Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

12
Hourani Albert, Ιστορία των Αραβικών Λαών, μτφρ. Βύρων Ματαράγκας, Αθήνα 1994: Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη Το έργο του Hourani, Ιστορία των Αραβικών Λαών, είναι χωρισμένο σε πέντε σχετικά ίσα μέρη, που καθένα διαπραγματεύεται χρονολογικά την ιστορία των αραβικών λαών. Στο πρώτο μέρος διαπραγματεύεται την ιστορία των προϊσλαμικών χρόνων και τους πρώτους τέσσερις ισλαμικούς αιώνες (7 ο -10 ο χριστιανικούς). Στο δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται επί τροχάδην με τους διαδόχους του Μωάμεθ και τους εμφύλιους πολέμους που προκάλεσε η διαδοχή του, την ισλαμική επέκταση στο μεσανατολικό και βορειοαφρικανικό χώρο, τα χαλιφάτα των Αββασιδών και των Ουμμαγιαδών, καθώς και με τον διαχωρισμό των σιιτών από τους σουνίτες μουσουλμάνους. Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλύει τη διάσπαση της πολιτικής ενότητας του ισλαμικού κόσμου με την ίδρυση των επιμέρους χαλιφάτων καθώς και τις συνέπειες που είχε η διάσπαση για τον ισλαμικό κόσμο. Αναλύει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψαν τα τέσσερα μεγάλα χαλιφάτα στον 8ο αιώνα, των Αββασιδών στο Ιράκ, των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, των Ιντρισιδών στο Μαρόκο και των Ομμεϋαδών στην Ισπανία. Τονίζει ωστόσο την γλωσσική ενότητα του ισλαμικού κόσμου (βάσει της αραβικής γλώσσας) και την ενότητα της πίστης, την οικονομία, τον πολιτισμό και την τέχνη και έναν πρώτο απολογισμό της ισλαμικής ταυτότητας. Στο τέταρτο κεφάλαιο, τελευταίο του α' μέρους, ο συγγραφέας ασχολείται με τη θεολογία και τη μεταφυσική του Ισλάμ, το ζήτημα της ερμηνείας του Κορανίου και των βάσεων του καθημερινού τρόπου ζωής, του ηθικού κώδικα, το ζήτημα της

Transcript of Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

Page 1: Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

Hourani Albert, Ιστορία των Αραβικών Λαών, μτφρ. Βύρων Ματαράγκας, Αθήνα 1994: Εκδόσεις Νέα

Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη

Το έργο του Hourani, Ιστορία των Αραβικών Λαών, είναι χωρισμένο σε πέντε σχετικά ίσα μέρη,

που καθένα διαπραγματεύεται χρονολογικά την ιστορία των αραβικών λαών. Στο πρώτο μέρος

διαπραγματεύεται την ιστορία των προϊσλαμικών χρόνων και τους πρώτους τέσσερις ισλαμικούς αιώνες

(7ο-10ο χριστιανικούς).

Στο δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται επί τροχάδην με τους διαδόχους του Μωάμεθ και τους

εμφύλιους πολέμους που προκάλεσε η διαδοχή του, την ισλαμική επέκταση στο μεσανατολικό και

βορειοαφρικανικό χώρο, τα χαλιφάτα των Αββασιδών και των Ουμμαγιαδών, καθώς και με τον διαχωρισμό

των σιιτών από τους σουνίτες μουσουλμάνους.

Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλύει τη διάσπαση της πολιτικής ενότητας του ισλαμικού

κόσμου με την ίδρυση των επιμέρους χαλιφάτων καθώς και τις συνέπειες που είχε η διάσπαση για τον

ισλαμικό κόσμο. Αναλύει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψαν τα τέσσερα μεγάλα χαλιφάτα στον

8ο αιώνα, των Αββασιδών στο Ιράκ, των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, των Ιντρισιδών στο Μαρόκο και των

Ομμεϋαδών στην Ισπανία. Τονίζει ωστόσο την γλωσσική ενότητα του ισλαμικού κόσμου (βάσει της

αραβικής γλώσσας) και την ενότητα της πίστης, την οικονομία, τον πολιτισμό και την τέχνη και έναν πρώτο

απολογισμό της ισλαμικής ταυτότητας.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, τελευταίο του α' μέρους, ο συγγραφέας ασχολείται με τη θεολογία και τη

μεταφυσική του Ισλάμ, το ζήτημα της ερμηνείας του Κορανίου και των βάσεων του καθημερινού τρόπου

ζωής, του ηθικού κώδικα, το ζήτημα της παντοδυναμίας και των ιδιοτήτων του Θεού αλλά και του μεγέθους

της ανθρώπινης ελευθερίας και της ανθρώπινης βούλησης.

