Ρεφιγιέ

36
[1]

description

Ένα πραγματικό περιστατικό. Μια ιστορία εποχής, που σε κάποια κινηματογραφική ή τηλεοπτική βερσιόν θα μπορούσε να συνδυάζει το μελό των τούρκικων σειρών και την καλαισθησία της παραγωγής του «Νησιού».ΠΑΡΑΧΩΡΩ την ιδέα αυτή σε όποιον θέλει, δωρεάν, χωρίς να του ζητήσω φράγκο από την -εγγυημένη και αναπόδραστη- εμπορική της επιτυχία, με μόνη προϋπόθεση να συνοδέψει ό, τι κάνει με την φρασούλα "Μια ιδέα του Μπάμπη Καββαδία".

Transcript of Ρεφιγιέ

[1]

[2]

[3]

Μια ιδέα του Μπάμπη Καββαδία

Ένα πραγματικό περιστατικό.

Μια ιστορία εποχής, που σε κάποια κινηματογραφική ή τηλεοπτική βερσιόν θα μπορούσε να συνδυάζει το μελό των τούρκικων σειρών και την καλαισθησία της παραγωγής του «Νησιού».

Στο εξώφυλλο: «Beauté orientale», του Léon François Comerre (1850-1916)

Στο οπισθόφυλλο: Χαλκογραφία από το «Greece: Pictorial, Descreptive and Historical», του Christopher Wordsworth, Λονδίνο, 1844.

[4]

[5]

Η ιστορία

Στις αρχές Αυγούστου του 1841 μια 16χρονη κοπέλα το σκάει από ένα πλουσιόσπιτο της οθωμανικής συνοικίας της Χαλκίδας (κοντά στο Κάστρο) και καταφεύγει στη χριστιανική πλευρά, στο προαύλιο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής.

Στους Χαλκιδαίους που την ανακαλύπτουν εκεί πέρα και την ρωτούν ποιος είναι ο πατέρας της και πού είναι το πατρικό της για να τη στείλουν πίσω, απαντάει ότι -παρά το τούρκικο ντύσιμό της- είναι χριστιανή και ότι θέλει να βρει καταφύγιο ανάμεσά τους. Με παρέμβαση του Δημάρχου Χαλκίδας διανυκτερεύει στο σπίτι του εφημέριου της Αγίας Παρασκευής παπα-Αναστάση.

Την επόμενη ημέρα η κοπέλα οδηγήθηκε ενώπιον του Διοικητή της Ευβοίας, κ. Π. Α. Αναγνωστόπουλου, για να αποφασιστεί τι θα γίνει με του λόγου της. Στο χώρο έξω από το Διοικητήριο είχε από νωρίς μαζευτεί πλήθος κόσμου. Από την μια πλευρά ήσαν οι Οθωμανοί κάτοικοι της Χαλκίδας, και από την άλλη οι Χριστιανοί.

Από την διαδικασία που ακολούθησε προέκυψαν τα εξής:

Η κοπέλα ονομαζόταν Ρεφιγιέ και ήταν 16 ετών. Ο πατέρας της ήταν ένας Τούρκος, ονόματι «Καρπούζης» και ήταν ιδιαιτέρως ευκατάστατος. Η μητέρα της Ρεφιγιέ ήταν Ελληνίδα, η οποία όμως είχε τουρκίσει την περίοδο της Επανάστασης. Πριν λίγο καιρό ο Καρπούζης είχε πεθάνει και η κοπέλα και η μητέρα της ζούσαν μαζί με έναν ξάδελφο του Καρπούζη.

Επειδή η Ρεφιγιέ ήταν σε ηλικία γάμου, το σόι του πατέρα –με την ανοχή της μητέρας της- είχε αρραβωνιάσει την κοπέλα με έναν ξάδελφό της –«μέθυσον και άθλιον ως κατασπαταλεύοντα όλην την πατρικήν του περιουσίαν».

[6]

Οι συγγενείς του πατέρα της κοπέλας και η μητέρα της την κατηγορούν ότι η θρησκευτική της μεταστροφή ήταν ψεύτικη, ότι είχε γίνει κατ’ υπόδειξη των συγγενών της μητέρας της, οι οποίοι παρέμεναν Χριστιανοί, και ότι αυτό που ήθελε να αποφύγει η κοπέλα ήταν ο γάμος με τον ξάδελφό της, μιας και ήταν ερωτευμένη με κάποιον άλλον.

Οι οθωμανοί –οι συγγενείς του Καρπούζη και οι τούρκοι γέροντες του τοπικού συμβουλίου- πίεζαν τον Διοικητή να παραδώσει σε αυτούς την κοπέλα, μιας και ήταν ήδη αρραβωνιασμένη –σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα- και κατά συνέπεια άνηκε στον μέλλοντα άντρα της.

Η κοπέλα από την άλλη ορκίστηκε ότι είναι πραγματική χριστιανή, ότι πίστευε τόσον καιρό στα κρυφά και ότι βρισκόταν πλέον σε ηλικία που μπορούσε να παίρνει μόνη της αποφάσεις για τον εαυτό της και τη ζωή της. Στις κατηγορίες ότι θέλει να απαρνηθεί την μουσουλμανική θρησκεία λόγω κάποιου έρωτα, απάντησε ότι δεν γνωρίζει τι είναι αυτό, μιας και «του έρωτος και της απάτης το στοιχείον δεν δύναται να λάβη χώραν ποσώς εις τας γυναικωνίτιδας των Οθωμανών». Επίσης «μετά μεγάλης απαραδειγματίστου παρρησίας» είπε ότι καλύτερα θα ήταν να την σκοτώσουν, παρά να την επιστρέψουν στο σπίτι από το οποίο το είχε σκάσει, ότι εκεί οι γυναίκες «ζουν κεκλεισμέναι και εις αιώνιον φυλακήν, και κατά συνέπειαν δεν βλέπουν ουδένα άνθρωπον, ώστε από τους φυλακισμένους δεν διαφέρουν, ειμή πως δεν έχουν αλύσους εις τους πόδας».

Βλέποντας οι Οθωμανοί ότι είναι αδύνατο να μεταστρέψουν την γνώμη της κοπέλας, άρχισαν να πιέζουν τον Διοικητή να τους την παραδώσει αυθαίρετα: «Τζάνουμ! Γι’ αφεντιά σου Πασιάς είσαι. Πες τους στρατιώτας να την πάρουν και να μας την κάμουν τεσλίμι» (δλδλ να μας την παραδώσουν).

Ο Διοικητής ανταπάντησε ότι η κοπέλα ήταν μεγαλύτερη των έντεκα χρονών και φαινόταν ειλικρινής όσον αφορά τις προθέσεις της

[7]

να ασπαστεί τη χριστιανική πίστη. Παρ’ όλ’ αυτά θα την ξαναεξέταζε την επόμενη ημέρα, οπότε την ξανάστειλε στον παπα-Αναστάση για να διανυκτερεύσει.

Την επόμενη ημέρα η κοπέλα φάνηκε ακόμα πιο αποφασισμένη να γίνει χριστιανή και ο Διοικητής αποφάσισε να τη στείλει στην Αθήνα, για να εξεταστεί από ειδικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, το οποίο θα επιβεβαίωνε ή όχι την ειλικρίνεια της μεταστροφής της.

Μέχρι να αναχωρήσει για την Πρωτεύουσα, η κοπέλα τέθηκε υπό την προστασία της συζύγου του υποστρατήγου Νικολάου Κριεζιώτη, του σημαντικότερου πολιτικού, στρατιωτικού και οικονομικού παράγοντα της περιοχής, η οποία την βάφτισε Χριστιανή, δίνοντάς της το όνομα Καλλιόπη, και την πάντρεψε με τον –προσφάτως προβιβασθέντα στο βαθμό του Ανθυπασπιστή του Τετάρτου Τάγματος των Ακροβολιστών- Βασίλειο Μπών (καταγωγής κατά πάσα πιθανότητα από την Τήνο).

Οι Οθωμανοί, βλέποντας ότι τίθενται προ τετελεσμένων γεγονότων, κατευθύνθηκαν γρήγορα στην Αθήνα, για να παραπονεθούν για τη στάση του Διοικητή Αναγνωστόπουλου στον Αντιπρέσβυ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κύριο Μουσούρο.

Ο Μουσούρος πραγματοποίησε διάβημα στην Ελληνική Κυβέρνηση και στο Υπουργείο Εξωτερικών, και η Κυβέρνηση, δίνοντας βάση στα παράπονά του, απέστειλε τον Ρήγα Παλαμήδη στη Χαλκίδα για να ερευνήσει τις καταγγελίες κατά του Διοικητή Αναγνωστόπουλου. Αξιοπερίεργο είναι ότι ένας από τους ισχυρισμούς του Μουσούρου είναι ότι η πραγματική ηλικία της Ρεφιγιέ ήταν 11 ετών (!!!), κάτι που βέβαια δεν ευσταθούσε και ήταν πολύ εύκολο να αποδειχθεί ψευδές.

Εν τω μεταξύ η Ρεφιγιέ – Καλλιόπη (μαζί με άλλες δύο νεαρές τουρκάλες, που ακολουθώντας το παράδειγμά της το είχαν σκάσει από τα σπίτια τους) πέρασε με επιτυχία δύο φορές από την επιτροπή

[8]

που θα εξέταζε το αν είναι ειλικρινής η μεταστροφή της και τις γνώσεις της πάνω στην χριστιανική θρησκεία.

