ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ...

10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ 7 ο Μάθημα Ιστοσελίδα μαθήματος "Introduction to Sociology" 2007 course http :// sociologist 2007. googlepages . com / Αρχική σελίδα Ομάδας: http :// groups . google . com / group / sociology -2007 Email Ομάδας: sociology -2007@ googlegroups . com

description

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ https://sites.google.com/site/sociologist2007/Διδάχθηκε στο ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣΤΟΥ ΑΤΕΙ ΠΑΤΡΑΣ - ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ (2007-2008)

Transcript of ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ...

Page 1: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ

7ο Μάθημα

Ιστοσελίδα μαθήματος "Introduction to Sociology" 2007 course http :// sociologist 2007. googlepages . com / Αρχική σελίδα Ομάδας: http :// groups . google . com / group / sociology -2007 Email Ομάδας: sociology -2007@ googlegroups . com

Page 2: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Ο Alfred Schutz και η φαινομενολογία του κοινωνικού κόσμου

Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Άλφρεντ Σουτς ξεκινά με βάση το έργο του Βέμπερ για τους «ιδεότυπους» και το επεκτείνει αναθεωρώντας ορισμένες παραδοχές του.1 Θεωρεί ότι ο «ιδεότυπος» είναι μια υπερβολικά επιστημονική έννοια και ότι πρέπει να «γειώνεται» στις πράξεις συμβολοποίησης και προτυποποίησης που εκτελούν τα συνηθισμένα απλά μέλη της κοινωνίας. Ο κοινωνικός επιστήμονας απλώς συγκροτεί πρόσθετες ή δευτέρας τάξεως προτυποποιήσεις με βάση αυτές που έχουν ήδη δημιουργήσει στην καθημερινή τους ζωή οι άνθρωποι. Ο Σουτς χρησιμοποιεί τον όρο «βιόκοσμος» για να εκφράσει την έννοια της «καθημερινής ζωής».2 Η αρχική έννοια του Χούσερλ παραπέμπει στην προσέγγιση της γνώσης που εστιάζει στην εμπειρία που έχουμε για τα πράγματα, ανεξαρτήτως του αν αυτά υπαρκτά ή όχι, ή είναι οπτικές αυταπάτες ή από τι αποτελούνται. Έτσι ο βιόκοσμος είναι ο κόσμος της λεγόμενης «κοινής λογικής». Ο Σουτς αναφέρεται στον κοινωνικό κόσμο τον οποίο ερμηνεύουμε και που του αποδίδουμε νόημα μέσω των συμβολοποιήσεων-προτυποποιήσεών μας. Όταν τα χαράματα χτυπάει η πόρτα και ανοίγοντας βλέπουμε ένα άτομο ντυμένο με στολή αστυφύλακα, θεωρούμε ότι πρόκειται για όργανο της τάξης και συμπεριφερόμαστε ανάλογα. Μπορεί, βέβαια, να είναι ληστής που παριστάνει τον αστυφύλακα ή έφηβος που γυρνάει από αποκριάτικο μπαλ-μασκέ και χτύπησε λάθος πόρτα. Άρα, αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε τον κόσμο με βάση ένα «απόθεμα γνώσεων» που διαθέτουμε και για το οποίο δεν προβληματιζόμαστε συχνά.3 Στο έργο του «Ο ξένος» τονίζει ότι ζούμε εντός πολλαπλών κοινωνικών ταυτοτήτων, σύμφωνα με τη φύση των γνώσεών μας για τους ανθρώπους, τα μέρη κ.ο.κ. Μπορούμε να φτιάξουμε ομόκεντρους κύκλους ανθρώπων που γνωρίζουμε και με τους οποίους έχουμε πολύ στενές σχέσεις, ανθρώπων που (ανα)γνωρίζουμε ή που ξέρουμε τα ονόματά τους, ανθρώπων που έχουμε δει μόνο στην τηλεόραση κ.ο.κ.

Ο Σουτς δεν ήταν αποκλειστικής και πλήρους απασχόλησης ακαδημαϊκός και έγραψε μόνο δοκίμια. Παρ’ όλα αυτά, το όνομά του γνώρισε δόξες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960-70 με την έκρηξη των ριζοσπαστικών μορφών πολιτικο-κοινωνικής διαμαρτυρίας των φοιτητικών και των εναλλακτικών κινημάτων που ανέδειξαν το ζήτημα των πολλαπλών κοινωνικών ταυτοτήτων (φεμινιστικό, οικολογικό, νεολαιίστικο, ομοφυλοφίλων κλπ.). Ο ίδιος δε θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικό ή πνευματικό ριζοσπάστη αλλά έκρινε ότι το έργο του ήταν συμπληρωματικό στις λειτουργιστικές κοινωνιολογικές και νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες. Προσθέτει, επομένως, όπως ο ίδος τόνισε, ένα σημείο σύνδεσης της καθημερινής κοινής λογικής κοινωνικής κατανόησης με την πιο συστηματική ανάλυση.

Όταν ο Σουτς μετανάστευσε τελικά στις ΗΠΑ, εκτός από τους οπαδούς του Χούσερλ, συνδέθηκε με τον αμερικανικό πραγματισμός που, όπως γνωρίζουμε, εξέφραζαν ο Μηντ και η Σχολή του Σικάγο.

Ο Erving Goffman και η δραματουργία

Ο Erving Goffman, ο οποίος πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από την Κοινωνιολογική Σχολή του Σικάγο (έκανε έρευνα πεδίου ήταν στα Σκοτσέζικα νησιά Σέτλαντ), θεωρεί ότι η έννοια της «παράστασης» (performance) ή «εκτέλεσης των κοινωνικών ρόλων σημαίνει αυτό ακριβώς. Δηλαδή στην καθημερινή μας ζωή «είμαστε στη σκηνή» κινούμενοι μεταξύ προσκηνίου και παρασκηνίου. Η μεγαλύτερη συμβολή του Goffman στην κοινωνική θεωρία και την κοινωνιολογία είναι η θεώρηση της συμβολικής διαντίδρασης ως δραματουργική προοπτική σε μια προσπάθεια διόρθωσης των λαθών της.4 Για τον Γκοφμαν η κοινωνία δεν είναι μια ενιαία

1 Schutz A. (1967) The Phenomenology of the Social World. Evanston, Il: Northwestern University Press. 2 Τον δανείστηκε από το έργο του φιλόσοφου Edmund Husserl, o οποίος ορίζει τη φαινομενολογία ως την αναστοχαστική μελέτη της ουσίας της συνείδησης όπως βιώνεται από την οπτική γωνία του πρώτου προσώπου. Βλ. Χούσερλ, Ε. (2005) Φαινομενολογία, Αθήνα: Εκδ. Κριτική.3 Βλ. Schutz, A. (1962) Collected Papers I: The Problem of Social Reality, The Hague: Martinus Nijhoff.4 Βλ. Goffman, E. (1956) The Presentation of Self in Everyday Life. Edinburgh, UK: University of Edinburgh [ελλ. έκδ. Γκόφμαν, Ε. (2006) Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή. Αθήνα:

