επαρκείς πόρους στους κλάδους παραγωγής δημοσίων αγαθών. Στο ακόλουθο διάγραμμα το σημείο Ν αντιστοιχεί σε µια αποτελεσματική κατανομή των πόρων ανάμεσα στην παραγωγή ιδιωτικών και δημοσίων αγαθών.

(β) Η δίκαιη διανομή του εισοδήματος:

Ένας από τους βασικούς στόχους του Προϋπολογισμού είναι ο περιορισμός των εισοδηματικών ανισοτήτων, μέσα από την οικονομική ενίσχυση των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, π.χ. άνεργοι, ανασφάλιστοι υπερήλικες κλπ.

(γ) Η σταθεροποίηση της οικονομίας:

Μέσα από τον Προϋπολογισμό και δια τηςμεταβολής των φόρων και των δημοσίων δαπανών, μπορούν να αντιμετωπιστούν οι διαταραχές της ζήτησης και της προσφοράς της οικονομίας µε στόχο τη σταθεροποίηση της οικονομίας.

(δ) Η οικονομική μεγέθυνση:

Μέσα από τον Προϋπολογισμό των Δημοσίων Επενδύσεων πρέπει να χρηματοδοτούνται οι επενδύσεις σε έργα υποδομής, να χορηγούνται επιδοτήσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, να παρέχονται οι απαιτούμενες φορολογικές απαλλαγές και επιδοτήσεις επιτοκίου.

7.4 Μορφές Δημόσιου Προϋπολογισμού

Με κριτήριο τη φύση των δημοσίων εσόδων και εξόδων, ο προϋπολογισμός διακρίνεται στα εξής δύο τμήματα:

(α) Προϋπολογισμό Εκμετάλλευσης:

Στο τμήμα αυτό περιλαμβάνονται τα τρέχοντα έσοδα και έξοδα, που αναμένεται να πραγματοποιήσει το κράτος και τα οποία δεν επηρεάζουν το μέγεθος της δημόσιας περιουσίας, π.χ. φορολογικά έσοδα, έξοδα για μισθούς και συντάξεις κ.ά.

(β) Προϋπολογισμό Κεφαλαίου:

Ιδιωτικά αγαθά

Π

0 Ρ

∆ηµόσια αγαθά

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.69/106

Στο τμήμα αυτό περιλαμβάνονται τα δημόσια έσοδα και έξοδα, που αυξάνουν ή μειώνουν την αξία της δημόσιας περιουσίας, π.χ. εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, δωρεές προς το Δημόσιο κ.ά.

Με κριτήριο το ρυθμό εξέλιξης της οικονομίας, ο προϋπολογισμός διακρίνεται σε:

(α) Κανονικό Προϋπολογισμό:

Σε αυτόν υπάγονται τα έσοδα και τα έξοδα που το κράτος εκτιμά ότι θα πραγματοποιήσει µε βάση τις προβλεπόμενες οικονομικές εξελίξεις.

(β) Έκτακτο Προϋπολογισμό:

Συντάσσεται από τους δημόσιους φορείς µόνο όταν συμβαίνουν απρόβλεπτα γεγονότα, που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση του κανονικού προϋπολογισμού, π.χ. πόλεμοι, σεισμοί κ.ά.

Στη σύγχρονη δημοσιονομική πρακτική, καταρτίζεται οΓενικός Προϋπολογισμός του Κράτους που περιλαμβάνει την εκτίμηση του συνόλου των εσόδων και εξόδων του κράτους για το επόμενο έτος. Σε αυτόν δεν περιλαμβάνονται τα ίδια έσοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και φυσικά των Δημοσίων Επιχειρήσεων.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.70/106

8. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία

Στη σχετική βιβλιογραφία διατυπώνεται ένας μεγάλος αριθμός απόψεων σχετικά με το ρόλο του κράτους. Για λόγους οικονομίας της ανάλυσης μας παρουσιάζουμε παρακάτω περιληπτικά τις βασικότερες από αυτές:

8.1 Απόψεις κλασικών για το ρόλο του κράτους

(α) Άνταμ Σμιθ

Με δεδομένο το αόρατο χέρι του Σμιθ πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί είναι αναγκαίο να παρεμβαίνουν οι κυβερνήσεις. Έτσι συνοπτικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του για το ρόλο του κράτους είναι:

(1) Το βασικό κριτήριο κυβερνητικής πολιτικής παρέμβασης είναι η αποτυχία των αγορών, αλλά το κατά πόσο μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση είναι υπό διαπραγμάτευση.

(2) Ορισμένα όμως αγαθά είναι από τη φύση τους δημόσια, τα οποία δεν μπορούν να παράγονται από ιδιώτες για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

(3) Υπάρχουν και τα λεγόμενα αξιόλογα αγαθά, για τα οποία επιβάλλεται η κατανάλωση για διάφορους λόγους.

(β) Καρλ Μαρξ

Η συνεισφορά του Μαρξ στη συζήτησή για το ρόλο του κράτους προκύπτει από τη θεωρία του για το Κεφάλαιο για το προλεταριάτο. Κατά τον Μαρξ, τον πρώτο που ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη θεωρία για τον οικονομικό κύκλο, οι οικονομικές κρίσεις πλήττουν το σώμα των μισθωτών εργαζομένων (των προλετάριων).

Συνεπώς, πέραν των πολιτικών τοποθετήσεων, η ιδιοφυΐα του Μαρξ κατέδειξε έναν σοβαρό λόγο κυβερνητικής παρέμβασης προστασίας των μισθωτών εργαζομένων από τις δυνάμεις της αγοράς.12

(γ) John Maynard Keynes

Ο πρώτος που διατύπωσε μια κατά βάση οικονομική θεωρία για το ρόλο του κράτους ήταν ο Keynes. Θεωρώντας ότι, οι ακαμψίες στις αγορές είναι η βασική αιτία ανισορροπίας στην οικονομία, έθεσε ως κύριο στόχο του κράτους την επαναφορά στη ισορροπία, και πρότεινε ευθέως την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων για να καλυφθεί μέρος του ελλείμματος ζήτησης.

8.2 Νεότερες θεωρίες για το ρόλο του κράτους

Σύμφωνα με νεότερες θεωρίες, ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους συνοψίζεται στα εξής σημεία:

(1) Οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν για να προστατέψουν τους καταναλωτές από μονοπώλια και αντίστοιχες πρακτικές.

(2) Οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, όπως είναι το περιβάλλον, ο τραπεζικός τομέας κλπ.

(3) Ο βαθμός παρέμβασης δεν έχει να κάνει μόνο με το βαθμό σοσιαλιστικής ή καπιταλιστικής οικονομίας αλλά και με την ποιότητα της δημοκρατίας.

Σχηματικά καταγράφονται οι παρακάτω σύγχρονες απόψεις για το ρόλο του κράτους:

(α) Οργανική άποψη.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή η κοινωνία θεωρείται ότι είναι πάνω από το άτομο. Οι στόχοι της κοινωνίας τίθενται από την κυβέρνηση.

(β) Μηχανιστική άποψη.

12Μάνθος Ντελής, Βασική πολιτική μικροοικονομία, Διάλεξη ΙΟΒΕ, Αθήνα 2008

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.71/106

Κατά την άποψη αυτή το κράτος είναι ένα όργανο που δημιουργήθηκε από τα άτομα, για να επιτύχουν καλύτερα τις ατομικές τους επιδιώξεις. Στο επίκεντρο είναι το άτομο και όχι η ομάδα.

(γ) Η άποψη των φιλελεύθερων.

Οι φιλελεύθεροι πιστεύουν σε ένα πολύ περιορισμένο ρόλο του κράτους και είναι εναντίον κάθε ενεργού ρόλου του στην οικονομία.

(δ) Η άποψη των σοσιαλδημοκρατών.

Οι σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη πλευρά, πιστεύουν ότι η ουσιαστική παρέμβαση του κράτους είναι απαραίτητη για την ευημερία των ατόμων.

Εκείνο που επισημαίνουμε σε σχέση με τις προαναφερθείσες απόψεις περί κράτους είναι ότι, ανεξάρτητα από την άποψη που υιοθετεί κανείς, η οργανική άποψη περί κράτους εμπεριέχεται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό σε όλες τις άλλες απόψεις. Ακόμη και οι πλέον ακραίες φιλελεύθερες ή μηχανιστικές απόψεις όταν αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα λήψης αποφάσεων και μέτρων χάριν του «εθνικού συμφέροντος», στην ουσία τότε υιοθετούν έμμεσα την οργανική άποψη περί κράτους.

8.3 Το μέγεθος και η έκταση του Κράτους

Το θέμα του μεγέθους του κράτους, και των επιπτώσεων που έχει στην οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη έχει απασχολήσει και απασχολεί επιστήμονες και πολιτικούς, εδώ και πολλές δεκαετίες13.

Ιστορικά, αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο επικράτησε ή άποψη σε όλες τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες για ένα κράτος με μεγάλο μέγεθος. Τα τελευταία τριάντα χρόνια στην συνέχεια επικράτησε σταδιακά η άποψη ότι οι αγορές από μόνες τους δίνουν τα καλύτερα αποτελέσματα και ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο. Μετά όμως την πρόσφατη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση, η πεποίθηση αυτή έχει αρχίσει να χάνει έδαφος.

Ποιος επομένως είναι ο ρόλος του κράτους κα ποια η έκταση της κρατικής δραστηριότητας σε µια οικονομία;

Το μέγεθος του δημόσιου τομέα αποτελεί µια πηγή συνεχούς αντιπαράθεσης απόψεων για το ρόλο του κράτους στην οικονομία. Από τη μια υπάρχει η µάλλον ακραία αντίληψη υπέρ του μικρού μεγέθους του κράτους, κατά την οποία ο ρόλος του πρέπει να είναι ελάχιστος και να περιορίζεται στην παροχή νόμου και τάξης, στη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, στον εφοδιασμό της κοινωνίας µε βασικές υποδομές και δημόσια αγαθά και στη θέσπιση βασικών κανόνων για την οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη υπάρχει επίσης η µάλλον ακραία αντίληψη υπέρ του μεγάλου μεγέθους του κράτους, κατά την οποία οι αγορές από τη φύση τους οδηγούν σε αποτυχίες στην αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας και για να λειτουργήσει αποδοτικά ένα σύστημα της αγοράς απαιτούνται ευρείες κρατικές παρεμβάσεις.

Τα διάφορα επιχειρήματα που συνηγορούν κατά του μεγάλου κράτους είναι βασικά δύο. Το πρώτο υποστηρίζει ότι ο μεγάλος δημόσιος τομέας προκαλεί αύξηση της φορολογίας και αυτό δημιουργεί στρεβλώσεις και αναποτελεσματικότητες. Το δεύτερο υποστηρίζει ότι οι μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες συνδέονται αναπόφευκτα µε την αύξηση δραστηριοτήτων του δημοσίου, στις οποίες η μετρούμενη αύξηση παραγωγικότητας είναι μικρότερη από εκείνη του ιδιωτικού τομέα. Και για τα δυο αυτά επιχειρήματα τα συμπεράσματα σχετικών εμπειρικών ερευνών δεν οδηγούν σε σαφή και ξεκάθαρα συμπεράσματα. Σύμφωνα με στοιχεία εμπειρικών μελετών από φορείς διεθνούς κύρους, υπάρχουν χώρες µε περιορισμένη κρατική δραστηριότητα και φτωχές αναπτυξιακές επιδόσεις και χώρες µε μεγάλο δημόσιο τομέα που είναι στην πρωτοπορία της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας.

13Boeri, Börsch-Supan and Tabellini, 2001

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.72/106

Τελικά τόσο τα αποτελέσματα αυτών τρων μελετών όσο και η εμπειρία λειτουργίας των σύγχρονων κρατών δείχνουν ότι, εκείνο που παίζει καθοριστικό ρόλο για να ανταποκριθεί ένα κράτος στο ρόλο του δεν είναι τόσο το μέγεθος του, όσο η αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και η ποιότητα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών.

Το μέγεθος το κράτους όμως επηρεάζεται και από ιδεολογικούς και ιστορικούς λόγους. Οι ΗΠΑ είχαν ανέκαθεν την τάση, βασισμένη πάνω σε ιδεολογικά κριτήρια κυρίως, να αντιτίθενται στο μεγάλο κράτος και τους υψηλούς φόρους, µε ελάχιστες εξαιρέσεις. Αντίθετα, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και ιδιαίτερα οι Σκανδιναβικές επέλεξαν να επεκτείνουν το δημόσιο τομέα τους σημαντικά και γρήγορα την μεταπολεμική περίοδο. Παρά τις σημαντικές αλλαγές που έγιναν στην περίοδο 1990-2005, οι τελευταίες εξακολουθούν να έχουν μεγάλο δημόσιο τομέα και να είναι από τις πλέον καινοτόμες και ανταγωνιστικές οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ίσως το πιο σημαντικό είναι όχι µόνο το πόσα φορολογικά έσοδα εισπράττει ένα κράτος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και το πόσα δαπανά κατά συνέπεια. Μεγαλύτερη σημασία φαίνεται να έχουν η διάρθρωση αυτών των εσόδων και των δαπανών και η ύπαρξη των κατάλληλων θεσμών και μηχανισμών που διασφαλίζουν την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων του δημοσίου. Οι θεσμοί αυτοί υπάρχουν στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά υπολειτουργούν ή απουσιάζουν από τις αναπτυσσόμενες14.

8.3.1 Ελεύθερη αγορά και Μικτή οικονομία

Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί μεγάλο βάρος στη σπουδαιότητα της έννοιας «ελεύθερη αγορά». Τελικά υφίσταται η ελεύθερη αγορά ή υπάρχουν άλλοι παράγοντες που την κατευθύνουν;

Τίθενται επομένως τα εξής τρία ζητήματα σε σχέση με το ρόλο του κράτους (της κυβέρνησης και των άλλων δημόσιων φορέων) και άλλων φορέων της οικονομίας:

Ποιες οικονομικές δραστηριότητες πραγματοποιούνται από το κράτος; Μπορούν να αιτιολογηθούν αυτές οι δραστηριότητες; Με ποιον τρόπο λαμβάνουν τις οικονομικές αποφάσεις οι κυβερνήσεις;

Με βάση τη συνολική δαπάνη (ένα μακρο-μέγεθος) το μερίδιο της κυβερνητικής δραστηριότητας στο εθνικό εισόδημα αυξάνεται σε πολλές σημερινές οικονομίες της αγοράς, και αυτό παρόλο που τα τελευταία χρόνια έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια αποκρατικοποιήσεων και εξαγορών κρατικών επιχειρήσεων. Ιστορικά ανάλογα με το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας και της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας, οι οικονομίες χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες ως εξής:

Σοσιαλιστικές οικονομίες: Η ιδιοκτησία επιχειρήσεων απαγορεύεται βάση νόμου. Καπιταλιστικές οικονομίες: Η ιδιοκτησία επιχειρήσεων επιτρέπεται με σκοπό τη

πραγματοποίηση κέρδους.

Σήμερα στις γνωστές χώρες του κόσμου δεν υπάρχουν παραδείγματα χωρών που να προσδιορίζονται επακριβώς από τους παραπάνω ορισμούς. Στις σημερινές μικτές οικονομίες, το κράτος ως παραγωγός και καταναλωτής ταυτόχρονα, συμμετέχει ενεργά στις αγορές και στην παραγωγική διαδικασία ως εξής:

παράγοντας αγαθά και υπηρεσίες (δημόσια ή ιδιωτικά), με χρηματοδότηση των δαπανών παραγωγής τους με δύο κυρίως τρόπους, τη φορολογία (άμεση ή έμμεση) και το δανεισμό.

επεμβαίνοντας στην ανακατανομή των εισοδημάτων προφανώς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

επηρεάζοντας και επιδρώντας στο τι παράγεται (π.χ. άμυνα, τέχνες, παιδεία), στο πώς παράγεται (π.χ. από ιδιώτες ή από το δημόσιο) και για ποιον παράγεται.

14 Βασίλης Ράπανος, Μέγεθος και εύρος δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, Εκδ. ΙΟΒΕ, 2009

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.73/106

8.3.2 Κοινά σημεία και διαφορές μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων - επιχειρήσεων

Οι δημόσιες υπηρεσίες και φορείς (πχ ένα κρατικό νοσοκομείο) δεν λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο σε αντιδιαστολή με τις λεγόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις (πχ μια ιδιωτική κλινική). Δεν βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση, έχουν κοινά σημεία αλλά και ουσιαστικές διαφορές.

(α) Τα κοινά σημεία:

(1) Αναπτύσσουν τις δραστηριότητες τους στα πλαίσια της μίας και αυτής ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ πχ της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ.

(2) Τα παραγωγικά μέσα (συντελεστές παραγωγής) τα οποία χρησιμοποιούν για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών προκειμένου να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές και ατομικές ανάγκες είναι κοινά και για τους δημόσιους φορείς και για τους ιδιωτικούς φορείς.

(3) Η συνολική ΖΗΤΗΣΗ στα πλαίσια της ενιαίας Οικονομίας πχ της Ελληνικής, διαμορφώνεται από το άθροισμα της ζήτησης των ΔΗΜΟΣΙΩΝ φορέων - επιχειρήσεων και την ζήτηση του ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ τομέα για αγορά αγαθών και υπηρεσιών.

(4) Η συνολική ζήτηση για αγορά αγαθών και υπηρεσιών θα προσδιορίσει και το επίπεδο απασχόλησης και το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος και τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

(β) Οι διαφορές:

Όσον αφορά το συμφέρον και επιδιωκόμενο σκοπό

(1) Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αποτελούνται από φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα (εταιρείες), από τα οποία το καθένα ξεχωριστά λειτουργεί με σκοπό το ατομικό του συμφέρον, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες των πράξεων του επί των άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων (και πιθανών ανταγωνιστών).

(2) Αντίθετα οι δημόσιες υπηρεσίες και φορείς αποτελούνται από φορείς άσκησης πολιτικής εξουσίας (Βουλή, Κυβέρνηση , Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης κ.λπ.), οι οποίοι φορείς στις δημοκρατικές κοινωνίες ενεργούν για λογαριασμό μιας δημοκρατικά εκλεγμένης Κυβέρνησης - πλειοψηφίας και για την εξυπηρέτηση των γενικότερων αναγκών - συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου. Κομματικές φατρίες - δοσοληψίες κομματικές, δικτατορίες κ.λπ. αποτελούν εξαιρέσεις στην βασική στόχευση των δημόσιων φορέων.

