Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ...

28
1 Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Γκινούδης Συμεών, Α.Μ: 9196 Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Μάθημα: Εισαγωγή στον Μινωικό πολιτισμό Διδάσκων καθηγητής: Α. Βλαχόπουλος

Transcript of Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ...

1

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Γκινούδης Συμεών, Α.Μ: 9196

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Μάθημα: Εισαγωγή στον Μινωικό πολιτισμό

Διδάσκων καθηγητής: Α. Βλαχόπουλος

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή……………………………………………………..3

Α1. Η αρχαιοβοτανολογική έρευνα στην Κρήτη…………….4

Α2. Μέθοδοι και πρακτικές της αρχαιοβοτανολογίας……….5

Α3. Η μέθοδος της επίπλευσης………………………………6

Β1. Τα δημητριακά…………………………………………..6

Β2. Τα όσπρια……………………………………………….10

Β3. Το αμπέλι……………………………………………….11

Β4. Η ελιά…………………………………………………...15

Γ. Συμπεράσματα…………………………………………....20

Δ. Εικόνες…………………………………………………...21

Ε. Βιβλιογραφία……………………………………………..25

3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Κρήτης διαχρονικά χαρακτηρίζονται από μια πλούσια ποικιλομορφία. Αυτή η ποικιλομορφία αρχικά πρεπει να συνδεθεί με το πλούσιο γεωμορφολογικό περιβάλλον, το εύκρατο κλίμα και φυσικά την ιδιαίτερη θέση που το νησί κατέχει στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Η ελληνική μεγαλόνησος, όπως είναι ευρέως γνωστή, χαρακτηρίζεται από την «τριλογία του μεσογειακού τοπίου»: θάλασσα, πεδιάδα, βουνό. Το κρητικό τοπίο αποτελεί πεδίο συνάντησης αυτών των αντίθετων αλλά και συμπληρωματικών στοιχείων αντίστοιχα1.

Η θάλασσα προσέφερε διαχρονικά την δυνατότητα της επικοινωνίας μέσω των θαλάσσιων ταξιδιών, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε πάντα μια πηγή διατροφής2 . Οι πεδιάδες της Κρήτης, με μεγαλύτερες αυτή της Μεσαράς, της πεδιάδας του Καστελίου και του οροπεδίου Λασιθίου, έπαιζαν πάντα σπουδαίο ρόλο για την αγροτική οικονομία και παραγωγή. Ιδιαίτερα η κοιλάδα της Μεσαράς είναι σημαντικής οικονομικής σημασίας, λόγω της ποιότητας του εδάφους της αλλά και του κλίματος που επικρατεί σε αυτήν. Ακόμα, ιδιαίτερη σημασία έχουν και μικρότερες παραλιακές πεδιάδες, οι μικρές στενές κοιλάδες (ποταμίδες) στην λοφώδη χώρα αλλά και στο νότιο άκρο του νησιού οι διάφορες χαραδροκοιλάδες ή φαραγγοκοιλάδες3. Βέβαια το ανάγλυφο της Κρήτης είναι κυρίως ορεινό. Οι βασικοί ορεινοί όγκοι του νησιού είναι: τα Λευκά όρη, ο Κέντρος, ο Ψηλορείτης, ο Κουλούκωνας, τα Αστερούσια, τα Λασηθιώτικα βουνά και τα βουνά της Σητείας. Τα βουνά αυτά έδειναν στους κατοίκους της Κρήτης διαχρονικά την δυνατότητα ανάπτυξης της κτηνοτροφίας και άλλων δραστηριοτήτων, όπως η υλοτομία4.

Η Κρήτη έχει κεντρική θέση στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα αποτελεί το νότιο όριο της λεκάνης του Αιγαίου5. Η στρατηγική της θέση ίσως συνδέεται με την μετάδοση της γεωργίας από την δυτική Ασία και πιθανώς στις πρώιμες επαφές των κατοίκων της να μπορούμε να ανιχνεύσουμε την εμφάνιση της γεωργίας και των γεωργικών συστημάτων στο νησί6. Ακόμα οι καλές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί (μεγάλη ηλιοφάνεια και ήπιες θερμοκρασίες) επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας πλούσιας πανίδας7. Αντιλαμβανόμαστε συνεπώς τις δυνατότητες που το νησί έδωσε στους κατοίκους του από τις πρώιμες κιόλας φάσεις του.

Οι διατροφικές συνήθειες που καθιερώθηκαν από τους κατοίκους του νησιού στην Εποχή του Χαλκού θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι έχουν τις ρίζες τους στην Νεολιθική περίοδο. Από την Νεολιθική περίοδο, η οποία παραμένει και η

1 Βασιλάκης 2001, 14-15. 2 Βασιλάκης 2001, 15. 3 Βασιλάκης 2001, 15, 24. 4 Βασιλάκης 2001, 15, 21. 5 Βασιλάκης 2001, 14. 6 Livarda, Kotzamani 2013, 22. 7 Andreadaki-Vlazaki 2002, 48.

4

καλύτερα μελετημένη, είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε την μεγάλη ποικιλία δημητριακών και άγριων φυτών, η οποία δε θα αλλάξει σημαντικά μέχρι και το τέλος της ανακτορικής περιόδου8.

Το κρητικό διατροφολόγιο συνοπτικά αποτελείται από μεγάλη ποικιλία φυτών9. Δημητριακά, όπως το σιτάρι και το κριθάρι, είναι γνωστά και πλήρως εξημερωμένα ήδη από την Πρώιμη Νεολιθική, ενώ και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά καθ’ όλη την διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου10. Εξίσου σημαντικά με τα δημητριακά είναι τα όσπρια, όπως οι φακές, τα κουκιά και η φάβα. Η ποικιλία των οσπρίων της προϊστορικής Κρήτης είναι εντυπωσιακή και πολλά από αυτά οπωσδήποτε θα καλλιεργούνταν ξεχωριστά αποτελώντας σημαντικό τμήμα της αγροτικής οικονομίας11. Ακόμα διάφορα είδη φρούτων, καρπών και καρυκευμάτων, όπως βελανίδια, αμύγδαλα, αχλάδια, διάφορα είδη μούρων, σύκα, ρόδια και η ρητίνη του τερέβινθου, εντάσσονται στο κρητικό διατροφολόγιο. Το γεγονός όμως ότι αυτά τα είδη στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έρχονταν σε επαφή με την φωτιά προκειμένου να καταναλωθούν εξηγεί γιατί σπάνια διατηρήθηκαν σε απανθρακωμένες συνθήκες12. Η Κρήτη ακόμα, διαθέτει εξαιρετικά πλούσια ποικιλία σε άγρια φυτά. Η συλλογή τους γινόταν είτε από την πλούσια βλάστηση της περιοχής, είτε συλλέγονταν ως ζιζάνια από τις καλλιέργειες. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διατροφικά στοιχεία και ως συστατικά μαγειρικής αλλά και σε άλλους τομείς της καθημερινής ζωής όπως για την θέρμανση, την ιατρική και σε χειροτεχνίες13. Τέλος η ελιά και το σταφύλι, επίκεντρο μιας συζήτησης στην κρητική αρχαιολογία, αναμφισβήτητα ήταν προϊόντα γνωστά στο νησί από τις πρώτες φάσεις του πολιτισμού του14.

Α1. Η ΑΡΧΑΙΟΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Με την μελέτη των φυτικών καταλοίπων του παρελθόντος ασχολείται η επιστήμη της αρχαιοβοτανολογίας. Στην Ελλάδα ο κλάδος αυτός της αρχαιολογίας, αν και είναι αρκετά καινούριος και η δραστηριότητα του αρκετά περιορισμένη, ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στην δεκαετία του 1960 από την Jane Renfrew στην περιοχή της Θεσσαλίας15. Στην περίπτωση της Κρήτης, από τις πρώτες ανασκαφές του Arthur Evans, υπολείμματα τροφών και σπόρων ανιχνευτήκαν σε πίθους του ανάκτορου της Κνωσού16. Και στις μετέπειτα ανασκαφές της Τρυπητής από τον A. Βασιλάκη μεγάλες ποσότητες οσπρίων και δημητριακών ήρθαν στο φως.

Το πρόβλημα που προκύπτει από τις πρώτες αυτές ανασκαφές είναι το γεγονός ότι, παρά τον μεγάλο αριθμό των ευρημάτων, στις περισσότερες των 8Livarda, Kotzamani 2013, 22. 9Livarda, Kotzamani 2013, 23. 10Livarda, Kotzamani 2013, 8. 11Livarda, Kotzamani 2013, 11. 12Livarda, Kotzamani 2013, 13. 13Livarda, Kotzamani 2013, 18. 14Livarda, Kotzamani 2013, 15,22. 15 Sarpaki 2012, 35. 16 Sarpaki 2012, 36.

5

περιπτώσεων το υλικό αυτό δεν αποθηκεύτηκε, ώστε να είναι δυνατή σήμερα σε εμάς η επανεξέταση και επανερμηνεία του. Όλα τα αρχεία εύρεσης του υλικού στις περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάζονται μόνο ως σημειώσεις σε παλαιότερες αρχαιολογικές έρευνες, που στις περισσότερες από αυτές η ακριβής χρονολογία εύρεσης δεν έχει σημειωθεί17.

