2008-04_EpitheorisiErgasiakonThematon
-
Upload
nathalie-fytrou -
Category
Documents
-
view
213 -
download
0
description
Transcript of 2008-04_EpitheorisiErgasiakonThematon
TO ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Ε. Μιχαήλ (Σύµβουλος εργασίας ΟΑΕ∆- Αξιολογητής Υπουργείου Απασχόλησης / ΕΚΕΠΙΣ)
∆. Γουβιάς (Λέκτορας Πανεπιστηµίου Αιγαίου)
[∆ηµοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ (Απρίλιος 2008)]
Εισαγωγικές Σκέψεις Ο κόσµος βρίσκεται στη δίνη µιας τεχνολογικής επανάστασης η οποία διαφέρει από τα «περιοδικά» κύµατα
τεχνικών αλλαγών που σηµάδεψαν την πρόοδο της βιοµηχανικής κοινωνίας, πριν περίπου 200 χρόνια. Η
έµφαση, τώρα πια, δεν δίνεται στη βιοµηχανική παραγωγή, αυτή καθεαυτή --αν και αυτό δε σηµαίνει ότι,
δεδοµένης της τεχνολογικής εξέλιξης, η παραγωγική της σηµασία έχει µειωθεί – αλλά σε ολόκληρο τον
κύκλο της διαχείρισης, διακίνησης και αποτελεσµατικής χρήσης των πληροφοριών. Όπως µάλιστα
υποστήριξε ο διάσηµος κοινωνιολόγος–τεχνοσοφός Μ. Castells, η «πληροφοριοποίηση» που επικράτησε
στις σύγχρονες καπιταλιστικές (∆υτικές) κοινωνίες «συνδέεται µε την επέκταση και αναζωογόνηση του
ίδιου του καπιταλισµού, όπως η ‘εκβιοµηχάνιση’ συνδέθηκε µε την γέννησή του ως τρόπου παραγωγής» (σ.
19). Με άλλα λόγια, η µετάβαση στη «µετα-βιοµηχανική εποχή» (Bell, 1976), δεν αποτελεί µια υπέρβαση
του καπιταλισµού, αλλά µια αναδιάρθρωση τοµέων και διαδικασιών µέσα στα πλαίσια που ο κυρίαρχος
τρόπος παραγωγής επιβάλλει. Προβλέπεται ότι «η έρευνα, το marketing, η χρηµατοδότηση, η εταιρική
στρατηγική, οι νοµικοί διακανονισµοί – λειτουργίες που πριν ήταν βοηθητικές της παραγωγής – τώρα
καταλαµβάνουν τον κεντρικό ρόλο. Τώρα η ίδια η βιοµηχανία γίνεται βοηθητική και, συχνά, χρήζουσα
υπεργολαβίας (contracting out)», και είναι σίγουρη πλέον «η µετάβαση προς µια µετα-βιοµηχανική,
προσανατολισµένη στον τοµέα των υπηρεσιών κοινωνία …» (Colombo, 1988, σελ. 24). Περνάµε, δηλαδή,
από µια κοινωνία βασισµένη στη βιοµηχανική παραγωγή (γενικά, τον «δευτερογενή τοµέα»), σε µια
κοινωνία που θα βασίζεται στις υπηρεσίες, µε κύριους πυλώνες τις Τεχνολογίες της Πληροφορικής και της
Επικοινωνίας (ΤΠΕ).
Στην συνεχώς διογκούµενη «τριτογενοποίηση» των οικονοµιών – τουλάχιστον όπως αυτή βιώνεται στις πιο
ανεπτυγµένες τεχνολογικά χώρες της ∆ύσης – και τις προαναφερθείσες εξελίξεις στην εκπαίδευση και την
αγορά εργασίας η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Στα πλαίσια της παγκοσµιοποίησης, αναµένεται ότι οι
2δοµικές αλλαγές στην οικονοµία και την κοινωνία, καθώς και οι επιπτώσεις τους θα ενταθούν – ποσοτικά και
ποιοτικά. Ήδη, έχουν συντελεστεί σηµαντικές αλλαγές, που έχουν να κάνουν:
• µε την αναδιάρθρωση των τοµέων της οικονοµίας, και κυρίως την «τριτογενοποίηση» της απασχόλησης,
χωρίς να µεσολαβήσει – όπως στις πιο ανεπτυγµένες χώρες της ∆ύσης – ένα στάδιο ισχυρής
εκβιοµηχάνισης.
• µε την σχετικά απότοµη υποχώρηση του Κεϋνσιανού µοντέλου του «Κράτους-εργοδότη» και του
«Κράτους-επενδυτή» και τονωτικού µηχανισµού της ζήτησης (κυρίως από τα µέσα της δεκαετίας του ΄90).
• µε την εµφάνιση νέων κοινωνικών προβληµάτων που σχετίζονται µε τη µετανάστευση, η οποία έλαβε
χώρα την τελευταία δεκαετία από χώρες του (πρώην) Ανατολικού Μπλοκ (εγκληµατικότητα, ρατσισµός,
ξενοφοβία, ανεργία κλπ.).
• µε τη διόγκωση ήδη υπαρχόντων κοινωνικών προβληµάτων (ναρκωτικά, πορνεία, εγκληµατικότητα,
διαφθορά, ανεργία, φοροδιαφυγή, οικογενειακή βία κλπ.).
• µε τη συνεχή εξάρτηση της ελληνικής οικονοµίας από τα Ευρωπαϊκά χρηµατοδοτικά προγράµµατα (π.χ.
ΚΠΣ).
• µε τη µαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και τη συσχετιζόµενη µε τις δοµές της αγοράς εργασίας
διαρθρωτική ανεργία των πτυχιούχων.
Η αγορά εργασίας είναι ένας τοµέας ο οποίος, παρόλο που «καθυστερεί», αναλογικά µε άλλες κοινωνικές
δραστηριότητες (π.χ. κίνηση κεφαλαίων, βιοµηχανία της ψυχαγωγίας κλπ.), στην επίδειξη των συνεπειών της
παγκοσµιοποίησης (βλ. Βεργόπουλος, 1998), εν πολλοίς τείνει να διεθνοποιηθεί, µε όλο και µεγαλύτερη
όξυνση του ανταγωνισµού για κατάκτηση θέσεων εργασίας, όχι µόνο στο εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι νέοι
εργαζόµενοι ολοένα και περισσότερο συνειδητοποιούν ότι πρέπει να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές, και
να κατέχουν ανταγωνιστικά προσόντα, σε µια εύθραυστη και διαρκώς µεταβαλλόµενη αγορά εργασίας.
Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται σε ένα από τα θέµατα αιχµής της αγοράς εργασίας δηλαδή στο κοινωνικό
πρόσηµο της διάδοσης της «µερικής απασχόλησης» ως αντίδοτο στην ανεργία που µαστίζει την ευρωπαϊκή
ήπειρο, µε έµφαση στην απασχόληση των γυναικών. Με άλλα λόγια, αναφέρεται στο βαθµό αποδοχής που
έχει στην αγορά εργασίας (ελληνική και διεθνή) η µερική απασχόληση, από εργοδότες και εργαζόµενους, σε
συνάρτηση µε τις γενικότερες οικονοµικές και κοινωνικές αλλαγές που έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία
χρόνια. Αποπειράται να οριοθετηθεί –µέσα και από µια σύντοµη ιστορική αναδροµή— η έννοια της «µερικής
απασχόλησης», µε αναφορά και στη σχέση της µε την προώθηση της λεγόµενης «ευελιξίας» στην αγορά
εργασίας. Κατόπιν, µελετώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες που εξέθρεψαν και δηµιούργησαν τα ήδη υφιστάµενα
3µοντέλα µερικής απασχόλησης στην Ευρώπη. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις περιπτώσεις της Βρετανίας, από
τη µια µεριά, και της Ολλανδίας και της ∆ανίας, από την άλλη. Τέλος, αποπειράται µια σύνθεση και
παρουσίαση γενικών κατευθυντήριων γραµµών για της δηµιουργία µιας ουσιαστικής δηµόσιας συζήτησης και
διαπραγµάτευσης πάνω στο «µέλλον» της µερικής απασχόλησης στη χώρα µας.
Ιστορικές συνθήκες δηµιουργίας του όρου
Ο όρος «ευελιξία» άρχισε να εµφανίζεται δειλά στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την δεκαετία του 1980
καθιερώθηκε δυναµικά στην ορολογία των εργασιακών σχέσεων, καθιέρωση που σήµερα είναι πιο αισθητή
και επίκαιρη από ποτέ. Η εξελικτική του πορεία και καθιέρωση δεν αποτελεί γεγονός τυχαίο και πολιτικά
ασήµαντο. Συνδέεται άµεσα µε την συνεχώς εντεινόµενη ανεργία που µαστίζει την ευρωπαϊκή οικονοµία και
έθεσε σε ευθεία αµφισβήτηση την θεωρία του Keynes, στο κέντρο της οποίας υπάρχει η ανάγκη ισχυρής
κοινωνικής προστασίας και η πεποίθηση ότι η ανεργία δεν οφείλεται σε ακαµψίες της αγοράς εργασίας.
Ένας νέος καταµερισµός της εργασίας ξεπροβάλλει, και εµπνέεται από συγκεκριµένη ιδεολογία οργάνωσης
των εργασιακών σχέσεων. Μαζικές µετατοπίσεις ποικίλων οικονοµικών δραστηριοτήτων σε χώρες µε φθηνό
εργατικό δυναµικό και εν γένει αδύναµο προστατευτικό νοµοθετικό πλαίσιο και έµφαση στις τεχνολογίες
αιχµής και τις ειδικότητες που συνδέονται µε αυτές. Η παραδοσιακή οργάνωση των εργασιακών σχέσεων
αλλάζει θεµελιακά, απορυθµίζεται πλήρως σε πάρα πολλές περιπτώσεις και η ευελιξία των εργασιακών
σχέσεων προβάλλει ως η µοναδική λύση µπροστά στα νέα δεδοµένα. Η ιστορική µετάβαση που έλαβε και
λαµβάνει χώρα δεν υπήρξε βέβαια κοινωνικά ανώδυνη.
Ο Γ. Κουζής (2001, σ. 14) διαπιστώνει έναν «κοινωνικό δυϊσµό ανάµεσα στους απασχολούµενους και τους
αποκλεισµένους από την αγορά εργασίας µε το πρωτοφανές φαινόµενο των 20 και πλέον εκατοµµυρίων
ανέργων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα εκδηλώνονται στον χώρο της µισθωτής
απασχόλησης πολλαπλές ταχύτητες ως προς το επίπεδο του εισοδήµατος και των ευρύτερων κοινωνικών
δικαιωµάτων και συνθηκών που απορρέουν από το περιεχόµενο του εργασιακού καθεστώτος». Οι εµπειρίες
της µεγάλης οικονοµικής κρίσης, της πολιτικής κρίσης του µεσοπολέµου και του αιµατοκυλίσµατος του Β
παγκοσµίου πολέµου είχαν κάνει επιτακτική την ανάγκη επανένωσης των οικονοµικών και άλλων συνεκτικών
ιστών των κοινωνιών οδηγώντας στο σύστηµα του Bretton Woods, κυρίαρχο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν
ο σχετικός προστατευτισµός εφόσον η ανοικοδόµηση και η ανάπτυξη απαιτούσαν κυκλοφορία εµπορευµάτων
η οποία θα έπρεπε να συστηµατοποιηθεί µέσω αποδεκτών δασµών και συµφωνιών. Σύµφωνα µε τον ∆ηµήτρη
4Χαραλάµπη (1998),1 µέσα από την ύπαρξη σταθερών ισοτιµιών κατέστη δυνατή η διαµόρφωση ενός
οικονοµικού πλαισίου που θα δηµιουργούσε τις βάσεις ενός στέρεου κοινωνικού κράτους αφού
χαρακτηριζόταν από µια εξαιρετική σύµπνοια µεταξύ εργοδοτών και εργαζόµενων, επενδυτική δραστηριότητα
στηριγµένη στην εσωτερική αγορά και παραγωγή µε αποτέλεσµα την συνεχή δηµιουργία νέων θέσεων
εργασίας και την αύξηση των εξαγωγών αλλά µε παραγωγική βάση που αντιστοιχεί στον εθνικά
θεσµοθετηµένο χώρο.
