Σημειώσεις Ιστορίας 20ου αιώνα · Web viewΗ επόμενη ημέρα...

133
Ύλη Οικονομικής Ιστορίας 20ου αιώνα Βιβλίο Ι: Ivan Berend, Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20 ου αιώνα. Τα οικονομικά καθεστώτα από το Laisez – faire στην Παγκοσμιοποίηση. Κεφάλαιο 2: Η παρακμή της Ελεύθερης οικονομίας και η άνοδος του συστήματος της ελεύθερής Αγοράς, σ.77-117 Κεφάλαιο 5: Η μικτή οικονομία και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας στην ενοποιημένη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σ.272-282, 303-317, 321-334, 337-368. Κεφάλαιο 6: Παγκοσμιοποίηση: Επιστροφή στην ελεύθερη οικονομία, 369-384, 389-398, 416-431, 443-450. Βιβλίο ΙΙ, Eric Hobsbawm, Η εποχή των Άκρων. Ο σύντομος 20 ος αιώνας, 1914-1991 Κεφάλαιο 3, στην Οικονομική Άβυσσο, σ.130-144. Κεφάλαιο 9, Τα χρυσά χρόνια, σ.336-367 Κεφάλαιο 14, Οι Δεκαετίες της Κρίσης, σ.515-534, 539-551. Σημειώσεις Οικονομικής Ιστορίας 20 ου αιώνα Προσοχή: Οι σημειώσεις συμπληρώνουν και δεν υποκαθιστούν την ύλη του μαθήματος που αναφέρεται παραπάνω Εισαγωγή: Μια κάτοψη του 20 ου αιώνα. 1. Η καταστροφή του παρελθόντος, ή μάλλον η καταστροφή των κοινωνικών μηχανισμών που συνδέουν τη σύγχρονη εμπειρία μας με την εμπειρία των προηγούμενων γενιών αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αλλόκοτα φαινόμενα στα τέλη του αιώνα μας. Οι περισσότεροι νέοι σήμερα 1

Transcript of Σημειώσεις Ιστορίας 20ου αιώνα · Web viewΗ επόμενη ημέρα...

Σημειώσεις Ιστορίας 20ου αιώνα

PAGE

31

Ύλη Οικονομικής Ιστορίας 20ου αιώνα

Βιβλίο Ι: Ivan Berend, Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα. Τα οικονομικά καθεστώτα από το Laisez – faire στην Παγκοσμιοποίηση.

Κεφάλαιο 2: Η παρακμή της Ελεύθερης οικονομίας και η άνοδος του συστήματος της ελεύθερής Αγοράς, σ.77-117

Κεφάλαιο 5: Η μικτή οικονομία και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας στην ενοποιημένη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σ.272-282, 303-317, 321-334, 337-368.

Κεφάλαιο 6: Παγκοσμιοποίηση: Επιστροφή στην ελεύθερη οικονομία, 369-384, 389-398, 416-431, 443-450.

Βιβλίο ΙΙ, Eric Hobsbawm, Η εποχή των Άκρων. Ο σύντομος 20ος αιώνας, 1914-1991

Κεφάλαιο 3, στην Οικονομική Άβυσσο, σ.130-144.

Κεφάλαιο 9, Τα χρυσά χρόνια, σ.336-367

Κεφάλαιο 14, Οι Δεκαετίες της Κρίσης, σ.515-534, 539-551.

Σημειώσεις Οικονομικής Ιστορίας 20ου αιώνα

Προσοχή: Οι σημειώσεις συμπληρώνουν και δεν υποκαθιστούν την ύλη του μαθήματος που αναφέρεται παραπάνω

Εισαγωγή: Μια κάτοψη του 20ου αιώνα.

1.

Η καταστροφή του παρελθόντος, ή μάλλον η καταστροφή των κοινωνικών μηχανισμών που συνδέουν τη σύγχρονη εμπειρία μας με την εμπειρία των προηγούμενων γενιών αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αλλόκοτα φαινόμενα στα τέλη του αιώνα μας. Οι περισσότεροι νέοι σήμερα μεγαλώνουν σ ένα κλίμα διαρκούς παρόντος, χωρίς καμία οργανική σχέση με το παρελθόν της εποχής που ζουν.

Ο κόσμος που θρυμματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ήταν ο κόσμος που διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της Ρωσικής επανάστασης του 1917. Σημάδεψε τους ανθρώπους στο βαθμού, για παράδειγμα, που τους έθισε να σκέφτονται για τη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία με το σχήμα δύο αντιθετικών πόλων, του «καπιταλισμού» και του «σοσιαλισμού», δύο αμοιβαία αποκλειόμενες λύσεις, η μια προσδιορίζοντας τις οικονομίες που οργανώθηκαν κατά το πρότυπο της Ε.Σ.Σ.Δ., η άλλη όλες τις υπόλοιπες οικονομίες.

Σήμερα θα πρέπει να έχει καταστεί σαφές ότι επρόκειτο για μια αυθαίρετη και σ’ένα βαθμό τεχνητή κατασκευή, την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο αν τη θέσουμε σ’ένα ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο.

Κι όμως δεν είναι εύκολο να φανταστεί κανείς έστω και αναδρομικά, άλλες αρχές ταξινόμησης που ίσως να ήταν πιο ρεαλιστικές απ’αυτές που έθεταν τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Σουηδία, τη Βραζιλία, την Ο.Δ.Γ. και τη Νότια Κορέα στην ίδια κατηγορία, και τις κρατικές οικονομίες και τα συστήματα της σοβιετικής περιοχής που κατέρρευσαν μετά τη δεκαετία του ‘80 στην ίδια κατηγορία με εκείνες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας που εμφανώς δεν κατέρρευσαν.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός αιώνα ιδεολογικών πολέμων που πήραν τη θέση των θρησκευτικών πολέμων του παρελθόντος. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη ανεκτικότητας.

Θρησκευτικές ή ιδεολογικές αντιπαραθέσεις σαν κι αυτές από τις οποίες είναι γεμάτος ο αιώνας, ορθώνουν οδοφράγματα στο δρόμο του ιστορικού, που το κυριότερο καθήκον του δεν είναι να κρίνει αλλά να καταλάβει ακόμα κι αυτά που ελάχιστα καταλαβαίνουμε. Κι όμως, αυτό που εμποδίζει την κατανόηση δεν είναι μόνο οι εμπαθείς πεποιθήσεις μας αλλά η ιστορική εμπειρία που τις διαμόρφωσε.

Για παράδειγμα, το να κατανοήσουμε τη ναζιστική εποχή στη γερμανική ιστορία και να τη θέσουμε στο ιστορικό της πλαίσιο δεν σημαίνει ότι συγχωρούμε τη γενοκτονία.

Σε τελευταία ανάλυση όσοι ζήσαμε στον 20ο αιώνα δύσκολα θα αποφύγουμε τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων. Το δυσκολότερο και το πιο επίπονο όμως είναι η κατανόηση.

2.

Η περίοδος που θα εξετάσουμε, ο Σύντομος 20ος Αιώνας, αρχίζει με το ξέσπασμα του Α παγκοσμίου πολέμου και φτάνει μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η δομή του Σύντομου Εικοστού Αιώνα μοιάζει σαν ένα τρίπτυχο ή σαν ένα ιστορικό σάντουιτς.

Την Εποχή της Καταστροφής από το 1914 μέχρι την επομένη του δευτέρου πολέμου ακολούθησαν 25 με 30 χρόνια εκπληκτικής οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικού μετασχηματισμού που πιθανότατα μετέβαλαν την ανθρώπινη κοινωνία πολύ πιο βαθιά από ό,τι κάθε άλλη χρονική περίοδος συγκρίσιμης χρονικής διάρκειας. Μπορούμε να δούμε την περίοδο αυτή σαν μια χρυσή εποχή, και έτσι θεωρήθηκε σχεδόν αμέσως με την λήξη της στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Το τελευταίο μέρος του αιώνα ήταν μια περίοδος αποσύνθεσης, αβεβαιότητας και κρίσης – στην πραγματικότητα δε καταστροφής – για ευρύτερες περιοχές του κόσμου όπως για την Αφρική, την πρώην ΕΣΣΔ και τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης.

Μπορούμε να πούμε ότι ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας διάνυσε μια σύντομη χρυσή εποχή εν μέσο δύο περιόδων κρίσεων οδεύοντας προς ένα άγνωστο και προβληματικό αλλά όχι αναγκαστικά δυσοίωνο μέλλον. Και απαντώντας σε όσους μεταφυσικά μιλούν για το «Τέλος της Ιστορίας» είναι ότι μέλλον θα υπάρξει. Διότι όσο υπάρχει ανθρώπινη φυλή, η ιστορία θα συνεχίζεται.

