∆ιεπιστηµονικές προσεγγίσεις και θεωρίες για...

29
Διεπιστημονικές προσεγγίσεις και θεωρίες για την επιχειρηματικότητα Σκοπός του κεφαλαίου Προσδοκώμενα αποτελέσματα Έννοιες κλειδιά 2.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις 2.2 Το εννοιολογικό πλαίσιο της επιχειρηματικότητας 2.3 Η θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης του Joseph Schumpeter 2.4 Οι οικονομικές θεωρίες και προσεγγίσεις 2.5 Η θεωρία της προσωπικότητας (personality theory) 2.6 Η θεωρία της συμπεριφοράς (behavioral theory)- Συμπεριφορική θεώρηση 2.7 Η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς (Theory of Planned Behavior) και το μοντέλο του επιχειρηματικού γεγονότος 2.8 Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (sociological approaches) 2.9 Η γνωστική προσέγγιση (cognitive approach) 2.10 Μια διαθεματική προσέγγιση για την επιχειρηματικότητα Μελέτη περίπτωσης Σύνοψη Βιβλιογραφία Παράρτημα Γλωσσάρι Συγγραφέας κεφαλαίου Αναστάσιος Βασιλειάδης, Διδάσκων, Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού 2 3 4 5 1 9 10 6 7 8

Transcript of ∆ιεπιστηµονικές προσεγγίσεις και θεωρίες για...

∆ιεπιστηµονικές προσεγγίσεις και θεωρίες για την

επιχειρηµατικότητα

Σκοπός του κεφαλαίου

Προσδοκώµενα αποτελέσµατα

Έννοιες – κλειδιά

2.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

2.2 Το εννοιολογικό πλαίσιο της επιχειρηµατικότητας

2.3 Η θεωρία της οικονοµικής ανάπτυξης του Joseph Schumpeter

2.4 Οι οικονοµικές θεωρίες και προσεγγίσεις

2.5 Η θεωρία της προσωπικότητας (personality theory)

2.6 Η θεωρία της συµπεριφοράς (behavioral theory)- Συµπεριφορική θεώρηση

2.7 Η θεωρία της σχεδιασµένης συµπεριφοράς (Theory of Planned Behavior) και το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος

2.8 Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (sociological approaches)

2.9 Η γνωστική προσέγγιση (cognitive approach)

2.10 Μια διαθεµατική προσέγγιση για την επιχειρηµατικότητα

Μελέτη περίπτωσης

Σύνοψη

Βιβλιογραφία

Παράρτηµα

Γλωσσάρι

Συγγραφέας κεφαλαίου

Αναστάσιος Βασιλειάδης, ∆ιδάσκων, Τµήµα Επιστηµών της

Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασµού

2

3

4

5

1

9

10

6

7

8

Σκοπός του κεφαλαίου

Σκοπός του κεφαλαίου είναι να κατανοήσετε τους τρόπους ανάπτυξης της επιχειρηµατικότητας µέσα από τις θεωρίες και τις προσεγγίσεις που έχουν υποστηριχθεί.

Προσδοκώµενα αποτελέσµατα

Με την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας:

Σε επίπεδο γνώσεων, θα πρέπει να είστε σε θέση: o Να ορίζετε την έννοια της επιχειρηµατικότητας

o Να ορίζετε το τι σηµαίνει θεωρία και τι µοντέλο

Σε επίπεδο δεξιοτήτων, θα πρέπει να είστε σε θέση: o Να απαριθµείτε τις βασικές θεωρίες, µοντέλα και

προσεγγίσεις για την επιχειρηµατικότητα

o να διαχωρίζετε τις βασικές αρχές µεταξύ των θεωριών/ προσεγγίσεων για την επιχειρηµατικότητα

o να καταγράφετε και να κατηγοριοποιείτε τους λόγους δηµιουργίας µιας επιχείρησης.

Σε επίπεδο στάσεων, θα πρέπει να είστε σε θέση: o να αντιλαµβάνεστε τις διαφορές µεταξύ των προσεγγίσεων

και των θεωριών για την επιχειρηµατικότητα

o Να συνειδητοποιήσετε τη σηµασία της διαθεµατικής προσέγγισης για την ερµηνεία της επιχειρηµατικότητας

Έννοιες-κλειδιά

• Επιχειρηµατικότητα

• Θεωρίες

• Προσεγγίσεις

• Μοντέλα

• Κοινωνιολογική προσέγγιση

• Θεωρία προσωπικότητας

• Οικονοµικές προσεγγίσεις

• Γνωστική προσέγγιση

• Θεωρία συµπεριφοράς

• Θεωρία σχεδιασµένης συµπεριφοράς

• Μοντέλο επιχειρηµατικού γεγονότος

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η έρευνα για την επιχειρηµατικότητα ξεκίνησε από το 1934, όταν ο Shumpeter παρουσίασε τις απόψεις του για την επιχειρηµατικότητα και την καινοτοµία. Από τότε διερευνήθηκε διεξοδικά από τη διεθνή κοινότητα, χωρίς ωστόσο να έχει απαντηθεί επαρκώς το ερώτηµα σχετικά µε το ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν ορισµένα άτοµα στο να δηµιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση, ενώ άλλα όχι. Αντιστοίχως, ερευνητικές προσπάθειες έχουν καταβληθεί για την απάντηση του ερωτήµατος εάν ο/η επιχειρηµατίας είναι «αποτέλεσµα» κοινωνικών ή βιολογικών παραγόντων, δηλαδή εάν γεννιέται ή αναπτύσσεται µέσα στο περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται (Bonnett & Furnham, 1991. Baron, 2004). Παρόλες τις αδυναµίες της επιστηµονικής έρευνας, ερευνητικά πορίσµατα υποστηρίζουν ότι στην επιχειρηµατική επιτυχία, ενδεχοµένως, συµβάλουν οι γνώσεις και οι δεξιότητες στο αντικείµενο δραστηριότητας, το κοινωνικό και οικονοµικό περιβάλλον, αλλά και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του/της επιχειρηµατία (Markman & Baron, 2003), δεδοµένου ότι η επιτυχία στις επιχειρήσεις δεν µπορεί να µετρηθεί µόνο µε οικονοµικούς προσδιορισµούς, αλλά και µε άλλα, περισσότερο προσωπικά χαρακτηριστικά.

Στην ενότητα που ακολουθεί γίνεται εκτενής αναφορά στις θεωρίες και προσεγγίσεις που υποστηρίχθηκαν για την επιχειρηµατικότητα και την ανάπτυξη αυτής. Αρχικά παρουσιάζεται το εννοιολογικό πλαίσιο ανάπτυξης µίας επιχειρηµατικής πρωτοβουλίας, και παρουσιάζονται οι βασικές θεωρίες όπως του Schumpeter, της προσωπικότητας, της συµπεριφοράς, αλλά παράλληλα και οι οικονοµικές, κοινωνιολογικές και οι γνωστικές προσεγγίσεις. Στο τέλος του κεφαλαίου παρουσιάζεται η θεωρία της σχεδιασµένης συµπεριφοράς και του µοντέλου του επιχειρηµατικού γεγονότος και αναλύεται µία διεπιστηµονική προσέγγιση σχετικά µε την κατανόηση του φαινοµένου της επιχειρηµατικότητας.

Το εννοιολογικό πλαίσιο της επιχειρηµατικότητας

Το πρόβληµα για τη δηµιουργία ενός εννοιολογικού σκελετού για την επιχειρηµατικότητα είναι ο ίδιος ο ορισµός της (Shane & Venkataraman, 2000), καθώς δεν έχει διατυπωθεί ένας κοινά αποδεκτός ορισµός της επιχειρηµατικότητας. Συνήθως, µε τον όρο επιχειρηµατικότητα εννοούµε την προσεκτική ανάλυση της διαδικασίας ανακάλυψης ευκαιριών, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση τους. Επίσης επιχειρηµατικότητα είναι η

2.1

2.2

διαδικασία υλοποίησης επιχειρηµατικών ευκαιριών υπό συνθήκες περιορισµένης διαθεσιµότητας πόρων (Stevenson & Jarillo, 1990), παρατηρώντας, αναλύοντας και ανακαλύπτοντας κάτι καινούριο (Πετράκης & Μπουρλετίδης, 2005), µετατρέποντας τις ιδέες σε δράση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2006), και µειώνοντας την αβεβαιότητα (Busenitz & Burney, 1997). Συνοπτικά, η επιχειρηµατικότητα αφορά στην ανάληψη νέων επιχειρηµατικών εγχειρηµάτων, καθώς και στην ανάπτυξη ήδη υφιστάµενων επιχειρήσεων από το άτοµο ή τα άτοµα που έχουν την ευθύνη γι’ αυτό, µέσα από την οργάνωση και συντονισµό των συντελεστών παραγωγής καθώς και των σχέσεων µε άλλους επιχειρηµατίες και άλλους οικονοµικούς παράγοντες (Λαµπριανίδης, 2005).

Εξαρχής γίνεται αντιληπτό ότι η ανάλυση της επιχειρηµατικότητας καθίσταται δύσκολη, δεδοµένης της «συνθετότητας» του πεδίου (Wortman, 1987. Gartner, 1989) και του γεγονότος ότι παρατηρούνται αρκετά κενά στη θεωρητική τεκµηρίωση ορισµένων στοιχείων της (Fiet, 2000). Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι ερευνητές συµφωνούν στο ότι η επιχειρηµατικότητα περιλαµβάνει, εκτός των άλλων, τη διαδικασία ανακάλυψης και αξιοποίησης επιχειρηµατικών ευκαιριών, την ανάπτυξη της καινοτοµίας, την εξεύρεση τρόπων µείωσης της αβεβαιότητας για την επίτευξη κέρδους και την αναγνώριση του επιχειρηµατικού πλεονεκτήµατος (Πετράκης, 2004).

