Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

207
ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Transcript of Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Page 1: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Page 2: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Page 3: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Ήρθε και το ξύλοκαι σκότωσε το σκύλο

που έπνιξε τη γάταπου έφαγε τον ποντικό

που πήρε το φιτίλιμέσ’ από το καντήλι

που έφεγγε και κένταγεη κόρη το μαντίλι,ντίλι-ντίλι-ντίλι»

Παιδικό τραγουδάκι

Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει.Emmeline Pankhurst, 1858-1928, Βρετανίδα σουφραζέτα

Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957, Έλληνας συγγραφέας

Page 4: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μέσα σε αυτό το βιβλίο έχω βάλει πολλές αληθινές ιστορίες που στιγμάτισαν την Ελληνική κοινωνία. Θα δείτε βιογραφίες Ελλήνων κακοποιών με στοιχεία που πήρα από τις εφημερίδες. Τα ονόματα βέβαια είναι αλλαγμένα και οι καταστάσεις δραματοποιημένες ειδικά στο τέλος του βιβλίου, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Πηγή έμπνευσης αυτής της ιστορίας ήταν οι εκπομπές του δημοσιογράφου Σταύρου Θεοδωράκη. Αν δείτε πως οδηγήθηκαν οι χαρακτήρες της ιστορίας να έχουν παρεμβατικές συμπεριφορές θα διαπιστώσετε πως όλα οφείλονται σε κακές επιλογές και κακές επιρροές. Απλώς σκεφτείτε…

Page 5: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

--- Θα σας παρακαλούσα να μην μαρτυρήσετε το τέλος----

Page 6: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Copyright © Συνοδινού ΡάνιαFollow me on Twitter: @RaniaSinFacebook: https://www.facebook.com/rania.synodinou

“Smashwords Edition”ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.ISBN: 9781310259654

Page 7: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

« Με ακούς; Δεν μπορώ να μιλήσω πιο δυνατά. Φοβάμαι ότι θα μας ακούσουν. Ξέρω ότι είσαι εκεί. Σε άκουγα που ούρλιαζες χθες το βράδυ. Φοβάμαι ότι σήμερα θα είναι το τέλος μου. Ήρθαν χθες και με ξύπνησαν βίαια για να με πάνε στο υπόγειο. Έχεις πάει και εσύ εκεί σωστά; Σίγουρα βασανίστηκες μέχρι που έχασες την λογική σου, σαν και εμένα. Θέλω να σου πω την ιστορία μου, να πω σε κάποιον τα μυστικά μου, πριν με σκοτώσουν. Δες το σαν μια εξομολόγηση ενός μελλοθάνατου. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα με ακούσει κανείς, δεν θα τιμωρηθούμε» είπε ψιθυριστά ενώ είχε ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα.

Μιλούσε στο διπλανό κελί από μια μικρή χαραμάδα, έπρεπε να μιλήσει με κάποιον το είχε μεγάλη ανάγκη λες και με αυτόν τον τρόπο θα ερχόταν η κάθαρση και θα πήγαινε στον παράδεισο. Λες και ξαφνικά θα ξεπλένονταν όλες του οι αμαρτίες πριν τον σκοτώσουν. Τα πόδια του ήταν δεμένα, το ίδιο και τα χέρια του σαν τιμωρία από τις πολλές φορές που είχε προσπαθήσει να αποδράσει. Το κορμί του ήταν ταλαιπωρημένο από τα ηλεκτροσόκ και τα μαλλιά του άπλυτα εδώ και καιρό. Έπρεπε να τον κρατάνε κλειδωμένο μέχρι να σπάσει, του το είχαν πει άλλωστε πως αν δεν μιλήσει να πει ό,τι γνωρίζει δεν θα έμενε και για πολύ στην ζωή. Του φάνηκε ότι άκουσε βήματα και αμέσως τινάχτηκε και πήγε τρέχοντας στην άλλη γωνία. Δεν έπρεπε να τον καταλάβουν ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κάποιον άλλο. Μετά από λίγο που ένιωσε ασφαλής πήγε πάλι στην χαραμάδα και έβαλε το στόμα του όσο πιο κοντά μπορούσε.

Page 8: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Γεννήθηκα στον Πειραιά πριν από 36 χρόνια. Δεύτερος. Με πέρασε κατά τρία λεπτά ο αδερφός μου ο Πάνος. Και οι δυο μας είχαμε συμπτώματα απεξάρτησης μιας και η μητέρα μας η Κική ήταν ναρκομανής. Μας κράτησαν βδομάδες εκεί μέχρι να βεβαιωθούνε οι γιατροί ότι είχαμε ξεπεράσει τον κίνδυνο και δεν υπήρχαν πια ουσίες στον οργανισμό μας. Μείναμε τόσο πολύ που η Κική ξέχασε ότι μας γέννησε και μας άφησε εκεί. Όλα είναι σαν όνειρο θολά μέσα στο μυαλό μου, λευκά από τις ποδιές των νοσοκόμων και μύριζαν οινόπνευμα.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής μας τα περάσαμε μέσα στους διαδρόμους του μαιευτηρίου. Οι νοσοκόμες ήταν οι μανάδες μας, οι γιατροί οι πατεράδες μας και μερικά άλλα παιδιά σαν εμάς ήταν τα αδέλφια μας. Κάθε μέρα που περνούσε ζηλεύαμε όλο και περισσότερο τα άρρωστα παιδιά που ήταν στις πτέρυγες του νοσοκομείου γιατί εκείνα είχαν γονείς, ενώ εμείς όχι. Εκείνα ένιωθαν την ζεστασιά, την αγάπη και την οικογενειακά θαλπωρή μέσα στα δωμάτια του νοσοκομείου, ενώ εμείς όχι. Στα όνειρα μας τους ξεγελούσαμε όλους και πηγαίναμε και ξαπλώναμε στα κρεβάτια, παριστάναμε τα άρρωστα και κάποιοι γονείς μας λυπόντουσαν και μας έπαιρναν σπίτι μαζί τους. Έτσι αισθανόμασταν μερικές φορές όταν έβρεχε, όταν είχε κρύο, όταν οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό, όταν βλέπαμε εφιάλτη, σαν εγκαταλελειμμένα κατοικίδια.

Συνέχεια έρχονταν και νέα παιδιά και επειδή δεν είχαν που αλλού να τα πάνε, τα κρατούσαν εκεί μαζί μας για ένα χρονικό διάστημα. Θυμάμαι το όνομα του πρώτου μου φίλου του Βλάσση. Ήταν πιο μεγάλος από εμένα. Το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω από το πρόσωπό του ήταν μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, η υπόλοιπη μορφή του είναι ακόμα θολή στο μυαλό μου. Μου είχε πει ότι ήταν καλύτερα για εκείνον να πεθάνει παρά να γυρίσει σπίτι του. Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει να πεθαίνεις μου είχε πει ότι τότε νιώθεις

7

Page 9: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ευτυχισμένος και ελεύθερος και δεν μπορεί να σου κάνει κανείς πια κακό. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν θα ξυπνούσες ποτέ και ότι ίσως να πονούσες λίγο προηγουμένως. Εγώ είχα απορία σχετικά με τον τρόπο που θα κοιμόσουν και δεν θα ξυπνούσες ποτέ και ρώτησα μια νοσοκόμα. Όμως μόλις της το είπα φάνηκε να τρομάζει και έφερε έναν αστυνομικό να προσέχει τον Βλάσση. Μετά ο Βλάσσης δεν μου μιλούσε πια, είχα λέει πει το μυστικό του. Εγώ όμως δεν είχα ποτέ πριν καταλάβει τι σημαίνει να κρατάς μυστικό. Ακόμα και ο Πάνος μου είχε θυμώσει αν και δεν τον ήθελε καθόλου τον Βλάσση.

Ο Πάνος δεν ενδιαφερόταν να κάνει το πρώτο βήμα για νέες φιλίες. Δεν χρειαζόταν καν να προσπαθήσει. Μερικές φορές μου έμοιαζε να έχει έναν μαγνήτη που τραβούσε τον κόσμο πάνω του, αν και ήμασταν ολόιδιοι ο κόσμος τον συμπαθούσε περισσότερο. Δεν είχε καμία σχέση με εμένα που έπρεπε πρώτα να επεξεργαστώ τον άλλον και μετά να αποφασίσω αν πρέπει να του μιλήσω ή όχι. Πάντα ήμουν διστακτικός, μερικές φορές απόμακρος και παραμένω ακόμα έτσι.

Που και που ερχόντουσαν κάποιοι απεσταλμένοι από δημόσιους φορείς, κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι τους ότι αυτή δεν είναι ζωή για εμάς, έκλειναν πίσω τους την πόρτα και έριχναν μαύρη πέτρα. Μια φορά κρυφάκουσα ότι δεν μας ήθελε κανείς επειδή γεννηθήκαμε με εξάρτηση, αυτό δεν κατάλαβα αμέσως τι σήμαινε αλλά μεγαλώνοντας το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο. Δεν μας πείραζε όμως τόσο πολύ γιατί ο πιο μεγάλος μας φόβος δεν ήταν να μείνουμε για πάντα εκεί αλλά να μας χωρίσουν.

Η νοσοκόμα η Λίλα ήταν η πιο ξεχωριστή από όλες. Ήταν πολύ καλή μαζί μας, μάλιστα εκείνη μας έδωσε τα ονόματα μας. Εμένα με ονόμασε Μίλτο από τον παιδικό της έρωτα και τον αδερφό μου Πάνο από τον άντρα της. Ήμασταν, όπως θυμάμαι την γλυκιά φωνή της «οι άντρες της ζωής της» και για εμάς ήταν ό,τι πιο

8

Page 10: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

κοντινό είχαμε γνωρίσει σε μάνα. Πάντα ερχόταν λίγο νωρίτερα για να μας δει και να μας παίξει, μας έφερνε γλυκά και περνούσε μαζί μας όλα της διαλλείματα. Ήταν κοντούλα, παχουλή και είχε πάντα τα καστανά της μαλλιά πιασμένα κότσο. Τα μάγουλα της ήταν πάντα ροδοκόκκινα και είχε καστανά αμυγδαλωτά μάτια. Ήταν για μένα τέλεια. Καθώς δεν ξέραμε πως είναι να ζεις σε ένα πραγματικό σπίτι είχαμε αναγκαστικά συμβιβαστεί με την ιδέα του νοσοκομείου και μας φαινόταν φυσιολογικό, άλλες φορές πάλι αποπνικτικό. Επειδή ήμασταν και δίδυμοι καμιά φορά γινόμασταν και η ατραξιόν των γιατρών, κάτι που μας άρεσε αρκετά.

Όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες εκεί. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τα Χριστούγεννα στόλιζαν λίγο τους θαλάμους και αν κάποιο παιδάκι ξέχναγε τα παιχνίδια του φεύγοντας μπορούσαμε να τα κρατήσουμε εμείς. Τότε ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι και για λίγο ξεχνιόμασταν.

Μπορεί να μην θυμάμαι πολλές εικόνες μετά από τόσα χρόνια αλλά θυμάμαι συναισθήματα και μυρωδιές. Θυμάμαι όταν βγαίναμε στο προαύλιο και μπορούσαμε να αναπνεύσουμε λίγο φρέσκο αέρα. Η μυρωδιά της άνοιξης μου μεθούσε το μυαλό και ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα φεύγαμε από εκεί μαζί με τον Πάνο και θα κάναμε σπουδαία πράγματα. Θα γινόμασταν πιλότοι και θα πετάγαμε πάνω από το νοσοκομείο, με τον καπνό μας θα γράφαμε μηνύματα και θα τα έβλεπαν οι νοσοκόμες και θα γελούσαν. Αυτό θέλαμε, να κάνουμε τους άλλους να γελάνε. Έπρεπε να είμαστε ήσυχοι και υπάκουοι, να μην δυσαρεστούμε κανέναν αλλιώς υπήρχε πάντα η απειλή του διευθυντή ότι δύο ορφανά παιδιά σαν εμάς δεν θα τα πάρει ποτέ κανείς μαζί και θα τα χωρίσουν. Αυτός ήταν πραγματικός εφιάλτης για εμάς.

Μία φορά λίγο πριν φύγουμε από εκεί ήρθε ένα κοριτσάκι, η Κατερίνα. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της, μόνο το όνομα της και ότι μου φαινόταν πολύ όμορφη. Την είχε φέρει ένας αστυνόμος γιατί το

9

Page 11: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

είχε σκάσει από το σπίτι της και ήταν το πιο κοντινό νοσοκομείο στην περιοχή. Ήταν έξι χρονών σαν εμένα αλλά φοβόταν να μιλήσει σε οποιονδήποτε. Είχε πιάσει μια γωνία στον θάλαμο και είχε κουλουριαστεί. Σιγοτραγουδούσε συνέχεια ένα σκοπό τον οποίο ακούω καμιά φορά μέσα στα όνειρά μου. Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ να της μιλήσω σε αντίθεση με τον Πάνο που δεν της έδινε καμία σημασία. Πλησίασα κοντά της και εκείνη με κοιτούσε τρομαγμένη, αποφάσισα να μην της μιλήσω αλλά απλώς να κάτσω δίπλα της. Φάνηκε να δυσανασχετεί αλλά τελικά με δέχτηκε σιωπηλά και συνέχισε να κοιτάζει σαν τρομαγμένο ελάφι.

Μετά από λίγο ήρθε μέσα μια νοσοκόμα για να της δώσει φαγητό. Μόλις την πλησίασε, τότε κατάλαβα τι πάει να πει δυνατή φωνή. Η νοσοκόμα σχεδόν πανικοβλήθηκε από τα ουρλιαχτά της και βγήκε έξω από το δωμάτιο άρον άρον. Ο Πάνος πήγε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε ολόκληρος με την κουβέρτα για να μη την ακούει. Εγώ όμως δεν έφυγα, έμεινα ψύχραιμος και την κοιτούσα στα μάτια χωρίς να της μιλάω. Εκείνη ηρέμησε και εγώ πήρα το πιάτο με το φαγητό της. Το έφερα κοντά της και άρχισα να την ταΐζω. Πρέπει να πεινούσε πάρα πολύ , έτρωγε λαίμαργα και δεν προλάβαινα να βάζω νέα μπουκιά στο πιρούνι. Αφού έφαγε προσπάθησε να βγάλει μια φωνή η οποία έμοιαζε να προέρχεται από τα έγκατα της ψυχής της. Με ευχαρίστησε και δεν είπε τίποτα άλλο. Μέχρι να την πάρουν πάλι πίσω δεν έφευγε από κοντά μου σε σημείο που εκνεύριζε τον Πάνο και καβγαδίζαμε για αυτό. Μου έλεγε ότι ή είχα αρχίσει να γίνομαι κορίτσι ή θέλω να την κάνω το κορίτσι μου. Ήταν η πρώτη φορά που είχε θυμώσει τόσο πολύ μαζί μου που έπρεπε να έρθει η νοσοκόμα για να μας χωρίσει.

Όταν έφυγε η Κατερίνα αισθανόμουν πολύ άσχημα, ο Πάνος όμως ήταν χαρούμενος γιατί βρήκε πάλι τον αδερφό του που του τον είχε πάρει η Κατερίνα. Μετά από λίγο καιρό ήρθε πάλι αλλά φαινόταν πιο άσχημα από την προηγούμενη φορά. Κοίταζε για

10

Page 12: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πολλές ώρες το κενό μέχρι να καταφέρω και να την συνεφέρω. Όσο την ρωτούσα τι της είχε συμβεί τόσο κλεινόταν στον εαυτό της. Στο τέλος την κατάφερα και μου έδειξε τα πόδια της τα οποία ήταν καμένα, πρέπει να ήταν από τσιγάρο. Δεν ήθελε να μου πει ούτε ποιος το έκανε, ούτε γιατί, ούτε που ήταν οι δικοί της και την έφεραν εδώ. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω μαζί της, ήθελα να την προστατέψω έτσι σκέφτηκα να πω το πρόβλημα μου στον Πάνο. Πήγαμε και οι δύο εκεί, μπροστά της και πήραμε όρκο πως αν μας πει δεν θα αφήσουμε να την πειράξει κανένας. Εκείνη πάλι δεν είπε τίποτα, απλώς μας πήρε μια μεγάλη αγκαλιά και μας ευχαρίστησε.

Περνάγαμε όσο το δυνατόν πιο ωραία γινόταν οι τρεις μας. Ήταν η αδερφή μας και ήμασταν ενωμένοι σαν μια γροθιά, μέχρι που την ξαναπήραν. Μετά από λίγο καιρό ήρθε πάλι και προσπαθήσαμε να το σκάσουμε οι τρεις μας από εκεί. Όμως δεν τα είχαμε υπολογίσει καλά. Θέλαμε να φύγουμε από το πλυσταριό , μέχρι εκεί ήταν όλα εύκολα. Τρυπώσαμε το πρωί μέσα στο καλάθι με τα σεντόνια. Πριν πάει να το αδειάσει, είχαμε φύγει και είχαμε κρυφτεί σε ένα βοηθητικό θάλαμο. Περάσαμε όλη την νύχτα εκεί και ακούγαμε σε όλο το νοσοκομείο να μας ψάχνουν. Ήμασταν πολύ κοντά στο να φύγουμε όμως μόλις ακούσαμε την φωνή της Λίλας να μας φωνάζει κλαίγοντας, εγώ και ο Πάνος λυγίσαμε και φανερωθήκαμε. Φάγαμε πολύ ξύλο εκείνη την φορά και η Κατερίνα ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μας, δεν ήθελε ούτε να μας βλέπει, ούτε να μας ακούει. Την επόμενη μέρα την πήραν από εκεί και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Ένιωθα χάλια, ότι την είχα προδώσει, όμως ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι κάποια μέρα, όταν ήμουν μεγάλος θα το διόρθωνα αυτό.

Μια μέρα την οποία δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ήρθε στον θάλαμο η Λίλα με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Μας πήρε αγκαλιά και άρχισε να μας φιλάει στα μαλλιά και να μας λέει πόσο πολύ μας αγαπάει. Μας είπε ότι πέρασε ο εφιάλτης και ότι είχε έρθει

11

Page 13: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

η ώρα που θα είχαμε ένα πραγματικό ζεστό σπιτικό σαν όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Που να ήξερε ότι τότε θα ξεκινούσε η δυστυχία μας και ότι εκεί ζούσαμε πραγματικά χαρούμενοι.

Η Κική μπήκε δειλά δειλά μέσα στον θάλαμο. Μια πολύ αδύνατη γυναίκα, με μακριά καστανά μαλλιά, με κύκλους κάτω από τα μάτια, φορώντας ένα σκούρο φόρεμα που έμοιαζε να είναι δανεικό άπλωσε τα σκελετωμένα της χέρια για να μας αγκαλιάσει. Εμείς το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να μείνουμε στήλες άλατος αλλά όσο εκείνη πλησίαζε εμείς πήγαμε πίσω από την παχουλή Λίλα για προστασία. Η Λίλα που ακόμα δεν είχε σταματήσει να κλαίει και να σκουπίζει τα μάτια της μας προέτρεψε να πάμε κοντά της .

«Η μαμά σας είναι. Ήταν άρρωστη και γύρισε πίσω για εσάς, να σας πάρει κοντά της και να είστε μια οικογένεια » μας είπε χωρίς πραγματικά να το πιστεύει, μπορούσαμε πια να την καταλάβουμε. Ο Πάνος μπήκε μπροστά από εμένα σαν μεγάλος αδελφός για να δει αν ήταν αλήθεια.

«Μαμά;» είπε γεμάτος ερωτηματικά και η Κική τον πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Μόλις άνοιξε τα χέρια της μου ήρθε μια παράξενη μυρωδιά την οποία μετά την είχα μόνιμα στην καθημερινότητα μου. Μυρωδιά τσιγάρου και αλκοόλ. Εγώ όμως δεν ήθελα, δεν την ήξερα την αγκαλιά της, ήξερα μόνο την Λίλα και την Λίλα ήθελα.

Η επόμενη σκηνή που έχω στο μυαλό μου είναι να βάζουν σε δυο σακούλες τα πράγματα μας και να με σπρώχνουν να μπω στο αυτοκίνητο που μας περίμενε από έξω. Η Λίλα κλαίγοντας είχε μείνει πίσω και εμένα η Κική με έσπρωχνε να μπω μέσα. Έβαζα όλη μου την δύναμη, ό,τι είχα και δεν είχα για να μην πάω μαζί της αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο αδερφός μου, χαμογελούσε ευτυχισμένος και με κοιτούσε με νόημα και θυμό μαζί ότι δεν φέρομαι σωστά αλλά εγώ έκλαιγα. Δεν ήθελα να φύγω, αυτό είχα μάθει για σπίτι και δεν ήθελα να μου το στερήσει μια που ξαφνικά θυμήθηκε ότι είναι μάνα μας.

12

Page 14: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Έπειτα ήταν και η Κατερίνα, αν έφευγα από εκεί δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά και δεν θα μπορούσα να τηρήσω την υπόσχεση μου. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή, ήμουν πολύ μικρός για να έχω επιλογές, για να δημιουργήσω επιλογές και να μπορώ να ορίζω την ζωή μου. Ποιος όρισε ότι οι μεγάλοι είναι πάντα ώριμοι και ικανοί να διαμορφώνουν τις τύχες των παιδιών τους;

13

Page 15: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Ο άντρας που οδηγούσε δεν είχε βγάλει μιλιά. Κάπνιζε το τσιγάρο του και μας έβλεπε από τον καθρέπτη. Από την αρχή δεν μου άρεσε το βλέμμα του το σκληρό και το αδιάφορο. Ήταν πιο μεγάλος από την Κική και είχε ένα παχουλό μουστάκι. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα μαύρα και πυκνά και τα μάτια του έσπευδε να τα κρύβει πίσω από τεράστια γυαλιά. Δεν ήθελε να βλέπουμε που κοιτάζει.

«Αγόρια, μην τον κοιτάζετε έτσι, δεν είναι ωραίο» είπε η Κική που είδε ότι τον κοιτούσαμε διερευνητικά.

«Είμαι ο Τάκης , φίλος της μαμάς σας» είπε ξερά ξερά και ήταν η πρώτη και τελευταία πρόταση που άρθρωσε σε όλο το δρόμο. Οδηγούσε πολύ ώρα καθώς το σπίτι ήταν αρκετά μακριά από το νοσοκομείο. Εγώ και ο Πάνος κοιτούσαμε από το παράθυρο έκθαμβοι μιας και δεν είχαμε πάει πουθενά. Η ζωή μας ήταν στο νοσοκομείο και μόνο εκεί. Είχε βέβαια ένα πολύ μεγάλο προαύλιο χώρο με λουλούδια όπου εκεί κάθε μέρα βγαίναμε και παίζαμε. Κατά καιρούς υιοθετούσαμε και κανένα σκυλάκι για να θυμόμαστε ότι είμαστε παιδιά και όχι προϊόντα του νοσοκομείου. Οπότε όλη αυτή η διαδρομή ήταν για εμάς μαγική μέχρι που ξεκινήσαμε να φτάνουμε στην γειτονιά μας.

Μια περιοχή στον Βοτανικό εγκαταλελειμμένη από το κράτος και τον ίδιο τον Θεό. Στρίψαμε σε ένα στενό που είχε χωματόδρομο και ήταν γεμάτος λακκούβες. Μας είχε φανεί αστείο το γεγονός ότι κουνιόμασταν τόσο πολύ και μας έφυγαν γέλια. Αμέσως όμως μας έριξε ένα βλέμμα ο Τάκης και μας έκοψε το γέλιο, του «θείου» Τάκη δεν του άρεσε η φασαρία. Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από ένα

14

Page 16: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

παλιό σπίτι, μονοκατοικία, άβαφτο με μια μικρή καγκελένια πόρτα η οποία ήταν ξεκλείδωτη.

Μπήκαμε μέσα γεμάτοι απορία μιας και δεν περιμέναμε το σπιτικό μας να είναι εξωτερικά χειρότερο από το νοσοκομείο. Από έξω κάτι περίεργες γειτόνισσες είχαν ξεπροβάλλει στις πόρτες και στα παράθυρα λες και ήμασταν η νέα ατραξιόν του τσίρκου της γειτονιάς. Αμέσως είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν η μία στην άλλη. Σίγουρα το νέο της άφιξης μας θα μπορούσε να φτάσει σύντομα μέχρι την άλλη πλευρά της Αθήνας πιο γρήγορα από ταχυδρομικό περιστέρι.

Το σπίτι μέσα ήταν γιαπί. Είχε μια κρεβατοκάμαρα , μια τουαλέτα, μια πολύ μικρή στενή κουζίνα και ένα σαλόνι. Στο σαλόνι είχε βάλει δύο στρώματα κάτω για εμάς και αυτό ήταν το δωμάτιο μας. Αφήσαμε τα πράγματα μας κάτω και περιεργαζόμασταν τον χώρο. Ο Πάνος ήταν χαρούμενος και συνέχεια πήγαινε και αγκάλιαζε την Κική ενώ εγώ ποτέ δεν ήμουν διαχυτικός σαν εκείνον και προτίμησα να περιεργαστώ τον χώρο. Η υγρασία είχε φουσκώσει την παλιά ταπετσαρία και η μούχλα στο ταβάνι είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα. Οι μισές λάμπες ήταν καμένες αλλά αυτό πιο μετά, όταν έμεναν απλήρωτοι οι λογαριασμοί και μας έκοψαν εντελώς το ρεύμα, δεν ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα. Το σπίτι ανέδυε μια μυρωδιά υγρασίας και σκόνης την οποία χειροτέρευε το γεγονός ότι τα παντζούρια ήταν συνέχεια κλειστά. Πολλές φορές προτιμούσαμε να βγαίνουμε έξω για να παίρνουμε καμιά καθαρή ανάσα. Όταν έρχεται στο μυαλό μου το σπίτι με ακολουθεί και εκείνη η αρρωστημένη μυρωδιά.

Στην αρχή όλα κυλούσαν αρκετά ήρεμα. Ο Τάκης έλειπε σχεδόν συνέχεια και η Κική προσπαθούσε να γίνει η μαμά που δεν ήταν ποτέ. Μας μαγείρευε όπως μπορούσε, με όσα μπορούσε, αλλιώς έβγαινε στην γειτονιά και ζητούσε φαγητό. Οι γειτόνισσες πάντα επικριτικά της έδιναν δύο πιάτα για να μας ταΐσει. Το ένα το έδινε σε

15

Page 17: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

εμάς και το άλλο το κρατούσε για τον Τάκη. Εμένα μου έλειπε η Λίλα, βαθειά μέσα μου ήμουν θυμωμένος που εξαιτίας της Κικής την είχα χάσει. Δεν την ήθελα για μητέρα μου, δεν με είχε ρωτήσει κανείς αν την ήθελα. Μύριζε τσιγάρο από πάνω μέχρι κάτω και όταν ερχόταν ο Τάκης μύριζε και ουίσκι.

Ο Τάκης δεν μας ήθελε, το γνωρίζαμε και οι δυο από την πρώτη στιγμή. Ο Πάνος μου έλεγε να του μιλάω μόνο αν ήταν ανάγκη και να είμαι πάντα ευγενικός καθώς φοβόταν πάρα πολύ μη μας διώξει και χάσει την Κική. Η Κική είχε μάθει να είναι πάντα υπάκουη και έδειχνε να τον φοβάται, ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο ήταν μαζί του. Μια μέρα την ρώτησα που είναι οι δικοί της γονείς και μου είπε ότι δεν είχε, οπότε μάλλον δεν είχε που να πάει. Ο Πάνος ήθελε να μάθει που είναι ο μπαμπάς μας, αλλά εκείνη πάντα άλλαζε θέμα, δεν ήθελε να μας πει. Όταν ο Πάνος την ρώτησε μια φορά επίμονα εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και δεν την ξαναρώτησε, καθώς δεν ήθελε να την στεναχωρεί. Την αγαπούσε πολύ την Κική, δεν ήθελε να την χάσει. Εμένα δεν με ενδιέφερε τι έκανε, αν ζούσε , αν πέθαινε ό,τι και να έκανε. Δεν ήταν αρκετή , δεν ήταν η μαμά που ήθελα να έχω.

Για μένα οι μαμάδες ζούσαν σε φροντισμένα καθαρά σπίτια, ήταν καθαρές, στοργικές, έφτιαχναν γλυκά και μπισκότα, μιλούσαν γλυκά, δεν έκλαιγαν, δεν τσίριζαν, δεν ούρλιαζαν μόλις δεν υπάκουαν τα παιδιά τους και κυρίως δεν έδερναν τα παιδιά τους , δεν τα κλείδωναν μέσα στην ντουλάπα για να πάνε κάπου, αλλά δεν τις έδερναν κιόλας.

Για μένα μαμά , μπαμπάς και αδερφός ήταν ο Πάνος. Έτρεμα στην σκέψη ότι θα μπορούσε κάποιος να μας χωρίσει. Μια μέρα όμως έπρεπε να τον αφήσω πίσω. Ήταν θέμα επιβίωσης. Ο Τάκης είχε γυρίσει πίσω νωρίς, ήταν οδηγός σε μια νταλίκα και για κακή μου τύχη η Κική έλειπε για ψώνια. Φώναξε εμένα και τον Πάνο για να του σερβίρουμε φαγητό. Η κατσαρόλα είχε μόνο μία μερίδα

16

Page 18: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

φασολάδα την οποία ο Πάνος είχε φάει νωρίτερα. Μόλις του είπαμε ότι δεν είχε φαγητό εκείνος εξαγριώθηκε και άρχισε να μας φωνάζει.

«Ποιος το έφαγε; Ε; Ποιος; Μιλήστε μου βρωμόπαιδα. Εγώ θα δουλεύω όλη μέρα και θα πεθαίνω στην δουλειά και εσείς μπάσταρδα θα μου τρώτε το φαγητό; Ποιος το έφαγε;» φώναζε με όλη του την δύναμη και εμείς είχαμε ζαρώσει από τον φόβο μας.

«Συγνώμη κύριε Τάκη, αλλά πεινούσα πάρα πολύ, δεν άντεχα άλλο χωρίς φαγητό. Θα έρθει η Κική όμως και θα φτιάξει κάτι και για εσάς. Δεν θα αργήσει» του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα για να καλύψω τον Πάνο. Εκείνος βρόντηξε το βρώμικο χέρι του πάνω στο τραπέζι με όλη του τη δύναμη και έβαλε μια δυνατή φωνή.

«Κική; Μετά από όσα έχει κάνει για εσάς εσύ κωλόπαιδο την λες Κική;» είπε και σηκώθηκε όρθιος έξαλλος από τα νεύρα του. Ξέσφιξε την γδαρμένη καφέ ζώνη του από την χοντρή του κοιλιά και ετοιμαζόταν να την βγάλει για να με χτυπήσει.

«Ας μην μας έκανε. Δεν μας ρώτησε για να μας κάνει» του είπα και αμέσως έφυγε ένα χαστούκι που έσκασε πάνω στο μάγουλο μου σαν βροντή. Ένιωσα το πρόσωπο μου να καίει από το χτύπημα αλλά και από απέραντο θυμό. Του έδωσα μια δυνατή κλωτσιά στο γόνατο και άρχισα να τρέχω. Ο Πάνος είχε μείνει άγαλμα και εγώ έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από το σπίτι.

Έτρεχα όπως δεν είχα τρέξει καμία άλλη φορά και έφτασα τόσο μακριά όσο δεν είχα πάει ποτέ μου. Βαθειά μέσα μου ήξερα πως αν με έπιανε στα χέρια του μπορεί να μην έβγαινα ζωντανός από εκεί. Το έβλεπα πως δεν μας ήθελε κάθε φορά που αντάμωναν τα βλέμματα μας. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω για ποιο λόγο έμενε μαζί μας, τι ήταν αυτό που τον κρατούσε στην μιζέρια μας.

Πέρασα τις γειτονιές που ήταν κοντά στο σπίτι μας και πήγα ακόμα πιο πέρα. Αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν να αφήσω πίσω αυτή την τρώγλη και να γύριζα πίσω στην Λίλα. Ίσως κάπου εκεί να έβρισκα ξανά και την Κατερίνα, το σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελα να

17

Page 19: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

γυρίσω στην Κική και τον Τάκη. Μόλις γύριζα θα με περίμενε πολύ ξύλο.

Για πολύ κακή μου τύχη λες και τα πάντα συνωμοτούσαν εναντίον μου ξέσπασε μια πολύ δυνατή βροχή. Πήγα κάτω από ένα στέγαστρο το οποίο ήταν άτσαλα καρφωμένο στην πόρτα ενός χαμόσπιτου. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την ταχύτητα, από το φόβο και την αδρεναλίνη. Έκατσα κάτω, έξω από την πόρτα του σπιτιού μέχρι να σταματήσει η βροχή. Δεν φοβόμουν, αλλά δεν είχα που να πάω. Ακόμα θυμάμαι την βροχή να πέφτει δυνατά και εγώ να σκουπίζω τα μάτια μου τα οποία έτρεχαν δάκρυα που δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήθελα να φύγω και να μην ξαναγυρίσω αλλά δεν ήθελα να αφήσω πίσω τον Πάνο. Δεν άντεχα.

Έκατσα εκεί μέχρι που βράδιασε. Πετρωμένος σαν άγαλμα, ήξερα ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσω πίσω. Σέρνοντας τα πόδια μου λες και κουβαλούσα κάποιον αόρατο σταυρό έφτασα μέχρι το σπίτι. Μπήκα αθόρυβα μέσα για να δω τι γίνεται χωρίς να με δουν. Όμως το σπίτι ήταν άδειο με τα φώτα σβηστά.

«Πάνο. Πάνο. Κική» φώναζα συνέχεια μήπως πάρω κάποια απάντηση. Κανείς όμως. Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως έφυγαν και με άφησαν πίσω. Βγήκα έξω και φώναζα στους δρόμους μέχρι που βγήκε έξω μια γειτόνισσα και με μάζεψε.

«Μην φωνάζεις παιδάκι μου, θα βρεις τον μπελά σου» μου είπε σχεδόν συνωμοτικά. Μου χάιδεψε το κεφάλι με τα γερασμένα χέρια της και με έβαλε στο σπίτι της. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε άλλο σπίτι εκτός από το δικό μας. Αν και φτωχικό και η κυρία Λαμπία μεσήλικη, ήταν πεντακάθαρο και περιποιημένο, γεμάτο με κεντητά σεμεδάκια, και κρυστάλλινα βάζα. Κοιτούσα λες και έμπαινα σε ένα μαγικό κόσμο και είχα ξεχάσει τα πάντα. Με έφερε διστακτικά στο σαλόνι της και με έβαλε να κάτσω σε ένα παλιό βελούδινο καναπέ. Μου έφερε σε ένα δίσκο ένα ποτήρι νερό και ένα μικροσκοπικό πιατάκι με γλυκό του κουταλιού.

18

Page 20: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Εγώ την περιεργαζόμουν καθώς δεν την είχα πραγματικά προσέξει αυτήν την γυναίκα και ας ήταν σχεδόν απέναντι μας. Μου είχαν απαγορέψει να μιλάω σε άλλους ανθρώπους και να μπαίνω σε άλλα σπίτια. Ήταν αρκετά αδύνατη και τα μαλλιά της που ήταν σχεδόν λευκά ήταν πιασμένα σε ένα κότσο. Δεν θυμάμαι το πρόσωπο της μόνο τα κίτρινα λουλουδάκια του φορέματος της και τα λόγια της.

«Ο αδερφός σου είναι στο νοσοκομείο » Μετά θυμάμαι ότι γύρισε η Κική πίσω και με έψαχνε. Όταν με βρήκε πήγαμε στο νοσοκομείο και εκεί είδα τον Πάνο. Δεν τον είχα δει ποτέ μου έτσι. Έμοιαζε λες και είχε πέσει πάνω του φορτηγό. Η Κική έλεγε σε όλους ότι τον χτύπησε αυτοκίνητο και τον εγκατέλειψε όταν με έψαχνε στους δρόμους. Το πρόσωπο του ήταν πρησμένο και είχε σπάσει το πόδι του και μερικά πλευρά. Δεν μιλούσε σε κανέναν και όταν πήγα κοντά του γύρισε το κεφάλι του από την άλλη. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκφραση στο χτυπημένο του πρόσωπο. Μέσα σε καθεστώς απόλυτης σιωπής και με τις τύψεις να με βασανίζουν, πέρασαν μερικές μέρες με τον Τάκη να έχει εξαφανιστεί και την Κική να είναι πάνω από τον Πάνο μέρα νύχτα. Εγώ σαν λαθραίος επιβάτης στο τρένο της οικογένειας κοιμόμουν κουλουριασμένος σε μια γωνία.

Ο Πάνος άργησε πολύ να μου μιλήσει. Δεν έπρεπε να τον είχα αφήσει πίσω. Μετά από μία βδομάδα σιωπής, μια μέρα που έλειπε η Κική πήγα κοντά του.

« Σε παρακαλώ…μίλησε μου. Κάποια στιγμή θα μου μιλήσεις, μη με τιμωρείς άλλο. Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει πίσω. Το ξέρω και σου υπόσχομαι ότι δεν θα το ξανακάνω ποτέ ». Ο Πάνος γύρισε το πρόσωπο του και για πρώτη φορά μετά από μία εβδομάδα με κοίταξε στα μάτια. Το πρόσωπο του μετά από τόσες μέρες είχε ξεπρηστεί και έπαιρνε την κανονική του μορφή. Μου χαμογέλασε

19

Page 21: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πλατιά και πήγα να του ανταποδώσω και εγώ μέχρι που είδα ότι τα μπροστινά του δόντια ήταν σπασμένα.

«Αυτό δεν το έκανε αυτοκίνητο, δεν το έκανε φορτηγό, δεν έπεσα και χτύπησα μόνος μου. Μόλις έφυγες, ο Τάκης μου είπε ότι ήμασταν ίδιοι και δεν είχε σημασία ποιόν από τους δύο θα χτύπαγε. Έτσι άρχισε να με χτυπάει για πολύ ώρα με μπουνιές και κλωτσιές μέχρι που έπεσα αναίσθητος. Μετά ξύπνησα στο νοσοκομείο ».

«Αυτό σου το έκανε ο Τάκης; Θα τον σκοτώσω».«Μη λες βλακείες, θα πετάξεις πάνω του καμία μπάλα και θα

τον χτυπάς μέχρι να πεθάνει; Έχεις ιδέα πόσο πιο μεγάλος είναι και πόσο δυνατός; Δεν έχεις καμία ελπίδα. Άσε το πίσω σου, ό,τι έγινε έγινε».

«Αυτό που σου έκανε δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ, ποτέ δεν ξεχνάω αυτούς που έχουν αδικήσει» του είπα και αυτή η κουβέντα μας έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου. Ευτυχώς ο Τάκης για ένα διάστημα είχε εξαφανιστεί εντελώς από την ζωή μας και η Κική προσπαθούσε να βρει δουλειά. Προφανώς τον ανεχόταν γιατί εκείνος μας έδινε χρήματα και εκείνη σε αντάλλαγμα του έδινε στέγη.

Ήρθε και ο καιρός να πάμε σχολείο και όλα έμοιαζαν να κυλάνε ήσυχα. Όμως λες και είχαμε κάποια κατάρα πάνω μας έπρεπε να έχουμε κάτι να μας στενοχωρεί. Η Κική είχε ξεκινήσει να λείπει τα βράδια. Στην αρχή λίγες ώρες , μετά όλο και περισσότερο. Το πρωί ερχόταν εντελώς κατάκοπη λες και έσκαβε όλη νύχτα. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τι ακριβώς έκανε, μέχρι που μετά από κάνα δυο χρόνια με διαφώτισε ένας συμμαθητής μου. Μετά καταλήξαμε στο γραφείο του διευθυντή. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι η μητέρα μου ήταν πόρνη. Δεν ήθελα να το δεχτώ και ας μην την αγαπούσα. Την αγαπούσε όμως ο Πάνος και αυτό ήταν αρκετό.

Είχαμε μάθει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Μόνοι σηκωνόμασταν το πρωί, μόνοι ετοιμαζόμασταν και μόνοι μας

20

Page 22: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

φεύγαμε. Η Κική κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια έμοιαζε να μην είναι εκεί. Με τα μάτια καρφωμένα να κοιτάζουν το κενό μπορούσε να κάθεται εκεί για ώρες, σαν άγαλμα. Ο Πάνος την πρόσεχε, εκείνος την τάιζε , της έπλενε τα βρώμικα της ρούχα που μύριζαν αλκοόλ. Πολλές φορές φρόντιζε και εμένα, τον ένιωθα λες και ήταν μεγαλύτερος αδερφός αν και ήμασταν ίδιοι εξωτερικά ήμασταν τόσο διαφορετικοί και όσο μεγαλώναμε τόσο πιο μεγάλη ήταν η διαφορά μας. Εγώ ανέκαθεν ένιωθα ότι έχω μια σκοτεινή πλευρά την οποία δεν ήθελα να δείχνω σε κανέναν.

Μόνο ο Πάνος την καταλάβαινε και όταν το μυαλό μου πήγαινε σε σκοτεινά μονοπάτια εκείνος φρόντιζε να κρατιέμαι σε ισορροπία. Τις περισσότερες φορές όταν με έβλεπε θυμωμένο, μου μιλούσε με μια ήρεμη φωνή και μου θύμιζε ότι το μόνο που έχει σημασία είναι να είμαστε μαζί, ενωμένοι σαν γροθιά και αχώριστοι. Πηγαίνοντας στο γυμνάσιο έμπλεξα με συμμορίες. Ένιωθα ότι είχα μέσα μου πολύ μεγάλο θυμό για πάρα πολλά πράγματα και δεν μπορούσα κάπου να τον ξεσπάσω, να τον διώξω από πάνω μου, να μην νιώθω αυτήν την εσωτερική τρικυμία συνέχεια. Πολύ σύντομα ήμουν το δεξί χέρι του Χοντρού, κανείς δεν τολμούσε να με προσβάλλει ούτε και να με αμφισβητήσει ή να αναφέρει την μάνα μου η τον αδελφό μου.

Ο Πάνος ήταν ο απουσιολόγος της τάξης, το αγαπημένο παιδί των καθηγητών , της γειτονιάς, του σχολείου, ο αγαπημένος γιος της Κικής. Εγώ έμεινα από απουσίες, έπαιρνα αποβολές, στην γειτονιά μου μιλούσαν μόνο όταν με μπέρδευαν με τον Πάνο και η Κική μου έδινε μόνο την στοιχειώδη σημασία. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό μπορεί να μην το παραδεχόμουν στους άλλους, αλλά μου στοίχιζε και αυτό άρχισε να φαίνεται στην εμφάνιση μου, ειδικά μόλις ξεκίνησα να μπαίνω στην εφηβεία.

Μάκρυνα τα μαλλιά μου για να ξεχωρίζω από τον αδερφό μου και τρύπησα το αυτί μου. Ντυνόμουν όσο πιο εκκεντρικά μπορούσα

21

Page 23: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

για να προκαλώ σχόλια. Συνήθως φορούσα μαύρα και οτιδήποτε είχε σχέση με τον θάνατο, όχι επειδή τα πίστευα αλλά εν μέρει καθρέπτιζαν πόσο άσχημα ένιωθα, κάθε μέρα, όλη μέρα. Ξεκίνησα να κλέβω καθώς η Κική ό,τι χρήματα έβγαζε από το πεζοδρόμιο, τα έδινε για ναρκωτικά και έτσι δεν έμενε για εμάς. Αμέσως άρχισα να αγοράζω τρόφιμα για το σπίτι και πήρα και καινούργιες μπότες, εκείνες με το σίδερο μπροστά. Ο Πάνος αμέσως με κατάλαβε.

«Που βρήκες τα χρήματα για αυτά;» μου είπε μόλις είχε γυρίσει από το σχολείο και άνοιξε το ψυγείο. Εγώ καθόμουν στο τραπέζι έτοιμος να φάω μια μεγάλη μπουκιά από ένα σάντουιτς και δεν του απάντησα, τι να του πω άλλωστε; «Σε ρώτησα κάτι!!» μου είπε ξανά με πολύ έντονο ύφος.

«Παράτα με» του είπα ενοχλημένος. Εγώ δεν απολογούμουν σε κανένα, μόνο στον εαυτό μου και εκείνος καθόταν πίσω μου σαν τον Χάρο.

«Από ποιον τα έκλεψες;» μου είπε και είχε ήδη κοκκινίσει από τον θυμό του ενώ χωρίς να το καταλάβει έσφιγγε τις γροθιές του. «Μίλα».

«Όρεξη έχεις; Φάε τίποτα που έχουμε γίνει σαν σαρδέλες από την πείνα και κόψε το κήρυγμα» του είπα και έφαγα σχεδόν αδιάφορα την πρώτη μου μπουκιά.

«Έχεις χαζέψει εντελώς; Δεν αγγίζω τίποτα. Ποτέ δεν πρόκειται να πάρω κάτι από τα κλεμμένα χρήματα. Αν θες πραγματικά να βοηθήσεις, διάβασε τίποτα να περάσεις την τάξη, ή άντε να πιάσεις καμιά δουλειά. Τι κάνεις όλη μέρα με αυτούς τους αλήτες ;»

«Κόψε. Δεν σε αφορά. Τι είσαι ο πατέρας μου;»«Τι δεν με αφορά; Εγώ και εσύ είμαστε! Πάντα θα με αφορά.

Μέχρι να πεθάνω θα με αφορά τι κάνεις, δεν το ξέρεις;»«Κουμάντο φίλε μου δεν θέλω από κανένα για αυτό άραξε και

τράβα στην μανούλα σου που είναι πάλι λιώμα στο κρεβάτι».«Μάνα μας. ΜΑΣ. Το ακούς;» μου είπε εκνευρισμένος.

22

Page 24: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Εγώ ποτέ δεν θα τη δεχτώ για μάνα και το ξέρεις. Πήγαινε τώρα στην πουτάνα σου». Ήταν η πρώτη φορά που ο καλός Πάνος έχασε την ψυχραιμία του και μου έδωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο τόσο δυνατή που με έριξε πίσω από την καρέκλα. Πολύ σύντομα είχαμε αρχίσει να παλεύουμε στο βρώμικο πάτωμα. Ήταν πολύ δύσκολο να νικήσει κάποιος από πλευρά σωματικής δύναμης καθώς ήμασταν ίδιοι, εγώ όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που τα έβαζα με κάποιον. Κάθε μέρα αυτό έκανα, έδερνα αυτούς που μου έλεγε ο Χοντρός.

Μόλις γέμισε με αίματα το πρόσωπο του Πάνου, σταμάτησα. Δεν ήθελα να τον χτυπήσω, εκείνος με ανάγκασε. Αμέσως τον βοήθησα να σηκωθεί πάνω. «Δεν είσαι εσύ φτιαγμένος για τέτοια… Βαράς σαν γκόμενα » και σταματήσαμε. Δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά για αυτό το θέμα, απλώς το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε να ζούμε τις βαρετές ζωές μας.

Ο Πάνος προσπαθούσε πάντα για το καλύτερο και εγώ πολλές φορές σαν να το επιδίωκα για το χειρότερο. Είχα όμως και πολύ κακές επιρροές που με έκαναν να αισθάνομαι άντρας ενώ ήμουν ακόμα ένα πιτσιρικάς που δεν ήξερε στην πραγματικότητα που πάνε τα τέσσερα. Κι όμως αισθανόμουν τόσο δυνατός, τόσο έτοιμος να τα βάλω με όλο τον κόσμο.

Πηγή της αυτοπεποίθησης μου ήταν ο Χοντρός. Ένας ξερακιανός, ψηλός, τελειωμένος άντρας γύρω στα 35, που κάποτε όταν ήταν μεγάλη φίρμα ήταν χοντρός. Το όνομα του ήταν Αγησίλαος. Με αυτό το όνομα δεν μπορούσες να κάνεις το μεγάλο κεφάλι οπότε μόνος του το έκανε σε «Χοντρός». Μετά του έφευγαν τα κιλά λόγω των καταχρήσεων και του έμεινε το παρατσούκλι. Από την αρχή με ξεχώρισε καθώς γυρόφερνε έξω από τα σχολεία. Εγώ ήμουν αυτός που τον κορόιδευαν οι άλλοι και έτρεχε για να σωθεί από τα πειράγματα. Πολύ συχνά ήμουν τόσο δειλός που ήμουν ο περίγελος του σχολείου. Ένιωθα ότι ο Πάνος ντρεπόταν για μένα και

23

Page 25: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

δεν ήθελα να τον μπλέξω σε αυτό. Απλώς όσα περνούσα τα κρατούσα για τον εαυτό μου καθώς δεν ήθελα να κάνω την ζωή μου περισσότερο χάλια από ότι ήταν ήδη.

Ο Αγησίλαος με μάζεψε μια μέρα που οι μάγκες του σχολείου με είχαν περιλάβει. Με φρόντισε καλά και την επόμενη φορά που επιχείρησαν να με πλησιάσουν ήρθε κοντά μου. Εκείνοι μόλις τον είδαν δίπλα μου αμέσως έφυγαν. Μου έκανε τεράστια έκπληξη τι δύναμη ασκούσε σε όλους χωρίς να κουνάει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Αμέσως έστριψε ένα τσιγάρο και μου είπε ότι από εκείνη την ημέρα θα του χρωστούσα. Βέβαια δεν διευκρίνισε μέχρι πότε θα του χρωστούσα αλλά δεν είχε σημασία γιατί ήμουν υπό την προστασία του. Από εκείνη την ημέρα και μετά δεν τόλμησε να με πλησιάσει κανείς. Μου έκανε τα απογεύματα προπόνηση για να μάθω να δέρνω. Έπρεπε να μάθω.

Από εκείνον έπαιρνα την κόκα για την Κική, ήταν ο καλύτερος διανομέας της περιοχής και εγώ ήμουν κοντά του. Ήταν θέμα χρόνου να μου αναθέσει καθήκοντα με πληρωμή. Πριν το κάνει όμως αυτό με έμαθε να κλέβω πορτοφόλια με απλές και αθόρυβες κινήσεις. Το χέρι μου έμοιαζε να είναι αόρατο ένα με τον αέρα και απαλά γλιστρούσε στις τσέπες των άλλων και έπαιρνε το πορτοφόλι. Μου έλεγε ότι έχω ταλέντο και εγώ σκεφτόμουν ότι ίσως το είχα πάρει από τον χαμένο τον πατέρα μου.

Ποιος ξέρει τι μέρος του λόγου ήταν και αυτός… Τον σκεφτόμουν αρκετές φορές. Ήξερε άραγε πως υπάρχουμε; Γνώριζε πως ζούσαμε πεταμένοι σαν τα σκυλιά σε μια ξεχασμένη γωνία του μαιευτηρίου; Την αγάπησε την Κική ή ήταν και εκείνος ένας από όλους όσους είχε πάει μέχρι τότε;

24

Page 26: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Εκείνη η μέρα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Το ένιωσα το πρωί όταν ξύπνησα μετά από ένα πολύ περίεργο όνειρο, το οποίο δεν μπορούσα να θυμηθώ, αλλά μου είχε αφήσει ένα παράξενο συναίσθημα. Πήγα κανονικά στο σχολείο έπειτα από πολλές μέρες απουσιών. Με είχαν προειδοποιήσει πως είχα να κάνω μία ακόμα απουσία και θα έχανα πάλι την χρονιά. Δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Μου άρεσε δεν μου άρεσε έπρεπε να το βγάλω το ρημάδι το λύκειο. Δεν γινόταν να πηγαίνω για πάντα πρώτη λυκείου γιατί δεν άντεχα να είμαι με τα μικρά που έρχονταν ψαρωμένα από το γυμνάσιο. Οπότε πήγα αναγκαστικά στην τάξη και έκατσα στο θρανίο. Δεν ενοχλούσα, δεν με ενοχλούσαν απλώς περίμενα να περάσουν οι ώρες να πάω σπίτι. Ήταν Παρασκευή και είχα κανονίσει ένα σωρό παραδόσεις για το απόγευμα. Στην δουλειά ήμουν πάντα πολύ συνεπής, δεν με έπαιρνε άλλωστε να κάνω αλλιώς γιατί είχα δει τι πάθαιναν όσοι δεν έκαναν αυτό που έπρεπε για τον Χοντρό. Δεν ήθελα να καταλήξω στο νοσοκομείο σαν τους άλλους.

Ο Πάνος ήταν ήδη στην Β’ Λυκείου και ενώ στο σπίτι ήταν ο πατέρας μου στο σχολείο με απέφευγε, δεν ήθελε να του χαλάω την δημοφιλή και ψεύτικη εικόνα. Εκείνος προσποιούταν πως ζούσε μια άλλη ζωή, γεμάτη οικογενειακή θαλπωρή. Πάντα καθαρός, καλοσιδερωμένος, περιποιημένος έμοιαζε λες και ερχόταν από κάποιο σπίτι μιας καλής οικογένειας των προαστίων. Πολλές φορές τον είχα πιάσει να παίρνει διαφορετικό δρόμο για το σπίτι για να μην μάθουν οι φίλοι του την κατάντια μας. Είχε καταφέρει αρκετά καλά να κρατήσει μυστική την ζωή μας και εγώ μην έχοντας καμία απολύτως σχέση μαζί του στο σχολείο τον διευκόλυνα αρκετά. Μερικές φορές όμως με εκνεύριζε και ήθελα να του σπάσω αυτόν

25

Page 27: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

τον γυάλινο κόσμο που ζούσε και να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα μας.

Έφτασα πρώτος στο σπίτι καθώς έφευγα πάντα σαν κυνηγημένος από το σχολείο. Η εξώπορτα αν και ήταν μισοδιαλυμένη και κρεμόταν, ήταν ανοιχτή. Δεν έδωσα σημασία και προχώρησα για την κεντρική πόρτα κρατώντας στο χέρι μου τα κλειδιά. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και άνοιξα αμέσως αφού ήταν ξεκλείδωτη. Έκανα ήσυχα και αμέριμνα δύο βήματα προς το σαλόνι και τότε αντίκρισα μια εικόνα που έχει μείνει χαραγμένη για πάντα στην μνήμη μου και που όσα χρόνια και να περάσουν δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η Κική πεσμένη στο πάτωμα , με αίμα να τρέχει από το στόμα της και να με κοιτάζει με ένα ανέκφραστο βλέμμα. Έτρεξα γρήγορα κοντά της, δεν την άγγιξα, δεν την πήρα αγκαλιά, απλώς την είπα ψιθυριστά:

«Μαμά;» Ήταν νεκρή. Από τα σημάδια στο λαιμό κατάλαβα ότι την είχαν

πνίξει. Έσφιξα τα χέρια μου για να μην ουρλιάξω, έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Ο δολοφόνος της ίσως να ήταν ακόμα στο σπίτι και δεν θα ήθελα να είμαι ο επόμενος. Το σαλόνι ήταν άνω κάτω, θα πρέπει να είχε παλέψει με όλη της την δύναμη πριν ξεψυχήσει. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα άρχισα να προχωράω προς την κουζίνα. Άρπαξα ένα παλιό κηροπήγιο από το σαλόνι και το σήκωσα ψηλά. Αν έβγαινε κάποιος από εκεί θα του έδινα ένα σίγουρο χτύπημα στο κεφάλι που θα τον άφηνε αναίσθητο για πολλές ώρες. Μετά θα τον έδενα και θα τον σάπιζα στο ξύλο πριν τον παρέδιδα στην αστυνομία. Σίγουρα θα ήταν κάποιος από τους πελάτες της…

Με μια γρήγορη κίνηση και σε άκρα ετοιμότητα μπήκα στην κουζίνα. Κανείς. Σειρά είχε η κρεβατοκάμαρα. Με τον ίδιο τρόπο αθόρυβα αλλά απόλυτα αποφασιστικά μπήκα μέσα. Εκεί ήταν ξαπλωμένος ο θείος Τάκης, λιώμα από τα ναρκωτικά χωρίς καμία

26

Page 28: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

επικοινωνία με το περιβάλλον. Σίγουρα δεν είχε ιδέα τι είχε προηγηθεί. Πότε άνοιγε τα μάτια του και πότε τα έκλεινε αργά λες και είχε όλο τον χρόνο του κόσμου δικό του. Δεν τον πλησίασα, περίμενα να κοιμηθεί. Του το χρωστούσα, από τότε που έδειρε τον αδερφό μου και τον έστειλε στο νοσοκομείο. Στάθηκα με την πλάτη μου στον τοίχο και περίμενα. Όσο περίμενα μου ήρθαν στο μυαλό όλες οι στιγμές που είχα σκεφτεί πως θα τον σκοτώσω. Όλες οι στιγμές που με είχε χτυπήσει, που με είχε βρίσει, που είχε δείρει την Κική…και την σκότωσε. Σκότωσε την υποτιθέμενη μητέρα μου. Δεν είχα πια υποτιθέμενη μητέρα. Ήμουν ορφανός. Αυτή η σκέψη πήγε να με λυγίσει από τον σκοπό μου όμως συγκρατήθηκα, έπρεπε να το τελειώσω, όφειλα να το τελειώσω για εκείνη.

Σηκώθηκα και είδα πως είχε κοιμηθεί. Πήρα από την ηρωίνη της Κικής που την έβαζε πάντα μέσα στον πάτο της κόκκινης ψηλοτάκουνης γόβας της. Ετοίμασα μια σύριγγα με μια μεγάλη δόση και την έχωσα κατευθείαν στη φλέβα του ημίγυμνου και κοιμισμένου Τάκη. Ήταν τόσο λιώμα, που απλώς ανοιγόκλεισε λίγο τα βλέφαρα του και ξανακοιμήθηκε. Δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρει ο πόνος του τσιμπήματος. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα και ρούφηξα λίγο καπνό για να ανάψει καλά. Τοποθέτησα το χέρι του πάνω στο κρεβάτι και μετά έβαλα πάνω το αναμμένο τσιγάρο. Αυτό ο θάνατος του άξιζε. Να πεθάνει άκλαφτος πάνω στο κρεβάτι μιας πόρνης. Εκείνης που τον φρόντιζε, τον τάιζε , τον έπλενε και ήταν πάντα υπό τις διαταγές του μόνο και μόνο για να της φέρει ένα κομμάτι ψωμί να ταΐσει τα παιδιά της. Να πεθάνει μόνος, χωρίς να έχει κάποιον να του κρατάει το χέρι. Το χέρι που το χρησιμοποιούσε για να δέρνει και να κακοποιεί γυναίκες και παιδιά.

Όσο πιο γρήγορα μπορούσα σκούπισα τα αποτυπώματα μου από παντού και σηκώθηκα και έφυγα από το παράθυρο αφού είχα βεβαιωθεί πως δεν με έβλεπε κανείς. Πήρα μαζί μου την σχολική μου τσάντα και όσα χρήματα είχα μαζέψει μέχρι εκείνη την ημέρα.

27

Page 29: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στον Χοντρό για να έχω άλλοθι. Ήξερα ότι η αστυνομία ίσως άρχιζε τις ερωτήσεις και έπρεπε να έχω έτοιμες τις απαντήσεις. Πέρασα από την καφετέρια που σύχναζε και χαιρέτισα χαμογελαστός όλους μου τους γνωστούς σαν να ήμουν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν έπρεπε να φανεί σε κανέναν τίποτα. Μετά είδα τον Άγη και πιάσαμε κουβέντα για έναν αλήτη από την άλλη πλευρά της περιοχής που μόλις έβλεπε κάποιον από εμάς πουλούσε τσαμπουκάδες. Έκανα δύο τσιγάρα, ήπια και μια μπύρα που με κέρασε και μετά μόλις είπε ένα χαζό αστείο άρχισα να γελάω. Γελούσα τόσο δυνατά, όσο δεν είχα γελάσει ποτέ μου μέχρι εκείνη την ημέρα. Τρανταχτά σαν να είχα ακούσει το πιο αστείο ανέκδοτο της ζωής μου. Ο καθένας έχει τον τρόπο του να αντιδράει στα γεγονότα. Άλλοι μοιρολογούνε, άλλοι κλαίνε, άλλοι πονάνε, άλλοι διαλύονται, άλλοι καταστρέφονται και άλλοι καταστρέφουν. Εμένα μου ήρθε να γελάσω.

Άκουσα από μακριά τις σειρήνες της πυροσβεστικής. Ήξερα που πήγαιναν όμως έκανα τον έκπληκτο. Ακόμα θυμάμαι σε αργή κίνηση να τρέχει ένας φίλος μου ο Άκης με όλη του την δύναμη και να μου φωνάζει πως το σπίτι μου έπιασε φωτιά. Εγώ, λες και ήμουν κάποιος άλλος, σταμάτησα να γελάω απότομα και πήρα το πιο πειστικό ύφος έκπληξης. Ξεκίνησα να τρέχω με όλη μου την δύναμη και με όλη μου την ταχύτητα προς το σπίτι μου. Ήλπιζα να το έχω κάψει όλο και με μεγάλη μου χαρά την οποία δεν έδειξα σε κανέναν ούτε για ένα δευτερόλεπτο, είδα ότι είχε καεί. Δίνοντας την παράσταση της ζωής μου, έτρεξα προς το σπίτι για να σώσω την Κική. Αμέσως με σταμάτησαν οι πυροσβέστες κουνώντας το κεφάλι αρνητικά λέγοντας μου ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι και με πήγαν δίπλα στον αδερφό μου ο οποίος καθόταν στα σκαλοπάτια της γειτόνισσας και έκλαιγε σπαραχτικά.

Με τα χέρια μου έκρυβα το πρόσωπο μου, παριστάνοντας πως κλαίω για να μην με δει κανείς πως δεν μπορούσα να χύσω ούτε ένα

28

Page 30: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

δάκρυ. Μετά με αγκάλιασε ο Πάνος λέγοντας μου πως όλα θα πάνε καλά και θα προσέχει ο ένας τον άλλον όπως παλιά. Μου υποσχέθηκε πως θα έψαχνε να βρει τον πραγματικό μας πατέρα και μετά κατέρρευσε».

Όσο ο Μίλτος τα διηγούταν αυτά ένιωθε λες και υπήρχε ένας μεγάλος κόμπος στο λαιμό του. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ανοιχτεί τόσο πολύ. Μουσκεμένος από τον ιδρώτα, προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος γιατί είχε κουραστεί να τα διηγείται όλα αυτά ξαπλωμένος στο πάτωμα. Έκανε δυο τρεις βόλτες γύρω από τον εαυτό του και ακούμπησε το αυτί του στην πόρτα. Ήθελε να βεβαιωθεί πως τόση ώρα δεν τον άκουγε κανείς και τα μυστικά του θα έμεναν ασφαλή. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ο άλλος ήταν φιμωμένος στο διπλανό κελί και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Του το είχαν κάνει και εκείνου άλλωστε τόσες φορές. Μετά από λίγο, αφού τεντώθηκε και άκουσε να τρίζουν όλα του τα κόκκαλα ξάπλωσε πάλι και συνέχισε να μιλάει στην χαραμάδα.

«Οι επόμενες μέρες κύλησαν πάρα πολύ γρήγορα. Για λίγες μέρες μείναμε στην αγαπημένη μου γειτόνισσα την κυρία Λαμπία η οποία πήρε προσωρινή άδεια για να μας φιλοξενήσει. Κανονικά έπρεπε να μας έχουν αναλάβει αμέσως οι δημόσιες υπηρεσίες αλλά χάρη σε κάποιους γνωστούς καταφέραμε να περάσουμε λίγες μέρες εκεί γεμάτες ηρεμία. Ο Πάνος ήταν συνέχεια ξαπλωμένος, αγέλαστος, αμίλητος και κοιτούσε το ταβάνι. Δεν ήθελε να μιλάει ούτε σε εμένα, ίσως γιατί πίστευε πως δεν θα τον καταλάβαινα και είχε απόλυτο δίκιο. Το σπίτι μας δεν είχε καεί ολοσχερώς από την φωτιά αλλά με την παρέμβαση της πυροσβεστικής ήταν ένα συνονθύλευμα στάχτης και νερού. Τα περισσότερα από τα πράγματά μας είχαν καεί στην πυρκαγιά. Το μόνο που έμεινε για να θυμίζει τι ήταν εκείνο το σπίτι, ήταν η χαλασμένη πόρτα της εισόδου που είχε γίνει μαύρη.

29

Page 31: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Η κυρία Λαμπία την επόμενη μέρα μετά την φωτιά πήγε να αναγνωρίσει το πτώμα της Κικής. Σε εμάς δεν είπε τίποτα αλλά την άκουσα που το συζητούσε στο τηλέφωνο. Η Κική δεν είχε καεί όπως πίστευα και φάνηκε αμέσως πριν από την νεκροψία πως κάποιος την είχε δολοφονήσει. Επίσης βρήκαν απανθρακωμένο και έναν άλλο άνθρωπο αλλά δεν τον είχαν ταυτοποιήσει. Το γεγονός πως πάνω στο πτώμα βρέθηκε και βελόνα έστρεψε τις υποψίες για χρήση ναρκωτικών με ένα μικρό περιθώριο το πτώμα να ήταν διαβητικός. Μόλις ολοκληρώνονταν οι νεκροψίες θα είχαν εικόνα του τι ακριβώς συνέβη. Ευτυχώς για μένα η δικαιοσύνη κινούταν πάντα σε πολύ αργούς ρυθμούς και επιπλέον δεν βρέθηκε κάποιος να με τοποθετήσει στο σπίτι εκείνη την ώρα. Βέβαια έπρεπε να έχω τον νου μου στην έρευνα της αστυνομίας αλλιώς θα με περίμενε το αναμορφωτήριο. Δεν το φοβόμουν γιατί με είχε «μορφώσει» ήδη ο Άγης, αλλά δεν μπορούσα να αποχωριστώ τον Πάνο τον οποίο σκέπαζαν όλο και περισσότερο τα σύννεφα της κατάθλιψης. Εγώ ένιωθα ένα κενό. Ένα βαθύ, ατελείωτο, αδηφάγο κενό. Δε στεναχωριόμουν, δε λυπόμουν, δεν ένιωθα τύψεις, χαρά, λύπη, λύτρωση. Απλώς δεν ένιωθα τίποτα.

Ευτυχώς περάσαμε αρκετό καιρό στο «προσωρινό» μας σπίτι και νιώσαμε και οι δύο τι σημαίνει οικογενειακή θαλπωρή. Η κυρία Λαμπία μας φρόντιζε σαν δικά της παιδιά. Πάντα μας περίμενε με φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και με ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο πίσω του έκρυβε ατελείωτη συμπόνια και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να είμαι καλός. Γύριζα πίσω αμέσως μετά το σχολείο και είχα κόψει τα πολλά πάρε δώσε με το Χοντρό. Για λίγο με είχε αφήσει και εκείνος στην ησυχία μου αλλά κράτησε μόνο λίγο. Μετά τις εξετάσεις του καλοκαιριού , όταν διαπίστωσα πως είχα μείνει σε τρία μαθήματα και ήταν μόνο τρία γιατί με λυπόντουσαν όλοι, με περίμενε έξω από την πόρτα του σχολείου.

30

Page 32: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Χάθηκες. Το καταλαβαίνω. Είναι τρομερό αυτό που σας συνέβη» θυμάμαι πως μου το είπε λες και το πίστευε ή τον ενδιέφερε στο ελάχιστο. Εγώ προσπάθησα να τον αποφύγω και να μην του μιλήσω. Δεν ήθελα να έχω πια σχέση μαζί του.

«Δεν μπορείς έτσι απλά να με αποφύγεις. Δεν το έμαθες τόσο καιρό που ήμασταν μαζί; Έχω μια δουλειά για σένα».

«Δεν ενδιαφέρομαι. Βρες άλλον».«Κάνω πως δεν άκουσα αυτό που μόλις μου είπες ».«Καλά άκουσες. Βρες άλλον» του είπα όσο πιο κοφτά μπορούσα

και πήγα να φύγω. Εκείνος όμως μπήκε μπροστά μου και πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου.

«Νόμιζα ότι την αγαπάς την οικογένεια σου» είπε ειρωνικά.«Τι πάει να πει αυτό; Σε μένα ρε απειλές;» του είπα αγριεμένα

χωρίς να στρέψω το βλέμμα μου αλλού. «Έχεις ξεχάσει πόσα ράμματα έχω για την γούνα σου; Αν ακουμπήσεις έστω και μια τρίχα από τους δικούς μου θα έχεις αγοράσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τον Κορυδαλλό».