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος σηματοδότησε τη διάλυση του δυτικού πολιτισμού του 19ου αιώνα. Από άποψη οικονομίας, ο πολιτισμός αυτός ήταν καπιταλιστικός, φιλελεύθερος στη νομική και συνταγματική του δομή, αστικός από άποψη εικόνας της χαρακτηριστικής ηγεμονικής του κοινωνικής τάξης. Ήταν επίσης σημαντικός από τη σκοπιά της επιστημονικής προόδου, της γνώσης και της παιδείας. Έτρεφε επίσης βαθιά την πεποίθηση για την κεντρική σημασία που είχε η Ευρώπη, το λίκνο των επαναστάσεων στις επιστήμες, τις τέχνες, την πολιτική και τη βιομηχανία. Μια Ευρώπη που η οικονομία της είχε διεισδύσει στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που οι στρατιώτες της είχαν κατακτήσει και καθυποτάξει· που ο πληθυσμός είχε αυξηθεί μέχρι του σημείου να αποτελεί το ένα τρίτο της ανθρώπινης φυλής και τέλος που τα μεγαλύτερα κράτη της αποτελούσαν το σύστημα της παγκόσμιας πολιτικής.

Οι δεκαετίες που πέρασαν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι την επομένη του δευτέρου, ήταν για την κοινωνία μια Εποχή Καταστροφής. Η κοινωνία αυτή συγκλονίσθηκε από δύο παγκοσμίους πολέμους που τους διαδέχτηκαν δύο κύματα παγκόσμιας εξέγερσης και επανάστασης, τα οποία έφεραν στην εξουσία ένα σύστημα που ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε την ιστορικά προκαθορισμένη εναλλακτική λύση απέναντι στην αστική και καπιταλιστική εξουσία, πρώτα στο ένα έκτο του πλανήτη και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στο ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι τεράστιες αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες που χτίστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της Εποχής των Αυτοκρατοριών, συγκλονίστηκαν συθέμελα και κονιορτοποιήθηκαν.

Επιπλέον μια παγκόσμια οικονομική κρίση, άνευ προηγουμένου βαθιά, γονάτισε ακόμα και τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες και φάνηκε να αναστρέφει τη δημιουργία μιας ενιαίας καθολικής παγκόσμιας οικονομίας η οποία αποτέλεσε μια αξιοθαύμαστη επίτευξη του φιλελεύθερου καπιταλισμού του 19ου αιώνα.

Ενώ η οικονομία παραπαίει, οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας ουσιαστικά εξαφανίστηκαν μεταξύ ουσιαστικά εξαφανίστηκαν στην διάρκεια του μεσοπολέμου με εξαίρεση κάποια μέρη της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας καθώς επικράτησαν ο φασισμός και τα δορυφορικά αυταρχικά κινήματα και καθεστώτα του.

Μόνο η πρόσκαιρη και παράξενη συμμαχία φιλελεύθερου καπιταλισμού και κομμουνισμού, έσωσαν τη δημοκρατία, διότι η νίκη εναντίον της Γερμανίας του Χίτλερ επιτεύχθηκε ουσιαστικά από τον Κόκκινο Στρατό.

Πρόκειται για μια από τις ειρωνείες του αιώνα, ότι δηλαδή τα πιο διαρκή αποτελέσματα της Οκτωβριανής επανάστασης, επιδίωξη της οποίας ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, συνίσταται στη διάσωση του ανταγωνιστή της τόσο στην περίοδο του πολέμου όσο και στη περίοδο της ειρήνης. Με άλλα λόγια, η Οκτωβριανή επανάσταση προμήθευσε τον ανταγωνιστή της με το κίνητρο για να αυτομεταρυθμιστεί μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Επίσης κάνοντας δημοφιλή τον οικονομικό σχεδιασμό του έδωσε επίσης ορισμένες από τις διαδικασίες για να μεταρρυθμιστεί..

Από την άλλη μεριά η μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ‘30 ήταν εκείνη που έκανε το οικονομικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης να μοιάζει ως μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση απέναντι στη καπιταλιστική οικονομία. Στον ίδιο βαθμό η πρόκληση του φασισμού ήταν που έκανε την ΕΣΣΔ αναντικατάστατο εργαλείο της ήττας του Χίτλερ και κατά συνέπεια μία από τις δύο υπερδυνάμεις που η αντιπαράθεση τους κυριάρχησε και έσπειρε τρόμο στο δεύτερο μισό του Σύντομου Εικοστού Αιώνα ενώ παράλληλα σταθεροποιούσε από πολλές πλευρές την πολιτική της δομή. Η ΕΣΣΔ δεν θα μπορούσε διαφορετικά να βρεθεί, επικεφαλής του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», περιλαμβάνοντας το ένα τρίτο της ανθρώπινης φυλής και έχοντας μια οικονομία η οποία για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φάνηκε πως θα μπορούσε ίσως να ξεπεράσει την καπιταλιστική οικονομική μεγέθυνση.

Η περίοδος 1947-1973, «η χρυσή εποχή» χαρακτηρίζεται από τον εκπληκτικότερης κλίμακας οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό που έχει καταγραφεί στην ιστορία.

Αυτή ακριβώς η περίοδος άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιστορία εικοστού αιώνα, διότι οι αλλαγές που επέφερε στην ανθρώπινη ζωή σ’ολοκληρη την υφήλιο ήταν τόσο βαθιές όσο και αμετάστρεπτες. Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές συνεχίζονται.

Οι δεκαετίες που ακολούθησαν την χρυσή εποχή χαρακτηρίστηκαν από καθολική η παγκόσμια κρίση.

Η κρίση επηρέασε τα διάφορα μέρη του κόσμου με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό, επηρέασε όμως όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική φυσιογνωμία τους , διότι για πρώτη φορά στην ιστορία «η χρυσή εποχή» δημιούργησε μια ενιαία και όλο και περισσότερο ενσωματωμένη καθολική παγκόσμια οικονομία που λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό διασυνοριακά («διεθνικά») και κατά συνέπεια όλο και περισσότερο διαπερνούσε τα σύνορα της κρατικής ιδεολογίας.

Αρχικά, τα δεινά της δεκαετίας του ‘70 θεωρήθηκαν μόνο ως ελπιδοφόρα και προσωρινή ανάπαυλα στο Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός της παγκόσμιας οικονομίας και οι χώρες, ανεξάρτητα από το οικονομικό τους σύστημα και το πολιτικό τους καθεστώς απέβλεπαν στην εξεύρεση προσωρινών λύσεων. Όμως, όλο και περισσότερο γινόταν σαφές ότι επρόκειτο για μια εποχή με μακροχρόνιες δυσκολίες, για τις οποίες οι καπιταλιστικές χώρες επιδίωξαν να εξεύρουν ριζοσπαστικές λύσεις, συχνά ακολουθώντας τους κοσμικούς θεολόγους της ξέφραγης ελεύθερης αγοράς που απέρριπταν την πολιτική εκείνη η οποία τόσο καλά είχε εξυπηρετήσει την παγκόσμια οικονομία στη χρυσή εποχή και η οποία τώρα φαινόταν να αποτυγχάνει.

Οι ακραίοι οπαδοί του laissez-faire δεν πέτυχαν περισσότερα σε σχέση με άλλους. Στη δεκαετία του ‘80 και στη δεκαετία του ‘90, ο καπιταλιστικός κόσμος άρχισε και πάλι να παραπαίει υπό το βάρος της μαζικής ανεργίας, και των κυκλικών υφεσιακών κρίσεων. Εμφανίζεται η πιο θεαματική παρά ποτέ αντιπαράθεση ανάμεσα σε άστεγους ζητιάνους και διάγοντες πολυτελή βίο.

Οι σοσιαλιστικές χώρες, με τις δικές τους παραπαίουσες και ευάλωτες οικονομίες, οδηγήθηκαν προς εξίσου ή ακόμα και πιο ριζικές ρήξεις με το παρελθόν τους και προς τη διάλυση.

Όμως ήταν προφανές ότι η παγκόσμια κρίση δεν ήταν μόνο γενική με την οικονομική έννοια, αλλά εξίσου γενική και στην πολιτική σφαίρα. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων δημιούργησε όχι μόνο μια τεράστια ζώνη πολιτικής αβεβαιότητας, αστάθειας, χάους και εμφυλίου πολέμου, αλλά κατέστρεψε επίσης το διεθνές σύστημα που είχε σταθεροποιήσει τις διεθνείς σχέσεις για σαράντα περίπου χρόνια.

Οι βασικές μονάδες της ίδιας της πολιτικής τα εδαφικά κυρίαρχα και ανεξάρτητα «εθνικά κράτη» συμπεριλαμβανομένων και των πιο παλαιών και σταθερών, άρχισαν να αποδιαρθρώνονται κάτω από τη πίεση των δυνάμεων της υπερεθνικής και διεθνικής οικονομίας και από τις ενδοεθνικές δυνάμεις αποσχιστικών περιοχών και εθνοτικών ομάδων. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες απαίτησαν το ξεπερασμένο και μη ρεαλιστικό status μικροσκοπικών κυρίαρχων «εθνών-κρατών».

