English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. ·...

67
Unit 1 Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 15-17) ubiquity= pervasiveness= διάχυτη παρουσία hardly= σχεδόν καθόλου to dispute= αμφισβητώ dispute= διαμάχη, αμφισβήτηση matter of life and death= ζήτημα ζωής και θανάτου to determine= καθορίζω to affect= επηρεάζω our daily lives= η καθημερινή μας ζωή the maintenance of law and order= η τήρηση του νόμου και της τάξης medical care= ιατρική περίθαλψη political allegiances= πολιτικές πεποιθήσεις unanimity (on sth)= ομοφωνία (πάνω σε κάτι) a single definition= ενιαίος ορισμός, ένας και μοναδικός ορισμός to embrace= to include, to involve= αγκαλιάζω, περιλαμβάνω in a social context= σε κοινωνικό πλαίσιο to originate from/ in sth= προέρχομαι από conflict= σύγκρουση to conflict (with)= συγκρούομαι (με) conflict resolution= επίλυση των συγκρούσεων to institutionalize= θεσμοθετώ routes (to sth)= δρόμοι (προς) / τρόποι (για κτ) process= διαδικασία to involve= περιλαμβάνω, αφορώ collective decision-making= συλλογική λήψη αποφάσεων Janus-faced= αμφίδρομος co-operation= συνεργασία

Transcript of English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. ·...

Page 1: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

Unit 1

Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 15-17)

ubiquity= pervasiveness= διάχυτη παρουσία

hardly= σχεδόν καθόλου

to dispute= αμφισβητώ

dispute= διαμάχη, αμφισβήτηση

matter of life and death= ζήτημα ζωής και θανάτου

to determine= καθορίζω

to affect= επηρεάζω

our daily lives= η καθημερινή μας ζωή

the maintenance of law and order= η τήρηση του νόμου και της τάξης

medical care= ιατρική περίθαλψη

political allegiances= πολιτικές πεποιθήσεις

unanimity (on sth)= ομοφωνία (πάνω σε κάτι)

a single definition= ενιαίος ορισμός, ένας και μοναδικός ορισμός

to embrace= to include, to involve= αγκαλιάζω, περιλαμβάνω

in a social context= σε κοινωνικό πλαίσιο

to originate from/ in sth= προέρχομαι από

conflict= σύγκρουση

to conflict (with)= συγκρούομαι (με)

conflict resolution= επίλυση των συγκρούσεων

to institutionalize= θεσμοθετώ

routes (to sth)= δρόμοι (προς) / τρόποι (για κτ)

process= διαδικασία

to involve= περιλαμβάνω, αφορώ

collective decision-making= συλλογική λήψη αποφάσεων

Janus-faced= αμφίδρομος

co-operation= συνεργασία

Page 2: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

2

2

to assign sth to sb= αναθέτω, δίνω (κάτι σε κάποιον)

depending on= ανάλογα με

to occur= to happen, to take place= συμβαίνω, λαμβάνω χώρα

to associate with= συνδέω με

governmental institutions= κυβερνητικοί θεσμοί

polity= κοινωνία με πολιτική οργάνωση

an exclusive group= κλειστή ομάδα

politicians= πολιτικοί

civil servants= δημόσιοι υπάλληλοι

lobbyists= μέλη λόμπυ

social agents= κοινωνικοί φορείς / παράγοντες

agencies= υπηρεσίες

institutions= θεσμοί

transnational environmental organizations= διεθνικές

περιβαλλοντικές οργανώσεις (π.χ. Greenpeace)

multinational corporations= πολυεθνικές (επιχειρήσεις)

political actors= πολιτικοί δρώντες (ή παίκτες)

to engage in sth= to be involved in sth= ασχολούμαι με κάτι, αναμιγνύομαι

the backdrop to political activity= το σκηνικό/ το υπόβαθρο της

πολιτικής δραστηριότητας

to wield considerable influence over sth= ασκώ σημαντική επιρροή σε κάτι

collective life= συλλογική ζωή

public life= δημόσια ζωή

government policy= κυβερνητική πολιτική

inclusive= comprehensive= περιεκτικός, ευρύς (# exclusive)

conception= σύλληψη (ιδέας ή παιδιού), αντίληψη

to extend= επεκτείνω, επιμηκύνω

to identify= αναγνωρίζω e.g. identify a suspect

to identify with= ταυτίζομαι με e.g. identify with a role model

Page 3: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

3

3

political participation= πολιτική συμμετοχή

involvement in public life= ανάμιξη/συμμετοχή στη δημόσια ζωή

state institutions= κρατικοί θεσμοί, θεσμοί της πολιτείας

the apparatus of government= ο κυβερνητικός μηχανισμός

they are concerned with= σχετίζονται με, αφορούν

collective organization= συλλογική οργάνωση

intervention= παρέμβαση

politicians implicated in sexual scandals= πολιτικοί εμπλεκόμενοι

σε σεξουαλικά σκάνδαλα

invariably= always= μονίμως, πάντα

personal conduct= ατομική διαγωγή, προσωπική συμπεριφορά

the public domain= ο δημόσιος χώρος

political implications= πολιτικές επιπτώσεις /συνέπειες

a pervasive phenomenon= διάχυτο /διαδεδομένο φαινόμενο

to exercise power over sb= ασκώ εξουσία σε κπ

power= δύναμη, ισχύς, εξουσία [άσκηση πίεσης από τον κυβερνώντα

στον κυβερνώμενο]

authority= εξουσία, αυθεντία [ο κυβερνώμενος δέχεται ότι ο κυβερνών έχει

δικαίωμα να ασκήσει εξουσία πάνω του]

accordingly= therefore= επομένως

politicization= πολιτικοποίηση

depoliticization= αποπολιτικοποίηση

to suppress= καταπνίγω (π.χ. μια εξέγερση)

to promote= προωθώ, προάγω

business associations= επιχειρηματικοί σύλλογοι

trade unions= συνδικαλιστικές οργανώσεις

sites of power struggles= πεδία όπου γίνονται μάχες εξουσίας

to dominate= κυριαρχώ

a constant struggle for power= συνεχής αγώνας για εξουσία

Page 4: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

4

4

liberal democracy= φιλελεύθερη δημοκρατία

to culminate in sth= αποκορυφώνομαι σε, έχω ως αποκορύφωμα

an indispensable feature= αναπόσπαστο χαρακτηριστικό

community life= η ζωή της κοινωνίας/ της κοινότητας

domestic politics= εσωτερική πολιτική

international politics= διεθνής πολιτική

of necessity= κατ’ ανάγκην

power politics= πολιτική ισχύος

Exercise C3

a) leader= ηγέτης

b) holder= κάτοχος

c) director= διευθυντής ή σκηνοθέτης

d) interpreter= διερμηνέας

e) translator= μεταφραστής

f) demonstrator= διαδηλωτής

g) voter= ψηφοφόρος

h) governor= κυβερνήτης (π.χ. αμερικανικής πολιτείας)

i) investor= επενδυτής

j) worker= εργάτης

k) producer= παραγωγός

l) traveller= ταξιδιώτης

m) competitor= ανταγωνιστής

n) mediator= μεσολαβητής

o) settler= άποικος

p) supplier= προμηθευτής

q) elector= εκλογέας

r) liberator= ελευθερωτής

Page 5: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

5

5

s) conqueror= κατακτητής

t) researcher= ερευνητής

u) oppressor= καταπιεστής

v) ruler= κυβερνήτης

w) survivor= επιζήσας

x) consumer= καταναλωτής

y) successor= διάδοχος

z) prosecutor= μηνυτής

Exercise C4

a) taxable income= φορολογητέο εισόδημα

b) an accessible person= προσιτός άνθρωπος

c) favourable terms= ευνοϊκοί όροι

d) a negligible quantity= αμελητέα ποσότητα

e) an eligible candidate= εκλόγιμος υποψήφιος

f) a deplorable situation= απαράδεκτη κατάσταση

g) a deductible amount= αφαιρετέο ποσό, ποσό που εκπίπτει (π.χ.

από τη φορολογία)

h) reliable information= αξιόπιστες πληροφορίες

i) accountable leaders= υπεύθυνοι ηγέτες (που λογοδοτούν στο λαό)

j) responsible government= υπεύθυνη κυβέρνηση

k) the resources available= οι διαθέσιμοι πόροι

l) questionable procedures= αμφισβητήσιμες διαδικασίες (ύποπτες)

m) achievable goals= εφικτοί στόχοι

n) reprehensible practices= κατακριτέες πρακτικές

o) a regrettable phenomenon= θλιβερό φαινόμενο

p) a predictable outcome= αναμενόμενο /προβλέψιμο αποτέλεσμα

q) forcible expulsion= βίαιη εκδίωξη

Page 6: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

6

6

r) to a considerable degree= σε σημαντικό βαθμό

s) an equitable arrangement= δίκαιη διευθέτηση

t) convertible currency= μετατρέψιμο νόμισμα

u) a permissible activity= επιτρεπτή δραστηριότητα

Page 7: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

7

7

Unit 2

Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 29-31)

to employ a method= χρησιμοποιώ μια μέθοδο

to formulate a theory= διατυπώνω μια θεωρία

an approach to sth= προσέγγιση σε κάτι

to approach sth= προσεγγίζω κτ

subject matter= περιεχόμενο, θέμα, υλικό (βιβλίου κ.λπ.)