Page 3: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

κατασκευή. Πρέπει να δρούμε ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να κινούμαστε. Το πλαίσιο το οποίο πρέπει να κρίνουμε δεν είναι η κοινωνία γενικώς αλλά το συγκεκριμένο. Υπάρχει, όμως, το ευρύτερο πλαίσιο που αποτελεί τη βάση των κανονικών καθημερινών ανταλλαγών μας πρόσωπο με πρόσωπο, αυτών των «θεατρικών κινήσεων». Η ζωή είναι ένα θέατρο. Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή κι εμείς απλοί ηθοποιοί. Στην καθημερινή μας ζωή εκπέμπουμε δύο σήματα-σινιάλα στις κοινωνικές διαντιδράσεις μας. Η εκφραστικότητα του ατόμου εμφανίζεται να αποτελείται από δύο διαφορετικά είδη σημάτων: την έκφραση που δίνει και την έκφραση που εκπέμπει. Ντυνόμαστε για να προξενήσουμε εντύπωση και συνεχώς παρακολουθούμε και αξιολογούμε τις εντυπώσεις που δημιουργούμε. Συμμετέχουμε διαρκώς σε μια «ιεροτελεστία» διαντιδράσεων. Έτσι όπως δεχόμαστε τους επισκέπτες και τους δείχνουμε ορισμένα δωμάτια αλλά μερικά τα κρατάμε ερμητικά κλειστά από το δημόσιο βλέμμα, έτσι παρουσιάζουμε ορισμένα κομμάτια του εαυτού μας και κρύβουμε άλλα.

Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται η σχέση μεταξύ της παράστασης (performance) και του προσκηνίου. Αντίθετα με άλλους συγγραφείς που έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη μεταφορά ο Γκόφμαν μοιάζει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα στοιχεία της ηθοποιίας. Δηλαδή, ότι ένα ηθοποιός (δρων υποκείμενο) ερμηνεύει ένα ρόλο μέσα σε ένα σκηνικό που κατασκευάζεται και αποτελείται από προσκήνιο και παρασκήνιο, χρησιμοποιεί τα επί σκηνής αντικείμενα, παρακολουθείται από ένα κοινό αλλά ταυτόχρονα είναι ο ίδιος το κοινό της παράστασης των θεατών του. Σύμφωνα με τον Γκόφμαν, το κοινωνικό δρων υποκείμενο έχει την ικανότητα να επιλέγει τη σκηνή και τα αντικείμενά του, καθώς και τα κουστούμια που θα φορέσει ενώπιον ενός κάθε φορά συγκεκριμένου κοινού. Ο κύριος σκοπός του ηθοποιού είναι να διατηρήσει τη δική του λογική συνοχή και να προσαρμόζεται στο σκηνικό που του προσφέρεται. Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται με την διαντίδρασή του με τους άλλους ηθοποιούς. Ως ένα σημείο, αυτή η θεώρηση γεφυρώνει τη δομή και τη δράση, καθώς ενδυναμώνει τη μία (δηλαδή τη συμμετοχή) και περιορίζει την άλλη (δηλαδή τη δομή). Πέραν τούτων, ο Γκόφμαν ασχολείται με τη θεμελιώδη σημασία του συμφωνημένου εκ των προτέρων ορισμού της κατάστασης σε μια δεδομένη διαντίδραση, έτσι ώστε να αποδώσει συνοχή στην διαντίδραση. Ενδέχεται, σε ορισμένες διαντιδράσεις ή παραστάσεις τα εμπλεκόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα μέλη του κοινού και παρουσιαστές. Οι δρώντες συχνά ενισχύουν τη δημιουργία εντυπώσεων που αντανακλούν καλά πάνω στους εαυτούς τους και ενθαρρύνουν τους άλλους να αποδεχθούν τον προτιμώμενο ορισμό τους. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας ότι όταν ο συμφωνηθείς ορισμός καταρρεύσει, ορισμένοι ή όλοι οι δρώντες μπορεί νξα υποκρίνονται ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε αν πρόκειται να έχουν κέρδος ή δεν θέλουν να διαταράξουν την ηρεμία.

O Γκόφμαν ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι, αντί να συμπεριφέρονται κατά τρόπο συνεπή σε σχέση με τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ενιαίου χαρακτήρα, αποκαλύπτουν διαφορετικά τμήματα του εαυτού τους σε συγκεκριμένα πλαίσια ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Έχουμε τη δυνατότητα –και, άλλωστε το κάνουμε αυτό- να φοράμε διαφορετικές κοινωνικές μάσκες όταν διαντιδρούμε με τους φοιτητές/τριες, τους εργοδότες, τους/τις συναδέλφους μας, τους γείτονές μας ή τους επαγγελματίες που μας εξυπηρετούν (π.χ. στεγνοκαθαριστές, κουρείς κλπ.) Δεν πρόκειται για έλλειψη αυθεντικότητας αλλά προσαρμογής. Δηλαδή, φοράμε τις διαφορετικές μάσκες που μας βοηθούν να συμπεριφερόμαστε με τον καταλληλότερο τρόπο ανάλογα με τον εκάστοτε κοινωνικό μας ρόλο στα διαφορετικά κοινωνικά σκηνικά (settings) που έχουν τα δικά τους συμφραζόμενα. Ας υποθέσουμε ότι μας «ξεμασκαρεύουν». Τι θα μείνει τελικά; Αντί να δει ο κόσμος τον «αυθεντικό εαυτό μας» θα δει ένα αποκρουστικό θέαμα: έναν πληγωμένο και ανυπεράσπιστο άνθρωπο, πράγματι «δίχως ταυτότητα πια», όπως λέει σ’ ένα γνωστό τραγούδι της η Τάνια Τσανακλίδου, ή όπως δείχνει η Αννίτα Πάνια στις εκπομπές της. Τα άτομα, όπως οι ηθοποιοί του θεάτρου, χρειάζονται τα καμαρίνια του παρασκηνίου όπου μπορούν να βγάλουν τις (δημόσιες) μάσκες τους, να πουν βλάσφημα και πονηρά ανέκδοτα, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να ανακουφιστούν από τις εντάσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας performance. Στο σύγχρονο κόσμο των επιχειρήσεων της «νέας ψηφιακής οικονομίας», οι εργαζόμενοι γραφείου (τα «λευκά κολάρα») βρίσκονται υπό καθεστώς διαρκούς επιτήρησης, όπως ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας The Truman Show που δεν έχει «ανθρώπινες» ιδιότητες και που εκ γενετής βρίσκεται υπό παρακολούθηση μέσα σε ένα δουλευμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια σκηνικό χωρίς να το γνωρίζει και, επομένως, χωρίς τη συναίνεσή του κάθε βήμα του και κάθε

Εκδ. Αλεξάνδρεια].

Page 4: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

διαντίδρασή του με τους επαγγελματίες ηθοποιούς, που παριστάνουν την οικογένεια και το φιλικό του κύκλο, αναμεταδίδεται στους τηλεθεατές μέσω κρυμμένων συσκευών βιντεοσκόπησης.

