ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 8 - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

17
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ 8 ο Μάθημα Ιστοσελίδα μαθήματος "Introduction to Sociology" 2007 course http://sociologist2007.googlepages.com/ Αρχική σελίδα Ομάδας: http://groups.google.com/group/sociology-2007 Email Ομάδας: [email protected]

description

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ https://sites.google.com/site/sociologist2007/Διδάχθηκε στο ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣΤΟΥ ΑΤΕΙ ΠΑΤΡΑΣ - ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ (2007-2008)

Transcript of ΤΣΑΚΙΡΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 8 - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ

8ο Μάθημα

Ιστοσελίδα μαθήματος "Introduction to Sociology" 2007 course http://sociologist2007.googlepages.com/Αρχική σελίδα Ομάδας: http://groups.google.com/group/sociology-2007

Email Ομάδας: [email protected]

ΜΕΡΟΣ 1Ο : ΟΡΙΣΜΟΙ1. Δύναμη (ισχύς, power, macht). Είναι «η ικανότητα αποτελεσματικού καθορισμού της συμπεριφοράς

των άλλων»2. Εξουσία (power, authority). Είναι «η νόμιμη άσκηση της δύναμης».

Αμφότεροι οι ορισμοί αποτελούν μια κάπως διευρυμένη απόδοση των ορισμών του Βέμπερ. Κατ’ αυτόν, ως δύναμη μπορούμε να ορίσουμε την «πιθανότητα που έχει ένα πρόσωπο που έχει ένα πρόσωπο που δρα στα πλαίσια μιας κοινωνικής σχέσης, να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τη θέλησή του, ανεξάρτητα από την αντίσταση που τυχόν θα συναντήσει, όποια κι αν είναι η θεμελίωση της πιθανότητας αυτής (…) Οποιαδήποτε προσωπική ικανότητα και οποιοσδήποτε συνδυασμός συνθηκών μπορεί να επιτρέψει σε ένα άτομο να επιβάλει τη θέλησή του σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.»1

Μορφές εξουσίας

Τα συστήματα εξουσίας διακρίνονται ως προς τη μορφή δύναμης που ασκούν και ως προς τη μορφή της υποταγής επιφέρουν ή διασφαλίζουν.

Μορφές δύναμης

Α. Οικονομική δύναμηΒ. Πολιτική δύναμηΓ. Ιδεολογική δύναμη

Μορφές υποταγής

Α. Παθητική υποταγή Β. Ιδιοτελής υποταγήΓ. Απόλυτα οικειοθελής υποταγή.

Ο Βέμπερ τόνισε, επίσης, ότι «η πολιτική για μας σημαίνει την επιδίωξη να συμμετέχει κανείς στην άσκηση δύναμης (macht) ή να επηρεάσει την κατανομή της δύναμης είτε μεταξύ κρατών είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων εντός ενός κράτους. (…) Όταν λέμε ότι ένα ερώτημα είναι πολιτικό…ή ότι μια απόφαση καθορίζεται ‘πολιτικά’, αυτό που εννοούμε είναι ότι συμφέροντα που αφορούν στην κατανομή, στη διατήρηση ή στη μεταβίβαση της δύναμης είναι αυτά που αποφασίζουν τι απάντηση θα δοθεί στο ερώτημα αυτό ή που καθορίζουν τη συγκεκριμένη απόφαση.»2 Όσον αφορά το Κράτος, ο Βέμπερ έδωσε τον ορισμό που έγινε δεκτός από τη μη μαρξιστική κοινωνιολογία, ότι, δηλαδή, το κράτος είναι μια οντότητα που κατέχει το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης χρήσης της φυσικής βίας.».3

Τι είναι πολιτική;Πολιτική είναι η δραστηριότητα με την οποία οι ομάδες καταλήγουν σε δεσμευτικές συλλογικές αποφάσεις μέσα

από προσπάθειες συμβιβασμού των διαφορών μεταξύ των μελών τους.ΔιευκρινίσειςΗ πολιτική είναι συλλογική δραστηριότητα και αφορά ανθρώπους που αποδέχονται την ένταξή τους σε μια ομάδα

ως μέλη της ή, τουλάχιστον, αναγνωρίζουν την κοινή τους μοίρα. Η πολιτική προϋποθέτει ότι αρχικά θα υπάρχει ποικιλία διαφορετικών απόψεων αναφορικά με τους στόχους ή/και

τα μέσα επίτευξής τους. Αν πάντοτε συμφωνούμε όλοι με όλους δεν υπάρχει πολιτική. Η πολιτική αφορά την (συν)διαλλαγή και τον συμβιβασμό αυτών των διαφορών με τη συζήτηση και την πειθώ.

Άρα, η επικοινωνία είναι κρίσιμης σημασίας στοιχείο της πολιτικής.Οι πολιτικές αποφάσεις καθίστανται επίσημη πολιτική (authoritative policy) για μια ομάδα και δεσμεύει τα μέλη

σε συμφωνίες που εφαρμόζονται και με τον εξαναγκασμό, αν χρειαστεί. Η πολιτική σπανίζει ως είδος αν οι αποφάσεις παίρνονται αποκλειστικά δια της βίας, αλλά ο εξαναγκασμός ή η απειλή του στηρίζει την εφαρμογή μιας πολιτικής (policy).

«Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως πολιτικό ον» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253a1-3). Δηλαδή, η πολιτική δεν είναι μόνο αναπόφευκτη αλλά πρόκειται για την πιο ουσιαστική ανθρώπινη δραστηριότητα, ιδιότητα που κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν από τα λοιπά έμβια είδη.

Δομή και ΔράσηΔράση. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα μεμονωμένα άτομα έχουν μεγάλη ικανότητα να δρουν ελεύθερα δίχως να

περιορίζονται από ευρύτερες δομές. Επιπλέον, ορισμένοι θεωρούν ότι δεν υφίστανται καν «κοινωνικά

1 Οι διευρυμένοι ορισμοί είναι από το Τσαούσης, Δ. (1989) Η κοινωνία του ανθρώπου: Εισαγωγή στην κοινωνιολογία. Αθήνα: Εκδ. Gutenberg, σελ. 470-471. Βλ. Επίσης, Weber, M. (1964) The Theory of Social and Economic Organization. Glencoe, NY: Free Press.2 Βλ. Weber, M. (1987) Η πολιτική ως επάγγελμα. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης. Βλ. επίσης και Σεραφετινίδου, Μ. (2002) Εισαγωγή στην Πολιτική Κοινωνιολογία. Αθήνα: Εκδ. Gutenberg..3 Weber, M. (1994) “The Profession and Vocation of Politics” στο Political Writings. Cambridge, UK: Cambridge University Press

συστήματα» αλλά ότι πρόκειται για αφαιρέσεις ευκολίας που δεν υπάρχουν πέρα από το μυαλό και τη γλώσσα μας. Αν, κατά ορισμένο τρόπο, υπάρχουν κοινωνικά συστήματα τότε αυτά είναι αποτελέσματα των ενεργειών ελεύθερων δρώντων ανθρώπων.

Δομή. Στην άλλη άκρη είναι όσοι υποστηρίζουν ότι τα κοινωνικά συστήματα θέτουν ισχυρούς περιορισμούς, αν δεν την καθορίζουν εντελώς, στην δράση των ατόμων. Ό,τι αισθανόμαστε, νομίζουμε και κάνουμε δεν μπορεί ρεαλιστικά να αποσπαστεί από τα δίκτυα των κοινωνικών θέσεων και την αντίστοιχη εξουσία που είναι εντελώς εξωτερική και ανεξάρτητη από εμάς.

Όμως:Στην πραγματικότητα, δομή και δράση είναι έννοιες αλληλένδετες και η μία προϋποθέτει την άλλη.Η κοινωνική δομή συμβάλλει στην δημιουργία του ατόμου ενώ το άτομο συμβάλλει στη δημιουργία της

κοινωνικής δομής.Συνεπώς, υπάρχει δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ δομής και δράσης.

ΜΕΡΟΣ 2ο. ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

1. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΕΩΡΗΣΗΜονάδα ανάλυσης: Άτομο => Ο άνθρωπος ως εκ φύσεως γενικώς και αορίστως ως ‘ορθολογικό υποκείμενο’2. ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ Μονάδα ανάλυσης: Το Άτομο ως Κοινωνικό Ον => συνεχής αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ των

ατόμων («Ο άνθρωπος είναι μια διαδικασία (…) η διαδικασία των πράξεών του)

1. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΕΩΡΗΣΗΆτομο: φορέας με απαράγραπτα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα (ζωή, ελευθερία και ιδιοκτησία/περιουσία)

2. ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗΆτομο: Ταυτόχρονα δημιουργός και φορέας ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα στην

ιστορική διαδικασία

- Στα πλαίσια του γενικότερου πλαισίου της φιλελεύθερης θεώρησης αναπτύχθηκαν δύο γενικότερες θεωρητικές σχολές για το κράτος και την κοινωνία: ο ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ και η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΙΤ (ελιτισμός).- Η Μαρξιστική θεώρηση για το κράτος και την κοινωνία έχει βασική αφετηρία την «υλιστική αντίληψη περί ιστορίας» τονίζοντας την «κοινωνική οργάνωση της παραγωγής» ως καθοριστικού παράγοντα της δομής, της μορφής και του περιεχομένου των υπόλοιπων κοινωνικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένου και του κράτους.

Α) ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣΚυρίαρχη θεωρία στην (δυτική) πολιτική επιστήμηΣχετικά φτωχή θεωρητική παραγωγήΠολλές διαφορετικές (και ταυτόχρονες) ερμηνείες του:Α) Κανονιστική (καλύτερη μορφή διακυβέρνησης)Β) Κατευθυντήρια (πρότυπο προς κάθε κυβέρνηση)Γ) Περιγραφική (ανάλυση της κυβέρνησης)Σε γενικές γραμμές, ο πλουραλισμός τονίζει:Την ουδετερότητα του κράτους, καιΤη δυνητική ισότητα των κοινωνικών ομάδων στην άσκηση επιρροής και την ανοιχτή πρόσβασή τους στο

πολιτικό σύστημα.

Νεότερες επεξεργασίες του πλουραλισμούΠλουραλισμός δεν σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες είναι ενταγμένοι στην πολιτική διαδικασία. (Rob. Dahl κ.α.)Πολλοί πολίτες είναι ανενεργοί και απαθείς.Εισόδημα, πλούτη και πολιτικοί πόροι κατανέμονται άνισα.Χαρακτηριστικό γνώρισμα – κλειδί του πλουραλισμού είναι η διαφορά (difference) και η ποικιλία (diversity).Καμία ομάδα δεν μπορεί να κυριαρχήσει (ή να κυριαρχεί για πάντα) σε ολόκληρη την κοινωνία.Διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας πολιτών (civil society/κατά τον Γ. Κοντογιώργη διαμεσολαβούσα κοινωνία) Διαφορά μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.Ποικιλία συμφερόντων που προσωρινά επιτυγχάνουν σε επιμέρους πεδία πολιτικής.Εξουσία μη-σωρευτική αλλά διάχυτη.Ρόλος του κράτους είναι η ρύθμιση των συγκρούσεων στην κοινωνία και όχι η κυριαρχία πάνω στην κοινωνία

κατά την επιδίωξη ιδιαιτέρων συμφερόντων.Τελικά, ο πλουραλισμός δεν διαθέτει ανεπτυγμένη θεωρία περί κράτους, και γι’ αυτόοι πλουραλιστές αρέσκονται στο να ομιλούν περί κυβέρνησης και όχι περί κράτους.

Β. ΕΛΙΤΙΣΜΟΣ Η ιστορία της πολιτικής είναι η ιστορία της κυριαρχίας των ελίτ.Gaetano Mosca: «Σ’ όλες τις κοινωνίες (…) δύο μόνο τάξεις εμφανίζονται – μία τάξη που κυριαρχεί και μία που

κυριαρχείται.»Ο χαρακτήρας κάθε κοινωνίας προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της ελίτ της.

Τρεις βασικές θέσειςΑ) η πεποίθηση περί του αναπόφευκτου της κυριαρχίας των ελίτ και περί του παραλόγου της φιλελεύθερης

δημοκρατίαςΒ) η απόρριψη του οικονομισμού του Μαρξισμού (δηλ. της εκδοχής εκείνης που θεωρεί ότι η οικονομία είναι ο

καθοριστικότερος παράγοντας της κοινωνικής δυναμικής)Γ) η πεποίθηση περί της δυνητικής αυτονομίας του κράτους από τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις.