«Αυτό που τόλμησες να ξεστομίσεις θα μου το πληρώσεις. Θα έρθει η στιγμή σου παλιοκαθίκι, που σε έκανα άνθρωπο» είπε και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ήξερα πως τώρα πια δεν ήμασταν ασφαλείς. Έπρεπε να φύγουμε, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Αυτό δεν θα το άφηνε έτσι. Έτρεξα σπίτι γρήγορα για να μαζέψω τα πράγματα τα δικά μου και του Πάνου για να το σκάσουμε. Κινδυνεύαμε όλοι μας. Θα μπορούσε άνετα με τις διασυνδέσεις που είχε να μας πιάσει στον ύπνο. Ήμουν αποφασισμένος να σύρω τον Πάνο αν δεν με ακολουθούσε αλλιώς θα κινδύνευε και η κυρία Λαμπία και δεν θα το άντεχα. Όχι εκείνη.

Μπαίνοντας μέσα είδα πως είχαμε επισκέπτες. Η υπηρεσία της κοινωνικής υπηρεσίας είχε έρθει για να μας πει τα ευχάριστα πως βρέθηκε ανάδοχη οικογένεια για εμάς. Από την μία ένιωσα μια ανακούφιση γιατί δεν θα χρειαζόταν να τρέξω, από την άλλη όμως

31

Page 33: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και μια απέραντη λύπη. Δεν ήθελα να φύγω από αυτό το σπίτι για να πάω σε μια άλλη οικογένεια που ποιος ξέρει τι προβλήματα θα είχε, τι απώτερους χρηματικούς σκοπούς είχε να πάρει δύο ανήλικους εφήβους να τους νταντεύει χωρίς να τους ξέρει. Μέχρι τότε η ζωή με είχε μάθει να μην εμπιστεύομαι κανέναν, ούτε τον βρώμικο εαυτό μου.

Η κυρία της Πρόνοιας είχε φέρει μαζί της διάφορες φωτογραφίες από την καλή οικογένεια που δέχτηκε να μας φιλοξενήσει μέχρι να ενηλικιωθούμε. Η «μητέρα» λεγόταν Κλειώ και ο «πατέρας» Γιώργος. Δεν είχαν δικά τους παιδιά και για χρόνια ήταν ανάδοχοι γονείς. Μην έχοντας άλλες επιλογές, με δάκρυα στα μάτια μαζέψαμε τα λιγοστά πράγματα μας αφού τα υπόλοιπα είχαν καεί στην φωτιά και πήγαμε στο σπίτι τους.

Τώρα πια έπρεπε να αλλάξουμε και σχολείο. Θα κάναμε μια νέα αρχή στην ζωή μας, καθαρή. Έτσι ήθελα να πιστεύω γιατί μετά την ζωή μου με την Κική ένιωθα τόσο βρώμικος. Πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι έπρεπε να πλυθώ πολλές φορές για να φύγει η βρώμα λες και εγώ ήμουν η Κική και έπρεπε να ξεπλυθώ από τις αμαρτίες της.

32

Page 34: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Ένα ταξί μας άφησε έξω από την πόρτα του νέου μας σπιτιού στα Καμίνια του Πειραιά. Το σπίτι ήταν πάνω από τον φούρνο τους. Καθαρό, περιποιημένο και δεν θύμιζε σε τίποτα το χαμόσπιτο που ζήσαμε τόσα χρόνια. Φαινόταν βέβαια λίγο παλιό λες και είχε βγει από κάποια αναμνηστική φωτογραφία αλλά τουλάχιστον ήταν αξιοπρεπές σε σύγκριση βέβαια και με την υπόλοιπη γειτονιά. Καθώς ήταν ακόμα πρωί μπήκαμε κατευθείαν μέσα στο φούρνο και μια περιποιημένη κυρία γύρω στα εξήντα φορώντας μια λευκή ποδιά ήρθε να μας υποδεχτεί. Μας πήρε και τους δύο μεγάλη αγκαλιά σχεδόν με το ζόρι και ένιωσα λες και μας τύλιξε μια ομίχλη αλευριού. Ο Πάνος κατάφερε και έσκασε ένα χαμόγελο με τα χίλια ζόρια αφού ο χαμός της Κικής του είχε στοιχήσει πολύ. Εγώ όμως ήμουν πολύ καλός στο θέατρο και χαμογέλασα πλατιά.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθα εδώ. Ελπίζω όλοι να γίνουμε μια αληθινή οικογένεια κάτω από την δική σας στέγη » της είπα και αμέσως μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα ο Πάνος.

«Εσύ είσαι ο;» μου είπε φανερά ικανοποιημένη από τα ψεύτικα μου λόγια.

«Εγώ με το μαλλί είμαι ο Μίλτος και ο ωραίος είναι ο Πάνος» της είπα.

«Αν δεν είχες τα μαλλιά θα δεν θα μπορούσα να σας ξεχωρίσω. Λοιπόν ταλαιπωρημένα μου παιδιά ελάτε πάνω στο σπίτι να αφήσετε τα πράγματα σας και να βολευτείτε. Ελένηηηη, έλα για λίγο στον πάγκο θα λείψω για λίγο » φώναξε σε μια κοπέλα που είχε μέσα για βοηθό καθώς σκούπιζε τα λερωμένα χέρια της σε μια ποδιά. Βγήκαμε από τον φούρνο και μπήκαμε σε μια άλλη πόρτα που

33

Page 35: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

οδηγούσε στο σπίτι. Ανεβήκαμε ένα όροφο και εκεί μας άνοιξε την πόρτα ο άντρας του σπιτιού, ο Γιώργος.

«Βρε καλώς τα αγόρια μου. Ελάτε , περάστε στο σπίτι σας » μας είπε όσο πιο εγκάρδια μπορούσε και μας οδήγησε στα δωμάτια μας. Για πρώτη φορά θα είχα δικό μου δωμάτιο. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Άφησα τα πράγματα μου πάνω στο κρεβάτι. Το δωμάτιο ήταν βαμμένο λευκό, και έμοιαζε νοσοκομείου. Δεν είχε τίποτα που να σου αφήνει το προσωπικό άγγιγμα της νοικοκυράς. Ήταν για ανθρώπους ταξιδιώτες που ήθελαν να ζουν απρόσωπα, έτσι μου έμοιαζε τουλάχιστον. Ξάπλωσα για λίγο και άρχισα να σκέφτομαι πως θα ήταν άραγε η ζωή μου με ανθρώπους σαν και εκείνους.

Το μόνο που με απασχολούσε από το παρελθόν μου ήταν μην τυχόν με έβρισκαν για τον θάνατο του Τάκη και με πήγαιναν ενώπιον της δικαιοσύνης. Βέβαια εγώ ο ίδιος έδωσα την ανώτατη ποινή στον Τάκη γιατί αυτό του άξιζε και δεν ένιωθα καμία τύψη για αυτό. Έπρεπε να είχα βρει τον τρόπο να το έκανα νωρίτερα. Τώρα η «υποτιθέμενη» μαμά μου θα ζούσε.

Οι μέρες περνούσαν πολύ ήρεμα, γεμάτες θέατρο εκ μέρους μου, αφωνία από τον Πάνο και ευγένεια από την νέα μας οικογένεια. Σε μια βδομάδα ήρθε πάλι η κυρία της πρόνοιας για να βεβαιωθεί πως όλα βαίνουν καλώς και πως δεν έχουμε άλλα προβλήματα. Εμείς την διαβεβαιώσαμε πως όλα ήταν καλά συμπληρώσαμε και κάποια έντυπα για αυτό και εκείνη μας είπε πως θα περνούσε πάλι τον επόμενο μήνα.

Με το που έφυγε η κυρία το περιποιημένο σπίτι, μιας καλής νοικοκυράς, με τα σεμεδάκια της, την κρυσταλλιέρα, τον μπουφέ, την ακριβή τραπεζαρία, τα ανανεωμένα ντουλάπια στην κουζίνα, σκοτείνιασε. Η κυρία Κλειώ άλλαξε ξαφνικά όψη. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι είχε γίνει οχιά.

34

Page 36: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Πάρε τα πράγματα σου και πήγαινε στο δωμάτιο του αδερφού σου. Εκεί έχει ένα στρώμα. Ήρθε η ώρα να επιστρέψει το Ελενάκι στο δωμάτιο του »

«Το Ελενάκι;»«Ναι η ανιψιά μου. Τράβα τώρα και γρήγορα. Σε παρακαλώ»

είπε χαμογελαστά φορώντας ένα παγωμένο προσωπείο, λέγοντας το ¨σε παρακαλώ¨ όσο πιο ευγενικά υπήρχε. Από εκεί κατάλαβα ότι εκείνο το καλοκαίρι θα ήταν ατελείωτο. Τα μάζεψα όλα και πήγα στον Πάνο ο οποίος κοίταζε για άλλη μια φορά το ταβάνι.

«Σπάσε».«Άκου η «μαμά» με έστειλε. Θα είμαστε πάλι μαζί, σαν τον

παλιό καλό καιρό».«Θέλω να μείνω μόνος μου»«Φίλε μου αυτό δεν παίζει. Μου είπε να έρθω εδώ, τέλος» του

είπα και εκείνος σηκώθηκε για να αλλάξει δωμάτιο. Μόλις πλησίασε στην πόρτα τον έπιασα από το μπράτσο.

«Που πήγε το θα σε προστατεύω και το θα ‘μαι εδώ για σένα;»«Πέθανε».«Μα τι έχεις πάθει;»«Σε βλέπω να χαμογελάς και να παριστάνεις τον χαρούμενο και

μου έρχεται να κάνω εμετό. Κόψε το παραμύθι, τουλάχιστον μπροστά μου».

«Δεν είναι παραμύθι και μίλα πιο σιγά».«Φυσικά και είναι. Αφού μέσα σου είσαι σκατά. Πάντα έτσι

ήσουν και έτσι θα είσαι. Ένας μίζερος μπάσταρδος».«Κόψε. Έχω αρχίσει να τα παίρνω».«Τι θα κάνεις θα με σκοτώσεις; Θα είμαι ο επόμενος;»«Τι εννοείς;» του είπα και μέσα μου έτρεμα σαν ψάρι.«Πως ένιωθες όταν την σκότωνες έ;»«Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν την πείραξα την Κική σου το

ορκίζομαι. Ποτέ δεν θα της έκανα κακό».

35

Page 37: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Πες το σε κάποιον που να σε πιστεύει. Από εκείνη την ημέρα είσαι άλλος. Δεν σε αναγνωρίζω. Γελάς, είσαι κοινωνικός, διαβάζεις. Δεν είσαι εσύ έτσι. Κάτι προσπαθείς να συγκαλύψεις. Έβαλες άλλον; »

«Μήπως σου πέρασε από το μυαλό πως δεν ήθελα να είμαι άλλο ο μίζερος μπάσταρδος;»

«Γεννήθηκες έτσι, δεν φταις εσύ και εμένα δεν με ξεγελάς. Λέγε τι ξέρεις. Ξέρω πως όλα αυτά είναι ένα θέατρο. Δεν λυπήθηκες καθόλου για εκείνη. Ό,τι και να έκανε δεν ήταν για σένα αρκετό, δεν μπορούσες να την πονέσεις, να την αγαπήσεις».

«Δεν είναι έτσι»«Δεν σε πιστεύω σου λέω. Πες μου τι ξέρεις».«Τίποτα, ότι ξέρεις και εσύ».«Αν το μάθω μόνος μου και δεν μου το πεις εσύ ,όπως έπρεπε να

είχες κάνει θα σε καταγγείλω στην αστυνομία. Σου το ορκίζομαι» μου είπε και έφυγε από το δωμάτιο.

Η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσα να τον ξεγελάσω. Τουλάχιστον ας καθυστερούσα λίγο ακόμα να του πω την αλήθεια, δεν θα έκανε κακό. Αυτό το μυστικό έπρεπε να το κουβαλάω μόνος μου. Όταν έχεις κρυμμένα τέτοια μυστικά καλύτερα να είσαι ο μοναδικός που σέρνει το βάρος αλλιώς τα πράγματα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Και την λυπήθηκα την Κική. Δεν έκλαψα πραγματικά, δεν ένιωσα την απώλεια που βίωσε ο Πάνος όμως την λυπήθηκα. Λυπήθηκα αυτό που θα μπορούσα να έχω και δεν θα έχω ποτέ. Ίσως αν κάποια στιγμή έβρισκα τον πατέρα μας, να άλλαζαν τα πράγματα.

Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο ίδιο δωμάτιο και το πρωί πριν καλά καλά χαράξει μας άνοιξαν την πόρτα και το φως πετώντας μας στα μούτρα δύο ποδιές. Οι ευτυχισμένες μέρες είχαν λάβει τέλος. Κάθε μέρα ξυπνούσαμε στις τρεις τα ξημερώματα για να βοηθήσουμε στο

36

Page 38: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

φούρνο. Αυτοί οι άνθρωποι έψαχναν για τζάμπα εργάτες με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό και ύπνο. Δεν ήθελαν τίποτα άλλο. Ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί σε αυτά που μας έλεγαν αλλά πάντα ασκώντας ψυχολογική πίεση και μόνο.

«Ο πατέρας σας ο οποίος σας φροντίζει και σας μάζεψε θα ήθελε να μείνετε στον φούρνο μέχρι το κλείσιμο. Δεν πιστεύω να θέλετε να τον δυσαρεστήσετε».

«Σήμερα δεν μπορώ να έρθω για δουλειά. Η πίεση μου είναι στα ύψη. Αχ, άραγε αν πάθω κάτι, ποιος ξέρει που θα καταλήξετε».

«Καθαρίστε την κουζίνα, είμαι μεγάλη γυναίκα, ποιος ξέρει τι μπορεί να μου συμβεί μόνη εδώ μέσα ».

«Μην μου αντιμιλάς, δεν θα ήθελες να γράψω στην έκθεση πως έχεις ανάρμοστη συμπεριφορά και να στιγματιστείς. Κανείς δεν θα σε πάρει μετά».

«Ξέρεις πόσα παιδιά έχουν περάσει από εδώ; Ξέρω ποιο είναι το καλό για εσάς και ας μην το γνωρίζετε εσείς ακόμα».

Εμείς αναγκαστικά σαν καλά στρατιωτάκια εκτελούσαμε τις εντολές τους και δουλεύαμε ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πάντα είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα μην τυχόν βάλουμε χέρι στις εισπράξεις και για αυτό και είχαν πάντα την έμπιστη τους Μαρία για να μας προσέχει.

Το πρωί έκανα παραδόσεις με ένα μηχανάκι σε όλα τα μικρά μπακάλικα του Πειραιά και μετά επέστρεφα για να συνεχίσω την δουλειά μέχρι να έρθει το μεσημέρι. Δώδεκα ώρες κάθε μέρα και μετά θελήματα, για να είμαι το καλό παιδί και να κάνω ό,τι μου λένε. Πόσο μπορούσα να αντέξω, να παριστάνω τον καλό; Και να ήθελα, δεν με άφησαν.

Στη μέση του καλοκαιριού όταν η ζέστη είχε φτάσει στο αποκορύφωμα και τα νεύρα μου στον ουρανό έπεσα πάνω στον Χοντρό. Δεν ήθελα να του μιλήσω αλλά μου την είχε στημένη έξω από ένα μπακάλικο. Κρατούσε μαχαίρι αυτήν την φορά.

37

Page 39: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Τους λογαριασμούς μου έχω μάθει να τους κλείνω» μου είπε και μου ακούμπησε την λεπίδα πάνω στο μάγουλο.

«Δεν σε φοβάμαι. Είμαι ήδη νεκρός».«Ο αδερφός σου όμως;» μου είπε ειρωνικά με ένα πλατύ

σαρκαστικό χαμόγελο που τόνιζε όλες τις ζάρες των καταχρήσεων πάνω στο πρόσωπο του. Εγώ τον έσπρωξα αλλά δεν μπορούσα να κάνω και πολλά γιατί εκεί ήταν ο ιδιοκτήτης και ρουφιάνος της κυρίας Κλειώς και το τελευταίο που ήθελα ήταν να με καρφώσει. Μετά από λίγες μέρες , τον ξαναείδα μπροστά μου.

«Θέλω να κάνεις μια δουλειά για μένα» μου το χρωστάς«Δεν σου χρωστάω τίποτα».«Δεν θα παίξω αυτό το παιχνίδι μαζί σου. Θα κάνεις αυτό που

σου λέω αλλιώς χαιρέτα την καλή σου την ζωούλα, θα σε ξεσκεπάσω και θα μάθουν όλοι τα κατορθώματα σου» μου είπε και με κοίταξε έντονα στα μάτια. Ήξερε ότι αυτό θα ήταν καταστροφικό για μένα. «Ξέχασες πως έστειλες τον Γιώργο στο νοσοκομείο; Πως έχεις μεταφέρει τα άπειρα κιλά κόκα; Πως ήσουν το βαποράκι του λυκείου σου; Τόσο επιλεκτική μνήμη έχεις και έχεις βολευτεί στον ρόλο του κακομοίρη που πέθανε η πουτάνα η μάνα του και δεν είχε στον ήλιο μοίρα;»

«Σκάσε. Βούλωσε το» του είπα και είχα σφίξει τις γροθιές μου. Θα μπορούσα να τον πλακώσω στο ξύλο και να τον στείλω αδιάβαστο αλλά δεν ήθελα να μάθει ο Πάνος τα κατορθώματα μου. Αυτή ήταν η πραγματική απειλή για μένα. «Λέγε».

«Αύριο θα σου δώσω ένα πακέτο. Θέλω να το μεταφέρεις με ασφάλεια στα βόρεια. Πρέπει να το πας στον σύνδεσμο στην Φιλοθέη. Είναι για τα πλουσιόπαιδα».

«Είναι καθαρό ή θα βρω κανένα μπελά;»«Βρήκες ποτέ μπελά με κάτι που σου έδωσα εγώ;» μου είπε και

ξεκίνησε για να φύγει. Από μακριά μου φώναξε «Ξέρεις που».

38

Page 40: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Αισθάνθηκα εγκλωβισμένος, πως δεν είχα άλλη επιλογή. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να πάω στα βόρεια προάστια και να παραδώσω το δέμα. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά και μετά θα μπορούσα πάλι να παριστάνω τον άλλον. Εκείνον που είναι αρεστός, ευγενικός, υπάκουος τουλάχιστον μέχρι να γίνω δεκαοκτώ. Μετά θα ήμουν ελεύθερος από το σύστημα να συνεχίσω την ζωή μου όπως ήθελα εγώ με τους δικούς μου κανόνες και τα δικά μου θέλω και πιστεύω. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι κανόνες και ο φόβος της δικαιοσύνης τα πράγματα θα ήταν αλλιώς για μένα.

Το απόγευμα, μόλις είχε αρχίσει να βραδιάζει μάλωσα με την κυρία Κλειώ γιατί της είπα πως δεν μπορώ να πάρω φάρμακα για την ξαδέρφη της την Νατάσα αλλά είχα κανονίσει να πάω για μπάσκετ με τα παιδιά από την παλιά μου γειτονιά. Στραβομουτσούνιασε αλλά το κατάπιε. Έβαλα τα αθλητικά μου ρούχα και ξεκίνησα για το γήπεδο. Εκεί πίσω από τα καθίσματα γίνονταν οι ανταλλαγές των ναρκωτικών. Εκεί στο μέρος όπου όλα είναι υπέρ της υγείας και της άσκησης. Ο Χοντρός ήταν εκεί πίσω και με περίμενε καπνίζοντας το τσιγάρο του.

«Άργησες».«Το ‘χεις;»«Πάρε το και παρέδωσε το με ασφάλεια. Όχι σήμερα όμως.

Αύριο. Έγινε αλλαγή σχεδίων γιατί υπάρχει ρουφιάνος στην αλυσίδα».

«Δεν είχαμε πει κάτι τέτοιο».«Πάρε το τώρα και κρύψε το».«Δεν έχω μέρος».«Να βρεις» μου είπε πήρα το πακέτο και το έβαλα στη σχολική

μου τσάντα. Κάτι μέσα μου με προειδοποιούσε πως όλο αυτό δεν είναι για καλό. Γύρισα πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα σχεδόν σαν κυνηγημένος για να πάω κάπου να το κρύψω. Στο σπίτι ήταν δεδομένο πως δεν θα μπορούσα να το πάω καθώς αν έπεφτα πάνω

39

Page 41: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

στον Πάνο θα ήταν ακατόρθωτο να μην του πω τίποτα οπότε μπήκα μέσα στο φούρνο και το έβαλα μέσα στο σάκο με το αλεύρι. Αν μη τι άλλο θα ήμουν ο πρώτος που θα το έπιανε την επόμενη μέρα. Έβγαλα την μπλούζα μου καθώς ήταν κάτασπρη και μπήκα μέσα στο σπίτι. Η «μαμά» καθόταν στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση. Μόλις με είδε μου έριξε το συνηθισμένο απαξιωτικό βλέμμα.

«Άργησες. Που είναι η μπλούζα σου;»«Κυρία Κλειώ ίδρωσα και έσταζα ολόκληρος. Πάω να κάνω ένα

μπάνιο αν δεν σαν πειράζει».«Τι να με πειράζει εγώ δεν θέλω βρωμιάρηδες μέσα στο σπίτι

μου » είπε και ξεφύσησε τάχα αναστατωμένη. Εγώ μπήκα αμέσως στο μπάνιο και έβαλα στο πλυντήριο την μπλούζα μαζί με τις ποδιές του φούρνου. Κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Άκουσα χτυπήματα στην πόρτα και έστησα αυτί αλλά δεν μπορούσα να ακούσω κάτι. Πριν μπω στην μπανιέρα, τυλιγμένος με μια πετσέτα άνοιξα την πόρτα για να κρυφοκοιτάξω. Ήταν η αστυνομία και με ζητούσε και αμέσως η κυρία Κλειώ με έδειξε και εγώ δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Ήρθαν αγριεμένοι προς το μέρος μου και εγώ με το ζόρι κράτησα την ψυχραιμία μου.

«Τι συμβαίνει; Μάθατε κάτι για την μάνα μου;»«Νεαρέ , πες μας που τα έκρυψες και θα περάσεις λίγο χρόνο

στην φυλακή» μου είπαν και με τραβούσαν από το μπράτσο για να καθίσω στον καναπέ.

«Δεν καταλαβαίνω τι λέτε» τους είπα σχεδόν θιγμένος.«Ψάξτε τον, ψάξτε τα πάντα. Ήρθε χωρίς την μπλούζα του και

πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Ποιος ξέρει το έκρυβε σε εκείνο το σακίδιο που κουβαλούσε μαζί του» φώναξε τρομοκρατημένη η κυρία Κλειώ αλλά μέσα της το ένιωθα πως το χαιρόταν. Ήθελε συνέχεια να αποδεικνύει πως όποιος δεν είναι αίμα της έχει κάποιο πρόβλημα, ελάττωμα, ψεγάδι. Όλα τα παιδιά που φιλοξενούσε τα μισούσε. Αν μπορούσε να κάνει παιδί σίγουρα το δικό της θα ήταν

40

Page 42: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

τέλειο, υπάκουο, όμορφο, ευγενικό, έξυπνο όχι σαν όλα όσα ερχόντουσαν εδώ για να πάρουν την θέση του παιδιού που δεν έκανε ποτέ.

Ο αστυνόμος με την άδεια της έψαξε όλο το μπάνιο, το σακίδιο, τα άπλυτα, τα πλυμένα μέχρι που έβαλε και το χέρι του στο πλυντήριο. Μόλις είδε την μπλούζα την έπιασε στα χέρια του. Έβαλε το δάκτυλο πάνω της και έγλυψε την λευκή σκόνη.

«Τι είναι αυτό;»«Αλεύρι, σε φούρνο δουλεύω».«Με αυτήν την μπλούζα έφυγε. Πότε πήγες στο φούρνο ε; Πήγες

για να μας κλέψεις;» άρχισε να φωνάζει πάνω από το κεφάλι μου με την λεπτή υστερική φωνή της. Εγώ προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου για να μην με καταλάβουν αλλά και για να μην της επιτεθώ. Αν την έπιανα στα χέρια μου εκείνη την στιγμή…

«Είχατε αφήσει ένα τσουβάλι έξω και για να μην το κλέψουν το έσυρα μέσα. Αλλά εσείς δεν έχετε καμία αγάπη για τα ορφανά. Αν ήμουν γιος σας δεν θα συμπεριφερόσασταν σαν κακός εισαγγελέας» της είπα και την σώπασα για λίγο. Ο αστυνόμος έριξε μερικές καχύποπτες ματιές και έπειτα έκανε νόημα στον συνάδελφο του να φύγουν.

«Έχε τον νου σου» μου είπε και τελικά έφυγε από το σπίτι. Η κυρία Κλειώ δαγκώθηκε και έφυγε αμέσως από το δωμάτιο. Πολύ σοφά δεν ήθελε να προκαλέσει την τύχη της. Ήδη είχα ξεκινήσει να κάνω πλάνα στο μυαλό μου πως θα μπορούσε να έχει κάποιο ατύχημα. Ίσως να γλιστρούσε στα αλεύρια και να χτυπούσε το κεφάλι της, ή να γινόταν κάποια ληστεία με μια παράπλευρη απώλεια για την γειτονιά. Όπως και να είχε η μοίρα της ήταν προδιαγεγραμμένη. Όσο για τον Χοντρό μάλλον μετατράπηκε σε καταδότης. Άλλος ένας για την λίστα μου.

Την νύχτα όταν κοιμόντουσαν όλοι πήγα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα στον φούρνο. Έπρεπε να εξαφάνιζα το πακέτο κάπου

41

Page 43: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μακριά και αργότερα θα έβλεπα τι θα το έκανα. Όμως τώρα εκεί που το είχα αφήσει ήταν πολύ επικίνδυνο. Μπήκα μέσα χωρίς να ανοίξω τα φώτα κρατώντας έναν μικρό φακό, δεν ήθελα να φανεί πως είναι κάποιος μέσα δύο ή ώρα την νύχτα. Σιγά σιγά σαν κλέφτης πλησίασα το σάκο με το αλεύρι και έπιασα στα χέρια μου το πακέτο. Εκείνη ακριβώς την στιγμή άνοιξαν τα φώτα.

«Αστυνομία. Ακίνητος. Άσε κάτω αυτό που κρατάς και γύρνα ».

42

Page 44: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Πέρασα όλη την νύχτα στο κελί. Οι κηδεμόνες μου αρνήθηκαν δικηγόρο, ίσως να το άξιζα, ίσως και όχι. Με συνοπτικές διαδικασίες οδηγήθηκα στο αναμορφωτήριο. Δεν είχα λόγο, δεν είχα φωνή καθώς ήμουν ανήλικος και οι κηδεμόνες μου ήταν εναντίον μου. Δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο του Πάνου όταν με έπαιρναν για να με μεταφέρουν. Λύπη, απογοήτευση, οργή. Τον είχα αφήσει μόνο του, είχα μείνει μόνος.

Η πρώτη μέρα ήταν ένας εφιάλτης. Για πρώτη φορά ένιωσα φόβο. Η αλήθεια ήταν πως είχα πολύ καιρό να αισθανθώ κάτι άλλο εκτός από θυμό. Εκεί θα ήμουν ελεύθερος να δείξω τον πραγματικό μου εαυτό. Δεν θα χρειάζονταν να παριστάνω κάτι που δεν είμαι. Με είχε κουράσει αυτό. Είχε έρθει η ώρα να πέσει η μάσκα. Πριν από αυτό όμως, με κουρέψανε, με πλύνανε , μου δώσανε τα ρούχα του αναμορφωτηρίου και με έβαλαν σε ένα κελί. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιτάζει με δέος αυτό το εγκαταλελειμμένο κτίριο που έμελλε να είναι το σπίτι μου για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Απέναντι μου ήταν ένας μελαμψός νεαρός στην ηλικία μου ο οποίος δεν φάνηκε να χαίρεται καθόλου που με έβλεπε. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και περίμενε μερικά λεπτά. Εγώ προχώρησα και πήγα να ακουμπήσω τα πράγματα μου. Αμέσως με σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. Πριν το καταλάβω μου έδωσε μια γροθιά στο στομάχι που με έκανε να λυγίσω. Αυτό περίμενε, να απομακρυνθεί ο φύλακας. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος και αυτό ήταν το πρώτο μου μάθημα. Έπρεπε πάντα να είμαι προετοιμασμένος για όλα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν από πάνω μου, με το ένα χέρι να μου κρατάει το στόμα και με το άλλο να με σφίγγει στο λαιμό.

«Μη μιλήσει. Τα πετάνει» μου είπε. Εγώ έμεινα μαρμαρωμένος να τον κοιτάζω. Δεν αντέδρασα, απλώς έκανα πως φοβήθηκα. Αυτό περίμενε και αυτό του έδωσα. Έπρεπε να θεωρήσει

43

Page 45: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πως δεν είμαι επικίνδυνος. Ήταν θέμα δευτερολέπτων να γυρίσει την πλάτη του. Μόλις το έκανε, του όρμησα από πίσω και του έκανα κεφαλοκλείδωμα. Τον έσφιγγα όσο μπορούσα όσο εκείνος πάλευε να ξεφύγει. Ένιωθα το σώμα του να σπαρταράει σαν ψάρι που πεθαίνει από ασφυξία. Δεν το έκανα όμως, συγκρατήθηκα. Μόλις έχασε τις αισθήσεις του τον έπιασα και τον έβαλα στο κρεβάτι. Ίσα που πρόλαβα πριν έρθει μια βόλτα ο φρουρός .

«Παππάς» φώναζε από μακριά, θέλοντας μάλλον να επιβεβαιώσει πως δεν είχα πεθάνει. Πλησίασε κοντά και με είδε να στέκομαι μπροστά στην πόρτα. Τον ρώτησα και εγώ με τρεμάμενη φωνή.

« Αυτός που είναι μαζί μου. Είναι επικίνδυνος;» Αυτός έβαλε τα γέλια.

«Όσο και εσύ. Σε λίγο είναι η ώρα του απογευματινού περιπάτου. Ακολούθα την γραμμή και κάνε ακριβώς ό,τι σου λένε. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο» μου είπε και έφυγε. Τελικά αυτήν την μάσκα δεν έπρεπε να την βγάλω ποτέ από πάνω μου. Ήταν ένα με εμένα. Εγώ ήμουν ένα με αυτήν. Η μάσκα λυπόταν, ένιωθε συμπόνια, εγώ όχι. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να εκδικηθώ αμέσως μόλις έβγαινα αυτήν την σκύλα που με έκλεισε εδώ μέσα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιτάζει εκείνον τον ξένο που μου επιτέθηκε. Δεν είχα αποφασίσει αν έπρεπε να τον τσακίσω στο ξύλο όσο ήταν λιπόθυμος ή να κάνω υπομονή μήπως μου φανεί κάπου χρήσιμος. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να επιλέξω εγώ για εκείνον καθώς άρχισαν να φωνάζουν από τα μεγάφωνα πως ξεκινούσε ο περίπατος. Του πέταξα νερό στο πρόσωπο και εκείνος σηκώθηκε αγριεμένος.

«Ήρεμα» του είπα και του έδειξα την πόρτα του κελιού που μόλις είχε ανοίξει . Μπήκα στην σειρά μαζί με τους υπόλοιπους χωρίς να κοιτάζω κανέναν στα μάτια. Έπρεπε πρώτα να μάθω τι ακριβώς επικρατεί εκεί μέσα και μετά να αποφασίσω αν θα μιλήσω σε κάποιον η όχι. Το σίγουρο ήταν πως θα χρειαζόμουν σύμμαχο γιατί εκεί μόνος σου δεν μπορούσες να επιβιώσεις. Ένιωθα τα βλέμματα των άλλων να μου τρυπάνε την πλάτη, οι ψίθυροι μου αντηχούσαν στο μυαλό. Ήμουν το θέμα της ημέρας αλλά δεν

44

Page 46: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

σήκωσα το κεφάλι μου παρά μόνο όταν πήγαμε στην αυλή. Εκεί είδα την σειρά που μας έχουν βάλει να σπάει σαν τις μπάλες του μπιλιάρδου και να σχηματίζουν κλίκες.

Ξεκίνησα να περπατάω μόνος μου περιμετρικά από την τσιμεντένια αυλή. Ήθελα να σταμπάρω φάτσες και να δω που ανήκει ο καθένας. Δεν μπορούσα να ρισκάρω να μιλήσω σε λάθος άνθρωπο. Παρατηρώντας όμως καλύτερα πρόσεξα πως οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν ξένοι. Γύφτοι, τσιγγάνοι και όλες οι φυλές της Βαβέλ είχαν βρει καταφύγιο στο αναμορφωτήριο. Στοιχημάτιζα πως δεν ήξεραν καν για ποιο λόγο τους είχαν βάλει μέσα καθώς γύρω μου δεν άκουγα Ελληνικά.

Με πλησίασε από πίσω κάποιος και εγώ γύρισα ενστικτωδώς έτοιμος για μάχη.

«Ήρεμα φίλε» μου είπε ένας που έμοιαζε στην ηλικία μου και σήκωσε τα χέρια ψηλά σαν ένδειξη ειρήνης. «Δεν θέλω να τσακωθώ μαζί σου. Είσαι φρέσκο ψάρι και είμαι σίγουρος πως θα χρειαστείς ένα φίλο αν θες να βγεις ζωντανός από δω μέσα. Είμαι ο Χάρης » μου είπε και μου έδωσε το χέρι του. Εγώ απέφυγα την χειραψία καθώς δεν ήξερα πραγματικά αν με πλησίασε για καλό ή για κακό.

«Είμαι ο Μίλτος » του είπα ξερά και συνέχισα να κοιτάζω ερευνητικά γύρω μου. Εκείνος κατέβασε το χέρι του και συνέχισε να μιλάει.

«Πρέπει να μάθεις κάποιους κανόνες αν θέλεις να επιβιώσεις με το μυαλό σου σώο. Γιατί πρέπει πρώτα να προστατεύεις το μυαλό σου και μετά το σώμα σου. Για να ξέρεις σε εκείνο το κελί είσαι προσωρινά. Ήθελαν να σε τεστάρουν πρώτα για να δουν που θα σε τοποθετήσουν. Εμείς οι Έλληνες είμαστε στο δεύτερο όροφο καμιά ογδονταριά. Είμαστε η μεγαλύτερη ομάδα στην φυλακή αλλά όλες οι υπόλοιπες μαζί είναι πάνω από 250 άτομα. Ήμαστε πάρα πολλοί και δεν χωράμε για αυτό μας βάζουν ανά τέσσερις. Τους πιο παράξενους τους βάζουν να κοιμούνται στα τραπέζια και στα πατώματα και για να τους σπάσουν τον τσαμπουκά αλλά και επειδή πραγματικά δεν υπάρχει χώρος. Μμμμ τι άλλο;….Το κάθε κελί έχει τον αρχηγό του και πρέπει να τον υπακούς, αλλιώς την έβαψες. Συνήθως ο αρχηγός

45

Page 47: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

είναι ο πιο παλιός μέσα στο κελί. Κάθε μέρα υπάρχουν φασαρίες και καλό είναι να απέχεις αλλιώς τα μόνο που θα πετύχεις είναι να παρατείνεις την ποινή σου. Ό,τι και να δεις, ό,τι και να ακούσεις δεν πρέπει να πεις τίποτα για κανένα αδελφό ό,τι και να σου τάξουν αλλιώς δεν θα μπορέσει να σε προστατέψει κανείς».

«Μάλιστα κάτι άλλο που θα έπρεπε να ξέρω;»«Ναι, υπάρχουν κάποιες έχθρες που θα έπρεπε να ξέρεις. Οι

βόρειοι Αλβανοί με τους νότιους έχουν προβλήματα μεταξύ τους καθώς επίσης και οι σουνίτες μουσουλμάνοι με τους σουίτες. Αν κάποια χώρα βρίσκεται σε πόλεμο με κάποια άλλη τους χωρίζουν αμέσως. Οι περισσότεροι είναι ξένοι εδώ μέσα για αυτό και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός με ποιους μιλάς. Έχουμε Πακιστανούς, Αφγανούς, Παλαιστίνιους, Ιρακινούς, Αλγερινούς, Τούρκους, Σομαλούς, Ρουμάνους και ένα σωρό άλλους ».

«Σε ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση φίλε. Γιατί είσαι μέσα;».

«Κλοπή»«Δηλαδή τι έκανες;»«Έκλεβα ακριβά αυτοκίνητα και τα πουλούσα. Έζησα πολύ

ωραία φίλε μου. Όμως με έπιασαν και τώρα το πληρώνω. Με όσους γλεντούσα δεν έμεινε κανείς. Ούτε μια επίσκεψη, ούτε ένα γράμμα. Αδιαφορία πλήρης. Μόλις μπεις εδώ μέσα ο χρόνος σταματάει για σένα αλλά συνεχίζεται για όλους όσους είναι έξω. Θα σε θυμούνται τον πρώτο καιρό αλλά μετά τέλος. Σε ξεχνάνε, σαν να μην υπήρχες, σαν να μην υπάρχεις. Εσύ; »

«Ναρκωτικά. Μου την έστησαν» του είπα και εκείνος έβαλε τα γέλια.

«Αδερφέ, σε μένα μιλάς. Όχι στο δικαστήριο » μου είπε και μου έκλεισε το μάτι, εγώ δεν απάντησα απλώς χαμογέλασα. «Την κάνω τώρα, τα λέμε μετά» μου είπε και έφυγε. Η αλήθεια είναι πως μου φάνηκε αρκετά συμπαθητικός. Κοίταξα γύρω μου και σκέφτηκα αν θα υπήρχε κάποιος τρόπος να έφευγα από δω. Μόλις όμως είδα τους ψηλούς τοίχους, τον φράκτη με συρματόπλεγμα και τους φρουρούς προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Δεν μπορούσα να ρισκάρω μια απόδραση μόνος μου. Με συνεργό όμως; Ούτως η

46

Page 48: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

άλλως χαμένος ήμουν. Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η ώρα και έπρεπε να επιστρέψουμε μέσα. Δεν με έβαλαν πάλι στο κελί με τον Πακιστανό, με πήγαν σε άλλο όροφο. Τα κελιά που προσπερνούσα ανέδυαν μια άσκημη μυρωδιά κακής αποχέτευσης, ήταν στολισμένα με διάφορες σημαίες και σύμβολα ανάλογα με την εθνικότητα των κρατουμένων. Μόλις μπήκα στο νέο μου κελί είδα τρεις νεαρούς πάνω κάτω στην ίδια ηλικία με εμένα. Απέφυγα να κοιτάξω κάποιον στα μάτια, δεν ήθελα τσακωμούς.

«Το πάνω είναι δικό σου» μου είπε ένας ο οποίος φαινόταν πως δεν ταίριαζε καθόλου με τον χώρο. Ξανθό πυκνό μαλλί, λεπτή μύτη, γαλανά μάτια τα οποία σκέπαζε ένα ζευγάρι κοκάλινα μαύρα γυαλιά. «Είμαι ο Πέτρος, ο αρχηγός».

«Μίλτος» του είπα και έβαλα τα πράγματα μου στο κρεβάτι. Αναγκαστικά ανέβηκα και εγώ γιατί δεν είχε μέρος να καθίσεις.

«Αυτός εδώ είναι ο Καλόγερος και ο άλλος είναι ο Κατσιμίχας » μου είπε και μου έδειξε έναν μελαχρινό με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρο μούσι και έναν καστανό με περίεργα μελιά μάτια, και μεγάλη γνάθο . «Ο Κατσιμίχας είναι ο τραγουδιστής μας εδώ και ο Καλόγερος μας δείχνει τον δρόμο του Θεού» συνέχισε το ίδιο εύθυμα λες και συναντηθήκαμε σε κάποια επανένωση παλιών συμμαθητών. «Λοιπόν…. Μίλτο, γιατί είσαι μέσα;»

«Ναρκωτικά. Εσύ;»«Είναι μεγάλο, άκου: Διοργάνωση αυτοσχέδιων αγώνων

κατ’ εξακολούθηση, παρακώλυση συγκοινωνιών , επικίνδυνη οδήγηση, υπέρβαση ορίων ταχύτητας και πρόκληση σωματικής βλάβης ».

«Και για αυτό είσαι μέσα;»«Αν οι γονείς μου ήθελαν να πληρώσουν, δεν θα ήμουν εδώ.

Ήθελαν να μου δώσουν ένα μάθημα, όπως μου είπαν» .«Πόσο έφαγες;»«Τρία χρόνια με αναστολή. Η αλήθεια είναι πως με έφαγαν

τα στοιχήματα που βάζαμε και όχι τα πατιλίκια. Είχα βγάλει αρκετά εκείνη την βραδιά αλλά δυστυχώς μου τα κατάσχεσαν. Σίγουρα τα μοίρασαν μεταξύ τους οι μπάτσοι » μου είπε σχεδόν συνωμοτικά.

«Εσύ..Καλόγερε;»

47

Page 49: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Άσε τον αυτόν του έχει σαλέψει λίγο»«Κατσιμίχα;»«Ναρκωτικά ».«Μάλιστα ναρκωτικά. Όλοι εδώ είμαστε καμένοι. Έκανες η

πουλούσες;»«Και τα δύο».«Και τώρα;»«Εδώ δεν υπάρχει δρόμος απεξάρτησης. Γίνεται βίαια και

αναγκαστικά. Το πέρασα όμως και βγήκα νικητής. Τώρα αυτό που μένει είναι να κρατηθώ, να μην ξανακυλήσω».

«Τι εννοείς; Μπορείς να βρεις τίποτα εδώ;» είπα ψιθυριστά μέσα από τα δόντια μου.

«Όλα γίνονται αν έχεις τα κατάλληλα μέσα. Τρελάδικο και φυλακή, δυο χρόνια και έξη μήνες…» είπε τραγουδιστά. Ακριβώς εκείνη την ώρα περνούσε ο φύλακας. Ο Καλόγερος κρατούσε ένα κομποσκοίνι και το έπαιζε στα δάχτυλα του, δεν έλεγε λέξη σε εμάς και διαρκώς ψιθύριζε προσευχές. Σίγουρα το είχε χαμένο.

Με αυτήν την παρέα στο κελί η πρώτη εβδομάδα πέρασε σχεδόν εύκολα. Με τον Πέτρο ήμασταν μαζί όλη μέρα και κατά κάποιον τρόπο φυλούσε τα νώτα μου. Με είχε ήδη ενημερώσει για τις κλίκες του αναμορφωτηρίου και είχε αρχίσει να μου λέει τις ιστορίες των συγκατοίκων μου.

Ο «Κατσιμίχας» ή αλλιώς Γιάννης καταγόταν από φτωχή οικογένεια και έμενε σε ένα χωριό 100 χιλιόμετρα από την Θήβα. Σε εκείνο το σημείο είχαν χτιστεί σπίτια για τις χίλιες οικογένειες που ήρθαν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και οι παππούδες του. Σιγά σιγά ο οικισμός εγκαταλείφθηκε και οι κύριοι κάτοικοι του ήταν αλλοδαποί που δούλευαν στα χωράφια. Εκείνος ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή, έχοντας χάσει τον πατέρα του από καρκίνο σκέφτηκε να κυνηγήσει το εύκολο χρήμα. Ξεκίνησε να πουλάει χασίς στους ξένους οι οποίοι ζούσαν τριάντα τριάντα σε ένα δωμάτιο. Όταν εκείνοι ξέμειναν από χρήματα αποφάσισε να πάει να πουλήσει στην Θήβα. Εκεί περίμενε να βγάλει τα πολλά όμως ήταν πολύ άτυχος καθώς προσπάθησε να πουλήσει σε γιο

48

Page 50: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

αστυνομικού. Μετά από αυτό βρέθηκε στο αναμορφωτήριο σε χρόνο μηδέν.

Ο «Καλόγερος» ή αλλιώς Στάθης ήταν η πιο περίπλοκη υπόθεση από όλες. Ήταν η τυπική περίπτωση το πώς κάποιος μπορεί να καταστρέψει την ζωή του μπλέκοντας με λάθος ανθρώπους. Καταγόταν από μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια η οποία τα πάντα τα έκανε με γνώμονα το Ευαγγέλιο. Εκείνος είχε βαρεθεί να είναι το πρόβατο της τάξης και να τον πειράζουν όλοι ασταμάτητα. Είχε διδαχθεί πως όταν κάποιος του κάνει κακό πρέπει να γυρίζει και το άλλο μάγουλο. Πως πρέπει να συγχωρεί, να μην βρίζει, να γυρίζει σπίτι νωρίς, να μην παρεκκλίνει από τον δρόμο του Θεού με ξενύχτια. Και έτσι έκανε μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο του ο Όθωνας . Σταδιακά άρχισε να τον διαβάλλει ως προς τον δρόμο που ακολουθεί. Του έδειχνε αποσπάσματα από βιβλία που αφορούν την μαύρη μαγεία και την λατρεία του Σατανά. Εκείνος στην αρχή προσπάθησε να τον αποφύγει αλλά ο Όθωνας του πρόσφερε κάτι στο οποίο του ήταν δύσκολο να αντισταθεί σε εκείνη την φάση της ζωής του. Ο Όθωνας ήταν πιο μεγάλος από εκείνον, είχε τελειώσει το λύκειο και ήξερε να προσέχει τον εαυτό του και να πλασάρεται ως γόης στα κορίτσια του λυκείου που έκαναν σαν τρελές για εκείνον. Μόλις τον κυκλοφορούσε μαζί του τον έκανε να νιώθει σημαντικός γιατί τα κορίτσια άρχισαν να αναρωτιούνται για εκείνον και να του δίνουν σημασία. Από εκεί που ήταν ο τελευταίος της τάξης και ο αόρατος του σχολείου άρχισε να τραβάει την προσοχή και να τον καλούνε σε όλα τα πάρτι.

Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να ακολουθεί πιστά τον Όθωνα και να κάνει ότι του λέει. Τον γνώρισε σε μια πολύ όμορφη κοπέλα την Αρετή. Η Αρετή έδειχνε να ενδιαφέρεται για εκείνον και ο Στάθης είχε χάσει εντελώς το μυαλό του μαζί της. Μια μέρα τον έπεισε να ρίξουνε τα χαρτιά εξηγώντας του πως αυτό είναι λευκή μαγεία και δεν κάνουν κάτι κακό. Αφού είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του, του είπε πως θα ήθελε να είναι για πάντα μαζί αλλά την αγάπη τους πρέπει να την «ευλογήσει» η δική της εκκλησία. Ο Στάθης δίστασε αρκετά αλλά ήθελε τόσο πολύ να είναι

49

Page 51: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

επιθυμητός και να έχει κοντά του την Αρετή που αποφάσισε να παραστεί σε μια τελετή.

Οδήγησαν νύχτα στην αρχαία Κόρινθο για να φτάσουν σε ένα παλιό κτήριο τουριστικό του ΕΟΤ το οποίο ήταν παρατημένο στην τύχη του για πολλά χρόνια. Μπαίνοντας μέσα ήταν στημένο το σκηνικό για την τελετή. Φορώντας έναν μαύρο μανδύα με κουκούλα τους περίμενε και τους δύο ο Όθωνας. Γύρω υπήρχαν κεριά και στην μέση είχε σχηματίσει μια μεγάλη πεντάλφα. Ο Όθωνας είχε αρχίσει να απαγγέλει κάτι στίχους και η Αρετή του χαμογελούσε και ταυτόχρονα γδυνόταν. Γυμνή τώρα είχε ξαπλώσει στο κέντρο της πεντάλφας και ο Όθωνας είχε πάρει ένα κερί και έκαιγε ένα κομποσκοίνι γύρω της. Μετά έμοιαζε σαν να ζητάει από τον Σατανά να του δώσει χρήματα και δόξα και έβαλε ένα κέρμα στο μέτωπο της Αρετής. Ύστερα ξάπλωσε πάνω της και εισχώρησε μέσα της με πάθος. Ο Στάθης του είπε πως νόμιζε πως ήταν ότι πιο σοκαριστικό είχε δει στην ζωή του γιατί δεν ήξερε την συνέχεια. Μετά είχε έρθει η δική του σειρά να κάνει σεξ στην εκλεκτή της καρδιάς του. Εκείνη με ένα χαμόγελο στα χείλη τον παρότρυνε να ανέβει πάνω της αλλά ο Στάθης δίσταζε μέχρι που του το επέβαλλε ο Όθωνας. Όσο εκείνος ήταν πάνω της ο Όθωνας μουρμούριζε ύμνους και πέταγε γύρω γύρω στάρι. Η Αρετή του έκλεισε τα μάτια με το χέρι της και εκείνος παραδομένος στο πάθος του για εκείνη ήταν ανήμπορος να αντιδράσει. Τα μάτια του τα άνοιξε μόλις άκουσε ένα τρομαχτικό ήχο. Εκείνη την ώρα είδε τον Όθωνα να κρατάει στα χέρια του έναν σφαγμένο κόκορα και να λούζει το σώμα της Αρετής με το αίμα του. Πετάχτηκε αμέσως από πάνω της και στάθηκε έντρομος σε μια γωνία.

Μετά από αυτό το συμβάν είπε ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί τους αλλά ο Όθωνας τον απείλησε πως θα το πει στους γονείς του. Ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες τελετές με την Αρετή να βρίσκεται εκεί ως Ιέρεια του Σατανά και τον Όθωνα ως Αρχιερέα. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μπλεγμένος σε μια λατρεία που ποτέ δεν είχε φανταστεί. Ακολουθούσε τυφλά τον Όθωνα και την Αρετή σε ό,τι και να του έλεγαν. Έμοιαζε σαν μαριονέτα στα χέρια τους, ανήμπορος να ελευθερωθεί από τα μαύρα δεσμά.

50

Page 52: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Προσπαθούσαν να προσηλυτίζουν όλο και περισσότερους νέους για να μπορούν να ζητάνε περισσότερα πράγματα από τον Σατανά. Σε κάθε τελετή επιδίδονταν σε ομαδικά όργια και όσο περισσότερο το ευχαριστιόταν τόσο πιο πολύ έπεφτε στην παγίδα. Κάθε φορά που ζητούσαν κάτι θυσίαζαν και ένα ζώο. Όσο πιο πολλά ήθελαν τόσο πιο μεγάλη θυσία έκαναν. Ήταν θέμα χρόνου στο όνομα του Σατανά να φτάσουν στο έγκλημα.

Με την πρόφαση της λευκής μαγείας οδήγησαν ένα νέο κορίτσι σε μια ερημική τοποθεσία και αφού την έγδυσαν , την χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι και την στραγγάλισαν. Έπειτα βίασαν το άψυχο σώμα της, την περιέλουσαν με βενζίνη και έπειτα την έκαψαν για να εξαφανίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Τώρα από Σατανιστής ο Στάθης είχε μετατραπεί σε δολοφόνο. Μετά από λίγο καιρό διέπραξαν το έγκλημα δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά το θύμα το επέλεξαν τυχαία. Όταν η αστυνομία βρήκε τα ίχνη τους και έμαθαν οι γονείς του την αλήθεια εκείνος έμοιαζε να βγαίνει από το πηγάδι και να συνέρχεται. Ομολόγησε τα πάντα και έκτοτε προσπαθεί να βρει την εξιλέωση μέσα από την εκκλησία. Όλη μέρα προσεύχεται για τον εαυτό του αλλά και για τις ψυχές των γυναικών που δολοφόνησαν.

Ο ίδιος ο Πέτρος είχε πιο απλή ιστορία. Ήταν ένα κακομαθημένο παιδί βορείων προαστίων που δεν ήξερε πώς να σκοτώσει τον χρόνο του. Έχοντας σπίτι του τα πάντα έψαχνε δυνατές συγκινήσεις. Δεν του ήταν τίποτα αρκετό. Είχε όποια κοπέλα ήθελε, πήγαινε στα πιο ακριβά μέρη, είχε μια συλλογή από σπορ αυτοκίνητα και όποτε βαριόταν έκανε από τα πιο μεγάλα πάρτι όπου το αλκόολ και τα ναρκωτικά έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο στην διασκέδαση. Μετά από λίγο καιρό άρχισε να διοργανώνει αγώνες με τα αυτοκίνητα των πλούσιων φίλων του παίζοντας στοιχήματα. Η αστυνομία τον είχε βάλει στο μάτι και τον είχε συλλάβει μερικές φορές αλλά πάντα την έβγαζε καθαρή λόγω των πλούσιων γονιών του. Την τελευταία φορά όμως ήταν πιωμένος , είχε κάνει χρήση και οι γονείς του αποφάσισαν να του δώσουν ένα καλό μάθημα.

Αυτές ήταν οι ιστορίες τους αλλά δεν με ένοιαζαν πραγματικά. Ούτε πως τους συνέβη ούτε γιατί. Ο καθένας κάτι ότι

51

Page 53: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μπορεί. Εμένα το πρόβλημα μου ήταν άλλο. Με είχε κουράσει να προσποιούμαι και να πρέπει να κρύψω την σκοτεινή μου πλευρά. Ήξερα πως για να βγω νωρίτερα έπρεπε να ήμουν υπόδειγμα, έπρεπε να λέω πως το μετάνιωσα και δεν θα το ξανακάνω. Έπρεπε να ξεκινήσω το σχολείο από Σεπτέμβριο λες και με ενδιέφερε καθόλου. Επίσης έπρεπε να είμαι πρόθυμος να συμμετάσχω σε όλες τις δραστηριότητες του αναμορφωτηρίου για να δείχνω σε όλους πως αναμορφώνομαι. Στις λίγες συναντήσεις με ειδικούς έλεγα πως θέλω πραγματικά να είμαι χρήσιμος στην κοινωνία και πως θέλω να μάθω κάτι να κάνω ώστε βγαίνοντας να μπορώ να πιάσω δουλειά. Επίσης σε ερώτηση πως με βλέπω μετά από δέκα χρόνια έλεγα αυτό που ήθελαν να ακούσουν. Οικογενειάρχη με δύο παιδιά και μια καλή δουλειά. Αυτό θεωρούσαν εκείνοι πως ήταν φυσιολογικό για μένα.

Η πραγματικότητα όμως ήταν πάρα πολύ διαφορετική. Ο Πέτρος έφυγε από το αναμορφωτήριο αφού τελικά τον λυπήθηκαν οι γονείς του. Όμως δεν με ξέχασε. Μου έστελνε ναρκωτικά μέσω ενός φρουρού που είχε πληρώσει και έτσι μπορούσα να βγάζω χρήματα και μέσα στην φυλακή. Ήμασταν και οι δύο κερδισμένοι. Δεν με πείραζε κανένας, δεν ενοχλούσα κανέναν και όλοι μου ζητούσαν χάρες. Εγώ έκανα σε όσους θεωρούσα πως μετά θα μπορούσαν να μου ξεπληρώσουν την χάρη.

Ναρκωτικά δεν έκανα. Μπορεί να μοίραζα τον θάνατο αλλά ήξερα τι μπορεί να σου κάνει. Δεν ήθελα να είμαι σαν εκείνους τους τελειωμένους που παρακαλάνε για μια δόση. Θα έμπαινε μπροστά στα σχέδια μου. Το πρώτο μου σχέδιο ήταν να βρω την Κατερίνα και να μείνω με τον αδερφό μου μακριά από αυτήν την στρίγγλα. Το δεύτερο μου σχέδιο ήταν να την εκδικηθώ, να την κάψω όπως έκαψα και τον Τάκη. Έπρεπε να πληρώσει για αυτό που έκανε και αφού δεν υπήρχε δικαιοσύνη, θα υπήρχα εγώ. Καμιά φορά στον ύπνο μου άκουγα τις κραυγές του Τάκη και έβλεπα το καμένο του πρόσωπο. Μετά έβλεπα την Κική μες στα αίματα να περπατάει τρεκλίζοντας από το ξύλο και να μου φωνάζει «Δικαιοσύνη». Άραγε υπάρχει πουθενά δικαιοσύνη για κάποιον σαν εμένα; Μπορεί να υπάρξει πραγματική δικαιοσύνη για κάποια σαν την Κική;

52

Page 54: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Μια μέρα η οποία κυλούσε σαν όλες τις άλλες μου είχαν ετοιμάσει οι Βόρειοι Αλβανοί μια μεγάλη έκπληξη. Λάδωσαν έναν φρουρό να κάνει τα στραβά μάτια και ήρθαν τρεις από αυτούς στο κελί μου, το οποίο είχαν κανονίσει να ήταν άδειο. Εγώ πάντα με φιλικό ύφος ήθελα να δω τι τρέχει και φρόντισαν να με ενημερώσουν. Αφού με κρατούσαν οι δύο, ο τρίτος άρχισε να μου δίνει μπουνιές στο στομάχι. Ανήμπορος να αντιδράσω έφαγα πάρα πολύ ξύλο και μόλις με έγδυσαν για καλή μου τύχη ήρθε ο Κατσιμίχας και άρχισε να φωνάζει. Τότε με παράτησαν κάτω γυμνό και αιμόφυρτο. Ο πόνος ήταν αφόρητος, ποτέ δεν με είχαν δείρει τόσο πολύ, νόμιζα πως θα πεθάνω. Αν δεν είχε έρθει ο Κατσιμίχας θα με είχαν βιάσει. Δεν ήθελαν να δίνω εγώ ναρκωτικά στους Νότιους Αλβανούς. Ήθελαν να τα δίνω μόνο σε εκείνους και μετά εκείνοι αν ήθελαν και οι Νότιοι τους έδιναν τα διπλά, τότε να τους τα πουλούσαν. Με πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο αλλά δεν ειδοποίησαν κανέναν. Ήθελαν να κρατήσουν το περιστατικό κρυφό, δεν ήταν ώρα για σκάνδαλα.

Μου έδωσαν βαριά φάρμακα για να μειώσουν κάπως τους πόνους. Εκείνη την στιγμή χρειαζόμουν τον Πάνο πιο πολύ από ποτέ. Μακάρι να το μάθαινε, να τον έβλεπα για λίγο. Αυτή η στρίγγλα όμως δεν του το επέτρεπε και σαν ανήλικος δεν γινόταν να έρθει μόνος του.

Μόλις άνοιξα τα μάτια μου στο νοσοκομείο είδα κάποιον στο διπλανό κρεβάτι. Εκείνος είχε τυλιγμένο το κεφάλι του με μια γάζα και με κοιτούσε απορημένος.

«Τι σου έκαναν;»«Δεν φαίνεται;»«Είμαι ο Γιώργος. Τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Φιλάρα μου

δεν θυμάμαι τίποτα».«Αυτό πρέπει να είναι περίεργο».«Μου είπαν πως θα με μεταφέρουν, από το αναμορφωτήριο

που ήμουν. Βέβαια δεν θυμάμαι για ποιο λόγο ήμουν εκεί».«Κάτι ¨καλό¨ θα έκανες. Δεν μπαίνει κάποιος τυχαία εκεί

μέσα».

53

Page 55: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Μακάρι να θυμόμουν όποτε όμως προσπαθώ να θυμηθώ κάτι με πιάνει ένας αφόρητος πονοκέφαλος και μου μπλοκάρουν όλα. Μόνο σκόρπιες εικόνες έχω στο μυαλό μου και δεν μπορώ να τις συνδέσω. Φαντάσου την ζωή σου ένα μεγάλο παζλ με εκατομμύρια κομμάτια και ξαφνικά να διαλυθεί στον αέρα. Εκεί λοιπόν που στέκεσαι και κοιτάς την καταστροφή καταφέρνεις να πιάσεις, σε αργή κίνηση πάντα, μερικά κομμάτια. Άλλοτε μοιάζουν να συνδέονται και άλλοτε μοιάζουν εντελώς άσχετα μεταξύ τους ».

«Ακούγεται τρομαχτικό. Όμως θα μπορούσε να είναι και λυτρωτικό. Μακάρι να μου συνέβαινε και εμένα κάτι τέτοιο. Να μπορούσα να άρχιζα από την αρχή σαν ένας άγραφος πίνακας ».

«Δεν νομίζω πως πραγματικά θα το ήθελες αυτό. Το να μην γνωρίζεις αν κάποιος που σε πλησιάζει σου λέει την αλήθεια, αν θέλει το καλό σου, αν θέλει να σε εκμεταλλευτεί ,να σε κοροϊδέψει είναι πολύ ζόρικο». Είχε απόλυτο δίκιο. Εδώ αυτοί που γνωρίζεις δεν ξέρεις τι πραγματικά μπορεί να θέλουν από εσένα. Μόλις μπήκε η νοσοκόμα σταματήσαμε να μιλάμε. Δεν του έδωσε καμία σημασία παρά ήρθε κατευθείαν σε εμένα.

«Σου βάζω παυσίπονο στο ορό για να σε κρατήσει και να μπορέσεις να κοιμηθείς » μου είπε.

«Νοσοκόμα, νοσοκόμα. Θα φάμε τίποτα;» της φώναξε ο Γιώργος αλλά εκείνη δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία και έφυγε.

«Κανείς δεν μου δίνει σημασία εμένα» είπε παραπονεμένος. Μετά με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα ο Γιώργος δεν ήταν εκεί, πρέπει να είχε πάει για εξετάσεις. Στο κρεβάτι του καθόταν ο διευθυντής του αναμορφωτηρίου.

«Παιδί μου, πως είσαι;»«Καλά»«Θέλω να μου πεις ακριβώς τι συνέβη».«Κύριε διευθυντή , ξέρετε πως λειτουργούν όλα εκεί μέσα.

Αν πω οτιδήποτε και προδώσω αδερφό, γίνω καρφί, μπορεί να μην ζω την επόμενη μέρα ».

«Δεν θα επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο».

54

Page 56: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Με όλο τον σεβασμό δεν είναι στο χέρι σας».«Ξέρω πως ευθύνονται και δικοί μου. Θέλω ονόματα».

«Μα άμα πω ονόματα θα μου κάνουν την ζωή μου μαύρη και έχω πολύ καιρό ακόμα να περάσω εκεί μέσα».

«Αν μου πεις ακριβώς ποιοι είναι αυτοί που ευθύνονται θα κοιτάξω να δω γρηγορότερα την αναστολή σου».

«Λυπάμαι, δεν μπορώ να βοηθήσω » ήταν η τελευταία μου κουβέντα. Αν μιλούσα θα έπρεπε να πω πως ήμουν εγώ αυτός που διακινεί τα ναρκωτικά στην φυλακή.

Τα φάρμακα που μου έδιναν ήταν αρκετά βαριά καθώς με έπαιρνε συνέχεια ο ύπνος. Την επόμενη φορά που άνοιξα τα μάτια μου ο Γιώργος ήταν εκεί.

«Δεν θα με κρατήσουν για πολύ. Γίνομαι όλο και καλύτερα. Η μνήμη μου βέβαια δεν έχει επανέλθει αλλά σύμφωνα με τα λεγόμενα τους είμαι σχεδόν καλά. Εσύ πότε βγαίνεις;»

«Δεν ξέρω. Να σου πω όμως δεν θέλω να ξαναγυρίσω εκεί».«Γιατί ποιος θέλει; » μου είπε και μετά με ξαναπήρε ο ύπνος.Οι μέρες περνούσαν και εγώ το μόνο πράγμα που

σκεφτόμουν ήταν η εκδίκηση. Ήξερα πολύ καλά ποιοι ήταν και πως τους έλεγαν. Ο ένας, αυτός που με χτυπούσε, ήταν ο Ρομπέρτο, ο οποίος ήταν φημισμένος σουγιάς, είχε πάει μέσα για ανθρωποκτονία. Μπλεκόταν συνέχεια σε καυγάδες και την γλύτωνε. Την τελευταία φορά όμως τα είχε βάλει με λάθος άνθρωπο και τον έπιασαν στο σπίτι ενός φίλου του. Ο άλλος ήταν η δικιά του ο Δόρι, ο οποίος μπήκε μέσα για να μην προδώσει τα εγκλήματα της συμμορίας του που έμπαινε και έκλεβε σπίτια. Ο τελευταίος ήταν ο Αντρέας ο οποίος βρέθηκε ανάμεσα σε συμπλοκή αστυνομικών και κακοποιών. Χωρίς απολύτως κανένα σοβαρό λόγο βρέθηκε στο αναμορφωτήριο, επειδή δεν είχε τα σωστά χαρτιά. Μόλις όμως μπήκε μέσα μορφώθηκε ανάλογα και έγινε όμοιος με τους υπόλοιπους. Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να σκοτώσω πρώτα τον Δόρι. Ήταν ο πιο αδύνατος και φαινόταν ο λιγότερο δυνατός, μετά τον Αντρέα ώστε να ξέρει και να περιμένει ο Ρομπέρτο την σειρά του. Μετά θα έβρισκα τρόπο να τον βασανίσω, η αναμονή μερικές φορές ισοδυναμεί με κόλαση.

55

Page 57: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Έκανα το λάθος να πω στον Γιώργο πως σκέφτομαι μόνο την εκδίκηση.

«Γιατί να το κάνεις αυτό; Θες περισσότερους μπελάδες; Θες να μείνεις για πάντα σε ένα φαύλο κύκλο; Άσε την εκδίκηση στην άκρη και συγκεντρώσου στο να κάνεις τον χρόνο σου και μετά να είσαι ελεύθερος. Θα έχεις χρόνο να τους την κάνεις από έξω. Άκου με που σου λέω» Το είχα ήδη μετανιώσει που του το είπα, όμως ένα μέρος μου ήξερε πως είχε δίκιο. Την επόμενη μέρα έφυγε και μετά από δύο μέρες έφυγα και εγώ.

Στο κελί με περίμενε ο Κατσιμίχας και ο Καλόγερος γεμάτοι ανησυχία.

«Που ‘σαι ρε θηρίο;» μου είπε ο Κατσιμίχας και με πήρε αγκαλιά χτυπώντας μου ελαφρά την πλάτη.

«Δεν ξέρω που θα ήμουν χωρίς εσένα. Σου χρωστάω».«Τo ίδιο θα έκανες και για μένα» μου είπε χαμογελώντας,

εγώ όμως ήξερα. Δεν θα έκανα το ίδιο για εκείνον, ήμουν σίγουρος. Το ότι του χρωστούσα δεν σήμαινε πως ένιωθα και κάτι για αυτόν. Στην πραγματικότητα είχα αισθήματα για λίγους ανθρώπους. Τον αδερφό μου, την Κατερίνα, την Λίλα και την γειτόνισσα. Οι υπόλοιποι απλώς υπήρχαν δίπλα μου, σαν σκιές. Κάθε μέρα έδινα μια μάχη για να φαίνομαι χαρούμενος, προσιτός και φιλικός. Η μάσκα, δεν έπεφτε ποτέ.

Οι μέρες περνούσαν και εγώ κατέστρωνα το σχέδιο μου. Δεν μπορούσα να τους νοθεύσω αυτά που τους πουλούσα όμως μπορούσα να μην τους δώσω ξανά. Πήγα και βρήκα τους Νότιους Αλβανούς. Τον αρχηγό τους τον γνώριζα, τον φώναζαν Ρενάτο. Συμφωνήσαμε και τους πούλησα όλη την ποσότητα που μου είχε μείνει, με μία και μόνο συμφωνία. Να σκότωναν εκείνοι τους τρεις που με χτύπησαν. Όμως με την σειρά και τον τρόπο που ήθελα εγώ.

Μια μέρα έλαβε ο Δόρι ένα δέμα. Το άνοιξε και μέσα είχε ένα άλλο πακέτο, και μέσα στο άλλο πακέτο υπήρχε και άλλο για να καταλήξει σε ένα μικρό κουτάκι που ήταν τυλιγμένο με μια κόκκινη κορδέλα. Μόλις το άνοιξε είδε μια φωτογραφία, την φωτογραφία του μικρού του αδερφού. Από πίσω έγραφε 13:30. Εκείνη ήταν η

56

Page 58: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ώρα που έφευγαν οι κρατούμενοι για το φαγητό τους. Καθισμένος σε αναμμένα κάρβουνα ο ντελικάτος Δόρυ έφερνε βόλτα το κελί ασταμάτητα μέχρι που οι άλλοι τον έβρισαν. Δεν ήθελε όμως να πει σε κανέναν τίποτα, έπρεπε να μάθαινε περισσότερες λεπτομέρειες.

Μόλις έφτασε η ώρα να βγουν από το κελί εκείνος ήταν ήδη πάρα πολύ νευρικός. Ένας από τους κρατούμενους μπροστά του έσπρωξε έναν άλλον και έγινε μια μικρή αναταραχή. Τότε αισθάνθηκε κάποιον να του βάζει κάτι στην τσέπη. Κοίταξε για να δει ποιος ήταν αλλά με τον συνωστισμό δεν έβγαλε άκρη. Πέθαινε από την αγωνία του για να κοιτάξει τι είχε μέσα η τσέπη του αλλά δεν έπρεπε εκείνη την ώρα. Αν τον έβλεπαν οι φρουροί θα του το άρπαζαν. Προχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους μέχρι που πήρε την μερίδα του και έκατσε μόνος του σε ένα τραπέζι. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και ψηλάφισε ένα μπουκαλάκι. Με τις άκρες των δαχτύλων του ξετύλιξε ένα μικρό χαρτάκι το οποίο έγραφε με λατινικούς χαρακτήρες: «DORI».

