207253522-Ψυχολογία-Κινήτρων
Transcript of 207253522-Ψυχολογία-Κινήτρων
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΩΣΤΑΡΙΔΟΥ-ΕΥΚΛΕΙΔΗΚαθηγήτρια Ψυχολογίας
Αριστοιέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑΑΘΗΝΑ. 1999
¥
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος...............................................................................................13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Εισαγωγή: Οι αιτίες της συμπεριφοράς και τα κίνητρα................ 15Κίνητρα.............................................................................................. 17
και γνώση........................................................................................18και δράση........................................................................................20
Ψυχολογία κινήτρων............................................................................ 22Μέθοδοι μελέτης κινήτρων....................................................................26Ιστορική αναδρομή .............................................................................. 29Το σχέδιο του βιβλίου.......................................................................... 32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Βιολογική και φυσιολογική 6άση των κινήτρων........................ 34Ηθολογική ερμηνεία των ενστίκτων........................................................ 35Απελευθερωτικοί ερεθισμοί...................................................................36
και ιεραρχικότητα του ενστίκτου..........................................................37και αποτύπωση................................................................................. 38
Το υδραυλικό μοντέλο ίου ενστίκτου...................................................... 41Η ύπαρξη ενστίκτων στον άνθρωπο........................................................ 44Φυσιολογικά κίνητρα................................................................. .......... 45Πείνα.................................................................................................46
Παχυσαρκία..................................................................................... 49Διαταραχές φαγητού..... ................................................................... 50
Δίψα..................................................... ............................................ 51Ύπνος............................................................................................... 52Σεξουαλικότητα................................................................................... 53Ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου....................................................... 56Σύνοψη.............................................................................................. 57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Η ψυχαναλυτική θεωρία των κινήτρων..................................... 58Το ιστορικό πλαίσιο των ιδεών ίου ΡΓβυά............................................. 58
Η θεωρία............................................................................................603 Συνειδητό και Ασυνείδητο.....................................................................60
Πρωτογενής - δευτερογενής σκέψη...................................................... .63Ορμές και άμυνα................................................................................. 63Αρχή της ευχαρίστησης.........................................................................64Οι μηχανισμοί άμυνας.......................................................................... 65
Αμυντικοί μηχανισμοί και άγχος..........................................................67Ατομικές διαφορές στις αμυντικές προτιμήσεις...................................... 68
Η δομή της προσωπικότητας.............................................................. 68Η ψυχο-σεξουαλική ανάπτυξη.............................................................71
Σύνοψη.............................................................................................. 73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Ανθρωπιστικές θεωρίες: Κθ9βΓδ και Μδδίοχν..............................75Η θεωρία της ενεργοποίησης-πραγμάιωσης του Κθ9βΓδ............................ 76Η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών του Μθδ1ο\λ/.................................... 78Σύνοψη.............................................................................................. 80
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Συμπεριφορικές θεωρίες κινήτρων..........................................81Τα συνειρμικά παραδείγματα μάθησης....................................................81Η θεωρία του ΗαΙΙ................................................................................84Κριτική της θεωρίας του Ηυΐΐ................................................................. 88
* Εξωτερικά κίνητρα................................................................................90* Εσωτερικά κίνητρα...................................................... ........................92
Μαθημένες ορμές...................................... ............................. ! ..........94Συγκρούσεις προσέγγισης-αποφυγής................ .................... ...............96
φ Τιμωρία.............................................................................................. 99Η θεωρία του δΗβίίίβΙά για τη δημιουργία ορμής ..... ............................. 101Ματαίωση..........................................................................................102Σύνοψη................................... .........................................................105
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Θεωρίες του άριστου επιπέδου............................................. 106Η θεωρία της διέγερσης......................................................................108Η θεωρία των ψυχολογικών μεταστροφών............................................ 111Αρχές των θεωριών άριστου επιπέδου...................................................113Σύνοψη............................................................................................ 115
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Η θεωρία του πεδίου του Ι-β\νίη............................................ 116Ο χώρος ζωής................................................................................... 116Ένταση και μνημονική ανάκληση................ ....................................... 120Ένταση και επανάληψη της προσπάθειας............................................. 121Υποκατάσταση στόχων....................................................................... 122Συγκρούσεις .................................................................................... 123Επίπεδο φιλοδοξιών........................................................................... 125Σύνοψη............................................................................................ 129
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Η θεωρία του κινήτρου επίτευξης.......................................... 131Το κίνητρο επίτευξης.......................................................................... 131
Χαρακτηριστικά του κινήτρου επίτευξης................... ...........................136»Η τάση για επίτευξη επιτυχίας.........................................................136Η τάση για αποφυγή της αποτυχίας.................................................138Τελικό κίνητρο επίτευξης............................................................... 140
Εξέλιξη της θεωρίας........................................................................ 141Κίνητρο για αποφυγή της επιτυχίας.................................................... 143
Ανάπτυξη του κινήτρου επίτευξης στα παιδιά.......................................143Σύνοψη........................... .................................................................144Το κίνητρο φιλίας-δεσμού .................................................................. 145Το κίνητρο για εξουσία....................................................................... 147
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Θεωρίες της γνωστικής συνέπειας.........................................149Η θεωρία της ισορροπίας του ΗβίάβΓ.................................................... 150Η θεωρία της συμφωνίας των Οδ9οσά & Τειηηβηβειυπι............................ 155Η θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας...................................................158Σύνοψη............................................................................................ 164
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. Θεωρίες αιτιολογικού προσδιορισμού.................................. 165Ηβίάβτ: Απλοϊκή ανάλυση της διεργασίας προσδιορισμού....................... 168
Προσδιορισμοί που αφορούν προδιαθέσεις........................................168Εξηγήσεις της συμπεριφοράς και των αποτελεσμάτων της.....................169
Σύνοψη........................................................................................... 172«Ιοηβδ & ϋεινίδ: Αντιστοιχούμενοι συμπερασμοί......................................173
Ανπστοίχηση.................................................................................. 174Σύνοψη............................................................................................ 177Κβΐΐβν: Διεργασίες πολλαπλού αιτιολογικού προσδιορισμού ....................177
Το μοντέλο συμμεταβολής................................................................ 178Έρευνες για το μοντέλο της συμμεταβολής ................................... .181
Το μοντέλο συσχηματισμού.............................................................. 182Σύνοψη....... .....................................................................................185Συνεπαγόμενα της θεωρίας του ΚβΠβν...................................................186
Το ερώτημα του πότε.....................................................................187Το πρόβλημα της προκατάληψης στη χρήση πληροφοριών................ 187Το πρόβλημα της προσδοκίας....................................................... .Λ 88Το θεμελιώδες προσδιοριστικό σφάλμα ..........................................190Η επίδραση των κινήτρων ...... ......................................................191
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11. Εφαρμογές των θεωριών αιτιολογικού προσδιορισμούστην εκπαίδευση.................................. ............................194
Το κίνητρο επίτευξης και η θεωρία προσδιορισμού ................................194Διαστάσεις των προσδιορισμών ...........................................................196Προσδιορισμοί και συναισθήματα ....................................................... 198Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα ........................................................ 201
* Εσωτερικά κίνητρα και εκπαίδευση ..................................................... 204Σύνοψη........................................................................................... 209Ο §πιτυχημένος δάσκαλος..................................................................209Η θεραπευτική χρήση των προσδιορισμών στο σχολείο.......................... 211
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. Αιτιολογικοί προσδιορισμοί στις διαπροσωπικές σχέσεις καιστην παθολογική συμπεριφορά ................. ........................ 216
Προσδιορισμοί και υγεία....................................................................219
Η περίπτωση ίων θυμάτων .............................................................. 219Τα άτομα με κίνδυνο βλάβης της υγείας τους ..................................... 222Τα άτομα με δυσλειτουργική συμπεριφορά.........................................225
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. Κίνητρα και βούληση ........................................................ 232Οι πρόδρομοι.................................................................................23£
Η τάση για δράση..............................................................................236Οι στόχοι και η διάρκεια τους...........................................................236
Είδη στόχων................................................................................237Εμμονή ......................................................................................237Ενσυνειδησία ..............................................................................239
Η σχέση στόχων και επίδοσης..........................................................240Η έναρξη της δράσης ........................................................................ 245Η υπερνίκηση των εμποδίων της δράσης.............................................. 246
Το μοντέλο αυτο-ρύθμισης του Κ^ηίβΓ............................................... 246Η θεωρία του ΚυΗΙ για τον έλεγχο της δράσης.................................... 248
Προσανατολισμοί στον έλεγχο της δράσης................ ..................... 251Το μοντέλο του Ρουθίκωνα για τις φάσεις της δράσης ............................254Σύνοψη........................................................................................... 258
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14. Ο εαυτός ως πηγή κινήτρου ............................................... 260Η έννοια του εαυτού........................................................................261Το σχήμα του εαυτού ......................................................................262Επιδράσεις της έννοιας του εαυτού....................................................264Συνθήκες που προάγουν την αυτο-ενημερότητα ................................. 270Αυτο-εστίαση και έλεγχος δράσης .................................................... 271
Σύνοψη........................................................................................... 275
Βιβλιογραφία........................................................................................279
Ευρετήριο θεμάτων................................................................................297
Ευρετήριο ονομάτων .............................................................................300
Πρόλογος
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε σαν βοήθημα για τις ανάγκες ενός μαθήματος. Πολύ γρήγορα όμως έγινε φανερό στη συγγραφέα ότι η μελέτη των κινήτρων προσέφερε τη βάση για μια πιο ολοκληρωμένη θεώρηση της ψυχολογικής γνώσης σε διάφορους τομείς της Ψυχολογίας, όπως η Γνωστική, η Κοινωνική και η Κλινική. Οι εφαρμογές της γνώσης αυτής στην εκπαίδευση αλλά και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και εμπειρίας είναι πολύ σημαντικές, επίσης. Αυτός είναι ο λόγος για την πιο εκτενή αναφορά σε θέματα μάθησης και εκπαιδευτικής πράξης αλλά και σε θέματα ψυχολογίας της υγείας. Οι περιορισμοί χώρου δεν επέτρεψαν την πιο λεπτομερειακή διαπραγμάτευση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στο κείμενο, αλλά και τη μη αναφορά σε άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα, όπως η προσωπικότητα και τα συναισθήματα. Παρόλα αυτά, η συγγραφέας θα ήταν ευτυχής αν κατάφερνε, παρά τους περιορισμούς της επιστημονικής γραφής, να μεταδώσει στους αναγνώστες του βιβλίου τον ενθουσιασμό που διακατείχε την ίδια όσο το δούλευε και όσο ανακάλυπτε, παρά τα τόσα χρόνια δουλειάς στην Ψυχολογία, την ποικιλία και τις δυνατότητες της ψυχολογικής επιστήμης.
Η συγγραφή του βιβλίου αυτού δε θα ήταν δυνατή χωρίς την αμέριστη συμπαράσταση και ενθάρρυνση του συζύγου μου και χωρίς την απεριόριστη υπομονή της οικογένειάς μου. Τους ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου, γιατί συμμερίστηκαν τους στόχους μου και βοήθησαν στην υλοποίησή τους.
Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1995
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγή: Οι αιτίες της συμπεριφοράς και ία κίνητρα
Έχειε ποτέ αναρωτηθεί ποια είναι τα κυρία ερωτήματα που έρχονται στο νου όταν παρακολουθούμε τη δράση των άλλων ή τη δική μας και τα αποτελέσματά της; Για οποιοδήποτε παρατηρητή της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των συνεπειών της ένα ερώτημα τίθεται πάντα Βασανιστικά: Γιατί; Για ποιο λόγο έπραξε αυτό που έκανε; Τι τον ώθησε;, Ποιους στόχους επιδίωκε; Τι εξυπηρετούσε; Μήπως παρασύρθηκε; Ερωτήματα αυτού του τύπου τίθενται κυρίως όταν μια συμπεριφορά αποκλίνει από τις συνήθεις του ατόμου ή της ομάδας στην οποία ανήκει, ή δεν πετυχαίνει το στόχο τον οποίο επιδίωκε. Το ερώτημα «γιατί» τίθεται, γενικά, όταν θέλουμε να ερμηνεύσουμε την πολυμορφία και ποικιλία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Συνήθως Βλέπουμε ότι το άτομο έχει την ικανότητα να αντιδρά με διάφορους τρόπους σε διαφορετικές περιστάσεις, πράγμα κατανοητό αν σκε- φτούμε τις διαφορές στους εξωτερικούς ερεθισμούς. Συχνά όμως οι άνθρωποι αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους ακόμη κι αν ισχύουν οι ίδιες εξωτερικές περιστάσεις (Βοατηβ & ΕΚδίτβηά, 1976). Πολύ μεγαλύτερη ευρύτητα συμπεριφορών μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ των διάφορων ατόμων, παρά τις κοινές εξωτερικές συνθήκες. Πώς μπορεί, λοιπόν, να ερ- μηνευθεί η ενδο- και δι-ατομική πολυμορφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς;
ΒεΒαίως οι άνθρωποι δεν ψάχνουν για αιτίες μόνο στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Η προσπάθεια κατανόησης των φυσικών φαινομένων και των συμβάντων στην καθημερινή ζωή μέσω της αναγωγής τους σε δίκτυα αιτιωδών σχέσεων είναι θεμελιώδης για τον ανθρώπινο νου. Το βρίσκει κανείς να λειτουργεί σε αντιληπτικό επίπεδο, ως άμεσο δεδομένο και προϊόν συγκεκριμένων χωροχρονικών σχέσεων (ΜίοΗοίίβ, 1946). Τα νήπια φαίνεται επίσης να διαθέτουν τη δυνατότητα αναγνώρισης αιτιακών σχέσεων από πολύ νωρίς. Κατά συνέπεια, όταν αναφερόμαστε στην επιδίωξη κατανόησης και ερμηνείας των αιτίων των πραγμάτων, αναφερόμαστε σε μια γενική κατηγορία του νου, σε έναν από τους θεμελιώδεις τρόπους που
16 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
διαθέτει η ανθρώπινη νόηση για να αναπαριστά και να χειρίζεται τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Μια έκφανση αυτής της ικανότητας του νου να διαμορφώνει και να επεξεργάζεται απιακές σχέσεις είναι η φιλοσοφική και επιστημονική έρευνα, έτσι που με ακριβείς μεθόδους και μέσα να εντοπισθούν οι πραγματικές σχέσεις που διέπουν τα φαινόμενα. Όμως δε χρειάζεται να είναι κανείς επιστήμονας για να κατανοεί τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο απλός άνθρωπος συνεχώς θέτει ερωτήματα για το τι προκαλεί τι, για αιτίες και αποτελέσματα, για αίτια και αιτιατά. Μάλιστα συχνά διαθέτει έτοιμα αι- τιολογικά σχήματα, δηλαδή έτοιμες ερμηνείες, για συγκεκριμένα δρώμενα και καταστάσεις. Τα σχήματα αυτά δε διαμορφώνονται τις περισσότερες φορές μετά από επισταμένη έρευνα, όπως θα απαιτούσε η επιστημονική σκέψη. Οι ανάγκες επιβίωσης και άμεσης αντίδρασης σε καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται κανείς και σπς οποίες δεν είναι άμεσα φανερά τα αίτια που τις προκαλούν, κάνουν ώστε οι αποδόσεις αιτιακών σχέσεων να στηρίζονται σε «εύλογες» αιτίες που το ίδιο το άτομο ή το περιβάλλον έχει προσδιορίσει ή αποδώσει από παλιά. Έτσι για το ίδιο φαινόμενο μπορεί να υπάρχει επιστημονική εξήγηση αλλά και απλοϊκή, των απλών ανθρώπων. Προκειμένου, μάλιστα, για την ανθρώπινη συμπεριφορά, όπου οι επιστημονικές ερμηνείες είναι δύσκολες και συχνά αβέβαιες, οι εξηγήσεις τις περισσότερες φορές δεν είναι απόρροια συστηματικής έρευνας άλλά αιτιολογικών σχημάτων. Και τότε γίνεται αναγκαίο να κατανοήσουμε πώς διαμορφώνονται αυτά τα ατιολογικά σχήματα, ποιες παραμέτρους λαβαίνουν υπόψη και ποιες διαδικασίες είναι υπεύθυνες για το σχηματισμό τους.
Ο Αριστοτέλης όταν μιλούσε για τις αιτίες των πραγμάτων διέκρινε δύο κύριες κατηγορίες αυτών: Το ποιητικό αίτιο, το οποίο αφορά το πώς ένα αρχικό γεγονός γίνεται πρόξενο ενός επομένου, και αυτό άλλου,..., και το τελικό αίτιο, το οποίο αφορά τους σκοπούς ή στόχους που είναι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση μιας παρούσας κατάστασης. Στην περίπτωση του ποιητικού αιτίου, η αιτία προηγείται του αποτελέσματος ενώ στην περίπτωση του τελικού αιτίου, η αιτία ακολουθεί, είναι αυτό στο οποίο τείνουν τα συμβάντα. Δηλαδή είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτό που κινεί την ακολουθία των γεγονότων.
ΕΙΣΑΓΩΓΉ: ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 17
Κίνητρα
Προκειμένου για την ανθρώπινη συμπεριφορά και δράση, τα αίτια που την προκαλούν, ιί οι λόγοι που την εξηγούν, είναι τα κίνητρα. Κίνητρο είναι ο,τιδήποτε κινεί, ωθεί ή παρασύρει σε δράση ένα άτομο. Τα κίνητρα είναι δυνατό να ωθούν το άτομο ενεργώντας από μέσα ή να το έλκουν ενεργώντας από έξω. [Κίνητρα,] εποιαένως, Ιείναι <ρσ^)οι εσωτερικές αιτίες της ~) συμπεριφοράς, όπως τα ένστικτα, οι ορμές, οι σκοποί, οι επιθυμίες ι1 προ- ν θέσεις, τα συναισθήματα, οι διάφορες συγκινησιακές καταστάσεις, (όσο3<αι εξωτερικές αιτίες, όπως οι αμοιβές, τα θέλγητρα ή φόβητρα, ή οι απωθητι^ κοί ερεθισμοί^
|ϊα κίνητρα μπορεί να είναι εγγενή ή επίκτητα, δηλαδή να έχουν κληρονομική βάση, όπως τα ένστικτα, ή να αποκτιούνται μέσα από διαδικασίες μάθησης κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον. Διακρίνονιαι επίσης σε φυσιολογικά, που εξυπηρετούν τη λειτουργία του οργανισμού και τη σωματική ομοιόσταση, σε βιολογικά, που εξυπηρετούν την επιβίωση, συντήρηση και αναπαραγωγή του ατόμου και του είδους, και σε ψυχολογικά, που έχουν να κάνουν με το θυμικό, την προσωπικότητα, και τις συναλλαγές του ατόμου με το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό (Ενε>η5,
Στο σημείο αυτό είναι καλό να υπενθυμιστεί ότι, παρόλο που η όλη διαπραγμάτευση του θέματος μέχρι στιγμής φαίνεται να αφορά μόνο τους ανθρώπους, αυτό δε σημαίνει ότι τα ζώα δεν επηρεάζονται από κίνητρα. Αξίζει να θυμηθεί κανείς το βιβλίο του Τοίτηβη (1932) για τη Σκόπιμη συμπεριφορά των ζώων ή τις έρευνες του ΤΗοΓηάΐΚβ και άλλων συμπεριφοριστών στη συντελεσπκή μάθηση, οι οποίοι, ακόμη κι όταν δε μιλούν για κίνητρα, αναγνωρίζουν και μετρούν σπς έρευνές τους την επίδραση που έχουν στην εκδήλωση ορισμένης συμπεριφοράς οι φυσιολογικές ανάγκες του οργανισμού, αλλά και οι μεταβολές στα εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς είναι εκείνα που σχηματοποιούν και εμπεδώνουν με την επανάληψη την ακολουθία των αντιδράσεων για την επίτευξη ορισμένου στόχου. Η έννοια της ενί-
ίσχυσης, επίσης, που σκόπιμα αφέθηκε χωρίς να ορισθεί ως προς το περιεχόμενό της από τον δΚϊηηβτ, συχνά ταυτίζεται με τα κίνητρα ή στόχους του οργανισμού.
Μπορούμε όμως να μιλούμε για σκόπιμη συμπεριφορά στα ζώα, η οποία να συνδέεται με συνειδητή πρόθεση, όπως στους ανθρώπους, με στάθμιση συνθηκών, αποφάσεις και βουλητικό έλεγχο; Η απάντηση είναι ότι τα κίνητρα δεν προϋποθέτουν αναγκαστικά εκούσιο και συνειδητό έ-
1975).
18 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
λεγχο της συμπεριφοράς.|Το κίνητρο μπορεί να καθοδηγεί τη συμπεριφορά χωρίς να υπάρχει «σκοπός», δηλαδή ενσυνείδητος στόχος και πρόθεση που οδηγεί σε εξέταση συνθηκών και επιλογές ενεργειών. Η συμπεριφορά φαίνεται «σκόπιμη» στον εξωτερικό παρατηρητή, γιατί κατευθύνεται προς ορισμένο στόχο ή επιφέρει ορισμένο αποτέλεσμα. Οι στόχοι είναι «τέλη» προς τα οποία κατευθύνεται η συμπεριφορά αλλά ο μηχανισμός που4 λειτουργεί και επιφέρει το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τελείως ασυνείδητος και έξω από τον έλεγχο του οργανισμού. Για το λόγο αυτό δεχόμαστε τα ένστικτα ως κίνητρα, παρόλο που είναι συμπεριφορές που ελέγχονται σχεδόν πλήρως από τη γενετική μνήμη του οργανισμού. Συνεπώς, τα κίνητρα μπορεί να είναι συνειδητά ή ασυνείδητα, και η έννοια του ασυνείδητου δεν περιορίζεται στα κίνητρα των ζώωνΙΙΣυχνά και οι άνθρωποι άγονται από ορμές ή κίνητρα τα οποία δεν γνωρίζουν, τα οποία αρνούνται ή διαστρεβλώνουν σε συνειδητό επίπεδο.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι το αντικείμενο της μελέτης των κινήτρων είναι ο εντοπισμός των αιτιών που οδηγούν σε συγκεκριμένη κάθε φορά συμπεριφορά ή δράση. Τέτοιες αιτίες μπορεί να είναι εσωτερικές ή εξωτερικές δυνάμεις, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο εντοπίζονται, μπορεί να είναι συναισθήματα, ορμές, επιθυμίες, ή ακόμη στόχοι και επιδιώξεις, ή ερεθισμοί διάφορων τύπων. Επίσης, συχνά συνυπάρχουν πολλές αιτίες ταυτοχρόνως. Τέλος, οι αιτίες μπορεί να μην είναι εύκολο να συνειδητοποιηθούν και να αναφερθούν από το άτομο.
Κίνητρα και γνώση
Πέρα από την ποικιλία των αιτιών που μπορεί να είναι υπεύθυνες για ορισμένη συμπεριφορά, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι αιτίες αυτές δεν ανευρίσκονται καθαρές, αυτούσιες αλλά συνυπάρχουν με γνωστικές διεργασίες, όπως σκέψεις, εκτιμήσεις, αναμνήσεις. Τα κίνητρα έχουν το επιπλέον χαρακτηριστικό ότι δεν επαρκούν από μόνα τους για να ερμηνεύσουν τους μηχανισμούς που είναι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση και εκδήλωση της τελικής συμπεριφοράς. Το «γιατί» ένα άτομο συμπεριφέρεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο είναι ένα ερώτημα που διαφέρει από αυτό που αφορά το «πώς» οι άνθρωποι διαμορφώνουν και εκτελούν τις διάφορες συμπεριφορές. Το «πώς» είναι ερώτημα που αφορά τις γνώσεις του ατόμου, τις ιδέες και σκέψεις του, τις ικανότητες και δεξιότητές του, καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιτέλεση. Οι κύριοι παράγοντες που διαμορφώνουν τις αντιδράσεις, τη δράση ή τη συμπεριφορά είναι οι γνωστικές λειτουργίες, όπως η αντίληψη, η προσοχή, η μάθηση, η μνήμη και η
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 01 ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 19
σκέψη. Αν είναι έτσι ία πράγματα, λοιπόν, τότε τι χρειάζεται η ενασχόληση με τα κίνητρα;
Η μάθηση και η σκέψη είναι θεμελιώδεις μηχανισμοί που ερμηνεύουν τη διαμόρφωση των αντιδράσεων του ατόμου. Η μάθηση αφορά τους σταθεροποιημένους μέσω της επανάληψης τρόπους αντίδρασης, ενώ η σκέψη τις νέες αντιδράσεις που παράγει κανείς όταν αποτυχαίνουν οι μαθημένοι τρόποι αντιμετώπισης των πραγμάτων. Η μάθηση, λοιπόν, καθώς προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ή εμπειρία για τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης κάθε φορά συμπεριφοράς, στην πραγματικότητα αφορά μόνο τις επιδράσεις του παρελθόντος στην τρέχουσα αντίδραση. Το ίδιο ισχύει για την κληρονομικότητα, που προσδιορίζει τις γενετικά καθορισμένες συμπεριφορές και προδιαθέσεις. [Γα κίνητρα^ανηθέτως, ^φορούν τις τρέχουσες επιδράσεις στη συμπεριφορά. Είναι οι παράγοντες εκείνοι που προσφέρουν την τάση που είναι απαραίτητη για την κινητοποίηση, την έναρξη ή τερματισμό μιας συμπεριφοράς. Δεν εξηγούν όμως πώς αποκτήθηκε ή πώς ανακαλείται από τη μνήμη η σχετική συμπεριφορά. Οι επιδράσεις αυτές συχνά είναι παροδικές και ευμετάβλητες, αντίθετα από τις επιδράσεις της μάθησης που χαρακτηρίζονται από σιαθερότηταΓ[
Τα κίνητρα διαφέρουν και από τη σκέψη, διότι ενώ η δεύτερη αφορά την αναπαράσταση των τρεχουσών καταστάσεων και τον εντοπισμό των μονόπατιών που είναι δυνατό να οδηγήσουν στην επίτευξη ενός στόχου, τα κίνητρα επηρεάζουν την επιλογή του μονοπατιού μεταξύ των διάφορων εναλλακτικών που προσφέρονται. Τα κίνητρα, δηλαδή, προσδιορίζουν το «βάρος» ή τη σημασία του κάθε δρόμου προς την επίλυση του προβλήματος που απασχολεί το άτομο και διευκολύνουν ή παρεμποδίζουν την ενεργοποίηση της σχετικής συμπεριφοράς. Τα κίνητρα, με άλλα λόγια, αφορούν τους δυναμικούς παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τους παράγοντες που αλληλεπιδρούν με τους γνωστικούς κατά τη διαμόρφωση και εκδήλωση της δράσης, και γι’ αυτό είναι αναγκαία η μελέτη τους.
[Ένα κίνητρο μπορεί να δρα μόνο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένο τόπο ή υπό ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επίδραση των περιβαλλοντικών συνθηκών στη διαμόρφωση του κινήτρου και της συμπεριφοράς θεωρείται κρίσιμη. Ένα κίνητρο μπορεί όμως να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ενός ατόμου διαχρονικά ή σε μια ποικιλία περιστάσεων. Τότε μιλούμε για χαρακτηριστικά του ατόμου ή προδιαθέσεις, όπως για παράδειγμα «αγχώδης»Γ]\λλά είτε μιλούμε για εξωτερικές είτε για εσωτερικές αιτίες της συμπεριφοράς, όπως τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, ουσιαστικά αναφερόμαστε σε ποιητικά αίτια.
20 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Σε αντιδιαστολή προς αυτά μιλούμε για επιθυμίες, προθέσεις ή στόχους και σκοπούς. Αυτά είναι κίνητρα που αφορούν τελικά αίτια. Αλλά το καθένα από αυτά δρα με διαφορετικό τρόπο και επηρεάζει τη δράση του ατόμου με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, οι στόχοι είναι γνωστικά στοιχεία, τα οποία δεν οδηγούν αναγκαστικά σε δράση. Η επιθυμία είναι η επένδυση ενός στόχου με ενεργειακό δυναμικό, είναι μια τάση που συνυπάρχει με τη γνωστική διαδικασία και της δίνει προτεραιότητα έναντι άλλων. Αλλά και η επιθυμία από μόνη της δεν επαρκεί για να θέσει σε κίνηση μια δράση (ακολουθία ενεργειών ή πράξεων που γίνονται για την επίτευξη ορισμένου σκοπού). Χρειάζεται η επιθυμία να μεταφρασθεί σε πρόθεση, και αυτή σε δράση. Εδώ μπαίνει η έννοια της βούλησης και της δύναμης της βούλησης, ως παράγοντα που διαφοροποιεί το άτομο, τον εαυτό του, έναντι όλων των άλλων δυνάμεων που μπόρούν να το επηρεάζουν. Είναι ο εαυτός που κάνει το άτομο ικανό να προσδιορίζει από μόνο του τη δράση του ως αυτεξούσιο ον. Για το λόγο αυτό τα κίνητρα δεν μπορούν να εξετασθούν χωρίς τη μελέτη της δράσης από την αρχική της σύλληψη μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Κίνητρα και δράση
Ιστορικά η μελέτη των κινήτρων ήταν κοινή για τα ζώα και τους ανθρώπους. Αυτό περιόριζε όμως την έρευνα σε εκείνα τα κίνητρα που λειτουργούν κατά μήκος της εξελικτικής κλίμακας, όπως τα ένστικτα, και απέκλειε εκείνα που προϋποθέτουν υψηλότερες λειτουργίες και ανευρίσκονται μόνο στον άνθρωπο. Όταν η έμφαση δόθηκε στους εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά, η Ψυχολογία στράφηκε στο ζευγάρι Ερεθισμός-Αντίδραση (Ε-Α), το οποίο αποτελούσε τη μονάδα περιγραφής της συμπεριφοράς. Και πάλι η επιδίωξη ήταν να ανευρεθούν οι νόμοι που διέπουν από κοινού τη συμπεριφορά ζώων και ανθρώπων. Αυτές ήταν οι έρευνες που αφορούσαν τη μάθηση και τις φυσιολογικές ανάγκες, ως μόνες εσωτερικές αιτίες που μπορούν να παρεμβαίνουν στη συμπεριφορά. Αυτό ίσχυσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, όταν η έμφαση άρχισε να μεταφέ- ρεται από τα ζεύγη Ε-Α στις γνωστικές διεργασίες και την επίδρασή τους στη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά πλέον θεωρείται ως ένα οργανωμένο όλο, το οποίο διέπεται από τους δικούς του νόμους και δεν αποτελεί συνά- θροισμα επιμέρους Ε-Α. Συνέπεια αυτής της στροφής είναι να μιλούμε πλέον για δράση, ως σκόπιμη ακολουθία ενεργειών. Η δράση όμως προϋποθέτει αλληλεπίδραση γνωστικών και κινητήριων διεργασιών αλλά και αναλογισμό πάνω σε αυτές, εξέταση των στόχων και υπαρχουσών δυνατοτή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ ΑΓΠΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 21
των, αξιολογήσεις, εκτιμήσεις, και αποφάσεις που ελέγχουν την εκτέλεση της δράσης. Έτσι, η μελέτη των κινήτρων περιορίζεται κυρίως στον άνθρωπο καί συνδυάζεται με τη μελέτη της δράσης, της λήψης αποφάσεων και της Βούλησης.
^Κατά τον ΗβοΚΗειυδβη (1991) τα κίνητρα είναι ιδιοσυγκρασιακές, προσωπικές προδιαθέσεις προς πράγματα που έχουν αξία. Η αξία αυτή μπορεί να είναι θετική, και να οδηγεί το άτομο σε ενέργειες που επιτρέπουν την επίτευξή της, ή αρνητική και να οδηγεί το άτομο σε ενέργειες αποφυγής της. Η δράση των κινήτρων όμως φτάνει μέχρι τη διαμόρφωση των προθέσεων. Τα κίνητρα προσφέρουν την κινητήρια δύναμη ή τάση που είναι αναγκαία για το σχηματισμό της πρόθεσης. Τα κίνητρα σχετίζονται με την προετοιμασία της δράσης, το σχηματισμό της επιθυμίας και την αξιολόγησή της ως προς το πόσο επιθυμητό είναι κάτι και ποιες πιθανότητες έχει να εκπληρωθεί. Μια θετική εκτίμηση ως προς την εκπλήρωση της επιθυμίας οδηγεί σε πρόθεση για δράσηΐΗ πρόθεση στη συνέχεια, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες εξωτερικές συνθήκες, θα παρέμΒει στη διαμόρφωση της δράσης, δηλαδή θα καθοδηγήσει τη συγκεκριμένη ακολουθία ενεργειών μέχρι την επίτευξη του στόχου. Αυτό ΒέΒαια γίνεται σε επίπεδο γενικού σχεδιασμού της δράσης, γιατί η εκτέλεση της δράσης έχει τους δικούς της κανόνες. Η Βούληση παρεμβαίνει στην τελική φάση, όταν δοθεί πλέον η εντολή για την έναρξη της δράσης. Αυτή τη στιγμή της μετάβασης από τα κίνητρα στη δράση παρεμβαίνει η βούληση. Ο Μΐΐΐΐβπι ^πιβδ (1890/1956) την ταύτισε με την απόφαση: «ίϊβί!» (ας γίνει!). Το «θέλω» θα εγγυηθεί την εκτέλεση και ολοκλήρωση της δράσης, μέσω του περιορισμού της προσοχής μόνο στα σχετικά με τη δράση στοιχεία του περιβάλλοντος και την αποτροπή παρείσφρυσης στη δράση άλλων προθέσεων ή παρεμβολών που μπορούν να διασπάσουν τη δράση και να αποτρέψουν την επίτευξη του στόχου.
0 $εβαίως, καθε δράση δεν είναι αναγκαστικά προϊόν κινήτρου, προθέσεων και βουλητικών διεργασιών. Οι αντανακλαστικές αντιδράσεις και οι καθημερινές, αυτοματοποιημένες ενέργειές μας, αυτό που λέμε συνήθειες, διεγείρονιαι και εκτελούνται χωρίς να περνούν σε συνειδητό επίπεδο, χωρίς να υπάρχει συνειδητή πρόθεση και βουλητικός έλεγχος^ Οι παρορμητικές ή εμπαθείς πράξεις, επίσης, λόγω του έντονου συναισθηματικού φόρτου που διαθέτουν, είναι άμεσα προϊόντα της εσωτερικής ορμής και δεν επιτρέπουν το σχηματισμό πρόθεσης, η οποία θα προχωρήσει στο ζύ- γισμα των περιστάσεων και στην επιλογή της καταλληλότερης δράσης. Ουσιαστικά ελέγχουν άμεσα και πλήρως τη δράση χωρίς να παρεμβάλλεται σχηματισμός πρόθεσης και Βουλητικός έλεγχος. Σε τέτοιες περιπτώσεις καταργείται αυτό που λέμε «ελευθερία της βούλησης».
22 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Συνέπεια, λοιπόν, της αλλαγής στον τρόπο ορισμού του αντικειμένου της Ψυχολογίας — που από μελέτη της συμπεριφοράς έγινε μελέτη της συμπεριφοράς και εμπειρίας— είναι να βρίσκεται η Ψυχολογία στη θέση να καταπιαστεί με θέματα «απαγορευμένα» μέχρι πολύ πρόσφατα, όπως η βούληση, και η αλληλεπίδραση γνώσης, θυμικού (συναισθημάτων και κινήτρων) και βούλησης στον άνθρωπο. Η Ψυχολογία με άλλα λ4για έχει φτάσει στο σημείο να ξαναγίνει μελέτη της «ψυχής» με τα τρία συστατικά της: το γνωστικό, το θυμικό και το βουλητικό. Στο βιβλίο αυτό θα παρουσιαστεί με συντομία όλη η πορεία της έρευνας των κινήτρων από τις ηθο- λογικές προσεγγίσεις μέχρι τις σύγχρονες θεωρίες για τη βούληση, έτσι που να φανεί όχι μόνο η ποικιλία των κινήτρων που μπορεί να επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά και η αλληλεπίδρασή τους με τα άλλα στοιχεία του ανθρώπινου πνεύματος.
Ψυχολογία κινήτρων
Γενικά, η ψυχολογία των κινήτρων έχει ως στόχο να περιγράφει, πρώτον, ποια και πόσα κίνητρα υπάρχουν. Ποιες είναι, δηλαδή, οι δυνάμεις που συνυπάρχουν με τη γνωστική διαδικασία και προσδιορίζουν την κατεύθυνσή της, δηλαδή τους επιδιωκόμενους στόχους, αλλά και την ένταση και τη διάρκεια της προσπάθειας για την επίτευξη του στόχου. Για παράδειγμα, είναι δυνατό να ξεκινήσουμε τις ενέργειες για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού και στη συνέχεια να εγκαταλείψουμε τη σχετική δράση. Ανπστοίχως, μπορεί να διακοπεί μια δράση για κάποιο λόγο και παρά τη διακοπή να επανέλθουμε σε αυτήν μετά από καιρό. Η ύπαρξη στόχου είναι ένα πράγμα, η ένταση της σχετικής επιθυμίας είναι άλλο. Η επιθυμία είναι δυνατό να αυξομειώνεται και να διαρκεί περισσότερο ή λιγότερο χρονικό διάστημα. Ένα άλλο σχετικό ερώτημα είναι αν κάθε συμπεριφορά προϋποθέτει κάποιο κίνητρο και αν συγκεκριμένες συμπεριφορές συνδέονται με ορισμένο κίνητρο μόνον.
Δεύτερον, πώς αναγνωρίζονται τα διάφορα κίνητρα και πώς μπορούμε να μετρήσουμε την έντασή τους. Το ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι οι άνθρωποι συχνά κάνουμε το σφάλμα να ταυτίζουμε το κίνητρο με τη συμπεριφορά που απορρέει από αυτό. Για παράδειγμα, κοιτάζει κάποιος έξω από το παράθυρο και εμείς λέμε ότι το κάνει αυτό «από περιέργεια». Πώς όμως είμαστε σίγουροι ότι το άτομο αυτό είναι πραγματικά «περίεργο» και αυτός είναι ο λόγος που προκάλεσε τη συγκεκριμένη συμπεριφορά; Συχνά το επιχείρημα είναι κυκλικό, δηλαδή κοιτάζει από το παρά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 01ΑΓΠΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 23
θυρο γιατί είναι περίεργος και είναι περίεργος γιατί κοιτάζει από το παράθυρο. Στην πραγματικότητα, αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένα ανεξάρτητο μέσο μέτρησης της περιέργειας, το οποίο να μπορεί να διαφοροποιεί τους ανθρώπους ανάλογα με αυτό το χαρακτηριστικό (π.χ., ένα ερωτηματολόγιο ή ένα τεστ). Στη συνέχεια να ελεγχθεί αν τα άτομα που διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό επιδεικνύουν αυτή τη συμπεριφορά, το κοί- ταγμα έξω από το παράθυρο, περισσότερο απ’ ό,τι τα άτομα που δε διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό. Με τον τρόπο αυτό αποσυνδέεται η συμπεριφορά από την αιτία που υποτίθεται ότι την προκάλεσε.
Τρίτον, αν οι άνθρωποι διαφέρουν στα κίνητρά τους, αν υπάρχουν δηλαδή ατομικές διαφορές και πού οφείλονται αυτές. Το ερώτημα αυτό έχει να κάνει με την καθολικότητα των κινήτρων, αν δηλαδή υπάρχουν σε όλους τους ανθρώπόυς, ανεξάρτητα από προσωπικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Συναφές είναι το ερώτημα του βαθμού στον οποίο τα κίνητρα είναι γενετικά προσδιορισμένα ή επίκτητα. Η διαμάχη σχετικά με «τη φύση ή την ανατροφή» που συνεχώς επανέρχεται στην Ψυχολογία— και όχι μόνο σε αυτή, καθώς οι γενετικές έρευνες αποκαλύπουν τη γονι- διακή δράση σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ όση μπορούσαμε να φανταστούμε είκοσι χρόνια πριν— είναι πάντα επίκαιρη. Βέβαια ακραίες θέσεις που να υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά ελέγχεται κυρίως από τη φύση, όπως συμβαίνει με τα ένστικτα στα ζώα, ή από το περιβάλλον, όπως υποστήριζαν οι ακραιφνείς συμπεριφοριστές στην Ψυχολογία στο πρώτο μισό αυτού του αιώνα, δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές σήμερα. Είναι κοινή παραδοχή ότι αυτό που προσδιορίζει τις κινητήριες δυνάμεις είναι η αλληλεπίδραση ατόμου και περιστάσεων, η συγκυρία ατομικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών. Παρόλα αυτά, η συζήτηση του θέματος έχει νόημα, διότι το «άτομο» ανά πάσα στιγμή προσδιορίζεται από τη γενετική του ιστορία και τις επίκτητες εκτιμήσεις σχετικά με το τι έχει αξία στο δεδομένο περιβάλλον στο οποίο ζει και αναπτύσσεται. Κι αυτό που χρειάζεται η έρευνα είναι να προσδιορίσει τους παράγοντες εκείνους που δημιουργούν τις προδιαθέσεις στο άτομο (δηλαδή τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το άτομο μέχρι εκείνη τη στιγμή) και πώς αυτές αλληλεπιδρούν με τις δεδομένες εξωτερικές, περιβαλλοντικές συνθήκες της συγκεκριμένης στιγμής. Το περιβάλλον από μόνο του δεν αρκεί για να οδηγήσει σε σκόπιμη δράση. Αλληλεπιδρά με το άτομο, τις προδιαθέσεις του για αξίες, τις ικανότητές του καθώς και τα πρόσφορα μέσα τα οποία προσδιορίζουν την πιθανότητα επίτευξης του σκοπού του. Το κίνητρο δεν είναι τίποτε άλλο από έναν προσανατολισμό προς ένα συγκεκριμένο στόχο, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο άτομο (Ηβ(Μΐ3ΐΐ5βη, 1991).
24 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Τέταρτον, ποιος είναι ο μηχανισμός μέσα από τον οποίο διαμορφώνονται τα κίνητρα και μέσα από τον οποίο επηρεάζουν την τελική συμπεριφορά (Ατίίβδ & ΟειτδΚβ, 1977). Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα ενδιαφέρεται να κατανοήσει ποιες είναι οι πηγές των κινητήριων δυνάμεων, πώς διαμορφώνονται οι στόχοι και οι επιθυμίες των ατόμων, και πώς αυτές συνδέονται με ορισμέντκδράση και όχι άλλη. Βεβαίως, η οργάνωση της δράσης —δηλαδή ποιες ενέργειες και με ποια σειρά θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη ενός στόχου— είναι δικαιοδοσία του γνωστικού πεδίου. Τα κίνητρα όμως είναι αυτά που μέσω της πρόθεσης προσφέρουν το βάρος που απαι- τείται για την επιλογή μιας δράσης έναντι άλλων εναλλακτικών, είναι αυτά που διευρύνουν ή περιορίζουν τη δράση, που δίνουν εντολή έναρξης και περαίωσής της, που συντονίζουν και σχηματοποιούν τις γνωστικές και κινητικές λειτουργίες που θα εμπλακούν σε μια δράση (ΗβοΚΗβαδβη, 1991). Τα κίνητρα δεν εξηγούν πώς λειτουργεί το γνωστικό σύστημα αλλά για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται με τον τρόπο που χρησιμοποιείται. Η κατανόηση του μηχανισμού των κινήτρων είναι αναγκαία προκειμένου να μπορούν να μετρηθούν οι επιδράσεις τους στη συμπεριφορά και να είναι δυνατή η ακριβής πρόβλεψη για τις επιπτώσεις τους όταν είναι παρόντα.
Πέμπτον, αν τα κίνητρα μπορούν να αλλάξουν και να διδαχτούν νέα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι συνάρτηση των απαντήσεων που θα δοθούν στα δύο προηγούμενα ερωτήματα. Εφόσον γνωρίζουμε αν τα κίνητρα είναι επίκτητα ή όχι, υπό ποιες συνθήκες εκδηλώνονται και μέσα από ποιο μηχανισμό επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τότε μπορούμε να «δημιουργήσουμε» συνθήκες τέτοιες ώστε χο άτομο να αποκτήσει τάσεις που δε διαθέτει ή να μεταβάλει τάσεις που διαθέτει. Μια τέτοια προσδοκία φαίνεται να ενυπάρχει στα λεγάμενα των ανθρώπων όταν ζητούν από φορείς εξουσίας ή εκπαιδευτικούς «να δημιουργήσουν κίνητρα» ώστε ο κόσμος ή συγκεκριμένα άτομα να αλλάξουν την τρέχουσα συμπεριφορά του προς μια άλλη επιθυμητή. Μια τέτοια προοπτική είναι αρκετά αισιόδοξη αλλά συχνά προσκρούει σε δυσκολίες μπροστά σε ισχυρά διαμορφωμένες τάσεις του ατόμου που αντιστέκονται σε παρεμβάσεις. Στην πραγματικότητα, η επιδίωξη της παρέμβασης και αλλαγής των κινήτρων, προτού εφαρμοστεί για πρακτικούς σκοπούς, είναι ένα μέσο που διαθέτουν οι ερευνητές προκειμένου ακριβώς να απανιήσουν ερωτήματα σχετικά με τις πηγές των κινήτρων, αν δηλαδή είναι περιβαλλοντικές ή γενετικές. Οι πρώτες επιδέχονται εξωτερικό χειρισμό, οι δεύτερες όχι. Αν όμως μπορούν να διδαχτούν, με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, με ποια αποτελεσματικότητα και με ποια διάρκεια είναι θέμα πολύ πιο σύνθετο, γιατί τα κίνητρα είναι δυναμικές καταστάσεις που αλλάζουν με την αλλαγή των καταστάσεων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 01ΑΓΠΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 25
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι τα κίνητρα είναι μια σφαιρική έννοια, η οποία αγκαλιάζει μια ποικιλία διεργασιών και αποτελεσμάτων, το κοινό στοιχείο των οποίων είναι ότι προσφέρουν το αναγκαίο ενεργειακό δυναμικό, την τάση η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να κατευθυνθεί η συμπεριφορά προς συγκεκριμένα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Τα θέματα που άπτονται της μελέτης των κινήτρων αφορούν την προέλευση και διαμόρφωση των στόχων, την αναγκαιότητα ή μη της ύπαρξης στόχων σε κάθε εκδήλωση της συμπεριφοράς, το μηχανισμό που ελέγχει την έναρξη και ολοκλήρωση μιας δράσης που κατευθύνεται προς ορισμένο στόχο, την αλλαγή ή σταθερότητα των στόχων, τις συγκρούσεις ανάμεσα σε στόχους και τη λύση τους, τους τρόπους παρέμβασης στη δημιουργία και εκτέλεση της δράσης, τις ατομικές διαφορές στη δράση και την προέλευσή τους.
Πέρα όμως από αυτή τη γενική σημασία του όρου κίνητρα, υπάρχει και η ειδική σημασία που έχουν τα συγκεκριμένα κίνητρα κάθε φορά, όπως για παράδειγμα το κίνητρο επίτευξης, το άγχος, ορμή, κ.ο.κ. Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες κάθε φορά διεργασίες, που εκκινούν από ορισμένου τύπου καταστάσεις και εμπεριέχουν προσδοκίες για συγκεκριμένα αποτελέσματα μέσω ενεργειών που έχουν πιθανότητα να επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα στις δεδομένες συνθήκες.
Όταν το κίνητρο θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει στόχους δράσης, οι οποίοι απορρέουν από διαρκείς και σχετικά σταθερές προδιαθέσεις αξιών, τότε αναφερόμαστε σε «υψηλότερα κίνητρα», δηλαδή σε κίνητρα που δεν έχουν να κάνουν με τις βιολογικές και φυσιολογικές ανάγκες του οργανισμού. Οι προδιαθέσεις προς ορισμένες αξίες δε θεωρούνται εγγενείς αλλά προϊόντα κοινωνικοποίησης του ατόμου κατά την ανάπτυξή του. Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ότι το κάθε κίνητρο δε συνδέεται με ένα μόνο στόχο αλλά με ένα σύνολο σχετικών μεταξύ τους στόχων, οι οποίοι μοιράζονται την ίδια αξία. Αν, για παράδειγμα, επιδιώκει κάποιος την τελειότητα σπς ενέργειές του, τότε μπορεί να το επιδιώκει αυτό στα πλαίσια της καθημερινής του ζωής (τέλεια καθαριότητητα στο σπίτι), στο επάγγελμα (τέλεια αποτελέσματα) ή σε άλλες δραστηριότητες (τέλειες επιδόσεις στον αθλητισμό). Επίσης, τα κίνητρο συνδέεται και μπορεί να ενεργοποιήσει μια σειρά ενεργειών που μπορούν να οδηγήσουν στον επιδιωκόμενο στόχο. Παραδείγματος χάρη, οι τέλειες επιδόσεις μπορούν να είναι απόρροια σκληρής δουλειάς σε ένα τομέα ή στρατηγικής επλογής ενεργειών που επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς όμως εξαντλητική ενασχόληση με το αντικείμενο, ή χρήσης μη νόμιμων μέσων για την επίτευξη του στόχου. Η επιλογή της συγκεκριμένης κάθε φορά ενέργειας ή δράσης είναι συνάρτηση προσωπικών και περιστασιακών παραγόντων, η συ-
26 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
νεκτίμηση ίων οποίων θα προσδιορίσει την τελική επιλογή (ΗβοΚΗβυδβη, 1991).
Υπάρχει, όπως είναι φυσικό, ποικιλία και δυνητικά απεριόριστος αριθμός κινήτρων. Συνήθως όμως τα κίνητρα ομαδοποιουνται με αναφορά στις χαρακτηριστικές καταστάσεις-στόχους που οι άνθρωποι επιδιώκουν να αποκτήσουν ή να αποφύγουν Γι’ αυτό, άλλωστε, μιλούμε για σύνολα στόχων που εξυπηρετούνται από το ίδιο κίνητρο. Έτσι καταλήγουμε σε διάφορες ταξινομήσεις κινήτρων ανάλογα με το περιεχόμενό τους, δηλαδή τον κυρίαρχο στόχο τους. Οι ιεραρχήσεις των κινήτρων είναι δυνατό να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων αλλά και στο ίδιο το άτομο σε διάφορες φάσεις της ζωής του. Επίσης, οι εναλλακτικοί στόχοι του ίδιου Βασικού κινήτρου μπορούν να διευρύνονται (π.χ., να επιδιώκει κανείς το άριστο σε κάθε έκφανση της ζωής του) ή να περιορίζονται (π.χ., να επιδιώκει κανείς την τελειότητα στη δουλειά μόνο και όχι σπς άλλες εκδηλώσεις του) ή να ιεραρχούνται ως προς τη σημασία τους.
Κατά συνέπεια, τα ποικίλα συγκεκριμένα κίνητρα, τα οποία ορίζονται ως «πεδία στόχων», δεν είναι τίποτε άλλο από υποθετικές κατασκευές, η ύπαρξη των οποίων πρέπει να αποδεικνύεται εμπειρικά, μέσα από έρευνα, η οποία να προσδιορίζει ποιοι στόχοι θεωρούνται ισοδύναμοι από το άτομο, ποια η διάρκειά τους, και κατά πόσο οι ισοδύναμοι για το άτομο στόχοι συνιστούν πεδία στόχων κοινά για όλους τους ανθρώπους.
Μέθοδοι μελέτης των κινήτρων
Υπάρχουν δύο μεγάλες παραδόσεις στη μελέτη των κινήτρων. Η πειραματική και η μη πειραματική ή κλινική παράδοση. Η πρώτη επιδιώκει να προσδιορίσει με αντικειμενικό και αξιόπιστο τρόπο ποιοι είναι οι προσδιο- ριστές της συμπεριφοράς και ποιες μαθηματικές σχέσεις υπάρχουν μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και της συμπεριφοράς. Η μέθοδος αυτή είναι η πρωταρχική επιλογή των ερευνητών που επιδιώκουν την κατανόηση των νόμων που διέπουν τα κίνητρα σε ζώα και ανθρώπους αλλά και αυτών που στοχεύουν στην κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Σήμερα αποτελεί ουσιαστικά το μόνο τρόπο μελέτης των κινήτρων, μια και υπάρχουν αρκετά προχωρημένες πειραματικές τεχνικές, οι οποίες επιτρέπουν το σχεδιασμό σύνθετων καταστάσεων και τη συναγωγή συμπερασμάτων για τις δυνατές αλληλεπιδράσεις των παραγόντων που εμπλέκονται σε αυτές.
Βεβαίως, όταν μελετά κανείς συμπεριφορά ζώων, δεν μπορεί να μετρή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 01 ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 27
σει «προθέσεις» ή εσωτερικά κίνητρα, μια και τα ζώα δεν μπορούν να μας εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους εκδηλώνουν ορισμένη συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή η προσοχή των ερευνητών στρέφεται κυρίως στο χειρισμό των εξωτερικών καταστάσεων (μεταβλητών) που είναι πιθανό ότι συνδέονται με ή προκαλούν μια δεδομένη συμπεριφορά. Οι λόγοι που ωθούν το ζώο σε αντίδραση είναι είτε εμφανείς εξωτερικοί ερεθισμοί (π.χ., το είδος της τροφής) είτε τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του (π.χ., ευχαρίστηση ή πόνος).
Το ίδιο ισχύει και για τον άνθρωπο, μόνο που σε αυτόν έχουμε την πρόσθετη δυνατότητα των λεκτικών αναφορών, τις προσωπικές δηλαδή εξηγήσεις ή ερμηνείες της συμπεριφοράς. Οι εξηγήσεις αυτές είναι ιδιαιτέρως αναγκαίες όταν δεν υπάρχουν εμφανείς εξωτερικοί λόγοι, επαρκείς για να αιτιολογήσουν μια δράση. Οι προσωπικές εξηγήσεις ή περιγραφές των καταστάσεων είναι χρήσιμες όταν θέλουμε να αναπαραστήσουμε την υποκειμενική αντίληψη των εξωτερικών καταστάσεων ή συμβάντων, τη βαρύτητα που αποδίδει το άτομο στους διάφορους παράγοντες που εμπλέκονται σε μια κατάσταση, την υποκειμενική εκτίμηση της πιθανότητας να συμ- βούν ή να επιτευχθούν διάφορα αποτελέσματα, τα πεδία των ισοδύναμων για το άτομο στόχων, καθώς και το ρεπερτόριο των συμπεριφορών που το άτομο διαθέτει ή θεωρεί σχετικές με την επίτευξη των στόχων του.* Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι η έρευνα δεν αρκείται μόνο σε
αυτά που το άτομο λέγει, διότι ο μηχανισμός σχηματισμού της υποκειμενικής εμπειρίας είναι κάτι το οποίο δεν είναι ακόμη πλήρως γνωστό. Είναι ένα από τα ζητούμενα της έρευνας, η οποία αποσκοπεί στην αποκωδικοποίηση των τρόπων με τους οποίους διαμορφώνονται τα κίνητρα και η δράση. Για το λόγο αυτό συνήθως υπάρχει παράλληλη καταγραφή και μέτρηση των αντικειμενικών συνθηκών και δεδομένων, έτσι που να είναι δυνατό να ανιχνευθούν τόσο οι επιδράσεις των πραγματικών δεδομένων όσο και των υποκειμενικών. Για παράδειγμα, θέλει να μελετήσει κάποιος αν η δυσκολία ενός προβλήματος επηρεάζει το φόβο αποτυχίας που αισθάνεται ένα άτομο και αν αυτό στη συνέχεια θα έχει επίπτωση στην επίδοση του ατόμου κατά τη λύση του προβλήματος αυτού. Για να κάνουμε μια τέτοια έρευνα χρειάζεται να κατασκευάσουμε δύο τουλάχιστον προβλήματα, ένα εύκολο και ένα δύσκολο σύμφωνα με ορισμένο κριτήριο, και κατά τη λύση των προβλημάτων να ζητήσουμε την υποκειμενική εκτίμηση των ατόμων ως ίϊρος τη δυσκολία των προβλημάτων, μια και η προηγούμενη εμπειρία ή οι ικανότητες των ατόμων μπορούν να τα διαφοροποιούν ως προς την ευκολία με την οποία χειρίζονται τα προβλήματα αυτά. Έτσι, ένα δύσκολο για τον ερευνητή πρόβλημα, στην πραγματικότητα μπορεί να μην είναι το ίδιο
28 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
δύσκολο για όλα ία υποκείμενα της έρευνας. Χρειάζεται επίσης να έχουμε μια κλίμακα μέτρησης του φό6ου αποτυχίας, έτσι που να μπορούμε να συσχετίσουμε την υποκειμενική δυσκολία με το φό6ο αποτυχίας, και αυτών των δύο με την επίδοση. Ένα τέτοιο πειραματικό σχέδιο επιτρέπει τη σύγκριση των επιδράσεων τόσο της αντικειμενικής όσο και της υποκειμενικής δυσκολίας, μια και οι συγκρίσεις μας μπορούν να γίνουν με βάση τον αντικειμενικό διαχωρισμό των έργων όσο και τον υποκειμενικό.
Η μη πειραματική παράδοση επίσης προσπαθεί να περιγράφει τους παράγοντες που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά, μόνο που ο τρόπος συναγωγής τους και η επικαλούμενη σχέση με τη συμπεριφορά είναι θεωρητικές κατασκευές, που συχνά δεν μπορούν να υπαχθούν σε έλεγχο. Η αφετηρία τους είναι τις περισσότερες φορές η παρατήρηση της παθολογικής συμπεριφοράς, για την οποία δίνεται ορισμένη ερμηνεία. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να αφορά βιολογικές ορμές ή άλλες πνευματικές επιδιώξεις ή τάσεις του ατόμου. Η ερμηνεία που επιλέγει κανείς μπορεί να απορρέει από κάποια φιλοσοφική, ακόμη και θεολογική, κοσμοθεωρία σχετικά με την ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο και τους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί. Έτσι, οι θεωρίες αυτές μιλούν για ασυνείδητες ορμές ή τάσεις που καταδυ- ναστεύουν το άτομο, όπως το ερωτικό ένστικτο ή η επιθετικότητα (Ρτευά), ή για ανώτερες τάσεις προς την αυτοολοκλήρωση (να εκδηλώσει κανείς όλο το δυναμικό του) (Κθ9βΓ5 και Μβδίονν) και προς την επίτευξη του αγαθού (να κάνει καλό, να βοηθήσει, κ.ο.κ) (υπαρξιακοί φιλόσοφοι, ^ερβΓδ). Στη συνέχεια οι ερευνητές συγκεντρώνουν πολλές κλινικές, ιστορικές, λογοτεχνικές, και πειραματικές μαρτυρίες, οι οποίες τείνουν να επιβεβαιώνουν τη θεωρία και τις ερμηνείες που απορρέουν από αυτήν.
Οι προσεγγίσεις αυτές δεν πληρούν τους όρους της επιστημονικής αλήθειας, μια και δε διατυπώνονται με τρόπο που να επιτρέπει έλεγχο των προκειμένων τους και διάψευση. Η χρησιμότητά τους όμως είναι ότι συζητούν φαινόμενα που συχνά αγνοούνται από την τρέχουσα έρευνα, η οποία περιορίζεται από τα πρόσφορα κάθε φορά ερευνητικά εργαλεία και υποθέσεις. Για παράδειγμα, η πειραματική μελέτη των κινήτρων από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τη δεκαετία του 1960 ουσιαστικά αγνοούσε ή απέφευγε να αντιμετωπίσει την επίδραση που μπορούν να έχουν στη συμπεριφορά οι ιδέες που έχουν τα άτομα για μια κατάσταση. Έτσι, οι μη εμπειρικές θεωρητικές κατασκευές με τις ενοράσεις τους εμπλουτίζουν το πεδίο των δυνατών κινήτρων της συμπεριφοράς και ανοίγουν δρόμους για νέα έρευνα. Οι μη πειραματικές προσεγγίσεις δίνουν, επίσης, πιο ολιστικές ερμηνείες, συνδέοντας μεταξύ τους φαινόμενα που συχνά φαίνονται άσχετα μεταξύ τους (π.χ. η νεύρωση, τα όνειρα, και η καλλιτεχνική δημιουργία στη θεω
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 01 ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 29
ρία του ΡΓβικΙ). Με τον τρόπο αυτό προσφέρουν μίαν ενιαία θεώρηση του ανθρώπου στην αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον και όχι κατακερματισμένη και διάσπαρτη εικόνα που αφορά επιμέρους απόψεις του ατόμου σε επιμέρους καταστάσεις. Ο κίνδυνος βεβαίως αυτών των θεωρητικών συλλήψεων είναι να υπεργενικεύει κανείς και να χάνει την κατανόηση των ειδικών μηχανισμών που λειτουργούν και παράγουν τη δεδομένη αντίδραση στην ειδική περίσταση.
Ιστορική αναδρομή
Ιστορικά, το ερώτημα για τις αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης το πρωτοέθεσαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Το ερώτημα αυτό επανήλθε επανειλημμένα στην πάροδο των αιώνων και συνδέθηκε με το γενικότερο πρόβλημα της αιτιοκρατίας και ελευθερίας της βούλησης. Από την αρχαιότητα είχε γίνει η διάκριση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Η ψυχή θεωρούνταν ότι αποτελείται από τρία συστατικά: το λόγο (γνώση), το θυμό (συναίσθημα) και τη βούληση. Τα κίνητρα έχουν να κάνουν με το θυμικό μέρος. Το ερώτημα ήταν και είναι πώς τα τρία αυτά συστατικά της αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και με το σώμα και προσδιορίζουν τη συμπεριφορά.
Ο πρώτος που μίλησε γι’ αυτό το θέμα ήταν ο Πλάτων. Ο Πλάτων πίστευε ότι το σώμα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την ψυχή. Η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από τα πάθη ή τη γνώση. Τα πάθη είναι σωματικά και είναι κοινά σε ζώα και ανθρώπους. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει μοναδικά την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η γνώση δια της χρήσης του λόγου. Η γνώση είναι εκείνη που ενώνει τον άνθρωπο με το θείο, το αγαθό και το ωραίο. Η γνώση είναι η εσωτερική κατάσταση που δείχνει στο άτομο ποιο είναι το αγαθό, ποια είναι η τελική κατάσταση στην οποία τείνει η ανθρώπινη ύπάρξη. Ο Αριστοτέλης, στη συνέχεια, θεωρούσε ότι ο κύριος στόχος της ζωής είναι η ευτυχία, η οποία πετυχαίνεται μέσω της σοφίας. Η σοφία είναι αυτή που προσδίδει νόημα στην ελεύθερη βούληση, τη δυνατότητα επιλογής δηλαδή του ορθού. Ο ίδιος δυϊσμός ψυχής σώματος ανευρίσκεται και στη χριστιανική θρησκεία και στις νεώτερες φιλοσοφικές αντιαιτιοκρατικές θεωρίες που υποστηρίζουν την αυταρχία στην ανθρώπινη δράση. Ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιο ον, ανεξάρτητο και ελεύθερο στις εκδηλώσεις και πράξεις του, οι οποίες εξαρτώνται μόνο από την ελεύθερη βούλησή του. Η ελευθερία της βούλησης είναι έμφυτο χαρακτηριστικό και στηρίζεται στη διάκριση του αγαθού-κακού (Εν3η$, 1975). Το χα-
30 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ρακτηρισπκό όλων των θεωριών αυτών είναι ο δυϊσμός σώματος πνεύματος, η υπεροχή του λόγου έναντι του συναισθήματος, και η καθοδήγηση της βούλησης από το λογικό.
Αντίθετες ήταν οι θεωρίες που υποστήριζαν ότι η ηδονή είναι ο μοναδικός στόχος της ζωής του ανθρώπου. Ο Επίκουρος ήταν ο κύριος εκπρόσωπος των ηδονιστικών απόψεων, οι οποίες τονίζουν τη σημασία της ευχαρίστησης (και του πόνου) στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η επιδίωξη της ηδονής ωστόσο δε σήμαινε και κατάργηση της ελεύθερης βούλησης. Αυτές τις αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς δέχονταν και οι Εμπειρικοί φιλόσοφοι του 18ου αιώνα, οι οποίοι όμως αφαίρεσαν τελείως από την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς τη βούληση. Θεωρίες αυτού του τύπου δεν αναφέρονται σε μεταφυσικές αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως το αγαθό, αλλά σε αιτίες άμεσα συνδεδεμένες με τη δράση και τα αποτελέσματά της. Για το λόγο αυτό, το ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης δεν υπάρχει, μια και οι εκδηλώσεις και πράξεις των ανθρώπων, ακόμη και τα πνευματικά δημιουργήματά τους, είναι προϊόντα της αιτιότητας που διέπει το φυσικό και κοινωνικό κόσμο.
Στην Ψυχολογία, το θέμα των κινήτρων της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ελευθερίας της βούλησης τέθηκε μόνο σποραδικά και αποσπασματικά κατά τα πρώτα χρόνια της απόσπασής της από τη Φιλοσοφία. Δεν α- ποτελούσε προτεραιότητα για τον Μιιηάί και τους συνεργάτες του, και μόνο από τη Σχολή του \Μϊγζ6ιιγ9 υπήρξαν άτομα που προσπάθησαν με εμπειρικούς τρόπους να προσεγγίσουν τα θέματα αυτά. Ο ΑοΗ (1910) και οι ΜίοΗοίίβ & Ρηΐιτη (1910) είναι οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με το θέμα της βούλησης. Αλλες πρώιμες προσεγγίσεις σιο θέμα των κινήτρων, των επιθυμιών, και της βούλησης εντοπίζονται σε έργα των λειτουργιστών, όπως ο Οβ\νβν/ (1886), και στον \λ/. ^ηιβ$ (1890). Ο Μοϋοαδειίΐ στο βιβλίο του Ιηίτοάυοίίοη ίο δοοίβΐ ΡδνοΗο1θ9ν (1908) ήταν από τους πρώτους που έθεσε το θέμα των ενστίκτων στον άνθρωπο, ανάγοντας με τον τρόπο αυτό την ανθρώπινη δράση σε βιολογικούς παράγοντες, όπως και ο Ρτβυά (1915). Ο ΜοϋοαδβΗ όμως δεν περιοριζόταν στο σεξ και την επιθετικότητα ως κυρίαρχες ενστικτώδεις ορμές. Θεωρούσε ότι υπάρχουν στον άνθρωπο πολλά ένστικτα, τα οποία δεν είναι τόσο άκαμπτα όσο στα κατώτερα ζώα. Ο ΜοΟοιΐ99ΐ1 θεωρούσε τα ένστικτα ως «εγγενείς ψυχοφυσικές προδιαθέσεις, οι οποίες κάνουν αυτόν που τις έχει να ανπληφθεί και να προσέξει ορισμένου τύπου αντικείμενα, να έχει την εμπειρία μιας συναισθηματικής διέγερσης καθώς αντιλαμβάνεται ένα τέτοιο αντικείμενο, και να δρα σε σχέση προς αυτό με έναν ειδικό τρόπο ή, τουλάχιστον, να έχει την εμπειρία μιας ορμής προς τέτοια δράση (1908. Στο βιβλίο των Βίηάτδ & δίβΜ/οτί,
ΕΙΣΑΓΩΓΉ: ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 31
1971, σ. 18)». Όμως ένας τέτοιος ορισμός των κινήτρων είναι πολύ ασαφής και πολύ λίγο βοηθά στην κατανόηση του φαινομένου των κινήτρων. Επιπλέον ανοίγει το δρόμο για να υποστηρίξει κανείς την ύπαρξη κάθε είδους ενστίκτων, τα οποία να εξηγούν ειδικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό γρήγορα οι απόψεις του δέχτηκαν την κριτική του Ά^ίδοη και έδωσαν λαβή στη μεγάλη διαμάχη για τα κίνητρα στη δεκαετία του 1920. Οι ακρότητες στη χρήση του όρου ενστίκτου έκαναν ώστε οι απόψεις του να εγκαταλει- φθούν την επόμενη δεκαετία. Επιδράσεις του ΜοΟοι^ βΙΙ ωστόσο μπορεί να διακρίνει κανείς τόσο σπς θεωρίες προσωπικότητας, που μιλούν για τις προδιαθέσεις ως προσδιοριστές της συμπεριφοράς, και στην Ηθολογία, τον κατ’ εξοχήν κλάδο μελέτης των ενστίκτων. Ο ορισμός των ενστίκτων από τους ηθολόγους όμως είναι πολύ πιο αυστηρός και περιορισμένος, όπως θα δούμε στο σχετικό κεφάλαιο.
Η έρευνα των κινήτρων, ως ιδιαίτερου ψυχολογικού φαινομένου, διαδόθηκε κατά τη δεκαετία του 1930, όταν άρχισαν να δημοσιεύονται βιβλία όπως του Ττοίειηά (1928) με τίτλο ΤΗβ ίυηάείΓηβηίειΙδ οί Ηυηηειη πιοίίνειίίοη, όπου κυριαρχούσε η φυσιολογική ερμηνεία για το ρόλο της ευχαρίστησης και του πόνου στην ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς και έργα όπως του Τοίπιειη (1932) ΡυΓροδίνβ ββΗβνίοΓ ίη βηΐπιείΐδ ειηά ηηβη και του Υουης (1936) Μοίίνειίίοη οί ββΗδνίοΓ για τη λειτουργία των κινήτρων στα ζώα και στον άνθρωπο. Παρά τη γενίκευση της έρευνας στα κίνητρα, ωστόσο, η ερμηνεία της παθολογικής συμπεριφοράς μέχρι και τη δεκαετία του 1950 κυριαρχούνταν από τη θεωρία του ΡΓβυά και των άλλων ψυχαναλυτών. Κι αυτό γιατί η ερμηνεία της ολότητας της συμπεριφοράς δεν μπορούσε να α- ναχθεί σε στοιχειώδεις φυσιολογικές λειτουργίες ή σε μονάδες Ε-Α, που αποτελούσαν το κυρίαρχο ερμηνευτικό πλαίσιο μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης όλα αυτά τα χρόνια δεν ετίθετο, γιατί η κυρίαρχη αντίληψη ήταν αυστηρά ντετερμινισηκή, δηλαδή θεωρούσε ότι για κάθε συμπεριφορά υπάρχει μια αιτία, και μάλιστα οι αιτίες είναι βιολογικές ή καθαρά περιβαλλοντικές. Επομένως, φυσικοί παράγοντες ελέγχουν πλήρως την ανθρώπινη δράση και δεν υπάρχουν περιθώρια επιλογής για τον άνθρωπο. Αυτό το πνεύμα είχε σαν αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί η έρερνα στα κίνητρα αλλά όχι στο θέμα της βούλησης. Η βούληση ουσιαστικά έγινε μέρος των κινήτρων.
Από τη δεκαετία του 1960 και εξής, με την καθιέρωση της Γνωστικής Ψυχολογίας, τα θεωρητικά πρότυπα που αναπτύχθηκαν για την ερμηνεία των κινήτρων συμπεριλαμβάνουν τη γνώση και γνωστικές διαδικασίες ως αναπόσπαστα κομμάτια του μηχανισμού των κινήτρων. Το κίνητρο επίτευξης, οι γνωστικές συγκρούσεις και η αλλαγή στάσεων, οι αιτιολογικοί
32 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
προσδιορισμοί, είναι θέματα που μεταφέρουν την έμφαση από τα βιολογικά και περιβαλλοντικά —εξωτερικά— κίνητρα, στα εσωτερικά κίνητρα, που μπορεί να είναι συναισθήματα αλλά και ιδέες με δύναμη κινήτρου. Παρά την αλλαγή στην αντιμετώπιση των κινήτρων, παράλληλη στροφή προς τη μελέτη της βούλησης δεν έγινε μέχρι και τη δεκαετία του 1980. Χρειάστηκε να γίνουν ευρύτερες αλλαγές στην αντίληψη της συμπεριφοράς, και να πε- ράσουμε από τη συμπεριφορά ως αντίδραση στη συμπεριφορά ως δράση, προκειμένου να σηματοδοτηθεί η ανάγκη για μια ολοκληρωμένη θέαση της γνώσης, θυμικού και βούλησης. Η βούληση επανήλθε στην επικαιρό- τητα με τον ιΐυΐίιΐδ ΚυΗΙ (1983), ο οποίος βρήκε ατομικές διαφορές στην ικανότητα που έχουν οι άνθρωποι να προστατεύουν μια πρόθεση που υλοποιείται από παρεμβολές ανταγωνιστικών προθέσεων ή από εμμονή σε σκέψεις για προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες. Ο ΚυΗΙ εισήγαγε την έννοια του «ελέγχου της δράσης», που δεν είναι τίποτε άλλο από βουλητικές διεργασίες που προορισμό έχουν τη διασφάλιση της ολοκλήρωσης της δράσης.
Το σχέδιο του βιβλίου
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιαστούν συνοπτικά διάφορες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για τα κίνητρα, μια και δεν υπάρχει μια μόνο ενιαία θεώρηση του θέματος. Η οργάνωσή τους θα είναι με βάση τον ευρύτερο προσανατολισμό τους, δηλαδή αν είναι βιολογικού τύπου, συνειρ- μικού-συμπερκρορικού, ή γνωστικού. Η σειρά αυτή παρουσίασης ακολουθεί την ιστορική πορεία στην έρευνα των κινήτρων αλλά δε σημαίνει ότι σύγχρονες ερευνητικές προσπάθειες σε κάποιον ιστορικά πρότερο τομέα δε θα συμπεριληφθούν. Κι αυτό γιατί το βιβλίο αυτό δεν είναι μια ιστορική καταγραφή των απόψεων που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα κατά χρονολογική σειρά. Είναι μια προσπάθεια να δοθεί όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένα η εικόνα της δράσης των διάφορων κινήτρων και του μηχανισμού που τα ελέγχει, έτσι που να γίνει φανερή η συνθετότητά τους.
Οι απόψεις που θα παρουσιαστούν μπορεί να είναι προϊόντα κλινικής ή πειραματικής μεθοδολογίας. Ο λόγος είναι ότι οι διάφοροι θεωρητικοί περιγράφουν διαφορετικά φαινόμενα και συμπεριφορές και επεξεργάζονται τα δεδομένα τους με διαφορετικά μέσα. Θα γίνει, επίσης, αναφορά σε κίνητρα ως χαρακτηριστικά προσωπικότητας και σε κίνητρα που είναι συνάρτηση της κατάστασης. Αλλά και οι συνέπειες και οι εφαρμογές των διάφορων θεωριών θα επισημανθούν, μια και το πρόβλημα της παρέμβασης και
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ 33
αλλαγής των κινήτρων των ατόμων είναι κρίσιμο τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Τέλος, θα γίνει σύντομη αναφορά στην ανερχόμενη έρευνα της βούλησης, προκειμένου να γίνουν φανερές οι μελλοντικές προοπτικές στη μελέτη της ανθρώπινης δράσης. Σε συνάφεια προς τη βούληση θα γίνει αναφορά στις απόψεις για τον εαυτό και το ρόλο του στον έλεγχο της συμπεριφοράς, μια και οι ιδέες που έχει κανείς για τον εαυτό του συχνά είναι κρίσιμες για τις επιλογές των στόχων και την εκτέλεση της δράσης.
Στο κείμενο αυτό, για λόγους περιορισμένου χώρου, δε συμπεριλαμβά- νονται οι θεωρίες για την προσωπικότητα και ο ρόλος της προσωπικότητας στη δημιουργία κινήτρου. Δε συμπεριλαμβάνονται, επίσης, οι θεωρίες για τα συναισθήματα, τα οποία παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Ορισμένα στοιχεία για την αλληλεπίδραση γνώσης και συναισθημάτων αναφέρονται στα σχετικά κεφάλαια, αλλά αυτό απέχει από το να είναι μια πλήρης παρουσίαση των δεδομένων στον τομέα αυτό. Η σπουδαιότητα που αποκτούν τα συναισθήματα στην τρέχουσα ψυχολογική σκέψη θα δικαιολογούσε μίαν αναλυτική παρουσίασή τους στο μέλλον. Το αντικείμενο εδώ είναι οι περιοχές του θυμικού που δεν παίρνουν τη μορφή συναισθήματος αλλά λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις της συμπεριφοράς. Στο κείμενο αυτό μένουμε στα κίνητρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Βιολογική και φυσιολογική βάση των κινήτρων
Η συγκριτική μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων συχνά τονίζει τις διαφορές μεταξύ των ειδών. Αυτό που είναι εντυπωσιακό όμως δεν είναι οι διαφορές αλλά οι ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ τους. Οι ομοιότητες που οδήγησαν το ΔαρΒίνο στη διατύπωση της θεωρίας του και που τονίζουν τη συνέχεια του φαινομένου της ζωής στην εξελικτική κλίμακα. Έτσι, ακόμη και στον άνθρωπο είναι δυνατό να διακρίνει κανείς μη μαθημένους τύπους συμπεριφοράς, ακολουθίες ενεργειών που εκτυλίσσονται μόνες τους σε απάντηση εξωτερικών ερεθισμών. Οι συμπεριφορές αυτές ονομάζονται σύνθετα αντανακλαστικά, και αναγνωρίζονται σε κινητικές αντιδράσεις όπως το Βάδισμα ή οι κινήσεις κατάποσης, στα αισθησιοκινητι- κά σχήματα του νεογέννητου, και σε άλλες συμπεριφορές που υπόκεινται στον έλεγχο της ωρίμανσης. Οι αντίστοιχες μη μαθημένες συμπεριφορές στα ζώα ονομάζονται ένστικτα. Βεβαίως στον άνθρωπο μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι υπάρχουν και άλλες πολύ πιο σύνθετες ακολουθίες συμπεριφορών που συχνά εκτυλίσσονται μόνες τους και μοιάζουν με σύνθετα αντανακλαστικά. Παράδειγμα, η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού χωρίς παρτιτούρα, το τραγούδι και η ταυτόχρονη χορευτική απόδοση, το οδήγημα αυτοκινήτου, κ.ο.κ. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μαθημένες, και στη συνέχεια αυτοματοποιημένες, ακολουθίες ενεργειών που δεν μπορούν να θεωρηθούν ενστικτώδεις (βλ. Α. Κωσιαρίδου-Ευκλείδη, 1992).
Συχνά, λοιπόν, διακρίνει κανείς στα ζώα ενέργειες που φαίνονται σκόπιμες, αλλά στην πραγματικότητα ελέγχονται από κληρονομικούς παράγοντες. Πρόκειται για τυποποιημένες αντιδράσεις, χαρακτηριστικές του είδους του ζώου, οι οποίες εκδηλώνονται κάτω από ορισμένες συνθήκες ακόμη και χωρίς προηγούμενη μάθηση. Οι συμπεριφορές αυτές συνδέονται με φυσιολογικές ανάγκες του οργανισμού, δηλαδή ανάγκες που αφορούν τη διατήρηση του οργανισμού, αλλά και ανάγκες διατήρησης του είδους. Για το λόγο αυτό οι συμπεριφορές αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως ενδεικτικές εγγενών φυσιολογικών ή βιολογικών κινήτρων.
Ειδικότερα, οι συμπεριφορές που συνδέονται με ανάγκες διατήρησης
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 35
του ατόμου και του είδους ονομάζονται ένστικτα. Οι ενστικτώδεις συμπεριφορές είναι κληρονομικά προσδιορισμένες και εξυπηρετούν την αναπαραγωγή και επιβίωση του οργανισμού στο σύνθετο εξωτερικό περιβάλλον. Στον άνθρωπο είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πολλές στερεότυπες και προκαθορισμένες μορφές δράσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφεύγεται ο όρος ένστικτο. Αντ’ αυτού χρησιμοποιούνται οι έννοιες «ορμή», «ανάγκη», «εσωτερικά κίνητρα», κ.α. Μόνο σε δύο θεωρητικές κατευθύνσεις η έννοια του ενστίκτου διατηρεί πρωτεύουσα θέση: Πρώτον, στην Ηθολογία, δηλαδή τον κλάδο της επιστήμης που μελετά τη συμπεριφορά των ζώων στο φυσικό τους περιβάλλον. Δεύτερον, στην ψυχαναλυτική θεωρία. Η ψυχαναλυτική θεωρία, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δια του ιδρυτού της ΡΓβυά, επιδιώκει να αναγάγει τα κίνητρα του ανθρώπου σε βιολογικές ανάγκες, όπως η σεξουαλικότητα και η επιθετικότητα. Για ενστικτώδεις ανάγκες μιλούν και οι νεώτερες ουμανιστικές θεωρίες, οι οποίες επικαλούνται την εγγενή τάση για ολοκλήρωση του δυναμικού του ατόμου. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε κατ’ αρχήν σπς ηθολογικές απόψεις για τα ένστικτα και στη συνέχεια στη θεωρία του ΡΓβυά και στις ουμανιστικές θεωρίες.
Ηθολογική ερμηνεία ίων ενστίκτων
Όπως αναφέρθηκε στην ιστορική εισαγωγή, η έννοια του ενστίκτου είχε μεγάλη διάδοση κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας χάρη σπς πολύ διαδεδομένες απόψεις του Μο0ου93ΐ1 (1908). Ο ορισμός μάλιστα του ενστίκτου ήταν πάρα πολύ ευρύς, έτσι που να καλύπτει τόσο εγγενείς όσο και μαθημένες συμπεριφορές των ανθρώπων. Επιπλέον, δεν υπήρχε προσπάθεια να εντοπισθεί και να περιγράφει με ακρίβεια ο μηχανισμός λειτουργίας των ενστίκτων. Για το λόγο αυτό ο ΚοηΓ9<11_θΓβηζ (1937, 1943), ιδρυτής της Ηθολογίας, άσκησε δριμεία κριτική στον ΜοΟουδοΙΙ. Ο Ι-ΟΓβηζ περιόρισε την ενστικτώδη συμπεριφορά μόνο στις εγγενείς, κληρονομημένες ακολουθίες συμπεριφορών. Θεωρούσε ότι ενστικτώδη είναι μόνο τα αμετάβλητα, σταθερά ή τυποποιημένα συστατικά μιας ακολουθίας συμπεριφορών που κατατείνει προς ορισμένο στόχο. Η ενστικτώδης συμπεριφορά έχει ένα τελικό, εξωτερικό κομμάτι —αυτό που παρατηρούμε—, το οποίο είναι σταθερό και ελέγχεται πλήρως από το νευρικό σύστημα. Δηλαδή, η πυροδότησή του γίνεται από εσωτερικούς, εγγενείς μηχανισμούς απελευθέρωσης. Η ενεργοποίηση του απελευθερωτικού μηχανισμού όμως μπορεί να είναι εξωτερική, από συγκεκριμένα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά
36 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ή ερεθίσματα, ή εσωτερική, όταν υπάρξει συσσώρευση ενέργειας σχετικής με το συγκεκριμένο ένστικτο.
Επομένως, ο ορισμός του ενστίκτου είναι: Ένστικτο είναι μια κληρονομημένη, στερεότυπη ακολουθία δραστηριοτήτων που έχει τη δική της ειδική ενέργεια (Ενβηδ, 1975). Ο όρος «ειδική ενέργεια» σημαίνει ότι το κάθε ένστικτο έχει ένα απόθεμα ενέργειας που προορίζεται μόνο γι’ αυτό. Αυτό το απόθεμα ενέργειας επιτρέπει την εκδήλωση μόνο της σχετικής με το ένστικτο συμπεριφοράς, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Για το λόγο αυτό λέμε ότι η σχετική συμπεριφορά «απελευθερώνεται» και όχι προ- καλείται. Άρα το ένστικτο είναι συμπεριφορά, που όσο συνθέτη και σκόπιμη κι αν φαίνεται, είναι εγγενώς καθορισμένη και δε μεταβάλλεται από μάθηση ή άλλη εμπειρία, παρά μόνο σε πολύ ειδικές συνθήκες, όπως η αποτύπωση. Είναι συμπεριφορά χαρακτηριστική του είδους και σε μεγάλο βαθμό άκαμπτη. Τα χαρακτηριστικά της ενστικτώδους συμπεριφοράς, δηλαδή, είναι το εγγενές, το αμετάβλητο στην πάροδο του χρόνου, η καθολι- κότητα στα μέλη του είδους, και η τυπικότητά του ανά ζωικό είδος (βλ. ΑΛβδ & ΟείΓδΚβ, 1977). Κατά τον ΝϊΚοΙβυδ Τϊη6βΓ9βη, το δεύτερο μεγάλο εκπρόσωπο της Ηθολογίας, ο οποίος πήρε και Νοββΐ Ιατρικής το 1973, το ένστικτο είναι «ένας ιεραρχικά οργανωμένος νευρικός μηχανισμός, ο οποίος είναι επιρρεπής σε ορισμένες προτεραιότητες, και ο οποίος ελευθερώνει και διευθύνει ώσεις εσωτερικής ή εξωτερικής προέλευσης, και αντιδρά σε αυτές τις ώσεις συντονίζοντας κινήσεις που συνεισφέρουν στη συντήρηση του ατόμου και του είδους» (1951, σ. 112 ). Στον ορισμό αυτό τονίζεται η ιεραρχική οργάνωση του ενστίκτου και αντιδιαστέλλεται «ο μηχανισμός» από την «ώση» που ενεργοποιεί το ένστικτο.
Απελευθερωτικοί ερεθισμοί
Από τους παραπάνω ορισμούς είναι φανερό ότι η ενστικτώδης συμπεριφορά προϋποθέτει τρία συστατικά: τους εισαγωγικούς ή απελευθερωτικούς ερεθισμούς, το μηχανισμό ελευθέρωσης, και την ακολουθία των αντιδράσεων. Οι εισαγωγικοί ερεθισμοί, αυτοί που θα ενεργοποιήσουν το μηχανισμό ελευθέρωσης του ενστίκτου, είναι εξαιρετικά εξειδικευμένα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, χαρακτηριστικά για το κάθε είδος. Για παράδειγμα, το κόκκινο χρώμα στην κοιλιά του αρσενικού ψαριού ενός ορισμένου είδους (του 935ίβΓθδίβαδ βαιΐββίιΐδ, το οποίο μελέτησε ο ΤίηΙ>βΓ9βη, 1951) προκα- λεί επιθετική συμπεριφορά σε ένα άλλο αρσενικό, το οποίο προστατεύει το χώρο του για την έλευση του θηλυκού κατά την περίοδο της αναπαραγωγής. Αυτή η συμπεριφορά όμως είναι μέρος μιας ευρύτερης ακολουθίας
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 37
συμπεριφορών που ενεργοποιούνται από άλλα ερεθίσματα. Ειδικότερα, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αναπαραγωγής, την ορισμένη εποχή του χρόνου, υπό την επίδραση συγκεκριμένων ερεθισμάτων, όπως η θερμοκρασία και η διάρκεια του ημερήσιου φωτός, το αρσενικό μετακινείται προς πιο αβαθή νερά. Εκεί ενεργοποιείται αρχικά η συμπεριφορά που έχει σχέση με την εύρεση του ερωτικού συντρόφου (φλερχάρισμα). Αυτή αφορά κινήσεις ζιγκ ζαγκ που κάνει το αρσενικό για να προκαλέσει την προσοχή του θηλυκού και να το προσκαλέσει στη φωλιά όπου θα γίνει η γονιμοποίηση των αυγών. Το κάθε ένστικτο, δηλαδή, είναι μια οργανωμένη σειρά επιμέρους ακολουθιών από κινήσεις, η καθεμιά από τις οποίες ενεργοποιείται τόσο από εξωτερικά όσο και από εσωτερικά ερεθίσματα.
Η αναγνώριση από τους ερευνητές των εξειδικευμένων ερεθισμών που απελευθερώνουν μια ενστικτώδη συμπεριφορά είναι συχνά δύσκολη, γιατί τα κρίσιμα ερεθίσματα συνυπάρχουν με άλλα μη αναγκαία. Επίσης πολλές φορές δεν είναι ένα συγκεκριμένο ερέθισμα που πυροδοτεί την αντίδραση από μόνο του αλλά ένας συνδυασμός, μια ειδική σχέση μεταξύ των ερεθισμών, όπως ο συνδυασμός ορισμένης διάρκειας του φωτισμού της ημέρας και ορισμένης θερμοκρασίας στο παραπάνω παράδειγμα.
Απελευθερωτικοί ερεθισμοί και ιεραρχικότητα του ενστίκτου. Οι γενικές συνθήκες ενεργοποίησης ενός ενστίκτου επιτρέπουν την απελευθέρωση των ειδικών συμπεριφορών που περιλαμβάνει ένα ένστικτο, αλλά δεν προσδιορίζουν ποια από αυτές θα εμφανισθεί τη δεδομένη στιγμή. Αυτό ελέγχεται από άλλους ακόμη πιο εξειδικευμένους ερεθισμούς. Για να επανέλθουμε στο αναπαραγωγικό ένστικτο, είδαμε ότι συγκεκριμένος συνδυασμός φωτός και θερμοκρασίας είναι αρκετός για να κινητοποιήσει την αναπαραγωγική συμπεριφορά ως ένα όλο. Το αρσενικό καθορίζει την περιοχή κυριαρχίας του, εκτείνονται οι ερυθροφόροι του, πολεμά τους ξένους που εισέχονται στην περιοχή του, και αρχίζει να κτίζει τη φωλιά του. Ενώ όμως και το κτίσιμο της φωλιάς και η μαχητικότητα εξαρτώνται από την προηγούμενη ενεργοποίηση του αναπαραγωγικού ενστίκτου, η εκδήλωση της μιας ή της άλλης συμπεριφοράς είναι συνάρτηση ειδικών ερεθισμάτων, όπως το κόκκινο χρώμα στην κοιλιά του επήλυδα ξένου, ή η παρουσία του θηλυκού. Αν τώρα υπάρξει η κατάσταση όπου εμφανίζεται ο ενοχλητικός ξένος, ποια επιθετική αντίδραση θα εκδηλωθεί είναι συνάρτηση άλλων πιο ειδικών ερεθισμάτων. Για παράδειγμα, το ψάρι που αναφέραμε θα ανπδράσει με δάγκωμα αν ο ξένος δαγκάσει, θα απειλήσει αν ο ξένος απειλεί, ή θα κυνηγήσει τον ξένο αν εκείνος στραφεί σε φυγή. Επομένως, η ενστικτώδης συμπεριφορά είναι ένα σύνολο ιεραρχικά οργανω
38 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
μένων επιμέρους συμπεριφορών, η καθεμιά από τις οποίες προϋποθέτει την προηγούμενη ενεργοποίηση των πιο γενικών συμπεριφορών αλλά και τους δικούς της ειδικούς απελευθερωτές.
Απελευθερωτικοί ερεθισμοί δεν είναι αποκλειστικά εξωτερικά ερεθίσματα όπως στο παράδειγμα, αλλά και ιδιοδεκτικοί, οι οποίοι δημιουργού- νται από την ίδια τη δράση του οργανισμού. Ένα κρίσιμο ερώτημα σχετικά με τους απελευθερωτικούς ερεθισμούς όμως είναι πώς αυτοί αναγνωρίζονται από τον οργανισμό και αν υπόκεινται σε διαδικασίες μάθησης.
Απελευθερωτικοί ερεθισμοί και αποτύπωση. Το ότι ένα ζώο αντιδρά σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο δε σημαίνει αναγκαστικά ότι τα ερεθίσματα αυτά ήταν προεγγεγραμμένα στην κληρονομική του μνήμη. Στην πραγματικότητα, μπορεί να έχουν μαθευτεί κατά τις πρώτες εμπειρίες του με το περιβάλλον του μετά τη γέννηση. Οι εισαγωγικοί ερεθισμοί, δηλαδή, είναι δυνατό να υπόκεινται σε επιδράσεις της μάθησης σε ορισμένες κρίσιμες χρονικές φάσεις στη ζωή του οργανισμού. Η διαδικασία μέσω της οποίας περιστασιακά ερεθίσματα μπορούν να αποκτήσουν δύναμη ενεργοποίησης του ενστίκτου είναι η αποτύπωση.
Την αποτύπωση μελέτησε πρώτος ο Ι-ΟΓβηζ στα παπάκια. Είναι γνωστό ότι τα παπάκια λίγες ώρες μετά τη γέννησή τους αρχίζουν να ακολουθούν τη μητέρα τους καθώς αυτή μετακινείται. Ο Ι-οτβηζ κατάφερε να μάθουν τα παπάκια να ακολουθούν αυτόν αντί για τη μητέρα τους. Η αποτύπωση αφορά την προσκόλληση των νεογέννητων πολλών ζωικών ειδών προς οποιοδή- ποτε περίοπτο αντικείμενο πρωτοεκτεθεί εμπρός τους. Πειράματα όπως του ίοτβηζ έδειξαν ότι τα αντικείμενα αυτά πρέπει να έχουν ορισμένες ιδιότητες, όπως κίνηση ή ήχο. Όταν τα μικρά αποτυπώσουν ορισμένη μορφή, τότε την αναγνωρίζουν έναντι άλλων, βγάζουν κραυγές ευχαρίστησης όταν είναι παρούσα, και κραυγές απελπισίας όταν λείπει. Επιπλέον, αν η παρουσία της α- ποτυπωμένης μορφής συμπέσει με την εκδήλωση μιας τυχαίας αντίδρασης του μικρού ζώου, τότε η αντίδραση αυτή ενισχύεται και μαθαίνεται. Κατά συνέπεια, η αποτύπωση είναι ένας κρίσιμος μηχανισμός, ο οποίος ελέγχει όχι μόνο τη συμπεριφορά ακολούθησης, αλλά και τις συναισθηματικές αντιδράσεις και την επόμενη μάθηση του οργανισμού. Αυτό βοηθά την προσαρμογή του νέου ατόμου τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον όσο και στον κοινωνικό του περίγυρο, τα άλλα μέλη του είδους του. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την επιλογή του κατάλληλου συντρόφου κατά την ενηλικίωση και τη διαδικασία αναπαραγωγής. Γενικά, η μάθηση του τι είναι κανονικό περιβάλλον για το συγκεκριμένο ζωικό είδος και η προσκόλληση σε αυτό θεωρείται ως κύριος λόγος ύπαρξης της αποτύπωσης (ΤΗοτρβ, 1963).
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 39
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αποτύπωσης είναι ότι η ικανότητα προσκόλλησης εμφανίζεται σε μια κρίσιμη περίοδο μετά τη γέννηση και εξα- σθενεί μετά. Για παράδειγμα, στους νεοσσούς η κρίσιμη περίοδος αρχίζει 5-8 ώρες μετά τη γέννηση και διαρκεί μέχρι τις 21-24 ώρες. Η κρίσιμη περίοδος είναι γενικά σύντομη και διαφέρει ως προς τη διάρκειά της μεταξύ των διάφορων ειδών. Η περίοδος αυτή ονομάζεται «ευαίσθητη περίοδος». Η ευαίσθητη περίοδος μπορεί να διαρκεί περισσότερο από όσο πίστευε ο ίοΓβηζ, αλλά η αποτελεσματικότητα της αποτύπωσης δεν είναι ίδια σε όλη τη διάρκειά της. Δηλαδή υπάρχει μια περίοδος όπου είναι ιδιαίτερα εύκολη η αποτύπωση και άλλες περίοδοι, στην αρχή και τέλος της αποτυπωτι- κής φάσης, όπου είναι πιο δύσκολη (βλ. Κ1ϊη9 & Κ1995, 1972. ΚβοΗΙίη,1976). Αυτό οφείλεται στο ότι τα μικρά χάνουν προοδευτικά την ικανότητα προσκόλλησης σε κινούμενα ερεθίσματα και ταυτοχρόνως αναπτύσσουν ασυμβίβαστες προς αυτήν αντιδράσεις, όπως ο φόβος προς νέες μορφές, ο οποίος απορρέει από την αύξουσα μάθηση του κανονικού περιβάλλοντος και την αποφυγή των ερεθισμάτων που αποκλίνουν από αυτό. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται μια γενίκευση της αποτύπωσης, η οποία θα οδηγούσε τελικά σε μη διαφοροποίηση των ερεθισμών του περιβάλλοντος, ενώ ο στόχος της λειτουργίας αυτής είναι η διάκριση των σχετικών με το είδος ερεθισμών από τους μη σχετικούς. Η αποτελεσματικότητα της αποτύπωσης δηλαδή ακολουθεί τη μορφή που φαίνεται στο Σχήμα 1.
Σχήμα 1. Η σχέση αποτυπωτικής ικανότητας του χρόνου.
Δύο άλλα χαρακτηριστικά της αποτυπωτικής διαδικασίας, τα οποία με- λετήθηκαν εκτεταμένα είναι, πρώτον, αν η αποτύπωση είναι μια λειτουργία
40 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
τύπου «όλα ή τίποτε» ή προσθετική, και, δεύτερον, αν υπάρχει η δυνατότητα αναστροφής των αποτελεσμάτων της. Το πρώτο χαρακτηριστικό αφορά το αν μία και μόνο παρουσίαση της αποτυπωνόμενης μορφής είναι αρκετή, σε απουσία άλλων ερεθισμών στο περιβάλλον, να επιφέρει αποτύπωση . ή αν χρειάζονται επανειλημμένες εμφανίσεις του προκειμένου να μαθευτεί. Οι σχετικές έρευνες έδειξαν ότι ο αριθμός παρουσιάσεων της μορφής που είναι αναγκαίος προκειμένου αυτή να αποτυπωθεί είναι συνάρτηση ατομικών παραγόντων. Άλλα άτομα χρειάζονται μια παρουσίαση μόνο και άλλα περισσότερες.
Το ποσό έκθεσης του ερεθίσματος όμως έχει σημασία όχι μόνο για την αρχική αποτύπωση αλλά και για τη διάρκεια των αποτελεσμάτων της αποτύπωσης. Ενώ ο ί,οιτβηζ πίστευε ότι τα αποτελέσματα της αποτύπωσης διαρκούν σε όλη τη ζωή του οργανισμού, άλλες έρευνες έδειξαν ότι μετά την αρχική προσκόλληση στη μητέρα, καθώς τα μικρά διευρύνουν την περιοχή μέσα στην οποία κινούνται και καθώς έρχονται σε επαφή με άλλα μέλη του είδους, η αρχική προσκόλληση μειώνεται. Αυτό οφείλεται στο ότι η μάθηση πλέον ακολουθεί άλλες διαδικασίες, όπως τα κλασικά εξαρτημένα αντανακλαστικά, και επιτρέπει τη διασύνδεση ερεθισμάτων που βρίσκονται στο περιβάλλον αλλά δεν έχουν άμεση σχέση με το αρχικό περιβάλλον α- „ νατροφής ή ακόμη και με το είδος. Έτσι η αποτύπωση δεν είναι διαρκής ούτε διαπερνά τα πάντα. Επίσης, μπορεί να αφορά όχι μόνο ερεθίσματα που έχουν κίνηση και ήχο αλλά και ερεθίσματα που έχουν ορισμένο σχήμα ή οσμή (Ηοιίδίοη, 1981).
Η σχετική αναστρεψιμότητα των αποτελεσμάτων της αποτύπωσης δε σημαίνει ότι τα νεαρά ζώα μπορούν να μάθουν τα πάντα. Υπάρχουν εγγενείς περιορισμοί τόσο ως προς το είδος των ερεθισμών στους οποίους είναι ευαίσθητο το κάθε ζωικό είδος αλλά και περιορισμοί ωρίμανσης, έτσι που μετά από μια αρχική περίοδο πλαστικότητας του εγκεφάλου, η οποία επιτρέπει τη δημιουργία νέων συνδέσεων, να μην είναι εύκολη η μάθηση μη σχετικών με το είδος ερεθισμών πλέον.
Ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη αποτυπωτικής λειτουργίας στα ανθρώπινα βρέφη διατυπώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 και αφορούν το αν τα βρέφη επιλέγουν μεταξύ των αντικειμένων του περιβάλλοντος, αν μεγιστοποιούν την επαφή με ορισμένα και αποφεύγουν την επαφή με άλλα, αν προσκολλούνται συναισθηματικά, κ.α. (βλ. Βοννίβγ, 1969. δβΐΐί, 1962, 1966). Οι ενδείξεις είναι ότι ακουστική αποτύπωση υπάρχει ήδη από την προγεννητική περίοδο, π.χ. στους κτύπους της καρδιάς της μητέρας, αλλά και αμέσως μετά τη γέννηση (βλ. ϋβΟείδρβΓ, 1992). Οι πρώτες ημέρες της ζωής του βρέφους φαίνεται ότι είναι κρίσιμες για την προσκόλληση στα
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 41
χαρακτηριστικά της μητέρας ή το είδος διατροφής. Ερωτήματα σχετικά με την αποτύπωση ή τους εγγενείς περιορισμούς στη μάθηση εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και τίθενται όταν χρειάζεται να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά των νεογνών και την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν συγκεκριμένα ερεθίσματα στο περιβάλλον (Κουγιουμουτζάκης, 1992. Ττβν3ΓΐΗβη, 1992).
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η αποτύπωση δεν είναι μια καθαρά ενστικτώδης συμπεριφορά, μια και δεν είναι τυποποιημένη και ε- ξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον. Η αποτύπωση όμως είναι ενδεικτική της μεγάλης ετοιμότητας του οργανισμού για συγκεκριμένου είδους αντιδράσεις, όπως η προσκόλληση. Η σημασία έγκειται στο ότι μέσω της προσκόλλησης προσανατολίζει τον οργανισμό προς τις διάφορες πλευρές των εξωτερικών καταστάσεων και διευκολύνει τη μάθηση των κρίκων που προηγούνται του μηχανισμού ελευθέρωσης των ενστικτωδών συμπεριφορών. Έτσι, προσφέρει μίαν ευελιξία στην ικανότητα προσαρμογής του οργανισμού στο περιβάλλον του, καθώς διαφοροποιεί τα νέα ερεθίσματα σε σχετικά ή μη σχετικά με την ενστικτώδη συμπεριφορά.
Το υδραυλικό μοντέλο του ενστίκτου
Αν ένα ζώο δε συναντήσει το κατάλληλο απελευθερωτικό ερέθισμα τον καιρό που ο οργανισμός ετοιμάζεται για ορισμένου είδους δραστηριότητα, τότε, επειδή η ενέργεια για την ειδική αντίδραση συσσωρεύεται, το ζώο μπορεί να εκδηλώσει τη στερεότυπη συμπεριφορά υπό την παρουσία ερεθισμού που δε διαθέτει έντονα τα ειδικά χαρακτηριστικά ή δεν τα διαθέτει καθόλου. Αυτή η συμπεριφορά ονομάζεται δραστηριότητα στο κενό. Αυτό υποδηλώνει ότι η ενστικτώδης συμπεριφορά είναι πολύ στερεότυπη και μπορεί να μην εξαρτάται από την εμπειρία και ότι ο μηχανισμός ελευθέρωσης περιλαμβάνει εσωτερικές διεργασίες που παρουσιάζουν κρίσιμες περιόδους ετοιμότητας. Οι παρατηρήσεις αυτές οδήγησαν τον ίοτβηζ (1950) να επικαλεστεί ένα είδος «ψυχο-υδραυλικού μοντέλου» των ενστίκτων (βλ. Σχήμα 2). Για κάθε ένστικτο υπάρχει μια ενέργεια ειδικής δράσης. Αυτή συνεχώς αναδημιουργείται και αποθηκεύεται σε μια δεξαμενή. Αν η ενστικτώδης συμπεριφορά δεν εκδηλωθεί για πολύ καιρό, τότε παρουσιάζεται υπερχείλιση, η οποία παράγει τη σχετική συμπεριφορά παρά την απουσία των απελευθερωτικών ερεθισμών.
Στο Σχήμα 2, η βρύση προσφέρει μια συνεχή ροή υγρού. Αυτή αντιπροσωπεύει την εσωγενή παραγωγή ενέργειας για ειδική δράση. Το υγρό που συγκεντρώνεται στη δεξαμενή εκπροσωπεί το ποσό της ενέργειας που έχει διαθέσιμο ο οργανισμός σε μια δεδομένη στιγμή. Η κωνοειδής βαλβί-
42 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
δΛ&<
ιΐ|ΐη
Ροή υγρού
Βαλβίδα
\ Γ
ρΙιΙι
Ελατήριο
Στόμιο
ί/>οανο00
Σχήμα 2. Το υδραυλικό μοντέλο του ενστίκτου κατά τον ίοτβηζ.
δα αναπαριστά τον ελευθερωτικό μηχανισμό. Η ανασταλτική λειτουργία των υψηλότερων (νευρικών) κέντρων συμβολίζεται με τα ελατήρια που υπάρχουν στη βαλβίδα. Έτσι, όσο υψηλότερα βρίσκεται η επιφάνεια του υγρού στη δεξαμενή, τόσο πιο έντονη είναι η δράση των ανασταλτικών κέντρων. Το δοχείο βαρών της ζυγαριάς, που συνδέεται με ένα νήμα με τη βαλβίδα, εκπροσωπεί το αντιληπτικό τμήμα του ελευθερωτικού μηχανισμού. Το βάρος που τοποθετείται στο δοχείο αντιστοιχεί στην ένταση του παρουσιαζόμενου ερεθίσματος. Η όλη διάταξη συμβολίζει πώς τόσο οι εξωτερικοί ερεθισμοί όσο και οι εσωτερικοί τείνουν να ανοίξουν τη βαλβίδα και να εκδηλωθεί η σχετική ενστικτώδης συμπεριφορά. Είναι επίσης ενδεικτική του πώς μπορεί να υπάρξει έκρηξη της ενστικτώδους δραστηριότη
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 43
τας. Η δραστηριότητα αναπαρίσταται από το στόμιο εκροής. Η ένταση της δραστηριότητας συμβολίζεται από την απόσταση στην οποία φτάνει το υγρό που εκρέει και η οποία είναι συνάρτηση της ταχύτητας εκροής. Η ένταση της αντίδρασης μπορεί να μετρηθεί με την κλίμακα που υπάρχει πάνω από τα αυλάκια εκροής.
Αυτό το μοντέλο είναι βεβαίως πολύ χονδρικό, αλλά δείχνει το σύνολο των παραγόντων που παρεμβαίνουν και προσδιορίζουν μια ενστικτώδη αντίδραση. Μια κριτική που δέχθηκε αφορά τη συσσώρευση της ενέργειας και την αναγκαστική εκδήλωση της ενστικτώδους συμπεριφοράς που αυτό συνεπάγεται. Σε έρευνες που έγιναν με ζώα, τα οποία είχαν στερηθεί τροφή και κατά συνέπεια είχαν σωρευμένη ενέργεια (πείνα) για συμπεριφορά κατανάλωσης τροφής, η καταποτική συμπεριφορά δεν εκδηλώθηκε όταν τους χορηγήθηκε τροφή κατευθείαν στο στομάχι. Μη εκδήλωση ενστικτωδών αντιδράσεων παρατηρήθηκε και στο αναπαραγωγικό ένστικτο, όταν στο ψάρι του παραπάνω παραδείγματος παρουσιάστηκαν έτοιμα απλωμένα στη φωλιά τα γονιμοποιημένα ωάρια του θηλυκού, παρόλο που το ίδιο το ψάρι δεν είχε συμμετάσχει στη διαδικασία γονιμοποίησης (Ενειηδ, 1975). Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχουν εσωτερικά σήματα, τα οποία είναι πέρα από την υπάρχουσα ενέργεια, και τα οποία δίνουν την εντολή έναρξης και σταματήματος μιας ενστικτώδους συμπεριφοράς.
Μια άλλη κριτική που ασκήθηκε στο υδραυλικό μοντέλο αφορά τη συμπεριφορά μετατόπισης που εκδηλώνουν πολλά ζώα. Δηλαδή είναι δυνατό μια προσδοκώμενη τυποποιημένη αντίδραση να μην εμφανιστεί καθόλου και στη θέση της να εκδηλωθεί μια τελείως διαφορετική δραστηριότητα. Αυτό παρατηρείται όταν η ενέργεια για την ειδική αντίδραση βρίσκεται σε σύγκρουση ή μπλοκάρεται από την ενέργεια για μίαν άλλη ειδική αντίδραση. Π.χ., ένα ψάρι που βρίσκεται σε σύγκρουση μεταξύ της αντίδρασης φυγής και της αντίδρασης επίθεσης προς ένα ερέθισμα, είναι δυνατό να αρχίσει να σκάβει στην άμμο (μετατόπιση). Σύμφωνα με το υδραυλικό μοντέλο, η εκδήλωση αυτής της άσχετης συμπεριφοράς είναι αποτέλεσμα του σπινθήρα που παράχθηκε από τις δύο αντιτιθέμενες τάσεις. Μια τέτοια ερμηνεία όμως αγνοεί ότι την ώρα που εκδηλώθηκε η συμπεριφορά μετατόπισης υπήρχαν στο εξωτερικό περιβάλλον ερεθίσματα σχετικά με τη συμπεριφορά αυτή. Βρέθηκε, για παράδειγμα, ότι ορισμένες τέτοιες συμπεριφορές μετατόπισης είναι φυσιολογικές αντιδράσεις σε ερεθίσματα που προκαλούν φόβο ή είναι αντιδράσεις σε ερεθίσματα που ήταν συνεχώς παρόντα στο περιβάλλον αλλά δεν επιτρεπόταν αντίδραση σε αυτά λόγω της ανασταλτικής δράσης των αντιδράσεων στα ισχυρότερα ερεθίσματα τα οποία βρέθηκαν κατόπιν σε σύγκρουση (Ηίηάβ, 1960).
44 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Ανεξάρτητα από την επιβεβαίωση ή μη του υδραυλικού μοντέλου, οι κριτικές που έγιναν έδειξαν ότι η σχέση απελευθερωτικών ερεθισμών και ενστικτώδους συμπεριφοράς είναι πολύ πιο σύνθετη και χρειάζεται αναλυτική μελέτη των συνθηκών που ελέγχουν το κάθε ένστικτο. Η συμπεριφορά στο κενό και η συμπεριφορά μετατόπισης υποδηλώνουν ότι συχνά οι τυποποιημένες ακολουθίες συμπεριφορών που αναπτύσσονται για την ικανοποίηση ενός ενστίκτου επιτρέπουν κάποια διαφοροποίηση ανάλογα με τους υπάρχοντες περιβαλλοντικούς ερεθισμούς. Η έρευνα πρέπει να δείξει ποια μέρη της ενστικτώδους συμπεριφοράς είναι πραγματικά εγγενώς καθορισμένα και ποια διαμορφώνονται σε σχέση με το περιβάλλον. Παραδείγματος χάρη, η δραστηριότητα που αναπτύσσεται για την ανεύρεση φαγητού παραλλάσσει ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ η κατανάλωση της τροφής είναι στερεότυπη. Γίνεται έτσι φανερό ότι η σχέση ειδικών ερεθισμών κι ενστικτώδους συμπεριφοράς δεν είναι τόσο ισχυρή και επιτρέπει την επίδραση της μάθησης στη συμπεριφορά των ζώων, γιατί διευρύνει το φάσμα των ερεθισμών στους οποίους μπορεί να ανπδράσει το ζώο.
Γενικά, η απόδοση προτεραιότητας σε ηθολογικές ερμηνείες έχει την αρνητική συνέπεια να μην αποδίδεται αρκετή προσοχή στην επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων στη συμπεριφορά, ιδίως κατά την περιγεν- νητική και πρώιμη παιδική ηλικία. Ο ΗδΗο̂ ν (1965) έδειξε, για παράδειγμα, ότι η κανονική ενήλικη σεξουαλική συμπεριφορά των πιθήκων εξαρτά- ται από την αλληλεπίδρασή τους με συνομιλήκους κατά την παιδική τους ηλικία. Το ερώτημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι μέχρι ποιου βαθμού μπορεί να τροποποιηθεί μια κληρονομικά προσδιορισμένη συμπεριφορά. Επίσης, χρειάζεται ακριβής κάθε φορά προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο απελευθερώνεται η ενστικτώδης συμπεριφορά και των ερεθισμών που λειτουργούν ως σήματα για τη διακοπή ή τερματισμό της σχετικής ακολουθίας αντιδράσεων.
Η ύπαρξη ενστίκτων στον άνθρωπο
Οι ΑκίΓβν (1966), Ι,οτβηζ (1966) και Τϊηββ^βη (1951) υποστηρίζουν ότι ορισμένες ανθρώπινες συμπεριφορές, όπως η εδαφικότητα —υπεράσπιση ενός γεωγραφικού χώρου εναντίον εισβολέων— και η επιθετικότητα, μπορούν να αναχθούν σε αντίστοιχα ένστικτα των ζώων, παρόλο που η τεράστια ποικιλία αντιδράσεων των ανθρώπων δύσκολα επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Κατά τον δΚίηηβτ (1966), η επίκληση ενστίκτων στον άνθρωπο στηρίζεται σε αναλογίες συμπεριφορών ή καταστάσεων που υπάρχουν σε
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 45
ζώα και στους ανθρώπους, όπως για παράδειγμα η κοινωνία των μυρμηγκιών ή η κυψέλη των μελισσών. Η όποια ομοιότητα σπς συμπεριφορές όμως δε σημαίνει ότι οφείλεται σπς ίδιες διεργασίες. Επίσης, στους ανθρώπους μπορεί να διακρίνει κανείς και συμπεριφορές που έκδηλα αντιφάσκουν με τις υποτιθέμενες ενστικτώδεις ορμές. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που διάλεξαν κοινο6ιακούς τρόπους ζωής που δεν επιτρέπουν ατομικό χώρο, και άρα εδαφικότητα, ενώ από την άλλη οι άνθρωποι μπορούν να έχουν πολλούς προσωπικούς χώρους αντίθετα προς τα ζώα που έχουν μόνο έναν (Εάηβν, 1974).
Είναι φανερό ότι το θέμα των ενστίκτων στον άνθρωπο άπτεται του διλήμματος «φύση ή ανατροφή». Το Βάρος που δίνεται στην επίδραση του πρώτου ή του δεύτερου παράγοντα είναι συνάρτηση των μεθόδων έρευνας και των δεδομένων που μας προσφέρουν. Οι σύγχρονες έρευνες στη Γενετική δείχνουν την αναμφισβήτητη σχέση γονιδίων και συγκεκριμένων παθολογιών. Αυτό που επίσης δείχνουν είναι ότι η σχέση αυτή δεν είναι τις περισσότερες φορές ένα προς ένα ούτε ερήμην του περιβάλλοντος. Δηλαδή, η τελικά εκδηλούμενη αντίδραση είναι απόρροια αλληλεπιδράσεων πολλών γονιδίων μαζί και με τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Αυτό που φαίνεται να ισχύει είναι ότι η κληρονομικότητα προσδιορίζει το φάσμα των ερεθισμών προς τους οποίους είναι ευαίσθητο το άτομο, η επιλογή όμως σε ποιους από τους ερεθισμούς που εμπίπτουν σε αυτό το φάσμα θα αντιδρά- σουμε είναι απόρροια του περιβάλλοντος και του ατόμου.
Φυσιολογικά κίνητρα
Το φυσιολογικό υπόβαθρο των κινήτρων, γενικά, δεν είναι γνωστό. Κι όταν λέμε φυσιολογικό υπόβαθρο εννοούμε τη νευρολογική βάση, την ορμονική, και τις χημικού τύπου διεργασίες που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία τους. Βέβαια[ή φυσιολογική και ιατρική έρευνα έχει ήδη προχωρήσει πολύ προς την αποκωδικοποίηση του σχετικού με το κάθε κίνητρο μηχανισμού, αλλά πολλά πρέπει να συμπληρωθούν σχετικά με τις ειδικές συνθήκες που διεγείρουν τις ανάγκες αυτές και τις ατομικές διαφορές. Μόνο για μερικά, πολύ ειδικά κίνητρα, όπως η πείνα, η δίψα, το σεξ, ο ύπνος και η αναπνοή έχει προχωρήσει η έρευνα και γνωρίζουμε αρκετά καλά το μηχανισμό δράσης τους! Στοιχεία για αυτά τα κίνητρα θα δώσουμε αμέσως παρακάτω. —̂
46 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Πείνα
Πείνα είναι η παρόρμηοη για φαγητό προκειμένου να ικανοποιηθούν οι θρεπτικές ανάγκες του οργανισμού. Η πρώτη θεωρία που διατυπώθηκε για το μηχανισμό της πείνας ανήκει στον Γαληνό (131-201? π.Χ.), γιατρό της αρχαιότητας, ο οποίος θεωρούσε ότι το κέντρο της πείνας είναι το στομάχι, το οποίο μεταδίδει σχετικά μηνύματα στον εγκέφαλο. Η θεωρία του Γαληνού ήταν η πρώτη από τις λεγόμενες «τοπικές» θεωρίες της πείνας, οι οποίες εντόπιζαν το κέντρο που ελέγχει το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού σε περιφερειακά όργανα, όπως το στόμα, που έχει να κάνει με τη γεύση, και το στομάχι. Από το 19ο αιώνα και εξής αναπτύχθηκαν οι κεντρικές θεωρίες, που υπέθεταν ότι το αίσθημα της πείνας αναπτύσσεται λόγω μεταβολών που παρατηρούνται στον εγκέφαλο.
Οι μαρτυρίες που δείχνουν ότι οι κεντρικές θεωρίες είναι ορθότερες στηρίζονται τόσο σε πειραματικές μαρτυρίες όσο και σε παθολογικές περιπτώσεις ατόμων. Οι πειραματικές μαρτυρίες προέρχονται από έρευνες σε ζώα, στα οποία καταστράφηκε το κύριο νεύρο που συνδέει το στομάχι με τον εγκέφαλο, το νεύρο νε^υε. Αν η μόνη πηγή πληροφοριών για την πείνα ήταν το στομάχι, τότε η μη πληροφόρηση του εγκεφάλου για την κατάσταση του στομάχου θα έπρεπε να διακόψει και το αίσθημα της πείνας. Αυτό όμως δε συνέβη. Επίσης, παρατηρήσεις ατόμων, που είχαν βλάβη στον υποθάλαμο —μια περιοχή του εγκεφάλου πίσω από το οπτικό χία- σμα— έδειξαν ότι τα άτομα αυτά γίνονταν παχύσαρκα. Παρουσίαζαν δηλαδή νπερφαγία. Αυτό υποδηλώνει ότι στα άτομα αυτά πιθανότατα υπάρχει βλάβη του κέντρου κορεσμού, γΓ αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το αίσθημα της πείνας. Το κέντρο κορεσμού αποδείχτηκε ότι εντοπίζεται στην κοιλιόμεση περιοχή του υποθαλάμου. Βλάβη στον πλάγιο υποθάλαμο οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα, δηλαδή σε άρνηση φαγητού, α- φαγία. Η πλάγια περιοχή του υποθαλάμου, επομένως, αποτελεί το κέντρο διέγερσης της πείνας. Η περαιτέρω έρευνα έδειξε ότι τα δύο αυτά κέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους και με αμοιβαία επίσχεση ρυθμίζουν το επίπεδο της πείνας στον οργανισμό.
Ο εντοπισμός των κέντρων που ρυθμίζουν την πείνα στον εγκέφαλο δε σημαίνει ότι τα περιφερειακά όργανα δε συνεισφέρουν πληροφορίες που αξιοποιεί ο εγκέφαλος. Διάφοροι υποδοχείς στο στομάχι ανιχνεύουν και την ποσότητα και το είδος του φαγητού που αυτό περιέχει για την ικανοποίηση των θρεπτικών μας αναγκών. Αυτός είναι ο λόγος που αν γεμίσουμε το στομάχι μας με μη θρεπτικές ουσίες, όπως μεγάλες ποσότητες σαλάτας, δεν αποκτούμε το αίσθημα του κορεσμού, παρόλο που ο όγκος του
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 47
Φλοιός
ΘάλαμοςΥποθάλαμος
Υπόφυση
Γέφυρα Παρεγκεφαλίς Προμήκης μυελός
Σχήμα 3. Διάγραμμα του εγκεφάλου που δείχνει τη θέση ίου υποθαλάμουκαι χης υπόφυσης.
στομάχου έχει αυξηθεί. Η ένταση των μυών του στομάχου, όταν έχουμε φάει, και οι συσπάσεις του, όταν είναι άδειο, είναι επίσης σήματα που μας πληροφορούν για την κατάσταση της πείνας μας. Αυτά τα σήματα όμως δεν είναι τα κρίσιμα για τη ρύθμιση της πείνας. Η ικανοποίηση ή μη των θρεπτικών μας αναγκών είναι τα κύρια σήματα που ρυθμίζουν το επίπεδο της πείνας. Τα σήματα αυτά φτάνουν στον εγκέφαλο όχι μόνο από το στομάχι αλλά και από τα έντερα. Τα έντερα, όπου γίνεται η χώνευση και η αφομοίωση των θρεπτικών ουσιών των τροφών, μέσω της χολεκυστοκινίνης που παράγεται εκεί, διεγείρουν το νεύρο νθβυδ και πληροφορούν τον εγκέφαλο για τον περιορισμό της πείνας. Μια άλλη πηγή πληροφοριών αποτελεί το ήπαρ, το οποίο διαθέτει ανιχνευτές γλυκόζης και πληροφορεί τον εγκέφαλο, πάλι μέσω του ίδιου νεύρου, για τις αλλαγές της ποσότητας
48 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σακχάρου στο αίμα. Μια τέταρτη πηγή πληροφοριών αποτελεί η ορμόνη ινσουλίνη, η οποία παράγεται στο πάγκρεας. Η ινσουλίνη βοηθά στο μεταβολισμό του σακχάρου στα κύτταρα του οργανισμού και προάγει τη μετατροπή του σακχάρου σε λίπος. Έχει βρεθεί ότι η πείνα εξαρτάται περισσότερο από τα επίπεδα της ινσουλίνης παρά από τα μειωμένα επίπεδα σακ- χάρου στο αίμα. Η αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης δημιουργεί αίσθημα πείνας. Η επεξεργασία όλων αυτών των πληροφοριών τελικά γίνεται στον εγκέφαλο, στον υποθάλαμο, ο οποίος δια του νευρομεταβιβαστού νορεπι- νεφρίνη διεγείρει τις συμπεριφορές φαγητού (δάοιτο\ν, 1993).
Ειδικότερα, η λειτουργία των δύο υποθαλαμικών κέντρων έχει ως εξής: Τα δύο κέντρα δεν είναι κάτι σαν απλοί διακόπτες που ανοίγουν - κλείνουν και ανηστοίχως οδηγούν σε φαγητό ή όχι. Αποτελούν μέρος ενός συνθετότερου μηχανισμού που έχει σχέση με την ομοιόσταση του οργανισμού, δηλαδή τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου επιπέδου λειτουργίας του. Τα κέντρα της πείνας και του κορεσμού λειτουργούν συμπληρωματικά προκειμένου να συντηρείται το βάρος του σώματος σταθερό. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης (δάοτονν, 1993). Βλάβη στο κέντρο κορεσμού αυξάνει το σημείο εκκίνησης, και επομένως αυξάνει την πείνα, προκειμένου να προ- σληφθεί τροφή που θα ικανοποιήσει τα νέα επίπεδα εκκίνησης. Βλάβη στο κέντρο της πείνας χαμηλώνει το σημείο εκκίνησης και μειώνει την ανάγκη πρόσληψης φαγητού.
Ο προσδιορισμός του σημείου εκκίνησης και οι αποκλίσεις από αυτό γίνεται μέσω του συντονισμού των πληροφοριών που φθάνουν στον εγκέφαλο και πληροφορούν για τις άμεσες και μακροπρόθεσμες ανάγκες του οργανισμού. Οι άμεσες ανάγκες έχουν να κάνουν με την έλλειψη γλυκόζης (γλυκοσιατική υπόθεση) και τη μείωση των επιπέδων ειδικών θρεπτικών ουσιών που χρειάζονται για τη λειτουργία του οργανισμού. Οι πληροφορίες αυτές φτάνουν στον εγκέφαλο από τα περιφερειακά όργανα που αναφέραμε παραπάνω. Οι μακροπρόθεσμες θρεπτικές ανάγκες του οργανισμού όμως εξυπηρετούνται με τη χρήση αποθηκευμένου λίπους και όχι γλυκόζης. Για το λόγο αυτό έχει διατυπωθεί η λιποσταπκή υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο υποθάλαμος παίρνει πληροφορίες και ρυθμίζει την πείνα με βάση τα λιπαρά οξέα του αίματος (ΑΑβδ & ΟβΓδΙίβ, 1977). Ειδικότερα, ο αριθμός και μέγεθος των κυττάρων λίπους είναι μια άλλη πηγή πληροφόρησης για τις ανάγκες του οργανισμού (δάοΓονν, 1993).
Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει το επίπεδο της πείνας είναι η θερμική κατάσταση του οργανισμού και η ανάγκη διατήρησης μιας σταθερής θερμοκρασίας. Ένας ακόμη παράγοντας που είναι δυνατό να επηρεάσει το επίπεδο της πείνας είναι η έλλειψη ορισμένων αναγκαίων συστατι-
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 49
κών για τον οργανισμό. Σε αυτή την περίπτωση είναι δυνατό να αναπτυχθεί ειδική πείνα για την ουσία που λείπει. Παράδειγμα η ξαφνική και έντονη ανάγκη για κάτι γλυκό, όταν πέφτει το επίπεδο σακχάρου στο αίμα, η ανάγκη για αλμυρό, για γάλα, κ.α. (Ενειηδ, 1975).
Παχυσαρκία. Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο της πείνας είναι η ευαισθησία του ατόμου μόνο στα εσωτερικά σήματα, όπως συμβαίνει στα άτομα με κανονικό βάρος, ή στα εξωτερικά (περιβαλλοντικά), όπως η γεύση, η οσμή, η εμφάνιση των τροφών. Πραγματικά, έχει βρεθεί ότι τα υπέρβαρα άτομα (παχύσαρκα) είναι πιο ευαίσθητα στα εξωτερικά σήματα παρά στα εσωτερικά. Αυτό φάνηκε καθαρά σε μια έρευνα των δοΗειοΗίβΓ, Οοΐάπιειη, & Οοπίοη (1968), στην οποία συγκρίθηκαν άτομα υπέρβαρα με άτομα κανονικού βάρους. Οι δύο ομάδες εξετάστηκαν ως προς την κατανάλωση τροφής αμέσως μετά από το γεύμα και μετά από παρέλευση χρόνου χωρίς τροφή. Στη δεύτερη περίπτωση δηλαδή υπήρχε πείνα, ενώ στην πρώτη όχι. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ενώ τα κανονικού βάρους άτομα έτρωγαν περισσότερο όταν ήταν πεινασμένα, τα παχύσαρκα άτομα έτρωγαν περισσότερο όταν ήταν χορτάτα.
Μια άλλη ερμηνεία των συνηθειών φαγητού των παχύσαρκων ατόμων είναι ότι τα άτομα αυτά ξεκινούν με υψηλότερο επίπεδο εκκίνησης από τα άτομα κανονικού βάρους, κι έτσι πρέπει συνεχώς να τρώνε για να ικανοποιήσουν αυτό το υψηλό όριο. Αυτό μπορεί να συνδέεται με τις πρώιμες συνήθειες φαγητού, όταν δηλαδή το παιδί ήταν μικρό. Μια τέτοια ερμηνεία εξηγεί γιατί η παχυσαρκία είναι χαρακτηριστική σε οικογένειες ολόκληρες.
Υπάρχει όμως και άλλη εξήγηση που έχει προταθεί για την παχυσαρκία. Αυτή έχει να κάνει με το βασικό μεταβολικό ρυθμό του οργανισμού, δηλαδή, το ρυθμό καύσης των θερμίδων. Στα υπέρβαρα άτομα ο ρυθμός αυτός είναι αργός, οπότε οι τροφές που παίρνουν δεν ξοδεύονται και απο- θηκεύονπα υπό μορφή λίπους. Αυτό αλλάζει το επίπεδο εκκίνησης του οργανισμού, και όλο το συνακόλουθο μηχανισμό. Επειδή όμως ο μεταβολι- κός ρυθμός προσδιορίζεται κληρονομικά, είναι φανερό ότι το πρόβλημα του βάρους δεν είναι μόνο θέμα συνήθειας ή ευαισθησίας σε περιβαλλοντικά σήματα.
Η έντονη συναισθηματική διέγερση, το στρες, και η υπερευαισθησία είναι δυνατό να οδηγήσει επίσης σε πολυφαγία. Αυτό το παρατηρούν πολλοί άνθρωποι στον εαυτό τους όταν τρώνε ασυλλόγιστα σε περιόδους άγχους, όπως οι εξετάσεις, ή σε περιόδους που αισθάνονται αρνητικά συναισθήματα όπως θυμός, πλήξη, κατάθλιψη, ή μοναξιά. Ο μηχανισμός που εξηγεί αυτή τη σύνδεση αρνητικών συναισθημάτων και υπερφαγίας δεν είναι
50 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
πλήρως κατανοητός, αλλά μπορεί να συνδέεται με την παραγωγή ενδορφι- νών. Οι ενδορφίνες είναι νευρομετα6ι6αστές που σχετίζονται με την ανακούφιση από τον πόνο. Έχει παρατηρηθεί σε πειραματικές μελέτες ζώων ότι αυξημένα επίπεδα ενδορφινών συνδέονται με αύξηση της ποσότητας τροφής (δάοΓονν, 1993).
Διαταραχές φαγητού. Υπάρχουν δύο διαταραχές φαγητού που είναι ιδιαίτερα γνωστές: η νευρική ανορεξία και η νευρική βουλιμία. Οι διαταραχές αυτές εμφανίζονται κατά κύριο λόγο σε γυναίκες, οι οποίες έχουν έμμονες η ιδέες για το Βάρος τους (ότι δηλαδή είναι παχιές), ακόμη κι αν αυτό είναι κανονικό. Η διαταραχή είναι απόρροια της υπερβολικής τους προσπάθειας να ελέγχουν το φαγητό τους.
Στην περίπτωση της νευρικής ανορεξίας, που συχνότερα εμφανίζεται σε νεαρά κορίτσια, το άτομο κάνει τόσο εξαντλητική δίαιτα από άποψη θερμιδική και θρεπτική, ώστε γίνεται τελείως ισχνό και καταλήγει σε τόσο χαμηλό επίπεδο εκκίνησης, ώστε πλέον δεν τρώει ούτε τα απαραίτητα. Συνέπεια αυτού είναι τα άτομα αυτά να αρρωσταίνουν σοβαρά και σε αρκετές περιπτώσεις να πεθαίνουν. Άλλες αιτίες που συχνά υπάρχουν στο υπόβαθρο της νευρικής ανορεξίας είναι μια πιθανή ελαττωματική λειτουργία του θυρεοειδούς και ψυχολογικές συγκρούσεις του ατόμου, όταν δεν πετυχαίνει πολύ υψηλούς στόχους που θέτει το περιβάλλον σε αυτό.
