Λογοτεχνικό εργαστήρι

49
3 ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης http://3lyk-mytil.les.sch.gr Λογοτεχνικό Εργαστήρι Οι μαθητές γράφουν...!

description

3ο Λύκειο Μυτιλήνης Εργασίες μαθητών

Transcript of Λογοτεχνικό εργαστήρι

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης http://3lyk-mytil.les.sch.gr

Λογοτεχνικό Εργαστήρι

Οι μαθητές γράφουν...!

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Δε θυμάμαι πότε ακριβώς πήρα στα χέρια μου ποίημα γραμμένο

από μαθητή. Για ποίηση όμως μιλούσαμε πάντα με τα παιδιά, όχι μόνο

μέσα στην τάξη, στα πλαίσια των διδακτικών ωρών της λογοτεχνίας,

που δυστυχώς είναι τόσο λίγες. Οι συζητήσεις συνεχίζονταν και στα

διαλείμματα, στην αυλή του σχολείου. Με μεγαλύτερη άνεση όμως και

πάθος ανταλλάσσαμε απόψεις για την ποίηση και γενικά για τη

λογοτεχνία κατά τη διάρκεια των πολύτιμων και ευέλικτων

μαθημάτων επιλογής που έδιναν συχνά την ευκαιρία για ποικίλες και

πρωτότυπες δραστηριότητες. Για ποίηση φτάσαμε να μιλάμε κάποια

στιγμή και μέσω facebook.

Νομίζω όμως πως η διάκριση και βράβευση ενός μαθητικού

ποιήματος στα πλαίσια πανελλήνιου διαγωνισμού ήταν αυτό που

έδωσε μια ώθηση όχι μόνο στο βραβευμένο μαθητή, αλλά και σε

επόμενους που δειλά στην αρχή, αλλά με μεγαλύτερη άνεση και

ενθουσιασμό στη συνέχεια μου εμπιστεύονταν τα πολύτιμα χειρόγραφά

τους, περιμένοντας με αγωνία τη γνώμη μου και κάποιες βελτιώσεις.

Δεν ήταν η συμμετοχή σε διαγωνισμούς και μια ενδεχόμενη

βράβευση το βασικό κίνητρο της ενασχόλησης των παιδιών με το

γράψιμο, παρότι αρκετά από τα ποιήματα και πεζά που ακολουθούν

διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε πανελλήνιο επίπεδο. Τις

περισσότερες φορές έγραφαν χωρίς να τους δοθεί κάποιο θέμα. Τους

αρκούσε απλά και μόνο η πρόσκληση κι ενθάρρυνση να γράψουν κάτι

που να διαφέρει από το στεγνό και τυποποιημένο γράψιμο της έκθεσης.

Είναι εκπληκτικό το πόσα παρακάλια απαιτούνται από την πλευρά

των φιλολόγων τις περισσότερες φορές για να πείσουν τους μαθητές να

γράψουν τις υποχρεωτικές ανά σχολικό έτος εκθέσεις και με πόσο

ευχάριστη διάθεση, όρεξη και ενθουσιασμό από την άλλη τα ίδια άτομα

επιχειρούν να πειραματιστούν σε μια διαφορετική φόρμα γραφής, πιο

δημιουργική, περισσότερο ελεύθερη και αυθόρμητη. Να μιλήσουν για

αυτά που τους απασχολούν, που τους προβληματίζουν, να

εξωτερικεύσουν αυτό το κάτι που υπάρχει μέσα τους. Η ανάγκη για

ελεύθερη έκφραση είναι πάντα αυτή που κυρίως ωθεί τα παιδιά να

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

γράψουν. Αποτυπωμένα στο χαρτί με τη βοήθεια των λέξεων σκέψεις

και συναισθήματα γίνονται πιο ξεκάθαρα, πιο συνειδητά, περισσότερο

δικά τους και φέρνουν ένα είδος εκτόνωσης.

Η ατμόσφαιρα ποικίλλει. Έρωτας, αισιοδοξία, ελπίδα, όνειρα,

χαρά, αλλά και προβληματισμός, απογοήτευση, θλίψη, μοναξιά,

απαισιοδοξία. Έτσι κι αλλιώς η ψυχολογία όλων, πολύ περισσότερο

των εφήβων, είναι πολύπτυχη. Το σημαντικό όμως είναι πως η

ευαισθησία απενοχοποιήθηκε σταδιακά.

Αρκετοί από τους δημιουργούς των παρακάτω ποιημάτων και

πεζών είναι πια φοιτητές. Εξακολουθώ όμως με μεγάλη χαρά να

λαμβάνω ακόμη και τώρα γραπτά τους στην ηλεκτρονική μου

διεύθυνση.

Εύχομαι από καρδιάς να προσφέρεται πάντα ενθάρρυνση και

βήμα ελεύθερης έκφρασης των μαθητών μέσα στο σχολείο, ακόμη κι αν

το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Κι ελπίζω στο

υλικό που εδώ παρατίθεται να προστίθενται κάθε χρόνο καινούριες

δημιουργίες.

Μυτιλήνη, Αυγουστος 2015

Θεοδώρα Σαντή

Φιλόλογος

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Περιεχόμενα

Α΄ Ποιήματα

Ηλία Ψυρούκη, Μνεία και μνήμες για ’σένα

Ηλία Ψυρούκη, Όσο Σ’ Αγαπώ Ακόμη

Κλεοπάτρας Σάββα, Αξίζει ο πόνος...

Κλεοπάτρας Σάββα, Θέλω...

Ηλία Ψυρούκη, Ένας όμορφος κόσμος

Βάσως Ψωμαδέλλη, Κι εγώ τώρα πώς να ζήσω...;

Κλεοπάτρας Σάββα, Τώρα πια ξέρω...

Ηλία Ψυρούκη, Σήμερα το βράδυ

Βάσως Ψωμαδέλλη, Τα μονοπάτια που περπάτησα

Ηλία Ψυρούκη, Βάλαμε Φωτιές

Κλεοπάτρας Σάββα, Πιστή συντροφιά

Ηλία Ψυρούκη, Η μοναξιά των Χριστουγέννων

Ηλία Ψυρούκη, Στοιχεία Μελαγχολίας

Λάουρας Μίτι, Ναι, ήταν έρωτας

Λάουρας Μίτι, Ραντεβού στους καταρράκτες

«Παράταιρου Τοξότη», Ο φόβος

Εμμανουέλας Γαβριηλάτου, Ανάμνηση

«Script Writer», Στιγμές...

«Αντιγόνης», 3 Δεκεμβρίου – Συγγνώμη

Β΄ Πεζά

Ηλιάνας Χαχάλη, Μια βροχερή μέρα

Ηλιάνας Χαχάλη, Αστέρια – Καλλιτέχνες

Μαριλένας Μπουγουλιά, Για κάποιον που χάθηκε...

Ειρήνης Τρίκου, Η τελευταία μέρα

Μαρίας Χαλβαντζή, Στιγμές

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Α΄ Ποιήματα

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄ λυκείου, 2012

Μνεία και μνήμες για ’σένα

Μια κραυγαλέα σιωπή σφαδάζει τον πόνο της γης.

Το αίμα άπλετο για να χαράξεις μ’ αυτό νέες ζωές.

Πόνο με πόνο αντάλλαξες για να μην στερήσεις την ανθρωπότητα.

Μαύρο το μεσημέρι σαν την ιστορία κάτω από τα πόδια σου.

Μικρά Ασία, τώρα, ναι, μπορείς να θρηνείς τις χαμένες αύρες σου.

Αλλά μην λυπάσαι τόσο˙ μόνο όσο χρειάζεσαι για να μην ξεχνάς.

Ένας ιόχρους δαίμων

κείτεται στο προσκεφάλι σου. Είναι η ατελείωτη νωθρότητα,

την οποία επέλεξες μήπως και ξεχάσεις. Πρόσεχε, ο δρόμος είναι ανοιχτός,

μα ο πόνος μέσα σου. Ποτέ μην φοβηθείς˙

να λες την αλήθεια, για να μπορείς να ζεις. Κράτα χρυσό και σμύρνα, για τις μέρες που πέρασαν.

Για ’κείνες τις μέρες, που το λαμπρό στεφάνι τους σε φωτίζει ακόμα.

Μα τώρα, για πρώτη φορά,

το διαμάντι θάμπωσε. Καταραμένη ζεις,

ανάμεσα σε δυο λαούς. Διχασμένη, σε δυο ηπείρους, κομμάτιασες την καρδιά σου.

Αιώνια χώματα, χαμένη η ομορφιά σου.

Χρόνο στον χρόνο, ψυχή την ψυχή,

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

άκουγες τις κραυγές. Κραυγές που αναδύθηκαν απ’ τ’ απύθμενα νερά σου.

Μια γριά απ’ τα μέρη σου, σήμερα άφησε μια πνοή.

Όχι, ψυχή, μην παρασύρεσαι˙ μόνο μια πνοή.

Αυτό της απέμεινε από σένα˙ αυτό, και μια χούφτα χώμα.

Μερικά τρίμματα της γης σου, ικανά να πλέξουν το στερνό πανωφόρι της.

Τι θα πει στερνό,

για μια χώρα που δε στέρεψε ποτέ; Πώς να μιλήσεις για θάνατο,

σε μια ψυχή που ποτέ δεν πέθανε; Δεν μπορείς να υποτιμάς έτσι τα χρόνια˙

δίχως αυτά δε θα ζούσες. Τα δάκρυά σου γίναν πιο απαλά˙

το αγκάθι όμως εκεί, στο πανωφόρι της ανθρωπότητας. Κι ακόμα, έτοιμη να ξεψυχήσεις,

ήρωες έχεις, να σε κρατούν στον νου.

Έτσι, λοιπόν, πλημμύρισες την ψυχή μας ˙ άρωμα, εσύ, της αιωνιότητας.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄λυκείου, 2013

Όσο Σ’ Αγαπώ Ακόμη

Είναι, στ’ αλήθεια, κάτι στιγμές που το κίτρινο σε τούτη τη λάμπα

μοιάζει τόσο ανάρμοστο. Αυτή η λευκή ρωγμή στο πρόσωπό σου,

τόσο όμορφη και μεστή, σου πάει˙ το εννοώ.

Ας ήταν μια φωνή να τάραζε το γαλάζιο των ματιών σου,

όπως ένα λευκό καλοσχηματισμένο σύννεφο αναστατώνει τον ουρανό.

Τόσο παλιός και τόσο αταίριαστα καινούριος

γίνομαι κάθε στιγμή, για να μπορώ να σ’ αγγίζω,

σαν μου μιλάς.

Μια τόσο αθώα και ερωτική σκέψη -να σε αγγίζω μονάχα-

έχει αιχμαλωτίσει το μυαλό μου˙ απορίας άξιον, θαρρώ, -πόσο απλή κι απέριττη ετούτη η σκέψη-

Αργεί καρδιά μου ο άνθρωπος Κοντοστέκεται. Αρνείται να πάει ομπρός Και τότε σε χάνει.

Χάνει εσένα, τα μάτια σου Τον ουρανό του ολάκερο. Ματαιότης ξε-ματαιότης Τούτος είναι ο έρωτας.

Συλλογιέμαι τον χρόνο που έχασα μέχρι να σου πω το γνωστό-άγνωστο, σχεδόν, «Σίγμα’ Άλφα».