Στο πλαίσιο αυτής της προβληµατικής αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες, οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόµενο της επιχειρηµατικότητας και ειδικότερα, γιατί ορισµένα άτοµα οδηγούνται στην ίδρυση και ανάπτυξη επιχειρήσεων σε αντίθεση µε άλλα.

Πλαίσιο 2.1: Ορισµοί

Όταν αναφερόµαστε στον όρο θεωρία εννοούµε µια αναλυτική δοµή, σχεδιασµένη

για να εξηγεί ένα σύνολο από παρατηρήσεις και η οποία δοµή αναγνωρίζει το

σύνολο αυτών ως µια οµάδα φαινοµένων, και παράλληλα διατυπώνει

ισχυρισµούς για τους τρόπους σύνδεσης και ερµηνείας αυτών των φαινοµένων.

Όταν αναφερόµαστε σε προσέγγιση ή επιστηµονικό µοντέλο εννοείται η µια

αναπαράσταση ενός συστήµατος. Ο όρος µοντέλο µπορεί να σηµαίνει είτε την

αναπαράσταση ενός φυσικού συστήµατος, φαινοµένων, διαδικασιών ή δεδοµένων,

είτε την ερµηνεία µιας θεωρίας, που αποδίδει νόηµα στα αξιώµατα, θεωρήµατα,

κανόνες, και προτάσεις της θεωρίας. Οι δυο αυτές σηµασίες δεν αποκλείοται

αµοιβαία, καθώς ένα επιστηµονικό µοντέλο έχει συχνά και τις δύο έννοιες,

συνδέοντας µια αναπαράσταση του φυσικού κόσµου µε µια θεωρία. Πηγή:

Wikipedia (2012)

Όσον αφορά την επιχειρηµατικότητα, ορισµένες από τις βασικές θεωρίες και τις προσεγγίσεις που υποστηρίχθηκαν είναι:

• Η θεωρία του Joseph Schumpeter

• Η θεωρία της προσωπικότητας (personality theory)

• Η θεωρία της συµπεριφοράς (behavioural theory)

• Οι οικονοµικές προσεγγίσεις (economic approaches)

• Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (sociological approaches)

• H γνωστική προσέγγιση (cognitive approach)

• Το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος

Στη συνέχεια, καταγράφονται µε συντοµία οι ισχυρισµοί της κάθε προσέγγισης, προκειµένου να γίνει περισσότερο κατανοητή η διαδικασία µε την οποία οδηγούνται τα άτοµα στην επιχειρηµατικότητα. Η αναφορά στις εν λόγο θεωρίες δεν έχει στόχο να µειώσει την αξία άλλων θεωριών και προσεγγίσεων, αλλά η επιλογή τους έγινε µε βάση τις αναφορές τους στη διεθνή βιβλιογραφία και το αντίκτυπο που είχαν στην ανάπτυξη του πεδίου.

Η θεωρία της οικονοµικής ανάπτυξης του Joseph Schumpeter

Η έρευνα για την επιχειρηµατικότητα χρωστάει πολλά στο θεµελιωτή της έννοιάς της, τον Joseph Schumpeter ο οποίος συνέβαλε πολλά σε θεωρητικό και εµπειρικό επίπεδο. Στο έργο του υποστήριξε ότι η καινοτοµία είναι ο παράγοντας που δίνει ώθηση στην επιχειρηµατικότητα και εστίασε την προσοχή του κυρίως στις µεγάλου µεγέθους επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τους πόρους και τα κεφάλαια τα οποία και επενδύουν για την ανάπτυξη. http://en.wikipedia.org/wiki/Joseph_Schumpeter

Επιπλέον, διέκρινε το ρόλο του επιχειρηµατία από το ρόλο του ατόµου που κατέχει τους πόρους και το κεφάλαιο και για το Schumpeter η ανάληψη του ρίσκου είναι σηµαντικός παράγοντας. Επίσης, εισήγαγε τον όρο καινοτοµία και θεωρεί ότι η έννοια αυτή είναι πολύ σηµαντική για τον επιχειρηµατία και ειδικότερα για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Ο Schumpeter εστίασε το ενδιαφέρον του στον τρόπο µε τον οποίο ο επιχειρηµατίας δρα και χώρισε τη δράση αυτή σε πέντε (5) κατηγορίες σε σχέση µε την έννοια της καινοτοµίας:

2.3

1. Εισαγωγή νέων προϊόντων

2. Εισαγωγή µιας νέας µεθόδου παραγωγής

3. Άνοιγµα µιας νέας αγοράς

4. Εφαρµογή νέων προϊόντων στην παραγωγή

5. Ανάληψη νέων οργανωτικών µεθόδων στην εταιρία.

Ο Schumpeter αποτέλεσε τον εµπνευστή πολλών σχολών όπως η Αυστριακή αλλά και άλλων εκπροσώπων οικονοµικών θεωριών όπως θα παρουσιαστούν στην επόµενη παράγραφο.

Οι οικονοµικές θεωρίες και προσεγγίσεις

Οι υποστηρικτές των οικονοµικών θεωριών και προσεγγίσεων προσπαθούν να ερµηνεύσουν την επιχειρηµατικότητα, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που την επηρεάζουν. Υποστηρίζουν ότι το εξωτερικό περιβάλλον δύναται να επηρεάσει το άτοµο και να το οδηγήσει ή να το αποτρέψει από την ανάληψη επιχειρηµατικών πρωτοβουλιών. Παράλληλα, ενώ αποδέχονται ότι οι αντιλήψεις των ατόµων επηρεάζουν την ανακάλυψη, την αξιολόγηση και τη διερεύνηση των επιχειρηµατικών ευκαιριών (entrepreneurial opportunities), όµως, υποστηρίζουν ότι αυτό αποτελεί µία αντίδραση στο πλαίσιο ενός ερεθίσµατος που προέρχεται από το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται ο/η επιχειρηµατίας (Shane, 2003). Σύµφωνα, δηλαδή µε τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, το περιβάλλον είναι αυτό που δίνει τα ερεθίσµατα στο άτοµο και το οδηγεί στην επιχειρηµατικότητα και στην ανακάλυψη επιχειρηµατικών ευκαιριών. Επιπλέον, ο Gartner (1985) αναφέρει τέσσερα χαρακτηριστικά που οδηγούν στη δηµιουργία επιχειρήσεων και σχετίζονται µε το περιβάλλον και αυτά είναι α) η διαθεσιµότητα πόρων, β) η παρουσία έµπειρων επιχειρηµατιών γ) η διαθεσιµότητα εξειδικευµένου προσωπικού και δ) η πρόσβαση σε προµηθευτές, πελάτες.

Βέβαια, οι οικονοµικές προσεγγίσεις προτάσσοντας την επίδραση του περιβάλλοντος στην ερµηνεία της επιχειρηµατικότητας, προκάλεσαν σηµαντικές αντιδράσεις. Η βασικότερη κριτική που ασκείται αφορά στο γεγονός ότι δεν εξηγούν, επαρκώς, γιατί ορισµένα άτοµα γίνονται επιχειρηµατίες και άλλα όχι, καθώς στο ίδιο οικονοµικό περιβάλλον δεν δύνανται όλοι να ανακαλύψουν και να αξιοποιήσουν επιχειρηµατικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται, µε αποτέλεσµα, να µην γίνονται όλοι επιχειρηµατίες.

Αποτέλεσµα αυτής της κριτικής ήταν ορισµένοι υποστηρικτές της να δεχθούν τη συµβολή και άλλων παραγόντων στη διαδικασία δηµιουργίας

2.4

µιας επιχείρησης. Μέρος της βιβλιογραφίας αυτής αναφέρεται στην προσπάθεια κατανόησης της αλληλεπίδρασης µεταξύ ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, δίνοντας έµφαση, αφενός σε εξωγενείς παράγοντες (Aldrich & Zimmer, 1986) και, αφετέρου, σε προσωπικά χαρακτηριστικά και ατοµικούς παράγοντες του επιχειρηµατία σε αλληλεπίδραση µε το εξωγενές περιβάλλον (Carolis, Marie, και Saparito, 2006).

Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι ρόλοι του επιχειρηµατία στην ιστορία της οικονοµικής θεωρίας

Πίνακας 2.1: Οι ρόλοι του επιχειρηµατία στην Ιστορία της

οικονοµικής ιεωρίας

Hebert και Link (1988: 152)

1. Ο επιχειρηµατίας είναι άτοµο που

αναλαµβάνει τον κίνδυνο που

σχετίζεται µε την αβεβαιότητα

(π.χ., Cantillon, Thϋnen, Μill,

Hawley, Knight, Mises, Cole,

Shakle).

2. Ο επιχειρηµατίας είναι το άτοµο

που τροφοδοτεί το

χρηµατοπιστωτικό κεφάλαιο (π.χ.,

Smith, Turgot, Bohm-Bawerk,

Pigou, Mises).

3. Ο επιχειρηµατίας είναι καινοτόµος

(π.χ., Baudeau, Bentham, Thϋnen,

Schmoller, Sombart, Weber,

Schumpeter).

4. O επιχειρηµατίας είναι αυτός που

αποφασίζει (π.χ., Cantillon, Menger,

Marschall, Wieser, Amasa Walker,

Francis Walker, Keynes, Mises,

Shakle, Cole, Schultz).

5. O επιχειρηµατίας είναι

βιοµηχανικός επικεφαλής (π.χ.,

Say, Sain-Simon, Amasa Walker,

Francis Walker, Marshall, Wieser,

Sombart, Weber, Schumpeter).

6. O επιχειρηµατίας είναι διευθυντής ή

επιθεωρητής (π.χ., Say, Mill,

Marshall, Menger).