Στην περίπτωση της νευρικής βουλιμίας, τα άτομο καταβροχθίζει τεράστιες ποσότητες φαγητού πολλές φορές την ημέρα, αλλά διατηρεί ένα κανονικό σωματικό Βάρος. Αυτό το καταφέρνει αυτοπροκαλώντας εμετό ή παίρνοντας καθαρτικό, ώστε να αποΒάλει τις ποσότητες που κατανάλωσε. Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται επίσης κατά πολύ μεγάλα ποσοστά σε νεαρές γυναίκες καθώς και σε άτομα στα οποία η εργασία τους απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο βάρους, όπως αθλητές, χορευτές, ηθοποιούς. Δημιουργεί προβλήματα αφυδάτωσης, έλκους του οισοφάγου, και άλλα. Εκτός από την εμμονή στη διατήρηση ενός ωραίου σώματος, η διαταραχή αυτή φαίνεται να συνδέεται με καταθλιπτικές τάσεις του ατόμου, με έλλειψη συναισθηματικής έκφρασης, και με περιορισμούς στο φαγητό, όπως στην περίπτωση που ακολουθεί κάποιος κάποια δίαιτα αδυνατίσματος. Στην τελευταία περίπτωση, το άτομο τρώει περιορισμένα κατά τη διάρκεια του γεύματος αλλά «τσιμπολογά» όλη την ώρα, και μάλιστα γλυκά.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 51
Δίψα
Είναι γνωστό ότι τουλάχιστον το 75% του βάρους του ανθρώπινου σώματος είναι υγρά και πως η διατήρηση αυτού του ποσού είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία του οργανισμού. Για το μηχανισμό της δίψας, οι ερευνητές διατύπωσαν αρχικά περιφερειακές θεωρίες, όπως και με την πείνα, συνδέοντας το αίσθημα της δίψας με την ξηρότητα του στόματος. Η ξηροστομία είναι απόρροια της μη παραγωγής σάλιου. Διάφορα δεδομένα όμως έδειξαν ότι άτομα που έμειναν διψασμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξακολουθούν να αισθάνονται δίψα, ακόμη και αν πιουν νερό και αποκατασταθεί η παραγωγή σάλιου. Επίσης, το μάσημα μαστίχας, ενώ αυξάνει την παραγωγή σάλιου, δε μειώνει το αίσθημα της δίψας. Ανάλογα πειραματικά δεδομένα έδειξαν ότι ο μηχανισμός της δίψας είναι πιο περίπλοκος. Έτσι αναπτύχθηκαν οι κεντρικές θεωρίες για τη δίψα, οι οποίες εντοπίζουν το κέντρο της δίψας στον υποθάλαμο. Όπως και στην πείνα, όμως, ο φυσιολογικός μηχανισμός είναι πολύ πιο σύνθετος.
Ο οργανισμός έχει δύο πηγές για τη λήψη υγρών: την πόση και τα νεφρά, προτού τα αποβαλλόμενα υγρά αποβληθούν υπό μορφή ούρων. Ο υποθάλαμος, που είναι υπεύθυνος για την ομοιοσιατική ισορροπία, ανι- χνεύει δύο ειδών σήματα σχετικά με τα υγρά του σώματος. Το πρώτο αφορά τα σήματα για την αλλαγή στην κατάσταση των υγρών των κυττάρων. Αυτά τα σήματα έχουν να κάνουν με την οσμωπκή πίεση. Το δεύτερο είδος σημάτων που ανιχνεύει είναι ο όγκος των υγρών του σώματος. Απώλεια αίματος, για παράδειγμα, οδηγεί σε έντονη δίψα. Εφόσον υπάρξουν σήματα για μεταβολές των δύο αυτών τύπων, ο υποθάλαμος δίνει τις εντολές για την πρόσληψη ή συγκράτηση υγρών. Κέντρο κορεσμού της δίψας δε φαίνεται να υπάρχει ξεχωριστό, όπως στην πείνα. Πώς, λοιπόν, λειτουργεί ο μηχανισμός της δίψας;
Οι περιοχές του υποθαλάμου που είναι υπεύθυνες για την ανίχνευση μεταβολών στην οσμωτική πίεση, δηλαδή την πυκνότητα των υγρών των κυττάρων σε σχέση με την πυκνότητα του αίματος, βρίσκονται στην πλάγια, πριν από την οπτική, περιοχή του εγκεφάλου και την κοντινή της πλάγια περιοχή του υποθαλάμου (ΑτΚβδ & ΟθΓδΚβ, 1977). Τα σήματα που φτάνουν εκεί αφορούν την αύξηση της οσμωτικής πίεσης στα κύτταρα, λόγω αφυδάτωσής τους. Η αύξηση αυτή σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει η ανταλλαγή των ουσιών του κυττάρου με το αίμα, διότι αυξάνει η πυκνότητα των υγρών του κυττάρου και δεν μπορούν να διαπεράσουν την κυτταρική μεμβράνη. Τα σήματα αυτά προκαλούν εντολή αύξησης της παραγωγής της α- νπδιουρητικής ορμόνης, η οποία παραγεται στην υπόφυση. Η αντιδιουρη
52 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
τική ορμόνη περνά στο αίμα και φτάνει τελικά στα νεφρά, όπου δίνει εντολή για την κατακράτηση των ούρων. Ταυτοχρόνως ειδοποιείται ο εγκεφαλικός φλοιός για την ανάγκη νερού, κι έτσι δίνεται εντολή για εξωτερική πρόσληψη υγρών. Τότε εκδηλώνεται η συμπεριφορά κατάποσης (Εν&ηβ, 1975).
Όταν υπάρχει απώλεια υγρών, μειώνεται ο όγκος του αίματος, πράγμα που διεγείρει τους αντίστοιχους υποδοχείς στα νεφρά και στα τοιχώματα των αγγείων, τα οποία παράγουν ουσίες που εμπλέκονται στη διατήρηση του νατρίου του σώματος και στην παραγωγή αντιδιουρητικής ορμόνης. Ένα άλλο μονοπάτι πληροφοριών για τον όγκο του αίματος ξεκινά από την καρδιά και τις μεγάλες φλέβες. Υποδοχείς στις περιοχές αυτές ανι- χνεύουν τις μεταβολές και ενεργοποιούν τους μηχανισμούς ρύθμισης της πίεσης και παραγωγής της αντιδιουρητικής ορμόνης. Έτσι, η μεταβολή στον όγκο του αίματος είναι αρκετή από μόνη της να προκαλέσει δίψα, ακόμη και αν δεν υπάρχει αύξηση της οσμωτικής πίεσης.
Ύπνος
Η ανάγκη για ύπνο αποτελεί επίσης κίνητρο για τη συμπεριφορά.Ό ύπνος είναι σημαντικός διότι βοηθά στην ξεκούραση των μυών, στη σχετική αποκοπή από τα εξωτερικά ερεθίσματα, και στην πτώση της της δραστηριότητας του οργανισμού. Αυτές όλες τις λειτουργίες μπορεί ωστόσο να τις πε- τύχει κανείς με απλή χαλάρωση και χωρίς να χρειάζεται να κοιμηθεί. Στην πραγματικότητα, η κύρια συνεισφορά του ύπνου είναι ότι επιτρέπει την ανάπτυξη μιας άλλου είδους δραστηριότητας, των ονείρων. Η ύπαρξη των ονείρων δείχνει ακριβώς την ενεργητική φύση του ύπνου.
Ο κύριος μηχανισμός που ελέγχει τον ύπνο είναι ο δικτυωτός σχηματισμός εγρήγορσης που εντοπίζεται στην περιοχή από τον προμήκη μυελό, στο στέλεχος του εγκεφάλου, μέχρι το θάλαμο. Η περιοχή αυτή συνδέεται με τον ύπνο και την εγρήγορση. Συμμετέχουν επίσης και οι πυρήνες της ραφής, στην ίδια περιοχή, η καταστροφή των οποίων επιφέρει αϋπνία. Οι νευρώνες αυτής της περιοχής περιέχουν και το νευρομεταβιβαστή σεροτο- νίνη, η μείωση του οποίου, όταν καταστρέφονται οι πυρήνες της ραφής, συνδέεται με την απώλεια ύπνου. Επίσης, στο στέλεχος του εγκεφάλου, στο ύψος της γέφυρας, υπάρχει μια περιοχή, ο υπομέλας τόπος, η οποία φαίνεται να ελέγχει τον ύπνο ΚΕΜ (Κειρϊά Ε̂ β Μονβηηβηίδ), δηλαδή το βαθύ ύπνο, στον οποίο παρατηρούνται ραγδαίες κινήσεις των ματιών. Ο ύπνος ΚΕΜ συνήθως συνδέεται με το όνειρο. Οι νευρώνες σε αυτή την περιοχή είναι πλούσιοι σε νοραδρεναλίνη, η οποία φαίνεται στον ύπνο ΚΕΜ
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 53
να παίζει ρόλο αντίστοιχο με αυτόν της σεροτσνίνης στο βαθύ ύπνο. Αν αυτή η περιοχή καταστραφεί, καταστέλλεται και ο ύπνος ΚΕΜ. Η αποσιέρηση του ύπνου ΚΕΜ δημιουργεί προβλήματα στον οργανισμό κι αναπληρώνεται με την αφιέρωση μεγαλύτερου χρόνου σε δραστηριότητα ΚΕΜ στον κατοπινό ύπνο ή σε ονειροπόληση κατά την εγρήγορση (Ενδηδ, 1975).
Σεξουαλικότητα
Η σεξουαλική διέγερση αποτελεί ένα σημαντικό κίνητρο για τους οργανισμούς. Συχνά θεωρείται ορμή, όπως η πείνα και η δίψα, διαφέρει όμως από τις άλλες ορμές γιατί επηρεάζεται πολύ από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Για το λόγο αυτό μιλούμε περισσότερο για επιθυμία.
Φυσιολογικοί μηχανισμοί που ελέγχουν τη σεξουαλική συμπεριφορά είναι, πρώτον, περιφερειακοί —τα γεννητικά όργανα— και, δεύτερον, κεντρικοί —ο υποθάλαμος. Ο υποθάλαμος με το γοναδοτροπικό κέντρο ρυθμίζει την έκκριση των γοναδοτροπικών ορμονών από την υπόφυση. Αυτές οι ορμόνες εισέρχονται στο αίμα και επηρεάζουν τις γονάδες (ωοθή- κες-όρχεις), οι οποίες με τη σειρά τους παράγουν άλλες ορμόνες. Τα οι- στρογόνα και η προγεστερόνη παράγεται από τις ωοθήκες ενώ η τεστοστερόνη (ανδρογόνο) από τους όρχεις. Αυτές οι ορμόνες έχουν κρίσιμη σημασία για την εμφάνιση σεξουαλικής συμπεριφοράς κυρίως στα κατώτερα από τον άνθρωπο είδη με την περίοδο του οίστρου.
Αν και οι ορμόνες ασκούν άμεση επίδραση στην σεξουαλική ανάπτυξη του ανθρώπου, η επίδρασή τους στη δημιουργία κινήτρου για σεξουαλική συμπεριφορά δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Η τεστοστερόνη, για παράδειγμα, κινητοποιεί σεξουαλική συμπεριφορά, τα οιστρογόνα όμως όχι. Στις γυναίκες, δηλαδή, μπορεί να υπάρχει ικανοποιητική σεξουαλική συμπεριφορά ακόμη και αν έχουν αφαιρεθεί οι ωοθήκες —φτάνει η αφαίρεση να γίνει μετά την εφηβεία— και αν υπάρχει εμμηνόπαυση, όταν πέφτουν σημαντικά τα επίπεδα των ορμονών από τις ωοθήκες. Στους άνδρες ο ρόλος των ανδρογόνων είναι πιο σημαντικός για τη δημιουργία επιθυμίας, όμως δεν προσδιορίζει το αντικείμενο της επιθυμίας. Το τι είναι προκλητικό και ποιος θα είναι ο σεξουαλικός σύντροφος και στα δύο φύλα, εξαρτάται από παράγοντες εμπειρίας και συνηθειών. Στον άνθρωπο, δηλαδή, η σεξουαλική συμπεριφορά δεν εξυπηρετεί μόνο αναπαραγωγικούς λόγους, και γι’ αυτό δεν είναι άμεσα εξαρτημένη από τις ορμόνες. Ο έλεγχος της σεξουαλικής συμπεριφοράς είναι κατά κύριο λόγο από το νωτιαίο μυελό, για ορισμένα αντανακλαστικά, και το φλοιό του εγκεφάλου. Παρεμβαίνουν, με άλλα λόγια, παράγοντες εμπειρίας και μάθησης, ιδιαίτερα της πρώιμης
54 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
κοινωνικής μάθησης κατά την παιδική ηλικία. Ακόμη και στα κατώτερα ζώα, όπως έδειξαν τα πειράματα του Ηβτίονν (1965), η επαφή με τα άλλα μέλη του είδους κατά την παιδική ηλικία είναι κρίσιμης σημασίας για την εκδήλωση ώριμης σεξουαλικής συμπεριφοράς στην ενηλικίωση.
Ο πολιτισμός είναι επίσης κρίσιμος παράγοντας ελέγχου της σεξουαλικής συμπεριφοράς, μια και ορίζει τις αποδεκτές μορφές σεξουαλικότητας, σεξουαλικών ερεθισμάτων, κ.α. Για το λόγο αυτό το τι θεωρείται σεξουαλικά αποδεκτό διαφέρει ανάλογα με τις εποχές καί τον τόπο. Η πορνογραφία είναι ένας τρίτος παράγοντας που είναι πιθανό ότι επηρεάζει τη σεξουαλικότητα, μια και διεγείρει τη σχετική επιθυμία και αυξάνει τη σεξουαλική δραστηριότητα.
Με 6άση τα σχετικά ευρήματα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ένα άριστο επίπεδο ορμονικής λειτουργίας, ο έλεγχος της σεξουαλικής επιθυμίας είναι καθαρά μη ορμονικός. Οι διακυμάνσεις της σεξουαλικής επιθυμίας μπορούν να ερμηνευτούν με 6άση γνωστικά ερεθίσματα και το χρονικό διάστημα από την τελευταία απελευθέρωση της σχετικής συμπεριφοράς, παρόλο που δεν έχει εντοπιστεί φυσιολογικός μηχανισμός υπεύθυνος για το σεξουαλικό κορεσμό (ΑΛβδ & Οειη,Κβ, 1977).
Θα πρέπει να διευκρινιστεί, ωστόσο, ότι η σεξουαλική συμπεριφορά δεν είναι άμοιρη συναισθημάτων, όπως μπορεί να εξυπονοείται από την έμφαση στον αναπαραγωγικό μηχανισμό και στους παράγοντες μάθησης. Είναι γνωστό ότι στον άνθρωπο υπάρχει έρωτας, δηλαδή αισθήματα διέγερσης και ευχαρίστησης —όταν είναι παρόν το άτομο με το οποίο είναι κανείς ερωτευμένος— και αισθήματα δυστυχίας και απόγνωσης, όταν αυτό είναι απόν. Σε ένα εκλαϊκευτικό άρθρο στο περιοδικό ΤΙΜΕ (15 Φεβρουάριου 1993, αριθμός τεύχους 7) παρουσιάζονται σύγχρονες ανθρωπολογι- κές μελέτες σε πολλές πρωτόγονες κοινωνίες που δείχνουν ότι ο έρωτας ως συναίσθημα είναι παρών στη συντριπτική πλειοψηφία από αυτές, παρόλο που οι διαδικασίες και τα έθιμα γάμου διαφέρουν πολύ από τη μια κοινωνία στην άλλη. Ο έρωτας, κάτω από αυτή την προοπτική, δεν είναι ένα κοινωνικό προϊόν, μια εφεύρεση των δυτικών κοινωνιών κατά το Μεσαίωνα, όταν αναπτύχθηκε το πρότυπο της ρομαντικής αγάπης. Στο μηχανισμό του έρωτα φαίνεται ότι παίζουν ρόλο τόσο βιολογικοί παράγοντες όσο και παράγοντες γενετικοί και ψυχολογικοί. Η αποτύπωση είναι ένας από αυτούς τους παράγοντες. Η αποτύπωση εξοικειώνει το βρέφος με τα ερεθίσματα που χαρακτηρίζουν τα μέλη του είδους του, τη γενική μορφή, τις οσμές, τις κινήσεις, κ.τ.λ. Φαίνεται ότι παίζει ρόλο στην αναγνώριση του σεξουαλικά επιθυμητού κατά την ώριμη περίοδο του ατόμου. Μια ένδειξη εί
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 55
ναι ότι η σεξουαλική έλξη δημιουργείται προς μορφές που έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως αυτά των γυναικών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία, δηλαδή στήθος και καμπυλότητες. Για τις γυναίκες όμως το κριτήριο επιλογής του συντρόφου είναι περισσότερο η ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει αυτός ως σύντροφος και ως μελλοντικός πατέρας.
Η έλξη προς ένα άτομο και η διέγερση που αισθανόμαστε προς αυτό συνδέονται με τη λειτουργία της φαινυλεθυλαμίνης (ΡΕΑ) και ορισμένων νευρομετα6ι6αστών, όπως η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη (που λειτουργούν ως φυσικές αμφεταμίνες, δηλαδή διεγερτικές ουσίες). Η παραγωγή τέτοιων ουσιών δημιουργεί αισθήματα ευφορίας και εξύψωσης. Οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι το στάδιο αυτό διαρκεί συνήθως δύο με τρία χρόνια. Μετά αρχίζει να μειώνεται. Αυτό από εξελικτική άποψη μπορεί να συνδέεται με την ολοκλήρωση της αναπαραγωγής, δηλαδή της δημιουργίας απογόνων, και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των απογόνων κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια. Η διατήρηση του ενδιαφέροντος προς το σύντροφο στα παντρεμένα ζευγάρια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι για άλλους λόγους πλέον, όπως η κοινότητα στόχων, ενδιαφερόντων, κ.τ.λ., και όχι η απλή σεξουαλική έλξη.
Το τρίτο στοιχείο στον έρωτα είναι η προσκόλληση στο αντικείμενο του έρωτα. Η προσκόλληση φέρνει αισθήματα ασφάλειας, ειρήνης, ηρεμίας, που συνδέονται με την παραγωγή ενδορφίνης στον εγκέφαλο. Παράλληλα από την υπόφυση παράγεται οξυτοκίνη, η οποία ευθύνεται για την ευαι- σθητοποίηση των νεύρων και τις συσπάσεις των μυών κατά τη διαδικασία της σεξουαλικής πράξης, που στη συνέχεια παράγουν αισθήματα χαλάρωσης, ικανοποίησης και προσκόλλησης. Κατά συνέπεια, ο μηχανισμός του έρωτα είναι μια ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα πολύπλοκη ιστορία, που τώρα αρχίζει να αποκαλύπτει τα μυστικά της.
Αλλα θέματα που εμπλέκονται στη μελέτη του σεξουαλικού κινήτρου είναι οι σεξουαλικές αποκλίσεις και δυσλειτουργίες, που όμως πέφτουν έξω από τη σκοπιά αυτού του βιβλίου. Ένα άλλο καυτό θέμα αφορά τις σεξουαλικές προτιμήσεις και την ομοφυλοφιλία. Εκτός από τις ψυχαναλυτικές απόψεις που συνδέουν τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ομοφυλοφίλων αν- δρών με την αυταρχικότητα της μητέρας κατά την παιδική ηλικία —απόψεις που δεν επιβεβαιώνονται από νεώτερες έρευνες (δάοϊονν, 1993) — υπάρχει η υπόθεση ότι αυτές είναι προϊόντα μάθησης και συνήθειας. Όμως η εμφάνιση ομοφυλοφιλίας σε δίδυμα αδέλφια καθώς και στο οικογενειακό περιβάλλον του ομοφυλόφιλου αγοριού, κυρίως από την πλευρά της μητέρας, οδηγεί σε υποθέσεις ότι μπορεί να υπάρχει γενετική αιτία. Μια τρίτη εκδοχή είναι αυτή που ξεκινά από έρευνες σε ζώα και συνδέει τη σε
56 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ξουαλική προτίμηση με την προγεννητική έκθεση του εμβρύου σε ανδρο- γόνα. Τα ανδρογόνα επηρεάζουν τη διαμόρφωση των νευρικών δικτύων στον εγκέφαλο, έτσι που το άτομο να αντιδρά με διαφορετικό τρόπο στην παρουσία ανδρογόνων κατά την ενήλικη ζωή. Πειράματα με ζώα έχουν δείξει πως αν κατά την κυοφορία το χρωμοσωμικά θήλυ έμβρυο εκτεθεί σε μεγάλη ποσότητα ανδρογόνων, τότε το ενήλικο άτομο θα επιδείξει ανδρική σεξουαλική συμπεριφορά αν του δοθούν ανδρογόνα (ΑΛβε & ΟθΓδΚβ,1977). Γενικά, το θέμα της δημιουργίας σεξουαλικών προτιμήσεων είναι ακόμη ρευστό, αλλά η σύγχρονη έρευνα αρχίζει να κατανοεί τις διάφορες πλευρές του και το παιχνίδι των γενετικών, ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που το επηρεάζει.
Ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου
Στην παρουσίαση των μηχανισμών που υπόκεινται της λειτουργίας των φυσιολογικών κινήτρων έγινε φανερό ότι η φυσιολογική έρευνα του εγκεφάλου είναι αυτή που ξετύλιξε το μίτο που αφορά το καθένα από αυτά. Οι πρώτες μαρτυρίες των ερευνητών ήταν βλάβες στον εγκέφαλο και τα αποτελέσματά τους στη συμπεριφορά. Με τον καιρό όμως αναπτύχθηκαν άλλες ερευνητικές τεχνικές, οι οποίες επιτρέπουν την τεχνητή πρόκληση ώ- σεων σε σημεία του εγκεφάλου. Αυτό γίνεται με την εμφύτευση ηλεκτροδίων στο επιθυμητό σημείο και τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο διεγείρει τα κύτταρα που βρίσκονται εκεί.
Τέτοιου είδους έρευνες που έγιναν το 1954 από τους Οΐάδ & Μΐΐηβϊ έδειξαν ότι τα πειραματόζωα μπορούσαν να μάθουν να πιέζουν ένα μοχλό ώστε να δέχονται ηλεκτρική εκκένωση σε ορισμένα σημεία του εγκεφάλου. Ήταν σαν το συγκεκριμένο αυτό σημείο να αποτελεί μέρος του «σύ- στηματος αμοιβής», το οποίο προσφέρει ενίσχυση και διευκολύνει τη σχετική μάθηση ανεξάρτητα από την παρουσία ορμής, όπως, για παράδειγμα, η πείνα. Άλλα πειράματα έδειξαν ότι μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, δηλαδή να μάθουν τα ζώα να πατούν το μοχλό για να σταματήσει η ηλεκτρική εκκένωση, εφόσον αυτή διοχετεύεται σε άλλα σημεία του εγκεφάλου, στον ιππόκαμπο. Αυτό θεωρήθηκε ως μέρος του «συστήματος της τιμωρίας», που συνδέεται με τον πόνο, χωρίς όμως να έχει σχέση με το αισθητικό μονοπάτι του πόνου. Γρήγορα έγινε φανερό ότι οι περιοχές θετικής και αρνητικής ηλεκτρικής διέγερσης του εγκεφάλου συγκεντρώνονται στο μεταιχμιακό σύστημα, το οποίο συμπεριλαμβάνει τον υποθάλαμο, τον πρόσθιο θάλαμο και τα κατώτερα άκρα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Θεωρήθηκε, λοιπόν, ότι το μεταιχμιακό σύστημα έχει άμεση σχέση με τη φυ
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 57
σιολογική 6άση των κινήτρων και συναισθημάτων, αφού ζώα με 6λά6ες στο σύστημα αυτό παρουσίαζαν περίεργες συναισθηματικές διαταραχές.
Παρόλα αυτά, η σχέση ανάμεσα στην ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου και τα διάφορα κίνητρα δεν είναι σαφής, πολύ περισσότερο που η συμπεριφορά που εκδηλώνεται υπό την επίδραση της ηλεκτρικής διέγερσης παρουσιάζει συχνά διαφορές από την κανονική συμπεριφορά του ζώου υπό παρόμοιες συνθήκες. Μια άποψη που διατυπώθηκε για την ερμηνεία των πολλών αντιφατικών δεδομένων της έρευνας με την ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου είναι ότι η υποθαλαμική διέγερση δε δημιουργεί πείνα ή δίψα, δηλαδή δε δημιουργεί κίνητρο. Αυτό που κάνει είναι να ενεργοποιεί ορισμένους καλά καθιερωμένους τύπους χαρακτηριστικών αντιδράσεων του είδους, όπως η μάσηση, η πόση,... (ΑτΚββ & ΟβΓδΙίβ, 1977).
Σύνοψη
Η συνοπτική παρουσίαση των γνώσεων σχετικά με το φυσιολογικό υπόβαθρο των κινήτρων δεν πρέπει να δημιουργήσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι η έρευνα στην περιοχή αυτή έχει περιορισθεί ή εγκαταλειφθεί. Συνεχίζεται στα πλαίσια της ψυχοφυσιολογικής έρευνας. Παράλληλα όμως οι ψυχολόγοι έχουν στραφεί σε διαφορετικές προσεγγίσεις μελέτης των κινήτρων και διατυπώνουν ψυχολογικές θεωρίες που δεν κάνουν καμιά αναφορά στο φυσιολογικό υπόστρωμα των παρωθητικών δυνάμεων. Κι αυτό διότι τα ψυχολογικά φαινόμενα είναι πολύ σύνθετα, και η πλήρης αναγωγή τους σε φυσιολογικούς μηχανισμούς δεν είναι εφικτή —τουλάχιστον όχι ακόμη. Από τις πρώτες ψυχολογικές θεωρίες που διατυπώθηκαν και επηρεάζουν τη σκέψη πολλών ερευνητών ακόμη και σήμερα είναι η ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία, όπως και και οι νεώτερες ουμανιστικές θεωρίες, μιλά για ενστικτώδεις ορμές στον άνθρωπο. Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στις θεωρίες αυτές, προτού περάσουμε σπς πιο επιστημονικά ελεγμένες απόψεις που αφορούν την ψυχολογική δράση των ορμών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ψυχαναλυτική θεωρία των κινήτρων
Ο άνθρωπος που με ιη μεγαλοφυΐα του σημάδεψε την ψυχολογική σκέψη του αιώνα μας είναι ο δϊδπιυηά Ρτβικί Ο Ρτβυά ανέπτυξε μια θεωρία που ερμηνεύει πολλές από τις πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σκέψης. Παρόλο που η θεωρία του δεν είναι θεωρία κινήτρων, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει στοιχεία κινήτρων, καθώς μιλά για τις ασυνείδητες δυνάμεις που ωθούν το άτομο στη δράση. Ο ίδιος ο Ρτβαά ασχολή- θηκε με τα κίνητρα σε μελέτη του το 1915. Εδώ όμως δε θα αναφερθούν μόνο οι απόψεις στο ειδικό αυτό θέμα, αλλά ολόκληρη η θεωρία του, όπως διαμορφώθηκε στην πορεία της σκέψης του. Κι αυτό διότι το σύνολο της θεωρίας αποτελεί το ερμηνευτικό πλαίσιο του μηχανισμού των κινήτρων που επικαλείται ο ΡΓβυά. Για το λόγο αυτό θα παρουσιαστεί εδώ συνοπτικά, με έμφαση σε εκείνα τα στοιχεία της που υποδηλώνουν το μηχανισμό μέσω του οποίου δρουν τα κίνητρα.
Το ιστορικό πλαίσιο ίων ιδεών του Ρτβικί
Οι απόψεις του Ρτβυά δε διατυπώθηκαν μέσα σε ένα μόνο κείμενο ούτε σε ένα μικρό χρονικό διάστημα. Σε όλη του τη ζωή ο ΡτβικΙ ανέπτυσσε και διαμόρφωνε τις ιδέες του καθώς επεξεργαζόταν την εμπειρία του με ασθενείς. Η συντηρητική κοινωνία της Βιέννης των αρχών του αιώνα μας προσέφερε το υπόστρωμα για την εκδήλωση διάφορων ψυχολογικών προβλημάτων υστερικού τύπου. Αυτό το υλικό απαιτούσε ερμηνεία. Για τη διαμόρφωση των ερμηνειών του ο Ρτβικί χρησιμοποίησε, όπως ήταν φυσικό, τις επιστημονικές ιδέες της εποχής του, τις οποίες και ολοκλήρωσε σε ένα πρωτότυπο σύστημα προοδευτικά.
Οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Ργ6ιι<1 από την επιστήμη του καιρού του (βλ. ΑΛβδ & ΟδΓδΚβ, 1977) μπορούν να αναχθούν τόσο στις φυσικές επιστήμες όσο και στην ψυχιατρική, την επιστήμη που ασκούσε. Από τις φυσικές επιστήμες ο Ρτβυά εγκολπώθηκε την ιδέα του σταθερού ποσού ενέργειας σε ένα σύστημα. Προκειμένου για τον άνθρωπο, αυτό σημαίνει ότι το
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 59
ποσό της ψυχικής ενέργειας είναι σταθερό και κατανέμεται ισόρροπα σπς διάφορες ψυχικές δραστηριότητες. Αν για κάποιο λόγο υπάρχει συγκέντρωση ψυχικής ενέργειας σε κάποιο σημείο, όπως ένα πρόβλημα που απασχολεί το άτομο, τότε η ενέργεια που συγκεντρώνεται εκεί αφαιρείται από άλλες δραστηριότητες του ατόμου. Η κατάσταση ανισορροπίας δημι- ουργείται αυτόματα, λόγω της αντανακλαστικής διέγερσης των νεύρων.
Την ιδέα της αυτόματης και αντανακλαστικής διέγερσης των νεύρων την υιοθέτησε ο ΡΓβυά από την ψυχιατρική. Δηλαδή τα νεύρα διεγείρονται από μόνα τους ως απάντηση σε εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα, πράγμα που προκαλεί ανισορροπία στο ενεργειακό δυναμικό του οργανισμού. Η ενεργειακή ανισορροπία είναι κατάσταση δυσάρεστη για τον οργανισμό και προκαλεί άμυνα απέναντι σε αυτό. Η εκτόνωση ή εκφόρτιση των νεύρων, μειώνει την κατάσταση ανισορροπίας και προκαλεί ευχαρίστηση στον οργανισμό.
Μία τρίτη πηγή επιδράσεων σπς ιδέες του ΡΓβυά ανάγεται στην κλινική εφαρμογή της ύπνωσης από τον ΟΠειτοοί, τον οποίο είχε επισκεφθεί ο ΡΓβυά στο εργαστήριό του στη Γαλλία. 0 ΟΠεητοοΙ: ασκούσε την ύπνωση ως θεραπευτικό μέσο για την υστερία. Αυτό σήμαινε ότι η υστερία έχει ψυχολογική και όχι φυσιολογική αιτιολογία. Λογική συνέπεια αυτού για τον ΡΓβυά ήταν ότι δεν αρκεί, και δε χρειάζεται, αναφορά στον εγκέφαλο και στη λειτουργία του προκειμένου να ερμηνευτούν τα ψυχικά φαινόμενα.
' Την ίδια εποχή, η συνεργασία του ΡΓβυά με το γιατρό Βγθπθγ στη Βιέννη για τη θεραπεία υστεριών με ύπνωση τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση των υστερικών συμπτωμάτων συνέπιπτε με περιόδους της ζωής του ατόμου κατά τις οποίες είχε την εμπειρία έντονων συναισθηματικών συγκρούσεων. Οι συγκρούσεις αυτές δεν είχαν όμως βρει διέξοδο και δεν είχαν εκφραστεί από το άτομο. Η επάνοδος του ατόμου σε αυτή την περίοδο της ζωής του μέσα από την ύπνωση ή η δυνατότητα να ξαναζήσει και να μιλήσει για την τραυματική του εμπειρία είχαν θεραπευτικά αποτελέσματα.
Η ερμηνεία που έδωσαν οι ΒτβυβΓ και ΡΓβυά στο φαινόμενο αυτό στηριζόταν στην έννοια της «διάσπασης της συνείδησης». Η ιδέα ήταν ότι υπάρχουν εμπειρίες του ατόμου τις οποίες το ίδιο δε γνωρίζει ή δεν μπορεί να ελέγξει. Με άλλα λόγια, υπάρχουν γνώσεις και εμπειρίες, τις οποίες γνωρίζει το άτομο ότι τις κατέχει και τις οποίες μπορεί να ανακαλέσει συνειδητά και εκούσια, και να μιλήσει για αυτές. Υπάρχουν όμως και εμπειρίες που βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της συνείδησης, εμπειρίες για τις ©ποιες το άτομο φαίνεται να μη διαθέτει ενημερότητα. Αυτές οι εμπειρίες είναι ασυνείδητες. Ο λόγος που οδηγεί στη διάσπαση της συνείδησης είναι συνήθως κάποια τραυματική σεξουαλική εμπειρία κατά την εφηβεία ή την
60 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
αρχή της ενηλικίωσης, η οποία δεν είναι αποδεκτή από το άτομο. Η προσπάθεια του ατόμου να Λύσει τη σύγκρουση που του δημιούργησε η τραυματική εμπειρία, πραγματική ή φανταστική, προκαλεί διάφορα παθολογικά συμπτώματα. Τα υστερικά συμπτώματα είναι στη 6άση τους σκόπιμες <5υ- μπεριφορές, που έχουν συμβολική σχέση με τις συγκρουόμενες σεξουαλικές εμπειρίες. Ο Ρτβικί χρησιμοποίησε τον όρο αμυντική υστερία προκει- μένου να περιγράφει την αμυντική, αυτοπροστατευτική λειτουργία των παθολογικών συμπτωμάτων κατά την προσπάθεια του ατόμου να κρατήσει το τραύμα έξω από τη συνείδηση.
Αυτή η ερμηνεία της υστερίας άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή ψυχολογικών κινήτρων στη συμπεριφορά. Τα κίνητρα αυτά δρουν σε ασυνείδητο επίπεδο και έχουν άμεση σχέση με τη σεξουαλικότητα. Στην εξέλιξη των θεωρητικών του απόψεων ο Ρτβυά προχώρησε στην υπόθεση ότι είναι οι ασυνείδητες σεξουαλικές ορμές που αποτελούν τη βάση των αθρώπινων κινήτρων. Οι δυνάμεις αυτές όμως δε δρουν ανεξέλεγκτα. Προκαλούν τη δράση ανπδυνάμεων, που αποσκοπούν στον περιορισμό τους. Η τελική μορφή ή εκδήλωση των ασυνείδητων ορμών είναι συνάρτηση της αντίστασης που δέχονται από τις δυνάμεις αντίδρασης ή καταστολής.
Η θεωρία
Έχοντας υπόψη το παραπάνω πλαίσιο των ιδεών του Ρτβικί, μπορούμε πλέον να περάσουμε στις Βασικές έννοιες της θεωρίας. Η κύρια συνεισφορά της θεωρίας του, όπως είπαμε παραπάνω, ήταν η εισαγωγή και καθιέρωση της έννοιας του ασυνειδήτου, η οποία δεν υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή στην Ψυχολογία.
Συνειδητό και Ασυνείδητο
Η ανθρώπινη σκέψη λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα. Από τη μια υπάρχει το συνειδητό επίπεδο κι από την άλλη το ασυνείδητο. Το ασυνείδητο είναι αυτό για το οποίο το άτομο δεν έχει καμιά ενημερότητα, κι άρα δεν μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό. Μεταξύ των δύο υπάρχει ένα ενδιάμεσο επίπεδο, το ο ποσυνείδητο. Το συνειδητό επίπεδο είναι το επίπεδο της ενημερότητας. Είναι αυτό στο οποίο κινείται η σκέψη κατά την εγρήγορση και κατά την επαφή του ατόμου με τον κόσμο. Οι αντιλήψεις, αισθήματα, και σκέψεις αυτού του επιπέδου πληροφορούν το άτομο για τον κόσμο και για τη θέση του μέσα σε αυτόν. Αυτό πετυχαίνεται με δύο τρόπους: την ενημερότητα του αι-
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 61
σθηΐήριου εισιόνιος και την αναγνώριση των ευχάριστων και δυσάρεστων για το άτομο εμπειριών. Η συνειδητή σκέψη και εμπειρία έχουν το χαρακτηριστικό ότι επιφέρουν ενημερότητα και επίγνωση αλλά δε δημιουργούν πα- ρόρμηση. Η συνειδητότητα δηλαδή δε διαθέτει δύναμη κινήτρου.
Η πηγή των κινήτρων βρίσκεται στο ασυνείδητο. Υπάρχουν οκτώ είδη συμπεριφοράς που μπορούν να θεωρηθούν ως ασφαλείς δείκτες ασυνείδητων κινήτρων κατά τον ΡΓβυά (ΜβΐηβΓ, 1985): 1) Οι ελεύθεροι συνειρμοί, που αποκαλύπτουν φόβους, επιθυμίες και σκέψεις που το άτομο δεν αναφέρει ή και αρνείται σε κατάσταση ελεγχόμενης σκέψης. 2) Οι αντιστάσεις, που αφορούν την απροθυμία του ατόμου να συζητήσει ορισμένα θέματα ή την άρνησή του να δεχτεί ορισμένη συμπεριφορά. 3) Τα πρότυπα απεχθει- ών. Οι άνθρωποι συχνά ανατίθενται σε στάσεις ή χαρακτηριστικά που οι ίδιοι διαθέτουν. Αυτό οφείλεται στον αμυντικό μηχανισμό του «σχηματισμού αντίδρασης», ο οποίος θεωρητικά μπορεί να αντιστρέφει ένα συναίσθημα όπως η αγάπη σε μίσος. 4) Τα πρότυπα ζωής. Επαναλαμβανόμενα «θέματα» στη ζωή ενός ατόμου είναι δυνατό να αποκαλύπτουν ασυνείδητες επιθυμίες. Επαναλαμβανόμενες αποτυχίες, για παράδειγμα, σε έναν τομέα της ζωής είναι δυνατό να υποδηλώνουν υποκείμενες παρωθήσεις για τις οποίες το άτομο δεν έχει συναίσθηση. 5) Τα ανέκδοτα και τα λεκτικά σφάλματα. Πολλές φορές οι άνθρωποι λέγοντας ανέκδοτα, όπως τα «σόκιν» ή ι-
'στορίες σεξουαλικού περιεχομένου, χρησιμοποιούν έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο για να εκφράσουν ασυνείδητες επιθυμίες ή θέματα που τους απασχολούν. 6) Τα όνειρα. Τα όνειρα αποτελούν για τον ΡΓβυά ένα ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο, το οποίο μέσω των συμβολισμών που περιέχει, εκφράζει, και σε ένα βαθμό ικανοποιεί, ασυνείδητες ορμές και ανάγκες του ατόμου. 7) Τα νευρωτικά συμπτώματα. Οι διάφορες υστερίες είναι καθαρά ψυχολογικά προϊόντα αμυντικού τύπου στην προσπάθεια του ατόμου να αποκτήσει έλεγχο ασυνείδητων ορμών που δεν επιτρέπεται να εκφραστούν λόγω ηθικών περιορισμών του κοινωνικού περιβάλλοντος. 8) Τα έργα τέχνης. Η καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς κινείται στο χώρο του φανταστικού και της φαντασίωσης, είναι συχνά το όργανο για τη μετουσίωση ασυνείδητων ορμών σε πραγματικότητα, μόνο που η πραγματικότητα αυτή είναι συμβολική.
Όλες οι παραπάνω συμπεριφορές υποδηλώνουν ένα δυναμικό ασυνείδητο, το οποίο επιδιώκει να επιπλεύσει στην επιφάνεια αλλά βρίσκει αντί-
* στάση, και γι’ αυτό εμφανίζεται με μορφή που μόνο έμμεσα δηλώνει το στόχο της. Η παρόρμηση δηλαδή δημιουργείται από τη διέγερση του ενεργειακού δυναμικού του οργανισμού, το οποίο εντοπίζεται στο ασυνείδητο. Εκεί εδρεύουν οι ορμές.
62 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Οι ορμές είναι ενστικτώδεις δυνάμεις, εγγενείς, που πηγάζουν από την ψυχική ενέργεια του ατόμου. Δύο είναι οι θεμελιώδεις ορμές: η ϋύίάο, το σεξουαλικό ένστικτο, ή το ένστικτο της ζωής, και το ένστικτο του θανάτου, της καταστροφής. Η πρώτη συνδέεται με την τάση για δημιουργία και η δεύτερη με την τάση για επιθετικότητα. Οι διάφορες επιθυμίες ή τάσεις που δη- μιουργούνται στο άτομο έχουν πηγή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τη Ιίβίάο, τον Έρωτα, ή το ένστικτο της καταστροφής, το θάνατο. Οι επιθυμίες έχουν ως στόχο την ικανοποίησή τους, διότι αυτό επιφέρει μείωση της έντασης και πίεσης που προκαλείται από την ενεργειακή ανισορροπία. Η ικανοποίηση των ορμών, κατά συνέπεια, επιφέρει ευχαρίστηση στον οργανισμό.
Οι ορμές ή επιθυμίες, 6ε6αίως, έχουν πάντα ένα αντικείμενο, το συγκεκριμένο ζητούμενο που θα ικανοποιήσει την επιθυμία. Οι ορμές, υπό αυτή την έννοια, διαθέτουν ένα δυναμικό στοιχείο, το ενεργειακό (ή αλλιώς το συγκινησιακό, θυμικό), και ένα γνωστικό. Το γνωστικό στοιχείο αφορά τη νοητική αναπαράσταση ή νοερή εικόνα του αντικειμένου των ορμών, τις ιδέες που σχετίζονται με το αντικείμενο. Η νοητική αυτή αναπαράσταση καθοδηγεί τη δραστηριότητα του ατόμου για την ικανοποίηση των ορμών. Όμως είναι η παρωθητική δύναμη των συγκινήσεων και των συναισθημάτων αυτή που κινητοποιεί το γνωστικό μηχανισμό. Επομένως, τα κίνητρα εδράζονται στο ασυνείδητο αλλά μορφοποιούνται και συγκεκριμενοποιούνται όχι ως συγκινησιακότητα αλλά ως σκέψεις και ιδέες. Έτσι κινητοποιούν τη συμπεριφορά. Προκειμένου να γίνει αυτό, οι ιδέες που πηγάζουν από το ασυνείδητο πρέπει να περάσουν στο συνειδητό.
Το υποσυνείδητο αποτελεί το ενδιάμεσο σύστημα, αυτό δια μέσου του οποίου πρέπει να περάσουν οι ασυνείδητες σκέψεις προκειμένου να γίνουν συνειδητές. Το υποσυνείδητο βρίσκεται υπό το μερικό έλεγχο της συνείδησης και ασκεί μια λογοκριτική λειτουργία. Στο υποσυνείδητο γίνεται ο έλεγχος της σκέψης, η οποία πιέζει για είσοδο στη συνείδηση. Εφόσον η σκέψη αυτή δεν προσκρούει στους περιορισμούς που θέτει η πραγματικότητα, της επιτρέπεται η είσοδος. Ιδέες που συνδέονται με τη σεξουαλική ορμή, περνούν στο συνειδητό επίπεδο εφόσον δε διεγείρουν σκέψεις που είναι δυνατό να λογοκριθούν. Αν οι ιδέες που συνδέονται με τη σεξουαλική επιθυμία έχουν μορφή που προσκρούει στα κοινώς αποδεκτά, τότε α- πωθούνται πάλι στο ασυνείδητο. Οι ιδέες αυτές μπορούν να προωθηθούν στο συνειδητό αν βρεθεί μια συμβιβαστική μορφή, αποδεκτή από το άτομο και την κοινωνία στην οποία ζει. Στην αντίθετη περίπτωση, οι ορμές ικανοποιούνται μέσω της φαντασίωσης. Στο υποσυνείδητο επίσης αποθηκεύονται προσωρινά οι ιδέες που εκκινούν από το συνειδητό εφόσον πρόκειται να ξαναχρησιμοποιηθούν.
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 63
Πρωτογενής - δευτερογενής σκέψη
Όπως ήδη αναφέραμε, οι ασυνείδητες ορμές μέσα από ένα γνωστικό μανδύα επιδιώκουν το πέρασμά τους στο συνειδητό επίπεδο. Οι σκέψεις του συνειδητού επιπέδου όμως είναι ποιοτικά διαφορετικές από αυτές του ασυνειδήτου. Οι συνειδητές ιδέες συνδέονται μεταξύ τους σαν κρίκοι, με λογική ακολουθία. Οι ασυνείδητες ιδέες είναι αχρονικές και ελεύθερες να υποστούν μετασχηματισμούς, να συνδεθούν με μη λογικούς τρόπους, να συμπυκνωθούν, να μετατεθούν ή να συνυπάρξουν με τα αντίθετά τους. Οι ασυνείδητες σκέψεις είναι επίμονες και δυναμικές, και πιέζουν για ικανοποίηση μέσω της δράσης ή της φαντασίωσης. Αυτή είναι η πρωταρχική σκέψη, που εκδηλώνεται σε καταστάσεις αποκοπής από την πραγματικότητα, κατά την ονειροπόληση, όνειρο ή φαντασίωση, όπου τον κατευθυντήριο ρόλο παίζουν οι επιθυμίες του ατόμου και όχι οι απαιτήσεις της πραγματικότητας.
Αντίθετα η συνειδητή σκέψη, αυτή που εκδηλώνεται κατά την εγρήγορση, περιορίζεται από τη δομή της πραγματικότητας, έχει χρονική ακολουθία, προχωρεί βήμα Βήμα, και διέπεται από την αρχή της ταυτότητας. Αυτό το είδος σκέψης είναι δευτερογενές. Οι ιδέες που εκκινούν από το συνειδητό μπορούν να περάσουν μέσω του υποσυνειδήτου και να αποθηκευτούν στη μνήμη. Από εκεί ανακαλούνται πάλι και μέσω της διαδικασίας της προόδου επανέρχονται στο συνειδητό. Την ίδια πορεία ακολουθούν και οι ασυνείδητες σκέψεις που συνδέονται με ορμές και δεν προσκρούουν σε εσωτερικές και εξωτερικές απαγορεύσεις. Αν οι ασυνείδητες σκέψεις και ιδέες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω της προόδου, τότε ακολουθούν έναν άλλο δρόμο, το δρόμο της παλινδρόμησης, ο οποίος οδηγεί στις ψευδαισθήσεις, φαντασιώσεις, όνειρα. Ο δρόμος αυτός παρακάμπτει το υποσυνείδητο και περνά απευθείας από το ασυνείδητο στο συνειδητό, επηρεάζοντας την αντίληψη του περιβάλλοντος. Το άτομο δηλαδή αναγνωρίζει ως ερεθισμούς εξωτερικούς και ως πραγματικό περιβάλλον μια φανταστική κατασκευή, η οποία χρησιμοποιεί τα υλικά της αντίληψης του πραγματικού κόσμου για να κτίσει έναν κόσμο που να ικανοποιεί τις επιθυμίες του. Άλλες μορφές που παίρνει η σκέψη υπό συνθήκες παλινδρόμησης είναι το χιούμορ, τα λάθη της γλώσσας, και οι άλλες συμπεριφορές που επεσή- μανε ο ΡΓβυά ως ενδεικτικές ασυνείδητων ορμών.
Ορμές και άμυνα
Πώς όμως μορφοποιούνται αυτές οι συμπεριφορές που έχουν ως αφετηρία τους ανεκπλήρωτες επιθυμίες; Για να κατανοήσουμε το μηχανισμό μέ
64 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σω του οποίου οι ασυνείδητες δυνάμεις επηρεάζουν τη συμπεριφορά πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δράση όχι μόνο των ορμών αλλά και των δυνάμεων που αντιστέκονται στην ικανοποίηση των πρώτων. Τα ένστικτα μπορεί να είναι πολύ ισχυρά από μόνα τους, αλλά περιορίζονται από τη δράση των α- ντιδυνάμεων. Οι αντιδυνάμεις συνιστούν την άμυνα του ατόμου απέναντι στην πίεση των ορμών. Οι αντιδυνάμεις ωστόσο δεν έχουν δική τους πρωτοβουλία στη δράση. Ο ρόλος τους έγκειται στον περιορισμό, στην απώθηση της σκέψης και της δράσης που απορρέει από τις ενστικτώδεις δυνάμεις. Στην πρώτη παιδική ηλικία οι αντιδυνάμεις αυτές ασκούνται από το εξωτερικό περιβάλλον με τις απαγορεύσεις, περιορισμούς- και απειλές της οικογένειας και του κοινωνικού περιγύρου. Η επανάληψη αυτών των περιορισμών οδηγεί στην εσωτερικοποίηση των απαγορεύσεων, και έτσι ο έλεγχος ασκείται εσωτερικά. Οι ενστικτώδεις δυνάμεις συγκρούονται ενδοψυχικά με τις αντιδυνάμεις σε ασυνείδητο επίπεδο, και αυτό προκαλεί άγχος στον άνθρωπο. Η τελική έκφραση των ενστικτωδών ορμών αποτελεί στην ουσία μια συμβιβαστική μορφή, μια συνισταμένη των δυνάμεων και αντιδυνάμεων. Η ένταση της σύγκρουσης και η διάρκειά της προσδιορίζουν το είδος και το μέγεθος της νευρωτικής συμπεριφοράς που θα εκδηλωθεί. Τα νευρωτικά συμπτώματα, αλλά και τα όνειρα, τα λάθη της γλώσσας, η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελούν προϊόντα της σύγκρουσης ορμής-άμυνας.
Ο βασικός στόχος της άμυνας είναι να προστατεύσει το άτομο από το άγχος, την τιμωρία, ή την επί μακρό έκθεση σε απωθητικούς ερεθισμούς. Προκειμένου για τάσεις και εσωτερικές επιθυμίες, η άμυνα στοχεύει στο να αποτρέψει τις ενστικτώδεις ορμές από το να περάσουν στο συνειδητό επίπεδο. Αν η άμυνα αποτύχει, τότε οι ορμές περνούν στη συνείδηση με τη μορφή που έχουν. Αν όμως η άμυνα πετύχει να απωθήσει τις επιθυμίες, τότε η εκδήλωση των επιθυμιών στη συνείδηση δεν έχει την αρχική μορφή, αλλά κάποια συμβιβαστική, προϊόν της δράσης διάφορων αμυντικών μηχανισμών. Τους μηχανισμούς αυτούς θα δούμε παρακάτω.
Αρχή της ευχαρίστησης
Η παρουσία μιας ενστικτώδους ορμής δημιουργεί μια κατάσταση έντασης και δυσαρέσκειας, η οποία εκτονώνεται μέσω της δράσης ή της φαντασίωσης. Η μείωση της δυσαρέσκειας αποκαλείται αρχή της ευχαρίστησης. Η αρχή αυτή σημαίνει ότι το άτομο έχει κίνητρο να πετύχει μίαν ελεύθερη από εντάσεις, ευχάριστη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από ενεργειακή ισορροπία, μια και η ποσότητα της ψυχικής ενέργειας είναι περιορισμένη και σταθερή. Η ύπαρξη συγκρούσεων καταστρέφει την ισορρο
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 65
πία αυτή, γιατί προκαλεί συγκέντρωση ενέργειας στη σύγκρουση, η οποία αφαιρείται από αλλού. Γενικά, οι αμυντικοί μηχανισμοί εξυπηρετούν τη δημιουργία ισορροπημένων καταστάσεων, εκεί που η αρχή της ευχαρίστησης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω της δράσης. Γι’ αυτό οι άμυνες τείνουν να χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις μεγάλης συναισθηματικής έντασης και προσωπικής εμπλοκής, όταν η ψυχική αναταραχή προκαλεί ισχυρή ενεργειακή ανισορροπία, με συνέπεια το άτομο να μην μπορεί να πετύχει την εκτόνωσή της.
Οι μηχανισμοί άμυνας
Όπως ειπώθηκε παραπάνω, οι αμυντικοί μηχανισμοί λειτουργούν προστατευτικά για το άτομο, εκεί που δεν μπορεί να ελεγχθεί διαφορετικά το στρες που προκαλείται από συγκρούσεις. Βεβαίως οι άνθρωποι διαθέτουν διάφορες στρατηγικές για το χειρισμό δυσάρεστων καταστάσεων. Όταν όμως μιλούμε για άμυνες, συνήθως αναφερόμαστε σε ασυνείδητους μηχανισμούς που τίθενται σε λειτουργία όταν αποτυχαίνουν οι διάφορες συνειδητές προσπάθειες. Μια άμυνα, για παράδειγμα, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς προκειμένου να αποφύγει ένα παρατεταμένο δυσάρεστο ερέθισμα είναι η λιποθυμία.
Από τους κύριους μηχανισμούς άμυνας που διέκρινε ο ΡΓβυά (βλ. ΑτΚβδ & ΟβΓδΚβ, 1977. \Λ/βΐηβΓ, 1985) είναι η απώθηση. Με το μηχανισμό αυτό το άτομο διά της βίας αποκλείει την είσοδο στη συνείδηση μιας τραυματικής εμπειρίας. Αυτό μπορεί να γίνει με την επιλεκτική λήθη, δηλαδή την αμνησία στοιχείων για τα οποία υπάρχουν λόγοι που μας ωθούν να μη τα θυμόμαστε. Αυτή είναι η ειδική σημασία του όρου «απώθηση», που αφορά τον ειδικό μηχανισμό άμυνας. Αυτή η σημασία του όρου «απώθηση» δεν πρέπει να συγχέεται με τη γενική σημασία του όρου, που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν όλοι οι αμυντικοί μηχανισμοί στην προσπάθεια απομάκρυνσης της πηγής της εσωτερικής σύγκρουσης.
Η αντιληπτική άμυνα μπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα με την απώθηση, καθώς εμποδίζει την ενημερότητα εξωτερικών απειλητικών ερεθισμάτων. Μια ακραία εκδήλωση της αντιληπτικής άμυνας είναι η υστερική τύφλωση, κατά την οποία το άτομο ισχυρίζεται ότι δε βλέπει, αλλά κατά την κίνησή του δεν πέφτει σε εμπόδια ούτε συμπεριφέρεται όπως ένας εκ γε-
,νεχής τυφλός.Η απομόνωση είναι ένας άλλος τρόπος απώθησης. Το άτομο διαχωρί
ζει το συναισθηματικό από το γνωστικό στοιχείο μιας ιδέας ή εμπειρίας, και ανακαλεί μόνο το γνωστικό. Έτσι, παρόλο που το άτομο διηγείται τη
66 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σχετική εμπειρία, δε βιώνει τη συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να προκαλέσει η εμπειρία αυτή. Ο γιατρός, για παράδειγμα, μπορεί να επικεντρωθεί μόνο στο διανοητικό κομμάτι των ασθενειών και να μην επηρεάζεται από το συναισθηματικό στρες που προκαλεί η σκέψη των συνεπειών των ασθενειών.
Ο αντιδραστικός σχηματισμός είναι αυτός που επιτρέπει τον έλεγχο μιας επιθυμίας ή παρόρμησης μέσω του σχηματισμού και εκδήλωσης της αντίθετης ακριβώς συμπεριφοράς από την επιθυμητή. Έτσι, μια επίφοβη σεξουαλική τάση μπορεί να ελεγχθεί μέσω της αυστηρής ηθικολογίας, που τονίζει τις αρετές της εγκράτειας και το «ζωώδη» χαρακτήρα της γενετήσιας πράξης.
Η προβολή δουλεύει με την απόδοση στον άλλο των επικίνδυνων πα- ρορμήσεων ή φόβων που το ίδιο το άτομο έχει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παθολογική ζήλεια, η οποία αποδίδεται από τον/τη σύζυγο στην απιστία του συντρόφου του, χωρίς να συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι για την εκτίμηση αυτή. Με τον τρόπο αυτό το άτομο εξωτερικεύει τις ασυνείδητες επιθυμίες του χωρίς να τις αποδίδει στον εαυτό του.
Η διόρθωση αφορά τις αντισταθμιστικές ή διορθωτικές ενέργειες που κάνει κανείς σε απάντηση μιας εσωτερικής παρόρμησης ή ιδέας. Ένα άτομο που απασχολεί τη σκέψη του, π.χ. με επιθετικές φαντασιώσεις εναντίον ενός άλλου, «αυθόρμητα» στέλνει ένα δώρο σε αυτό. Αντιστρόφως, η υποψία ότι ήμασταν πολύ επιεικείς σε κάποιον άλλο σε κάποια περίσταση, μπορεί να μας οδηγήσει σε υπερβολική αυστηρότητα απέναντι στο ίδιο άτομο μίαν άλλη φορά, χωρίς να το απαιτεί η περίσταση.
Η μετατόπιση αφορά τη μεταφορά μιας φαντασίωσης ή ενέργειας από ένα αντικείμενο ή άτομο σε ένα άλλο. Αυτό παρατηρείται όταν η εκδήλωση της δράσης προς το άμεσα συνδεόμενο αντικείμενο παρεμποδίζεται για κάποιο εξωτερικό λόγο. Ο μεταβολισμός της επιθετικότητας αποτελεί μίαν έκφανση αυτού του μηχανισμού. Η διαδικασία μεταβολισμού της επιθετικότητας μπορεί να δοθεί σχηματικά μέσα από το ακόλουθο παράδειγμα: ο σύζυγος μαλλώνει με τον προϊστάμενό του αλλά δεν μπορεί να δείξει το θυμό του προς αυτόν. Έτσι, όταν γυρίζει στο σπίτι, μαλλώνει με τη γυναίκα του. Η σύζυγος στη συνέχεια μαλλώνει τα παιδιά, και αυτά τα μικρότερα α- δερφάκια ή τις κούκλες τους.
Η στροφή εναντίον του εαυτού μας είναι μια μορφή μετατόπισης, διότι η παρόρμηση δε μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση ενός εξωτερικού, ουδέτερου ερεθισμού, αλλά προς την κατεύθυνση του εαυτού μας. Η επιθετικότητα, σε μια τέτοια περίπτωση, παίρνει τη μορφή της αυτο-τιμωρίας, αυ- το-περιφρόνησης, ενοχής, κ.α.
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 67
Η εκλογίκευση αφορά τις συναισθηματικά ουδέτερες εξηγήσεις ή επιδι- καιολογήσεις που χρησιμοποιεί κανείς, προκειμένου να δικαιολογήσει μίαν ενέργεια που προκλήθηκε από μίαν ορμή. Για παράδειγμα, ένα ιδιαιτέρως ηθικολογούν άτομο που παρακολουθεί ένα πορνογραφικό έργο μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη του ως αναγκαία ενέργεια προκειμένου να καταγγείλει αργότερα τις ανηθικότητες που το φιλμ δείχνει. Ανπ- στοίχως, ένα άλλο άτομο μπορεί να επικαλεσθεί αισθητικούς και καλλιτεχνικούς λόγους για την παρακολούθηση της σχετικής ταινίας.
Η άρνηση διαφαίνεται σε εκείνες τις συμπεριφορές που δείχνουν ότι το άτομο δεν αντιλαμβάνεται σε συνειδητό επίπεδο την ύπαρξη ενός απειλητικού γεγονότος. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι άνθρωποι διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα προκειμένου να μην παραδεχτούν μια δυσάρεστη γι’ αυτούς κατάσταση. Αρνούνται, για παράδειγμα, ότι ένα αγαπημένο τους πρόσωπο πέθανε ή ότι οι ίδιοι πάσχουν από μια βαριά ασθένεια.
Η ταύτιση είναι ο μηχανισμός εκείνος που οδηγεί σε υιοθέτηση των χαρακτηριστικών συμπεριφορών ενός σημαντικού για το άτομο προτύπου. Η ταύτιση, με τη μορφή της μίμησης στην παιδική ηλικία, είναι μια διαδικασία που επιτρέπει τη μάθηση και ανάπτυξη του παιδιού μέσω του εμπλουτισμού του ρεπερτορίου των συμπεριφορών που αυτό διαθέτει. Όταν όμως η ταύτιση λειτουργεί ως αντιστάθμιση στον πόνο που προκαλεί η απώλεια ενός αγαπημένου ατόμου, τότε μιλούμε για μηχανισμό άμυνας. Παράδειγμα η ταύτιση του γιου με τον πατέρα που λείπει και η υιοθέτηση των προστατευτικών ενεργειών προς τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια.
Αμυντικοί μηχανισμοί και άγχος. Πρέπει να σημειωθεί όμως εδώ ότι η ενεργοποίηση των μηχανισμών άμυνας προϋποθέτει, εκτός από την απειλητική ιδέα ή την επιθυμία που το άτομο προσπαθεί να ελέγξει, και την ύπαρξη άγχους. Την ιδέα αυτή εισήγαγε ο ΡΓβυά σπς μεταγενέστερς διατυπώσεις των απόψεών του. Η πορεία δηλαδή είναι: ενστικτώδεις ορμές - ψυχικές αναπαραστάσεις - απειλητική ιδέα ή τραυματική εμπειρία - άγχος- μηχανισμός άμυνας - απώθηση ή συμβιβαστικοί σχηματισμοί. Το άγχος λειτουργεί ως «σήμα» ότι το εγώ απειλείται (ΡΓβυά, 1926), και γι’ αυτό έχει τη δυνατότητα να θέσει σε λειτουργία τους μηχανισμούς άμυνας. Υπάρχουν διάφορα είδη άγχους: αυτό που δημιουργείται από τις απαιτήσεις του υπερεγώ, το ηθικό άγχος. Το άγχος αυτό δημιουργείται όταν παραβαίνουμε τις εσωτερικοποιημένες γονεϊκές αξίες. Παρόμοιο είναι το νευρωτικό άγχος, το οποίο προκαλείται από τις πραγματικές ή φανταστικές συγκρούσεις με τους γονείς (ή άλλες μορφές που ασκούν έλεγχο επί των παρορμή- σεών μας). Το άγχος αυτό συνδέεται με τις εμπειρίες από σκληρούς ή α-
68 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
διάφορους γονείς και το φό6ο όχι δε θα μπορέσουμε να ελέγξουμε χις ε- σωχερικές παρορμήσεις μας. Διαφορεχικό είναι χο άγχος που δημιουργεί- χαι από χην επιδίωξη ανχιχιθέμενων σχόχων, και χο οποίο έχει να κάνει με χην ανχίληψη της πραγμαχικόχηχας (ΗβΙΙ & ϋηάζβν, 1985. ΜβίηβΓ, 1985). Αυχό ονομάζεχαι άγχος της πραγματικότητας.
Ατομικές διαφορές στις αμυντικές προτιμήσεις. Οι άνθρωποι, όπως δείχνει συχνά η παρατήρηση, διαφέρουν σιο βαθμό που χρησιμοποιούν αμυνπκούς μηχανισμούς για την ανχιμεχώπιση χων προβλημάτων χους και σχην προχίμηση που μπορεί να δείχνουν προς ορισμένους μηχανισμούς έναντι άλλων. Μια διάσχαση που έχει χρησιμοποιηθεί για χην καχάχαξη χων αχόμων ως προς χις αμυντικές χους προχιμήσεις είναι αυχή που ονομάζεχαι απώθηση - ευαισθησία (Μβϊηβτ, 1985). Η υπόθεση είναι όχι μερικοί άνθρωποι προχιμούν να αντιμετωπίζουν χις δύσκολες καχασχάσεις μέσω απω- θηχικών μηχανισμών ενώ άλλοι μέσω χης αύξησης χης ευαισθησίας προς αυχές. Οι πρώχοι μπορούν να παρουσιάσουν υστερικά συμπχώμαχα χύπου χύφλωσης ή παράλυσης, ενώ οι δεύχεροι εκδηλώνουν συνεχή ανησυχία και καχαναγκασμούς που συνδέονχαι με χην υπερβολική εγρήγορση για χην ανίχνευση σημάχων που μπορεί να αποκαλύπτουν χην ύπαρξη τών απειλητικών ερεθισμών. Η προτίμηση προς τον ένα ή τον άλλο τύπο αμυντικών αντιδράσεων πιθανόν να οφείλεται σε προηγούμενη μάθηση. Αυτό το έδειξε ο Ουίβηγ (1957) με ένα πείραμα στο οποίο τα υποκείμενα μάθαιναν έναν από τους δύο τύπους αντίδρασης ανάλογα με την ενίσχυση που είχαν δεχτεί κατά τη διάρκεια του πειράματος.
Η δομή της προσωπικότητας
Η μέχρι τώρα παρουσίαση των απόψεων του Ρτβικί αφορούσε τη διάκριση των επιπέδων λειτουργίας της σκέψης, τη δράση των ενστικτωδών δυνάμεων και, τέλος, τη δράση των αμυντικών μηχανισμών που παρεμβαίνουν για τον περιορισμό τους. Είδαμε, επίσης, ότι το ρόλο χων ανπδυνάμε- ων σχη μικρή ηλικία χον παίζουν οι γονείς και χο εξωχερικό περιβάλλον. Με χην πρόοδο χης ηλικίας οι εξωχερικοί περιορισμοί εσωχερικοποιούνχαι και οι έλεγχοι γίνονχαι σε επίπεδο ιδεών. Συγκρούονχαι πλέον οι ιδέες και όχι αναγκασχικά χο άχομο με χον περίγυρό χου. Αποχέλεσμα αυχού είναι οι εσωχερικές συγκρούσεις που προκύπχουν από χην ύπαρξη ενσχικχωδών ορμών, από χη μια, και ηθικών ιδεών, εσωχερικευμένων κανόνων ή ιδεών που αφορούν χον ιδανικό μας εαυχό, από χην άλλη. Εκχός από αυχούς χους δύο πόλους ανχιχιθέμενων χάσεων υπάρχει πάνχα και η πραγματικό
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 69
τητα με τις δικές της απαιτήσεις. Το άτομο δεν μπορεί να αγνοεί τις ιδιομορφίες του «εδώ και τώρα». Για το λόγο αυτό η τελική συμπεριφορά είναι ο συμβιβασμός που προκύπτει από τον συνυπολογισμό τριών διαφορετικών τύπων απαιτήσεων.
Η εικόνα του ατόμου ή η προσωπικότητά του, κατά συνέπεια, είναι συνάρτηση τριών διαφορετικών συστατικών ή λειτουργιών: του Ιό (εκείνο), του Εγώ και του Υπερεγώ. Το καθένα από αυτά αντιστοιχεί σε έναν τύπο επιδράσεων από αυτές που ήδη αναφέραμε. Το Ιά είναι η δεξαμενή των ενστικτωδών ορμών και της ψυχικής ενέργειας, ένα σημαντικό μέρος του ασυνειδήτου, χωρίς άμεση επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Οι απαιτήσεις της πραγματικότητας φτάνουν στο Ιά μέσω του Εγώ και του Υπερεγώ. Με τον καιρό, η επίδραση του Εγώ και Υπερεγώ οδηγεί στην ωρίμανση του Ιά, έτσι που οι ενστικτώδεις ορμές γίνονται λιγότερο απαιτητικές στη συμπεριφορά. Βέβαια στην αρχή, με τη γέννηση, υπάρχει μόνο το Ιά, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις ψυχολογικές προδιαθέσεις, τις κληρονομικά προσδιορισμένες. Με την πρόοδο της ηλικίας αναπτύσσονται το Εγώ και Υπερεγώ, οπότε το Ιά πλέον αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό κόσμο και την υποκειμενική πραγματικότητα. Το Ιά λειτουργεί με την αρχή της ευχαρίστησης, η οποία μεταφράζεται σε επιδίωξη της ικανοποίησης και αποφυγής του πόνου. Ο πόνος εδώ έχει ευρύτερη σημασία, δηλαδή αφορά την ύπαρξη έντασης που προκαλείται από τη διέγερση των νεύρων. Αντίθετα ευχαρίστηση είναι η κατάσταση ισορροπίας, της σχετικής αδράνειας και των χαμηλών επιπέδων ψυχικής ενέργειας. Το Ιά καταφέρνει τους στόχους του μέσω των αντανακλαστικών, τα οποία υπάρχουν στον οργανισμό ήδη με τη γέννηση, και την πρωτογενή σκέψη, όταν έχει να χειριστεί σύνθετους ερεθισμούς. Η πρωτογενής σκέψη έχει να κάνει με τις νοερές εικόνες και τις φαντασιώσεις, οι οποίες ενεργοποιούνται όταν δεν υπάρχει άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Το πεινασμένο μωρό, για παράδειγμα, φέρνει στο νου του την εικόνα του μπιμπερό ή της μητέρας του. Επειδή όμως η πρωτογενής σκέψη δεν εγγυάται την ικανοποίηση της πείνας, το βρέφος πρέπει να αναπτύξει τρόπους ώστε να διαφοροποιεί τις αναπαραστάσεις των αντικειμένων που επιθυμεί από τα πραγματικά αντικείμενα. Έτσι αναπτύσσεται η δευτερογενής σκέψη, η οποία αφορά τον πραγματικό κόσμο. Η δευτερογενής σκέψη προσδιορίζει τη λειτουργία του Εγώ (Ηειίΐ & ϋηάζβγ, 1985).
Το Εγώ έχει ως κύρια λειτουργία του τον έλεγχο και ολοκλήρωση των παραγόντων που καθορίζουν τη συμπεριφορά. Αυτοί οι παράγοντες είναι το Ιά, το Υπερεγώ, και η εξωτερική πραγματικότητα. Το Εγώ βρίσκει τη συμβιβαστική θέση μεταξύ αυτών, αξιοποιώντας τη μνήμη, τη γνώση και
70 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
την αντίληψη. Αυτές οι νοερές ενέργειες συνιστούν τη λειτουργία του Εγώ και χαρακτηρίζονται ως δευτερογενής σκέψη. Η αρχή λειτουργίας του Εγώ είναι η αρχή της πραγματικότητας. Το Εγώ καθυστερεί ή μεταθέτει την ικανοποίηση της ορμής μέχρις ότου βρεθεί ένας κατάλληλος στόχος, ο οποίος θα οδηγεί προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης της ορμής. Το Εγώ, με άλλα λόγια, σχεδιάζει τα βήματα τα οποία πρέπει να ακολουθήσει το άτομο για να πετύχει τους στόχους του και ταυτοχρόνως ελέγχει την πραγματικότητα για να δει αν το σχέδιο μπορεί να εφαρμοστεί ή αν πραγματικά η εφαρμογή του οδηγεί στο ποθητό αποτέλεσμα. Επειδή ο έλεγχος της πραγματικότητας μπορεί να πληροφορήσει το άτομο ότι οι συνθήκες δεν επιτρέπουν την ικανοποίηση του στόχου, το Εγώ αναστέλλει την επιδίωξη του στόχου και την ικανοποίηση της ορμής για άλλη ευκαιρία. Το κύριο μέσο με το οποίο πετυχαίνει τη ρύθμιση της ορμής είναι η απώθηση. Το Εγώ κινείται σε συνειδητό και υποσυνείδητο επίπεδο, αντίθετα με το Ιά που κινείται σε ασυνείδητο.
Το Υπερεγώ έχει δύο κύριες λειτουργίες: την ηθική συνείδηση και το ιδανικό Εγώ. Η ηθική συνείδηση είναι η έδρα των επιταγών της κοινωνίας και του πολιτισμού. Οι επιταγές αυτές περνούν στο άτομο μέσα από την οικογένεια. Το ιδανικό εγώ είναι η εσωτερικευμένη αναπαράσταση των κανόνων τελειότητας που θέτει το άτομο ή το περιβάλλον του σε σχέση με τους στόχους προς τους οποίους τείνει το άτομο. Η ικανοποίηση των υψηλών στόχων, που θέτει η ιδανική εικόνα του εαυτού, και των ηθικών επιταγών που προσδιορίζουν οι αξίες των γονέων και της κοινωνίας, δημιουργούν αισθήματα υπερηφάνειας στο άτομο. Η μη επίτευξη ή η παρακοή, α- ντιθέτως, δημιουργούν αισθήματα φόβου και ενοχής.
Το περιεχόμενο του Υπερεγώ και τα αισθήματα που συνδέονται με αυτό έχουν τόσο συνειδητά όσο και υποσυνείδητα κι ασυνείδητα στοιχεία. Το ασυνείδητο Υπερεγώ έχει σχέση με το Ιά και παράγει παρορμήσεις και α- νορθολογικά αισθήματα ενοχής. Όπως και οι ορμές, έτσι και τα αισθήματα ενοχής συνιστούν ισχυρές πηγές κινήτρου γιατί προκαλούν δυσαρέσκεια, στενοχώρια και άγχος. Το Υπερεγώ όμως λειτουργεί και σε συνειδητό επίπεδο, όπως το Εγώ, και επιδιώκει τη χαλιναγώγηση των παράλογων παρορμήσεων.
Επομένως, η τελική φροϋδική άποψη για τα κίνητρα αφήνει χώρο και για άλλης μορφής δυνάμεις πέρα από τις ενστικτώδεις ορμές, όπως οι ηθικές ιδέες, οι στόχοι, τα αισθήματα ενοχής, και το άγχος. Και επειδή οι ηθικές ιδέες και επιταγές καθώς και τα αισθήματα ενοχής έχουν προέλευση περιβαλλοντική, τα κίνητρα αυτά είναι προϊόντα μάθησης. Πραγματικά, η προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον αποτελεί σημαντικό παράγοντα
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 71
διαμόρφωσης της συμπεριφοράς του. Αυτό το αναγνώρισαν κυρίως οι νε- ώτεροι ψυχαναλυτές, όπως ο Επίίδοη (1950) και ο Κειρειροιΐ (ΚβρβροΓί & Οΐΐΐ, 1967). Σε όλη την ψυχαναλυτική θεωρία το περιβάλλον επιδρά με δυο βασικούς τρόπους στο άτομο: ενεργώντας ως πηγή πόνου και ματαίωσης και ως πηγή ικανοποίησης των αναγκών. Και στις δύο περιπτώσεις η επίδραση του περιβάλλοντος είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με την πρωταρχικότητα των ενδοψυχικών παραγόντων. Όταν οι νεώτεροι ψυχαναλυτικοί μιλούν για προσαρμογή στο περιβάλλον δεν περιορίζονται στην παραπάνω θεώρησή του αλλά τονίζουν τις αναπόφευκτες συνεχείς απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου σπς οποίες πρέπει να προσαρμοστεί το άτομο. Το άτομο δε δέχεται παθητικά τις επιδράσεις του περιβάλλοντος αλλά αλ- ληλεπιδρά με αυτό σε μια προσπάθεια εναρμόνισης των αναγκών του με αυτό. Αυτή η πορεία προσαρμογής απαιτεί ψυχο-κοινωνική όσο και ψυχο- σεξουαλική ανάπτυξη.
Η ψυχο-σεξουαλική ανάπτυξη
Μια θεμελιώδης ιδέα στην ψυχαναλυτική θεωρία είναι ότι οι επιδράσεις των προηγούμενων εμπειριών στη συμπεριφορά είναι συνεχείς. Αυτό είχε ως συνέπεια την απόδοση ιδιαίτερης σημασίας στις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και κυρίως σε εκείνες που συνδέονται με τις θεμελιώδεις ορμές, τη σεξουαλικότητα και την επιθετικότητα.
Ειδικότερα ως προς τη σεξουαλικότητα, ο Ρτβυά υπέθεσε ότι η Ιϊβΐάο είναι παρούσα και κυρίαρχη ήδη από την πρώτη παιδική ηλικία. Διακρίνουμε την ύπαρξή της μέσα από τις ενέργειες και τη δράση που επιφέρουν ικανοποίηση. Οι ενέργειες αυτές συνδέονται με ένα διαφορετικό μέρος του σώματος κάθε φορά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Αυτά τα μέρη του σώματος ονομάζονται ερωτογενείς ζώνες και προκαλούν ένταση στον οργανισμό. Η ικανοποίηση των αναγκών που συνδέονται με τις ερωτογενείς ζώνες επιφέρει ικανοποίηση και προκαλεί ευχαρίστηση. Η έκφανση της σεξουαλικής ορμής μέσα από μια ειδική ερωτογενή ζώνη προσδιορίζει και το στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ατόμου.
Παράλληλα με την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη παρατηρείται και ψυχο- κοινωνική ανάπτυξη. Οι μηχανισμοί που υπόκεινται της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης είναι βιολογικοί ενώ της δεύτερης ψυχολογικοί. Οι πρώτοι συνδέονται με τη σωματική ανάπτυξη και αλλαγή, ενώ οι δεύτεροι με τα μέσα προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψυχολογικοί μηχανισμοί είναι η ταύτιση, που αφορά υιοθέτηση επιτυχών συμπεριφορών που επιδεικνύουν κάποιοι άλλοι —γονείς ή άλλα κοινωνικά πρότυπα— προκειμένου να λύσουμε
72 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
προσωπικά μας προβλήματα. Ένας άλλος μηχανισμός είναι η μετάθεση της ψυχικής ενέργειας. Όταν ο οργανισμός εμποδίζεται από την απόκτηση του επιθυμητού αντικειμένου, τότε μεταθέτει την ενέργεια από το αρχικό αντικείμενο σε κάποιο άλλο που μπορεί να αποκτηθεί. Η μετάθεση μπορεί να συνεχιστεί σε σειρά αντικειμένων. Με τον τρόπο αυτό το άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει υποκατάστατα των αρχικών στόχων του και να μετασχηματίσει πιθανές αντικοινωνικές συμπεριφορές σε απόλυτα αποδεκτές από την κοινωνία. Τα κοινωνικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα κατά τον ΡΓβυά εξηγούνται μέσα από αυτό το μηχανισμό. Οι μηχανισμοί άμυνας, που αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούν το τρίτο μέσο αντιμετώπισης των καταστάσεων του κόσμου.
Η βιολογική πλευρά της ανάπτυξης αφορά τους μετασχηματισμούς που παρουσιάζει η Ιϊβκίο κατά την εξέλιξη του ατόμου. Η εξέλιξη είναι σταδιακή, και η ακολουθία των σταδίων βιολογικά καθορισμένη και καθολική, μια και εμφανίζεται σε όλα τα παιδιά. Τα στάδια αυτά είναι: το στοματικό, από τη γέννηση μέχρι τον 1 1/2 χρόνο. Το πρωκτικό, από τον 1 1/2 χρόνο μέχρι τα τρία χρόνια. Το φαλλικό στάδιο από τα 3 μέχρι τα 7 χρόνια, και το γεννητικό, που αρχίζει με την εφηβεία. Η περίοδος από τα 7 μέχρι τα 12 χρόνια ονομάζεται ανενεργός, διότι η σεξουαλική ορμή δεν έχει ιδιαίτερη ένταση και παρουσιάζει μια λανθάνουσα μορφή. Κατά το γεννητικό στάδιο εμφανίζεται η ώριμη σεξουαλική συμπεριφορά.
Μια κύρια εκδήλωση της σεξουαλικότητας κατά το φαλλικό στάδιο είναι η ανάπτυξη των φαντασιώσεων που έχουν ως αντικείμενο το γονέα του αντίθετου φύλου. Αυτό είναι το περίφημο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, που χαρακτηρίζει κυρίως τα αγοράκια. Συνάρτηση του συμπλέγματος αυτού είναι η επίδειξη εχθρότητας προς το γονέα του ίδιου φύλου, διότι αυτός είναι ο ανταγωνιστής στην αγάπη του άλλου γονέα. Παράλληλα φαινόμενα είναι ο φόβος του ευνουχισμού στα αγόρια και ο φθόνος του πέους στα κορίτσια.
Κατά τη φάση του γεννητικού σταδίου ναρκισσιστικές ή εγω-κεντρικές τάσεις του ατόμου που υπερίσχυαν κατά τα προηγούμενα στάδια προοδευτικά μετασχηματίζονται σε αλτρουϊσπκές και κοινωνιο-κεντρικές. Έτσι, η βιολογική επιταγή της αναπαραγωγής του είδους αναβαθμίζεται και, μέσω των ψυχολογικών μηχανισμών της ταύτισης και της μετάθεσης, γίνεται ενδιαφέρον και φροντίδα για τους άλλους.
Σημαντικά στοιχεία της ψυχοσεξουαλικής θεωρίας είναι και αυτά που περιγράφουν τις πιθανές δυσλειτουργίες κατά την ανάπτυξη. Η έννοια των «μερικών» ενστκτωδών ορμών αποδίδει τη συνέχιση της λειτουργίας προηγούμενων σταδίων στα επόμενα, με συνέπεια είτε τον εμπλουτισμό της ενήλικης προσωπικότητας είτε τη δημιουργία προβλημάτων στο χαρακτήρα
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 73
ίου ατόμου. Προβλήματα δημιουργούνται όταν υπάρχει καθήλωση σε κάποιο στάδιο ή και παλινδρόμηση σε κάποιο προηγούμενο. Η καθήλωση εμφανίζεται όταν υπάρχει κάποια συναισθηματική σύγκρουση, η οποία δεν επιτρέπει στο άτομο να προχωρήσει ελεύθερα στα ανώτερα εξελικτικά στάδια. Συνέπεια αυτού είναι η διατήρηση σε υπερβολικό Βαθμό των χαρακτηριστικών του καθηλωμένου σταδίου κατά τη διάρκεια των επομένων. Καθήλωση μπορεί να εμφανιστεί είτε λόγω μεγάλης ματαίωσης, η οποία εμποδίζει την ικανοποίηση και ευχαρίστηση που συνδέεται με μια ερωτογε- νή περιοχή, είτε λόγω υπερβολικής ικανοποίησης κατά τη διάρκεια του σταδίου που κάνει το άτομο να προσκολλάται σε αυτού του είδους την ικανοποίηση και κατά τα επόμενα στάδια. Η παλινδρόμηση χαρακτηρίζει άτομα με καθηλώσεις και αφορά την επιστροφή του ατόμου σε συμπεριφορές που είναι τυπικές άλλου, προγενέστερου σταδίου. Η παλινδρόμηση εμφανίζεται συνήθως σε περιόδους στρες και άγχους, πιθανότατα σαν μια προσπάθεια μείωσης του άγχους (ΑΛβδ & ΟβΓδΚβ, 1977. ΗβΙΙ & ϋηάζβν/, 1985).
Σύνοψη
-̂Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ία κίνητρα, κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, παρόλο που έχουν την ίδια πάντα πηγή, τις ενστικτώδεις ορμές, δεν εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Επιπλέον, μέσα από την ποικιλία των μηχανισμών που προσδιορίζουν την τελική συμπεριφορά, είναι δυνατή η έκφανση τόσο θετικών όσο και αρνητικών συμπεριφορών προς τον ίδιο τον εαυτό μας όσο και προς τους άλλους. Όμως το πλεονέκτημα της γενικής ερμηνείας όλης της ανθρώπινης συμπεριφοράς χάνεται από την αδυναμία της θεωρίας να παραγάγει ακριβείς προβλέψεις. Συνέπεια δηλαδή της περιγραφικής δομής της θεωρίας του ΡΓβαά είναι η ανικανότητα πρόβλεψης της ακριβούς αντίδρασης του ατόμου σε δεδομένες συνθήκες, ακόμη κι αν γνωρίζουμε το ιστορικό της ζωής του. Κι αυτό διότι μια προσδοκώμενη αντίδραση α μπορεί να μετασχη- ματισθεί μέσω ενός μηχανισμού άμυνας στην αντίθετή της ή σε μια τελείως διαφορετική. Η μη ακριβής πρόβλεψη είναι και ο κύριος λόγος για τη σχεδόν πλήρη αδυναμία των ερευνητών να θέσουν υπό πειραματικό έλεγχο τις προκείμενες της θεωρίας. Οι όποιες πειραματικές έρευνες υπάρχουν, ωστόσο, φαίνεται να μην οδηγούν σε τελειωτικά συμπεράσματα. Έτσι, η αξία της θεωρίας περιορίζεται στις κλινικές εφαρμογές της ως θεραπευτικής μεθόδου και όχι ως μιας θεωρίας της προσωπικότητας ή των κινήτρων.
74 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Αυτό δε σημαίνει όχι δεν έχει συμβάλει στη γνώση μας για τους παράγοντες που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά. Η αναμφισβήτητη συμβολή της έγκειται στην καθιέρωση της έννοιας του ασυνειδήτου ήδη από τις αρχές του αιώνα αλλά και στη συζήτηση του εαυτού ως θεμελιώδους μέρους του μηχανισμού διαμόρφωσης της συμπεριφοράς. Η παρουσίαση των μηχανισμών άμυνας, επίσης, είναι μοναδική, αν και η πλήρης κατανόηση του μηχανισμού τους προϋποθέτει ότι θα μπορέσει η έρευνα να προσδιορίσει με ακρίβεια τις συνθήκες που συνδέονται με την εφαρμογή τους. ί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ανθρωπιστικές θεωρίες: Κθ9βΓδ και Μειβίοιν
Η ουμανιστική ψυχολογία, η «τρίτη» δύναμη, όπως την όρισε ο Μβδίονυ, ήρθε να καλύψει ένα κενό που άφησαν οι συμπεριφορικές θεωρίες και η ψυχανάλυση, επικαλούμενη μερικές καθαρά ανθρώπινες ιδιότητες όπως η αγάπη, η αυτοεκτίμηση, η αγάπη για την ελευθερία. Ο όρος «ανθρωπιστική» (ουμανιστική) αποτελεί μίαν ομπρέλα για ένα διάσπαρτο σύνολο θεωριών και προοπτικών, που ξεκινούν από ψυχαναλυτές με υπαρξιακές κατευθύνσεις, θεωρητικούς του υπερβατικού διαλογισμού-γιόγκα, θεραπευτές της συμπεριφοράς και θεραπευτές με έμφαση στο συναίσθημα και γνώσεις. Το ρεύμα της ουμανιστικής σκέψης είχε ως αφετηρία του τον <Ιιιη9, ο οποίος μίλησε για προσωπική αύξηση και ολοκλήρωση, και ότι κάθε ένστικτο συζεύεται με μια «φιλοσοφία ζωής». Κύριος εκπρόσωπος της ουμανιστικής ψυχολογίας, ωστόσο, είναι ο Μβδίονν (6λ. Α&βδ & 03ΐΓδΚβ, 1977).
κεντρική ιδέα στην ουμανιστική παράδοση είναι ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά κινείται κατά κύριο λόγο από τον αγώνα του ατόμου να καταστεί όσο πιο άνθρωπος γίνεται, δηλαδή να αναπτύξει τις ικανότητές του, να είναι αποτελεσματικός, δημιουργικός, και ευφάνταστος. Ο όρος που συνήθως εκφράζει την προσπάθεια αυτή είναι το «κίνητρο για αυτοπραγμάτωση». Το κίνητρο αυτό δεν είναι μαθημένο αλλά εγγενές και επηρεάζει τη συμπεριφορά άμεσα^Ετσι, η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση οδηγεί σε συμπεριφορές που θα επιφέρουν αυτό το αποτέλεσμα^Επειδή, λοιπόν, οι ουμανιστικές θεωρίες μιλούν για εγγενείς ανάγκες και ορμές, αποτελούν ένα είδος συνέχειας των θεωριών που περιγράφουν Βιολογικά κίνητρα, όπως οι ηθολογικές και η ψυχαναλυτική θεωρία. Αλλά και από την άποψη της μεθόδου οι ανθρωπιστικές θεωρίες συγγενεύουν με την ψυχαναλυτική, διότι η μελέτη των κινήτρων είναι ολιστική και φαινομενολογική. Απλώς διαφέρει η έμφαση και οι μηχανισμοί λειτουργίας των κινήτρων. Επειδή, λοιπόν, η προσέγγιση των θεωριών αυτών δεν είναι πειραματική, και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατός ο επιστημονικός έλεγχος των προκειμένων τους, υπόκεινται σε μεγάλη κριτική. Η σημασία τους όμως είναι μεγάλη για
76 ΨΥΧΟΛΟΓΊΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
τη θεραπευτική πρακτική, πράγμα που εξηγεί την επιβίωση των θεωριών αυτών μέχρι τις μέρες μας.
Δυο από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ανθρωπιστικής ψυ-ε χολογίας είναι ο Οβτΐ Κθ9βΓ5 και ο ΑβτβΗδπι Μβδίονν. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε συνοπτικά στις απόψεις τους.
Η θεωρία της ενεργοποίησης-πραγμάτωσης του Κθ9βΓ8
Ο ΟώγΙ Κθ9βΓ5 έχει κλινικό υπόβαθρο και οι απόψεις του αφορμούνιαι από την παρατήρηση ότι η προσωπικότητα των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική τάση για ψυχολογική αύξηση και ολοκλήρωση. Υπάρχει μια τάση για ενεργοποίηση, δηλαδή μια εσωγενής τάση του οργανισμού να αναπτύξει όλες τις ικανότητές του με τρόπους που εξυπηρετούν τη συντήρηση ή προαγωγή του οργανισμού (Κθ9βΓ5, 1951, 1959, 1961). Ο όρος «συντήρηση» σημαίνει ικανοποίηση βασικών βιολογικών αναγκών, ενώ ο όρος «προαγωγή» σημαίνει την τάση για ψυχολογική ολοκλήρωση. Η τάση αυτή δίνει μια θετική κατεύθυνση στη συμπεριφορά αλλά επειδή α: σκεί πίεση στο άτομο είναι δυνατό να προκαλέσει και συγκρούσεις, άγχος, στενοχώρια.
Ένα μέρος της τάσης νια ενεονοποίηση είναι η αυτο-ενεργοποίηση ή αυτοπραγμάτωση. Ο «εαυτός» ορίζεται ως η οργανωμένη, συνεπής εννοιο- λογική μορφή (όλο) που συνίσταται σε αντιλήψεις των χαρακτηριστικών του Εγώ, σε αντιλήψεις των σχέσεων του Εγώ με τους άλλους και με τις διάφορες πλευρές της ζωής, καθώς και σε αξιολόγηση των αντιλήψεων αυτών (Κθ9βΓ5, 1959). Η τάση για αυτοπραγμάτωση κινεί το άτομο να συ- μπεριφέρεται με συνέπεια προς την εικόνα του εγώ του την κάθε συγκεκριμένη στιγμή.
Από την τάση για ενεργοποίηση και αυτοπραγμάτωση απορρέουν δύο άλλες ανάγκες, η ανάγκη για θετική κρίση ή εκτίμηση από τους άλλους και η ανάγκη για αυτο-εκτίμηση. Αυτές οι τάσεις μαθαίνονται νωρίς στην παιδική ηλικία. Η μη ικανοποίηση των αναγκών αυτών οδηγεί σε απογοήτευση ή σε συγκρούσεις. Η ικανοποίηση των αναγκών αυτών εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το περιβάλλον γιατί εκεί κρίνεται η αποδοχή του ατόμου από τους άλλους. Εκεί όμως κρίνεται και η αποδοχή του εαυτού του από το ίδιο το άτομο, αφού αυτή επηρεάζεται από τις αντιδράσεις των άλλων στη συμπεριφορά του και από τη σχετική ικανοποίηση ή μη που αισθάνεται το άτομο.
Οι ατομικές διαφορές αποδίδονται από τον Κθ9βΓδ στην ιδιοσυγκρασία
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ: ΚΟΟΕΚ5 ΚΑΙ ΜΑ51ΧΜ 77
του ατόμου και στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Το άτομο συνειδητά παίρνει υπόψη του το περιβάλλον και τις σχέσεις του με αυτό, όπως «φαίνονται» σε αυτόν, αν τον φοβίζουν, ιον ευχαριστούν, κ.τ.λ. Αυτά είναι τα φαινομενολογικά κίνητρα, τα οποία μπορεί να είναι εσωτερικά ή εξωτερικά. Επομένως, η συμπεριφορά παίρνει την τελική μορφή της όχι μόνο από τη δράση της τάσης για αυτοπραγμάτωση αλλά και από τη συνειδητή εξέταση της φαινομενολογίας των εμπειριών του ατόμου στην αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον και κυρίως τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Το άτομο που αναπτύσσει ελεύθερα το δυναμικό του, γιατί οι εμπειρίες του είναι σύμφωνες με την τάση αυτο-πραγμάτωσης, είναι «ανοιχτό» σπς εμπειρίες, έχει πλήρη συνείδηση αυτών που του συμβαίνουν και για το λόγο αυτό έχει ελάχιστο άγχος ή συγκρούσεις. Το άτομο, αντίθετα, του οποίου οι εμπειρίες δεν είναι σύμφωνες με τις βασικές του ανάγκες αισθάνεται άγχος και εκδηλώνει αμυντικές αντιδράσεις όπως η διαστρέβλωση της εμπειρίας, δηλαδή η επιλεκτική αντίληψη των συμβάντων με τρόπο που οι αρνητικές αξίες να μετασχηματίζονται σε θετικές, και η άρνηση της εμπειρίας, δηλαδή ο αποκλεισμός της από το συνειδητό επίπεδο.
Η θετική στάση του περιβάλλοντος απέναντι στις ανάγκες του ατόμου είναι ένα σημαντικό βήμα για την ανύψωση του ατόμου. Αυτό είναι ακριβώς και το στοιχείο που επιτρέπει τη θεραπευτική παρέμβαση, έτσι που το άτομο να βρει το δρόμο του προς την ολοκλήρωση. Η άποψη αυτή διαχωρίζει τον Κθ9βΓ5 από τον ΡγθικΙ γιατί επιτρέπει μια πιο αισιόδοξη προοπτική απέναντι στην ψυχική ασθένεια. Ο ίδιος ο Κθ9€Γ5 ανέπτυξε θεραπευτικές τεχνικές που να βοηθούν το άτομο να αποκτήσει ορθή αντίληψη του εαυτού του και του περιβάλλοντος, και σε συνεργασία με αυτό να ολοκληρώσει τις επιδιώξεις του. Ο στόχος δηλαδή της θεραπείας είναι να «γίνει το άτομο ο εαυτός του» και να αποκτήσει θετική αυτοεκτίμηση. Τα ψυχολογικά προβλήματα είναι συχνά απόρροια της άποψης που έχουν τα άτομα για τον εαυτό τους ως αδύναμο ον και της ντροπής που αισθάνονται για αυτό. Η έμφαση στη θεραπευτική διαδικασία δεν είναι να ερμηνευθούν αυτά που λέγει το άτομο, όπως στην ψυχανάλυση, αλλά η επανάληψη αυτών που λέγει ο ασθενής, ώστε να κοινοποιηθεί στο άτομο ότι ο θεραπευτής κατανοεί αυτά που λέγονται και συμπάσχει. Οι τρεις πιο αποδοτικές ιδιότητες του καλού θεραπευτή είναι η εμπάθεια (το να συμπάσχει με τον ασθενή), η θερμότητα, και η ειλικρίνεια. Μια εναλλακτική προσέγγιση στην ατομική ψυχοθεραπεία που ανέπτυξαν οι Ροτζεριανοί είναι οι «ομάδες συνάντησης», όπου ο στόχος είναι να διευκολυνθεί η επίτευξη των προσωπικών στόχων του ατόμου μέσω των κοινών εμπειριών που μοιράζονται τα μέλη της ομάδας συνάντησης (Κθ9βΓ5,1973).
78 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών του Μαβίονν
Ο ΑΒγ9Η3πι Μβδίονν ξεκίνησε ως αυστηρός μπιχεβιοριστής αλλά άλλαξε ιδέες υπό την επίδραση της ψυχαναλυτικής και μορφολογικής θεωρίας (6λ. ΑΛβδ & ΟβΓδΙίβ, 1977). Ο Μβδίονν, όπως και ο Κθ9βΓ5, δέχεται ως κυρία πηγή κινήτρου την αυτοενεργοποίηση, αλλά διαφέρει απ’ αυτόν στο ότι δέχεται και άλλα κίνητρα, τα οποία μπορούν να υπερισχύσουν της αυτοπραγμάτωσης (ΜββΙονν, 1954). Διαμόρφωσε ένα σύστημα πολλαπλών κινήτρων, στο οποίο οι ανάγκες κατατάσσονται ανάλογα με την ισχύ τους στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Η αυτοπραγμάτωση βρίσκεται στο υψηλότερο ιεραρχικά σημείο και προϋποθέτει την ικανοποίηση άλλων θεμελιω- δέστερων αναγκών. Όλες οι θεμελιώδεις ανάγκες είναι εγγενείς, βιολογικής προέλευσης, αλλά οι συμπεριφορές που συνδέονται με αυτές είναι μαθημένες. Για να μαθευτεί μια συμπεριφορά πρέπει να προσφέρει «ικανοποίηση» σε μία βασική ανάγκη. Σε αυτό το σχήμα, η έννοια της βασικής ανάγκης τοποθετείται μεταξύ των ενστίκτων —που σημαίνουν προκαθορισμένη συμπεριφορά — και των μαθημένων κινήτρων, που τονίζουν τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Για το λόγο αυτό ο Μβδίονν ονομάζει τις βασικές ανάγκες «ενσπκτοειδείς», γιατί είναι καθολικές στο ανθρώπινο είδος και βιολογικά δοσμένες, αλλά με πολύ περιορισμένη ενστικτώδη φύση, ώστε να είναι δυνατό να τροποποιούνται ή να αναστέλλονται από το περιβάλλον. Οι βασικές ανάγκες δεν παρωθούν το άτομο σε ορισμένους συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς αλλά στην επιλογή μιας σειράς συμπεριφορών που ικανοποιούν την κάθε ανάγκη ειδικά.
Οι βασικές ανάγκες έχουν πέντε χαρακτηριστικά:1. Αποτυχία στην ικανοποίηση μιας βασικής ανάγκης οδηγεί σε δυσλει
τουργία είτε φυσιολογική είτε ψυχολογική. Για παράδειγμα, η έλλειψη τροφής οδηγεί σε αβιταμίνωση και ασθένειες ενώ η έλλειψη αγάπης σε κατάθλιψη.
2. Αποκατάσταση της έλλειψης ικανοποίησης θεραπεύει τη δυσλειτουργία.
3. Η συνεχιζόμενη ικανοποίηση προλαβαίνει τη δυσλειτουργία και επιφέρει υγεία και αύξηση.
4. Σε ορισμένες περιστάσεις, όπου είναι δυνατή η ελεύθερη επιλογή, η ικανοποίηση μιας ανάγκης προτιμάται από την ικανοποίηση μιας άλλης. Λόγου χάρη, η πείνα προηγείται στην ικανοποίηση από το παιχνίδι.
5. Η παρατεταμένη ικανοποίηση μιας βασικής ανάγκης περιορίζει τις απαιτήσεις της.
Με κριτήριο τα προηγούμενα πέντε χαρακτηριστικά, ο Μβδίονυ διαχώρι-
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ: ΒΟΟΕΚ5 ΚΑΙ ΜΑδίΟνν 79
σε πέντε ομάδες Βασικών αναγκών: τις φυσιολογικές ανάγκες, τις ανάγκες για ασφάλεια, τις ανάγκες για κατοχή και αγάπη, τις ανάγκες για εκτίμηση και την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση. Δύο άλλες ομάδες αναγκών είναι οι γνωστικές (επιθυμία για γνώση και κατανόηση) και οι αισθητικές ανάγκες (η επιδίωξη του ωραίου και του αρμονικού). Αυτές οι ανάγκες όμως δεν εντάσσονται στην ιεραρχία των προηγουμένων. Είναι δευτερογενείς ανάγκες που δε συνδέονται με την επιβίωση και αύξηση του οργανισμού.
Η ιεράρχηση των αναγκών στηρίζεται στην ισχύ τους, στη σειρά ανάπτυξής τους κατά τη διάρκεια της ζωής, στη σειρά εμφάνισής τους στην εξελικτική κλίμακα και, τέλος, στο Βαθμό στον οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί η ανάγκη για να επιβιώσει το άτομο. Έτσι, η ιεραρχία παίρνει την ακόλουθη μορφή:
Σχήμα 4. Η ιεραρχία αναγκών κατά τον Μεΐ8ΐο\υ.
Τα χαρακτηριστικά της κλίμακας των αναγκών είναι ότι από τη βάση προς τα επάνω προχωρούμε από τις ισχυρότερες προς τις λιγότερο ισχυρές. Η δράση μιας ανώτερης ανάγκης εκδηλώνεται όταν ικανοποιηθεί για άρκετό καιρό η προηγούμενή της στην κλίμακα. Οι φυσιολογικές ανάγκες είναι καθαρά Βιολογικές, κι αποτελούν το υπόβαθρο για την εκδήλωση οποιοσδήποτε ανώτερης ανάγκης. Όλες οι ανάγκες που βρίσκονται πάνω από τις φυσιολογικές είναι ψυχολογικές.
80 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Οι ανάγκες για ασφάλεια περιλαμβάνουν την ανάγκη για σταθερότητα, εξάρτηση, προστασία, ελευθερία από φόβο και άγχος, επιθυμία για δομή και τάξη, κ.α. Οι ανάγκες αυτές είναι ιδιαίτερα ισχυρές κατά την παιδική ηλικία. Η επιμονή τους κατά την ενηλικίωση βρίσκεται σε συνάρτηση προς υπάρχουσες νευρώσεις.
Οι ανάγκες για κατοχή και αγάπη οδηγούν το άτομο στην επιδίωξη σχέσεων στοργής με άλλους και περιλαμβάνουν το να δίνεις και να παίρνεις αγάπη. Ματαίωση αυτών των αναγκών προκαλεί αισθήματα απόρριψης, μοναξιάς, έλλειψης φίλων.
Οι ανάγκες για εκτίμηση συμπεριλαμβάνουν την αυτοεκτίμηση και την εκτίμηση από τους άλλους. Η πρώτη περιλαμβάνει τις ανάγκες για ισχύ, επιτυχία, ικανότητα, ανεξαρτησία. Η δεύτερη περιλαμβάνει ανάγκες για θέ- ση-δίβίαδ, αναγνώριση, προσοχή, θετική αξιολόγηση. Η αποστέρησή τους οδηγεί σε αισθήματα κατωτερότητας και απελπισίας και μπορεί με τον καιρό να οδηγήσει σε νευρώσεις.
Η ικανοποίηση όλων των προηγούμενων αναγκών δίνει το έναυσμα για την εκδήλωση της ανάγκης για αυτοπραγμάτωση. Σε αυτό το επίπεδο οι διαφορές μεταξύ των ατόμων είναι πολύ έντονες.
Σύνοψη
Γη θεωρία του Μ3δ1ο\λ/ είναι σημαντική ως προς τη συνολικότητά της αλλά δεν είναι επαρκής ο τρόπος επιλογής των βασικών αναγκών —γιατί αυτές κι όχι κάποιες άλλες;— και η μεθοδολογία μελέτης τους, που είναι φαινομενολογική και μη πειραματική. Τα προβλήματα αυτά γίνονται φανερά όταν δει κανείς παρόμοια συστήματα κινήτρων που ανέπτυξαν άλλοι ερευνητές και που συμπεριλαμβάνουν άλλες και πολύ περισσότερες ανάγκες από αυτές που διέκρινε ο Μβδίονν. Παράδειγμα η θεωρία του Μυη^ν (1938), που απαριθμεί ανάγκες όπως η ανάγκη για υποχώρηση, η ανάγκη για επίτευξη, η ανάγκη για φιλία, για επιθετικότητα, για αυτονομία, για κυριαρχία, για φροντίδα των άλλων, για προστασία από τους άλλους, κ.α. Σχετικό είναι και το πρόβλημα της μέτρησης των αναγκών και της πρόβλεψης των ειδικών προβλημάτων που θα επιδείξει το άτομο όταν παρουσιάζεται έλλειψη ικανοποίησης ορισμένων αναγκών. Το σύστημα επιπλέον δεν οδήγησε σε θεραπευτικές τεχνικές και παρεμβατικές διαδικασίες για την αποκατάσταση της ισορροπίας στο άτομο όταν διασαλεύεται η τάξη και δεν ικανοποιούνται ψυχολογικές ανάγκες ιουΓ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Συμπεριφορικές θεωρίες κινήτρων
Στον αντίποδα των βιολογικά προσανατολισμένων θεωριών για τα κίνητρα, που παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα, βρίσκονται οι συμπεριφορικές θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των ιδεών του Μβίδοη (1913), ο οποίος είχε αμφισβητήσει κάθε ψυχολογική ερμηνεία, η οποία δε στηριζόταν σε αδιαμφισβήτητες εμπειρικές αποδείξεις.(Η έμφαση των συ- μπεριφορικών θεωριών ήταν στη συμπεριφορά, ως της μόνης παρατηρήσι- μης μεταβλητής σπς ψυχολογικές έρευνες. Η μέθοδος μελέτης των φαινομένων της συμπεριφοράς ήταν το πείραμα, και η θεωρητική ερμηνεία τους στηριζόταν στους συνειρμούς. Συνειρμοί είναι οι δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα σπς στοιχειώδεις μονάδες που συνιστούν μια συμπεριφορά, δηλαδή στα ζεύγη Ερέθισμα-Απάντηση (ή Αντίδραση, Ε-Α). Η σύνθετη συμπεριφορά είναι σύνολο επιμέρους Ε-Α. Επειδή τα κίνητρα είναι μη άμεσα παρατηρήσιμες οντότητες, δεν αποτελούσαν, όπως είναι φυσικό, προτεραιότητα στις έρευνες των συνειρμικών. Τα συναισθήματα ήταν, επίσης, εκτός σκοπιάς. Η έμφαση των συμπερκρορισιών ήταν στη μάθηση και τους νόμους που τη διέπουν Λ, Και επειδή στη μάθηση ο ρόλος του περιβάλλοντος είναι πολύ σημαντικός, η προσοχή των συμπεριφοριστών ήταν στραμμένη στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που παρεμβαίνουν και διαμορφώνουν τις αντιδράσεις των οργανισμών. Και πραγματικά, οι συμπεριφορι- στές κατάφεραν να διατυπώσουν πολύ ισχυρούς νόμους που διέπουν τη μάθηση. Έτσι, για πολλά χρόνια δεν υπήρχαν περιθώρια, και συνεπώς, θεωρίες για κίνητρα, μια και η ερμηνεία των διάφορων συμπεριφορών α- ναγόταν σε σχέσεις Ε-Α.
Τα συνειρμικά παραδείγματα μάθησης
Δύο ήταν τα θεμελιώδη παραδείγματα μάθησης που μελέτησαν οι συνειρμικοί. Η κλασική εξαρτημένη αντανακλαστική μάθηση και η συντελε- στική μάθηση. Οι έρευνες στην κλασική εξαρτημένη αντανακλαστική μά-
82 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
θηοη, που πρωτομελετήθηκε από χον Ρδνίον, έδειχναν ότι δε χρειάζεται καμιά έννοια κινήτρου για να ερμηνευθεί η συμπεριφορά που ελέγχεται από αυτήν. Είναι γνωστό ότι στα πειράματα κλασικής εξάρτησης δύο ερεθί* σματα συνδέονται μεταξύ τους λόγω χρονικής και χωρικής συνάφειας. Η σύνδεση των δύο ερεθισμάτων οδηγεί στη συνέχεια στην εκδήλωση της αντίδρασης — η οποία δινόταν μόνο στο ένα ερέθισμα — και στην παρουσία του άλλου, χωρίς τη μεσολάβηση του πρώτου. Ένα ουδέτερο, δηλαδή, για τον οργανισμό ερέθισμα —που ονομάζεται εξαρτημένος ερεθισμός—, όπως ο ήχος ενός κουδουνιού, μπορεί να συνειρθεί με ένα άλλο ερέθισμα— που ονομάζεται ανεξάρτητος ερεθισμός—, όπως η τροφή, και να προκα- λεί την αντίδραση σιέλου που είναι φυσιολογική μόνο για την τροφή. Η αντίδραση σιέλου ονομάζεται εξαρτημένη αντίδραση, εφόσον εκδηλώνεται στον ήχο.
Όμως και σε αυτό το απλό παράδειγμα μάθησης έγινε προοδευτικά φανερό ότι εξάρτηση ουδέτερων ερεθισμών μπορεί να γίνει μόνο με ερεθίσματα που προκαλούν μίαν αντανακλαστική αντίδραση στον οργανισμό, όπως η τροφή που προκαλεί έκκριση σάλιου, ή η πνοή ανέμου που προ- καλεί το κλείσιμο των βλεφάρων, ή μια συναισθηματική αντίδραση, όπως ο πόνος, ο φόβος ή η ευχαρίστηση, που προκαλούν αντιδράσεις αποφυγής ή προσέγγισης. Η τροφή ή τα συναισθήματα ενισχύουν τη σύνδεση του εξαρτημένου ερεθισμού με την εξαρτημένη αντίδραση. Επομένως, ακόμη και αν δε λεγόταν φανερά, ήταν σαφές ότι η μάθηση επηρεάζεται από εσωτερικές αντιδράσεις και μάλιστα συναισθηματικές.
Επίσης, στα κλασικά πειράματα συντελεστικής μάθησης, που μελέτησε πρώτος ο ΤΗοιτιά&β (1911) και αργότερα ο δΚΐηηβΓ (1938), όπου ένα ζώο τοποθετείται σε ένα κλουβί και πρέπει να μάθει να πατά ένα μοχλό προκειμένου να του δοθεί τροφή, φάνηκε ότι τα ζώα δε μαθαίνουν τις σχετικές αντιδράσεις αν είναι χορτάτα. Για να επιδείξουν δηλαδή συμπεριφορά διερεύ- νησης, μέσω της οποίας στη συνέχεια θα συνδέσουν κάποια τυχαία αντίδραση με την ενίσχυσή της (την τροφή), πρέπει να έχουν κάποιο «λόγο», δηλαδή να πεινούν ή να διψούν. Αυτό σήμαινε ότι οι φυσιολογικές ανάγκες έχουν την ιδιότητα να μπορούν να κινητοποιήσουν τη συμπεριφορά.
Πέρα από αυτό, φάνηκε ότι το αποτέλεσμα μιας ενέργειας μπορεί να καθορίσει τη μάθηση, δηλαδή αν θα μαθευτεί ή όχι μια αντίδραση. Αυτό υποδήλωνε την ύπαρξη τελικών αιτίων στη συμπεριφορά. Τα αίτια αυτά δεν είναι άλλα από την ευχαρίστηση ή τον πόνο. Αυτά είναι οι έσχατοι προσ- διοριστές της συμπεριφοράς τόσο στα ζώα όσο και στον άνθρωπο. Ειδικότερα, στη συντελεστική μάθηση, σύμφωνα με το νόμο του αποτελέσματος του ΤΗοηκΙΐΚβ, ισχύουν τέσσερις αρχές (βλ. ΚδοΗΙΐη, 1976):
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 83
1) Η αρχή της αμοιβής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η αμοιβή, δηλαδή το ευχάριστο για τον οργανισμό αποτέλεσμα, τείνει να αυξάνει την πιθανότητα επανεμφάνισης της αντίδρασης. Ο δΚίηηβΓ ονομάζει την αρχή αυτή θετική ενίσχυση.
2) Η αρχή της τιμωρίας. Η τιμωρία, δηλαδή το δυσάρεστο για τον οργανισμό αποτέλεσμα, έχει την αντίθετη από την αμοιβή δράση. Ο δυσάρεστος, βλαβερός, ή απωθητικός ερεθισμός που ακολουθεί μίαν αντίδραση του οργανισμού έχει ως συνέπεια τη μείωση της πιθανότητας επανεμφάνισης της σχετικής αντίδρασης.
3) Η αρχή της απόδρασης. Η αρχή αυτή περιγράφει την αντίδραση φυγής που εκδηλώνεται όταν εμφανίζεται κάποιος απωθητικός ερεθισμός. Η απόδραση αυξάνει την πιθανότητα επανεμφάνισης της αντίδρασης που συνδέεται με αυτήν. Αυτός ο τύπος μάθησης ονομάζεται από τον δΚίηηβτ αρνητική ενίσχυση.
4) Η αρχή της παράλειψης (της κατακράτησης ή απόσυρσης) της αμοιβής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η απόσυρση αμοιβής —η μη εμφάνιση δηλαδή αμοιβής εκεί που ο οργανισμός έχει μάθει να την περιμένει— τείνει να μειώνει την πιθανότητα επανεμφάνισης της αντίδρασης. Αυτός ο τύπος μάθησης ονομάζεται αρνητική τιμωρία, με την έννοια ότι δεν υπάρχει δυσάρεστος ερεθισμός παρών, ώστε να υπάρχει τιμωρία. Η απόσυρση της αμοιβής όμως λειτουργεί σαν τιμωρία, γιατί είναι κάτι δυσάρεστο για τον οργανισμό. Κατά τον δΜηηβΓ, η απόσυρση της αμοιβής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απουσία θετικής ενίσχυσης, πράγμα που οδηγεί σε απόσβεση της προηγούμενης μάθησης.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της συντελεστικής μάθησης δείχνουν ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε, πρώτον, με μάθηση αντιδράσεων μέσω της σύνδεσής τους με κάποια ενίσχυση. Δεύτερον, με μάθηση σκόπιμη ή ακόμη και εκούσια. Τρίτον, μάθηση ενεργητική, που αφορά σκελετικές αντιδράσεις του οργανισμού, και όχι αυτόνομες, όπως οι συναισθηματικές. Επομένως, η συντελεσπκή μάθηση είναι το κατεξοχήν παράδειγμα μάθησης που συνδέεται με τη δράση κινήτρων. Επιπλέον, η μελέτη των παραγόντων που μπορούν να παίξουν το ρόλο ενίσχυσης στη συντελεσπκή μάθηση, άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή ψυχολογικών κινήτρων στη συμπεριφορά. Τέτοιες παρατηρήσεις άνοιξαν το δρόμο για την εισαγωγή των κινήτρων στη συμπεριφορική σκέψη, αν και ο ρόλος που αναγνωριζόταν σε αυτά ήταν πολύ περιορισμένος.
Ο θεωρητικός της μάθησης που επεξεργάστηκε ιδιαιτέρως το ρόλο των κινήτρων στη μάθηση είναι ο ΟΙειτΚ Ηυΐΐ.
84 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Η θεωρία του Ηυΐΐ
(5 ΟΙβΛ Ηυΐΐ (1943, 1952) είναι από τους σημαντικότερους συμπερι- φοριστές θεωρητικούς της μάθησης. Η συμβολή του έγκειται στη διεύρυνση του συνειρμικού μοντέλου της μάθησης, όπως αυτό είχε πρωτο- διατυπωθεί από τους Ρεινίον και ΤΗοπκϋΙίβ, με την επίκληση κινήτρων. Ο Ηυΐΐ πίστευε ότι η μάθηση δεν είναι τίποτε άλλο από κτίσιμο συνηθειών ή δεσμών ανάμεσα σε ερεθισμούς και αντιδράσεις. Η διαμόρφωση των συνηθειών είναι απόρροια της δράσης της ενίσχυσης. Και ενίσχυση στον οργανισμό προσφέρει ο,τιδήποτε μειώνει την ένταση της ορμής. Με άλλα λόγια, η θετική ενίσχυση ή η αμοιβή ισχυροποιούν τις αντιδράσεις που οδηγούν σε αυτές, διότι οι αντιδράσεις αυτές επιφέρουν ικανοποίηση των αναγκών, πράγμα που συνδέεται με μείωση της έντασης της ορ- μής^
Υποστήριζε, επίσης, ο Ηυΐΐ ότι οι συνήθειες οργανώνονται σε ιεραρχικά συστήματα, ανάλογα με την ένταση των συνηθειών. Έτσι, οι πλέον ε- νισχυμένες συνήθειες ήταν υψηλότερα στην ιεραρχία από τις λιγότερο ε- νισχυμένες. Τα συστήματα των συνηθειών είναι υπεύθυνα για τις αντιδράσεις που εκδηλώνει ο οργανισμός όταν συναντήσει ένα ερεθισμό. Επειδή σε κάθε ερέθισμα κατά καιρούς, ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες, ο οργανισμός εκδηλώνει διάφορες αντιδράσεις, που ενισχύονται, εφόσον πετυχαίνουν το στόχο τους, ή όχι, ο οργανισμός διαθέτει ένα ρεπερτόριο αντιδράσεων για το ίδιο ερέθισμα. Στη δεδομένη στιγμή που θα επανεμφανισθεί το ερέθισμα, ο οργανισμός θα εκδηλώσει πρώτα την πλέον ισχυρή συνήθεια, δηλαδή την πιο ενισχυμένη αντίδραση. Αν αυτή αποδειχθεί λανθασμένη για τη συγκεκριμένη περίσταση, τότε ο οργανισμός περνά στην επόμενη κατά σειρά ενίσχυσης αντίδραση στην ιεραρχία.
Ο Ηυΐΐ υπέθετε επιπλέον ότι μεταξύ ερεθισμού και αντίδρασης παρεμβαίνουν ορισμένες μεταβλητές, μία από τις οποίες είναι η ορμή. Κι αυτό γιατί ενώ η μάθηση προσδιορίζει την απάντηση του οργανισμού στα ερεθίσματα, δεν εξηγεί γιατί θα αρχίσει κατ’ αρχήν η εκδήλωση της συμπεριφοράς. Την κινητοποίηση της συμπεριφοράς προκαλούν οι ανάγκες, οι οποίες δημιουργούν ορμή για την ικανοποίησή τους. Η ορμή είναι πάντα απόρροια βιολογικών αναγκών, της πείνας, δίψας, διατήρησης της θερμοκρασίας, κ.ο.κ. Όσο μεγαλύτερη η ανάγκη, τόσο μεγαλύτερη η ορμή που απορρέει από αυτήν. Η ικανοποίηση της ορμής επιφέρει μείωση των αναγκών, κι αυτό αποτελεί ενίσχυση για τον οργανισμό. Σύμφωνα με τη θεωρία του Ηυΐΐ, λοιπόν, η εκδηλούμενη συμπεριφορά ή το κίνητρο για
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 85
τη συμπεριφορά (Ε, που αντιστοιχεί στο διεγερτικό δυναμικό) είναι συνάρτηση της ορμής (ϋ) και της συνήθειας (Η):
Ε = ϋχΗ
Σημαντικό στην εξίσωση αυτή είναι ότι η σχέση ορμής/συνήθειας είναι πολλαπλασιαστική. Δηλαδή η αύξηση της ορμής πολλαπλασιάζει την πιθανότητα εμφάνισης της μαθημένης αντίδρασης. Αυτό έχει μια σειρά συνεπειών, όπως θα δούμε παρακάτω.
Την ισχύ του νόμου του ΗαΙΙ έδειξαν με πειράματά τους μαθητές του (Ρβπη, 1942 και ΜΙΙΐειιηδ, 1938), οι οποίοι άσκησαν ποντικούς να διασχίζουν ένα διάδρομο προκειμένου να Βρουν τροφή. Ορισμένοι ποντικοί είχαν ενισχυθεί θετικά σε λίγες δοκιμές ενώ άλλοι σε πολλές. Αυτό σήμαινε ότι η συνήθεια στη δεύτερη ομάδα ήταν ισχυρότερη απ’ ό,τι στην πρώτη. Στη συνέχεια οι ποντικοί της κάθε ομάδας χωρίστηκαν σε δύο υποομάδες. Η μία στερήθηκε το φαγητό για 3 ώρες και η δεύτερη για 22 ώρές. Όπως θα περίμενε κανείς, τα ζώα που είχαν στερηθεί το φαγητό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα έτρεχαν γρηγορότερα στο διάδρομο για να πάρουν την τροφή, λόγω αύξησης της ορμής. Οι ποντικοί όμως που είχαν και ισχυρότερη τη σχετική συνήθεια, έτρεχαν ακόμη γρηγορότερα.
Η ορμή κατά τον Ηυΐΐ έχει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Έχει γενι- κευτική δράση. Αύξηση στην ορμή, λόγω, παραδείγματος χάρη, πείνας, δεν ενεργοποιεί μόνο συμπεριφορές που έχουν σχέση με αυτήν, όπως το ψάξιμο για φαγητό, αλλά όλες τις συμπεριφορές. Ένα πεινασμένο ζώο θα τρέχει γρηγορότερα, θα πηδά ψηλότερα, κ.ο.κ. Δηλαδή, η ορμή είναι ένας γενικός ενεργοποιός παράγοντας. Η σχέση της ορμής όμως με τη συμπεριφορά δεν είναι γραμμική. Παίρνει τη μορφή ανεστραμμένου ϋ, όπως και το άγχος, σύμφωνα με το νόμο των Υβ&βδ & Οοάδοη (1908) (βλ. Σχήμα 5).
Σύμφωνα με το νόμο των Υβ&βδ και ϋοάδοη, μικρή ορμή δεν κινητοποιεί τη συμπεριφορά. Προοδευτική αύξηση της ορμής αυξάνει και την εκδήλωση της σχετικής με το έργο αντίδρασης. Πολύ μεγάλη ορμή όμως έχει δυσάρεστες συνέπειες για τη συμπεριφορά, δηλαδή επιφέρει μείωση των ορθών αντιδράσεων.
Αυτό το απέδειξαν πειραματικά ο δρβηεβ (1958) και ο Τβγίοτ (1956) με 6άση μετρήσεις του άγχους, διότι θεωρούσαν ότι η αγχώδης διέγερση εί-
, ναι εκδήλωση της ορμής. Ο Τβγίοτ (1953) μάλιστα κατασκεύασε μια κλίμακα για τη μέτρηση του άγχους, προκειμένου να διακρίνει ατομικές διαφορές στο χαρακτηριστικό αυτό. Αυτή είναι η κλίμακα εκδηλούμενου άγχους (Μειηΐίβδί Αηχίβίν 5οθ1β, ΜΑ5). Σύμφωνα με τη θεωρία του Ηυΐΐ, η καλύτε-
86 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Διέγερση
Σχήμα 5. Καμπύλη άγχους/ορμής.
ρη επίδοση σε ένα εύκολο έργο θα παρουσιαστεί υπό την επίδραση υψηλού κινήτρου (άγχους) ενώ σε ένα δύσκολο έργο υπό την επίδραση χαμηλού κινήτρου. Κι αυτό γιατί σε ένα απλό έργο η ορμή ισχυροποιεί την κυρίαρχη σε συνήθεια αντίδραση ακόμη περισσότερο, κι έτσι αυξάνει η πιθανότητα της κυρίαρχης ορθής αντίδρασης. Σε ένα δύσκολο έργο η κυρίαρχη αντίδραση είναι λανθασμένη, αφού η δυσκολία συνίσιαται σε απαίτηση νέας, μη γνωστής από πριν, αντίδρασης σε ένα γνωστό ερέθισμα. Κατά συνέπεια, καθώς η υψηλότερη στην ιεραρχία αντίδραση, η πλέον συνήθης για το άτομο, ισχυροποιείται από την ορμή, αυτό οδηγεί σε λανθασμένη συμπεριφορά.
Βεβαίως, η ιστορία με την επίδραση του άγχους στη συμπεριφορά είναι πιο πολύπλοκη, όπως έδειξαν άλλες έρευνες. Ενδεικτική είναι η έρευνα των 5ρΐβ11)βΓ9βΓ & δηιΐίΗ (1966), οι οποίοι χώρισαν τα υποκείμενά τους με Βάση την κλίμακα ΜΑ5 σε άτομα με υψηλό και χαμηλό άγχος. Τα υποκείμενα εξετάσθηκαν με ένα μνημονικό έργο γραμμικής ανάκλησης. Στα έργα αυτά δίνεται στα υποκείμενα ένας κατάλογος λέξεων ή συλλαβών χωρίς νόημα και τους ζητιέται να τον ανακαλέσουν με τη σειρά που δόθηκαν οι
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡ1ΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 87
ερεθισμοί. Το κλασικό εύρημα στις έρευνες γραμμικής ανάκλησης είναι ότι ευκολότερα ανακαλούνται οι πρώτες λέξεις του καταλόγου, κατόπιν οι τελευταίες, και λιγότερο από όλες οι μεσαίες. Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι τα άτομα υψηλού άγχους θα ανακαλούσαν περισσότερες από τις εύκολες συλλαβές —δηλαδή τις πρώτες και τελευταίες— και λιγότερες από τις μεσαίες. Το αντίθετο θα έπρεπε να συμβεί με τα άτομα χαμηλού άγχους. Τα υποκείμενα εξετάστηκαν σε μια σειρά 25 δοκιμών με τους ίδιους καταλόγους. Τα ευρήματα της έρευνας συνοψίζονται στο Σχήμα 6. Τα δεδομένα παρουσιάζονται ομαδοποιημένα ανά πέντε δοκιμές. Δηλαδή πόσες συλλαβές ανακαλούσαν τα υποκείμενα σε κάθε θέση του καταλόγου (εύκολη-δύ- σκολη) στις πρώτες πέντε, στις επόμενες πέντε, κ.τ.λ., δοκιμές.
> · Υψηλού άγχους
Ο-— Ο Χαμηλού άγχους
5
ο
1
II III IV V
Ομάδες πέντε δοκιμών
Σχήμα 6. Η σχέση άγχους και δυσκολίας σιο έργο γραμμικής μάθησης των 5ρϊβ11)βΓ9βΓ και διτιίΐΗ (1986).
Όπως φαίνεται στη γραφική παράσταση, οι προβλέψεις της θεωρίας για τη σχέση άγχους και επίδοσης επιβεβαιώνονται, μια και τα υποκείμενα
88 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
υψηλού άγχους τα πήγαιναν καλύτερα σπς εύκολες θέσεις απ’ ό,τι σπς δύσκολες. Το ενδιαφέρον είναι ότι με την πρόοδο των δοκιμών, και όσο πλησιάζανε προς τις 25 δοκιμές, τα άτομα υψηλού άγχους άρχισαν να υπερτερούν των ατόμων με χαμηλό άγχος και στις δύσκολες θέσεις. Αυτό δεν προ6λέπεται από το νόμο του Ηιιΐΐ. Η εξήγηση του φαινομένου όμως είναι ότι με την αύξηση των επαναλήψεων, τα στοιχεία που βρίσκονταν στο μέσο των καταλόγων δεν ήταν πλέον άγνωστα στα υποκείμενα. Άρα, η δυσκολία τους μειώθηκε, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δώσει το πλεονέκτημα του εύκολου έργου στα άτομα με υψηλό άγχος.
Κριτική της θεωρίας του Ηυΐΐ
Πολλά πειράματα που έγιναν με αφορμή τις διάφορες προβλέψεις της θεωρίας του ΗαΙΙ τελικά δεν επιβεβαίωσαν πλήρως την άποψή του για την ορμή ως γενικευμένου ενεργοποιού παράγοντα. Αλλά και ο περιορισμός της ενίσχυσης στη μείωση της ορμής αποδείχθηκε ότι δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το φαινόμενο της ενίσχυσης. Είναι δυνατό, για παράδειγμα, να υπάρχει μείωση ορμής χωρίς αντίστοιχη μάθηση, π.χ. όταν περιποιηθεί κάποιος ένα τραύμα και μειωθεί ο πόνος, η μείωση του πόνου δεν αποτελεί ενίσχυση για επανάληψη της εμπειρίας του τραυματισμού. Επίσης, είναι δυνατό να υπάρχει μάθηση χωρίς ενίσχυση, όπως στην άδηλη ή λανθά- νουσα μάθηση του Τοίπιειη (1932). Ο Τοίπιειη έδειξε ότι ποντίκια που τοποθετούνταν σε ένα σύνθετο λαβύρινθο, με πολλούς διαδρόμους, ήταν δυνατό να μάθουν να επιλέγουν το σωστό διάδρομο για την εύρεση τροφής, χωρίς προηγούμενη άσκηση στο σχετικό διάδρομο. Η εξήγηση του Τοίπιειη ήταν ότι πιθανόν οι ποντικοί είχαν διαμορφώσει ένα νοερό χάρτη του όλου λαβυρίνθου, και έτσι, όταν έκλεισε το μονοπάτι στο οποίο είχαν μάθει ότι βρίσκεται η τροφή, μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν προς τα άλλα μονοπάτια του λαβυρίνθου.
Μια άλλη κριτική που διατυπώθηκε κατά της θεωρίας του Ηυΐΐ αφορά τη δράση της συνήθειας. Η συνήθεια ορίζεται από τον Ηυΐΐ ως η ενισχυμέ- νη επανάληψη μιας αντίδρασης. Κάθε φορά που μια αντίδραση ακολουθείται από ενίσχυση, δηλαδή μείωση της ορμής, αυξάνει η ισχύς του δεσμού μεταξύ ερεθισμού και αντίδρασης. Ο Τοίπιειη άσκησε κριτική στην άποψη αυτή διότι η σύνθετη και κατευθυνόμενη προς ένα στόχο συμπεριφορά δεν αποκτιέται με τη συσσώρευση μεμονωμένων Ε-Α, αλλά με ακολουθίες ενεργειών που προσδιορίζονται από τον επιδιωκόμενο στόχο. Σε μια τέτοια περίπτωση δε χρειάζεται να υπάρχει ενίσχυση σε κάθε επιμέ-
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 89
ρους Ε-Α, αλλά ενίσχυση που έρχεται στο τέλος της ακολουθίας των ενεργειών. Μάλιστα είναι δυνατό η προσδοκία ενός στόχου να αποτελεί ενίσχυση και διαμορφωτή της συμπεριφοράς, χωρίς προηγούμενη ειδική άσκηση.
Ενδεικτικό είναι το πείραμα των Τοίπιαη & Ηοηζίδ (1930), οι οποίοι πήραν τρεις ομάδες ποντικών και τις τοποθέτησαν σε μια κατάσταση μάθησης λαβυρίνθου για την εύρεση τροφής. Η μία ομάδα δεν πήρε καθόλου αμοιβή, δηλαδή δεν της δόθηκε τροφή σε καμιά δοκιμή. Η δεύτερη έπαιρνε αμοιβή σε κάθε δοκιμή. Με άλλα λόγια κάθε φορά που έφτανε στο σωστό σημείο του λαβυρίνθου δεχόταν ενίσχυση με τροφή. Η τρίτη ομάδα δεν πήρε αμοιβή μέχρι τη 10η δοκιμή και άρχισε να παίρνει από την 11η δοκιμή και μετά. Τα αποτελέσματα του πειράματος συνοψίζονται στο Σχήμα 7.
Ημέρες
Σχήμα 7. Η παρουσία λανθάνουσας γνώσης όπως δείχτηκε πειραματικά από τους Τοίπίεΐη & Ηοηζΐ9 (1930).
Όπως φαίνεται στο γράφημα, η ομάδα που δεν ενισχύθηκε ποτέ διατήρησε ένα υψηλό ποσό λαθών σε όλη τη διάρκεια του πειράματος, όπως θα
90 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
περίμενε κανείς, διότι δε διαφοροποιήθηκε η ορθή από τη Λαθεμένη αντίδραση. Η ομάδα που έπαιρνε αμοιβή σε κάθε δοκιμή, έδειξε μια προοδευτική μείωση των λαθών από δοκιμή σε δοκιμή, πράγμα πάλι προσδο- κώμενο σύμφωνα με τη θεωρία. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην τρίτη ομάδα, η οποία άρχισε να αμείβεται μετά την ενδέκατη ημέρα. Τα λάθη της παραμένουν υψηλά μέχρι την εισαγωγή της αμοιβής, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεται μια δραματική πτώση των σφαλμάτων, έτσι που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά να φτάσει την αμειβόμενη ομάδα και να την ξεπε- ράσει. Το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να οφείλεται σε κτίσιμο συνήθειας, διότι οι πρώτες δοκιμές δεν είχαν ενισχυθεί. Η αλλαγή θα πρέπει να οφεί- λεται στο ότι τα ζώα καθώς περιφέρονταν στο λαβύρινθο κατά τις πρώτες δοκιμές, είχαν σχηματίσει το χάρτη του (λανθάνουσα μάθηση), οπότε η εισαγωγή της αμοιβής επέτρεψε άμεση διαφοροποίηση των υπαρχουσών αντιδράσεων και νέα μάθηση, η οποία οφείλεται στην αλλαγή στα κίνητρα του οργανισμού. Ο στόχος δηλαδή ήταν αυτός που προσδιόρισε τη μάθηση.