Πλάτων, Μακιαβέλι, Παρέτο, Μόσκα, ΜίκελςΚοινή θέση: η συγκέντρωση της κοινωνικής εξουσίας σε ένα μικρό σύνολο ανθρώπων που αποτελούν την

ελέγχουσα ελίτ ήταν αναπόφευκτη σ’ όλες τις κοινωνίες. Άρνηση της Μαρξιστικής λογικής περί δυνατότητας ύπαρξης αταξικών κοινωνιών.

Μίκελς: Σε κάθε οργάνωση ισχύει ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας».Βιλφρέντο Παρέτο: η ιστορική εμπειρία μας προσφέρει αποδείξεις για τη διαρκή κυκλοφορία των ελίτ (δάνειο η

παρομοίωση των ελίτ από το Μακιαβέλι με «λιοντάρια» και «αλεπούδες». Ελίτ αλεπούδες vs Ελίτ λιοντάριαΑλεπούδες: κυβερνούν προσπαθώντας να πετύχουν συναίνεση, δεν είναι πρόθυμες να καταφύγουν στη βία, είναι

έξυπνες και πανούργες, επιχειρηματικές, καλλιτεχνικές-πνευματικές και καινοτόμες. Ο ανθρωπισμός τους σε καιρό κρίσης οδηγεί στο συμβιβασμό και στον πασιφισμό => εξασθένιση καθεστώτος.

Λιοντάρια: δυνατοί, σταθεροί και ακέραιοι άνθρωποι. Ψυχροί και στερούμενοι φαντασίας είναι πάντα πρόθυμοι να προσφύγουν στη βία για την επιβολή των θέσεών

τους ή για την υπεράσπισή τους.Υπερασπιστές της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων τόσο στο κράτος όσο και στην κοινωνία πολιτών.Στρατεύονται υπέρ της δημόσιας τάξης, της θρησκείας και της πολιτικής ορθοδοξίας.

Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των δύο τύπων ελίτ είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Η ιστορία είναι η διαδικασία κυκλοφορίας μεταξύ αυτών των δύο τύπων ελίτΤο ιδεώδες σύστημα διακυβέρνησης θα αντανακλούσε μια ισορροπία δυνάμεων που θα περιείχε χαρακτηριστικά

στοιχεία τόσο των «λιονταριών» όσο και των «αλεπούδων».

Γ. ΜΑΡΞΙΣΜΟΣΟι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την οικονομική και κοινωνική ανάλυση του

καπιταλισμού, ως ιστορικού σταδίου της εξέλιξης των ταξικών κοινωνιών, παρά για την διατύπωση ολοκληρωμένης θεωρίας για την πολιτική και το κράτος.

Προσπαθώντας να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι των σκέψεων των Μαρξ και Ένγκελς πρέπει να μελετήσουμε το σύνολο του έργου τους για να διαπιστώσουμε άμεσες ή έμμεσες αναφορές στα ζητήματα αυτά, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο την ίδια τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης.

Κόντρα στην άποψη ότι υπάρχει ένα αναλλοίωτο ανθρώπινο ον ή μια αιώνια αφηρημένη ιδέα που ορίζει την κίνηση της ιστορίας, οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν ότι είναι «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής που καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής γενικά. Γιατί δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους.

Αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη είναι αυτή που καθορίζει τη συνείδησή τους…γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για να λυθεί αυτή η αντίφαση (βάσης και εποικοδομήματος). Με αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό ολοκληρώνεται έτσι η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας…

Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι η σκέψη, αλλά η παραγωγή των ανθρώπινων αναγκών και η ιστορία της κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, αφού οι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι των παραγωγικών σχέσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξή τους.

Απαιτείται έτσι η αλλαγή όχι της συνείδησης των ανθρώπων, αλλά της κοινωνικής πραγματικότητας από όπου πηγάζει αυτή η συνείδηση».

Πηγαίνοντας πίσω χρονικά συναντάμε τη θέση περί κράτους ως οργάνου εξουσίας της κυρίαρχης κάθε φορά κοινωνικής τάξης. Στη ‘Γερμανική Ιδεολογία’ τονίζεται ότι «τώρα το κράτος ξαναγύρισε στην πιο παλιά του μορφή, στην ξετσίπωτη σκέτη κυριαρχία του σπαθιού και του ράσου…Τριάντα έξι εκατομμύρια Γάλλοι οδηγήθηκαν χωρίς αντίσταση στην αιχμαλωσία…Μια κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης (‘18η

Μπρυμαίρ’)».Για τη μεταβατική περίοδο τονίζεται στην ‘Κριτική του Προγράμματος της Γκότα’ (1875) ότι το κράτος «θα είναι

επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» και ότι «είναι ανέντιμο να ζητούν τη λαοκρατική δημοκρατία από το γερμανικό στρατιωτικό, δεσποτικό κράτος…Το κράτος του μέλλοντος που διεκδικούν υπάρχει ήδη στην Ελβετία!…΄Όχι κρατική εκπαίδευση. Πρέπει να αποκλείσουμε εξίσου την επιρροή της κυβέρνησης και της Εκκλησίας μέσα στο σχολείο…Το κράτος στον κομμουνισμό θα διαλυθεί από μόνο του και θα εξαφανιστεί!…Η περιβόητη ελευθερία του συναγωνισμού αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί γι’ αυτό την ανάμιξη του κράτους».

Το κράτος είναι ιστορική κατασκευή. Κάθε ταξική κοινωνία, σύμφωνα με το Μαρξ, μετά την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία διαθέτει το κράτος που της αντιστοιχεί. Η βάση καθορίζοντας το εποικοδόμημα σε τελευταία ανάλυση καθορίζει και το κράτος.

Το κράτος, συνεπώς, δεν είναι απλά και μόνο ένα εργαλείο στα χέρια της κάθε φορά άρχουσας τάξης για τη βίαιη καταστολή των εργατικών αγώνων αλλά ένα σύνολο δομών και μηχανισμών, κατασταλτικών και ιδεολογικών, που, σε τελευταία ανάλυση, στοχεύουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.

Στο εσωτερικό του κράτους, ως συνέπεια της ταξικής σύγκρουσης, διεξάγονται, άμεσα ή έμμεσα, ταξικοί αγώνες.Κατά συνέπεια, το κράτος μπορεί να οριστεί διαφορετικά : «Το κράτος, εξασφαλίζει την ενότητα και τη συνοχή

ενός κοινωνικού σχηματισμού διαιρεμένου σε τάξεις, συγκεντρώνει τις ταξικές αντιθέσεις του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού, κατοχυρώνοντας και νομιμοποιώντας τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων τάξεων έναντι των άλλων τάξεων αυτού του κοινωνικού σχηματισμού»(Ν.Πουλαντζάς)

Όμως για να είναι δυνατή η κατοχύρωση και νομιμοποίηση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων τάξεων δια μέσου του κράτους πρέπει να οργανωθεί πάλι δια μέσου του κράτους η συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν κατοχυρωθούν ορισμένα από τα πιο άμεσα αιτήματα που αυτές οι κυριαρχούμενες τάξεις προβάλλουν και διεκδικούν την ικανοποίησή τους.

Κορυφαίο σύμβολο του κράτους που μπορεί να εξασφαλίζει τη συναίνεση των κυριαρχούμενων είναι το Σύνταγμα.

Ο ίδιος ο Μαρξ είχε τονίσει ότι «το Σύνταγμα είναι ένα φρούριο που προστατεύει τους πολιορκητές και όχι τους πολιορκούμενους», υπονοώντας βέβαια ότι πολιορκητές είναι οι κυριαρχούμενοι και πολιορκούμενοι οι κυρίαρχοι.

Από τις δύο αυτές θεωρητικές οπτικές περί κράτους που ενυπάρχουν στο έργο του Μαρξ μπορούν να συναχθούν και να καταστρωθούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης.

Η πρώτη στηριζόμενη στη λογική του κράτους εργαλείου μπορεί να καταλήξει είτε στη λογική της εξ εφόδου κατάληψης του κρατικού μηχανισμού από το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου (λενινιστική στρατηγική) είτε στη λογική του κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσα από τις εκλογές (ρεφορμιστική και σοσιαλδημοκρατική στρατηγική).

Η δεύτερη στηριζόμενη στον ορισμό της ‘σχετικής αυτονομίας’ (Ν. Πουλαντζάς) του κράτους καταλήγει στην υιοθέτηση μιας πολιτικής συνεχών ρήξεων μέσα κι έξω από το κράτος και την επιβολή επαναστατικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων μέσω δυναμικών μαζικών κοινωνικών κινημάτων των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων στην κατεύθυνση του δημοκρατικού σοσιαλισμού με το συνδυασμό θεσμών αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας

Άρα:♦ Πολιτική (Politics)=πεδίο πάλης και ανταγωνιστικής δραστηριότητας για την επίλυση γενικής

εμβέλειας διαφορών (Θ. Διαμαντόπουλος, 1989).♦ πολιτική (policy) = συγκεκριμένη πρόταση αντιμετώπισης συγκεκριμένων θεμάτων (Θ.

Διαμαντόπουλος, 1989).Για την ύπαρξη Πολιτικής απαιτείται

♦ «συμφωνία για την ανάγκη κοινωνικής συνύπαρξης μίας ομάδας, η οποία είναι αδιανόητη χωρίς κανόνες γενικής εφαρμογής και ισχύος»

♦ «σύγκρουση αντιθέτων ή ανταγωνιστικών απόψεων για το ποιοι θα είναι οι κανόνες αυτοί» Στο βαθμό που η Πολιτική αφορά την προσπάθεια λήψης αποφάσεων μετά από τη σύγκρουση των διαφορετικών απόψεων του πρακτέου, χρειάζεται να υπάρχουν οργανωτικοί φορείς που θα συντονίζουν τουλάχιστον την διατύπωση των απόψεών τους και την έκφρασή τους. Συνεπώς, αυτό το καθήκον το αναλαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα.

Πολιτικό σύστημαΣτενός ορισμός (παραδοσιακή νομική-συνταγματική έννοια)

Το σύνολο των τυπικών νομικών θεσμών που συγκροτούν μια «κυβέρνηση» ή «ένα κράτος».

Ευρύς ορισμός Οι πραγματικές αλλά και οι καθορισμένες μορφές πολιτικής συμπεριφοράς. Η πραγματική λειτουργία του κράτους.

Ευρύτερος ορισμός Ένα σύνολο «διαδικασιών αλληλεπίδρασης» ή ένα υποσύνολο του κοινωνικού συστήματος που αλληλεπιδρά με άλλα μη πολιτικά συστήματα (π.χ. το οικονομικό σύστημα).

Συνεπώς, πολιτικό σύστημα είναι:

Έννοια που αναφέρεται σε σχέσεις, διαδικασίες, και θεσμούς που συγκροτούν ένα πολιτικό σύμπαν.Κάθε ξεχωριστό πολιτικό σύστημα (κάθε χωρική ενότητα) αποτελείται από προερχόμενες από την κοινωνία

εισροές (inputs) προς τους επίσημους θεσμούς της κυβέρνησης με τις μορφές της «κοινής γνώμης», των δραστηριοτήτων «ομάδων πίεσης» κ.ο.κ.

Οι θεσμοί της κυβέρνησης επεξεργάζονται αυτές τις εισροές και παράγουν «εκροές» (outputs) με τη μορφή νόμων, εφαρμοστέων πολιτικών, ακόμη και με τη μορφή κανόνων, προτύπων και αξιών.

Τα πολιτικά κόμματα (Κόμμα = «μέρος» ενός «όλου») είναι τμήματα της κοινωνίας που πρέπει να επιτελούν δύο βασικότατες λειτουργίες:

♦ σύγκρουση, γιατί προωθούν ανταγωνιστικές πολιτικές

♦ ενσωμάτωση, γιατί η ανταγωνιστική αυτή αντιπαράθεση αφορά την ενιαία Πολιτική ενός οργανωμένου συνόλου.

Το κόμμα θέλοντας να προσεγγίσει την εξουσία για να εφαρμόσει την προγραμματική του Πολιτική πρόταση και να υλοποιήσει τις προγραμματικές του πολιτικές σε κάθε ζήτημα «αναζητάει ψήφους κάτω από ένα αναγνωρίσιμο σύμβολο». Άρα: το πολιτικό κόμμα είναι παρεμβάλλουσα μεταβλητή μεταξύ πολιτικής και κοινωνικής δομής.Τα κόμματα αποτελούν τον ένα από τους κύριους συνδέσμους που συνδέουν τους κυβερνητικούς θεσμούς με την κοινωνία (Δ. Ευρώπη: κόμματα=κύριος σύνδεσμος)

Τα κόμματα είναι εκφραστές διαιρετικών κοινωνικών τομών (τάξη, φύλο, θρησκεία, εθνότητα κ.α.) και οχήματα κοινωνικών κινημάτων.

Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση είναι αδιανόητη δίχως την ύπαρξη κομματικών συστημάτων.

Ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων ως μηχανισμών κινητοποίησης διαιρετικών τομών και ως συμμετεχόντων στο σχηματισμό κυβερνήσεων και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων παραμένει θέμα ανοιχτό.

Θέματα μελέτης: ♦ Οι τρόποι με τους οποίους η κοινωνία διαμορφώνει πολιτικά κόμματα, και ♦ οι τρόποι λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων σε ένα κυβερνητικό πλαίσιο

♦ ποιοι είναι οι κοινωνικοί συσχετισμοί της εκλογικής δύναμης των κομμάτων (εθνικά και περιφερειακά); ♦ πώς σχετίζονται τα πολιτικά κόμματα και το κομματικό σύστημα με την πολιτική σταθερότητα;

Σύμφωνα με τον Giovanni Sartori (Parties and Party Systems, 1976): «…όταν η κοινωνία σαν σύνολο πολιτικοποιείται, οι κανόνες κυκλοφορίας, που συνδέουν την κοινωνία στο κράτος, και αντίστροφα, καθιερώνονται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται. Σ’ αυτό το σημείο, τα κόμματα γίνονται φορείς διοχέτευσης και το κομματικό σύστημα καθίσταται το σύστημα πολιτικής διοχέτευσης (canalization) της κοινωνίας.» Το κόμμα, επομένως, είναι ένα «μέρος» που διαμεσολαβεί την κοινωνία και την εξουσία.Το κόμμα λειτουργεί στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος σε αντίθεση με την ομάδα πίεσης που είναι εξωτερική του πολιτικού συστήματος και προσπαθεί να επηρεάσει την εξουσία αλλά δεν επιδιώκει να την κατακτήσει. Παράγει, δηλαδή, εκροές του πολιτικού συστήματος. Κόμμα είναι «οργάνωση ατόμων που αναζητάει μέσα από εκλογικές και μη εκλογικές διαδικασίες την άδεια ενός κοινού (ή ενός μέρους του) να τοποθετήσει ειδικούς εκπροσώπους της στα ιδιαίτερα κυβερνητικά αξιώματα για να ασκούν την πολιτική εξουσία» (E. Lawson, The Comparative Study of Political Parties) Η πιο πλήρης ερμηνευτική απόδοση της έννοιας του πολιτικού κόμματος οφείλει να λάβει υπόψη της και την ιδεολογία και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται για να επιβάλουν οι οργανώσεις πολιτών που επιζητούν την κατάληψη της εξουσίας επί των ψηφοφόρων και των οπαδών ούτως ώστε να χρησιμεύουν ως «λεκτική συγκολλητική ουσία» και «συμβολική νομιμοποίηση» (K. Lenk, )Με άλλα λόγια, κόμμα είναι «μια μόνιμη οργάνωση, πρωταρχικός στόχος της οποίας είναι η συμμετοχή στις εκλογές και η άσκηση εξουσίας στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης.Οι ουσιώδεις λειτουργίες του πολιτικού κόμματος είναι η ενσωμάτωση ενός πλήθους συμφερόντων, πεποιθήσεων και αξιών σε ένα πρόγραμμα ή σε μια σειρά προγραμματικών θέσεων ή προτάσεων για αλλαγή(ές) και ο ορισμός κομματικών μελών για τις εκλόγιμες θέσεις της κυβέρνησης.

Το κόμμα ασκεί μια επιπλέον σειρά λειτουργιών: ♦ απλοποίηση των επιλογών για τους ψηφοφόρους, ♦ εκπαίδευση των πολιτών, ♦ κινητοποίηση λαϊκής συμμετοχής στην πολιτική, ♦ εκπροσώπηση τμημάτων του κοινού, ♦ σύνδεση των κυβερνώντων με τους κυβερνώμενους, ♦ διατύπωση και μεταφορά της γνώμης των πολιτών για τη χάραξη και εφαρμογή πολιτικής,♦ στρατολόγηση και εκπαίδευση στελεχών για ανανέωση των πολιτικών ελίτ, οργάνωση της

κυβέρνησης και καθορισμός διαδικασιών αντιμετώπισης διαφωνιών στο εσωτερικό της, ♦ διαμόρφωση και εφαρμογής της δημόσιας πολιτικής καθώς και έλεγχος και διασφάλιση της

υπευθυνότητας των κυβερνητικών ενεργειών.

Μοντέλα κομμάτωνΤα πολιτικά κόμματα γεννήθηκαν συγχρόνως με τις εκλογικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες.

♦ Αρχικό σχήμα: εκλογικές επιτροπές για την προώθηση του «χ» υποψηφίου (συγκέντρωση υποστήριξης από προσωπικότητες και συγκέντρωση χρηματικών πόρων).

♦ Κοινοβουλευτικές ομάδες για κοινή δράση στο πλαίσιο των συνελεύσεων.

♦ Τάση συνένωσης σε εθνικό επίπεδο των εκλογικών επιτροπών των βουλευτών => πρώτα πολιτικά κόμματα.

Α. Κόμματα στελεχών. Αρχικά τα πολιτικά κόμματα ήταν τοπικές επιτροπές από προσωπικότητες με επιρροή και προύχοντες στα πλαίσια κάθε εκλογικής περιφέρειας

Ποιότητα μελών αντί ποσότητας Εσωτερική οργάνωση επιτροπών ατελής Μεγάλη αυτονομία επιτροπών Κόμματα = ομοσπονδία επιτροπών Βουλευτές με μεγάλη ανεξαρτησία. Αποτέλεσμα οι μάχες των εθνοσυνελεύσεων είχαν χαρακτήρα

μονομαχίας Συντηρητικά, φιλελεύθερα και κόμματα των ΗΠΑ

Β. Κόμματα μαζών. Ο αποκλεισμός σοσιαλιστών υποψηφίων από πηγές χρηματοδότησης οδήγησε στη συγκρότηση οργανώσεων με πολλά μέλη που κατέβαλλαν μικρές χρηματικές συνεισφορές κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Αποτέλεσμα ήταν η ενσωμάτωση στην οργάνωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού οπαδών. Έτσι η κομματική οργάνωση συνέβαλε στην πολιτική εκπαίδευση λαϊκών μαζών και δημοκρατική επιλογή υποψηφίων από συνέδρια (εθνικά, τοπικά, τομεακά).

• Τα κόμματα στελεχών ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της εποχής συγκρούσεων μεταξύ αριστοκρατών και αστών.

• Τα κόμματα μαζών ανταποκρίνονται στην εποχή κατά την οποία η βιομηχανική επανάσταση δημιουργεί πολυπληθή εργατική τάξη που διεκδικεί την ενσωμάτωση του συνόλου των πολιτών στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και την διαρκή συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες πέρα από την ανά τετραετία καθολική ψηφοφορία για την εκλογή βουλευτών.

Η διαρκής μαζική οργάνωση μελών και ανάγκη διαρκούς είσπραξης συνδρομών και συνεισφορών συνέβαλε στην πολύ αυστηρότερη διοικητική οργάνωση και στην προοδευτική ανάπτυξη ενός πολύπλοκου & ιεραρχημένου οργανισμού και μιας ομάδας ενδοκομματικών ηγετών με αποτέλεσμα την εξασθένιση της θέσης των βουλευτών.

Κοινωνιολογικά, η διαμάχη μεταξύ ενδοκομματικών και κοινοβουλευτικών στελεχών αντανακλά τη διαμάχη των δύο ομάδων της βάσης: μέλη που εκλέγουν τους ενδοκομματικούς ηγέτες και οπαδοί που εκλέγουν τους βουλευτές. Τα μέλη είναι πιο ταυτισμένα με το κόμμα σε σχέση με τους ψηφοφόρους και, συνεπώς, πιο αδιάλλακτα.

Ενδιάμεσες και άλλες μορφές:1. Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα. Υιοθέτησαν τη μαζική σοσιαλιστική οργανωτική μορφή, όχι πάντοτε επιτυχώς. Μικτή μορφή μεταξύ κόμματος μαζών και κόμματος στελεχών. 2. Κομμουνιστικά κόμματα. Οργάνωση κυρίως στους χώρους δουλειάς (εργοστάσια, γραφεία, σχολεία κ.ο.κ.). Συγκεντρωτισμός (δημοκρατικός ή μη) και αυστηρή πειθαρχία.3. Φασιστικά κόμματα. Περαιτέρω ανάπτυξη αυστηρής πειθαρχίας, πολλαπλασιασμός διαβαθμίσεων μεταξύ κέντρου και βάσης, παραστρατιωτικός χαρακτήρας («στρατηγική του κρεμμυδιού»: ομάδες ενσωματωμένες σε άλλες ομάδες της πυραμίδας) και τραμπούκικη νοοτροπία.4. Κόμματα μαζών τρίτου κόσμου. Εσωτερικός κύκλος ηγετικής ομάδας υπό μορφή κόμματος στελεχών που διακρίνεται σαφώς από οπαδούς και μέλη. Η μεταξύ τους κοινωνική απόσταση είναι μεγάλη.Σε πολλές περιπτώσεις κομμάτων στον ’τρίτο κόσμο’ φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο παίζουν: η προσωπικότητα του αρχηγού, φυλετικές, φεουδαρχικές θρησκευτικές, μυστικιστικές συνδέσεις και σχέσεις. Στις πόλεις θυμίζουν κόμματα σύγχρονου τύπου, ενώ στην ύπαιθρο αγροτικού τύπου.5. Άγγλοι εργατικοί-Σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες. Τα κόμματα αυτά δημιουργήθηκαν με την πρωτοβουλία των εργατικών συνδικάτων («έμμεσο κόμμα»: οι πολίτες προσχωρούν σ’ αυτό μέσω των διαφόρων οργανώσεων, όπως τα συνδικάτα, συνεταιρισμοί, σύλλογοι κ.α.)6. Παρόμοια καθολικά κόμματα σε Βέλγιο, Αυστρία κλπ. – συντεχνιακού τύπου οργάνωση.

Γ. Το πανσυλλεκτικό κόμμα (Otto Kirchheimer, Λεβιάθαν, 1991) εμφανίστηκε στη δεκαετία του ’60 διατηρώντας πολλά στοιχεία του κόμματος μαζών. Το πρότυπο ανάπτυξης της Δύσης ήταν το υπόβαθρο του πανσυλλεκτικού κόμματος: ιδιότυπο καθεστώς συσσώρευσης με δομές εντατικής συσσώρευσης και μαζικής κατανάλωσης στη βάση συναινετικών θεσμών και δομών. Το πανσυλλεκτικό κόμμα υιοθετεί στρατηγικές άμεσης εκλογικής αποτελεσματικότητας που συνεπάγονται πρακτικές αποστασιοποίησης ή και αποστροφής από πρακτικές στρατολόγησης στη βάση των ιδεολογικών και κυρίως κοινωνικών ταυτίσεων, ενώ παράλληλα επιδιώκουν εκλογική υποστήριξη με αφετηρία πολιτικές και προγραμματικές συγκλίσεις.Τα κόμματα πλέον παύουν να είναι παράγοντες της κοινωνίας που επιδιώκουν την επιρροή πάνω στο κράτος ή την διείσδυση σ’ αυτό. Αυτό σημαίνει μετατροπή των κομμάτων σε ανταγωνιστικούς μεσίτες μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Οι κυβερνήσεις πανσυλλεκτικών κομμάτων βιώνουν μια έντονη αντίφαση προσπαθώντας αφενός

να μεσιτεύσουν τα αιτήματα της κοινωνίας προς το κράτος αφετέρου να υποστηρίζουν την κρατική πολιτική απέναντι στην κοινωνία.

Το εκλογικό – επαγγελματικό κόμμα (A. Banebianco, 1988) διαφέρει από το πανσυλλεκτικό κόμμα κυρίως κατά το ότι η οργάνωση στελεχώνεται από επαγγελματίες συμβούλους του χώρου του μάρκετινγκ, της διαφήμισης, των μέσων και των πολιτικών εκστρατειών, ενώ οι κομματικοί γραφειοκράτες είτε δεν υπάρχουν είτε παίζουν περιθωριακό ρόλο (π.χ. Δημοκρατικό Κόμμα ΗΠΑ).