Κι έτσι, ακόμη και τώρα, δεν προφταίνω καν να στο γράψω.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Το μήνυμα άδειο -μα κοίτα όμορφη που είσαι σήμερα!- μόλις ξέχασα και πάλι να στο στείλω

-αυτό το άδειο μήνυμα-.

Όμορφος κι ο έρωτας, καρδιά μου. Σαν κι εσένα, σαν κι εμένα,

σαν το αγνό του προσώπου μας, τις στιγμές που κοιταζόμαστε.

Ήταν περίπου μια βδομάδα,

όταν ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει ν’ ανατέλλει

κάπως αλλιώς για μας.

Ήταν περίπου ένας μήνας, όταν ο ήλιος είχε πια

δύσει πάλι, και για μας.

Το ξέρω, είναι σκληρό

-ίσως και βίαιο- μα έτσι είναι στη ζωή

τα πράγματα.

Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι η γοητεία στον κόσμο.

η σταθερή αποσταθεροποίηση του στόχου μας.

Μην ξεχνάς, όμως, τον δρόμο

που έχεις ήδη πατήσει περπατώντας. Να σκέφτεσαι πάντα τις μικρές γωνίες

στα στενά που έστριβες.

Στα λέω όλ’ αυτά, όχι για τίποτα άλλο, μόνο για να με συναντήσεις ξανά,

σε κάποια γωνία, σε κάποιο στενό˙ εκεί κάπου να παίζω με τις λέξεις, τις δικές σου λέξεις.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Τώρα μπορείς να φύγεις· όχι πως στο επιτρέπω

αλλά ποτέ μου δεν στο απαγόρευσα.

Καλή σου τύχη. Καλό δρόμο.

Και μην ξεχνάς Να μην φοβάσαι!

-Να Ζεις- -Όσο Μπορείς- -Όσο Κρατάς-

-Όσο Σ’ Αγαπώ Ακόμη-

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Κλεοπάτρας Σάββα, Β΄ λυκείου, 2013

Αξίζει ο πόνος...

Όταν μιλάω για στιγμές ανεπανάληπτες δεν είναι πρόσκληση,

αλλά μια προσπάθεια να θυμηθείς.

Όλοι μας έχουμε κάποιες στιγμές χαραγμένες στην ψυχή που ποτέ δεν τις ξεχνάμε,

γιατί πονάνε. Αλλά δεν παύουν να είναι ανεπανάληπτες.

Απλά, άκου τι θα κάνουμε.

Κλείσε τα μάτια, άνοιξε την ψυχή και ζήσε αυτές τις στιγμές, αξίζει ο πόνος.

Όταν μιλάω για στιγμές ανεπανάληπτες

μιλάω για τα όνειρά μας που έμειναν όνειρα, και τα φυλακίσαμε στο κελί της απογοήτευσής μας.

Όλοι μας έχουμε ανεκπλήρωτα όνειρα

που κάποια στιγμή τα χαρακτηρίσαμε ουτοπικά και προσπαθήσαμε να τα διαγράψουμε.

Ονειρέψου αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές

αξίζει ο πόνος...

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Κλεοπάτρας Σάββα, Β΄ λυκείου, 2013

Θέλω...

Θέλω να ξυπνάω με το απαλό χάδι του ήλιου στο πρόσωπό μου, θέλω να ακούω το τραγούδι των πουλιών γύρω μου, να νιώθω τον παλμό της ζωής να χτυπά μέσα μου,

να βλέπω τη φύση να λάμπει.

Θέλω να ζωγραφίσω τον ουρανό μ’ ένα απέραντο γαλάζιο και να στρώσω τη γη μ' ένα καταπράσινο χαλί σκορπώντας ελπίδα σε κάθε λαβωμένη ψυχή.

Θέλω ν’ ανέβω πάνω σ’ ένα χρυσαφένιο αστέρι

και να ελευθερώσω τα όνειρα που κρυφοπαίζουν κάτω από τα βλέφαρά μου.

Θέλω να σωπάσω τις φρικτές κραυγές των σιδερένιων όπλων,

που σκορπούν τον πόνο και την απομόνωση.

Θέλω να σκορπίσω παντού ζωή, γέλιο, ελπίδα... Θέλω να βλέπω στα μάτια σου μόνο χαμόγελα, όνειρα κι αγάπη.

Μόνο αυτό ζητάω από σένα. Δεν θέλω πια να σε φοβάμαι.

Μη με τρομάζεις. Αγάπα με και ονειρέψου μαζί μου.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄ λυκείου, 2013

Ένας όμορφος κόσμος

Κάπου εκεί έξω υπάρχει ένα πράσινο δέντρο, ίσως είναι στο παρκάκι δίπλα απ’τα μουλιασμένα ρούχα των γύφτων,

ίσως πάλι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του κόσμου. Όπου κι αν είναι, όπου κι αν στέκεται,

να θυμάσαι πάντοτε πως του χρωστάς ένα μικρό «ευχαριστώ», για τα δυο δράμια καθαρού αέρα

που απλόχερα σου πρόσφερε.

Φαντάσου ένα κάτασπρο καναρίνι να τραγουδάει πάνω στην άκρη ενός κλαδιού του δέντρου

μ’ ένα κουτσό χελιδόνι, που το οδήγησαν ίσαμε ‘κει τα ρεύματα . Τι όμορφη αρμονία χρωμάτων!

πράσινο, λευκό, μαύρο -και λίγο καφετί, θαρρώ- σαν αυτό να ήταν το καβαλέτο του Θεού.

Άκου, δύο τσιγγανάκια παίζουν με τα παιδιά μας, τρέχουν, κρύβονται, μπορεί να πέφτουν κιόλας.

Μα να ΄σου, ευθύς αμέσως ανασηκώνονται! Τα χαμόγελα της αγνότητας ομορφαίνουν τον ήλιο,

ο φόβος της νύχτας είναι πια μακριά, τώρα βρήκαμε το γαλάζιο του ουρανού, καθρέφτισμα όλης αυτής της ομορφιάς.

Tο πρώτο φύλλο έπεσε απ’ το δέντρο,

-ποιος νοιάζεται μωρέ;- το κρύο δε θα ζυγώσει εφέτος. Οι καρδιές των παιδιών μια ουτοπία στολισμένη από τα χρώματα της γης. Η οικουμενικότητα αυτής της εικόνας

χωράει μέσα της όλον τον κόσμο. Μα τι όμορφος αυτός ο κόσμος!

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Βάσως Ψωμαδέλλη, Γ΄λυκείου, 2013

Κι εγώ τώρα πώς να ζήσω...;

Τόσο μουντή αυτή η μέρα κι όσο κρύβεται ο ήλιος τόσο χάνεται η ελπίδα

μέσα στη φωτιά μιας αποτυχημένης μέρας. Χάνεται το φως

σκοτεινιάζει η ψυχή και μπερδεύεται μέσα σε δρόμους μοναξιάς.

Απότομη αλλαγή καιρού χωρίς προειδοποίηση

χωρίς περιθώρια για βελτίωση. Ξαφνικά κρυώνει η σάρκα

κρυώνει κι η καρδιά. Πάγωσε το κορμί

μπλόκαρε το μυαλό και κόλλησε σε λάθος σκέψεις.

Μια στιγμή γέλιου η μόνη ωραία στιγμή σήμερα και κυριεύτηκε από θλίψη.

Βρίσκομαι πάλι να χάνω αυτή την παρτίδα και τώρα η ώρα του απολογισμού:

δεν απέμεινε τίποτα παρά μόνο ένα λευκό χαρτί κι ένα μολύβι

που ήρθε να πάρει τη θέση της χρυσής πένας που έγραφε τόσον καιρό. Και τώρα ξαφνικά αυτός ο κατάμαυρος γραφίτης

παγιδεύει τα συναισθήματα μέσα στις λέξεις κι όσο τα δάκρυα δεν κυλάνε

αυτός συνεχίζει να γράφει κι εγώ συνεχίζω να βυθίζομαι σε μια θάλασσα

διαφορετική από τις άλλες, πιο αποπνικτική...,

μια θάλασσα σκοτεινή που με πονά και με πληγώνει

που κάθε υπόλοιπο ελπίδας σκοτώνει. Και κάπως έτσι ξεθώριασε η χαρά

αποτυπώθηκε σε στιγμές και ξεχάστηκε· κι εγώ τώρα πώς να ζήσω...;

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Κλεοπάτρας Σάββα, Β΄ λυκείου, 2013

Τώρα πια ξέρω…

Ο ήχος της βροχής τάραξε τον ύπνο μου πριν λίγο. Είναι μόλις τρεις το πρωί.

Στο όνειρο, που διέκοψε η βροχή, ήμασταν μαζί. Είχα στρώσει ένα καταπράσινο χαλί για λιβάδι

κι είχα ζωγραφίσει ένα απέραντο γαλάζιο για ουρανό. Ένα γραφικό τοπίο για μας ήταν το δημιούργημά μου.

Σου άρεσε, θυμάμαι, ειδικά ο ήλιος και οι κάτασπρες μαργαρίτες. Μάζεψες μερικές, τις μύρισες και μου τις πρόσφερες. Καθώς αντικρίζαμε τη θέα της θάλασσας στο βάθος,

η γη κινήθηκε κάτω από τα πόδια μας. Ένας σεισμός ακύρωσε την ισορροπία των πάντων.

Είδα την γαλήνη να εξαφανίζεται από το πρόσωπό σου, χλώμιασες και σε κυρίευσε φόβος.

Σ' έβλεπα να απομακρύνεσαι από μένα, να μικραίνεις και να απλώνεις το χέρι σου για βοήθεια

σαν να ζητούσες αλλαγή σεναρίου. Προσπάθησα ν’ αλλάξω το όνειρο,

μα είχες γίνει ήδη μια κουκκίδα˙ κι έπειτα χάθηκες. Τότε ήταν που ξύπνησα τρέμοντας.

Άστραφτε έξω ... Συνειδητοποίησα ότι είχες φύγει από καιρό.

Τώρα πια ξέρω πως η απουσία σου από τη ζωή μου δεν ήταν δική σου επιλογή.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄ λυκείου, 2013

Σήμερα το βράδυ

Σήμερα το βράδυ, βαθύ απομεσήμερο της αλλιώτικης ψυχής μας,

σ’ αγάπησα· σε κράτησα· σε φίλησα. Μια θαμπή ανάκλαση φωτός

στο μπράτσο ενός σταχτή φωταγωγού που κατεβαίνει ανέμελα τον δρόμο της αυθορμησιάς.

Όμορφη, ανέμελη, σχεδόν ανάλαφρη, ακουμπισμένη στο βαθύ κόκκινο μιας συναισθηματικής ευφορίας.

Ο κατακόκκινος ήλιος της καρδιάς σου ντροπαλό ανάστημα στον φράχτη

της μέρας με τη νύχτα. Το ολόγιομο φεγγάρι μού μαρτυρά την ύπαρξη της πηγής του φωτός,

κρεμαστό μαργαριτάρι του λαιμού σου. Όλη αυτή η πεπιεσμένα αβίαστη πράξη της αγάπης διαδραματίζει το πιο στενό

και καθοριστικό διάβημα της ύπαρξής μας. Σήμερα σκαρφάλωσα στο προσκεφάλι,

όρθωσα το μικρό μου ανάστημα και πέταξα απάνω σου ελαφρά κι αθρόα.

