112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

12
Γλώσσα : Προέλευση και Νόημα John Zerzan Αρκετά πρόσφατα η ανθρωπολογία (π.χ. Sahlins, R.B. Lee) έχει σχεδόν εξαλείψει την μακροπρόθεσμη κυρίαρχη αντίληψη που όριζε την προϊστορική ανθρωπότητα από την άποψη της έλλειψης και της αποκτήνωσης. Όπως και αν οι συνέπειες αυτής έχουν γίνει ήδη ευρέως κατανοητοί, φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση αυτής της μεγάλης εποχής σαν μια εποχή πληρότητας και χάρης. Ο χρόνος μας πάνω στη Γη, χαρακτηριζόμενος από το ακριβώς αντίθετο από αυτές τις ιδιότητες, βρίσκεται στη βαθύτερη ανάγκη για μια αντιστροφή της διαλεκτικής που ξεγύμνωσε την πληρότητα από την ζωή μας σαν είδος. Το να είσαι ζωντανός στην φύση, πριν την αφαίρεση μας από αυτήν, πρέπει να συμπεριέλαβε μια αντίληψη και επαφή που δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε από τα επίπεδα του άγχους και της αποξένωσης μας. Η επικοινωνία με όλη την ύπαρξη πρέπει να ήταν ένα πανέμορφο παιχνίδι όλων των αισθήσεων, αντανακλώντας τις αναρίθμητες, και απερίγραπτες ποικιλίες απόλαυσης και συναισθήματος που ήταν κάποτε προσιτές μέσα μας. Για τον Levy-Bruhl, τον Durkheim και άλλους, η θεμελιώδη και ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο πρωτόγονο μυαλόκαι το δικό μας είναι η έλλειψη του πρωτόγονου στην απόσπαση την στιγμή της εμπειρίας – “το άγριο μυαλό συναθροίζει, όπως το θέτει ο Levi Strauss. Φυσικά έχουμε από καιρό διδαχθεί ότι αυτή η αρχική ενότητα έμελε να καταρρεύσει, ότι η αποξένωση είναι η επαρχία της ανθρώπινης ύπαρξης: από αυτό εξαρτάται η συνείδηση. Με τον ίδιο τρόπο σχεδόν που ο αντικειμενικός χρόνος έχει κριθεί απαραίτητος για την συνείδηση - - ο Hegel το ονόμασε η αναγκαία αποξένωση” - - τόσο έχει κριθεί και η γλώσσα, εξίσου λαθεμένα. Η γλώσσα μπορεί να θεωρείται κατάλληλα η βασική ιδεολογία, ίσως όσο βαθιά ένας διαχωρισμός από τον φυσικό κόσμο όσο ο αυτοτελής χρόνος. Και αν η διαχρονικότητα επιλύει το διαχωρισμό μεταξύ του αυθορμητισμού και της συνείδησης, η μη ύπαρξη γλώσσας ίσως να είναι εξίσου αναγκαία. Ο Adorno, στο Minima Moralia, έγραψε: “Αυτό που ισχύει για την ευτυχία, το ίδιο ισχύει και για την αλήθεια: κάποια δεν την έχει, αλλά βρίσκεται μέσα σε αυτήν.Αυτό θα μπορούσε να σταθεί ως μια εξαιρετική περιγραφή της ανθρωπότητας όπως υπήρχαμε πριν την εμφάνιση του χρόνου και της γλώσσας, πριν την διαίρεση και την αποστασιοποίηση που εξάντλησαν την αυθεντικότητα. Η γλώσσα είναι το υποκείμενο αυτής της εξερεύνησης, κατανοητό στην μοχθηρή του έννοια. Ένα σημείου του Nietzsche εισάγει την κεντρική προοπτική του: οι λέξεις θολώνουν και αποκτηνώνουν οι λέξεις αποπροσωποποιούν οι λέξεις μετατρέπουν το ασυνήθιστο σύνηθες.Αν και η γλώσσα μπορεί ακόμα να περιγράφεται από τους λόγιους με τέτοιες φράσεις σαν την πιο σπουδαία και κολοσσιαία δουλειά που έχει αναπτύσσει το ανθρώπινο πνεύμα”, αυτός ο χαρακτηρισμός εμφανίζεται τώρα στο πλαίσιο του εξτρεμισμού μέσα στο οποίο

description

γλωσσα

Transcript of 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

Page 1: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

Γλώσσα : Προέλευση και Νόημα

John Zerzan

Αρκετά πρόσφατα η ανθρωπολογία (π.χ. Sahlins, R.B. Lee) έχει σχεδόν εξαλείψει την μακροπρόθεσμη κυρίαρχη αντίληψη που όριζε την προϊστορική ανθρωπότητα από την άποψη της έλλειψης και της αποκτήνωσης. Όπως και αν οι συνέπειες αυτής έχουν γίνει ήδη ευρέως κατανοητοί, φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση αυτής της μεγάλης εποχής σαν μια εποχή πληρότητας και χάρης. Ο χρόνος μας πάνω στη Γη, χαρακτηριζόμενος από το ακριβώς αντίθετο από αυτές τις ιδιότητες, βρίσκεται στη βαθύτερη ανάγκη για μια αντιστροφή της διαλεκτικής που ξεγύμνωσε την πληρότητα από την ζωή μας σαν είδος.

Το να είσαι ζωντανός στην φύση, πριν την αφαίρεση μας από αυτήν, πρέπει να συμπεριέλαβε μια αντίληψη και επαφή που δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε από τα επίπεδα του άγχους και της αποξένωσης μας. Η επικοινωνία με όλη την ύπαρξη πρέπει να ήταν ένα πανέμορφο παιχνίδι όλων των αισθήσεων, αντανακλώντας τις αναρίθμητες, και απερίγραπτες ποικιλίες απόλαυσης και συναισθήματος που ήταν κάποτε προσιτές μέσα μας.

Για τον Levy-Bruhl, τον Durkheim και άλλους, η θεμελιώδη και ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο “πρωτόγονο μυαλό” και το δικό μας είναι η έλλειψη του πρωτόγονου στην απόσπαση την στιγμή της εμπειρίας – “το άγριο μυαλό συναθροίζει”, όπως το θέτει ο Levi Strauss. Φυσικά έχουμε από καιρό διδαχθεί ότι αυτή η αρχική ενότητα έμελε να καταρρεύσει, ότι η αποξένωση είναι η επαρχία της ανθρώπινης ύπαρξης: από αυτό εξαρτάται η συνείδηση.

Με τον ίδιο τρόπο σχεδόν που ο αντικειμενικός χρόνος έχει κριθεί απαραίτητος για την συνείδηση - - ο Hegel το ονόμασε “η αναγκαία αποξένωση” - - τόσο έχει κριθεί και η γλώσσα, εξίσου λαθεμένα. Η γλώσσα μπορεί να θεωρείται κατάλληλα η βασική ιδεολογία, ίσως όσο βαθιά ένας διαχωρισμός από τον φυσικό κόσμο όσο ο αυτοτελής χρόνος. Και αν η διαχρονικότητα επιλύει το διαχωρισμό μεταξύ του αυθορμητισμού και της συνείδησης, η μη ύπαρξη γλώσσας ίσως να είναι εξίσου αναγκαία.

Ο Adorno, στο Minima Moralia, έγραψε: “Αυτό που ισχύει για την ευτυχία, το ίδιο ισχύει και για την αλήθεια: κάποια δεν την έχει, αλλά βρίσκεται μέσα σε αυτήν.” Αυτό θα μπορούσε να σταθεί ως μια εξαιρετική περιγραφή της ανθρωπότητας όπως υπήρχαμε πριν την εμφάνιση του χρόνου και της γλώσσας, πριν την διαίρεση και την αποστασιοποίηση που εξάντλησαν την αυθεντικότητα.