3.

Πως συγκρίνεται ο κόσμος της δεκαετίας του ‘90 με τον κόσμο του 1914. Υπήρχαν 5 ή 6 δισεκατομμύρια ανθρώπων, πληθυσμός τριπλάσιος σε σύγκριση με αυτόν που υπήρχε στις παραμονές του Α παγκοσμίου πολέμου, κι αυτό παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του σύντομου 20ου αιώνα σκοτώθηκαν περισσότερες ανθρώπινες υπάρξεις, ή αφέθηκαν να πεθάνουν από ανθρώπινες αποφάσεις όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Ένας πρόσφατος υπολογισμός ανεβάζει τον αριθμό των θανάτων σε 187 εκατ. Πάνω από το 1/10 του παγκόσμιου πληθυσμού το 1900.

Επίπεδο ζωής

Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ψηλότεροι και βαρύτεροι από τους γονείς τους, τρέφονταν καλύτερα και ζούσαν περισσότερο, πράγμα που δύσκολα γίνεται πιστευτό αν πάρουμε υπόψη μας τις καταστροφές στις δεκαετίες το 80’ και του 90’ στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την πρώην ΕΣΣΔ.

Μέχρι τη δεκαετία του ‘80 οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν καλύτερα από τους γονείς τους, ενώ στις προηγμένες οικονομίες ζούσαν καλύτερα απ’όσο θα περίμεναν ποτέ να ζήσουν ή ακόμα να φανταστούν ότι θα ήταν δυνατόν να ζήσουν. Για ορισμένες δεκαετίες στα μέσα του αιώνα, σαν να φάνηκε ότι είχαν εξευρεθεί τρόποι για τη διανομή ενός τουλάχιστον μέρους από αυτόν το τεράστιο πλούτο και με κάποιο βαθμό δικαιοσύνης στους εργαζόμενους των πλουσιότερων χωρών, αλλά προς τα τέλη του αιώνα η ανισότητα πήρε το πάνω χέρι.

Η ανισότητα έκανε επίσης την εμφάνιση της στις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες, όπου προηγουμένως βασίλευε μια κάποια ισότητα φτώχειας.

Εκπαιδευτικό επίπεδο

Από εκπαιδευτική άποψη η ανθρωπότητα ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε σχέση με το 1914. Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγγράμματοι, αν και η σημασία αυτού του επιτεύγματος ήταν πολύ λιγότερο σαφής προς τα τέλη του αιώνα σε σύγκριση με το 1914 δεδομένου του τεράστιου και πιθανότατα αυξανόμενου χάσματος μεταξύ του ελάχιστου επιπέδου που επισήμως γίνεται αποδεκτό ως εγγραματωσύνη από τη μια μεριά, επίπεδο όμως που συχνά μεταπίπτει στην κατηγορία της «λειτουργικής αγραμματοσύνης», και της βαθμίδας ανάγνωσης και γραφής που ακόμα συναντάται σε επίπεδα ελίτ.

Επανάσταση στις Μεταφορές και τις Επικοινωνίες.

Στον κόσμο κυριαρχούσε η επαναστατική και διαρκώς εξελισσόμενη τεχνολογία, βασιζόμενη στους θριάμβους της φυσικής επιστήμης. Η πιο δραματική ίσως πρακτική συνέπεια ήταν η επανάσταση στις μεταφορές και τις επικοινωνίες που ουσιαστικά εκμηδένιζε χρόνο και απόσταση. Ήταν ένας κόσμος που μπορούσε να μεταδώσει περισσότερες πληροφορίες και ψυχαγωγία σε σύγκριση με αυτές που ήταν διαθέσιμες στους αυτοκράτορες το 1914, κάθε μέρα κάθε ώρα, σε κάθε νοικοκυριό. Με το άγγιγμα λίγων κουμπιών η τεχνολογία επέτρεψε στους ανθρώπους να συνομιλούν διασχίζοντας ωκεανούς και ηπείρους και κατήργησε τα πολιτισμικά πλεονεκτήματα της πόλης έναντι της υπαίθρου.

Ο φονικός αιώνας.

Από την άλλη πλευρά ο σύντομος 20ος αιώνας ήταν ο πιο φονικός αιώνας που έχει καταγράψει η ιστορία τόσο από άποψη κλίμακας όσο και από άποψη συχνότητας και διάρκειας πολέμων που ελάχιστα σταμάτησαν για κάποια στιγμή στη δεκαετία του ‘20 αλλά επίσης για τις άνευ προηγουμένου ανθρώπινες καταστροφές που επέφερε από τους πιο μεγάλους λοιμούς της ιστορίας μέχρι τη συστηματική γενοκτονία.

Σε αντίθεση με τον μακρύ 19ο αιώνα που φάνηκε να είναι μια περίοδος σχεδόν αδιάκοπης υλικής, πνευματικής και ηθικής προόδου με άλλα λόγια βελτίωσης των συνθηκών της πολιτισμένης ζωής, από το 1914 και μετά υπήρξε μια ολοφάνερη οπισθοδρόμηση από τους κανόνες που τότε θεωρούντο φυσιολογικοί στις ανεπτυγμένες φυσιολογικά στις ανεπτυγμένες χώρες, σ’αυτό που οι προγονοί μας του 19ου αιώνα θα αποκαλούσαν επίπεδα βαρβαρότητας.

Ξεχνάμε ότι ο επαναστάτης Φρ. Ενγκελς εξέφρασε τη φρίκη του για την έκρηξη βόμβας στη Βουλή των Κοινοτήτων διότι ως πίστευε ότι ο πόλεμος διεξάγεται εναντίων ενόπλων και όχι εναντίων αμάχων. Ξεχνάμε ότι τα πογκρόμ στην Τσαρική Ρωσία που εξεδίωξαν εκατομμύρια Ρώσων Εβραίων ήταν μικρά σχεδόν αμελητέα σε σύγκριση με τις σημερινές σφαγές.

Στην πορεία του 20ου αιώνα, οι πόλεμοι όλο και περισσότερο διεξήχθησαν και διεξάγονται κατά της οικονομίας και της υποδομής των κρατών και κατά του άμαχου πληθυσμού. (Χιροσίμα).

Η αναβίωση των βασανιστηρίων ή ακόμη και της δολοφονίας σαν φυσιολογικό μέρος των επιχειρήσεων των υπηρεσιών ασφαλείας στα σύγχρονα κράτη.

Οι ποιοτικές αλλαγές

Ο κόσμος του τέλους του ‘90 είναι ένας κόσμος ποιοτικά διαφορετικός από αυτός των αρχών του 20ου αιώνα τουλάχιστον από τρεις απόψεις:

Πρώτον δεν είναι πλέον ευρωκεντρικός. Έφερε την παρακμή και τη πτώση της Ευρώπης που στην αρχή του αιώνα ήταν ακόμα το αναμφισβήτητο κέντρο ισχύος, πλούτου, και πολιτισμού.

Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» του 1914 όλες ευρωπαϊκές εξαφανίστηκαν ή περιορίστηκαν στο ρόλο περιφερειακής ή επαρχιακής δύναμης με εξαίρεση τη Γερμανία.

Η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ενιαία υπερεθνική «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» και να ανακαλυφθεί κάποια έννοια Ευρωπαϊκής ταυτότητας που να ανταποκρίνεται σ’αυτήν, αντικαθιστώντας τις παλιές προσδέσεις στα ιστορικά έθνη και κράτη δείχνει το βάθος αυτής της παρακμής.

Από το 1914 οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία πρότυπο και προωθητική δύναμη της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κουλτούρας που κατέκτησε τον πλανήτη κατά τη διάρκεια του σύντομου 20ου αιώνα.

Η Ευρώπη, ο τραπεζίτης του κόσμου για έναν αιώνα σχεδόν, έχασε βαθμιαία αυτή τη θέση της, ενώ οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν ως σημαντική χώρα δανειστής μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε σε μια ριζική μεταβολή: στο πλαίσιο του πολεμικού προγράμματος δανεισμού-εκμίσθωσης ( Lend-Lease program) οι ΗΠΑ έστειλαν σχεδόν 44 δις δολάρια σε αγαθά, σε υλικά και σε υπηρεσίες στους συμμάχους τους. Αμέσως μετά τον πόλεμο, ακολούθησε ένα πακέτο πρώτων βοηθειών ύψους 3 δις δολαρίων. Από το 1948, το Σχέδιο Μάρσαλ πρόσθεσε άλλα 13 δις δολάρια. Η Ευρώπη, που συγκλονίστηκε και που αποδυναμώθηκε σοβαρά, είχε απωλέσει τον ηγετικό ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία.