Δύο ζητούμενα προκύπτουν από το γεγονός αυτό. Αρχικά το ζήτημα της ασφαλούς αναγνώρισης των ειδών. Στις πρώτες ανασκαφές η αναγνώριση αυτή γινόταν από εργάτες ή κάποιους αρχαιολόγους μόνο με την βοήθεια του ματιού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των κουκιών που βρέθηκαν σε έναν πίθο του ανακτόρου της Κνωσού, τα οποία ένας εργάτης τα αναγνώρισε ως κουκιά Μισιριώτικα (Egyptian beans) λόγω της ομοιότητας τους με φασόλια που εισάγονταν στην Κρήτη από την Αίγυπτο στα τέλη του 19ου αιώνα18. Βέβαια, το στοιχείο αυτό παραμένει ενδεικτικό για την οικονομία της Κρήτης στα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή η εισαγωγή φασολιών φάβας από την Αίγυπτο, κάτι που δε μπορεί να αποδειχθεί και για τους προϊστορικούς χρόνους19.

Στην επιστήμη της αρχαιοβοτανολογίας η αναγνώριση και ο διαχωρισμός των ειδών κάποιου γένους ή κάποιων διαφορετικών υπογενών μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολος χωρίς στερεοσκοπική εξέταση20. Παράδειγμα αποτελεί η επανεξέταση ενός σπόρου αρακά (Pisum sativum L.) από το Unexplored Mansion (Aνεξερεύνητο Μέγαρο) της Κνωσού και η αναγνώρισή του ως παπούλες (Lathyrus ochrus), ένα όσπριο καλλιεργούμενο ακόμα και σήμερα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας21.

Το δεύτερο ζητούμενο αφορά τα θέματα διατήρησης των ευρημάτων. Μόνο η απανθράκωση των ευρημάτων είναι ασφαλές τεκμήριο της αρχαιότητας τους. Οι μικρές ποσότητες μη απανθρακωμένων υπολειμμάτων (σε αιγαιακό περιβάλλον) μπορεί να αντιπροσωπεύουν σύγχρονες εισχωρήσεις, όπως μπορεί να είναι η περίπτωση της αποσύνθεσης των φυτών. Υπάρχει ακόμα η πιθανότητα σπόροι να έχουν μετατραπεί σε βιολογικά αδρανείς μορφές (απανθράκωση ή ορυκτοποίηση ) ή να έχουν διατηρηθεί σε συνθήκες χωρίς οξυγόνο, γεγονός αρκετά σπάνιο στο μεσογειακό περιβάλλον22.

17 Livarda, Kotzamani 2013, 5. 18 Livarda, Kotzamani 2013, 5-6. 19 Sarpaki 2012, 36. 20 Livarda, Kotzamani 2013, 6. 21 Livarda, Kotzamani 2013, 6-7. 22 Livarda, Kotzamani 2013, 7.

6

Α2. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΑΣ

Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 ο εντατικός αρχαιοβοτανολογικός έλεγχος των ευρημάτων αποτελεί τον γενικό κανόνα23, ενώ από το 2002 ο αρχαιολογικός νόμος αναγνωρίζει πως οργανικά υλικά, όπως οστά και σπόροι, αποτελούν αρχαιολογικά δεδομένα που θα πρέπει να διαφυλάσσονται προκειμένου να μελετηθούν24.

Η υιοθέτηση αυστηρής μεθοδολογίας είναι απαραίτητη για ζητήματα, όπως η ποιότητα της αρχαιολογικής πληροφορίας. Πριν την έναρξη της ανασκαφής είναι σκόπιμο οι αρχαιοβοτανολόγοι να αποφασίσουν και να σχεδιάσουν τις διαδικασίες δειγματοληψίας σύμφωνα με τα ερευνητικά σχέδια της ανασκαφής25. Για μια ολοκληρωμένη βάση δεδομένων είναι απαραίτητη η δειγματοληψία από αδιατάραχτα αρχαιολογικά στρώματα26. Η συστηματική συλλογή και έρευνα του υλικού από κάθε μονάδα της ανασκαφής επιτρέπει την γρήγορη αναγνώριση περιοχών με υψηλή ή χαμηλή δραστηριότητα και δειγμάτων συγκεκριμένου ενδιαφέροντος. Έπειτα η γρήγορη μελέτη του υλικού επιτρέπει την ένταξή του στην αρχαιολογική έρευνα. Για την καλύτερη συλλογή του υλικού χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι της επίπλευσης και του κοσκινίσματος με νερό στις οποίες μπορούν να εκπαιδευτούν εύκολα αρχαιολόγοι και εργάτες. Καθ’ όλη την διάρκεια της ανασκαφής είναι σημαντική η δημιουργία μίας τράπεζας πληροφοριών, με την οποία θα υπάρχει η δυνατότητα της μελέτης επιμέρους δειγμάτων, ανάλογα με τον διαθέσιμο χρόνο και τα χρήματα καθώς και από τα ερωτήματα που θα προκύψουν. Όταν η ανασκαφή ολοκληρωθεί είναι απαραίτητη η άμεση δημοσίευση των αποτελεσμάτων με αναλυτική περιγραφή των ειδών και της ποσότητάς τους.27

Α3. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΠΛΕΥΣΗΣ

Η επίπλευση είναι μια από τις βασικές μεθόδους για την ανάκτηση των δεδομένων της ανασκαφής. Χρησιμοποιείται με σκοπό την συλλογή υλικού που πολλές φορές δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με γυμνό μάτι λόγω του μικρού μεγέθους του. Σε μια μηχανή επίπλευσης τα χώματα από την ανασκαφή «πλένονται» με νερό, με σκοπό το ελαφρύ υλικό από οργανικά και ανόργανα κατάλοιπα να διαχωριστεί από τα μεγάλα κομμάτια χώματος. Είναι λογικό, λοιπόν, το ελαφρύ υλικό να επιπλέει και καταλήγει σε δυο κόσκινα, όπου το μέγεθος της σίτας είναι 1 και 2,5 εκατομμυριοστά. Εκεί τα υλικά συλλέγονται και στην συνέχεια ταξινομούνται πρώτα με γυμνό μάτι και έπειτα με στερεοσκοπικό μικροσκόπιο28.

23 Livarda, Kotzamani 2013, 21. 24 Sarpaki 2012, 37. 25 Livarda, Kotzamani 2013, 21. 26 Livarda, Kotzamani 2013, 7. 27 Livarda, Kotzamani 2013, 21-22. 28 Sarpaki 2002, 40.

7

Β1. ΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΑ

Πλήρως εξημερωμένα δημητριακά είναι παρόντα στην Κρήτη ήδη από την Πρώιμη Νεολιθική περίοδο. Ειδικά το σιτάρι και το κριθάρι έχουν ιδιαίτερη σημασία καθ’όλη την διάρκεια της Εποχής του Χαλκού29. Από την Ακεραμική περίοδο (6800-6500 π.Χ.) πιο συχνά συναντάμε ντυμένο σιτάρι, μονόκοκκο ή δίκοκκο, γυμνό σιτάρι καθώς και κριθάρι ντυμένο ή γυμνό. Βέβαια, τα μόνα δημητριακά που φαίνονται να καλλιεργούνται εντατικά είναι το ντυμένο κριθάρι, το δίκοκκο και το γυμνό σιτάρι, ενώ το μονόκοκκο σιτάρι αν και είναι συχνότερο στις περισσότερες θέσεις, ο μικρός αριθμός που συνήθως συναντάται σε αυτές καθιστά ασαφές για το εάν η καλλιέργειά του ήταν ξεχωριστή ή να γινόταν μαζί με άλλα δημητριακά30.

Πάντως το μέγεθος της παραγωγής και των καλλιεργειών μπορεί να συνδεθεί με τις ανταλλακτικές ή εμπορικές διασυνδέσεις που πιθανώς αναπτύσσονται αυτή την περίοδο31, ενώ έχει προταθεί η άποψη πως η διαφοροποίηση των καλλιεργειών δημητριακών συνιστούσε σημαντική παράμετρο στην ανάδειξη των ανακτορικών κοινωνιών32. Πάντως καμία ομάδα δημητριακών δε μπορεί να δώσει στοιχεία για τοπικές διαφοροποιήσεις στην χρήση τους33.

Από τις ποικιλίες σιταριού το δίκοκκο φαίνεται πως είχε την πιο διαδεδομένη χρήση, ενώ ποσότητά του βρέθηκε αποθηκεμένη και στην Υστερομινωική αποθήκη Ρ του Unexplored Mansion της Κνωσού34. Εντυπωσιακή είναι και η πρώιμη παρουσία του γυμνού σιταριού (triticum turgidum/aestivum). Το συγκεκριμένο έχει αναγνωριστεί σε θέσεις, όπως στο ΜΜ Ι-ΜΜ ΙΙ Β (2100-1700 π.Χ.) Μοναστηράκι στην δυτική Κρήτη, στην Αγ. Τριάδα και στο σπήλαιο της Ουράνιας κατά την Νεοανακτορική περίοδο (1700-1450 π.Χ.) και κατά την Τελική ανακτορική (1450-1400 π.Χ.) στο Unexplored Mansion της Κνωσού. Το γυμνό σιτάρι είναι το καταλληλότερο είδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αρτοποιία για την παρασκευή ψωμιού αλλά και για εκτεταμένη καλλιέργεια σε αγροτικές θέσεις35. Σε αντίθεση με το ντυμένο σιτάρι, η επεξεργασία και ο καθαρισμός του είναι γενικά εύκολος, πράγμα που επιτρέπει την μαζική αποθήκευση του προϊόντος και την άμεση διανομή για την κατανάλωσή του36. Έρευνες αποδεικνύουν την σχέση που μπορούσε να έχει το στάρι σε εκδηλώσεις (παραγωγής ή κατανάλωσης), καθώς παρατηρείται το γεγονός πως θέσεις πλούσιες σε αποθέματα σιταριού συνδέονται με εκδηλώσεις μεγάλης κλίμακας, ενώ σε περιοχές με αποθέματα κυρίως άχυρου/ζιζανίων οι εκδηλώσεις είναι μικρότερης κλίμακας37.