Το β' μέρος του βιβλίου μελετά την ισλαμική ιστορία από τον 11ο ως τον 15ο αιώνα. Είναι μια

εποχή που το Ισλάμ συνεχίζει να εξαπλώνεται και εν πολλοίς έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στο

πέμπτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας κάνει μια εκτενή περιγραφή των διαφόρων περιοχών του ισλαμικού

κόσμου και το πως η γεωγραφία επηρέασε στη διαμόρφωση του καθημερινού τρόπου ζωής και της

κοινωνικής οργάνωσης των κατά τόπους ισλαμικών πληθυσμών. Εν συνεχεία, στο έκτο κεφάλαιο,

προχωρά στην επίδραση που ασκεί η γεωγραφία, το κλίμα, το έδαφος στην οικονομία και την κοινωνία,

στον συμβατικό χωρισμό των κατοίκων σε καλλιεργητές και νομάδες, που αλληλεπιδρούν και

αλληλοκαλύπτουν τις ανάγκες τους, ισχυροποιώντας κατά τόπους τη μια ή την άλλη ομάδα.

Το έβδομο και το όγδοο κεφάλαιο περιγράφουν την ισλαμική πόλη. Στο έβδομο κεφάλαιο μιλά

για την προέλευση των αραβικών πόλεων, που ξεκίνησαν ως τοπικές εμποροπανηγύρεις και εβδομαδιαίες

αγορές ή ιερά σημεία. Σε γενικές γραμμές δεν ήταν μεγάλες και είχαν τοπικούς κυβερνήτες. Σιγά-σιγά η

εξάπλωση του ισλαμικού κόσμου δημιούργησε μια αλυσίδα μεγάλων πόλεων. Οι κοινωνικές τάξεις που

κατοικούσαν σε αυτές ήταν μεγαλέμποροι, τεχνίτες και μικρέμποροι, σκλάβοι, μουσουλμάνοι και μη

μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Το εμπόριο διεξαγόταν από μουσουλμάνους ή ευρωπάιους μέσω

Page 2: Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

συνεταιρισμών ή μεσαζόντων. Οι σκλάβοι απαγορευόταν να νείναι μουσουλμάνοι, ενώ οι γυναίκες είχαν

κοινωνικά περιορισμένη θέση, αλλά ισχυρή παρουσία στην οικογένεια. Οι μη μουσουλμάνοι συχνά

διώκονταν και κατέβαλλαν ειδικό φόρο. Οι πόλεια παρουσίαζαν στον ιδιωτικό τομέα ιδιαίτερα εσωστρεφή

αρχιτεκτονική, ενώ οι δημόσιοι χώροι αναπτύσσονταν σε δυο πυρήνες, την αγορά, και το μεγάλο τζαμί. Με

την πάροδο των ετών αναπτύχθηκε καλό οδικό δίκτυο που συνέδεε τις πόλεις μεταξύ τους.

Στο όγδοο κεφάλαιο αναλύονται οι σχέσεις κυβέρνησης και κυβερνωμένων σε μια πόλη. Πολλές

πόλεις ιδρύθηκαν από δυναστείες και συνδέθηκαν με αυτές. Οι κυβερνήτες ζούσαν συνήθως σε

απομόνωση από την υπόλοιπη πόλη και συχνά αυτοί που διορίζονταν από την κεντρική εξουσία δεν ήταν

αποδεκτοί. Στις πόλεις βρίσκουμε οργανωμένη γραφειοκρατία, αστική ελίτ, οργανωμένα ιεροδικεία, αν και

συχνά την ποινική δικαιοσύνη ασκεί ο ίδιος ο κυβερνήτης. Τα συμφέροντα της πόλης και του κυβερνήτη

συχνά ήταν αμοιβαία, αλλά εξίσου συχνά και αποκλίνοντα. Οι επαγγελματικές και θρησκευτικές κοινότητες