Ο Ηιιΐΐ αντέιεινε στην άποψη αυτή ότι καθώς οι ποντικοί περιφέρονταν στο λαβύρινθο είχαν αποκτήσει μια σειρά κρίκων τύπου Ε-Α, έτσι που το ένα ζευγάρι Ε-Α να λειτουργεί ως ερέθισμα για το επόμενο Ε-Α, δημιουργώντας ένα είδος προσδοκίας (κλασματική προσδοκούσα αντίδραση). Ο δρβηοβ, με βάση το σχήμα της κλασματικής προσδοκούσας αντίδρασης, προσπάθησε να δείξει ότι είναι δυνατή συνειρμική μάθηση και χωρίς ενίσχυση, αν και η έννοια της «προσδοκίας» είναι δύσκολο να ερμηνευθεί με συνειρμικούς όρους. Αυτό που είναι φανερό όμως από τις έρευνες αυτές είναι ότι υπάρχουν στοιχεία στο περιβάλλον που λειτουργούν ως ενίσχυση για τον οργανισμό, παρόλο που δεν έχουν να κάνουν με τις πρωταρχικές ανάγκες του οργανισμού.
Εξωτερικά κίνητρα
ΗαϊΤρροκειμένου να ερμηνεύσει δεδομένα όπως τα παραπάνω και να αντικρούσει τις κριτικές, (εισήγαγε στην τελική εκδοχή της θεωρίας του μια νέα έννοια, το εξωτερικό κίνητρο (ΐηοβηίϊνβ). Το εξωτερικό κίνητρο μαζί με την ορμή καθορίζουν την αντίδραση του οργανισμούΤ]Η αρχική εξίσωση δηλαδή μετασχηματίζεται σε
Ε = Ο χ Η χ Κ
όπου Κ είναι το εξωτερικό κίνητρο.
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 91
0Γι είναι όμως ία εξωτερικά κίνητρα και πώς αποκτούν αξία ενισχυτική; Πάρτε για παράδειγμα ένα ζώο που πεινά, και επομένως έχει αναπτύξει ορμή για τροφή. Η τροφή που θα 6ρει —ή θα του δοθεί σε μια πειραματική διαδικασία— μπορεί να είναι διάφορων τύπων. Μπορεί να είναι κάποια πολύ θελκτική για τον οργανισμό τροφή, λ.χ. ζάχαρη, ή μια σχετικά ουδέτερη από άποψη γεύσης ουσία. Ποια τροφή θα προτιμήσει το ζώο; Η απάντηση είναι ότι και τα ζώα, όπως και οι άνθρωποι, επιλέγουν την τροφή που για το είδος τους είναι θελκτική έναντι της μη θελκτικής ̂Η θελκτική τροφή, επομένως, έχει αξία κινητήρια της συμπεριφοράς, γιατί προσδιορίζει την επιλογή που θα κάνει ο οργανισμός. Το κίνητρο για την έναρξη της συμπεριφοράς αναζήτησης της τροφής είναι η ορμή, το κίνητρο για την επιλογή της τροφής είναι η ποιότητα της τροφής. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος που μπορεί να λειτουργήσει ως εξωτερικό κίνητρο είναι η ποσότητα της αμοιβής. Η αύξηση, για παράδειγμα της αρχικής ενίσχυσης ενδυναμώνει τη συμπεριφορά ενώ η μείωσή της την αποδυναμώνει}
\(α£5ρΐ, 1942).\Τα εξωτερικά κίνητρα έχουν άμεση σχέση με την ενίσχυση. Υπάρχουν
δύο βασικά είδη ενίσχυσης: η πρωταρχική ενίσχυση, που αφορά ο,τιδήπο- ) τε μειώνει τις βασικές ανάγκες του οργανισμού, και η δευτερογενής ενί- V σχυση, που αφορά ο,τιδήποτε ικανοποιεί τον οργανισμό, χωρίς όμως να υ- ̂ πάρχει άμεση σύνδεση με τις πρωταρχικές ανάγκες του. Τα εξωτερικά κίνητρα παίζουν το ρόλο της δευτερογενούς ενίσχυσης. Συχνά, λοιπόν, οι οργανισμοί μαθαίνουν να προσδοκούν και επιδιώκουν να πετύχουν πράγματα διότι έχουν αξία για τον οργανισμό, παρόλο που δεν αποσκοπούν στη μείωση φυσιολογικών αναγκών7}Παράδειγμα, το να επιδιώκει κανείς να κερδίζει πολλά λεφτά, παρόλο που αυτά που ήδη έχει αρκούν για την ικανοποίηση των βιολογικών του αναγκών. Σκεφτείτε, επίσης, την περίπτωση που κάποιος συνεχίζει να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει, παρόλο που δεν έχει εξετάσεις. Η ίδια η ενασχόληση με ένα αντικείμενο ή η δραστηριότητα που συνδέεται με κάτι, που υπό άλλες συνθήκες ικανοποιούσε βασική ανάγκη του οργανισμού, φαίνεται ότι είναι αρκετός λόγος για να ενισχύεται η σχετική συμπεριφορά. Η ελάττωση ή απόσυρση της εξωτερικής ενίσχυσης, αυτού που προκαλούσε ευχαρίστηση στον οργανισμό, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της σχετικής αντίδρασης. Κι αυτό, διότι μειώνεται το Κ στην εξίσωση που προσδιορίζει τη συμπεριφορά.
92 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Εσωτερικά κίνητρα
Είδαμε παραπάνω ότι η ορμή και τα εξωτερικά κίνητρα είναι δύο εναλλακτικοί τρόποι για την ερμηνεία της ενίσχυσης. Όπως αναφέραμε στο εισαγωγικό μέρος, ο δΚίηηβΓ και οι νεώτεροι μπιχε6ιοριστές απέφευγαν τους όρους αμοιβή/τιμωρία και χρησιμοποιούσαν τον όρο «ενίσχυση» για να δηλώσουν ο,τιδήποτε μπορεί να μεταβάλει την πιθανότητα εμφάνισης μιας συμπεριφοράς. Το ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί όμως ήταν: ποια πράγματα έχουν ενισχυτική ικανότητα για τον οργανισμό και γιατί. Ο ΗαΙΙ και οι συνεργάτες του τόνισαν τον ενισχυτικό ρόλο της μείωσης της ορμής αλλά και τα εξωτερικά κίνητρα. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί για τις μαθημένες ορμές θα δούμε πώς τα εξωτερικά ερεθίσματα μπορούν να αποκτήσουν ενισχυτική δύναμη.[Οι έρευνες στο θέμα αυτό όμως έδειξαν ότι ενίσχυση μπορούν να επιφέρουν και διάφορα άλλα ερεθίσματα, η προέλευση των οποίων δεν μπορεί να αναχθεί στο εξωτερικό περιβάλλον. Η προσδοκία, για παράδειγμα, όπως την εννοούσε ο Τοίπιειη, που είναι η γνώση για ένα γεγονός και στη συνέχεια στόχος και πρόβλεψη, μπορεί, βέβαια να προήλθε από την εμπειρία του ατόμου, όμως η δράση της δεν είναι εξωτερική αλλά εσωτερική. Η προσδοκία είναι μια εσωτερική γνωστική κατάσταση, η οποία έχει τη δύναμη να κινητοποιήσει τη συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του επιθυμητού στόχου. Κατά συνέπεια, εκτός από τα εξωτερικά κίνητρα υπάρχουν και τα εσωτερικά.^
^Ως προς την προέλευσή τους εσωτερικά κίνητρα είναι κατ’ αρχήν οι φυσιολογικές ανάγκες. Αλλά υπάρχουν και άλλες εσωτερικές ανάγκες που έχουν να κάνουν με την καλή λειτουργία του οργανισμού. Μια υπόθεση για τέτοιες εσωτερικές ανάγκες είναι αυτή της διέγερσης]]την οποία θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Η ιδέα είναι ότι η επιδίωξη συνθηκών που επιτρέπουν τη δημιουργία ή συντήρηση ενός άριστου επιπέδου διέγερσης του οργανισμού είναι ισχυρή εσωτερική ανάγκη. Κατά συνέπεια, η εναλλαγή ερεθισμών, η εκδήλωση δραστηριότητας καθαυτή, δηλαδή χωρίς αμοιβή, και η διατήρηση ενός άρι<3Γου έπΐπέδθυ~^5ραστηριότητας του οργανι- σμού είναι ενισχυτέςΤδιότι ετσι διατηρείται ένα συγκεκριμένο επίπεδο διέγερσης του οργανισμού, που είναι ιδιαίτερα ευχάριστο.
Γ̂α εσωτερικά κίνητρα έχουν να κάνουν και με τις γνώσεις, ιδέες, στόχους και αξίες που διαθέτει ένα άτομο. Έτσι, ενισχυτής μπορεί να είναι η πληροφοριακή επανατροφοδότηση, η οποία παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην τροποποίηση της συμπεριφοράς, τη συνέχιση ή τη διακοπή της. Η επανατροφοδότηση μπορεί να προέρχεται από την αυτο-παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της δράσης του οργανισμού ή και από εξωτερικές πηγές, ό-
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 93
πως ο δάσκαλος που παρακολουθεί χις ενέργειες του μαθητή του και τον διορθώνει. Η επανατροφοδότηση λειτουργεί όμως ως κίνητρο μέσω της πληροφόρησης του συστήματος για τα αποτελέσματα της δράσης του.
Η προσωπική, υποκειμενική αξία που αποδίδουν οι άνθρωποι στα διάφορα στοιχεία της εμπειρίας τους είναι επίσης εσωτερικό κίνητρο, διότι επηρεάζει τις επιλογές μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων δράσης. Αλλά η αξιολογική εκτίμηση μιας αντίδρασης μπορεί να λειτουργήσει και ως ενίσχυση μιας άλλης αντίδρασης][Το φαινόμενο αυτό μελέτησε ο ΡτβηιείοΚ (1959, 1971). Ο ΡΓβπιβοΚ παρατήρησε ότι αυτό που αποτελεί ενίσχυση για ένα άτομο δεν αποτελεί ενίσχυση για ένα άλλο. Επίσης, ένα συμβάν που σε μια χρονική στιγμή είναι ενισχυτικό των ενεργειών του ατόμου μπορεί να μην είναι ενισχυτικό σε μια άλλη στιγμή. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σχετικότητα της ενίσχυσης.
Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού από τον ΡτβπιβοΙί έγινε με συνειρμικούς όρους. Ειδικότερα, αποδόθηκε στο ρυθμό των αντιδράσεων. Μια ο- ποιαδήποτε αντίδραση Α θα ενισχύσει μίαν αντίδραση Β, αν και μόνο αν, ο ανεξάρτητος ρυθμός της Α είναι μεγαλύτερος του ρυθμού της Β. Ο ρυθμός μιας αντίδρασης επηρεάζεται από την προτίμηση του οργανισμού για ορισμένες συμπεριφορές. Συμπεριφορές που συνδέονται με αντικείμενα ή θέματα στα οποία το άτομο αποδίδει μεγάλη αξία, συμπεριφορές που οι ίδιες-έχουν αξία για το άτομο, εκδηλώνονται με υψηλότερους ρυθμούς απ’ ό,τι συμπεριφορές που συνδέονται με στοιχεία μικρότερης υποκειμενικής αξίας. Η θέση δηλαδή των διάφορων στοιχείων στην αξιολογική κλίμακα επηρεάζει και το ρυθμό των αντιδράσεων που συνδέονται με αυτά. Καθώς η θέση των στοιχείων στην αξιολογική κλίμακα μεταβάλλεται στο χρόνο λόγω νέων εμπειριών ή προτεραιοτήτων, μεταβάλλεται και ο ρυθμός των σχετικών με αυτά αντιδράσεων. Πώς όμως ο ρυθμός μιας αντίδρασης μπορεί να επηρεάσει το ρυθμό μιας άλλης;
Όσο υψηλότερα στην αξιολογική ιεραρχία εντάσσεται μια συμπεριφορά, τόσο περισσότερο ενισχύει οποιαδήποτε συμπεριφορά, που βρίσκεται σε κατώτερο σημείο της ιεραρχίας, και εκδηλώνεται σε συνάφεια με αυτήν. Ανπστοίχως, αν μια κατώτερη στην κλίμακα συμπεριφορά εκδηλωθεί σε συνάφεια προς μια ανώτερη, τότε αυτή εκλαμβάνεται ως τιμωρία. Πάρτε για παράδειγμα ένα παιδί που αρέσει περισσότερο από όλα το παγωτό, μετά τα μακαρόνια και καθόλου το σπανάκι. Αν του δώσουμε πρώτα το σπανάκι και μετά το παγωτό, τότε θα θεωρήσει ότι αμείβεται, και η ισχυρή αντίδραση, το παγωτό, θα ενισχύσει την αντίδραση του σπανακιού. Αν συμβεί το αντίθετο, δηλαδή το παιδί πρώτα φάει το παγωτό και μετά το σπανάκι, τότε θα θεωρήσει ότι τιμωρείται, και η αντίδραση του σπανακιού δε θα ενι-
94 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
οχυθεί. Η σειρά εκδήλωσης των αντιδράσεων, δηλαδή ποια θα εμφανισθεί πρώτη και ποια δεύτερη είναι κρίσιμη, γιατί στη μάθηση με εξαρτημένα αντανακλαστικά πρέπει να προηγείται ο εξαρτημένος του ανεξάρτητου ερεθισμού προκειμένου να σχηματισθεί ο δεσμός του εξαρτημένου με την αντίδραση. Στο παράδειγμά μας, ο εξαρτημένος ερεθισμός, αυτός του οποίου θέλουμε να αλλάξουμε το ρυθμό, είναι το σπανάκι. Αρα για να επηρεαστεί από το ρυθμό εκδήλωσης του παγωτού πρέπει να προηγείται. Αν έπε- ται, δεν πετυχαίνεται εξάρτηση. Για να υπάρξει εξάρτηση αυτού του τύπου είναι αναγκαίο, επίσης, οι δύο αντιδράσεις να διαφέρουν σημαντικά ως προς τη θέση τους στην ιεραρχία. Όσο μικρότερη είναι η απόσταση τόσο μικρότερη είναι η επίδραση.
Η ερμηνεία των αξιολογικών επιδράσεων στη συμπεριφορά από τον ΡιτβπιειοΙί δεν κάνει καμιά αναφορά σε γνωστικούς μηχανισμούς εκτίμησης της αξίας των πραγμάτων, σε στάσεις ή ιδέες. Αυτό που είναι σημαντικό με τις απόψεις του είναι ότι εισάγει νέες διαστάσεις στο φαινόμενο της ενίσχυσης, διαστάσεις που έχουν να κάνουν με υποκειμενικές εκτιμήσεις και προτιμήσεις. Η δράση των εσωτερικών αυτών παραγόντων, ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζουν και τροποποιούν τη συμπεριφορά εξηγείται μέσα από το πρότυπο των μηχανισμών μάθησης. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι μηχανισμοί, όπως θα δούμε παρακάτω στα κεφάλαια των γνωστικών κινήτρων. Προτού περάσουμε όμως στα επόμενα κεφάλαια, θα πρέπει να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο αποκτιούνται τα εξωτερικά κίνητρα.
Μαθημένες ορμές
Η εισαγωγή της έννοιας των εξωτερικών κινήτρων από τους Ηιιΐΐ και δρβηοβ άνοιξε ένα πολύ σημαντικό νέο δρόμο στη σκέψη των συνειρμι- στών. Τα εξωτερικά κίνητρα ταυτίσθηκαν με τη συναισθηματική προσδοκία ότι σημαντικά συμβάντα που ακολούθησαν μίαν ενέργεια του οργανισμού θα επαναληφθούν, αν επαναληφθεί η αντίδραση. Η προσδοκία αυτή γεννιέται μέσω της κλασικής εξαρτημένης μάθησης, διότι τα περιβαλλοντικά στοιχεία που συνυπάρχουν με την αμοιβή συνδέονται με αυτήν και αποκτούν την ίδια συναισθηματική αξία με αυτήν. Έτσι, δυνητικά οποιοδήποτε ουδέτερο στοιχείο του περιβάλλοντος μπορεί να αποκτήσει ιδιότητες ενι- σχυτικές. Βεβαίως μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι το φάσμα των ερεθισμών που μπορεί να συνείρει ένας οργανισμός δεν είναι απεριόριστο, διότι το κάθε ζωικό είδος έχει ορισμένα ερεθίσματα τα οποία μπορεί να
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 95
συνδέσει με εσωτερικές του καταστάσεις όπως η ευχαρίστηση και ο πόνος. Για παράδειγμα, τα ζώα συνδέουν με τον πόνο μόνο τα δυνατά ή ξαφνικά ηχητικά ερεθίσματα και όχι τα χαμηλής έντασης. Η ιδέα πάντως των μαθημένων ορμών, όπως θα δούμε παρακάτω, είχε ριζώσει.
Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ο Νβοΐ Μΐΐΐβτ (1948) είχε αρχίσει μια σειρά πειραμάτων με τα οποία έδειξε ότι ουδέτεροι ερεθισμοί μπορούν να αποκτήσουν ιδιότητες ορμής, όταν, π.χ., συνδεθούν με το φό6ο. Οι ερεθισμοί αυτοί'γίνονται σήματα, που ενισχύουν αντιδράσεις αποφυγής του φόβου. Το πείραμα που έκανε ο Μϊΐΐβτ είχε ως εξής: Κατασκεύασε ένα κουτί με δύο διαμερίσματα, ένα άσπρο και ένα μαύρο. Τα δύο διαμερίσματα επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μια πόρτα που άνοιγε αν γύριζε ένας μοχλός. Ο πειραματιστής τοποθετούσε στο άσπρο διαμέρισμα έναν ποντικό και του διοχέτευσε ηλεκτρικές εκκενώσεις. Το ζώο πονούσε και μάθαινε να φοβάται το άσπρο διαμέρισμα. Μετά από ένα χρονικό διάστημα ο πειραματιστής τοποθετούσε τον ποντικό στο άσπρο διαμέρισμα αλλά χωρίς ηλεκτρική εκκένωση πλέον. Παρόλο που ο απωθητικός ερεθισμός δεν υπήρχε πια, το ζώο μάθαινε να γυρίζει το μοχλό και να βρίσκει διέξοδο στο μαύρο διαμέρισμα. Πρέπει να τονισθεί εδώ ότι το πείραμα αυτό πετυχαίνει γιατί το άσπρο χρώμα, που συνδέεται με το φως, αποτελεί απωθητικό για τους ποντικούς ερέθισμα. Αντίθετα, το μαύρο χρώμα συνδέεται με το σκοτάδι, όπου ενσπκτωδώς πηγαίνουν οι ποντικοί και κρύβονται σε περίπτωση κινδύνου. Έτσι, οι ποντικοί μάθαιναν να πηγαίνουν στο μαύρο διαμέρισμα τόσο για να αποφύγουν την ηλεκτρική εκκένωση όσο και για να βρουν ασφάλεια σε ένα μέρος που αναγνώριζαν ως ασφαλές.
Αντίδραση αποφυγής μπορεί να μαθευτεί και αν το ουδέτερο ερέθισμα είναι ακουστικό, δηλαδή ο ήχος ενός κουδουνιού. Στην περίπτωση αυτή το κουδούνι προηγείται της ηλεκτρικής εκκένωσης και συνείρεται με τον πόνο που δημιουργεί αυτή. Η μάθηση με απωθητικούς ερεθισμούς είναι σχεδόν άμεση και δύσκολα αποσβέννυται. Ακόμη και αν ο ήχος του κουδουνιού εμφανιστεί ελάχιστες φορές σε συνάφεια προς την ηλεκτρική εκκένωση, η σύνδεση είναι τόσο ισχυρή, που ακόμη και αν επαναλαμβάνεται συνέχεια μόνος του μετά την αρχική σύνδεση δεν υπάρχει μείωση του φόβου που προκαλεί. Ο ήχος του κουδουνιού στη συνέχεια λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα για την εκδήλωση αντιδράσεων αποφυγής.
Τα παραδείγματα αυτά έκαναν φανερό ότι η απόκτηση μαθημένων ορμών προχωρεί σε δύο στάδια. Πρώτο είναι η σύνδεση του ουδέτερου ερεθισμού με τον δυσάρεστο και η απόκτηση της αντίδρασης φόβου στο ουδέτερο ερέθισμα. Στο δεύτερο στάδιο, ο εξαρτημένος ερεθισμός λειτουργεί ως ενίσχυση των αντιδράσεων αποφυγής. Για το λόγο αυτό η θεωρία
% ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
του ΜϊΙΙθγ ονομάστηκε θεωρία των δύο παραγόντων. Η θεωρία των δύο παραγόντων εξηγεί την απόκτηση φοβιών και γιατί είναι τόσο δύσκολο να ξεπερασιούν. Το εξαρτημένο ερέθισμα, το φοβικό, δημιουργεί ορμή, η οποία ενισχύει τις αντιδράσεις που επιφέρουν μείωσή της. Άρα ορμές δε δημιουργούνται μόνο από φυσιολογικές ανάγκες αλλά και από περιβαλλοντικά, μαθημένα στοιχεία. Με τη διαδικασία των κλασικών εξαρτημένων αντανακλαστικών μπορούν να μαθευτούν και θετικά εξωτερικά κίνητρα. Φτάνει το ουδέτερο ερέθισμα να συνδεθεί με ένα άλλο που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα. Η μάθηση με θετικούς ερεθισμούς όμως, όπως και η μάθηση αντιδράσεων αποφυγής με θετική ενίσχυση και όχι αρνητική, όπως ο φόβος, έχει το χαρακτηριστικό ότι γρήγορα αποσβέννυται όταν παύ- σει η ενίσχυση. Η έλλειψη απόσβεσης στη μάθηση με απωθητικούς ερεθισμούς είναι ένα φαινόμενο που χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία.
Μια ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στις φοβικές συμπεριφορές είναι αυτή που πρότειναν οι δοΐοτηοη & \Μ;ηηβ (1954). Οι ερευνητές αυτοί επικαλέστηκαν δύο αρχές για την αντίσταση στην απόσβεση. Η πρώτη είναι η αρχή της «διατήρησης του άγχους», γιατί με το προειδοποιητικό σήμα (εξαρτημένο ερεθισμό) δεν υπάρχει απόσβεση του φόβου αλλά μόνο προπαρασκευαστικό άγχος το οποίο ενισχύει την αντίδραση αποφυγής. Η δεύτερη αρχή που ερμηνεύει τη διατήρηση των αντιδράσεων αποφυγής είναι η αρχή της «μερικής μη αναστρεψιμότητας». Σύμφωνα με την αρχή αυτή η αντίδραση αποφυγής δε μειώνεται γιατί η αποφυγή δεν επιτρέπει την αντιμετώπιση της κατάστασης που ακολουθεί το προειδοποιητικό σήμα ώστε να διαπιστωθεί αν ακολουθεί η ηλεκτρική εκκένωση ή όχι. Έτσι δεν επέρχεται απόσβεση.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ερμηνεία των εξωτερικών κινήτρων ως αποκτημένων ορμών αποτελεί μια πολύ σημαντική συμβολή στην κατανόηση ενός μεγάλου φάσματος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ομαλής και παθολογικής.
Συγκρούσεις προσέγγισης-αποφυγής
Ο ΜϊΙΙβΓ (1944) μελέτησε και ένα άλλο σημαντικό ψυχολογικό θέμα, το πρόβλημα των συγκρούσεων. Συγκρούσεις ψυχολογικές αισθάνεται κανείς όταν πρέπει να διαλέξει μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων. Οι δυνατότητες αυτές μπορεί να είναι και οι δύο θελκτικές ή και οι δύο απωθητικές. Η οδυνηρότερη όμως σύγκρουση είναι όταν κάποιος ταυτοχρόνως θέλγεται και απωθείται από το ίδιο αντικείμενο. Είναι η περίπτωση όπου η
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 97
ελπίδα συνυπάρχει με το φό6ο σιην ίδια δράση. Αυτό που παρατηρείται σε τέτοιες καταστάσεις είναι ότι ο οργανισμός, ζώο ή άνθρωπος, εμφανίζει διατακτική και αμφιθυμική συμπεριφορά. Μια προσπαθεί να πλησιάσει τον επιθυμητό στόχο και μια υποχωρεί. Ο ΜίΙΙβΓ προσπάθησε να ερμηνεύσει αυτό το είδος συμπεριφοράς, δηλαδή τη συμπεριφορά που εκδηλώνεται σε συγκρούσεις προσέγγισης/αποφυγής. Το πρότυπο αυτής της σύγκρουσης φαίνεται στο Σχήμα 8.
Απόσταση από το αμφιθυμικό αντικείμενο
Σχήμα 8. Σχηματική απόδοση της σύγκρουσης προσέγγισης-αποφυγής.
Στο γράφημα αυτό Βλέπουμε πώς όσο πιο μακριά Βρίσκεται κανείς από το αντικείμενο-σιόχο, δηλαδή όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση από αυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση προσέγγισης (βλέπε τα άκρα της διάστασης της απόστασης). Τάση αποφυγής δεν υπάρχει ακόμη. Καθώς όμως κανείς πλησιάζει το στόχο (περνάει το σημείο 5), αρχίζει να εμφανίζεται και η τάση αποφυγής. Η ανάπτυξη της τάσης αποφυγής είναι πολύ απότομη και παρεμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη της τάσης προσέγγισης. Αυτό έχει ως συνέπεια την υποχώρηση του ατόμου και απομάκρυνση από το αμ-
98 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
φιθυμικό αντικείμενο. Η αύξηση της απόστασης με τη σειρά της επιτρέπει την εκδήλωση της τάσης προσέγγισης. Έτσι εξηγείται γιατί το άτομο μια πλησιάζει και μια απομακρύνεται από το αντικείμενο-στόχο. Όσο πιο φοβικό είναι το ανπκείμενο-στόχος, τόσο πιο έντονη είναι η τάση αποφυγής και τόσο πιο νωρίς εμφανίζεται.
Το πείραμα που έκανε ο ΜίΙΙβΓ για να δείξει το φαινόμενο αυτό ήταν με ποντικούς που τοποθετούνταν σε ένα κλω6ό, όπου εμφανιζόταν τροφή σε ορισμένη θέση. Μεταξύ του ζώου και της θέσης της τροφής όμως παρεμβαλλόταν μια ράβδος, που όταν πατιόταν, μετέδιδε ηλεκτρική εκκένωση. Το πεινασμένο ζώο έτσι βρισκόταν αιχμάλωτο, από τη μια, της πείνας που το ωθούσε προς την τροφή, και, από την άλλη, του φόβου που του δημιουργούσε η ηλεκτρική εκκένωση. Αν αυτή σας φαίνεται μια τεχνητή συνθήκη, σκε- φτείτε την περίπτωση του ατόμου που είναι θυμωμένο με τον εργοδότη του και θέλει να τον βρίσει αλλά ταυτοχρόνως δε θέλει να χάσει τη δουλειά του. Σκεφτείτε επίσης την περίπτωση που ένα παιδί επιθυμεί απο τη μια να βρίσκεται στη θαλπωρή της μητρικής αγκαλιάς και από την άλλη φοβάται τις φωνές και την τιμωρία που θα υποστεί, επειδή έκανε κάτι άσχημο. Οι συγκρούσεις αυτού του τύπου είναι συχνές, και η τελική αντίδραση είναι κυρίως συνάρτηση της έντασης της απωθητικότητας του αντικειμένου, όταν η ορμή για προσέγγιση διατηρείται σταθερή. Όταν όμως αυξάνει και η ορμή για προσέγγιση, λόγω, π.χ., περισσότερου χρόνου στέρησης του επιθυμητού αντικειμένου, τότε η απόσταση που θα καλύψει το υποκείμενο προς το στόχο είναι συνάρτηση και των δύο τάσεων. Με άλλα λόγια, το υποκείμενο θα πλησιάσει περισσότερο το αμφιθυμικό αντικείμενο.
Τι θα γίνει όμως όταν η επιθυμία για προσέγγιση του αμφιθυμικού αντικειμένου δεν καρποφορεί; Θυμηθείτε το φαινόμενο της μετατόπισης που εμφανίζουν τα ζώα σε περιπτώσεις σύγκρουσης δύο ενστικτωδών τάσεων ή οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν να εκφράσουν την επιθετικότητά τους. Το φαινόμενο που παρατηρείται τότε είναι ότι εκδηλώνουν μια τρίτη συμπεριφορά, που είναι άσχετη με τον επιδιωκόμενο στόχο. Ο Ρτβυά θεωρούσε ότι η μετατόπιση δεν είναι τίποτε άλλο από υποκατάσταση στόχων, μια και η υποκείμενη επιθυμία μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα από μια ποικιλία στόχων. Ο ΜϊΗβΓ εξήγησε το ίδιο φαινόμενο ως εξής: Όταν η εκδήλωση της συμπεριφοράς προσέγγισης παρεμποδίζεται από την ισχυρότερη τάση αποφυγής, τότε η τάση προσέγγισης θα εκδηλωθεί προς κάποιο άλλο αντικείμενο, το οποίο έχει πολλά κοινά με το αντικείμενο στόχο. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να τα βάλει κανείς με το αφεντικό του αλλά μπορεί να τα βάλει με κάποιο άλλο ενήλικο άτομο, που δε διαθέτει όμως τόση αποτρεπτική δύναμη. Αυτό το άτομο είναι η σύζυγος. Το ποιο αντικείμενο θα
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 99
δεχτεί την επιθετικότητα, για παράδειγμα, είναι συνάρτηση της ομοιότητας προς το ανπκείμενο-στόχο αλλά και της τάσης αποφυγής. Όσο αυξάνει δηλαδή η ανασταλτική τάση προς το ανπκείμενο-στόχο, τόσο μικρότερη είναι η ομοιότητα του υποκατάστατου στόχου που επιλέγεται, διότι μόνο έτσι μπορεί να αναπτυχθεί επαρκής τάση προσέγγισης προς αυτόν.
Οι έρευνες πάνω στις αποκτημένες ορμές, επομένως, επέτρεψαν και την ερμηνεία των συνθέτων φαινομένων των συγκρούσεων και των συμπεριφορών που συνδέονται με αυτές, οι οποίες μέχρι εκείνη την εποχή θεωρούνταν χαρακτηριστικές των ενστίκτων.
Τιμωρία
Μία άλλη συιιΒολή των συιιπερίΦοοιστών είναι η μελέτη της τιμωρίας ως κινήτρου για μάθηση αποφυνής. Είναι γνωστό ότι οι απωθητικοί ερεθισμοί προκαλούν και ενισχύουν αντιδράσεις αποφυγής τους. Τρεις είναι οι Βασικοί τύποι συμπεριφοράς που εκδηλώνονται σε απάντηση απωθητικών ερεθισμών: η αποφυγή, η απόδραση, και η αντεπίθεση. Η τιμωρία αποτελεί μίαν ειδική περίπτωση απωθητικών ερεθισμών, το χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι ακολουθούν την αντίδραση που θέλουμε να αλλάξει και δεν προηγούνται αυτής όπως στην περίπτωση των αντιδράσεων σε απωθητικούς ερεθισμούς. Η τιμωρία, επομένως, αποτελεί ένα είδος αρνητικής ενίσχυσης, το οποίο αποσκοπεί στην κπτηστηλή |ΐιης αντίδρασης χωρίς την υπόθαλψη μιας άλλης αντίδρασης ηποφυγήο.
"Ό πρώτος που αναφέρθηκε στην τιμωρία είναι ο ΤΗοΓηάΐΚβ, ο οποίος θεωρούσε ότι είναι το αντίθετο της αμοιβής. Βρέθηκε όμως ότι η τιμωρία άλλοτε αποθαρρύνει την αντίδραση την οποία ακολουθεί και άλλοτε όχι. Παράδειγμα χαρακτηριστικό η λεκτική επίπληξη. Μερικές φορές μάλιστα η τιμωρία μπορεί να αυξήσει τη δύναμη της αντίδρασης. Ο Εδίβδ (1944) πρώτος έδειξε ότι η τιμωρία δεν αποσβένει μίαν αντίδραση αλλά μόνο την καταστέλλει. Ο Εδΐβδ έδειξε ότι μικρή τιμωρία δεν έχει καμιά επίπτωση στη συμπεριφορά ενώ πολύ ισχυρή τιμωρία αποδιοργανώνει τελείως τις αντιδράσεις. Το πείραμα του Εδίβδ είχε ως εξής: Πήρε τρεις ομάδες ποντικών τους οποίους εκπαίδευσε να πατούν ένα μοχλό προκειμένου να πάρουν τρρφή. Στη συνέχεια, στη μια ομάδα εφάρμοσε διαδικασία απόσβεσης, μη προσφέροντας τροφή ως απάντηση στο πάτημα του μοχλού. Στη δεύτερη ομάδα εφάρμοσε διαδικασία ελαφριάς τιμωρίας. Έδεσε δηλαδή τα πόδια τους ώστε να μην μπορούν να πατήσουν το μοχλό για να πάρουν τροφή. Στην τρίτη ομάδα εφάρμοσε δυνατή τιμωρία, δηλαδή παρείχε ηλεκτρική
100 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
εκκένωση κάθε φορά που πατούσαν το μοχλό. Η διαδικασία αυτή διήρκε- σε 20 δοκιμές. Σε κάθε δοκιμή μετριόταν ο αριθμός πατημάτων του μοχλού. Βρέθηκε ότι η πρώτη ομάδα, αυτή της απόσβεσης, παρουσίαζε μια προοδευτική μείωση των αντιδράσεων μοχλού με την αύξηση των δοκιμών χωρίς ενίσχυση. Παρουσίαζε δηλαδή απόσβεση. Η δεύτερη ομάδα, της ελαφριάς τιμωρίας, είχε δεμένα τα πόδια στις πρώτες 10 δοκιμές και μετά της λύνονταν τα πόδια. Φάνηκε ότι αμέσως μετά το λύσιμο των ποδιών η ομάδα αυτή παρουσίαζε έντονο πάτημα του μοχλού, αντίστοιχο με αυτό των πρώτων δοκιμών της ομάδας απόσβεσης. Στη συνέχεια, καθώς δεν ε- νισχυόταν πλέον το πάτημα, η αντίδραση άρχιζε να εξασθενεί όπως και στην ομάδα απόσβεσης. Η τιμωρία δηλαδή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Η τρίτη ομάδα όμως, αυτή της βαριάς τιμωρίας, με το σταμάτημα των ηλεκτρικών εκκενώσεων μετά τη δέκατη δοκιμή, παρουσίασε πλήρες σταμάτημα της αντίδρασης του μοχλού αλλά και διάλυση της όλης συμπεριφοράς, γιατί τα ζώα πλέον δεν εκδήλωναν καμιά μαθημένη αντίδραση. Η δυνατή τιμωρία αποδείχτηκε ότι καταστέλλει την αντίδραση αλλά έχει και παράλ- ληλες δυσάρεστες συνέπειες για τον οργανισμό. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα παιδί που τιμωρείται δυνατά για κάποια αταξία που έκανε και στη συνέχεια δε διορθώνεται αλλά επαναλαμβάνει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά, που προκαλεί περαιτέρω τιμωρία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η βαριά τιμωρία μπορεί σε κάποια στιγμή να σταματήσει την εκδήλωση της λαθεμένης συμπεριφοράς αλλά το παιδί δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατάσταση που προκαλούσε τη λαθεμένη αντίδραση. Δεδομένα αυτού του τύπου οδήγησαν σε μια αμφισβήτηση της τιμωρίας ως μέσου για την αλλαγή της συμπεριφοράς.
Πολλά πειράματα που έγιναν κατά τη δεκαετία του 1960 όμως έδειξαν ότι η τιμωρία μπορεί να έχει κατασταλτικά αποτελέσματα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα (Ροννίβτ, 1971), φτάνει να πληρούνται ορισμένοι όροι. Η τιμωρία αποδίδει όταν η επιζητούμενη αντίδραση είναι ασυμβίβαστη με την τιμωρούμενη. Στην περίπτωση αυτή η τιμωρία λειτουργεί ως σήμα για τη διάκριση των αντιδράσεων, ποια είναι αποδεκτή και ποια όχι. Είναι δυνατό όμως να υπάρξει «παράδοξη διευκόλυνση» μιας αντίδρασης αντί της καταστολής, όταν η τιμωρία αποβλέπει στην παρεμπό- διση μιας αντίδρασης που σχετίζεται με την ικάνοποίηση βασικών αναγκών του οργανισμού ή του ατόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν λόγου χάρη, το άτομο πεινάει και εμείς τιμωρούμε τις αντιδράσεις του φαγητού, παρατηρείται εντατικοποίηση των τιμωρούμενων αντιδράσεων αντί καταστολής. Στην περίπτωση αυτή, αν η τιμωρία επαναλαμβάνεται αλλά το άτομο τελικά παίρνει την ενίσχυση που επιδιώκει, η τιμωρία λειτουργεί ως
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 101
θετικός ενισχυτής, ως σήμα ότι η επιθυμητή αντίδραση θα επιτευχθεί. Οι μαζοχισπκές αντιδράσεις μπορεί να αντανακλούν μάθηση αυτού του τύπου.
Η τιμωρία, επουένως, δε μειώνει αναγκαστικά την πιθανότητα εμφάνισης μιας αντίδρασης. Αν το πετυχαίνει, αυτό οφείλεται, [πρώτονί στις δυσάρεστες συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλεί, και οι οποίες λειτουργούν ως σήμα για τα δυσάρεστα αποτελέσματα μιας κατά τα άλλα ευχάριστης αντίδρασης.^Δεύτερον^ στη σύνδεση των δυσάρεστων με άλλα συνα- <ρή ουδέτερα ερεθίσματα, τα οποία στη συνέχεια δρουν ως μαθημένα απωθητικά ερεθίσματα καΓεισι διευκολύνουν τις αντιδράσεις αποφυγής. |Τρί- ΐον̂ Ι στην απόκτηση αρνητικής ενίσχυσης μετά την εκδήλωση της αντίδρασης αποφυγής (ΡοννΙβΓ, 1971).^(Προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα της τιμωρίας είναι να δίνεται αμέσωςΤίεπίτη λαθεμένη αντίδραση και να είναι ανάλογη προς αυτήν. Για την επίτευξη μακροχρόνιων αποτελεσμάτων χρειάζεται επιπλέον εσωτερι- κοποίηση της τιμωρίας και μάθηση αντιδράσεων αποφυγής. Η σύνδεση της τιμωρίας με γνωστικές ερμηνείες της περίστασης και των συνεπειών της Βοηθά επίσης (5ΐη9βΓ & δΐηοβτ, 1969). Η απειλή τιμωρίας, με τη δημιουργία προπαρασκευαστικού άνχους 6οηθά πολλέο Φο^έ ̂καλύτερα από την ίδια την τιμωρία—
Συμπερασματικά, μπορεί να πει κανείς ότι οι θεωρίες Ε-Α συντέλεσαν στην κατανόηση των κινήτρων διασαφηνίζοντας το ρόλο της ορμής και των εξωτερικών κινήτρων τόσο θετικών, όπως οι αμοιβές, όσο και αρνητικών, όπως οι απωθητικοί ερεθισμοί και η τιμωρία. Το πρόβλημα είναι ότι δεν εξαντλούν όλο το φάσμα των δυνατών κινήτρων.
Η θεωρία του δΗβίΗβΙά για τη δημιουργία ορμής
Ο δρόμος που άνοιξε ο ΗιιΙΙ με την εισαγωγή των κινήτρων στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς ήταν καταλυτικός, γιατί εμπλούτισε το φάσμα των φαινομένων που μπορούσαν να μελετηθούν και να ερμηνευ- θούν από τη συνειρμική θεωρία. Μία άλλη σημαντική συμβολή των συμπε- ριφοριστών ήταν η ανακάλυψη ότι κίνητρο δεν είναι μόνο η μείωση της ορμής αλλά και η αύξησή της.
Ο δΗβίΓιβΙοΙ (1966) ήταν αυτός που αντέκρουσε τη θεωρία της ενίσχυσης ως μείωσης της ορμής και υποστήριξε ότι μόνο πράγματα που αυξάνουν την ορμή μπορούν να ενισχύουν. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι πέφτουν με αλεξίπτωτο, κάνουν σκι ή αγώνες ταχύτητας αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο. Ο
102 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
δΗβίίϊβΙά ερμήνευσε ιη μάθηση χωρίς την παρουσία μείωσης της ορμής ως εξής: Ας υποθέσουμε όχι φθάνει κάποιος σε ένα σταυροδρόμι. Θα σχρίψει αρισχερά ή δεξιά; Αν έχει δεχτεί αμοιβή παλιόχερα σχο δεξί δρόμο, χόχε όλοι οι περιβαλλονχικοί ερεθισμοί σχα δεξιά προκαλούν κλασμαχικές προσδοκούσες ανπδράσεις οι οποίες ενδυναμώνουν τις αντιδράσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθεχα, οι ερεθισμοί προς τα αριστερά δεν προκαλούν χέχοιου είδους αντιδράσεις. Έτσι, το άτομο σχρίβει δεξιά γιαχί εκείνοι οι ερεθισμοί ενεργοποιούν χην ορμή. Με χον χρόπο αυχό ο δΗβίββΙά έδειξε όχι δεν υπάρχει μάθηση χωρίς ορμή, μόνο που η ορμή λειχουργεί ως κίνηχρο είχε για χη μείωσή χης είχε για χην αύξησή χης. Αυχή η άποψη ανάγει την ορμή σχη λειτουργία της φυσιολογικής διέγερσης, στην οποία θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Η εισαγωγή της ιδέας της αύξησης της ορμής όμως ήταν σημαντική για την κατανόηση και ενός άλλου σημαντικού φαινομένου, της ματαίωσης.
Ματαίωση
Μια άλλη συμβολή του δΗβίίΐβΙά σχη συμπεριφορική άποψη για χα κίνητρα αφορά χην εισαγωγή χης έννοιας χης μαχαίωσης ως δημιουργού ορμής. Ο δΗβίίϊβΙά ορίζει χη μαχαίωση ως χην αντίδραση σε μια κατάσταση στην οποία υπάρχουν σήματα για το στόχο αλλά η αντίδραση για την επίτευξη του στόχου δεν μπορεί να γίνει. Ο όρος ματαίωση σημαίνει παρε- μπόδιση της επίτευξης ενός στόχου, πρόκληση αποτυχίας ή προσωπική προσβολή. Ματαίωση μπορεί να είναι η εμπειρία που έχει το άτομο (ή το ζώο) ως αποτέλεσμα της παρεμπόδισης που υπέστη. Όπως θα δούμε παρακάτω, αποτελέσματα της ματαίωσης είναι η επιθετική συμπεριφορά, η επιτεταμένη επιδίωξη του στόχου, η εμμονή, ή η απογοήτευση και η απόσυρση. Πάρτε, για παράδειγμα, την αντίδρασή μας όχαν βιαζόμασχε να φχάσουμε κάπου με χο αυτοκίνητο και στη μέση του δρόμου χαλάει χο αυ- χοκίνηχο. Η άμεση αντίδρασή μας είναι να θυμώσουμε, και ίσως να βρίσουμε ή να δώσουμε ένα χτύπημα σχο αυχοκίνηχο, και μετά να σκεφτούμε με ποιο τρόπο θα φτάσουμε στο στόχο μας χωρίς το αυτοκίνητο. Μια σχετΓ κή έννοια στην κοινωνική ψυχολογία είναι «η μαχαίωση χης αναχέλλουσας προσδοκίας» (Οβνϊβδ, 1967). Σύμφωνα με αυχή χην έννοια, η κοινωνική α- ναχαραχή εμφανίζεται όχαν οι άνθρωποι προσδοκούν ένα σχόχο και μεχά απογοηχεύονχαι, λόγω μη ικανοποίησης χης προσδοκίας, οπόχε αυξάνει η ανχίδραση πίεσης για χην πραγματοποίηση των στόχων.
Συχνά όμως ο όρος «ματαίωση» αναφέρεται και στη διαδικασία παρε-
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 103
μπόδισης, δηλαδή τι παρεμβαίνει και οδηγεί σιο αποτέλεσμα της ματαίωσης. Ματαίωση είναι η διαδικασία που οδηγεί στην αλλαγή της συμπεριφοράς ή μια δυναμική κατάσταση που προηγείται και επηρεάζει την αλλαγή (\Λ/βΐηβΓ, 1985). Μια τέτοια παρεμβαίνουσα κατάσταση είναι η δημιουργία ορμής, όπως προτείνει ο δΗβίίϊβΙά. Η ορμή σχετίζεται με την προσδοκία που δημιουργείται στο άτομο από τα περιβαλλοντικά σήματα που συνδέονται με τον επιδιωκόμενο στόχο. Η ορμή αυτή επιτείνει την επιδίωξη του στόχου, γιατί όσο πλησιάζει κανείς προς αυτόν, τόσο αυξάνονται και τα σήματα που τον υποδηλώνουν. Αν τότε συμβεί κάτι και δεν ικανοποιηθεί η ορμή, αν δηλαδή περεμβληθεί ένα εμπόδιο, τότε η ορμή, ως γενικός ενερ- γοποιητικός παράγοντας, οδηγεί σε ενεργοποίηση άλλων στόχων ή συμπεριφορών, όπως η επιθετική.
Πολλά πειράματα πάνω <πη ματαίωση, προκειμένου να κατανοηθεί ο μηχανισμός της, έκανε ο Απίδβΐ. Ο Απίδβΐ (1958) όρισε τη ματαίωση ως μη ενίσχυση μιας προηγουμένως ενισχυμένης αντίδρασης. Το πείραμά του είχε ως εξής: Κατασκεύασε ένα κλωβό με δύο διαδρόμους. Τα πειραματόζωα δέχονταν τροφή στον πρώτο διάδρομο, στην αρχή σε κάθε δοκιμή τους και μετά σε καμία. Αυτός ήταν ο διάδρομος της ματαίωσης. Παράλληλα μετριόταν η ταχύτητα των ζώων στο δεύτερο διάδρομο, όπου δέχονταν πάντοτε τροφή. Βρέθηκε ότι η ταχύτητα αύξανε μετά την εμφάνιση της ματαίωσης στον πρώτο διάδρομο. Ένα άλλο σχετικό πείραμα των Ηβηβτ & Βτοννη (1955) με παιδιά είχε ως εξής: Κατασκευάσθηκε ένα παιχνίδι με υποδοχές για 36 μπίλιες. Αν όλες οι μπίλιες τοποθετούνταν στις υποδοχές αυτές, τα παιδιά κέρδιζαν ένα βραβείο. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ο πειραματιστής μπορούσε, χωρίς να το καταλάβει το παιδί, να χαλάσει τη διευθέτηση των μπιλιών, οπότε το παιδί έπρεπε να ξαναρχίσει, πιέζοντας ένα μοχλό. Αυτή ήταν η συνθήκη ματαίωσης. Ο πειραματιστής μετρούσε την ένταση στην πίεση του μοχλού. Βρέθηκε ότι όσο πιο νωρίς στην εκτέλεση του παιχνιδιού παρουσιαζόταν η ματαίωση τόσο μικρότερη ήταν η πίεση που ασκούνταν στο μοχλό. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στο στόχο είχε φτάσει το παιδί, τόσο πιο έντονη ήταν η πίεση στο μοχλό, πράγμα που υποδηλώνει την αύξηση της ορμής λόγω ματαίωσης. Σκεφτείτε στην καθημερινή ζωή τι συμβαίνει όταν ξεκινούμε να πετύχουμε κάποιο σιόχο. Αν τα εμπόδια αρχίσουν πολύ νωρίς, τότε είναι αρκετά εύκολο να εγκαταλείψουμε το στόχο, γιατί δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη αρκετή ορμή που να συνδέεται με αυτόν. Με άλλα λόγια, τα περιβαλλοντικά σήματα δεν είναι αρκετά ακόμη ώστε να δημιουργήσουν αρκετή προσδοκία για το στόχο. Αν όμως έχουμε πλησιάσει πολύ και ξέρουμε ότι μπορούμε να τον φτάσουμε, τότε η ματαίωση είναι πολύ μεγάλη και η εμμονή στο στόχο πιο ισχυρή.
104 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Η ματαίωση, επομένως, είναι δυνατό να έχει ιδιότητες γενικευμένης ορμής, και επειδή είναι απωθητική, ενισχύει τις αντιδράσεις που την αναστέλλουν. Η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη όσο κοντύτερα έχει φτάσει κανείς στο στόχο του, οπότε τόσο μεγαλύτερο ενισχυτικό ρόλο παίζει. Ωσκ5- σο, η δράση της απογοήτευσης περιορίζεται από το νόμο των ΥβτΚβε & Οοάδοη. Μέτρια ματαίωση μπορεί να παίξει ενισχυτικό ρόλο, υπερβολική όμως ματαίωση είναι ανασταλτική της συμπεριφοράς και ορθής επίδοσης. Ένας άλλος περιορισμός που είναι δυνατό να τεθεί στην αποτελεσματικότητα της ματαίωσης ως ορμής είναι η σχέση ορμής και γνώσης. Μία αύξηση στην ορμή είναι δυνατό να βοηθήσει, αν η αποτυχία στην επίτευξη του στόχου οφείλεται σε έλλειψη προσπάθειας. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι θα βοηθήσει αν η αποτυχία οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων (ΑτΚβδ & ΟθΓδΚβ, 1977).
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι οι ερμηνείες που δόθηκαν στο φαινόμενο ματαίωσης-επιθετικότητας δεν περιορίζονται στη συνειρμική θεωρία που ήδη αναφέραμε. Ο Οοΐίειτά και οι συνεργάτες του (ϋοΙΙβΓά, ΜΐΙΙβΓ, ΟοοΒ, Μονντβτ, & δββΓδ, 1939) είχαν επισημάνει το φαινόμενο και, ακολουθώντας το σκεπτικό του ΡΓβυά, είχαν ορίσει τη ματαίωση ως αντίδραση στόχου που διακόπτεται και την επιθετικότητα ως μια πράξη που έχει στόχο να βλάψει έναν άλλο οργανισμό. Επομένως, στη ματαίωση υπάρχει σύγκρουση, η οποία δημιουργεί άγχος και οδηγεί σε υποκατάσταση στόχων. Κατά τον ΜΐΙΙβΓ (1941), όσο πιο ισχυρή είναι η επιθυμία του στόχου, τόσο πιο έντονη είναι η ματαίωση που αισθάνεται κανείς από τη μη ικανοποίηση της επιθυμίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η ματαίωση, τόσο εντονότερη θα είναι η υποκίνηση της επιθετικότητας. Επίσης, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των ματαιώσεων που έχει υποστεί κανείς, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα που θα αναπτύξει.
Η ερμηνεία αυτή της σχέσης ματαίωσης-επιθετικότητας δείχνει ένα μόνο πιθανό λόγο της επιθετικής συμπεριφοράς και περιορίζει τη λειτουργία της ματαίωσης μόνο σε σχέση με την επιθετικότητα. Δεν ερμηνεύει τις άλλες συμπεριφορές που συνδέονται με τη ματαίωση ούτε τη σχέση μεγέθους της ματαίωσης και ενισχυτικής της ικανότητας. Για το λόγο αυτό η συνειρμική έρευνα συνέχισε τις προσπάθειες των ΟοΙΙθγοΙ και ΜΐΗβΓ, και άλλαξε το ερμηνευτικό πρότυπο της ματαίωσης.
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ 105
Σύνοψη
Γενικά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι συνειρμικές ερμηνείες που κυριάρχησαν σπς δεκαετίες του 1950 και 1960 συνέβαλαν ιδιαιτέρως στην κατανόηση των μηχανισμών που υπόκεινται πολλών συμπεριφορών που παλιότερα αποδίδονταν σε ένστικτα. Επίσης, με την έμφαση σιην ακριβή μέθοδο και τη δημιουργία πειραματικών παραδειγμάτων άνοιξαν το δρόμο για τη συστηματική μελέτη άλλων συμπεριφορών, όπως αυτές που εκδηλώνονται σε κοινωνικά πλαίσια, ή προσδιορίζονται από προηγούμενες γνώσεις. Έτσι, παρόλο που οι συνειρμικές ερμηνείες καθαυτές δεν επαρκούν για την κατανόηση πολλών καταστάσεων κινήτρων, όμως αποτελούν το υπόβαθρο για τη σύγχρονη θεώρησή τους. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε σύντομα στις θεωρίες που συνδέουν τα κίνητρα με τη φυσιολογική διέγερση, λόγω άμεσης συγγένειάς τους με τις συνειρμικές θεωρίες, και θα προχωρήσουμε στις γνωστικές ερμηνείες των κινήτρων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Θεωρίες του άρισιου επιπέδου
Όπως είναι γνωστό, ία κίνητρα είναι έννοια που επικαλούμαστε προκειμένου να εξηγήσουμε την κατεύθυνση και χην ένταση μιας συμπεριφοράς. Η θεωρία της ορμής, όπως πρωχοδιατυπώθηκε από τον Ηυΐΐ, επικαλούνταν την ορμή για την ερμηνεία χης έντασης χης συμπεριφοράς και χη μάθηση για χην καχεύθυνση που αυχή παίρνει. Ήδη αναφερθήκαμε σε ιστορικά μεταγενέστερες χου Ηιιΐΐ έρευνες που επεξέχειναν χην έννοια χης ορμής σε αποκχημένες ορμές και χην αρχική ιδέα χης μείωσης χης ορμής σε επιδίωξη αύξησης χης ορμής υπό ορισμένες συνθήκες. Σχο κεφάλαιο αυχό θα αναφέρουμε περισσότερες έρευνες πάνω στο θέμα της αύξησης της ορμής ως κινήτρου.
Πολλά πειράματα, λοιπόν, που έγιναν σχη δεκαετία χου 1950 έδωσαν αποχελέσμαχα που ήχαν δύσκολα να ερμηνευθούν με Βάση χα πλαίσια χης μείωσης χης ορμής. Αυχά χα πειράμαχα έδειξαν όχι χα ζώα έκαναν μεγάλες προσπάθειες για χην απόκτηση αμοιβών που δε μείωναν χην ορμή αλλά χην αύξαναν. Πειράμαχα με πιθήκους, για παράδειγμα, έδειξαν όχι χα ζώα αυχά μάθαιναν να παχούν ένα μοχλό προκειμένου να ανοίξει ένα παράθυρο απ’ όπου παραχηρούσαν ένα ηλεκχρικό χραινάκι (Βυίΐβτ, 1954). Οι ΗβΗονν, ΗειΗονυ, & ΜβνβΓ (1950) σε μια σειρά πειραμάχων έδειξε όχι πίθηκοι δούλευαν επί ώρες πάνω σε ένα σύνθετο μηχανισμό κλειδαριάς. Όχαν πεχύχαιναν να ανοίξουν χην κλειδαριά, δε χους δινόχαν καμιά αμοιβή. Παρόλα αυχά οι πίθηκοι ξανάκλειναν χην κλειδαριά και ξανάρχιζαν να ασχολούνται μαζί της. Αυτού χου είδους η συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί σε κάποια ψυχολογική ορμή όπως η περιέργεια. Αυχή η ερμηνεία όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί αποχελεσμαχικά, όπως αναφέραμε στο εισαγωγικό κεφάλαιο, γιατί είναι κυκλική.
Μία άλλη σειρά ερευνών τον ίδιο καιρό οδήγησε σε μια διαφορετική ερμηνεία. Σε ένα πείραμα χων ΟβπΛβΓ & ΕβγΙ (1957) με πονχικούς παραχη- ρήθηκε όχι σε ένα κλουβί με δύο διαμερίσμαχα, χα οποία διέφεραν ως προς τη συνθεχόχηχα χων ερεθισμών που περιλάμβαναν, οι πονχικοί προχι- μούσαν αρχικά χο διαμέρισμα με χους απλούσχερους ερεθισμούς αλλά σχη
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ 107
συνέχεια μετακινούνταν στο άλλο με τους πιο σύνθετους ερεθισμούς. Αυτή η συμπεριφορά αποδόθηκε στο ότι ο κάθε οργανισμός προτιμά ένα ορισμένο επίπεδο περιβαλλοντικής συνθετότητας. Όταν εθιστεί σε αυτό το επίπεδο, επιζητεί ένα συνθετότερο περιβάλλον ώστε να διατηρείται το ενδιαφέρον του. Οι νέοι και λίγο διαφορετικοί ερεθισμοί προκαλούν περιέργεια ενώ οι ερεθισμοί που είναι εξαιρετικά διαφορετικοί από το σύνηθες επίπεδο ερεθισμών δεν προκαλούν ενδιαφέρον αλλά φόβο και απόσυρση.
Τα ζώα που μετακινούνταν από το απλούστερο στο συνθετότερο περιβάλλον επιδείκνυαν μια σημαντική αρχή της θεωρίας του άριστου επιπέδου, την αρχή της απλοποίησης. Η αρχή αυτή ορίζει ότι ένας ερεθισμός μέσω της έκθεσής του γίνεται πιο απλός. Έτσι επιζητείται άλλος συνθετότερος. Αν συνεχιστεί το επίπεδο του αρχικού ερεθισμού, ο οργανισμός χάνει το ενδιαφέρον του και δε μαθαίνει τίποτα νέο.
Μία τρίτη σειρά ερευνών που αφορά το ίδιο θέμα είναι αυτή που είχε σαν αντικείμενό της την αισθητηριακή αποστέρηση (Ββχίοη, Ηβτοη & δοοίί, 1954). Υποκείμενα πληρώνονταν για να παραμείνουν όσο περισσότερο μπορούσαν σε ένα χώρο με πολύ περιορισμένο ποσό ερεθισμών. Βρέθηκε ότι το μέγιστο που μπορούσαν να παραμείνουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν δύο μέρες. Μερικά υποκείμενα ανέφεραν ψευδαισθήσεις και φόβους, πράγμα που δείχνει ότι ένα τέτοιο περιβάλλον είναι ιδιαίτερα απωθητικό. Η ερμηνεία που δόθηκε στα ευρήματα αυτά ήταν ότι τα υποκείμενα σε κατάσταση αισθητηριακής αποστέρησης βρίσκονταν σε περιβάλλον πολύ φτωχότερο από το άριστο επίπεδο ερεθισμών στο οποίο είχαν συνηθίσει. Οι ψευδαισθήσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσπάθεια του οργανισμού να αναπληρώσει μέρος των ερεθισμών που είχε χάσει από το περιβάλλον.
Επομένως, |τα ευρήματα των ερευνών υποδήλωναν ότι όταν ο οργανισμός βρίσκεται σε επίπεδο περιβαλλοντικών ερεθισμών κατώτερο από ένα «άριστο», τότε επιδιώκει την αύξηση των εισερχόμενων ερεθισμών, και όταν βρίσκεται σε περιβάλλον με περισσότερους ερεθισμούς από το «άριστο», τότε επιδιώκει τη μείωσή τους. Η ορμή για αύξηση ή μείωση των ερεθισμών είναι φυσιολογική, και γι’ αυτό η προσπάθεια ερμηνείας των δεδομένων επικεντρώθηκε στην αποκωδικοποίηση του φυσιολογικού μηχανισμού που υπόκειται της δημιουργίας της ορμής. Αυτός δεν είναι άλλος από το μηχανισμό της εγρήγορσης, το δικτυωτό σχηματισμό.^
Ένα πιο σύγχρονο φυσιολογικό μοντέλο της διέγερσης (εγρήγορσης) είναι αυτό του Οτειν (1982), ο οποίος επικαλείται δύο ανταγωνιστικούς μηχανισμούς στον εγκέφαλο: το Σύστημα Ενεργοποίησης της Συμπεριφοράς (ΣΕΣ) και το Σύστημα Αναστολής της Συμπεριφοράς (ΣΑΣ). Αυτά τα συστή
108 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ματα ενεργοποιούνται από περιβαλλοντικά σήματα που υποδηλώνουν αμοιβή ή τιμωρία για τον οργανισμό. Ένα απειλητικό σήμα στο περιβάλλον ενεργοποιεί το μηχανισμό αναστολής, οπότε το άτομο γίνεται πιο αργό σπς αντιδράσεις του, με μεγαλύτερη επαγρύπνηση και προσοχή, και παίρνει μέτρα για την αποφυγή της απειλούμενης βλάβης. Αντίθετα, ένα σήμα αμοιβής αυξάνει το επίπεδο ενεργοποίησης και διευκολύνει τη συμπεριφορά που κατευθύνεται προς την αμοιβή. Και τα δύο συστήματα έχουν πρόσβαση σε ένα γενικό μηχανισμό ενεργοποίησης, ο οποίος ενεργοποιεί συμπεριφορές προσέγγισης ή αποφυγής, ανάλογα με το ποιο σύστημα διε- γέρθηκε από τα εξωτερικά σήματα.
Οι Ρπβΐΐκη & ΜοΟαϊηηβδδ (1975) πρότειναν την άποψη ότι τα εξωτερικά ερεθίσματα δημιουργούν δύο εσωτερικές καταστάσεις: μια κατάσταση βραχυχρόνιας αύξησης της φυσιολογικής δραστηριότητας, η οποία ονομάζεται διέγερση, και μια κατάσταση μακροχρόνιας αύξησης, που ονομάζεται ενεργοποίηση. Η διέγερση είναι αναγκαία για την αντίδραση προσανατολισμού προς τον ερεθισμό («τι είναι αυτό;») και την αναγνώρισή του. Η ενεργοποίηση διαρκεί περισσότερο χρόνο, τόσο όσο χρειάζεται η ολοκλήρωση της συμπεριφοράς που απαιτεί ο χειρισμός του ερεθισμού. Η ενεργοποίηση είναι αυτή που προσδίδει την ετοιμότητα για αντίδραση.
Γενικά, αν και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τη φυσιολογική Βάση της διέγερσης, οι διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τους μηχανισμούς που βρίσκονται στο υπόβαθρό της δεν έχουν αποκωδι- κοποιήσει ακόμη τον ακριβή τρόπο με τον οποίο η διέγερση λειτουργεί και πώς συνδέεται με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά που επιδεικνύει το άτομο σε σύνθετες καταστάσεις λύσης προβλημάτων. Για το λόγο αυτό, οι αναφορές που θα γίνουν παρακάτω σπς θεωρίες διέγερσης θα είναι ψυχολογικού τύπου και όχι φυσιολογικού.
Η θεωρία της διέγερσης
Οι θεωρητικοί της διέγερσης εντόπισαν μια σειρά παραγόντων που την επηρεάζουν, όπως η ένταση του ερεθισμού, η διάρκειά του, η συχνότητα εμφάνισής του (ρυθμός εναλλαγής της παρουσίας του), η στέρηση σε συνδυασμό με τη θέαση του στερημένου ερεθισμού, η συνθετότητά, το νόημα καθώς και η καινοφάνεια του ερεθισμού (ΒβΗνηβ, 1960). Η διέγερση είναι μια ενεργοποιητική δύναμη, η οποία δεν έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και η οποία συνδέεται με τη συμπεριφορά με τον ακόλουθο τρόπο. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 9, καθόλου διέγερση σημαίνει βαθύς ύπνος για
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ 109
Μ
ί§£ΕΜωΕXΜα
α.Ο
Άριστο επίπεδο αντίδρασης και μάθησης
Αυξανόμενη επαγρύπνηση,ενδιαφέρον,θετικό συναίσθημα
Αυξανόμενησυναισθηματική διαταραχή, άγχος
Χαμηλό Υψηλό
ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗΣ
Σχήμα 9. Η οργάνωση της συμπεριφοράς ανάλογα με το Βαθμό της μη εξειδικευμένης εγρήγορσης κατά τον ΗβΙΛ (1955).
τον οργανισμό. Προοδευτική αύξηση της διέγερσης επιφέρει εγρήγορση, και στη συνέχεια επαγρύπνηση, αύξηση του ενδιαφέροντος και ευχάριστα συναισθήματα. Αυτό μέχρι ορισμένου επιπέδου διέγερσης, το οποίο είναι το άριστο για τον οργανισμό. Υπέρβαση του επιπέδου αυτού διέγερσης οδηγεί σε αύξηση της συναισθηματικής διαταραχής και άγχος (Ηβββ, 1955). Επομένως η συμπεριφορά ακολουθεί καμπύλη πορεία (ανεστραμμένο ϋ) σε συνάρτηση με τη διέγερση.
Ο ΒβΗνηβ (1960) προσπάθησε να ερμηνεύσει τα δεδομένα για τη σχέση διέγερσης και συμπεριφοράς επικαλούμενος μίαν ενδιάμεση μεταβλητή, την ελκυστικότητα. Η σχέση ελκυσπκότητας και διέγερσης είναι αντίστροφη. Δηλαδή όσο πιο ελκυστικό είναι κάτι, τόσο λιγότερη διέγερση πρέπει να υπάρχει. Υψηλή διέγερση υπάρχει σε περιβάλλοντα που είναι είτε πολύ απλά είτε πολύ σύνθετα. Επομένως, όταν δοθεί πολύ χαμηλό αισθητηριακό εισιόν, όπως στα πειράματα αισθητηριακής αποστέρησης, ο οργανισμός βρίσκεται σε κατάσταση υψηλής διέγερσης, οπότε η ελκυστι-
110 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
κότητα ιης κατάστασης είναι πολύ χαμηλή. Τότε παρουσιάζεται αποδιοργάνωση της σκέψης και αρνητικό συναίσθημα, και επιδιώκεται αύξηση των ερεθισμών εξωτερικά ή μέσω ψευδαισθήσεων, προκειμένου να απομακρυνθεί ο οργανισμός από την απωθητική κατάσταση. Στην περίπτωση της υψηλής συνθετότητας των ερεθισμών, η ύπαρξη υψηλής εσωτερικής διέγερσης δημιουργεί πάλι κατάσταση μη ελκυστική, και έτσι αρχίζει επιδίωξη αλλαγής της μέσω της μείωσης της συνθετότητας. Η σχέση διέγερσης και ελκυστικότητας δίνεται στο Σχήμα 10. Κατά τον Ββτίνηβ, η μέση κατάσταση ερεθισμών είναι η πιο ελκυστική γιατί προκαλεί τη λιγότερη διέγερση, παρόλο που φαίνεται σαν οι οργανισμοί να επιδιώκουν αύξηση των ερεθισμών και της έντασης.
Διέγερση Συνθετότητα ερεθισμού
Υψηλή
Χαμηλή Υψηλή
Συνθετότητα ερεθισμού
Σχήμα 10. Η σχέση διέγερσης, ελκυσηκότητας και συνθετότητας του ερεθισμούκατά τον Ββφηβ (1959).
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ 111
Η ερμηνεία του Ββτίνηβ ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για δεδομένα που έχουν να κάνουν με την περιέργεια και τη συμπεριφορά εξερεύνησης του περιβάλλοντος. Και τα δύο αυτά είδη συμπεριφοράς κινητοποιούνται από μίαν ανάγκη να φέρει ο οργανισμός το επίπεδο των ερεθισμών κοντύτερα προς το άριστο επίπεδο. Η εξερεύνηση με στόχο την ποικιλία είναι αντίδραση στο χαμηλό επίπεδο ερεθισμών ενώ η ειδική εξερεύνηση, δηλαδή η επιδίωξη ανεύρεσης συγκεκριμένων ερεθισμών στο περιβάλλον, είναι απόρροια του υψηλού επιπέδου ερεθισμών, οπότε το άτομο επιδιώκει μείωσή του μέσω επαφής με περιορισμένα ερεθίσματα, συνήθως οικεία.
Γενικά, η θεωρία του άριστου επιπέδου ερεθισμών θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θεωρία απόκλισης από ορισμένο στόχο. Στόχος στην περίπτωση αυτή είναι η επιδίωξη του μέγιστου θετικού συναισθήματος. Κάθε απόκλιση από το στόχο αυτό δημιουργεί σχετικά αρνητικό συναίσθημα, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιεί συμπεριφορές αλλαγής του, όπως η αύξηση ή η μείωση των ερεθισμών (Οββη, 1995).
Η θεωρία των ψυχολογικών μεταστροφών
Μια άλλη προσέγγιση του προβλήματος του άριστου επιπέδου είναι η θεωρία των ψυχολογικών μεταστροφών του Αρίβτ (1989). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι άνθρωποι δεν έχουν ένα άριστο επίπεδο διέγερσης αλλά δύο. Ποιο από τα δύο άριστα επίπεδα θα προσδιορίσει τις ενέργειες του ατόμου είναι συνάρτηση του προσανατολισμού προς το περιβάλλον που έχει το άτομο τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο προσανατολισμός προς το περιβάλλον συνιστά αυτό που ο Αρίβτ ονομάζει μετακίνητρα.
Η πρώτη από αυτές τις καταστάσεις μετακινήτρων παρατηρείται όταν το άτομο είναι στραμμένο προς την ολοκλήρωση ενός σημαντικού έργου. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται τελική, διότι η όλη συμπεριφορά του ατόμου προσδιορίζεται από τον τελικό στόχο, την απόφαση για επίτευξη του στόχου, την εμπλοκή του ατόμου με αυτόν και με τη δράση που οδηγεί προς αυτόν. Το άτομο που βρίσκεται σε τελική κατάσταση βρίσκει ευχαρίστηση στην πρόοδο που κάνει προς την επίτευξη του στόχου. Το άτομο αυτό επιδιώκει χαμηλό επίπεδο διέγερσης, διότι μόνο έτσι μπορεί να επικεντρώσει όλες του τις προσπάθειες στην επίτευξη του στόχου.
Το άτομο που βρίσκεται στη δεύτερη κατάσταση μετακινήτρων, την παρατελική, δεν ενδιαφέρεται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου αλλά για οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι πρόσφορη στο περιβάλλον εκείνη τη στιγμή. Η δραστηριότητα καθαυτή είναι ο στόχος που προσδιορί-
112 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ζει ιη δράση του ατόμου. Η δραστηριότητα είναι στόχος και όχι μέσο για την επίτευξη στόχου. Έτσι, το άτομο σε αυτή την κατάσταση μπορεί να αναλίσκεται στο παιχνίδι, στη διασκέδαση, και σε ο,τιδήποτε προκαλεί το ενδιαφέρον της στιγμής. Επομένως, ο άνθρωπος που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση επιδιώκει συνεχή αύξηση του επιπέδου των ερεθισμών, την εναλλαγή, κ.τ.λ., προκειμένου να πετυχαίνει αύξηση του επιπέδου διέγερσης. Η έλλειψη διασπαστικών ερεθισμών, που για το άτομο σε τελική κατάσταση είναι θελκτική, γίνεται απωθητική κατάσταση για το άτομο σε πα- ρατελική συνθήκη. Η σχέση της διέγερσης με το συναίσθημα και την κατάσταση μετακινήτρων δίνεται στο Σχήμα 11.
Διέγερση
Σχήμα 11. Η σχέση θυμικής κατάστασης και διέγερσης σε τελικές και παρατελικές μεια-κινητήριες καταστάσεις κατά τον ΑρίβΓ.
Η θεωρία των ψυχολογικών μεταστροφών ονομάζεται έτσι διότι υποθέτει ότι οι άνθρωποι μεταπίπτουν από μια κατάσταση μετακινήτρων στην άλλη σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, καθώς αλλάζουν οι περιβαλλοντικές
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡ1ΣΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ 113
συνθήκες. Ένα άτομο σε παρατελική κατάσταση, που συνεχώς είναι στραμμένο προς τα έξω και προς την υψηλή διέγερση που προσφέρουν οι εξωτερικοί ερεθισμοί, όπως για παράδειγμα πολλοί φοιτητές σε περίοδο μη εξετάσεων, αλλάζει σε τελική κατάσταση όταν πλησιάζουν οι εξετάσεις, και τότε η διέγερση επιδιώκεται με την εμπλοκή με το διάβασμα και την αποφυγή των εξωτερικών ερεθισμών.
Παράγοντες που μπορούν να επιφέρουν αλλαγή της κατάστασης μετα- κινήτρων είναι η ύπαρξη ισχυρών εξωτερικών ενισχυτών προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, η ολοκλήρωση ενός υπάρχοντος έργου ή η αποτυχία στην επίτευξη ενός στόχου, οπότε το άτομο, παροδικά τουλάχιστον, στρέφεται προς δραστηριότητες που δεν άπτονται του προηγούμενου στόχου. Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να επηρεάζει το γενικό πρότυπο των καταστάσεων μετακινήτρων που προτιμά το άτομο είναι η προσωπικότητά του.
Μια διάσταση της προσωπικότητας που σχετίζεται με τη στροφή του ατόμου προς περιβαλλοντικά ερεθίσματα που αυξάνουν ή μειώνουν τη διέγερσή του είναι η εσωστρέφεια/εξωστρέφεια (ΕνδβηοΚ, 1967). Σύμφωνα με τον ΕνεβηοΚ, οι εσωστρεφείς είναι άτομα που διεγείρονται πιο εύκολα απ’ ό,τι οι εξωστρεφείς. Κατά συνέπεια, το άριστο επίπεδο διέγερσης για τα εσω- στρεφή άτομα είναι χαμηλότερο από αυτό των εξωστρεφών. Στο ίδιο εξωτερικό περιβάλλον, το οποίο προσφέρει ερεθίσματα που για τον εσωστρε- φή είναι επαρκή για το άριστο επίπεδό του, ο εξωστρεφής βρίσκεται σε κατάσταση κατώτερη του άριστου επιπέδου του. Άρα ο εξωστρεφής θα επιδιώξει αύξηση των ερεθισμών ενώ ο εσωστρεφής όχι (Οββη, 1984). Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο οι εσωστρεφείς ευχαριστιούνται σε περιβάλλον ήσυχο και οικείο ενώ οι εξωστρεφείς επιζητούν νέα και διαφορετικά περιβάλλοντα. Με άλλα λόγια οι εξωστρεφείς είναι περισσότερο σε κατάσταση παρατελική παρά σε τελική. Το αντίθετο συμβαίνει με τους εσωστρεφείς.
Αρχές των θεωριών άρισιου επιπέδου
Ανεξάρτητα ωστόσο από την ερμηνεία που θα προτιμήσει κανείς για τα διάφορα πειραματικά δεδομένα που σχετίζονται με τη διέγερση, υπάρχουν ορισμένα σημεία στα οποία όλοι οι ερευνητές συμφωνούν. Αυτά τα σημεία μπορούν να κωδικοποιηθούν ως αρχές των «θεωριών του άριστου επιπέδου». Οι βασικές αρχές ενός τέτοιου θεωρητικού πλαισίου είναι οι ακόλουθες:
114 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
1. Η αρχή του άριστου επιπέδου. Κάθε ζώο ή άτομο έχει ένα άριστο επίπεδο εξωτερικών ερεθισμών που μπορεί να χειριστεί. Για το λόγο αυτό προσπαθεί να προσαρμόσει τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος έτσι που να προσεγγίζουν το άριστο επίπεδο του οργανισμού. Η σχέση αυτή είναι του τύπου ανεστραμμένου υ, που σημαίνει ότι αν οι ερεθισμοί υπερβούν ένα επίπεδο συνθετότητας, το άτομο θα προσπαθήσει να τους μειώσει ώστε να επανέλθουν στο άριστο επίπεδο του οργανισμού.
2. Η αρχή της απλοποίησης. Η επανειλημμένη εμφάνιση ενός ερεθισμού μειώνει τη συνθετότητά του καθώς και τη διεγερτική του ικανότητα, λόγω εθισμού. Αν περάσει καιρός χωρίς να εμφανιστεί ο ερεθισμός και ξαναπαρουσιαστεί αργότερα, τότε ξανααποκτά ενδιαφέρον. Η απλοποίηση των ερεθισμών βοηθά στην εξοικείωση πολύ σύνθετων ερεθισμών οι οποίοι είναι πολύ πάνω από το άριστο επίπεδο του οργανισμού. Η επανάληψη του ερεθισμού, μειώνοντας τη συνθετότητά του, αυξάνει την ελκυσπκότητα του ερεθισμού και δε μειώνει το ενδιαφέρον του. Αν ο ερεθισμός είναι μέσης συνθετότητας, η επανάληψη αρχικά βοηθάει στην εξοικείωση μαζί του αλλά ύστερα οδηγεί σε πτώση του ενδιαφέροντος. Τέλος, αν ο ερεθισμός είναι πολύ απλός, η επανάληψη πολύ γρήγορα οδηγεί σε εθισμό αλλά στο τέλος του επαναπροσδίδει ενδιαφέρον λόγω συνήθειας. Επομένως, η επίδραση της επανάληψης στην προτίμηση ερεθισμών είναι συνάρτηση του. ποσού της επανάληψης και της αρχικής συνθετότητας του επαναλαμβανόμενου ερεθισμού.
3. Η αρχή της προτίμησης της συνθετότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ένα άτομο που έχει προηγούμενη εμπειρία μιας διάστασης ενός ερεθισμού θα προτιμά περισσότερη συνθετότητά από ένα άλλο άτομο που είχε λιγότερη εμπειρία του ερεθισμού.
Εφαρμογές της θεωρίας του άριστου επιπέδου μπορεί να διακρίνει κανείς στη ψυχολογία του παιδιού, όπου διακρίνουμε αλλαγές στο επιζητού- μενο επίπεδο συνθετότητας των ερεθισμών και διαφορές στα ιδρυματικά παιδιά σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογενειακό περιβάλλον, κ.α. Πάντως πρέπει να τονιστεί ότι η θεωρία του άριστου επιπέδου δε λέει ότι «το περισσότερο είναι καλύτερο». Υπερβολικός αριθμός ερεθισμάτων είναι δυνατό να καθυστερήσει την αισθησιοκινητική ανάπτυξη του νηπίου κατά την πορεία ανάπτυξης, διότι διασπά τις εμπειρίες μάθησης (\Λ/9θΗδ, ϋζςΐπδ, & Ηυηί, 1971). Στην ανάπτυξη σημασία έχει η ποσότητα αλλά και η «ποιότητα» των ερεθισμών. Οι Υ9ΐτο\λ/, ΚιΛβηδίβΐη, ΡβάβΓδβη,& ^ηΚοννδΚϊ (1972) τόνισαν τη σημασία της ποικιλίας, συνθετότητας, και ανταπόκρισης του έμψυχου κι άψυχου περιβάλλοντος στην ανάπτυξη του νηπίου, μια και ο άνθρωπος έχει ανάγκη για αποτελεσματικότητα, δηλαδή
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ 115
να επιφέρει ένα αποτέλεσμα στο περιβάλλον, πράγμα που βοηθά στη μάθηση και γνωστική ανάπτυξη.
Εφαρμογές των θεωριών άριστου επιπέδου ανευρίσκονται και στην περιβαλλοντική ψυχολογία. Η απωθητικότητα των πολύ απλών και πολύ σύνθετων περιβαλλόντων, για παράδειγμα, μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τις αρχές των θεωριών. Αλλά και η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων στις πόλεις μπορεί να είναι συνέπεια του φόρτου στον αριθμό και στη συνθετότητα των ερεθισμών. Η επιδίωξη εναλλαγών μεταξύ απλών και σύνθετων περιβαλλόντων ανάλογα με τη συνθετότητα του περιβάλλοντος στο οποίο βρισκόταν αρχικά ο οργανισμός είναι μια άλλη κατάσταση που μπορεί να αποδοθεί στους ίδιους μηχανισμούς.
Σύνοψη
Οι θεωρίες του άριστου επιπέδου έχουν ενδιαφέρουσες προβλέψεις και εφαρμογές, δε διαθέτουν όμως μέσα για τον ανεξάρτητο προσδιορισμό του άριστου επιπέδου των ατόμων και τον έλεγχο της θεωρίας. Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο, καθώς το επίπεδο του ατόμου αλλάζει ανάλογα με το ποσό της εμπειρίας που έχει κανείς με συγκεκριμένα ερεθί- σματα.'^θυμηθείτε για παράδειγμα τη σχέση του άγχους με τη δυσκολία των προβλημάτων, και πώς αυτή αλλάζει ως συνάρτηση της άσκησης.(Τέλος, παρόλο που οι θεωρίες άριστου επιπέδου προσφέρουν ένα πλαίσιο για την ερμηνεία των σχέσεων διέγερσης και συμπεριφοράς, δε δείχνουν την αλληλεπίδραση της διέγερσης με τη γνώση στον προσδιορισμό της παρατηρούμενης συμπεριφοράς. Οι θεωρίες αυτές δηλαδή ερμηνεύουν την ένταση αλλά όχι την κατεύθυνση της συμπεριφοράς. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να χρησιμοποιήσει κανείς και άλλα θεωρητικά πρότυπα για την ερμηνεία της πραγματικής συμπεριφοράςΓ[
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η θεωρία του πεδίου του ίβ\νϊη
Όπως φάνηκε από την παρουσίαση χων θεωριών για τα κίνητρα μέχρι τώρα, η προσπάθεια χων ερευνητών ήταν να περιγράφουν χα κίνηχρα με όρους Βιολογικούς, όπως τα ένστικτα, ή με όρους φυσιολογικούς, όπως η ορμή. Παρά την κυριαρχία των απόψεων αυτών για δεκαετίες, δεν έλειψαν από την Ψυχολογία και φωνές που τόνιζαν τη γνωστική πλευρά των κινήτρων. Επειδή, λοιπόν, η έμφαση σπς προηγούμενες θεωρίες ήταν σε έννοιες κοινές σε ανθρώπους και ζώα, αγνοήθηκε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου που είναι ο νους και η γνώση, πέρα από τα άμεσα ερεθίσματα και τις αντιδράσεις σε αυτά. Η στροφή προς το νου σημαίνει πρώτα από όλα ότι η συμπεριφορά δεν επηρεάζεται μόνο από το παρόν αλλά και από την αποθηκευμένη γνώση και από την ερμηνεία της εμπειρίας υπό το φως των προηγούμενων και τρεχουσών εμπειριών. Τη στροφή προς το νου και τη γνώση εκπροσωπεί ο Κατί 1-βννϊη (1890-1947).
Ο χώρος ζωής
^ Κυτί ίβ\νΐη (1935,1936,1938) ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν στην Ψυχολογία την έννοια του κινήτρου. Ήταν οπαδός της Μορφολογι- κής Ψυχολογίας και αντίπαλος της συνειρμικής-συμπεριφορικής αντίληψης των πραγμάτων. Υποστήριζε ότι η συμπεριφορά ήταν προϊόν τόσο του περιβάλλοντος όσο και του ατόμοΰ^Δηλαδή
Β = ί (Ρ,Ε)
όπου Β είναι η συμπεριφορά, Ρ είναι το άτομο, και Ε είναι το περιβάλλον. Η συμπεριφορά είναι συνάρτηση του ατόμου και του περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό τα διάφορα άτομα που εκτίθενται στις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες μπορούν να αντιδρούν διαφορετικά σε αυτές (βλ. ΑτΚβδ & Οδπ&β, 1977. ΜβΐηβΓ, 1985).
Ο ίβννϊη (1936) χρησιμοποίησε τον όρο «χώρος ζωής» για να δηλώσει
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΜ/ΙΝ 117
όλους τους σύγχρονους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του ατόμου^Όλοι οι άσχετο» παράγοντες, αυτοί που δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά, παρόλο που μπορεί να είναι παρόντες, δεν εμπεριέχονται στο χώρο ζωής. Για παράδειγμα, ο πιθανός για το άτομο κίνδυνος που ενυπάρχει σε στοιχεία του περιβάλλοντος, όπως στην περίπτωση που πηγαίνει κάποιος με τη βάρκα για ψάρεμα ενώ ο καιρός χαλάει, δεν αποτελεί στοιχείο του χώρου ζωής, εφόσον το άτομο δεν τον λαμβάνει υπόψη. Ο ψυχολογικός χώρος είναι διαφορετικός από το φυσικό. Ο ψυχολογικός χώρος προσδιορίζεται από τις ιδιότητες του ατόμου, τις ανάγκες, επιθυμίες, αξίες, στάσεις και κίνητρά του. Το παρελθόν του ατόμου αποτελεί μέρος του χώρου ζωής μόνο εφόσον τον επηρεάζει εκείνη τη στιγμή. 0 χώρος ζωής αναπαρίσταται με τον τρόπο που δείχνει το Σχήμα 12.
Σχήμα 12. Σχηματική απόδοση του χώρου ζωής κατά τον ίβνλήη.
Ο χώρος ζωής, όπως φαίνεται στο Σχήμα 12, περιέχει διάφορες περιοχές και όρια μεταξύ αυτών. Τα όρια αντιπροσωπεύουν τα εμπόδια που πε- ρεμβάλλονται ανάμεσα στο άτομο, που βρίσκεται σε ένα σημείο του χώρου, και την περιοχή στην οποία θέλει να κινηθεί. Τα όρια αυτά διαφέρουν ως προς τη διαπερατότητά τους, δηλαδή το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να περάσει από τη μια περιοχή στην άλλη. Αλλα όρια αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερα εμπόδια και άλλα μικρότερα. Επομένως, η μετακίνηση του ατόμου από μια περιοχή του χώρου σε μίαν άλλη δεν είναι άμεση ούτε εύκολη, γιατί περεμβάλλονται διάφορα εμπόδια.
118 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Πάρτε, για παράδειγμα, ένα μαθητή Λυκείου που θέλει να γίνει γιατρός. Ο μαθητής στη συγκεκριμένη στιγμή α βρίσκεται στο σημείο Α του χώρου του και θέλει να φτάσει στο σημείο Β, το οποίο αντιστοιχεί στο στόχο του, να γίνει γιατρός. Ανάμεσα στην περιοχή Α και την περιοχή» Β παρεμβάλλονται πολλές άλλες περιοχές, με διαφορετική διαπερατότητα των ορίων τους. Αυτό συμβολίζεται με το πάχος των διαχωρισπκών γραμμών. Όσο πιο παχειά η γραμμή τόσο πιο δύσκολο είναι να περάσει κανείς από τη μια περιοχή στη διπλανή της. Πώς θα μετακινηθεί λοιπόν ο μαθητής από το σημείο Α στο σημείο Β; Με άλλα λόγια ποιοι θα είναι οι ενδιάμεσοι στόχοι τους οποίους πρέπει να θέσει και να πετύχει ο μαθητής ώστε να γίνει γιατρός;
Το άτομο κινείται μέσα στο χώρο ζωής από μια περιοχή στην άλλη ανάλογα με τους στόχους του. Όταν υπάρχει μια ανάγκη στο άτομο, τότε δημι- ουργείται ένταση στην περιοχή όπου βρίσκεται αυτό. Συνέπεια της έντασης αυτής είναι να δημιουργηθεί μια κινητικότητα, μια ροή στην περιοχή αυτή η οποία ζητά διέξοδο προς τις γειτονικές της. Η ένταση δηλαδή δημιουργεί ανισορροπία μεταξύ αυτής της περιοχής καί των γειτονικών της. Αυτό γίνεται αιτία για μεταφορά της έντασης από τη μια περιοχή στη γειτονική της. Το πόσο θα επηρεαστεί η γειτονική περιοχή είναι φυσικά συνάρτηση των ορίων που χωρίζουν τις δύο περιοχές, δηλαδή της διαπερατότητάς τους. Αν υπάρχει εύκολη διάβαση, τότε η ανάγκη της μιας περιοχής περνά στην επόμενη και διεγείρει μια ανάγκη της περιοχής αυτής. Έτσι δημιουργείται μια κίνηση από τη μια περιοχή στην άλλη και μετακύληση της αρχικής ανάγκης σε άλλες συγγενικές, μέχρι που να φθάσει το άτομο να πετύχει την ικανοποίηση της αρχικής του ανάγκης με την ικανοποίηση των στόχων που βρίσκονται σε απόμακρη περιοχή.
Για να επανέλθουμε στο παράδειγμά μας, ο μαθητής βλέπει μπροστά του να ανοίγονται τέσσερις περιοχές, αυτές των δεσμών σπς εξετάσεις. Η περιοχή που συνδέεται πιο άμεσα με το στόχο του είναι η δέσμη των μαθημάτων που οδηγούν προς τις βιολογικές επιστήμες. Οι άλλες γειτονικές περιοχές δεν επιτρέπουν τη μετάβαση από αυτές προς την τελική περιοχή, άρα απορρίπτονται. Ο μαθητής επομένως μετασχηματίζει τον αρχικό του στόχο στον υποστόχο να περάσει τις εξετάσεις για είσοδο στο πανεπιστήμιο μέσω της δέσμης των σχετικών μαθημάτων. Όταν φτάσει στη στιγμή που πρέπει να ορίσει τη σειρά των Σχολών στις οποίες θα επιθυμούσε να φοιτήσει, τότε μια νέα σειρά περιοχών ανοίγεται εμπρός του. Μπορεί να διαλέξει την Ιατρική Σχολή, την Κτηνιατρική, τη Φαρμακευτική, ή κάποια Νοσηλευτική. Σε ποια από αυτές θα δώσει προτεραιότητα; Σύμφωνα με τον τελικό του στόχο, ο δρόμος που προσφέρεται καλύτερα είναι αυτός της
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΒΛΖΙΝ 119
Ιατρικής. Αλλά η διαπερατότητα των ορίων προς αυτή τη Σχολή είναι πολύ περιορισμένη, γιατί παίρνει λίγους φοιτητές και μόνο τους καλύτερους στις εξετάσεις. Άρα το άτομο πρέπει να συνεκτιμήσει όχι μόνο την αμεσότητα του δρόμου προς τον τελικό στόχο αλλά και τη δυνατότητά του να πετύχει τον υποστόχο να περάσει στην Ιατρική Σχολή. Είτε γιατί κρίνει ότι δεν έχει την ικανότητα που απαιτείται για να περάσει τις σχετικές εξετάσεις είτε γιατί ο συναγωνισμός είναι μεγάλος — πράγμα που μειώνει τις πιθανότητές του να πετύχει— είτε γιατί δε διαθέτει τα οικονομικά μέσα ώστε να επιμείνει και δεύτερη χρονιά για τις εξετάσεις —στην περίπτωση αποτυχίας— το άτομο «βλέπει» τα εμπόδια ανάμεσα σε αυτόν και στην Ιατρική μεγάλα. Άρα η μετακύληση της έντασης δε θα γίνει προς την περιοχή της Ιατρικής αλλά προς μια γειτονική της. Η πορεία αυτή θα συνεχιστεί μέχρι την επίτευξη του τελικού στόχου ή την εγκατάλειψή του, εφόσον τα εμπόδια ανάμεσα στο άτομο και στην τελική περιοχή είναι αξεπέραστα.
Η συμπεριφορά, επομένως, μέσα στο χώρο ζωής έχει πάντοτε φορά, δηλαδή κίνηση από κάποιο σημείο προς κάποιο άλλο. Η κίνηση του ατόμου καθορίζεται από τα κίνητρά του. Τα κίνητρα είναι παρωθητικές δυνάμεις που χαρακτηρίζονται: α) Από σθένος, θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με το αν τα αντικείμενα-στόχοι έλκουν ή απωθούν το άτομο, β) Από απόσταση, δηλαδή διάστημα ανάμεσα στο άτομο και το στόχο του. Η δύναμη του κινήτρου είναι ανάλογη του σθένους του αλλά αντιστρόφως ανάλογη της απόστασης. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση που χωρίζει το άτομο από το στόχο του τόσο μικρότερο είναι το κίνητρο προς αυτόν. Η απόσταση, ωστόσο, δεν είναι χωρική αλλά ψυχολογική, γιατί εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται τη σχέση του με το α- νπκείμενο-στόχο. γ) Από ένταση, η οποία σχετίζεται με τις ανάγκες, επιθυμίες και προθέσεις του ατόμου αλλά και το πόσο ισχυρές είναι αυτές. Η ένταση έχει τη δυνατότητα να εισάγει σθένος στο περιβάλλον. Το φρούτο στο ψυγείο δεν έχει σθένος μέχρι τη στιγμή που μια περιοχή της προσωπικότητας του ατόμου βρεθεί σε ένταση. Το σθένος του περιβαλλοντικού στοιχείου είναι ανάλογο της έντασης της ανάγκης αλλά και των δικών του ιδιοτήτων. Αν δηλαδή κάποιος δεν πεινά πολύ, τότε σθένος αποκτούν μόνο τα πολύ θελκτικά, νόστιμα φαγητά. Αν όμως πεινά πολύ, τότε και τα καθόλου θελκτικά τρόφιμα μπορούν να αποκτήσουν σθένος.
Είναι σημαντικό να διευκρινισθεί εδώ ότι όχι μόνο ο χώρος στον οποίο κινείται το άτομο διαθέτει περιοχές αλλά και το ίδιο το άτομο. Το άτομο μπορεί να εκληφθεί ως ένας χώρος με περιοχές, η καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί στους διάφορους στόχους του ατόμου. Επομένως ανά πάσα στιγμή μια διαφορετική περιοχή του ατόμου μπορεί να βρίσκεται σε έντα
120 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ση, και αυτή η περιοχή ανοίγει τους δρόμους προς την επίτευξη του σχετικού στόχου. Οι στόχοι είναι όχι μόνο φυσιολογικοί αλλά και ψυχολογικοί, που συνδέονται με τις φιλοδοξίες του ατόμου. Επομένως, δεν υπάρχει μια μόνο ορμή, όπως στα συστήματα των Ρτβυά και Ηυΐΐ, ούτε η δράσή της ορμής είναι γενικευμένη, αφού η ένταση σε μια περιοχή του ατόμου μετακυ- λείται προς ορισμένες μόνο περιοχές του εξωτερικού χώρου, δηλαδή περιοχές που αντιστοιχούν σε συντελεσπκές του στόχου ενέργειες. Η ικανοποίηση του στόχου μιας περιοχής του ατόμου επιφέρει ηρεμία στην περιοχή αυτή, πράγμα που επιτρέπει την εκδήλωση κινήσεων που συνδέονται με τους στόχους άλλων περιοχών του.
Ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι, για τον Ι_β\νϊη, η ικανοποίηση ενός στόχου δε γίνεται μόνο μέσα από τη δράση που οδηγεί προς αυτόν αλλά και μέσα από τη σκέψη, ανάμνηση, ονειροπόληση, και ικανοποίηση άλλων υποκατάστατων στόχων, όπως η παρακολούθηση μιας ταινίας σχετικής με το στόχο, κ.ο.κ. Αυτό επιφέρει ηρεμία σιην περιοχή.
Ένιαση και μνημονική ανάκληση
Η ανάλυση των κινήτρων από τον ίβννΐη με όρους στόχου και προσδο- κώμενης αξίας (σθένους) οδήγησε σε μια σειρά πειραμάτων για τη μελέτη της διάρκειας των στόχων σε σχέση με το αν έχουν εκπληρωθεί ή όχι. Με άλλα λόγια, ποιους στόχους διατηρούμε ενεργούς στη μνήμη μας: αυτούς που έχουν ικανοποιηθεί ή αυτούς που δεν έχουν ικανοποιηθεί; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να συναχθεί από τη θεωρία του Ι.β\νϊη με Βάση την ιδέα της έντασης. Ένας στόχος που έχει ικανοποιηθεί δεν προκα- λεί ένταση στην περιοχή του, άρα δεν απασχολεί τη μνήμη του ατόμου. Ανπθέτως, ένας στόχος που δεν έχει ικανοποιηθεί, ή οι προσπάθειες για εκπλήρωσή του έχουν αποτύχει, εξακολουθεί να έχει ένταση, να είναι δηλαδή ενεργός. Αυτό σημαίνει ότι διατηρείται στη μνήμη του ατόμου. Ο πειραματικός έλεγχος της υπόθεσης αυτής έγινε από την ΖβϊςΒηιΐΚ (1927).
Η ερευνήτρια αυτή έδωσε στα υποκείμενα της έρευνας μια σειρά έργων, όπως ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν μέσα σε περιορισμένο χρόνο. Όταν το υποκείμενο απαντούσε σε κάποιο πρόβλημα, προχωρούσε στο επόμενο. Αν δεν προλάβαινε να απαντήσει λόγω έλλειψης χρόνου, τότε αναγκαζόταν να προχωρήσει στα επόμενα προβλήματα χωρίς να μπορεί να επανέλθει σε αυτό. Για τα μισά από τα προβλήματα δινόταν αρκετός χρόνος για να απαντηθούν. Για τα υπόλοιπα μισά δεν δινόταν αρκετός χρόνος απάντησης. Μετά τη συμπλήρωση του έργου, δινόταν ένα μνημονι
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ίΕΜΠΝ 121
κ<5 τεστ ανάκλησης των λέξεων που συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό. Βρέθηκε ότι χα υποκείμενα ανακαλούσαν καλύτερα τις λέξεις σπς οποίες δεν είχαν προλάβει να απαντήσουν παρά τις λέξεις στις οποίες είχαν απαντήσει. Αυτό ονομάσθηκε «φαινόμενο Ζβΐ93ηιΠ<».
Ο αριθμός των ανακαλούμενων λέξεων φαίνεται ότι επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως η προσπάθεια που είχε καταβληθεί από το άτομο για την απάντηση του σχετικού προβλήματος (όσο μεγαλύτερη προσπάθεια τόσο καλύτερη ανάκληση), από το ποσό της πίεσης που είχε ασκηθεί στο υποκείμενο για ανάκληση (το φαινόμενο εμφανίζεται μόνο κάτω από συνθήκες ελάχιστης πίεσης για ανάκληση), και την υποκειμενική αίσθηση του ατόμου για την εκπλήρωση ή μη του επιθυμητού στόχου (Μδητονν, 1938).
Μεταγενέστερες έρευνες στο ίδιο φαινόμενο έδειξαν ότι υπό στρεσογό- νες συνθήκες το άτομο θυμάται καλύτερα τους στόχους που πέτυχε παρά αυτούς που δεν ολοκλήρωσε (Κοδβηζννβΐς, 1943). Αυτό το εύρημα είναι αντίθετο προς το φαινόμενο Ζ6Ϊ93πιΐ1<. Η ερμηνεία που έδωσε ο Κοδβη- ζννβΐ9 είναι ότι το άτομο υπό συνθήκες άγχους στρέφεται προς τον εαυτό του και απωθεί τα μη ολοκληρωμένα έργα ως μια αμυντική αντίδραση, γιατί έτσι μειώνει το άγχος που του προκαλούν. Γενικά, τα δεδομένα σχετικά με το φαινόμενο ΖβΪ93πιΐΙ< στις έρευνες που έγιναν στη δεκαετία του 1940 και 1950 ήταν αντιφατικά, και γι’ αυτό οι σχετικές έρευνες σταμάτησαν. Νε- ώτερες προσεγγίσεις στο θέμα αυτό θα δούμε παρακάτω.
Ένταση και επανάληψη της προσπάθειας
Αλλες έρευνες που έγιναν στα πλαίσια της υπόθεσης της έντασης των στόχων προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα αν θα επαναληφθούν οι προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου όταν αυτές έχουν διακοπεί για κάποιο λόγο. Το άτομο θα επαναλάβει την προσπάθεια που διακόπηκε ή όχι; Το τυπικό πείραμα και σε αυτή την περίπτωση περιλάμβανε έργα για τα οποία υπήρχε αρκετός χρόνος για να ολοκληρωθούν και έργα για τα οποία ο χρόνος δεν επαρκούσε. Στην περίπτωση παιδιών τα έργα αυτά ήταν παιχνίδια. Μόλις τελείωνε αυτή η συνθήκη, ο πειραματιστής έβρισκε μια δικαιολογία και έβγαινε από το χώρο του πειράματος. Το υποκείμενο παρέμενε σε αυτόν. Τα υποκείμενα στο διάστημα της απουσίας του πειραματιστή μπορούσαν να ασχοληθούν με τα παιχνίδια με τα οποία είχαν ασχοληθεί προηγουμένως. Αυτή ήταν και η εξαρτημένη μεταβλητή του πειράματος. Δηλαδή αν τα υποκείμενα θα ασχολούνταν με παιχνίδια τα οποία εί
122 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
χαν προλάβει να ολοκληρώσουν ή με παιχνίδια στα οποία είχε διακοπεί η προσπάθεια. Το πείραμα αυτό έκανε πρώτη η Ονδΐβηΐάηβ (1928). Βρήκε ότι υπήρχε μαι ισχυρή τάση των υποκειμένων να ξαναπροσπαθήσουν, να ξα- ναασχοληθουν με τα παιχνίδια στα οποία είχε διακοπεί η αρχική προσπάθεια.
Αλλες έρευνες έδειξαν ότι η τάση επανάληψης της διακοπείσας προσπάθειας επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως το αν το διακο- πέν έργο έχει μια συγκεκριμένη τελική κατάσταση ή όχι. Στα πρώτα, όπου το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είναι συγκεκριμένο, η επανάληψη της προσπάθειας είναι πιο πιθανή απ’ ό,τι στα δεύτερα. Επίσης, σημασία έχει το σημείο στο οποίο διακόπηκε η προσπάθεια. Όσο πιο κοντά στο στόχο διακόπτεται η προσπάθεια τόσο πιο πιθανή είναι η επανάληψή της. Αλλος παράγοντας είναι η διάρκεια της διακοπής. Όσο αυξάνει η διάρκεια της διακοπής, τόσο μειώνεται η πιθανότητα επανάληψης της προσπάθειας. Τέλος, η στάση του ατόμου απέναντι στο πρόβλημα ή το έργο που έχει να επιτελέ- σει και ο χαρακτήρας του ατόμου. Όταν το άτομο κάνει κάτι ως εξωτερική επιβολή, τότε δεν επαναλαμβάνει την προσπάθεια. Αυτό το εύρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δείχνει πως οι λόγοι για τους οποίους κάνει κάποιος κάτι, αν δηλαδή είναι εσωτερικοί, προσωπικοί, ή εξωτερικοί, που έχουν να κάνουν με εξωτερικές επιβολές ή αμοιβές, μπορούν να* επηρεάσουν όχι μόνο την άμεση συμπεριφορά αλλά και τη μελλοντική σε σχέση με το έργο το οποίο ενισχύουν. Στο πρόβλημα αυτό θα επανέλθουμε στο κεφάλαιο των εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων αργότερα.
Υποκατάσταση στόχων
Το άλλο σχετικό με την ένταση των στόχων πρόβλημα που διερευνήθη- κε πειραματικά έχει να κάνει με το φαινόμενο της μετατόπισης που περιέ- γραψε ο ΡγθικΙ. Πώς δηλαδή το άτομο χρησιμοποιεί υποκατάστατους στόχους. Ο Ρτβυά μιλούσε για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες ως εσωτερικούς ερεθισμούς από τους οποίους δεν υπάρχει διαφυγή. Για τη θεωρία του 1-βννίη, αυτό σημαίνει ότι η ένταση δε σταματά παρά μόνο αφού ικανοποιηθεί ο σχετικός στόχος. Τι γίνεται όμως όταν η ικανοποίηση του στόχου δεν είναι δυνατή; Η απάντηση του ίβννίη ήταν ότι επιλέγεται ένας υποκατάστατος στόχος.
Η πειραματική διερεύνηση της διαδικασίας υποκατάστασης ακολουθεί το ίδιο πειραματικό σκηνικό με τις προηγούμενες έρευνες, δηλαδή των έργων που επιτρέπεται να ολοκληρωθούν και αυτών που δεν επιτρέπεται. Η
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ί£\Α/ΙΝ 123
ϋδδηβΓ (1933) έκανε το εξής πείραμα: Πήρε μια ομάδα παιδιών και τους έδωσε πηλό για να φτιάξουν μια μορφή. Τα παιδιά διακόπτονταν στην προ- σπάθειά τους προτού τελειώσουν τη μορφή που ήθελαν να πλάσουν. Ύστερα τους ζητούσε να φτιάξουν μίαν άλλη μορφή, και αφού τελείωναν, τα άφηνε η πειραματίστρια στο δωμάτιο μόνα. Η μέτρηση που ακολουθούσε αφορούσε το αν τα παιδιά θα επαναλάβουν την προσπάθεια για την αρχική μορφή που τους είχε ζητηθεί. Η υπόθεση ήταν ότι η ικανοποίηση ενός υποκατάστατου στόχου, όπως η δεύτερη μορφή που είχαν κατασκευάσει τα παιδιά, θα μείωνε την επανάληψη της προσπάθειας για την ικανοποίηση του αρχικού στόχου. Βρέθηκε ότι αυτό συνέβαινε όταν ο υποκατάστατος στόχος ήταν παρόμοιος με τον αρχικό και όταν η επίτευξή του ήταν δύσκολη. Πραγματικά, όσο πιο όμοιο προς το αρχικό και όσο πιο δύσκολο ήταν το εμβόλιμο έργο τόσο πιο ισχυρή υποκαταστατική δύναμη είχε. Επίσης, σημαντικό είναι το πόσο εξειδικευμένος είναι ο αρχικός στόχος. Όσο πιο ειδικός είναι ο αρχικός στόχος τόσο πιο δύσκολα υποκαθίσταται από άλλον. Η Ηβηΐβ (1944) έδειξε, τέλος, τη σημασία του σθένους του εμβόλιμου έργου στην υποκατάσταση στόχων. Βρήκε ότι όσο πιο ελκυστικό είναι το αρχικό έργο τόσο πιο δύσκολα μπορεί να υποκατασταθεί από άλλη δραστηριότητα. Αντιστοίχως, αν η ελκυσπκότητα της εμβόλιμης δραστηριότητας είναι μεγαλύτερη αυτής του αρχικού έργου, τότε η νέα δραστηριότητα έχει πιο μεγάλη υποκαταστατική δύναμη.
Συγκρούσεις
Μια άλλη απόρροια του γεγονότος ότι οι άνθρωποι διαθέτουν πολλές διαφορετικές περιοχές στόχων είναι ότι το άτομο μπορεί να βρεθεί σε κατάσταση σύγκρουσης. Αυτό συμβαίνει όταν βρίσκονται σε ταυτόχρονη ένταση δύο περιοχές με θετικό σθένος —δηλαδή είναι ενεργοποιημενοι δύο θελκτικοί στόχοι — , ή δύο περιοχές με αρνητικό σθένος —οπότε το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με δύο απωθητικά στοιχεία τα οποία θέλει να α- ποφύγει —, και, τέλος, όταν το άτομο βρίσκεται ανάμεσα σε ένα θελκτικό και έναν απωθητικό στόχο, οπότε συγκρούονται μέσα του η τάση προσέγγισης και η τάση αποφυγής. Πραγματικά, από τις πιο μεγάλες συνεισφορές του Ι-βννίη είναι η ανάλυσή του των συγκρούσεων. Διέκρινε τρία είδη συγκρούσεων:
1. Σύγκρουση προσέγγισης-προσέγγισης. Αφορά την περίπτωση κατά την οποία το άτομο βρίσκεται μεταξύ δύο εξίσου επιθυμητών στόχων. Η
124 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σύγκρουση λύνεται όταν το άτομο κάνει κάτι που τον κινεί ελαφρώς κοντύ- τερα προς έναν από τους δύο στόχους, οπότε μειώνεται η απόσταση, κι ά- ρα αυξάνει η δύναμη προς αυτόν. Για το λόγο αυτό η σύγκρουση αυτή είναι ασταθής και δε διαρκεί πολύ.
Αυτό ισχύει στην περίπτωση που υπάρχει μια περιοχή έντασης και δύο περιοχές θετικού σθένους. Παράδειγμα σχετικό είναι όταν βρίσκεστε, ας πούμε, σε μια δεξίωση και μπροστά σας εκτίθενται δύο εξίσου νόστιμα εδέσματα. Ποιο θα διαλέξετε; Αν κάποιος σας σπρώξει κατά λάθος προς την κατεύθυνση όπου βρίσκεται το ένα από τα δύο θελκτικά εδέσματα, επειδή η χωρική και ψυχολογική απόσταση προς αυτό μειώνεται, αυξάνει η ελκτική του δύναμη, και διαλέγετε αυτό.
Σκεφτείτε όμως ένα άλλο παράδειγμα: Θέλετε να αγοράσετε κάποιο δώρο για τη φίλη σας και βρίσκεστε εμπρός σε δύο δυνατότητες. Η μία είναι να της αγοράσετε ένα κόσμημα, το οποίο όμως είναι ακριβό. Η άλλη επιλογή είναι να της αγοράσετε ένα άρωμα, το οποίο είναι φθηνότερο. Ποιο θα διαλέξετε; Η ιστορία περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν εσείς δε διαθέτετε αρκετά χρήματα για να αγοράσετε το κόσμημα, και, από την άλλη, δεν ξέρετε αν το άρωμα θα αρέσει στη φίλη σας. Οι δυνάμεις που ενεργούν στη συνθήκη αυτή έχουν ίδια τελική ισχύ, και το άτομο δεν μπορεί να αποφασίσει ποια επιλογή είναι προτιμότερη. Κάθεται λοιπόν μπροστά στην τηλεόραση και περιμένει να συμβεί κάτι που θα αλλάξει την τιμή κάποιας από τις δυνάμεις που είναι ενεργές στη συνθήκη αυτή. Αυτό θα επιτρέψει τη διαφοροποίηση της ισχύος των δύο περιοχών. Η σύγκρουση μπορεί να λυθεί εφόσον το άτομο δει, λ.χ., μια διαφήμιση για κάποιο άρωμα, γεγονός που του μειώνει την απόσταση από αυτό. Μπορεί να λυθεί, επίσης, αν η φίλη του του πει ότι μπορεί να συμμετάσχει στη δαπάνη του κοσμήματος, πράγμα που μειώνει την απόσταση της πρώτης επιλογής. Μπορεί επίσης να λυθεί αν η ένταση, δηλαδή η επιθυμία του ατόμου, αλλάξει, οπότε μειώνεται η θελκηκότητα των δύο αυτών επιλογών και ανοίγει κάποιος άλλος δρόμος, π.χ. να μην πάρει κανένα δώρο ή να πάρει ένα βιβλίο.
2. Σύγκρουση αποφυγής-αποφυγής. Η σύγκρουση αυτή παρατηρείται όταν το άτομο προσπαθεί να αποφύγει ταυτοχρόνως δύο πράγματα. Η σύγκρουση αυτή είναι σταθερή και ιδιαίτερα επίμονη, γιατί μόλις το άτομο κινηθεί προς κάποιον από τους στόχους, αυξάνει η αρνητική δύναμη και η απώθηση γίνεται πιο έντονη. Ο μόνος τρόπος για να λυθεί η σύγκρουση είναι να απομακρυνθεί το άτομο από τη σύγκρουση. Αν δεν μπορεί να απομακρυνθεί, η λύση μπορεί να βρεθεί στην αναδόμηση της περίστασης
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΜ/ΙΝ 125
μέσω της επαναξιολόγησης ενός ή και των δυο απωθητικών αντικειμένων, οπότε το άτομο μπορεί να διαλέξει το λιγότερο κακό.
Παράδειγμα μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι το ακόλουθο: Ένα παιδί που δεν αγαπά το σχολείο και σιχαίνεται το διάβασμα βρίσκεται αντιμέτωπο με την επιλογή να καθήσει στο σπίτι και να διαβάσει ή να συνοδεύσει τους γονείς του σε μια πολύ βαρετή επίσκεψη και να παίξει με ένα παιδί που δε συμπαθεί καθόλου. Τι θα κάνει; Στην αρχή δεν μπορεί να αποφασίσει εφόσον και οι δύο επιλογές είναι εξίσου απεχθείς. Στη συνέχεια όμως σκέφτεται ότι το διάβασμα για το σχολείο είναι κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει ούτως ή άλλως, γιατί, αν δεν το κάνει, θα αντιμετωπίσει και την τιμωρία του δασκάλου. Άρα η επιλογή της επίσκεψης έχει ένα επιπλέον μειονέκτημα ότι θα προκαλέσει και την τιμωρία. Αυτό αυξάνει την απω- θητικότητα της επιλογής αυτής και απομακρύνει το παιδί από αυτήν. Άρα η επιλογή του διαβάσματος δεν είναι τόσο κακή όσο φαινόταν στην αρχή, μια και η απωθητική δύναμη αυτής είναι τώρα μικρότερη από αυτήν της επίσκεψης. Έτσι το παιδί πλησιάζει προς αυτήν. Θα μπορούσε όμως να γίνει αναδόμηση της κατάστασης προς την άλλη κατεύθυνση, αν, λ.χ.,. ήταν Σάββατο απόγευμα, οπότε η απειλή του σχολείου μειώνεται και αυξάνεται η θελκηκότητα του παιχνιδιού. Έτσι στρέφεται προς αυτή την επιλογή.
3. Σύγκρουση προσέγγισης-αποφυγής: Η σύγκρουση αυτή εκδηλώνεται όταν το ίδιο αντικείμενο ασκεί θελκτική και απωθητική δύναμη ταυτοχρόνως. Τη σύγκρουση αυτή είδαμε ήδη ότι μελέτησε και ο Ν. ΜίΙΙβΓ. Σκε- φτεπε το προηγούμενο παράδειγμα, μόνο που το παιχνίδι με το άλλο παιδί είναι κάτι που αρέσει πολύ στο παιδί. Έτσι το δίλημμα είναι ανάμεσα στην τιμωρία του σχολείου, γιατί δε θα έχει διαβάσει, και την ευχαρίστηση του παιχνιδιού με το φίλο του. Η λύση της σύγκρουσης έρχεται με την αναδόμηση της κατάστασης μέσω της μείωσης της θελκτικότητας ή αύξησης της απωθητικότητας του στόχου. Δηλαδή το παιδί σκέφτεται ότι το παιχνίδι με το φίλο του δε θα είναι τόσο ευχάριστο γιατί θα υπάρχουν και άλλα παιδιά μαζί ή ότι το παιχνίδι θα αυξήσει την πιθανότητα τιμωρίας στο σχολείο, άρα δεν πρέπει να το διαλέξει.
Επίπεδο φιλοδοξιών
Η ιδέα των δυνάμεων που ενεργούν στο χώρο ζωής, και η συνεπαγόμενη διαφοροποίηση των στόχων ανάλογα με την αξία που έχουν για το άτομο, θυμίζει ιδιαίτερα έντονα τις διεργασίες που υφίσταται κανείς όταν έ
126 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
χει να αποφασίσει σχετικά με το μέλλον του. Έτσι, η έννοια της φιλοδοξίας είναι μια έννοια που ταιριάζει απόλυτα στο θεωρητικό οικοδόμημα του ίβννίη. Η φιλοδοξία ορίζεται ως επιδίωξη μελλοντικής εκτέλεσης ενός οικείου έργου όταν το άτομο γνωρίζει το επίπεδο της επίδοσής του σε αυτό από το παρελθόν. Ο χειρισμός του θέματος από τον ίβ\Λ/ιη και τους μαθητές του (ίβ\νιη, Όβπύ)ο, ΡβδϋηδβΓ, & δβεητε, 1944) συντέλεσε ώστε να αναλυθεί και να κατανοηθεί καλύτερα όχι μόνο πώς το άτομο ορίζει το επίπεδο των φιλοδοξιών του αλλά και πώς προχωρεί η διαδικασία της λήψης αποφάσεων. Για το λόγο αυτό έχει ενδιαφέρον να παρουσιαστεί αναλυτικότερα η πορεία προσδιορισμού του επιπέδου των φιλοδοξιών (6λ. Μβίηβιτ, 1985).
Στην πορεία προσδιορισμού των φιλοδοξιών μπορεί να διακρίνει κανείς διάφορες χρονικές φάσεις. Πρώτα υπάρχει η αρχική εκτέλεση του έργου, κατά την οποία το άτομο κάνει διάφορες προσπάθειες για να πετύχει το στόχο του. Η επίδοση στη φάση αυτή, ως επίτευξη του στόχου και ως αριθμός προσπαθειών (δοκιμών) αποτελούν το σημείο αναφοράς του ατόμου για τον προσδιορισμό του μελλοντικού στόχου, δηλαδή για τον προσδιορισμό του επιπέδου των φιλοδοξιών του. Στη συνέχεια το άτομο εκτελεί το έργο στο νέο επίπεδο που όρισε η φιλοδοξία του. Η επίδοση στο έργο αυτό μπορεί να είναι σύμφωνη με το επίπεδο της φιλοδοξίας ή όχι. Μπορεί να είναι καλύτερη ή κατώτερη. Η νέα επίδοση δημιουργεί αισθήματα επιτυχίας ή αποτυχίας, ανάλογα με το αν η επίδοση είναι καλύτερη ή χειρότερη από την προσδοκώμενη. Τα αισθήματα αυτά υπεισέρχονται πλέον στις εκτιμήσεις του ατόμου για την επίδοσή του στο σχετικό έργο και επηρεάζουν τη γενικότερη αντίδραση του ατόμου προς το έργο και τη μελλοντική εμπλοκή του με αυτό ή όχι. Η χρονική εξέλιξη της πορείας προσδιορισμού του επιπέδου των φιλοδοξιών δίνεται στο Σχήμα 13.
Η θεωρητική ανάλυση της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων ως προς τις μελλοντικές επιλογές στηρίζεται στο πρότυπο των συγκρούσεων και ονομάζεται «θεωρία του απορρέοντος σθένους» (Εδοειίοηει, 1940. Ρβδϋη9βΓ, 1942. Εβνλ/ίη, Οβπιβο, Ρβδίίη9βΓ, & δβειΓδ, 1944). Η διαδικασία αυτή έχει ως εξής:
Το απορρέον σθένος ενός στόχου προσδιορίζεται με 6άση μια διαδικασία συνεκτίμησης του σθένους και της δύναμης που χαρακτηρίζουν τους διάφορους εναλλακτικούς στόχους που εμπλέκονται στην ίδια περίσταση. Για παράδειγμα, ένας μαθητής της Β' Λυκείου πρέπει να αποφασίσει τι δέσμη μαθημάτων θα επιλέξει για προετοιμασία, προκειμένου να περάσει τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Η υπόθεση είναι ότι η προσδοκώμενη επιτυχία προσδίδει θετικό σθένος στο στόχο ενώ η αποτυχία αρνητικό σθέ-
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΜΠΝ 127
Τυπική χρονική ακολουθία
1 2 3
Τελευταία Ορισμός Νέα Αντίδραση επίδοση επιπέδου επίδοση στη νέα
φιλοδοξίας επίδοση
Απόκλισηστόχων
Απόκλισηεπιτεύγματος
Αίσθηση επιτυχίας ή αποτυχίας που έχει σχέση με τις
διαφορές των επιπέδων 2 και 3
Σχήμα 13. Χρονική πορεία της διαμόρφωσης των φιλοδοξιών κατά τον ί-6\νΐη.
νος. Το σθένος επηρεάζεται, επίσης, από τη δυσκολία του έργου. Έτσι, η ελκυστικότητα της επιτυχίας αυξάνει όσο αυξάνει η δυσκολία του έργου. Ταυτοχρόνως η απωθητικότητα της αποτυχίας γίνεται μεγαλύτερη όσο ευκολότερο είναι το έργο. Άρα το σθένος δεν είναι απλά θετικό ή αρνητικό αλλά παίρνει μια σειρά τιμών ανάλογα με το πόσο θελκτικός είναι ο στόχος σε περίπτωση επιτυχίας και πόσο απωθητικός σε περίπτωση αποτυχίας. Κατά συνέπεια το άτομο στους υπολογισμούς του λαβαίνει υπόψη τόσο τις εκτιμήσεις που αφορούν την ευκολία και αξία της επιτυχίας όσο και τις εκτιμήσεις που αφορούν την αξία της αποτυχίας.
Όμως το επίπεδο της φιλοδοξίας δεν προσδιορίζεται μόνο από το σθένος. Υπάρχει ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει τις εκτιμήσεις του ατόμου, ο οποίος ονομάζεται ισχύς, και έχει να κάνει με τη δυνατότητα επίτευξης του στόχου. Η δυνατότητα επίτευξης του στόχου προσδιορίζεται από την πιθανότητα επιτυχίας ή αποτυχίας σε αυτόν, με βάση την προηγούμενη εμπειρία του ατόμου με το σχετικό έργο. Η ισχύς θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίστοιχη της ψυχολογικής απόστασης του ατόμου από το στόχο. Με-
128 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
γάλη τιμή ισχύος σημαίνει υψηλή πιθανότητα επίτευξης του στόχου, μεγάλη Βεβαιότητα του ατόμου για το αποτέλεσμα, και, επομένως, μικρή ψυχολογική απόσταση από αυτόν. Έτσι στους υπολογισμούς του ατόμου για κάθε επίπεδο δυσκολίας του έργου υπάρχει μια εκτίμηση του θετικού και αρνητικού σθένους και μια εκτίμηση της ισχύος της επιτυχίας και αποτυχίας.
Μια αριθμητική εφαρμογή του μοντέλου αυτού μπορούμε να δούμε παρακάτω (\Νβ\ηβτ, 1985):
Πίνακας 1Προσδιορισμός του επιπέδου των φιλοδοξιών
Επίπεδο
δυσκολίας
στόχου
Δύναμη προσέγγισης
επιτυχίας
Δύναμη αποφυγής
αποτυχίας
Απορρέουσα (ή
τελική) δύναμη
Δυσκολία Σθένος Ισχύς Ρεπιτ.
Σθ.χίσχ.
Σθένος Ισχύς Ραποτ.
Σθ.χ Ισχ.
Ρτελ.
15 10 0 0 0 100 0 0
14 10 0 0 0 100 0 0
11 10 5 50 0 95 0 50
10 9 10 90 0 90 0 90
9 7 25 175 -1 75 -75 100 Επίπ.
8 6 40 240 -2 60 -120 120 φιλοδ.
7 5 50 250 -3 50 -150 100 Απόκλισ.
στόχων
6 3 60 180 -5 40 -200 -20
5 2 75 150 -7 25 -175 -25 Επίπ.
4 ' 1 90 90 -9 10 -90 0 προηγ.
3 0 95 0 0 -10 5 -50 επίδοσ.
2 0 100 0 -10 0 0 0
1 0 100 0 -10 0 0 0
Σημ. Τα σύμβολα Ρεπιτ., Ραποτ., Ρτελ., Σθ., και Ισχ. σημαίνουν Δύναμη επιτυχίας, αποτυχίας, τελική, σθένος και ισχύς, αντιστοίχως.
Από διάφορες μεταβολές των τιμών στον πίνακα προσδιορισμού της α- πορρέουσας (τελικής) δύναμης του κινήτρου βρέθηκε ότι στην περίπτωση
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕ\λΠΝ 129
που υπάρχει μεγάλο άνοιγμα ανάμεσα στην ικανότητα ή γνώση του ατόμου και στο στόχο του, τότε το άτομο επιλέγει τον ελαφρώς δυσκολότερο ή πολυπλοκότερο υποστόχο που βρίσκεται κοντύτερα σπς ικανότητές του. Ανπσιοίχως, ο φόβος της αποτυχίας ευνοεί τα μεγάλα ανοίγματα σε σχέση με το στόχο, γιατί η αποτυχία στα δύσκολα έργα δικαιολογείται. Επομένως, η επιδίωξή έργων πολύ μεγάλης δυσκολίας για τα άτομα αυτά δε φορτίζει το σθένος της αποτυχίας, το οποίο είναι μεγάλο για την αποτυχία στα εύκολα έργα.
Η θεωρία του ί,βννϊη εφαρμόζεται στην περίπτωση λήψης αποφάσεων ιδιαίτερα σε οικονομικά θέματα. Η ορθόδοξη μέθοδος για σωστές οικονομικές αποφάσεις βασίζεται στον κανόνα ότι πρέπει κανείς να διαλέγει εκείνες τις ενέργειες που μεγιστοποιούν την προσδοκώμενη αξία. Η προσδο- κώμενη αξία μιας σειράς ενεργειών καθορίζεται αν πολλαπλασιάσουμε κάθε δυνατό αποτέλεσμα των ενεργειών επί την πιθανότητα εμφάνισής του και προσθέσουμε τα εξαγόμενα (ΑτΚβδ & ΟβΓδΚβ, 1977).
Ωστόσο, ο κανόνας αυτός είναι πάρα πολύ ορθολογικός, και οι άνθρωποι δεν ακολουθούν τη λογική. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι άνθρωποι συχνά να παίρνουν αποφάσεις που δεν ερμηνεύονται με βάση την προσδοκώμενη αξία. Ο μαθηματικός ΒβΓηοαΙΙΐ πρώτος είχε προτείνει την ιδέα το 1738 ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της προσδοκώμενης χρησιμότητας. Αν ένα άτομο έχει ένα ποσό χρημάτων Ν και χάσει ένα μικρό μέρος από αυτά, π.χ. αγοράζοντας ένα λαχείο, δε χάνει σημαντικά από τη χρησιμότητα των χρημάτων του. Αν όμως κερδίσει το λαχείο, τότε το ποσό των χρημάτων θα αυξηθεί απότομα και το ίδιο και η χρησιμότητά τους. Σε αυτή τη λογική στηρίζεται η ασφάλεια ζωής, κινδύνων κ.α.
Σύνοψη
^Είναι φανερό ότι η θεωρία του 1-βννϊη αποτελεί το θεμέλιο για μια γνωστική ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η επίκληση του χώρου ζωής επιτρέπει να κατανοήσουμε την υποκειμενική αντίληψη των πραγμάτων και τις διαφορές των ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους σε διάφορες στιγμές της ζωής τους. Η περιγραφή και ανάλυση της δράσης των στόχων και των δυνάμεων που επηρεάζουν το άτομο αποτελούν μοναδική σύλληψη, η οποία επηρέασε τη σκέψη πολλών νεωτέρων) όπως θα δούμε παρακάτω.(Η θεωρία αυτή έχει όμως το μειονέκτημα ότι δεν μπορεί να κάνει ακριβείς προβλέψεις για την τελική συμπεριφορά γιατί, όπως είπαμε, οι πιθανότητες που αποδίδουν τα διάφορα άτομα στα συμβάντα παραλλάσ-
130 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σουν, όπως παραλλάσσουν και οι πιθανότητες που αποδίδει το κάθε άτομο στο ίδιο συμβάν από τη μια στιγμή στην άλλη. Επίσης, δε δείχνει πώς επηρεάζουν το άτομο οι δυνάμεις που υπάρχουν στο περιβάλλον αλλά δεν ενυπάρχουν στο χώρο ζωής. Η κυριότερη όμως δυσκολία είναι ότι δεν μπορεί κανείς να έχει ακριβή μέτρηση της αλλαγής των παραμέτρων εκτίμησης του ατόμου καθώς αυτό κινείται μέσα στο χώρο ζωής και αλληλεπι- δρά με τους άλλους και τα πράγματα. Το μοντέλο δηλαδή αφορά την εκ των υστέρων περιγραφή της πορείας του ατόμου περισσότερο και λιγότερο το τι συμβαίνει τη στιγμή της δράσης. Έτσι, ενώ η θεωρία του ίβν/ΐη απο- τελεί ένα ερμηνευτικό σχήμα που παίρνει υπόψη του τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά του ατόμου, όμως δεν επιτρέπει ακριβείς μετρήσεις ή προ-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η θεωρία του κινήτρου επίτευξης
Στη συνέχεια της γνωστικής παράδοσης θα εξετάσουμε το κίνητρο επίτευξης, το οποίο αφορά τόσο τους στόχους που έχει ένα άτομο στη ζωή του —στόχους που αφορούν την επιτυχία σε συνθήκες όπου απαιτείται ποιότητα στην επίδοση— αλλά και χαρακτηριστικά προσωπικότητας, μια και η υπόθεση είναι ότι το κίνητρο αυτό χαρακτηρίζει το άτομο στη δράση του γενικά. Η θεωρία για το κίνητρο επίτευξης αποτελεί σταυροδρόμι ανάμεσα στις θεωρίες που υποστηρίζουν την ύπαρξη θεμελιωδών εγγενών ψυχολογικών αναγκών και των θεωριών που τονίζουν το ρόλο του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση του ατόμου.
Το κίνητρο επίτευξης
Μυιτδν (1938) ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στο κίνητρο επίτευξης. Θεωρούσε ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα μπορεί να περιγράφει μέσα από μια σειρά θεμελιωδών αναγκών, και πως οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τις ανάγκες αυτές, πράγμα που έχει επιπτώσεις στην παρατηρούμενη συμπεριφορά. Ο Μυιτ3ν είχε διατυπώσει έναν κατάλογο 20 αναγκών που, κατά την άποψή του, χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Μερικές από τις ανάγκες αυτές είναι οι ακόλουθες: φυσιολογικές ανάγκες, ανάγκη για φιλία, ανάγκη για επίθεση, ανάγκη για υποχώρηση/άμυνα, ανάγκη για επίτευξη, κ.α. Η άποψη του Μυιτβν ήταν ότι οι ανάγκες αυτές είναι ασυνείδητες αλλά ότι μπορούν να διαγνωσθούν μέσα από την καταγραφή των σκέψεων των ανθρώπων όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που διεγείρουν τις διάφορες ανάγκες Για το λόγο αυτό κατασκεύασε ένα διαγνωστικό εργαλείο, το ΤΑΤ (ΤΗβηηειίΐο Αρρβιτοβρϋοη Τββί), το οποίο χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ευρέως για διάφορους διαγνωστικούς σκοπούς.^ Μυητβν, λοιπόν, δημιούργησε μια παράδοση να ανάγονται σε στοιχεία προσωπικότητας επίκτητες ανάγκες, όπως το κίνητρο επίτευξης —το οποίο στα χρόνια που ακολούθησαν απέκτησε μεγάλη σημα
132 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σία— και προσέφερε ένα εργαλείο για τη μέτρησή τουΓ^ην ιστορία του κινήτρου επίτευξης θα δούμε παρακάτω.
