Epo 41 02 Fassois

17
1 ΕΠΟ 41 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΦΑΣΟΗ ΘΕΜΑ: «Παρουσιάστε τις Απόψεις του Μαξ Βέμπερ καθώς και τις Απόψεις των Εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης για τη Νεωτερικότητα» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στόχος της εργασίας αυτής είναι, αρχικά, η προσέγγιση των βασικών κοινωνιολογικών εννοιών του Μαξ Βέμπερ για τη Νεωτερικότητα και, εν συνεχεία, η παρουσίαση των κριτικών απόψεων των Εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης αναφορικά στο ίδιο αντικείμενο. Οι δύο αυτές παραθέσεις διατηρούν πολλά κοινά σημεία, αποτέλεσμα των κοινών ερευνητικών στόχων τους και, ως ένα βαθμό, την επιρροή που άσκησε η βεμπεριανή θεώρηση στη διαμόρφωση τόσο των αρχικών κριτικών θέσεων όσο και των επί μέρους θεωριών που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ανωτέρω Σχολής. Για τον λόγο αυτόν, θα επιμείνουμε αναλυτικότερα στη βεμπεριανή θεώρηση, καθώς θα εξετάσουμε και ορισμένες θέσεις της νεωτερικής 1 παράδοσης που αποτελούν, αναμφίβολα, κοινό πεδίο προβληματισμού. 1 Ως Νεωτερικότητα ορίζουμε τη συστημική επικράτεια του Λόγου σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, με ελεγκτικές παραμέτρους τη νοησιαρχία, τον ορθολογισμό και την επιστημονικότητα. Στοιχεία που ενδυναμώνουν αυτή την επικράτεια είναι η κανονικότητα, η συστηματικότητα, η νομιμότητα και ο ελεγκτικός υπολογισμός των θεμάτων στα οποία ενσωματώνεται και με τα οποία προωθείται αυξητικά στον κόσμο. Εφαρμόζεται στους τομείς της κοινωνικής βιόσφαιρας και ιδιαίτερα στην πολιτική, την οικονομία, το δίκαιο, την επιστήμη και την τέχνη. Οι καταβολές της πηγάζουν από την εποχή και τα ιδεώδη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και, ουσιαστικά, εκπληρώνουν τα δικά του προτάγματα. Η πρόοδος και η ευημερία του ανθρώπου αποτελούν ύψιστους στόχους και, σε θεωρητικό και τεχνολογικό επίπεδο, η σύγχρονη εποχή ανήκει ολοκληρωτικά στην ιστορική περίοδο της νεωτερικότητας.

Transcript of Epo 41 02 Fassois

Page 1: Epo 41 02 Fassois

1

ΕΠΟ 41

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΦΑΣΟΗ

ΘΕΜΑ:

«Παρουσιάστε τις Απόψεις του Μαξ Βέμπερ καθώς και τις Απόψεις των

Εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης για τη Νεωτερικότητα»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στόχος της εργασίας αυτής είναι, αρχικά, η προσέγγιση των βασικών

κοινωνιολογικών εννοιών του Μαξ Βέμπερ για τη Νεωτερικότητα και, εν συνεχεία, η

παρουσίαση των κριτικών απόψεων των Εκπροσώπων της Σχολής της

Φρανκφούρτης αναφορικά στο ίδιο αντικείμενο.

Οι δύο αυτές παραθέσεις διατηρούν πολλά κοινά σημεία, αποτέλεσμα των κοινών

ερευνητικών στόχων τους και, ως ένα βαθμό, την επιρροή που άσκησε η βεμπεριανή

θεώρηση στη διαμόρφωση τόσο των αρχικών κριτικών θέσεων όσο και των επί

μέρους θεωριών που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ανωτέρω Σχολής. Για τον λόγο

αυτόν, θα επιμείνουμε αναλυτικότερα στη βεμπεριανή θεώρηση, καθώς θα

εξετάσουμε και ορισμένες θέσεις της νεωτερικής1 παράδοσης που αποτελούν,

αναμφίβολα, κοινό πεδίο προβληματισμού.

1 Ως Νεωτερικότητα ορίζουμε τη συστημική επικράτεια του Λόγου σε όλες τις εκφάνσεις της

ανθρώπινης ζωής, με ελεγκτικές παραμέτρους τη νοησιαρχία, τον ορθολογισμό και την

επιστημονικότητα. Στοιχεία που ενδυναμώνουν αυτή την επικράτεια είναι η κανονικότητα, η

συστηματικότητα, η νομιμότητα και ο ελεγκτικός υπολογισμός των θεμάτων στα οποία

ενσωματώνεται και με τα οποία προωθείται αυξητικά στον κόσμο. Εφαρμόζεται στους τομείς της

κοινωνικής βιόσφαιρας και ιδιαίτερα στην πολιτική, την οικονομία, το δίκαιο, την επιστήμη και την

τέχνη. Οι καταβολές της πηγάζουν από την εποχή και τα ιδεώδη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και,

ουσιαστικά, εκπληρώνουν τα δικά του προτάγματα. Η πρόοδος και η ευημερία του ανθρώπου

αποτελούν ύψιστους στόχους και, σε θεωρητικό και τεχνολογικό επίπεδο, η σύγχρονη εποχή ανήκει

ολοκληρωτικά στην ιστορική περίοδο της νεωτερικότητας.

Page 2: Epo 41 02 Fassois

2

Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΜΠΕΡ

Η διερευνητική κριτική του Βέμπερ για τη νεωτερικότητα είναι διάσπαρτη στο

σύνολο των κειμένων του και αποτελεί ένα ζητούμενο με πολυδιάστατες αναφορές

στο στοχαστικό και επιστημονικό έργο του πρωτεργάτη γερμανού κοινωνιολόγου.

Μια χαρακτηριστική του έκφραση αναφέρει ότι, «…σημασία έχει μια εξασκημένη και

αδυσώπητη ματιά πάνω στον κόσμο…»,2 και αυτή η ματιά είναι σταθερά προσηλωμένη

στις κοινωνικές παραμέτρους της νέας εποχής. Προσεγγίζοντας άμεσα το έργο του,

ας έρθουμε στον πυρήνα της προβληματικής του: «…η σχάση εντός του ίδιου του

ορθολογισμού σε τυπική και υλική ορθολογικότητα, αποτελεί το διαρκώς αναπαραγόμενο λίκνο

της νεωτερικότητας…».3 Αυτό αποτελεί και το κύριο μέλημα της κοινωνιολογικής

επιστήμης του Βέμπερ: να καταδείξει τις εντάσεις και τις αντινομίες μιας

διευρυμένης κοινωνικής πραγματικότητας που συμβαίνει στο δυτικό πολιτισμό, στα

τέλη του 19ου αιώνα.