Στο έργο του για το Στίγμα,5 δίνει μια άλλη διάσταση στην έννοια του αποκλίνοντος προσώπου, το οποίο προσπαθεί να το αναδείξει σε υποκείμενο του δικού του κόσμου. Προσπαθεί να δείξει ότι όλοι αυτοί που τους θεωρούμε «κολασμένους», «παρακατιανούς», «περιθωριακούς» και τους περιφρονούμε, συγκροτούν τη δική τους «ιδιόμορφη ταυτότητα» και επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τις στρατηγικές μέσω των οποίων διαχειρίζονται τις κρίσεις και ελέγχουν τις πληροφορίες προκειμένου να διαφύγουν κατά το δυνατόν από τις θέσεις απαξίωσης.

Στο έργο του για τα Άσυλα,6 για το οποίο συγκέντρωσε πληροφορίες από το Εθνικό Ίδρυμα Ψυχικής Υγείας της πρωτεύουσας των ΗΠΑ, τονίζει πως «οποιαδήποτε ομάδα προσώπων -κρατουμένων, πρωτογόνων, πιλότων ή ασθενών- αναπτύσσει μια δική της ζωή που αποκτά νόημα, λογική και γίνεται φυσιολογική από τη στιγμή που θα την πλησιάσεις». Επινόησε τον όρο «ολοπαγή» ιδρύματα για να χαρακτηρίσει τα ψυχιατρικά άσυλα και να βάλει στο ίδιο τσουβάλι τις φυλακές, τα στρατόπεδα, τα μοναστήρια, τα ορφανοτροφεία, τα πλοία και άλλα ιδρύματα και θεσμούς καθώς θεωρεί πως έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι η απώλεια του εαυτού και η πλήρης αλλοτρίωση, που συνιστούν την "ηθική σταδιοδρομία" του ασθενή του ψυχιατρείου· η πλούσια και ποικιλόμορφη ζωή, ή μάλλον ‘λαθροβίωση’, σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα· ο μοναδικός χαρακτήρας της παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών, κατά το ότι τίποτε που αφορά, έστω ελάχιστα, τη ζωή του ασθενή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκτός της αρμοδιότητας του ψυχιάτρου. Με τα δικά του λόγια, ολοπαγή είναι τα ιδρύματα-θεσμοί που ορίζονται ως τόποι κατοικίας και εργασίας όπου ένας μεγάλος αριθμός ατόμων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αποκομμένα από την ευρύτερη κοινωνία, και για μια σημαντική χρονική περίοδο ζουν από κοινού υπό συνθήκες εγκλεισμού και υπό αυστηρή διοίκηση. Ένα πολύ καλό παράδειγμα του πώς λειτουργούν και πώς διαντιδρούν οι έγκλειστοι και πώς αντιστέκονται στις μικρές και μεγάλες εξουσίες που ασκούν πάνω τους οι εκάστοτε φορείς εξουσίας μέσα σε ένα ολοπαγές ίδρυμα μας έδωσε ο σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν με την ταινία Η Φωλιά του Κούκου.

Το βασικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από το έργο του Γκόφμαν είναι ότι δεν υπάρχει αλήθεια με «Α» κεφαλαίο, αλλά εκείνο που μπορούμε να θεωρήσουμε ως βάση μας είναι ότι υπάρχουν ερμηνείες που κάθε άτομο θεωρεί πραγματικές.7 Χρησιμοποιούμε «ενδείξεις» και «συμβάσεις» ως πλαίσια για να υποθέσουμε ή να εξακριβώσουμε αν ο συνομιλητής μας αστειεύεται ή μιλάει σοβαρά, αν είναι ευγενικός ή άξεστος, αν έχει επίγνωση των κοινωνικών συμβάσεων ή όχι. Είμαστε αντιμέτωποι με τις πολλαπλές πραγματικότητες μέσα στις οποίες ζούμε, ερωτευόμαστε, εργαζόμαστε και κινούμαστε, και οι οποίες παρουσιάζονται με τη μορφή επιλογών ανάμεσα σε διαφορετικές προοπτικές. Συχνά οι ερμηνείες που δίνουμε λειτουργούν ως αυτό-εκπληρούμενες προσδοκίες.

Ο Γκόφμαν κατηγορήθηκε πολλές φορές ότι ζωγραφίζει ένα σκοτεινό κόσμο χρησιμοποιώντας μουντά χρώματα, πως οι απόψεις τους είναι το άκρων άωτον της απαισιοδοξίας, καθώς απεικονίζει τους ανθρώπους ως ηθοποιούς χαμηλών προσδοκιών που μονίμως ανησυχούν για την εικόνα τους και παρακολουθούν τις επιδόσεις τους υπολογίζοντας διαρκώς τις συνέπειες και τις επιπτώσεις με ένα «ορθολογικό» τρόπο. Του καταλογίζεται επίσης ότι γενικεύει τα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπου η προσποίηση είναι σημαντικός επιβοηθητικός παράγοντας για την επιβίωση και την ανέλιξη στο κοινωνικό παιχνίδι της αναρρίχησης στις θέσεις ισχύος στην καθημερινή ζωή. Είτε το ήθελε είτε όχι ο ίδιος ο συγγραφέας, η θεωρία του της δραματουργικής δράσης εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των θεωριών που περιλαμβάνουν την οικονομικά ορθολογική δράση του «ορθολογιστικού» ωφελιμιστικού υποκειμένου. Παρ’ όλα αυτά η συνεισφορά του στην κοινωνιολογία είναι

5 Goffman, E. (1963) Stigma: Notes on the Management of Spoiled Identity. (Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. [ελλ. εκδ. Γκόφμαν, Ε. (2001) Στίγμα. Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια].6 Goffman, E. (1961) Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates. New York, NY: Doubleday Anchor, [ελλ. εκδ Γκόφμαν, Ε. (1994) Άσυλα. Αθήνα: Εκδ. Ευρύαλος] 7 Goffman, E. (1974) Frame Analysis: An Essay on the Organization of Experience. New York, ΝΥ: Harper and Row.

Page 5: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ιδιαίτερα σημαντική γιατί άνοιξε το δρόμο σε μια σειρά μελετών για τους «περιθωριακούς» και για τα κοινωνικά κινήματα που αποσκοπούν στην ένταξη των «αποκλεισμένων».