Δ.. Κόμμα καρτέλ. Η σταδιακή ανάδυση ενός νέου τύπου κόμματος-καρτέλ που διαδέχθηκε το πανσυλλεκτικό κόμμα εξελίσσεται μέσα στις συνθήκες:• κοινωνίας της αφθονίας• έντασης των ρυθμών κοινωνικής κινητικότητας που οφείλεται στην ολοένα και μεγιστοποιούμενη εισβολή

των μαζών στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς

• τ• ης ανάπτυξης των παντός είδους ηλεκτρονικών μέσων μαζικής -και αμφίδρομης-

επικοινωνίας (τηλεόραση, διαδίκτυο κλπ) που κατά βάση διαδίδουν έναν ομοιόμορφο πολιτιστικό κώδικα στο πλαίσιο μιας «παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας».

Το κόμμα καρτέλ εντείνει στο έπακρο τα χαρακτηριστικά του πανσυλλεκτικού κόμματος ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει τις βασικές αξίες συγκρότησής του.Δεν είναι πλέον το κόμμα που ελέγχει το κράτος αλλά το κράτος που ελέγχει το κόμμα.

• Τα κυρίαρχα κόμματα της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς έχουν εδώ και 3 δεκαετίες δοκιμαστεί ως «κυβερνητικά κόμματα». Τονίζεται ότι ακόμη και αν ένα κόμμα (π.χ. Εργατικό Βρετανίας) μείνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός κυβέρνησης δεν σημαίνει ότι του αρνείται η κυβέρνηση την πρόσβαση στα οφέλη του κράτους ούτε καν σε κάποιο μερίδιο πελατειακών διορισμών. Όταν αυτή η πρόσβαση (άμεση ή έμμεση) δεν υφίσταται, η ύπαρξη ομάδων πίεσης σε συνδυασμό με τη δράση της αντιπολίτευσης επιφέρει επιμέρους αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική (π.χ. Ασφαλιστικό, συνθήκες διεξαγωγής προεκλογικού διαλόγου).

• Τα ΜΜΕ φιλοξενούν απόψεις της αντιπολίτευσης –ειδικά μετά την καθιέρωση της ιδιωτικής τηλεόρασης οπότε ο συσχετισμός γέρνει ενίοτε σε βάρος της κυβέρνησης- με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται ο κομματικός τύπος στη διαμόρφωση «κοινής γνώμης»

• Κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων ως συνέπεια της συνταγματικής κατοχύρωσης του ρόλους τους στην πολιτική ζωή των σύγχρονων κοινωνιών => υποβάθμιση του ρόλου του κομματικού μηχανισμού ως συλλογέα οικονομικών πόρων ενίσχυσης της κομματικής δραστηριότητας.

• Έτσι το κόμμα-καρτέλ χαρακτηρίζεται από την αλληλοδιείσδυση κράτους και κόμματος και από διακομματική συμπαιγνία που προβλέπει την κατανομή των «κρατικών λαφύρων» με βάση συγκεκριμένα κριτήρια (π.χ. εκλογική δύναμη των κομμάτων).

• Η επικράτηση του κόμματος καρτέλ δεν σημαίνει αυτόματη εξαφάνιση των προγενέστερων τύπων κόμματος. Η έννοια του κομματικού τύπου είναι ένα Βεμπεριανός «ιδεότυπος» (προσδιορίζει τα οριακά χαρακτηριστικά που κυριαρχούν σε μια ολότητα. Τη διαφορά την κάνουν οι πολιτικοί στόχοι και η βάση του ανταγωνισμού των κομμάτων.

• Η κοινωνική μεταρρύθμιση (ή η αντίθεση σ’ αυτήν) ήταν το διακύβευμα της εποχής των κομμάτων μαζών που ανταγωνίζονταν στη βάση της αντιπροσωπευτικής ικανότητας. Στην εποχή των πανσυλλεκτικών κομμάτων ήταν η κοινωνική βελτίωση και όχι η κοινωνική μεταρρύθμιση ενώ τα κόμματα ανταγωνίζονταν στη βάση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής τακτικής. Τέλος, στην εποχή του κόμματος καρτέλ, οι στόχοι της πολιτικής αναφέρονται στο «εγώ», η δε πολιτική έχει γίνει ένα τεχνοκρατικού χαρακτήρα επάγγελμα και ο ανταγωνισμός των κομμάτων αναπτύσσεται στη βάση της αξίωσης για αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη διαχείριση.

• «Διακομματική συμπαιγνία»: η επιβίωση του πολιτικού προσωπικού στα πλαίσια της κρατικής εξουσίας και η διαχειριστική λογική για την πολιτική παρέμβαση δημιουργούν διλήμματα στα κυρίαρχα κόμματα σχετικά με τον εκλογικό νόμο και το θεσμικό κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγονται οι εκλογικοί αγώνες.

Επιπτώσεις στην κομματική στρατηγική:

1.Μετατροπή του κόμματος σε «εταιρεία εντάσεως κεφαλαίου» αντί «εντάσεως εργασίας» (παραγκωνισμός μελών από τη συγκεντρωτική-επαγγελματική δραστηριότητα των κομματικών managers που μισθοδοτούνται μέσω κρατικής χρηματοδότησης ή αποσπώνται από οργανική θέση του δημόσιου τομέα και σε συνδυασμό με την προσφυγή σε ειδικά επιτελεία εταιριών της αγοράς διαφήμισης και ερευνών κοινής γνώμης).2.Τα μέλη έχουν περισσότερα δικαιώματα σε σχέση με τα μέλη των παλαιότερων τύπων κομμάτων, όμως αρχίζει και σβήνει η διάκριση μέλους και φίλου του κόμματος με την ολοένα και περισσότερη ενασχόληση των φίλων με ειδικές θεματικές ενότητες στο πλαίσιο του κόμματος.Η απεύθυνση μέσω των ΜΜΕ στον «ανώνυμο πολίτη» και, συνεπώς, η απόσπαση της ηγεσίας από τον κορμό της κομματικής οργάνωσης είναι φαινόμενα που ολοένα και αυξάνει η συχνότητα εμφάνισής τους στα κόμματα καρτέλ. Οι διαφημιστικές εκστρατείες στηρίζονται πολύ περισσότερο πλέον στη μορφή παρά στο περιεχόμενο ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των (ηλεκτρονικών) ΜΜΕ.

Τυπολογία κομματικών συστημάτων Δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα: αριθμός κομμάτων και μέγεθος κομμάτων.1. Δικομματισμός ή δυοπώλιο;Καθαρός δικομματισμός = ιδεότυπος. Ακόμα και στις χώρες-αρχέτυπα του δικομματισμού διαπιστώνονται

πολυάριθμες εξαιρέσεις. Υπάρχουν μικρότερα κόμματα ή περίοδοι τρικομματισμού. Προτιμότερο όρος: δυοπώλια (ένα από τα δύο κόμματα ασκεί την εξουσία για μεγάλο διάστημα, εναλλακτικά με το δεύτερο, χωρίς τη συνδρομή ή συμμετοχή τρίτων κομμάτων)

Όμως, στην πραγματικότητα, η κατάσταση δυοπωλίου είναι διαφορετική στις ΗΠΑ από αυτή στο Βρετανία. Είναι αποτελεσματικότερο ως σύστημα στις ΗΠΑ (εκτός από το πλειοψηφικό με ένα γύρο εκλογικό σύστημα υπάρχουν οι επιμέρους εκλογικοί φραγμοί κατά πολιτεία). Στη Βρετανία το εκλογικό σύστημα δεν εμπόδισε την άνοδο του Εργατικού Κόμματος και την απόλυτη επικράτησή του το 1945. Τα μικρότερα κόμματα το 1983 ξεπέρασαν το Εργατικό. Ομοίως, οι Συντηρητικοί το 1979 δεν συγκέντρωσαν απόλυτη πλειοψηφία και ευνοήθηκαν από τη διασπορά ψήφων στην αντιπολίτευση (Εργατικό, Φιλελεύθεροι, τροτσκιστές, εθνικιστικά κόμματα).

Επίσης διαφέρουν ριζικά όσον αφορά τη φύση και τη λειτουργία τους. Στις ΗΠΑ «η ανθεκτικότητα του δικομματικού συστήματος εδράζεται σε παράγοντες, όπως η συναίνεση και η απουσία οικονομικών διαιρέσεων». Τα Βρετανικά κόμματα είναι οργανωμένα, διαθέτουν πολυάριθμα μέλη και στελέχη, είναι συμπαγή και πειθαρχημένα, οι ηγεσίες τους διαθέτουν τα μέσα αποτροπής κάθε τάσης ομαδοποίησης, αυτονόμησης ή απόσχισης. Ρήξεις σπάνιο φαινόμενο―απόσχιση Σ/Δ από Εργατικό Κόμμα το 1981, εκπαραθύρωση Θάτσερ το 1990 και σύγκρουση μεγάλης μερίδας βουλευτών του Εργατικού στην υπόθεση του πολέμου εναντίον του Ιράκ.

Στις ΗΠΑ η απειθαρχία είναι συνηθισμένο φαινόμενο (και λόγω του πολλαπλασιασμού των υποεπιτροπών στο Κογκρέσο) σε βαθμό που νίκη του κόμματος του Προέδρου στις εκλογές του Κογκρέσου να έχει σχετικά περιορισμένη σημασία. Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας του συστήματος είναι διαφορετικός. Ο νικητής στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ είναι και ο ηγέτης του κόμματός ενώ ο ηττημένος περνά στο περιθώριο. Δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητος ηγέτης αλλά παράγοντες που προετοιμάζονται, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους για τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Στη Βρετανία ο ηγέτης του ενός κόμματος αναδεικνύεται πρωθυπουργός και ο ηγέτης του ηττημένου συγκροτεί σκιώδη κυβέρνηση.

Για τις ΗΠΑ έχει λεχθεί ότι λόγω της χαλαρότητας των κομμάτων υπάρχουν ουσιαστικά 4 κόμματα (φιλελεύθερη και συντηρητική πτέρυγα των 2 κομμάτων). Αν πάρουμε το κριτήριο της Πολιτείας που προτείνει ο V.O.Key έχουμε 102 κόμματα διότι κάθε κόμμα αποτελείται από μια συμμαχία εθνικών και τοπικών οργανώσεων. Στη Βρετανία το δυοπώλιο είναι λιγότερο ανθεκτικό καθώς σε κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό επίπεδο ο δικομματισμός αποτελεί τεχνητό προϊόν του εκλογικού συστήματος που απέχει αρκετά από τις οικονομικές και κοινωνικές διαιρέσεις της χώρας.

2. Τα πολυκομματικά συστήματαΤα όρια μεταξύ των τύπων των κομματικών συστημάτων είναι κυμαινόμενα καθώς οι ισορροπίες των

κομμάτων επηρεάζονται από τις ιδεολογικές και κοινωνικές αλλαγές, το εκλογικό σύστημα, τη συγκυρία κλπ. Άρα πρέπει να διορθωθεί το μοντέλο Duverger.

Jean Blondel: Α) πολυκομματικά συστήματαΒ) συστήματα με δυόμισι κόμματαΓ) πολυκομματικά συστήματα με κυρίαρχο κόμμαΔ) καθαρά πολυκομματικά συστήματαΜειονέκτημα η έμπνευση της τυπολογίας από το γερμανικό σύστημα.G. Sartori: Διακρίνει μεταξύ των κατηγοριών που ορίζονται με βάση τον κατακερματισμό σε:Μετριοπαθή πλουραλιστικά συστήματαΠολωμένα πλουραλιστικά συστήματα (μεγάλη ιδεολογική απόσταση.(Ιταλικό «πολωμένο πολυκομματικό σύστημα. G. Galli «ατελές δικομματικό»)3. Πλουραλιστικά συστήματαΚεντρομόλα πολυκομματικά συστήματα. Χαρακτηριστικά:Περιορισμένη ιδεολογική απόσταση μεταξύ των κομμάτωνΤάση συγκρότησης συμμαχιών, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα προτείνουν διαφορετικά προγράμματα

Κατά βάση κεντρομόλος εκλογικός ανταγωνισμός (Ελβετία, Ολλανδία, Βέλγιο πριν από την εμφάνιση ομοσπονδιακών και περιφερειακών κομμάτων)

Πολωμένο πολυκομματικό σύστημαΜεγάλη ιδεολογική διαφορά μεταξύ των κομμάτων.Ύπαρξη αντισυστημικών κομμάτωνΚεντρόφυγος ανταγωνισμόςΩστόσο, ο συγκοινωνικός πολυκομματισμός δεν ταυτίζεται με τον κεντρομόλο γιατί στον δεύτερο δεν

απαντώνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συγκοινωνικών καθεστώτων (θρησκευτικές και γλωσσικές διαιρέσεις).

