Για γυναίκες... Δ. Ε. Σολδάτος

1

Click here to load reader

description

Απ' την εφημερίδα "Τύπος Λευκαδίων".

Transcript of Για γυναίκες... Δ. Ε. Σολδάτος

Page 1: Για γυναίκες... Δ. Ε. Σολδάτος

Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Η 1 3 Φ Ε Β Ρ O Y A Ρ Ι Ο Υ 2 0 1 5 • Σ Ε Λ Ι Δ Α 5

Mόλις κυκλο-φόρησε απ’το Βιβλιο-πωλείο Τσι-ρίμπαση το

βιβλίο «Για γυναίκες πουαγαπούν την ποίηση», τοοποίο περιέχει ένα ερωτικόποίημα που έγραψα σ’ επτάενότητες το 2012. Εδώ, θασας πω, ελπίζοντας να μηνχαθεί η αναγνωστική μαγεία,την μικρή του ιστορία.

Συναντήθηκα στην Ναύ-πακτο (εξού και το έμβληματου Δήμου Ναυπακτίας στοοπισθόφυλλο) με μια γυναίκαπου γνώρισα μέσω διαδι-κτύου. Είχαμε καιρό που επι-κοινωνούσαμε, στην αρχή μεηλεκτρονική αλληλογραφίακαι κατόπιν στο τηλέφωνο.Αυτή εργαζόταν σε καθημε-ρινή εφημερίδα των Αθηνώνκαι αγαπούσε την ποίησηκαι ειδικότερα τον Ελύτη.Στην μοναδική φωτογραφίατης που είχε αναρτημένη,έμοιαζε στην Κάρολ, τηνγυναίκα του Τζο Ίγκλις απ’«Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι»,την σειρά που βλέπαμε μικροίστην τηλεόραση. Εξέπεμπεγλυκύτητα και απλότητα, είχεευγενικά χαρακτηριστικά, «γα-λήνιο μέτωπο κι αμίληταμαλλιά».

Επιλέξαμε την Ναύπακτοως μέρος συνάντησης για ναμοιράσουμε την απόσταση.Συν τοις άλλοις ήταν καιμια όμορφη παραθαλάσσιαπόλη. Πήγα απ’ το πρωί, ανκαι θα συναντιόμαστε αργάτο απόγευμα, και νοίκιασαξενοδοχείο πλάι στην θά-λασσα, με θέα την γέφυρατου Ρίου. Το δωμάτιο διέθετεένα μεγάλο κρεβάτι κι έναμικρότερο. Σε περίπτωση πουόλα δεν πήγαιναν κατ’ ευχήν,θα είχαμε μια κάποια εναλ-λακτική λύση. Ήταν το τριή-μερο της Αποκριάς, Φεβρουά-ριος μήνας, κόσμος πολύςστην πόλη, συννεφιά, δια-στήματα με ψιλόβροχο καικατά το απόγευμα αρκετήψύχρα. Για να περάσω τηνώρα μου, τριγύριζα σε στενάκαι σοκάκια αναζητώνταςωραία μαγαζιά που θα τηνπήγαινα και όμορφα μέρηγια περίπατο. Ένιωθα έναπερίεργο σφίξιμο στην καρ-διά, δύσπνοια, και ρίγη δια-περνούσαν το κορμί μου:ήταν ολοφάνερο πως ήμουνήδη ερωτευμένος… με μιαφωτογραφία! Έφτιαχνα σε-νάρια με την φαντασία μουκι ευχόμουν να ήμουν στοσωστό σημείο, την σωστήστιγμή και με τον σωστόάνθρωπο. Μα τι τρέλα κι

αυτή! Ν’ αφήσω τον εαυτόμου τόσο ευάλωτο απέναντιστο άγνωστο, κυριευμένοςολοσχερώς από σφοδρά συ-ναισθήματα κι έμμονες φα -ντασιώσεις! Αν ερχόταν καιήταν όπως στην φωτογραφίακαι χωρίς να μιλήσουμε κα-θόλου πηγαίναμε στο ξενο-δοχείο και κατατρώγαμε οένας τον άλλον ως τα χαρά-ματα, θα μου φαινόταν απο-λύτως φυσιολογικό! Όλα τ’άλλα μου φαινόταν αφύσικα!Καφέδες, φαγητά, ποτά, λό-για: μάταια, μάταια! Εγώ δενήρθα εδώ για κουβέντες,αλλά για να συναντήσω τοπεπρωμένο μου!

