Ergasia2.pdf

16
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ» Θ.Ε. ΔΕΟ 10 – Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης Τρίτη Γραπτή Εργασία στο Αστικό και Εργατικό Δίκαιο Ακαδημαϊκό Έτος 2014/2015 ??? Επιβλέπων ΣΕΠ : κ. Χατζής Αριστείδης Φεβρουάριος 2015

Transcript of Ergasia2.pdf

Page 1: Ergasia2.pdf

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

«ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ»

Θ.Ε. ΔΕΟ 10 – Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης

Τρίτη Γραπτή Εργασία στο Αστικό και Εργατικό Δίκαιο

Ακαδημαϊκό Έτος 2014/2015

???

Επιβλέπων ΣΕΠ : κ. Χατζής Αριστείδης

Φεβρουάριος 2015

Page 2: Ergasia2.pdf

Πίνακας περιεχομένων

Πρόλογος .................................................................................................................... 3

1.Υποκείμενα έννομων σχέσεων ................................................................................ 4

1.1 Φυσικά και Νομικά πρόσωπα .................................................................................................. 4

1.2 Νομικά πρόσωπα Αστικού Δικαίου ......................................................................................... 4

1.3 Διοίκηση νομικού προσώπου ................................................................................................... 4

2. Μίσθωση πράγματος .............................................................................................. 5

2.1 Έννοια και χαρακτηριστικά της μίσθωσης πράγματος ......................................................... 5

2.2 Κατάρτιση της σύμβασης πράγματος ..................................................................................... 5

3. Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων ........................................................................ 6

3.1 Υποχρέωση του εκμισθωτή ...................................................................................................... 6

4. Πώληση .................................................................................................................. 7

4.1 Έννοια και χαρακτηριστικά της πώλησης............................................................................... 7

4.2 Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων ........................................................................................ 8

4.3 Ευθύνη του πωλητή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή πραγματικό ελάττωμα . 8

5. Συμβάσεις εργασίας .............................................................................................. 10

5.1 Σύμβαση εργασίας ορισμένου και αορίστου χρόνου .......................................................... 10

5.2 Κατάρτιση ατομικής σύμβασης εργασίας ............................................................................. 10

5.3 Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη................................................................................. 11

6. Επίλυση των εργατικών διαφορών ....................................................................... 12

6.1 Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ) ......................................................... 12

6.2 Συμφιλιωτική διαδικασία - επίλυση εργατικών διαφορών .................................................. 13

Βιβλιογραφία ............................................................................................................. 16

Page 3: Ergasia2.pdf

Πρόλογος

Με την παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε και να εξετάσουμε

βασικές αρχές και κανόνες του Αστικού και Εργατικού Δικαίου, μέσω της μελέτης

περίπτωσης κατάρτισης σύμβασης μίσθωσης μονοκατοικίας του Ιδρύματος Ι στον κ.

Αραχτό και την καταγγελία συμβάσεως εργασίας μιας υπαλλήλου του Ιδρύματος με

σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, από την Πρόεδρο του.

Θα γίνει προσπάθεια να εξεταστούν όλοι οι παράμετροι που έχουν να κάνουν με

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τους εμπλεκόμενους

συμβαλλόμενους, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ τους με διάφορες συμβάσεις, με

αναφορά σε βασικές έννοιες του Αστικού και Εργατικού Δικαίου.

Page 4: Ergasia2.pdf

1.Υποκείμενα έννομων σχέσεων

1.1 Φυσικά και Νομικά πρόσωπα

Όλοι οι άνθρωποι (Αγαλλοπούλου, 2012: 49-50), ανεξαρτήτου ηλικίας ή άλλων

διακρίσεων όπως το φύλο, την ιθαγένεια κ.τ.λ. εντάσσονται στην κατηγορία των

φυσικών προσώπων. Αντίθετα οι ενώσεις προσώπων που αποσκοπούν σε

συγκεκριμένο σκοπό ή τα σύνολα περιουσίας, που έχουν ως στόχο την εξυπηρέτηση

αυτού του σκοπού και έχουν αποκτήσει αυτοτελή προσωπικότητα, τηρώντας όσα ο

νόμος ορίζει καλούνται νομικά πρόσωπα και είναι υποκείμενα τόσο δικαιωμάτων όσο

και υποχρεώσεων. Ονομάζονται δε νομικά πρόσωπα διότι λαμβάνουν από το νόμο

τη νομική τους υπόσταση.