29 Livarda, Kotzamani 2013, 8. 30 Livarda, Kotzamani 2013, 10-11. 31 Livarda, Kotzamani 2013, 23. 32 Livarda, Kotzamani 2013, 22. 33 Livarda, Kotzamani 2013, 11. 34 Livarda, Kotzamani 2013, 8. 35 Livarda, Kotzamani 2013, 8,23. 36 Livarda, Kotzamani 2013, 8. 37 Livarda, Kotzamani 2013, 23.

8

Σχετικά με το κριθάρι, σε αντίθεση με την ποικιλία του ντυμένου κριθαριού, το γυμνό κριθάρι δεν εμφανίζεται σε θέσεις μετά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο. Παρόλα αυτά, πρόσφατα δεδομένα από το Μεσομινωικό Σμάρι, στην κεντρική Κρήτη, υποδεικνύουν την παρουσία του στην θέση. Ακόμα, σε αντίθεση με παλαιότερες απόψεις που υποστήριζαν την αντικατάσταση της ποικιλίας του δίστιχου κριθαριού από αυτήν του εξάστιχου, νέα δεδομένα προτείνουν την μερική αντικατάσταση του στην αρχή της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, γεγονός που βασίζεται στην ανακάλυψη στελεχών από την ράχη του δίστιχου κριθαριού στο Πρωτομινωικό Ι-ΙΙ (3200-2300 π.Χ.), εργαστήριο μεταλλουργίας στο Χρυσοκάμινο. Η αναγνώριση και ο διαχωρισμός αυτών των δύο ποικιλιών κριθαριού βασίζεται στην ράχη και στους σπόρους του φυτού38.

Ένα ακόμα είδος δημητριακού που εμφανίζεται στην Κρήτη κατά την Νεοανακτορική περίοδο (1700-1450 π.Χ.) είναι το κεχρί (Panicum miliaceum)39. Η πρώτη εμφάνισή του στην περιοχή της Ελλάδας εντοπίζεται από την θέση της Άγρισσας στην Θεσσαλία, κατά την 7η χιλιετία π.Χ.40. Η χρήση του είναι περισσότερο διαδεδομένη στο βόρειο αιγαιακό χώρο41, ενώ στη Κρήτη εμφανίζεται πρώτη φορά κατά την Νεοανακτορική περίοδο (1700-1450 π.Χ.) στην Ζώμινθο, σε μια θέση με αρκετά μεγάλο υψόμετρο42. Ενδείξεις από την ίδια θέση χρονολογούν έναν άλλο σπόρο κεχριού στην Πρωτομινωική ΙΑ (3200/3000-2600 π.Χ.) περίοδο, όμως για την επιβεβαίωσή τους είναι σκόπιμο να γίνουν οι αναγκαίες ραδιοχρονολογήσεις43. Κεχρί έχει βρεθεί και στο ανάκτορο της Κνωσού από τις πρώτες ανασκαφές του Α. Evans44. Το κεχρί είναι γνωστό για το μεγάλο εύρος προσαρμογής του σε διαφορετικά είδη εδαφών, υψομέτρου και κλιματολογικών συνθηκών. Οι απαιτήσεις του σε νερό και θρεπτικά συστατικά είναι μικρές, ενώ η σύντομη καλλιέργειά του επιτρέπει την ευελιξία στην περίοδο σποράς του45. Η κατανάλωσή του μπορεί να γίνει, είτε σε χυλόπιτες, είτε ως βάση στην προετοιμασία διάφορων φαγητών. Ακόμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή ποτών που έχουν υποστεί ζύμωση καθώς περιέχει γαλακτικό οξύ. Επιπλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ζωοτροφή. Βέβαια είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως τα ευρήματα κεχριού στον αιγαιακό χώρο δεν είναι ενδεικτικά της χρήσης του και η απουσία του στα απομεινάρια φαγητού είναι χαρακτηριστική46.

Αναμένοντας τα στοιχεία των ραδιοχρονολογήσεων του κεχριού φαίνεται πιθανό ότι κατά την Νεοανακτορική (1700-1450 π.Χ.) περίοδο το εμπόριο συνεισέφερε στην εισαγωγή ενός ακόμα δημητριακού, το οποίο φαίνεται να φτάνει στην Μεσόγειο από περιοχές βόρεια ή από βορειοδυτικά και να αποτελεί ένα κοινό

38 Livarda, Kotzamani 2013, 9,11. 39 Livarda, Kotzamani 2013, 11. 40 Valamoti 2013. 41 Valamoti 2013. 42 Livarda, Kotzamani 2013, 11. 43 Livarda, Kotzamani 2013, 11. 44 Livarda, Kotzamani 2013, 11. 45 Valamoti 2013. 46 Valamoti 2013.

9

εύρημα στην Εποχή του Χαλκού. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να προτείνει σχέσεις των περιοχών αυτών με κάποια τουλάχιστον μέρη του νησιού47.

Με μπρούτζινα ή λίθινα δρεπάνια, τα φυτά θερίζονταν και ο διαχωρισμός του καρπού γινόταν κοντά στον χώρο παραγωγής, δηλαδή στα χωράφια. Από εκεί αποθηκεύονταν σε πίθους, δηλαδή σε πήλινες αποθηκευτικές μονάδες, ειδικές για την συντήρηση των προϊόντων, αλλά και σε μικρότερα πήλινα αγγεία48. Σε πολλές περιπτώσεις απανθρακωμένοι σπόροι οσπρίων και δημητριακών έχουν ανασυρθεί από πίθους49. Από το Ακρωτήρι της Θήρας διασώζονται ακόμη πλεκτά σκεύη και υφασμάτινοι σάκκοι με αποθηκευμένα προϊόντα. Από τις αποθήκες αντλούνταν οι ποσότητες που κάθε φορά θα χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή του φαγητού. Η επεξεργασία των σιτηρών δηλαδή, η αποφλοίωση, ο θρυμματισμός και η αλευροποίηση τους, γινόταν με λίθινα εργαλεία όπως γουδιά ή μυλόπετρες αλλά και σε μυλώνες, δηλαδή σε χώρους με σταθερά συστήματα άλεσης. Στην περίπτωση του Ακρωτηρίου οι μεγάλες ποσότητες των χοντροκομμένων υποθηκευμένων σιτηρών (πλιγούρι) αλλά και αλευριού που προετοιμάζονται και αποθηκεύονται έτοιμα για την παρασκευή του φαγητού φανερώνει τον πρωταρχικό τους ρόλο στην καθημερινή διατροφή50.

Η αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής γινόταν στα μεγάλα ανακτορικά κέντρα της Κρήτης. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β το 1952 επέτρεψε στους ερευνητές να εγκαταλείψουν εν μέρει την τελετουργική/θρησκευτική σημασία των κρητικών ανακτόρων, που ο Evans είχε υιοθετήσει, και να μεταβούν σε ένα μοντέλο που προτείνει τον πολιτικό και οικονομικό τους χαρακτήρα. Με αλλά λόγια, τα γραπτά κείμενα λογιστικού χαρακτήρα, που εμφανίζονται στην Κρήτη από την αρχή της 2ης χιλιετίας, επέτρεψαν να ερμηνευθεί η λειτουργία των ανακτόρων ως κατά βάσιν αναδιανεμητική51. Στα ανάκτορα η παραγωγή συγκεντρώνεται για να καταγραφεί και στην συνέχεια να αναδιανεμηθεί. Σφραγίσματα από πηλό και γραπτές πηγές, όπως είναι η κρητική Ιερογλυφική και η Γραμμική Α και Β, περιπλέκουν την ερμηνεία των αποθηκευτικών πρακτικών της Μέσης και Ύστερης Εποχής του Χαλκού αλλά ταυτόχρονα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την διοικητική δραστηριότητα52. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από αυτές τις μαρτυρίες είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε προϊόντα που αποθηκεύτηκαν ακόμα και σε περιοχές με συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες53. Μια ενδιαφέρουσα παράμετρος, σχετικά με την αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής, είναι οι κτιστές κατασκευές που ονομάζουμε «κουλούρες». Αυτές οι κτιστές υπόγειες κατασκευές που εμφανίζονται στα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού, υπό το πρίσμα του αναδιανεμητικού χαρακτήρα των ανακτόρων, χαρακτηρίστηκαν ως σιταποθήκες.

47 Livarda, Kotzamani 2013, 11. 48 Ντούμας 2014, 22, 26, 28. 49 Christakis 1999, 4. 50 Ντούμας 2014, 30. 51 Privitera 2014, 430. 52 Privitera 2014, 433, 434. 53 Privitera 2014, 434.

10

Βέβαια ο αποθηκευτικός τους χαρακτήρας έχει αμφισβητηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια και πολλές άλλες ερμηνείες έχουν προταθεί ως προς τον σκοπό και τον ρόλο τους54. Γενικά και όσον αφορά τις γνώσεις μας για τις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις είναι πιθανό πως κάποια πράγματα μας διαφεύγουν55. Βέβαια σε οικιακό επίπεδο η αγροτική παραγωγή αποθηκεύεται στα ισόγεια των απλών κατοικιών σε πήλινα αποθηκευτικά αγγεία από όπου αντλείται κάθε φορά η επιθυμητή ποσότητα δημητριακών και οσπρίων που είναι απαραίτητη για την καθημερινή σίτιση56.

