Προσεγγίσεις

3
Μόριτς: Μέλχιορ. Δώσε μου το χέρι σου Μέλχιορ. Μέλχιορ: Εσύ δεν είσαι ο Μόριτς. Μό: Δώσε μου το χέρι σου. Είμαι σίγουρος πως μετά θα με ευγνωμονείς. Πότε θα ξαναβρεις τέτοια ευκαιρία; Ανέβηκα ειδικά για σένα εδώ πάνω. Με: Δεν κοιμάσαι; Μο: Όχι τον ύπνο που εννοείτε εσείς. Καθόμαστε σε καμπαναριά, σε ψηλές στέγες – όπου θέλουμε - Με: Δεν βρίσκετε γαλήνη; Μο: Διασκεδάζουμε! Πετάμε πάνω από γλέντια, από γάμους, από πανηγύρια, από μάχες. Μπαίνουμε στα σπίτια και κουρνιάζουμε στο τζάκι. – Δώσε μου το χέρι σου. – Μας αρέσει να βλέπουμε και να ακούμε ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Ξέρουμε πως ό,τι κάνουν, ό,τι επιθυμούν οι άνθρωποι είναι μια βλακεία και γελάμε. Με: Και σε τι ωφελεί; Μο: Δεν χρειάζεται να οφελεί σε κάτι. Εμάς τίποτα δεν μας αγγίζει, ούτε το καλό ούτε το κακό. Βρισκόμαστε πάνω από τα επίγεια, ο καθένας μόνος του. Δεν συναναστρεφόμαστε ο ένας τον άλλο, γιατί μας φαίνεται βαρετό. Κανείς μας δεν έχει πια κάτι να χάσει. Είμαστε το ίδιο άτρωτοι τόσο στην απελπισία όσο και στην αγαλλίαση. Είμαστε ικανοιποιημένοι με τον εαυτό μας, αυτό είναι! Τους ζωντανούς τους περιφρονούμε τελείως. Μας διασκεδάζουν απλώς με τα καμώματά τους, γιατί οι ζωντανοί πραγματικά δεν είναι για λύπηση. Δώσε μου το χέρι σου. Αν μου δώσεις το χέρι σου θα πεθάνεις στα γέλια μ’ αυτό που θα νιώσεις τη στιγμή που θα μου το δίνεις. Με: Δε σε αηδιάζουν όλα αυτά; Μο: Βρισκόμαστε πολύ ψηλά για να αηδιάσουμε. Χαμογελάμε! Στην κηδεία μου ήμουν ανάμεσα στους τεθλιμμέους. Διασκέδασα τόσο πολύ! Αυτό θα πει ανωτερότητα Μέλχιορ! Έκλαψα όσο κανένας και μετά γλίστρησω πίσω απ’ τον τοίχο για να ξελιγωθώ στα γέλια. Και για μένα πρέπει να γέλασαν οι άλλοι πριν τα τινάξω. Με: Εγώ δεν ΄έχω διάθεση να γελάσω με τον εαυτό μου. Μο: Ποτέ δεν θα το φανταζόμουν. Και τώρα μου είναι ακατανόητο πώς μπορεί κανείς να είναι τόσο αφελής. Γιατί διστάζεις, Μέλχιορ! Δώσε μου το χέρι σου! Σε μια στιγμή θα είσαι στους ουρανούς, πάνω από σένα. Η ζωή σου είναι ενα έγκλημα εξ αμελείας. Με: Μπορείτε να ξεχάσετε; Μο: Μπορούμε τα πάντα. Δώσε μου το χέρι σου. Γαλήνη, ευτυχία Μέλχιορ! Φτάνει μόνο να μου απλώσεις το μικρό σου δαχτυλάκι. Μπορεί να περιμένεις αιώνια μέχρι να σου παρουσιαστεί ξανά μια τόσο ευνοϊκή στιγμή. Με: Ό,τι μου έδινε θάρρος, τώρα βρίσκεται στον τάφο. Δεν αισθάνομαι τίποτα– και δεν βλέπω πια τίποτα, τίποτα να με κρατάει πίσω. Είμαι το πιο αξιοθρήνητο πλάσμα στον κόσμο. Μο: Τότε γιατί διστάζεις;

description

script

Transcript of Προσεγγίσεις

Page 1: Προσεγγίσεις

Μόριτς: Μέλχιορ. Δώσε μου το χέρι σου Μέλχιορ.

