Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική...

9

Click here to load reader

description

Μια ρεαλιστική καταγραφή των όσων συνέβησαν και οδήγησαν στην συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου 1941.

Transcript of Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική...

Page 1: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία; του Γιάννη Κ. Γιαννούδη *

Στις 20 Απριλίου 1941, ηµέρα του Πάσχα, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, ενεργώντας χωρίς εντολή της Κυβέρνησης υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής (1) µε τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας των Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ , στο Βοτονόσι του Μετσόβου. Έτσι σταµάτησε η επιθετική προέλαση των Γερµανικών στρατευµάτων που είχε ξεκινήσει στις 6 Απριλίου και οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωµατικοί µπόρεσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αποφεύγοντας την αιχµαλωσία.

Η συλλογική ιστορική µας µνήµη έχει σαφώς κρίνει την ενέργεια αυτή του Τσολάκογλου ως προδοτική για το έθνος και ντροπιαστική για το γόητρο ενός στρατού που νίκησε τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας. Είναι όµως αυτός ο απλουστευµένος τρόπος σκέψης ο σωστός για να κρίνουµε την συγκεκριµένη

ιστορική πράξη; Γνωρίζουµε ποια ήταν τα πραγµατικά δεδοµένα των ηµερών και ποιες οι εναλλακτικές επιλογές που υπήρχαν;

Είναι γεγονός ότι ανάµεσα στην πληθώρα των ιστορικών καταγραφών που αναφέρονται στην εµπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, υπάρχει διακριτό κενό για τα όσα συνέβησαν στο διάστηµα 25/3/1941 έως και 20/4/1941, όταν και υπογράφεται το πρώτο πρωτόκολλο ανακωχής µε τους Γερµανούς.

Και όµως, αυτό είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιµο διάστηµα καθώς, µέσα στις 25 αυτές ηµέρες, η νικηφόρα αντίσταση µας απέναντι στον Ιταλικό στρατό µετατρέπεται σε ηττοπαθή υποταγή απέναντι στους Γερµανούς και συνθηκολόγηση µαζί τους. Παρ’ όλο που δεν είναι µία ιστορία που µας γεµίζει εθνική υπερηφάνεια, είναι απαραίτητο να γνωρίζουµε τι συνέβη τότε ώστε να µπορούµε να κρίνουµε δίκαια και να κατανοήσουµε τους ανθρώπους και τις πράξεις τους.

Ας θυµηθούµε λίγο τα γεγονότα: Μετά την παρατεταµένη χειµερινή ανάπαυλα, οι Ιταλοί ξεκινούν την αναµενόµενη εαρινή τους αντεπίθεση στις 9 Μαρτίου του 1941. Ο ίδιος ο Μουσολίνι έχει πάρει θέση στα αλβανικά βουνά για να παρακολουθήσει τον θρίαµβο του στρατού του. Δεκατρείς όµως ηµέρες αργότερα, στις 22 Μαρτίου, αναχωρεί απογοητευµένος για την Ρώµη, λέγοντας: «Αηδίασα από αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαµεν ούτε βήµα. Με εξαπάτησαν. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους». (2)

Page 2: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

Η αδυναµία των Ιταλών να ολοκληρώσουν αυτό που ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1940, ήταν δεδοµένο ότι θα ανάγκαζε τον Χίτλερ να παρέµβει για να «τελειώσει την δουλειά». Ετοιµαζόταν άλλωστε για την µεγάλη εκστρατεία στην Ρωσία και έπρεπε οπωσδήποτε να κλείσει τα ανοιχτά µέτωπα στα Βαλκάνια.

Η επίθεση λοιπόν των Γερµανών ήταν απολύτως αναµενόµενη. Ο Ιωάννης Μεταξάς έγραφε στο προσωπικό του ηµερολόγιο, ήδη από την 30/11/1940: «…Ενώπιον Βασιλέως αναπτύσσω εις Παπάγον ζήτηµα και ότι πρέπει να τελειώνοµεν το ταχύτερον µε Ιταλικόν στρατόν Αλβανίας. Αλλιώς τρέχοµεν κίνδυνον από Γερµανίαν…» (3)

Ο απρόσµενος θάνατος του Μεταξά την 29/1/1941 φανέρωσε το έλλειµµα ηγεσίας που αντιµετώπιζε η χώρα µετά το 1935 και το οποίο άλλωστε είχε οδηγήσει στην 4η Αυγούστου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Β’ είχε πλέον κάθε δυνατότητα να

απευθυνθεί στον πολιτικό κόσµο της χώρας για τον σχηµατισµό δηµοκρατικής κυβέρνησης ευρείας αποδοχής. Μια τέτοια εξέλιξη θα αναπτέρωνε το ηθικό του λαού (πεσµένο µετά τον θάνατο του Μεταξά), θα συνέβαλλε στην εθνική συσπείρωση και ίσως απάλλασσε τον ίδιο και την χώρα από πολλά µεταπολεµικά βάσανα (4). Αντί των παραπάνω όµως, προτίµησε να επιλέξει τον επόµενο πρωθυπουργό ανάµεσα στους (γενικά χαµηλών ικανοτήτων και αντιπαθείς στον λαό) συνεργάτες του αποθανόντος πρωθυπουργού. Η τελική επιλογή του τραπεζίτη Αλέξανδρου Κορυζή, ανθρώπου ευγενικού και έντιµου πλην όµως αδύναµου να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο ρόλο, αποδείχθηκε εκ των πραγµάτων λανθασµένη.