scientific research= επιστημονική έρευνα

research methods= ερευνητικές μέθοδοι

a stage in the evolution of the discipline= ένα στάδιο στην εξέλιξη του κλάδου

normative theory= κανονιστική θεωρία

institutional studies= θεσμικές σπουδές

twin pillars= δίδυμοι πυλώνες

to detect= ανιχνεύω

to apply (to)= εφαρμόζω (σε)

in the realm of politics= στη σφαίρα/ στο χώρο της πολιτικής

term= όρος

prescriptive political theorizing= κανονιστικές πολιτικές θεωρίες

to theorize (about sth)= θεωρητικολογώ (για κάτι)

to prescribe= ορίζω, επιβάλλω, κανονίζω

utilitarianism= ωφελιμισμός

deontological liberalism= δεοντολογικός φιλελευθερισμός

communitarianism= κοινοτισμός

to deal with= ασχολούμαι με, αντιμετωπίζω

procedures= διαδικασίες

formal structures= επίσημες δομές

political institutions= πολιτικοί θεσμοί

Page 8: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

8

8

fundamental= θεμελιώδης, βασικός

to set apart= διαχωρίζω

a distinct and independent discipline= ξεχωριστός και ανεξάρτητος κλάδος

to pursue research= κάνω έρευνα

in the 1950s= τη δεκαετία του ’50

behaviouralists= συμπεριφοριστές

behaviouralism= συμπεριφορισμός, μπιχεβιορισμός

for being overly concerned with= επειδή ασχολούνται υπερβολικά με…

a scientific approach (to sth)= επιστημονική προσέγγιση (σε κτ)

quantitative methods= ποσοτικές μέθοδοι

qualitative methods= ποιοτικές μέθοδοι

observable behaviour= αισθητή / παρατηρήσιμη συμπεριφορά

aggregate= σύνολο, άθροισμα, ομάδα

at the individual and aggregate level= σε ατομικό και ομαδικό

επίπεδο

aggregation= συσσωμάτωση, ομαδοποίηση

laws and generalizations= νόμοι και γενικεύσεις

to verify= επαληθεύω

verification= επαλήθευση

empirical testing= εμπειρική δοκιμασία

replication= επανάληψη (πειράματος ή διαδικασίας για επαλήθευση)

systematic observation= συστηματική παρατήρηση

a positivistic approach= θετικιστική προσέγγιση

rational choice theory= θεωρία ορθολογικής επιλογής

approval= έγκριση

to approve (of sth)= εγκρίνω, επιδοκιμάζω

since the mid-1950s= από τα μέσα της δεκαετίας του ’50

outcome of rational choices= αποτέλεσμα ορθολογικών επιλογών

self-interested individual actors= συμφεροντολόγοι ατομικοί

Page 9: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

9

9

δρώντες (δηλ. άτομα που κοιτάνε το συμφέρον τους)

faced with a variety of courses of action= όταν βρίσκονται

αντιμέτωποι με ποικιλία τρόπων δράσης

to yield the best result= αποφέρω το καλύτερο αποτέλεσμα

to apply (to)= εφαρμόζω (σε)

electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά

to vote for a party= ψηφίζω ένα κόμμα

to yield the highest utility= αποφέρω το μεγαλύτερο όφελος

sub-fields= υποδιαιρέσεις, μικρότεροι κλάδοι

game theory= θεωρία παιγνίων

public choice theory= θεωρία δημόσιας επιλογής

social choice theory= θεωρία κοινωνικής επιλογής

a mathematical account of decision-making= μαθηματική

περιγραφή της λήψης αποφάσεων

a finite set of strategies= πεπερασμένο σύνολο στρατηγικών

conflict of interest= σύγκρουση συμφερόντων

utility= ωφέλεια

can be numerically calculated= μπορεί να υπολογιστεί αριθμητικά

international relations= διεθνείς σχέσεις

in terms of= αναφορικά με, σε σχέση με κάτι

arms race= ανταγωνισμός εξοπλισμών

military alliance= στρατιωτική συμμαχία

ranking= κατάταξη

the fundamental theorem= βασικό/θεμελιώδες θεώρημα

the will of the people= λαϊκή βούληση

to challenge= αμφισβητώ

choice procedures= διαδικασίες επιλογής

susceptible to= επιρρεπής, ευάλωτος σε κτ e.g. susceptible to cold

tactical voting= ψήφος τακτικής

Page 10: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

10

10

subdivision= υποδιαίρεση

assumptions= αρχές (θεωρητικές)

deductive method= παραγωγική μέθοδος (από το γενικό στο μερικό)

inductive method= επαγωγική μέθοδος (από το μερικό στο γενικό)

to have a negative effect on sth= έχω αρνητική επίδραση σε κτ

state intervention= κρατική παρέμβαση

the provision of public goods= παροχή δημόσιων αγαθών

a key argument is that…= ένα βασικό επιχείρημα είναι ότι…

thus= therefore= επομένως, ως εκ τούτου

the over-provision of public goods= υπερβολική παροχή δημόσιων

αγαθών

bureaucrats= γραφειοκράτες

public expenditure= δημόσιες δαπάνες

to inflate the budget= «φουσκώνω» (διογκώνω) τον

προϋπολογισμό

discourse analysis= ανάλυση λόγου

in evidence from the 1970s onwards= που ήρθε στο προσκήνιο

από τη δεκαετία του ’70 και μετά

to play a vital role= παίζω ζωτικό ρόλο

gender-blindness of traditional research methods= αδιαφορία των

παραδοσιακών ερευνητικών μεθόδων για το φύλο

scientific assumptions= επιστημονικές αρχές

to incorporate (into)= ενσωματώνω (σε)

mainstream political science= η κλασσική πολιτική επιστήμη

influential= ισχυρός, που ασκεί επιρροή

influence (on sth)= επιρροή (σε κτ)

the way people experience their political environment= ο τρόπος

που οι άνθρωποι βιώνουν το πολιτικό περιβάλλον τους

to attach (to)= επισυνάπτω, προσκολλώ (σε), συνδέω στενά

Page 11: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

11

11

idealism= ιδεαλισμός

relativism= σχετικισμός

Exercise C3

a) to aggregate (συναθροίζω, ομαδοποιώ) aggregation

b) to allocate (κατανέμω, αναθέτω) allocation

c) to categorize (κατηγοριοποιώ) categorization

d) to civilize (εκπολιτίζω) civilization

e) to commercialize (εμπορευματοποιώ) commercialization

f) to cooperate (συνεργάζομαι) cooperation

g) to escalate (κλιμακώνω) escalation

h) to conceptualize (εννοιολογώ, συλλαμβάνω μια έννοια)

conceptualization

i) to formulate (διατυπώνω) formulation

j) to industrialize (εκβιομηχανίζω) industrialization

k) to innovate (καινοτομώ) innovation

l) to institutionalize (θεσμοθετώ) institutionalization

m) to legalize (νομιμοποιώ) legalization

n) to legislate (νομοθετώ) legislation

o) to liberate (απελευθερώνω) liberation

p) to liberalize (φιλελευθεροποιώ) liberalization

q) to manipulate (χειραγωγώ) manipulation

r) to marginalize (περιθωριοποιώ) marginalization

s) to maximize (μεγιστοποιώ) maximization

t) to organize (οργανώνω) organization

u) to regulate (ρυθμίζω) regulation

v) to speculate (κερδοσκοπώ) speculation

w) to stabilize (σταθεροποιώ) stabilization

Page 12: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

12

12

x) to stigmatize (στιγματίζω) stigmatization

Exercise C4

a) abusive language= υβριστική γλώσσα

b) an abortive coup= αποτυχημένο πραξικόπημα

c) an affirmative answer= καταφατική απάντηση

d) an authoritative source= έγκυρη πηγή

e) aggressive policies= επιθετική πολιτική

f) collective bargaining= συλλογικές διαπραγματεύσεις

g) a comparative advantage= συγκριτικό πλεονέκτημα

h) defensive weapons= αμυντικά όπλα

i) an exhaustive search= εξονυχιστική έρευνα

j) extensive knowledge= εκτεταμένη γνώση

k) explosive growth= εκρηκτική ανάπτυξη

l) an informative talk= ενημερωτική συζήτηση

m) an objective attitude= αντικειμενική στάση

n) offensive weapons= επιθετικά όπλα

o) the permissive society= η κοινωνία της ανοχής, ανεκτική κοινωνία

p) a persuasive argument= πειστικό επιχείρημα

q) preventive measures= προληπτικά μέτρα

r) a progressive party= προοδευτικό κόμμα

s) a provocative remark= προκλητικό σχόλιο

t) a subjective perspective= υποκειμενική προοπτική

u) redistributive policies= αναδιανεμητικές πολιτικές

v) a retrospective wage increase= αναδρομική αύξηση μισθών

w) a repressive regime= καταπιεστικό καθεστώς

Page 13: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

13

13

Unit 3

Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 45-47)

liberal= φιλελεύθερος

liberalism= φιλελευθερισμός

defender= υπερασπιστής, υπέρμαχος

individual liberty= ελευθερία του ατόμου

a fair, tolerant and pluralist society= δίκαιη, ανεκτική και

πλουραλιστική κοινωνία

self-realization= αυτοπραγμάτωση

interference= ανάμιξη, παρέμβαση

formative influences on sth= καθοριστικές επιδράσεις σε κτ

wars of religion= θρησκευτικοί πόλεμοι

rise= άνοδος, ανάπτυξη

transition= μετάβαση

feudalism= φεουδαρχία

capitalism= καπιταλισμός

to give impetus to sth= δίνω ώθηση σε κτ

to demand= απαιτώ

a demand for sth= απαίτηση για κτ

religious toleration= ανεξιθρησκία

to underlie sth= κρύβομαι πίσω από κάτι άλλο (lie – lay – lain)

according to his or her own conscience= κατά συνείδηση

preferences= προτιμήσεις

to result in= to lead to= καταλήγω σε

to result from= to derive from= προέρχομαι από

gradual erosion= σταδιακή διάβρωση

social structure= κοινωνική δομή

Page 14: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

14

14

an egalitarian order= εξισωτική τάξη (πραγμάτων)

the capitalist order= καπιταλιστική τάξη (πραγμάτων)

ascribed status= δοτή θέση

social mobility= κοινωνική κινητικότητα

contractual relationships= συμβατικές σχέσεις (δηλ. βασίζονται σε

σύμβαση/ συμβόλαιο)

equal citizens= ίσοι πολίτες

social contract= κοινωνικό συμβόλαιο

consent= συναίνεση

submission to social superiors= υποταγή στους κοινωνικά ανώτερους

to level an accusation at sb= εξαπολύω κατηγορία εναντίον κάποιου

the bourgeoisie= αστική τάξη, μπουρζουαζία

to treat as…= αντιμετωπίζω ως…, θεωρώ ως…

to accumulate private property= συσσωρεύω ατομική ιδιοκτησία

fundamental to= βασικός/ θεμελιώδης για κτ

to attack sb/sth= επιτίθεμαι σε κπ

an attack on= επίθεση (σε)

arbitrary power and privilege= αυθαίρετη εξουσία και προνόμια

to concern= αφορώ

in this sense= με αυτή την έννοια

a middle-class ideology= ιδεολογία της μεσαίας τάξης

commentators= σχολιαστές

bourgeois= αστός, μπουρζουάς

individualistic= ατομικιστικός

inaccurate= ανακριβής

on the contrary,…= αντιθέτως, απεναντίας

liberals= οι φιλελεύθεροι

a strong sense of public duty= ισχυρό αίσθημα δημόσιου καθήκοντος

to stem from= προέρχομαι / πηγάζω από

Page 15: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

15

15

the ownership of private property= κατοχή ατομικής ιδιοκτησίας

a bourgeois doctrine= αστική θεωρία, θεωρία της αστικής τάξης

asocial individualism= ακοινωνικός ατομικισμός

to aspire to do sth= φιλοδοξώ/ έχω βλέψεις να κάνω κτ

to develop sb’s awareness of sth= βοηθώ κπ να συνειδητοποιήσει κτ

the body politic= οι πολίτες ενός κράτους (συνολικά)