Δεύτερον, μεταξύ του 1914 και των αρχών της δεκαετίας του ‘90 ο πλανήτης έγινε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μια ενιαία επιχειρησιακή μονάδα, πράγμα που δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι το 1914. Πράγματι στο πεδίο των οικονομικών υποθέσεων, ολόκληρος ο πλανήτης αποτελεί τώρα την πρωταρχική επιχειρησιακή μονάδα, ενώ παλαιότερες μονάδες όπως οι «εθνικές οικονομίες», που προσδιορίζονταν από την πολιτική των εδαφικών κρατών, υφίστανται σήμερα τις περιπλοκές διεθνικών δραστηριοτήτων.

Η οικοδόμηση του «παγκόσμιου χωριού» έχει μεταμορφώσει όχι μόνο ορισμένες οικονομικές και τεχνικές δραστηριότητες αλλά και σημαντικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής, κυρίως με την αφάνταστη επιτάχυνση των επικοινωνιών και των μεταφορών.

Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό γνώρισμα στα τέλη του 20ου αιώνα είναι ίσως η ένταση που υπάρχει ανάμεσα σ’αυτή την επιταχυνόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και της ανικανότητας των δημόσιων θεσμών και της συλλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων να συμφιλιωθούν με αυτήν.

Ο τρίτος μετασχηματισμός είναι η αποσύνθεση των παλαιών προτύπων ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων που έφερε μαζί της η απότομη ρήξη των δεσμών μεταξύ των γενεών με άλλα λόγια η ρήξη του παρελθόντος και του παρόντος. Κι αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής εκδοχής του καπιταλισμού (όχι Ιαπωνία, και ασιατικές χώρες), στις οποίες οι αξίες του απόλυτου α-κοινωνικού ατομικισμού ήταν κυρίαρχες.

Μια τέτοια κοινωνία που αποτελείται από μια ασύνδετη συνάθροιση εγωκεντρικών ατόμων τα οποία επιδιώκουν μόνο την δική τους ικανοποίηση (π.χ. κέρδος) υπήρχε πάντα ως υπόθεση στη θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ήδη από την εποχή των επαναστάσεων πολιτικοί παρατηρητές όλων των πολιτικών αποχρώσεων προέβλεψαν τις συνέπειες της αποδιάρθρωσης των παλαιών κοινωνικών δεσμών. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιγράφεται ο επαναστατικός ρόλος του καπιταλισμού ως εξής: «Η αστική τάξη διέρρηξε τους ετερόκλητους φεουδαρχικούς δεσμούς που πρόσδεναν τον άνθρωπο με τους «φυσικά ανώτερους» του και δεν άφησε κανένα δεσμό μεταξύ ανθρώπου με άνθρωπο παρά το γυμνό ατομικό συμφέρον».

Στην πράξη η νέα κοινωνία λειτούργησε όχι με την ολοσχερή καταστροφή όλων όσων κληρονόμησε από την παλαιά κοινωνία, αλλά προσαρμόζοντας επιλεκτικά την κληρονομιά του παρελθόντος προς ίδια χρήση.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την οικοδόμηση μιας βιομηχανικής κοινωνίας βασισμένης στην ιδιωτική επιχείρηση ήταν να συνδυαστεί με κίνητρα που δεν είχαν καμιά σχέση με τη λογική της ελεύθερης αγοράς όπως η αποχή από την άμεση απόλαυση, η ηθική της σκληρής εργασίας, το οικογενειακό καθήκον και οι οικογενειακοί δεσμοί εμπιστοσύνης.

Κι όμως ο Μαρξ καθώς και όσοι άλλοι προφήτευσαν την αποσύνθεση των παλαιών αξιών και κοινωνικών σχέσεων είχαν δίκαιο.

Αυτό συνέβαινε από τα μέσα του αιώνα και μετά, κάτω από την επίδραση της εκπληκτικής οικονομικής έκρηξης της χρυσής εποχής και στη συνέχεια συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές.

Οι τάσεις αυτές εντοπίζονται και αλλού ενισχυμένες από τη διάβρωση των παραδοσιακών κοινωνιών και θρησκειών καθώς επίσης και από την κατάρρευση των κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ι. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι και οι οικονομικές τους επιπτώσεις.

Μέχρι το 1914 είχε περάσει ένας σχεδόν αιώνας σχεδόν χωρίς να ξεσπάσει κάποιος μεγάλος πόλεμος, με άλλα λόγια κάποιος πόλεμος στον οποίο να αναμιχθούν όλες οι μεγάλες δυνάμεις. (Οι κυριότεροι παίκτες στο διεθνές παιχνίδι την εποχή εκείνη ήταν η Βρετανία, η Γαλλία , η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία, η Πρωσία μετά το 1871 όταν ενώθηκε με τη Γερμανία και η Ιταλία μετά την ενοποίησή της, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία).

Υπήρξε μόνο ένας μεγάλος πόλεμος στον οποίο ήρθαν αντιμέτωπες 3 από τις μεγάλες δυνάμεις, ο πόλεμος της Κριμαίας 1854-56. Επιπλέον οι περισσότεροι πόλεμοι ήταν σχετικά σύντομοι. Ο πλέον μακροχρόνιος είχε χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου (ΗΠΑ 1861-1865).

Στην περίοδο 1871-1914 δεν υπήρξαν καθόλου πόλεμοι στην Ευρώπη.

Όλα αυτά άλλαξαν το 1914. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ενεπλάκησαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις και στην πραγματικότητα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη με εξαίρεση την Ισπανία την Ολλανδία τις τρεις σκανδιναβικές χώρες και την Ελβετία. Επιπλέον συμμετείχαν στρατεύματα από υπερπόντιες χώρες, Καναδοί Αυστραλοί Νέο-Ζηλανδοί, Αμερικάνοι (ΗΠΑ), Ινδοί, Αφρικανοί, ακόμη και Κινέζοι.

Εάν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς του παρελθόντος σηκωνόταν από τον τάφο του για να παρατηρήσει τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σίγουρα θα διερωτάτο γιατί λογικοί πολιτικοί δεν αποφάσισαν να διευθετήσουν να πράγματα ερχόμενοι σε κάποιο συμβιβασμό πριν καταστρέψουν τον κόσμο του 1914.

Οι περισσότεροι μη επαναστατικοί πόλεμοι και μη ιδεολογικοί του παρελθόντος δε διεξήχθησαν μέχρι θανάτου ή ολοκληρωτικής εξάντλησης. Το 1914 δεν ήταν η ιδεολογία που χώριζε τους εμπολέμους, παρά μόνο στο βαθμό που ο πόλεμος έπρεπε να διεξαχθεί και από τις δύο πλευρές με την κινητοποίηση της κοινής γνώμης, δηλαδή ότι υπήρχε κάποια βαθιά πρόκληση απέναντι στις παραδεγμένες εθνικές αξίες, όπως η ρωσική βαρβαρότητα εναντίον της γερμανικής κουλτούρας, η γαλλική και βρετανική δημοκρατία εναντίον του γερμανικού απολυταρχισμού και τα παρόμοια.

Τότε γιατί οι ηγετικές δυνάμεις και των δύο πλευρών διεξήγαγαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σαν ένα πόλεμο που μόνο ολοκληρωτικά μπορούσε να χάσει κανείς ή να κερδίσει.

Ο λόγος ήταν ότι ο πόλεμος αυτός, σε αντίθεση με προηγούμενους πολέμους που είχαν διεξαχθεί για περιορισμένους και συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους, διεξήχθη για απεριόριστους σκοπούς. Στην Ευρώπη της Αυτοκρατορίας, πολιτική και οικονομία συγχωνεύθηκαν. Η διεθνής πολιτική αντιπαλότητα ακολούθησε τα ίχνη της οικονομικής ανάπτυξης και του οικονομικού ανταγωνισμού, αλλά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν ακριβώς το γεγονός ότι δεν είχε κανένα όριο.

Τα φυσικά όρια της Standard oil ή της Deutshe Bank έφθαναν μέχρι τα όρια της οικουμένης ή μάλλον μέχρι τα όρια τους για επέκταση.

Πιο συγκεκριμένα για τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές – τη Γερμανία και τη Βρετανία – μόνο ο ουρανός ήταν το όριο εφόσον η Γερμανία ήθελε να κατακτήσει τη παγκόσμια πολιτική και ναυτική θέση που κατείχε τότε η Βρετανία, θέτοντας αυτόματα τη Βρετανία που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, σε υποδεέστερη θέση.