Οι τελευταίες πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ότι οι Οθωμανοί συνέχισαν να ασκούν αφόρητες πιέσεις για να τους παραδοθεί η κοπέλα. Μάλιστα, σύμφωνα με καταγγελία της ίδιας της Ρεφιγιέ-Καλλιόπης στις 13 Σεπτέμβρη, «την 11 τούτου έρχεται ο αστυνόμος εις την οικίαν του Δ. Σαλωνιτίδου, ένθα φιλοξενούμαι και ζητεί να με αποσπάση βιαίως δια να με παραδώση εις τον οθωμανικόν Πρέσβυν ή εις την μητέρα μου. Αλλά μόλις μετά δακρύων εδυνήθην να τον πείσω να αναχωρήση.» Ο συγκεκριμένος Αστυνόμος δεν είναι άλλος από τον Δημαστυνόμο Νικόλαο Πετροκόκκινο, σημαίνον στέλεχος του Ρωσικού Κόμματος, ο οποίος αποπέμφθηκε από την υπηρεσία το καλοκαίρι του 1843 για να επιστρέψει σε αυτήν πανηγυρικά το Σεπτέμβρη το ίδιου έτους, λίγο μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.

Για να παράσχει ικανοποίηση στην Υψηλή Πύλη, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε το ξήλωμα του Αναγνωστόπουλου (ο οποίος ήταν και αυτός επιφανές μέλος του φιλορωσικού κόμματος) από την Διοίκηση Ευβοίας και τη δυσμενή μετάθεσή του στη Θήρα.

Όσον αφορά στο ζευγάρι Καλλιόπης – Βασίλη δεν έχουμε παραπάνω πληροφορίες. Με μεγάλη δυσκολία μπορούμε να ιχνηλατήσουμε την πορεία του Βασίλη στον Ελληνικό Στρατό ως εξής: Προήχθη από τον βαθμό του Επιλοχία στο βαθμό του Ανθυπασπιστή στα τέλη του 1840. Κάποια στιγμή αμέσως μετά το γάμο του με την Ρεφιγιέ εγκαταλείπει το στράτευμα, ενώ τον βλέπουμε να επανέρχεται σε αυτό με τον ίδιο βαθμό «με αρχαιότητα από 16 Νοεμβρίου 1842». Ίσως γι’ αυτό και δεν βλέπουμε το όνομά του να συμπεριλαμβάνεται στις λίστες των εγγάμων στελεχών του 4ου τάγματος πεζικού (Ακροβολιστών) για το γ΄ και το δ΄ Τρίμηνο του 1841, που εκδόθηκαν στη Χαλκίδα στις 03/10/1841 και 31/12/1841 αντίστοιχα.

[9]

Το 1845 ο Μπον μετατίθεται στο 1ο Τάγμα Πεζικού, οι λόχοι του οποίου ήσαν διασκορπισμένοι στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Σπάρτη, Καλαμάτα κλπ), ενώ προάγεται με μεγάλη καθυστέρηση στο βαθμό του ανθυπολοχαγού το 1846.

Αρκετά μεταγενέστερα, τη περίοδο 1888-1890, εντοπίζουμε κάποιον Σπυρίδωνα Μπον του Ν., 11 χρονών, γιο ανθυπολοχαγού από τη Σπάρτη, να εγκαταλείπει το σχολείο στην πρώτη μόλις τάξη, στη Λευκάδα. Ενδεχομένως να πρόκειται για τον εγγονό των Βασιλείου και Καλλιόπης Μπον, των οποίων ο γιος (Νικόλαος;) να ακολούθησε και αυτός στρατιωτική σταδιοδρομία.

[10]

Η μυθοπλασία

Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά μπορούμε να τα πλαισιώσουμε με διάφορα -επινοημένα από εμάς αλλά όχι και τόσο μακριά από την τότε ιστορική πραγματικότητα- στοιχεία και να δημιουργήσουμε έτσι μια πολύ δυνατή και συγκινητική ιστορία.

Η ειρηνική συνύπαρξη Οθωμανών και Ελλήνων στην Χαλκίδα, είκοσι χρόνια μετά την Επανάσταση και δέκα χρόνια μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους. Η συνύπαρξη αυτή δεν φαίνεται να διακόπηκε ούτε καν από την βία της Επανάστασης (βλ. και παρακάτω). Η οθωμανική παροικία λειτουργεί με βάση τις αρχές και της παραδόσεις της, διαθέτει υποτυπώδη όργανα διοίκησης (συμβούλιο γερόντων) και δεν διστάζει όποτε θεωρεί ότι αδικείται από τους εκπροσώπους της εξουσίας του Ελληνικού Κράτους να καταφεύγει στην προστασία του Πρέσβη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η μητέρα της Ρεφιγιέ. Ελληνίδα, χριστιανή, περίπου 35 ετών, που εκτουρκίστηκε μέσα στη φωτιά της Επανάστασης, αλλαξοπίστησε και έγινε μουσουλμάνα. Γιατί; Η Ρεφιγιέ, όντας 16 χρονών τον Αύγουστο του 1841, γεννήθηκε το 1825, μέσα ακριβώς στην Επανάσταση. Ενδεχομένως η μητέρα της να υπέστη ατίμωση από τον Καρπούζη, η οικογένειά της να την έθεσε στο περιθώριο (ίσως να την είχαν και λογοδοσμένη και η ατίμωσή της να ήταν ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα στην τιμή της οικογένειας) και έτσι ο μόνος τρόπος για να βρει ένα σπιτικό να «κρυφτεί» θα ήταν να ασπαστεί τη μουσουλμανική πίστη και να αναγκάσει τον ατιμάσαντα αυτήν να την παντρευτεί. Καρπός αυτής της ατιμίας ήταν η Ρεφιγιέ, κι έτσι εξηγείται το μένος της μητέρας της εναντίον της. Η μάνα βλέπει την Ρεφιγιέ σαν την αιτία για την καταστροφή της ζωής της και θέλει τη δυστυχία της. Αντίθετα, οι συγγενείς της μητέρας διατηρούν σχέσεις με την Ρεφιγιέ, επηρεάζοντάς την.

[11]

Το έντονο διπλωματικό παρασκήνιο γύρω από την περιπέτεια της Ρεφιγιέ. Έχουν προηγηθεί αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα σε Θεσσαλία και Κρήτη, όπου η Ελλάδα –έστω και ανεπίσημα- συνέβαλε ενεργητικά, στέλνοντας καραβιές εθελοντών στα εξεγερμένα μέρη: Από εν ενεργεία αξιωματικούς με ολόκληρα στρατιωτικά σώματα (π.χ. Βελέντζας, Τσάμης Καρατάσος) μέχρι και παρανόμους, συμμορίες ληστών που επιζητούσαν με αυτόν τον τρόπο να πάρουν χάρη. Η Ελληνική Κυβέρνηση, δέσμια της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής (η οποία δεν επιθυμούσε την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αποτελούσε εμπόδιο στην πολιτική Ρωσίας και Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο), προσπαθεί να αποφεύγει κάθε ένταση με την γείτονα Τουρκία. Ο Αντιπρέσβυς Μουσούρος βέβαια δεν χάνει ευκαιρία, βέβαια, να προβαίνει σε διαβήματα διαμαρτυρίας για διάφορα γεγονότα (συμμετοχή Ελλήνων στην Επανάσταση των Κρητών, πήγαινέλα των ληστών στα Ελληνοτουρκικά μεθόρια κλπ), ενώ μερικά χρόνια αργότερα θα είναι ο πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης μέχρι τότε κρίσης των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, που λύθηκε με ταπεινωτικούς για την Ελλάδα όρους μετά και την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα περίφημα Μουσουρικά.

Περπατώντας μακριά από το τι συνέβη μάλλον στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να δούμε τον Αξιωματικό Βασίλειο Μπόν να συμμετέχει στο στασιαστικό κίνημα του Νικολάου Κριεζιώτη που ξεσήκωσε όλην την Εύβοια το καλοκαίρι του 1847. Εναντίον του Κριεζιώτη κινητοποιήθηκε όλος ο Ελληνικός Στρατός και αρκετοί εμπειροπόλεμοι ληστές με τις συμμορίες του, ενώ δεν ήσαν λίγες οι αποσκιρτήσεις από το ένα στρατόπεδο στο άλλο. Σε μια από τις μάχες των δυνάμεων του Κριεζιώτη με τον Ελληνικό Στρατό ο καπετάνιος πληγώνεται βαριά από βλήμα πολυβόλου (στην κοιλιά και στο χέρι, το οποίο στη συνέχεια θα του το κόψουν) και καταφεύγει με ελάχιστα παληκάρια του σε κάποιο πλοίο που τους οδήγησε πρώτα στην τουρκοκρατούμενη Σάμο και τελικά στη Σμύρνη, όπου ο Κριεζιώτης πήρε άσυλο από τους Οθωμανούς.

[12]

Οι συγκρούσεις

Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε να συγκρούονται οι δύο θρησκοληψίες/φανατισμοί. Αφ’ ενός οι Μουσουλμάνοι και αφ’ ετέρου οι Χριστιανοί. Οι συγκεκριμένες θρησκοληψίες ταυτίζονται και με τις εθνικές. Οι Χριστιανοί ήσαν οι Έλληνες και οι μουσουλμάνοι, ακόμα και αν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον χώρο που τη συγκεκριμένη περίοδο οριοθετείτο ως «Βασίλειο της Ελλάδας» λογίζονται Τούρκοι.