Μέλχιορ: Εσύ δεν είσαι ο Μόριτς.

Μό: Δώσε μου το χέρι σου. Είμαι σίγουρος πως μετά θα με ευγνωμονείς. Πότε θα ξαναβρεις τέτοια ευκαιρία; Ανέβηκα ειδικά για σένα εδώ πάνω.

Με: Δεν κοιμάσαι;

Μο: Όχι τον ύπνο που εννοείτε εσείς. Καθόμαστε σε καμπαναριά, σε ψηλές στέγες – όπου θέλουμε -

Με: Δεν βρίσκετε γαλήνη;

Μο: Διασκεδάζουμε! Πετάμε πάνω από γλέντια, από γάμους, από πανηγύρια, από μάχες. Μπαίνουμε στα σπίτια και κουρνιάζουμε στο τζάκι. – Δώσε μου το χέρι σου. – Μας αρέσει να βλέπουμε και να ακούμε ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Ξέρουμε πως ό,τι κάνουν, ό,τι επιθυμούν οι άνθρωποι είναι μια βλακεία και γελάμε.

Με: Και σε τι ωφελεί;

Μο: Δεν χρειάζεται να οφελεί σε κάτι. Εμάς τίποτα δεν μας αγγίζει, ούτε το καλό ούτε το κακό. Βρισκόμαστε πάνω από τα επίγεια, ο καθένας μόνος του. Δεν συναναστρεφόμαστε ο ένας τον άλλο, γιατί μας φαίνεται βαρετό. Κανείς μας δεν έχει πια κάτι να χάσει. Είμαστε το ίδιο άτρωτοι τόσο στην απελπισία όσο και στην αγαλλίαση. Είμαστε ικανοιποιημένοι με τον εαυτό μας, αυτό είναι! Τους ζωντανούς τους περιφρονούμε τελείως. Μας διασκεδάζουν απλώς με τα καμώματά τους, γιατί οι ζωντανοί πραγματικά δεν είναι για λύπηση. Δώσε μου το χέρι σου. Αν μου δώσεις το χέρι σου θα πεθάνεις στα γέλια μ’ αυτό που θα νιώσεις τη στιγμή που θα μου το δίνεις.

Με: Δε σε αηδιάζουν όλα αυτά;

Μο: Βρισκόμαστε πολύ ψηλά για να αηδιάσουμε. Χαμογελάμε! Στην κηδεία μου ήμουν ανάμεσα στους τεθλιμμέους. Διασκέδασα τόσο πολύ! Αυτό θα πει ανωτερότητα Μέλχιορ! Έκλαψα όσο κανένας και μετά γλίστρησω πίσω απ’ τον τοίχο για να ξελιγωθώ στα γέλια. Και για μένα πρέπει να γέλασαν οι άλλοι πριν τα τινάξω.

Με: Εγώ δεν ΄έχω διάθεση να γελάσω με τον εαυτό μου.

Μο: Ποτέ δεν θα το φανταζόμουν. Και τώρα μου είναι ακατανόητο πώς μπορεί κανείς να είναι τόσο αφελής. Γιατί διστάζεις, Μέλχιορ! Δώσε μου το χέρι σου! Σε μια στιγμή θα είσαι στους ουρανούς, πάνω από σένα. Η ζωή σου είναι ενα έγκλημα εξ αμελείας.