7. Ο επιχειρηµατίας είναι

διοργανωτής και συντονιστής των

οικονοµικών πόρων (π.χ., Say,

Walras, Wieser, Schmoller,

Sombart, Weber, Clark, Davenport,

Schumpeter, Coase).

8. O επιχειρηµατίας είναι ο ιδιοκτήτης

µιας επιχείρησης (π.χ., Quesnay,

Wieser, Pigou, Hawley).

9. Ο επιχειρηµατίας είναι εργοδότης 10. O επιχειρηµατίας είναι εργολάβος

των συντελεστών παραγωγής (π.χ.,

Amasa Walker, Francis Walker,

Wieser, Keynes).

(π.χ., Bentham).

11. O επιχειρηµατίας είναι µεσίτης

(π.χ., Cantillon, Walras, Kirzner).

12. Ο επιχειρηµατίας είναι κατανεµητής

των πόρων µεταξύ εναλλακτικών

χρήσεων (π.χ., Cantillon, Kirzner,

Schultz).

Η θεωρία της προσωπικότητας (personality theory)

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η επιχειρηµατική δράση ορισµένων ατόµων, σε αντίθεση µε άλλα, αποδίδεται στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, τα οποία και αποτελούν την ειδοποιό διαφορά τους (Brockhaus & Horwitz, 1986). Έτσι, ένα τµήµα της επιστηµονικής έρευνας έχει στραφεί στη µελέτη των ενδογενών παραγόντων που οδηγούν ορισµένα άτοµα να επιχειρήσουν και να αξιοποιήσουν υφιστάµενες επιχειρηµατικές ευκαιρίες (Brockhaus, 1980. Sexton & Bowman, 1984. Begley & Boyd, 1987). Η εν λόγω βιβλιογραφία προτείνει ψυχολογικές µεταβλητές, προσωπικά χαρακτηριστικά και δηµογραφικούς παράγοντες, ως ερµηνευτικά εργαλεία για τις διαφορές στην επιχειρηµατική δραστηριότητα. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ισχυρίζονται ότι η προσωπικότητα και εν γένει χαρακτηριστικά αυτής µπορούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους ορισµένα άτοµα οδηγούνται στην επιχειρηµατικότητα, καθώς και γιατί ορισµένοι/ες επιχειρηµατίες είναι περισσότερο επιτυχηµένοι/ες από άλλους/ες. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι η προσωπικότητα του ατόµου είναι πολυδιάστατη και παρουσιάζει ορισµένα χαρακτηριστικά, τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα να ερµηνεύσουν τους λόγους που τα οδηγούν ή όχι στην ίδρυση επιχειρήσεων. Μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:

• η ανάγκη για την επίτευξη των στόχων (need for achievement) (Brockhaus & Horwitz, 1986. Begley & Boyd, 1987. Miner, Smith, & Bracker, 1994). Σχετικά µε αυτό ο McClelland (1961) ανέφερε ότι ο/η επιχειρηµατίας είναι άτοµο µε υψηλή ανάγκη για επίτευξη στόχων και υποκινείται από αυτή εφόσον δεν έχει καλυφθεί. Έτσι, λοιπόν, κινείται προς την κατεύθυνση της κάλυψης της ανάγκης αυτής έως ότου την ικανοποιήσει και τότε παύει η υποκίνηση για την επίτευξη των στόχων (Bridge, O’Neill, & Cromie, 2003). Αντίστοιχα, οι Shaver, Gatewood, και Gartner (1991), υποστηρίζουν ότι η υποκίνηση (motivation) για τη δηµιουργία µιας επιχειρηµατικής δραστηριότητας είναι ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να διαθέτει ο

2.5

επιχειρηµατίας και αυτό αποτελεί προσωπικό χαρακτηριστικό του ατόµου. Εποµένως, υποστηρίζεται ότι τα άτοµα που έχουν το κίνητρο να επιχειρήσουν είναι περισσότερο πιθανό να το πράξουν. Η έννοια αυτή δέχθηκε σηµαντική κριτική (Gasse, 1985. Gartner, 1988), καθώς δεν µπορεί από µόνη της να εξηγήσει τις διαφορές µεταξύ επιχειρηµατιών και άλλων οµάδων πληθυσµού, όπως τα στελέχη επιχειρήσεων, τα οποία και αυτά εµφανίζουν, σε πολλές περιπτώσεις, υψηλά επίπεδα ανάγκης για επίτευξη στόχων (Bridge & σύν, 2003).

• η εσωτερική έδρα ελέγχου (internal locus of control) (Cromie, 2000). Η έδρα ελέγχου (Locus of control) αποτελεί έννοια - µεταβλητή των κοινωνικών επιστηµών και της ψυχολογίας και αποτιµά τον τρόπο µε τον οποίο το άτοµο αντιλαµβάνεται τον «έλεγχο» στη συµπεριφορά του. Η κατηγοριοποίηση σε «εσωτερική έδρα ελέγχου» δείχνει ότι το άτοµο πιστεύει ότι το ίδιο έχει τον έλεγχο των γεγονότων της ζωής του, βλέπει, δηλαδή, τον εαυτό του υπεύθυνο για τα αποτελέσµατα των πράξεων του. Τα άτοµα που εντάσσονται σ’ αυτή την κατηγορία συνήθως πιστεύουν ότι ελέγχουν την τύχη τους, ενώ διακρίνονται συνήθως σε όσα πεδία δραστηριοποιούνται. Η «εξωτερική έδρα ελέγχου» δείχνει ότι το άτοµο πιστεύει ότι άλλοι παράγοντες ασκούν τον έλεγχο, αφού οι έχοντες εξωτερική έδρα ελέγχου θεωρούν τις περιβαλλοντικές αιτίες ή περιστασιακούς παράγοντες ως τους σηµαντικότερους σε σχέση µε τους εσωτερικούς (Rotter, 1966. Rotter, 1990). Συνήθως οι επιχειρηµατίες, σύµφωνα µε τον ίδιο ερευνητή, δε θεωρούν ότι οι πράξεις τους και τα γεγονότα οφείλονται σε παράγοντες που δεν ελέγχουν, παρά µόνο οφείλονται στις δικές τους πράξεις. Αυτό σχετίζεται µε την ανάγκη για την επίτευξη στόχων και µάλιστα, αυτή η συσχέτιση επιδρά θετικά στην επιχειρηµατικότητα (Borland, 1974. Brockhaus, 1975). Οι Nair και Pandey (2006) διαπίστωσαν ότι το 67% των ατόµων που έχουν δηµιουργήσει επιχειρήσεις πιστεύουν ότι η εξέλιξη των γεγονότων οφείλεται σε αυτούς. Αντίστοιχους ισχυρισµούς διατυπώνει και ο Littunen (2000) καθώς υποστηρίζει ότι η έδρα ελέγχου και η υποκίνηση για την επίτευξη στόχων είναι παράγοντες που διαφοροποιούν τους επιχειρηµατίες από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Υποστηρίζει, επίσης, ότι σηµαντικό στοιχείο είναι η ικανότητα ενός ατόµου να λύνει προβλήµατα, ιδιαίτερα στη διαδικασία έναρξης µιας επιχείρησης, ενώ σηµαντικός είναι και ο ισχυρισµός του ότι µία αλλαγή στη ζωή ενός ατόµου (π.χ. ίδρυση µιας επιχείρησης) διαφοροποιεί ή/και διαµορφώνει τα προσωπικά χαρακτηριστικά του. Σπουδαία είναι η συνεισφορά του Brice (2004) στο πεδίο, ο οποίος προσπάθησε να συσχετίσει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόµου µε την απόφασή του να λειτουργήσει επιχειρηµατικά, προβλέποντας τις επιχειρηµατικές προθέσεις. Η έρευνά του ανέδειξε ότι τα άτοµα µε ανοικτό πνεύµα και «ανοικτά» στην αναζήτηση εµπειριών έχουν ισχυρότερες επιχειρηµατικές προθέσεις από άλλους και αυτός ο παράγοντας µπορεί οδηγήσει τα άτοµα στην επιχειρηµατικότητα.

o η αυτεπάρκεια (self-efficacy), (Korunka, Frank, Lueger, & Mugler, 2003). Σύµφωνα µε τον Bandura (1986), αυτεπάρκεια είναι η πεποίθηση ενός ατόµου για το τι είναι ικανό να κάνει µε τις ικανότητες που διαθέτει· είναι η πεποίθηση στις προσωπικές ικανότητές του να επιδείξει αποτελεσµατική συµπεριφορά ως προς την επίτευξη κάποιου στόχου, η οποία βασίζεται στην εµπειρία του παρελθόντος. Αναφέρεται, δηλαδή, στην «κρίση» του ατόµου για τις ικανότητες του και δεν έχει σχέση µε τις πραγµατικές του ικανότητες, οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές. Αυτή η πεποίθηση δίνει την ευκαιρία στα άτοµα να ασκήσουν ένα είδος ελέγχου στις σκέψεις τους, στα συναισθήµατα και τις ενέργειες τους (Bandura, 1986).

• η επιχειρηµατική κουλτούρα (entrepreneurial culture) (Schumpeter, 1934) και συνολικά το επιχειρηµατικό πνεύµα (entrepreneurial spirit) που διαθέτει ο/η επιχειρηµατίας (Buchholz, & Rosenthal, 2005) και αναφέρεται στην προοπτική και στα χαρακτηριστικά που έχει (Hoon & Hong, 2000), αλλά και στα χαρακτηριστικά που τον/την υποκινούν να εισέλθει, να επιµείνει και να πετύχει στον επιχειρηµατικό στίβο (Bird, 1989).