Ο Harold Garfinker και η ΕθνομεθοδολογίαΟ Harold Garfinker είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της φαινομενολογικής παράδοσης στην αμερικανική κοινωνιολογία. Όπως και ο Γκοφμαν, έτσι και αυτός ενδιαφέρθηκε για τη «δραματουργία» ή τη «δραματουργική δομή» των καταστάσεων κοινωνικής διαντίδρασης. Η δική του συνεισφορά στην κοινωνιολογία είναι η ανάπτυξη της «εθνομεθοδολογίας». Εστιάζεται συχνά στα ριζοσπαστικά φαινόμενα θέτοντας σε δεύτερο πλάνο τους τρόπους ερμηνείας τους. Προτείνει στους κοινωνιολόγους να «θέτουν σε διαθεσιμότητα» τις παραδοχές τους για την κοινωνική τάξη κι αυτό δε σημαίνει ότι η κοινωνική ζωή είναι χαοτική ή ότι τα μέλη της κοινωνίας είναι εντελώς ελεύθερα δρώντα υποκείμενα που δεν υφίστανται κοινωνικούς περιορισμούς στη δράση τους. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η «διαθεσιμότητα» (bracketing στην αργκό των φαινομενολόγων) είναι απλώς μια αναλυτική κίνηση που αποσκοπεί στην πολύ στενή παρακολούθηση και μελέτη της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης. Ο Γκαρφίνκερ δίνει έμφαση στην indexicality (βαθμός προσαρμογής στα κοινωνικά θέσμια) της γλώσσας και στις δυσκολίες που δημιουργεί στην παραγωγή αντικειμενικών εξηγήσεων των κοινωνικών φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι οι εξηγήσεις και οι ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων εξαρτώνται από τα πλαίσια (settings) μέσα στα οποία δημιουργούνται, δηλαδή ότι το νόημά τους είναι συνάρτηση του πλαισίου. Σε μια από τις πρώτες μελέτες του8ασχολήθηκε με τους τρόπους με τους οποίους το θύμα μιας πράξης εξευτελισμού (humiliation) ορίζεται ως «παρείσακτος» (“outsider”) και οι ένοχοι ορίζονται ως δρώντες υπέρ του δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με οικουμενικές αξίες. Αργότερα εμβαθύνοντας στην ανάλυση του θέματος προχώρησε προς τρεις βασικές κατευθύνσεις. Πρώτον, μελέτησε προσεκτικά τις διαδικασίες επιχειρηματολόγησης με βάση τις οποίες οι άνθρωποι καταλήγουν στον ορισμό των καταστάσεων με ιδιαίτερους και συγκεκριμένους τρόπους. Δεύτερον, ως μαθητής του Πάρσονς, αναδιαμόρφωσε τη θέση του για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης από την άποψη των περιεχομένων της καθημερινής διαντίδρασης. Εκεί όπου ο Παρσονς αναζητούσε σε μακρο-κοινωνικό επίπεδο τους όρους πολέμου και ειρήνης ακολουθώντας τη λογική του Τόμας Χομπς, ο Γκαρφίνκελ ανακάλυπτε τους όρους διατήρησης της τάξης στις «μικροκοσμικές» διαντιδράσεις. Τρίτον, συνειδητοποίησε ότι οι αυτονόητοι (implicit) κανόνες που διέπουν την κοινωνική διαντίδραση είναι αναγνωρίσιμοι μόνο με τη μελέτη καταστάσεων στις οποίες παραβιάζονται οι κανόνες αυτοί. Θεωρούσε, έτσι, ότι μπορούσε τόσο ο ίδιος όσο και οι φοιτητές/τριές του να προκαλέσουν σκόπιμα την κατάρρευση αυτών των κανόνων. Έτσι επινόησε τον όρο «εθνομεθοδολογία» για να περιγράψει τη μελέτη των διαδικασιών επιχειρηματολόγησης που χρησιμοποιούνται από συνήθεια στην καθημερινή ζωή. Διενήργησε μια σειρά από τέτοιου τύπου έρευνες σε περιπτώσεις συνεδριάσεων «ενόρκων σε δικαστήρια». Παρατήρησε ότι οι διαλογικές ανταλλαγές διακρίνονται από αυτό που οι γλωσσολόγοι αποκαλούν indexicality. Εκφράσεις όπως «εγώ» κι «εσύ», «εδώ» και «τώρα» αποκτούν νόημα μόνο σε ένα χωροχρονικό πλαίσιο συμφραζομένων. Παραδείγματος χάριν, αν ο διδάσκων αναρτήσει ανακοίνωση στο πίνακα ανακοινώσεων της σχολής μας που να αναφέρει ότι «το επόμενο μάθημα θα γίνει στην άλλη αίθουσα» είναι πιθανόν ένας περαστικός φοιτητής που δεν έρχεται καθόλου όλο το εξάμηνο να μην καταλάβει πού θα γίνει το μάθημα και να ψάχνει σε όλο το Κουκούλι, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Όσοι/ες, όμως, παρακολουθούν τακτικά τα μαθήματα θα καταλάβουν ότι «το επόμενο μάθημα ‘Εισαγωγής στην Κοινωνιολογία’ θα γίνει στη δεύτερη αίθουσα διδασκαλίας που χρησιμοποιεί το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας για τα μαθήματα του Α΄ εξαμήνου». Αντίστοιχα παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων όπου πρέπει να κατανοούμε τα συμφραζόμενα του χωροχρονικού πλαισίου συναντάμε καθημερινά στις συναλλαγές μας με δημόσιο, τράπεζες ή άλλες υπηρεσίες που χρησιμοποιούν δικούς τους κώδικες συνεννόησης ή άλλες κοινωνικές ομάδες όπως οι μειονοτικές ή οι ομοφυλόφιλοι κ.α. Ένα από τα γνωστά πειράματα του Γκαρφίνκελ ήταν να ρωτάει τους ανθρώπους τι εννοούν λέγοντας «Πώς είσαι;» και να προσφέρει μια σειρά απροσδόκητων λεπτομερών αποκρίσεων.9

Α. Πώς είσαι;

8 Βλ. Garfinkel, H. (1956) “Conditions of successful degradation ceremonies.» American Journal of Sociology Νο 61, σελ. 420-424.9 Βλ. Garfinkel, H. (1984) Studies in Ethnomethodology. Oxford, UK: Blackwell. Αναφέρεται στο Giddens, A. (2002) Κοινωνιολογία. Αθήνα: Εκδ. Gutenberg, σελ. 133.

Page 6: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Β. Πώς είμαι αναφορικά με τι; Με την υγεία μου, τα οικονομικά μου, τα μαθήματά μου, την ηρεμία μου, το…Α. (Κατακόκκινος και ξαφνικά εκτός εαυτού) Άκου! Προσπαθούσα απλώς να είμαι ευγενής! Μα την αλήθεια, δε δίνω δεκάρα τσακιστή για το πώς είσαι!!!Ένα άλλο πείραμα:10

Α. Έχω ένα δεκατετράχρονο γιο.Β. Λοιπόν, εντάξει.Α. Έχω και ένα σκύλο.Β. Α! Λυπάμαι.

Στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε ότι «η σταθερότητα και η σημασία της καθημερινής κοινωνικής ζωής μας εξαρτώνται από τις κοινές μας σιωπηρές πολιτιστικές παραδοχές σχετικά με το τι λέγεται και γιατί».11Στη δεύτερη περίπτωση η απάντηση του «Β» μας φαίνεται ακατανόητη γιατί δε γνωρίζουμε το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται η συζήτηση. Θα μπορούσε κάλλιστα ο διάλογος να λαμβάνει χώρα μεταξύ ενός ιδιοκτήτη διαμερίσματος και ενός υποψήφιου ενοικιαστή σε πολυκατοικία της οποίας ο κανονισμός δεν επιτρέπει στους ενοικιαστές να έχουν κατοικίδια ζώα.