Με: Μπορείτε να ξεχάσετε;

Μο: Μπορούμε τα πάντα. Δώσε μου το χέρι σου. Γαλήνη, ευτυχία Μέλχιορ! Φτάνει μόνο να μου απλώσεις το μικρό σου δαχτυλάκι. Μπορεί να περιμένεις αιώνια μέχρι να σου παρουσιαστεί ξανά μια τόσο ευνοϊκή στιγμή.

Με: Ό,τι μου έδινε θάρρος, τώρα βρίσκεται στον τάφο. Δεν αισθάνομαι τίποτα– και δεν βλέπω πια τίποτα, τίποτα να με κρατάει πίσω. Είμαι το πιο αξιοθρήνητο πλάσμα στον κόσμο.

Μο: Τότε γιατί διστάζεις;

Γυναίκα με τη Μάσκα: Θα παραιτηθείς; Θα τελειώσεις μόνος σου το έργο των καταπιεστών σου;

Μο: Φύγε! Θα έρθει μαζί μου.

ΓΜ: Δειλέ. Δεν έκρινα την επιλογή σου, όμως κράτα τις συμβουλές σου για τον εαυτό σου.

Μο: Δεν ξέρεις πως είναι! Μέλχιορ, δώσε μου το χέρι σου.

ΓΜ: Και σε τι διαφέρεις τώρα Μόριτς από τους δυνάστες της ζωής σου; Τον εκμεταλεύεσαι όσο είναι αδύναμος για να γεμίσεις το κενό της δικής σου μοναξιάς. Εξαφανίσου, είσαι φίλος μόνο του εαυτού σου.

Μο: Σε παρακαλώ μη με διώχνεις, δε θέλω να γυρίσω εκεί.

Με: Ποια είσαι;

ΓΜ: Είμαι εσύ.

Μο: Σε παρακαλώ, άσε με λίγο ακόμα μαζί σας. Σταματάω, μόνο άσε με να μείνω, εκεί είναι τόσο μοναχικά.

Με: Ποια είσαι; Μοιάζεις με τη μητέρα μου.

ΓΜ: Όχι, είμαι εσύ. Είμαι ό,τι κρύβεις για να αντέξεις, είμαι ο δρόμος, είμαι η ομορφιά και η αλήθεια.

Page 2: Προσεγγίσεις

Με: Μόριτς, τι...δεν...

ΓΜ: Σε λύγισαν Μέλχιορ, σε νίκησαν. Άκουσέ με. Δεν είσαι κακός, ποτέ δεν ήσουν.

Με: Μα, εγώ φταίω! Για τον Μόριτς. Και για τη Βέντλα...

ΓΜ: Ηλίθιε! Ακόμα αρνείσαι να δεις; Ποιος σκότωσε τη Βέντλα; Η γρια μακελάρισσα. Ποιος την έφερε στο σπίτι; Η ίδια της η μάνα. Γιατί έφτασε σε αυτό το σημείο; Γιατί πιστεύει στην Σκύλλα της θρησκευτικής παράνοιας και της αρνήθηκε την αλήθεια. Ποιος σκότωσε το Μόριτς; Το πιστόλι είναι μόνο το μέσο. Ποιος φταίει πιο πολύ; Οι σιχαμεροί καθηγητάδες ή ο σιχαμερός πατέρας; Τον απαρνήθηκε στην κηδεία του! Για αυτούς η επιτυχία αξίζει περισσότερο από τη ζωή. Εσύ, προσφέροντάς του αλήθεια, γλύκανες τις τελευταίες του στιγμές.

Μο: Μέλχιορ, δε φταις εσύ. Αλήθεια, κατηγορείς τον εαυτό σου; Εσύ ήσουν ο έξυπνος της παρέας, τι βλακείες είναι αυτές;

Με: Το παιδί; Εγώ την πίεσα! Αν δεν το έιχα κάνει, δε θα φτάναμε σε αυτό το σημείο!

ΓΜ: Ζείτε στο στόμα του θηρίου και αποβλακωμένοι το αποκαλείτε σπίτι. Το σχολείο, το αναμορφωτήριο, η οικογένεια, σας καταβρόχθισαν. Αυτά είναι τα παραλληλεπίπεδα.