επιτηρούνταν από την κυβέρνηση, οι ταραχές στο εσωτερικό δεν είναι συχνές. Παράλληλα η πόλη ελέγχει

και την ύπαιθρο ώστε να εξασφαλίζει την τροφοδοσία της, την κρατική "άμυνα", μέσω οδικού δικτύου ή

περιφερειακών αστικών κέντρων για να εξασφαλίζεται η επικοινωνία. Την εξουσία εξασφάλιζαν ηθικοί

θεσμοί, που δεν είναι απαραίτητοι εξ ορισμού. Η έννοια του χαλιφάτου εννοείται ως μοναδική, με

δυνατότητα μερικής παραχώρησης, ώστε να δικαιολογηθεί η ιστορική πραγματικότητα της διάσπασης.

Στα τέσσερα επόμενα κεφάλαια εξετάζεται η σκέψη του Ισλάμ. Στο ένατο ο συγγραφέας αναλύει

τις πέντε Στήλες του Ισλάμ: τη Σαχάντα, τη δήλωση «Ένας Θεός και ο Προφήτης Μωάμεθ», τη Σαλάτ, τις

πέντε ημερήσιες προσευχές, το Ζακάτ, την γενναιοδωρία προς τους φτωχούς και τις ευεργεσίες, το Σαούμ,

τη νηστεία κατά το Ραμαζάνι και το Χατζ, το προσκύνημα στη Μέκκα που ο μουσουλμάνος πρέπει να κάνει

τουλάχιστο μια φορά στη ζωή του. Πριν κλείσει το κεφάλαιο ο συγγραφέας μιλά για την δημιουργία

διαφόρων ασκητικών πρακτικών που επικεντρώνονται είτε στην προσκόλληση στη Σαριά, τον ιερό νόμο

είτε στις διάφορες μεθόδους προσωπικής εμπειρικής αναζήτησης του Θεού.

Στο δέκατο κεφάλαιο μιλά για τους ουλεμάδες, θρησκευτικούς λόγιους, που ασχολούνταν με την

ερμηνεία του Κορανίου, καθώς και με τις νομικοηθικές σχολές που δημιουργήθηκαν σε διάφορα μέρη του

ισλαμικού κόσμου. σε γενικές γραμμές ο δρόμος που ακολούθησαν ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ Σαριά,

Κορανίου και Χαντίθ (πεπραγμένων του Μωάμεθ – παραδόσεις). Το ενδέκατο κεφάλαιο ασχολείται με την

συνάντηση της ισλαμικής με την χριστιανική και ιουδαϊκή φιλοσοφία, τις αντιθέσεις που επήλθαν από τον

συγκερασμό των φιλοσοφιών με το γράμμα του Κορανίου. Τέλος στο δωδέκατο κεφάλαιο ο συγγραφέας

περιγράφει τον υλικό και λογοτεχνικό πολιτισμό της περιόδου στις κυριότερες εκφάνσεις του (λογοτεχνία,

ποίησης, αρχιτεκτονική, μουσική, επιστήμες και το γνωστό μας κείμενο Χίλιες και Μία Νύχτες)

Το τρίτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την οθωμανική κυριαρχία στα αραβικά εδάφη

καλύπτοντας από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα. Το δέκατο τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τα ιστορικά γεγονότα

της περιόδου. Μετά την πτώση των Αββασιδών, ως τον 14ο αιώνα έχουμε συνεχείς αλλαγές δυναστειών,

τόσο επειδή αυτές ήταν αδύναμες, όσο και λόγω σφετερισμών αλλά και συνεχώς πολεμικών συρράξεων ή

φυσικών καταστροφών. Το 13ο αιώνα το σουλτανάτο των Οθωμανών είχε ισχυροποιήσει τη θέση του και

Page 3: Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

επεκτεινόταν διαρκώς στον ευρωπαϊκό, ασιατικό και αφρικανικό χώρο, ασκώντας ως τα 1580 επεκτατική

πολιτική. Στη συνέχεια περιγράφει την οργανωτική δομή, που υπήρξε η ισχυρότερη μετά τη Ρωμαϊκή

Αυτοκρατορία., πολυεθνική, πολυφυλετική, πολυθρησκευτική αυτοκρατορία, με πληθυσμούς ή περιοχές

που απολάμβαναν συγκεκριμένα προνόμια για κάποιο λόγο, ηγεσία απομονωμένη από το λαό, κράτος