Με την λήξη της αποτυχηµένης Ιταλικής αντεπίθεσης, η φήµη ότι θα µας επιτεθούν οι Γερµανοί άρχισε να διαχέεται για τα καλά στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Κουρασµένοι και ταλαιπωρηµένοι από τον αλβανικό χειµώνα και τις στερήσεις οι πολεµιστές µας, άρχισαν να αισθάνονται ότι εν’ όψει της αναµενόµενης Γερµανικής εµπλοκής δεν υπάρχει ελπίδα. Από τον Φεβρουάριο άλλωστε, αµέσως µετά τον θάνατο του Μεταξά, είχαν αρχίσει να σηµειώνονται τα σχετικά πρώτα κρούσµατα κάµψεως ηθικού, φαινόµενα τα οποία το Γενικό Επιτελείο προσπάθησε να αντιµετωπίσει µε τις αλλαγές των Διοικητών του Α’ και του Β’ Σώµατος Στρατού (στις 7 Μαρτίου του1941).

Εκείνη ακριβώς την στιγµή αρχίζει να βαραίνει ιδιαίτερα η έλλειψη σθεναρής και εµπνευσµένης ηγεσίας, την οποία αναφέραµε νωρίτερα. Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος είχε από την αρχή επιλέξει να διοικεί το στράτευµα από την θαλπωρή της «Μεγάλης Βρετανίας» (5), την στιγµή µάλιστα που µέρος των στρατηγών που ευρίσκονταν στα Αλβανικά βουνά (και µάλλον και ο ίδιος ο αποθανών πρωθυπουργός) αµφισβητούσαν την διοικητική του επάρκεια και την ορθότητα της κρίσης του (6). Αυτή η γενικότερη αµφισβήτηση της ορθής κρίσης της Ηγεσίας από το στράτευµα, όπως θα δούµε και πιο κάτω, ήταν σηµαντικός παράγοντας στην λήψη της αυθαίρετης απόφασης για συνθηκολόγηση.

Page 3: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

Η επίθεση των Γερµανών ξεκίνησε το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 στα βόρεια σύνορα της χώρας. Παρά τη ηρωική αντίσταση των ελλήνων πολεµιστών, η Γερµανική προέλαση αποδείχθηκε ζήτηµα χρόνου. Στις 8 Απριλίου καταλαµβάνεται το Κιλκίς, στις 9 η Θεσσαλονίκη, στις 10 η Φλώρινα. Στις 15 Απριλίου τα γερµανικά στρατεύµατα περνούν τον Αλιάκµονα. Στις 16 Απριλίου, Παπάγος και Ουίλσον αποφασίζουν σύµπτυξη στην γραµµή των Θερµοπυλών! (7)

Σηµαντικό βέβαια ρόλο στην γρήγορη προέλαση των Γερµανών έπαιξε η κατάρρευση του Γιουγκοσλαβικού µετώπου, εντός 3 µόλις ηµερών (6-8 Απριλίου). Αυτό, καίτοι δεν είχε προβλεφθεί από το Ελληνικό Επιτελείο, είχε γίνει άµεσα γνωστό στον Αρχιστράτηγο Παπάγο, ήδη από την 7η Απριλίου. (8) Και από εκείνη την στιγµή ξεκινά το γαϊτανάκι της αναποφασιστικότητας, των αντικρουόµενων συµφερόντων και της έλλειψης ορθής κρίσης, το οποίο οδηγεί στην συνθηκολόγηση της 20ης Απριλίου.

Τρία είναι κατά την γνώµη µου τα σηµαντικά χαρακτηριστικά αυτού του διαστήµατος (7-20 Απριλίου) τα οποία πρέπει να λάβει υπ’ όψιν ο κάθε µελετητής:

1. Η έκδηλη αγωνία των Στρατηγών που διοικούσαν τον Ελληνικό Στρατό στο Αλβανικό µέτωπο για το τι επρόκειτο να συµβεί µετά την Γερµανική επίθεση και, κυρίως, για το ποιο ήταν το σχέδιο του Γενικού Επιτελείου: Θα γινόταν ελιγµός και σύµπτυξη του Στρατού όπως είχε προ-αποφασισθεί; (9) Θα ελάµβανε παράλληλα η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση; Ή µήπως κάτι είχε αλλάξει προς το καλύτερο την τελευταία στιγµή αναφορικά µε τις ενισχύσεις που λαµβάναµε από του Συµµάχους και η χώρα ήταν σε θέση να συνεχίσει να αµύνεται αποτελεσµατικά απέναντι και στην Γερµανική µηχανή;