• η ροπή που έχει το άτοµο για την ανάληψη κινδύνου/ ρίσκου (risk taking propensity) (Gartner, 1985), καθώς η επιχειρηµατικότητα είναι συνυφασµένη µε την ανάληψη επιχειρηµατικού κινδύνου. Το 1980, ο Brockhaus προσδιόρισε τη ροπή για ανάληψη ρίσκου, ως την αντιλαµβανόµενη από το άτοµο πιθανότητα να λάβει ανταλλάγµατα από την επιτυχία, συγκρινόµενο µε τις συνέπειες µίας αποτυχίας.

• Εκτός από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, έχει ακόµη αναφερθεί και η επιχειρηµατική εγρήγορση “entrepreneurial alertness” (Kirzner, 1973. Kirzner, 1979) του ατόµου, έννοια η οποία σχετίζεται στενά µε την ετοιµότητα του ατόµου να αναγνωρίσει και να αντιληφθεί επιχειρηµατικές ευκαιρίες στο περιβάλλον του.

• Τέλος οι Segal, Borgiα και Schoenfeld (2005), αναφερόµενοι στους Gilad και Levine (1986), προτείνουν δύο άξονες για την ερµηνεία της επιχειρηµατικότητας και αυτό το συνδέουν µε τις επιχειρηµατικές προθέσεις. Αναφέρουν ότι τα άτοµα υποκινούνται από τη µία από αρνητικούς εξωτερικούς παράγοντες, όπως η δυσαρέσκεια από τη θέση εργασίας, η δυσκολία εύρεσης εργασίας, η µη ευελιξία στο ωράριο εργασίας και από θετικούς εσωτερικούς παράγοντες, όπως η επιθυµία για ανεξαρτησία, η αυτοεκπλήρωση κ.α., και υποστηρίζουν ότι οι θετικοί εσωτερικοί παράγοντες είναι αυτοί οι οποίοι οδηγούν ένα άτοµο στην επιχειρηµατικότητα.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, είναι ορισµένα µόνο από αυτά που υποστηρίχθηκαν και φαίνεται ότι, κατά τη δεκαετία του ’80 οι ερευνητές στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την επιχειρηµατικότητα, εστίαζαν περισσότερο στα προσωπικά χαρακτηριστικά και τη συµπεριφορά του επιχειρηµατία, αν και αυτή η προσέγγιση δέχθηκε σηµαντική κριτική (Low & MacMillan, 1988). Αρχικά οι Krueger και Brazeal (1994), αναφερόµενοι

στους ισχυρισµούς των Shaver και Scott (1991), υποστήριξαν ότι οι παράγοντες της προσωπικότητας δεν µπορούν να εξηγήσουν την αυθόρµητη έκφραση της επιχειρηµατικής δραστηριότητας και ότι θα πρέπει η έρευνα να επικεντρωθεί στους παράγοντες που επιδρούν στη διαδικασία λήψης απόφασης για την εµπλοκή κάποιου/ας στην επιχειρηµατική δραστηριότητα. Σηµαντική κριτική άσκησαν και οι Bridge και συν. (2003), οι οποίοι υποστήριξαν ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας δεν ισχύουν για όλους τους επιχειρηµατίες και ενδεχοµένως µπορεί να αφορούν και άλλες κατηγορίες πληθυσµού, όπως για παράδειγµα τα στελέχη επιχειρήσεων. Επίσης, ανέφεραν ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας δεν είναι σταθερά απέναντι στο χρόνο και αυτό δηµιουργεί δυσκολίες σε σχέση µε την πρόβλεψή τους, ενώ τέλος εµφανίζονται µε διαφορετικές «µορφές» στα άτοµα, αλλά και σε διαφορετικές καταστάσεις που αυτά βιώνουν, καθώς η προσωπικότητα δεν είναι µονοδιάστατη, αλλά πολυδιάστατη κατασκευή (Delmar, 2000).

Η θεωρία της συµπεριφοράς (behavioral theory)- Συµπεριφορική

θεώρηση

Η θεωρία της συµπεριφοράς µελετά την επιχειρηµατικότητα µε βάση το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται το άτοµο και για το λόγο αυτό υποστηρίζει ότι θα πρέπει να εξετάζεται η συµπεριφορά του στα πλαίσια του περιβάλλοντος αυτού και όχι τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, έχουν αναπτυχθεί δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την ερµηνεία των φαινοµένων της επιχειρηµατικότητας, µε βάση τη θεωρία της συµπεριφοράς µε την πρώτη να εστιάζει στις ικανότητες (competences) του ατόµου και τη δεύτερη να προσεγγίζει την αλλαγή της συµπεριφοράς του κατά τη διάρκεια του χρόνου και σε διαφορετικά στάδια της επιχειρηµατικής ανάπτυξης.

Σχετικά µε την πρώτη προσέγγιση, οι υποστηρικτές της αναφέρουν ότι οι ικανότητες ενός ατόµου είναι αυτές που θα του παρέχουν τη δυνατότητα να αναλάβει µία επιχειρηµατική δραστηριότητα, καθώς ένα άτοµο που δεν διαθέτει τις αναγκαίες ικανότητες, δεν µπορεί να την ασκήσει αποτελεσµατικά. Τέτοιες ικανότητες θεωρούνται η δηµιουργικότητα, η ικανότητα για καινοτοµία, η υπευθυνότητα, η ικανότητα διοίκησης επιχειρήσεων, η ικανότητα επικοινωνίας, η ικανότητα λήψης απόφασης κ.α. Η κριτική που ασκείται στην προσέγγιση αυτή σχετίζεται µε το ότι οι ικανότητες αυτές µπορεί να εµφανίζονται και σε άτοµα που δεν είναι ή/και δεν έχουν την πρόθεση να γίνουν επιχειρηµατίες. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι ορισµένα άτοµα που δεν είναι επιχειρηµατίες παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ικανοτήτων από άτοµα που είναι (Bridge, και συν. 2003).

2.6

Η δεύτερη προσέγγιση της θεωρίας της συµπεριφοράς αφορά στα χαρακτηριστικά/ιδιότητες (attributes) που µπορεί να έχει ένα άτοµο και τα οποία είναι απαραίτητα, κυρίως, στη διαδικασία έναρξης µιας επιχείρησης. Τα χαρακτηριστικά αυτά αξιοποιούνται για την ίδρυση µιας επιχείρησης, µόνο όταν µεσολαβήσει κάποιο γεγονός (trigger event) το οποίο οδηγεί το άτοµο προς αυτή τη δράση και παράλληλα υπάρχει ένας «υποστηρικτικός» µηχανισµός για το άτοµο, ώστε να οδηγηθεί στη λήψη της απόφασης και ο οποίος µπορεί να είναι η υποστήριξη και η ενθάρρυνση που του παρέχει το περιβάλλον του. Τα χαρακτηριστικά του ατόµου που µπορούν να επιδράσουν θετικά ή αρνητικά στην επιχειρηµατικότητα είναι, εκτός των άλλων, η εµπιστοσύνη που έχει στον εαυτό του (self confidence), ο ενθουσιασµός που επιδεικνύει, η διάθεση για ανεξαρτησία, η θετική διάθεση, οι αντιλήψεις (perception) και η στάση απέναντι στο ρίσκο (Bridge, και συν. 2003). Η ίδια προσέγγιση υποστηρίζει ότι η απόφαση ενός ατόµου για την ίδρυση µιας επιχείρησης µπορεί να επηρεασθεί και από τους πόρους (resources) που διαθέτει για το σκοπό αυτό, και οι οποίοι µπορεί να είναι οι επιχειρηµατικές ιδέες, οι τεχνικές δεξιότητες, τα δίκτυα υποστήριξης, η χρηµατοδότηση και η εµπειρία.

Η θεωρία της σχεδιασµένης συµπεριφοράς (Theory of Planned

Behavior) και το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος

Το να οδηγηθεί ή όχι ένα άτοµο στην επιχειρηµατικότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που αφορούν, εκτός των άλλων, στα προσωπικά του χαρακτηριστικά και στο περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται. Φυσικά, το να γίνει κάποιος επιχειρηµατίας δεν είναι µία απόφαση η οποία λαµβάνεται χωρίς προεργασία και προετοιµασία. Το σίγουρο είναι ότι η εκκίνηση µιας επιχειρηµατικής δραστηριότητας δε συντελείται ξαφνικά, αφού, συνήθως, προϋπάρχει µία προδιάθεση του ατόµου που θέλει να επιχειρήσει και, υπό αυτή την έννοια, οι επιχειρηµατικές προθέσεις αφορούν στην προδιάθεσή ενός ατόµου να ξεκινήσει µία επιχειρηµατική δραστηριότητα στο µέλλον, δεδοµένου ότι η πρόθεση προηγείται της δράσης (Davidsson, 1995). Παρόλο που δε φαίνεται να υπάρχει απόλυτη συσχέτιση µεταξύ της πρόθεσης για µία συµπεριφορά και της ίδιας της συµπεριφοράς, οι προθέσεις µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την πρόβλεψή της.

Η ανάπτυξη της έννοιας των προθέσεων βασίσθηκε σε µεγάλο βαθµό στη θεωρία της σχεδιασµένης συµπεριφοράς, που άπτεται του χώρου της κοινωνικής ψυχολογίας και υποστηρίχθηκε από τον Ajzen (Ajzen, 1985. Schifter & Ajzen, 1985. Ajzen & Madden, 1986. Ajzen, 1991). Σύµφωνα, λοιπόν, µε αυτή τη θεωρία, κάθε συµπεριφορά, η οποία προϋποθέτει την ανάληψη ορισµένης δράσης, µπορεί να προβλεφθεί από τις προθέσεις του ατόµου που την υιοθετεί. Όπως υποστηρίζει ο Ajzen

2.7

(1991), η πρόθεση ενός ατόµου να υιοθετήσει µία συµπεριφορά καθορίζεται από πολλούς και διαφορετικούς µεταξύ τους παράγοντες. Επισηµαίνεται ότι, ενώ ορισµένα άτοµα µπορεί να έχουν ισχυρές προθέσεις και προσωπικές δεσµεύσεις για την υιοθέτηση µιας συµπεριφοράς, ωστόσο αυτά µπορεί να επηρεάζονται και από άλλους εξωγενείς παράγοντες, εµπόδια, ή/και προσωπικές ανεπάρκειες, που σχετίζονται µε αυτή. Υπό µία έννοια, η υπερπήδηση των εµποδίων αφορά, εκτός των άλλων, και τον έλεγχο ή την επίδραση που ασκεί στο άτοµο η ίδια η συµπεριφορά.