Β2. ΤΑ ΟΣΠΡΙΑ

Τα όσπρια αποτελούν ένα κοινό εύρημα μαζί με τα δημητριακά, κατά την Νεολιθική Εποχή και την Εποχή του Χαλκού. Η σημασία τους στο διατροφολόγιο της εξεταζόμενης περιόδου είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο για το νησί της Κρήτης, όσο και για άλλες προϊστορικές κοινωνίες της Ευρώπης. Οι ποικιλία τους στον αιγαιακό χώρο είναι εντυπωσιακή και πολλά από αυτά οπωσδήποτε καλλιεργούνται μεμονωμένα. Ήδη από την Νεολιθική Εποχή, στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης όσπρια, όπως το μπιζέλι (Pisum sativum), το λαθούρι (Lathyrus sativus), το ρόβι (Vicia ervilia), οι φακές (Lens esculentus L.), το ρεβίθι (cicer arietinum), εμφανίζονται σε αρκετά μεγάλες ποσότητες. Κατά την Εποχή του Χαλκού προστίθενται νέα όσπρια, όπως τα κουκιά (Vacia faba), ο βίκος (Lathyrus clymenum) και οι παπούλες (Lathyrus ochrus)57.

Η εύρεση διαφόρων ποικιλιών οσπρίων σε αρχαιολογικές θέσεις φανερώνει την ξεχωριστή καλλιέργεια και αποθήκευσή τους. Βέβαια όσον αφορά την κατανάλωσή τους από ανθρώπους ή από ζώα, η διάκριση αυτή είναι δύσκολο να γίνει καθώς είναι γνωστό πως η διαφοροποίηση της χρήσης μιας φυτικής τροφής μπορεί να αλλάξει μέσα στον χρόνο ή σε διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον58.

Ακόμα, σε σχέση με τις γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει ο αιγαιακός χώρος, δηλαδή η απουσία μεγάλων εκτάσεων γόνιμου εδάφους, τα όσπρια στο αιγαιακό περιβάλλον αποτελούν εναλλακτική πηγή πρωτεϊνών για τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Επιπροσθέτως, η ενασχόληση με την κτηνοτροφία σε πολλές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα απαιτητική, τόσο λόγω της κοπιαστικής εργασίας, όσο και σε ζητήματα διαθέσιμου εδάφους για την ανάπτυξή της59.

Ένας εναλλακτικός τρόπος ανάγνωσης της σημασίας των οσπρίων κατά την Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο είναι ο συμβολικός χαρακτήρας που ενδεχομένως θα είχαν, ως στοιχεία τελετουργικής σημασίας ή σε διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις. Όσπρια, όπως πιθανώς οι φακές, μαζί με άλλα δημητριακά έχουν εντοπιστεί σε τελετουργικούς λάκκους στο ΥΜ ΙΒ - ΥΜ ΙΙΙ ΑΙ (1480-1390 π.Χ.) νεκροταφείο των

54 Privitera 2014, 431-433. 55 Privitera 2014, 433. 56 Ντούμας 2014, 28. 57 Valamoti 2011. 58 Valamoti 2011. 59 Valamoti 2011.

11

Αρμένων60, ενώ η συμβολική σημασία διαφόρων φυτών, οσπρίων και δημητριακών είναι ακόμα εμφανής στην παράδοση της σύγχρονης Ελλάδας61.

Πιο συγκεκριμένα για τα όσπρια στο νησί της Κρήτης, η φακή φαίνεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις εύρεσής της συναντάται σε αρκετά μεγάλες ποσότητες, γεγονός που συμφωνεί με την γενική εικόνα που επικρατεί στο προϊστορικό Αιγαίο. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση των κουκιών, τα οποία διστακτικά εμφανίζονται από την Πρώιμη Νεολιθική περίοδο, οπότε είναι η παλαιότερη ένδειξη της παρουσίας τους στην Ελλάδα. Ακόμα δυο όσπρια, ο βίκος και οι παπούλες, κάνουν την εμφάνιση τους κατά την Προανακτορική (3200/3000-2100 π.Χ.) και Πρωτοανακτορική (2100-1700 π.Χ.) περίοδο αντίστοιχα. Επιπλέον ένα ακόμα όσπριο, η φάβα, έχει εντοπιστεί και στο Ακρωτήρι της Θήρας από την περίοδο της πρώιμης Ύστερης Εποχής του Χαλκού (Υστεροκυκλαδική Ι). Το γεγονός αυτό φαίνεται να αποτελεί ένα ακόμα τεκμήριο των σχέσεων που είχε αναπτύξει η Κρήτη με το νησί της Θήρας την περίοδο αυτή. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως οι παπούλες δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα σε κάποια άλλη προϊστορική θέση στο Αιγαίο, εκτός της Κρήτης. Η ενσωμάτωση αυτών των δύο ειδών στο κρητικό διατροφολόγιο πιθανώς να αποτελεί στοιχείο μίας τοπικής ή νότιο-αιγαιακής μαγειρικής παράδοσης. Πάντως είναι σίγουρο πως περισσότερη έρευνα της οικολογίας τους, ενδεχομένως θα δώσει πληροφορίες για την προέλευσή τους και την δυναμική που είχαν αυτά τα όσπρια στην μινωική κοινωνία62.

Στην μινωική Κυδωνία (σημ. Χανιά) κατά την ΥM ΙΒ (1480-1425 π.Χ.) περίοδο, μέσα σε μία σφαιρική μαγειρική χύτρα, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα από λαθούρι, ικανή να προκαλέσει μια ασθένεια, που ονομάζεται λαθυρισμός, δηλαδή σπαστική παραπληγία63. Τοξικά όσπρια, όπως το λαθούρι και το ρόβι, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφή ή ως τροφή σε περιόδους λοιμού. Πάντως εθνογραφικές πληροφορίες δείχνουν την κατανάλωσή τους ύστερα από την αποτοξίνωση με τον βρασμό τους64.

Η παρουσία των οσπρίων σε όλους τους τύπους θέσεων, εκτός από τις ταφές και τα ιερά, υπογραμμίζει την διανομή τους σε όλες τις κοινωνικές ομάδες κατά την Εποχή του Χαλκού. Με άλλα λόγια, ενσωματώνονται σε όλο το κοινωνικό φάσμα, από τις ανώτερες μέχρι και τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και των ανακτορικών θέσεων, όπου υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά των οσπρίων σε πινακίδες της Γραμμικής Β65.

Τα όσπρια περισυλλέγονται και τυγχάνουν επεξεργασίας με την ίδια διαδικασία, όπως στην περίπτωση των δημητριακών. Στο Ακρωτήρι είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι από τις μικρές ποσότητες των οσπρίων που αποθηκεύονται, 60 Martlew 2002, 110. 61 Valamoti 2011. 62 Livarda, Kotzamani 2013, 11-13. 63 Martlew 2002, 98. 64 Valamoti 2011. 65 Livarda, Kotzamani 2013, 13.

12

μόνο λίγα από αυτά προετοιμάζονται κάθε φορά για το μαγείρεμα, γεγονός που υποδεικνύει ποικιλία διατροφής από μέρα σε μέρα66.

Β3. ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ

Η άμπελος μαζί με την ελιά αποτελούν το επίκεντρο μιας συζήτησης στην αρχαιολογία της Κρήτης αλλά και ολόκληρου του αιγαιακού χώρου. Το αμπέλι εξημερωμένο ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. στην περιοχή του Καυκάσου, στην σημερινή Γεωργία67, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Αιγαίο στην περιοχή της Μακεδονίας κατά την Νεολιθική περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, από τις θέσεις Ντικιλί Τάς και Σιταγροί έχουμε ενδείξεις για την ζύμωση άγριων σταφυλιών68.

Ο Colin Renfrew, κατά την δεκαετία του 1970 είχε πρότεινε ότι πιθανώς η συστηματική εκμετάλλευση των αμπελιών και των ελαιόδεντρων κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού είχε ως αποτέλεσμα την τοπική αγροτική εξειδίκευση κάθε περιοχής, που με την σειρά της αυτή έδωσε την ώθηση για την γέννηση μίας ελίτ με αναδιανεμητική εξουσία, που θα εξασφάλιζε την ανακατανομή των προϊόντων. Σε τελικό στάδιο αυτή η εξουσία μετατράπηκε σε μία εξουσία ανακτορικής σύστασης. Βέβαια έχουν προταθεί πολλές αντιρρήσεις αλλά και διαφορετικές αναγνώσεις στην παραπάνω πρόταση. Άλλοι ερευνητές προτείνουν πως η συστηματική διαχείριση του αμπελιού και της ελιάς μπορεί να παρατηρηθεί με ασφάλεια μόνο κατά την Υστεροανακτορική περίοδο69.

Η Κρήτη της 3ης χιλιετίας π.Χ. εμφανίζει για πρώτη φορά όρους κοινωνικής περιπλοκότητας, με κοινόχρηστα μνημειακά κτήρια στα οποία γίνεται η αποθήκευση των προϊόντων και των εμπορευμάτων κάτω από αυστηρές συνθήκες διαχείρισης για κοινοτική κατανάλωση κρασιού σε γιορτές δημόσιου χαρακτήρα70. Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού παραμένει ο καλύτερος υποψήφιος «χρόνος» για την εξημέρωση του αμπελιού σύμφωνα με το διατηρημένο αρχαιοβοτανολογικό υλικό, όπως κουκούτσια, γίγαρτα και κοτσάνια σταφυλιών από θέσεις της Μακεδονίας και της Κρήτης71. Βέβαια η διάκριση ανάμεσα σε άγριες και ήμερες ποικιλίες σταφυλιών κατά την περίοδο αυτή δεν είναι ακόμα δυνατή, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει. Γενετικές έρευνες που συνδυάζουν αρχαίο και σύγχρονο γενετικό υλικό είναι ακόμα σε εξέλιξη72.