Ο Βέμπερ ασχολείται με το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του και

αναλαμβάνει το σχέδιο μιας ανασύνθεσης που αποβλέπει στην κατανόηση των

κοινωνικών δεδομένων. Το πνεύμα της βεμπεριανής «κατανοητικής» κοινωνιολογίας

εδράζεται και εξασκείται με άξονες: τον επαναπροσδιορισμό του επιστημονικού

λόγου και την επανεκτίμηση των πολιτισμικών αξιών.4 Εντούτοις, επίκεντρο της

πολυμορφικής του επιχειρηματολογίας παραμένει η γνωσιοθεωρητική διερεύνηση

των «προτύπων-εννοιών»: των κυρίαρχων και τυπολογικών δομών ενός ιστορικού

και κοινωνικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται όλες οι ρητές και εμφανείς ενδείξεις

πολλαπλών κοινωνικών συμπεριφορών και εκδηλώσεων.5 Μέσα σε αυτές

συγκαταλέγονται οι κύριες πνευματικές και φυσικές δραστηριότητες του ανθρώπου,

όπως η θρησκεία, η οικονομία, η πολιτική, η εργασία, η τέχνη και η επιστήμη. Από

το πεδίο αυτό, το ερευνητικό του έργο είναι εξαιρετικής σημασίας και αποτελεί

αφετηρία πολλών παραθέσεων και αντιπαραθέσεων στους μετέπειτα κύκλους των

κοινωνικών επιστημών.

2 (Weber, 1997, σ.28)

3 (Γκιούρας, χχ, σ.11)

4 (ό.π., σ.1)

5 (Weber, 1997, σ.14)

Page 3: Epo 41 02 Fassois

3

Ο Βέμπερ αναζητά την ολοκλήρωση μιας κοινωνιολογικής και κατανοητικής

«εποπτείας της αποσπασματικότητας»: μιας αποσπασματικότητας κοινωνικών

διεργασιών την οποία διαβλέπει στους ιστορικούς και θεωρητικούς ορίζοντες της

εποχής, γόνιμο σχέδιο της οποίας εμφανίζεται να αποτελεί η νεωτερικότητα. Αρχικά,

διαπιστώνει, όπως και άλλοι, το νεωτερικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας.6

Ταυτόχρονα, δεν παύει να προβληματίζεται με τη διαφαινόμενη αρνητικότητα των

ιστορικών και περιστασιακών εφαρμογών της. Διαρκής και επιτελική του μέριμνα, η

ερμηνευτική καταγραφή κάθε τυπικού ή άτυπου κοινωνικού προγράμματος που

εκδηλώνεται, είτε με νεωτερικές και εξορθολογισμένες, είτε με μαζικές και

εξουσιαστικές προσλαμβάνουσες.

Για να εξετάσουμε την πολυμορφία αυτής της εποπτικής προσέγγισης, θα

επιχειρήσουμε να διαχωρίσουμε τους τομείς της σε τρία αναλυτικά επίπεδα, τρεις

βασικούς «νομοδομικούς» στόχους της κοινωνιολογικής πρακτικής προς τους

οποίους η βεμπεριανή σκέψη κατευθύνει «…τη διεξοδική και αγωνιώδη αναζήτηση του

νοήματος της ιστορικής πορείας της νεωτερικότητας».7

Τα τρία αυτά επίπεδα, με διαγραμματικό παρά εννοιολογικό προσδιορισμό, δύνανται

να καταχωρηθούν ως: α) ατομικότητα, β) κοινωνικότητα και, γ) θεσμικότητα. Ο

διαχωρισμός αυτός διαπλέκει, εξαρχής, έναν ενιαίο ιστό γενικής σημασίας και ένα

πλέγμα δομικών μορφοποιήσεων. Ουσιαστικά, όμως, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο

ότι τα τρία αυτά επίπεδα συναποτελούν κοινούς πραγματολογικούς τόπους, δηλαδή

εξειδικεύσεις πραγματικοτήτων, και κατά συνέπεια αλληλένδετους κύκλους

σχεσιακών και αξιακών περιεχομένων. Το εγχείρημα αυτό μας οδηγεί κατευθείαν στη

λειτουργική και εργαλειακή χρήση της βεμπεριανής πρακτικής.8

6 «…συγκεκριμένα θεωρητικά συστήματα τα οποία, ήδη από τον 17ο αιώνα θέτουν ως στόχο πραγμάτευσης

τόσο την λογική (επιστημονική) παρατήρηση του κοινωνικού κόσμου όσο και την ορθολογική θεμελίωση των

αξιών οι οποίες συγκροτούν ή οφείλουν, απέναντι στην εμπειρική ιστορία, να συγκροτούν αυτό τον κόσμο.»

(Γκιούρας, χχ, σ.2)

7 (ό.π., σ.44)

8 «Ο απρόσωπος, κενός υποκειμενικότητας χαρακτήρας των δομών του νεωτερικού ‘κόσμου’ είναι μία από

τις πάγιες διαπιστώσεις της βεμπεριανής κοινωνικής επιστήμης αναφορικά με το ιστορικό παρόν.» (ό.π.,

σ.14)

Page 4: Epo 41 02 Fassois

4

Η βεμπεριανή κατεύθυνση στο χώρο της νεωτερικότητας πραγματοποιείται κυρίως

μέσα από την έρευνα για την ανάπτυξη της ορθολογικότητας. Πρόκειται για μια

ορθολογικότητα, γνήσιο τέκνο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που οριοθετεί ένα

ιδιαίτερο πλαίσιο ατομικών επιλογών και προορίζεται να επιτελέσει ένα

συγκεκριμένο τρόπο οικονομικής ανταλλαγής, ενώ παράλληλα διαθέτει τις εγγενείς

προκείμενες για την υλοποίηση ενός θεσμοθετημένου κοινωνικού προτύπου.9 Το

κομβικό ερώτημα όμως που τίθεται από τον Βέμπερ αφορά στη δυνατότητα της

συνεκτικότητας και της υποστασιοποίησης αυτού του νεωτερικού σχεδίου και οι

δισταγμοί του κατευθύνονται προς την έμπρακτη μεθοδολογία των επιδιωκόμενων

στόχων. Σταδιακά, ο ορθολογισμός και η πρόοδος εμφανίζουν τις αρνητικές τους

όψεις. Οι μεταστροφές των επιμέρους χαρακτηριστικών τους αναδύουν ολοένα και

συχνότερα στοιχεία εντροπίας, ανορθολογισμού και οπισθοδρόμησης, και η

νεωτεριστική προοπτικότητα επιδέχεται μια νέα επιστημολογική διάσταση, τις

κοινωνικές επιστήμες.10

Η βεμπεριανή προβληματική εδράζεται ακριβώς στα σημεία έντασης και με

συνενωτικό τρόπο αποσκοπεί σε ένα προσαρμοσμένο επιστημονικό πλαίσιο μέσα στο

οποίο είναι εφικτή η αναδιατύπωση των νεωτερικών προταγμάτων με επίκεντρο την

υποστασιοποίηση της ατομικότητας.

Α. Ατομικότητα

Ας εξετάσουμε πρώτα την περίπτωση της ατομικότητας: τη σημασία της μέσα στο

πλαίσιο του νεωτερικού σχεδίου και τον τρόπο με τον οποίο η βεμπεριανή θεώρηση

προάγει τον προβληματισμό της.