2. Η έλλειψη ειλικρινούς και έγκαιρης επικοινωνίας ανάµεσα στο Γενικό Επιτελείο και στην Στρατιωτική Διοίκηση του µετώπου, αλλά και µεταξύ της Ελληνικής πλευράς και των Βρετανών. (10) Αφ’ ενός, εµείς διστάζαµε να αποδεχθούµε και να παραδεχθούµε ανοιχτά απέναντι στους Συµµάχους ότι κάθε ώρα που περνάει ο εχθρός προχωρά ολοένα και περισσότερο, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αντίστασης. Αφ’ ετέρου, η Βρετανική πλευρά δεν οµολογούσε την από πολύ νωρίς ειληµµένη απόφαση της για έγκαιρη αποχώρηση όλων των Συµµαχικών Δυνάµεων από την ηπειρωτική Ελλάδα µε κατεύθυνση την Κρήτη και την Βόρεια Αφρική. (11) Η απόφαση όµως αυτή, ευρέως γνωστή ανάµεσα στους αξιωµατικούς του συµµαχικού στρατεύµατος, σίγουρα δεν ενέπνεε τους αλλοδαπούς πολεµιστές να αντισταθούν σθεναρά. Χειρότερα ακόµη, το Γενικό Επιτελείο προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, αρνιότανε ουσιαστικά την επικοινωνία µε τους Διοικητές του Ελληνικού Στρατού στο Αλβανικό µέτωπο. Αποτέλεσµα ήταν οι τελευταίοι να αισθάνονται εντελώς µετέωροι και ανασφαλείς.

3. Η έλλειψη ξεκάθαρου σχεδίου, σύµπνοιας και αποφασιστικότητας εκ µέρους της Ελληνικής Ανώτατης Ηγεσίας (Γεώργιος Β’ – Κορυζής – Παπάγος). Ενώ ήδη από τις αρχές Μαρτίου (αν όχι νωρίτερα) είχαν συζητηθεί και αποφασισθεί συγκεκριµένα πλάνα αντίδρασης σε περίπτωση Γερµανικής επέλασης, το Γενικό Επιτελείο κωλυσιέργησε αδικαιολόγητα στην λήψη των όποιων αποφάσεων. Αυτό συνέβη, τόσο γιατί πραγµατικά την συγκεκριµένη χρονική περίοδο υπήρχε σηµαντικό έλλειµµα εξουσίας στον τόπο, όσο & γιατί ασκήθηκε µεγάλη πίεση από την Βρετανική πλευρά για παράταση του πολέµου µέχρι να αποχωρήσει το σύνολο των συµµαχικών δυνάµεων από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Page 4: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

Ας προσπαθήσουµε να δούµε τα γεγονότα συνοπτικά και µε χρονολογική σειρά:

6 Απριλίου: οι Γερµανοί επιτίθενται σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία

7 Απριλίου: το Γιουγκοσλαβικό µέτωπο αντίστασης καταρρέει. Ο Παπάγος ενηµερώνεται τηλεφωνικά και διατάζει αναµονή.

8 Απριλίου: ο γερµανικός στρατός καταλαµβάνει το Μοναστήρι και κινείται προς την Αχρίδα. Οι Έλληνες αξιωµατικοί του αλβανικού µετώπου ζητούν οδηγίες από το Γενικό Επιτελείο για το αν και πότε θα πραγµατοποιηθεί υποχωρητικός ελιγµός. Ο Παπάγος απαντά ότι µελετά την κατάσταση. Οι Γερµανοί καταλαµβάνουν το Κιλκίς.

10 Απριλίου: Το Γενικό Επιτελείο ζητεί επίσηµη αναφορά από την Διοίκηση του Δυτικού µετώπου (ΤΣΔΜ). Οι Γερµανοί ήδη έχουν καταλάβει την Θεσσαλονίκη και την Φλώρινα.

11 Απριλίου: ο Αντιστράτηγος Πιτσίκας, διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), τηλεγραφεί στον Παπάγο: «Σωµατάρχαι µοι γνωστοποιούσι ότι τελευταία γεγονότα κατόπιν Γερµανικής εισβολής επηρέασαν Στράτευµα. Φρονούσιν ότι ενέργεια υποχωρητικού ελιγµού εις µέγα βάθος δεν είνε άµοιρος κινδύνων αδόξου διαλύσεως Στρατού. Παρακαλούσι να εξευρεθή λύσις εξασφαλίζουσα σωτηρίαν και γόητρον Νικητού Στρατού µας». (12)

12 Απριλίου: το Γενικό Επιτελείο διατάσει υποχωρητικό ελιγµό της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) µε ώρα έναρξης 23.00. Ήδη όµως από την προηγούµενη ηµέρα, ο Στρατηγός Ουίλσων έχει δώσει εντολή στην Βρετανική Μεραρχία για οπισθοχώρηση. Η πληροφορία αυτή όµως δεν µεταφέρθηκε ποτέ στους Έλληνες διοικητές του αλβανικού µετώπου (ΤΣΗ, ΤΣΔΜ)

14 Απριλίου: Το Γενικό Επιτελείο εκδίδει εντολή σύµφωνα µε την οποία η Στρατιά Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) και η Βρετανική Μεραρχία τίθενται υπό τις διαταγές της ΤΣΔΜ (διοικητής Τσολάκογλου), η οποία πρέπει πλέον να αποσυρθεί στην γραµµή αµύνης του Αλιάκµονα ποταµού. Κατά την εκτέλεση των πιο πάνω εντολών διαπιστώνεται ότι, λόγω της από 12/4 προαναφερθείσας διαταγής του Ουίλσων, τόσο η Βρετανική Μεραρχία όσο και η ΤΣΚΜ έχουν ξεκινήσει άτακτη οπισθοχώρηση µε αποτέλεσµα να παρουσιάζουν έντονα φαινόµενα διάλυσης λόγω της ανεξέλεγκτης αποχώρησης αντρών προς το εσωτερικό της χώρας.