1.2 Νομικά πρόσωπα Αστικού Δικαίου

Τα νομικά πρόσωπα Αστικού Δικαίου (Αγαλλοπούλου, 2012: 76) ανήκουν στην

κατηγορία των νομικών προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ), συστήνονται για να

εξυπηρετήσουν ορισμένο σκοπό, συνήθως μη κερδοσκοπικό και διακρίνονται στο

σωματείο, τη επιτροπή εράνων, την αστική εταιρεία που έχει νομική προσωπικότητα

και το ίδρυμα.

1.3 Διοίκηση νομικού προσώπου

Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η Π. Αγαλλοπούλου (2012: 78) η διεκπεραίωση

των υποθέσεων του νομικού προσώπου και η αντιπροσώπευσή του δικαστικά αλλά

και εξώδικα ασκείται από τη διοίκησή του, που την αποτελούν ένα ή και περισσότερα

πρόσωπα που συνιστούν το Διοικητικό Συμβούλιο(ΑΚ65). Με βάση τα όσα

αναφέρουν οι Ι.Τζιώνας-Γ.Βελέντζας στο σύγγραμμά τους Θεμελιώδεις έννοιες

Page 5: Ergasia2.pdf

Αστικού Δικαίου Α΄- Β΄(2008: 59-60) η βούληση του νομικού προσώπου εκφράζεται

δια μέσου της διοίκησής του, που είναι και το αρμόδιο όργανο να αντιπροσωπεύει

αυτό σε όλες τις σχέσεις και δικαιοπραξίες του με τους τρίτους.

2. Μίσθωση πράγματος

2.1 Έννοια και χαρακτηριστικά της μίσθωσης πράγματος

Μίσθωση πράγματος είναι η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ δύο

συμβαλλόμενων (Αγαλλοπούλου, 2012: 386-387), του εκμισθωτή από την μία

πλευρά και του μισθωτή από την άλλη, όπου ο πρώτος παραχωρεί τη χρήση ενός

πράγματος στον δεύτερο με την υποχρέωση, ο μισθωτής να καταβάλλει το

συμφωνημένο μίσθωμα, για όσο διάστημα διαρκεί ή μίσθωση.(ΑΚ574).

Καταυτόν τον τρόπο δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τους δύο

συμβαλλόμενους, γι΄αυτό το λόγο η μίσθωση πράγματος είναι σύμβαση συναινετική,

αμφοτεροβαρής, όπως επίσης και επαχθής, διότι γίνεται με αντάλλαγμα. Επιπλέον η

μίσθωση πράγματος είναι σύμβαση ενοχική, διαρκής και υποσχετική, σύμφωνα με

την Ι. Σπυριδάκη (2004: 249).

2.2 Κατάρτιση της σύμβασης πράγματος

Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι Ι.Τζιώνας-Γ.Βελέντζας (2008: 110), τα μέρη που

συνάπτουν μια σύμβαση καλούνται συμβαλλόμενοι. Για να υπάρχει σύμφωνη

βούληση μεταξύ των συμβαλλόμενων απαιτείται αφενός μεν πρόταση από αυτόν

που επιδιώκει τη σύναψη της συμβάσεως (συμβαλλόμενο) και αφετέρου αποδοχή

της, από τον αντισυμβαλλόμενο. Η σύμβαση μίσθωσης πράγματος είναι άτυπη και

καταρτίζεται είτε με έγγραφο, το λεγόμενο μισθωτήριο, είτε προφορικά.