9 (Κονδύλης, 1998, Ι, σσ.47 και 61)

10 «Μορφή και περιεχόμενο διέπονται από διαρκή ένταση στη νεωτερικότητα, πράγμα το οποίο επιτρέπει και

επιβάλλει το σχηματισμό μιας επιστήμης η οποία κινείται πρωτίστως μεταξύ των ρηγμάτων και των κενών,

των «αντινομιών», που μπορούν να ανακατασκευαστούν μέσα από τις νοηματικές συστοιχίες ή

ανακολουθίες.» (Γκιούρας, χχ, σ.12)

Page 5: Epo 41 02 Fassois

5

Τα καίρια αιτήματα του Διαφωτισμού, με έμφαση στην ατομική ελευθερία και την

κοινωνική ισότητα, αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της δυτικής διανόησης.11 Με

γνώμονα αυτές τις αξίες διαμορφώνεται το πνεύμα της σύγχρονης συμβιωτικής

κοινωνίας και προσδιορίζεται ταυτόχρονα το δυνητικό πρόγραμμα μιας συστημικής

νεωτερικότητας, η οποία διασφαλίζει ζωτικούς τομείς του βίου, όπως η εργασία, η

παιδεία, η επιστήμη, η τεχνολογία, η διακυβέρνηση και το δίκαιο. Αυτό το

ζητούμενο, μιας συστημικής νεωτερικότητας με κύριο εργαλείο τον ορθολογισμό,

αποτέλεσε την επιτομή του αστικού νεωτερικού πνεύματος, αλλά παρέμεινε επίσης

και χαμένη προσδοκία των κοινωνικών επαναστάσεων της σύγχρονης ιστορίας,

καθώς στην πράξη ουδέποτε υπερέβη τις δυσχερείς καταστάσεις των δύο

μεγαλύτερων παραγώγων που έθεσε σε εφαρμογή: τις κοινωνικές και εθνικιστικές

ανακατατάξεις των λαών της Δύσης, και τις οικονομικές απαιτήσεις του σύγχρονου

κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού.12

Ο Βέμπερ συναντάται στο μεταίχμιο της εξέλιξης του πνευματικού σε ορθολογικό

και η διεισδυτική του ματιά εντοπίζει τους μηχανισμούς της ανορθολογικότητας σε

πλείστους τομείς της διαδικασίας. Μέσα από εμπειρικό κυρίως έργο, διαβλέπει τις

μεθοδεύσεις και τις γενικεύσεις πολύπλοκων χαρακτηριστικών του ορθολογισμού να

μετατρέπονται σε μηχανισμούς φυσικού καταναγκασμού και κοινωνικής καταπίεσης,

ενώ, μια ολοένα αυξανόμενη ηθική των σκοπιμοτήτων13 διαβρώνει τους τελικούς

προσδιορισμούς. Η υπολογιστική δύναμη στρέφεται στην οικονομική κερδοφορία, η

τεχνολογική ανάπτυξη μεταμορφώνεται σε εργασιακή εκμετάλλευση και η θέσπιση

δίκαιου κράτους μετουσιώνεται σε κρατικό γραφειοκρατικό επεκτατισμό.14

11 (Κονδύλης, 1998, ΙΙ, σ.161)

12 «Η αναζήτηση αυτή αρθρώνεται σε μια περίοδο όπου η εμπράγματη δυνατότητα της εκπλήρωσης των

επαναστατικών αστικών υποσχέσεων φαίνεται να έχει εξανεμιστεί ή να έχει υποχωρήσει, δίνοντας τη

θέση της σε μηχανισμούς απρόσωπης κερδοφορίας, κερδοσκοπίας και κατεξουσιασμού. Αυτό είναι το

βαθύτερο νόημα της διαπίστωσης, ήδη το 1895, ότι «ξεθώριασαν πλέον τα αφελή ιδεώδη της ελευθερίας

από την πρώτη μας νεότητα.» (Γκιούρας, χχ, σ.44)

13 (Ερμηνευτικά Κείμενα, 1998, σ.51)

14 «…η μοναδικότητα της σύγχρονης περιόδου αναδεικνύεται πρωτίστως και κατά βάση ως

μοναδικότητα ενός συγκεκριμένου είδους της οικονομικής πράξης, και αυτό το είδος είναι η σύγχρονη

κεφαλαιοκρατία.» (Γκιούρας, χχ, σ.16)

Page 6: Epo 41 02 Fassois

6

Η βεμπεριανή θέση εγείρει το αίτημα της επαναξιολόγησης και της ανασυγκρότησης

των νεωτεριστικών αρχών και αναδεικνύει το άτομο, με το νόημα της επιγνωσμένης

ατομικότητας, ως κυρίαρχο ρυθμιστικό παράγοντα του ιστορικού γίγνεσθαι.15 Μέσα

από την ευθύνη μιας κοινωνικοποιημένης πλέον ατομικότητας, αναλαμβάνεται η

οντολογική θεμελίωση του κοινωνικού βίου με βάση αξιακά περιεχόμενα που

ελέγχουν και οριοθετούν τις αρχικές επιδιώξεις. Πρόκειται για την κοινωνιολογική

υποστασιοποίηση μιας ηθικής της υπευθυνότητας.16

Ο συσχετισμός των επί μέρους πράξεων της νοηματικά προσανατολισμένης17

ατομικότητας επιφέρει την κοινωνικοποίηση της δράσης. Η μόνη διαδικασία, ικανή

να κινητοποιήσει το εύρος και το βάθος των κοινωνικών πραγματικοτήτων, αλλά και

να οριοθετήσει τον αντικειμενικό κόσμο ενός πολιτιστικού περίγυρου, εξακολουθεί

να είναι η εξορθολογισμένη ικανότητα του ατόμου που βασίζεται στη συγκριτική

αντίληψη και τον προοπτικό υπολογισμό. Αλλά τώρα πλέον, κάθε ατομική πράξη

εννοείται ως πυρήνας κοινωνικής δράσης και αποκτά τη νοηματοδότηση μιας

αντικειμενικής δυνατότητας.18 Ουσιαστικά, το ζητούμενο του νεωτερικού σχεδίου

παραμένει ενεργό, εμπλουτισμένο και ανανεωμένο με τη σημασία ενός νέου πλαισίου

αναφορικότητας, αυτό της κοινωνικότητας.