Όλη αυτή η νοερή συνύπαρξη ένα ατέλειωτο όνειρο της

ψυχοσυγκινησιακής μας ανωριμότητας. Αυτής της ατέλειωτης ανωριμότητας,

που κάνει τα πράγματα γύρω σου να φαίνονται τόσα απλά και ειλικρινή.

Είναι τόσο άκυρη η ντροπή των συναισθημάτων όταν κοιτώ τα δυο φεγγάρια-μάτια σου, που κιόλας έχω αναριγήσει από έρωτα. Έτσι· έτσι ειλικρινείς και ασυναίσθητα

μοιραίοι να ζούμε τον κόσμο· έναν κόσμο που περιστρέφεται στα μάτια σου

μόνο για μένα.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Βάσως Ψωμαδέλλη, Γ΄Λυκείου, 2013

Τα μονοπάτια που περπάτησα

Τα μονοπάτια που περπάτησα με οδήγησαν σε λάθος στενά

γεμάτα μοναξιά και πόνο γεμάτα γκρεμούς και λάθος δρόμους.

Δρόμους που δεν τολμούσα ποτέ να διαβώ, δρόμους που στην όψη τους και μόνο τρόμαζε η ψυχή.

Κι όμως το πιο όμορφο πράγμα στη ζωή, o έρωτας,

μ’ έστειλε στα πιο απόκρυφα αυτά σημεία του μυαλού στα πιο δυσβάσταχτα συναισθήματα

και δυο ερωτήσεις βρίσκονται να τριγυρίζουν το μυαλό καθώς περπατώ αυτά τα μονοπάτια

και θα θελα μια και με οδήγησες σ’ αυτό το αδιέξοδο να μου απαντήσεις μόνο αυτό:

Πόσο δύσκολα ξεχνιούνται δυο φιλιά; Πόσο μαρτυρικά ξεχνάς δυο μάτια όμορφα και ερωτεύσιμα; Δυο ερωτήσεις που μοιάζουν κλειδί για την ελευθερία μου,

μια ελευθερία που αναμένεται να διώξει τον πόνο. Μια ελευθερία που θα μου επιτρέψει να δω τον ήλιο πιο καθαρά

χωρίς τη μουντάδα του γκρίζου που προσφέρει απλόχερα η μοναξιά στα μάτια.

Κι αυτό το φως θα προσφέρει μια ανάσα στο κορμί,

μια ελπίδα να λάμψει μέσα του κάθε ευτυχία, μια ευκαιρία να ζωγραφιστεί και πάλι το χαμόγελο στα χείλη μου.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄ λυκείου, 2013

Βάλαμε Φωτιές

Σε στεριές, σε θάλασσες, σε λυρικές στροφές και ποιητικούς καιρούς˙

ανθίζει η άνοιξη, μα θάπτεται ο ήλιος.

Βάλαμε φωτιές στα άλμπατρος, και τ’ αστέρια σβήσανε το φως˙

η καρδιά σου μισογεμάτη, τώρα καίγεται.

Στη διασταύρωση των ματιών και τ’ άγγιγμα του αηδονιού,

βουβή θα μείνει η νύχτα.

Σωπαίνει η ψυχή ενός αλόγου, μα το κορμί ενός νεκρού τρέχει, κι η μέρα φοβάται να ψηλώσει.

Φωνές απ’ τ’ άπειρο αγναντεύουν το μέλλον,

ενώ μια σιωπή έχει χάσει τον δρόμο˙ τούτος ο δρόμος βάζει τείχος στο τέλος της…

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Κλεοπάτρας Σάββα, Β΄ λυκείου, 2013

Πιστή συντροφιά

Φιλικό τοπίο, με ηρεμεί. Μ' αρέσει η θάλασσα έτσι όπως πέφτει απαλά σαν σεντόνι,

γεμάτο ζάρες. Τα βουνά από πίσω της μοιάζουν με γλάρους που πετάνε,

διακρίνω τα "φτερά" τους. Πάνω στην άμμο είναι ζωγραφισμένη μια καρδιά

και δίπλα της υπάρχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, συντροφιά στα κύμματα που σκάνε στην ακτή.

Σούρουπο. Ακόμη να φανείς.

Οι ελπίδες μου όμως δεν χάνονται. Ρίχνω σιγανά μικρές πέτρες στην θάλασσα,

για να μην την "πονέσω". Μπορώ να νιώσω τη μοναξιά της.

Τη λατρεύω, γιατί θα είναι εδώ όποτε την χρειαστώ. Δε φεύγει, δε μ’ εγκαταλείπει όπως οι άνθρωποι.

Είναι πιστή και γι' αυτό βρίσκω καταφύγιο πλάι της.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄ λυκείου, 2013

Η μοναξιά των Χριστουγέννων

Ι.

Η γη σου μυρίζει, μοσκοβολά από γλυκίσματα, εσύ όμως εκεί, μόνος. Γιατί τόσο μόνος άνθρωπε; Ήρθαν Χριστούγεννα. Μήπως φοβάσαι τα χαμόγελα ή μήπως τα δώρα σε φοβίζουν; Όχι, όχι, όχι, τίποτα από αυτά δεν σε ξεμακραίνουν τίποτα από αυτά δεν φοβάσαι, σκιάζεσαι, όμως, να μην πάρεις κιλά! Κιλά από κείνα που δεν χάνονται, από κείνα που σου αδειάζουν την ψυχή και σου παγώνουν την καρδιά, έτσι, για να αρκείσαι μόνο σ’ αυτά.

Παιχνίδια, δώρα, γλυκίσματα και κούφιες ευχές πως θα γεμίσεις φοβάσαι˙ γιατί δεν αντιστέκεσαι, λοιπόν; Είναι τούτη η ματαιοδοξία σου, που αν την καλύψεις θαρρείς πως θα ευτυχήσεις˙ πού να ’ξερες την απληστία της!

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

ΙΙ.

Άνθρωπε, αισθήματα να γυρεύεις, -όμορφα κι άσχημα- για να πεις πως η ζωή ήταν δική σου. Αν κάθε Χριστούγεννα σκέφτεσαι τους «αλλήλους», κάνε τη ζωή σου Χριστούγεννα, και βάφτισέ την Αγάπη. Αν κάθε μέρα σου αγωνίζεσαι για τους αδικημένους, βάλε στην καρδιά σου τη δικαιοσύνη και βάφτισέ την Έρωτα. Κι αν κάποια στιγμή, αισθανθείς αδύναμος και κουρασμένος, σιώπησε, άκου την καρδιά σου, κι αν συνεχίζει να χτυπά, προχώρα! Την μοναξιά των Χριστουγέννων μην την τρέμεις, εδώ ήταν, κι εδώ θα μείνει· στάσιμη -πάντα- εσύ, όμως, θα συνεχίζεις!

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλία Ψυρούκη, Γ΄ λυκείου, 2013

Στοιχεία Μελαγχολίας

Πώς να μην μελαγχολήσεις;

Κούφιος καιρός, κούφια καρδιά, γεμάτη αισθήματα˙

άδεια ψυχολογία.

Δίχως ούτε ένα άγγιγμα,

πού να στείλεις την ψυχή;

Πού να σφηνώσεις την κραυγή;

Δε χωρά η καρδιά.

Ο κόσμος όλος είναι μια στάλα στα μάτια σου…

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Λάουρας Μίτι, Γ΄λυκείου, 2014

Ναι, ήταν έρωτας

Ναι, ήταν έρωτας: ένας έρωτας που με το πέρασμα του χρόνου

τους ένωνε όλο και περισσότερο. Ο τρόπος που τα μάτια του χάιδευαν

το πρόσωπό της, αυτό το πρόσωπο που ακτινοβολούσε,

όταν στεκόταν δίπλα του, ήταν η αλάνθαστη απόδειξη του έρωτα.

Δυο άνθρωποι που ήταν τόσο κοντά αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά.

Δεν τόλμησε κανένας να παραδεχτεί την ανάγκη που είχε ο ένας για τον άλλον.

Δεν κατόρθωσε κανένας τους να αποκρυπτογραφήσει το κοινό μυστικό

κι ας γνώριζαν τον τρόπο. Ένας έρωτας που εξακολουθεί να χορεύει στις καρδιές τους, όμως χωρίς να δέχονται

να χορέψουν οι ίδιοι. Νομίζω πως αυτό που διατηρούσε τη μαγεία

μέσα τους ήταν ... οι σιωπές. Κυριαρχούσαν πάντοτε στις «μαγικές» στιγμές

εκεί που οι λέξεις δεν είχαν θέση ή έχαναν το νόημά τους.

Λεπτά, αργά και βασανιστικά,

κι ας ανυπομονούσαν να κυλήσουν με πάθος και ουσία.

Πεταλούδες; Όχι, δε νομίζω. Περισσότερο έμοιαζε με ζάλη ή ασφυξία.

Όμως γνωρίζουν καλύτερα εκείνος κι εκείνη.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Λάουρας Μίτι, Γ΄λυκείου, 2014

Ραντεβού στους καταρράκτες

Ίσως κάποια μέρα ξαναειδωθούμε σ’ ένα μακρινό μέρος, σε μια άλλη εποχή

... κάπου κοντά στους καταρράκτες. Γιατί όμως στους καταρράκτες;

Γιατί συμβολίζουν την ελευθερία, την ελπίδα, έναν ξέγνοιαστο έρωτα, τα όνειρα.

Ίσως γιατί συμβολίζουν έναν άλλον κόσμο, μια διαφορετική πραγματικότητα.

Έναν κόσμο που όλοι μπορούμε να πιούμε από το ίδιο νερό και να μοιραζόμαστε τον ίδιο αέρα.

Δε θα υπάρχουν αδιάκριτα βλέμματα εκεί, δε θα υπάρχουν άσκοπα μουρμουρητά

ή κραυγές που ο μόνος τους στόχος είναι να μολύνουν το οξυγόνο μας.

Εκεί που θα πάμε θα έχει ησυχία,

θα μπορώ ν’ ακούσω τον χτύπο της καρδιάς σου ... κι εσύ τον δικό μου!

Θα μπορείς να αισθανθείς τις σταγόνες της βροχής ... δίχως αυτές να σ’ ενοχλούν!

Δε θα υπάρχουν εκείνα τα περίεργα πλάσματα που τα λόγια τους μπορούν να βάλουν τέλος

στο ρυθμό μιας ανάσας και οι πράξεις τους σβήνουν στο πέρασμά τους

όσες φλόγες χαράς και αγάπης έχουν απομείνει.

Εκεί όπου θα συναντηθούμε θα ανάψουμε όλοι μια μεγάλη φωτιά

και θα κερδίσουμε τις φλόγες μας ξανά, πίσω στις καρδιές μας, εκεί που, άλλωστε, ανήκουν!

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

«Παράταιρου Τοξότη», Β΄ λυκείου, 2015

Ο φόβος

Το ποτάμι της λογικής

ολοταχώς πηγαίνει

και πίσω δε γυρνά.

Μα εγώ παράλογος βαφτίστηκα

στ’ ανάποδα νερά

χωρίς ελπίδα κι

ανάσα καμιά.

Μόνη παρέα μου οι καημοί

που με χτυπούν στην πλάτη

μα και μ’ αυτούς καλά ζω.

Παράκληση δε θέλω

ελεημοσύνη δε ζητώ

ο φόβος σύμμαχός μου.