Η θεωρία για το κίνητρο επίτευξης διαμορφώθηκε από τους ΜοΟΙβΙΙβηά και Αίΐάηδοη, που μαζί με τους ΟΙβτΚ και ίοννβΐΐ έγραψαν το βιβλίο Το Κίνητρο Επίτευξης το 1953. Η θεωρία αυτή, εκτός από την παράδοση του Μιπτβν, έχει συγγένειες τόσο με τη θεωρία του ίεννίη για το επίπεδο φιλοδοξιών όσο και με τη θεωρία του άριστου επιπέδου για το επίπεδο ερεθισμών. Πάρτε, παραδείγματος χάρη, ένα μικρό παιδί που κτίζει με τους κύ- 6ους του ένα πύργο, κι όταν ο πύργος πέφτει, αυτό ξαναπροσπαθεί πάλι και πάλι, μέχρι που να το πετύχει. Οι προσπάθειες αυτές δε σταματούν μέχρι που να Βεβαιωθεί το παιδί ότι μπορεί να τα καταφέρνει χωρίς κανένα πρόβλημα, και τότε πια το παιχνίδι χάνει το ενδιαφέρον του και εγκαταλεί- πεται. Αυτό συμβαίνει γιατί στην αρχή το παιχνίδι είναι άγνωστο και προ- καλεί το ενδιαφέρον του παιδιού. Το ενδιαφέρον διατηρείται μέχρι που το παιδί να αποκτήσει αρκετή οικειότητα με το παιχνίδι. Τότε στρέφεται προς άλλα παιχνίδια που διεγείρουν το ενδιαφέρον του.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι μια τέτοια συμπεριφορά δεν παρατηρείται μόνο σε παιδιά. Οι ενήλικες παρουσιάζουν παρόμοιες συμπεριφορές, όπου φαίνεται ότι το κίνητρό τους δεν είναι άλλο από το αίσθημα ότι τα «καταφέρνουν». Η ικανοποίηση έρχεται από το ότι καταφέρνουν να πετύχουν να εκτελούν σωστά ένα έργο, ότι καταφέρνουν να πετύχουν κάτι που δεν κατάφερναν προηγουμένως. Το αίσθημα ικανοποίησης είναι μεγαλύτερο όσο πιο δύσκολο είναι το έργο που αναλαμβάνουν. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι φαίνεται να διαθέτουν ένα κίνητρο επίτευξης, ένα κίνητρο να καταφέρνουν να πετυχαίνουν ένα αποτέλεσμα που θέλουν και, μάλιστα, η επίδοσή τους στο έργο που αναλαμβάνουν να έχει υψηλά επίπεδα τελειότητας. Το κίνητρο αυτό διακρίνεται εκεί όπου η τελική επίδοση δεν είναι κάτι εύκολο να επιτευχθεί, δηλαδή σε καταστάσεις όπου υπάρχει κάποιος κίνδυνος αποτυχίας και, κατά συνέπεια, το άτομο διακινδυνεύει σπς προσπά- θειές του να πετύχει το στόχο του. Το κίνητρο επίτευξης, επομένως, διεγεί- ρεται όταν στο περιβάλλον υπάρχουν σήματα αμοιβής για την επίδοση, τα οποία δημιουργούν προσδοκία και θετικά συναισθήματα για το αποτέλεσμα των ενεργειών του ατόμου. Ταυτοχρόνως όμως υπάρχουν και σήματα κινδύνου για την πιθανή αποτυχία. Έτσι σε μια περίσταση επίτευξης υπάρχουν ταυτοχρόνως θετικά και αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με τον επιδιωκόμενο στόχο του ατόμου.
Ωστόσο στην καθημερινή ζωή μπορούμε να δούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που επιδιώκουν την επιτυχία περισσότερο από ό,τι άλλοι. Αυτό που υπάρχει κοινό σε καταστάσεις επιτυχίας-αποτυχίας, κι όπου μετράει το αν
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 133
θα πετύχει κανείς ή όχι, είναι ο συναγωνισμός υπό την παρουσία ενός αποδεδειγμένου επιπέδου τελειότητας. Αρα σε τέτοιες περιστάσεις συναγωνισμού, ή ανταγωνισμού, κάποιοι εμπλέκονται περισσότερο απ’ ό,τι άλλοι, κάποιοι επιδιώκουν να πετυχαίνουν σε αυτές ενώ άλλοι τις αποφεύγουν. Το ερώτημα είναι αν αυτοί οι άνθρωποι που επιδιώκουν την επιτυχία σε τέτοιες καταστάσεις έχουν διαφορετικό κίνητρο από τους δεύτερους, και αν ναι, τότε πώς λειτουργεί το κίνητρο αυτό.
Ο ΜοΟΙβΗβηά υπέθεσε ότι αν κάποιοι πετυχαίνουν σε τέτοιες καταστάσεις περισσότερο από άλλους, τότε οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να έχουν ένα κίνητρο επίτευξης μεγαλύτερο από τους άλλους. Το πρόβλημα ήταν να βρεθεί κάποιος τρόπος για να μετρηθεί το κίνητρο αυτό ανεξάρτητα από τις επιδόσεις σε συγκεκριμένα έργα. Η υπόθεση που διαμόρφωσε ο ΜοΟΙβΙΙβηά ήταν ότι τα άτομα που επιδιώκουν την επιτυχία απασχολούν τη σκέψη τους με ιδέες που αφορούν τις απαιτήσεις των έργων και τα κριτήρια με τα οποία κρίνεται η επίδοση. Άρα, αν χρησιμοποιούνταν ένα προβολικό τεστ, το οποίο να εξωτερικεύει τις σκέψεις των ατόμων, τότε θα μπορούσε να μετρηθεί και το επίπεδο του κινήτρου τους (βλ. Αγ1<θ5 & 03Γδ1<β, 1977. Ενβηδ, 1975. \Λ/βίηβΓ, 1985).
Η εκτίμηση του επιπέδου του κινήτρου του κάθε ατόμου γίνεται με το τεστ ΤΑΤ, που είχε προτείνει ο Μυιτδν. Το μετρούμενο κίνητρο ονομάζεται ανάγκη για επίτευξη (Νββά ίο ΑοΗϊβνβ: Ν ΑοΗ). Το τεστ αυτό στηρίζεται <πις κπορίες που γράφουν τα άτομα όταν βλέπουν ορισμένες εικόνες αμφισή- μαντες. Για παράδειγμα, το άτομο βλέπει μια εικόνα όπου στο προσκήνιο υπάρχει ένας άντρας και στο βάθος υπάρχουν δρόμοι, μια γέφυρα, και άλλα στοιχεία που υποδηλώνουν μια πόλη. Υπάρχουν, επίσης, κάποια πρόσωπα που διακρίνονται αχνά. Το άτομο προσδίνει νόημα οπ:ην εικόνα ανάλογα με την προσωπικότητά του και τις ανάγκες του. Οι ΜοΟΙβΙΙβηά και ΑίΚίηδοη ανέπτυξαν ένα σύστημα βαθμολόγησης για την ανίχνευση και αξιολόγηση του στόχου του ατόμου, το θετικό ή αρνητικό συναίσθημα που συνδέεται με αυτόν, τα μέσα για την επίτευξη του στόχου, κ.α., έτσι που να μπορεί να βγει μια τιμή ανάλογη με το επίπεδο της ανάγκης για επίτευξη του ατόμου. Παραδείγματος χάρη, αν το άτομο λέει στην ιστορία που διηγείται ότι εδώ πρόκειται για έναν άνθρωπο που θέλει να φτάσει στην πόλη αλλά η πόλη είναι μακριά, γι’ αυτό πρέπει να καταφέρει να περάσει το γε- φύρι, ... , τότε θεωρείται ότι η ιστορία αυτή διαθέτει στοιχεία επίτευξης, και στη συνέχεια βαθμολογείται για το περιεχόμενό της. Το περιεχόμενο βαθμολογείται ανάλογα με το αν αναφέρονται λέξεις που δείχνουν στόχους, μέσα για την επίτευξη των στόχων, προσδοκίες για το αποτέλεσμα των ενεργειών, όπως «επιτυχία», «καταφέρνει», «χαίρεται που θα φτάσει το στό
134 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
χο του», «φοβάται ότι θα αποτύχει», κ.ο.κ. Το άτομο παίρνει ένα βαθμό για κάθε μια από 10 κατηγορίες στοιχείων που θεωρούνται ενδεικτικά του κινήτρου επίτευξης και ένα βαθμό για το ότι αναφέρεται σε περίσταση επίτευξης.
Προκειμένου να ελεγχθεί η αξιοπιστία του ΤΑΤ ως οργάνου μέτρησης του κινήτρου επίτευξης έγιναν διάφορες έρευνες. Το πρώτο που έπρεπε να ελεγχθεί ήταν αν το ΤΑΤ πραγματικά διαφοροποιεί τα άτομα ανάλογα με την ανάγκη επίτευξης που διαθέτουν. Ένα πείραμά που ανακοινώθηκε στο βιβλίο των ΜοΟΙβΙΙβηά βϊ βΐ. (1953) έγινε με αυτό το σκοπό, να ελεγχθεί δηλαδή αν το ΤΑΤ έχει εγκυρότητα ως διαγνωστικό όργανο. Δόθηκε σε έξι ομάδες ανδρών πρώτα ένα τεστ γραπτό και κατόπιν το ΤΑΤ.
Στα υποκείμενα στην ομάδα με προσανατολισμό την επίτευξη ειπώθηκε ότι το αρχικό τεστ ήταν μέτρο της ικανότητάς τους και ότι αυτό το τεστ χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση για την επιλογή ηγετικών στελεχών που θα δούλευαν στην Ουάσιγκτον. Ο πειραματιστής φερόταν με επίσημο τρόπο και ζήτησε από τα υποκείμενα να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στα χαρτιά του τεστ. Δε δόθηκε επανατροφοδότηση ως προς το πόσο καλά πήγαν στο τεστ. Το ΤΑΤ δόθηκε μετά το πέρας της εξέτασης.
Η ομάδα επιτυχίας δέχθηκε τον ίδιο χειρισμό με αυτόν της ομάδας με προσανατολισμό την επίτευξη, εκτός του ότι δόθηκε σια υποκείμενα η εντύπωση ότι πήγαν πάρα πολύ καλά στο τεστ.
Η ομάδα αποτυχίας είχε τον ίδιο χειρισμό με την πρώτη ομάδα αλλά τα υποκείμενα οδηγήθηκαν να πιστέψουν ότι πήγαν άσχημα στο τεστ.
Η ομάδα επιτυχίας-αποτυχίας παρομοίαζε την ομάδα επιτυχίας στο ότι τα υποκείμενα πληροφορούνταν πως στο αρχικό τεστ πήγαν καλά αλλά αργότερα, και πριν πάρουν το ΤΑΤ, ότι πήγαν άσχημα στα τελευταία προβλήματα του τεστ.
Στη χαλαρωμένη ομάδα ένας πτυχιούχος φοιτητής είπε στα υποκείμενα ότι χρειαζόταν δεδομένα για κάποια έργα γραπτού τύπου που είχε κατασκευάσει. Ζήτησε από τα υποκείμενα να συμπληρώσουν το τεστ και να μη βάλουν το όνομά τους σε αυτό.
Η τελευταία ομάδα υποκειμένων ήταν η ουδέτερη ομάδα. Η ουδέτερη συνθήκη ήταν παρόμοια προς τη συνθήκη της χαλαρωμένης ομάδας εκτός του ότι ο πειραματιστής δεν έκανε καμιά προσπάθεια να μειώσει τη σημασία των αρχικών έργων. Η ουδέτερη συνθήκη συμπεριλήφθηκε στο πείραμα για να εκτιμηθεί η διήγηση των υποκειμένων στο ΤΑΤ χωρίς προηγούμενο χειρισμό του κινήτρου επίτευξης.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ΤΑΤ αντανακλούσε την ένταση του κινήτρου των υποκειμένων. Μικρότερο κίνητρο επιτυχίας έδειξε η χαλαρω
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 135
μένη ομάδα, μετά η ουδέτερη, και στη σειρά: η ομάδα επιτυχίας, η ομάδα με προσανατολισμό την επίτευξη, η ομάδα αποτυχίας, και, τέλος, η ομάδα επιτυχίας-αποτυχίας.
Τα ευρήματα αυτά ήταν σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ι_β\νΐη στο ότι τα υποκείμενα της ομάδας επιτυχίας, επειδή πίστευαν ότι είχαν πετύχει το σκοπό τους, δεν είχαν ένα επίμονο κίνητρο που να αποκαλύπτεται στο ΤΑΤ. Σημαντικό είναι και το εύρημα ότι η ομάδα με προσανατολισμό προς την επίτευξη έδειξε χαμηλότερο κίνητρο επίτευξης. Ο ΜοΟβΙΙβηά (1961) λέει ότι τρεις συνθήκες είναι αναγκαίες για τη διέγερση του κινήτρου επίτευξης: α) το άτομο να θεωρεί τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για το αποτέλεσμα, β) να έχει γνώση του αποτελέσματος, και γ) να υπάρχει κάποιο ρίσκο όσον αφορά τις πιθανότητές του επιτυχίας. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλών κριτηρίων βάσει των οποίων κρίνεται η επίδοση. Τα υποκείμενα της ομάδας με προσανατολισμό προς την επίτευξη δεν είχαν γνώση των αποτελεσμάτων, και, έτσι, δεν υπήρχε μεγάλη διέγερση του κινήτρου τους.
Τα αποτελέσματα του πειράματος αυτού ήταν πολύ ενθαρρυντικά ως προς τη δυνατότητα χρήσης του ΤΑΤ για τη μέτρηση περιβαλλοντικών επιδράσεων στην ανάπτυξη των κινήτρων. Άλλες έρευνες σχετικές μέ την αξιοπιστία και εγκυρότητα του ΤΑΤ έδειξαν ότι υπάρχει υψηλή συμφωνία μεταξύ κριτών στη βαθμολόγηση του ΤΑΤ αλλά χαμηλότερη συσχέπση μεταξύ επαναλαμβανόμενων μετρήσεων στα ίδια άτομα μετά παρέλευση χρόνου. Η εγκυρότητα κριτηρίου όμως είναι σημαντική, όπως φάνηκε από έρευνες που μέτρησαν το κίνητρο επίτευξης και μετά μέτρησαν επίδοση σε ένα ανεξάρτητο έργο, π.χ. αναγραμματισμούς ή μνημονική συγκράτηση. Βρέθηκε ότι η ομάδα υψηλού κινήτρου είχε καλύτερες επιδόσεις από την ομάδα με χαμηλό κίνητρο (Αίΐάηδοη, 1953. ίο\νβ1Ι, 1952). Ο Αίΐάηδοη μάλιστα χειρίστηκε επιπλέον και τις οδηγίες του πειράματος, που διήγειραν πολύ, μέτριο, ή χαμηλό κίνητρο επίτευξης. Βρήκε ότι τα άτομα με χαμηλό κίνητρο επίτευξης πήγαιναν καλύτερα όταν οι οδηγίες ήταν χαλαρές, ενώ τα άτομα με υψηλό κίνητρο απέδιδαν καλύτερα υπό συνθήκες υψηλού ανταγωνισμού. Οι ΡτβηοΗ και ΤΗογπ35 (1958) έδωσαν στα υποκείμενά τους ένα πρόβλημα που δε λυνόταν και μέτρησαν την επιμονή στις προσπάθειες λύσης. Βρήκαν ότι τα άτομα με υψηλό κίνητρο επίτευξης έδειχναν μεγαλύτερη επιμονή απ’ ό,τι τα άτομα με χαμηλό κίνητρο. Ο ΜΐδοΗβΙ (1961) έδειξε ότι παιδιά με υψηλό κίνητρο επίτευξης μπορούσαν να καθυστερήσουν την άμεση αμοιβή, προκειμένου να πετύχουν άλλη μεγαλύτερη αργότερα, περισσότερο απ’ ό,τι παιδιά με χαμηλό κίνητρο. Επομένως, η διαφοροποίηση των ατόμων ως προς το χαρακτηριστικό αυτό έχει ψυχολογικό νόημα, και η εκτίμηση του κινήτρου τους με βάση το ΤΑΤ έχει εγκυρότητα.
136 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Το επόμενο θέμα που απασχόλησε τους ερευνητές ήταν η διερεύνηση των χαρακτηριστικών του κινήτρου επίτευξης.
Χαρακτηριστικά του κινήτρου επίτευξης
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου τους το 1953, ο ΜοΟΙβΙΙβηά στράφηκε στη διερεύνηση του κινήτρου επίτευξης ως χαρακτηριστικού που συνδέεται με την οικονομική πρόοδο και κοινωνική ανάπτυξη, ενώ ο Αίΐάηδοη (1957, 1964) προχώρησε στη διερεύνηση των συστατικών του κινήτρου επίτευξης κάρου μηχανισμού μέσα από τον οποίο επηρεάζει τη συμπεριφορά.
[θ μηχανισμός λειτουργίας του κινήτρου επίτευξης ακολουθεί τον τύπο των συγκρούσεων ανάμεσα σε δύο τάσεις: την τάση για προσέγγιση του έργου και την τάση για αποφυγή του έργου. Η πρώτη τάση ονομάζεται κίνητρο για επιτυχία, ενώ η δεύτερη τάση κίνητρο για αποφυγή της αποτυχίας. Η πρώτη τάση ωθεί το άτομο σε εμπλοκή με το έργο ενώ η δεύτερη σε απομάκρυνση από αυτό.~|
Η τάση για επίτευξη επιτυχίας. Περίσταση επίτευξης είναι οποιαδήπο- τε περίσταση στην οποία το άτομο γνωρίζει ότι η επιτέλεσή του θα αξιολο-' γηθεί (από το ίδιο ή από άλλους) με 6άση κάποια τυπικά κριτήρια ποιότητας και ότι οι συνέπειες των ενεργειών του θα είναι είτε μια ευνοϊκή αξιολόγηση είτε μια μη ευνοϊκή κρίση (αποτυχία) (Αίΐαηδοη, 1964). Η τάση για επίτευξη επιτυχίας (Τβηάβηα/ ίο βοΗΐβνβ δυοοβδδ, Τδ) είναι το κίνητρο για είσοδο σε μια ειδική περίσταση επίτευξης. Αυτό το κίνητρο καθορίζεται από τρεις παράγοντες: 1) τη δύναμη του κινήτρου του ατόμου για επίτευξη επιτυχίας (Μοίΐνβ ίοτ δυοοβδδ, Μδ), το οποίο εκτιμάται με την ΤΑΤ Ν ΑοΗ Βαθμολογία, 2) την πιθανότητα που κατά την κρίση του ατόμου υπάρχει για την επιτυχία σε ένα ειδικό έργο (ΡΓοβειβΐΚίν οί δυοοβδδ, Ρδ), και 3) το εξωτερικό κίνητρο ή αξία της επιτυχίας σε αυτό το ειδικό έργο (Ιηοβηίΐνβ νβίαβ οί δυοοβδδ, Ιδ).
Η πιθανότητα επιτυχίας αναφέρεται στην προσδοκία ή στην πρόβλεψη ότι μια ενέργεια που στοχεύει σε ένα στόχο θα τελεσφορήσει. Υπ’ αυτή την έννοια, η πιθανότητα επιτυχίας είναι αντίστοιχη της έννοιας της προσδοκίας στο σύστημα του Τοίτηβη και της ισχύος στο σύστημα του ίβνλ/ΐη. Κατά τον Τοίιηβη, η δημιουργία προσδοκίας επηρεάζεται κυρίως από τις αμοιβές που δίνονται στην αρχή και στο τέλος των δοκιμών, ενώ η αύξηση της προσδοκίας επηρεάζεται από τον αριθμό των αμειφθεισών δοκιμών για την επίτευξη του στόχου. Για τον ΑίΚϊηδοη, η πιθανότητα επιτυχίας επηρεάζεται όχι μόνο από τις προηγούμενες εμπειρίες του ατόμου στην ίδια ή παρόμοια κατάστα-
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 137
οη αλλά και από τις πληροφορίες που παίρνει ίο άτομο σχετικά με την επίτευξη άλλων ατόμων στην περίσταση αυτή. Για παράδειγμα, οι υποψήφιοι στις εισαγωγικές εξετάσεις του πανεπιστημίου γνωρίζουν από τις στατιστικές των προηγούμενων χρόνων ποια είναι η πιθανότητα να περάσει κανείς σε μια συγκεκριμένη σχολή. Πραγματικά, η ιδέα αυτή της πληροφόρησης για την πιθανότητα επιτυχίας χρησιμοποιήθηκε από τους ερευνητές του κινήτρου επίτευξης επανειλημμένα, προκειμένου να κρατηθεί σταθερή υπό διάφορες συνθήκες η υποκειμενική εκτίμηση της πιθανότητας (ΡβΒΐΗβΓ, 1961).
Αλλά και η έννοια της αξίας της επιτυχίας ως αμοιβής που συνδέεται με την επίτευξη ενός στόχου έχει συγγένεια με προηγούμενες θεωρίες. Συνδέεται τόσο με τα συστήματα των Τοίπιειη και ίβννιη, όσο και με την έννοια του εξωτερικού κινήτρου του Ηιιΐΐ. Επειδή όμως μια περίσταση επίτευξης αφορά τη θέσπιση στόχων και την επιλογή ενεργειών που θα οδηγήσουν σε αυτόν, η συγγένεια της θεωρίας για το κίνητρο επίτευξης είναι μεγαλύτερη με τις γνωστικές θεωρίες και λιγότερο με τις συνειρμικές. Για το λόγο αυτό και η θεωρία αυτή θεωρείται ότι εντάσσεται στο πλαίσιο των θεωριών προσδοκίας-αξίας, όπως του ίβ\νίη. Η διαφορά της θεωρίας αυτής από του 1-β\νίη είναι ότι επικαλείται επιπλέον την ανάγκη για επίτευξη και τη διαφοροποίηση της ανάγκης αυτής ανάλογα με το αν είναι στραμμένος κανείς περισσότερο προς την επιτυχία ή προς το φόβο της αποτυχίας.
Η κινητήρια αξία της επιτυχίας σε μια περίσταση επίτευξης, κατά τον Α&ίηδοη, προέρχεται από το αίσθημα περηφάνειας που αισθάνεται κανείς μετά την επίτευξη κάποιου σημαντικού στόχου. Για το λόγο αυτό είναι συνάρτηση της δυσκολίας του στόχου. Όσο πιο εύκολος ο στόχος τόσο μικρότερη η περηφάνεια για την επίτευξή του και αντιστρόφως.
Η τάση για επιτυχία, λοιπόν, καθορίζεται από το κίνητρο, την πιθανότητα επιτυχίας, και την αξία της επιτυχίας. Αυτοί οι τρεις παράγοντες συνδυάζονται πολλαπλασιαστικά για τον καθορισμό της. Δηλαδή:
Τδ = Μδ χ Ρδ χ Ιδ
Προκειμένου να υπολογίσουμε την τάση για επιτυχία του ατόμου χρειαζόμαστε πληροφορίες για το κίνητρό του (που είναι σχετικά σταθερό ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του), την υποκειμενική πιθανότητα επιτυχίας στο έργο, και την αξία της επιτυχίας. Οι δύο τελευταίες τιμές είναι αντίστοιχες αυτών στο σύστημα του Εβ\νίη. Δηλαδή, όσο πιο μεγάλη η πιθανότητα επιτυχίας τόσο μικρότερη είναι η αξία της επιτυχίας. Για το λόγο αυτό η Ιδ υπολογίζεται ως:
Ιδ = 1 - Ρδ
138 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Αν κανείς πάρει ως σταθερό ίο κίνητρο για επιτυχία και αντικαταστήσει τις τιμές για την πιθανότητα και αξία της επιτυχίας, όπως γίνεται στον Πίνακα 2, τότε μπορεί να καταλήξει σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Πίνακας 2Υπολογισμός της Τδ για άτομα υψηλού και χαμηλού Μδ
(όπως δίνεται από τους ΑτΚβδ & ΟείΓδΚβ, 1977)
Ρδ Μδ=5 Μδ=1
Μδ Ρδ Ιδ Τδ Μδ Ρδ Ιδ Τδ
0,1 5 χ 0,1 χ 0,9 = 0,45 1 χ 0,1 χ 0,9 = 0,09
0,3 5 χ 0,3 χ 0,7 = 1,05 1 χ 0,3 χ 0,7 = 0,21
0,5 5 χ 0,5 χ 0,5 = 1,25 1 χ 0,5 χ 0,5 = 0,25
0,7 5 χ 0,7 χ 0,3 = 1,05 1 χ 0,7 χ 0,3 = 0,21
0,9 5 χ 0,9 χ 0,1 = 0,45 1 χ 0,9 χ 0,1 = 0,09
Σημ. Τα σύμβολα Ρδ, Μδ, Ιδ, Τδ αντιστοιχούν στα: πιθανότητα επιτυχίας, κίνητρο επιτυχίας, αξία
επιτυχίας, τάση επιτυχίας.
Το πρώτο συμπέρασμα από τον Πίνακα 2 είναι ότι για την Τάση επιτυχίας, σημασία έχουν τα έργα μέσης δυσκολίας, μια και μόνο στην περίπτωση της πιθανότητας 0,5 είναι που εμφανίζεται η υψηλότερη τιμή της Τδ. Δεύτερον, η τάση επιτυχίας παίρνει τη μέγιστη τιμή της μόνο στα άτομα με υψηλό κίνητρο επιτυχίας και μόνο στα έργα μέσης δυσκολίας (μέσης πιθανότητας επιτυχίας). Επομένως, τα άτομα που είναι προσανατολισμένα προς την επιτυχία θα επιδιώκουν να εμπλέκονται με έργα μέσης δυσκολίας και θα αποφεύγουν τα πολύ εύκολα ή τα πολύ δύσκολα.
Όμως οι άνθρωποι δε διαθέτουν μόνο τάση για επιτυχία. Το δεύτερο συστατικό της ανάγκης για επίτευξη είναι ο φόβος της αποτυχίας.
Η τάση για αποφυγή της αποτυχίας. Όταν οι άνθρωποι με υψηλό κίνητρο επιτυχίας αντιλαμβάνονται μια περίσταση επίτευξης, εκτιμούν τόσο τη δυνατότητα επιτυχίας όσο και τη δυνατότητα αποτυχίας, ντροπής, ταπείνωσης. Το να μπει κανείς σε μια περίσταση επίτευξης προκαλεί άγχος και φόβο αποτυχίας, ιδιαίτερα σε μερικούς ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι, λόγω του φόβου της αποτυχίας, αναπτύσσουν κίνητρο για την αποφυγή της
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 139
αποτυχίας (Μοΰνβ ίο βνοΐά ίβίΐυτε, Μβί). Αυτό μπορεί να οδηγήσει και στην αποφυγή της περίστασης επίτευξης.
Το πιο διαδεδομένο μέσο για την εκτίμηση του κινήτρου αποφυγής της αποτυχίας είναι το Τβδί Αηχΐβίγ Οαβδίΐοηηδΐτβ (ΤΑζ)). που κατασκεύασαν οι Μβηάΐβτ και δε»Γ3δοη (1952). Το τεστ αυτό κάνει ερωτήσεις για το άγχος του ατόμου σε περιστάσεις επίτευξης, όπως, π.χ., σε μια εξέταση.
Το κίνητρο για αποφυγή της αποτυχίας προκαλεί τάση για αποφυγή της αποτυχίας (Τβηάβηον ίο εινοϊά ίβϊΐυτβ, Τβί). Η τάση αυτή αναστέλλει την τάση επιτυχίας και μπορεί να αποτρέψει το άτομο από την είσοδο στην περίσταση επίτευξης, να καθυστερήσει την είσοδο σε αυτή ή να αναστείλει την επίδοση, αφού εισέλθει το άτομο στην περίσταση επίτευξης (ΑίΗηδοη, 1964).
Η Τάση για αποφυγή της αποτυχίας επηρεάζεται από το κίνητρο αποφυγής της αποτυχίας, την πιθανότητα αποτυχίας και την εξωτερική αξία της αποτυχίας. Η τιμή της αξίας της αποτυχίας (Ιί) είναι αρνητικός αριθμός γιατί η αποτυχία έχει πάντα αρνητική αξία. Δηλαδή:
Τ3ί = Μβί χ Ρί χ Ιί
Αν κάνουμε έναν πίνακα για την τάση αποφυγής της αποτυχίας αντίστοιχο αυτού για την τάση επιτυχίας, τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής (6λ. Πίνακα 3): Η τάση για αποφυγή αποτυχίας πάντοτε επιφέρει κά- ποια αναστολή της τάσης αποφυγής καταστάσεων επίτευξης, μια και πάντα έχει αρνητική τιμή. Αλλά από τις καταστάσεις που προκαλούν τη μεγαλύτερο άγχος, και αντιστοίχως μεγαλύτερη τάση αποφυγής, είναι αυτή με πιθανότητα επιτυχίας/αποτυχίας 0,5 (διότι η πιθανότητα αποτυχίας είναι αντίστροφη της πιθανότητας επιτυχίας, δηλαδή Ρί = 1 - Ρδ). Επομένως, όσο πιο μεγάλο το κίνητρο για αποφυγή της αποτυχίας, τόσο μεγαλύτερη η απέχθεια για περιστάσεις με πιθανότητα 0,5. Σε μια τέτοια περίπτωση, το άτομο στρέφεται σε καταστάσεις όπου το Ρί είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο του 0,5. Έτσι, βλέπουμε το άτομο να αναπτύσσει μη ρεαλιστικές, πολύ υψηλές επαγγελματικές, λ.χ., φιλοδοξίες ή να επιλέγει πολύ εύκολα έργα, όπου η πιθανότητα αποτυχίας είναι ελάχιστη.
140 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Πίνακας 3Υπολογισμός της Τειί για άτομα υψηλού και χαμηλού Μ&ί
(όπως δίνεται από τους Αγ1<θ5 & ΟβτδΚβ, 1977}
Ρί Μειί=5 Μβί=1
Μειί Ρί Ιί Τειί Μειί Ρί Ιί Τειί
ο,ι 5 χ 0,1 χ -0,9 = -0,45 1 χ 0,1 χ -0,9 = -0,09
0,3 5 χ 0,3 χ -0,7 = -1,05 1 χ 0,3 χ -0,7 = I ο Ν>
»—1
0,5 5 χ 0,5 χ -0,5 = -1,25 1 χ 0,5 χ -0,5 = -0,25
0,7 5 χ 0,7 χ -0,3 = -1,05 1 χ 0,7 χ -0,3 = -0,21
0,9 5 χ 0,9 χ -0,1 = -0,45 1 χ 0,9 χ -0,1 = -0,09
Σημ. Τα σύμβολα Μβί, Η, Ιί, Τειί αντιστοιχούν σε: Κίνητρο αποφυγής αποτυχίας, πιθανότητα αποτυχίας, αξία αποτυχίας, τάση αποφυγής αποτυχίας.
Τελικό κίνητρο επίτευξης. Κάθε άτομο διαθέτει κίνητρο επιτυχίας και κίνητρο αποφυγής της αποτυχίας. Ο καθορισμός της στάσης του απέναντι σε ένα έργο είναι αποτέλεσμα των δύο τάσεων, δηλαδή:
Τγ = Τδ + Τ9ί = (Μδ - Μβί) (Ρδ χ Ιδ)
όπου Τγ (Γβδαΐίβηί) είναι η τελική τάση, η απορρέουσα από τις δύο επιμέρους. Το κλειδί στον τύπο αυτό είναι το Μδ - Μ&ί, που αν είναι αρνητικό, επειδή το Μβί είναι μεγαλύτερο του Μδ, θα οδηγήσει σε αποφυγή του έργου. Αν το Μδ > Μειί, τότε το άτομο θα εμπλακεί με το έργο. Αν το Μδ = Μειί, τότε το κίνητρο είναι 0, και το άτομο δε θα ασχοληθεί με το έργο, ανεξάρτητα από την πιθανότητα επιτυχίας σε αυτό.
Ωστόσο ένα άτομο με υψηλό Μειί είναι δυνατό να μπει σε μια περίσταση επίτευξης, υπερνικώντας το φόβο του, αν υπάρχουν πρόσθετα εξωτερικά κίνητρα, όπως οι αμοιβές, τα βραβεία σε διαγωνισμούς, η πίεση των άλλων, κ.α.
Άρα, η τελική τάση θα είναι:
Τγ = Τδ + Τειί + Τθχί
όπου το Τβχί (βχίβτηβΐ) είναι η εξωτερική αμοιβή.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 141
Εξέλιξη της θεωρίας
Επειδή πολλά έργα ή περιστάσεις επίτευξης δεν είναι αυτοτελή έργα αλλά μέρος μιας σειράς Βημάτων που εξυπηρετούν την επίτευξη ενός τελικού στόχου, τότε το άτομο καθορίζει τη στάση του απέναντι στον τελικό στόχο αφού λά6ει υπόψη του τις πιθανότητες επιτυχίας και την αξία κάθε επιμέρους έργου (Κεη/ηοιτ, 1969,1970). Δηλαδή:
Τγ = (Μδ - Μβί) [(Ρδι χ Ιδι) + (Ρδ2 χ Ιδ2 +...+ (Ρδν χ Ιδν)]
Συνέπεια αυτού του τύπου είναι ότι αν ένα άτομο έχει Μδ > Μειί, η τελική τάση (Τγ) θα είναι πάντα μεγαλύτερη σε ένα έργο με πολλά επιμέρους βήματα παρά σε ένα έργο με ένα βήμα. Αν το άτομο έχει Μδ < Μειί, τότε παρατηρείται το ακριβώς αντίθετο, γιατί το άτομο αντιλαμβάνεται την πιθανότητα αποτυχίας αυξημένη. Έτσι δεν το επιδιώκει, εκτός κι αν υπάρχει μεγάλη εξωτερική αμοιβή στο τέλος.
Μια άλλη εφαρμογή της θεωρίας αφορά τις αντιδράσεις του ατόμου μετά την αποτυχία σε ένα έργο. Ο ΡβειίΗβΓ (1961) έδειξε τη σημασία της διαφοράς Μδ - Μειί σε έργα επιμονής μετά την αποτυχία. Ο ΡβειίΗβτ έδωσε στα υποκείμενα μια σειρά από γρίφους και μετρούσε την επιμονή στην εύρεση της λύσης των γρίφων υπό συνθήκες ελεύθερης επιλογής. Δηλαδή, τα υποκείμενα ήξεραν ότι μπορούσαν να ασχοληθούν με ένα συγκεκριμένο γρίφο για όσο διάστημα ήθελαν και μπορούσαν να διακόψουν την ενασχόληση με αυτόν και να ασχοληθούν με κάποιον άλλο όποτε ήθελαν. Τα υποκείμενα δε γνώριζαν, βεβαίως, ότι ο γρίφος που τους είχε δοθεί δεν μπορούσε να λυθεί. Αντιθέτως μάλιστα. Ο πειραματιστής τους είχε δώσει ψευδείς πληροφορίες σχετικές με το επίπεδο επιτυχίας άλλων υποκειμένων στο γρίφο αυτό, έτσι ώστε άλλα υποκείμενα να οδηγηθούν να πιστέψουν ότι ο γρίφος αυτός είναι εύκολος και άλλα ότι είναι δύσκολος. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν την πρόβλεψη ότι τα άτομα με Μδ > Μειί επιμένουν μετά την αποτυχία σε ένα εύκολο έργο αλλά εγκαταλείπουν την προσπάθεια μετά την αποτυχία σε ένα μέσης δυσκολίας έργο. Κι αυτό γιατί μετά την αποτυχία επανεκτιμούν τις πιθανότητες επιτυχίας, και λόγω της προηγούμενης αποτυχίας, η εκτίμηση αυτή ανεβαίνει προς την περιοχή του0,5, για τα εύκολα έργα, μια και η μεγάλη αρχική πιθανότητα επιτυχίας τώρα μειώνεται. Ανπστοίχως, η μέση πιθανότητα επιτυχίας στα μέτριας δυσκολίας έργα τώρα αυξάνεται, λόγω αποτυχίας, άρα το έργο εισέρχεται στην περιοχή που είναι αποτρεπτική της περαιτέρω προσπάθειας.
Το αντίθετο θα συμβεί με άτομα Μδ < Μειί, τα οποία εγκαταλείπουν την προσπάθεια μετά την αποτυχία σε εύκολο έργο και συνεχίζουν μετά την α
142 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ποτυχία σε μέτριας δυσκολίας έργο. Διότι στην πρώτη περίπτωση η επανεξέταση των πιθανοτήτων μετατάσσει το εύκολο έργο στα έργα μέσης δυσκολίας, πράγμα που του δίνει πιθανότητα επιτυχίας 0,5, η οποία είναι α2· ποτρεππκή της προσπάθειας. Η αποτυχία στο έργο μέσης δυσκολίας το μετατάσσει σε έργο δύσκολο, άρα επιτρέπει την ενασχόληση με αυτό.
Υπήρξαν όμως και δεδομένα που έδειχναν ότι άτομα με Μδ < Μειί επέμεναν να ασχολούνται με έργα μέσης δυσκολίας, παρά τις αντίθετες προβλέψεις της θεωρίας (Α&ίηδοη & ΡβειίΗβΓ, 1966). Η εξήγηση των Α&ϊηδοη και ΡβειίΗβΓ ήταν ότι στις έρευνές τους τα υποκείμενα ήταν φοιτητές, οι οποίοι πάντοτε διαθέτουν υψηλό κίνητρο επίτευξης, ακόμη και αν φοβούνται την αποτυχία, άρα επηρεάζονται από το Μδ. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι η τελική επιλογή της συνέχισης ή μη σε ένα έργο, παρά το φόβο, μπορεί να επηρεάζεται και από άλλα κίνητρα, όπως η ανάγκη για σύνδεση με τους φίλους. Σε μια τέτοια περίπτωση το άτομο συνεχίζει τις προσπάθειες προειμένου να βρίσκεται με τους φίλους του και όχι γιατί θέλει να πετύχει. Είναι ενδιαφέρουσα πραγματικά η αλληλεπίδραση κινήτρου επιτυχίας και κινήτρου φιλίας σε περιστάσεις επίτευξης, μια και φαίνεται ότι τα άτομα με υψηλό κίνητρο επιτυχίας επιλέγουν ικανούς συνεργάτες για την ολοκλήρωση ενός έργου, ανεξάρτητα από το αν είναι γνωστοί τους ή όχι, ενώ τα άτομα με φόβο αποτυχίας επιλέγουν για συνεργάτες άτομα φιλικά προς αυτούς.
Μια άλλη άποψη για τις αλλαγές στο κίνητρο επίτευξης μετά την αποτυχία ή επιτυχία σε ένα έργο διατύπωσε ο \Νβϊηβτ (1965). Ο \Νβ\ηβτ προσπάθησε να ερμηνεύσει τη μη συνέχιση της ενασχόλησης με ένα έργο μετά την επιτυχία σε αυτό με βάση το σκεπτικό ότι η επιτυχία στο έργο ικανοποιεί την τάση για επίτευξη ενός στόχου, άρα παύει να ισχύει η τάση προς αυτό. Ανπθέτως, η αποτυχία επιτρέπει την τάση να διατηρείται απεριόριστη. Για το λόγο αυτό, η τελική τάση για ένα έργο επηρεάζεται από την τάση α- δρανείας που δημιουργείται από την προηγούμενη αποτυχία ή επιτυχία (Τ9 = αδράνεια της τάσης).
Τγ = (Μδ - Μβί) (Ρδ χ Ιδ) + Τ§
Με βάση αυτό τον τύπο μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι άνθρωποι, μετά την αποτυχία, δε θα κάνουν μόνο επανεκτίμηση της πιθανότητας επιτυχίας, αλλά θα επηρεαστούν και από την αύξηση της τάσης αδρανείας της αρχικής τους τάσης. Έτσι, τα άτομα με Μδ > Μειί, θα δείχνουν πάντα μια αύξηση στα κίνητρα μετά την αποτυχία σε προηγούμενες προσπάθειες, γιατί η αποτυχία προκαλεί συσσώρευση των τάσεων αδρανείας από όλες τις προηγούμενες δοκιμές. Οι άνθρωποι με Μδ < Μειί, από την άλλη, παρουσιάζουν πτώση της τελικής τάσης όσο αυξάνει ο αριθμός των αποτυ-
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 143
χιών, διότι ο φόβος που ήδη υπάρχει αυξάνεται με την προσθήκη της χάσης αδρανείας.
Κίνητρο για αποφυγή της επιτυχίας
Οι περισσότερες έρευνες για το κίνητρο επίτευξης έχουν γίνει σε άντρες και δεν παίρνουν υπόψη τους τις ατομικές διαφορές όπως τις διαφορές ικανοτήτων, φύλου, κ.α. Μερικές έρευνες με γυναίκες υποκείμενα έδωσαν αποτελέσματα ασυνεπή προς τις προβλέψεις της θεωρίας καί ανόμοια προς αυτά των ανδρών (δβτβδοη & δτηϊΐΗ, 1971).
Με βάση τέτοια ευρήματα η ΗοπιβΓ (1968) επικαλέστηκε ένα κίνητρο αποφυγής της επιτυχίας (Μ-δ), το οποίο θεωρεί κρίσιμο για τον καθορισμό της συμπεριφοράς των γυναικών. Το κίνητρο αυτό θεωρείται λανθάνον και σταθερό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, το οποίο εγκαθίσταται νωρίς στην ανάπτυξη κατά την απόκτηση της ταυτότητας του φύλου. Το Μ-δ συνίσταται σε μια προδιάθεση για εκδήλωση άγχους σε καταστάσεις με προσανατολισμό την επίτευξη, γιατί οι καταστάσεις αυτές είναι από τη φύση τους ανταγωνιστικές και, επομένως, «μη θηλυκές». Η προσδοκία επιτυχίας ξυπνάει άγχος, το οποίο αναστέλλει χο καχά χα άλλα θετικό κίνητρο επιτυχίας. Για να συμπερι- λάβει και το κίνητρο αυτό ο τύπος για την τελική χάση παίρνει ιη μορφή:
Τγ = (Μδ - Μβί - Μ-δ) (Ρδ χ Ιδ)
Η ΗοπιβΓ (1972) προχώρησε σε πειραμαχικές επιβεβαιώσεις χης άποψής της αλλά ο Ηοί&ηβη (1974) έδειξε ότι και οι άντρες είναι δυνατό να έχουν το ίδιο κίνητρο αποφυγής της επιτυχίας. Επίσης, βρέθηκε ότι το Μ-δ επηρεάζεται από την ηλικία, εθνική κουλχούρα, φυλή, κοινωνική τάξη, κ.α. Γενικά, η άποψη της ΗοπιβΓ δεν είχε ευρεία αποδοχή.
Ανάπτυξη του κινήτρου επίτευξης σια παιδιά
Η ανάπτυξη του κινήτρου επίτευξης στα παιδιά έχει σχέση με τις απαιτήσεις των γονέων για ατομική επιτέλεση, ανεξαρτησία στη δράση, αλλά και απαιτήσεις για επίτευξη, ορθή επιτέλεση. Γενικά, η ενίσχυση των δύο αυτών τύπων συμπεριφοράς από πλευράς γονέων βοηθά στην ανάπτυξη του κινήτρου, ανεξάρχηχα από χο αν η άσκηση στην ανεξαρτησία γίνει νωρίς ή
° αργά στην ανάπτυξη} (βλ. ΑτΚβδ & ΟβΓδΚβ, 1977. Μβΐηβτ, 1985).Έρευνες με γονείς παιδιών διάφορων επιπέδων κινήχρου επίτευξης έ
δειξαν ότι οι νονεκ των παιδιών με υψηλό Ν ΑοΗ ήταν πιο θερμοί στϊξ̂ εκ»- δηλώσεις τους προς. τα πηιδιά̂ 죄πιο, θετική αξιολόγηση χης'σΟρπεριφο-
144 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
των τιαιδιων.τοι>ς, και υε καθοδήνηση νενική. "και όχι λεπτομερειακή, σε κάθε ενέργεια του παιδιού. Γενικά, οι προσδοκίες ίων γονέων και η γνώμη τους γιά τις ικανότητές ίων παιδιών (ραίνεταΓ να είναι σημαντικός παράγοντας σιη διαμόρφωση τής εικόνας που, έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους και των τάσεων επίτευξης που θα αναπτύξουν.
β , έρευνες που έγιναν με παιδιά έδειξαν ότι το κίνητρο αυτό είναι επίκτητο και προοδευτικά εγκαθίσταται ως χαρακτηριστικό προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατό και σε ενήλικες να τροποποιηθεί το υπάρ- χον κίνητρο και να στραφεί προς την πλευρά της τάσης για επιτυχία, μια και αυτό είναι συχνά αναγκαίο για κοινωνική επιτυχία, τουλάχιστον στην αμερικανική και δυτικού τύπου κοινωνίες^Το κίνητρο επίτευξης ενός ατόμου, λοιπόν, είναι δυνατό να αλλάξει αν ασκηθεί σε τρόπους επίτευξης και έχει υποστήριξη από το περιβάλλον. Μια άσκηση που χρησιμοποιήθηκε για πειραματικούς σκοπούς από τον ΜοΟΙβΙΙβηά και τους συνεργάτες του ήταν να καθοδηγηθεί το άτομο να αλλάξει τις ιδέες ή φαντασιώσεις του στο ΤΑΤ, να πειστεί ότι η ζωή του απαιτεί το κίνητρο επίτευξης, και το περιβάλλον να ανταποκρίνεται θερμά στην αλλαγή των τάσεων του ατόμου (ΜοΟΙβΙΙβηά & \Μηίβτ, 1969). Η άσκηση αυτή αποδείχτηκε επιτυχής στην αλλαγή του κινήτρου επίτευξης.
Σύνοψη
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η θεωρία για το κίνητρο επίτευξης επηρέασε πολύ τις σύγχρονες απόψεις για τα κίνητρα, αν και δέχτηκε κριτική ως προς την αξιοπιστία του ΤΑΤ ως οργάνου μέτρησης του Ν ΑοΗ. Μία άλλη κριτική αφορά τη γενικότητα του Ν ΑοΗ ως έννοιας επεξηγηματικής κάθε είδους συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι δηλαδή συχνά εισέρχονται σε καταστάσεις επίτευξης όχι γιατί επιδιώκουν την επιτυχία αλλά για άλλους λόγους, όπως οι θελκτικές εξωτερικές αμοιβές, ο φόβος της τιμωρίας, η απόκτηση δύναμης, η ανάγκη για φιλική σύνδεση με άλλους, κ.α. Επίσης, το κίνητρο για επίτευξη φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξωτερικές περιστάσεις —τις κοινωνικές, ιστορικές, πολιτισμικές συνθήκες— και όχι μόνο από τις προσωπικές προδιαθέσεις του ατόμου. Παρά ταύτα, η θεωρία αυτή βοήθησε στην καλύτερη κατανόηση πολλών φαινομένων και εξακολουθεί να αποτελεί μέρος των ερευνών στα κίνητρα, ως μιας από τις διάφορες παραμέτρους που επηρεάζουν τα άτομα στις επιλογές και στη συμπεριφορά τους. Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα γίνει σαφέστερο πώς το κίνητρο επίτευξης αλληλεπιδρά με άλλους γνωστικούς παράγοντες κα-
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 145
θώς και με τα συναισθήματα και επηρεάζει τη συμπεριφορά του ατόμου. Προηγουμένως όμως θα αναφερθούμε σε ορισμένα άλλα κίνητρα, όπως το κίνητρο φιλίας ή δεσμού και το κίνητρο εξουσίας, που συχνά αλληλεπι- δρούν με τα κίνητρο επίτευξης. Τα κίνητρα αυτά εντάσσονται στην ίδια κατηγορία κινήτρων με το κίνητρο επίτευξης, διότι θεωρούνται ότι αποτελούν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου.
Το κίνητρο φιλίας ή δεσμού
Στην εισαγωγή του κεφαλαίου αυτού αναφερθήκαμε στην ανάγκη για φιλία ή δεσμό, την οποία επικαλέστηκε ο Μυιτβν (1938). Το κίνητρο αυτό στα χρόνια που ακολούθησαν δεν τράβηξε την προσοχή των ερευνητών τόσο όσο το κίνητρο επίτευξης. Ωστόσο οι δΗϊρΙβν; & νβΓοίί (1952) ανέπτυξαν μια προβολική μέθοδο μέτρησης και του κινήτρου αυτού, και φάνηκε ότι η ανάγκη για δεσμό πραγματικά διαθέτει κινητήριες ιδιότητες. Για παράδειγμα,|άνθρωποι με υψηλό κίνητρο δεσμού προσπαθούν εντονότερα από αυτους που έχουν χαμηλό το σχετικό κίνητρο να διατηρούν τις διαπροσωπικές σχέσεις και την επικοινωνία με τους άλλους. Κάνουν πιο συχνά επισκέψεις, κάνουν πιο πολλά τηλεφωνήματα, γράφουν πιο πολλά γράμματα, κ.ο.κ. (βλ. Οββη, 1995). 3
Το κίνητρο δεσμού θεωρήθηκε ότι αντανακλά φόβο απόρριψης από τους άλλους, αλλά αυτό το αντέκρουσε ο Βονβϊζϊδ (1973), ο οποίος έδειξε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Το κίνητρο δεσμού, λ.χ., συσχετίζεται θετικά με τον αριθμό των φίλων που έχει κανείς ενώ ο φόβος απόρριψης συσχετίζεται με το βαθμό ομοιότητας σπς ιδέες που μοιράζεται το άτομο με τους φίλους του. Ο φόβος απόρριψης φαίνεται να εκφράζει μια αμυντική επιθυμία να είναι κανείς αποδεκτός από τους άλλους, ενώ η ανάγκη δεσμού εκφράζει την επιδίωξη καλών σχέσεων με τους άλλους. Οι ΜοΟΙβΙΙδηά & Ρϊΐοη (1983), ωστόσο, βρήκαν ότι οι μητέρες των ατόμων με υψηλή ανάγκη δεσμού έτειναν να μην αντιδρούν στο κλάμα του παιδιού κατά τη βρεφική ηλικία. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα παιδιά αυτά ανέπτυξαν ένα φόβο απόρριψης που ίσως επηρέασε την ανάγκη για δεσμό αργότερα.
(ΩΜοΑάβπΐδ (1980) προχώρησε στην επίκληση ενός άλλου σχετικού κινήτρου, του κινήτρου για «στενή σχέση», δηλαδή για τη συντήρηση στενών και θερμών σχέσεων επικοινωνίας με τους άλλους. Τα άτομα με υψηλό το χαρακτηριστικό αυτό τείνουν να είναι πιο θερμοί με τους άλλους, πιο ειλικρινείς, πιο φυσικοί, με αγάπη και εκτίμηση για τους άλλους, λιγότερο κυριαρχικοί και εγωκεντρικοί από αυτούς με χαμηλό κίνητρο. Το κίνητρο αυτό μπο-
146 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ρεί να επικαλύπτεται σε ορισμένες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς με ίο κίνητρο δεσμού, αλλά οδηγεί σε διαφορετικές συμπεριφορές. Για παράδειγμα, οι ΜοΑάβπιβ & Οοηδ&ηίίβη (1983) βρήκαν ότι όταν κάποιος είναι μόνος και κινείται από κίνητρο δεσμού, επιδιώκει να βρει φίλους. Ανπθέτως, το άτομο με υψηλό κίνητρο στενών σχέσεων, δύσκολα επιδιώκει φιλίες όταν είναι μόνο. Όταν όμως βρει ένα φίλο, τότε δύσκολα διακόπτει τη σχέση αυτή. Επομένως, το κίνητρο δεσμού αντανακλά μια επιθυμία να μην είναι κανείς μόνος ενώ το κίνητρο στενής σχέσης αντανακλά μια ανάγκη για την ευχαρίστηση που δίνει η βαθύτερη επαφή με τους άλλους, πράγμα που οδηγεί σε μη διακοπή της σχέσης όταν εγκαθιδρυθεί αυχή η στενή σχέση
Αν δεχτεί κανείς ότι υπάρχει ανάγκη για βαθύτερη και στενότερη σχέση με τους άλλους, τότε μπορεί να υποστηρίξει ότι η συμπεριφορά προσκόλλησης που επιδεικνύουν τα βρέφη και, γενικότερα τα θηλαστικά (Βοννίβν, 1980. ΗβΗονν, 1958), είναι μια έκφανση αυτής της ανάγκης. Όταν το βρέφος βρίσκεται σε επαφή με τη μητέρα ή το άτομο που υποκαθιστά τη μητέρα, τότε είναι ήρεμο και ευτυχισμένο. Όταν η μητέρα απομακρύνεται, τότε το βρέφος αρχικά διαμαρτύρεται (κλαίει), στη συνέχεια απελπίζεται (δείχνει θλιμμένο, παθητικό) και, τέλος, προχωρεί σε «απο-κόλληση», δηλαδή απομάκρυνση και άρνηση της μητέρας, όταν αυτή επιστρέφει.
Οι Αΐηβννοτίΐι, ΒΙβΗβτ, \ΝαΙβτ$, & \Νά11 (1978) μελέτησαν τις ατομικές διαφορές των νηπίων ως προς την προσκόλληση και διατύπωσαν ένα μοντέλο, το οποίο προβλέπει τρεις τύπους προσκόλλησης ανάλογα με τον τρόπο που τα χειρίζεται η μητέρα τους. Την ασφαλή προσκόλληση, που αναπτύσσεται στα παιδιά στα οποία η μητέρα ανταποκρινόταν στις ανάγκες επαφής τους. Τα παιδιά αυτά αισθάνονται ασφαλή, εξερευνούν ελεύθερα το περιβάλλον, και κατά διαστήματα επιστρέφουν στη μητέρα για να αποκαταστήσουν την επαφή. Το παιδί που μεγαλώνει σε ασφαλές περιβάλλον αισθάνεται εμπιστοσύνη και προοδευτικά προχωρεί στην ανεξαρτησία του.
Το παιδί που μεγαλώνει με μητέρα ασυνεπή στον τρόπο που αντιμετωπίζει την ανάγκη για προσκόλληση του παιδιού, δηλαδή άλλοτε αντιδρά θετικά και άλλοτε αδιαφορεί, εμφανίζει ένα διαφορετικό πρότυπο συμπεριφορών. Το παιδί αυτό δείχνει έναν αγχώδη/αμφιθυμικό τύπο προσκόλλησης, που επιδιώκει περισσότερο την προσκόλληση στη μητέρα και λιγότε- ρο την εξερεύνηση του περιβάλλοντος. Το παιδί αυτό παρουσιάζει φόβους, αναστολές, μικρή εμπιστοσύνη στον εαυτό του, και εξάρτηση.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν με μητέρα απορριπτική, μητέρα που τα αποφεύγει ή αδιαφορεί για αυτά, αναπτύσσουν έναν τρίτο τύπο συμπεριφοράς. Μαθαίνουν να προστατεύουν τον εαυτό τους από την απώλεια της επαφής αγνοώντας και αποφεύγοντας τη μητέρα με τη σειρά τους. Το παιδί αυτού
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ 147
του τύπου επιδεικνύει εξερεύνηση του περιβάλλοντος αλλά για διαφορετικούς λόγους από το παιδί της ασφαλούς προσκόλλησης. Το κάνει για να ξε- φύγει από τη ματαίωση που του προκαλεί η απόρριψη από τη μητέρα.
Ο τύπος προσκόλλησης της παιδικής ηλικίας δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά του ατόμου μόνο κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Φαίνεται ότι έχει επιπτώσεις στη συμπεριφορά του ατόμου και κατά την ενηλικίωση. Αυτό υποστηρίζουν οι Ηειζειη & δΗεινβτ (1987), οι οποίοι κατέταξαν τους ενήλικες που έλαβαν μέρος στην έρευνά τους σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τον τύπο προσκόλλησης που επιδείκνυαν σπς σχέσεις τους με τους άλλους (ασφαλής, αγχώδης, αποφεύγων). Στη συνέχεια τα άτομα αυτά απαντούσαν σε ερωτήσεις που αφορούσαν τα αισθήματα που αισθάνονταν όταν ήταν ερωτευμένοι (εμπιστοσύνη, φόβο, ευτυχία). Τα άτομα με ασφαλή προσκόλληση ανέφεραν περισσότερα αισθήματα ευτυχίας, φιλίας και εμπιστοσύνης από ό,τι τα άτομα των δύο άλλων ομάδων. Σε αντίστοιχη έρευνα που αφορούσε το περιβάλλον εργασίας, οι Ηειζειη & δΗεινβΓ (1990) βρήκαν ότι τα άτομα με ασφαλή τύπο προσκόλλησης φαίνονταν να ευχαριστιούνται περισσότερο την εργασία τους και να μη φοβούνται τόσο την αξιολόγηση σε αυτήν όσο τα άτομα των δύο άλλων τύπων προσκόλλησης.
Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι έρευνες αυτού του τύπου έχουν αξία στο βαθμό που δείχνουν ατομικές διαφορές στον τύπο προσκόλλησης. Δε δείχνουν όμως αν αυτό το χαρακτηριστικό των ατόμων ανάγεται στην παιδική τους ηλικία και μόνο. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να δη- μιουργείται από τον περίγυρο στον οποίο βρίσκεται το άτομο όταν είναι έφηβος ή ενήλικος, και από το είδος των εμπειριών που έχει σε αυτές τις φάσεις της ζωής του, αν δηλαδή αυτές είναι αποδοχής ή απόρριψης.
Το κίνητρο για εξουσία
Μία άλλη εξέλιξη στην περιοχή των ψυχολογικών αναγκών που συνδέονται με το κίνητρο επίτευξης είναι και η έρευνα στο κίνητρο για δύναμη ή εξουσία. Το όργανο για τη μέτρηση αυτού του κινήτρου το ανέπτυξε ο ν/ίηίβΓ (1973). Είναι προβλητικό τεστ στο οποίο τα θέματα που καλύπτονται είναι ιστορίες με έντονη δράση, με έλεγχο και βοήθεια προς τους άλλους, με πρόκληση φόβου ή ευτυχίας στους άλλους, με ενδιαφέρον για τη φήμη του ατόμου ως προς την αποτελεσματικότητά του. Τα χαρακτηριστικά που καλύπτονται στο τεστ αυτό σκιαγραφούν το κίνητρο για εξουσία, που δεν είναι τίποτε άλλο από το να επιθυμεί κανείς να βάζει τη σφραγίδα του στο περιβάλλον, να φαίνεται ικανός και να ελέγχει τα πράγματα.
Οι ΜοΟΙβΙΙειηοΙ, ϋεινΐδ, Κδΐΐη, & ΜειηηβΓ (1972) διαπίστωσαν τέσσερις τύ
148 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
πους συμπεριφοράς που συνδέονται με το κίνητρο για δύναμη: Πρώτον, ανάγνωση βιβλίων που είναι προσανατολισμένα προς τη δύναμη, όπως βιβλία με επιθετικότητα και σεξουαλικά θέματα. Δεύτερον, συλλογή αντικειμένων αξίας, όπως κατοχή ακριβών αυτοκινήτων, όπλων, ή άλλων ειδών που υποδηλώνουν χρήμα και ισχύ. Τρίτον, συμμετοχή σε ανταγωνιστικά αθλήματα, και τέταρτον, συμμετοχή και αξιώματα σε οργανισμούς. Από δεδομένα τέτοιου τύπου ο ΜοΟΙβΗβηά (1975) διαμόρφωσε ένα μοντέλο του κινήτρου για εξουσία, το οποίο έχει δύο διαστάσεις: την πηγή της δύναμης (εσωτερική ή εξωτερική) και το αντικείμενο της δύναμης (ο εαυτός ή οι άλλοι). Με βάση αυτή τη διάκριση μπορεί να κατατάξει κανείς τις συμπεριφορές δύναμης στις εξής κατηγορίες: όταν αντικείμενο της δύναμης είναι ο εαυτός μας, και η πηγή από την οποία αντλείται η δύναμη είναι εξωτερική, τότε το άτομο στρέφεται προς την ανάγνωση βιβλίων με θέματα δύναμης, ή σε θρησκευτικό μυσπκισμό, ή σε χρήση φαρμάκων και αλκοόλ. Αν το αντικείμενο είναι ο εαυτός μας και η πηγή της δύναμης είναι εσωτερική, τότε το άτομο στρέφεται προς τη συλλογή αποκτημάτων, προς τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης του σώματος και την αυτοπειθαρχία. Αν αντιθέτως, τα αντικείμενο της δύναμης είναι οι άλλοι, τότε το άτομο που αντλεί δύναμη από εξωτερική πηγή, στρέφεται προς τη συμμετοχή σε οργανισμούς, το μεσσιανισμό, και το γραφειοκρατικό ύφος. Στην περίπτωση της εσωτερικής πηγής δύναμης με αντικείμενο τους άλλους, το άτομο στρέφεται προς τα ανταγωνιστικά αθλήματα, την επιθετικότητα και τους παλλικαρισμούς, ή τη «βοήθεια» προς τους άλλους, η οποία ωστόσο εξυπηρετεί την κυριαρχία του ατόμου.
Παρόλο που οι απόψεις του Μο01β1ΐ3ηά είναι ενδιαφέρουσες, δεν έχουν προκαλέσει επαρκή έρευνα που να φωτίζει το θέμα του κινήτρου αυτού με μεγαλύτερη ακρίβεια. Υπάρχουν πάντως προσπάθειες να συνδεθεί το κίνητρο για εξουσία με διάφορες ψυχοσωματικές ασθένειες, οι οποίες αναπτύσσονται σε συνθήκες πίεσης. Ο ΜοΟΙβΙΙβηά και οι συνεργάτες του σε μια σειρά ερευνών που αφορούσαν τη σχέση κινήτρου για εξουσία, κινήτρου για φιλία και στρες βρήκαν ότι τα άτομα με υψηλό κίνητρο για εξουσία, χαμηλό κίνητρο φιλίας και αναστολή της έκφρασης της εξουσίας σε περιστάσεις στρεσογόνες παρουσιάζουν προβλήματα αναπνευστικά και υπέρταση.
Γενικά,[ή έρευνα στο κίνητρο για εξουσία φαίνεται να δείχνει ότι η ισχύς ή η αίσθηση ελέγχου του εαυτού μας, των άλλων και των πραγμάτων είναι μια φυσική αμοιβή, που λειτουργεί ως κίνητρο για μια σειρά συμπερι- φορών7?Το ερώτημα είναι αν το κίνητρο αυτό είναι επίκτητο ή εγγενές, με ποιο τρόπο επηρεάζει τη συμπεριφορά σε διάφορες εξωτερικές συνθήκες, αν λειτουργεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα, πώς αναπτύσσεται, και πώς τροποποιείται. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά μένει ανοιχτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Θεωρίες της γνωστικής συνέπειας
Στη γνωστική παράδοση που θεμελίωσε ο 1_βννίη, εκτός από το κίνητρο επίτευξης που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, εντάσσονται και οι θεωρίες γνωστικής συνέπειας. (τν? κεντρικό θέμα όλων των θεωριών γνωστικής συνέπειας, κατά τον Ζ3]οηο (1968), είναι ότι ορισμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ γνώσεων, ιδιαίτερα η γνωστική σύγκρουση, η αβεβαιότητα και η ασυνέπεια έχουν το χαρακτήρα δύναμης κινήτρου και, άρα, μπορούν να κινητοποιήσουν ορισμένη συμπεριφορά. Αν, για παράδειγμα, κάποιος πίστευε σε ορισμένα ιδανικά όταν ήταν νέος και στη συνέχεια αρχίζει να παραβιάζει τις αρχές αυτές καθώς εμπλέκεται στη ζωή και στις απαιτήσεις της, τότε το άτομο αυτό βρίσκεται σε κατάσταση γνωστικής ασυνέπειας ανάμεσα σπς ιδέες και στις πράξεις του. Η ασυνέπεια, ή και η σύ-
Ύκρουση, μπορεί να αφορά ιδέες και πράξεις, αλλά μπορεί να αφορά και ιδέες μόνοΤ^Ηδη στο σύστημα του Ι_β\νΐη αναφερθήκαμε στις γνωστικές συγκρούσεις ανάμεσα σε στόχους και επιδιώξεις. Πάρτε όμως μίαν άλλη περίπτωση. Κάποιος έρχεται και σας παρακαλά να τον βοηθήσετε. Εσείς κρίνετε ότι είναι καλός άνθρωπος, που αξίζει τη βοήθεια που θα του δώσετε. Μετά από λίγο συναντάτε ένα γνωστό σας, ο οποίος σας λέει ότι το άτομο που βοηθήσατε είναι απατεώνας και πως όλους τους ξεγελάει με τις ιστορίες δυστυχίας που διηγείται. Τότε βρίσκεστε σε σύγκρουση ανάμεσα στην αρχική σας γνώμη για το άτομο αυτό και την καινούρια πληροφορία που πήρατε. Τι θα κάνετε για να λύσετε τη σύγκρουση αυτή; Αυτή η διάσταση γνώμης-πραγματικής κατάστασης φέρνει το άτομο σε δύσκολη θέση και το κινητοποιεί σε κάποιες ενέργειες για τη μείωση της διάστασης ώστε να διατηρηθεί η ομοιόσταση της γνωστικής κατάστασης του οργανισμού.
Μια ενέργεια είναι να διαστρεβλωθεί τελείως η μνήμη ως προς την αρχική γνώμη. Μια άλλη δυνατότητα είναι να μην πιστέψετε την άποψη του γνωστού σας και να διατηρήσετε τη δική σας άποψη άθικτη. Ανεξάρτητα από το τι θα κάνετε, ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι η γνωστική σύγκρουση δημιουργεί τάση για λύση της σύγκρουσης και επαναφορά του συστήματος των ιδεών σε κατάσταση ισορροπίας. Όλες οι θεωρίες γνώση-
150 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
κής συνέπειας δέχονται ότι ένα άτομο πάντα θέλει να επιστρέφει σε μια κατάσταση όπου όλες οι ενέργειες και σκέψεις του έχουν συνέπεια μεταξύ τους. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται «ισόρροπη» από τον Ηβίάβτ, «σύμφωνη» από τους 0 $9θθά & Τειηηβηββυπι και «συνάδουσα» από τον Ρβδΰη9βι\ Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τις τρεις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για τη γνωστική ασυμφωνία και τους μηχανισμούς που υπόκει- νται της προσπάθειας για επαναφορά σε ισορροπία ή διατήρηση της κατάστασης ισορροπίας (6λ. Α&βδ & ΟείΓδΚβ, 1977. ΗβοΚΗβυδβη, 1991. \Λ/βίηβτ, 1985).
Η θεωρία της ισορροπίας του ΗβίάβΓ
Ο Ρπίζ Ηβΐάβτ, όπως και ο ΚιιγΙ Ι-β\νΐη, ήταν μορφολογικός ψυχολόγος, ο οποίος μετέφερε το μορφολογικό πλαίσιο ιδεών στην περιγραφή ίων διαπροσωπικών σχέσεων. Σύμφωνα με τη μορφολογική ψυχολογία, η αντίληψη είναι πάντα αντίληψη μορφών και στηρίζεται στη διάκριση μορφών που ξεχωρίζουν από το Βάθος. Ορισμένα αντιληπτικά σχήματα —αυτά που έχουν χαρακτηριστικά μορφής— είναι πιο σταθερά από άλλα. Αυτά τα σχήματα τα θυμόμαστε με ακρίβεια, ενώ τα σχήματα που δεν αποτελούν μορφές, η μνήμη τα τροποποιεί ώστε να αποκτήσουν χαρακτηριστικά μορφών. Οι αντιληπτικές μορφές φαίνεται να υπακούουν σε ορισμένες αρχές ή νόμους, όπως το κλείσιμο της μορφής, η εγγύτητα των στοιχείων της μορφής, η συμμετρία. Κατά τον Ηβίάβτ, οι αρχές αυτές διέπουν όχι μόνο την αντίληψη των μορφών στο εξωτερικό περιβάλλον αλλά και χη μνήμη ιστοριών και συμβάντων. Ισχορίες που δεν έχουν συνοχή, για παράδειγμα, είναι λιγόχερο καλές μορφές από χις ισχορίες με συνοχή. Έτσι, αν μια ανάμνηση δεν έχει αρκετή σύδεση μεταξύ των στοιχείων της, η μνήμη μας τείνει να συμπληρώνει τα στοιχεία που λείπουν, ώστε να αποκαθίσταται το συνδετήριο νήμα, ακόμη κι αν το νήμα αυτό δεν αντιστοιχεί στην πραγματική καχάσχαση ή εμπειρία. Παρόμοια προσπάθεια για ανχίληψη ολοκληρωμένων και ισορροπημένων μορφών μπορεί να διακρίνει κανείς και στην αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων. Αν κάποιος συμπαθεί κάποιον, τότε τείνουμε να πιστεύουμε ότι και το δεύτερο άτομο συμπαθεί το πρώτο, ακόμη κι αν τα πράγματα δεν είναι έτσι. Πόσοι ερωτευμένοι, αλήθεια, δεν τείνουν να πιστεύουν ότι αυτός ή αυτή που αγαπούν ανταποκρίνεται σιο αίσθημά τους! Και ποια απογοήτευση όταν αποδεικνύεται ότι η κατάσταση δεν είναι συμμετρική! Η θεωρία ισορροπίας του ΗβϊάβΓ, λοιπόν, αποσκοπεί να περιγράφει τις διαπροσωπικές σχέσεις με βάση την αρχή της συμμετρίας.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 151
Κατά τον ΗβίάβΓ (1946) η απλούστερη κοινωνική συνθήκη είναι αυτή που αφορά δύο άτομα. Οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων μπορούν να περιγράφουν ως «ένα άτομο Α (που μπορεί να αντιστοιχεί στον εαυτό μας ή σε οποιοδήποτε άλλο άτομο), ένα άλλο άτομο Β (με το οποίο υπάρχει κάποια σχέση του Α, φιλική ή εχθρική) και μια απρόσωπη οντότητα X». Τα άτομα μεταξύ τους, όπως είπαμε, έχουν ορισμένη σχέση, θετική ή αρνητική, ανάλογα με τα αισθήματα που τρέφουν μεταξύ τους. Το καθένα από τα άτομα όμως έχει και ορισμένη στάση ή άποψη (θετική ή αρνητική) για την οντότητα X. Άρα η απλούστερη κατάσταση που μπορεί να ισχύει στις σχέσεις δύο ανθρώπων είναι αυτή που δίνεται στο Σχήμα 14. Το άτομο Α έχει μια θετική ή αρνητική γνώμη για το Β. Αλλά τόσο ο Α όσο και ο Β έχουν ορισμένη άποψη για την οντότητα X. Η σχέση Α-Χ και η σχέση Β-Χ μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Με 6άση αυτή τη δυνατότητα διπολικής σχέσης διαμορφώνονται μια σειρά δυνατών καταστάσεων, όπως αυτές που φαίνονται στο Σχήμα 14.
Σχήμα 14. Ενδεικτικές περιπτώσεις ισόρροπων διαπροσωπικών σχέσεωνκατά ΗβίάβΓ.
Αν ο Α με τον Β έχουν θετική σχέση μεταξύ τους και ο καθένας από αυτούς έχει την ίδια σχέση προς το X —θετική ή αρνητική— με τον άλλο, τότε η κατάσταση αυτή είναι ισόρροπη. Το γινόμενο δηλαδή των πρόσημων είναι θετικό. Τότε, λοιπόν, υπάρχει ισορροπία στη σχέση του Α με τον Β και δεν ανακύπτει ανάγκη αλλαγής της όλης κατάστασης. Το ίδιο ισχύει και αν υπάρχει διαφορά γνώμης ως προς το X μεταξύ του Α και του Β αλλά
152 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ο Α δε συμπαθεί (ή διαφωνεί) με τον Β. Το γινόμενο είναι πάλι θετικό, άρα δε χρειάζεται καμιά αλλαγή στην όλη κατάσταση. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι είστε οπαδός του Ολυμπιακού και δε συμπαθείτε τον κύριο Ψ που είναι οπαδός του Παναθηναϊκού. Εσείς έχετε αρνητική γνώμη για τον Παναθηναϊκό ενώ ο Ψ έχει θεπκή. Σας επηρεάζει αυτό στη γνώμη σας είτε για τον Ψ είτε για τον Παναθηναϊκό; Όχι, βέβαια. Είναι φυσικό να μη συμφωνείτε μαζί του και να αρέσετε διαφορετικά πράγματα!
Τι γίνεται όμως αν ο Α συμπαθεί τον Β, και ο Α αρέσει το X ενώ ο Β όχι; Η κατάσταση αυτή εκπροσωπεί μια μη ισόρροπη συνθήκη, η οποία πιέζει για αλλαγή προς μια κατάσταση ισορροπίας. Δυνατές καταστάσεις ανισορροπίας στις διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί να δει κανείς στο Σχήμα 15. Το γινόμενο στις καταστάσεις αυτές είναι αρνητικό.
Σχήμα 15. Ενδεικτικές περιπτώσεις μη ισόρροπων διαπροσωπικών σχέσεωνκατά ΗβίάβΓ.
Μη ισορροπημένη σχέση παρατηρείται σε περιπτώσεις όπου ο Α συμπαθεί τον Β αλλά διαφέρουν οι γνώμες τους για το X. Επίσης, όταν ο Α αντιπαθεί τον Β αλλά συμφωνούν οι γνώμες τους για το X. Ιδιαίτερη ανισορροπία δημιουργούν οι καταστάσεις (1) και (2). Στην (3) και (4), επειδή κάποιος που αντιπαθεί ο Α έχει ίδια —θετική ή αρνητική— γνώμη με αυτόν ως προς τον X, δεν είναι σαφές αν θα χρειαστεί αλλαγή στη στάση του Α.
Η μη ισόρροπη κατάσταση μπορεί να μετατραπεί σε ισόρροπη αν αλλά
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 153
ξει κάποια από τις σχέσεις που ενυπάρχουν στο τρίγωνο, έτσι που το αρνητικό γινόμενο να γίνει θετικό. Μπορεί να αλλάξει η γνώμη του Α προς τον Β, η γνώμη του Α προς το X, ή η γνώμη του Β προς το X. Αν, για παράδειγμα, δε συμπαθείτε κάποιον αλλά αποδειχτεί ότι αυτός είναι οπαδός της ομάδας ποδοσφαίρου που υποστηρίζετε κι εσείς, τότε είναι δυνατό να αλλάξουν τα αισθήματά σας προς αυτόν. Αν, ανπστοίχως, έχετε θετικά αισθήματα προς κάποιον, κι αυτός έχει διαφορετική γνώμη από εσάς για την κλασική μουσική, τότε ίσως είναι πιο εύκολο να αλλάξετε τη γνώμη σας προς τη κλασική μουσική, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία στη σχέση. Μα αν εσείς έχετε πολύ ισχυρά αισθήματα προς την κλασική μουσική και δεν μπορείτε να τα αλλάξετε, τότε η ισορροπία μπορεί να αποκατασταθεί αν πειστεί ο Β να αλλάξει γνώμη για τη μουσική. Το πρόβλημα με τη θεωρία του ΗβΐάβΓ είναι ότι ενώ προβλέπει πίεση για αλλαγή στάσης σε μη ισόρροπες καταστάσεις, δεν μπορεί να προβλέψει την κατεύθυνση της αλλαγής. Δεν μπορεί να προβλέψει αν θα αλλάξει το άτομο προς την κατεύθυνση του άλλου ή προς την οντότητα X.
Παρόμοια με τον Ηβΐάβτ είναι η θεωρία του Νβννοοηιβ (1956) που αφορά την προσωπική έλξη κι επικοινωνία, δηλαδή το δεσμό ανάμεσα σε δύο άτομα και πώς αυτός ο δεσμός επηρεάζεται από τα συναισθήματα των δύο ατόμων προς κάποιο αντικείμενο X. 0 ΝβννοοπιΙ) πιστεύει ότι η πιο σημαντική μεταβλητή που επηρεάζει την έλξη ανάμεσα σε δύο άτομα είναι η ομοιότητα σπς στάσεις τους. Ο Νβννοοπιβ θεωρεί ότι αν δύο άνθρωποι έχουν μεταξύ τους αρνητικό δεσμό, τότε δεν υπάρχει καμιά πίεση για αλλαγή γνώμης τους για ο,τιδήποτε. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει κίνητρο για ισορροπία.
Διάφορες έρευνες που έγιναν στα πλαίσια της θεωρίας της ισορροπίας στις διαπροσωπικές σχέσεις έδειξαν ότι πραγματικά οι άνθρωποι τείνουν να αντιλαμβάνονται και να επιδιώκουν καταστάσεις ισορροπίας. Ενδεικτικά αναφέρονται οι έρευνες των Ι̂οιτάειη (1953) και ΜοΓΠδδβΚβ (1958). Ο <Ιογ- άβη παρουσίασε στα υποκείμενα της έρευνας περιγραφές ισόρροπων και μη ισόρροπων καταστάσεων και τους ζήτησε να τις εκτιμήσουν ως προς το πόσο ευχάριστες είναι. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ισόρροπες καταστάσεις κρίνονταν ως πιο ευχάριστες από τις μη ισόρροπες. Ο ΜοιτΐδδβΚβ ζήτησε από τα υποκείμενα να συμπληρώσουν το δεσμό (το + ή - ) που έλειπε από τριαδικές καταστάσεις στις οποίες δίνονταν οι υπόλοιποι δύο δεσμοί. Τα υποκείμενα έτειναν να δίνουν δεσμούς που οδηγούσαν σε ισόρροπες καταστάσεις παρά σε μη ισόρροπες.
Μια δεύτερη σειρά ερευνών που ξεκίνησε στα πλαίσια των θεωριών ισορροπίας αφορούσε την αλλαγή στάσης, όταν η κατάσταση δεν είναι ι
154 ΨΥΧΟΛΟΓΊΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σόρροπη. Οι ΒυπϋοΚ & Βυτηβδ (1958) έκαναν μια έρευνα στην οποία αρχικά δημιούργησαν στα υποκείμενα —φοιτητές πανεπιστημίου— μια θετική στάση απέναντι σε ένα άτομο. Επρόκειτο για έναν ομιλητή, ο οποίος έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία πάνω σε ένα θέμα. Αμέσως μετά την ομιλία μέτρησαν τη στάση των υποκειμένων τόσο απέναντι στον ομιλητή όσο και απέναντι στο θέμα που είχε αναπτύξει. Βρέθηκε ότι αυτοί που ανέπτυξαν θετική στάση απέναντι στον ομιλητή Βαθμολόγησαν θετικά και το αντικείμενο της ομιλίας, παρόλο που αυτό από τη φύση του δεν ήταν ιδιαίτερα θελκτικό. Στη συνέχεια, ο ίδιος ομιλητής έκανε μια δεύτερη ομιλία στο ίδιο ακροατήριο. Μόνο που τη φορά αυτή υποστήριξε θέσεις που εξόργισαν τους ακροατές του. Μετά την ομιλία αυτή δόθηκε πάλι σιά υποκείμενα το ερωτηματολόγιο για τη στάση τους απέναντι στον ομιλητή και στο αρχικό θέμα της ομιλίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι φοιτητές που είχαν Βαθμολογήσει την πρώτη φορά θετικά τον ομιλητή και την ομιλία του τώρα άλλαξαν τη γνώμη τους και προς τον ομιλητή αλλά και προς το θέμα της ομιλίας. Έτσι, το θέμα που αρχικά είχε κριθεί ευνοϊκά, τώρα κρίθηκε ως ανιαρό, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία που διαταράχθηκε από την αλλαγή της στάσης απέναντι στο άτομο. Μάλιστα η αλλαγή στάσης ήταν πιο έντονη στα άτομα με υψηλό κίνητρο δεσμού, διότι τα άτομα αυτά είναι πιο ευαίσθητα στη φιλία προς τα άλλα άτομα.
Αξίζει να αναφερθεί και μια τρίτη έρευνα, η οποία έγινε από τους δίβϊηβΓ & ΡβίβΓδ (1958) στα ίδια πλαίσια. Η έρευνα αυτή ακολούθησε το ίδιο σκεπτικό με την έρευνα των ΒιιπϋοΚ & Βυτηβδ, αλλά έδειξε την αδυναμία της θεωρίας της ισορροπίας να προΒλέψει τον τύπο αλλαγής στη στάση των ανθρώπων όταν διαταραχθεί η ισορροπία. Πιο συγκεκριμένα, ο πειραματιστής καλούσε ένα ένα τα υποκείμενα σε μια εξέταση. Προτού όμως περάσει το υποκείμενο σιο γραφείο του εξεταστή, έπρεπε να περιμένει ορισμένο χρονικό διάστημα στον προθάλαμο του γραφείου. Εκεί Βρισκόταν ένας έμπιστος του πειραματιστή, ο οποίος, χωρίς το αληθινό υποκείμενο να το γνωρίζει, προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Δηλαδή ο στόχος ήταν να αναπτυχθεί θετικός δεσμός μεταξύ του υποκειμένου και του εμπίστου. Κατόπιν και το υποκείμενο και ο έμπιστος εισέρχονταν στο γραφείο του εξεταστή για τις εξετάσεις. Στη διάρκεια των εξετάσεων, ο έμπιστος έκανε επίτηδες σφάλματα στις απαντήσεις ή και εξοργιστικές ενέργειες, όπως να πετάγεται πρώτος να απαντήσει. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Οι πειραματιστές κατέγραφαν την αντίδραση των υποκειμένων απέναντι σπς λανθασμένες απαντήσεις του εμπίστου σε μια σειρά δοκιμών. Τα υποκείμενα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, ανάλογα με το πόσο «συμμορφώνονταν» (δέχονταν) με τις λανθασμένες απαντήσεις του εμπί
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 155
στου. Στο τέλος ίου πειράματος όλα τα υποκείμενα απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο για τη στάση τους απέναντι στον έμπιστο. Η ομάδα των συμ- μορφούμενων —αυτών δηλαδή που δέχονταν τις λανθασμένες απαντήσεις του εμπίστου— παρά τις ενοχλητικές ενέργειές του, στο πέρας του πειράματος εξακολουθούσαν να έχουν θετική στάση προς αυτόν. Αντιθέτως, οι μη συμμορφούμενοι —αυτοί που δε δέχονταν τις λανθασμένες απαντήσεις— άλλαξαν στάση και απέρριπταν τον έμπιστο, δηλαδή ανέπτυξαν αρνητικό δεσμό προς αυτόν. Αυτό αποδόθηκε στο ότι έπρεπε να διατηρηθεί η ισορροπία, η οποία είχε διαταραχθεί από τις ενέργειες του εμπίστου. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι η συμπεριφορά που αναπτύσσεται είτε για να διατηρηθεί ο θετικός δεσμός είτε για αποκατασταθεί η ισορροπία, όταν αλλάξει ο δεσμός προς τον άλλο, δεν είναι ενιαία. Άλλος άλλαζε τη γνώμη του για την απάντηση του εμπίστου: «τελικά δεν είναι τόσο λάθος». Άλλος άλλαζε τη γνώμη του για τον έμπιστο: «Μα τι βλάκας είναι αυτός!». Άλλος δικαιολογούσε τον έμπιστο: «Η απάντηση ήταν λανθασμένη αλλά εννοούσε κάτι άλλο». Άλλος μείωνε τη σημασία του λάθους: «Ε, και τι έγινε που είναι λάθος;». Άλλος προσπαθούσε να βοηθήσει τον έμπιστο: «Σκέψου και μια άλλη απάντηση!». Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε ένας ενιαίος τρόπος αντίδρασης στην προσπάθεια αποκατάστασης της ισορροπίας. Μάλιστα, υπάρχουν και άλλες δυνατές αντιδράσεις, όπως το να πάψει κανείς να α- σχολείται με το θέμα ή να διατηρήσει το δεσμό ανέπαφο, τονίζοντας τη σημασία άλλων απόψεων της σχέσης με τον άλλο. Αυτό υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν στάση εύκολα ούτε με βάση μεμονωμένες εμπειρίες μόνο, μια και στην καθημερινή ζωή οι σχέσεις μας με τους άλλους έχουν και ποικιλία απόψεων αλλά και έντασης. Άλλα θέματα τα θεωρούμε σημαντικά και η παραβίασή τους μπορεί να είναι κρίσιμη για την αλλαγή της στάσης μας απέναντι στον άλλο, ενώ άλλα μη σημαντικά, οπότε η σημασία της απόκλισης από αυτά να μην έχει επίπτωση στη στάση μας προς αυτόν. Προβλήματα αυτού του τύπου προσπάθησαν να λύσουν με τη θεωρία τους οι Οδ9όοά και Τειηηβηβειιιπι, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η θεωρία της συμφωνίας των Οδ9θοεΙ & ΤβηηβιΛΒίιιη
Οι 0 $9θθά και Τειηηβη&ειιιπι (1955) διατύπωσαν την υπόθεση ότι από γνωστική άποψη είναι πιο αποτελεσματικό να αξιολογεί κανείς σχετικές μεταξύ τους έννοιες με όμοιο τρόπο. Αν, π.χ., ένα άτομο Α έχει τη γνώμη Β, τότε είναι ευκολότερο να έχει κανείς την ίδια γνώμη για τον Α και το Β παρά διαφορετική. Επομένως, οι εκτιμήσεις για τον Α και το Β θα τείνουν
156 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
να συγκλίνουν. Αυτή είναι η αρχή της συμφωνίας. Για παράδειγμα, έχετε μια καλή γνώμη για ένα άτομο που είναι ευγενικό, όμορφο, και ευχάριστο. Το άτομο αυτό έχει ορισμένες ιδέες για τα πολιτικά κόμματα, τις αθλητικές ομάδες, τη μουσική, κ.α. Εσείς έχετε, επίσης, ιδέες θετικές ή αρνητικές για τα θέματα αυτά. Πάρτε τώρα το ενδεχόμενο να μη γνωρίζετε πς απόψεις του ατόμου που συμπαθείτε σχετικά με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Τι θα περιμένετε: να έχει ιδέες σαν τις δικές σας, ευχάριστες σε σας, ή αντίθετες; Η θεωρία προβλέπει ότι περιμένουμε να έχει ιδέες ευχάριστες προς εμάς, όπως προβλέπουν και οι θεωρίες ισορροπίας.
Η διαφορά της θεωρίας αυτής είναι ότι δέχεται πως οι απόψεις των ανθρώπων για τους άλλους ανθρώπους ή τα πράγματα δεν είναι διπολικές — θετικές ή αρνητικές—, αλλά ότι μπορούν να έχουν διαφορετική ένταση. Για ορισμένα άτομα ή θέματα έχουμε ισχυρές απόψεις και για άλλα λιγότε- ρο ισχυρές. Άρα η υποκειμενική σημασία των πραγμάτων, η στάση μας απέναντι σε αυτά, μπορεί να κυμαίνεται από απόλυτα θετική, σε λιγότερο θετική, σε ουδέτερη, ή σε μειρίως αρνητική μέχρι πολύ αρνητική. Η θεωρία προβλέπει ότι τείνουμε να συνδέουμε τα πρόσωπα με θέματα που έχουν παρόμοια αξία, θετική ή αρνητική. Τα άτομα που συμπαθούμε περιμένουμε ότι έχουν και ιδέες θετικές. Τα άτομα που αντιπαθούμε περιμένουμε ότι έχουν ιδέες αρνητικές. Αν αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα η προσδοκία μας αυτή δεν επιβεβαιώνεται πλήρως, δηλαδή υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στο άτομο και στις ιδέες του —όπως εμείς τις κρίνουμε αυτές— τότε υπάρχει πίεση για αλλαγή στάσης μας προς το πρόσωπο ή τις ιδέες που υποστηρίζει. Η στάση μας θα αλλάξει προς το πρόσωπο ή το θέμα, ανάλογα με την ένταση της στάσης μας προς το πρώτο ή το δεύτερο. Όσο πιο έντονη είναι η στάση μας προς κάτι, τόσο πιο δύσκολα αλλάζει. Όσο περισσότερο η στάση μας πλησιάζει προς το ουδέτερο, τόσο πιο εύκολα μετακινείται προς την κατεύθυνση της πιο ισχυρής άποψης.
Ειδικότερα, οι συγγραφείς μετρούν τη στάση των ατόμων χρησιμοποιώντας τη σημασιολογική διαφοροποίηση, μια τεχνική που βασίζεται σε εκτιμήσεις του ατόμου για ένα θέμα ή ένα άλλο άτομο. Η σημασιολογική διαφοροποίηση γίνεται με τη χρήση μιας κλίμακας επτά σημείων, όπως αυτή στο Σχήμα 16.
Το υποκείμενο παίρνει έναν κατάλογο ανθρώπων και θεμάτων και τα κλιμακώνει χωριστά πάνω στην αξιολογική κλίμακα. Π.χ. πολιτικός Α (+2), περικοπή δαπανών στον προϋπολογισμό (-1). Κατόπιν δίνεται στο υποκείμενο ένα κείμενο όπου ο πολιτικός Α φέρεται να υποστηρίζει την περικοπή των δαπανών. Αυτή η μη σύμφωνη κατάσταση ανάμεσα στο άτομο και σπς ιδέες του στο συγκεκριμένο θέμα δημιουργεί πίεση για αλλαγή της γνωστι-
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 157
Καλός I__________ I__________ I__________ I__________ I_________ I------------ ] Κακός+3 +2 +1 Ο - 1 - 2 - 3
Σχήμα 16. Παράδειγμα χρήσης της κλίμακας σημασιολογικής διαφοροποίησης των 05900ά & Τδηηβηβεαιιτι.
κής κατάστασης στον σκεπτόμενο. Το άτομο αρχίζει να μετακινεί τις αξιολογήσεις του ώστε να πλησιάσρυν μεταξύ τους. Έτσι, οι τελικές αξιολογήσεις για το άτομο και τις ιδέες του Βρίσκονται σε σημεία ανάμεσα στις αρχικές θέσεις λόγω συμβιβασμού (θεωρία του συμβιβασμού). Στο παραπάνω παράδειγμα, το σημείο συμβιβασμού θα είναι το αλγεβρικό άθροισμα των δύο τιμών: +2 + (-1) = +1. Δηλαδή θα μειωθεί η εκτίμησή μας προς το άτομο και θα αυξηθεί η εκτίμησή μας προς το θέμα.
Αυτή η πρόβλεψη όμως οδηγεί σε ένα παράδοξο, κυρίως στην περίπτωση που το άτομο και η ιδέα ή το αντικείμενο υπό κρίση βρίσκονται προς την ίδια κατεύθυνση της κλίμακας. Παραδείγματος χάρη, ο αγαπημένος μας ηθοποιός (+3) είναι οπαδός της τάδε ομάδας ποδοσφαίρου, για την οποία εμείς έχουμε εκτίμηση +1. Η αρχή του συμβιβασμού προβλέπει ότι θα υπάρξει μετακίνηση των δύο τιμών προς το κέντρο, δηλαδή θα μειωθεί λίγο η εκτίμησή μας προς τον ηθοποιό και θα αυξηθεί προς την ομάδα του ποδοσφαίρου. Όμως στην πραγματικότητα, μπορεί να μην παρατηρηθεί καμία μετακίνηση από τη γνώμη μας προς τον ηθοποιό και να υπάρξει αλλαγή μόνο προς την ομάδα του ποδοσφαίρου, γιατί η σπουδαιότητα των δύο θεμάτων δεν είναι ίδιας σημασίας. Με άλλα λόγια, η συμπάθεια προς τον ηθοποιό είναι πολύ πιο ισχυρή — και για πολλούς και διάφορους λόγους—, πράγμρ που κάνει δύσκολο να αλλάξουμε γνώμη για αυτόν λόγω ασυμφωνίας προς ένα δευτερεύον θέμα.
Η πιο σημαντική αρχή που συνοψίζει τις εξισώσεις των 0 $9θθά και ΤδηηβηΗειυηι είναι αυτή που ορίζει ότι τα λιγότερο ακραία στοιχεία μετακινούνται περισσότερο. Στην κλίμακα διαφοροποίησης τα ακραία σημεία είναι το +3 και -3. Το στοιχείο που βρίσκεται κοντύτερα στο ουδέτερο σημείο (0) κινείται μακρύτερα προς το άκρο απ’ ό,τι το ακραίο σημείο προς το κέντρο. Αυτή την αρχή γνωρίζουν οι υπεύθυνοι, λόγου χάρη, των πολιτικών κομμάτων, οι οποίοι επιδιώκουν να κρατούν φανατισμένους τους οπαδούς τους, διότι έτσι τους κρατούν εγκλωβισμένους στο κόμμα. Η προεκλογική στρατηγική των κομμάτων, επίσης, περιλαμβάνει ως στόχο της την πειθώ
158 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
των πολιτικά μετριοπαθών ή ουδέτερων ατόμων, χρησιμοποιώντας θέματα προσφιλή προς αυτούς, διότι αυτοί αποτελούν τη μετακινούμενη μάζα που καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα.
Μία άλλη αρχή της θεωρίας είναι αυτή που αφορά το απίστευτο. Ας υποθέσουμε ότι διαβάζει κάποιος ότι ο πρωθυπουργός (+3) σκοπεύει να τετραπλασιάσει το φόρο εισοδήματος (-3). Επειδή αυτό είναι το αντίθετο με εκείνο που θα έκανε οποιοσδήποτε πολιτικός που θέλει να επανεκλεγεί — και σίγουρα δε θα το έκανε ο πρωθυπουργός που συμπαθούμε! — ο πολίτης δε μειώνει τη γνώμη του για τον πρωθυπουργό και ούτε αλλάζει τη γνώμη του για τους φόρους. Έτσι, όσο πιο μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στο άτομο και στη γνώμη που αποδίδεται σε αυτό, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να μη γίνει πιστευτή η κατάσταση ασυμφωνίας, πράγμα που περιορίζει την αλλαγή στάσης.
Μία άλλη απόρροια της θεωρίας είναι αυτή που αφορά τη μεταβολή των στάσεων απέναντι στην πηγή μιας πρότασης. Η πρόβλεψη είναι ότι η στάση ενός ατόμου απέναντι στην πηγή μιας ιδέας ή πρότασης —απέναντι δηλαδή στο άτομο — δεν αλλάζει τόσο εύκολα όσο απέναντι στο αντικείμενο της πρότασης. Για παράδειγμα, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης προτείνει μια ιδέα για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Η στάση- μας, εφόσον είμαστε οπαδοί του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, μπορεί να γίνει πιο θετική προς την ιδέα αλλά όχι αναγκαστικά προς το άτομο που τη διατύπωσε.
Η θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας
Μια τρίτη θεωρία που διατυπώθηκε στα πλαίσια της γνωστικής συνέπειας και της αλλαγής στάσεων είναι η θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας. Τη θεωρία αυτή τη διατύπωσε ο ίβοη ΡβδΰηοβΓ (1957), ο οποίος ήταν μαθητής του Ι-βινίη. Οι βασικές αρχές της θεωρίας της γνωστικής δυσαρμονίας είναι απλές. Γνωστική ασυμφωνία ή δυσαρμονία δημιουργείται όταν ένα άτομο συντηρεί δύο ασυνεπείς μεταξύ τους γνώσεις. Η γνωστική δυσαρμονία είναι μια απωθητική κατάσταση και χρειάζεται να περιοριστεί, έτσι που το άτομο να επανέλθει σε κατάσταση γνωστικής συνέπειας κι αρμονίας. Υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι περιορισμού της σύγκρουσης: Πρώτον, αλλάζοντας ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της μη αρμονικής σχέσης. Δεύτερον, προσθέτοντας νέα στοιχεία στα δεδομένα. Τα στοιχεία αυτά είναι δυνατό να υποστηρίζουν τη μια από τις δύο αντίθετες απόψεις, οπότε διευκολύνεται η απόφαση προς τη μια πλευρά των ασυνεπών μεταξύ τους γνώσεων. Τρίτον,
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 159
μειώνοντας τη σημασία των στοιχείων που δημιουργούν τη δυσαρμονία. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η ένταση της γνωστικής σύγκρουσης και, ανπσιοί- χως, το κίνητρο για αλλαγή των υπαρχουσών ιδεών.
Παράδειγμα γνωστικής ασυνέπειας μπορεί να θεωρηθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι καπνιστές, οι οποίοι, από τη μια, θέλουν να συ- νεχίσουν τη «θελκτική» για αυτούς συνήθεια και, από την άλλη, βρίσκονται συνεχώς εκτεθειμένοι σε πληροφορίες του περιβάλλοντος σχετικά με τις βλάβες που προκαλεί το κάπνισμα. Πώς μπορούν να μειώσουν τη δυσαρμονία που δημιουργείται από αυτή την κατάσταση γνωστικής σύγκρουσης; Μπορούν να αλλάξουν στοιχεία της κατάστασης, δηλαδή να κόψουν ή να μειώσουν το κάπνισμα, οπότε παύει ο λόγος της γνωστικής δυσαρμονίας. Αυτό όμως είναι και το δύσκολο μέρος της υπόθεσης. Άρα, η δυσαρμονία παραμένει. Μπορούν τότε να προσθέσουν νέα στοιχεία στα δεδομένα των σχετικών γνώσεων, έτσι που να γείρει η πλάστιγγα προς τη μια από τις δύο πλευρές. Μπορούν να προσθέσουν πληροφορίες που να τονίζουν τις βλάβες από το τσιγάρο, οπότε θα επιδιώξουν το κόψιμο του καπνίσματος, ή πληροφορίες που να μειώνουν τις συνέπειες του καπνίσματος. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώνουν πληροφορίες που να δείχνουν ότι το κάπνισμα δε βλάπτει. Λόγου χάρη: ο τάδε, ο τάδε, ... , όλοι οι γνωστοί μου καπνίζουν χρόνια και δεν έπαθαν τίποτε. Άρα το κάπνισμα δε βλάπτει τόσο όσο λένε, και μπορώ να συνεχίσω να καπνίζω. Αυτό το μηχανισμό προσπαθούν να ενισχύσουν οι εταιρείες καπνού, όταν ανακοινώνουν δεδομένα από δικές τους έρευνες, τα οποία αμφισβητούν ή αντικρούουν τα δεδομένα των ερευνών που βρίσκουν συσχετίσεις του καπνίσματος με βλάβες στην υγεία. Η τρίτη δυνατότητα είναι να μεταβάλουν τη σπουδαιότητα των στοιχείων της σύγκρουσης. Αρχίζουν να τονίζουν τα αντισταθμιστικά οφέλη που προσφέρει το κάπνισμα —ότι σου φέρνει ευχαρίστηση, σε χαλαρώνει, σε κάνει πιο ελκυστικό/ή, κ.ο.κ. Άρα το κάπνισμα δεν είναι τόσο κακό όσο το παρουσιάζουν, ... Μια άλλη στρατηγική είναι να αμφισβητούνται τα ιατρικά δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις του καπνίσματος, οπότε πάλι μειώνεται η σημασία της ασυνέπειας ανάμεσα σιο «καλό» και «κακό» του καπνίσματος.
Η ένταση της δυσαρμονίας που αισθάνεται το άτομο δεν είναι όμοια σε όλες τις καταστάσεις γνωστικής ασυνέπειας. Άλλες συγκρούσεις είναι έντονες και υποχρεώνουν το άτομο σε ενέργειες περιορισμού της ασυμφωνίας, ενώ άλλες είναι λιγότερο ισχυρές, και το άτομο μπορεί να συντηρεί τη σχετική ασυμφωνία χωρίς μεγάλο πρόβλημα. Η ένταση της δυσαρμονίας είναι συνάρτηση α) της σπουδαιότητας των γνώσεων που εμπλέκονται στη σύγκρουση και β) του αριθμού των γνώσεων που συγκρούονται στη
160 ΨΥΧΟΛΟΓΊΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
δεδομένη περίπτωση δυσαρμονίας. Με άλλα λόγια, αν κάποιος καπνίζει και δε διαβάζει τα επιστημονικά άρθρα που αφορούν τις βλάβες του καπνίσματος ή μόνο περισιασιακά ακούει για αυτές, δε βιώνει τόσο έντονη σύγκρουση, οπότε και η πίεση για αλλαγή είναι πολύ μικρή. Αν, ανπθέτως, βρίσκεται συνεχώς εκτεθειμένος σε ποικιλία πληροφοριών και δεδομένων σχετικά με τις επιπτώσεις του τσιγάρου στην υγεία, τότε η δημιουργούμενη σύγκρουση είναι και πιο έντονη και συνεχής, διότι το άτομο πρέπει συνεχώς να βρίσκει μηχανισμούς μείωσής της. Αυτός είναι ο λόγος που η αντι- καπνιστική εκστρατεία άρχισε να αποδίδει μόνο όταν γινόταν μέσα από ποικιλία μέσων, και όχι μόνο στην ταμπέλα στο πακέτο; με τα μικρά γράμματα: «ίο κάπνισμα Βλάπτει στην υγεία».
Περιστάσεις όπου μπορεί να διακρίνει κανείς τη δημιουργία γνωστικής δυσαρμονίας είναι οι παρακάτω: Πρώτον, οι συγκρούσεις μετά τη λήψη κάποιος απόφασης. Η γνωστική δυσαρμονία είναι δυνατό να ακολουθεί μίαν απόφαση, εφόσον οι θετικές και αρνητικές εναλλακτικές δυνατότητες πριν την απόφαση συγκρούονταν. Για να λυθεί μια τέτοιου είδους σύγκρουση πρέπει να αυξηθεί η ελκυσπκότητα της επιλεγμένης εναλλακτικής λύσης. Έτσι, δικαιολογείται επαρκώς η απόφαση που ελήφθη. Χαρακτηριστική είναι η έρευνα του ΒΓβΗπι (1956) με φοιτήτριες, στις οποίες πρθ- σφέρθηκε επιλογή ανάμεσα σε διάφορες οικιακές συσκευές. Πριν την επιλογή, οι κοπέλες είχαν εκτιμήσει την ελκυσπκότητα οκτώ διαφορετικών οικιακών συσκευών. Στη συνέχεια, στη μια ομάδα φοιτητριών δόθηκε η δυνατότητα να διαλέξουν μια συσκευή από αυτές που είχαν εκτιμήσει ως ίσης ελκυσηκότητας. Σε μια δεύτερη ομάδα η επιλογή ήταν ανάμεσα σε δύο συσκευές διαφορετικής ελκυσηκότητας, όπου η μία ήταν προτιμότερη από την άλλη. Η πρώτη συνθήκη αντιπροσώπευε κατάσταση υψηλής ασυμφωνίας, ενώ η δεύτερη χαμηλής, αφού η διαφορά στην προτίμηση ήταν σαφής και η επιλογή ήταν αρκετά δικαιολογημένη. Αργότερα ζητήθηκε από τα υποκείμενα να εκτιμήσουν την ελκυσπκότητα και των οκτώ συσκευών που είχαν αξιολογήσει αρχικά. Βρέθηκε ότι τα υποκείμενα της πρώτης ομάδας —της υψηλής ασυμφωνίας— άλλαξαν τις αξιολογήσεις τους περισσότερο απ’ ό,τι τα υποκείμενα της δεύτερης ομάδας. Κι αυτό διότι έπρεπε να δικαιολογηθεί η απόφαση που είχε ήδη ληφθεί υπέρ της μιας συσκευής έναντι της άλλης, άρα «έπρεπε» να διαθέτει περισσότερα θετικά στοιχεία έναντι αυτής που είχε απορριφθεί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να παρατηρηθεί το αντίθετο φαινόμενο, το φαινόμενο της μετάνοιας. Στην περίπτωση αυτή μειώνουμε την αξία του επιλεγμένου στοιχείου και αυξάνουμε τη θελκτικότητα του μη επι- λεγμένου. Κατά τον ΡβδίΐηςβΓ (1964), η διαδικασία αυτή παρατηρείται σε ά-
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 161
χομα που έχουν χαμηλή αντοχή στην ασυνέπεια, οπότε προσπαθούν να μειώσουν ιη σύγκρουση «ακυρώνοντας» την απόφαση που έχει ήδη ληφθεί.
Μια δεύτερη περίπτωση γνωστικής δυσαρμονίας είναι αυτή που παρα- τηρείται σε καταστάσεις επιβεβλημένης σύμπλευσης. Πρόκειται για μια πολύ ειδική συνθήκη, όπου το άτομο αναγκάζεται να συμπλεύσει με κάποι- ον/οιους χωρίς να έχει επαρκείς λόγους για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης. Αν υπάρξει εμφανής εξωτερική πίεση για τη σύμπλευση, ή μια αμοιβή για αυτό, τότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει γνωστική σύγκρουση. Ο λόγος της απόφασης είναι καθαρά εκτός του ατόμου, οπότε δεν υπάρχει λόγος για εξέταση αντίθετων εναλλακτικών δυνατοτήτων, για σύγκριση και επαναξιολόγηση των πραγμάτων. Αν όμως κάποιος συμπλεύσει με κάτι χωρίς εμφανή εξωτερική αιτία, τότε ανακύπτει ανάγκη δικαιολόγησης της απόφασης. Τότε έχουμε περίπτωση δυσαρμονίας, η οποία είναι τόσο εντονότερη όσο πιο πολύ απέχει η ενέργεια σύμπλευσης από αυτό που το άτομο θα έκανε υπό συνθήκες κανονικές. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, να είστε ένθερμος οπαδός των κινημάτων ειρήνης, και να βρεθείτε να συμμετέχετε, και μάλιστα με τη θέλησή σας, σε μια φιλοπολεμική πορεία! Πώς μπορείτε να το δικαιολογήσετε αυτό;
Οι Ρβδΰη9βΓ και ΟβΗδηηΐίΗ (1959) έκαναν μια έρευνα για να μελετήσουν ακριβώς αυτό το είδος σύγκρουσης. Έδωσαν σε υποκείμενα μια σειρά από πολύ βαρετά έργα και στη συνέχεια τους ζήτησαν να πουν σε άλλα υποκείμενα ότι επρόκειτο για πάρα πολύ ενδιαφέροντα έργα. Μια από τις ομάδες των υποκειμένων πήρε αμοιβή 1 δολλάριο για να το πουν αυτό στους άλλους. Η δεύτερη ομάδα υποκειμένων πληρώθηκε 20 δολλάρια. Μετά το πέρας αυτής της διαδικασίας, ζητήθηκε από τα υποκείμενα των δύο ομάδων να βαθμολογήσουν τα έργα ως προς το ενδιαφέρον που είχαν. Όπως προβλεπόταν, τα υποκείμενα της πρώτης ομάδας, που δεν είχαν πάρει επαρκή αμοιβή για το «ψέμμα» που είχαν πει, έδωσαν υψηλότερες τιμές ενδιαφέροντος για τα έργα απ’ ό,τι τα υποκείμενα της δεύτερης ομάδας. Τα υποκείμενα αυτά απέδωσαν τη συμπεριφορά ανακολουθίας τους στην εξωτερική αμοιβή. Έτσι, δεν είχαν γνωσηκή δυσαρμονία και κράτησαν ανέπαφη την αρχική τους εκτίμηση των έργων.
Την ουσία των σχετικών ερευνών συνόψισε ο Ρβείΐηοβτ ως εξής: φτάνουμε να αγαπούμε αυτό για το οποίο έχουμε υποφέρει. Αυτό βέβαια είναι αληθινό μόνο αν έχουμε διαλέξει, σε ορισμένο βαθμό, να υποφέρουμε.
°Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή κάποιος πρέπει να υποστηρίζει μια ιδέα αντίθετη προς τη στάση του, ανακαλεί από τη μνήμη του επιλεκτικά εμπειρίες που είναι δυνατό να υποστηρίξουν τη νέα θέση κι έτσι εφευρίσκει υποστηρικτικά επιχειρήματα. Αν αλλάξει κανείς στάση λόγω της αμοιβής
162 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
που του δίνεται, τότε έχουμε την επίδραση του εξωτερικού κινήτρου. Αν αλλάξει λόγω μικρής αμοιβής, τότε έχουμε την επίδραση δυσαρμονίας. Ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο για την εκδήλωση δυσαρμονίας είναι η δέσμευση προς το αναληθές. Και η δέσμευση αυτή είναι μεγαλύτερη όταν αφορά δημόσια έκθεση του ατόμου. Με άλλα λόγια, δυσαρμονία γεννιέται όταν η περίσταση απαιτεί προσωπική δέσμευση του ατόμου ενώπιον άλλων —λόγου χάρη, να πει την αλήθεια—, ενώ δεν εμφανίζεται όταν το άτομο μπορεί να πει κάτι αντίθετο από αυτό που πιστεύει χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι, δηλαδή όταν ενεργεί ανώνυμα.
Ο ΖΐτηΙ)3Γάο (1969) παρουσίασε μια σειρά πειραματικών ερευνών που δείχνουν ότι η διαδικασία περιορισμού της γνωστικής δυσαρμονίας μπορεί να οδηγήσει και σε αλλαγή της εκτίμησης φυσιολογικών αναγκών του ατόμου. Παράδειγμα, το αίσθημα της δίψας που βιώνει κάποιος. Σε μια έρευνα του Μβηδδοη (1969), τα υποκείμενα είχαν οδηγηθεί σε κατάσταση μεγάλης δίψας, μέσω συγκεκριμένων τροφών που έφαγαν. Μετά, μία ομάδα από αυτά οδηγήθηκε σε κατάσταση γνωστικής δυσαρμονίας μέσω εκούσιας συμμετοχής τους σε έρευνα για τη δίψα (δηλαδή να μην πιουν νερό για 24 ώρες). Η δυσαρμονία προέκυπτε από το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είχαν διαλέξει να συμμετάσχουν στην έρευνα χωρίς επαρκή εξωτερική αιτία, ας πούμε, αμοιβή. Τα υποκείμενα αυτά παρουσίαζαν χαμηλότερες εκτιμήσεις ως προς τη δίψα που είχαν, έπιναν λιγότερο νερό, αντιλαμβάνονταν λιγότερες λέξεις με περιεχόμενο σχετικό με τη δίψα σε σχετικό μνημονικό έργο, κ.ο.κ., απ’ ό,τι υποκείμενα που είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στην έρευνα για τη δίψα. Το ίδιο βρέθηκε ως προς το φόβο σε άλλη έρευνα. Οι έρευνες αυτές δείχνουν τη σημασία που έχουν για τη συμπεριφορά και τα εσωτερικά αισθήματα οι σκέψεις που διαμεσολαβούν ανάμεσα στα αρχικά ερεθίσματα και στην εμπειρία που συνδέεται με αυτά. Με άλλα λόγια, τα αισθήματα δεν είναι άμεση αντανάκλαση των εξωτερικών ερεθισμών, όπως θα προ- έβλεπε η ψυχοφυσική ή η συνειρμική ερμηνεία των ψυχολογικών αντιδράσεων, που συνδέει τα αισθήματα με την ένταση της ορμής. Τα αισθήματα τροποποιούνται και διαμορφώνονται από μια συνεκτίμηση πολλών παραγόντων, ένας από τους οποίους είναι η ύπαρξη γνωστικής δυσαρμονίας.
Ένα άλλο θέμα που συζητά ο ΡβδίΐηςβΓ είναι αυτό που αφορά την έκθεση σε πληροφορίες. Όταν κάποιος ακούσει κάτι που να απέχει από τη δική του γνώμη, τότε μπορεί να περιορίσει την ασυμφωνία είτε ψάχνοντας για νέες πληροφορίες που να περιορίζουν τη σύγκρουση είτε αποφεύγο- ντας τις νέες ασύμφωνες πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι σύμφωνες με τη δική του γνώμη ή αντίθετες προς αυτήν. Αυτό που συμβαίνει συχνά είναι ότι το άτομο διαλέγει να λάβει υπόψη του υποστηρι-
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ 163
κπκές πληροφορίες που είναι δύσκολο να καταρριφθούν και αρνητικές πληροφορίες που είναι εύκολο να καταρριφθούν. Εξαίρεση παρατηρείται όταν κανείς δεχτεί ένα πολύ μεγάλο ποσό ασύμφωνων πληροφοριών. Όταν οι ασύμφωνες πληροφορίες είναι υπερβολικά φορτικές, τότε το άτομο βρίσκει ευκολότερο να ψάξει για ένα μικρό πρόσθετο ποσό ασύμφωνων πληροφοριών ώστε να αλλάξει τη στάση του, παρά να τη διατηρήσει και να βρίσκεται σε σύγκρουση. Σκεφτείτε την περίπτωση του οπαδού ενός κόμματος, ο οποίος διαβάζει στις εφημερίδες για οικονομικά σκάνδαλα που συνδέονται με το κόμμα του. Τι θα κάνει; Στην αρχή θα επιδιώκει να βρει μαρτυρίες που ανπκρούουν την κατηγορία και θα κλείνει τα αυτιά στις αντίθετες μαρτυρίες, ως καθαρά αντιπολιτευτικές. Αν όμως οι πληροφορίες πληθύνονται και δεν μπορούν να αγνοηθούν, τότε το άτομο πρέπει να αναπτύξει την άμυνά του. Ψάχνει για επιχειρήματα που υποστηρίζουν το κόμμα του και δύσκολα μπορούν να καταρριφθούν ενώ ταυτοχρόνως συγκεντρώνει από τα επιχειρήματα των αντιπάλων εκείνα που μπορούν εύκολα να καταρριφθούν ως μη ισχυρά. Αν τελικά βρεθεί αντιμέτωπος με πληροφορίες αδιάσειστες, τότε αναγκάζεται να δει και την άλλη πλευρά, και ίσως πειστεί, αν συγκεντρώσει πρόσθετα επιχειρήματα σχετικά με την άλλη άποψη. Αυτό μπορεί να το κάνει αλλάζοντας, λόγου χάρη, την εφημερίδα που διάβαζε ή συζητώντας με άτομα που υποστηρίζουν την αντίθετη με αυτόν άποψη. Βεβαίως, μπορεί να συνεχίσει να αρνείται τις αντίθετες μαρτυρίες, αν η σύγκρουση είναι τόσο επώδυνη που δεν επιτρέπει με κανένα τρόπο μετακίνηση από την αρχική θέση. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε άτομα που ανήκουν σε κάποια ομάδα και βρίσκονται σε στενή επαφή μαζί της κατά τη φάση της γνωστικής σύγκρουσης.
Πραγματικά, στην περίπτωση ομάδων ατόμων με κοινή πίστη σε κάτι, η γνωστική δυσαρμονία είναι δυνατό να περιορισθεί μέσω της αλληλεπίδρασης με άλλα μέλη της ομάδας. Συχνά, για να περιορίσει κανείς τη γνωστική του σύγκρουση επικαλείται τις γνώμες άλλων ατόμων που έχουν την ίδια στάση με αυτόν και μειώνει την αξιοπιστία ατόμων που έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν, λοιπόν, το άτομο που ανήκει σε μια ομάδα βρεθεί αντιμέτωπο με τη διάψευση μιας προσδοκίας ή πρόβλεψης που έκανε η ομάδα του (διάψευση της προφητείας), τότε αλλάζει γνώμη για το θέμα που διαψεύ- στηκε, αν το άτομο είναι μόνο του και κάνει εκτίμηση των μαρτυριών. Παραμένει όμως υποστηρικτής της διαψευσμένης ιδέας, αν στη φάση της διάψευσης βρίσκεται μαζί με τους άλλους. Τότε γίνεται ακόμη πιο ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας, όσο παράλογο κι αν φαίνεται αυτό. Φαίνεται πως η δέσμευση προς την ιδέα, επειδή είναι παρόντες οι άλλοι που μοιράζονται την ίδια πίστη, είναι τόσο ισχυρή, που οποιαδήποτε μετακίνηση από
164 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
αυτήν θα δημιουργούσε τρομερή ασυμφωνία. Την ασυμφωνία αυτή αποφεύγουν τα μέλη της ομάδας εφευρίσκοντας πρόσθετα επιχειρήματα υπέρ των ιδεών τους, ώστε να μειώνεται η σπουδαιότητα των αντίθετων πληροφοριών. Η ένταση της αντίδρασης είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ισχυρή είναι η ματαίωση που εβίωσαν.
Σύνοψη
Από την παρουσίαση των θεωριών γνωστικής συνέπειας μπορεί να συ- μπεράνει κανείς πως όταν δύο γνώμες ή μία γνώμη και μία πράξη είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους, τότε το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση δυσαρμονίας. Η δυσαρμονία μπορεί να περιοριστεί αν αλλάξει κανείς τη γνώμη του, αν αλλάξει τη δράση του, αν ζητήσει υποστήριξη για τις ιδέες του ή αν απορρίψει ως ασήμαντες τις ασύμφωνες γνώμες.
Η κριτική που ασκείται σπς θεωρίες γνωστικής συνέπειας είναι ότι δεν προσδιορίζουν με ακρίβεια τι είναι αυτό που προκαλεί την ασυνέπεια και πότε υπάρχει γνωστική ασυμφωνία. Ο Ατοηδοη (1968) θεωρεί ότι ασυμφωνία παρατηρείται όταν υπάρχει λογική ασυνέπεια, ψυχολογική ασυνέπεια, παραβίαση υποσχέσεων και προσδοκιών, γενικά αποκλίσεις από την εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Αλλά και αυτός ο ορισμός είναι αρκετά ασαφής, μια και οι άνθρωποι βιώνουν συγκρούσεις και σε καταστάσεις όπου δεν κινδυνεύει η αυτο-εικόνα τους. Μια άλλη περίπτωση δυσαρμονίας μπορεί να προκύψει όταν τα αποτελέσματα της δράσης μας είναι αντίθετα προς τα προσδοκώμενα, σε περιστάσεις επίτευξης. Η δυσαρμονία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη ήταν η προσπάθεια που καταβάλαμε για την επίτευξη του στόχου.
Μια άλλη κριτική που ασκείται σπς θεωρίες γνωστικής συνέπειας είναι ότι δεν είναι εύκολη η πρόβλεψη του μέσου που θα χρησιμοποιήσει ένα συγκεκριμένο άτομο για τη μείωση της ασυμφωνίας, επειδή οι άνθρωποι έχουν ατομικές διαφορές και χρησιμοποιούν ποικιλία μέσων, που δεν είναι όλα γνωστά ούτε εμφανή. Το πρόβλημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι συχνά δε γνωρίζουμε ποιες αιτίες επικαλείται το άτομο για τη δημιουργία της δυσαρμονίας, πράγμα που θα κατευθύνει και τις προσπάθειες για τον περιορισμό της. Για το λόγο αυτό οι νεώτερες έρευνες για τη γνωστική συνέπεια συχνά γίνονται σε συνδυασμό προς τους αιτιολογικούς προσδιορισμούς που κάνει το άτομο για τη δεδομένη κατάσταση. Τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για τους αιτιολογικούς προσδιορισμούς θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Θεωρίες αιτιολογικού προσδιορισμού
<^)ι γνωστικές θεωρίες των κινήτρων που αναφέρθηκαν ως τώρα έδειξαν πώς οι ιδέες και ερμηνείες των ανθρώπων για τον κόσμο και τα συμβάντα επηρεάζουν την τελική συμπεριφορά. |Μία άλλη παράμετρος των γνωστικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα για την ερμηνεία του κόσμου είναι και η αναγνώριση των αιτίων των πραγμάτων. Βέβαια, πολλές φορές δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τις πραγματικές αιτίες. Παρόλα αυτά, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη διάφορων δυνατών ή εύλογων αιτιών, και βάσει αυτών των υποθετικών αιτιών να καθορίσουμε την πορεία μας. Η υποθετική αιτία, επομένως, δεν είναι τίποτε άλλο από έναν αιτιολο- γικό προσδιορισμό που κάνουμε προκειμένου να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους παρατηρήθηκε ένα συμβάν, μια συμπεριφορά ή ένα αποτέλεσμα συμπεριφοράς. Οι θεωρίες αιτιολογικού προσδιορισμού δεν αναφέρονται σε εσωτερικές ή εξωτερικές δυνάμεις που ωθούν ή έλκουν το άτομο σε δράση, αλλά στο πώς το άτομο αντιλαμβάνεται τις αιτίες της συμπεριφοράς του και της συμπεριφοράς των άλλων. Δεν αναφέρονται δηλαδή στις έσχατες αιτίες καθαυτές, αλλά σε ορισμένες εύλογες αιτίες της συμπεριφοράς και των αποτελεσμάτων της.
Η διαδικασία αιτιολογικού προσδιορισμού δεν αποτελεί προνόμιο των ψυχολόγων ή άλλων «ειδικών». Είναι μια γνωστική διεργασία που κάνουν όλοι οι άνθρωποι, μορφωμένοι κι αμόρφωτοι, μικροί και μεγάλοι, ανά πάσα στιγμή, όταν χρειάζεται να κατανοήσουν γιατί συνέβη κάτι και, κυρίως, γιατί κάτι πήγε στραΒά.~Το δίλημμα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή ζωή είναι αν θα πρέπει να αντιδράσουμε στο γεγονός καθαυτό ή σε αυτό που προκάλεσε το γεγονός, σε αυτό που κρύβεται πίσω από το γεγονός, όπως η πρόθεση αυτού που προκάλεσε το συμβάν ή οι εξωτερικές συνθήκες που παρενεβλήθησαν ανάμεσα στην πρόθεση και την υλοποίησή της, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσουν τα πράγματα σύμφωνα με την επιθυμία ή το στόχο μας.
Πάρτε την περίπτωση που, καθώς περπατάτε στο δρόμο, ένας νεαρός προσπαθεί να σας κλέψει την τσάντα. Πώς θα αντιδράσετε; Αν θεωρήσετε
166 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ότι αιτία της συμπεριφοράς του νεαρού ήταν η κλοπή γιατί είναι ένας ασυνείδητος εγκληματίας, τότε φωνάζετε την αστυνομία και του κάνετε μήνυση. Αν θεωρήσετε ότι είναι ένας δυστυχισμένος νέος, που από την πίεση των αναγκών, οδηγήθηκε στο να κλέψει, τότε δεν καλείτε την αστυνομία και τον νουθετείτε. Αν, μάλιστα, θεωρήσετε ότι η πρόθεσή του ήταν ευγενική, διότι ήθελε να Βοηθήσει την άρρωστη μητέρα του, τότε του δίνετε χρήματα. Επομένως, ανάλογα με τον ατιολογικό προσδιορισμό της συμπεριφοράς που κάνατε, επηρεαστήκατε στην αντίδρασή σας.
Σκεφτείτε, τώρα, το ενδεχόμενο να είστε ένορκος σε κάποια δίκη όπου δικάζεται κάποιος για φόνο. Πώς θα οδηγηθείτε σιην απόφαση για το αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος ή όχι; Στην απονομή δικαιοσύνης δε λειτουργούμε απλώς ως ερμηνείς ενός συμβάντος. Το γεγονός για το οποίο καλούμαστε να γνωμοδοτήσουμε είναι μια πράξη που παραβίασε κάποιους κοινωνικούς κανόνες, και η παραβίαση αυτή προϋποθέτει απόδοση ευθυνών. Άρα εκείνη τη στιγμή δεν ψάχνουμε απλώς το ποιος έκανε τι (τις αιτίες των συμβάντων) αλλά το αν το άτομο που έκανε κάτι υπό συγκεκριμένες συνθήκες είχε λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την παράβαση. Αυτό αναφέρεται συχνά ως το κίνητρο του ατόμου για την πράξη. Συναφές είναι και το ερώτημα για το αν το άτομο παραβίασε τους κοινωνικούς κανόνες σκόπιμα (αν είχε πρόθεση να το κάνει) ή όχι. Αν δηλαδή το άτομο ενσυνείδητα κατευθύνθηκε προς την πράξη του και έδρασε τη δεδομένη στιγμή βάσει προηγούμενου σχεδίου (προμελετημένα) ή όχι. Στην περίπτωση που η πράξη δεν είναι προμελετημένη, τότε ψάχνουμε για την αφορμή του συμβάντος. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση των κοινωνικών παραπτωμάτων, ψάχνουμε για τις αιτίες, τους λόγους, και τις αφορμές μιας πράξης, διότι ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων είναι που θα προσδιορίσει το μέγεθος της ευθύνης του ατόμου και, συνακόλουθα, την ποινή που θα πρέπει να του επιβληθεί (βλ. ^δρβΓδ, Ηβ\λ/δίοηβ, & ΡϊηοΗειπι, 1983).
Σκεφτείτε τώρα το ενδεχόμενο να μην είστε δικαστής ή ένορκος, αλλά κατηγορούμενος. Θα αναλύσετε την κατάσταση με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο κρίνων, όποιος και αν είναι αυτός; Πιθανότατα όχι. Το τι θα θεωρήσουμε ως αιτία ή λόγο του γεγονότος επηρεάζεται από τη δική μας αντίληψη των πραγμάτων, από τους δικούς μας στόχους εκείνης της στιγμής, και όχι αναγκαστικά από τους στόχους που είχαμε όταν συνέβη το όποιο παράπτωμα. Άρα η αιτιολογική ανάλυση επηρεάζεται από το ποιος κάνει τον προσδιορισμό, πότε τον κάνει, για ποιο λόγο τον κάνει, και σε ποια στιγμή τον κάνει.
Το παράδειγμα που αναφέραμε είναι ενδεικτικό μιας περίπτωσης όπου οι αιτιολογικοί προσδιορισμοί αποτελούν ένα αναγκαίο και πολύ σημανπ-
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 167
κ<5 κομμάτι του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και αποφασίζουμε για καταστάσεις όπου παραβιάζεται η συνήθης τάξη, όπου δηλαδή υπάρχει μια απόκλιση ή μια ανωμαλία από αυτό που προσδοκούμε ή θεωρούμε ως ορθό. Όμως όλες οι περιστάσεις όπου προχωρούμε σε αιτιολογικούς προσδιορισμούς δεν είναι τόσο σύνθετες. Μπορεί να είναι απλούστερες, όπως ο τρόπος που μίλησε κάποιος σε κάποιον άλλο, η αποτυχία σε ένα διαγώνισμα, η επιλογή που έκανε κάποιος, κ.ο.κ. Τότε προχωρούμε σε τόσο βαθιά ανάλυση των αιτίων, των λόγων και των αφορμών; Τις περισσότερες φορές όχι. Μας αρκεί το ότι το άτομο δεν «μπορούσε» ή δεν «προσπάθησε» ή «ήταν δύσκολα» τα θέματα ή «ήταν τύχη». Ο κοινός νους δηλαδή συχνά αρκείται σε πιο απλές ερμηνείες των πραγμάτων, που αφορούν είτε το άτομο (ικανότητα/προσπάθεια) είτε το περιβάλλον (δυσκολία του έργου/τύχη). Κι αυτό γιατί αίτιο μιας συμπεριφοράς μπορεί να είναι ο ίδιος ο δράστης —το άτομο— αλλά και το περιβάλλον, κι άρα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς την επίδραση τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών παραγόντων. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των θεωριών αιτιολογικού προσδιορισμού, λοιπόν, είναι η έμφαση στο ρόλο της γνώσης ως παράγοντα που διαμορφώνει τη συμπεριφορά, δηλαδή στον αιτιώδη χαρακτήρα της ίδιας της γνώσης, και η προσπάθεια καθορισμού του τρόπου με τον οποίο προσδιορίζεται γνωστικά η αιτιότητα.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί εξ αρχής ότι δεν υπάρχει μια ενιαία, συνολική θεωρία αιτιολογικού προσδιορισμού που να έχει διατυπωθεί για την ερμηνευτική διαδικασία των ανθρώπων. Υπάρχει ένα δίκτυο ιδεών και μοντέλων, τα οποία προσφέρουν κατευθυντήριες γραμμές για τον εντοπισμό του πώς προχωρεί ο νους στον καθορισμό του «γιατί» της συμπεριφοράς. Γενικά, οι θεωρίες αυτές ενδιαφέρονται για τα «αντιλαμβανόμενα» κίνητρα, όπως τα κατανοεί ο απλός κόσμος και όχι οι ειδικοί επιστήμονες.
Υπάρχουν τρεις βασικές θεωρίες αιτιολογικού προσδιορισμού: Η πρώτη, του Ηβΐάβτ, για τη διεργασία προσδιορισμού, η οποία αποτελεί την πρώτη διατύπωση των σχετικών ιδεών και η οποία ενσωματώθηκε στις άλλες σχετικές θεωρίες. Η δεύτερη θεωρία, των <Ιοηβδ & ϋβνΐδ, για τους αντιστοιχούμενους συμπερασμούς, η οποία επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους αποδίδουμε συμπεριφορές σε χαρακτηριστικά του δράστη και όχι του περιβάλλοντος. Η τρίτη θεωρία, του Κβΐΐβ̂ , για τους πολλαπλούς αιτιακούς προσδιορισμούς, που τονίζει την συνδυασμένη επίδραση πολλών αιτιών στη διαμόρφωση ενός δεδομένου αποτελέσματος (βλ. ΑΛβδ & ΟβΓδΙίβ, 1977. ΗβοΙίΗόΐυδβη, 1991. Μβϊηβτ, 1985).
168 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΗβίάβΓ: Απλοϊκή ανάλυση της διεργασίας προσδιορισμού
Ο Ρπίζ ΗβίάβΓ (1944), τον οποίο ήδη αναφέραμε στο κεφάλαιο για τις θεωρίες γνωστικής συνέπειας, ήταν ο πρώτος που διαπραγματεύτηκε το θέμα των αιτιολογικών προσδιορισμών. Στην εργασία του 1944, η οποία αφορούσε τη «φαινομενική αιτιότητα», προσέφερε μια πρώτη φιλοσοφική ανάλυση των προβλημάτων αιτιολογικού προσδιορισμού, διακρίνοντας τις «φαινομενολογικές» περιγραφές των συμβάντων από τις «αιτιολογικές». Η φαινομενική αντίληψη αφορά την αντίληψη των συμβάντων, όπως αυτά εκτυλίσσονται. Η φαινομενική αντίληψη όμως για να γίνει πλήρως κατανοητή απαιτεί και την αιτιακή περιγραφή, δηλαδή την ανάλυση των αιτιωδών σχέσεων που υπόκεινται του αναλαμβανόμενου συμβάνιος. Η ανίχνευση αιτιών είναι μια συμπερασματική διεργασία, η οποία προχωρεί σταδιακά, από πολύ λεπτές παρατηρήσεις που αφορούν την έκφραση, τα συναισθήματα, τις κινήσεις του ατόμου καθώς πράττει κάτι. Από αυτές τις παρατηρήσεις προχωρούμε στο να συναγάγουμε εσωτερικές ψυχολογικές καταστάσεις ή ιδιότητες των ανθρώπων και να τις συνδέσουμε με τη δράση και τα αποτελέσματά της. Αργότερα, στο βιβλίο Η Ψυχολογία των Διαπροσωπικών Σχέσεων (1958) ο ΗβίάβΓ παρουσίασε μια τυπική θεωρία διεργασιών προσδιορισμού με βάση τον τρόπο αντίληψης των αιτιακών σχέσεων από τον απλό άνθρωπο. Η μέθοδος και το περιεχόμενο της θεωρίας του απέρ- ρεαν από τη θεωρία του πεδίου του Ι ν̂νίη και την «ψυχολογία του κοινού νου».
Ο ΗβίάβΓ ενδιαφέρθηκε για την κατανόηση των «θεωριών» που διατυπώνουν οι άνθρωποι σπς καθημερινές τους σχέσεις και ονόμασε τη θεωρία του «απλοϊκή» γιατί στηριζόταν αποκλειστικά σε όρους απλούς, καθημερινούς όπως «μπορώ», «προσπαθώ», «ευχαρίστηση», κ.ο.κ. Η θεωρία που διατύπωσε ο ΗβίάβΓ για τις διαπροσωπικές σχέσεις περιλάμβανε την αντίληψη του άλλου ατόμου, την ανάλυση της δράσης, την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων σπς διεργασίες προσδιορισμού, και πολλά άλλα θέματα.
Προσδιορισμοί που αφορούν προδιαθέσεις
Η θεωρία του ΗβίάβΓ στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι οι άνθρωποι ακολουθούν όμοιες αρχές στην προσπάθεια κατανόησης των ανθρώπων και των αντικειμένων, και, δεύτερον, ότι επιδιώκουν την πρόβλεψη των συμβάντων στον κόσμο τους. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι επιζητούν σταθερές σχέσεις τόσο στο διαπροσωπικό όσο και στο φυσικό πε
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 169
ριβάλλον, και το πετυχαίνουν αυτό αποδίδοντας τα παροδικά συμβάντα σε αμετάβλητες, σταθερές υποκείμενες συνθήκες. Για παράδειγμα, κάνει κάποιος μια δωρεά κι εμείς του αποδίδουμε το χαρακτηριστικό της γενναιοδωρίας, το οποίο συνιστά σταθερή ιδιότητα της προσωπικότητας. Αντιστοί- χως, η μπάλα κυλάει γιατί είναι στρογγυλή (σταθερή ιδιότητα).