Ο Στρατηγός Πιτσίκας στέλνει στην Αθήνα τον Συνταγµατάρχη Πυροβολικού Γρηγορόπουλο «…δια να εκθέση εν πάση λεπτοµερεία την κατάσταση τω Αρχιστρατήγω και πείση τούτον προς εξεύρεσιν λύσεως…» (13)

15-16 Απριλίου: η εικόνα διάλυσης εντείνεται καθώς πλέον και οι άντρες της Στρατιάς Ηπείρου έχουν αρχίσει ανεξέλεγκτα να εγκαταλείπουν το µέτωπο και να επιστρέφουν στα σπίτια τους, ιδίως οι καταγόµενοι από την Μακεδονία.

Στις 15 Απριλίου ο Στρατηγός Δεµέστιχας, διοικητής του Α’ Σώµατος Στρατού τηλεγραφεί στον Παπάγο: « Δηµιουργηθείσα κατάστασις θα επιφέρη αναποφεύκτως αιχµαλωσίαν, ατίµωσιν και άδοξον διάλυσις Στρατού…. Άπασα η ιεραρχία προτείνει συνθηκολόγησιν, ως µόνη αποµένουσα λύσιν…» (14)

Στις 16 Απριλίου ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων απευθύνει τηλεγράφηµα στον πρωθυπουργό Κορυζή: «…Εξορκίζω επιτρέψατε αυθωρεί ελευθέραν ενέργειαν Στρατιάς Ηπείρου…»

Page 5: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

17 Απριλίου: ο Παπάγος ζητεί 2 ηµέρες προθεσµία για να «προβή στις προσήκουσες ενέργειες». Αρνείται δε να ακούσει τις εκκλήσεις των στρατηγών να επισκεφθεί τα Ιωάννινα για να διαπιστώσει αυτοπροσώπως την κατάσταση. Είναι οι µέρες που κύρια ασχολία του επιτελείου είναι η παροχή κάθε είδους διευκολύνσεων προς τους Βρετανούς ώστε να αποχωρήσουν εγκαίρως οι Συµµαχικές Δυνάµεις από την χώρα. Παράλληλα έχει ήδη ληφθεί και η απόφαση για αναχώρηση του Βασιλιά και της κυβέρνησης µε προορισµό την Κρήτη.

Την ηµέρα αυτή φαίνεται ότι ξεκινούν οι πρώτες παρασκηνιακές ενέργειες των στρατηγών του µετώπου προς την υπογραφή της συνθηκολογήσεως (σε συνεννόηση µε κάποια στελέχη του Γενικού Επιτελείου) και κάτω από την συνεχή πίεση του Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο οποίος και αποστέλλει γραπτή σχετική αναφορά προς τον Στρατηγό Πιτσίκα.

18 Απριλίου: ο Πιτσίκας κατορθώνει να επικοινωνήσει τηλεφωνικά µε τον πρωθυπουργό Κορυζή στις 9 πµ και να τον ενηµερώσει τηλεφωνικά για την απελπιστική κατάσταση στο στράτευµα. Ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει τον Πιτσίκα ότι έως το µεσηµέρι θα εκδώσει διαταγή συνθηκολόγησης. (15) Για τον λόγο αυτό µάλιστα ο Πιτσίκας καλεί στο στρατηγείο του τον τότε ακόµη Καθηγητή Πανεπιστηµίου Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος υπηρετούσε εθελοντικά ως δεκανέας στην ΧΙΙΙ

Μεραρχία, µε σκοπό να τον βοηθήσει στην σύνταξη του πρωτοκόλλου συνθηκολογήσεως.

Η συνέχεια όµως είναι δραµατική. Την ίδια ώρα, στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Κορυζής συσκέπτεται µε τον βασιλιά Γεώργιο Β’. Μη συµφωνώντας µε τα όσα ακούει και συναισθανόµενος το βάρος της ευθύνης του, ο Κορυζής αποχωρεί εσπευσµένα από την σύσκεψη, κατευθύνεται στο σπίτι του στην λεωφόρο Βασ. Σοφίας όπου και αυτοκτονεί. Η ώρα είναι 4 µ.µ.