Η γλώσσα είναι το υποκείμενο αυτής της εξερεύνησης, κατανοητό στην μοχθηρή του έννοια. Ένα σημείου του Nietzsche εισάγει την κεντρική προοπτική του: “οι λέξεις θολώνουν και αποκτηνώνουν – οι λέξεις αποπροσωποποιούν – οι λέξεις μετατρέπουν το ασυνήθιστο σύνηθες.”

Αν και η γλώσσα μπορεί ακόμα να περιγράφεται από τους λόγιους με τέτοιες φράσεις σαν “την πιο σπουδαία και κολοσσιαία δουλειά που έχει αναπτύσσει το ανθρώπινο πνεύμα”, αυτός ο χαρακτηρισμός εμφανίζεται τώρα στο πλαίσιο του εξτρεμισμού μέσα στο οποίο

Page 2: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

είμαστε αναγκασμένοι να θέσουμε το σύνολο του έργου του “ανθρώπινου πνεύματος” υπό αμφισβήτηση. Ομοίως, αν στις εκτιμήσεις του Coward και Ellis, το πιο “σπουδαίο χαρακτηριστικό της πνευματικής ανάπτυξης του εικοστού αιώνα” ήταν το φως που έπεσε από τους γλωσσολόγους πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα, αυτή η εστίαση υπαινίσσεται το πόσο θεμελιώδης πρέπει να γίνει η εξέταση μας ώστε να κατανοήσουμε την ακρωτηριασμένη σύγχρονη ζωή. Μπορεί να ακουστεί θετικιστικό να ισχυριστώ πως η γλώσσα πρέπει να με κάποιον τρόπο να ενσωματώσει όλες τις “προόδους” της κοινωνίας, αλλά στον πολιτισμό φαίνεται πως κάθε νόημα είναι αποκλειστικά γλωσσικό – η ερώτηση του νοήματος της γλώσσας, εξεταζόμενη στο σύνολο της, έχει γίνει το αναπόφευκτο επόμενο βήμα.

Οι προγενέστεροι συγγραφείς όριζαν την συνείδηση με έναν εύκολο τρόπο σαν αυτό που είναι ικανό να λεχθεί, ή ακόμα υποστήριζαν ότι η άλογη σκέψη είναι ανέφικτη (παρά τα αντί-παραδείγματα του σκακιού και της σύνθεσης μουσικής). Όμως στην παρούσα κατάσταση μας, πρέπει να εξετάσουμε εκ νέου το νόημα της γένεσης και του χαρακτήρα της γλώσσας παρά να την θεωρήσουμε σαν απλώς μια ουδέτερη, αν όχι καλοήθη, αναπόφευκτη παρουσία. Οι φιλόσοφοι είναι τώρα αναγκασμένοι να αναγνωρίσουν το ερώτημα με εντασσόμενο ενδιαφέρον – ο Gadamer, για παράδειγμα: “Ομολογουμένως, η φύση της γλώσσας είναι ένα από τα πιο μυστήρια ερωτήματα που υπάρχει για να αναλογιστεί ο άνθρωπος.”

Η ιδεολογία, ο θωρακισμένος τρόπος της αποξένωσης για την αντίληψη, είναι μια κυριαρχία ενσωματωμένη σε συστηματική ψευδή συνείδηση. Είναι πιο εύκολο κάποιος να αρχίσει να τοποθετεί την γλώσσα με αυτούς τους όρους, αν κάποιος πάρει έναν άλλον ορισμό κοινό τόσο στην ιδεολογία όσο και στην γλώσσα: Δηλαδή, κάθε ένα από αυτά είναι ένα σύστημα παραμόρφωσης της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο πόλους και βασισμένο πάνω στον συμβολισμό.

Όπως και η ιδεολογία, η γλώσσα δημιουργεί εσφαλμένους διαχωρισμούς και αντικειμενοποιήσεις μέσω της συμβολικής της δύναμης. Η διαστρέβλωση γίνεται πιθανότατα μέσω της απόκρυψης, και τελικώς της φθοράς, της συμμετοχής του υποκειμένου στον φυσικό κόσμο. Οι σύγχρονες γλώσσες, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν την λέξη “μυαλό” για να ορίσουν ένα πράγμα που κατοικεί ανεξάρτητα στο σώμα μας, σε σύγκριση με την λέξη του Sanskrit, η οποία σημαίνει “εργάζεται μέσα”, που συμπεριλαμβάνει έναν ενεργό εναγκαλισμό της αίσθησης, της αντίληψης και της γνώσης. Η λογική της ιδεολογίας, από το ενεργό στο παθητικό, από την ένωση στον διαχωρισμό, αντικατοπτρίζεται παρόμοια στην διάσπαση του ρήματος στο γενικό. Είναι αξιοσημείωτο το πως οι πιο ελεύθερες και αισθηματικές κουλτούρες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών έδωσαν την θέση τους στην Νεολιθική επιβολή το πολιτισμού, την εργασία και την ιδιοκτησία την ίδια στιγμή που τα ρήματα μειώθηκαν περίπου στο μισό όλων των λέξεων μιας γλώσσας – στην σύγχρονη Αγγλική, τα ρήματα καταλαμβάνουν το λιγότερο από το 10% των λέξεων.

Αν και η γλώσσα, στα οριστικά χαρακτηριστικά της, φαίνεται να είναι πλήρης από την απαρχή της, η πρόοδος της χαρακτηρίζεται από μια σταθερή υποτιμητική διαδικασία. Το σκάλισμα της φύσης, η μείωση της σε έννοιες και ισορροπίες, εμφανίζονται κατά μήκος των γραμμών που προβλέπονται από τα πρότυπα της γλώσσας. Και όσο περισσότερο ο

Page 3: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

μηχανισμός της γλώσσας, παραλληλίζοντας ξανά την ιδεολογία, υποβάλει την ύπαρξη στον εαυτό της, τόσο πιο τυφλός είναι ο ρόλος της στην αναπαραγωγή μιας κοινωνίας της υποταγής.

Η Navajo έχει ονομαστεί μια “υπερβολικά κυριολεκτική” γλώσσα, από την χαρακτηριστική προκατάληψη της εποχής μας για το πιο γενικό και αφηρημένο. Σε προγενέστερες εποχές, μας υπενθυμίζεται, το άμεσο και το συμπαγές είχαν μεγάλη δύναμη – υπήρχε μια “πληθώρα εννοιών για τα απτά και τα ορατά.” (Mellersh 1960) Ο Toynbee σημείωσε τον “απίστευτο πλούτο των κλίσεων” στις προγενέστερες γλώσσες και την μεταγενέστερη τάση προς την απλοποίηση των γλωσσών μέσω της εγκατάλειψης των κλίσεων. Ο Cassirer εντόπισε την “καταπληκτική ποικιλία εννοιών για μια συγκεκριμένη δράση” μεταξύ των Αμερικάνικων Ινδιάνικων φυλών και κατανόησε πως τέτοιες έννοιες φέρουν μεταξύ τους μια σχέση αντιπαράθεσης παρά υποταγής. Αλλά είναι άξιο να επαναληφθεί μια ακόμα φορά πως ενώ από πολύ νωρίς λαμβάνεται μια πολυτελή υπερβολή συμβόλων, ήταν ένας τερματισμός των συμβόλων, των αφηρημένων συμβάσεων, ακόμα και σε αυτό το στάδιο, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έφηβη ιδεολογία.