Ήταν μια κατάσταση όπου θα συνέβαινε είτε το ένα είτε το άλλο.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η ίδια η Γερμανία Θα μπορούσε να περιμένει μέχρις ότου το αυξανόμενο μέγεθος και η ανωτερότητά της κατακτήσουν τη θέση που οι γερμανικές κυβερνήσεις ένιωθαν ότι άξιζε στη χώρα τους, πράγμα το οποίο θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα. Πράγματι η κυρίαρχη θέση της Γερμανία που είχε ηττηθεί δύο φορές, ήταν, χωρίς να διεκδικεί ανεξάρτητη στρατιωτική ισχύ, πολύ πιο ισχυρή στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 σε σχέση με τις μιλιταριστικές διεκδικήσεις της πριν το 1945. Όμως ο λόγος έγκειται στο γεγονός ότι Γαλλία και Βρετανία αναγκάστηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να αποδεχθούν την υποβάθμισή τους σε δεύτερης κατηγορίας κράτη, όπως η Ο.Δ.Γ. αναγκάστηκε παράλληλα να αποδεχθεί, παρ’όλη την οικονομική της ισχύ, ότι η ανάδειξη της στη μεταπολεμική εποχή σε μοναδική παγκόσμια ανώτατη δύναμη παρέμενε πέρα από τις δυνατότητες της.

Στιςς αρχές του αιώνα, στο αποκορύφωμα της αυτοκρατορικής και ιμπεριαλιστικής εποχής, τόσο η διεκδίκηση της Γερμανίας για μια μοναδική παγκόσμια θέση όσο και η αντίσταση της Βρετανίας και της Γαλλίας που αναμφισβήτητα παρέμεναν μεγάλες δυνάμεις, σ’ έναν ευρωκεντρικό κόσμο, ήταν ακόμη ανέπαφες.

Έτσι στην πράξη, ο μόνος σκοπός του πολέμου ήταν η ολοκληρωτική νίκη: αυτό που στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έφτασε να αποκαλείται «παράδοση άνευ όρων».

Επρόκειτο για ένα παράλογο και αυτοκαταστροφικό σκοπό που πράγματι κατάστρεψε νικητές και ηττημένους.

Η Βρετανία μετά το 1918, δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια, επειδή η χώρα είχε καταστρέψει την οικονομία της διεξάγοντας ένα πόλεμο ο οποίος ουσιαστικά υπερέβαινε τις δυνάμεις της. Επιπλέον η ολοκληρωτική νίκη που επικυρώθηκε από μια τιμωρό ειρήνη, εκμηδένισε οποιεσδήποτε μικρές πιθανότητες υπήρχαν για αποκατάσταση ακόμα και κάποιας αμυδρής σταθερής φιλελεύθερης και σταθερής Ευρώπης. Εάν η Γερμανία δεν ενσωματωνόταν εκ νέου στην ευρωπαϊκή οικονομία , εάν δηλαδή δεν αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτό το οικονομικό της εκτόπισμα στη Ευρώπη, σταθερότητα δεν μπορούσε να υπάρξει.

Ο επόμενος πόλεμος θα μπορούσε ίσως να είχε αποφευχθεί ή τουλάχιστο να αναβληθεί εάν η προπολεμική οικονομία κατάφερνε να αποκατασταθεί και πάλι σαν ένα παγκόσμιο σύστημα ευημερούσαν ανάπτυξης και επέκτασης. Ωστόσο, μετά από λίγα χρόνια, περί τα μέσα της δεκαετίας του ‘20 όταν φάνηκε να έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στον πόλεμο και τη μεταπολεμική εποχή, η παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στην πιο δραματική κρίση που είχε να γνωρίσει από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.

Η κρίση αυτή έφερε στην εξουσία στη Γερμανία και στην Ιαπωνία τις πολιτικές δυνάμεις του μιλιταρισμού και της άκρας δεξιάς που επεδίωξαν σκόπιμα την κατάργηση του status quo με σύγκρουση.

Έτσι, ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος δεν ήταν μόνο προβλέψιμος αλλά η πρόβλεψή του έγινε θέμα ρουτίνας.

Πόλεμος και Οικονομία

Ο σύγχρονος πόλεμος διεξάγεται με όπλα που απαιτούν τη διαφοροποίηση ολόκληρης της παραγωγικής δομής της οικονομίας και τα οποία χρησιμοποιούνται σε υπέρογκες ποσότητες και ότι επίσης ο πόλεμος προξενεί τεράστιες καταστροφές και τελικά κυριαρχεί και μετασχηματίζει τη ζωή των χωρών που εμπλέκονται σ’αυτόν.

Όλα αυτά τα φαινόμενα ανήκουν στους πολέμους του 20ου αιώνα.

Βέβαια υπήρχαν και στο παρελθόν πόλεμοι προπομποί των συγχρόνων ολοκληρωτικών πολέμων όπως η περίπτωση της Γαλλίας στην περίοδο της επανάστασης ή ο αμερικάνικος εμφύλιος, 1861-1865, στον οποίο ο αριθμός των νεκρών αντιστοιχεί με το συνολικό αριθμό των νεκρών όλων των μετέπειτα πολέμων στους οποίους ενεπλάκησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες συμπεριλαμβανομένων των δύο παγκοσμίων πολέμων, της Κορέας και του Βιετνάμ.

Ωστόσο από το 1914 και μετά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πόλεμοι ήταν μαζικοί. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Βρετανία επιστράτευσε το 12,5 % των ανδρών της η Γερμανία το 14,4% και η Γαλλία το 17%. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το ποσοστό ανήλθε στο 20%.

Ένα τέτοιο επίπεδο μαζικής επιστράτευσης που διαρκεί για πολλά χρόνια δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνο από μια σύγχρονη βιομηχανοποιημένη οικονομία υψηλής παραγωγικότητας και εναλλακτικά από μια οικονομία η οποία βρίσκεται στα χέρια των μη μαχίμων τμημάτων του πληθυσμού.

Παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες δεν μπορούν συνήθως να επιστρατεύσουν μια τόσο υψηλή αναλογία του εργατικού τους δυναμικού παρά μόνο εποχιακά διότι υπάρχουν εποχές στο γεωργικό έτος όπου χρειάζονται όλα τα χέρια, (εποχή σοδειάς).

Όμως ακόμη και στις βιομηχανικές κοινωνίες μια τέτοια μεγάλη επιστράτευση του ανθρώπινου δυναμικού δημιουργεί τρομερές πιέσεις στον τομέα του εργατικού δυναμικού, πράγμα που εξηγεί το γιατί οι μαζικοί πόλεμοι ενίσχυσαν και την ισχύ της συνδικαλισμένης εργασίας και προκάλεσαν επανάσταση στην απασχόληση των γυναικών έξω από το νοικοκυριό τους προσωρινά στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μόνιμα στο δεύτερο.

Επίσης οι πόλεμοι του 20ου αιώνα ήταν μαζικοί με την έννοια ότι χρησιμοποίησαν και κατέστρεψαν αδιανόητες μέχρι τότε ποσότητες στα πεδία των μαχών· εξ ου και η γερμανική φράση Materialschlacht δηλαδή μάχες υλικών.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης με τον προηγούμενο αιώνα αναφέρουμε ότι ο Ναπολέων παρά το εξαιρετικά περιορισμένο βιομηχανικό δυναμικό της Γαλλίας, στάθηκε τυχερός διότι μπόρεσε να κερδίσει τη μάχη της Ιένα το 1806 και να καταστρέψει τις δυνάμεις της Πρωσίας ρίχνοντας περίπου 1500 βολές πυροβολικού.

Στην διάρκεια του Α παγκοσμίου πολέμου η Γαλλία έπρεπε να παράγει 200.000 οβίδες την ημέρα.

Αποτέλεσμα των αναγκών σε στρατιωτικό υλικό ήταν η επανάσταση που σημειώθηκε στην εκμηχάνιση των εργοστασίων.

Βέβαια υπήρχαν και η λιγότερο καταστροφική κατανάλωση. Έτσι στη διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου ο στρατός των ΗΠΑ παρήγγειλε πάνω από 519 εκατομμύρια ζευγάρια κάλτσες και πάνω από 219 εκατ. παντελόνια, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πιστές στη γραφειοκρατική παράδοση παρήγγειλαν 4,4 εκατ. ψαλίδια και 6,2 εκατ. σφραγίδες.

Με άλλα λόγια ο μαζικός πόλεμος απαίτησε και μαζική παραγωγή. Αλλά η μαζική παραγωγή απαιτούσε επίσης οργάνωση και management. Από αυτή την άποψη ο ολοκληρωτικός πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο άνθρωπος η οποία έπρεπε συνειδητά να οργανωθεί και να διοικηθεί.

Ήδη από τον 17ο αιώνα όταν οι κυβερνήσεις ανέλαβαν τη συντήρηση μονίμων στρατιωτικών δυνάμεων αντικαθιστώντας τους ιδιώτες επιχειρηματίες, στρατός και πόλεμος έγιναν συμπλέγματα οικονομικής δραστηριότητας πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό εξηγεί το γιατί από το τομέα αυτόν προέρχονταν οι ειδικότητες και οι διοικητικές ικανότητες που χρειάστηκαν οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν στη βιομηχανική εποχή όπως οι σιδηρόδρομοι.