Σχετικά με τα χρησιμοποιούμενα μέσα

(1) Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τον ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ των ΤΙΜΩΝ (προσφορά - ζήτηση δηλαδή) για να αποκαλύψουν τις προτιμήσεις του καταναλωτή (τι θέλει , πόσο θέλει , τι είναι διατεθειμένος να πληρώσει κ.λπ. ) και μετά να προσπαθήσουν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα νοικοκυριά έχουν συμφέρον να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους για τι αγαθά θέλουν και πόσο θα μπορούσαν - θέλουν να πληρώσουν, διότι έτσι θα δώσουν το «δικαίωμα-γνώση» στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να παράγουν αυτά τα αγαθά και άρα να καλύψουν τις ανάγκες τους.

(2) Αντίθετα οι δημόσιες υπηρεσίες και φορείς χρησιμοποιούν τον πολιτικό μηχανισμό της ψηφοφορίας (εκλογές δηλαδή...) για να αποκαλύψουν τις προτιμήσεις της κοινωνίας για τα είδη, την ποσότητα των δημοσιών αγαθών που θέλει η κοινωνία να παραχθεί από τους δημόσιους φορείς. (για παράδειγμα στην Γαλλία όταν κάποιοι ψηφίζουν τον φασίστα Λεπέν ουσιαστικά ψηφίζουν ότι θέλουν να παραχθεί - προσφερθεί από τους δημόσιους φορείς περισσότερη ασφάλεια, μείωση της ανεργίας, λιγότεροι μετανάστες κ.λπ.). Αντιλαμβάνεστε τώρα πόση μεγάλη σημασία θα έπρεπε να έχει κατά την διάρκεια των εκλογών η συζήτηση επί των προγραμμάτων των πολιτικών κομμάτων. Οι απόψεις των πολιτών εκφραζόμενες με την ψηφοφορία. ενσαρκώνονται τελικά στην κατάρτιση του Προϋπολογισμού (με τις όποιες στρεβλώσεις .... και αδυναμίες που όλοι μας ξέρουμε...). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα νοικοκυριά ΔΕΝ έχουν λόγο ισχυρό να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους για τι ΔΗΜΟΣΙΑ αγαθά θέλουν και ποιες κοινωνικές ανάγκες θέλουν να καλύψει το σύγχρονο κράτος γιατί ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ότι: Τα δημόσια αγαθά θα παραχθούν οπωσδήποτε, είτε καταβάλουν τιμή είτε όχι για την

απόκτηση τους. Είναι δυνατόν να μη έχει εθνική άμυνα ένα κράτος; πχ είναι δυνατόν

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.74/106

αυτή να εξαρτάται εάν θα πληρώσει ο Μήτσος από τον Βόλο;, ενώ ιδιωτική ασφάλεια - προστασία για το μαγαζί του δεν θα έχει εάν δεν πληρώσει.

Η τιμή την οποία ενδεχομένως θα πληρώσει, είναι ένα μικρό μέρος του τι πραγματικά κοστίζει η συνολική παραγωγή του δημόσιου αγαθού, άρα η μη πληρωμή του αγαθού δεν θα θέσει σε κίνδυνο την παραγωγή του (πχ ο δρόμος Αθήνα - Καλαμάτα θα γίνει πληρώσει δεν πληρώσει ο Βαγγέλης που είναι τζαμπατζής).

Το όφελος από ένα ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ διαχέεται στο σύνολο της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και δεν μπορεί να εξατομικευτεί. π.χ. Ο Χρήστος από τα Τρίκαλα είναι αγρότης, δεν έχει πληρώσει ποτέ φόρο εισοδήματος και όταν θα περάσει την γέφυρα Ριο-Αντίριο κανένας δεν θα τον σταματήσει, γιατί απλά στο κούτελο του δεν θα γράφει «δεν έχω πληρώσει μία δραχμή φόρο».

Ως προς τον χαρακτήρα τους

(1) Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Αποβλέπουν στην πραγματοποίηση εσόδων όσων μπορούν περισσότερο δυνατό από το κόστος της παραγωγής. Λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα επίπεδα τιμών που επικρατούν στην αγορά και προσπαθούν να προσαρμόσουν τις δαπάνες τους με βάση τις συνθήκες αυτές, εάν δε αποτύχουν είναι υποχρεωμένες να διακόψουν την λειτουργία τους μακροχρόνια.

(2) Αντίθετα οι δημόσιες υπηρεσίες και φορείς δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, παρέχουν τις υπηρεσίες και τα αγαθά τους είτε δωρεάν (δρόμος χωρίς διόδια), είτε σε τιμές κάτω του πραγματικού κόστους (συμμετοχή σε φάρμακα), είτε όταν πραγματοποιούν κέρδη αυτό δεν γίνεται για κερδοσκοπικούς λόγους αλλά για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Οι δημόσιες υπηρεσίες και φορείς λαμβάνουν υπόψη τους τις κοινωνικές ανάγκες που πρέπει να καλύψουν απαραίτητα και ρυθμίζουν τα έσοδα τους ανάλογα και πάντα μέσα στα πλαίσια του δημόσιου χαρακτήρα τους (σε αντίθεση με τις ιδιωτικές οικονομίες).

8.4 Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους

Οι τρεις βασικές οικονομικές λειτουργίες του σύγχρονου παρεμβατικού κράτους είναι οι εξής15:

(α) Η κατανομή πλούτου και πόρων. Σε αυτήν εντάσσεται ο εφοδιασμός της οικονομίας µε δημόσια αγαθά και αγαθά κοινωνικής ωφέλειας, η ρύθμιση των εξωτερικών οικονομιών και η διόρθωση των μονοπωλιακών παρεκκλίσεων.

(β) Η αναδιανομή του εισοδήματος. Σε αυτήν εντάσσονται οι διορθώσεις στον τρόπο διανομής.

(γ) Η σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας. Σε αυτήν εντάσσεται η αντιμετώπιση της ύφεσης και η καταπολέμηση του πληθωρισμού, η αντιμετώπιση του στασιμοπληθωρισμού καθώς και η επίτευξη ενός κοινωνικά επιθυμητού ρυθμού ανάπτυξης.

8.4.1 Η κατανομή πλούτου και πόρων

Στην κατανεμητική λειτουργία του κράτους περιλαμβάνονται οι εξής δράσεις:

(1) ο εφοδιασμός της οικονομίας µε δημόσια και ημιδημόσια αγαθά, (2) η ρύθμιση των εξωτερικών οικονομιών και επιβαρύνσεων και (3) οι αντιμετώπιση των μονοπωλιακών παρεκκλίσεων της αγοράς.

(α) Ο εφοδιασμός της κοινωνίας µε δημόσια αγαθά - Μέσα πολιτικής του κράτους.

Οι τρόποι µε τους οποίους το κράτος μπορεί να εφοδιάσει την κοινωνία µε δημόσια αγαθά είναι οι ακόλουθοι:

(1) Εφοδιασμός από το κράτος ή κρατική παραγωγή;

Το κράτος έχουμε αναφερθεί ότι έχει την ευθύνη για τον εφοδιασμό της κοινωνίας µε δημόσια αγαθά. Τα δημόσια αγαθά μπορεί είτε να παράγει το ίδιο, είτε να αναθέσει την παραγωγή τους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, να τα αγοράσει από αυτές και να τα διαθέσει στην κοινωνία, πχ οι

15Σ. Καραγιάννη-Μ. Πεμπετζόγλου, Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, 2009

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.75/106

φωτεινοί σηματοδότες στην Ελλάδα, που είναι ένα καθαρά δημόσιο αγαθό, παράγονται από ιδιωτική επιχείρηση (τη Siemens), από την οποία τους προμηθεύεται το ελληνικό δημόσιο και εφοδιάζει µε αυτούς το κοινό.

Σε ποιες περιπτώσεις δημοσίων αγαθών είναι σκόπιμο η παραγωγή να πραγματοποιείται από ιδιωτικές επιχειρήσεις και σε ποιες από το ίδιο το κράτος;

Σε αυτή την ερώτηση δεν υπάρχει κάποιος γενικός κανόνας που μπορεί να ακολουθηθεί, καθώς η παραγωγή ενός δημόσιου αγαθού από το δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα εξαρτάται από:

τη φύση του δημόσιου αγαθού (π.χ. Η απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί να παραχθεί από τον ιδιωτικό τομέα),

το βαθμό στον οποίο το κράτος θέλει να ελέγχει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών (π.χ. παιδεία),

το βαθμό απόδοσης της ιδιωτικής επιχείρησης σε σχέση µε την κρατική, το βαθμό στον οποίο είναι κοινωνικά επιθυμητή η εθνικοποίηση ορισμένων κλάδων

παραγωγής κ.ά.

(2) Ο μηχανισμός κρατικής δαπάνης και φορολογίας.

Για να παραχθεί ορισμένη ποσότητα δημόσιου αγαθού, θα πρέπει αναγκαστικά να μειωθεί η παραγωγή ιδιωτικών αγαθών, ώστε να αποδεσμευτούν μέσα παραγωγής που θα κατευθυνθούν στην παραγωγή δημοσίων αγαθών. Γι’ αυτό, το κράτος επιβάλλει φόρους κατανάλωσης στα ιδιωτικά αγαθά, αποτέλεσμα αυτού είναι η μείωση της ζήτησης των ιδιωτικών αγαθών, κατά συνέπεια οι επιχειρήσεις θα μειώσουν την παραγωγή τους, και τελικά αποδεσμεύονται μέσα παραγωγής, οπότε µε τις δημόσιες δαπάνες που διενεργεί μισθώνει τα μέσα παραγωγής είτε για την παραγωγή των δημοσίων αγαθών από αυτό, είτε για την αγορά τους από άλλες επιχειρήσεις. Εκτός από τη φορολογία, το κράτος μπορεί:

να επιτάξει τα μέσα παραγωγής (π.χ. επίταξη χάλυβα από χαλυβουργίες για κατασκευή δημόσιων κτιρίων),

να αυξήσει τον πληθωρισμό (µε έκδοση νέου χρήματος για τη μίσθωση των μέσων παραγωγής),

να δανειστεί τις αποταμιεύσεις των ιδιωτών, έτσι ώστε να αποδεσμευτούν μέσα παραγωγής από τους κλάδους των κεφαλαιουχικών αγαθών.

(3) Τρόποι επιμερισμού του κόστους παραγωγής των δημόσιων αγαθών: καθολικοί φόροι – τιμές χρήσης.

Το κράτος παρέχει τα καθαρά δημόσια αγαθά εντελώς δωρεάν και επιβάλλει στους πολίτες καθολική φορολογία (αυτό μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα φορολογικής δικαιοσύνης).

Το κράτος επιβαρύνει τους πολίτες ανάλογα µε τη χρήση που κάνουν στο δημόσιο αγαθό. Συγκεκριμένα, το κράτος μπορεί να διαθέτει το αγαθό έναντι πληρωμής ορισμένης τιμής χρήσης, όπως είναι τα τέλη (ταχυδρομικά, λιμενικά τέλη, διόδια) και ο ανταποδοτικός φόρος (φόρος στη βενζίνη που επιβαρύνει τους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων ανάλογα µε τη χρήση των δρόμων).

(β) Η ρύθμιση των εξωτερικές επιδράσεων (ή εξωτερικοτήτων)

Οι εξωτερικότητες μπορούν να αντιμετωπιστούν µε τους εξής δυο τρόπους:

1ος τρόπος, Συμφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων ιδιωτικών φορέων:

Αυτό μπορεί να γίνει:

Είτε µε εξαγορά της μίας επιχείρησης από την άλλη (π.χ. το χημικό εργοστάσιο αγοράζει το ιχθυοτροφείο ή ο μελισσοκόμος αγοράζει το οικόπεδο µε τα οπωροφόρα δέντρα).

Είτε µε σύναψη συμφωνίας για τη λελογισμένη χρήση των κοινών πόρων(π.χ. οι συνιδιοκτήτες μιας περιοχής µε πετρέλαιο μπορούν να συμφωνήσουν για µια λογική εκμετάλλευση του κοιτάσματος).

Είτε µε καταβολή αποζημίωσης από αυτούς που προκαλούν την εξωτερική επιβάρυνση σε αυτούς που την υφίστανται (π.χ. σε χώρο που απαγορεύεται το κάπνισμα οι καπνιστές να καταβάλουν ένα χρηματικό ποσό στους µη-καπνιστές για να δεχθούν το κάπνισμα).

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.76/106

2ος τρόπος, Κρατική παρέμβαση:

Στην πράξη η εσωτερίκευση των εξωτερικών οικονομιών, µέσω συμφωνιών, είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί λόγω συμφερόντων, εγωισμών κ.ά.). Γι’ αυτό το λόγο κρίνεται απαραίτητη η κρατική παρέμβαση, για την αντιμετώπιση – ρύθμιση τους, αυτό δε γίνεται µέσω των εξής τρόπων:

Επιβολή προστίμων. Επιβάλλεται ένα πρόστιμο, ούτως ώστε το οριακό ιδιωτικό κόστος να εξισωθεί µε το οριακό κοινωνικό κόστος, άρα δεν εξαλείφεται τελείως η ρύπανση ούτε κλείνει η βιομηχανία, γιατί αυτό θα έχει κοινωνικό κόστος. (Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι, το πρόστιμο έχει την τάση να μειώνει την παραγωγή, να αυξάνει τις τιμές και να περιορίζει τις θέσεις εργασίας).

Επιδότηση. Επιδοτείται δηλαδή η δαπάνη των ιδιωτικών φορέων για τον περιορισμό της ρύπανσης, μέσα από την αγορά περιβαλλοντικά φιλικού εξοπλισμού. (Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι, η επιδότηση δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο το πρόστιμο, επειδή μειώνει το οριακό ιδιωτικό και κοινωνικό κόστος, αλλά την προτιμούν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές, δεν την προτιμούν οι φορολογούμενοι).

Ρυθμιστικές παρεμβάσεις, π.χ. η θέσπιση ανώτατων ορίων ρύπανσης στα εργοστάσια, η απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, η επιβολή περιορισμών στο κυνήγι και την αλιεία, η τιμωρία οδηγών που καταναλώνουν αλκοόλ κ.λπ.

Θέσπιση νομικού πλαισίου των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Οι θιγόμενοι μπορούν να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη όταν βλάπτονται και να δικαιωθούν αφού η δικαστική εξουσία είναι «αντικειμενική». (Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι, το κόστος της δίκης είναι σημαντικό, ιδιαίτερα αν επιβαρύνεται µε αυτό ένα άτομο. Αν τα άτομα είναι πολλά, το κόστος επιμερίζεται).

(γ) Μονοπωλιακές Παρεκκλίσεις

Μία από τις βασικές υποθέσεις του τέλειου ανταγωνισμού είναι η ύπαρξη πολλών παραγωγών και καταναλωτών, ώστε να µη μπορεί κανείς να επηρεάζει την τιμή των προϊόντων. Μερικές φορές όμως εμφανίζονται μονοπωλιακές καταστάσεις στην αγορά. Τότε, το κράτος θα πρέπει να παρέμβει για να διορθώσει τις αποκλίσεις από την άριστη κατανομή των μέσων παραγωγής.

Η μορφή της κρατικής παρέμβασης εξαρτάται από τη φύση του μονοπωλίου, δηλαδή αν το μονοπώλιο είναι τεχνητό ή φυσικό.

(1) Στην περίπτωση των τεχνητών μονοπωλίων, (όπου η παραγωγή διεξάγεται σε συνθήκες αύξοντος ή σταθερού κόστους).

Οι κλάδοι που λειτουργούν µε σταθερό ή αύξον κόστος συνήθως αποτελούνται από πολλές μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Πολύ συχνά όμως, στις οικονομίες της αγοράς, αναπτύσσονται πρωτοβουλίες εγκαθίδρυσης μονοπωλίων σε αυτούς τους κλάδους, μέσα από συγχωνεύσεις ή επιχειρηματικούς συνασπισμούς κ.ά. και έτσι δημιουργούνται τεχνητά μονοπώλια όπου η τιμή του αγαθού είναι υψηλότερη, εκεί που θα μπορούσε να λειτουργεί αποδοτικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων.

Η κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των παρεκκλίσεων στην περίπτωση των τεχνητών μονοπωλίων περιλαμβάνει τις εξής δράσεις:

Νομοθεσία για την προστασία και κατοχύρωση του ανταγωνισμού. Η νομοθεσία μεριμνά, ώστε να υπάρχει νομοθετικά κατοχυρωμένο δικαίωμα εισόδου στον κλάδο και να περιοριστούν οι φραγμοί.

Αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Λήψη δρακόντειων νομοθετικών μέτρων, που απαγορεύουν κάθε ενέργεια που οδηγεί σε μονοπωλιακές καταστάσεις, με επιβολή ποινικών διώξεων για τους παραβάτες τους.

Διάσπαση των μεγάλων επιχειρήσεων. Δηλαδή των μονοπωλιακών επιχειρήσεων σε πολλές μικρότερες, που θα λειτουργούν εξίσου αποδοτικά µε τη μονοπωλιακή.

Αντιρρήσεις για τις αντιμονοπωλιακές πολιτικές:

Οι αντιρρήσεις από ορισμένους κύκλους εστιάζονται στο επιχείρημα ότι, η μεγάλη μονοπωλιακή επιχείρηση διαθέτει μεγάλα κεφάλαια και μπορεί να καλύπτει έρευνες µε στόχο την τεχνολογική πρόοδο και ανάπτυξη.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.77/106

(2) Στην περίπτωση τα των φυσικών μονοπωλίων (όπου η παραγωγή διεξάγεται σε συνθήκες φθίνοντος κόστους).

Οι κλάδοι που λειτουργούν µε φθίνον κόστος είναι μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, όπου απαιτούνται μεγάλες ποσότητες παγίου κεφαλαίου (π.χ. οι του ηλεκτρισμού, της ύδρευσης, των ταχυδρομείων, των σιδηρόδρομων κ.ά.). Στην περίπτωση αυτή, είναι αδύνατη ή µη- αποδοτική η λειτουργία πολλών επιχειρήσεων γιατί το κόστος θα ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Η κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των παρεκκλίσεων στην περίπτωση των φυσικών μονοπωλίων περιλαμβάνει τις εξής δράσεις, με στόχο να δημιουργηθεί το κατάλληλο οργανωτικό σχήμα που θα εξασφαλίσει την παραγωγή της κοινωνικά άριστης ποσότητας αγαθών, των οποίων η παραγωγή γίνεται κάτω από συνθήκες φθίνοντος κόστους:

(1) Εθνικοποίηση κλάδου. Το κράτος ιδρύει µία μεγάλη δημόσια επιχείρηση που παράγει την κοινωνικά επιθυμητή άριστη ποσότητα. Αυτό ενδεχομένως θα προκαλέσει ζημίες στην επιχείρηση, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν: µε γενική φορολογία, µε ειδική φορολογία για το συγκεκριμένο προϊόν, µε την είσπραξη τιμής χρήσης.