the liberal conceptualization of society= η φιλελεύθερη

εννοιολόγηση της κοινωνίας

to shed light on sth= ρίχνω φως σε κτ

by contrast with…,= σε αντίθεση με…,

liberal theorists= θεωρητικοί του φιλελευθερισμού

fictitious= πλασματικός

composed of= που αποτελείται από

individual persons= ξεχωριστά / διαφορετικά άτομα

to constitute= συνιστώ, αποτελώ

properties= ιδιότητες

public interest= δημόσιο συμφέρον

to override= παραμερίζω, υπερπηδώ

to justify= δικαιολογώ

prioritization= πρόταξη, προτεραιοποίηση

collectivity= συλλογικότητα

judge= κριτής

the liberal trust in…= η εμπιστοσύνη των φιλελεύθερων στην…

human agency= ανθρώπινη δράση, ο ανθρώπινος παράγοντας

rational= λογικός, ορθολογικός

perception= αντίληψη

the Enlightenment= ο Διαφωτισμός

corollary= απόρροια, φυσικό επακόλουθο

individual rationality= ορθολογικότητα του ατόμου

Page 16: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

16

16

interventionist government= παρεμβατική κυβέρνηση

minimal or “nightwatchman” state= ελάχιστο κράτος ή

κράτος-νυχτοφύλακας

economic liberalism= οικονομικός φιλελευθερισμός

the free market= ελεύθερη αγορά

efficiently= αποδοτικά, αποτελεσματικά

to interfere in /with= ανακατεύομαι, επεμβαίνω

laissez-faire= οικονομικός φιλελευθερισμός

to promote prosperity= προάγω την ευημερία

to ensure social justice= διασφαλίζω την κοινωνική δικαιοσύνη

to provide equality of opportunity= παρέχω ίσες ευκαιρίες

meritocracy= αξιοκρατία

according to merit= ανάλογα με την αξία καθενός

poverty= φτώχεια

social deprivation= κοινωνική αποστέρηση

instead of being…,= αντί να είναι…,

an obstacle to individual liberty= εμπόδιο στην ελευθερία του ατόμου

ally= σύμμαχος

the struggle for freedom= αγώνας για ελευθερία

a sympathetic attitude to sth= ευμενής/φιλική στάση προς κτ

state intervention= κρατική παρέμβαση

… is taken to imply= θεωρείται ότι υπονοεί

big government= μεγάλη κυβέρνηση, υπερτροφικό κράτος

the twentieth century has witnessed…= ο εικοστός αιώνας γνώρισε…

(έγινε μάρτυρας)

libertarianism= ελευθεριακότητα

an anti-state doctrine= αντικρατικό δόγμα

absolute autonomy= απόλυτη αυτονομία

a right to sth= δικαίωμα σε κτ

Page 17: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

17

17

to annul= ακυρώνω, λύνω (π.χ. γάμο)

in the public interest= προς το δημόσιο συμφέρον

utilitarianism= ωφελιμισμός

is opposed to…= αντιτίθεται σε, αντιτάσσεται σε

libertarians= ελευθεριακοί

abolition= κατάργηση

to abolish= καταργώ

government intervention= κυβερνητική παρέμβαση

the welfare state= κράτος πρόνοιας

prosecution= δίωξη, καταδίωξη

victimless crimes= εγκλήματα χωρίς θύματα

prostitution= πορνεία

drug-taking= χρήση ναρκωτικών

limitations on individual freedom= περιορισμοί της ελευθερίας του

ατόμου

Exercise C3

noun (doctrine) noun (person)

absolute absolutism absolutist

active activism activist

age ageism/agism ageist/agist

capital capitalism capitalist

colonial colonialism colonialist

commune communism communist

favourite favouritism ---------------

imperial imperialism imperialist

Marx Marxism Marxist

national nationalism nationalist

Page 18: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

18

18

to pacify pacifism pacifist

race racism racist

royal royalism royalist

sex sexism sexist

social socialism socialist

terror terrorism terrorist

Exercise C4

a) an irreversible change (μη αναστρέψιμη αλλαγή)

b) an inaccurate calculation (ανακριβής υπολογισμός)

c) an irrelevant question (άσχετη ερώτηση)

d) an invalid document (άκυρο έγγραφο)

e) inadequate coordination (ανεπαρκής συντονισμός)

f) illegal trade (παράνομο εμπόριο)

g) irreconcilable views (ασυμβίβαστες απόψεις)

h) an informal meeting (ανεπίσημη συνάντηση)

i) incompatible roles (ασύμβατοι ρόλοι)

j) an irresponsible statement (ανεύθυνη δήλωση)

k) insurmountable difficulties (αξεπέραστες δυσκολίες)

l) an insoluble problem (άλυτο πρόβλημα)

m) an indisputable truth (αδιαμφισβήτητη αλήθεια)

n) irrefutable evidence (αδιάσειστες αποδείξεις)

o) inconclusive evidence (αποδείξεις που δεν οδηγούν σε

συμπέρασμα)

p) an infallible method (αλάνθαστη μέθοδος)

q) an impolite remark (αγενές σχόλιο)

r) an irrevocable decision (αμετάκλητη απόφαση)

Page 19: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

19

19

s) an illiterate adult (αγράμματος ενήλικας)

t) an impartial judgement (αμερόληπτη κρίση)

u) an inequitable arrangement (άδικη διευθέτηση)

v) an independent state (ανεξάρτητο κράτος)

w) an immoral action (ανήθικη πράξη)

x) an incompetent minister (ανίκανος υπουργός)

y) an ineffective policy (αναποτελεσματική πολιτική)

z) an inefficient administration (ανίκανη κυβέρνηση)

Page 20: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

20

20

Unit 4: Conservatism

Λεξιλόγιο κειμένου (σελ. 59-61)

to stem from= προέρχομαι/ πηγάζω από

to conserve= συντηρώ, διατηρώ

conservatism= συντηρητισμός

conservative= συντηρητικός

the status quo= η υπάρχουσα κατάσταση, καθεστηκυία τάξη

reactionary= οπισθοδρομικός, αντιδραστικός

to reconstruct= ανοικοδομώ

to oppose sth= αντιτίθεμαι σε κάτι, αντιτάσσομαι

to evolve= εξελίσσομαι

evolution= εξέλιξη

reaction (to sth)= αντίδραση (σε κτ)

sweeping= σαρωτικός e.g. a sweeping change

the Enlightenment= ο Διαφωτισμός (του 18ου αιώνα)

the French Revolution= η Γαλλική Επανάσταση (1789)

to hark back to= ξαναγυρίζω σε κάτι (γεγονός ή λόγια), ξαναθυμάμαι

ancien régime= αρχαίο πολίτευμα (το πολιτικό και κοινωνικό

καθεστώς στη Γαλλία πριν τη Γαλλική Επανάσταση)

to preserve= διατηρώ, διαφυλάσσω

royalism= φιλοβασιλισμός

lies behind= βρίσκεται πίσω από (lie – lay – lain)

hereditary monarch= κληρονομικός μονάρχης

source= πηγή, αιτία

stability= σταθερότητα

to embody= ενσαρκώνω

tradition= παράδοση

Page 21: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

21

21

continuity= συνέχεια

an attack (on)= επίθεση (σε κτ)

to inspire= εμπνέω

to regard as= to consider= θεωρώ ως…

to criticize= επικρίνω

to upset= αναστατώνω

to establish= καθιερώνω, εγκαθιδρύω, εδραιώνω

social order= κοινωνική τάξη (πραγμάτων)

oppressive= καταπιεστικός

populism=λαϊκισμός

to level= ισοπεδώνω

level= επίπεδο

to reduce sb to…= υποβιβάζω, φέρνω κπ (σε μία κατάσταση)

condition= κατάσταση

established customs= καθιερωμένα / πάγια έθιμα

institution= θεσμός / ίδρυμα

traditionalism= παραδοσιοκρατία

hallmark= χαρακτηριστικό γνώρισμα

doctrine= δόγμα, θεωρία

pessimistic= απαισιόδοξος # optimistic

insecure= ανασφαλής

moral depravity= ηθική εξαχρείωση

greedy= άπληστος

ambitious= φιλόδοξος

to counteract= αντισταθμίζω, εξουδετερώνω

disruption= διάσπαση, διάλυση

the frailties of human nature= αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης

imperative= επιβεβλημένος, αναγκαίος

core= πυρήνας, καρδιά (ενός ζητήματος)

Page 22: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

22

22

the maintenance of law and order= η τήρηση του νόμου και της τάξης

to complement= συμπληρώνω

principle= αρχή

private property= ατομική ιδιοκτησία

strict law enforcement= αυστηρή επιβολή του νόμου

adversarial politics= πολιτική της αντιπαράθεσης

consensus= συναίνεση

a necessary evil= αναγκαίο κακό

to bring about= προκαλώ, επιφέρω e.g. bring about a change

inegalitarian= που δεν ευνοεί την ισότητα

innately= έμφυτα, από τη φύση του

qualified (for sth)= ικανός, κατάλληλος, που έχει προσόντα για κτ

leadership= ηγεσία

inequality= ανισότητα

paternalism= πατερναλισμός

the privileged= οι προνομιούχοι

the masses= οι μάζες

to underpin= υποστηρίζω, ενισχύω (θεωρία, θεμέλια κ.λπ.)

an appeal to…= έκκληση (σε…)

duty= καθήκον

rooted in…= που έχει τις ρίζες του σε…

noblesse oblige= οι υποχρεώσεις των ευγενών

veil= πέπλος (κυριολεκτικά ή μεταφορικά), πρόσχημα

to possess= έχω, κατέχω

to foster= τρέφω (συναισθήματα) e.g. foster a desire for revenge

pragmatism= πραγματισμός

utopianism= ουτοπισμός

to perpetuate= διαιωνίζω

to deprive sb of sth= στερώ κτ από κπ

Page 23: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

23

23

rationality= λογικότητα, λογική

be opposed to sth= αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι σε κτ, είμαι αντίθετος

flawed= ελαττωματικός

impracticable= ανεφάρμοστος

to justify= δικαιολογώ

context= πλαίσιο

to demonstrate= αποδεικνύω, επιδεικνύω

to set realistic goals= θέτω ρεαλιστικούς στόχους

artifact= τεχνούργημα, κατασκεύασμα

to engineer= κατασκευάζω, οργανώνω

to unleash= αποδεσμεύω, εκλύω (π.χ. ενέργεια)

radical innovation= ριζοσπαστική καινοτομία

reductionism= αναγωγισμός

Exercise C3: nouns ending in “-ion”

a) to abolish – abolition (κατάργηση)

b) to accede – accession (προσχώρηση, π.χ. στην ΕΕ)

c) to assume – assumption (υπόθεση, θεωρητικό αξίωμα)

d) to compete – competition (ανταγωνισμός)

e) to convert – conversion (μετατροπή)

f) to deceive – deception (εξαπάτηση)

g) to decide – decision (απόφαση)

h) to describe – description (περιγραφή)

i) to detain – detention (κράτηση, π.χ. σε αστυνομικό τμήμα)

j) to divide – division (διαίρεση)

k) to elect – election (εκλογή)

l) to exclude – exclusion (αποκλεισμός)