Η θεωρία της σχεδιασµένης συµπεριφοράς αποτέλεσε σταθµό για τη διερεύνηση των προθέσεων των ατόµων. Όµως παράλληλα υποστηρίχθηκαν και πολλά µοντέλα που διερευνούν τον τρόπο µε τον οποίο διαµορφώνονται οι προθέσεις των ατόµων, και τα οποία επιδιώκουν να ασκήσουν επιχειρηµατική δραστηριότητα. Τα µοντέλα παρέχουν τη δυνατότητα προέκτασης της ικανότητας εξήγησης της επιχειρηµατικής δραστηριότητας και, µάλιστα, σε προηγούµενο, της έναρξης της επιχείρησης, στάδιο. Το πρώτο και ίσως ένα από τα σηµαντικότερα θεωρητικά µοντέλα µοντέλο προτάθηκε από τους Shapero και Sokol (1982) και ονοµάζεται το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος.

Το µοντέλο αυτό υποστηρίζει ότι διάφορα γεγονότα, κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόµου, έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τη ροή των πραγµάτων και να υποκινήσουν το άτοµο σε αλλαγή του τρόπου δράσης του. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι ένα µεµονωµένο γεγονός, όπως π.χ. γάµος, θάνατος, διαζύγιο, ξαφνικός πλουτισµός, αλλά και διάφορες καταστάσεις όπως, θυµός, πλήξη κ.α., µπορεί να κάνει λιγότερο ή περισσότερο έντονη την πρόθεση ενός ατόµου να γίνει επιχειρηµατίας και να αλλάξει την κατεύθυνση της ζωής του. Αυτή η αλλαγή κατεύθυνσης µπορεί, λοιπόν να οφείλεται στην ύπαρξη κάποιου τυχαίου γεγονότος, το οποίο µεταβάλλει την έως τώρα πορεία του, ωστόσο στη µεταβολή αυτή µπορεί να συµβάλουν ακόµη:

• Η αντιλαµβανόµενη επιθυµία (perceived desirability), η οποία αναφέρεται στην επιθυµία του ατόµου να γίνει επιχειρηµατίας και στο βαθµό που αισθάνεται έλξη γι’ αυτή τη δραστηριότητα (Shapero & Sokol, 1982. Linan, Cohard, & Cantuche, 2005) δηλαδή ο βαθµός που θεωρεί ελκυστική την προοπτική ίδρυσης µιας επιχείρησης (Summers, 2000). Υποστηρίζεται δε, ότι όσο µεγαλύτερη είναι η έλξη ενός ατόµου προς το αντικείµενο της επιχειρηµατικότητας, τόσο πιθανότερο είναι να το υιοθετήσει.

• η ροπή που επιδεικνύει το άτοµο για δράση (propensity to act) και αφορά τη διάθεσή του να υλοποιήσει τις αποφάσεις του και τη θέληση του να αναλάβει δράση. Αυτή η µεταβλητή σχετίζεται µε τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόµου, όπως η ανάγκη για την επίτευξη των στόχων (need for achievement) που θέτει, καθώς εφόσον στο άτοµο δηµιουργείται η ανάγκη να πετύχει το στόχο του που είναι η δηµιουργία µιας επιχείρησης, τότε είναι πιθανό να επιδεικνύει και υψηλότερη ροπή για δράση. Επίσης, η έννοια σχετίζεται µε την έδρα ελέγχου (locus of control) καθώς τα άτοµα µε

εσωτερική έδρα ελέγχου επιδεικνύουν µεγαλύτερη διάθεση για ανάληψη δράσης, σε αντίθεση µε τα άτοµα µε εξωτερική έδρα ελέγχου.

• η αντιλαµβανόµενη εφικτότητα (perceived feasibility) που είναι ο βαθµός στον οποίο το άτοµο θεωρεί εφικτή την υιοθέτηση µιας συγκεκριµένης συµπεριφοράς, δηλαδή την ίδρυση µιας νέας επιχειρηµατικής δραστηριότητας (Shapero & Sokol, 1982). Σύµφωνα, λοιπόν, µε αυτή τη µεταβλητή όσο εφικτότερη θεωρεί ένα άτοµο τη δυνατότητα να γίνει επιχειρηµατίας τόσο ισχυρότερες θα είναι οι επιχειρηµατικές του προθέσεις. Η αντίληψη του ατόµου για την εφικτότητα ίδρυσης µιας επιχείρησης, σε µεσοπρόθεσµο ή µακροπρόθεσµο διάστηµα, εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από το εάν γνωρίζει ή όχι τις πρακτικές λεπτοµέρειες για να το πράξει. Επίσης, είναι αντιστρόφως ανάλογη του βαθµού δυσκολίας που θεωρεί το άτοµο ότι θα αντιµετωπίσει για την ίδρυση, αλλά και του φόρτου εργασίας που πιστεύει ότι θα έχει. Τέλος, η µεταβλητή αυτή εξαρτάται και από το βαθµό στον οποίο το άτοµο θεωρεί σίγουρη ή όχι την επιχειρηµατική του επιτυχία, δηλαδή την ίδρυση και τη λειτουργία µιας επιχείρησης.

Οι Shapero και Sokol (1982) ήταν οι πρώτοι που αναφέρθηκαν στις επιχειρηµατικές προθέσεις και στη σηµασία που έχουν η αντιλαµβανόµενη επιθυµία, η ροπή που επιδεικνύει το άτοµο για δράση και η αντιλαµβανόµενη εφικτότητα για την ίδρυση µιας επιχείρησης. Το µοντέλο που υποστήριξαν οι δύο ερευνητές παρουσιάζεται στο παρακάτω σχήµα.

Σχήµα 2.1: Το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος

Πηγή: Shapero & Sokol (1982)

Το µοντέλο προβλέπει ότι ένα τυχαίο γεγονός µπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην ενίσχυση των προθέσεων του ατόµου για τη δηµιουργία επιχείρησης και αυτό το γεγονός µπορεί να συµβεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόµου και να προκληθεί από µία απροσδόκητη

Αντιλαμβανόμενη

Επιθυμία

Ροπή για δράση

Αντιλαμβανόμενη

εφικτότητα

Προθέσεις ∆ηµιουργία επιχείρησης

κατάσταση στην οποία θα βρεθεί. Αυτή η κατάσταση, αλλά και οι άλλες προβλεπτικές µεταβλητές προβλέπουν τις προθέσεις του ατόµου. Σύµφωνα µε το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος, οι επιχειρηµατικές προθέσεις επηρεάζονται θετικά ή αρνητικά από το τυχαίο γεγονός το οποίο επιδρά στην απόφασή του να ασκήσει ή όχι επιχειρηµατική δραστηριότητα, µεταβάλλοντας την αδράνεια, στην οποία, έως εκείνη τη στιγµή, βρίσκεται. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι το τυχαίο γεγονός αξιολογείται από το άτοµο και στην τελική του απόφαση, συµβάλουν η επιθυµία του να γίνει επιχειρηµατίας και ο βαθµός στον οποίο το θεωρεί εφικτό.

Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (sociological approaches)

Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις θεωρούν ότι τα άτοµα οδηγούνται στην επιχειρηµατικότητα µέσα από τις επιλογές που κάνουν, σε σχέση µε την επαγγελµατική τους ενασχόληση, και στην απόφασή τους αυτή το κοινωνικό περιβάλλον διαδραµατίζει πρωταρχικό ρόλο. Μάλιστα, ορισµένοι κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση επιχειρηµατικών ευκαιριών γίνεται µέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο επιτρέπει ή/και προωθεί την επιχειρηµατικότητα, δίνοντας επιχειρηµατικές ευκαιρίες. Σε αντίθετη περίπτωση, το άτοµο δε θα ήταν δυνατό να αναγνωρίζει, αλλά κυρίως να εκµεταλλεύεται, επιχειρηµατικές ευκαιρίες και για το λόγο αυτό υπάρχουν διαφορές στην επιχειρηµατικότητα πολλών χωρών (Bridge, και συν. 2003)

Ενισχυτικά στις παραπάνω απόψεις υποστηρίζεται ότι τα «δηµογραφικά» χαρακτηριστικά διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στην επιχειρηµατικότητα. Ως τέτοια αναφέρονται η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο σπουδών, η επαγγελµατική εµπειρία, το µορφωτικό και το οικονοµικό επίπεδο των γονέων κ.α. (Storey, 1994. Davidson, 1995. Raijman, 2001. Reynolds, Camp, Bygrave, Autio, και Hay, 2001), καθώς αυτά προσδιορίζουν ή συνδιαµορφώνουν την τάση του ατόµου για το επιχειρείν και την ανάληψη από το ίδιο επιχειρηµατικών πρωτοβουλιών. Υποστηρίζεται, εποµένως, ότι συγκεκριµένα δηµογραφικά χαρακτηριστικά µπορούν να συµβάλουν στην ενίσχυση ή µη της επιχειρηµατικής τάσης ενός ατόµου. Αυτή η προσέγγιση, αν και δύναται να εξηγήσει σε σηµαντικό βαθµό τους λόγους για τους οποίους ορισµένα άτοµα οδηγούνται στην επιχειρηµατικότητα, ωστόσο, παραγνωρίζει άλλους σηµαντικούς παράγοντες, όπως το οικονοµικό περιβάλλον και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κάθε ατόµου.