(2) Παραχώρηση δικαιώματος εκμετάλλευσης σε ιδιωτική επιχείρηση. Το κράτος παραχωρεί το δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης του προϊόντος σε ιδιωτική επιχείρηση. Η επιχείρηση δεσμεύεται να παράγει την κοινωνικά επιθυμητή άριστη ποσότητα και το κράτος καλύπτει µε επιδότηση τις τυχόν ζημίες της επιχείρησης.

8.4.2 Η Αναδιανεμητική Λειτουργία του Κράτους

Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσουμε την αναδιανεμητική πολιτική που πρέπει να ακολουθεί το κράτος για να αμβλύνει τις εισοδηματικές ανισότητες (σύμφωνα µε τους νεοκλασικούς οικονομολόγους).89.4.2.1. Παράγοντες εισοδηματικών ανισοτήτων

Οι ανισότητες που παρατηρούνται στη διανομή εισοδήματος οφείλονται στους εξής παράγοντες:

(α) Στις διαφορές στην ιδιοκτησία του πλούτου.

Στις οικονομίες της αγοράς παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση πλούτου σε μικρό ποσοστό του πληθυσμού (π.χ. σε Αγγλία, Αμερική, το 5% του πληθυσμού έχει το 50% του πλούτου). Αυτό οφείλεται σε ατομικές προσπάθειες (αποταμίευση, τεχνολογικές καινοτομίες), θεσμούς (κληρονομιά, προίκα, δωρεά) ή τυχαία γεγονότα (ανακάλυψη πετρελαιοπηγών).

(β) Στις διαφορές στις αμοιβές της εργασίας.

Οι διαφορές αυτές οφείλονται:

Στις διαφορές στην ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας, επειδή υπάρχουν διαφορές στις ψυχοσωματικές ικανότητες των ατόμων καθώς και στην εκπαιδευτική τους κατάρτιση.

Στη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων (φυλετικές και άλλες διακρίσεις). Στην έλλειψη ίσων ευκαιριών εκπαιδευτικής κατάρτισης κ.ά. Στις μονοπωλιακές καταστάσεις στην αγορά.

Η πολιτική αναδιανομής που εφαρμόζουν τα σύγχρονα κράτη αποβλέπει όχι στο να θέτει φραγμούς στην αύξηση των υψηλών εισοδημάτων, όσο στο να στηρίζει τα χαμηλά εισοδήματα να µην πέφτουν κάτω από ένα αξιοπρεπές ανθρώπινο επίπεδο.

8.4.2.2 Μέτρα πολιτικής για τον περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων

Τα κυριότερα μέτρα πολιτικής που χρησιμοποιεί το κράτος για τον περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων είναι τα εξής:

(α) Η προοδευτική φορολογία.

Όπως έχουμε αναφερθεί και στην σχετική ενότητα του πρώτου μέρους, η προοδευτική φορολογία εφαρμόζεται, όταν το ποσοστό του φόρου που πληρώνει ο φορολογούμενος μεγαλώνει καθώς

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.78/106

αυξάνεται το εισόδημά του. Θεωρείται ο πιο αποτελεσματικός τρόπος φορολογίας για την άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων.

Ο προοδευτικός φορολογικός συντελεστής αφαιρεί από τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια αναλογικά περισσότερο φόρο από αυτόν που αφαιρεί από τα χαμηλά και όσο πιο προοδευτικός είναι, τόσο μικραίνουν οι εισοδηματικές ανισότητες.

Αποτελεσματικοί για την άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων θεωρούνται και οι φόροι περιουσίας. Το κράτος µε τη νομοθεσία αφαιρεί πάνω από το μισό των μεγάλων κληροδοτημάτων και αυτό για να µη διατηρούνται οι μεγάλες περιουσίες και κατά επέκταση τα μονοπώλια.

Στην πραγματικότητα, τα φορολογικά συστήματα των διαφόρων χωρών δεν είναι τόσο αποτελεσματικά για τον περιορισμό των ανισοτήτων, επειδή οι φορολογούμενοι µε υψηλά εισοδήματα χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση, µέσω:

Μετακύλισης φόρου (μετάθεση φορολογικού βάρους από τον υπόχρεο σε άλλους ιδιώτες).

Φοροδιαφυγής (εσκεμμένη παράνομη μείωση της φορολογικής υποχρέωσης). Φοροαποφυγής (μείωση φορολογικής υποχρέωσης µε νόμιμο τρόπο).

Επίσης όλα τα κράτη επιβάλλουν και έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν αναλογικά περισσότερο τον πληθυσμό µε χαμηλά εισοδήματα.

(β) Οι μεταβιβαστικές πληρωμές.

Μεταβιβαστικές πληρωμές είναι οι παροχές του κράτους στους ιδιώτες χωρίς αντίστοιχη αντιπαροχή από μέρος των ιδιωτών προς το κράτος, είναι δε οι ακόλουθες:.

(1) Κοινωνική ασφάλιση:

Καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού και ασκείται είτε από ενιαίο κρατικό φορέα είτε από περισσότερους ημικρατικούς οργανισμούς, περιλαμβάνει δε τις εξής παροχές:

σύνταξη για γηρατειά, αναπηρία και θάνατο, χορήγηση επιδόματος σε περίπτωση ανεργίας, παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και οικογενειακών επιδομάτων.

Το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης βαρύνει:

τους ασφαλισμένους (ασφαλιστικές εισφορές), τους εργοδότες (εργοδοτικές εισφορές), και - το κοινωνικό σύνολο (µέσω φορολογίας).

(2) Κοινωνική πρόνοια:

Είναι η κρατική μέριμνα για πρόσωπα που έχουν ανάγκη βοήθειας, επειδή δεν είναι σε θέση να αποκομίζουν εισόδημα ή δεν έχουν άλλους πόρους που να εξασφαλίζουν το ελάχιστο όριο συντήρησης, π.χ. μόνιμα ανίκανοι για εργασία, εγκαταλελειμμένες από πατέρα οικογένειες, χήρες, γέροντες, ορφανά, κ.ά.

Οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας δίνονται δωρεάν στους απόρους και καλύπτονται από γενική φορολογία, συνήθως δε είναι οι ακόλουθες:

βοηθήματα σε απροστάτευτες οικογένειες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επίδομα ενοικίου, και συσσίτια.

Η κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια δεν περιορίζουν σε αξιόλογο βαθμό τις κοινωνικές ανισότητες, παρά τον σχετικά μεγάλο όγκο κρατικών δαπανών, επειδή:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.79/106

Οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις μετακυλούν το βάρος στον πληθυσμό µε χαμηλά εισοδήματα, μέσα από την αύξηση των τιμών των αγαθών ευρείας κατανάλωσης.

Μέρος των κοινωνικών παροχών κατευθύνεται στα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα (π.χ. επίδομα για εξαρτημένα τέκνα και συντάξεις γήρατος).

Μερικές παροχές µε τον τρόπο που δίνονται δημιουργούν αντικίνητρο για εργασία.

(3)Εισοδηματική ενίσχυση.

Τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα πάνω από το ελάχιστο όριο συντήρησης πληρώνουν φόρο στο κράτος για αυτό το επιπλέον εισόδημα.

Τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα κάτω από το ελάχιστο όριο συντήρησης πληρώνονται από το κράτος με εισοδηματική ενίσχυση.

Η εισοδηματική ενίσχυση πλεονεκτεί σε σχέση µε άλλες μορφές κοινωνικών παροχών.

(γ) Οι δαπάνες του κράτους για αγαθά και υπηρεσίες.

Ο εφοδιασμός της κοινωνίας µε δημόσια αγαθά, των οποίων το όφελος διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο, προκαλεί κάποια αναδιανεμητική επίδραση, ανάλογα µε το όφελος που αποκομίζει η κάθε εισοδηματική τάξη από τα δημόσια αγαθά. Τα στρώματα του πληθυσμού µε χαμηλά εισοδήματα αποκομίζουν αναλογικά περισσότερο όφελος από τα δημόσια αγαθά από αυτά που αποκομίζει ο πληθυσμός µε υψηλά εισοδήματα. Εκτός από την άμεση αναδιανεμητική επίδραση, π.χ. παιδεία, υγεία, οι δημόσιες δαπάνες ασκούν και έμμεση επίδραση, π.χ. δίνεται η δυνατότητα στα άτομα µε χαμηλά εισοδήματα να ανεβάσουν τη στάθμη της εργασίας τους.

(δ) Η εγγύηση απασχόλησης και σταθερής αγοραστικής δύναμης.

Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι εισοδηματικές ενισχύσεις δημιουργούν αντικίνητρο για εργασία και πιστεύουν ότι το κράτος πρέπει να φροντίζει για την απασχόληση στο δημόσιο τομέα όλων εκείνων, που δεν μπορούν να βρουν δουλειά στον ιδιωτικό. Αυτό όμως μπορεί να καταστήσει το κράτος σε πόλο έλξης αργόμισθων.

Από την άλλη μεριά το κράτος δε θα μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα των οικονομικών ανισοτήτων, αν δεν μπορέσει να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό, καθώς η αύξησή του μειώνει διαρκώς την αγοραστική δύναμη των σταθερών εισοδημάτων.

8.4.3 Η Σταθεροποιητική και Αναπτυξιακή Λειτουργία του Κράτους

Μία άλλη βασική οικονομική λειτουργία του κράτους είναι η σταθεροποίηση και η ανάπτυξη της οικονομίας. Η αγορά από μόνη της δε μπορεί να επιτύχει σταθερότητα της οικονομίας, όπως είναι ευρέως πλέον αποδεκτό και που έχει ήδη συνειδητοποιηθεί από οικονομολόγους κύρους και από τις πολιτικές ηγεσίες, από το μεσοπόλεμο και μετά.

Η επίτευξη οικονομικής σταθερότητας προϋποθέτει:

Την εξάλειψη των αιτιών που προκαλούν τις οικονομικές διαταραχές, π.χ. ύφεση, πληθωρισμός ζήτησης, πληθωρισμός κόστους, στασιμοπληθωρισμός).

Την επιλογή των αποτελεσματικών μέσων πολιτικής την αντιμετώπιση κάθε διαταραχής, ο χρόνος εφαρμογής τους και η ποσοτική τους μεταβολή.

Η κατάλληλη πολιτική οικονομικής ανάπτυξης προϋποθέτει:

Τον καθορισμό των παραγόντων που προσδιορίζουν το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Τον προσδιορισμό των ποσοτικών στόχων της οικονομικής ανάπτυξης. Την επιλογή των μέτρων πολιτικής για την πραγματοποίηση των στόχων της

οικονομικής ανάπτυξης Τον προγραμματισμό της οικονομικής ανάπτυξης.

8.4.3.1 Πολιτική για τη Σταθεροποίηση της Οικονομίας

Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα μέτρα πολιτικής που πρέπει να εφαρμόζει το κράτος για την αντιμετώπιση των οικονομικών διαταραχών.

(α) Πολιτική του κράτους για την αντιμετώπιση της ύφεσης:

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.80/106

Ορισμός Ύφεσης: η μείωση της ενεργού ζήτησης, της παραγωγής, της απασχόλησης (ανεργία) και των πραγματικών εισοδημάτων.

Η ύφεση μπορεί να αντιμετωπιστεί µε τους ακόλουθους τρόπους:

(α1) Αύξηση των κρατικών δαπανών, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των φόρων.

Έστω ότι η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση - τα μέσα παραγωγής υποαπασχολούνται. Αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες (π.χ. εκτελούνται δημόσια έργα), προσλαμβάνεται προσωπικό, αυξάνονται τα εισοδήματα των ιδιωτών που διαθέτουν μέσα παραγωγής, αυξάνεται η ζήτηση αγαθών, αυξάνεται η παραγωγή, η απασχόληση, τα εισοδήματα και η ζήτηση και η διαδικασία θα συνεχιστεί, ώστε έτσι η αρχική αύξηση της κρατικής δαπάνης θα προκαλέσει µία πολλαπλάσια αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Η αύξηση των δαπανών δε θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση των φόρων, επειδή κάτι τέτοιο θα εξουδετέρωνε την επεκτατική αποτελεσματικότητα των δαπανών. Θα πρέπει να δημιουργηθεί έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό, το οποίο θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί µε έκδοση νέου χρήματος ή δανεισμό από τις εμπορικές τράπεζες.

Όσον αφορά το είδος των δαπανών που θα πρέπει να αυξηθούν, είναι προτιμότερο να αυξάνονται οι δαπάνες του κράτους για αγαθά και υπηρεσίες, επειδή αυξάνουν τη συνολική ζήτηση. Επίσης, το κράτος μπορεί να συγκρατήσει αυτές τις δαπάνες, όταν επιτευχθεί πλήρης απασχόληση στην οικονομία. Οι δαπάνες του κράτους για μεταβιβαστικές πληρωμές θεωρούνται λιγότερο αποτελεσματικές, επειδή η ενεργός ζήτηση αυξάνεται µόνο στο βαθμό που οι ενισχυόμενοι από το κράτος διαθέτουν για κατανάλωση τη χρηματική παροχή που παίρνουν. Οι δαπάνες του κράτους για επενδύσεις (εκτέλεση δημόσιων έργων) πλεονεκτούν σε σχέση µε τις δαπάνες για κατανάλωση, γιατί το κράτος δημιουργεί χρήσιμα έργα µε μέσα παραγωγής που βρίσκονται σε αδράνεια. Μόνο που όταν επιτευχθεί το επίπεδο πλήρους απασχόλησης, δε μπορεί να σταματήσει ένα δημόσιο έργο στη μέση.

(α2) Μείωση των φόρων, χωρίς αντίστοιχη μείωση των κρατικών δαπανών.

Η μείωση των φόρων θα οδηγήσει σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, θα αυξηθεί η κατανάλωση, η παραγωγή, η απασχόληση, το εισόδημα κ.ο.κ. και έτσι θα προκαλέσει µία πολλαπλάσια αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Η μείωση των φόρων δε θα πρέπει να συνοδεύεται από μείωση των δημοσίων δαπανών, γιατί έτσι θα εξουδετερωθεί το επεκτατικό αποτέλεσμα της φορολογίας. Αντίθετα το αναμενόμενο έλλειμμα στον προϋπολογισμό θα χρηματοδοτηθεί µε έκδοση νέου χρήματος.

(α3)Χρήση μέτρων νομισματικής πολιτικής.

Παράλληλα µε τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, το κράτος μπορεί εναλλακτικά ή συμπληρωματικά να χρησιμοποιήσει μέτρα νομισματικής πολιτικής. Με τα μέτρα αυτά, το κράτος στοχεύει να αυξήσει την προσφορά χρήματος, άρα θα μειωθούν τα επιτόκια, οι επιχειρηματίες θα παρακινηθούν να δανειστούν φτηνά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, θα αυξηθούν οι επενδύσεις και θα οδηγηθεί η οικονομία σε µία πολλαπλάσια αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης και του εισοδήματος.

Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής είναι:

(1) Η μείωση του ελάχιστου ποσοστού των ταμειακών διαθεσίμων των εμπορικών τραπεζών.

Ελάχιστο ποσοστό ταμειακών διαθεσίμων είναι το ποσοστό από τις καταθέσεις του κοινού που υποχρεώνει ο νόμος τις εμπορικές τράπεζες να κρατούν σε ρευστό. Όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, οι αρχές μειώνουν το ελάχιστο ποσοστό ρευστών διαθεσίμων, οι τράπεζες χορηγούν μεγαλύτερες πιστώσεις, αυξάνεται η προσφορά χρήματος, μειώνεται το επιτόκιο και αυξάνονται οι επενδύσεις.

(2) Η μείωση του προεξοφλητικού τόκου.

Προεξοφλητικός τόκος είναι ο τόκος µε τον οποίο οι τράπεζα της Ελλάδος δανείζει χρήματα στις άλλες τράπεζες. Όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η Κεντρική Τράπεζα μειώνει τον προεξοφλητικό τόκο, έτσι μειώνεται ο τόκος των πιστώσεων και αυξάνονται οι επενδύσεις.

(3) Η πολιτική ανοιχτής αγοράς.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.81/106

Όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από το Χρηματιστήριο, έτσι αυξάνεται η προσφορά χρήματος, μειώνεται το επιτόκιο και αυξάνονται οι επενδύσεις

(4) Οι άμεσοι πιστωτικοί έλεγχοι.

Όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, οι νομισματικές αρχές ορίζουν μικρότερα επιτόκια και μεγαλύτερα περιθώρια χορήγησης πιστώσεων και έτσι αυξάνονται οι επενδύσεις.

(β) Πολιτική του κράτους για την καταπολέμηση του πληθωρισμού ζήτησης.

Ορισμός Πληθωρισμού ζήτησης: η αύξηση της ενεργούς ζήτησης πάνω από το προϊόν που μπορεί να παραχθεί µε την πλήρη απασχόληση.

Ο πληθωρισμός ζήτησης μπορεί να αντιμετωπιστεί µε τους εξής τρόπους:

(β1) Μείωση των κρατικών δαπανών, χωρίς αντίστοιχη μείωση των φόρων.

Έστω ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική του κράτους επιδιώκει να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό ζήτησης, μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες π.χ. μειώνεται η ζήτηση του κράτους για αγαθά και υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό μειώνονται τα χρηματικά εισοδήματα, η παραγωγή και η απασχόληση στους κλάδους που παράγουν δημόσια αγαθά, έτσι μειώνεται η ζήτηση των ιδιωτών, μειώνεται η παραγωγή, η απασχόληση, τα εισοδήματα και η ζήτηση και έτσι η αρχική μείωση της κρατικής δαπάνης θα προκαλέσει µία πολλαπλάσια μείωση της παραγωγής, της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Η μείωση των δαπανών δε θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη μείωση των φόρων, επειδή κάτι τέτοιο θα εξουδετέρωνε την συσταλτική αποτελεσματικότητα των δαπανών. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Το μέτρο αυτό έχει περιορισμένη εφαρμογή, επειδή το κράτος δε μειώνει εύκολα τις δημόσιες δαπάνες, τις θεωρεί αναγκαίες και τις ιεραρχεί ψηλά επειδή υπηρετούν κοινωνικούς σκοπούς.

(β2) Αύξηση των φόρων, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών.