Καθώς θεωρείται ως το παράδειγμα της ιδεολογίας, η γλώσσα πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ως τον καθοριστικό διοργανωτή της γνώσης. Όπως σημείωσε ο πρωτοπόρος γλωσσολόγος Sapir, οι άνθρωποι είναι λίγο πραγματικά στο έλεος της γλώσσας σχετικά με το τι αποτελεί “κοινωνική πραγματικότητα”. Ένας ακόμα σπερματικός ανθρωπολογικός γλωσσολόγος, ο Whorf, το προχώρησε παραπέρα προτείνοντας πως η γλώσσα καθορίζει ολόκληρο τον τρόπο ζωής κάποιου, συμπεριλαμβανομένης της σκέψης κάποιου και άλλες μορφές πνευματικής δραστηριότητας. Το να χρησιμοποιεί κανείς την γλώσσα είναι το να περιορίζει κανείς τον εαυτό του από τους τρόπους αντίληψης που είναι έμφυτοι σε αυτή την γλώσσα. Το γεγονός πως η γλώσσα είναι μόνο μια μορφή κι όμως σχηματίζει τα πάντα αγγίζει τον πυρήνα αυτού που είναι η ιδεολογία.

Είναι η πραγματικότητα εμφανιζόμενη μόνο ιδεολογικά, ως ένα στρώμα ξεχωριστό από εμάς. Με αυτόν τον τρόπο η γλώσσα δημιουργεί, και υποβιβάζει τον κόσμο. “Η ανθρώπινη ομιλία κρύβει πολλά περισσότερα από όσα φανερώνει, θολώνει πολύ περισσότερο από ότι ορίζει – δημιουργεί αποστάσεις παρά συνδέσεις,” ήταν το συμπέρασμα του George Steiner.

Πιο συγκεκριμένα, η ουσία της εκμάθησης μια γλώσσας είναι η εκμάθηση ενός συστήματος, ενός μοντέλου, που διαμορφώνει και ελέγχει την ομιλία. Είναι πιο εύκολο ακόμη να δούμε την ιδεολογία σε αυτό το επίπεδο, όπου, εξ’ αιτίας της απαραίτητης αυθαιρεσίας των φωνολογικών, συντακτικών και σημασιολογικών κανόνων από την κάθε μια, κάθε ανθρώπινη γλώσσα πρέπει να μαθαίνεται. Το αφύσικο επιβάλετε, ως μια απαραίτητη στιγμή αναπαραγωγής του αφύσικου κόσμου.

Ακόμα και στις πιο πρωτόγονες γλώσσες, οι λέξεις σπάνια φέρουν μια αναγνωρίσιμη ομοιότητα σε αυτό που υποδηλώνουν – είναι καθαρά συμβατικές. Φυσικά αυτό είναι κομμάτι της τάσης να δεις την πραγματικότητα συμβολικά, την οποία ο Cioran αναφερόταν ως “το κολλώδες συμβολικό δίχτυ” της γλώσσας, μια αχανής οπισθοδρόμηση που μας αποκόπτει από τον κόσμο. Η αυθαίρετη, αυτόνομη φύση της συμβολικής γλώσσας δημιουργεί αναπτυσσόμενους τομείς της ψευδούς βεβαιότητας όπου, η πολλαπλότητα και η ανισορροπία πρέπει να επικρατήσουν. Η απεικόνιση της γλώσσας από τον Barthes σαν

Page 4: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

“τον απόλυτο τρομοκράτη” είναι σε αυτό εδώ το σημείο – είδες πως η συστηματική της φύση “ώστε να είναι πλήρης πρέπει απλά να είναι βάσιμη και όχι αληθινή.” Η γλώσσα επηρεάζει την αρχική διάσπαση μεταξύ σοφίας και μεθόδου.

Σε αυτές τις γραμμές, όσον αφορά τη δομή, είναι εμφανές πως “ελευθερία της ομιλίας” δεν υπάρχει – η γραμματική είναι ο αόρατος “έλεγχος της σκέψης” της αόρατης φυλακής μας. Με την γλώσσα έχουμε ήδη στεγάσει τους εαυτούς μας σε έναν κόσμο ανελευθερίας.

Η πραγματοποίηση, η τάση να παίρνουμε το εννοιολογικό ως αντιληπτό και να αντιμετωπίζουμε τις έννοιες ως απτές, είναι τόσο βασικό στην γλώσσα όσο και στην ιδεολογία. Η γλώσσα αντιπροσωπεύει την διαδικασία της πραγματοποίησης των εμπειριών του μυαλού, το οποίο είναι, μια ανάλυση σε τμήματα τα οποία, ως έννοιες, μπορούν να χειραγωγηθούν σαν να ήταν αντικείμενα. Ο Horkheimer επεσήμανε πως η ιδεολογία συνιστάται περισσότερο στο τι είναι οι άνθρωποι – οι ψυχικοί τους περιορισμοί, η απόλυτη εξάρτηση τους σε ενώσεις που προνοούν για αυτούς – παρά σε αυτό που πιστεύουν. Σε μια δήλωση που μοιάζει σχετική τόσο με την γλώσσα όσο και με την ιδεολογία, πρόσθεσε πως οι άνθρωποι βιώνουν τα πάντα μόνο εντός του συμβατικού πλαισίου εννοιών.

Έχει υποστηριχθεί πως η πραγματοποίηση είναι απαραίτητη για την διανοητική λειτουργία, ότι ο σχηματισμός των εννοιών, που οι ίδιες μπορεί να παρανοηθούν για ζωντανές ιδιότητες και σχέσεις, πράττει μακριά από την άλλη σχεδόν ανυπόφορη πρακτική του συσχετισμού μιας εμπειρίας με μιαν άλλη.

Ο Cassirer είπε για αυτή την αποστασιοποίηση από την εμπειρία, “Η φυσική πραγματικότητα φαίνεται να μειώνεται σε αναλογία όσο αυξάνεται η συμβολική δραστηριότητα του ανθρώπου.” Η εκπροσώπηση και η ομοιομορφία ξεκινάν με την γλώσσα, θυμίζοντας μας την επιμονή του Heidegger πως κάτι υπερβολικά σημαντικό έχει ξεχαστεί από τον πολιτισμό.

Ο πολιτισμός συχνά θεωρείται όχι σαν κάτι που ξεχνάει αλλά σαν κάτι που θυμίζει, όπου η γλώσσα επιτρέπει την συσσωρευμένη γνώση να διαβιβάζεται προς τα εμπρός, δίνοντας μας την δυνατότητα να επωφελούμαστε από τις εμπειρίες των άλλων σαν να ήταν δικές μας. Πιθανότατα αυτό που είναι ξεχασμένο είναι πολύ απλά πως οι εμπειρίες των άλλων δεν είναι δικές μας, πως η διαδικασία του εκπολιτισμού είναι επομένως αντιπροσωπευτική και ψεύτικη. Όταν η γλώσσα, για καλό λόγο, θεωρείται ότι είναι σχεδόν ταυτόσημη με την ζωή, έχουμε να κάνουμε με ακόμη έναν τρόπο για να πούμε πως η ζωή έχει προχωρήσει σταδιακά μακρύτερα από την άμεσα ζώντα εμπειρία.