Με: Δεν καταλαβαίνω, τι θέλεις από μένα;

ΓΜ: Ο βρόγχος γύρω από το λαιμό της υπήρχε από τη στιγμή που γεννήθηκε. Αν όχι τώρα σίγουρα κάποτε θα την έπνιγε. Δε τη σκότωσε η αγάπη σου. Ήταν ήδη καταδικασμένη από την αηδι- αστική ηθική της μάνας της. Δε φταις για το θάνατό της. Δεν μπόρεσες να ελευθερώσεις τον εαυτό σου κι έτσι δεν μπόρεσες να ελευθερώσεις κι εκείνη.

Με: Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Είμαι μόνος μου, δεν με κρατάει τίποτα πίσω. Το είχα σκεφτεί και παλιότερα, να κρεμαστώ από κανένα δέντρο και να τελειώνω με όλα αυτά. Μόριτς, δώσε μου το χέρι σου.

ΓΜ: Χρωστάς, Μέλχιορ. Πρέπει να ανταποδώσεις στην ελευθερία ελευθερία και στην καταπίεση καταστροφή. Αν παραιτηθείς τώρα οι επιθυμίες των νεκρών χάνονται μαζί σου. Χρωστάς στη Βέντλα και στον Μόριτς την ελευθερία τους, εδώ στη ζωή. Αυτός ο κόσμος τους σκότωσε. Το λιγότερο που οφείλεις να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να τον αλλάξεις.

Με: Μα τι μπορώ να κάνω μόνος μου;

ΓΜ: Αλαζόνα! Νομίζεις πως είσαι ο μόνος που καταπιέζεται; Υπάρχουν άλλοι με πόνο μεγαλύτερο! Είσαι ο μόνος που υποφέρει; Μόνο εσύ έχασες δικούς σου ανθρώπους; Μόνο εσύ καταπιέζεσαι από το σχολείο και τους γονείς; Ο Χένσχεν; Δεν τον άφησαν να παέι στην κηδεία του φίλου του επειδή ήταν τιμωρημένος! Εξήντα και εφτά φυλακισμένοι είναι μόνο στη δική σου τάξη. Πόσα παιδιά είναι στο υπόλοιπο σχολείο; Πόσα παιδιά άφησες πίσω σου στο αναμορφωτήριο; Πόσε κοπέλες έχουν κάνει έκτρωση στα κρυφά; Πόσοι άνθρωποι θέλουν να ουρλιάξουν κάθε στιγμή της μίζερης ζωής τους αλλά είναι εγκλωβισμένοι στους τοίχους; Με ρωτάς τι μπορείς να κάνεις; Βρες τους! Βρες τους και σπάστε τους τοίχους! Αυτή η κοινωνία είναι το σφαγείο της νεολαίας. Θα χτίσουμε τη νέα μαζί, αλλά για να χτίσουμε, πρώτα πρέπει να τη γκρεμίσουμε συθέμελα! Φωτιά σε αυτούς που σας καταπιέζουν και κερδίζουν από τη δυστυχία σας. Θάνατος στους βρικόλακες που πίνουν το αίμα της ελευθερίας σας. Διέλυσέ τους και από τις στάχτες τους φτιάξε έναν κόσμο όπου η Βέντλα θα γυρνάει ανέμελα στο αγαπημένο σας δάσος και θα κάνετε έρωτα σε κάθε του γωνιά. Έναν κόσμο όπου ο Μόριτς θα είναι ελεύθερος να ζει με τη Μάρτα χωρίς να αγχώνεται για νούμερα σε χαρτιά. Ένα κόσμο όπου οι επιθυμίες και οι ανάγκες σας δεν θα είναι έγκλημα. ‘Ενα κόσμο χωρίς θεό και αφέντη. Υπέφρες για την ελευθερία σου. Τώρα υπερασπίσου την ελευθερία όλων.