Σεφέρης

2
12. Γιώργος Σεφέρης, "Μονόλογος πάνω στην ποίηση: 2. Δόγματα και τέχνη", Δοκιμές Πρώτος τόμος (1936-1947), Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, [5]1984, σσ. 116-121. Σχόλιο Στο κείμενο που ακολουθεί ο Γιώργος Σεφέρης εξετάζει την παρεμβολή δογμάτων στον προσδιορισμό και τη λειτουργία της τέχνης. Το κείμενο δίνει την αφορμή για μια συζήτηση πάνω στον τρόπο επιβολής αλλότριων αξιών σε βάρος της αισθητικής αξίας και της παραμορφωτικής λειτουργίας τους στην εκτίμηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως ακριβώς στο ανθολογημένο διήγημα η αντιμετώπιση του έργου τέχνης ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις και την ηθική σεμνότητα και όχι από τη δική του - μικρότερη ή μεγαλύτερη - αυτόνομη καλλιτεχνική αξία. Κείμενο ΔΟΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ Η Ιερή Εξέταση πρόσταξε κάποτε, καθώς λένε, να κοπούν τα φτερά των αγγέλων του Θεοτοκόπουλου, γιατί το μέγεθός τους ήταν αντικανονικό. Πρόσταξε δηλαδή σε όσους είχαν την τάση να βρίσκουν ωραίους τους αγγέλους με τα μεγάλα φτερά, να θυσιάσουν στο χριστιανικό δόγμα κάτι που τους άρεσε και να παραδεχτούν κάτι που δεν τους άρεσε. Η απόφαση αυτή της Ιερής Εξέτασης, που θα μας φαινότανε σήμερα, όχι χωρίς κάποιαν ελαφρότητα, εξωφρενική, δεν είναι διόλου ένα φαινόμενο που χάθηκε οριστικά μαζί μ' έναν αφώτιστο και παρωχημένο καιρό. Απεναντίας, όσοι έχουν παρακολουθήσει με κάποια προσοχή τις διάφορες κρίσεις που γίνονται για την τέχνη, στα "ορθόδοξα"χρόνια μας, θα βρουν εύκολα, κοιτάζοντας την προσωπική τους εμπειρία, παραδείγματα ανάλογα με την απόφαση εκείνη. Θα θυμηθούν πολλές περιπτώσεις, όπου ο κριτής καταδικάζει ένα ορισμένο είδος ή έργο, γιατί το κοινωνιολογικό, τις περισσότερες φορές, αλλά και το θρησκευτικό ή φιλοσοφικό δόγμα, είτε του υπαγορεύει να απαρνηθεί κάτι που πραγματικά δέχεται και συμπαθεί είτε του έχει εξουδετερώσει κάθε άλλη μη ορθόδοξη αντίδραση. Μια τέτοια στάση, που μας κάνει να μικραίνουμε ή να μεγαλώνουμε ένα έργο τέχνης για να το προσαρμόσουμε σε μια δοσμένη ιεραρχία αξιών, μπορεί να στηριχτεί σε αξιόλογα επιχειρήματα, που, καθώς νομίζω, δεν αφορούν την ποιητική. Φτάνει ο ζηλωτής της να ομολογήσει ότι πρεσβεύει μια δοξασία που του παραγγέλνει να παραδεχτεί πως οι αξίες της τέχης έρχουνται σε δεύτερη μοίρα σχετικά με άλλα πράγματα πολύ πιο σπουδαία γι' αυτόν, όπως θα ήταν οι υπερφυσικές ή φιλοσοφικές ή κοινωνιολογικές μας πεποιθήσεις. Αν κάνει αυτή τη διάκριση, ο συνομιλητής μας είναι τουλάχιστο τίμιος. Μπορούμε να τον αφήσουμε να λέει, ή να συζητήσουμε μαζί του, αν τα πράγματα που βάζει στην κορυφή της ιεραρχίας του είναι αληθινά τόσο έξοχα κι αν αξίζουν τέτοιες θυσίες. Αλλά τούτο συμβαίνει σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Τις περισσότερες φορές δημιουργείται μια σύγχυση που θολώνει τόσο τα νερά, ώστε στο τέλος δεν ξέρουμε πια να μιλούμε για την ποιητική, τη θεολογία ή την κοινωνιολογία. Πονοκεφαλιάζουμε συζητώντας άσκοπα, ενώ θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο ν' αφήσουμε αυτό το αδιέξοδο και να πάμε να πάρουμε τον αέρα μας στην ακρογιαλιά. Θα ήθελα να νοηθεί με σαφήνεια πως η ιδέα μου δεν είναι ότι η ποιητική μας κρίση δεν είναι σωστό να επηρεάζεται από τις γνώμες μας ή την πίστη μας για τη μοίρα του ανθρώπου στον επίγειο ή επουράνιο κόσμο, αλλά ότι είναι ζήτημα κριτικής ευσυνειδησίας το να ξέρουμε ποια κίνητρα μας σπρώχνουν να κάνουμε τις κρίσεις μας, και να προειδοποιούμε. Αν ένας φανατικός λ.χ. αισθάνεται την υποχρέωση να καταστρέψει ένα ποίημα γιατί είναι αντίθετο με το δόγμα της μετεμψύχωσης: δικαίωμά του. Αν όμως θελήσει να υποστηρίξει ότι το ποίημα που καταδίκασε μ' αυτό τον τρόπο είναι αντίθετο με τους απαρασάλευτους κανόνες της τέχνης, μου φαίνεται πως το ελαφρύτερο που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε θα ήταν πως δεν ξέρει τι κάνει. Γιατί πιστεύω πως σε όλες τις περιπτώσεις όπου διάφοροι αλλότριοι στοχασμοί ή συμφέροντα βρίσκουνται στην ανάγκη να υποτάξουν την τέχνη στους σκοπούς τους, η μόνη λογική και τίμια στάση είναι η στάση του Πλάτωνα, που αφού έφτασε στο συμπέρασμα ότι η