Η δυναμική του κεντρομόλου πολυκομματικού συστήματος συναρτάται με τον ανταγωνισμό των κομμάτων για να σχηματίσουν συμμαχίες στο κέντρο καθώς το τίμημα για μια μόνιμη αντιπολίτευση είναι επαχθέστερο από τη συμμετοχή σε μια ετερογενή συμμαχία (Γαλλία 1958).

Paolo Farneti: Ιταλία πολωμένο πολυκομματικό σύστημα 1944-1961, μετά το 1965 χαρακτηριστικά κεντρομόλου κομματικού συστήματος. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» ήταν άρνηση του ΚΚ να θέσει τέρμα σε κεντρομόλες τάσεις της δεκαετίας του ’70 και λιγότερο στρατηγική ριζικής αλλαγής του συστήματος μέσω μιας έντονα ετερογενούς αριστερής συμμαχίας.

Τίμημα για κεντρομόλες στάσεις υψηλό: διεύρυνση χάσματος ανάμεσα στην εκλογική βάση και τις ιθύνουσες ομάδες, απομόνωση μειοψηφιών δεξιάς και αριστεράς που ριζοσπαστικοποιούνται, αποπολιτικοποίηση κοινής γνώμης και απάθεια, προτίμηση στη διαπραγμάτευση και στο συμβιβασμό σε βάρος της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας.

4. Πολυκομματισμός και κυρίαρχες θέσειςΟ ορισμός ενός κόμματος ως κυρίαρχου δεν συναρτάται αποκλειστικά με το εκλογικό του βάρος. Το ΓΚΚ και το

ΙΚΚ ήταν 1η και 2η δύναμη αντίστοιχα χωρίς να είναι σε κυρίαρχη θέση. Δεν κατείχαν θέση-κλειδί για τη συγκρότηση συμμαχιών, όπως η Χ/Δ Ιταλίας. Η κατοχή κυρίαρχης θέσης δεν είναι αιώνια. Ο όρος «κυρίαρχο» καλύπτει εντελώς διαφορετικές καταστάσεις―από την ηγεμονία ενός κόμματος όπως η Χ/Δ της δεκαετίας του ’50 ως και τις πιο ανταγωνιστικές σχέσεις της Χ/Δ με τα μη θρησκευτικά κόμματα στη δεκαετία του ’80. Η Γερμανική Χ/Δ ήταν κυρίαρχη ώσπου ήλθε η ενοποίηση, οι Πράσινοι και το PDS (πρώην Ανατολικογερμανοί κομμουνιστές). Στη Γαλλία μεταξύ 1962 και 1973 κυρίαρχο ήταν το Γκωλικό κόμμα ως το 1981 όταν πήρε τη θέση του το Σ.Κ. (στο μεταξύ είχε χάσει προς όφελος της UDF)

Γ. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ, ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΣΥΜΜΑΧΙΕΣΗ συγκέντρωση ή, αντίθετα, ο κατακερματισμός αποτελούν συνηθισμένα φαινόμενα κατά τη διάρκεια της ζωής,

ανάπτυξης και διάλυσης των κομμάτων. Άρα κάθε ταξινόμηση κομμάτων ενός κομματικού συστήματος είναι επισφαλή·.

Βασικά ενδεχόμενα: Μείωση αριθμού κομμάτωνΑύξηση αριθμού κομμάτωνΑμετάβλητος πάνω-κάτω αριθμός-αλλαγή εκλογικών συσχετισμών των κομμάτων.Α. Γερμανία 1953-1983 πολυκομματισμός εξελίχθηκε προς τρικομματισαμό ή, καλύτερα, με δεδομένη την

αποδυνάμωση του Φιλ. Κόμματος στα τέλη της δεκαετίας του ’70 προς δυοπώλιο.Β. Βρετανία η πατρίδα του δικομματισμού παρουσιάζει τον πλέον αξιοσημείωτο κατακερματισμό. Από το 1945

ως το 1980, ο δικομματισμός πήγε από το 90% στο 70%. Όφελος για τα κεντρόφυγα κόμματα Ουαλίας, Σκοτίας και άλλοτε για τα παλιά ή και νέα κόμματα του κέντρου (Φιλ., Φιλ.+Σ/Δ)

Γ. Ιταλία 1948 Χ/Δ σταθεροποιείται από 48,5% σε 40% τη δεκαετία του ’60, υποχωρεί αργά αλλά σταθερά ώσπου να συντριβεί το 1992 ενώ το ΚΚ ανεβαίνει σταθερά μέχρι τα τέλη του ’70, στη συνέχεια μειώνεται ώσπου να διασπαστεί στις αρχές του ’90 σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς και σε Κομμουνιστική Επανίδρυση. --» Όφελος προς νέα κόμματα. Ανάλογη τάση και στη Γαλλία.

Laurence Todd: «μύθος περί πολυκομματισμού».Οι κυβερνήσεις στα πολυκομματικά συστήματα πρέπει να είναι κυβερνήσεις μειοψηφίας ή συνασπισμού ή και τα

δύο.Από την ίδια τους τη φύση οι κυβερνήσεις μειοψηφίας είναι αρκετά εφήμερες.Τα πολυκομματικά συστήματα είναι, ως εκ τούτου, ανεπιθύμητα επειδή δημιουργούν εφήμερες κυβερνήσεις.Υποστηρίζεται, όμως, συχνά ότι τα πολυκομματικά συστήματα συμβάλλουν στην πολιτική σταθερότητα.Ο Dodd υποστηρίζει ότι όντως οι ανθεκτικές κυβερνήσεις είναι πρωταρχικά «Ελάχιστες Νικηφόρες Συμμαχίες»

(όρος του W. Riker)-στις δικομματικές το πλειοψηφούν κόμμα. Στα πολυκομματικά η δημιουργία ανθεκτικής κυβέρνησης αποτελεί υπόθεση δύο παραγόντων, δηλ. της θέλησης των κομμάτων να συνάψουν συμμαχίες και της πληροφοριακής βεβαιότητας σχετικά με τη διαπραγμάτευση των πιθανών μελών της συμμαχίας. Οι ανθεκτικές «ελάχιστες νικηφόρες συμμαχίες» μπορούν να σχηματίζονται στα πολυκομματικά συστήματα στο μέτρο που ο κατακερματισμός και η πόλωση του κομματικού συστήματος δεν είναι υπερβολικός.

Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος του «πολυκομματισμού ως παραγωγού εφήμερων κυβερνήσεων».Χρειάζεται, όμως, πρόσθετους παράγοντες που επηρεάζουν τη σταθερότητα. C. Mellors & B. Pijnenburg 1989: τονίζουν ότι σε Βέλγιο, Δανία, Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία και Γαλλία η

συγκρότηση συνασπισμών (από μονοκομματική κυριαρχία μέχρι μεγάλους συνασπισμούς σύμφωνα με μια πλειάδα συνδυασμών) είναι δυνατή όπου η ιδεολογία φαίνεται να παίζει περισσότερο ρόλο από το μέγεθος των κομμάτων.

Geoffrey Pridham 1986: Τα πρότυπα σχηματισμού κυβερνήσεων στη Δ. Ευρώπη εξαρτώνται από μια σειρά παραγόντων: ιστορία, θεσμοί, κίνητρα, οριζόντιες και κάθετες σχέσεις, εσωτερικές κομματικές διαμορφώσεις, κοινωνικο-πολιτικές διαστάσεις, και εξωτερικό περιβάλλον.

Kolinsky 1987: η ανάλυση των προτύπων σχηματισμού κυβέρνησης σχετίζεται με τη μελέτη της κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς. Αυτό που είναι κοινό σε όλα τα πρότυπα αλληλεπίδρασης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης είναι η εγκατάλειψη του δυαρχικού μοντέλου αντιπολίτευσης. Η συνθετότητα της δράσης και των τακτικών των κομμάτων επικρατεί με συναίνεση πάνω στη νομιμοποίηση των κανόνων της πολιτικής αντιπολίτευσης.

Αυτό που διαφέρει στο Δυτικοευρωπαϊκό στυλ αντιπολίτευσης είναι ο εντοπισμός του κέντρου στα ανά χώρα πρότυπα. Βρετανία (προ 1997), Ολλανδία, Ιταλία αντιπολίτευση από τα κεντροαριστερά εν αντιθέσει προς Ισπανία-Γαλλία (προ 1996) από τα δεξιά. Σε χώρες όπως η ΟΔΓ υπάρχουν σημαντικά εξωκοινοβουλευτικά κινήματα πολιτικής αντιπολίτευσης (Πράσινοι προ 1997).

Bogdanov 1985. Υποστηρίζει ότι υπάρχει κάποιο είδος σχέσης μεταξύ κοινοβουλευτικών ρόλων. Τρεις τύποι εκλογικών σωμάτων: μονοεδρικές περιφέρειες, πολυεδρικές περιφέρειες, ενιαίες εθνικές περιφέρειες. 4 είδη ρόλων των κοινοβουλευτικών: εκπρόσωποι εκλογικού σώματος, εκπρόσωποι κόμματος, εκπρόσωποι συμφερόντων, εκπρόσωποι θεματικών ομάδων χάραξης πολιτικής.

ΣυμπεράσματαΤα πολιτικά κόμματα είναι θεμελιώδη για τη δημοκρατία. Η θέση τους απορρέει από την αντίληψη περί

δημοκρατίας στις δυτικές χώρες. Πλουραλισμός των συμφερόντων, άρνηση του μονοκομματισμού, πολιτικός ανταγωνισμός για την επιλογή πολιτικού προσωπικού και τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.

Πέρα από αυτή τη θεμελιώδη λειτουργία τα κόμματα παίζουν έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο εξαιτίας των λειτουργιών που επιτελούν στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ελέγχουν όλα τα στάδια των πολιτικών διαδικασιών, από την κινητοποίηση μέχρι την επεξεργασία και την εφαρμογή των πολιτικών αποφάσεων.

Τα κόμματα δεν είναι τα μοναδικά πολιτικά υποκείμενα και δεν έχουν το μονοπώλιο άσκησης των πολιτικών λειτουργιών.

Σε γενικές γραμμές, ο ρόλος τους ποικίλλει από περίοδο σε περίοδο και από χώρα σε χώρα. Όμως, τα κόμματα είναι κατά κανόνα οι κεντρικοί πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού.

Τι είναι συμφέρον;• Συμφέρον = μια κατάσταση «που φέρνει κέρδος ή που θίγει κάποιον ή κάτι» (Cambridge Advanced

Learner’s Dictionary).• Συμφέρον = δικαίωμα, τίτλος, ή νόμιμο μερίδιο σε κάτι (Merriam-Webster Dictionary). Ενδέχεται να

είναι η ανάμειξη ή ένα νόμιμο δικαίωμα για μια εργασία, μια επιχείρηση ή περιουσία• Έννομο συμφέρον = το ενδιαφέρον ή αντικείμενο διακύβευσης για τη διατήρηση -ή για την επίδραση

σ’ αυτήν- μιας κατάστασης, μιας διευθέτησης ή δράσης. Πρόκειται για την διατήρηση ενός νομίμου δικαιώματος για παρούσα ή μελλοντική άσκηση (π.χ. το συμφέρον ενός εργαζόμενου σύμφωνα με ένα πρόγραμμα συνταξιοδότησης).

• Ομάδες συμφερόντων (ή ειδικών συμφερόντων) • Ο όρος καλύπτει κάθε σύνολο ατόμων που, στη βάση ενός ή περισσότερων κοινών συμφερόντων,

διατυπώνει αιτήματα σε ομάδες ή στην κοινωνία γενικώς, αποσκοπώντας στην προώθηση των στόχων του.

• Ομάδα πίεσης = οργάνωση που επιδιώκει την εκπροσώπηση των συμφερόντων συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας με σκοπό την επίδραση στη διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής. (Στην περίπτωση της ομάδας πίεσης στενά νοούμενου συμφέροντος συχνά χρησιμοποιείται ο όρος Lobby.)