Μια συχνή κριτική που ασκείται στην εθνομεθοδολογία του Γκαρφίνκελ είναι ότι δε μας λέει και κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό, αφήνει δε απ’ έξω από το ερευνητικό της πεδίο τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, αφού ενδιαφέρεται μόνο για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούμε τον κόσμο και όχι για το περιεχόμενό του. Οι δε κανόνες που εξάγει είναι χαμηλού επιπέδου και δε μας λένε κάτι που να μην ξέρουμε ήδη. 12

Ο David Riesman και το μοναχικό πλήθος

O Ντ. Ρίζμαν ήταν μαθητής ενός μέλους της Κοινωνιολογικής Σχολής της Φρανκφούρτης, του Έριχ Φρομ. Προσπάθησε να αναλύσει ιστορικά τη διαμόρφωση του ‘αμερικανικού χαρακτήρα’ προσδιορίζοντας τρία στάδια ανάπτυξης, που αντιστοιχούν σε ανάλογους «ιδεοτύπους».13

Πρώτον, σε έναν παραδοσιακό-ιστορικό τύπο της προνεωτερικής εποχής, τον οποίο οι πολιτιστικές απαιτήσεις τον οδηγούν να δρα με έναν εγκεκριμένο τρόπο και που του επιβάλλεται με το φόβο της ντροπής και της απώλειας της τιμής του. Δεύτερον, σε έναν τύπο της ακμής της νεωτερική εποχής, ο οποίος είναι «εσωστρεφής», που καθοδηγείται από ένα «εσωτερικό γυροσκόπιο το οποίο του έχουν καθορίσει οι γονείς του. Αυτός ο «εσωτερικός πιλότος» τον κάνει να σέβεται την παράδοση και τους γέροντες, όσους κατέχουν εξουσία ή είναι αυθεντίες και να αισθάνεται ένοχος αν χάσει την προγεγραμμένη πορεία του. Η Προτεσταντική ηθική ήταν η πυξίδα που δημιουργούσε τους «εσωστρεφείς» τύπους της πρώιμης αμερικανικής κοινωνία οι οποίοι διακρίθηκαν για τις ανακαλύψεις τους (π.χ. Βενιαμίν Φρανκλίνος) Τρίτον, σε έναν τύπο «εξωστρεφή», ο οποίος αναζητεί την αναγνώριση των ομότιμών του, των τιτλούχων και των συνομήλικών του (γενική απόδοση του όρου peer) που μπορεί να εκδηλωθεί τόσο με κομφορμιστικό τρόπο όσο και με αυτόνομο. Μιλώντας για «εσωστρεφείς» και «εξωστρεφείς» τύπους δεν υπονοεί αναγκαστικά «εγωιστές» και «αλτρουϊστές». Ειδικά για τους, προσανατολισμένους προς τους άλλους, εξωστρεφείς τονίζει ότι εμφανίζονται στους χώρους των ευκατάστατων προαστίων των πόλεων και εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών, δικτυώνονται σε χαλαρά δίκτυα και προσπαθούν αφενός να ενσωματωθούν στους κύκλους των ομοίων τους αφετέρου να μείνουν μοναχικοί. Ο καθένας σ’ αυτό το «μοναχικό πλήθος» της Αμερικής αλλά και του σημερινού κόσμου μας έχει την ικανότητα να συμβαδίζει με όλους, να είναι «κανονικός», να συμπεριφέρεται καθώς πρέπει στη δουλειά, στο παιχνίδι, στο σχολείο ακόμη και στα πολυκαταστήματα και τα εμπορικά-πολιτιστικά κέντρα τύπου mall. Ανταποκρινόμενοι διαρκώς στην επιταγή να είμαστε φιλικοί με τους πάντες δεν είμαστε σε θέση αν δημιουργούμε σταθερές σχέσεις και φιλίες όπως οι παλιότερες γενιές και παρ’ ότι στην εποχή του διαδικτύου ο κόσμος

10 Bλ.. Heritage, J. (1984) Garfinkel and Ethnomethodology. Cambridge, UK: Polity Press. 11 Βλ. Giddens, A. (2002) ο.ε.π. σελ. 133.12 Βιτριολική ήταν η κριτική του από τον John Goldthorpe. Βλ. Goldthorpe, J. (1973). “A revolution in sociology.” Sociology, No 7, σελ. 449-462.13 Βλ. Riesman, D. (1952/2001) The Lonely Crowd. New Haven, CT: Yale University Press.

Page 7: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

βρίσκεται στην άκρη του δακτύλου μας που χειρίζεται το ποντίκι του ηλεκτρονικού υπολογιστή, γινόμαστε ολοένα και πιο αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο.

Η πρώτη κριτική του βιβλίου ήταν από τη μεγάλη ανθρωπολόγο Μάργκαρετ Μηντ η οποία επισήμανε πως η θέση του ότι σε κάθε τύπο αντιστοιχεί ένας ρυθμός δημογραφικής αύξησης ήταν ασθενής. Ο ίδιος αργότερα σε νέα έκδοση απέσυρε τη θέση αυτή. Το θέμα που του έθεσαν πολλοί κριτικοί ήταν ότι ενώ η θέση περί «εξωστρεφούς τύπου» μπορεί να ίσχυε στη δεκαετία του ’50 με την ξαφνική εμφάνιση της «κοινωνίας της αφθονίας» είναι δύσκολο στη σημερινή φάση να γίνει άκριτα δεκτή, ιδιαίτερα στην εποχή της «τεχνολογικής επανάστασης», όπου αυτή «καθοδηγεί» την ανάπτυξη των νέων γενιών ανθρώπων.14

Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η κριτική θεωρίαΗ «Σχολή της Φρανκφούρτης» που πήρε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη καθώς στο Πανεπιστήμιο της πόλης στεγαζόταν το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, που είχαν ιδρύσει το 1923 οι Felix Weil (ο πλούσιος πατέρας του οποίου πρόσφερε τα κεφάλαια ίδρυσης και λειτουργίας του), Max Horkheimer, Theodore Adorno, Herbert Marcuse και Erich Fromm. Οι αναλύσεις της σχολής οφείλουν πολλά στα γραπτά του Μαρξ, ιδιαίτερα της πρώτης Χεγκελιανής περιόδου του και, κυρίως, την έννοια της «αλλοτρίωσης». Επιπλέον ενδιαφέρονταν για την ψυχανάλυση, την οποία προσπάθησαν να συνδέσουν με το Μαρξισμός, κάτι που οι δογματικοί Μαρξιστές απέρριπταν μετά βδελυγμίας. Αυτές οι επιρροές είναι φανερές στην άποψή τους για τις κοινωνικές επιστήμες, στην κριτική τους για την μαζική κουλτούρα και τη θέση της τελευταίας στα πλαίσια μιας «διευθυνόμενης (administered) κοινωνίας».Το πρώτο μεγάλο πρόγραμμα που έφερε σε πέρας η σχολή αφορούσε τη μελέτη της εξουσίας με αναφορά στα άτομα που πρόθυμα αλλά χωρίς λογική υποτάσσονται στα αυταρχικά καθεστώτα και τις ηγεσίες τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν το 1936 σε ένα δίτομο έργο με τίτλο «Μελέτη της εξουσίας και της οικογένειας» και σε μια σειρά μελέτες για το ναζισμό και το φασισμό.Ένα νέο στοιχείο που έφεραν στην επιφάνεια από το έργο του Μαρξ ήταν ότι οι θεωρίες του για το χρήμα, την αξία, την ανταλλαγή και το φετιχισμό του εμπορεύματος δεν ισχύουν μόνο στο πεδίο της οικονομία αλλά επεκτείνονται σε ολόκληρο το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή θεωρούν ότι οι ανθρώπινες σχέσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, κυριαρχούνται από ανταλλακτικές αξίες και εμπορευματικές μορφές. Τόνισαν ότι η κοινωνία και ο κόσμος βαδίζουν προς τη δημιουργία μιας «ολοκληρωτικά διευθυνόμενης οικονομίας με την εξέλιξη του καπιταλισμού σε μονοπωλιακό και με την ανάπτυξη του νέου βιομηχανικού κράτους. Σ’ αυτή την πορεία, σημαντικό θεωρούσαν το ρόλο που παίζει η τεχνολογία, οι τεράστιες επιχειρήσεις και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης. Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την παρακμή της δημοκρατίας και τη διάβρωση ως ολική απώλεια της ηθικής υπευθυνότητας των ατόμων. Η ταυτόχρονη ανάπτυξη του καπιταλισμού και της γραφειοκρατίας οδηγούσαν στην εγκαθίδρυση νέων μορφών ελέγχου. Η κριτική και η παραδοσιακή θεωρία, σύμφωνα με τον Χορκχάιμερ διέφεραν σημαντικά. Από τον Καρτέσιο και ύστερα η νεωτερική φιλοσοφία και επιστήμη αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της αφαιρετικότητας και του αντικειμενισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκοπούν από την κοινωνική πρακτική. Σε αντίθεση με αυτή την κατάσταση και τη νεώτερη εκδοχή του θετικισμού, η κριτική θεωρία στηρίζεται στην κοινωνική θεωρία και την μαρξική πολιτική οικονομία. Η συστηματική κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας μπορεί να συμβάλει στη συγκρότηση ενός εναλλακτικού τύπου κοινωνίας στη θέση του καπιταλισμού και της τερατώδους εκδοχής του που ήταν ο ναζισμός και ο φασισμός. Ο Χορκχάιμερ θεωρούσε πως η κριτική θεωρία μπορούσε να δείξει ότι ο καπιταλισμός μετατρέπει τις έννοιες στο ακριβώς αντίθετό τους: η δίκαια ανταλλαγή μετατρέπεται σε ακραία ανισότητα και κοινωνικές αδικίες, η ελεύθερη οικονομία σε κυριαρχία του μονοπωλίου, η διατήρηση της κοινωνικής ζωής στην πτώχευση των ανθρώπων. Η κριτική θεωρία θα δημιουργούσε αναλύσεις του μετασχηματισμού του ανταγωνιστικού καπιταλισμό σε μονοπωλιακό καπιταλισμό και φασισμό και αποσκοπούσε να αποτελέσει μέρος της ιστορικής διεργασίας με την οποία ο σοσιαλισμός θα αντικαθιστούσε τον καπιταλισμό.Οι θεωρίες της «πολιτιστικής βιομηχανίας» ή «βιομηχανίας της κουλτούρας» τόνιζαν τις διαδικασίες της βιομηχανοποίησης της κουλτούρας και της επιβολής των υπαγορεύσεων της 14 Για μια συνόψιση των κριτικών βλ. Gitlin T. “How Our Crowd Got Lonely”, The New York Times. January 9, 2000. http://www.nytimes.com/books/00/01/09/bookend/bookend.html?_r=1&oref=slogin

Page 8: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης που την καθορίζουν. Οι βιομηχανίες της κουλτούρας ήταν, στην πραγματικότητα, επιφορτισμένες με το καθήκον της επιτέλεσης της ειδικής λειτουργίας της ιδεολογικής νομιμοποίησης του καπιταλισμού και της ενσωμάτωσης των ατόμων στον τρόπο ζωής του. Οι θεωρητικοί της κουλτούρας, μέλη της Σχολής, εξέτασαν πρώτοι αυτοί την επίδραση της καταναλωτικής κοινωνίας στις κοινωνικές τάξεις που υποτίθεται ότι στον παραδοσιακό μαρξισμό είναι οι φορείς της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αναζητήθηκαν, επομένως, νέοι φορείς της επανάστασης και της πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Δύο ήταν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της κριτικής θεωρίας για το θέμα της βιομηχανίας της κουλτούρας: ο Θίοντορ Αντόρνο και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (δεν ήταν επισήμως μέλος της σχολής αλλά συμφωνούσε σε πολλά σημεία με τη φιλοσοφία της και το επιστημονικό πρόγραμμά της.

Βάλτερ Μπένγιαμιν: η μαζική κουλτούρα και η διάλυση της «αύρας»

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι ο πρώτος από τους εκπροσώπους της κριτικής θεωρίας αλλά και των ριζοσπαστών διανοουμένων γενικώς, που ασχολήθηκε με τις ανερχόμενες νέες τεχνολογίες της πολιτισμικής παραγωγής. Ήταν. επίσης, ο πρώτος που διείδε ότι υπάρχουν δυνατότητες των νέων τεχνολογιών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χειραφέτηση για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Στο έργο του «Το έργο τέχνης της εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής»15, στο οποίο ανατρέχει στην αρχαία ελληνική ιστορία και φτάνει ως τις μέρες του μονοπωλιακού καπιταλισμού για να μελετήσει την εξέλιξή των μέσων επικοινωνίας, ο Μπένγιαμιν τόνισε πως τα νέα μέσα μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας αντικαθιστούσαν τις παλιότερες μορφές κουλτούρας. Χρησιμοποίησε τη λέξη «αύρα» για να τονίσει την αίσθηση του δέους και του σεβασμού που υποτίθεται ότι νοιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει μοναδικά έργα τέχνης και μουσικής. Αυτή η αύρα δεν είναι αναπόσπαστο μέρος του ίδιου του αντικειμένου αλλά των εξωτερικών χαρακτηριστικών του (ποιος είναι ο κάτοχος και ιδιοκτήτης του, ο περιορισμένος χρόνος έκθεσής του, η δημοσιοποιημένη αυθεντικότητά του ή η πολιτιστική αξία του). Άρα, η αύρα είναι ενδεικτική της παραδοσιακής σχέσης της τέχνης με τις πρωτόγονες, τις φεουδαρχικές και τις αστικές δομές εξουσίας και της περαιτέρω σχέσης της με τις μαγικές, θρησκευτικές και κοσμικές τελετουργίες. Με την ανάπτυξη των συστημάτων τεχνικής αναπαραγωγής των έργων τέχνης και με την εφεύρεση μορφών τέχνης χωρίς ύπαρξη «πρωτοτύπων» (π.χ. κινηματογράφος) μπορούν όλοι/ες να βιώσουν ως μαζικό κοινό την εμπειρία της τέχνης που έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του χώρου και της τελετουργίας με αποτέλεσμα την διάλυση της «αύρας». Ο Μπένγιαμιν, κατ’ αυτό τον τρόπο, δείχνει ότι δε συμμερίζεται την άποψη άλλων μελών της Σχολής, όπως ο Theodor Adorno που ανησυχούσε για την συνεπαγόμενη από τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση διαταραχή της σχέσης της τέχνης με τις δυνατότητες κοινωνικής χειραφέτησης, απελευθερωτικού στοχασμού και επαναστατικής φαντασίας. Ο Μπένγιαμιν θεωρούσε ότι η σχέση τέχνης και πραγματικότητας ήταν πολύ πιο σύνθετη και η διάλυση της «αύρας» εμπεριέχει τις δυνατότητες της κοινωνικής απελευθέρωσης και της πολιτικοποίησης της τέχνης σε επαναστατική κατεύθυνση σε αντίθεση με τον φασισμό και το ναζισμό της εποχής τους που αισθητικοποιούσαν την πολιτική με σκοπό τον κοινωνικό έλεγχο των μαζών. Αναλύοντας τον κινηματογραφικό τομέα συγκεκριμένα, έδειξε πώς μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενεργών υποκειμένων, που να μπορούν να αντιληφθούν και να αναλύσουν τις εμπειρίες από την υπό διαρκή μεταβολή και αναταραχή βιομηχανική αστική κοινωνία των μεγαλουπόλεων. Δεν έπαψε, βέβαια, να επικρίνει τα προϊόντα και τις λειτουργίες της βιομηχανίας της κουλτούρας. Ο Μπένγιαμιν πιστός στις απόψεις του, τις οποίες συμμεριζόταν ο μεγάλος θεατρικός σκηνοθέτης Μπέρτολντ Μπρεχτ, καταπιάστηκε με τη συγγραφή κινηματογραφικών και θεατρικών σεναρίων.