Μαθαίνοντας την αυτοκτονία του πρωθυπουργού, ο Πιτσίκας απευθύνει 2 τηλεγραφήµατα απόγνωσης προς το Γενικό Επιτελείο. Μέρος του 2ου

τηλεγραφήµατος (το οποίο λέγεται ότι συνετάχθη και µε την επιµονή του Κανελλόπουλου): «….θεωρώ ασφαλή την είσοδον Ιταλικών Στρατευµάτων εις το Εθνικόν έδαφος, λόγω καταπτώσεως ηθικού εκδηλωθείσης εν τω συνόλω του Στρατού κατά τα τελευταίας ηµέρας….. Συνεπείαι ταύτης εκβάσεως θα

είνε οδυνηρόταται δια το Έθνος…. Πάσα παρερχοµένη ώρα είνε εις βάρος µας, δυναµένη να παράσχη εχθρόν σοβαρώτατα πλεονεκτήµατα» (16)

Την ίδια µέρα, ο Στρατηγός Μπάκος, Διοικητής του Β’ Σώµατος Στρατού, επικοινωνεί τηλεφωνικά µε τον Υπουργό Στρατιωτικών λέγοντας: «Κύριε Υπουργέ…. Σας εξορκίζω εν’ ονόµατι του Θεού να λάβετε αποφάσεις, διότι θα κλαύσωµεν ερείπια χειρότερα της Μικράς Ασίας…» (17)

19 Απριλίου: Καθώς η ανώτατη ηγεσία εξακολουθεί να µην απαντά στις εκκλήσεις του µετώπου, οι στρατηγοί Μπάκος και Δεµέστιχας εξουσιοδοτούν γραπτώς τον Τσολάκογλου να αναλάβει την Διοίκηση της Στρατιάς Ηπείρου (παραµερίζοντας τον Πιτσίκα που εµφανίζεται διστακτικός) και να έλθει σε άµεση συνθηκολόγηση µε τους Γερµανούς.

Page 6: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

20 Απριλίου: Μετά από σύντοµη σκέψη ο Τσολάκογλου αποδέχεται την εντολή και στέλνει απεσταλµένο στην Γερµανική διοίκηση ζητώντας ανακωχή. Αργότερα την ίδια ηµέρα θα υπογραφεί το πρώτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης (1)

21 Απριλίου: ο Παπάγος πληροφορείται τα περί συνθηκολόγησης µέσω του αρχηγού της Βρετανικής αποστολής στρατηγού Χέϊβουτ(!), όπως ο ίδιος οµολογεί στο βιβλίο του (18), και αποστέλλει στον Διοικητή της ΤΣΗ το ακόλουθο τηλεγράφηµα: «Πληροφορούµαι ότι Αντιστράτηγος Τσολάκογλου ανέλαβε πρωτοβουλίαν συνθηκολογήσεως. Δέον κατανοηθή παρά πάντων ότι ύψιστα συµφέροντα Πατρίδος απαγορεύουσι τούτο. Επικαλούµαι πατριωτισµό πάντων. Στρατός δέον αγωνισθή µέχρις εσχάτου ορίου δυνατοτήτων του. Αντικαταστήσατε αµέσως Τσολάκογλου».

Η ηµεροµηνία αποστολής και το περιεχόµενο του τηλεγραφήµατος είναι χαρακτηριστικά του βαθµού άγνοιας της πραγµατικότητας που είχε (ή ηθελε να δείχνει ότι έχει) ο Παπάγος εκείνες τις κρίσιµες ώρες.

Για να απαντήσω λοιπόν, µετά από όλα αυτά, στο ερώτηµα του τίτλου: ούτε προδοσία, ούτε σωτηρία η συνθηκολόγηση στην οποία προέβη ο Τσολάκογλου. (19) Απλώς, µία (αναπόφευκτη;) κίνηση πανικού που προέκυψε από την αναποφασιστικότητα (και ίσως και την ανεπάρκεια) της ανώτατης διοίκησης και από τον φόβο που προκαλεί η έλλειψη γνώσης.

Είναι προφανές ότι, εάν υπήρχε:

1. ένα οποιοδήποτε σχέδιο που είχε επικοινωνηθεί σωστά και εφαρµόζονταν και

2. παρουσία της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας κοντά στο µαχόµενο στράτευµα,

κανείς δεν θα τολµούσε να προχωρήσει αυθαίρετα σε µία τέτοια επιλογή.

Προσωπικά δε, πιστεύω ότι εάν υφίσταντο οι δύο πιο πάνω παράµετροι, όποια απόφαση και αν λαµβάνονταν από την ηγεσία (ακόµη και αν αυτή ήταν τελικά να συνθηκολογήσουµε) θα διέπονταν από πολύ πιο επικερδείς και συµφέροντες για την πατρίδα µας όρους.

Το απτό όφελος που προσέφερε στην χώρα µας η συνθηκολόγηση Τσολάκογλου ήταν πραγµατικά η αποφυγή της αιχµαλωσίας του στρατεύµατος από τους Ιταλούς. Πολύ σπουδαίο, αναµφίβολα. Κρίνοντας βέβαια εκ των υστέρων και λαµβάνοντας υπ’ όψιν µας τα σήµερα γνωστά δεδοµένα, όπως π.χ. τον περίφηµο λόγο του Χίτλερ στις 4/5/1941 στο Ράϊχσταγκ, αυτό πιθανότατα θα είχε αποφευχθεί ούτως ή άλλως (20). Με εικασίες βέβαια δεν γράφεται η ιστορία.