Εκείνη την στιγμή έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Μπορούσα να τον παρακολουθήσω από την άλλη άκρη της αίθουσας. Είχε αρχίσει να τρέμει. Ήθελα να τον δω να υποφέρει και να τον δουν και όλοι οι υπόλοιποι. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να με συνδέσει μαζί του. Τον είδα να κάνει τον σταυρό του και να ψιθυρίζει κάτι στον εαυτό του. Γνώριζε πως τέτοια μηνύματα στo αναμορφωτήριο ήταν πάντα αληθινά. Κάποιος τον ήθελε νεκρό. Αν δεν πέθαινε αυτός θα πέθαινε ο αδερφός του. Δεν το άντεχε αυτό. Δεν θα το άντεχε η οικογένεια του. Ο μικρός του αδερφός ήταν η ελπίδα τους πως μπορούν να καμαρώσουν ένα γιο και να δουν όλοι καλύτερες μέρες. Εκείνος διάβαζε, μελετούσε πήγαινε σχολείο, βοηθούσε στο σπίτι. Ήταν ο καλός τους γιος και ο καλός αδερφός. Ήδη του είχαν πει πως για εκείνους ήταν νεκρός και όταν βγει να μην τους αναζητήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε το περιεχόμενο που υπήρχε στο μπουκαλάκι. Μετά τον έβλεπα να κάθεται ακίνητος και να περιμένει.

Δεν άργησε πολύ να δράσει. Είχα μάθει για αυτό το δηλητήριο. Έμπαινε στο σύστημα σου και δεν άφηνε τα κύτταρα να αναπνεύσουν. Αμέσως έπεσε κάτω και έκανε σπασμούς. Έτρεξαν οι

57

Page 59: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

φύλακες ενώ όλοι που τρώγανε έμειναν άφωνοι. Πλησίασε κοντά ένας αδερφός που ήξερε λίγα πράγματα από ιατρική και έπειτα ήρθε και η νοσοκόμα. Προσπαθούσαν με το ζόρι να τον κρατήσουν κάτω και να του ανοίξουν το στόμα για να μην καταπιεί την γλώσσα του. Μετά από λίγα λεπτά μέχρι να τον πάρουν από το εστιατόριο είχε πεθάνει και ήταν όλοι εκεί για να το δουν. Αυτό του άξιζε.

Ο επόμενος ήταν ο Αντρέας. Επαναλάβαμε το ίδιο σκηνικό απλώς τραβήξαμε λίγο την αναμονή. Κάθε μέρα λάμβανε και ένα μικρό κουτάκι με μια πρόσφατη φωτογραφία ενός αγαπημένου του. Μετά από 5 ημέρες έλαβε και εκείνος το δικό του μπουκαλάκι. Όμως δεν το ήπιε. Σηκώθηκε στο εστιατόριο πάνω σε μια καρέκλα και άρχισε να φωνάζει:

« Δεν σας φοβάμαι ρε!!!!» τότε έπιασε το σβέρκο του σαν κάτι να τον τσίμπησε και έπεσε κάτω νεκρός. Ο Ρομπέρτο είχε θορυβηθεί και κοιτούσε δεξιά και αριστερά φοβόταν μήπως είναι ο επόμενος. Όμως όχι, όχι τόσο σύντομα, δεν θα του έκανα την χάρη. Η αναμονή του θανάτου έπρεπε να τον τρώει κάθε βράδυ και να μην μπορεί να κοιμηθεί, να κοιτάει πάντα πίσω του και να φοβάται να φάει.

Την ίδια μέρα μόλις γύρισα πίσω στο κελί με περίμενε μια έκπληξη. Ο Γιώργος ήταν εκεί.

«Ήξερα πως θα είμαστε στο ίδιο αναμορφωτήριο δεν φανταζόμουν όμως και στο ίδιο κελί!!!»

«Τι κάνεις εσύ εδώ;»«Με μετέφεραν πάλι. Φαίνεται πως όπου και να πάω με

ακολουθούν τα προβλήματα. Οπότε να ‘μαι. Εσύ τι νέα; Έκανες αυτό που ήθελες;» μου είπε συνωμοτικά και έκατσε στο κρεβάτι.

«Σχεδόν. Έχω φτάσει στο τέλος».«Μην μπλέξεις άλλο ».«Δεν φαίνομαι πουθενά. Τα κάνουν άλλοι για εμένα».«Και το φχαριστήθηκες;»«Να σου πω, πίστευα πως όταν γινόταν το σκηνικό θα

ένιωθα κάπως καλύτερα, αλλά τελικά διαπίστωσα πως αν έχεις περάσει κάτι δύσκολο τίποτα δεν μπορεί να σε αποζημιώσει από αυτό ούτε η εκδίκηση ».

58

Page 60: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Τότε προλαβαίνεις να το σταματήσεις»«Το νερό έχει μπει στο αυλάκι».«Όταν υπάρχει θέληση όλα γίνονται».«Δεν θα λείψει σε κανέναν».«Δεν το ξέρεις»«Δεν με ενδιαφέρει. Ας μην άπλωνε το χέρι του επάνω μου.

Όποιος τολμάει να το κάνει αυτό πρέπει να υποστεί τις συνέπειες»«Ποιες συνέπειες;»«Αυτές που κρίνω εγώ».«Και ποιος σε όρισε δικαστή;»«Ο πληγωμένος μου εαυτός».«Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι δίκαιος;»«Εμένα μου αρκεί η δική μου έννοια της δικαιοσύνης.

Κάνεις κάτι κακό , πρέπει να πάθεις κάτι κακό ».«Άλλο να δείρεις, άλλο να σκοτώσεις».«Ας πρόσεχαν να μην τα έβαζαν με εμένα. Τώρα για πες

κανένα άλλο νέο γιατί η συζήτηση μας καταντάει βαρετή».«Λέω να την πέσω. Τώρα δεν είναι η ώρα που θα έρθουν οι

υπόλοιποι; Δεν έχω όρεξη να γνωρίσω κανέναν» είπε και ανέβηκε στο πάνω κρεβάτι. Μετά από λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι. Ο Γιώργος πάντα κατάφερνε να μου χαλάει την διάθεση. Κατάφερε όμως να με βάλει σε σκέψεις. Μήπως έπρεπε απλώς να τον βασανίσω και μετά να τον έχω στην άκρη; Σίγουρα κάπου θα τον χρειαζόμουν αργότερα.

Το απόγευμα είχα μείνει στο κελί με τον Γιώργο ο οποίος κοιτούσε το ταβάνι, δεν έλεγε λέξη και τον Καλόγερο.

«Πρέπει να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου» είπε και με κοίταξε στα μάτια.

«Δεν έχω κάτι να πω σε εσένα, ιδιαίτερα με τον Γιώργο στο πάνω κρεβάτι. Άσε που δεν πιστεύω στην σωτηρία της ψυχής»

«Άκουσα το όνομα μου;»πετάχτηκε ο Γιώργος«Μην ανακατεύεσαι παντού, σε παρακαλώ» του απάντησα

όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα.«Πρέπει να βγάλεις από μέσα σου το σκοτάδι πριν σε πάρει

μαζί του» μου είπε με γουρλωμένα μάτια και ύφος προφητικό.

59

Page 61: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Φίλε μου, εγώ και το σκοτάδι είμαστε ένα».«Ίσως έχεις ακόμα μία ελπίδα να ακολουθήσεις τον σωστό

δρόμο».«Δεν έχω και δεν θέλω. Μου αρέσω μια χαρά».«Σε όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε»

είπε ο Γιώργος χαριτολογώντας.«Σκάσε εσύ» του απαντάω.«Τι είπα πάλι;» μου είπε ο Γιώργος κουνώντας τα χέρια του

απορημένος.«Είσαι άρρωστος. Εσύ κρύβεσαι πίσω από τις δολοφονίες,

σωστά;» μου είπε με έντονο ύφος ο Καλόγερος.«Κάνεις λάθος».«Ίσως δεν κάνω τόσο λάθος. Όπως δεν κάνω λάθος πως το

σκοτάδι δεν σου έχει πάρει μόνο την ψυχή αλλά σιγά σιγά σου τρώει και το μυαλό. Πρέπει να μετανοήσεις και να επιστρέψεις στο δρόμο του Θεού. Εκεί μόνο μπορείς να βρεις την ηρεμία που ζητάς ».

«Α έχει πολύ μεγάλη φαντασία ο τύπος» είπε ο Γιώργος.«Μπορείς να με αφήσεις ήσυχο; Δεν θέλω να έχω πάρε δώσε

μαζί σου ούτε και μπελάδες » του είπα αλλά εκείνος σηκώθηκε όρθιος και πλησίαζε προς το μέρος μου.

Με το χέρι του άρχισε να σταυρώνει τον αέρα και να λέει: «Πιστεύω εις έναν Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα…» και να έρχεται όλο και πιο κοντά μου.

«Έχεις τρελαθεί εντελώς;» του φώναξα αλλά εκείνος συνεχίζοντας την προσευχή ήρθε κοντά μου και προσπάθησε να μου κλείσει το στόμα.

«Γιώργο, πάρε τον από πάνω μου».«Σιγά ρε, τι θα σου κάνει».«Φως εκ φωτός…» είπε, μου έπιασε το στόμα και

προσπάθησε να με ακινητοποιήσει. Δεν μπορούσα να κάνω άλλο υπομονή. Κατάφερα και του δάγκωσα πάρα πολύ το δάχτυλο, τόσο πολύ που το στόμα μου πλημμύρισε με τα αίματα του. Αμέσως με παράτησε σφαδάζοντας από τον πόνο και με το ουρλιαχτό του κινητοποιήθηκαν αμέσως οι φρουροί.

60

Page 62: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Τι έγινε εδώ μέσα;» φώναξαν και αμέσως με άρπαξαν για να με βάλουν στην απομόνωση ενώ άκουγα από πίσω τον Καλόγερο να φωνάζει με όλη του την δύναμη.

«Είναι δαιμονισμένος. Ο δρόμος του Θεού μπορεί να τον σώσει και κανένας άλλος » ενώ έτρεχαν πίσω οι νοσοκόμοι για να τον βοηθήσουν.

Τις επόμενες μέρες τις πέρασα στην απομόνωση. Ο διευθυντής αποφάσισε πως θα μπορούσα να το χειριστώ αλλιώς. Εκεί στην ατελείωτη μοναξιά έμεινα μόνος μου με τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως θα ήθελα να έβλεπα τον Πάνο. Ξέρω πως δεν με είχε ξεχάσει. Αυτή εκεί θα τον εμπόδιζε, να μου μιλήσει. Όμως ούτε ένα τηλέφωνο; Πως θα μπορούσα να την εκδικηθώ χωρίς να βλάψω τον αδερφό μου; Κάποια στιγμή θα το έκανα, και σε εκείνη και στον Χοντρό που με είχε μπλέξει σε όλο αυτό. Μετά σκεφτόμουν πως ήθελα να έβρισκα την Κατερίνα. Μόνο εκείνη θα μπορούσε να με καταλάβει. Μόνο εκείνη. Όμως που να ήταν κρυμμένη; Τι να της είχε συμβεί; Ποιός να την κακοποιούσε; Ακόμα είχα στο μυαλό μου το τραγούδι που μουρμούριζε όταν ένιωθε άσχημα. Θα ήθελα πολύ να την έβρισκα τώρα, να την έπαιρνα αγκαλιά και να έβλεπε πως είχα μεγαλώσει και ήμουν δυνατός. Δεν θα επέτρεπα σε κανέναν να την πειράξει και όσοι της είχαν κάνει κακό θα βρίσκαμε μαζί τον τρόπο να εκδικηθούμε. Μετά από αυτό θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί, άφραγκοι αλλά σίγουρα ευτυχισμένοι.

Μετά την απομόνωση με άλλαξαν κελί και με έβαλαν μαζί με κάτι πρεζόνια. Εκείνοι ήταν παλιοί μόνιμοι πελάτες μου οπότε κάθε συνομιλία μαζί τους ήταν χάσιμο χρόνου. Τα ναρκωτικά τα είχα αφήσει πίσω μου. Είπα του Πέτρου πως δεν ήθελα άλλο και του έδωσα αμέσως τους Νότιους Αλβανούς. Ήθελα να τελειώνω με όλα αυτά. Ούτε τον Γιώργο δεν είδα ξανά αλλά ούτε και ρώτησα για εκείνον. Επίσης έμαθα πως και ο Ρομπέρτο ήταν νεκρός και πως είχε έρθει η αστυνομία στο αναμορφωτήριο για να ερευνήσει τους φόνους. Η εκδίκηση μου είχε πετύχει. Τον Ρομπέρτο τον βρήκαν νεκρό στο κελί του μέσα στους εμετούς του. Είχε πάθει εισρόφηση γαστρικού υγρού. Τα παλικάρια ήξεραν τι έκαναν.

61

Page 63: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Η αστυνομία ξεκίνησε να ανακρίνει πρώτα όλους τους αλλοδαπούς και μετά όλους τους Έλληνες. Σε κάποια φάση φώναξαν και εμένα στο γραφείο του διευθυντή.

«Μίλτος Παππάς;»«Μάλιστα».«Γνωριζόσουν με τα θύματα;»«Τι δουλειά έχω εγώ με τους Αλβανούς;» απάντησα όσο πιο

απαξιωτικά μπορούσα στον μεσήλικα αστυνομικό, με τα γκρίζα μαλλιά και τα χοντρά δάχτυλα.

«Απάντησε στην ερώτηση παρακαλώ».«Όχι».«Πριν λίγο καιρό είχες πέσει θύμα ξυλοδαρμού».«Μάλιστα. Δεν έδωσες όμως ονόματα».«Κανένας δεν δίνει ονόματα, αν το έκανα εγώ πως θα

μπορούσα να παραμείνω εδώ ζωντανός; Φτάνει που έφαγα τόσο ξύλο την μια φορά, δεν χρειαζόταν να φάω και άλλες».

«Μάλιστα. Πριν τελειώσουμε » μου είπε και με έπιασε από το μπράτσο πλησιάζοντας το στόμα του κοντά στο αυτί μου. «Έχεις χαιρετισμούς από τον Πάνο. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί σου αλλά δεν σε έχει ξεχάσει δευτερόλεπτο».

«Μα πως;» του είπα αλλά εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και δεν μπόρεσα να πάρω κάποια απάντηση. Ένας άλλος αστυνομικός του έκανε νόημα και βγήκε έξω. Μετά μου έκαναν νόημα και με επέστρεψαν στο κελί μου. Την ίδια μέρα έμαθαν πως πήραν τον Χάρη από εκείνη την φυλακή και τον μετέφεραν σε ενηλίκων μέχρι να του απαγγελθούν νέες κατηγορίες. Κάτω από το στρώμα του βρήκαν άδεια μπουκαλάκια όμοια με αυτά που είχαν πάρει οι δύο Αλβανοί και βαριά υπνωτικά. Δεν ξέρω γιατί ενοχοποίησαν εκείνον. Δεν είχαμε συνεννοηθεί κάτι τέτοιο. Με κατηγορίες φόνου κατ εξακολούθηση δεν θα έβγαινε ποτέ από τις φυλακές και δεν του άξιζε αυτό. Ήταν ο πρώτος που με είχε βοηθήσει μόλις πέρασα το κατώφλι του αναμορφωτηρίου. Ήταν όμως παράπλευρη απώλεια, αν είχα προλάβει και είχα σώσει τον Ρομπέρτο θα μπορούσα να του τα είχα φορτώσει εκείνου. Όμως δεν ήταν στο σχέδιο να τρελαθεί ο Καλόγερος. Δεν μπορείς να

62

Page 64: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

σχεδιάσεις πάντα αυτό που σε περιμένει όσο και να προσπαθείς όσο και να το θέλεις, θα υπάρχει πάντα κάτι να σου ανατρέπει τα σχέδια. Εκεί πρέπει να δείχνεις πόσο τσαγανό και προσαρμοστικότητα έχεις.

Πέρασε πολύς καιρός. Εγώ ήμουν ένα υπόδειγμα αναμόρφωσης και πεποιθήσεως πως το αναμορφωτήριο κάνει πραγματικά δουλειά στους νέους που έχουν χάσει τον δρόμο τους. Πήγαινα σχολείο μέχρι που το τελείωσα μέσα στο αναμορφωτήριο. Την ημέρα που είχα τα γενέθλια μου και γινόμουν δέκα οκτώ είχα επίσκεψη. Ήταν η πρώτη φορά που είχα επίσκεψη μετά από τόσο πολύ καιρό. Οι μόνοι που έρχονταν για να με δουν ήταν κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι και γιατροί. Γεμάτος περιέργεια πήγα στην αίθουσα επισκέψεων. Λόγω της πολύ καλής διαγωγής μου με άφησαν χωρίς χειροπέδες. Άνοιξα την πόρτα και εκεί είδα τον Πάνο. Επιτέλους είδα τον Πάνο.

«Αδέρφι μου!!!» του φώναξα και τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Είχα να νιώσω θετικά συναισθήματα τόσο πολύ καιρό που δεν θυμόμουν. Την καθημερινότητα μου συνόδευε ένα εσωτερικό κενό και η συνηθισμένη μου μάσκα.

«Μίλτο. Πως είσαι; Αδυνάτησες » μου είπε και έκατσε κάτω. «Δύσκολο να σε συνηθίσω με κοντό μαλλί, τώρα είμαστε ίδιοι, σαν να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη, πιο αδύνατο όμως ».

«Που ήσουν;»«Επειδή ήμασταν ανήλικοι δεν μου επέτρεπαν να έρθω να σε

δω χωρίς την συναίνεση της κηδεμόνα μου. Σήμερα όμως, έχουμε γενέθλια. Δεν χρειάζομαι κανενός της άδεια ».

«Τηλέφωνο;»«Αγόρι μου, δεν σε έδιναν. Αυτή η μην την πω είχε αφήσει

οδηγίες να μην σου περνάνε καμία γραμμή γιατί θεωρούσε πως θα φθείρεις ψυχικά όποιον επικοινωνεί μαζί σου. Όμως εγώ τα κατάφερα».

«Ναι, ο μπάτσος μου μετέφερε το μήνυμα σου. Που τον βρήκες;»

«Είναι γείτονας, πήγαινα ψωμί στην μάνα του κάθε μέρα. Μετά γνωριστήκαμε και του είπα την ιστορία μας. Μας λυπήθηκε και μου είχε πει πως με την πρώτη ευκαιρία θα σου άφηνε το

63

Page 65: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μήνυμα. Μετά με έπεισε και έδωσα για να περάσω στην αστυνομία. Μάντεψε».

«Έγινες μπάτσος;».«Όχι ακόμα. Αλλά πέρασα στην σχολή».«Πω πω. Τι να σου πω τώρα; Μπράβο; Εδώ ξέρεις τι λένε

για τους μπάτσους ε;»«Ναι αμέ, όμως δεν χρειάζεται να μου το υπενθυμίσεις».«Ο αδερφός μου μπάτσος…»«Πίστεψε με, μόνο για καλό είναι. Ένα πράγμα θέλω από

σένα».«Από μένα;»«Να είσαι υπόδειγμα».«Εδώ μέσα;»«Ναι».«Αναγκαστικά είμαι».«Θέλω να σε βγάλω από δω. Θα μου πάρει λίγο καιρό όμως.

Έχω κάποιες άκρες και στην σχολή θα βρω και άλλες. Θέλω να σου καθαρίσω το μητρώο» μου είπε ψιθυριστά. «Θέλω να καθαρίσεις από όλα αυτά και να μπορέσεις να κάνεις μια νέα αρχή. Αυτό θέλω για σένα και μετά θα μπορούμε να είμαστε μαζί. Εγώ ήδη μέσω της σχολής θα φύγω από το σπίτι της τρελής».

«Αυτό ακούγεται τέλειο. Σε ευχαριστώ».«Δεν θέλω να με ευχαριστείς. Θέλω να μου υποσχεθείς».«Τι;»«Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα βάλεις στην άκρη όποια

σχέδια εκδίκησης έχεις για την τρελή και αυτόν που σε παγίδεψε » μου είπε κοιτώντας με στα μάτια. Ένιωθα λες και έβλεπα τον καλό μου εαυτό να μου μιλάει. Λες και εγώ ήμουν η κακή μου πλευρά και εκείνος να ήταν η καλή μου πλευρά.

«Δεν…»«Όχι, μην πεις τίποτα. Απλώς υποσχέσου πώς όσο καιρό

είσαι μέσα θα προσπεράσεις όλα αυτά που σε στοιχειώνουν. Και εγώ σου το υπόσχομαι πως θα σε βγάλω από δω μέσα και θα σε βοηθήσω να σταθείς ξανά στα πόδια σου. Και κάποια στιγμή ίσως συγχωρέσεις και την Κική» μου είπε και εκείνη την στιγμή ήρθε

64

Page 66: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μέσα ο φύλακας για να μας υπενθυμίσει πως το επισκεπτήριο δεν είναι κοινωνική συνάντηση. Με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του θυμάμαι τον εαυτό μου να φεύγει από το δωμάτιο. Μου είχε λείψει τόσο πολύ. Κάθε μέρα ένιωθα πως κάτι μου έλειπε, ένα κομμάτι μου. Τώρα που τον είδα ένιωσα πάλι ολόκληρος, λες και η καρδιά μου πήγε στην θέση της. Αυτά όμως που μου ζητούσε ήταν τόσο δύσκολα. Πως θα μπορούσα να αφήσω πίσω μου αυτήν την γυναίκα που εξαιτίας της σάπιζα μέσα στο αναμορφωτήριο. Πως θα άφηνα πίσω τον Χοντρό που εσκεμμένα με παγίδευσε επειδή ήθελα να ξεφύγω από εκείνον; Και την Κική; Πώς να την συγχωρούσα; Η γυναίκα που υποτίθεται πως ήταν η μάνα μας, ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που θα μας έδινε αγάπη, μας είχε παρατημένους και όταν μας πήρε ήταν ένα απολίθωμα, μια σκιά από ότι έπρεπε να είναι, μόνο και μόνο για να μην νιώθει τύψεις. Όμως δεν είχε σημασία, ήταν νεκρή.

65

Page 67: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Οι μέρες πέρασαν και έγιναν μήνες μέχρι να έρθει η ώρα που ο αδερφός μου θα με έβγαζε από εκεί. Με τα γράμματα του μου έδινε κουράγιο. Αναγκαστικά έπρεπε να πειθαρχήσω. Η ελευθερία ήταν πιο αναγκαία από την εκδίκηση. Έκανα ό,τι μου έλεγαν, όπως και να το έλεγαν για όποιο λόγο και να το έλεγαν. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έθαψα όσο πιο βαθιά μπορούσα τα πιο σκοτεινά μου συναισθήματα και έκανα υπομονή. Όταν είχα σκοπό στο μυαλό μου μπορούσα να υπομείνω τα πάντα ωσότου να κυλήσει ο χρόνος.

Μια μέρα με φώναξε ο διευθυντής στο γραφείο του. Εκεί μου ανακοίνωσε πως ήρθε χαρτί από τον εισαγγελέα. Είχε έρθει η ώρα μου να φύγω. Όμως όχι έτσι απλά. Δεν θα μπορούσε να είναι απλά για μένα. Μέσα μπήκε ένας στρατιωτικός.

«Υπολοχαγός Σπυριδάκης» μου είπε και με χαιρέτισε στρατιωτικά. Χωρίς να το καταλάβω σηκώθηκα όρθιος και ανταπέδωσα τον χαιρετισμό. «Θέλω να έρθεις στο στρατόπεδο μαζί μου για μια αποστολή».

«Αποστολή; Εγώ;»«Έχω συστάσεις από τα κεντρικά της αστυνομίας πως θα

ήσουν ο τέλειος υποψήφιος για την δουλειά».«Συγνώμη, δεν νομίζω πως καταλαβαίνω» του είπα και

αμέσως έκανε ένα νόημα στον διευθυντή ο οποίος υπάκουα έφυγε από το δωμάτιο.

«Χρειάζομαι κάποιον που να έχει υπομονή και να έχει και κάποιο κίνητρο για να γίνει η δουλειά σωστά. Δεν θέλω κάποιο προσκοπάκι, θέλω κάποιον με τσαγανό ».

«Τι θέλετε ακριβώς;»

66

Page 68: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Θέλω να πας στο στρατόπεδο στον Έβρο. Θα σε τοποθετήσουμε εμείς βοηθό του Συνταγματάρχη. Εδώ μου είπαν πως έχεις ταλέντο στους υπολογιστές σωστά;»

«Μάλλον».«Θα διαχειρίζεσαι την αλληλογραφία του, τα ραντεβού του,

τις εργασίες του».«Μάλιστα. Και;»«Ο λοχαγός μου έχει πληροφορίες πως ο Συνταγματάρχης

σχετίζεται με ένα κύκλωμα που προωθεί λαθρομετανάστες στην Ελλάδα μέσω των συνόρων του Έβρου. Θέλω την βοήθεια σου για να τον ξεσκεπάσουμε. Μετά σου υπόσχομαι πως θα είσαι εντελώς ελεύθερος για να συνεχίσεις την ζωή σου με λευκό ποινικό μητρώο και με τελειωμένο στρατιωτικό. Έχουμε συμφωνία;»

«Σε ποιον θα λογοδοτώ;»« Για αρχή σε μένα και ας είμαι εκτός του στρατοπέδου. Δεν

ξέρουμε ποιοι άλλοι εμπλέκονται στο κύκλωμα για αυτό και δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν. Θα είσαι μόνος σου. Μόλις βγεις από δω θα περάσεις δύο μήνες εκπαίδευσης μάχης σώμα με σώμα από κάποιους δικούς μου στις ειδικές δυνάμεις. Μετά θα τοποθετηθείς στην θέση αυτή. Έχουμε είδη κανονίσει μετάθεση για τον βοηθό του Συνταγματάρχη. Έχουμε συμφωνία;»

«Γιατί, έχω επιλογή; »«Ναι ή όχι;»«Ναι» είπα δυνατά και σφίξαμε τα χέρια. «Ωραία, τα χαρτιά σου είναι ήδη έτοιμα. Μάζεψε τα

πράγματα σου τώρα. Έρχεσαι μαζί μου » μου είπε και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σε μια παλιά εγκαταλελειμμένη στρατιωτική εγκατάσταση που δεν είχα την παραμικρή ιδέα που ήταν. Με το ελικόπτερο που με μετέφεραν έχασα κάθε έννοια προσανατολισμού.

Εκεί πέρασα δύο μήνες εντατικής εκπαίδευσης και εκγύμνασης. Έμαθα να χειρίζομαι πολλά όπλα και να μάχομαι σώμα με σώμα. Ακόμα και δίπλωμα οδήγησης πήρα. Ήταν μια πολύ σκληρή αλλά χρήσιμη εμπειρία. Οι εκπαιδευτές μου ήταν αρκετά σκληροί σε σημείο να νιώθω πως δεν αντέχω άλλο. Το κρύο, η βροχή δεν είχαν σημασία. Αν μια άσκηση έπρεπε να γίνει θα γινόταν

67

Page 69: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Δεν με άφηναν να επικοινωνήσω με τον έξω κόσμο. Ήθελαν να είμαι ολοκληρωτικά προσηλωμένος στον στόχο μου. Το μυαλό μου όμως πολλές φορές ταξίδευε στα σκοτεινά μονοπάτια της εκδίκησης που είχα υποσχεθεί να αφήσω πίσω μου. Όσο είχα επικοινωνία με τον αδερφό μου μπορούσα να έχω μια ψυχική ηρεμία. Μόλις όμως τον έχανα γέμιζα με μίσος και κακία για όλα όσα μας κρατούσαν μακριά.

Μετά τους δύο μήνες είχε φτάσει η μεγάλη ώρα. Με είχαν δασκαλέψει καλά για το τι θα πω. Ήμουν από την Αθήνα και μόλις είχα τελειώσει το Λύκειο. Η στρατιωτική μου ταυτότητα έλεγε Δερμεντζόγλου Μιχάλης, δεν είχα άλλα αδέρφια και οι γονείς μου, ο Νικήτας και η Σοφία, είχαν ένα μαγαζί με ρούχα στο κέντρο. Δεν ήμουν φτωχός αλλά ούτε και πλούσιος. Πήγα δημόσιο σχολείο και ήμουν ο πρώτος από την παρέα που πήγε φαντάρος, οι υπόλοιποι πήγαν για σπουδές ενώ εγώ ήθελα να ξεμπερδεύω. Δεν είχα κάποια σχέση εκείνη την στιγμή αλλά είχα μια πολύ καλή φίλη την Ναταλία που κάποια στιγμή είχε υποσχεθεί πως θα έρθει για να με δει. Ήταν πιο μεγάλη από εμένα και την είχα γνωρίσει στις καλοκαιρινές μου διακοπές στην Κέρκυρα. Εκείνοι είχαν φροντίσει να μου δώσουν μια φωτογραφία «των γονιών μου» για το πορτοφόλι μου και ένα γράμμα της Ναταλίας που έλεγε πως της λείπω. Κάθε μέρα τους έλεγα την ιστορία μου. Μετά με έβαλαν να ορκιστώ:

«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη εις την πατρίδα.Υπακοή εις το Σύνταγμα τους νόμους και τα ψηφίσματα του

κράτους.Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου.Να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των.Να υπερασπίζω με πίστην και αφοσίωσιν, μέχρι της

τελευταίας ρανίδος του αίματος μου, τας Σημαίας.Να μη τας εγκαταλείπω μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ

απ’αυτών.Να φυλάττω δε ακριβώς τους στρατιωτικούς νόμους.Και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης»

68

Page 70: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και με έβαλαν σε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Οι κανόνες του στρατοπέδου δεν διέφεραν και πολύ από του αναμορφωτηρίου. Πάλι έπρεπε να λογοδοτώ για τα πάντα, να έχω το ωράριο που μου επιβάλλεται και να κάνω ότι μου λένε, όποτε μου το λένε χωρίς καμία αντίρρηση. Αυτό που με είχε δυσκολέψει ήταν να έχω ένα άλλο όνομα. Γυρνούσα με την δεύτερη όποτε φώναζαν το επίθετο μου. Φρόντισα να είμαι συνεπής και καλοσυνάτος, όσο μπορούσα βέβαια. Την επόμενη μέρα κιόλας γνώρισα τον Συνταγματάρχη Βελλή. Ένας άνθρωπος γύρω στη δεκαετία των πενήντα με μαύρα μαλλιά, παχουλά φρύδια και ρυτιδιασμένο μέτωπο. Σαν πρώτη εντύπωση δεν έμοιαζε με άνθρωπο ο οποίος θα έκανε παράνομες δραστηριότητες. Σε αυτόν τον κόσμο όμως είχα μάθει να κοιτάω πέρα από την εικόνα, πέρα από τα λόγια, πέρα από τις πράξεις. Ο άνθρωπος φαίνεται ποιος είναι και πως λειτουργεί όταν είναι υπό πίεση και από μικρά καθημερινά πράγματα. Πόσο εύκολο του είναι να πει ένα άσπρο ψέμα, να κοροϊδέψει κάποιον για να βγάλει πιο πολλά χρήματα. Αυτούς τους ανθρώπους τους ήξερα, μπορούσα να εντοπίσω εύκολα τους όμοιους μου.«Λοιπόν παιδί μου, από σήμερα θα είσαι το δεξί μου χέρι. Πρέπει να είσαι απόλυτα σωστός γιατί αν κάνεις κάποιο λάθος θα έχει αντίκτυπο σε εμένα και μετά φυλάκιση σε εσένα. Ό,τι γίνεται σε αυτό το γραφείο θα μένει μεταξύ μας, ό,τι ακούς θα το ξεχνάς αμέσως. Χρειάζομαι κάποιον που να μου είναι πιστός. Είσαι εσύ αυτός ή χάνουμε και οι δύο τον χρόνο μας;» μου είπε πίσω από το γραφείο εξουσίας του και εγώ όρθιος με την στρατιωτική μου στολή μίλησα όσο πιο δυνατά και σταθερά μπορούσα:«Μάλιστα κύριε».«Πολύ ωραία. Αυτό είναι το γραφείο σου. Θέλω να το βλέπω πάντα καθαρό και ταχτοποιημένο. Αν μια μέρα είναι άνω κάτω θα έχεις ποινή. Έγινα κατανοητός;» «Μάλιστα κύριε».«Κάτσε τώρα και βρες τις σημειώσεις του προκατόχου σου. Θα τις χρειαστείς. Επίσης άνοιξε και τον υπολογιστή, έχουμε δουλειά να κάνουμε ».

69

Page 71: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Μάλιστα κύριε» του είπα και έκανα αμέσως ό,τι μου είπε. Μόλις έμεινα μόνος μου στο γραφείο, έβαλα κοριό στο τηλέφωνο του. Ήμουν πάρα πολύ εργατικός και πρόθυμος. Έπρεπε πάση θυσία να κερδίσω την εμπιστοσύνη του. Όσο πιο γρήγορα το έκανα αυτό τόσο πιο γρήγορα θα ήμουν κοντά στον στόχο μου και στην ελευθερία. Ίσως μετά από όλα αυτά να μπορούσα να ψάξω να βρω την Κατερίνα.

Οι μέρες κυλούσαν αργά χωρίς να υπάρχει κάποια αξιοσημείωτη πρόοδος. Με μερικούς φαντάρους που είχα μιλήσει μου είχαν περιγράψει έναν ήρεμο άνθρωπο, χωρίς οικογένεια που η μόνη του απασχόληση ήταν ο στρατός. Ένα βράδυ που είχα έξοδο, έφυγα από το στρατόπεδο και πήγα με ένα μικρό φακό παράλληλα με τα σύνορα για να εξερευνήσω. Ήθελα να πλησιάσω όσο πιο πολύ μπορούσα τους συνοριοφύλακες. Εκεί είδα μερικούς στρατιώτες να μιλάνε μεταξύ τους και ταυτόχρονα να κοιτάζουν ερευνητικά γύρω τους. Προσπάθησα να μην κάνω καθόλου φασαρία και συνέχισα να προχωράω για κακή μου τύχη όμως με πήραν μυρωδιά τα σκυλιά και άρχισαν να γαβγίζουν. Όσο πιο γρήγορα μπορούσα έφυγα από εκεί και άρχισα να κατευθύνομαι πάλι πίσω προς το στρατόπεδο. Αν με έπιαναν θα τιναζόταν όλα στον αέρα. Βγήκα στο δρόμο και από μακριά είδα ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Έπρεπε να το παίξω σωστά. Έκανα νόημα να σταματήσουν να με πάρουν πριν με προλάβουν τα σκυλιά. Ευτυχώς για καλή μου τύχη σταμάτησαν.

«Που πηγαίνεις φίλε μου;» μου είπε ο οδηγός. « Α, εσύ είσαι το ψάρι ο Δερμεντζόγλου. Τι κάνεις εδώ;»

«Να σου πω μέσα;» είπα στον ασυρματιστή. «Ναι, πέρνα που να σε πάω;» μου είπε και εγώ μπήκα

αμέσως μέσα, δεν είχα καιρό για χάσιμο.«Σήμερα, είχα έξοδο, έπρεπε να είμαι ήδη πίσω».«Καλά και τι κάνεις εδώ;»«Ήπια λίγο παραπάνω και έχασα τον δρόμο. Δεν θέλει και

πολύ».«Ναι, έχεις δίκιο».«Εσύ;»«Εγώ μένω μόνιμα εδώ στα βόρεια ».

70

Page 72: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Πήγαινα να δω τα φιλαράκια στα σύνορα».«Καλά, επιτρέπεται;» «Όχι».«Α, καλά ».«Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να κάνουμε πάντα μόνο ό,τι

επιτρέπεται ».«Αν μπορείς».«Η αλήθεια είναι πως επειδή είμαι από δω, αισθάνομαι πιο

οικεία με όλη αυτήν την κατάσταση. Εσύ όπως σε κόβω είσαι εντελώς ψάρακας. Χαλάρωσε λίγο. Τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζεις».

«Τι εννοείς;»«Τίποτα, απλώς χαλάρωσε».«Δεν έχεις άδικο. Σε ευχαριστώ πολύ. Σου χρωστάω».«Τίποτα, άντε πήγαινε μέσα μην φας καμία ποινή» μου είπε

και έτρεξα μέσα στο στρατόπεδο. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως αυτός ο άνθρωπος ήξερε πολύ περισσότερα. Έπρεπε να τον έχω από κοντά.

Τις επόμενες μέρες όλα κυλούσαν ήρεμα σε σημείο εκνευριστικό. Έκλεινα τα ραντεβού του Βελλή και πληκτρολογούσα επιστολές και αναφορές. Κοίταζα πολύ προσεκτικά την αλληλογραφία του, άκουγα τα τηλεφωνήματα του, όμως τίποτα δεν έδειχνε ύποπτο. Σκεφτόμουν πως μάλλον είχαν κάνει κάποιο λάθος με την περίπτωση του μέχρι που έλαβε ένα περίεργο τηλεφώνημα. Αμέσως, μου έκανε νόημα να βγω έξω. Εγώ υπάκουσα αμέσως για να μην κινήσω υποψίες και έκατσα στο έξω γραφείο. Μετά από μισή ώρα, βγήκε έξω να με ψάξει.

«Έλα μέσα».«Μάλιστα κύριε». Μάταια περίμενα να μου αναθέσει κάτι

νέο, οπότε το τηλεφώνημα ήταν προσωπικό. Το απόγευμα θα μάθαινα. Είχα αφήσει ανοικτό το δέκτη δεμένο κάτω από τη σούστα του κρεβατιού, όπως άλλωστε κάθε μέρα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσα να παρακολουθώ τα τηλεφωνήματα του.

71

Page 73: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Αύριο, είναι η μέρα» του είπε μια βαθειά αντρική φωνή με προφορά.

«Πως θα το κάνουμε; Δεν θέλω με τον ίδιο τρόπο ».«Το έχω κανονίσει ».«Είσαι σίγουρος;»«Ναι».«Ώρα;»«11:00».«Θα τον έχω εκεί».

Είπαν και έκλεισε η γραμμή. Αυτό που έπρεπε να κάνω είναι να τον παρακολουθώ συνέχεια και να ειδοποιήσω τον Σπυριδάκη. Όλη μέρα ήταν αμίλητος και με είχε φορτώσει ένα σωρό εργασίες. Μόλις τελείωσα πήγα και έκατσα έξω από το σπίτι του. Αν έφευγε θα τον ακολουθούσα, όμως είχα κάνει ένα λάθος. Έπρεπε να έχω βάλει κοριό και στο σπίτι του, δεν είχα βρει την ευκαιρία καθώς ήμουν μόνος μου. Δεν είχα όμως άλλο χρόνο, έπρεπε να μάθω με ποιον θα επικοινωνούσε, ποιόν θα «είχε εκεί».

Άρχισε να κλείνει τα φώτα. Μόλις τον έπαιρνε ο ύπνος θα πήγαινα μέσα και θα του έβαζα κοριό και σε εκείνη την γραμμή. Ήδη το κινητό του το είχα αντικαταστήσει με ένα άλλο για να μπορώ να ακούω όλες του τις συνομιλίες.

Το σχέδιο μου το ανέτρεψε ένα αυτοκίνητο που παρκάρισε στην είσοδο του σπιτιού. Μία γυναικεία φιγούρα βγήκε από το αυτοκίνητο σκορπώντας ένα βαρύ άρωμα. Όσο πλησίασε προς την πόρτα τόσο συνειδητοποιούσα πως την γνώριζα. Ήταν η Αντζέλικα, η καλύτερη του στρατοπέδου. Όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο για εκείνη. Από όλους έβγαζε λεφτά. Δεν περίμενα όμως πως θα έκανε κατ’οίκον επισκέψεις στον Βελλή. Έπρεπε να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου δινόταν. Πριν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα, πήγα από πίσω της και της έπιασα το στόμα. Εκείνη με πάλεψε αλλά σιγά σιγά της έσφιγγα τον λαιμό με το μπράτσο μου για να πάει με τα νερά μου. Την έσυρα στον κήπο του σπιτιού πίσω από ένα μεγάλο δέντρο. Την γύρισα απότομα προς το μέρος μου.

72

Page 74: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Μην βγάλεις άχνα» της είπα και εκείνη μου έγνεψε θετικά. Μόλις όμως της έβγαλα το χέρι πήγε να φωνάξει για βοήθεια. Αμέσως της έκλεισα με το χέρι μου το στόμα ξανά, την στρίμωξα και έπιασα τον σουγιά μου.

«Αν ξανακάνεις τέτοια εξυπνάδα θα φύγεις από δω με σημάδι» της είπα έχοντας την λεπίδα μου πάνω στο μάγουλο της. Εκείνη έγνεψε θετικά και τότε έβγαλα πάλι το χέρι μου. «Θέλω να τον βγάλεις για πέντε λεπτά έξω και να αφήσεις ανοιχτή την μπαλκονόπορτα»

«Γιατί τι θέλεις να κάνεις;»«Δεν σε αφορά και όσα λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο

για σένα ».«Και αν δεν το κάνω;»«Μην με δοκιμάζεις. Δεν θες να ξέρεις μέχρι που είμαι

ικανός να φτάσω. Κάνε αυτό που σου λέω και κανένας δεν θα πάθει τίποτα » της είπα όσο πιο απειλητικά μπορούσα. Το κόλπο μου πέτυχε καθώς την ένιωθα να τρέμει πάνω μου, την είχα τρομοκρατήσει. Μου έγνεψε θετικά και την άφησα να φύγει. Αργά πήγε μέχρι την πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Σχεδόν αμέσως της άνοιξε ο Βελλής φορώντας μια ρόμπα. Πήγα γρήγορα από την άλλη πλευρά του σπιτιού εκεί που ήταν οι μπαλκονόπορτες της βεράντας. Πολύ προσεκτικά σκαρφάλωσα στην βεράντα και με την πλάτη μου στον τοίχο πλησίασα όσο πιο κοντά μπορούσα.

«Γλυκέ μου κάτσε να ανοίξω την πόρτα να αλλάξει λίγο ο αέρας, μυρίζει κλεισούρα ».

«Μα άσε την πόρτα και έλα τώρα κοντά».«Πω πω , γλυκέ μου ξέχασα κάτι στο αυτοκίνητο».«Έλα εδώ τώρα είπα. Δεν σε πληρώνω για να καθυστερείς».«Γλυκέ μου, ξέχασα να πάρω μαζί ένα παιχνίδι, έλα μαζί

μου, δεν θα το μετανιώσεις» την άκουσα να του λέει γλυκά και παιχνιδιάρικα και αηδίασα. Έτσι θα έλεγε και η Κική στους δικούς της πελάτες. Μόλις απομακρύνθηκαν μπήκα μέσα και έψαξα να βρω το τηλέφωνο. Για κακή μου τύχη έπρεπε να βγω από την κρεβατοκάμαρα για να το αναζητήσω. Ανέβηκα την εσωτερική σκάλα και πήγα στο γραφείο του. Μόλις το βρήκα έβαλα τον κοριό

73

Page 75: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και αμέσως άρχισα να ψάχνω τα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Το μόνο που είχε πάνω ήταν έναν αριθμό τηλεφώνου και το όνομα «Τάκης». Το φωτογράφισα και ετοιμάστηκα να φύγω. Μόλις πήγα να κατέβω την σκάλα άκουσα φωνές.

«Με δουλεύεις; Ε; Ήρθες μέχρι εδώ για να με κοροϊδέψεις; Ποια νομίζεις πως είσαι;» και άκουσα την Αντζέλικα να πέφτει στο πάτωμα.

«Σου το ορκίζομαι, νόμιζα πως το είχα φέρει» φώναζε κλαίγοντας. Με την άκρη του ματιού μου την είδα να σέρνεται στο πάτωμα και εκείνον να στέκεται σαν απειλητικός εκδικητής έτοιμος να αποδώσει δικαιοσύνη. Την δική του άρρωστη δικαιοσύνη σε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα.

«Άκου να δεις , σε μένα δεν περνάνε αυτά που κάνεις στους άλλους φαντάρους το κατάλαβες; Εγώ είμαι ο Συνταγματάρχης και θα κάνεις ότι σου λέω».

«Ναι γλυκέ μου, ό,τι θες» του έλεγε και προσπάθησε να σηκωθεί όρθια για να τον καλμάρει. Εκείνος όμως μεθυσμένος από την εξουσία που της ασκούσε την έσπρωξε και την έριξε πάλι κάτω για να την τραβήξει από τα μαλλιά και να τη σύρει στην κρεβατοκάμαρα. Η πόρτα έκλεισε και άνοιξε μέσα μου η δική μου πόρτα. Εκεί έκρυβα όλα μου τα συναισθήματα μίσους και εκδίκησης. Ακούγοντας την να φωνάζει και γνωρίζοντας πως δεν θα μπορούσα να την σώσω έφυγα σαν κύριος από την είσοδο. Αυτόν τον άνθρωπο θα τον σκότωνα. Μετά την αποστολή, θα τον σκότωνα. Αφού δεν υπήρχε κανείς να τον δικάσει, το είχα κάνει εγώ και η ποινή του ήταν ο θάνατος. Όσο απομακρυνόμουν σκέφτηκα πως υπήρχε κάτι μικρό να κάνω. Πήρα μια πέτρα, την πέταξα με όλη μου την δύναμη πάνω στο τζάμι και άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μετά από μερικές μέρες έμαθα πως η Αντζέλικα είχε πάει στην μητέρα της για λίγες μέρες. Όταν έλεγαν αυτό σήμαινε πως ή ήταν στο νοσοκομείο ή την είχαν εξαφανίσει.

Ο Συνταγματάρχης την επόμενη μέρα ήρθε στο γραφείο του σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Μου είπε να κάνω τις καθιερωμένες αγγαρείες. Από την προηγούμενη μέρα προσπαθούσα να μιλήσω με τον Σπυριδάκη αλλά δεν τον έβρισκα πουθενά. Άφηνα

74

Page 76: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

συνέχεια το όνομα μου αλλά δεν επικοινωνούσε μαζί μου και είχα αρχίσει να ανησυχώ. Είχα μαγνητοφωνήσει όλες τις συνομιλίες του μέχρι εκείνη την ημέρα και τις είχα βάλει σε έναν φάκελο. Αυτόν τον φάκελο ήθελα να τον ταχυδρομήσω στον Σπυριδάκη αλλά τελικά αποφάσισα να γράψω την διεύθυνση της σχολής του αδερφού μου. Έπρεπε κάποιος να έχει κάποιο αρχείο με το τι γίνεται εδώ πάνω.

«Δερμεντζόγλου».Σηκώθηκα από το γραφείο μου και είπα με το βλέμμα

καρφωμένο στον τοίχο σαν καλός στρατιώτης. «Μάλιστα κύριε». «Ήρθα να δω τι κάνεις».«Υπολοχαγέ;» «Έχουμε ησυχία;»«Μάλιστα , ο Συνταγματάρχης έχει πάει να επιβλέψει

κάποιες εργασίες ».«Θέλω πλήρη αναφορά».«Σας ψάχνω ασταμάτητα από χθες. Άφησα πάρα πολλές

φορές το όνομα μου. Έχουμε ενισχύσεις;»«Τι ενισχύσεις;»«Σήμερα θα γίνει. Τον πήραν χθες τηλέφωνο. Χρειάζεται

παρακολούθηση. Δεν μπορώ μόνος μου ».«Έχεις μαζέψει στοιχεία;»«Μόνο την συνομιλία του την χθεσινή και ό,τι έχει πει

σήμερα που δεν έχω προλάβει να ακούσω».«Έχεις μιλήσει με κανέναν για αυτό;»«Όχι».«Μπράβο στρατιώτη. Καλή δουλειά. Από εδώ και πέρα,

αναλαμβάνω εγώ. Θα τον παρακολουθήσω και θα τον πιάσω επ’ αυτοφώρω με την βοήθεια της αστυνομίας. Μην μιλήσεις σε κανέναν και χάσουμε το προβάδισμα του αιφνιδιασμού ».

«Μα;»«Άσε το πάνω μου. Εσύ έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις.

Από εδώ και πέρα θα το αναλάβω εγώ. Εσύ αύριο μην έρθεις. Από αύριο πετάς για Αθήνα και σε μερικές μέρες θα είσαι ελεύθερο πουλί. Ξεκίνα να ονειρεύεσαι στρατιώτη» μου είπε και έφυγε

75

Page 77: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ικανοποιημένος. Εγώ μόνο ήσυχος δεν έμεινα. Δεν είχα καμία επιβεβαίωση πως αυτός ο άνθρωπος θα είχε την τιμωρία που του άξιζε. Μετά την λήξη της βάρδιας μου πήγα αμέσως για να ακούσω τις συνομιλίες του. Το μόνο που είπε και με ενδιέφερε ήταν για συνάντηση στο ποτάμι, κοντά στο εγκαταλελειμμένο φυλάκιο στις 11 το βράδυ. Ήξερα πως υπήρχαν μερικά φυλάκια που γέμιζαν μόνο όταν η χώρα βρισκόταν σε ετοιμότητα για πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτό όμως που δεν γνώριζα ήταν σε ποιο από όλα είχαν συνάντηση.

Είχα ακούσει διάφορες φήμες μέσα στο στρατόπεδο. Μου είχαν πει πως περνούσαν τους μετανάστες απέναντι οι Τούρκοι με ένα εκατομμύριο δραχμές το κεφάλι. Προτιμούσαν να τους φέρνουν απέναντι με τις βάρκες και να τους παρατάνε στην ακτή. Μετά οι μετανάστες έβρισκαν τα πιο κοντινά χωριά και πήγαιναν να παραδοθούν στην αστυνομία. Εκεί τους απογράφουν και τους πηγαίνουν στα κέντρα κράτησης. Οι περισσότεροι δηλώνουν πολίτες μιας χώρας που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση για να μπορούν να ζητήσουν άσυλο. Δεν είχα καταλάβει όμως ακριβώς σε τι μπορεί να εμπλεκόταν ο Βελλής και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω από δω χωρίς να μάθω.

Το βράδυ ήμουν έξω από το σπίτι του από τις 09:30. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, γεμάτη υγρασία. Μαζί μου είχα πάρει έναν φακό και ένα μαχαίρι, δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο. Περίμενα υπομονετικά, σήμερα θα έκανε την κίνηση του. Δεν είχα σχέδιο, μόνο στόχο. Αυτή θα ήταν η τελευταία του νύχτα.

Μετά από αρκετή ώρα αναμονής είδα από μακριά τα φώτα ενός αυτοκινήτου να σκίζουν το σκοτάδι και να έρχονται στο σπίτι. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και από μέσα βγήκε μια ψιλή αντρική φιγούρα. Χτύπησε απαλά την πόρτα του σπιτιού με το χέρι του και περίμενε. Μετά από λίγα λεπτά βγήκε ο Βελλής έξω και μαζί μπήκαν στο αυτοκίνητο. Εγώ είχα έρθει με ένα ποδήλατο που είχα αρπάξει από το χωριό. Οι δρόμοι ήταν τόσο χάλια και το ποτάμι τόσο κοντά που δεν υπήρχε περίπτωση να τον χάσω.

Σε λίγα μόνο λεπτά βρέθηκα πίσω από κάτι θάμνους να κοιτάζω τον Βελλή με τον συνοδό του. Προφανώς περίμεναν την

76

Page 78: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

βάρκα. Είχαν ανάψει ένα τσιγάρο και είχαν πιάσει την κουβέντα. Μέσα σε τόση ησυχία, μπορούσα να ακούσω τι λένε.

«Πολύ αργεί»«Έχεις δίκαιο έπρεπε να είναι ήδη εδώ».«Τον άλλον τον ξεφορτώθηκες;»«Δεν θα είναι πρόβλημα. Αύριο θα πάει σπίτι του».«Τον έπεισες;»«Δεν νομίζω πως είχε σημασία. Αυτό που ήθελε εξαρχής

ήταν την ελευθερία του».«Άντε να σηκωθεί να φύγει γιατί με είχε κουράσει. Έπρεπε

να μην λέω λέξη και να είμαι πολύ προσεκτικός. Ένιωθα πως δίπλα μου είχα ένα αρπακτικό. Μερικές φορές έπαιρνε και αυτό το σκοτεινό βλέμμα που με ανατρίχιαζε. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο τον έβαλες μες στα πόδια μου».

«Γιατί σε είχαν βάλει στο μάτι. Τι ήθελες και εσύ τα ταξίδια στο εξωτερικό; Δεν είπαμε να είμαστε χαμηλών τόνων; Ήταν αναγκαίο να ρίξω στάχτη στα μάτια. Αυτός ήταν ό,τι έπρεπε ».

«Καλά άσε τον αυτόν. Εγώ έπρεπε να είμαι εδώ σήμερα; Τι με θέλει ο Τούρκος;»

«Μάλλον να σε ρωτήσει για τα χαρτιά».«Δεν του είπες πως αυτό είναι επικίνδυνο;»«Τι να σου πω. Ήθελε να σε δει από κοντά» .«Με τα λεφτά τι έκανες; »«Τα κανόνισα όπως είπαμε» .«Λέγε, αναλυτικά ».«Πήρα την ταρίφα του ενός εκατομμυρίου το κεφάλι συν

άλλο ένα για να πάρουν τα έγγραφα. Τα έβαλα στην θυρίδα».«Όλα; Τον άλλον τον πλήρωσες;»«Ποιόν τον Τούρκο ή τον δικό μας;»«Και τους δύο».«Μετά. Κάτσε να πάνε όλα καλά » είπαν και σώπασαν.

Τώρα τα είχα καταλάβει όλα. Ο Σπυριδάκης ήταν και εκείνος μέσα στο κόλπο. Εγώ ήμουν απλώς μία βιτρίνα ώστε εκείνος να φαίνεται πως κάνει καλά την δουλειά του. Δεν με πείραζε βέβαια αυτό. Δεν με ενδιέφερε η δικαιοσύνη στον στρατό, ούτε οι μετανάστες, ούτε

77

Page 79: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και οι διακινητές τους. Εμένα με ενδιέφερε μόνο η εκδίκηση. Τύποι σαν και εκείνον έφτασαν την Κική σε αυτό το σημείο. Κάποιος έπρεπε να πληρώσει. Ας ήταν ο Βελλής.

Άκουσα τον θόρυβο της βάρκας μέσα στη νύχτα, το ίδιο και οι άλλοι. Πλησίασαν προς το μέρος της βάρκας και εγώ βρήκα την ευκαιρία και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο. Μπορούσα να ακούσω το σύρσιμο της βάρκας πάνω στην στεριά. Όσο πιο διακριτικά μπορούσα σήκωσα λίγο το κεφάλι μου. Υπήρχαν φακοί και μπορούσα να διακρίνω πρόσωπα. Ο μεταφορέας ήταν ο ασυρματιστής μαζί με έναν Τούρκο και αυτό δεν μου ήταν μεγάλη έκπληξη. Δίπλα του στεκόταν καμιά δεκαπενταριά ταλαίπωροι μελαψοί άνθρωποι. Μαζί με την μυρωδιά του ποταμού μπορούσα να μυρίσω την ελπίδα τους, την απελπισία τους, τον φόβο τους και την λύτρωση τους. Νόμιζαν πως φτάνοντας εδώ τελείωναν τα βάσανα τους. Δεν φανταζόταν όμως πως για πολλούς μόλις άρχιζαν. Με το βλέμμα καρφωμένο κάτω λες και ο Βελλής ήταν κάποιος μεγάλος βασιλιάς και εκείνοι οι δουλοπάροικοι περίμεναν να τους δώσει τα χαρτιά. Αν αυτά βέβαια ήταν αληθινά και όχι πλαστά θα το μάθαιναν πολύ αργότερα.

Έμειναν οι μετανάστες πίσω για να συνεχίσουν το ταξίδι τους με τα πόδια και οι άλλοι αφού μίλησαν λιγάκι ξεκίνησαν για το αυτοκίνητο. Εγώ είχα μπει αθόρυβα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ελπίζοντας να μην έρθει ο ασυρματιστής μαζί. Όμως όχι, δεν ήμουν τυχερός. Όσο πλησίαζαν, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και έσφιγγα τον σουγιά στο χέρι μου. Αυτό που ακολούθησε δεν μπορούσα να το έχω προβλέψει.

Ο Τούρκος άρχισε να φωνάζει στους Έλληνες και ξαφνικά έβγαλε ένα όπλο. Όλοι σήκωσαν ψηλά τα χέρια και οι μετανάστες φάνηκαν να φοβούνται. Του μιλούσαν στην γλώσσα του αλλά εκείνος ήταν πολύ εκνευρισμένος και τους έκανε έντονα νοήματα με τα χέρια του για να σωπάσουν. Σε κάποια στιγμή ένας του απέσπασε την προσοχή και με μια γρήγορα κίνηση ο Σπυριδάκης έβγαλε το όπλο του και τον πυροβόλησε.

Όμως αυτό μετατράπηκε σε μια αλυσίδα γεγονότων που έγινε τόσο γρήγορα , που δεν πρόλαβα να ανοιγοκλείσω τα μάτια

78

Page 80: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μου. Ο Τούρκος πέφτοντας πυροβόλησε τον Σπυριδάκη και τον ασυρματιστή. Ο Βελλής άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου για να μπει στο αυτοκίνητο και να σωθεί. Πίσω του έτρεχε ένας μετανάστης για να τον πιάσει. Με μια βουτιά τον έπιασε και τον έριξε κάτω στις λάσπες. Άρχισαν να παλεύουν σαν άγρια θηρία. Ο Βελλής όμως φανερά υπερτερούσε του μετανάστη και άρχισε να τον χτυπάει πρώτα στην κοιλιά και μετά του έδινε απανωτές γροθιές στο πρόσωπο. Παρόλο που ο άντρας είχε χάσει τις αισθήσεις του, εκείνος συνέχιζε να τον χτυπάει με λύσσα μέχρι που γέμισε ολόκληρος με αίματα. Μεθυσμένος από την οργή και την αδρεναλίνη μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε τη μηχανή για να φύγει αδιαφορώντας για το τι θα απογίνουν όλοι.

Εγώ παρέμεινα στο πίσω κάθισμα και περίμενα να απομακρυνθεί από εκεί. Με τόσους πυροβολισμούς και τους στρατιώτες να φυλάνε σκοπιά ήταν θέμα χρόνου να μας εντοπίσουν. Άκουγα την λαχανιασμένη του αναπνοή, μπορούσα να μυρίσω την αγωνία του και έκανα υπομονή να έρθει η σειρά μου.

«Δεν είσαι μόνος σου» του είπα και του έβαλα το σουγιά στο λαιμό καθώς οδηγούσε. Εκείνος τρόμαξε και έκανε μια στραβοτιμονιά αλλά γρήγορα επανήλθε.

«Μην κοιτάς από τον καθρέπτη».«Τι θέλεις από μένα; Λεφτά; Έχω αρκετά. Πάμε σπίτι να

σου τα δώσω».«Στρίψε».«Που; Εδώ; Είναι μόνο χωράφια».«Δεν πειράζει. Στρίψε τώρα» του φώναξα προσπαθώντας να

αλλάξω λίγο τη φωνή μου. «Σταμάτα εδώ. Άσε τη μηχανή αναμμένη». Σαν φοβισμένος ποντικός άκουγε τις εντολές μου. Άλλαξα χέρι το μαχαίρι και άνοιξα πρώτα τη δική μου πόρτα για να βγω έξω. Εκεί εκμεταλλεύτηκε το κενό των δευτερολέπτων και άνοιξε απότομα την πόρτα του, με χτύπησε στο κεφάλι και πήγε να μπει πάλι μέσα στο αυτοκίνητο για να φύγει. Εγώ όπως ήμουν πεσμένος κάτω, τον έπιασα από το πόδι με το ένα χέρι και με το άλλο του κάρφωσα το σουγιά. Η κραυγή του αντιλάλησε σε όλο το χωράφι, όμως δεν υπήρχε κανείς για να τον ακούσει. Το μόνο που

79

Page 81: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ακούστηκε ήταν το πέταγμα μερικών πουλιών που ξεσηκώθηκαν από την φωνή που έσκισε την νύχτα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τον είχα πιάσει από το λαιμό και εκείνος πάλευε να ελευθερωθεί, μέσα στο σκοτάδι δεν με είχε αναγνωρίσει. Το μόνο που μπορούσε να ψελλίσει ήταν «Γιατί;» Σαν γροθιά εκείνη η λέξη έσκασε στο πρόσωπο μου και ασυνείδητα χαλάρωσα τα χέρια μου. Ήταν δυνατόν να μην γνωρίζει γιατί; Μετά από όλο το κακό που είχε κάνει και συνέχιζε να κάνει δεν ήξερε το λόγο;

Χωρίς να προλάβω να αντιδράσω μου πήρε το σουγιά από το χέρι και στην προσπάθεια μου να τον πάρω πίσω με μαχαίρωσε στην κοιλιά. Εγώ όμως δεν το έβαλα κάτω. Παρόλο που ο πόνος μου είχε μουδιάσει το μυαλό, πήρα από κάτω μία πέτρα και τον χτύπησα στο κεφάλι. Ξανά και ξανά μέχρι που ο Βελλής δεν κινούνταν πια. Η εκδίκηση μου είχε ολοκληρωθεί, ο στόχος ήταν πια νεκρός.

Εγώ όμως έπρεπε να συγκεντρωθώ και να ανακτήσω τον έλεγχο της κατάστασης. Σκούπισα τα αποτυπώματα μου από το σουγιά. Έπρεπε να φανεί πως είχα δεχθεί επίθεση. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πήρα την πέτρα και άρχισα να χτυπάω το κεφάλι μου. Πόνεσα αρκετά αλλά έπρεπε να το κάνω. Με τα αίματα στο πρόσωπο μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο, το έβαλα μπροστά και πήγα στην άκρη του δρόμου. Εκεί με ανοιχτά τα φώτα και τις πόρτες λιποθύμησα πάνω στο τιμόνι.

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Γύρω μου υπήρχαν πολλοί στρατιωτικοί και με κοιτούσαν. Έπρεπε να κατασκευάσω άμεσα μια ιστορία.

«Επιτέλους» αναφώνησε ένας ο οποίος δεν είχα δει ποτέ μου. «Τώρα θα πάρουμε τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε. Παιδί μου είσαι καλά;»

«Μάλλον» απάντησα και με το βλέμμα μου έψαχνα το γιατρό. Πήγα να σηκωθώ λίγο πιο όρθιος αλλά ένας πόνος στην κοιλιά με καθήλωσε. Ο μπάσταρδος ο Βελλής με είχε μαχαιρώσει για τα καλά και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει.

«Λέγε». «Δεν θυμάμαι, τα πάντα είναι θολά» είπα και αμέσως ήρθε

ένας γιατρός και εξέτασε τις κόρες των ματιών μου.

80

Page 82: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Αφήστε τον να ξεκουραστεί. Είναι αρκετό συχνό φαινόμενο μετά από χτύπημα στο κεφάλι, ή ένα τραυματικό γεγονός να παρουσιάζει μερική έλλειψη μνήμης. Μην ανησυχείτε όμως, πιστεύω πως θα επανέλθει σύντομα »είπε ο γιατρός με μεγάλη επισημότητα και όλοι αυτοί που ήταν από πάνω μου έκαναν ένα βήμα πίσω με ύφος μεγάλης δυσαρέσκειας.

«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας βοηθήσω» τους είπα με ένα ύφος όλο αθωότητα αλλά στην ουσία έπρεπε να κερδίσω χρόνο. Έπρεπε να μάθαινα τι έγινε με τους άλλους και να κατασκεύαζα την πιο πειστική ιστορία που γινόταν. Δεν είχα κανένα σκοπό να πήγαινα πάλι φυλακή. Μία φορά ήταν αρκετή , δεν χρειαζόμουν δεύτερη. Όλοι τους αποχώρησαν με βαριά βήματα και γεμάτοι εκνευρισμό. Μου έβαλαν δύο στρατονόμους έξω από τον θάλαμο. Με είχαν μόνο μου, τα διπλανά κρεβάτια ήταν άδεια. Το καταλάβαινα πως με υποψιάζονταν, το έβλεπα στα βλέμματα τους και ήξερα πως δεν θα γλύτωνα εύκολα. Δεν ήξερα και κάποιον στρατονόμο για να λαδώσω ή έστω να του τάξω κάτι. Αν ανήκαν στους αδιάφθορους θα είχα σίγουρη την κατηγορία για απόπειρα δωροδοκίας.

Μετά από λίγη ώρα, ήρθε μια νοσοκόμα να μου αλλάξει επίδεσμο στο κεφάλι. Ήταν ψιλή, με ωραία γλυκά μάτια και με ένα λαμπερό πρόσωπο. Η φωνή της ήταν ήρεμη, κατευναστική και έμοιαζε πραγματικά να ενδιαφέρεται για τους ασθενείς της. Μπήκε μέσα με απαλά βήματα και με ήπιες κινήσεις , με μεγάλη προσοχή να μη με πονέσει, λες και είχε ένα σπασμένο βάζο στα χέρια της άρχισε να μου βγάζει τον επίδεσμο.

«Πως νιώθεις;» μου είπε ήρεμα.«Σωματικά, ξέρετε καλύτερα από εμένα. Έχω όμως μεγάλη

αγωνία για τους άλλους».«Δεν επιτρέπεται να συζητήσω μαζί σου τέτοια θέματα» μου

είπε συνωμοτικά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους στρατονόμους που παρακολουθούσαν έξω.

«Σε παρακαλώ, έμαθα πως υπήρχαν τραυματισμοί, πες μου. Δεν θυμάμαι που δεν θυμάμαι, αν κάποιος δεν μου δώσει έστω ένα στοιχείο πως θα ρίξω φως μέσα στο σκοτάδι μου;» της είπα ικετευτικά.

81

Page 83: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν ξέρω τι θυμάσαι, πάντως είναι όλοι νεκροί» μου είπε μόλις τελείωσε αυτό που έκανε και έφυγε αμέσως πριν προλάβω να αντιδράσω. Αυτό σήμαινε πως μπορούσα να πω ότι θέλω, όπως το θέλω.

Μετά από μία μέρα απομόνωσης είπα στους στρατονόμους πως άρχισα να θυμάμαι. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, λες και είχαν κατασκηνώσει απέξω από το νοσοκομείο ήρθαν για να μου πάρουν κατάθεση. Με όλη την επισημότητα και την γραφειοκρατία εισέβαλλε ο νόμος στο θάλαμο μου.

«Ο κύριος Σπυριδάκης έκλεισε μαζί μου μια συμφωνία εκ μέρους του ανωτέρου του. Έπρεπε να αποκαλύψω το ρόλο του Βελλή. Ο Βελλής έφερνε μετανάστες, τους περνούσε από τα σύνορα και τους έδινε πλαστά χαρτιά έναντι μεγάλης αμοιβής. Ο ρόλος μου ήταν να τον ξεσκεπάσω. Μετά από έντονη παρακολούθηση από μέρος μου, τον πλησίασα αρκετά ώστε να με εμπιστευτεί. Χθες το βράδυ θα γινόταν η επιχείρηση. Με πήρε μαζί του και μου είπε να περιμένω στο αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα. Πήγε να συνεννοηθεί για την πληρωμή αλλά τσακώθηκε με τον Τούρκο ο οποίος άρχισε να πυροβολεί κάτι άλλους στρατιώτες που βρισκόντουσαν εκεί. Εγώ δεν μπόρεσα να δω τα πρόσωπα τους γιατί ήταν πολύ σκοτεινά. Μετά, αφού άφησε τους μετανάστες να φύγουν, πήρε όμηρο τον Βελλή και μπήκαν στο αυτοκίνητο του. Εγώ έμεινα κρυμμένος στο πίσω κάθισμα μέχρι που βρήκα την ευκαιρία και προσπάθησα να τον αφοπλίσω. Τότε εκείνος αντέδρασε και πάνω στην πάλη βρεθήκαμε στα χωράφια. Όρμησε έξω και με την απειλή του όπλου με τράβηξε έξω από το αυτοκίνητο, πήρε μια πέτρα και με χτύπησε στο κεφάλι. Μετά έχασα τις αισθήσεις μου και όταν τις ξαναβρήκα είδα τον Βελλή πεσμένο. Προσπάθησα με όλη μου τη δύναμη να τον κουβαλήσω και τον έβαλα στο αυτοκίνητο. Ήθελα να βγω στο δρόμο μήπως μας βοηθήσει κάποιος. Μετά έχασα πάλι τις αισθήσεις μου και όταν ξύπνησα βρισκόμουν εδώ ».