• Τα πολιτικά κόμματα είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς:

α) συναρθρώνουν τη μάζα των συμφερόντων στην κοινωνία, χωρίς την οποία η πολιτική θα κυριαρχούνταν από τα ιδιαίτερα συμφέροντα.β) στρατολογούν και κοινωνικοποιούν μελλοντικούς πολιτικούς ηγέτες.γ) τα κομματικά μέλη παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ ηγετών και ψηφοφόρων.δ) συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικής, εξασφαλίζοντας την εγγραφή νέων ιδεών στην πολιτική ημερήσια διάταξη.ε) κινητοποιούν τους ψηφοφόρους κατά τη διάρκεια των εκλογικών εκστρατειών.

Η ταξινόμηση των ομάδων πίεσης σε διάφορες κατηγορίες γίνεται ανάλογα με τα διαφορετικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται κάθε φορά. Οι σύγχρονες ομάδες συμφερόντων ορίζονται ως εθελοντικές ενώσεις ατόμων, εταιρειών, ή μικρότερων ομάδων που ενώνονται με σκοπό να υπερασπίσουν ή να αγωνιστούν για ένα κοινό συμφέρον, με την πρόθεση να επηρεάσουν την πολιτική διαδικασία, χωρίς, όμως, την φιλοδοξία να σχηματίσουν ένα πολιτικό κόμμα (παρ’ όλες τις εξαιρέσεις), όπως τονίσαμε. Οι περισσότερες από αυτές αντιστοιχούν σε έναν από οκτώ τύπους (υπάρχουν όμως και ανάμικτες):

• επαγγελματικές οργανώσεις

• επιχειρηματικές, εμπορικές και βιομηχανικές ομάδες • εργατικά συνδικάτα• αγροτικές οργανώσεις• μονοθεματικές ομάδες• ομάδες ιδεολογικών συμφερόντων• ομάδες δημοσίου συμφέροντος• ομάδες πρόνοιας

Μπορούμε όμως να τις ταξινομήσουμε με διαφορετικά κριτήρια: α) Οικονομικές ή μη οικονομικές ομάδες πίεσης.β) Εσωτερικές (insider) ή εξωτερικές (outsider) ομάδες πίεσης. Οι πρώτες θεωρούνται αναγνωρισμένες και νομιμοποιημένες από την κυβέρνηση που τις συμβουλεύεται σε τακτή βάση. Οι δεύτερες είτε δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε σχέση συμβούλου των κρατικών αξιωματούχων είτε δεν μπορούν να κερδίσουν κυβερνητική αναγνώριση και νομιμοποίηση.γ) Κύριες ή δευτερεύουσες ομάδες πίεσης. Συνήθως αναφέρονται ως κύριες εκείνες οι ομάδες που ενδιαφέρονται για την αντιπροσώπευση των συμφερόντων ή των απόψεων των μελών τους (με μία έννοια αυτές που αναφέρονται άμεσα στην πολιτική) ενώ ως δευτερεύουσες θεωρούνται εκείνες που χαρακτηρίζονται κυρίως από την φροντίδα για παροχή υπηρεσιών στα μέλη τους και μόνο περιστασιακά εισέρχονται στο πολιτικό πεδίο.

Οι ομάδες πίεσης αποτελούν πολιτικό φαινόμενο που αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στις καπιταλιστικές κοινωνίες - ιδίως στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Δύσης- οι οποίες θεωρούνται πιο πολύπλοκες και κατακερματισμένες σε πιο εξειδικευμένες θεσμικές ή/και λειτουργικές ομάδες. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες στοχεύουν στην ικανοποίηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων αναγκών και συμφερόντων τους που είναι συχνά αντικρουόμενα και, πολλές φορές, οι διαφορές τους φαίνονται αγεφύρωτες.

Συμπέρασμα: οι ομάδες πίεσης διαφέρουν από τα πολιτικά κόμματα - που και αυτά ενδιαφέρονται για την άσκηση επιρροής στη διαμόρφωση της γνώμης των κρατικών αξιωματούχων και των αρμοδίων δημοσίων λειτουργών κατά τη χάραξη και εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής αλλά πρωταρχικός στόχος τους είναι η επιλογή του πολιτικού προσωπικού που θα κατακτήσει τις κορυφές της εκτελεστικής εξουσίας. Οι ομάδες πίεσης, όμως, δεν είναι σε θέση - και δεν επιθυμούν – να κατακτήσουν και να διαχειριστούν συνολικά την κυβερνητική εξουσία. Αντιθέτως, επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στο να επιδράσουν στην υλοποίηση ιδιαίτερων πολιτικών και δευτερευόντως στην επιλογή πολιτικού προσωπικού. Συμπεραίνουμε, ως εκ τούτου, ότι οι ομάδες πίεσης/συμφερόντων αναλαμβάνουν ουσιαστικά τις λειτουργίες β,γ και δ των πολιτικών κομμάτων Στις λίγες περιπτώσεις που επεμβαίνουν στην εκλογική διαδικασία (λειτουργίες α και ε) επιδιώκουν την υπερψήφιση ορισμένων υποψηφίων που υποστηρίζουν και προωθούν τις θέσεις τους. Τα τελευταία χρόνια κατεβλήθησαν προσπάθειες να υπάρξουν νέα πολιτικά κόμματα ως μετεξέλιξη ομάδων πίεσης.Τα τελευταία χρόνια κατεβλήθησαν προσπάθειες να υπάρξουν πολιτικά κόμματα ως μετεξέλιξη ομάδων πίεσης (Μ.Β. περιπτώσεις των Valley Party και Referendum Party. Το Εργατικό Κόμμα αποτελεί τέτοια εξέλιξη, όπως και τα Πράσινα Κόμματα).

Μια σημαντική διάκριση: θεσμοί-ομάδες συμφερόντων Σύμφωνα με μια νεο-θεσμική προσέγγιση για να συλλάβουμε την πολυπλοκότητα των σύγχρονων

οργανώσεων πρέπει να ξεφύγουμε από τα δίπολα «δημόσια-ιδιωτική σφαίρα», «ιεραρχίες-αγορές» και από τις διαφορές ως προς το νομικό στάτους.

Η κυβέρνηση θεωρείται ως συγκρότημα ημιομοσπονδιακών, χαλαρά συνδεδεμένων οργανώσεων, που έχουν τη δική τους υλική ζωή και που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ξεχωριστά με διάφορες ομάδες συμφερόντων.

Οι θεσμοί αυτοί έχουν συμφέροντα που από πολιτική και αναλυτική σκοπιά είναι ανεξάρτητα από το συμφέρον των μελών του συγκεκριμένου θεσμού.

Στην πράξη η δημόσια πολιτική είναι το αποτέλεσμα της πολύπλοκης, και συχνά απρόβλεπτης, αλληλεπίδρασης μεταξύ κυβερνητικών θεσμών, μη κυβερνητικών θεσμών και συμβατικών ομάδων μελών. Δεν πρόκειται, όμως, για αποτέλεσμα μιας πολιτικής εξισορρόπησης αντιθέσεων ισοδύναμων ομάδων. Αντιθέτως, διατυπώθηκε ένα πρότυπο όπου οι επιρροές για αλλαγή πολιτικής προέρχονται τόσο από το εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και εκτός των ορίων της.

Με άλλα λόγια, ομάδες πίεσης είναι ανοργάνωτες ή οργανωμένες ομάδες που ενεργά επιδιώκουν την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους στο πλαίσιο μιας κοινωνίας με την άσκηση πίεσης σε δημόσιους αξιωματούχους, φορείς και υπηρεσίες. Κατευθύνουν τις προσπάθειές τους κατά τρόπο τέτοιο ώστε να επηρεάζουν τις νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες, τα πολιτικά κόμματα και, πολλές φορές, τη γενική κοινή γνώμη.

Ένα κύριο σημείο πρόσβασηςκύριο σημείο πρόσβασης των ομάδων πίεσης στο πολιτικό σύστημα είναι το κοινοβούλιο και στις ΗΠΑ οι δύο βουλές (η «Τρίτη Βουλή» κατά μια έκφραση). Οι ομάδες πιέζουν για την κατάρτιση ή την τροποποίηση και ψήφιση νόμων που άπτονται των συμφερόντων τους. Με υποσχέσεις οικονομικής ή εκλογικής στήριξης εκ μέρους των μελών της ομάδας στις επόμενες εκλογές, η οργάνωση ελπίζει να πείσει ορισμένους νομοθέτες, ιδιαίτερα τους προεδρεύοντες των επιτροπών, να εγκρίνουν ευνοϊκά νομοθετήματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι απερχόμενοι βουλευτές λαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο των χρημάτων από τα ταμεία εκλογικών εκστρατειών των ομάδων πολιτικής δράσης στις ΗΠΑ.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ; Οργανώσεις είναι σύνολα ατόμων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενώ είναι τα πλέον πολυπληθή

σύνολα σε κοινωνικό επίπεδο, που διαθέτουν σύστημα συντονισμού ανάλογο του κεντρικού συστήματος των ανώτερων βιολογικών οργανισμών (αναγωγή στη βιολογία).

Ρόλοι εντός οργανώσεων = σύνθετοι, παγιωμένοι (ως ένα βαθμό) και σαφώς οριοθετημένοι (με βάση ρητούς ή/και γραπτούς όρους) =» περιβάλλον προβλέψιμο + σταθερό. Ρόλοι από κοινού με τα δομικά χαρακτηριστικά =» η οργάνωση αντιμετωπίζει συντονισμένα το περιβάλλον της.Η συμπεριφορά της οργάνωσηςΠροτάσεις για την οργανωσιακή συμπεριφοράΤα μέλη της οργάνωσης, ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι, είναι κυρίως παθητικά όντα που επιτελούν εργασίες και δέχονται οδηγίες δίχως να παίρνουν πρωτοβουλίες ή να ασκούν σημαντική επιρροή.

Τα μέλη μεταφέρουν στις οργανώσεις στις οποίες εντάσσονται στάσεις, αξίες και επιδιώξεις. Πρέπει να υποκινηθούν ή να πειστούν για να υιοθετήσουν συμμετοχική συμπεριφορά στο πλαίσιο της οργάνωσης. Οι στόχοι και οι επιδιώξεις οργάνωσης και ατόμων δεν εναρμονίζονται πλήρως. Οι υπάρχουσες ή οι μελλοντικές συγκρούσεις ως προς τους στόχους καθιστούν τα φαινόμενα εξουσίας, τις στάσεις και το φρόνημα κεντρικά ζητήματα για την ερμηνεία της οργανωσιακής συμπεριφοράς.

Τα μέλη των οργανώσεων είναι λήπτες αποφάσεων και λύτες προβλημάτων =» οι αντιληπτικές και γνωστικές διεργασίες έχουν καθοριστική σημασία για την ερμηνεία της συμπεριφοράς στο πλαίσιο των οργανώσεων.

Στην πολιτική υπάρχει κάποιος λήπτης αποφάσεων (άτομο, ομάδα ή φορές) που αφού κατατάξει στα πλαίσια των ισχυουσών συνθηκών τις αξίες, θα τις κατανείμει στη βάση θεσμοθετημένων διαδικασιών και μέσων. Η λήψη των αποφάσεων και η εκπόνηση της πολιτικής λαμβάνει χώρα είτε υπό κανονικές συνθήκες είτε υπό κατάσταση κρίσης. Πάντα όμως σε ένα κλίμα αβεβαιότητας, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη υπό κατάσταση κρίσης.

Ομάδες πίεσης Sectional groups: εκπροσωπούν ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας. Η λειτουργία τους είναι η

φροντίδα για τα κοινά συμφέροντα αυτού του τμήματος της κοινωνίας και, συνήθως, τα μέλη της προέρχονται από αυτό (π.χ. μέλη του ΣΕΒ οι επιχειρήσεις, μέλη της ΓΣΕΕ τα συνδεόμενα μ’ αυτήν συνδικάτα εργαζομένων). Ομάδες πίεσης που οργανώνουν τα συμφέροντα τμημάτων της κοινωνίας. Εκπροσωπούν τα τμήματα αυτά «υπερασπίζοντας» τα συμφέροντά τους. Είναι εξουσιοδοτημένοι «εκπρόσωποι» (spokesman groups) αυτών των κοινωνικών τμημάτων

Cause groups: εκπροσωπούν πεποιθήσεις (beliefs) ή αρχές (principles). Θεωρητικά, οι πάντες μπορούν να είναι μέλη τους, διότι ενεργούν για την προώθηση των συμφερόντων του σκοπού (cause), π.χ. η Greenpeace και άλλες οικολογικές ομάδες προωθούν τα συμφέροντα του περιβάλλοντος.