Φόβος όμως πραγματικός

η αγάπη του κόσμου.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Εμμανουέλας Γαβριηλάτου, Β΄ λυκείου, 2015

Ανάμνηση

Μια σκιά στον τοίχο…

Ένας μικρόσωμος παππούς,

μουστάκι, σακάκι,

βλέμμα απλανές.

Μια στενάχωρη μορφή

πάντα αθόρυβη και βλοσυρή.

Μια κηδεία,

ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,

ένα σπασμένο πιάτο.

Και η σκιά

γίνεται ανάμνηση.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

«Script Writer», Β΄λυκείου, 2015

Στιγμές...

Στιγμές μοναξιάς

Στιγμές από τα παλιά

Σκεπτικός

Καθισμένος στο σκαμπό

Σκοτάδι – φίλος,

φωλιάζει, κτήνος,

φωνάζει,

αποτεφρώνοντάς σε εσωτερικά,

ό,τι δεν μπορείς να πεις

με μια λαλιά.

Βράζοντας στο βάθος

αναρωτιέσαι γιατί είναι

όλα λάθος.

Περασμένα ξεθωριασμένα

καλοκαίρια σε κρατάνε

από τα χέρια

με τις τελευταίες

τους ακτίνες.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

«Αντιγόνης», Β΄ λυκείου, 2015

3 Δεκεμβρίου - Συγγνώμη

Της καρδιάς μου το κενό πες μου ποιος θα το γεμίσει;

Έφυγες εσύ κι άφησες πίσω σου μόνο θλίψη. Μόνη στους δρόμους περπατώ ψάχνοντας κάτι να σου μοιάζει

είτε μεγάλο είτε μικρό αρκεί να μ’ αγκαλιάζει. Το κορμί μου - μοναξιά ένα φαύλο πανηγύρι

έχουν στήσει ξέφρενο χορό φωνές, κραυγές, παράπονα

μα χοροστατεί η οδύνη. Ερωτήματα πολλά

πού να πήγες τελικά; Βρήκες ήλιο και ειρήνη;

Σύμμαχο είχες μόνο τ’ άσπρα σου φτερά μα ήταν, αγάπη μου, λαβωμένα

από τη μοίρα κι αυτά. Βρήκες μανούλα δυνατή

στα σύννεφα να σ’ αγκαλιάζει; Να σου δώσει την πνοή που άδικα σου στέρησα

εδώ στη γη; Σε μια κορφή ψηλού βουνού θε να σταθώ

εκεί να μείνω,εκεί να ζήσω το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό

εκεί θέλω να ρίξω τη γλύκα της ύπαρξής σου εκεί ψηλά

να γεύομαι με τη ματιά μου τις ερινύες μου ο αέρας να φυσά

να ξαλαφρώνει την καρδιά μου.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Β΄ Πεζά

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλιάνας Χαχάλη, Β΄ λυκείου, 2013

Μια βροχερή μέρα

Ήμασταν μαζί έξω στη βροχή και βλέπαμε τα δέντρα να χορεύουν στους ρυθμούς της αγάπης μας. Με κρατούσες σφιχτά και μου έλεγες ότι δε θα χωρίσουμε ποτέ, θυμάσαι; Με πήγες στη θάλασσα και μου έδειξες τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν ρυθμικά στο απέραντο γαλάζιο. Χωρίς να το καταλαβαίνω με οδήγησες σ’ έναν κόσμο διαφορετικό, στο δικό σου κόσμο. Τα δέντρα δεν κουράστηκαν ούτε μια στιγμή να χορεύουν… Κοίταξα γύρω μου, η βροχή είχε σταματήσει, τα δέντρα έπαψαν να χορεύουν, βγήκε το ουράνιο τόξο. Ήμασταν μαζί και το κοιτούσαμε μαγεμένοι. Τι ευτυχία! Τι στιγμή! Ο κόσμος μάς ανήκει, να το ξέρεις!!! Θα θυμάμαι πάντα αυτή τη στιγμή παρόλο που δεν την έζησα ποτέ.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ηλιάνας Χαχάλη, Β΄ λυκείου, 2013

Αστέρια-Καλλιτέχνες

Η νύχτα ντύθηκε πάλι στα μαύρα. Η μορφή ενός κοριτσιού στέκει πλάι στο παράθυρο. Παρατηρεί την αρμονική συνύπαρξη των αστεριών εκεί ψηλά. Εκεί ψηλά υπάρχει κάτι μαγικό, κάτι διαφορετικό... Ο κόσμος του ουρανού πάντα τη μάγευε, πάντα της έδινε την αίσθηση ότι είναι ένα ταξίδι σε άγνωστα μέρη. Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια. Ξαφνικά, μεταφέρθηκε σ’ ένα αλλιώτικο τοπίο. Το όνειρο της «ιδανικής» ζωής έγινε πραγματικότητα. Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια, η ύπαρξη των αστεριών μαρτυρούσε τη μαγική τους ικανότητα. Τα αστέρια πάντα έδιναν μια μοναδική πινελιά στα βραδινά τοπία κι αυτά με τη σειρά τους έδιναν έναν τόνο αισιοδοξίας στα ανεκπλήρωτα όνειρα των ανθρώπων.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Μαριλένας Μπουγουλιά, Α΄ λυκείου, 2013

Για κάποιον που χάθηκε…

Για να μπορέσει μια ζωή να γεννηθεί δεν φτάνει ο πόνος μιας γυναίκας, χρειάζεται και το φιλί ενός άνδρα. Μπορεί η μητέρα να έχει μεγάλη ευθύνη δίνοντας το δικό της αίμα, μα κι ο πατέρας είναι ένας κρυφός ήρωας. Σ’ αυτόν ακριβώς τον ήρωα πρόκειται να αναφερθώ ξεκινώντας με το όνομα του, το οποίο είναι Άρης.

Αρχικά, πρόκειται για έναν μεσήλικα που διανύει το 57ο έτος της ηλικίας του. Τα μάτια του δημιουργούν μια πανδαισία χρωμάτων που εναλλάσσονται ανάλογα με την διάθεσή του και τον φωτισμό του χώρου. Επιπλέον, τα μαλλιά του, άλλοτε κατάμαυρα σαν την πίσσα, έχουν πλέον ξανοίξει, με τις λευκές πινελιές του χρόνου. Η γαμψή του μύτη και οι πολυπληθείς ελιές τού προσδίδουν μια ιδιαίτερη γοητεία και στυλ. Επίσης, οι βαθιές ρυτίδες, διάσπαρτες σε όλη την επιφάνεια του προσώπου του, υποδηλώνουν την σκληρή και επίπονη ζωή του. Έχει ένα σχετικά μικροκαμωμένο ανάστημα, αλλά παρόλα αυτά είναι γεροδεμένος και καλοδιατηρημένος για την ηλικία του. Τέλος, η καθημερινή του ενδυμασία αποτελείται από όχι και τόσο φανταχτερά ρούχα λόγω της εργασίας του ως ηλεκτρολόγου.

Όσο αφορά στον χαρακτήρα του είναι ένα άτομο που επιδιώκει να δείχνει έμπρακτα την αγάπη του με κάθε ευκαιρία. Βάζει πάντοτε τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα και δίνει προτεραιότητα σε όλους τους υπόλοιπους και ειδικότερα στην οικογένειά του. Χαραμίζει ατελείωτες ώρες από τη δική του ζωή για να μη λείψει τίποτα από τις ζωές των παιδιών του. Η ψυχή του είναι τόσο όμορφη που ακόμα και ο θυμός και η οργή του είναι δείγματα αγάπης. Επιπλέον, φροντίζει πάντοτε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, παρόλο που ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός. Πρόκειται για έναν πολυάσχολο άνθρωπο που καταπιάνεται με κάθε είδους εργασία ακόμη και αν δεν είναι γνώστης του αντικειμένου, από το να περάσει πλακάκια μέχρι να κατασκευάσει μια κουζίνα. Ό,τι και αν κάνει δουλεύει πάντοτε με μεράκι και ευδιαθεσία. Τέλος, το μοναδικό σε γενικές γραμμές αρνητικό του είναι ο ισχυρογνώμων χαρακτήρας του, στοιχείο που τον κάνει να υποστηρίζει με πάθος τα «πιστεύω» και τα «θέλω» του.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Καταλήγοντας, ήταν, είναι και θα είναι ο χαρακτήρας του ένα πρότυπο για μένα· η μορφή του καθησυχαστική, η ψυχή του ένας άγγελος προστάτης πανταχού παρών και το άγγιγμά του ένα παντοτινό άπιαστο όνειρο.

Αυτός είναι ο δικός μου πατέρας!!!

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ειρήνης Τρίκου, Γ΄λυκείου, 2014

Η τελευταία μέρα (διήγημα)

«Τι ταραχή είναι αυτή;», ρώτησε η Ευανθία.

«Ποια ταραχή πάλι; Τι είναι αυτά που λες;», ανταποκρίθηκε ο Δημήτρης.

Ο Δημήτρης συνήθιζε να πειράζει και πολλές φορές να μην παίρνει στα σοβαρά ό,τι έλεγε η γυναίκα του.

«Καλά, κορόιδευε εσύ, αλλά να ξέρεις ότι κάτι κακό θα μας βρει! Το αισθάνομαι».

Η Ευανθία ήξερε τι του έλεγε. Δεν ήταν γυναίκα με ιδιαίτερη μόρφωση, ούτε άτομο που είχε την ευκαιρία να περιηγηθεί σε καινούρια μέρη και να γνωρίσει νέους πολιτισμούς· ήξερε όμως καλά να κρίνει και να σκέφτεται τι θα πει, χωρίς ποτέ να υπερβάλει. Και αυτή τη φορά, είχε σκεφτεί αρκετά καλά αυτό που ξεστόμισε.

Η Ευανθία ήταν μια γυναίκα δυναμική που είχε συνηθίσει στους ήρεμους ρυθμούς του χωριού της, στα Μοσχονήσια. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά, παρά την ηλικία της, «Ετών σαράντα τριών!» όπως περηφανευόταν και η ίδια. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό με ευδιάκριτες τις ρυτίδες που της χάρισε ο χρόνος. Βέβαια, μπορούσε κανείς να διακρίνει το χαμόγελο που σχημάτιζαν τα πράσινα μάτια της. Είχε καταφέρει να διατηρήσει το σώμα της σε καλή κατάσταση. Το ικανοποιητικό της ύψος την είχε βοηθήσει αρκετά, καθώς, αν έβαζε ένα-δύο κιλάκια παραπάνω, το ανάστημά της μπορούσε να τα κρύψει. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και μακριά, σχεδόν αριστοκρατικά. Στο κεφάλι της συνήθιζε να φοράει μαντίλι, με αποτέλεσμα να κρύβει να μακριά κυματιστά μαλλιά της. Όταν όμως φυσούσε ήπιο αεράκι, την μάγευε η αίσθηση του ανέμου να χορεύει μαζί με τα μαλλιά της. Η αίσθηση αυτή την έκανε να νιώθει πιο ελεύθερη από ποτέ.