Β. Κοινωνικότητα

Εξετάζουμε το επόμενο σχεσιακό επίπεδο του εγχειρήματός μας: την κοινωνικότητα,

όπως εκφράζεται μέσα στο σύνολο των δυνητικών και αλληλοεξαρτώμενων

πολιτιστικών μορφωμάτων. Εδώ, συσχετίζονται οι διαβαθμίσεις της κοινωνίας, οι

15 «Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό ο Weber συνδυάζει τόσο την προσέγγιση του ιστορισμού, με την

έμφαση στην εκάστοτε μοναδικότητα ενός κοινωνικού μορφώματος, όσο και του νεοκαντιανισμού, ο

οποίος… επαναδιατυπώνει το ζήτημα της διάσωσης της ατομικότητας μέσα στην ιστορία, όσο, τέλος, και

του ιστορικού υλισμού, έστω και μόνο μέσα από την έμφαση των ειδικών οικονομικών παραγόντων της

νεωτερικότητας οι οποίοι καθορίζουν τόσο την κοινωνική μορφή (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών

δυνατοτήτων της), όσο και τη μορφή της ανθρώπινης ‘ψυχής’.» (Γκιούρας, χχ, σ.15)

16 (Ερμηνευτικά Κείμενα, 1998, σ.10)

17 (Weber, 1997, σ.12)

18 (ό.π., σ.17)

Page 7: Epo 41 02 Fassois

7

δεσμοί με το κράτος, την εξουσία, τους νόμους, τη θρησκεία, την εργασία, καθώς και

άλλων κοινωνικών συνδέσμων με την πολιτειακή και οικονομική εξέλιξη. Εξετάζεται

επίσης ο τρόπος με τον οποίο οι διεργασίες αυτές παρατίθενται στην ερμηνευτική της

βεμπεριανής απόδοσης.

Σε ένα από τα σημαντικότερα πεδία ερευνών, ο Βέμπερ αντιπαραβάλει τη φύση του

θρησκευτικού ιδεώδους, όπως αυτό εμφανίζεται σε ένα συλλογικό μόρφωμα (εδώ, με

τη σημασία της προτεσταντικής ηθικής), και τη συσχετίζει με το κεφαλαιοκρατικό

πνεύμα της νέας εποχής.19 Αυτό που επιτυγχάνεται καθοριστικά είναι η θεμελιακή

σύζευξη πεποιθήσεων και υλικών απολαβών εντός ενιαίου κατανοητικού πλαισίου. Η

συνάρτηση των οικονομικών και των επί μέρους κοινωνικών πραγματικοτήτων είναι

αδιάρρηκτη. Επιπρόσθετα, αυτή η τομή της ερμηνευτικής κοινωνιολογικής

διαπίστωσης καταδεικνύει ότι, «…Η θρησκευτική ρίζα του νεωτερικού οικονομικού

ανθρώπου έχει πεθάνει».20

Ένας νέος τύπος ανθρώπου προκύπτει ως αποτέλεσμα των οικονομικών και

υλιστικών διεργασιών. Η κεφαλαιοκρατική διαδικασία δεν παράγει μόνο οικονομικό

κέρδος, αλλά πρωτίστως υλικές ανάγκες και υλιστικές προτεραιότητες. Αυτόματα,

κάθε κοινωνικό σχέδιο υποχρεούται να ακολουθήσει τις νέες προδιαγραφές, τα νέα

πρότυπα κοινωνικής υπόστασης και, τέλος, να αναδομήσει τα πολιτιστικά του

μορφώματα σε νέες βάσεις. Η ηθική και κοινωνική αναδιάρθρωση του συνόλου είναι

ένα από τα μεγάλα ζητήματα των συνεπειών της νεωτερικότητας, χωρίς να

διασφαλίζονται, ταυτόχρονα, οι καταληκτικές συνέπειες.21 Αυτό το χάσμα του

ανορθολογισμού εμφανίζεται ισχυρό, καθώς ακολουθείται από μια, αντίστροφη της

προόδου, πορεία. Αντί από την κοινωνικοποιημένη ατομικότητα να προχωρήσουμε

προς την κατεύθυνση της υπεύθυνης κοινωνικότητας, συμβαίνει η νεωτερική

συλλογικότητα να διαχέεται στους λαβυρίνθους ενός εξατομικευμένου ωφελιμισμού.

Κατά τον Χέγκελ, «…στην αστική κοινωνία ο καθένας έχει τον εαυτό του ως σκοπό και

ό,τιδήποτε άλλο δεν του είναι τίποτε».22

19 (Weber, 2006, σ.63)

20 (Γκιούρας, χχ, σ.33)

21 (Πολιτισμοί, 2005, σ.100)

22 (Γκιούρας, χχ, σ.29)

Page 8: Epo 41 02 Fassois

8

Ο Βέμπερ επισημαίνει το ανορθολογικό κενό και αντιπαραθέτει σύνθετους

ερμηνευτικούς τύπους για την κατανόηση των κοινωνιολογικών φαινομένων.

Κυρίως, αντιλαμβάνεται τη θεμελίωση ενός δυϊσμού της ορθολογικότητας σε τυπική

και υλική κατεύθυνση, αλλά και την καθοριστική επικράτηση δύο οικονομικών

προσδιοριστικών αξόνων της ευρείας συλλογικής δράσης: τον χρηματικό ποσοστιαίο

υπολογισμό και την οικονομία κόστους. Οι άξονες αυτοί είναι που μεταλλάσσουν την

αγοραία κοινότητα σε απρόσωπη βιοτική σχέση, επιφέρουν την εξαντικειμενοποίηση

του υποκειμένου ως μια μονοδιάστατη εξέλιξη του ατόμου και, τέλος, ευθύνονται για

τον εγκλωβισμό του κοινωνικού δυναμικού μέσα στο σιδερένιο κλωβό του

εξορθολογισμού.23

Οι ανορθολογικές αυτές σχέσεις διέπουν ολόκληρο το φάσμα της νεωτερικής ζωής

και επιδρούν ανασταλτικά στις ουσιαστικές συνάψεις των κοινωνικών μορφών,

«…τις δεδομενικότητες του κοινωνικού πράττειν…»,24 όπως αυτές νοηματοδοτούνται

στο ορθολογικό πλαίσιο των κοινωνικών διαβαθμίσεων. Η συμμετοχή στη

διάρθρωση και τη διοίκηση του κράτους, ο έλεγχος των νομικών δομών, η οργάνωση

του εργασιακού πλαισίου, η επιλογή των πολιτικών και πολιτιστικών προτύπων, η

αξιολόγηση των οικονομικών και διαχειριστικών αναγκών, η προσαρμογή των

εμπορικών ανταλλαγών, η πρόσβαση στην πληροφόρηση, η διευθέτηση της

επιστημονικής εμπειρίας και η αξιοποίηση της τεχνολογικής βάσης, αποτελούν

ορισμένα μόνο από τα κύρια παράγωγα των συνάψεων που αναφέραμε και

υπόκεινται σε ανορθολογικούς περιορισμούς. Αίφνης, η νεωτερική κοινωνία υψώνει

ανυπέρβλητα στεγανά, ακριβώς εκεί, όπου υποτίθεται, ότι διασφαλίζει την

απρόσκοπτη λειτουργικότητα προς όφελος των μελών της.