«Μπορείς να περιγράψεις τον Τούρκο;»«Λυπάμαι, ήταν πολύ σκοτεινά και την περισσότερη ώρα

ήμουν κρυμμένος».

82

Page 84: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν έχετε άλλα στοιχεία;» ρώτησα δήθεν με απορία. Έπρεπε για την ερμηνεία μου να έπαιρνα Όσκαρ.

«Πιάσαμε κάποιους από τους λαθρομετανάστες αλλά κρατάνε τα στόματα τους κλειστά. Είναι πολύ φοβισμένοι» μου είπε ο στρατονόμος με το κοντό, μουστάκι και τα στρογγυλά γυαλιά. «Δεν νομίζω πως έχω κάτι άλλο για τώρα» μου είπε και έφυγε απογοητευμένος. Είχα καλύψει πολύ καλά τα ίχνη μου, δεν μπορούσαν να με βρουν πουθενά. Δεν υπήρχε κάποιος αυτόπτης μάρτυρας, δεν είχα κάποιο κίνητρο, δεν υπήρχαν αποτυπώματα μου. Το μόνο που έμεινε ήταν να επιβεβαιώσουν την ιστορία μου από τον άγνωστο σε μένα ανώτερο του Σπυριδάκη. Σίγουρα θα είχαν τα μέσα για να μάθουν πως όντως εκπαιδεύτηκα για να τον ξεσκεπάσω και ήμουν με τους καλούς.

Την επόμενη μέρα εκείνοι που με φρουρούσαν 24 ώρες έφυγαν. Φαίνεται πως ο κίνδυνος είχε εξαφανιστεί. Την μεγαλύτερη έκπληξη όμως την είχα όταν ήρθε μια επίσκεψη.

«Πάνο;»«Τι έγινε βρε θηρίο; Πως τα κατάφερες;» μου είπε με ένα

μεγάλο χαμόγελο και με αγκάλιασε. Χάρηκα τόσο που τον είδα, ένιωσα σαν να πήρα μια φρέσκια αναπνοή που μου γέμισε με καθαρό αέρα όλο μου τον πνεύμονα.

«Δεν έχω δουλειά εγώ με αστυνομικά. Αυτά είναι δικά σου κατατόπια. Έμαθες τι έγινε ε; »

«Ναι με ενημέρωσαν εχθές και πήρα το πρώτο αεροπλάνο και ήρθα. Θέλω να πιστεύω πως λες την απόλυτη αλήθεια και δεν ρισκάρισα τον λαιμό μου και την σταδιοδρομία μου άσκοπα ε;» μου είπε και με κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα. Εκείνο της καχυποψίας. Με είχε κοιτάξει άλλη μια φορά έτσι, μετά τον θάνατο της Κικής.

«Ναι, σου ορκίζομαι. Είπα σε όλους την αλήθεια. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Δεν έχω κρύψει τίποτα, γιατί να το κάνω άλλωστε; Δεν έχω κάποιον λόγο».

«Θα σε αφήσουν να φύγεις αλλά μόνο με την επιτήρηση μου. Είσαι τυχερός που έχω μεγάλες διασυνδέσεις μέσω της σχολής αλλιώς δεν ξέρω πως θα ξέμπλεκες από εδώ».

83

Page 85: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Οπότε τέλειωσα;» θυμάμαι να του λέω με ανακούφιση.«Ναι δικέ μου, τέλος». Μου ανακοίνωσε με ένα χαμόγελο

μέχρι τα αυτιά. Αυτός ήταν ο αδερφός μου, που μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό. Η καλή μου εκδοχή, η καλή μου ψυχή. «Τώρα θα μπορέσεις να κάνεις μια νέα αρχή. Έχω κάποια χρήματα οπότε ίσως μπορέσεις να μείνεις κάπου μέχρι να τελειώσω τη σχολή και να μείνουμε μαζί. Μόνοι μας, οι δυο μας χωρίς ανάδοχες καταστάσεις. Μόνο εγώ και εσύ». Μου είπε χαμογελαστός και μπορούσα να νιώσω την ζεστασιά του μέχρι την καρδιά μου.

«Αυτό θα είναι τέλειο, πραγματικά έτσι θα είμαι ευτυχισμένος».

«Πριν ευτυχίσεις πολύ όμως έχω να σου δώσω κάτι» μου είπε και έβγαλε από την εσωτερική τσέπη της στολής του ένα ροζ δεμένο τετράδιο.

«Τι είναι αυτό;»«Σκέφτηκα πως μέχρι να βγεις από εδώ και να τελειώσει η

γραφειοκρατία για να αφεθείς θα ήταν καλό να διάβαζες κάτι. Έβαλα τον αστυνόμο να με βοηθήσει. Βρήκα μέσα στα αρχεία της αστυνομίας ένα στοιχείο από ένα έγκλημα ».

«Τι έγκλημα;»«Τη δολοφονία του Στράτου Διαμαντίδη».«Οκ…»«Του πατέρα μας» μου είπε με μια ήρεμη φωνή και εγώ

έμεινα να τον κοιτάζω σαστισμένος. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και το μυαλό μου έμοιαζε να έχει σταματήσει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα, είχα αδειάσει. Έμοιαζε να έχει παγώσει ο χρόνος στο άκουσμα του φόνου του πατέρα μας. Πήρα το ροζ τετράδιο, το οποίο το είχαν ζωγραφίσει εξωτερικά με διάφορα μικρά λουλουδάκια. Έμοιαζε σαν ημερολόγιο ενός κοριτσιού και όχι στοιχεία δολοφονίας. Το πήρα σβησμένος στα χέρια μου, δεν ήξερα αν έπρεπε να το κοιτάξω ή όχι. Δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να μάθω ή όχι. Αν ήθελα να μάθω. Ποιος ήταν ο συνένοχος της εγκατάλειψης μας; Άραγε ήξερε πως υπήρχαμε ή πέθανε πριν το μάθει;

84

Page 86: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

3 Μαρτίου

Αγαπητό μου ημερολόγιο, σήμερα είναι η πρώτη μέρα που σε κρατάω στα χέρια μου. Μιας και δεν έχω καμία κολλητή φιλενάδα και οι γονείς μου δεν με καταλαβαίνουν, θα μοιράζομαι μαζί σου τις σκέψεις μου.

Εδώ στο σπίτι τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Ο πατέρας μου λείπει όλη μέρα στην οικοδομή και όταν έρχεται έχει πολλά νεύρα και ξεσπάει πάνω σε εμένα και στην μαμά. Καμιά φορά όταν πιεί και λίγο παραπάνω μας δέρνει και τις δύο. Αλλά η μαμά μου είπε να μη δίνουμε καμία σημασία γιατί είναι κουρασμένος και φέρνει στο σπίτι μας φαγητό. Πρέπει πάντα να σεβόμαστε και να υπηρετούμε εκείνον που φέρνει φαγητό στο σπίτι μας.

Ξέρω πως είμαι μικρή ακόμα, μόνο 12 χρονών αλλά μόλις μεγαλώσω θα γίνω σπουδαία. Αυτό πιστεύω κι ας μου λέει ο μπαμπάς πως είμαι γεννημένη για να υπηρετώ και να μην κάνω όνειρα. «Τα γράμματα δεν τρώγονται» μου λέει κάθε μέρα με εκείνο το ύφος που δείχνει πως τα γνωρίζει όλα. Μόνο η μαμά μου με καταλαβαίνει και πιστεύει κρυφά σε εμένα. Μου λέει πως πρέπει να διαβάζω και να σπουδάσω για να μη γίνω σαν εκείνη. Να μπορώ να φέρω φαγητό στο σπίτι και να μη έχω ανάγκη κανέναν.

85

Page 87: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

6 Δεκεμβρίου

Πάνε τέσσερα χρόνια που σε πήρα πρώτη φορά στα χέρια μου. Δεν μπόρεσα τότε να γράψω τις σκέψεις μου. Την πρώτη κιόλας μέρα σε πήρε η μάνα μου από τα χέρια μου και σε έκρυψε. Απορώ πως δεν σε έσκισε. Τώρα όμως σε βρήκα. Μακάρι να μη σε έβρισκα ποτέ μου. Μαζεύοντας τα ρούχα της, βρέθηκες. Σε είχε βάλει κάτω από τα κοσμήματα της γιαγιάς. Τώρα πια είναι δικά μου, τι να τα κάνω όμως; Τίποτα δεν έχει πια σημασία. Ίσως δεν έπρεπε να ζω, πως θα τα καταφέρω; Δεν μπορώ χωρίς εκείνη. Εκείνος είναι σαν φάντασμα που αιωρείται μέσα στο σπίτι. Καταλαβαίνω πως υπάρχει μόνο γιατί από όπου περάσει αφήνει πίσω του την μυρωδιά της μπύρας. Μου είπε πως ήταν ένα μεγάλο ατύχημα. Ακόμα και η αστυνομία το επιβεβαιώνει. Δεν το πιστεύω όμως. Μπορεί να μην το έκανε με τα ίδια του τα χέρια, αλλά το ίδιο κάνει για μένα. Ούτως ή άλλως εκείνη αργοπέθαινε κάθε μέρα που ήταν μαζί του. Το ένιωθα στο θλιμμένο της βλέμμα, στο φόβο που είχε η ματιά της μόλις ύψωνε τη φωνή του και έσκυβε το κεφάλι της.

Κάποια μέρα θα μου το πληρώσει. Τον μισώ, δε ξέρω πως θα μείνω στο ίδιο σπίτι μαζί του. Φοβάμαι όμως. Δεν έχω χρήματα, δεν έχω τελειώσει το σχολείο, δεν έχω άλλη στέγη, δεν έχω φως. Μακάρι να την είχα κοντά μου, να μου χαμογελούσε για μια φορά, να με αγκάλιαζε και να με σκέπαζε. Να μου έδινε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο για καληνύχτα. Δεν θα της φώναζα ποτέ ξανά, θα την βοηθούσα πάντα, δεν θα άφηνα να την ξαναγγίξει. Δεν μπορώ να γράψω άλλο, δεν αντέχω τον πόνο και την θλίψη, είναι πολύ.. δεν το αντέχω…

86

Page 88: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

15 Σεπτεμβρίου

Είχα αποφασίσει να μη ξαναγράψω ποτέ. Αυτές οι λίγες γραμμές που έχω γράψει μέχρι τώρα μου φέρνουν μόνο θλίψη και τίποτα άλλο. Όμως κάτι έχει αλλάξει.

Μόλις ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια, το ήξερα. Ψηλός, αδύνατος , μελαχρινός με μαύρα μάτια και παιχνιδιάρικο βλέμμα. Ήρθε σήμερα από ένα άλλο σχολείο. Τι όμορφος που είναι… μακάρι να μου έριχνε έστω ένα μικρό βλέμμα. Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει για πρώτη φορά. Κι άλλες φορές μου άρεσαν διάφοροι αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το σημερινό. Άκουσα πως το όνομα του είναι Στράτος…

16 Σεπτεμβρίου

Είμαι απόλυτα ευτυχισμένη. Ο Στράτος σήμερα μου συστήθηκε και επισήμως. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου στο διάλλειμα. Έμαθα λίγα πράγματα για αυτόν. Είναι πιο μεγάλος από εμένα. Άργησε να πάει σχολείο και να περάσει τις τάξεις γιατί οι γονείς του είχαν μείνει για λίγο στο εξωτερικό και εκείνος έχασε μαθήματα. Οπότε είναι μεγαλύτερος μου κατά δύο χρόνια. Ιδανική διαφορά. Λέει συνέχεια αστεία και με κάνει να γελάω. Θεέ μου πόσο μου είχε λείψει να χαμογελάω, να θάβω λίγο τη μαυρίλα της ψυχής μου. Η ζωή μου άρχισε να αποκτάει επιτέλους ένα νόημα.

1 Οκτωβρίου

Κάθε μέρα κοιτάζω με αγωνία στην πρωινή προσευχή αν έχει έρθει. Έχει τρεις μέρες να φανεί. Μήπως είναι άρρωστος; Μήπως άλλαξε σχολείο; Μήπως έφυγε; Κανείς δεν έχει νέα του. Δεν μπορεί να είμαι τόσο πολύ άτυχη. Είχα μέσα μου μια χαρά.

Δεν έδινα πια σημασία στις φωνές του πατέρα μου. Απλώς τον υπέμενα μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα. Έχω τόσο κουραστεί να είμαι η γυναίκα του σπιτιού. Να πρέπει να κάνω τα πάντα και εκείνος μόνο να δουλεύει, να τρώει, να μπεκρουλιάζει και να κοιμάται. Θέλω κι

87

Page 89: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

εγώ να ζήσω. Δεν μπορώ άλλο αυτή την θλίψη να εξαπλώνεται κάθε μέρα σαν ένα ύπουλο δηλητήριο και να με καταστρέφει. Πρέπει να φύγω από εκεί μέσα. Ο Στράτος ήταν η μόνη μου χαρά. Ήταν ο μοναδικός που έδειξε να ενδιαφέρεται για μένα και να μη με λυπάται όπως οι υπόλοιποι. Να μη φοβάται να δει μέσα στο σκοτάδι μου όπως οι άλλοι. Βαρέθηκα να είμαι στην απομόνωση από όλους, να μη με αφήνει ο πατέρας μου να καλέσω κόσμο στο σπίτι, να μη μου δίνει χαρτζιλίκι για να βγω έξω, να μην πηγαίνω σε κανένα πάρτι μην τυχόν και «φθαρεί» ο ψυχικός μου κόσμος, να μην έχω φίλες για να μη με επηρεάσουν. Πρέπει να είμαι «αμόλυντη» για να βρω έναν καλό σύζυγο και να παντρευτώ. Απορώ πως και με αφήνει ακόμα να πηγαίνω σχολείο και δεν με έχει κλειδωμένη στο σπίτι. Σάμπως όμως είναι σπίτι;

Μακάρι να έβρισκα τα χρήματα και να εξαφανιζόμουν από εδώ aπό αυτή την γειτονιά που έχω μισήσει. Που κάθε φορά που ακουγόταν οι φωνές τις μητέρας μου εκείνοι έκλειναν τα παντζούρια για να μην την ακούνε. Βλέπεις δεν κάνει ο κόσμος να επεμβαίνει στα οικογενειακά μας. Όταν από ένα σπίτι ξεχειλίζει η δυστυχία όλοι στη γειτονιά κλείνονται για να μην τους αγγίξει, να μην μολυνθούν... Κανείς δεν επεμβαίνει, λες και θα κολλήσουν κάποια αρρώστια. Όλοι είναι συνένοχοι στη σιωπή.

22 Δεκεμβρίου

Σήμερα είμαι πολύ ευτυχισμένη. Επιτέλους. Νιώθω πάλι την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Με περίμενε πριν το τέλος της σχολικής γιορτής. Ήταν έξω από την πόρτα κρατώντας ένα τριαντάφυλλο. Μόλις τον είδα ένιωσα μια απίστευτη ταραχή. Ένιωθα μέσα μου να καίγομαι. Σίγουρα είχα γίνει παντζάρι αλλά δε με ένοιαζε. Μου έδωσε το τριαντάφυλλο και μετά ένα φιλί στο μάγουλο.

Δεν είχε ξεχάσει τα γενέθλια μου. Πήραμε ένα λεωφορείο και κατεβήκαμε στο κέντρο της Αθήνας για βόλτα. Καθώς περπατούσαμε, μου έλεγε πολλά αστεία και με έκανε να γελάω. Ούτε λόγος όμως για το που είχε εξαφανιστεί, όλο άλλαζε θέμα. Μου έπιασε το χέρι και

88

Page 90: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μετά με πήρε αγκαλιά. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Ήθελα τόσο πολύ να με φιλήσει. Πέθαινα για να με φιλήσει. Όμως όχι, δεν το έκανε. Δεν πειράζει όμως, μου αρκεί που ήμουν μαζί του, που μύριζα τα ρούχα του, που ένιωθα το κορμί του πάνω στο δικό μου. Όσο με έσφιγγε στην αγκαλιά του τόσο αισθανόμουν έτοιμη να του παραδοθώ. Δεν με ενδιέφερε τίποτα. Αν μου έλεγε να φύγω μαζί του θα το έκανα. Τον ρώτησα πότε θα τον ξαναδώ και μου είπε πως θα με βρει εκείνος. Θα με βρει ή θα εξαφανιστεί πάλι;

3 Ιανουαρίου

Ακόμα δεν έχω νέα του. Γιατί μου το κάνει αυτό; Γιατί με βασανίζει; Που είναι εξαφανισμένος; Δεν αντέχω άλλο την προσμονή. Είμαι δυστυχισμένη και κλαίω. Κάθε φορά που ακούω μπαλάντες δεν μπορώ να συγκρατηθώ, ευτυχώς που δε με βλέπει καθόλου ο πατέρας μου να πρέπει να δώσω και εξηγήσεις.

4 Ιανουαρίου

Σήμερα με πέτυχε καθώς είχα πάει στο φούρνο. Ήρθε με ένα μηχανάκι και με έβαλε πάνω για να με πάει βόλτα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ζω και αναπνέω μόνο για εκείνον. Είπε πως ήθελε κάτι να μου δείξει. Βρεθήκαμε σε ένα ύψωμα με μια απίστευτη θέα. Εκεί με έπιασε σφιχτά και με κόλλησε πάνω του. Μου έδωσε ένα φιλί που έσταζε φωτιά. Δεν είχα ξαναφιλήσει ποτέ μου αγόρι. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο γρήγορα και δυνατά που νόμιζα πως θα σπάσει. Μετά άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να με κρατάει ακόμα πιο σφιχτά. Μακάρι αυτή η στιγμή να μη τέλειωνε ποτέ. Είμαι ευτυχισμένη.

Ήρθε το βράδυ στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου κοιμόταν. Μου πέταγε πετραδάκια στο παράθυρο. Μου είπε πως ήθελε να μου πει κάτι. Βγήκα έξω όσο πιο σιγά μπορούσα για να μη με καταλάβει. Εκεί άκουσα το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσα να μάθω. Είχε και

89

Page 91: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

άλλη. Είχε δεσμό με κάποια άλλη εδώ και δύο χρόνια. Δεν περίμενε να νιώσει έτσι για εμένα, αλλά δεν μπορούσε να χωρίσει από την Ιζαμπέλλα .Ένιωσα πως όλος ο κόσμος είχε φύγει κάτω από τα πόδια μου. Δεν ήθελα να ακούσω κάτι άλλο. Έφυγα τρέχοντας και ήρθα αμέσως για να το γράψω, κλαίγοντας όσο πιο σιγά μπορώ για να μην ξυπνήσω και τον άλλον και έχω μπελάδες. Δεν το αντέχω αυτό, είναι πολύ για μένα.

5 Ιανουαρίου

Με ξαναβρήκε στο δρόμο, αλλά δεν ήθελα να του μιλήσω. Εκείνος περπατούσε μαζί μου, προσπαθώντας να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Του εξήγησα όμως πως για να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί μου πρέπει να χωρίσει την άλλη. Δεν μπορώ να τον μοιράζομαι, δεν αντέχω ούτε στη σκέψη. Ο Στράτος τότε με πήρε από το χέρι παρά την θέληση μου και με έβαλε σε μια πολυκατοικία. Εκεί μπήκαμε στο ασανσέρ, έπεσε ολόκληρος πάνω μου και άρχισε να με φιλάει με μανία. Εγώ προσπάθησα να τον απωθήσω αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Τον θέλω όλο δικό μου, μόνο δικό μου. Το θέλω να με θέλει και να με αγαπάει. Να χωρίσει την άλλη και να μείνει μόνο μαζί μου. Για πάντα μαζί μου.

6 Ιανουαρίου

Σήμερα που είναι όλα τα μαγαζιά κλειστά δεν έχω δικαιολογία να βγω έξω και ο πατέρας μου είναι μέσα. Δεν αντέχω, θέλω να τον δω. Δεν μπορώ χωρίς να τον δω έστω και μια μέρα, να μυρίσω την μυρωδιά του, να μείνω στην ζεστή αγκαλιά του, να δω το χαμόγελο του, να γελάσω με τα αστεία του. Δεν μπορώ…

7 Ιανουαρίου

Σήμερα άνοιξαν τα σχολεία .Το μυαλό μου γύριζε συνέχεια γύρω από εκείνον. Μου έκαναν πολλές φορές παρατήρηση στην τάξη επειδή ήμουν αφηρημένη. Κοίταζα συνέχεια το ρολόι, περίμενα να

90

Page 92: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

περάσει η μέρα. Εκείνος με περίμενε με το μηχανάκι του. Με πολύ μεγάλη χαρά ανέβηκα πάνω και με πήγε μια μεγάλη βόλτα. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Με πήγε σε ένα δασάκι, ήμασταν μόνοι μας. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει με μανία. Μέσα σε λίγα λεπτά με είχε γδύσει και με είχε ξαπλώσει κάτω στο κρύο γρασίδι. Με άγγιζε παντού. Δεν μπορούσα να αντισταθώ. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Είμαι τόσο ερωτευμένη μαζί του και του το έλεγα συνέχεια, εκείνος μου ψιθύριζε στο αυτί, πόσο με θέλει. Ήταν η πρώτη μου φορά. Είμαι γεμάτη από αγάπη και από έρωτα. Δεν πειράζει που είναι και με άλλη, θα την χωρίσει κάποια στιγμή. Μου το είπε κιόλας.

15 Ιανουαρίου

Έχει μέρες να φανεί. Λες να ήθελε μόνο αυτό; Δεν μπορώ να το αντέξω ούτε στη σκέψη. Σήμερα ήρθε ένας φίλος του που τον είχα γνωρίσει παλιότερα, ο Μάριος. Με συνόδευσε σπίτι. Δεν ξέρω γιατί. Εγώ φυσικά δεν του είπα τίποτα για εμένα και τον Στράτο. Μου ζήτησε το τηλέφωνο μου αλλά δεν του το έδωσα. Αν το σήκωνε ο πατέρας μου;

Σήμερα το βράδυ ο Στράτος ήρθε έξω από το σπίτι μου και μου πέταγε πάλι πετραδάκια στο παράθυρο. Κατέβηκα σαν τη γάτα. Ήθελα να τον βρίσω, ήμουν τόσο θυμωμένη μαζί του που εξαφανίστηκε. Εκείνος όμως με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού μου. Μέσα σε δευτερόλεπτα με είχε γδύσει και μου έκανε έρωτα στο τραπέζι της βεράντας. Μετά έφυγε ξαφνικά όπως ήρθε. Εγώ έμεινα χαμένη.

16 Ιανουαρίου

Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, τι να υποθέσω. Ο Μάριος ήρθε πάλι στο σχολείο και μου ζήτησε να βγούμε έξω. Επίσημα. Εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Δεν περίμενα να έχω τόση πέραση στα αγόρια. Τόσο ξαφνικά. Εμένα δεν με κοιτούσε ποτέ κανείς. Δέχτηκα. Δεν ξέρω γιατί,

91

Page 93: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

αλλά δέχτηκα. Η αλήθεια είναι πως έχω κολακευτεί . Την ώρα που είχα Αγγλικά θα έκανα κοπάνα. Είχαμε μιάμιση ώρα. Με πήρε με το μηχανάκι του και πήγαμε και κάτσαμε σε μια παιδική χαρά. Εκεί μου είπε πως ο Στράτος τον προέτρεψε να με γνωρίσει γιατί λέει ήμουν ένα καλό κορίτσι που θα περνάγαμε όμορφα. Δεν έχω ποτέ μου ξανακούσει μεγαλύτερη βλακεία. Είναι δυνατόν τη μια να είμαστε μαζί και να κάνουμε έρωτα με τόσο πάθος και την άλλη να προτρέπει τον φίλο του να μου ριχτεί; Είμαι γεμάτη με ερωτηματικά και πλημμυρισμένη από θυμό. Πως μπορεί να το κάνει αυτό; Πως μπορεί να θέλει να με μοιραστεί;

Στο Μάριο δεν έδειξα τίποτα. Εκείνος έσκυψε και με φίλησε πολύ τρυφερά με στοργή. Εγώ δεν αντέδρασα. Ένα φιλί είναι, τι κακό μπορεί να κάνει. Αν θέλει να είμαι με άλλον και το αντέχει εγώ θα το κάνω, αλλά δεν θα τον ξαναδώ. Δεν θέλω να τον ξαναδώ. Να πάει να κάτσει για πάντα με την Ιζαμπέλλα του και να της ρίχνει κέρατο. Τόσο αξίζει και αυτός και εκείνη μαζί.

Ο Μάριος με συνόδευσε μέχρι τα Αγγλικά κρατώντας με από το χέρι. Ήταν τόσο στοργικός και καλός. Δεν ήταν και άσχημος. Ξανθός με γαλανά μάτια και ωραία φωνή. Ίσως πρέπει να αφήσω πίσω τον Στράτο και να προχωρήσω με τον Μάριο.

19 Ιανουαρίου

Σήμερα έμαθα ένα νέο που με ταρακούνησε. Ο Στράτος τράκαρε με την μηχανή και ο Μάριος μου είπε να πάμε από το σπίτι του να δούμε αν είναι καλά. Δεν πίστευα στα αυτιά μου, ήμουν τρελαμένη από την αγωνία μου. Δεν ήθελα να δείξω βέβαια κάτι, δεν μπορούσα να εκτεθώ. Πρώτη φορά πήγαινα στο σπίτι του. Μια φτωχή μονοκατοικία που δεν περίμενα με τίποτα να μένει εκείνος εκεί. Μου είχε δώσει την εντύπωση πως είχε αρκετά χρήματα και εκείνος αλλά και η οικογένεια του.

Ο Μάριος που είχε ξαναπάει με πήγε στο δωμάτιο του αμέσως καθώς οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Εκεί την είδα. Την είχε αγκαλιά. Ένα κορίτσι λίγο πιο μικρό από εμένα, αδύνατο με μεγάλα μάτια και μπουκλωτά μαλλιά. Για ένα δευτερόλεπτο ταράχτηκα αλλά

92

Page 94: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

το έκρυψα καλά. Εκείνος δεν περίμενε να με δει εκεί, αλλά δεν έκανε τον κόπο να τραβήξει τα χέρια του από πάνω της. Είχε χτυπήσει ελαφρώς. Δεν είχε τίποτα, τσάμπα ανησύχησα. Περνάγαμε ωραία σαν μια παρέα που γνωριζόταν από τα παλιά. Τι ειρωνεία όλο αυτό. Η Ιζαμπέλλα έφυγε και μείναμε οι τρεις μας. Ο Στράτος έστειλε τον Μάριο να του φέρει νερό και μείναμε οι δυο μας. Μου είπε να πάω το βράδυ από εκεί για να μιλήσουμε. Τόσο θράσος όμως. Ο Μάριος του έφερε το νερό και κόπηκε η συζήτηση. Μετά φύγαμε.

Ευτυχώς ο πατέρας μου είχε αναλάβει μια οικοδομή η οποία ήταν μακριά και θα έλειπε για το Σαββατοκύριακο. Έτσι ήμουν ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω. Δυστυχώς το είχα πει στον Μάριο ο οποίος έσκασε μύτη στο σπίτι μου κατά τις οκτώ. Έκατσε στον καναπέ και με πήρε με αγκαλιά. Μου είπε πως είμαι μοναδική και πως με θέλει να κάνουμε σχέση και να περάσουμε όμορφα. Μετά άρχισε να με γδύνει. Ήθελα να αντισταθώ, αλλά δεν το έκανα. Ένιωθα πως με αυτόν τον τρόπο κάπου τιμωρούσα τον Στράτο. Δεν έκανα κακό σε κανέναν οπότε τι πείραζε. Ο Μάριος δεν θα μάθαινε ποτέ τίποτα.

Όταν έφυγε ο Μάριος έκανα ένα μπάνιο και ετοιμάστηκα για να πάω στον Στράτο. Έπρεπε να τον βρίσω, να τον χτυπήσω, να με αφήσει ήσυχη να συνεχίσω τη ζωή μου. Σε λίγα λεπτά ήμουν εκεί. Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα για να μην με καταλάβουν οι δικοί του και πήγα στο δωμάτιο του. Έμοιαζε να με περίμενε. Με το που μπήκα μέσα άρχισε να με αγκαλιάζει και να με φιλάει με πάθος. Προσπάθησα να τον απωθήσω αλλά εκείνος μου έπιασε τα χέρια. Άρχισα να τον βρίζω αλλά μου έκλεισε το στόμα με φιλιά γεμάτα πάθος. Είμαι αδύναμη, τόσο αδύναμη όταν είμαι κοντά του. Κάναμε έρωτα για άλλη μια φορά. Θα έπρεπε να νιώθω ενοχές, πήγα με δύο άντρες σε ένα βράδυ. Δεν νιώθω όμως. Ο Στράτος μου είπε πως σημασία έχει να περνάμε καλά. Ίσως να έχει δίκιο.

Αφού θέλει τόσο ο ένας τον άλλον γιατί να μην περνάμε μόνο καλά. Αφού η καρδιά μου τον θέλει απελπισμένα γιατί να μην κάνω τα πάντα για να είμαι μαζί του;

93

Page 95: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

10 Φεβρουαρίου

Τον χώρισα τον Μάριο. Του είπα πως δεν είμαι έτοιμη για σχέση. Κάτι που ήταν η απόλυτη αλήθεια. Δεν φάνηκε να τον πειράζει και ιδιαίτερα. Δεν μου πήγαινε να τον κοροϊδεύω. Μου φερόταν τόσο καλά. Εν τω μεταξύ μου είχε γνωρίσει και ο Στράτος έναν άλλο φίλο του, ο οποίος ήταν πραγματικά ωραίος. Είχε και μια μεγάλη μηχανή, πολύ ωραία μηχανή. Με πήγαινε πολύ ωραίες βόλτες. Όμως τελικά ούτε εκείνος μου έκανε. Δεν γίνεται να είμαι μαζί με κάποιον και παράλληλα με τον Στράτο ο οποίος είναι και εκείνος με άλλη. Είναι μεγάλο μπέρδεμα και πολλά τα ψέματα. Πρέπει να προχωρήσω τη ζωή μου. Πρέπει να μιλήσω με τον Στράτο, να σταματήσει να με κυνηγάει και μόλις στρώνω τη ζωή μου να εμφανίζεται και να δημιουργεί το χάος. Μακάρι να μην ήμουν τόσο αδύναμη μπροστά του και τόσο εξαρτημένη. Κάνω συνέχεια ότι μου λέει, όπως μου το λέει χωρίς να μπορώ να αντιδράσω και να καταλάβω και το γιατί.

Είχαμε ραντεβού το βράδυ. Έπρεπε πάλι να ξεγλιστρήσω. Το είχα βρει το κόλπο. Μόλις εκείνος έπινε τις μπύρες του και κοιμόταν βαριά εγώ έφευγα κρυφά από το παράθυρο. Δεν με έπαιρνε χαμπάρι. Έτσι έκανα και σήμερα. Με περίμενε αυτός στην παιδική χαρά. Μόλις με είδε άρχισε να με αγκαλιάζει και να με φιλάει. Μου είπε πως βρήκε ένα τρόπο για να μαζέψουμε χρήματα και να είμαστε μαζί. Αρκεί να τον εμπιστευόμουν, κάτι πολύ εύκολο για εμένα. Πρώτα μου έδωσε και εισπνεύσαμε μια σκόνη. Είπε πως δεν ήταν κάτι τρομερό, ούτε και εθιστικό. Το μόνο που θα συνέβαινε ήταν να περνάγαμε καλά. Πράγματι άρχισα να αισθάνομαι μια μεγάλη χαρά, απερίγραπτη και λίγη ζαλάδα. Άρχισε να με φιλάει και να με γδύνει, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε ένας άγνωστος στην παιδική χαρά και εγώ μαζεύτηκα. Μου είπε να μη φοβάμαι και με ξάπλωσε κάτω. Καθώς με φιλούσε εκείνος ήρθε και ο άλλος και ξεκίνησε να με φιλάει, δεν μπορούσα να αντιδράσω, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά.

Ξύπνησα τώρα και το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω είναι τον Στράτο να μου δείχνει κάποια χρήματα και να τα κουνάει μπροστά

94

Page 96: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μου όλο χαρά. Μου αρέσει πως πήγαινα για να τον χωρίσω. Τι έγινε χθες, έκανα σεξ με δύο άντρες; Πως μπόρεσα; Και δεν θυμάμαι τίποτα; Πρέπει να τον ξαναδώ επειγόντως. Χρειάζομαι απαντήσεις.

11 Φεβρουαρίου

Πήγα εχθές εκεί που είχαμε συναντηθεί για να δω μήπως θα είναι εκεί. Περίμενα λίγο και μετά ήρθε και εκείνος. Μόλις με είδε ήρθε γεμάτος χαρά και πήγε να με φιλήσει, εγώ όμως τραβήχτηκα. Μου έδειξε το πορτοφόλι του. Μέσα είχε 5000 δραχμές. Μου είπε πως τα κέρδισα εγώ χθες. Πως αυτός είναι ο τρόπος για να το σκάσουμε μαζί, με πήρε αγκαλιά και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Εγώ τραβήχτηκα πάλι και εκείνος θύμωσε. Μου είπε πως μόνο αν το σκάσουμε θα μπορούμε να είμαστε μαζί και πρέπει να κάνω αυτό που μου λέει αλλιώς δείχνω πως δεν τον θέλω. Του εξήγησα πως τον θέλω, πως για εκείνον αναπνέω και ζω αλλά πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος. Εκείνος είπε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αν τον θέλω πρέπει να μαζέψουμε λεφτά. Και πόσα λεφτά; 50.000 δραχμές. Δηλαδή να κοιμηθώ με 10 άντρες για να φύγουμε μαζί. Για να είμαστε ευτυχισμένοι. Είπε πως είχε βρει το μέρος που θα πάμε. Μετά θα έπιανε δουλειά και θα μέναμε για πάντα μαζί. Αρκεί εγώ να έκανα αυτή τη θυσία. Είπε πως θα με προσέχει, δεν θα μου κάνει κανείς κακό, δε θα το επιτρέψει, θα είναι εκεί. Είναι και για εκείνον θυσία να με βλέπει να πλαγιάζω με άλλον αλλά για την αγάπη μας θα κάνει τα πάντα, θα υπομένει τα πάντα. Λες να με αγαπάει πραγματικά;

13 Φεβρουαρίου

Χθες έκανα το δεύτερο ραντεβού. Μου έδωσε πάλι εκείνη τη σκόνη για να μη στεναχωριέμαι. Ευτυχώς πήγαμε σπίτι του, όχι στα χώματα σαν την άλλη φορά. Ένιωθα πάρα πολύ άβολα, δεν μου αρέσει. Αισθάνομαι βρώμικη και θέλω να βάλω τα κλάματα.

95

Page 97: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Προσπαθώ όμως για χάρη του. Κάνω υπομονή, θα τελειώσει κάποια στιγμή και μετά θα είμαι όλο και πιο κοντά στο όνειρο. Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι τη ζωή που με περιμένει. Θέλω τόσο να είμαι μαζί του. Γίνανε 5000 δρχ δικές μας. Άλλοι 9.

14 Φεβρουαρίου

Σήμερα είναι του Αγίου Βαλεντίνου. Έχω μεγάλη αγωνία να δω τι θα κάνει. Θα το σκάσω πάλι σήμερα. Θέλω τόσο πολύ να περάσουμε μια ρομαντική βραδιά οι δυο μας. Να περπατήσουμε αγκαλιά, να μου μιλάει ψιθυριστά και να μου κρατάει το χέρι. Αχ πόσο ερωτευμένη είμαι.

15Φεβρουαρίου

Δεν πήγε τίποτα όπως το περίμενα. Πήγα στο μέρος μας όλο χαρά. Ανυπομονούσα τόσο πολύ να τον δω. Εκείνος ήρθε προς το μέρος μου κρατώντας ένα λουλούδι. Μου είπε πως σήμερα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Είχε κάποιον που του έδινε 10.000 δρχ για δύο ώρες μαζί μου. Δεν μπορούσε να αρνηθεί. Είναι πολλά τα χρήματα. Μου είπε πως αυτός είναι πολύ σημαντικός και πρέπει να τον ευχαριστήσω. Δεν μου άρεσε αυτό καθόλου. Με πήγε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, σε ένα δωμάτιο που βρωμούσε υγρασία. Γδύθηκα και κουκουλώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Πήρε ένα μαντήλι και μου έδεσε τα μάτια. Μου είπε σε καμία περίπτωση να μην το βγάλω γιατί δεν πρέπει να δω ποιος είναι. Αυτό με φόβισε, αλλά εδώ που είχα φτάσει δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Ήρθε, όποιος ήταν αυτός και έπεσε πάνω μου με λύσσα. Έκανα ό,τι μου ζήτησε, όμως ήταν πολύ βίαιος. Σιχάθηκα τον εαυτό μου. Μόλις έφυγε, ήρθε ο Στράτος και μου έβγαλε το μαντήλι. Εγώ έκλαιγα. Εκείνος με πήρε αγκαλιά και μείναμε έτσι για αρκετή ώρα. Μου είπε πως με αγαπάει και πως πρέπει να το κάνω αυτό για λίγο ακόμα και μετά θα είμαστε ελεύθεροι. Άλλοι 7.

96

Page 98: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

20 Φεβρουαρίου

Μετά από εκείνη τη βραδιά δεν είχα νέα του και ανησυχώ. Πήγα στο μέρος μας αλλά εκείνος πουθενά. Λες να κουράστηκε να περιμένει; Μήπως γύρισε πίσω στην Ιζαμπέλλα του; Δεν θα το αντέξω αυτό. Δεν μπορώ να το φανταστώ πως μετά από ό,τι έχω κάνει για εκείνον μου γύρισε την πλάτη. Νιώθω βαθειά θλίψη. Νιώθω τόσο μόνη χωρίς εκείνον. Κανείς άντρας δεν με έχει αγαπήσει τόσο, ούτε ο πατέρας μου. Με έκανε να αισθάνομαι πως κάποιος νοιάζεται για εμένα και δεν είμαι μόνο μια υπηρέτρια του σπιτιού και μια χαζή μαθήτρια του σχολείου. Μακάρι να ήταν εδώ η μητέρα μου. Είχαμε τα θέματα μας αλλά τουλάχιστον ένιωθα πως κάποιος υπήρχε για εμένα. Αν δεν μου είχαν απαγορέψει να έχω φίλες θα ήταν αλλιώς. Τώρα είμαι μόνη, τόσο μόνη…

10 Μαρτίου

Επιτέλους φάνηκε. Νόμιζα πως όλα είχαν τελειώσει. Εχθές ήρθε και με πήρε από το σχολείο. Πήγαμε μια μικρή βόλτα. Είχε πολλά πράγματα να τακτοποιήσει. Μου είπε πως έψαχνε μέρος για να μείνουμε, αλλά χρειαζόμαστε πιο πολλά χρήματα από όσο υπολόγιζε. Μου είπε πως δεν μπορούμε έτσι να είμαστε μαζί. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούμε όμως. Χρειαζόμαστε και άλλα χρήματα και μου υποσχέθηκε πως μετά θα παντρευτούμε. Ποτέ δεν είχε πει κάτι τέτοιο, είμαι τόσο ευτυχισμένη. Όμως πρώτα πρέπει να λύσουμε το οικονομικό. Εκείνος θα δουλεύει σερβιτόρος τα Σαββατοκύριακα και εγώ θα κάνω μερικές επισκέψεις και όλα θα πάνε καλά. Θα μπορέσω να φύγω από το κωλόσπιτο και θα ζήσω τη ζωή μου όπως θέλω εγώ. Χωρίς να με καταπιέζει κανείς και χωρίς σχολείο. Αν έχω τον Στράτο δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο. Κάτι θα βρω να κάνω και εγώ. Μετά θα κάνουμε την δική μας οικογένεια και επιτέλους θα πάνε όλα καλά στη ζωή μου. Δεν θα πηγαίνω σχολείο για να κάνω πιο πολλές επισκέψεις. Έτσι θα μαζέψουμε πολύ γρήγορα τα χρήματα. Πρέπει να κάνω μόνο υπομονή.

97

Page 99: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

17 Μαρτίου

Τώρα που δεν πηγαίνω σχολείο έχω πολύ χρόνο για να μαζεύω χρήματα. Ο Στράτος μου κανόνισε 7 ραντεβού, ένα την ημέρα. Όμως επειδή ήταν φίλοι του έπρεπε να χαμηλώσει την τιμή γιατί δεν είχαν πολλά χρήματα. Έτσι έδωσε ο καθένας από 1000 δρχ. Ευτυχώς δεν με πείραξε κανείς. Πέρασαν καλά, τους έκανα όλα τα χατίρια και έμειναν ευχαριστημένοι. Μου είπαν πως θα κανονίσουν πάλι. Βέβαια μετά από κάθε φορά έκανα εμετό. Σιχαίνομαι και αυτούς και τον εαυτό μου. Όπως λέει ο Στράτος όμως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

25 Μαρτίου

Σήμερα είναι αργία. Ο πατέρας μου είναι σπίτι και εγώ αισθάνομαι σαν θηρίο στο κλουβί. Δεν μιλάμε μεταξύ μας. Δεν έχουμε και τίποτα να πούμε. Ο καθένας είναι στο δικό του κόσμο. Έκανα όλες τις δουλειές, μαγείρεψα και κλείστηκα εδώ στο δωμάτιο μου. Το μόνο που αξίζει να γράψω είναι πως καθώς καθάριζα τις ντουλάπες του μπαμπά βρήκα ένα όπλο. Πρέπει να είναι πολύ καιρό εκεί πάνω. Θα το κρατήσω στη δική μου ντουλάπα. Αν έρθει κλέφτης έτσι που μπεκροπίνει είναι πιο πιθανό να πυροβολήσει τον εαυτό του παρά τον κλέφτη.

26 Μαρτίου

Μου έκλεισε άλλο ένα ραντεβού με εκείνον τον μυστήριο τύπο. Εγώ δεν ήθελα, τον φοβάμαι. Μου έδωσε σκόνη και με έστειλε μέσα με δεμένα μάτια. Ήμουν στον κόσμο μου . Ότι και να μου έκανε, όπως και να το έκανε εγώ δεν έλεγα κουβέντα. Απλά είχα βρει στο μυαλό μου το σπίτι των ονείρων μου. Εκεί που θα έμενα με τον Στράτο. Είχε κήπο, πολλά λουλούδια και ένα σκύλο. Μετά αυτός είχε τελειώσει και εγώ πονούσα σε όλο μου το σώμα. 10.000 δρχ δικές μας. Τις κέρδισα.

98

Page 100: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

15 Απριλίου

Κάθε φορά πριν από κάθε ραντεβού παίρνω τη σκόνη. Μου έχει γίνει απαραίτητη. Φοβάμαι πως τα χρήματα που κερδίζω έχουν αρχίσει και πηγαίνουν εκεί. Αν αργήσω λίγες ώρες να τη πάρω γίνομαι τρελή. Μετά βρίσκω τον Στράτο και μου τη δίνει. Μετά αισθάνομαι τέλεια και μπορώ να πηγαίνω σε όλα τα ραντεβού μου. Μου είπε πως είμαι πολύ κοντά στο να τελειώσουν όλα. Για να μαζέψουμε πιο πολλά χρήματα μου έκλεισε ένα πρωινό πολλαπλά ραντεβού. Πήγα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και πήγα με πάνω από 10 άντρες. Αυτή τη φορά όμως ακόμα και με τη σκόνη ήταν ανυπόφορα. Μύριζε η ανάσα τους αλκοόλ, ήταν άπλυτοι και βρώμικοι. Δεν ξέρω που τους βρήκε αλλά δεν αντέχω άλλο. Θέλω να σταματήσω.

16 Απριλίου

Μου είπε πως έχει άλλο ένα ραντεβού και τέλος. Αν δεν πήγαινα δεν θα μου έδινε σκόνη. Αδιέξοδο.

17 Απριλίου

Τη ώρα που σου γράφω αυτές τις λέξεις κλαίω με λυγμούς. Μου έφυγε κατά λάθος το μαντήλι και είδα το πρόσωπο του. Ο γέρος σοκαρίστηκε γιατί τον ήξερα και εκείνος με ήξερε. Έχω κλειστεί στο δωμάτιο μου και δεν τον αφήνω να μπει μέσα. Σε τόσα ραντεβού πηδούσε την κόρη του. Ικανοποιούσα όλες τις ανώμαλες ορέξεις του πατέρα μου χωρίς να το γνωρίζω, χωρίς να το γνωρίζει. Του άρεσαν τα ανήλικα κοριτσάκια. Αηδία. Ο Στράτος όμως; Το ήξερε; Έφαγα πάρα πολύ ξύλο, όσο δεν έχω φάει ποτέ μου. Με είπε πουτάνα και με έδειρε πολύ. Πάρα πολύ. Το πρόσωπό μου είναι πρησμένο από το ξύλο. Ο Στράτος δεν ήταν έξω να με βοηθήσει. Σύρθηκα, παρόλο που πόναγα αφόρητα και κατάφερα να έρθω σπίτι μου. Θέλω να κρυφτώ από όλο τον κόσμο, να μη με βλέπει κανείς. Τώρα που γράφω χτυπάει

99

Page 101: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

με λύσσα την πόρτα και με βρίζει. Είναι τύφλα στο μεθύσι. Φοβάμαι πως θα με χτυπήσει κι άλλο. Θα πάρω μαζί μου το όπλο και θα σκάσω από το παράθυρο. Δεν του ανοίγω όμως, τρέμω, φοβάμαι. Δεν ξέρω τι θα μου κάνει. Μάλλον το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να με σκοτώσει. Δεν μου αξίζει τίποτα καλύτερο. Τον απογοήτευσα. Με απογοήτευσα. Ίσως για αυτό γεννήθηκα, για να είμαι μια πουτάνα που παίρνει ναρκωτικά. Δεν μου αξίζει τίποτα παραπάνω, τίποτα. Καλύτερα να πέθαινα, τώρα αμέσως, να έβγαινα από αυτόν τον εφιάλτη. Ίσως αν πήγαινα στον Στράτο να άλλαζαν τα πράγματα Αποκλείεται να γνώριζε πως αυτός ήταν ο πατέρας μου. Ποτέ δεν θα μου το έκανε αυτό. Και εγώ δεν ξέρω τι να νιώσω. Έχουν περάσει τόσοι από πάνω μου. Θα μαζέψω ένα σακίδιο και θα πάω να τον βρω. Να δοθεί ένα τέλος. Εσένα θα σε αφήσω εδώ. Να σε βρει ο πατέρας μου. Να καταλάβει πόσο ανύπαρκτος ήταν στην ζωή μου. Να καταλάβει πως ποτέ δεν μου έδωσε πατρική στοργή, την αγάπη που όφειλε να μου δώσει. Πάντα ήταν αδιάφορος είτε ζούσα είτε πέθαινα για εκείνον ήταν το ίδιο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια καθαρίστρια για να τον προσέχει, όχι μία κόρη. Αντίο πατέρα».

«Τι έγινε μετά;» τον ρώτησα όλο αγωνία.«Η Κική πήγε να βρει τον Στράτο στο σπίτι του γεμάτη

ελπίδα για μια νέα αρχή. Εκεί τον βρήκε μαζί με μια άλλη και δεν το άντεξε. Τον πυροβόλησε. Μετά πήγε φυλακή ενώ ήταν ήδη έγκυος».

«Από ποιόν;»«Εκείνη έλεγε πως είμαστε του Στράτου αλλά κανείς δεν

μπορεί πραγματικά να γνωρίζει με τόσους που είχε πάει».«Δε ξέρω πώς να αντιδράσω».«Μπορείς να τη συγχωρέσεις» μου είπε και με ακούμπησε

στον ώμο. Δεν είπα τίποτα. Είχα πάθει σοκ με όλη αυτή την ιστορία. Ήταν πολύ εύκολο να την κατηγορώ για τα πάντα. Με όλα αυτά όμως που έμαθα κατάλαβα πως και εκείνη ήταν θύμα. Θύμα της οικογενειακής παράνοιας και της εγκατάλειψης. Δεν είχε βγει ποτέ στον κόσμο, δεν της είχε μάθει κάποιος πως τα πράγματα ποτέ δεν είναι απλά. Έμπλεξε με λάθος άνθρωπο και το πλήρωνε την υπόλοιπη της ζωή. Δεν υπήρχε κανείς για εκείνη, κανείς.

100

Page 102: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Θέλω άγνωστε μου φίλε πριν με σκοτώσουν να πω σε κάποιον πως τη συγχωρώ. Κική, μαμά μου, συγχώρεσε με…

101

Page 103: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Πέρασε πάρα πολύς καιρός από τότε. Πήγα και έμεινα μαζί με τον αδερφό μου και προσπαθούσα να βρω δουλειά. Προσπάθησα πάρα πολύ να αφήσω πίσω το παρελθόν μου. Πάντα όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου τριγυρνούσε η ιστορία της μάνας μου και αυτής που με έκλεισε στο αναμορφωτήριο. Κάνω μεγάλη προσπάθεια να μην της κάνω κακό, ενώ το θέλω. Μερικές φορές νομίζω πως αν δεν την εκδικηθώ δεν θα ησυχάσει η ψυχή μου. Δεν θέλω να την σκοτώσω απλώς, θέλω να την κάνω να υποφέρει. Μετά έρχεται στο μυαλό μου ο Πάνος και βάζω τόπο στην οργή.

Εκείνος τελείωσε τη σχολή της αστυνομίας και αποφάσισε να πάει στα ΕΚΑΜ. Εγώ έπιανα όλο πρόχειρες δουλειές και μετά έφευγα. Δεν μπορούσα να μείνω ευχαριστημένος με τίποτα. Η ουσία είναι, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, πως ήθελα να είμαι το αφεντικό. Μου ήταν πολύ δύσκολο να υπακούω τζιτζιφιόγκους. Ήθελα κάτι άλλο, δεν ξέρω τι ήταν αυτό αλλά σίγουρα όχι ντελίβερι, να τυλίγω σουβλάκι, οδηγός, αποθηκάριος και όλα αυτά τα τέτοιου τύπου επαγγέλματα. Όμως το έκανα για τον Πάνο και για να μείνω μακριά από μπλεξίματα.

Τις πρώτες μέρες όλο χαρά μου έλεγε πόσο διαφορετική ήταν η εκπαίδευση του. Εγώ που δεν γνώριζα ακριβώς τη δράση τους τον κοίταζα σαν χάνος όταν μου έλεγε πως η αποστολή τους ήταν η αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων όπως τρομοκρατικές ενέργειες, πειρατείες σε μέσα μεταφοράς, απαγωγές ομήρων, συλλήψεις επικίνδυνων κακοποιών, αντιμετώπιση οχυρωμένων προσώπων, προστασία σε πρόσωπα υψηλής επικινδυνότητας και ένα σωρό άλλα που ούτε που θυμάμαι πως τα λένε. Αναρωτιόμουν πως βγήκε αυτός έτσι. Μερικές

102

Page 104: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

φορές τον πείραζα και τον έλεγα μασκοφόρο, τιμωρό του εγκλήματος.

Είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί με τον εξοπλισμό του. Λες και ήταν μικρό παιδί και του έδιναν γλυκά. Αλεξίσφαιρο γιλέκο, αντιβαλλιστικό κράνος με καλύπτρες, προσωπίδα αερίων, επιχειρησιακή στολή και ένα σωρό όπλα που ούτε καν ήξερα πως υπήρχαν. Πιστόλια Glock 21, Sig Sauer, περίστροφα, υποπολυβόλα, τουφέκια, πολυβόλα, καραμπίνες με φακούς και ηλεκτροπτικά συστήματα σκόπευσης ημέρας και νύχτας. Όσο μου τα έλεγε αυτά σκεφτόμουν πόσα χρήματα θα έβγαζα αν έβαζα χέρι στις αποθήκες τους. Όμως όχι, δεν θα του το έκανα αυτό. Τον αγαπώ πάρα πολύ για να τον ντροπιάσω. Αν δεν ήταν εκείνος εγώ θα ήμουν σίγουρα σε κάποια φυλακή να σαπίζω. Με περηφάνια μου έλεγε πως ήταν μέσα στους 150 άνδρες και πόσο δύσκολο είναι να μπεις. Η αλήθεια βέβαια ήταν πως δεν είχε και πολλά περιστατικά για να επέμβει, όλο εκπαίδευση ήταν. Όχι βέβαια πως αυτό τον χαλούσε. Ήθελε να είναι πάντα ο πρώτος , ο πιο γενναίος, ο πιο σκληρός.

Για μένα ήταν σαν μεγάλος αδελφός. Με πρόσεχε, με τάιζε όταν δεν είχα δουλειά και μου έφτιαχνε το κέφι. Αυτό που δεν άντεχα βέβαια ήταν να κάνω παρέα με τους φίλους του. Δεν ανήκα εγώ εκεί. Ήταν ειρωνεία να είμαι ανάμεσα τους. Μερικές φορές ένιωθα πως κορόιδευα και εκείνον και τον εαυτό μου. Ξέρω πως μέσα μου δεν υπάρχει καμία καλή πλευρά. Υπάρχει μόνο η κακή που προσπαθεί να μείνει κρυμμένη, δεν ήξερα ποτέ πόσο θα μπορούσα να αντέξω να φοράω τη μάσκα της καλοσύνης, ποτέ δεν μου ταίριαζε άλλωστε. Ο Πάνος όμως φαίνεται να έχει πειστεί.

Εκείνο τον καιρό του είχε δώσει ένας μπατσοφίλος του ένα ασύρματο και άκουγε τις συχνότητες της αστυνομίας. Έμοιαζε λες και από στιγμή σε στιγμή θα βάλει την κάπα του και θα πάει να τιμωρήσει τους εγκληματίες της Αθήνας. Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Μου έλεγε πως είναι κρίμα να έχει κάνει τόση εκπαίδευση και να μην του επιτρέπουν να πάει να πιάσει ένα κακοποιό. Αυτό τον οδήγησε να παρακολουθεί μέσω του ασυρμάτου δύο τρία κακοποιά στοιχεία με την ελπίδα πως θα βρεθεί η στιγμή

103

Page 105: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

που θα μπορέσει να επέμβει. Ήθελε να είναι ο ήρωας που θα σώσει τη μέρα.

Εγώ τον παρατηρούσα και μου φαινόταν τόσο πολύ περίεργο. Πως γίνεται να είμαστε αδέρφια εμείς οι δύο; Εγώ γνώριζα πολύ καλά πως η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί. Υπάρχουν άνθρωποι σαν και εμένα που κυκλοφορούν ελεύθερα έξω και μπορούν να ξεγλιστρούν με ευκολία. Βέβαια τότε είχα αφήσει τα πάντα πίσω μου και προσπαθούσα να ισορροπήσω τις δύο μου πλευρές. Έπρεπε να είμαι καλός, να μη διαφέρω και να φοράω την μάσκα μου. Όσο ήμουν μαζί με τον Πάνο μπορούσα να το κάνω αυτό. Με δυσκολία μεν αλλά τα κατάφερνα.

Μια μέρα άρχισε να μου διηγείται την ιστορία ενός άντρα που ήταν 27 ετών. Όταν ήταν 15 ετών αγάπησε και έκλεψε μια ανήλικη και αυτό τον οδήγησε για 6 μήνες σε αναμορφωτήριο. Ίσως αν δεν πήγαινε εκεί να μην γινόταν η αρχή για να έχει σχέσεις με τον παρακμιακό υπόκοσμο. Εγώ ήξερα πάρα πολύ καλά που μπορεί να οδηγηθείς αν κατέβεις σε αυτόν τον δρόμο.

Μετά τα υπόλοιπα κύλισαν με τον συνηθισμένο τρόπο. Εκείνος δεν είχε κάποιον να τον τραβήξει από την άβυσσο και ξεκίνησε τα εγκλήματα. Το 1995 είχε κατηγορηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και για αρκετές ληστείες, είχε όμως καταφέρει να διαφύγει από τα δικαστήρια Ευελπίδων λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσής του, για να συλληφθεί αργότερα και να οδηγηθεί στις φυλακές Κέρκυρας. Τον επόμενο χρόνο δραπέτευσε από τις φυλακές Κέρκυρας μαζί με άλλους, όμως τον έπιασαν σχεδόν αμέσως. Τον ίδιο μήνα δραπέτευσε από το νοσοκομείο και τον συνέλαβαν. Λίγες μέρες αργότερα οδηγήθηκε στις φυλακές Λαρίσης απ' όπου δραπέτευσε για άλλη μια φορά. Το 1997 οι αστυνομικοί τον εντόπισαν τυχαία σε μπλόκο και τον οδήγησαν στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Τον Ιούλιο του 1998 διατάχθηκε η μεταφορά του στις φυλακές Αγίου Στεφάνου Πάτρας κατά τη διάρκεια όμως της παραμονής του δραπέτευσε από το τμήμα μεταγωγών Πάτρας και επέστρεψε στην Αθήνα.

Αυτά όλα τα είχε παρακολουθήσει ο Πάνος, το ήξερε πολύ καλά το ιστορικό του, για αυτό πίστευε πως έπρεπε να αφήσει πίσω

104

Page 106: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

τους κανονικούς τους μπάτσους και να πάει εκείνος σαν σύγχρονος Ράμπο και να βάλει τα πάντα στη θέση τους. Από πληροφορίες έμαθε πως συνελήφθηκε ένας συνεργός του. Έβαλε τα μεγάλα μέσα για να μάθει που οδηγούσε η ανάκριση. Κάτι το οποίο το έμαθε σχετικά εύκολα. Ήξερε ακριβώς την ώρα που θα γινόταν η εισβολή στο σπίτι του. Δεν μπορούσα να τον κρατήσω με τίποτα να κάτσει μαζί μου στο σπίτι , έκανα τα πάντα αλλά ήταν ασυγκράτητος. Τα υπόλοιπα τα έμαθα από τις ειδήσεις και από εκείνον όταν επιτέλους γύρισε.

Παρακολουθούσε την πορεία της αστυνομίας όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Δεν ήθελε να μπει μέσα στα πόδια τους και να χαλάσει την επιχείρηση. Ήθελε όμως να βοηθήσει και να γνωρίσει αυτόν τον κακοποιό. Πήγε και στάθηκε στην είσοδο του κτιρίου με μεγάλη προσοχή καθώς δεν ήθελε να τον υποψιαστεί κανένας. Μια γυναίκα κρατώντας ψώνια λαϊκής και φορτωμένη όσο δεν πηγαίνει άλλο πήγαινε να μπει μέσα. Ο Πάνος έκανε τα αδύνατα δυνατά για να την εμποδίσει αλλά εκείνη τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει με όλη της την δύναμη.

Την χειρότερη στιγμή άκουσε ένα πολύ δυνατό κρότο και το ετοιμόρροπο κτίριο σείστηκε. Πάνω του έπεφταν σοβάδες καθώς η γυναίκα στρίγγλιζε σαν υστερική. Άκουσε κάποιον να κατεβαίνει τις σκάλες με πολύ μεγάλη φόρα. Ήταν αυτός, ο Άντριαν ο οποίος είχε αιφνιδιάσει τους αστυνομικούς κρατώντας ένα όπλο και δύο χειροβομβίδες, πάλι θα έφευγε. Βλέποντας τον Πάνο, αιφνιδιάστηκε και άρπαξε αμέσως τη γυναίκα από τα μαλλιά και την έφερε κοντά του.

«Άσε με να φύγω αλλιώς η γυναίκα είναι νεκρή».«Άσε την να φύγει» του είπε με σταθερή φωνή ενώ εκείνης

δεν της έβγαινε πια φωνή, μόνο κραυγή. Τότε ο Άντριαν της έδωσε μια στο κεφάλι και υπό την απειλή όπλου άρχισε να την σέρνει προς τα έξω. Η γυναίκα είχε τις αισθήσεις της αλλά κατάλαβε πως δεν την έπαιρνε να κάνει κάτι άλλο.

«Είπα, άσε την να φύγει».«Εσύ τι είσαι; Σκατόμπατσος; Γουρούνι;»

105

Page 107: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν έχει σημασία. Δεν θέλεις να το κάνεις αυτό» συνέχισε να του λέει με την ίδια σταθερή φωνή όσο ο Άντριαν προσπαθούσε να φτάσει το αυτοκίνητο του. Το είχε έτοιμο για την απόδραση του, λες και το γνώριζε. Ο Πάνος άρχισε να τον πλησιάζει χωρίς να φοβάται, έμοιαζε να προκαλεί την τύχη του κάτι το οποίο εξέπληξε και τον ίδιο τον κακοποιό. Εκείνος έριξε μια πιστολιά στον αέρα και μετά έβαλε το όπλο στο κεφάλι της γυναίκας.

«Την χρειάζεσαι , μην κάνεις καμιά βλακεία. Χρειάζεσαι κάποιον για εισιτήριο, για να τα καταφέρεις. Εκείνη θα σου πάρει τα αυτιά, πάρε εμένα» του είπε χωρίς κανένα δισταγμό. Ο Άντριαν τότε μόλις είδε τους μπάτσους να κατεβαίνουν από το κτήριο έδωσε μια σπρωξιά στη γυναίκα η οποία έχασε τις αισθήσεις της και έστρεψε το όπλο του στον Πάνο. Πήρε τις χειροπέδες του και δέθηκε μαζί του. Τον έβαλε μέσα από την πλευρά του συνοδηγού και τον έκανε οδηγό στο όχημα διαφυγής. Ο Πάνος πάτησε το γκάζι κατόπιν εντολής του Άντριαν και άφησε πίσω τους μπάτσους με ανοιχτό το στόμα. Αμέσως μετά πήρε την μία χειροβομβίδα και την έβαλε ανάμεσα στα πόδια του Πάνου. Παρόλα αυτά ο Πάνος πίστευε πως είχε ακόμα τον έλεγχο, έτσι μου είπε τουλάχιστον.

Ξεκίνησε μια τρελή κούρσα στο δρόμο οδηγώντας χωρίς σταματημό έχοντας πίσω του ένα κομβόι από αστυνομικά οχήματα. Ο Άντριαν φαινόταν πως είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με όλο αυτό το σκηνικό καθώς έβλεπε πως τα όρια είχαν αρχίσει να στενεύουν.

«Δε θέλεις να το κάνεις αυτό. Είναι σίγουρο πως δεν θα τη γλυτώσεις. Όσο πιο γρήγορα το σταματήσεις και παραδοθείς τόσο πιο εύκολα θα είναι για εσένα».

«Κόψε τις μαλακίες. Δε θα μου πεις εμένα τι να κάνω. Βγάλε το σκασμό και οδήγα γιατί θα είσαι ο πρώτος που θα πάρω μαζί μου αν πέσω».

«Δεν καταλαβαίνεις πως δεν οδηγεί πουθενά;»«Εσείς οι μπάτσοι είστε εντελώς ηλίθιοι. Σίγουρα είσαι από

αυτούς, φαίνεσαι από μακριά. Αν ήσασταν έξυπνοι δεν θα είχα αποδράσει τόσες φορές. Δεν φταίω εγώ που την γλυτώνω εσείς είστε ανάπηροι » του έλεγε και τον είχε πιάσει ένα παρανοϊκό γέλιο.

«Παίρνεις τίποτα;»

106

Page 108: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Σκάσε και οδήγα. Βλέπεις πίσω; Μας ακολουθούν και τα κανάλια. Ήθελα να ήξερα τι λένε » έλεγε όλη την ώρα και παραμιλούσε. Ο Πάνος συνέχισε να οδηγεί ενώ επεξεργαζόταν ένα σχέδιο διαφυγής. Μετά από δύο ώρες οδήγηση είχε αρχίσει να απογοητεύεται ενώ ο Άντριαν από την αδρεναλίνη του βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας.

«Εμένα, δεν μπορεί να με κλείσει καμία φυλακή, το καταλαβαίνεις; Πάντα θα την κοπανάω. Σας έχω χεσμένους και εσάς και το κωλοσύστημα σας. Ανίκανοι σκατόμπατσοι. Πιο γρήγορα πήγαινε δεν μου είναι τίποτα να σε πάρω στο λαιμό μου. Ήδη κατηγορούμαι για φόνο και ένα σωρό άλλα. Τι έγινε μορφονιέ; Άρχισες να ιδρώνεις βλέπω…» του μιλούσε ασταμάτητα με τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπο του αλλά ο Πάνος δεν του έδινε καμία σημασία, αντιθέτως έμενε προσηλωμένος στο τιμόνι. Αν ήθελε να ζήσει έπρεπε να κρατάει συγκεκριμένη απόσταση από τους μπάτσους.

Εγώ εν τω μεταξύ είχα ανοίξει την τηλεόραση και έβλεπα τι γινόταν ανά πάσα στιγμή. Έμαθα και για την χειροβομβίδα που σύμφωνα με μαρτυρίες είχε μαζί του. Αν έκανε κακό στον αδερφό μου θα τον έκανα να το πληρώνει κάθε στιγμή που αναπνέει. Είχα καρφωθεί και κοιτούσα την οθόνη, δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο.

Ο Πάνος οδηγούσε σύμφωνα με τις οδηγίες του Άντριαν. Χωρίς να το καταλάβει κατευθυνόταν σε γνώριμες συνοικίες. Εκεί που είχε περάσει ένα μέρος της εφηβείας του, πέρασε από το φούρνο, μου το είπε. Μακάρι να μπορούσε να την είχε πατήσει την «μαμά Κλειώ», θα το φορτώναμε τόσο εύκολα στον Άντριαν και εγώ την ήθελα τόσο πολύ νεκρή. Όμως όχι, πέρασαν από εκεί μέχρι που έφτασαν σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο κτίριο του ΟΣΕ κοντά στις γραμμές του τρένου. Εκεί πέρασαν με το ζόρι την σιδερένια πόρτα και έστριψαν μέσα στο αμαξοστάσιο. Δεν τους είχε δει κανένας. Ο Πάνος κατάλαβε πως εκεί μπορούσε να είναι το τέλος του. Εκεί θα είχε την κάθε ευκαιρία για να τον σκοτώσει.

Αντί αυτού όμως τον έβαλε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Μπορεί να έχω κάνει τα πάντα στη ζωή μου αλλά δεν τα έχω με

107

Page 109: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

εσένα. Θα σε αφήσω να ζήσεις αρκεί να μου υποσχεθείς πως δεν θα με κυνηγήσεις.

«Ξέρεις πως δεν μπορώ να το κάνω αυτό».«Γιατί είσαι τόσο πολύ μαλάκας;» είπε και του έδωσε μια με

το όπλο στο κεφάλι. Ο Πάνος έχασε τις αισθήσεις του. Όταν άνοιξε τα μάτια του ήμουν δίπλα του στο νοσοκομείο. Την γλύτωσε με μια πολύ μικρή διάσειση.

«Που πήγες ρε μαλάκα ; Πας καλά; Να παίζεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα; Και για ποιο λόγο; Για έναν εγκληματία; » του είπα μέσα στα νεύρα.

«Σσσς, σιγά…Το κεφάλι μου πάει να σπάσει».«Αν δεν σπάσει από μόνο του θα πρέπει να σου το σπάσω

εγώ. Καλά ρε ηλίθιε, είσαι εντελώς ηλίθιος;» δεν ήθελα να του πω πως χωρίς εκείνον ήμουν εντελώς χαμένος. Πως χωρίς εκείνον αργά η γρήγορα θα έμπαινα στη φυλακή. Πως εκείνος ήταν ο λόγος που προσπαθούσα να είμαι καθαρός και να μην πειράζω κανέναν. Εκείνος ήταν η καλή μου πλευρά. Αν πέθαινε η καλή μου πλευρά μετά τι θα έμενε;

Οι μέρες κυλούσαν και ο Πάνος είχε παθιαστεί με τον Άντριαν. Το είχε δει σαν προσωπική αποτυχία το γεγονός πως έφυγε μέσα από τα χέρια του. Θεωρούσε πως εκείνος δεν είχε καμία δικαιολογία. Παρακολουθούσε κάθε νέα εξέλιξη και ας είχε πάρει αναρρωτική άδεια. Με πολύ μεγάλο εκνευρισμό πήρε το γεγονός πως τους ξέφυγε πάλι κάπου στη Λάρισα αφού αντάλλαξαν πυρά.