Η κατάρρευση του συστήµατος αυτού το 1971 και η πετρελαϊκή κρίση που ακολουθεί θα σηµάνουν την αρχή
του τέλους των όρων συναίνεσης που περιγράψαµε και θα δηµιουργήσουν ένα ακραίο ανταγωνιστικό πλαίσιο
σε παγκόσµιο επίπεδο µε αποτέλεσµα η µία ισχυρή οικονοµικά χώρα µετά την άλλη να σταµατούν την
λειτουργία των µηχανισµών ελέγχου της ροής του κεφαλαίου και οι συνθήκες πλέον είναι τελείως
διαφορετικές από οποιαδήποτε άλλη ιστορική περίοδο. Οι ΗΠΑ και η τότε ∆υτική Γερµανία ξεκινούν αρχικά
τον χορό των «αποχωρήσεων» ενώ η Βρετανία και η Ιαπωνία ακολουθούν. Οι φωνές περί «ευέλικτων
εργασιακών σχέσεων» πληθαίνουν.
Οι έννοιες «ευελιξία» και «µερική απασχόληση».
Το παράδοξο µε τον όρο «ευελιξία» είναι ότι παρά την «επέλαση» στην σχετική βιβλιογραφία στερείται ενός
συγκεκριµένου εννοιολογικού περιεχοµένου και απόδειξη τούτου είναι ότι ουσιαστικά σηµαίνει τελείως
διαφορετικά πράγµατα ανάλογα µε το ποιος τον χρησιµοποιεί.
Ο Robert Solow (1998) σε µια ανάλυση του µε τον χαρακτηριστικό τίτλο «What is Labour Market flexibility?»
απέδειξε το εννοιολογικό ευάλωτο του όρου, αφού ύστερα από ενδελεχή µελέτη 6 τοµέων οικονοµικής
δραστηριότητας στην Γαλλία και Γερµανία διαπίστωσε την ανεπάρκεια των θεωριών που κατηγορούν τις
ακαµψίες της αγοράς εργασίας για τα υψηλά επίπεδα ανεργίας των δύο βασικών ευρωπαϊκών οικονοµιών. Η
εµφανής αδυναµία στην δηµιουργία νέων και ποιοτικών θέσεων εργασίας συνδεόταν πρώτιστα µε τις αυστηρές
µακροοικονοµικές πολιτικές µονεταριστικής φύσεως και ανεπαρκούς πειθαρχίας των αγορών κεφαλαίων παρά
µε ένα υπέρ-προστατευτικό κοινωνικό κράτος.
1 Στην ενότητα 14 ο συγγραφέας αναφέρεται εκτενώς στην συνολικότερη προσφορά του Bretton Woods στην δόµηση του κοινωνικού κράτους. και στις επιπτώσεις της παγκοσµιοποίησης στις αγορές εργασίας.
5Ο Νίκος Θεοχαράκης (2002) γίνεται πιο συγκεκριµένος και διαπιστώνει τουλάχιστον 10 «πεδία» χρήσης του
όρου «ευελιξία»:
Η νοµοθεσία προστασίας της απασχόλησης ήτοι το νοµικό και οικονοµικό σκέλος της απόλυσης.
Τα µέτρα προστασίας της ανεργίας ιδίως την κάλυψη, το επίπεδο και την διάρκεια των επιδοµάτων
ανεργίας.
Η νοµοθεσία περί κατώτατων µισθών και επιδοµατικής πολιτικής
Η δύναµη και ο θεσµικός ρόλος των εργατικών σωµατείων.
Η διευθέτηση του εργάσιµου χρόνου και της ρύθµισης και του ύψους των υπερωριών.
Η προστασία των εργαζοµένων στους χώρους παραγωγής.
Η έκταση του διευθυντικού δικαιώµατος.
Μη µισθολογικό κόστος της εργασίας ,συνταξιοδοτικά δικαιώµατα.
Εκπαίδευση και κατάρτιση ανέργων και εργαζοµένων
Εµπόδια στην κινητικότητα των εργαζοµένων.
Η «µερική απασχόληση» είναι από µια τις πλέον διαδεδοµένες µορφές των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, αν
και δεν αποτελεί την µοναδική. Οι βασικές κατηγορίες ευέλικτων µορφών απασχόλησης είναι οι ακόλουθες:
Μερική απασχόληση. Η µερική απασχόληση αποτελεί µια µορφή παροχής εργασίας µειωµένου χρόνου µε
µειωµένες αποδοχές και έρχεται σε αντίθεση µε την πλήρη και καθηµερινή απασχόληση. Η διείσδυση της
στην γυναικεία απασχόληση είναι εκτεταµένη.
Εργασία µε βάρδιες. Στις επιχειρήσεις που εφαρµόζονται οι βάρδιες συναντάµε τα λεγόµενα κυλιόµενα
ωράρια όπου η ώρα προσέλευσης των εργαζοµένων δεν είναι σταθερή αλλά ποικίλει ανάλογα µε τις
ανάγκες της επιχείρησης και των εργαζοµένων.
Συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου και µίσθωσης έργου. Ουσιαστικά πρόκειται για δυο
συνηθισµένες υποκατηγορίες της προσωρινής απασχόλησης, αν και στην Ελλάδα αµφότερες
χρησιµοποιήθηκαν επί δεκαετίες παράνοµα από την ίδια την πολιτεία προκειµένου να καλυφθούν πάγιες
και διαρκείς ανάγκες δηµοσίων υπηρεσιών δηµιουργώντας τις περίφηµες «γενιές συµβασιούχων» που
αναζητούν το δίκιο τους στα διοικητικά δικαστήρια.
Εργασία το Σαββατοκύριακο. Πρόκειται για µορφή εργασίας που συναντάµε κυρίως στα µεγάλα
εµπορικά καταστήµατα προκειµένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των καταναλωτών που θεωρούν το
τέλος της εβδοµάδας ιδανικό για τα ψώνια τους από άποψη διαθέσιµου χρόνου.
6 Εργασία στο σπίτι. Η εργασία στο σπίτι απέκτησε τα τελευταία χρόνια µια άλλη διάσταση αφού η
ανάπτυξη της τεχνολογίας έδωσε την δυνατότητα χρήσης σύγχρονου ηλεκτρονικού εξοπλισµού,
ανατρέποντας το κλασικό πρότυπο που ήθελε την εργασία στο σπίτι να ταυτίζεται µε την παραγωγή
παραδοσιακών προϊόντων.