Page 24: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

24

24

m) to expand – expansion (επέκταση)

n) to explode – explosion (έκρηξη)

o) to intend – intention (πρόθεση)

p) to intervene – intervention (παρέμβαση)

q) to invade – invasion (εισβολή)

r) to oppose – opposition (αντίθεση ή αντιπολίτευση)

s) to oppress – oppression (καταπίεση)

t) to permit – permission (άδεια)

u) to persuade – persuasion (πειθώ)

v) to produce – production (παραγωγή)

w) to provoke – provocation (πρόκληση)

x) to rebel – rebellion (εξέγερση, επανάσταση)

y) to reduce – reduction (μείωση)

z) to resolve – resolution (επίλυση)

Exercise C4 : adjectives ending in “-ous”

a) an advantageous position (πλεονεκτική θέση)

b) an ambiguous statement (ασαφής δήλωση)

c) an atrocious crime (στυγερό έγκλημα)

d) a homogeneous country (ομοιογενής χώρα)

e) a heterogeneous society (ετερογενής κοινωνία)

f) a spontaneous action (αυθόρμητη πράξη)

g) simultaneous announcements (ταυτόχρονες ανακοινώσεις)

h) a fallacious argument (εσφαλμένο επιχείρημα)

i) an ambitious politician (φιλόδοξος πολιτικός)

j) a ubiquitous phenomenon (διαδεδομένο φαινόμενο)

k) a momentous event (κοσμοϊστορικό γεγονός)

Page 25: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

25

25

l) an outrageous suggestion (εξωφρενική πρόταση)

m) an autonomous regional government (αυτόνομη

περιφερειακή κυβέρνηση)

n) a prosperous country (πλούσια χώρα)

o) a religious organization (θρησκευτική οργάνωση)

p) an infectious disease (μεταδοτική ασθένεια)

q) a victorious army (νικηφόρος στρατός)

r) a mountainous country (ορεινή χώρα)

s) a courageous soldier (θαρραλέος στρατιώτης)

t) a mysterious disappearance (μυστηριώδης εξαφάνιση)

u) a suspicious affair (ύποπτη υπόθεση)

Page 26: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

26

26

Unit 5: Socialism

Λεξιλόγιο κειμένου (σελ. 73-75)

to derive from= προέρχομαι από

to combine (with)= συνδυάζω (με)

to share= μοιράζομαι

usage= χρήση (λέξης)

issue= 1. τεύχος (περιοδικού)

2. θέμα, ζήτημα (πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ.)

to issue= εκδίδω

journal= περιοδική έκδοση, περιοδικό (σοβαρό ή επιστημονικό)

founder= ιδρυτής

to found= ιδρύω, θεμελιώνω (ομαλό ρήμα: found – founded – founded)

coincidence= σύμπτωση

to coincide (with)= συμπίπτω (με)

to emerge= εμφανίζομαι, αναδύομαι

in the aftermath of…= την περίοδο που ακολούθησε μετά το…

Industrial Revolution= Βιομηχανική Επανάσταση

avenue= 1. λεωφόρος 2. δρόμος, τρόπος

to impose sth on sb= επιβάλλω κτ σε κπ

strict discipline= αυστηρή πειθαρχία

working class= εργατική τάξη

class-divided society or class society= ταξική κοινωνία

inequality= ανισότητα

life chances= βιοτικές ευκαιρίες

industrial society= βιομηχανική κοινωνία

to preclude= αποκλείω

egalitarianism= εξισωτισμός

Page 27: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

27

27

egalitarian= που ευνοεί την ισότητα

social justice= κοινωνική δικαιοσύνη

to rely on sb/sth= βασίζομαι πάνω σε κπ/κτ

perpetuation= διαιώνιση

to perpetuate= διαιωνίζω

to smother= καταπνίγω, καταστέλλω

sociability= κοινωνικότητα

mutual interdependence= αμοιβαία αλληλεξάρτηση

competitive mentality= ανταγωνιστική νοοτροπία

to originate in/from= προέρχομαι /κατάγομαι από

aspiration= βλέψη, φιλοδοξία

to establish= ιδρύω, καθιερώνω

fellowship= αδελφότητα, συντροφικότητα

solidarity= αλληλεγγύη

co-operation= συνεργασία

to advocate= πρεσβεύω, υποστηρίζω

ownership= κυριότητα, κατοχή (ιδιοκτησίας)

means of production= μέσα παραγωγής, παραγωγικά μέσα

distribution= κατανομή

exchange= 1. ανταλλαγή, συναλλαγή 2. συνάλλαγμα

trust (in sb/sth)= εμπιστοσύνη σε (κπ/κτ)

collectivism= κολεκτιβισμός

minority= μειοψηφία, μειονότητα

majority= πλειοψηφία

to refashion= αναδιαμορφώνω

whereby= by which= με το οποίο

to presuppose= προϋποθέτω

rational organization= ορθολογική οργάνωση

fair distribution of wealth= δίκαιη κατανομή του πλούτου

Page 28: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

28

28

to differentiate= διαφοροποιώ

variant= είδος, ποικιλία

Christian socialism= χριστιανοσοσιαλισμός

social democracy= σοσιαλδημοκρατία

distinction= διάκριση, διαχωρισμός

scientific socialism= επιστημονικός σοσιαλισμός

utopian socialism= ουτοπικός σοσιαλισμός

dispute= διαμάχη

to concern= αφορώ

equality= ισότητα

feasible= εφικτός

desirable= επιθυμητός

to divide (into)= διαιρώ (σε)

division (into)= διαίρεση (σε)

western bloc= δυτικό μπλοκ

alternative [adjective]= εναλλακτικός

alternative [noun]= εναλλακτική λύση

to realize= 1. πραγματοποιώ, υλοποιώ e.g. realize one’s dreams

2. αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ e.g. realize one’s mistake

economic management policies= πολιτικές οικονομικής διαχείρισης

selective= επιλεκτικός

nationalization= κρατικοποίηση

mixed economy= μικτή οικονομία

redistributive welfare policies= αναδιανεμητικές πολιτικές πρόνοιας

fiscal policy= δημοσιονομική πολιτική

adjustment= προσαρμογή

to adjust (to sth)= προσαρμόζομαι (σε κτ)

public spending= δημόσιες δαπάνες

taxation= φορολογία

Page 29: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

29

29

collectivization= κολεκτιβοποίηση

private enterprise= ιδιωτική πρωτοβουλία

to abolish= καταργώ

altogether= εντελώς

planned economies OR command economies= οικονομίες

κεντρικού σχεδιασμού ή σχεδιασμένες οικονομίες

to resemble sb/sth= μοιάζω (σε κπ/κτ)

state capitalism= κρατικός καπιταλισμός

to undergo a transformation= υφίσταμαι μεταμόρφωση

welfare state= κράτος πρόνοιας

increasingly more difficult= ολοένα και πιο δύσκολο

to cope with= αντιμετωπίζω κτ, τα βγάζω πέρα με κτ

to make demands on sb= έχω απαιτήσεις από κπ

single-parent families= μονογονεϊκές οικογένειες

restructuring= αναδιάρθρωση

“safety net” state= κράτος «δίχτυ ασφαλείας»

to modernize= εκσυγχρονίζω

to adapt to sth= προσαρμόζομαι σε κτ

the so-called…= ο λεγόμενος ….

electoral success= εκλογική επιτυχία

electorate= εκλογικό σώμα

to denote= υποδηλώνω

to allocate resources= κατανέμω πόρους

Exercise C3: nouns ending in “-dom”, “-hood” and “-ship”

a) brother ⇛ brotherhood (αδελφότητα, αδελφοσύνη)

b) censor ⇛ censorship (λογοκρισία)

Page 30: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

30

30

c) Christian ⇛ Christendom (Χριστιανοσύνη)

d) dictator ⇛dictatorship (δικτατορία)

e) entrepreneur ⇛ entrepreneurship (επιχειρηματικότητα)

f) false ⇛ falsehood (ψευτιά, ψέμα)

g) fellow ⇛ fellowship (πνεύμα αλληλεγγύης, συντροφικότητα)

h) free ⇛ freedom (ελευθερία)

i) friend ⇛ friendship (φιλία)

j) leader ⇛ leadership (ηγεσία)

k) likely ⇛ likelihood (πιθανότητα)

l) member ⇛ membership (ιδιότητα μέλους)

m) mother ⇛ motherhood (μητρότητα)

n) nation ⇛ nationhood (εθνική οντότητα)

o) official ⇛ officialdom (υπαλληλοκρατία, οι υπάλληλοι)

p) owner ⇛ ownership (ιδιοκτησία, κυριότητα)

q) state ⇛ statehood (κρατική οντότητα)

r) statesman ⇛ statesmanship (πολιτική δεινότητα)

s) wise ⇛ wisdom (σοφία)

Exercise C4: nouns ending in “-al” or “-age”

a) acquittal of the accused (απαλλαγή του κατηγορουμένου)

b) a categorical denial (κατηγορηματική άρνηση)

c) a religious revival (θρησκευτική αναβίωση)

d) television coverage (τηλεοπτική κάλυψη)

Page 31: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

31

31

e) newspaper reportage (δημοσιογραφική κάλυψη [ρεπορτάζ]

εφημερίδας)

f) unanimous approval (ομόφωνη έγκριση)

g) a social cleavage (κοινωνικό χάσμα)

h) a betrayal of trust (προδοσία εμπιστοσύνης)

i) political leverage (πολιτική επιρροή)

j) disinformation leakage (διαρροή παραπληροφόρησης)

k) a package deal (συμφωνία πακέτο)

l) the renewal of negotiations (επανάληψη των

διαπραγματεύσεων)

m) a religious pilgrimage (θρησκευτικό προσκύνημα)

n) a proposal for peace (ειρηνευτική πρόταση)

o) a shrinkage in export trade (μείωση/συρρίκνωση του

εξαγωγικού εμπορίου)

p) a portrayal of reality (απεικόνιση της πραγματικότητας)

q) the reversal of public opinion (μεταστροφή της κοινής

γνώμης)

r) the passage of an Act (ψήφιση νόμου)