Η αύξηση του ΦΕΦΠ (Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων) θα οδηγήσει σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε μείωση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά και κατ’ επέκταση σε μείωση της παραγωγής, του εισοδήματος, της ζήτησης κ.ο.κ. Δηλαδή η αύξηση των φόρων προκαλεί πολλαπλάσια μείωση του εισοδήματος. Οι κρατικές δαπάνες δεν πρέπει να αυξάνονται, αλλιώς θα εξουδετερωθεί το συσταλτικό αποτέλεσμα των φόρων.

Οι φόροι που πρέπει να αυξηθούν είναι:

- Οι φόροι κατανάλωσης, αν το κράτος σκοπεύει να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός µε περιορισμό της κατανάλωσης.

- Οι φόροι στα κέρδη, αν το κράτος σκοπεύει να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός µε περιορισμό των επενδύσεων.

(β3) Μέτρα νομισματικής πολιτικής.

Με τα μέτρα αυτά, το κράτος στοχεύει να μειώσει την προσφορά χρήματος, να αυξηθούν τα επιτόκια και να μειωθεί η επένδυση και η κατανάλωση.

Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής είναι:

(1) Η αύξηση του ποσοστού των ταμειακών διαθεσίμων.

Όταν η οικονομία υποφέρει από πληθωρισμό, οι νομισματικές αρχές καθορίζουν μεγαλύτερο ποσοστό υποχρεωτικών ταμειακών διαθεσίμων για τις εμπορικές τράπεζες, ώστε έτσι μειώνονται οι πιστώσεις των τραπεζών και μειώνονται οι επενδύσεις.

(2) Η αύξηση του προεξοφλητικού τόκου.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.82/106

Όταν η οικονομία υποφέρει από πληθωρισμό, οι νομισματικές αρχές καθορίζουν υψηλότερο ποσοστό προεξοφλητικού τόκου, ώστε έτσι αυξάνεται το επιτόκιο χορηγήσεων, περιορίζεται η ζήτηση χρηματικών κεφαλαίων και μειώνονται οι επενδύσεις.

(3) Η πολιτική ανοιχτής αγοράς.

Όταν η οικονομία υποφέρει από πληθωρισμό, η Κεντρική Τράπεζα πουλά χρεόγραφα στο Χρηματιστήριο, έτσι μειώνεται η προσφορά χρήματος, αυξάνεται το επιτόκιο και μειώνονται οι επενδύσεις.

(4) Οι άμεσοι πιστωτικοί έλεγχοι.

Όταν η οικονομία υποφέρει από πληθωρισμό, οι νομισματικές αρχές ορίζουν υψηλότερα επιτόκια και μικρότερα περιθώρια χορήγησης πιστώσεων (κυρίως σε ορισμένους κλάδους, π.χ. εμπόριο, οικοδομές) και έτσι μειώνονται οι επενδύσεις.

(γ) Πολιτική του κράτους για την αντιμετώπιση του στασιμοπληθωρισμού.

Ορισμός Στασιμοπληθωρισμού: η ταυτόχρονη και παρατεταμένη παρουσία ανεργίας και πληθωρισμού.

Πιθανές αιτίες εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού.

Η αύξηση των μισθών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η άνοδος των τιμών πάνω από το επίπεδο της ανταγωνιστικής αγοράς, που προκαλούν τα

μονοπώλια για να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους τους.

Όλα αυτά είναι όμως υποθέσεις. Αφού δε γνωρίζουμε τις αιτίες, δεν μπορούμε να λάβουμε και μέτρα για την αντιμετώπιση του. Αν εφαρμοστούν μέτρα που εξαλείφουν την ανεργία, θα ενταθεί ο πληθωρισμός και το αντίστροφο και έτσι το κράτος βρίσκεται σε δίλημμα.

Τα τελευταία χρόνια, εφαρμόζεται το μέτρο της «εισοδηματικής πολιτικής του κράτους» που περιλαμβάνει:

Τον άμεσο έλεγχο των μισθών και ημερομισθίων. Τις κεντρικές συλλογικές διαπραγματεύσεις εργατών και εργοδοτών µε τη διαιτησία

του κράτους κ.ά.

8.4.3.2 Πολιτική Οικονομικής Ανάπτυξης

Το πρόβλημα της ανάπτυξης είναι ουσιαστικά πρόβλημα συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου σε παραγωγικούς κλάδους. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να στραφούν οι αποταμιεύσεις σε επενδύσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει να βοηθήσει το κράτος16.

Τα μέσα πολιτικής του κράτους µε στόχο την οικονομική ανάπτυξη είναι τα εξής:

(α) Η πολιτική των κρατικών δαπανών.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες το κράτος πρέπει να ελαχιστοποιεί τις καταναλωτικές δαπάνες και τις κοινωνικές παροχές και να προωθεί δαπάνες σε:

(α1) Έργα υποδομής: Πχ. συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, ώστε να δοθούν κίνητρα σε επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν σε κλάδους, όπως η βιομηχανία, ο τουρισμός, κ.ά. (α2) Επιδοτήσεις:

Επειδή δίνουν κίνητρα στις επιχειρήσεις να επεκτείνουν την επιχειρηματική τους δράση. (α3) Μεταβιβάσεις κεφαλαίων στις επιχειρήσεις:

16Νικόλαος Δριτσάκης- Αθανάσιος Βαζακίδης, Δημόσιες Δαπάνες και Οικονομική Ανάπτυξη: Μια Εμπειρική Έρευνα για την Ελλάδα με την Ανάλυση της Συνολοκλήρωσης, «ΣΠΟΥΔΑΙ», Τόμος 53, Τεύχος 4ο, 2003.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.83/106

Επειδή έτσι αυτές καλύπτουν ένα μέρος της δαπάνης για κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και έχουν κίνητρο για ανάληψη επενδυτικής δράσης σε νέους κλάδους παραγωγής.

(β) Η φορολογική πολιτική οικονομικής ανάπτυξης.

Οι τρόποι µε τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι φόροι γι’αυτό το σκοπό είναι οι εξής:

(β1) Η πολιτική των φορολογικών κινήτρων:

Φορολογικά κίνητρα: θεωρούνται η μείωση της επιβάρυνσης ή η απαλλαγή από το φόρο στο εισόδημα, που προέρχεται από αποταμιεύσεις ή από επενδύσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη, όπως η φορολογική απαλλαγή των τόκων καταθέσεων, των ομολογιακών δανείων του κράτους ή των παραγωγικών επιχειρήσεων, των μερισμάτων μετοχών εταιριών κλάδων εξέχουσας σημασίας, η επιταχυνόμενη απόσβεση επενδύσεων, η δασμολογική απαλλαγή εισαγόμενου μηχανολογικού εξοπλισμού κ.ά.Γενικά, τα φορολογικά κίνητρα δεν είναι µια ιδιαίτερα αποτελεσματική πολιτική για να κατευθύνει αποταμιεύσεις σε παραγωγικές επενδύσεις και το κράτος μπορεί έτσι να χάσει σημαντικά έσοδα.

(β2) Η πολιτική της υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης των µη παραγωγικών μορφών δαπάνης.

Το κράτος μπορεί να θεσπίσει υψηλή φορολογία στην πολυτελή κατανάλωση και τις µη-παραγωγικές επενδύσεις, π.χ. επαύλεις, πολυτελείς οικοδομές κ.ά. και έτσι να δημιουργηθεί ένα είδος αναγκαστικής αποταμίευσης, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για:

- Χρηματοδότηση έργων κοινωνικής και οικονομικής υποδομής. - Χορήγηση δανείων, επιδοτήσεων και μεταβιβάσεων κεφαλαίου σε επιθυμητούς κλάδους. - Πραγματοποίηση βιομηχανικών επενδύσεων από το κράτος ή ημικρατικούς φορείς.

(γ) Άλλα μέσα πολιτικής.

(1) Μέτρα νομισματικής πολιτικής: Για κατευθυνθούν οι αποταμιεύσεις σεπαραγωγικούς κλάδους χρησιμοποιούνται τα εξής μέτρα:

Πιστωτικά κίνητρα, π.χ. χαμηλότοκη χρηματοδότηση. Ποσοτικοί πιστωτικοί έλεγχοι.

(2) Μέτρα εξωτερικής εμπορικής πολιτικής: Για προστασία νεογέννητης βιομηχανίας ή άλλων κλάδων χρησιμοποιούνται τα εξής μέτρα:

Προστατευτικοί δασμοί. Ποσοτικοί Περιορισμοί εισαγωγών.

(3) Άμεσα μέτρα ελέγχου όπως:

Άδειες σκοπιμότητας για νέες επενδύσεις. Έλεγχοι κερδών, κ.ά.

(4) Μεταβολές στους θεσμούς:

Το κράτος ιδρύει επιχειρήσεις ή οργανισμούς οικονομικής ανάπτυξης και έρευνας για την παροχή συμβουλών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και την εφαρμογή προγραμμάτων οικονομικής ανάπτυξης, κ.ά.).

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.84/106

9. Τα Μέσα Δράσης του Κράτους

9.1 Εισαγωγή

Για την πραγματοποίηση των οικονομικών στόχων, το Κράτος µέσω των φορέων του χρησιμοποιεί διάφορα μέσα τα οποία μπορούν να ταξινομηθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

(α) Τα δημοσιονομικά μέσα.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όλα τα μέσα που έχουν άμεση σχέση µε τα έσοδα και τα έξοδα των δημοσίων φορέων. Τα δημοσιονομικά μέσα ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες:

Δημόσιες Δαπάνες, π.χ. Μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, δημόσιες επενδύσεις, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, κ.ά.

Φόροι, π.χ. οι φόροι που πληρώνουν μισθωτοί από το μισθό τους, οι επιχειρήσεις από τα κέρδη τους, ο ΦΠΑ, οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ο φόρος βενζίνης, κ.ά.

Δημόσιος Δανεισμός, π.χ. ο δανεισμός δημοσίων φορέων από το κοινό µε έκδοση ομολογιακών δανείων, έντοκων γραμματίων κ.ά.

(β) Τα Νομισματικά και Πιστωτικά μέσα.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όλα τα μέσα που των δημόσιων φορέων που έχουν άμεση σχέση µε τα νομισματικά μεγέθη της οικονομίας και τις πιστώσεις, π.χ. η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, το ύψος και η διάρθρωση των επιτοκίων, κ.ά.

(γ Τα μέσα Εξωτερικής Οικονομικής Πολιτικής.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όλα τα μέσα των δημόσιων φορέων τα οποία επηρεάζουν άμεσα το ισοζύγιο διεθνών συναλλαγών της χώρας, π.χ. δασμοί, επιδοτήσεις εξαγωγών, τιμή συναλλάγματος, κ.ά.

(δ) Τα μέσα Άμεσου Ελέγχου.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται διάφορα μέσα, µε τα οποία οι δημόσιοι φορείς παρεμβαίνουν άμεσα και ρυθμίζουν διάφορες σχέσεις των ιδιωτικών φορέων, όπως:

Ο έλεγχος των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών, π.χ. καθορισμός κατώτατων τιμών για αγροτικά προϊόντα ή ανώτατων τιμών πώλησης βασικών ειδών διατροφής, κ.ά.

Ο έλεγχος των τιμών των παραγωγικών συντελεστών, π.χ. καθορισμός κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων, κ.ά.

Ποσοτικοί και ποιοτικοί έλεγχοι των αγαθών. Ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση των επενδύσεων σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας ή

σε ορισμένα διαμερίσματα της χώρας. Κανονισμοί εργασίας, που αφορούν τις ώρες και τις συνθήκες περιβάλλοντος των

εργαζομένων. Κανονισμοί πολεοδομίας, κυκλοφορίας, κοκ.

(ε) Θεσμικά μέσα.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται διάφορα μέσα που αναφέρονται στη δημιουργία νέων ή στη μεταρρύθμιση παλαιών θεσμών της χώρας, π.χ. αγροτικοί συνεταιρισμοί, δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις, κ.ά.

Από τα παραπάνω μέσα θα εξετάσουμε µόνο τα δημοσιονομικά μέσα, καθώς αυτά αποτελούν το κύριο αντικείμενο μελέτης της Δημόσιας Οικονομικής.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.85/106

9.2 Δημόσιες Δαπάνες

Για τις δημόσιες δαπάνες αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος του παρόντος, παρουσιάζοντας τις επιμέρους σχετικές θεωρητικές προσεγγίσεις. Παρακάτω θα αναφερθούμε σε αυτές, προσεγγίζοντας τις ως μέσο δράσης του κράτους για την υλοποίηση του οικονομικού του ρόλου17.

Υπενθυμίζουμε ότι, δημόσιες δαπάνες είναι οι πληρωμές που διενεργείτο κράτος µέσω του προϋπολογισμού, για την επίτευξη των οικονομικών στόχων του, οι οποίοι σχηματικά είναι αυτοί:

Της άριστης κατανομής των παραγωγικών μέσων, π.χ. δαπάνες για αγορά αγαθών, μισθών δημοσίων υπαλλήλων, καταβολή ενοικίων, κ.ά.

Της «δίκαιης» διανομής του εισοδήματος, π.χ. δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, συντάξεις, οικογενειακά επιδόματα, ενισχύσεις αγροτών, κ.ά.

Της σταθεροποίησης της οικονομίας, δηλαδή της αντιμετώπισης της ύφεσης και του πληθωρισμού, π.χ. προσλήψεις υπαλλήλων σε περιόδους ύφεσης, περιορισμός κρατικών προμηθειών σε περιόδους πληθωρισμού, κ.ά.

Της οικονομικής μεγέθυνσης, π.χ. δαπάνες για την παιδεία, την έρευνα, κ.ά.

9.2.1 Ταξινόμηση Δημοσίων Δαπανών

Οι δημόσιες δαπάνες ταξινομούνται με βάση ορισμένα κριτήρια σε κατηγορίες ως εξής:

9.2.1.1 Οικονομική ταξινόμηση

Με βάση το κριτήριο ότι, οι δημόσιες δαπάνες επηρεάζουν την παραγωγή και το εθνικό εισόδημα, διακρίνονται σε:

(α) Δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες:

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όλες τις δημόσιες δαπάνες για αγορές καταναλωτικών και επενδυτικών αγαθών και υπηρεσιών. Οι δαπάνες αυτές έχουν την ιδιότητα να τονώνουν την εγχώρια ζήτηση και να αυξάνουν το εθνικό προϊόν, π.χ. μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, ενοίκια κτιρίων που στεγάζονται οι δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές προμήθειες, κ.ά. Οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες περαιτέρω διακρίνονται σε:

Τρέχουσες δαπάνες ή δαπάνες δημόσιας κατανάλωσης: είναι οι δαπάνες για την αγορά αγαθών, των οποίων το όφελος εξαντλείται στη διάρκεια της χρονικής περιόδου κατά την οποία διενεργούνται οι δαπάνες, π.χ. μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, γραφική ύλη, αναλώσιμα, κ.ά.

Δαπάνες δημοσίων επενδύσεων ή κεφαλαιουχικές δαπάνες: είναι δαπάνες για την αγορά αγαθών, των οποίων το όφελος διαχέεται και πέραν της χρονικής περιόδου κατά την οποία διενεργούνται οι δαπάνες, π.χ. ανέγερση και εξοπλισμός σχολείων ή νοσοκομείων, κατασκευή αεροδρομίων, κ.ά.

(β) Δαπάνες για μεταβιβαστικές πληρωμές:

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι μονομερείς παροχές του δημοσίου προς τους ιδιωτικούς φορείς που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα των δικαιούχων, λειτουργούν δηλαδή ως αρνητικοί φόροι εισοδήματος, π.χ. επιδόματα ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα, συντάξεις, επιδοτήσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων, κ.ά. Οι δαπάνες αυτές δεν γίνονται ως αντάλλαγμα για τη χρησιμοποίηση υπηρεσιών ή την αγορά αγαθών από τους δικαιούχους και δεν αποτελούν τμήμα του εθνικού εισοδήματος. Οι δαπάνες για μεταβιβαστικές πληρωμές περαιτέρω διακρίνονται σε:

Μεταβιβάσεις εισοδήματος: αφορούν τις δαπάνες που ενισχύουν το εισόδημα των νοικοκυριών, π.χ. επιδόματα ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα ή των επιχειρήσεων, π.χ. επιδοτήσεις πρώτων υλών ή τιμών προϊόντων.

17 ΙΟΒΕ, Θέσεις του ΙΟΒΕ για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, ΙΟΒΕ, Αθήνα, 1997.

∆.Π. Kαράγιωργας, Οι Οικονομικές Λειτουργίες του Κράτους, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1981.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.86/106

Μεταβιβάσεις κεφαλαίου: είναι οι δαπάνες που καλύπτουν μέρος των δαπανών των νοικοκυριών, π.χ. επιδότηση κατασκευής κατοικίας ή των επιχειρήσεων για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, π.χ. επιδότηση για αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού.

Προβλήματα οικονομικής ταξινόμησης των δημοσίων δαπανών.

Κατά την οικονομική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών παρουσιάζονται προβλήματα που σχετίζονται με τη φύση τους, ως εξής:

1) Συντάξεις: Θεωρούνται δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, ενώ θα έπρεπε να ενταχθούν στις μεταβιβαστικές πληρωμές, αφού αποτελούν μονομερείς παροχές του δημοσίου στους συνταξιούχους.

2) Τόκοι δημοσίου χρέους: Αποτελούν αμοιβές για τις υπηρεσίες του συντελεστή κεφάλαιο. Κατατάσσονται στην κατηγορία των μεταβιβαστικών πληρωμών στην πράξη, αλλά θα έπρεπε ίσως να θεωρούνται δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, αφού αποτελούν αμοιβή των δανειστών για την παραχώρηση των κεφαλαίων τους στο δημόσιο.

3) Δαπάνες για αγορά παλαιών κεφαλαιουχικών αγαθών: περιλαμβάνονται λανθασμένα ίσως στην κατηγορία των μεταβιβαστικών πληρωμών, αφού οι δαπάνες αυτές δε δημιουργούν άμεσα εισοδήματα.

4) Παροχές του δημοσίου σε είδος: Θα έπρεπε ίσως να περιλαμβάνονται στις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, αφού συντελούν άμεσα στη δημιουργία εισοδημάτων, αλλά τελικά περιλαμβάνονται στις μεταβιβαστικές πληρωμές.

Προβλήματα παρουσιάζονται και κατά το χαρακτηρισμό ορισμένων δαπανών ως καταναλωτικών ή επενδυτικών, π.χ. οι τρέχουσες δαπάνες για την παιδεία χαρακτηρίζονται ως καταναλωτικές, ενώ θα μπορούσαν να θεωρούνται επενδυτικές, καθώς συμβάλλουν στη δημιουργία ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλών προσόντων.