«Μην ασχολείσαι με αυτόν, υπάρχουν άλλοι για αυτή τη δουλειά» του έλεγα συνέχεια αλλά δεν φαινόταν να μου δίνει σημασία. Μόνο άκουγε συνέχεια τη συχνότητα της αστυνομίας για να μάθει αν υπάρχει κάτι νεότερο. Ώσπου μερικές μέρες αργότερα, άκουσε από τις ραδιοσυχνότητες πως έχει εντοπιστεί στο κέντρο της Αθήνας. Χωρίς να ακούει τίποτα μίλησε με μερικούς συναδέλφους του και έμαθε πως ο Άντριαν είναι μέσα σε ένα διαμέρισμα και έχει τρεις ομήρους. Μέσα σε λίγη ώρα είχε εξαφανιστεί για να πάει στα κεντρικά της αστυνομίας. Εγώ έμεινα μόνος μου να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Μην έχοντας τι να κάνω για να περάσει η ώρα άρχισα να ακούω και εγώ τη συχνότητα της αστυνομίας. Από εκεί

108

Page 110: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

έμαθα πως ο Άντριαν ήταν ζωντανά στην τηλεόραση. Την άνοιξα και άρχισα να ακούω τη φωνή του. Έλεγε πως θέλει χρήματα, την ελευθερία του και ναρκωτικά. Έμαθα κιόλας σε ποιο μέρος είναι.

Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πήγα και εγώ εκεί. Είχα αργήσει, όπως φάνηκε, καθώς έξω από την πολυκατοικία ήταν πλήθος κόσμου. Πάρα πολλοί δημοσιογράφοι και περαστικοί στεκόταν από έξω και περίμεναν τις εξελίξεις. Μερικές φορές όταν είσαι καλός δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να σκεφτεί το μυαλό ενός εγκληματία. Αν ήθελε θα μπορούσε να τους πυροβολήσει όλους ή να πετάξει την χειροβομβίδα, που λένε πως κρατούσε, κατά πάνω τους. Εκείνοι όμως δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται για αυτό ούτε καν οι αστυνομικοί. Όλοι μαζί παρακολουθούσαμε ζωντανά μια ομηρία σε εξέλιξη. Ο δρόμος είχε γεμίσει με περιπολικά και κλούβες. Σίγουρα αν ήθελε ο Άντριαν θα έφευγε πάρα πολύ δύσκολα από εκεί όπως επίσης και οποιοσδήποτε άλλος τύχαινε ιατρικής βοήθειας.

Από μακριά μπορούσα να δω τον Πάνο, αναγνώρισα το σουλούπι του και του έκανα νόημα. Εκείνος με είδε και με χαιρέτισε. Είχαν έρθει εκεί όλοι οι κουστουμάτοι αρχηγοί της αστυνομίας. Τους έβλεπα να προσπαθούν να κάνουν ένα σχέδιο εφόδου. Δεν έχουν ιδέα του τι είναι ικανός κάποιος να κάνει, μέχρι που μπορεί να φτάσει. Αν ήξεραν, εγώ δεν θα ήμουν εκεί. Εν μέρει τους λυπάμαι. Νομίζουν πως έχουν τόση εξουσία μερικοί με τις στολές τους. Φίλε μου η στολή δεν έχει καμία αξία, η ψυχή έχει μόνο, τα κότσια. Αν μπορείς να φοράς στολή και να έχεις τιμή και ψυχή μπράβο σου. Αν τη φοράς όμως για να κάνεις τον νταή είσαι μεγάλη αποτυχία.

Ξαφνικά είδα πως συντονιζόταν για να μπουν μέσα. Είχαν ανέβει στον από πάνω όροφο τα ΕΚΑΜ με σχοινιά και ήταν έτοιμοι για να εισβάλλουν με δακρυγόνα στον από κάτω όροφο. Η επιχείρηση είχε αποφασιστεί. Όμως, όπως αποδείχθηκε δεν είχαν ιδέα οι μπάτσοι τι έπρεπε πραγματικά να κάνουν και παραλίγο να πάρουν και στον λαιμό τους τον αδερφό μου.

Μπούκαραν όλοι μέσα ταυτόχρονα τράβηξαν τον ένα από τους ομήρους αλλά ο Άντριαν έβαλε τη χειροβομβίδα η οποία ήταν αληθινότατη ( και όχι ψεύτικη όπως πίστευε η αστυνομία μέχρι το

109

Page 111: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

τελευταίο δευτερόλεπτο) στο παντελόνι της μίας ομήρου. Ακούστηκε ένας πολύ μεγάλος θόρυβος και όσοι παρακολουθούσαμε από κάτω βάλαμε ενστικτωδώς τα χέρια μας στο κεφάλι μας για να το καλύψουμε από τυχόν θραύσματα.

Ακούγονταν φωνές πανικού. Οι μπάτσοι έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι να μπουν μέσα στο κτίριο για να δουν σε τι κατάσταση βρίσκονταν όλοι. Εγώ προσπαθούσα σαν τρελός να πλησιάσω κοντά μιας και ήξερα πως ο χαζός ο αδερφός μου θα ήταν σίγουρα στην πρώτη γραμμή του πυρός. Αφού ο κόσμος δεν έκανε από μόνος του στη άκρη άρχισα να σπρώχνω και να βαράω όποιον έβρισκα μπροστά μου. Κατάφερα να φτάσω στον αστυνομικό κλοιό και φωνάζοντας πως είμαι και εγώ μπάτσος αλλά με πολιτικά έφτασα ακόμα πιο κοντά. Άκουγα από παντού σειρήνες από τα ασθενοφόρα αλλά δεν τα έβλεπα πουθενά. Όλοι οι μαλάκες είχαν μπλοκάρει τους δρόμους με αποτέλεσμα να μη μπορεί να πλησιάσει κανένα ασθενοφόρο, ακριβώς όπως το είχα προβλέψει. Άρχισα τότε να τρέχω προς τα πίσω για να δω που είχε σταματήσει το ασθενοφόρο. Τους είπα πως είμαι γιατρός στο Γενικό Κρατικό και να μου δώσουν μια ρόμπα για να καταφέρω τουλάχιστον να βοηθήσω κάποιον άνθρωπο. Εκείνοι μέσα στον πανικό δεν το πολυσκέφτηκαν και μου την έδωσαν.

Άρχισα να τρέχω με όλη μου τη δύναμη φωνάζοντας πως είμαι γιατρός. Αυτή η λέξη ήταν μαγική καθώς όλοι παραμέριζαν για να περάσω. Κατάφερα και έφτασα τον κλοιό της αστυνομίας. Με άφησαν να περάσω αμέσως και εγώ άρχιζα να ανεβαίνω παραπατώντας τα σκαλιά στον πρώτο όροφο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και με το ζόρι ανέπνεα. Όλα μπορώ να τα αντέξω εκτός από το να πάθει κάτι ο Πάνος.

Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο αντίκρισα ένα πολύ αποκρουστικό θέαμα. Αίματα και ανθρώπινη σάρκα διάσπαρτα παντού. Η μυρωδιά που ανέδυαν ήταν ανυπόφορη. Μέσα στον καπνό έψαχνα τον Πάνο. Όσοι μπορούσαν να περπατήσουν και ήταν σχετικά καλά, με τη βοήθεια των αστυνομικών είχαν ήδη βγει έξω. Το θέαμα ήταν λίγο τρομαχτικό καθώς έμοιαζαν με ζωντανά πτώματα. Μέσα όμως είδα μια κοπέλα με κομμένα τα δύο της πόδια,

110

Page 112: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

δεν ήξερα αν ήταν ζωντανή ή όχι αλλά η αλήθεια είναι πως δεν με ενδιέφερε να μάθω κιόλας. Ένας άλλος ούρλιαζε μισό μέτρο πιο πέρα καθώς είχε χάσει και εκείνος το πόδι του. Ο Πάνος που είναι;

Ήταν πλακωμένος με ένα τραπέζι. Το σήκωσα γρήγορα από πάνω του. Έβαλα το χέρι μου στο λαιμό του, ευτυχώς είχε ακόμα σφυγμό αλλά δεν αντιδρούσε. Του φώναζα αλλά δεν αντιδρούσε. Ήξερα πως δεν έπρεπε να τον μετακινήσω, ίσως του προξενούσα κακό. Πίσω από το κεφάλι του είχε αίματα. Αυτό δεν ήταν καλό. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι, έπρεπε να περιμένω έναν αληθινό γιατρό να τον δει, έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνε. Το σίγουρο είναι πως δεν έπρεπε να γλυτώσει ο μπάσταρδος που του το έκανε αυτό. Δεν θα γλύτωνε από εμένα. Ήθελα να τον βρω επί τόπου και να τον καθαρίσω αλλά αυτό δεν θα ήταν αποτελεσματικό. Όλο και κάποιο μάτι θα με έπαιρνε, δεν μπορούσα να το ρισκάρω, όχι τότε που ο αδερφός μου με χρειαζόταν πιο πολύ.

Πριν με καταλάβουν βγήκα έξω και κατέβηκα στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Δεν μπορούσα να ρισκάρω τώρα που πέρασε η ώρα να με μπερδέψουν με τον Πάνο. Τότε που είχα κόψει και τα μαλλιά μου, αν εξαιρέσουμε τα σκουλαρίκια στο αυτί ήμασταν ίδιοι.

Άκουσα τους αστυνομικούς να βάζουν τους τραυματίες σε τραπέζια και στρώματα από το σπίτι για να τους κατεβάζουν. Το ασθενοφόρο ήταν ακόμα μπλοκαρισμένο πιο πίσω. Σίγουρα σε ένα από αυτά θα έμπαινε και ο Άντριαν. Μόλις άκουσα τους τραυματιοφορείς να έρχονται πήγα και εγώ ανάμεσα τους και έκανα πως βοηθούσα στην μεταφορά. Είδα και τον αδερφό μου. Τον έβαλαν σε άλλο ασθενοφόρο μαζί με έναν άλλο αστυνομικό και έφυγαν. Εγώ όμως περίμενα τον Άντριαν. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως θα τέλειωνε αυτός. Εκείνη την ημέρα έπρεπε να τελείωνε, από τα δικά μου χέρια. Ήταν δική μου υπόθεση.

Μπήκα μαζί του μέσα στο ασθενοφόρο και εκεί έπρεπε να περιμένουμε τον γιατρό της αστυνομίας. Ο Άντριαν έφαγε μπόλικο ξύλο από τους μπάτσους που τον συνέλαβαν. Ήταν χτυπημένος παντού και σχεδόν λιπόθυμος. Είπα ψέματα στους αστυνομικούς πως μου προβάλλει αντίσταση και δεν με αφήνει να τον εξετάσω.

111

Page 113: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Τότε ήρθε ένας από αυτούς μέσα του έδωσε μια σφαλιάρα και τον έδεσε πάνω στο κρεβάτι χωρίς καν να ακούει τις αντιδράσεις του. Κανείς δεν ακούει έναν εγκληματία ποτέ, έχει χάσει το δίκιο του προ πολλού. Είπα στον μπάτσο πως θέλω ησυχία για να τον εξετάσω και έκλεισα την πόρτα. Πήρα μια ένεση και του έβαλα μια πανίσχυρη δόση ηρεμιστικού. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Άντριαν είχε ξεραθεί. Τότε πήρα ορό και τον έβαλα με το ζόρι στο στόμα του. Δεν μπορούσε να καταπιεί, πνιγόταν και το ηρεμιστικό σε συνδυασμό με τα δεμένα του χέρια τον έκαναν πολύ εύκολο θύμα. Δεν άργησε να πεθάνει. Η αλήθεια είναι πως δεν μου άρεσε να τον βλέπω να χαροπαλεύει αλλά το ίδιο δεν έκανε και ο Πάνος; Τι έφταιγε αυτός; Είναι δεδομένο πως δικαιοσύνη δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο στα χέρια των αδικημένων. Πήρα μαζί μου μια γάζα, κάπου θα μου χρειάζονταν μετά. «Καλά του έκανα του παλιόσκυλου» έλεγα στον εαυτό μου. Βγήκα έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. «Του έβαλα μια ένεση στον κώλο να ηρεμήσει λίγο. Θα ησυχάσει για αρκετή ώρα, πάω να δω τους άλλους» του είπα και βγήκα έξω.

Έβγαλα τη ρόμπα και πήγα τρέχοντας να δω τον αρχηγό των ΕΜΑΚ ελπίζοντας πως δεν θα συναντηθώ με εκείνους που με είδαν νωρίτερα σαν γιατρό.

«Κύριε Ελευθερίου».«Πάνο;» μου είπε με ένα τρόπο λες και έβλεπε φάντασμα.«Κύριε, ο αδερφός του είμαι».«Έχει αδερφό; Ποτέ δεν μου το είχε πει».«Που είναι;»«Τον πάνε στο Γενικό Κρατικό» δεν πρόλαβε να

ολοκληρώσει την πρόταση του και είχα γίνει καπνός. Έπρεπε να είμαι σίγουρος πως θα δράσουν σωστά. Μπορεί να μην ήξερα ιατρικά αλλά μπορώ να καταλάβω πότε κάποιος είναι σίγουρος για αυτό που κάνει και πότε όχι.

Η κίνηση με καθυστέρησε πάρα πολύ. Είδα και έπαθα να φτάσω στον κεντρικό και μετά στο νοσοκομείο. Όλοι αυτοί που είχαν μαζευτεί λες και έπαιζε κάποια παράσταση δυσκόλευαν πάρα πολύ τα πάντα. Πριν εμφανιστώ όμως οπουδήποτε έπρεπε πρώτα να καλύψω τα νώτα μου για τον Άντριαν. Πήρα τηλέφωνο μερικούς

112

Page 114: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

γνωστούς από τα παλιά και μου έδωσαν άλλοθι. Μετά πήγα στο φαρμακείο και πήρα μια καφέ βαφή. Μπήκα στις τουαλέτες του νοσοκομείου και σε μισή ωρίτσα βγήκα καστανός. Έδεσα το δεξί μου χέρι με τη γάζα και πήγα να συναντήσω το γιατρό.

Όταν επιτέλους κατάφερα να πάω ο Πάνος ήταν ήδη χειρουργείο. Ένας γιατρός με ενημέρωσε πως η κατάσταση του ήταν πολύ σοβαρή. Το χτύπημα στο κεφάλι του προκάλεσε μεγάλη ζημιά. Το χειρουργείο θα ήταν καθοριστικό για τη ζωή του. Εγώ δεν μπορούσα να περιμένω. Ένιωθα ανήμπορος, σαν θηρίο στο κλουβί. Ήταν η πρώτη φορά που σκοτώνοντας ή χτυπώντας κάποιον δεν μπορούσα να καταφέρω αυτό που θέλω. Να κάνω καλά τον Πάνο αμέσως. Από τις ειδήσεις έμαθα πως ο θάνατος του οφειλόταν σε πνιγμό λόγω εισρόφησης γαστρικού υγρού σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή. Οπότε δεν είπαν τίποτα για εμένα. Ίσως τους βόλευε κιόλας για να μην υπάρξει επιπλέον σκάνδαλο στο φιάσκο της αστυνομίας. Αν μάθαιναν τα ΜΜΕ πως μέσα σε τόσους πολλούς αστυνομικούς δολοφονήθηκε ο Άντριαν η αστυνομία θα έχανε για πάντα όποιο κύρος της είχε απομείνει.

Μετά την επέμβαση ο Πάνος ήταν για αρκετό καιρό σε κώμα. Εγώ πήγαινα εκεί μέρα νύχτα. Δεν άντεχα να είμαι στο σπίτι μόνος μου. Το νοσοκομείο είχε γίνει για άλλη μια φορά το σπίτι μου. Μόνο τότε δεν ήμασταν μικρά παιδιά να παίζουμε στους διαδρόμους. Αχ να έβρισκα τουλάχιστον την Κατερίνα. Πόσο καλό θα ήταν να έβρισκα την Κατερίνα. Εκεί στους διαδρόμους ξαναζούσα την παιδική μου ηλικία. Τότε ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος, τότε που δεν ήξερα.

Θυμόμουν πως πηγαίναμε και κλέβαμε μερικά εργαλεία των γιατρών και τα ονομάζαμε θησαυρούς. Όχι τίποτα σπουδαίο, λαβίδες, γάζες, βαμβάκια, τέτοια πράγματα. Είχαμε βρει μια κρυψώνα έξω από το νοσοκομείο. Ήταν ένα ετοιμόρροπο κτίριο, βοηθητικό το οποίο το χρησιμοποιούσαν παλιά ως αποθήκη. Εκείνη την εποχή ήταν άδειο άρα γινόταν και ιδανικό για να είναι η κρυψώνα του θησαυρού μας. Είχαμε βρει ένα σημείο που είχε ένα σπασμένο ντουλάπι. Εκεί είχαμε σκάψει από κάτω και είχαμε τοποθετήσει τα πάντα. Του είχαμε δώσει και ονομασία για να μιλάμε

113

Page 115: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μεταξύ μας και να γελάμε όταν δεν μας καταλάβαιναν οι γιατροί. Το λέγαμε «μαγικό κουτί». Τρέχαμε ευτυχισμένοι λες και κάναμε κάποιο μεγάλο κατόρθωμα. Με μεγάλη ιεροτελεστία τοποθετούσαμε τους θησαυρούς μας στο «μαγικό κουτί» προσέχοντας να μη μας πάρει κανένα μάτι. Μετά κοιταζόμασταν συνωμοτικά και σκάγαμε στα γέλια. Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι να είμαι ευτυχισμένος.

Τώρα ούτε «μαγικό κουτί», ούτε γέλια, ούτε Κατερίνα. Μόνο θλίψη, ξενύχτι και η γνωστή μυρωδιά του νοσοκομείου που ξυπνούσε όλη μου την παιδική ηλικία. Εγκατάλειψη, περιφρόνηση, αμέλεια.

114

Page 116: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Ο Πάνος αν και είχε περάσει πολύς καιρός από το νοσοκομείο είχε αλλάξει εντελώς. Φαίνεται το γεγονός πως παρά λίγο να χάσει τη ζωή του, του είχε στοιχήσει πολύ. Δεν ήθελε να ξαναπάει στα ΕΜΑΚ. Για την ακρίβεια δεν ήθελε να πιάσει καμία δουλειά. Καθόταν όλη μέρα στο σπίτι και κοίταζε άλλοτε τον τοίχο, άλλοτε την τηλεόραση. Αν τσακωνόμουν μαζί του αποφάσιζε να πάει καμιά βόλτα με τους μπατσόφιλους του. Ούτε και σε εμένα πολυμιλούσε, με το ζόρι να του έπαιρνα κάποια κουβέντα.

Αναγκαστικά έπρεπε να έβρισκα μια δουλειά γιατί εκείνος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Κανείς δεν τόλμησε να τον απολύσει. Απλώς τον είχαν σε άδεια. Σαν τα σκουπίδια που δεν θέλεις να πετάξεις και τα κρύβεις κάτω από το χαλί. Προσπάθησα να κάνω τον καλό για να βοηθήσω λίγο την κατάσταση και να με προσλάβει κανείς.

Βρήκα δουλειά σε μια εταιρία που έφτιαχνε πρώτες ύλες για ζαχαροπλαστεία και φούρνους. Είχα βάλει τα καλά μου, είχα ξυριστεί, έβγαλα τα σκουλαρίκια και πήγα σαν χαρτογιακάς. Η μάσκα της ευγένειας και της καλοσύνης είχε μεγάλη επιτυχία. Αν ήξερα κιόλας πώς να διεκπεραιώνω τις δουλειές γραφείου θα ήταν όλα τέλεια. Έτσι με έβαλαν να κάνω τις εξωτερικές δουλειές. Ένας τομέας των εξωτερικών δουλειών ήταν να εισπράττω υπόλοιπα. Μου είχαν κάνει ολόκληρο σεμινάριο για το πώς πρέπει να φέρομαι στους πελάτες για να μην τους προσβάλλω. Καθώς επίσης μου είχαν μάθει τον τρόπο να γίνομαι ευγενικά πιεστικός.

Ο κύριος Καλημέρης ήταν ένας πολύ ευγενικός κύριος. Αν και δούλευαν για εκείνον 15 άτομα ήταν πάντα καλός με όλους. Έβαζε συχνά το χέρι στην τσέπη και ήταν γενναιόδωρος. Μόλις με προσέλαβε μου έδωσε και δεκαπέντε μέρες μισθό έναντι. Πράγμα απίθανο για τα μέχρι τώρα δεδομένα μου. Ευτυχώς τα πήγαινα καλά. Αν και δεν είχα ξανακάνει αυτή τη δουλειά έμαθα γρήγορα τους δρόμους και έκανα ότι μου ζητούσαν. Αν κάποιος μου μιλούσε λίγο

115

Page 117: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

περίεργα προσπαθούσα να το καταπιώ. Έπρεπε να το κάνω αυτό για τον Πάνο. Αλλιώς σύντομα θα μας πετούσανε στους δρόμους.

Μια μέρα άργησα να γυρίσω πίσω. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν σχολάσει και εγώ είχα να παραδώσω χρήματα στο αφεντικό. Μπήκα στο περιποιημένο χώρο υποδοχής, μετά πέρασα την αποθήκη όπου τα πάντα ήταν μόνιμα μέσα στα αλεύρια και τη ζάχαρη και ανέβηκα πάνω στο πατάρι. Εκεί ήταν το γραφείο του Καλημέρη. Όλα τα φώτα ήταν παντού κλειστά. Όμως επειδή είχε λίγο ακόμα φως από τον ήλιο έβλεπα που να περπατήσω. Χτύπησα την πόρτα αλλά δεν μου άνοιξε κανείς, πήρα το θάρρος να ανοίξω και να μπω.

«Κύριε Καλημέρη; Κύριε Καλημέρη;» είπα όσο πιο διακριτικά μπορούσα για να μην τον τρομάξω. Δίπλα από το γραφείο του είχε μια πόρτα η οποία ήταν πάντα κλειστή, εκτός από εκείνη την ημέρα. Ένα αχνό φως ξεπρόβαλλε καλώντας με να πάω σιγά σιγά να δω τι κρύβεται από πίσω. Περπατώντας με τις μύτες σαν τη γάτα και κρατώντας τον σουγιά που είχα πάντα στην τσέπη μου για κάθε περίπτωση πλησίασα όσο μπορούσα πιο κοντά. Άκουσα ομιλίες, μια γυναικεία φωνή και μια αντρική να μιλάνε ψιθυριστά.

« Σας παρακαλώ, δώστε μας λίγο χρόνο. Ξέρω πως έπρεπε να σας είχα ήδη ξεπληρώσει, το γνωρίζω. Να..κρατήστε αυτά τα σκουλαρίκια. Είναι χρυσά, σας το ορκίζομαι, μου τα έδωσε ο άντρας μου».

«Σας έχω δώσει ήδη παραπάνω χρόνο από όσο δίνω συνήθως» είπε ο κύριος Καλημέρης με αργό ρυθμό τονίζοντας αρκετά το "ήδη".

«Ξέρετε, οι δουλειές στο φούρνο δεν πάνε και τόσο καλά. Έπρεπε να φτιάξουμε και έναν όροφο για να προικίσω την ανιψιά μου, δεν τα υπολόγισα σωστά. Σας δίνω το λόγο μου όμως, και όταν η Κλειώ δίνει το λόγο της το εννοεί. Μέχρι το τέλος του μήνα θα σας έχω μια δόση έναντι» είπε με τρεμάμενη φωνή η γυναίκα. Ήταν φανερό πως η γυναίκα τον φοβόταν, η Κλειώ. Η Κλειώ; Λες; Μέχρι να προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο είχα φύγει τρέχοντας τη σκάλα και είχα κρυφτεί πίσω από τους σάκους με τα αλεύρια. Μετά από λίγη ώρα την είδα να καταβαίνει τη σκάλα. Μετά από τόσα χρόνια μίσους που την έβλεπα μπροστά μου δεν αισθάνθηκα όπως

116

Page 118: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

περίμενα. Αντίθετα μου φάνηκε πως δεν ήταν πια αγέρωχη όπως ήταν, δεν είχε αυτή την ηλίθια περηφάνια που μου την έδινε στα νεύρα. Έφυγε τρομαγμένη, σκυφτή μην τυχόν την έπαιρνε κανένα μάτι και μετά τι θα έλεγε ο κόσμος;

Εγώ έμεινα για λίγο κρυμμένος και μετά πήγα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα προς την έξοδο. Ήθελα να μιλήσω επειγόντως στον Πάνο, μόνο εκείνος θα με καταλάβαινε.

« Αλήθεια σου λέω, εκείνη ήταν».« Και τη δουλειά είχε εκείνη εκεί; Μάλλον θα ήταν

φαντασία σου ».« Ρε τώρα, μην είσαι έτσι. Την αναγνώρισα. Είναι όπως την

άφησα εκτός από μερικές ρυτίδες παραπάνω. Γέρασε».« Και; Θα τη βοηθήσεις; »« Τι; να τη βοηθήσω; Πλάκα μου κάνεις; Εγώ σκεφτόμουν

να την κανονίσω, όχι να τη βοηθήσω, τη βρωμιάρα. Εξαιτίας της πήγα στο αναμορφωτήριο. Θα μπορούσα να ήμουν νεκρός τώρα».

« Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε. Εσύ άλλαξες, έγινες καλύτερος. Μπορεί να άλλαξε και εκείνη. Μήπως της αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία; »

Πόσο αφελής ήταν ο Πάνος. Πίστευε πάντα στο καλό των ανθρώπων ενώ εγώ το αντίθετο. Οι άνθρωποι έχουν μια σκοτεινή πλευρά που με πολύ μεγάλη ευκολία βγάζουν έξω. Τους είναι πιο εύκολο να κάνουν κάτι κακό χωρίς να σκεφτούνε τις συνέπειες. Ειδικά όταν έχουν για κάλυψη το καλό. Όλοι οι νομοθέτες, οι επιβολείς του νόμου, της τάξης και πολλές φορές και της θρησκείας έχουν κάνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο όνομα του καλού και του ηθικού. Πάντα εκτελώντας εντολές ανωτέρων. Σωστές; Λάθος; Σημασία έχει να είναι από έναν ανώτερο και όχι το νόημα των εντολών.

Εγώ δεν μπορώ να της δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Χρόνια περίμενα να την εκδικηθώ και ήρθε η στιγμή μου. Γιατί να την αφήσω έτσι; Γιατί να τη συγχωρήσω;

117

Page 119: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Την επόμενη μέρα που πήγα στη δουλειά πήγα κατευθείαν στο γραφείο του κύριου Καλημέρη για να του παραδώσω τις εισπράξεις της προηγούμενης μέρας.

«Καλημέρα σας».«Καλημέρα, γιατί δεν ήρθες χθες; »«'Ήρθα αλλά επειδή είχατε κόσμο στο γραφείο σας ήθελα να

είμαι διακριτικός».«Κόσμο;»«Ναι, μια κυρία» του είπα και εκείνος αμέσως άραξε πίσω

στο γραφείο του. Πήρε το τσιγάρο του, άναψε φωτιά και έβαλε τα πόδια του πάνω στο τραπέζι.

«Θέλεις να βγάλεις πιο πολλά λεφτά;» μου είπε όλο νόημα. «Εσύ δεν μοιάζεις με τους άλλους, μοιάζεις πιο πολύ με εμένα. Το βλέπω στο βλέμμα σου, στις κινήσεις σου. Έχω δει πως πολλές φορές κοιτάς πίσω σου λες και σε ακολουθεί κανείς. Έχεις μπλεξίματα με τον νόμο;» μου το είπε τόσο απλά λες και ήταν κάτι απόλυτα φυσικό. Η αλήθεια ήταν πως τότε είχα την αίσθηση πως με παρακολουθούσε ο Χοντρός, δεν περίμενα όμως πως ήταν τόσο εμφανές.

«Όχι κύριε, δεν έχω μπλεξίματα» του είπα κοιτώντας τον στα μάτια. Πραγματικά δεν είχα.

«Δε φαίνεσαι όμως και της αριστοκρατίας » μου είπε μετρώντας την κάθε μου κίνηση. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελε να απαντήσω.

«Μπορώ να κάνω κάτι για εσάς;» του είπα μπας και καταφέρω να δω τι θέλει. Ήδη αισθανόμουν αρκετά ηλίθιος που στεκόμουν εκεί λες και περνούσα από εξετάσεις.

«Νομίζω πως μπορείς αλλά θέλω την απόλυτη εχεμύθεια σου αλλιώς δεν έχεις ιδέα που θα μπλέξεις» μου είπε καρφώνοντας το βλέμμα του μέχρι τις πιο βαθιές μου σκέψεις.

«Μπορείτε να μου πείτε» του είπα χωρίς να θέλω πραγματικά να ακούσω.

«Αυτή η γριά κότα που ήταν εδώ χθες έχει δανειστεί χρήματα από εμένα και με κοροϊδεύει πολύ καιρό τώρα πως θα μου τα δώσει».

118

Page 120: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δανειστεί;» «Αγόρι μου τόσα χρήματα δεν βγαίνουν με το σταυρό στο

χέρι και με καθαρά χέρια. Αν περίμενα να ζήσω από το εμπόριο θα είχα κλείσει χρόνια τώρα. Δεν σε προσέλαβα τυχαία. Ξέρω την ιστορία σου και λυπάμαι. Πιο πολύ λυπάμαι για τον αδερφό σου. Όμως επειδή έχεις τσαγανό θέλω να πας ένα σκαλί παραπέρα. Θέλω να την εκφοβίσεις. Αν καταφέρεις να μας δώσει όλα τα χρήματα πίσω θα πάρεις και εσύ μερίδιο» μου είπε σιγανά, συνωμοτικά ενώ στεκόταν όρθιος πίσω μου σαν τον χάρο. «Ξέρω πως θέλεις εκδίκηση, το μυρίζω. Το ένα σαρκοβόρο καταλαβαίνει τον θυμό του άλλου. Εδώ παλικάρι μου είναι μια ζούγκλα, ο νόμος του ισχυρού. Αν ο άλλος είχε την ατυχία να γεννηθεί στη λάθος πλευρά, τον έφαγαν τα θηρία. Η Κλειώ είναι μια παλιόγρια όποιο ορφανό πέρασε από τα χέρια της το έκανε δούλο. Μια φορά μου είχε παραχωρήσει και ένα κορίτσι, χρώσταγε χρήματα πάλι βλέπεις και δεν είχε να τα πληρώσει οπότε τα πλήρωσε το κορίτσι για εκείνη ».

«Μα τι τα έκανε τόσα χρήματα;»«Δεν πήρες χαμπάρι τίποτα; Χαρτιά αγόρι μου, τζόγος. Έτσι

είναι αυτό μπορεί να μη σου τρώει τη σάρκα αλλά σου κατασπαράζει τη ψυχή μέχρι που δεν έχει τι άλλο να φάει και πάει στους δίπλα, τρώει τη σάρκα των διπλανών».

Όσο μου έλεγε αυτά τόσο πιο πολύ φούντωνα. Δεν ήθελα να την εκφοβίσω μόνο, ήθελα να τη σκοτώσω. να τη βλέπω να με παρακαλάει και εγώ να μην της δίνω οίκτο. Όμως τι είναι καλύτερο; Ένας αργός θάνατος του σώματος ή ένας αργός θάνατος της ψυχής; Ίσως πρέπει να το κάνω πιο αργά και πιο μεθοδικά.

«Θα τα πάρω πίσω τα λεφτά σου. Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο και λίγη άδεια από τη δουλειά. Έχω κάτι στο μυαλό μου » εκείνος έσκασε ένα χαμόγελο και εγώ σύρθηκα προς τα έξω.

Βγήκα έξω, με την αδρεναλίνη μου να χτυπάει κόκκινο. Πως ήξερε τόσα για μένα; Και που έμαθε για τον αδερφό μου; Εντάξει δεν ήταν για λύπηση κιόλας. Έπρεπε να βρω τρόπο να του το κρύψω. Για αρχή αποφάσισα να πάω μέχρι το φούρνο της. Μια μικρή επίσκεψη μου, σίγουρα θα την αιφνιδίαζε. Δεν άργησα να φτάσω με το μηχανάκι. Πήγα και μπήκα μέσα στο φούρνο εκεί είδα

119

Page 121: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πίσω από τον πάγκο την Ελενίτσα. Πλησίασα γρήγορα κοντά και εκείνη τρόμαξε και μαζεύτηκε.

«Τι θα θέλατε;» μου είπε με τρεμάμενη φωνή ενώ είχε ζαρώσει πίσω από τον πάγκο. Εγώ έμεινα να την κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω. Είχε μεταμορφωθεί σε μια πολύ ωραία γυναίκα. Ποιός το φανταζόταν;

« Με φοβήθηκες;» της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Συγνώμη;» «Τόσο πολύ άλλαξα;»«Μίλτο; Βασικά με κοντά μαλλιά και τέτοια ρούχα είσαι

αγνώριστος. Πως από τα μέρη μας;» μου είπε και σηκώθηκε όρθια. Όσο με κοιτούσε έφτιαχνε τα ρούχα της να στρώνουν καλά πάνω της.

«Πέρασα να σε δω» της είπα και την κοίταξα στα μάτια. Εκείνη αιφνιδιάστηκε και από τη μεγάλη της αμηχανία άρχισε να παίζει με τα μαύρα μπουκλωτά της μαλλιά, ενώ άρχισε να γέρνει σχεδόν προκλητικά πάνω στον πάγκο.

«Και εγώ ήθελα να σε δω. Αναρωτιόμουν που να είσαι και τι είχες απογίνει » μου είπε ψιθυριστά λες και φοβόταν πως κάποιος θα την άκουγε.

«Που είναι;»«Ποιά η θεία; Θα αργήσει μην ανησυχείς» μου είπε και με

κοιτούσε όλο νόημα. Τη θυμόμουν πως από μικρή ήταν τσουλί αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα.

«Χάρηκα που σε ξαναείδα, θα έρθω άλλη μέρα πάλι. Μη της πεις τίποτα».

«Τρελός είσαι;» μου είπε και εγώ της έκλεισα το μάτι φεύγοντας. Ήξερα πως ήταν θέμα χρόνου να πάνε τα πράγματα όπως ήθελα. Μετά από αυτή τη μικρή συνάντηση γύρισα πίσω στη δουλειά. Αν πήγαινα αμέσως σπίτι θα με υποψιαζόταν ο Πάνος και ειδικά εκείνου δεν μπορούσα να του κρυφτώ.

Όταν γύρισα το απόγευμα εκείνος ήταν εκεί και με περίμενε. Με κοίταξε με ένα πολύ αυστηρό βλέμμα.

«Δεν είπα τίποτα, δεν έκανα τίποτα. Σταμάτα να με κοιτάζεις έτσι. Πάνο, κόφτο» του φώναξα εκνευρισμένος και πήγα

120

Page 122: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

κατευθείαν στην κουζίνα. Εκείνος παρέμεινε εκεί, ήταν η τακτική του αυτή. Δεν χρειαζόταν να πει κάτι για να με σπάσει. Απλώς με κοιτούσε με εκείνο το επικριτικό, ανακριτικό του βλέμμα. Το μπατσοβλέμμα του ελέγχου που τόσο πολύ με εκνεύριζε.

«Μα τι θες επιτέλους;» του είπα αλλά εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει ανέκφραστος φορώντας ακόμα τα χθεσινά του ρούχα. Δεν μπορούσα να τον βλέπω άλλο, άλλαξα δωμάτιο.

«Ξέρω πως κάτι σχεδιάζεις, το νιώθω» μου φώναζε από το σαλόνι αλλά εγώ δεν είπα τίποτα, δεν ήθελα να πω, δεν ήθελα να μάθει, δεν ήθελα να ξέρει, δεν τον αφορούσε.

Την επόμενη μέρα πήγα κανονικά στη δουλειά και προς το μεσημέρι πέρασα πάλι από τον φούρνο αφού βεβαιώθηκα πως η Κλειώ δεν θα ήταν εκεί. Η Ελενίτσα ήταν πάλι στο πόστο της. Μόλις με είδε σηκώθηκε όρθια και εγώ την πλησίασα.

«Τι λες; θα το σκάσεις το βράδυ;» Της είπα και τη στρίμωξα σε μια γωνία. Μπορούσα να νιώσω την καρδιά της να χτυπάει. Της χάιδεψα το μάγουλο και μετά την άφησα απότομα. «Θα είμαι από κάτω στις 11» της είπα και έφυγα γρήγορα. Ήθελα να την αφήσω στην αναμονή. Ήξερα πως αν αφήσεις μια γυναίκα στην αναμονή είναι ότι χειρότερο μπορείς να της κάνεις.

Ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι γυναίκες συναισθηματικά. Πάντα τις έβλεπα σαν ανθρώπινα όντα που θα σε χρησιμοποιήσουν και μετά όταν δεν σε χρειάζονται άλλο θα σε εγκαταλείψουν. Τις συναναστρεφόμουν υποχρεωτικά μόνο για να ικανοποιήσω ό,τι ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Μπορεί να ήταν σεξ, μπορεί χρήματα, μπορεί βοήθεια, οτιδήποτε. Για μένα ήταν μόνο ένα μέσο για να εκπληρώσω ένα σκοπό. Έτσι και τώρα. Η Ελενίτσα θα με βοηθήσει με την εκδίκηση μου. Από τη στιγμή που την γνώρισα την είδα πως με γούσταρε. Κατέβαινε κάτω στο φούρνο και μετά ερχόταν στο εργαστήριο βρίσκοντας δικαιολογίες. Μπορεί η Κλειώ να μην την άφηνε να μας μιλάει αλλά δεν χρειαζόταν, μόνο κοιτούσε. Όχι, τον αδερφό μου, αλλά εμένα, μόνο εμένα. Εγώ δεν την είχα εκμεταλλευτεί δεν ήθελα, δεν θα μου ήταν αυτό χρήσιμο πουθενά. Αντίθετα αν μας έπιαναν θα μας έδιωχναν από το σπίτι.

121

Page 123: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Όλη η γειτονιά ήξερε τα κατορθώματα της. Οι γονείς της την είχαν παρατήσει στην θεία της. Η αδερφή της η Νένα είχε καταπιεστεί πολύ από τον γάμο της και ξελογιάστηκε. Αρχικά έλειπε από το σπίτι τα απογεύματα. Ο πατέρας της γυρνούσε πίσω το βράδυ και εκείνη ήταν αναγκασμένη να κάθεται ώρες μόνη της. Μετά η Νένα άρχισε να λείπει και τα βράδια και ο πατέρας της άρχισε να πίνει. Μετά ήταν θέμα χρόνου να την παρατήσουν στην άτεκνη θεία. Εκείνη όσο πιο πολύ προσπαθούσε να την περιορίσει τόσο η Ελενίτσα έβρισκε τρόπο να ξεγλιστράει. Μόνο αθώα δεν ήταν άσχετα με το τι πίστευε η θεία της για εκείνη.

Εμένα με ενδιέφερε μόνο η Κατερίνα. Εκείνη ήταν η σανίδα μου στον ωκεανό της εγκατάλειψης. Μόνο εκείνη δεν με είχε προδώσει και με χρειαζόταν πραγματικά. Και μου την πήραν .Ο Πάνος όταν είχε ψάξει για τους γονείς μας είχε ψάξει και για αυτήν αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Λες και είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί. Κάποια στιγμή όμως οι δρόμοι μας θα ανταμώσουν πάλι, είμαι σίγουρος για αυτό, αν τα καταφέρω και δεν πεθάνω εδώ μέσα.

Για να περάσει η ώρα γύρισα πίσω στο γραφείο, έκανα μερικές εξωτερικές δουλειές και μετά γύρισα σπίτι. Ο Πάνος με περίμενε όπως πάντα.

«Θα βγεις καθόλου έξω; Θα αποκτήσεις καθόλου ζωή πέρα από το σπίτι ή θα κάθεσαι εδώ να μουχλιάζεις;»

«Δεν έχω καμία όρεξη». «Δεν μπορώ να σε βλέπω εδώ μέσα συνέχεια. Φύγε, βγες,

διασκέδασε, βρες καμία γκόμενα». «Παράτα με. Πες μου πως πέρασες τη μέρα σου».«Μην αλλάζεις θέμα, ξεκόλλα από τον κωλοκαναπέ και

κάνε κανένα μπάνιο » του έλεγα αλλά εκείνος δεν ήθελε να μου απαντήσει. Είχα αρχίσει να ανησυχώ για εκείνον. Νόμιζα πως το σκοτάδι είχε ξεκινήσει να τον κυκλώνει. Ένιωθα λες και αυτός είχε πάρει ένα κομμάτι από εμένα και εγώ ένα κομμάτι από εκείνον και αυτό δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλό. Πήγα στην κουζίνα και του έβαλα ένα πιάτο φαγητό. Είχε αρχίσει να μην τρώει, έβλεπα τα πιάτα να στοιβάζονται σχεδόν ανέγγιχτα. Αν δεν άλλαζε τακτική θα

122

Page 124: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

έπρεπε να τον πήγαινα σε κάποιο γιατρό. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα έπρεπε να κάνω εγώ τον μπαμπά, τον μεγάλο αδελφό. Καθάρισα το σπίτι γιατί ήταν χάλια, πήγα ψώνισα για την ακρίβεια έκανα τα πάντα για να περάσει η ώρα και να πάει 11. Ήθελα να βάλω το σχέδιο σε κίνηση.

Ο Πάνος κοιμόταν στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση και εγώ έφυγα όσο πιο ήσυχα μπορούσα. Μετά από αρκετή ώρα ήμουν κάτω από τον φούρνο. Κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο και περίμενα να δω την Ελένη. Άνετη βγήκε έξω και έψαχνε να με βρει. εγώ τότε φανερώθηκα και της έκανα νόημα. Πολύ γρήγορα ανέβηκε πάνω στο μηχανάκι και φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε καθώς δεν ήθελα να με πάρει κανένα μάτι.

Την πήγα στον Πειραιά στην Μαρίνα Ζέας και κάτσαμε σε ένα παγκάκι. Είχε περιποιηθεί πολύ τον εαυτό της για εμένα.

«Είσαι πολύ όμορφη απόψε» της είπα όσο πιο πειστικά μπορούσα.

«Ευχαριστώ» μου απάντησε πολύ γλυκά. Μετά όμως πήρε ένα πολύ περίεργο ύφος και με κοίταξε στα μάτια. «Γιατί ήρθες;» με ρώτησε και άρχισε να παίζει νευρικά με τα δάχτυλα της.

«Δεν ήθελες;»«Δεν σε ρώτησα αυτό». Κατάλαβα τι ήθελε από εμένα να

της πω. «Πάντα σε είχα στο μυαλό μου, ποτέ δεν σε είχα ξεχάσει»

της είπα και της κράτησα το χέρι. «Πιστεύω πως ήμουν πάντα η μόνη που μπορούσα να σε

ξεχωρίζω εύκολα από το αδερφό σου». «Πως;»«Απλά όταν έβλεπα εσένα η καρδιά μου χόρευε στο ρυθμό

του σκοταδιού σου» μου είπε και μου χαμογέλασε. Τότε το εκμεταλλεύτηκα και την πήρα αγκαλιά. Μύριζε τόσο ωραία. Όμως οι αδυναμίες δεν χωράνε στο σχέδιο μου.

«Θα μείνεις;» με ρώτησε με αφοπλιστική απλότητα.«Γιατί όχι;» απάντησα με αμηχανία και την έσφιξα στην

αγκαλιά μου. Περάσαμε αρκετή ώρα στη σιωπή. Μετά άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

123

Page 125: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Ξέρεις όσο έλειπες έγιναν πάρα πολλά. Η θεία μου έγινε καχύποπτη με τον αδερφό σου και τον κυνηγούσε ασταμάτητα. Εκείνος έκανε πάρα πολύ υπομονή, δεν είχε και άλλη επιλογή. Δεν ήταν ο τύπος που θα άντεχε να μείνει στο δρόμο. Μια νύχτα μπήκαν ληστές στον φούρνο και έκλεψαν το ταμείο. Αμέσως σκέφτηκαν πως θα ήταν εκείνος. Τον ξεφτίλισαν, του πέταξαν τα ρούχα έξω και ο θείος άρχισε να τον χτυπάει. Ο Πάνος αμύνθηκε όσο μπορούσε αλλά δεν ήξερε καθόλου από αυτά. Το αποτέλεσμα ήταν να τον κλειδώσουν έξω » όσο μου μιλούσε τόσο θύμωνα . Νόμιζα πως δεν μπορούσα να νιώσω περισσότερο μίσος για αυτή τη γυναίκα αλλά έκανα λάθος. Η Ελενίτσα έβγαλε από την τσέπη της ένα τσιγαριλίκι και το άναψε.

«Ώπα Ελενίτσα;»«Μην το παίζεις αθώος».«Δεν το παίζω, αλλά από εσένα δεν το περίμενα».«Τι μου λες τώρα » είπε και τράβηξε μια τζούρα. Απόλαυσε

όλο τον καπνό και συνέχισε... «Εκείνη τη νύχτα, βγήκα έξω κρυφά όπως είχα κάνει άπειρες φορές. Έσυρα τον Πάνο όσο πιο άκρη μπορούσα μιας και ήταν χτυπημένος και ημιλιπόθυμος. Έτρεξα στον κολλητό μου για βοήθεια. Εκείνη τη νύχτα μου απέδειξε πως δεν ήταν και τόσο κολλητός μου. Πιωμένος όσο δεν πήγαινε έπρεπε να του κάνω μια μικρή «εξυπηρέτηση» για να μου δώσει τα κλειδιά του. Πήρα το αυτοκίνητο του και τον πήγα μέχρι το νοσοκομείο. Εκεί τον άφησα με τα στοιχεία του πάνω σε ένα χαρτί. Έπρεπε να γυρίσω πίσω πριν με καταλάβουν. Ο Πάνος δεν τους μαρτύρησε και τον δέχτηκαν πίσω, όμως δεν ήταν ο ίδιος. Έμοιαζε σαν να έχει πάρει μέσα του λίγο σκοτάδι, έμοιαζε με εσένα. Την πρώτη νύχτα που ήρθε πίσω, έκανα κρυφά το τσιγάρο μου, γλίστρησα στο δωμάτιο του και του έκανα έρωτα. Έκανα σε εσένα έρωτα. Δεν μιλήσαμε ποτέ για αυτό » μου είπε και σώπασε. Δεν ξέρω γιατί μου το είπε αυτό.

«Δεν καταλαβαίνεις; Έκανα έρωτα με εσένα» μου είπε έντονα, έκανε μια ρουφηξιά και ανέβηκε πάνω μου. Άρχισε να με φιλάει με πάθος και να μου τρίβεται. Μετά ξεκίνησε να μου βγάζει τα ρούχα, δεν μπορούσα να της αντισταθώ. Αφέθηκα σε εκείνη

124

Page 126: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μέχρι την ώρα που έπρεπε να την γυρίσω σπίτι. Τα πάντα πάνω μου είχαν τη μυρωδιά της. Ήταν από τις πιο ειλικρινείς νύχτες που είχα περάσει. Για λίγο ήμουν ο Μίλτος, χωρίς κανένα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο σκοπό.

Γύρισα πίσω στο σπίτι. Ο Πάνος ήταν εκεί, τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Ο καναπές είχε γίνει το δεύτερο δέρμα του. Αν και είχα μεγάλη περιέργεια να μου πει για το τι είχε γίνει εκείνη τη νύχτα με τη ληστεία τον άφησα. Δεν ήθελα να του πω για την Ελενίτσα. Πήγα κοιμήθηκα λίγο και μετά πήγα στη δουλειά.

Το πρωί σηκώθηκα με χίλια ζόρια. Η προηγούμενη νύχτα με γέμιζε με χαρά. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα χαρά. Όμως μαζί με εκείνη ήταν κολλημένη πάνω της και η θλίψη. Ένιωθα λες και είχα απογοητεύσει την Κατερίνα. Σίγουρα κάπου στον κόσμο υπήρχε για να με περιμένει. Δεν έπρεπε να παρεκκλίνω από τον σκοπό μου. Έπρεπε να μείνω προσηλωμένος στην εκδίκηση και στην ανάγκη μου για την Κατερίνα. Αυτά τα δύο με κράτησαν ζωντανό μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ίσως αν τα αφήσω πίσω, αν αφεθώ να μην υπάρχει γυρισμός. Καμιά φορά ερχόταν στο μυαλό μου η εικόνα της νεκρής μου μητέρας όσο και να ήθελα να την βγάλω με στοίχειωνε. Όταν είχα πιεί κιόλας μου μιλούσε. Βέβαια δεν μου έλεγε τίποτα το καλό μόνο με έβριζε και μου έλεγε πως δεν είμαι ικανός για τίποτα. Παρά μόνο για το κακό και ας σκότωσα για χάρη της τον φονιά της. Δεν πειράζει όμως, εγώ αυτό που έκανα το απόλαυσα κάθε δευτερόλεπτο γιατί του άξιζε του παλιοαλήτη.

Πριν το καταλάβω πέρασε η μέρα και μετά είχα ραντεβού με την Ελενίτσα. Εκείνη την ώρα η Κλειώ έπαιρνε τον μεσημεριανό της ύπνο. Συναντηθήκαμε λίγο πιο πέρα. Δεν μπορούσα να κρατήσω τα χέρια μακριά της. Όλο της το σώμα με προκαλούσε να το ακουμπήσω, να το φιλήσω, να το γευτώ. Τα μάτια της γεμάτα λαγνεία με παρέσερναν σε ένα αισθησιακό χορό. Είχα χάσει το μυαλό μου. Την πήρα και την πήγα στο φούρνο. Είχαμε μισή ωρίτσα ήταν αρκετή για να την κάνω δικιά μου στο εργαστήριο. Άρχισα να την φιλάω και να την γδύνω. Ταυτόχρονα πέταξα ότι υπήρχε πάνω στον πάγκο. Έτσι μέσα στην σκόνη του αλευριού να αιωρείται σαν

125

Page 127: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

όνειρο από πάνω μας της έκανα έρωτα όπως δεν της είχε ξανακάνει κανείς, όπως δεν είχα κάνει εγώ ποτέ ξανά. Η ανάσα της μου προκαλούσε ρίγη σε όλο μου το κορμί. Μου ψιθύριζε στο αυτί πως θα είναι για πάντα δική μου, μόνο δική μου και ήταν η πρώτη φορά που για λίγο το πίστεψα. Ζούσα την απόλυτη ηδονή μέχρι που άκουσα τη φωνή της Κλειώς:

« Ελενίτσα είσαι μέσα; Έλα λίγο που σε θέλω» τότε ήρθα πάλι στην δική μου πραγματικότητα.

«Πήγαινε».«Δεν θέλω, θέλω να μείνω μαζί σου κι άλλο».«Θα βρεθούμε το βράδυ» της είπα και έφυγα κυνηγημένος.

'Έπρεπε να είμαι πιο προσηλωμένος στο στόχο μου. Το βράδυ θα έθετα σε εφαρμογή το σχέδιο μου.

Για κακή μου τύχη ο Πάνος με περίμενε.«Τι σκαρώνεις;»«Μπα, αποφάσισες να μιλήσεις; »«Λέγε».«Το ότι ξαφνικά αποφάσισες να επικοινωνήσεις με τον

κόσμο δεν σου δίνει το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι».«Σε ξέρω καλά, πάρα πολύ καλά. Αυτά που λες είναι μόνο

για να αλλάζεις θέμα. Ξέρω πότε σκαρώνεις κάτι, το μυρίζω».«Ξεκόλλα επιτέλους, ασχολήσου με κάτι άλλο» του είπα και

έφυγα. Το να κλειστώ στο δωμάτιο μου ήταν η πιο ασφαλής επιλογή. Πράγματι, λίγο πριν μπλέξω κάπου ο Πάνος μπορούσε να το καταλάβει. Όταν είχα μπλέξει με τον Χοντρό ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά πριν ακούσει τα κουτσομπολιά. Μου έλεγε πως αλλάζουν οι κινήσεις μου, οι εκφράσεις μου, το βλέμμα μου. Εγώ όμως δεν μπορούσα να το καταλάβω πως συνέβαινε αυτό. Τώρα όμως που το σκέφτομαι ίσως να γέμιζα ενοχές απέναντι του και να άλλαζα, όπως συνέβη και τώρα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση όμως να κάψω την Ελενίτσα, ούτε να της συμβεί κάτι. Το πεπρωμένο μου όμως έμοιαζε να με κυνηγάει. Δεν έπρεπε να ευτυχίσω, δεν άξιζα να ευτυχίσω.

Εκείνο το βράδυ όταν την συνάντησα της είπα πως ή θα έβρισκα χρήματα ή θα έπρεπε να φύγω. Είχα παλιούς λογαριασμούς

126

Page 128: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

με κάποιους από το αναμορφωτήριο και έπρεπε ή να τους ξεπληρώσω ή να εξαφανιστώ. Η Ελενίτσα όταν το άκουσε πέρασε στην πλευρά της θλίψης. Μου είπε πως θα έκανε ότι μπορούσε και δεν θα με άφηνε να φύγω έτσι εύκολα από τη ζωή της.

Μια εβδομάδα μετά, αφού συναντιόμασταν κάθε βράδυ μου έφερε χρήματα. Έκατσε πάνω μου, με κοίταξε στα μάτια και εντελώς συνωμοτικά μου είπε:

«Αγάπη μου, τα κατάφερα. Προσπαθούσα μέρες τώρα να την πετύχω να βάζει τα χρήματα στο χρηματοκιβώτιο. Μέχρι που τα κατάφερα. Πήγε να το ανοίξει και μουρμούριζε τους αριθμούς. Μόλις έφυγε πήγα και έβγαλα μερικά. Πάρε τα, πες μου πως φτάνουν» μου είπε και έβγαλε ένα μάτσο χιλιάρικα δεμένα με λαστιχάκι.

«Δεν πρόλαβα να τα μετρήσω» μου είπε χαμογελώντας και τα έβαλε στην παλάμη του χεριού μου. Εκείνη τη στιγμή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα οίκτο. Την λυπήθηκα, βέβαια αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα στο σχέδιο. Πήρα τα χρήματα με ένα χαμόγελο, τα μέτρησα και τα έβαλα στην τσέπη μου. Μετά την έσφιξα γερά στην αγκαλιά μου, της έδωσα ένα δυνατό φιλί και της χάιδεψα τα μεταξένια της μαλλιά που μύριζαν άνθη πορτοκαλιάς. Με την γλώσσα μου της έγλυψα τον λοβό του αυτιού της και ένιωσα όλο της το σώμα να ανατριχιάζει, να πλημμυρίζει από πόθο. Τότε τη στιγμή που ήταν ολοκληρωτικά παραδομένη σε εμένα και αδύναμη της ψιθύρισα στο αυτί:

«Σε ευχαριστώ, αυτό δείχνει πόσο νοιάζεσαι για εμένα. Κανείς δεν θα το έκανε αυτό, όμως κοριτσάκι μου, χρειάζομαι και άλλα. Δεν είναι αρκετά» της είπα και μετά το χέρι μου άρχισα να την χαϊδεύω αργά και βασανιστικά σε όλο της το σώμα.

«Ό,τι θέλεις, θέλω και εγώ. Με τρελαίνεις, δεν μπορώ να σου αντισταθώ» μου είπε και γδύθηκε, ήταν ένας άγγελος στον κήπο του κακού. Ήταν ολοκληρωτικό σκοτάδι, οι δυο μας κάτω από τα αστέρια. Εγώ και εκείνη. Ήταν μια βραδιά γεμάτη πάθος, ήταν απόλυτα δική μου. Όλο της το κορμί ήταν δικό μου και είχα αρχίσει να παίρνω και την ψυχή της.

127

Page 129: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Το επόμενο πρωί πήρα τα χρήματα και με μεγάλη ανακούφιση τα πήγα στο αφεντικό μου.

«Άργησες» είπε αυστηρά καθισμένος στην μεγάλη καρέκλα του γραφείου του.

«Κάνω ό,τι μπορώ χωρίς να αφήσω πίσω μου στοιχεία , χωρίς βία. Είναι ο καλύτερος τρόπος, δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα».

«Πόσα είναι;»«Αρκετά».«Σου τελειώνει ο χρόνος».«Προσπαθώ για το καλύτερο».«Σε πιστεύω αλλά δεν έχεις άλλο χρόνο. Δεν έχω άλλο

χρόνο»..«Τι εννοείς;»«Τίποτα. Απλώς βαρέθηκα την γριά και τα ψέματα της, τα

παιχνίδια της».«Δώσε μου 15 μέρες, θα της τα έχω πάρει όλα».«Έχεις 7».«Είναι λίγες. Θέλω δέκα».«Αν δεν έχεις αποτέλεσμα θα την κάψω. Θα τους κάψω

όλους τους».«Όχι, αν δεν τα καταφέρω θα την κάψω πρώτα εγώ».«Έχεις τα κότσια;» μου είπε περιπαιχτικά.«Δεν μπορείς να φανταστείς όμως. Τα πράγματα δεν είναι

πάντα αυτό που φαίνονται» του είπα , έκανα μια υπόκλιση και έφυγα. Πήγα στον προϊστάμενο μου, μου ανέθεσε ένα σωρό ψιλοδουλειές για να δικαιολογήσω το μισθό μου και να σχολάσω. Είχα πρόβλημα, το ήξερα. Δεν ήξερα πώς να της πάρω όλα τα χρήματα αμέσως χωρίς να το καταλάβει. Η Ελενίτσα προσπαθούσε να τα πάρει αλλά εκείνη σαν σκύλος φύλακας καθόταν στο δωμάτιο του χρηματοκιβωτίου μέρα νύχτα. Μάλλον είχε καταλάβει πως της έλειπαν χρήματα και δεν ήξερε τι της έφταιγε. Το αποτέλεσμα ήταν να συναντώ την Ελενίτσα κάθε βράδυ με άδεια χέρια και ο χρόνος τελείωνε.

128

Page 130: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Το πρωί της έβδομης μέρας με κάλεσε το αφεντικό. Μπήκα μέσα διστακτικός, δεν ήξερα τι θα άκουγα ή μήπως ήξερα;

«Ο χρόνος σου τελείωσε » μου είπε φανερά ταραγμένος. Ήταν όρθιος και πήγαινε πέρα δώθε καπνίζοντας το τσιγάρο του με τρεμάμενα χέρια.

«Σας παρακαλώ».«Φύγε» μου είπε και δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Δεν

μπορούσα να καταλάβω τι είχε μεσολαβήσει και ήταν τόσο αδιάλλακτος σε σχέση με την προηγούμενη μας συνάντηση. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά είδα δύο φουσκωτούς να τον ζητούν, ήταν του δικού μου σιναφιού, τους αναγνώρισα. Είχε τελειώσει και η δική του διορία.

Έφυγα πολύ βιαστικά για να πάω να τη συναντήσω. Τα πράγματα είχαν γίνει πολύ σοβαρά και είχα βάλει την Ελενίτσα στην μέση, την αθώα μου Ελενίτσα. Έκανα βόλτες γύρω από το μαγαζί μέχρι να με δει και να βγει έξω. Μόλις σιγουρεύτηκα πως δεν με έβλεπε κανείς πήγα και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο, εκείνη λες και με ένιωθε ήρθε και με βρήκε. Έβαλα την μάσκα του φόβου και την πλησίασα.

«Κοριτσάκι μου, ίσως είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω. Δεν θα την γλυτώσω αν μείνω κι άλλο. Πρέπει ή να βρω άμεσα χρήματα ή να εξαφανιστώ» . Εκείνη πήρε μια έκφραση λες και έφευγε η γη κάτω από τα πόδια της. Με δυσκολία βγήκε η φωνή της.

«Σήμερα;»«Ναι, σήμερα» της απάντησα ενώ σκούπιζα τα δάκρυα που

έτρεχαν ποτάμι από τα γλυκά της μάτια. Ήταν η πρώτη φορά που έκλαιγε κάποιος για μένα. Η πρώτη φορά που κάποιος νοιαζόταν για μένα, αν ζω ή αν πεθαίνω, αν μένω ή αν φεύγω.

«Μην κλαις, σε παρακαλώ» της είπα και σκούπισα τα δάκρυα της με τα χείλη μου, μύριζε τόσα ωραία το δέρμα της.

«Ξέρω πως δεν είμαστε καιρό μαζί, αλλά σε αγαπώ. Πραγματικά σε αγαπώ. Αγαπώ το χαμόγελο σου, τον τρόπο που με κοιτάς, που μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Είσαι ο μόνος που με νιώθει, με καταλαβαίνει. Θα σε αγαπάω μέχρι το τέλος του χρόνου, αν φύγεις η ψυχή μου θα πεθάνει » μου είπε και μου έδωσε ένα πολύ

129

Page 131: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

δυνατό φιλί γεμάτο πάθος. Η εξομολόγηση της με αναστάτωσε, δεν το περίμενα. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήξερα τι να πω. Έτσι έβαλα πάλι την μάσκα μου.

«Κι εγώ σε αγαπώ, δεν αντέχω χωρίς εσένα» της απάντησα τελικά. Όμως ήταν η μάσκα, ή μήπως τελικά ήμουν εγώ; Ήμουν ικανός να νιώσω αγάπη; Υπήρχε τελικά η αγάπη; Μόλις το άκουσε με έσφιξε πολύ δυνατά στην αγκαλιά της.

«Φοβάμαι. Δεν θα αντέξω να πάθεις κάτι. Θα της πάρω όλα τα χρήματα και θα σου τα δώσω. Δεν τα έχει ανάγκη, όπως τα έχεις εσύ».

«Θα σε βοηθήσω εγώ και όλα θα πάνε καλά. Θες να μπούμε μαζί το βράδυ όταν κοιμάται;» της είπα και εκείνη μου έγνεψε θετικά, μου έδειχνε τόση εμπιστοσύνη.

«Η αγάπη μου για σένα θα με σκοτώσει» είπε με κοίταξε διαπεραστικά, σκούπισε τα μάτια της και έφυγε τρέχοντας. Έμεινα να την κοιτάζω να περνάει το δρόμο απέναντι. Ήταν δυνατόν να με αγαπούσε; Μα δεν με ήξερε. Δεν είχε ιδέα τι άνθρωπος ήμουν, πόσο προβληματικός, κενός. Ούτε η μάνα μου δεν με είχε αγαπήσει. Μου είχε πει και η Κική πως δεν άξιζα αγάπη. Μάλλον είχε δίκιο. Πώς να αγαπήσει κάποιος έναν άνθρωπο ο οποίος δεν αισθάνεται τίποτα παρά μίσος και δίψα για εκδίκηση; Ίσως και κάτι απροσδιόριστο για την Κατερίνα, μια μορφή προστασίας. Βέβαια αυτό ήταν για την μικρή Κατερίνα. Άραγε αν την έβλεπα ποτέ μεγάλη και αλλοιωμένη από την ζωή;

Δεν ήθελα να πάω σπίτι. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν ήταν να πάω να πέσω πάνω στον Πάνο, να με ρωτάει ένα σωρό βλακείες. Εκεί που με άφησε, εκεί ακριβώς με βρήκε η νύχτα. Δεν θυμάμαι καν πως πέρασαν τόσες ώρες. Με είχε πάρει ο ύπνος; Με πείραξε το τσιγαριλίκι; Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως κάποιος περαστικός με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι αλλά ήμουν πολύ λιώμα. Εκείνος μου πέταξε ένα 50δραχμο και έφυγε λέγοντας μισόλογα. Τώρα που το λέω μάλλον κοιμήθηκα γιατί είδα ένα περίεργο όνειρο. Είδα ένα μαύρο περιστέρι να κάθεται πάνω στο πιο χαμηλό κλαδί. Εγώ στο όνειρο σηκώθηκα και πήγα να το πιάσω. Το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να του χαϊδεύω τις φτερούγες του.

130

Page 132: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Έμοιαζε να νιώθει ασφάλεια στα χέρια μου. Του έδωσα να τσιμπολογήσει ένα κουλουράκι και εκείνο έτρωγε ανέμελο. Μετά το ξαναπήρα στα χέρια μου και το χάιδευα . Ξαφνικά αποφάσισα να του στρίψω το λαιμό. Καθώς το σκότωνα και ένιωθα να σπαρταράει γέλαγα τόσο δυνατά με ένα περίεργο γέλιο. Θυμάμαι να ανοίγω τα μάτια μου τρομαγμένος. Έλεγα στον εαυτό μου πως όλα θα πήγαιναν καλά. Το σχέδιο θα πήγαινε ρολόι. Θα έδινα τα χρήματα στο αφεντικό, θα έμενε άφραγκη η Κλειώ και μετά θα έπαιρνα την Ελενίτσα και θα της συστηνόμουν γαμπρός. Θα είχε κάποιο ατύχημα και μετά θα ζούσα με την Ελενίτσα έχοντας τον φούρνο και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Ήταν η πρώτη μου φορά που είχα ένα σχεδόν φυσιολογικό πλάνο ζωής. Αν εξαιρέσουμε βέβαια το μίσος μου για την Κλειώ και τον θάνατο της. Ίσως τελικά να ένιωθα κάτι για την Ελενίτσα που να πλησίαζε στην αγάπη.

Η ώρα είχε επιτέλους φτάσει. Η Ελενίτσα ήρθε και με βρήκε εκεί που με είχε αφήσει. Εγώ στεκόμουν και κάπνιζα κάνοντας νευρικούς κύκλους γύρω από τον εαυτό μου σαν σκυλί. Άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, είχα άσχημο προαίσθημα και προσπαθούσα να το διώξω. Η Ελενίτσα με πήρε αγκαλιά και με έσφιξε.

«Θέλω να παγώσει ο χρόνος, να μην περάσει ούτε ένα λεπτό. Αν δεν καταφέρω να πάρω τα χρήματα, πάρε με μαζί σου. Σε παρακαλώ» μου είπε και άρχισε να με φιλάει. Ποτέ δεν με επηρέαζε μια κατάσταση, ποτέ δεν με ένοιαζε τίποτα. Ζωή και θάνατος ήταν για μένα μια αλυσίδα και εγώ ένας μικρός μαύρος κρίκος. Κάθε φορά που κινδύνευα μετακινούμουν προς τον θάνατο, όταν την γλύτωνα πήγαινα προς την ζωή. Βέβαια η πορεία μου δεν άλλαζε σχεδόν ποτέ. Πάντα τις περισσότερες φορές ο κρίκος μου πήγαινε αναπόφευκτα προς την πορεία του θανάτου. Τι σήμερα, τι αύριο, τι μεθαύριο. Τίποτα να χάσω τίποτα να κερδίσω.

« Όλα θα πάνε καλά. Πήγαινε πρώτα εσύ και θα έρθω και εγώ πίσω σου» της είπα ψιθυριστά αποτραβώντας την απαλά από πάνω μου. Εκείνη με κοίταξε στα μάτια έγνεψε θετικά και άρχισε να τρέχει με το λευκό της φόρεμα σαν νεράιδα. Εγώ περίμενα. Ήθελα να περάσει λίγη ώρα και μετά να ανέβω. Δεν μπορούσα να ρισκάρω

131

Page 133: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

να εμφανιστώ νωρίτερα και να πέσω πάνω στην Κλειώ, γιατί όλα θα πήγαιναν στράφι.

Δέκα λεπτά αργότερα άκουσα φωνές. Η σκύλα ήταν ξύπνια και την έπιασε, αυτό δεν θα οδηγούσε σε ευτυχισμένο τέλος. Έπρεπε να πάω πάνω πριν ξυπνήσει η γειτονιά με τις στριγκλιές της και όλη η επιχείρηση ανατεθεί σε άλλους. Πήγα τρέχοντας και ανέβηκα τις σκάλες. Σχεδόν αθόρυβα περπάτησα προς την πόρτα και έστησα αυτί, έπρεπε να ελέγξω την κατάσταση και μετά να επέμβω.

«Παλιοπουτανίτσα, λέγε τι τα θες τα χρήματα; Λέγε. Μεγάλωνα ένα φίδι στον κόρφο μου» άκουγα την γριά να φωνάζει, θόρυβο από έπιπλα και την Ελενίτσα να κλαίει. Σίγουρα εκείνη την ώρα θα την χτυπούσε, το είχε κάνει και άλλες φορές εκείνη την ώρα θα της ξέφευγε; Όμως εγώ εκείνη την ώρα, δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Δεν ήταν πια η ανιψιά της αλλά ήταν δική μου και εγώ δεν θα της επέτρεπα να τη χτυπάει. Μπήκα μέσα σπάζοντας την κλειδαριά με μια κλωτσιά. Η Κλειώ ήταν τόσο απορροφημένη από τον θυμό της που δεν γύρισε καν να κοιτάξει προς το μέρος μου.