Page 6: Ergasia2.pdf

Όπως επίσης επισημαίνει η Π. Αγαλλοπούλου (2012: 387) για να καταρτιστεί

έγκυρα σύμβαση μίσθωσης πράγματος δεν είναι απαραίτητη η τήρηση τύπου, διότι

πρόκειται για άτυπη σύμβαση. Εάν συνταχθεί έγγραφο για την κατάρτισή της, αυτό

τυγχάνει αποδεικτικής ισχύος.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η σύμβαση μίσθωσης

μονοκατοικίας έχει καταρτιστεί έγκυρα, μεταξύ του μισθωτή κ. Αραχτού και του

εκμισθωτή που είναι το Ίδρυμα Ι, που νομίμως εκπροσωπεί η πρόεδρός του κ.

Προέδρου, η οποία και κατέχει τη σχετική αρμοδιότητα από τον Οργανισμό.

3. Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων

3.1 Υποχρέωση του εκμισθωτή

Η κύρια υποχρέωση του εκμισθωτή (Αγαλλοπούλου, 2012: 387-388) είναι να

παραδώσει το ενοικιαζόμενο πράγμα, το μίσθιο δηλαδή «κατάλληλο για τη

συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο καθόλη τη διάρκεια της

μίσθωσης» (ΑΚ 575).

Το μίσθιο θα πρέπει να πληροί όλες τις συμφωνημένες ιδιότητες, χωρίς

πραγματικά ή νομικά ελαττώματα, που να εμποδίζουν μερικώς ή ολικώς τη χρήση για

την οποία συμφωνήθηκαν. Στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί νομικό ή πραγματικό

ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, απορρέουν για τον μισθωτή τα

παρακάτω δικαιώματα (ΑΚ576):

Να διεκδικήσει μείωση ή ακόμα και να μη καταβάλει το μίσθωμα.

Να διεκδικήσει αποζημίωση για ανεκτέλεστη σύμβαση.

Να απαιτήσει τη δαπάνη προβαίνοντας σε άρση του ελαττώματος ή της

έλλειψης της ιδιότητας.

Page 7: Ergasia2.pdf

Να προβεί στη καταγγελία της μίσθωσης, γνωρίζοντας στον εκμισθωτή την

πρόθεσή του για λήξη της σύμβασης.

Συνεπώς σύμφωνα με τα ανωτέρω ο κ. Αραχτός έχει δικαίωμα νομίμως να

στραφεί κατά του νομικού προσώπου, του Ιδρύματος Ι δηλαδή και να αξιώσει

αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης ή και μείωση ή μη καταβολή του

μισθώματος. Η ζημιά που υπέστη εξαιτίας της διαρροής νερού από σωλήνα

ύδρευσης εντός της μονοκατοικίας, αιτιολογεί το γεγονός ότι το μίσθωμα έπασχε από

πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας.

4. Πώληση

4.1 Έννοια και χαρακτηριστικά της πώλησης

Με βάση τα όσα αναφέρει ο Π. Κορνηλάκης (2002: 85) πώληση σύμφωνα με το

άρθρο 513 του ΑΚ, καλείται η σύμβαση μεταξύ δύο συμβαλλόμενων, του πωλητή

από τη μια πλευρά και του αγοραστή από την άλλη, σύμφωνα με την οποία ο

πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα ενός

δικαιώματος ή πράγματος στον δεύτερο και στην περίπτωση που το αντικείμενο

πώλησης είναι πράγμα, οφείλει να το παραδώσει χωρίς νομικά ή πραγματικά

ελαττώματα, εφοδιασμένο με τις συνομολογημένες ιδιότητες (534 ΑΚ). Υποχρέωση δε

του αγοραστή είναι να καταβάλλει στον πωλητή το συμφωνημένο τίμημα σε χρήμα.

Η πώληση είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση (Αγαλλοπούλου, 2012: 378), με την

έννοια ότι δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις υπέρ και σε βάρος και των

δύο μερών, συμβαλλόμενων, που αναλαμβάνουν την κατάρτισή της. Επίσης η

συμφωνία ανταλλάγματος για την διεκπεραίωσή της, προσδίδει στη σύμβαση

πώλησης επαχθή χαρακτήρα.