Συµβάσεις µηδενικού ωραρίου. Οι εργαζόµενοι αυτής της κατηγορίας καλούνται στην επιχείρηση µόνο
όταν χρειάζονται.
Συµβάσεις ελαχίστου-µεγίστου. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει εξασφαλισµένο ένα ελάχιστο ωρών
εργασίας για την εβδοµάδα ή τον µήνα αλλά ακαθόριστο το µέγιστο που συναρτάται απευθείας µε τον
όγκο των εργασιών που αναλαµβάνει η επιχείρηση.
Η Ευρωπαϊκή Εµπειρία
Η µερική απασχόληση αποτελεί την εµπροσθοφυλακή της περίφηµης «flexicurity», όρος που αναδύθηκε µέσα
από την αναθεώρηση του ολλανδικού εργατικού δικαίου που έγινε το 1999 και όπου η flexicurity αναφέρεται
ως η πολιτική στρατηγική που επιχειρεί να ενδυναµώσει και να προωθήσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας
και των εργασιακών σχέσεων ταυτόχρονα µε την αύξηση της απασχόλησης ιδιαίτερα για τα πιο αδύνατες
κοινωνικές οµάδες τόσο µέσα όσο και έξω από την αγορά εργασίας2. Ως µερικώς απασχολούµενος θεωρείται
«ο εργαζόµενος του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόµενες σε εβδοµαδιαία ή κατά µέσο όρο σε ετήσια
χρονική βάση είναι λιγότερες σε σύγκριση µε ένα πλήρως απασχολούµενο»3.
Αν και νοµικά λειτουργικός µπορεί να οδηγήσει σε στατιστικές πλάνες καθώς ποικίλει το εθνικό όριο
προκειµένου ένας εργαζόµενος να θεωρηθεί ως µερικώς απασχολούµενος- Έτσι χαρακτηριστικά αναφέρεται
πως αν όριο των 30 ωρών ανά εβδοµάδα που ισχύει στον Καναδά εφαρµοζόταν στην Σουηδία το µερίδιο της
µερικής απασχόλησης στην συνολική θα έπεφτε κατά 9% περίπου (ILO, 1997).
Η κατάσταση αυτή οδήγησε ορισµένους ερευνητές να κάνουν την διάκριση ανάµεσα σε «επουσιώδη»
(marginal) µερική απασχόληση που σηµαίνει εργασία µικρότερη των 19 ωρών ανά εβδοµάδα και σε
2 European Commission 2006 3 European Commission 1997
7«ουσιώδη»(substantial) που µεταφράζεται σε απασχόληση από 20 έως 34 ώρες ανάλογα µε το εθνικό
παράδειγµα που θα εξετασθεί (Bielenski, Bosch and Wagner, 2002 ).
Πρότυπα πολιτικά παραδείγµατα ευεργετικής εφαρµογής των ευέλικτων µορφών απασχόλησης θεωρούνται η
Βρετανία, η ∆ανία και η Ολλανδία. Τα πλέον επίκαιρα στοιχεία την ώρα που γράφονται αυτές οι γραµµές
επιβεβαιώνουν τα θεαµατικά αποτελέσµατα αυτών των πολιτικών αφού Ολλανδία και ∆ανία συγκεντρώνουν
τα χαµηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη των 27 µε 3,2 και 3,3% αντίστοιχα ενώ και η Βρετανία
βρίσκεται στο 5,4% χαµηλότερα από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο του 7%. Στον αντίποδα η χώρα µας µε ανεργία
του 8,6% και µάλιστα µε την υψηλότερη ανεργία των νέων (24,6%) σύµφωνα µε στοιχεία της Ευρωπαϊκής
Στατιστικής Υπηρεσίας (2007).
Η µερική απασχόληση είναι «γένους θηλυκού», όπως επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία του 2006 από την ίδια
πηγή (ΕΣΥΕ, 2007). Περίπου το 33% των ευρωπαίων γυναικών εργάζεται µε καθεστώς µερικής απασχόλησης
ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες είναι κοντά στο 8%. Η Ελλάδα αυτή την φορά συµβαδίζει µε τα
ευρωπαϊκά δεδοµένα αφού το 10,2% των εργαζοµένων γυναικών απασχολείται µε µερική απασχόληση έναντι
του αµυδρού 2,9% που ισχύει για τους άνδρες.
Οι αριθµοί είναι σαφείς για την δυναµική απασχόλησης που αναπτύσσεται στις χώρες αυτές ταυτόχρονα µε
την διάδοση της µερικής απασχόλησης και µάλιστα µε ιδιαίτερα ευεργετικά αποτελέσµατα στην απασχόληση
των γυναικών καθότι ∆ανία, Ολλανδία και Βρετανία καταλαµβάνουν τις κορυφαίες θέσεις στα ποσοστά
απασχόλησης των γυναικών µαζί µε άλλες δύο Σκανδιναβικές χώρες (Φιλανδία και Σουηδία).
H διάδοση της τόσο σε «χώρες-οπαδούς» της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης όσο και σε χώρες που δύσκολα
µπορούν να δεχθούν µαθήµατα κοινωνικής πολιτικής µόνο τυχαία δεν µπορεί να είναι, και, αν µη τι άλλο,
φανερώνει µια δοµική διάσταση των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων.
Το Βρετανικό Παράδειγµα
Η βρετανική «συνταγή» επιτυχίας χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική εφαρµογή µοντέλων ευελιξίας στις
εργασιακές σχέσεις , συνταγή που ξεκίνησε από την Μ. Θάτσερ και συνεχίστηκε µε πιο ήπιους ρυθµούς αλλά
µε την ίδια πολιτική ουσία από τους Εργατικούς του Μπλερ.
8Η µερική απασχόληση είναι ισχυρά παρούσα στην εργασιακή ζωή των Βρετανίδων. Σύµφωνα µε στοιχεία των
Gregory & Connolly (2004) για τις Βρετανίδες ηλικίας 22 και άνω που εργάσθηκαν για τουλάχιστον 5 χρόνια
την περίοδο 1975-2001 µόνο το 35% δούλεψε αποκλειστικά µε πλήρη απασχόληση, το 13% αποκλειστικά µε
part time ενώ το υπόλοιπο 52% δούλεψε και στα δύο µοντέλα εργασιακού χρόνου. Ουσιαστικά τα 2/3 των
ενήλικων γυναικών ξόδεψαν µέρος της εργασιακής τους ζωής σε εργασία µερικής απασχόλησης.