Οι ώρες περνούσαν βα-σανιστικά… Αργόσυρτες σανχελώνες… Ο ήλιος πίσω απ’τα σύννεφα αιμόφυρτος βα-σίλευε! Το σούρουπο σέρνο -νταν στα νύχια του. Τ’ ακό-νιζε πάνω στο κορμί μου!Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέ-φωνό μου! Την είχε αφήσειτο λεωφορείο στο πορθμείοΡίου – Αντιρρίου. Ρωτούσεαν μπορούσα να πάω να τηνπάρω. Σκοτώθηκα να φτάσω!Πήρα βαθιά ανάσα κι άνοιξατην πόρτα του αυτοκινήτου.Κατέβηκα και κοίταξα γύρωμου: δεν ήταν πουθενά! Τότε,μια γυναίκα με σχεδόν κόκ-κινα μαλλιά με πλησίασε καιμου είπε: «Δεν μοιάζω καιπολύ με την φωτογραφία,ε; Αυτήν που έχω αναρτήσειμου την τράβηξε πριν χρόνιαένας φίλος μου στο Λονδί-νο». Έμεινα σύξυλος! Όχιπως δεν είχε κι αυτή τηνγοητεία της, αλλά δεν ήτανη άλλη: αυτή που τόσον και-ρό φαντασιονόμουν! Κι όχιμόνον δεν ήταν αυτή, αλλάη άλλη δεν υπήρχε πουθενά!Ήταν απλώς χάρτινη, ηλε-κτρονική, αλλά πάντα φω-τογραφία! Προσπάθησα, ενώοδηγούσα, ν’ ανιχνεύσω χα-ρακτηριστικά πάνω της πουθα μου θύμιζαν την φωτο-γραφία: λίγα πράγματα! Μό-νον τα μάτια της ίσως, σκού-ρα καστανά προς πράσινα:«Ό,τι μου απόμεινε το πόν-ταρα στην πράσινη τσόχατων ματιών της».

Δεν ήθελε να πάμε στοξενοδοχείο αμέσως. Άφησε ταπράγματά της στο αυτοκίνητοκαι πήγαμε για ποτό. Ήτανγραφικό το λιμανάκι καθώςβράδιαζε, και πόσο οικείο μουφάνηκε το άγαλμα του Θερ-βάντες¹! Σαν τον Δον Κιχώτηκι εγώ: κυνηγούσα ανεμό-μυλους και δινόμουν σε φαν-ταστικά κατορθώματα γιαμιαν ανύπαρκτη Δουλτσινέα!«Κάτω απ’ τον τρούλο του

απογεύματος ο πόνος ο πα -ντοκράτορας κι η ερημιά ηνεφελοκρατούσα.». Ήδη άρ-χιζα να σχεδιάζω το ποίημααπό τότε. Σαν ίαση για τηνπληγή που ερχόταν. Η κου-βέντα κυλούσε αρκετά δύ-σκολη. Σαν να έδινα εξετάσεις.Νύχτωσε πλέον και «φως»

δεν έβλεπα πουθενά! Ξαφνι-κά, μου είπε: «Ψύχρα κάνει!».Τότε άπλωσα το χέρι μου καιτην έσφιξα τρυφερά πάνωμου. «Κι όταν την κράτησααγκαλιά να μην κρυώνει έτρε-μα εγώ, σαν το Φύλλο τουΣεφέρη – πώς να μην με πά-ρει ο άνεμος;» Στην αρχή α -νταποκρίθηκε κάπως, αλλάκατόπιν τραβήχτηκε διακρι-τικά λέγοντας κάποιο αστείο.Το ποίημα στο μυαλό μουσυνεχιζόταν, με την παρα-ποίηση του Σεφέρη: «Όπουκαι να σε χαϊδέψω, το κορμίσου με πληγώνει». Δεν είχαμεμείνει πάνω από ώρα, ότανμου είπε κάπως βαριεστημένα:«Πάμε; Είμαι κουρασμένη απ’το ταξίδι!». Δεν μου άρεσεκαθόλου η λέξη «κουρασμέ-νη», αλλά τι να κάνω; Τηνακολούθησα αποκαρδιωμένος.Τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε:δεν της «έβγαινε» να κοιμη-θούμε μαζί, ούτε καν νακοιμηθώ στο πλαϊνό κρεβάτι.Με παρακάλεσε να νοικιάσωτο δίπλα δωμάτιο και προ-θυμοποιήθηκε να το πληρώσειεκείνη, μιας κι αυτό που νοί-κιασα το είχα πληρώσει εγώ.Καληνύχτισα και βγήκα, ξέ-ροντας πως θα κοιμηθώ στοαυτοκίνητο: πού να βρεις

δωμάτιο αποκριάτικα; Τηννύχτα η θερμοκρασία έπεσεστους τρεις βαθμούς. Κάθελίγο άναβα την μηχανή γιανα ζεσταίνομαι. Μαύροςύπνος! «Τώρα και φτερά ναμου έδιναν για να πετάξω,θα τα χρησιμοποιούσα γιαεπιτάχυνση στην πτώση μου».