Page 32: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

32

32

Unit 6: Marxism and Communism

Λεξιλόγιο κειμένου (σελ. 85-87)

collaborator= συνεργάτης

to collaborate (with)= συνεργάζομαι (με)

to formulate= διατυπώνω (π.χ. μια θεωρία)

comprehensive= περιεκτικός, ευρύς

corpus= σώμα (κειμένων), σύνολο

forces of production= παραγωγικές δυνάμεις

relations of production= παραγωγικές σχέσεις

mode of production= τρόπος της παραγωγής

class structure= ταξική δομή/ διάρθρωση

class conflict= ταξική σύγκρουση

obsolete= απαρχαιωμένος

to impede= παρεμποδίζω, καθυστερώ

to ensue= επακολουθώ, έπομαι

material [adjective]= υλικός

material [noun]= ύλη, υλικό

innovative= καινοτόμος

a dominant or ruling class= κυρίαρχη ή άρχουσα τάξη

formation= σχηματισμός

distinctive contribution= χαρακτηριστική συμβολή/συνεισφορά

to contribute (to)= συμβάλλω σε κτ, συνεισφέρω

historical materialism= ιστορικός υλισμός

account= 1. περιγραφή 2. (τραπεζικός) λογαριασμός

vice versa= αντιστρόφως

to raise an issue= εγείρω ένα θέμα

determinism= ντετερμινισμός

Page 33: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

33

33

to constitute= συνιστώ, αποτελώ

foundation= θεμέλιο

base and superstructure= βάση και εποικοδόμημα

to correspond to= αντιστοιχώ σε

consciousness= συνείδηση, επίγνωση

alienation= αλλοτρίωση, αποξένωση

division of labour= καταμερισμός εργασίας

to depersonalize= αποπροσωποποιώ

domination= κυριαρχία

supremacy= υπεροχή, ανωτερότητα

indoctrination= «κατήχηση»

bourgeoisie= αστική τάξη, μπουρζουαζία

a subordinate class= υποδεέστερη/ κατώτερη τάξη

proletariat= το προλεταριάτο

proletarians= προλετάριοι

propertyless= ακτήμονες

to own= έχω, κατέχω

subsistence wage= μισθός πείνας, ξεροκόμματο

to consist in= συνίσταμαι σε

labour power= εργασιακή δύναμη

to make a profit= βγάζω κέρδος

to appropriate= οικειοποιούμαι

surplus value= υπεραξία

to accrue from= απορρέω από

to extract= αποσπώ, εκμαιεύω

exploitation= εκμετάλλευση

fraught with= γεμάτος από

tension= ένταση

downfall= πτώση, ανατροπή

Page 34: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

34

34

cut-throat competition= εξοντωτικός ανταγωνισμός

monopoly= μονοπώλιο

coordination= συντονισμός

susceptible to sth= επιρρεπής σε κτ

overproduction= υπερπαραγωγή

factors= παράγοντες

antagonism= εχθρότητα

to generate= γεννώ, παράγω, προκαλώ

class consciousness= ταξική συνείδηση

false consciousness= ψευδής συνείδηση

to delude= παραπλανώ, εξαπατώ

transitional period= μεταβατική περίοδος

dictatorship of the proletariat= δικτατορία του προλεταριάτου

to wither away= μαραίνομαι, σβήνω σιγά σιγά

adherents= θιασώτες, οπαδοί

dialectical materialism= διαλεκτικός υλισμός

evolution= εξέλιξη

Exercise C3: nouns ending in “-acy”, “-cy” “-ry” “-ty” and “-y”

a) loyal ⇛ loyalty (πίστη, αφοσίωση)

b) rival ⇛ rivalry (αντιπαλότητα)

c) supreme ⇛ supremacy (υπεροχή)

d) legitimate ⇛ legitimacy (νομιμότητα)

e) weapon ⇛ weaponry (οπλισμός, όπλα)

f) citizen ⇛ citizenry (το σύνολο των πολιτών, οι πολίτες)

g) sovereign ⇛ sovereignty (εθνική) κυριαρχία

h) diplomat ⇛ diplomacy (διπλωματία)

i) private ⇛ privacy (ιδιωτική ζωή, ιδιωτικότητα)

j) discover ⇛discovery (ανακάλυψη)

Page 35: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

35

35

k) adequate ⇛adequacy (επάρκεια)

l) deliver ⇛ delivery (διανομή, παράδοση)

m) conspire ⇛ conspiracy (συνομωσία)

n) royal ⇛ royalty (μέλη της βασιλικής οικογένειας)

o) cruel ⇛ cruelty (σκληρότητα)

p) ancestor ⇛ ancestry (πρόγονοι, γενεαλογικό δέντρο)

q) autonomous ⇛ autonomy (αυτονομία)

r) safe ⇛ safety (ασφάλεια)

s) bigot ⇛ bigotry (μισαλλοδοξία)

t) bribe ⇛ bribery (δωροδοκία)

Exercise C4: nouns ending in “-ant” and “-ent”

a) the affluent society (κοινωνία της αφθονίας)

b) a relevant remark (σχετική παρατήρηση)

c) ambivalent feelings (αμφίθυμα συναισθήματα)

d) a triumphant army (θριαμβευτής στρατός)

e) a pre-eminent scientist (διαπρεπής επιστήμονας)

f) a lenient judge (επιεικής δικαστής)

g) a significant achievement (σημαντικό επίτευγμα)

h) an intelligent student (έξυπνος φοιτητής)

i) a convenient arrangement (βολική διευθέτηση)

j) the prevalent impression (η κυρίαρχη εντύπωση)

k) resurgent nationalism (αναζωπυρωμένος εθνικισμός)

l) the distant past (μακρινό παρελθόν)

m) insurgent troops (στρατεύματα που στασιάζουν)

n) a defiant attitude (προκλητική στάση)

o) divergent views (διιστάμενες απόψεις)

p) a recurrent problem (επανεμφανιζόμενο πρόβλημα)

Page 36: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

36

36

q) belligerent countries (εμπόλεμες χώρες)

r) dominant ideology (κυρίαρχη ιδεολογία)

s) a transparent deception (ολοφάνερη απάτη)

t) an arrogant tone (υπεροπτικό ύφος)

u) violent conflict (βίαιη σύγκρουση)

v) intolerant views (μισαλλόδοξες αντιλήψεις)

Page 37: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

37

37

Unit 7

Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 97-99)

thus= therefore= επομένως, ως εκ τούτου

community= κοινότητα, κοινωνία

to denote= υποδηλώνω

they belong together= πρέπει να είναι μαζί

descent= καταγωγή

historical continuity= ιστορική συνέχεια

cultural heritage= πολιτιστική κληρονομιά

longevity= μακροβιότητα

primordial= αρχέγονος

origins= ρίζες, προέλευση

in the distant past= στο μακρινό παρελθόν

to look upon as= to regard as= θεωρώ ως…

distinctive= ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός

civilization= πολιτισμός

to define= ορίζω, προσδιορίζω

definition= ορισμός

in political terms= από πολιτική άποψη

to unite= ενώνω

union= ένωση

unification= ενοποίηση

allegiance (to)= πίστη, υπακοή

institution= θεσμός

citizenship= ιδιότητα του πολίτη

to override= παραμερίζω, προέχω

loyalty= πίστη, αφοσίωση

loyalties= δεσμοί

Page 38: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

38

38

ethnic groups= εθνοτικές ομάδες

collective= συλλογικός

identity= ταυτότητα

viable= βιώσιμος

to lack= μου λείπει κτ, δεν έχω κτ

goal= σκοπός, στόχος

statehood= κρατική οντότητα

ethnicity= εθνοτικότητα

to emerge from= προκύπτω από

popular sovereignty= λαϊκή κυριαρχία

royal= βασιλικός

source of legitimacy= πηγή νομιμότητας

ethnic= εθνοτικός

national= εθνικός

entity= οντότητα

to reinforce= ενισχύω

artifact= τεχνούργημα, κατασκεύασμα

artificial construct= τεχνητό κατασκεύασμα

nationhood= εθνική οντότητα

national anthem= εθνικός ύμνος

national flag= εθνική σημαία

homogenization= ομοιογενοποίηση

a multiethnic and multicultural nation= πολυεθνοτικό και

πολυπολιτισμικό έθνος

shared culture= κοινή κουλτούρα

national identity= εθνική ταυτότητα

consciousness= συνείδηση, επίγνωση

to construct= οικοδομώ, χτίζω, κατασκευάζω

constitution= σύνταγμα

Page 39: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

39

39

to condition= διαμορφώνω

application= εφαρμογή

criterion= κριτήριο (Plural: criteria)

greatly= πολύ, σε μεγάλο βαθμό

to determine= καθορίζω

cause= αγώνας, σκοπός

to espouse= ασπάζομαι, ενστερνίζομαι

organic= οργανικός

to aspire to do sth= φιλοδοξώ να κάνω κτ

the principle of national self-determination= η αρχή της εθνικής

αυτοδιάθεσης

secession= απόσχιση, αποσκίρτηση

territories= εδάφη

a sovereign state= ανεξάρτητο /κυρίαρχο κράτος

territoriality= εδαφικότητα

to coincide with= συμπίπτω με

coincidence= σύμπτωση

In reality, this is rarely the case= Στην πραγματικότητα αυτό

συμβαίνει σπάνια

to comprise= περιλαμβάνω, αποτελούμαι από

ethnic group= εθνοτική ομάδα

ethnic cleansing= εθνοκάθαρση

to place/put emphasis on sth= δίνω έμφαση σε κτ

social cohesion= κοινωνική συνοχή

otherness= ετερότητα

to incite= υποκινώ

bigotry= μισαλλοδοξία

to demonize= δαιμονοποιώ

immigrant= μετανάστης

Page 40: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

40

40

foreigner= αλλοδαπός, ξένος

thereby= κατ’ αυτόν τον τρόπο

to foment= υποδαυλίζω e.g. foment trouble

racialism= φυλετισμός

racism= ρατσισμός

xenophobia= ξενοφοβία

colonial= αποικιακός

conquest= κατάκτηση

to conquer= κατακτώ

to accompany= συνοδεύω

jingoism= εθνεγερσία

expansionist= επεκτατικός

chauvinism= σωβινισμός

irrational= παράλογος

superiority= ανωτερότητα # inferiority= κατωτερότητα

blatant= κατάφωρος

manifestation= εκδήλωση

anti-Semitism= αντισημιτισμός, αντιεβραϊσμός

struggle= αγώνας, μάχη

pro-independence movements= κινήματα υπέρ της ανεξαρτησίας

colonialism= αποικιοκρατία

colony= αποικία

colonial= αποικιακός

to dominate= κυριαρχώ

transnational groups= διεθνικές ομάδες

multinational companies= πολυεθνικές

multiethnicity= πολυεθνοτικότητα

multiculturalism= πολυπολιτισμικότητα

norm= κανόνας, νόρμα

Page 41: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

41

41

cosmopolitanism= κοσμοπολιτισμός

trend (towards)= τάση (προς)