Το πρώτο µελανό σηµείο της βρετανικής µερικής απασχόλησης είναι ότι οι γυναίκες που δουλεύουν µε µερική
απασχόληση πάντα συγκεντρώνονται σε χαµηλόµισθες εργασίες συγκριτικά µε τις γυναίκες που
απασχολούνται πλήρως. Ο πίνακας που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός και αποδεικνύει ότι ανά πενταετία
αναφοράς το σχετικό ποσοστό αυξάνεται µε εντυπωσιακούς ρυθµούς ώστε το 2001 περίπου οι µισές από τις
γυναίκες που απασχολούνται µε µερική απασχόληση να έχουν συγκεντρωθεί σε χαµηλόµισθα επαγγέλµατα
(low-wage occupations).
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙ∆ΩΝ ΣΕ ΧΑΜΗΛΟΜΙΣΘΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ
ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Πηγή: Gregory & Connoly, 2004.
Η δεύτερη αδυναµία συνίσταται σε µια µισθολογική ποινή που παραµένει ακόµα και όταν η γυναίκα
επιστρέφει από την µερική στην πλήρη απασχόληση. Στατιστικοί υπολογισµοί δείχνουν ότι κάθε έτος στην
µερική απασχόληση προσθέτει 1,8% στα εισοδήµατα ενώ κάθε χρόνος στην πλήρη απασχόληση προσθέτει
94,3%. Η ανάλυση αυτή ενισχύεται και µια ειδική έρευνα επί του θέµατος των Manning & Petrongolo (2005)4,
η οποία καταλήγει στο συµπέρασµα ότι οι γυναίκες που δουλεύουν part time έχουν κατά µέσο όρο ωριαίες
αντιµισθίες 22% χαµηλότερες συγκριτικά µε τις γυναίκες που δουλεύουν µε πλήρες ωράριο (full time).Ένα
άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον συµπέρασµα είναι ότι οι Βρετανίδες πληρώνουν το υψηλότερο µισθολογικό
τίµηµα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι αξιέπαινες προσπάθειες των Εργατικών µε τον Εθνικό Κατώτατο
Μισθό (1999) και τις ρυθµίσεις για τους µερικώς απασχολούµενους (2003) είχαν περιορισµένο αντίκτυπο στην
εξοµάλυνση της µισθολογικής ανισότητας.
To Βρετανικό µοντέλο χαρακτηρίζεται και από την περιορισµένη διάρκεια των θέσεων εργασίας που
προσφέρονται. Ο Clasen (2002) αναφέρεται σε «άγνωστους προορισµούς» (unknown destinations) θέλοντας
να υπογραµµίσει το γεγονός ότι ένα ποσοστό της τάξης του 34% του συνόλου των συµµετεχόντων στα «New
Deal» —που αποτελούν τον πυρήνα των βρετανικών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης µε στοχευµένες
δράσεις για συγκεκριµένες κοινωνικές οµάδες, όπως π.χ. οι µακροχρόνια άνεργοι ή οι µονογονεϊκές
οικογένειες— τοποθετήθηκε σε θέση εργασίας διάρκειας µεγαλύτερης των 13 εβδοµάδων. Εάν µάλιστα
επικεντρωθούµε στους µακροχρόνια άνεργους άνω των 25 ετών το ποσοστό πέφτει στο 13%
Η περικοπή στην διάρκεια και στα ποσά των επιδοµάτων ανεργίας δικαιολογήθηκε µε το σκεπτικό ότι
δηµιουργούν παρασιτικούς πολίτες, οι οποίοι συντηρούνται σε ένα µεγάλο βαθµό από τις πολιτικές
επιδότησης της ανεργίας. Αυτή είναι η µία όψη του νοµίσµατος. Η άλλη φαίνεται στην δουλειά των Gallie et al
(2000), η οποία δείχνει ότι οι Βρετανοί άνεργοι βιώνουν σκληρότερα την ανεργία και οδηγούνται ευκολότερα
κάτω από τα όρια της φτώχειας συγκριτικά µε ανέργους άλλων 7 ευρωπαϊκών χωρών. Η αδυναµία
ενσωµάτωσης στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ουσιαστικά καταδικάζει αµετάκλητα το άτοµο σε
κοινωνική περιθωριοποίηση.
Οι γυναίκες του Ηνωµένου Βασιλείου που απασχολούνται µερικώς συγκεντρώνονται κυρίως σε επαγγέλµατα
χαµηλού κοινωνικού στάτους. Χαρακτηριστικά στον πίνακα που ακολουθεί µόλις το 4,4% των γυναικών που
δουλεύουν part time κατέχουν διευθυντικές θέσεις σε αντίθεση µε το 15,1% των πλήρως απασχολούµενων
γυναικών που κατέχουν αντίστοιχες θέσεις.
4 ∆ιεισδυτική µατιά στο τίµηµα της µερικής απασχόλησης στην βρετανική κοινωνία µε τον χαρακτηριστικό τίτλο “The part time penalty”.
10
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΒΡΕΤΑΝΙ∆Α ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΥΡΟΥΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΩΝ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Πηγή: Manning & Petrongolo, 2005.
Παρά τις αδυναµίες που µόλις αναφέρθηκαν, η µερική απασχόληση στο Ηνωµένο Βασίλειο αποτελεί ένα
κοινωνικά χρήσιµο και πάνω από όλα αποδεκτό εργαλείο προκειµένου να µειωθεί η ανεργία και να τονωθεί η
γυναικεία απασχόληση. Η χρήση φορολογικών ελαφρύνσεων, τα εκτεταµένα δίκτυα βρεφονηπιακής στήριξης
και τα απόλυτα προσαρµοσµένα προγράµµατα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης αποτελούν πολιτικά
παραδείγµατα που πρέπει να βάλουν τους πολιτικά ιθύνοντες σε συλλογισµό.