Χειρότερα δεν γινόταν! Ήμήπως όχι; Την άλλη μέραξύπνησα από τις έξι. Μήπωςκοιμήθηκα δηλαδή; Ώσπου ν’ανοίξει κάποιο μαγαζί να πιωκαφέ, έκανα «μαύρα μάτια».Μέχρι, δε, να ξυπνήσει η κυ-ρία, πήγε μαύρο μεσημέρι!Με πήρε τηλέφωνο ν’ ανέβωγια πρωινό, ενώ, ώρα πουήταν, έπρεπε να με προσκα-λέσει σε… γεύμα, κι εκεί μουανακοίνωσε πως δεν θα έμενεκαι το βράδυ, γιατί, λέει,προέκυψε μια συνέντευξηπου δεν είχε υπολογίσει κιέπρεπε να φύγει το απόγευμα.«Αλλά, μην στεναχωριέσαι,μου είπε, θα πάμε μια βόλταστο Κάστρο!».

«Το κάστρο πέτρινο φίδιστον λαιμό του λόφου. Ανε-βαίναμε λες και κατεβαίναμεστον Άδη και στα χείλη τηςκόχλαζαν κάτι νερόβραστεςλέξεις. Είπε πως έκανε ζέστη.Δεν είπα πως έκανε θλίψη.Είπε είναι όμορφη η θέα.Δεν είπα είσαι όμορφη σανθεά. Τι να πω σε μια γυναίκαπου κοιτάζει το πεπρωμένοτης και με βρίσκει απ’ έξω;».Η πληγή εξακολουθούσε νααιμορραγεί και το ποίημαήδη στο μυαλό μου συνεχι-ζόταν. «Με μια μακρύκανη

σιωπή καρτέραγα τ’ αποδη-μητικά της λόγια. «Τί έχεις;».Δεν έχω εσένα. «Τι με κοιτάς;».Μ’ ακρωτηρίασες ολόκληρομε το μισώ που μ’ αγαπάς».Ήπιαμε έναν καφέ (της πα-ρηγοριάς) στην καφετερία τουκάστρου χωρίς άλλες μάταιεςλέξεις. «Τα λόγια σε λάθοςχείλια μοιάζουν περίστροφασε λάθος χέρια. Εύκολα σχί-ζεται τ’ όνειρο, σαν τσιγαρό-χαρτο στα δάχτυλα άπειρουκαπνιστή.». Γι’ άλλη μιαφορά, σκέφτηκα πως «οι με-γαλύτερες αποστάσεις είναιεκείνες που μας ενώνουν.Κι οι μικρότερες εκείνες πουμας χωρίζουν». Κατεβήκαμεαπ’ τον λόφο σιωπηλοί σαννα κηδεύαμε τ’ όνειρο. Πή-γαμε για φαγητό. Κι εκεί,μην έχοντας πια τίποτα ναχάσω, της μίλησα για τηνποίηση, για την ζωή, γιαμένα, την ρώτησα για κείνη,γελάσαμε, ήπιαμε, πήραμετους δρόμους… «Περπατή-σαμε πολύ – ωραία που θαήταν να πετούσαμε λιγότερηώρα σε αναζητήσεις για ναμας μείνει ένα λεπτό να φι-ληθούμε. Η μοναξιά κολλη-μένη σαν τ’ αλάτι κόβει ταχείλια κόβει τα βλέφαρα κιαποθηκεύεται στις αλυκέςτων στίχων να νοστιμίζουντις ανάλατες ζωές τους οιαναγνώστες. Όταν έφευγε άρ-χισε να ψιχαλίζει, μα εγώπνίγηκα στα μάτια της καθώςαποδακρύνονταν…».