Page 8: Ergasia2.pdf

4.2 Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων

Οι βασικές συμβατικές υποχρεώσεις εκ μέρους του πωλητή, με βάση τα όσα

αναφέρει η Π. Αγαλλοπούλου (2012: 379) είναι, αφενός μεν να μεταβιβάσει την

κυριότητα του δικαιώματος ή του πράγματος χωρίς νομικό ελάττωμα και αφετέρου να

παραδώσει κατά το χρόνο παράδοσης του το αντικείμενο της πώλησης, με τις

συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα, όπως ρητά ορίζεται

στο άρθρο 534 του ΑΚ. Ως συνομολογημένη ιδιότητα νοείται, η ιδιότητα που

συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων, να έχει το πράγμα, ανταποκρινόμενο στη

σύμβαση (άρθρο 535 ΑΚ) και πραγματικό ελάττωμα είναι κάθε είδους ατέλεια που

φέρει το αντικείμενο πώλησης και μειώνει κατά αυτόν τον τρόπο την αξία ή τη

χρησιμότητά του.

Η κύρια, συμβατική εκ μέρους του αγοραστή υποχρέωση είναι να καταβάλλει στον

πωλητή το συμφωνηθέν τίμημα.

4.3 Ευθύνη του πωλητή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή πραγματικό

ελάττωμα

Στα άρθρα 534-561 του ΑΚ ρυθμίζεται η ευθύνη του πωλητή για τις περιπτώσεις

πραγματικού ελαττώματος και έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος

(Αγαλλοπούλου, 2012: 381-382). Ειδικά με στο άρθρο 535 του ΑΚ ορίζεται ρητά πως

το πράγμα δεν είναι ανταποκρινόμενο στη σύμβαση, εάν δεν παραδίδεται με τις

συνομολογημένες ιδιότητες για τις οποίες ο πωλητής εγγυήθηκε την ύπαρξή τους και

απαλλαγμένο από πραγματικά ελαττώματα. Προκειμένου να χαρακτηριστεί ότι το

πωληθέν πράγμα στερείται ανταπόκρισης ως προς τη σύμβαση, έχουν θεσπιστεί τα

παρακάτω κριτήρια:

Page 9: Ergasia2.pdf

Όταν το αντικείμενο πώλησης αποκλίνει και δεν ανταποκρίνεται στην

περιγραφή του πωλητή ή στο υπόδειγμα ή δείγμα που αυτός παρουσίασε

στον αγοραστή.

Όταν δεν είναι κατάλληλο για το σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης και

ειδικότερα για την ειδική χρήση για την οποία προορίζεται ή ακόμα για τη

χρήση που προορίζονται αντικείμενα συναφής κατηγορίας.

Όταν το πράγμα στερείται της ποιότητας ή της απόδοσης που εύλογα ο

αγοραστής προσδοκά από ίδιας κατηγορίας πράγματα, έχοντας υπόψη τις

δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, εκτός της περίπτωσης που ο πωλητής

αγνοούσε ή δεν όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.

Στην περίπτωση που το αντικείμενο πώλησης φέρει πραγματικό ελάττωμα ή

στερείται συνομολογημένης ιδιότητας (Αγαλλοπούλου, 2012: 383), τα δικαιώματα

του αγοραστή ορίζονται στο άρθρο 540 του ΑΚ και είναι τα εξής:

Να απαιτήσει καταρχήν την αντικατάσταση ή την διόρθωση του πράγματος

με άλλο, χωρίς την οποιαδήποτε επιβάρυνσή του, εκτός αν μια τέτοια

ενέργεια απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες ή είναι αδύνατη.

Να καταφέρει τη μείωση του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει από τη

σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα.

Στις περιπτώσεις όμως (Αγαλλοπούλου, 2012: 384), που ο αγοραστής εκ των

προτέρων γνώριζε ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση λόγω

πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων και παρ΄όλα αυτά

ανεπιφύλακτα το παρέλαβε, ο πωλητής απαλλάσσεται από την ευθύνη και ο πρώτος

στερείται του νόμιμου δικαιώματός του να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημιάς

(άρθρο 537 ΑΚ).