οργανωμένο σε φορολογικές και διοικητικές μονάδες. Η ιδεολογία του κράτους συγκέντρωνε στοιχεία της

παλιάς περσικής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, και στοιχεία έντονα ισλαμικής παράδοσης. Ο σουλτάνος

ήταν θρησκευτικά προσανατολισμένος και απ’ τα κύρια καθήκοντά του ήταν η οργάνωση του χατζ,

επιβεβαιώνοντας την εξουσία του και διατηρώντας τη σαριά, οργανώνοντας τη νομικοθρησκευτική

εκπαίδευση, απαραίτητη για τους κρατικούς λειτουργούς και συνθέτοντας ένα περίπλοκο δίκτυο διοίκησης

για να κρατήσει την εσωτερική συνοχή του κράτους.

Στο επόμενο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει την οθωμανική κοινωνία. Εμπορική και

αγροτική επί το πλείστον, παρουσίαζε αυξητικές τάσεις στον πληθυσμό και αρκετά έντονη αστυφιλία. Τα

φορολογικά έσοδα δαπανούνταν για τη συντήρηση του στρατού και του κρατικού μηχανισμού. Την εποχή

αυτή έχουμε μεγάλη ανάπτυξη στις αραβικές επαρχίες, στις οποίες βρίσκουμε συχνά ιθύνουσες ομάδες να

σχηματίζουν τοπικά πολιτισμικά και άλλα χαρακτηριστικά καθώς και για πρώτη φορά εμφανίζονται

χριστιανικοί πληθυσμού που εκφράζονται πολιτιστικά μέσω του αραβικού πολιτισμού.

Το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο ασχολείται με την «παρακμή» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η

οθωμανική παρακμή ευνοεί τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ήδη από το μέσο του 16 ου αιώνα έχουν συναφθεί

ιδιαίτερα ευνοϊκές οικονομικές συμφωνίες ανάμεσα στην Ευρώπη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι

διομολογήσεις. Παράλληλα και στο εσωτερικό της χώρας εμφανίζονται έντονα περιφερειακές ελίτ, που

προέρχονται από τους φατριασμούς των ανωτέρων κλιμακίων εξουσίας. Οι ανώτερες αυτές ελίτ γνωρίζουν

ότι ο ισλαμικός κόσμος έχει επαφές με τη Δύση κι ότι ο ισλαμικός κόσμος αρχίζει να χάνει έδαφος τόσο

λόγω των διομολογήσεων, όσο και μέσω της ίδρυσης από τους Ευρωπαίους αποικιών κι εμπορικών

σταθμών στην Αφρική και την Ασία.

Στο δ’ μέρος του έργου του ο συγγραφέας δείχνει τη σταδιακή άνοδο της Ευρώπης σε σχέση με

τον ισλαμικό κόσμο από το 1800 ως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναλύει τις σχέσεις των δυο κόσμων. Στο

δέκατο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζει την εκστρατεία του Ναπολέοντα ως μια απειλή για τον ισλαμικό κόσμο,

εφόσον κατακτά την Αίγυπτο, αλλά και την άνοδο των τοπικών εθνικών ομάδων στην Αυτοκρατορία, ως

αποτέλεσμα των περιορισμών στη βρετανική και γαλλική ναυτιλία. Τα ευρωπαϊκά κράτη και η Ρωσία

επιθυμούσαν να έχουν ρυθμιστικό ρόλο πλέον στην τύχη της αυτοκρατορίας και να κηδεμονεύουν τις εκεί

σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών. Οι ευρωπαϊκές ιδέες διαδόθηκαν στο εσωτερικό της

αυτοκρατορίας και προκάλεσαν εξεγέρσεις και ανεξαρτητοποιήσεις εδαφών, πχ Ελλάδα (1830),

αναγκάζοντας παράλληλα το Σουλτάνο να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) πάνω σε ευρωπαϊκά

πρότυπα. Η Ευρώπη αρχίζει να βάζει τα όρια που εκείνη θέλει στην οθωμανική εξουσία. Οι όλες εξελίξεις

λειτουργού προς όφελος της ανώτερης ελίτ, που επιθυμεί αυτονομία και το θρησκευτικών ηγετών, των

ουλεμάδων.