Στα δεκαοχτώ της χρόνια με δική της απόφαση –και φυσικά με την συναίνεση των γονιών της- παντρεύτηκε τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης ήταν ένας γοητευτικός άνδρας, αρκετά εργατικός και πάντα πιστός

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

στην οικογένειά του. Περνούσε την Ευανθία πέντε χρόνια, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να την πλησιάσει και να παρασυρθεί από τα συναισθήματά του για εκείνη. Είχε ώριμα χαρακτηριστικά. Από τα καστανά του μάτια φαινόταν η γαλήνη που διέκρινε την ψυχή του. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η φθορά από τη σκληρή, μακροχρόνια εργασία στη βάρκα και στα χωράφια και τα χέρια του είχαν αποκτήσει από καιρό μια τραχιά υφή. Παρόλα αυτά, το σώμα του διατηρούνταν λυγερό και γεροδεμένο. Συχνά η Ευανθία περιεργαζόταν τα εκφραστικά του μάτια προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό που πίστευε ότι υπήρχε πίσω από αυτά. Το κάτω χείλος του ήταν λίγο πιο έντονο από το πάνω- μια λεπτομέρεια που έκανε τα χείλη του περισσότερο ελκυστικά-, η διαφορά όμως αυτή δεν ήταν ευδιάκριτη, καθώς το πάνω χείλος καλύπτονταν από το διακριτικό και παιχνιδιάρικο μουστάκι, που πρόσφατα είχε αποφασίσει να αφήσει.

«Ηρέμησε, κυρά Βανθία, όλα καλά θα πάνε! Θα το δεις, στο τέλος όλα θα πάνε μια χαρά. Στο λέω εγώ, δεν με εμπιστεύεσαι;»

«Δεν έχει να κάνει με σένα. Εσένα σε εμπιστεύομαι, τους Τούρκους δεν εμπιστεύομαι. Να μου το θυμηθείς, Δημήτρη, κάτι συμβαίνει και πολύ φοβάμαι ότι θα το μάθουμε σύντομα και από πρώτο χέρι μάλιστα!»

«Αμάν, βρε Ευανθία! Σταμάτα να είσαι απαισιόδοξη και σκέψου θετικά! Μπορεί η τρανή σου διαίσθηση να έπεσε έξω σήμερα».

«Καλά, καλά, λέγε εσύ! Γιατί, βρε, έχω πέσει πολλές φορές έξω; Τέλος πάντων, πάω να φωνάξω τα παιδιά για να φάμε».

Ο Δημήτρης ένευσε επιδοκιμαστικά και συνέχισε να κοιτάει την Ευανθία. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα, χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τους φόβους της. Αμέσως μετά ξεγλίστρησε από την πόρτα και βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού τους. Κοντοστάθηκε λίγο κοιτώντας το τοπίο γύρω της. Το σπίτι τους βρισκόταν σε ένα υπερυψωμένο σημείο του χωριού, το οποίο τους πρόσφερε υπέροχη θέα, που μπορούσε να σαγηνεύσει οποιονδήποτε. Μπορούσαν να δουν τα όμορφα πέτρινα σπίτια, διάσπαρτα στην περιοχή του χωριού. Δεν ήταν πυκνοκατοικημένη περιοχή. Μερικά σπίτια περιβάλλονταν από μικρές αυλές, στις οποίες οι νοικοκυρές μπορούσαν να απλώσουν τα φρεσκοπλυμένα τους ρούχα και να καθίσουν λίγο να ξεκουραστούν.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Το χωριό τους ήταν το μόνο πάνω στο μικρό νησί. Αυτό, βέβαια, δεν καθιστούσε το χωριό απομονωμένο, αφού η απόστασή του από τα υπόλοιπα νησάκια ήταν μόλις λίγα χιλιόμετρα. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι με μεγάλες ομοιόμορφες πέτρες που αναδείκνυαν την παραδοσιακή και ηθική φιλοσοφία του τόπου. Τα περισσότερα σπίτια είχαν σχεδόν την ίδια όψη. Φτιαγμένα από πέτρα, συνήθως διώροφα, έδιναν την εντύπωση- ιδίως τον χειμώνα, που τα παραθυρόφυλλα παρέμεναν κλειστά - ενός κρύου και ακατοίκητου σπιτιού, δίχως ίχνος ιστορίας. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν αλήθεια. Κάθε σπίτι είχε την ιστορία του. Όλα τα σπίτια του χωριού φιλοξενούσαν μια οικογένεια που το φρόντιζε, το αγαπούσε και δούλευε γι’ αυτό. Έτσι, όλα τους είχαν αποκτήσει ψυχή και ιστορία.

Γύρω από την μικρή αυτή κοινότητα απλώνονταν τα καλλιεργημένα χωράφια των κατοίκων, πλούσια από ελαιόδεντρα, φυσική βλάστηση και άλλες καλλιέργειες. Ήταν εμφανές ότι τα θαυμάσια αυτά τοπία ήταν καθαρά και μόνο δημιουργήματα της φύσης. Το νησί αποτελούσε απαράμιλλο παράδειγμα αρμονικής συνεργασίας δύο μεγάλων δυνάμεων: της κυριαρχίας της φύσης και της δύναμης του ανθρώπου.

Η Ευανθία, νιώθοντας πιο υπερήφανη για τον τόπο της από ποτέ, άρχισε να περιπλανιέται στα σοκάκια και να περνάει ανάμεσα από τα όμορφα σπίτια, κατευθυνόμενη προς την πλατεία. Εκεί βρίσκονταν τα παιδιά της, η Νίτσα, ο Νίκος, ο Μάριος και η μικρότερη, η Ελένη.

Η Νίτσα ήταν το πρώτο παιδί που απέκτησαν ο Δημήτρης και η Ευανθία. Ήταν αρκετά μεγάλη πλέον, ώστε να βοηθάει την μάνα της στις δουλειές του σπιτιού. Αμέσως μετά απέκτησαν τον Νίκο και λίγο αργότερα τον Μάριο. Τα δύο αγόρια της οικογένειας έμοιαζαν πολύ στον πατέρα τους. Ήταν αρκετά εργατικοί και πρόθυμοι και οι δύο, και άριστα αναθρεμμένοι. Λίγα χρόνια αργότερα, με έκπληξη η Ευανθία ανακάλυψε ότι ήταν και πάλι έγκυος και ύστερα από εννιά μήνες η οικογένεια υποδέχτηκε με χαρά το καινούριο τους μέλος, την Ελενίτσα. Η Ελένη ήταν ένα γλυκύτατο κορίτσι. Οι δύο κοπέλες έμοιαζαν αρκετά στην μητέρα τους. Η Νίτσα είχε κληρονομήσει την δυναμικότητα της μάνας της, αλλά η Ελένη είχε πάρει από τον πατέρα της το μεγαλύτερό της όπλο, αυτό που την γλύτωνε από κάθε είδους σκανταλιά, την τρυφερότητα και την γλυκύτητα που την χαρακτήριζαν. Από την άλλη πλευρά, τα δύο αγόρια είχαν πάρει από τον πατέρα τους κάποια χαρακτηριστικά από την εμφάνισή του και

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

κάποια από την συμπεριφορά του. Ο Δημήτρης, για τον Νίκο και τον Μάριο, αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση, γι’ αυτό κιόλας οι δυο μικρότεροι εμφάνιζαν κοινά χαρακτηριστικά με τον πατέρα.

Καθώς περπατούσε η Ευανθία σκεφτόταν όσα είχε συζητήσει προηγουμένως με τον άνδρα της και τις σκέψεις που είχαν κατακλύσει το μυαλό της. Έτσι, χωρίς να καταλάβει πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα, έφτασε κιόλας στην πλατεία. Νιώθοντας μια αναπάντεχη ανακούφιση και παράλληλα μια ιδιαίτερη χαρά που όλα τα παιδιά της ήταν εκεί, φώναξε:

«Νίτσα! Ώρα για φαγητό! Φώναξε και τους υπόλοιπους και ελάτε γρήγορα σπίτι! Μην αργήσετε!»

«Εντάξει, μάνα! Ερχόμαστε», ανταπέδωσε η Νίτσα.

Μία ώρα αργότερα είχαν φάει και είχαν ήδη μαζέψει το τραπέζι. Το κλίμα στο σπίτι ήταν αρκετά εύθυμο. Τα παιδιά μιλούσαν για τις πλάκες που σκαρφίστηκαν μέσα στα παιχνίδια τους το πρωί. Ο Δημήτρης, πιο ξεκούραστος από πριν, ανακάτεψε τα μαλλιά του Μάριου, λέγοντάς του,

«Κι εσύ, βρε τέρας; Τι έκανες σήμερα; Ποιον καημένο περιέλαβες πάλι;»

Όλοι περίμεναν την απάντηση του και η σιωπή του ήταν αυτή που πρόδωσε το μυστικό του. Δεν μπορούσε ποτέ να πει ψέματα. Όλη η οικογένεια άρχισε να γελάει, καθώς ο Μάριος είχε κοκκινίσει από την προσπάθειά του να μην πει κουβέντα.

Το απόγευμα η Νίτσα μαζί με την μάνα της τακτοποίησαν το σπίτι, ο Νίκος πήγε να βοηθήσει τον πατέρα του στην βάρκα και ο Μάριος πρόσεχε την Ελένη που ήθελε να βγουν έξω στην αυλή.

Κάποια στιγμή η Ευανθία άκουσε την Νίτσα να της μιλά:

«Μάνα, είσαι καλά σήμερα; Ανήσυχη σε βρίσκω».

«Η αλήθεια είναι…»

Η Ευανθία έκοψε την φράση της στη μέση. Από τη μια ήξερε ότι ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να μπορεί να της μιλήσει και να συζητήσει μαζί της, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να τη φοβίσει για κάτι που δεν είχε ειπωθεί απόλυτα μέχρι τότε.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

«Δεν είναι τίποτε, μην ρωτάς», της απάντησε τελικά.

«Μήπως θες να τα πούμε λιγάκι; Αφού σε κόβω πως δεν είσαι καλά!»

«Κοίτα να τελειώνεις με τις δουλειές σου κι άσε τις ψυχαναλύσεις. Όταν τελειώσεις μ’ αυτά, να περάσεις από τη θεία σου· ρωτούσε για σένα σήμερα».

Η Νίτσα δεν είχε πλέον όρεξη να συνεχίσει τις προσπάθειες ούτε να μάθει τι την ήθελε η θεία της. Έτσι κι αλλιώς θα μάθαινε σε λίγο, οπότε απάντησε ένα ξερό «καλά».

Δύο ώρες αργότερα, όταν η Νίτσα έφυγε για να πάει στη θεία της, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει. Όλα φαίνονταν ίδια. Αντίθετα, η καχυποψία και η ανησυχία της Ευανθίας είχαν αρχίσει να γίνονται εντονότερες και να φορτίζουν συνεχώς τη σκέψη της. Κάτι θα γινόταν, ήταν σίγουρη γι’ αυτό.

Ο Δημήτρης, που μόλις είχε φτάσει με τον Νίκο, πρόλαβε να δει την έκφραση στο πρόσωπο της γυναίκας του. Αφού την πληροφόρησε για να την ηρεμήσει ότι τίποτα κακό δεν είχε ακουστεί, κάθισε μαζί με τον μικρό να φάνε. Η Ευανθία τους έστρωσε και μετά βγήκε έξω να πάρει καθαρό αέρα. Άρχισε να κοιτάει γύρω σαν να έψαχνε κάτι. Δεν έψαχνε όμως τίποτα, ήταν μια κίνηση μηχανική.