Ομάδες που οργανώνουν κοινές διαθέσεις (attitudes). «Προωθούν» (promotional groups) τους σκοπούς που προκύπτουν από τις διαθέσεις των μελών τους. Βασική λειτουργία τους είναι η διάθεση δυνάμεων και πόρων προς χρήση για την «προώθηση» των σκοπών.

Η διάκριση αυτή θολώνει σε περιπτώσεις ομάδων πίεσης που είναι ταυτόχρονα εκπρόσωποι κοινωνικών τμημάτων (sectional) και εκπρόσωποι πεποιθήσεων ή αρχών (cause): π.χ. Οδοντιατρικός Σύλλογος που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των μελών του ως επαγγελματιών παράλληλα με την προώθηση του σκοπού της φθορίωσης του νερού. Οι ομάδες αυτές ορισμένες φορές συγκροτούν ειδικές ομάδες πίεσης για την προώθηση σκοπών: π.χ. Ιατρικός Σύλλογος που συγκροτεί ομάδα εκστρατείας κατά του καπνίσματος.

ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ, ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ, ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ

Ο πλουραλισμός αποτελεί την πιο σημαντική από πλευράς επιρροής θεωρία στο χώρο της πολιτικής κοινωνιολογίας στο βαθμό που είναι μια θεωρία άκρως ελαστική ως προς τη λογική της, καθώς οι υποστηρικτές της ανέπτυξαν, και συνεχίζουν να αναπτύσσουν, αντιφατικές και αντιθετικές μεταξύ τους τοποθετήσεις.

Η θεωρία του πλουραλισμού έχει ως βασική της αρχή την θέση ότι ο ρόλος των ομάδων πίεσης σε μια κοινωνία είναι να αποτελούν μέσα παροχής πρόσβασης στο πολιτικό σύστημα και ταυτόχρονα να λειτουργούν ως αντίβαρα στις υπερβολικές συγκεντρώσεις εξουσίας. Αυτή η θέση των πλουραλιστών

στηρίζεται στο επιχείρημα ότι «το ουσιώδες είναι ο ανταγωνισμός και η συμμετοχή μεταξύ οργανωμένων ομάδων και όχι ατόμων».

Πολλοί υπερασπιστές του πλουραλισμού αλλά και κριτικά σκεπτόμενοι ερευνητές τόνισαν ότι έχουν υπάρξει ορισμένες παραποιήσεις της βασικής θέσης της θεωρίας από ορισμένους επικριτές της και υπενθυμίζουν ότι δέχονται πως η σχέση μεταξύ ομάδων συμφερόντων και κυβερνητικών υπηρεσιών μπορεί να γίνει έντονα αποκλειστική˙ συγχρόνως δεν θεωρούν ότι υπάρχει μια αβίαστη ροή ιδεών και ανταλλαγή απόψεων στο πολιτικό πεδίο ούτε ότι όλες οι ομάδες έχουν ισότιμη πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα και είναι ίσες από πλευράς δύναμης.

Ο κύριος εκπρόσωπος της πλουραλιστικής θεωρίας R. Dahl επισημαίνει ότι «σε κάθε έναν από μια σειρά νευραλγικών τομέων της δημόσιας πολιτικής, λίγα πρόσωπα ασκούν μεγάλη άμεση επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνονται ενώ, αντιθέτως, οι περισσότεροι πολίτες φαίνεται ότι ασκούν μάλλον μικρή άμεση επιρροή.» Εν τούτοις, «δεν θα ήταν σοφό να υποεκτιμήσουμε την έκταση στην οποία οι ψηφοφόροι μπορούν να ασκήσουν έμμεση επιρροή στις αποφάσεις των ηγετών μέσω των εκλογών».

Σήμερα, ο πλουραλισμός ασκεί ακόμη μεγάλη επιρροή και έχουν αναπτυχθεί αρκετές εκδοχές που λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στις βορειοαμερικανικές και δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, και ιδιαίτερα τις αγγλοσαξονικές.

Μια κριτική του πλουραλισμού που προκάλεσε μεγάλη συζήτηση και διαμόρφωσε ουσιαστικά μια νέα μέθοδο ήταν αυτή που άσκησε ο Mancur Olson. Αμφισβητώντας τις κεντρικές υποθέσεις της πλουραλιστικής θεωρίας, ο Μ. Olson επικέντρωσε την κριτική του στα λογικά σφάλματά της στην αντιμετώπιση των ομάδων οικονομικών συμφερόντων. Κατ’ αυτόν, το μεμονωμένο μέλος μιας μεγάλης οργάνωσης βρίσκεται σε θέση τέτοια ώστε να μπορεί να περάσει απαρατήρητη η τυπική, και όχι ουσιαστική, συμμετοχή του στις δραστηριότητές της ενώ ταυτόχρονα να απολαμβάνει τα άνευ κόπου ωφελήματα. Πρόκειται για το φαινόμενο του «τσαμπατζή» (“free rider”). Τα μέλη μιας μεγάλης οργάνωσης δεν συμμετέχουν σ’ αυτή λόγω των σκοπών της αλλά λόγω των επιλεκτικών κινήτρων μέσω των δελεαστικών προσφορών υπηρεσιών και άλλων αγαθών που τους παρέχονται. Διευκρίνισε ότι οι θέσεις του αφορούν το χώρο των ομάδων οικονομικών συμφερόντων και όχι αυτών των φιλανθρωπικών ή ιδεολογικά εμφορούμενων ομάδων. Στο πλαίσιο αυτό, ο Olson τόνισε ότι οι καλύτερα οργανωμένες ομάδες είναι «οι μικρότερες – οι προνομιούχες και οι ενδιάμεσες ομάδες – οι οποίες μπορούν συχνά να νικούν τις μεγαλύτερες – τις λανθάνουσες ομάδες (latent groups) – που κανονικά υποτίθεται ότι επικρατούν σε μια δημοκρατία», δηλαδή οι «ομάδες της επιχειρηματικής κοινότητας».

Τέλος, στα πλαίσια της πλουραλιστικής θεωρίας, εμφανίστηκαν, στην προσπάθεια ανανέωσής της, οι έννοιες των «δικτύων πολιτικής» (“policy networks”) και των «κοινοτήτων πολιτικής» (“policy communities”).Αρχικά δόθηκε έμφαση στους τρόπους με τους οποίους η διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής στη Βρετανία – αλλά και στις ΗΠΑ – αποσυναρθρώνεται σε μια σειρά εξειδικευμένων υποσυστημάτων που δίνει τη δυνατότητα στις ομάδες πίεσης να έχουν άνετη πρόσβαση στα συγκεκριμένα κάθε φορά πεδία λήψης αποφάσεων που τις αφορούν. Υποδηλώνεται με την έννοια αυτή η στενή σχέση μεταξύ ομάδων και υπουργείων, η διαμόρφωση κοινών αντιλήψεων και κοινής γλώσσας για την περιγραφή των συγκεκριμένων προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσει η χάραξη της πολιτικής του εν λόγω υπουργείου. Στις κοινότητες πολιτικής συμμετέχουν, ως επί το πλείστον, ομάδες κυβερνητικών φορέων, ομάδες πίεσης, άνθρωποι των ΜΜΕ, και μεμονωμένα ατόμα, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουν κάποιο συμφέρον και ενδιαφέρονται για ένα ιδιαίτερο πεδίο πολιτικής και προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή πάνω στα μέλη της κοινότητας. Αργότερα τα «δίκτυα πολιτικής» αντικατέστησαν τις «κοινότητες πολιτικής». Πρόκειται για μια διαδικασία διαμόρφωσης και χάραξης πολιτικής που είναι πιο χαλαρά οργανωμένη και, ως εκ τούτου, λιγότερο προβλέψιμα. Τα θεματικά «δίκτυα πολιτικής» χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων με περιορισμένο βαθμό αλληλεξάρτησης. Η σταθερότητα και η συνέχεια είναι είδη εν ανεπαρκεία. Η δομή τείνει στην εξατομίκευση.

Ο κορπορατισμός, όρος που εισήχθη στην πολιτική θεωρία από τον Ρh.Schmitter , είναι «σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων συγκροτημένο από περιορισμένο αριθμό μοναδικών , υποχρεωτικών , μη ανταγωνιστικών, λειτουργικά οριοθετημένων και ιεραρχημένων οργανώσεων , που έχουν κρατική αναγνώριση ή άδεια (όταν δεν δημιουργούνται εξ αρχής από το κράτος) και στις οποίες απονέμεται σκόπιμα μονοπώλιο εκπροσώπησης των αντιστοίχων κατηγοριών, με αντάλλαγμα ορισμένους περιορισμούς στην επιλογή ηγεσίας και στην άρθρωση αιτημάτων» Ο πλουραλισμός ορίστηκε από τον ίδιο συγγραφέα ως το ακριβές αντίθετο του κορπορατισμού ως σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων: «συγκροτημένο από απροσδιόριστο αριθμό πολλαπλών, μη ιεραρχικά οργανωμένων και αυτοπροσδιοριζόμενων (ως προς τον τύπο ή το αντικείμενο του συμφέροντος) οργανώσεων, στις οποίες δεν παρέχεται ειδική άδεια, αναγνώριση, επιχορήγηση, ούτε δημιουργούνται ούτε ελέγχονται από το κράτος ως προς την επιλογή ηγεσίας ή ως προς τη συνάρθρωση συμφερόντων και οι οποίες δεν έχουν μονοπώλιο εκπροσώπησης των αντίστοιχων κατηγοριών τους.» Επειδή όμως στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό να απαντηθούν οι καταστάσεις αυτές στην απόλυτή τους καθαρότητα, ο Schmitter έκανε ένα διαχωρισμό μεταξύ κρατικού και κοινωνικού κορπορατισμού, στο μέτρο που ο πρώτος «σχεδιάζεται και επιβάλλεται άνωθεν από το Κράτος» και ο δεύτερος «προκύπτει αυτόνομα από την ίδια την εξέλιξη» των κοινωνικών πραγμάτων, δηλαδή «από τα κάτω». Υπογραμμίστηκε ότι αυτοί οι δύο υπο-τύποι αποτελούν «προϊόντα πολύ διαφορετικών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών διεργασιών, ως φορείς διαφορετικών σχέσεων εξουσίας και άσκησης επιρροής.».

Η συνεισφορά του μαρξισμού στην συζήτηση περί κορπορατισμού άφησε σημαντικά ίχνη. Κατά τη δεκαετία του ’70, όταν απογειωνόταν η συζήτηση, μαρξιστές μελετητές του κράτους με διαφορετικές οπτικές όπως ο R. Miliband (εργαλειακή αντίληψη για το κράτος) και ο Ν. Πουλαντζάς (δομιστική αντίληψη για το κράτος), τόνισαν ότι το κράτος αποτελεί θεσμό με δική του εσωτερική λογική που διαμορφώνεται από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες δεν είναι ουδέτερες αλλά αποτελούν έκφραση της ισορροπίας αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Συνεπώς, το κράτος αποτελεί πεδίο όπου επιλύονται αυτές οι πολιτικές συγκρούσεις. Κατά συνέπεια, το κράτος έχει σχετική αυτονομία και δεν είναι ούτε απολύτως αυτόνομο και ουδέτερο απέναντι στον ταξικό και κοινωνικό ανταγωνισμό ούτε ένα απλό όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Ο Leo Panitch επισήμανε ότι η γενική προσέγγιση των υποστηρικτών της θεωρίας του κορπορατισμού εμπνεόμενη από την θεωρία των ομάδων υπονοούν ότι ο κορπορατισμός είναι μια έννοια που περιλαμβάνει τα πάντα, δηλαδή εντάσσονται σ’ αυτήν οι δραστηριότητες όλων των κοινωνικών ομάδων συμφερόντων. Περιγράφεται, δηλαδή, ο κορπορατισμός με όρους ιδεολογίας αντί με όρους δομής.