Αυτές οι αμετάβλητες υποκείμενες συνθήκες ονομάζονται ιδιότητες προδιάθεσης, κι έχουν αιτιακό χαρακτήρα, δηλαδή μπορούν να προκαλέ- σουν ορισμένο αποτέλεσμα. Οι ιδιότητες αυτές είναι ποιοτικά διαφορετικές ανάμεσα στους ανθρώπους και τα αντικείμενα. Λόγου χάρη, η μπάλα κυλάει γιατί είναι «στρογγυλή» αλλά ο άνθρωπος κινείται γιατί είναι «ευτυχισμένος».
Το κρίσιμο χαρακτηριστικό της διαδικασίας προσδιορισμού, επομένως, είναι η ροπή για αιτιολογικές ερμηνείες των συμβάντων στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου. Η αιτιολόγηση γίνεται με την απόδοση στα αντικείμενα και στους ανθρώπους απρόσωπων και προσωπικών προδιαθέσεων, ανηστοίχως.
Εξηγήσεις της συμπεριφοράς και των αποτελεσμάτων της
Οι άνθρωποι εξηγούν με βάση τις προδιαθέσεις τη συμπεριφορά των ' ανθρώπων, του περιβάλλοντος ή και των δύο. Επιπλέον, εξηγούν και το α
ποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς, αποδίδοντάς το σε προσδιορισμούς που αφορούν το άτομο ή το περιβάλλον. Έτσι, αποδίδουμε την αποτυχία ενός ατόμου σε παράγοντες που δρουν στο περιβάλλον ή στον εαυτό του. Αυτοί οι παράγοντες ονομάζονται αποτελεσματικές (ή παραγωγικές) δυνάμεις.
Η αποτελεσματική προσωπική δύναμη έχει δύο συστατικά: ισχύ και κίνητρο. Η ισχύς προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από την ικανότητα. Η ικανότητα είναι αναγκαία για την παραγωγή ενός επιτυχημένου αποτελέσματος. Η ικανότητα προσδιορίζεται από παράγοντες δυναμικού, όπως η ευφυΐα του ατόμου, αλλά και από τη γνώση του ατόμου σε σχέση με το έργο, το οποίο καλείται να φέρει σε πέρας. Ένα άτομο με ελλιπές υπόβαθρο στα μαθηματικά, π.χ., δεν μπορεί να λύσει μια σύνθετη διαφορική εξίσωση όσο έξυπνο και αν είναι και όσο υψηλό κίνητρο κι αν διαθέτει.
Ο παράγοντας του κινήτρου αφορά τις επιδιώξεις τ ου ατόμου. Εμείς αναγνωρίζουμε την επιδίωξη κάποιου μέσα από την προσπάθεια που καταβάλλει το άτομο αυτό προκειμένου να πετύχει το αποτέλεσμα που θέλει. Για το λόγο αυτό η επιδίωξη ταυτίζεται με το πόσο προσπαθεί κανείς. Η ε- πιδίωξη δηλαδή αναλύεται σε δύο συστατικά: την πρόθεση και την ένταση ή προσπάθεια. Η πρόθεση συνιστά το ποιοτικό συστατικό, αυτό που προ
170 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σπαθεί ίο άτομο να κάνει. Η ένταση —το ποσοτικό συστατικό— αντιπροσωπεύει το πόσο σκληρά προσπαθεί το άτομο, πόση προσπάθεια καταβάλλει για την επίτευξη του σκοπού του. Η σχέση πρόθεσης και έντασης είναι πολλαπλασιαστική, δηλαδή η επιδίωξη είναι συνάρτηση του στόχου και του ποσού της προσπάθειας που καταβάλλεται.
Το κύριο χαρακτηριστικό της απρόσωπης ή περιβαλλοντικής δύναμης είναι η δυσκολία του έργου. Ας υποθέσουμε ότι πετυχαίνει κανείς σε ένα πολύ δύσκολο έργο. Πρέπει, κατά τεκμήριο, να έχει αρκετή ικανότητα. Μπορεί, δηλαδή, να πει κανείς ότι η επιτυχία οφειλόταν σε μεγάλη προσωπική δύναμη, γιατί μόνο μια τέτοια προσωπική δύναμη θα μπορούσε να υπερνικήσει μίαν ισχυρή περιβαλλοντική δύναμη όπως η δυσκολία του έργου. Επομένως, όταν η περιβαλλοντική αντίσταση είναι μεγάλη και την υπερνικά κάποιος, τότε το αποτέλεσμα, η επιτυχία, αποδίδεται στην ικανότητα. Αυτός είναι αιτιολογικός προσδιορισμός του τύπου «μπορώ». Αν πάλι κάποιος αποτύχει σε ένα πολύ δύσκολο έργο, τότε η αποτυχία αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη δυσκολία του έργου. Σε έργα μέσης δυσκολίας οι συμπεριφορές συνήθως αποδίδονται σε προσωπικούς παράγοντες — προσπάθεια και ικανότητα.
Εκτός από το σταθερό στοιχείο προδιάθεσης, που είναι η δυσκολία του' έργου, ο ΗβίάβΓ υπέθεσε ότι υπάρχουν και λιγότερο σταθεροί, μεταβλητοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς. Αυτοί οι παράγοντες συνοψίζονται στον όρο τύχη. Η τύχη αντιπροσωπεύει τους απρόβλεπτους αλλά σημαντικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ένα διάγραμμα των δυνάμεων που είναι δυνατό να επηρεάσουν ένα αποτέλεσμα και των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ τους μπορεί να δει κανείς στο Σχήμα 17.
Η σχέση μεταξύ των ατομικών και περιβαλλοντικών αιτιακών παραγόντων της συμπεριφοράς είναι προσθετική. Με άλλα λόγια, το τελικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς ενός ατόμου είναι συνάρτηση των προσωπικών του χαρακτηριστικών αλλά και της πρόσθετης δράσης περιβαλλοντικών παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να δρουν θετικά και να διευκολύνουν το αποτέλεσμα των προσωπικών δυνάμεων ή να δρουν αρνητικά και να μειώνουν το αποτέλεσμα των προσωπικών δυνάμεων. Παράδειγμα: είναι κάποιος πολύ καλά προετοιμασμένος για ένα διαγώνισμα (έχει ικανότητα), θέλει να επιτύχει σε αυτό (άρα προσπαθεί πολύ), αλλά το έργο είναι πολύ δύσκολο. Το αποτέλεσμα είναι να μην γράψει τέλεια (ικανότητα μείον δυσκολία), παρά την ικανότητα και την προσπάθεια.
Αν μεταφέρουμε το παραπάνω μοντέλο στο δικανικό παράδειγμα, τότε μπορούμε να δούμε μια λεπτομερή ανάλυση των παραγόντων και των σχέ-
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 171
Προσωπική δύναμη Περιβαλλοντική δύναμη
Σχήμα 17. Διαγραμματική παρουσίαση της «απλοϊκής» αιτιολόγησης της δράσης και των αποτελεσμάτων της κατά τον Ηβιάβγ.
σεων που περιλαμβάνονται στο μοντέλο του ΗβίάβΓ. Έτσι, αν πρόκειται να αποδώσουμε μια πράξη σε κάποιον, τότε το πρώτο που κάνουμε είναι να εξετάσουμε αν το άτομο αυτό είχε πρόθεση για τη συγκεκριμένη πράξη. Αν το άτομο δεν είχε πρόθεση για αυτό που συνέβη, τότε θεωρούμε ότι το γεγονός ήταν μια ακούσια συνέπεια. Αν το άτομο είχε πρόθεση, αλλά έπαιζε έναν τελείως δευτερεύοντα ρόλο στο όλο συμβάν που προσπαθούμε να κατανοήσουμε, τότε δεν του αποδίδουμε συνολική πρόθεση και περιορίζουμε το ρόλο του σε ένα μέρος μόνο του όλου συμβάντος.
Συναφής είναι και η διάκριση άμεσων και έμμεσων αιτίων του συμβάντος στα δικαστήρια, ανάλογα με τη σχέση της πρόθεσης με το όλο συμβάν. Λόγου χάρη, κάποιος σκοτώνει κάποιον με μαχαίρι. Η βιομηχανία παραγωγής μαχαιριών δε θεωρείται ότι είχε άμεση αιτιακή σχέση με το συμβάν, γιατί δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το συγκεκριμένο θύμα. Η σχέση της βιομηχανίας με το συμβάν είναι έμμεση. Αντιθέτως, ο δράστης έχει πρόθεση και, κατά συνέπεια, θεωρείται άμεσα εμπλεγμένος στο αποτέλεσμα.
Οι αιτίες μπορούν, επίσης, να είναι λεπτομερειακές —δηλαδή να αφο-
172 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ρούν ένα τμήμα του όλου συμβάντος— ή καθ’ ολοκληρίαν — να αφορούν συνολικά το όλο συμβάν. Οι αιτίες διακρίνονται, τέλος, σε πρόσφατες ή παλιές, ανάλογα με τη χρονική στιγμή στην οποία τοποθετούνται σε σχέση με το συμβάν. Η πρόθεση του ατόμου που καθόρισε την πράξη, δηλα- - δή, μπορεί να ξεκινά από παλιότερα ή να διαμορφώθηκε τη στιγμή του συμβάντος. Έτσι μιλούμε για πράξη που έγινε «εν βρασμώ ψυχής», δηλαδή δεν υπήρχε παλιότερη πρόθεση αλλά στιγμιαία παρόρμηση που παρέσυρε το άτομο σε μια ενέργεια. Αν όμως διακρίνουμε στο δράστη πρόθεση από παλιά, τότε προχωρούμε στην εξέταση της έντασης της επιδίωξης, αν το άτομο επένδυσε προσπάθεια στην πρόθεση. Η απόδοση «προμελέτης» στο άτομο είναι χαρακτηριστική του σχεδιασμού και της εμμονής στην πρόθεση. Αρκεί όμως η πρόθεση και η προσπάθεια για το αποτέλεσμα;
Μετά την απόδοση πρόθεσης ή μη, εξετάζουμε αν το άτομο είχε ικανότητα για να εκτελέσει την πράξη και να επιφέρει το αποτέλεσμα που παρατηρούμε. Έτσι, αν κάποιος έχει κίνητρο για κάτι, αλλά δεν του αναγνωρίζουμε καμιά ικανότητα για κάτι τέτοιο, τότε ψάχνουμε την αιτία του αποτελέσματος σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Κατόπιν προχωρούμε στην εξέταση των περιβαλλοντικών συνθηκών που ίσχυαν τη στιγμή του συμβά- - ντος και καταλήγουμε στο τελικό μας συμπέρασμα για το αν το άτομο είναι υπεύθυνο για το αποτέλεσμα ή όχι.
Σύνοψη
Κατά τον ΗβίάβΓ, οι άνθρωποι είναι προκατειλημμένοι υπέρ της διατύπωσης αιτιολογικών προσδιορισμών. Ψάχνουν για έναν επαρκή λόγο που να ερμηνεύει κάθε εκδήλωση της εμπειρίας και συμπεριφοράς, είτε αυτή είναι μια πράξη και τα αποτελέσματά της είτε ένα συναίσθημα που βιώνει κανείς υπό την παρουσία ενός άλλου ατόμου ή πράγματος. Η λογική που διέπει την αντίληψη της αιτιότητας είναι αυτή που περιέγραψε ο Μίΐΐ, σύμφωνα με την οποία αν ένα γεγονός α τείνει να εμφανίζεται πάντα μαζί με κάποιο άλλο γεγονός 6 και, όταν το γεγονός α λείπει, τότε δεν εμφανίζεται και το β, τότε το α θεωρείται αιτία του β. Επομένως, ακόμη και άψυχα αντικείμενα μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν αιτιακή δύναμη σε σχέση με κάποια εμπειρία του ανθρώπου, αν η παρουσία και απουσία τους συνδέονται με την παρουσία και απουσία της εμπειρίας που αισθάνεται το άτομο. Υπ’ αυτή την έννοια είναι σαν οι άνθρωποι να αναγνωρίζουμε «ψυχολογικές» ή «αποτελεσματικές» δυνάμεις ακόμη και στα άψυχα αντικείμενα ή
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 173
στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι αιτιολογικές ερμηνείες των ανθρώπων περιλαμβάνουν προσωπικούς και περιβαλλοντικούς αποτελεσματικούς παράγοντες, αλλά γέρνουν κατά κύριο λόγο προς την πλευρά των προσωπικών παραγόντων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένους προσδιορισμούς, ιδιαίτερα όταν η περιβαλλοντική αιτία ήταν στην πραγματικότητα πολύ ισχυρή.
Γενικά, η θεωρία του Ηβΐάβτ είναι σημαντική, διότι εισήγαγε το θέμα των αιτιολογικών προσδιορισμών, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν επιτρέπει τη διατύπωση ακριβών προβλέψεων για τον έλεγχο της θεωρίας. Αυτή την έλλειψη προσπάθησαν να θεραπεύσουν οι «Ιοηβδ & Οβνΐδ (1965).
«ίοηββ & Οανίβ: Αντιστοιχούμενοι συμπερασμοί
Οι <Ιοηβδ & ϋβνΐδ (1965), σιο βιβλίο τους Ρτοτη βοίε ίο άΪ5ρο5ίϋοπ5 ανέπτυξαν ένα μοντέλο στο οποίο υποθέτουν, όπως ο ΗβϊάβΓ, ότι η συμπεριφορά είναι προϊόν προθέσεων και ότι ένας παρατηρητής προσπαθεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά αποδίδοντας σταθερές προδιαθέσεις είτε στο δράστη είτε στο περιβάλλον. Σε αντίθεση προς τον Ηβΐάβτ, ωστόσο, αναλύουν μόνο τους προσδιορισμούς προσωπικής αιτιολογίας. Η απρόσωπη αι- ΐίολογία αποκτά σημασία μόνον έμμεσα, όταν οι προσωπικοί προσδιορισμοί είναι αδύναμοι ή ανύπαρκτοι. Οι <Ιοηβδ & Οβνϊδ περιορίζουν ακόμη το μοντέλο τους σε περιστάσεις σπς οποίες το ενεργούν άτομο είναι φανερό ότι όχι μόνο έχει την πρόθεση να κάνει αυτό που παρατηρούμε, αλλά γνωρίζει επίσης το επιζητούμενο αποτέλεσμα της δράσης του. Δεύτερον, ότι το ενεργούν άτομο μπορεί να παραγάγει την επιθυμητή δράση. Άρα, η ανάλυσή τους ισχύει μόνο όταν ένα άτομο διαλέγει μια πορεία δράσης και είναι ικανό να τη φέρει σε πέρας, όταν δηλαδή «προσπαθεί» και «μπορεί». Αν το παρατηρούμενο αποτέλεσμα δεν είναι προϊόν πρόθεσης, τότε δεν μπορούμε με βεβαιότητα να αποδώσουμε την πράξη σιο δράστη.
Η διαδικασία προσδιορισμού ορίζεται από τους «Ιοηβδ & ϋβνϊδ ως ακολουθία που ξεκινά από την παρατηρούμενη δράση και τα αποτελέσματά της, προχωρεί στην πρόθεση, και από εκεί περνά στην προδιάθεση. Κι αυτό γιατί πρώτα παρατηρείται η συμπεριφορά και οι επιδράσεις της, και μετά ο παρατηρητής προσπαθεί να συναγάγει τις προθέσεις του ατόμου και τις προδιαθέσεις του (βλ. Σχήμα 18):
174 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Παρατηρούμενη Συναγόμενη
Αποτέλεσμα 1
Αποτέλεσμα 2
Αποτέλεσμα 3
ΔράσηχΙκανότητα
Γνώση
>Πρόθεση — Προδιάθεση -- Ισχυρή
-Ασθενής
Σχήμα 18. Διαγραμμαιική παρουσίαση της πορείας αντισιοίχησης συμπερασμώνκατά τους ϋοηβδ & ϋεινΐβ.
Ανπστοίχηση
Όταν ένας παρατηρητής αποδίδει μια προδιάθεση σε ένα άτομο, αυτή η προδιάθεση μπορεί να αντιστοιχεί ή όχι με την εξωτερική, παρατηρούμενη συμπεριφορά του ατόμου. Αν η αποδιδόμενη πρόθεση και το επιφανειακό νόημα της συμπεριφοράς είναι παράλληλα, τότε η προδιάθεση που αποδίδεται στο άτομο «αντιστοιχεί» με τη συμπεριφορά του. Η ανπστοίχηση είναι μικρότερη όταν κάποια περιβαλλοντική δύναμη περιορίζει την πίστη του παρατηρητή ότι η πρόθεση του δράστη ταιριάζει με τη συμπεριφορά του. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην περιγραφή της συμπεριφοράς και στο άτομο. Πάρτε για παράδειγμα, έναν επιχειρηματία, ο οποίος κάνει μια μεγάλη χρηματική δωρεά σε ένα ίδρυμα. Εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις για τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, οι άνθρωποι που δέχονται καλόπιστα την κίνησή του, θα του αποδώσουν πρόθεση καλή —ότι ήθελε να βοηθήσει— και προδιάθεση ευεργετική. Οι άνθρωποι που για οποιοδήποτε λόγο δεν πιστεύουν στις καλές του προθέσεις, θα του αποδώσουν διαφορετική πρόθεση —ότι ήθελε να αποφύγει την φορολόγηση, να κρύψει τις πηγές των χρημάτων του— και προδιάθεση ψεύτη ή απατεώνα. Η βεβαιότητα στον ένα ή στον άλλο προσδιορισμό, με πόση δηλαδή ακρίβεια περιγράφει ο προσδιορισμός το άτομο, επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ο βαθμός αντιστοιχίας μεταξύ μιας συμπεριφοράς και του προσδιορισμού της καθορίζεται από δύο κύριες μεταβλητές: την κοινωνική αποδοχή και τα μη κοινά αποτελέσματα. Οι ϋοηβδ & ϋεινίδ ισχυρίζονται ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι επιδιώκουν τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς τους να
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 175
είναι κοινωνικώς επιθυμητά. Όταν παρατηρεί κάποιος μια κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά, δεν μπορεί να πει πολλά για τις αληθινές προθέσεις του ατόμου. Το μόνο που μπορεί να συναγάγει είναι ότι η παρατηρούμενη συμπεριφορά ακολουθεί τις κοινωνικές νόρμες. Άρα, οι κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές δεν οδηγούν σε σίγουρους προσδιορισμούς. Μόνο οι συμπεριφορές που αποκλίνουν από τους κανόνες επιτρέπουν αντιστοιχία προσδιορισμών με μεγάλη βεβαιότητα. Παραδείγματος χάρη, μια μη «κανονική» συμπεριφορά, όπως η ανάγνωση βιβλίων για τη διαχείριση επιχειρήσεων και το μάρκεπγκ από ένα καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει σε ισχυρά συμπεράσματα προδιάθεσης όπως «πολύ φιλόδοξος», «ενδιαφέρεται για την εξουσία», κ.ο.κ., διότι αυτή η συμπεριφορά ταιριάζει σε έναν επιχειρηματία αλλά όχι σε έναν εκπαιδευτικό. Αν το συγκεκριμένο άτομο επιλέγει αυτή τη συμπεριφορά, θα πρέπει να έχει σοβαρούς λόγους να το κάνει. Ποιοι λόγοι το ωθούν δεν είναι γνωστό, αλλά μπορούν να συναχθούν από τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η συμπεριφορά του. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι το να χειρίζεται κάποιος τους ανθρώπους κατά τρόπο που να πετυχαίνει τους στόχους του.
Ο δεύτερος κύριος παράγοντας που επηρεάζει την αντιστοίχηση συμπε- ριφοράς-προδιάθεσης είναι ο αριθμός των κοινών αποτελεσμάτων που συνοδεύουν τη δράση. Ας υποθέσουμε ότι μια παντρεμένη γυναίκα που σκοπεύει να κάνει παιδιά έχει τρεις δυνατές καριέρες να ακολουθήσει: οικιακά, δασκάλα, γιατρός. Η επιλογή που θα κάνει θα οδηγήσει τους παρατηρητές στην απόδοση ορισμένων προσδιορισμών. Η απόδοση των προσδιορισμών θα γίνει βάσει των αποτελεσμάτων της κάθε συμπεριφοράς με τον εξής τρόπο: η καθεμιά από τις τρεις επιλογές θα οδηγήσει σε ένα ιδιαίτερο συνδυασμό αποτελεσμάτων από τον ακόλουθο κατάλογο:
1. προσωπική ικανοποίηση και αξιόλογη συνεισφορά2. επαγγελματικές επαφές3. καριέρα ανεξάρτητη από το σύζυγο4. δραστηριότητες συνεπείς με τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο5. εκτεταμένες εμπειρίες με παιδιά6. υψηλή κοινωνική θέσηΗ επιλογή της οικιακής απασχόλησης θα έχει τα αποτελέσματα 1, 4, 5.
Η επιλογή της διδασκαλικής καριέρας θα έχει τα αποτελέσματα 1, 2, 3, 4, 5. Η επιλογή της ιατρικής καριέρας θα έχει τα αποτελέσματα 1, 2, 3, 6. Το αποτέλεσμα 1 είναι ένα «κοινό» αποτέλεσμα, γιατί συνοδεύει όλες τις επιλογές. Επομένως, δε βοηθά στη συναγωγή κάποιου ειδικού συμπεράσματος για τη συγκεκριμένη κυρία. Τα υπόλοιπα αποτελέσματα είναι «μη κοινά», γιατί κανένα δεν παρατηρείται σε όλες τις επιλογές. Έτσι αποτελούν
176 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
6άοη για προσδιορισμό. Αν η κυρία αυτή γίνει νοικοκυρά, ο παρατηρητής θα βγάλει το συμπέρασμα ότι έχει παραδοσιακές ιδέες για τη γυναίκα και τα παιδιά. Αν η κυρία επιλέξει την ιατρική, ότι έχει επαγγελματικά ενδιαφέροντα, ότι είναι αρκετά ανεξάρτητη και ότι ενδιαφέρεται πολύ για υψηλή κοινωνική θέση. Οι πρώτοι δύο προσδιορισμοί έχουν το χαρακτηριστικό «αρκετά» γιατί στους ίδιους προσδιορισμούς θα οδηγούσε και η επιλογή της διδασκαλικής καριέρας, κι άρα δεν αποτελούν ισχυρό δείκτη των προδιαθέσεων του ατόμου. Το τελικό συμπέρασμα —η υψηλή κοινωνική θέση— έχει τον προσδιορισμό «πολύ», γιατί αυτό χαρακτηρίζει μόνο την επιλογή της ιατρικής.
Οι <Ιοηβ5 & Οβνΐδ υποθέτουν ότι μια τρίτη μεταβλητή, η προσωπική εμπλοκή τον παρατηρητή, έχει άμεση επίπτωση στην ανπστοίχηση προσδιο- ρισμού-συμπερκροράς. Επικαλούνται δύο τύπους προσωπικής εμπλοκής: την ηδονιστική σχέση και τον ατομισμό. Η ηδονιστική σχέση είναι παρούσα οποτεδήποτε τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του δράστη είναι επι- βραβευτικά ή τιμωρητικά για τον παρατηρητή. Αν, π.χ., ένας καθηγητής προσφέρθηκε να γράψει ένα πολύ κολακευτικό γράμμα για κάποιον φοιτητή X, παρά τη σχετικά χαμηλή επίδοσή του σε ένα μάθημα, ο X θα είναι πολύ ευχαριστημένος και θα αποδίδει την ευγενική συμπεριφορά του καθηγητή του στα θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Θα θεωρήσει ότι ο καθηγητής «είναι πολύ καλός άνθρωπος». Η συμπεριφορά του καθηγητή και οι προθέσεις που του αποδίδονται έχουν πολύ υψηλή αντιστοιχία λόγω της ευχαρίστησης που προκάλεσε στον παρατηρητή ο δράστης.
Ο ατομισμός είναι παρών όταν η συμπεριφορά του παρατηρητή επηρεάζει τη συμπεριφορά του δράστη. Η συμπεριφορά του δράστη διαμορφώνεται σε ανταπάντηση της συμπεριφοράς του παρατηρητή, και αυτή η συμπεριφορά αποτελεί τη βάση του προσδιορισμού. Για παράδειγμα, στη διάρκεια των εξετάσεων ο καθηγητής στέκεται πάνω από ένα μαθητή που γράφει και διαβάζει το γραπτό του. Ο μαθητής εκνευρίζεται και βρίζει τον καθηγητή. Ο καθηγητής τότε λέει ότι ο μαθητής αυτός είναι «πολύ νευρικός». Αποδίδει δηλαδή ένα χαρακτηριστικό στο μαθητή βάσει μιας συμπεριφοράς για την οποία ο ίδιος ήταν αφορμή. Η ανπστοίχηση προσδιορισμού και ατόμου είναι υψηλή, διότι οι εξωτερικές συνθήκες που θα μπορούσαν να μειώσουν τη βεβαιότητα στον προσδιορισμό, λόγω της προσωπικής εμπλοκής του παρατηρητή, μειώνονται.
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 177
Σύνοψη
Η θεωρία των «Ιοηβδ & ϋδνΐδ επεκτείνει τη θεωρία του ΗβίάβΓ και Βοηθά στην κατανόηση των προσδιορισμών της συμπεριφοράς των άλλων αλλά όχι της δικής μας. Ο Κβΐΐβν (1967) προχώρησε προς αυτή την κατεύθυνση. Μια άλλη προσθήκη στη θεωρία των <Ιοηβδ & Οβνΐδ έγινε από τον Ττορβ (1986), ο οποίος πρότεινε ότι στη διαδικασία προσδιορισμού, και πριν την απόδοση προδιαθέσεων, ο παρατηρητής λαμβάνει υπόψη του την περίσταση στην οποία εκδηλώνεται η συμπεριφορά, την τρέχουσα συμπεριφορά του ατόμου που παρατηρείται, καθώς και τις προηγούμενες συμπεριφορές του. Με Βάση τις παρελθούσες συμπεριφορές, ο παρατηρητής μπορεί να μειώσει τη σημασία της περίστασης ή να τη λάβει περισσότερο από όσο πρέπει υπόψη του, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένο προσδιορισμό. Πραγματικά, η χρήση προηγούμενης γνώσης για τη συναγωγή προσδιορισμών που αφορούν τους άλλους και τον εαυτό μας είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος στην όλη διαδικασία προσδιορισμού, όπως έδειξε και ο Κβΐΐβγ. Τις απόψεις του Κβΐΐβν θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
ΚβΗβν: Διεργασίες πολλαπλού αιτιολογικού προσδιορισμού
Η θεμελιώδης ιδέα του ΚβΗβν είναι ότι ένα αποτέλεσμα συμμεταβάλλε- ται με την αιτία του. Το αποτέλεσμα είναι παρόν όταν η αιτία είναι παρούσα, και είναι απόν όταν η αιτία είναι απούσα. Αλλά όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος σε μια δεδομένη περίσταση, τότε αναγκαστικά λαμβάνουμε υπόψη πολλές προηγούμενες περιστάσεις όπου η αιτία και το αποτέλεσμα εμφανίστηκαν μαζί ή όχι. Από τη συ- νεξέταση των υπαρχουσών πληροφοριών για τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος μπορούμε να καταλήξουμε στο αν η αιτία είναι περιβαλλοντική ή αν εδράζεται στο άτομο. Το κεντρικό θέμα στον Κβΐΐβν είναι ότι ο αιτιολογικός προσδιορισμός είναι γενικά μια σύνθετη διεργασία που λαμβάνει υπόψη της τη συνδυασμένη επίδραση πολλών αιτιών προκειμένου να παραγά- γουν ένα δεδομένο αποτέλεσμα. Ο προσδιορισμός, επομένως, προϋποθέτει την επιλογή μεταξύ πολλών αιτιών από τις οποίες θα διαμορφώσει ο παρατηρητής την καλύτερη ερμηνεία μιας συμπεριφοράς, τόσο των άλλων όσο και της δικής του.
Ο Κβΐΐβγ ανέπτυξε δύο βασικά μοντέλα αιτιολογικού προσδιορισμού. Το πρώτο στηρίζεται σε έννοιες συμμεταβολής και εφαρμόζεται σε περί-
178 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
πτώσεις στις οποίες ο προσδιορίζων έχει πληροφορίες από πολλαπλές παρατηρήσεις από τις οποίες να συναγάγει τα συμπεράσματα του. Το δεύτερο μοντέλο χρησιμοποιεί έννοιες συσχηματισμού —δηλαδή ποια πράγματα συνυπάρχουν σε μια δεδομένη κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή— κι εφαρμόζεται σε περιστάσεις στις οποίες ο προσδιορίζων έχει πληροφορίες από μια και μόνη παρατήρηση.
Το μοντέλο συμμεταβολής
Η ανάλυση των προσδιορισμών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν δύο ή περισσότερες παρατηρήσεις μιας συμπεριφοράς, στηρίζεται στην αρχή της συμμεταβολής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ένα αποτέλεσμα αποδίδεται σε μια από τις πολλές δυνατές αιτίες του, σε αυτή με την οποία συμμεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Η αιτία της συμπεριφοράς (εξαρτημένη μεταβλητή) συνάγεται από το πρότυπο συμμεταβολής της συμπεριφοράς με τέσσερις κρίσιμες διαστάσεις (ανεξάρτητες μεταβλητές) (ΗβοΚΗβυββη, 1991). Οι διαστάσεις αυτές είναι:
Πρώτον, οι οντότητες. Οντότητες είναι τα αντικείμενα (ακόμη και άνθρωποι), που αποτελούν το στόχο της συμπεριφοράς. Το ερώτημα που έχει να απαντήσει ο προσδιορίζων είναι αν το αντικείμενο προς το οποίο κατευθύ- νεται η συμπεριφορά είναι ένα μόνο ή πολλά. Ποιο από αυτά ξεχωρίζει; Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά στοχεύει προς αυτό ή και προς άλλα αντικείμενα; Αν στοχεύει μόνο προς αυτό, τότε αιτία της συμπεριφοράς είναι το αντικείμενο αυτό. Αν όμως η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται ως επιδίωξη και άλλων αντικειμένων, τότε το αντικείμενο αυτό δεν είναι η αιτία της.
Δεύτερον, τα άτομα. Το ζήτημα εδώ είναι αν υπάρχει συμφωνία στη δράση διάφορων ατόμων που επιδιώκουν τον ίδιο στόχο. Ένα άλλο άτομο θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο; Αν οι άλλοι διαφέρουν στον τρόπο που προσεγγίζουν τον ίδιο στόχο, τότε η συμπεριφορά προσιδιάζει μόνο στο άτομο, άρα αυτός/ή μπορεί να θεωρηθεί αιτία της. Αν οι άλλοι συμπεριφέ- ρονται με τον ίδιο τρόπο σε παρόμοια κατάσταση, τότε η συμπεριφορά δεν μπορεί να αποδοθεί στο συγκεκριμένο άτομο, άρα το άτομο δεν είναι αιτία της συμπεριφοράς.
Τρίτον, ο χρόνος. Το τρίτο στοιχείο που λαμβάνει κανείς υπόψη του είναι η χρονική συνέπεια στη συμπεριφορά του ατόμου. Το άτομο αυτό ενεργεί πάντα με τον ίδιο τρόπο; Μήπως η συμπεριφορά που εκδήλωσε ήταν μοναδική στη συγκεκριμένη στιγμή; Αν ναι, τότε η αιτία της συμπεριφοράς θα πρέπει να αναζητηθεί στη χρονική συγκυρία και στις άλλες συνθήκες που ίσχυαν τη συγκεκριμένη στιγμή.
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 179
Τέταρτον, οι συνθήκες. Όπως ο παρατηρητής εξετάζει τη χρονική συνέπεια, έτσι μελετά και τη συνέπεια στον τρόπο, δηλαδή στις συνθήκες, ή την κατάσταση, υπό τις οποίες εμφανίζεται η συμπεριφορά. Αυτή η πράξη εμφανίζεται όταν το αντικείμενο-στόχος βρίσκεται σε ορισμένο πλαίσιο αναφοράς ή σε οποιοδήποτε πλαίσιο; Θα υπάρχει συνέπεια στον τρόπο αν, παρά τα διαφορετικά πλαίσια αναφοράς, το άτομο εκδηλώνει την ίδια συμπεριφορά. Αν όχι, τότε η συμπεριφορά αποδίδεται στις συνθήκες.
Η αρχή της συμμεταβολής συνεπάγεται ότι η παραπάνω διαδικασία καθορισμού του βαθμού διακριτότητας των οντοτήτων, της συμφωνίας των ατόμων, και της συνέπειας στο χρόνο και στον τρόπο θα οδηγήσει τελικά στην απόδοση της συμπεριφοράς σε μια μόνο αιτία —σε αυτήν η οποία εντοπίζεται σε μια μοναδική διάσταση— ή στην αλληλεπίδραση των αιτιών που εντοπίζονται σε δύο ή περισσότερες διαστάσεις. Παραδείγματος χάρη, ένας καλός μαθητής, ο οποίος αποτυχαίνει μόνο στις γραπτές εξετάσεις ενός συγκεκριμένου μαθήματος, θα αποδώσει την αποτυχία του στο γεγονός ότι οι εξετάσεις αφορούν συγκεκριμένο μάθημα και είναι γραπτές (οντότητα/τρόπος).
Ειδικότερα, ο Κβΐΐβν για να δείξει τον τρόπο με τον οποίο προχωρούμε στη συναγωγή των προσδιορισμών, χρησιμοποιεί ένα μοντέλο τριών διαστάσεων, έναν κύβο, οι διαστάσεις του οποίου αντιστοιχούν στις οντότητες, στα πρόσωπα, και στον χρόνο/τρόπο, δηλαδή τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώνεται η συμπεριφορά. Ο κύβος αυτός ονομάζεται πίνακας προσ- διοριστικών δεδομένων (βλ. Σχήμα 19).
Ψάχνοντας για μίαν αιτιακή εξήγηση της συμπεριφοράς, ο προσδιορί- ζων εφαρμόζει την αρχή της συμμεταβολής σε κάθε διάσταση. Προσπαθεί να ανακαλύψει αν η συμπεριφορά συνδέεται συστηματικά με κάποιο στοιχείο της διάστασης. Στη διάσταση των οντοτήτων ψάχνει να βρει αν κάποια οντότητα ξεχωρίζει έναντι των υπολοίπων, στη διάσταση των προσώπων επιδιώκει να ανιχνεύσει αν υπάρχει έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ του δράστη και των υπόλοιπων ατόμων που αναπαρίστανται κατά μήκος αυτής της διάστασης, στη διάσταση του χρόνου/τρόπου ψάχνει για έλλειψη συνέπειας στην πάροδο του χρόνου ή σε διαφορετικές περιστάσεις. Για να καταλάβουμε πώς δουλεύει η σκέψη στην εξέταση του πίνακα προσδιοριστικών δεδομένων θα πάρουμε ένα παράδειγμα.
Ένας φοιτητής εμφανίζει μια κρίση πόνου στο στομάχι κι αναρωτιέται πού μπορεί να οφείλεται αυτή, μια και είναι γνωστό ότι ο πόνος αυτός μπορεί να έχει ψυχοσωματική προέλευση. Για να απαντήσει στο ερώτημά του πρώτα σχηματίζει τη διάσταση των οντοτήτων. Ο ψυχοσωματικός πόνος εμφανίζεται σε στρεσογόνες οντότητες, όπως τα μαθήματα, οι αθλητι-
180 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ε'δ
Σχήμα 19. Ο κύβος αιτιολογικού προσδιορισμού καιά Κβΐΐβγ.
κές συναντήσεις, οι συναντήσεις με επίσημους ξένους. Στη διάσταση των προσώπων τοποθετείται ο συγκεκριμένος φοιτητής και οι συμφοιτητές ή γνωστοί του. Στη διάσταση του χρόνου/τρόπου τοποθετούνται οι διάφορες χρονικές στιγμές των δραστηριοτήτων του πανεπιστημίου, οι οποίες συνδέονται με τα μαθήματα και τις διάφορες στρεσογόνες οντότητες, όπως η περίοδος εξετάσεων (ή αγώνων, συναντήσεων), η περίοδος μαθημάτων χωρίς εξετάσεις (περίοδος προπόνησης, προετοιμασίας) και οι διακοπές. Σε ποια αιτία λοιπόν οφείλεται η κρίση στομάχου του φοιτητή; Εξετάζοντας τον εαυτό του και τους άλλους στις διάφορες διαστάσεις, ο ενδιαφερόμενος φοιτητής, διαπιστώνει κατ’ αρχήν ότι πόνος εμφανίζεται μόνο σε σχέση με τα μαθήματα και όχι με τις άλλες οντότητες. Στη συνέχεια ανακαλύπτει ότι ο πόνος εμφανίζεται τόσο στον ίδιο όσο και σε άλλους συμφοιτητές του. Τέλος, παρατηρεί ότι ο πόνος εμφανίζεται μόνο στην περίοδο εξετάσεων και όχι στα άλλα διαστήματα της φοίτησης. Επίσης, δεν εμφανίζε
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 181
ται σε περίοδο αθλητικών αγώνων ή άλλων συναντήσεων. Από αυτά συνάγει το συμπέρασμα ότι το πρόβλημα του στομαχόπονου δεν είναι μοναδικό στον ίδιο, αφού υπάρχει συμφωνία με τους άλλους συμφοιτητές του, και πως εμφανίζεται μόνο στις εξετάσεις του σχολείου. Δηλαδή υπάρχει δια- κριτότητα ως προς τις οντότητες (σχολικά μαθήματα), ομοφωνία με τους άλλους, και έλλειψη συνέπειας ως προς τον χρόνο/τρόπο. Άρα η αιτία δεν μπορεί να αποδοθεί στο συγκεκριμένο φοιτητή αλλά στην οντότητα (μαθήματα) σε συνδυασμό με το χρόνο/τρόπο (εξετάσεις).
Έρευνες για το μοντέλο της συμμεταβολής. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το μοντέλο συμμεταβολής προϋποθέτει μια καθαρά γνωστική διαδικασία συναγωγής αιτιών, η οποία στηρίζεται σε στατιστική λογική. Ο άνθρωπος λειτουργεί σαν μηχανή συμπερασμών χωρίς να παρασύρεται από ψυχολογικά στοιχεία ή προκαταλήψεις. Αυτή η υπόθεση για τη λειτουργία του ανθρώπου ως αντικειμενικής μηχανής παραγωγής αιτιολογικών προσδιορισμών ελέγχθηκε από την ΜοΑτίΠατ (1972) με έρευνα στην οποία περιγρα- φόταν μια κατάσταση και ζητιόταν ο προσδιορισμός της αιτίας. Η ΜοΑτίΠυτ παρουσίαζε στα υποκείμενα μια πρόταση του τύπου: Ο Γιώργος μετέφρασε την πρόταση λανθασμένα. Στην πειραματική ομάδα, συγχρόνως με την πρόιαση αυτή, έδινε και πληροφορίες σχετικά με τις διαστάσεις προσώπων, οντοτήτων και περιστάσεων. Οι πληροφορίες ήταν τέτοιες που οδηγούσαν σε εκτιμήσεις υψηλής και χαμηλής ομοφωνίας, όπως για παράδειγμα: Σχεδόν όλοι έκαναν λάθος στη μετάφραση (υψηλή ομοφωνία) ή σχεδόν κανένας δεν έκανε λάθος στη μετάφραση (χαμηλή ομοφωνία). Δίνονταν επίσης πληροφορίες διακριτότητας, όπως: ο Γιώργος σχεδόν ποτέ δεν κάνει λάθος σε θέματα μετάφρασης (υψηλή διακριτότητα) ή ο Γιώργος σχεδόν πάντα κάνει λάθη στη μετάφραση (χαμηλή διακριτότητα). Ως προς τη συνέπεια λεγόταν: ο Γιώργος στο παρελθόν πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα με αυτή τη μετάφραση (υψηλή συνέπεια) ή ο Γιώργος στο παρελθόν ποτέ δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα με αυτή τη μετάφραση. Η ομάδα ελέγχου δεν πήρε καμιά πρόσθετη πληροφορία σχετικά με το γεγονός που περιέ- γραφε η πρόταση-ερέθισμα (ο Γιώργος μετέφρασε την πρόταση λανθασμένα). Από όλα τα υποκείμενα ζητήθηκε να εκτιμήσουν αν στο συγκεκριμένο γεγονός φταίει το άτομο (ο Γιώργος), η οντότητα (η μετάφραση), η περίσταση ή κάποιος συνδυασμός αυτών.
Το ενδιαφέρον με τα αποτελέσματα της ΜοΑγΛ ογ είναι ότι προσδιορισμός οντότητας (ότι δηλαδή φταίει αυτή η συγκεκριμένη μετάφραση) γινόταν αρκετά συχνά όταν υπήρχε υψηλή ομοφωνία, υψηλή διακριτότητα, και υψηλή συνέπεια. Προσδιορισμός προσώπου (φταίει ο Γιώργος) γινόταν ό
182 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ταν η συμπεριφορά χαρακτηριζόταν από χαμηλή ομοφωνία, χαμηλή δια- κριχότητα, και υψηλή συνέπεια. Τα αποτελέσματα έδειξαν όμως ότι η πιο συχνή αντίδραση των υποκειμένων, τόσο στις πειραματικές συνθήκες όσο και στην ομάδα ελέγχου, ήταν ο προσδιορισμός προσώπου (περίπου 20% έναντι περίπου 10% για τις άλλες κατηγορίες). Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι προτιμούσαν μίαν εξήγηση σε «πρώτο βλέμμα» και δεν α- ξιοποιούσαν τις σχετικές πληροφορίες τόσο όσο θα προέβλεπε η θεωρία. Αυτό το εύρημα συμφωνεί και με τα δεδομένα των <Ιοηβδ και Νϊδββϋ (1972), οι οποίοι είχαν βρει ότι αυτή η επιφανειακή απόδοση αιτιότητας στο άτομο παρατηρείται στον παρατηρητή μιας συμπεριφοράς και όχι στον ίδιο το δράστη.
Στο πείραμα της ΜοΑίΐΗιΐΓ βρέθηκε, επίσης, ότι τα υποκείμενα επηρεάζονταν στην κρίση τους κυρίως από τις πληροφορίες συνέπειας και όχι από τις πληροφορίες ομοφωνίας. Δηλαδή οι άνθρωποι προσέχουν λιγότερο το τι κάνουν οι άλλοι και περισσότερο το τι κάνει το άτομο υπό διάφορες συνθήκες. Το ίδιο παρατήρησαν και οι ΝϊδββΚ και ΒοΓ^άΒ (1975) καθώς και ο Με^ογ (1980). Νεώτερες έρευνες επιβεβαίωσαν αυτή την τάση υποβιβασμού του κριτηρίου της ομοφωνίας, ενώ άλλες έδειξαν τις συνθήκες υπό τις οποίες χρησιμοποιείται το κριτήριο αυτό ή όχι. Ο Κείδδΐη (1979) πρότεινε ότι το κριτήριο ομοφωνίας χρησιμοποιείται ανάλογα με το βαθμό στον οποίο ξεχωρίζουν οι σχετικές πληροφορίες για τους άλλους, το μέγεθος των σχετικών πληροφοριών, την ευκολία εφαρμογής τους, την αντιπροσωπευτικότατα των πληροφοριών, και την αιτιακή σχέση με το γεγονός. Ο Κβδδϊη διέκρινε, επίσης, δύο είδη ομοφωνίας: την εσωτερική και την εξωτερική. Η εσωτερική ομοφωνία αφορά την υποκειμενική προσδοκία του ατόμου —η οποία στηρίζεται συχνά σε κανονιστικά δεδομένα— ότι μια συμπεριφορά θα πρέπει να χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους. Η εξωτερική ομοφωνία αφορά την πραγματική συμπεριφορά των ατόμων. Ο τύπος της ομοφωνίας και η απόκλιση από αυτήν είναι κρίσιμοι παράγοντες για τον υπολογισμό του κριτηρίου της ομοφωνίας στους αιτιολογικούς προσδιορισμούς. Γενικά, όμως, το κριτήριο της ομοφωνίας λαμβάνεται πολύ λίγο υπόψη όταν ο δράστης προσπαθεί να αιτιολογήσει τη δική του συμπεριφορά.
Το μοντέλο συσχηματισμού
Το μοντέλο της συμμεταβολής που διατύπωσε ο Κβΐΐβν/ μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις που το άτομο έχει επαρκείς πληροφορίες για το υπό εξήγηση γεγονός και αρκετό χρόνο για να επεξεργαστεί τις υπάρχουσες πληροφορίες. Αυτό όμως δεν είναι κάτι εύκολο στην καθημερινή πράξη,
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 183
όπου ίο άτομο πρέπει να ερμηνεύσει αμέσως την αντιλαμβανόμενη κατάσταση και να ανιιδράσει αναλόγως. Για αυτές τις περιπτώσεις ο Κβΐΐβν διατύπωσε το μοντέλο του συσχημαπσμού. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται όταν κάποιος πρέπει να συναγάγει μιαν αιτία από μια και μόνη παρατήρηση μιας συμπεριφοράς. Επειδή ο προσδιορίζων βρίσκεται χωρίς προοπτική χρόνου/τρόπου, πρέπει να αποφασίσει μεταξύ εσωτερικών αιτιών (πρόσωπα), εξωτερικών αιτιών (οντότητες) ή συνδυασμό των δύο. Αυτή η διεργασία γίνεται με αξιοποίηση αιτιωδών σχημάτων, τα οποία είναι συσχηματι- σμοί πληροφοριών για τις εύλογες αιτίες μιας συμπεριφοράς (Κβΐΐβν,1972).
Ένα αιτιώδες σχήμα είναι ένας συνδυασμός γνώσεων ή ένας τρόπος σκέψης που αφορά ειδικές συμπεριφορές και τις εναλλακτικές δυνατές τους αιτίες. Το σχήμα επιτρέπει αιτιολογικούς προσδιορισμούς με 6άση ελάχιστα στοιχεία, τόσα που μπορεί να προσφέρει μια και μόνη παρατήρηση. Στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την κρίση μας σε μια δεδομένη στιγμή είναι: τα αισθήματα και συναισθήματα που βιώνουμε, οι σκέψεις που μας γεννιούνται, η άμεση αντίληψη, η συμβουλή των άλλων, και η προηγούμενη γνώση μας. Η προηγούμενη γνώση έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί προσφέρει ένα απόθεμα δυνατών αιτιωδών σχέσεων σε παρόμοιες καταστάσεις, από τις οποίες το άτομο μπορεί να επιλέξει μια για την τρέ- χουσα κατάσταση. Παραδείγματος χάρη, ο θεατής ενός παιχνιδιού τένις είναι πιθανό ότι θα αποδώσει μια πολύ καλή κίνηση του ενός από τους αντιπάλους στο παιχνίδι στην επαγγελματική επιδεξιότητα του παίχτη, παρόλο που συναντά τον παίχτη αυτόν για πρώτη φορά. Τα αιτιώδη σχήματα είναι μαθημένα, αποθηκευμένα στη μνήμη, και ανακαλούνται από εκεί όταν είναι παρόντα ορισμένα περιβαλλοντικά σήματα. Τα αιτιώδη σχήματα είναι δυνατό να είναι πολύ εξειδικευμένα και να αφορούν πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις μόνο. Μπορούν όμως να είναι γενικευμένα και να αφορούν πολλά διαφορετικά πρόσωπα και καταστάσεις που μπορούν να συναντηθούν σε μια αιτιακή συνθήκη. Αυτά τα σχήματα ενδιαφέρουν τον Κβΐΐβν. Πρόκειται για σχήματα που αφορούν τη δράση πολλών δυνατών αιτιών.
Πάρτε ένα άλλο παράδειγμα: πετυχαίνει κάποιος να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα. Πού θα αποδοθεί το αποτέλεσμα αυτό; Στη συνθήκη αυτή ενεργούν δύο δυνάμεις: η ικανότητα, η οποία είναι δύναμη που διευκολύνει το αποτέλεσμα, και η δυσκολία του έργου, που παρεμποδίζει το αποτέλεσμα. Η βασική ιδέα του Κβΐΐβν είναι ότι στα αιτιώδη σχήματα ο κρίνων λαμβάνει υπόψη του τη δράση τέτοιων δυνάμεων που διευκολύνουν ή αναστέλλουν το παρατηρούμενο αποτέλεσμα. Οι δυνάμεις αυτές μπορούν να εντοπίζονται στο άτομο και στο περιβάλλον ή μόνο μέσα στο άτομο.
184 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Επομένως, σια σχήματα διακρίνει κανείς όχι μόνο διευκολυντικές και ανασταλτικές δυνάμεις αλλά και εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις. Η δράση των δυνάμεων αυτών μπορεί να είναι μεμονωμένη ή συνδυασμένη, δηλαδή το αποτέλεσμα να οφείλεται στη δράση μιας δύναμης και μόνο ή στη δράση πολλών δυνάμεων ταυτοχρόνως. Οι αιτίες μπορούν, επίσης, να είναι αναγκαίες —με άλλα λόγια, πρέπει όλες οι δυνάμεις να είναι ταυτοχρόνως παρούσες προκειμένου να παραχθεί το αποτέλεσμα— ή επαρκείς —δηλαδή το αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει από την παρουσία μιας ή και περισσότερων ταυτοχρόνως αιτιών. Στην περίπτωση των επαρκών αιτιών δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς ποια αιτία προκάλεσε το δεδομένο αποτέλεσμα.
Πότε, λοιπόν, συνάγει κανείς αναγκαίες αιτίες και πότε επαρκείς; Οι Οιηηίη^δηπ και Κβΐΐβν (1975) προσπάθησαν να απαντήσουν το ερώτημα αυτό και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε σπάνια και ασυνήθιστα συμβάντα, ο προσδιορίεων συνήθως συνάγει πολλαπλές αναγκαίες αιτίες. Σε πιο συνήθη γεγονότα η αιτιολόγηση γίνεται με 6άση επαρκείς αιτίες. Στο προηγούμενο παράδειγμα, όπου πετυχαίνει κάποιος σε ένα δύσκολο πρόβλημα, αν το πρόβλημα είναι πολύ δύσκολο, ο προσδιορίζων θα συναγά- γει την αναγκαία παρουσία τόσο της ικανότητας όσο και της προσπάθειας, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να παραχθεί το αποτέλεσμα αυτό. Αν η δυσκολία του έργου ήταν μέτρια, τότε η αιτιολογία θα αφορά επαρκείς αιτίες, δηλαδή είτε μόνο την ικανότητα είτε μόνο την προσπάθεια.
Το συσχηματικό μοντέλο επικαλείται δύο επιπλέον αρχές: την αρχή της έκπτωσης και την αρχή της επαύξησης. Η αρχή της έκπτωσης ορίζει ότι ο ρόλος μιας δεδομένης αιτίας στην παραγωγή ενός δεδομένου αποτελέσματος μειώνεται αν άλλες εύλογες αιτίες είναι επίσης παρούσες (Κβΐΐβν,1973). Οι εσωτερικοί προσδιορισμοί, λόγου χάρη, είναι δυνατό να θεωρηθούν λιγότερο ισχυροί αν είναι παρούσες ισχυρές εξωτερικές αιτίες. Ο εσωτερικός προσδιορισμός της ικανότητας, για παράδειγμα, μειώνεται αν το έργο στο οποίο πετυχαίνει κάποιος είναι πολύ εύκολο. Γενικά, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των επαρκών αιτιών για ένα συμβάν, τόσο ισχυρότερη είναι η τάση μείωσης της σημασίας των μεμονωμένων αιτιών. Ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει κανείς σε πιο ασφαλή αιτιολόγηση είναι να προχωρήσει σε εξέταση πληροφοριών συμμεταβολής.
Η αρχή της επαύξησης προβλέπει την ενίσχυση ενός διευκολυντικού εσωτερικού προσδιορισμού όταν η συμπεριφορά λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον που περιέχει ένα σημαντικό αριθμό εξωτερικών εμποδίων. Παραδείγματος χάρη, ένα άτομο θα κρίνει τον εαυτό του ως ιδιαίτερα ικανό αν πάει καλά σε ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο.
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 185
Σύνοψη
Ο Κβΐΐβν με τα δυο μοντέλα που εισπγήθηκε επεξέτεινε την προοπτική των θεωριών αιτιολογικού προσδιορισμού και συμπεριέλα6ε όχι μόνο τις προσωπικές και περιβαλλοντικές αιτίες αλλά και την προοπτική του χρόνου/τρόπου. Επίσης συμπεριέλαθε το άτομο σε σχέση με τους άλλους και το άτομο σε σχέση με τις συμπεριφορές του υπό διάφορες συνθήκες. Υπό αυτή την έννοια, η θεωρία του Κβΐΐβγ είναι η πιο ολοκληρωμένη θεωρία αι- τιολογικού προσδιορισμού, και αυτή που προσιδιάζει σε ένα σύστημα, το οποίο διαθέτει μνήμη και υπολογιστική ικανότητα για τη συνεκτίμηση των μεταβολών των παραγόντων που εμπλέκονται σε μια κατάσταση. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο ίδιος ο Κβΐΐβν παρομοίασε την προσδιοριστική διαδικασία στο μοντέλο συμμεταβολής ως μια ατελή στατιστική διαδικασία ανάλυσης διακύμανσης, όπου ο παρατηρητής προσπαθεί να απομονώσει τις κύριες επιδράσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν μια κατάσταση. Αυτή είναι μια πιο «επιστημονική» προσέγγιση στον προσδιορισμό της αιτιότητας απ’ ό,τι η διαδικασία που περιέγραψαν είτε ο ΗβίάβΓ είτε οι «Ιοηβδ και Οδνίδ. Ειδικότερα στο μοντέλο των <Ιοηβδ
. και ϋβνίδ ο παρατηρητής της συμπεριφοράς λειτουργεί περισσότερο ως κριτής, ο οποίος επικεντρώνεται στο δράστη και διερωτάται αν το άτομο αυτό θα μπορούσε να δράσει διαφορετικά. Ο παρατηρητής στο μοντέλο του Κβΐΐβν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας ενορατικός επιστήμονας, ενώ ο παρατηρητής στο μοντέλο των <Ιοηβδ και ϋβνίδ ως ενορατικός δικαστής (ΗβοΚΗβυδβη, 1991).
Από την άλλη, και ο Κβΐΐβν και οι προηγούμενοι θεωρητικοί των αιτιο- λογικών προσδιορισμών, επιδιώκουν μια γενική περιγραφή των διαδικασιών προσδιορισμού χωρίς επαρκείς εμπειρικές μαρτυρίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, παρά την εκτεταμένη έρευνα που προκάλεσαν στον τομέα αυτό, να μένουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Σχετικά με την ιδέα των αιτιωδών σχημάτων, δεν έχουν απαντηθεί ερωτήματα που αφορούν τη γένεση των σχημάτων αυτών, αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ατόμων ως προς τα σχήματα που χρησιμοποιούν σε δεδομένες καταστάσεις, σε ποιες καταστάσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμα, αν υπάρχουν προτιμήσεις ως προς
ε την αρχή της επαύξησης ή μείωσης, και αν η επιλογή των αιτιολογικών σχημάτων επηρεάζεται από το είδος των συναισθημάτων που βιώνει κανείς τη στιγμή που αιτιολογεί ένα γεγονός.
Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί η συμβολή του Ββιη (1972) σπς θεωρίες αι- τιολογικού προσδιορισμού, μέσω της έμφασης που δίνει στον τρόπο που οι άνθρωποι ερμηνεύουν τις δικές τους πράξεις και συναισθήματα. Οι
186 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
πρώτες εργασίες του Ββηη είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο των θεωριών γνωστικής συνέπειας. Όμως η έμφαση στον τρόπο αυτο-αντίληψης τον έφερε πιο κοντά στις θεωρίες προσδιορισμού. Ο Ββπι υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι κατανοούν τις στάσεις, συναισθήματα, και άλλες εσωτερικές τους καταστάσεις μέσα από την παρατήρηση της συμπεριφοράς τους και του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτή εκδηλώνεται. Η κατανόηση αυτή είναι μια συμπερασματική διαδικασία και όχι άμεσο προϊόν των αιτιών που προκάλεσαν τις εσωτερικές μας καταστάσεις. Δηλαδή δε γνωρίζω εκ των προτέρων ότι μου αρέσει η πέστροφα. Αν όμως τη φάω χωρίς να με αναγκάσει κανείς, τότε συνάγω το συμπέρασμα ότι μου αρέσει η πέστροφα. Οι άνθρωποι, κατά τον Ββηη, λειτουργούν σε μεγάλο Βαθμό ως παρατηρητές και ερμηνευτές των καταστάσεων που τους αφορούν και δεν πλεονεκτούν στη διαδικασία αυτή από τους εξωτερικούς παρατηρητές λόγω πρόσβασης σε αποκλειστικά προσωπικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό τους.
Συνεπαγόμενα της θεωρίας του ΚβΙΗβν
Η διατύπωση της θεωρίας του Κβΐΐβν και οι έρευνες που αυτή ενέπνευσε έκαναν φανερά μια σειρά προβλημάτων (βλ. ΗβοΚΗβυδβη, 1991) που αφορούν, πρώτον, τη μέτρηση των προσδιορισμών. Το ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η μέτρηση θα γίνεται με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, που καθοδηγούν το άτομο στην επιλογή των προσδιορισμών που θα κάνει, ή με ανοικτές ερωτήσεις που αναδεικνύουν τους αυθόρμητους προσδιορισμούς των ανθρώπων. Η έρευνα προοδευτικά κινήθηκε προς τη δεύτερη κατεύθυνση, ως πιο αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας.
Το δεύτερο πρόβλημα αφορούσε τη φύση των προσδιορισμών. Πέντε είναι τα κύρια ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουν οι θεωρίες αιτιολογι- κού προσδιορισμού: 1 ) πότε οι άνθρωποι αισθάνονται υποχρεωμένοι να προχωρήσουν σε αιτιολογικό προσδιορισμό. 2) Αν υπάρχει προκατάληψη στη χρήση των πληροφοριών για τη συναγωγή αιτιών. 3) Αν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις τρέχουσες πληροφορίες μόνο για τις χρέχουσες ανάγκες αιτολόγησης ή και για την πρόβλεψη μελλοντικών συμπεριφορών και καταστάσεων. Αυτό είναι το πρόβλημα της προσδοκίας. 4) Αν οι άνθρωποι κάνουν συστηματικά προσδιορισπκά σφάλματα. Αυτό είναι το πρόβλημα του θεμελιώδους προσδιορισακού σφάλματος. 5) Αν οι άνθρωποι διαφέρουν στις προτιμήσεις αιτιολογιών και αν επηρεάζονται από τα κίνητρά τους σε αυτό. Αυτό είναι το πρόβλημα των κινήτρων. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε απαντήσεις που δόθηκαν σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 187
Το ερώτημα του πότε. Η υπόθεση των υποστηριχτών της θεωρίας των αιτιολογικών προσδιορισμών είναι ότι όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν συνεχώς την αιτιακή ερμηνεία των πραγμάτων. Αυτό όμως δε φαίνεται να είναι σωστό, όπως έδειξαν αρκετές έρευνες. Φαίνεται ότι μια προϋπόθεση για να αρχίσει κανείς να κάνει αιτιολογικούς προσδιορισμούς είναι η αποτυχία. Ο Ρπβζβ (1976) 6ρήκε ότι οι άνθρωποι ψάχνουν για σχετικές πληροφορίες περισσότερο στην περίπτωση της αποτυχίας παρά στην επιτυχία. Οι Ηειηυδδ & δοΗυΙζ (1977), όμως, παρόλο που οδήγησαν τα υποκείμενά τους σε μια σειρά αποτυχιών, δεν κατάφεραν να προκαλέσουν αυθόρμητους αι- τιολογικούς προδιορισμούς για την αποτυχία.
Μια άλλη υπόθεση είναι ότι η αιτιολογική διαδικασία αρχίζει όταν το αποτέλεσμα είναι αναπάντεχο, δηλαδή προκαλεί έκπληξη στο άτομο. Κατά τον ΗβοΚΗδυδβη (1991), οι άνθρωποι εμπλέκονται σε αιτιολογικούς προσδιορισμούς πολύ λιγότερο απ’ ό,τι προβλέπει η θεωρία. Το κάνουν μόνο ε- φόσον το αποτέλεσμα της δράσης είναι απροσδόκητο και αποτυχημένο, και το άτομο θέλει να φέρει σε πέρας τη δράση που ξεκίνησε. Αν δεν υπάρχει αυτή η δέσμευση για ολοκλήρωση της δράσης και την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, η διαδικασία προσδιορισμού περιορίζεται πολύ. Είναι ενδιαφέρον ότι τα άτομα που είναι στραμμένα προς την επίτευξη δεν εμπλέκονται σε αιτιολογικούς προσδιορισμούς ούτε και στην περίπτωση της αποτυχίας. Αυτό το έδειξαν οι Οίβηβτ & ϋννβοΚ (1978), οι οποίοι σύ- γκριναν παιδιά 10 χρόνων, τα οποία επιδίωκαν την κατάκτηση πραγματικής μάθησης, με παιδιά που αισθάνονταν αβοήθητα και απελπισμένα στη μάθηση. Τα πρώτα, όταν αντιμετώπιζαν αποτυχία, στρέφονταν σε σκέψεις για το πώς μπορούν να πετύχουν το στόχο τους, οπότε έδιναν οδηγίες στον εαυτό τους και αυτοδιορθώνονταν, ενώ τα δεύτερα απασχολούνταν κυρίως με αιτιολόγηση της αποτυχίας, την οποία συνήθως απέδιδαν σε έλλειψη ικανότητας. Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ατομικές διαφορές στη χρήση αιτιολογικών προσδιορισμών αλλά και επίδραση άλλων κινήτρων στην όλη αιτιολογική διαδικασία. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αργότερα. Γενικά, τα απροσδόκητα αποτελέσματα, είτε επιτυχία είτε αποτυχία είναι αυτά, φαίνεται ότι προκαλούν αυθόρμητους προσδιορισμούς ε- φόσον κανείς είναι προσανατολισμένος προς τη μελλοντική δράση (βλ. ΜθίηβΓ, 19858. Ά/οη9 & \Λ/βϊηβΓ, 1981.)
Το πρόβλημα της προκατάληψης στη χρήση των πληροφοριών. Οιθιασώτες της θεωρίας των αιτιολογικών προσδιορισμών, επηρεασμένοι από την ορθολογικότητα της διαδικασίας συναγωγής αιτιών, έτειναν να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι όχι απλώς κάνουν χρήση πολλών συναφών πλη-
188 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ροφοριών αλλά και ότι η συλλογή των πληροφοριών είναι πλήρης και αντικειμενική. Αυτό δε φαίνεται να ισχύει στην πράξη όμως. Παράγοντες που επηρεάζουν τη συλλογή και χρήση πληροφοριών δεν είναι μόνο στερεότυπα και προκαταλήψεις για άτομα και καταστάσεις αλλά και καθαρά0 γνωστικοί παράγοντες που έχουν σχέση με την επεξεργασία των πληροφοριών από το γνωστικό σύστημα. Ακόμη και στιγμιαίες μετακινήσεις της προσοχής από τον ένα συνομιλητή, για παράδειγμα, στον άλλο, έχουν ως αποτέλεσμα να θεωρείται ο δεύτερος ότι έχει πιο σημαντική επίδραση στην αλληλεπίδραση από τον πρώτο (Τβν/ΙοΓ & ΡϊδΚβ, 1975). Επομένως, οι άνθρωποι μπορούν να παρασυρθούν στην επιλογή και εκτίμηση των πληροφοριών που θα εντάξουν στην αιτιολογική διαδικασία από παράγοντες που έχουν σχέση με την προσοχή ή τη μνήμη (λ.χ., επίδραση του αρχικού ή επίδραση του προσφάτου).
Μια άλλη πηγή σφαλμάτων στην αιτιολογική διαδικασία είναι η υποτίμηση των πληροφοριών ομοφωνίας σε σχέση προς τις πληροφορίες συνέπειας, που έδειξε η ΜοΑιτίΗαΓ (1972). Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι κάνουν σφάλματα στην εκτίμηση του δείγματος (των ατόμων) που θα πρέπει να λά6ουν υπόψη τους για τη συναγωγή προσωπικής αιτιολογίας. Μάλιστα, οι ΝίδββΗ: & ΒοΓ9Ϊά3 (1975) έδειξαν ότι οι άνθρωποι αδιαφορούν για τις πληροφορίες που αφορούν τους άλλους και δεν προχωρούν σε συναγωγή της συμπεριφοράς του μέρους (του ενός ατόμου) από τη συμπεριφορά του όλου (των πολλών). Αντιθέτως, γενικεύουν από τη συμπεριφορά του μέρους στη συμπεριφορά του όλου. Επίσης, οι άνθρωποι (π.χ., οι καταναλωτές) τείνουν να μη λαμβάνουν υπόψη ψυχρά νούμερα και στατιστικές για την επιτυχία ενός προϊόντος, ενώ παρασύρονται από τα παράπονα ή επαίνους του προϊόντος από ένα γνωστό ή συγγενή τους. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι δεν αποδίδουν την ίδια σημασία σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη διάσταση των προσώπων. Μάλλον δείχνουν προτιμήσεις για το ποιο δείγμα ανθρώπων είναι σχετικό με το γεγονός που προσπαθούν να ερμηνεύσουν.
Το πρόβλημα ιης προσδοκίας. Η θεωρία του Κβΐΐβν τόνισε τη χρήση προκατασκευασμένων αιτιολογικών σχημάτων στην περίπτωση του μοντέλου του συσχηματισμού. Όμως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την προηγούμενη γνώση μόνο για τις άμεσες ερμηνευτικές ανάγκες ή επηρεάζονται και στην πρόβλεψη των μελλοντικών συμβάντων; Η βιβλιογραφία δείχνει ότι οι άνθρωποι συχνά κάνουν σφάλματα πρόβλεψης. Χαρακτηρισπστικό παράδειγμα οι «πλανερές συσχετίσεις». Κατά τον Κβΐΐβν οι άνθρωποι προχωρούν σε πλήρη ανάλυση του πίνακα συναφειών προκειμένου να συναγά-
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 189
γουν μια συσχέπση. Δηλαδή οι άνθρωποι λαμβάνουν υπόψη τόσο τις περιπτώσεις όπου τα δυο συσχεπζόμενα στοιχεία συνυπάρχουν όσο και τις περιπτώσεις όπου το ένα από αυτά ή και τα δυο λείπουν (βλ. Σχήμα 20). Η συσχέπση συνάγεται όταν τα φατνία που αφορούν τη συνεμφάνιση και τα φατνία που αφορούν την απουσία και των δύο στοιχείων έχουν πολύ μεγαλύτερες συχνότητες απ’ ό,τι τα φατνία που αφορούν την παρουσία του ενός και την απουσία του άλλου.
Β -Β
+ -
- +
Β -Β
15 2
3 14
Σχήμα 20. Πίνακας συνάφειας.
Έρευνες των Οιειρπιβη & ΟΗειρηηβη (1967, 1969) όσο και του δπιβάδ- Κιηά (1963) έδειξαν ότι επαγγελματίες —όπως κλινικοί ψυχολόγοι, νοσοκόμες, και φοιτητές— δεν έκαναν σωστή αξιοποίηση των πληροφοριών του πίνακα συνάφειας και λάμβαναν υπόψη μόνο τις πληροφορίες συμπα-
190 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ρουσίας. Αυτό σημαίνει ότι στήριζαν την πρόβλεψή τους στη σύνδεση ενός κλινικού συμπτώματος με ορισμένη διαγνωστική κατηγορία και έβγαζαν συμπεράσματα με Βάση την κατηγορία και όχι τις υπόλοιπες πληροφορίες του πίνακα, που μέσω των συναφειών έδειχναν ότι το σύμπτωμα, για παράδειγμα, δεν συσχετιζόταν μόνο με τη συγκεκριμένη διαγνωστική κατηγορία. Με άλλα λόγια, η κατηγοριοποίηση του κλινικού συμπτώματος δημιουργούσε μια προσδοκία για τη συνάφεια των δύο και αποσπούσε τα άτομα από την πλήρη εξέταση των πραγματικών δεδομένων, με συνέπεια το σφάλμα.
Ένα άλλο σφάλμα προσδοκίας είναι αυτό που περιέγραψε η Ι-βηςβΓ (1975) ως «ψευδαίσθηση ελέγχου». Οι άνθρωποι δηλαδή συχνά τείνουν να αποδίδουν συμβάντα που οφείλονται καθαρά σε παράγοντες τυχαίους ή εξωγενείς σε δικές τους ενέργειες. Αυτή η αυτο-εξαπάτηση παρατηρείται κυρίως σε καταστάσεις όπου φαίνεται να υπάρχει ελευθερία επιλογής, ενώ στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα ελέγχεται από άλλους παράγοντες. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι φαίνεται ότι έχουν ορισμένες προτιμήσεις στην ερμηνεία των συμβάντων, και αυτές οι προτιμήσεις λειτουργούν ως καθοδηγητικές της σκέψης τους και στη διαδικασία πρόβλεψης.
Το θεμελιώδες προσδιοριστικό σφάλμα. Μια σημαντική συνέπεια του μοντέλου του συσχηματισμού είναι η αναγνώριση των πηγών λανθασμένου προσδιορισμού. Αν διευρύνουμε την υπόθεση του ΗβίάβΓ ότι οι άνθρωποι είναι προκατειλημμένοι υπέρ προσδιορισμών προσωπικής αιτιότητας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο λανθασμένος προσδιορισμός συχνά περιλαμβάνει υποτονισμό των περιβαλλοντικών αιτιών. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες προσδιοριστικό σφάλμα, όπως έδειξαν πολλές έρευνες (Κοδδ, 1977).
Οι ςΐοηβδ & ΝίδββΝ (1972) έδειξαν, επίσης, ότι είναι δυνατό να διαφέρουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι δράστες και οι παρατηρητές μιας συγκεκριμένης ενέργειας. Υπάρχει μια συστηματική τάση οι δράστες να αποδίδουν τις δικές τους συμπεριφορές σε περιβαλλοντικές αιτίες και οι παρατηρητές των ίδιων συμπεριφορών να τις αποδίδουν σε εσωτερικές αιτίες. Η διαφορά στις εκτιμήσεις δραστών-παρατηρητών είναι πιθανό ότι οφείλεται στη διαφορετική έμφαση και προσφορότητα των πληροφοριών που αναλύουν. Οι δράστες έχουν καλύτερη επίγνωση των περιβαλλοντικών παραγόντων, ενώ οι παρατηρητές έχουν επίγνωση μόνο της συμπεριφοράς του άλλου. Έτσι, ανάλογα με την προοπτική που έχει κανείς απέναντι στο γεγονός, μειώνει ή επαυξάνει τη δύναμη ορισμένων παραγόντων που συνυπάρχουν ως εύλογες αιτίες του γεγονότος. Ο Κοδδ
01 ΘΕΩΡΙΕΣ Α1ΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 191
(1977) θεωρεί, ωστόσο, ότι η προκατάληψη υπέρ προσωπικών προσδιορισμών είναι πολύ πιο γενική και διαπερνά τόσο τους παρατηρητές όσο και τους δράστες. Η προκατάληψη υπέρ προσωπικών προσδιορισμών φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ισχυρή όταν ο προσδιορίζων αποφαίνεται με 6άση τις εντυπώσεις του για ένα συμβάν και δεν αισθάνεται υπόλογος για αυτά που λέει. Αν, αντιθέτως, θεωρεί ότι είναι υπεύθυνος για αυτά που λέει, τότε λαμβάνει υπόψη του περισσότερα στοιχεία, προσωπικά και περιβαλλοντικά, και δείχνει μικρότερη «υπερπροσδιορισπκή» τάση (ΤβίΙοοΚ, 1985).
£ίί επίδραση των κινήτρων. Η παρουσίαση των ερωτημάτων που αφορούν την αιτιολογική διαδικασία ήδη έδειξε ότι οι άνθρωποι συχνά υποπίπτουν σε σφάλματα, δηλαδή αποκλίνουν από την ορθολογική εκτίμηση των προσώπων και καταστάσεων. Αυτή η απόκλιση είναι ακόμη πιο φανερή σε περιπτώσεις όπου η αιτιολόγηση αφορά τη δική μας συμπεριφορά, καταστάσεις που απειλούν ή σχετίζονται με την αυτο-εικόνα μας, ή ενέργειες των άλλων που έχουν επίπτωση σε εμάς. Οι προσδιορισμοί τότε εξυπηρετούν όχι τόσο την αντικειμενική κατανόηση όσο τη συντήρηση της αυ- το-ισορροπίας και την αντιμετώπιση των καταστάσεων^
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόδοση της προόδου των μαθητών μας σε εμάς και η απόδοση της αποτυχίας τους σε εκείνους. Αυτή η τάση όμως μπορεί νά αλλάξει αν η περίσταση είναι τέτοια όπου ο «δάσκαλος» βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μέτριο μαθητή και γνωρίζει ότι υπάρχει εξίσου πιθανότητα να πετύχει ο μαθητής μετά τη διδασκαλία ή να αποτύχε ̂Αυτή ήταν η συνθήκη που μελέτησαν οι Κοβδ, ΒϊβΛ>Γ3υβιτ, & ΡοΙΙν (1974). Βρήκαν ότι στη συνθήκη αυιτί^α υποκείμενα έτειναν να αποδίδουν την αποτυχία των μαθητών στον εαυτό τους και όχι στους μαθητές. Αυτή η τάση ήταν πιο έντονη στους επαγγελματίες δασκάλους παρά στους φοιτητές, και όταν η διδασκαλία καταγραφόταν σε Βίντεο. Με άλλα λόγια, μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε αυτο-κριτική και ανάληψη ευθυνών όταν γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του παρατηρείται από άλλους. Θα μπορούσε να ισχυριστεί όμως κανείς ότι και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια προσπάθεια αυτο-εξυπηρέ- τησης, διότι η παρουσίαση υψηλής αυτο-εικόνας και μη αναγνώρισης προσωπικού σφάλματος θα ερχόταν σε αντίθεση προς την αποτυχία του μαθητή, και άρα θα προκαλούσε αρνητικά σχόλια ή δε θα γινόταν πιστευτή από τους παρατηρητές^
Η απόδοση αυτο-εξυπηρετούντων προσδιορισμών και η διαφοροποίηση των προσδιορισμών δράστη και παρατηρητή φαίνεται να επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως το αν η πράξη ήταν προϊόν ελεύθερης επιλογής ή όχι. Στην περίπτωση ελεύθερης επιλογής οι δράστες τείνουν να
192 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
κάνουν περισσότερο προσδιορισμούς προδιάθεσης παρά περιβαλλοντικούς, αντίθετα προς τους παρατηρητές. Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση μη επιλεγμένης δράσης. Γενικά, η ύπαρξη πρόθεσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο για την απόδοση προσωπικών ή περιβαλλοντικών προσδιορισμών. Άλλα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι: Αν οι συνθήκες της πράξης ελέγχονταν από το άτομο ή όχι, αν η πράξη εκτελέστηκε υπό την παρουσία αντίξοων συνθηκών, αν ήταν παρόμοια με προηγούμενες πράξεις του ατόμου, αν είναι συνεπής με προηγούμενους προσδιορισμούς και αν αποτελεί μέρος μιας αιτιακής αλυσίδας που συμπεριλαμβάνει προηγούμενες αιτίες που απορρέουν από προδιαθέσεις (Μοηδοη & δηνάβτ, 1977). Οι Μοηδοη και δη^άβΓ διατύπωσαν την άποψη, επίσης, ότι οι άνθρωποι διαφέρουν γενικά μεταξύ τους ως προς την προτίμηση που δείχνουν σε προσωπικούς ή περιβαλλοντικούς προσδιορισμούς, είτε είναι δράστες είτε παρατηρητές. Υπάρχουν δηλαδή ατομικές διαφορές στους προσδιορισμούς.
Ένας άλλος παράγοντας που τονίσθηκε από τους Μοηδοη και δηνάβτ είναι η «εμπάθεια», το αν δηλαδή ο παρατηρητής συμπάσχει με το δράστη. Στη συνθήκη αυτή ο παρατηρητής οδηγείται σε προσδιορισμούς ανάλογους του δράστη, δηλαδή αποδίδει την επιτυχία σε χαρακτηριστικά προδιάθεσης και την αποτυχία σε χαρακτηριστικά της περίστασης. Πειραματικές μαρτυρίες για αυτό προσέφεραν οι Οουΐά & 5ϊ93ΐ1 (1977). Σημασία, επίσης, έχει το αν ο παρατηρητής δέχεται τις επιπτώσεις των ενεργειών του δράστη ή είναι απλός παρατηρητής. Σημαντικό, τέλος, είναι το ποιος είναι ο δέκτης των προσδιορισπκών μας κρίσεων (δηλαδή με ποιον συνομιλούμε για το συμβάν και ποια είναι η δική του άποψη για τα πράγματα) (\νβ3η/, δίβηΐβν, & Ηβη/βν, 1989).
Η \λ/β3κγ (1980) πρότεινε, μάλιστα, ότι η αιτιολογική διαδικασία επηρεάζεται πολύ από το θετικό ή αρνητικό συναίσθημα που ακολουθεί τις εμπειρίες επιτυχίας/αποτυχίας. Με άλλα λόγια, προσδιορισμοί που τονίζουν τα θετικά μας στοιχεία και προσδιορισμοί που μειώνουν την αρνητική πλευρά μας στη δράση ενεργοποιούνται ως αποτέλεσμα του συναισθήματος που βιώνουμε σε συνάρτηση προς τη δράση. Τα συναισθήματα, θετικά ή αρνητικά, της τρέχουσας στιγμής, και η προσπάθεια για τη συντήρηση των θετικών και περιορισμό των αρνητικών συναισθημάτων στο μέλλον, είναι θεμελιώδεις παράγοντες που διαμεσολαβούν τους προσδιορισμούς μας.
Η απόδοση αυτο-εξυπηρετούντων προσδιορισμών, όπως είπαμε, επηρεάζεται και από τον ακροατή των προσδιορισμών. Αυτή η συνθήκη έχει να κάνει με την αυτο-παρουσίασή μας στους τρίτους και την επιδίωξη να ελέγξουμε τη συμπεριφορά τους προς όφελος μας. Για παράδειγμα, παρου-
01 ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΓΓ10Λ0ΓΙΚ0Υ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 193
σκίζουμε τον εαυτό μας ως σπουδαίο, που συνομιλεί στον ενικό με τους υψηλά ισταμένους, που συναναστρέφεται σημαντικά πρόσωπα, κ.ο.κ. Οι Ατίάη, Αρρβίτηβη, & Βυ^βτ (1980) τόνισαν, όμως, μίαν άλλη πλευρά του κινήτρου αυτο-παρουσίασης. Η αυτο-παρουσίαση σε καταστάσεις κοινωνικού άγχους αλλάζει και παρουσιάζουμε πιο μετριοπαθή εικόνα του εαυτού μας όταν η επίδοσή μας κρίνεται από ομάδα υψηλού κύρους. Η θετική μας εικόνα υπερτονίζεται μπροστά στους εξαρτημένους από εμάς ή μπροστά στους συνομηλίκους, οι οποίοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την παρουσιαζόμενη εικόνα. Η στάση μας μπορεί να αλλάξει, επίσης, ανάλογα με τις αντιδράσεις του ακροατηρίου.
Η απόδοση όχι μόνο προσωπικών προσδιορισμών αλλά και αυτο-ευθυ- νών φαίνεται ότι επηρεάζεται από πρόσθετους παράγοντες, όπως η πίστη σε ένα «δίκαιο» κόσμο, στην περίπτωση που ο προσδιορίζων είναι θύμα μιας δυσάρεστης εμπειρίας, όπως ο βιασμός ή μια βαριά ασθένεια. Κι αυτό γιατί το άτομο αρνείται να πιστέψει ότι το κακό που του συνέβη ήταν τυχαίο ή ότι μπορεί να ξανασυμβεί. Άρα σε κάτι θα πρέπει να έφταιξε και το ίδιο —αν η ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στο άλλο άτομο ή σε κάποια περιβαλλοντική αιτία. Μάλιστα το θύμα μπορεί να φτάσει να πιστέψει ότι έφταιγε αυτό για το συμβάν, και πως τελικά το ίδιο προκάλεσε ιαυτή την τιμωρία —πήρε αυτό που άξιζε!
ν^πό τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η διαδικασία αιτιολογικού προσδιορισμού παρεμβαίνει και επηρεάζει τις σκέψεις των ανθρώπων, τα συναισθήματα που νιώθουν αλλά και την περαιτέρω συμπεριφορά τους. Για το λόγο αυτό οι συνέπειες των προσδιορισμών στην καθημερινή ζωή, στην ομαλή αλλά και στην ανώμαλη συμπεριφορά έχουν ερευνηθεί αρκετάΤ[Γις προεκτάσεις και εφαρμογές της θεωρίας των προσδιορισμών θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Εφαρμογές ίων θεωριών αιτιολογικού προσδιορισμού στην εκπαίδευση
Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η διατύπωση των θεωριών αιτιολογικού προσδιορισμού προκάλεσε ένα μεγάλο· ρεύμα ερευνών σχετικά με το ρόλο των προσδιορισμών στη συμπεριφορά. Ένας τομέας όπου οι προσδιορισμοί αναπτύσσονται ως άμεση αντίδραση στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι οι περιστάσεις επίτευξης, εκεί που υπάρχει επιτυχία ή αποτυχία, και μάλιστα απρόσμενη. Πραγματικά, σε συνδυασμό με τις θεωρίες του κινήτρου επίτευξης, πολλές έρευνες της δεκαετίας του 1970 επικεντρώθηκαν στη μελέτη της αλληλεπίδρασης των δύο μορφών κινήτρου. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις διαστάσεις των αιτιολογικών προσδιορισμών που είναι σχετικοί με την επίτευξη και τις εφαρμογές των ερευνητικών δεδομένων στην εκπαιδευτική πράξη.
Το κίνητρο επίτευξης και η θεωρία προσδιορισμού
Η θεωρία για το κίνητρο επίτευξης και οι θεωρίες αιτιολογικού προσδιορισμού μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικές η μια της άλλης, μια και οι δεύτερες συμπληρώνουν και επεκτείνουν την περιγραφή της όλης συμπεριφοράς που εκδηλώνεται σε συνθήκες επίτευξης. Έτσι, η επιτυχία ή η αποτυχία δεν είναι η τελική κατάσταση σε μια περίσταση επίτευξης. Το άτομο προχωρεί σε αιτιολόγηση του γεγονότος και συσχέτιση των μαρτυριών που διαθέτει σχετικά με τις επιδόσεις τις δικές του αλλά και των άλλων στη συγκεκριμένη, αλλά και σε παρόμοιες καταστάσεις. Με τον τρόπο αυτό καταλήγει να αποδώσει το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του στον εαυτό του ή σε εξωτερικούς παράγοντες, και να χαρεί ή όχι για αυτό. Όταν οι πληροφορίες λένε ότι το άτομο, αλλά και πολλοί άλλοι, πετυχαίνουν στο ίδιο έργο, το άτομο θα αποδώσει την επιτυχία του σε εξωτερική αιτία —«ήταν εύκολο το έργο»— και την αποτυχία του σε εσωτερική αιτία —«πρέπει να είμαι βλάκας»—. Αντιστρόφως, όταν οι περισσότεροι αποτυχαίνουν, η
ΕΦΑΡΜΟΓΈΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 195
αποτυχία αποδίδεται σε εξωτερική αιτία —«δύσκολο έργο»— και η επιτυχία σε εσωτερική αιτία —ικανότητα ή προσπάθεια.
Πραγματικά, σε μια έρευνα των ΡΗβζβ & \λ/βΐηβΓ (1971) ζητήθηκε από τα υποκείμενα να αποδώσουν τις επιτυχίες ή αποτυχίες φανταστικών προσώπων σε παράγοντες ικανότητας, προσπάθειας, δυσκολίας του έργου και τύχης, 6άσει ενός ιστορικού που αφορούσε την προηγούμενη επιτέλεση των ατόμων αυτών σε διάφορα έργα στο παρελθόν. Βρέθηκε ότι όταν οι προηγούμενες αποτυχίες ήταν λίγες, η παρούσα επιτυχία αποδιδόταν κυρίως στην τύχη ή στην προσπάθεια. Όταν οι προηγούμενες επιτυχίες ήταν πιο συχνές, η παρούσα επιτυχία αποδιδόταν σε παράγοντες του έργου και στην ικανότητα. Γενικά, όταν ένα νέο αποτέλεσμα διαφέρει από τα παλιά, ο προσδιορισμός γίνεται σε σταθερούς παράγοντες: ικανότητα και δυσκολία του έργου.
Οι \Α/βΐηβΓ και ΚυΚΙβ (1970) και Μβϊηβτ και Ροίβρβη (1970) σε μια σειρά ερευνών, όπου συσχετιζόταν το κίνητρο επίτευξης του ατόμου και οι προσδιορισμοί που έδινε σε συμβάντα επιτυχίας και αποτυχίας, έδειξαν ότι οι άνθρωποι με Μδ > Μδί τείνουν να αποδίδουν την επιτυχία σε εσωτερικούς παράγοντες περισσότερο απ’ ό,τι οι άνθρωποι με Μβί > Μδ. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες. Μετά από μίαν επιτυχία οι Μδ > Μ&ί άνθρωποι αισθάνονται πολύ θετικά γιατί αποδίδουν την επιτυχία στην ικανότητα. Αυτό στη συνέχεια αυξάνει θετικά το τελικό κίνητρο επίτευξης, που τους οδηγεί σε νέες περιστάσεις επίτευξης. Οι άνθρωποι με Μβί > Μδ μετά από μιαν επιτυχία δεν έχουν τέτοιο θετικό συναίσθημα γιατί αποδίδουν την επιτυχία σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η τύχη ή η ευκολία του έργου. Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρονται για νέες επιτυχίες. Επίσης, τα άτομα με Μδ > Μβί τείνουν να αποδίδουν την αποτυχία σε ανεπαρκή προσπάθεια, πράγμα που διατηρεί ανέπαφη τη θετική εικόνα για τον εαυτό τους.
Οι κοινωνικά αγχώδεις μαθητές αποδίδουν τις επιτυχίες τους περισσότερο στην προσπάθεια παρά στην ικανότητα και τις αποτυχίες στην κακή τύχη και δυσκολία του έργου (ΑΙάβη, 1987). Ο ΡβδίΗβτ (1969) βρήκε, επίσης, ότι τα κορίτσια αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως λιγότερο ικανό από τα αγόρια, και αποδίδουν την επιτυχία τους εν μέρει και στην τύχη. Ανπθέ- τως τα αγόρια αποδίδουν την αποτυχία σε εξωτερικούς παράγοντες και σε έλλειψη κινήτρων (ΠΚυβο1< & ΒιίδΗ, 1976).
1% ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Διαστάσεις των προσδιορισμών
Οι έρευνες ίου \Α/βϊηβΓ πάνω στη σχέση επίτευξης και προσδιορισμών έθεσαν το πρόβλημα που είχε ήδη επισημάνει ο ΗβίάβΓ σχετικά με τον τόπο στον οποίο εντοπίζονται οι αιτίες των γεγονότων. Οι προσωπικές αιτίες εντοπίζονται μέσα στο άτομο ενώ οι περιβαλλοντικές έξω από αυτό. Ο ΚοΚβΓ (1966) διατύπωσε την άποψη ότι ο τόπος όπου εντοπίζεται η αιτία ενός γεγονότος και ο έλεγχος που έχει το άτομο ως προς την αιτία αυτή είναι μια σημαντική διάσταση των προσδιορισμών, γιατί επηρεάζει το πώς θα αντιδράσει το άτομο στο μέλλον απέναντι στο γεγονός αυτό. Ο ΚοΝβτ θεωρούσε ότι οι άνθρωποι έχουν έλεγχο των εσωτερικών αιτιών αλλά όχι των εξωτερικών.
Παράλληλα όμως με τις έρευνες που διερευνούσαν τη σημασία της διάκρισης των προσδιορισμών σε εσωτερικούς και εξωτερικούς, άλλες έρευνες έδειξαν ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν μεγαλύτερη ποικιλία προσδιορισμών, ανάλογα με την περίσταση. Ο \λ/βϊηβΓ (1983) συνοψίζει τέσσερις διαστάσεις επί των οποίων κυμαίνονται οι προσδιορισμοί. Ο τόπος (Ιοαίδ) των αιτιών αφορά τη διάκριση σε εσωτερικά/εξωτερικά κίνητρα. Έτσι, σε περίπτωση επίτευξης μπορεί να επικαλεσθεί κανείς εσωτερικές αιτίες, όπως η ικανότητα, η προσπάθεια, η προσοχή, η υγεία, η προσωπικότητα, η διάθεση. Εξωτερικές αιτίες μπορεί να είναι η δυσκολία του έργου, η τύχη, η βοήθεια από άλλους, η αμοιβή. Στην περίπτωση των φιλικών σχέσεων οι εσωτερικοί προσδιορισμοί αφορούν την ομορφιά, την προσωπικότητα, την επιθυμία. Οι εξωτερικοί προσδιορισμοί αφορούν τη στάση του άλλου, την εξωτερική εμφάνιση, την προηγούμενη συμπεριφορά, την τύχη.
Η σταθερότητα είναι μια άλλη πλευρά των αιτιολογικών προσδιορισμών. Τη σταθερότητα ή μη των αιτιών είχε πρώτος τονίσει ο ΗβίάβΓ (1958). Οι αιτίες μπορεί να είναι σταθερές, με διαρκή δράση —όπως η ικανότητα, η ομορφιά—, ή παροδικές —όπως η διάθεση ή η τύχη. Υπάρχει όμως αλληλεπίδραση του τόπου της αιτίας και της σταθερότητας. Για παράδειγμα, η τύχη είναι εξωτερική αιτία ασταθής ενώ η δυσκολία του έργου εξωτερική αιτία σταθερή. Οι ΑΑ/βΐηβΓ, Ρπβζβ, ΚιιΗβ, Κββά, Κβδί, & Κοδβη- ββαιη (1971) συνόψισαν τη σχέση τόπου και σταθερότητας των αιτιών στον παρακάτω πίνακα.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 197
Πίνακας 4Ταξινόμηση ίων αναλαμβανόμενων αιτιών της επίτευξης
ανά τόπο και σταθερότητα
Σταθερότητα αιτίας Τόπος αιτίας
Εσωτερικός Εξωτερικός
Σταθερή αιτία Ικανότητα Δυσκολία έργου
Ασταθής αιτία Προσπάθεια Τύχη
Η σημασία της διάστασης της σταθερότητας είναι μεγάλη κυρίως στη διαμόρφωση των προσδοκιών για τις μελλοντικές επιτυχίες ή αποτυχίες (\λ/βίηβΓ, 1985). Αν το αποτέλεσμα ενός συμβάντος αποδίδεται σε σταθερή αιτία, τότε το αποτέλεσμα αυτό θα προσδοκάται και στο μέλλον με αυξημένη βεβαιότητα, όσο επαναλαμβάνεται το ίδιο αποτέλεσμα. Αν το αποτέλεσμα αποδίδεται σε ασταθή αιτία, τότε τόσο η επανεμφάνιση όσο και η απουσία του μπορούν να προσδοκώνιαι, ανάλογα με την εξέλιξη των περιστατικών επιτυχίας ή αποτυχίας. Οι προσδοκίες αυτού του τύπου μπορούν να αφορούν τόσο τη συμπεριφορά τη δική μας όσο και των άλλων. Οι δάσκαλοι, για παράδειγμα, συχνά κάνουν τέτοιους προσδιορισμούς και διαμορφώνουν προσδοκίες για τη μελλοντική επίδοση των μαθητών τους με βάση πληροφορίες για τις προηγούμενες επιδόσεις.
Η δυνατότητα ελέγχου είναι μια τρίτη πλευρά που ενυπάρχει στους αι- τιολογικούς προσδιορισμούς. Ο ΚοΚβτ (1966) είχε χρησιμοποιήσει την έννοια του ελέγχου σε σχέση με το αν ο τόπος του ελέγχου είναι εσωτερικός ή εξωτερικός. Η υπόθεση ήταν ότι έλεγχος υπάρχει σπς εσωτερικές αιτίες και μη έλεγχος σπς εξωτερικές. Όμως υπάρχουν αιτίες εσωτερικές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ατόμου, όπως η προσπάθεια, αλλά και αιτίες ανεξέλεγκτες, όπως η ικανότητα. Επίσης, υπάρχουν εξωτερικές αιτίες ανεξέλεγκτες, όπως η τύχη ή οι αποφάσεις που παίρνουν οι άλλοι, αλλά και ελεγχόμενες, όπως οι αποφάσεις των άλλων που κατεθύνονται από εμάς (μέσω, λ.χ., δωροδοκίας). Επομένως, υπάρχει μια αλληλεπίδραση των τριών διαστάσεων των προσδιορισμών. Τη σχέση ελέγχου και σταθερότητας συνόψισε ο Μ/βίηβτ (1979).
198 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Πίνακας 5Ταξινόμηση των ανπλαμβανόμενων αιτιών της επίτευξης
ως προς τη σταθερότητα και έλεγχο
Σταθερότητα Έλεγχος
Αιτία ελέγξιμη Αιτία μη ελέγξιμη
Αιτία σταθερή Συνήθειες δουλειάς Ικανότητα
(επιμέλεια, τεμπελιά)
Αιτία μεταβλητή Προσπάθεια Ψυχοφυσιολογική κατάσταση
(στιγμιαία) (διάθεση, κούραση)
Η τελευταία διάσταση αφορά την ύπαρξη πρόθεσης σε μίαν ενέργεια ή σε ένα αποτέλεσμα. Η διάσταση αυτή συνδυάζει την πρόθεση και προσπάθεια του ΗβίάβΓ. Προτάθηκε από τον Κοδβηβεαιπι (1972) και αφορά τις εσωτερικές αιτίες, που μπορεί να εμπεριέχουν πρόθεση ή όχι. Η ικανότητα, για παράδειγμα, δεν εμπεριέχει πρόθεση ενώ η προσπάθεια εμπεριέχει. Η ψυχική μας διάθεση, αντιθέιως, δε συνδέεται με κάποια πρόθεση. Η διάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την απόδοση ευθυνών, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Όμως η πρόθεση είναι μια προϋπόθεση για να γίνει κάτι και όχι άμεση αιτία. Είναι λόγος για να πράξει κάποιος κάτι αλλά δεν είναι άμεσα υπεύθυνη για το αποτέλεσμα. Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για ένα αποτέλεσμα μόνο όταν έχει και πρόθεση και έλεγχο της αιτίας. Διαφορετικά μένει μόνο στην πρόθεση.
Προσδιορισμοί και συναισθήματα
Η αναγνώριση των διαστάσεων πάνω στις οποίες κινούνται οι προσδιορισμοί επιτρέπει και την ακριβέστερη συσχέτιση των αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς, του σχετικού προσδιορισμού και των συναισθημάτων που γεννιώνται ως απάντηση στο αποτέλεσμα και στον προσδιορισμό του. Ο \Α/βίηβΓ (1972, 1974) αρχικά απέδιδε μεγαλύτερη θυμική επίπτωση στον προσδιορισμό προσπάθειας παρά στον προσδιορισμό ικανότητας. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι στενοχωριούνται περισσότερο όταν η αποτυχία αποδίδεται σε έλλειψη προσπάθειας παρά σε έλλειψη ικανότητας. Αντίθετη άποψη διατύπωσαν οι Οονίηφοη & ΟπιβΙίοΗ (1979) και ο ΝίοΗοΙΙδ (1976), ο
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΓΓΙΟΛΟΠΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 199
οποίος μάλιστα έΒαλε τίτλο στο άρθρο του: Καλή είναι η προσπάθεια, αλλά καλύτερη η ικανότητα. Η άποψη του ΝίοΗοΙΙε είναι ότι σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν κοινωνικές προδιαγραφές για το τι προσδοκάται, όπως στο σχολείο ή στο επάγγελμα, ο προσδιορισμός ικανότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικός γιατί συνδέεται με την προσδοκία για μελλοντικές επιδόσεις. Έτσι, στην περίπτωση αποτυχίας, η μεγάλη προσπάθεια μπορεί να υπονομεύσει τον προσδιορισμό ικανότητας, πράγμα που οδηγεί σε αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό μας (ΗβοΙώ9ΐΐ5βη, 1978). Ο προσδιορισμός προσπάθειας όμως έχει πιο σημαντικές επιπτώσεις για τη μελλοντική επίδοση, όταν το άτομο δε συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, αλλά έχει εσωτερικά κίνητρα για τον εμπλουτισμό των γνώσεων και δεξιοτήτων του.
Οι ν/βϊηβΓ, Κυδδβΐΐ & Ι_βπη3η (1978, 1979) έδειξαν ότι υπήρχε ένα σύνολο συναισθημάτων που εξαρτιώνταν από το αποτέλεσμα μιας δράσης ανεξάρτητα από το αν ο προσδιορισμός ήταν εσωτερικός ή εξωτερικός. Στην επιτυχία, για παράδειγμα, τα υποκείμενα της έρευνας ανέφεραν αισθήματα ευτυχίας ενώ στην αποτυχία δυσαρέσκεια και απογοήτευση. Υπάρχουν όμως και συναισθήματα που συνδέονται με συγκεκριμένους προσδιορισμούς. Για παράδειγμα, η επιτυχία που αποδίδεται σε ικανότητα γεννά αίσθημα ικανότητας και εμπιστοσύνης στον εαυτό, ενώ η αποτυχία δημιουργεί αίσθημα ανικανότητας. Η επιτυχία μετά από μακροχρόνια προσπάθεια δημιουργεί αίσθημα χαλάρωσης, ενώ η αποτυχία αίσθημα ντροπής (ενοχής). Η απόδοση της επιτυχίας στους άλλους γεννά αισθήματα ευγνωμοσύνης, ενώ η αποτυχία θυμό. Τέλος, η απόδοση της επιτυχίας ή της αποτυχίας στην τύχη δημιουργεί έκπληξη.
Κατά τον ΗβοΜιβυδβη (1991), τα συναισθήματα υπερηφάνειας και ντροπής μετά την επιτυχία ή αποτυχία, έχουν σχέση με τη διάσταση του ελέγχου. Το άτομο βιώνει κάποιο από τα συναισθήματα αυτά όταν Βλέπει τον εαυτό του από την πλευρά του κοινωνικού αντικτύπου της συμπεριφοράς του. Πώς θα με κρίνουν οι άλλοι με αφορμή αυτή την επιτυχία ή αποτυχία; Η αποτυχία τότε γεννά αισθήματα ενοχής, εφόσον το άτομο δεν προσπάθησε αρκετά για την επίτευξη του στόχου του. Δηλαδή το άτομο δεν έκανε κάτι που ήταν μέσα στις δυνατότητές του και υπό τον έλεγχό του. Είναι διαφορετικά όμως αν απέτυχε γιατί δεν είχε την ικανότητα. Τότε η αποτυχία δημιουργεί αισθήματα ντροπής, γιατί αποκαλύπτεται μια αδυναμία του ατόμου, η οποία είναι πέρα από τον έλεγχό του. Η επιτυχία, από την άλλη, δημιουργεί υπερηφάνεια, εφόσον το άτομο την αποδίδει στον εαυτό του και θεωρεί ότι αυτό τον Βάζει σε υπέρτερη θέση έναντι των άλλων.
Θυμικές αντιδράσεις δημιουργούνται στο άτομο όχι μόνο από το πώς αυτός ή αυτή Βλέπουν τον εαυτό τους αλλά και από τις αντιδράσεις των άλ
200 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
λων απέναντι τους. Στην περίπτωση αυτή η θυμική αντίδραση εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον προσδιορισμό προσπάθειας. Είναι φανερό ότι όταν ένας εξωτερικός κριτής —όπως, για παράδειγμα, ο δάσκαλος που επαινεί ή τιμωρεί μια αντίδραση του μαθητή του— κρίνει τη συμπεριφορά κάποιου», δεν εκφράζει απλώς μίαν αξιολόγηση αλλά θέλει να επηρεάσει και τη μελλοντική συμπεριφορά του κρινομένου. ΓΥ αυτό απευθύνεται σε εκείνη την πλευρά της αιτιολογίας της συμπεριφοράς, η οποία έχει μελλοντική σημασία και βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ατόμου, δηλαδή την προσπάθεια. Σε έρευνες όπου δάσκαλοι έπαιρναν το ρόλο μαθητή και αξιολογούσαν την επίδοσή τους, ή μαθητές έπαιρναν το ρόλο του δασκάλου και αξιολογούσαν άλλους μαθητές, ήταν καθαρό ότι αυτό που θεωρούνταν πιο σημαντικό και επηρέαζε τη βαθμολογία ήταν η παρουσία ή μη προσπάθειας (\Λ/βΐηβΓ & ΚυΜβ, 1970).
Ωστόσο, παρά την έμφαση στην προσπάθεια, ο έπαινος ή η τιμωρία που εφαρμόζουμε δεν εξαρτάται μόνο από τον πρσδιορισμό αυτό. Στον έπαινο ή τιμωρία ενυπάρχει και ο προσδιορισμός της ικανότητας. Αν επαινέσουμε κάποιον πολύ για επιτυχία σε ένα εύκολο έργο, τότε δημιουργεί- ται η υποψία έλλειψης ικανότητας. Αν τιμωρηθεί κάποιος για αποτυχία σε ένα δύσκολο έργο, τότε δημιουργείται υποψία υψηλής ικανότητας, γιατί η προσδοκία ήταν ότι θα τα κατάφερνε στο δύσκολο έργο. Επομένως, υπάρχει μια αντιστάθμιση προσπάθειας και ικανότητας. Αυτός ο συνδυασμός προσπάθειας και αντισταθμιστικής ικανότητας, καθώς και η αξία που αποδίδουμε σε αυτόν που διατυπώνει την κρίση, φαίνεται ότι επηρεάζει και τις προσδοκίες του ατόμου για τις μελλοντικές επιτυχίες ή αποτυχίες του στο σχετικό έργο (Μβγβτ & Ρΐοβςβτ, 1979). Είναι ενδιαφέρον, επίσης, ότι το αντισταθμιστικό σχήμα προσπάθειας και ικανότητας αποκπέται μετά τα 10-12 χρόνια, όπως έδειξαν έρευνες με παιδιά 4-12 χρόνων. Στα μικρά παιδιά ο έπαινος είναι πάντα ένδειξη ικανότητας (ΒθΛβΓ & ΟτβΗβΓη, 1987).
Η σύνδεση προσδιορισμών και συναισθημάτων ίσως αποτελεί απάντηση ως προς το μηχανισμό μέσα από τον οποίο ενεργοποιούν τη συμπεριφορά οι αιτιολογικοί προσδιορισμοί. Δεν είναι σίγουρο δηλαδή ότι η γνώση των αιτιών δημιουργεί τάση αλλαγής της μελλοντικής συμπεριφοράς. Αν όμως τόσο η συμπεριφορά και τα αποτελέσματά της όσο και οι προσδιορισμοί γεννούν συναισθήματα, τότε τα συναισθήματα μπορούν να κινητοποιήσουν τη μελλοντική συμπεριφορά. Αυτό μπορεί να γίνει άμεσα, μέσω της τάσης προσέγγισης ή αποφυγής που δημιουργούν τα συναισθήματα που αναπτύσσονται σε σχέση με τη συμπεριφορά και τα αποτελέσματά της, ή έμμεσα, μέσω των διαφοροποιημένων συναισθημάτων που απορρέουν από τις θετικές ή αρνητικές προσδοκίες που γεννούν οι προσδιορι
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Α1ΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 201
σμοί και οι διαστάσεις τους (Μ/βϊηβΓ, 1985). Η έρευνα ωστόσο που αφορά τη σχέση διαστάσεων των προσδιορισμών και συναισθήματος δεν έχει κα- ταλήξει ακόμη σε βέβαια αποτελέσματα. Η σημασία του εσωτερικού/ εξωτερικού προσδιορισμού είναι μεγάλη αλλά και η διάσταση του ελέγχου και της σταθερότητας συμβάλλει επίσης. Για παράδειγμα, φοιτητές που πήραν καλούς βαθμούς σε ένα διαγώνισμα, απέδωσαν την επιτυχία σε εσωτερικούς παράγοντες αλλά εκδήλωσαν και θετικά αισθήματα για τον καθηγητή και το μάθημα, επίσης. Όταν, μάλιστα, έκαναν εσωτερικούς προσδιορισμούς σε σταθερούς παράγοντες, τότε αισθάνονταν λιγότερο άγχος για τη μελλοντική εξέταση στο μάθημα. Αντιθέτως, φοιτητές που απέτυχαν και απέδωσαν την αποτυχία σε εξωτερικούς παράγοντες, βίωναν άγχος για τη μελλοντική εξέταση στο μάθημα αυτό. Επομένως, το άγχος που αισθάνονταν οι φοιτητές ήταν συνάρτηση όχι μόνο του τόπου της αιτιότητας αλλά και της σταθερότητας των αιτιών. Τα δεδομένα αυτά συνεπάγονται ένα πολύ πιο σύνθετο πλέγμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ συμπεριφοράς, προσδιορισμών, συναισθημάτων και μελλοντικής δράσης. Μερικές από τις πτυχές του θέματος θα δούμε στη συνέχεια, στα πλαίσια των ερευνών για τα εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα και τις εκπαιδευτικές εφαρμογές των δεδομένων σε περιστάσεις επίτευξης.
Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα
Η έννοια του εξωτερικού κινήτρου είναι ήδη γνωστή από το κεφάλαιο των συμπεριφορικών θεωριών για τα κίνητρα. Ο Ηυΐΐ εισήγαγε την έννοια αυτή σε αντιδιαστολή προς τις εσωτερικές ανάγκες, προκειμένου να εξηγήσει πώς εξωτερικές αμοιβές είναι δυνατό να ενισχύουν τη συμπεριφορά. Προοδευτικά, η έννοια των εξωτερικών κινήτρων ταυτίστηκε με τους στόχους που θέτουν οι άνθρωποι και την προσδοκία που συνδέεται με την επίτευξη των στόχων. Σε αντιδιαστολή προς τα εξωτερικά κίνητρα, πολλές έρευνες της δεκαετίας του 1960 τόνισαν τον ενισχυτικό ρόλο της δραστηριότητας αυτής καθαυτής, χωρίς η δραστηριότητα να συνδέεται αναγκαστικά με συγκεκριμένη εξωτερική αμοιβή από την επίτευξη του στόχου που εξυπηρετεί η εκδηλούμενη δραστηριότητα. Στην περίπτωση αυτή μιλούμε για εσωτερικό κίνητρο. Με τον τρόπο αυτό επεκτάθηκε η έννοια των εσωτερικών κινήτρων και έλαβε μίαν ιδιαίτερη σημασία.
Λέμε ότι ένα άτομο έχει εσωτερικό, κίνητρο να επιτελέσει μια δραστηριότητα αν την αναλαμβάνει μόνο και μόνο για να επιτελέσει τη δρασιη- ριόϊητα αυτή καθ’ αυτή και όχι για να πετύχει κάποια εξωτερική αμοιβή. Η
202 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
δραστηριότητα είναι από μόνη της επιβραβευηκή. Αντίθετα, ένα άτομο έχει εξωτερικό κίνητρο όταν αναλαμδάνειμια δραστηριότητα λόγω μιας προσ-~ δοκώμενης εξωτερικής αμοιβής. ~~ ~ —
Η ιδέα'Τώϋ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, ωστόσο, δε θα είχε μεγάλη απήχηση στη σύγχρονη εποχή, αν δε συνδεόταν με τους αγιολογικούς προσδιορισμούς. Η σηιιασία .του προσδιορισμού της συυπεοκροοάς σε εσωτερικά ή εξωτερικά κίνητρα είναι μεγάλη, γιατί αν το άτομο αποδίδει τη συμπεριφορά του σε εσωτερικούς λόγους, θα θελήσει να την επαναλά- 6έΐ ανεξάρτητα από την ύπαρξη αμοιβής, ενώ αλλιώς θα την εκδηλώνει μόνο υπό την παρουσία αμοιβής.
Τα δεδομένα που οδήγησαν σε επανεξέταση του θέματος των εξωτερικών κινήτρων ξεκίνησαν μετά τη διατύπωση του κινήτρου επίτευξης. Η συνειρμική θεωρία προβλέπει ότι η ύπαρξη εξωτερικής αμοιβής πάντα ενισχύει την αντίδραση. Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, οι οργανισμοί επαναλαμβάνουν τις ενέργειες που έχουν ενισχυθεί στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, αν κάποιος επιτύχει σε ένα έργο, η επιτυχία αυτή θα οδηγεί σε επανάληψη της σχετικής αντίδρασης λόγω ενίσχυσής της από την αύξηση της προσδοκίας για επανάληψη της επιτυχίας στο μέλλον. Η θεωρία επίτευξης όμως τόνισε πως ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι εξωτερικού κινήτρου —το οποίο ακολουθεί την επίτευξη ενός στόχου— οι άνθρωποι κρίνουν την ίδια την επιτυχία ως προς την αξία της και αναλαμβάνουν ένα έργο ανάλογα με την αξία της επιτυχίας καθαυτής. Άρα οι άνθρωποι επηρεάζονται από εσωτερικές εκτιμήσεις της αξίας των αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς και όχι μόνο από την ύπαρξη ή μη επιτυχίας και αμοιβής. Έτσι, αν πετύχει κανείς σε ένα πολύ εύκολο έργο, δεν επιδιώκει την επανάληψη της σχετικής αντίδρασης, γιατί δεν έχει καμιά αξία η επιτυχία αυτή. Η αξία της επιτυχίας συνδέεται τόσο με τη δυσκολία του έργου όσο και με την προσπάθεια που κατέβαλε το άτομο για την επίτευξή του. Άρα η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ενεργειών μας και ο ενισχυτικός ή μη ρόλος τους είναι συνάρτηση των αιτιολογικών προσδιορισμών για το δεδομένο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς είτε αυτό είναι επιτυχία είτε αποτυχία.
|θ κύριος εκπρόσωπος της θεωρίας για τα εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα στα πρόσφατα χρόνια είναι ο Οβοί (1971, 1972 α,β). Ο ϋβοϊ έκανε μια σειρά πειραμάτων με παιδιά που έλυναν γρίφους με κύβους. Οι γρίφοι αυτοί προκαλούσαν μεγάλο ενδιαφέρον στα παιδιά. Υπήρχαν τρεις ομάδες υποκειμένων. Η πρώτη ομάδα έλυνε τους γρίφους και δεν έπαιρνε καμιά αμοιβή. Η δεύτερη ομάδα έλυνε τους γρίφους και μετά δεχόταν αμοιβή, χωρίς όμως να τους έχει λεχθεί από την αρχή ότι θα πάρουν αμοιβή. Τέλος, η τρίτη ομάδα έπαιρνε αμοιβή μετά τη λύση των γρίφων αλλά τους είχε λεχθεί
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 203
αυτό από την αρχή. Αφού τα υποκείμενα ασχολούνταν με τους γρίφους για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο πειραματιστής αποχωρούσε από το δωμάτιο με μια δικαιολογία και άφηνε τα παιδιά μόνα τους. Αυτή ήταν η κρίσιμη συνθήκη. Ο πειραματιστής παρακολουθούσε στη συνέχεια από μακριά ποια από τα παιδιά ασχολούνταν με τους γρίφους και για πόση ώρα. Βρήκε ότι τα υποκείμενα που δεν είχαν αμειφθεί καθόλου ή πήραν αμοιβή, χωρίς να το γνωρίζουν από την αρχή, ξόδευαν περισσότερο χρόνο με γρίφους μετά το τέλος του πειράματος απ’ ό,τι τα υποκείμενα που είχαν προσδοκία χρημάτων. Τα ευρήματα αυτά είναι αντίθετα από αυτά που θα προέβλεπε η συνειρμική θεωρία, διότι επέμεναν με τη δραστηριότητα των γρίφων τα παιδιά που δεν είχαν αμειφθεί και όχι εκείνα που είχαν αμειφθεί. Η ερμηνεία που δόθηκε στηρίχθηκε στο διαφορετικό προσδιορισμό που απέδωσαν στη συμπεριφορά τους τα υποκείμενα των διάφορων ομάδων. Τα παιδιά της ομάδας αμοιβής θεώρησαν ότι έλυσαν τους γρίφους μόνο για την αμοιβή και δεν ξανασχολήθηκαν με αυτούς, μια και έλειπε ο λόγος της συμπεριφοράς τους. Τα παιδιά των δύο άλλων ομάδων το έκαναν γιατί θεωρούσαν ότι ο λόγος της συμπεριφοράς τους ήταν η εσωτερική ικανοποίηση κι, έτσι, συνέχισαν και μετά το πείραμα. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται από την αρχή της έκπτωσης του Κβΐΐβγ, σύμφωνα με την οποία τα άτομο θα μειώσει τη σημασία μιας αιτίας αν άλλες εύλογες υπάρχουν στο περιβάλλον.
Το πολύ σημαντικό εύρημα σπς έρευνες αυτού του τύπου είναι ότι η εξωτερική αμοιβή είναι δυνατό να υποσκάψει τα εσωτερικά κίνητρα. Δηλα- δή είναι δυνατό να ξεκινήσει κανείς να κάνει κάτι γιατί του αρέσει και το ευχαρίστιέΐαΓ™ί,~"οταν αρχίσει νά πληρωνετατ^ “κάνει, να τοκάνει μόνον εψυυυντταίρνει υψηλή αμοιβη^Πόσα παραδείγματα αθλητών ~ποΰ ξεκίνησαν ερασιτεχνικά και έγιναν μετά επαγγελματίες δεν πιστοποιούν το εύρημα αυτό; Θυμηθείτε, επίσης, τους παλιούς τεχνίτες που ξόδευαν χρόνο και χρόνο για να ολοκληρώσουν ένα έργο χωρίς ουσιαστική αμοιβή. Λέμε ότι το έκαναν από μεράκι. Όπ χαίρονταν τη δουλειά τους. Με τη γενίκευση της τεχνολογίας και την έμφαση στην παραγωγή, οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν τη δουλειά τους ως μέσο απόκτησης χρημάτων. Έτσι, η προσοχή πέρασε απόν ποιότητα στη μαζικότητα, στην ποσότητα. Η εξωτερική αμοιβή κυριάρχησε για αρκετά χρόνια, μέχρι που σπς μέρες μας επανήλθε η απαίτηση της ποιότητας. Η αμοιβή έρχεται μόνον εφόσον υπάρχει ποσότητα και ποιότητα. Αυτό όμως κάνει τους ανθρώπους πιο ευαίσθητους στο γεγονός ότι όλα δε γίνονται μόνο για εξωτερικές αμοιβές αλλά και για εσωτερικές επιδιώξεις που έχουν να κάνουν με αισθητικές ή άλλες απολαύσεις. (Ή τουλάχιστον, ότι οι εξωτερικές αμοιβές δεν απο- κτιούνται τόσο εύκολα όσο θα επιθυμούσε κανείς.)
204 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Η άποψη ότι η εξωτερική αμοιβή μπορεί ν,α έχει ενάντιο αποτέλεσμα στο συνολικό κίνητρο δεν είναι αποδεκτή από όλους τους ερευνητές. Ο ΑίΚϊηδοη (1964, 1974) υποθέτει ότι το εξωτερικό κίνητρο προστίθεται στο κίνητρο επίτευξης. Η εργασία του Οβοί όμως δείχνει ότι η σχέση μεταξύ ε- σωτερικού-εξωτερικού κινήτρου είναι δυνατό να μην είναι αθροιστική και μάλιστα ο προσδιορισμός σε εξωτερικό κίνητρο να μειώσει το εσωτερικό.
Αλλά και η μπιχεβιοριστική θεωρία υποστηρίζει ότι το εξωτερικό κίνητρο ως μορφή θετικής ενίσχυσης αυξάνει την αντίδραση. Για τη λύση του παραδόξου αυτού έχει προταθεί η ιδέα ότι σε ένα τυπικό πείραμα ενίσχυσης, η ενίσχυση δίνεται πολλές φορές ενώ στο πείραμα του Οβοί δίνεται μόνο μία φορά, οπότε το άτομο διασπάται στη συμπεριφορά του από την αμοιβή και δείχνει χαμηλή επίδοση μετά την αμοιβή. Όταν όμως η αμοιβή δίνεται πολλές φορές, το άτομο εθίζεται στη διάσπαση και συντηρεί τη σωστή συμπεριφορά. Αντίθετα δεδομένα προς την άποψη αυτή προσέφεραν οι Οβοί, Οεΐδοίο & Κτυδβΐΐ (1975), που έδειξαν την αρνητική επίδραση της αμοιβής και σε έργα με πολλές δοκιμές.
Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να έχει σημασία για την επίπτωση της εξωτερικής αμοιβής είναι ο χρόνος κατά τον οποίο δίνεται η αμοιβή. Είναι πιθανό ότι μια αμοιβή που δίνεται για την επιτέλεση μιας νέας δραστηριότητας θα μπορούσε να εμποδίσει έναν εσωτερικό προσδιορισμό. Αν όμως έχει γίνει ο εσωτερικός προσδιορισμός για μια δραστηριότητα και ακολουθήσει κατόπιν η αμοιβή, τότε δε θα αλλάξει ο προσδιορισμός. Οι βαθμοί στο σχολείο δεν υποσκάπτουν τα εσωτερικά κίνητρα όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί ο εσωτερικός προσδιορισμός. Αν, παρόλα αυτά, δίνεται συνεχώς έμφαση στην εξωτερική αμοιβή, τότε ο εσωτερικός προσδιορισμός μπορεί να χαθεί.
Εσωτερικά κίνητρα και εκπαίδευση
Η θεωρία για τα εσωτερικά και _ε6ωτεοικά κίνητρα και η σχέση των προσδιορισμών με την επίτευξη έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εκπαίδευση, όπου το ζητούμενο είναι οι μαθητές να επιδί&ονταΤστα έργα μάθησης για την αξία που αυτά έχουν _̂και που .δ,εν- είναι άμεσα ορατή στους μαθητές, καί όχι για εξωτερικές αμοιβές όπως τα χρήματα που δίνουν οι γονείς ή οι. βαθμοί και οι έπαινοι του δασκάλου. Βεβαίως, όταν ο μαθητής πρωτο- ασχολείται με κάτι, το οποίο κατά τεκμήριο δεν είναι ενδιαφέρον για αυτόν, ή του προκαλεί μεγάλη δυσκολία, τότε η εξωτερική αμοιβή είναι συχνά το μόνο μέσο για να προσελκύσουμε την προσοχή του στο αντικείμενο
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓ1ΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 205
που μας ενδιαφέρει. Η συνέχιση της έμφασης όμως μόνο στις εξωτερικές αμοιβές, όταν το παιδί μπορεί να πρϋχωρήσει μονό του και να εκτιμήσει τη μάθηση καθαυτή, είναι επιζήμια, γιατί δημιουργεί προσδιορισμούς που δε\Γάπήχούν ενασχόληση λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος.
(ΤΒτορΗν (1983) έχει κάνει μια σύνοψη ορισμένων κανόνων που φαίνεται ότι κάνουν τον έπαινο αποτελεσματικό, δηλαδή που κατευθύνει τους μαθητές σε εσωτερικούς προσδιορισμούς στο σχολείο£θι κανόνες αποτελεσματικής χρήσης του επαίνου στην τάξη απορρέουν από τη γνώση που προέρχεται από τις έρευνες στην ενίσχυση αλλά και τις έρευνες στους προσδιορισμούς της επίτευξης. Οι κανόνες (ή αρχές του αποτελεσματικού επαίνου) συνοψίζονται παρακάτω:
0.. Ο έπαινος δίνεται σε συνάφεια προς την αντίδρασηΠ^υτή είναι μια βασική αρχή για τη σύνειρση της ενίσχυσης με τη συμπεριφορά που θέλουμε να ενισχύσουμε. Η συνάφεια δημιουργείται από τη χρονική και τοπική εγγύτητα ή μέσω του λόγου, όταν συνδυάζουμε τα γεγονότα που θέλουμε να συσχετισθούν μεταξύ τους.
[2. Ο έπαινος προσδιορίζει τις λεπτομέρειες της επήευξης^Η ενίσχυση που δίνεται από το δάσκαλο δεν αφορά αδιαφοροποίητα όλη την εκδη- λούμενη συμπεριφορά, αλλά τονίζει ποιο ακριβώς σημείο της είναι το σωστό, αυτό που πρέπει να επαναληφθεί. Πάρτε, για παράδειγμα, τα μικρά παιδάκια που πρωτομαθαίνουν γραφή. Στην αρχή ο έπαινος δίνεται απλώς στην προσπάθεια να σχηματίσουν το γράμμα. Στη συνέχεια περνά στη γραφή της λέξης ολόκληρης, και μετά στη γραφή της πρότασης. Εφόσον κατακτηθεί η δεξιότητα της γραφής, στη συνέχεια η έμφαση περνά στην ορθογραφία και στην καλλιγραφία. Αντιστοίχως ο έπαινος δίνεται όχι απλώς στο ότι το παιδί έγραψε το κείμενο που του δώσαμε αλλά στο πόσο καλά και πόσο ορθά το έγραψε.
£3 . Ο έπαινος δείχνει αυθορμησία, έχει ποικιλία, και αναδύει σήματα αξιοπιστίας.αρχή αυτή τονίζει την αυθεντικότητα που πρέπει να εχει ο έπη ινος προκειμένο» να γίνει πιστευτός από το μαθητή. Πρόκειται για τα μη λεκτικά σήυατα επικοινωνίας που συνοδεύουν τον προφορικό λόγο και υ- ποδηλώνβυν αν είναι ειλικρινές αυτό που λέμε ή όχι. Ο έπαινος για να έχει επίδραση, θα πρέπει να είναι ειλικρινής.
(4 · Ο έπαινος αμείβει την επίτευξη καθορισμένων κριτηρίων επιτέλεσης (που μπορούν να περιλαμβάνουν και την προσπάθεια]] Η αρχή αυτή τονί- ζει την καλλιέργεια κινήτρου επίτευξης. Το παιδί πρέπει να μάθει να κάνει κάτι και να μάθει να το κάνει σωστά. Ο δάσκαλος είναι υπεύθυνος για να
206 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
διδάξει στους μαθητές του ποιο είναι το ορθό. Αν 6ε6αίως ο μαθητής απέχει ακόμη στην επίδοσή του από το άριστο, τότε ο έπαινος δίνεται κατ’ αρχήν στην προσπάθεια για τη βελτίωση της επίδοσης και τη συνέχιση προς τους επιδιωκόμενους στόχους.
Ο έπαινος προφέρει πληροφορίες στους μαθητές για την αξία των επιτευγμάτων του^Και αυτός ο κανόνας εξυπηρετεί την εμμονή στους στόχους μέσω της πληροφόρησης για την αξία των στόχων. Αυτή η πληροφόρηση δημιουργεί θετικό σθένος στους στόχους, έτσι που να παραμένουν ελκυστικοί και μετά την αρχική επιτυχία σε αυτούς. Αυτό 6έ6αια σημαίνει ότι η αξία που αποδίδουμε στους στόχους δεν πρέπει να είναι τόσο απόμακρη για τους μαθητές, ώστε η απόσταση να τους Γκιιηδρνί/π Η π£Γπ πηέ-
^πει να είναι ορατή και από τους ίδιους τους μαθητές.
Χ&. Ο έπαινος προσανατολίζει τους μαθητές προς την καλύτερη κατανόηση της σχετικής προς το έρνο συυπεριφηράς τους και της οκεφηο για τη λύση ποοΒληυάτων. 7|υτή η πλευρά του επαίνου έχει να κάνει με την καλλιέργεια των μεταγνωσπκών ικανοτήτων των μαθητών, με τη συνειδη- τοποίηση των διαδικασιών της σκέψης που επιτρέπουν την επιτυχία σε αυ- , τό. Η ενημερότητα για τις διεργασίες της σκέψης επιτρέπει την προσέγγισή τους σε νέες περιστάσεις και το σχεδίασμά της πορείας της λύσης σε μελλοντικές περιστάσεις.
1 Λ (7 . Ο έπαινος χρησιμοποιεί τις προηγούμενες επιτεύξεις των μαθητών ως πλαίσιο αναφοράς για να περιγράφει τις τρέχουυες ^ΐίίΐ^ρξεπ^Ηδητο- νίσθηκε η σημασία της προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων. Ο κανόνας αυτός επισημαίνει ότι η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την τάξη ούτε σε όλα τα παιδιά.Χία το λόγο αυτό είναι σημαντικοί— παιδί να κατανοεί την προσωπική του πορεία και να καταλήγει σίΟίΕ-οω»-— στούς προσδιορισμούς ικανότητας και προσπάθειας. Μια άνιση σύγκριση προς άλλους μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα ανΐκ3νοϊηταςΊΤ~αναποτε- λεσματικής προσπάθειας, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε πάράίτήΟη.
8 . Ο έπαινος δίνεται ως αναγνώριση μιας άξιας λόνου προσπάθειας ήεπιτυχίας σε δύσκολα (για το συγκεκριμένο μαθητή^έργα.)ϋ κανόνας αυτός έχει να κάνει, από τη μια, με την αποτελεσματικότητα της μερικής ενίσχυσης έναντι της ενίσχυσης κάθε προσπάθειας, και, από την άλλη, με τη διαφοροποίηση της ενίσχυσης ανάλογα με το επίπεδο δυσκολίας του έρ- νου. Στην περίπτωση τηο συνεχούς ενίσχυσης ο έπαινος δεν προσφέρει διαφοροΐϊοιητική πληροφόρηση και πολύ εύκολα ςμχο,σ;6εννυται, δηλαδή
"χάνει την αξία τού. Η αμοιβή, επίσης, μετά από επιτυχία σε ένα δύσκολο
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΠΊΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 207
—για το άτομο— έργο οδηγεί σε προσδιορισμούς ικανότητας, οι οποίοι επιτρέπουν επανάληψη της ενασχόλησης με αυτό. Αν το έργο κρίνεται ως πολύ εύκολο ή πολύ δύσκολο, ανεξάρτητα από την ικανότητα, τότε οδηγεί σε προσδιορισμούς εξωτερικούς.
{9 . Ο έπαινος αποδίδει την επιτυχία στην προσπάθεια και ικανότητα, υ- πονοώνταο ότι παρή\ι™ρς ρπιπινΟς /ιπηρηήν νη προσδοκώνται και στο μέλλον) Ο κανόνας αυτός αποτελεί συνέχεια του προηγουμένου και τονίζει την ενίσχυση της αυτο-εικόνας του μαθητή από την άποψη της προσωπικής συνεισφοράς στην επίτευξη ενός αξιόλογου στόχου.
ίο . Ο έπαινος υιοθετεί τους εσωτερικούς προσδιορισμούς (ότι δηλαδή οι μαθητές ευχαριστιούνται το έργοκαι νέλουν να αναπτύξουν σχετικές δε=~ ξιότητες).)Εδώ ιονίζεται το κίνητρο για την απόκτηση δεξιοτήτων, το~οποϊο
Τποέπει να**ίΐναΓεπωτεο^ κι νίΤϋΐνΡΐ αυτό χρειάζεταιοι μαθητές να ασχολούνται με το σχετικό αντικείμενο όχι μόνο χωρίς προηγούμενη υπόσχεση αμοιβής, όπως έδειξε η σχετική έρευνα, αλλά και συχνά χωρίς την παρουσία κάποιου εξωτερικού παρατηρητή, όπως ο δάσκαλος ή ο γονιός. Κι αυτό γιατί τότε μόνο οι μαθητές θα θεωρήσουν ότι το κάνουν όχι γιατί υπάρχει ο άλλος αλλά γιατί τους αρέσει να ασχολούνται με αυτό μόνοι τους.
(11. Ο έπαινος επικεντρώνει την προσοχή των μαθητών στη σχετική με το έργο συμπεριφορά τους.^οι η αρχή αυτή αποσκοπεί στο να στρέψει την~ προσοχή των μαθητών μονο στη συμπεριφορά που οδηγεί στην επίτευξη του στόχου και όχι σε άλλες πλευρές του έργου ή της περίστασης που μπορεί να δημιουργήσουν λανθασμένες εντυπώσεις και ερμηνείες για τις αιτίες του αποτελέσματος.
12. Ο έπαινος εκφράζει την εκτίμηση για τη σχετική με το έργο δράση αφούολοκΛηρωΰεί η σχετική συμπεριφορά. Αυτή η αρχή τονίζει μίαν άλΑη "πλευρά της διαδικασίας ενίσχυσης./Αν η επανατροφοδότηση δοθεί πριν την ολοκλήρωση της δράσης, τότε το'ΐίαιδί μπορεί να την εκλάβει ως μήνυ- μασΓΠ5ΛθκΔηρωσε τη ζητούμενη συμπεριφορά και να σταματήσει την προ- ο̂ίκηθειοΤΠίτ̂ ι\Γ το τέλ(^ΤΤΓ¥νι1̂ υση δηλαδή πρέπει να δίνεται με τρόπο
~ που νδΓμη διασπά την τρέχουσα ακολουθία ενεργειών και να αμείβει το σύνολο της προσπάθειας για την επίτευξη του στόχου. Αν ο στόχος είναι
"πολύ απόμακρος και δεν μπορεί να επιτευχθεί με μια ενιαία προσπάθεια μόνο, τότε θα πρέπει να επιμερίζεται σε μερικότερους στόχους, και να τονίζεται τόσο η επίτευξη του μερικού στόχου όσο και η συνέχιση της προσπάθειας μετά την επίτευξη των επόμενων Βημάτων.
208 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΐέηαινος,Όε αντιδιαστολή προς τον αποτελεσματι-ίίνεται τυχαία ή μη συστηματικά. περιορίζέτάί^ε~Έφοΐρ7κές θεπκέςΊΡ
ντιδράσεις και δείχνει αδιαωοοοποίητη ομοιομορφία. Αμείβει απλώς τη συμμετοχή, χωρίς αναφορά σπς διαδικασίες επιτέλεσης ή στα αποτελέσματα. Δεν προσφέρει καθόλου πληροφορίες ή τονίζει μόνο τη «θέση» των μαθητών στην τάξη (ποιος είναι πρώτος και ποιος τελευταίος). Προσανατολίζει τους μαθητές προς τη σύγκριση με τους άλλους και τον ανταγωνισμό. Χρησιμοποιεί τις επιτεύξεις των άλλων ως πλαίσιο αναφοράς για την περιγραφή της τρέχουσας επίτευξης του μαθητή. Δίνεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσπάθεια ή η σημασία της επίτευξης για το συγκεκριμένο μαθητή. Αποδίδει την επιτυχία μόνο στην ικανότητα ή σε εξωτερικούς παράγοντες. Υιοθετεί εξωτερικούς προσδιορισμούς (για ανταγωνισμό, για ικανοποίηση του δασκάλου, ...). Περιορίζει την προσοχή του μαθητή στο δάσκαλο ως εξωτερική αυθεντία. Παρεμβαίνει στην τρέχουσα διαδικασία και διασπά την προσοχή από τη σχετική με το έργο συμπεριφορά.