Page 10: Ergasia2.pdf

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο κ.

Αραχτός δεν φαίνεται ότι δικαιούται να στραφεί κατά του κ. Κουζινά προκειμένου να

αξιώσει την αντικατάσταση της ηλεκτρικής κουζίνας που είχε αγοράσει από το

κατάστημά του, διότι η βλάβη που υπέστη οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, λόγω

της πλημμύρας από διαρροή νερού ενός σωλήνα ύδρευσης και όχι σε πραγματικό

ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος.

5. Συμβάσεις εργασίας

5.1 Σύμβαση εργασίας ορισμένου και αορίστου χρόνου

Ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας, υπάρχει στις περιπτώσεις όπου μια

επιχείρηση προσλαμβάνει εργατικό προσωπικό προκειμένου να αντιμετωπίσει

έκτακτες και παροδικές ανάγκες της, όπου η εκτέλεση των εργασιών είναι από τη

φύση τους ή το σκοπό τους, περιορισμένες χρονικά (Σιδέρης, 2008: 32). Υπάρχει

δηλαδή έντονο το στοιχείο της εποχιακής απασχόλησης.

Αντίθετα στην περίπτωση που δεν προκύπτει ρητά ή σιωπηρά ο χρόνος λήξεως

της συμβάσεως, τότε μιλάμε για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η ουσιώδης

διαφορά των δύο συμβάσεων είναι ότι η ορισμένου χρόνου σύμβαση λήγει

αυτοδικαίως μετά το πέρας του χρόνου που συμφωνήθηκε, ενώ η αορίστου παύει να

ισχύει όταν καταγγέλλεται εκ μέρους ενός εκ των δύο συμβαλλομένων (Λεοντάρης,

2014: 21).

5.2 Κατάρτιση ατομικής σύμβασης εργασίας

Συνήθως, η ατομική σύμβαση εργασίας καταρτίζεται εγγράφως, όπου ο

εργοδότης γνωστοποιεί τους όρους εργασίας στον εργαζόμενο, κατά τέτοιο τρόπο

ώστε να διαφυλάσσεται ο εργαζόμενος από ενδεχόμενες συμφωνίες που μπορούν

Page 11: Ergasia2.pdf

να περιορίσουν τα δικαιώματά του. Με τη σύναψή της καθορίζονται θέματα

μισθοδοσίας, όπως επίσης και ο τόπος παροχής της εργασίας, που μπορεί να είναι

σταθερός ή και να μεταβάλλεται. Όπου δεν ορίζεται ρητά στην ατομική σύμβαση, το

δικαίωμα του εργοδότη να μεταθέτει τον εργαζόμενο, μεταγενέστερη απόφαση για

μετακίνησή του θεωρείται παράνομη, εφόσον αυτή πλήττει τα συμφέροντά του

(Σιδέρης, 2008: 34).

5.3 Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη

Ο νόμος δίνει την δυνατότητα στον εργοδότη να εποπτεύει και να οργανώνει

προσωπικά τις συνθήκες εργασίας και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η

επιχείρησή του. Επειδή όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαιρεσιών εκ μέρους του

εργοδότη, έχουν θεσπιστεί περιορισμοί του διευθυντικού δικαιώματος, που θέτουν

τροχοπέδη στις ενέργειες του για ενδεχόμενες καταχρήσεις εις βάρος των

εργαζομένων που είναι αντίθετες στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη.