Σε δεύτερο επίπεδο έχουμε προσωπικές συγκρούσεις – δράματα, με αιτίες έρωτες, προσβολές τιμής κλπ.

Σε τρίτο επίπεδο έχουμε ένα χοντρό διπλωματικό και παραπολιτικό παιχνίδι.

Παράλληλα, βλέπουμε να συγκρούονται τα έθιμα και οι παραδόσεις με τους θεσμούς και τους νόμους.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς προσπαθεί απεγνωσμένα η Ρεφιγιέ να ξεφύγει από το μέλλον που της επιφυλάσσει ο γάμος με έναν μουσουλμάνο (χειρότερο από τη σκλαβιά) και το ότι προτιμά ανεπιφύλλακτα το να ασπαστεί μια θρησκεία/κουλτούρα η οποία είναι και αυτή αρκετά καταπιεστική για τη γυναίκα.

[13]

Σχεδιάγραμμα της πλοκής

Η ιστορία μας ξεκινά το 1825 στη Χαλκίδα. Μια βροχερή νύχτα μια νεαρή κοπέλα, γύρω στα 18, τρέχει κλαίγοντας στο πηχτό σκοτάδι. Πάνω στη Μαύρη Γέφυρα της Χαλκίδας κοντοστέκεται πάνω από τα νερά και μοιάζει σαν να σκέφτεται σοβαρά το να πηδήσει. Πιάνεται από την κουπαστή της γέφυρας και κοιτάζει προς τα αφρισμένα κύματα. Γρήγορα όμως αλλάζει γνώμη, τυλίγει ακόμα πιο σφιχτά πάνω της τα κουρελιασμένα σχεδόν φορέματά της και αρχίζει να τρέχει προς το μαχαλά που βρισκόταν κάτω από το Κάστρο της Χαλκίδας. Φτάνει σε ένα πλούσιο σπίτι –του οποίου όμως τα παράθυρα ήσαν σκοτεινά, λόγω της προχωρημένης ώρας- και αρχίζει να χτυπάει απελπισμένη την πόρτα, σχεδόν ουρλιάζοντας γοερά στα ελληνικά και στα τουρκικά «Ανοίχτε παρακαλώ! Açmak, lütfen!»

Μεταφερόμαστε στα 1841, την άνοιξη. Μια παρέα κοριτσιών, με παρδαλά ρούχα με έντονα χρώματα και με μαντήλια τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους να καλύπτουν σχεδόν όλο τους το πρόσωπο, είναι μαζεμένα γύρω από μια βρύση και συνομιλούν στα τούρκικα. Πειράζουν η μία την άλλη και γελάνε, έχοντας ταυτόχρονα το νου τους και στα ακριβά τους μπότια και τις κανάτες που κουβαλάνε για να πιάσουνε νερό και να το πάνε στα σπίτια τους. Η βρύση εκείνη βρίσκεται δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στο φρούριο της Χαλκίδας, ο οποίος εκείνη την ώρα της ημέρας ήταν πολυσύχναστος: Όχι μόνο Τούρκοι, αλλά και Έλληνες, πολίτες και στρατιωτικοί, πήγαιναν συνεχώς πάνω κάτω. Μια παρέα φουστανελοφόρων στρατιωτών κατηφορίζει τραγουδώντας δυνατά κάποιο ρουμελιώτικο τραγούδι –προφανώς τύφλα στο μεθύσι. Βλέποντας την παρέα των κοριτσιών στη βρύση οι φουστανελοφόροι ξεκόβουν από το δρόμο και κινούνται προς το μέρος τους. Αρχίζουν να πειράζουν τα κορίτσια με προστυχόλογα, προσβάλλοντας και την θρησκεία τους. Οι κοπέλες, μέσα στον πανικό τους να σηκώσουν από

[14]

χάμω τα κανάτια τους και να φύγουν, βρίσκονται περικυκλωμένες σχεδόν από την παρέα των στρατιωτών και τους κοιτάζουν έντρομες. Ένας από την παρέα, ο πιο φωνακλάς, περιορίζει την προσοχή του στην πιο λυγερόκορμη από τις κοπέλες. Απλώνει το χέρι του για να απομακρύνει το μαντήλι που κρύβει το πρόσωπο της κοπέλας, την ώρα που τα μάτια της τον κοιτάζουν με αγωνία. Τη στιγμή που το σκληρό του χέρι τραβάει προς τα κάτω το μαντήλι, εμφανίζεται ένας νεαρός αξιωματικός (φουστανελοφόρος και αυτός, του τάγματος των ακροβολιστών). Τραβάει απότομα το στρατιώτη, τον απομακρύνει από την κοπέλα και μπαίνει ανάμεσα σε αυτόν και αυτήν. Τον βρίζει και τον δέρνει, απειλώντας τον να του φτιάξει τέτοια αναφορά που θα τον έστελνε κατ’ ευθείαν να του κόψει ο δήμιος την κεφάλα στη γκιλοτίνα. Μόλις οι στρατιώτες απομακρύνονται, ο αξιωματικός γυρνάει προς την κοπέλα, που κρατούσε τρέμοντας το μαντήλι που της είχε αφαιρέσει ο στρατιώτης στο πρόσωπο.

Πολύ σύντομα αναπτύσσεται ένα ειδύλλιο ανάμεσα στους δύο νέους. Στην αρχή περιορίζονταν σε απλές ανταλλαγές ματιών γεμάτων νόημα στο σημείο εκείνο που γνωρίστηκαν. Προσάρμοσαν τα προγράμματά τους, έτσι ώστε σχεδόν κάθε μέρα την ίδια ώρα η κοπελιά να πηγαίνει εκεί να πιάνει νερό και ο αξιωματικός να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει στο δρόμο του φρουρίου. Ο αξιωματικός σταματούσε λίγο να πιάσει την ανάσα του και να πιεί λίγο νερό, οπότε έβρισκε έτσι την ευκαιρία να λέει δυο κουβέντες προς την κοπελιά, με αυτήν να γίνεται κατακόκκινη από την ντροπή, και με τις άλλες κοπέλες να χαχανίζουν και να τη σχολιάζουν, μιλώντας κρυφά η μία στην άλλη. Κάποια στιγμή ο αξιωματικός πρότεινε να συναντηθούν κάπου μονάχοι τους, μακριά από τα βλέμματα των κοριτσιών και των περαστικών. Η κοπέλα δεν του λέει αν δέχεται ή όχι, αλλά την ώρα του ραντεβού ήταν στο μέρος που της είχε πει ο νέος, σε κάποια εξοχή, κάτω από κάποιο δέντρο. Εκεί για πρώτη φορά ο αξιωματικός μαθαίνει το όνομά της και αυτή το δικό του. Ρεφιγιέ και Βασίλης.

[15]

Μεταφερόμαστε στο σπιτικό της Ρεφιγιέ. Ένα πλούσιο τούρκικο σπίτι. Πριν λίγο καιρό είχε πεθάνει ο πατέρας της, οπότε τώρα κουμάντο στο σπιτικό έκανε ο ξάδερφος και κληρονόμος του. Μιας και λοιπόν η κοπελιά ήταν ήδη σε ηλικία γάμου, είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες για το προξένεμά της σε κάποιον γαμπρό. Η λύση που προκρίθηκε ήταν να παντρευτεί η κοπέλα τον γιο του προστάτη συγγενή της, τον εξάδελφό της. Αυτό το μαθαίνει από την μάνα της, μια μέρα που επιστρέφει από ένα από τα κρυφά της ραντεβού με τον Βασίλη. Η μάνα της δεν φαίνεται ιδιαίτερα ενθουσιώδης με αυτήν την επιλογή του ξάδερφου του άντρα της. Η πρώτη μας εντύπωση είναι ότι δεν της άρεσε η επιλογή λόγω του χαρακτήρα του υποψήφιου γαμπρού: μέθυσος και τυχοδιώκτης, που σπαταλούσε την πατρική περιουσία.

Παράλληλα με τα τεκταινόμενα στο σπίτι του Καρπούζη, παρακολουθούμε τον Βασίλη να ρωτάει τον κόσμο που γνώριζε στην Χαλκίδα για το σόι της κοπελιάς. Αυτό που του λένε όλοι είναι ότι ο πατέρας της, ο Καρπούζης, ήταν ένας από τους πιο πλούσιους κτηματίες της περιοχής. Κάποιοι όμως, οι γεροντότεροι, φαίνονται πιο δισταχτικοί στις κουβέντες τους, σαν να πρόσεχαν τα λόγια τους μην τους ξεφύγει κάτι που δεν θα έπρεπε.

Στο επόμενο ραντεβού τους –βρισκόμαστε ήδη σχεδόν στα μέσα του καλοκαιριού- η Ρεφιγιέ ανακοινώνει στον Βασίλη το δυσάρεστο νέο. Ο Βασίλης, σαν να εγκαταλείπει τη μάχη, διαπιστώνει ότι κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο. Ο έρωτάς του ήταν απαγορευμένος. Κανείς δεν επρόκειτο να δει με καλό μάτι την ένωσή τους. Αυτός θα αποτασσόταν, αυτήν θα την διώχναν από το σπίτι κλπ κλπ κλπ. Η Ρεφιγιέ μάλλον είχε διαφορετική άποψη, παρόλο που φοβήθηκε να την εκφράσει. Προς στιγμήν πέρασε και από το μυαλό της το ενδεχόμενο να την βαρέθηκε ο Βασίλης και να βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί από αυτήν. Ανανεώνουν το ραντεβού τους και επιστρέφουν ο καθένας στις δουλειές του.