Τα αποτελέσματα της ενίσχυσης, γενικώς, περιορίζονται όταν η αμοιβή δίνεται μόνο σε εξωτερικές συμπεριφορές —γιατί αυτό είναι πιο εύκολο— και όχι στις ιδέες. Όταν τονίζει την ποσότητα και όχι την ποιότητα. Όταν δε διαφοροποιείται ανάλογα με τη φάση μάθησης και τους επιμέρους στόχους. Όταν υιοθετεί μόνο εξωτερικές αμοιβές και δεν καλλιεργείται η, αυ- το-ενίσχυση από την ικανοποίηση που φέρνει η απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων και η υπερηφάνεια για την επίτευξη. Όταν δεν οδηγεί σε ορθούς προσδιορισμούς. Πρέπει να τονισθεί ότι οι μαθητές των πρώτων τάξεων του δημοτικού συνήθως δεν κάνουν εσωτερικούς προσδιορισμούς για τις επιδόσεις τους.„0 ι προσδιορισμοί αρχίζουν να εμφανίζονται μετά τα ΓΟ χρόνια και κυρίως στα κορίτσια, πού είναι πιο ευαίσθητα στην κρίση"~ των άλλων απεναντί τους. Επίσης, οί καλοί μαθητές κάνουν διαφορετικούς προσδιορισμούς από τούς «απελπισμένους» μαθητές. Οι πρώτοι τονίζουν κυρίως την προσπάθεια και επικεντρώνονται στις διαδικασίες του έργου με το οποίο ασχολούνται και την ικανοποίηση από αυτό. Οι μη πετυχημένοι μαθητές αποδίδουν την αποτυχία τους στην έλλειψη ικανότητας και Πολύ εύκολα τα χάνουν εμπρός στην αποτυχία. Η απόδοση της αποτυχίας σε έλλειψη προσπάθειας έχει το μειονέκτημα ότι δεν οδηγεί σε ορθή εκτίμηση της κατάστασης όταν το έργο είναι δύσκολο για το συγκεκριμένο μαθητή, λόγω, π.χ., έλλειψης γνώσεων και σχετικών δεξιοτήτων. Η εμμονή σε προσδιορισμό προσπάθειας σε αυτή την περίπτωση μπορεί να οδηγήσει το μαθητή σε εγκατάλειψη και άρνηση των περαιτέρω προσπαθειών, καθώς το παιδί βλέπει ότι παρά την προσπάθεια αποτυχαίνει. Μάλιστα ο κίνδυνος που διαβλέπει το παιδί σε αυτή την κατάσταση είναι ότι θα χαρακτηρισθεί
/
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Α1ΏΟΛΟΓ1ΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 209
«6Μκας», μια και η αποτυχία της προσπάθειας μπορεί μόνο να αποδοθεί σε έλλειψη ικανότητας (ΒτορΗν, 1983).
Σύνοψη
Μέσα από όσα αναφέρθηκαν για τα εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ενασχόληση με ένα έργο μπορεί να γίνεται για πολλούς λόγους. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να είναι εσωτερικοί ή εξωτερικοί ή και τα δύο μαζί. Οι εσωτερικοί λόγοι μπορεί να συνδέονται με το έργο και την αξία που έχει αυτό, με το ενδιαφέρον που προκαλεί η ενασχόληση με αυτό και την ικανοποίηση που επιφέρει (προσανατολισμός έργου). Οι εσωτερικοί λόγοι μπορεί να σχετίζονται, επίσης, με το ενδιαφέρον για τον εαυτό μας και με την εξυπηρέτηση προσωπικών στόχων (ΝϊοΗοΙΙδ, 1983). Παράδειγμα η επιδίωξη θετικής αναγνώρισης του εαυτού μας από τους άλλους, ο φόβος να μην αποτύχουμε, η διάκριση λόγω των ικανοτήτων μας (προσανατολισμός προς τον εαυτό). Οι εξωτερικοί λόγοι έχουν να κάνουν με την επιδίωξη εξωτερικών αμοιβών, τον ανταγωνισμό, την ολοκλήρωση μιας ενέργειας γιατί λήγουν οι προθεσμίες, κ.ο.κ. Ο ίδιος άνθρωπος είναι δυνατό να κινείται από ενδιαφέρον για το έργο σε έναν το- μέϊι και από ενδιαφέρον για τον εαυτό ή από εξωτερικά κίνητρα σε κάποιον άλλο. Ο δάσκαλος θα πρέπει να γνωρίζει τη σχετικότητα των κινήτρων καθώς και τις ατομικές διαφορές σε αυτά, ώστε να μπορεί να χειρίζεται αποτελεσματικά τις διάφορες καταστάσεις που ανακύπτουν και να πετυχαίνει το μέγιστο θετικό προϊόν για την τάξη του.
(
Ο επιτυχημένος δάσκαλος
Κατά τον ΒτορΗν (1983), οι επιτυχημένοι δάσκαλοι όχι μόνο χρησιμοποι- ούν τον έπαινο για την υιοθέτηση εσωτερικών προσδιορισμών και τη δημιουργία εσωτερικών κινήτρων στους μαθητές τους αλλά διαθέτουν και ορισμένα χαρακτηριστικά στη διδασκαλία τους που τους ξεχωρίζουν. Ενοττέ- τοιο χαρακτηριστικό είναι ότι λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές διαφορές των μαθητών τους, που έχουν να κάνουν με την ηλικία και την τάξη στην οποία βρίσκονται, το φύλο τους, την ευφυία και το επίπεδο επίτευξης του μαθητή, ΐήνπροσωπικότητα των μαθητών και τα κίνητρά τους. Αυτό σημαίνει ότι άλλου είδους αλληλεπίδραση θα έχουν με τους μικρότερους και πιο αδύναμους μαθητές (ένα προς ένα επαφή και πιο δομημένη διδασκαλία) και άλ
210 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
λη με τους μεγαλύτερους και πιο προχωρημένους μαθητές (περισσότερη ελευθερία και ανακαλυπτική μάθηση, αλληλεπίδραση σε επίπεδο ιδεών).
Μερικά άλλα κρίσιμα χαρακτηριστικά των πετυχημένων δασκάλων είναι:
1) Η προσδοκία ότι θα πετύχουν στη διδασκαλία τους και πως οι μαθητές τους θα μάθουν. Αν μια μέθοδος αποτυχαίνει, τότε χρησιμοποιούν άλλη, μέχρι που να πετύχουν το στόχο τους.
ορθή κατανομή του χρόνου του σχολείου σε δραστηριότητες μάθησης. Υπάρχει προσανατολισμός προς τα έργα που πρέπει να επιτευχθούν, και η σχολική εργασία είναι εντατική αλλά σε περιβάλλον ευχάριστο και φιλικό. Παρά τις υψηλές προσδοκίες επίτευξης, δεν υπάρχει τιμω- ρητικό περιβάλλον που δημιουργεί άγχος. Υπάρχει ενθουσιασμός με τη μάθηση και την επίτευξη.
3) Ο χειρισμός και επίβλεψη της τάξης είναι συνεχής. Ο δάσκαλος συντηρεί τησΰνεχεία του μαθήματος με επικάλυψη με τα προηγούμενα κεφάλαια, με πρόκληση της προσοχής στο αντικείμενο της διδασκαλίας και με ποικιλία στις ζητούμενες εργασίες. Κρατά τους μαθητές απασχολημένους ώστε να μην υπάρχει διασπαστική συμπεριφορά. Εξασφαλίζει ότι οι μαθητές γνωρίζουν τι περιμένει ο δάσκαλος από αυτούς και πώς θα το πετύχουν.
4) Η διευθέτηση των βημάτων της διδασκαλίας είναι τέτοια που ο ρυθμός του μαθήματος να μην είναι αργός —οπότε προκαλεί χαλάρωση της προσοχής—, ούτε πολύ γρήγορος, γιατί δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν οι μαθητές. Ο ρυθμός βάδην (μικρά βήματα σε γρήγορο ρυθμό) φαίνεται ότι είναι κατάλληλος για τη συντήρηση της προσοχής και τη μάθηση. Ο ρυθμός αυτός αλλάζει ανάλογα με τη δυσκολία του αντικειμένου του μαθήματος. Πιο δύσκολα θέματα απαιτούν αργότερους ρυθμούς. Επίσης, ο ρυθμός επιτυχίας στο κάθε επιμέρους έργο πρέπει να είναι πολύ υψηλός, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή μετάβαση στα επόμενα βήματα της διδασκαλίας.
5) Η διδασκαλία είναι ενεργητική, με επίδειξη δεξιοτήτων, επεξήγηση εννοιών, δημιουργία συνθηκών συμμετοχής και άσκησης, ερμηνεία του πώς γίνεται η άσκηση πριν τα παιδιά αρχίσουν την προσπάθεια με αυτήν.
6) Η διδασκαλία δε σταματά μέχρι να υπάρξει υπερμάθηση, δηλαδή πλήρης κατοχή και επανάληψη, σε σημείο που να μην υπάρχουν κενά στη γνώση.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΓΠΟΛΟΓ1ΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 211
Πραγματικά, η διδασκαλία είναι μια τέχνη που συχνά είναι δύσκολο να περιγράφει και να εφαρμοστεί, γιατί υπάρχει μια συνεχής προσαρμογή των μεθόδων και πρακτικών ανάλογα με την τάξη και τους μαθητές που έχει κανείς απέναντι του. Αυτό που φαίνεται να έχει σημασία είναι ο ενθουσιασμός του δασκάλου με τη δουλειά του, ο οποίος παρασύρει και τους μαθητές σε αυτήν. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ενθουσιασμός στην αρχή της μάθησης, όταν ο μαθητής δε διαθέτει ακόμη κίνητρα δικά του και προσδιορισμούς εσωτερικούς που θα συντηρούν την προσπάθειά του. Όσο προχωρεί ο μαθητής και πλησιάζει την περιοχή του ειδικού (του δασκάλου ή του καθηγητή), τόσο αλλάζει και η μορφή της διδασκαλίας, μια και τότε χρειάζεται η μύηση του μαθητή στη βαθύτερη κατανόηση των σχέσεων που διέπουν τα φαινόμενα. Τότε η διδασκαλία γίνεται πιο εξειδικευ- μένη και πιο λεπτομερειακή, και η υπάρχουσα εσωτερική ευχαρίστηση ενι- σχύεται από την επίτευξη νέων επιπέδων κατανόησης και επίδοσης.
Η θεραπευτική χρήση ίων προσδιορισμών στο σχολείο
Από την παρουσίαση των μηχανισμών μέσα από τους οποίους είναι δυνατό οι προσδιορισμοί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά, έγινε φανερό ότι μια μεταβολή στο είδος των προσδιορισμών που κάνει κάποιος, ιδιαιτέρως αν αυτοί είναι λανθασμένοι, μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της συμπεριφοράς. Προσπάθειες για παρέμβαση και μεταβολή των μη ευνοϊκών για τον εαυτό προσδιορισμών άρχισαν τη δεκαετία του 1970. Η προσπάθεια παρέμβασης γίνεται είτε μέσω της πειθούς, είτε μέσω ευκαιριών για επιθυμητές εμπειρίες, είτε μέσω μίμησης μοντέλου. Πολλές από τις προσπάθειες που έγιναν αποσκοπούσαν στη βελτίωση των κινήτρων και, συνακόλουθα, της επίδοσης σε σχολικά πλαίσια.
Οι ΕΗυβοΚ & Κβρυοοϊ (1973) ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το θέμα των προσδιορισμών και την επίδοση στο σχολείο. Βρήκαν ότι μαθητές που οδηγήθηκαν σε αποτυχία να λύσουν ορισμένα προβλήματα και θεωρούσαν ότι η αποιυχία τους οφείλεται στον «αποτυχημένο» δάσκαλο που είχαν, δεν έλυναν και στο μέλλον προβλήματα που τους δίνονταν και μπορούσαν να λυθούν πλέον. Οι ίδιοι μαθητές όμως έλυναν τα νέα προβλήματα αν ο δάσκαλος ήταν άλλος και θεωρούνταν «επιτυχημένος». Υπήρχαν όμως και παιδιά που δεν επηρεάζονταν από το είδος του δασκάλου και έλυναν τα νέα προβλήματα που τους δίνονταν, ακόμη και στην περίπτωση του «αποτυχημένου» δασκάλου. Η διαφορά των παιδιών αυτών από τα παιδιά που δεν έλυναν τα προβλήματα οφειλόταν στο ότι τα παιδιά
212 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
αυιά απέδιδαν μεγαλύτερη ευθύνη για τη λύση των προβλημάτων στον εαυτό τους παρά στο δάσκαλο. Οι ερευνητές ονόμασαν αυτή την ομάδα ίων παιδιών ως άτομα που επιδίωκαν τη μάθηση. Διάφορες έρευνες με παιδιά στραμμένα προς τη μάθηση έδειξαν ότι τα παιδιά αυτά απέδιδαν την επιτυχία στην ικανότητα και την αποτυχία στην έλλειψη προσπάθειας. Αντιθέ- τως, τα απελπισμένα ως προς το σχολείο παιδιά απέδιδαν την αποτυχία κυρίως στον εαυτό τους. Η ΕΚνεςΚ (1975) προσπάθησε να παρέμθει και να αλλάξει τις ιδέες των απελπισμένων παιδιών, έτσι που να αποδίδουν την αποτυχία στην έλλειψη προσπάθειας. Σε μια ομάδα έδωσε επανειλημμένες ευκαιρίες επιτυχίας (έτσι που να αυξηθεί η προσδοκία επιτυχίας τους) και σε μια άλλη έδωσε μισές ευκαιρίες επιτυχίας και μισές αποτυχίας, αλλά τις αποτυχίες ο πειραματιστής τις απέδιδε στην ανεπαρκή προσπάθεια. Μετά την περίοδο της παρέμβασης και οι δύο ομάδες παιδιών βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια περίσταση αποτυχίας και με μια πρόσθετη σειρά δοκιμών λύσης προβλημάτων. Βρέθηκε ότι μόνο τα παιδιά που είχαν ασκηθεί στους προσδιορισμούς προσπάθειας επέμεναν στη λύση των προβλημάτων μετά την αποτυχία. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας, παρά τις πολλαπλές εμπειρίες επιτυχίας, τα παρατούσαν μετά την αποτυχία.
Οι \Α/ϊ1δοη & ϋηνΐΐΐβ (1982) έκαναν μια παρόμοια παρέμβαση σε πρωτοετείς φοιτητές πανεπιστημίου, στους οποίους εξηγήθηκε ότι πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στα μαθήματα οφείλονται σε ασταθείς παράγοντες (προσπάθεια, νέο περιβάλλον, ... ) και πως είναι τυπικό οι ακαδημαϊκές επιδόσεις να βελτιώνονται με την πάροδο του χρόνου. Η έκθεση σε αυτού του είδους την πληροφορία είχε σημαντική επίδραση στις επιδόσεις των φοιτητών αυτών κατά τα επόμενα εξάμηνα σε σχέση με τους φοιτητές που δεν είχαν εκτεθεί σε αυτή την πληροφόρηση. Είναι ενδιαφέρον ότι παρόμοια ευρήματα υπήρξαν και σε μεταγενέστερες επαναλήψεις της έρευνας, αν και φάνηκε ότι τα αγόρια ανπδρούσαν πιο θετικά στην παρέμβαση στους προσδιορισμούς απ’ ό,τι τα κορίτσια (\Μ1δοη & ϋηνϊΐΐβ, 1985). Αυτό μπορεί να οφείλεται στις ατομικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ α- γοριών και κοριτσιών ως προς το είδος των προσδιορισμών που κάνουν. Επειδή τα κορίτσια αποδίδουν την αποτυχία σε ικανότητα, είναι δύσκολο να πειστούν ότι δεν ισχύει αυτό απλώς και μόνο γιατί εκτέθηκαν σε διαφορετικές πληροφορίες σε μια μόνο συνεδρία.
Η απόδοση της επιτυχίας σε ικανότητα φαίνεται να έχει επίσης θετικά αποτελέσματα (5οΗαηΚ, 1983). Τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων στους προσδιορισμούς, λοιπόν, συχνά είναι θετικά, αλλά για πραγματική αλλαγή στην επίδοση χρεΚίζειαι μακμυχμϋνια άσκηση και εμπειρίες που μπορούννα αλλάξουν τη γενικότερη αυτο-εικόνα του μαθητή (ΒοβΙοβΠδ, 1991.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 213
ΗβοΚΗθϋδβη, 1991). Πρέπει να τονισθεί, επίσης, όχι αλλαγή στα κίνητρα επιτρέπει εκδήλωση υπάρχοντος δυναμικού. Αν η άσκηση δεν προβλέπει μέσα για τη βελτίωση του επιπέδου των γνώσεων, δεξιοτήτων, και ικανότητας, γενικότερα, τότε δύσκολα μπορεί να επιφέρει μεταβολή στο επίπεδο της επίδοσης. Κατά τους 5ββ9βΓ5 & ΒοβεΚββιΙδ (1993), τα κίνητρα επηρεάζουν την πρόθεση για μάθηση αλλά δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της μάθησης, το οποίο είναι άμεση συνάρτηση της σχετικής γνώσης και ικανότητας, και της υποκειμενικής εκτίμησης της ικανότητας. Παρόμοια είναι και τα ευρήματα των ΕΜίάβε, Ρδρβάβΐά, Ρβρβηίοηΐου, & Κϊοββοοίου (1994), οι οποίοι βρήκαν ότι η επίδοση καθορίζεται σχεδόν κατά κύριο λόγο από τη σχετική με το έργο ικανότητα και λιγότερο από τη γενική ικανότητα (ευφυΐα) του ατόμου. Η γενική ικανότητα είναι κρίσιμη για τη μάθηση σε νέες καταστάσεις ή στην αρχή της διδασκαλίας. Στη συνέχεια, αυτό που είναι κρίσιμο είναι οι ειδικές γνώσεις. Η αυτο-εικόνα φαίνεται να επηρεάζει τις θυμικές αντιδράσεις απέναντι στο συγκεκριμένο έργο. Και η αυτο-εικόνα, με τη σειρά της, φαίνεται ότι επηρεάζεται από την ευρύτερη ιστορία του ατόμου σε καταστάσεις επίτευξης στο παρελθόν.
Αξίζει, επίσης, να τονισθεί ότι τα κίνητρα για μάθηση και επίδοση δεν εξαντλούνται στους αιτιολογικούς προσδιορισμούς της επιτυχίας /αποτυχίας. Στους φοιτητές, λόγου χάρη, βρέθηκε ότι η προσέγγιση που υιοθετούν απέναντι στη μάθηση, αν δηλαδή θα είναι προσέγγιση για πραγματική μάθηση και κατανόηση ή απλώς να «περάσει» και να πάρει το πτυχίο, εξαρτά- ται από διάφορα κίνητρα. Ο Εηίννϊβίΐβ (1987) που μελέτησε τη σχέση τύπου μάθησης και κινήτρου βρήκε τα ακόλουθα:
Πίνακας 6 Τύποι μάθησης και κίνητρα
Προσέγγιση βάθους
Επιφανειακή προσέγγιση
Κίνητρο εσωτερικό
Κίνητρο επίτευξης-εξωτερικό κίνητρο
Ύφος κατανόησης
Διαδικαστικό ύφος
Εσωτερικό κίνητρο
Φό6ος αποτυχίας
Κοινωνικό κίνητροΑποδιοργανωμένες μέθοδοι μελέτης
Ειδικότερα, η προσέγγιση βάθους, που συσχετίζεται με εσωτερικά κίνητρα, αντανακλά πρόθεση του ατόμου να επιτύχει προσωπική κατανόηση
214 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ίου αντικειμένου που σπουδάζει. Το άτομο αυτό επιδεικνύει έντονη αλληλεπίδραση με το περιεχόμενο του μαθήματος που μελετά, συσχετίζοντας νέες ιδέες με προηγούμενες γνώσεις, συσχετίζοντας τις έννοιες που συναντά με την καθημερινή ζωή, συσχετίζοντας τα συμπεράσματα με τις υπάρ- χουσες μαρτυρίες και εξετάζοντας με κριτικό βλέμμα τη λογική των επιχειρημάτων.
Η επιφανειακή προσέγγιση, που συσχετίζεται με το φόβο αποτυχίας, υιοθετείται από τα άτομα που στοχεύουν απλώς στο να γίνει η δουλειά και όχι να γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η μάθηση θεωρείται ως εξωτερική επιβολή, και γι’ αυτό δεν υπάρχει αναλογισμός πάνω στους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί ή στις στρατηγικές που πρέπει να εφαρμοστούν. Το άτομο που ακολουθεί αυτή την προσέγγιση αναγνωρίζει ποια είναι τα επιμέ- ρους στοιχεία που απαιτούνται για τις εξετάσεις, απομνημονεύει την ύλη χωρίς ολοκλήρωση της κατανόησης, και δεν επιδιώκει τη διάκριση των παραδειγμάτων από τις γενικές αρχές που διέπουν τα φαινόμενα.
Στη στρατηγική προσέγγιση προσιδιάζει το κίνητρο επίτευξης σε συνδυασμό με το επαγγελματικό κίνητρο, που είναι εξωτερικό. Το άτομο επιδιώκει υψηλή βαθμολογία, προσαρμόζει τη δουλειά του στις απαιτήσεις του καθηγητή, έχει επίγνωση των κριτηρίων εξέτασης και των τρόπων βαθμολόγησης, και χρησιμοποιεί θέματα προηγούμενων εξεταστικών περιόδων για την πρόβλεψη των θεμάτων στις τρέχουσες εξετάσεις. Το άτομο με αυτή την κατεύθυνση οργανώνει στρατηγικά το χρόνο και την προσπάθεια που θα καταβάλει, έτσι που να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για μελέτη και πληροφόρηση.
Τα άτομα που είναι στραμμένα προς την κατανόηση και την κατοχή της μάθησης, κινούνται από εσωτερικό κίνητρο και επιδεικνύουν συμπεριφορές ανάλογες με αυτές των ατόμων που επιδιώκουν τη σε βάθος εξέταση των πραγμάτων. Επικεντρώνουν την προσοχή τους σε όλο το θέμα και προσπαθούν να αποκτήσουν μια προσωπική αναπαράστασή του, χρησιμοποιώντας την αναλογία, την επίδειξη, και τα ανέκδοτα. Προσωποποιούν τις πληροφορίες που δέχονται και συσχετίζουν τις νέες ιδέες και γνώσεις με τις προηγούμενες και με την καθημερινή εμπειρία.
Τα άτομα με διαδικαστικό ύφος στη μελέτη, φαίνεται ότι κινούνται από το φόβο ότι μπορεί να αποτύχουν, και γι’ αυτό χρειάζονται τη βεβαιότητα ότι κατέχουν κάθε βήμα που χρειάζεται για την επίτευξη του έργου. Επικεντρώνουν την προσοχή τους όχι στις γενικές σχέσεις που διέπουν τα φαινόμενα, αλλά στις επιμέρους έννοιες και στα διαδικαστικά βήματα που εγ- γυώνται την επίτευξη του στόχου. Προτιμούν τις καλά καθιερωμένες διαδικασίες, δείχνουν ενδιαφέρον για την ακρίβεια και ορθότητα των ενεργειών
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 215
τους, συσχετίζουν προσεκτικά τις μαρτυρίες με τα συμπεράσματα και εξετάζουν κριτικά τη λογική των επιχειρημάτων.
Τέλος, τα άτομα που δεν παρουσιάζουν ένα συστηματικό πρότυπο μελέτης και αλλάζουν τον τρόπο προσέγγισης της μάθησης συχνά, φαίνεται ότι κινούνται από ένα κοινωνικό κίνητρο, να είναι δηλαδή αρεστοί στους άλλους και να συμπλέουν με αυτοϋς στους στόχους που έχουν.
Αν, λοιπόν, θελήσει κάποιος να δει το θέμα της μάθησης στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα, και όχι μόνο σε συνάρτηση προς μεμονωμένα χαρακτηριστικά του ατόμου, τότε θα πρέπει να δεχτεί ότι η μάθηση στο σχολείο ή στην ανώτερη εκπαίδευση είναι συνάρτηση των χαρακτηριστικών του μαθητή, των χαρακτηριστικών του δασκάλου και των χαρακτηριστικών του σχολείου (Εηίννΐδίΐβ, 1987). Ειδικότερα, από την πλευρά του μαθητή σημασία έχει το γνωστικό του υπόβαθρο (ικανότητες, γνώσεις, αντιλήψεις, γνωστικό ύφος), η προσωπικότητά του, τα κίνητρα και οι συνήθειες μελέτης και δουλειάς. Από την πλευρά του δασκάλου, σημασία έχει όχι μόνο η προσωπικότητα και το υπόβαθρο των γνώσεών του, αλλά και η διδακτική μέθοδος που ακολουθεί, τα διδακτικά μέσα που χρησιμοποιεί, το διδακτικό ύφος που διαθέτει —δηλαδή σε ποιο επίπεδο κινείται η διδασκαλία, τι ρυθμό ακολουθεί, αν είναι δομημένη, αν παρέχει ερμηνεία και εξηγήσεις, αν έχει ενθουσιασμό και συμπάθεια προς τις ανάγκες των μαθητών. Από την πλευρά του σχολείου, σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τα αποτελέσματα της μάθησης είναι το υπόβαθρο της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εμπειρίας που διαθέτει, το εκπαιδευτικό υλικό που παρέχει, οι διαδικασίες αξιολόγησης που εφαρμόζει, η υποστήριξη που παρέχει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων σχετικών με τη μάθηση και τη μελέτη, η ελευθερία στη μάθηση που επιτρέπει, ο φόρτος εργασίας που επιβάλλει, και η επανατροφοδότηση των αποτελεσμάτων που παρέχει. Είναι φανερό, ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων μάθησης θα πρέπει να διαθέτει μια ευρύτερη προοπτική των παραγόντων που είναι δυνατό να επηρεάζουν τις επιδόσεις κάθε φορά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Αιτιολογικοί προσδιορισμοί στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην παθολογική συμπεριφορά
Από την παρουσίαση ίων θεωριών αιτιολογικού προσδιορισμού έγινε φανερό ότι οι άνθρωπο» εφαρμόζουν μηχανισμούς αιτιολόγησης προκει- μένου να κατανοήσουν τη συμπεριφορά των άλλων αλλά και ιη δική τους. Ένας τομέας έρευνας που τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί αρκετά αφορά το είδος των προσδιορισμών που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις καθώς και τις γνωστικές και θυμικές αντιδράσεις στους προσδιορισμούς (6λ. \Νβαη/, δ&ηΐβν, & Ηβτνβν, 1989).
Ο ορισμός που δίνουν οι Κβΐΐβν, ΒβΓδοΗβΐά, ΟΗηδίβηδβη, Ηειινβν, Ηιΐδίοη, 1.βνϊη9βΓ, ΜοΟΐηίοοΚ, Ρβρίβυ, & ΡβίβΓδοη (1983) στις στενές σχέσεις είναι ο ακόλουθος: Στενή σχέση μεταξύ δύο ατόμων είναι αυτή που χαρακτηρίζεται από έντονη, συχνή, και ποικίλη αλληλεξάρτηση, η οποία διαρκεί για αρκετό χρονικό διάστημα. Η αλληλεξάρτηση, με τη σειρά της, είναι μια κατάσταση στην οποία η ζωή των ατόμων διαπλέκεται έντονα, και δημιουργεί στενούς δεσμούς λόγω των πολλών αιτιωδών συνδέσεων που υπάρχουν μεταξύ τους. Επομένως, στενές διαπροσωπικές σχέσεις διακρί- νονται εκεί που τα εμπλεκόμενα άτομα αισθάνονται δέσμευση για τη σχέση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Παραδείγματα στενών σχέσεων είναι οι διαφυλικές ερωτικές σχέσεις, οι οικογενειακές σχέσεις, αλλά και κάθε άλλου είδους σχέση που διαθέτει το χαρακτήρα της αλληλεξάρτησης και δέσμευσης.
Η πρώτη εργασία που έγινε στον τομέα αυτό ξεκίνησε από τους Οη/ΐδ, Κβΐΐβν, & Βυίΐβτ (1976), οι οποίοι ζήτησαν από τα μέλη ερωτευμένων ζευ- γαριών να τους αναφέρουν παραδείγματα συμπεριφορών, δικών τους και του συντρόφου τους, για τα οποία ο καθένας τους είχε διαφορετική εξήγηση. Τα παραδείγματα που δόθηκαν αφορούσαν την κριτική που ασκεί ο ένας στον άλλο σύντροφο, τις απαιτήσεις που θέτει ο ένας στον άλλο, την ενασχόληση του ενός από τους δύο με πολλές δραστηριότητες έξω από τις κοινές του ζευγαριού, και το να φέρει ο ένας σε δύσκολη θέση άλλους. Τα παραδείγματα αυτά δεν αφορούσαν καθαρές συγκρούσεις του ζευγαριού,
ΑΓΓΙ0Λ0Γ1Κ01 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΗΣ 217
αλλά αντανακλούσαν ενημερότητα για τις μεταξύ τους διαφορές στις εξηγήσεις των συμβάντων.
Η προοπτική μέσα από την οποία διαμόρφωναν τις εξηγήσεις τους ο δράστης και ο παρατηρητής των αναφερόμενων συμβάντων στα ζευγάρια δεν ακολουθούσε το πρότυπο που είχαν περιγράφει οι <Ιοηβδ & ΝϊδββΚ (1972). Οι ερμηνείες των μελών του ζευγαριού καθοδηγούνταν όχι μόνο από τις διαφορετικές πληροφορίες που είχε ο καθένας από τους δύο, αλλά και από το φόβο μιας σύγκρουσης και την προσδοκία ίων επιπτώσεων της σύγκρουσης. Όταν, λοιπόν, υπάρχει διχογνωμία σχετικά με τις αιτίες μιας συμπεριφοράς, τότε ο ενδιαφερόμενος προσπαθεί να εντοπίσει την πιθανή αιτία του όλου συμβάντος αλλά και το τι πρέπει να κάνει αυτός στη δεδομένη περίσταση, τι πρέπει να κάνει ο άλλος, κ.ο.κ. Έτσι ξεκινά μια συνεχής διαδικασία αξιολόγησης και αναδόμησης της όλης κατάστασης, η οποία συνεχίζεται μέχρι που να εξομαλυνθεί η κατάσταση, να εντοπισθούν τα κύρια σημεία της, και να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά του ενός ή του άλλου. Τα αισθήματα που βιώνει το άτομο στη διαδικασία αυτή και η μετάδοσή τους στον άλλο δεν αποτελούν μόνο συνέπεια και έκφραση της αιτιολο- γικής διεργασίας αλλά και της επιθυμίας του ατόμου να αλλάξει η συμπεριφορά του συντρόφου του με τρόπο που να μην ξαναδημιουργηθεί παρόμοια κατάσταση.
Σε μια παρόμοια έρευνα των Κοδδ και δϊοοίγ (1979) με παντρεμένα ζευγάρια ζητήθηκε να εκτιμήσει ο καθένας από τους συζύγους τη δική του ευθύνη σε 20 κοινές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες του ερωτηματολογίου συμπεριλάμβαναν τις δουλειές του σπιτιού, την ακαταστασία στο σπίτι, την πρόκληση καυγάδων, τη λήψη σοβαρών αποφάσεων, κ.α. Οι αναλύσεις των αποτελεσμάτων έδειξαν μια σοβαρή εγωκεντρική, αυτο-εξυπηρε- τούσα τάση στις αποδόσεις ευθυνών για τα θέματα που αφορούσαν συγκρούσεις και τη λύση τους.
Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα προσέφερε η έρευνα των Ηβινβγ, ΜβΙΙδ, & Αΐνειτβζ (1978), η οποία αφορούσε πραγματικές συγκρούσεις των ζευγαριών. Οι ερευνητές ζήτησαν από τα μέλη ζευγαριών που ζούσαν μαζί τουλάχιστον έξι μήνες να περιγράφουν ο καθένας τους το πώς αντιλαμβάνονταν αυτοί και οι σύντροφοί τους τις πηγές πραγματικών περιστατικών σύγκρουσης. Βρέθηκε ότι οι ερωτώμενοι θεωρούσαν ότι η γνώμη η δική τους και του συντρόφου τους για το περιστατικό της σύγκρουσης συνέπιπτε, ενώ η περιγραφή που έδινε ο άλλος σύντροφος για το ίδιο γεγονός έδειχνε ότι οι απόψεις τους απείχαν. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι η πραγματική συμφωνία στις γνώμες που δένει τα ζευγάρια μαζί αλλά η αυταπάτη της συμφωνίας. Το ενδιαφέρον είναι, επίσης, ότι η αιτιολογική διαδικασία
218 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
συνεχίζει όχι μόνο όσο το ζευγάρι ζει μαζί αλλά και όταν λήγει η σχέση. Οι μετά το χωρισμό προσδιορισμοί φαίνεται ότι επικεντρώνονται στη σταθεροποίηση της ενοχής του άλλου και στη μείωση της αξίας του.
Ο \λ/βΐδ5 (1975) διατύπωσε την άποψη ότι μετά το χωρισμό οι εμπλεκόμενοι δεν κάνουν απλώς αιτιολογικούς προσδιορισμούς αλλά διαμορφώνουν μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του «πώς» και «γιατί», δημιουργούν μια ιστορία για όλα τα συμβάντα του χωρισμού. Η ιστορία αυτή στηρίζεται σε αποσπασματικά μέρη των διάφορων γεγονότων γύρω από το χωρισμό, τα οποία συνενώνονται με τρόπο που να κάνουν νόημα. Κατά τους βί 31. (1989) τα κίνητρα πίσω από την ερμηνεία των συμβάντων του χωρισμού περιλαμβάνουν την ανάγκη να εγκαθιδρυθεί μια αίσθηση ελέγχου της κατάστασης, την ανάγκη συντήρησης και ενίσχυσης της αυτο-εκτίμησης, την ανάγκη για κλείσιμο, ολοκλήρωση της κατάστασης, και την επιθυμία να πεισθούν οι άλλοι για κάποια άποψη της ζωής τους.
Μια άλλη πλευρά των προσδιορισμών στα πλαίσια των στενών διαπροσωπικών σχέσεων αφορά τη σχέση τους με την κατάθλιψη στο γάμο. Τα δεδομένα για τις διαφορές των προσδιορισμών μεταξύ των συζύγων και την κατάθλιψη προέρχονται κυρίως από τις αναφορές ζευγών με διαταραγ- μένες σχέσεις που ζητούν Βοήθεια από ειδικούς και συχνά δείχνουν διαφορές με ζεύγη που έχουν καλές σχέσεις. Το κύριο εύρημα αυτών των ερευνών είναι ότι τα ζεύγη με προβλήματα τείνουν να εξουδετερώνουν κάθε θετική ενέργεια του συντρόφου τους και να τονίζουν κάθε αρνητική. Μάλιστα αποδίδουν την αρνητική συμπεριφορά σε εσωτερικούς παράγοντες — σε προδιαθέσεις— περισσότερο απ’ ό,τι τις θετικές. Γενικά, οι θετικές συμπεριφορές προκαλούν λιγότερους αυθόρμητους προσδιορισμούς απ’ ό,τι οι αρνητικές συμπεριφορές τόσο σια ζεύγη με προβλήματα όσο και στα ευτυχισμένα ζεύγη. Μια σημαντική συνέπεια των ευρημάτων σχετικά με τους προσδιορισμούς στα ζεύγη με διαταραγμένες σχέσεις είναι η συστηματική παρέμβαση στους προσδιορισμούς των συζύγων προκειμένου να μεταβληθεί η μεταξύ τους σχέση.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι διεργασίες αιτιολογικού προσδιορισμού λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια των στενών διαπροσωπικών σχέσεων και πως οι εκτιμώμενες αιτίες από τα μέλη του ζεύγους συχνά διαφέρουν, αν και οι ενδιαφερόμενοι δεν το συνειδητοποιούν. Η απόδοση της ευθύνης των ευχάριστων και δυσάρεστων συμβάντων σιη ζωή του ζευγαριού από τον ένα στον άλλο έχει επιπτώσεις στην ικανοποίηση από τη σχέση και πιθανώς στην αισθανόμενη κατάθλιψη σε περίπτωση διαταραγμένων σχέσεων. Αυτό που πρέπει να δευκρινιστεί είναι αν η κατάθλιψη είναι αιτία ή αποτέλεσμα των προσδιορισμών.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 219
Προσδιορισμοί και υγεία
Η περίπτωση των θυμάτων
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εφαρμογές των θεωριών για τους αιτιο- λογικοΰς προσδιορισμούς είναι η αρκετά πρόσφατη χρήση τους στα πλαίσια της ψυχολογίας της υγείας (6λ. \Α/β3η; βί βΐ., 1989). Ήδη αναφερθήκαμε στην περίπτωση της απόδοσης ευθυνών και τους προσδιορισμούς που συχνά εμφανίζουν τα θύματα επιθετικών, Βίαιων συμπεριφορών. Η «θυμα- τοποίηση» στη βιβλιογραφία όμως έχει ευρύτερη σημασία. Αφορά γενικότερα αλλαγές στη ζωή κάποιου, οι οποίες οφείλονται σε κάποια σωματική ή ψυχολογική απώλεια (^ηοίί-ΒυΙπιβη & Ρπβζβ, 1983). Ο ορισμός αυτός καλύπτει τόσο τα άτομα που έχουν υποστεί κάποια εγκληματική ή/και σεξουαλική επίθεση, όσο και τα άτομα που έχουν Βιώσει φυσικές καταστροφές, χρόνια ή θανατηφόρο ασθένεια καθώς και δυστυχήματα που οδηγούν σε σωματική αναπηρία. Παρά τη διαφορά ως προς την πηγή και το είδος της απώλειας που βιώνουν τα άτομα στις παραπάνω περιπτώσεις, αυτό που φαίνεται να υπάρχει κοινό είναι το σοκ που αισθάνεται το άτομο, η σύγχιση, η απελπισία, το άγχος, η κατάθλιψη. Η θυματοποίηση μπορεί να οδηγήσει επίσης σε απώλεια της αυτο-εκτίμησης, αίσθημα ότι το άτομο έχει χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων, και αντιδράσεις απόρριψης ή αμφιβολίας από τους άλλους. Οι αρνητικές εμπειρίες του ατόμου μπορούν να το οδηγήσουν σε απώλεια του νοήματος της ζωής, σε ανάγκη να συζητά το τραυματικό γεγονός με άλλους, και επίμονες παρεμβολές στη σκέψη ιδεών σχετικών με το συμβάν.
Η έντονη παρουσία των συμπτωμάτων αυτών μπορεί να οδηγήσει στη διαταραχή που ονομάζεται «μετατραυματικό στρες». Τα άτομα που παρουσιάζουν μετατραυματικό στρες βιώνουν επανειλημμένη ανάμνηση της τραυματικής εμπειρίας, όνειρα σχετικά με το συμβάν, καθώς και έντονη θλίψη όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με ερεθισμούς που τους ξυπνούν αναμνήσεις του γεγονότος. Συχνά αποφεύγουν καταστάσεις ή αισθήματα που συνδέονται με το γεγονός, είναι ευερέθιστα, με δυσκολία συγκέντρωσης, αποξένωση από τους άλλους, μειωμένο ενδιαφέρον στην καθημερινή ζωή, δυσκολίες ύπνου, και περιορισμένα αισθήματα. Βεβαίως τα συμπτώματα αυτά δεν εμφανίζονται ούτε όλα μαζί ούτε με την ίδια ένταση σε όλους τους ανθρώπους που γίνονται θύματα αντίξοων καταστάσεων. Η ένταση και η ποικιλία παραλλάσσουν ανάλογα με τη σημασία που έχει το αρνητικό γεγονός για το άτομο και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης που επιστρατεύει για να αντιμετωπίσει την απώλεια.
220 ΨΥΧΟΛΟΓΊΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Ένας μηχανισμός που ήδη αναφέρθηκε είναι η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο, που τα θύματα αναπτύσσουν προκειμένου να κατανοήσουν το τι συνέβη και γιατί (ίβπίθΓ, 1965). Μια δεύτερη υπόθεση που διατυπώθηκε για τις αντιδράσεις στη θυματοποίηση τονίζει την προσπάθεια του θύματος να διασφαλίσει την αυτο-εκτίμησή του (δΗβνβτ, 1970). Μια τρίτη υπόθεση είναι αυτή που τονίζει την ανάγκη του θύματος να διατηρήσει τον έλεγχο στο περιβάλλον του (Κβΐΐβν, 1971). Και οι τρεις υποθέσεις ουσιαστικά τονίζουν την ανάγκη του θύματος για αυτοπροστασία και έλεγχο του περιβάλλοντος, αισθήματα που διαταράχτηκαν από το τραυματικό γεγονός.
Κατά τη διαδικασία προσαρμογής στη μετατραυματική κατάσταση το άτομο φαίνεται ότι αναπτύσσει μια σειρά σκέψεων και γνωστικών στρατηγικών — που περιλαμβάνουν αιτιολογικούς προσδιορισμούς—, οι οποίες οδηγούν σε επανέλεγχο τόυ περιβάλλοντος ή σε αναδιάταξη των ιδεών του ώστε να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Στη δεύτερη περίπτωση, για παράδειγμα, τα θύματα προσπαθούν να επαναορίσουν την τραυματική κατάσταση με ένα θετικό τρόπο. Έτσι, γονείς παιδιών με περιγεννητικές βλάβες και κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρές ανικανότητες αναφέρουν ότι η κακή αυτή εμπειρία είχε και τα καλά της, γιατί ένωσε την οικογένεια περισσότερο, κ.ο.κ. Το ίδιο αναφέρουν και γυναίκες με καρκίνο του μαστού, οι οποίες τονίζουν ότι αυτό τους οδήγησε σε μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής και μεγαλύτερη αυτογνωσία.
Μια άλλη στρατηγική που περιγράφουν οι ΤεινΙοΓ, Μοοά, & ϋοΗίπΐ3η (1983) είναι αυτή της ελαχιστοποίησης της σημασίας του συμβάντος μέσα από τη σύγκριση με άλλα χειρότερα. Για παράδειγμα, το άτομο συγκρίνει τη δική του κατάσταση με την κατάσταση άλλων που είναι πολύ χειρότερη, φαντάζεται άλλες πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις που αποδεικνύουν συγκριτικά ότι η παρούσα κατάσταση είναι καλύτερη, ή κρίνει ότι «υπό τις παρούσες συνθήκες» τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα (άρα δεν είναι τόσο άσχημα).
Τα θύματα, επίσης, αναπτύσσουν ιδέες για την αιτιότητα και τις ευθύνες για το συμβάν, έτσι που να αποκαθίσταται η αίσθηση ελέγχου της κατάστασης. Πολλές φορές μάλιστα είναι προτιμότερο να διακρίνει κανείς πολλές αιτίες για το ίδιο συμβάν παρά μια μόνο αιτία που έχει να κάνει με τη δική του ευθύνη. Η απόδοση ευθυνών μπορεί να κυμαίνεται από τη «μοίρα», την τύχη, τις «βουλές του θεού», μέχρι την πιθανότητα να συμβούν τέτοια γεγονότα, προσωπική ευθύνη λόγω σφαλμάτων, κ.α. Η συσχέτιση του τύπου διακρινόμενης αιτιότητας και ικανότητας αντιμετώπισης της κατάστασης και ανάρρωσης —όπως την εκτιμούσαν οι νοσοκόμοι και θεραπευτές που παρακολουθούσαν τα άτομα αυτά στο νοσοκομείο— σε ασθενείς βα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 221
ρέων ατυχημάτων έδειξε ότι την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης είχαν οι ασθενείς οι οποίοι απέδιδαν το ατύχημα περισσότερο σε δική τους ευθύνη παρά σε ευθύνη των άλλων, και οι οποίοι διέκριναν μικρή πιθανότητα αποφυγής του ^ 3ηοίί-Βυ1ηΐ3η & Μοϊΐτηβη, 1977). Με άλλα λόγια, τα θύματα που απέδιδαν ευθύνη στον εαυτό τους επιδίωκαν την αποκατάσταση μιας λογικής στο όλο συμβάν, έτσι που αυτό να απορρέει από κάποια προσωπικά λάθη. Η απόδοση του συμβάντος σε απόλυτη ευθύνη ενός άλλου κάνει το όλο συμβάν τρομερά «άδικο» και δύσκολο να το δεχτεί κανείς. Η αποκατάσταση της «δίκαιης» τάξης στον κόσμο επιτρέπει όχι μόνο την αποδοχή του γεγονότος αλλά και την αποκατάσταση του αισθήματος ελέγχου, μια και αυτό που προκλήθηκε από εμάς μπορεί και να αποκατα- σταθεί από εμάς. Ωστόσο, για να λειτουργήσει θετικά το σχήμα της αυτοευθύνης, χρειάζεται το άτομο να μειώσει τη βαρύτητα της υπευθυνότητάς του, επικαλούμενο το «αναπόφευκτο» της όλης κατάστασης. Η απόδοση δηλαδή πλήρους ευθύνης στον εαυτό μας για μια διαρκή βλάβη που μας συνέβη δε βοηθά στην προσαρμογή, γιατί δεν αποκαθιστά το αίσθημα αυ- το-ελέγχου. Το αίσθημα του ελέγχου ενισχύεται όταν το άτομο θεωρεί ότι το δυσάρεστο συμβάν ήταν λογική συνέπεια μιας ελεύθερης επιλογής του, αλλά υπό τις συνθήκες της στιγμής εκείνης ήταν αναπόφευκτο. Πάντως δεδομένα με ασθενείς που είχαν υποστεί εγκαύματα, αντίθετα από τα δεδομένα των ασθενών από ατύχημα στο νωτιαίο μυελό, δεν έδειξαν τη συσχέ- τιση αυτο-μομφής και ικανότητας αντιμετώπισης. Αυτό σημαίνει ότι η φύση του συμβάντος, η φύση της βλάβης, αλλά και παράγοντες ηλικίας, προσωπικότητας, και χρόνου ανάρρωσης μπορεί να επηρεάζουν το είδος των προσδιορισμών που κάνει το άτομο για την αντιμετώπιση του γεγονότος.
Μια άλλη παράμετρος που φαίνεται να συσχετίζεται με την ικανότητα αντιμετώπισης του συμβάντος είναι αν το προσωπικό σφάλμα αποδίδεται σε κάποια συμπεριφορά του ατόμου ή σε κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Στη δεύτερη περίπτωση, επειδή η αλλαγή του «χαρακτήρα» δε θεωρείται εύκολη (σε αντιδιαστολή προς τη συμπεριφορά που μπορεί να αλλάξει), η αντιμετώπιση είναι πιο δύσκολη (^ηοίί-ΒυΙηηβη, 1979). Αλλά και αυτά τα δεδομένα φαίνεται να μην υποστηρίζονται από όλες τις σχετικές έρευνες. Έρευνα των ΜβνβΓ & Τ&ν/1οτ (1986) με θύματα βιασμού έδειξε ότι στα θύματα αυτής της κατηγορίας υπήρχε λιγότερη αυτο-μομφή και πως τόσο η απόδοση σε συμπεριφορικά όσο και σε χαρακτηρολογικά χαρακτηριστικά συχετιζόταν αρνητικά με την ικανότητα αντιμετώπισης του γεγονότος.
Στην περίπτωση των ασθενών με χρόνια ή θανατηφορο ασθένεια, όπως η χρόνια αρθρίτις ή ο καρκίνος, τα δεδομένα δείχνουν την ύπαρξη προσδιορισμών αιτιότητας. Όμως δεν υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στο είδος
222 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
του προσδιορισμού (ως προς τον τόπο, σταθερότητα και έλεγχο) και στην ικανότητα αντιμετώπισης της ασθένειας. Αυτό που φαίνεται να έχει σημασία είναι ο ανπλαμβανόμενος έλεγχος. Δηλαδή, ασθενείς με καρκίνο του μαστού που αισθάνονταν ότι είτε οι ίδιες είτε ο γιατρός τους ελέγχανε την κατάσταση, πήγαιναν καλύτερα από αυτές που δεν είχαν αυτή την αίσθηση ελέγχου.
Προσδιορισμοί αιτιότητας παρατηρούνται σε σημαντικό βαθμό στους γονείς, και κυρίως στις μητέρες, παιδιών με σοβαρή ασθένεια, όπως ο διαβήτης, καθώς και αρκετά αισθήματα αυτο-ενοχής. Τόσο οι προσδιορισμοί όσο και η αυτο-μομφή αυξάνονταν όσο βαρύτερη ήταν η κατάσταση του παιδιού. Ωστόσο δε βρέθηκε συστηματική συσχέπση ανάμεσα στην αυτομομφή και στην ψυχολογική προσαρμογή της μητέρας στην κατάσταση. Αυτό που φαίνεται να συσχετίζεται είναι η ψυχολογική διάθεση και η αίσθηση ελέγχου της κατάστασης. Η σχέση αυτή όμως φαίνεται να ποικίλλει ανάλογα με το είδος της ασθένειας του παιδιού, την ηλικία των γονέων, το βαθμό εμπειρίας τους στην ανατροφή παιδιού (αν δηλαδή ήταν το πρώτο τους παιδί ή όχι), και άλλους παράγοντες. Πολλά μεθοδολογικά προβλήματα χρειάζεται να επιλυθούν επίσης (βλ. \Νβ&τν βί βΙ., 1989).
Τα άτομα με κίνδυνο βλάβης ιης υγείας τους
Η προηγούμενη ενότητα αφορούσε άτομα που έχουν ήδη υποστεί μια σημαντική τραυματική εμπειρία και το είδος των σκέψεων και προσδιορισμών που κάνουν προκειμένου να αντιμετωπίσουν το δυσάρεστο γεγονός. Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη κάποια ασθένεια αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να το πάθουν. Πρόκειται για τους καπνιστές και αυτούς που χαρακτηρίζονται ως προσωπικότητες επιρρεπείς σε ορισμένες ασθένειες όπως η στεφανιαία νόσος ή ο καρκίνος. Οι έρευνες με τους πληθυσμούς αυτούς αποσκοπούν να προσδιορίσουν το βαθμό αυτο-ελέγχου και αυτο-συγκράτησης, προκειμένου να προλάβουν μια μελλοντική εμφάνιση της νόσου.
Στην περίπτωση των καπνιστών το πρόβλημα εντοπίζεται στο κόψιμο του τσιγάρου και τη μη παλινδρόμηση σε αυτό. Ο \Νβιηβτ (1986) περιέγραψε τη συνθήκη του σταματήματος του καπνίσματος ως συνθήκη επίτευξης, όπου υπάρχει επιτυχία (κόψιμο του καπνίσματος) και αποτυχία (μη κόψιμο). Οι ΗβΓθοΚίβννίοζ, δειηδοηβ, ΒΙβιγ, Ερδίβίη, & ΜειηάβΓίίηΚ (1987) μελέτησαν άτομα που ακολούθησαν ένα πρόγραμμα διακοπής του καπνίσματος με τη χρήση μαστίχας νικοτίνης και χωρίς αυτήν. Στο πρόγραμμα αυτό τα υποκείμενα έπαιρναν και ένα εγχειρίδιο, το οποίο σε μια ομάδα τόνιζε τη σημασία της
ΑΙΤΙΟΛΟΠΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 223
προσωπικής απόφασης για ιη διακοπή του καπνίσματος, ενώ σε μια δεύτερη τόνιζε την ανάγκη να ακολουθούνται πιστά οι οδηγίες του εγχειριδίου. Οι πειραματικοί αυτοί χειρισμοί αποσκοπούσαν να τονίσουν στην πρώτη περίπτωση τους εσωτερικούς προσδιορισμούς, ενώ στη δεύτερη τους εξωτερικούς. Το ίδιο σκεπτικό διέκρινε και τη θεραπευτική αγωγή που βασιζόταν στη μαστίχα νικοτίνης και την απουσία της. Μετά το πέρας της θεραπευτικής αγωγής τα υποκείμενα απαντούσαν σε ερωτηματολόγια σχετικά με τους λόγους της επιτυχίας ή αποτυχίας της θεραπείας, ανάλογα με το αν είχαν καταφέρει να κόψουν το κάπνισμα ή όχι. Βρέθηκε ότι όσοι είχαν επιτύχει να σταματήσουν το κάπνισμα, απέδιδαν την επιτυχία τους σε εσωτερικούς παράγοντες, όπως η δύναμή τους να το σταματήσουν, η προσωπική τους προσπάθεια, η πρόκληση. Αυτοί που απέτυχαν να το κόψουν απέδιδαν την αποτυχία τους σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως ο γιατρός τους, κάποιο ανέλπιστο συμβάν, κ.α. Η χρήση μαστίχας νικοτίνης δεν επηρέασε σημαντικά τους προσδιορισμούς ούτε των πρώην καπνιστών ούτε και αυτών που παρέμει- ναν καπνιστές. Αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως είναι ότι η αντιστοιχία ανάμεσα στον τύπο θεραπείας/οδηγιών και στους προσδιορισμούς που έκανε το άτομο στην περίπτωση της διακοπής του καπνίσματος είχε επίπτωση στην επανάληψη ή μη του καπνίσματος αργότερα. Αυτοί δηλαδή που είχαν χρησιμοποιήσει εξωτερικά μέσα για τη διακοπή του καπνίσματος και απέδιδαν την επιτυχία τους σε εξωτερικά μέσα, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να συντηρήσουν την αποχή τους από το κάπνισμα περισσότερο απ’ ό,τι αυτοί που έκαναν λανθασμένους προσδιορισμούς.
Σε άλλη αντίστοιχη έρευνα των Οοΐάδίβϊη, Οοτάοη, & ΜβΗβίΙ (1984) βρέθηκε ότι άτομα που είχαν διακόψει το τσιγάρο και το ξανάρχισαν, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να το συνεχίσουν αν απέδιδαν το αρχικό ολίσθημα (επάνοδο στο τσιγάρο) σε εσωτερικούς, ολιστικούς και σταθερούς παράγοντες. Τα άτομα αυτά είχαν χαμηλότερη αυτο-εκτίμηση και χαμηλότερη προσδοκία επιτυχίας στο μέλλον. Αντίστοιχα είναι τα δεδομένα των Εϊδβτ & νβη άβτ ΡΙ19Ϊ (1986) με ένα δείγμα 2.000 καπνιστών, οι οποίοι απάντησαν σε εκτενή ερωτηματολόγια για τους προσδιορισμούς που έκαναν σχετικά με την επιτυχία ή αποτυχία άλλων στη διακοπή του καπνίσματος. Στην ίδια εξέταση ρωτήθηκαν επίσης για την πρόθεσή τους να σταματήσουν το κάπνισμα και την εμπιστοσύνη που είχαν στην ικανότητά τους να το πετύχουν. Στη συνέχεια, 1.800 από τα άτομα του δείγματος ξαναρωτήθηκαν σχετικά με τις δικές τους προσπάθειες διακοπής του καπνίσματος και αποχής από αυτό μέσα σε μια περίοδο 12 μηνών μετά το αρχικό ερωτηματολόγιο. Η ανάλυση των μονοπατιών με την οποία διερευνήθηκε η σχέση των ιδεών της πρώτης εξέτασης με τη συμπεριφορά στην εξέταση 2 έδειξε ότι η απόδοση της μη
224 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
διακοπής του καπνίσματος από τους άλλους σε εσωτερικούς παράγοντες δε συσχετιζόταν με τη συμπεριφορά των ίδιων των ερωτώμενων ως προς τη διακοπή του καπνίσματος. Η απόδοση όμως του καπνίσματος σε σταθερούς παράγοντες (π.χ., δυσκολία του εγχειρήματος, τύπος ανθρώπου) συσχετιζόταν αρνητικά με την εμπιστοσύνη που είχαν τα άτομα στον δικό τους εαυτό για το κόψιμο της συνήθειας. Οι εκτιμήσεις αυτο-εμπιστοσύνης με τη σειρά τους προέ6λεπαν σε σημαντικό 6αθμό την πρόθεση του ατόμου να σταματήσει το κάπνισμα. Οι προθέσεις για σταμάτημα του καπνίσματος, από την άλλη, προέβλεπαν και τις προσπάθειες διακοπής του καπνίσματος και την τελική κατάσταση (κάπνισμα ή μη) κατά τη δεύτερη εξέταση. Τα δεδομένα αυτά είναι σύμφωνα και με τη θεωρία της αυτο-αποτελεσματικότητας του Β3η(1υΓ3 (1977, 1982) και υποδηλώνουν ότι οι προσδιορισμοί δεν έχουν άμεση επίδραση στο κάπνισμα ή μη, αλλά έμμεση μέσω της εμπιστοσύνης στον εαυτό και της πρόθεσης για διακοπή του καπνίσματος.
Δεδομένα αντίστοιχα με τους καπνιστές υπάρχουν και για τα άτομα με προσωπικότητα τύπου Α, που είναι επιρρεπή σε καρδιοπάθεια. Ο τύπος συμπεριφοράς Α περιγράφηκε για πρώτη φορά από τους Ρήβάπΐ3η και Κο5βηπΐ3η (1974) και αντιπροσωπεύει τα άτομα που δουλεύουν σκληρά και είναι πολύ ανταγωνιστικά. Είναι οι ανυπόμονοι άνθρωποι, που δεν-έχουν χρόνο, και θυμώνουν αμέσως με τις καταστάσεις ή τα άτομα που παρεμποδίζουν τις προσπάθειές τους για επίτευξη. Τα άτομα αυτά έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να εκδηλώσουν καρδιοπάθεια σε σχέση με τα άτομα με προσωπικότητα Β, δηλαδή τα άτομα που δεν έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Το ερώτημα στις έρευνες με τα άτομα αυτά είναι τι είδους προσδιορισμούς κάνουν και συντηρούν αυτό τον τύπο συμπεριφοράς.
Μια υπόθεση που έχει διατυπωθεί αφορά την επιθυμία των ατόμων αυτών να έχουν τον έλεγχο των πραγμάτων. Τα εμπειρικά δεδομένα δεν υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα την υπόθεση αυτή (\νβ3ΐν βί 3ΐ·, 1989). Μία ερμηνεία για την ασυνέπεια των εμπειρικών δεδομένων είναι ότι τα άτομα τύπου Α έχουν ως κύριο κίνητρο της συμπεριφοράς τους την ανάγκη για βεβαιότητα για τις ικανότητές τους. Η έλλειψη ελέγχου είναι μια από πολλές άλλες καταστάσεις όπου αμφισβητείται η ικανότητά τους. Έτσι εμφανίζουν αυτο-εξυπηρετούντες προσδιορισμούς σε ποικιλία καταστάσεων, πράγμα που τους εμποδίζει να διαπιστώσουν την έλλειψη ικανότητας σε ορισμένο τομέα και που τους οδηγεί σε συνέχιση των προσπαθειών εκεί που έπρεπε να σταματήσουν. Αυτό τους δημιουργεί υπερβολική πίεση για τον εαυτό τους. Επειδή όμως υπάρχουν ατομικές διαφορές ως προς το βαθμό που τα άτομα τύπου Α χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς αυτο-εξυπηρέτησης του εγώ τους, αυτό ίσως να σχετίζεται με το γεγονός ότι όλα τα άτομα τύπου Α
ΑΓΓΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 225
δεν εκδηλώνουν τελικά καρδιακή πάθηση. Για παράδειγμα, από ασθενείς τύπου Α με διάφορα προβλήματα υγείας, Βρέθηκε ότι δεν προόδευαν στη θεραπεία μόνον εκείνοι που δε συμμορφώνονταν με τις οδηγίες του γιατρού τους και ισχυρίζονταν ότι πολεμούν την ασθένεια μόνοι τους. Τα άτομα αυτά παρουσίαζαν μεγαλύτερο θυμό για την κατάστασή τους και απροθυμία να συμμορφωθούν με το ιατρικό κατεστημένο. Αυτό υποδηλώνει μια προσπάθεια των ατόμων αυτών να έχουν έλεγχο στην κατάστασή τους.
Γενικώς, τα δεδομένα στον τομέα αυτό δεν επιτρέπουν ακόμη ακριβή κατανόηση των μηχανισμών που κινούν τα άτομα τύπου Α και τη σχέση των προσδιορισμών με την ασθένεια. Ανοίγουν όμως ένα δρόμο για τη μελλοντική έρευνα.
Τα άτομα με δυσλειτουργική συμπεριφορά
Η άποψη ότι οι αιτιολογικοί προσδιορισμοί μπορεί να αποτελούν μέρος του μηχανισμού ανάπτυξης ασθενειών, όπως περιγράφηκε παραπάνω, δεν είναι ξένη προς παλιότερες υποθέσεις που διατυπώθηκαν από διάφορους θεωρητικούς, σύμφωνα με τις οποίες οι ιδέες που διαμορφώνει το άτομο μπορεί να αποτελούν μέρος της παθογένεσης. Ειδικότερα, οι προσδοκίες που αναπτύσσει το άτομο για τη σχέση αντίδρασης-αποτελέσματος (δβ1ΐ9- ιηβη, 1975), οι προσδοκίες για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών μας (ΒειηάαΓβ, 1977), οι αυτο-οδηγίες (ΜβΐοΗβηββιιπι, 1977), και οι κρίσεις για τον εαυτό μας (ΕΙΙϊβ, 1962) φαίνεται να παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη θεραπευτική διαδικασία και την προσδοκώμενη αλλαγή συμπεριφοράς. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε τη σχέση των ιδεών/προσδιορισμών του ατόμου με την ανάπτυξη και εκδήλωση δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών, όπως η μαθημένη απελπισία και η κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη είναι μια ευρύτερη ψυχοβιολογική διαταραχή του ανθρώπου, η οποία έχει σωματικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές επιπτώσεις. Σωματικά συμπτώματα που μπορεί να διακρίνει κανείς είναι η αϋπνία, η ανορεξία, η απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας. Συναισθηματικές εκφάνσεις της είναι τα αισθήματα θλίψης, ενοχής και απελπισίας, ενώ συ- μπερκρορικές εκδηλώσεις της είναι η παθητικότητα, η έλλειψη ενεργητικό- τητας-αδράνεια, και η κοινωνική απόσυρση. Το πειραματικό αντίστοιχο αυτής της κατάστασης είναι η μαθημένη απελπισία. Ο δβ1ϊ9πΐ3η (1975) και οι συνεργάτες του που μελέτησαν την επίκτητη απελπισία, δηλαδή την ανάπτυξη αισθημάτων ότι κανείς είναι αβοήθητος και δεν μπορεί να κάνει τίποτε προκειμένου να αντιμετωπίσει τα δυσάρεστα συμβάντα, απέδωσαν την κατάσταση αυτή (ακόμη και στα ζώα) στη μάθηση ότι τα δυσάρεστα
226 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
συμβάντα λαμβάνουν χώρα χωρίς να μπορούμε να τα προβλέψουμε και να αποδράσουμε από αυτά. Δηλαδή το ζώο ή ο άνθρωπος μαθαίνει ότι τα δυσάρεστα συμβαίνουν χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει, άρα δεν έχει νόημα να προσπαθεί καν να αντιδράσει. Συνέπεια αυτού είναι η παθητικότητα και η μη εκδήλωση οιασδήποτε συμπεριφοράς για την αποφυγή τους.
Κατά τον 5β1ΐ9πΐ3η (1975) η μαθημένη απελπισία λειτουργεί σε τρία επίπεδα: πρώτον, μειώνει το κίνητρο για έλεγχο της κατάστασης. Δεύτερον, παρεμποδίζει τη μάθηση ότι η αντίδραση είναι ο μόνος τρόπος για να ελεγχθεί το αποτέλεσμα, και τρίτον, δημιουργεί φόβο, λόγω της αβεβαιότητας ότι μπορεί να ελεγχθεί το αποτέλεσμα. Ο φόβος και η αβεβαιότητα, ή το αίσθημα απώλειας του ελέγχου, δημιουργούν με τη σειρά τους την κατάθλιψη.
Το πειραματικό πρότυπο του 5β1ΐ9πΐ3η με τα ζώα, όταν επαναλήφθηκε με ανθρώπους, όμως, έδωσε δύο τύπους αποτελεσμάτων: είτε μη αντίδραση στον ενοχλητικό ερεθισμό (λ.χ., θόρυβο) (Ηΐτοίο, 1974) είτε αύξηση της αντίδρασης αποφυγής (ΚοίΗ & Βοοίζίη, 1974). Την αύξηση της αντίδρασης αποφυγής ο ΒΓβΗηι (1966, 1972) την απέδωσε στην προσδοκία των ατόμων να έχουν έλεγχο των καταστάσεών τους, έτσι που όταν αντιλαμβάνονται ότι τον χάνουν, προσπαθούν ακόμη περισσότερο για να τον ξανααποκτή<?ουν. Οι ΡϊΗτηβη & 0 ’ Αςοδίίηο (1985) επεξέτειναν την άποψη αυτή και ισχυρίστηκαν ότι το άτομο που εκτίθεται σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, αναπτύσσει κίνητρα για την αποφυγή περαιτέρω απωλειών του ελέγχου του —πράγμα που απειλεί την αυτοεκτίμησή του — και αρχίζει προσεκτική εξέταση της κατάστασης προκειμένου να κατανοήσει γιατί η πρόβλεψη αποτυχαίνει. Αυτή η στρατηγική αποδίδει όταν το έργο είναι σχετικά απλό, οπότε το άτομο αποκτά πάλι έλεγχο της κατάστασης. Όταν όμως η κατάσταση είναι σύνθετη, και η γνωστική επεξεργασία δεν επαρκεί για την αντιμετώπισή της, τότε το άτομο αποσύρεται και σταματά να αντιδρά, διότι η συνεχιζόμενη προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα θα έχει χειρότερες επιπτώσεις στην αυτο-εικόνα του.
Τους προσδιορισμούς που αναπτύσσουν τα άτομα με κατάθλιψη και χωρίς κατάθλιψη σε καταστάσεις αποτυχίας μελέτησαν οι Κίβϊη, Ρβηοίΐ- ΜοΓδβ, & δβΐΐδπιβη (1976) μέσα από προβλήματα που δεν μπορούσαν να λυθούν. Βρήκαν ότι τα άτομα με κατάθλιψη, όταν οδηγούνταν σε προσδιορισμούς ικανότητας, πήγαιναν άσχημα στην επίδοσή τους σε άλλα προβλήματα, τα οποία ακολουθούσαν τα πρώτα. Πήγαιναν όμως καλύτερα όταν απέδιδαν την αρχική αποτυχία τους σε εξωτερικούς παράγοντες. Παρόμοια δεδομένα από άλλες έρευνες οδήγησαν στην υπόθεση ότι για τα άτομα με κατάθλιψη, οι προσδιορισμοί έλλειψης ικανότητας είναι πιθανό ότι διαμεσολαβούν την αδράνεια που παρατηρείται μετά την εμφάνιση απρόβλεπτων δυσάρεστων συμβάντων. Τα άτομα αυτά, δηλαδή, μέμφονται
ΑΓΓΙΟΛΟΠΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 227
τον εαυτό τους για το δυσάρεστο αποτέλεσμα, πράγμα που τους δημιουργεί αισθήματα ότι δεν αξίζουν τίποτε, σε ενοχές, και σε απώλεια της αυτοεκτίμησης. Τα αισθήματα αυτά αναστέλλουν κάθε περαιτέρω προσπάθεια αντιμετώπισης της κακής κατάστασης.
Αν όμως τα άτομα με κατάθλιψη δεν πιστεύουν στη σχέση αντίδρασης και αποτελέσματος, τότε γιατί αποδίδουν την ευθύνη του αποτελέσματος στον εαυτό τους; Προκειμένου να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τη σχέση κατάθλιψης και προσδιορισμών οι ΑΙ>Γ3ΐτΐ5οη, 5β1ΐ9πΐ3η, & Τβ35<ΐ3ΐβ (1978) προχώρησαν σε μια αναδιατύπωση του μοντέλου της μαθημένης απελπισίας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η αρχική αντίληψη της έλλειψης συνάφειας μεταξύ αντίδρασης και αποτελέσματος ακολουθείται από αιτιολογικούς προσδιορισμούς. Οι προσδιορισμοί αυτοί αφορούν την παρατηρούμενη έλλειψη συνάφειας και αφορούν παράγοντες σταθερούς (δηλαδή παράγοντες που διαρκούν, π.χ. ικανότητα ή δυσκολία του έργου) ή ασταθείς (π.χ., προσπάθεια, τύχη), γενικούς (που διαπερνούν πολλές καταστάσεις, π.χ., ικανότητα) ή ειδικούς (που αφορούν μόνο την κατάσταση της απελπισίας, π.χ. ειδική ικανότητα, τύχη), και εσωτερικούς (ικανότητα/προσπάθεια) ή εξωτερικούς (δυσκολία έργου/τύχη). Οι προσδιορισμοί με τη σειρά τους δημιουργούν προσδοκία για μελλοντική έλλειψη συνάφειας μεταξύ αντίδρασης και αποτελέσματος, η οποία διαμεσολαβεί τα συμπτώματα απελπισίας, που μπορεί να είναι χρόνια, γενικής υφής ή χαμηλής αυτο-εκτίμησης.
Ειδικότερα, η απόδοση της αιτιότητας σε εσωτερικούς παράγοντες οδηγεί σε «προσωπική απελπισία» και κατάθλιψη. Το άτομο πιστεύει ότι το ίδιο δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αλλά άλλοι μπορούν να έχουν διαθέσιμη τη σωστή αντίδραση. Η προσωπική απελπισία μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή αυτο-εκτίμηση. Η απόδοση της αιτιότητας σε εξωτερικούς παράγοντες οδηγεί σε «καθολική απελπισία», διότι το άτομο πιστεύει ότι το αποτέλεσμα είναι ανεξάρτητο από την αντίδραση όχι μόνο τη δική του αλλά και όλων των άλλων. Αυτό έχει ως συνέπεια, αν ο εξωτερικός παράγοντας θεωρείται σταθερός, η απελπισία να είναι χρόνια. Επίσης, αν 0 προσδιορισμός είναι σε γενικό παράγοντα, τότε η απελπισία γενικεύεται σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις, πράγμα που δε συμβαίνει με τους ειδικούς προσδιορισμούς. Η υπόθεση των ΑΙ)Γ3πΐ5οη βϊ 31. (1978) είναι ότι τα άτομα με κατάθλιψη τείνουν να εμφανίζουν ένα συγκεκριμένο πρότυπο προσδιορισμών, ένα πρότυπο που αποδίδει την αποτυχία σε γενικούς, σταθερούς, και εσωτερικούς παράγοντες.
Η υπόθεση των ΑβΓΒΠίδοη βί 31. (1978) δημιούργησε ένα μεγάλο ρεύμα ερευνών σχετικά με την ισχύ της, και η γενική εικόνα είναι ότι η υπόθεση
228 ΨΥΧΟΛΟΠΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
επιβεβαιώνεται. Ωστόσο η υπόθεση αυτή δεν εξηγεί αν το πρότυπο των κα- ταθλιπτικών προσδιορισμών προηγείται της κατάθλιψης ή έπεται αυτής, και αν έπεται, ποια είναι η πηγή της κατάθλιψης κατ’ αρχήν.
Μια υπόθεση είναι ότι οι προσδιορισμοί είναι δυνατό να επιβαρύνουν μίαν ήδη υπάρχουσα διαταραχή. Για παράδειγμα, παρουσιάζει κάποιος ένα σύμπτωμα, όπως αϋπνία, και καθώς το αποδίδει σε εσωτερικούς λόγους, το σύμπτωμα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο γιατί ο εσωτερικός προσδιορισμός δημιουργεί ένα γενικότερο άγχος για το τι συμβαίνει και αν το άτομο μπορεί να ελέγξει τον παράγοντα αυτόν. Η έρευνα των ί,οννβη/, ϋβηηβν, & δίοητηβ (1979) με άτομα που έπασχαν από αϋπνία βοηθά να κατανοήσουμε τη σχέση προσδιορισμών και συμπτωμάτων. Οι ερευνητές αυτοί πήραν τρεις ομάδες ατόμων που έπασχαν από αϋπνία. Στην πρώτη ομάδα έδωσαν ένα χάπι ρΐδοββο και τους είπαν ότι θα τους έφερνε διέγερση. Στη δεύτερη ομάδα έδωσαν οδηγίες για να προσπαθήσουν μόνοι τους να κοιμηθούν χωρίς τη βοήθεια χαπιού. Στην ομάδα αυτή επιπλέον έγινε επίδειξη καταγραφών της φυσιολογικής τους κατάστασης, που έδειχνε υψηλή διέγερση, αλλά όχι σε παθολογικά επίπεδα. Η τρίτη ομάδα δεν πήρε καμιά οδηγία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δύο πειραματικές ομάδες μπόρεσαν να βελτιώσουν την κατάσταση του ύπνου τους ̂σε σύγκριση προς την ομάδα ελέγχου (καμία οδηγία). Τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν ότι η απόδοση της αϋπνίας σε εξωτερικό παράγοντα, όπως το χάπι, βοήθησε τα άτομα αυτά να χαλαρώσουν και να κοιμηθούν, γιατί δεν έψαχναν για προσωπικούς λόγους που οδηγούδαν στην αϋπνία. Ακόμη και η ομάδα απόδοσης της αϋπνίας σε εσωτερικούς παράγοντες — η δεύτερη πειραματική ομάδα— πήγε καλά, γιατί δεν έψαχνε στα τυφλά για το τι φταίει, αλλά απέδιδε την αϋπνία σε μια φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού τους. Η απόδοση της κατάστασής τους σε εσωτερικούς ασταθείς και ελεγχόμενους παράγοντες βοήθησε στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Η τρίτη ομάδα, όμως, που δεν είχε πληροφορίες για τι μπορεί να φταίει, εξακολούθησε να έχει το πρόβλημα, γιατί πιθανότατα έκανε προσδιορισμούς εσωτερικούς, σταθερούς, και μη ελεγχόμενους.
Τα δεδομένα που αφορούν τη σχέση προσδιορισμών και παθολογικής ή δυσλειτουργικής συμπεριφοράς είναι φυσικό ότι προκαλούν όχι μόνο ερμηνευτικό ενδιαφέρον αλλά και θεραπευτικό. Η θεραπευτική διαδικασία απο- σκοπεί να παρέμβει και να διορθώσει υπάρχοντες λανθασμένους προσδιορισμούς ή να δημιουργήσει ευνοϊκούς προσδιορισμούς για τη θεραπεία και τα αποτελέσματά της, έτσι που να συντηρηθούν τα θεραπευτικά αποτελέσματα για περισσότερο χρονικό διάστημα. Ήδη αναφέραμε την έρευνα με την αϋπνία. Παρόμοιες έρευνες έχουν γίνει για την αντίληψη των συναισθη
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΗΣ 229
μάτων στα πλαίσια της θεωρίας ίου δοΚβοΗίβτ (1964), σύμφωνα με την οποία για να γίνει αντιληπτό ένα συναίσθημα χρειάζεται το άτομο να συνδέσει την εσωτερική διέγερση με κάποιο εξωτερικό ή εσωτερικό παράγοντα. Η γενι- κευμένη εσωτερική διέγερση, με άλλα λόγια, γίνεται αντιληπτή ως χαρά ή ως λύπη ή θυμός, ανάλογα με το αν την αποδίδουμε σε ένα ευχάριστο ή δυσάρεστο γεγονός. Αρα το συναίσθημα γίνεται αντιληπτό ως προς την ποιότητα και την έντασή του ανάλογα με τη γνωστική ετικέτα που του δίνουμε. Κατά συνέπεια, αν αποδώσουμε την αυξημένη εσωτερική διέγερση σε κάποιο γνωστό παράγοντα - π.χ., ξέρουμε από πριν ότι θα πονέσουμε πολύ - τότε 6ιώνουμε αίσθημα μεγάλου πόνου. Αν προσδοκούμε μικρό πόνο, τότε βιώνουμε μικρότερο πόνο, ακόμη και αν το ερέθισμα που προκάλεσε την εσωτερική διέγερση (πόνο) είναι της ίδιας έντασης και στις δύο περιπτώσεις. Αυτή η παρέμβαση στους προσδιορισμούς όμως δεν μπορεί να γίνει με τρόπο αντίθετο από αυτό που είναι εύλογο να αισθανθεί κανείς σε μια δεδομένη περίσταση. Δηλαδή δεν είναι δυνατό να πεισθεί κάποιος ότι αισθάνεται ευχαρίστηση όταν το ερέθισμα είναι τέτοιο που προκαλεί πόνο. Έτσι, άτομα που σε έρευνα των Νίδββίί & δοΗβοΗίβΓ (1966) οδηγήθηκαν να φοβούνται την έλευση πόνου από ηλεκτρική εκκένωση, παρόλο που πριν το σοκ πήραν χάπι ρΐβοββο, το οποίο, σύμφωνα με τις οδηγίες, θα τους προκαλούσε συναισθηματική αναταραχή, δεν απέδωσαν τον πόνο από το σοκ σιο χάπι αλλά στο σοκ. Το αντίθετο συνέβη στην ομάδα μικρού φόβου για το επερχόμε- νο σοκ, μια και τα υποκείμενα αυτής της ομάδας απέδωσαν την αυξημένη τους διέγερση από το σοκ στο χάπι.
Ένα άλλο πρόβλημα που μελεχήθηκε στα πλαίσια της θεωρίας των συναισθημάτων και των προσδιορισμών είναι το ακόλουθο: ας υποθέσουμε ότι κάποιος που πάσχει από αϋπνία πηγαίνει στο γιατρό και εκείνος του δίνει φάρμακο. Πότε θα κοιμηθεί ευκολότερα ο ασθενής: αν ο γιατρός του πει ότι το φάρμακο θα τον χαλαρώσει ή αν ό γιατρός του πει ότι το φάρμακο προκαλεί συμπτώματα αντίστοιχα με αυτά της φυσιολογικής διέγερσης; Τα δεδομένα από σχετική έρευνα που έκαναν οι δίοητίδ & ΝϊδββΗ (1970) έδειξαν ότι μόνο στη δεύτερη περίπτωση τα υποκείμενα μπορούσαν να κοιμηθούν. Κι αυτό γιατί στην περίπτωση που η προσδοκία ήταν ότι το χάπι θα τους χαλάρωνε, η ανπλαμβανόμενη εσωτερική διέγερση αντέφασκε με τη γνώση, και αυτό δημιουργούσε περισσότερους προσδιορισμούς για κάποιο εσωτερικό πρόβλημα, μια και ούτε το φάρμακο μπορούσε να το θεραπεύσει. Αντιθέτως, η απόδοση της αναλαμβανόμενης διέγερσης σε εξωτερικό παράγοντα, το χάπι, μείωνε τις σκέψεις γύρω από την αιτία του προβλήματος και βοηθούσε στην υπερνίκησή του.
Τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας δεν επιβεβαιώθηκαν από μετα
230 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
γενέστερες έρευνες, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν επιδράσεις υποβολής ιδεών στα υποκείμενα που παίρνουν χάπια ρίειοββο. Σε πιο πρόσφατη έρευνα των Βηχίΐ & ΖίηηβείΓάο (1981) που αφορούσε ντροπαλές και μη ντροπαλές κοπέλες, βρέθηκε μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ρίειοββο και εσωτερικής διέγερσης. Ειδικότερα, οι πειραματιστές έβαλαν τις δύο ομάδες κοριτσιών να αλληλεπιδράσουν με ένα αγόρι, έμπιστο του πειραματιστή. Πριν από τη συνάντηση αυτή, όλα τα κορίτσια βρέθηκαν εκτεθειμένα σε κατάσταση υψηλού θορύβου. Παράλληλα τους ειπώθηκε ότι ο θόρυβος αυτός θα τους προκαλούσε έντονο καρδιακό παλμό. Οι μετρήσεις καρδιακού ρυθμού κατά την αλληλεπίδραση με το νεαρό έδειξαν αύξηση του ρυθμού, σε σχέση με τον καρδιακό ρυθμό στην έναρξη του πειράματος, σπς μη ντροπαλές κοπέλες, όπως προέβλεπε η υπόθεση της υποβολής, αλλά μείωση του ρυθμού στις ντροπαλές. Αυτό το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αντίθετο από αυτό της υποβολής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι ντροπαλές κοπέλες καθώς απέδιδαν την υπάρχουσα αυξημένη από πριν υψηλή τους διέγερση στο θόρυβο, χαλάρωναν εμπρός στην παρουσία του νεαρού. Αυτό το εύρημα ίσως συμβιβάζει τα αντιφατικά δεδομένα των προηγούμενων ερευνών σχετικά με την επίδραση των προσδιορισμών στο αντιλαμβανόμενο συναίσθημα. Η υποβολή μπορεί να δουλέψει και προς την κατεύθυνση αυτού που τονίζει και προς την αντίθετη.
Κατά τους Κοδδ και Οίδοη (1981), η δημιουργία προσδοκίας από τους προσδιορισμούς παρατηρείται εφόσον: α) η αιτία της εσωτερικής διέγερσης δεν είναι γνωστή, β) Η πηγή του λανθασμένου προσδιορισμού είναι εμφανής. γ) Η πηγή είναι εύλογη αιτία της διέγερσης, δ) Τα υποκείμενα πρέπει να πιστεύουν ότι η λανθασμένη πηγή του προσδιορισμού επιφέρει πολύ εντονότερα συμπτώματα απ’ όσα πραγματικά προκαλεί. Πραγματικά, ο λανθασμένος προσδιορισμός για τις σωματικές καταστάσεις μεταβάλλεται όταν οι νέες πληροφορίες που δίνονται στο άτομο είναι όχι μόνο εμφανείς αλλά και αληθοφανείς και εύλογες αιτίες της κατάστασής του. Τότε μόνο μπορεί να δεχτεί το άτομο μια άλλη ερμηνεία των εσωτερικών του καταστάσεων. Η ερμηνεία του ατόμου είναι δύσκολο να μεταβληθεί όταν το άτομο έχει ένα πρόβλημα σε χρόνια κατάσταση, όπως οι φοβίες, και μια εύλογη ερμηνεία για την αιτία της. Το ίδιο ισχύει για τις πολύ έντονες εσωτερικές καταστάσεις, που αναγκάζουν το άτομο σε αιτιολογικούς προσδιορισμούς δικούς του, που δεν επιτρέπουν ξένες ερμηνείες. Κατά συνέπεια, η θεραπεία μεταβολής των προσδιορισμών για εσωτερικές καταστάσεις μπορεί να αποδώσει όταν το πρόβλημα δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό και επιδέχεται πολλές διαφορετικές ερμηνείες, μια και δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε μια εμφανή αιτία.
Επίσης, η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης στους αιτιολογικούς
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 231
προσδιορισμούς του ατόμου περιορίζεται αν δε γνωρίζουμε άλλες πλευρές του «εσωτερικού διαλόγου» του ατόμου, όπως την αυτο-αξιολόγησή του, τις προσδοκίες του, την ικανότητά του, τις αυτο-ενισχύσεις του. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί η αλλαγή στην απόδοση αιτιών για τη μεταβολή του γενικότερου πλέγματος ιδεών του ατόμου και τη μεταβολή της συμπεριφοράς του. Χρειάζεται μια γενικότερη αναδόμηση στο γνωστικό δίκτυο του ατόμου, και εμπειρίες που να επιτρέπουν την υποστήριξη του νέου δικτύου σχέσεων του ατόμου με τους άλλους και με τα πράγματα. Αν, για παράδειγμα, κάποιος περνά μια καταθλιπτική κρίση, γιατί αποδίδει τα ανεξέλεγκτα δυσάρεστα συμβάντα σε εσωτερικούς, σταθερούς και γενικούς παράγοντες, τότε δεν αρκεί να πειστεί το άτομο ότι ούτε οι άλλοι έχουν έλεγχο της δυσάρεστης κατάστασης. Πρέπει να αλλάξει το όλο προσδιοριστικό πρότυπο του ατόμου ως προς τη δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης. Η αλλαγή από εσωτερικό σε εξωτερικό προσδιορισμό της αποτυχίας πρέπει να υποστηρίζεται από εμπειρίες επιτυχίας σε άλλους σχετικούς, αλλά μικρότερης δυσκολίας στόχους (οπότε περιορίζεται η γενικότητα του προσδιορισμού). Η όλη αγωγή πρέπει να συμπληρώνεται από προοδευτική μείωση της αξίας των στόχων που δεν είναι εφικτοί για το άτομο, έτσι που να μάθει να κινείται σε πιο ρεαλιστικά πλαίσια και να αλλάξουν οι προσδοκίες του για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών του. Αυτό μπορεί να αλλάξει την άποψη του ατόμου σχετικά με τη δική του αδυναμία να πετύχει τον αρχικό του στόχο και να περάσει σε προσδιορισμούς εξωτερικούς, ασταθείς και ειδικούς (βλ. ΒβειοΗ, Α̂ Γειπίδοη, & ίβνίηβ, 1981). Ωστόσο το ερώτημα για την κλινική πράξη είναι ποια γνωστική αναδιοργάνωση είναι αποτελεσματική για το κάθε άτομο και για ποιο πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, σε άλλες καταστάσεις, μη καταθλιπτικές, είναι δυνατό να θέλουμε να υποστηρίξουμε στο άτομο εσωτερικούς προσδιορισμούς, διότι με τον τρόπο αυτό θα μπορεί να ελέγχει τα συμπτώματά του και θα στηρίζεται στη δική του δύναμη και όχι στη βοήθεια εξωτερικών μέσων, όπως κάποιος ισχυρός άλλος, το φάρμακο, κ.ο.κ.
Κατά συνέπεια, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις για αλλαγή των προσδιορισμών με στόχο την αλλαγή συμπεριφοράς πρέπει να διερευνηθούν σχετικά με τους τρόπους εφαρμογής τους και τις συνθήκες που πρέπει να ισχύουν ώστε να οδηγήσουν σε επιτυχή αποτελέσματα. Ένα άλλο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν η αλλαγή προσδιορισμών είναι αιτία της αλλαγής της συμπεριφοράς ή αποτέλεσμα, και διαμεσολαβητής της συνέχισης, της βελτίωσης, η οποία όμως οφείλεται σε άλλο λόγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Κίνητρα και Βούληση
Όπως ήδη αναφέραμε σιην εισαγωγή ίου βιβλίου, αλλά και όπως φάνηκε από την παρουσίαση ίων διάφορων θεωριών για χα κίνητρα, η συμπεριφορά δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως, αν δεν την παρακολουθήσουμε από τη στιγμή της γένεσής της μέχρι την ολοκλήρωση της δράσης. Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με εκείνο το κομμάτι της συμπεριφοράς, το οποίο αφορά την ολοκλήρωση της δράσης που ξεκίνησε υπό την επίδραση κάποιου στόχου. Ο στόχος του κεφαλαίου αυτού, δηλαδή, είναι να διερευνήσει τη σχέση της βούλησης με τα κίνητρα και τη δράση. Το κύριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σε σχέση με τη βούληση είναι μέχρι ποιου σημείου η συμπεριφορά ελέγχεται από τα κίνητρα και ποιος είναι ο ρόλος της θέλησης στην αλυσίδα των διαδικασιών που ευθύνονται για τη δημιουργία και διαμόρφωση της τελικής δράσης του ατόμου.
Οι πρόδρομοι
Οι θεωρίες για τα κίνητρα, από την αρχή του αιώνα μέχρι σήμερα, τείνουν να θεωρούν ότι τα κίνητρα είναι επαρκή για να εξηγήσουν την πλήρη συμπεριφορά, αγνοώντας, πρώτα απ’ όλα, το γνωστικό κομμάτι, δηλαδή την αναπαράσταση των πραγματικών καταστάσεων και γεγονότων, ανεξάρτητα από την ερμηνεία τους, και τις γνωστικές διαδικασίες που ενεργοποιούνται και εκτελούν τη δράση. Αλλά οι θεωρίες των κινήτρων αγνόησαν και το κομμάτι της βούλησης, το αίσθημα που δημιουργείται στη συνείδηση και έχει να κάνει με τη συνειδητοποίηση της επιτακπκότητας του στόχου και την επιλογή και ενεργοποίηση εκείνων των διαδικασιών που θα επιτρέψουν την επίτευξη του στόχου. Ουσιαστικά πρέπει να διακρίνουμε μια φάση δημιουργίας και επιλογής στόχων, που έχει να κάνει με τα κίνητρα, και μια φάση εκτέλεσης των ενεργειών που θα ικανοποιήσουν τους επιλεγμένους στόχους. Η εκτελεστική φάση περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση του επιλεγμέ- νου από πριν στόχου, δηλαδή τη δημιουργία πρόθεσης, και περαιτέρω επιλογές και ενέργειες που εγγυώνται την υλοποίηση της πρόθεσης υπό πραγ
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 233
ματικές συνθήκες. Στη δεκαετία του 1980 το θέμα αυτό τέθεικε από τον ΚυΗΙ (1983), ο οποίος μίλησε για «κίνητρο επιλογής» και «κίνητρο εκτελεστικό». Το κίνητρο επιλογής αναφέρεται στα κίνητρα ενώ το εκτελεστικό κίνητρο α- ναφέρεται στον έλεγχο της δράσης. Ο παραδοσιακός όρος για τον έλεγχο της δράσης είναι θέληση ή βούληση (6λ. ΗβοΚΗβυδβη, 1991).
Ο ΑοΗ (1905, 1910) ήταν ο πρώτος ψυχολόγος που έθεσε εμπεριστατωμένα το θέμα της βούλησης, εξετάζοντας το πρόβλημα της «αποφασιστικότητας». Οι έρευνες της σχολής του ΜϋΓζΗιι^ υπό τον Κϋΐρβ είχαν δείξει ότι η αντίδραση των ανθρώπων σε διάφορα πειραματικά έργα δεν μπορούσε να αναχθεί ούτε μόνο στους ερεθισμούς που παρουσίαζαν οι πειραματιστές ούτε στους στόχους και διαδικασίες που ανέφεραν τα υποκείμενα. Για το λόγο αυτό τα μέλη της σχολής του \ΜϋΓζ6υΓ9 μιλούσαν για ασυνείδητες επιδράσεις στη συμπεριφορά που είχαν να κάνουν με τους στόχους που επιδίωκαν τα άτομα. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ήταν τα δεδομένα του \Λ/ειί± (1905) σε μια έρευνα λεκτικών συνειρμών. Βρήκε ότι όταν οι οδηγίες ήταν για ελεγχόμενο συνειρμό, παραδείγματος χάρη να δώσουν τα υποκείμενα την υπερκείμενη κατηγορία στην οποία ανήκει η λέξη-ερέθισμα, τότε ο χρόνος αντίδρασης ήταν μικρότερος απ’ ό,τι όταν η οδηγία ήταν ελεύθερου συνειρμού, όπου το υποκείμενο έπρεπε να πει όποια λέξη του ερχόταν πρώτη στο νου. Στην περίπτωση του ελεύθερου συνειρμού το υπο-
~ κείμενο "έπρεπε να αποφασίσει μόνο του ποια λέξη θα δώσει, και αυτό απαιτούσε χρόνο. Όταν όμως ρωτιώνταν τα υποκείμενα για το πώς κατέληγαν στις απαντήσεις τους και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση δεν μπορούσαν να απαντήσουν. Άρα οι οδηγίες δημιουργούσαν μια τάση για αντίδραση, η οποία προσδιόριζε την απάντηση χωρίς τα υποκείμενα να τη συνειδητοποιούν. Η προσδιορισπκή τάση, βεβαίως, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη βούλησης αλλά απλώς τον έλεγχο που ασκούν στις αντιδράσεις μας οι οδηγίες ή οι στόχοι. Για το λόγο αυτό μπορούμε να δούμε έλεγχο της αντίδρασης από τις οδηγίες που δίνονται στα άτομα υπό συνθήκες ύπνωσης. Το άτομο εκτελεί την ορθή αντίδραση χωρίς να γνωρίζει το λόγο για τον οποίο το κάνει και χωρίς ελεύθερη επιλογή. Άρα η ύπαρξη προσδιορι- στικής τάσης δε σημαίνει και βουλητική ενέργεια.
Βουλητική ενέργεια διακρίνουμε μόνο όταν η εκτέλεση της δράσης που ξεκίνησε υπό την επίδραση κάποιων οδηγιών παρεμποδίζεται, οπότε το άτομο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να εκτελέσει το έργο που του ζητιέται. Αυτή τη συνθήκη μελέτησε ο ΑοΗ (1910). Τα πειράματα που έκανε ο ΑοΗ είχαν την ακόλουθη μορφή: έδινε στα υποκείμενα έργα μάθησης συνειρμικών ζευγών από συλλαβές χωρίς νόημα. Στα έργα αυτά τα υποκείμενα έπρεπε να μάθουν να αντιδρούν με μια συλλαβή χωρίς νόημα στην
234 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
παρουσία μιας άλλης συλλαβής χωρίς νόημα. Αφού το μάθαιναν αυτό, ο πειραματιστής εισήγαγε νέες οδηγίες. Τα υποκείμενα έπρεπε να αντιδρούν με συλλαβή που ομοιοκαταληκτούσε με αυτήν που παρουσιαζόταν. Αυτή η αντίδραση άλλοτε ήταν σύμφωνη με την προηγούμενη μάθηση του υποκειμένου και άλλοτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση υπήρχε σύγκρουση ανάμεσα στην υπάρχουσα αντίδραση και τη ζητούμενη. Η σύγκρουση κατά τον ΑοΗ ήταν ανάμεσα στη συνειρμική τάση να αντιδρά κανείς με βάση την υπάρχουσα γνώση και στην προσδιορισπκή τάση που δημιουργούσαν οι οδηγίες. Ο πειραματιστής έλεγχε την ένταση της σύγκρουσης χειριζόμενος το βαθμό της μάθησης στην πρώτη φάση του πειράματος. Όσο περισσότερες οι δοκιμές άσκησης και όσο καλύτερη η αρχική μάθηση, τόσο πιο ισχυρή ήταν η τάση να αντιδρά το υποκείμενο συνειρμικά. Αυτό σήμαινε μεγαλύτερη σύγκρουση ανάμεσα στην προηγούμενη μάθηση και την προσδιορισπκή τάση λόγω οδηγιών. Βρέθηκε ότι όσο μεγάλωνε η σύγκρουση, τόσο αύξανε ο χρόνος αντίδρασης και τόσο μεγάλωνε ο αριθμός των σφαλμάτων. Παράλληλα, στην αμέσως μετά την αντίδραση φάση του πειράματος, κατά την οποία τα υποκείμενα έπρεπε να αναφέρουν τι σκέφτονταν κατά τη φάση αντίδρασης στο ερέθισμα, παρατηρούνταν μια αύξηση της έντασης της αρχικής πρόθεσης, δηλαδή των οδηγιών και του στό- ' χου που έθεταν. Η εντατικοποίηση του στόχου γινόταν τόσο μεγαλύτερη όσο η αντίδραση προς τις οδηγίες αποτύγχανε. Αυτό το φαινόμενο της εντατικοποίησης του στόχου —της ενίσχυσης της δύναμης του στόχου — , ή της «αποφασιστικότητας» για την επίτευξη του στόχου το ονόμασε ο ΑοΗ πρωταρχική πράξη της βούλησης.
Ο ΑοΗ περιέγραψε, επίσης, και τις υπόλοιπες εμπειρίες που ανέφεραν τα υποκείμενα στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την αντίδραση σε καταστάσεις σύγκρουσης. Υπήρχε, πρώτον, αύξηση της σωματικής έντασης σε ορισμένα μέρη του σώματος (π.χ., στο λαιμό). Αυτή ήταν η υποκειμενική αίσθηση. Υπήρχαν, δεύτερον, ιδέες για το πώς μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος. Τα υποκείμενα ανέφεραν ποιος ήταν ο στόχος και ποιους τρόπους σκέφτονταν για να τον πετύχουν υπό την παρουσία των κατάλληλων ερεθισμάτων. Αυτό ονομάστηκε «η ιδέα των σχέσεων» και αντανακλά την αντικειμενική αίσθηση (αναπαράσταση) της κατάστασης. Υπήρχε, τρίτον, η σχετική με το εγώ αίσθηση, ότι «θέλω να κάνω ...». Η εντατικοποίηση του στόχου δηλαδή εκφραζόταν μέσα από την αίσθηση ότι αυτός ήταν ο μόνος στόχος που υπήρχε εκείνη τη στιγμή και ήταν αυτό που το άτομο ήθελε να κάνει. Η όλη βουλητική εμπειρία ολοκληρωνόταν από την αίσθηση της προσπάθειας που απαιτούνταν για την επίτευξη του στόχου. Αυτή ονομάζεται «σχετική με την κατάσταση» πλευρά της εμπειρίας.
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 235
Τα διάφορα μέρη της βουλητικής εμπειρίας δε γίνονται πάντα εξίσου αισθητά. Όσο πιο αισθητά γίνονται όμως, τόσο πιο έντονη είναι η πράξη της βούλησης. Μέσα από αυτά τα στοιχεία της εμπειρίας μπορεί να μετρήσει κανείς και τη δύναμη της βούλησης, που δεν είναι τίποτε άλλο από το βαθμό ισχυροποίησης της πρόθεσης, το βαθμό της αποφασιστικότητας για την ολοκλήρωση της πρόθεσης. Ένας παράγοντας που φαίνεται να δημιουργεί τέτοια αποφασιστικότητα είναι η ύπαρξη εμποδίων στην ολοκλήρωση της πρόθεσης. Τη σχέση εμποδίων ή δυσκολίας με την εντατικοποίηση της πρόθεσης και προσπάθειας ονόμασε ο ΑοΗ νόμο της δυσκολίας. Σύμφωνα με αυτόν, όσο πιο δύσκολο είναι το έργο τόσο πιο μεγάλη προσπάθεια γεννά. Η επίδραση της δυσκολίας στην εντατικοποίηση της πρόθεσης και της προσπάθειας είναι ασυνείδητη και δεν εμπεριέχει αναλογισμό.
Μια κριτική που διατυπώθηκε αμέσως στις απόψεις του ΑοΗ για την πρωταρχική πράξη της βούλησης αφορούσε το τι ακριβώς μετρούσε ο ΑεΗ: μετρούσε την προσδιοριστική τάση, την αποφασιστικότητα που απορρέει από μια απόφαση, ή την εντατικοποίηση μιας ήδη διαμορφωμένης τάσης, μέσω της ενεργοποίησης άλλων σχετικών στόχων προκειμένου να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας της αρχικής απόφασης (δβΐζ, 1910); Κι αυτό γιατί η στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται η πράξη της βούλησης, η στιγμή που μετριέται η αποφασιστικότητα, είναι στιγμή που έπεται της στιγμής των αρχικών οδηγιών που δημιούργησαν την πρόθεση να ανπδράσει κανείς με ένα συγκεκριμένο τρόπο, είναι στιγμή που έπεται και της εμφάνισης των εμποδίων, δηλαδή της αποδοχής του έργου και της έναρξης της εκτέλεσής του. Επομένως, αυτό που μετρούσε ο ΑεΗ δεν ήταν η αποφασιστικότητα να κάνει κανείς κάτι αλλά η άσκηση της βούλησης προκειμένου να εφαρμοστεί μια προηγούμενη τάση αντίδρασης. Η πράξη της βούλησης είναι η ανανέωση και ισχυροποίηση μιας ήδη υπάρχουσας πρόθεσης. Σε αυτή την άποψη άσκησε κριτική ο Εβ\λ/ίη, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Οι ΜίεΗοίΐβ & Ρϊϋηη (1910), που ασχολήθηκαν με το θέμα της βούλησης την ίδια εποχή που τη μελετούσε και ο ΑεΗ, τόνισαν όχι την αποφασιστικότητα αλλά το στοιχείο της επιλογής που ενέχει η βουλητική διαδικασία. Οι ερευνητές αυτοί επικεντρώθηκαν στη φάση της δημιουργίας της απόφασης και όχι στην εκτέλεσή της. Για το λόγο αυτό εττα πειράματά τους ζητούσαν από τα υποκείμενά τους να αποφασίσουν τι πρέπει να κάνουν σε μια δεδομένη περίσταση. Για παράδειγμα, τους παρουσίαζαν δύο αριθμούς με διαφορετικό αριθμό ψηφίων και τους ζητούσαν να αποφασίσουν τι αριθμητική πράξη θα εκτελέσουν με αυτούς. Η οδηγία ήταν να κάνουν πρόσθεση ή αφαίρεση αν οι δύο αριθμοί ήταν τετραψήφιοι και να κάνουν πολλαπλασιασμό ή διαίρεση αν ο ένας αριθμός ήταν τετραψήφιος και ο
236 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
άλλος μονοψήφιος ή διψήφιος. Τα υποκείμενα έπρεπε να πάρουν την απόφασή τους Βασισμένοι σε «ισχυρούς λόγους». Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασής τους, τα υποκείμενα έπρεπε να αναφέρουν τις εμπειρίες που είχαν καθώς έπαιρναν την απόφασή τους. Ο μαρτυρίες των υποκειμένων αποκάλυψαν μια σειρά φάσεων στη λήψη της απόφασης. Πρώτα γινόταν εξέταση των δύο παρουσιαζόμενων αριθμών. Αυτό οδηγούσε σε αισθήματα αμφιβολίας και δισταγμού. Στη συνέχεια ακολουθούσε ενημερότητα του τι πρέπει να κάνουν. Αυτή είναι η απόφαση για τη δράση, η οποία, κατά τους ΜίοΗοίίβ & Ρηίπι, αποτελεί τον πυρήνα της βούλησης. Η απόφαση μερικές φορές ήταν απλώς η μια από τις δύο εναλλακτικές δυνατότητες. Αλλες φορές ήταν η ευκολότερη πράξη. Αυτή η πράξη της απόφασης ήταν ουσιαστικά η υλοποίηση της τάσης που είχε δημιουργηθεί από τις οδηγίες. Ήταν μια εξειδίκευση της αρχικής τάσης για δράση. Υπό αυτή την έννοια, οι ερευνητές αυτοί έδειξαν ότι η βούληση ξεκινά από την επιλογή της δράσης, από τη δημιουργία της τάσης για συγκεκριμένη δράση, από την αποφασιστικότητα για συγκεκριμένες ενέργειες. Η τάση αυτή όμως προχωρεί μέσα από μια φάση αδυναμίας να ληφθεί απόφαση και αμφιβολίας για τι πρέπει να γίνει. Επομένως, οι ΜίοΗοίίβ & Ρηϊπι έδειξαν τα βουλητικά στάδια που προηγούνται αυτών που περιέγραψε ο ΑοΗ.
Η πρώιμη έρευνα της βούλησης έκανε φανερό ότι τα θέματα που εμπλέκονται στη μελέτη του φαινομένου αυτού είναι: η δημιουργία της τάσης για συγκεκριμένη δράση —που έχει να κάνει με τους στόχους— και η εμμονή της μέχρι να ολοκληρωθεί η δράση, η έναρξη της δράσης, και, τέλος, η υπερνίκηση των εμποδίων που παρεμβάλλονται στην εκτέλεση της δράσης. Τις τρεις πλευρές του προβλήματος θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Η τάση για δράση
Οι στόχοι και η διάρκεια τους
Αν ήθελε να ορίσει κανείς τι είναι οι στόχοι, τότε θα έπρεπε να αναφερθεί σε επιθυμητές καταστάσεις τις οποίες ορίζει το άτομο για τον εαυτό του και για την επίτευξη των οποίων είναι πρόθυμο να καταβάλει κάποια προσπάθεια. Ο στόχος είναι κάτι περισσότερο από μια επιθυμία ή μια ευχή να συμβεί κάτι. Είναι μια τελική κατάσταση που θεωρείται εφικτή, εφόσον υπάρχει ένα δεδομένο επίπεδο ικανότητας και καταβολή κόπου και προσπάθειας (Οββη, 1995). Ο κόπος και η προσπάθεια υπονοούν ότι η επίτευξη του στόχου δεν είναι πολύ εύκολη, ότι παρεμβάλλονται ορισμένα εμπό
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 237
δια ανάμεσα στην τρέχουσα και στην επιθυμητή κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, οι στόχοι, που είναι μια γνωστική κατάσταση, έχουν δύναμη κινήτρου, διότι επηρεάζουν όχι μόνο την κατεύθυνση της συμπεριφοράς αλλά και την ένταση της προσπάθειας που θα καταβληθεί. Βεβαίως η προσπάθεια είναι συνάρτηση και των εμποδίων που πρέπει να υπερνικηθούν, όπως είδαμε παραπάνω.
Είδη στόχων. Στα προηγούμενα κεφάλαια μιλήσαμε για στόχους που αποσκοπούν σε ικανοποίηση θεμελιωδών φυσιολογικών αναγκών του οργανισμού και για στόχους που συνδέονται με την απόκτηση ή αποφυγή περιβαλλοντικών στοιχείων (εξωτερικών κινήτρων) που έχουν θετική ή αρνητική αξία για τον οργανισμό. Αναφερθήκαμε, επίσης, σε ψυχολογικές ανάγκες και στόχους που απορρέουν από την ορμή για την ικανοποίησή τους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια σχεδόν απεριόριστη ποικιλία στόχων που μπορούν να θέσουν στον εαυτό τους οι άνθρωποι ως άτομα και ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας. Οι στόχοι προκειμένου να κινητοποιήσουν τη συμπεριφορά πρέπει να είναι προσωπικοί, το άτομο να έχει πεισθεί για τη σημασία τους και να είναι πρόθυμο να δουλέψει για αυτούς. Αυτό δε σημαίνει ότι πηγή τους είναι μόνο η προσωπική ικανοποίηση ή ότι οι επιθυμητές καταστάσεις αφορούν μόνο τον εαυτό του ατόμου που έθεσε τους στόχους. Το άτομο είναι κοινωνικό ον, που επηρεάζει και επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση με τα μέλη της ομάδας στην οποία ανήκει. Άρα οι στόχοι έχουν και ένα στοιχείο κοινωνικής μάθησης και κοινωνικού αντικτύ- που. Οι στόχοι μπορούν να εξυπηρετούν το κοινωνικό σύνολο ή να στρέφονται εναντίον του. Τέλος, οι στόχοι μπορούν να εκκινούν από το άτομο αλλά και από τους άλλους που ζητούν κάτι από το άτομο, και το άτομο θεωρεί ότι αξίζει να εμπλακεί με αυτό.
Εμμονή. Από τη στιγμή που δημιουργείται ένας στόχος, αναπτύσσεται, όπως ισχυρίζεται ο ΑοΗ, μια τάση για δράση, η οποία θέτει σε κίνηση διάφορες διεργασίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της δράσης και την επίτευξη του στόχου που αυτή επιδιώκει. Η δράση όμως πολλές φορές δεν εξαντλείται σε μια σειρά ενεργειών που εκδηλώνονται σε ακολουθία και χρονική συνάφεια. Χρειάζεται το άτομο να προχωρήσει με προοδευτικά βήματα, να ικανοποιήσει επιμέρους στόχους, και να μεταθέσει την ολοκλήρωση του βασικού του στόχου στο μέλλον —εφόσον πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις και υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Σε όλο αυτό το διάστημα κατά το οποίο ο τελικός στόχος αναβάλλεται προκειμένου να ικανοποιηθούν οι επιμέρους στόχοι, ή και άλλοι, ανεξάρτητοι
238 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
προς αυτόν στόχοι, ο κύριος στόχος πρέπει να παραμένει ενεργός. Η εμμονή του στόχου είναι θεμελιώδης προϋπόθεση, διότι έτσι δε χάνεται το νήμα που συνδέει τις επιμέρους σχετικές με τον τελικό στόχο δράσεις, και ξαναρχίζει η δράση όταν η παρεμβολή κάποιου εμποδίου την είχε αναστεί- λει. Ο στόχος δηλαδή πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να δώσει την εντολή εκκίνησης της δράσης όταν οι συνθήκες αλλάξουν και το εμπόδιο έχει υ- περνικηθεί.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η εμμονή του στόχου διαφαίνεται στη συντήρηση της τάσης για δράση και στην εμφάνιση του στόχου οποτεδήποτε η περίσταση δεν απαιτεί την προσοχή μας σε κάτι άλλο. Μεγαλύτερη εμμονή διακρίνουμε όταν η τάση που απορρέει από το στόχο καταφέρνει να απο- μακρύνει από τη συνείδηση και την προσοχή μας όλους τους ερεθισμούς που δε συνδέονται με το στόχο. Ακόμη υψηλότερη εμμονή διακρίνεται στην περίπτωση που η τάση για δράση του τρέχοντος στόχου καταφέρνει να υπερνικήσει την τάση για δράση που προέρχεται από άλλον, ισχυρότερο στόχο. Σε αυτό το επίπεδο είναι που ο έλεγχος της δράσης μεγιστοποιείται, και αυξάνει στο δυνατότερο σημείο η ευελιξία στη χρήση των διαθεσίμων, όπως ο χρόνος, ο τόπος και τα αποθέματα (νοητικά και μη).
Η εμμονή των στόχων και των τάσεων για δράση αυξάνει με την εντατικοποίηση του κινήτρου του ατόμου, από την παρουσία σχετικών εξωτερικών ερεθισμών, αλλά και από τις σκέψεις και ιδέες που καλλιεργεί κανείς σε σχέση με τους στόχους. Η τάση για δράση αρχίζει να μειώνεται από τη στιγμή που αρχίζει να ελέγχει τη δράση, δηλαδή από τη φάση της ολοκλήρωσης. Όσο περισσότερο διαρκεί η φάση ολοκλήρωσης της δράσης, τόσο πιθανότερο είναι ότι θα εξασθενεί η σχετική τάση και θα αντικαθίσταται από την τάση που δημιουργείται από το δεύτερο σε ένταση στόχο. Αυτό δημιουργεί ένα παιχνίδι εναλλασσόμενων τάσεων δράσης, έτσι που ακόμη και τάσεις χαμηλών στην ιεραρχία στόχων, να μπορούν να βρουν διέξοδο και να ελέγξουν τελικά τη συμπεριφορά σε κάποια στιγμή. Αυτή είναι η άποψη που διατύπωσαν οι Α&ίηδοη & ΒιγοΗ (1970) με τη θεωρία της δυναμικής της δράσης.
Η θεωρία της δυναμικής της δράσης περιγράφει το παιχνίδι ανάμεσα στις πραγματικές και στις εν δυνάμει κινητήριες δυνάμεις που υπόκεινται της τρέχουσας συμπεριφοράς. Υπάρχει μια δυναμική ανάμεσα στα δύο είδη δυνάμεων, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί μόνο στη συμπεριφορά που διαρκεί αρκετό χρόνο. Σε αυτή την περίπτωση αναπτύσσονται ανταγωνιστικές δυνάμεις μεταξύ της κυρίαρχης τάσης για δράση και άλλων που αναπτύσσονται στο μεταξύ. Ειδικότερα, η κινούσα τη συγκεκριμένη πράξη δύναμη (Ρ) εγείρεται ως αποτέλεσμα συνθηκών μέσα στο ίδιο το άτομο και έ
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 239
ξω από αυτό, στο περιβάλλον. Αυτή η δύναμη θεωρητικά θα διαρκεί επ’ άπειρον, εφόσον δεν υπάρξουν άλλες δυνάμεις που να την ανταγωνιστούν και να την αποδυναμώσουν. Παράδειγμα: το άτομο ξεκινά μια εργασία, λόγου χάρη διάβασμα, διότι έχει την επιθυμία να την κάνει και οι συνθήκες το επιτρέπουν. Αυτή η εργασία θα συνεχίσει μέχρις ότου υπάρξει κά- ποια ανταγωνιστική τάση, όπως η πρόσκληση φίλων να πάνε για διασκέδαση, ή το διάβασμα συνεχιστεί για τόσο πολύ, που τελειώνει το βιβλίο. Όταν η δράση συνεχίζεται απρόσκοπτα, από την άποψη των εξωτερικών προς τη δράση ανταγωνιστικών δυνάμεων, τότε η μόνη αντι-δύναμη που αναπτύσσεται είναι η καταναλωτική δύναμη (0), η οποία δημιουργείται ως αντίδραση στην τρέχουσα συμπεριφορά. Η συνολική τάση για συνέχιση της δράσης είναι ίση με τη διαφορά της κινούσας δύναμης μείον την καταναλωτική δύναμη. Η καταναλωτική δύναμη αυξάνει όσο συνεχίζεται η δράση, άρα η έντασή της μεγαλώνει όσο περισσότερο διαρκεί η δράση. Αποτέλεσμα αυτού είναι η τιμή της να φτάνει να γίνεται μεγαλύτερη από αυτήν της κινούσας δύναμης. Αυτό γίνεται όταν η εργασία ολοκληρώνεται ή όταν το άτομο βαριέται πια να ασχολείται με το ίδιο πράγμα. Έτσι σταματά η δράση που ξεκίνησε υπό την επίδραση της κινούσας δύναμης.
Μια εν δυνάμει συμπεριφορά, η οποία ξεκινά με χαμηλή κινούσα δύναμη γιατί υπάρχει ο στόχος αλλά όχι οι συνθήκες που επιτρέπουν την εκδήλωση της σχετικής δράσης, καθώς περνά ο χρόνος και παραμένει χωρίς ανταγωνισμό, αυξάνει σε ισχύ, διότι η κινούσα δύναμη αφήνεται ελεύθερη να δυναμώσει. Η συνολική τάση Τβ της συμπεριφοράς αυτής σε κάποια στιγμή φτάνει να γίνει ίση με την τάση ΤΑ. Από το σημείο αυτό και μετά, η τάση της Α δράσης μειώνεται ενώ της Β αυξάνει, με συνέπεια να κυριαρχήσει πλέον η Β. Για τη συντήρηση της τάσης της Α για μεγάλο διάστημα, χρειάζεται να περιοριστούν οι αντιδυνάμεις αλλά και να προστατευθεί η τάση Α από την ανάπτυξη της τάσης άλλων δράσεων. Αυτό ονομάζεται προστασία της πρόθεσης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ενσυνειδησία. Οι στόχοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να έχουν ένταση και διάρκεια. Πόσο συνειδητοί όμως είναι οι στόχοι; Οι άνθρωποι συχνά κάνουν πράγματα χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση αυτού το οποίο κάνουν. Ο στόχος μπορεί να είναι μικρής διάρκειας στη συνείδηση του ατόμου, όπως για παράδειγμα, όταν σηκωνόμαστε το πρωί και ξέρουμε ότι πρέπει να πάμε στη δουλειά. Ο στόχος αυτός δίνει εντολή για την εκκίνηση της δράσης που συνδέεται με αυτόν, και στη συνέχεια παραχωρεί τη θέση του στους άλλους στόχους που αφορούν τις επιμέρους ενέργειες της δράσης, όπως το να πλυθούμε, να ντυθούμε, κ.ο.κ. Αλλά και αυτοί οι στο
240 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
χοι γρήγορα υποχωρούν από τη συνείδηση, εφόσον η σχετική με αυτούς δράση έχει αυτοματοποιηθεί και δε χρειάζεται συνεχής σύγκριση του στόχου με την επιθυμητή κατάσταση προκειμένου να αναγνωρισθεί η επίτευξη του στόχου και η ανάγκη για τερματισμό της δράσης. Η όλη δράση δηλαδή μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς ενσυνειδησία, χωρίς συνειδητή παρακολούθηση και ρύθμιση των βημάτων της. Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι η προσοχή που συνδέεται με την ενσυνειδησία (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1992) μπορεί να στραφεί σε άλλες διεργασίες, όπως η προετοιμασία της δράσης που συνδέεται με άλλους ενεργούς στόχους. Έτσι είναι δυνατό να εκτελεί κάποιος μια σειρά ενεργειών, όπως το να πάει από το σπίτι στη δουλειά του, και σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο νους του να είναι απασχολημένος με το τι θα κάνει στο ραντεβού που έχει μετά το πέρας της δουλειάς. Κατά συνέπεια, όταν υπάρχουν πολλαπλοί, παράλληλα ενεργοποιημένοι στόχοι στη συνείδηση Βγαίνει αυτός που είναι ισχυρότερος, ακόμη κι αν και η τρέχουσα συμπεριφορά ελέγχεται από άλλους στόχους. Η διαρκής ενημερότητα του στόχου δεν είναι αναγκαίος όρος για την κινητοποίηση της συμπεριφοράς. Ο στόχος ενεργοποιεί τη σχετική δράση, εφόσον είναι ενεργός και εφόσον οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι τέτοιες που επιτρέπουν την εκδήλωση της δράσης.
Απλώς πρέπει να θυμόμαστε ότι υπάρχει ιεράρχηση των στόχων από τους γενικότερους στους ειδικότερους και από τον πιο έντονα ενεργοποιημένο στον λιγότερο ενεργοποιημένο. Στη συνείδηση βγαίνει ο πιο έντονα ενεργοποιημένος, παρόλο που οι συνθήκες μπορεί να είναι τέτοιες που να μην επιτρέπουν ακόμη την έναρξη της δράσης που σχετίζεται με αυτόν. Την ύπαρξη ενεργοποιημένων στόχων, παρόλο που αυτοί δεν είναι παρόντες στη σκέψη μας συνάγουμε από την εκδηλούμενη συμπεριφορά αλλά και από την εμφάνιση του στόχου στη συνείδηση μόλις ικανοποιηθεί κάποιος άλλος και δεν υπάρχει τρίτος να λάβει τη θέση του. Όταν δηλαδή χαλαρώνουμε μετά από κάποια δράση, τότε ανακαλύπτουμε ότι στο μυαλό μας έρχεται από μόνος του, και χωρίς καμιά δική μας προσπάθεια, ο στόχος που έχει ανασταλεί. Επίσης, από την ανάπτυξη ιδεών σχετικών με τον/τους στόχους που μας απασχολούν, ακόμη και αν δεν εκδηλώνεται δράση σχετική με αυτούς, και, τέλος, από την πλήρη προσήλωση στο στόχο και στη σχετική δράση, όταν ο στόχος αυτός ελέγχει πλήρως τη συμπεριφορά.
Η σχέση στόχων και επίδοσης
Μέχρι στιγμής αναφερθήκαμε σίο τι είναι οι στόχοι, ποια είδη στόχων υπάρχουν, πώς είναι οργανωμένοι και ποια ενημερότητα διαθέτουμε για
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 241
αυτούς. Με 6άση το προηγούμενο σκεπτικό για τη σχέση στόχων και αυτοματοποίησης της συμπεριφοράς, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι τελικά δεν υπάρχει συμπεριφορά που να μην εκκινά από κάποιο στόχο, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε κάθε ενέργεια του ατόμου με ένα στόχο —πλένει το αυτοκίνητο γιατί έχει στόχο να πλύνει το αυτοκίνητο—και δε θα μπορούσαμε να έχουμε ένα ανεξάρτητο μέτρο διαφοροποίησης του στόχου από τη συμπεριφορά. Πραγματικά, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο όρος «στόχος» αναφέρεται κυρίως σε επιδιώξεις αρκετά σύνθετες, η επίτευξη των οποίων απαιτεί προσπάθεια. Η καταβολή προσπάθειας είναι ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό του κινητήριου μηχανισμού που συνδέεται με τους στόχους και τη συμπεριφορά που ελέγχεται από αυτούς.
Η προσπάθεια που θα καταβληθεί για την επίτευξη του στόχου, τώρα, ε- ξαρτάται από τη θελκτικότητα του στόχου και από τη δυσκολία του έργου, όπως ήδη αναφέραμε όταν εξετάζαμε τη θεωρία του Ι-β\νϊη και τις θεωρίες προσδοκίας-αξίας. Επηρεάζεται, επίσης, από το πόσο γενικός ή εξειδικευ- μένος είναι ο στόχος, από τη συνθετότατα του στόχου, και από τη δέσμευση που αισθάνεται το άτομο για την επίτευξη του στόχου (Οββη, 1995).
Η θελκτικότητα του στόχου ορίζεται από το σθένος του στόχου, όπως το ορίζουν οι θεωρίες προσδοκώμενης αξίας —αν δηλαδή είναι θετικό ή αρνητικό—, και από την αξία (ωφέλεια ή χρησιμότητα) του στόχου. Όσο μεγαλύτερη αξία έχει ο στόχος, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλεται για την επίτευξή του ανεξάρτητα από τη δυσκολία του. Η σχέση αυτή όμως μπορεί να μετριασθεί ή να αλλάξει όταν συνυπολογισθεί και η δυσκολία του έργου. Στις θεωρίες επίτευξης είδαμε ότι η επιτυχία ή αποτυχία σε ένα έργο έχει διαφορετική αξία, ανάλογα με την ευκολία ή τη δυσκολία του. Η αξία της επιτυχίας αυξάνει όσο πιο δύσκολο είναι το επιδιωκόμενο έργο. Ανπστοίχως, η αρνητική αξία της αποτυχίας μειώνεται όταν το έργο είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Άρα η θελκτικότητα του στόχου εξαρτάται τόσο από τη δική του αξία καθαυτή όσο και από τη δυσκολία στην επίτευξή του.
Η σημασία της δυσκολίας του στόχου στην καταβαλλόμενη προσπάθεια έχει τονισθεί επανειλημμένα. Είναι συστηματικό εύρημα ότι η επίδοση βελτιώνεται όσο πιο δύσκολος είναι ο στόχος. Αυτό όμως έχει και κάποιους περιορισμούς. Αν ο στόχος είναι υπερβολικά δύσκολος για το επίπεδο των δυνατοτήτων του ατόμου ή των περιβαλλοντικών συνθηκών, τότε παρά την καταβαλλόμενη προσπάθεια η επίδοση δε θα είναι επιτυχής. Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με τη δυσκολία των στόχων είναι το κίνητρο επίτευξης του ατόμου. Αν το άτομο κινείται από κίνητρο επιτυχίας ή φόβο αποτυχίας, αυτό επηρεάζει το επίπεδο δυσκολίας των στόχων
242 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
που επιλέγει, την εμμονή σε αυτούς, και το επίπεδο της επίτευξης που θα επιτευχθεί.
Κατά τον Βτβΐιπι και τους συνεργάτες του (ΒτβΗπι & δβΐί, 1989. ννπςΗί & ΒΓβΗιη, 1989), η δυσκολία του έργου επηρεάζει το Βαθμό θελκτικότητας του έργου και την προσπάθεια που θα καταβληθεί, εφόσον υπάρχει υψηλό αρχικό κίνητρο για την επίτευξη του έργου. Αν το αρχικό κίνητρο είναι πολύ χαμηλό ή ανύπαρκτο, τότε καταβάλλεται πολύ λίγη προσπάθεια, ακόμη κι αν το έργο είναι δύσκολο. Επίσης, όταν το έργο είναι πάρα πολύ δύσκολο και η πιθανότητα επιτυχίας ανύπαρκτη, τότε δεν επενδύεται προσπάθεια στο στόχο. Έτσι, ένα άτομο με υψηλό κίνητρο επενδύει τη μεγαλύτερη προσπάθεια στα πιο δύσκολα έργα (αν και όχι στα ακατόρθωτα), ενώ ένα άτομο με χαμηλό αρχικό κίνητρο επενδύει και μικρότερη προσπάθεια και σε μικρότερης δυσκολίας έργα, διότι πλησιάζει το όριο του ακατόρθωτου πολύ πιο γρήγορα από το πρώτο. Πρόσθετες μαρτυρίες για τη φυσιολογική διέγερση που αναπτύσσουν τα άτομα με υψηλό ή χαμηλό αρχικό κίνητρο, όταν έρθουν αντιμέτωπα με ένα δύσκολο έργο, δείχνουν ότι η φυσιολογική διέγερση αυξάνει στους πρώτους αλλά δε μεταβάλλεται στους δεύτερους, είτε είναι εύκολο είτε δύσκολο το έργο.
Πρέπει όμως να τονισθεί ότι η σχέση δυσκολίας του έργου και θελκτικότητας που διατυπώθηκε από τον ΒτβΗηι διαπιστώνεται υπό ορισμένες συνθήκες. Ειδικότερα, η δυσκολία επηρεάζει τη θελκηκότητα του έργου μέσω της κινητοποίησης της ενέργειας που απαιτείται για την εκτέλεση του έργου. Κατά συνέπεια, οι διαφορές διέγερσης που βρέθηκαν στα άτομα με υψηλό και χαμηλό αρχικό κίνητρο στα εύκολα και δύσκολα έργα ανιχνεύ- ονται μόνο όταν οι μετρήσεις γίνονται πριν την εκτέλεση του έργου, όταν προετοιμάζεται από τον οργανισμό η συμπεριφορά επιτέλεσης. Η σχέση δεν ανευρίσκεται αν οι μετρήσεις γίνουν αμέσως μετά την ολοκλήρωση του έργου. Το ίδιο συμβαίνει αν η θελκηκότητα του στόχου μετρηθεί πολύ πριν την έναρξη ενασχόλησης με το έργο (ΒΓβΗηι, \Α/π<3Ηί, δοΐοηηοη, δΐΙΚει, & 0Γ€βηββΓ9, 1983).
Το πόσο εξειδικευμένος και καλά ορισμένος είναι ο στόχος είναι ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στη δυνατότητα επίτευξής του. Ένας καλά προσδιορισμένος στόχος (π.χ. να πάρει ο μαθητής καλό βαθμό στο μάθημα των αρχαίων) έχει καλύτερα αποτελέσματα από έναν ασαφή ή γενικά ορισμένο στόχο (π.χ. να είναι καλός μαθητής), και αυτός έχει καλύτερα αποτελέσματα από την ανυπαρξία στόχων (απλώς να περάσει ο καιρός!). Πάρτε για παράδειγμα την κατάσταση που δημιουργείται στα σχολεία στην Γ' Λυκείου, όταν η εξειδίκευση των στόχων είναι τέτοια που καταναλώνει όλη την προσπάθεια των μαθητών στους ειδικούς στόχους και δεν τους α
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 243
φήνει ελεύθερους να ασχοληθούν με γενικούς στόχους, όπως η μόρφωση, η γενικότερη γνώση, η καλλιέργεια, κ.ο.κ. Αλλά και οι μαθητές που δεν επιδιώκουν να μπουν σε κάποια ειδική σχολή αλλά αισθάνονται κά- ποια δέσμευση προς τους στόχους του σχολείου (π.χ., να μάθουν) πηγαίνουν καλύτερα από αυτούς που αρνούνται ή δε συμμερίζονται τους στόχους που θέτει η εκπαίδευση. Η ύπαρξη δύσκολων και εξειδικευμένων στόχων είναι η προϋπόθεση για τη μέγιστη απόδοση (ί-βΐΗδίπι & ίββ, 1986).
Κατά τους ίοΛβ, 5Ηει\Λ/, δειειπ, & ίειίΗειηη (1981) η μεγιστοποίηση της απόδοσης στην περίπτωση δύσκολων και εξειδικευμένων στόχων οφείλεται στην ένταση της προσπάθειας που καταβάλλεται, στην επιμονή στην προσπάθεια για την επίτευξή τους, στην επικέντρωση της προσοχής στο στόχο, και στην υιοθέτηση στρατηγικών για την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας. Η δυσκολία επηρεάζει κυρίως την ένταση της προσπάθειας και την εμμονή, ενώ η εξειδίκευση του στόχου συνδέεται με την επικέντρωση της προσπάθειας στο επιδιωκόμενο τέλος. Η χρήση στρατηγικών για την επίτευξη των στόχων συνδέεται με τη διαφοροποίηση των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τον εντοπισμό της προσπάθειας σε εκείνα τα μέσα που εγγυώνται τα καλύτερα αποτελέσματα.
Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει την επίδοση είναι η γνώση των αποτελεσμάτων, η οποία προσφέρει επανατροφοδότηση και αξιολόγηση της προσπάθειας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η αξιολόγηση αυτή θα κρίνει την εμμονή στο στόχο, με την ίδια ή άλλη πορεία και προσπάθεια, ή την αναστολή της δράσης για ένα διάστημα ή την εγκατάλειψη της προσπάθειας.
Η σννθετότητα του στόχου φαίνεται να επηρεάζει την επίδοση όχι τόσο μέσα από το μηχανισμό της προσπάθειας όσο μέσα από γνωστικούς μηχανισμούς, που έχουν να κάνουν με τις γνωστικές διεργασίες που εμπλέκονται στην αποκωδικοποίηση των απαιτήσεων του στόχου και των στρατηγικών που απαιτούνται για την επίτευξή του. Αυτό το έλεγξαν οι ΟΗβδηβν και Ι-οοΚβ (1991), οι οποίοι βρήκαν ότι σε δύο επίπεδα συνθετότητας στόχου, τα υποκείμενα που είχαν τον πιο δύσκολο στόχο πήγαν καλύτερα από αυτά που είχαν τον πιο εύκολο. Τόσο η δυσκολία του έργου όσο και οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνταν συσχετίζονταν θετικά με την επίδοση. Οι επιδράσεις όμως της στρατηγικής που είχε εφαρμοστεί στην επίδοση ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές της δυσκολίας του στόχου.
Η εμπλοκή με το στόχο και η δέσμευση προς αυτόν είναι ένας σημαντικός παράγοντας που παρεμβαίνει στη σχέση στόχου-επίδοσης. Κι αυτό γιατί επηρεάζει άμεσα την εμμονή του στόχου και τη συνέχιση της προσπάθειας παρά τη δυσκολία του στόχου και συχνά την αποτυχία στην επίτευξή
244 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
του. Παράγοντες που επηρεάζουν το πόσο το άτομο θεωρεί προσωπική του υπόθεση την ολοκλήρωση του στόχου είναι:
1) Η γνωστοποίηση του στόχου σε άλλους. Τον παράγοντα αυτόν τον είδαμε στις έρευνες των αιτιολογικών προσδιορισμών. Η κοινοποίηση της πρόθεσης κάποιου στους άλλους δημιουργεί πίεση στο άτομο να υλοποιήσει την πρόθεσή του, από τη μια, μέσω της εντατικοποίησης της πρόθεσης και, από την άλλη, μέσω του φόβου ότι θα εκτεθεί στους άλλους αν δεν τον πετύχει. Τη βελτίωση της επίδοσης υπό συνθήκες κοινοποίησης του στόχου σε άλλους μελέτησαν οι Ηο11βη6β<&, \Λ/ϊ11Ϊ3πΐ5, & Κίβΐη (1989), σε έρευνα που σύγκρινε τις επιδόσεις φοιτητών που είχαν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να βελτιώσουν τη μέση επίδοσή τους και φοιτητές που είχαν την ίδια πρόθεση αλλά δεν την είχαν ανακοινώσει στους άλλους. Βρέθηκε ότι οι πρώτοι πέτυχαν το στόχο τους σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι δεύτεροι.
2) Οι αμοιβές. Η ύπαρξη αμοιβών σε ένα έργο, όπως έχουμε αναφέρει στα εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα αλλά και στις άλλες θεωρίες που ασχολούνται με το θέμα, μπορεί να επηρεάσει την επίδοση με διάφορους τρόπους. Οι αμοιβές μπορούν να οδηγήσουν σε καθιέρωση υψηλότερων στόχων, ώστε να μεγιστοποιηθεί η απολαβή, και από την άλλη, μπορεί να δημιουργήσουν δέσμευση για ολοκλήρωση του στόχου, μια και η αμοιβή κάνει το στόχο πιο ελκυστικό έναντι άλλων ανταγωνιστικών (Ι-β6, ί-οοΚβ, & ίειίΚεκη, 1989). Βεβαίως, αυτό εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος της αμοιβής, καθώς και τη σχετικότητα της ενίσχυσης, μια και η ίδια αμοιβή δεν έχει την ίδια σπουδαιότητα για όλα τα άτομα ούτε για το ίδιο άτομο σε διάφορες φάσεις της ζωής του.