Ακόμα έχει υποστηριχθεί η άποψη πως ο αυξημένος αριθμός των αγγείων πόσης κατά την ΠΕΧ. ίσως αποδεικνύει την εξημέρωση του αμπελιού κατά την

66 Ντούμας 2014, 22,26,28,30. 67 Ντούμας 2014, 17. 68 Morris 2008, 115. 69 Livarda, Kotzamani 2013, 15. 70 Morris 2008, 121. 71 Morris 2008, 116. 72 Livarda, Kotzamani 2013, 16.

13

περίοδο αυτή73, αλλά και την ιδιαίτερη σημασία που είχε το κύριο παράγωγό του, δηλαδή το κρασί, σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Επιπλέον στα αγγεία της ΠΕΧ τόσο από την Κρήτη (Μύρτος) όσο και από άλλες θέσεις του Αιγαίου (Σύρος, Αμοργός, Νάξος), βρίσκουμε αποτυπώματα φύλλων αμπελιού που έγιναν πάνω στον νωπό πηλό πριν το ψήσιμο των αγγείων, γεγονός που αποδεικνύει περισσότερα από μία βολική θέση εναπόθεσης των αγγείων πριν το ψήσιμο τους74. Πάντως, η αμπελοκομία πιθανώς εισάχθηκε στο νησί της Κρήτης από την Αίγυπτο, καθώς η Γραμμική Α και Β παρουσιάζει παρόμοια σύμβολα για το αμπέλι/κρασί με αυτά της αιγυπτιακής ιερογλυφικής75.

Στην θέση της Μύρτου-Φούρνου Κορυφή, σε ένα τυπικό προανακτορικό (Πρωτομινωική ΙΙ 2900-2200 π.Χ.) χωριό πολύ μικρότερο από άλλα αντίστοιχα της περιόδου, με πληθυσμό περίπου 50 ατόμων, αναλύσεις που έγιναν σε πίθους από την θέση έδωσαν θετικά αποτελέσματα για την αποθήκευση κρασιού. Βέβαια ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός πως δύο πίθοι έδωσαν την πιθανότητα φύλαξης κρασιού με ρητίνη. Τα δεδομένα αυτά από την Μύρτο μας παρέχουν την αρχαιότερη επιστημονικά αποδεδειγμένη παρουσία του κρασιού στην Εποχή του Χαλκού, αλλά ακόμα τεκμηριώνουν την παραγωγή κρασιού με ρητίνη ήδη από την πρώιμη αυτή εποχή76.

Πιο συγκεκριμένα, μέσα στους πίθους της Μύρτου βρέθηκαν κουκούτσια, βλαστοί και φλοιοί σταφυλιών, γεγονός που υποδηλώνει ότι περιείχαν κρασί77. Τα υπολείμματα των σταφυλιών πιθανώς να φυλάσσονταν μαζί με το κρασί πιθανώς για να προσθέσουν χρώμα ή γεύση78 ή ακόμα και για λόγους συντήρησης79. Οι πίθοι από την Μύρτο είναι διακοσμημένοι με γραπτή διακόσμηση με καταλοιβάδες, που ίσως είναι μία ένδειξη του περιεχομένου τους ή απλά μια λεπτή αίσθηση χιούμορ. Τέλος κάποιοι πίθοι έχουν μία μικρή οπή στην βάση τους για την έξοδο του υγρού περιεχομένου τους ή ακόμα για τον ευκολότερο καθαρισμό τους80.

Εκτός από την Μύρτο, ενδείξεις για κρασί με ρητίνη ανιχνεύουμε και από άλλες θέσεις της προϊστορικής Κρήτης. Φαίνεται πως ήδη από την Νεολιθική περίοδο οι άνθρωποι είχαν εντάξει την ρητίνη κάποιων δέντρων στην καθημερινότητα τους. Η ρητίνη, εκτός από συστατικό που βοηθά στην διατήρηση των τροφίμων, είναι χρήσιμη και σε άλλους τομείς, όπως η ιατρική και το μαγείρεμα. Στην περίπτωση του κρασιού η ρητίνη πιθανώς βοηθούσε στην διατήρηση του προϊόντος, αλλά ακόμα αν λάβουμε υπόψιν πως τα περισσότερα αρχαία κρασιά είχαν πιθανώς μια ελαφρώς

73 Morris 2008, 118. 74 Morris 2008, 116-117. 75 Morris 2008, 119. 76 Warren 2002, 122. 77 Warren 2002, 122. 78 Martlew 2002, 206. 79 Livarda, Kotzamani 2013, 16. 80 Warren 2002, 143.

14

όξινη γεύση, το ρετσίνι των δέντρων θα κάλυπτε τις δυσάρεστες γεύσεις και οσμές του κρασιού81.

Διάφοροι τύποι ρητίνης είναι γνωστοί στον αρχαίο κόσμο, όπως για παράδειγμα το ρετσίνι από το πεύκο. Το πλέον διαδεδομένο όμως είναι το ρετσίνι του τερέβινθου82. Από το ναυάγιο του Ulu Burun, το οποίο χρονολογείται στα 1306 π.Χ., περισσότεροι από πενήντα Χαναανίτικοι αμφορείς φαίνεται να περιείχαν ένα τόνο ρητίνης τερέβινθου83. Πάντως όσον αφορά την Κρήτη της πρώιμης μινωικής εποχής, ίσως το κρασί με ρητίνη να χρησιμοποιείται ως ένα αγαθό προανακτορικής εκμετάλλευσης, του οποίου η σημασία ήταν εντελώς αποφασιστική για την ανάδειξη των ίδιων των ανακτόρων84. Πάντως η ανακάλυψη του κρασιού με ρητίνη είναι σημαντική, καθώς μας επιτρέπει να έχουμε μια καθαρή εικόνα των συνηθειών πόσης των Μινωιτών85.

Αναλύσεις από μια τριποδική μαγειρική χύτρα, από την θέση Μοναστηράκι Ρεθύμνου, που χρονολογείται περίπου στα 1900-1700 π.Χ. μας έχουν δώσει τα πιο ασυνήθιστα αποτελέσματα. Το όστρακο της χύτρας, που υποβλήθηκε σε ανάλυση, φαίνεται να έσωζε υπολείμματα κρασιού με ρητίνη, το οποίο είχε αποθηκευτεί σε ένα «καπνισμένο» δρύινο βαρέλι ή με «καπνισμένα» κομμάτια δρυός μέσα στο βαρέλι. Σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιήθηκε «ψημένη» βελανιδιά για να προσδώσει στο κρασί ξεχωριστή γεύση. Το γεγονός αυτό μας πληροφορεί πως ήδη από την εποχή αυτή οι Κρήτες φαίνεται να είχαν εκλεπτυσμένες γεύσεις86.

Γνωρίζουμε πως η ανάμειξη του κρασιού για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο είναι εξαιρετικά σημαντική. Από τις αρχαιότερες πηγές, δηλαδή τα ομηρικά έπη, γνωρίζουμε πως ο Οδυσσέας προσφέρει ισχυρό πράμνιο κρασί αναμεμειγμένο με ναρκωτικές ουσίες στον Κύκλωπα ή ακόμα στον γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας οι Κένταυροι μεθούν και αποκτούν βίαιη συμπεριφορά, αφού δεν ήταν συνηθισμένοι στην ανάμειξη του οίνου87. Πράγματι, τα κλασικά αγγεία που χρησιμοποιούνταν για την ανάμειξη του κρασιού με νερό και την κατανάλωση του στα συμπόσια φαίνεται να έχουν τις ρίζες τους στην Μεσομινωική/Υστερομινωική Κρήτη, που χρησίμευαν για την ανάμειξη του οίνου με άλλα υγρά88. Οι κάτοικοι της Κρήτης φαίνεται πως αναμείγνυαν το κρασί με ρητίνη, με μπύρα από κριθάρι και υδρόμελο. Το διαφορετικό αυτό είδος ποτού φαίνεται να παρουσιαζόταν σε τελετουργίες και λατρευτικές τελετές, γεγονός που ενισχύεται από τον μεγάλο αριθμό εύρεσης αυτών των τριών συστατικών σε σκεύη, από θέσεις τόσο της Κρήτης, όσο και από την

81 Mc Govern 2002, 206. 82 Mc Govern 2002, 206. 83 Arnott 2002, 150. 84 Morris 2008, 119. 85 Martlew 2002, 147. 86 Martlew 2002, 146. 87 Morris 2008, 113, 114. 88 Mc Govern 2002, 208.

15

ηπειρωτική Ελλάδα89 και από νησιά του Αιγαίου90. Πιθανώς ο «κυκεών», το ποτό του Νέστορα που περιγράφει ο Όμηρος και περιείχε τριμμένο τυρί, κριθάρι και μέλι και ανακατευόταν με πράμνιο κρασί, έχει τις ρίζες του στα μινωικά τελετουργικά αναμεμειγμένα ποτά91.