Το Παράδειγµα της Ολλανδίας και της ∆ανίας
Οι εµπειρίες στο ξεκίνηµα της δεκαετίας του 1980 ήταν επώδυνες για την Ολλανδική οικονοµία αφού οι
άνεργοι τετραπλασιάστηκαν από 50.000 σε 200.000 περίπου ενώ η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1979
σήµανε τον εκ νέου πολλαπλασιασµό των Ολλανδών ανέργων µε αποτέλεσµα να φθάσουν τον διόλου
ευκαταφρόνητο αριθµό των 600.000 το 1982 (Wim Van Oorschot, 2000).
Ως σηµείο αναφοράς θεωρείται η πολιτική συµφωνία στρατηγικής ευρύτερα γνωστή ως 'Wassenaar
Agreement' η οποία σήµανε την συναίνεση των συνδικάτων στην παραδοχή ότι η ανάγκη απασχόλησης για
περισσότερους προηγείται της αύξησης των εισοδηµάτων για λιγότερους κάτι που µεταφράζεται σε αύξηση
11των απασχολούµενων µε αναδιανοµή των υφιστάµενων θέσεων εργασίας µε λιγότερες ώρες εργασίας. Αυτή η
πολιτική φιλοσοφία θεωρείται ο «θεµέλιος λίθος» του τωρινού ολλανδικού µοντέλου (Wilthagen, 1998).
Στοιχεία από διάφορα τεύχη από το Employment Outlook του ΟΟΣΑ (στο Γαβρόγλου και Κικίλιας, 2001) για
την περίοδο ‘80-‘89 δείχνουν ότι η ωριαία παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 2,4%, η χρηµατική
αποζηµίωση ανά εργαζόµενο παρέµεινε σταθερή και ο χρόνος εργασίας µειώθηκε µε µέσο ρυθµό 1% ανά έτος.
Το αποτέλεσµα ήταν µια µέση ετήσια µείωση της τάξης του 1,3% στο λόγο της αποζηµίωσης ανά εργαζόµενο
σχετικά µε το ΑΕΠ, σχεδόν τριπλάσιο από το αντίστοιχο 0,5% για 11 µείζονες βιοµηχανικές χώρες του ΟΟΣΑ.
Την περίοδο 1990-96 η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν µε µέσο ετήσιο ρυθµό 1,5%, η αποζηµίωση
ανά εργαζόµενο κατά 0,4%, οι ετήσιες ώρες εργασίας µειώθηκαν κατά 0,7% µε αποτέλεσµα µια µέση ετήσια
µείωση κατά 0,4% στο λόγο της αποζηµίωσης ανά εργαζόµενο σχετικά µε το ΑΕΠ έναντι 0,5% για τις 11
µείζονες βιοµηχανικές χώρες του ΟΟΣΑ. Το αποτέλεσµα ήταν µια σηµαντική µεταφορά εθνικού εισοδήµατος
από την εργασία στο κεφάλαιο µε την συναίνεση των συνδικάτων όπως ήδη αναφέραµε, τα οποία έχαναν
σταθερά την απήχηση τους στην κοινωνία εξαιτίας ακριβώς της υψηλής ανεργίας (στο Γαβρόγλου και
Κικίλιας, 2001, σσ. 177-178).
Αναλυτές µε κριτική µατιά απέναντι στο Ολλανδικό Θαύµα, επισηµαίνουν ότι στα θεαµατικά ποσοστά πτώσης
της ανεργίας έπαιξε σηµαντικό ρόλο και ο αυστηρός του ορισµού του ανέργου (1988), ορισµός που έθεσε
αυτόµατα εκτός των δικαιούχων των σχετικών προνοµίων χιλιάδες πολιτών . Έτσι άνεργος/η θεωρείται το
άτοµο που εγγράφεται στην Υπηρεσία Απασχόλησης, θέλει να δουλέψει τουλάχιστον 12ώρες την εβδοµάδα
και είναι άµεσα και ανά πάσα στιγµή διαθέσιµος/η για εργασία. Τίθεται έτσι ένα παρά πολύ σοβαρό νοµικό και
πολιτικό θέµα, ο σύγχρονος ορισµός του άνεργου.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το 1998 η Ολλανδική Κυβέρνηση έδινε τον αριθµό των 300.000
εγγεγραµµένων ανέργων ενώ ο ILO σύµφωνα µε τα δικά του standards υπολόγιζε τους ανέργους σε 425.000
περίπου (βλ Wim Van Oorschot, 2001, σ. 9).
Αυστηρότητα διέπει και την χορήγηση του επιδόµατος ανεργίας. Πριν το 1987, 130 ηµέρες εργασίας τον
προηγούµενο χρόνο ήταν το όριο για το επίδοµα και µε µια σειρά από συνδυασµένα βήµατα οι προϋποθέσεις
για την χορήγηση του έγιναν πιο αυστηρές µειώνοντας κατακόρυφα τον αριθµό των επιδοτούµενων ανέργων.
Ακολουθήθηκε ουσιαστικά η πολιτική φιλοσοφία που διαπνέει και το βρετανικό µοντέλο και θεωρεί ότι οι
επιδοµατικές πολιτικές για τους ανέργους πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο.
12Ο Wim Van Oorschot εµβαθύνει και στην πραγµατική αύξηση της απασχόλησης. Σύµφωνα µε στοιχεία που
παραθέτει η αριθµητική αύξηση των ατόµων που συµµετέχουν στο εργατικό δυναµικό αυξήθηκε περίπου κατά
900.000 άτοµα από το ‘94 έως το ‘99, εάν όµως κάποιος λάβει υπόψη τον παράγοντα του εργασιακού χρόνου
θα µείνει λιγότερο εντυπωσιασµένος, αφού το 65% των νέων θέσεων εργασίας αφορούσε θέσεις µερικής
απασχόλησης που καταλήφθηκαν από γυναίκες (Wim Van Oorschot, ό.π , σ. 8).
Συµπερασµατικά καταλήγουµε ότι η ολλανδική αγορά µπήκε κυρίως σε µια ευρύτατη αναδιανοµή των ήδη
υπαρχόντων θέσεων εργασίας µε περιορισµένες αυξητικές τάσεις. Οι θέσεις πλήρους απασχόλησης που
καταλαµβάνονταν από άντρες στην βιοµηχανική κοινωνία έχουν αντικατασταθεί από περισσότερες θέσεις
εργασίας µερικής απασχόλησης που καταλαµβάνονται µαζικά από γυναίκες στην εποχή της οικονοµίας της
παροχής υπηρεσιών.