Επιπλέον, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις κατασκεύαζαν όπλα και πολεμικό υλικό, μολονότι στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε κάποιο είδος συμβιωτικής σχέσης μεταξύ κυβέρνησης και εξειδικευμένων εταιριών παραγωγής εξοπλισμών ιδιαίτερα στους τομείς υψηλής τεχνολογίας-όπως το πυροβολικό και το ναυτικό- πράγμα που αποτέλεσε και τον προπομπό των «στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων». Ωστόσο η βασική παραδοχή στο διάστημα μεταξύ της Γαλλικής επανάστασης και του Α παγκοσμίου πολέμου ήταν ότι η οικονομία θα συνέχιζε να λειτουργεί στην περίοδο πολέμου όπως είχε λειτουργήσει στην ειρηνική περίοδο (δηλαδή χωρίς αλλαγή) αν και ορισμένες βιομηχανίες όπως η βιομηχανία ενδυμάτων θα επηρεάζονταν από τον πόλεμο.

Ένα από τα κύρια πρόβλημα των κυβερνήσεων ήταν δημοσιονομικό, δηλαδή πως θα χρηματοδοτούσαν τον πόλεμο. Θα έπρεπε να γίνει με σύναψη δανείων και με επιβολή φορολογίας (κυκλοφορία πληθωριστικού χρήματος) Παράδειγμα αναγκαστικού δανεισμού αποτελεί και η διχοτόμηση της δραχμής τον Μάρτιο του 1922.. Κατά συνέπεια διευθύνοντες της πολεμικής οικονομίας θεωρήθηκαν τα Υπουργεία Οικονομικών.

Όμως η διεξαγωγή πολέμου σε σύγχρονη κλίμακα σημαίνει όχι μόνο υπολογισμό του κόστους αλλά και ικανότητα διεύθυνσης, διαχείρισης και σχεδιασμού της παραγωγής και τελικά ολόκληρης της οικονομίας.

Οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας και τον σχεδιασμό και την κατανομή των πόρων (διαφορετικό από την κατανομή μέσω των συνηθισμένων οικονομικών μηχανισμών).

Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοβιετικές ιδέες περί σχεδιασμού άντλησαν την αρχική τους έμπνευση και σε κάποιο βαθμό βασίστηκαν σε όσα οι μπολσεβίκοι γνώριζαν για τη γερμανική σχεδιασμένη πολεμική οικονομία της περιόδου 1914-1915.

Τα γερμανικά πειράματα του κρατικού ελέγχου της πολεμικής οικονομίας έγιναν ένα είδος προτύπου για όλες τις εμπόλεμες χώρες περιλαμβανομένης και τις Μεγάλης Βρετανίας.

Οι κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες είχαν σημαντική προϊστορία από το τέλος του 19ου αιώνα, έπαιξαν διαδοχικά έναν ολοένα πιο σημαντικό ρόλο, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1930 κατά τη διάρκεια των πολεμικών προπαρασκευών στο δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας και, τέλος κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολεμική οικονομία ανέδειξε καθαρά μια νέα δυνατότητα της αντιμετώπισης των τεράστιων οικονομικών στόχων με τις χώρες να πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειες τους.

Πόλεμος και Τεχνολογία

Ένα άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο ο ολοκληρωτικός πόλεμος προώθησε την τεχνολογία και την παραγωγή. Ή για να θέσουμε την ερώτηση διαφορετικά προώθησε ή επιβράδυνε την οικονομική ανάπτυξη.

Καταρχάς είναι σαφές ότι προώθησε την τεχνολογία εφόσον η σύγκρουση των εμπολέμων προηγμένων κρατών δεν ήταν μόνο μια σύγκρουση κρατών αλλά και μια σύγκρουση ανταγωνιζόμενων τεχνολογιών στην προσπάθεια εξοπλισμού των στρατών με αποτελεσματικά όπλα και άλλες ουσιαστικές υπηρεσίες.

Έτσι ο πόλεμος αποτέλεσε μηχανισμό για την επιτάχυνση της τεχνικής προόδου επωμιζόμενος το κόστος ανάπτυξης της τεχνολογικής καινοτομίας το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι ουδείς θα αναλάμβανε στη βάση οποιουδήποτε κόστους- ωφέλειας εν καιρώ ειρήνης ή το οποίο θα αναλαμβανόταν με βραδύτερους ρυθμούς και περισσότερη διστακτικότητα.

Από την άλλη ο πόλεμος προώθησε την αύξηση των οικονομικών μεγεθών; Σαφώς όχι.

Οι απώλειες παραγωγικών πόρων ήταν βαριές, εκτός από τη μείωση του εργατικού δυναμικού. Ό,τι απέμεινε στο τέλος δεν ήταν παρά μια τεράστια και μη προσαρμόσιμη βιομηχανία εξοπλισμών.

Οι κάτοικοι της Βρετανίας και της Γαλλίας που επέζησαν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πιο υγιείς αν και φτωχότεροι σε σχέση με την περίοδο πριν τον πόλεμο ενώ αυξήθηκε το πραγματικό εισόδημα των εργατών. Οι Γερμανοί ήταν πιο πεινασμένοι, ενώ οι πραγματικοί μισθοί των εργατών έπεσαν.

Στον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο ο φόρος αίματος των στρατιωτών και των πολιτών, που συνδυάστηκε με μια μείωση του ρυθμού γεννήσεων, άφησε την Ευρώπη (χωρίς τη Ρωσία) με ένα πληθυσμιακό έλλειμμα των 22-24 εκατ. Άλλα 7 εκατομμύρια έγιναν μόνιμα ανάπηροι. Η Ρωσία έχασε σχεδόν 16 εκατομμύρια ανθρώπους κατά τη διάρκεια του πολέμου, της επανάστασης και του εμφυλίου, και υπέστη ένα έλλειμμα γεννήσεων περίπου 10 εκατ. Μεταξύ 1914 και 1921 εξαιτίας της πτώσης του ρυθμού των γεννήσεων και της επιδημίας της «ισπανικής» γρίπης η Ευρώπη έχασε 50-60 εκατομμύρια ανθρώπους.

Από την άλλη μεριά και οι δυο πόλεμοι ήταν εξαιρετικά επωφελείς για την οικονομία των ΗΠΑ. Οι ρυθμοί ανάπτυξης που πέτυχαν και στους δύο πολέμους ήταν εκπληκτικοί. Οι ΗΠΑ επωφελήθηκαν από το γεγονός ότι γεωγραφικά ήταν μακριά από τα θέατρα του πολέμου, όντας ταυτόχρονα και το κυριότερο οπλοστάσιο των συμμάχων τους, καθώς και από το γεγονός ότι η οικονομίας τους είχε την ικανότητα να οργανώνει την επέκταση της παραγωγής πιο αποτελεσματικά σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη.

Η πιο διαρκής όμως επίπτωση και των δύο παγκοσμίων πολέμων ήταν ότι έδωσε στην οικονομία των ΗΠΑ μια παγκόσμια πρωτοκαθεδρία καθ’όλη τη διάρκεια του Σύντομου Εικοστού Αιώνα. Ήδη το 1914 οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία, όχι όμως ακόμα η κυρίαρχη. Οι πόλεμοι μετέβαλαν την οικονομική τους κατάσταση ενισχύοντας τους ενώ παράλληλα εξασθένησαν τους αντιπάλους τους.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του Α Παγκοσμίου Πολέμου και οι αλλαγές στις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες.

Η βασική οικονομική συνέπεια του Α Παγκοσμίου πολέμου είναι οι αλλαγές που επέφερε στις καπιταλιστικές ισορροπίες, αλλαγές που γίνουν ακόμη πιο ορατές με τον Β Παγκόσμιο πόλεμο.

Ήδη από το 1919 δεν μπορούμε να μιλάμε για μια Δ. Ευρώπη που κυριαρχεί οικονομικά και πολιτικά στον υπόλοιπο κόσμο.

Το καινούργιο στοιχείο είναι η επιβεβαίωση της υπεροχής της αμερικάνικης οικονομίας. Οι ΗΠΑ αποτέλεσαν τους βασικούς προμηθευτές της Ευρώπης στην διάρκεια του πολέμου. Οι συγκρούσεις δεν άγγιξαν το έδαφός της. Οι παραγωγικές της δυνατότητες κατά την διάρκεια του πολέμου αυξήθηκαν σημαντικά.

Κυρίως όμως αναδείχθηκαν στους σημαντικότερους πιστωτές της Ευρώπης και κατά συνέπεια ολόκληρου του κόσμου.

Η κυβέρνηση και οι τράπεζες των ΗΠΑ δάνεισαν χρήματα στους πελάτες τους και συμμάχους και τους βοήθησαν έτσι να ανταπεξέλθουν στις δαπάνες του πολέμου.

Οι χρηματικές ροές από τις ΗΠΑ συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο και βοήθησαν την Ευρώπη να ανοικοδομηθεί μετά τις καταστροφές του πολέμου. Έτσι οι ΗΠΑ από οφειλέτες της Ευρώπης μεταβλήθηκαν σε πιστωτές της.