Για τον λόγο αυτό τα δικαστήρια κρίνουν ότι συνιστά βλαπτική μεταβολή :

α) εργασία διαφορετική ή κατώτερη από αυτή που συμφωνήθηκε,

β) η μεταβολή χρόνου της εργασίας

γ) η μετάθεση εργαζομένου για λόγους εκδίκησης

δ) ανάθεση επιπρόσθετων και κοπιαστικών εργασιών

Αντιθέτως δεν υπάρχει βλαπτική μεταβολή όταν:

α) μετατίθεται ο εργαζόμενος σε υποκατάστημα άλλης πόλης της εργοδότριας

επιχείρησης και δεν έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο,

Page 12: Ergasia2.pdf

β) αποφασίζεται αλλαγή του είδους εργασίας, εφόσον συμπίπτει με την ειδικότητα

του εργαζομένου,

γ) στην περίπτωση αλλαγής της έδρας της επιχείρησης, η επουσιώδης μεταβολή

του χρόνου που απαιτείται για τη μετάβαση στην εργασία. (Σιδέρης, 2008: 53-55).

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων και αναφορικά με την περίπτωση μελέτης

που εξετάζουμε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως συγκρούονται από τη μια, τα

άξια προστασίας και ζωτικά συμφέροντα της εργαζόμενης και το καλώς νοούμενο

συμφέρον του Ιδρύματος, από την άλλη. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η

καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του Ιδρύματος φαίνεται πως είναι νόμιμη,

εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο και αποτελεί την έσχατη λύση, αφού η

εργαζόμενη αρνείται να εργαστεί στην Κομοτηνή και δεν μπορεί εκ των πραγμάτων

να απασχοληθεί στη Θεσσαλονίκη, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων του

Ιδρύματος εκεί.

6. Επίλυση των εργατικών διαφορών

6.1 Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ)

Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας είναι ένας ανεξάρτητος φορέας που

έχει σκοπό την υποστήριξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, παρέχοντας

υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας μεταξύ εργατικών και εργοδοτικών

οργανώσεων αλλά και μεμονωμένους εργοδότες. Επιλαμβάνεται διαφορών των

συλλογικών διαπραγματεύσεων χωρίς αρμοδιότητα στην επίλυση των ατομικών

εργατικών διαφορών.

Page 13: Ergasia2.pdf

6.2 Συμφιλιωτική διαδικασία - επίλυση εργατικών διαφορών

Στις περιπτώσεις που προκαλείται διαφωνία ή διένεξη για οποιαδήποτε θέμα που

αφορά τη σχέση εργασίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, το ΣΕΠΕ παρεμβαίνει

συμφιλιωτικά, κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των ενδιαφερόμενων μερών. Καταυτόν τον

τρόπο αρχίζει η συμφιλιωτική διαδικασία που με κάθε πρόσφορο μέσο

γνωστοποιείται στο άλλο μέρος. Ως εργατικές Διαφορές ορίζονται κάθε είδους

διαφωνίες μεταξύ εργαζομένων ή εργαζομένου και εργοδότη που προκύπτουν από

την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αναφορικά με τη σχέση

εργασίας.

Η διαδικασία της συμφιλίωσης διενεργείται σε τοπικό, περιφερειακό αλλά και σε

εθνικό επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο αρμόδιο όργανο διεξαγωγής της συμφιλιωτικής

διαδικασίας είναι ο Προϊστάμενος Τμήματος του ΣΕΠΕ ή ο Επιθεωρητής

Εργασιακών Σχέσεων που αυτός ορίζει. Σκοπός του συμφιλιωτή είναι η προσέγγιση

των απόψεων των ενδιαφερόμενων μερών, με στόχο τον τερματισμό της διένεξης και

τη διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης, το συντομότερο δυνατόν.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά τη συζήτηση της εργασιακής διαφοράς,

υποχρεούνται να παρίστανται αυτοπροσώπως ή δια μέσω εξουσιοδοτημένου

προσώπου. Μετά το πέρας της συμφιλιωτικής διαδικασίας συντάσσεται πρακτικό

όπου βεβαιώνεται αν επήλθε συμφωνία ή διαφωνία και υπογράφεται από τα

παριστάμενα μέρη και τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, ο οποίος διατυπώνει

έγγραφα την άποψή του επί της διαφοράς. Στην περίπτωση που ένα από τα μέρη

απουσιάζει, ο Επιθεωρητής καταγράφει τα όσα καταθέτει το παριστάμενο μέρος και,

σε αδικαιολόγητη απουσία θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο για το αληθοφανές των

ισχυρισμών αυτού. (Σημειώσεις Αμίτση, 2015, σελ.22, 26-28).