[16]

Ο Βασίλης πάει σε κάποιο καφενείο και αρχίζει να μπεκροπίνει. Εκεί πετυχαίνει και κάποιον παλιό Χαλκιδαίο, ο οποίος του λέει ό, τι ξέρει για τον μακαρίτη Καρπούζη και την οικογένειά του. Πώς το 1825 βίασε και γκάστρωσε μια Ελληνίδα, την Κατερίνα. Αυτή εγκατέλειψε την οικογένειά της και πήγε στον Καρπούζη. Αλλαξοπίστησε, πήρε το όνομα Müberra («γυναίκα της οποίας καθαρίστηκε η τιμή») και τον παντρεύτηκε. Καρπός αυτού του βιασμού ήταν η Ρεφιγιέ.

Στο αρχοντικό του Καρπούζη η Ρεφιγιέ έρχεται σε σύγκρουση με τη μάνα της, που αν και βλέπει ότι ο γαμπρός που της προορίζουν είναι μέθυσος κλπ δεν κάνει τίποτα για να την απαλλάξει από αυτόν. Μετά από αρκετές βαριές κουβέντες εκατέρωθεν, η μάνα ξεσπάει. Όντως, δεν ήθελε αυτόν για άντρα της κόρης της. Ήθελε κάποιον άλλο. Κάποιον από τα βάθη της Τουρκιάς, να την πάρει μαζί του και να την απαλλάξει από την παρουσία της. Να μην την ξανάβλεπε μπροστά της, αυτήν την αιτία της καταστροφής της. Την αιτία που απαρνήθηκε την ζωή που ήθελε και κλείστηκε φυλακισμένη σχεδόν στο χαρέμι του Καρπούζη. Κι έτσι της αποκαλύπτει το παρελθόν της, αυτό που σχεδόν την ίδια στιγμή μάθαινε και ο Βασίλης.

Στην επόμενη συνάντησή τους οι δύο νέοι ανταλλάσουν τα νέα που μάθανε και σχεδιάζουν το πώς θα δραπετεύσει η Ρεφιγιέ από τη φυλακή της και θα παντρευτεί τον έρωτά της. Αρκεί να την αποδέχονταν οι παλιοί συγγενείς της μάνας της. Αυτό θα αναλάμβανε να το εξασφαλίσει ο Βασίλης.

Οι συγγενείς είναι αρνητικοί σε αυτήν την ιδέα. Η μάνα της Ρεφιγιέ, η Κατερίνα, τους ατίμασε και η Ρεφιγιέ ήταν η ζωντανή απόδειξη αυτής της ατιμίας. Δεν καταδέχτηκαν να ακούσουν ούτε κουβέντα σχεδόν από τον Βασίλη.

[17]

Στο επόμενο ραντεβού ο Βασίλης ανακοινώνει τα αποτελέσματα των προσπαθειών του στην Ρεφιγιέ και η κοπέλα απελπίζεται.

Παίρνει την απόφαση να το σκάσει. Είναι Χαλκιδαία, πλέον νιώθει πιο πολύ ελληνίδα και Χριστιανή, οπότε θα διεκδικούσε το μέλλον της ως τέτοια. Την βλέπουμε να περνάει την ίδια γέφυρα που πριν 16 χρόνια πέρασε η μάνα της. Σχεδόν κάνει τις ίδιες κινήσεις, προς την κουπαστή της γέφυρας. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι τώρα ο καιρός είναι καλός –αρχές Αυγούστου γαρ- και νύχτα φωτίζεται από λαμπερά αστέρια.

Η συνέχεια στηρίζεται πάνω κάτω στα ανωτέρω περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά.

Η τελευταία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται το Σεπτέμβρη του 1847, στο κατάστρωμα του ατμοπλοίου που μεταφέρει την Ρεφιγιέ - Καλλιόπη στη Σμύρνη, για να συναντήσει τον Βασίλη, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί πέρα ακολουθώντας τον κινηματία Νικόλαο Κριεζιώτη. Ήταν πολύ δύσκολο για την Ρεφιγιέ να βρεθεί εκεί πέρα. Μετά την κατάπνιξη του κινήματος του Κριεζιώτη, το Ελληνικό Κράτος φάνηκε ιδιαίτερα εκδικητικό σε όσους είχε αφήσει πίσω του αυτός και οι σύντροφοί του. Περιουσίες δημεύτηκαν, συνεργάτες διώχθηκαν και εκτελέστηκαν κλπ. Για μια ακόμα φορά η καταραμένη να μη στεριώσει πουθενά Ρεφιγιέ βρίσκεται στο δρόμο, αγνοώντας τι άλλο της επεφύλασσε το μέλλον. Τουλάχιστον ό, τι ερχόταν να την έβρισκε στο πλάι του άντρα της, Βασίλη.

[18]

Το τραγούδι των τίτλων

Ένα παλιό αθηναϊκό δημοτικό τραγούδι ενδεχομένως να μπορεί να ταιριάξει κάπου σε αυτήν την ιστορία, ίσως και οι στίχοι του να αποτελέσουν το τραγούδι των τίτλων, μιας και η ιστορία του: α) λαμβάνει χώρα μέσα σε κάποια Αγία Παρασκευή (το –τότε- χωριό ή κάποια εκκλησία;), και β) περιλαμβάνει μια κόρη που λαχταρά να παντρευτεί και μια μάνα που φαίνεται να τη φθονεί.

Μες στην αγιά Παρασκευή κόρη κοιμάται μοναχή κοιμάται κ’ ονειριάζεται βλέπει π’ αρραβωνιάζεται παίρνει νερό και νίβγεται, μαντήλι και σφογγίζεται, προσκέφαλο και κάθεται, γυαλί κ’ επιτηδειάζεται. Μάννα μ’ τόνειρο που είδα γω ο θειός να το βγάλη σε καλό σε περιβόλι έμπαινα και σ’ ένα πύργ’ ανέβαινα και τρία ποτάμια με νερό.

Εξήγα μάννα μ’ τόνειρο ξήγα το μάννα μ’ ξήγα το. «Περβόλι είν’ ο τάφος σου κι ο πύργος είν’ ο λάκκο σου τα τρία ποτάμια το νερό τα δάκρυα που θα κάμω γω.» «Σκύλα μάννα μ’ μάννα μ’ σκύλα δεν μου το ξήγησες καλά. Περβόλι είν’ ο γάμος μου, και πύργος είν’ ο άνδρας μου. Τα τρία ποτάμια το νερό, είν’ το πολύ συμπεθεριό.

Πηγή τραγουδιού: Δημητρίου Καμπούρογλου, «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών», τ. 3, Αθήνα, 1892

[19]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Αποδελτίωση Τύπου

22/02/1839 – Καταγγελία για τον Διοικητή Αναγνωστόπουλο

ΑΘΗΝΑ (Αθήνα), φ. 594

Μανθάνομεν εκ Χαλκίδος, ότι ο Διοικητής κυρ. Αναγνωστόπουλος απέβαλεν ένα εκ των παλαιών υπαλλήλων της Διοικήσεως, τον κ. Αλέξανδρον Σουλιώτην, υιόν πατρός οπλαρχηγού, υπέρ πατρίδος πεσόντος εις το πεδίον της μάχης, και άλλως τε νέον με τιμιότητα και ικανότητα περί το έργον του.

Όν τινα μυρισθή ο κύρ Αναγνωστόπουλος, ως μη αποτελούντα μέρος της εντίμου ναπικής χορείας, είναι, φαίνεται, μη Έλλην κατ’ αυτόν και ανάξιος να αποτελή μέρος εις την δημόσιον υπηρεσίαν. […]

22/01/1841 – Περιγραφή της Χαλκίδας

ΑΘΗΝΑ (Αθήνα), φ. 786

Ο ΠΟΡΘΜΟΣ ΕΥΡΙΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΣ ΧΑΛΚΙΣ

[…] Η δε Χαλκίς ευρίσκεται εις βόρειον πλάτος 38 26, και ανατολικόν μήκος 23 31, τοποθετημένη κατά το στενώτατον μέρος του Ευρίπου, του την νήσον από την στερεάν διαχωρίζοντος. Ο πορθμός ούτος είναι μόνον εκατόν είκοσι πόδας πλατύς ενταύθα. Η πόλις είναι περιτετειχισμένη. Προφυλάσσεται δ’ έτι μάλλον, όπου τα τείχη δεν βρέχονται υπό του Ευρίπου, δια βαθείας και πλατείας ξηράς τάφρου. Τα τείχη ούτε τα παχέα είναι ούτε τακτικώς κτισμένα, αλλ’ έχουσι πυργίδια. Οι πολυάριθμοι δε πτερωτοί λέοντες του Αγ. Μάρκου τρανώτατα μαρτυρούν ότι υπό Βενετών ανηγέρθησαν. Η εγκεκλεισμένη περιοχή είναι ως 2.400 ποδών το μήκος, ως 500 το πλάτος. Επί Τούρκων, Χριστιανοί ποσώς δεν εκατοίκουν εντός της των τειχών περιφερείας. Αι οδοί είναι στενόταται, αλλ’ αι οικίαι

[20]

αρκετά ευρύχωροι. Διαφόρους πύλας έχει το φρούριον κατεσκευασμένας εις τρόπον πολύ περιπεπλεγμενον. Η άνωθεν του Ευρίπου άγουσα είναι μάλιστα ελικοειδής και καλώς ωχυρωμένη.