Το «τρίγωνο» της επιτυχίας θα κλείσει µε το παράδειγµα της ∆ανίας όπου καταλαµβάνει σταθερά τις πρώτες
θέσεις στις προτιµήσεις των οπαδών της flexicurity.Ο ΟΟΣΑ αναφέρει την ∆ανία ως το ιδανικό παράδειγµα
προς µίµηση στον ‘Observer’ του Ιανουαρίου του 2005, µε τον αποκαλυπτικό τίτλο “Mobile yet secure”. Με
επίδοµα ανεργίας που κινείται ανάµεσα στο 63% και το 78% του µισθού που ελάµβανε το απολυµένο άτοµο
και σε ορισµένες περιπτώσεις φθάνει και το 96% και µε διάρκεια έως και 4 χρόνια, µε ελεύθερες απολύσεις και
µε περίπου 5% του ΑΕΠ να διατίθεται στην απασχόληση, αποδεικνύει ότι η ανεργία µπορεί να καταπολεµηθεί
και µε διαφορετική πολιτική φιλοσοφία πέραν του άκριτου νεοφιλελευθερισµού.
Ειδικοί αναλύοντας το φαινόµενο, το βλέπουν ως αποτέλεσµα του δηµοσιονοµικού ανοίγµατος που
υιοθετήθηκε το 1993-94, των πραγµατικά ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που υποχρεώνουν το άνεργο
άτοµο σε έντονη συµβουλευτική και παροχή συνοδευτικών υπηρεσιών, στην υψηλή φορολογία και στην δίωξη
όσων τολµούν να φοροδιαφύγουν ανεξάρτητα κοινωνικής θέσης (Madsen, 2002).
Επίλογος
Το εθνικό πλαίσιο πολιτικής υλοποίησης παραµένει ο πλέον αποφασιστικός παράγοντας για το εάν οι
ευέλικτες µορφές απασχόλησης και ιδιαίτερα η «µερική» θα αναπτύξουν µια «στοργική σχέση» µε τις
γυναίκες.
13Οι µερικώς απασχολούµενοι αποτελούν εξαιρετικά ανοµοιογενή σύνολα ανάλογα µε το παράδειγµα που
ακολουθούµε αλλά χαρακτηρίζονται από ανοµοιογένεια και στο εσωτερικό τους. Η εσωτερική ανοµοιογένεια
έχει συγκεκριµένα τις παρακάτω διαστάσεις:
α. Αναφορικά µε την επιθυµία εύρεσης µερικής απασχόλησης όπου ανάλογα αντιµετωπίζεται ως µια
ευπρόσδεκτη εργασιακή λύση ή όχι.
β. Ως προς τον χρόνο εργασίας, όπου κάποιο άτοµο µπορεί να δουλεύει ελάχιστες ώρες εβδοµαδιαίως ενώ
κάποιο άλλο µπορεί να έχει µικρές διαφορές από την πλήρη απασχόληση.
γ. Την οικογενειακή οικονοµική ευχέρεια που υπάρχει για να αναλάβει κάποιο άτοµο µερική απασχόληση.
Η «τριάδα» αυτών των ποιοτικών δεικτών που βέβαια βρίσκονται σε άµεση αλληλεξάρτηση καθορίζει και το
τελικό ποιοτικό αποτέλεσµα προκειµένου να αποφανθούµε για την χρησιµότητα της µερικής απασχόλησης στο
θέµα της ένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Η µερική απασχόληση αλλά και οι ευέλικτες µορφές απασχόλησης γενικότερα δεν πρέπει να µετατραπούν
στην εύκολη λύση για το πρόβληµα της απασχόλησης των γυναικών αλλά σε ένα επικουρικό µέσο
καταπολέµησης της ανεργίας , η χρήση του οποίου πρέπει να γίνεται µε προσοχή και κοινωνική ευαισθησία.
∆ιαφορετικά είναι ορατός ο κίνδυνος να οδηγηθούµε σε µια «µαγική» κοινωνική εικόνα , όπου οι αριθµοί θα
ευηµερούν και οι άνθρωποι θα δυστυχούν.
To ίδιο επικίνδυνοι µε τους φανατικούς θεωρητικούς οπαδούς των ευέλικτων µορφών απασχόλησης είναι και
οι απόλυτοι αρνητές τους, οι οποίοι αντιµετωπίζουν την µερική απασχόληση ως ένα φαινόµενο αντικοινωνικό
που οδηγεί το εργαζόµενο άτοµο στο πουθενά.
Οι χώρες που προωθούν πολιτικές ευέλικτων εργασιακών σχέσεων µε σύνεση απολαµβάνουν και τα οφέλη
από τις σχετικές µεταρρυθµίσεις (χαµηλότερη ανεργία µε διάδοση της απασχόλησης σε ευαίσθητα κοινωνικά
οµάδες) ενώ οι χώρες που τα αγνοούν υφίστανται και τις συνέπειες των πολιτικών επιλογών τους
(δικαιολογηµένη αποστροφή προς τις νέες µορφές απασχόλησης) και επίµονη ανεργία.
Η εκτεταµένη χρήση της µερικής απασχόλησης δεν έχει αποδειχθεί ότι συµβάλλει στην αύξηση της συνολικής
απασχόλησης αλλά µπορεί να προκαλέσει ευρύτερες ποιοτικές αστάθειες στις εργασιακές σχέσεις.
Μεγαλύτερης αξίας είναι τα σκανδιναβικά διδάγµατα αφού υπογραµµίζουν την ανθρωποκεντρική διάσταση
14οποιουδήποτε οικονοµικού εγχειρήµατος. Η ευελιξία µπορεί και πρέπει να χρησιµοποιείται για την µείωση του
κόστους των επιχειρήσεων και την ανταγωνιστικότητα, όµως αυτό το κόστος δε θα πρέπει να επιρρίπτεται
αποκλειστικά στις πλάτες των εργαζόµενων. Σε περίπτωση που αγνοηθεί η πλευρά των εργαζοµένων τότε θα
έχουµε µια αργή αλλά σταθερή παρακµή της εργασίας σε όρους κοινωνικούς και σε µακροπρόθεσµη ανάλυση
θα παιχθεί το ρέκβιεµ της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αφού οι απολύσεις µόνο προσωρινά οφέλη
µπορούν να αποδώσουν.