Όπως αναφέρει και ο Γάλλος οικονομολόγος A. Siegfried «Οι τραπεζίτες της Νέας Υόρκης έχουν πλέον συμφέροντα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Παντού ελέγχουν τις επιχειρήσεις κρατούν στο έλεος τους τις κυβερνήσεις τις οποίες με μια τους κίνηση μπορούν να οδηγήσουν στην χρεοκοπία. Απέναντι στην γηραιά ήπειρο ο Αμερικάνος τραπεζίτης βρίσκεται στη θέση του πλούσιου που βοηθάει ένα φτωχό. Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι όλα επιτρέπονται στην Αμερική. Η Αμερική αν θέλει μπορεί να βοηθήσει τις κυβερνήσεις με τους όρους που αυτή υπαγορεύει να τις ελέγξει και τέλος να τις κρίνει από μια ανώτερη ηθική σκοπιά... Έτσι γεννιέται ένας ιμπεριαλισμός καινοφανής και διακριτικός (εκλεπτυσμένος)».

Στην πραγματικότητα ο αμερικάνικος επεκτατισμός όπως αναπτύχθηκε την περίοδο 1920-1930 και από το 1945 και μετά δεν έχει τίποτα το καινούργιο ούτε το εκλεπτυσμένο εκτός ίσως από το ότι κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου δεν χαρακτηρίζεται από «δυναμικές παρεμβάσεις» για την διαφύλαξη των συμφερόντων του.

Ο αμερικανικός επεκτατισμός την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται από την «διπλωματία του δολαρίου».

Ωστόσο η οικονομική θέση των ΗΠΑ την περίοδο του μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από κάτι το μοναδικό για τα χρονικά της οικονομικής ιστορίας.

Η χώρα αυτή συνεχίζει να έχει ένα πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο ενώ στο εξής έχει ένα θετικό ισοζύγιο αδήλων πόρων που προέρχεται από τον επαναπατρισμό των τόκων που αποδίδουν οι τοποθετήσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό καθώς και από την αλματώδη ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας. Κατά συνέπεια το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πλεονασματικό.

Όμως οι χρεώστες των ΗΠΑ και ιδιαίτερα η Ευρώπη αδυνατούν να πληρώνουν κανονικά τα οφειλόμενα τοκοχρεολύσια. Η αιτία οφείλεται στην αδυναμία τους να προμηθευτούν δολάρια μέσο του εμπορίου αφ’ ενός στους υψηλούς προστατευτικούς δασμούς που ισχύουν στις ΗΠΑ και αφ ετέρου στο γεγονός ότι σε γενικές γραμμές η Ευρώπη αγοράζει από την Αμερική περισσότερα από ότι της πουλάει.

Αυτή είναι η βάση της περίφημης ένδειας δολαρίων (dollar-gap) που εμφανίστηκε στις παγκόσμιες ανταλλαγές από την δεκαετία του 1920. Υπάρχει έλλειψη δολαρίων από τους χρεώστες των ΗΠΑ άρα αδυναμία αποπληρωμής των χρεών.

Η μόνη διέξοδος είναι οι ΗΠΑ να εξακολουθήσουν να εξάγουν κεφάλαια και να δανείζουν δολάρια τον Κόσμο για να μπορεί ο Κόσμος να ξεπληρώνει να χρέη του προς τις ΗΠΑ.

Αυτή είναι ακριβώς η κατάσταση της δεκαετίας του 1920 αλλά και της περιόδου που ακολούθησε τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. (Σχέδιο Marshall 1948-1952).

Εδώ ακριβώς φαίνεται η σημαντική διαφορά μεταξύ της κυρίαρχης θέσης που είχαν οι ΗΠΑ μετά τον πόλεμο του 1914-18 και της κυρίαρχης θέσης που είχε η Αγγλία από τα μισά του 19ου αιώνα.

Η Αγγλία μέσω του δόγματος του ελεύθερου εμπορίου είχε ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Άρα επέτρεπε στους χρεώστες της του εξωτερικού (στους οποίους ήταν και ο τραπεζίτης) να προμηθεύονται μέσω του εμπορίου τις απαραίτητες, για την αποπληρωμή των χρεών τους, λίρες στερλίνες. Έτσι η αναμφισβήτητη βρετανική κυριαρχία συνυπήρχε με κάποια διεθνή οικονομική ισορροπία.

Στην περίπτωση της αμερικάνικης κυριαρχίας του 20ου αιώνα δεν υπάρχει ισορροπία. Οι ΗΠΑ πουλάνε τα πάντα ακόμη και το χρήμα που χρειάζεται για να τις πληρώσουν.

Η οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ στην δεκαετία του 1920 προοιωνίζει και την κυρίαρχη θέση που θα αποκτούσε στο νομισματικό επίπεδο μετά το 1945.

Το δολάριο από το 1914 μέχρι την άνοιξη του 1933 παραμένει το μοναδικό νόμισμα που παραμένει συνεχώς μετατρέψιμο σε χρυσό. (Η λίρα στερλίνα δεν θα επιστρέψει στο καθεστώς της μετατρεψιμότητας παρά τον Μάιο του 1925).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το δολάριο ανταγωνίζεται την Λίρα ως «παγκόσμιο νόμισμα», «διεθνές νομισματικό διαθέσιμο» στο πλαίσιο του «κανόνα συναλλάγματος χρυσού» που ίσχυσε μεταξύ 1922 και 1931-33.

Έτσι το δολάριο όπως και η λίρα αποκτά λειτουργίες τόσο «εσωτερικού» όσο και «εξωτερικού» νομίσματος.

ΙΙ. Ο μεσοπόλεμος και η κρίση του 1929.

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ερήμωσε κυρίως την Ευρώπη. Η παγκόσμια επανάσταση που ακολούθησε απλώθηκε από το Μεξικό μέχρι την Κίνα και τα κινήματα για την απελευθέρωση από τον αποικιοκρατικό ζυγό από τις χώρες Maghreb έως την Ινδονησία. Ωστόσο υπήρχαν περιοχές στον πλανήτη μας, στις ΗΠΑ ή σε μεγάλες περιοχές της αποικιακής Αφρικής όπου οι πολίτες ήταν μακριά από όλα αυτά.

Όμως η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε παγκόσμιο χαρακτήρα και επηρέασε το σύνολο των ανθρώπων οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήταν ενσωματωθεί στο καπιταλιστικό σύστημα.

Η μεγάλη κρίση των χρόνων του '30 υπήρξε σαν την πανούκλα,. Ελάχιστες ήταν οι χώρες ή οι κοινωνικές ομάδες που γλίτωσαν. Η καταστροφή άλλωστε δεν ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, τον νέο βιομηχανικό γίγαντα της εποχής ένα γίγαντα που οι προοπτικές ανάπτυξής του φαίνονταν απεριόριστες.

Η κατάρρευση ήταν κατ'αρχήν μία υπόθεση αριθμών και ειδικών: έτσι το μεγάλο κοινό θεωρούσε αρχικά το χρηματιστηριακό κραχ της Ν.Υ. κάτι αρκετά μακρινό, ακόμα και αν οι αυτοκτονίες των κατεστραμμένων κερδοσκόπων, που ρίχνονταν από τα παράθυρα των κτηρίων του Μανχάταν, γέμιζαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Ενόσω πολλαπλασιάζονταν οι πτωχεύσεις οι απολύσεις, ο νομισματικός και χρηματοδοτικός πανικός αλλά και οι κρατικές χρεοκοπίες, το προσκήνιο παρέμενε κατειλημμένο από τους ειδικούς της κυβέρνησης και τις διπλωματικές συναντήσεις.

Σιγά – σιγά όμως επιβλήθηκε μία άλλη πραγματικότητα: Οι βραζιλιάνικές ατμομηχανές έκαιγαν τον καφέ που δεν μπορούσαν να πουλήσουν ούτε καν σε εξευτελιστικές τιμές, τα αποθέματα συσσωρεύονταν οι επιχειρήσεις έκλειναν τις πόρτες τους: εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονταν ξαφνικά χωρίς δουλειά, με άλλα λόγια δίχως πόρους και αξιοπρέπεια δίχως κοινωνική ασφάλιση, ανίκανοι να πληρώσουν το νοίκι τους, δίχως άλλη ελπίδα εκτός από τις δωρεάν διανομές τροφίμων και σκεπασμάτων, εξωθημένοι στο περιθώριο και στη ζητιανιά.