Page 4: Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

Στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο, ο συγγραφέας αναλύει πιο συγκεκριμένα, διάφορες πτυχές της

κηδεμονοποίησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Ευρωπαίους. Η Ευρώπη στον 19 ο αιώνα

επιθυμεί την κηδεμονία αλλά και την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, για να αντιμετωπίσει τα επιμέρους

αντιμαχόμενα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αυτό το καταφέρνει με πολιτικές οικονομικής

διείσδυσης, τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ που θέτει υπό ευρωπαϊκή κηδεμονία την Αίγυπτο,

ελεγχόμενες κυβερνήσεις κλπ. Παράλληλα ο πληθυσμός αυτήν την περίοδο αυξάνει ξανά, αλλά το βιοτικό

επίπεδό του παραμένει χαμηλό, ενώ οι Ευρωπαίοι σχηματίζουν μεγάλες μειονότητες στις ισλαμικές

μεγαλουπόλεις. Την εποχή αυτή αναπτύσσονται πολύ οι πόλεις λιμάνια και παρακμάζουν οι πόλεις της

ενδοχώρας, μετά την ανάπτυξη της ατμοκίνητης ναυτιλίας και του σιδηροδρόμου.

Παράλληλα με την εισχώρηση των Ευρωπαίων σε πολιτικό επίπεδο, στην Ευρώπη

αναπτύσσεται ο οριενταλισμός, το ενδιαφέρον για τους ισλαμικούς λαούς. Οι οθωμανικές ελίτ τείνουν να

εξευρωπαϊστούν και να οδηγήσουν προς εξευρωπαϊσμό και την κοινωνία, αντικαθιστώντας συχνά την

αραβική γλώσσα και σταματώντας να εξαρτούν την κοινωνική ανέλιξη από την πίστη στην ισλαμική

παράδοση. Τέτοιες απόπειρες έθεσαν τον προβληματισμό, ως που πρέπει να προχωρήσουν αυτές οι

διαδικασίες. Την εποχή αυτή γεννιούνται και οι εθνικισμοί, για διαφορετικούς λόγους ανά τόπο, στον

ισλαμικό κόσμο όμως δυο είναι οι κύριοι, ο αραβικός και ο τουρκικός.

Τα παρεπόμενα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναλύονται στο δέκατο ένατο κεφάλαιο. Η

Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε και δημιουργήθηκα νέα κράτη υπό ευρωπαϊκή επιτροπεία. Οι

μουσουλμανικοί πληθυσμοί ζητούσαν την αντιπροσώπευσή τους στα εθνικά κοινοβούλια των Δυνάμεων

ως ισότιμα μέλη. Οι Ευρωπαίοι ιδιοποιήθηκαν γη στις προστατευόμενες χώρες και εξελίχθηκαν σε

μεγαλογαικτήμονες, που μαζί με τις παλιές τοπικές ελίτ σχημάτισαν μια νέα μικτή ελίτ που συμμετείχε στην

διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς όμως να ασκούς σοβαρή πολιτική δράση ή να οργανώνονται σε κόμματα.

Ο Μεσοπόλεμος είναι το θέμα του εικοστού κεφαλαίου. Κύρια σημεία στα οποία κάνει μνεία ο

συγγραφέας είναι η πληθυσμιακή αύξηση στις ισλαμικές χώρες, η μετατροπή του νομαδικού πληθυσμού

σε αγροτικό ή αστικό, η επέκταση των πόλεων και ο κοινωνικός καταμερισμός της οικιστικής τους, η

ανάπτυξη οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, η ευρωπαϊκή πολιτιστική επιρροή, η προσπάθεια να

βελτιωθεί η θέση της γυναίκας, η επανερμηνεία ή απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς κανόνες του

σαριά ειδικά από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις αλλά και ο αναπτυσσόμενος εθνικισμός, ειδικά στην

Αίγυπτο, τον οποίο υποστήριζαν ειδικά οι χαμηλές παραδοσιακές τάξεις που έμειναν πιστότερες στον

ισλαμικό νόμο.