Μελέτη που δηµοσιεύεται στο International Review of Applied Economics (2006), επιβεβαιώνει την αστάθεια
του ολλανδικού οικοδοµήµατος των εργασιακών σχέσεων εφόσον διαπιστώνεται ότι οι υψηλοί µισθοί όχι µόνο
δεν συνιστούν απειλή αλλά αντίθετα αποτελούν προϋπόθεση για τις πωλήσεις των επιχειρήσεων, την
τεχνολογική καινοτοµία και την ανταγωνιστικότητα. Υπερβολικές δόσεις ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις
αποβαίνουν εις βάρος της παραγωγικότητας της εργασίας και οδηγούν στην διαρροή αξιόλογων εργαζοµένων
από τις επιχειρήσεις.
Με αυτά τα δεδοµένα δυο παραµένουν τα ζητούµενα για όλες τις γυναίκες που εργάζονται µε µερική
απασχόληση που πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται και να υλοποιεί το κοινωνικό κράτος του 21ου αιώνα ,
1. Να δηµιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε η µερική απασχόληση να λειτουργεί όσο το δυνατόν περισσότερο
ως «προθάλαµος» της πλήρους απασχόλησης, ένα µεταβατικό στάδιο στην εργασιακή πορεία για όσο και
όποτε χρειάζεται.
2. Για όσες για διάφορους λόγους αδυνατούν αντικειµενικά να εργαστούν µε πλήρες ωράριο ή οι ρυθµοί της
οικονοµίας είναι τόσο γρήγοροι που δεν µπορούν να ακολουθήσουν, η (µόνιµη) µερική απασχόληση να
συνιστά µια αξιοπρεπή (σε όλα τα επίπεδα) επιλογή.
Ιδιαίτερα η ελληνική µερική απασχόληση έχει άµεση ανάγκη και τα δύο. Τότε και οι Έλληνες και Ελληνίδες
(κυρίως αυτές) θα έχουν αυξηµένες εργασιακές επιλογές, αλλά και θα βελτιωθεί η εξόχως προβληµατική τους
σχέση µε την µερική απασχόληση (βλ. Γαβρόγλου, 2006) για την οποία δεν ευθύνονται. Αξίζουν και
δικαιούνται περισσότερα (και) στην απασχόληση. Η Ελληνική Πολιτεία έχει την νοµική και ηθική υποχρέωση
να τους τα προσφέρει και αυτές µε τη σειρά τους θα προσφέρουν περισσότερα στην εργασία, κατακτώντας την
θέση που τους αρµόζει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΗ
Βεργόπουλος, Κ. (1998). Παγκοσµιοποίηση – Η Μεγάλη Χίµαιρα. Αθήνα: ‘Νέα Σύνορα’ – Λιβάνης.
Γαβρόγλου, Σ. (2006). Όψεις Ευελιξίας στην Ελλάδα και Ευρώπη. Αθήνα: ΠΑΕΠ (www.paep.org.gr)
Γαβρόγλου, Σ. & Κικίλιας, Η. (2001). Οργάνωση της εργασίας και νέες µορφές απασχόλησης στην Ελλάδα
και την Ευρώπη. Αθήνα: Σάκκουλας.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bell, D. (1976). The Coming of Post-industrial Society: A venture in Social Forecasting. New York:
Basic Books.
Castells, Μ. (1996). The Information Age: Economy, Society and Culture. Vol. I: The Rise of the
Network Society. Oxford: Blackwell.
Clasen, J. (2002). Unemployment and unemployment policy in Britain. Increasing employability and re-
defining citizenship. Appeared in “Europe’s new state of welfare: Unemployment, employment
policies and citizenship, Cambridge: Policy Press.
Colombo, U. (1988). ‘The Technology Revolution and the Restructuring of the Global Economy’. Στο
Globalization of Technology: International Perspectives. USA National Academy Press.
Connolly, S. & Gregory, M. (2004). Women at work- Two steps forward, one step back?. LOWER
Network Conference. London.
Gallie, D., Jacobs, S. and Paugam, S. (2000). “Poverty and financial hardship among the unemployed”.
In Gallie, D. and Paugam, S. (eds), Welfare regimes and the experience of unemployment in Europe.
Oxford: Oxford University Press.
Eurostat (2007). European union labour force survey-Annual results 2006.
Eurostat (3/7/07). Euro area and EU27 unemployment down to 7%. News release.
Eurostat (20/7/07). Employment rate in the EU27 rose to 64.4% in 2006. News release.
European Commission(1997). Report by the Commission’ s Services on the implementation of Council
directive 97/81/EC concerning the framework agreement on Part time Work.
European Commission (2006). Employment in Europe 2006, Luxembourg: Office for Official
Publications of the European Communities.
2ILO (1997). “Part time- Solution or trap?” International Labour Review, 136 (4).
Kleinknecht, A., Oostendorp, R. M., Pradhan, M. P. and Naastepad, C. W. M. (2006). “Flexible labour ,
Firm Performance and the Dutch job creation miracle”. International Review in Applied Economics,
20 (2).
Madsen Per Kongshøj (2002). The Danish model of “flexicurity -A paradise with some snakes. Brussels:
European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions.
Manning, A. & Petrongolo, Β. (2005). The part time penalty, CEP Discussion Paper No 679. London:
LSE.
OECD OBSERVER (2005). Mobile yet secure (January).
Van Oorschot, W. (2001). Miracle or nightmare? A critical review of Dutch activation policies and
outcomes. Paper presented at the ISA-RC19 Annual Conference, University of Oviedo.
Van Oorschot, W. (2000),WORK, WORK, WORK- Labour Market Participation Policies in The
Netherlands, 1970-2000. Tilburg Institute for Social Security Research TISSER.
Wilthagen, T. (1998). Flexicurity: A New Paradigm for Labour Market Policy Reform. Discussion Paper
FS-I 98-202. Berlin. (http://bibliothek.wz-berlin.de/pdf/1998/i98-202.pdf)
Solow, R. (1998). What is labour market flexibility?What is good for. Proceedings of the British
Academy,Vol. 97. Oxford: Oxford University Press.