Χρησιμότητα οικονομικής ταξινόμησης.

Με την οικονομική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών, οι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής (policymakers) μπορούν να αξιολογούν καλύτερα τις οικονομικές επιπτώσεις των δημοσίων δαπανών και να τις χρησιμοποιούν καλύτερα για την άσκηση οικονομικής πολιτικής, διότι:

1) Οι δημόσιες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες: είναι πιο αποτελεσματικές για την αύξηση ή μείωση της ενεργούς ζήτησης και τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης.

2) Οι δημόσιες δαπάνες για μεταβιβαστικές πληρωμές: είναι πιο κατάλληλες για αναδιανομή του εισοδήματος.

3) Οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις: προωθούν περισσότερο την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

9.2.1.2 Λειτουργική ταξινόμηση

Με κριτήριο το είδος της ανάγκης την οποία προορίζεται να καλύψει η κάθε κατηγορία δαπάνης, οι δημόσιες δαπάνες διακρίνονται σε:

(α) Τρέχουσες δημόσιες δαπάνες:

Οι Εθνικοί Λογαριασμοί του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) ταξινομούν λειτουργικά τις τρέχουσες δημόσιες δαπάνες στις εξής επτά κατηγορίες συνήθως:

1) Διοίκησης, 2) Άμυνας, 3) Δικαιοσύνης, 4) Υγείας, 5) Πρόνοιας, 6) Εκπαίδευσης, 7) Λοιπής δράσης.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.87/106

(β) Δημόσιες δαπάνες επενδύσεων:

Οι Εθνικοί Λογαριασμοί του ΓΛΚ ταξινομούν λειτουργικά τις επενδυτικές δαπάνες στις εξής οκτώ κατηγορίες:

1) Γεωργίας, Κτηνοτροφίας, 2) Ορυχείων, 3) Μεταποίησης, 4) Ενέργειας-Ύδρευσης, 5) Μεταφορών-Επικοινωνιών, 6) Κατοικίας, 7) Δημόσιας Διοίκησης, 8) Λοιπών Δραστηριοτήτων.

Προβλήματα λειτουργικής ταξινόμησης των δημοσίων δαπανών.

Κατά την λειτουργική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών παρουσιάζονται προβλήματα που σχετίζονται με τις ανάγκες που καλύπτουν, ως εξής:

1) Ορισμένες κατηγορίες δαπανών εξυπηρετούν περισσότερες από µία ανάγκες, π.χ. οι μισθοί των υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας θα πρέπει να ενταχθούν στον τομέα της εκπαίδευσης ή της Διοίκησης;

2) Είναι δύσκολο να καθοριστεί το σημείο μέχρι το οποίο θα πρέπει να γίνεται η ανάλυση και η εξειδίκευση των δημοσίων δαπανών, π.χ. δαπάνες εκπαίδευσης.

Χρησιμότητα της λειτουργικής ταξινόμησης.

Με την λειτουργική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών, οι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής μπορούν:

1) να ιεραρχούν τις διάφορες κατηγορίες δαπανών, και 2) να διευκολύνουν τους πολίτες να εξακριβώνουν την προτεραιότητα που δίνειη κυβέρνηση

στην ικανοποίηση των διαφόρων κατηγοριών αναγκών και να κρίνουν αν τους ικανοποιεί η ιεράρχηση αυτή ή όχι.

9.2.1.3 Διοικητική ταξινόμηση

Η διοικητική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών γίνεται µε κριτήριο το δημόσιο φορέα που πραγματοποιεί τη δαπάνη. Σύμφωνα µε τη διοικητική ταξινόμηση, οι δημόσιες δαπάνες διακρίνονται σε:

1) Δαπάνες Κεντρικής Διοίκησης. 2) Δαπάνες Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ). 3) Δαπάνες Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ). 4) Δαπάνες λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠ∆∆).

Χρησιμότητα διοικητικής ταξινόμησης.

Η διοικητική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών παρέχει πληροφορίες σχετικά µε:

1) Το βαθμό διοικητικής αποκέντρωσης: όσο μεγαλύτερο είναι το % των δαπανών των ΟΤΑ προς τις δαπάνες της Δημόσιας Διοίκησης, τόσο πιο αποκεντρωμένο είναι το διοικητικό σύστημα της χώρας.

2) Το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης: όσο περισσότερο αυξάνουν οι δαπάνες των ΟΚΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ, τόσο περισσότερο αυξάνει ο βαθμός ωρίμανσης και η παθογένεια του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.

3) Τα περιθώρια ιδιωτικοποίησης δημοσίων φορέων: όσο υψηλότερες είναι οι δημόσιες δαπάνες των ΝΠ∆∆ ως ποσοστό του ΑΕΠ, τόσο ευρύτερα είναι τα περιθώρια ιδιωτικοποίησης τους.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.88/106

9.2.2 Διαχρονική αύξηση των Δημοσίων Δαπανών

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, οι δημόσιες δαπάνες παρουσιάζουν µία διαχρονική τάση συνεχούς αύξησης, η οποία σε ορισμένα κράτη άρχισε να αντιστρέφεται κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, αλλά δε άλλα κράτη ίσχυσε το αντίθετο.

Παρακάτω παρουσιάζονται οι διάφορες θεωρίες που προσπαθούν να διερευνήσουν τα αίτια της διαχρονικής αύξησης των δημοσίων δαπανών.

(α) Ο Νόμος του Wagner

Σύμφωνα με το νόμο του Wagner, καθώς µία οικονομία αναπτύσσεται, η δραστηριότητα του δημόσιου τομέα της σε σχέση µε αυτήν του ιδιωτικού τομέα αυξάνεται.

Οι λόγοι αυτής της συμπεριφοράς του δημόσιου τομέα είναι οι εξής:

1) Η αύξηση των διοικητικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών ασφαλείας, λόγω αύξησης του πληθυσμού και της αστικοποίησης.

2) Η αύξηση των δαπανών του κοινωνικού κράτους. 3) Η αύξηση των δραστηριοτήτων του δημοσίου για τον έλεγχο των μονοπωλίων.

(β) Η Υπόθεση της Κλιμακωτής Αύξησης των Δημοσίων Δαπανών

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το μέγεθος του δημόσιου τομέα δεν αυξάνεται ή αυξάνεται ελαφρά σε ομαλές περιόδους, επειδή η αύξησή του περιορίζεται για τους εξής λόγους:

1) Τα νοικοκυριά έχουν διαμορφώσει ένα κοινωνικά ανεκτό επίπεδο φορολογικής επιβάρυνσης και δεν είναι διατεθειμένα να δεχθούν υπέρβαση του ορίου αυτού, προκειμένου να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες.

2) Οι κυβερνήσεις δεν επιθυμούν να υπερβούν το όριο αυτό για να µη χάσουν την εξουσία. Σε περιόδους κοινωνικών κρίσεων, π.χ. πόλεμος, οι πολίτες είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν μεγαλύτερα ποσά φόρων για τη χρηματοδότηση αυτών των έκτακτων δαπανών. Επομένως, προκαλείται µία μόνιμη μετατόπιση του ανεκτού ορίου φορολογίας και του ύψους των δαπανών προς τα πάνω, καθώς οι ανάγκες εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα αυξημένες επί αρκετά χρόνια μετά την κρίση. Ο κρατικός μηχανισμός αναλαμβάνει νέες δραστηριότητες (π.χ. σίτιση ατόμων, προγράμματα ανασυγκρότησης της βιομηχανίας κ.ά.), τις οποίες το κράτος πρέπει να ασκεί και να επεκτείνει στις ομαλές περιόδους.

(γ) Η Θεωρία της Υστέρησης της Παραγωγικότητας του Δημόσιου Τομέα.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ταχύτερη αύξηση των δημοσίων δαπανών οφείλεται στην υστέρηση της παραγωγικότητας που παρουσιάζει ο δημόσιος τομέας σε σχέση µε τον ιδιωτικό.

Η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα αυξάνεται λιγότερο από την αύξηση των μισθών των υπαλλήλων του, επειδή το δημόσιο παράγει κυρίως αγαθά έντασης εργασίας χωρίς τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας.

Η παραγωγικότητα στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται µε ρυθμό μεγαλύτερο από το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα και άρα επιτρέπει αυξήσεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα.

Άρα, οι τιμές των δημοσίων αγαθών διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα από τις τιμές των ιδιωτικών, οπότε και οι δημόσιες δαπάνες που απαιτούνται για την παραγωγή των δημοσίων αγαθών, θα αυξάνονται συνεχώς.

(δ) Άλλες Ερμηνείες για τη διαχρονική αύξηση των δημοσίων δαπανών.

Εκτός των προαναφερόμενων θεωρητικών προσεγγίσεων, υπάρχουν και ορισμένες διαφορετικές ερμηνείες της διαχρονικής αύξησης των δημοσίων δαπανών, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:

(1) Η διαχρονική αύξηση των δημοσίων δαπανών οφείλεται στη συμπεριφορά των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Η τεκμηρίωση αυτής της ερμηνείας είναι η εξής:

Για τον υπολογισμό του ύψους των δημοσίων δαπανών λαμβάνεται ως βάση η δαπάνη της προηγούμενης περιόδου, η οποία προσαυξάνεται κατά ορισμένο ποσοστό. Επομένως,

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.89/106

διατηρούνται πολλές δαπάνες µε μηδενική ίσως χρησιμότητα, ενώ θεσπίζονται νέες κατηγορίες δαπανών για νέες ανάγκες.

1) Το ύψος των δημοσίων δαπανών προσδιορίζεται µε βάση τη χρησιμότητα που αντλεί από αυτές η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η μειοψηφία, η οποία μπορεί να επιθυμεί ένα χαμηλότερο επίπεδο δαπανών, άρα οι δαπάνες αυξάνονται περισσότερο από ότι επιθυμεί το σύνολο της κοινωνίας.

2) Οι φορολογούμενοι συνήθως υποεκτιμούν το κόστος παραγωγής των δημοσίων αγαθών και ζητούν μεγαλύτερες ποσότητες, άρα οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται.

3) Οι πολιτικοί ενδιαφέρονται για αύξηση των δημοσίων δαπανών, π.χ. για διενέργεια προσλήψεων, επομένως οι ψηφοφόροι τους επιθυμούν διεύρυνση του δημόσιου τομέα. Παράλληλα οι δημόσιοι φορείς επιθυμούν αναβάθμιση του ρόλου τους και επομένως αυτοί που στελεχώνουν το διοικητικό και πολιτικό μηχανισμό του κράτους, δεν ενεργούν µε γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον.

(2) Η διαχρονική αύξηση των δημοσίων δαπανών οφείλεται σε οικονομικούς και δημογραφικούς παράγοντες. Η τεκμηρίωση αυτής της ερμηνείας είναι η εξής:

1) Η αύξηση των δημοσίων δαπανών σε περιόδους ύφεσης θα πρέπει να αντισταθμίζεται µε μείωση τους σε περιόδους πληθωρισμού, οπότε διαχρονικά το μέγεθος του δημόσιου τομέα θα παραμένει αμετάβλητο, πράγμα όμως που δε συμβαίνει στην πράξη.

2) Ο αυξημένος αριθμός συνταξιοδοτούμενων επιβραδύνει το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και των ασφαλιστικών εισφορών και επιταχύνει τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση των αναγκών των ατόμων της τρίτης ηλικίας.

3) Οι τεχνολογικές ανακαλύψεις αναγκάζουν συχνά το κράτος να προβαίνει σε μεγάλης κλίμακας επενδυτικές δαπάνες.

4) Το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα, π.χ. στις αναπτυγμένες χώρες τα έσοδα από φόρους είναι υψηλά και η χρηματοδότηση ενός υψηλού επιπέδου δημοσίων δαπανών δεν παρουσιάζει δυσκολίες.

9.3 Φόροι

Για τους φόρους αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος του παρόντος, παρουσιάζοντας από θεωρητικής σκοπιάς τις επιπτώσεις τους στην συνολική οικονομική δραστηριότατα, ως η πρώτη πηγή εσόδων του κράτους για τη χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών. Παρακάτω θα αναφερθούμε σε αυτούς, προσεγγίζοντας τους ως μέσο δράσης του κράτους για την υλοποίηση του οικονομικού του ρόλου. Δηλαδή θα εξετάσουμε τις πρακτικές εφαρμογές της διάκρισης τους µε κριτήριο το φορολογικό συντελεστή18.

9.3.1 Η προοδευτικότητα του φόρου

Ο βαθμός προοδευτικότητας ενός φορολογικού συστήματος επηρεάζει τις επιλογές του κράτους μεταξύ δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Όσο προοδευτικότερος είναι ένας φόρος, τόσο δικαιότερη είναι η κατανομή των φορολογικών βαρών και η διανομή του εισοδήματος. Ο προοδευτικός φόρος όμως μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς το κίνητρο για:

1) Εργασία και αποταμίευση, διότι όσο περισσότερο εργάζεται το άτομο, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος του εκχωρεί στο κράτος,

2) Επενδύσεις, διότι όσο περισσότερα κέρδη πραγματοποιεί µια επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών της εκχωρεί στο κράτος,

3) Κατανάλωση, διότι όσο περισσότερα δαπανά το άτομο για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό δαπάνης περιέρχεται στο κράτος.

18Stiglitz Joseph, Οικονομική του Δημόσιου Τομέα, Εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ Α.Ε, Αθήνα 2007.

Alesina, A, R. Hausman, R. Hommes, αnd E. Stein, (1995), “Budget Institutions and Fiscal Performance in Latin America”, Manuscript.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.90/106

Στην πράξη, οι κυβερνήσεις ακολουθούν ενδιάμεσες πολιτικές, έτσι ώστε η προώθηση του στόχου της δικαιοσύνης να µη βλάπτει ανεπανόρθωτα το στόχο της αποτελεσματικότητας.

9.3.2 Ο αναλογικός φόρος επί των κερδών

Τα κέρδη των ανωνύμων εταιρειών επιβαρύνονται µε αναλογικό φορολογικό συντελεστή, αν και ο συντελεστής αυτός μπορεί να διαφέρει ανάλογα µε το είδος της επιχείρησης. Η επιβολή ενός προοδευτικού ΦΕΝΠ είναι ανεπιθύμητη, καθώς:

1) Δημιουργεί κίνητρο για διάσπαση των μεγάλων επιχειρήσεων σε πολλές μικρές, ώστε να επιμερίζεται το φορολογικό βάρος,

2) Πλήττει βαρύτερα τις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και επομένως επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη.

3) Δεν υπηρετεί το στόχο της φορολογικής ισότητας, καθώς τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν φυσική υπόσταση, που να δικαιολογεί τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των επιχειρήσεων.

9.3.3 Η κλιμακωτή προοδευτικότητα

Σύμφωνα µε το σύστημα της κλιμακωτής προοδευτικής φορολογίας, η φορολογική βάση χωρίζεται σε κλιμάκια και σε κάθε κλιμάκιο αντιστοιχεί ένας διαφορετικός οριακός φορολογικός συντελεστής, ο οποίος βαίνει αυξανόμενος καθώς αυξάνονται τα κλιμάκια.

Σε ορισμένο εισοδηματικό κλιμάκιο, σταματά η αύξηση του οριακού φορολογικού συντελεστή (συνήθως σε επίπεδο 40%-60%). Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζεται η κλιμακωτή προοδευτικότητα του ΦΕΦΠ.

Κλιμάκιο εισοδήματος

(ευρώ)

Οριακός φορολογικός

συντελεστής%

Φόρος κλιμακίου

Συνολικό εισόδημα

Συνολικός φόρος

(1) (2) (3) (4) (5)

0-10.000 0 0 10.000 0

10.001-13.400 15 510 13.400 510

13.401-23.400 30 3.000 23.400 3.510

23.401 και άνω 40 - - -

9.3.4 Διαστρωματική και διαχρονική προοδευτικότητα

Η προοδευτικότητα του φόρου μπορεί να πάρει τις εξής δύο μορφές:

(α) ∆ιαστρωµατική προοδευτικότητα:

Η συγκεκριμένη μορφή προοδευτικότητας ισχύει όταν, ο μέσος φορολογικός συντελεστής ανέρχεται, καθώς μεταβαίνουμε από τα χαμηλότερα στα υψηλότερα εισοδήματα. Από τον προηγούμενο πίνακα προκύπτει ότι ο χαμηλός εισοδηματίας των13.400 ευρώ πληρώνει το 3,81% του εισοδήματος του ως φόρο, ο μέσος εισοδηματίας των 23.400 ευρώ πληρώνει το 17,18% και ο υψηλός εισοδηματίας έστω των 40.000 ευρώ πληρώνει το 26,65%. Δηλαδή το κράτος εισπράττει μεγαλύτερα ποσά συνολικού φόρου, όσο ανεβαίνουμε από τα χαμηλά στα ψηλά εισοδηματικά κλιμάκια.

(β) Διαχρονική προοδευτικότητα:

Κατά τη συγκεκριμένη μορφή προοδευτικότητας, ο μέσος φορολογικός συντελεστής ενός νοικοκυριού ανέρχεται από το ένα έτος στο άλλο. Από τον ακόλουθο πίνακα υποθέτουμε ότι, το νοικοκυριό που πραγματοποιεί εισόδημα 10.000 ευρώ πληρώνει το 30% του εισοδήματος του

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.91/106

ως φόρο το έτος 2008, το έτος 2009 που πραγματοποιεί εισόδημα 13.000ευρώ πληρώνει το 40% ως φόρο και το έτος 2010 που πραγματοποιεί εισόδημα 15.000ευρώ πληρώνει 46% ως φόρο. Η διαχρονική προοδευτικότητα έχει το στοιχείο της κοινωνικής αδικίας σε περιόδους πληθωριστικής αύξησης του εισοδήματος, καθώς η αγοραστική δύναμη του νοικοκυριού παραμένει σταθερή, αυτό καλείται να πληρώνει από χρόνο σε χρόνο όλο και μεγαλύτερο ποσοστό αυτού σαν φόρο. Το σύστημα αυτό όμως αποτελεί ενδεχομένως ένα αποτελεσματικό µέσο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, καθώς µε την αυξανόμενη φορολογία μειώνεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και άρα η ζήτηση τους και επομένως επέρχεται σταθεροποίηση στην οικονομία.

Έτος

Υ

∆Υ

Τ

∆Τ

t=Τ/Υ

t΄=ΔΤ/ΔΥ

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7)

2008 100

- 30 - 0,30 -

2009 130

30 52 22 0,40 0,73

2010 150

20 69 17 0,46 0,85

9.3.5 Εμφανής και αφανής προοδευτικότητα

Η εμφανής προοδευτικότητα προκύπτει από την εφαρμογή της ισχύουσας φορολογικής κλίμακας στη φορολογική βάση.