2.8

Η γνωστική προσέγγιση (cognitive approach )

Μία ακόµη προσέγγιση σχετικά µε την επιχειρηµατικότητα και τους λόγους για τους οποίους ορισµένα άτοµα γίνονται επιχειρηµατίες επιχειρήθηκε από θεωρητικούς και ερευνητές, οι οποίοι αν και αποδέχονται ότι τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόµου διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στον προσδιορισµό του ποιος θα γίνει επιχειρηµατίας ή όχι, ωστόσο προτείνουν την περαιτέρω διερεύνηση της διαδικασίας λήψης απόφασης, πριν από την ίδρυση της επιχείρησης. Η προσέγγιση αυτή ονοµάζεται γνωστική (cognitive approach) και αποδέχεται την άποψη ότι οι αποφάσεις ενός ατόµου για να δράσει ή όχι επιχειρηµατικά οφείλονται στον τρόπο µε τον οποίο το ίδιο αντιλαµβάνεται την πραγµατικότητα (Bridge, και συν. 2003). Αυτό συµβαίνει, επειδή τα άτοµα αντιλαµβάνονται την πραγµατικότητα µε διαφορετικό τρόπο και αυτό µπορεί να τα οδηγήσει στη λήψη απόφασης. Μάλιστα υποστηρίζεται (Delmar, 2000), ότι η επιλογή της επιχειρηµατικότητας, ως επαγγελµατική επιλογή, γίνεται µε βάση την αξιολόγηση της αντιλαµβανόµενης πραγµατικότητας, και ιδιαίτερα των γνώσεων και των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την εκπλήρωση αυτής της επιλογής, την αξιολόγηση των ικανοτήτων του ίδιου του ατόµου για την επίτευξη του στόχου και την ύπαρξη ή µη των απαραίτητων πόρων για την ίδρυση και τη λειτουργία της επιχείρησης. Επίσης, αναφέρεται ότι η πρόθεση ενός ατόµου για την επιχειρηµατική καριέρα µπορεί να επηρεάζεται από τις στάσεις του απέναντι στην επιχειρηµατικότητα, αλλά και από τις πεποιθήσεις του απέναντι στις απαιτούµενες ικανότητες για την ίδρυση και λειτουργία της επιχείρησης. πεποιθήσεις οι οποίες, παράλληλα, επηρεάζονται από τη στάση του περιβάλλοντος απέναντι στη συµπεριφορά που θα υιοθετήσει το ίδιο άτοµο και από το εάν άλλα, σηµαντικά γι’ αυτό, άτοµα θα αποδεχθούν ή όχι µία τέτοια συµπεριφορά. Επιπρόσθετα, µία σηµαντική πτυχή της προσέγγισης αυτής αποτελεί το εάν το άτοµο κρίνει τον εαυτό του επαρκή για να ακολουθήσει την επιχειρηµατικότητα ως επαγγελµατική επιλογή. Συµπερασµατικά, ο Delmar (2000), υποστηρίζει ότι εάν ένα άτοµο θεωρεί ότι η επιχειρηµατική καριέρα είναι ενδιαφέρουσα επιλογή γι’ αυτό, τότε οδηγείται στο να δίνει µεγαλύτερη προσοχή προς την επιχειρηµατικότητα, να λαµβάνει ορθότερες αποφάσεις και διακατέχεται από µεγαλύτερη αίσθηση ικανοποίησης. Αυτά, εάν πλαισιώνονται από υψηλό δείκτη αυτεπάρκειας του ατόµου, δίνουν σηµαντική ώθηση στην επιχειρηµατικότητα.

∆ραστηριότητα 2.1

• Εφόσον έχεις ολοκληρώσει την ανάγνωση αυτής της παραγράφου,

κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους δημιούργησες/ θα δημιουργούσες

τη δική σου επιχείρηση σε σχέση με τα όσα διάβασες ανωτέρω.

2.9

Μια διαθεµατική προσέγγιση για την επιχειρηµατικότητα

Οι προσεγγίσεις που µόλις αναφέρθηκαν, δεν έχουν σαφείς διαχωριστικές γραµµές µεταξύ τους, καθώς παρατηρούνται ετεροαναφορές και χρησιµοποιούν η µία στοιχεία της άλλης και ως εκ τούτου δεν αποκλείει η µία την ερµηνευτική ικανότητα της άλλης. Αυτή η διαπίστωση συγκλίνει σε µία περισσότερο ολιστική προσέγγιση για την επιχειρηµατικότητα και την ερµηνεία αυτής, µε µία περισσότερο διαλεκτική προσέγγιση σε επιστηµολογικό επίπεδο, πόσο µάλιστα όταν η επιχειρηµατικότητα είναι ένα σύνολο από σύνθετες, πολυδιάστατες µεταβλητές (Morris, 1998) και η δηµιουργία ενός µοντέλου ή µιας θεωρίας που να εξηγεί αυτό το φαινόµενο είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδοµένου ότι υπάρχει ένας µη αλγοριθµικός παράγοντας, που είναι η συνειδητή ανθρώπινη δράση. Συνεπώς, είναι εµφανές ότι δεν είναι επαρκής η ανάλυση των λόγων για τους οποίους ένα άτοµο δραστηριοποιείται επιχειρηµατικά ή όχι, όπως επίσης και για το εάν θα πετύχει τους στόχους του στο πλαίσιο του περιβάλλοντος που δραστηριοποιείται. Η διερεύνηση του σταδίου πριν από την ίδρυση µιας επιχείρησης, µπορεί να δώσει σηµαντικές απαντήσεις για τους λόγους σχετικά µε τους οποίους ένα άτοµο οδηγείται στην επιχειρηµατικότητα. Εποµένως, αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της διερεύνησης των προθέσεων του ατόµου ως προς την ενασχόλησή του µε την επιχειρηµατικότητα, καθώς οι προθέσεις αποτελούν τον καλύτερο προβλεπτικό παράγοντα µιας µελλοντικής συµπεριφοράς (Krueger, 1994). Εν κατακλείδι η προσπάθεια για την ερµηνεία της επιχειρηµατικότητας είναι ακόµη στην αρχή και πολλά σηµεία χρειάζονται περεταίρω διερεύνηση.

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.1

∆ώστε τον ορισµό της επιχειρηµατικότητας:

___________________________________________________________________________

___________________________________________________________________________

___________________________________________________________________________

* Την απάντηση θα βρείτε στο παράρτηµα στο τέλος του κεφαλαίου

2.10

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.2

Ποια θεωρία / προσέγγιση για την ανάπτυξη της επιχειρηµατικότητας ασχολείται µε τη διερεύνηση της διαδικασίας λήψης απόφασης πριν την ίδρυση της επιχείρησης :

• (α). Κοινωνιολογική

• (β). Γνωστική

• (γ). Θεωρία προσωπικότητας

• (δ). Θεωρία Συµπεριφοράς

• (ε). Οικονοµική προσέγγιση

• (στ). Όλες οι ανωτέρω

* Την απάντηση θα βρείτε στο παράρτηµα στο τέλος του κεφαλαίου

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.3

Οι οικονοµικες προσεγγίσεις εστιάζουν την προσοχή τους στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την επιχειρηµατικότητα και υποστηρίζουν ότι το εξωτερικό περιβάλλον δύναται να επηρεάσει το άτοµο και να το οδηγήσει ή να το αποτρέψει από την ανάληψη επιχειρηµατικών πρωτοβουλιών:

• (α). Σωστό.

• (β). Λάθος.

* Την απάντηση θα βρείτε στο παράρτηµα στο τέλος του κεφαλαίου

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.4

Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις θεωρούν ότι τα άτοµα οδηγούνται στην επιχειρηµατικότητα µέσα από τις επιλογές που κάνουν, σε σχέση µε την επαγγελµατική τους ενασχόληση, και στην απόφασή τους αυτή το κοινωνικό περιβάλλον διαδραµατίζει πρωταρχικό ρόλο:

• (α). Σωστό.

• (β). Λάθος.

* Την απάντηση θα βρείτε στο παράρτηµα στο τέλος του κεφαλαίου

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.5

Το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος υποστηρίζει ότι η επιχειρηµατικότητα ερµηνεύεται µε βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόµου:

• (α). Σωστό.

• (β). Λάθος.

* Την απάντηση θα βρείτε στο παράρτηµα στο τέλος του κεφαλαίου

Μελέτη περίπτωσης

∆ιαθεµατικές προσεγγίσεις στην επιχειρηµατικότητα.

Μία µελέτη περίπτωσης

Η Ζωή ορίζει τη ζωή της

Η Ζωή , µόλις τελείωσε το Λύκειο , έφυγε από το χωριό που ζούσε και µετακόµισε στην πόλη για να βρει δουλειά . Η εποχή ήταν πολύ δύσκολη και υπήρχε µεγάλη οικονοµική στενότητα καθώς η οικονοµία ήταν σε πολύ µεγάλη ύφεση . Η ανεργία ήταν πολύ υψηλή και οι επιχειρήσεις δεν προχωρούσαν σε προσλήψεις προσωπικού . Όµως η Ζωή κατάφερε και απασχολήθηκε ως πωλήτρια σε εµπορικό κατάστηµα ρούχων µε πλήρες ωράριο και χαµηλές αποδοχές .

Το επάγγελµα της πωλήτριας δεν της άρεσε καθόλου , αλλά δεν είχε άλλη επαγγελµατική διέξοδο στην παρούσα χρονική στιγµή . Η Ζωή είναι πνεύµα ανήσυχο και δηµιουργικό , αλλά εγκλωβίστηκε από τ ις συνθήκες . Μία από τ ις αγαπηµένες της ασχολίες ήταν να δηµιουργεί διαφορετικά χτενίσµατα στις φίλες της . Η κοµµωτική γι ’ αυτήν ήταν τέχνη και µέσα από αυτήν ήθελε να δηµιουργεί και να εκφράζεται.