Υπάρχει δε και παρά τον αιγιαλόν της απέναντι στερεάς άλλο φρούριον, Καραβαβάς Τουρκιστί καλούμενον, επί λοφιδίου 130 πόδας υψηλού. Τούτο ημπορεί να θεωρήται ως η ακρόπολις, καθότι υπέρκειται της πόλεως και κυριεύει αυτήν. Είναι δ’ άσχημον, επίμηκες κτίσμα, περί τους 1.200 πόδας μακρόν, 450 δε πλατύ. Τα τείχη τόσον είναι χαμηλά είς τινα μέρη, ώστε ανήρ δραστήριος ημπορούσε να πηδήση επ’ αυτών. Είναι δε όμοια και σύγχρονα με τα της πόλεως.

Κατά το μέσον έχει ο Εύριπος πλάκα ή πέτραν, επί της οποίας είναι φρούριον ωκοδομημένον. Γεννώνται δ’ ούτω δύω πορθμοί, εξ ών ο μεν προς την στερεάν, καίτοι οπωσούν ο πλατύτερος, χρησιμεύει μόνον εις πλοιαρίων διάβασιν, καθότι το βάθος αυτού ποτέ δεν υπερβαίνει τους τρεις πόδας. Μεταξύ δε της πέτρας και των τειχών της Χαλκίδος υπάρχει διάστημα 33 ποδών, και το ελάχιστον βάθος εν καιρώ της μεγίστης των υδάτων υψώσεως είναι επτά πόδες. Ενταύθα συμβαίνει η θαυμαστή παλίρροια, ήτις τοσούτον διεφήμισε τον πορθμόν του Ευρίπου. Ενίοτε το ύδωρ ρέει ως οκτώ μίλια την ώραν, πίπτον υποκάτω της γεφύρας ως ένα ήμισυν πόδα. Αλλά το παραδοξότερον είναι, ότι πλοία 450 πόδας εκ της γεφύρας δεν αισθάνονται ποσώς το ρεύμα τούτο. Κάποτε μεν ηρεμεί, σπάνια όμως. Μεταβάλλει δε εις ολίγα λεπτά την διεύθυνσιν, και σχεδόν αμέσως πάλιν αναλαμβάνει την συνήθη ταχύτητα, ήτις είναι από τέσσαρα έως πέντε μίλια την ώραν. Πάντοτε όμως προς το νότιον μέρος ρέει ταχύτερα. […]

13/02/1841 – Προαγωγή του Μπον σε Ανθυπασπιστή

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (Αθήνα), φ. 3/1841

ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

[21]

ΑΡΙΘ. VIII

[…] §. 12

Προβιβάζονται:

[…] Ως Ανθυπασπισταί:

Οι επιλοχίαι:

[…] Βασίλειος Μπόν εις το 4. πεζικόν τάγμα (Ακροβολισταί). […]

10/08/1841 – Απόδραση κοπέλας από σπίτι Τούρκου στη Χαλκίδα

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 283

ΧΑΛΚΙΣ, 5 Αυγούστου. Προχθές το βράδυ εδραπέτευσεν εντός του φρουρίου μας μία Οθωμανίς εικοσαετής κόρη ενός Δερβέν-αγά καλουμένου. Η χωροφυλακή και η αστυνομία εβλήθησαν εις κίνησιν, και περί την τρίτην ώραν της νυκτός εύρον αυτήν εις την αυλήν της αγίας Παρασκευής. Ήθελον να την δώσουν εις τον πατέρα της, αλλ’ αυτή έλεγε: Δεν έχω πατέρα, είμαι Χριστιανή και έχω πατέρα τον Ιησούν Χριστόν. Ο Δήμαρχος πλησίον κατοικών εγερθείς του ύπνου απέσπασεν αυτήν από τας χείρας των άλλων και την απέστειλεν εις την οικίαν ενός Ιερέως. Εχθές δε παρουσιασθείσα εις τον Διοικητήν, όπου παρευρίσκετο ο πατήρ της και πλήθος λαού, ωμολόγησε μετά μεγάλης απαραδειγματίστου παρρησίας, ότι δεν έχει πατέρα, ότι αυτός, όστις ίσταται εκεί, ήτο μίαν φοράν πατήρ της, αλλ’ όχι τώρα, και ότι καλήτερα έχει να την σκοτώσουν παρά να την παραδώσουν. Ερωτηθείσα, εάν παρεσύρθη να πράξη τούτο από έρωτα, απεκρίθη, ότι αυταί ζουν κεκλεισμέναι και εις αιώνιον φυλακήν, και κατά συνέπειαν δεν βλέπουν ουδένα άνθρωπον, ώστε από τους φυλακισμένους δεν διαφέρουν, ειμή πως δεν έχουν αλύσους εις τους πόδας.

[22]

27/08/1841 – Η Κυβέρνηση αποφασισμένη να ρίξει τους τόνους, σχετικά με το περιστατικό της Χαλκίδας

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (Αθήνα), φ. 30, έτος Δ΄

Δυσάρεστοί τινες περιστάσεις ανεφάνησαν εσχάτως εις Χαλκίδα εις τας μεταξύ Ελλήνων και των Οθωμανών κατοίκων της πόλεως ταύτης σχέσεις. Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός, φαίνεται να ήναι η αιτία των διχονοιών τούτων η δώσασα αφορμήν εις παράπονα εκ μέρους των Οθωμανών προς την αρχήν.

Η Κυβέρνησις της Α.Μ. μη θέλουσα να επιτρέψη επ’ ουδενί λόγω προσβολήν οιανδήποτε εις την καθιερωμένην υπό των νόμων ελευθερίαν του φρονείν και αφ’ ετέρου επιθυμούσα να μη διαταρχαθώσιν αι καλαί σχέσεις αι υπάρχουσαι μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και της Οθωμανικής Πόρτας, έπεμψεν εις Χαλκίδα τον Σύμβουλον της Επικρατείας εις τακτικήν υπηρεσίαν κ. Ρήγαν Παλαμίδην λαβόντα εντολήν να αποδώση ταχείαν και πλήρη δικαιοσύνην εις όντινα ανήκει.

27/08/1841 – Περισσότερα για την απόδραση της κοπέλας στη Χαλκίδα (α)

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 288

Η Οθωμανική Πρεσβεία και το Ελληνικόν Υπουργείον.

Περίεργος ως προς την ουσίαν της περίστασίς τις παρουσιάζεται αξία της προσοχής του Περιοδικού Τύπου, ένεκα των οποίων η Κυβέρνησις ημών έλαβεν εν περιστάσει τοιαύτη μέτρων ουχί υπέρ εαυτής, αλλ’ υπέρ άλλου τρίτου. Καθ’ ήν ήδη ώραν η πολιτική τολμά εισχωρούσα και εις αυτάς των ανθρώπων τας συνειδήσεις, ο δε Νόμος καθίσταται το υποπόδιον ιδεών γελοίων, η εθνική φωνή υψούται πλέον δια του Τύπου, δια να προλάβη παρόντα και μέλλοντα θύματα της βίας και απερισκεψίας.

[23]

Οθωμανίς τις νέα εν Χαλκίδι, ετών 16, ονομαζομένη Ρεφιγιέ, εδραπέτευσε τη 16 Αυγούστου εκ του μητρικού της οίκου, προσερχομένη εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Θρησκείαν. Η μήτηρ αυτής ήτο πρότερον Ορθόδοξος Χριστιανή, ο δε πατήρ Οθωμανός, αποθανών πρό χρόνων. Προσαχθείσα ενώπιον του Διοικητού της Ευβοίας κυρίου Π. Α. Αναγνωστοπούλου, εξετάσθη, εάν αυθόρμητος και εκ πεποιθήσεως, ή υπό άλλης αιτίας έρωτος και απάτης εκινήθη εις απόφασιν τοιαύτην. Η νεανίς εξηγηθείσα μεθ’ όλης της παρρησίας απλήν και μόνην την θρησκευτικήν πεποίθησίν της, προσθέσασα μάλιστα, ότι του έρωτος και της απάτης το στοιχείον δεν δύναται να λάβη χώραν ποσώς εις τας γυναικωνίτιδας των Οθωμανών, όπου ο άνθρωπος υπάρχει κεκλεισμένος ως θηρίον άγριον, δεν ενέδοσε κατ’ ουδένα τρόπον εις τας φρονίμους νουθεσίας του κ. Διοικητού, ούτε ηθέλησε να επιστρέψη εις τον οίκον της μητρός της, κατά την επίμονον προτροπήν τούτου. Παρόντες διάφοροι Οθωμανοί είδον το αμετάθετον ταύτης, ζητήσαντες επί τέλους παρά του κ. Διοικητού την δια της βίας επιστροφήν της. Ματαίως επρότεινεν εις αυτούς ο κ. Αναγνωστόπουλος, ότι και εις την παρούσαν, ως και εις πάσαν άλλην περίστασιν, δεν δύναται να ενεργήση εκτός των ορίων του Νόμου. Οι Οθωμανοί διέμενον ακατάπειστοι παρατηρούντες, ότι ως Πασάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως δύναται ούτος να ενεργή αυθαιρέτως, ως οι Πασάδες της Οθωμανικής. Εν τοσούτω η μεν Ρεφιγιέ παραδοθείσα εις ένα των ιερέων της πόλεως, εβαπτίσθη την επιούσαν, ονομασθείσα Καλλιόπη, και συνελθούσα μετέπειτα εις γάμον μετά του Έλληνος Ανθυπασπιστού του Δυο Τάγματος των Ακροβολιστών κ. Μπόν. Οι δε Οθωμανοί εκινήθησαν ευθύς εις Αθήνας, δια να αναφέρωσι τα νομιζόμενα παράπονά των προς τον Αντιπρέσβυν της Οθωμανικής Πόρτας.