«Λέγε, εσύ πήρες και τα άλλα; Αχάριστη πουτάνα. Σε τάισα και αυτό ήταν το ευχαριστώ;»

«Άσε με κάτω, παλιόγρια. Υπαλλήλους ήθελες για το μαγαζί, τίποτα άλλο. Το μόνο που γούσταρες ήταν ο τζόγος και το ποτό. Κάνεις και την αθώα. Τόσα χρόνια άντεξα αλλά δεν αντέχω άλλο. Άσε με!» φώναζε και προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τα χέρια της την ώρα που η Κλειώ προσπαθούσε να της ξεριζώσει τα μαλλιά.

«Κάνε αυτό που σου λέει!» φώναξα.«Εσύ; Τι κάνεις εδώ παλιοτόμαρο; Δεν έβαλες μυαλό στο

αναμορφωτήριο; Έπρεπε να σε κρατούσαν κι άλλο να ψοφούσες σαν σκυλί. Εσύ την έβαλες ε; Αυτή δεν έχει μυαλό να κάνει τίποτα, μόνο να κοιμάται με τον έναν και με τον άλλον ξέρει» είπε και την χτύπησε.

«Άσε την τώρα πριν σε αναγκάσω. Αν αγγίξεις έστω και μία τρίχα της έχεις πεθάνει » είπα και της έπιασα με δύναμη το ένα της χέρι. Με κοίταξε με μίσος μέσα στα μάτια, μάλλον όμως το δικό μου

132

Page 134: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μίσος θα ήταν μεγαλύτερο γιατί υποχώρησε και την άφησε. Πήγε προς το χρηματοκιβώτιο.

«Πάρτε τα όλα, έτσι και αλλιώς δεν έχω πολλά» είπε και άνοιξε το χρηματοκιβώτιο. Πράγματι μέσα είχε μόνο μερικά χιλιάρικα. Την πλησίασα γρήγορα και με δύναμη την έπιασα από το λαιμό.

«Που τα έκρυψες; Λέγε. Ξέρω πως έχεις και άλλα, που τα κρύβεις μίλα!» Ήδη πίεζα αρκετά τον λαιμό της. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί έξω και με πάλευε με τα χέρια της για να ελευθερωθεί. Η Ελενίτσα ήρθε από πίσω μου.

«Άσε την, σε παρακαλώ, με τρομάζεις. Θα μας τα φέρει» μου είπε σιγανά και τότε χαλάρωσα. Ήθελα τόσο πολύ να την βγάλω την ζωή και να την κοιτάζω ταυτόχρονα στα μάτια. Όμως αν την σκότωνα θα είχα αποτύχει. Δεν θα μάθαινα που είναι τα χρήματα και μετά η Ελενίτσα θα γινόταν μάρτυρας του φόνου. Έπρεπε να ελέγξω τον θυμό μου.

«Φέρ’ τα λοιπόν. Τι με κοιτάς;» της είπα και εκείνη έγνεψε θετικά ενώ έβηχε και κρατούσε τον λαιμό της. Πήγε στο δωμάτιο το οποίο ήταν μπροστά μας και εγώ έκανα το λάθος να την περιμένω επειδή κοιτούσα την Ελενίτσα η οποία ήταν τρομοκρατημένη. Είχε πάρει μια μικρή γεύση από την σκοτεινή μου πλευρά και ήταν φοβισμένη. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε και αυτό. Πόσο κάποιος μπορεί να κρύψει τον πραγματικό του εαυτό; Για πόσο καιρό μπορεί κανείς να προσποιείται; Κάποια στιγμή η μάσκα ραγίζει.

Η Κλειώ ήρθε σκυφτή σαν πληγωμένο ζώο και εγώ την παρακολουθούσα.

«Εδώ το έχω, στην τσέπη μου» είπε και έβαλε το χέρι της να τα πιάσει. Αντί για τα χρήματα όμως έβγαλε ένα όπλο. Φαινόταν πως ήταν η πρώτη φορά που το έπιανε στα χέρια της από τον τρόπο που το κρατούσε.

«Σήκω και φύγε τώρα. Μακριά από εμένα και μακριά από εκείνη. Μόνο καταστροφή και μιζέρια φέρνεις στο πέρασμα σου. Φύγε»

«Θεία , άσε κάτω το όπλο».

133

Page 135: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν νομίζω πως ξέρεις καν πως λειτουργεί. Κλειώ δεν είναι για σένα αυτά. Απλώς δώσε μου τα χρήματα και θα φύγω. Θα εξαφανιστώ».

«Δεν πρόκειται να πάρεις δραχμή από εμένα» είπε και εγώ έκανα ένα βήμα προς το μέρος της.

«Κλειώ χαμήλωσε το όπλο πριν πάθει κάποιος κακό» της είπα και έκανα και άλλο ένα βήμα.

«Μίλτο, καλύτερα να φύγουμε» είπε η Ελενίτσα τραβώντας με από το μπράτσο.

«Μην πλησιάζεις θα σε πυροβολήσω» είπε με τρεμάμενη φωνή.

«Νομίζεις πως με νοιάζει; Πως έχει σημασία; Κάνε το, ελευθέρωσε με» είπα και σήκωσα τα χέρια ψηλά λες και θα έκανα ένα πολύ μεγάλο άλμα από τη ζωή που τόσο με ταλαιπωρούσε στην λύτρωση, τον θάνατο. Στο θάνατο του μυαλού και της ψυχής. «Έλα, μην διστάζεις, βγάλε με από την μίζερη ζωή μου. Μετά θα είσαι σαν και εμένα, μια δολοφόνος. Τα χέρια σου θα είναι βαμμένα με αίμα. Δεν θα έχεις και πολύ μεγάλη διαφορά, όπως φερόσουν σε όλα τα ορφανά παιδιά έχεις ήδη λερώσει την ψυχή σου με τις αμαρτίες σου».

«Σκάσε».«Δεν πειράζει να λερώσεις και τα χέρια σου».«Τόση εκμετάλλευση… Τόσος μεγάλος βιασμός στα όνειρα

των παιδιών για μια αληθινή οικογένεια. Φτου σου».Εκείνη τη στιγμή το όπλο εκπυρσοκρότησε και ο χρόνος

σταμάτησε. Το πρόσωπο της ήταν οργισμένο, είχε βάλει όλη της την δύναμη φωνάζοντας «Σκάσε!» Εγώ ήμουν έτοιμος να υποδεχθώ τη λύτρωση της σφαίρας με τα χέρια ψηλά. Δεν με πείραζε, όμως λες και ήμουν σε όνειρο άκουσα μια φωνή να φωνάζει «Όχι». Με μια σπρωξιά η Ελενίτσα με παραμέρισε για να σωθώ και έφαγε εκείνη την σφαίρα μου. Η Κλειώ σάστισε και πέταξε το όπλο. Ανήμπορη να αντιδράσει, να αρθρώσει λέξη έπιασε με τα χέρια της το πρόσωπο της. Εγώ την παράτησα και έτρεξα στην Ελενίτσα η οποία είχε πέσει κάτω και την πήρα στα χέρια μου.

«Θα γίνεις καλά» της είπα και την κράτησα σφιχτά.

134

Page 136: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Όχι, δεν θα γίνω. Η αγάπη μου για σένα θα με σκοτώσει. Φύγε, σώσε τη ζωή σου, πάρε τα χρήματα. Σε αγαπώ, μέχρι θανάτου», μου είπε αργά ψιθυριστά, αγκομαχώντας, αφήνοντας της τελευταία της ανάσα. Της έκλεισα τα μάτια. Σκοτάδι.

Πήγα προς την Κλειώ και έπιασα το όπλο από κάτω, το σκούπισα και το έβαλα στα χέρια της Ελενίτσας. Έπειτα ενώ η Κλειώ με κοιτούσε σαστισμένη, σήκωσα το χέρι της Ελενίτσας με το όπλο και πάτησα την σκανδάλη. Την πέτυχε στο κούτελο, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Βάζοντας μια νάιλον σακούλα στο χέρι μου έκανα το σπίτι άνω κάτω για να βρω τα χρήματα. Τα είχε κρυμμένα μέσα στην Αγία Γραφή, ειρωνεία.

Φοράω ρούχα της Κλειώς, τα αφήνω όλα πίσω μου και φεύγω. Σίγουρα θα είχε κάποιος ειδοποιήσει την αστυνομία μετά τον πυροβολισμό. Έπρεπε να πάω γρήγορα από τη δουλειά να αποδείξω πως είχα κάνει το καθήκον μου, η αποστολή εξετελέσθη. Παίρνω το μηχανάκι και σε 15 λεπτά ήμουν εκεί. Όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι. Κυκλοφορούσα μόνο εγώ και η απελπισία μου. Έφτασα αργά, δεν είχα προλάβει. Πυροσβεστικά είχαν μπλοκάρει τον δρόμο. Το κτίριο του αφεντικού μου είχε πάρει φωτιά. Δεν πρόλαβα.

Γύρισα σπίτι με κομμένα πόδια. Η αποτυχία κάλυπτε κάθε εκατοστό του κορμιού μου, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ο Πάνος ευτυχώς έλειπε, δεν μπορούσα να μιλήσω. Πίστευα πως η γεύση της εκδίκησης θα με γέμιζε χαρά, όμως εγώ μέσα μου είχα μόνο ένα μεγάλο κενό. Δεν ένιωσα ενθουσιασμό, η Κλειώ ήταν επιτέλους νεκρή, αυτό που ονειρευόμουν τόσα χρόνια είχε γίνει. Όμως δεν υπήρχε ανακούφιση, δεν είχα ελευθερωθεί, η Ελενίτσα ήταν νεκρή. Σκοτώθηκε για μένα, δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Ήταν μια παράπλευρη απώλεια. Ήταν;

Πήρα ένα μπουκάλι ουίσκι και έγινα λιώμα. Δεν ήξερα τι άλλο μπορούσα να κάνω. Στο μυαλό μου έπαιζε όλη νύχτα ο θάνατος της Ελενίτσας. Ο άδικος θάνατος, η θυσία της. Για μένα; Άξιζε να πεθάνει για μένα; Αγάπησε εμένα; Δεν υπήρχε πια κανείς. Τίποτα δεν είχε σημασία, ήταν νεκρή. Νεκρή.

Το πρωί σηκώθηκα με έναν απερίγραπτο πονοκέφαλο. Άνοιξα την τηλεόραση ήθελα να δω αν ο θάνατος της είχε περάσει

135

Page 137: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

στα ψηλά γράμματα. Πρώτο νέο ήταν η φωτιά στην εταιρεία που οφειλόταν σε εργατικό ατύχημα με μεγάλη απώλεια τον ιδιοκτήτη της εταιρείας. Λίγο πριν κλείσει το δελτίο ανέφεραν και για το διπλό φονικό στα Καμίνια λόγω χρηματικών οικογενειακών διαφορών. Η ανιψιά σκότωσε τη θεία και αυτοκτόνησε. Η Ελενίτσα ήταν μια οικογενειακή διαφορά και εγώ είχα μείνει με ένα μάτσο πεντοχίλιαρα στην τσέπη.

Τότε δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά είχα αισθήματα για εκείνη, μου έλειπε. Για λίγο καιρό είχα ζήσει σχεδόν φυσιολογικά. Κάποιος σαν εμένα μπορούσε να πάρει μια μικρή γεύση από την ευτυχία, όχι πολύ μεγάλη. Δεν γινόταν να κρατήσει παραπάνω, όχι για μένα που ζούσα στις σκιές.

Από εκείνο το σημείο και μετά η ζωή μου ένας άδειος φαύλος κύκλος. Δεν μπορούσα να μείνω σε μια δουλειά. Τα πάντα μου έφταιγαν στα πάντα έφταιγα. Η θλίψη ήταν ένας μόνιμος συγκάτοικος της ψυχής μου. Δεν έφευγε ούτε ένα δευτερόλεπτο. Η θυσία της Ελενίτσας με στοίχειωνε. Κενό, σκοτάδι, θλίψη και ενίοτε για πρώτη φορά στη ζωή μου ενοχές. Ενοχές για την παράπλευρη απώλεια. Εξαιτίας μου είχε μπλέξει , για μένα πέθανε, μόνο για μένα. Δεν υπάρχει πια αγάπη για μένα. Η αγάπη της για μένα θα την σκότωνε και το έκανε.

Μου έλειπε τόσο πολύ. Τόσο ανυπόφορα, απελπιστικά πολύ. Πολλές φορές ήθελα να πεθάνω και να μην ζω παρασιτικά, αλλά ήμουν δειλός. Κρέμαγα μια θηλιά, ανέβαινα πάνω στην καρέκλα αλλά δεν είχα κουράγιο να την κλωτσήσω. Μετά γινόμουν λιώμα στο ποτό. Όταν έπινα πολύ για λίγα δευτερόλεπτα είχα την ψευδαίσθηση πως η Ελενίτσα ζούσε, την είχα αγκαλιά, της έκανα έρωτα, την κοιτούσα στα μάτια. Είχε το βλέμμα το απλανές, του θανάτου και τρόμαζα, επανερχόμουν βίαια στη ζωή, στην αλήθεια.

Ο Πάνος ήταν καλύτερα, δεν τον έβλεπα συνέχεια σπίτι. Μου είχε πει πως τον είχαν δεχτεί πάλι στο σώμα και αυτό ήταν σπουδαίο για εκείνον καθώς μερικές φορές νόμιζα πως θα άφηνε το δέρμα του στον καναπέ. Ίσως η θετική αλλαγή στη ζωή του Πάνου να μου έδωσε κουράγιο.

136

Page 138: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Βέβαια με τον Πάνο στην αστυνομία δεν με έπαιρνε να μπλέκω. Άλλαξα αμέτρητες δουλειές μέχρι που κατέληξα σεκιούριτι. Ήταν από τις χειρότερες επιλογές που είχα κάνει στη ζωή μου. Ο λύκος να φυλάει τα πρόβατα.

Αρχικά με έβαζαν σε εύκολα πόστα αλλά μόλις είδαν πως μπορούσα να μυριστώ τους εγκληματίες γρήγορα μου έδωσαν πιο υπεύθυνη θέση. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταλάβω τους ομοίους μου. Είχαμε μεταξύ μας μια κοινή μυρωδιά. Το σίγουρο ήταν πως δεν ήθελα να απογοητεύσω τον Πάνο. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη που ένιωθε κάτι για μένα. Αγάπη; Προστασία; Λύπη; Ό,τι και να ήταν δεν ήθελα να χαθεί εξαιτίας μου και αυτό.

Όλα έμοιαζαν να κυλάνε ήρεμα, μέχρι που απλώς σταμάτησαν να κυλάνε ήρεμα.

137

Page 139: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Τώρα ήρθε η ώρα, άγνωστε μου φίλε να σου πω πως κατέληξα εδώ. Δεν το ήθελα, με παρέσυραν, με παγίδευσαν. Δεν είναι δικαιολογία όμως έτσι ακριβώς έγινε. Μετά τον θάνατο της Ελενίτσας και τον δικό μου ψυχικό θάνατο αποφάσισα να αφήσω το σκοτάδι πίσω μου. Προσπαθούσα να μένω μακριά από μπελάδες γιατί δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να πάρω μαζί μου στον πάτο τον Πάνο που είχε ορθοποδήσει και συνέχιζε την ζωή του. Βέβαια υπήρχε και η άλλη πλευρά σε αυτό. Κάθε φορά που αργούσα, που ερχόμουν λιώμα από το ποτό ή από κάνα τσιγαριλίκι είχα τον μπάτσο στο σπίτι μου. Ατελείωτος έλεγχος και καβγάδες λες και βρισκόμουν υπό διαρκή παρακολούθηση, ίσως και να ήμουν. Είχε πλέον όλα τα μέσα για να το κάνει αυτό και μάλλον του άρεσε κιόλας να με ελέγχει ασταμάτητα για τα πάντα. Την είχε δει σωτήρας μου.

Είχα αλλάξει σελίδα, αν και γύριζα πίσω πολλές φορές και προσπάθησα να βρω την Κατερίνα. Έψαχνα την εξιλέωση, όμως δεν την έβρισκα πουθενά, παντού αδιέξοδο. Είχα βάλει και τον Πάνο να ψάξει αλλά μάταια. Λες και είχε εξαφανιστεί, λες και είχε πεθάνει σε κάποιο χαντάκι και δεν την αναζήτησε ποτέ κανείς.

Ζούσα μια ζωή ήρεμη με τη μάσκα του νομοταγή πολίτη. Βέβαια στο βάθος της ψυχής μου είχε μείνει ένας ανοιχτός λογαριασμός, ο Χοντρός. Προσπαθούσα να τον αφήσω πίσω μου. Η δίψα για εκδίκηση δεν μου είχε δώσει την γεύση που περίμενα μόνο ένα κενό. Από την άλλη πλευρά ίσως αν έκλεινε και αυτός ο κύκλος να μπορούσα να έκανα μια νέα αρχή. Κάθε μέρα λες και ήμουν ένα αυτοματοποιημένο ρομπότ έκανα ακριβώς τα ίδια πράγματα με ελάχιστες παραλλαγές. Δεν είχα κανένα κολλητό, καμία γκόμενα, μόνο κάποιους απόπατους της κοινωνίας που ήταν χειρότεροι ακόμα και από εμένα και… τον Πάνο. Ο Πάνος ήταν τα πάντα.

Η διοίκηση μια μέρα αποφάσισε να με τοποθετήσει φύλακα στο κεντρικό κατάστημα μιας μικρής τράπεζας. Αυτή η τράπεζα δεν ήταν καμιά σπουδαία αλλά όμως σύμφωνα με τις πηγές μου έκανε μεγάλο ξέπλυμα χρήματος. Ήταν εκείνη διαμεσολαβητής για πολλούς λογαριασμούς εξωτερικού από αυτούς που δύσκολα

138

Page 140: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ανιχνεύονται. Αφού η ζωή μου ήταν μονότονη προτιμούσα να εργάζομαι νυχτερινή βάρδια για να νιώθω άνετα στο πετσί μου. Πάντα μου ταίριαζε καλύτερα η νύχτα. Ένα πρωί, λίγο πριν το χάραμα την ώρα που τελείωνε η βάρδια μου και έφευγα έπεσα, για κακή μου τύχη, πάνω σε ένα γνώριμο πρόσωπο.

«Μίλτο; Τι έγινες; Που χάθηκες βρε θηρίο;» εγώ στην αρχή δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω αλλά τελικά:

«Πέτρο; Πως άλλαξες έτσι;» ήταν ολοζώντανο το πλουσιόπαιδο του αναμορφωτηρίου που είχε μπει μέσα για παράνομα στοιχήματα, αγώνες και με προμήθευε και πρέζα. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον κακομοίρη που γνώριζα. Φορούσε κουστούμι, ήταν καθαρός, περιποιημένος, ξυρισμένος. Πιο πολύ έμοιαζε να είχε βγει από κάποιο περιοδικό παρά να είχε κάνει αναμορφωτήριο μαζί μου.

«Ρε αλάνι, ποτέ δεν περίμενα πως θα σε έβλεπα με μπατσοστολή. Να δω τι άλλο θα δω σε αυτόν τον κόσμο».

«Ε όχι και μπάτσος, σεκιουριτάς. Αυτό βρήκα, αυτό κάνω. Εσύ; Με τι ασχολείσαι;»

«Να μωρέ, εδώ και εκεί, τίποτα συγκεκριμένο όμως. Από πάντα είχα την απορία πως κατάφερες και βγήκες από εκεί μέσα. Βίσμα ή χρήμα;»

«Τίποτα από τα δύο».«Έλα ρε, ασ’τα αυτά. Όχι σε εμένα» είπε γελώντας και

σπρώχνοντας λες και είμαστε κολλητοί για χρόνια. Λες και δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα.

«Λοιπόν Πέτρο, χάρηκα πάρα πολύ που σε είδα. Σε αφήνω τώρα για να προλάβω το λεωφορείο» του είπα, τον χτύπησα φιλικά στον ώμο και έφυγα βιαστικά. Δεν είχα καμία, μα καμία όρεξη να συνεχίσω μαζί του την κουβέντα. Να μιλήσουμε για τα παλιά που προσπαθούσα τόσο πολύ να αφήσω πίσω μου; Τι άλλο να λέγαμε; Εγώ πάντως δεν είχα σίγουρα κάτι να του πω. Εκείνος από την άλλη δεν έκανε ποτέ τίποτα τυχαία. Δεν υπήρχε ο παράγοντας τύχη όσο αφορούσε τον Πέτρο, σίγουρα ήθελε κάτι. Από μακριά μου φώναζε:

139

Page 141: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Θα τα πούμε σίγουρα ε; Για χάρη του παλιού καιρού;» εγώ δεν απάντησα απλώς γύρισα το κεφάλι μου και τον χαιρέτισα για τελευταία φορά. Μακάρι να ήταν η τελευταία φορά.

Αυτή η συνάντηση μου έφερε μέσα μου το σκοτάδι. Πολλές κακές μνήμες ξύπνησαν σαν τέρας που κοιμόταν για αιώνες και ξαφνικά ήθελε σάρκα για να χορτάσει. Ατελείωτη σάρκα. Τη σάρκα της ψυχής μου . Καθώς γυρνούσα πίσω στο σπίτι εικόνες έτρεχαν στο μυαλό μου που δεν μπορούσα να διώξω. Την εικόνα μου να τρέμω γυμνός και ανυπεράσπιστος στο πάτωμα του αναμορφωτηρίου, την εικόνα όλων των θανάτων εκδίκησης, τους τσακωμούς χωρίς λόγο στην τραπεζαρία, τα ουρλιαχτά των εφήβων που ήταν κλεισμένοι μέσα χωρίς να μιλάνε ελληνικά και να γνωρίζουν την αιτία που ήταν μέσα, τους φύλακες να είναι οι Θεοί τιμωροί της δικαιοσύνης, την αρρώστια της απεξάρτησης. Όλα ήταν εκεί θαμμένα ,σαν δηλητήριο που μπαίνει στο σώμα μένουν για πάντα, δεν υπάρχει φάρμακο για τις αναμνήσεις, δεν υπάρχει αντίδοτο.

Με τους δαίμονες μου αν με τριγυρίζουν άρχισα πάλι να νιώθω πως χρειάζομαι να πάρω εκδίκηση. Πρέπει κάποιος να τιμωρηθεί για την κατάσταση μου. Εκτός όμως από τον Χοντρό, δεν είχε μείνει πια κανείς. Μόνο ο εαυτός μου. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι να είχαν απογίνει όλοι εκείνοι οι συγκάτοικοι μου. Όχι πως με ενδιέφερε πραγματικά αλλά ήμουν περίεργος. Θα ήθελα και εκείνοι να ζούσαν το ίδιο δύστυχα με εμένα. Δεν μας άξιζε η λύτρωση από την ώρα που είχαμε γεννηθεί. Είχαν βγει στον έξω κόσμο ή συνέχισαν την καριέρα τους στη φυλακή;

Εν τω μεταξύ το λεωφορείο είχε φτάσει και μπήκα μέσα. Όλοι μαζί μια μάζα ανθρώπων , στοιβαγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον λες και πηγαίναμε στη σφαγή. Ανταλλάζαμε ματιές περίεργες, τυχαία αγγίγματα, μυρωδιές, μικρόβια, αρρώστιες. Κάθε φορά έπρεπε να απολυμαίνομαι βγαίνοντας. Ειδικά η μυρωδιά του ιδρωμένου ανθρώπινου δέρματος μου έφερνε αναγούλα ειδικά το καλοκαίρι. Βέβαια θα μπορούσα να έπαιρνα ταξί αλλά έπρεπε να προσέχω πολύ τα χρήματα μου. Τα είχα κρυμμένα σε ασφαλές μέρος. Στο μόνο ασφαλές μέρος εκεί που είχα κρύψει τα χρήματα

140

Page 142: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

της Κλειώς. Προτιμούσα να ζω κάθε μέρα λες και δεν έχω ούτε μια δραχμή στην τσέπη μου. Ήταν καλύτερα έτσι. Είχα συνηθίσει έτσι από όταν πέθανε η Ελενίτσα και δεν ήθελα με τίποτα να άλλαζα. Εξαιτίας των χρημάτων κατέληξε νεκρή. Οπότε τα ματωμένα χρήματα, αυτά που έφερναν μαζί τους το αίμα της δεν είχαν καμία δουλειά πάνω μου. Μόνο κέρματα χρησιμοποιούσα, αυτά ήταν ασφαλή για μένα.

Κάθε μεσημέρι ξυπνούσα ακριβώς στις τέσσερις. Μαγείρευα και έτρωγα το φαγητό μου, το δικό μου φαγητό. Αυτό που δεν το έπιαναν άλλα χέρια, βρώμικα χέρια. Άφηνα πάντα μια καλή μερίδα για τον Πάνο καθώς εκείνος ποτέ δεν μαγείρευε, το θεωρούσε δικιά μου δουλειά αλλά δεν με πείραζε. Βέβαια εκείνος ήταν διαφορετικός, του άρεσε να τρώει έξω. Πολλές φορές πετούσα το φαγητό του στα σκουπίδια. Μετά πήγαινα για ψώνια, για λιγοστά ψώνια. Έπαιρνα πάντα μόνο τα υλικά της επόμενης μέρας και διάλεγα τα καλύτερα. Ύστερα επέστρεφα στο σπίτι χωρίς να μιλήσω σε κανέναν, χωρίς να χαιρετήσω κανέναν. Δεν το θεωρούσα απαραίτητο να μιλάω. Αυτές οι δήθεν ευγένειες ήταν πολύ κουραστικές. Δεν με ενδιέφερε να είμαι δημοφιλής, ούτε ήθελα τίποτα από κανέναν. Δεν ζητούσα τίποτα και δεν ήθελα να μου ζητάνε τίποτα. Τόσο απλά, τόσο λιτά.

Καμιά φορά ένιωθα τα βλέμματα των άλλων καρφωμένα πάνω μου. Γινόταν συζητήσεις για μένα σχεδόν μπροστά μου αλλά πραγματικά δεν με ενδιέφερε καθόλου. Όσο δεν με ενδιέφερε τόσο έβλεπα τον κόσμο να με δείχνει και να με σχολιάζει. Η αδιαφορία μάλλον τους κόστιζε πιο πολύ από να τους έβριζα και να τους διαολόστελνα όλους μαζί. Μετά τα ψώνια πήγαινα σπίτι και έκανα ένα ντους. Άφηνα το νερό να τρέχει ώρα λες και μαζί του θα έπαιρνε και την βρώμα της ψυχής μου αλλά μάταια. Έτσι ερχόταν η ώρα για να φύγω, να πάω στη βάρδια μου.

Κάθε βράδυ στις δέκα ήμουν στο πόστο μου. Δεν είχα λείψει ούτε μια μέρα, ούτε Σάββατο, ούτε Κυριακή, ούτε αργία. Δεν είχα υποχρεώσεις, δεν είχα τίποτα. Οπότε για ποιο λόγο να χάσω και το νυχτοκάματο; Έξω από την τράπεζα παρακολουθούσα τον κόσμο της νύχτας. Αυτός ήταν ο κόσμος που μου ταίριαζε αλλά κρατιόμουν

141

Page 143: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μακριά. Δεν άντεχα τα κοστούμια, τους χαρτογιακάδες το πρωί όταν έφευγα που είχαν πάντα ένα ύφος λες και όλα τους ανήκουν, σαν όλοι να τους χρωστάνε δανεικά. Προσπαθούσα να μην τους κοιτάζω για να μην νευριάζω.

Τη νύχτα έβλεπα πολλούς ναρκομανείς, πρεζέμπορους, τις πουτάνες με τους νταβατζήδες τους. Αστυνομικούς να κάνουν περιπολίες, να λαδώνονται να κάνουν τα στραβά μάτια και να φεύγουν. Τσιλιαδόρους, κλέφτες, φασαρίες, αλκοολικούς να κάνουν εμετό εδώ και εκεί και εγώ ένας παρατηρητής. Νόμιζαν όλοι πως το έπαιζα ανώτερος, πως ήμουν ένας μικρός αντιπρόσωπος του νόμου. Ένιωθα τις λοξές τους ματιές στην πλάτη μου, τους ψιθύρους τους, τις χειρονομίες τους, με έβλεπαν αντίπαλο. Δεν ήξεραν πως ήμουν λύκος με προβιά προβάτου. Δεν μου μιλούσαν και δεν τους μιλούσα. Ωστόσο πάντα γνώριζα πρώτος τους εχθρούς μου, τους γνώριζα με το μικρό τους όνομα. Ήξερα κάθε τους κίνηση, κάθε τους παρανομία, άλλωστε είχα εκπαιδευτεί με τα χρόνια σε αυτό. Κάποια στιγμή πίστευα πως κάποια από όλες τις πληροφορίες που μάζευα θα μου φαινόταν χρήσιμες.

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, μόλις βγήκα έξω από τον εσωτερικό έλεγχο της τράπεζας φάνηκε ο Πέτρος. Κρατούσε χαρούμενος δύο μπουκάλια μπύρες και με πλησίαζε, μα πως του ήρθε;

«Που ‘σαι ρε αλάνι; Σκέφτηκα πως χρειάζεσαι λίγη παρέα, οπότε λέω δεν πάω να δω τον παλιόφιλο να πούμε λίγο για τα παλιά;» είπε χαμογελαστός. Εγώ από την άλλη πλευρά δεν χάρηκα καθόλου με αυτή του την ιδέα. Επιστράτευσα όλη μου την ηρεμία για να του απαντήσω ευγενικά.

«Σε ευχαριστώ πολύ που με σκέφτηκες και ήρθες αλλά εγώ εδώ εργάζομαι, δεν επιτρέπεται να κάνω παρέα με παλιούς φίλους».

«Σιγά, άραξε. Ποιος θα σε πάρει χαμπάρι;» Ποτέ του δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Δεν ήθελα να τσακωθούμε και δεν είπα τίποτα, απλώς έριξα ένα βλέφαρο στις κάμερες για να καταλάβει. Εκείνος αμέσως το έπιασε αλλά δεν έφυγε. Αργά έκανε μερικά βήματα, εκεί που θεωρούσε πως είναι εκτός εμβέλειας.

142

Page 144: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Εδώ; Με βλέπουν;» μετά έκανε πιο πέρα. «Εδώ;» Φερόταν λες και δεν είχε φύγει ακόμα από την εφηβεία του και αυτό με εκνεύριζε. Προφανώς το βλέμμα μου δεν τον πτοούσε καθόλου.

«Πέτρο, σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό. Έχω φτιάξει κάτι καλό εδώ, μη μου το χαλάς ρε μαλάκα. Πήγαινε σπίτι σου».

«Όχι, μου χρωστάς μια μπύρα».«Από πότε;»«Από μόλις τώρα. Αν δεν μου πεις που να βρεθούμε με

συγκεκριμένη ώρα και μέρος δεν πάω πουθενά. Μη σου πω πως θα έρχομαι εδώ κάθε βράδυ» είπε έχοντας ήδη πιει την δική του μπύρα και τελείωνε και την δική μου. Κάθε λέξη που έλεγε έπινε κιόλας. Η αλήθεια ήταν πως μου είχε γίνει τρελό φόρτωμα. Πάντα γινόταν φόρτωμα μέχρι τελικής πτώσεως όταν ήθελε κάτι. Όμως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να μου συμβεί, ήταν να έκαναν κανένα αιφνίδιο έλεγχο από τα κεντρικά και να με έβλεπαν μαζί του. Θα ήταν πολύ κακός συσχετισμός, ιδιαιτέρως όταν έφτανε μέχρι τα αυτιά του Πάνου.

«Οκ, με έπεισες. Λέω να τα πούμε αύριο στις έξι το απόγευμα στο σταθμό στο Μοναστηράκι. Τι λες; Σε βολεύει;»

«Σύμφωνοι. Τα λέμε αύριο. Μην τολμήσεις να με στήσεις ρε μαλάκα, γιατί θα έρθω να σε βρω και θα έχω πολύ φωτογένεια για την κάμερα σου» είπε και επιτέλους απομακρύνθηκε. Μακάρι να μπορούσα τότε να καταλάβω τι σκατά ήθελε από εμένα. Γιατί ήταν δεδομένο πως κάτι ήθελε. Αποκλείεται να με είχε δει τυχαία, σίγουρα με παρακολουθούσε από πριν γιατί κάτι ήθελε. Το είχα συνηθίσει αυτό το τρυπάκι. Μόνο όποτε ήθελε κάποιος κάτι από εμένα με πλησίαζε, ποτέ από ενδιαφέρον. Αχ Ελενίτσα. Μόνο εσύ. Μόλις έκανα αυτή τη σκέψη, κάθε φορά που έκανα αυτή τη σκέψη σκεφτόμουν μόνο πως η αγάπη της για μένα την σκότωσε και τα τρομακτικά μάτια της που κοιτούσαν το τίποτα.

Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε ήρεμα, όπως συνήθως με τους μόνιμους τσακωμούς των γυναικών για τις θέσεις που θα πιάνουν στην πιάτσα. Μετά κατέληγε σε ξεμάλλιασμα και μετά ερχόταν πάντα ο νταβάς να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Λες και ήταν

143

Page 145: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πιόνια έπρεπε πάντα να έχουν συγκεκριμένη θέση, σαν τις άψυχες κούκλες στην βιτρίνα.

Το πρωί όμως είχα ένα πολύ περίεργο συναίσθημα πως κάποιος με ακολουθεί. Όμως όσο και αν προσπάθησα να τον ξετρυπώσω, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Ο Πέτρος να ήταν; Κάποιος από τα παλιά; Κάποιος από τους μπάτσους του αδερφού μου; Πάντως για καλό και για κακό, πήρα ακριβώς τον ίδιο δρόμο που παίρνω κάθε μέρα με την διαφορά πως περπατούσα ανάμεσα στο βρώμικο πλήθος. Μπήκα στο πρώτο λεωφορείο που βρήκα μπροστά μου για να γλυτώσω και κατέβηκα λίγες στάσεις μετά για να πάρω το σωστό λεωφορείο.

Το απόγευμα ήμουν στην ώρα μου έξω από το σταθμό. Ήξερα πως αν δεν ήμουν εκεί, θα τον είχα κολλιτσίδα το βράδυ και δεν ήθελα να δίνω δικαιώματα. Ο Πέτρος ήταν βέβαια εκεί και με περίμενε. Με το που με είδε με πήρε μια αγκαλιά, την οποία δεν την περίμενα, και μου χτύπησε φιλικά τον ώμο. Αυτού του τύπου οι φιλικές εκδηλώσεις ανέκαθεν με αηδίαζαν και με έκαναν να θέλω να πλυθώ με οινόπνευμα. Όμως για χάρη του κοινωνικού συνόλου έπρεπε να κάνω υπομονή.

«Επιτέλους ρε μαλάκα. Ούτε βουλευτής να ήσουν. Τι μας το παίζεις τόσο ντίβα. Επειδή δηλαδή φόρεσες μια στολή το παίζεις τόσο υπεράνω;» είπε δήθεν χαριτολογώντας.

«Ας ήμαστε ειλικρινής μεταξύ μας. Πες μου τι θέλεις να τελειώνουμε και άσε τις δήθεν φιλικές συζητήσεις. Σε ξέρω και είχα τη λύπη να σε μάθω αρκετά καλά».

«Πω πω ρε φίλε. Με ξενέρωσες. Δεν σε κυνηγώ, απλώς να τα πούμε θέλω σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι ή έστω γνωστοί. Που είναι το κακό σε αυτό;» Μου είπε και πήγαμε και κάτσαμε σε ένα καφενεδάκι στην Πλάκα. Αυτό ήταν πολύ έξω από τα νερά μου.

«Λοιπόν; Πως τα πας ρε Μίλτο;»«Μένω μακριά από κάθε είδους μπλεξίματα ».«Εσύ Πέτρο;»«Κοίτα προσπαθώ όσο μπορώ. Δεν θέλω να κάνω πάλι

ποινή χωρίς κάποιο σοβαρό λόγο. Αν βέβαια παρουσιαστεί κάποια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Ίσως να αξίζει τον κόπο».

144

Page 146: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Τι θες και μπλέκεσαι; Τι σου λείπει; Χρήματα; Γκόμενες; Δεν καταλαβαίνω γιατί ανακατεύεσαι με βρομοδουλειές και ρισκάρεις χωρίς λόγο; Εγώ το πήρα απόφαση, δεν θέλω να μπλέκω με τίποτα. Όσες φορές έμπλεξα δεν μου βγήκε σε καλό».

«Ωραίο το κήρυγμα σου αλλά είχα χρήματα. Παρελθόν».«Γιατί; Τι έγινε; Τα φαγες όλα;»«Όχι ρε, ο πατέρας μου που ήταν πάντα το οικονομικό

κεφάλι της οικογένειας, απέτυχε. Έκανε λάθος επενδύσεις και το πληρώσαμε όλοι. Η τράπεζα μας πήρε τα πάντα, ότι υπήρχε στο όνομα του. Τη βίλα, τη συλλογή από αυτοκίνητα του πατέρα μου, το ελικόπτερο. Ευτυχώς το αυτοκίνητο μου και ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη μου το είχε γράψει και δεν μου τα πείραξαν ».

«Και μετά από όλα αυτά εσύ ψάχνεις ευκαιρίες;»«Και πώς να ζήσω;»«Να δουλέψεις; Όπως όλοι εμείς οι ταπεινοί θνητοί που

ζούμε με το μεροκάματο;»«Μα είσαι τρελός; Δεν έχω δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή

μου. Ήμουν πάντα αφεντικό, εισοδηματίας. Άσε που δεν με φτάνει ένα μεροκάματο».

«Δεν σπούδασες;»«Ναι, αμέ. Σπούδασα την τέχνη της κοπάνας» μου είπε

χαμογελαστά λες και έκανε κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα. Κάποιοι τα έχουν έτοιμα και δεν τα εκτιμάνε. Εμένα δεν μου είχε χαριστεί ποτέ τίποτα. Αντίθετα μόνο μου τα έπαιρναν, ασταμάτητα από τη στιγμή που γεννήθηκα. Και αυτός ο ηλίθιος μπροστά μου καυχιέται. Αν ήμασταν αλλιώς θα τον είχα λιώσει στο ξύλο. Όμως έβαλα την μάσκα μου.

«Και πως πέρασες τον υπόλοιπο χρόνο σου;»«Με κάτι αρπαχτές που έκανα με κάτι φιλαράκια από μέσα.

Αρκετές φορές με συντηρούσαν γυναίκες βέβαια. Τις συνόδευα, τις φρόντιζα, ιδιαίτερα όταν έλειπε ο άντρας τους και εκείνες μου έκαναν ωραία δώρα τα οποία έπιαναν κάποια χρήματα στην αγορά. Μη με κοιτάς έτσι λες και είσαι ο βράχος ηθικής όμως, στο ίδιο καζάνι βράζαμε».

145

Page 147: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Εγώ δεν είπα τίποτα» απάντησα λες και με ενδιέφερε πραγματικά για τη ζωή του και πως είχε καταντήσει ένας ξεπεσμένος ζιγκολό. Αν είχα τη ζωή του πόσο αλλιώς θα είχα καταλήξει. Πόσα άλλα πράγματα θα είχα κάνει. Τα άφησα για λίγο πίσω μου.

«Ναι, αλλά το σκέφτηκες. Έχω μάθει να ξεχωρίζω. Μη με κρίνεις για τη ζωή μου» είπε λίγο πιο δυνατά από ό,τι ήθελε και τράβηξε όλα τα βλέμματα. Ο σερβιτόρος ήρθε αδιάφορα και μας έφερε νερό και τους καφέδες μας. Ο Πέτρος είχε ήδη μετανιώσει που μίλησε έτσι. Ήξερε πως με αυτό το ύφος δεν θα πέρναγε τίποτα σε εμένα.

«Ξέρεις κάτι, πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα για εμένα τα οποία δεν στα είχα πει ποτέ. Έχει σημασία, πολύ μεγάλη σημασία να τα μάθεις για να με εμπιστευτείς να ξέρεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις. Είμαι ο άνθρωπος που μπορείς να βασιστείς πάνω του και δεν πρόκειται να σε αφήσει ξεκρέμαστο για κανένα λόγο».

«Ωραία λοιπόν, αφού πιστεύεις πως έχει νόημα κάτι τέτοιο. Ακούω είμαι όλος αυτιά». Βέβαια στην ουσία δεν με ενδιέφερε τίποτα από ό,τι είχε να μου πει. Ίσως βέβαια να μου έλεγε κάτι χρήσιμο που θα μπορούσα να αξιοποιήσω αργότερα.

«Οι γονείς μου σε καμία περίπτωση δεν παντρεύτηκαν από αγάπη, αλλά από συνοικέσιο. Αυτό μπορεί να σου φαίνεται μελό αλλά καθόρισε τη ζωή μου μέχρι ακόμα και τώρα. Η μητέρα μου ήταν από πλούσια οικογένεια με μεγάλη προίκα και ο πατέρας μου κουβαλούσε στην πλάτη του ένα επίθετο το οποίο στον τόπο του σήμαινε πολλά. Έτσι λοιπόν οι παππούδες αποφάσισαν να τους παντρέψουν νωρίς νωρίς. Τους αρραβώνιασαν στα δεκατέσσερα και τους πάντρεψαν στα δεκαοκτώ. Φυσικά αγάπη δεν υπήρχε μεταξύ τους. Πως άλλωστε να υπάρξει όταν καλά καλά δεν γνώριζαν την πραγματική έννοια της λέξης. Όλα κυλούσαν μια χαρά για τους έξω. Οι γονείς μου ποτέ δεν έδιναν δικαιώματα. Στην πραγματικότητα όμως υπήρχε ένα θεματάκι, το οποίο δεν μπορούσε να παραβλεφθεί. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Αυτό το έμαθα μετά από ένα μεγάλο τσακωμό τους στην εφηβεία».

«Οπότε;»

146

Page 148: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Η μητέρα μου κράτησε επτασφράγιστο μυστικό την ταυτότητα του βιολογικού μου πατέρα. Ακόμα δεν μου έχει πει αν έγινα από αγάπη ή ήμουν μια διαδικασία για να μην γίνει ρεζίλι ο πατέρας μου στην κοινωνία. Όταν το άκουσα όμως απογοητεύτηκα πλήρως και με τους δύο γονείς μου.

Ήρθαν τα πάνω κάτω μέσα μου. Αισθανόμουν παρείσακτος και έκανα ότι μπορούσα για να με διώξουν. Ήθελα να με διώξουν. Εκείνοι βέβαια έκαναν υπομονή τι άλλο άλλωστε μπορούσαν να κάνουν. Ο πατέρας μου όμως αντί για υπομονή το έριξε στην εργασιοθεραπεία. Προτιμούσε να μη με βλέπει. Αυτό λειτούργησε καλά για την περιουσία της μάνας μου η οποία τριπλασιάστηκε σε λίγο καιρό. Βέβαια από την άλλη η παρουσία του στο σπίτι ήταν ανύπαρκτη. Όταν εκείνος γύριζε, εγώ κοιμόμουν. Άλλες φορές δεν ερχόταν καθόλου σπίτι και άκουγα την μητέρα μου να κλαίει μόνη της. Τα επαγγελματικά ταξίδια δεν είχαν τελειωμό αν βέβαια έλεγε αλήθεια και δεν είχε σπιτώσει καμία γκόμενα. Για να μην έχει ενοχές προσπαθούσε να με εξαγοράσει. Πάντα είχα τα καλύτερα, δώρα, ρούχα και ένα πορτοφόλι γεμάτο χρήματα, κάτι που ξετρέλαινε τις γκομενίτσες και εμένα με έκανε δημοφιλή. Όταν έχεις όλα τα πλούτη του κόσμου θα νιώσεις καλύτερα όμως δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσεις πραγματικά καλά μέσα σου. Πέρασα και μια περίοδο που δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω κάτι που δεν φάνηκε να του στοιχίζει ιδιαίτερα, μάλλον τον ανακούφιζε.

Η μητέρα μου ήταν πάντα αδύναμη, άτολμη, αναποφάσιστη έρμαιο τον εξελίξεων. Ο πατέρας μου της είχε αφαιρέσει κάθε ίχνος δυναμικότητας, δεν μπορούσε ποτέ να κάνει πράγματα από μόνη της χωρίς την συγκατάθεση του αφέντη της. Παθητικά με έβλεπε να αυτοκαταστρέφομαι. Εννοείται πως στο αναμορφωτήριο έμεινα γιατί με αυτό τον τρόπο αποφάσισε ο πατέρας μου να μου βάλει μυαλό. Νόμιζε πως πραγματικά θα μου έκανε καλό και θα έμπαινα στον ίσιο δρόμο.

Η αλήθεια είναι πως το αναμορφωτήριο μου έκανε ένα καλό. Με έμαθε να είμαι καλός και να τα οργανώνω όλα τέλεια χωρίς να με πιάνουν. Γνώρισα τους σωστούς ανθρώπους για τα σωστά πράγματα. Δεν βασίστηκα ξανά σε ερασιτέχνες

147

Page 149: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

κομπιναδόρους. Οργάνωνα, μοίραζα τα χαρτιά και ανακάτευα την τράπουλα όταν κάτι κολλούσε. Με αυτό τον τρόπο κατάφερα να έχω ένα πρόσωπο και να μου εμπιστεύονται οι μεγάλοι καλές δουλειές. Με τα χρήματα που μου έδιναν οι γυναίκες κατάφερα να έχω μια καλή ζωή. Τώρα γιατί είμαστε εδώ;»

«Αυτή την απορία έχω και εγώ».«Οργανώνω ένα μεγάλο κόλπο και η βοήθεια σου είναι

απαραίτητη για να προχωρήσει» είπε επιτέλους τον πραγματικό λόγο που είχε γίνει βδέλα. Αναρωτιόμουν όμως για ποιο λόγο μου είπε όλη του την ιστορία, μήπως για να τον λυπηθώ ή για να τον εμπιστευτώ λες και δεν ξέρω τι κουμάσι είναι.

«Λυπάμαι, φιλαράκι μου. Δεν θέλω. Είμαι εκτός».«Καλά, χωρίς να ακούσεις;»«Όχι, μην μου πεις, δεν θέλω να ξέρω».«Έλα ρε Μίλτο, μας τη χαλάς. Πρέπει να μπεις στην ομάδα

αλλιώς δεν μπορεί να προχωρήσει το σχέδιο. Θα σου δώσω μεγάλο κομμάτι. Τα πάντα είναι κανονισμένα, το χρονοδιάγραμμα, η ομάδα. Εσένα περιμένουν για να ξεκινήσουμε».

«Χάρηκα Πέτρο που τα είπαμε, αλλά εγώ έχω τελειώσει με αυτά. Ουδείς αναντικατάστατος» είπα και σηκώθηκα όρθιος για να φύγω, δεν είχε νόημα να συνεχίσουμε την συνάντηση. Και μόνο που συναντηθήκαμε ήταν για κακό. Δεν μου άρεσε να ανταμώνω με το παρελθόν.

«Ώπα κάτσε, μη φεύγεις» είπε και σαστισμένος με άρπαξε από το μπράτσο.

«Sorry» απάντησα, τράβηξα το χέρι του και έφυγα αφήνοντας τον εκνευρισμένο να ανάβει ένα τσιγάρο.

Γεμάτος με σκέψεις πήγα στην βάρδια μου. Ήταν δεδομένο πως δεν ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Είχε μάθει να παίρνει πάντα αυτό που θέλει. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα παρατούσε τόσο εύκολα. Επίσης όλο έλεγε πως είχε φτιάξει όνομα στην πιάτσα εγώ όμως δεν είχα ακούσει ποτέ το παραμικρό. Άραγε με δούλευε ή δούλευε πραγματικά με μεγάλα αφεντικά; Μακάρι να μπορούσα να ρωτήσω έτσι απλά τον Πάνο χωρίς μετά να με περάσει από ανάκριση. Όμως τελικά αποφάσισα να το αφήσω εντελώς πίσω

148

Page 150: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μου αφού δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα για αυτό. Ούτως ή άλλως ο Πέτρος θα εμφανιζόταν αργά η γρήγορα με επόμενο σχέδιο για να με πείσει να συμμετάσχω. Δυστυχώς ήταν να μη με βρει, όσο δεν με έβρισκε είχα την ησυχία μου.

Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε χαλαρά με τα συνηθισμένα της. Η τράπεζα που προστάτευα ήταν περιθωριακή λίγο πιο έξω από το κέντρο της Αθήνας. Κανείς δεν τολμούσε να με πλησιάσει, να μου μιλήσει, ούτε καν να μου ζητήσει φωτιά. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Να μένω μόνος μου, στην ησυχία μου, να κάνω τη δουλειά μου χωρίς απρόοπτα.

Βέβαια καμιά φορά έμπλεκα με τον εαυτό μου. Τσακωνόμουν μαζί του, τον έβριζα αλλά ήμουν πάλι ο ίδιος. Ότι και να έλεγα, ότι και να έκανα δεν έφερνε πίσω την Ελενίτσα. Η σφαίρα δεν γυρνούσε πίσω, δεν έβρισκε τον στόχο της.

Το πρωί χαιρέτισα τον συνάδελφο μου τυπικά όπως πάντα και περπάτησα αργά μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Εκεί βρέθηκε δίπλα μου ο Πέτρος.

«Καλημέρααα».«Δεν θα τα παρατήσεις έτσι; Τι δεν κατάλαβες από τη

χθεσινή μας κουβέντα; Δεν θέλω ούτε μαζί να μας βλέπουν» είπα φανερά εκνευρισμένος.

«Θέλω μόνο να γνωρίσεις την ομάδα, να δεις πόσο καλοί είναι».

«Μα ξεκόλλα επιτέλους και πάρε απόφαση πως δεν μπορούν τα πάντα να πηγαίνουν όπως τα θες εσύ. Παράτα με ήσυχο».

«Καλά χαλάρωσε και έλα να πάμε για κανένα τσιγάρο» μου είπε και με τράβηξε από το μπράτσο. Εγώ σαν ηλίθιος τον ακολούθησα λες και δεν ήξερα τι λαμόγιο ήταν. Μπήκαμε σε ένα ψιλικατζίδικο και εκείνος πλησίασε στον πάγκο.

«Ένα Marlboro παρακαλώ» είπε στην κοπέλα που ήταν πίσω από τον πάγκο. Μόλις η κοπέλα γύρισε την πλάτη της για να του το δώσει ο Πέτρος έβαλε το χέρι του στην εσωτερική του τσέπη και έβγαλε ένα όπλο. Εγώ δεν πρόλαβα να αντιδράσω, με έπιασε εξ απροόπτου.

«Άδειασε το ταμείο, τώρα».

149

Page 151: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Ρε ηλίθιε έχει κάμερα εδώ, σπάσε. Πήγαινε αλλού» είπε η κοπέλα ψύχραιμα λες και ήταν κάτι το οποίο αντιμετώπιζε πολύ συχνά. Ούτε τσίριξε, ούτε κραύγασε απλώς τον κοιτούσε σοβαρά και με το κλειδί της πήγε να ανοίξει το ταμείο. Εγώ είχα ήδη μετανιώσει που τον ακολούθησα. Μεγάλο σφάλμα.

«Τι κάνεις ρε μαλάκα; Πάμε να φύγουμε».«Σκάσε και φίλα τσίλιες» μου είπε και με αιφνιδίασε. Με

είχαν ήδη δει μαζί του, δεν είχα επιλογή. Γνώριμος με τέτοιες καταστάσεις πήγα στην πόρτα. Η κοπέλα με πολύ αργές κινήσεις λες και περίμενε ενισχύσεις του έδωσε όλα τα χρήματα. Το κατάστημα , επειδή ήταν 24ωρο είχε μέσα και τις νυχτερινές εισπράξεις.

«Φέρε μου και την κασέτα της κάμερας» είπε ο Πέτρος και της έκανε νόημα με το όπλο. Η κοπέλα υπάκουσε για άλλη μια φορά χωρίς κανένα πρόβλημα. Ήταν πολύ περίεργη. Είχε ξυρίσει το κεφάλι της από τη μία πλευρά και από την άλλη είχε κοντό μαύρο καρέ με μία πράσινη τούφα. Το χέρι της ήταν σαν σουρωτήρι από τις ενέσεις. Πρέπει να ήταν κοντά στην δική μου ηλικία αλλά πάρα πολύ ταλαιπωρημένη. Εκείνη τη στιγμή πάντως έμοιαζε να έχει πλήρη διαύγεια.

«Έλα, βιάσου. Πρέπει να έρθεις μαζί μας. Ήσουν πολύ υπάκουη, αλλά μας είδες» της είπε.

«Σου το ορκίζομαι, δεν θα πω τίποτα. Δεν είστε ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι που ληστεύετε το μαγαζί. Φίλε, άσε με για τη δόση μου παλεύω. Θα πω σε όλους πως φορούσατε κράνη και κουκούλες και δεν μπόρεσα να δω τίποτα. Ακόμα και η προφορά σας μου μοιάζει ξενική».

«Δεν γίνεται, δεν μπορώ να το ρισκάρω. Έρχεσαι τώρα, κουνήσου» της φώναζε και την στόχευε με το όπλο.

«Μα τι κάνεις ρε μαλάκα; Πας να τα γαμήσεις όλα; Θα πάρεις και όμηρο; Έχεις τρελαθεί εντελώς;»

«Σκάσε ρε Μίλτο που ξαφνικά μας το παίζεις οσία Μαρία. Κράτησε της τα χέρια λες και την συλλαμβάνεις και εγώ θα είμαι ακριβώς πίσω σου. Αν κάνετε έστω και ένα βήμα χωρίς να σας το έχω πει εγώ πείτε αντίο στην σπονδυλική σας στήλη. Δεν θα πεθάνετε, απλώς θα είστε ανάπηροι. Αυτό ισχύει και για σένα

150

Page 152: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Μίλτο, λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Μακάρι να είχες συνεργαστεί, θα γλυτώναμε τόσα πολλά» είπε και άνοιξε την πόρτα.

Τα πάντα ήταν προσχεδιασμένα και εγώ έπεσα στη φάκα σαν πρωτάρης. Είχαμε αφήσει το κατάστημα με την ταμπέλα «κλειστό» και περπατούσαμε στο δρόμο. Όλοι κοιτούσαν με αποστροφή την κοπέλα πρεζόνι με την περίεργη εμφάνιση που οδηγούσε ο σεκιούριτι μαζί με έναν κουστουμάτο στην δικαιοσύνη. Ο κόσμος την έδειχνε, την είχε ήδη κρίνει και καταδικάσει. Το έγκλημα της ήταν αρχικά η εμφάνιση της, οι όποιες κακές επιλογές του παρελθόντος, θα ήταν πάντα θύτης, όχι θύμα. Άσχετα αν αυτό το μονοπάτι αναγκάστηκε να το πάρει ή την ανάγκασαν να πάει. Ήταν και θα είναι ένοχη μέχρι να πεθάνει, χωρίς αποδείξεις.

Ο Πέτρος είχε πάρει το σοβαρό του ύφος και το έπαιζε πολιτική προστασία. Έδινε δήθεν οδηγίες μέχρι που μας υπέδειξε να μπούμε σε ένα αυτοκίνητο. Η κοπέλα πίσω μαζί του και εγώ οδηγός. Ξεκίνησα να οδηγώ και μου υπέδειξε να πάμε από έναν παράδρομο στη μέση του πουθενά. Εκεί έδωσε στην κοπέλα μια στο κεφάλι και την άφησε αναίσθητη.

«Μα τι κάνεις επιτέλους;»«Τώρα μπορούμε να πάμε από τον σωστό δρόμο. Τι ήθελες

να δει την διαδρομή;» είπε εκνευρισμένος και ένιωθα την κάνη του όπλου του να πιέζει το κάθισμα.

«Μπορείς να μου πεις τι στο διάολο σου συμβαίνει; Γιατί θες να με μπλέξεις με το ζόρι;»

«Απλώς πήγαινε εκεί που σου λέω. Σου υπόσχομαι πως θα σου τα εξηγήσω όλα». Σίγουρα αυτό που οδηγούσα είχε κλεμμένες πινακίδες ήταν και πολύ παλιό, έμοιαζε άπλυτο για δεκαετίες. Τα πλαστικά του ήταν λιωμένα από την χρήση και πήγαινε πολύ αργά. Όταν σταματούσαμε είχα την αίσθηση πως μετά δεν θα έπαιρνε μπροστά και θα χρειαζόταν σπρώξιμο. Για την ακρίβεια ήλπιζα σε αυτό μήπως και κατάφερνα να την γλυτώσω. Όμως η κοπέλα;

Ο Πέτρος είχε κάτσει αναπαυτικά και όπως η κοπέλα ήταν αναίσθητη εκείνος της χάιδευε το στήθος.

«Ωραίο γκομενάκι ε; Λίγο παράξενο αλλά την δουλειά της σίγουρα θα την κάνει όπως όλες» είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη.

151

Page 153: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Οι στόχοι του είχαν επιτευχθεί και εγώ ήμουν όμηρος του. Για πρώτη φορά ήμουν όμηρος, δεν είχα εγώ το πάνω χέρι και αυτό με τρέλαινε.

Καταλήξαμε στην Ελευσίνα χωρίς να πω καμία άλλη λέξη. Δεν θα είχε και νόημα βέβαια, τι να πω με τον ηλίθιο. Τα αντανακλαστικά μου είχαν αρχίσει να πηγαίνουν περίπατο. Τα μάτια μου με έκοβαν από την αϋπνία και δεν είχα κουράγιο. Σταματήσαμε σε μια συνοικία του μέτρου μου. Τα μισά σπίτια εγκαταλελειμμένα, τα άλλα μισογκρεμισμένα και στα λιγοστά που είχαν μείνει έβλεπες σκουρόχρωμους να κλείνουν τα παράθυρα μόλις μας έβλεπαν. Σίγουρα δεν θα είχαν χαρτιά διαμονής γιατί ειδικά μόλις παρατηρούσαν την στολή μου εξαφανιζόταν όλοι σαν τα ποντίκια.

Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας εκείνος βγήκε από τη δική του πλευρά και άνοιξε την δική μου πόρτα.

«Έλα να την βγάλουμε από εδώ. Μη σκέφτεσαι να κάνεις κάτι τρελό, είσαι ήδη μπλεγμένος μέχρι το λαιμό» είπε λες και δεν το ήξερα. Από τη στιγμή που ήμουν στον ίδιο χώρο μαζί του και έφυγα και μαζί του ήμουν ήδη ένοχος. Τόσο ένοχος που ούτε ο Πάνος δεν θα μπορούσε να με γλυτώσει.

Ο Πέτρος σφύριξε και ένας πιτσιρικάς εμφανίστηκε και του έδωσε την κασέτα. Ήταν τα πάντα κανονισμένα από την αρχή. Τον βοήθησα και μεταφέραμε την κοπέλα μέσα σε ένα σπίτι. Εκεί υπήρχε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα με μια κίτρινη λάμπα να φωτίζει το χώρο και ένα στρώμα βρώμικο, παρατημένο. Μου θύμισε έντονα το αναμορφωτήριο. Την ακουμπήσαμε στο στρώμα, την έδεσε σφιχτά και βγήκαμε έξω. Ο Πέτρος κλείδωσε την πόρτα λες και θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό το ξεχασμένο από τον Θεό μέρος.

Δεξιά από την πόρτα της εισόδου υπήρχε άλλο ένα δωμάτιο που δεν είδα με την πρώτη. Είχε έναν καναπέ λες και τον είχαν πάρει από τα σκουπίδια και τρία κασόνια με μία τάβλα στην μέση για τραπέζι. Πιο μέσα είχε ένα ακόμα χώρο αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Το οίκημα έμοιαζε λες και ήταν κατασκευασμένο από παιδικά τουβλάκια από τις πολλές προσθήκες. Το πιο περίεργο ήταν πως ενώ ήταν απογυμνωμένο υπήρχε σε έναν τοίχο η εικόνα της Παναγίας

152

Page 154: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και από κάτω ο Εσταυρωμένος. Η υγρασία σου έπνιγε την αναπνοή, ακόμα και οι τοίχοι δάκρυζαν λες και κάθε μέρα εδώ γινόταν κάποιο θαύμα. Τα πάντα μύριζαν τσιγάρο και φθηνή κολόνια, χρειαζόμουν αέρα επειγόντως. Χωρίς να ζητήσω άδεια από τον Πέτρο βγήκα με φόρα έξω και εκείνος έτρεξε ξοπίσω μου λες και θα τον παρατούσα.

«Που πας;»«Πουθενά. Να πάρω αέρα. Πως μπορείς να αναπνεύσεις εκεί

μέσα. Μυρίζει λες και υπάρχει τίποτα ψόφιο».«Έλα ιδέα σου είναι. Όπως κατάλαβες θα είσαι μαζί μου είτε

το θέλεις είτε όχι» μου είπε γεμάτος υπερηφάνεια για το κατόρθωμα του. Όσο σκεφτόμουν την εκδοχή του ψόφιου ζώου ένιωθα τα χέρια μου να μουδιάζουν, να ιδρώνω, την καρδιά μου να χτυπάει πάρα πολύ γρήγορα και να μην μπορώ να συγκεντρωθώ. Το γεγονός πως σκεφτόμουν όλα τα μικρόβια, τις προνύμφες, τα σκουλήκια πάνω στο ψόφιο ζώο δεν με βοηθούσε καθόλου. Έβαλα όλο μου το είναι να μην δείξω την αδυναμία μου, όμως δεν τα κατάφερα με πολύ μεγάλη επιτυχία.

«Μη φρικάρεις τώρα. Θα μας βοηθήσεις σε αυτή τη δουλειά και μετά τέλος. Δεν πρόκειται να σε ενοχλήσω ποτέ ξανά. Σε έχω στην κασέτα, δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Έχω και την κοπέλα να σε αναγνωρίσει».

«Μα τι λες; Αφού είσαι και εσύ μέσα ρε ηλίθιε».«Δεν πρόσεξες αρκετά μου φαίνεται. Το δικό μου πρόσωπο

δεν κοίταξε ποτέ την κάμερα. Η κασέτα έχει μόνο την πλάτη μου. Αν πάθω κάτι πριν το κόλπο η κασέτα πάει στους μπάτσους και καίγεσαι. Στο λέω σε περίπτωση που έκανες καμία τρελή σκέψη » είπε και με κοίταξε διερευνητικά. Ο πιθανός κίνδυνος έκανε την αδρεναλίνη μου να προσπεράσει τη φοβία μου. Πραγματικά μόλις σκέφτηκα τη σκηνή της ληστείας όντως πήγαινε λίγο περίεργα και σκυφτά αλλά δεν είχα δώσει καμία σημασία. Τώρα άρχισαν να βγάζουν όλα νόημα. Ο Πέτρος πριν καν με προσεγγίσει είχε ήδη σκεφτεί το σχέδιο Β για να με παγιδεύσει. Γνώριζε το κατάστημα, είχε σίγουρα ψωνίσει από εκεί, ήξερε τις κάμερες. Πιθανόν να το είχε ληστέψει κιόλας. Τίποτα δεν μπορείς να αποκλείεις με τον

153

Page 155: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Πέτρο τελικά. Με ξανάπιασε δύσπνοια και αναγκάστηκα να στηριχτώ πάνω στον άθλιο.

«Μη μου φρικάρεις τώρα ρε μαλάκα. Έλα που σε χρειάζομαι» έλεγε συνέχεια και με πήγε μέσα. Με έβαλε να κάτσω στον καναπέ και αμέσως μου έβαλε ένα τσιγαριλίκι στο στόμα. Αυτό ήταν το φάρμακο του για τα πάντα.

«Τράβα μια τζούρα να χαλαρώσεις λίγο, έλα μην κάνεις πως δεν θες» μου είπε και εγώ σαν πρόβατο υπάκουσα, ίσως είχα πραγματικά ανάγκη να ξεφύγω. Πολύ σύντομα βρισκόμουν σε έναν άλλο κόσμο. Στον κόσμο ύπνου-ξύπνιου αρκετά γνώριμο για μένα.

Μου ερχόταν συνέχεια εικόνες από το αναμορφωτήριο. Τελικά μου είχαν στοιχειώσει την ψυχή και εγώ έκανα τον γενναίο πως είμαι ανίκητος και έχω ξεπεράσει τα πάντα. Σε όλες τις εικόνες είχα δίπλα μου και τον Πέτρο. Οι συμπλοκές εκεί ήταν μια καθημερινότητα που δεν άλλαζε. Σπασμένες μύτες, σαγόνια, αίματα, φύλακες ανήμποροι να δαμάσουν τόσα άγρια κλεισμένα ζώα. Μετά πήγα ακόμα πιο πίσω, εικόνες από το μαιευτήριο, έβλεπα την Κατερίνα να κλαίει και να μουρμουρίζει το τραγούδι της. Δεν μπορούσα να την βοηθήσω, δεν ήξερα πώς να τη βοηθήσω. Αν ήξερα ποιος της είχε κάνει τόσο κακό, θα ήταν νεκρός και εκείνη ελεύθερη από τους δαίμονες της. Μέσα στο παραλήρημα είδα και την Κική, νέα να πηγαίνει σχολείο πριν την μαγέψει το σκοτάδι, μετά ήταν νεκρή σε μια λίμνη αίματος. Πήγα κοντά της και την πήρα στην αγκαλιά μου, όμως δεν ήταν πια η Κική αλλά ήταν η Ελενίτσα η οποία άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της και με κοίταξε με το βλέμμα του θανάτου.

Ξύπνησα λες και μου κοβόταν η αναπνοή. Ήταν ό,τι χειρότερο είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα χειρότερα κομμάτια του παζλ της ζωής μου. Βρισκόμουν μισοξαπλωμένος στο λιγδιασμένο καναπέ και ο Πέτρος εκεί, φύλακας. Σίγουρα δεν είχε φύγει λεπτό από δίπλα μου, θα φοβόταν μην τυχόν αποδράσω.

«Πάρε» είπε και μου έδωσε ένα σάντουιτς να φάω και ένα φραπέ. «Μετά το φαγητό σίγουρα θα τα δεις όλα καλύτερα» μου είπε λες και εκείνο ήταν το μοναδικό πρόβλημα της ζωής μου. Άραγε μήπως είχε βάλει τίποτα μέσα;

154

Page 156: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Φάτο ρε. Δεν έχει τίποτα μέσα, σε χρειάζομαι. Δεν έχω ακόμα λόγο να σε σκοτώσω» μου είπε δήθεν χαριτολογώντας και εγώ τα πήρα. Είχε δίκιο, δεν θα του ήμουν χρήσιμος νεκρός, ή μήπως θα ήμουν; Όπως και να είχε, το ρισκάρισα. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα πως είχε πάει τρεις το μεσημέρι. Ο Πέτρος με κατάλαβε:

«Πάρε στη δουλειά και πες πως σήμερα δεν θα πας, είσαι άρρωστος. Πες πως έπαθες τροφική δηλητηρίαση. Μη με κοιτάς κάνε το γιατί έχουμε πραγματικά πάρα πολλά να πούμε. Πρέπει να ενημερωθείς». Ήταν αναμενόμενο πως δεν θα πήγαινα μετά από όλα αυτά.

«Ειλικρινά Πέτρο, νόμιζα πως ήσουν με το μέρος μου, κολλητάρι μου. Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο με παγίδευσες έτσι».

«Το έκανα γιατί σε ξέρω. Σου είπα πως σε χρειάζομαι και εσύ δεν ήθελες καν να ακούσεις. Μου το χρωστάς. Αν δεν υπήρχα εγώ δεν θα είχες επιζήσει εκεί μέσα. Τα ναρκωτικά που σε είχαν κάνει βασιλιά; Τα καλούδια που λάμβανες τακτικά; Εσύ όμως τα ξέχασες όλα και μου γύρισες την πλάτη λες και δεν είχα φερθεί καλά. Άλλα περίμενα από εσένα».

«Ναι, ξέρω πως με βοήθησες αλλά και εγώ σε πλήρωνα καλά. Ήταν μια σχέση αμοιβαίου κέρδους που και οι δύο την τιμήσαμε και είχε τελειώσει. Δεν ήμασταν πραγματικά φίλοι, συγκάτοικοι ναι, συνένοχοι ναι όπως θέλεις μπορείς να το πεις, αλλά όχι φίλοι. Δεν νιώθω να σου χρωστάω τίποτα. Είχαμε μεταξύ μας ένα άγραφο συμβόλαιο περιορισμένης διάρκειας. Από εκεί και πέρα ζωή σου, ζωή μου. Ήθελα να είμαι καθαρός, να μην έχω σχέση με βρωμοδουλειές».