Με τη διερεύνηση των δεδομένων του κοινωνικού πράττειν, η βεμπεριανή σκέψη δεν

μας εισάγει μόνο στις εκφάνσεις των κοινωνικών πραγματικοτήτων, αλλά επίσης και

στο χαρακτηριστικό της εποχής που θεωρεί ως σημαντικότερο κοινωνικό φαινόμενο

και, συγχρόνως, επιτομή της νεωτερικής προοπτικής: την απομυθοποίηση ή

απομάγευση του κόσμου.25

23 (Weber, 2000, σσ.63-65)

24 (Weber, 1997, σ.20)

25 (Ερμηνευτικά Κείμενα, 1998, σ.78)

Page 9: Epo 41 02 Fassois

9

Η στοχαστική του Βέμπερ διαθέτει το κρίσιμο στοιχείο της συναίνεσης. Η κριτική

του εφαρμόζεται πάντοτε ως αποτέλεσμα εμπειρικής και όχι θεωρητικής

προσέγγισης. Με αυτή την έννοια, η απομάγευση, δηλαδή η αποκαλυπτική διάσταση

της επιστημονικής γνώσης, αποτελεί το θετικότερο χαρακτηριστικό του νεωτερικού

πνεύματος. Η ολοκληρωτική εφαρμογή αυτής της γνώσης είναι που θα αναδείξει τις

ουσιαστικές, ηθικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνατότητες της νεωτερικότητας:

«Στη διάρκεια του πολιτισμού, η απομάγευση, αποτελεί πολιτισμική διαμεσολαβητική στάση».26

Αναντίρρητα όμως, τίθεται το ζήτημα των ορίων και του πλαισίου μέσα στο οποίο, η

αποκαλυπτική αυτή δύναμη της γνώσης εξασκείται, καθώς ο παλμός της

νεωτερικότητας, από καταβολής του, καταστρατηγεί τα φυσικά όρια και σπάνια

συνάδει με τις ανθρώπινες ψυχολογικές καταστάσεις. Αυτή η διάσταση της

προοπτικής του κόσμου, και ιδιαίτερα ο πνευματικός αγώνας που συνεπάγεται

ενάντια σε κάθε είδους δαιμονικών και ανορθολογικών πεποιθήσεων,

χρησιμοποιήθηκε, πρωτίστως, για τον «…αυτοπροσδιορισμό της νεωτερικής συνείδησης

και κοινωνίας απέναντι σε παρελθόντα αξιολογικά μέτρα».27

Ο πνευματικός αγώνας μετουσιώνεται σε υλιστικό επίπεδο και διαπράττεται είτε ως

κοινωνική πράξη, «…ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στον άνθρωπο…», είτε ως

οικονομική πράξη, «…εργασιακές και χρηματικές σχέσεις…». Η απομυθοποιητική

διάκριση των πραγμάτων στον Βέμπερ, προκύπτει από τις βαθύτερες προκείμενες

των χαρακτηριστικών τους και, χωρίς να αποκλείει τη μαρξιστική προσέγγιση του

καθοριστικού συσχετισμού των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών

σχέσεων, φαίνεται να επικεντρώνεται μάλλον σε μιαν ανάλυση των μορφικά εγγενών

εξουσιαστικών σχέσεων, μεθοδολογία η οποία τον οδηγεί και στην παραγωγή των

νοηματικών και εννοιολογικών ιδεοτύπων του.28

Η εργαλειακή θεμελίωση των κοινωνιολογικών ιδεοτύπων που προκρίνονται ως

απαραίτητοι για την κατανόηση των λογικών, δομικών και νοηματικών πόρων του

26 (Γκιούρας, χχ, σ.28)

27 (ό.π., σ.23)

28 (Weber, 1997, σ.14)

Page 10: Epo 41 02 Fassois

10

παρόντος, μας οδηγεί στο τρίτο σχεσιακό επίπεδο: τη θεσμικότητα, μέσα από την

οποία συντελείται το κυρίαρχο σχήμα των θεσμικών προδιαγραφών του φυσικού και

κοινωνικού νεωτερικού βίου.

Γ. Θεσμικότητα

Στο βαθμό που η νεωτερικότητα, ως αποτέλεσμα μιας πλειάδας κοινωνικοκεντρικών

συνθέσεων, αποτελεί ένα ευδιάκριτο πολιτιστικό πρόγραμμα, χρειάζεται την

ανάπτυξη ενός συνόλου νέων σχηματισμών και ενός πεδίου που να ευνοεί την νόμιμη

και σταθερή εφαρμογή του ορθολογισμού.29 Προκύπτει, κατά συνέπεια, ένα

ευρύτερο κοινωνιολογικό πλαίσιο που ορίζεται ως: θεσμικότητα, και εντός της οποίας

οι προκείμενες του νεωτερικού σχεδίου οριοθετούνται και επαναπροσδιορίζονται,

καθώς εκλαμβάνουν νέες χρήσεις και βαθύτερους προσδιορισμούς. Κατά τον

Χέγκελ, «…κάθε θέσμιση της κοινής ζωής δεν είναι παρά η πραγμάτωση αξιακών θεάσεων

που διαμορφώνονται μέσα στις συνειδήσεις».30

Η νεωτερικότητα αναλαμβάνει τη θέσμιση των συνειδητών αξιακών θεάσεων με

βάση τα κύρια χαρακτηριστικά του ορθολογισμού. Το θεσμικό πλαίσιο καθιδρύεται

με ορισμούς: την κανονικότητα των λειτουργιών, τη νομιμότητα των εξουσιών, την

αποδοτικότητα και τον υπολογισμό των στόχων. Η δυναμική αυτού του συνόλου, ή

αλλιώς αποκαλούμενο σύστημα νομικής-ορθολογικής εξουσίας,31 αποτελεί ένα νέο

κοινωνιολογικό περιεχόμενο και διακριτό συστατικό της σύγχρονης δυτικής

κοινωνίας, ενώ κυριότερα παράγωγα της υποστασιοποίησής του παραμένουν: το

αστικό κράτος, η συνταγματική πολιτική εξουσία, το αστικό δίκαιο, η οικονομία του

κεφαλαίου και ο διοικητικός γραφειοκρατικός μηχανισμός.32

29 (Πολιτισμοί, 2005, σ.95)

30 (Ερμηνευτικά Κείμενα, 1998, σ.66) και (Weber, 2001, σ.185)

31 (Weber, 2001, σ.23)

32 «Αυτή η τάξη (κυριαρχίας) είναι τώρα δέσμια των τεχνικών και οικονομικών συνθηκών της

(μαζικής βιο-)μηχανικής παραγωγής, που καθορίζει σήμερα τη ζωή όλων των ανθρώπων που

γεννώνται σε αυτό τον μηχανισμό, και όχι μόνο εκείνων που ασχολούνται με την οικονομική

συσσώρευση, με μια δύναμη στην οποία δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί.» (ό.π., σ.120)

Page 11: Epo 41 02 Fassois

11

Ο θεσμικός τρόπος, «…ως υφιστάμενο πλέγμα εξουσίας…»,33 μέσω του οποίου

προάγεται η εξέλιξη του τεχνικού ορθολογισμού στη νεωτερική κοινωνία είναι

αυστηρά διαδικαστικός και, πέρα από τους θετικούς συνειρμούς του όρου, η

βεμπεριανή θεώρηση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αξιολογεί θετικά αυτή τη

διαδικασία.34

Ακριβώς αυτή η προ-κριτική στάση του Βέμπερ, σε συνδυασμό με την έντονη

παρουσία μιας θεσμικού πλαισίου πανεπιστημιακής κοινότητας, μας οδηγεί στις

κριτικές αναθεωρητικές απόψεις των εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης.

Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ

Η Σχολή της Φρανκφούρτης δραστηριοποιείται το 1923, καθώς μια ομάδα γερμανών,

κυρίως, κοινωνιολόγων συντάσσουν τις δυνάμεις τους στο επιστημονικό δυναμικό

μιας πανεπιστημιακής σχολής και, εντός του ιδιαίτερου κοινωνικοπολιτικού κλίματος

του μεσοπολέμου, επιχειρούν την αναμόρφωση των κοινωνικών επιστημών της

εποχής. Κεντρικό σημείο του προσανατολισμού τους, ως αποτέλεσμα παράλληλα

στοχαστικού και ερευνητικού έργου, αποτελεί η δημιουργία ενός ενοποιητικού

προγράμματος, μέσω του οποίου το σύνολο των θεωρητικών και πρακτικών

προσεγγίσεων της κοινωνίας δύναται να αποκτήσει συνοχή, κύρος και διάρκεια. Στην

προσπάθεια αυτή ενεργοποιείται όλο το γνωσιακό και επιστημολογικό απόθεμα.

Συγκεκριμένα, η φιλοσοφική κοινωνιολογική θεώρηση που προέρχεται από την

παραδοσιακή στοχαστική της κοινωνικής φιλοσοφίας συνδυάζεται με την ερευνητική

κοινωνιολογική πρακτική των επί μέρους κοινωνικών επιστημών, όπως αυτές των

οικονομικών και πολιτικών ερευνών, και εξετάζονται υπό το πρίσμα των

ψυχολογικών αναλύσεων της νεοσύστατης ψυχαναλυτικής μεθόδου.

33 (Weber, 2001, σ.190)

34 «Όσο και αν αυτές οι εξελίξεις οδηγούν σε υψηλότερα επίπεδα απόδοσης, καθαυτές δεν αποτελούν

ποιοτικά ανώτερα στάδια εξέλιξης. Επομένως η ορθολογικότητα δεν έχει, για τον Βέμπερ, μια εσωγενώς

θετική ποιότητα. Σε αυτό το σημείο διαφοροποιείται ριζικά από την ιδεαλιστική παράδοση και έρχεται

κοντά στους κριτικούς αυτής της παράδοσης, όπως ο Νίτσε.» (ό.π., σσ.101-102)

Page 12: Epo 41 02 Fassois

12

Μέγα ζητούμενο της μεσοπολεμικής αυτής περιόδου αποτελεί ο έλεγχος για την

εγκυρότητα της μαρξιστικής ανάλυσης, καθώς νέες κοινωνικές προκείμενες έχουν

μεταβάλει το ενδεχόμενο μιας ιστορικά προκαθορισμένης ταξικής σύγκρουσης.35 Στο

προσκήνιο έχουν ενσκήψει δραματικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, με

χαρακτηριστικότερη την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Τα μεγάλα αιτήματα της

κοινωνικής ανέλιξης, αν και εξακολουθούν να προσδιορίζονται με βάση τα

προτάγματα της νεωτερικότητας, δεν συμπορεύονται πλέον με τις υλικοτεχνικές

αναγκαιότητες ενός κεφαλαιοκρατικού και εθνοκεντρικού κοινωνικού γίγνεσθαι.

Παράλληλα, δεν ενεργοποιούνται οι προβλεπόμενες κοινωνικές ομάδες προς την

μετάπτωση του κοινωνικού συστήματος, καθώς η ολιστική διαδικασία του

νομικοεξουσιαστικού και γραφειοκρατικού ορθολογισμού έχει διαβρώσει τα όρια της

υπαρκτής κοινωνιολογίας. Εδώ, η αναθεωρητική διαδικασία αναζητά ένα νέο

προσαρμοστικό και κατανοητικό πλαίσιο.

Στο σημείο αυτό, ο διεισδυτικός φιλοσοφικός αναστοχασμός των κοινωνιολόγων της

Σχολής της Φρανκφούρτης αναλαμβάνει την οριστική κριτική του νεωτερικού

σχεδίου, συνοψίζοντας και ολοκληρώνοντας τη μακρά σειρά των επικριτικών και

στοχαστικών αναφορών, μέρους της δυτικής διανόησης, ενάντια στη νεωτερικότητα.

Η Κριτική θεωρία που διαμορφώνεται, σε αντιδιαστολή με την Παραδοσιακή,36

διαθέτει τους κύριους άξονες της κοινωνικής φιλοσοφικής θεώρησης του Μαρξ σε

συνδυασμό με τις ψυχαναλυτικές μεθόδους του Φρόυντ, αλλά, συγχρόνως, και τις

προσδιοριστικές τεχνικές της κατανοητικής κοινωνιολογίας του Βέμπερ. Ένας

πλήρης και ουσιαστικός ανασχηματισμός θεωρητικής ενοποίησης ενεργοποιείται.

Οι κύριοι εκπρόσωποι της Κριτικής θεωρίας, το έργο των οποίων ανήκει εξίσου στην

μεσοπολεμική όσο και στη μεταπολεμική περίοδο, είναι οι: Μ.Χορκχάιμερ,

35 «…ό,τι αργότερα θα αποκληθεί «κριτική θεωρία» συνιστά μια παρέμβαση στην κρίση του μαρξισμού η

οποία, ενώ συλλαμβάνει το παρόν με μαρξικές κατηγορίες, κινείται μεταξύ φιλοσοφίας και κοινωνικών

επιστημών. Επιπλέον, αναγνωρίζεται ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η φροϋδική ψυχανάλυση -

έστω κι αν αυτή δεν κατονομάζεται- στην κοινωνική θεωρία.» (Ιακώβου, χχ, σ.6)

36 «Η διάκριση ανάμεσα στην Παραδοσιακή και στην Κριτική Θεωρία γίνεται με βάση πολλά κριτήρια,

που αφορούν το υποκείμενο, το αντικείμενο, τη δομή και τον σκοπό της θεωρίας. Δεν υπάρχει συμμετρία

ανάμεσα στις δύο: η κριτική θεωρία συγκροτείται ως ένας κριτικός λόγος πάνω στην παραδοσιακή

αντίληψη περί θεωρίας, θέτοντας ταυτοχρόνως απαιτήσεις που ξεπερνούν την τελευταία.» (ό.π., σ.6)

Page 13: Epo 41 02 Fassois

13

Φρ.Πόλλοκ, Ε.Φρομμ, Τ.Αντόρνο, Β.Μπένγιαμιν, Χ.Μαρκούζε και Γ.Χάμπερμας.

Ας εξετάσουμε επιγραμματικά τη συνεισφορά ορισμένων από τους παραπάνω.