Η γλώσσα, όπως και η ιδεολογία, μεσολαβεί στο εδώ και το τώρα, επιτίθεται άμεσα, σε αυθόρμητες συνδέσεις. Ένα περιγραφικό παράδειγμα παρέχεται από μια μητέρα που αντιτίθεται στην πίεση να μάθει να διαβάζει: “Απ’ την στιγμή που το παιδί είναι εγγράμματο, δεν υπάρχει επιστροφή. Πέρνα μια βόλτα από ένα μουσείο τέχνης. Δες τους εγγράμματους μαθητές που διαβάζουν τις κάρτες με τον τίτλο πριν ρίξουν την ματιά τους στους πίνακες για να είναι σίγουροι πως ξέρουν τι πρόκειται να δουν. Ή δες τους να διαβάζουν τις κάρτες και να αγνοούν παντελώς τους πίνακες… Όπως επισημαίνουν τα αλφαβητάρια, το διάβασμα ανοίγει πόρτες. Αλλά σαν και ανοίξουν οι πόρτες, είναι πολύ δύσκολο να δεις τον κόσμο χωρίς να κοιτάξεις μέσα από αυτές.”

Page 5: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

Η διαδικασία μετατροπής της άμεσης εμπειρίας στην υπέρτατη συμβολική έκφραση, την γλώσσα, μονοπωλεί την ζωή. Όπως και η ιδεολογία, η γλώσσα υποκρύπτει και δικαιολογεί, αναγκάζοντας μας να αναστείλουμε τις αμφιβολίες μας για τον ισχυρισμό της εγκυρότητας της. Είναι στην ρίζα του πολιτισμού, ο δυναμικός κώδικας της φύσης της αποξένωσης του πολιτισμού. Όπως το παράδειγμα της ιδεολογίας, η γλώσσα βρίσκεται πίσω από όλη την ογκώδη νομιμοποίηση που είναι απαραίτητη για να κρατήσει τον πολιτισμό. Μένει σε εμάς να αποσαφηνίσουμε ποιες μορφές αρτιγενής κυριαρχίας προκάλεσαν αυτή την αιτιολόγηση, έκαναν την γλώσσα απαραίτητη ως ένα βασικό μέσο καταστολής.

Πρέπει να είναι ξεκάθαρο, πρώτα από όλα, πως η αυθαίρετη και αποφασιστική σύνδεση ενός συγκεκριμένου ήχου με ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι σχεδόν αναπόφευκτη ή τυχαία. Η γλώσσα είναι μια εφεύρεση για τον λόγο που οι γνωστικές διαδικασίες πρέπει να προηγούνται από την έκφραση τους σε γλώσσα. Το να ισχυριστούμε πως η ανθρωπότητα είναι μόνο ανθρώπινη εξ’ αιτίας της γλώσσας γενικά παραμελεί το πόρισμα πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι η προϋπόθεση για την εφεύρεση της γλώσσας.

Το ερώτημα είναι το πώς οι λέξεις αρχικά κατάφεραν να αποδεχθούν ως σημάδια; Από πού προέρχεται το πρώτο σύμβολο; Οι μοντέρνοι γλωσσολόγοι το βρίσκουν αυτό “τόσο σοβαρό πρόβλημα που κάποιος μπορεί να απελπιστεί για να βρει μια διέξοδο από τις δυσκολίες του.” Ανάμεσα στις παραπάνω από εκατό εργασίες για την προέλευση της γλώσσας, ακόμα και οι πιο πρόσφατες αναγνωρίζουν πως οι θεωρητικές ασυμφωνίες είναι συγκλονιστικές. Το ερώτημα του πότε ξεκίνησε η γλώσσα έφερε επίσης στο προσκήνιο υπερβολικά διαφορετικές γνώμες. Δεν υπάρχει κάποιο φαινόμενο της κουλτούρας που να είναι πιο βαρυσήμαντο, αλλά καμία άλλη ανάπτυξη μας προσφέρει λιγότερα γεγονότα για το ξεκίνημα της. Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, ο Bernard Campell είναι κάθε άλλο παρά μόνος του στην κρίση του πως “Πολύ απλά δεν ξέρουμε, και δεν θα ξέρουμε ποτέ, πως ή πότε ξεκίνησε η γλώσσα.”

Πολλές από τις θεωρίες που έχουν βγει στην επιφάνεια για την προέλευση της γλώσσας είναι ασήμαντες: δεν εξηγούν τίποτα για τις ποιοτικές, εκ προθέσεως αλλαγές που εισήχθησαν από την γλώσσα. Η “κουδουνιστική” θεωρία {στο κείμενο αναφέρεται ως ding-dong theory} υποστηρίζει πως υπάρχει με κάποιον τρόπο μια έμφυτη σύνδεση μεταξύ του ήχου και του νοήματος – η “pooh-pooh” θεωρία υποστηρίζει πως η γλώσσα στις αρχές αποτελούταν από εκσπερματώσεις έκπληξης, φόβου, ευχαρίστησης, φόβου, κλπ. – η “ta-ta” θεωρία θέτει την μίμηση των σωματικών κινήσεων ως την γένεση της γλώσσας, και ούτω καθεξής εξηγήσεις που απλά ικετεύουν το ερώτημα. Η υπόθεση πως οι ανάγκες του κυνηγιού έκαναν την γλώσσα απαραίτητη, απ’ την άλλη μεριά, είναι εύκολα αντικρουόμενη – τα ζώα κυνηγούν μαζί χωρίς γλώσσα, και είναι συχνά απαραίτητο για τους ανθρώπους να παραμένουν σιωπηλοί ώστε να κυνηγήσουν.

Κάπως πιο κοντά στο σημείο, πιστεύω, είναι η προσέγγιση του σύγχρονου γλωσσολόγου E.H. Sturtevant: αφού όλες οι προθέσεις και τα συναισθήματα εκφράζονται ακούσια με την χειρονομία, το βλέμμα, ή τον ήχο, η εκούσια επικοινωνία, όπως η γλώσσα, πρέπει να είχε εφευρεθεί για τον σκοπό του ψέματος ή της εξαπάτησης. Σε μια πιο ενημερωμένη διάθεση, ο φιλόσοφος Caws επέμενε πως “η αλήθεια… είναι σχετικά αργοπορημένη στην γλωσσική

Page 6: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

σκηνή, και είναι σίγουρα λάθος το να υποθέσουμε πως η γλώσσα εφευρέθηκε για τον σκοπό του να την λέμε.”

Αλλά είναι σε αυτό το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο της εξερεύνησης μας, οι όροι και επιλογές των συμπαγών δραστηριοτήτων και σχέσεων, που μεγαλύτερη κατανόηση της γένεσης της γλώσσας πρέπει να αναζητηθεί. Η Olivia Vlahos έκρινε πως “η εξουσία των λέξεων” πρέπει να είχε εμφανισθεί πολύ νωρίς – “Σίγουρα… όχι πιο μετά από όταν ο άνθρωπος είχε ξεκινήσει να διαμορφώνει εργαλεία σχηματισμένα για ειδικά πρότυπα.” Η απολέπιση ή το ξεφλούδισμα των πέτρινων εργαλείων, κατά την διάρκεια των εκατομμυρίων ή των δύο χρόνων της Παλαιολιθικής ζωής, ωστόσο, φαίνεται πολύ πιο εύστοχο το να είχε μοιραστεί με άμεση, οικεία εκδήλωση παρά με προφορικές οδηγίες.