Page 14: Ergasia2.pdf

Αναφορικά με την περίπτωση του παραδείγματός μας και σύμφωνα με τα

ανωτέρω, θα μπορούσαν τα συμβαλλόμενα μέρη πριν την καταγγελία της σύμβασης,

να προσφύγουν στον συμφιλιωτή του Σ.Ε.Π.Ε., προκειμένου να επιλυθεί η διαφωνία.

Δεν είναι δυνατή η προσφυγή στον Ο.ΜΕ.Δ, διότι πρόκειται για ατομική διαφορά και

όχι συλλογική. Ο συμφιλιωτής έχοντας ακούσει και καταγράψει τις απόψεις των

εμπλεκόμενων μερών, θα επιχειρούσε να προτείνει μια λύση αποδεκτή και

συμφέρουσα και για τα δύο μέρη, ώστε να επιτευχθεί ο συγκερασμός των

αντιτιθέμενων απόψεων, με στόχο απρόσκοπτα να συνεχιστεί η σχέση εργασίας

ανάμεσα στην εργαζόμενη και το Ίδρυμα.

Page 15: Ergasia2.pdf

Επίλογος

Με την εκπόνηση της παρούσας εργασίας επιχειρήθηκε να προβληθεί το κύριο

μέλημα του νομοθέτη που είναι, οι γραπτοί νόμοι να διέπουν τις σχέσεις των

ανθρώπων με το πλέον αποτελεσματικό τρόπο και με γνώμονα το κοινό συμφέρον.

Ο ρόλος του Αστικού και Ενοχικού Δικαίου έγκειται στο ότι, ξεκάθαρα γίνεται

προσπάθεια ώστε να υπάρξει ισότητα μεταξύ των εμπλεκόμενων ατόμων που

συνδέονται μεταξύ τους με οποιαδήποτε είδους σχέση. Παρόμοια, από την μελέτη

της εργατικής νομοθεσίας συνάγεται το συμπέρασμα πως το εργατικό δίκαιο

προσπαθεί να ρυθμίσει με δίκαιο τρόπο τις σχέσεις εργαζομένου – εργοδότη, αλλά

και να προστατέψει τον εργαζόμενο, αποτρέποντας ενδεχόμενες αυθαιρεσίες του

εργοδότη κατά τρόπο καταχρηστικό.

Page 16: Ergasia2.pdf

Βιβλιογραφία

Πηνελόπη Χρ. Αγαλλοπούλου ( 2012), Βασικές Έννοιες Αστικού Δικαίου (Αθήνα - Θεσσαλονίκη:

Εκδόσεις Σάκκουλα, 3η έκδ.).

Πάνος Κ. Κορνηλάκης (2002), Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ( Αθήνα - Θεσ/νικη: Εκδόσεις Σάκκουλα).

Μιλτιάδης Κ. Λεοντάρης (2014), Εργατικό Δίκαιο (Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΜΙΣΟΣ, 22η έκδ.).

Δημήτρης Σιδέρης (2008), Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης. Τόμος Γ. Εργασιακές Σχέσεις.

Εργατικό Δίκαιο (Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο).

Ι. Σ. Σπυριδάκη (2004), Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου (Αθήνα - Κομοτηνή: Εκδόσεις ΑΝΤ. Ν.

Σάκκουλα, γ΄έκδ.).

Ι. Α. ΤΖΙΩΝΑΣ - Γ. Ε. ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ (2008), Θεμελιώδεις έννοιες Αστικού Δικαίου Α' - Β', 8 Σειρά:

Δίκαιο και Επιχείρηση (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις IuS ΚΑΡΒΑΡΙΤΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, Νέα Έκδοση

Συμπληρωμένη Επαυξημένη).

Σημειώσεις Γαβριήλ Αμίτσης, Εξελίξεις στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων την περίοδο 2010-2014

(Αθήνα, 2015)