3) Η συμμετοχή στην καθιέρωση των στόχων επηρεάζει επίσης το βαθμό δέσμευσης προς αυτούς. Συχνά οι στόχοι που το άτομο θέτει για τον εαυτό του είναι πιο δεσμευτικοί απ’ ό,τι οι στόχοι που θέτουν οι άλλοι για αυτόν. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάξει, και οι άνθρωποι να ενσωματώσουν τους εξωτερικούς στόχους στους προσωπικούς τους στόχους, αν η πρόταση του άλλου θεωρείται «νόμιμη», δηλαδή ο άλλος νομιμοποιείται να την κάνει (ίχ>οΚβ, Ι-βίΗειπι, & Ετβζ, 1988), και αν γίνει με τρόπο όχι επιβολής αλλά πειθούς και συμμετοχής.
. 4) Η εκτίμηση προσωπικής ικανότητας. Η δέσμευση προς ένα στόχο επηρεάζεται από το βαθμό στον οποίο το άτομο θεωρεί ότι μπορεί να φέρει σε πέρας το στόχο αυτό. Αυτή η αυτο-αξιολόγηση επηρεάζει και το είδος των στόχων που επιλέγονται αλλά και το βαθμό της προσπάθειας που θα ασκηθεί και την εμμονή στο στόχο. Η αίσθηση του εαυτού σε σχέση με το στόχο συνδέεται με την αίσθηση του ελέγχου που μπορεί να έχει το άτομο στις διαδικασίες επίτευξης του στόχου.
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 245
Η έναρξη της δράσης
Στην προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε σια χαρακτηριστικά των στόχων και τους παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση τους με τη συμπεριφορά και την επίδοση. Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε τα βήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ του στόχου και της επίδοσης, και τους παράγοντες που επηρεάζουν την έναρξη και ολοκλήρωση της δράσης που συνδέεται με ένα στόχο.
Οι θεωρίες των κινήτρων συχνά κάνουν την υπόθεση ότι από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί μια ισχυρή κινητήρια τάση από κάποιο στόχο, τότε θα αρχίσει και η σχετική με το στόχο δράση. Αυτό όμως δε συμβαίνει τις περισσότερες φορές, γιατί η δράση για να εκδηλωθεί πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή για την εκδήλωση της δράσης που συνδέεται με ένα προηγούμενο στόχο, τότε μπορεί να υπάρχει ισχυρή τάση για εκδήλωση άλλης δράσης, πράγμα που δημιουργεί σύγκρουση. Ο ΑοΗ συνέδεε τη λύση της σύγκρουσης με την ισχύ των εξωτερικών συνθηκών που συνδέονται με τη δράση του ενός ή του άλλου στόχου. Υπερισχύει εκείνη η τάση δράσης, για την οποία υπάρχουν οι πιο καθοριστικές συνθήκες. Σε αυτή την άποψη συνηγορεί και η θεωρία του ΑηάβΓβοη (1983) σχετικά με τη σύγκρουση νοερών παραγωγών, η οποία λύνεται με την κυριαρχία εκείνης της παραγωγής της οποίας η συνθήκη ταυτίζεται καλύτερα από τα εισιόντα. Ο Ι_β\νΐη απέδιδε τη λύση της σύγκρουσης στη σχέση της έντασης του στόχου με τα εμπόδια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στην περιοχή του στόχου και τη σκοπούμε- νη περιοχή. Η δυναμική θεωρία της δράσης των Α&ϊηδοη και ΒϊγοΗ (1970) αποδίδει την έναρξη της δράσης στις μεταβολές στην τάση των διάφορων δράσεων, όπως αναφέραμε παραπάνω.
Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι η σύγκρουση στόχων και τάσεων για δράση, κυρίως στην περίπτωση της σύγκρουσης προσέγγισης/αποφυγής, δημιουργεί αμφιθυμία και δυσάρεστη κατάσταση για το άτομο. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά των συμπεριφορών που εκδηλώνονται σε συνάρτηση προς την αμφιθυμία. Πρώτον, το άτομο σταματά οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τους συγκρουόμενους στόχους, ενώ αυξάνουν οι σκέψεις και ιδέες που απασχολούν το άτομο σε σχέση με αυτούς. Δεύτερον, το άτομο στενοχωριέται, αισθάνεται κατάπτωση, και βιώνει αρνητικά συναισθήματα. Στην περίπτωση ισχυρής εσωτερικής σύγκρουσης είναι δυνατό να εκδηλωθούν και προβλήματα υγείας (Επιτηοηδ & Κΐης, 1988). Προβλήματα υγείας εμφανίζουν κυρίως τα άτομα που δεν εκφράζουν* εξωτερικά τη σύγκρουση που έχουν και τα συναισθήματα που τους δημιουργούνται. Η καταστολή
246 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
της συναισθηματικής έκφρασης, είτε εκούσια —για να μη δείξει κανείς τι αισθάνεται— είτε ακούσια —από προσωπική αδυναμία να εκφράζει τα συ- ναισθήματά του— οδηγεί σε αυξημένη πιθανότητα προσβολής από καρκίνο, σε υπέρταση, και άλλα ψυχοσωματικά προβλήματα (ΡβηηββειΚβΓ, 1985).
Η υπερνίκησα των εμποδίων ιης δράσης
Όπως είδαμε στην εισαγωγή που κάναμε στο θέμα της βούλησης, ο ΑοΗ απέδιδε την υπερπήδηση των εμποδίων στην πρωταρχική πράξη της βούλησης. Αυτό το αμφισβήτησε ο 1-βννϊη, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι τα εμπόδια δεν μπορούν να υπερνικηθούν με την εκ των υστέρων ισχυροποίηση της πρόθεσης. Ο Ι,βννϊη αρνήθηκε έτσι το ρόλο της βούλησης και απέδωσε τη δύναμη να αντιμετωπισθούν τα εμπόδια στην ένταση του στόχου, ο οποίος απορρέει από κάποια ανάγκη του ατόμου. Αρα είναι θέμα έντασης του κινήτρου και όχι της βούλησης.
Κατά τα νεώτερα χρόνια, το θέμα της αντιμετώπισης των εμποδίων, επειδή συνδέεται με τη δυσκολία του στόχου και την εντατικοποίηση της προσπάθειας, περιορίσθηκε στη σχέση αυτών των δύο. Τα δεδομένα αυτά παρουσιάσαμε παραπάνω. Εδώ θα τονίσουμε μια άλλη πλευρά του θέματος, και ειδικότερα, το μοντέλο αυτο-ρύθμισης του Καηίβτ (1970, 1975).
Το μοντέλο αυτο-ρύθμισης του ΚθηίβΓ
Το μοντέλο αυτο-ρύθμισης του Κβηίβτ έχει ως αφετηρία την αρχή του αυτο-ελέγχου του δΚΐηηβΓ (1953), σύμφωνα με την οποία ένα άτομο μπορεί να μάθει να αποφεύγει καταστάσεις που του επιβάλλουν ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Αν, για παράδειγμα, κάποιος θέλει να κόψει το τσιγάρο, αποφεύγει τους τόπους όπου υπάρχουν καπνιστές. Αυτό το καταφέρνει μέσω αυτο-ενισχύσεων (και αυτο-τιμωριών), που έχει στην κατοχή του το άτομο αλλά δεν εφαρμόζει μέχρι που να προκληθεί ορισμένη αντίδραση. Ο Κβηίβτ επεξέτεινε αυτό το μοντέλο και το εφάρμοσε σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ακολουθία αντιδράσεων που αποσκοπεί σε ορισμένο στόχο και όπου δεν υπάρχει εξωτερική ενίσχυση. Όταν η ακολουθία των αντιδράσεων διακόπτεται από την παρουσία εμποδίων, τότε το άτομο αρχικά παρατηρεί τη συμπεριφορά του (αυτο-παρακολούθηση), μετά συγκρίνει την παρατηρούμενη συμπεριφορά με την επιθυμητή (βάσει των φιλοδοξιών ή κριτηρίων επιτέλεσης), και, τέλος, αυτο-ενισχύεται θετικά —αν το αποτέλεσμα
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 247
που παρατήρησε είναι το επιθυμητό— ή αρνητικά —εφόσον το αποτέλεσμα δεν είναι το ζητούμενο. Μέσω αυτών των αυτο-ενισχύσεων το άτομο κινητοποιείται στη διόρθωση της συμπεριφοράς και την εγκατάλειψη των μη επιθυμητών αντιδράσεων. Η πορεία μέσα από αυτές τις τρεις φάσεις ονομάζεται «κύκλος της αυτο-ρύθμισης».
Ο κύκλος της αυτο-ρύθμισης προχωρεί από την πρώτη φάση στις επόμενες, εφόσον το άτομο κρίνει ότι η κατάσταση είναι υπό τον έλεγχό του. Αν δεν είναι, τότε η όλη διαδικασία εγκαταλείπεται. Το ίδιο και η προσπάθεια επίτευξης του στόχου. Αν, όμως η κατάσταση είναι ελεγχόμενη, τότε εξετάζεται αν ο στόχος εξακολουθεί να έχει ενδιαφέρον για το άτομο. Αν έχει, τότε αρχίζει η σύγκριση της τρέχουσας κατάστασης με την επιθυμητή ή προσδοκώμενη. Το μέγεθος της απόκλισης της τρέχουσας από την επιθυμητή συμπεριφορά προσδιορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προ- κειμένου να κλείσει η ψαλίδα.
Η απόφαση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ωστόσο, προϋποθέτει μια ανάλυση των αιτίων της απόκλισης, έτσι που να εκτιμηθεί και πάλι αν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν υπόκεινται στον έλεγχο του ατόμου ή όχι. Αν δεν υπόκεινται στον έλεγχό του, τότε η προσπάθεια εγκαταλείπεται. Αν η απόκλιση της συμπεριφοράς από τη ζητούμενη είναι θετική, δηλαδή η επίδοση ξεπερνά τα κριτήρια για την ορθή συμπεριφορά στη συγκεκριμένη περίσταση, τότε το άτομο θεωρεί ότι τα μέσα για τον περιορισμό της απόκλισης είναι υπό τον έλεγχό του και αυτο-ενισχύεται θετικά στην προσπάθεια για τον περιορισμό της απόκλισης. Το ίδιο γίνεται και στην περίπτωση αρνητικής απόκλισης, η οποία όμως κρίνεται ότι οφείλεται σε παράγοντες υπό τον έλεγχο του ατόμου. Θα υπάρξει σχετική αυτο-κριτική, αλλά αυτή θα ξεπεραστεί με την αναζήτηση και εφαρμογή των μέσων που μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση. Αν, βέβαια, η αρνητική απόκλιση είναι μεγάλη — που σημαίνει ότι η διόρθωση της κατάστασης δεν είναι υπό τον έλεγχο του ατόμου — , τότε εκδηλώνεται έντονη αυτο-κριτική και εγκα- ταλείπεται η προσπάθεια.
Το μοντέλο του Κδηίβτ περιγράφει ουσιαστικά διαδικασίες Βουλητικές, μια και η διαδικασία αυτο-ρύθμισης αρχίζει να λειτουργεί από τη στιγμή που αρχίζει η δράση η σχετική με ένα στόχο. Άρα δεν έχει να κάνει με τα κίνητρα και τα χαρακτηριστικά του στόχου. Η σημασία του μοντέλου είναι μεγάλη, διότι δείχνει ότι η υπερνίκηση εμποδίων δεν είναι απλώς θέμα προσπάθειας αλλά μιας σειράς διορθωτικών κινήσεων και αποφάσεων που λαμβάνουν χώρα σε όλη τη διάρκεια της φάσης ολοκλήρωσης της δράσης. Αυτό σημαίνει ότι το μοντέλο μπορεί να δεχτεί την επενέργεια των αιτιολογικών προσδιορισμών, των προσδοκιών ελέγχου, όπως και των ενι
248 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
σχύσεων, κυρίως εσωτερικών αλλά και εξωτερικών. Είναι η πρώτη διατύπωση των μεχαγνωστικών διαδικασιών παρακολούθησης και ρύθμισης, που μελετήθηκαν κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Η θεωρία του ΚιιΗΙ για τον έλεγχο της δράσης
Ο ΚιιΗΙ (1983, 1985, 1987) ήταν ο πρώτος θεωρητικός που τόνισε ότι η τάση για δράση που δημιουργείται από ένα κίνητρο δεν είναι αναγκαίο ότι θα ολοκληρωθεί. Για να ολοκληρωθεί, χρειάζεται να παρέμβει η βούληση, η οποία θα διαφυλάξει την τάση αυτή από άλλες ανταγωνιστικές και θα παρακολουθήσει τις διεργασίες εκτέλεσης της δράσης ώστε να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μια τάση που δημιουργείται λόγω ενός κινήτρου θα οδηγήσει σε δράση, αν κατ’ αρχήν πάρει τη μορφή πρόθεσης, δηλαδή δέσμευσης του ατόμου στο στόχο. Στη συνέχεια χρειάζεται να αρχίσει η διαδικασία εφαρμογής των διαδικασιών που θα ολοκληρώσουν τη δράση τη σχετική με το στόχο. Υπάρχουν επτά τύποι διεργασιών και στρατηγικών ελέγχου που εμπλέκονται στην ολοκλήρωση μιας πρόθεσης σε δράση (βλ. ΗβοΚΗειυεβη, 1991):
1) Επιλεκτική προσοχή. Η προσοχή κατευθύνεται προς εκείνες τις πληροφορίες του περιβάλλοντος που σχετίζονται με την πρόθεση. Οι άσχετες πληροφορίες αγνοούνται. Αυτή η επιλεκτική επεξεργασία των πληροφοριών μπορεί να απορρέει από αυτόματες ρυθμίσεις της προσοχής προς τις σχετικές με το στόχο πληροφορίες, αλλά και από ενεργητικές παρεμβάσεις, όπως, για παράδειγμα, παρεμπόδιση εισόδου πληροφοριών που είναι άσχετες με το στόχο ή καθοδήγηση της προσοχής μακριά από πληροφορίες που σχετίζονται με ανταγωνιστικούς στόχους.
2) Έλεγχος της κωδικοποίησης. Η κωδικοποίηση των εισερχόμενων πληροφοριών που συνδέονται με το στόχο γίνέται με μεγαλύτερη εμβάθυνση και με ενεργοποίηση των γνώσεων που είναι σχετικές με το στόχο.
3) Έλεγχος του συναισθήματος. Ο έλεγχος του συναισθήματος σχετίζεται με τη μετα-βουλητική γνώση του ατόμου σχετικά με τα συναισθήματα που επιτρέπουν τη συγκέντρωση της προσοχής στη δράση και την ολοκλήρωσή της. Η θλίψη, για παράδειγμα, είναι πιο ανασταλτική της δράσης από ό,τι η ευτυχία. Αρα, αν κάποιος θέλει να βοηθήσει τη δράση, αποφεύγει τη δημιουργία συναισθημάτων που μπορούν να την παρεμποδίσουν.
4) Έλεγχος των κινήτρων. Αυτή η διεργασία αποσκοπεί στην ισχυρό-
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 249
ποίηση της τάσης για δράση ενόψει άλλων ανταγωνιστικών τάσεων. Η ανανέωση του ενδιαφέροντος στον αρχικό στόχο γίνεται με τον αναλογισμό των θετικών προσδοκιών και των εξωτερικών κινήτρων που συνδέονται με την ολοκλήρωση της δράσης.
5) Έλεγχος του περιβάλλοντος. Η διεργασία αυτή αντιπροσωπεύει τη διασφάλιση από τους εξωτερικούς πειρασμούς. Για παράδειγμα, το άτομο που έχει αποφασίσει να συγκεντρωθεί στη μελέτη του, πηγαίνει στη βιβλιοθήκη και αποφεύγει το κυλικείο ή τους χώρους του σπιτιού όπου κυκλοφορούν άτομα που δε μοιράζονται τον ίδιο στόχο με αυτόν. Έτσι το άτομο διαμορφώνει το περιβάλλον που προσφέρεται καλύτερα για την επίτευξη του στόχου του. Επίσης, δημιουργεί εκείνες τις δεσμεύσεις στον εαυτό του που κάνουν δύσκολη την εγκατάλειψη της πρόθεσης. Λόγου χάρη, δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής πίεσης, κοινοποιώντας το στόχο του στους άλλους και μοιραζόμενος κοινές επιδιώξεις, που είναι σύμφωνες με τους δικούς του στόχους και βοηθούν στην ολοκλήρωση και των δικών του στόχων.
6) Οικονομική επεξεργασία των πληροφοριών. Η οικονομία των δυνάμεων στην επεξεργασία των πληροφοριών είναι μια γενική αρχή λειτουργίας του γνωστικού συστήματος (Αηάβτδοη, 1983). Στα πλαίσια της θεωρίας του ΚυΗΙ, η φειδώ αφορά τις εκτιμήσεις προσδοκίας και αξίας του στόχου, διότι η συνεχής ενασχόληση με παρόμοιες εκτιμήσεις αναστέλλει τη δράση. Ο έλεγχος του βαθμού ενασχόλησης με εκτιμήσεις προσδοκίας-αξίας ασκείται τόσο στη φάση διαμόρφωσης της πρόθεσης όσο και σε μεταγενέ- στρες φάσεις, κάθε φορά που γίνονται παρεμβατικές κινήσεις στην ήδη εκδηλωθείσα δράση.
7) Αντιμετώπιση της αποτυχίας. Αυτή είναι μια άλλη σημαντική διεργασία που σχετίζεται με την ολοκλήρωση της δράσης. Περιλαμβάνει την αποφυγή απασχόλησης της σκέψης με την αποτυχία για πολύ χρονικό διάστημα και την επανέναρξη των προσπαθειών αντιμετώπισης, εφόσον είναι δυνατό να ανημετωπισθεί αυτή και να διορθωθεί η δράση, ή την εγκατάλειψη του στόχου, εφόσον ξεφεύγει από τον έλεγχο του ατόμου.
Οι διεργασίες που επικαλείται ο ΚυΗΙ, και που παρουσιάστηκαν παραπάνω, είναι συνδυασμός γνωστικών λειτουργιών και μεταγνωσπκών στρατηγικών, που εμπλέκονται στην όλη πορεία της δράσης από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί ο στόχος και αρχίζει η εκτέλεση της δράσης. Το διάγραμμα ροής στο γράφημα που ακολουθεί συνοψίζει τη δράση των παραπάνω μεσολαβητικών της δράσης διεργασιών (ΚυΗΙ, 1985).
250 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Σχήμα 21. Διάγραμμα ροής ίου ελέγχου της δράσης κατά τον ΚιιΗΙ.
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 251
Στο διάγραμμα αυτό επιδεικνύεται η σειρά των ενεργειών και αποφάσεων που λαμβάνουν χώρα όταν η δράση που αποσκοπεί στην ικανοποίηση κάποιου στόχου αποτυχαίνει, είτε διότι εξασθενεί η σχετική τάση για δράση είτε γιατί παρεμβάλλονται εμπόδια στην ολοκλήρωση της δράσης που έχει ξεκινήσει. Ειδικότερα, οι δομές που σχετίζονται με τη δράση και ταιριάζουν με την τρέχουσα κατάσταση ανακαλούνται από τη μακρόχρονη μνήμη. Αυτό ενεργοποιεί τις επιθυμίες, τις νόρμες, τις προσδοκίες, αξίες, και προθέσεις. Αν έχουν μορφή πρόθεσης, μεταφέρονται στην εργαζόμενη μνήμη. Ειδικές στρατηγικές ελέγχου καλούνται όταν εμφανιστούν δυσκολίες και το άτομο πιστεύει ότι μπορεί να τις αντιμετωπίσει. Διαφορετικά τροποποιείται είτε η πρόθεση είτε το πρόγραμμα της δράσης.
Προσανατολισμοί στον έλεγχο της δράσης. Η παρακολούθηση και ρύθμιση της πρόθεσης και της δράσης που αυτή προκαλεί μπορεί να είναι συνειδητή αλλά και μη συνειδητή. Οι στρατηγικές συχνά εφαρμόζονται χωρίς το άτομο να τις γνωρίζει και να τις οργανώνει μόνο του. Μάλιστα, υπάρχουν ατομικές διαφορές και προτιμήσεις στο είδος των στρατηγικών που εφαρμόζονται. Ο ΚυΗΙ διέκρινε δύο τέτοιους προσανατολισμούς στον έλεγχο της δράσης: τον προσανατολισμό προς τη δράση και τον προσανατολισμό προς την κατάσταση. Στην πρώτη περίπτωση το άτομο κινείται με γνώμονα τη δράση και εφαρμόζει στρατηγικές ελέγχου της, ενώ στη δεύτερη το άτομο κινείται με αναφορά την κατάσταση στην οποία περιέρχεται όταν έχει να δράσει. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται στρατηγικές ελέγχου σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι στην περίπτωση του προσανατολισμού προς τη δράση. Ο προσανατολισμός προς τη δράση διευκολύνει την εκδήλωση της δράσης ενώ ο προσανατολισμός προς την κατάσταση την παρεμποδίζει.
Οι δύο προσανατολισμοί προς τη δράση παρατηρούνται ανεξάρτητα από την ένταση της πρόθεσης και τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζει από άλλες παράλληλες προθέσεις. Ο προσανατολισμός προς τη δράση πιέζει για το μετασχηματισμό της πρόθεσης σε δράση ενώ ο προσανατολισμός προς την κατάσταση περιορίζει την προσοχή του ατόμου στις σκέψεις που αφορούν την πρόθεση και τη δράση. Η στροφή προς την κατάσταση διευκολύνεται, πρώτον, όταν υπάρχουν ασυμφωνίες στις πληροφορίες που επεξεργάζεται το άτομο, πράγμα που δημιουργεί έκπληξη και απαιτεί διευκρινίσεις. Αυτή όμως είναι μια παροδική κατάσταση, που γρήγορα μπορεί να ξεπεραστεί. Δεύτερον, όταν οι προθέσεις εκφυλίζονται. Αυτό συμβαίνει γιατί διάφορα κομμάτια της πρόθεσης μπορεί να χάσουν στοιχεία τους, έτσι που ο μετασχηματισμός τους σε δράση να γίνεται προβληματικός. Η
252 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
πρόθεση, όπως είδαμε, εμπεριέχει στοιχεία για το στόχο, δέσμευση προς αυτόν, αλλά και προσδοκίες και αξιολογήσεις για τα μέσα και διαδικασίες επίτευξης του στόχου. Αν κάποιο από τα στοιχεία του στόχου προκαλέσει σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό την προσοχή, τότε το στοιχείο αυτό αποσπά δυναμικό από τον προσδιορισμό των υπόλοιπων λεπτομερειών του στόχου και των μέσων για τη δράση, πράγμα που παρεμποδίζει την ορθή εκτέλεση και ολοκλήρωση της δράσης. Αν, από την άλλη, περιοριστεί η δέσμευση προς το στόχο, τότε η πρόθεση χάνει από τη δύναμή της και το άτομο κινείται ανάμεσα στο να προχωρήσει σε δράση για την ικανοποίησή του ή όχι. Τέλος, αν τα μέσα που σκέφτεται το άτομο για την επίτευξη του στόχου αποδειχτούν μετά τις πρώτες προσπάθειες ανεπαρκή, τότε η αποτυχία που αντιμετωπίζει το άτομο το οδηγεί σε σκέψεις αρνητικές, που δεσμεύουν την προσοχή προς την αποτυχία και παρεμποδίζουν τη διόρθωση της δράσης. Κατά συνέπεια, η στροφή προς την κατάσταση προκαλείται όταν ήδη εξαρχής δημιουργούνται προϋποθέσεις για τον περιορισμό της αποτελε- σματικότητας της δράσης.
Υπάρχουν όμως και προδιαθέσεις που κάνουν τα άτομα περισσότερο ή λιγότερο προσανατολισμένα προς τη δράση ή την κατάσταση. Ο ΚαΗΙ ανέπτυξε μια κλίμακα Ελέγχου της Δράσης προκειμένου να εκτιμηθούν 'όι προδιαθέσεις αυτές. Η κλίμακα περιλαμβάνει τρεις υποκλίμακες: η πρώτη είναι σχετική με τη λήψη αποφάσεων, η δεύτερη με την εκτέλεση της δράσης, και η τρίτη με την αποτυχία.Παράδειγμα προτάσεων που χαρακτηρίζουν τη λήψη αποφάσεων είναι:
Αν πάω να ψωνίσω ένα δώρο γεννεθλίων και βρω πολλά κατάλληλα δώρα:
α) δεν μου είναι εύκολο να αποφασίσω ποιο δώρο να πάρω β) αποφασίζω γρήγορα για ένα πράγμα, και το αγοράζω
Παράδειγμα της υποκλίμακας για την εκτέλεση της δράσης είναι:Όταν κάνω για πολύ καιρό κάτι ενδιαφέρον, λ.χ., διαβάζω ένα βιβλίο ή
δουλεύω πάνω σε ένα θέμα:α) μερικές φορές σκέφτομαι αν αυτό που κάνω αξίζει τον κόπο β) συνήθως απορροφιέμαι με αυτό που κάνω τόσο πολύ που ποτέ δε
σκέφτομαι αν αξίζει τον κόπο.Παράδειγμα της υποκλίμακας που αφορά την αποτυχία είναι:
Όταν χάσω κάτι που έχει μεγάλη αξία για μένα και δεν μπορώ να το βρω πουθενά:
α) δυσκολεύομαι πολύ να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο. β) το βγάζω από το μυαλό μου μετά από λίγο.Η εγκυρότητα της κλίμακας αυτής ελέγχθηκε με έρευνες στις οποίες τα
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 253
υποκείμενα διαχωρίστηκαν πρώτα ως προς τον προσανατολισμό τους (δράση ιί κατάσταση) και στη συνέχεια απάντησαν σε ερωτήσεις για την εμπλοκή τους σε διάφορες δραστηριότητες και πόσο χρόνο σκόπευαν να αφιερώσουν σε αυτές. Στη συνέχεια μετρήθηκε ο πραγματικός χρόνος που επένδυσαν στις διάφορες δραστηριότητες. Βρέθηκε ότι η συσχέπση πραγματικού χρόνου με τον προτιθέμενο ήταν υψηλότερη στα άτομα με προσανατολισμό προς τη δράση.
Η σχέση του προσανατολισμού προς τη δράση με τη μαθημένη απελπισία είναι μια ενδιαφέρουσα επέκταση της θεωρίας του ΚυΗΙ. Ο ΚυΗΙ (1981) έκανε μια έρευνα στην οποία αρχικά δόθηκε στα υποκείμενα μια σειρά προβλημάτων. Στη συνέχεια τα υποκείμενα οδηγήθηκαν σε κατάσταση μαθημένης απελπισίας μέσω της άσχετης με την επίδοση στα προβλήματα πληροφόρησης για αποτυχίες. Στη δεύτερη φάση του πειράματος τα υποκείμενα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: από τη μια ομάδα ζητήθηκε να καταγράψουν τα αισθήματα που τους δημιούργησε η ανεξέλεγκτη αποτυχία και να σκεφτούν τους λόγους που μπορεί να την προκάλεσαν. Αυτή ήταν η συνθήκη δημιουργίας προσανατολισμού προς την κατάσταση. Από τη δεύτερη ομάδα δε ζητήθηκε να αναλογισθούν πάνω στην κατάσταση αποτυχίας. Στην τρίτη φάση του πειράματος, δόθηκαν προβλήματα πολύ πιο εύκολα από αυτά της πρώτης φάσης, αλλά τα υποκείμενα της πρώτης ομάδας δεν τα έλυσαν. Τα υποκείμενα της δεύτερης ομάδας, παρά την κατάσταση μαθημένης απελπισίας στην οποία είχαν περιέλθει, πήγαν καλύτερα από τα υποκείμενα της πρώτης. Αυτό σημαίνει ότι η αναστολή της δράσης που παρατηρείται στη μαθημένη απελπισία διαμεσολαβείται από τον έλεγχο της δράσης που χαρακτηρίζεται από τη στροφή του ατόμου προς την κατάσταση. Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμη και τα υποκείμενα της ομάδας με έλεγχο κατάστασης βελτίωσαν την επίδοσή τους όταν υποβλήθηκαν σε «θεραπευτική» παρέμβαση μεταστροφής από τον έλεγχο της δράσης με προσανατολισμό στην κατάσταση προς έλεγχο προσανατολισμένο προς τη δράση. Η σημασία των ευρημάτων αυτών είναι μεγάλη, γιατί παρά την απόδοση του τύπου ελέγχου της δράσης σε χαρακτηριστικά προσωπικότητας (προδιαθέσεις), αποδεικνύεται ότι και χαρακτηριστικά της κατάστασης μπορούν να επηρεάσουν το άτομο στον τρόπο δράσης του αλλά και να ανα- στείλουν τις επιδράσεις αυτές.
Τα χαρακτηριστικά της κατάστασης που προάγουν τον έλεγχο με στροφή προς την κατάσταση δεν είναι μόνο η προδιάθεση προς την κατάσταση και το ανεξέλεγκτο της αποτυχίας αλλά και η έκπληξη που αισθάνεται το άτομο όταν, παρά τις επίμονες προσπάθειές του, δεν καταφέρνει να λύσει το πρόβλημα ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. Αν το άτομο είναι πληρο-
254 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
φορημένο από πριν για την υψηλή πιθανότητα αποτυχίας στο έργο —μια και πολλοί άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν, επίσης — , τότε δεν παρουσιάζεται διαφορά μεταξύ των ατόμων με στροφή προς την κατάσταση και των ατόμων με στροφή προς τη δράση (ΚιιΗΙ & \Λ/βίδδ, 1985). Η έρευνα αυτή έδειξε ότι η μαθημένη απελπισία δεν οφείλεται σε ελαττωματικά κίνητρα ή λανθασμένες προσδοκίες, αλλά σε αδυναμία του ατόμου να εγκαταλείψει τις σκέψεις για την προηγούμενη αποτυχία. Οι σκέψεις αυτές παρεμβαίνουν στην τρέχουσα δραστηριότητα και παρεμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ατόμου.
Ο γνωστικός μηχανισμός που φαίνεται να επηρεάζεται από την εμμονή των ιδεών σχετικά με τις προηγούμενες αποτυχίες είναι ή εργαζόμενη μνήμη (ΚυΗΙ & Ηβΐΐβ, 1986), στην οποία διατηρούνται ενεργοποιημένες οι ανεκπλήρωτες προθέσεις.
Από την παρουσίαση των απόψεων του ΚιιΗΙ, φαίνεται ότι τα κίνητρα από μόνα τους δεν επαρκούν για να οδηγήσουν στη δράση. Χρειάζεται να περεμβληθεί η πρόθεση, η οποία θα ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς της δράσης. Αλλά και η πρόθεση δεν αρκεί για την ολοκλήρωση της δράσης. Η εφαρμογή της δράσης περιλαμβάνει μια σειρά άλλων διεργασιών, δια- μεσολαβητικών στρατηγικών, που επηρεάζουν την ολοκλήρωσή της. Αυτές οι μεσολαβητικές βουλητικές διεργασίες, που αφορούν τον έλεγχο της δράσης, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση της αποτυχίας. Ο χειρισμός της αποτυχίας μέσω της αποενεργοποίησης της σχετικής πρόθεσης ή της διατήρησής της έχει επιπτώσεις, μια από τις οποίες μπορεί να είναι η μαθημένη απελπισία. Το μοντέλο του ΚυΗΙ, επομένως, θέτει τις βάσεις για το διαχωρισμό των φάσεων της πορείας από τη δημιουργία του κινήτρου μέχρι την ολοκλήρωση της δράσης και μετά από αυτήν. Ένα μοντέλο που παρουσιάζει την πορεία αυτή, αλλά ως διακριτά στάδια, με εμπόδια στη μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο, είναι το μοντέλο του Ρουβίκωνα, που πρότεινε ο ΗβοΚΗεαίδβη (1991).
Το μοντέλο του Ρουβίκωνα για τις φάσεις της δράσης
Οι αρχικοί κρίκοι στην αλυσίδα των κινητήριων διεργασιών είναι οι επιθυμίες και οι φόβοι. Η επιθυμία ή ο φόβος παρακινούν το άτομο να σκε- φτεί αν το αντικείμενό τους μπορεί να εκπληρωθεί ή αν θα πρέπει να αποφευχθεί. Αν μπορεί να γίνει αυτό, τότε αρχίζει η αξιολόγηση του αν αξίζει τον κόπο να γίνουν οι ενέργειες που σχετίζονται με την εκπλήρωση της επιθυμίας. Η απόφαση αυτή στηρίζεται σε εκτιμήσεις του πόσο επιθυμητή είναι η δράση και αν είναι εφικτή. Τα μοντέλα προσδοκίας-αξίας αποσκο-
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 255
πουν να περιγράφουν αυτές τις προ της απόφασης διεργασίες, οι οποίες καταλήγουν στον προσδιορισμό του ποιος στόχος δράσης θα επιλεγεί.
Το κύριο χαρακτηριστικό των προ της απόφασης διεργασιών είναι η αντικειμενική και απροκατάληπτη φύση τους. Είναι η αναπαράσταση των υ- παρχουσών δυνατοτήτων, όπως αυτές περιορίζονται από τις αντικειμενικές συνθήκες χρόνου, τόπου, διαθεσίμων (πιθανότητα επιτυχίας/προσδοκία). Είναι και η εκτίμηση των συνεπειών της ανάληψης της δράσης και της επίτευξης του στόχου, πόση αξία έχει και τι άλλες δυνατότητες —θετικές ή αρνητικές— ανοίγει. Αυτό προϋποθέτει ότι το άτομο είναι στραμμένο προς την πραγματικότητα και έχει μια ανεπηρέαστη θέαση των πραγμάτων.
Τα μετακίνητρα είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, που αναπτύσσεται σε αυτή τη φάση. Η μεταγνωστική ενημερότητα των εξωτερικών κινήτρων και των μέσων για την εντατικοποίηση των προσδοκιών, την εξαντλητική εξέταση των δυνατοτήτων, και την επιτυχή ολοκλήρωσή τους είναι μέρος της φάσης πριν από την τελική λήψη της απόφασης. Παράλληλα, μεταγνω- στικές εμπειρίες, όπως αισθήματα βεβαιότητας και αμφιβολίας, παρακολουθούν τις διεργασίες της σκέψης και τον αναλογισμό των δυνατοτήτων. Τα αισθήματα αυτά δημιουργούν μια νοητική τάση, η οποία σχετίζεται με το αν οι υπάρχουσες πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο των κινήτρων επαρκούν για τη λήψη της απόφασης ή όχι. Αυτή ονομάζεται κινητήρια τάση.
Την κινητήρια νοητική τάση διαδέχεται η βουλητική τάση, η οποία είναι προσανατολισμένη προς την εφαρμογή της κινητήριας τάσης. Από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί ένας στόχος δράσης, τότε όλες οι σκέψεις επικεντρώνονται στην ολοκλήρωση των ενεργειών δράσης που ενεργοποιεί ο στόχος. Τις περισσότερες φορές η δράση δεν αρχίζει αμέσως. Προηγείται μια φάση ανίχνευσης των υπαρχουσών συνθηκών και σχεδιασμού των βημάτων της δράσης. Αν οι τρέχουσες συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές, τότε χρειάζεται σχεδιασμός ενεργειών που θα οδηγήσουν σε ευνοϊκές συνθήκες. Επιπλέον, χρειάζεται διαπίστωση των δυσκολιών και σχεδιασμός τρόπων για το ξεπέρασμά τους. Τέλος, χρειάζεται αναλογισμός για το πότε θα πρέπει να σταματήσει η σχετική με το στόχο δράση, πότε δηλαδή θα θεωρηθεί ότι επιτεύχθηκε ο στόχος και θα πρέπει να ανασταλούν οι περαιτέρω ενέργειες που τον αφορούν. Όσο μεγαλύτερη αβεβαιότητα υπάρχει σχετικά με το πώς το άτομο θα συμπεριφερθεί σε μια δεδομένη κατάσταση στο μέλλον, τόσο περισσότερος προσχεδιασμός χρειάζεται για την έναρξη, εκτέλεση, και τερματισμό της δράσης.
Ο σχεδιασμός της δράσης προϋποθέτει ότι το άτομο έχει περάσει στη βουλητική νοητική τάση και δεν επιστρέφει στην κινητήρια τάση. Αν υπάρ
256 ΨΥΧΟΛΟΓΊΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
χουν ακόμη αμφιβολίες σχετικά με την προσδοκία ή αξία του στόχου, τότε ενεργοποιούνται μετα-βουλητικές διεργασίες, που αφορούν την αντιμετώπιση των σκέψεων σχετικά με τη διακοπή ή συνέχιση της προετοιμασίας της δράσης. Οι μεια-βουλητικές διεργασίες είτε απωθούν τις σκέψεις που αφορούν την αναστολή της δράσης είτε ενισχύουν τις σκέψεις που τονώνουν την πρόθεση του στόχου και την προτεραιότητά του έναντι άλλων που παρεμβάλλονται. Όσο περισσότερο προσχεδίασμά και έντονες προθέσεις απαιτεί η υλοποίηση του στόχου, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η βουλητική τάση που θα εμφανίσει το άτομο.
Γενικά, θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τέσσερις φάσεις στην πορεία από τη σύλληψη της ιδέας του στόχου μέχρι και τις σκέψεις μετά τη δράση: είναι τα κίνητρα πριν τη λήψη της απόφασης, όταν το άτομο εξετάζει εναλλακτικούς στόχους δράσης. Αυτή η φάση τερματίζεται όταν σχηματισθεί η πρόθεση για επιδίωξη ενός από τους στόχους αυτούς. Η πρόθεση δίνει το έναυσμα για την έναρξη της βουλητικής νοητικής τάσης, η οποία εκδηλώνεται σε δύο φάσεις: την προ της δράσης φάση και τη φάση κατά τη διάρκεια της δράσης. Στην προ της δράσης φάση η βούληση ενεργεί ενώ ακόμη η πρόθεση αναμένει τις συνθήκες που θα επιτρέψουν την εκτέλεση της δράσης που απορρέει από αυτήν. Η φάση αυτή ολοκληρώνεται τη στιγμή που θα δοθεί η εντολή ίΐβί! (ας γίνει!), οπότε αρχίζει η εκτέλεση της δράσης. Η κατά τη διάρκεια της δράσης βουλητική φάση διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση της δράσης και την αποενεργοποίηση του στόχου. Αυτή τη φάση διαδέχεται μια δεύτερη φάση κινήτρων, η οποία έχει να κάνει με την αξιολόγηση της δράσης και των αποτελεσμάτων της και την απόδοση αιτιο- λογικών προσδιορισμών. Αυτή η φάση θέτει τα θεμέλια για τις μελλοντικές αποφάσεις και στόχους. Την ακολουθία των κινητήριων και βουλητικών φάσεων που αναφέραμες μπορεί να δει κανείς στο Σχήμα 22.
Η εξέταση του διαγράμματος των τεσσάρων φάσεων θέτει ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα των τεσσάρων φάσεων σε κάθε είδους δράση που παρακολουθούμε στους ανθρώπους, τη χρονική διάρκεια των διάφορων φάσεων, το είδος των διεργασιών που κυριαρχούν στην κάθε φάση, τις επιδράσεις που παρατηρούνται στην κάθε φάση, κ.τ.λ.
Πρέπει να τονισθεί ότι το μοντέλο αυτό είναι μια εξιδανικευμένη κατάσταση, η οποία φέρνει κοντά διεργασίες που μπορεί να απέχουν μεταξύ τους χρονικά πολύ. Για παράδειγμα, η προ της δράσης κινητήρια φάση μπορεί να απέχει πάρα πολύ από τη στιγμή της βουλητικής ενεργοποίησης. Έτσι, μπορεί να φαίνεται ότι ξεκινά μια δράση χωρίς προηγούμενη κινητήρια φάση ή η κινητήρια φάση μιας δράσης να επικαλύπτεται με τη βουλητική φάση μιας άλλης δράσης. Είναι δυνατό, όπως αναφέραμε
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 257
Σχηματισμός Ενεργοποίηση πρόθεσης πρόθεσης
Ολοκλήρωση Αποενεργοποίηση πρόθεσης πρόθεσης
I>Κίνητρα ν| Βούληση πριν πριν ιην °Β ιη δράση απόφαση ο*
Βούληση κατά τη δράση
Κίνητρα μετά τη δράση
Επιλογή] Φάση πριν τη δράσην Δράση------ ► ! Αξιολόγηση - ► ....·►
Σχήμα 22. Σχηματική παρουσίαση των τεσσάρων φάσεων της δράσης σιο μοντέλο του Ρου6ίκωνα κατά τον ΗβοΙζΗθυββη.
προηγουμένως, να υπάρχει στο άτομο, ανά πάσα στιγμή, μια ποικιλία ενεργοποιημένων στόχων, οι οποίοι όμως διατηρούνται σε κατάσταση αναμονής, μέχρι που να έρθει η στιγμή της ενίσχυσής τους σε σημείο που να δημιουργήσουν πρόθεση και να οδηγήσουν σε δράση. Από το σύνολο των εν δυνάμει στόχων, ένας κάθε φορά μπορεί να ξεχωρίσει και να δεχτεί όλη την επεξεργασία που απαιτείται για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη δράση που του προσιδιάζει. Ανπστοίχως, κατά την εκτέλεση της δράσης, μία, το πολύ δύο, δράσεις μπορούν να λαμβάνουν χώρα με τρόπο που να παρακολουθούνται από εμάς συνειδητά. Αν υπάρχουν περισσότερες παράλληλες δράσεις, τότε όλες, εκτός από την κυρίαρχη, εκτελούνται αυτόματα, χωρίς απαιτήσεις προσεκτικής παρακολούθησης και ρύθμισης. Και πάλι η εικόνα θα είναι ότι έχουμε δράση χωρίς κίνητρα ή χωρίς βουλητική προετοιμασία, ενώ στην πραγματικότητα αυτά γίνονται αλλά δεν μπορούν να αναφερθούν από το άτομο, γιατί δεν τα έχει προσέξει. Επίσης, κατά τη φάση μετά τη δράση, μία μόνο δράση μπορεί να αξιολογείται κάθε φορά, πράγμα που μπορεί να δίνει την εικόνα ότι υπάρχουν δράσεις χωρίς μετά τη δράση αξιολόγηση. Και, πραγματικά, είδαμε σπς θεωρίες αιτιολογικού προσδιορισμού ότι η διαδικασία αιτιολόγησης δεν παρατηρείται σε περιπτώσεις όπου η δράση είναι επιτυχής αλλά ακόμη και σε περιπτώσεις αποτυχίας. Άρα οι τέσσερις φάσεις είναι δυνατό να μην εμφανίζονται σε κάθε δράση ή να υπάρχει επικάλυψη διάφορων φάσεων.
Ο χρόνος που θα απαιτηθεί για κάθε φάση, επίσης, εξαρτάται από το είδος του στόχου και τη συνθετότητά του, τις προδιαθέσεις του ατόμου, τις περιβαλλοντικές συνθήκες που μπορεί να ευνοούν ή να παρεμποδίζουν τη
258 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
λήψη αποφάσεων και τη δράση, ιη φύση της δράσης, κ.ο.κ. Για ίο λόγο αυτό είναι αναγκαίο να βλέπουμε χο διάγραμμα των φάσεων περισσότερο ως ένα σχήμα για την καθοδήγηση της έρευνας σε διάφορες απόψεις της δράσης, ώστε να διευκρινιστεί το είδος των διεργασιών που λειτουργούν στην κάθε φάση και το είδος των παραγόντων που επηρεάζουν τις διεργασίες αυτές.
Ειδικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σιη φάση των προ της δράσης κινήτρων υπάρχουν πολλοί ανταγωνιστικοί στόχοι και ορισμένοι μόνο από αυτούς κάθε φορά αποκτούν πρόσβαση στη δράση. Το ποιος θα αποκτήσει πρόσβαση είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, γιατί η δημιουργία στόχων, η ιεράρχισή τους, η κυριαρχία ενός έναντι άλλων, η μεταβολή στη ιεραρχία, οι διεργασίες αξιολόγησης και επιλογής, αλλά και οι εκτελεστικές εντολές που εκκινούν από αυτούς, οι διεργασίες παρακολούθησης και ρύθμισης, οι αξιολογήσεις και ερμηνείες των αποτελεσμάτων στις υπόλοιπες φάσεις της δράσης, είναι διαδικασίες άδηλες, που εφαρμόζονται σε μεγάλο βαθμό αυτόματα, πέρα από την προσοχή και έλεγχο του ατόμου. Μόνο όταν η αυτόματα διαμορφωμένη δράση αποτυχαίνει ή συναντά δυσκολίες χρειάζεται η ενσυνείδητα καθοδηγούμενη παρέμβαση, και τότε μπορούμε να τις αποτυπώσουμε.
Σύνοψη
Η παρουσίαση των θεωριών για τη βούληση έκανε φανερό ότι τα κίνητρα δεν επαρκούν, ως ερμηνευτικές κατασκευές, για να εξηγήσουν το σύνολο της δράσης, την οποία θα πρέπει να δούμε από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι και το τι ακολουθεί την ολοκλήρωσή της. Χρειάζεται να ληφθεί υ- πόψη και η σχέση των κινήτρων με τη βούληση και οι τρόποι με τους οποίους η βούληση παρεμβαίνει και εγγυάται την ικανοποίηση των προθέσεων του ατόμου.
Η διεργασία των κινήτρων αρχίζει από τη στιγμή που ανιχνεύεται μια απόκλιση ανάμεσα σε ένα στόχο και την τρέχουσα κατάσταση του ατόμου. Αν η προηγούμενα μαθημένη συμπεριφορά αποτύχει να γεφυρώσει και να διορθώσει την απόκλιση, τότε χρειάζεται να καταβληθεί προσπάθεια. Σχηματίζεται πρόθεση και αναπτύσσονται στρατηγικές (σχεδιασμός και προφύλαξη της πρόθεσης από άλλες ανταγωνιστικές τάσεις) για την ικανοποίηση της πρόθεσης. Εκτελείται η δράση υπό συνεχή παρακολούθηση και ρύθμιση, που πληροφορούν τον οργανισμό για το βαθμό στον οποίο εκτελείται ορθά η σχεδιασμένη δράση και το αποτέλεσμα αποκλίνει ή όχι από το επί-
ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ 259
ζητούμενο. Στη συνέχεια η ολοκληρωμένη δράση σταματά και αξιολογείται. Αν υπάρχει απόκλιση από το στόχο, τότε γίνεται αιτιολογικός προσδιορισμός για την ερμηνεία της απόκλισης. Ανάλογα με τον προσδιορισμό που θα γίνει, το άτομο είτε αυξάνει την προσπάθεια για τη διόρθωση και επιτυχή κατάληξη της δράσης είτε αλλάζει στρατηγική είτε αλλάζει πρόθεση είτε, τέλος, αρνείται την απόκλιση.
Η ύπαρξη απλώς κινήτρου για την επιδίωξη ενός στόχου δεν εγγυάται ότι το άτομο θα αναλάβει την προσπάθεια που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου. Χρειάζεται η συνειδητή βουλητική παρέμβαση, η οποία προϋποθέτει ότι το άτομο κρίνει ότι το έργο είναι αρκετά δύσκολο και τα μέσα για την αντιμετώπισή του είναι υπό τον έλεγχό του. Επίσης, προϋποθέτει ότι το άτομο θα υιοθετήσει προσανατολισμό προς τη δράση και θα ασκήσει τις στρατηγικές που βοηθούν στην επικέντρωση προς την εκτέλεση και όχι προς τις σκέψεις για την κατάσταση ή άλλες ανταγωνιστικές τάσεις. Η προφύλαξη της επιλεγμένης πρόθεσης από τις ανταγωνιστικές μπορεί να γίνει με διάφορες γνωστικές στρατηγικές, όπως ο προσχεδιασμός, η αναστολή της σκέψης που αφορά άλλους ανταγωνιστικούς στόχους, η δημιουργία νοητικών τάσεων (κινητήριων ή βουλητικών) ανάλογα με το στάδιο της δράσης στο οποίο βρίσκεται κανείς και η εφαρμογή μετα-κινητήριων και μετα-βουλητικών στρατηγικών ελέγχου.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε πώς η εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του μπορεί να σχετίζεται με τα κίνητρα και τη δράση, μια και η δημιουργία και επιλογή των στόχων συχνά περνά από το φίλτρο του εαυτού και αυτού που το άτομο θεωρεί ότι είναι συνεπές προς την εικόνα του, πραγματική ή ιδανική.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ο εαυτός ως πηγή κινήτρου
Η ιδέα όχι ο εαυτός είναι μεταβλητή που επηρεάζει τη συμπεριφορά είναι πολύ θεμελιώδης και κατέχει σημαντική θέση στο θεωρητικό σύστημα του Ριτβικί αλλά και των ουμανιστικών θεωριών. Όμως και στα νεώτερα συστήματα, όπως η θεωρία για το κίνητρο επίτευξης και οι θεωρίες αιτιολο- γικού προσδιορισμού, έχει ήδη αναφερθεί ότι ο εαυτός παίζει μεσολαβητικό ρόλο και επηρεάζει το βαθμό στον οποίο θα δεσμευτούμε προς ορισμένο στόχο και την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί η σκέψη μας στην ερμηνεία και δικαιολόγηση των συμβάντων που αφορούν τον εαυτό μας ή τη συμπεριφορά μας.
Ειδικότερα, στα πλαίσια της θεωρίας για το κίνητρο επίτευξης και στη θεωρία για τη βούληση και τη δράση έχει αναφερθεί ότι η επίτευξη ή μη του επιδιωκόμενου στόχου συνδέεται με τη δέσμευση του ατόμου προς το στόχο. Έτσι, η ενασχόληση με ορισμένο στόχο δεν είναι μια ουδέτερη συναισθηματικά κατάσταση αλλά μια περίσταση όπου το αποτέλεσμα της δράσης έχει ιδιαίτερη αξία για το άτομο. Αυτό οδηγεί σε αξιολόγηση του εαυτού και έχει συνέπειες στην αυτο-αντίληψη του ατόμου, δηλαδή στην αξία που αναγνωρίζει στον εαυτό του. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το κίνητρο επίτευξης λειτουργεί στα πλαίσια ενός ευρύτερου συστήματος αξιών του ατόμου και ενός συστήματος αυτο-αξιο- λόγησης που παρακολουθεί την τρέχουσα δράση αλλά και δημιουργεί προσδοκίες για τη μελλοντική. Έτσι, η αυτο-αξιολόγηση και η εικόνα του εαυτού μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τη θέσπιση μελλοντικών στόχων αλλά και ως κριτήριο ποιότητας, έναντι του οποίου κρίνεται η επίδοση.
Η σχέση της εικόνας του εαυτού με το κίνητρο επίτευξης μπορεί να προσεγγισθεί και μέσα από την ιδέα που δημιουργεί το άτομο για τις ικα- νότητές του σε διάφορους τομείς. Για παράδειγμα, το άτομο θεωρεί ότι είναι ιδιαίτερα καλό στις κοινωνικές σχέσεις αλλά όχι στις ακαδημαϊκές επιδόσεις, ότι είναι καλό στα μαθηματικά αλλά όχι στα γλωσσικά μαθήματα, ότι είναι καλός σε όλα όσα ασχολείται, κ,ο.κ. Η αυτο-αντίληψη των ικανό-
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 261
τήχων μας είναι μια από τις μεταβλητές που παρεμβαίνει στην εκτίμηση της υποκειμενικής πιθανότητας επιτυχίας σε ένα έργο. Αυτή η αυτό-αντίληψη επηρεάζει το άτομο στην απόφασή του να ασχοληθεί με ένα έργο ή όχι και παρεμβαίνει στον καθορισμό του ποσού της προσπάθειας που θα επενδυθεί στην εκτέλεση του έργου.
Η εικόνα του εαυτού αλληλεπιδρά, όπως είδαμε, με τους αιτιολογικούς προσδιορισμούς που διαμορφώνει το άτομο μετά τη δράση, και κυρίως μετά την αποτυχία ή τα απροσδόκητα αποτελέσματα. Οι προσδιορισμοί αυτοί κινούνται συχνά από την ανάγκη να συντηρήσει το άτομο την αυτο-εικόνα του, αλλά και συμβάλλουν στην περαιτέρω αυτο-αξιολόγηση. Με τον τρόπο αυτό ο αναλογισμός πάνω σπς περιβαλλοντικές αλλά και προσωπικές παραμέτρους που συνυπάρχουν με τη δράση είναι σημαντική πηγή πληροφοριών για την εικόνα του εαυτού. Η στροφή του ατόμου προς την ανάλυση των εσωτερικών του αισθημάτων και εμπειριών μετά τη δράση φαίνεται να επηρεάζει την ενημερότητα που έχει το άτομο για την εικόνα του εαυτού του και τα αισθήματα αυτο-αξιολόγησης που βιώνει, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου υπάρχουν εσωτερικές συγκρούσεις από συγκρουόμενους στόχους αλλά και απόκλιση του αποτελέσματος της δράσης από αυτό που ορίζει η εικόνα του εαυτού μας. Επίσης όταν σημαντικοί άλλοι αξιολογούν τις πράξεις μας και τις συνέπειές τους.
Η παραπάνω παρουσίαση έκανε φανερό ότι μια προέκταση των θεωριών για τα κίνητρα και τη δράση θα μπορούσε να γίνει προς την κατεύθυνση που βλέπει τον εαυτό ως μια σχετικά διαρκή υποκειμενική κατασκευή, η οποία δίνει ενότητα και συνέπεια στη συμπεριφορά του ατόμου. Ωστόσο δεν υπάρχει μια ενιαία θεωρία που να εξετάζει συστηματικά τους τρόπους με τους οποίους η εικόνα του εαυτού δημιουργεί κίνητρο ή παρεμβαίνει και αλληλεπιδρά με τα άλλα κίνητρα του ατόμου. Είναι φανερό ότι το θέμα αυτό χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη.
Η έννοια του εαιπού
Η δημιουργία του εγώ —της προσωπικής ταυτότητας—, ο σχηματισμός της εικόνας του εαυτού και τα στάδια μέσα από τα οποία προχωρεί η ανάπτυξή της με την πρόοδο της ηλικίας είναι θέματα που έχουν μελετηθεί μέσα σια πλαίσια της ψυχαναλυτικής θεωρίας αλλά και των θεωριών κοινωνικής μάθησης. Έτσι, μιλούμε για τον πραγματικό και ιδανικό εαυτό, για τον εαυτό όπως τον βλέπουν οι άλλοι ή όπως τον βλέπει το ίδιο το άτομο, τον εαυτό σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια, τον εαυτό και τις δυνατότητές του σε διάφορους τομείς δεξιοτήτων, τον εαυτό και το τι μπορεί ή τι πρέπει
262 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
να κάνει. Η πολυμορφία της εικόνας του εαυτού κάνει ώστε να διερωτάται κανείς αν υπάρχει μια ενιαία κατασκευή που να αντιστοιχεί σε αυτό που λέμε «εαυτός», πώς δημιουργείται, ποια είναι τα συστατικά της (6λ. Κωστα- ρίδου-Ευκλείδη, 1992. Οβτηβίπου, ΕίΗΐάβδ, & ΡΙθίδΐάοα, 1993. ΕίΜϊάβδ & ΟβηηβΜοα, ΐη ρΓβδδ) και, 6ε6αίως, μέσα από ποιο μηχανισμό δημιουργεί κίνητρο ή επηρεάζει τη συμπεριφορά. Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε με το τελευταίο ερώτημα.
Αν υιοθετήσουμε την προοπτική της θεωρίας της δράσης, όπου το άτομο ως μια ενιαία οντότητα θέτει στόχους και αναλαμβάνει δράσεις για την ικανοποίηση των στόχων, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εαυτός είναι μια σύνθετη νοητική κατασκευή, ένα σχήμα, το οποίο περιλαμβάνει το άτομο και τους στόχους του, το άτομο και τις πράξεις του στο παρελθόν, την αξιολόγηση των πράξεων από το άτομο και τους άλλους, τους μελλοντικούς στόχους και την εκτίμηση της δυνατότητας επίτευξής τους, τις εναλλακτικές δυνατότητες δράσης στα διάφορα περιβάλλοντα και συνθήκες, τον ιδανικό εαυτό όπως τον προσδιορίζουν οι άλλοι αλλά και το ίδιο το άτομο. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, ο εαυτός είναι μια ιεραρχικά ανώτερη έννοια, ένα σχήμα που συμπεριλαμβάνει πολλά άλλα πιο εξειδικευμένα. Το σχήμα αυτό είναι απόρροια γενικεύσεων, αλλά και αναλογισμού πάνω στις σχετικές με τον εαυτό εμπειρίες, και οργανώνει και κατευθύνει τις πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Το σχήμα του εαυτού συμπεριλαμβάνει, ιεραρχεί και συντονίζει τους στόχους του ατόμου με απώτερο σκοπό τη συντήρηση της αυτο-εικόνας και την προαγωγή της προς την κατεύθυνση του ιδανικού εαυτού. Άρα, πέρα από τους στόχους που αφορούν φυσιολογικές ανάγκες και επίτευξη αμοιβών, πέρα από τους στόχους που αφορούν διαπροσωπικές ανάγκες, όπως οι σχέσεις με τους άλλους, υπάρχουν στόχοι που αφορούν τον εαυτό, ως επιθυμητή κατάσταση. Οι στόχοι αυτοί αποσκοπούν στη δημιουργία θετικής εικόνας για τον εαυτό και στην παραγωγή και συντήρηση αισθημάτων αυτο-εκτίμησης, που απορρέουν από την επίτευξη αξιόλογων κοινωνικά στόχων (βλ. Ηβο1<- Ηδΐΐδβη, 1991. Οββη, 1995). Πώς ξέρουμε όμως ότι το σχήμα αυτό υπάρχει και επηρεάζει τη συμπεριφορά;
Το σχήμα του εαυτού
Στην προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε στα στοιχεία που συμπεριλαμβάνει το σχήμα του εαυτού. Αντίθετα από τις αρχικές περιγραφές της έννοιας του εαυτού ως καλά προσδιορισμένου χαρακτηριστικού προσωπικότητας, που διαπερνά και ελέγχει κάθε εκδήλωση της συμπεριφοράς του
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΉ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 263
ατόμου, οι έρευνες του τέλους της δεκαετίας του 1970 και εξής έδειξαν ότι η εικόνα του εαυτού είναι μια πολυπρόσωπη οντότητα, ένα συνοθύλευμα επιμέρους θεωριών για τον εαυτό και ό,τι τον αφορά σε διάφορες καταστάσεις (ΜεητΚιΐδ & \Λ/ιιιτί, 1987). Το χαρακτηριστικό του σχήματος του εαυτού είναι ότι είναι ενεργό ανά πάσα στιγμή και ότι ελέγχει τη συμπεριφορά. Αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι πλευρές του είναι ταυτοχρόνως παρούσες. Μόνο οι σχετικές με την τρέχουσα κατάσταση απόψεις του είναι ενεργοποιημένες, έτσι που να είναι ορατό στο άτομο τι είναι το επιθυμητό και τι το ανεπιθύμητο στη συγκεκριμένη περίσταση. Αυτή η ενεργοποιημένη πλευρά του εαυτού ονομάζεται εργαζόμενη έννοια τον εαυτού. Βέβαια, μερικά κεντρικά στοιχεία της εικόνας του εαυτού είναι διαθέσιμα σε κάθε περίσταση, ενώ άλλες, πιο περιφερειακές ή λιγότερο επεξεργασμένες πλευρές της έννοιας είναι συνδεδεμένες με πιο εξειδικευμένες συνθήκες. Συνέπεια της πολλαπλότητας των στοιχείων που συνιστούν την έννοια του εαυτού καθώς και της διαφορετικής δυνατότητας προσέγγισής τους είναι η ανάπτυξη από τους ερευνητές διάφορων θεωριών που προσπαθούν να συστηματοποιήσουν σε ευρύτερες ενότητες τις πληροφορίες που συνιστούν το σχήμα του εαυτού.
Οι Ηΐ99ίπδ, Βοηά, ΚΙβίη, & δίτεαιιτηείηη (1985) αναφέρονται στον πραγματικό, ιδανικό και πρέπει να (δεοντικό) εαυτό. Η διαφορά ανάμεσα στον
. ιδανικό και δεοντικό εαυτό συνίσταται στο ότι ο ιδανικός εαυτός είναι κάτι που το άτομο επιλέγει και διαμορφώνει μόνο του (τι ιδιότητες επιθυμεί να έχει) ενώ ο δεοντικός εαυτός είναι αυτό που οι άλλοι ζητούν από το άτομο. Μάλιστα ο Ηίδφηδ (1987) διακρίνει ανάμεσα στον εαυτό όπως τον βλέπει το άτομο και όπως τον βλέπουν οι άλλοι. Ο πραγματικός εαυτός, λόγου χάρη, μπορεί να είναι διαφορετικός για το άτομο απ’ ό,τι για τους γονείς του. Ο αυτο-προσδιοριζόμενος και ετερο-προσδιοριζόμενος εαυτός δεν ταυτίζονται αναγκαία. Το ίδιο ισχύει για τον ιδανικό ή δεοντικό εαυτό.
Οι Ματίαΐδ & Νιιπιΐδ (1986) μιλούν για δυνατούς εαυτούς. Οι δυνατοί εαυτοί είναι οι διάφορες εναλλακτικές εικόνες που διαθέτει το άτομο για τον εαυτό του σε σχέση με τους στόχους που επιδιώκει ορισμένη στιγμή. Είναι οι δυνατότητες που το άτομο βλέπει εμπρός του ως μέσα για την υλοποίηση του επιθυμητού στόχου. Για παράδειγμα, ένας έφηβος που σκέφτεται το μέλλον του βλέπει τον εαυτό του να γίνεται γιατρός ή στρατιωτικός γιατρός ή βιολόγος, ... Σε όλες τις περιπτώσεις, η ύπαρξη εικόνας για τον πραγματικό εαυτό και αντιστοίχως εικόνας για τον δυνατό, τον δεοντικό ή τον επιθυμητό εαυτό σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα αναγνώρισης της απόκλισης των δύο καταστάσεων. Απόκλιση ανάμεσα στον πραγματικό και ιδανικό εαυτό θεωρείται ότι οδηγεί σε αθυμία, θλίψη και αποθάρρυνση, ε
264 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
νώ η απόκλιση ανάμεσα στον πραγματικό και τον δεοντικό εαυτό ότι οδηγεί σε ταραχή, φό6ο και άγχος. Απόκλιση ανάμεσα στον πραγματικό και μη επιθυμητό εαυτό υπέρ του πραγματικού οδηγεί σε αισθήματα ευχαρίστησης. Επίσης, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε θετική εικόνα του εαυτού και σε αρνητική. Η αρνητική εικόνα του εαυτού φαίνεται να χαρακτηρίζει τα καταθλιπτικά άτομα. Στα μη καιαθλιπτικά άτομα, παρά τη θετική εικόνα του εαυτού, υπάρχουν επίσης και αρνητικές απόψεις. Η υπόθεση είναι ότι οι αρνητικές ιδέες σε τέτοιες περιπτώσεις κινητοποιούν το άτομο σε ενέργειες ανατροπής τους. Οι Ονββιτηβη & ΜδΗαΐδ (1990) υποστηρίζουν ότι η μέγι- στη αποδοτικότητα των κινήτρων πρέπει να εντοπίζεται στις περιπτώσεις όπου η επιθυμία του ατόμου να πετύχει το θετικό του εαυτό συνοδεύεται από αντίστοιχη επιθυμία αποφυγής του αρνητικού εαυτού. Η δράση δηλαδή των δύο είναι προσθετική. Σε έρευνα που έκαναν με νεαρά άτομα του κέντρου των αμερικανικών πόλεων βρήκαν ότι τα άτομα που είχαν παραβάσεις του νόμου κυριαρχούνταν από τους ανεπιθύμητους εαυτούς ενώ οι μη παραβάτες του νόμου καθοδηγούνταν τόσο από τον επιθυμητό όσο και τον μη επιθυμητό.
Πρέπει να τονισθεί ωστόσο ότι ο κοινός παρονομαστής σε όλες τις περιπτώσεις απόκλισης της πραγματικής με τις άλλες πλευρές του εαυτού είναι η δημιουργία κινήτρου για τη γεφύρωση της διαφοράς. Η διόρθωση της απόκλισης μπορεί να είναι προς τη θετική πλευρά, πράγμα που δημιουργεί στο άτομο αισθήματα ευφορίας για τις επιτεύξεις του καθώς και προσπάθειες συντήρησης αυτής της κατάστασης, ή προς την αρνητική πλευρά, οπότε δημιουργείται αρνητικό συναίσθημα και προσπάθειες άρσης της δυσάρεστης για το άτομο κατάστασης. Η ανατροπή της δυσάρεστης κατάστασης γίνεται είτε με ενέργειες που μπορεί να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα είτε μέσα από αμυντικές στρατηγικές, που αποσκο- πούν στην αντιμετώπιση της κατάστασης αλλά χωρίς αλλαγή του πραγματικού εαυτού.
Επιδράσεις της έννοιας του εαυτού
Η ύπαρξη έννοιας για τον εαυτό ή το σχήμα που διαθέτει κανείς για τον εαυτό του θα ήταν χωρίς πραγματική σημασία αν δεν επηρέαζε τον τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντος και τις αντιδράσεις μας προς αυτό. Πραγματικά, οι ιδέες για τον εαυτό φαίνεται ότι επηρεάζουν τον τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών, τη ρύθμιση των συναισθημάτων, και τα κίνητρα του ατόμου. Ο ΒβΓφ (1982) βρήκε ότι σε έργο διχωτικής ακοής —στο οποίο το άτομο δέχεται ένα διαφορετικό μήνυμα σε κάθε αυτί και πρέπει να
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 265
συγκροτήσει το μήνυμα μόνο του ενός— λέξεις με αναφορά στον εαυτό, που εμπεριέχονταν στο μη προσεγμένο μήνυμα, δημιουργούσαν παρεμβολές στην αντιληπτική ικανότητα των υποκειμένων, χωρίς όμως τα ίδια να μπορούν να ανακαλέσουν αργότερα τις λέξεις τις σχετικές με τον εαυτό.
Ο ΝυΝΐη (1985) έδειξε ότι ακόμη και γράμματα του αλφαβήτου που εμπεριέχονται στο όνομα του ατόμου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για αυτό, και προτιμώνται έναντι άλλων γραμμάτων του αλφαβήτου χωρίς το άτομο να το γνωρίζει ή να μπορεί να το εξηγήσει.
Επίσης, η Μοτίαΐδ (1977) έδωσε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με το βαθμό ανεξαρτησίας που έδιναν στον εαυτό τους διάφορα άτομα. Ετη συνέχεια τα χώρισε σε τρεις ομάδες: τους ανεξάρτητους, τους εξαρτημένους και αυτούς που βρίσκονταν στη μέση. Αργότερα τους παρουσίασε ζεύγη λέξεων, που αφορούσαν προσωπικά χαρακτηριστικά, και τους ζήτησε να διαλέξουν ποιο από τα δύο επίθετα που υπήρχαν στο κάθε ζεύγος αντανακλούσε δικά τους χαρακτηριστικά. Βρήκε ότι τα άτομα με σαφή κατάταξη του εαυτού τους στην ομάδα των ανεξάρτητων ή των εξαρτημένων διάλεγαν πολύ πιο γρήγορα το σχετικό χαρακτηριστικό απ’ ό,τι τα άτομα που δεν είχαν σαφή εικόνα του εαυτού τους ως προς την ανεξαρτησία. Επίσης, τα άτομα με ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού τους έδιναν πιο συγκεκριμένα παραδείγματα συμπεριφορών που ήταν ενδεικτικά αυτής της ιδιότητάς τους, απέρρι- πταν πιο εύκολα στοιχεία που δεν ταίριαζαν με την εικόνα τους, και έδιναν υψηλότερες πιθανότητες στην εμφάνιση συμπεριφορών που ήταν σύμφωνες με αυτήν. Αλλά ερεθίσματα σχετικά με τον εαυτό όχι μόνο γίνονται πιο γρήγορα αντιληπτά αλλά και συγκρατιούνιαι καλύτερα. Έτσι, τα ίδια ερεθίσματα, όταν δίνονται σε συνάρτηση προς δικές μας συμπεριφορές, συ- γκρατιούνται καλύτερα απ’ ό,τι αν δίνονται σε συνάρτηση προς συμπεριφορές των άλλων (Ματίακ, 1980).
Ο εαυτός παρεμβαίνει και στο συναισθηματικό έλεγχο, επίσης. Η παρεμβολή αυτή συνήθως αφορά την προστασία του εαυτού από αρνητικά συναισθήματα. Αρνητικά συναισθήματα γεννιούνται στο άτομο όταν αμφισβητούνται οι πεποιθήσεις του σχετικά με τις ικανότητές του. Η αντιμετώπιση των αρνητικών αισθημάτων γίνεται με ενίσχυση όλων εκείνων των στοιχείων που εμπεριέχονται στην εργαζόμενη εικόνα του εαυτού και δείχνουν την ύπαρξη της ικανότητας που αμφισβητήθηκε (ΜβιΊαΐδ & Κυηάβ, 1986). Το άτομο δηλαδή συντηρεί τη θετική αυτο-εικόνα του όχι αγνοώντας τα γεγονότα που την αμφισβητούν αλλά υπερτονίζοντας τα στοιχεία που αναιρούν την αμφισβήτηση.
Ένας άλλος μηχανισμός που επιστρατεύεται από το άτομο για τη συντήρηση της θετικής αυτο-εικόνας του είναι οι αιτιολογικοί προσδιορισμοί. Ο
266 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Οειπιρββΐΐ (1986) Βρήκε ότι οι άνθρωποι τείνουν να υποτιμούν τις πληροφορίες ομοφωνίας όταν πρόκειται για θετικές πλευρές του εαυτού τους και να τις υπερτιμούν όταν πρόκειται για αρνητικές πλευρές του εαυτού τους. Δηλαδή, μειώνουν τον αριθμό των άλλων ατόμων που είναι εξίσου καλοί με αυτούς και αυξάνουν τον αριθμό των ατόμων που έχουν τις ίδιες αδυναμίες με αυτούς. Για παράδειγμα, κάποιος που απατά τη γυναίκα του, τονίζει τι καλός σύζυγος είναι, επικαλούμενος συμπεριφορές που αποδεικνύ- ουν ότι νοιάζεται για τη γυναίκα του με τρόπο μοναδικό σε σχέση με τους άλλους συζύγους, και φέρνοντας χιλιάδες παραδείγματα άλλων που απά- τησαν τις γυναίκες τους. Το ερώτημα είναι αν το άτομο κάνει συνειδητά την επιλογή των παραδειγμάτων που θα χρησιμοποιήσει στους αιτιολογι- κούς προσδιορισμούς του. Οι αυτο-εξυπηρετούντες προσδιορισμοί φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό γίνονται χωρίς τη συνειδητή καθοδήγηση του ατόμου, αν και η επανειλημμένη εφαρμογή των αμυντικών στρατηγικών μπορεί να καταλήξει σε συνειδητοποίηση και σκόπιμη χρήση τους.
Η επίδραση του εαυτού στα κίνητρα είναι η τρίτη περιοχή όπου διακρί- νειαι η λειτουργία του σχήματος του εαυτού. Ήδη αναφερθήκαμε στον τρόπο με τον οποίο ο εαυτός δημιουργεί κίνητρο. Είναι μέσα από τη σύγκριση του πραγματικού με τον δυνατό ή το δεοντικό εαυτό, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί αυτό που το άτομο θεωρεί ως ορθό για τον εαυτό του. Αυτή η ανάγκη των ανθρώπων να διατηρούν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους και να συντηρούν την αυτο-εκτίμησή τους πρωτοϋποστηρίχθηκε από τον ΡβδίίηββΓ (1954) στα πλαίσια της θεωρίας για τη γνωστική συνέπεια. Κατά τον Ρβ5ΰη9βΓ, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να γνωρίζουν τα επίπεδα των ικανοτήτων τους και την ορθότητα των απόψεών τους. Γία το λόγο αυτό, χρησιμοποιούν αντικειμενικές πληροφορίες για τον εαυτό τους, όταν υπάρχουν, ή ψάχνουν να βρουν τέτοιες πληροφορίες σε άλλα άτομα που θεωρούν ότι είναι όμοια με αυτούς. Αυτή είναι η θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης. Οι νεώτερες διατυπώσεις της θεωρίας της κοινωνικής σύγκρισης προτείνουν ότι η κοινωνική σύγκριση γίνεται προς άτομα όχι όμοια προς εμάς αλλά με παρόμοιο υπόστρωμα ή επίπεδο ικανοτήτων. Επίσης, αν το κίνητρο της σύγκρισης είναι η επιθυμία για βελτίωση του εαυτού μας, τότε η σύγκριση γίνεται με άτομα καλύτερα από εμάς (δβίει, 1982). Αυτή είναι η κοινωνική σύγκριση προς τα επάνω.
Αλλά κοινωνικές συγκρίσεις κάνουν οι άνθρωποι και με στόχο να τονώσουν την αυτο-εκτίμησή τους και όχι για να πάρουν ακριβείς πληροφορίες για τον εαυτό τους. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται αυτο-απόδοση κύρους (ΟοβίΗβΙδ, 1986) και συνίσταται στη σύγκριση του εαυτού μας με κατώτερους από εμάς. Η τάση για κοινωνική σύγκριση προς τα κάτω (\Λ/ϊ1ΐ5,
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 267
1981) φαίνεται ότι χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους που έχουν πρόσφατα αποτύχει σε κάτι ή από άτομα που έχουν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους. Έτσι, μετά την αποτυχία οι άνθρωποι προτιμούν να συζητούν το θέμα με άτομα που έχουν επίσης αποτύχει και όχι με άτομα που έχουν πε- τύχει. Αντιστοίχως, άτομα με κατάθλιψη προτιμούν να συνομιλούν με άτομα παρόμοιας διάθεσης προς αυτά και όχι με άτομα με ευχάριστη διάθεση. Γενικά, η σύγκριση με άλλα άτομα που βρίσκονται σε δυσάρεστη κατάσταση ή χειρότερη από τη δική μας δε βοηθά μόνο στη μείωση των επιπτώσεων της σύγκρισης της πραγματικής με την επιθυμητή για μας κατάσταση, αλλά δημιουργεί και Θετικό συναίσθημα. Ατομα με χαμηλή αυτο-ε- κτίμηση βιώνουν αύξηση θετικού συναισθήματος όταν μαθαίνουν για κάποιον που έχει προβλήματα στη ζωή του ενώ άτομα με υψηλή αυτο-εκτίμη- ση βιώνουν αύξηση στα θετικά αισθήματα όταν ακούν για τις επιτυχίες των άλλων (ΟϊΙΛοηδ & Οβιτοκΐ, 1989). Όταν τα άτομα με υψηλή αυτο-εκτίμη- ση βρίσκονται αντιμέτωπα με αποτυχία, τότε δεν ενδιαφέρονται για σύγκριση με άτομα που είχαν δυσκολίες στη ζωή τους αλλά εκδηλώνουν την προς τα κάτω σύγκριση με πιο ενεργητικό τρόπο, υποτιμώντας και εξευτελίζοντας το άτυχο θύμα. Τα άτομα αυτά δηλαδή κατασκευάζουν ενεργητικά την εικόνα του άλλου ως μιας χαμηλής και ανεπιθύμητης κατάστασης. Η προς τα κάτω κοινωνική σύγκριση φαίνεται, γενικά, ότι βοηθά τους ανθρώπους να προστατεύουν τον εαυτό τους από το αρνητικό συναίσθημα που βιώνουν ως αποτέλεσμα της απειλής που δημιουργεί στην αυτο-εκτίμησή τους η αρνητική απόκλιση της τρέχουσας από την επιθυμητή κατάσταση.
Ο Τ6556Γ (1988) υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ενεργούν με τρόπους που συντηρούν και αυξάνουν την αυτο-εκτίμησή τους, και οι κοινωνικές σχέσεις αποτελούν μέρος της διαδικασίας για τη συντήρηση της αυτο-εκιίμη- σης. Ειδικότερα, η κοινωνική σύγκριση επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: την εγγύτητα της σχέσης με το άλλο πρόσωπο (δηλαδή το άτομο προς το οποίο συγκρινόμαστε), την επίδοση του άλλου, και το βαθμό στον οποίο η επίδοση του άλλου είναι σχετική με τον αυτο-ορισμό του ατόμου. Για παράδειγμα, η επιτυχία του άλλου στον αθλητισμό δεν έχει καμιά σημασία για το άτομο που είναι στραμμένο προς τις ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Ορισμένοι συνδυασμοί των παραπάνω μεταβλητών δημιουργούν υψηλή αυτο-εκτίμηση ενώ άλλοι μας κάνουν να έχουμε χαμηλή αυτο-εκτίμηση. Παραδείγματος χάρη, η επιτυχία ενός φίλου μας σε κάτι σημαντικό, αλλά χαμηλής σχέσης με τα δικά μας ενδιαφέροντα, δημιουργεί και σε μας ικανοποίηση και υψηλή αυτο-εκτίμηση λόγω της υπάρχουσας φιλίας. Σκεφτεί- τε την τάση πολλών ανθρώπων να θέλουν να έχουν κοινωνικές σχέσεις με άτομα που θεωρούν επιτυχημένα: ο στόχος είναι να κερδίζουν σε αυτο-ε-
268 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
κτίμηση λόγω συνάφειας με άτομα που πετυχαίνουν. Αν όμως ο φίλος μας πετύχει κάτι σημαντικό σε περιοχή άμεσα συνδεδεμένη με τα δικά μας ενδιαφέροντα, και εμείς αποτύχουμε σε αυτό, τότε η σύγκριση οδηγεί σε μείωση της αυτο-εκτίμησής μας. Στην περίπτωση που οι δυο φίλοι συγκρίνο- νται σε έργα κοινού ενδιαφέροντος, τότε επιδιώκουν και οι δύο την επιτυχία, γιατί η αποτυχία θα είχε συνέπειες στην αυτο-εκτίμηση αυτού που αποτυχαίνει. Η περίσταση αυτή δηλαδή προάγει τον ανταγωνισμό μεταξύ των φίλων και μπορεί να οδηγήσει σε παρακράτηση της βοήθειας προς τον άλλο, όταν ο ένας αισθάνεται απειλημένος από την καλή επίδοση του άλλου. Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι η ανάγκη για αυτο-εκτίμηση μπορεί να κινήσει τα άτομα σε πράξεις που απορρέουν από τις κοινωνικές συγκρίσεις.
Η ανάγκη για αυτο-εκτίμηση μπορεί να κινήσει το άτομο και σε άλλες συμπεριφορές, πέραν αυτών που συνδέονται με τις κοινωνικές συγκρίσεις. Σκοπός των ενεργειών αυτών είναι όχι μόνο η συντήρηση της αυτο-εικό- νας μας αλλά και η πρόληψη της βλάβης που μπορεί να υποστεί αυτή. Αυτή είναι η περίπτωση όπου χρησιμοποιούμε αμυντικούς μηχανισμούς, όπως η αυτο-δημιουργία εμποδίων. Με άλλα λόγια, το άτομο ηθελημένα δημιουργεί συνθήκες τέτοιες όπου η αποτυχία των ενεργειών του μπορεί να αποδοθεί σε εξωτερικά εμπόδια. Με τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη αποτυχία μπορεί να αποδοθεί στους εξωτερικούς παράγοντες και όχι σε εσωτερικούς παράγοντες, όπως η ικανότητα. Ένας τρόπος αυτο-πρόκλησης εμποδίων είναι η χρήση φαρμάκων που αναστέλλουν την επίδοση πριν από την εκτέλεση του έργου, η μείωση της προσπάθειας, η επιλογή μη ευνοϊκού για την επίδοση περιβάλλοντος, ή και η εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων (βλ. Οββη, 1995).
Η δημιουργία εμποδίων λειτουργεί ως προληπτικός μηχανισμός για τη διατήρηση της αυτο-εκτίμησης. Η χρήση δικαιολογιών είναι μηχανισμός που εφαρμόζεται μετά την επίδοση. Στην περίπτωση αυτή το άτομο κάνει αιπολογικούς προσδιορισμούς που αποδίδουν την αποτυχία σε εξωτερικούς και ανεξέλεγκτους παράγοντες. Οι διεργασίες δημιουργίας ή επιλογής των δικαιολογιών είναι συνήθως ασυνείδητες και προσαρμόζονται στο ποιος είναι ο ακροατής που θα τις δεχτεί. Για παράδειγμα, ένα παιδί θα δικαιολογηθεί για την κακή του προετοιμασία στο σχολείο με σωματική ασθένεια στη μητέρα αλλά με εξωτερικό εμπόδιο στο δάσκαλο. Μερικές φορές το άτομο μπορεί να δημιουργεί δικαιολογίες προς τον ίδιο του τον εαυτό, να αυτο-ξεγελιέται δηλαδή. Η δημιουργία δικαιολογιών βοηθά το άτομο να μειώσει το άγχος του και το αρνητικό συναίσθημα που απορρέει από μια αρνητική έκβαση των πραγμάτων (δη^άβΓ & Ηΐ99ΐπδ, 1988).
Η χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 269
για να αποφύγει ίο άτομο να έρθει αντιμέτωπο με μίαν αποτυχία, όχι ως δικαιολογία της αποτυχίας, αλλά για τη συσκότιση της συνείδησης και την αποφυγή της αυτο-εστίασης, που οδηγεί στη συνειδητοποίηση του δυσάρεστου συμβάντος.
Μια άλλη εκδήλωση της ανάγκης για συντήρηση της αυτο-εκτίμησης είναι η συμβολική αυτο-συμπλήρωση. Οι ΜΐοΚΚιηά & ΟοΙΚλ/ΐΐζβΓ (1982) χρησιμοποίησαν το πειραματικό πρότυπο του Ι_β\νΐη με τη διακοπτόμενη δραστηριότητα και την επάνοδο σε αυτή, προκειμένου να ερευνήσουν την ιδέα ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν υποκατάστατα προκειμένου να συμπληρώσουν την εικόνα του εαυτού τους. Ειδικότερα, έλεγξαν την υπόθεση ότι τα άτομα που ξεκίνησαν την παρουσίαση του εαυτού τους και δεν μπόρεσαν να την ολοκληρώσουν θα επιμείνουν σε αυτό, συντηρώντας τις σχετικές ιδέες, και θα συμπληρώσουν την ελλιπή εικόνα όταν τους δοθεί αργότερα η ευκαιρία. Πραγματικά, υπό την παρουσία του πειραματιστή —συνθήκη που δημιουργεί στο άτομο το αίσθημα ότι παρατηρείται και κρίνεται— τα υποκείμενα που είχαν διακόψει την αρχική παρουσίαση του εαυτού τους και την επαναλάμβαναν, παρουσίαζαν την τάση να συμπληρώνουν την αυτο-ει- κόνα που δεν είχε ολοκληρωθεί στην πρώτη συνεδρία. Τα υποκείμενα πε- ριέγραφαν τον εαυτό τους με τρόπο που να ταιριάζει με τον ορισμό που είχαν οι ίδιοι δώσει στον εαυτό τους, προσπαθούσαν να πείσουν τον παρατηρητή ώστε να συμφωνήσει με τη δική τους περιγραφή, επικαλούνταν τίτλους και άλλες διακρίσεις που είχαν λάβει για να ενισχύσουν την άποψή τους, και απέφευγαν να αναφέρουν τα σφάλματά τους.
Η χρήση συμβολικών στοιχείων ως επίρρωση των ισχυρισμών για συγκεκριμένη αυτο-εικόνα ονομάστηκε συμβολική συμπλήρωση, γιατί αντανακλά την ανάγκη των ατόμων να χρησιμοποιούν συμβολικά μέσα για να δημιουργούν μια «πλήρη» εικόνα του εαυτού τους, την οποία μάλιστα αναγνωρίζουν και οι άλλοι. Η ταυτότητα του εαυτού μας δηλαδή είναι τότε πλήρης, όταν και οι άλλοι την αναγνωρίζουν και την αποδέχονται. Ενδεικτικό της συμβολικής αυτο-συμπλήρωσης είναι ο τρόπος ενδυμασίας ή ο τρόπος ομιλίας και συμπεριφοράς, ο οποίος χρησιμοποιείται για να μεταδώσει το μήνυμα ότι ανήκουμε σε μια συγκεκριμένη ομάδα (π.χ., της αριστοκρατίας ή των διανοουμένων ή του περιθωρίου, κ.ο.κ.). Αν για κάποιο λόγο ένα μέρος της ταυτότητάς μας χαθεί ή απειληθεί, τότε το άτομο στρέφεται σε τονισμό άλλων συμβόλων που συνάδουν με την ταυτότητά του. Η συμβολική αυτο-συμπλήρωση εκδηλώνεται εκεί που το άτομο αισθάνεται δέσμευση προς ορισμένη εικόνα του εαυτού του (π.χ., επιχειρηματίας), κάποιο σύμβολο που συνδέεται με αυτή την ταυτότητα λείπει, και το άτομο θέλει ο κοινωνικός περίγυρος να γνωρίζει την ταυτότητά του αυτή. Η ε
270 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
μπλοκή σε συμβολική αυτο-συμπλήρωση κάνει το άτομο να αδιαφορεί για τα αισθήματα και σκέψεις του ακροατηρίου προς το οποίο απευθύνεται. Υπό αυτή την έννοια, η ταυτότητα του εαυτού δημιουργεί πρόθεση για συντήρηση και προβολή της αυτο-εικόνας και ενεργοποιεί βουλητικές διεργασίες για την ικανοποίηση αυτής της πρόθεσης. Αυτό γίνεται μέσω της ισχυροποίησης αυτής της πρόθεσης έναντι άλλων σύγχρονων προθέσεων, που συνδέονται με τις σκέψεις και επιθυμίες των άλλων (<3ο11\νίίζβΓ, 1987).
Η άρνηση και η απόσυρση, τέλος, είναι δύο άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί στην εξυπηρέτηση της αυτο-εκτίμησης. Η άρνηση του μη επιτευγμέ- νου στόχου και η απομάκρυνση από αυτόν λύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στον πραγματικό και επιθυμητό εαυτό και βοηθά το άτομο να συνεχίσει με ενέργειες που είναι σύμφωνες και προάγουν την αυτο-εκτίμησή του.
Από τα παραπάνω μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι οι σύγχρονες απόψεις για τον εαυτό επιτρέπουν τη μελέτη των σχέσεων της αυτο-εικόνας και αυτο-εκτίμησης με τη συμπεριφορά σε διάφορες περιστάσεις και υπό διάφορες συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να εκτιμηθεί πόσο πραγματικά μέρος της συμπεριφοράς ελέγχεται από την αυτο-εικόνα, ποια η γενικότητα και συνέπεια της οντότητας που αντιπροσωπεύει το σχήμα του εαυτού, πώς αλληλεπιδρά με τα άλλα κίνητρα και δεξιότητες του ατόμου, μέσα από ποιο μηχανισμό αλληλεπιδρά με τη συμπεριφορά, πότε και πώς διαμορφώνεται η αυτο-εικόνα και αν υπάρχουν ατομικές διαφορές. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με μερικές από τις πολλές πλευρές του προβλήματος.
Συνθήκες που προάγουν την αυτο-ενημερότητα
Οι Ό\ιν&\ και \Α/ίοΗαηά (1972) ήταν από τους πρώτους που έθεσαν το ερώτημα για το πότε το άτομο στρέφεται προς τον εαυτό του και αποκτά αυ- το-ενημερότητα. Οι συγγραφείς αυτοί υποστηρίζουν ότι όπως οι περιβαλλοντικές καταστάσεις και ερεθισμοί γίνονται αντικείμενο της προσοχής του ατόμου, έτσι μπορεί και ο εαυτός του. Ο εαυτός μας δηλαδή μπορεί να γίνει αντικείμενο της προσοχής μας και να υποβληθεί σε αντικειμενική παρατήρηση, όπως και η συμπεριφορά των άλλων. Η θεωρία υποστηρίζει ότι ανά πάσα στιγμή η προσοχή μπορεί να είναι στραμμένη είτε προς το περιβάλλον είτε προς τον εαυτό, δηλαδή τις συνειδητές μας καταστάσεις κι εμπειρίες, σκέψεις, αισθήματα, συναισθήματα, κ.α. Ερεθισμοί που μπορούν να στρέψουν την προσοχή προς τον εαυτό μας είναι περιβαλλοντικά ερεθίσματα που καταγράφουν δικές μας εκφάνσεις, όπως η φωνή μας στο μαγνητόφωνο, η μορφή μας στον καθρέφτη, κ.ο.κ. Αλλά και η αντίδραση
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 271
των άλλων σε δικές μας ενέργειες είναι ένας καθρέφτης, μια αντανάκλαση του εαυτού μας στο περιβάλλον. Από τη στιγμή που η προσοχή μας θα στραφεί στην αντικειμενική πλευρά του εαυτού μας, αρχίζει μια διαδικασία όχι μόνο παρατήρησης αλλά και σύγκρισης του αντικειμενικού εαυτού με τον επιθυμητό, αυτόν που προσδιορίζουν οι ιδέες περί του ορθού και περί των αξιών. Το τι είναι ορθό για το άτομο παραλλάσσει ανάλογα με την περίσταση. Αν, για παράδειγμα, το άτομο βρίσκεται σε περίσταση που απαιτεί αλτρουϊστική συμπεριφορά προς τους άλλους, τότε θα εκδηλώσει τη συμπεριφορά που θεωρεί ότι ανταποκρίνεται στα κριτήρια της σωστής αλ- τρουϊσπκής συμπεριφοράς και θα συγκρίνει την τρέχουσα εικόνα του με την προσδοκώμενη. Αν, αντιστοίχως, το άτομο βρεθεί σε περίσταση που απαιτεί επιθετική συμπεριφορά, θα κρίνει τις εκδηλωθείσες αντιδράσεις του υπό το πρίσμα της «ορθής» για την περίσταση επιθετικής αντίδρασης. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια εκ των προτέρων ενιαία εικόνα του ιδανικού εαυτού, η οποία να υπακούει σε ορισμένες κοινές αρχές (π.χ. δικαιοσύνης, σεβασμού των άλλων, ... ) αλλά επιμέρους πρότυπα για τις διάφορες περιστάσεις και για το άτομο σε αλληλεπίδραση με αυτές. Αυτό ίσως εξηγεί την αντίφαση που διακρίνουν συχνά στις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς των ανθρώπων οι παρατηρητές, οι οποίοι κρίνουν με βάση την προσδοκία ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων διαπερνιέται από γενικές αρχές. Η συμπεριφορά των ανθρώπων έχει αρκετή συνέπεια στις διάφορες εκφάνσεις της αλλά όχι πλήρη. Συνθήκες που αυξάνουν την αυτο-συνέπεια θα δούμε παρακάτω.
Αυτο-εστίαση και έλεγχος της δράσης
Οι Οατνβτ & δοΗβΐβϊ (1990) ανέπτυξαν ένα μοντέλο επικέντρωσης της προσοχής στον εαυτό — αυτο-εσιίασης—, το οποίο στηρίζεται στην ιδέα ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι συνέπεια ενός εσωτερικού συστήματος καθοδήγησης, το οποίο είναι εγγενές στον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένα τα ανθρώπινα όντα. Αυτό το σύστημα καθοδήγησης προσαρμόζει τη συμπεριφορά στα εσωτερικά κριτήρια που αρμόζουν στις διάφορες περιβαλλοντικές καταστάσεις. Αυτή η προσαρμογή δε γίνεται για τον περιορισμό της απόκλισης πραγματικού-ιδανικού εαυτού και τον περιορισμό των αρνητικών συναισθημάτων, όπως υπέθεταν οι ϋανδΐ & ΜΐοΜαηά (1972). Η προσαρμογή γίνεται γιατί υπάρχει εγγενές στους ανθρώπους ένα σύστημα σύγκρισης της τρέχουσας με την επιθυμητή κατάσταση, όπως περιγράφει το κυβερνητικό πρότυπο. Αυτή η καθοδήγηση είναι συναφής με το σύστημα παρακολούθησης και ρύθμισης της συμπεριφοράς του Κβηίβτ που ανα
272 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
φέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Σύμφωνα με το μοντέλο των ΟβινβΓ & δοΗβΐβτ, η όλη ρυθμιστική διαδικασία ακολουθεί μια σειρά Βημάτων:
1. Η όλη διεργασία αρχίζει με τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, τα οποία, από τη μια, ενεργοποιούν τις υπάρχουσες πρότυπες για την κατάσταση συμπεριφορές, και από την άλλη, αυξάνουν την αυτο-εστίαση. Πάρτε, για παράδειγμα, την περίσταση κατά την οποία ο μαθητής φέρνει στο σπίτι τον έλεγχο με κακούς βαθμούς. Η όλη περίσταση απαιτεί ότι θα πρέπει να έχει ύφος θλιμμένο και μετανοημένο, έστω κι αν δεν αισθάνεται καμιά στενοχώρια γι’ αυτό. Το πόσο καλά προσαρμόστηκε στο αναμενόμενο πρότυπο θα φανεί είτε μέσα από την αυτο-παρατήρηση είτε μέσα από τις αντιδράσεις των γονέων, οι οποίοι θα εκμανούν αν διακρίνουν στη συμπεριφορά του παιδιού απόκλιση από το αναμενόμενο επίπεδο θλίψης.
2. Άμεση συνέπεια της επικέντρωσης της προσοχής του ατόμου στον εαυτό του είναι η επαύξηση της ενημερότητας για την τρέχουσα συμπεριφορά. Η ενημερότητα αυτή κάνει ώστε η ρύθμιση της συμπεριφοράς πλέον να γίνεται συνειδητά. Η σύγκριση πραγματικής και πρότυπης για την περίσταση συμπεριφοράς γίνεται συνειδητά και επιστρατεύονται στρατηγικές και άλλες ρυθμίσεις που θα βοηθήσουν στην αποτελεσματική σύγκριση.
3. Ειδικότερα, η διαδικασία σύγκρισης έχει δύο συνέπειες: πρώτον, στρέφει την προσοχή του ατόμου προς εκείνα τα περιβαλλοντικά στοιχεία που θα επιτρέψουν τον ακριβή έλεγχο της ταύτισης της συμπεριφοράς με την επιθυμητή. Έτσι, τα άτομα παρακολουθούν τη συμπεριφορά τους σε σχέση με την πρότυπη πιο συχνά. Οι δοΗβίβτ & ΟβινβΓ (1983) έκαναν την εξής έρευνα: Ζήτησαν από τρεις ομάδες υποκειμένων να αντιγράψουν στο χαρτί σύνθετα σχήματα που παρουσιάζονταν σε ένα σλάιντ. Όλα τα υποκείμενα είδαν το σλάιντ για πέντε δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια μπορούσαν να ζητήσουν να δουν το σλάιντ όσες φορές ήθελαν, μέχρι που να τελειώσουν το έργο που τους είχε ανατεθεί. Οι δύο από τις ομάδες είχαν εκτεθεί σε συνθήκες αύξησης της αυτο-εστίασης. Η τρίτη ήταν η ομάδα ελέγχου, στην οποία δε δίνονταν σημάδια που να προάγουν την αυτο-εστίαση. Η πρώτη ομάδα δούλευε υπό την παρουσία καθρέφτη και η δεύτερη υπό την εποπτεία του πειραματιστή, ο οποίος παρακολουθούσε τα υποκείμενα καθώς έλυναν το πρόβλημα. Οι δύο πειραματικές ομάδες ζήτησαν να δουν το σλάιντ περισσότερες φορές από την τρίτη. Κι αυτό γιατί η στροφή της προσοχής προς τον εαυτό τους έκανε ώστε να αποκτήσουν ευαισθησία στην απόκλιση της επίδοσης από τη ζητούμενη και να επιδιώκουν την ακριβέστερη παρακολούθηση των ενεργειών τους, συγκρίνοντάς τες με το πρότυπο πιο συχνά.
Δεύτερον, αυξάνει την προσπάθεια για αλλαγή της συμπεριφοράς προς
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 273
την κατεύθυνση ιης επιθυμητής. Με άλλα λόγια, η διαδικασία σύγκρισης χρέχουσας και επιθυμητής συμπεριφοράς δεν εξαντλείται στην παρακολούθηση ίων δύο και χην καταγραφή της απόκλισής τους. Η διαπιστούμενη διαφορά οδηγεί σε διορθωτικές ρυθμίσεις, έισι που η διαφορά να μικρύνει μέχρι και την εξαφάνισή της. Και πραγματικά, έρευνα που έκανε ο 03η/βΓ (1975) έδειξε ότΐ'άτομα που ανπτίθενιαν στη σωματική τιμωρία επιδείκνυαν λιγότερες σωματικές τιμωρίες όταν Βρίσκονταν σε δωμάτιο με καθρέφτη και μπορούσαν να δουν τον εαυτό τους απ’ ό,τι όταν βρίσκονταν σε άλλο δωμάτιο. Οι δοΗβΐβτ, ΟβινβΓ, & Οϊββοηε (1981) έδειξαν, επίσης, ότι άτομα με φοβία για τα φίδια έδειχναν μεγαλύτερη αποφυγή φιδιών όταν βρίσκονταν σε δωμάτιο με καθρέφτη παρά όταν δεν υπήρχε καθρέφτης. Αυτό σημαίνει ότι η αυτο-παρακολούθηση έκανε τα άτομα πιο ενήμερα για το φόβο τους, πράγμα που τους οδηγούσε σε επαύξηση της ενημερότητας για την τρέχουσα συμπεριφορά τους και κατά πόσο αυτή ήταν σύμφωνη με την εύλογη αντίδραση στο φόβο, που είναι η αποφυγή του φοβικού αντικειμένου. Συνέπεια αυτού ήταν η όξυνση των συμπτωμάτων τους.
4. Αν οι προσπάθειες για ταύτιση με το πρότυπο δε διακοπούν, η πορεία ρύθμισης και διόρθωσης συνεχίζεται μέχρι την τελική ταύτιση. Αν όμως στη διάρκεια της πορείας εμφανιστούν δυσκολίες, τότε το άτομο σταματά, αξιολογεί την κατάσταση, και αν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης εί-
_ ναι τέτοιο που δείχνει ότι ο στόχος της ταύτισης είναι εφικτός, τότε συνεχίζει την πορεία με αυξημένη προσπάθεια. Αν η εκτίμηση είναι ότι η απόσταση μεταξύ τρέχουσας και επιθυμητής συμπεριφοράς είναι πολύ μεγάλη, και άρα αγεφύρωτη, τότε η προσπάθεια σταματά. Οι ΟβινβΓ, Βίβηβγ, & δοΗβϊβτ (1979) βρήκαν ότι η αυτο-εστίαση αλληλεπιδρά με την προσδοκία επίτευξης του προτύπου, και η επιμονή ενισχύεται όταν η εκτίμηση είναι θετική (ότι θα επιτευχθεί ο στόχος), αλλά μειώνεται όταν η εκτίμηση είναι αρνητική. Στην έρευνα αυτή οι ερευνητές έδωσαν σε υποκείμενα προβλήματα και μετά τους πληροφόρησαν ότι απέτυχαν. Στη συνέχεια μια ομάδα τοποθετήθηκε σε. δωμάτιο με καθρέφτη και μια άλλη σε δωμάτιο χωρίς καθρέφτη. Σε όλα τα υποκείμενα δόθηκαν νέα προβλήματα, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να λυθούν. Στην καθεμιά από τις συνθήκες αυτο-εστίασης, υπήρξαν δύο υποομάδες. Η πρώτη έπαιρνε οδηγίες θετικής προσδοκίας για τη λύση ενώ η δεύτερη οδηγίες αρνητικής προσδοκίας. Βρέθηκε ότι τα άτομα με θετική προσδοκία λύσης αύξαναν το χρόνο ενασχόλησης με τα προβλήματα στη συνθήκη αυτο-εστίασης ενώ τα υποκείμενα με χαμηλή προσδοκία τον μείωναν.
5. Το άτομο που έχει χαμηλή προσδοκία επιτυχίας αποσύρεται και σωματικά από την περίσταση, αν αυτό είναι δυνατό. Αν δεν είναι δυνατό, τότε
274 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
αποσύρειαι νοερά, στρεφόμενο σε άλλες σκέψεις ή φαντασιώσεις και σταματώντας να προσέχει. Η απόσυρση από την τρέχουσα κατάσταση είναι ένα μέσο που εφαρμόζει το άτομο προκειμένου να αποφυγει πληροφορίες που του θυμίζουν την απόκλιση ανάμεσα στην πρότυπη και στην τρέχουσα συμπεριφορά. Σε μια μελέτη των ΟτββηββΓς & ΜυεΗπιβη (1981), για παράδειγμα, τα υποκείμενα απέφευγαν να καθίσουν εμπρός σε καθρέφτη — συνθήκη αυτο-εστίασης—, όταν έπρεπε να εκφωνήσουν ιδέες που ήταν αντίθετες προς τις δικές τους. Δεν είχαν όμως δυσκολία να το κάνουν όταν εκφωνούσαν γνώμες σύμφωνες με τις δικές τους. Στην πρώτη περίπτωση απέφευγαν να έρθουν αντιμέτωποι με τη συνειδητοποίηση της απόκλισης αυτού που έλεγαν με αυτό που πίστευαν.
6. Αν το άτομο θεωρεί ότι υπάρχει αρκετή πιθανότητα να επιτύχει την πρότυπη συμπεριφορά μέσα από αλλαγές στην τρέχουσα αντίδρασή του, τότε αρχίζει η τροποποίηση της συμπεριφοράς. Στη φάση αυτή το άτομο εξετάζει περιοδικά κατά πόσο υπάρχει πρόοδος προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Σε αυτό το σημείο, ο ρυθμός μείωσης της διαφοράς γίνεται κρίσιμος παράγοντας για το συναίσθημα που θα 6ιώσει το άτομο. Αν ο ρυθμός μείωσης της απόκλισης είναι γρηγορότερος από αυτόν που προσδοκούσε το άτομο, τότε 6ιώνει θετικά συναισθήματα. Αν είναι αργότερος, τότε βιώ- νει αρνητικά συναισθήματα. Αν ο ρυθμός μείωσης αντιστοιχεί στον προσ- δοκώμενο, τότε δε διεγείρεται συναισθηματική αντίδραση. Οι Οάτνβτ & δοΗβϊβΓ (1990α) θεωρούν ότι η διαδικασία εκτίμησης του ρυθμού μείωσης της απόκλισης είναι μια μετα-ηαρακολουθητική διαδικασία, η οποία βρίσκεται ένα βήμα παραπάνω από τη διαδικασία παρακολούθησης της ύπαρξης διαφοράς ανάμεσα στην τρέχουσα και πρότυπη συμπεριφορά.
Ο «ιδανικός» ρυθμός μείωσης της διαφοράς προσδιορίζεται από διάφορους παράγοντες, τόσο εσωτερικούς όσο και Εξωτερικούς. Εσωτερικός παράγοντας είναι η ημερομηνία που θέτουμε στον εαυτό μας σχετικά με την ολοκλήρωση μιας δουλειάς. Εξωτερικός είναι οι προθεσμίες που θέτουν οι άλλοι. Και στις δύο περιπτώσεις το άτομο παρακολουθεί όχι μόνο αν υπάρχει προσέγγιση του τελικού στόχου αλλά και αν η προσέγγιση γίνεται με ρυθμό που επιτρέπει την ολοκλήρωση της συμπεριφοράς στα προδιαγεγραμμένα χρονικά πλαίσια.
Η θεωρία των ΟβτνβΓ & δοΗβΐβτ είναι πρωτοπορειακή στο σημείο αυτό γιατί ενσωματώνει στο μηχανισμό ελέγχου της συμπεριφοράς από τον εαυτό τις μεταγνωσπκές ρυθμίσεις, όπως η μετα-παρακολούθηση. Η μετα-πα- ρακολούθηση στηρίζεται σε πληροφορίες που βγαίνουν στη συνείδηση υπό μορφή αισθημάτων — μεταγνωσπκών εμπειριών— που αφορούν όχι μόνο το ρυθμό μείωσης της απόκλισης αλλά και άλλες πλευρές της γνω
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 275
στικής επεξεργασίας, όπως η οικειότητα με το έργο, η ροή της επεξεργασίας, οι χρονικές απαιτήσεις της επεξεργασίας, η ύπαρξη νοητικών διαθεσίμων για την εκτέλεση των απαιτούμενων ενεργειών επεξεργασίας, κ.α. Αν υποθέσουμε ότι η σύγκριση τρέχουσας και επιθυμητής συμπεριφοράς είναι σε μεγάλο 6αθμό ασυνείδητη, όπως και οι ρυθμίσεις για τη διόρθωση της συμπεριφοράς, τότε η παρουσία στη συνείδηση αισθημάτων που αφορούν την πορεία της γνωστικής επεξεργασίας είναι η μεταγνωσπκή Βάση της ενσυνείδητης παρεμβολής και ρύθμισης της όλης γνωστικής διεργασίας. Έτσι, η επαύξηση της αυτο-ενημερότητας, υπό την έννοια της συ- νειδητοποίησης των εμπειριών που 6ιώνει το άτομο σε μια κατάσταση, είναι η 6άση για την εκδήλωση μετα-ρυθμισηκών διεργασιών, όπως η επιλογή και εφαρμογή στρατηγικών, κ.α.
Σύνοψη
<£(σύγχρονη στροφή σε προσεγγίσεις της συμπεριφοράς μεσα απο πιο σύνθετες κατασκευές, όπως ο εαυτός, έχουν ανοίξει ένα σημαντικό δρόμο για την ολοκληρωμένη θεώρηση των διεργασιών που παρεμβαίνουν από τη στιγμή της δημιουργίας του κινήτρου μέχρι και μετά τη δράση. Η προσπάθεια των ερευνητών είναι να δείξουν ποια στοιχεία περιέχει η έννοια του εαυτού και πώς αυτά αλληλεπιδρούν με τα κίνητρα του ατόμου, τις γνωστικές διεργασίες και την εκτέλεση της δράσης)Ο ΚυΗΙ (1987), για παράδειγμα, θεωρεί ότι η ανθρώπινη μνήμη διαχωρίζεται σε επιμέρους μονάδες, όπως η σημασιολογική, η κινητική (η οποία περιέχει τις πληροφορίες για το σχεδίασμά και εκτέλεση της δράσης), η συναισθηματική μνήμη (που συνδέεται με την ενορατική γνώση), καθώς και η μνήμη που σχετίζεται με τη συντήρηση των κινήτρων. Οι μονάδες αυτές είναι χωριστά νοητι- κά συστήματα, τα οποία όμως αλληλεπιδρούν πολύ στενά μεταξύ ιούς. Η βούληση είναι ο κρίκος που συνδέει τις γνωστικές, συναισθηματικές και κινητήριες προϋποθέσεις της δράσης με την εκτέλεση της δράσης και τα συνακόλουθα, γνωστικά και συναισθηματικά συνεπαγόμενά της. Η βούληση αποτελεί μέρος του συστήματος των κινήτρων και αφορά τη συντήρηση της πρόθεσης μέχρι την ολοκλήρωση της δράσης^)
Ο τρόπος που η βούληση ορίζεται πλέον απέχει από τις φιλοσοφικές απόψεις και τα άλυτα προβλήματα που τις συνοδεύουν, όπως η ελευθερία της βούλησης. Η βούληση συναρτάται πλέον των διαδικασιών αυτο-παρα- κολούθησης και αυτο-ρύθμισης καθώς και των μετα-κατευθυντήριων διεργασιών, που έχουν να κάνουν με τη μεταγνωσπκή παρακολούθηση και
276 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ρύθμιση της δράσης. Η ιρέχουσα έρευνα πρέπει να καθορίσει πώς και υπό ποιες συνθήκες λειτουργούν αυτές οι μεταγνωστικές αυτο-καθοδηγή- σεις, πώς αποκτιούνται και εξελίσσονται, πώς καλλιεργούνται, καθώς και ποιες είναι οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειές τους για το άτομο σε συνδυασμό με τον κοινωνικό του περίγυρο.
Μια προσέγγιση είναι του Ββοΐίτηβηη (1987), ο οποίος διακρίνει δύο ειδών μεταγνωστικές διεργασίες ρύθμισης: μεταγνωστικές διεργασίες χαμηλού επιπέδου, που αποσκοπούν στον περιορισμό των εμποδίων της δράσης μέσω της κινητοποίησης πρόσθετης εσωτερικής ενέργειας, όπως η αύξηση της συγκέντρωσης στο έργο, και μεταγνωστικές διεργασίες ανώτερου επιπέδου, οι οποίες μειώνουν τη δύναμη των εμποδίων αλλάζοντας την αντίληψη του ατόμου για την όλη κατάσταση.
Η χρήση μεταγνωσπκών ρυθμιστικών στρατηγικών όμως δεν εγγυάται την αποτελεσματικότητα της δράσης. Η αποτελεσματικότητα της δράσης είναι συνάρτηση της αποτελεσματικότητας στη χρήση των στρατηγικών και της ευελιξίας ή ακαμψίας του συστήματος συντήρησης της δράσης, δηλαδή του προσανατολισμού του ατόμου απέναντι στη δράση, αν είναι προς τη δράση ή προς την κατάσταση. Η άποψη του ΚυΗΙ (1987) είναι ότι υψηλή αυτο-ρυθμιστική ικανότητα σε συνδυασμό με μέση θέση στη διάσταση ευε- ' λιξίας-ακαμψίας του συστήματος των κινήτρων (όπου ευελιξία είναι η πολύ εύκολη μεταβολή των προθέσεων και ακαμψία η συντήρηση και επιμονή στον επιλεγμένο και ενεργοποιημένο στόχο) βοηθά στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Κι αυτό διότι υψηλός βαθμός ακαμψίας και επιμονής στον ενεργοποιημένο στόχο μπορεί να οδηγήσει σε μπλοκάρισμα του όλου συστήματος, όταν ο στόχος δεν είναι ρεαλιστικός. Το άτομο δηλαδή μπορεί να μη δείχνει την ευαισθησία που χρειάζεται στα περιβαλλοντικά σήματα που δείχνουν ότι ο στόχος με τη μορφή που έχει δεν μπορεί να επιτευχθεί, κι άρα χρειάζεται τροποποίηση ή αλλαγή στόχου.
Η γνώση της ανάπτυξης των μεταγνωσπκών στρατηγικών αυτο-ελέγχου στα παιδιά έχει πολύ ενδιαφέρον από αυτή την άποψη, γιατί μπορεί να φωτίσει πώς η ευελιξία ή ακαμψία στους στόχους και στην αυτο-ρύθμιση της συμπεριφοράς αποκτιούνται και αλλάζουν. Τέτοιου είδους δεδομένα μπορούν να φωτίσουν τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους είναι ίσως δυνατό να παρέμβει κανείς μελλοντικά προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ικανότητα να θέτει εμφανείς στόχους το παιδί στον εαυτό του προτού εκδηλώσει δράση είναι ήδη εμφανής στα 5 χρόνια ενώ η θέσπιση άδηλων στόχων είναι παρούσα από πολύ νωρίτερα (ΝαίΗη, 1987). Το πειραματικό πρότυπο του ΜϊδοΗβΙ (1974) για την σκόπιμη καθυστέρηση στην ικανοποίηση αναγκών σε παιδιά είναι ο κύριος τρόπος μέσα
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΙΝΗΤΡΟΥ 277
από τον οποίο οι ερευνητές μελετούν τις στρατηγικές αυτο-ελέγχου στα παιδιά. Η έρευνα των ΜΐδοΗβΙ & ΜΐδοΗβΙ (1983) έδειξε ότι ενώ στρατηγικές αυτο-ελέγχου υπάρχουν ήδη στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, όμως η ενημερότητα για τις στρατηγικές αυτές εμφανίζεται γύρω σια 9 χρόνια. Με την πρόοδο της ηλικίας αυξάνει όχι μόνο η ποικιλία στρατηγικών αυτο-ελέγ- χου αλλά και η ενεργητική επιλογή μεταξύ αυτών.
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η έρευνα στη δράση, που συμπεριλαμβάνει γνωστικές, συναισθηματικές και κινητήριες απόψεις του εαυτού, έχει ανοίξει ένα δρόμο που έχει πολλά να προσφέρει στο μέλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑβϊΒΐΉδοη, ί.Υ ., 5β1ΐ9πΐ0ΐη, Μ.Ε.Ρ., & Τβ&ζά&Ιζ, <1.0. (1978). ί-βειπιβά Ηβίρίβδδ- ηβδδ ίη Ηαπιειηδ: Οπίίςυβ ειηά Γβίοπηυίειϋοη. ύουπι&Ι οίΑύηοιτηειΐ Ρβ^εΗοΙο^ν, 87, 49-79.
ΑοΗ, Ν. (1905). ϋύβΓ ώβ \λ/ΐ11βη5ίέίϋφβϋ αηά άβ5 ΩβηΙίβη. Οοίίίη9βη: ν^ηάβη- ΗοβεΚ & ΚιιρΓβεΗΐ:.
ΑοΗ, Ν. (1910). ϋί>βϊ άβη Μ/ΐΐίβηβείΐίί αηά άειδ Τβτηρβΐείτηβηί. ίβίρδί9: (^υβΐΐβ & Μβψβγ.
Αίηδ\νοϊΐΗ, Μ.Ο.5., ΒΙβΗεπτ, Μ.Ο., \Ν&ίβΥ5, Ε., & \Λ/ει11, 5. (1978). Ρζίίβηΐδ οί ειί- ί&άιπιβηϊ. Α ρδΐ/οΗοΙο&οείΙ βίαάι/ οί ώβ δίτειηββ εϋαβϋοη. Ηίΐΐδά^ΐβ, ΜΙ: ΕγΙ- βειυπι.
ΑΙάβη, ί . (1987). ΑίΙτίΒιιίίοηδΙ Γβδροηδβδ οί βηχΐουδ ίηάίνίάιιειίδ ίο άίίίβΓβηί ραΐ- ίβπηδ οί δοαειΐ ίββάβ^οΚ: ΝοΐΗίη9 δΐιοοββάδ Ι&β ίπηρΓονβπιβηί. ^υτηοΐ οί Ρβτ- δοηδΗίι/ διηά δοάαΐ Ρδΐ/οΗοΙο^, 52, 100-106.
Απίδβΐ, Α. (1958). ΤΗβ τοίβ οί ίηΐδ&ίίνβ ηοηΓβινακΙ ίη ηοηοοηϋηιιοιίδ Υβ\ΗΆΥά δίίυειίίοηδ. ΡεγοΗοΙοφοβΙ Βαίΐβίίη, 55, 102-119.
ΑηάβΓδοη, ϋ.Κ. (1983). Ήιβ 3ττεΜίβείαΐβ οί εο^ηίϋοη. Οειπι^πφβ, ΜΑ: Η&τν&ΐά ϋηΐνβΓδΐίν ΡΓβδδ.
ΑρίβΓ, Μ.<1. (1989). ΚβνβΓβζΙ ώβοη/: Μοϋν&ϋοη, βτηοϋοη, ζηά ρβΐΒοηδίΟγ. ίοη - άοη: Κουίΐβάδβ.
Αγόγβ\;, Κ. (1966). ΤΗβ ίβιτίίοπειΐ ϊγηρβγ&ίινβ. Νβ\λ/ ΥογΚ: Αΰιβηβυηη.Α&βδ, Η. & ΟθΓδΚβ, «I. (1977). Ρδ^οΗοΙο^ίε^Ι ώβοήβδ οί ηιοίίνδϋοη. ΜοηίβΓβν,
Ο^Κίοπώ: ΒιτοοΚδ/ΟοΙβ.Α&ίη, Κ.Μ., Αρρβίπι&η, Α.ϋ., & ΒιΐΓ9βΓ, <Ι.Μ. (1980). δοάειΐ ειηχίβίν, δβΐί-
ρΓβδβηίδίίοη, οηά ϋηβ δβ1ί-δβη/ίη9 βί^δ ίη οαυδθΐ ^ίΐτί^υίίοη. ^υτηδΐ οί ΡθΓ5οη3ΐίί\/ Βηά 5οά&1 Ρβι/οΗοΙο^ 38, 23-35.
ΑΓοηδοη, Ε. (1968). ϋίδδοηειηοβ ίΗβοη/: Ριτο9τβδδ οηάρΓοβΙβπίδ. Ιη Κ.Ρ. Α&βίδοη, Ε. Αιτοηδοη, \Λ7 .ϋ. ΜοΟυίΓβ, Τ.Μ. Νβ\νεοΓηΙ>, Μ.ό. Κοδβη&βΓ9, & Ρ.Η. ΤεκιηβηΒειυπι (Εάδ.), ΤΗβοήββ οί οο^ηίϋνβ οοηδίδίβηεγ: Α Βουκβύοοίί (ρρ. 5- 27). ΟΗίοεΐ9ο: Κειηά ΜεΝειΙΙγ.
ΑίΚίηδοη, (1953). ΤΗβ ειοΗίβνβπιβηΙ: ηηοΐίνβ αηά τβοθΐΐ οί ίηΐβητυρίβά 9ηά
εοηιρίβίβά ΐεΐδΚδ. ^ιίΓηοΙ οίΕχρβήτηβηίείΙ Ρδΐ/οΗοΙοογ, 46, 381-390.Α&ίηδοη, ύλΝ. (1957). Μοίίνειϋοηειΐ άβίβπηίηειηίδ οί χίδΚ-Ι^Ιάης ββΗεινίοίΓ. Ρ5$/-
εήοΐοφοεά Κβνίβ\ν, 64, 359-372.Α&ίηδοη, (1964). Αη ίηίτοάυοϋοη ίο πιοϋνειϋοη. Νβνν ΥογΚ: \7αη Νοδίταηά
ΚβίηΗοΙά.ΑίΚίηδοη, .̂\Α/. (1974). 5ίτβη9ίΗ οί ηηοΐίνειίίοη ειηά βίίίοίβηον οί ρβΓίοππειηοβ. Ιη
280 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Α&ίηδοη & <1.0. ΚειγηοΓ (Εάδ.), Μοΰνβϋοη ειηά ειείιΐβνβπϊβηί (ρρ. 389- 410). ΜείδΗίηφοη, 00 : Μίηδίοη.
ΑίΚίηδοη, & ΒιγοΗ, ϋ.Α. (1970). Α ά^ηοχηϊε ώβοη/ οί ειεϋοη. Νβνν ΥογΚ:
ννϋβν·Α&ίηδοη, & ΡβειίΗβΓ, Ν.Τ. (Εάδ.) (1966). Α ώβοη/ οί ειείιιβνβτηβηί τηοϋ-
νειϋοη. Νβνν ΥογΚ: \Μ1βγ.Β&ηάχιγζ, Α. (1977). δβΐί-βίίίοειογ: Τοννεητά ει υηίί*/ίη9 ίΗβοπ/ οί ΗβΗεινίοΓεΛ
οΗεη^β. Ρδ\/εΗοΙοφεειΙ Πβνίβΐλ/, 84, 191-215.Βειη<3υΓει, Α. (1982). δβΐί-βίίίοειον ηπβοΗειηίδπι ίη Ηυηηειη &£βησ/. Ατηβήεειη Ρδ\/~
εΐιοΐοφδί, 37, 122-147.Β3Γ9Η, ^Α . (1982). Αίίβηΐίοη οηά ^υίοηηειίΐάίν ίη Λ β ρΓθθβδδίη9 οί δβΙί-ΓβΙβνειηΙ:
ίηίοπηεύίοη. </ουπ73/ οί ΡβΓδοηειΗίγ ειηά 5οάειΙ Ρδΐ/εΗοΙοςγ, 43, 425-436.Βεκ1<βΓ, Ο.Ρ. & ΟγβΗβπί, 5. (1987). Οβνβίορηηβηίείΐ δίυ<3\/ οί ρΓειίδβ οηά Ηοτηβ είδ
ειίίπΗυϋοηειΙ αιβδ. ύουτηεΛ οίΕάυοδΰοηβΙ Ρδΐ/οΗοΙοςι/, 79, 62-66.ΒβειεΗ, 5.Κ.Η., ΑβΓειπίδοη, ί.Υ ., & 1-βνίηβ, Ρ.Μ. (1981). ΤΗβ ειίίπΗυίίοηειΙ ΓβίοΓ-
Γπυίειίίοη οί Ιβ&τηβά Ηβίρίβδδηβδδ: ΤΗβΓειρβυίίο ίηηρίίοειίίοηδ. Ιη Η. ΟΙειζβΓ & ύ. ΟΙεητΚίη (Εάδ.), Οβρτββδϊοη: ΒβΗ&νίοτεΛ 3ηά άίτβεϋνβ ίηίβη/βηϋοη δίτειίβ&ιβδ (ρρ. 131-166). Νβνν ΥογΚ: Οεκ-Ιειηοΐ ΡΓβδδ.
ΒβοΚιηδηη, ^. (1987). ΜβίειρΓοεβδδβδ &ηά ίΗβ Γβ9υ1ει1ίοη οί ΗβΗεινίοΓ. Ιη Ρ. Ηει- ΠδοΗ & ^. ΚυΗΙ (ΕεΙδ.), Μοϋνειϋοη, ίηίβηϋοη, ειηά νοίΐϋοη (ρρ. 371-386). ΒβΓ- Ιίη: 5ρπη9βΓ-νβΓΐ39·
Ββτη, Ώ.<}. (1972). δβΙί-ρβΓοβρϋοη ΐΗβοιτν. Ιη ί . ΒβτΚοννϋζ (Εά.), Αάνειηεβ$ ίη βχ- ρβήηηβηίεά δοάειΐρδ{/εΙιοΙο(& (\/ο1. 6) (ρρ. 1-62). Νβνν ΥογΚ: Αοεκίβπιίο ΡΓβδδ.
ΒβΗνηβ, Ό.Ε. (1960). ΟοηΠίβί, δΓουβζΙ ειηά αιήοδΧγ. Νβνν ΥογΚ: ΜοθΓ3νν-Ηί11.Ββχίοη, \Α/., ΗβΓοη, \Λ/., & δοοΚ, Τ. (1954). Είίβοίδ οί άβατβείδβά νειπεύίοη ίη ίΗβ
δβηδοπ; βηνίΓοηηηβηί. Ο&η&άϊ&η ϋουΓηειΙ οί Ρδ^εΗοΙο^ν, 8, 70-76.ΒίηάΓ3, Ο. & δΐβννεΐΓΐ, ό. (1971). Μοϋνειϋοη. ΗεηττηοηάδννοΓίΗ: Ρβη9υίη (2η<3 βόί-
ίίοη).ΒοβοΚεΐΓίδ, Μ. (1991). δυΗΐβοίίνβ οοπιρβίβηοβ, ειρρΓεάδειΙδ, ειηά δβΐί-εΐδδβδδβηηβηί.
ίβείΓηίηςι ειηά Ιηδίηιεϋοη, 1, 1-17.ΒουΓηβ, ί.Ε., Λτ. & ΕΚδίτειηθ, Β.Κ. (1976). ΡδνοΗο1θ9ν* ρήηάρίβδ ειηά ηιβειη-
1/735. Νβνν ΥογΚ: Ηοΐί, ΚίηβΗεκΙ: & \Α/ίηδ1οη.ΒοννΙΗν, (1969). ΑίίειαΗηηβηί άηά Ιοδδ (\/ο1. 1). Νβνν ΥογΚ: Βειδίο ΒοοΚδ.ΒοννΙΗν, (1980). Α\&ά\χηβηί ειηά Ιοβδ (\/ο1. 3). Ι̂ οββ. Νβνν ΥογΚ: Βειδίο ΒοοΚδ.Βονειίζίδ, Κ.Ε. (1973). Αίίϋίειίίοη ηηοίίνειίίοη. Ιη Ο.Ο. ΜοΟΙβΙΙειηά & Κ.δ. δίββΐβ
(Εάδ.), Ηιιπιειη τηοϋνειϋοη: Α ύοοίί οί ΐβειάιη^δ (ρρ. 53-81). Μοπΐδίοννη, ΟβηβΓεύ Ι-βεΐΓηίη9 ΡΓβδδ.
ΒΓβΗπι, ^.νν. (1956). Ροδΐ-οΐβοίδίοη οΗειη9βδ ίη ΐΗβ άβδίΓειΗίΙίίν οί ειΙίβΓηειϋνβδ. ΰοιιτηείΐ οίΑύηοπηοΙ ειηά 5οάειΙ Ρδΐ/οΗοΙο^ν, 52, 384-389.
ΒΓβΗπι, <Ι.\Μ. (1966). Α ώβοη/ οί ρδΐ/οΗοΙο ί̂οειΙ Γβειείειηοβ. Νβνν ΥογΚ: ΑοειάβίΓάο ΡΓβδδ.
ΒΓβΗπι, .̂\Α/. (1972). Κβδροηδβδ ίο Ιοδδ οί ίτββάοηη: Α ώβοη/ οί ρδΐ/εΗοΙοφοβΙ ΐβειείειηεβ. Μοϊτίδΐοννη, Ν ^ ΟβηβΓειΙ 1^εΐΓηίη9 ΡΓβδδ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 281
ΒΓβΗιη, ^νν. & δβΐί, Ε.Α. (1989). ΤΗβ ίηίβηδίίν οί ηιοίίναίίοη. Αηηυζί Κβνίβιν οί Ρ5\/εΗο1ο(£/, 40, 109-131.
ΒΓβΗπι, \λ/π9Ηί, Κ.Α., δοΐοιηοη, 5., δίΙΚα, Ε., & 0ΓββηΙ)βΓ9, «I. (1983). ΡβΓεβίνβά ίαδΚ άίίίΐευίίν, βηβΓ^ίζαίίοη, αηά ίΗβ ΓΏα9ηΐίιιάβ οί ^οζΑ ναΐβηεβ. ύουτηδΐ οί Εχρβήτηβηίβΐ 5οείο1 Ρει/εΙιοΙο^, 19, 21-48.
Βτοάί, δ.Ε. & ΖΐπιβαΓάο, Ρ.(3. (1981). Μοάίίνίη9 δΗνηβδδ-ΓβΙαίβά δοείαΐ ΗβΗανίοΓ ίΗΓουδΗ δΐ/πιρίοπι ηιίδαίίπΗιιίίοη. </ουπ73/ οί ΡβτεοηεάΟγ οηά 5οάειΐ Ρδ\/- εΗοΙοςρ/, 41, 437-449.
ΒΓορΗν, ίΙ.Ε. (1983). Ροδίβπη9 δίυάβηί 1βαιτηίη9 ειηά πιοίίναίίοη ίη ίΗβ βίβπιβη- ίαη/ δοΗοοΙ οΙθδδΓοοηη. Ιη δ.<3. Ραπδ, Ο.Μ. Οίδοη, & Η.\Ν. δίβνβηδοη (Εάδ.), Ι^οτηΐης ειηά ηηοϋνειϋοη ίη ϋιβ είειζ$γοοϊώ (ρρ. 283-305). Ηίΐΐδάαΐβ, ΜΙ.: ΕΓίβαυιη.
ΒυίΙβΓ, Κ.Α. (1954). Ιηεβηίίνβ εοηάίίίοηδ \νΗίεΗ ίηίΐυβηεβ νίδυαΐ βχρΙοΓαίίοη. ύοιιηηειΐ οίΕχρβήτηβηίδΙ Ρβγείιοΐοζβ/, 48, 19-23.
ΒιιπϋοΚ, Η.Α. & ΒιίΓηβδ, ΑΛ. (1958). Α ίβδί οί “δίταίη ίονναΓά δνπιπιβίϊν” ίΗβοπβδ. ΰοιιτηεά οίΑύηοπηειΙ &ηά 5οείζΐ Ρεγεήοΐοον, 57, 367-369.
ΟαηιρΗβΙΙ, «Ι.ϋ. (1986). δΐπιΐΐαπίν αηά υηίςιιβηβδδ: ΤΗβ βίίβείδ οί αίίτίΗυίβ ίγρβ, Γβίβναηεβ, αηά ΐηάίνίάυαΐ άίίίβΓβηεβδ ίη δβΐί-βδίββηη αηά άβρΓβδδίοη. «Ζουπια/ οί ΡβΓΒοηάΙϋγ 3ηά 5οαα7 Ρδγείιοΐοζβ/, 50, 281-294.
Οαη/βΓ, Ο.δ. (1975). ΡΗνδίοαΙ α99Γβδδίοη αδ α ίυηείίοη οί οΗ]βείίνβ δβ1ί-α\ναΓβ- ηβδδ αηά αίίίίυάβδ ίοιναΓά ριιηίδΗηηβηί ο/ουτηεά οί Εχρβήηηβηίειΐ 5οάει1 Ρδ\/~ ά\ο\ο&, 11, 520-519.
Οαη/βΓ, Ο.δ., Βίαηβν, Ρ.Η., & δεΗβίβΓ, Μ.Ρ. (1979). ΚβαδδβΓίίοη αηά 9ίνίη9 υρ: ΤΗβ ίηίβΓαείίνβ τοίβ οί δβΙί-άίΓβοίβά αίίβηίίοη αηά οιιίεοπιβ βχρβείαηεν- ^ιίΓηειΙ οίΡβΓδοηειΙϋι/ ζηό 5οάειΐ Ρδΐ/εΗοΙοςγ, 37, 1859-1870.
Οαη/βΓ, Ο.δ. & δοΗβίβΓ, Μ.Ρ. (1990α). Οπ9ίηδ αηά ίυηείίοηδ οί ροδίίίνβ αηά ηβ9^ίνβ αίίβεί: Α εοηίτοΙ-ρΓοεβδδ νίβνλ/. Ρδΐ/εΗοΙοςίεάΙ Κβνίβιν, 97, 19-35.
Οαη/βΓ, Ο.δ. & δοΗβίβΓ, Μ.Ρ. (19906). Ρπηείρίβδ οί δβ1ί-Γβ9ΐι1ειίίοη: Αείίοη αηά βπιοΐίοη. Ιη Ε.Τ. Ηί99ίηδ & Κ.Μ. δοιτβηίίηο (Εάδ.), Ηαη<ί6οο/ί οί Ωΐοΰνβϋοη 3ηά εο^ηΐϋοη (\/ο1. 2) (ρρ. 3-52). Νβ\ν ΥογΚ: ΟυίΙίοΓά.
ΟΗαρπιαη, ΕΛ. & ΟΗαρηιαη, <Ι.Ρ. (1967). Οβηβδίδ οί ροραΙαΓ Ηυί βΓτοηβοιίδ ρδγεΗοάία9ηοδίίε οβδβη/αίίοηδ. ε/ουπι^/ οί Αύποιτηδΐ Ρ8\/εΗοΙο(£/, 72, 193- 204.