[…] ο κ. Μουσούρος […] ανέφερεν ούτος προς το επί των Εξωτερικών Γραφείον τα πικρότερα κατά του κ. Αναγνωστοπούλου παράπονα, ως μη ενεργήσαντος δήθεν κατά τα καθήκοντά του, και εκ προσθήκης ανέμιξε μ’ άλλας πολιτικάς την προκειμένην ιδιωτικήν υπόθεσιν. Το χείριστον δε; Η Ελληνική Κυβέρνησις είδεν, ή

[24]

υπεκρίθη ότι είδε, δίκαια οπωσδήποτε τα παράπονα του κ. Αντιπρέσβεως, και μεθ’ όλης της ταχύτητος απέστειλεν ένα των Συμβούλων της Επικρατείας, τον κύριον Ρ. Παλαμίδην, επιφορτισμένον να ενεργήση ανακρίσεις επί της διαγωγής του ρηθέντος Διοικητού της Ευβοίας. […]

31/08/1841 – Περισσότερα για την απόδραση της κοπέλας στη Χαλκίδα (β) και δεύτερο παρόμοιο περιστατικό

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 289

ΧΑΛΚΙΣ, 23 Αυγούστου. Ρεφιγιέ τις Τουρκοπούλα, νέα 16 ετών, είχε πατέρα ευκατάστατον καλούμενον Καρπούζην, και μητέραν πρότερον Χριστιανήν καταγομένην εκ της Χαλκίδος, και ύστερον τουρκίσασαν κατά την επανάστασιν. Ο πατήρ αποθνήσκων άφησε ταύτην άνευ τινός συγγενούς, εκτός ενός εξαδέλφου. Η μήτηρ μόνη είχε πολλούς συγγενείς Χριστιανούς, και κατ’ εισήγησιν αυτής και τούτων η Ρεφιγιέ, και ηρραβωνισμένη ούσα τον εξάδελφόν της, άνθρωπον μέθυσον και άθλιον ως κατασπαταλεύοντα όλην την πατρικήν του περιουσίαν, εδραπέτευσεν εκ του πατρικού της οίκου εις άλλην ενός Χριστιανού. Η μήτηρ και πολλοί Τούρκοι, κινούμενοι εκ θρησκευτικής ζηλοτυπίας, έδραμον προς την Ελληνικήν Διοίκησιν ζητούντες την νέαν. Ευρεθείσα αύτη επαρουσιάσθη εις την Διοίκησιν, και ενώπιον πολλών Χριστιανών και Τούρκων ο κ. Διοικητής την προέτρεψε και την ηπείλησε να επιστρέψη εις την πατρικήν της οικίαν. Η νέα απεκρίθη με πολλήν γενναιότητα, ότι δεν δέχεται την επιστροφήν της, και αν την θανατώσει μεληδόν, ως επιμένουσα να ομολογήση την Χριστιανικήν θρησκείαν. Κατά συνέπειαν διεμαρτυρήθη υπέρ της θελήσεώς της και κατά πάσης βίας εν ονόματι του Χριστιανισμού και του Βασιλέως Όθωνος. Ο Διοικητής ούτως απεφάσισε να μένη αύτη την νύκτα εκείνην εις την οικίαν του Παπαναστάση, μήπως μετανοήση, καθότι βέβαιον ήτο ότι ήθελε πάθη δεινώς, εάν παρεδίδετο εις τους Τούρκους.

[25]

Την επαύριον ερωτηθείσα η Ρεφιγιέ και πάλιν, απεκρίθη τα αυτά με περισσοτέραν επιμονήν, και ακολούθως εβαπτίσθη παρά της συζύγου του Υποστρατήγου Ν. Κριεζιώτου, ονομασθείσα Καλλιώπη. Ο σύζυγός της δε Υπασπιστής του Δ. Τάγματος των Ακροβολιστών, παρουσιασθείς εις το εν Χαλκίδι Πρωτοδικείον εν ονόματι της Καλλιώπης έλαβε την άδειαν δι’ εγγυήσεως και ενήργησε κατάσχεσιν συντηρητικήν επί των κινητών πραγμάτων του πατρικού της.

* Νέα Οθωμανίς, έχουσα σωστά τα έτη δεκαπέντε, φυγούσα εκ της πατρικής της οικίας, υπήγεν εις μίαν ενός Βαβαρού Ιατρού, εξαιτουμένη μετά δακρύων να την δεχθή ούτος και απαλλάξη από την Οθωμανικήν καταδίκην, ως επιθυμούσα να γίνη Χριστιανή. Ο Ιατρός την εδέχθη και την επαρηγόρησε, κηρύξας το συμβάν εις άλλους Χριστιανούς, οίτινες συνηθροίσθησαν πάραυτα αθρόοι, την παρέλαβον από τον Βαβαρόν και τν συνώδευσαν εις άλλην Χριστιανικήν οικίαν. Εν τούτοις οι Οθωμανοί έτρεξαν προς της Διοίκησιν, ζητούντες ή να παραδοθή εις αυτούς η νέα, ή κάν να φυλαχθή εις μέρος τι ασφαλές μέχρι της επιούσης. Η Διοίκησις διέταξε πάραυτα να παραδοθή αύτη υπό την επιτήρησιν ενός Ιερέως έχοντος γυναίκα και θυγατέρας. Την επιούσαν, εν ώ ήτο εγγύς του να παρουσιασθή η νέα και εξετασθείσα να προτραπή δια να επιστρέψη εις την πατρικήν της οικίαν, ήλθον εις τον Διοικητήν οι πλέον διαβασμένοι των Οθωμανών, Κιατίπιδες λεγόμενοι, και εζήτουν την νέαν αποτεινόμενοι προς τον Διοικητήν με τας εξής λέξεις: «Τζάνουμ! Γι’ αφεντιά σου Πασιάς είσαι. Πες τους στρατιώτας να την πάρουν και να μας την κάμουν τεσλίμι (να μας την παραδώσουν)». Εις τους παραλογισμούς των αυτούς παρετήρησεν ο Διοικητής ότι δεν είναι Πασσάς, ως αυτοί τον εννοούν, αλλ’ ενεργεί τα πάντα δυνάμει του νόμου. Θέλει δε εξετασθή η νέα, και, αν αποδειχθή, ότι ηρπάγη, ή είναι ένδεκα ετών, θέλει τοις επιστραφή. Εκ του εναντίου δεν ημπορεί να την βιάση. Ακολούθως εξετασθείσα η νέα, ηρνήθη πάσαν προτροπήν και επέμεινε να δεχθή την ορθόδοξον χριστιανικήν θρησκείαν. Τελευταίον, βλέποντες οι Οθωμανοί, ότι δεν κατορθούται

[26]

τι δια της αυθαιρεσίας και βίας, ανεχώρησαν με πολύν θυμόν, και απέστειλαν εις Αθήνας επίτροπον προς τον Αντιπρέσβυν των.

* Κατά την Χαλκίδα της Ευβοίας και άλλη νέα Οθωμανίς εξέφυγεν της πατρικής της οικίας, προσερχομένη εις την Χριστιανικήν θρησκείαν. Μανθάνομεν ως βέβαιον, ότι η Κυβέρνησις διέταξε να μεταφερθώσιν εις Αθήνας και αύτη, ως και η πρώτη, δια να εξετασθώσι περί της θρησκευτικής πεποιθήσεώς των.

03/09/1841 – Κριτική για τη στάση της Κυβέρνησης και την υποχωρητικότητά της απέναντι στον πρέσβη της Τουρκίας

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 290

ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΚΑΙ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ.

[…] Τοιούτο το Υπουργείον της 10 Αυγούστου, ήρχησεν επεκτείνον την ταπεινήν υπόκλισίν του μέχρις αυτού του Αντιπρέσβεως της Οθωμανικής Πόρτας. Επέπρωτο άρα να ίδη η Ελλάς το ναυάγιόν της ουχί κατά τον πόλεμον, αλλά μετά την αποκατάστασίν της; Το δικαίωμα των εθνών συγχωρεί εις έκαστον Πρέσβυν το να επεμβαίνη δι’ απαιτήσεων ομολογουμένης πραγματικότητος και νομιμότητος. Αλλ’, οσάκις αύται αντίκεινται μεν εις τους καθεστώτας νόμους και τα ήθη, παραδέχονται δε ως δόγματα Καίσαρος Αυγούστου, τι άλλο εξάγεται, ειμή ότι ανωτέρα δύναμις επιβάλλει εις την Κυβέρνησιν μέτρα ανάξια της αξιοπρεπείας της και ενάντια των κοινών συμφερόντων; Εάν ούτω του Οθωμανού αντιπρέσβεως η θέλησις καθίσταται ο νόμος εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ποίον πλέον αίσχος δεινότερον του να λέγηται τις Έλλην;

Προεξεθέσαμεν κατά πλάτος τα περί της νέας Οθωμανίδος Ρεφιγιές, προσφυγούσης εις τους κόλπους της Ανατολικής Θρησκείας. Όσων αν είπωμεν, εγγυούμεθα το πιστόν δια του επισημοτέρου τρόπου, ούδ’ εκφεύγομεν πάσαν περαιτέρω ανάπτυξιν.