Η αφανής προοδευτικότητα προκύπτει από την εφαρμογή διαφόρων ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων, όπως φορολογικές απαλλαγές, εκπτώσεις από το εισόδημα και εξαιρέσεις για οικογενειακά βάρη, για δαπάνες ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ασφάλιστρα ζωής κλπ. Η αφανής προοδευτικότητα μετατρέπει την αναλογική φορολογία σε προοδευτική και την προοδευτική σε περισσότερο προοδευτική. Για παράδειγμα, στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζεται η φορολογία δυο ατόμων ίσου εισοδήματος. Οι Α και Β πραγματοποιούν το ίδιο εισόδημα (30.000 ευρώ) και ο φορολογικός συντελεστής είναι αναλογικός (20%). Ο Α έχει εξαμελή οικογένεια και ο Β τριμελή. Αν δε ληφθούν υπόψη οι εκπτώσεις λόγω οικογενειακών βαρών, οι Α και Β θα πληρώσουν τον ίδιο φόρο, δηλαδή 30.000Χ20%=6.000 ευρώ. Αν συνυπολογιστούν οι εκπτώσεις λόγω οικογενειακών βαρών (π.χ. 10.000 ευρώ. για την 6µελή και 5.000 ευρώ για την 3µελή), ο Α θα πληρώσει20.000Χ20%=4.000 ευρώ και ο Β 25.000Χ20%=5.000 ευρώ, δηλαδή ο Α θα καταβάλλει4.000/30.000=13,3% του εισοδήματος του ως φόρο, ενώ ο Β 5.000/30.000=16,7%.

Εμφανής προοδευτικότητα Αφανής προοδευτικότητα Υ Τ Υ Τ

Α 30.000 6.000 20.000 4.000

Β 30.000 6.000 25.000 5.000

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.92/106

9.4 Ο Δημόσιος Δανεισμός και το Δημόσιο Χρέος

Ο δημόσιος δανεισμός αποτελεί τη δεύτερη σημαντική πηγή χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών. Με το δημόσιο δανεισμό έχουμε μετάθεση πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα, ώστε να γίνει δυνατή η κάλυψη των δημοσίων δαπανών19.

9.4.1 Διακρίσεις δημοσίου δανεισμού και δημοσίου χρέους

Οι κυριότερες ταξινομήσεις δημοσίου δανεισμού και δημοσίου χρέους είναι οι ακόλουθες:

(α) Ανάλογα µε την πηγή προέλευσης των πόρων, ο δανεισμός και το χρέος διακρίνονται στις εξής δυο κατηγορίες:

(1) Εσωτερικό δημόσιο δανεισμό και δημόσιο χρέος:

Στην περίπτωση αυτή οι πόροι δανεισμού προέρχονται από πηγές που είναι μέσα στη χώρα. Ο εσωτερικός δανεισμός δεν αυξάνει τους συνολικούς πόρους της οικονομίας επειδή οι εσωτερικές πηγές είναι διαθέσιμες στην οικονομία, αλλά δε χρησιμοποιούνται. Επίσης μειώνει την αγοραστική δύναμη και την ενεργό ζήτηση, σε αντίθεση µε τον εξωτερικό δανεισμό.

(2) Εξωτερικό δημόσιο δανεισμό και δημόσιο χρέος:

Στην περίπτωση αυτή οι πόροι δανεισμού προέρχονται από πηγές έξω από την επικράτεια της χώρας.

Ο εξωτερικός δανεισμός βελτιώνει το ισοζύγιο πληρωμών στην περίοδο του συνάπτεται το δάνειο, αλλά συνεπάγεται συναλλαγματική επιβάρυνση της οικονομίας κατά την εξόφληση του δανείου, λόγω διάθεσης συναλλάγματος στο εξωτερικό.

Με τον εξωτερικό δανεισμό επίσης οι τόκοι περνούν σε κατοίκους ξένων χωρών, ενώ µε τον εσωτερικό σε κατοίκους του εσωτερικού, άρα υπάρχουν επιπτώσεις στη διανομή του εισοδήματος.

(β) Ανάλογα µε το χρόνο λήξης των δανείων, Ο δανεισμός και το χρέος διακρίνονται στις εξής δυο κατηγορίες:

(1) Τα πάγια δάνεια:

Είναι τα δάνεια τα οποία οι δημόσιοι φορείς δεν έχουν υποχρέωση να εξοφλήσουν ποτέ. Αποτελούν πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποφέρουν τόκο στον κάτοχό τους, ο οποίος μπορεί να απαλλαγεί από αυτά µε πώλησή τους στο χρηματιστήριο.

(2) Τα εξοφλητέα δάνεια:

Είναι τα δάνεια τα οποία οι δημόσιοι φορείς πρέπει να εξοφλήσουν. Ανάλογα µε το χρόνο μέσα στον οποίο θα πρέπει να εξοφληθούν, τα δάνεια διακρίνονται σε:

1) Δάνεια που είναι απαιτητά μόλις ο κομιστής των τίτλων τα εμφανίσει για εξόφληση. 2) Δάνεια ορισμένης προθεσμίας εξόφλησης, τα οποία οι δημόσιοι φορείς πρέπει να

εξοφλήσουν μέσα σε µια ορισμένη προθεσμία. Ανάλογα µε τη διάρκεια των δανείων ορισμένης προθεσμίας, τα δάνεια διακρίνονται σε: Βραχυπρόθεσμα: διάρκεια μικρότερη του έτους, Μεσοπρόθεσμα: διάρκεια μέχρι 10 έτη, Μακροπρόθεσμα: διάρκεια πάνω από 10 έτη.

Στην πράξη, τα δάνεια που συνάπτουν οι δημόσιοι φορείς είναι εξοφλητέα σε ορισμένη προθεσμία και είναι συνήθως βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού κρατικού χρέους είναι βραχυπρόθεσμο.

19Σ. Καραγιάννη-Μ. Πεμπετζόγλου, Δημόσια Οικονομική (σημειώσεις), Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2009.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.93/106

(γ) Ανάλογα µε τη χρήση του προϊόντος του δανείου, ο δανεισμός και το χρέος διακρίνονται στις εξής δυο κατηγορίες:

(1) Τα παραγωγικά:

Είναι τα δάνεια που γίνονται για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων.

(2) Τα καταναλωτικά:

Είναι τα δάνεια που χρησιμοποιούνται για καταναλωτικούς σκοπούς.

(δ) Με βάση το αν οι τίτλοι τους έχουν εισαχθεί και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο.

Τα συγκεκριμένα δάνεια και το χρέος διακρίνονται στις εξής δυο κατηγορίες:

(1) Διαπραγματεύσιμα: οι τίτλοι τους έχουν µπει στο χρηματιστήριο.

(β) Μη-διαπραγματεύσιμα: οι τίτλοι δεν έχουν µπει στο χρηματιστήριο.

(ε) Με βάση το αν οι δημόσιοι φορείς έχουν το δικαίωμα να μετατρέψουν εκ των υστέρων τους όρους του δανείου.

Τα συγκεκριμένα δάνεια και το χρέος διακρίνονται στις εξής δυο κατηγορίες:

(1) Μετατρέψιμα: δηλαδή όταν οι δημόσιοι φορείς έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν εκ των υστέρων τους όρους του δανείου, π.χ. το επιτόκιο, το χρόνο λήξης κ.ά.

(2) Μη-μετατρέψιμα: δηλαδή όταν οι δημόσιοι φορείς δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.

9.4.2 Λόγοι για τους οποίους δανείζονται οι Δημόσιοι Φορείς

(α) Η χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων.

Οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να χρηματοδοτούνται τουλάχιστον εν μέρει µε δημόσιο δανεισμό, επειδή τα οφέλη των επενδύσεων όπως και η κατανομή του κόστους των επενδύσεων – και η εξόφληση του δανείου - περιέρχονται στο κοινωνικό σύνολο τμηματικά σε διάστημα πολλών ετών.

(β) Η ανεπάρκεια των τρεχόντων εσόδων.

Η ανεπάρκεια των τρεχόντων εσόδων αφορά συνήθως φορολογικά έσοδα και μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι:

Οι δημόσιοι φορείς δεν επιθυμούν αύξηση των φόρων, επειδή προκαλούνται αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα και από την πλευρά των καταναλωτών και από την πλευρά των επιχειρήσεων.

Η αύξηση των φόρων προκαλεί την αντίδραση των φορολογουμένων και έχει πολιτικό κόστος.

Διάφοροι οργανισμοί, π.χ. κοινωνικής ασφάλισης ή τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν αυξήσεις των φορολογικών τους εσόδων και καταφεύγουν στο δανεισμό.

(γ) Η ανάγκη κρατικής παρέμβασης για σταθεροποίηση της οικονομίας.

Όταν στην οικονομία υπάρχει ανεργία, οι δημόσιοι φορείς δανείζονται τις αποταμιεύσεις των ιδιωτικών φορέων, ώστε να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες και την ενεργό ζήτηση έως ότου επιτευχθεί το εισόδημα πλήρους απασχόλησης.

Όταν στην οικονομία υπάρχει πληθωρισμός, οι δημόσιοι φορείς δανείζονται για να περιορίσουν τη ρευστότητα και την ενεργό ζήτηση έως ότου επιτευχθεί περιορισμός των πληθωριστικών πιέσεων.

(δ) Η διοχέτευση των αποταμιεύσεων στους κλάδους που επιθυμούν οι δημόσιοι φορείς.

Πολλές φορές, οι δημόσιοι φορείς δανείζονται µε σκοπό να επαναδανείσουν τα χρήματα αυτά σε ιδιωτικούς φορείς µε χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που ισχύει στην αγορά, προκειμένου να ενισχύσουν ορισμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.94/106

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.95/106

10. Ελληνικό Κράτος και Κρατικός Προϋπολογισμός

10.1 Το νομικό πλαίσιο του Ελληνικού Κράτους

Οι βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους διατυπώνονται στο Σύνταγμα της Ελλάδος. Ειδικότερα σε ότι αφορά το ρόλο του κράτους στην οικονομία, στο άρθρο 106 του Συντάγματος τονίζονται τα εξής:

Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας.

Χαράσσοντας τα όρια της δράσης του ιδιωτικού τομέα το Σύνταγμα ορίζει ότι:

«Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».

Από την πιο πάνω διατύπωση είναι σαφές ότι ο ρόλος του κράτους στην οικονομία μπορεί να είναι πολύ ευρύς και άπτεται όλων σχεδόν των τομέων οικονομικής δραστηριότητας.

Για την προστασία της ιδιωτικής περιουσίας το Σύνταγμα αναφέρει (άρθρο 17):

«Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση».

Πέρα από τις πιο πάνω γενικές διατάξεις, το κράτος είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει και μια σειρά από δικαιώματα με σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία της οικονομίας. Έτσι, με βάση το άρθρο 22:

«Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».

Πώς χρηματοδοτούνται όμως όλες αυτές οι δραστηριότητες του κράτους; Σύμφωνα με το άρθρο 4, που αναφέρεται στην ισότητα των πολιτών:

«Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».

Για να επιτελέσει μάλιστα αυτές τις δραστηριότητες το κράτος συντάσσει προϋπολογισμό, όπως επιτάσσει το άρθρο 79:

«Στον προϋπολογισμό πρέπει να αναγράφονται όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους για το επόμενο έτος. Ο προϋπολογισμός πρέπει να ψηφιστεί από την Ολομέλεια της Βουλής και η καταψήφιση του σημαίνει και άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση. Επιπλέον η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη, το αργότερο μέσα σε ένα έτος από τη λήξη του οικονομικού έτους να καταθέτει στη Βουλή απολογισμό και γενικό ισολογισμό του κράτους, που συνοδεύονται από έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

10.2 Ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός – Η σύνταξη του

Ο Ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός σύμφωνα με το σύνταγμα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα έσοδα και όλες τις δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή τα έσοδα και τις δαπάνες των υπουργείων, των ΝΠΔΔ, της Βουλής και της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Ο προϋπολογισμός των υπουργείων, της Προεδρίας της Δημοκρατίας και της Βουλής λέγεται Προϋπολογισμός της Κεντρικής Κυβέρνησης (ΠΚΚ). Αν σε αυτόν προσθέσουμε τους προϋπολογισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και των άλλων κρατικών υπηρεσιών ή δημόσιων φορέων, τότε έχουμε αυτό που λέγεται Προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης(ΠΓΚ).

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.96/106

Ο προϋπολογισμός της Κεντρικής Κυβέρνησης (ΠΚΚ) αποτελείται από δύο διακριτά τμήματα:τον Τακτικό Προϋπολογισμό (ΤΠ) και το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ).

Ο Τακτικός Προϋπολογισμός καταρτίζεται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) και περιλαμβάνει τα έσοδα του κράτους και τις τρέχουσες δαπάνες των επιμέρους υπουργείων (με τα επιχορηγούμενα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) που εποπτεύονται από αυτά.

Το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων περιλαμβάνει τα έσοδα και τις δαπάνες που αφορούν την κατασκευή, συντήρηση και εκσυγχρονισμό υποδομών. Το ΠΔΕ δεν καταρτίζεται από το ΓΛΚ, αλλά από τις ειδικές γι αυτό υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Στο ΠΔΕ περιλαμβάνονται και οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε,Ε) στα πλαίσια των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ). Στο ΠΔΕ δεν γίνεται λεπτομερειακή ανάλυση κάθε κονδυλίου, όπως με τον Τακτικό Προϋπολογισμό, αλλά προσδιορίζεται γενικά το ύψος του προγράμματος και εξειδικεύονται οι πηγές χρηματοδότησης, οι οποίες εκτός από εθνικές είναι και οι πόροι των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης.

10.2.1 Χρήσιμες έννοιες

Για την κατανόηση της σύνταξης και εκτέλεσης του Ελληνικού Κρατικού Προϋπολογισμού είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των παρακάτω στοιχείων:

α) Πρωτογενείς δαπάνες:

Είναι όλες οι τρέχουσες δαπάνες, χωρίς το συνυπολογισμό των τόκων του δημοσίου χρέους. Η καταβολή τόκων είναι µια συμβατική υποχρέωση του κράτους προς τους δανειστές του, την οποία δεν μπορεί να αποφύγει χωρίς σοβαρές συνέπειες. Επειδή λοιπόν το κράτος δεν μπορεί να αυξομειώσει τους τόκους κατά βούληση, χωρίς τη συναίνεση των δανειστών, αναγράφονται χωριστά στον Προϋπολογισμό, για να διακρίνονται από τις λοιπές δαπάνες στις οποίες το κράτος έχει περιθώρια ελιγμών.

(β) Πρωτογενές πλεόνασμα ή έλλειμμα:

Είναι το πλεόνασμα ή έλλειμμα που δεν περιλαμβάνει τους τόκους. Η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής μετρείται µε βάση τις επιδόσεις των δημόσιων φορέων στην περιστολή του πρωτογενούς ελλείμματος ή την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Η δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό επί σειρά ετών αποτελεί τη µία από τις δύο βασικές προϋποθέσεις για τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η οικονομία πρέπει να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από το µέσο επιτόκιο δανεισμού του κράτους.

(γ) Χρεολύσια:

Είναι οι δαπάνες για τη μερική εξόφληση του δημοσίου χρέους. Κατά το ποσό των χρεολυσίων μειώνεται το δημόσιο χρέος ή ενισχύεται η καθαρή θέση του κράτους. Το σύνολο των δαπανών για τόκους και χρεολύσια αποτελεί τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.

10.2.2 Τα στάδια του Ελληνικού Κρατικού Προϋπολογισμού

Η διαδικασία σύνταξης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού στην Ελλάδα διέρχεται από τα εξής τέσσερα στάδια:

(α) Κατάρτιση του Προϋπολογισμού.

Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται κάθε χρόνο από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Έξι μήνες πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους στο οποίο αναφέρεται ο προϋπολογισμός, αποστέλλεται από τον Υπουργό Οικονομικών σε όλα τα Υπουργεία, Αποκεντρωμένες Περιφερειακές Διοικήσεις και Αιρετές Περιφέρειες, εγκύκλιος που περιέχει οδηγίες για την κατάρτιση του νέου προϋπολογισμού. Οι διάφοροι φορείς καταρτίζουν προσχέδια προϋπολογισμού των εξόδων τους και τα αποστέλλουν στον αρμόδιο Υπουργό τους για έγκριση, εκεί μπορούν να γίνουν οι ανακατανομές ή περικοπές, και στην συνέχεια αποστέλλονται στο Γενικό Λογιστήριο.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.97/106

Ο Υπουργός Οικονομικών σε συνεργασία µε άλλους Υπουργούς προβαίνει σε ανακατανομές κονδυλίων και όπου υπάρχει διάσταση απόψεων παρεμβαίνει ο Πρωθυπουργός. Ο προϋπολογισμός των εσόδων καταρτίζεται από το Γενικό Λογιστήριο. Όταν οριστικοποιηθούν τα σχέδια των προϋπολογισμών εσόδων και εξόδων, συντάσσεται ο Τακτικός προϋπολογισμός από το Υπουργείο Οικονομικών.

Ο Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, όπου συντάσσεται και αποστέλλεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Εκεί εντάσσεται μαζί µε τον Τακτικό Προϋπολογισμό στο Γενικό Προϋπολογισμό του Κράτους.

(β) Ψήφιση του Προϋπολογισμού.

Έπειτα, ο προϋπολογισμός τίθεται για ψήφιση στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών, ένα τουλάχιστον μήνα πριν από την έναρξη του έτους στο οποίο αναφέρεται. Παραπέμπεται στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων και επαναφέρεται στη Βουλή µε τις εισηγητικές εκθέσεις του Υπουργού και των εισηγητών. Ακολουθεί συζήτηση τριών ημερών στην ολομέλεια της Βουλής και ψηφίζεται κατά άρθρο. Η Βουλή μπορεί να τροποποιήσει µόνο ορισμένα κονδύλιά του, όχι να αρνηθεί την ψήφισή του ως συνόλου. Αν δεν ψηφίσουν υπέρ του προϋπολογισμού τουλάχιστον 151 βουλευτές, η κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί και προκηρύσσονται εκλογές.

(γ) Εκτέλεση του Προϋπολογισμού.

Η εκτέλεση του προϋπολογισμού γίνεται χωριστά για έσοδα και δαπάνες ως εξής:

Η Εκτέλεση του προϋπολογισμού εσόδων γίνεται με την παρακάτω διαδικασία:

Βεβαίωση εσόδων: η διοικητική πράξη που καθορίζει τη νόμιμη απαίτηση του δημοσίου, τον οφειλέτη, την αιτία της οφειλής και το ποσόν αυτής.