Theodore Adorno και Max Horkheimer: Η διαλεκτική του διαφωτισμού

Επί της ουσίας, στις απόψεις του Μπένγιαμιν απάντησαν οι Αντόρνο και Χορχάιμερ με το έργο τους για τη διαλεκτική του διαφωτισμού.16 Υποστήριξαν ότι το σύστημα της πολιτιστικής

15 Benjamin, W. (1936) The Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction (http://www.marxists.org/reference/subject/philosophy/works/ge/benjamin.htm)16 Αντόρνο, Θ. και Χορκχάιμερ Μ. (1996) Διαλεκτική του διαφωτισμού: Φιλοσοφικά αποσπάσματα. Αθήνα: Εκδ. Νήσος. «Το γεγονός ότι ο υγειονολογικά καθαρός χώρος του εργοστασίου και τα συναφή, Φόλκσβάγκεν και παλαί ντε σπορ, εξοντώνουν στην αμβλύνοιά τους τη μεταφυσική θα μας άφηνε

Page 9: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

παραγωγής (κινηματογραφικές ταινίες, ραδιοφωνικές εκπομπές, εφημερίδες και περιοδικά) ελεγχόταν από τις διαφημιστικές και εμπορικές επιταγές, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ενσταλάζεται στους ανθρώπους η νοοτροπία της υποτέλειας στον καταναλωτικό καπιταλισμό. Υπό την πίεση του σύγχρονου κοινωνικού συστήματος οι λέξεις απέκτησαν αρνητικές έννοιες: ο Λόγος και ο Διαφωτισμός μετατράπηκαν από εργαλεία αλήθειας και απελευθέρωσης μετατράπηκαν σε εργαλεία κυριαρχίας. Ο Λόγος έγινε «εργαλειακός» και μείωσε τις ανθρώπινες υπάρξεις και τη φύση σε αντικειμενοποιημένα πράγματα και σε μετρήσιμες αριθμητικές ποσότητες. Διευκολύνθηκε η επιτάχυνση των εξελίξεων και ανακαλύψεων στην επιστήμη και την τεχνολογία αλλά, ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε τεράστιο ηθικό κενό που οδήγησε στην κοινωνική ψύχωση κι αυτή με τη σειρά της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστικών και φασιστικών καθεστώτων καθώς και στα γκουλάγκ της Σταλινικής ΕΣΣΔ. Η κουλτούρα μετατράπηκε σε μαζική διασκέδαση και η δημοκρατία παρήκμασε προς όφελος της κυριαρχίας των λαοπλάνων χαρισματικών ηγετών τύπου Μουσολίνι και Χίτλερ πάνω στις ανθρώπινες μάζες. Οι άνθρωποι, ουσιαστικά αποκήρυξαν τις ενδότερες επιθυμίες τους για να αφομοιωθούν από ένα τερατώδες διαστροφικό σύστημα που τους κατέστησε παθητικούς φορείς πολέμου και καταδίωξης.

Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ κατηγορήθηκαν ότι εστίασαν υπερβολικά στην ιδέα της χειραγώγησης και της μαζικής εξαπάτησης. Όμως, παρά την κριτική που τους ασκήθηκε, αυτοί επέμειναν σθεναρά υποστηρίζοντας ότι η θεωρία τους διορθώνει εκείνες τις απόψεις που υποβαθμίζουν τους τρόπους με τους οποίους οι βιομηχανίες των ΜΜΕ ασκούν εξουσία πάνω στο κοινό τους επιβάλλοντάς τους να συμπεριφέρονται με κομφορμιστική λογική και να υποτάσσονται στις επιταγές της διαφημιστικής και εμπορικής αγοράς.

Ο Jürgen Habermas και η δημόσια σφαίρα

Ο Γιούρκεν Χάμπερμας είναι νεότερο μέλος της Σχολής και φοιτητής των Αντόρνο και Χορκχάιμερ. Το 1962 στο σημαντικότερο βιβλίο της πρώιμης μαρξιστικής δουλειάς του ο Χάμπερμας εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώθηκε ιστορικά η πολιτιστική βιομηχανία για την οποία μίλησαν οι δάσκαλοί του.17 Η αστική κοινωνία του 18ο και 19ου αιώνα διαμόρφωσε μια «δημόσια σφαίρα» που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στην κοινωνία πολιτών και στο κράτος και μεσολαβούσε μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων18. Η αστική δημόσια σφαίρα συνέβαλε στην εδραίωση και εμβάθυνση του πεδίου δημοκρατικής συζήτησης και γνώμης που αντιτασσόταν στην κρατική εξουσία και στα πανίσχυρα συμφέροντα που διαμόρφωναν την κοινωνία. Βρήκε την έκφρασή της στα σαλόνια και στα καφέ, στις εφημερίδες και στα περιοδικά και τους εκδοτικούς οίκους που άνθιζαν στην Ευρώπη του 18ου και του 19ου αιώνα. Η μετάβαση από τη φιλελεύθερη δημόσια σφαίρα του Διαφωτισμού, που οδήγησε στις αστικές επαναστάσεις της Γαλλίας και της Αμερικής, στην κυριαρχούμενη από τα ΜΜΕ σφαίρα στη φάση του «προνοιακού κρατικού καπιταλισμού» και της «μαζικής δημοκρατίας» συνοδευόταν από την επικράτηση των γιγαντιαίων εθνικών -και αργότερα πολυεθνικών- επιχειρήσεων που μετέτρεψαν την ορθολογική δημόσια συζήτηση της δημόσιας σφαίρας από μηχανισμό συναίνεσης δια του κριτικού διαλόγου σε μηχανισμό συναίνεσης δια της χειραγώγησης. Οι πολίτες από σκεπτόμενα ορθολογικά άτομα μετατράπηκαν σε άβουλους καταναλωτές διασκεδαστικών εκπομπών και ειδήσεων.