«Πολύ λυπάμαι που το βλέπεις έτσι. Μίλτο νόμιζες πως είχες τελειώσει με αυτά. Το τέλος θα έρθει μετά από αυτό που έχω κανονίσει. Μετά παίρνεις την κασέτα και γεια σου. Πας όπου θες».

«Και το κορίτσι;»«Δεν θα την ψάξει κανένας, μην ανησυχείς».«Τι εννοείς;»

155

Page 157: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Την έχω ψάξει. Δεν πρόκειται να την αναζητήσει κανείς, δεν έχει κανέναν».

«Και που το ξέρεις αυτό;»«Την παρακολουθούσα για μέρες και είδα την βαρετή ζωή

της. Έπειτα όταν ρώτησα για εκείνη στην πιάτσα μου είπαν πως πάντα μόνη της ήταν και προσπαθούσε να κόψει τα ναρκωτικά. Χαμένο κορμί. Θα την κρατήσουμε εδώ μέχρι να τελειώσει η δουλειά και μετά βλέπουμε».

«Για να ακούσω τώρα το σχέδιο, να δω για ποιό λόγο έκανες όλα αυτά πίσω από την πλάτη μου».

«Έλεγα πως δεν θα ρωτούσες ποτέ».«Θα ληστέψουμε την τράπεζα που προστατεύεις» είπε και η

πρώτη μου αντίδραση ήταν να ξεσπάσω σε δυνατά γέλια.«Έλα ρε μαλάκα, αλήθεια πες».«Αυτό είναι».«Έχεις τρελαθεί εντελώς;»«Όχι άκου με, τα έχω σκεφτεί όλα».«Θα με πιάσουν αμέσως, ό,τι και να είχες σκεφτεί όπως και

να το έχεις οργανώσει».«Μην βιάζεσαι να με υποτιμήσεις. Δίπλα από την τράπεζα

έχω νοικιάσει ένα χώρο. Εκεί θα ανοίξουμε χωματουργικές εργασίες. Έχει και μια μικρή αλάνα στο πίσω μέρος και θα πουλάμε χώμα. Όλα θα είναι νόμιμα. Έχω ένα ξάδερφο που είναι καθαρός και ήδη έχει ξεκινήσει η εταιρία στο όνομα του. Εγώ και η ομάδα μου θα είμαστε υπάλληλοι. Θα βάζουμε όλο το χώμα σε σακούλες, θα το συσκευάζουμε και θα το βγάζουμε έξω».

«Σε έχασα, ποιο χώμα;»«Θα σκάψουμε κάτω από την τράπεζα μέχρι να βρεθούμε

στο υπόγειο. Θα κάνουμε τη μεγαλύτερη σήραγγα που έχει γίνει ποτέ χωρίς να κινήσουμε καμία υποψία. Η ομάδα είναι έτοιμη, σήμερα θα μου φέρουν τα σχέδια της τράπεζας ».

«Που θα τα βρει;»«Μπορείς να τον ρωτήσεις μόλις τον δεις».«Και οι υπόλοιποι στην ομάδα; Ποιοι είναι; Πως τους

βρήκες; Είναι έμπιστοι;»

156

Page 158: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Θα σου λέω σταδιακά την ιστορία του καθενός και θα καταλάβεις πως έκανα την καλύτερη επιλογή. Αν δεν γνωρίζω από πού είναι ο καθένας και τι έχει κάνει στη ζωή του δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του. Χρειάζομαι διαπιστευτήρια αλλιώς δεν μπορώ να εμπιστευτώ σε σοβαρές δουλειές. Με αυτό το σχέδιο δεν θα βγει κανείς χαμένος ».

«Εγώ που κολλάω;»«Εσύ ήσουν ο λόγος που μου ήρθε όλο αυτό το σχέδιο στο

μυαλό. Μόλις είδα πως είχες την βραδινή βάρδια σκέφτηκα τα πάντα».

«Νερό» ακούστηκε η φωνή της κοπέλα από μέσα.«Τώρα ομορφιά μου» απάντησε ο Πέτρος και σηκώθηκε να

της πάει ένα ποτήρι. Άνοιξε την κλειστή πόρτα που ήταν σχεδόν απέναντι μου και βγήκε με ένα πλαστικό μπουκάλι νερό με ένα καλαμάκι. Έπειτα ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μου φάνηκε πως άκουσα συζήτηση αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Τι να έλεγαν; Σηκώθηκα λίγο για να ξεπιαστώ και άνοιξα την πόρτα που είχε βγει ο Πέτρος. Εκεί ήταν μια μουχλιασμένη βρύση και ένα μεγάλο γκαζάκι. Μάλλον εκεί θα μαγείρευαν ό,τι μαγείρευαν τέλος πάντων.

Ο Πέτρος άργησε να βγει και όταν βγήκε χαμογελούσε και μου έκλεισε το μάτι. «Και όταν βαριόμαστε, θα έχουμε και κάποια να μας διασκεδάσει» είπε όλο περηφάνια. Εγώ όμως αηδίασα, ποτέ μου δεν ήμουν τέτοιος τύπος. Ίσα ίσα που μισούσα τύπους σαν τον Πέτρο, που κατέστρεφαν κορίτσια σαν την Κική.

«Πέτρο, θέλω να πάω σπίτι μου, να κάνω ένα μπάνιο».«Δεν νομίζω».«Ρε Πέτρο με κρατάς, αναγκαστικά είμαι μέσα. Ίσως να σου

χρωστάω κιόλας, όμως στα αλήθεια δεν χρειάζομαι λουρί. Ποτέ δεν είχα λουρί. Αν με θες στην ομάδα πρέπει να με αφήνεις ελεύθερο. Δεν πρόκειται να κάνω καμιά βλακεία, αφού ξέρω πως θα με έχεις. Χώρια που δεν γουστάρω τα κωλόμπατσα. Με καταλαβαίνεις έτσι;» είπα για να τον καλοπιάσω μήπως με αφήσει να φύγω. Δεν άντεχα άλλο εκεί μέσα, μου ερχόταν αναγούλα.

157

Page 159: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Ναι, αλλά ούτως η άλλως το βράδυ θα πρέπει να είσαι εδώ. Έχεις κάποιον να γνωρίσεις».

«Δεν πειράζει, άσε με να φύγω. Έχω ανάγκη να πάρω καθαρό αέρα».

«Συγνώμη ρε Μίλτο, έχεις δίκιο. Θα σε πάω πιο πάνω για να προσανατολιστείς και να καταλάβεις πως θα έρθεις. Εννέα η ώρα θα έρθει ο άλλος. Κανόνισε να είσαι εδώ. Αν δεν είσαι εδώ, θα χάσω την εμπιστοσύνη μου σε εσένα και δεν ξέρω αν εκνευριστώ τι μπορώ να κάνω».

«Ναι, ρε Πέτρο. Πες τουλάχιστον ποιος είναι».«Θα δεις» μου είπε και μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο. Για

δέκα λεπτά μου εξηγούσε πώς να έρθω, είχε φροντίσει να βρει το πιο απομονωμένο μέρος. Με άφησε στο δρόμο για να πάρω το λεωφορείο. Τέτοια ώρα υπήρχε πολύς κόσμος. Σχολούσαν όλοι από τα διυλιστήρια και τα ναυπηγεία. Μουντζουρωμένοι, ιδρωμένοι, κουρασμένοι. Άνθρωποι που στο όνομα της τίμιας ζωής θυσίαζαν τα νιάτα τους. Ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι έτσι. Ίσως για πολύ λίγο με την σωστή μάσκα, όχι όμως για πολύ, θα έσκαγα. Μπήκα μέσα μαζί τους, ο αέρας στο λεωφορείο ήταν ασφυκτικός, γεμάτος ιδρώτα, ανάσες και μικρόβια. Ένιωθα όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου, με τη στολή που φορούσα ήμουν ένα σύμβολο , σύμβολο εξουσίας, μισητό σύμβολο. Έπρεπε να κάνω υπομονή για να φτάσω στον προορισμό μου και ας μου τρυπούσαν με τα μάτια τους το μυαλό μου.

Σε μιάμιση ώρα είχα καταφέρει να γυρίσω πίσω. Πήγα γρήγορα στο δωμάτιο μου, ο Πάνος ήταν εκεί. Έβγαλα τη στολή μου και έκανα ένα ντους, το είχα τόσο μεγάλη ανάγκη. Έπρεπε να βγάλω από πάνω μου όλα τα μικρόβια που με είχαν ακουμπήσει, όλες τις ανάσες, όλο τον ιδρώτα, την καπνίλα, την βρώμα και τις ματιές που μου τρυπούσαν την πλάτη. Όσο το νερό έπεφτε πάνω μου σκεφτόμουν το κορίτσι που ήταν κλεισμένο στο δωμάτιο. Η ματιά της έμοιαζε λες και δεν είχε ζωή, σαν ζωντανή νεκρή. Ποιος ξέρει τι είχε τραβήξει και την πετύχαμε σε αυτή την φάση της ζωής της. Ίσως να είχαμε ανταμώσει σε εκείνη την περιοχή χωρίς να δώσει ο ένας στον άλλον σημασία. Ίσως να μου είχε ζητήσει χρήματα για να

158

Page 160: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πάρει τη δόση της, ή να νταραβεριζόταν με τα βαποράκια της νύχτας, ή να με είχε ρωτήσει τι ώρα είναι, ή να είχε πέσει πάνω μου κατά λάθος χωρίς να γνωρίζει πως εγώ κάποια στιγμή στο μέλλον θα είχα συμβάλλει στο να κρατείται όμηρος. Πως ο ένας μπορεί να σώσει ή να καταστρέψει τη ζωή του άλλου σε μια μόνο στιγμή. Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω μόνο μία στιγμή, ένα λάθος, ένα έγκλημα, ένα φρενάρισμα που δεν έγινε, μια σφαίρα.

Ποτέ δεν μου άρεσε να κακομεταχειρίζομαι γυναίκες. Απλώς τις άφηνα να υπάρχουν πάντα δίπλα και να τις χρησιμοποιώ. Μετά το ημερολόγιο της Κικής είχα καταλάβει πολλά πράγματα. Βέβαια αυτό δεν ίσχυε για όποιον ήθελε να μου κάνει κακό κατά οποιοδήποτε τρόπο. Δεν πείραζα κάποιον, δεν ενοχλούσα κανέναν, δεν προκαλούσα καβγάδες.

Αυτό όμως που είχα στο μυαλό μου δεν το έκανα ποτέ. Όταν συνέβαινε ένας τσακωμός οραματιζόμουν τον εαυτό μου να δέρνει αλύπητα τον υπαίτιο μέχρι να έβγαινε και η τελευταία του ανάσα, σαν την δικαιοσύνη που δεν έρχεται ποτέ. Τη δικιά μου. Ήθελα τόσες πολλές φορές να ξεσπάσω τον απέραντο θυμό μου σε όποιον το έπαιζε καμπόσος, αλλά κρατιόμουν. Θα κατέληγα φυλακή ή ψυχιατρείο και θα απογοήτευα τον μοναδικό μου άνθρωπο τον Πάνο.

Όταν πήγα να φύγω ο Πάνος για κακή μου τύχη με περίμενε στο σαλόνι.

«Δεν έχεις δουλειά σήμερα;»«Όχι, πήρα άδεια».«Λες ψέματα».«Ειλικρινά, το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι την

ανάκριση σου. Εδώ δεν είσαι στην αστυνομία και εγώ δεν είμαι ο κρατούμενος σου για αυτό ξεκόλλα».

«Πήραν τηλέφωνο από την δουλειά σου».«Και;»«Ρώτησαν πότε θα πας πάλι».«Ξέρεις κάτι; Άσε τα μπατσικά σου για άλλους».«Σε ξέρω. Μόνο που σε κοιτάω στα μάτια μπορώ να το

καταλάβω».

159

Page 161: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Ξέρεις κάτι Πάνο; Δεν έχω καμία όρεξη για τις θεωρίες σου. Κάνε ό,τι θέλεις με τη ζωή σου και άσε με εμένα» του είπα και βρόντηξα την πόρτα φεύγοντας.

Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως ο Πάνος δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια. Οπότε με υποψιαζόταν πως ανακατευόμουν με δουλειές έλυνε τα κυνηγόσκυλα του για να με παρακολουθούν. Συνήθως ήταν ένας τύπος ντυμένος casual με τζιν και t shirt. Είχε καστανά μαλλιά καρφάκια και μικρά μάτια. Τον έβλεπα πολύ συχνά στον δρόμο μου. Με ακολουθούσε μέχρι να πάω στο πόστο μου και μετά από όταν σχολούσα μέχρι να πάω σπίτι. Βέβαια όσες φορές του το έλεγα εκείνος αρνιόταν κατηγορηματικά και καταλήγαμε σε τσακωμό, όπως πάντα. Έπρεπε να ξέρει όμως πως εγώ μπορούσα να διακρίνω από μακριά το κυνηγόσκυλο του. Κάθε φορά που το αμολούσε ήταν αδέξιος, δεν ήταν επαγγελματίας, έκανε λάθη λες και με φοβόταν κατά κάποιο τρόπο. Μου άρεσε να τον μπερδεύω και να τον εκθέτω, μου φαινόταν αστείο να κλείνουν οι πόρτες του λεωφορείου και εκείνος να μένει απ’ έξω. Τον είχα μάθει όμως τότε δεν είχα κάτι να κρύψω, δεν φοβόμουν κάτι. Τώρα όμως αυτός ο τύπος θα ήταν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.

Μου πήρε πολύ ώρα για να βρω το σπίτι. Χάθηκα πολλές φορές στο δρόμο. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να γλυτώσω από την παγίδα του Πέτρου, όμως όπως και να το σκεφτόμουν δεν μπορούσα να βρω διέξοδο. Με είχε παγιδέψει για τα καλά, είχα πιαστεί μες την φάκα. Αν τον σκότωνα είχε την κασέτα ο πιτσιρικάς θα ήμουν διπλά κατηγορούμενος δεν θα είχε νόημα. Και η κοπέλα; Δεν μπορούσα να την αφήσω πίσω. Αν την άφηνα θα άκουγα τα νέα της στις ειδήσεις πως βρέθηκε ένα σώμα κακοποιημένο σε ένα χαντάκι ή χωρίς κεφάλι ή χωρίς αποτυπώματα. Θα έμενε στα αζήτητα, κανείς δεν θα την αναζητούσε και θα θαβόταν σε ένα άδειο τάφο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω την ευκαιρία να βγάλω την ουρά μου απ' έξω και η κοπέλα;

Κατάφερα και έφτασα στο σπίτι. Το μόνο που με βοήθησε στο να το βρω ήταν το παρκαρισμένο αυτοκίνητο που με είχε οδηγήσει νωρίτερα εκεί. Βέβαια οι πινακίδες ήταν βγαλμένες αλλά πόσοι να έχουν το ίδιο αυτοκίνητο; Η πόρτα εισόδου του σπιτιού

160

Page 162: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Απροσεξία. Άνοιξα και μπήκα μέσα. Κανείς. Πήγα στην κοπέλα, άνοιξα την πόρτα και είδα τον Πέτρο από πάνω της. Η κοπέλα δεν έβγαζε άχνα, βγήκα όπως μπήκα και πήγα στο σαλόνι γεμάτος οργή. Οργή που προσπαθούσα να καταπιέσω. Ο Πέτρος βγήκε μετά από λίγο κουμπώνοντας το παντελόνι του.

«Έλα, σειρά σου. Στην έχω έτοιμη, είναι ήσυχη δεν αντιστέκεται πολύ, καλό πουτανί είναι ,άντε πήγαινε» μου έλεγε και μου έγνεφε όλο περηφάνια. Τα ήξερα αυτά, τα είχα ξανασυναντήσει. Αν πήγαινα να την πηδήξω θα γινόμουν συνενόχος αν δεν πήγαινα δεν θα γινόμουν μέρος της ομάδας.

«Οκ, θα πάω αλλά δεν θέλω κοινό» του είπα και κόλλησα πέντε δήθεν χαμογελώντας.

«Εντάξει φίλε ότι πεις» είπε και έκατσε χαλαρωμένος στον καναπέ βγάζοντας να καπνίσει ένα τσιγάρο. Εγώ πήρα το κλειδί στο χέρι μου μπήκα μέσα και κλείδωσα την πόρτα. Η κοπέλα μαζεύτηκε σαν κουβάρι στην άκρη του στρώματος.

«Σε παρακαλώ» είπε ψιθυριστά, ικετευτικά ίσα που την άκουσα. Πήγα κοντά της και της χάιδεψα το μάγουλο, εκείνη τραβήχτε απαλά ήξερε πως εκείνη τη στιγμή είχα την δύναμη να κάνω τα πάντα πάνω της, την δύναμη ναι, την εξουσία όμως;

«Μη με φοβάσαι. Είμαι πολλά, πάρα πολλά αλλά δεν ήμουν και δεν θα γίνω βιαστής. Δεν πρόκειται να σε πειράξω, στο υπόσχομαι» της είπα και έμεινε να με κοιτάζει κάγκελο. «Όμως θέλω κάτι από εσένα».

«Τι;» μου απάντησε με φανερή έκπληξη.«Να βγάλεις κάνα δυο βογκητά για το ξεκάρφωμα» της είπα

χαμογελώντας αλλά πάντα ψιθυριστά. Ίσως να είχε στήσει και αυτί ο Πέτρος, ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις. Εκείνη πήγε να χαμογελάσει αλλά της έφυγε ένας μορφασμός. Δεν μπορούσε, στην άκρη των χειλιών της είχε ένα σκίσιμο. Την κοίταξα καλύτερα και είδα πως και το ένα της μάτι ήταν πρησμένο. Πρέπει να είχε φάει μια πολύ δυνατή σφαλιάρα. Σημάδια του Πέτρου, δεν μπορούσα να τα εξαφανίσω, όμως μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό ώστε να μην επαναληφθούν.

161

Page 163: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Πως σε λένε;» είπα σε χαμηλό τόνο ενώ πήγα και έκατσα δίπλα της.

«Λίζα».«Πως βρέθηκες τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος;»«Είναι μεγάλη ιστορία» μου είπε με τη βραχνή της φωνή.«Ο χρόνος μας είναι όσο ένα μεγάλο και αργό πήδημα,

οπότε ξεκίνα».«Τα κλασικά αναμορφωτήρια, βλαμμένοι γονείς, πρέζα και

μετά φλασιά του τύπου πως θα ζω συνέχεια στα σκατά» είπε και χαμήλωσε το βλέμμα της λες και θα έβρισκε κάποια απάντηση στο πάτωμα. Από τη στάση του σώματος της κατάλαβα πως είχε ρίξει τις άμυνες της. Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο, δεν επέμενα. Ήδη είχε αντιμετωπίσει πολλά με μια αφύσικη ψυχραιμία, λες και το έργο αυτό είχε ξαναπαιχτεί με κάποιο τρόπο στη ζωή της. Αναμορφωτήριο κιόλας, έμοιαζε του είδους μου. Ίσως να είχαμε συναντηθεί στη ζωή μας, να είχαν ανταμώσει οι ματιές μας από τα κάγκελα και να είχε προσπεράσει ο ένας τον άλλον. Στη ζωή του αναμορφωτηρίου τα βλέμματα ήταν νεκρά χωρίς καμία ελπίδα, έτσι ο ένας πιθανόν να αγνόησε το βλέμμα του άλλου.

Όπως ήταν κουλουριασμένη είδα πάνω στον καρπό της ένα τατουάζ που έγραφε «Never Forget» και γύρω του είχε τυλιγμένο ένα φίδι με ανοιχτό το στόμα. Τι να ήταν άραγε εκείνο που δεν ήθελε να ξεχάσει και είχε χαράξει το χέρι της για αυτό; Έκατσα εκεί για περίπου 15 λεπτά χωρίς να μιλάμε. Μετά σηκώθηκα, πήγα στην πόρτα ξεκλείδωσα και βγήκα έξω.

«Της έδωσες τίποτα να φάει; Άνευρη εντελώς είναι».«Ναι, ρε».«Και έφαγε;»«Όχι».«Ξέρεις κάτι Πέτρο; Θα κάνω ό,τι θες, χωρίς κασέτες και

μαλακίες, όμως αυτή τη θέλω δικιά μου».«Μπα; Δεν σε είχα για αισθηματία. Από πότε μαλάκωσες

εσύ; Από πότε έχουν αξία οι γκόμενες;» απάντησε ο Πέτρος έκπληκτος σηκώνοντας τα φρύδια του.

162

Page 164: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν μαλάκωσα, πίστεψε με είμαι όπως με άφησες. Τη θέλω για τα γούστα μου. Την είδα και μου κάνει πολύ. Λέγε, παίζει η συμφωνία;» είπα κοφτά και έκατσα στον καναπέ των μικροβίων. Ο Πέτρος δεν απάντησε αμέσως, ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει για να αισθάνεται πως έχει τον έλεγχο στα πάντα. Ήξερε πως όσο εσύ περίμενες μια απάντηση τόσο εκείνος σε κρατούσε. Με το πάσο του αργά και εκνευριστικά άναψε άλλο ένα τσιγάρο, ρούφηξε μια τζούρα και έκατσε πίσω στον καναπέ. Στο τέλος αφού εγώ τον κοιτούσα επίμονα περιμένοντας μια απάντησε είπε:

«Αν και ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τι έχεις να κερδίσεις από αυτό, μπορώ να σου υποσχεθώ για μένα πως δεν θα την ακουμπήσω ξανά. Για τους άλλους όμως δεν μπορώ να εγγυηθώ. Θα πρέπει αν το συμφωνήσουν, λογικά δε θα έχουν κάποιο πρόβλημα. Οπότε συγχαρητήρια απέκτησες ένα καινούργιο σκύλο. Μπορείς να την ποτίζεις, να την ταΐζεις, αλλά δεν θα τη βγάλεις βόλτα» είπε ικανοποιημένος από το κρύο αστείο του. Είπε ικανοποιημένος από το κρύο αστείο του. Εγώ ήξερα πως μόλις είχα μπλέξει. Ποιος ξέρει τι φρούτα θα είχε βρει ο Πέτρος. Εγώ από την άλλη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα συνείδηση. Πρώτη φορά σκέφτηκα να προστατεύσω κάποιον άνθρωπο. Εν μέρει ήξερα για ποιο λόγο το είχα νιώσει αυτό. Ναι, «νιώσει».

Είδες άγνωστε φίλε μου, είχα αρχίσει να νιώθω. Μετά τον θάνατο της Ελενίτσας ανακάλυψα πως είναι να νιώθεις τύψεις. Μπορεί να πέθανε η Ελενίτσα από αγάπη αλλά ζούσα από μίσος για τα πάντα. Αισθανόμουν λες και είχα τραβήξει τη σκανδάλη, ακόμα και το νεκρό πρόσωπο της Κλειώ με την σφαίρα στον κρόταφο δεν με ανακούφιζε.

Με την Λίζα ίσως να εξιλεωνόμουν και να ένιωθα καλύτερα. Αν έσωζα τη Λίζα ίσως επανόρθωνα που δεν έσωσα την Κατερίνα, την Ελενίτσα και την Κική. Γιατί όχι, και την Κική. Αν είχα διαβάσει το ημερολόγιο νωρίτερα ίσως τα πράγματα να ήταν όλα αλλιώς.

«Κοίτα να δεις Πέτρο, θέλω να πεις εσύ στους άλλους πως η κοπέλα ήταν ένα λάθος στο σχέδιο. Ένα λάθος που έχω αναλάβει να το διορθώσω εγώ και μόνο εγώ. Σύμφωνοί; »

163

Page 165: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν συνηθίζω να κάνω λάθη στα σχέδια μου, δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Μπορείς όμως να τους πεις εσύ ή ακόμα καλύτερα μπορείς να την προσέχεις μόνο εσύ».

«Ναι, αλλά το βράδυ; Θα την προσέχεις εσύ χωρίς να την αγγίζεις».

«Εντάξει, θα κάνω ότι μπορώ. Πώς έγινες τόσο μαλακός;»«Δεν έγινα, έχω τους λόγους μου. Και κόψε» του είπα και

έκανε σιωπή.«Όπου να ναι θα έρθει το μέλος της ομάδας μας. Σε

προειδοποιώ όμως είναι αρκετά περίεργος και πίσω του σέρνει μια μεγάλη αλυσίδα εγκλημάτων και δολοφονιών».

«Όπως όλοι μας».«Όχι, πίστεψε με αυτός είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν έχει

ηθικούς φραγμούς, δεν έχει αντίληψη σωστού και λάθους. Υπάρχει μόνο ένα δίκαιο και σωστό αυτό είναι το δικό του και μόνο».

«Έτσι δεν είμαστε όλοι; » του έλεγα συνέχεια. Τι ήθελε να με φοβίσει; Δεν φοβόμουν ποτέ και κανέναν ούτε τον ίδιο το θάνατο.

«Καλύτερα πριν έρθει να σου πω την ιστορία του για να ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις».

Ο Σταύρος είναι στην ηλικία μας. Αυτό που μας καθορίζει όλους είναι η βάση μας, η οικογένεια μας. Οι γονείς του ήταν έφηβοι οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα, τι να κάνουν μαζί του. Το πρώτο γεγονός που έκανε πιο δύσκολα τα πράγματα ήταν πως η μητέρα του ήταν ξένη. Αυτό από μόνο του εκείνη την εποχή ήταν το πρώτο σημάδι διαφορετικότητας. Το δεύτερο γεγονός ήταν πως την έχασε όταν ήταν 6 ετών.

Ο πατέρας του σκληρός και ανίδεος. Προσπαθούσε να ζήσει τον εαυτό του αλλά και το μικρό αγόρι. Δεν ήξερε όμως πώς να τον μεγαλώσει. Τον τάιζε, τον πότιζε και νόμιζε πως αυτό θα ήταν αρκετό. Πολλές φορές τσακωνόντουσαν ειδικά όταν έγινε έφηβος. Τότε ήταν που ξεκίνησε να βλέπει τον κόσμο διαφορετικό, αφιλόξενο, σκοτεινό. Άρχισε να μπλέκεται με συμμορίες και να απομακρύνεται από το σχολείο.

Μετά από καταγγελίες η αστυνομία οδηγήθηκε στο δωμάτιο του σπιτιού του όπου είχε ένα σωρό κλεμμένα αντικείμενα. Αυτό τον

164

Page 166: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

οδήγησε κλασικά στο αναμορφωτήριο για ένα 6 μηνο. Εκεί πήρε το πρώτο βάπτισμα, όπως όλοι μας, με τον νεαρό υπόκοσμο. Όπως τα έζησα και τα έζησες, παντού τα ίδια είναι. Τον άφησαν έξω σύντομα αλλά τον συνέλαβαν πάλι καθώς δεν είχε γυρίσει σπίτι του και ζητιάνευε γύρω γύρω. Δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί με το σχολείο, αλλά ούτε και καμιά μορφή δουλειάς. Το μυαλό του ήταν ασταμάτητα στις βρομοδουλειές όμως για ένα διάστημα κατάφερε να μην γίνει αντιληπτός.

Έφτασε σε ηλικία να πάει φαντάρος και εκεί στένεψε ο κλοιός γύρω του. Δεν μπορούσε να δαμάσει την κλεπτομανία του. Αν και προσπάθησε να προσαρμοστεί του ήταν αδύνατον να λειτουργήσει σε πλαίσια πειθαρχίας. Όλοι τον είχαν στην μπούκα. Κάποια στιγμή τον κατηγόρησαν για κλοπές εντός και εκτός στρατοπέδου. Ο χρόνος κυλούσε αντίστροφα για την σύλληψη του από την Στρατονομία. Έκανε ότι μπορούσε για να το αποφύγει αλλά ήταν αδύνατον. Η κακή του συμπεριφορά συν τα κλοπιμαία που βρέθηκαν τον έστειλαν στις στρατιωτικές φυλακές.

Εκεί φαινόταν πως είχε ηρεμίσει και πως θα έκανε κανονικά την ποινή του. Μόλις όμως είδε τους φρουρούς εφησυχασμένους απέδρασε. Τότε εκτός από δραπέτης κηρύχτηκε και λιποτάκτης.

Για ένα χρόνο κράτησε χαμηλό προφίλ. Προσπάθησε να μείνει μακριά από μπελάδες όμως δεν μπορούσε να κρύβεται για πολύ. Έτσι με το που βρέθηκε στα χέρια του όπλο έκανε την πρώτη του ένοπλη ληστεία. Οι αστυνομικοί όμως έφτασαν γρήγορα και ξεκίνησαν να τον καταδιώκουν. Εκείνος προκειμένου να γλιτώσει πυροβόλησε αρκετές φορές, χωρίς όμως ο βλάκας να πετύχει κάποιον, τσάμπα οι σφαίρες και τσάμπα που τον έπιασαν.

Μπήκε πάλι φυλακή, εκείνη την φορά όμως ήταν καθοριστική για την ζωή του. Λες και πήγε σχολείο γνωρίστηκε με πολλούς σαν αυτόν και κόλλησε με δύο. Περίμενε να αποφυλακιστεί για να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει, όχι όμως μόνος του αλλά με παρέα.

Για δύο μήνες έκλεβαν ξενοδοχεία και ταξιδιωτικά γραφεία μέσα στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να καταφέρουν οι αστυνομικοί να τους συλλάβουν. Όμως δεν ήταν αρκετά προσεχτικοί και έγινε

165

Page 167: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

μια μεγάλη συμπλοκή στην Αθήνα που στοίχισε τη ζωή στον ένα σύνεργό του. Αυτό του κόστισε πολύ, φανέρωσε πως για την ομάδα του, την οικογένεια του είχε αισθήματα. Πήρε τηλέφωνο στην τηλεόραση και απείλησε πως αφού σκοτώσανε οι μπάτσοι τον φίλο του εκείνος θα σκότωνε τρείς. Οι μπάτσοι όμως φάνηκαν πάλι εξυπνότεροι από εκείνον και τον συνέλαβαν άλλη μια φορά και ας ήταν οπλισμένος. Την ίδια μέρα σκοτώθηκε και το τελευταίο μέρος της συμμορίας».

«Θα ήταν εντελώς εξοργισμένος μετά από αυτό. «Ήταν δεν ήταν δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Ένα χρόνο

έγκλειστος προσπαθούσε να οργανώσει την απόδρασή του. Ο Σταύρος δεν την άντεχε την φυλακή. Το οργάνωσε μέσα στο μυαλό του, μέχρι που τελικά κατάφερε να το κάνει πράξη. Για καιρό έστελνε αιτήματα για να πάει να καταταχτεί στο νοσοκομείο. Έλεγε πως πάθαινε επιληπτικές κρίσεις. Μετά από πολλές αιτήσεις ο γιατρός της φυλακής δεν μπορούσε να ρισκάρει την υγεία του και απάντησε θετικά. Τότε βρισκόταν στις φυλακές Κορυδαλλού, τα πάντα κυλούσαν ήρεμα λες και ήταν γραφειοκράτες του δημόσιου τομέα. Παρόλο που ο Σταύρος ήταν αρκετά επικίνδυνος και το είχε αποδείξει πολλές φορές, τον μετέφεραν λες και ήταν μικρολωποδύτης. Τα πάντα ήταν χαλαρά, όπως ήθελε ο Σταύρος να είναι, ιδανικά. Βέβαια είχε φροντίσει τις προηγούμενες μέρες να είναι υπόδειγμα κρατουμένου ακόμα και μέσα στο μεταγωγικό. Όλοι μπορούμε να ελέγχουμε ανάλογα τη συμπεριφορά μας όταν έχουμε ένα σκοπό, ένα στόχο. Ακόμα και ο Σταύρος.

Μόλις έφτασαν στο νοσοκομείο και πλησίασαν στον γκισέ, ο Σταύρος έβγαλε ένα όπλο, άγνωστο από πού το βρήκε, πυροβόλησε και σκότωσε δύο μπάτσους και εξαφανίστηκε.

Περιττό να σου πω Μίλτο τον πανικό που επικράτησε. Κατάφερε και έκανε την αστυνομία ρεζίλι. Έγινε διάσημος, είμαι σίγουρος πως όταν τον δεις δεν θα τον αναγνωρίσεις».

«Καλά, αυτό όπως το λες δεν είναι για καλό. Τι να κάνουμε μια ντίβα ανάμεσά μας; Και αν όποιος τον δει τον γνωρίζει, τότε χαλάνε όλα τα σχέδια».

«Μην ανησυχείς, είναι άσσος στην μεταμφίεση».

166

Page 168: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν ξέρω, αυτός ο τύπος δεν είναι τίποτε άλλο από μπατσοφονιάς και αυτούς τους κυνηγάνε όλοι ανελέητα».

«Όχι, είχε κάνει και άλλα. Λήστεψε ένα μήνα μετά ένα υποκατάστημα της ΔΕΗ και σκότωσε αυτόν που τους είχε πάρει στο κυνήγι. Μετά δολοφόνησε μια πουτάνα που τους είχε πάρει χαμπάρι και αφού έκλεψε ένα αυτοκίνητο πήγε στον Πειραιά. Εκεί ο μάγκας έκανε και γαμώ τις ληστείες. Πήρε χρήμα από ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο, 500.000 δρχ κλείδωσε τους πάντες στην τουαλέτα και έφυγε. Μετά πήγε από ένα άλλο μαγαζί και έκλεψε κι άλλα. Όταν κατάλαβε πως τον είχαν εντοπίσει οι μπάτσοι πυροβόλησε εναντίον τους και την έκανε πάλι.

Λήστεψε φούρνους, φαρμακεία και ότι έβρισκε μπροστά του. Το καλύτερο από όλα είναι πως είχε ληστέψει και τράπεζα, μου είπε πως πήρε πάνω από 20.000.000 δρχ. Την τελευταία φορά που πήγε η αστυνομία να τον πιάσει, έγινε για άλλη μια φορά ρεζίλι. Ενώ είχαν βρει το διαμέρισμα του που μέσα υπήρχαν όπλα, ναρκωτικά και χρήματα, διοργάνωσαν μια πολύ μεγάλη επιχείρηση. Φαντάσου πάνω από 100 αστυνομικοί στους γύρω δρόμους και ένα σωρό από αυτούς μέσα στο διαμέρισμα να τον περιμένουν.

Με το που έβαλε το κλειδί στην πόρτα βιάστηκαν να γιορτάσουν την νίκη τους φωνάζοντας «Αστυνομία ακίνητος» και έτσι ο Σταύρος έφυγε με μια μόνο σφαίρα στο πόδι.

«Θύμισε μου για ποιο λόγο τον χρειάζεσαι;»«Έχει μεγάλη πείρα στις ληστείες και επίσης ξέρει να

κρύβεται πολύ καλά από τους μπάτσους. Φαντάσου πόσα χρόνια τον κυνηγούν και δεν έχουν καταφέρει να τον πιάσουν».

«Ναι, έχεις δίκιο. Το πώς θα δέσουμε όλοι δεν ξέρω. Πολλοί αρχηγοί είμαστε μέσα στην μέση και φοβάμαι πως τα πράγματα δεν θα πάνε καλά».

«Γιατί το λες αυτό; Ίσα ίσα που πρέπει να είμαστε αρκετοί για να σκάψουμε και αρκετά έξυπνοι για να μην κάνει κανείς τη μαλακία και μας πιάσουν».

«Πόσα χρήματα πιστεύεις πως θα βγάλουμε;»«Κοίτα έχω δει πως πολλές χρηματαποστολές να

ξεφορτώνουν εκεί χρήματα. Δεν είναι σαν τα κεντρικά αλλά όσο

167

Page 169: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

να ’ναι και αυτοί δεν μπορούν να έχουν μαζεμένα όλα τα χρήματα σε μια τράπεζα. Λογικά πρέπει να έχουν δύο τρία σημεία».

«Και η κατάσταση της;»«Κοίταξε το κτίριο είναι πολύ παλιό. Δεν μπορώ να γνωρίζω

τι εργασίες έχουν κάνει στο υπόγειο. Περιμένω από τον άλλον να μου βρει τα σχέδια που έχουν κατατεθεί στην πολεοδομία».

«Και θα είναι αυτά τα αληθινά; Σιγά μην είχε η υπηρεσία όλα τα κατατόπια των τραπεζών».

«Κοίταξε, έχουμε χρόνο μπροστά μας. Το καλύτερο όμως που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν να συγχρονιστούμε με τις χρηματαποστολές για να πάρουμε πιο πολλά χρήματα. Όλα τα σκαψίματα θα γίνονται νύχτα και την ημέρα θα ξεφορτωνόμαστε το χώμα. Αυτό που χρειάζομαι από σένα είναι να έχεις την νυχτερινή βάρδια ώστε να μην ασχολείσαι μαζί μας. Ούτως ή άλλως το πόστο σου είναι να είσαι έξω και να προσέχεις την είσοδο».

«Όχι ακριβώς, πρέπει να κάνω και μια γύρα μέσα, να περάσω από τρία συγκεκριμένα πόστα. Έχω ένα κλειδί που βάζω στην ειδική κλειδαριά και φαίνεται τι ώρα πέρασα».

«Οκ, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα. Η ληστεία θα γίνει ενδιάμεσα».

Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως τίποτα από αυτό δεν θα μου βγει σε καλό. Πόσο δίκαιο είχα. Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα. Ο Πέτρος σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ένας τύπος με μακριά μαύρα μαλλιά, γυαλιά, γαλανά μάτια και εντελώς αξύριστος μπήκε μέσα. Δεν έκατσε έμεινε όρθιος και κοίταζε καχύποπτα.

«Έλα Σταύρο, κάτσε. Αυτός είναι που σου έλεγα!»«Δέχτηκε;»«Τον ανάγκασα λίγο, έχω και ένα κορίτσι μέσα. Ο Σταύρος

έγνεψε πως με χαιρετάει και έκατσε απέναντι μου. Εν τω μεταξύ δεν σήκωσε το βλέμμα του από πάνω μου. Ήθελε να με φοβίσει, να μου πάρει τον αέρα, να μου δείξει πως εκείνος ήταν το αφεντικό και εγώ ένα τίποτα. Είχα γνωρίσει κι άλλους τύπους σαν και εκείνον. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που έμπαινε στο δρόμο μου. Εγώ, απλά τον κοιτούσα εξίσου έντονα. Ο Πέτρος ένιωθε φοβερά

168

Page 170: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

αμήχανα, μπορούσα να τον δω με την άκρη του ματιού του να ξύνει το κεφάλι του.

«Σου είπε;» τελικά μίλησε ο Σταύρος.«Ναι».«Και;»«Τίποτα».«Αν με προδώσεις θα σε σκοτώσω, δεν θα είσαι ούτε ο

πρώτος ούτε ο τελευταίος».«Δεν προδίδω κανέναν».«Ο Πέτρος είπε πως είσαι εντάξει».«Είμαι».«Ωραία» είπε και χαλάρωσε λίγο στον καναπέ. Έβγαλε τα

γυαλιά, και την περούκα.«Επιτέλους, αυτή η περούκα μου έφερε φαγούρα», είπε και

έξυνε το ξυρισμένο του κεφάλι. Όσο τον κοιτούσα, τόσο συνειδητοποιούσα πως πραγματικά τον είχα ξαναδεί. Όλες οι αποτυχημένες προσπάθειες της αστυνομίας είχαν συζητηθεί στα κανάλια. Η τελευταία του απόδραση έφερε πολλές παραιτήσεις στην ηγεσία της αστυνομίας.

«Πιστεύεις σε αυτό το κόλπο;» του είπα.«Αν δεν πίστευα δεν θα ρισκάριζα. Θέλω επιτέλους να κάνω

την γερή μπάζα και να εξαφανιστώ για λίγο. Το κυνηγητό με έχει κουράσει».

«Εγώ μπορώ να βοηθήσω πολύ».«Ναι, η βοήθεια σου είναι σημαντική».«Δεν θέλω να πειράξετε το κορίτσι. Δεν ήμουν ποτέ βιαστής

και δεν γουστάρω γενικώς. Αν έκανα κάποια πράγματα ήταν είτε για εκδίκηση, είτε για άμυνα είτε απλώς για να ζήσω».

«Ούτε εμένα με νοιάζει αυτό. Δεν θέλω να με δει, δεν θέλω μάρτυρες στη συμμετοχή μου. Ποτέ δεν αφήνω μάρτυρες πίσω».

«Κατανοητό» απάντησα αν και δεν μου άρεσε αυτό ήξερα πως ήταν αλήθεια. Αν η Λίζα έβλεπε τους άλλους ή αν καταλάβαινε οτιδήποτε θα την σκότωναν, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για αυτό. Ο Σταύρος έβγαλε από την τσέπη του ένα πολύ μικρό σακουλάκι με πρέζα, πήγε μέχρι την κουζίνα και μετά γύρισε ανανεωμένος.

169

Page 171: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Πουτάνα πρέζα, εσύ μου έχεις φάει όλα τα λεφτά» είπε και έμεινε να κοιτάζει για λίγο το κενό.

«Πόσοι θα είμαστε τελικά;» ρώτησα τον Πέτρο.«Όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο για σένα. Αυτό που

σε ενδιαφέρει πραγματικά είναι πως αύριο πρέπει να είσαι στο πόστο σου. Επίσης θέλω να πας όσο πιο κάτω γίνεται».

«Δεν έχει κάτω όροφο».«Σίγουρα έχει. Ίσως είναι μπαζωμένο, ίσως έχει ξύλο.

Πρέπει να το ψάξεις και να μου πεις. Έχω στα χέρια μου τα σχέδια του αρχικού κτιρίου. Εκεί λοιπόν είχε ένα υπόγειο».

«Που είναι τα σχέδια;»«Θα σου πω, όταν έρθει η ώρα, όσο λιγότερα ξέρεις τόσο το

καλύτερο, όπως είπαμε».«Μάλιστα. Πότε θα γνωρίσω τους υπόλοιπους; Πριν

ξεκινήσω τη δουλειά, πρέπει να ξέρω με ποιους έχω να κάνω. Ξέρω εσένα Πέτρο αλλά δεν γίνεται να παίζεται το κεφάλι μου και να μην γνωρίζω. Ήδη είμαστε συνένοχοι σε ομηρία».

«Θα μείνει εδώ ο Σταύρος να προσέχει τη Λίζα και εμείς θα πάμε να τους βρούμε. Δεν είναι εύκολο να μετακινούνται».

«Γιατί, ανάπηροι είναι;»«Όχι, φυγάδες. Εκείνοι θα μπούνε στο μαγαζί και θα

ξαναβγούνε μόνο όταν έχουν στα χέρια τους το μερίδιο».«Μάλιστα».«Εντάξει, πάμε» συμφώνησα. Αφήσαμε πίσω τον Σταύρο να

κοιτάει το κενό. Αυτό που πραγματικά ήλπιζα ήταν μην τυχόν μες την μαστούρα του πείραζε τη Λίζα. Είχα δει τι μπορεί να πάθει μια γυναίκα στα χέρια ενός άντρα, δεν ήθελα να δω έτσι τη Λίζα.

Μπήκα μέσα στο παλιό αυτοκίνητο και με οδηγό τον Πέτρο ξεκινήσαμε ένα πολύωρο ταξίδι στην επαρχία. Έβλεπα τις ταμπέλες να τις προσπερνάμε μέσα στο σκοτάδι. Δεν ρωτούσα που θα πηγαίναμε αφού η απάντηση θα ήταν η γνωστή. Αυτή η μυστικοπάθεια του, μου την έδινε στα νεύρα. Δεν είχα συνηθίσει να είμαι η μαριονέτα κάποιου. Καθώς οδηγούσε αμίλητος μου έρχονταν η σκέψη να τον έπιανα από το λαιμό και όπου μας έβγαζε. Όμως μετά σκεφτόμουν πως ή θα με περίμενε ο θάνατος ή το νοσοκομείο

170

Page 172: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και η φυλακή. Έπρεπε πριν τον σκοτώσω να έχω καλύψει τα νώτα μου. Γιατί τον Πέτρο, τον καλό μου φίλο Πέτρο πριν τελείωνε η ζωή μου θα τον σκότωνα.

Όλη σχεδόν τη νύχτα την περάσαμε στο δρόμο για να βρεθούμε τελικά στα βουνά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα σημείο στο δρόμο, ο οποίος είχε γίνει χωματόδρομος για τα αγροτικά και ξεκινήσαμε τον ανήφορο. Όλη η νύχτα είχε περάσει με τον Πέτρο αμίλητο και εμένα ποτέ να κοιμάμαι, ποτέ να ξυπνάω.

Μου ερχόταν συνέχεια σκέψεις και εικόνες από το αναμορφωτήριο. Όσα χρόνια και αν περνάνε οι άσχημες στιγμές σε στοιχειώνουν μια ζωή ενώ οι ευχάριστες κυλάνε σαν το νερό. Ποτέ δεν μπορούσα να θυμηθώ τον εαυτό μου να γελάει ξένοιαστα, χωρίς έγνοιες. Από τα βάθη των αναμνήσεων μου υπήρχε μόνο θυμός για τα πάντα. Εκτός όταν βρισκόμουν κοντά στην Κατερίνα, και μετά μαζί με την Ελενίτσα. Έτσι πέρασε όλη η βραδιά ανάμεσα σε εφιάλτες.

Εκεί στο βουνό τα πάντα έμοιαζαν να είναι διαφορετικά. Δεν είχα βρεθεί ποτέ ξανά τόσο κοντά στη φύση. Ήμουν το παιδί του υπονόμου. Έπαιρνα βαθιές ανάσες καθώς περνούσαμε μέσα από πάρα πολλά δέντρα.

«Ξέρεις σίγουρα που πάμε;» ρώτησα τον Πέτρο και στιγμιαία μου ήρθε η ιδέα πως πάμε κάπου για να με καθαρίσει.

«Μην ανησυχείς. Έχω έρθει κι άλλες φορές, τα γνωρίζω τα κατατόπια. Πάμε να βρούμε δύο αδέλφια, επαγγελματίες, τον Δημήτρη και τον Γιώργο. Αυτοί έχουν κάνει τόσα πράγματα όσα δεν έχεις κάνει εσύ σε δύο ζωές. Ο μεγάλος ο Δημήτρης ξεκίνησε την καριέρα του στα 19 με ληστείες και διαρρήξεις. Ο μικρότερος ο Γιώργος δεν τον ακολούθησε αμέσως. Το έπαιζε δύσκολος. Αφού ο Δημήτρης είχε ήδη γίνει ομάδα για χρόνια με άλλον ένα έπεισε τον αδερφό του να μπει στην ομάδα τους.

Πήγαιναν από πόλη σε πόλη και έκλεβαν κοσμηματοπωλεία, είχαν βρει τον τρόπο και τα κατάφερναν καλά. Είχαν μαζέψει μπάζα από τουλάχιστον 27. Μετά η ομάδα μεγάλωσε με δύο διαμάντια. Νόμιζαν πως τα είχαν όλα κανονισμένα μέχρι να συλλάβουν για

171

Page 173: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πρώτη φορά τον Δημήτρη. Ο Γιώργος όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι. Πήρε ένα σχοινί, το πέταξε πάνω από τον τοίχο της φυλακής και τον έβγαλε έξω. Μέχρι να καταλάβουν οι αστυνομικοί τι είχε γίνει τα αδέρφια είχαν εξαφανιστεί.

Μετά από αυτή την απόδραση οι μπάτσοι τους έβαλαν στο μάτι έτσι δεν άργησαν να τον ξαναπιάσουν. Όμως είχαν γυρίσει όλο την Ελλάδα για να βρουν και το Γιώργο. Ήξεραν πώς θα προσπαθούσε να βγάλει τον αδερφό του. Οπότε έπαιζαν με τον χρόνο, μέχρι που τον έπιασαν. Το θεαματικό βέβαια σε όλη την ιστορία ήταν πως ο Γιώργος είχε καταφέρει να φτιάξει ένα αυτοκίνητο με δική του θωράκιση. Το πλάνο ήταν πως θα ορμούσε στις φυλακές, θα έσπαγε τον τοίχο και θα έβγαζε έξω τον αδερφό του. Βέβαια ο αδερφός του δεν χρειαζόταν βοήθεια καθώς εκμεταλλεύτηκε εξέγερση στις φυλακές και απέδρασε. Που ξέρεις μπορεί την εξέγερση να την είχε προκαλέσει και ο ίδιος. Ο Γιώργος μόλις έμαθε πως ο αδερφός του ήταν έξω, ξεκίνησε να καταστρώνει την απόδραση του. Αυτό βέβαια δεν άργησε να συμβεί και έτσι ενώθηκε πάλι με τον αδερφό του και ξεκίνησαν πάλι τις ληστείες.

Όμως τα κοσμηματοπωλεία δεν ήταν αρκετά για αυτούς, ήταν εύκολοι στόχοι. Ήθελαν κάτι πιο δύσκολο. Αποφάσισαν να χτυπήσουν την εθνική τράπεζα και πήραν 125.000.000 δρχ.

Ξέρεις πως η επαρχία δεν φημίζεται για τον όγκο των αστυνομικών. Μπλόκαραν το ένα και μοναδικό περιπολικό ανάμεσα σε δύο δικά τους. Μόλις οι μπάτσοι τους είδαν ξεκίνησαν να τους καταδιώκουν με τα πόδια. Για να τους σταματήσουν άρχισαν να πετάνε στο δρόμο πεντοχίλιαρα. Οπότε καταλαβαίνεις τι έγινε.

«Ρε συ, τι τύποι είναι αυτοί, εγώ μπροστά τους είμαι ένα τίποτα».

«Δεν σταματάνε εκεί. Καθώς λήστεψαν και άλλες τράπεζες κοντά, έκαναν και μια καλή απαγωγή ενός μεγάλου καρχαρία και τσίμπησαν και άλλα 250.000.000 δρχ.

«Τόσα λεφτά; Τι τα έκαναν;»«Δεν μου λένε. Γνωστοί μου στην αστυνομία πάντως έλεγαν

πως τα έχουν επενδύσει στο εξωτερικό. Δεν μπορούν όμως να τα εντοπίσουν».

172

Page 174: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Τελικά; Έκαναν κι άλλα ή έμειναν κρυμμένοι;»«Για κακή τους τύχη, ο μικρός αδερφός είχε τροχαίο

ατύχημα και από εκεί τον έπιασαν ξανά ενώ ο μεγάλος συνέχισε τις ληστείες έχοντας βέβαια στο μυαλό του τον αδερφό του. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει εκεί. Κατάφερε και οργάνωσε την καλύτερη απόδραση μέχρι τώρα. Τι Hollywood και μαλακίες. Βρήκε ένα ελικόπτερο στα νότια προάστια, έπιασε αιχμάλωτο τον οδηγό και το προσγείωσε στις φυλακές. Τότε ο αδερφός του και άλλος ένας επιβιβάστηκαν και άφησαν πίσω άφωνους τους μπάτσους. Κανείς δεν περίμενε πως ήταν ικανοί για κάτι τέτοιο.

«Και μετά;»«Κατάφερα μέσω ενός φίλου να τους προσεγγίσω για την

ληστεία. Ήρθα σε επαφή μαζί τους και όταν τους είπα το σχέδιο ενθουσιάστηκαν καθώς δεν είχαν ξανακάνει κάτι τέτοιο. Τους άρεσε να τους θαυμάζουν για τα κατορθώματα τους».

«Σίγουρα δεν παρακολουθούνται;»«Αν μη τι άλλο είναι επικηρυγμένοι».«Και πως τα καταφέρνουν;»«Μοιράζουν πολλά κλοπιμαία στον κόσμο και έτσι έχουν

ανθρώπους παντού. Επίσης δεν είναι φονιάδες, είναι ληστές και δίνοντας χρήματα κερδίζουν συμπάθεια».

Μου φαινόταν πολύ καλοί για να είναι αληθινοί. Σταμάτησα να κάνω ερωτήσεις μιας και προτιμούσα να έχω δική μου αντίληψη. Ο Πέτρος μου εκθείαζε την ομάδα που είχε συγκεντρώσει εγώ όμως είχα τις επιφυλάξεις μου. Πολλά μεγάλα κεφάλια είχε μαζέψει και δεν θα έβγαινε σε καλό. Ήμουν σίγουρος πως από κάποιο σημείο και μετά ο καθένας θα ήθελε να κάνει το δικό του, να λειτουργήσει αυτόνομα. Όταν μάθεις να στηρίζεσαι μόνο στον εαυτό σου είναι δύσκολο να είσαι μέλος και όχι ο αρχηγός. Απορούσα πως δέχτηκαν. Σίγουρα πρέπει να είχαν πληροφορίες για κάτι μεγαλύτερο. Δεν μπορεί να ήταν τόσο απλό, αυτό που μου περνούσε τότε από το μυαλό ήταν πως ίσως είχαν πληροφορίες για συγκεκριμένη παραλαβή χρηματαποστολής ή ίσως είχαν στο υπόγειο ράβδους χρυσού.

173

Page 175: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Όσο άφηνα την φαντασία μου να τρέχει, είχαμε ανέβει μια τεράστια ανηφόρα πλημμυρισμένη με έλατα και μυρωδιές της γης. Άραγε όταν πεθάνεις μπορεί το σώμα σου να νιώσει την γη να τον σκεπάζει;

Μετά από μια ώρα τουλάχιστον συναντήσαμε μια καλύβα. Ο Πέτρος άρχισε να σφυρίζει ένα σκοπό και η πόρτα άνοιξε.

«Αν δεν σφύριζα, θα είχαμε ο καθένας από μία σφαίρα στο κεφάλι», είπε χαμογελώντας όπως πάντα. Η πόρτα άνοιξε και ένας καραφλός μεσήλικας με λίγη κοιλίτσα μας υποδέχτηκε.

«Καλώς τα παιδιά», είπε χαμογελαστά. «Είμαι ο Δημήτρης και αυτός είναι ο Γιώργης» είπε και μου

έδειξε έναν μελαχρινό άντρα, μεσήλικα, μετρίου αναστήματος. Οπτικά δεν θύμιζαν σε τίποτα τους διαβόητους ληστές που περιέγραφε ο Πέτρος. Πιο πολύ θύμιζαν αγρότες.

Η καλύβα είχε τα απαραίτητα, δύο κρεβάτια, ένα τζάκι, μια κουζίνα, μια τουαλέτα. Γύρω γύρω ήταν γεμάτο με οικογενειακές φωτογραφίες. Πουθενά δεν ήταν μέσα οι δύο τους.

«Ήρθαμε για να σας πάρουμε κάτω. Τώρα που έχουμε δικό μας τον Μίλτο» είπε και με έδειξε λες και βρισκόμασταν σε τηλεπαιχνίδι, «το σχέδιο ξεκινάει». Με κοίταξαν και οι δύο με δυσπιστία.

«Εμείς, φυλακή δεν ξαναμπαίνουμε. Ούτε εγώ, ούτε ο Γιώργος. Κανόνισε να παίξεις το ρόλο σου καλά».

«Μην ανησυχείς. Μόνο ρόλους έπαιζα στην ζωή μου» του απάντησα και σκέφτηκα πως ήταν η μεγαλύτερη αλήθεια που είχε βγει ποτέ από το στόμα μου.

Έκατσα στο κρεβάτι και τους περίμενα για να ετοιμαστούν. Πήρε ο καθένας από ένα σακίδιο, περιποιήθηκαν τον χώρο, σκουπίζοντας τα πάντα από αποτυπώματα και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Έμοιαζε λες και το έχουν κάνει χιλιάδες φορές στην ζωή τους. Δεν μου άρεσε ποτέ να ζω σαν περιπλανώμενος σκύλος, χωρίς να μπορώ να αράζω κάπου.

Έβαλαν και οι δύο γυαλιά ηλίου, ψεύτικο μούσι και περούκα. Έμοιαζαν λες και είχαν αποδράσει από καμιά ταινία του 1980. Έκατσαν στο πίσω κάθισμα και ο Πέτρος πάλι στην θέση του.

174

Page 176: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Η μυρωδιά της αναπνοής τους, τσιγάρο με πρωινό αλκοόλ ήταν ανυπόφορη.

«Λοιπόν Μίλτο, δεν είναι και πολύ ομιλητικός ε;» είπε ο Δημήτρης.

«Δεν έχω κάτι να πω. Εξάλλου σίγουρα ο Πέτρος σας τα έχει πει όλα για μένα. Δεν νομίζω να έχει αφήσει κάποιο κενό».

«Βασικά έχει αφήσει ένα».«Οκ, ρίξε».«Πως έφυγες από το αναμορφωτήριο;»«Αποφάσισαν να με αφήσουν λόγω καλής διαγωγής».«Πες την αλήθεια».«Όχι αυτό είναι. Δεν έχω κάτι άλλο να πω». Εννοείτε πως

δεν με πίστεψαν και έκοψαν την κουβέντα.Βέβαια και εγώ είχα να τους ρωτήσω πράγματα όπως:

«Γιατί διακινδυνεύουν την ελευθερία τους, γιατί με τον Πέτρο, γιατί με τον Σταύρο; όμως προτίμησα την σιωπή».

Σε όλο τον ατελείωτο δρόμο της επιστροφής, δεν σταματήσαμε πουθενά παρά μόνο για βενζίνη. Ο Πέτρος γνώριζε όλους τους περιφερειακούς δρόμους και για αυτό κάναμε αιώνες. Όμως δεν μπορούσε να ρισκάρει να πέσουμε σε κάποιο μπλόκο. Σε όλη τη διαδρομή μιλούσαν για τα πιο άσχετα πράγματα. Από τον καλύτερο τραγουδιστή μέχρι πως αρέσει στον καθένα η μπριζόλα. Λες και ήμασταν μια πολύ χαλαρή εκδρομούλα που δεν μας απασχολούσε τίποτα στον κόσμο. Ήξερα πως εκείνη την ώρα όλοι φορούσαν τις μάσκες τους. Αν ήμασταν ζώα θα ήμασταν τίγρεις και το κλουβί θα ήταν το αυτοκίνητό μας. Στην κρίσιμη στιγμή ο ένας θα έτρωγε άνετα τις σάρκες του άλλου, όλοι το γνωρίζαμε αυτό.

Ο Πέτρος με άφησε στο τρένο. Έπρεπε να πάω σπίτι μου για να αλλάξω. Δεν είχα κοιμηθεί λεπτό, ήμουν ασταμάτητα σε εγρήγορση για να μη με φάνε και ένιωθα πολύ εξαντλημένος. Για κακή μου τύχη ο Πάνος ήταν εκεί και με περίμενε στο σαλόνι.

«Μπα, σχόλασες νωρίς; ή είχες κακή μέρα;»«Τίποτα από τα δύο. Είπα να κάνουμε λίγο παρέα σαν

αδέρφια» μου είπε προσπαθώντας να το παίξει άνετος. Εγώ όμως τον ήξερα καλύτερα.

175

Page 177: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Πάω να κάνω ένα μπάνιο, να κοιμηθώ λίγο γιατί χθες πέρασα μια ξέφρενη νύχτα και δεν έχω κλείσει μάτι».

«Το ξέρω πως δεν κοιμήθηκες εδώ, όμως δεν με πείθεις. Όταν κάνεις βρομοδουλειές μπορώ να το μυρίσω. Άσε που βρωμάς ολόκληρος. Με ποιους ήσουν;»

«Τώρα ποιος ρωτάει; Ο αδερφός μου, ο μπαμπάς μου ή ο μπάτσος ανακριτής;»

«Μίλτο σε γνωρίζω πολύ καλά. Μην αλλάζεις θέμα».«Ρε συ κόψε. Θέλω να πάω για ύπνο σου λέω».«Ένα πράγμα θα σου πω. Αν μπλέξεις πάλι στα σκατά, εγώ

δεν θα είμαι εκεί για να σε σώσω. Δεν θα αντέξει η καριέρα μου ένα σκάνδαλο με εσένα μέσα».

«Εντάξει του είπα και έφυγα. Δεν είχα επιλογή. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν ήθελα να είμαι μέσα σε όλο αυτό. Που όμως να του εξηγήσω. Αν του έδινα οποιαδήποτε πληροφορία θα ήταν αναγκασμένος να επέμβει, να το αναφέρει. Αν δεν το έκανε όμως θα έμπλεκε πολύ άσχημα και θα τον έβγαζαν συνεργό μας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Πήγα, κοιμήθηκα και μετά έπρεπε να πάω στο πόστο μου. Το παιχνίδι θα ξεκινούσε σήμερα και εγώ έπρεπε να είμαι έτοιμος να το παίξω. Έφτασα στην ώρα μου όπως πάντα. Για πρώτη φορά ο συνάδελφος ανησύχησε για μένα.

«Μοιάζεις σκατά, τι έπαθες ρε;»«Κάτι έφαγα και με πείραξε. Όλα καλά όμως», του είπα, μου

χτύπησε την πλάτη και έφυγε. Άρχισα να κόβω βόλτες όπως έπρεπε να κάνω.

Περίπου τα μεσάνυχτα έσκασε ένα φορτηγό «Χωματουργικές εργασίες» και στάθμευσε στο διπλανό μαγαζί. Αμέσως πήγα εγώ από την άλλη πλευρά. Με την άκρη του ματιού μου είδα τη γνωστή παρέα να ανοίγει το μαγαζί και να μπαίνει μέσα. Δεν είχα ιδέα τι έκαναν τόση ώρα εκεί. Μετά βγήκαν και ξεκίνησαν να ξεφορτώνουν το φορτηγό. Τα πάντα ήταν πακεταρισμένα σε μεγάλα ξύλινα κουτιά, τίποτα δεν ήταν φανερό, τίποτα στην τύχη. Τότε εγώ μπήκα μέσα για να κάνω τον καθιερωμένο μας έλεγχο. Γύρισα όλη την τράπεζα εσωτερικά πήγα μέχρι το υπόγειο αλλά

176

Page 178: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

τίποτα δεν φανέρωνε πως θα μπορούσε να γίνει ριφιφί. Απορούσα πως θα κατάφερναν το σχέδιο αυτό και να βγουν ακριβώς στο σωστό σημείο. Ίσως εκείνος ο φίλος του Πέτρου από την δήθεν πολεοδομία να ήταν από την ίδια την τράπεζα. Όταν βγήκα έξω το φορτηγό ήταν ακόμα σταθμευμένο. Λογικά θα συντόνιζαν ποιος θα κάνει τι και εγώ ήμουν απέξω. Μπορεί να σχεδιάζουν και το πότε θα με βγάλουν από την μέση. Ούτε αυτό μπορούσα να το γνωρίζω. Το γεγονός όμως πως δεν ήμουν μαζί, τους έδινε προβάδισμα.

Εκείνο το βράδυ έμοιαζε ατελείωτο. Τα βλέφαρά μου ήθελαν να κλείσουν, όμως έπρεπε να κάνω το καθήκον μου. Να προστατεύσω την τράπεζα μέχρι να την κλέψουν. Το φορτηγάκι εκεί μαζί με τους συνωμότες. Καθόλου καλά τα πράγματα. Με πλησίασε μια πεταλούδα. Την ήξερα, ήταν τακτική εκεί, όμως δεν είχαμε μιλήσει ποτέ. Ήταν απελπιστικά βαμμένη και δεν φορούσε σχεδόν τίποτα. Κρατούσε ένα τσιγάρο και με κοίταζε στα μάτια.

«Τι έγινε αγόρι; Τα χάλια σου έχεις σήμερα».«Φύγε σε παρακαλώ».«Να σε κεράσω ένα ποτάκι;»«Εργάζομαι, φύγε».«Ξέρεις όλη η πιάτσα αναρωτιέται για το τι κάνει εδώ

νυχτιάτικο το φορτηγάκι, και αυτοί οι περίεργοι τύποι στο μαγαζί».«Που να ξέρω εγώ;»«Ξέρω εγώ; Εσύ είσαι αυτός με την στολή. Εσύ θα έχεις

όλες τις πληροφορίες και τις απαντήσεις». «Εμένα με ενδιαφέρει μόνο η ασφάλεια της τράπεζας και

τίποτα άλλο. Δεν είμαι μπάτσος, δεν είμαι σωτήρας και τώρα δίνε του».

«Καλά ντε, μη γαυγίζεις» είπε και έφυγε αφήνοντας πίσω το άρωμα της φθηνής κολόνιας της».

Το γεγονός πως ήρθε αυτή η συγκεκριμένη ήταν πολύ κακό. Την είχα δει την κοκκινομάλλα να μιλάει με το αφεντικό της. Αυτή του έλεγε τα πάντα, ότι συνέβαινε. Το ότι τους κινήσαμε το ενδιαφέρον ήταν πρόβλημα. Από μακριά την είδα να πηγαίνει και να μιλάει στον φουσκωτό τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι, το αφεντικό.

177

Page 179: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Το πρωινό ήρθε και τα πάντα ήταν ίδια. Κανείς δεν είχε φύγει από την θέση του. Εμένα με είχε φάει η περιέργεια και δεν μπορούσα να πάω να δω τι κάνουν. Στο μυαλό μου είχα και την Λίζα. Αφού ήταν όλοι ακόμα μέσα, ποιος άραγε να την πρόσεχε; Αν και ήμουν αφόρητα κουρασμένος, πήγα σπίτι, έκανα ένα ντους και έφυγα κατευθείαν για την Ελευσίνα. Ευτυχώς ο Πάνος δεν ήταν εκεί και δεν χρειαζόταν να δώσω αναφορά των κινήσεων μου.

Είχα την αίσθηση πως δύο άτομα στο λεωφορείο με παρακολουθούσαν. Αν μου είχε βάλει ο Πάνος ουρά τότε θα ήταν πιο πολύπλοκο από όσο αρχικά πίστευα. Τους παρακολουθούσα συνέχεια μέχρι που η κούραση μου με πρόδωσε και κοιμήθηκα στο κάθισμα μέχρι που έφτασε το λεωφορείο στο τέρμα του.

«Φίλε ξύπνα, δεν έχει άλλο» ήταν η φωνή του οδηγού. Με πολύ ζόρι άνοιξα τα μάτια μου. Ήμουν τόσο κουρασμένος, λες και με είχαν δείρει. Κατέβηκα κάτω και περίμενα στη στάση. Έπρεπε να γυρίσω αρκετές στάσεις πίσω. Ευτυχώς η ουρά μου είχε φύγει.

Μετά από πολύ ώρα έφτασα στο σπίτι. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Πολύ προσεκτικά καθώς δεν ήξερα τι κρυβόταν από πίσω, μπήκα μέσα. Εκεί είδα τον Σταύρο λιώμα στον καναπέ. Χωρίς να κάνω θόρυβο, πήρα τα κλειδιά από το τραπεζάκι και άνοιξα να δω τι κάνει η Λίζα.

Με το που μπήκα μέσα την είδα να κοιμάται. Την πλησίασα και κάθισα δίπλα της. Δεν κοιμόταν, πλάι στο χέρι της υπήρχε μια ένεση. Ο Σταύρος. Χωρίς να το πολυσκεφτώ βγήκα γρήγορα έξω και τον άρχισα στις σφαλιάρες για να ξυπνήσει, ποιος ξέρει τι είχε προηγηθεί όσο εγώ έλειπα.

Εκείνος ήταν τόσο φτιαγμένος που δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα, οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον χτυπώ. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως δεν θα του τη φυλούσα για όταν ξυπνούσε. Έκλεισα την έξω πόρτα και πήγα και έκατσα απέναντι από την Λίζα και άθελά μου με πήρε πάλι ο ύπνος.

Μέσα στον ταραγμένο μου ύπνο έβλεπα πολλές εικόνες διάχυτες από όσα μου είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Ο Πέτρος βέβαια βρισκόταν μέσα σε όλες. Αυτό όμως που με τρόμαζε ήταν πως είδα την Λίζα απέναντί μου να μεταμορφώνεται στην Ελενίτσα

178

Page 180: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

και μετά να γίνεται πάλι Λίζα, να τρέχει από το στόμα της αίμα και τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα, κρυστάλλινα, άψυχα.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα την Λίζα να κοιμάται όπως την άφησα. Είχα δεθεί με την μοίρα της. Ο Πέτρος το είχε φροντίσει αυτό. Δεν θα άφηνα να της συμβεί κάτι. Ήδη το γεγονός πως η Ελενίτσα μπήκε μπροστά μου, έφαγε τη δική μου σφαίρα ήταν πολύ για μένα. Αν είχα την τύχη θα είχε χτυπήσει εμένα και θα με είχε απαλλάξει από την παρασιτική, μονότονη ζωή μου.