Είσπραξη εσόδων: πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει νόμος που προβλέπει την είσπραξη του εσόδου, υπάρχει νόμιμος τίτλος βεβαίωσης και η αρμοδιότητα της αρχής να εισπράξει το έσοδο. Σε περίπτωση άρνησης πληρωμής, ο δημόσιος φορέας μπορεί να προχωρήσει στη λήψη αναγκαστικών μέτρων.

Η Εκτέλεση του προϋπολογισμού εξόδων γίνεται με την παρακάτω διαδικασία:

Ανάληψη δημόσιας δαπάνης: είναι η λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο του κράτους, σύμφωνα µε την όποια το κράτος καθίσταται οφειλέτης. Αρμόδια όργανα είναι ο Υπουργός και οι δημόσιοι λειτουργοί.

Εκκαθάριση δημόσιας δαπάνης: προσδιορίζεται ο δικαιούχος της απαίτησης από το κράτος, το ποσό και η αιτία του χρέους.

Εντολή προς πληρωμή δημόσιας δαπάνης: Μέσα από τη σύνταξη χρηματικού εντάλματος, η υπηρεσία εντελλομένων εξόδων δίνει εντολή πληρωμής της δαπάνης στο δημόσιο ταμείο.

Πληρωμή δαπάνης: Το χρηματικό ένταλμα υποβάλλεται στον Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για έλεγχο, θεωρείται από αυτόν και αποστέλλεται στο Δημόσιο Ταμείο για πληρωμή.

(δ) Έλεγχος εκτέλεσης του Προϋπολογισμού.

Μετά την εκτέλεση του προϋπολογισμού διενεργούνται οι εξής έλεγχοι:

Διοικητικοί, από ειδικούς επιθεωρητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Κοινοβουλευτικοί, µε την κύρωση των απολογισμών και ισολογισμών του κράτους από τη

Βουλή. Δικαστικοί, από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.98/106

10.3 Ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός – Προβλήματα με το σημερινό σύστημα κατάρτισης και εκτέλεσης του

Με βάση τις αρχές και κανόνες σύνταξης και εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, που συνοπτικά παρουσιάστηκαν παραπάνω, οι αδυναμίες του σημερινού συστήματος κατάρτισης και εκτέλεσης του Ελληνικού Κρατικού Προϋπολογισμού μπορούν να συνοψιστούν ως εξής20:

(α) Έλλειψη διαφάνειας.

Η ύπαρξη ουσιαστικά δύο προϋπολογισμών, του Τακτικού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που λειτουργούν με τελείως διαφορετικούς κανόνες, προκαλεί σύγχυση για τις συνολικές δαπάνες του προϋπολογισμού και το πόσο διατίθεται σε κάθε κατηγορία δαπανών.

Η ενημέρωση για την εξέλιξη της υλοποίησης του προϋπολογισμού είναι μερική, αποσπασματική, και δεν γίνεται καμιά ουσιαστική συζήτηση γι αυτό στο Κοινοβούλιο.

Οι εκτιμήσεις για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους, που υποβάλλονται, στο τέλος του έτους, μαζί με τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, είναι ατελείς, σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται με τρόπο που εξυπηρετεί τις πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης και ελάχιστη ουσιαστική ενημέρωση γίνεται για τα πραγματικά μεγέθη του Προϋπολογισμού.

Λόγω του συστήματος κατάταξης των δαπανών, που είναι ανά φορέα και όχι ανά πρόγραμμα, η Βουλή εξετάζει και συζητεί τα ποσά που κατανέμονται ανά φορέα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σαφής εικόνα για τα ποσά που διατίθενται ανά δραστηριότητα. Εκπαίδευση π.χ. κάνει και το Υπουργείο Απασχόλησης και το Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης και το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και το Υπουργείο Παιδείας. Παρ’ όλα αυτά η όλη συζήτηση στη Βουλή διεξάγεται με βάση το τι ποσά διατίθενται σε κάθε Υπουργείο.

Η διαφάνεια απαιτεί και συστηματικούς ελέγχους, οι οποίοι στην περίπτωση της χώρας μας περιορίζονται μόνο στη νομιμότητα και καθόλου στο αν οι δαπάνες αποδίδουν αποτελέσματα και αν οι διατεθείσες πιστώσεις χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για το σκοπό για τον οποίο προϋπολογίστηκαν. (Εξαίρεση αποτελούν ίσως τα χρηματοδοτούμενα έργα από το ΚΠΣ αλλά κι εκεί εντοπίζονται σοβαρά προβλήματα).

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αδιαφάνειας είναι η ύπαρξη λογαριασμών εκτός Προϋπολογισμού (οι ειδικοί λογαριασμοί), μέσα από τους οποίους διοχετεύονται σημαντικά ποσά σε μισθούς, άλλες αμοιβές αλλά και δαπάνες για έργα και τα οποία ενώ είναι στην ουσία κρατικές δαπάνες, αυτές δεν εμφανίζονται στον Προϋπολογισμό.

(β) Προϋπολογισμός ετήσιος και χωρίς σύνδεση με αποτελέσματα.

Το Ελληνικό Κράτος δεν κατανέμει τις δαπάνες του προϋπολογισμού με βάση προγράμματα, αλλά με βάση τα υπουργεία. Επειδή ο Προϋπολογισμός της χώρας μας δεν καταρτίζεται με βάση προγράμματα και δεν υπάρχουν σαφείς και μετρήσιμοι στόχοι για αποτελέσματα, δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί το κατά πόσο οι δαπάνες αποδίδουν και οδηγούν σε επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.

Για τα έργα που χρηματοδοτούνται από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης καταρτίζονται πολυετή προγράμματα και υπάρχει μέτρηση των εκροών και ακόμη του αποτελέσματος. Το συνολικό ποσό όμως που διατίθεται σε αυτά τα προγράμματα είναι μικρό σε σχέση με τα συνολικά ποσά που δαπανά το Ελληνικό Δημόσιο.

(γ) Μεγάλος βαθμός συγκεντρωτισμού στη λήψη αποφάσεων, μικρή ευελιξία σε ανακατανομή πόρων, διασπορά αρμοδιοτήτων.

Αν και κατά τη διαδικασία σύνταξης του Προϋπολογισμού, εκφράζονται οι απόψεις των Υπουργείων, στο τέλος το ΓΛΚ αποφασίζει για την κατανομή των δαπανών, όχι μόνο σε επίπεδο Υπουργείου αλλά και ανά κωδικό δαπάνης. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία, η οποία έχει τη μορφή διμερών διαπραγματεύσεων, δεν φαίνεται να υπάρχει

20Harvey Rosen – Ted Gayer - Βασίλης Θ. Ράπανος - Γεωργία Καπλάνογλου, Διαλέξεις Δημόσιας Οικονομικής, ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, 2008.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.99/106

ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ δαπανών και αποτελεσμάτων, ούτε φυσικά και κάποια δέσμευση των υπουργείων για συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Την όλη διαδικασία ορθολογικής κατανομής των πόρων δυσχεραίνει και το γεγονός ότι, πέρα από την αδυναμία απόλυσης προσωπικού, δεν υπάρχει και δυνατότητα ανακατανομής του προσωπικού μεταξύ των υπουργείων και δημόσιων υπηρεσιών, όπου αυτό είναι δυνατό.Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι κατά την εκτέλεση του Προϋπολογισμού τα υπουργεία και οι φορείς έχουν ελάχιστες δυνατότητες ανακατανομής των πόρων που τους δίνονται χωρίς την έγκριση του ΥΠΟΟ.

(δ) Πολλαπλοί έλεγχοι που όμως δεν είναι ουσιαστικοί.

Υπάρχει πλήθος προληπτικών ελέγχων τόσο από τις υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), όσο και από το Ελεγκτικό Συνέδριο(ΕΣ), αλλά οι έλεγχοι αυτοί αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη νομιμότητα και σε καμιά περίπτωση τη σκοπιμότητα ή την αποτελεσματικότητα των δαπανών. Είναι ακόμη σημαντικό να τονιστεί ότι, οι έλεγχοι αυτοί αφορούν ένα μικρό μόνο ποσοστό δαπανών, περί το 10% του συνόλου, αφού στις δαπάνες μισθοδοσίας, άμυνας και μια σειρά από άλλες δαπάνες δεν γίνονται έλεγχοι.

Είναι προφανές ότι οι εξαντλητικοί και επαναλαμβανόμενοι προληπτικοί έλεγχοι που ασκούνται τόσο από τις ΥΔΕ όσο και από το ΕΛΣ οδηγούν σε χρονοβόρες και δύσκαμπτες διαδικασίες που έχουν ως συνέπεια το Δημόσιο να παρουσιάζει μεγάλες καθυστερήσεις στην πληρωμή των υποχρεώσεων του και φυσικά τα άτομα και οι φορείς που πρέπει να πληρωθούν υφίστανται σημαντικό χρηματοοικονομικό κόστος λόγω αυτών των καθυστερήσεων.

Ενώ υπάρχει όλο αυτό το δαπανηρό και αναποτελεσματικό σύστημα ελέγχων νομιμότητας, δεν υπάρχει ένα στοιχειώδες έστω σύστημα ελέγχου του πόσο αποδοτικά χρησιμοποιούνται οι δαπάνες του Προϋπολογισμού.

(ε) Απουσία ουσιαστικής λογοδοσίας.

Με το να καθορίζεται η κατανομή και του τελευταίου κονδυλίου από το ΓΛΚ, ο κάθε φορέας δεν έχει την αίσθηση ιδιοκτησίας της κάθε πολιτικής που χαράζει και δύσκολα μπορούν να του ζητηθούν ευθύνες. Το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι έλεγχοι που προαναφέραμε αφορούν τη νομιμότητα και μόνο και δεν εξετάζεται καθόλου η σκοπιμότητα ή το αν οι δαπάνες αυτές πράγματι αποδίδουν, έχει οδηγήσει τους φορείς να ενδιαφέρονται να δαπανήσουν όλες τις πιστώσεις που τους έχουν εγκριθεί, αφού ο κάθε φορέας κρίνεται με το πόσα ξοδεύει και όχι με το πως τα ξοδεύει και το τι αποτέλεσμα αποδίδει.

Αν και ο Προϋπολογισμός εγκρίνεται από τη Βουλή, στη διάρκεια του έτους γίνονται σημαντικές αλλαγές και μεταφορές κονδυλίων, με έγκριση του ΥΠΟΟ, χωρίς καν να γνωστοποιούνται στη Βουλή. Επίσης ο απολογισμός της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού υποβάλλεται στη Βουλή ένδεκα μήνες μετά το κλείσιμο της χρήσης του και καμιά ουσιαστική συζήτηση δεν γίνεται γι αυτόν.

Επίσης παρά το γεγονός ότι, οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, τα νοσοκομεία, και οι δήμοι έχουν σημαντικά έσοδα, δαπανούν μεγάλα ποσά και χρηματοδοτούνται από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, η διαφάνεια και η λογοδοσία τους είναι πολύ περιορισμένη. Πολλοί από τους φορείς αυτούς, όπως τα νοσοκομεία, π.χ. δεν συντάσσουν καν ισολογισμούς και ούτε ελέγχονται από ανεξάρτητους ελεγκτές.

(στ) Οργανωτικές αδυναμίες.

Η όλη διαδικασία κατάρτισης και εκτέλεσης του Προϋπολογισμού είναι κατακερματισμένη σε πολλά στάδια, τα οποία συχνά επικαλύπτονται και είναι ασύνδετα μεταξύ τους.

Στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού εμπλέκονται πολλές κρατικές υπηρεσίες και φορείς (αρμόδιο υπουργείο, αρμόδια ΥΔΕ, ΔΟΥ, Ελεγκτικό Συνέδριο, ΤτΕ) με επαναλαμβανόμενες διαδικασίες. Αποτέλεσμα όλου αυτού του πολύπλοκου συστήματος είναι ότι το ΓΛΚ ενώ έχει την αρμοδιότητα της εποπτείας και διαχείρισης του συνόλου του συστήματος, να μην είναι σε θέση να παρακολουθεί και να ελέγχει όλες τις διαδικασίες και να παρακολουθεί αποτελεσματικά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Το ΓΛΚ δεν διαθέτει ενιαίο πληροφοριακό σύστημα για το σύνολο των διαδικασιών του κρατικού προϋπολογισμού και αυτό που υπάρχει δεν είναι συνδεδεμένο με τα τοπικά πληροφοριακά συστήματα των ΥΔΕ, που είναι διασκορπισμένες σε όλη τη χώρα. Αποτέλεσμα αυτού του νηπιακού συστήματος πληροφορικής οργάνωσης του συστήματος διαχείρισης των δαπανών είναι, οι

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.100/106

αρμόδιοι να μην μπορούν να έχουν σαφή και ακριβή εικόνα της πραγματικής κατάστασης των δαπανών.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.101/106

11. Οι Επιπτώσεις των Δημοσιονομικών Μέσων στις Αποφάσεις των Ιδιωτικών Φορέων

11.1 Οι Επιδράσεις των δημοσίων δαπανών

11.1.1 Οι επιδράσεις των δημοσίων δαπανών στο κίνητρο για εργασία

(α) Οι δημόσιες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες.

Οι δημόσιες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, που καταναλώνονται εξ ’αδιαιρέτου και στην ίδια ποσότητα από όλα τα άτομα, όπως υπηρεσίες εθνικής άμυνας, έννομης τάξης, δημόσιας διοίκησης, αυξάνουν το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών κατά το ίδιο ποσό, χωρίς να επηρεάζουν τις σχετικές τιμές των αγαθών που καταναλώνονται συνολικά. Δηλαδή, όλα τα άτομα θα καταναλώσουν τις ίδιες ποσότητες από τα αγαθά αυτά, είτε εργασθούν είτε όχι, είτε καταναλώσουν ιδιωτικά αγαθά, είτε όχι. Επειδή επομένως οι δημόσιες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες επηρεάζουν µόνο το εισόδημα των ατόμων, έχουν εισοδηματικό αποτέλεσμα.

Συμπερασματικά, το εισοδηματικό αποτέλεσμα των δημοσίων δαπανών για αγαθά αυξάνει το πραγματικό εισόδημα των ατόμων, επομένως την κατανάλωση όλων των αγαθών συμπεριλαμβανομένης και της ανάπαυσης, και έτσι ωθεί τα άτομα σε λιγότερες ώρες εργασίας, αφού αυτά μπορούν να εξασφαλίσουν το ίδιο ή μεγαλύτερο πραγματικό εισόδημα µε τις ίδιες ή λιγότερες ώρες εργασίας.

(β) Οι μεταβιβαστικές πληρωμές προς τα νοικοκυριά.

Αποτελούν μορφές οικονομικής ενίσχυσης των νοικοκυριών που δεν πραγματοποιούν εισόδημα επαρκές για να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης, όπως είναι τα επιδόματα ανεργίας, οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας κλπ. Οι μεταβιβαστικές πληρωμές αυξάνουν το εισόδημα του ατόμου, επομένως και τη ζήτησή του για όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης και της ανάπαυσης. Επιπλέον οι μεταβιβαστικές πληρωμές φαίνεται ότι αποθαρρύνουν την εργασία αυξάνοντας την τιμή της και ευνοούν την ανάπαυση μειώνοντας έτσι την τιμή της, . και έτσι τα άτομα έχουν κίνητρο να υποκαθιστούν την ακριβότερη εργασία µε τη φθηνότερη ανάπαυση.

Συμπερασματικά, το εισοδηματικό αποτέλεσμα των μεταβιβαστικών πληρωμών ωθεί το άτομο στο να µην εργάζεται ή να εργάζεται λιγότερες ώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι μεταβιβαστικές πληρωμές του εξασφαλίζουν την κάλυψη των βασικών του αναγκών, άρα υπάρχει ένα αποτέλεσμα υποκατάστασης που επηρεάζει αρνητικά το κίνητρο για εργασία.

(γ) Οι μεταβιβαστικές πληρωμές προς τις επιχειρήσεις.

Συνήθως παίρνουν τη μορφή επιδότησης της τιμής των παραγόμενων προϊόντων.

Αν επιδοτούνται οι τιμές όλων των προϊόντων, αυξάνει το εισόδημα των νοικοκυριών και επομένως η ζήτησή τους για όλα τα αγαθά συμπεριλαμβανομένης και της ανάπαυσης, άρα το εισοδηματικό αποτέλεσμα ωθεί το άτομο να εργαστεί λιγότερο. Αν επιδοτούνται οι τιμές των αγαθών που είναι συμπληρωματικά της ανάπαυσης, πχ τα αυτοκίνητα, είδη κατασκήνωσης, υπηρεσίες τουριστικών μονάδων, κλπ., στο εισοδηματικό αποτέλεσμα προστίθεται και το αποτέλεσμα υποκατάστασης· τα είδη αναψυχής γίνονται φθηνότερα σε σχέση µε τα υπόλοιπα αγαθά, οπότε αυξάνει η ζήτησή τους και έτσι επίσης μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος, για να μπορεί το άτομο να τα απολαύσει.

Αν επιδοτούνται οι τιμές των αγαθών που είναι ανταγωνιστικά της ανάπαυσης, πχ εργαλεία, είδη γραφείου, κλπ., τα είδη εργασίας γίνονται φθηνότερα σε σχέση µε τα υπόλοιπα αγαθά, έτσι αυξάνεται η ζήτησή τους και επομένως επεκτείνεται ο εργάσιμος χρόνος για την αξιοποίησή τους.

Συμπερασματικά, το εισοδηματικό αποτέλεσμα των μεταβιβαστικών πληρωμών προς τις επιχειρήσεις επί του κινήτρου για εργασία θα εξαρτηθεί από την ένταση των δύο προαναφερόμενων αποτελεσμάτων.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.102/106

11.1.2 Οι επιδράσεις των δημοσίων δαπανών στη διανομή του εισοδήματος

(α) Οι μεταβιβαστικές πληρωμές προς τα νοικοκυριά.

Οι μεταβιβαστικές πληρωμές προς τα νοικοκυριά πραγματοποιούνται είτε σε χρήμα, πχ οι συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας, τα οικογενειακά επιδόματα, κλπ., είτε σε είδος, πχ η παροχή δωρεάν στέγης, τα συσσίτια, οι κατασκηνώσεις, κλπ.

Οι μεταβιβάσεις σε χρήμα παρέχουν στους δικαιούχους τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι το συνδυασμό των αγαθών που μεγιστοποιεί την ευημερία τους. Η αντίληψη αυτή είναι σύμφωνη µε την αρχή «της κυριαρχίας του καταναλωτή», κατά την οποία ο καλύτερος κριτής των συμφερόντων του ατόμου είναι το ίδιο το άτομο.