Κοίταξε το γειτονικό σπίτι και είδε τη γειτόνισσα στο βεραντάκι της.

«Βρε, καλώς την!!! Τι κάνεις, Ευανθία; Δεν σε είδα όλη μέρα, πώς είναι τα παιδιά σου; Ο άνδρας σου;»

Όχου, όρεξη που την έχει για κουτσομπολιό, συλλογίστηκε.

«Καλησπέρα, βρε Βασιλεία, καλά είμαστε όλοι, δόξα τω Θεώ. Εσείς; Πώς είστε;», απάντησε τελικά.

«Καλά, μωρέ, όπως τα ξέρεις. Αλλά τι να το κάνεις; H ανησυχία και η δυσκολία δεν μας αφήνουν να ηρεμήσουμε. Συνεχώς η ίδια κουβέντα. Καθόμαστε συνέχεια σε αναμμένα κάρβουνα».

«Παντού, βρε Βασιλεία, παντού. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτή τη φορά τα πράγματα δεν ευνοούν εμάς, αλλά τους άλλους».

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Προσπάθησε να αποφύγει τη συνέχιση της κουβέντας, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να μείνει μόνη της, να θαυμάσει και να αφουγκραστεί τον τόπο της. Έτσι, προφασίστηκε πως έχει να μαζέψει και να πλύνει τα πιάτα. Το επόμενο λεπτό η Ευανθία βρισκόταν μέσα στο σπίτι.

Είχε περάσει η ώρα. Ο Δημήτρης και τα παιδιά είχαν πάει για ύπνο. Η Ευανθία έμεινε για να αποτελειώσει κάτι τελευταίες δουλειές και τώρα ήταν ώρα κι εκείνη να ξεκουραστεί.

Ήταν μια κουραστική μέρα, σκέφτηκε. Δεν μπορώ όμως να κοιμηθώ, ανησυχώ. Αλλά σε τι θα με ωφελήσει να μείνω ξάγρυπνη όλο το βράδυ; Μπας και θα μπορέσω να τους σταματήσω μόνη μου, αν χρειαστεί; Ας πάω καλύτερα να κοιμηθώ, να είμαι ξεκούραστη αύριο.

Πριν κλείσει τα μάτια της για να κοιμηθεί, τη διαπέρασε ένα κύμα σιγουριάς και υπερηφάνειας. Ήταν σίγουρη για τον εαυτό της και αποφάσισε ότι, αν χρειαστεί, εκείνη τη στιγμή, θα υπερισχύσει η λογική και όχι ο φόβος της. Και βέβαια ήταν περήφανη για την γενιά της, την οικογένειά της και αναμφίβολα για τον τόπο της. Στενοχωρήθηκε που τα παιδιά της μπορεί να μην προλάβαιναν να ζήσουν την ζωή που αξιώθηκε να ζήσει εκείνη και τα αγαθά που και η ίδια απόλαυσε. Ο τόπος αυτός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για κείνη.

Εδώ γεννήθηκα και έχτισα την ζωή μου, την οικογένειά μου, αναλογίστηκε.

Έπειτα, χάιδεψε τα μαλλιά του Δημήτρη, τον φίλησε και έκλεισε τα μάτια της, ώστε να μπορέσει να παρασυρθεί από την γλυκιά ηδονή του ύπνου και να περιπλανηθεί στον όμορφο κόσμο των ονείρων της.

ΕΠΌΜΕΝΟ ΠΡΩΙ

«Θεέ μου, Δημήτρη, ξύπνα! Γρήγορα!!! Πρέπει να φύγουμε, ακούς;».

Η Ευανθία ξύπνησε μ’ έναν διαφορετικό τρόπο σήμερα. Πιο ενοχλητικό από τον ήχο του κόκορα, πιο εκκωφαντικό από τις πρωινές

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

συζητήσεις των φιλενάδων, όταν συναντιόντουσαν για να απαριθμήσουν τα νέα τους, και σίγουρα, ήταν ένας τρομακτικός ήχος που θα αποτυπωνόταν και θα χαρασσόταν για πάντα στη μνήμη της, όπως κανένας άλλος στην ζωή της: φωνές, κανόνια, σειρήνες, ποδοβολητά.

Αυτό που τόσο φοβόταν τελικά ήρθε. Σηκώθηκε σαν σίφουνας από το κρεβάτι της και όρμισε προς τα παράθυρα για να δει τι γινόταν έξω. Στο αντίκρισμα της εικόνας των τρομαγμένων προσώπων να προσπαθούν να βρουν απελπισμένα έναν τρόπο διαφυγής, η ίδια λύγισε. Την διαπέρασε ένα καυτό ρεύμα πανικού. Καθώς στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχαν περιθώρια για χάσιμο χρόνου, άρχισε αμέσως να φωνάζει, τρέχοντας προς την κουζίνα για να ξυπνήσουν όλοι. Έψαξε στα ντουλάπια της κουζίνας και άρπαξε αμέσως μπόγους, τσάντες και οτιδήποτε άλλο της φαινόταν χρήσιμο προκειμένου να κουβαλήσουν τα αναγκαία. Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μία την άλλη μέσα στο κεφάλι της, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο βίαια, σαν να μάχονταν η μια με την άλλη. Το σώμα της είχε πάρει φωτιά από την ταχύτητα των κινήσεών της. Προσπαθούσε να αξιοποιήσει το κάθε δευτερόλεπτο που διέθετε, σαν να γνώριζε ότι αυτό ήταν και το τελευταίο της.

Παράλληλα, και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι είχαν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το σοκ που υπέστησαν, με το αντίκρισμα της πρώτης εικόνας, είχε πλέον δώσει την θέση του σ’ έναν πανίσχυρο παράγοντα που κυριεύει τον άνθρωπο στις πιο ακραίες καταστάσεις το ένστικτο της επιβίωσης.

Μέσα σε δευτερόλεπτα η οικογένεια είχε μαζέψει τα απαραίτητα αγαθά που θα τους παρείχαν μεγαλύτερη άνεση στην δυστυχία τους, φαγητό, χρήματα, λίρες και κοσμήματα, καθώς και κάποια ρούχα. Ορμώντας έξω από το σπίτι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ένα νέο κύμα τρόμου ήρθε να πάρει τη θέση του. Παντού πανικόβλητοι άνθρωποι έτρεχαν προς την ίδια κατεύθυνση, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Την ίδια στιγμή αποκρουστικοί ήχοι από πυροβολισμούς έσχιζαν τον αέρα από ολόγυρα. Ο καπνός από τα καμένα σπίτια και τα εκρηκτικά είχε πλέον καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού, προσδίδοντάς του ένα καφέ χρώμα, το οποίο προμηνούσε τον όλεθρο. Αυτό το καφέ στρώμα βίας και πόνου ερχόταν σε ρήξη με τις μικρές, αθώες ηλιαχτίδες του ηλίου, που πριν από λίγο είχαν εμφανιστεί στον ουρανό. Το μίσος, όμως, υπερίσχυσε της ζωής.

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Όλοι μαζί έτρεχαν συνέχεια, χωρίς να διανοηθούν να κοιτάξουν πίσω τους, ήταν μάταιο άλλωστε. Επεδίωκαν να φτάσουν στο λιμάνι. Από εκεί θα τρύπωναν σε μια βάρκα μαζί με τους υπόλοιπους διωκόμενους και θα μεταφέρονταν στα γειτονικά νησιά, εκεί όπου δεν θα διέτρεχαν πλέον κανένα κίνδυνο, στην Χίο, την Λέσβο και ίσως και την Σάμο. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν για να σώσουν τις ζωές τους. Δεν είχαν, άλλωστε, άλλη επιλογή.

Φτάνοντας, λοιπόν, στο λιμάνι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κτηνώδη τραγωδία που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια τους. Η λαίλαπα των τούρκικων στρατευμάτων σάρωνε τους πανικόβλητους ανθρώπους. Απάνθρωπες ενέργειες σε βάρος των μεταναστών εκτελούνταν η μία μετά την άλλη· δίχως αναστολές.

Η Ευανθία σάρωσε μέσα σε δευτερόλεπτα το λιμάνι, ώστε να μπορέσει να βρει ένα μέσο για να φύγουν από αυτήν την κόλαση. Αμέσως εντόπισε μια βάρκα που, για καλή τους τύχη, δεν είχε γεμίσει ακόμη. Ήξερε, βέβαια, ότι οι κενές θέσεις δεν θα υπήρχαν για πολύ, αφού όλοι αγωνίζονταν εκείνη τη στιγμή για το ίδιο πράγμα, να αποδράσουν από την φυλακή τους.

«Γρήγορα, ακολουθήστε με! Σ’ εκείνη εκεί τη βάρκα!!! Υπάρχουν ακόμη κενές θέσεις».

Δεν υπήρξε απάντηση. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήξεραν ότι είχε δίκιο και τι έπρεπε να κάνουν. Κι αυτό έκαναν. Την ακολούθησαν και έφτασαν στην βάρκα σύντομα.

Ξαφνικά οι φωνές και τα κλάματα, που προηγουμένως ακούγονταν από απόσταση, σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν φτάσει πολύ κοντά τους, το ίδιο και οι κρότοι και οι απανωτοί πυροβολισμοί.

Πρέπει να βιαστούμε!

Ο Δημήτρης άρπαξε τα παιδιά και τα έβαλε αμέσως μέσα στην βάρκα. Έπειτα, μπήκε κι εκείνος για να μπορέσει να τοποθετήσει τα πράγματα που του έδινε η Ευανθία απέξω, με τέτοιο τρόπο, ώστε να χωρέσει να καθίσει κι εκείνη στη βάρκα.

Η βάρκα είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται σιγά από την αποβάθρα του λιμανιού. Ο Δημήτρης τοποθέτησε την τελευταία τσάντα κάτω και άπλωσε το χέρι του, χωρίς να έχει γυρίσει ακόμη το κεφάλι του, στην

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Ευανθία για να την βοηθήσει να μπει. Όταν γύρισε το βλέμμα του, πάγωσε...

«ΕΥΑΝΘΙΑ, ΠΡΟΣΕΧΕ!!! ΤΡΕΞΕ! Πιάσε το χέρι μου…»

«Και τελικά, τι έγινε; Τι απέγινε η Ευανθία;»,αναρωτήθηκε η μικρή Εύα, η οποία μόλις είχε ακούσει για πρώτη φορά την ιστορία της προγιαγιάς της και του πρόπαππού της.

«Δεν ξέρει κανένας να μας πει σίγουρα. Τα παιδιά έφτασαν με ασφάλεια εδώ στην Λέσβο και έχτισαν την δική τους ζωή, προσπαθώντας να επουλώσουν τα τραύματα που τους προξένησε αυτή η τραγική εμπειρία. Ο Δημήτρης, στα μέσα της διαδρομής χωρίς να το σκεφτεί, πήδηξε σε μια βάρκα που γύριζε πίσω, ευελπιστώντας πως θα μπορέσει να βρει και να σώσει την γυναίκα του. Κάνεις, όμως, δεν έμαθε τι απέγιναν, κι αν τα κατάφεραν...»

Η μικρή Εύα είχε μείνει έκπληκτη από την ιστορία της οικογένειάς της. Ήταν υπερήφανη για την ανακάλυψη των φωτογραφιών αυτών και, χωρίς αμφιβολία, για την αποκάλυψη του μυστικού τους.