Θεμελιωτής της μεταστροφής προς την παρεμβατική κριτική και την αναδιατύπωση

των μαρξιστικών θέσεων παραμένει ο Χορκχάιμερ, που διαμόρφωσε τις βασικές

κατευθύνσεις της Κριτικής θεωρίας. Αρχικά, επεσήμανε την ισοπεδωτική κυριαρχία

του κεφαλαιοκρατικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού σε κάθε τομέα της

κοινωνικής δραστηριοποίησης. Σε αντιδιαστολή, προτάσσει την ενεργοποίηση της

«…ανθρώπινης συμπεριφοράς, που έχει γι’ αντικείμενό της την ίδια την κοινωνία».37 Στο

βαθμό που η αστική σκέψη οριοθετείται ως κορύφωση μιας υποκειμενικής ενάργειας,

που όμως αυτοαναιρείται χάριν του ωφελιμιστικού ατομικισμού, ο κριτικός

παρεμβατισμός δύναται να τον επαναφέρει στην αρχική του διαλεκτικότητα, καθώς

«…δεν πρέπει να έχουν έτσι τα πράγματα, οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν το Είναι, οι

συνθήκες γι’ αυτή την αλλαγή υπάρχουν». 38 Καταληκτικά, η αυτεξουσιότητα του ατόμου

παραμένει η μόνη δύναμη ικανή να αντιμάχεται τους μηχανισμούς της εξουσίας, τα

κυρίαρχα και δύσμορφα πολιτικά, πολιτιστικά και κοινωνικά μορφώματα που

ελλοχεύουν στις πτυχές της αντιφατικότητας του νεωτερισμού.

Με σημαντική συνεισφορά σε όλα τα παραπάνω, ο Αντόρνο έρχεται να προεκτείνει

τους ορίζοντες της κριτικής θεώρησης επικεντρώνοντας στους δομικούς άξονες της

νεωτερικής υλοποίησης και ιδιαίτερα τη θεσμική επικράτηση της πατριαρχικής

οικογένειας και τη σταδιακή εγκαθίδρυση του αστικού εθνοκεντρικού κράτους.

Μέσα από τα πρότυπα της αυταρχικής επικράτησης αναδεικνύονται τα προβλήματα

της νεωτερικότητας και η μεταστροφή των προκείμενών της σε καταπιεστικούς

μηχανισμούς ιδεολογικών προκαταλήψεων και ψυχολογικών εξαναγκασμών. Μια

σημαντική παράμετρο στο έργο του αποτελεί η συμβολή στη σύγχρονη φιλοσοφική

αναθεώρηση της Αισθητικής και της Τέχνης.

37 «Αντικείμενο της κριτικής θεωρίας είναι, συγκεκριμένα, η κοινωνία ως αντίφαση, δηλαδή ως προϊόν

της δραστηριότητας των ανθρώπων, της εργασίας τους, που γίνεται όμως ταυτοχρόνως αντιληπτή από

αυτούς ως δύναμη εξωτερική, «λειτουργεί σαν κάποια μη ανθρώπινη, φυσική διαδικασία, σαν ένα

καθαρός μηχανισμός.» (Ιακώβου, χχ, σ.8)

38 (ό.π., σ.9)

Page 14: Epo 41 02 Fassois

14

Η πλέον ολοκληρωμένη μορφή αμφισβήτησης των νεωτερικών και ορθολογικών

επιχειρημάτων πραγματοποιείται από τον Μαρκούζε, ο οποίος ενισχύει τις τελικές

θέσεις της Κριτικής θεωρίας και τις ενδυναμώνει με το αίτημα της Μεγάλης Άρνησης

ως καθοριστικό διαλεκτικό εργαλείο που αντιτίθεται συνολικά στην ανάπτυξη του

όψιμου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η καταγγελία της μονοδιάστατης κοινωνίας,

της «παρά φύσιν» εξέλιξης του διαφωτισμού, η συνειδητοποίηση της συντριβής του

ανθρώπινου υποκειμένου στο πλαίσιο ενός μονολιθικού τρόπου ζωής και σκέψης, η

ανάγκη διάκρισης ανάμεσα στον πολιτισμό και την κουλτούρα, η αναζήτηση ενός

ποιοτικού μετασχηματισμού της ανθρώπινης κατάστασης, καθώς και η απάρνηση των

καταπιεστικών μαζικών μέσων επικοινωνίας, εντάσσονται στο συνεπέστερο προς τη

μαρξιστική καταγωγή του πρόγραμμα κριτικής θεώρησης, και παράλληλα

διαπιστώνοντας «…το ιστορικό άλμα από την αρχή της ηδονής στην αρχή της

πραγματικότητας…» με μεθοδολογικό εργαλείο την τεχνολογική ορθολογικότητα της

βιομηχανικής εποχής.39 Μέσα στους κόλπους αυτής της προβληματικής γεννιέται το

ριζοσπαστικότερο κριτήριο της κοινωνικοποιημένης επαναστατικότητας, ουσιαστικό

σημείο αναφοράς για τους εξεγερμένους της δεκαετίας του ’60, και το οποίο

εκφράζεται με τον αμεσότερο και λειτουργικότερο τρόπο, «…προς μια νέα

αισθητικότητα, προς μια νέα λογική».40

Τόσο η νεωτερικότητα όσο και η κριτική που της εξασκείται έχουν ολοκληρώσει ένα

μακρύ κύκλο παραθέσεων και αντιπαραθέσεων και η Σχολή της Φρανκφούρτης, με

την πολύπλευρη προσέγγιση που τη διακρίνει, αποτελεί την καθοριστική τομή για

την επαναξιολόγηση των κομβικών και ιστορικών σημείων αυτής της διαμάχης.

39 «…ο τεχνολογικός ορθολογισμός της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, ως ανορθολογική απόληξη

της παράδοσης που δημιούργησε η νεωτερικότητα και το Λογοκεντρικό παράδειγμα, οικοδομεί ένα βαθιά

ολοκληρωτικό κόσμο μέσα στον οποίο το άτομο αποξενώνεται από την ουσία του αλλά και από το

βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του.» (Φωτόπουλος, χχ, σ.4)

40 «…ο Μαρκούζε, παρά την απαισιοδοξία και την απογοήτευση του από το δογματικό μαρξισμό,

επιχειρεί να διερευνήσει δυνατότητες και να υποδείξει δυνάμει συλλογικά επαναστατικά υποκείμενα για

την πραγμάτωση μιας νέας αισθαντικότητας.» (ό.π., σ.19)

Page 15: Epo 41 02 Fassois

15

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συνοψίζοντας τα θέματα που αντιμετωπίσαμε κατά την έκταση αυτής της εργασίας,

ας επιχειρήσουμε έναν απολογισμό των συμπερασμάτων:

Ι. Η κοινωνιολογία του Βέμπερ αναζητεί τον σπινθήρα της κοινωνικής μετάλλαξης.