ΟΗαρηιαη, ΕΛ. & ΟΗαρπιαη, ό.Ρ. (1969). ΙΙΙιΐδοη/ εοιτβίαίίοη αδ αη οβδίαείβ ίο ίΗβ ιΐδβ οί ναΐίά ρδνεΗοάία9ηοδίίε δί9ηδ. Λουπια/ οί Αύηοιτηζΐ ΡδγεΗοΙοφ/, 74, 271-280.
ΟΗβδηβν, Α.Α. & ΕοεΚβ, Ε.Α. (1991). ΚβΙαίίοηδΗίρδ αηηοη9 9 °^ άίίίίεαίίν, βιι- δίηβδδ δίταίβ9ίβδ, αηά ρβΓίοπηαηεβ οη α εοπιρίβχ πιαηα9βπιβηί δίηιυΐαίίοη ίαδΚ. Αεείάβπϊ}/ οίΜειηείββτηβηί ̂ υτηειΐ, 34, 400-424.
Οονίη9ίοη, Μ.ν. & ΟπιβΙίεΗ, Ο.Ε. (1979). Είίοιτί: ΤΗβ άουΗ1β-βά9βά δννοΓά ίη δεΗοοΙ αεΗίβνβπιβηί. ^υηιειΐ οί Εάυεειϋοηειΐ Ρβι/εΐιοίο^, 71, 169-182.
ΟΓβδρί, Ε.Ρ. (1942). (^υαηίίίαίίνβ ναπαίίοη οί ίηεβηίίνβ αηά ρβΓίοπηαηεβ ίη ίΗβ ννΗίίβ ταί. Ατηβήεειη ΰοιίΐηείΐ οί ΡδγεΗοΙοογ, 55, 467-517.
282 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΟυηηίηοΗ^πι, <1.0. & Κβΐΐβν, Η.Η. (1975). Οειιΐδ Ι̂ ΒϋτΐΗαϋοηδ ίοΓ ρβΓδοη^Ι βνβηίδ οί νεΐϊγίη9 πιεΐ9ηίίιιάβδ. ^υτηεΛ οί ΡβΓδοηειΙΰι/, 43, 74-93.
Ώεινΐβδ, <1. (1967). ΤοννειΓά 3 ίΗβοη; οί Γβνοΐυίίοη. Ατηβήο&η 5οάο1ο<£/ Ββνΐβνν, 27,5-19.
ΏβΟείδρβΓ, Α.<1. (1992). Ακούνε τα ανθρώπινα έμβρυα μέσα σιη μήτρα; Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (Επ.εκδ.), Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων (σσ. 49-63). Μετάφραση: Μ. Σόλμαν. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Όβά, Ε .ί. (1971). Είίβοίδ οί βχίβΓηειΙΙν πιβάίειίβά ΓβννεΐΓάδ οη ίηίπηδίο ηηοίίναίΐοη. ^υτηβΐ οίΡβΓΒοηδίΧγ & 5οάει1 Ρ5\/ε1ιο1ο(£/, 18, 105-115.
Οβοί, Ε.Ι.. (1972α). Είίβοίδ οί εοηίίπββηΐ ειηά ηοη-οοηίίη^ηΐ: Γβννεητάδ ειηά οοηίτοΐδ οη ΐηίτίηδίο πκοίΐνειίίοη. Ο^ηίζΒίίοηειΙ ΒβΗεινίοΐ & Ηυηηειη Ρβήοτ- πιειπεβ, 8, 217-229.
Οβοί, Ε.Ι-. (1972β). Ιηίτίηδίο πιοίίνθΐΐοη, βχίτίηδίο ΓβίηίοΓοβπιβηΙ: 3ηά ίηβςιιίΐν. ΰοίΛΓηοΙ οί ΡβΓδοηάΙίί}/ & 5οάει1 Ρδΐ/εΗοΙοεβ/, 2 2 ,113-120.
Οβοί, Ε.ί., Οεΐδάο, \λ/.Ρ., & Κηΐδδβΐΐ, ^. (1975). Οχμιίίίνβ βνειίυ^ίίοη ίΗβοιν ειηά δοπιβ οοπιηηβηίδ οη ίΗβ ΟειΙάβΓ ειηά 5ίεην οπίίςυβ. ύουτηειΐ οί ΡβΐΒοηοΙίί^ ειηά 5οά&1 ΡεγοΗοΙοφ/, 31, 81-85.
ΟβπιΗβΐΓ, \Λ/.Ν. & ΕειΗ, Κ.\Λ/. (1957). Αηειίνδίδ οί βχρίοτειίοϊν, ηηειηίρυΐειίοιν, ειηά ουποδίΐΛ/ ββΗεινίοΓδ. Ρδΐ/είιοίοςίεειΐ Ββνίβ\ν, 64, 91-96.
Οβπιβίποιι, Α., ΕίΜίάβδ, Α., & ΡΙαίδΐάοιι, Μ. (1993). ΤΗβ Γ̂οΗίίβοΙυΓβ ειηά ά\/- ηειτηίοδ οί άβνβ1ορίη9 ιηίηά. Μοηοαρειρίΐδ οί ώβ 5οάβίγ ίοτ ΚβδβείΓοΙι ίη ΟηίΙά ΟβνβΙορτηβηί, 58 (δβπειΐ Νο. 234).
Οβ\λ/βν, <1. (1886). Ρδΐ/οΗοΙοςγ. ΗείφβΓ & Κονν.ΟίβπβΓ, Ο.Ι. & ΙλνβοΚ, 0.5. (1978). Αη θη̂ ίνδίδ οί ΙβείΓηβά Ηβίρίβδδηβδδ: Οοη-
ίίηυουδ οΗειηοβδ ίη ρβτίοπηειηοβ, δίτειίβον, ^ηά ειοΗίβνβπιβηΙ οοοηΐίίοηδ ίοΐ- 1ο\Α/ίη9 ίειίΙιΐΓβ. </οιΐΐηειΐ οίΡβΓεοηεάΰγ ειηά 5οάεά Ρδΐ/εΗοΙοογ, 36, 451-462.
Οοΐΐεπτά, <1., ΜΠΙβΓ, Ν.Ε., ΟοοΗ, ίΛΛ/, ΜοννΓβΓ, Ο.Η., & δβειΓδ, Κ.Κ. (1939). Ρηιείτεάίοη ειηά ει̂ φ-βδβίοη. Νβνν Ηεινβη, Οοηη.: Υειίβ ϋπϊνβΓδίίν ΡΓβδδ.
ϋυίειην, Ο.Ε.Λ·. (1957). Ανοίάειηοβ 1βειπιίη9 οί ρβΓοβρίιιειΙ άβίβηδβ ειηά νί9ί1οΐηοβ. ΰοηιτηείΐ οίΑί>ηοπηει1 ειηά 5οάειΐ Ρδΐ/εΙιοΙοον, 55, 333-338.
ϋυνειΐ, 5. & ΜίοΗιιηά, Κ.Α. (1972). Α ώβοπ/ οί ούίβεϋνβ 5β1ί-ει\λ/εΐΓβηβ55. Νβνν ΥογΚ: Αεειάβηηίο Ρτβδδ.
ΕΗνβεΚ, 0.5. (1975). ΤΗβ τοίβ οί βχρβείειίίοπδ ειηά ειΗπΗυϋοηδ ίη ίΗβ ειΐΐβνίειΐίοη οί ΙβείΓηβά Ηβίρίβδδηβδδ. «/ουπηειΐ οί ΡβΓδοηειΙίίι/ ειηά 5οάει1 Ρδΐ/εΗοΙοςγ, 31, 764-685.
ΟννβοΚ, 0.5. & ΒϋδΗ, Ε.5. (1976). 5βχ άίίίβΓβηοβδ ίη ΙβείΓηβά Ηβίρίβδδηβδδ: I. Οίί- ίβΓβηϋειΙ άββίΐίίειϋοη \νίίΗ ρββΓ ειηά ειάυΐί βνειΙιιειίοΓδ. ΰβνβίορπιβηίειΐ Ρδΐ/- οΛο/ο<&/, 22,147-156.
ΕΗνβοΚ, 0.5. & Κβραοά, Ν.Ο. (1973). Ι^ειτηβά Ηβίρίβδδηβδδ ειηά ΓβίηίοΓΟβπιβηΙ Γβδ- ροηδίΗϋίίν ίη οΗίΙάΓβη. ύοιισιειΐ οίΡβΓ5οηεύί1\/ ειηά δοάεά Ρκ/εΗοΙοςμ, 25, 109-116.
Εάηβν, (1974). ΗυπίΒη ίβητίίοπειίίίν· Ρδ^οΗοΙοφοεά ΒυΙΙβϋη, 81, 959-975.ΕίΚΙίάβδ, Α. & Οβπιβίτίου, Α. (ίη ρΓβδδ). Ινη&ςβ οί οο9ηίίίνβ δβΐί, ίεΐδΚ-Κηο\νβ1ά9β,
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 283
ειηά οο9ηίίίνβ ρβΓίοπηειηοβ. Ιη 5. ΜοΟοηειΙά & Μ.ί. ΟοπίΓηοηδ (Εάδ.), Αάυΐί άβνβίορτηβηί: ΡοδίίοπΏβΙ δίειςβε, 3. Νβ\ν ΥοΑ: Ργ3696Γ·
ΕΜάβδ, Α., ΡειρειάειΚί, Μ., Ρειρειηίοηίου, Ο., & Κίοδβθ9ΐου, Ο. (<Ιιι1ν, 1994). Οθ9ηίίίνβ ειηά ειίίβοίίνβ ίειοίοΓδ θδ άβίβπηίηεκιίδ οί ηηειίΗβΓηείίίοδ ρβΓίοπηειηοβ. ΡειρβΓ ρΓβδβηίβά 3ί ίΗβ 23ΐά ΙηίβΓηειίίοηειΙ Οοηοτβδδ οί Αρρίίβά ΡδνοΗο1θ9Υ, Μειάπά, δρειίη.
ΕίδβΓ, ίΙ.Κ. & νειη άβΓ Ρ1ί9Ηί, .̂ (1986). 5ηηοΜη9 οβδδειίίοη ειηά δηηοΚβΓδ’ ρβΓ- οβρίίοηδ οί ίΗβίΓ ειάάίοίΐοη. όοχίΐηείΐ ο ί 5οάειΐ βηά Οίηίεειΐ Ρδΐ/εΗοΙο^ν, 4, 60- 70.
ΕΙΙίδ, Α. (1962). ΚβοΒοη οηά βτηοϋοη ίη ρ^εΗοϋηβνεφ\;. Νβιν ΥοΑ: 1^\β δίυ^Γί Ρτβδδ.Επιηηοηδ, Κ.Α. & Κίη9, Ι-.Α. (1988). Οοηίΐίοί ειηιοη9 ρβΓδοηειΙ δίτίνίη9δ: Ιγπ-
ηιβάίειίβ &ηά 1οη9-ίβπη ΐηιρίίοδΐΐοηδ ίοΓ ρδ\/οΗο1θ9ίοει1 ειηά ρΗ̂ δίοειΙ \νβ11-Ηβίη9. ΰοιίΐηεΛ ο ί Ρβτδοηεάΰν ειηά 5οείειΙ Ρ5\/εΗο1θ(&, 54, 1040-1048.
Εηί\λ/ίδί1β, Ν. (1987). Α ΓηοάβΙ οί ίΗβ ίβειοΗίη9-1βεΐΓηίη9 ρΓοοβδδ. Ιη 3.Τ.Ε . Ρϋ- οΗεητάδοη, Μ λΝ. ΕγδβηοΚ, & Ό.\Ν. Ρ'ιρβγ (Εάδ.), ΚβδβειτεΗ ίη βάυοβΰοη ειηά εοςηίίίνβ ρΞγεΗοΙοο/ (ρρ. 13-28). Μίΐίοη Κβ^πβδ, Εη9ΐειηά: Ορβη υηίνβΓδίίν ΡΓβδδ.
ΕπΚδοη, Ε.Μ. (1950). ΟΗ'ήάίιοοά & 5 οείβίγ. Νβνν Υογ1<: Νοιτίοη.Εδοαίοηδ, 5.Κ. (1940). ΤΗβ βίίβοί οί δΐιοοβδδ ειηά ίειίΙιΐΓβ υροη ίΗβ Ιβνβΐ οί είδρίΓει-
ΐίοη ειηά ΗβΗεινίοΓ ίη πιειηίο-άβρΓβδδίνβ ρδνοΗοδβδ. υηίνβΓδίίν οί Ιοινει: δίυάίβε ίη Οηίΐά Μβΐίειτβ, 16, 199-302.
Εδΐβδ, \Λ/. Κ. (1944). Αη βχρβππιβηίειΐ δΐυάν οί ρυηίδΗπιβηί. Ρδΐ/εΗοΙο^ίεειΙ Μ οηο- (ρειρΗδ, 5 7 (ννΗοΙβ Νο. 263).
Ενειηδ, Ρ. (1975). Μοϋνειϋοη. ίοηάοη: ΜβίΗαβη.ΕνδβηοΚ, Η .<}. (1967). ΤΗβ ΜοΙοφεειΙ 635/5 ο ί ρβτδοηειίίή/. δρπη9ίίβ1ά, 111: ΤΗοτηεΐδ.ΡβειΐΗβΓ, Ν.Τ. (1961). ΤΗβ ΓβΙειίίοηδΗίρ οί ρβΓδΐδίβηοβ &ϊ 3. ίεΐδΚ ίο βχρβοίειίίοη οί
δυοοβδδ ειηά ειοΗίβνβιηβηί Γβίειίβά ηηοίΐνβδ. ί/ουτηειΐ ο ί ΑύηοηηειΙ ειηά δοάειΐ Ρδ\/εΗο1ο(£/, 63, 552-561.
ΡβειίΗβΓ, Ν.Τ. (1969). ΑίίπΗυίίοη οί Γβδροηδίβίΐίίι/ ειηά νειίβηοβ οί δΐιοοβδδ θηά
ίειϋιΐΓβ ίη Γβίεύίοη ίο ίηίίίειΐ οοηίίάβηοβ ειηά ί^δΚ ρβΓίοπηειηοβ. ^ ιΐΐη ε ά ο ί Ρβΐ- δοηειίϋμ ειηά δοάειΐ Ρ δΐ/εΗ οΙο^ 13, 129-144.
Ρβδίίη9βΓ, ί . (1942). Α ίΗβοΓβίίοειΙ ίηίβφΓβίειίίοη οί δΗίίΙδ ίη Ιβνβΐ οί είδρίΓειίίοη. Ρδΐ/εΗοΙο^ίεειΙ Κβνίβιν, 49, 235-250.
Ρβδίίη9βΓ, ί. (1954). Α ίΗβοη; οί δοοίειΐ οοπιρειπδοη ρτοοβδδβδ. Ηιιτηειη Πβίειϋοηδ,7, 117-140.
Ρβδίίη9βΓ, ί . (1957). Α ώβοη/ ο ί εοςηίίίνβ άί$5οηειηεβ. Ενειηδίοη, 111.: Κο\α/, Ρβ- ίβΓδοη.
Ρβδίίη9βΓ, ί . (1964). Οοηϋίεί, άβάείοη, ειηά άίδδοηειηεβ. δίειηίοτά: δίειηίοΓά ϋηί- νβΓδίίν ΡΓβδδ.
Ρβδίίη9βΓ, Ι-. & ΟειάδΓηίίΗ, ^.Μ. (1959). Οθ9ηίίίνβ οοηδβςυβηοβδ οί ίοΓοβά οοηη- ρΐίειηοβ. όοηνηοί ο ί Αύηοηηειΐ ειηά 5οάει1 Ρδΐ/εΗ οΙο^ 58, 203-210.
ΡοννΙβΓ, Η. (1971). Ιπιρίίοειίίοηδ οί δβηδοπ/ ΓβίηίοΓΟβπιβηί. Ιη Κ. ΟΙείδβΓ (Εά.), ΤΗβ ηεάχχχβ ο ί ΐβίηίοτοβτηβηί. Νβ\ν Υ ογΚ: Αοειάβπιίο ΡΓβδδ.
284 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΡγθποΗ, Ε.Ο. & ΤΗοηπδδ, Ρ. (1958). ΤΗβ Γβίειίΐοη οί ειοΗίβνβηηβηί πιοίίνειίίοη ίο ρΓθΗ1βπι-5θ1νίη9 βίίβοίίνβηβδδ. ΰοιιτηεά οί Αύποιτη^Ι ειηά 5οείειΐ Ρβγείιοΐοογ, 56, 45-48.
ΡΓβυά, 5. (1915/1957). Ιηδίίηοίδ ειηά ίΗβίΓ νίοϊδδίΐαάβδ. Ιη δίςπηιηά ΡΓβυά, 1856- 1939: ΤΗβ δίειηάεΐΓά βάίίίοη οί ίΗβ οοπιρίβίβ ρδνοΗοΙοφοειΙ \νοΓΚδ οί δΐ9ϊηυηά ΡΓβυά (νοί. 14) (ρρ. 117-140). ίοηάοη: Ηθ99ΓίΗ ΡΓβδδ.
ΡΓβυά, δ. (1926/1959). ΙηΗίβίίίοπδ, δγπιρίοηηδ ειηά ειηχίβίγ. Ιη δί9πιυηά ΡΓβυά, 1856-1939: ΤΗβ δίε^ά^Γά βάίίίοη οί ίΗβ οοπιρίβίβ ρδ\/οΗο1θ9ίοει1 ννοτΚδ οί δίδπιαηά ΡΓβυά (νοί. 20) (ρρ. 77-175). Ι_οηάοη: Ηο93ΓίΗ ΡΓβδδ.
Ρπβάιηειη, Μ. & Κοδβηπιειη, Κ.Η. (1974). Τ\/ρβ Α ύβίιεινΐοΓ ειηά γουΓ ήβειή. Νβ\ν ΥογΚ: Κηορί.
Ρπβζβ, Ι.Η. (1976). Οειιΐδειΐ ειίίτίβυίίοηδ ειηά ίηίοππειίίοη δββ1άη9 ίο βχρίειίη δυοοβδδ ειηά ίειϋυΓβ. ι̂ιιτηειΐ οίΚβδβείΓεΗ ίη ΡβΓδοηειΙίίν, 20, 293-305.
Ρπβζβ, Ι.Η. & \Λ/βίηβΓ, Β. (1971). Ουβ υίίΐίζειίίοη ειηά Βίίπβυίίοηειΐ 3υά9βπιβηίδ ίοΓ δυοοβδδ ειηά ίειίΙυΓβ. <7ουπΐ3/ οί Ρβΐδοηεάϋγ, 39, 591-606.
Οββη, Κ.(3. (1984). ΡτβίβΓτβά δίίηηυίειίίοη Ιβνβίδ ίη ίηίτονβΓίδ αηά βχίτεινβΓίδ: Είίβοίδ οη είΓουδειΙ ειηά ρβιτίοπηειηοβ. ^ιιτηεά οί ΡβΓδοηοΙίίγ ειηά 5οείειΐ Ρ$μ- άιο1ο&, 46, 1303-1312.
Οββη, Κ.Ο. (1995). Ηιιπιείη πιοίίνειίίοη: Α δοείειΐ ρδγείιοΐοφεειΐ ειρρΓοειεή. Ρ^οίίίο Οιτονβ, ΟΑ: ΒΓΟοΚδ/ΟοΙβ.
ΟίΗΗοπδ, Ρ.Χ. & ΟβητεΐΓά, Μ. (1989). Είίβοίδ οί υρ\νεΐΓά ειηά άοννηνν^Γά δοοίειΐ οοπιρειπδοη οη πιοοά δίειίβδ. ΰοητηεά οίδοείεά &ηά ΟϊιηΐεειΙ Ρδΐ/εΗοΙο^ι/, 8, 14-51.
ΟοβίΗειΙδ, Ο.Κ. (1986). δοοίειΐ οοτπρειπδοη ίΗβοη;: ΡδνοΗο1θ9ν βοπι ίΗβ Ιοδί ειηά ίοαηά. ΡβΓδοηείίϊν ειηά 5οάειΐ Ρδΐ/εΗοΙο^ι/ ΒυΙΙβίίη, 22, 261-278.
Οοΐάδίβίπ, δ., ΟοΓάοη, «Ι.Κ., & Μειάειίί, Ο.Α. (1984, Αιΐ9ΐΐδί). Αίίτίβυίίοηειΐ ρκ>- οβδδβδ ειηά Γβίειρδβ ίο11ο\νίη9 δπιοΚίη9 οβδδειίίοη. ΡειρβΓ ρΓβδβηίβά ειί ίΗβ 92ηά Αηηυειΐ Οοηνβηίίοη οί ίΗβ Αηιβποειη ΡδνοΗο^ΐοειΙ Αδδοοίειίίο’η, ΤοΓοηίο, Οειηειάει.
Οο11\λ/ίίζβΓ, Ρ.Μ. (1987). ΤΗβ ίηιρίβπιβηίειίίοη οί ίάβηίίίν ίηίβηίίοηδ: Α πιο- ίίνειίίοηειί-νοΐίίίοπειΐ ρβΓδρβοίίνβ οη δΐ/πιΗοΙίο δβΐί-οοπιρίβίίοη. Ιη Ρ. ΗειΙίδοΗ &
ΚυΗΙ (Εάδ.), Μοίίνειίίοη, ίηίβηίίοη, ειηά νοίίίίοη (ρρ. 349-369). ΒβΗίη: δρππ9βΓ-\/βΓΐεΐ9.
Οουΐά, Κ. & δί9ει11, Η. (1977). ΤΗβ βίίβοίδ οί βπιρειίΗν ειηά ουίοοπιβ οη ειίίτίΗυ- ίίοη: Απ βχειπιίηειίίοη οί ίΗβ άίνβΓ9βηί-ρβΓδρβοίίνβδ ΗνροίΗβδίδ. ^υτηεά οί ΕχρβήτηβηίειΙ 5οάειΙ Ρδΐ/εΗοΙοογ, 13, 480-491.
Οτειν, ^Α . (1982). ΤΗβ ηβ\ΐΐορδ\/είιο\ο<& οί ειηχίβίγ. Αη βηςυίιγ ίηίο ώβ ίυη- είίοηδ οίώβ δβρίο-ϊιϊρροεδηηρειΐ δγδίβτη. Οχίοτά ϋηίνβίτδΐίν ΡΓβδδ.
(3ΓββηΗβΓ9, & ΜυδΗπιειη, Ο. (1981). Ανοίάίη9 ειηά δββΚίη9 δβΐί-ίοοιίδβά ειίίβη- ίίοη. ^ιΐΐηειΐ οί Κβδβειιτεΐη ίη ΡβΓδοηειΙίίγ, 15, 191-200.
Ηειίΐ, Ο.δ. & ϋηάζβν, Ο. (1985). Ιηίτοάυείίοη ίο ίΗβοήββ οί ρβΐδοηεΛίίγ. Νβ\ν ΥοΑ : ννϋβν.
ΗειηβΓ, Ο.Ρ. & ΒΓοινη, ϋ.δ. (1955). Οίειήίίοειίίοη οί ίΗβ ίηδίί9^ίΐοη ίο ειοίίοη οοη- οβρί ίη ίΗβ ίηΐδίτειίίοη-εΐ99Γβδδίοη ΗνροίΗβδίδ. ϋουτηειΐ οί Αύηοπηεί ειηά 5οείειΐ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 285
Ρδΐ/οΗοΙο^ν, 51, 204-206.Ηειηιΐδει, Β.Η. & δοΗυΙζ, Κ. (1977). ΑίίτίΗυίίοηειΙ πιβάίειίοΓδ οί ΙβείΓηβά Ηβίρίβδδ-
ηβδδ. ΰουτηεά οί Ρβτδοηεάϊίψ ειηά Βοάεύ Ρδΐ/οΐιοΐο^ν, 35, 602-611.ΗείΓειοΚίβννίοζ, «Ι.Μ., δειηδοηβ, Ο., Βίειίτ, ί.\Λ/., Ερδίβίη, ^Α ., & ΜειηάβΓίίηΚ, Ο.
(1987). ΑίίτίΗυίίοηειΙ ρτοοβδδβδ ίη ΗβΗεινίοτ οΗειη9β ειηά Γηαίηίβηειηοβ: δπιοΜη9 οβδδειίίοη ειηά οοηίίηυβά ειΗδίίηβηοβ. «/οιιτηοΐ οί Οοηβυΐϋης &ηά Οίηίεειΐ Ρδ\/~ ά\οΙο(&, 55,372-378.
Ηειάονν, Η.Ρ. (1958). ΤΗβ ηειίιΐΓβ οί Ιονβ. Ατηβηοάπ ΡδγεΗοΙο&δί, 13, 673-685.ΗειΗονν, Η.Ρ. (1965). δβχαειΐ ΗβΗεινίοΓ ίη ίΗβ τΗβδίΐδ ηηοηΚβν. Ιη Ρ.Α. ΒβειοΗ
(Εά.), 5βχ ειηά ύβΙιεινίοΓ. Νβνν Υ ογΚ: \Λ7ί1βν*ΗειΗονν, Η.Ρ., Ηειτίονν, Μ.Κ., & Μβγβτ, ϋ.Κ. (1950). ίβειπιίη9 ΓηοίίνΒίβά Ην 3
πιειηίριιίειίίοη άπνβ. όοαΐπεΛ. οίΕχρβήπιβηίδΐ Ρδΐ/εΗοΙο^ν, 40, 228-234.Ηεητνβν, «ί.Η., \Λ/β11δ, Ο.Ε., & Αΐνεητβζ, Μ.Ο. (1978). ΑίίπΗυίίοη ίη ίΗβ οοηίβχί οί
οοηίΐίοί ειηά δβρείΓειίίοη ίη οΐοδβ ΓβΙειίίοηδΗίρδ. Ιη ύ.Η. Ηειη/βν, Μ.<1. ΙοΚβδ, & Κ.Ρ. Κίάά (Εάδ.), Νβ\λ/ άίτβσίίοηδ ίη είΰτίύιιϋοη ΐβ$βεχαΗ (\/ο1. 2) (ρρ. 235- 259). Ηίΐΐδάειίβ, Ν ί: ΕΗΗειυιη.
Ηειζειη, Ο. & δΗεινβΓ, Ρ. (1987). Κοπιειηίίο Ιονβ οοηοβρίυειίίζβά είδ ειη ειίίειοΗτηβηί ρΓοοβδδ. ΰοίΛΐηείΙ οίΡβΓδοηειίΟι/ ειηά 5οά&1 Ρδΐ/εΗοΙοςγ, 52, 511-524.
Ηειζειη, Ο. & δΗεινβΓ, Ρ. (1990). ιονβ ειηά \νο&: Αη ειίίειοΗπιβηί-ίΗβοΓβίίοειΙ ρβΓδρβοίίνβ. ^ουΓΠδ/ οίΡβΓδοηείΙίή/ ειηά 5οάεά ΡδγεΗοΙοογ, 59, 270-280.
ΗβΗΗ, Ο.Ο. (1955). Οπνβδ ειηά ίΗβ Ο.Ν.δ. (Οοηεβρίυειΐ Νβη/οιίδ δνδίβηη). Ρδΐ/- εΗοΙοφεείΙ Ββνίβ\λ/, 62, 243-254.
ΗβοΚΗδίΐδβη, Η. (1978). 5β1ΗδίΗβννβΓίυη9 ηειοΗ βην3Γίυη9δ\νίάπ9βηη ίβίδίυη9δ- νβτίεαιί: Είηίΐιΐδδ νοη Μοίίν, ΚειαδειΙειίίτίΗυίίοη υηά Ζίβ1δβίζυπ9· ΖβίίδεΗήή ίΰί ΕηίΜίΜίΛη^δρδνεΙιοΙοφβ υηά Ρέίάεί^οφδεΙϊβ Ρδ\/εΗοΙοφβ, 10, 191-216.
ΗβοΚΗειιΐδβη, Η. (1991). Μοϊίνείϊίοη οηά ειεϋοη. ΒβΓίίη: \/βΓΐεΐ9 (Αγγγλική μετάφραση: Ρ.Κ. Εβρρπιειηη).
ΗβίάβΓ, Ρ. (1944). δοοίειΐ ρβΓΟβρίίοη ειηά ρΗβηοπιβηειΙ οειιΐδειίίίν. Ρδΐ/εΗοΙο^ίοεά Ββνίβιν, 51, 358-374.
ΗβίάβΓ, Ρ. (1946). Αίίίίυάβδ ειηά οο9ηίίίνβ θΓ9βηίζειίίοη. ϋοιίΓηεά οί Ρδ\/εΗο1ο<£/,21, 107-112.
ΗβίάβΓ, Ρ. (1958). ΤΗβ ρδ\/οΗο1ο(& οί ίηίβτρβΐδοηεά τβίείϋοηδ. Νβνν Υ ογΚ: \Λ/ίΙβγ.Ηβηΐβ, Μ. (1944). ΤΗβ ίηίΐυβηοβ οί νειίβηεβ οη δυΗδίίίυίίοη. ύοιίΓηεά οί Ρδΐ/εΗο-
103!/, 17, 11-19.Ηί99ΐπδ, Ε.Τ. (1987). δβΙί-άίδΟΓβρειηον: Α ίΗβοη/ Γβ1ειίίη9 δβΐί ειηά ειίίβοί. Ρ$γ-
εΗοΙοφεείΙ Ββνίβ\λ/, 94, 319-340.Ηΐ99ίπδ, Ε.Τ., Βοηά, Κ.Ν., ΚΙβίη, Κ., & δίτεαιπιειη, Τ. (1986). δβΙί-άίδΟΓβρειηοίβδ
ειηά βηηοίίοηειΐ νυ1ηβΓειΙ>ί1ίί\/: Ηο\ν πιεΐ9ηίίυάβ, εκχβδδίβίΐίίν, ειηά ίνρβ οί άίδΟΓβ- ρειηον ίηίΐυβηοβ ειίίβοί. ^υτηειΐ οί ΡβΓδοηεύίίι/ ειηά 5οάοΙ Ρβι/εΗοΙο^ 51, 5-15.
Ηίηάβ, Κ.Α. (1960). ΕηβΓ9ν πιοάβίδ οί πιοίίνειίίοη. δγνηροδίιίΓη οίώβ 5οάβίγ οί Εχρβήτηβηίεά ΒίοΙοον, 14, 199-213.
ΗίΓοίο, Ο.δ. (1974). Ι-οοαδ οί οοηίτοί ειηά ΙβείΓηβά Ηβίρίβδδηβδδ. ΰουηιοί οί Εχ- ρβήτηβηίείΐ Ρδ\/οΗοΙο(&, 102, 187-193.
286 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Ηοίίηαθη, I,.\Ν. (1974). Ρβ3Γ οί δυοοβδδ ίη πιειίβδ ειηά ίβπιειίβδ: 1965 ειηά 1972.ί/ουπίδ/ οί Οοηειιΐίίηβ & ΟΐηίεειΙ ΡδγεΗοΙοςρ/, 42, 353-358.
ΗοΙΙβηΗβοΚ, «Ι.Κ., \Λ/ί11ίειιτΐδ, Ο.Κ., & ΚΙβίη, Η.<1. (1989). Αη βπιρίποειΐ βχειπιίηειϋοη οί ίΗβ ειηίβοβάβηίδ οί α>ιτΐΓηί1τηβηί ίο άίίίίαιΐί 9οει1δ. ^υΓηειΙ οί Αρρίίβά Ρδΐ/- εΐιοΐο^ν, 74, 18-23.
ΗοΓηβΓ, Μ.5. (1968). 5βχ άίίίβΓβηοβδ ίη ειοΗίβνβπιβηί Γηοίίναίίοη ειηά ρβΓ- ίοπηβηοβ ίη οοιηρβίίίίνβ ειηά ηοηοοιηρβίίίίνβ δίίυειίίοηδ. ϋηρυΒΙίδΗβά άοοίοΓειΙ άίδδβΓίειίίοη, ϋηίνβΓδίίν οί ΜίεΗί^ειη.
ΗοΓηβΓ, Μ.5. (1972). Τονν^Γά ειη υηάβΓδί3ηάίη9 οί ειοΗίβνβηιβηί-ΓβΙειίβά οοηίΐίοίδ ίη \νοηιβη. ^ιίΓηειΙ οίΒοάβΙ Ι55υβ5, 28, 157-175.
Ηουδίοη, ^Ρ . (1981). ΡυηάείΓηβηίδΙδ οί ΙβδΓηίη ̂ζηά γηβτηοη/. Νβ\λ/ ΥοΑ : Αοει- άβπιίο ΡΓβδδ.
Ηυΐΐ, Ο.ί-. (1943). ΡήηάρΙβδ οί ύβΙιζνίοΓ. Νβιν ΥοΑ : Αρρ1βΐοη-0βηίαπ/-0Γοίίδ. Ηυΐΐ, Ο .ί. (1952). Α ύβΗεινίοΓ $ι/δίβπι. Νβ\ν Ηεινβη, Οοηη.: Υθΐβ ϋηίνβΓδίίν ΡΓβδδ. ^ιηβδ, ΧΝ. (1890/1956). ΤΗβ ρήηείρίβδ οίρ5\/εΗο1ο(£/. Νβ\λ/ ΥοΑ : Ηοΐί. ^ηοίί-Βυ1ηΐ3η, Κ. (1979). ΟΗεΐΓειείβΓθ1θ9ίοει1 νβΓδυδ ββΗεινίοΓειΙ δβΐί-βίειπιβ: Ιη-
ςυίπβδ ίηίο άβρΓβδδίοη ειηά τειρβ. ^ατηαΐ οί ΡβΓδοηειΙϋμ 3ηά 5οάβ1 Ρδγείιο- 1ο®/, 37, 1798-1809.
^ηοίί-ΒυΙηηειη, Κ. & Ρπβζβ, Ι.Η. (1983). Α ίΗβοΓβίίοειΙ ρβΓδρβοίίνβ ίοΓ υη- άβΓδί3ηάίη9 Γβαοίίοηδ ίο νίοίίπιίζειίίοη. ^ιιττηοΐ οί5οάει1 Ι$8υβ3, 39, 1-17.
ςΙειηοίί-ΒυΙηηειη, Κ. & Μοιτίπίδη, Ο.Β. (1977). Αίίτίβυίίοηδ οί Ηίειπιβ αηά οορίη9 ίη ίΗβ αΓβει1 \λ/θΓΐά”: δβνβΓβ αοοίάβηί νίείίηΐδ Γβειοί ίο ίΗβίτ Ιοί. <7οιίΓηειΙ όί ΡβϊΒοηοΙΐίμ ειηά 5οείεά Ρδΐ/εΗοΙοερ/, 35, 351-363.
^δρ3Γδ, <}., Ηβ\λ/δίοηβ, Μ., & ΡίηοΗεκη, Ρ.ϋ. (1983). ΑίίτίΒυίίοη ίΗβοιγ βηά τβ- δβ^ΓοΗ: ΤΗβ δίειίβ οί ίΗβ 3Γί. Ιη ό. ϋεΐδρειΓδ, Ρ. ΡίηοΗ^πη, & Μ. Ηβινδίοηβ (Εάδ.), Αίίτίύυϋοη ώβοη/ ειηά ΐβ5βειγοΛ: Οοηεβρίυειΐ, άβνβίορηιβηί^ΐ, ειηά $οάει1 ά\- τηβηδίοηδ (ρρ. 3-36). ίοηάοη: Αοδάβιηίο ΡΓβδδ.
3οηβ$, Ε.Ε. & ϋεινίδ, Κ.Ε. (1965). Ργογπ θοίδ ίο άίδροδίίίοηδ: ΤΗβ ειίίτίΗαίίοη ρπ>
οβδδ ίη ρβΓδοη ρβΓεβρίίοη. Ιη ί . ΒβΑο\λ/ίίζ (Εά.), Αάνειηεβε ιη βχρβήτηβηίεά βοάζΐ ρεγείιοίοςβ/ (\/ο1. 2). Νβ\ν ΥοΑ : Αοειάβπιίο ΡΓβδδ.
ϋοηβδ, Ε.Ε. & Νίδββίί, Κ.Ε. (1972). ΤΗβ ειοίοΓ ειηά ίΗβ οβδβη/ΘΓ. ϋίνβΓ9βηί ρβΓ- οβρίίοηδ οί ίΗβ οειιΐδβδ οί ΒβΗεινίοΓ.Ιη Ε.Ε. ςΐοηβδ, Ο.Ε. Κειηουδβ, Η.Η. Κβΐΐβν, Κ.Ε. ΝίδΗβίί, 5. ν^ΐίηδ, & Β. \ΝβϊηβΥ (Εάδ.), Αίίτίύυϋοη: Ρβτεβίνίη2 ώβ εειυ565 οί όβΗεινιοΓ (ρρ. 79-94). Μοπ*ίδίο\Λ/η, ΝοΙ.: ΟβηβΓ^Ι Ι-βεΐΓηίη9 ΡΓβδδ.
«ΙοτάΒη, Ν. (1953). ΒβΗεινίοΓειΙ ίοΓοβδ ίΗ^ί 3Γβ 3 ίυηοίίοη οί 3ίίίίυάβδ 3ηά οί οο9ηίίίνβ θΓ93ηίζ3ίίοη. Ηυπιειη Κβίειϋοηδ, 6, 273-287.
ΚβηίβΓ, Ρ.Η. (1970). 5β1ί-Γβ9υΐ3ίίοη: Κβδβ3ΓθΗ, ίδδυβδ, 3ηά δρβαιΐθίίοη. Ιη Ο. Νβαπη9βΓ & ίΐ.ί. ΜίοΗειβΙ (Εάδ.), ΒβήεινίοΓ τηοάίίίεειϋοη ίη εΐίηίεειΐ ρ5]/οΛο/ο<£/ (ρρ. 178-220). Νβ\ν ΥοΑ : Αρρίβίοη.
Κ3ηίβΓ, Ρ.Η. (1975). 5β1ί-ηη3η39βπιβηί πιβίΗοάδ. Ιη Ρ.Η. Κ3ηίβΓ & Α.Ρ. <3ο1ά- δίβίη (Εάδ.), Ηβίρίηςρβορίβ εΗειηςβ (ρρ. 309-355). Νβ\ν ΥοΑ : ΡβΓ9ειπκ>η.
Κ3δδίη, 5.Μ. (1979). Οοηδβηδίΐδ ίηίοηη^ίίοη, ρΓβάίοίίοη, 3ηά 03υδ3ΐ 3ίίπβιιίίοη: Α Γβνίβνν οί ίΗβ 1ίίβΓ3ίιΐΓβ 3ηά ίδδυβδ. ^ιιτηεά οί ΡβΐδοπείΟν βηά δοείειΐ Ρεγ-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 287
άιο1ο&, 37, 1966-71.Κβΐΐβν, Η.Η. (1967). ΑΐίπΗυίίοη ίΗβοτν ίη δοοίειΐ ρδνοΗο1θ9γ. Ιπ Ο. Εβνίηβ (Εά.),
Νβέ)Γ35/ί3 δΐ/τηροδίαιη οη πιοϋνείϋοη (νοί. 15). ϋηεοίη: υηίνβΓδίίν οί Νβ- ΗτεΐδΚει Ρίβδδ.
Κβΐΐβν, Η.Η. (1971). Αϊίτίύιιϋοη ίη δοάειΐ ίηίβΓειείίοη. Μοητίδίοινη, Ν<1: ΟβηβΓδΙ Ι-βειπιίη9 ΡΓβδδ.
ΚβΗβγ, Η.Η. (1972). Οειυδειΐ δεΗβπιειίει ζηά ίΗβ ειϋτίΗαίίοη ρτοοβδδ. Ιη Ε.Ε. ϋοηβδ, Ο.Ε. Κειηουδβ, Η.Η. Κβΐΐβν, Κ.Ε. ΝίδΗβΙί, 5. ν^ΐίηδ, & Β. Μβίηβτ (Εάδ.), Αϋτίύυϋοη: Ρβτεβίνίης ώβ εειυδβδ οίύβΗζνίοΓ (ρρ. 151-174). Μοητίδΐοινη, Ν<1.: Οβηβτειΐ Ι-βεΐΓηίη9 Ρτβδδ.
Κβΐΐβν, Η.Η. (1973). ΤΗβ ρτοεβδδβδ οί εειυδειΐ δίΙτίΗυίίοη. Ατηβήεειη Ρδΐ/εΐιοΐοφδί, 28, 107-128.
ΚβΙΙβν, Η.Η., ΒβΓδοΗβίά, Ε., ΟΗπβίβηδβη, Α., Ηειτνβν, <Ι.Η., Ηυδίοη, Τ., ίβνίπ9βΓ, Ο., ΜοΟίηίοοΚ, Ε., Ρβρίειυ, Α., & ΡβίβΓδοη, Ό. (1983). ΟΙοδβ ΐβΙειίίοηδΗίρδ. 5ειη Ρτειηοίδοο: Ρτεβιτιειη.
ΚΙβίη, Ο.Ο., ΡβηαΙ-ΜοΓδβ, Ε., & 5β1ί9πΐ3η, Μ.Ε.Ρ. (1976). ίβειιτιβά Ηβίρίβδδηβδδ, άβρτβδδίοη, ειηά ίΗβ ειίίήΗυίίοη οί ίεάΐυτβ. </οιιτηείΐ οί Ρβτδοηδίΐϋγ ειηά Βοείειΐ ΡδγεΗοΙοο/, 33, 508-516.
Κ1ίη9, \̂Λ/. & Κί99δ, ί.Α . (Εάδ.) (1972). \Λ/οοάινοΓί1ι & δΜ οδόβ^δ Ίζχρβ- ήτηβηίειΐ Ρδΐ/εΗοΙοςρ/. ίοηάοη: ΜβίΗυβη.
Κουγιουμουιζάκης, Γ. (1992). Φωνητικές μιμήσεις στην επικοινωνία μητέρας- βρέφους. Στο Γ. Κουγιουμουιζάκης (Επ.εκδ.), Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων (σσ. 93-137). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
ΚιιΗΙ, 3. (1981). Μοίίνειίΐοηειΐ ειηά ίιιηοϋοηειΐ Ηβίρίβδδηβδδ: ΤΗβ ΓηοάβΓει1:ίη9 βίίβοΐ οί δίειΐβ νβΓδυδ ειοϋοη οπβηίειίίοη. </ουτηειΐ οί ΡβΓδοηειίΟγ ειηά 5οάει1 ΡβγεΗο- Ιο&, 40, 155-170.
ΚυΗΙ, ^. (1983). Μοϋνειϋοη, Κοηβ&ί υηά ΗειηάΙυη^δ^οηίτοΙΙβ. Ββήίη: νβήεΐ9.ΚυΗΙ, <1. (1985). νοίίΰοηειΐ ΓηβάΐειίοΓδ οί ε09ηί1:ί0η-ΗβΗεινί0Γ οοηδίδίβηα/: 5β1ί-Γβ-
9υ1ειίοη; ρτοοβδδβδ ειηά ειοΐίοη νβΓδυδ δΐειίβ οπβηίειίίοη. Ιη ΚυΗΙ & ό. ΒβοΚ- πιειηη (Εάδ.), Αείίοη εοηίτοί: Ργοιώ εο^ηίίίοη ίο ύβΗεινίοΓ (ρρ. 101-128). Νβ\λ/ ΥογΚ: 5ρπη9βΓ-νβΗεΐ9.
ΚυΗΙ, ^. (1987). Αοϋοη οοηΐτοί: ΤΗβ πιειίηίβηειηοβ οί πιοϋνειίίοηειΐ δίειίβδ. Ιη Ρ. ΗειΙίδοΗ & <1. ΚυΗΙ (Εάδ.), Μοίίνειίίοη, ίηίβηίίοη, ειηά νοίίίίοη (ρρ. 279-291). Νβ\ν ΥογΚ: 5ρπη9βΓ-νβΓΐεΐ9.
ΚυΗΙ, ^. & Ηβΐΐβ, Ρ. (1986). Μοϋνειϋοηειΐ ειηά νοίίΐίοηειΐ άβίβητιίηειηίδ οί άβρτβδ- δίοη: ΤΗβ άβ9βηβτειίβά-ίη1:βηϋοη ΗνροίΗβδίδ. ΰουτηειΐ οίΑύηοηηειΙ Ρδΐ/εΗοΙοεβ/, 95, 247-251.
ΚυΗΙ, «I. & \Λ/βίδδ, Μ. (1985). Ρβτίοιπιειηοβ άβίίοίΐδ ίο11ο\νίη9 υηοοηίτοΙΙειΗΙβ ίειί- Ιυτβ: ΙπιρειίΓβά ειείίοη οοηίτοί ογ 9βηβτει1ίζβά βχρβοΐειηον άβίίά!δ? ΜυηίοΗ: Μειχ- ΡΙειηοΚ-Ιηδίίίυΐβ ίοτ ΡδνοΗο^ίοειΙ ΚβδβειτοΗ, Ρειρβτ Νο 5/84.
Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (1992). Γνωστική Ψυχολογία. Θεσσαλονίκη: Αιΐ οί Τβχί.
288 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ίθΠ9βΓ, ΕΛ. (1975). ΤΗβ ίΐΐυδίοη οί οοηίτοΐ. ΰουηιειΐ ο ί ΡβΓβοηειΙίίγ ειηά 5οάει1 Ρει/εΗοΙο^ν, 32, 311-328.
ίειίΗειιη, Ο.Ρ. & ίββ, Τ.\Λ/. (1986). Οοειΐ δβίίίη9δ. Ιη Ε.Α. 1-οοΚβ (Εά.), Οβηβ- τειίίζίης ίτοΓΩ ΙειΗοτειίοη/ ίο ίίβΐά δίυάίββ (ρρ. 101-117). Ι-βχίηοίοη, ΜΑ: ίβ - χίη^οη ΒοοΚδ.
ίββ, ΤΛΛ/., 1-οοΚβ, Ε.Α., & ίειίΗειιη, Ο.Ρ. (1989). ΟοεΑ δβίίίη9 ίΗβοη; ειηά ]οβ ρβΓ- ίοππεκιοβ. Ιη Ι-. Ρβη/ίη (Εά.), Οοειΐ οοηεβρίβ ίη ρβΐδοηειίίίγ ειηά δοάειΐ ρδΐ/- ά\ο\ο<& (ρρ. 291-326). Ηίΐΐδάειίβ, Ν<1: ΕΓίΗειυηη.
ίβπιβΓ, ΜΛ. (1965). Ενεύυεύίοη οί ρβΓίοπηειηοβ είδ ει ίυηοίίοη οί ρβΓίοπηβΓ’δ Γβ\νεΐΓά ειηά ειίίτεκίίνβηβδδ. ^ιιτηειΐ ο ί Ρβποηειίϋγ ειηά 5οάοΐ Ρδΐ/οΗοΙο^ 1, 355-360.
Ι_β\νίη, Κ. (1935). Α ά\}ηεαηίε ίΗβοιγ ο ί ρβΐ5οηεάίί\/. Νβ\*/ ΥοΑ : ΜοΟίεινν-ΗίΙΙ. ίβννίη, Κ. (1936). ΡήηάρΙβε οίίοροΐοφοεά ρεγβΗοΙοφ/. Νβ\ν ΥοΑ : ΜοΟΓ^ιν-ΗίΙΙ. 1-βννίη, Κ. (1938). ΤΗβ οοηοβρίίΐεά ΓβρΓβδβηίΒίίοη ειηά ίΗβ τηβείδΐΐΓβπιβηί ο ί ρεγ-
εΗοΙοφοειΙ ίοκβδ. ΟιιΑεκη, Ν.Ο.: ϋυΚβ ϋηίνβΓδίίν ΡΓβδδ. ίβ\νίη, Κ., ΟβπΛο, Τ., Ρβδϋη9βΓ, I-., & δβειΓδ, Ρ. (1944), ίβνβΐ οί είδρίτειίίοη. Ιη 3.
ΜοΗυηί (Εά.), Ρβποηειίίίγ ειηά ίΗβ ΗβΗεινίοτ άί$οτάβΐ5 (νοί. 1). (ρρ. 333-378). Νβ\ν ΥοΑ : Κοηειίά ΡΓβδδ.
ϋδδηβΓ, Κ. (1933). Ό\β βηίδρεκιηυη9 νοη Ββάυβιτίηίδδβη άυτοΗ ΕΓδειίζΗειηά1υη9βη.ΡεγοΗοΙοςίδοΗβ ΡοϊδεΗυη^, 18, 218-250.
ίοοΚβ, Ε.Α., Ι^ίΗεκη, Ο.Ρ., & Εγθζ, Μ. (1988). ΤΗβ άβίβπηίηειηίδ οί 903Ι οοιη- πιίίπιβηί. Αοειάβτηγ οίΜειηει^βηίβηί Κβνίβιν, 13, 23-39.
Ι-οοΚβ, Ε.Α., δΗεκν, Κ.Ν., δε^τί, Ι-.Μ., Ι-εύΠεκη, Ο.Ρ. (1981). ΟοεΛ δβίίίη9 ειηά ίειβΚ ρβΓίοπηειηοβ: 1969-1980. ΡδγεΗοΙοφεειΙ Βυΐΐβίίη, 90, 125-152.
Ι-ΟΓβηζ, Κ. (1937). ϋββΓ άίβ Βί1άυη9 άβδ ΙηδϋΚΐΗβ9τίίίδ. ΝειίιιηνίβδβηδοΗειίίβη, 25, 289-331.
ίοΓβηζ, Κ. (1943). ϋίβ εΜ9ββθΓβηβη Ροπηβη πιδ9ΐίοΗβΓ ΕΓίειΗηιη9. ΖβίίΒοήίί ίίϊΐ Τίβγρδ^άιοϊοφβ, 5, 235-409.
ίοΓβηζ, Κ. (1950). ΤΗβ οοιηρδΓαίίνβ ιηβίΗοά ο ί 8ίυφ ιη£ ίηηειίβ ΗβΗεινίοτ ρειίίβΓηε. δοοίβίι; ϊογ Εχρβππιβηίβΐ Βίο1θ9ν, δνπιροδίυπι Νο. 4, Ρδνδίο1θ9ίοει1 ιηβοΗειηίδπΐδ ίη ειηίιηοΐ ΗβΗεινίοΓ (ρρ. 221-268). Νβ\ν ΥοΑ : Αοβάβιηΐο ΡΓβδδ.
ίοΓβηζ, Κ. (1966). Οη ββςρτβδδίοη. Νβ\ν ΥοΑ : ΗειΛ>Γαοβ. ίοννβΐΐ, Ε.Ι~ (1952). ΤΗβ βίίβοί οί ηββά ίοΓ ειοΗίβνβηηβηί οη ίΗβ 1βεΐΓηίη9 ειηά
δρββά οί ρβΓίοπηειηοβ. </οιιηιειΐ οίΡδ^εΗοΙοςΜ, 33, 31-40. ί.ο\νβη/, Ο.Κ., ϋβηηβγ, Ο.Κ., & δίοπηδ, Μ.Ό. (1979). Ιηδοιηηίει: Α οοπιρειπδοη
οί ίΗβ βίίβοίδ οί ρίΐΐ ειίίτίΗυίίοηδ ειηά ηοηρβίοΓειίίνβ δβΙί-^ίίτίΗυίίοηδ. Οοςηίίίνβ ΤΗβτειρίι ειηά ΒβδβεικΗ, 3 ,161-164.
Μει]θΓ, Β. (1980). Ιηίοπηειίίοη ειοςυίδίίίοη ειηά ειίίτίΗυίίοη ρΓΟοβδδβδ. «/ου/ηο/ ο ί Ρβτζοηδϋίν ειηά 5οοίεά Ρδΐ/εΗοΙο^ν, 39, 1010-1023.
ΜειηάΙβΓ, Ο. & δεατεΐδοη, δ.Β. (1952). Α δίυάν οί ειηχίβίν ειηά 1βεητηίη9. ^χιπιεά ο ί ΑΗηοηηειΙ ειηά 5οοίεύ Ρβι/εΗοΙοογ, 47\ 166-173.
Μειηδδοη, Η.Η. (1969). ΤΗβ Γβίειίίοη οί άίδδοηειηοβ Γβάυοίίοη ίο οο9ηίίίνβ, ρβΓοβρίυειΙ, οοηδυιηπιειίοη/, ειηά 1βεΐΓηίη9 ηηβείδυΓβδ οί ίΗίΓδί. Ιη Ρ. ΖίπιΗεΐΓάο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 289
(Εά.), ΤΗβ εοφιίϋνβ εοηίτοί οί πιοίίνειίίοη (ρρ. 78-97). Οίβηνίβνν, 111.: δοοίί, ΡοΓβδίηειη.
ΜειΑυδ, Η. (1977). δβΙί-δοΗβπιεύει ειηά ρΓθοβδδΐη9 ίηίοητίδίίοη δΗουί ίΗβ δβΐί. ^υτηεύ οίΡβτζοηοΙίίν ειηά 5οάειΙ Ρβι/εΗοΙοεβ/, 35, 63-78.
Μεπτίαΐδ, Η. (1980). ΤΗβ δβΐί ίη ΐΗουφί ειηά νηβχηοη;. Ιη Μ. \Νβ$ηβΐ & Κ.Κ. νεύΙειοΗβΓ (Εάδ.), ΤΗβ δβΐί ίη δοείειΐ ρδΐ/εΗοΙοοι/ (ρρ. 102-130). Νβνν ΥοΑ : ΟχίοΓά ϋηίνβΓδίίν ΡΓβδδ.
ΜειΑυδ, Η. & Κυηάει, Ζ. (1986). δίεΜΐίν ^ηά ηηειΙΙβεΜίίν οί ίΗβ δβΐί-οοηοβρί. ύουτηεά οίΡβτδοηειίίίι/ ειηά 5οείεύ ΡδγεΗοΙοςγ, 51, 858-866.
ΜειΑιΐδ, Η. & Νυήυδ, Ρ. (1986). ΡοδδίΗΙβ δβίνβδ. Ατηβήεειη Ρδΐ/εΗοΙοςίδί, 41, 954-969.
Μει&υδ, Η. & \Λ/αιί, Ε. (1987). ΤΗβ άνηειπιίο δβΐί-οοηοβρί: Α δοοίειΐ ρδνοΗοΙο^οειΙ ρβΓδρβοίίνβ. Αηηιιεύ Κβνίβιν οίΡδγεΗοΙοςγ, 38, 299-337.
Μειητονν, Α.ό. (1938). Ο οβΙ ίβηδίοηδ ειηά Γβοειίΐ: I. ΰουτηεά οί Οβηβτειϊ Ρ5ΐ/εΗοΙθ3¥, 19, 3-35.
Μεΐδίονν, Α.Η. (1954). Μοϋνειϋοη ειηά ρβτδοηειίίίι/. Νβνν ΥογΚ: ΗείφβΓ & Κονν.ΜοΑάειπίδ, Ό.Ρ. (1980). Α ίΗβπιειίΐο οοάίης δνδίβπι ίοΓ ίΗβ ίηίίηηειον ηηοίίνβ.
ο/οιιτηεά οίΚβδβειτεΗ ίη Ρβτδοηεάίίγ, 14, 413-432.ΜοΑάειπίδ, Ο.Ρ. & Οοηδίειηίίειη, Ο.Α. (1983). Ιηίίηηειον ειηά ειίίίΐίειίίοη πιοίίνβδ ίη
άειίΐν 1ίνίη9: Αη βχρβπβηοβ δειπιρ1ίη9 ειηειίνδίδ. υτηειΐ οί Ρβτ5οηει1ίί*/ ειηά δοείειΐ ΡδγεΗοΙοςγ, 45, 851-861.
ΜοΑτίΗιΐΓ, ί.Α . (1972). ΤΗβ Ηονν ειηά ννΗειί οί ννΗν: δοπιβ άβίβΓτηίηθηίδ ειηά οοηδβςυβηοβδ οί οειυδειΐ ειίίήΗυίίοη. ^ιιτηειΐ οί ΡβτδοηειΙίίι/ ειηά 5οείειΐ Ρεγ- εΗοΙο^ 22, 171-193.
ΜοΟΙβΙΙειηά, ϋ.Ο. (1961). ΤΗβ ειεΗίβνίης δοείβίμ. Ρήηοβίοη: νειη Νοδίτειηά.ΜοΟΙβΙΙειηά, Ο.Ο. (1975). Ροινβπ ΤΗβ ίηηβτ βχρβήβηεβ. Νβνν ΥογΚ: Ιινίηοίοη.ΜοΟΙβΙΙειηά, Ο.Ο., Αίΐάηδοη, <Ι.Μ., ΟΙεΑ, ΚΛΛ/, & ίοννβΐΐ, Ε .ί. (1953). ΤΗβ
ειεΗίβνβηηβηί τηοίίνβ. Νβνν ΥογΚ: Αρρ1βίοη-0βηίυη/-0Γθίίδ.ΜοΟΙβΙΙειηά, ϋ.Ο., ϋεινίδ, \Λ/.Β., Κειίίη, Κ., & \Λ/ειηηβΓ, Ε. (1972). ΤΗβ άήηΐάη3
πιειη: ΑΙεοΗοΙ ειηά Ηυτηειη τηοίίνειϋοη. Νβνν ΥογΚ: ΡΓββ ΡΓβδδ.ΜοΟΙβΙΙειηά, Ο.Ο. & Ρίΐοη, Ο.Α. (1983). δοιίΓββδ οί ειάυΐί πιοίίνβδ ίη ρειίίβπΐδ οί
ρείΓβηί ΗβΗεινίοΓ ίη βειάν οΗϋάΗοοά. υτηεώ οί Ρβτδοηειίίίι/ & 5οείειΐ Ρδΐ/εΗοΙοςβ/, 44, 564-574.
ΜοΟΙβΙΙειηά, Ο.Ο. & \Λ7ίηίβΓ, Ο.Ο. (1969). Μοίίνειίίη3 βεοηοτηίε ειεΗίβνβτηβηί. Νβνν ΥογΚ: ΤΗβ ΡΓββ ΡΓβδδ.
ΜοΟοιΐ9ει11, \Α/. (1908). Αη ίηίτοάυείίοη ίο βοείειΐρ5\/εΗο1θ3γ. ίοηάοη: ΜβίΗυβη.ΜβίοΗβηΗειυπι, Ο. (1977). 0θ3ηίίίνβ-ί>βΗεινίοτ τηοάίίίεειίίοη: Αη ίηίβ3τειίίνβ
ειρρτοειεΗ. Νβνν ΥογΚ: ΡΙβηυπι.ΜβνβΓ, Ο.Β. & ΤεινΙοΓ, δ.Ε. (1986). Αάίιΐδίπιβηί ίο τειρβ. «/ουτηειΐ οί Ρβτδοηειίίίν
3ηά δοείειΐ Ρδ\/εΗο1θ33/, 50,1226-1234.ΜβνβΓ, \Α/.-υ. & Ρ1ό9βΓ, Ρ.Ο. (1979). δοΗβίηΗεητ ρείΓειάοχβ \νίΛυη9βη νοη ίοΗ
υηά Τειάβΐ ειυί άίβ ννειΗΓ9βηοΓηπιβηβ βί9βηβ Ηβ9ειΗυη9· Ιη Η. Ρίΐίρρ (Εά.), 5βΙΙ)δϋ<οηζβρί-Ροτ5εΗυη3: ΡτοΗβτηβ, Ββίηηάβ ειηά ΡβτβρβΙάίνβη (ρρ. 221-
290 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
235). 5ίυΚ<33ΐ± Κίβίί-Οοίίε^ΜίοΗοίίβ, Α.Ε. (1946). Ζ-3 ρβκβρίίοη άβ 1& οειιΐδειίίίβ. Ρειπδ: ό. Ρήη.ΜίοΗοίίβ, Α.Ε. & Ρπΐπη, Ε. (1910). Έίυάβ βχρβήιηβηίεύβ δυΓ 1β οΗοίχ νοίοηίεώτβ
βί δβδ εκιίβοβάβηίδ ίΓηηιβάίειίδ. ΑτοΙιίνββ άβ Ρδ^Λο/ο^ιβ, 10,119-299.ΜίΙΙβΓ, Ν.Ε. (1941). ΤΗβ ίηΐδίτειίίοη-εΐ99Γβ55ίοη ΗνροίΗβδίδ. Ρδΐ/οΗοΙο ί̂οειΙ Ββνίβνν,
48, 337-342.ΜίΙΙβΓ, Ν.Ε. (1944). Εχρβπηηβηίειΐ δίυάίβδ οί οοηΠίοί. Ιη <1. V. ΜοΗυηί (Εά.),
Ρβτδοηεάίίγ ειηά ώβ ύβΗεινίοΓειΙ άϊδοτάβτδ (\/ο1. 1) (ρρ. 431-465). Νβνν ΥοΑ : Κοηειίά ΡΓβδδ.
ΜίΙΙβΓ, Ν.Ε. (1948). δίυάίβδ οί ίβεα* είδ ειη ειοςυΐΓ^βΙβ άήνβ: ΡβείΓ είδ πιοίίναίίοη
ειηά ίβεπτ-Γβάυοίίοη 3δ ΓβίηίοΓΟβΓηβηΙ ίη ίΗβ 1βεΐΓηίη9 οί ηβνν Γβδροηδβδ. ϋοιιτηειΐ οί Εχρβήιηβηίεά Ρδ^βΗοΙοςγ, 38, 89-101.
ΜΐδοΗβΙ, Η.Ν. & ΜΐδοΗβΙ, \Ν. (1983). ΤΗβ άβνβίορπιβηί οί οΗϋάΓβη’δ Κηοιν1βά9β οί δβΐί-οοηίτοί δίταίβ9ίβδ. ΟΗίΙά ΩβνβΙορπιβηΙ, 54, 603-619.
ΜΐδοΗβΙ, \Μ. (1961). ϋβίειν οί 9Γθϋίίθ3ίίοη, ηββά ίοΓ ειοΗίβνβηηβηί, ειηά δοςαίβδοβηοβ ίη ειηοίΗβΓ ουΙίυΓβ. ϋουΓηεύ οί Αύηοπηοΐ αηά 5οάεά Ρδΐ/οΗοΙο }̂/, 62,, 543-552.
ΜΐδοΗβΙ, \Ν. (1974). ΡΓοοβδδβδ ίη άβίειν οί 9Γ3Είίοειίίοη. I-· ΒβΑοννίίζ (Εά.), Αάνειηεβδ ίη βκρβήτηβηίοΐ βοοίειΐ ρδνοΗοΙοςμ (\/ο1. 7) (ρρ. 249-292). Νβνν ΥοΑ : Αοειάβιηίο ΡΓβδδ.
Μοηδοη, Τ.Ο. & δην/άβΓ, Μ. (1977). ΑοίοΓδ, οβδβη/βΓδ, αηά ίΗβ ειίίτίΗυίίοη ρΓΟΟβδδ. ύοιιτηεά οί ΕχρβήτηβηίεΛ 5οάεά Ρδ^άιοΙοςμ, 13, 89-111.
Μοητίδδβίίβ, «Ι.Ο. (1958). Αη βχρβηπιβηίεϋ δίυάγ οί ίΗβ ίΗβοιν οί δίτυοίυΓειΙ Ηεύειηοβ. Ηυιηειη Κβίειίίοηδ, 11, 239-254.
Μυητειν, Η.Α. (1938). Εχρίοϊειίίοηδ ίη ρβίδοηειίϋγ. Νβνν ΥοΑ : ΟχίοΓά ϋηίνβΓδίίν ΡΓβδδ.
Νβ\λ/οοηιβ, Τ.Μ. (1956). ΤΗβ ρΓβάίοίίοη οί ϊηίβφβΓδοηειΙ αίίτειοίίοη. Ατηβήεειη ΡδγοΗοΙοβίδί, 11, 575-586.
ΝίοΗοΙΙδ, (1976). ΕίίοΓί ίδ νητίουβ, Ηυί ίί’δ ββίίβΓ ίο Ηεκ/β αβίΐίίν: Ενειίυειίίνβ Γβδροηδβδ ίο ρβΓοβρίίοηδ οί βίίοΓί ειηά ειβίϋίν. «/ουτηεί οί Ρβΐδοηεάίίγ ΚβββειτεΙι, 10, 306-315.
Νίδββίί, Κ.Ε. & ΒοΓ9ίάει, Ε. (1975). Αίίτίβυίίοη ειηά ίΗβ ρβνοΗοΙο^ οί ρΓβάίοίίοη. ^ιιτηεά οί Ρβτδοηεάίίγ ειηά 5οάεά Ρδΐ/εΗοΙοςι/, 32, 932-943.
Νίδββίί, Κ.Ε. & δοΗειοΗίβΓ, δ. (1966). Οθ9ηίίίνβ ηηειηίραίειίίοη οί ρειίη. </ουπΐ3/ οί Εχρβήτηβηίεί δοάειΐ ΡεγοΗοΙοςβ/, 2, 227-236.
Νυίίίη, <Ι.Κ.Λ\ (1985). ΝείΓοίδδίδτη Ηβνοηά Οβδίαΐί αηά ειννεΐΓβηβδδ: ΤΗβ ηεκηβ- ΙβίίβΓ βίίβοί. Ευτορβειη ύοιιτηεά οίδοάειΐ Ρδΐ/οΗοΙοςι/, 15, 353-361.
Νυίίίη, <Ι.Κ.<Ιγ. (1987). ΤΗβ Γβδρβοίίνβ τοίβδ οί οο9ηίίίοη ειηά Γηοίίνειίίοη ίη ΗβΗεινίοΓ Ι̂ άνηαπιίοδ, ίηίβηίίοη, ειηά νοίίίίοη. Ιη Ρ. ΗειΙΙίδοΗ & ΚυΗΙ (Εάδ.), Μοίίνειίίοη, ίηίβηίίοη, ειηά νοίίίίοη (ρρ. 309-320). Νβνν ΥοΑ : δρήη9βΓ-\/βΓΐεΐ9.
Οΐάδ, <ί. & ΜϋηβΓ, Ρ. (1954). Ροδίίίνβ ΓβίηίοΓΟβπιβηί ρΓοάυοβά βν βίβοίτίοειΐ δίί- πιυίειίίοη οί δβρίειΐ εΐΓβει ειηά οίΗβΓ Γβδίοηβ οί τειί 1)Γειίη. ΰοιιτηεά ο ί Οοτηρείΐειύνβ ΡΗι/δίοΙοςίοειΙ Ρ5\/ο1ηο1ο(&, 47, 419-427.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 291
Οη/ίδ, Β.Κ., Κβΐΐβν, Η.Η., & ΒυίΙβΓ, Ό. (1976). ΑίίπΗυίίοηειΙ οοηίΐίοί ίη νοιιη9 οουρίβδ. Ιη <ί.Η. Ηειη/βν, \Ν.ό. ΙοΚβδ, & Κ.Ρ. Κίάά (Εάδ.), Νβ\η άίΓβείίοηδ ίη ειίίτίύυίίοη τβδβευτοΗ (νοί. 1) (ρρ. 353-386). Ηίΐΐδάειίβ, ΜΙ: ΕάΗειιιπι.
Οδςοοά, Ο.Ε. & ΤειηηβηΗειιιπι, Ρ.Η. (1955). ΤΗβ ρπηοίρΐβ οί οοη9τυίίν ίη ίΗβ ρΓβάίοίίοη οί ειίϋίιιάβ οΗειη9β. Ρδ̂ οΗοΙοφοειΙ Κβνίβ\ν, 62, 42-55.
ΟνδίειηΚίηει, Μ. (1928). Οίβ \Λ/ΐβάβΓειιιίηειΗπιβ υηίβΛΓοοΗβηβΓ ΗεΗΐά1υπ9βη. Ρδ\/- οΗοΙο̂ ίδεΗβ ΡοΓδεΗιιης, 11, 302-379.
Ονδβηηειη, Ο. & Μειτίαΐδ, Η. (1990). ΡοδδίΗΙβ δβίνβδ ειηά άβΐίηςυβηα;. </ουΓΠ3/ οί ΡβΓδοηζΙίψ ειηά 5οάοΙ Ρδΐ/οΗοΙοςβ/, 59, 112-125.
ΡβηηβΗειΚβΓ, <ΙΛΛ/. (1985). ΤΓειιιηηειίίο βχρβπβηοβ ειηά ρβνοΗοδοπιειίίο άίδβείδβ: Εχ- ρ1οηη9 ίΗβ τοίβδ οί ΗβΗεινίοιίΓειΙ ίηΗίΗίίίοη, οΗδβδδίοη, ειηά οοηίίάίη9· Οειηει- άίειη Ρδΐ/οΙιοΙοον, 26, 82-95.
Ρβήη, Ο.Τ. (1942). ΒβΗεινίοΓ ροίβηίίειίίίν είδ ει ]οίηί ίιιηοίίοη οί ίΗβ ειπκχιηί οί ίτειίηίη9 ειηά ίΗβ άβ9Γββ οί Ηιιη9βΓ ειί ίΗβ ίίπιβ οί βχίίηοίίοη. ^ιιτηεά οί Εχρβ- ήτηβηίεΛ Ρδΐ/οΗοΙοςι/, 30, 93-113.
Ρίίίτηειη,Τ.5. & Ο Ά 9θδίίηο, Ρ.Κ. (1985). Μοίίνειίίοη ειηά ειίίτίΗυίίοη: ΤΗβ βίίβοίδ
οί οοηίτοί άβρπνειίίοη οη δίΛδβςυβηί ίηίοπηειίίοη ρΓθοβδδΐη9· Ιη <Ι.Η. Ηειη/βν & Ο. \Α/β2ϋτν (Εάδ.), Αίίτ'ώηίίοη: Βειδίο ίδδυβδ ειηά ειρρίίοειΰοηδ (ρρ. 117-141). Νβνν Υ ογΚ: Αοειάβπιίο ΡΓβδδ.
ΡτβηηειοΚ, Ό. (1959). Τοννειτά βπιρίποειΐ ΗβΗεινίοτειΙ Ιειννδ. I. Ροδίίίνβ Γβίηίοτοβ- πιβηί. Ρδΐ/εΗοΙοφοειΙ Ηβνίβιν, 66, 219-233.
ΡΓβηηειοΚ, Ο. (1971). ΟειίοΗίη9 υρ ννίίΗ οοπιηηοη δβηδβ, ογ ίννο δίάβδ οί ει 9β~ ηβΓειΙίζειίίοη: Κβίηίοτοβπιβηί ειηά ρυηίδΗπιβηί. Ιη ΟΙείδβΓ, Κ. (Εά.), ΤΗβ ηειίυΓβ οί ΐβίηίοταβτηβηί. Νβνν Υ ογΚ: Αοειάβηηίο ΡΓβδδ.
ΡτίΗτειπι, Κ.Η. & ΜοΟιιίηηβδδ, Ό. (1975). Ατουδειΐ, πιοίίνειίίοη, ειηά βίίοΓί ίη ίΗβ οοηίτοί οί ειίίβηίίοη. Ρδΐ/οΗοΙοφοειΙ Ηβνίβπ/, 82, 116-149.
ΚειοΗΙίη, Η. (1976). ΒβΗεινίοΓ ειηά Ιβειηιίη .̂ 5ειη Ρτειηοίδοο: ΡΓββΓηειη.ΚειρειροΓί, ϋ. & Οίΐΐ, Μ. (1967). ΤΗβ ροίηίδ οί νίβνν ειηά ίΗβ είδδυπιρίίοηδ οί
ΓηβίειρδνοΗο1θ9ν· Ιπ Μ. Οίΐΐ (Εά.), ΤΗβ οοΙΙβοίβά ρεφβτβ οί ΰεινίά Κειρειροιί (795-811). Νβνν ΥοτΚ: Βειδίο ΒοοΚδ.
ΚεινηοΓ, <1.0. (1969). Ριιίιιτβ οπβηίειίίοη ειηά πιοίίνειίίοη οί ίπιπιβάίειίβ ειοίίνίίν: Αη βίειβοτειίίοη οί ίΗβ ίΗβοτν οί ειοΗίβνβπιβηί πιοίίνειίίοη. Ρδχ/οΗοΙοφοεά Ηβ- νίβ\ν, 76, 606-610.
ΚεινηοΓ, <1.0. (1970). ΚβΙειίίοηδΗίρ Ηβίννββη ειοΗίβνβπιβηί-ΓβΙειίβά πιοίίνβδ, ίυίιιτβ
οπβηίειίίοη, ειηά ειοειάβπιίο ρβΓίοπηειηοβ. ^ιιτηεά οί Ρβΐδοηεάϋγ ειηά 5οάεΛ Ρδ\/οΗο1ο<£/, 15, 28-33.
Κθ9βΓδ, Ο.Κ. (1951). ΟΙίβηί-οβηίβΓβά ίΗβτειρν. Βοδίοη: Ηοιΐ9Ηίοη ΜίίΗίη.Κθ9βΓδ, Ο.Κ. (1959). Α ίΗβοτν οί ίΗβτειρν, ρβΓδοηειΙίίν ειηά ίηίβφβτδοηειΐ Γβ-
ΙειίίοηδΗίρδ είδ άβνβίορβά ίη ίΗβ οΙίβηί-οβηίβΓβά ίτειπιβννοΓΚ. Ιη 5. ΚοοΗ (Εά.), ΡδγαΗοΙοον: Α δίυάγ οί ει δάβηοβ (\/ο13: Ροηηυίειίίοηδ οί ίΗβ ρβτδοη ειηά ίΗβ βοάειΐ οοηίβχί]. Νβνν ΥοτΚ: ΜοΟτεινν-ΗίΙΙ.
Κθ9βΓδ, Ο.Κ. (1961). Οη ύβοοτηίη ̂ει ρβτβοη. Βοδίοη: Ηοϋ9Ηίοη Μίίίΐίη.Κθ9βΓδ, Ο.Κ. (1973). Εηοοηηίβΐ ςρουρδ. ΗειηηοηάδννοτίΗ: Ρβη9ΐιίη.
292 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΚοδβηΗαυπι, Κ.Μ. (1972). Α άίτηβηδίοηεά ειηειίι/δίδ οί ώβ ρβΐεβίνβά εβιΐδβδ οί βυεεβββ ειηά ίοΆηϊβ. υηριΛΙίδΗβά άοοίοταί ίΗβδίδ. ίοδ Αη9β1βδ: υηίνβΓδίίν οί Οαΐίίοπιία.
Κοδβηζννβί9, 5. (1943). Αη βχρβππιβηίαΐ δίυάν οί “Γβρτβδδίοη” ννίΐΗ δρβοίαΐ γθ- ίβΓβηοβ ίο ηββά-ρβΓδίδίίνβ αηά β9θ-άβίβηδίνβ τβαοίίοηδ ίο ίηΐδίταίίοη. ^υιτηειΐ οί Εχρβήτηβηίεά Ρβι/εΗοΙοεβ/, 32, 64-74.
Κοδδ, ί . (1977). ΤΗβ ίηίιιίίίνβ ρδνοΗο1θ9ίδί αηά Ηίδ δΗοιτί-οοΓηίη9δ: Οίδίοτίίοηδ ίη ίΗβ αίίπβυίΐοη ρΓοοβδδ. Ιη ί . ΒβΑοννίίζ (Εά.), Αάνειηεβδ ίη βχρβήπιβηίειΐ εοείειΐ ρδ\/εΗο1οςι/ (νοί. 10) (ρρ. 173-220). Νβνν ΥοΑ : Αοαάβπιίο ΡΓβδδ.
Κοδδ, ί., ΒίβΛΓαυβΓ, Ο., & Ροΐΐν, 5. (1974). ΑίίτίΗυίίοη οί βάυοαϋοηαΐ ουίοοπιβδ Ην ρΓοίβδδίοηαΙ αηά ηοη-ρΓοίβδδίοηαΙ ίηδίηιοίοΓδ. ΰουτηοΐ οί ΡβΓδοηβΙίίι/ ειηά 5οάειΐ Ρδΐ/εΗοΙοφτ, 29, 609-618.
Κοδδ, Μ. & Οίδοη, <Ι.Μ. (1981). Αη βχρβοίαηον-αίίτίΗυίίοη πιοάβΐ οί ίΗβ βίίβοίδ οί ρΙαοβΗοδ. ΡεγοΗοΙοβίοειΙ Ηβνίβιν, 88, 408-437.
Κοδδ, Μ. & δίοοίν, Ρ. (1979). Ε9θθβηίτίο Ηίαδβδ ίη αναίΙαΗίΙίίν αηά αίίτίΗυίίοη. Λ>υπιειΐ οί Ρβΐδοηεάίίγ ειηά Βοάειΐ Ρδΐ/εΗοΙο®/, 37, 322-336.
ΚοίΗ, 5. & Βοοίζίη, Κ.Κ. (1974). Είίβοίδ οί βχρβππιβηίαΐΐν ίηάυοβά βχρβοίαηοίβδ οί βχίβτηαΐ οοηίτοί: Αη ίηνβδίί9αίίοη οί Ιβαπιβά Ηβίρίβδδηβδδ. ΰοιίΐηεά οίΡβΐδο- ηειίίίι/ ειηά 5οείειΐ Ρβγείιοΐοογ, 29, 253-264.
ΚοίίβΓ, <Ι.Β. (1966). ΟβηβΓαΙίζβά βχρβοίαηοίβδ ίοτ ίηίβτηαΐ νβΓδυδ βχίβπιαΐ οοηίτοί οί ΓβίηίοΓΟβηιβηί. Ρεγείιοΐοφεβΐ Μοηο^τειρΗδ (\λ/Ηο1β Νο. 609), 80, 1-28.
5α&, ί . (1962). ΜοίΗβτ’δ ΗβατίΗβαί αδ αη ίπιρπηίίη9 δίίπιιιΐιΐδ. Ττειηδειείίοηδ οί ώβ Νβιν ΥοΓίζ Αεειάβηηι/ οίδείβηεβδ, 24, 753-763.
δα&, 1~ (1966). ΤΗοιΐ9Ηίδ οη ίΗβ οοηοβρί οί ίπιρπηίίη9 αηά ίίδ ρΐαοβ ίη βαάν Ηυητιαη άβνβίορπιβηί. Οειηειάίειη Ρδΐ/εΗίειίτίε Αδδοείειϋοη Λουπια/, 11 (δυρρίβ- ιτιβηί), 295-305.
δαταδοη, Ι.Ο. & δπιίίΗ, Κ.Ε. (1971). ΡβΓδοηαΙίίν. Αηηιιεά Κβνίβιν οίΡδ\/εΗο1οςβ/,22, 393-446.
δοΗαοΗίβτ, δ. (1964). ΤΗβ ίηίβταοίίοη οί οο9ηίίίνβ αηά ρΗ\/δίο1θ9ίοα1 άβίβτ- πιίηαηίδ οί βπιοίίοηαΐ δίαίβ. Ιη ί . ΒβΑοννίίζ (Εά.), Αάνειηεβδ ίη βχρβήτηβηίειΐ δοείάΐ ρβγείιοίος}/ (ρρ. 49-80). Νβνν ΥοΑ : Αοαάβπιίο Ρτβδδ.
δοΗαοΗίβτ, δ., Οοΐάτηαη, Κ., & Οοτάοη, Α. (1968). Είίβοίδ οί ίβατ, ίοοά άβρπ- ναίίοη, αηά οββδίίν οη βαίίη9· ο/ουπια/ οί ΡβΐδοηεάΙψ οηά 5οείεά ΡβγεΗοΙοςβ/, 10, 107-116.
δοΗβίβτ, Μ.Ρ. & Οαη/βΓ, Ο.δ. (1983). δβΐί-άίτβοίβά αίίβηίίοη αηά ίΗβ οοπιραήδοη
οί δβΐί ννίίΗ δίαηάατάδ. ΰοιιπιεΛ οί Εχρβήτηβηίεά δοείειΐ Ρδΐ/εΐιοΐοον, 19,205-222.δοΗβίβτ, Μ.Ρ., Οαη/βΓ, Ο.δ., & ΟίΙΛοηδ, Ρ.Χ. (1981). δβΐί-ίοοιίδβά αίίβηίίοη αηά
Γβαοίίοηδ ίο ίβατ. Λουπια/ οίΚβδβειτεΗ ίη Ρβτδοηεάίίγ, 15, 1-15.δοΗυηΚ, Ο.Η. (1983). ΑΗίΙίίι; νβΓδυδ βίίοΓί αίίτίΗυίίοηαΙ ίββάΗαοΚ: Οίίίβτβηίίαΐ
βίίβοίδ οη δβΐί-βίίίοαον αηά αοΗίβνβπιβηί. Λουπια/ οί Εάυεειϋοηειΐ Ρδΐ/εΗοΙο^, 75, 848-856.
δάοΓονν, ί.Μ . (1993). Ρδ\/εΗο1ο<£?. ΟυΗυςιιβ, Ιοννα: Βτοννη & ΒβηοΗπιαΑ.δββ9βΓδ, Ο. & ΒοβοΚατίδ, Μ. (1993). ΤαδΚ τηοίίναίίοη αηά πιαίΗβπιαίίοδ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 293
ειοΗίβνβηηβηί ίη ειοίυειΐ ίεΐδΚ δΐίυειίίοηδ. Εβειηιίη ̂ειηά Ιδίτυοίΐοη, 3, 133-150. δβ1ί9πιειη, Μ.Ε.Ρ. (1975). Ηβίρίβδδηβδδ: Οη άβρτβδδίοη, άβνβίορτηβηί, ειηά άββώ.
δειη Ρ^ηοίδοο: ΡΓββπιειη. δβΐζ, Ο. (1910). Οίβ βχρβππιβηίβΐΐβ ϋηίβΓδυοΗιιη9 άβδ \Λ/ΐ11βηδει1{ίθ5. Ζβ/ίδοΛπΑ
Ά γ Ρδΐ/εΗοΙοςίβ, 57, 241-270. δβίει, ^. (1982). ΤΗβ ίπιρειοί οί οοηηρειπδοη ριτοοβδδβδ οη οοειοίοΓδ’ ίεΐδΚ ρβΓ-
ίοιτηειηοβ. ΰοχίΐηεά οί ΡβΐδοηεΛΰν &ηά 5οάεύ Ρδΐ/οΗοΙοου, 42, 281-291. δΗεινβΓ, Κ.(3. (1970). ϋβίβηδίνβ ειίίπΗιιίίοη: Είίβοίδ οί δβνβπίν ειηά τβίβνειηεβ οη
ίΗβ ΓβδροηδίΗίΙίίν εΐδδί9ηβ(1 ίοΓ ειη ειοοίάβηί. ΰοαττηβΐ οί ΡβΓδοηειΙϋγ ειηά 5οάειΐ Ρδΐ/οΗοΙο^ν, 14, 101-113.
δΗβίίίβΙά, Ρ.Ο. (1966). Α άπνβ-ίηάυοίίοη ίΗβοη/ οί ΓβίηίοΓοβπιβηί. Ιη Κ.Ν. ΗειΗβΓ (Εά.), Οιιπβηί ΐβδβοτάη ίη ηηοϋνειΰοη. Νβνν ΥογΚ: Ηοΐί, ΚβίηΗεητί & \Λ/ίηδίοη.
δΗίρΙβν, Τ.Ε. & \/βΓθίί, ^. (1-952). Α ρΓοίβοίίνβ πιβείδυΓβ οί ηββά ίοΓ ειίίϋίειίίοη.Λυπίδ/ οίΕχρβήτηβηίειΙ ΡεγεΙιοΙο^}/, 43, 349-356.
δίη9βΓ, Κ.ϋ. & δίη9βΓ, Α. (1969). Ρδΐ/οΗοΙοφοεύ άβνβίορτηβηϋη εΜΙάΐβη. ΡΗίΙει- (ΙβΙρΗίει, Ρβηη.: δειιιηάβΓδ.
δΚΐηηβΓ, Β.Ρ. (1938). ΤΗβ ύβΗεινίοΓ οί ΟΓ̂ ειηίδΓΓίδ. Νβνν Υ ογΚ: Αρρίβίοη-Οβηίυη/- &οήδ.
δΚίηηβΓ, Β.Ρ. (1953). 5άβηεβ ειηά Παπιβη ύβΗεινΐοΓ. Νβνν Υ ογΚ: Μειοπιίΐίειη. δΚίηηβΓ, Β.Ρ. (1966). ΤΗβ ρΗν1θ9βην ειηά οηίθ9βην οί ΗβΗεινίοΓ. 5άβηοβ, 153,
1205-1213.δπιβάδΙιιηά, <1. (1963). ΤΗβ οοηοβρί οί οοητβίειίίοη ίη ειάυΐίδ. 5οειηάιηείνίειη ΰοιίΓ-
ηειΐ οί Ρδΐ/οΗοΙοο/, 4, 165-173. δηνάβΓ, Ο.Κ. & Ηΐ99ίπδ, Κ.ί. (1988). Εχοιίδβδ: ΤΗβίΓ βίίβοίίνβ τοίβ ίη ίΗβ ηβ9θ-
ίίειίίοη οί Γβειίίίν. Ρδ\/οΗο1οςκεΛ ΒηΙΙβϋη, 104, 23-35. δοΐοπιοη, Κ.1-. & \λ/νηηβ, ί.Ο . (1954). ΤΓεαιπιειίίο εινοίάειηοβ 1βειπιίη9: ΤΗβ ρπη-
οίρίβδ οί ειηχίβίν οοηδβη/ειίίοη θηά ρείΓίίειΙ ίητβνβΓδίΗίΙίίν. Ρδΐ/εΐιοΐοφοβΐ Κβνίβιν, 61, 353-385.
δρβηοβ, Κ.\Ν. (1958). Α ίΗβοη/ οί βπιοίίοηειίΐν Ηεΐδβά άήνβ (Ο) ειηά ίίδ Γβίειίίοη ίο ρβϊίοπηειηοβ ίη δίπιρίβ 1βεΐΓηίη9 δίίαειίίοηδ. ΑτηβήοΒη Ρδΐ/εΗοΙο ΐ̂δί, 13,131-141.
δρίβ1ΗβΓ9βΓ, Ο.ϋ. & δπιίίΗ, Ι-.Η. (1966). Αηχίβίν (άπνβ), δίτβδδ, ειηά δβήειί-ροδί- ίίοη βίίβοίδ ίη δβπειΙ-νβΛειΙ Ιβειπιίη9. ^ΠΓηειΙ οί ΕχρβήτηβηίειΙ Ρβι/εΗοΙο^ 72, 589-595.
δίβίηβΓ, Ι.Ό. & ΡβίβΓδ, δ.Ο. (1958). Οοηίοιτηίίν ειηά ίΗβ Α-Β-Χ πιοάβΐ. ^ητηοί οί ΡβΓδοηζΙϋλ/, 26, 229-242.
δίοπηδ, Μ.Ο. & ΝίδΗβίί, Κ.Ε. (1970). Ιηδοηιηίει ειηά ίΗβ ειίίήβυίίοη ρΓοοβδδ.Λ )ΐιτηεά οί ΡβΓδοηάΙίίι/ ειηά 5οάειΐ Ρδ^εΗοΙοςι/, 16, 319-328.
ΤεινΙοΓ, όΑ. (1953). Α ρβΓδοηειΙίίν δοειίβ οί πιειηίίβδί ειηχίβίν. ^ιιτηειΐ οίΑύηοππεά & 5οάειΐ Ρδΐ/οΐιοίοςβ/, 48, 285-290.
Τεκ/ΙοΓ, ^Α. (1956). ϋπνβ ίΗβοη/ ειηά πιειηίίβδί ειηχίβίν. ΡδγεΗοΙοςίεειΙ ΒυΙΙβϋη, 53, 303-320.
ΤεινΙοΓ, δ.Ε. & ΡίδΚβ, δ.Τ. (1975). Ροίηί οί νίβνν ειηά ρβΓΟβρίίοη οί οειιΐδειίίίν. </οιιτηεά οί ΡβτβοηεΛϋ\/ ειηά ΒοάειΙ Ρδΐ/εΗοΙοςι/, 32, 439-445.
294 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
ΤανΙοΓ, 5.Ε., \Λ/οοά, <ΙΛ/., & ϋοΗίτηαη, Κ.Κ. (1983). Ιί οουΐά ββ ννοΓδβ: δβίβοίίνβ βναΐυαίίοη αδ α Γβδροηδβ ίο νΐοίίηηίζαίίοη. ύοιιτηειΐ οίδοείεά Ιββυβδ, 39, 19-40.
ΤβδδβΓ, Α. (1988). ΤονναΓά α δβΐί-βναίιιαίίοη ηηαίηίαηοβ τηοάβΐ οί δοοίαΐ ΗβΗανίοΓ. Ιη ί . ΒβΑοννίίζ (Εά.), Αάνειηεβδ ίη βχρβήχηβηίεί βοείειΐ ρβγεΗοΙοογ (\/ο1. 21) (ρρ. 181-227). Νβνν ΥοΑ : Αοαάβπιίο ΡΓβδδ.
ΤβίΙοοΚ, Ρ.Ε. (1985). Αοοουηίαβίΐίίν;: Α δοοίαΐ οΗβοΚ οη ίΗβ ίαηάαπιβηίαΐ αί- ίτίβυίίοη βητοΓ. 5οάει1 Ρδ$/εΗοΙο<£/ Ουβήβήι/, 48, 227-236.
ΤΗοπιάίΚβ, Ε .ί. (1911). Αηίπίεά ίηίβΐΐίςβηεβ. Νβνν ΥοΑ : ΜαοΜίΠαη.ΤΗοφβ, \ν.Η. (1963). 1~β3Γηίη<3 ειηά ίηδϋηεί ίη ειηίπιεάδ. ΟαηηΗπάδβ, Μαδδ.:
Ηαη/αΓά υηίνβΓδίίν ΡΓβδδ.ΤίηΗβΓ9βη, Ν. (1951). ΤΗβ δίυάγ οί ίηδϋηεί. ΟχίοΓά: ΟχίοΓά υηίνβΓδίίν; ΡΓβδδ.Τοίπιαη, Ε.Ο. (1932). Ρχιτροδίνβ ΗβΗεινϊοΓ ίη αηι/τ7α/5 ειηά τηβη. Νβνν ΥοΑ :
Αρρίβίοη-Οβηίυη/.Τοίπιαη, Ε.Ο. & Ηοηζί9, Ο.Η. (1930). Ιηίτοάυοίίοη αηά Γβηβνναΐ οί ΓβνναΓά, αηά
τηαζβ ρβΓίοπτηαηοβ ίη ταίδ. ΒβΑβΙβγ: ϋηίνβΓδίϋ/ οί Οεάίίοττηίει ΡιιύΙίοΒίίοη ίη ΡδγεΗοΙοςγ, 4, Νο. 19, 267.
ΤΓβναΓίΗβη, Ο. (1992). Κίνητρα γνώσης και συνεργασίας στη βρεφική ηλικία. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (Επ.εκδ.), Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων (σσ. 33-48) (μετάφραση: Μ. Σόλμαν). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Ττοΐαηά, ί.Τ . (1928). ΤΗβ ίυηάζπιβηίειίδ οίΗυηαζη τηοίίνεΛίοη. \/αη Νοδίταηά.ΤΓορβ, Υ. (1986). Ιάβηίίίίοαίίοη αηά ίηίβΓβηίίαΙ ρΓοοβδδβδ ίη άίδροδίΒοηαΙ αί-
ίπΗιιίϊοη. Ρδ^εΗοΙο^ίεζΙ Κβνίβιν, 93, 239-257.\λ/αοΗδ, Τ.Ο., ϋ ζ9ίπδ, I., & Ηιιηί, <1. Μο\/. (1971). Οθ9ηίίίνβ άβνβίορπιβηί ίη
ίηίαηίδ οί άίίίβΓβηί α9β Ιβνβίδ αηά ίτοτη άίίίβΓβηί βηνίΓοηηαβηίαΙ ΗαοΚ^ουηάδ: Αη βχρΙοΓαίοη; ίηνβδίί9αίίοη. ΜβπίΙΙ-ΡεΛπιβΐ Ουζιϊβήι/, 17, 283-317.
\Λ/αίδοη, ^.Β. (1913). Ρδν;οΗο1θ9Υ αδ ίΗβ ΗβΗανίοπδί νίβννδ ίί. ΡδγεΗοΙο&εειΙ Ηβνίβιν, 20, 158-177.
\Λ/αίί, Η .3. (1905). Εχρβπηηβηίβΐΐβ Ββίίτ^β ζιι βίηβΓ ΤΗβοπβ άβδ ΟβηΚβηδ. ΑτεΗίν ίϋτ άίβ Οβεειηηίβ ΡδγεΗοΙοφβ, 4, 289-436.
\Νβαη/, β . (1980). Αίίβοί αηά β9θίίδπι αδ πιβάίαίοΓδ οί 1>ίαδ ίη οαιΐδαί αίίτίΗαίίοηδ. «/ουΓηα/ οίΡβΓδοηοΙίίγ ειηά 5οείεά Ρδ\/εΗοΙο<&, 38, 348-357.
\Λ/βαη;, Ο., δίαηΐβν, Μ.Α., & Ηαη/βν;, ^Η . (1989). Αίίτίύυίίοη. Νβνν ΥοΑ : δρπη9βΓ-\/βΓΐα9.
ν/βίηβΓ, Β. (1965). Νββά αοΗίβνβπιβηί αηά ίΗβ Γβδίιηηρίίοη οί ίηοοπιρίβίβά ίαδΚδ. ^υπίδΐ οίΡβΓδοηάΙίίγ ειηά δοείειΐ ΡδγεΗοΙοφ/, 1, 165-168.
\Λ/βίηβΓ, Β. (1972). ΤΗβοήβδ οίπιοϋνειΰοη. ΟΗίοα9ο: ΜαΑΗαπι. \λ/βίηβΓ, Β. (1974). ΑεΗίβνβτηβηίπιούνεΑίοη ειηά ειίίτίΗυίίοη ίΗβοη/. Μοητίδίοννη,
Ν<1: Οβηβταί ίβαΓηίη9 ΡΓβδδ.\νβίηβΓ, Β. (1979). Α ίΗβοη; οί ηποίίναίίοη ίοΓ δοπιβ οΙαδδΓΟΟίη βχρβπβηοβδ.
Κουπιά/ οίΕάυεειίίοηειΙ Ρδ\/εΗο1ο<£/, 71, 3-25.\Λ/βίηβΓ, Β. (1983). δοπιβ ίΗοι^Ηίδ αβουί ίββ1ίη9δ. Ιη δ.<3. Ραπδ, (3.Μ. ΟΙδοη, &
Η.\Λ/. δίβνβηδοη (Εάδ.), Ι^βεχηίη ̂ειηά ηΊοίίνειίίοη ίη ίΗβ εΐεΐδδΐοοτη (ρρ.165-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 295
178). Ηίΐΐδάειίβ, ΜΙ.: ΕΗβειυπι.\ΝβϊηβΥ, Β. (1985). Ηυπ\ειη ηηοίίνδϋοη. Νβνν ΥογΚ: 5ρΓίη9βΓ-\/βΓΐεΐ9.\Λ/βίηβτ, Β. (1985α). Αη ειίίτίΗυίίοηθΙ ίΗβοη; οί εκ:Ηίβνβπιβηί πιοίίνειίίοη ειηά
βτηοίίοη. Ρβι/εΗοΙο&εεύ Κβνίβ\λ/, 92, 548-573.\Α/βίηβΓ, Β. (19856). “δροηίειηβοιίδ” οειιΐδειΐ ίΗίηΚίη9· Ρδΐ/εΗοΙο&εζΙ ΒιχΙΙβϋη, 97,
74-84.Μβίηβτ, Β. (1986). Αη ειίίτίύυίίοηειΐ ίΗβοη/ οί πιοϋνειίίοη ειηά βτηοϋοη. Νβ\λ/
ΥογΚ: 5ρππ9βΓ-\/βΓΐ39·\Λ/βίηβΓ, Β., Ρήβζβ, Ι.Η., ΚυΗει, Α., Κββά, I-., Κβδί, 5., & ΚοδβηΗειυπι, Κ.Μ.
(1971). Ρβτεβίνίη2 ίΗβ εειιΐδβδ οί δυοοβδδ ειηά ίοΆυτβ. Νβνν ΥογΚ: Οβηβτειΐ 1-βεΐΓηίη9 ΡΓβδδ.
\Λ/βίηβτ, Β. & ΚυΜει, Α. (1970). Αη θίίηΗυίΐοηειΙ ειηειίνβίδ οί ειοΗίβνβπιβηί ηιοίίνδίΐοη. ύουηιεά οί Ρβτβοηεάίίι/ ειηά 5οάει1 Ρδΐ/εΗοΙοογ, 15, 1-20.
\Λ/βίηβτ, Β. & Ροίβρειη, Ρ.Α. (1970). ΡβΓδοηειΙίίν οΗεητειοίβπδίίοδ ειηά ειίίβοίίνβ Γβειοίίοηδ ίοννειτά βχειπίδ οί δυρβποΓ ειηά ίειί1ίη9 οο11β9β δίυάβηίδ. ύοιιπιεά οί ΕάχιεειύοηεΛ Ρδΐ/οΗοΙο^, 61, 144-151.
\Λ/βίηβΓ, Β., Καδδβΐΐ, Ο., & Ι-βππειη, Ώ. (1978). Αίίβοίίνβ οοηδβςιιβηοβδ οί οειιΐδειΐ είδοήρίίοηδ. Ιη «Ι.Η. Ηαη/βν, \Λ/.<Ι. ΙοΚβδ, & Κ.Ρ. Κίάά (Εάδ.), Νβιν ά ’πβεϋοηδ ίη ειίίτίύυίοη τβδβ&νεΗ (νοί. 2) (ρρ. 59-90). Ηίΐΐδάειίβ, ΜΙ: ΕΗΗειαΓη.
\Λ/βίηβτ, Β., ΚυδδβΗ, Ο., & Ι-βππειη, Ο. (1979). ΤΗβ οο9ηίίίοη-βηηοίίοη ρτοοβδδ ίη ειοΗίβνβΓηβηί-ΓβΙειίβά οοηίβχίδ. ^υτηεά οί ΡβΓδοηειΙϋγ ειηά 5οάειΐ Ρδ\/εΗο1θ($/,
- 37,1211-1220.\Λ/βίδδ, Κ.5. (1975). ΜειήίειΙ δβρείΐειίίοη. Νβνν ΥογΚ: Βειδίο ΒοοΚδ.\λ/ίοΗυηά, Κ.Α. & Οοΐίννίίζβτ, Ρ.Μ. (1982). 5ι/ηιύο1ίε δβΐί-εοτηρίβϋοη. Ηίΐΐδάειίβ,
ΜΙ: Ετίβεαιπι.Μίΐΐίεκηδ, 5.Β. (1938). Κβδίδίειηοβ ίο βχίίηοίίοη είδ ει ίαηοϋοη οί ίΗβ ηαηηΗβΓ οί
ΓβίηίοΓΟβπιβηίδ. ^ιιτηεΛ οί Εχρβήπιβηίειΐ Ρδ\/εΗο1ο<£/, 23, 506-521.\Λ/ί11δ, Τ.Α. (1981). Οοννηννειτά οοηπρειπδοη ρπηοίρίβδ ίη δοοίειΐ ρδ\/οΗο1θ9ν·
Ρβι/εΗοΙοςίεειΙ ΒυΙΙβϋη, 90, 245-271.\Λ/ί1δοη, Τ.Ο. & υηνϋΐβ, Ρ.\Λ7. (1982). ΙπιρΓονίη9 ίΗβ ειοειάβηηίο ρβΓίοπηειηοβ οί
οο11β9β ίτβδΗπιβη: ΑίίπΗυίίοη ίΗβτειρν Γβνίδίίβά. Λουπιειΐ οί ΡβΓδοηοΙϊίγ ειηά Βοείειΐ ΡδγεΗο1ο<£/, 42, 367-376.
ννϋδοη, Τ.ϋ. & ϋηνίΐΐβ, Ρ.\Λ/. (1985). ΙπιρΓονίη9 ίΗβ ρβΓίοπηειηοβ οί οο11β9β ίτβδΗπιβη ννίίΗ ειίίτίΗυίίοηειΙ ίβοΗηίςαβδ. ο/ουιηειΐ οί ΡβΓδοηεάιίγ & 5οείειΐ ΡβγεΗοΙοφ/, 49, 287-293.
\Α/ίηίβτ, Ό.Ο. (1973). ΤΗβ ρο\λ/βΓ τηοίίνβ. Νβνν ΥογΚ: ΤΗβ Ρτββ ΡΓβδδ.\Λ/Ηίίβ, Κ.\ν. (1959). Μοίίνειίίοη Γβοοηδίάβτβά: ΤΗβ οοηοβρί οί οοπιρβίβηοβ.
Ρδΐ/εΗοΙοςίεειΙ Κβνίβιν, 66, 297-333.\Λ/οη9, Ρ.Τ.Ρ. & \Νβϊηβτ, Β. (1981). \Α/Ηβη ρβορίβ είδΚ “ννΗν/’ ςιιβδίίοηδ, ειηά ίΗβ
Ηβαήδίίοδ οί ειίίτίΗαίίοηειΙ δβειτοΗ. Λ >υπιειί οί ΡβΓδοηειΙίίι/ ειηά δοείειΐ Ρδΐ/εΗοΙοςρ/, 40, 650-663.
\Λ/π9Ηί, Κ.Α. & ΒΓβΗπι, <Ι.\ν. (1984). ΤΗβ ίπιρειοί οί ίεΐδΚ άίίΓιουΙίν; υροη ρβτ- οβρίίοηδ οί εϋτοαδβΐ ειηά 90οί βίίτειοίίνβηβδδ ίη ειη εη/οίάειηοβ ρειτειάί9πι. Μοίί-
296 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
νζίΐοη 3ηά ΕΐΏοϋοη, 8, 171-181. λΑΛιφί, Κ.Α. & ΒΓβΗπι, ^λΝ. (1989). ΕηβΓ9Ϊζαύοη αηά 90οί αίίταείίνβηβδδ. Ιη Ε.Α.
Ρβη/ίη (Εά.), Οοεά εοηεβρί5 ίη ρβΓβοηεύΰι/ ειηά εοάβίΐ ρει/εΗοΙο^ν (ρρ. 169- 210). Ηίΐΐδάειίβ, Ν<1: ΕΛ^υτη.
Υθητονν, 1~<Ι., Κυ&βηδίβίη, <Ι.Ε., ΡβάβΓδβη, Ρ.Α. & «ΙειηΚοννδΚί, (1972). Οί- πιβηδίοηδ οί βείΓΐγ δϋηααίθίίοη ειηά ίΗβίΓ άίίίβΓβηϋειΙ βίίβοίδ. ΜβπίΙΙ-ΡείΙτηβΐ Ουζήβήι/, 18, 205-218.
ΥβΑβδ, Κ.Μ. & ϋοάδοη, (1908). ΤΗβ Γβίειϋοη οί δίτβη9ΐΗ οί δίΐπιαίυδ ίο Γει- ρίάίίν οί Η^βίΐ-ίοπτιειίίοη. ΰο\ιη\ο1 οί ΟοηιρείΓειϋνβ οηά ΝβυΓοΙοφοβΙ Ρει/οΗο- 1ο&, 18, 459-482.
Υουη9, Ρ.Τ. (1936). Μοίίνεάϊοη οί ΗβΗεινΐοΓ: ΤΗβ ήχηάεαηβηίεΛ άβίβπηίηειη{$ οί Ηυπιειη ειηά ειηίπίδΐ δεϋνϋμ. Νβνν ΥοΑ : \Λ/ί1βν/.
Ζει]οηο, Κ.Β. (1968). Οθ9ηϋίνβ ίΗβοπβδ ίη δοαειΐ ρδν/οΗοΙο^· Ιπ Ο. ϋηάζβν & Ε. Ατοηδοη (Εάδ.), ΤΗβ Ηειηάύοο1< οί εοάειΐ ρει/οΗοΙο^ (\/ο1. 1) (ρρ. 320-411). Κβειάίη9, Μεΐδδ.: Αάάίδοη-\Α/βδ1βν.
Ζβί99πιίΚ, Β. (1927). ϋββΓ άειδ ΒβΗειΙίβη νοη βΓΐβάί9ίβη αηά ιιηβΗβάΐςίβη Ηειηά- 1αη9βη. ΡδγβΗοΙοφδεΗβ ΡοτεοΠυης, 9,1-85.
ΖίιηβείΓάο, Ρ.Ο. (1969). ΤΗβ εο^ηϋίνβ εοηίτοί οί πιοΰνείϋοη. Οίβηνίβνν, 111.: δεοϋ, ΡοΓβδπιειη.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΘΕΜΑΤΩΝ
Άγχος 67, 85- ηθικό 67- νευρωτικό 67- πραγματικότητας 68
Αίτια 15-16, 29,165- άμεση 171- αναγκαία 184- έμμεση 171- επαρκής 184- καθ’ ολοκληρίαν 172- λεπτομερειακή 171- παλιά 172- πρόσφατη 172
Αίτιο- ποιητικό 16- τελικό 16, 20, 82
Αιτιολογικοί προσδιορισμοί 165-167- απλοϊκοί 168- ατομισμός 176- και διαπροσωπικές σχέσεις 216-218- διαστάσεις 196-201
- έλεγχος 197-198- τόπος 196- πρόθεση 198- σταθερότητα 196,197
- διεργασίες 168,177- δυσκολία 170- δυσλειτουργική συμπεριφορά 225-
231- ηδονιστική σχέση 176- θεμελιώδες σφάλμα 190- θεραπευτική χρήση 211-213- θυματοποίηση 219- κίνητρα 191- κοινωνική αποδοχή 174- μέτρηση 186- μη κοινά αποτελέσματα 174, 175- μοντέλο συμμεταθολής 178-182- μοντέλο συσχηματισμού 182-184- προκατάληψη 186-187- προσδοκία 186-188- συναισθήματα 192, 198-201, 229- υγεία 219-231- φύση 186- χρόνος 186,187
Αμοιβή 83
Άμυνα 63- αντιληπτική 65
Αμυντικοί μηχανισμοί 65, 67- αντιδραστικός σχηματισμός 66- άρνηση 67, 270- απομόνωση 65- απώθηση 65- διόρθωση 66- εκλογίκευση 67- μετατόπιση 66- προβολή 66- στροφή εναντίον εαυτού 66- ταύτιση 67
Ανάγκη/ες 76-80,131- ιεραρχία 78-80
Ανάπτυξη- ψυχο-σεξουαλική 71-73
Αντανακλαστικά- σύνθετα 34
Αντιστοίχηση 174 Αξία (προσδοκώμενη)
(6λ. σθένος)Απόδραση 83 Αποτύπωση 38-41 Άριστο επίπεδο 106, 114 Αρχή
- απλοποίησης 107, 114- διατήρησης του άγχους 96- έκπτωσης 184- επαύξησης 184- ευχαρίστησης 64- μερικής μη ανπστρεψιμότητας 96- προτίμησης της συνθετότητας 114- συμφωνίας 156
Ασυνείδητο 60 Αυτο-ενεργοποίηση 76-77 Αυτο-ρύθμιση 246, 247
Βούληση 20-22, 30, 32, 232-258- πρωταρχική πράξη 234
Γνωστική- δυσαρμονία 158- συνέπεια 149, 150
Διέγερση 107,108,111
298 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Δίψα 51, 52 Δράση
- δυναμική 238- έλεγχος 248-254, 271-275
- και αυτο-εστίαση 271-275- έναρξη 245- θεωρία ΚυΗΙ 248-254- μοντέλο Ρουβίκωνα 254-258- προσανατολισμός 251-254- σχεδιασμός 255- υπερνίκηση εμποδίων 246-248
Δύναμη/εις- ανασταλτική 184- αποτελεσματική 169- εσωτερική 184- εξωτερική 184- περιβαλλοντική 170- προσωπική 169
Δυσκολία 170
Εαυτός 76, 260- και αυτο-ενημερότητα 270- και αυτο-εστίαση 271-275- και αυτο-συμπλήρωση 269- δεονπκός 263- δυνατός 263- εικόνα 261- αρνητική 264- θετική 264
- έννοια 261, 263, 264- ιδανικός 263- πραγματικός 263- σχήμα 262
Εδαφικότητα 44 Ελκυστικότητα 110 Ενεργοποίηση 108 Ενίσχυση 82, 88, 92
- αρνητική 83- δευτερογενής 91- θετική 83- πρωταρχική 91- σχετικότητα 93
Ένστικτο 30, 34-45- ιεραρχικότητα 37, 38- υδραυλικό μοντέλο 41-44- ζωής 62- θανάτου 62
Έπαινος (6λ. αμοιβή) Επανατροφοδότηση
- πληροφοριακή 92 Επιδίωξη 169,171 Επιθετικότητα 44, 104 Ερεθισμός/οί
- απελευθερωτικοί 36-41
ΖβΪ93ΓηίΚ φαινόμενο 121
Ηθολογία 35
Θυμικό 22, 29
Ισορροπία 150
Κίνητρο/α 17-32- αποφυγής της αποτυχίας (6λ. επίτευ
ξης)- αποφυγής της επιτυχίας 143- Βιολογικά 17- γνώση 18-20- δράση 20-22, 256- εγγενή 17- στην εκπαίδευση 194-209- εκτελεστικό 233- εξουσίας 147-8- εξωτερικά 90-91, 201-204- επίκτητα 17- επιλογής 233- επίτευξης 131-143, 194- επιτυχίας (βλ. επίτευξης)- εσωτερικά 92-94, 201-204- στενής σχέσης 145- συνειδητά 18- φιλίας (δεσμού) 145-147- φυσιολογικά 17, 45-57- ψυχολογικά 17
Κοινωνική σύγκριση 266, 267 Λόγος 29
Μαθημένη απελπισία 225-227, 253, 254 Μάθηση 81, 83
- κλασική εξαρτημένη αντανακλαστική 81
- λανθάνουσα 88, 90- συντελεσπκή 81-83
Ματαίωση 102-104 Μετακίνητρα 111, 255 Μετάνοια 160 Μεταστροφή 111-113
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΘΕΜΑΤΩΝ 299
Μετατόπιση 43, 122
Νευρική ανορεξία 50- βουλιμία 50
Νόμος- αποτελέσματος 82, 83- δυσκολίας 235- ΥβΛβδ & Οοάδοη 85
Ορμή/ές 62, 84- αύξηση 101- μαθημένες 94-96- μείωση 84, 88
Παρατελική κατάσταση- κινήτρων (βλ. τελική)
Παχυσαρκία 49 Πείνα 46-49Πρόθεση 20, 21,169,192 Προσπάθεια 121,122, 169 Προσκόλληση 146,147 Προσωπικότητα
- δομή 68- ίά 69, 70- Εγώ 69, 70- Υπερεγώ 69, 70
Σεξουαλικότητα 53-56 Σθένος 119Σημασιολογική διαφοροποίηση 156 Σκέψη
- δευτερογενής 63- πρωτογενής 63
Στόχος/οι 20- γενικότητα 242- δέσμευση 243- διάρκεια 236- δυσκολία 241
- είδος 237- εμμονή 237-239- ενσυνειδησία 239- ένταση 119,120- και επίδοση 240-244- θελκτικότητα 241, 242- συνθετότητα 241, 243- υποκατάσταση 123
Σύγκρουση/σεις- αποφυγής 124- μετά τη λήψη απόφασης 160- προσέγγισης 123- προσέγγισης-αποφυγής 96, 125
Συνείδηση- διάσπαση 59
Συνειδητό 60 Συνήθεια 85, 88
Τάση- αδράνεια 142- απορρέουσα/τελική 140- Βουλητική 255, 256- για δράση 236-244- κινητήρια 255- προσδιοριστική 233
Τελική κατάσταση- κινήτρων 111-113
Τιμωρία 83, 99-101 Τύχη 170
Ύπνος 52Υποσυνείδητο 60, 62
Φιλοδοξία/ες 125-129 Φόβος αποτυχίας
(6λ. κίνητρο επίτευξης)
Χώρος ζωής 116-117
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΗτειπίδοη, ί.Υ. 227, 231 ΑοΗ, Ν. 30, 233-237, 245 Αίηδ\νοΓίΗ, Μ.Ο.δ. 146 ΑΜβη, Ι-. 195 ΑΙν^Γβζ, Μ.ϋ. 217 Αηΐδβΐ, Α. 103 ΑηάβΓβοη, ϋ.Κ. 245, 249 Αρρβίπιειη, Α Λ. 193 ΑρίβΓ, ΜΛ. 111,112 ΑτάΓβν, Κ. 44 Αριστοτέλης 16, 29ΑΛβδ, Η. 24, 36, 48, 51, 54, 56-58, 65,
73, 75, 78,104,116,129,133,138, 140, 143, 150,167
ΑτΜη, Κ.Μ. 193 Ατοηβοη, Ε. 164Α&ίηδοη, όλΝ. 133, 135-137, 139, 142,
204, 238, 245
ΒβηοΙυΓδ, Α. 224, 225 Βεο^Η, ^Α. 226 ΒείΓΚβΓ, Ο.Ρ. 200 ΒβθοΗ, δ.Κ.Η. 231 ΒβεΚπίοίηη, ό. 276 Ββηα, Ό.3.185, 186 ΒβΗνηβ, Ό.Ε. 108-111 ΒβΓδοΗβίά, Ε. 216 Ββχίοη, \Λ7. 107 ΒίβιτΗΓεαιβΓ, Ο. 191 ΒΐηάΓει, Ο. 30 ΒιγοΗ, ϋ.Α. 238, 245 Βίεώτ, 222 ΒΙ^ηβν, Ρ.Η. 273 ΒΙβΗεϋτ, Μ.Ο. 146 Βοβά&βτ&, Μ. 212, 213 Βοη<Ι, Κ.Ν. 263 Βοοίζίη, Κ.Κ. 226 ΒθΓ9κ1θ, Ε. 182, 188 Βοατηβ, ί.Ε., <Ιγ. 15 ΒοννΙΗν, <1. 40,146 Βον/ειίζίδ, Κ.Ε. 145 ΒΓβΗπι, ό.\Ν. 160, 226, 242 Βτοοίί, δ.Ε. 230 ΒτορΗν, «Ι.Ε. 204, 209 Βιτοννη, <].5. 103 Βυπϋοίί, Η.Α. 154
ΒυΓ9βΓ, ϋ.Μ. 193 Βυπιβδ, ΑΛ. 154 ΒιίδΗ, Ε.5. 195 Βαίΐβτ, Ό. 216 ΒιιίΙβΓ, Κ.Α. 106
ΟειηηρΗΘίΙ, «Ι.Ο. 266 ΟεΐΓίδΓηΐίΗ, «Ι.Μ. 161 Οδη/βΓ, 0.5. 271-274 Οθδοϊο, \Α/.Ρ. 204 ΟΗ^ρπιειη, <1.Ρ. 189 ΟΗθρΓηειη, Ι-Λ. 189 ΟΗβδηβν, Α.Α. 243 ΟΗπδίβηββη, Α. 216 ΟΙβγΚ, Κ.νν. 132 Οοηδίειηίίειη, Ο.Α. 146 Οονίηφοη, Μ.ν. 198 Οτβδρί, Ι-.Ρ. 91 Ουηηίη9ΗθΓη, «Ι.Ο. 184
ΟΆ9θδίίηο, Ρ.Κ. 226 Οβνίβδ, <1. 102Οεινΐδ, Κ.Ε. 167, 173-177,185Οδνίδ, \ν.Β. 147Οβ ΟθδρβΓ, Α.ό. 40ϋβοί, Ε.ί. 202, 204ΟβτηΗβΓ, νν.Ν. 106ϋβπιΗο, Τ. 126Οβπιβίποιι, Α. 262Οβηηβν, Ο.Κ. 228Οβ\νβν, <1. 30ΟίβηβΓ, Ο.1.187ϋοάδοη, Λ.ϋ. 85, 104ΌοΙϊκά, <1. 104ϋοοΗ, Ι-.ν/. 104Οαίειην, Ο.ΕΑ. 68Ουνειΐ, δ. 270, 271ΟννβεΚ, Ο.δ. 187,195, 211, 212ΕθΗ, Κ.νν. 106Εάηβν, 3.0. 45ΕΜιάβδ, Α. 213, 262Είδβτ, «Ι.Κ. 223Ε1<δΐτειη(1, Β.Κ. 15ΕΠίδ, Α. 225Εηιηηοηδ, Κ.Α. 245Εηίννίδίΐβ, Ν. 213, 215Επίκουρος 30
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 301
Ερδίβίη, ύΛ. 222 Ετβζ, Μ. 244 Επίίδοη, Ε.Μ. 71 Εδοειίοηδ, δ.Κ. 126 Εδΐβδ, \Λ/.Κ. 99Ενειηδ, Ρ. 17, 29, 36, 43, 49, 52, 53,
133ΕνδβηοΚ, ΗΛ. 113
ΡββΑβτ, Ν.Τ. 137,141,142,195 ΡβηείΙ-ΜοΓδβ, Ε. 226 ΡβδίίηςβΓ, ί. 126,150,158,160-162,
266ΡίηοΗειπι, Ρ.ϋ. 166 ΡίδΚβ, δ.Τ. 188 ΡοννΙβΓ, Η. 100, 101 ΡτβηεΗ, Ε .Ο .135ΡΓβυά, δ. 28-31, 35, 58-74, 98,104,
120, 122, 260 Ρπβάπιειη, Μ. 224 Ρπβζβ, Ι.Η. 187, 195, 196, 218
βΒΓδΚβ, <1. 24, 36, 48, 51, 54, 56-58, 65, 73, 75, 78,104,116,129,133,138, 140,143,150,167
Οββη, Κ.Ο. 111,113, 145, 236, 241, 262,268
ΟβπθΓοΙ, Μ. 267 ΟίΒΗοηδ, Ρ.Χ. 267, 273 <3ϋ1, Μ. 71 Οοΐάπιβη, Κ. 49 ΟοβίΗ^Ιδ, Ο.Κ. 266 Οοΐάδίβίη, 5. 223 ΟοΙΚνίίζβΓ, Ρ.Μ. 269, 270 ΟοΓάοη, Α. 49 ΟοΓάοη, ϋ.Κ. 223 Οουΐά, Κ. 192 ΟΓδΗείΓη, δ. 200 ΟΓειν> ^Α. 107 0ΓββηΙ)βΓ9, <1. 242, 274
ΗειΙΙ, Ο.δ. 68, 69, 73 ΗειηβΓ, Ο.Ρ. 103 Ηειηυδει, Β.Η. 187 Η3Γ3εΚίβ\νίοζ, ^Μ. 222 ΗδΓΐο\ν, Η.Ρ. 44, 54,106,146 Ηεητ1ο\ν, Μ.Κ. 106 Η^ινβν, <Ι.Η. 192, 216, 217 Ηοζδη, Ο. 147 ΗβΗΗ, Ο.Ο. 109
ΗβοΚΗεαίδβη, Η. 21, 23, 24, 26,150, 167,178,185,186,199, 213, 233, 248, 254, 257, 262
ΗβίάβΓ, Ρ. 150-153,167-173,185,190, 196,198
ΗβΙΙβ, Ρ. 254 Ηβηΐβ, Μ. 123 ΗβΓοη, \Ν. 107 Ηβννδίοηβ, Μ. 166 Ηΐ99ίπδ, Ε.Τ. 263 Ηΐ99ίηδ, Κ.ί. 268 Ηίηάβ, Κ.Α. 43 ΗιγοΙο, Ο.δ. 226 Ηοίίτηειη, ί.\Λ/. 143 ΗοΙΙβηΗβεΚ, «Ι.Κ. 244 Ηοηζΐ9, Ο.Η. 89 ΗοΓηβΓ, Μ.δ. 143 Ηουδίοη, <Ι.Ρ. 40ΗυΠ, 0.1-. 83-92, 94, 101, 106,120,
137, 201 Ηυηί, .̂ Μεν. 114 Ηυδίοη, Τ. 216
^πιβδ, \Ν. 21, 30 ^ηΚοννδΚΐ, .̂<1. 114 ^ηοίί-ΒυΙηηειη, Κ. 218, 221 ϋεΐδρείΓδ, 3.166 ^δρβΓδ, Κ. 28ίΐοηβδ, Ε.Ε. 167,173-177,182,185,
190, 217 «ΙοΓάειη, Ν. 153
Κειίίη, Κ. 147 Κ&πίβΓ, Ρ.Η. 246, 247 Κείδδίη, δ.Μ. 182Κβΐΐβν, Η.Η. 167,177,179-186,188,
203, 216, 220 Κίπ9,1-.Α. 245 Κίοδβθ9ΐου, Ο. 213 ΚΙβίη, Ο.Ο. 226 ΚΙβίη, Η.<λ 244 ΚΙβίη, Κ. 263 Κ1ΐη9, .̂VV. 33 Κουγιουμουιζάκης, Γ. 41 ΚηΐδδβΠ, 3. 204 Κϋΐρβ, Ο. 233, 265 Κυηάδ, Ζ. 265ΚυΗΙ, <1. 32, 233, 248-254, 275, 276 ΚυΜ», Α. 195, 196, 200 Κωσιαρίδου-Ευκλείδη, Α. 34, 240, 262
302 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
1-Εΐη9βΓ, Ε .<1. 190 υιΛβιη, Ο.Ρ. 243, 244 1-ββ, Τ.νν. 243, 244 ίβπηειη, Ό. 199 Ι-βΓηβΓ, Μ.<1. 220 ί,βνίηβ, Ρ.Μ. 231 ίβνίπ9βΓ, Ο. 2161-β\νίη, Κ. 116-130,132,135-137,149,
150,158,167, 235,241, 245, 246 υοΠίτη^η, Κ.Κ. 220 ϋηνίΐΐβ, Ρ.Μ. 212 ϋηάζβν, Ο. 68, 69, 73 ϋδδηβΓ, Κ. 123 Ι-οοΚβ, Ε.Α. 243, 244 Ι-ΟΓβηζ, Κ. 35-45 Ι-ο\νβ11, Ε.Ι-. 132,135 Ι-οννβη/, Ο-Κ. 228
Μθ]θΓ, Β. 182 ΜειηάβΓίίηΚ, Ο. 222 Μειηάίβιτ, Ο. 139 Μειηδδοη, Η.Η. 162 ΜειΑυδ, Η. 263-265 Μειιτίειίί, Ο.Α. 223 Μειητονν, Α.<1. 121 Μεΐδ1ο\ν, Α.Η. 28, 75-80 ΜοΑάθίτΐδ, Ο.Ρ. 145,146 ΜοΑτίΗυιτ, Ι-.Α. 181,182,188 ΜοΟΙβΙΙειηά, Ο.Ο. 132-136,144, 145,
147,148 ΜοΟΗηΐοεΚ, Ε. 216 ΜοΟου92ΐ11, V/. 30, 31, 35 ΜοΟυίηηβδδ, Ο. 108 ΜβίοΗβηΗειυιη, Ο. 225 ΜβνβΓ, Ο.Β. 221 ΜβνβΓ, ϋ.Κ. 106 ΜβνβΓ, \Λ/.-ϋ. 200 ΜίοΗοίίβ, Α.Ε. 15, 30, 235, 236 Μϋΐ, <Ι.δ. 172ΜίΙΙβΓ, Ν.Ε. 95, 98,104,125 ΜϋηβΓ, Ρ. 56 ΜίδοΗβΙ, Η.Ν. 277 ΜΐδοΗβΙ, \Μ. 135, 276, 277 Μοηδοη, Τ.Ο. 192 Μοιτίδδβίίβ, <1.0. 153 ΜονντβΓ, Ο.Η. 104 Μυητειν, Η Α 80,131,133,145 ΜυδΗιηειη, Ο. 274
ΝβννοοπιΗ, Τ.Μ. 153 ΝίοΗοΙΙδ, <1.6. 198,199, 209 ΝίδΗβίί, Κ.Ε. 182,188,190, 217, 229 Νιιπιΐδ, Ρ. 263 Νυίίίη, <1.Κ.<Ιγ. 265, 276
Οΐάδ, <1. 56 Οίδοη, <Ι.Μ. 230 ΟπιβΙίοΗ, Ο.Ι-. 198 Οτνίδ, Β.Κ. 216 Οδ9οοά, Ο.Ε. 150,155-158 ΟνδίθηΚΐη», Μ. 122 Ονδβπηειη, ϋ. 264
Ρειρεκίε&ί, Μ. 213 Ρθρειηίοηίου, Ο. 213 Ρθνίον, Ι.Ρ. 82, 84 ΡβάβΓδβη, Ρ.Α. 114 ΡβηηβΗε&βΓ, <ΙΛΛ/. 246 Ρβρίειυ, Α. 216 Ρβπη, 0.Τ. 85 ΡβίβΓδ, δ.Ο. 154 ΡβίβΓδοη, Ό. 216 Ρίΐοη, Ο.Α. 145 Ρίίίτηθη, Τ.δ. 226 Ρίειίδίάου, Μ. 262 Πλάιων 29 νειη άβτ Ρ1ί9Ηί, <1. 223 Ρ1οβ9βΓ, Ρ.Ο. 200 Ροΐΐν, δ. 191 Ροίβρειη, Ρ.Α. 195 ΡτβπίδοΚ, ϋ. 93, 94 ΡπΗπμώ, Κ.Η. 108 Ρτϋητι, Ε. 30, 235, 236
ΚειοΗΙίη, Η. 39, 82 ΚθρβροΓί, Ο. 71 Κεκ/ηοΓ, «Ι·0 .141 Κββά, ί. 196 Κβρυοοί, Ν.ϋ. 211 Κβδί, 8. 196 Κ1995,1- Α. 39 Κο9βΓβ, Ο.Κ. 28, 75-78 ΚοδβηΗειυπι, Κ.Μ. 196,198 Κοδβηπίδη, Κ.Η. 224 Κοδβηζννβί9, 8. 121 Κοδδ, Ι-. 190,191 Κοδδ, Μ. 217, 230 ΚοίΗ, δ. 226
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 303
ΚοίίβΓ, «ί.Β. 196,197 ΚυΗβηδίβίη, <1.1-. 114 Κιΐδδβΐΐ, Ο. 199
δ^θπ, ί.Μ. 243 δεύΚ, ί. 40 δειηδοηβ, Ο. 222 δείΓθδοη, Ι.Ο. 143 δεϋΤΒδοη, δ.Β. 139 δεΗειεΗίβΓ, δ. 49, 229 δεΗβίβΓ, Μ.Ρ. 271-274 5εΗυ1ζ, Κ. 187 δεΗυηΚ, Ο.Η. 212 δεοίί, Τ. 107 δοΙοΓονν, Ι-.Μ. 48, 50, 55 δβείΓδ, Ρ. 126 δβείΓδ, Κ.Κ. 104 δββ9βΓδ, Ο. 213 5βΙί, Ε.Α. 242 δβΐίοτηειη, Μ.Ε.Ρ. 225-227 δβΐζ, Ο. 235 δβ&, <1. 266 δΗεη/βι-, Κ.Ο. 220 δΗεινβΓ, Ρ. 147 δΗαν, Κ.Ν. 243 5ΗβΜβΗ, Ρ .α 101-103 δΗίρΙβν, Τ.Ε. 145 δίεοίν, Ρ. 217 δί9θ11, Η. 192 δίΙΚει, ί. 242 δίη9βΓ, Α. 101 δίη9βΓ, Κ.ϋ. 101δΚίηηβΓ, Β.Ρ. 44, 82, 83, 92, 246δπιβοΐδΐυηοΐ, <1. 189δπιϋΗ, Ι-.Η. 86, 87δπιίίΗ, Κ.Ε. 143δην^βΓ, Ο.Κ. 2685ην<3βΓ, Μ. 192δοΐοπιοη, Κ.1~ 96δοΐοιηοη, δ. 242δρβηεβ, Κ.νν. 85, 94δρίβ1ΗβΓ9βΓ, Ο.ϋ. 86, 875ίειηΐβν, Μ.Α. 192, 216δΙβίηβΓ, Ι.Ο. 154δίβ\νεΐϊ1:, .̂ 31δίοπτίδ, Μ.Ο. 228, 229δίτεαιπιειη, Τ. 263
ΤειηηβηΗδυπι, Ρ.Η. 150, 155-158 Τεκ/ΙοΓ, <1.Α. 85
Τεκ/ΙοΓ, δ.Ε. 188, 220, 221 Τβείδοίειίβ, <1.0. 227 ΤβδδβΓ, Α. 267 ΤβίΙοεΚ, Ρ.Ε. 191 ΤΗοπιείδ, Ρ. 135 ΤΗοπκϋΚβ, Ε.Ι-. 17, 82, 99 ΤΗοφβ, νν.Η. 38 ΤίηΗβΓ9βη, Ν. 36-45 Τοίηιειη, Ε.Ο. 17, 31, 88, 89, 92,136,
137ΤτβνεϋτίΗβη, Ο. 41 ΤΓοΙειηίΙ, Ι-.Τ. 31 ΤΓορβ, Υ. 177
ϋζ9ίπδ, I. 114
νβΓοίί, <1.145
Μ&εΗδ, Ί.Ό. 114 Μ&11, δ. 146 νν^ηηβΓ, Ε. 147 ΜειίβΓδ, Ε. 146 \Μεύδοη, <Ι.Β. 31, 81
Η.<1. 233\Λ/β3τν, 0 . 192, 216, 218, 219,222, 224Μβίδδ, Μ. 254ννβίδδ, Κ.δ. 218\Λ/β11δ, Ο.ί. 217ΜεΗιιηοΙ, Κ.Α. 269-271ΐνϋΐίειπίδ, Ο.Κ. 244ννϋΙΐβΓτΐδ, δ.Β. 85ννίΐΐδ, Τ.Α. 266ννΠδοη, Τ.Ό. 212ννίηίβΓ, Ό.<3. 144,147ννοη9, Ρ.Τ.Ρ. 187\Νοοά, <ΙΛΛ 220ΜοΓίτηειη, Ο.Β. 221\νη9Ηί, Κ.Α. 242ννυηάί, \Λ/. 30\Μιτί, Ε. 263\Λ/νηηβ, ί.Ο. 96
Υ3ΓΓΟ\ν, ί.<1. 114 ΥβΛβδ, Κ.Μ. 85, 104 Υουη9, Ρ.Τ. 31
Ζει]οηε, Κ.Β. 149 Ζβΐ9ειπι&, Β. 120,121 ΖίπιΗείΓοΙο, Ρ.Ο. 162, 23
Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει το θέμα των ανθρώπινων κινήτρων μέσα από μια σειρά θεωρητικών προσεγγίσεων. Κι αυτό γιατί η ποικιλία των κινήτρων είναι τέιοια που καμιά μεμονωμένη θεωρία δεν επαρκεί είτε για την περιγραφή τους είτε για την ερμηνεία των μηχανισμών μέσα από τους οποίους επηρεάζουν την ανθρώπινη εμπειρία, συμπεριφορά και δράση. Ξεκινά από την ηθολογική και ψυχαναλυτική άποψη για τα βιολογικά κίνητρα, προχωρεί στις κοινωνικές και γνωστικές θεωρίες των κινήτρων, και καταλήγει στο ρόλο του εαυτού ως αναπόσπαστου μέρους του όλου οικοδομήματος των κινήτρων. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη σχέση κινή- τρων-βούλησης, θέμα που κερδίζει όλο και μεγαλύτερο χώρο στη σύγχρονη ψυχολογική σκέψη. Οι εφαρμογές των θεωριών για τα κίνητρα σε θέματα που άπτονται άμεσα της καθημερινής ζωής, της εκπαίδευσης και της παθολογικής συμπεριφοράς κάνουν το βιβλίο κατάλληλο όχι μόνο για τους ψυχολόγους αλλά και τους εκπαιδευτικούς και τον ενημερωμένο αναγνώστη.