Αντιθέτως, ο L. Panitch θεωρεί ότι η μελέτη του κορπορατισμού πρέπει να γίνει από τη σκοπιά της ταξικής ανάλυσης και να περιοριστεί μόνο στις ομάδες εκείνες που σχετίζονται με την οικονομική πολιτική και τις εργασιακές σχέσεις. Ο κορπορατισμός θεωρήθηκε ως «περιορισμένη πολιτική δομή» που αναπτύχθηκε από το καπιταλιστικό κράτος για την προστασία του καπιταλισμού και την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Μ’ αυτή την έννοια η κριτική που διατυπώθηκε, σε πρώτη φάση από μαρξιστική σκοπιά, προς τη θεωρία του κορπορατισμού την ενδυνάμωσε στο βαθμό που, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα, ώθησε τους εκπροσώπους της να σχετικοποιήσουν την απολυτότητα της θέσης τους και να αναζητήσουν τις διάφορες εκδοχές του χαρακτήρα και του ρόλου των ομάδων πίεσης (εργοδοτικών και εργατικών) στο πλαίσιο των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνικοπολιτικών δομών, αποδίδοντάς τες στις διαφορές που προκύπτουν από τις ικανότητες ανεξάρτητης οργάνωσης των κρατικών υπηρεσιών. Μια δεκαετία αργότερα, οι Ρ. Schmitter και W. Streeck παραδέχονταν ότι «υπήρξε μια παρακμή του εθνικού κορπορατισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κατά τη δεκαετία του ’80 που είχε τις ρίζες της σε εσωτερικές εξελίξεις όπως οι ποιοτικές μεταβολές στις κοινωνικές δομές, στην οικονομία, και στα πολιτικά συστήματα». Ένας συνδυασμός τριών τάσεων τους οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα: α) η αυξανόμενη διαφοροποίηση των κοινωνικών δομών και των συλλογικών συμφερόντων, β) η αύξηση της αστάθειας και των διακυμάνσεων της αγοράς που ωθεί διαρκώς προς αναζήτηση μεγαλύτερης εταιρικής ευελιξίας όσον αφορά την παραγωγή, τα προϊόντα, την εργασία, την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση, και γ) οι αλλαγές των ρόλων και των δομών των οργανώσεων των συμφερόντων. Θεωρούν ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης συμφερόντων εξελίσσεται με βάση πρότυπα των ΗΠΑ, δηλαδή οδεύει προς έναν «ασύνδετο πλουραλισμό» (disjointed pluralism) ή «ανταγωνιστικό φεντεραλισμό» με οργάνωση τριών επιπέδων: περιφέρειες, έθνη-κράτη, «Βρυξέλλες». Λίγο πριν ο P. Schmitter είχε τονίσει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι χειρισμού των συγκρουόμενων συμφερόντων και του συμβιβασμού για τη δημόσια πολιτική στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες χωρίς ένας εξ αυτών να είναι εκ των προτέρων και υποχρεωτικά πιο αποτελεσματικός από τους άλλους.

ΓΙΑΤΙ ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΣΚΟΠΟΥ;Α. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ

R. Inglehart: Θεωρία μεταϋλιστικών αξιών.Βάση η θεωρία περί αναγκών του Maslow, ο οποίος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ιεραρχία των αναγκών του ανθρώπου (theory of human motivation) που ξεκινά από τη βάση που είναι οι εντελώς φυσιολογικές ανάγκες της τροφής, της ένδυσης, της στέγασης κ.λ.π. και φτάνει στην κορυφή που είναι οι ανάγκες της αυτοπραγμάτωσης.Οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης εξαρτώνται από την προηγούμενη ικανοποίηση των φυσιολογικών αναγκών, των αναγκών ασφάλειας, της ανάγκης της αγάπης και του σεβασμού. Ο Inglehart υποστηρίζει ότι η αυτοπραγμάτωση σχετίζεται με τον «μετα-υλισμό» και ότι η «απόκτηση» μετα-υλικών αξιών προκαλεί πραγματικές αλλαγές στη συμπεριφορά. Όσον αφορά την πολιτική συμμετοχή, οι ανάγκες μεταφράζονται σε δύο θεμελιακές κατηγορίες αξιών: τις υλικές και τις μεταϋλικές. Η θεωρία της «αλλαγής αξιών» υποστηρίζει ότι καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων αρχίζει να δίνει έμφαση σε μετα-υλικές αξίες, μεταβάλλεται η ημερήσια διάταξη της πολιτικής και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις παραδοσιακές ανησυχίες για τις οικονομικές ανάγκες και τις ανάγκες ασφάλειας στις μη οικονομικές αξίες και στις ανησυχίες για την ποιότητα της ζωής στο πλαίσιο των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών.

Β. ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙΣύμφωνα με έρευνα της «Διεθνούς Αμνηστίας» οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες που συμμετέχουν στη συγκεκριμένη οργάνωση είναι η μη κομματική πολιτική προσέγγισή της.

Γ. ΛΟΓΟΙ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ Αλλαγή εστίασης από τη ζήτηση στην προσφορά. Η αποτελεσματικότητα και η φύση της προσφοράς αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την απόφαση ένταξης στην οργάνωση. Οι ομάδες με τις στρατηγικές μάρκετινγκ που χρησιμοποιούν μπορούν να μεταβάλλουν τα επίπεδα ζήτησης για απόκτηση ιδιότητας μέλους και, με δεδομένο το χαμηλό χρηματικό κόστος εγγραφής στις περισσότερες ομάδες σκοπού, οι αποφάσεις ένταξης/υποστήριξης βρίσκονται κάτω από «το κατώφλι της οικονομικής ορθολογικότητας». Έτσι, οι ομάδες αυτές προσφέρουν ένα μείγμα οργανωτικών και ψυχολογικών στρατηγικών που βοηθούν στο να τεθεί η απόφαση ένταξης στην ημερήσια διάταξη των ατόμων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 2ΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Διαμαντόπουλος Θ. (1989) Κόμματα και κομματικά συστήματα Συγκριτική προσέγγιση και θεωρία. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης.

Κουσκουβέλης Η. (1997) Λήψη αποφάσεων, κρίση και διαπραγμάτευση. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση) Λάβδας Κ. (2004) Συμφέροντα και πολιτική: οργάνωση συμφερόντων και πρότυπα διακυβέρνησης. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.Λενκ Κ. (1989) Πολιτική κοινωνιολογία. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Παρατηρητής.Μαυρογορδάτος Γ. (1998) Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.Μαυρογορδάτος Γ. (2004) Ομάδες πίεσης και δημοκρατία. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.Μίλιμπαντ Ρ. (1982) Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Πολύτυπο. Μπεκ Ού. (1986) Η επινόηση του πολιτικού, Αθήνα: Εκδ. Λιβάνης. Πουλαντζάς Ν. (1984) Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο.Σεραφετινίδου Μ. (2002) Εισαγωγή στην πολιτική κοινωνιολογία, Αθήνα: Εκδ. Gutenberg.Συλλογικό έργο (1987) Το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις ‘Μετά τη βροχή’Ball R.A. και Peters G. (2001) Σύγχρονη πολιτική και διακυβέρνηση. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση Barnard Ch. (1962) The Functions of the Executive. Cambridge, Mass: Harvard University Press Bentley A. (1908/1955) The Process of Government. Chicago: University of Chicago PressCarlson R. (2002) Silent Spring, Boston Mass: Houghton Mifflin Dahl Ρ. (1961), Who Governs? Democracy and Power in an American Community. New Haven, Yale University Press. Dobson A. (1993) “Ecologism” στο Eatwell R. & A. Wright (επιμ.), Contemporary Political Ideologies. Pinter Publishers, London, σσ 216-237.Goldsmith E, Allen Ρ. Allaby M., Davoll J. and S. Lawrence (1972) Blueprint for survival. London: Penguin.Gall Gr. (1995) “The emergence of a rank and file movement : the Comitati di Base in the Italian Workers’ Movement.” Capital and Class , No.55, Spring, London Graham, D. and Tytler, D. (1993) A Lesson For Us All: the making of the National.Curriculum. London: Routledge.Grant W. (2000) Pressure Groups and British Politics. London: Macmillan Press Ltd, Hague R. and Harrop M. (2004) Comparative Government and Politics: An Introduction. Basingstoke. Hampshire UK and NY USA: Palgrave Macmillan.Inglehart R. (1977) The Silent Revolution. Princeton: Princeton University Press. Jessop B. (1978) “The Transformation of the State in Post-War Britain» στο Scase R. (ed.), The State in Western Europe. London: Croom Helm, σσ. 23-93.Karamichas J. (2002), “Political Ecology in Greece. Ideology, political opportunities and contingency in the transition from movement politics to green party formation” στο Barker C. & M. Tyldesley (επιμ.), Alternative Futures and Popular Protest, Τόμ.2, τεύχ.2-4, April. Manchester Metropolitan University.Karamichas J. (2003) Red and Green: The trajectory of political ecology in Greece, 1ο Συμπόσιο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics, 21/6/03 http://www.lse.ac.uk/collections/hellenicObservatory/pdf/symposiumPapersonline/Karamichas.pdfLavdas K. (1997). The Europeanisation of Greece: Interest Politics and the Crises of Integration. Basingstoke: Macmillan Press. March J. and Simon H. (2003) Οργανώσεις. Αθήνα: Εκδ. ΚριτικήMacKenzie R. T. (1958) ‘Parties, pressure groups and the British political process’, Political Quarterly, 29(1), 5-16.Meadows D. H., Meadows D., Randers J., and Behrens III W.W. (1972) The Limits to Growth, http://www.clubofrome.org/archive/reports.phpMichels R. (1962), Political Parties: Sociological Study of the Oligarchical Tendencies of Modern Democracy. London: Collier-Macmillan.Miller K. and Iscoe I. (1963) “The Concept of Crisis: Current Status and Mental Health Implications.” Human Organization, No. 22, σσ.195-201Olson M., (1965), The Logic of Collective Action, Cambridge Mass., Harvard University Press [Ελλ. Έκδοση, Panitch L. (1977) "The Development of Corporatism in Liberal Societies." Comparative Political Studies, 10 (April), σσ 61-90. Panitch L. (1980) “Recent Theorizations of Corporatism: Reflections on a Growth Industry” British Journal of Sociology, 31 (June 1980), σσ. 159-187Parry, G., Moyser, M. and Day, N. (1992) Political Participation and Democracy in Britain, Cambridge: Cambridge University PressPresthus Ρ., (1964), Men at the Top: A Study in Community Power, N.Y., Oxford University PressRhodes R. and Marsh D.(eds), (1992), Policy Networks in British Government, Oxford, Clarendon Press Richardson J, & Jordan A. (1979), Governing Under Pressure: The Policy Process in a Post-Parliamentary Democracy, Oxford, Martin Robertson & Co.Simpson D., (1999), Pressure Groups, London, Hodderand Stoughton,Schmitter Ph., (1979a), “Still the Century of Corporatism?”, in Schmitter Ph. and Lehmbruch G. (eds), Trends Toward Corporatist Intermediation, London, Sage

Schmitter P., (1979b), “Models of Interest Intermediation and Models Societal Change ” in Schmitter Ph. and Lehmbruch G. (eds), Trends Toward Corporatist Intermediation, London, Sage. Schmitter P., (1989), “Corporatism is Dead! Long Live Corporatism!”, Government and Opposition, 24/1, σελ. 12. Streeck W. and Schmitter P., (1991), “From National Corporatism to Transnational Pluralism: Organized Interests in the Single European Market”, Politics and Society, 19/2, σελ. 146.Turner H. (ed.) (1955), Politics in the United States: Readings in Political Parties and Pressure Groups.Waddell Cr., (2000), And No Birds Sing: Rhetorical Analyses of Rachel Carson's Silent Spring, Southern Illinois University Press Carbondale, IL Waldegrave, W. (1985) “The British Approach”, Environmental Policy and Law, 15 (3-4) σσ. 106-115.Wiener A.J. and Kahn H. (1962) Crisis and Arms Control, New York: Hudson Institute, Hudson-on-HudsonWilliamson P. (1989) Corporatism in Perspective: An Introductory Guide to Corporatist Theory, London, Sage,Wilson D. (1984) Pressure - the A to Z of Campaigning in Britain. London and Exeter, NH: Heinemann

Επίσης μπορείτε να δείτε και τις ταινίες «Μέγαρα» των Γιώργου Τσεμπερόπουλου και Σάκη Μανιάτη (1974) για τους αγώνες των κατοίκων της περιοχής εναντίον της εγκατάστασης του διυλιστηρίου. Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε κρυφά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και προβλήθηκε μετά την πτώση της και «Πετροχημικά, οι καθεδρικές της ερήμου» των Στάθη Κατσαρού και Γιώργου Σηφιανού (1981), ντοκιμαντέρ με παραγωγό τον Αγροτικό Σύλλογο Νεοχωρίου που πήρε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Βλ. επίσης και δημοσίευμα της δημοσιογραφικής ομάδας του «Ιού» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία http://www.iospress.gr/ios2001/ios20010624b.htm