Στο επίκεντρο του ενιαίου κοινωνιολογικού προγράμματος που εισηγείται, και στο

οποίο εμπεριέχεται η εμφάνιση, η λειτουργία και η κατανόηση του νεωτερικού

συστήματος, τοποθετεί τη διαδικασία της ορθολογικής-αιτιοκρατικής εγκυρότητας

των εννοιολογικών οριζόντων του ατόμου, τη δυνατότητα της πρόβλεψης, του

υπολογισμού και του ελέγχου όλου του φάσματος της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Κεντρικός προσανατολιστικός άξονας της θεώρησής του παραμένει μια εργαλειακού

τύπου νοηματοδότηση των κοινωνικοποιημένων αντανακλαστικών του ατόμου. Εδώ,

διαφαίνεται η πολυδιάστατη εκδήλωση των ηθικών, θρησκευτικών και πνευματικών

δυναμικών που συναρμολογούνται σε ρεύμα κοινωνικών μετασχηματισμών και, εν

συνεχεία, σε θεσμοθετημένη διαδικαστική πραγματικότητα.

ΙΙ. Κυριότερο έργο των εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης παραμένει η

προσπάθεια να επανεξετάσουν τις μονοδιάστατες κατευθύνσεις και τις αναπόφευκτες

συνέπειες του νεωτερισμού στο σύγχρονο κόσμο, και να εντοπίσουν εκ νέου τις

μεγάλες αντιφάσεις του σχεδίου, κατά το πρότυπο των μεγάλων αρνητών της

διαφωτιστικής του επενέργειας. Τελικά, επιτυγχάνουν με μοναδικό και ιστορικό

τρόπο την ανατροπή του θετικιστικού ορίζοντα της νεωτερικής προοπτικότητας

καταδεικνύοντας, παράλληλα, την αναγκαιότητα μιας ενιαίας «πολιτιστικής» και

κοινωνικής αμφισβήτησης, και εδραιώνουν τον καθαρά αρνητικό στοχαστικό

προβληματισμό που οριοθετείται ως ολοκληρωτική απαξίωση του νεωτερικού

προγράμματος. Η Σχολή της Φρανκφούρτης αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το

μεταπολεμικό κλίμα και τις επιπτώσεις του στην ευρωπαϊκή διανόηση. Μπορούμε να

θεωρήσουμε ότι ο μεγάλος κύκλος της νεωτερικότητας κλείνει οριστικά με την

κριτική θεωρία και η κοινωνία πλέον εισέρχεται στο μετά-νεωτεριστικό πλαίσιο της

πρόσφατης περιόδου.

ΙΙΙ. Η κοινωνιολογική ερμηνεία της νεωτερικότητας αποδεικνύεται σύνθετη

διεργασία, καθώς δεν αποτελεί αμιγώς πολιτική ή οικονομική συνθήκη, και

Page 16: Epo 41 02 Fassois

16

περιλαμβάνει πολύπλευρα στοιχεία με πολυδιάστατες εφαρμογές και λειτουργίες.

Στην προσέγγισή του, το βεμπεριανό έργο ενδείκνυται συστηματικά ως μη συστημικό,

άρα ιδιόμορφο, πρόγραμμα κοινωνιολογικής λειτουργίας και ερμηνείας των θεσμικών

ισορροπιών και του θετικιστικού, υπό όρους πάντοτε, πλαισίου της νεωτερικότητας.

Σε συνάρτηση, αλλά όχι απαραίτητα και σε συμφωνία, η Σχολή της Φρανκφούρτης

αποδεικνύεται ύστατο επιστημονικό και κοινωνιολογικό παράδειγμα της

διαφωτιστικής πορείας του δυτικού πνεύματος, που αν και εναντιώνεται ανατρεπτικά

και ουσιαστικά στην καταξίωση των θεσμικών και καταστατικών αρχών της

νεωτερικότητας, εν τούτοις, δεν παύει να αποπνέει τις ιστορικές επιδιώξεις του

αρχικού ανθρωπιστικού σχεδιασμού. Τελικά, αν όχι η τελευταία, οπωσδήποτε η

πλέον πρόσφατη αναλαμπή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, έστω και μέσω της

αρνητικής οδού, καθώς τα σημαντικότερα κοινά συστατικά τους παραμένουν η

μέριμνα και η αφοσίωση στο ανθρωποκεντρικό κοινωνιολογικό πρόγραμμα των

διακηρυγμένων προορισμών τους. Αυτό που ο Βέμπερ χαρακτηρίζει, «σύγχρονο

πολιτισμένο ευρωπαϊκό κόσμο», και ανιχνεύεται ως ισορροπία ανάμεσα στο πεδίο των

ζωτικών ιδεών και στο πεδίο των ζωτικών πράξεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΓΚΙΟΥΡΑΣ, Θανάσης (2009), «Ο Max Weber και η Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος

(επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 31 (υπό

έκδοση).

2. ΙΑΚΩΒΟΥ, Βίκυ (2008), «Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Νεωτερικότητα»,

περιλαμβάνεται στο εκπαιδευτικό CD (ΕΔΥ) Προσεγγίσεις για την Νεωτερικότητα κατά τον 20ο

Αιώνα, ΕΠΟ 41, Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

3. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Νίκος (2009), «Από τη Μονοδιάστατη Κοινωνία στην Αποικιοποίηση του

Βιοκόσμου: Ο Χ. Μαρκούζε & ο Γ. Χάμπερμας απέναντι στη νεωτερικότητα», στο Σ.

Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 26

(υπό έκδοση).

4. McLENNAN, Gregor (2003), «Το Πρόταγμα του Διαφωτισμού υπό Επανεξέταση», στο S.

Hall, D. Held και A. McGrew (επιμ.), Η Νεωτερικότητα Σήμερα: Οικονομία, κοινωνία, πολιτική

και πολιτισμός, Αθήνα, εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 477-550.

5. LALLEMENT, Michel, Ιστορία των Κοινωνιολογικών Ιδεών, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα, 2004.

Page 17: Epo 41 02 Fassois

17

6. Οι Πολιτισμοί, μια κοινωνιολογική επανεκτίμηση, Συλλογικό έργο, μετ. – επιμ. – πρόλ.

Μανούσος Ε. Μαραγκουδάκης, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2005.

7. ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Παναγιώτης, Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, τόμος Α’ και Β’, εκδ. Ιστορική

Βιβλιοθήκη Θεμέλιο, Αθήνα, 1998.

8. WEBER, Max, Ερμηνευτικά Κείμενα, επιμ. Νικόλαος Χ. Τάτσης, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα,

1998.

9. WEBER, Max, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μετ. Μ. Γ.

Κυπραίου, πρόλογος-θεώρηση-επιμέλεια Β. Φίλια, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006.

10. WEBER, Max, Βασικές Έννοιες Κοινωνιολογίας, εισαγ. δοκίμιο Marianne Weber, μετ. Μ.

Γ. Κυπραίου, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα, 1997.

11. WEBER, Max, Κοινωνιολογία της Οικονομίας, εισαγ.-μετ.-σχόλια Θανάσης Γκιούρας, εκδ.

Κένταυρος, Αθήνα, 2000.

12. WEBER, Max, Οι Τύποι της Εξουσίας, μετ.-σχόλια-επίμετρο Θανάσης Γκιούρας, εκδ.

Κένταυρος, Αθήνα, 2001.