Απανθρακωμένα υπολείμματα σταφυλιών, όπως κουκούτσια και τσαμπιά, που βρέθηκαν επίσης μέσα σε πίθους από την θέση Μοναστηράκι Ρεθύμνου κατά την Μεσομινωική ΙΙ περίοδο (1900-1700 π.Χ.), μας οδηγούν στην σκέψη ότι είχαν τοποθετηθεί εκεί προκείμενου να γίνει η ζύμωση/απόσταξη που είναι απαραίτητη για την παραγωγή ενός δυνατού αλκοολούχου ποτού, παρόμοιου με την σημερινή τσικουδιά της Κρήτης. Παρόμοια ευρήματα είχαν ανακαλυφθεί και από τον ανασκαφέα του ανακτόρου της Φαιστού Doro Levi. Βέβαια γνωρίζουμε πως η διαδικασία για την παραγωγή ενός τέτοιου ποτού είναι ιδιαίτερα απαιτητική, παρόλα αυτά φαίνεται πως οι κάτοικοι στο Μοναστηράκι πιθανώς είχαν βρει εναλλακτικούς τρόπους παραγωγής αυτού του ποτού. Μέσα από ένα πείραμα που πλησίασε αρκετά τις κρητικές παραδοσιακές μεθόδους επιτεύχθηκε η παραγωγή τσικουδιάς καλής ποιότητας 92.

Ειδικά σκεύη για το πάτημα των σταφυλιών έχουν βρεθεί από θέσεις στην Κρήτη αλλά και από το υπόλοιπο προϊστορικό Αιγαίο. Από αυτά ο ληνός, δηλαδή το σκεύος που χρησιμοποιείται για το πάτημα των σταφυλιών, και ο κάδος είναι τα πλέον απαραίτητα για την οινοποιητική διαδικασία. Από το Ακρωτήρι της Θήρας έχει βρεθεί ένα κοφίνι με ασβέστη μέσα σε ένα ληνό. Εθνογραφικοί συσχετισμοί οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ο ασβέστης λειτουργούσε ως ένα φίλτρο που καθάριζε τον μούστο των σταφυλιών93.

Βέβαια έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μεγαλύτερο μέρος των σταφυλιών μάλλον πατιόταν σε υπαίθριους χώρους, κοντά στους αμπελώνες, μετά την συγκομιδή, και ότι μικρή μόνο ποσότητα των πατημένων σταφυλιών θα μεταφερόταν πίσω στην εγκατάσταση, όπου ενδεχομένως θα περνούσε για δεύτερη φορά από την διαδικασία του πατήματος σε λεκανίδες, για να αποθηκευτεί μαζί με το κρασί για την καλύτερη συντήρησή του. Το επιχείρημα αυτό, συνεπώς, έρχεται να υποστηρίξει την άποψη πως η παραγωγή του κρασιού ήταν αρκετά διαδεδομένη και σε πρωιμότερες περιόδους από όσο πιστεύαμε παλαιότερα, και πιθανώς η απουσία του από το αρχαιοβοτανολογικό υλικό της πρώιμης αυτής περιόδου να οφείλεται στην ίδια την φύση του σταφυλιού που δύσκολα αφήνει αρχαιολογικά ίχνη94.

Τέλος, γνωρίζουμε ότι η αποθήκευση και η συντήρηση του κρασιού γινόταν σε πίθους, όπου πολλές φορές διέθεταν κρουνό κοντά στην βάση του αγγείου. Από το Ακρωτήρι έχουν διασωθεί υπολείμματα κεριού στο εσωτερικό των πίθων για την 89 Martlew 2002, 166. 90 Morris 2008, 118. 91 Mc Govern 2002, 208. 92 Kanta 2002, 179. 93 Ντούμας 2014, 17. 94 Livarda, Kotzamani 2013, 16-17.

16

καλύτερη στεγάνωση του αγγείου. Ακόμα οι χαραγμένες επιγραφές Γραμμικής Α στο στόμιο των αγγείων με το σύμβολο του κρασιού δεν αφήνουν περιθώρια για το περιεχόμενο των αγγείων αυτών. Επίσης το κρασί φυλασσόταν και διακινούταν σε αποθηκευτικά αγγεία τους ψευδόστομους αμφορείς95.

Β4. Η ΕΛΙΑ

Όπως έχει γίνει ήδη λόγος και προηγούμενως, η ελιά και τα προϊόντα της αποτελούν εξαιρετικής σημασίας αγαθά, τόσο για της προϊστορικές κοινωνίες της Κρήτης, όσο και του υπόλοιπου αιγαιακού χώρου. Το ερώτημα, όμως, σε ποιο βαθμό η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού συνέβαλλαν στην οικονομική μεταμόρφωση του Αιγαίου κατά την 3η χιλιετία π.Χ. φαίνεται να αποτελεί ακόμα ένα πεδίο αντιπαράθεσης των απόψεων.

Έχουμε ήδη αναφέρει πως πρώτος ο C. Renfrew πρότεινε την άποψη ότι η απαρχή της εκτενούς καλλιέργειας της ελιάς και του σταφυλιού έκανε δυνατή την αποίκηση άγονων εδαφών, που με την σειρά της αυτή οδήγησε στην δημιουργία αγροτικού πλεονάσματος, το οποίο επέτρεψε την αύξηση του πληθυσμού που κατοικούσε στις περιοχές αυτές αλλά και την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των εμπορικών συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτό, η ελιά και το σταφύλι στήριξαν την ανάπτυξη των πρώτων σύνθετων κοινωνιών της νότιας Ευρώπης96.

Η άποψη αυτή που διατύπωσε ο Renfrew αμφισβητήθηκε έντονα, αφού ακόμα η αρχαιοβοτανολογική έρευνα της δεκαετίας του 1970 δεν είχε προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι ικανή να στηρίξει μια τέτοια υπόθεση. Άλλοι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η συστηματική παραγωγή ελαιόλαδου αρχίζει στην Κρήτη μόλις κατά την δεύτερη ανακτορική περίοδο (1700–1425 π.Χ.), με αποκορύφωμα την Μεταανακτορική περίοδο (1425–1170 π.Χ.)97. Βέβαια τα νέα δεδομένα που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια μέσα από την συστηματική ανάκτηση αρχαιοβοτανολογικου υλικού αποδεικνύουν την συστηματική παραγωγή του ελαιόλαδου, καθώς και την παρουσία του σε ποικίλες θέσεις στην Κρήτη που χρονολογούνται πριν την Ύστερη Εποχή του Χαλκού98. Από την 3η χιλιετία π.Χ. νέα αρχαιοβοτανολογικά σύνολα ελιάς έχουν ανιχνευθεί σε θέσεις, όπως η Μύρτος, η Βασιλική, ο Σκλαβόκαμπος και το Χρυσοκάμινο99.

Στην λεκάνη της Μεσογείου η παλαιότερη ένδειξη για παραγωγή ελαιόλαδου διαπιστώνεται από την θέση Kfar Samir, στο σημερινό Ισραήλ, κατά την 6η χιλιετία π.Χ., ενώ ενδείξεις για την συστηματική καλλιέργεια του ελαιόδεντρου έχουμε από

95 Ντούμας 2014, 17. 96 Margaritis 2013, 746. 97 Margaritis 2013, 746- 747. 98 Margaritis 2013, 747-748. 99 Margaritis 2013, 748.

17

διάφορες θέσεις της 4ης χιλιετίας π.Χ. από τον σημερινό Λίβανο100. Ίσως η Olea europaea var. Oleaster να αποτελεί τον άγριο πρόγονο της εξημερωμένης Olea europaea var. Europaea. Από το Αιγαίο η παλαιότερη ένδειξη για παρουσία ελαιόλαδου διαπιστώνεται στο σπήλαιο του Γερανίου στην Κρήτη από την 4η χιλιετία π.Χ., όπως έδειξαν οι αναλύσεις που έγιναν σε κεραμικά σκεύη από την θέση101.

Στον αιγαιακό χώρο η παλαιότερη ένδειξη για την παρουσία της ελιάς τεκμηριώνεται από απολιθωμένα φύλλα, άνθρακα και γύρη ελιάς, που χρονολογούνται κατά την περίοδο του Πλειστοκαίνου. Στην Κρήτη η ελιά πιθανώς θα αποτελούσε μέρος της χλωρίδας του νησιού καθ’ όλη την διάρκεια του Ολοκαίνου και ίσως επιβίωσε κρυμμένη σε ένα από τα πολλά φαράγγια που το νησί διαθέτει102. Όμως, ένα από τα βασικά ερωτήματα που έχουν τεθεί αφορά το κατά πόσο και σε ποιον βαθμό τα δέντρα αυτά ήταν σε άγρια ή εξημερωμένη μορφή. Υπολείμματα άνθρακα ελιάς από θέσεις, όπως η Μύρτος, το Δασκαλιό και η Θήρα, δείχνουν ότι κάποια δέντρα ίσως είχαν υποστεί μία μερική διαχείριση. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να μην αγνοούμε το γεγονός πως σε τέτοιες πρώιμες εποχές η διάκριση ανάμεσα σε εξημερωμένα και άγρια είδη είναι πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολη. Το να καταγράψουμε την χρονική στιγμή που η ελιά εξημερώνεται είναι φυσικά αδύνατο, καθώς δεν πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι η εξημέρωση είναι μια διαδικασία που απαιτεί μεγάλα χρονικά διαστήματα για τον μετασχηματισμό του είδους. Επιπροσθέτως, η κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά περίπλοκη στο περιβάλλον της Ελλάδας, όπου ακόμα και σήμερα άγριες ποικιλίες ελιάς αποτελούν μέρος της χλωρίδας κάποιων περιοχών και μάλιστα επιβιώνουν δίπλα σε πλήρως εξημερωμένα ελαιόδεντρα103. Έχουν γίνει αρκετές απόπειρες για τον καθορισμό των ειδών αυτών ως ήμερων ή άγριων, συγκρίνοντας και μελετώντας το μέγεθος των πυρήνων των καρπών του δέντρου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πιθανώς το σημείο-κλειδί της υπόθεσης είναι η επανεξέταση της σχέσης του ανθρώπου και της ελιάς σε αυτά τα πρώιμα στάδια104.