Η επιβίωση είναι πολύ δύσκολη για τη Ζωή . Οι οικονοµικές της δυνατότητες είναι περιορισµένες για να ζήσει αξιοπρεπώς, πόσο µάλλον για να δηµιουργήσει κάτι δικό της , όπως µία δική της δουλειά . Πόσο θα το ήθελε ! Ήθελε να είναι ελεύθερη να αποφασίζει η ίδ ια για το µέλλον της . Το µόνο που της άρεσε ήταν η κοµµωτική . Τίποτε άλλο . Όµως , για να ασκήσει αυτό το επάγγελµα , θα έπρεπε να καθίσει πάλι στα θρανία , να σπουδάσει και να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλµατος . Τελικά το αποφάσισε . Θα γραφτεί σε µία σχολή , για να σπουδάσει αυτό που ονειρεύονταν από µικρή . «∆εν διάβαζες όταν έπρεπε , τώρα θα το κάνεις ; Οι επιχειρήσεις δεν είναι για ‘σενα. ∆εν µπορείς εύκολα να φτιάξεις τη δική σου επιχείρηση» , της έλεγαν οι γονείς της και οι φίλες της . Η Ζωή όµως δεν το έβαλε κάτω . ∆εν ήθελε απλά να σπουδάσει, αλλά να ανοίξει τη δική της επιχείρηση και µάλιστα να γίνει µία από τις καλύτερες κοµµώτριες της πόλης .

Όσο χρονικό διάστηµα σπούδαζε , δεν ήθελε να αφήσει τη δουλειά της . Το αφεντικό της τη µάλωνε αρκετές φορές , διότι του ζητούσε συχνά άδεια , αλλά η Ζωή δεν απογοητευόταν, είχε

υποµονή και πίστη στις δυνατότητές της . Τελικά , µετά από πολύ κόπο και αρκετό χρονικό διάστηµα , έφθασε η πολυπόθητη µέρα . Μόλις είχε αποκτήσει την άδεια εξασκήσεως επαγγέλµατος . Όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι η Ζωή τα κατάφερε . Βέβαια , η ίδ ια ξέρει ότι µόλις τώρα αρχίζε ι και στη συνέχεια θα συναντήσει µεγαλύτερες δυσκολίες. Θα πρέπει να βρει κεφάλαια για να ανοίξε ι τη δική της επιχείρηση , θα πρέπει να προσπαθήσει να βρει πελατολόγιο , εξοπλισµό , µηχανήµατα και όλα τα απαραίτητα για ένα κοµµωτήριο . ∆εν απογοητεύεται όµως . Είναι βέβαιη ότι θα τα καταφέρει. «Από εδώ και πέρα θα δουλεύω όποτε θέλω και όσο θέλω . Θα ορίζω µόνη τη ζωή µου» , είπε σε µία φίλη της που συνάντησε τυχαία στον δρόµο και έφυγε βιαστικά , διότι είχε συνάντηση µε τον τραπεζίτη της για τη σύναψη του επιχειρηµατικού της δανείου .

Ερωτήσεις προβληµατισµού

1. Ποια είναι τα προσωπικά χαρακτηριστικά που διαθέτει η Ζωή και τη βοηθούν να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες;

2. Νοµίζετε ότι Ζωή «ρίσκαρε» στις επιλογές της ; Αν ναι, τι έκανε για να περιορίσει τον κίνδυνο ;

3. Ποιο ήταν το οικονοµικό περιβάλλον την περίοδο που δραστηριοποιήθηκε επιχειρηµατικά ;

4. Πως αντέδρασε το κοινωνικό περιβάλλον στην απόφαση της Ζωής;

5. Μπορείτε να διακρίνετε στην παραπάνω µελέτη περίπτωσης τη «γνωστική προσέγγιση»

Σύνοψη

Στην παρούσα ενότητα αναλύθηκε η έννοια και η σηµασία της

επιχειρηµατικότητας, η οποία αφορά στην ικανότητα ενός ατόµου να συνδυάζει πόρους (υλικούς και άυλους), µε σκοπό την επίτευξη οφέλους. Για την ερµηνεία του φαινοµένου της επιχειρηµατικότητας αναπτύχθηκαν θεωρίες και προσεγγίσεις οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους ορισµένα άτοµα ιδρύουν επιχειρήσεις και άλλα όχι. Ο θεµελιωτής για ορισµένους Josef Schumpeter ήταν ο πρώτος που έκανε τη διάκριση µεταξύ επιχειρηµατία και ατόµου που κατέχει τους παραγωγικούς συντελεστές και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην έννοια της καινοτοµίας. Μία ακόµη θεωρία που υποστηρίχτηκε είναι αυτή της προσωπικότητας και σύµφωνα µε την οποία, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, όπως η ανάγκη για την επίτευξη των στόχων, η εσωτερική έδρα ελέγχου, οι προσωπικές αξίες, η αυτεπάρκεια, η ικανότητα για αυτοέλεγχο, η τάση ενός ατόµου για ανάληψη κινδύνου, η υποκίνηση και η δηµιουργικότητα, µπορούν να ερµηνεύσουν τις διαφορές των επιχειρηµατιών από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στη συνέχεια αναλύθηκε η θεωρία της συµπεριφοράς, σύµφωνα µε την οποία η συµπεριφορά ενός ατόµου, οι ικανότητες και οι ιδιότητές του το οδηγούν στην ανάληψη επιχειρηµατικής δράσης. Η επόµενη προσέγγιση είναι η οικονοµική, σύµφωνα µε την οποία το περιβάλλον λειτουργεί ως καταλύτης και δίνει στο άτοµο τις δυνατότητες να ανακαλύψει και να αξιοποιήσει επιχειρηµατικές ευκαιρίες, παρέχοντάς του τα κατάλληλα ερεθίσµατα. Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις αναφέρουν ότι η επαγγελµατική ενασχόληση είναι µία σηµαντική επιλογή που κάνουν τα άτοµα, τα οποία οδηγούνται στην επιχειρηµατικότητα µε βάση το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται, το οποίο επιτρέπει και βοηθά ή όχι την επιχειρηµατικότητα. Μία επιπλέον προσέγγιση που παρουσιάσθηκε είναι η γνωστική προσέγγιση, σύµφωνα µε την οποία, σηµαντικό ρόλο διαδραµατίζει ο τρόπος µε τον οποίο τα άτοµα αντιλαµβάνονται την πραγµατικότητα και αυτό µπορεί να οδηγήσει στη λήψη απόφασης για την ανάληψη ή µη µιας επιχειρηµατικής δραστηριότητας. Ακολούθως παρουσιάσθηκε το µοντέλο του επιχειρηµατικού γεγονότος και η θεωρία της σχεδιασµένης συµπεριφοράς, ενώ τέλος αναδείχθηκε η σπουδαιότητα της διαθεµατικής προσέγγισης της επιχειρηµατικότητας

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία

• Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (2006). Εφαρµογή του κοινοτικού προγράµµατος της Λισσαβόνας: προώθηση της επιχειρηµατικής νοοτροπίας µέσω της εκπαίδευσης και της µάθησης, COM(2006) 33 τελικό.

• Λαµπριανίδης, Λ. (2005). Η επιχειρηµατικότητα στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο. Η περίπτωση της Ελλάδας. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα

• Πετράκης, Π. και Μπουρλετίδης, Κ. (2005). Η ∆ιδακτική της Επιχειρηµατικότητας, Μέντορας, 8, 118-130.

• Πετράκης, Π. (2004). Η επιχειρηµατικότητα, Πετράκης, Αθήνα.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

• Ajzen, I. and Madden, T.J. (1986). Prediction of goal-directed behavior: Attitudes, intentions, and perceived behavioral control, Journal of Experimental Social Psychology, 22 (5), 453- 474.

• Ajzen, I. (1985). From intentions to actions: A theory of planned behavior, in Kuhl & J. Beckmann (Eds.), Action-control: From cognition to behavior, pp. 11-39. Heidelberg: Springer.

• Ajzen, I. (1991). The theory of planned behaviour. Organizational behaviour & human decision processes, 50, 179-211.

• Aldrich, H. and Zimmer, C. (1986). Entrepreneurship through social network. In D. L. Sexton, and Smilor, R. W. (eds.) The Art and Science of Entrepreneurship. Cambridge: Ballinger Publishing.

• Bandura, A. (1986). Social Foundations of Thought and Action, Prentice-Hall, Englewood Cliffs, NJ.

• Baron, R. (2004). The cognitive perspective: a valuable tool for answering entrepreneurship’s basic “why” questions, Journal of Business Venturing, 19 (2), 221 – 239.

• Begley, T., and Boyd, D. (1987). Psychological characteristics associated with performance in entrepreneurial firms and smaller businesses. Journal of Business Venturing, 2 (1), 79–93.

• Bird, J. (1989). Entrepreneurial behavior, in Summers, D. (2000). The formation of entrepreneurial intentions, Garland publishing, New York.

• Bonnett, C. and Furnham, A. (1991). Who wants to be an entrepreneur? A study of adolescents interested in a Young Enterprise scheme. Journal of Economic Psychology, 12: 465-478.

• Borland, C. (1974). Locus of control, need for achievement, and entrepreneurship, in Envick, B., and Langford, M. (2000). The five- factor model of personality: assesind entrepreneurs and managers, Academy of Entrepreneurship Journal, 6 (1), 6-17

• Brice, J. (2004). The role of personality dimensions on the formation of entrepreneurial intentions, Proceedings of the 18th annual USASBE national conference.