Με τι καρδιά να γυρίσωπίσω; Η βρεγμένη άσφαλτος,ο ουρανός που εγκυμονούσεκαταιγίδα: «Τώρα μην νοι-άζεσαι ποιος θα πτωχεύσειτον ουρανό απ’ τ’ αστέριατου αν δεν είσαι ούτε αστέριούτε ουρανός», η νύστα απ’το ξενύχτι στο αυτοκίνητοκαι τα διακόσια πενήντα χι-λιόμετρα μοναξιάς μέχρι τηνΛευκάδα! Είναι κάτι στιγμέςπου θέλεις να ξαπλώσειςκάτω και να ξεψυχήσεις!Ούτε κλάματα, ούτε παρηγο-ριές. Να ξαπλώσεις κάτω καινα ξεψυχήσεις! Εμένα μ’ έσωσεαυτό το ποίημα, που ένανμήνα έγραφα κατόπιν, μιαςκι «έβρεχε μοναξιά κι έπρεπεν’ αδιαβροχοποιηθώ ερωτο-φλεγόμενος». Το ποίημα, στηνγυναίκα που αγαπούσε τηνποίηση, σε μια πρώτη μορφή,της το έστειλα: «Γυναίκεςπου αγαπούν την ποίησηκαι μισούν τους ποιητές.Που σχίζουν την καρδιά σουσαν τις άκοπες σελίδες. Πουκρέμονται απ’ τα χείλη σουαλλά όχι απ’ τον λαιμό σου.Που κρατούν τα χειρόγραφάσου κι αποδιώχνουν τα χέριασου. Που κοιμούνται πιο εύ-

κολα με τα βιβλία σου στομαξιλάρι τους παρά μ’ εσέναπλάι τους. Γυναίκες που αγα-πούν την ποίηση για να τηνμισήσεις εσύ». Εκείνη φάνηκεμάλλον να χάρηκε που μεενέπνευσε παρά να λυπήθηκεμ’ αυτά που διάβασε. Μουέστειλε μάλιστα ως αντίδωροτο βιβλίο «Συν τοις άλλοις»του Ελύτη, με αφιέρωση απ’«τα ερωτοκαταδιωκτικά τηςχέρια». Κατόπιν φρόντισε ναχαθούμε στην «ονειροφάγαπραγματικότητα». Κάποιαστιγμή, είδα πως έκανε αιτή-ματα φιλίας και σε άλλουςφίλους ποιητές! Ξέρετε υπάρ-χουν γυναίκες που έχουνλόξα να γνωρίζουν καλλιτέ-χνες! Κι ίσως να έχουν καιλόξα να τους απορρίπτουν,νομίζοντας πως «χωράνε στηνπαλάμη τους μόνον αυτοίπου τσαλακώνουν». Το βιβλίοξεκίνησα να το γράφω ρα -ντίζοντας τους στίχους μ’ έναδιακριτικό άρωμα Ελύτη, μιαςκαι τόσο της άρεσε ο ποιητήςαυτός. Στην πορεία, όμως,άλλαξαν πολύ οι στίχοι. Σεκάποια σημεία «τα λόγια σανκομμάτια» μέλανος καρυω-τακικού βελούδου: «Το τε-λευταίο καράβι της γραμμήςήταν το κορμί σου». Αλλούρέουν σαν απ’ την καλλί-κρουνη πηγούλα του δημοτι-κού τραγουδιού: «Χείλια μεχείλια πίναμε από την ίδιαβρύση κι έκαψε εμένα τονερό που εσένα είχε δροσίσει».Πάντα, όμως, θεωρώ τους στί-χους αυτούς, απ’ τους πιο ει-λικρινείς που έγραψα ποτέ.

Αυτή ήταν η μικρή μουιστορία. Περίεργος τρόπος, ματην αλήθεια, για να παρου-σιάσει κανείς ένα βιβλίο! Μαοι εξομολογήσεις, «τα τινάγ-ματα του μέσα βίου, έξω»,όπως θα έλεγε κι η Δημουλά,είναι ενίοτε λυτρωτικές. Νακαι το επιμύθιο:

«Αχ, αδερφή μου ύαινα, στουκόσμου αυτού την γύμνια,πάντα πεινάω για έρωτα καιπάντα τρώω ψοφίμια.» ²

_______________

¹ Στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου,που διεξήχθη στις 7/10/1571 καιστην οποία πολέμησαν ενωμένεςοι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατά τωνΟθωμανών, ο Θερβάντες (συγγρα-φέας του Δον Κιχώτη) πολέμησεηρωικά ως δεκανέας και πληγώθηκεβαριά με δύο τραύματα στο στήθοςκι ένα στο αριστερό χέρι, που«έμεινε παράλυτο προς δόξα τουδεξιού». Εξού και το άγαλμά τουστο λιμάνι της Ναυπάκτου.

² Τα κλεισμένα σε εισαγωγικάαποσπάσματα είναι στίχοι πουείτε χρησιμοποιήθηκαν στο ποίημαείτε απορρίφθηκαν στην τελικήέκδοση.

Για γυναίκες που αγαπούν την ποίηση

009_13-02-2015_typos 11/02/2015 9:41 μ.μ. Page 5