Η συνθηκολόγηση λοιπόν είναι ένα τετελεσµένο ιστορικό γεγονός. Το σηµαντικό σήµερα είναι να κατανοούµε το γιατί συνέβη και να βλέπουµε τι µπορούµε να µάθουµε από αυτό ως δίδαγµα, για το παρόν και το µέλλον µας. Υπό αυτό το πρίσµα, αυτό που πρέπει όλοι να θυµόµαστε είναι ότι σε µία ιδιαιτέρως δύσκολη κατάσταση, εκεί όπου χρειάζεται ταχύτητα και «σιδερένιο χέρι» στους χειρισµούς, το απόλυτα χειρότερο και ανεπίτρεπτο είναι η αναποφασιστικότητα της ηγεσίας.

Page 7: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

Το ξεκίνηµα του πολέµου στέφθηκε µε επιτυχία και δόξα διότι η ηγεσία του τόπου (δηλ. ο Ιωάννης Μεταξάς):

1. ήταν καλά προετοιµασµένη (και πρακτικά και ψυχικά)

2. ήταν σίγουρη για την απόφαση που έπρεπε να λάβει, και

3. αποφάσισε γρήγορα, χωρίς δισταγµούς, εµπνέοντας έτσι υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση στο λαό.

Το τέλος του πολέµου από την άλλη ήταν θλιβερό, ακριβώς για τους αντίθετους λόγους: γιατί η ηγεσία της χώρας ήταν ηττοπαθής και απροετοίµαστη, χωρίς ουσιαστικό σχέδιο και κυρίως χωρίς την πεποίθηση ότι γνωρίζει τι πρέπει να κάνει. Αυτά την οδήγησαν σε µία παρατεταµένη αναποφασιστικότητα η οποία µε την σειρά της οδήγησε στην αυθαίρετη ενέργεια της συνθηκολόγησης, υπό τους όρους που αυτή πραγµατοποιήθηκε.

Και στην ζωή, ιδίως σε στιγµές κρίσεως, αποδεικνύεται ότι ακόµη και το να λάβεις µία κακή απόφαση είναι πολύ καλύτερο από το να µην λάβεις απόφαση.

Σηµειώσεις:

1. Στις 20 Απριλίου 1941 υπεγράφη το πρώτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης το οποίο προέβλεπε την κατάπαυση του πυρός και την αποστράτευση των Ελλήνων πολεµιστών χωρίς την παράδοση του οπλισµού τους. Την επόµενη ηµέρα, ο επιτελάρχης του στρατάρχη Λιστ απειλώντας να καταγγείλει την ανακωχή, απαίτησε και πέτυχε να υπογραφεί το δεύτερο, πιο εκτεταµένο και λεπτοµερές πρωτόκολλο το οποίο προέβλεπε την αποστράτευση των Ελλήνων πολεµιστών µετά την επίσηµη λήξη των επιχειρήσεων και την παράδοση του οπλισµού τους στους Γερµανούς, ως «λεία πολέµου». Δύο µέρες µετά υπογράφεται στην Θεσσαλονίκη, και πάλι µε τρόπο εκβιαστικό, το τρίτο πρωτόκολλο σύµφωνα µε το οποίο «η άνευ όρων παράδοση των ελληνικών δυνάµεων» προσφέρεται και προς τους Ιταλούς, µε τους ίδιους όρους.

2. Γενικό Επιτελείο Στρατού «Χειµεριναί Επιχειρήσεις και Ιταλική Επίθεσις Μαρτίου», εκδ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1966 (σελ. 153)

3. Ι. Μεταξά «Αποµνηµονεύµατα», εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1970 (τόµος Δ’, σελ 540)

4. Όλα τα δεινά που ακολούθησαν για την χώρα τα αµέσως επόµενα χρόνια (ανταρσίες του Στρατού στην Μέση Ανατολή, Δεκεµβριανά, Εµφύλιος) είχαν ως υπόβαθρο την αντίθεση του µισού τουλάχιστο ελληνικού πληθυσµού απέναντι σε ενδεχόµενη επιστροφή του βασιλιά «που συνεργάστηκε µε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου». Αν ο Γεώργιος Β’ είχε προχωρήσει τότε σε µία κίνηση «εξιλέωσης», ίσως και να είχε αποτινάξει από επάνω του την ρετσινιά αυτή.

5. Σύµφωνα µε τον πίνακα µετακινήσεων που ο ίδιος ο Παπάγος παραθέτει στο σχετικό βιβλίο του, ο Αρχιστράτηγος επισκέφθηκε το µέτωπο κατά τα διαστήµατα 2-10 Δεκεµβρίου 1940 και µεταξύ 20 Ιανουαρίου και 5 Φεβρουαρίου 1941(Αλ. Παπάγου «Ο Πόλεµος της Ελλάδος 1940-41», εκδ. «Φίλοι του Βιβλίου», Αθήνα 1945, σελ. 340)

6. Μην ξεχνάµε ότι ο Παπάγος ήταν αυτός που τηλεγραφούσε στις 22/8/1940 στον αντιστράτηγο Κατσιµήτρο, διοικητή της 8ης Μεραρχίας που υπεράσπιζε το ελληνοαλβανικά σύνορα, λέγοντας: «Η Κυβέρνησις δεν αναµένει βεβαίως παρά της Μεραρχίας νίκας, δεδοµένης της αριθµητικής υπεροχής του αντιπάλου, αναµένει όµως εκ ταύτης να σώσει την τιµή των ελληνικών όπλων».