[27]

Τι ώφειλε να πράξη του Υπουργείον απέναντι του δικαίου και της αξιοπρεπείας του εις περίπτωσιν τοιαύτην; Εάν ο Οθωμανός Αντιπρέσβυς ηπατήθη, ή εσοφίσθη, παραστήσας την νέαν ενδεκαετή και εις κατάστασιν αρπαγής, το Υπουργείον ώφειλε να σεβασθή εαυτό εις το πρόσωπον του Διοικητού, αντιτάττον τας εκθέσεις τούτου, υποβάλλον τέλος πάντων την νέαν εις εξετάσεις δευτέρας. Ιδού όλη του δράματος η συνοπτική λύσις! Αλλ’ απ’ εναντίας κατεδέχθη υποσχεθέν τούτο εξ ετοίμου την παύσιν ή την μετάθεσιν του Διοικητού προς ικανοποίησιν, και προς τον σκοπόν αυτόν ενήργησεν αφ’ ενός την έκτακτον αποστολήν ενός των Συμβούλων της Εικρατείας, δια να δώση σημασίαν εις υπόθεσιν φύσει ασήμαντον, και διέδωκεν αφ’ ετέρου ως υπάρχουσαν εις κατάστασιν εντελούς αναρχίας την Χαλκίδα ένεκα της ανικανότητος, ή του αδιαφόρου τρόπου του Διοικητού της. […]

Υπάρχει άρα σκοπός δεύτερος κρυπτόμενος υπό προσχήματα άλλα. Το δε Υπουργείον ηδύνατο άνευ δισταγμού να εξηγηθή καθαρώς, περί του οποίου προτιμά προσώπου ως προς την Διοίκησιν της Ευβοίας, αν δεν ηδύνατο να είναι ευάρεστον εις αυτό το του κ. Αναγνωστοπούλου. Ορμώμεθα εις την σκέψιν μας ταύτην, ως γνωρίζοντες ότι, και πριν ή παρουσιασθώσι τα περί της Ρεφιγιές συμβάντα, διεδόθησαν λόγοι περί του κυρίου Αναγνωστοπούλου, ως γεννησομένου το πρώτον θύμα του φατριασμού του Υπουργείου της 10 Αυγούστου. Τα παράπονα άρα του αντιπρέσβεως της Οθωμανικής Πόρτας ελήφθησαν ως αφορμή προς τον σκοπόν της αντικαταστάσεως του κυρίου Π.Α. Αναγνωστοπούλου εις την Διοίκησιν της Ευβοίας. […] Βεβαίως, εάν παραβάλωμεν άπαξ τον από του 1816 αγωνιστήν Αναγνωστόπουλον με τους ευτελείς κόλακας της ημέρας και τους αναξίους να φέρωσι πρόσωπον ιστορικόν εις την υπόθεσιν της Ελλάδος, θέλομεν ιδεί την μεταξύ ημέρας και σκότους διαφοράν, αν πρέπη να είπωμεν τι περισσότερον.

Την ιδέαν μας ταύτην υποστηρίζει και η διαγωγή του εκτάκτου απεσταλμένου κ Ρήγα Παλαμήδους. […] Αγωνίζεται, καθά

[28]

πληροφορούμεθα, να σχηματίση, χάριν του οποίου απεστάλη να υπηρετήση σκοπού, στοιχείον τι κατηγορίας ικανής να φέρη το αποτέλεσμα της πτώσεως του κ. Αναγνωστοπούλου. […]

Τι δε θέλει πράξει ο κ. Ρ. Παλαμήδης με την άλλην νέαν Οθωμανίδα, ηλικίας ετών 17-18, ήτις, κατά το εσπέρας της ημέρας, καθ’ ήν έφθασεν ούτος εις Χαλκίδα, εδραπέτευσεν εκ της πατρικής του οικίας, προσελθούσα εις το έλεός του, δια να λάβη , την οποίαν ηγάπησεν προ πολλού, ως ωμολόγει, Χριστιανικήν θρησκείαν; Τάχα δύναται να πλάση και ήδη το Υπουργείον κανέν περί τούτου σόφισμα, κηρύττον την Χαλκίδα εις κατάστασιν αναρχίας; Τάχα δύναται να υποθέση ο απεσταλμένος Σύμβουλος, ότι ο κ. Διοικητής είχεν αυτήν δεδεμένην εις την φάτνην, και την απέλυσεν, άμα φθάσαντος τούτου εις Χαλκίδα, δια να τεθή υπό την σκιάν των λαμπρών ημερών του; Τάχα θέλει δυνηθή επί τέλους να βιάση την επιστροφήν της, ή την διατηρεί έτι διαμένουσαν εις το κατάλυμά του, και όχι εις την οικίαν τινός Ιερέως; Το περιστατικόν πρόκειται περίεργον, και όχι ολιγώτερον περίεργος θέλει είσθαι η λύσις του. […]

04/09/1841 – Διαβεβαιώσεις για τον πυροσβεστικό ρόλο της Κυβέρνησης στο θέμα των κοριτσιών της Χαλκίδας

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (Αθήνα), φ. 31, έτος Δ΄

Επειδή η εις Χαλκίδα αποστολή του Συμβούλου της Επικρατείας κ. Ρήγα Παλαμίδου έδωκεν αφορμήν εις πολλάς και διαφόρους εικασίας, είναι καλόν να πεισθή το κοινόν ότι η Κυβέρνησις εις την παρούσαν περίστασιν θέλει διατάξει πάν ό, τι απαιτούσι τα συμφέροντα τα οποία ενδέχεται να προσεβλήθησαν και ότι θέλει πράξει καθ’ ήν πρρεσβεύει ευρείαν ιδέαν προς τους Οθωμανούς, καθώς και προς όλους τους αλλογενείς.

Αι Οθωμανίδες των οποίων η αιφνιδία προσέλευσις εις τον χριστιανισμόν έδωκεν αφορμήν είς τινας περί ών ο λόγος πραγμάτων,

[29]

φθάνουσι κατ’ αυτάς εις Αθήνας όπου θέλουν εξετασθή παρ’ ούτινος δεί ίνα αποδειχθή η αλήθεια και αποδοθή δικαιοσύνη εις όντινα ανήκει.

Η Κυβέρνησις επιθυμεί να αποδείξη εις την περίστασιν ταύτην ότι οι εν τω Βασιλείω Οθωμανοί υπήκοοι ειμπορούν να ελπίζωσιν όλην την προστασίαν την οποίαν οι νόμοι μας απονέμουσιν εις τους αλλοδαπούς παντός έθνους και ότι ποιείται περί πολλού να διατηρηθώσι μεταξύ των επικρατειών σχέσεις αμοιβαίως ευμενείς και φιλικαί.

07/09/1841 – Πού φιλοξενούνται οι κοπέλες από τη Χαλκίδα

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 291

Αι δύω νέαι της Χαλκίδος, προσφυγούσαι εις την Χριστιανικήν θρησκείαν, ως είναι γνωστόν ήδη εις το Κοινόν, μετεφέρθησαν εις Αθήνας, δια να εξετασθώσι, και ετέθησαν εις την οικίαν του Δημάρχου κυρίου Α. Πετράκη.

14/09/1841 – Επιβεβαίωση της χριστιανικής πίστης των κοριτσιών από τη Χαλκίδα

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 293

Εξετασθείσαι αι νέαι Οθωμανίδες, ως είναι γνωστόν, επέμενον εις την ομολογίαν των προς την Χριστιανικήν θρησκείαν. Προς τελείαν δε απόπειραν παρεδόθησαν μετά της μητρός της μιάς εκ των τριών εις τον κ. Αστυνόμον της πόλεως, διαταχθέντα να τας ενοικιάση εις μίαν των εντίμων οικογενειών διά τινας ημέρας, κατά τας οποίας ίσως δυνηθή να τας πείση η μήτηρ, δια να απαρνηθώσι την νέαν θρησκευτικήν ομολογίαν των.

17/09/1841 – Υποχώρηση της Κυβέρνησης στο θέμα των κοριτσιών από τη Χαλκίδα και αναφορά της Ρεφιγιέ/Καλλιόπης

[30]

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 294

Θέλουσι λυπηθή αναμφιβόλως οι Αναγνώσται ημών, βεβαιούμενοι, ότι η προς την Χριστιανικήν θρησκείαν επαναληφθείσα επισημοτέρα ομολογία των τριών ποτε Οθωμανίδων της Χαλκίδος δεν ήρκεσεν έτι να πείση το Υπουργείον περί του αθώου και αυθορμήτου κινήματος τούτων. Τι ακολουθεί; Ή τάχα πάν αίσθημα ηθικόν και θρησκευτικόν ακόμη πρέπει να υποχωρή εις την πολιτικήν; Εν τίνι λόγω οι αρμόδιοι Γραμματείς βιάζουσι τρόπον τινά δια μέσων πλαγίων τας νέας αυτάς, δια να επιστρέψωσι και άκουσαι εις την προτέραν θρησκείαν των, αφ’ ού τέλος πάντων εξεπληρώθη επ’ αυτών το μυστήριον του βαπτίσματος; Προς απόδειξιν όσων λέγομεν, δημοσιεύομεν την ακόλουθον αναφοράν, εκ της οποίας εννοείται η ανέλπιστος δεινή θέσις των νεανίδων αυτών.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Η υποφαινομένη, γέννημα και θρέμμα της Χαλκίδος φθάσασα εις ηλικίαν, καθ’ ήν δύναμαι να γνωρίσω και καλόν και κακόν, και συμφέρον και ασύμφορον, φθάσασα λέγω εις ηλικίαν, καθ’ ήν και περί της μελλούσης μου τύχης να ημπορώ να αποφασίσω, - απεφάσισα λοιπόν να μείνω εις τον τόπον όπου εγεννήθην.