Ο καρπός της ελιάς δεν είναι το μοναδικό προϊόν που το ελαιόδεντρο παρέχει διαχρονικά στον άνθρωπο. Το ίδιο το ξύλο της ελιάς είναι πολύτιμη πρώτη ύλη, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η κατασκευή επίπλων και εργαλείων αλλά και ως καύσιμο105. Το βασικό προϊόν του δέντρου, δηλαδή ο καρπός του, χρησιμοποιείται ως βάση σε πολλές κατηγορίες της καθημερινής ζωής. Στην διατροφή, ο καρπός της ελιάς μπορεί να καταναλωθεί σε μικρότερα γεύματα της ημέρας106 αλλά και το κύριο προϊόν που μας δίνει, δηλαδή το ελαιόλαδο, είναι εξαιρετικά χρήσιμο και απαραίτητο ως τροφή (αλλά και την συντήρησή της) και ως συστατικό στο μαγείρεμα. Ακόμα, η χρήση του ελαιόλαδου έγκειται και ως άοσμου

100 Margaritis 2013, 747. 101 Margaritis 2013, 747. 102 Margaritis 2013, 747. 103 Margaritis 2013, 751. 104 Margaritis 2013, 751. 105 Martlew 2002, 37. 106 Livarda, Kotzamani 2013, 22.

18

καυσίμου αλλά και σε άλλους τομείς όπως της ιατρικής, της φαρμακευτικής, της αρωματοποιίας. Τα παραπροϊόντα που προκύπτουν από την διαδικασία της παραγωγής του ελαιόλαδου, δηλαδή ο πολτός και τα θραύσματα πυρήνων ελιάς, ήταν φυσικό να αξιοποιούνταν από τις πρωιμότερες φάσεις του πολιτισμού, ως ζωοτροφή αλλά και ως μια καύσιμη ύλη, τόσο για οικιακό, όσο και για βιομηχανικό περιβάλλον107.

Ένα προϊόν που έχει ως βάση του το ελαιόλαδο και είναι ιδιαίτερης σημασίας, τόσο για τον Μινωικό, όσο και για τον Μυκηναϊκό κόσμο είναι τα πολύτιμα φαρμακευτικά και αρωματικά έλαια. Όπως έχει γίνει ήδη λόγος, η Κρήτη με τις ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, φημίζεται για την πλούσια ποικιλία αρωματικών φυτών που ευδοκιμούν στην επικράτεια της. Οι κάτοικοι της Κρήτης από την πρώιμη εποχή είχαν συνειδητοποιήσει την αξία των φυτών αυτών108. Η παραγωγή και η χρήση αρωματικών και φαρμακευτικών υλών και αλοιφών είναι διαδεδομένη και επιβεβαιώνεται και από αναφορές στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Διαδομένο μάλιστα φαίνεται να είναι και το εμπόριο των πολύτιμων αυτών αγαθών, σε σημείο μάλιστα που υποθέτουμε πως ο πλούτος που προσκομίσθηκε από την διακίνηση τους ήταν καθοριστικής σημασίας για την ανάδειξη των ίδιων των πρώτων ανακτόρων109.

Ένας διαφορετικός τρόπος ανάγνωσης της σημασίας της ελιάς και του καρπού της είναι ο θρησκευτικός συμβολισμός που ενδεχομένως είχε για το προϊστορικό Αιγαίο. Αρχαιοβοτανολογικά υπολείμματα ελιάς, που πιθανώς θα είχαν τελετουργικό χαρακτήρα, έχουν αποκαλυφτεί σε τάφους οικίες από το νεκροταφείο της Πέτρας αλλά και από το ανάκτορο της Ζάκρου110. Αλλά και από άλλες θέσεις του Αιγαίου που χρονολογούνται πριν την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όπως η Λεβήνα, το Καμηλάρι, το Κράσ, το Άργος και η Κίρρα, τα ευρήματα φαίνεται να συμφωνούν ως προς την θρησκευτική σημασία της ελιάς111. Βέβαια η παρουσία των υπολειμμάτων ελιάς σε τάφους και σε άλλα περιβάλλοντα με θρησκευτική/τελετουργική σημασία είναι ένα μοντέλο που δύσκολα μπορεί να ερμηνευτεί112. Ένα ακόμα δεδομένο που έρχεται να συμπληρώσει τις γνώσεις μας σχετικά με τον θρησκευτικό χαρακτήρα της ελιάς προέρχεται από το Ακρωτήρι της Θήρας. Πιο συγκεκριμένα, μια τοιχογραφική σύνθεση από την Ξεστή 3, ένα κτήριο δημόσιου χαρακτήρα, συνδέεται με τελετουργικές πρακτικές που σχετίζονται με την μύηση/εκπαίδευση εφήβων, στην οποία απεικονίζεται η πρόσοψη πιθανώς ενός ιερού τεμένους, του οποίου η είσοδος επιστεφόταν από διπλά ή ιερά κέρατα. Ένα μεγάλο κλαδί ελαιόδεντρου κρέμεται προς τα έξω καλύπτοντας έτσι ένα μεγάλο μέρος της παράστασης113. Ακόμα, ένα κλαδί ελιάς απεικονίζεται στην κεφαλή μίας από της «Λατρεύτριες» που

107 Martlew 2002, 37. 108 Andreadaki-Vlazaki 2002, 48. 109 Martlew 2002, 44. 110 Margaritis 2013, 750. 111 Margaritis 2013, 753. 112 Margaritis 2013, 750. 113 Ντούμας 2016, 300.

19

παριστάνονται εμπρός από το ιερό τέμενος. Η παρουσία της ελιάς στον βωμό και στα μαλλιά της «Λατρεύτριας» υποδηλώνει την ιερότητα του δέντρου114.

Ένα σημείο-σταθμός για την αρχαιοβοτανολογική έρευνα της Κρήτης είναι η ανακάλυψη μιας εγκατάστασης παραγωγής ελαιόλαδου στην θέση Χαμαλεύρι, που χρονολογείται κατά την ΜΜ ΙΑ περίοδο (2160-2000 π.Χ.). Πιο συγκεκριμένα, στην οικία «Τζαμπακά» διαπιστώθηκε η παρουσία σπασμένων ελαιοπυρήνων και ο διασκορπισμός τους σε διαμερίσματα της οικίας115. Τα σπασμένα κουκούτσια φαίνεται να είναι το στοιχείο κλειδί για την παραγωγή ελαιόλαδου116. Ακόμα και αν οι καρποί δεν πατιούνταν στο κτήριο, ο έντονος διασκορπισμός των πυρήνων μέσα στην οικία μαρτυρεί ότι η διαδικασία αυτή θα γινόταν κάπου αλλού, πάντως όχι σε μεγάλη απόσταση117. Επιπλέον, όσον αφορά τα σπασμένα κουκούτσια το πιο πιθανό είναι να χρησιμοποιήθηκαν ως καύσιμο καθώς η ιδιότητα τους να παράγουν μικρότερο ποσοστό καπνού φαίνεται να ήταν ιδανική ως λύση σε κατοικίες με κακό εξαερισμό, όπως αυτές στην εν λόγω θέση. Έχει προταθεί επίσης η πιθανότητα οι πυρήνες να προορίζονταν ως ζωοτροφή χοίρων, και πράγματι πειραματικές εργασίες εξετάζουν τις επιδράσεις των κουκουτσιών στην πέψη των ζώων118. Στην περίπτωση όμως της οικίας «Τζαμπακά», η διασπορά των πυρήνων στα διαμερίσματά της φαίνεται να διαψεύδουν την υπόθεση αυτή119. Τα αρχαιοβοτανολογικά ευρήματα από το Χαμαλεύρι, απέδειξαν χωρίς αμφιβολία ότι η ελιά πρέπει να ήταν εντατικά καλλιεργήσιμη και το ελαιόλαδο ένα προϊόν εξαγωγής σε μια περίοδο που προηγείται την ανοικοδόμησης των πρώτων ανακτόρων120.

Ένα ζήτημα που παραμένει ακόμα ανοικτό για την αρχαιοβοτανολογική έρευνα είναι η απουσία μεγάλων εγκαταστάσεων παραγωγής ελαιόλαδου, που να δικαιολογούν την συστηματική και εκτενή παραγωγή λαδιού. Όπως και σε άλλες θέσεις, έτσι και από την οικία «Τζαμπακά», η απουσία εγκαταστάσεων που θα σχετίζονταν με την σύνθλιψη των ελαιοπυρήνων είναι γεγονός121. Πιθανώς θα πρέπει να υποθέσουμε ότι σε ένα αρχικό/πειραματικό στάδιο η παραγωγή του λαδιού γινόταν σε μικρή κλίμακα και σε οικιακό επίπεδο με αρκετά ταπεινό εξοπλισμό, όπου οι καρποί θα συνθλίβονταν με λίθους καμπύλης ή λείας επιφάνειας με γουδιά και άλλα δοχεία αλλά και πάνω σε λίθινες λεκάνες. Παρόμοια εργαλεία είναι δυνατόν να έχουν χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς. Βέβαια η χρήση που μπορεί να είχαν σε οποιοδήποτε περιβάλλον είναι δύσκολο να ερμηνευτεί χωρίς την παρουσία αρχαιοβοτανολογικού υλικού122.