Είναι αδύνατο να καταλάβουμε τον κόσμο στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αν δεν κατανοήσουμε την επίδραση της οικονομικής κατάρρευσης. Χωρίς την κατάρρευση αυτή ασφαλώς δεν θα υπήρχε Χίτλερ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπήρχε Ρούσβελτ. Είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο ότι το σοβιετικό σύστημα θα εκλαμβανόταν σαν σοβαρός οικονομικός αντίπαλος και εναλλακτική λύση απέναντι στον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο αναλυτικά:

Οι λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ουδέποτε είναι ομαλές και οι οικονομικές διακυμάνσεις που συχνά είναι πολύ σοβαρές αποτελούν συστατικά μέρη του συστήματος. Από τον 19ο αιώνα κιόλας οι επιχειρηματίες ήταν εξοικειωμένοι με τον αποκαλούμενο "κύκλο εμπορίου" δηλαδή της έξαρσης και της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του, με διάφορες παραλλαγές, κάθε επτά με έντεκα χρόνια. Οι κύκλοι αυτοί που γίνονταν αποδεκτοί όπως οι γεωργοί αποδέχονταν τις διακυμάνσεις των καιρικών συνθηκών , μπορούσαν να οδηγήσουν σε απροσδόκητα κέρδη ή στη χρεοκοπία άτομα ή βιομηχανίες. Το καινούργιο στοιχείο της νέας ύφεσης ήταν ότι για πρώτη και προς το παρόν για μοναδική φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, φάνηκε να κινδυνεύει το ίδιο το σύστημα.

Επιχειρηματίες και κυβερνήσεις περίμεναν αρχικά ότι μετά τις πρόσκαιρες διαταράξεις που επέφερε ο παγκόσμιος πόλεμος, η παγκόσμια οικονομία θα επανερχόταν κατά κάποιο τρόπο στην πριν από το 1914 belle époque.

Μετά από μερικούς μήνες οικονομικής ευφορίας που ακολούθησαν την λήξη του πολέμου, ξεσπάει το 1920-1921 μια σύντομη αλλά εξαιρετικά βίαιη οικονομική κρίση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης υπερπαραγωγής.

Το γεγονός αυτό υπονόμευσε την ισχύ των εργατικών συνδικάτων, που είχαν ενισχυθεί στην διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερα στα χρόνια που ακολούθησαν τα εργατικά συνδικάτα έχασαν το 50% των μελών τους ενώ η ανεργία αυξανόταν (π.χ.) Βρετανία).

Μετά το 1924 υπήρξε μια περίοδος όπου όλα έδειχναν ότι ο κόσμός επέστρεφε στην οικονομική ομαλότητα. Πράγματι εμφανίστηκε μια τάση αύξησης των οικονομικών μεγεθών.

Θα ήταν υπερβολικό να μιλά κανείς για boom μεταξύ 1925 και 1929: η ανάπτυξη ωστόσο στις περισσότερες χώρες του καπιταλιστικού κόσμου ήταν εκπληκτική. (Υπήρξαν βέβαια ορισμένες υποχωρήσεις το 1926 για τη Γερμανία και τη Βρετανία, το 1927 για τις ΗΠΑ).

Η αμερικάνικη περίπτωση είναι συμβολική μιας νέας εποχής: Η ετήσια παραγωγή αυτοκίνητων τετραπλασιάζεται στο διάστημα 1919-1929, (Φορντισμός): μεγάλη ήταν άλλωστε και η διάδοση του ραδιοφώνου των δίσκων αλλά και του πετρελαίου και του καουτσούκ. Νέες δυνατότητες ανοίγονταν για την κατανάλωση boom στις κατασκευές.

Ωστόσο η οικονομική ευημερία δεν άγγιξε στον ίδιο βαθμό όλα τα βιομηχανικά κράτη. Βέλγιο και Γαλλία γνωρίζουν ισχυρή ανάπτυξη, ενώ η Μεγάλη Βρετανία, μετά τις αποπληθωριστικές τάσεις που εκδηλώθηκαν στην οικονομία της, ως συνέπεια της επιστροφής στον κανόνα χρυσού, δεν συμμετείχε καθόλου στην πρόσκαιρη ανάπτυξη. Επίσης υποφέρει από υψηλά ποσοστά ανεργίας.

Ο υπόλοιπός κόσμος εμφανίζει εξαιρετικά άνισες επιδόσεις έως και στασιμότητα.

Όμως μέσα στη γενική ευφορία υπήρχαν κάποια στοιχεία τα οποία προειδοποιούσαν για την επερχόμενη οικονομική θύελλα. Από μια άποψη η παγκόσμια οικονομία δε σημείωνε καμιά επέκταση.

Στο μεσοπόλεμο η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σταμάτησε να προχωρεί.

Περιορισμός της μετανάστευσης

Στα προπολεμικά χρόνια σημειώθηκε το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα στην ιστορία. . Όμως στις αρχές της δεκαετίας του '20 οι χώρες που άλλοτε αποτελούσαν τις δικλείδες δημογραφικής ασφαλείας για τον πλεονάζοντα πληθυσμό της Ευρώπης όπως ήταν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νότια Αμερική άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα τους στους μετανάστες.

Όμως η τραγική ροή των προσφύγων μετά των πόλεμο και μετά την επανάσταση που μετριέται σε εκατομμύρια θα έπρεπε να οδηγήσει σε αύξηση της μετανάστευσης.

Έτσι η ελάττωση των πληθυσμιακών εκροών σε συνδυασμό με το αυξανόμενο προσφυγικό ρεύμα να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό δημογραφικό μείγμα και η Ευρώπη επρόκειτο να υποστεί τις συνέπειες.

Διεθνές Εμπόριο

Το διεθνές εμπόριο εμφανίζει στασιμότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 ήταν λίγο ψηλότερα από το επίπεδο όπου βρισκόταν το 1913 για να ξαναπέσει στη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης και να βρεθεί πάλι στα επίπεδα των παραμονών του παγκοσμίου πολέμου το 1948. Αυτά όταν στην περίοδο 1890-1913 είχε υπερδιπλασιαστεί, ενώ στο διάστημα 1948-1971 θα πενταπλασιάζοταν.

Η στασιμότητα αυτή προκαλεί έκπληξη, αν θυμηθούμε ότι ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε σημαντικό αριθμό νέων κρατών τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Μόλις επαναχαράχθηκαν τα σύνορα στην Ευρώπη, τριάντα οκτώ ανεξάρτητες οικονομικές μονάδες, αντικατέστησαν τις είκοσι έξι προπολεμικές, και τέθηκαν σε κυκλοφορία είκοσι επτά νομίσματα έναντι των δεκατεσσάρων προπολεμικών.

Τόσα πιο πολλά χιλιόμετρα κρατικών συνόρων θα μας οδηγούσαν να αναμένουμε μια αυτόματη αύξηση του διακρατικού εμπορίου καθώς οι εμπορικές συναλλαγές που γίνονταν εντός της ίδιας της χώρας (π.χ.) της Αυστρο-ουγγαρίας) δεν καταγράφονταν ως διεθνείς. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης ακόμη και η διεθνής κίνηση των κεφαλαίων περιορίστηκε δραματικά. Μεταξύ 1927 και 1933, ο διεθνής δανεισμός μειώθηκε σε ποσοστό πάνω του 90%.

Πως εξηγείται η στασιμότητα αυτή; Όλα σχεδόν τα κράτη στράφηκαν στον οικονομικό εθνικισμό. Η αυτάρκεια, βασισμένη στην απαγόρευση των εισαγωγών και της υποκατάστασής τους με τα εγχώρια προϊόντα, έγινε η ιδεώδης κατάσταση.

Τα δασμολόγια, οι ποσοστώσεις στις εισαγωγές, οι άδειες για εξωτερικό εμπόριο και άλλα περιοριστικά μέτρα συνέχιζαν να εφαρμόζονται μετά τον πόλεμο.

Οι ΗΠΑ η μεγαλύτερη εθνική οικονομία του κόσμου έφταναν ουσιαστικά στα όρια της αυτάρκεια, εκτός από την προμήθεια λίγων πρώτων υλών. Όμως οι ΗΠΑ ουδέποτε ήταν εξαρτημένες από το παγκόσμιο εμπόριο. Ωστόσο, ακόμη και χώρες με μεγάλες εμπορικές συναλλαγές, όπως η Βρετανία και τα Σκανδιναβικά κράτη έδειξαν την ίδια τάση. Κάθε κράτος τώρα έκανε ό,τι μπορούσε για να προστατεύσει την οικονομία του έναντι των εξωτερικών απειλών.

Νομισματικές ασθένειες και χρυσός κανόνας (δεκαετία 1920).

Αναγκαία προϋπόθεση για την αναθέρμανση των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν η επιστροφή στο σταθερό νομισματικό σύστημα του παρελθόντος που βασιζόταν στον κανόνα χρυσού και στην υγιή χρηματοδότηση. Το σύστημα αυτό είχε καταρρεύσει στη διάρκεια του πολέμου.

Η υποτίμηση των νομισμάτων τον 20ο αιώνα ακολούθησε την κατάργηση, από το 1914, της ελεύθερης μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων. Με την λήξη του Α παγκοσμίου πολέμου (1918) το δ