Βλέπουσα ότι εγώ πάντοτε πρέπει να αποχωρισθώ από την μητέρα μου, εις περιστάσεις ήδη, καθ’ ήν αυτή μη θέλουσα βιάζεται να αναχωρήση, και προσποιείται ότι θέλει να αναχωρήση – απεφάσισα να μείνω εις τον τόπον ένθα εγεννήθην, εις την αληθή και μόνιμον πατρίδα προτιμώσα αυτήν από πάντα άλλον συγγενή.

Εντεύθεν με τοιαύτα φρονήματα, προτιμώσα τον ελεύθερον βίον από τον περιωρσμένον εν τοις οθωμανικοίς έθεσι έκλεξα και σύζυγον, και εβαπτίσθην και εστέφθην εις νόμιμον γάμου κοινωνίαν.

Αλλά παρ’ ελπίδα, ενώ ήλπιζα εις την επικράτειαν των νόμων να ζήσω ησύχως και ελευθέρα, αιφνηδίως η ραδιουργία των οθωμανών, θελόντων παρανόμως να επεμβαίνωσιν εις την ευτυχίαν

[31]

μου, κατετάραξαν την ησυχίαν μου και από Χαλκίδος με μεταφέρουσιν ενταύθα, ένθα ήλπιζα, ότι ειλικρινώς ήθελον αποφύγει πάσαν ενόχλησιν.

Αλλά παρ’ ελπίδα αύθις την 11 τούτου έρχεται ο αστυνόμος εις την οικίαν του Δ. Σαλωνιτίδου, ένθα φιλοξενούμαι και ζητεί να με αποσπάση βιαίως δια να με παραδώση εις τον οθωμανικόν Πρέσβυν ή εις την μητέρα μου. Αλλά μόλις μετά δακρύων εδυνήθην να τον πείσω να αναχωρήση.

Εντεύθεν επειδή η πράξις αύτη του κ. Αστυνόμου είναι παρανομία και αληθής βία.

Επειδή εγώ διατελώ ενταύθα υπό την προστασίαν των νόμων, και 16 ετών έχουσα, δύναμαι να αισθανθώ και τα δίκαιά μου, και να απαιτήσω την ενέργειαν αυτών.

Επειδή καθ’ ό γέννημα της Ελλάδος, ουδείς δύναται να με αποστερήση το δικαίωμα της αυτοχθονίας.

Διαμαρτυρομένη εναντίον πάσης βίας γενομένης και γεννησομένης εναντίον μου,

Εξαιτούμαι Κύριε Γραμματεύ!

1) Να διαταχθή ο Αστυνόμος να παύση πάσης βίας, και της ελαχίστης ενοχλήσεως.

2) Να διατηρηθή η αρμοδιότης εκάστης αρχής, και, αν η μήτηρ μου έχη τι εναντίον μου ή εναντίον άλλου, ιδού τα Δικαστήρια, ας προστρέξωσιν εις αυτά. Βεβαίως δεν θέλει με αποσπάσει ουδείς από τον φυσικόν μου Δικαστήν.

Ταύτα εξαιτουμένη, και πεποιθείσα εις την δικαιοσύνην και ισχύν των νόμων, διατελώ η ευπειθεστάτη.

Εν Αθήναις, τη 13 Σεπτεμβ. 1841.

ΚΑΛΛΙΟΠΗ Β. ΒΟΥΝΗ.

[32]

21/09/1841 – Ικανοποίηση προς τον Πρέσβυ της Τουρκίας για το θέμα των κοριτσιών από τη Χαλκίδα

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 295-296

Μανθάνομεν μετά θετικότητος, ότι ο κ. Χρηστίδης, απελθών προς τον κ. Μουσούρην, ανήγγειλε την οποίαν η Ελληνική Κυβέρνησις απεφάσισε να δώση ικανοποίησιν προς την Οθωμανικήν Πρεσβείαν επί των τελευταίων συμβάντων κατά την Χαλκίδα δια της παύσεως του Διοικητού κ. Π. Αναγνωστοπούλου. Ο κύριος δε Μουσούρης, ευχαριστήσας αφ’ ενός την προθυμίαν της Κυβερνήσεως, παρετήρησεν αφ’ ετέρου με λύπην του, ότι η τοιαύτη ικανοποίησις γίνεται εις το κόμμα του κ. Χρηστίδου και εις τα φρονήματά του, αλλ’ όχι ποτέ και εις την Οθωμανικήν Εξουσίαν, ήτις θέλει άλλως θεωρήσει ως ύβριν καθ’ εαυτής εάν δεν παιδευθώσιν οι ένοχοι, ενώ γνωρίζει μ’ οπόσην ο κ. Αναγνωστόπουλος εφέρθη φρόνησιν κατά την ρηθείσαν περίστασιν και οπόσον είναι αθώος.

05/10/1841 – Δυσμενής μετάθεση Αναγνωστόπουλου από την Εύβοια στη Θήρα

ΑΙΩΝ (Αθήνα), φ. 298

Τέλος πάντων ο Διοικητής της Ευβοίας κύριος Π.Α. Αναγνωστόπουλος μετετέθη ως τοιούτος εις Θήραν, αντικατέστη δε παρά του κ. Τσαμαδού, μέχρι τούδε Διοικητού Θήρας. Η επιθυμία του επί των Εσωτερικών Γραμματέως έγεινε και εναντίον αυτής της φύσεως των πραγμάτων.

Και μολοντούτο ο κ. Αντιπρέσβης της Οθωμανικής Πόρτας εξακολουθεί έτι διευθύνων Διακοινώσεις τας πλέον αυστηράς και αποτόμους κατά του κ. Εισαγγελέως των ενταύθα Πρωτοδικών, ως παραδοθείσης εις τον σύζυγόν της της πρώην Ρεφιγιές και ήδη Καλλιόπης μετά τόσας προηγηθείσας αυστηράς ανακρίσεις και προτροπάς, κατά μέγα ατόπους και ανόμους, ως ανεφέραμεν άλλοτε.

[33]

05/09/1844 – Επιστροφή του Μπόν στο Στρατό

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (Αθήνα), φ. 29/1844

ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

[…] §. 14

Κατετάχθησαν εκ νέου::

[…] Ο πρώην ανθυπασπιστής του πεζικού Μπών Βασίλειος εις το 3. πεζικόν τάγμα (ακροβολισταί) με αρχαιότητα από 16 Νοεμβρίου 1842.

30/06/1845 – Μετάθεση του Μπον στην Πελοπόννησο

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (Αθήνα), φ. 17/1845

ΔΙΑΤΑΓΜΑ

Περί μεταθέσεως αξιωματικών.

ΟΘΩΝ κλπ

Επί τη προτάσει του Ημετέρου Υπουργού των Στρατιωτικών απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής:

Μετατίθενται

[…] Ο ανθυπασπιστής Βασίλειος Μπον από το 3 τάγμα του πεζικού (ακριβολισταί) εις το 1 τάγμα του πεζικού της γραμμής. […]

Εν Αθήναις, την 17 Ιουνίου 1845.

ΟΘΩΝ.

Ο Υπουργός Κ. Τζαβέλας

13/02/1841 – Προαγωγή του Βασιλείου Μπον σε Ανθυπολοχαγό

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (Αθήνα), φ. 3/1847

[34]

ΔΙΑΤΑΓΜΑ

Περί μεταβολών εις το πεζικόν και εις τους φρουραρχικούς επιτελείς.

ΟΘΩΝ κλπ

Επί τη προτάσει του Ημετέρου Υπουργού των Στρατιωτικών απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής:

Προβιβάζονται […] Ανθυπολοχαγοί

οι Ανθυπασπισταί:

Βασίλειος Μπων εις το 1. πεζικόν τάγμα της γραμμής λαμβάνων σειράν αρχαιότητος μεταξύ των Ανθυπολοχαγών Πέτρου Ψωμοπούλου και Αθανασίου Γρηγοριάδου.

1888 – 1889 – Ο εγγονός της Ρεφιγιέ (;) εγκαταλείπει το σχολείο

Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας

Μαθητικό Δυναμικό Ελληνικού Σχολείου Λευκάδος

Μπόν Σπυρίδων, Ν.

Τόπος καταγωγής: Σπάρτη. Επάγγελμα πατρός: Ανθυπολοχαγός.

- Σχολικό έτος 1888-1889 (ηλικία: 11): Α΄ Τάξη – ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ.

- Σχολικό έτος 1889-1890 (ηλικία: 12): Α΄ Τάξη – ΔΙΕΚΟΨΕ.

[35]

[36]