Παρ’ όλα αυτά, η πρόταση ότι η γλώσσα προέκυψε με το ξεκίνημα της τεχνολογίας - - το οποίο είναι, με την έννοια του καταμερισμού της εργασίας και των συνακολουθών της, όπως η τυποποίηση των πραγμάτων και γεγονότων και η αποτελεσματική εξουσία των ειδικών πάνω σε άλλους - - είναι στο επίκεντρο του θέματος, κατά την γνώμη μου. Θα φαινόταν πολύ δύσκολο να αποδεσμεύσεις τον καταμερισμό της εργασίας - - “την πηγή του πολιτισμού”, κατά την φράση του Durkheim - - από την γλώσσα σε οποιοδήποτε στάδιο, και λιγότερο από όλα στην αρχή. Ο καταμερισμός της εργασίας απαιτεί έναν σχετικά πολύπλοκο έλεγχο της δράσης της ομάδας – στην πραγματικότητα απαιτεί πως ολόκληρη η κοινότητα να είναι οργανωμένη και κατευθυνόμενη. Αυτό συμβαίνει μέσω της κατανομής των καθηκόντων που πρωτύτερα εκτελούνταν από τον καθένα, σε μια σταδιακά μεγαλύτερα διαφοροποίηση των καθηκόντων, και ως εκ τούτου των ρόλων και των διακρίσεων.

Ενώ η Vlahos ένιωθε πως η ομιλία προέκυψε αρκετά νωρίς, σε σχέση με τα απλά λίθινα εργαλεία και την αναπαραγωγή τους, ο Julian Jaynes έχει εγείρει πιθανότατα ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον ερώτημα το οποίο λαμβάνεται στην αντίθετη άποψη του πως η γλώσσα εμφανίστηκε αρκετά αργότερα. Ρωτάει, πως γίνεται, αν η ανθρωπότητα είχε ομιλία για μερικά εκατομμύρια χρόνια, να μην υπήρχε ουσιαστικά καμία ανάπτυξη στην τεχνολογία; Το ερώτημα του Jaynes συνεπάγεται μια ωφελιμιστική αξία έμφυτη στην γλώσσα, μια υποτιθέμενη απελευθέρωση των κρυμμένων δυνατοτήτων ενός θετικού χαρακτήρα. Αλλά με δεδομένη την καταστροφική δυναμική του καταμερισμού της εργασίας, που αναφέρεται παραπάνω, μπορεί να είναι ότι ενώ η γλώσσα και η τεχνολογία πράγματι συνδέονται, απαρνήθηκαν και οι δύο εξίσου πετυχημένα από χιλιάδες γενιές.

Από τις ρίζες της η γλώσσα έπρεπε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός προβλήματος που υπήρχε έξω από την γλώσσα. Υπό το πρίσμα της συμβατότητας της γλώσσας και της ιδεολογίας, είναι επίσης εμφανές πως απ’ την στιγμή που κάποιος άνθρωπος μιλούσε, αυτός ή αυτή διαχωριζόταν. Αυτή η ρήξη είναι η στιγμή της διαλύσεως της αρχέτυπης ενότητας ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στην φύση – συμπίπτει με την έναρξη του καταμερισμού της εργασίας. Ο Marx αναγνώρισε πως η αύξηση της ιδεολογικής συνείδησης καθιερώθηκε από τον καταμερισμό της εργασίας – η γλώσσα ήταν αυτό το κύριο παράδειγμα της “παραγωγικής εργασίας.” Κάθε βήμα για την προαγωγή του πολιτισμού σήμαινε προστιθέμενη εργασία, ωστόσο, και η ριζικά ξένη πραγματικότητα της παραγωγικής εργασίας/δουλειάς είναι πραγματοποιημένη και προωθημένη μέσω της

Page 7: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

γλώσσας. Η ιδεολογία λαμβάνει την ουσία της από τον καταμερισμό της εργασίας, και, αχώριστα, την μορφή της από την γλώσσα.

Ο Engels, διατιμώντας την εργασία με πιο σαφή τρόπο από τον Marx, εξήγησε την προέλευση της γλώσσας από και μαζί με την εργασία, την “μαεστρία της φύσης.” Εξέφρασε την ουσιώδη σύνδεση με την φράση, “πρώτα η εργασία, μετά από αυτό και στη συνέχεια με αυτό η ομιλία.” Για να το θέσω πιο κριτικά, η τεχνητή επικοινωνία η οποία είναι η γλώσσα ήταν και είναι η φωνή του τεχνητού χωρισμού, ο οποίος είναι ο καταμερισμός της εργασίας. (Στο συνηθισμένο, κατασταλτικό ιδίωμα, αυτό διατυπώνεται θετικά, φυσικά, από την άποψη της ανεκτίμητης φύσης της γλώσσας στην οργάνωση των “ατομικών αρμοδιοτήτων.”)

Η γλώσσα έχει επεξεργαστεί για την καταπίεση των συναισθημάτων – όντας ο κώδικας του πολιτισμού εκφράζει την εξάχνωση του Έρωτα, την καταστολή του ενστίκτου, τα οποία είναι ο πυρήνας του πολιτισμού. Ο Freud, στην μια παράγραφο που αφιέρωσε στην προέλευση της γλώσσας, συνέδεσε την αυθεντική ομιλία με τον σεξουαλικό δεσμό σαν το όργανο με το οποίο η δουλειά έγινε αποδεκτή σαν “ένα ισοδύναμο και υποκατάστατο για την σεξουαλική δραστηριότητα.” Αυτή η μεταβίβαση από μια ελεύθερη σεξουαλικότητα στην εργασία είναι πρωτότυπη εξάχνωση, και ο Freud είδε την γλώσσα να αποτελεί την ίδρυση του συνδέσμου μεταξύ των κλήσεων ζευγαρώματος και των διαδικασιών εργασίας.

Ο νέο-Φροϋδιακός Lacan μεταφέρει περαιτέρω αυτή την ανάλυση, ισχυριζόμενος πως το ασυνείδητο δημιουργείται από την κύρια καταστολή της απόκτησης της γλώσσας. Έτσι το ασυνείδητο για τον Lacan είναι “δομημένο σαν την γλώσσα” και λειτουργεί γλωσσολογικά, όχι ενστικτωδώς ή συμβολικά με την παραδοσιακή Φροϋδική έννοια.

Για να κοιτάξουμε το πρόβλημα της προέλευσης σε εικονικό επίπεδο, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε τον μύθο του Πύργου της Βαβέλ. Η ιστορία της σύγχυσης της γλώσσας, σαν την άλλη ιστορία στην Γένεση, η Πτώση από την χάρις του Κήπου, είναι μια προσπάθεια στο να συμβιβαστούμε με την προέλευση του κακού. Η διάσπαση μιας “αρχέτυπης γλώσσας” σε αμοιβαία ακατάληπτη μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα ως την εμφάνιση της συμβολικής γλώσσας, της έκλειψης μιας προηγούμενης κατάστασης μιας συνολικής και αυθεντικής επικοινωνίας. Σε αρκετές παραδόσεις του παραδείσου, για παράδειγμα, τα ζώα έχουν την ικανότητα να μιλούν και οι άνθρωποι να τα καταλαβαίνουν.

Έχω υποστηρίξει και αλλού πως η Πτώση μπορεί να κατανοηθεί ως πτώση στον χρόνο. Ομοίως με την αποτυχία που προτείνει ο Πύργος της Βαβέλ, όπως το τοποθετεί ο Russell Fraser, “η απομόνωση του ανθρώπου στον ιστορικό χρόνο.” Αλλά η Πτώση έχει επίσης ένα νόημα για την προέλευση της γλώσσας. Ο Benjamin το βρήκε στην μεσολάβηση η οποία είναι η γλώσσα και “η προέλευση της αφαίρεσης, επίσης, ως ικανότητα της γλώσσας-νου.” “Η Πτώση στην γλώσσα”, σύμφωνα με τον Norman O. Brown.