to bring about= επιφέρω, προκαλώ e.g. to bring about a change

irreversible= αμετάκλητος

allegedly= υποτιθέμενα, δήθεν

to associate with= συνδέω με

association with= σύνδεση με

to detract from= μειώνω, αφαιρώ (από κτ)

doctrine= δόγμα, θεωρία

the redrawing of the map= αναχάραξη του χάρτη

destabilization= αποσταθεροποίηση

the Balkan region= η περιοχή των Βαλκανίων

to abate= καταλαγιάζω

separatism= αυτονομισμός

irredentism= αλυτρωτισμός (νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες)

to declare= δηλώνω, κηρύσσω, ανακηρύσσω

Exercise C3: nouns ending in “-ity” or “-ness”

a) effective – effectiveness (αποτελεσματικότητα)

b) popular – popularity (δημοτικότητα)

c) productive – productivity (παραγωγικότητα)

d) formal – formality (επισημότητα)

e) weak – weakness (αδυναμία)

f) accessible – accessibility (προσβασιμότητα)

g) superior – superiority (ανωτερότητα)

h) inferior – inferiority (κατωτερότητα)

i) unequal – inequality (ανισότητα)

Page 42: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

42

42

j) neutral – neutrality (ουδετερότητα)

k) aware – awareness (συνειδητοποίηση, συναίσθηση)

l) responsible – responsibility (ευθύνη)

m) continuous – continuity (συνέχεια, συνοχή)

n) criminal – criminality (εγκληματικότητα)

o) fair – fairness (δικαιοσύνη, εντιμότητα)

p) major – majority (πλειοψηφία)

q) minor – minority (μειοψηφία)

r) willing – willingness (προθυμία)

s) prior – priority (προτεραιότητα)

t) unstable – instability (αστάθεια)

u) accountable – accountability (λογοδοσία, ευθύνη)

v) permissive – permissiveness (ανεκτικότητα, χαλαρότητα)

w) employable – employability (καταλληλότητα για πρόσληψη)

x) serious – seriousness (σοβαρότητα)

Exercise C4: nouns beginning with “dis-” or “un-”

a) unfavourable terms (δυσμενείς όροι)

b) a disunited party (διασπασμένο κόμμα)

c) an unacceptable proposal (απαράδεκτη πρόταση)

d) nuclear disarmament (πυρηνικός αφοπλισμός)

e) an untenable argument (αβάσιμο επιχείρημα)

f) an unpopular politician (αντιδημοτικός πολιτικός)

g) a disadvantageous position (μειονεκτική θέση)

h) an undependable ally (αναξιόπιστος σύμμαχος)

i) a dishonest politician (ανέντιμος πολιτικός)

j) an unfortunate remark (ατυχής παρατήρηση)

k) a disappointing result (απογοητευτικό αποτέλεσμα)

Page 43: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

43

43

l) disabled ex-servicemen (ανάπηροι πολέμου)

m) an unbelievable story (απίστευτη ιστορία)

n) disgraceful conduct (επαίσχυντη διαγωγή)

o) an undisputed leader (αδιαφιλονίκητος ηγέτης)

p) untiring efforts (άοκνες προσπάθειες)

q) a disillusioned voter (απογοητευμένος ψηφοφόρος)

r) an unprovoked attack (απρόκλητη επίθεση)

s) a disorderly crowd (άτακτο πλήθος)

t) unprofessional conduct (αντιεπαγγελματική συμπεριφορά)

u) an unorthodox method (ανορθόδοξη μέθοδος)

v) an undeniable truth (αναμφισβήτητη αλήθεια)

Page 44: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

44

44

Unit 8

Λεξιλόγιο από το κείμενο (σελ. 111-113)

response (to)= απάντηση, ανταπόκριση (σε)

oppression= καταπίεση

focal point= εστιακό σημείο, επίκεντρο

critique= κριτική

patriarchy= πατριαρχία

male dominance= ανδρική κυριαρχία

to perpetuate= διαιωνίζω

institutional apparatus= θεσμικός μηχανισμός

emancipation= χειραφέτηση

suffragist movements= τα κινήματα των σουφραζετών

significantly contributed to…= …συνέβαλαν σημαντικά στην…

enfranchisement= πολιτική χειραφέτηση

to occur= συμβαίνω

suffrage= δικαίωμα ψήφου

once= άπαξ και…, μόλις

basic= στοιχειώδης

inactive= ανενεργός, αδρανής

panacea= πανάκεια

resurgence= αναζωπύρωση

inequalities= ανισότητες

to linger on= παραμένω, εξακολουθώ

gendered= έμφυλος

social institutions= κοινωνικοί θεσμοί

patriarchal norms= πατριαρχικοί κανόνες

in practice= στην πράξη # in theory= στη θεωρία, θεωρητικά

Page 45: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

45

45

equal opportunity= ισότητα ευκαιριών, ίσες ευκαιρίες

fundamental= θεμελιώδης, βασικός

tenet= αρχή, αξίωμα

to campaign= κάνω εκστρατεία, καμπάνια

campaign= εκστρατεία, καμπάνια

e.g. an election campaign

to undermine= υπονομεύω

overt= φανερός, ανοιχτός e.g. overt hostility= φανερή εχθρότητα

covert= κρυφός e.g. a covert enemy= κρυφός εχθρός

sexual discrimination= διακρίσεις μεταξύ των φύλων

to result in= καταλήγω σε

to discriminate against sb= κάνω διακρίσεις εις βάρος κπ

selection process= διαδικασία επιλογής

sexual discrimination legislation= νομοθεσία για τις διακρίσεις

μεταξύ των φύλων

partially= εν μέρει

to rectify= επιδιορθώνω, αποκαθιστώ

state of affairs= κατάσταση (των πραγμάτων)

to outlaw= κηρύσσω κτ παράνομο

employee= υπάλληλος # employer= εργοδότης

job advertisements= αγγελίες για εύρεση εργασίας

to adopt a policy= υιοθετώ μια πολιτική

positive discrimination= θετικές διακρίσεις

affirmative action= θετική δράση

allocation= κατανομή

allocation process= διαδικασία κατανομής

a quota system= σύστημα ποσόστωσης

to assign= αναθέτω, δίνω

fixed number= σταθερός αριθμός

Page 46: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

46

46

post= θέση, πόστο

to benefit (from sth)= ωφελούμαι (από κτ)

reform= μεταρρύθμιση

the feminist movement= το φεμινιστικό κίνημα

odd= strange= παράξενο

to be reluctant to do sth= είμαι απρόθυμος να κάνω κτ, διστάζω

to label as…= ονομάζω ως…, χαρακτηρίζω ως…

to subscribe to= προσυπογράφω

beliefs= πεποιθήσεις, τα «πιστεύω»

to blame sth on sb OR to blame sb for sth= ρίχνω το φταίξιμο σε

κπ για κτ

demonization= δαιμονοποίηση

male-dominated= ανδροκρατούμενος

the media= τα ΜΜΕ

to promote= προωθώ

pro-lesbian= υπέρ των λεσβιών

ΠΡΟΣΟΧΗ:

pro= υπέρ pre= πριν

extreme= ακραίος

movement= κίνημα

an aggravating factor= επιβαρυντικός παράγοντας

to aggravate= επιδεινώνω, επιβαρύνω

strand= ρεύμα, κατεύθυνση

an alternative lifestyle= εναλλακτικός τρόπος ζωής

subculture= υποκουλτούρα

contact= επαφή

to rid sb of sth= απαλλάσσω κπ από κτ

sexism= σεξισμός

misogyny= μισογυνισμός

Page 47: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

47

47

male domination= ανδρική κυριαρχία

antagonism (to)= εχθρότητα (προς)

ΠΡΟΣΟΧΗ:

antagonism= εχθρότητα

competition= ανταγωνισμός

in combination with= σε συνδυασμό με

to estrange sb from sth= αποξενώνω κπ από κτ

familiar with= εξοικειωμένος με…

connotations= συνδηλώσεις (δηλ. τι υποδηλώνει μια λέξη)

implications= επιπτώσεις

point of departure= αφετηρία

disadvantaged= σε μειονεκτική θέση

in comparison with= σε σύγκριση με

outcome= έκβαση, αποτέλεσμα

social conditioning= κοινωνική επιρροή, η επίδραση της κοινωνίας

politically correct= πολιτικά ορθός

construct= κατασκεύασμα

to buttress= στηρίζω (π.χ. θεσμούς)

beyond this= πέραν τούτου

consensus (on/about sth)= συναίνεση, συμφωνία

causes= αίτια

remedies= μέτρα, λύσεις

subordination= υποτέλεια

approach (to)= προσέγγιση (σε)

to assert= ισχυρίζομαι, διεκδικώ

to grant= δίνω, χορηγώ

constitutional reform= συνταγματική μεταρρύθμιση

pattern= μοτίβο, σχήμα

class society= ταξική κοινωνία

Page 48: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

48

48

classless society= αταξική κοινωνία

women’s lib= women’s liberation= γυναικεία απελευθέρωση

to relocate= επανατοποθετώ

issue= θέμα, ζήτημα

in the private realm= στην ιδιωτική σφαίρα

to dismiss= απορρίπτω

divide= χάσμα, διαχωριστική γραμμή

interconnections= διασυνδέσεις

postmodern= μεταμοντέρνος

poststructuralist= μεταστρουκτουραλιστικός

to deconstruct= αποδομώ

to expose= εκθέτω, ξεσκεπάζω e.g. to expose a scandal

ubiquitous= pervasive= διάχυτος, διαβρωτικός

political leanings= πολιτικές τάσεις

motto= σύνθημα, αρχή

reification= πραγμοποίηση, εμπραγμάτωση

legitimization= νομιμοποίηση

commodification= εμπορευματοποίηση

domestic violence= ενδοοικογενειακή βία

sexual harassment= σεξουαλική παρενόχληση

to redefine= επαναπροσδιορίζω

inextricably related= άρρηκτα συνδεδεμένα

Exercise C3 : nouns ending in -ance, -ence and -ment

a) develop – development (ανάπτυξη)

b) fulfil – fulfilment (εκπλήρωση)

c) prefer – preference (προτίμηση)