Ώστε αυτή είναι η ιστορία των φωτογραφιών του μπαούλου, σκέφτηκε.

Τέλος

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Μαρίας Χαλβαντζή, Γ΄λυκείου, 2014

Στιγμές (διήγημα)

Η Αλίσια δεν άντεχε να κανονίσει τα χαρτιά του νοσοκομείου. Και μόνο στη σκέψη ότι εκείνος μπορεί να πέθαινε δεν ήθελε να ακούει τίποτα άλλο. Οι γιατροί της είπαν ότι μόνο ένα θαύμα θα άλλαζε την κατάστασή του. Μόνο για χάρη της πεντάχρονης κόρης της, που δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα, κατάφερνε να μην κλαίει συνέχεια.

Αδυνατούσε να αναλάβει τις διαδικασίες· έτσι άφησε τους φίλους του συζύγου της να τα ρυθμίσουν όλα, καθώς, όπως της είπε ο Λουίς, ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν για τον κολλητό τους. Της είπαν ότι πρέπει να ασχοληθεί με την Κλερ, την κόρη της και τη διαβεβαίωσαν πως θα της συμπαρασταθούν σε ό,τι χρειαστεί εκείνη και το παιδί. Ο Νάιαλ ανέλαβε να κανονίσει τα χαρτιά του νοσοκομείου και η Αλίσια επέστρεψε στο σπίτι.

Τώρα η Αλίσια καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού της παρακολουθεί την κόρη της να κοιμάται. «Μοιάζει τόσο σε εκείνον, σαν δυο σταγόνες νερό. Τι θα κάνω αν τον χάσω;» μονολόγησε χαμηλόφωνα χαϊδεύοντας τις μπούκλες της μικρής, όπως έκανε και στον Χάρρυ κάθε φορά που κοιμόταν στα ποδιά της, όταν ήταν μαζί.

Με το παιδί στην αγκαλιά της έκανε μια αναδρομή στις ωραίες στιγμές που είχαν ζήσει μαζί, αλλά και στο πιο κοντινό παρελθόν, στις δυσκολίες που ήρθαν. Είχαν πρωτογνωριστεί στα δεκαοκτώ τους στη συναυλία του στο Λονδίνο και αμέσως είχε ερωτευθεί ο ένας τον άλλον. Εκείνη ήταν μεγάλη λάτρης του συγκροτήματος που ήταν μέλος ο Χάρρυ. Μόλις γνώρισε τον ίδιο προσωπικά την άγγιξε ο μαγικός τρόπος που την έκανε να γελάει καθώς και ο χαρακτήρας του. Για την ακρίβεια την είχαν μαγέψει τα πάντα πάνω του και το ίδιο είχε συμβεί και σ’ εκείνον με την Αλίσια. Θυμόταν ακόμα την αντιπάθεια και το μίσος με τα οποία την αντιμετώπιζαν οι φανατικές του θαυμάστριες στα πρώτα τους ραντεβού· αυτό όμως ποτέ δεν την πτόησε.

Μετά από ένα σχεδόν χρόνο μαζί ήρθε και το αναπάντεχο γεγονός· είχε μείνει έγκυος. Στην αρχή δεν ήθελε να το πει στον Χάρρυ, όμως τελικά δεν άντεξε να το κρατήσει κρυφό. Του το είπε αμέσως και η αντίδρασή του την ξάφνιασε. Της είχε πει: «Θα το έκανα

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

την άλλη εβδομάδα, στην επέτειό μας, αλλά αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα…». Είχε γονατίσει και βγάζοντας από το σακάκι του ένα μικρό κουτάκι, είχε πει «Αλίσια, θέλεις να με παντρευτείς και να γίνεις η μόνη γυναίκα που θα αγαπώ σε όλη μου την ζωή και θα με κάνει ευτυχισμένο;». Η Αλίσια φυσικά και δέχτηκε.

Ο γάμος τους ήταν πολυσυζητημένος και είχε καλυφτεί από όλα τα κανάλια και τα περιοδικά. Πολλές θαυμάστριες του Χάρρυ έκλαιγαν απογοητευμένες που είχαν χάσει τον άντρα της ζωής τους, ενώ άλλες είχαν στείλει ευχές για το νέο ζευγάρι. Η Αλίσια ήταν πανευτυχής! Είχε παντρευτεί το αγόρι που είχε ερωτευτεί και την έκανε χαρούμενη!

Η ευτυχία όμως δεν κράτησε πολύ διότι τρία χρόνια μετά την γέννηση του παιδιού τους, της Κλερ, όλα άλλαξαν. Ο Χάρρυ έγινε πολύ απόμακρος· σαν να έκρυβε κάτι. Άρχισε να πίνει και να απομακρύνεται από τους φίλους του και από το συγκρότημά του. Σταμάτησε να ασχολείται με την οικογένειά του και το μόνο που έκανε ήταν να πίνει σαν να προσπαθούσε να ξεχάσει κάτι. Η Αλίσια όμως τον αγαπούσε τόσο πολύ που δεν την πείραξε η συμπεριφορά του. Την προβλημάτισε όμως ο τρόπος που ο Χάρρυ κοίταζε εκείνη και την κόρη τους, και στη συνέχεια έτρεχε στο μπάνιο απ’ όπου έβγαινε μετά από ώρες κατάκοπος και κοιμόταν στον καναπέ.

Μια νύχτα η Αλίσια, αφού έβαλε για ύπνο την Κλερ, κατέβηκε στο σαλόνι για να μιλήσει στο Χάρρυ. Το μόνο που τον ρώτησε ήταν «Τι έχεις, αγάπη μου; Εσύ δεν έπινες και πάντα μου έλεγες ό,τι ένιωθες».

Και τότε ήταν που άρχισε ο καβγάς, η αφορμή όλων των κακών που ακολούθησαν. Πάνω στα νεύρα του και στο μεθύσι εκείνος είχε πει και κάνει πράγματα που δεν θα τα έλεγε ποτέ στην γυναίκα που αγαπούσε. Το χειρότερο όμως ήταν ότι την χτύπησε. Το είχε μετανιώσει την ίδια στιγμή και είχε πει πως δεν το ήθελε. Ήταν πολύ αργά όμως. Η Αλίσια είχε ξεπεράσει τα όριά της. Κι έτσι τον έδιωξε από το σπίτι τους. Το μόνο που του είπε την επόμενη μέρα, όταν είχε πάει να πάρει τα πράγματα του, ήταν ότι δεν ήθελε ο χωρισμός τους να είναι οριστικός, αλλά να κρατήσει τόσο μόνο μέχρι που εκείνος να ξαναγίνει ο γλυκός άντρας που είχε ερωτευτεί.

Στο διάστημα των έξι μηνών που έζησαν χωριστά, οι μόνες στιγμές που συναντιόντουσαν ήταν όταν η Αλίσια πήγαινε το παιδί στο σπίτι του για επίσκεψη. Κάποια στιγμή η Αλίσια παρατήρησε ότι τα

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν και ο ίδιος γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλωμός. Το μυαλό της πήγε σε χρήση ουσιών, καθώς είχε εντοπίσει στο σπίτι του ένα ντουλάπι γεμάτο διάφορα χάπια. Και μ’ αυτή την υποψία είχε διακόψει τις επισκέψεις του παιδιού στο σπίτι του.

Μια εβδομάδα αργότερα την είχε ξυπνήσει, στις τρεις τα ξημερώματα, ο ήχος του τηλέφωνου της. Ήταν από το νοσοκομείο· μια νοσοκόμα την είχε πληροφορήσει ότι ο άντρας της είχε βρεθεί λιπόθυμος από τον φίλο του, Λίαμ, στην μπανιέρα του σπιτιού του, ενώ είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει και ότι υπήρχε και κάτι άλλο που έπρεπε να της το πουν από κοντά. Κατάχλωμη στο άκουσμα αυτών των νέων, είχε τηλεφωνήσει στην Λουΐζα, την κολλητή της και κοπέλα του Λίαμ, και της είχε ζητήσει να προσέχει την Κλερ, ενημερώνοντάς την για το τηλεφώνημα που είχε δεχτεί.

Στο νοσοκομείο οι γιατροί την είχαν ενημερώσει ότι ο Χάρρυ έπασχε από καρκίνο τον τελευταίο χρόνο και είχε σταματήσει να παίρνει τα φάρμακα που του είχαν συστήσει οι γιατροί. Στο άκουσμα όλων αυτών θα είχε λιποθυμήσει, αν δεν ήταν εκεί να την στηρίξουν οι φίλοι της, που είχαν φτάσει ήδη στο νοσοκομείο. «Ο Χάρρυ είχε καρκίνο εδώ και ένα χρόνο κι εγώ τον έδιωξα. Σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά του. Πόσο χαζή είμαι; Γιατί δεν το κατάλαβα νωρίτερα;», μονολογούσε η Αλίσια. Οι φίλοι της είχαν μιλήσει με τον γιατρό που παρακολουθούσε τον Χάρρυ· εκείνη δεν ήταν σε θέση να συγκεντρωθεί. Η μόνη στιγμή που βγήκε από τις σκέψεις της ήταν όταν άκουσε «Είναι καλά αλλά θα πρέπει κάποιος να τον πάρει μαζί του σπίτι». Η Αλίσια είχε σπεύσει να πει ότι θα τον έπαιρνε εκείνη μαζί της, καθώς έτσι θα βρισκόταν σε οικείο περιβάλλον. Παρά τις διαφωνίες όλων αυτή ήταν η οριστική της απόφαση.

Έτσι, μια εβδομάδα μετά ο Χάρρυ είχε βγει από το νοσοκομείο και είχε μεταφερθεί, παρά τις αντιρρήσεις του, στο σπίτι που έμενε η Αλίσια και η κόρη του. Αισθανόταν άσχημα για την κατάστασή του αλλά και επειδή δεν ήθελε να γίνεται βάρος. Ήθελε τόσο πολύ όμως να συζητήσει με την Αλίσια το περιστατικό που είχε συμβεί μεταξύ τους. Είχε την ανάγκη να της εξηγήσει την συμπεριφορά του, αλλά συγχρόνως ένιωθε αδικαιολόγητος. Είχε πληγώσει τη γυναίκα που ακόμα αγαπούσε βαθιά και ειλικρινά. Έτσι, προσπάθησε να της μιλήσει· η μόνη απάντηση που έλαβε ήταν ένα θλιμμένο «καταλαβαίνω». Ήταν αποφασισμένος όμως να την ξανακερδίσει και

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

να φέρει το χαμόγελο πάλι στα χείλη της, να τη δει ευτυχισμένη, όπως παλιά.

Η κόρη τους είχε μείνει για λίγες μέρες στο σπίτι της Λουΐζας και του Λίαμ μέχρι να προσαρμοστεί ο Χάρρυ στη νέα κατάσταση. Επιστρέφοντας σπίτι αγκάλιασε τον μπαμπά της σφιχτά και του είπε να μην ξαναφύγει, γιατί η μαμά της δεν της κόβει σε τριγωνάκια το τοστ της. Όταν εκείνη την ημέρα η Αλίσια γύρισε από τη δουλειά της, βρήκε τον Χάρρυ και την Κλερ ξαπλωμένους στο πάτωμα, περιτριγυρισμένους από παιχνίδια, να κοιμούνται. Είχε πολύ καιρό να δει ένα τόσο όμορφο και γαλήνιο σκηνικό.