Page 8: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

Ο ίδιος δε ο Κατσιµήτρος, στο περίφηµο βιβλίο του «Η ‘Ηπειρος Προµαχούσα» (Α’ έκδοση 1953, συµπληρωµένη έκδοση ΓΕΣ 1982), σχολιάζοντας το σύνολο των οδηγιών που είχε λάβει από τον Παπάγο εν όψει της Ιταλικής επίθεσης, γράφει (σελ. 50): «Ο Διοικητής της Μεραρχίας (σ.σ. δηλ ο Κατσιµήτρος) ηναγκάσθη να παρίδη τας οδηγίας ταύτας, αίτινες µάλλον αποθάρρυνσιν και ώθησιν προς τα οπίσω ηδύναντο να εµπνεύσουν». Ο Σπύρος Μαρκεζίνης επίσης, στο βιβλίο του «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος» (εκδόσεις Πάπυρος, τόµος πρώτος, σελ.188) αναφέρει: «Το µεσηµέρι της εποµένης της πτώσεως της Κορυτσάς, στην παλαιά κεντρική αίθουσα του ξενοδοχείου «Μ. Βρεταννία» συζητούσαν γευµατίζοντας ο Βασιλεύς και ο Μεταξάς. Σε άλλο τραπέζι, στην άκρη της αιθούσης, συνέτρωγε ο Παπάγος µε τον φίλο του στρατηγό Λ. Αλέστα. Ο Μεταξάς κάποια στιγµή εστράφη προς τον Βασιλέα, έδειξε τον Παπάγο και είπε: «Αλέκου αρχιστρατηγούντος, έπεσε η Κορυτσά». Ο Βασιλεύς εχαµόγελασε κα συγκατένευσε. Το ειρωνικό σχόλιο απηχούσε ευρύτερη κριτική εις βάρος του Παπάγου, επειδή παρέµενε κατά την ώρα του Αγώνος στην Αθήνα αρκούµενος σε σποραδικές επισκέψεις του Μετώπου. Απηχούσε ακόµη και τα γενικότερα αισθήµατα του Μεταξά, ο οποίος δεν συµπαθούσε τον Παπάγο, καίτοι ο ίδιος τον είχε επιλέξει ως Αρχιστράτηγο. Αλλά και ο Βασιλεύς δεν έδειχνε ιδιαίτερη εκτίµηση στον Παπάγο…»

7. Μαρκεζίνης, ο.π., σελ. 225

8. Γ. Τσολάκογλου «Αποµνηµονεύµατα», εκδ. «Ακροπόλεως», Αθήνα 1959 (σελ. 69)

9. Παπάγος, ο.π., σελ. 267

10. Χαρακτηριστικό της προβληµατικής επικοινωνίας εκείνων των ηµερών είναι το τηλεγράφηµα που στέλνει ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ στον διοικητή και τους αξιωµατικούς της ΤΣΗ, την 15/4/1941. Αφού κάνει έκκληση στον πατριωτισµό τους, ως στρατιώτες και ως Έλληνες, να πράξουν το καθήκον µέχρι τέλους, κλείνει µε την φράση: «Δεν πρέπει να λησµονήται ότι ο Βρετανικός στρατός εξακολουθεί µαχόµενος προασπίζων Ελληνικόν έδαφος». (Παπάγος, ο.π., σελ. 335). Ο Βασιλιάς τα γράφει αυτά την στιγµή που οι Βρετανικές δυνάµεις έχουν ήδη οπισθοχωρήσει και ετοιµάζονται να αναχωρήσουν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ η Ανώτατη Βρετανική στρατιωτική ηγεσία έχει από καιρό αποφασίσει να αποσύρει όλες τις συµµαχικές δυνάµεις από το Ελληνικό µέτωπο (δες και Σηµείωση Νο. 11). Ο Γεώργιος Β’ την στιγµή που έγραφε το τηλεγράφηµα, είτε γνώριζε τα παραπάνω και εσκεµµένως έδινε ανακριβείς ελπίδες στους Έλληνες αξιωµατικούς, είτε τα αγνοούσε οπότε και πάλι έδινε ακουσίως εσφαλµένη εικόνα της πραγµατικότητας. Σε κάθε περίπτωση δυσκόλευε, αντί να διευκολύνει, το έργο του Ελληνικού Στρατού.