Οι μεταβιβαστικές πληρωμές σε είδος δεν παρέχουν τη δυνατότητα στο άτομο να κάνει τις επιλογές του, αποφεύγοντας όμως πολλές φορές τη λήψη εσφαλμένων αποφάσεων από την πλευρά του για δαπάνη του εισοδήματός του σε αγαθά περιττά ή µε επιβλαβείς επιπτώσεις, πχ κάπνισμα, χαρτοπαιξία. Η αντίληψη αυτή είναι σύμφωνηµε την ιδέα περί του «πατερναλιστικού» ή ρυθμιστικού ρόλου του κράτους.

(β) Η επιδότηση των τιμών ορισμένων αγαθών.

Το σύστημα της επιδότησης τιμών ορισμένων αγαθών μπορεί να εφαρμοστεί είτε σε επίπεδο παραγωγής, πχ επιδότηση ελαιοπαραγωγών για προσφορά λαδιού σε χαμηλότερη τιμή στους καταναλωτές, είτε σε επίπεδο κατανάλωσης, πχ το κράτος παρέχει στους καταναλωτές δελτία για αγορά ορισμένων αγαθών σε χαμηλότερες τιμές. Το σύστημα αυτό έχει ορισμένα κοινά γνωρίσματα µε το σύστημα των μεταβιβάσεων σε είδος. Το κράτος κατευθύνει την κατανάλωση των νοικοκυριών σε ορισμένα αγαθά, περιορίζοντας τις επιλογές τους και ωθώντας τους σε ένα χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας σε σχέση µε την περίπτωση των μεταβιβαστικών πληρωμών σε χρήμα, παρόλο που η συνολική δαπάνη του κράτους παραμένει η ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

(γ) Οι εισοδηματική ενίσχυση των νοικοκυριών ή ο αρνητικός φόρος εισοδήματος.

Ο Αρνητικός Φόρος Εισοδήματος (ΑΦΕ) είναι µία μονομερής οικονομική παροχή του Δημοσίου προς τα νοικοκυριά που πραγματοποιούν εισόδημα χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο συντήρησης και αποτελεί ένα µέσο άσκησης αναδιανεμητικής πολιτικής. Ο ΑΦΕ αποβλέπει στην εξασφάλιση του ελαχίστου ορίου συντήρησης που τίθεται από το κράτος· έτσι, αν το ελάχιστο όριο συντήρησης τεθεί πχ στο επίπεδο των 15.000€/έτος, όλα τα νοικοκυριά που πραγματοποιούν εισόδημα χαμηλότερο του ποσού αυτού, θα επιδοτηθούν µε ένα ποσό έτσι ώστε όλα τα νοικοκυριά να καταλήξουν µε ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος 15.000€/έτος.

Ο ΑΦΕ γίνεται αποτελεσματικότερος αν εφαρμοστεί σε συνδυασμό µε ορισμένες μεταβιβάσεις σε είδος, πχ προστασία μητρότητας και σε χρήμα, πχ συντάξεις). Η ύπαρξη του ΑΦΕ έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο κίνητρο για εργασία και το κόστος εφαρμογής του είναι τεράστιο.

11.2 Οι επιπτώσεις της φορολογίας

Ακόμη και στο πλαίσιο ενός προοδευτικού, δίκαια διαρθρωμένου φορολογικού συστήματος, θα υπάρχουν πάντοτε άτομα που θα επιδιώκουν, παράνομα ή νόμιμα, τη μείωση ή την εξάλειψη της φορολογικής τους επιβάρυνσης. Στην συνέχεια, θα εξετάσουμε τις κυριότερες μορφές αντιδράσεων των ιδιωτικών φορέων στη φορολογία.

11.2.1 Μετακύλιση των φόρων

Ως μετακύλιση φόρου εννοούμε τη διαδικασία μετάθεσης του φορολογικού βάρους από τον ένα συναλλασσόμενο στον άλλο. Η μετακύλιση μπορεί να πραγματοποιείται και µε έμμεσους και µε άμεσους φόρους, πχ ο φόρος κατανάλωσης αποδίδεται από τον επιχειρηματία στο Δημόσιο. Αυτός όμως μπορεί να αυξήσει την τιμή πώλησης στο χονδρέμπορο, άρα να μεταθέσει το φόρο σε αυτόν, ο χονδρέμπορος µε τη σειρά του να αυξήσει την τιμή πώλησής του στο λιανοπωλητή και ο τελευταίος στον καταναλωτή.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.103/106

(α) Διακρίσεις της μετακύλισης

Ο φόρος μπορεί να μετακυλιστεί:

Προς τα εμπρός: η επιχείρηση μεταβιβάζει το φορολογικό βάρος στα επόμενα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, υψώνοντας την τιμή πώλησης.

Προς τα πίσω: η επιχείρηση μεταβιβάζει το φορολογικό βάρος στα προηγούμενα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, μειώνοντας την τιμή αγοράς α’ υλών, αμοιβές εργαζομένων κ.ά.

Επίσης, η μετακύλιση του φόρου μπορεί να είναι:

Ολική: όταν ο παραγωγός μεταθέτει στους καταναλωτές όλο το ποσό του φόρου. Μερική: όταν ο παραγωγός μεταθέτει στους καταναλωτές µόνο ένα τμήμα του φόρου.

Τέλος, η μετακύλιση του φόρου μπορεί να γίνει:

Εκ των υστέρων: όταν ο εισαγωγέας πρώτα πληρώνει το φόρο στο Δημόσιο και μετά τον μετακυλύει.

Εκ των προτέρων: όταν ο λιανοπωλητής εισπράττει πρώτα το φόρο από τους καταναλωτές και μετά τον αποδίδει στο Δημόσιο.

11.2.2 Φοροδιαφυγή

Ως φοροδιαφυγή εννοούμε το σύνολο των παράνομων ενεργειών των ιδιωτικών φορέων, οι οποίες αποβλέπουν στη μείωση ή στην εξάλειψη της φορολογικής τους υποχρέωσης, πχ η δήλωση στην εφορία χαμηλότερου εισοδήματος, η λαθραία εισαγωγή προϊόντων κλπ.

(α) Προσδιοριστικοί παράγοντες της φοροδιαφυγής

Το μέγεθος της φοροδιαφυγής εξαρτάται από υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες:

(1) Υποκειμενικοί παράγοντες:

1.1Το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των φορολογουμένων, πχ το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο δεν επιτρέπει στους φορολογούμενους να συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι, τα φορολογικά έσοδα διατίθενται για την παραγωγή δημόσιων αγαθών, που ικανοποιούν συλλογικές ανάγκες.

1.2Το μορφωτικό επίπεδο και το επίπεδο φορολογικής ηθικής των φοροτεχνικών οργάνων. Το μορφωμένο και αδιάφθορο προσωπικό των φοροτεχνικών υπηρεσιών μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός φορολογικού συστήματος που να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.

(2) Αντικειμενικοί παράγοντες:

2.1 Η μέση φορολογική επιβάρυνση του ατόμου. Όσο υψηλότερη είναι αυτή, τόσο ισχυρότερη είναι η τάση για φοροδιαφυγή, καθώς οι υψηλοί φόροι περιορίζουν σημαντικά την ικανοποίηση των ατομικών αναγκών.

2.2 Ο τρόπος κατανομής των φορολογικών βαρών. Όσο περισσότερο άδικη είναι η κατανομή των φορολογικών βαρών, τόσο εντονότερη είναι η τάση για φοροδιαφυγή.

2.3 Η διάρθρωση του φορολογικού συστήματος. Η τάση για φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερη όταν το φορολογικό σύστημα κυριαρχείται από άμεσους φόρους, διότι όλα τα νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν δηλώσεις, η ειλικρίνεια των οποίων είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Η τάση για φοροδιαφυγή είναι μικρότερη στους έμμεσους φόρους, διότι η καταβολή του φόρου πραγματοποιείται από τις επιχειρήσεις που πρέπει να τηρούν λογιστικά βιβλία.

2.4 Ο τρόπος διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Η κακή διαχείριση των φορολογικών εσόδων και η σπατάλη του δημόσιου χρήματος διαβρώνει τη φορολογική συνείδηση των φορολογουμένων και άρει την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών απέναντι στους δημόσιους φορείς.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.104/106

2.5 Ο τρόπος οργάνωσης της αγοράς. Όταν στην οικονομία υπάρχουν πολλές μικρές επιχειρήσεις ή εκτεταμένος αγροτικός τομέας, η τάση για φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερη. Στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, η φοροδιαφυγή είναι σχετικά περιορισμένη.

2.6 Ο τρόπος οργάνωσης των φοροτεχνικών υπηρεσιών. Η επάνδρωση φοροτεχνικών υπηρεσιών µε καταρτισμένο και ενσυνείδητο προσωπικό και µε σύγχρονα υλικοτεχνικά μέσα μειώνει την τάση για φοροδιαφυγή.

(β) Συνέπειες της φοροδιαφυγής

Η φοροδιαφυγή επηρεάζει δυσμενώς όλους τους δημοσιονομικούς στόχους ως εξής:

(1) Η διανομή του εισοδήματος γίνεται περισσότερο άδικη, επειδή:

1.1 Οι φόροι που θα έπρεπε να πληρωθούν από τους φοροφυγάδες, μετατίθενται στους ευσυνείδητους πολίτες.

1.2 Ευνοούνται οι φοροδιαφεύγουσες επιχειρήσεις που μπορεί να µην είναι οι παραγωγικότερες.

1.3 Επιτείνεται η αντίστροφη προοδευτικότητα των φόρων,· αφού η φοροδιαφυγή σημειώνεται στους άμεσους φόρους, το κράτος αναγκάζεται να προσφύγει σε έμμεσους φόρους.

(2) Η ταμιευτική λειτουργία των φόρων εξασθενεί και το κράτος αναγκάζεται να προσφεύγει σε δανεισμό ή σε έκδοση νέου χρήματος.

(3) Η καταπολέμηση των οικονομικών διαταραχών γίνεται λιγότερο αποτελεσματική και η αναπτυξιακή διαδικασία επιβραδύνεται, πχ αν το κράτος αποφασίσει, για να μειώσει τον πληθωρισμό, να αυξήσει τους συντελεστές του ΦΕΦΠ, η φοροδιαφυγή θα περιορίσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

(γ) Τρόποι αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής

Η φοροδιαφυγή αντιμετωπίζεται επιγραμματικά με τους εξής τρόπους:

Ορθολογική οργάνωση και λειτουργία των φοροτεχνικών υπηρεσιών. Κατάλληλη διάρθρωση του φορολογικού συστήματος. Αποκατάσταση πνεύματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ φορολογουμένων και

φορολογούσας αρχής. Δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών. Συνετή διαχείριση δημόσιου χρήματος. Αποφυγή υπέρμετρης φορολόγησης.

11.2.3 Φοροαποφυγή

Ως Φοροαποφυγή εννοούμε το σύνολο των νόμιμων ενεργειών των ιδιωτικών φορέων, οι οποίες αποβλέπουν στη μείωση ή εξάλειψη της φορολογικής τους υποχρέωσης, πχ μείωση ζήτησης φορολογούμενων προϊόντων ή τοποθέτηση αποταμιεύσεων σε µη φορολογούμενους τίτλους του Δημοσίου.

(α) Προσδιοριστικοί παράγοντες της Φοροαποφυγής

(1) Η ελαστικότητα ζήτησης του αγαθού ως προς την τιμή του. Όταν η ελαστικότητα ζήτησης ενός αγαθού ως προς την τιμή του είναι μεγαλύτερη της μονάδας (ε>1) (π.χ. αγαθά πολυτελείας), µία αύξηση της τιμής του – λόγω αύξησης του φόρου – πχ κατά 1%, θα οδηγήσει σε μείωση της ζητούμενης ποσότητάς του κατά περισσότερο από 1%. Έτσι αφού η καταναλωτική δαπάνη περιορίζεται, τα έσοδα του κράτους μειώνονται και σημειώνεται φοροαποφυγή.

Ενώ όταν η ελαστικότητα ζήτησης ενός αγαθού ως προς την τιμή του είναι μικρότερη της μονάδας (ε<1) (π.χ. αγαθά α’ ανάγκης), µία αύξηση της τιμής του – λόγω αύξησης του φόρου – πχ κατά 1%, θα οδηγήσει σε μείωση της ζητούμενης ποσότητάς του κατά λιγότερο από 1%. Έτσι η καταναλωτική δαπάνη περιορίζεται σε μικρότερη έκταση και η φοροαποφυγή δεν είναι σημαντική.

(2) Η εισοδηματική κατάσταση των φορολογημένων. Οι αυξήσεις των τιμών, λόγω αύξησης των φόρων, επηρεάζουν ελάχιστα την καταναλωτική συμπεριφορά των πλουσιότερων νοικοκυριών,

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.105/106

άρα, η φοροαποφυγή είναι περιορισμένη και επηρεάζει περισσότερο την καταναλωτική συμπεριφορά των φτωχότερων νοικοκυριών, όπου η φοροαποφυγή είναι μεγαλύτερη.

(3) Ο βαθμός ψευδαίσθησης του χρήματος. Ψευδαίσθηση χρήματος έχουν τα νοικοκυριά, όταν δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις αυξήσεις των τιμών, λόγω αύξησης της φορολογίας, και έχουν την εντύπωση ότι µε την ίδια δαπάνη, αγοράζουν τις ίδιες ποσότητες αγαθών, όπως και νωρίτερα, ενώ στην πραγματικότητα αγοράζουν λιγότερες (ακούσια φοροαποφυγή). Όταν τα νοικοκυριά δεν έχουν ψευδαίσθηση χρήματος, αυξάνουν τη δαπάνη τους και δε σημειώνεται φοροαποφυγή.

(β) Συνέπειες της φοροαποφυγής

Η φοροαποφυγή επηρεάζει δυσμενώς:

(1) Την οικονομική συμπεριφορά των ιδιωτικών φορέων. Η μείωση της ζήτησης των φορολογούμενων προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της απασχόλησης και του ΑΕΠ, ενώ η αύξηση της ζήτησης των µη φορολογούμενων προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε πληθωρισμό.

(2) Την ταμιευτική λειτουργία των φόρων.

2.1 Αν η ζήτηση του φορολογούμενου προϊόντος είναι ανελαστική, οι καταναλωτές θα μειώσουν τη ζήτησή τους από άλλα αγαθά µε ελαστική ζήτηση και έτσι θα μειωθούν τα έσοδα που προκύπτουν από τα αγαθά µε ελαστική ζήτηση,

2.2 Η μείωση της παραγωγής των κλάδων µε ελαστική ζήτηση, θα οδηγήσει σε μείωση των εσόδων από το ΦΕΝΠ και το ΦΕΦΠ των εργαζομένων.

2.3 Η μείωση της απασχόλησης στους κλάδους µε ελαστική ζήτηση, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης των αγαθών µε ελαστική ζήτηση, σε μείωση της παραγωγής τους και συρρίκνωση των φορολογικών εσόδων.

(γ) Τρόποι αντιμετώπισης της φοροαποφυγής

Η φοροαποφυγή αντιμετωπίζεται επιγραμματικά με τους εξής τρόπους:

- Βαρύτερη φορολόγηση των αγαθών µε ανελαστική ζήτηση, πράγμα όμως που επηρεάζει δυσμενώς τη δίκαιη διανομή των φορολογικών βαρών.

- Θέσπιση ενιαίου φορολογικού συντελεστή για όλα τα υποκατάστατα αγαθά. - Τμηματική αύξηση του φορολογικού συντελεστή, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι

αντιδράσεις των φορολογουμένων.

Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής ΤΕΙ Κρήτης

Ανδρέας Αναστασάκης, Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική Σελ.106/106

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Alesina, A, R. Hausman, R. Hommes, αnd E. Stein, (1995), Budget Institutions and Fiscal Performance in Latin America, Manuscript.

Allen. R, and D. Tommasi, (2001), Managing Public Expenditure: A reference book for transition countries, OECD.

Boeri, Börsch -Supan and Tabellini, 2001. European Commission (2006), European Economy, no 3, Public finances in EMU. European Commission (2007), Public finances in EMU – 2007. Haller berg, M. αnd J. von Hagen, (1999), Electoral Institutions, Cabinet Negotiations, and

Budget Deficits in the EU,” in J. Poterba and J. von Hagen (eds.), Fiscal Institutions and Fiscal Performance, Chicago: University of Chicago Press.

International Federation of Accountants (2006), IFAC, Handbook of International Public Sector Accounting Standards Board Pronouncements, NY.

IMF (2001), Manual on fiscal transparency, Washington, D.C.: International Monetary Fund, Fiscal Affairs Department.

Stiglitz Joseph, (2007), Οικονομική του Δημόσιου Τομέα, Εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ Α.Ε, Αθήνα. Θ. Γεωργακόπουλος, (2008), Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Ε. Μπένου, Αθήνα. Β. ∆αλαµάγκας, (2003), Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Κριτική Αθήνα. Γ.Ε. ∆ράκος, (1986), Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική, Εκδ. Α. Σταµούλης, Αθήνα. ∆.Π. Kαράγιωργας, (1981), Οι Οικονομικές Λειτουργίες του Κράτους, Εκδ. Παπαζήση,

Αθήνα. Νικόλαος Δριτσάκης- Αθανάσιος Βαζακίδης, (2003), Δημόσιες Δαπάνες και Οικονομική

Ανάπτυξη: Μια Εμπειρική Έρευνα για την Ελλάδα με την Ανάλυση της Συνολοκλήρωσης, «ΣΠΟΥΔΑΙ», Τόμος 53, Τεύχος 4ο.

Γεώργιος Αγιομυργιανάκης, (2003), Αρχές Δημοσίων Οικονομικών (σημειώσεις), Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων & Οργανισμών ΕΑΠ, Πάτρα.

Βασίλης Θ. Ράπανος, (2007), Σύνταξη και Εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισμού: Ευρωπαϊκή εμπειρία και η Ελληνική πραγματικότητα, ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ.

Harvey Rosen – Ted Gayer - Βασίλης Θ. Ράπανος - Γεωργία Καπλάνογλου, (2008), Διαλέξεις Δημόσιας Οικονομικής, ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ.

Σ. Καραγιάννη-Μ. Πεμπετζόγλου, (2009), Δημόσια Οικονομική (σημειώσεις), Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΙΟΒΕ, (1997), Θέσεις του ΙΟΒΕ για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, ΙΟΒΕ, Αθήνα.