Από τον καιρό όμως που είχε βγει ο Χάρρυ από το νοσοκομείο δεν κοιμόταν καλά, υπέφερε από εφιάλτες. Ξυπνούσε τις νύχτες τρομαγμένος φωνάζοντας, με αποτέλεσμα να ξυπνά την Αλίσια, πράγμα που τον έκανε να αισθάνεται ακόμα πιο άσχημα. Τη νύχτα μετά την επιστροφή της Κλερ, η Αλίσια είχε προτείνει να κοιμηθούν μαζί στο ίδιο κρεβάτι ύστερα από πολλούς μήνες. Έτσι, το επόμενο πρωί ξύπνησαν αγκαλιασμένοι, όπως συνήθιζαν παλιά, κι αυτή ήταν μια στιγμή αμήχανης χαράς και για τους δύο. Κανένας τους όμως δεν είχε τολμήσει να παραδεχτεί τα συναισθήματά του.

Δύο μήνες αργότερα οι γιατροί του είχαν ανακοινώσει πως η τελευταία θεραπεία που έκανε είχε βελτιώσει την κατάστασή του και αυτά τα νέα ήταν πολύ ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα. Ήθελε να είναι σίγουρος ότι δεν θα στενοχωρούσε ξανά τους δικούς του ανθρώπους κι αυτό είχε βάλει σκοπό. Η διάθεσή του ήταν πολύ καλύτερη, είχε αρχίσει να τραγουδά ξανά με τους φίλους του, να παίζει με την κόρη του και γενικά να είναι ο παλιός Χάρρυ. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την Αλίσια. Τα ευχάριστα νέα για την υγεία του αλλά και το γεγονός ότι εκείνος ήταν ξανά ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει την είχαν χαροποιήσει τόσο που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, του ζήτησε συγγνώμη. «Δεν πειράζει, καταλαβαίνω», της είχε πει ο Χάρρυ.

Μια εβδομάδα αργότερα εκείνος είχε πάρει την απόφασή του: ή θα κέρδιζε την Αλίσια ή θα την έχανε για πάντα. Έτσι, είχε αποκαλύψει στον φίλο του και νονό της Κλερ, τον Ζέιν, το σχέδιό του και τον είχε παρακαλέσει να κρατήσει ένα βράδυ την Κλερ σπίτι του. Εκείνος ήταν πρόθυμος, δε θα έχανε ποτέ την ευκαιρία να περάσει λίγο χρόνο με την

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

βαφτιστήρα του. Ο Χάρρυ είχε πάρει την απόφαση του, θα της το έλεγε και ας γινόταν ό,τι ήταν γραφτό.

Όταν η Αλίσια γύρισε σπίτι εκείνο το βράδυ, το σπίτι μύριζε πολύ όμορφα. Ο Χάρρυ είχε ετοιμάσει δείπνο κι εκείνη μπαίνοντας στην κουζίνα είχε αντικρίσει ένα όμορφα στρωμένο τραπέζι και μια ρομαντική ατμόσφαιρα με το γλυκό φως των κεριών. Όλο αυτό της είχε θυμίσει παλιές, καλές μέρες. Ο Χάρρυ ήταν καλοντυμένος και τόσο όμορφος που η Αλίσια δεν μπορούσε να σταματήσει να του χαμογελάει. Όταν εκείνος της έσπρωξε ευγενικά την καρέκλα για να καθίσει, τον ρώτησε, «Γιορτάζουμε κάτι;» Εκείνος είχε απαντήσει, «Αναλόγως. Θέλω να μιλήσουμε για κάτι σημαντικό» και κάθισε στην καρέκλα δίπλα της. Η Αλίσια τον είχε κοιτάξει με απορία και ανησυχία που ευτυχώς δεν κράτησαν πολύ, καθώς ο Χάρρυ άρχισε να μιλάει. «Θέλω να μιλήσουμε για μας. Η αλήθεια είναι ότι σ’ αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει καμιά άλλη και δεν αντέχω να είμαι μακριά σου. Να σ’ έχω τόσο κοντά μου και να μην μπορώ να σ’ αγγίζω. Λυπάμαι ειλικρινά γι’ αυτό που σου έκανα και ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να με συγχωρήσεις, αλλά θα ήθελα πολύ να προσπαθήσεις. Ακόμα, σ’ ευχαριστώ πολύ που δέχτηκες να με πάρεις σπίτι μαζί σου για να με βοηθήσεις και ας μη σε υποχρέωνε κανείς…»

Η Αλίσια είχε απαντήσει «Ήθελα να σε πάρω μαζί μου, διότι η αλήθεια είναι πως κι εγώ ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ. Πληγώθηκα πολύ όταν με χτύπησες αλλά ξέρω ότι δεν το ήθελες. Και σε συγχώρησα πριν ακόμα μάθω την αιτία της συμπεριφοράς σου, αλλά… Αλλά δεν ξέρω, Χάρρυ», είχε πει με δάκρυα στα μάτια τρέχοντας στη συνέχεια στο δωμάτιό τους. Ο Χάρρυ την είχε ακολουθήσει και την είχε βρει να κλαίει. Είχε ξαπλώσει δίπλα της και παίρνοντάς την αγκαλιά προσπάθησε να την καθησυχάσει. Την είχε κρατήσει τόσο σφιχτά κοντά του που εκείνη δεν μπορούσε να αντιδράσει. Κάποια στιγμή τη φίλησε απαλά στα χείλη κι έπειτα την ξαναφίλησε. Το φιλί έγινε πιο βαθύ και πιο γλυκό. Εκείνο το βράδυ, αγκαλιασμένοι, κατάφεραν και κάλυψαν την απόσταση μεταξύ τους.

Η Αλίσια λίγο αργότερα είδε το ίδιο όνειρο που έβλεπε κάθε βράδυ από τότε που είχε έρθει ο Χάρρυ. Έβλεπε ότι ήταν οι δυο τους μπροστά σ’ ένα γκρεμό και ο Χάρρυ ζητούσε βοήθεια για να μην πέσει, αλλά πάντα στο τέλος έπεφτε. Όμως, εκείνη τη νύχτα δεν έπεσε, αντίθετα κάθισαν μαζί και θαύμασαν την θέα που απλωνόταν μπροστά τους. Εκείνη ετοιμαζόταν να του πει πως τον αγαπά και πως ίσως υπήρχε

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

ελπίδα τα πράγματα να ξαναγίνουν όπως παλιά. Ξαφνικά όμως η Αλίσια ξύπνησε από ένα δυνατό τράνταγμα και τη φωνή του Χάρρυ. Τον είχε δει να τρέμει ολόκληρος και χωρίς δεύτερη σκέψη τον είχε μεταφέρει στο νοσοκομείο. Οι γιατροί τον οδήγησαν αμέσως στα επείγοντα, αφήνοντας την Αλίσια μόνη της στην άδεια και κρύα αίθουσα αναμονής.

Λίγο αργότερα είχαν φτάσει στο νοσοκομείο ο Λούις, ο Λίαμ και η Λουΐζα για να συμπαρασταθούν στην Αλίσια. Ακολούθησαν ο Νάιαλ και ο Ζέιν. Ο Ζέιν είπε ότι είχε αφήσει την Κλερ με την κοπέλα του, την Σαμάνθα. Ο ίδιος δεν ήθελε να μείνει μακριά από τον φίλο του. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο γιατρός και τους ενημέρωσε για την κρίσιμη κατάσταση του Χάρρυ, καθώς ο οργανισμός του είχε αρχίσει να αντιδρά αρνητικά στα φάρμακα και στις θεραπείες που είχε κάνει και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να μείνει συνδεδεμένος σε μηχανική υποστήριξη. Η τελευταία φράση που είχε ακούσει η Αλίσια πριν λιποθυμήσει ήταν «Μόνο από θαύμα θα γίνει καλά». Αργότερα, είχε ξυπνήσει σε δωμάτιο του νοσοκομείου με κάποιους από τους φίλους της να κοιμούνται σε καρέκλες δίπλα της. Σκέφτηκε πως τη στιγμή που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι όλα θα βελτιώνονταν, ο κόσμος της άρχισε πάλι να καταρρέει. Ο γιατρός της είχε ζητήσει να τακτοποιήσει τα χαρτιά για την παραμονή του Χάρρυ στην μονάδα μηχανικής υποστήριξης και ο Νάιαλ βλέποντας πως η Αλίσια δεν ήταν σε θέση να ασχοληθεί μ’ αυτά τα διαδικαστικά προσφέρθηκε ο ίδιος να κανονίσει τα χαρτιά.

Το ξαφνικό κλάμμα της μικρής έβγαλε την Αλίσια από την αναπόλησή της, η οποία είχε διαρκέσει αρκετά, και την επανέφερε στην σκληρή και επώδυνη ακόμη πραγματικότητα. Έπειτα από μισή ώρα βρισκόταν πάλι στο δωμάτιο του Χάρρυ, στο νοσοκομείο. Καθισμένη δίπλα του, του κράτησε το χέρι και του μίλησε λίγο. Αναρωτήθηκε αν εκείνος την άκουγε. Λίγη ώρα αργότερα την αναστάτωσε ο ήχος από το μηχάνημα υποστήριξης στο οποίο ήταν συνδεδεμένος ο Χάρρυ. Γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό έφτασαν άμεσα. Προσπάθησαν να τον επαναφέρουν.

Ο Χάρρυ τώρα έβλεπε γύρω του μόνο σκοτάδι και άκουγε άγνωστες φωνές. Το σκοτάδι τον τραβούσε όλο και πιο βαθιά, παρότι εκείνος προσπαθούσε να του ξεφύγει. Άκουγε και μια γυναικεία φωνή που του φαινόταν τόσο οικεία: «Χάρρυ, ξύπνα, σε παρακαλώ. Μην αφήνεις μόνες εμένα και την Κλερ. Σ’ αγαπάμε πολύ».

3ο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης

Μετά από μερικές προσπάθειες οι γιατροί της είπαν ότι δε γίνεται τίποτα, ότι η καρδιά του είχε σταματήσει, ότι όλα είχαν τελειώσει. Η Αλίσια τους παρακάλεσε να κάνουν άλλη μια τελευταία προσπάθεια. Προσευχήθηκε με όλη της την πίστη και την αγάπη. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα οι γιατροί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η καρδιά του Χάρρυ είχε αρχίσει να χτυπά ξανά, το θαύμα είχε συμβεί...

Έξι μήνες αργότερα, ο Χάρρυ, πιο υγιής από ποτέ, κάθεται στα πόδια της Αλίσια χαϊδεύοντας την τώρα φουσκωμένη κοιλίτσα της και αποκαλώντας την «άγγελέ μου». Κοντά τους η Κλερ παίζει με τα παιχνίδια της. «Ξέρεις, αγγελέ μου, πρέπει να πούμε στη μικρή ότι σε λίγο καιρό θα πρέπει να αρχίσει να μοιράζεται τα παιχνίδια της». «Εσύ θα της το πεις, γενναίε μπαμπά, μια που σε σένα έχει μεγαλύτερη αδυναμία», απάντησε γελώντας η Αλίσια, καθώς αντίκριζε με αισιοδοξία πια ένα κοινό και ευτυχισμένο μέλλον με τα αγαπημένα της πρόσωπα.

Τέλος