• Bridge, S., O’Neill, K. and Cromie, S. (2003). Understanding Enterprise, Entrepreneurship and Small Business, Second Edition, Basingstoke: Palgrave Macmillan.

• Brockhaus, R. H., and Horwitz, P. S. (1986). The psychology of the entrepreneur in Sexton, D. L. & Smilor, R. W. (Hrsg.), The art and science of entrepreneurship, 125–148, Cambridge, MA: Ballinger.

• Brockhaus, R. H. (1975). I-E locus of control scores as predictors of entrepreneurial intentions. Academy of Management Proceedings , 433-435.

• Brockhaus, R. H. (1980). Risk taking propensity of entrepreneurs. Academy of Management Journal, 23(3), 509-520.

• Buchholz, R., and Rosenthal, S. (2005). The Spirit of Entrepreneurship and the Qualities of Moral Decision Making: Toward A Unifying Framework, Journal of Business Ethics, 60 (3), 307–315.

• Busenitz, L.W., and Burney, J.B. (1997). Biases and Heuristics in strategic Decision making: Differences between entrepreneurs and managers in large organisations. Journal of Business Venturing, 12 (1), 9 – 30.

• Carolis, D., Marie, D. and Saparito, P. (2006). Social Capital, Cognition, and Entrepreneurial Opportunities: A Theoretical Framework, Entrepreneurship Theory and Practice, 30(1), 41-56.

• Cromie, S. (2000). Assessing entrepreneurial implications: some approaches and empirical evidence, European Journal of Work and Organisational Psychology, 9 (1), 7 - 30.

• Davidsson, P. (1995). Determinants Of Entrepreneurial Intentions. In Proceedings RENT XI Workshop, Piacenza, Italy, Προσπελάσθηκε 20 Μαΐου 2005, διαθέσιµο στο http://eprints.qut.edu.au/archive/00002076/ .

• Delmar, F, (2000). The psychology of the Entrepreneur, in S. Carter & D. Jones-Evans (eds), Enterprise and Small Business, London: Pearson Education.

• Fiet, J. O. (2000). The theoretical side of teaching entrepreneurship, Journal of Business Venturing, 16 (1), 1-24.

• Gartner, W. B. (1985). A conceptual framework for describing the phenomenon of new venture creation. Academy of Management Review, 10 (4), 696-706.

• Gartner, W. Β. (1988). Who is an entrepreneur? Is the wrong question. American Journal of Small Business, 12 (1), 11-31.

• Gartner, W. B. (1989). Some suggestions for research on entrepreneurial traits and characteristics. Entrepreneurship Theory and Practice, 14 (1), 27-37.

• Gasse, Y. (1985). A Strategy for the Promotion and Identification of Potential Entrepreneurs at the Secondary School Level, Frontiers of Entrepreneurship Research, 538-559, Babson College, Wellesley, MA.

• Gilad, B. and Levine, P. (1986), A behavioral model of entrepreneurial supply, Journal of Small Business Management, 24 (4), 45-54.

• Hoon, A, S., and Hong, D. (2000) Entrepreneurial Spirit among East Asian Chinese, Thunderbird International Business Review, 42 (3), 285–309.

• Kirzner, I. M. (1973). Competition and Entrepreneurship. Chicago: University of Chicago Press.

• Kirzner, I.M. (1979). Perception, opportunity, and profit. Chicago: University of Chicago Press.

• Korunka, C., Frank, H., Lueger, M., and Mugler, J. (2003). The Entrepreneurial Personality in the Context of Resources, Enviroment, and the Startup Proceess – A Configurational Approach, Entrepreneurship Theory and Practice, 28 (1), 23-42.

• Krueger, N., and Brazeal, D. V. (1994). Entrepreneurial potential and potential entrepreneurs. Entrepreneurship Theory and Practice, 18 (1), 91 – 104.

• Krueger, N. (1994). Strategic Optimism: Antecedents of Perceived Probabilities of New Venture Success, paper presented at the Academy of Management meeting, BPS Division.

• Linan, F., Rodriguez-Cohard, J. and Rueda-Cantuche, J. (2005). Factors affecting entrepreneurial intention levels, 45th Congress of the European Regional Science Association, Amsterdam, 23-27, August 2005.

• Littunen, H. (2000). Entrepreneurship and the characteristics of the entrepreneurial personality, International Journal of Entrepreneurial Behaviour & Research, 6 (6), 295-309.

• Low, M. B., and MacMillan, I. C. (1988). Entrepreneurship: Past research and future challenges. Journal of Management, 14 (2), 139-161.

• Markman, G., and Baron, R. (2003). Person–entrepreneurship fit: why some people are more successful as entrepreneurs than others, Human Resource Management Review, 13 (2) 281–301.

• McClelland, D. (1961). The achieving society, in Franke, N., & Luthje, C. (2004) Entrepreneurial Intentions of Business Students: A Benchmarking Study International Journal of Innovation and Technology Management, 1 (3), 269-288.

• Miner, J. B., Smith, N. R., and Bracker, J. S. (1994). Role of entrepreneurial task motivation in the growth of technically innovative firms: Interpretations from follow-up data. Journal of Applied Psychology, 79, 627–630.

• Morris, M.H (1998). Entrepreneurial intensity—sustainable advantages for individuals, organisations and societies. Quorum Books, UK.

• Nair K. and Pandey, A. (2006). Characteristics of Entrepreneurs: An Empirical Analysis, The Journal of Entrepreneurship, 15 (1), 47-61.

• Raijman, R. (2001). Determinants of entrepreneurial intentions: Mexican immigrants in Chicago. Journal of Socio-Economics 30, 393–411.

• Reynolds, P., Camp, S.M., Bygrave, W.D., Autio, E. and Hay, M. (2001). Global Entrepreneurship Monitor Executive Report, Kauffman Centre for Entrepreneurial Leadership, Ewing Marion Kauffman Foundation, Kansas City, MO .

• Rotter, J. (1966). Generalized experiences for internal versus external control of reinforcement, in Boyd, N., and Vozikis, G. (1994). The Influence of self-efficacy on the development of entrepreneurial intentions and actions, Entrepreneurship, Theory and Practice, 63-77.

• Rotter, J. (1990). Internal versus external control of reinforcement. A case History of a variable, στο Μπατάλα Κων/να (2007). Η στάση των εκπαιδευτικών-στελεχών Γραφείων Σχολικού Επαγγελµατικού Προσανατολισµού απέναντι στις Νέες Τεχνολογίες. Η διάσταση του φύλου. ∆ιπλωµατική εργασία, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, ΤΕΠΑΕΣ, Ρόδος.

• Schifter, D. and Ajzen, I. (1985). Intention, perceived control, and weight loss: an application of the theory of planned behavior. Journal of Personality and Social Psychology, 49, 843-851.

• Schumpeter, J. (1934). Capitalism, socialism, and democracy. New York: Harper & Row.

• Segal, G., Borgia., D and Schoenfeld, J. (2005). The motivation to become an entrepreneur, International Journal of Entrepreneurial Behaviour & Research 11 (1), 42-57.

• Sexton, D. L. and Bowman, N. B. (1984). Entrepreneurship Education Suggestions for Increasing Effectiveness. Journal of Small Business Management, 22 (2).

• Shane, S., and Venkataraman, S. (2000). The Promise of Entrepreneurship as a Field of Research, Academy of Management Review, 25 (1), 217 – 226.

• Shane, S. (2003). A General Theory of Entrepreneurship: The Individual – Opportunity Nexus, Cheltenham: Edward Elgar Publishing Ltd.

• Shapero, A. and Sokol, L. (1982). Social dimensions of entrepreneurship”, in Kent, C.A., Sexton, D.L. and Vesper, K.H. (eds.): Encyclopaedia of entrepreneurship. Prentice Hall, Englewood Cliffs (NJ).

• Shaver, K.G. and Scott, L.R. (1991). Person, process, choice: the psychology of new venture creation, Entrepreneurship Theory and Practice, 16 (2), 23-46.

• Shaver, K.G., Gatewood, E.J. and Gartner, W.B. (1991). Attributions for New Venture Creation: An Experimental Comparison. Proceedings: Frontiers of Entrepreneurship Research.

• Stevenson, H. and Jarillo, J. C. (1990). A paradigm of entrepreneurship: Entrepreneurial management. Strategic Management Journal, 11 (5), 17-27.

• Storey, D. (1994). Understanding the Small Business Sector. Routledge, London.

• Summers, D. (2000). The formation of entrepreneurial intentions. Garland Publishing, New York.

• Wikipedia (2012) http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%BF

• Wortman, M.S. (1987). Entrepreneurship: An integrating typology and evaluation of the empirical research in the field. Journal of Management, 13, 259-277

Παράρτηµα

Απάντηση σε ασκήσεις αυτοαξιολόγησης

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.1

Η σωστή απάντηση βρίσκεται στην παράγραφο 2.1

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.2

Η σωστή απάντηση είναι η (β). Γνωστική προσέγγιση

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.3

Η σωστή απάντηση είναι η (α). Σωστό.

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.4

Η σωστή απάντηση είναι η (α). Σωστό.

Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 2.5

Η σωστή απάντηση είναι η (β). Λάθος.

Γλωσσάρι

Θεωρία: Είναι η αναλυτική δοµή που εξηγεί ένα σύνολο από παρατηρήσεις

Επιστηµονικό µοντέλο: προσπαθεί να παρουσιάσει εµπειρικά αντικείµενα, φαινόµενα και φυσικές διεργασίες σε µία λογική και αντικειµενική σειρά

Προσωπικά χαρακτηριστικά: Είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόµου τα οποία σχετίζονται µε την επιχειρηµατική δραστηριότητα.

Επιχειρηµατική πρόθεση: Είναι η πρόθεση του ατόµου να ξεκινήσει τη διαδικασία για την ίδρυση ή και ανάπτυξη της δικής του επιχειρηµατικής δραστηριότητας.