Page 49: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

49

49

d) obey – obedience (υπακοή)

e) commit – commitment (δέσμευση)

f) resemble – resemblance (ομοιότητα)

g) improve – improvement (βελτίωση)

h) perform – performance (απόδοση)

i) attend – attendance (παρακολούθηση [π.χ. στο σχολείο])

j) correspond – correspondence (αντιστοιχία)

k) accept – acceptance (αποδοχή)

l) govern – government (κυβέρνηση, διακυβέρνηση) OR

governance (διακυβέρνηση)

m) hinder – hindrance (εμπόδιο)

n) assist – assistance (βοήθεια)

o) insist – insistence (επιμονή)

p) announce – announcement (ανακοίνωση)

q) confide – confidence (εμπιστοσύνη)

r) enter – entrance (είσοδος)

s) enlarge – enlargement (μεγέθυνση, διεύρυνση)

t) inherit – inheritance (κληρονομιά)

u) disappear – disappearance (εξαφάνιση)

v) disappoint – disappointment (απογοήτευση)

w) maintain – maintenance (διατήρηση, συντήρηση)

x) appoint – appointment (διορισμός ή ραντεβού)

Exercise C4: adjectives ending in -ing or -ed

a) the outgoing President (ο απερχόμενος πρόεδρος)

b) the incoming government (η νέα κυβέρνηση)

c) a concerted effort (συντονισμένη προσπάθεια)

Page 50: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

50

50

d) the overwhelming majority ( η συντριπτική πλειοψηφία)

e) unquestioning obedience (τυφλή υπακοή)

f) a patronizing manner (συγκαταβατικός τρόπος)

g) an underdeveloped country (υπανάπτυκτη χώρα)

h) a striking example (χτυπητό παράδειγμα)

i) an emancipated woman (χειραφετημένη γυναίκα)

j) a distinguished historian (διαπρεπής ιστορικός)

k) an unprecedented achievement (πρωτοφανές κατόρθωμα)

l) an unconvincing explanation (μη πειστική εξήγηση)

m) a disinterested action (ανιδιοτελής πράξη)

n) an uncompromising politician (ασυμβίβαστος πολιτικός)

o) unrelenting attacks (ανελέητες επιθέσεις)

p) an unrivalled reputation (ασυναγώνιστη φήμη)

q) unrestrained capitalism (αχαλίνωτος καπιταλισμός)

r) the upcoming general elections (οι προσεχείς εκλογές)

Page 51: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

51

51

Unit 9

Unit 9: Fundamentalism

rise= άνοδος

to rise= ανεβαίνω / ανατέλλω

religious= θρησκευτικός

fundamentalism= φονταμενταλισμός

formative influences (on sth)= καθοριστικές επιδράσεις (σε κτ)

process= διαδικασία

integration= ενοποίηση, ολοκλήρωση

upheaval= αναστάτωση e.g. social /political upheaval

to detach (from)= αποσπώ (από)

local= τοπικός

identity= ταυτότητα

to undermine= υπονομεύω

nation-state= έθνος-κράτος, εθνικό κράτος

to inspire= εμπνέω

secure= ασφαλής

security= ασφάλεια

revival= αναβίωση

to meet a need= καλύπτω μια ανάγκη

to transcend= υπερβαίνω [με αφηρημένη ή υπερφυσική έννοια]

national borders= εθνικά σύνορα

fundamentalist movements= φονταμενταλιστικά κινήματα

On the downside,…= Η αρνητική πλευρά είναι ότι….

code word= «συνώνυμο», σύνθημα

militant= μαχητικός / ένοπλος

activism= ακτιβισμός

Page 52: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

52

52

fanaticism= φανατισμός

intolerance= μισαλλοδοξία (δηλ. έλλειψη ανεκτικότητας)

Islam= Ισλάμ

Christianity= Χριστιανισμός

Judaism= Ιουδαϊσμός

Buddhism= Βουδισμός

Hinduism= Ινδουισμός

denomination= δόγμα

to label as…= χαρακτηρίζω ως…

to acquire significance= αποκτώ σημασία

evangelicals= ευαγγελικοί

to affect the electoral outcome= επηρεάζω το εκλογικό

αποτέλεσμα

to contribute (to)= συνεισφέρω, συμβάλλω σε

victory= νίκη

Islamic fundamentalism= ισλαμικός φονταμενταλισμός

to emerge= εμφανίζομαι, αναδύομαι

a forceful religious movement= ισχυρό θρησκευτικό κίνημα

secularization= εκκοσμίκευση

the Middle East= Μέση Ανατολή

for some time= εδώ και καιρό

there is concern that…= υπάρχει ανησυχία ότι…

to engulf= καταποντίζω

Muslim countries= μουσουλμανικές χώρες

set to become…= έχει στόχο να γίνει…

virulent= σφοδρός, μοχθηρός

to denote= υποδηλώνω

to favour= ευνοώ, προτιμώ

strict adherence to= αυστηρή συμμόρφωση προς…

Page 53: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

53

53

the teachings of the Koran= η διδασκαλία του Κορανίου

Shari’a= Σαρία (ο ισλαμικός νόμος)

to revitalize= αναζωογονώ

separation= (δια) χωρισμός

to de-secularize society= από-εκκοσμικεύω την κοινωνία (δηλ.

επαναφέρω τη σχέση κράτους-εκκλησίας

arch-enemy= ο βασικός εχθρός

secularism= σεκουλαρισμός

humanism= ουμανισμός, ανθρωπισμός

to convince sb that…= πείθω κπ ότι…

degenerate= εκφυλισμένος

to degenerate (into)= εκφυλίζομαι σε…

degeneration= εκφυλισμός

devoid of= without= χωρίς, στερημένος από…

certainty= βεβαιότητα, σιγουριά

to attribute (to)= αποδίδω (σε)

the prevailing climate= το κλίμα που επικρατεί

nihilism= μηδενισμός

relativism= σχετικισμός

scepticism= σκεπτικισμός

to erode= διαβρώνω

erosion= διάβρωση

moral values= ηθικές αξίες

to regenerate= αναγεννώ, ανανεώνω

individual and collective activity= ατομική και συλλογική

δραστηριότητα

to aim at sth= στοχεύω σε κτ

secular= κοσμικός

Page 54: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

54

54

the promulgation of moral and spiritual values= η διάδοση ηθικών

και πνευματικών αξιών

to promulgate= διαδίδω (π.χ. γνώση)

to encapsulate= περικλείω

Ayatollah=Αγιατολάχ

utility= χρησιμότητα

to appreciate= εκτιμώ

to vilify= λοιδορώ, συκοφαντώ

the Shah= ο Σάχης

a cat’s paw= «δάκτυλος»

to introduce= εισάγω, μυώ κπ σε κτ

dress= ντύσιμο

to frown on sth= εκφράζω δυσαρέσκεια για κτ

polygamy= πολυγαμία

hashish= χασίσι

the Western mentality= η δυτική νοοτροπία

an incongruous mixture= αταίριαστο μίγμα

to manipulate= χειραγωγώ

the sacred text= το ιερό κείμενο

to serve a purpose= εξυπηρετώ ένα σκοπό

to elicit= εκμαιεύω, αποσπώ (απάντηση, ομολογία κ.λπ.)

guide= οδηγός

to guide= καθοδηγώ

personal and collective conduct= ατομική και συλλογική διαγωγή

…intended to do sth…= προορισμένο να…

to regenerate= αναγεννώ

regeneration= αναγέννηση, αναζωογόνηση

to mobilize= κινητοποιώ

the faithful= οι πιστοί

Page 55: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

55

55

to formulate= διατυπώνω (π.χ. θεωρία)

unambiguous= σαφής, ξεκάθαρος

ambiguous= ασαφής

outline= περίγραμμα, κύρια σημεία

multi-faceted= πολύπλευρος

literary= λογοτεχνικός

complexities= περιπλοκότητες

to resist (sth)= αντιστέκομαι (σε κτ)

strait-jacket= περιοριστικό καλούπι

to overcome a difficulty= ξεπερνώ μια δυσκολία

to simplify= απλοποιώ

a simplified version of the original= μια απλουστευμένη εκδοχή του

πρωτοτύπου

to extract from= αποσπώ (από)

the so-called…= το λεγόμενο

fundamentals= τα βασικά στοιχεία

…, that is,…= δηλαδή,…

essential doctrines and assumptions= βασικά δόγματα και

παραδοχές

be supposed to do sth= θεωρείται ότι…

to frame= πλαισιώνω

scripture= (Αγία) Γραφή

in its entirety= στο σύνολό του

hermeneutics= ερμηνευτική, ερμηνεία (της Γραφής)

without reference to= χωρίς αναφορά στο…

context= πλαίσιο

fallible= που κάνει σφάλματα

infallible= αλάνθαστος

to dismiss= απορρίπτω

Page 56: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

56

56

traditionalist= παραδοσιοκρατικός

to reconceptualize= επανεννοιολογώ

the underlying meaning= το κρυφό νόημα

to reveal= φανερώνω

revelation= φανέρωση, αποκάλυψη

contemplation= στοχασμός

to wage war against…= διεξάγω πόλεμο ενάντια…

reward= ανταμοιβή

martyrdom= μαρτύριο

armed struggle= ένοπλος αγώνας

heavenly= ουράνιος

the true believer= ο αληθινός πιστός

to be engaged in sth= ασχολούμαι με κτ

a just war= δίκαιος πόλεμος

the infidel= οι άπιστοι

irrelevant (to)= άσχετος (με)

martial= στρατιωτικός

holy= άγιος

to justify= δικαιολογώ

commitment (to)= αφοσίωση (σε)

a military necessity= στρατιωτική αναγκαιότητα

to have qualms about sth= έχω ενδοιασμούς για κτ

Exercise C3: -archy, -cide, -cracy, -gamy, -phobia

a) xenophobia (ξενοφοβία)

b) patriarchy (πατριαρχία)

c) aristocracy (αριστοκρατία)

Page 57: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

57

57

d) homicide (ανθρωποκτονία)

e) democracy (δημοκρατία)

f) patricide (πατροκτονία)

g) matriarchy (μητριαρχία)

h) autocracy (μονοκρατορία, απολυταρχία)

i) genocide (γενοκτονία)

j) bigamy (διγαμία) – suicide (αυτοκτονία)

k) homophobia (ομοφοβία)

l) matricide (μητροκτονία)

m) polygamy (πολυγαμία)