Ένα ακόμη κομμάτι της Γένεσης παρέχει Βιβλικές περιγραφές πάνω στο ουσιαστικό της γλώσσας, των ονομάτων και σχετικά με την έννοια πως η ονομασία είναι μια πράξη κυριαρχίας. Αναφέρομαι στον μύθο της δημιουργίας, ο οποίος περιλαμβάνει “και όπως αποκάλεσε ο Αδάμ κάθε ζωντανό πλάσμα, αυτό ήταν έπειτα το όνομα του.” Αυτό μας κατευθύνει αμέσως στην απαραίτητη γλωσσική συνιστώσα της κυριαρχίας της φύσης: ο

Page 8: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

άνθρωπος έγινε ο άρχοντας των πραγμάτων μόνο επειδή πρώτα τα κατονόμασε, κατά την διατύπωση του Dufrenne. Όπως το έθεσε ο Spengler, “Το να ονομάσεις οτιδήποτε με ένα όνομα είναι το να έχεις την εξουσία του πράγματος.”

Το ξεκίνημα της αποκοπής της ανθρωπότητας από τον κόσμο και η κυριαρχία της πάνω σε αυτόν βρίσκεται επομένως στο θέμα της ονοματοδοσίας του κόσμου. Ο Λόγος ο ίδιος σαν θεός συμμετέχει στην πρώτη ονομασία, η οποία εκπροσωπεί την κυριαρχία της θεότητας. Η γνωστή δίοδος περιέχεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: “Στην αρχή υπήρχε η Λέξη, και η Λέξη ήταν με τον Θεό, και η Λέξη ήταν ο Θεός.”

Επιστρέφοντας στο ερώτημα της προέλευσης της γλώσσας με πραγματικούς όρους, ερχόμαστε πάλι πίσω στην θεωρία πως το πρόβλημα της γλώσσας είναι το πρόβλημα του πολιτισμού. Ο ανθρωπολόγος Lizot σημείωσε πως ο τρόπος των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών εξέθεσε την απουσία της τεχνολογίας και της κατανομής της εργασίας που η Jaynes πίστευε πως σπουδαίο ρόλο έπαιζε η απουσία της γλώσσας – “Η περιφρόνηση (των πρωτόγονων ανθρώπων) για την εργασία και η αδιαφορία για την τεχνολογική πρόοδο αυτή καθ’ εαυτή είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση.” Επί πλέον, “ο όγκος των πρόσφατων μελετών”, με τα λόγια της Lee το 1981, δείχνει τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες να ήταν “καλοθρεμένοι και να είχαν άφθονο ελεύθερο χρόνο.”

Η πρόωρη ανθρωπότητα δεν αποθαρρυνόταν για την γλώσσα από τις πιέσεις της συνεχής ανησυχίας για επιβίωση – ο χρόνος για σκέψη και γλωσσολογική ανάπτυξη ήταν διαθέσιμος αλλά αυτός ο δρόμος είχε προφανώς απορριφθεί για πολλά χιλιάδες χρόνια. Ούτε επίσης η τελειωτική νίκη της γεωργίας, ο ακρογωνιαίος λίθος του πολιτισμού, λαμβάνει χώρα (με την μορφή της Νεολιθικής επανάστασης) εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων ή των πιέσεων του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, όπως συμπέρανε ο Lewis Blinford, “Το ερώτημα που πρέπει να ερωτηθεί δεν είναι το γιατί η γεωργία και η αποθήκευση τροφίμων δεν αναπτύχθηκαν παντού, αλλά το γιατί αναπτύχθηκαν.”

Η κυριαρχία της γεωργίας, συμπεριλαμβανομένης της ιδιοκτησίας, των νόμων, των πόλεων, των μαθηματικών, του πλεονάσματος, της μόνιμης ιεραρχίας και της εξειδίκευσης, και του γραψίματος, για να αναφέρουμε μερικά από τα στοιχεία της, δεν ήταν κάποιο αναπόφευκτο βήμα στην ανθρώπινη “πρόοδο” – ούτε και η γλώσσα η ίδια ήταν. Η πραγματικότητα της προ-Νεολιθικής ζωής καταδεικνύει την υποβάθμιση ή την ήττα που συνεπάγεται σε αυτό που γενικώς φάνηκε σαν ένα τεράστιο βήμα εμπρός, μια αξιοθαύμαστη υπέρβαση της φύσης, κλπ. . Υπό αυτό το πρίσμα, πολλές από τις διορατικότητες του Horkheimer και του Adorno στο «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» (όπως η σύνδεση της προόδου σε ρόλο ελέγχου με την οπισθοδρόμηση σε συναισθηματική εμπειρία) έγιναν διφορούμενες από το ψευδό τους συμπέρασμα πως “Οι άνθρωποι έπρεπε πάντα να επιλέξουν ανάμεσα στην υποταγή στην φύση ή την υποταγή στην φύση του Εαυτού.”

“Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο τέλεια κατοπτρισμένος ο πολιτισμός όσο στον λόγο,” όπως σχολίασε ο Pei, και με μερικούς πολύ σημαντικούς τρόπους η γλώσσα όχι μόνο αντανάκλασε αλλά προσδιόρισε αλλαγές στην ανθρώπινη ζωή. Η βαθιά, δυνατή θραύση που ανακοινώθηκε με την γέννηση της γλώσσας προδιέγραψε και επισκίασε την άφιξη του πολιτισμού και της ιστορίας, μόνο 10.000 χρόνια πριν. Στην εμβέλεια της γλώσσας, “η

Page 9: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

ολότητα της Ιστορίας στέκεται ενωμένη και πλήρης με τον τρόπο μιας Φυσικής Τάξης,” λέει ο Barthes.

Η μυθολογία, η οποία, όπως τόνισε ο Cassirer, “είναι από την απαρχή της εν δυνάμει θρησκεία,” μπορεί να κατανοηθεί ως μια λειτουργία της γλώσσας, υποκείμενο στις απαιτήσεις της όπως κάθε ιδεολογικό προϊόν. Ο γλωσσολόγος του δεκάτου ενάτου αιώνα Muller περιέγραψε την μυθολογία ως μια “ασθένεια της γλώσσας” με ακριβώς αυτή την έννοια – η γλώσσα παραμορφώνει την σκέψη λόγω της ανικανότητας της να περιγράψει τα πράγματα άμεσα. “Η μυθολογία είναι αναπόφευκτη, είναι φυσική, είναι η έμφυτη αναγκαιότητα της γλώσσας … (Είναι) η σκοτεινή σκιά που πέφτει πάνω στην σκέψη, και η οποία δεν μπορεί ποτέ να εξαφανιστεί μέχρι η γλώσσα να γίνει τελείως ανάλογη με την σκέψη, το οποίο δεν θα γίνει ποτέ.”

Είναι λίγο περίεργο, λοιπόν, πως το παλιό όνειρο μιας γλώσσας του Αδάμ, μια “αληθινή” γλώσσα αποτελούμενη όχι από συμβατικά νοήματα αλλά εκφράζοντας την άμεση, αδιαμεσολάβητη έννοια των πραγμάτων, είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της λαχτάρας την ανθρωπότητας για μια χαμένη αρχέγονη κατάσταση. Όπως παρατηρήθηκε προηγουμένως παραπάνω, ο Πύργος της Βαβέλ είναι μια από τις διαρκείς σημασίες αυτής της λαχτάρας για να επικοινωνήσουμε πραγματικά μεταξύ μας και με την φύση.