Πήγα κοντά της και της χάιδευα το χέρι. Εκείνη δεν καταλάβαινε τίποτα. Όσο την κοιτούσα, τόσο ήθελα να μάθω την ιστορία της. Δεν φαινόταν αθώα ούτε και άβγαλτη, απεναντίας ήταν υπερβολικά ψύχραιμη σε αυτό που της είχε συμβεί. Θα μάθαινα όμως.

Στο άλλο δωμάτιο ο Σταύρος κοιμόταν ακόμα στον καναπέ. Ήθελα να τον σκοτώσω και ας μην είχε κάνει τίποτα. Μόνο που τον έβλεπα με ενοχλούσε. Είχε ήδη μπει στην λίστα μου. Πήρα ένα κουβά νερό και τον άδειασα στο κεφάλι του. Μέχρι να καταλάβει από πού του είχε έρθει εγώ είχα φύγει, είχε έρθει η ώρα να πάω για δουλειά και δεν είχα ιδέα τι έκαναν οι άλλοι.

Το φορτηγάκι ήταν σταθμευμένο ακριβώς έξω από το κατάστημα. Εγώ έκανα τις περιπολίες μου όπως έπρεπε να κάνω. Προσπαθούσα να κοιτάω παντού αν και πραγματικά θα ήθελα να έχω μάτια και στην πλάτη. Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω στον αρχηγό των πεταλούδων, θα του περιέγραφα τη Λίζα, ίσως του έδινα και καμία φωτογραφία, λίγο ζεστό κασεράτο χρήματα και θα μάθαινα τα πάντα. Ήξερα που θα τον έβρισκα, χρειαζόμουν όμως ένα ρεπό, ίσως δύο. Το πρόβλημα ήταν πως θα έπρεπε να ξεγλιστρήσω από την εποπτεία του Πέτρου.

Η αλήθεια ήταν πως είχαν αρχίσει να ακούγονται θόρυβοι από το μαγαζί και έπρεπε να τους καλύπτω. Λογικά είχαν αρχίσει το σκάψιμο, ίσως είχαν φέρει και τρυπάνι. Σκόπιμα με είχαν στην απ’ έξω. Όσο το σκεφτόμουν τόσο οργιζόμουν. Τότε μου ήρθε στο μυαλό το σχέδιο τους. Θα έκαναν την δουλειά, θα σκότωναν την Λίζα και θα τα φόρτωναν όλα σε εμένα. Σίγουρα θα τους ήταν πάρα πολύ εύκολο, ειδικά με τις γνωριμίες του Πέτρου θα φύτευαν τις

179

Page 181: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

αποδείξεις στην τράπεζα για πλάκα. Ήμουν το ιδανικό θύμα στη φάση αυτή. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να πάρω το πάνω χέρι. Δεν θα πήγαινα φυλακή εξαιτίας τους. Δεν άντεχα να πάω φυλακή.

Η νύχτα κύλησε αργά και αισθανόμουν έτοιμος να εκραγώ. Κάτι έπρεπε να γίνει. Το πρωί αφού χαιρέτισα τον συνάδελφο μου, πήγα γρήγορα σπίτι. Για να σκεφτώ καθαρά χρειαζόμουν ύπνο. Πήρα τηλέφωνο στη δουλειά και ζήτησα ρεπό. Ο προϊστάμενος αφού με ρώτησε απορημένος αν είμαι καλά μου έκανα το χατίρι. Ήταν το δεύτερο ρεπό εδώ και μήνες.

Έκανα ένα ζεστό μπάνιο ξυρίστηκα και έμεινα να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζα 50 χρονών, λες και δεν είχα ίχνος ζωής μέσα μου, ίσως και να ήταν αλήθεια. Μόλις βγήκα από το μπάνιο είδα μπροστά μου τον Πάνο.

«Πως είσαι έτσι ρε μαλάκα» μου είπε μισογελώντας.«Τα ξενύχτια, ξέρεις δεν είναι και ό,τι καλύτερο».«Άρχισες πάλι;»«Ξεκίνησες πάλι την ανάκριση; Δεν μπορούμε να

αρθρώσουμε μια κουβέντα και σου βγαίνει το μπατσικό; Ούτως η άλλως εσείς οι μπάτσοι δεν γνωρίζετε τα πάντα;»

«Κόφτο ρε, σαν αδερφός σου μιλάω. Ανησυχώ για σένα όταν σε βλέπω σε αυτά τα χάλια ».

«Μη με κάνεις να μετανιώνω που ήρθα στο σπίτι».«Ναι βέβαια, εγώ σε ενοχλώ».«Φυσικά και με ενοχλείς, Είσαι πάντα τόσο τέλειος, τόσο

καλός. Ο καλός αδελφός, ο καλός γιος, ο καλός μαθητής, ο καλός μπάτσος. Τόση τελειότητα καταντάει κουραστική ρε φίλε. Άσε με στη μιζέρια και την ατέλεια μου. Δεν είμαι όπως εσύ, δεν θα είμαι ποτέ όπως εσύ» του είπα και πήγα να φύγω, δεν ήθελα να ακούσω άλλο. Ο Πάνος έμεινε να με κοιτάζει αποσβολωμένος, όχι όμως για πολύ.

«Μα τι λες; Ακούς τι λες; Έλα λίγο στη θέση μου. Να προσπαθώ να μαζεύω συνέχεια τα σπασμένα σου, να σε δικαιολογώ παντού, να μπαίνω μπροστά για σένα, να είμαι ο πατέρας σου, η μητέρα σου. Με ρώτησες ποτέ αν ήθελα να μπω σε αυτή τη θέση;»

«Και ποιος σου είπε πως ήθελα να είσαι;»

180

Page 182: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν ήθελες, αλλά εγώ αναγκαστικά είχα την ευθύνη σου, αφού ήσουν προβληματικός».

«Προβληματικός; Μετά από όσα περάσαμε εσύ ειδικά λες πως ήμουν προβληματικός;»

«Τα ίδια περάσαμε. Εσύ όμως επέλεξες να ζεις έτσι. Είχαμε κοινά εφόδια, κοινή αφετηρία».

«Δεν ήθελα να κάναμε τα ίδια, δεν ήθελα να είμαι σαν και εσένα, ο καλός».

«Γιατί δεν ήθελες να είσαι ο καλός;»«Γιατί είχες ήδη πάρει αυτό το ρόλο. Έπρεπε να είμαι κάτι

άλλο ».«Μπορούσες να είσαι καλύτερος».«Όχι δεν μπορούσα και δεν μπορώ όσο είσαι εσύ στη θέση

αυτή. Είμαι άλλος το καταλαβαίνεις; Είμαι ο απροσάρμοστος, ο παρακμιακός, ο βρώμικος, ο διεφθαρμένος, ο μισητός».

«Μα τι είναι αυτά που λες; Γιατί τα λες αυτά για τον εαυτό σου; Άκου ο μισητός, ποιος σε μισεί;»

«Γιατί δεν ρωτάς ποιος με πάει καλύτερα;»«Όταν δεν θες να αγαπάς εσύ τον εαυτό σου, πώς να τον

αγαπήσουν οι άλλοι;» μου είπε και εγώ τον παράτησα. Πήγα και έκλεισα την πόρτα μου, ειλικρινά δεν ήθελα να ακούσω άλλα. Πήρα ένα ηρεμιστικό και σε λίγο είχα κοιμηθεί βαριά, χωρίς όνειρα, σαν να είχα πεθάνει. Μακάρι να είχα πεθάνει.

181

Page 183: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Ξύπνησα χαράματα. Ντύθηκα γρήγορα και έφυγα. Έπρεπε να βρω τον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι, ήξερα που να ψάξω. Οργάνωνε ομάδες κοριτσιών σε 5 σημεία. Κάθε βράδυ πήγαινε σε όλα και μετά άραζε στο κωλόμπαρο στην Συγγρού. Εκεί θα τον έβρισκα.

Σε λίγη ώρα ήμουν εκεί. Η ατμόσφαιρα γνωστή και οι φάτσες γνώριμες στην αναμονή. Τα κορίτσια ήταν όλα μέσα. Ο μπράβος έξω από την πόρτα με λοξοκοίταξε αλλά δεν του έδωσα καμία σημασία. Προχώρησα στη σειρά μου και έκανα να μπω μέσα. Εκείνος μπήκε μπροστά μου.

«Κράτηση;»«Από πότε;»«Όνομα;»«Ντίνος».«Λοιπόν Ντίνο, έχεις κάνει κράτηση».«Δεν χρειάζομαι. Φώναξε μου το αφεντικό σου το

φαλακρό».Εκείνος συνοφρυωμένος ζάρωσε τη χοντρή του μύτη και

έκανε στην άκρη. Μου φαινόταν πολύ αστείο τέτοιου τύποι πιθηκάνθρωποι να φοράνε κοστούμι. Μέσα στο βάθος υπήρχε δεύτερη πόρτα που καθόταν σαν άγαλμα ‘’μια πλαστική’’ ξανθιά με σιλικονάτα στήθη.

«Έλα αγόρι στον παράδεισο» μου είπε, με τράβηξε από το χέρι και με πέρασε μέσα. Κάποιος με το δικό μου ιστορικό θα σκεφτόταν πως βρίσκομαι στον φυσικό μου χώρο. Όμως όχι. Σιχαινόμουν κάθε εκατοστό. Οι άνδρες που κοιτούσαν ηδονικά τις γυμνόστηθες χορεύτριες μου προκαλούσαν αηδία. Αηδία όμως μου προκαλούσαν και οι πουτάνες του μαγαζιού που τις άγγιζαν εκατοντάδες χέρια γεμάτα μικρόβια. Οι ίδιες είχαν σίγουρα αρρώστιες που είτε τις ήξεραν και τις μετέδιδαν, είτε δεν το γνώριζαν είτε απλώς αρρώσταιναν μετά. Το μπαρ ήταν γεμάτο με θαμώνες, ανάμεσα τους όμως μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος κάνει κουμάντο. Δεν ήταν εκεί ο νταβάς αλλά το δεξί του χέρι, φαινόταν αμέσως. Κρατούσε ένα ποτό στο χέρι και στο τασάκι έσβηνε ένα

182

Page 184: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

τσιγάρο. Σκάναρε όλο το χώρο με ένα του βλέμμα. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου, αν και ήταν όλα σκοτεινά με κόκκινες αποχρώσεις μπορούσα να το αισθανθώ. Όταν έχουμε μέσα μας το σκοτάδι αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο λες και έχουμε σημάδι στο κούτελο.

Μου έκανε νόημα και πλησίασα. Εκείνος έμεινε καθιστός, ακίνητος λες και δεν υπήρχα. Ήθελε να μου δείξει πως είναι σημαντικός, τους ήξερα τέτοιους τύπους.

«Που είναι το αφεντικό σου;»«Εγώ είμαι».«Δεν είσαι, θέλω το αφεντικό σου» του είπα και εκείνος

αμέσως έγνεψε σε έναν άλλο πιθηκάνθρωπο στο βάθος. Δεν είχε νόημα να μιλήσω μαζί του αφού ο άλλος ήταν ο διακινητής. Ο πιθηκάνθρωπος ήρθε και με συνόδευσε στην άκρη του μπαρ που είχε μια πόρτα. Χτύπησε δυο φορές συνεχόμενα άλλη μια φορά και μετά άνοιξε την πόρτα. Εκεί στο γραφείο καθόταν ο καραφλός, το αφεντικό. Πάνω στο γραφείο του είχε ένα όπλο, πίσω του ήταν μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη κλασέρ. Όλο το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν καλυμμένο με μια πολύ παλιά μπεζ ταπετσαρία που από τον πολύ καπνό είχε γίνει γκρι. Ο αέρας μύριζε μπάφο σε σημείο που όποιος έμπαινε μέσα έβγαινε χαρούμενος.

«Τι θέλει εδώ το κωλόμπατσο;» είπε και αμέσως ο πιθηκάνθρωπος έβαλε το χέρι στο σακάκι.

«Χαλάρωσε. Δεν είμαι μπάτσος, ένας σεκιουριτάς είμαι που θέλω μια εξυπηρέτηση. Μπορώ;» του είπα και του έδειξα την καρέκλα. Εκείνος έγνεψε θετικά και μετά έσκυψε και έκανε νόημα. Ένα κορίτσι γυμνόστηθο γύρω στα 18 σηκώθηκε όρθιο με τα μάτια μουτζουρωμένα από το βάψιμο και το κλάμα. Εκείνος την κοίταζε βλοσυρά και ακούμπησε το όπλο. Το κορίτσι κλαμένο κατέβασε το κεφάλι. Το αφεντικό της έδωσε μια στον πισινό.

«Ντα Μαρούσκα;» είπε, το κορίτσι έγνεψε θετικά.«Πάρε την από εδώ. Λοιπόν; Τι μπορώ να κάνω για σένα και

τι μπορείς να κάνεις εσύ για μένα;»«Θέλω να μάθω πληροφορίες για μια κοπέλα»«Δικιά μου;»

183

Page 185: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δεν ξέρω. Εσύ δεν τις γνωρίζεις όλες που τριγυρνούν στο κέντρο;»

«Υποθέτω. Πώς είναι λοιπόν αυτή;»«Έχει ξυρισμένο το κεφάλι από την μια μεριά, μαύρα μαλλιά

από την άλλη, μεγάλα πράσινα μάτια, αδύνατη και πρεζόνι» του είπα και τον κοίταζα στα μάτια. Εκείνος όμως δεν κούνησε ούτε βλέφαρο.

«Εσύ τι θα κάνεις για μένα;»«Πρώτα πρέπει να μου πεις αν την ξέρεις ή όχι».«Όχι θα πάμε όπως θέλω εγώ».«Λέγε λοιπόν να τελειώνουμε».«Θέλω να μάθεις ποιοι είναι οι τύποι δίπλα στην τράπεζα

σου. Έχω την εντύπωση πως είναι γνωστές φάτσες στην πιάτσα».«Και τι σε νοιάζει εσένα;»«Δεν θέλω άλλους τύπους μέσα στα πόδια μου, ούτε να

έρθει η αστυνομία να χώνει την μύτη της στην περιοχή».«Από όσο ξέρω με χώματα ασχολούνται».«Οκ, δεν θέλεις να μάθεις».«Ξέρεις; Πες μου αλήθεια!»Χωρίς να το καταλάβω, είχα σηκωθεί όρθιος, είχα χάσει την

ψυχραιμία μου. Δεν μου άρεσε να παίζουν μαζί μου και ο καραφλός έβαλε το χέρι του στο όπλο.

«Τι σε νοιάζει αυτή η γκόμενα;»«Έχει κάτι που μου ανήκει».«Έλα με τις πληροφορίες που σου ζήτησα και θα τα πούμε»

είπε και ήταν η τελευταία του λέξη. Έφυγα από εκείνο το μέρος γεμάτο σκέψεις. Ήθελα να μάθω για την Λίζα αλλά δεν μπορούσα να ξεσκεπάσω το κόλπο. Το θέμα ήταν, είχα να μάθω ή όλο αυτό ήταν θέατρο για να πάρει εκείνος τις δικές του πληροφορίες.

Εν τω μεταξύ ήταν η ευκαιρία να πάω να δω τι κάνουν οι δικοί μου την ώρα που με είχαν στην απέξω. Την ώρα που ο συνάδελφος μπήκε για να κάνει την περιπολία του μέσα στην τράπεζα εγώ χτύπαγα την πόρτα του μαγαζιού. Οι πεταλούδες ήταν απασχολημένες με πελάτη οπότε δεν έπρεπε να χάσω την ευκαιρία. Χτύπησα την πόρτα 3 φορές ακόμα, ξέμενα από χρόνο.

184

Page 186: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Την πόρτα την άνοιξε ο Σταύρος και με έπιασε κατευθείαν από το μπουφάν και με πέταξε μέσα.

«Τι γυρεύεις εδώ, θέλεις να τα χαλάσεις όλα; Και τι στο διάολο σε έπιασε προχθές;»

«Αυτά θα τα πούμε άλλη ώρα».«Όχι θα τα πούμε τώρα» μου έλεγε νευριασμένος και τα

μάτια του πέταγαν σπίθες. Την ώρα που ήμασταν έτοιμοι να πιαστούμε στα χέρια ήρθε ο Πέτρος από ένα άλλο δωμάτιο.

«Είσαι τρελός; Τι κάνεις εδώ και ποιος είναι στη θέση σου;»«Συνάδελφος» Δεν γίνεται να μην ξέρω καθόλου τι κάνετε».«Συγνώμη έχεις δίκαιο» μου είπε και με έπιασε από τον

ώμο. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήθελε εντάσεις, δεν βοηθούσαν στον σκοπό του. Με πήγε στο άλλο δωμάτιο και άφησε τον Σταύρο να φυλάει στην πόρτα.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και μπροστά μου είδα τον Δημήτρη μες στην σκόνη. Είχαν ήδη σκάψει την μεγάλη τρύπα που κατέβαινες μόνο με σκάλα. Γύρω μου υπήρχαν συσκευασμένες σακούλες με χώματα, είχαν κανονίσει να βάλουν μέχρι και λογότυπο. Κατέβηκα τη σκάλα και διαπίστωσα πως είχαν φτιάξει ένα τούνελ. Με ακολούθησε ο Πέτρος και άφησε τον Δημήτρη να κάνει ένα τσιγάρο για να ξεκουραστεί.

«Ο άλλος είναι με την κοπέλα;»«Ναι, αφού εσύ θα ήσουν στο πόστο σου» είπε θυμωμένα

και με κάρφωσε με τα μάτια του.«Αυτό που έκανες σήμερα, μην το ξανακάνεις ποτέ. Έθεσες

όλους μας σε κίνδυνο. Ευτυχώς δεν χρησιμοποιήσαμε το τρυπάνι. Έπρεπε να μιλήσουμε πρώτα».

«Και που ακριβώς να σε βρω;»«Τέλος πάντων ότι έγινε έγινε, ας το αφήσουμε πίσω μας.

Έχουμε δουλειά ακόμα 10 ημερών. Θα τα καταφέρεις να μαζέψεις τον εαυτό σου;»

«Ναι».«Κοίτα με, δεν παίζουμε εδώ. Άλλη μια μαλακία να κάνεις

με τον Σταύρο και δεν μπορώ να σε προστατεύσω. Και τι συμπάθειες είναι αυτές με την γκόμενα. Την ξέρεις και από χθες;»

185

Page 187: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Ο Σταύρος της έβαλε ναρκωτικά».«Και εσένα τι σε νοιάζει;»«Κάναμε μια συμφωνία».«Ουφ εντάξει. Θα του μιλήσω πως είναι δικό σου παιχνίδι.

Αν όμως σταθεί εμπόδιο στην επιχείρηση θα τη βγάλουμε από την μέση, οπότε πρόσεχε».

Την συζήτηση μας στο τούνελ μας την διέκοψε ο Δημήτρης που κατέβηκε τη σκάλα.

«Ήρθε».«Πάμε πάνω, έχω να σου γνωρίσω τον τελευταίο μας

συνεργάτη» είπε και ανέβηκε. Όμως και άλλος συνεργάτης;«Κυριάκο, να σου γνωρίσω τον Μίλτο» είπε και μου έδωσε

το χέρι του. Μπροστά μου είδα έναν τύπο με μαύρα σμιχτά φρύδια και σγουρά μαλλιά. Φαινόταν απλός αλλά μπορούσα να δω το σκοτάδι στα μάτια του. Ήταν από τη δική μου πάστα. Τον κατάλαβα και με κατάλαβε.

Επικράτησε μια περίεργη σιωπή. Ήταν φανερό πως ήθελαν να μιλήσουν και εγώ ήμουν εμπόδιο. Ο Πέτρος όμως ποτέ δεν μου είχε μιλήσει για άλλο έναν. Σίγουρα ήθελαν κάτι να μου κρύψουν.

«Μπορείς να πας εσύ να φυλάς για να φύγει ο Γιώργος μαζί με τον Δημήτρη αφού δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το τρυπάνι;»

«Ναι εντάξει» είπα και έφυγα. Ήταν καλύτερα να φύγω και να τσεκάρω την Λίζα. Πήρα τα κλειδιά του παλιού αυτοκινήτου και έφυγα μέσα στη νύχτα.

Όταν έφτασα χτύπησα την πόρτα. Μετά από λίγη ώρα άναψε ένα φως και ο Γιώργος αγουροξυπνημένος ήρθε και μου άνοιξε.

«Σε θέλουν» του είπα και του έδωσα τα κλειδιά. Εκείνος χωρίς να μιλήσει έβαλε τα παπούτσια του και έφυγε. Εγώ μόλις άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου πήγα και άνοιξα απαλά την πόρτα για να δω τι κάνει η Λίζα. Πάτησα το διακόπτη του χολ για να βλέπω, χωρίς να την ξυπνήσω. Το θέαμα που είδα δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν κουλουριασμένη, αγκαλιάζοντας τα πόδια της σφικτά και κουνώντας το σώμα της ρυθμικά μπρος πίσω. Έτρεξα αμέσως κοντά της.

186

Page 188: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Τι συνέβη, πες μου» εκείνη όμως δεν απαντούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να μουρμουρίζει μια μελωδία.

Αυτή η μελωδία μου ήταν τόσο γνώριμη που η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Εικόνες από το μαιευτήριο άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό μου. Είναι δυνατόν;

«Κατερίνα;» Τότε η Λίζα σήκωσε το κεφάλι της και είδα το πρησμένο της πρόσωπο. Είχε φάει ξύλο και ποιος ξέρει τι άλλο της είχε συμβεί όσο έβλεπα.

«Που την ξέρεις εσύ την Κατερίνα;»«Πες μου, είσαι η Κατερίνα;»«Αν ήμουν;»«Μην παίζεις μαζί μου». Της είπα και άθελα μου της έσφιξα

το χέρι πιο δυνατά από όσο ήθελα και εκείνη τραβήχτηκε.«Η Κατερίνα ήταν συγκάτοικος μου πριν μερικά χρόνια.

Μετά αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή της και να προχωρήσει. Όμως μιλάμε για την ίδια Κατερίνα;»

«Αν η Κατερίνα που έμενες μαζί την είχαν εγκαταλείψει σε ένα μαιευτήριο, τότε ναι».

«Δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για το παρελθόν της. Εσύ όμως γιατί με είπες Κατερίνα;»

«Στο μαιευτήριο που είχαν αφήσει εμένα ήταν και εκείνη. Οπότε της είχε συμβεί κάτι το άσχημο δεν το συζητούσε ποτέ, απλώς κουλουριαζόταν, κουνιόταν και μουρμούριζε αυτή την μελωδία».

«Την δική μου Κατερίνα, την είχα δει να το κάνει αυτό και μου είχε εξηγήσει πως με αυτό τον τρόπο μάζευε τα κομμάτια της ψυχής της. Ήταν ο τρόπος της για να παίρνει δύναμη. Όσες φορές στριμωχνόμουν το έκανα και εγώ και είδα πως πετυχαίνει, ειδικά μετά από αυτό που μου συνέβη σήμερα».

«Τι έγινε;» της είπα αλλά δεν απάντησε.«Δεν έχει σημασία. Θέλω να με βγάλεις από εδώ. Δεν μου

αξίζει να είμαι εδώ. Σε παρακαλώ» μου είπε, μου έπιασε το χέρι και με κοίταξε ικετευτικά στα μάτια.

«Ξέρω πως όταν γίνει αυτό που σχεδιάζουν θα με σκοτώσουν. Τους έχω δει όλους, ξέρω ποιοι είναι και το ξέρουν».

187

Page 189: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήθελα να κάνω το σωστό. Ίσως αν έσωζα τη Λίζα να μπορούσα να εξιλεωθώ για ότι δεν έσωσα την Κική και την Ελενίτσα.

«Θέλω αντάλλαγμα» της είπα ψυχρά. Εκείνη τότε άρχισε να βγάζει την μπλούζα της. Εγώ όμως, δεν την άφησα.

«Θέλω να με πας στην Κατερίνα. Πρέπει να μάθω, να βεβαιωθώ. Την ψάχνω όλη μου την ζωή».

«Μα, έχει φύγει».«Δεν άφησε διεύθυνση πίσω της;»«Μου είπε πως θα πήγαινε στην επαρχία. Μια φορά μου

έστειλε ένα γράμμα. Πρέπει να είναι σπίτι μου».«Πες μου που μένεις».«Λυπάμαι, αλλά είναι το τελευταίο μου χαρτί. Ότι και να

μου κάνεις δεν θα σου πω».«Δεν θέλω να σου κάνω κάτι, θέλω να μου πεις, της είπα

αλλά ταυτόχρονα άρχισα να την ψάχνω μήπως είχε πάνω της πορτοφόλι».

«Άδικος κόπος, δεν έχω στοιχεία πάνω μου. Το πορτοφόλι έμεινε στο μαγαζί, μήπως και με αναζητήσει κανείς. Σε παρακαλώ, βγάλε με από εδώ και θα σε πάω, σίγουρα θα έχω φωτογραφία της στο διαμέρισμα μου. Θα σε βοηθήσω, θα ψάξουμε μαζί».

«Όλη μου την ζωή έψαχνα την Κατερίνα, αν υπήρχε μια ευκαιρία να την δω, δεν θα την άφηνα και ας ρίσκαρα τα πάντα, να πάω φυλακή, την φήμη του Πάνου. Το να μιλήσω με την Κατερίνα ήταν θέμα ζωής και θανάτου».

«Σύμφωνοι. Όμως έχεις πολλά να μου πεις».«Όπως;»«Τι έγινε όσο έλειπα;»«Δεν έχει σημασία».«Για μένα έχει. Ένα όνομα θέλω», της είπα και εκείνη

κατέβασε το κεφάλι.«Κατάλαβα, ο Σταύρος».«Σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτα. Μου είπε πως αν

ξαναμιλήσω θα με σκοτώσει στο ξύλο και σίγουρα δεν μπορείς να είσαι συνέχεια εδώ. Απλώς βγάλε με από εδώ μου είπε και τότε

188

Page 190: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Δεν έπρεπε να δείξω κανένα σημάδι αδυναμίας. Της ψιθύρισα στο αυτί ‘συγνώμη’ και τότε έπεσα πάνω της, βρίζοντας και γδύνοντας την. Εκείνη είχε αιφνιδιαστεί, σοκαριστεί και άρχισε να φωνάζει. Τότε μπήκε μέσα ο Δημήτρης και εκείνη την ώρα της έδωσα ένα δυνατό χαστούκι. Έτσι ανάγκασα τον Δημήτρη να έρθει να με τραβήξει από πάνω της ενώ εκείνη έκλαιγε.

«Μα τι κάνεις; Θέλεις να ξεσηκώσουμε όλη την γειτονιά;»«Παλιοβρόμα, το παίζεις και δύσκολη, της είπα και ο

Δημήτρης με τράβηξε έξω και της έκλεισε την πόρτα».«Χαλάρωσε. Οι μέρες πλησιάζουν, αν είσαι τσιτωμένος θα

γίνουν λάθη».«Που είναι οι άλλοι;»«Διώχνουν το χώμα με φορτηγά. Πατάμε πάνω σε αγωγό

νερού. Η δουλειά θα γίνει Δευτέρα προς Τρίτη μου είπαν να σε ενημερώσω. Είναι πολύ σημαντικό να μη φύγεις από το πόστο σου. Αν κάνεις άλλη μια βλακεία σαν τη χθεσινή, θα μας κάψεις όλους».

«Εντάξει. Θα φύγω τώρα. Πάω από το σπίτι».«Επίσης πρέπει μετά τη δουλειά να προσέχεις την γκόμενα

για να μπορούμε να δουλεύουμε οι υπόλοιποι. Εσένα δεν πρέπει να σε δούνε εκεί κοντά».

«Εντάξει», είπα και έφυγα. Δεν ήθελα να φέρω αντίρρηση σε τίποτα, έπρεπε να μείνω μόνος μου και να σκεφτώ. Αποφάσισα να πάω σπίτι. Στο λεωφορείο είδα τη γνώριμη ‘ουρά’ που μου έβαζε ο αδερφός μου και δεν μου άρεσε καθόλου. Άραγε με ακολουθούσε από πριν; Είχε δει τις προηγούμενες μου κινήσεις;»

Σε λίγη ώρα ήμουν σπίτι. Ήθελα οπωσδήποτε να του μιλήσω, έπρεπε να λογαριαστούμε, όμως εκείνος απών. Έκανα ένα γρήγορο ντους και ξάπλωσα. Έπρεπε επειγόντως να κοιμηθώ. Ξύπνησα με χίλια ζόρια, το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και τα μάτια μου με έτσουζαν. Πήρα ένα παυσίπονο και έφτιαξα ένα καφέ. Ο Πάνος ήταν στον καναπέ αμίλητος και με παρατηρούσε, εγώ δεν τον είχα δει και μόλις τον είδα τρόμαξα.

«Τι δουλειά έχεις με αυτούς; Δεν ξέρεις τι λέρες είναι;»«Γιατί με παρακολουθείς;»

189

Page 191: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Γιατί δεν σε εμπιστεύομαι. Θα μου χαλάσεις την καριέρα. Φαντάσου τι έχει να γίνει στη φυλακή όταν πας, σαν αδερφός του μπάτσου. Κάποιοι θα νομίζουν πως είσαι εγώ».

Με αυτό που μου είπε ταρακουνήθηκα, δεν το είχα σκεφτεί. Δεν έπρεπε να πάω φυλακή, δεν ήταν επιλογή. Όμως αν του έλεγα το σχέδιο θα έβαζα σε κίνδυνο τη Λίζα και μετά δεν θα έβρισκα ποτέ την Κατερίνα. Αν πάλι δεν του έλεγα και με συνέδεαν θα τον κατέστρεφα. Τι έχει πιο μεγάλη αξία; Η ζωή της Λίζας; Η ζωή η δική μου; Η ζωή του αδερφού μου; Ποιος θα πίστευε πως μου την είχαν στημένη; Ήθελα να κάνω το σωστό, όμως σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να αποφασίσω ποιο ήταν το σωστότερο».

«Πάνο, θέλω να ξέρεις ότι και να γίνει δεν έφταιξα εγώ».«Πες μου τι θα γίνει. Άνοιξε μου μια φορά. Είμαι ο αδερφός

σου, ο φύλακας άγγελος σου, ο πατέρας σου, η μητέρα σου, ο καλός σου εαυτός, είμαστε ένα. Μίλα μου»

«Σε ποιον να μιλήσω; Στον αδερφό μου ή στον μπάτσο;»«Δεν θα μαρτυρήσω στο υπόσχομαι».«Αν δεν τα πεις θα γίνεις συνεργός ή θα κατηγορηθείς για

συγκάλυψη. Δεν μπορώ να στο κάνω αυτό. Θα προσπαθήσω να το χειριστώ μόνος μου, όπως πάντα. Αν τα πράγματα δυσκολέψουν θα ζητήσω τη βοήθειά σου, του είπα και έφυγα».

Το βανάκι ήταν έξω και τα φώτα ανοιχτά. Απέναντι οι πεταλούδες με κοιτούσαν περίεργα, σημάδι πως ο καραφλός τους είχε μιλήσει. Έπρεπε να του πάω κάποιον στο πιάτο, ποιον όμως; Ίσως έτσι να μάθαινα πιο πολλά για την Λίζα. Μακάρι να υπήρχε αντίδοτο για τις αναμνήσεις, να μην θυμόμουν πια την Κατερίνα.

Μόλις τελείωσε η βάρδια μου πήγα στην Λίζα. Ήθελα να την δω, να μου πει για εκείνη. Οι άλλοι θα συνεχίζουν το σκάψιμο και εγώ θα την πρόσεχα. Δεν μπορούσα όμως να την αφήσω να φύγει έτσι απλά. Θα έδινε ο Πέτρος το βίντεο της ληστείας και της απαγωγής. Χώρια που σίγουρα θα την έβρισκαν και θα την σκότωναν. Έπρεπε να βρω ένα σχέδιο, ένα ακόμα σχέδιο. Αν το έσκαγα μαζί της; Τότε δεν θα μπορούσαμε να πάμε σπίτι της και να βρω την Κατερίνα. Αν τα χαλούσα με τους άλλους θα κατέληγε σίγουρα σε αιματοχυσία. Αδιέξοδο.

190

Page 192: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Μόλις μπήκα στο σπίτι βγήκε ο Πέτρος από το δωμάτιο της. Πίσω του άκουγα κλάματα.

«Τι έγινε;»«Τίποτα, με παρακάλεσε να την ελευθερώσω και της είπα

πως θα βρει η αστυνομία τα κομμάτια της διάσπαρτα στα σκουπίδια» μου είπε γέλασε σαρκαστικά, έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και έφυγε. Αμέσως μπήκα μέσα εγώ. Η Λίζα έκλαιγε.

«Δεν θα γλυτώσω, σε παρακαλώ, παρέδωσε με στην αστυνομία. Θα πω πως με βοήθησες, δεν θα είναι αυστηροί μαζί σου».

«Μα είσαι τρελή; Στην αστυνομία; της είπα και κλείδωσα την πόρτα της εισόδου. Την πλησίασα όπως ήταν δεμένη και προσπάθησα να της βγάλω τις χειροπέδες από τα χέρια».

«Θυμάσαι που είχα φάει ξύλο;»«Ναι».«Έβγαλα το σχοινί από τα χέρια μου, αφού το μασούσα όλη

νύχτα και βγήκα έξω τρέχοντας. Ο Σταύρος με έπιασε, με έδειρε και μου έβαλε χειροπέδες. Μάλλον αυτός έχει τα κλειδιά» Αυτό ήταν άλλο ένα πρόβλημα που έπρεπε να λύσω. Δεν τον έφταναν ένα σετ αλλά έβαλε δύο, ένα στο κάθε χέρι και το πέρασε στο σωλήνα του καλοριφέρ. Αυτή τη λεπτομέρεια δεν την είχα προσέξει πριν. Την πλησίασα και την πήρα αγκαλιά όπως ήταν διπλωμένη δίπλα από το καλοριφέρ. Εκείνη κούρνιασε, μου θύμισε την Ελενίτσα.

«Θα σε βοηθήσω απλώς δεν ξέρω ακόμα πως» της είπα και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να την φιλάω στο στόμα. Ένα αργό, υγρό φιλί, την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Τα μάτια της έτρεχαν ακόμα δάκρυα. Δεν μπορούσα να της αντισταθώ. Ξεκίνησα να τη χαϊδεύω σε ολόκληρο το δαρμένο της κορμί. Παρόλο που ήταν δεμένη και χτυπημένη ένιωθα το σώμα της να ανταποκρίνεται σε κάθε μου κίνηση. Με ήθελε και την ήθελα. Άγνωστο το πώς κάτω από τέτοιες συνθήκες μπορούσαμε να κάνουμε έρωτα. H έλξη ήταν πάρα πολύ δυνατή και ήμασταν μόνοι. Μπορεί και να με χρησιμοποιούσε για να την βοηθήσω, αλλά δεν με πείραζε. Ας με χρησιμοποιούσε και εμένα κάποιος. Ο ύπνος μας βρήκε αγκαλιασμένους.

191

Page 193: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Ξύπνησα απότομα μέσα στη νύχτα. Έβγαλα απαλά από την αγκαλιά μου την Λίζα. Για ένα λόγο που δεν μπορούσα να καταλάβω ένιωθα πολύ συνδεδεμένος μαζί της. Ίσως ήταν η λύτρωση της ψυχής μου μετά την Ελενίτσα. Ίσως είχα αντικαταστήσει την Ελενίτσα με την Λίζα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως έπρεπε να σωθεί. Δεν μπορούσα να την αφήσω στα χέρια του Πέτρου. Εγώ και ο αδερφός μου θα βρίσκαμε τον δρόμο μας ζωντανοί, η Λίζα όμως; Μόνο νεκρή.

Σηκώθηκα και πήγα στο σαλόνι, δεν έπρεπε να με βρουν μαζί της. Δεν έπρεπε να δείξω πως είχα αδυναμία. Αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν να πάρω τα κλειδιά από τον Σταύρο. Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν υπήρχε κάποιος τρόπος για να τα καταφέρω μόνος μου. Έτσι αποφάσισα να βρω σύμμαχο.

Μόλις ήρθε ο Πέτρος τα ξημερώματα έφυγα. Έπρεπε να προλάβω τον νταβαντζή. Πήρα ένα ταξί και πήγα εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Την είσοδο αυτή τη φορά δεν την πρόσεχε κανείς. Μπήκα μέσα και είδα ένα σωρό μεθυσμένους μισολιπόθυμους στα τραπέζια και ένα σωρό κορίτσια ντοπαρισμένα. Εκεί με είδε ο υπεύθυνος του μαγαζιού και με ένα νόημα έστειλε έναν φουσκωτό για να με συνοδεύσει στο αφεντικό του.

Την στιγμή που πέρασα στο γραφείο του καθόταν μαστουρωμένος και κοίταζε το κενό.

«Σου είπα πως θα σου φέρω πληροφορίες. Είσαι έτοιμος να τις αξιοποιήσεις;»

«Σε ακούω».«Είχαμε μια συμφωνία».«Δεν την έχω ξεχάσει, προχώρα στο παρασύνθημα».«Ο ένας από αυτούς ο Σταύρος έχει άλλα σχέδια στο μυαλό

του».«Τι εννοείς;»«Είχες δίκιο, οι χωματουργικές εργασίες που έλεγε πως

δουλεύει ήταν μια βιτρίνα».«Βιτρίνα για ποιο πράγμα;» με ρώτησε και μου ήμουν

σίγουρος πως είχα μαγνητίσει το απλανές του βλέμμα.

192

Page 194: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Θέλει να σου κλέψει την επιχείρηση. Έχει βρει μερικά κορίτσια και είναι έτοιμος να τα βάλει στις θέσεις σου. Έχει βρει και μερικούς μπράβους το μόνο που δεν γνωρίζω είναι πότε θα κάνει την κίνηση του».

«Θα τον διαλύσω, θα τον πατήσω κάτω, θα τον γαμήσω τον πούστη που θέλει να μου πάρει την θέση» είπε και το μάτι του γυάλιζε. Είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε τόσο δυνατά που μπορούσες να δεις τις φλέβες στο λαιμό του τεντωμένες.

«Μη βιάζεσαι» του είπα, σηκώθηκα και τον ακούμπησα στον ώμο. «Θα σε βοηθήσω, έχω τις πληροφορίες μου και μπορούμε να του τη στήσουμε ανετότατα. Χαλάρωσε, φίλε κάθισε» του είπα και τον έβαλα να κάτσει σχεδόν με το ζόρι ενώ εκείνος με κοιτούσε με μισό μάτι.

«Λέγε».«Ξέρω που συχνάζει. Μπορώ να σε φωνάξω την κατάλληλη

στιγμή να του δώσεις ένα μάθημα. Μπορώ να μάθω πότε θα είναι ολικά απροετοίμαστος. Έτσι εσύ θα έχεις όλο το χρόνο να τον περιποιηθείς όπως του αξίζει».

«Καλό ακούγεται. Θες να μάθεις για την κοπέλα;»«Όχι, δεν χρειάζεται πια».«Οπότε τι θέλεις;»«Θέλω να την ελευθερώσεις για μένα. Την έχει φυλακίσει ο

Σταύρος για να την βγάλει στην πιάτσα. Βλέπεις την έψαχνα και δεν μπορούσα να την βρω για αυτό είχα έρθει σε εσένα από την αρχή. Μετά με κάτι φίλους που έχω στην πιάτσα έμαθα τα υπόλοιπα. Όμως μόνος μου δεν μπορώ να κάνω κάτι. Οπότε σε ειδοποιώ , του δίνεις το μάθημα και αφήνεις και την γκόμενα. Έχουμε συμφωνία;»

«Τι την θες;»«Χρωστάει χρήματα σε ένα κολλητό μου. Αν του την

παραδώσω σώα θα πάρω αμοιβή. Όπως καταλαβαίνεις ο μισθός του σεκιούριτι δεν είναι ποτέ αρκετός. Βγάλε την από την τρύπα που την έχει κλείσει και μετά θα την αναλάβω εγώ. Έχουμε συμφωνία;» του είπα για δεύτερη φορά. Αφού πέρασε λίγη ώρα κοιτάζοντας το κενό μετά σηκώθηκε όρθιος και μου έδωσε το λιγδιασμένο του χέρι. Έπειτα βγήκα έξω ανακουφισμένος. Είχα καταφέρει να βρω ένα

193

Page 195: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

πειστικό ψέμα για να γλυτώσω την Λίζα. Μετά έπρεπε να βρω τον αδερφό μου κάτι το οποίο δεν ήταν και τόσο δύσκολο.

Τράβηξα το δρόμο για το σπίτι μου. Ο Πάνος ήταν εκεί και ετοιμαζόταν για να πάει στην βάρδια του.

«Πως είσαι έτσι;» μου είπε καθώς έβαζε το σακάκι του.«Πες και μια καλή κουβέντα, έτσι για το γαμώτο».«Έλα ρε, καλημέρα. Πως πάνε τα κέφια;»«Πάνο. Πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά».«Φαίνεσαι περίεργος».«Ήρθε η ώρα. Έχω μπλέξιμο. Τρελό μπλέξιμο».«Τι συμβαίνει;»«Δεν μπορώ να σου πω ακόμα».«Πες μου, μίλα μου» μου είπε και με κοίταζε μες τα μάτια

τρομαγμένος. Ήταν η πρώτη φορά που είχε χάσει την υπεροψία του και την ψυχραιμία του.

«Αν σου πω από τώρα και με καλύψεις, θα σε κάνω συνένοχο. Δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό. Είσαι ότι έχω και δεν έχω. Είδες και έπαθες να ορθοποδήσεις μετά τον τραυματισμό σου. Το τελευταίο που χρειάζεσαι τώρα είναι εμένα και την παρακμή μου».

«Κόψε το δούλεμα και μίλα».«Δεν θέλω να με ανακρίνεις. Να με καταλάβεις θέλω».«Δεν θέλω να σε ανακρίνω, να σε βοηθήσω θέλω. Δεν

γίνεται να πας πάλι φυλακή, ποιος θα σε προσέχει;»«Το τι θα γίνει με εμένα, δεν έχει πια καμία σημασία. Είμαι

ένα καμένο χαρτί που καίω όσους με αγαπάνε. Καλύτερα να μείνεις απέξω μέχρι να σου πω εγώ».

«Πες μου τώρα».«Όχι, τώρα δεν γίνεται».«Θα σε ειδοποιήσω μέσα στην εβδομάδα. Μόλις έρθει η

στιγμή θα χρειαστώ την βοήθεια σου και θα την χρειαστώ άμεσα. Σε παρακαλώ, εμπιστεύσου με για μια φορά στη ζωή σου».

«Εντάξει αδερφέ, θα το κάνουμε με τον δικό σου τρόπο. Ήξερα πως κάτι δεν πάει καλά και ας μου έλεγες εσύ δικαιολογίες. Σε ξέρω, σε καταλαβαίνω όπως κανείς» μου είπε και με αγκάλιασε.

194

Page 196: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Το ξέρω » του απάντησα. Αυτή η κουβέντα ήταν η μοναδική συναισθηματική στιγμή μεταξύ μας εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που με αγκάλιασε έτσι, ίσως να ήταν και η τελευταία. Δεν τον ξαναείδα.

195

Page 197: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Πέρασαν δύο μέρες και εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Τους είχε πιάσει μυστικοπάθεια. Πήγαινα κανονικά στις βάρδιες μου και δεν είχα δει ξανά την Λίζα. Δεν ήθελα να καταλάβει τίποτα γιατί με την κατάλληλη πίεση θα μπορούσε να τα πει, οπότε το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να την αποφεύγω. Είχαν μείνει μόνο λίγες μέρες για την ενεργοποίηση του σχεδίου και έμοιαζαν αιώνας. Όλοι ήταν στο μαγαζί εκτός από τον Σταύρο που φύλαγε τη Λίζα 24ωρο. Σίγουρα την κακοποιούσε αλλά σε εκείνη την φάση δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Με ένα τηλεφώνημα του Πέτρου θα βρισκόταν νεκρή. Καλύτερα να έκανε λίγη υπομονή ακόμα.

Στη βραδινή βάρδια της δεύτερης μέρας εγώ έκανα κανονικά την περιπολία μου. Μπήκα μέσα στην τράπεζα έκανα τον τακτικό έλεγχο, πέρασα από όλα τα σημεία ελέγχου και μετά βγήκα έξω. Το βράδυ ήταν ήρεμο, γαλήνιο όπως ποτέ. Απέξω είχε την καθιερωμένη βραδινή κίνηση με ησυχία όμως, χωρίς κάτι απρόοπτο. Η αλήθεια ήταν πως με είχε πιάσει μια δυσφορία. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν. Με έλουζε κρύος ιδρώτας, δεν ήμουν καλά. Έπρεπε να μπω μέσα και να πιω ένα ποτήρι νερό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που με έπιανε κρίση πανικού. Όλη αυτή η ένταση των ημερών κάπως θα ξέσπαγε πάνω μου.

Χωρίς να δίνω στόχο μπήκα μέσα λες και δεν έτρεχε τίποτα, σαν να έκανα έναν έλεγχο ρουτίνας. Εκεί μου φάνηκε πως άκουσα ένα θόρυβο στο υπόγειο. Δεν ήμουν έτοιμος να πάω να δω, η καρδιά μου δεν είχε σταματήσει να χτυπάει γρήγορα. Μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις, πήρα δύο βαθιές ανάσες και με αργές κινήσεις πήγα με τα πόδια στο υπόγειο.

Στην αρχή δεν άκουγα τίποτα και πήγα να φύγω. Όμως ακούγοντας καλύτερα μου φάνηκε πως υπήρχαν ομιλίες. Πλησίασα πολύ αργά μέσα στο σκοτάδι. Δεν έπρεπε να κάνω κάποια βιαστική κίνηση καθώς δεν ήξερα τι θα έβρισκα μπροστά μου. Πλησίασα προς την αίθουσα που βρίσκονταν τα χρήματα και οι θυρίδες. Πολύ προσεχτικά όμως γιατί μπορούσα να δω τον τσιλιαδόρο τους.

«Γρήγορα μαλάκες, σε λίγο θα μπει πάλι μέσα».

196

Page 198: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δημήτρη πάρε όσα μετρητά μπορείς , πρέπει να καλύψουμε και το μερίδιο του Σταύρου. Εγώ πάω στις θυρίδες».

Η ομάδα μου είχε πει ψέματα, μπήκαν μέσα νωρίτερα από ότι μου είχαν πει. Ο λόγος δεν μπορούσε παρά να ήταν ένας. Φαινόμουν να έχω νταλαβέρι μαζί τους, σίγουρα με είχαν βγάλει και φωτογραφίες νωρίτερα, θα είχαν και τα αποτυπώματα μου από το σπίτι και μετά θα τα έριχναν όλα πάνω μου. Με χρησιμοποίησε ο Πέτρος. Έπρεπε να πεθάνει. Όπλο δεν είχα πάνω μου από την δουλειά μου, όμως είχα δικό μου. Δεν με ενδιέφερε πια τίποτα, ας έστελνε την κασέτα με την ενοχή μου το πιτσιρίκι, ας γινόταν ότι στο διάολο έμελλε να γίνει. Εγώ έβλεπα τα πάντα κόκκινα. Εκδίκηση. Σήκωσα το όπλο μου και βγήκα μπροστά τους με φόρα. Πρώτα πυροβόλησα στο κεφάλι τον ένα από τα αδέρφια. Αμέσως έβγαλαν όλοι τα όπλα τους. Άρχισα να πυροβολώ. Δεν με ενδιέφερε τι θα γινόταν, ποιος θα την έτρωγε και ποιος όχι. Ο άλλος αδερφός πριν προλάβει να με πυροβολήσει έφαγε μια σφαίρα στο θώρακα και έπεσε αμέσως κάτω. Το αίμα είχε αρχίσει να πιτσιλάει παντού σαν πίνακας ζωγραφικής θανάτου.

Ο Κυριάκος κρύφτηκε και με πυροβολούσε από εκεί. Εγώ έπεσα κάτω για να αποφύγω τα πυρά.

«Έλα ρε φίλε, τι σε έπιασε τώρα;» μου φώναζε ο Πέτρος, πόσο τον ήθελα νεκρό, να έχει στραγγιστεί κάθε μορφή ζωής από μέσα του, κάθε ανάσα.

«Άστα τα λεφτά και φύγε».«Ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται. Ήρθαμε εδώ για ένα σκοπό.

Με τα αδέρφια εκτός έχουμε να μοιράσουμε οι δυο μας πιο πολλά χρήματα. Ίσως έπρεπε να γίνει έτσι για να έχουμε πιο πολλά μετρητά καβάντζα. Έλα βγες και έλα μαζί μας να τελειώσουμε τη δουλειά. Κυριάκο μην πυροβολείς ».

«Και ο Κυριάκος; Δεν ήρθε για λεφτά;»«Όχι, αυτόν τον ενδιαφέρουν οι θυρίδες και μυστικά

υπηρεσιών. Έλα ρε βγες ».«Όχι όσο κρατάτε όπλο».«Εντάξει. Κυριάκο πέτα το όπλο σου» είπε ο Πέτρος και του

έκανε νόημα ενώ εκείνος εμφανίστηκε με το όπλο του. Το

197

Page 199: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ακούμπησε κάτω. Έπρεπε να είμαι με το μέρος τους αλλιώς θα ειδοποιούσα την αστυνομία και το σχέδιο θα πήγαινε στα σκουπίδια. Βγήκα από την κρυψώνα μου κρατώντας το όπλο μου. Ο Πέτρος μου χαμογελούσε και μου έκανε νόημα με το χέρι του να αφήσω το όπλο μου. Εγώ έκανα πως πήγα να το αφήσω και χαμήλωσα. Μόλις είδα πως χαλάρωσαν για ένα δευτερόλεπτο σήκωσα το όπλο μου και πυροβόλησα τον Πέτρο ανάμεσα στα μάτια. Αμέσως ένα αυλάκι αίματος διαπέρασε το πρόσωπο του και έπεσε πίσω. Ο Κυριάκος αμέσως πήρε το όπλο του και με πυροβόλησε στον ώμο.

Εγώ όμως ένιωθα τόσο μίσος, τόση οργή που δεν σταμάτησα. Χωρίς να δώσω καμία σημασία στον Κυριάκο, ο οποίος πήρε μια μεγάλη σακούλα με χρήματα και έφυγε από εκεί που ήρθε ,πλησίασα τον νεκρό Πέτρο. Άρχισα να τον χτυπάω ασταμάτητα στο πρόσωπο. Τα χέρια μου είχαν καλυφθεί με αίμα. Μπροστά μου έβλεπα όλους όσους με είχαν αδικήσει στη ζωή μου τον Τάκη, την Κλειώ, τον Χοντρό, τους αλήτες του αναμορφωτηρίου, τον Πέτρο με την συμμορία του, τον Σταύρο και τους γρονθοκοπούσα. Μετά από λίγο συνήλθα. Το πρόσωπο του Πέτρου δεν αναγνωριζόταν πια. Δεν είχε πια πρόσωπο.

Πήρα έναν από τους σάκους με τα χρήματα και βγήκα από την σήραγγα στο μαγαζί. Έβαλα ένα μπουφάν για να καλύψω το ματωμένο μου χέρι. Ήμουν τόσο αλλού που δεν σκέφτηκα πως ο υπόλοιπος ήμουν καλυμμένος με αίματα λες και είχα βγει από σφαγείο. Στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο που βρέθηκα πήρα τηλέφωνο τον νταβαντζή για να πάει να σώσει τη Λίζα. Μετά το δεύτερο μου τηλεφώνημα ήταν στην αστυνομία. Τους είπα ποιος είμαι, να ειδοποιήσουν τον αδερφό μου και πως γίνεται ληστεία στην τράπεζα.

Εκεί στα σκοτάδια που ήμουν στο πεζοδρόμιο άνοιξα με ευκολία ένα αμάξι δίπλα μου. Έπρεπε να πάω να κρύψω τα χρήματα πρώτα και μετά να πάω να παραδοθώ. Θα πήγαινα στο αστυνομικό τμήμα του αδερφού μου. Ίσως να είχα διαφορετική αντιμετώπιση.

Αυτά ήταν τα τελευταία πράγματα που θυμάμαι. Τώρα με έχουν πιάσει οι συνεργάτες του Πέτρου και θέλουν να μάθουν που έχω τα χρήματα και πληροφορίες για τη ληστεία όμως δεν θυμάμαι

198

Page 200: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

να τους τα πω. Ελπίζω η Λίζα να σώθηκε και η Κατερίνα να έχει μια καλή ζωή.

Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Είχα μεγάλη ανάγκη να τα πω σε κάποιον.

199

Page 201: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Δηλαδή γιατρέ, η κατάσταση του δεν μπορεί να αναστραφεί;» ρώτησε η Λίζα τον γιατρό καθώς προχωρούσαν στον διάδρομο του νοσοκομείου.

«Λυπάμαι, δεσποινίς. Το γεγονός πως ζούσε τόσα χρόνια με την ψευδαίσθηση, το παραλήρημα πως ο αδερφός του ζει, είναι θαύμα. Είχε καταφέρει να είναι σχεδόν λειτουργικός και να μοιάζει φυσιολογικός. Ποιος ξέρει πόσους ακόμα είχε πλάσει με τα μυαλό του. Βέβαια όταν στο τμήμα βρέθηκε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα χρειάστηκαν πολλοί άντρες της ασφάλειας για να τον κρατήσουν».

«Πότε ακριβώς ο αδερφός του είχε πεθάνει;»«Σύμφωνα με τις πληροφορίες όταν διακομίστηκε στο

ψυχιατρείο μας, ο αδερφός του πέθανε ενώ νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο μετά από βαριά τραύματα. Ήταν ήρωας και τραυματίστηκε εν ώρα υπηρεσίας».

«Μάλιστα. Μπορώ να τον δω;»«Ναι, αλλά για λίγο. Είναι δεμένος στο κρεβάτι για

ασφάλεια. Μην ταραχτείτε αλλά όταν κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα των θεράποντων ιατρών πρέπει και εμείς να κάνουμε ότι είναι απαραίτητο».

«Καταλαβαίνω» είπε η Λίζα ενώ εκείνος την οδήγησε στο θάλαμο του Μίλτου και άνοιξε την πόρτα. Εκείνος είχε καταφέρει να γυρίσει τούμπα το κρεβάτι και ψιθύριζε στη γωνία του τοίχου.

«Αντίο, φίλε μου. Νιώθω πολύ καλύτερα, όμως ήρθε η ώρα μου. Αν βρεις ποτέ την Κατερίνα πες της πως την αγαπώ και δεν σταμάτησα ποτέ να την αναζητώ» φώναζε και μετά τον έπιασε κρίση οργής. Αμέσως ο γιατρός ζήτησε βοήθεια και ήρθαν δύο νοσοκόμοι, τον ακινητοποίησαν με τα χίλια ζόρια ενώ εκείνος φώναζε και έβριζε με όλη του τη δύναμη.

«Μόλις σας πιάσει στα χέρια του ο Πάνος θα βλαστημήσετε την ώρα και την στιγμή που με αγγίξατε» φώναζε τόσο πολύ λες και θα κοβόταν οι φωνητικές του χορδές. Η Λίζα σοκαρισμένη πέρασε έξω από τον θάλαμο και παρακολουθούσε από το τζάμι. Δεν την είχε

200

Page 202: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

δει καν, δεν την είχε αναγνωρίσει. Χαμένος μέσα στο μυαλό του, δεν είχε καμία αντίληψη του περιβάλλοντος.

«Κική, Κική μη φεύγεις» της φώναζε, στη θέση της Λίζας έβλεπε την μάνα του. Η Λίζα είχε φύγει, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το θέαμα. Ήδη είχε περάσει πάρα πολλά στη ζωή της. Βγήκε έξω τρέχοντας και κλαίγοντας. Ένιωθε πως κάθε ευκαιρία στη ζωή της είχε σβήσει, δεν είχε πλέον νόημα να ζει. Ο Μίλτος είχε χαθεί, και πόσο αγαπούσε τον Μίλτο.

Πήρε ένα ταξί και πήγε στο εγκαταλελειμμένο μαιευτήριο, εκεί που είχε μεγαλώσει ο Μίλτος. Η μεγάλη σιδερένια πόρτα ήταν ανοιχτή, κάποιος την είχε παραβιάσει. Σίγουρα τώρα που το νοσοκομείο είχε κλείσει θα ήταν στέκι των πρεζάκηδων, των άστεγων των ανθρώπων χωρίς καμία ελπίδα.

Περπάτησε στην προαύλιο χώρο. Εκεί που έκαναν την βόλτα τους οι ασθενείς. O καθαρός αέρας την έκανε πάντα να νιώθει καλύτερα. Βέβαια όλα όσα της είχαν συμβεί δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Από την παιδική της ηλικία η ζωή της ήταν γεμάτη χαρακιές.

Ο πατέρας της ήταν ένας βίαιος αλκοολικός άντρας. Η μητέρα της ήταν εξαφανισμένη. Τη θέση της μητέρας της την είχε πάρει η γιαγιά της που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να την μεγαλώσει. Λόγω των συμμοριών που έμπλεκε ο πατέρας της η γιαγιά της την είχε πάρει σε ένα σπίτι στην επαρχία. Εκείνη έκανε όποια δουλειά έβρισκε για να ζήσει, πάντα όμως με αξιοπρέπεια.

Όμως μια μέρα ήρθε να την δει ο πατέρας της μαζί με τη συμμορία του. Ήταν η πρώτη φορά που ήταν τόσο πολύ καλός και ευγενικός μαζί της. Βέβαια, είχε τους λόγους του. Ποτέ δεν ήταν καλός με κάποιον αν δεν ήθελε κάτι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση την χρειαζόταν

«Είσαι ο πιο έμπιστος άνθρωπος από εμάς. Θα πας στο σχολείο του παιδιού και όταν γυρίζει σπίτι θα το πλησιάσεις για να γίνεται φίλες. Έχεις την κατάλληλη ηλικία. Αν δεν το κάνεις ο πατερούλης σου ο οποίος μας χρωστάει πάρα πολλά χρήματα θα χαιρετήσει αυτόν τον κόσμο. Τόσα έκανε για σένα, κάνε και εσύ

201

Page 203: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

κάτι για αυτόν « της είπε ένας τύπος με πυκνά σγουρά μαλλιά και σμιχτά φρύδια.

«Μα για ποιο λόγο;»«Κούκλα μου, μη ρωτάς».«Κάτσε βρε Θεόδωρε, αφού το κορίτσι σου θέλει να μάθει

πληροφορίες ας του της δώσουμε. Είναι η κόρη ενός πληροφοριοδότη της ΕΥΠ. Μόλις σε εμπιστευτεί θέλω να μπεις μέσα στο σπίτι της και να κλέψεις ένα φάκελο ».

«Εγώ;»«Δεν έχουμε κάποιον άλλο στην ηλικία της. Επιπλέον μας

χρωστάει ο πατερούλης σου».Έτσι είχαν ξεκινήσει όλα. Πήγε μαζί τους την έκανε φίλη,

μάλιστα πολύ καλή φίλη. Ήταν ένα πολύ γλυκό και αθώο κορίτσι που πίστευε πως ο πατέρας της ήταν ταχυδρόμος. Ήταν θέμα χρόνου μέχρι να μπει μέσα αλλά ο τύπος με τα σγουρά μαλλιά, Κυριάκο τον έλεγαν δεν είχε υπομονή. Ήθελε να θέσει ένα άλλο σχέδιο της οργάνωσης που δούλευε σε εφαρμογή και ο χρόνος είχε τελειώσει. Έτσι την πίεζε για να οργανώσουν απαγωγή και εκείνη θα είχε τον πρώτο ρόλο. Η Λίζα όμως δεν ήταν φτιαγμένη από τέτοια πάστα.

Αποφάσισε να της πει την αλήθεια και να συνεργαστεί με τον πατέρα της κοπέλας. Ο Κυριάκος το κατάλαβε και σκότωσε μπροστά στα μάτια της τον πατέρα της για εκδίκηση, εκείνη την στιγμή ήρθε η αστυνομία και η Λίζα πρόλαβε να φάει μόνο μια σφαίρα.

Μετά την νοσηλεία της στο νοσοκομείο ο πατέρας του κοριτσιού αφού ήταν της ΕΥΠ κατάφερε και την έβαλε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Εκτός του ότι έσωσε την κόρη του ήταν μάρτυρας. Με νέο όνομα και πολλές ενοχές στην πλάτη της, ξεκίνησε να παίρνει τον κακό τον δρόμο. Ναρκωτικά όλων των ειδών, σχέσεις όλων των κατηγοριών και ολομόναχη ενάντια στον κόσμο.

Μέσα στην ταλαιπωρία της, εκεί που είχε βρει έναν μόνιμο προμηθευτή ναρκωτικών που της πούλαγε καθαρά βρέθηκε και ο φίλος του. Ένα όμορφο αγόρι με στυλ και φινέτσα. Την παραξένεψε πως ένας τέτοιος άντρας σύχναζε σε τέτοια μέρη. Δεν έμοιαζε του

202

Page 204: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

σιναφιού της. Ήταν θέμα χρόνου να τον ερωτευτεί και να γίνει το σκυλάκι του.

Τον εμπιστεύτηκε και του είπε τα πάντα. Μέχρι και το αληθινό της όνομα. Όλα πήγαιναν καλά με τη νέα της σχέση και έμοιαζε η ζωή της να στρώνει όμως όχι. Το αγόρι της είχε άλλα σχέδια. Βρήκε λέει ένα παλιό του φίλο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε ένα καλό κόλπο που θα τους έκανε όλους πλούσιους. Ίσως αυτό ήταν που χρειαζόταν για να φύγουν από εκεί. Όμως την εκμεταλλεύτηκε, ενώ είχαν συμφωνήσει να την πάρει στα ψέματα όμηρο έκανε τα πάντα για να την φυλακίσει και να την κακοποιήσει. Έβαλε και όλη την ομάδα στο κόλπο αλλά εκείνη δεν μπορούσε να πει λέξη.

Ούτε και όταν έμαθε πως ο Μίλτος ήταν αθώος γιατί ο Πέτρος ήταν τόσο καλά δικτυωμένος που γνώριζε όλο τον κόσμο της παρανομίας και της παρακμής. Διάβολος με μορφή αγγέλου. Γνώριζε και τον Κυριάκο. Εκείνον που σκότωσε τον πατέρας της, εκείνον που πήγε να σκοτώσει και εκείνη. Δεμένη στο καλοριφέρ θα τη σκότωνε αμέσως με ένα σίγουρο και βασανιστικό θάνατο.

Είχε σκεφτεί την αυτοκτονία αλλά μετά κατάλαβε. Κατάλαβε πως ο Μίλτος δεν ήταν ο οποιοσδήποτε Μίλτος αλλά ήταν ο δικός της Μίλτος. Ο προστάτης της τα χρόνια που πήγαινε στο μαιευτήριο σπασμένη στο ξύλο. Ο φίλος της που προσπαθούσε να την κάνει να χαμογελάει. Ο παιδικός της έρωτας που δεν είχε φθαρεί στο χρόνο. Ήταν εκεί, παγιδευμένος από τον ίδιο άνθρωπο.

Τα είχε σχεδιάσει όλα στο μυαλό της. Θα πήγαινε στην αστυνομία και θα κατέθετε πως ο Πέτρος ήταν πίσω από όλα και εκείνος τον είχε αναγκάσει.

Περπάτησε αρκετά μέχρι που έφτασε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπιτάκι. Εκεί σε μια κρυψώνα κάτω από ένα σπασμένο ντουλάπι έσκαψε με τα χέρια της. Μετά από λίγη ώρα βρήκε κάτι παλιό, το μαγικό κουτί, το δικό τους κουτί. Ανοίγοντας το αισθάνθηκε σαν το μικρό κοριτσάκι που έπαιζε με τα δίδυμα αδελφάκια εκείνο τον καιρό που ίσως είχε λίγη ευτυχία μέσα της. Μέσα είχε ένα γράμμα. Με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε και με δάκρια στα μάτια ξεκίνησε να το διαβάζει:

203

Page 205: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

«Αγαπημένη μου Κατερίνα,ξέρω πως αν είσαι ζωντανή κάποια μέρα τα βήματα σου θα

σε οδηγήσουν εδώ. Ελπίζω η ζωή να σου τα έχει φέρει όμορφα και όλες οι πληγές που είχες στην ψυχή σου, όταν ήσουν μικρή να έχουν κλείσει. Για να το διαβάζεις αυτό σημαίνει πως δεν κατάφερα να σε βρω. Δεν έχω σταματήσει να σε αναζητώ, όμως δεν μπορώ να σε βρω πουθενά. Άραγε ξέρεις πως υπάρχω ακόμα; Με σκέφτηκες ποτέ; Εγώ σε αγαπώ. Είσαι η μόνη μου αληθινή ανέγγιχτη αγάπη. Τίποτα δεν μπόρεσε να σε σβήσει από μέσα μου.

Αν ψάξεις πιο μέσα στον τοίχο θα βρεις πλάκες χρυσού. Τα μάζευα για εσένα. Εμένα δεν μου χρειάζονται, ποτέ δεν μου χρειάστηκαν, ποτέ δεν μου έφεραν την ευτυχία. Εγώ είμαι καμένο χαρτί. Έχω πίσω μου μια ζωή γεμάτη λάθη και εγκλήματα. Αυτή τη στιγμή θα πάω να παραδοθώ, ίσως έτσι να καταφέρω να σώσω μια ζωή.

Μην δοκιμάσεις να με αναζητήσεις. Έχω χάσει κάθε ελπίδα για ευτυχία, μόνο για κακό θα είναι. Θέλω να είσαι καλά και ευτυχισμένη. Όπου και να είμαι ότι και να κάνω να ξέρεις πως θα σε αγαπώ μέχρι το τέλος μου.

Με απέραντη ατελείωτη αγάπηΜίλτος»

Το γράμμα της έπεσε από τα χέρια και την έπιασαν λυγμοί.

«Δεν πρόλαβα να του πω πως είμαι η Κατερίνα».

ΤΕΛΟΣ

204

Page 206: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ

Είμαι ελεύθερη επαγγελματίας και μαζί με το σύζυγο μου έχουμε την εταιρεία Impress (www.topalis.gr) . Η δουλειά μας είναι οι εισαγωγές/εξαγωγές και κατασκευή ειδών συσκευασίας.

Έχουμε δύο υπέροχα μικρά παιδάκια, όμορφα και έξυπνα και κάθε μέρα όταν τα κοιτάζω σκέφτομαι πως δεν μπορώ να τα αγαπήσω περισσότερο γιατί δεν γίνεται, δεν υπάρχει πιο πολύ. Χάρις σε αυτά ξεκίνησα να γράφω παιδικά παραμύθια.

Μου αρέσει να γράφω. Λατρεύω να φτιάχνω χαρακτήρες και να ζω μαζί τους τις περιπέτειες τους. Από μικρή έχω αυτό το κουσούρι και το ξεκίνησα γράφοντας ποιήματα, μετά ήρθαν οι στίχοι και μετά η εσωτερική ανάγκη να γράψω ένα μυθιστόρημα. Κάθε φορά που γράφω για έναν χαρακτήρα γίνομαι αυτός. Στην Κουνελοχώρα είμαι ένα γενναίο κουνελάκι ενώ στην «Εξομολόγηση» είμαι ένας εγκληματίας. Αυτό που μου αρέσει στη συγγραφή, είναι μπορώ να είμαι τα πάντα.

Όσο η συγγραφή είναι για μένα hobby θα διαθέτω όλα μου τα βιβλία δωρεάν. Τα βιβλία που έχουν μεταφράσει φίλοι μου τα έχω με ένα συμβολικό κόστος για τον κόπο τους.

Όνειρο μου είναι κάποια στιγμή να κάνω μόνο αυτό και να ζω ευτυχισμένα με την οικογένεια μου, με άπλετο χρόνο στην διάθεση μου. Δύσκολοι καιροί για τέτοια όνειρα όμως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία…σωστά;

Όσοι θέλετε να επικοινωνήσετε μαζί μου μπορείτε ελεύθερα:Follow me on Twitter: @RaniaSinFacebook: https://www.facebook.com/rania.synodinouEmail: [email protected]Τα υπόλοιπα βιβλία μου: http://www.smashwords.com/profile/view/raniasin

205

Page 207: Συνοδινού Ράνια - Εξομολόγηση.pdf

Πηγές

Εκπομπές «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη Πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Μαρίνας Σπύρου Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκηςhttp://el.wikipedia.org/wiki/

206