description

Σεφέρης

Transcript of Σεφέρης

Page 1: Σεφέρης

12. Γιώργος Σεφέρης, "Μονόλογος πάνω στην ποίηση: 2. Δόγματα και τέχνη", Δοκιμές Πρώτος τόμος (1936-1947), Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, [5]1984, σσ. 116-121.

Σχόλιο Στο κείμενο που ακολουθεί ο Γιώργος Σεφέρης εξετάζει την παρεμβολή δογμάτων στον

προσδιορισμό και τη λειτουργία της τέχνης. Το κείμενο δίνει την αφορμή για μια συζήτηση πάνω στον τρόπο επιβολής αλλότριων αξιών σε βάρος της αισθητικής αξίας και της παραμορφωτικής λειτουργίας τους στην εκτίμηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως ακριβώς στο ανθολογημένο διήγημα η αντιμετώπιση του έργου τέχνης ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις και την ηθική σεμνότητα και όχι από τη δική του - μικρότερη ή μεγαλύτερη - αυτόνομη καλλιτεχνική αξία.

Κείμενο ΔΟΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ Η Ιερή Εξέταση πρόσταξε κάποτε, καθώς λένε, να κοπούν τα φτερά των αγγέλων του

Θεοτοκόπουλου, γιατί το μέγεθός τους ήταν αντικανονικό. Πρόσταξε δηλαδή σε όσους είχαν την τάση να βρίσκουν ωραίους τους αγγέλους με τα μεγάλα φτερά, να θυσιάσουν στο χριστιανικό δόγμα κάτι που τους άρεσε και να παραδεχτούν κάτι που δεν τους άρεσε. Η απόφαση αυτή της Ιερής Εξέτασης, που θα μας φαινότανε σήμερα, όχι χωρίς κάποιαν ελαφρότητα, εξωφρενική, δεν είναι διόλου ένα φαινόμενο που χάθηκε οριστικά μαζί μ' έναν αφώτιστο και παρωχημένο καιρό. Απεναντίας, όσοι έχουν παρακολουθήσει με κάποια προσοχή τις διάφορες κρίσεις που γίνονται για την τέχνη, στα "ορθόδοξα"χρόνια μας, θα βρουν εύκολα, κοιτάζοντας την προσωπική τους εμπειρία, παραδείγματα ανάλογα με την απόφαση εκείνη. Θα θυμηθούν πολλές περιπτώσεις, όπου ο κριτής καταδικάζει ένα ορισμένο είδος ή έργο, γιατί το κοινωνιολογικό, τις περισσότερες φορές, αλλά και το θρησκευτικό ή φιλοσοφικό δόγμα, είτε του υπαγορεύει να απαρνηθεί κάτι που πραγματικά δέχεται και συμπαθεί είτε του έχει εξουδετερώσει κάθε άλλη μη ορθόδοξη αντίδραση.