Στον Χάμπερμας ασκήθηκε κριτική γιατί τείνει να εκθειάζει και να εξιδανικεύει αυτή τη δημόσια σφαίρα του 18ου αιώνα ξεχνώντας ότι από αυτήν αποκλείονταν οι πληβείοι εργάτες, οι γυναίκες

ακόμη αδιάφορους, ότι αυτά όμως μέσα στο κοινωνικό όλον γίνονται τα ίδια μεταφυσική, μεταβάλλονται σε ιδεολογικό παραπέτασμα, πίσω από το οποίο συγκεντρώνεται η πραγματική συμφορά, αυτό δεν αδιάφορο. Από εδώ ξεκινούν τα αποσπάσματά μας».17 Βλ. Habermas, J. (1962/1989) The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a Category of Bourgeois Society. Cambridge, MA:MIT Press (αποσπάσματα στην ιστοσελίδα http://www.users.muohio.edu/mandellc/myhab.htm)18 Σε γενικές γραμμές η «κοινωνία των πολιτών» είναι δημόσιος χώρος μεταξύ του κράτους και της ιδιωτικής κοινωνίας (οικογένεια, επιχειρήσεις) όπου οι πολίτες οργανώνονται και δραστηριοποιούνται για να προωθήσουν κοινούς κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς στόχους και ιδέες και να προστατέψουν τα συμφέροντά τους ή άλλων κοινωνικών ομάδων.

Page 10: ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 7 - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

κ.α. Παρ’ όλα αυτά ο Χάμπερμας επέμενε ότι μια δημόσια σφαίρα πράγματιμαναδύθηκε επιτρέποντας σε ορισμένα μέλη της κοινωνίας να συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση και ταυτόχρονα να αντιστέκονται στην αυθαιρεσία της αυταρχικής κρατικής εξουσίας.

Ο Herbert Marcuse και ο μονοδιάστατος άνθρωπος

Ο Χ. Μαρκούζε παρέμεινε στις ΗΠΑ μετά την επιστροφή των υπόλοιπων εξόριστων μελών της Σχολής στη Γερμανία και αναδείχθηκε σε ιδεολογικό γκουρού των φοιτητικών κινημάτων της Βόρειας Αμερικής στη δεκαετία του ’60 των αντιπολεμικών και αντιρατσιστικών κινητοποιήσεων. Με το πρώτο βιβλίο του εισήγαγε στις ΗΠΑ τη συζήτηση για τον Hegel προσπαθώντας να αναθεωρήσει τις παραδοσιακές οπτικές για τη μεθοδολογία του. Επανεισάγει τη διαλεκτική σε μια πανεπιστημιακή κοινωνία που κυριαρχείται από το μεθοδολογικό εμπειρισμό. Μελετά και το είναι και το δέον των πραγμάτων προσπαθώντας να εξηγήσει τις εντάσεις ανάμεσα στο δεδομένο και στο δυνατό, ανάμεσα στο άμεσο φαινόμενο και στην τελική πραγματικότητα. Αρνείται να προσδώσει κύρος και αυθεντία στο υπάρχον δείχνοντας ότι έχει τη δυνατότητα να αλλαχθεί. Κάθε υπάρχον εμπεριέχει και την άρνησή του. Η «άρνηση της άρνησης» είναι το στοιχείο εκείνο που συγκροτεί την «κριτική θεωρία».19

Προσπάθησε επίσης να συνδυάσει το Μαρξισμό και την Ψυχανάλυση.20 Στο έργο του για το «μονοδιάστατο άνθρωπο» θεωρητικοποίησε την παρακμή των επαναστατικών δυνατοτήτων στις καπιταλιστικές κοινωνίες αποδίδοντάς την στη ανάπτυξη των νέων μορφών κοινωνικού ελέγχου. Η «αναπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία» δημιουργεί ψευδείς ανάγκες που δένουν το άτομο με την υπάρχουσα οργάνωση της παραγωγής και κατανάλωσης την οποία αναπαράγουν με τη διαρκή παρέμβασή τους η κουλτούρα των ΜΜΕ, η διαφήμιση, η βιομηχανική διαχείριση και ο φιλελεύθερος λόγος με την συνεχή προσπάθεια εξάλειψης της κριτικής και της ριζικής αντιπολίτευσης.21 Το αποτέλεσμα είναι η επικράτηση ενός «μονοδιάστατου» τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς. Έτσι, ο Μαρκούζε έθεσε υπό ριζική αμφισβήτηση δύο βασικές θέσεις του παραδοσιακού Μαρξισμού. Κατά πρώτον, την ιδέα του προλεταριάτου ως αξιόπιστου φορέα επαναστατικής αντιπολίτευσης και, κατά δεύτερον, την ιδέα της αναπόφευκτης κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος. Αντί να αναζητά την αποκλειστικότητα της επανάστασης στην εργατική τάξη, τόνισε ότι εν δυνάμει επαναστατικοί φορείς ήταν οι μη ενσωματωμένες στο σύστημα μειονότητες, οι παρείσακτοι και η ριζοσπαστική διανόηση μέσω της διαμόρφωσης της «μεγάλης άρνησης».22Απέναντι στο δογματικό σοβιετικό Μαρξισμό και τη δικτατορία του κόμματος ο Μαρκούζε ενέπνευσε τις δυνάμεις μιας Νέας Αριστεράς που συνδύασε με κριτικό τρόπο το Μαρξισμό και τις ιδέες της συμμετοχικής δημοκρατίας και του ανοίγματος σε μια σειρά πλουραλιστικών συμμαχιών, που περιλαμβάνουν κοινωνικά κινήματα και ομάδες σχετικά με θέματα όπως το κοινωνικό φύλο, η φυλή, η σεξουαλικότητα, η ειρήνη και το περιβάλλον. Ο Μαρκούζε συνέχισε ακατάπαυστα να ασκεί σκληρή κριτική στην αναπτυγμένη καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία, εκτός των άλλων και για το μιλιταρισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό, τον ιμπεριαλισμό και την βίαιη αποικιακού χαρακτήρα παρέμβασή της στις αναπτυσσόμενες χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου».23

19 Βλ. Μαρκούζε, Χ. (1982) Λογική και Επανάσταση. Αθήνα: Εκδ. Ύψιλον.20 Βλ. Μαρκούζε Χ. (1981) Έρως και Πολιτισμός. Αθήνα: Εκδ. Κάλβος. 21 Βλ. Μαρκούζε Χ. (1971) Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης.

22 Μαρκούζε, Χ. (1985) Αρνήσεις. Αθήνα: Εκδ. Ύψιλον.23 Για το έργο και τη βιογραφία του Μαρκούζε βλ. Μανιάτης, Γ.Ι. Σαγκριώτης, Γ. και Χρύσης, Α.Α (επιμ) (1999) Herbert Marcuse: Κριτική, Ουτοπία, Απελευθέρωση. Αθήνα: Εκδ. Στάχυ καθώς και την ηλεκτρονική έκδοση της Théoriques Dialectiques (www.chez.com/patder/marcuse.htm)