114 Ντούμας 2014, 32. 115 Sarpaki 2002, 40. 116 Margaritis 2013, 750. 117 Sarpaki 2002, 41. 118 Livarda, Kotzamani 2013, 16. 119 Sarpaki 2002, 41. 120 Sarpaki 2002, 41. 121 Margaritis 2013, 752. 122 Margaritis 2013, 752.

20

Ήδη από την 3η χιλιετία εγκαταστάσεις, όπως κάδοι που συνδέονται με την παραγωγή ελαιόλαδου, μας είναι σήμερα γνωστές από θέσεις όπως η Κνωσός και η Μύρτος. Από την πρώιμη 2η χιλιετία παρόμοιο εξοπλισμό συναντάμε σε θέσεις όπως τα Μάλια και η αγρέπαυλη στη Ζου123. Πιθανώς θα πρέπει να υποθέσουμε πως ο απαραίτητος εξοπλισμός θα μεταφερόταν κοντά στους ελαιώνες και σε άλλες υπαίθριες θέσεις όπου θα γινόταν η σύνθλιψη των πυρήνων. Είναι βέβαια σαφές πως ο εντοπισμός των υπαίθριων αυτών εγκαταστάσεων είναι εξαιρετικά δύσκολος σήμερα124. Ακόμα υπάρχει η πιθανότητα δοχεία που σχετίζονταν με την παραγωγή να ήταν κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά, όπως είναι το ξύλο ή το δέρμα, που δύσκολα διατηρούνται στο περιβάλλον του Αιγαίου125. Πάντως εγκαταστάσεις παραγωγής λαδιού απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό και από τους ιστορικούς χρόνους, οπότε μόνο το αρχαιοβοτανολογικό υλικό και οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις μας πληροφορούν για το μέγεθος της παραγωγής. Ίσως θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως διαχρονικά η επιλογή της τοποθεσίας είναι ο πραγματικός λόγος της απουσίας εγκαταστάσεων για την παραγωγή λαδιού126.

Τόσο το ελαιόλαδο, όσο και τα διάφορα προϊόντα που παρασκευάζονται με αυτό, όπως είναι τα αρωματικά και φαρμακευτικά έλαια, αναφέρονται σε κείμενα της Γραμμικής Α127 και Β128. Το ελαιόλαδο αποθηκευόταν και διακινούνταν σε πήλινα αποθηκευτικά αγγεία, όπως είναι οι πίθοι και οι ψευδόστομοι αμφορείς. Ειδικά οι ψευδόστομοι αμφορείς, που αποτελούν τυπικά τεχνουργήματα της Μυκηναϊκής Ελλάδα, έλκουν την καταγωγή τους από την Μινωική Κρήτη. Τα αγγεία αυτά κατασκευάζονται σε διάφορα μεγέθη για την διακίνηση του ελαιόλαδου και των αρωματικών ελαίων και συναντιούνται πολύ συχνά σε θέσεις της ανατολικής και σπανιότερα της δυτικής Μεσογείου. Τόσο η κατασκευή τους, δηλαδή η χαρακτηριστική προχόη που διαθέτουν και που διευκολύνει τον έλεγχο του υγρού που εγχέεται, όσο και από επιγραφές Γραμμικής Β είμαστε σίγουροι πως τα αγγεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς για την διακίνηση και το εμπόριο του ελαιόλαδου129.

123 Margaritis 2013, 753. 124 Margaritis 2013, 752. 125 Livarda, Kotzamani 2013, 24. 126 Margaritis 2013, 753. 127 Ντούμας 2014, 33. 128 Andreadaki-Vlazaki 2002, 48. 129 French 2002, 152.

21

Γ. Συμπεράσματα

Το νησί της Κρήτης, με το εξαιρετικό μεσογειακό του κλίμα αλλά και με τις γεωμορφολογικές αντιθέσεις του τοπίου του, έδωσε ποικίλες δυνατότητες στους κατοίκους της διαχρονικά στο πέρασμα των αιώνων. Οι διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Κρήτης αλλά και του υπόλοιπου Αιγαίου μπορούμε να συμπεράνουμε πως χαρακτηρίζονται από τεράστια ποικιλομορφία, τόσο από στοιχεία φυτικής, όσο και ζωικής παραγωγής. Τα αρχαιοβοτανολογικά δεδομένα, όσο λίγα και αν είναι, μας παρέχουν μια σαφή εικόνα για τις γεύσεις, τις προτιμήσεις και το εκλεπτυσμένο γούστο των κατοίκων της Κρήτης της Εποχής του Χαλκού. Η ανάγκη για μεγαλύτερη και συστηματικότερη αρχαιοβοτανολογική έρευνα στην Κρήτη αλλά και από το υπόλοιπο Αιγαίο θα είναι στο μέλλον καθοριστικής σημασίας για την αρχαιολογία του Αιγαίου και πιθανώς θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε, έως ένα βαθμό, ζητήματα πολιτικού και κοινωνικού φάσματος, που είναι ακόμα δυσανάγνωστα για εμάς σήμερα.

22

Δ. Εικόνες

Εικόνα 3. Φακές.

Εικόνα 1. Κατάλοιπα θρυμματισμένων σιτηρών.

Εικόνα 2. Λαθούρι.

23

Εικόνα 4. Ληνός και υπολήνιο.

Εικόνα 5. Αποθηκευτικός πίθος για τη φύλαξη κρασιού από την Μύρτο.

24

Εικόνα 6. Λίθινο ελαιοπιεστήριο.

Εικόνα 7. Αποθήκες του ανακτόρου της Κνωσού.

25

Εικόνα 8. Πήλινα σφραγίσματα.

26

Ε. Βιβλιογραφία

Ελληνική

Βασιλάκης, Α. (2001) ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Adam, Αθήνα. Ντούμας, Χ. (2014) Από την ανάγκη στην απόλαυση: Οι

διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού. Εταιρεία Στήριξης Σπουδών Προϊστορικής Θήρας, Αθήνα.

Ντούμας, Χ. (2016) Ξεστή 3. Ανάκτηση 7 Ιανουαρίου 2017 από http://www.latsis-foundation.org/ell/ekpaidefsi-epistimi-politismos/politismos/o-kyklos-ton-mouseion.

Αγγλική

Livarda, A., Kotzamani, G. (2013) The archaeobotany of Neolithic and Bronze age Crete: Synthesis and prospects. The Annual Of The British School At Athens, 108, pp 1-29.

Andreadaki-Vlazaki, M. (2002) The production of aromatic and pharmaceutical oils in Minoan Crete: the case of chamalevri. In Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds). Minoans and Mycenaeans flavours of their time, Kapon, Athens, pp 48-49.

Sarpaki, A. (2012) The taming of an island environment: Crete from dawn to noon (Neolithic to the end of the Bronze Age). The Annual Of The British School At Athens, pp 35-45.

Sarpaki, A. (2002) Method of data retrieval. In Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds). Minoans and Mycenaeans flavours of their time, Kapon, Athens, p 40.

Valamoti, S. (2013) Millet, the late comer: on the tracks of Panicum miliaceum in prehistoric Greece. Archaeological And Anthropological Sciences.

Christakis, K. (1999) Pithoi and food storage in Neopalatial Crete: a domestic perspective. World Archaeology, 31(1), pp 1-20.

Valamoti, S. (2011) Ground cereal food preparations from Greece: the prehistory and modern survival of traditional Mediterranean ‘fast foods’. Archaeological And Anthropological Sciences.

Martlew, H. (2002) Wine with terebinth resin at the settlement of Apodoulou (c. 1900-1700 B.C.). In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Martlew, H. (2002) Did they drink beer at Myrtos?. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

27

Martlew, H. (2002) Dis the drink beer at Apodoulou?. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Martlew, H. (2002) Minoan and Mycenaean drinking habits: Wine with herbs. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Martlew, H. (2002) Mixed fermented beverages during the late Bronze Age: c. 1600-1100 B.C. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Martlew, H. (2002) Minoan stirrup jar with mixed fermented beverages. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Martlew, H. (2002) The discovery of retsina in Bronze Age Greece. In: Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Martlew, H. (2002) Wine with resin in Early minoan Crete. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Margaritis, E. (2013) Distinguishing exploitation,domestication, cultivation and production: the olive in the thirdmillennium Aegean. Antiquity, 87: 746-757.

Morris, S. (2008) Wine and water in the Bronze Age: Fermenting, Mixing and Serving Vessels. In: Hitchcock, A., Laffineur, R., Crowley, J. (eds). Dais the Aegean feast: Proceedings of the 12th International Aegean Conference/12e Rencontre egeenne internationale University of Melbourne, Center for Classics and Archaeology, 25-29 March 2008, Kliemo, Belgium, pp 113-123.

Warren, P. (2002) Contents of the Myrtos pithoi. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Mc Govern, P. (2002) Minoan funery ritual. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Arnott, R. (2002) The Ulu Burun shipwreck. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

Kanta, A. (2002) The excavation. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

French, E. (2002) Mycenaean stirrup jars. In: Tzedakis, Y., Martlew, H. (eds) Minoans and Mycenaeans flavours of their time. Kapon, Athens.

28

Privitera, S. (2014) Long-Term Grain Storage and Political Economy in Bronze Age Crete: Contextualizing Ayia Triada’s Silo Complexes. American Journal of Archaeology, 118: 429-449.