11. Προσεκτική µελέτη της αλληλογραφίας των Βρετανών ηγετών (Τσώρτσιλ, Ήντεν, Πάλαιρετ) αναφορικά µε το ελληνικό ζήτηµα, αποκαλύπτει ότι ο βασικός λόγος ύπαρξης Συµµαχικών δυνάµεων εκείνη την περίοδο στην χώρα µας ήταν για να µην κατηγορηθούν οι Βρετανοί ότι αθετούν τις υποσχέσεις τους απέναντι στους συµµάχους τους και απογοητευθούν/φοβηθούν έτσι οι Γιουγκοσλάβοι και οι Τούρκοι (που δεν είχαν ακόµη µπει στον πόλεµο) µε αποτέλεσµα να κρατήσουν εχθρική προς τα αγγλικά συµφέροντα στάση. Το δηλώνει ξεκάθαρα ο Ήντεν, ήδη από τις 7 Μαρτίου: «Η πτώση της Ελλάδος χωρίς βοήθεια από µας µε την επέµβαση µας δια ξηράς, θα ήταν καταστροφική. Θα χάσουµε εντελώς την Γιουγκοσλαβία. Ούτε µπορεί να είµαστε σίγουροι ότι ακόµη και η Τουρκία θα παραµείνει σταθερή….» (Μαρκεζίνης, ο.π. σελ. 213) Εντυπωσιακό βέβαια είναι το γεγονός ότι ανεξάρτητα µε τα παραπάνω, οι Βρετανοί εξέφραζαν διαρκώς προς την ελληνική πλευρά παράπονα «ελάχιστα απέχοντα της κατηγορίας, ότι η ραγδαίως εξελιχθείσα κακή κατάστασις ωφείλετο εις ολιγωρίας και εις ωρισµένας περιπτώσεις, ίσως και εις ενεργείας ή σκοπίµους αδρανείας, την ευθύνην των οποίων είχαν πρόσωπα της ελληνικής στρατιωτικής διοικήσεως» (Γενικό Επιτελείο Στρατού «Το τέλος µιας εποποιίας», εκδ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1959, σελ. 98). Με την µέθοδο

Page 9: Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: Εθνική Προδοσία ή Εθνική Σωτηρία?

αυτή οι Βρετανοί κατόρθωναν να καλύπτουν την στρατηγική τους και να µεταθέτουν το συναισθηµατικό βάρος και τις ενοχές στις πλάτες των Ελλήνων ηγετών.

12. ΓΕΣ/ΔΙΣ «Το Τέλος Μιας Εποποιίας», ο.π., σελ. 98

13. Ο συνταγµατάρχης Γρηγορόπουλος πράγµατι έφτασε στην Αθήνα από το µέτωπο στις 16 Απριλίου και συµµετείχε σε τρείς διαδοχικές συσκέψεις, ενηµερώνοντας την στρατιωτική και πολιτική ηγεσία για την άµεση ανάγκη εξεύρεσης λύσης. Η µονότονη απάντηση που ελάµβανε ήταν ότι η κυβέρνηση δεν µπορεί να εγκαταλείψει τους µαχόµενους στην Ελλάδα Βρετανούς. Ο δε Υφυπουργός Στρατιωτικών Παπαδήµας του ανακοίνωσε ότι «απερχοµένης της κυβέρνησης προσεχώς, θα ηδύνατο να πραγµατοποιηθεί η ζητούµενη παρά του στρατού λύσις δια της συνθηκολογήσεως» (Μαρκεζίνης, ο.π., σελ 226)

14. Τσολάκογλου, ο.π., σελ 105

15. Τσολάκογλου, ο.π., σελ. 94

16. Τσολάκογλου, ο.π., σελ. 93

17. ΓΕΣ/ΔΙΣ «Το Τέλος Μιας Εποποιίας», ο.π., σελ 177

18. Παπάγος, ο.π. σελ. 314

19. Εννοείται ότι αναφερόµαστε ΜΟΝΟ στην ενέργεια του Τσολάκογλου για συνθηκολόγηση και ΟΧΙ σε αυτή του σχηµατισµού κατοχικής κυβερνήσεως (30/4/1941). Αυτό είναι ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό ζήτηµα.

20. Ο Χίτλερ τότε, µεταξύ άλλων, είπε ότι µε µεγάλη του λύπη αναγκάστηκε να κινηθεί ενάντια στον ελληνικό λαό τον οποίο πάντοτε αγαπούσε και θαύµαζε και ενάντια στον οποίο δεν είχε καµία εδαφική βλέψη και ότι το έπραξε, µόνο για να εµποδίσει την Βρετανία να δηµιουργήσει στρατιωτικά προγεφυρώµατα στην Βαλκανική. Αναγνώρισε επίσης κατηγορηµατικά ότι από όλους τους στρατούς που αντιστάθηκαν στην Γερµανία, ο ελληνικός πολέµησε µε τον πιο γενναίο τρόπο και συνθηκολόγησε µόνο όταν δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Όσο και αν δεν µπορεί να πάρει κανείς στα σοβαρά τα εκ των υστέρων λόγια ενός παράφρονα δικτάτορα, είναι πιθανό ότι ανεξαρτήτως της συνθηκολόγησης οι Γερµανοί θα είχαν πραγµατικά σεβαστεί την τιµή του ηττηµένου ελληνικού στρατού. Ανάλογη άποψη εκφράζει και ο Σπ. Μαρκεζίνης (Μαρκεζίνης, ο.π., σελ 278). Κανείς δεν µπορεί βέβαια µε σιγουριά να πει ποια θα ήταν η στάση των Ιταλών.

* ο Γιάννης Κ. Γιαννούδης είναι οικονοµολόγος. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος πολέµησε ως έφεδρος λοχίας στο 44ο Σύνταγµα Πεζικού της V Μεραρχίας και τραυµατίσθηκε σοβαρά από όλµο στις 15/3/1941, κατά την διάρκεια της εαρινής Ιταλικής αντεπίθεσης