Στο ε’ μέρος και τελευταίο, ο συγγραφέας ασχολείται με το Ισλάμ μεταπολεμικά. Στο εικοστό

πρώτο κεφάλαιο μιλά για την εξάπλωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μέση Ανατολή και στην ισλαμική

Βόρεια Αφρική. Οι ήττες των ευρωπαϊκών δυνάμεων τις αποδυνάμωσαν στα μάτια όσων κηδεμόνευαν, οι

οποίοι οργάνωσαν την Ένωση Αραβικών Κρατών (1944-45). Στα επόμενα 20 χρόνια οι αραβικές χώρες

ανεξαρτητοποιήθηκαν πλήρως από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το 1948 όμως δημιουργήθηκε το κράτος του

Ισραήλ, το οποίο δημιουργήθηκε σε μια περιοχή με μεγάλο αραβικό πληθυσμό, την οποία διεκδικούσαν

Page 5: Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

και οι Παλαιστίνιοι. Το Ισραήλ δε δέχτηκε μετοικήσεις αραβικών πληθυσμών. Την ίδια εποχή, ο Νάσερ

στην Αίγυπτο εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ και τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες. Το 1954 ξέσπασε

επανάσταση στην Αλγερία που κατέληξε το 1962 στην ανεξαρτητοποίηση και το 1956 κρίση στο Σουέζ που

έδειξε ότι η Αγγλία και η Γαλλία δεν μπορούσαν να επιβληθούν στον κόσμο όπως παλιά.

Στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με κοινωνικά προβλήματα

μεταπολεμικά. Η πληθυσμιακή αύξηση τις δεκαετίες του 40 και του 50 έγινε πιεστική, ειδικά στις πόλεις,

υποχρεώνοντας το κράτος να αναλάβει αναπτυξιακές πολιτικές. Το 1960 ιδρύθηκε ο Οργανισμός

Πετρελαιοπαραγωγικών Κρατών για να ρυθμίσει τις τιμές του πετρελαίου. Σε γενικές γραμμές, η

ανεξαρτησία βάθυνε ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων στις αραβικές χώρες. Το

κράτος ανέλαβε όλους τους πρώην αποικιοκρατικούς θεσμούς, αστυνομία, στρατό κλπ και μπορούσε έτσι

να παρέμβει σε πολλά και πολλαπλά επίπεδα. Όσο στις πόλεις κυριάρχησε ένας έντονος εξευρωπαϊσμός

και πολλά αγαθά έγιναν πολύ πιο προσιτά, τόσο η ύπαιθρος έμεινε ουσιαστικά ανεπηρέαστη από κάθε

αλλαγή.

Στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο ο Hourani εξετάζει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς των σύγχρονων

αραβικών κρατών. Η παιδεία εξαπλώνεται εξαιτίας του εθνικισμού και των θεωριών ανθρωπίνου

δυναμικού που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή. Επιλέον τη μαζική μόρφωση υποβοήθησαν και τα μέσα

μαζικής ενημέρωσης κι επικοινωνίας που διαδίδονταν ταχύτατα, οι εκδόσεις , οι μεταφράσεις ξένων

επιστημονικών και άλλων έργων, η ύπαρξη ξένων σχολείων. Παράλληλα αναπτύχθηκαν εκ νέου ισλαμικά

κινήματα για να διερευνήσουν μέχρι πιο βαθμό και αν θα έπρεπε να προχωρήσει αυτή η μοντερνιστική

διαδικασία.

Στο εικοστό τέταρτο και εικοστό πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται ο αραβισμός, η επιθυμία των

αραβικών χωρών να μην εμπλακούν στη διαμάχη των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. και να ανήκουν τον Τρίτο

Κόσμο, να αισθάνονται μέρη μιας αραβικής ενότητας, να ακολουθήσουν ένα αναπτυξιακό και εξισωτικό

τύπο διακυβέρνησης. Η τάση αυτή αφομοιώθηκε διαφορετικά από χώρα σε χώρα και σπάνια βρέθηκαν

κόμματα που να εκφράζουν ολοκληρωτικά μια κοινωνία. Σημαντική εδώ υπήρξε η επίδραση του Αιγύπτιου

ηγέτη Νάσερ, που πίστευε ότι η πολιτική δημοκρατία συμβαδίζει με την κοινωνική. Μέσα στα πλαίσια του

αραβισμού εντάσσει ο συγγραφέας τους αραβο-ισραηλινούς πολέμους του 1967 και του 1973 που έληξαν

με συντριβή των Αράβων. Η Ευρώπη όμως εξαρτάται ενεργειακά από τους Άραβες που την δεκαετία του

1970 για να εκβιάσουν προς μια λύση του παλαιστινιακού και για να πιέσουν το Ισραήλ αυξάνουν την τιμή

του πετρελαίου, προκαλώντας κρίση οικονομική. Πάντως με τον καιρό οι σχέσεις μεταξύ του αραβικού

κόσμου ψυχραίνονται και η ενότητα ραγίζει, κυρίως εξαιτίας αντιμαχόμενων οικονομικών συμφερόντων.

Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας προσπαθεί να συμπυκνώσει την κατάσταση στον

αραβικό κόσμο της εποχής μας, η έστω ως το δεκαετία του 1990 που γράφηκε το βιβλίο. Μιλά για τις

διάφορες σιιτών-σουνιτών, τη θέση της γυναίκας, τις κοινωνικές και οικονομικές διαφορές. Μιλά για τα

προβλήματα ετεροπροσδιορισμού και αυτοκαθορισμού του αραβικού κόσμου, για τα ζητήματα ανανέωσης

ή επιστροφής στη θρησκευτική παράδοση ή την προσαρμογή στα νέα παγκόσμια δεδομένα.

Page 6: Βιβλιοπαρουσίαση του Hourani A., Ιστορία των Αραβικών Λαών,

Το βιβλίο του Albert Hourani, Ιστορία των Αραβικών Λαών, καλύπτει με εξαιρετική σαφήνεια και

οργάνωση την ιστορία του αραβικού χώρου, όλου του χώρου που επηρέασαν οι αραβικές κατακτήσεις.

Κινείται με άνεση τόσο στα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα, όσο και στα πολιτιστικά, κοινωνικά,

φιλοσοφικά-θεολογικά και οικονομικά φαινόμενα, καλύπτοντας ένα ευρύ πεδίο διαφορετικών γνωστικών

αντικειμένων και παρουσιάζοντας την αραβική ιστορία πολύπλευρα και κατά το δυνατόν ολόπλευρα. Ο

συγγραφέας κάνει πολύ καλή προσπάθεια στο να καλύψει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και να

καταστήσει τον ισλαμικό κόσμο το δυνατόν πιο κατανοητό, θεωρώντας ότι κάθε έκφανση του είναι

αλληλένδετη με τις άλλες και δε μπορεί κανείς να κατανοήσει πχ τα πολιτικά γεγονότα χωρίς αναφορά στα

θρησκευτικά ή στα φιλοσοφικά.

Μια διαφοροποίηση που μπορεί να εντοπίσει κανείς με την πάροδο των κεφαλαίων είναι το

γεγονός ότι ενώ αρχικά αναφέρεται και σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές του αραβικού κόσμου πχ στην

Κεντρική Ασία, όσο πλησιάζει χρονικά στην εποχή μας, απομακρύνεται από αυτές και «περιορίζεται» στις

χώρες της Μεσογείου. Αυτό μπορεί να γίνεται επειδή ο συγγραφέας έχει την προοπτική στο νου του ότι το

βιβλίο θα διαβαστεί από ένα κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκό ή αμερικάνικο κοινό. Γεγονός είναι πάντως ότι

δεν αναφέρεται καθόλου στη σχέση των Σοβιετικών πχ με τους ισλαμικούς πληθυσμούς των σοβιετικών

δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας.

Είναι το πρώτο τόσο ευρέως πεδίου σύγγραμμα για την αραβική ιστορία που κυκλοφόρησε στα

ελληνικά, όπου έτυχε μιας πολύ καλής μετάφρασης, αν και θα ήταν καλυτερο οι αραβικοί όροι να είχαν

μεταφραστεί ως αραβικοί και όχι ως αγγλικοί (πχ το χαντίθ- τα χαντίθ κι όχι τα χαντίθς).

Πριν λίγα χρόνια το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Caren Armstrong, Ισλάμ, μια σύντομη

ιστορία. Ακολουθεί μια παράλληλη χρονολογική πορεία, αλλά είναι πολύ μικρότερο σε έκταση και

επικεντρώνεται κυρίως σε ζητήματα πολιτικά-στρατιωτικά και θεολογικά με τη γενικότερη έννοια. Ωστόσο,

για μια πανεπιστημιακή διδασκαλία, τα δυο βιβλία θα μπορούσαν να αποτελέσουν το ένα για το άλλο ένα

εξαιρετικό συμπλήρωμα.