Exercise C4: adjectives ending in -al, -ial, -ic, -ical

a) climatic conditions (κλιματολογικές συνθήκες)

b) a climactic event (κορυφαίο γεγονός)

c) political participation (πολιτική συμμετοχή)

d) a democratic country (δημοκρατική χώρα)

e) a strategic alliance (στρατηγική συμμαχία)

f) a dictatorial regime (δικτατορικό καθεστώς)

g) a dramatic change (δραματική αλλαγή)

h) a controversial issue (επίμαχο θέμα)

i) psychological warfare (ψυχολογικός πόλεμος)

j) a patriarchal society (πατριαρχική κοινωνία)

k) a diplomatic answer (διπλωματική απάντηση)

l) the central government (η κεντρική κυβέρνηση)

m) commercial law (εμπορικό δίκαιο)

n) an individualistic attitude (ατομικιστική στάση)

o) a charismatic leader (χαρισματικός ηγέτης)

Page 58: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

58

58

p) hypocritical behaviour (υποκριτική συμπεριφορά)

q) a catastrophic earthquake (καταστροφικός σεισμός)

r) a hypothetical situation (υποθετική κατάσταση)

Page 59: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

59

59

Unit 10

ecologism= οικολογισμός, οικολογία

the Green movement= το οικολογικό κίνημα

its origins can be traced back to…= η προέλευσή του ανάγεται…

left-wing philosophers= αριστεροί φιλόσοφοι

to denounce= καταγγέλλω

materialism= υλισμός

prevalent= επικρατών, που επικρατεί

industrial society= βιομηχανική κοινωνία

to point out that…= επισημαίνω ότι…

a viable system= βιώσιμο σύστημα

in the long run= μακροπρόθεσμα

to exhaust= εξαντλώ

raw materials= πρώτες ύλες

commentator= σχολιαστής

to trace= ανιχνεύω

revolt= εξέγερση

industrialization= εκβιομηχανισμός

science-fiction scenarios= σενάρια επιστημονικής φαντασίας

familiar news items= γνωστά θέματα των ειδήσεων

to indicate= υποδηλώνω, δείχνω

frequency= συχνότητα

ecological disasters= οικολογικές καταστροφές

to feature= εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι

to raise awareness of sth= κάνω τους ανθρώπους να

συνειδητοποιήσουν κτ

environmental organizations= περιβαλλοντικές οργανώσεις

Green parties= οικολογικά κόμματα

Page 60: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

60

60

nuances of opinion= αποχρώσεις απόψεων, λεπτές διαφορές

μεταξύ απόψεων

to unfold= ξεδιπλώνω, αναπτύσσω

elaborate taxonomy= σύνθετη ταξινόμηση

major contrasts= σημαντικές διαφορές /αντιθέσεις

environmentalists (“light Greens” or “shallow ecologists”)=

μετριοπαθείς οικολόγοι

ecologists (“dark Greens”)= σκληροπυρηνικοί οικολόγοι

anthropocentrism= ανθρωποκεντρισμός

their views are informed by…= οι απόψεις τους διέπονται από…

intervention= παρέμβαση

exploitation= εκμετάλλευση

to minimize= ελαχιστοποιώ

in the interests of…= προς το συμφέρον του…

the human species= το ανθρώπινο είδος

attitude (to/towards)= στάση (προς)

utilitarian= ωφελιμιστής

to subscribe to= προσυπογράφω κτ

ecocentrism= οικοκεντρισμός

to maintain= διατηρώ, συντηρώ

intrinsic value= εσωτερική αξία (δηλ. πραγματική, ουσιαστική αξία)

regardless of= ανεξάρτητα από…

utility= ωφέλεια, χρησιμότητα

mankind= ανθρωπότητα

fragile balance= εύθραυστη ισορροπία

ecosystem= οικοσύστημα

to prioritize sth= δίνω προτεραιότητα σε κτ

priority= προτεραιότητα

species= (ζωικό) είδος

Page 61: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

61

61

environmentalism= περιβαλλοντισμός

a “managerial” approach= διαχειριστική προσέγγιση

to question= αμφισβητώ

patterns= πρότυπα

production= παραγωγή

consumption= κατανάλωση

to rectify= επιδιορθώνω

environmental degradation= περιβαλλοντική υποβάθμιση

to advocate= υποστηρίζω (με επιχειρήματα), συνηγορώ υπέρ

recycling= ανακύκλωση

economical use of resources= συνετή χρήση των πόρων

the conservation of wildlife= η προστασία των άγριων ζώων

countryside= ύπαιθρος

sweeping reforms= σαρωτικές μεταρρυθμίσεις

to confront= αντιμετωπίζω κτ

critique= κριτική

industrialism= βιομηχανισμός, βιομηχανικό σύστημα

incompatible (with)= ασύμβατος (με)

finite= πεπερασμένος

natural resources= φυσικοί πόροι

relentless exploitation= ανηλεής εκμετάλλευση

non-renewable resources= μη ανανεώσιμοι πόροι

scarcity= έλλειψη

to challenge= αμφισβητώ, προκαλώ

assumption= αρχή, παραδοχή

current= σημερινός

rate of growth= ρυθμός ανάπτυξης

to sustain= διατηρώ, συντηρώ

sustainability= βιωσιμότητα

Page 62: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

62

62

to berate= επιτιμώ, επικρίνω

a narrow conception of human nature= μια στενή (στενόμυαλη)

αντίληψη για την ανθρώπινη φύση

economic man= οικονομικός άνθρωπος

to deplore= εκφράζω δυσαρέσκεια για κτ

state of affairs= η κατάσταση (των πραγμάτων)

ecologically sound policies= οικολογικά ορθές πολιτικές

renewable sources of energy= ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

the political agenda= η πολιτική ατζέντα

alternative= εναλλακτικός

paradigm= πρότυπο, μοντέλο

sustainable development= βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτθξη

to ensure that…= διασφαλίζω ότι…

to take sth into account= λαμβάνω κτ υπ’ όψιν

decision-making= λήψη αποφάσεων

to affect= επηρεάζω

electoral outcome= εκλογικό αποτέλεσμα

global warming= η υπερθέρμανση του πλανήτη

the greenhouse effect= το φαινόμενο του θερμοκηπίου

ozone depletion= καταστροφή του όζοντος

desertification= ερημοποίηση

species loss= απώλεια (εξαφάνιση) ειδών

deforestation= αποχέρσωση, αποψίλωση

prominent= προεξέχων, εμφανής

within the lifetime of…= κατά τη διάρκεια της ζωής του…

decision-makers= αρμόδιοι, όσοι λαμβάνουν αποφάσεις

barriers (to sth)= φραγμοί, εμπόδια (σε κτ)

to resolve= επιλύω

the former…. the latter…= το μεν…., το δε….,

Page 63: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

63

63

to result in= καταλήγω σε…

preventive measures= προληπτικά μέτρα

potential environmental hazards= πιθανοί περιβαλλοντικοί κίνδυνοι

disregard (for sth)= αδιαφορία (για κτ)

underdeveloped countries= υπανάπτυκτες χώρες

abundance= αφθονία

at the cost of…= με κόστος το….

impoverishment= εξαθλίωση, πτώχευση

at the expense of…= εις βάρος του…

Exercise C1 : Latin Expressions ☻☻☻☻☻ ☻☻☻☻☻ ☻☻☻☻☻ ☻☻☻☻☻

a) ad hoc (επί τούτου) ad hoc committee= ειδική επιτροπή

b) per se (αυτό καθαυτό)

c) prima facie (εκ πρώτης όψεως)

d) inter alia (μεταξύ άλλων)

e) per capita (κατά κεφαλήν) per capita income= κατά κεφαλήν

εισόδημα

f) a priori (εκ των προτέρων)

g) ultra vires (πέραν των ορίων δικαιοδοσίας)

h) in camera (κεκλεισμένων των θυρών)

i) ex officio (αυτοδικαίως, ως εκ της θέσεώς του)

j) de facto (εκ των πραγμάτων)

Exercise C2 : Latin Expressions ☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺☺

a) status quo ante (η προηγούμενη κατάσταση)

Page 64: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

64

64

b) sine qua non (εκ των ων ουκ άνευ, απαραίτητη προϋπόθεση)

c) primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων)

d) persona non grata (ανεπιθύμητος)

e) a posteriori (εκ των υστέρων)

f) intra vires (εντός των ορίων δικαιοδοσίας)

g) pro forma (για τους τύπους)

h) de jure (εκ του νόμου, δικαιωματικά)

i) casus belli (αιτία πολέμου)

j) per annum (κατ’ έτος)

Exercise C3: verbs ending in -en or -ify

a) strength – strengthen (ενισχύω)

b) intense – intensify (εντείνω)

c) deep – deepen (βαθαίνω)

d) peace – pacify (ειρηνεύω)

e) light – lighten (ελαφρύνω)

f) weak – weaken (αποδυναμώνω)

g) worse – worsen (χειροτερεύω)

h) identity – identify (αναγνωρίζω)

i) terror – terrify (τρομάζω, εκφοβίζω)

j) broad – broaden (διευρύνω)

k) simple – simplify (απλοποιώ)

l) example – exemplify (αποτελώ παράδειγμα)

m) bright – brighten (δίνω λάμψη)

n) just – justify (δικαιολογώ)

o) false – falsify (πλαστογραφώ, παραποιώ)

p) broad – broaden (διευρύνω)

q) clear – clarify (αποσαφηνίζω)

Page 65: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

65

65

r) diverse – diversify (διαφοροποιώ)

s) null – nullify (ακυρώνω)

t) wide – widen (φαρδαίνω)

u) less – lessen (λιγοστεύω)

v) beauty – beautify (εξωραΐζω)

w) certain – certify (επικυρώνω, πιστοποιώ)

x) tight – tighten (σφίγγω)

Exercise C4 : nationalities ending in -ese, -i, -(i)an, -ish

a) Albania – Albanian

b) Bangladesh – Bangladeshi

c) Algeria – Algerian

d) China – Chinese

e) India – Indian

f) Mexico – Mexican

g) Russia – Russian

h) Taiwan – Taiwanese

i) Britain – British

j) Iran – Iranian

k) Iraq – Iraqi

l) Australia – Australian

m) Japan – Japanese

n) Canada – Canadian

o) Egypt – Egyptian

p) Denmark – Danish

q) Poland – Polish

r) Portugal – Portuguese

Page 66: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

66

66

s) Spain – Spanish

t) Belgium – Belgian

u) Brazil – Brazilian

v) Turkey – Turkish

w) Israel – Israeli

x) Italy – Italian

Page 67: English A Doc, 1-10politics-old.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2017/02/... · 2017. 10. 18. · electoral behaviour= εκλογική συμπεριφορά to vote for a party= ψηφίζω

67

67