Σε εκείνη την προγενέστερη (αλλά διαρκή) κατάσταση η φύση και η κοινωνία σχημάτιζαν ένα συνεκτικό σύνολο, διασυνδεδεμένο από τους στενότερους δεσμούς. Το βήμα από την συμμετοχή στην ολότητα της φύσης στην θρησκεία περιελάμβανε μια απόσπαση των δυνάμεων και των όντων στις προς τα έξω, ανεστραμμένες υπάρξεις. Αυτή η απομάκρυνση πήρε την μορφή των θεοτήτων, και ο θρησκευτικός πρακτικός, ο σαμάνος, ήταν ο πρώτος σπεσιαλίστας.

Οι καθοριστικές διαμεσολαβήσεις της μυθολογίας και της θρησκείας δεν είναι, ωστόσο, οι μόνες βαθιές πολιτιστικές εξελίξεις που διέπουν την σύγχρονη αποξένωση μας. Επίσης στην Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή, καθώς το είδος του Νεάντερνταλ έδωσε την θέση του στο είδος Κρο-Μανιόν (και ο εγκέφαλος στην πραγματικότητα μίκρυνε σε μέγεθος), γεννήθηκε η τέχνη. Στις διάσημες ζωγραφιές των σπηλαίων πριν από περίπου 30.000 χρόνια έχει βρεθεί μια μεγάλη ποικιλία από αφηρημένα σημάδια – ο συμβολισμός της τελευταίας Παλαιολιθικής τέχνης σιγά-σιγά σκληραίνει στην πιο στυλιζαρισμένη μορφή των Νεολιθικών γεωργών. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, η οποία είναι είτε συνώνυμη με τις αρχές της γλώσσας ή της καταγραφής της πρώτης πραγματικής κυριαρχίας, βγήκε στην επιφάνεια μια αναταραχή. Ο John Pfeiffer το εξήγησε αυτό από την άποψη της διάβρωσης των ισότιμων παραδόσεων των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, καθώς ο Κρο-Μάνιον καθιέρωσε την ηγεμονία του. Ενώ δεν υπήρχε “κανένα ίχνος του βαθμού” μέχρι την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή, η αναδυόμενη κατανομή της εργασίας και οι άμεσες κοινωνικές συνέπειες απαιτούσε την πειθαρχία όσων αντιστέκονταν στην σταδιακή προσέγγιση του πολιτισμού. Σαν μια επισημοποίηση, μια συσκευή ενδογματισμού, η δραματική εξουσία της τέχνης εκπλήρωσε αυτή την ανάγκη για πολιτιστική συνοχή και την συνέχεια της εξουσίας. Η γλώσσα, ο μύθος, η θρησκεία και η τέχνη έτσι προχώρησαν ως βαθιά “πολιτικές” συνθήκες της κοινωνικής ζωής, μέσω της οποίας τα τεχνητά συμβολικά μέσα των συμβολικών μορφών αντικατέστησαν την άμεση ποιότητα ζωής πριν τον

Page 10: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

καταμερισμό της εργασίας. Από αυτό το σημείο και έπειτα, η ανθρωπότητα δεν μπορούσε πλέον να κοιτάξει κατά πρόσωπο την πραγματικότητα – η λογική της κυριαρχίας επέστησε ένα πέπλο πάνω από το παιχνίδι, την ελευθερία, την ευημερία.

Κατά το κλείσιμο της Παλαιολιθικής Εποχής, καθώς η μειωμένη αναλογία των ρημάτων στην γλώσσα αντανακλά την παρακμή των μοναδικών και ελεύθερα επιλεγμένων δραστηριοτήτων κατά συνέπεια της κατανομής της εργασίας, η γλώσσα δεν κατείχε ακόμη χρόνους. Αν και η δημιουργία ενός συμβολικού κόσμου ήταν η προϋπόθεση για την ύπαρξη του χρόνου, καμία σταθερή διαφοροποίηση δεν είχε αναπτυχθεί πριν η κυνηγετική-τροφοσυλλεκτική ζωή αντικατασταθεί από την Νεολιθική γεωργία. Αλλά όταν κάθε ρήμα δείχνει έναν χρόνο, η γλώσσα είναι “απαιτητικά λόγια για τον χρόνο ακόμα και όταν ο χρόνος είναι πιο μακρινός από τις σκέψεις μας.” (Van Orman Quine 1960) Από αυτή την θέση μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί αν ο χρόνος υπάρχει έξω από την γραμματική. Όταν η δομή του λόγου ενσωματώνει τον χρόνο και είναι κινούμενος από αυτή σε κάθε έκφραση, η κατανομή της εργασίας κατέστρεψε τελειωτικά μια πρωτύτερη πραγματικότητα. Με τον Derrida, κάποιος μπορεί πολύ σωστά να αναφερθεί στην “γλώσσα ως την προέλευση της ιστορίας.” Η γλώσσα αυτή καθεαυτή είναι μια καταστολή, και μαζί με την πρόοδο της η καταστολή συγκεντρώνει – όπως η ιδεολογία και όπως και η εργασία – τόσο ώστε να παράγει ιστορικό χρόνο. Χωρίς την γλώσσα όλη η ιστορία θα εξαφανιζόταν.

Η προ-ιστορία είναι προ-γραφής – η γραφή είναι κάποιου είδους σημείο στο οποίο ξεκίνησε ο πολιτισμός. “Μόλις πάρεις την εντύπωση,” έγραψε ο Freud στο The Future of an Illusion, “πως ο πολιτισμός είναι κάτι που επιβλήθηκε σε μια αντιστεκόμενη πλειονότητα από μια μειονότητα που κατάλαβε πώς να λάβει την κατοχή της εξουσίας και του εξαναγκασμού.” Αν το ζήτημα του χρόνου και της γλώσσας φαίνεται προβληματικό, η γραφή ως ένα στάδιο της γλώσσας κάνει την εμφάνιση της συμβάλλοντας στην υποταγή σε μια μάλλον γυμνή μόδα. Ο Freud θα μπορούσε να είχε επισημάνει πως η γραπτή γλώσσα είναι ο μοχλός από τον οποίο ο πολιτισμός επιβλήθηκε και ενοποιήθηκε.

Περίπου μέχρι το 10.000 π.Χ. , ο εκτεταμένος καταμερισμός της εργασίας είχε παράγει το είδος του κοινωνικού ελέγχου που αντικατοπτρίζεται στις πόλεις και στους ναούς. Οι νωρίτερες γραφές είναι αρχεία φόρων, νόμων, όρων της υποτέλειας εργασίας. Αυτή η αντικειμενοποιημένη κυριαρχία έτσι προέρχεται από την πρακτική ανάγκη της πολιτικής οικονομίας. Μια αυξημένη χρήση των γραμμάτων και των πλακιδίων σύντομα ενεργοποίησε αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για αυτό να φτάσουν σε νέα ύψη εξουσίας και κατάκτησης, όπως επεξηγείται στην νέα φόρμα διακυβέρνησης που διέταξε ο Hammurabi της Βαβυλωνίας. Όπως το τοποθετεί ο Levi-Strauss, η γραφή “φαίνεται να ευνοεί περισσότερο την εκμετάλλευση παρά την φώτιση της ανθρωπότητας. Η γραφή, σε αυτή την πρώτη εμφάνιση της ανάμεσα μας, είχε συμμαχήσει με το ψέμα.”