Μια τέτοια στάση, που μας κάνει να μικραίνουμε ή να μεγαλώνουμε ένα έργο τέχνης για να το προσαρμόσουμε σε μια δοσμένη ιεραρχία αξιών, μπορεί να στηριχτεί σε αξιόλογα επιχειρήματα, που, καθώς νομίζω, δεν αφορούν την ποιητική. Φτάνει ο ζηλωτής της να ομολογήσει ότι πρεσβεύει μια δοξασία που του παραγγέλνει να παραδεχτεί πως οι αξίες της τέχης έρχουνται σε δεύτερη μοίρα σχετικά με άλλα πράγματα πολύ πιο σπουδαία γι' αυτόν, όπως θα ήταν οι υπερφυσικές ή φιλοσοφικές ή κοινωνιολογικές μας πεποιθήσεις. Αν κάνει αυτή τη διάκριση, ο συνομιλητής μας είναι τουλάχιστο τίμιος. Μπορούμε να τον αφήσουμε να λέει, ή να συζητήσουμε μαζί του, αν τα πράγματα που βάζει στην κορυφή της ιεραρχίας του είναι αληθινά τόσο έξοχα κι αν αξίζουν τέτοιες θυσίες. Αλλά τούτο συμβαίνει σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Τις περισσότερες φορές δημιουργείται μια σύγχυση που θολώνει τόσο τα νερά, ώστε στο τέλος δεν ξέρουμε πια να μιλούμε για την ποιητική, τη θεολογία ή την κοινωνιολογία. Πονοκεφαλιάζουμε συζητώντας άσκοπα, ενώ θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο ν' αφήσουμε αυτό το αδιέξοδο και να πάμε να πάρουμε τον αέρα μας στην ακρογιαλιά.

Θα ήθελα να νοηθεί με σαφήνεια πως η ιδέα μου δεν είναι ότι η ποιητική μας κρίση δεν είναι σωστό να επηρεάζεται από τις γνώμες μας ή την πίστη μας για τη μοίρα του ανθρώπου στον επίγειο ή επουράνιο κόσμο, αλλά ότι είναι ζήτημα κριτικής ευσυνειδησίας το να ξέρουμε ποια κίνητρα μας σπρώχνουν να κάνουμε τις κρίσεις μας, και να προειδοποιούμε. Αν ένας φανατικός λ.χ. αισθάνεται την υποχρέωση να καταστρέψει ένα ποίημα γιατί είναι αντίθετο με το δόγμα της μετεμψύχωσης: δικαίωμά του. Αν όμως θελήσει να υποστηρίξει ότι το ποίημα που καταδίκασε μ' αυτό τον τρόπο είναι αντίθετο με τους απαρασάλευτους κανόνες της τέχνης, μου φαίνεται πως το ελαφρύτερο που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε θα ήταν πως δεν ξέρει τι κάνει.

Γιατί πιστεύω πως σε όλες τις περιπτώσεις όπου διάφοροι αλλότριοι στοχασμοί ή συμφέροντα βρίσκουνται στην ανάγκη να υποτάξουν την τέχνη στους σκοπούς τους, η μόνη λογική και τίμια στάση είναι η στάση του Πλάτωνα, που αφού έφτασε στο συμπέρασμα ότι η

Page 2: Σεφέρης

ποίηση είναι ένας κακός αντίπαλος της φιλοσοφίας και της διαφιλονικεί την ψυχή του πολίτη, αποφάσισε να την εξοστρακίσει από την πολιτεία του, και τούτο μολονότι "φιλία γε τις και αιδώς εκ παιδός έχουσα περί Ομήρου" τον δυσκόλευε να κάνει. Αλλά, καθώς λέει ο ίδιος, πρέπει να τιμήσουμε πρώτα την αλήθεια και να περιορίσουμε για χάρη της και τα συναισθήματά μας και τις φιλίες μας για τους ανθρώπους. Όταν συλλογιστούμε πως ο Πλάτων στάθηκε, με τον τρόπο του, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου, και όταν θυμηθούμε πόσο βαθύ φαίνεται το αίσθημά του για την ποίηση, μπορούμε μόνοι μας να υπολογίσουμε τι στοιχίζει κάποτε η υποταγή στο φιλοσοφικό χρέος. Γι' αυτό ακριβώς δεν μπορώ να αισθανθώ κάποια δυσάρεστη έκπληξη για τους διανοούμενους εκείνους, που μολονότι θα έπρεπε τουλάχιστο να ξέρουν ότι σκέψεις άσχετες με την ποίηση τους παρακινούν να καταδικάσουν ορισμένα ποιήματα ή ορισμένες κατηγορίες ποιημάτων, αραδιάζουν τις κατακρίσεις τους εμφανίζοντάς τις σαν σκέψεις αισθητικές, ενώ πραγματικά, μ' ένα τέτοιο σύστημα, παρέχουν πολύ κακές υπηρεσίες και στους ανθρώπους που θέλους να επικοινωνήσουν με την τέχνη και στους ανθρώπους που θέλουν να καταλάβουν το πραγματικό νόημα -αν υπάρχει- των διατριβών τους.

Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η καθαρή κριτική εκτίμηση είναι ένα θεωρητικό όριο που δεν μπορεί κανείς να το φτάσει, όπως και η καθαρή ποίηση, που μας έκανε άλλοτε να ξοδέψουμε τόσο μελάνι, δεν είναι, στην τελευταία της συνέπεια, παρά ένα σημείο σιωπής. Αλλά αυτό είναι ένα πράγμα. Και είναι ένα πράγμα ολότελα διάφορο το να επιζητούμε να βάλουμε κάποια τάξη στις ιδέες μας, και να έχουμε την απαίτηση να ξέρουμε σε κάθε περίσταση, όσο γίνεται καθαρότερα, για ποιο ζήτημα μιλούμε. Και σε τούτο δε μας βοηθεί διόλου μήτε ο φιλόσοφος μήτε ο κοινωνιολόγος, που εφαρμόζοντας τη φιλοσοφία του ή την κοινωνιολογία του, αδιαφορεί αν παραβιάζει περιοχές -όπως είναι οι περιοχές της τέχνης- που δεν παραδέχουνται διόλου να τον εξυπηρετήσουν. Ωστόσο είναι, καθώς φαίνεται, μεγάλο κατόρθωμα να γίνει αλλιώς. Γιατί όπως όλοι οι ποιητές δεν έχουν την τέχνη του Ομήρου, όλοι οι στοχαστές δεν έχουν το ήθος του Πλάτωνα. Τους είναι δύσκολο να πούνε σαν αυτόν: "την ποίηση την αγάπησα και τη σεβόμουνα από παιδάκι, κι ο λόγος που θα πω είναι βαρύς και δύσκολος, σαν τα λόγια που λένε οι εραστές όταν είναι αναπότρεπτο να χωριστούν. Αλλά πρέπει να μιλήσω, γιατί η πιο μεγάλη τιμή ανήκει στην αλήθεια: η ποίηση δεν χρειάζεται στην Πολιτεία μου". Αλλά από την παλιά εκείνη εποχή, η σημασία της τέχνης στα πνευματικά ζητήματα φαίνεται να μεγάλωσε καταπληκτικά, και θα κινδυνεύαμε μ' έναν τέτοιο λόγο είτε ν' αποψιλώσουμε κρίσιμα τη θέση μας, είτε να περάσουμε για επαρχιώτες ή Βοιωτοί. Είναι πιο βολικό να διοργανώσουμε έτσι την κρίση μας για την τέχνη, ώστε να εξαναγκάσουμε τη μεγάλη της φωνή να 'ρθεί να μας ζητωκραυγάσει.

Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και με την αφηρημένη αισθητική. Και εδώ έχουμε μπροστά μας δόγματα και δογματικούς που κινούνται σύμφωνα μ' αυτά. Η μόνη διαφορά που χωρίζει το γένος τούτο των ανθρώπων από εκείνους που ανάφερα παραπάνω, είναι ότι αυτοί δεν πιστεύουν πια σε μια ορισμένη ιεραρχία αξιών, όπου η τέχνη καταντά υπόθεση δευτερεύουσα, αλλά πιστεύουν σ' ένα ορισμένο αισθητικό σύστημα από τα πριν καθορισμένο, που πρέπει αναγκαστικά να επαληθεύεται από όλα τα έργα της τέχνης, περασμένα, παρόντα και μελλούμενα. Και τούτο είναι βέβαια εις βάρος τους. Γιατί άλλο πράγμα είναι να πεις: "Μ' ενδιαφέρει πρώτα ο θεός μου, κι αν η τέχνη σου δεν συμβιβάζεται μ' αυτόν, είναι έργο του διαβόλου και θα την ξεριζώσω". Και άλλο πράγμα να πεις: "Μ' ενδιαφέρει πρώτα η τέχνη, αλλά τέχνη είναι αυτό που εγώ καθόρισα από τα πριν πως είναι τέχνη, και ό,τι δεν χωράει στο σύστημά μου δεν είναι τίποτα". Από τέτοιους αισθητικούς δογματισμούς είναι γεμάτα τα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας, για να μας δείχνουν πως, κοντά στις λίγες φωτεινές στιγμές, οι παρεξηγήσεις που κινούν τον κόσμο είναι άπειρες, και για να μας μαθαίνουν να είμαστε ταπεινοί.