Η γλώσσα στην παρούσα συγκυρία γίνεται η αντιπροσώπευση της αντιπροσώπευσης, στην ιερογλυφική και ιδεογραφική γραφή και έπειτα στην φωνητική-αλφαβητική γραφή. Η πρόοδος του συμβολισμού, από τον συμβολισμό των λέξεων, σε αυτόν τον συλλαβών, και τελικά σε γράμματα στην αλφάβητο, επέβαλλε μια όλο και πιο ακαταμάχητη αίσθηση τάξης και ελέγχου. Και στην πραγμοποίηση που επιτρέπει η γραφή, η γλώσσα δεν είναι πλέον

Page 11: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

συνδεδεμένη με το αντικείμενο της ομιλίας ή την κοινότητα του λόγου, αλλά δημιουργεί ένα αυτόνομο έδαφος από το οποίο κάθε υποκείμενο μπορεί να είναι απών.

Στον σύγχρονο κόσμο, το avant garde της τέχνης έχει, πιο σημαντικά, εκτελέσει τις χειρονομίες της άρνησης της φυλακής της γλώσσας. Από τον Mallarme, ένας καλός αριθμός μοντερνιστικής ποίησης και πεζογραφίας κινήθηκε εναντίον της κανονικής ομιλίας που τα θεωρεί όλα δεδομένα. Στο ερώτημα “Ποιος μιλάει;” ο Mallarme απαντούσε, “η γλώσσα μιλάει.” Μετά από αυτή την απάντηση, και ειδικότερα από την εκρηκτική περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν ο Joyce, η Stein και άλλοι προσπάθησαν μια νέα σύνταξη καθώς και ένα καινούργιο λεξιλόγιο, οι περιορισμοί και οι στρεβλώσεις της γλώσσας είχαν δεχτεί μαζικές επιθέσεις στην λογοτεχνία. Οι Ρώσοι φουτουριστές, ο Ντανταϊσμός (π.χ. οι προσπάθειες του Hugo Ball το 1920 να δημιουργήσει “ποίηση χωρίς λέξεις”), ο Artraud, οι Σουρεαλιστές και οι Λεττριστές ήταν μεταξύ των πιο εξωτικών στοιχείων της γενικότερης αντίδρασης στη γλώσσα.

Οι Συμβολιστές ποιητές, και πολλοί που θα μπορούσαν να αποκαλεστούν απόγονοι τους, υποστήριζαν πως η περιφρόνηση για την κοινωνία περιλαμβάνει επίσης και την περιφρόνηση για την γλώσσα της. Αλλά η ανεπάρκεια στην προηγούμενη αρένα εμπόδιζε την επιτυχία στην τελευταία, φέρνοντας κάποιον να αναρωτηθεί αν οι πόροι του avant garde θα μπορούσαν να είναι τίποτα περισσότερο από αφηρημένες, ερμητικές χειρονομίες. Η γλώσσα, η οποία σε κάθε δεδομένη στιγμή ενσωματώνει την ιδεολογία μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, πρέπει να σταματήσει ώστε να καταργηθούν και οι δύο κατηγορίες της αποξένωσης – ένα έργο από ορισμένες σημαντικές διαστάσεις, ας πούμε. Αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα (π.χ. το Finnegan’s Wake, η ποίηση του e.e. cummings) που σπάνε τους κανόνες της γλώσσας φαίνεται κυρίως να έχουν το παράδοξο αποτέλεσμα της επίκλησης των ίδιων των κανόνων. Επιτρέποντας το ελεύθερο παιχνίδι των ιδεών για την γλώσσα, η κοινωνία μεταχειρίζεται αυτές τις ιδέες σαν απλό παιχνίδι.

Η τεράστια ποσότητα των ψεμάτων - - επίσημων, εμπορικών και άλλων - - είναι ίσως από μόνη της επαρκής για να εξηγήσει το γιατί ο Johnny δεν μπορεί να διαβάσει ή να γράψει, γιατί ο αναλφαβητισμός αυξάνεται στην μητρόπολη. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνο πως “η πίεση στην γλώσσα έχει πάρει μεγάλη έκταση”, σύμφωνα με τον Canetti, αλλά πως αυτή η “αμάθεια” έχει φτάσει “να είναι μια δύναμη σχεδόν σε κάθε έδαφος σκέψης”, κατά την εκτίμηση του Robert Harbison.

Σήμερα το “απίστευτό” και το “φοβερό” εφαρμόζονται στα πιο συχνά ασήμαντα και βαρετά πράγματα, και δεν είναι ατύχημα πως δυνατές και προσβλητικές λέξεις ίσα που υπάρχουν πλέον. Η αλλοίωση της γλώσσας αντικατοπτρίζει μια γενικότερη αποξένωση – έχει γίνει σχεδόν ολοκληρωτικά εξωτερικό για μας. Από τον Kafka στον Pinter η σιωπή η ίδια είναι η φωνή που αρμόζει στην εποχή μας. “Λίγα βιβλία είναι συγχωρητέα. Μαύρο στον καμβά, σιωπή στην οθόνη, μια άδεια λευκή κόλλα για χαρτί, είναι ίσως εφικτά,” όπως το τοποθετεί τόσο καλά ο R.D. Laing. Εν τω μεταξύ, οι στρουκτουραλιστές - - οι Levi Strauss, Barthes, Foucault, Lacan, Derrida - - ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά ασχολημένοι με την διπροσωπία της γλώσσας στις ατελείωτες εξηγητικές για αυτό. Έχουν σχεδόν παρατήσει το έργο της εξόρυξης νοήματος από την γλώσσα.

Page 12: 112362702-Γλώσσα-Προέλευση-και-Νόημα-του-John-Zerzan

Γράφω (προφανώς) εγκλωβισμένος στην γλώσσα, έχοντας την επίγνωση πως η γλώσσα πραγματοποιεί την αντίσταση στην πραγμοποίηση. Όπως εξηγεί ο T.S. Eliot, “πρέπει να χρησιμοποιήσω λέξεις όταν μιλάω σε σένα.” Κάποια μπορεί να φανταστεί την αντικατάσταση της φυλάκισης του χρόνου με ένα λαμπρό παρόν - - μόνο φαντάζοντας έναν κόσμο χωρίς τον καταμερισμό της εργασίας, χωρίς αυτόν τον χωρισμό από την φύση από τον οποίον όλες οι ιδεολογίες και οι εξουσίες προέκυψαν. Δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε σε αυτό τον κόσμο χωρίς την γλώσσα και αυτό είναι το πόσο βαθιά θα πρέπει να μεταμορφώσουμε αυτό τον κόσμο.

Οι λέξεις αποκαλύπτουν μια θλίψη – χρησιμοποιούνται για να απορροφούν την κενότητα του αχαλίνωτου χρόνου. Όλοι μας είχαμε την επιθυμία να πάμε παραπέρα, βαθύτερα από τις λέξεις, το αίσθημα του θέλουν που γίνεται μόνο με τις συζητήσεις, γνωρίζοντας πως επιτρέποντας μας να ζήσουμε με συνέπεια σβήνει την ανάγκη να διατυπωθεί η συνοχή.

Υπάρχει μια βαθιά αλήθεια στην έννοια πως “οι εραστές δεν χρειάζονται λέξεις.” Το ζήτημα είναι πως πρέπει να έχουμε έναν κόσμο εραστών, έναν κόσμο από πρόσωπα-με-πρόσωπα, στον οποίο ακόμα και τα ονόματα να μπορούν να ξεχαστούν, έναν κόσμο ο οποίος να γνωρίζει πως η γοητεία είναι το αντίθετο της άγνοιας. Μόνο μια πολιτική που αναιρεί την γλώσσα και τον χρόνο και ως εκ τούτου είναι οραματιστή στο σημείο της ηδονής έχει κάποιο νόημα.